"..ο Χριστιανός είναι μες στην ποίηση..."
Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές
-
Misha
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 3872
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 26, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: http://clubs.pathfinder.gr/seraphim
- Επικοινωνία:
"..ο Χριστιανός είναι μες στην ποίηση..."
ο πατηρ Πορφύριος ελεγε :“για να γίνει κανείς χριστιανός, πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει να γίνει ποιητής. "Χοντρές" ψυχές κοντά Του ο Χριστός δεν θέλει. Ο χριστιανός, έστω και μόνο όταν αγαπάει, είναι ποιητής, είναι μες στην ποίηση”.
Στην συνέχεια λέγει:
“Να εκμεταλλεύεσθε τις ωραίες στιγμές. Οι ωραίες στιγμές προδιαθέτουν την ψυχή σε προσευχή, την καθιστούν λεπτή, ευγενική, ποιητική. Ξυπνήστε το πρωί να δείτε το βασιλιά ήλιο να βγαίνει ολοπόρφυρος απ' το πέλαγος. Όταν σας ενθουσιάζει ένα ωραίο τοπίο, ένα εκκλησάκι, κάτι ωραίο, να μη μένετε εκεί, να πηγαίνετε πέραν αυτού, να προχωρείτε σε δοξολογία για όλα τα ωραία, για να ζείτε τον μόνον Ωραίον. Όλα είναι άγια, και η θάλασσα και το μπάνιο και το φαγητό. Όλα να τα χαίρεστε· όλα μας πλουτίζουν, όλα μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, όλα μας οδηγούν στον Χριστό”.
τρια ποιηματα του Νικηφορου Βρεττακου απο την "Φιλοσοφία των λουλουδιών"
ΓΕΝΕΣΗ
Αυτό το γαρύφαλλο, που κρατώντας το
ανάμεσα στα τρία μου δάχτυλα
το σηκώνω στο φως, μου μίλησε και
παρά τον κοινό νου μου το κατανόησα.
Μι' αλυσίδα από ατέλειωτους γαλαξίες συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στη γη φωταψίες
- το σύμπαν ολόκληρο πήρε μέρος στη γέννηση
αυτού του γαρύφαλλου.
Κι' αυτό που ακούω είναι οι φωνές
των μαστόρων του μέσα του.
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ
Αν με βλέπουν να στέκομαι
όρθιος, ακίνητος, μες
στα λουλούδια μου, όπως
αυτή τη στιγμή,
θα νόμιζαν πως τα διδάσκω.
Ενώ είμαι εγώ που ακούω
κι αυτά που μιλούν.
Έχοντάς με στο μέσο
μου διδάσκουν το φως.
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Αναδύθηκε δάσος ζοφερό
απ' το πνεύμα μας
κι εκάλυψε τον ορίζοντα.
Μόνο ατραποί τρυπώνουν
και χάνονται μέσα στο φόβο.
Μέλλον δεν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ανύποπτα
για ό,τι γίνεται πάνω τους
τα παιδια, ενώ γέρνοντας γύρω
και κάτω απ' τα πόδια τους, (ως
ν' ακούν τη βοή και να βλέπουν
το σύννεφο) σαν ένα απέραντο
υπαίθριο εκκλησίασμα
τα λουλούδια προσεύχονται.
Στην συνέχεια λέγει:
“Να εκμεταλλεύεσθε τις ωραίες στιγμές. Οι ωραίες στιγμές προδιαθέτουν την ψυχή σε προσευχή, την καθιστούν λεπτή, ευγενική, ποιητική. Ξυπνήστε το πρωί να δείτε το βασιλιά ήλιο να βγαίνει ολοπόρφυρος απ' το πέλαγος. Όταν σας ενθουσιάζει ένα ωραίο τοπίο, ένα εκκλησάκι, κάτι ωραίο, να μη μένετε εκεί, να πηγαίνετε πέραν αυτού, να προχωρείτε σε δοξολογία για όλα τα ωραία, για να ζείτε τον μόνον Ωραίον. Όλα είναι άγια, και η θάλασσα και το μπάνιο και το φαγητό. Όλα να τα χαίρεστε· όλα μας πλουτίζουν, όλα μας οδηγούν στην μεγάλη Αγάπη, όλα μας οδηγούν στον Χριστό”.
τρια ποιηματα του Νικηφορου Βρεττακου απο την "Φιλοσοφία των λουλουδιών"
ΓΕΝΕΣΗ
Αυτό το γαρύφαλλο, που κρατώντας το
ανάμεσα στα τρία μου δάχτυλα
το σηκώνω στο φως, μου μίλησε και
παρά τον κοινό νου μου το κατανόησα.
Μι' αλυσίδα από ατέλειωτους γαλαξίες συνεργάστηκαν,
διασταύρωσαν κάτω στη γη φωταψίες
- το σύμπαν ολόκληρο πήρε μέρος στη γέννηση
αυτού του γαρύφαλλου.
Κι' αυτό που ακούω είναι οι φωνές
των μαστόρων του μέσα του.
ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ
Αν με βλέπουν να στέκομαι
όρθιος, ακίνητος, μες
στα λουλούδια μου, όπως
αυτή τη στιγμή,
θα νόμιζαν πως τα διδάσκω.
Ενώ είμαι εγώ που ακούω
κι αυτά που μιλούν.
Έχοντάς με στο μέσο
μου διδάσκουν το φως.
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Αναδύθηκε δάσος ζοφερό
απ' το πνεύμα μας
κι εκάλυψε τον ορίζοντα.
Μόνο ατραποί τρυπώνουν
και χάνονται μέσα στο φόβο.
Μέλλον δεν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ανύποπτα
για ό,τι γίνεται πάνω τους
τα παιδια, ενώ γέρνοντας γύρω
και κάτω απ' τα πόδια τους, (ως
ν' ακούν τη βοή και να βλέπουν
το σύννεφο) σαν ένα απέραντο
υπαίθριο εκκλησίασμα
τα λουλούδια προσεύχονται.
<div><img width="158" height="171" border="0" src="whiteangelap0.jpg" /></div><br />
-
vasilis_m21
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 888
- Εγγραφή: Δευ Μαρ 27, 2006 6:00 am
Κι ο γερο-Πορφύριος αγαπούσε τις αρχαίες τραγωδίες.
Στις αρχαίες ελληνικές τελετές ευφημία λεγόταν η ιερή σιωπή.
Να λοιπόν ένα λυρικώτατο απόσπασμα από την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα. Είναι ένα έργο που εκφράζει ανάμεσα στάλλα και τον καημό της ξενιτιάς.
Ιερή σιωπή κρατάτε
όσοι κοντά στους αλληλόκρουστους
βράχους του άξενου πόντου κατοικείτε.
Ω κόρη της Λητώς,
Δίχτυννα εσύ βουνίσια,
προς την αυλή σου, προς του ωριόστυλου,
ναού τη χρυσοστόλιστη γρηπίδα,
έρχομαι, αγνή παρθένα,
της ιέρειας της αγνής εγώ δουλεύτρα·
εγώ είμαι που τους πύργους και τα τείχη
άφησα της Ελλάδας της αλογοθρόφας,
που άφησα την Ευρώπη και τα ωραία της δέντρα,
έδρα του πατρικού σπιτιού μου.
Ήρθα, να με! Τι τρέχει; Σαν ποια έγνοια σε τρώγει;
Στο ναό τι με κάλεσες, κόρη εκεινού που με χίλιων
καραβιών κοσμοξάκουστο στόλο, με μύριους
του πολέμου λεβέντες στους πύργους της Τροίας
πήγε; Εσύ ξακουσμένης γενιάς,
της Ατρέικης, βλαστάρι!
Ιφιγένεια
Βάγιες μου εσείς, σε θρήνους
βουτήχτηκα πικρούς, σε τραγουδιών
άμουσων βογκητά ασυντρόφευτα από λύρα,
σε μοιρολόγια, αλί μου, νεκρικά.
γιατί με βρήκαν συμφορές,
και του αδερφού μου τη θανή θρηνώ,
·
γιατί είδα τέτοια ονειροφαντασιά
τη νύχτ' αυτή που πια έσυρε τον πέπλο της το σκοτεινό.
Χάθηκα, χάθηκα, αχ!
το πατρογονικό μου δεν υπάρχει·
πάει η γενιά μου, συφορά!
Τι βάσανα, αχ μες στο Άργος!
Ω μοίρα,
το μοναχό μου αρπάζεις αδερφό,
στον Άδη τον ξεπροβοδάς· για κείνον τώρα εγώ
στης γης την πλάτη αυτές θα ρίξω τις χοές,
το κράμ' αυτό το νεκρικό,
να, γάλα ανάβρα από γελάδες του βουνού,
κρασί του Βάκχου σταλαξιά,
και το έργο μελισσών ξανθών·
αυτά αναπαύουν τους νεκρούς.
Δώσ' μου την κούπα τη χρυσή,
μαζί και του Άδη τις σπονδές .
Ω βλαστέ του Αγαμέμνονα μέσα στον κόρφο της γης,
τούτα εδώ σου προσφέρνω, μια και είσαι νεκρός·
δέξου αυτά· δε θα φέρω στον τάφο σου
τα ξανθά μου μαλλιά και τα δάκρυά μου·
ξενιτεύτηκα, βλέπεις, μακριά από τη χώρα
που μας γέννησε, εσένα κι εμέ, κι όπου μ' έχουνε
για νεκρή, για σφαγμένη τη δόλια.
Χορός
Με αντίφωνο σκοπό,
μ' ασιατικών ύμνων λαλιά βαρβαρική,
σ' εσέ κυρά μου θ' απαντήσω·
το μοιρολόι, τραγούδι των νεκρών,
θα πω, που ο Άδης τραγουδά
κι είν' άμοιαστο με παιάνες·
Η λάμψη του βασιλικού σπιτιού
των Ατρειδών έσβησε, αλί,
του πατρογονικού σπιτιού η αχτίδα·
των πλούσιων βασιλιάδων του Άργους η εξουσία πάει.
