Γεροντικόν του Αγίου Όρους Ανδρέου μοναχού Αγιορείτου

Εδώ μπορείτε να συζητήσετε σχετικά με τους Αγιορείτες Πατέρες που έχετε επισκεφθεί στο Αγιον Όρος

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
smarios
Τακτικό Μέλος
Τακτικό Μέλος
Δημοσιεύσεις: 50
Εγγραφή: Παρ Δεκ 02, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: ΑΘΗΝΑ
Επικοινωνία:

Γεροντικόν του Αγίου Όρους Ανδρέου μοναχού Αγιορείτου

Δημοσίευση από smarios »

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Δ. - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992

ΔΕΚΑ ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΝΏΝΥΜΟΙ ΑΓΙΟΙ


Ό Κύριλλος Μοναχός, Γέροντας της Καλύβης «Τίμιος Σταυρός» των καλλιτεχνών αγιογράφων Ανανιαίων και Δίκαιος της Ιεράς Σκήτης της Άγιας Αννης, κατά το σωτήριον έτος 1977-78, μας διηγήθηκε ότι στις 20 του μηνός Σεπτεμβρίου 1977, ήρθε στο Κυριάκο - κεντρικός Ναός της Σκήτης - ένας Λιβανέζος χριστιανός ορθόδοξος, ό όποιος είπε ότι, λόγω της εμπόλεμης καταστάσεως στην πατρίδα του, ήταν πρόσφυγας κι έμενε στην πόλη Κανά της Γαλιλαίας.

Ό Λιβανέζος ζήτησε από το Δίκαιο Πατέρα Κύριλλο, να του δείξει το δρόμο πού οδηγεί στην κορυφή του Άθωνα. Ό Π. Κύριλλος πρόθυμα έδειξε το δρόμο που ζητούσε και ευλαβές αυτός προσκυνητής ξεκίνησε για την κορυφή, ή οποία φτάνει τα 2.030 μ. ύψος και επειδή χρειάζονται περισσότερο από 4 ώρες οδοιπορία, από την Αγιάννα μέχρι να φθάσει στην κορυφή, όπου υπάρχει και μικρό εκκλησάκι έπ' ονόματι της «Μεταμορφώσεως του Κυρίου», έπρεπε να φύγει πρωί.

Για το λόγο αυτό, ό Λιβανέζος έφυγε πολύ πρωί και το βραδάκι γύρισε πάλι στο «Κυριάκο» της Σκήτης, φιλοξενήθηκε και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία λειτουργία, ετοιμάστηκε για να φύγει, αλλά θυμήθηκε να ρωτήσει κάτι πού δεν μπόρεσε να καταλάβει και πού του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έτσι μπροστά και σε άλλους Πατέρες της Σκήτης, με τα λίγα σπασμένα Ελληνικά πού μιλούσε είπε, πώς όταν κατέβαινε από την κορυφή του Άθωνα, στην τοποθεσία πού λέγεται «Βαβύλα» εκεί πού αρχίζει ό πολύς κατήφορος, αισθάνθηκε υπερβολική κούραση και θέλησε λίγο να καθίσει να ξεκουραστεί. εκεί πού πήγε να βρει κατάλληλο μέρος, ξάφνου βλέπει μπροστά του ένα σπίτι από το όποιο βγήκαν δυο σεβάσμιοι μοναχοί οι οποίοι τον δέχθηκαν μέσα στο σπίτι και του πρόσφεραν σύκα νωπά φρέσκα και το κρύο νερό, έφαγε και ήπιε το κρύο νερό και όπως είπε, τόση γλύκα και νοστιμιά αισθάνθηκε πού δεν μπορούσε να την περιγράψει, αλλά και κατά περίεργο τρόπο όλη ή κούραση πού είχε, μετά από το κέρασμα, εξαφανίστηκε.

Μέσα στο Καλύβι αυτό είδε δέκα σεβάσμιους Μοναχούς, τους οποίους είδε να στηρίζονται, ό καθένας τους, πάνω σε μια γυριστή στη μέση μονόξυλη μαγκούρα και με το κομποσχοίνι στο χέρι όλοι να προσεύχονται.