Και ξεπηδούν απανωτές οι συμφορές
απ' τον καιρό που ο Ήλιος,
του φτερωτού γοργού άρματός του αλλάζοντας το δρόμο,
έριξε αλλού το λαμπερό ιερό του βλέμμα.
Κι εξαιτίας του χρυσόμαλλου αρνιού, στο παλάτι
η μια λύπη θρονιάστηκε πάνω στην άλλη,
φόνοι πάνω στους φόνους, καημοί στους καημούς·
από τότε και το αίμα παλιών απογόνων του Τάνταλου
. οι καινούριες γενιές - συμφορά του σπιτιού – το πλερώνουν·
και με λύσσα φριχτή χιμά πάνω σου η μοίρα.
Ιφιγένεια
Μαύρη εξαρχής η μοίρα μου,
απ' τον καιρό που λύθηκε
η ζώνη της μητέρας μου·
αποξαρχής οι Μοίρες θεές
της λεχωνιάς, σφίγγουν σκληρά
τη ζωή μου εμένα, που πρωτόβγαλτον ανθό
μες στο παλάτι η δύστυχη της Λήδας κόρη
για σφάγιο στου πατέρα την κακογνωμιά,
για θύμα θλιβερό
με γέννησε, μ' ανάθρεψε ταμένη στο χαμό·
με αμάξι που άτια το 'σερναν
, με πήγαν στην Αυλίδα την αμμουδερή
για νύφη, μαύρη νύφη οϊμέ, του γιου
της κόρης του Νηρέα.
Τώρα στου πόντου του αφιλόξενου
τ' άγονα μέρη, ξένη, κατοικώ, χωρίς
άντρα, παιδιά, πατρίδα, φίλους,
απ' την Ελλάδα εξόριστη, λησμονημένη·
δεν τραγουδώ την Ήρα, του Άργους τη θεά,
κι ούτε χτυπώντας
με τη σαΐτα το γλυκόηχον αργαλειό
πλουμίζω τα υφαντά με ζωγραφιές
της Αθηναίας Παλλάδας, των Τιτάνων,
παρά χαράζω την απαίσια αιματοράντιστη
θυσία των ξένων,
που βγάζουν θλιβερές κραυγές
και δάκρυα χύνουν θλιβερά.
Όμως τώρα όλ' αυτά τα ξεχνώ
και το αδέρφι που πέθανε στο Άργος θρηνώ·
το 'χα αφήσει μωρό βυζανιάρικο,
νιο βλαστό τρυφερό
μες στα χέρια, στον κόρφο της μάνας του, αυτόν
που μια μέρα οι Αργείοι θα τον έκαναν
. βασιλιά, τον Ορέστη.
Στις αρχαίες ελληνικές τελετές ευφημία λεγόταν η ιερή σιωπή.
Να λοιπόν ένα λυρικώτατο απόσπασμα από την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα. Είναι ένα έργο που εκφράζει ανάμεσα στάλλα και τον καημό της ξενιτιάς.
Ιερή σιωπή κρατάτε
όσοι κοντά στους αλληλόκρουστους
βράχους του άξενου πόντου κατοικείτε.
Ω κόρη της Λητώς,
Δίχτυννα εσύ βουνίσια,
προς την αυλή σου, προς του ωριόστυλου,
ναού τη χρυσοστόλιστη γρηπίδα,
έρχομαι, αγνή παρθένα,
της ιέρειας της αγνής εγώ δουλεύτρα·
εγώ είμαι που τους πύργους και τα τείχη
άφησα της Ελλάδας της αλογοθρόφας,
που άφησα την Ευρώπη και τα ωραία της δέντρα,
έδρα του πατρικού σπιτιού μου.
Ήρθα, να με! Τι τρέχει; Σαν ποια έγνοια σε τρώγει;
Στο ναό τι με κάλεσες, κόρη εκεινού που με χίλιων
καραβιών κοσμοξάκουστο στόλο, με μύριους
του πολέμου λεβέντες στους πύργους της Τροίας
πήγε; Εσύ ξακουσμένης γενιάς,
της Ατρέικης, βλαστάρι!
Ιφιγένεια
Βάγιες μου εσείς, σε θρήνους
βουτήχτηκα πικρούς, σε τραγουδιών
άμουσων βογκητά ασυντρόφευτα από λύρα,
σε μοιρολόγια, αλί μου, νεκρικά.
γιατί με βρήκαν συμφορές,
και του αδερφού μου τη θανή θρηνώ,
·
γιατί είδα τέτοια ονειροφαντασιά
τη νύχτ' αυτή που πια έσυρε τον πέπλο της το σκοτεινό.
Χάθηκα, χάθηκα, αχ!
το πατρογονικό μου δεν υπάρχει·
πάει η γενιά μου, συφορά!
Τι βάσανα, αχ μες στο Άργος!
Ω μοίρα,
το μοναχό μου αρπάζεις αδερφό,
στον Άδη τον ξεπροβοδάς· για κείνον τώρα εγώ
στης γης την πλάτη αυτές θα ρίξω τις χοές,
το κράμ' αυτό το νεκρικό,
να, γάλα ανάβρα από γελάδες του βουνού,
κρασί του Βάκχου σταλαξιά,
και το έργο μελισσών ξανθών·
αυτά αναπαύουν τους νεκρούς.
Δώσ' μου την κούπα τη χρυσή,
μαζί και του Άδη τις σπονδές .
Ω βλαστέ του Αγαμέμνονα μέσα στον κόρφο της γης,
τούτα εδώ σου προσφέρνω, μια και είσαι νεκρός·
δέξου αυτά· δε θα φέρω στον τάφο σου
τα ξανθά μου μαλλιά και τα δάκρυά μου·
ξενιτεύτηκα, βλέπεις, μακριά από τη χώρα
που μας γέννησε, εσένα κι εμέ, κι όπου μ' έχουνε
για νεκρή, για σφαγμένη τη δόλια.
Χορός
Με αντίφωνο σκοπό,
μ' ασιατικών ύμνων λαλιά βαρβαρική,
σ' εσέ κυρά μου θ' απαντήσω·
το μοιρολόι, τραγούδι των νεκρών,
θα πω, που ο Άδης τραγουδά
κι είν' άμοιαστο με παιάνες·
Η λάμψη του βασιλικού σπιτιού
των Ατρειδών έσβησε, αλί,
του πατρογονικού σπιτιού η αχτίδα·
των πλούσιων βασιλιάδων του Άργους η εξουσία πάει.
Και ξεπηδούν απανωτές οι συμφορές
απ' τον καιρό που ο Ήλιος,
του φτερωτού γοργού άρματός του αλλάζοντας το δρόμο,
έριξε αλλού το λαμπερό ιερό του βλέμμα.
Κι εξαιτίας του χρυσόμαλλου αρνιού, στο παλάτι
η μια λύπη θρονιάστηκε πάνω στην άλλη,
φόνοι πάνω στους φόνους, καημοί στους καημούς·
από τότε και το αίμα παλιών απογόνων του Τάνταλου
. οι καινούριες γενιές - συμφορά του σπιτιού – το πλερώνουν·
και με λύσσα φριχτή χιμά πάνω σου η μοίρα.
Ιφιγένεια
Μαύρη εξαρχής η μοίρα μου,
απ' τον καιρό που λύθηκε
η ζώνη της μητέρας μου·
αποξαρχής οι Μοίρες θεές
της λεχωνιάς, σφίγγουν σκληρά
τη ζωή μου εμένα, που πρωτόβγαλτον ανθό
μες στο παλάτι η δύστυχη της Λήδας κόρη
για σφάγιο στου πατέρα την κακογνωμιά,
για θύμα θλιβερό
με γέννησε, μ' ανάθρεψε ταμένη στο χαμό·
με αμάξι που άτια το 'σερναν
, με πήγαν στην Αυλίδα την αμμουδερή
για νύφη, μαύρη νύφη οϊμέ, του γιου
της κόρης του Νηρέα.
Τώρα στου πόντου του αφιλόξενου
τ' άγονα μέρη, ξένη, κατοικώ, χωρίς
άντρα, παιδιά, πατρίδα, φίλους,
απ' την Ελλάδα εξόριστη, λησμονημένη·
δεν τραγουδώ την Ήρα, του Άργους τη θεά,
κι ούτε χτυπώντας
με τη σαΐτα το γλυκόηχον αργαλειό
πλουμίζω τα υφαντά με ζωγραφιές
της Αθηναίας Παλλάδας, των Τιτάνων,
παρά χαράζω την απαίσια αιματοράντιστη
θυσία των ξένων,
που βγάζουν θλιβερές κραυγές
και δάκρυα χύνουν θλιβερά.
Όμως τώρα όλ' αυτά τα ξεχνώ
και το αδέρφι που πέθανε στο Άργος θρηνώ·
το 'χα αφήσει μωρό βυζανιάρικο,
νιο βλαστό τρυφερό
μες στα χέρια, στον κόρφο της μάνας του, αυτόν
που μια μέρα οι Αργείοι θα τον έκαναν
. βασιλιά, τον Ορέστη.
"Στον γεροντα Πορφυριο"
Και αποψε παλι ολους μαζι μας εφερες κοντα σου
η προσευχη ακολουθει πιστα τα βηματα σου
Το ξερω πως θα εισαι εκει κοντα να μας στηριζεις
στις δυσκολες μας τις στιγμες να μας υποστηριζεις
Το ευχαριστω ειναι μικρο γεροντα να σου πουμε
μα ειναι υπερμετρη χαρα η ωρα αυτη που ζουμε
Καθενας οπου βρισκεται ενωνεται μαζι σου
διδασκει ταπεινοτητα ολοκληρη η ζωη σου
Ευλογημενη ας ειναι πια ετουτη η συνηθεια
και ο Χριστος μας βοηθος μας δειχνει την αληθεια
Και αποψε παλι ολους μαζι μας εφερες κοντα σου
η προσευχη ακολουθει πιστα τα βηματα σου
Το ξερω πως θα εισαι εκει κοντα να μας στηριζεις
στις δυσκολες μας τις στιγμες να μας υποστηριζεις
Το ευχαριστω ειναι μικρο γεροντα να σου πουμε
μα ειναι υπερμετρη χαρα η ωρα αυτη που ζουμε
Καθενας οπου βρισκεται ενωνεται μαζι σου
διδασκει ταπεινοτητα ολοκληρη η ζωη σου
Ευλογημενη ας ειναι πια ετουτη η συνηθεια
και ο Χριστος μας βοηθος μας δειχνει την αληθεια
Σας παραθετω και ενα ποιημα μιας καλης μου φιλης
που με συγκινησε ιδιαιτερα
Παναγία μου γλυκειά για Σένα τι να γράψω;
Υπάρχουν λόγια ανθρώπινα για να Σε περιγράψω;
Μπορεί το μεγαλείο Σου να εγκλωβιστεί σε λέξεις;
Όποιος Εσένα αναζητά, κοντά του Εσύ θα τρέξεις.
Πάντα μητέρα στοργική, μας έχεις αγκαλιά Σου.
Ατέλειωτα παρηγορεις, μας νιώθεις σαν παιδιά Σου.
Οι αρετές Σου άπειρες, η αγάπη Σου αιώνια.
Σε Σένα στηριζόμαστε για όλα μας τα χρόνια.
Ξεπέρασες αγγέλων τάγματα στη χάρη καί τη δόξα,
τα βέλη δε Σε άγγιξαν, του πονηρου τα τόξα.
Με την ελπίδα στην καρδιά, την πίστη, την αγάπη,
Συ έγινες, ω Παναγιά, των αρετών κλωνάρι.
Όταν τα βουρκωμένα μάτια μας με πόνο Σε ζητάνε,
Εσύ έρχεσαι τόσο κοντά κι οι θλίψεις μας περνάνε.
Με τη γαλήνιά Σου μορφή πάντα δίνεις κουράγιο,
τα δάκρυα κάνεις χαρά κι όλο το βίο άγιο.
Ατέλειωτα τα ονόματα που Σου χαρίσαν οι πιστοί,
Εσύ είσαι η Μητέρα μας, η Ελπίδα και η Ζωή.
Μέρα και νύχτα Σε ζητούν και τρέχουνε κοντά Σου,
για μια γλυκειά παρηγοριά, για μια ζεστή ματιά Σου.
Σε κλείνω μέσα στην καρδιά, προστάτιδα Σε έχω,
στις δυσκολίες της ζωης σε Σε θα καταφεύγω.
Βοήθησέ μας Παναγιά, μείνε πάντα κοντά μας,
για ναʼχουμε παρηγοριά, να βρούμε τη χαρά μας.
που με συγκινησε ιδιαιτερα
Παναγία μου γλυκειά για Σένα τι να γράψω;
Υπάρχουν λόγια ανθρώπινα για να Σε περιγράψω;
Μπορεί το μεγαλείο Σου να εγκλωβιστεί σε λέξεις;
Όποιος Εσένα αναζητά, κοντά του Εσύ θα τρέξεις.
Πάντα μητέρα στοργική, μας έχεις αγκαλιά Σου.
Ατέλειωτα παρηγορεις, μας νιώθεις σαν παιδιά Σου.
Οι αρετές Σου άπειρες, η αγάπη Σου αιώνια.
Σε Σένα στηριζόμαστε για όλα μας τα χρόνια.
Ξεπέρασες αγγέλων τάγματα στη χάρη καί τη δόξα,
τα βέλη δε Σε άγγιξαν, του πονηρου τα τόξα.
Με την ελπίδα στην καρδιά, την πίστη, την αγάπη,
Συ έγινες, ω Παναγιά, των αρετών κλωνάρι.
Όταν τα βουρκωμένα μάτια μας με πόνο Σε ζητάνε,
Εσύ έρχεσαι τόσο κοντά κι οι θλίψεις μας περνάνε.
Με τη γαλήνιά Σου μορφή πάντα δίνεις κουράγιο,
τα δάκρυα κάνεις χαρά κι όλο το βίο άγιο.
Ατέλειωτα τα ονόματα που Σου χαρίσαν οι πιστοί,
Εσύ είσαι η Μητέρα μας, η Ελπίδα και η Ζωή.
Μέρα και νύχτα Σε ζητούν και τρέχουνε κοντά Σου,
για μια γλυκειά παρηγοριά, για μια ζεστή ματιά Σου.
Σε κλείνω μέσα στην καρδιά, προστάτιδα Σε έχω,
στις δυσκολίες της ζωης σε Σε θα καταφεύγω.
Βοήθησέ μας Παναγιά, μείνε πάντα κοντά μας,
για ναʼχουμε παρηγοριά, να βρούμε τη χαρά μας.
Ένοιωσα θαυμασμό και έκσταση
και φόβο και χαρά
Αυτός που είναι πάνω απʼ όλα
και έξω απʼ όλα ο Δεσπότης Χριστός,
εξαγνίζει την ψυχή και το σώμα μου,
και με ντύνει με δόξα Θεϊκή
Με ανασύρει από τον Άδη της αμαρτίας
και με βάζει σε μέγα φως.
Με ανακαινίζει και με κάνει αθάνατο.
Η χάρις του Θεού με κάνει φωτιά και φως.
Κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού,
με δάκρυα μετανοίας, γίνομαι κιʼ εγώ Θεός αφού
ενώνομαι μαζί Του.
Άνθρωπος είμαι από τη φύση μου
αλλά Θεός με τη Χάρη Του.
Με τρόπο που δεν εξηγείται,
είμαι ενωμένος και δεμένος με το Θεό,
όπως το πυρακτωμένο σίδερο με τη φωτιά
και το γυαλί με το φως».
Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου
Ω, Πνεύμα Άγιο!
Συ μας αποκαλύπτεις τη γνώση του Θεού.
Συ μας δίνεις τη δύναμη να αγαπούμε τον Κύριο….
Συ μας γεμίζεις χαρά και αγαλλίαση…
Άγιο Πνεύμα, γλυκύτερο από κάθε τι γήινο,
ουράνια τροφή, χαρά της ψυχής….
Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει τη χαρά
του να γνωρίζεις τον Κύριο
και να ορμάς προς αυτόν
αχόρταγα νύκτα και μέρα.
Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης
απο το βιβλιο του Αρχιμ. Σωφρονίου.(1990). Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ-Αγγλίας. (Αʼ έκδοση 1973). σελ 471
και φόβο και χαρά
Αυτός που είναι πάνω απʼ όλα
και έξω απʼ όλα ο Δεσπότης Χριστός,
εξαγνίζει την ψυχή και το σώμα μου,
και με ντύνει με δόξα Θεϊκή
Με ανασύρει από τον Άδη της αμαρτίας
και με βάζει σε μέγα φως.
Με ανακαινίζει και με κάνει αθάνατο.
Η χάρις του Θεού με κάνει φωτιά και φως.
Κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού,
με δάκρυα μετανοίας, γίνομαι κιʼ εγώ Θεός αφού
ενώνομαι μαζί Του.
Άνθρωπος είμαι από τη φύση μου
αλλά Θεός με τη Χάρη Του.
Με τρόπο που δεν εξηγείται,
είμαι ενωμένος και δεμένος με το Θεό,
όπως το πυρακτωμένο σίδερο με τη φωτιά
και το γυαλί με το φως».
Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου
Ω, Πνεύμα Άγιο!
Συ μας αποκαλύπτεις τη γνώση του Θεού.
Συ μας δίνεις τη δύναμη να αγαπούμε τον Κύριο….
Συ μας γεμίζεις χαρά και αγαλλίαση…
Άγιο Πνεύμα, γλυκύτερο από κάθε τι γήινο,
ουράνια τροφή, χαρά της ψυχής….
Ποιος θα μπορούσε να περιγράψει τη χαρά
του να γνωρίζεις τον Κύριο
και να ορμάς προς αυτόν
αχόρταγα νύκτα και μέρα.
Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης
απο το βιβλιο του Αρχιμ. Σωφρονίου.(1990). Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ-Αγγλίας. (Αʼ έκδοση 1973). σελ 471
-
Misha
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 3872
- Εγγραφή: Δευ Δεκ 26, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: http://clubs.pathfinder.gr/seraphim
- Επικοινωνία:
ομορφα ποιηματα έχουν γραψει πολλοι πατέρες..από τους πρωτους ήταν ο ευαισθητος Γρηγοριος ο Θεολόγος που γιορταζει μεθαυριο...
από τους πολύ αγαπημενους είναι ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.οι Υμνοι του ειναι καταπληκτικοι...
παραθετω την ευχη του σε ποιητική μορφή,απο την ακολουθία της Θ.Μεταλήψεως...
"Από ρυπαρών χειλέων,
από βδελυράς καρδίας,
από ακαθάρτου γλώσσης,
εκ ψυχής ερρυπωμένης,
δέξαι δέησιν, Χριστέ μου.
και μη παρωσάμενός μου,
μη τους λόγους, μη τους τρόπους,
μηδέ την αναισχυντίαν,
δός μοι παρρησίανλέγειν ά βεβούλευμαι, χριστέ μου.
μάλλον δε και δίδαξόν με,
τι με δεί ποιείν και λέγειν.