Τους ρώτησε, πόσον καιρό έχουν πού μένουν εκεί; Κι αυτοί του απάντησαν πώς έχουν πάρα πολλά χρόνια, και δεν κάνουν σχεδόν καμιά άλλη εργασία, παρά μόνον προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Αυτό κίνησε την περιέργεια του Λιβανέζου, κι όταν έφυγε σ' όλο το δρόμο, όπως έλεγε, σκέφτονταν αυτό πού του είπαν ότι έχουν πολλά χρόνια εκεί προσευχόμενοι , ενώ ή ηλικία τους δεν έδειχνε να είναι και πολύ μεγάλη και για αυτό ρωτούσε το Δίκαιο και τους Πατέρες; Πώς του είπαν αυτοί οί Μοναχοί πού φαίνονταν να είναι της ίδιας ηλικίας, ασκητεύουν πάρα πολλά χρόνια εκεί;

Ό Δίκαιος Πατήρ Κύριλλος, και οί άλλοι Πατέρες της Σκήτης έμειναν έκθαμβοι και κατάπληκτοι, από την αποκάλυψη αυτή, πού προφανώς ό Πανάγαθος Θεός «κρίμασιν οις Αυτός οίδε» έδειξε στο Λιβανέζο, διότι όλοι γνωρίζουν, πώς στο μέρος εκείνο δεν υπάρχει ούτε σπίτι, ούτε Μοναχοί να μένουν εκεί κοντά στην περιοχή αυτή.
Τότε όλοι μ' ένα στόμα και μια καρδιά δόξασαν το Θεό και είπαν στον ξένο ευλαβή προσκυνητή : «Αδελφέ, δώσε δόξα και ευχαριστία στο μεγαλοδύναμο και παντοδύναμο Κύριο και Θεό μας, πού σε αξίωσε να ιδείς εκλεκτούς δούλους και Αγίους Του, διότι αυτούς πού είδες εσύ χθες δεν ήσαν Μοναχοί, άλλα ήσαν Άγιοι και Όσιοι Πατέρες του Όρους, τους οποίους κανείς από μας δεν αξιώθηκε να δει, αλλά κατά καιρούς έχουν φανερωθεί σε μερικούς ευλαβείς Μοναχούς και σε καλούς και ευλαβείς χριστιανούς προσκυνητές, ένας από τους οποίους φαίνεται πώς θα είσαι και συ ! !
Ό Λιβανέζος αναχώρησε ευλογών και δοξάζων τον Θεόν, τον «θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Αυτού».

ΟΣΙΑΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗ

«Τίμιος εναντίον Κυρίου ό θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. ΡΙΕ' δ).


Ό Αββάς Δανιήλ, ό νεώτερος των Δανιηλαίων, από τα ησυχαστήρια των Κατουνακίων, μου διηγήθηκε κατά τις τελευταίες αυτές ήμερες μας, πώς κοιμήθηκε, τον αιώνιο ύπνο, ό αββάς Γαβριήλ ό Καρουλιώτης.
Με τον αββά αυτόν μας συνέδεε απλή γνωριμία, ήταν τύπος καλού Μονάχου και τέλειου υποτακτικού. Έμεινε περισσότερα από 20 χρόνια στο Γέροντα του Σεραφείμ Μοναχό, στην ησυχαστική Καλύβα «των Αρχαγγέλων» στο επάνω μέρος των Καρουλιών.

Εκεί έμαθε, από την υπακοή στο γέροντά του, να είναι λιγόλογος, ταπεινός, να λέγει ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ υιέ του θεού ελέησόν με», να είναι εγκρατής και άκρως ασκητικός, τόσον ώστε δεν έτρωγε λάδι ούτε και την ήμερα του Πάσχα, καθ' όλη την ασκητική του ζωή. Κοινωνούσε δε πολύ συχνά και μετείχε, με πλήρη επίγνωση της αναξιότητας του, στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, όπου τακτικότατα μεταλάμβανε των Άχραντων Μυστηρίων —το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Ή πολλή άσκηση και στέρηση του οργανισμού του, από τις απαραίτητες τροφές, επειδή ήταν φύσεως καχεκτικής και αδύνατης κράσεως, βοήθησε να πάθει αβιταμίνωση και καθίζηση των οστών από την έλλειψη ασβεστίου, είτε κατά παραχώρηση Θεού για δοκιμασία, πολύ αδυνάτισε και οι αδελφοί Δανιηλαίοι, παρέλαβαν αυτόν στο ησυχαστήριο τους, οπού τον φρόντιζαν να έχει όλα τα απαραίτητα. Αυτός ό ευλογημένος, πάτερ Γαβριήλ, αφού πρόθυμα δέχθηκε να συμμορφωθεί με όλη την πνευματική σειρά πού έχει καθιερώσει ή Αδελφότητα των Δανιηλαίων στην κοινοβιακή ζωή τους, ζήτησε επίμονα να του επιτρέψουν να μη καταλύσει ελαιον, επειδή σ' όλο το διάστημα, όπως είπαμε, με το γέροντα του Σεραφείμ, δεν είχε χαλάσει τη σειρά τους αυτή, δηλαδή να μη τρώνε ούτε το Πάσχα λάδι, και προ της επιμονής του, οι Πατέρες Δανιηλαίοι υπεχώρησαν στο θέμα αυτό της υπερβολικής εγκράτειας.