ʼΗμαρτον υπέρ την πόρνην,
ή μαθούσα που κατάγεις,
μύρον εξωνησαμένη
ήλθε τολμηρώς αλείψαι
σου τους πόδας του Χριστού μου,
του Δεσπότου και Θεού μου.
Ως εκείνην ουκ απώσω
προσελθούσαν εκ καρδίας,
Μηδʼ εμέ βδελύξη, Λόγε.
σους δε πάρασχέ μοι πόδας
και κρατήσαι, και φιλήσαι,
και τω ρείθρω των δακρύων,
ως πολυτιμήτω μύρω,
τούτους τολμηρώς αλείψαι.
Πλύνον με τοις δάκρυσί μου,
κάθαρον αυτοίς με λόγε.
ʼΑφες και τα πταίσματά μου
και συγγνώμην πάρασχέ μοι.
Οίδας των κακών το πλήθος,
οίδας και τα τραύματά μου,
και τους μώλωπας οράν μου,
αλλά και την πίστιν οίδας,
και την προθυμίαν βλέπεις,
και τους στεναγμούς ακούεις,
Ου λανθάνει σε Θεέ μου,
ποιητά μου, λυτρωτά μου,
ουδέ σταλαγμός δακρύων,
ουδέ σταλαγμού τι μέρος.
Το μεν ακατέργαστόν μου,
έγνωσαν οι οφθαλμοί σου.
επί το βιβλίον δε σου
και τα μήπω πεπραγμένα
γεγραμμένα σοι τυγχάνει.
ʼΙδε την ταπείνωσίν μου,
ίδε μου τον κόπον, όσος,
και τας αμαρτίας πάσας
άφες μοι, Θεέ των όλων,
ίνα καθαρά καρδία,
περιτρόμω διανοία
και ψυχή συντετριμμένη,
και των άχραντων σου μετάσχω
και πανάγνων Μυστηρίων,
οις ζωούται και θεούται
πας ο τρώγων σε και πίνων
εξ ειλικρινούς καρδίας.
Πας ο τρώγων μου την Σάρκα,
πίνων δε μου και το Αίμα,
εν εμοί μεν ούτος μένει,
εν αυτώ δʼ εγώ τυγχάνω.
Αληθής ο λόγος πάντως
του Δεσπότου και Θεού μου.
Των γαρ θείων ο μετέχων
και θεοποιών χαρίτων,
ούμενουν, ουκ έστι μόνος,
αλλά μετά σου, Χριστέ μου,
του φωτός του τρισηλίου,
του φωτίζοντος τον κόσμον.
ʼΙνα γουν μη μόνος μένω,
δίχα δου του Ζωοδότου,
της πνοής μου, της ζωής μου,
του αγαλλιάματός μου,
της του κόσμου σωτηρίας,
δια τούτο σοι προσήλθον,
ως οράς μετά δακρύων
και ψυχής συντετριμμένης,
λύτρον των εμών πταισμάτων
ικετεύων του λαβείν με,
και των σων ζωοπαρόχων
και αμέμπτων Μυστηρίων
μετασχείν ακατακρίτως,
ίνα μείνης, καθώς είπας,
μετʼ εμού του τρισαθλίου.
ίνα μη, χωρίς ευρών με
της σης χάριτος, ο πλάνος,
αφαρπάση με δολίως,
και πλανήσας απαγάγη
των θεοποιών σου λόγων.
Δια τούτο σοι προσπίπτω,
και θερμώς αναβοώ σοι.
Ως τον ʼΑσωτων εδέξω,
και την Πόρνην προσελθούσαν,
Ούτω δέξαι με τον πόρνον
και τον άσωτον, Οικτίρμον,
εν ψυχή συντετριμμένη
νυν με προερχόμενόν σοι.
Οίδα, Σώτερ, ʼοτι άλλος,
ως εγώ, ουκ έπταισέ σοι
ουδέ έπραξε τας πράξεις,
άς εγώ κατειργασάμην.
Αλλά τούτο πάλιν οίδα,
ως ου μέγεθος πταισμάτων,
ουχ αμαρτημάτων πλήθος,
υπερβαίνει του Θεού μου
την πολλήν μακροθυμίαν,
και φιλανθρωπίαν άκραν.
αλλʼ ελαίω συμπαθείας,
τους θερμώς μετανοούντας,
και καθαίρεις και λαμπρύνεις
και φωτός ποιείς μετόχους,
κοινωνούς θεότητός σου
εργαζόμενος αφθόνως.
και, το ξένον και Αγγέλοις
και ανθρώπων διανοίας,
ομιλείς αυτοίς πολλάκις
ώσπερ φίλοις σου γνησίοις.
Ταύτα τολμηρόν ποιεί με,
ταύτα με πτεροί, Χριστέ μου.
και θαρρών ταις σαις πλουσίαις
προς ημάς ευεργεσίαις,
χαίρων τε και τρέμων άμα,
του πυρός μεταλαμβάνω,
χόρτος ων, και, ξένον θαύμα!
δροσιζόμενος αφράστως,
ωσπερούν η βάτος πάλαι,
η αφλέκτως καιομένη.
Τοίνυν, ευχαρίστω γνώμη,
ευχαρίστω δε καρδία,
ευχαρίστοις μέλεσί μου
της ψυχής και της σαρκός μου,
προσκυνώ και μεγαλύνω
και δοξάζω σε, Θεέ μου,
ως ευλογημένα όντα
νυν τε και εις τους αιώνας."
την ευχη αυτη αγαπουσε ιδιαιτερα ο π.Πορφυριος
από τους πολύ αγαπημενους είναι ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.οι Υμνοι του ειναι καταπληκτικοι...
παραθετω την ευχη του σε ποιητική μορφή,απο την ακολουθία της Θ.Μεταλήψεως...
"Από ρυπαρών χειλέων,
από βδελυράς καρδίας,
από ακαθάρτου γλώσσης,
εκ ψυχής ερρυπωμένης,
δέξαι δέησιν, Χριστέ μου.
και μη παρωσάμενός μου,
μη τους λόγους, μη τους τρόπους,
μηδέ την αναισχυντίαν,
δός μοι παρρησίανλέγειν ά βεβούλευμαι, χριστέ μου.
μάλλον δε και δίδαξόν με,
τι με δεί ποιείν και λέγειν.
ʼΗμαρτον υπέρ την πόρνην,
ή μαθούσα που κατάγεις,
μύρον εξωνησαμένη
ήλθε τολμηρώς αλείψαι
σου τους πόδας του Χριστού μου,
του Δεσπότου και Θεού μου.
Ως εκείνην ουκ απώσω
προσελθούσαν εκ καρδίας,
Μηδʼ εμέ βδελύξη, Λόγε.
σους δε πάρασχέ μοι πόδας
και κρατήσαι, και φιλήσαι,
και τω ρείθρω των δακρύων,
ως πολυτιμήτω μύρω,
τούτους τολμηρώς αλείψαι.
Πλύνον με τοις δάκρυσί μου,
κάθαρον αυτοίς με λόγε.
ʼΑφες και τα πταίσματά μου
και συγγνώμην πάρασχέ μοι.
Οίδας των κακών το πλήθος,
οίδας και τα τραύματά μου,
και τους μώλωπας οράν μου,
αλλά και την πίστιν οίδας,
και την προθυμίαν βλέπεις,
και τους στεναγμούς ακούεις,
Ου λανθάνει σε Θεέ μου,
ποιητά μου, λυτρωτά μου,
ουδέ σταλαγμός δακρύων,
ουδέ σταλαγμού τι μέρος.
Το μεν ακατέργαστόν μου,
έγνωσαν οι οφθαλμοί σου.
επί το βιβλίον δε σου
και τα μήπω πεπραγμένα
γεγραμμένα σοι τυγχάνει.
ʼΙδε την ταπείνωσίν μου,
ίδε μου τον κόπον, όσος,
και τας αμαρτίας πάσας
άφες μοι, Θεέ των όλων,
ίνα καθαρά καρδία,
περιτρόμω διανοία
και ψυχή συντετριμμένη,
και των άχραντων σου μετάσχω
και πανάγνων Μυστηρίων,
οις ζωούται και θεούται
πας ο τρώγων σε και πίνων
εξ ειλικρινούς καρδίας.
Πας ο τρώγων μου την Σάρκα,
πίνων δε μου και το Αίμα,
εν εμοί μεν ούτος μένει,
εν αυτώ δʼ εγώ τυγχάνω.
Αληθής ο λόγος πάντως
του Δεσπότου και Θεού μου.
Των γαρ θείων ο μετέχων
και θεοποιών χαρίτων,
ούμενουν, ουκ έστι μόνος,
αλλά μετά σου, Χριστέ μου,
του φωτός του τρισηλίου,
του φωτίζοντος τον κόσμον.
ʼΙνα γουν μη μόνος μένω,
δίχα δου του Ζωοδότου,
της πνοής μου, της ζωής μου,
του αγαλλιάματός μου,
της του κόσμου σωτηρίας,
δια τούτο σοι προσήλθον,
ως οράς μετά δακρύων
και ψυχής συντετριμμένης,
λύτρον των εμών πταισμάτων
ικετεύων του λαβείν με,
και των σων ζωοπαρόχων
και αμέμπτων Μυστηρίων
μετασχείν ακατακρίτως,
ίνα μείνης, καθώς είπας,
μετʼ εμού του τρισαθλίου.
ίνα μη, χωρίς ευρών με
της σης χάριτος, ο πλάνος,
αφαρπάση με δολίως,
και πλανήσας απαγάγη
των θεοποιών σου λόγων.
Δια τούτο σοι προσπίπτω,
και θερμώς αναβοώ σοι.
Ως τον ʼΑσωτων εδέξω,
και την Πόρνην προσελθούσαν,
Ούτω δέξαι με τον πόρνον
και τον άσωτον, Οικτίρμον,
εν ψυχή συντετριμμένη
νυν με προερχόμενόν σοι.
Οίδα, Σώτερ, ʼοτι άλλος,
ως εγώ, ουκ έπταισέ σοι
ουδέ έπραξε τας πράξεις,
άς εγώ κατειργασάμην.
Αλλά τούτο πάλιν οίδα,
ως ου μέγεθος πταισμάτων,
ουχ αμαρτημάτων πλήθος,
υπερβαίνει του Θεού μου
την πολλήν μακροθυμίαν,
και φιλανθρωπίαν άκραν.
αλλʼ ελαίω συμπαθείας,
τους θερμώς μετανοούντας,
και καθαίρεις και λαμπρύνεις
και φωτός ποιείς μετόχους,
κοινωνούς θεότητός σου
εργαζόμενος αφθόνως.
και, το ξένον και Αγγέλοις
και ανθρώπων διανοίας,
ομιλείς αυτοίς πολλάκις
ώσπερ φίλοις σου γνησίοις.
Ταύτα τολμηρόν ποιεί με,
ταύτα με πτεροί, Χριστέ μου.
και θαρρών ταις σαις πλουσίαις
προς ημάς ευεργεσίαις,
χαίρων τε και τρέμων άμα,
του πυρός μεταλαμβάνω,
χόρτος ων, και, ξένον θαύμα!
δροσιζόμενος αφράστως,
ωσπερούν η βάτος πάλαι,
η αφλέκτως καιομένη.
Τοίνυν, ευχαρίστω γνώμη,
ευχαρίστω δε καρδία,
ευχαρίστοις μέλεσί μου
της ψυχής και της σαρκός μου,
προσκυνώ και μεγαλύνω
και δοξάζω σε, Θεέ μου,
ως ευλογημένα όντα
νυν τε και εις τους αιώνας."
την ευχη αυτη αγαπουσε ιδιαιτερα ο π.Πορφυριος
Τελευταία επεξεργασία από το μέλος Misha την Τετ Ιαν 24, 2007 11:38 am, έχει επεξεργασθεί 1 φορά συνολικά.
<div><img width="158" height="171" border="0" src="whiteangelap0.jpg" /></div><br />
-
augi
- Νέο Μέλος

- Δημοσιεύσεις: 8
- Εγγραφή: Τρί Φεβ 08, 2005 6:00 am
- Τοποθεσία: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
- Επικοινωνία:
Είμαι εγώ αμαρτωλός...
Είμαι εγώ αμαρτωλός, αμαρτωλών ο πρώτος,
για μένα 'ς τόν παράδεισον δέν θα υπάρξη τόπος·
καί τούτο είναι δίκαιον, γιατ΄ έζησα ασώτως.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, δεν πρέπει ν΄απογνώσω,
καί την ικανοποίησιν 'ς τον σατανάν να δώσω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, αλλά Θεόν πιστεύω,
και έχω το δικαίωμα να τον καθικετεύω,
για να μου δίδη δύναμιν πάντα να τον λατρεύω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, αλλ΄ όχι ως το τέλος,
γιατ΄ έχω την συνείδησιν, που με κεντά σαν βέλος.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, πρέπει ν΄ αλλάξω βίον,
ν΄ακολουθήσω μάλιστα τους βίους των αγίων.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και κατακρίνω άλλους,
ακόμη καί τους πιο καλούς αποκαλώ ως φαύλους.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, 'ς την αμαρτίαν πλέω,
και έρχομαι είς αίσθησιν, και κάθομαι και κλαίω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, αισθάνομαι και μόνος,
με έφερεν έως εδώ του σατανά ο φθόνος.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και σκέπτομαι φρονίμως,
για 'μέ θρηνούσιν άγγελοι και Αποστόλων δήμος.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, κολάσεις με προσμένουν,
οι δαίμονες, χαρούμενοι, εμένα περιμένουν
την ώρα του θανάτου μου να με καταβροχθίσουν,
΄ς τον τόπο της κολάσεως εμέ να οδηγήσουν.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και τον Θεόν λυπίζω,
τον εαυτόν μου πάντοτε πρέπει να ταλανίζω·
σιγά σιγά κι αθόρυβα ταπείνωσιν να μάθω,
κι έτσι με την ταπείνωσιν τον σατανάν θα λάθω.
Ο σατανάς την έπαρσιν έχει ΄ς τον νούν του μόνον,
καί θα του βάλω ΄ς την καρδιάν έναν μεγάλον πόνον.
Αφού με εξευτέλισε, με έκαμε κουρέλλι,
ό,τι θα πάθη ο σατανάς εμένα δεν με μέλλει.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, την ήτταν μου γινώσκω,
μα έχω την υπομονήν, και δεν απογινώσκω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, μα έχω και την τόλμην,
που δεν μπορούν να κάμψωσιν του σατανά οι όλμοι.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, τα μάτια μου θ΄ ανοίξω,
καί πόλεμον αμείλικτον θα πρέπη να κηρύξω·
Στου σατανά στρατόπεδον εγώ θα εφορμήσω,
και όλας του τάς φάλαγγας θα του τες διαλύσω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, μά ΄χω Θεόν προστάτην,
καί με την δύναμιν Αυτού νικώ τον αποστάτην.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και θέλω να φωνάξω,
και όλους τους ομοίους μου κοντά μου να συνάξω.
Να ενωθώμεν άπαντες με ένωσιν αγίαν,
και αρχηγόν να βάλωμεν μόνον την Παναγίαν.
Να προχωρήσωμεν εμπρός, σκοπός μας νά ΄ναι ένας,
'ς τά δίκτυα του σατανά να μήν πέση κανένας.
Τόσον καιρόν επλέαμεν 'ς του σατανά την πλάνην,
και ο Θεός μας έβλεπε, και δεν του 'κακοφάνη.
Αφού ο Θεός μας αγαπά και θέλει να μας σώση,
πρέπει να το πιστεύσωμεν, την νίκην θα μας δώση·
αρκεί να πολεμήσωμεν με σύνεσιν καί τάξιν,
τόν σατανάν ΄ς τούς πόδας μας θα τον καθυποτάξη.
Τα όπλα μας θά ΄ναι απλά· Ταπείνωσις και Ζέσις·
΄στον σατανάν θα λέγωμεν, "δεν θα μας απολέσης".
Να έχωμεν υπακοήν είς του Θεού τόν νόμον,
να προχωρούμεν πάντοτε με τον Σταυρόν ΄ς τον ώμον.
Και ν΄αναβώμεν νοερώς ΄ς του Γολγοθά τον τόπον,
όπου ΄σταυρώθη ο Χριστός για χάριν των ανθρώπων,
να μας λυτρώση άπαντας εκ πράξεων ατόπων.
Εκεί θα κλαύσωμεν πικρώς δι΄ όλας μας τας πράξεις
και θα διασκορπίσωμεν του σατανά τας τάξεις,
καί θά ΄χωμεν συμβοηθούς αγγέλων παρατάξεις.
γ.Γερμανού Σταυροβουνιώτου, +1906-1982
για μένα 'ς τόν παράδεισον δέν θα υπάρξη τόπος·
καί τούτο είναι δίκαιον, γιατ΄ έζησα ασώτως.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, δεν πρέπει ν΄απογνώσω,
καί την ικανοποίησιν 'ς τον σατανάν να δώσω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, αλλά Θεόν πιστεύω,
και έχω το δικαίωμα να τον καθικετεύω,
για να μου δίδη δύναμιν πάντα να τον λατρεύω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, αλλ΄ όχι ως το τέλος,
γιατ΄ έχω την συνείδησιν, που με κεντά σαν βέλος.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, πρέπει ν΄ αλλάξω βίον,
ν΄ακολουθήσω μάλιστα τους βίους των αγίων.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και κατακρίνω άλλους,
ακόμη καί τους πιο καλούς αποκαλώ ως φαύλους.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, 'ς την αμαρτίαν πλέω,
και έρχομαι είς αίσθησιν, και κάθομαι και κλαίω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, αισθάνομαι και μόνος,
με έφερεν έως εδώ του σατανά ο φθόνος.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και σκέπτομαι φρονίμως,
για 'μέ θρηνούσιν άγγελοι και Αποστόλων δήμος.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, κολάσεις με προσμένουν,
οι δαίμονες, χαρούμενοι, εμένα περιμένουν
την ώρα του θανάτου μου να με καταβροχθίσουν,
΄ς τον τόπο της κολάσεως εμέ να οδηγήσουν.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και τον Θεόν λυπίζω,
τον εαυτόν μου πάντοτε πρέπει να ταλανίζω·
σιγά σιγά κι αθόρυβα ταπείνωσιν να μάθω,
κι έτσι με την ταπείνωσιν τον σατανάν θα λάθω.
Ο σατανάς την έπαρσιν έχει ΄ς τον νούν του μόνον,
καί θα του βάλω ΄ς την καρδιάν έναν μεγάλον πόνον.
Αφού με εξευτέλισε, με έκαμε κουρέλλι,
ό,τι θα πάθη ο σατανάς εμένα δεν με μέλλει.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, την ήτταν μου γινώσκω,
μα έχω την υπομονήν, και δεν απογινώσκω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, μα έχω και την τόλμην,
που δεν μπορούν να κάμψωσιν του σατανά οι όλμοι.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, τα μάτια μου θ΄ ανοίξω,
καί πόλεμον αμείλικτον θα πρέπη να κηρύξω·
Στου σατανά στρατόπεδον εγώ θα εφορμήσω,
και όλας του τάς φάλαγγας θα του τες διαλύσω.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, μά ΄χω Θεόν προστάτην,
καί με την δύναμιν Αυτού νικώ τον αποστάτην.
Είμαι εγώ αμαρτωλός, και θέλω να φωνάξω,
και όλους τους ομοίους μου κοντά μου να συνάξω.
Να ενωθώμεν άπαντες με ένωσιν αγίαν,
και αρχηγόν να βάλωμεν μόνον την Παναγίαν.
Να προχωρήσωμεν εμπρός, σκοπός μας νά ΄ναι ένας,
'ς τά δίκτυα του σατανά να μήν πέση κανένας.
Τόσον καιρόν επλέαμεν 'ς του σατανά την πλάνην,
και ο Θεός μας έβλεπε, και δεν του 'κακοφάνη.
Αφού ο Θεός μας αγαπά και θέλει να μας σώση,
πρέπει να το πιστεύσωμεν, την νίκην θα μας δώση·
αρκεί να πολεμήσωμεν με σύνεσιν καί τάξιν,
τόν σατανάν ΄ς τούς πόδας μας θα τον καθυποτάξη.
Τα όπλα μας θά ΄ναι απλά· Ταπείνωσις και Ζέσις·
΄στον σατανάν θα λέγωμεν, "δεν θα μας απολέσης".
Να έχωμεν υπακοήν είς του Θεού τόν νόμον,
να προχωρούμεν πάντοτε με τον Σταυρόν ΄ς τον ώμον.
Και ν΄αναβώμεν νοερώς ΄ς του Γολγοθά τον τόπον,
όπου ΄σταυρώθη ο Χριστός για χάριν των ανθρώπων,
να μας λυτρώση άπαντας εκ πράξεων ατόπων.
Εκεί θα κλαύσωμεν πικρώς δι΄ όλας μας τας πράξεις
και θα διασκορπίσωμεν του σατανά τας τάξεις,
καί θά ΄χωμεν συμβοηθούς αγγέλων παρατάξεις.
γ.Γερμανού Σταυροβουνιώτου, +1906-1982
"Κράτα το νου σου στον Άδη, και μην απελπίζεσαι" - Αγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης
- spetzouras
- Έμπειρος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 262
- Εγγραφή: Δευ Μαρ 27, 2006 6:00 am
- Τοποθεσία: Lakonia
- Επικοινωνία:
Επαναστάστες
Καλημέρα αδελφοί μου και ο Θεός μαζί μας!!
Το παρακάτω το έχει γράψει ένας πολύ καλός μου φίλος και είναι ένα τραγούδι που κάθε φορά που το φέρνω στο νου μου παίρνω κουράγιο και δύναμη να συνεχίσω τον αγώνα...
Θα ήθελα να σας το αφιερώσω.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ
Κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια
Που ‘ρθε στη γη μας ο Χριστός
Στ’αυτιά μας έχουν μείνει αιώνια
Τα λόγια του που είναι για μας θησαυρός
Στο κόσμο τούτο μαγευτήκαμε
Γίναμε λέει μια γειτονιά
Μα γύρω σου κοίτα, δες πως χαθήκανε
Οσοι πιστέψαν σ’αυτή την ψευτιά
Ρεφρεν
Επαναστάτες στης ζωής την κατηφόρα
Πρέπει όλοι τώρα να γίνουμε
Κι αν όλα έχουν γίνει Τ.V. και Coca Cola
Στο πλοίο θα μπούμε να φύγουμε
Καραβοκύρης μας είναι ο Χριστός
Το καράβι το λένε ελπίδα
Σ’όλο τον κόσμο να δείξουμε πως
Το μόνο ταξίδι είναι τώρα η αλήθεια
Στους λιποτάχτες των πιστεύω
Έχω μονάχα να πω το εξής
Δεν θέλω το δικό τους το μέλλον
Κι ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί
Αν οι άλλοι κοιτούν τα υπόγεια
Εμείς κοιτάμε στον ουρανό
Τραγούδι θα κάνουμε τα όνειρα
Αν θέλουν ακόμα και με Rock
Ρεφρεν
Επαναστάτες στης ζωής την κατηφόρα
Πρέπει όλοι τώρα να γίνουμε
Κι αν όλα έχουν γίνει T.V. και Coca Cola
Στο πλοίο θα μπούμε να φύγουμε
Καραβοκύρης μας είν’ ο Χριστός
Το καράβι το λένε ελπίδα
Σ’όλο το κόσμο να δείξουμε πως
Το μόνο ταξίδι είναι τώρα η αλήθεια
Το παρακάτω το έχει γράψει ένας πολύ καλός μου φίλος και είναι ένα τραγούδι που κάθε φορά που το φέρνω στο νου μου παίρνω κουράγιο και δύναμη να συνεχίσω τον αγώνα...
Θα ήθελα να σας το αφιερώσω.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ
Κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια
Που ‘ρθε στη γη μας ο Χριστός
Στ’αυτιά μας έχουν μείνει αιώνια
Τα λόγια του που είναι για μας θησαυρός
Στο κόσμο τούτο μαγευτήκαμε
Γίναμε λέει μια γειτονιά
Μα γύρω σου κοίτα, δες πως χαθήκανε
Οσοι πιστέψαν σ’αυτή την ψευτιά
Ρεφρεν
Επαναστάτες στης ζωής την κατηφόρα
Πρέπει όλοι τώρα να γίνουμε
Κι αν όλα έχουν γίνει Τ.V. και Coca Cola
Στο πλοίο θα μπούμε να φύγουμε
Καραβοκύρης μας είναι ο Χριστός
Το καράβι το λένε ελπίδα
Σ’όλο τον κόσμο να δείξουμε πως
Το μόνο ταξίδι είναι τώρα η αλήθεια
Στους λιποτάχτες των πιστεύω
Έχω μονάχα να πω το εξής
Δεν θέλω το δικό τους το μέλλον
Κι ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί
Αν οι άλλοι κοιτούν τα υπόγεια
Εμείς κοιτάμε στον ουρανό
Τραγούδι θα κάνουμε τα όνειρα
Αν θέλουν ακόμα και με Rock
Ρεφρεν
Επαναστάτες στης ζωής την κατηφόρα
Πρέπει όλοι τώρα να γίνουμε
Κι αν όλα έχουν γίνει T.V. και Coca Cola
Στο πλοίο θα μπούμε να φύγουμε
Καραβοκύρης μας είν’ ο Χριστός
Το καράβι το λένε ελπίδα
Σ’όλο το κόσμο να δείξουμε πως
Το μόνο ταξίδι είναι τώρα η αλήθεια
Όλα επί των ημερών μας?! ;-)
-
vasilis_m21
- Κορυφαίος Αποστολέας

- Δημοσιεύσεις: 888
- Εγγραφή: Δευ Μαρ 27, 2006 6:00 am
Οι επόμενοι στίχοι είναι απτους πιο δραματικούς..Ευριπίδου Μήδεια
ΕΞΟΔΟΣ
ΙΑΣΟΝΑΣ
Γυναίκες πού κοντά σ' αυτό το σπίτι
στέκεστε, νάναι ακόμα μέσα εκείνη
που το κακούργημα έχει πράξει, η Μήδεια,
ή πήρε δρόμο κ' έχει ξεμακρήνει;
Να σύρει να κρυφτεί κάτω απ' το χώμα,
ή να κάμει φτερά και να πετάξει
στου αιθέρα το βυθόν, αλλιώς θα δώσει
όσα χρωστά στου βασιλιά το σπίτι!
Σα σκότωσε τους άρχοντες της χώρας
θαρρεί ατιμώρητη θα φύγει εδώθε;
Μα δε γνοιάζουμαι αυτήν, μόνο τα τέκνα.
Απ' όσους έβλαψε θα λάβει εκείνη
το κακό πού τους έκαμε, μα εγώ ήρθα
τη ζωή των παιδιών μου να γλυτώσω,
μήπως θελήσει του ρηγός το γένος
να βάλει τους δικούς μου να πλερώσουν
το φονικό το βδελυρό της μάνας
ΧΟΡΟΣ
Ταλαίπωρε! Δεν ξέρεις που έχει φτάσει
η συφορά σου, Ιάσονα. Τα λόγια
ετούτα, αλλιώς, δε θάχες ξεστομίσει.
Ιασ. Τί τρέχει; Πάει και μένα να χαλάσει;
Χορ. Πεθάναν τα παιδιά από χέρι μάνας.
Ιασ. Ωιμέ! Τί λες; Με αφάνισες, γυναίκα
Χορ. Κάνε σα να μη ζούνε τα παιδιά σου
ΙΑΣΟΝΑΣ
Μα που τα σκότωσε; Στο σπίτι ή απέξω
ΧΟΡΟΣ
Άνοιξ' την πόρτα: θα τα δεις σφαγμένα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Ξεμανταλώστε γρήγορα την πόρτα,
δούλοι! και ρίχτε κάτω τις αμπάρες,
για να δω τη διπλή συφορά, κείνους
πού πέθαναν, κι αυτήν πού θα παιδέψω.
Κανείς δεν αποκρίνεται. Ο Ιάσονας ρίχνεται
στην πόρτα και την ταρακουνά. Τότε,
πάνω από το σπίτι, μέσα σ' ένα άρμα, πού
το σέρνουν φτερωτοί δράκοντες (φίδια)
παρουσιάζεται η Μήδεια, έχοντας μπροστά
της τα δυό πτώματα
ΜΗΔΕΙΑ
Τί τις κουνάς και θες να τις γκρεμίσεις
τις πόρτες; Τους νεκρούς ζητάς κ' εμένα
που τάπραξα; Τον κόπο σου μη χάνεις!
Αν γυρεύεις εμένα, πες τί θέλεις,
τι με χέρι ποτέ δε θα με αγγίξεις.
Αμάξι τέτοιο ο Ήλιος σε μας δίνει,
ο κύρης του γονιού μου, προμαχώνα
απ' των εχτρών το χέρι.
Ιασ. Φριχτό τέρας!
Μες σ' όλες τις γυναίκες πιο οχτρεμένη
απ' τους θεούς, και μένα, κι απ' το γένος
ολάκερο του ανθρώπου! Τα παιδιά σου
απ' το σπαθί τα πέρασες, κι ας τάχες
γεννήσει, και ξεκλήρισες εμένα.
Καί μ' όλο το κακούργημα, αγναντεύεις
τον ήλιο και τη γη, πούχεις τολμήσει
το ασεβότατον έργο! Στα κομάτια
να πας! Τώρα εγώ τάχω τα μυαλά μου,
μα τότες, πού μυαλά; σύντας σε πήρα,
απ' τους δικούς και τη βάρβαρη γη σου,
σε σπίτι ελληνικό, πληγή μεγάλη,
προδότρα του πατέρα και του τόπου
που σε ανάστησε! Πάνω μου το ρίξαν
οι θεοί το αίμα πούχες να πλερώσεις,
σα σκότωσες το αδέρφι σου στο σπίτι
για να μπεις στ' ομορφόπλωρο καράβι,
την Αργώ. Το ξεκίνημα είταν τούτα.
Κι αφού γυναίκα γένηκες εκείνου
που σου μιλά και μου γέννησες τέκνα
για το στεφάνι σου και το κρεβάτι
τα χάλασες. Ποτέ δε θα βρισκόταν
γυναίκα απ' την Ελλάδα να τολμήσει
πράξη τέτοια, κ' εγώ καλήτερή τους
νομίζοντας σε, σούβαλα στεφάνι
κ' έκαμα συγγενή μου τον εχτρό μου
το χαλαστή, μια λιονταρίνα, — κι όχι
γυναίκα, — πούχει φυσικό απ' της Σκύλλας
της Τυρρηνίδας περισσότερο άγριο.
Μα, για να δαγκωθείς εσύ, δε φτάνουν
μύριες βρισιές, το θράσος σου είναι τέτοιο·
που να χαθείς, κακούργα, παιδοφόνισσα ί
Κ' εγώ το ριζικό μου ας πάω να κλαίγω,
που μήδε θα χαρώ τη νέα παντριά μου,
μήδε τα τέκνα πούσπειρα κι ανάστησα
θα τάχω πια να τους μιλώ· μόν' τάχασα.
Μηδ. Πολλά κ' εγώ ν' αντιμιλήσω θάχα
σ' όσα λαλείς, αν ο πατέρας Δίας
δεν ήξερε το τι είδες από μένα
κ' εσύ τι μούχεις κάμει· μα δε σούμελλε
να ντροπιάσεις την κοίτη μου, κι απέκει
να περάσεις χαιράμενος τη ζήση
κι ανάμπαιγμα να μ' έχεις. Τέτοια τύχη
μήδε της ρηγοπούλας της γραφόταν.
Κι αυτός που σούδωσε τη νύφη, ο Κρέοντας,
δεν τούμελλε ατιμώρητα απ' τη χώρα
να διώξει εμένα. Λέγε με συ τώρα,
σαν τόχεις κέφι, λιόντισσα και Σκύλλα
που κάθεται στη γη την Τυρρηνίδα·
ως μ' έκαψες, κ' εγώ σ' έχω καμένο.
Ιασ. Κ' εσύ πονάς, το μερτικό σου τόχεις.
Μηδ. Ο πόνος μου φελά αν δε μ' έχεις μπαίγνιο.
Ιασ. Ω τέκνα, κακή μάνα που σας έλαχε!
Μηδ. Παιδιά μου, η τρέλα του γονιού σας έφαγε!
Ιασ. Δεν πήγαν απ' το χέρι το δικό μου.
. Μηδ. Μα από την υβρισιά και τις παντριές σου!
Ιασ. Για ένα κρεβάτι, εσύ, τάχεις σφαγμένα.
Μηδ. Και τόχεις λίγο αυτό για μιά γυναίκα;
Ιασ. Αν είναι φρόνιμη· μα εσύ 'σαι λάμια.
Μηδ. Τούτα δε ζούνε πια· κι αυτό σε σφάζει.
Ιασ. Ετούτα ζουν, εκδικητές του φόνου!
Μηδ. Ποιός τη φωτιά άναψε, οι θεοί το ξέρουν.
Ιασ. Ξέρουν λοιπόν τη βδελυρή καρδιά σου.
Μηδ. Οχτρεύου με· δε θέλω τη μιλιά σου.
Ιασ. Το ίδιο κ' εγώ· μόν' κάλλιο ας χωριστούμε.
Μηδ. Πώς; Λέγε. Τί να κάμω; Κ' εγώ θέλω.
. Ιασ. Άσ' τους νεκρούς να θάψω και να κλάψω.
Μηδ. Αμ' όχι! Θα τους θάψω μοναχή μου,
με τούτα μου τα χέρια, θα τους φέρω
στο τέμενος της Ήρας της Ακραίας,
μην πάει κανείς εχτρός και τους ντροπιάσει,
ξεχώνοντας τους τάφους· και σε τούτη
τη γη του Σίσυφου, γιορτή θα ορίσω
σεμνή και τελετή αποδώ και πέρα
για καθαρμόν αυτού του ανόσιου φόνου.
Κ' εγώ πηγαίνω στου Ερεχθέα τη χώρα,
με τον Αιγέα, το τέκνο του Πανδίονα,
να συγκαθίσω. Μα εσύ, καθώς σου πρέπει,
θα πας κακήν κακώς, το πικρό τέλος
του καινούργιου του γάμου σου αφού τόδες.
Ιασ. Ώ, που να σ' αφανίσει η Ερινύα
των παιδιών σου και η Δίκη η τιμωρήτρα!
Μηδ. Και ποιός θεός ή δαίμονας θ' ακούσει
τον ξενοπλάνο κι ορκοπάτη εσένα;
Ιασ. Αλί σου, σιχαμένη παιδοφόνισσα!
Μηδ. Στο σπίτι σου άι να θάψεις την κυρά σου.
Ιασ. Πηγαίνω, μα χωρίς τα δυο παιδιά μου.
Μηδ. Και που είσαι ακόμα! Στάσου να γεράσεις.
Ιασ. Ώ πολυαγαπημένα εσείς παιδιά μου...
Μηδ. Απ' τη μάνα τους δα, κι όχι από σένα.
Ιασ. Γι' αυτό τα σφάζεις;
. Μηδ. Για να κάψω εσένα.
Ιασ. Αλί μου ο δύστυχος! Τα χείλη πού 'ναι
των τέκνων τα γλυκά να τα φιλήσω;
Μηδ. Τώρα τα κράζεις και χαρές τους κάνεις,
μα τότε τάδιωχνες.
. Ιασ. Των τέκνων μου άσε,
για τους θεούς, ν' αγγίξω τα κορμάκια.
Μηδ. Δε γίνεται. Χαμένα παν τα λόγια.
Το φτερωτό άρμα χάνεται.
Ιασ. Ώ Δία, τακούς πως με αποδιώχνει
και τί τραβώ απ' αυτή την παιδοφόνα
και σιχαμένη λιόντισσα; Μα αν άλλο
πάρεξ αυτό δεν μπορώ, τα παιδιά μου
θρηνώ και τους θεούς τους προσκαλούμαι·
και τους δαίμονες, μάρτυρες τους έχω
πως, αφού μου τα σκότωσες, δε στέργεις
ν' αφήσεις με τα χέρια μου ν' αγγίξω
και θάψω τα κορμιά τους. Που μακάρι
να μην τάχα σπαρμένα εγώ ποτέ μου,
παρά χαμένα να τα ιδώ από σένα!
Βγαίνει έξω με σιγανά βήματα, ενώ ο Χορός
βαδίζει κατά την έξοδο.
Χορ. Ο Δίας στον Όλυμπο κρατά
απ' όσα γίνουνται πολλά,
κ' οι θεοί τ' ανέλπιστα μπορούν.
Το πάντεχες δε θα γενεί,
και το ανεπάντεχο θα δεις
που ο θεός το κάνει μπορετό.
Τα ίδια γενήκανε κ' εδώ.
ΤΕΛΟΣ
ΕΞΟΔΟΣ
ΙΑΣΟΝΑΣ
Γυναίκες πού κοντά σ' αυτό το σπίτι
στέκεστε, νάναι ακόμα μέσα εκείνη
που το κακούργημα έχει πράξει, η Μήδεια,
ή πήρε δρόμο κ' έχει ξεμακρήνει;
Να σύρει να κρυφτεί κάτω απ' το χώμα,
ή να κάμει φτερά και να πετάξει
στου αιθέρα το βυθόν, αλλιώς θα δώσει
όσα χρωστά στου βασιλιά το σπίτι!
Σα σκότωσε τους άρχοντες της χώρας
θαρρεί ατιμώρητη θα φύγει εδώθε;
Μα δε γνοιάζουμαι αυτήν, μόνο τα τέκνα.
Απ' όσους έβλαψε θα λάβει εκείνη
το κακό πού τους έκαμε, μα εγώ ήρθα
τη ζωή των παιδιών μου να γλυτώσω,
μήπως θελήσει του ρηγός το γένος
να βάλει τους δικούς μου να πλερώσουν
το φονικό το βδελυρό της μάνας
ΧΟΡΟΣ
Ταλαίπωρε! Δεν ξέρεις που έχει φτάσει
η συφορά σου, Ιάσονα. Τα λόγια
ετούτα, αλλιώς, δε θάχες ξεστομίσει.
Ιασ. Τί τρέχει; Πάει και μένα να χαλάσει;
Χορ. Πεθάναν τα παιδιά από χέρι μάνας.
Ιασ. Ωιμέ! Τί λες; Με αφάνισες, γυναίκα
Χορ. Κάνε σα να μη ζούνε τα παιδιά σου
ΙΑΣΟΝΑΣ
Μα που τα σκότωσε; Στο σπίτι ή απέξω
ΧΟΡΟΣ
Άνοιξ' την πόρτα: θα τα δεις σφαγμένα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Ξεμανταλώστε γρήγορα την πόρτα,
δούλοι! και ρίχτε κάτω τις αμπάρες,
για να δω τη διπλή συφορά, κείνους
πού πέθαναν, κι αυτήν πού θα παιδέψω.
Κανείς δεν αποκρίνεται. Ο Ιάσονας ρίχνεται
στην πόρτα και την ταρακουνά. Τότε,
πάνω από το σπίτι, μέσα σ' ένα άρμα, πού
το σέρνουν φτερωτοί δράκοντες (φίδια)
παρουσιάζεται η Μήδεια, έχοντας μπροστά
της τα δυό πτώματα
ΜΗΔΕΙΑ
Τί τις κουνάς και θες να τις γκρεμίσεις
τις πόρτες; Τους νεκρούς ζητάς κ' εμένα
που τάπραξα; Τον κόπο σου μη χάνεις!
Αν γυρεύεις εμένα, πες τί θέλεις,
τι με χέρι ποτέ δε θα με αγγίξεις.
Αμάξι τέτοιο ο Ήλιος σε μας δίνει,
ο κύρης του γονιού μου, προμαχώνα
απ' των εχτρών το χέρι.
Ιασ. Φριχτό τέρας!
Μες σ' όλες τις γυναίκες πιο οχτρεμένη
απ' τους θεούς, και μένα, κι απ' το γένος
ολάκερο του ανθρώπου! Τα παιδιά σου
απ' το σπαθί τα πέρασες, κι ας τάχες
γεννήσει, και ξεκλήρισες εμένα.
Καί μ' όλο το κακούργημα, αγναντεύεις
τον ήλιο και τη γη, πούχεις τολμήσει
το ασεβότατον έργο! Στα κομάτια
να πας! Τώρα εγώ τάχω τα μυαλά μου,
μα τότες, πού μυαλά; σύντας σε πήρα,
απ' τους δικούς και τη βάρβαρη γη σου,
σε σπίτι ελληνικό, πληγή μεγάλη,
προδότρα του πατέρα και του τόπου
που σε ανάστησε! Πάνω μου το ρίξαν
οι θεοί το αίμα πούχες να πλερώσεις,
σα σκότωσες το αδέρφι σου στο σπίτι
για να μπεις στ' ομορφόπλωρο καράβι,
την Αργώ. Το ξεκίνημα είταν τούτα.
Κι αφού γυναίκα γένηκες εκείνου
που σου μιλά και μου γέννησες τέκνα
για το στεφάνι σου και το κρεβάτι
τα χάλασες. Ποτέ δε θα βρισκόταν
γυναίκα απ' την Ελλάδα να τολμήσει
πράξη τέτοια, κ' εγώ καλήτερή τους
νομίζοντας σε, σούβαλα στεφάνι
κ' έκαμα συγγενή μου τον εχτρό μου
το χαλαστή, μια λιονταρίνα, — κι όχι
γυναίκα, — πούχει φυσικό απ' της Σκύλλας
της Τυρρηνίδας περισσότερο άγριο.
Μα, για να δαγκωθείς εσύ, δε φτάνουν
μύριες βρισιές, το θράσος σου είναι τέτοιο·
που να χαθείς, κακούργα, παιδοφόνισσα ί
Κ' εγώ το ριζικό μου ας πάω να κλαίγω,
που μήδε θα χαρώ τη νέα παντριά μου,
μήδε τα τέκνα πούσπειρα κι ανάστησα
θα τάχω πια να τους μιλώ· μόν' τάχασα.
Μηδ. Πολλά κ' εγώ ν' αντιμιλήσω θάχα
σ' όσα λαλείς, αν ο πατέρας Δίας
δεν ήξερε το τι είδες από μένα
κ' εσύ τι μούχεις κάμει· μα δε σούμελλε
να ντροπιάσεις την κοίτη μου, κι απέκει
να περάσεις χαιράμενος τη ζήση
κι ανάμπαιγμα να μ' έχεις. Τέτοια τύχη
μήδε της ρηγοπούλας της γραφόταν.
Κι αυτός που σούδωσε τη νύφη, ο Κρέοντας,
δεν τούμελλε ατιμώρητα απ' τη χώρα
να διώξει εμένα. Λέγε με συ τώρα,
σαν τόχεις κέφι, λιόντισσα και Σκύλλα
που κάθεται στη γη την Τυρρηνίδα·
ως μ' έκαψες, κ' εγώ σ' έχω καμένο.
Ιασ. Κ' εσύ πονάς, το μερτικό σου τόχεις.
Μηδ. Ο πόνος μου φελά αν δε μ' έχεις μπαίγνιο.
Ιασ. Ω τέκνα, κακή μάνα που σας έλαχε!
Μηδ. Παιδιά μου, η τρέλα του γονιού σας έφαγε!
Ιασ. Δεν πήγαν απ' το χέρι το δικό μου.
. Μηδ. Μα από την υβρισιά και τις παντριές σου!
Ιασ. Για ένα κρεβάτι, εσύ, τάχεις σφαγμένα.
Μηδ. Και τόχεις λίγο αυτό για μιά γυναίκα;
Ιασ. Αν είναι φρόνιμη· μα εσύ 'σαι λάμια.
Μηδ. Τούτα δε ζούνε πια· κι αυτό σε σφάζει.
Ιασ. Ετούτα ζουν, εκδικητές του φόνου!
Μηδ. Ποιός τη φωτιά άναψε, οι θεοί το ξέρουν.
Ιασ. Ξέρουν λοιπόν τη βδελυρή καρδιά σου.
Μηδ. Οχτρεύου με· δε θέλω τη μιλιά σου.
Ιασ. Το ίδιο κ' εγώ· μόν' κάλλιο ας χωριστούμε.
Μηδ. Πώς; Λέγε. Τί να κάμω; Κ' εγώ θέλω.
. Ιασ. Άσ' τους νεκρούς να θάψω και να κλάψω.
Μηδ. Αμ' όχι! Θα τους θάψω μοναχή μου,
με τούτα μου τα χέρια, θα τους φέρω
στο τέμενος της Ήρας της Ακραίας,
μην πάει κανείς εχτρός και τους ντροπιάσει,
ξεχώνοντας τους τάφους· και σε τούτη
τη γη του Σίσυφου, γιορτή θα ορίσω
σεμνή και τελετή αποδώ και πέρα
για καθαρμόν αυτού του ανόσιου φόνου.
Κ' εγώ πηγαίνω στου Ερεχθέα τη χώρα,
με τον Αιγέα, το τέκνο του Πανδίονα,
να συγκαθίσω. Μα εσύ, καθώς σου πρέπει,
θα πας κακήν κακώς, το πικρό τέλος
του καινούργιου του γάμου σου αφού τόδες.
Ιασ. Ώ, που να σ' αφανίσει η Ερινύα
των παιδιών σου και η Δίκη η τιμωρήτρα!
Μηδ. Και ποιός θεός ή δαίμονας θ' ακούσει
τον ξενοπλάνο κι ορκοπάτη εσένα;
Ιασ. Αλί σου, σιχαμένη παιδοφόνισσα!
Μηδ. Στο σπίτι σου άι να θάψεις την κυρά σου.
Ιασ. Πηγαίνω, μα χωρίς τα δυο παιδιά μου.
Μηδ. Και που είσαι ακόμα! Στάσου να γεράσεις.
Ιασ. Ώ πολυαγαπημένα εσείς παιδιά μου...
Μηδ. Απ' τη μάνα τους δα, κι όχι από σένα.
Ιασ. Γι' αυτό τα σφάζεις;
. Μηδ. Για να κάψω εσένα.
Ιασ. Αλί μου ο δύστυχος! Τα χείλη πού 'ναι
των τέκνων τα γλυκά να τα φιλήσω;
Μηδ. Τώρα τα κράζεις και χαρές τους κάνεις,
μα τότε τάδιωχνες.
. Ιασ. Των τέκνων μου άσε,
για τους θεούς, ν' αγγίξω τα κορμάκια.
Μηδ. Δε γίνεται. Χαμένα παν τα λόγια.
Το φτερωτό άρμα χάνεται.
Ιασ. Ώ Δία, τακούς πως με αποδιώχνει
και τί τραβώ απ' αυτή την παιδοφόνα
και σιχαμένη λιόντισσα; Μα αν άλλο
πάρεξ αυτό δεν μπορώ, τα παιδιά μου
θρηνώ και τους θεούς τους προσκαλούμαι·
και τους δαίμονες, μάρτυρες τους έχω
πως, αφού μου τα σκότωσες, δε στέργεις
ν' αφήσεις με τα χέρια μου ν' αγγίξω
και θάψω τα κορμιά τους. Που μακάρι
να μην τάχα σπαρμένα εγώ ποτέ μου,
παρά χαμένα να τα ιδώ από σένα!
Βγαίνει έξω με σιγανά βήματα, ενώ ο Χορός
βαδίζει κατά την έξοδο.
Χορ. Ο Δίας στον Όλυμπο κρατά
απ' όσα γίνουνται πολλά,
κ' οι θεοί τ' ανέλπιστα μπορούν.
Το πάντεχες δε θα γενεί,
και το ανεπάντεχο θα δεις
που ο θεός το κάνει μπορετό.
Τα ίδια γενήκανε κ' εδώ.
ΤΕΛΟΣ