Στην κατάσταση αυτή έμεινε κλινήρης 22 ήμερες. 3 Νοεμβρίου ήταν ή εορτή ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου, μετ τα από τη θεία λειτουργία, πού τέλεσε, ό ιερομόναχος της συνοδείας των Δανιηλαίων Γρηγόριος και κοινώνησαν όλοι, ό νεώτερος πατήρ Δανιήλ είπε στον Άββα Γαβριήλ Καρουλιώτη, πού ήταν ασθενής:
«— Πάτερ Γαβριήλ, μετά πέντε ήμερες έχομε την εορτή των Αρχαγγέλων, πού είναι και ή ονομαστική σου εορτή, τότε θα κάνουμε λουκουμάδες και προς τιμή των Αρχαγγέλων θα πρέπει και συ πάτερ Γαβριήλ να κάμεις εξαίρεση και να καταλύσεις, δηλ. να φας έστω και δυο λουκουμάδες.
Ό Πάτερ Γαβριήλ, στον πατέρα Δανιήλ, με χαμόγελο στα χείλη είπε: «Πάτερ Δανιήλ, εσείς να φτιάξετε λουκουμάδες και προς δόξαν θεού και τιμή των Αρχαγγέλων να φάτε, άλλα εγώ δεν θα φάω μαζί σας, γιατί μέχρι τότε θα έχω φύγει άπ' εδώ!»

Ό Πατήρ Δανιήλ, δεν έδωκε τότε σημασία στα λόγια αυτά, διότι νόμισε πώς αστειεύεται ή ότι θέλει να επιστρέψει στο ησυχαστήριο του.
Μετά δυο μέρες βάρυνε πολύ ή κατάσταση της υγείας του Πατέρα Γαβριήλ και οι επισκέψεις μας στο κελλάκι του ήταν συχνότερες. Την τρίτη μέρα 6 Νοεμβρίου, ό νυν Γέροντας των Δανιηλαίων, Π. Μόδεστος, όταν σηκώθηκε από τον ύπνο, πριν από την Ακολουθία του Όρθρου να κάμει την ατομική του προσευχή —τον κανόνα—, έκανε τη σκέψη να δει πρώτα τον ασθενή αδελφό και μετά να κάμει την προσευχή του.

Όταν πήγε στο δωμάτιο του Π. Γαβριήλ, τον βρήκε να προσεύχεται, αλλά να είναι πολύ καταβεβλημένος, αμέσως έτρεξε στο δωμάτιο, του τότε Γέροντα Γερόντιου Μοναχού, προς τον όποιον είπε ότι ό Πάτερ Γαβριήλ δεν αισθάνεται καλά.

Ό Γέρων Γερόντιος με το Μοναχό Νήφωνα, πήγαν στο δωμάτιο του ασθενή. _ Αυτός με καλοσύνη τους δέχθηκε χαμογελαστός όπως συνήθιζε πάντα, αλλά έδειχνε όψη μελλοθάνατου. Τον ρώτησαν αν θέλει τίποτα, αν θέλει να κοινωνήσει, κι αυτός τους απήντησε ότι θέλει να κοινωνήσει, αν άρχισε ή θεία λειτουργία, εάν όμως δεν άρχισε ακόμη, τότε είπε, να μου φέρεται Αγιον Άρτο να κοινωνήσω. Αμέσως του φέρανε τα Άχραντα Μυστήρια και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια όπως συνήθιζε πάντα να κοινωνεί με δάκρυα στα μάτια.

Ό Γέρων Γερόντιος είπε στον πατέρα Νήφωνα, κάθισε συ δω και πρόσεχε μήπως θελήσει τίποτα ό αδελφός, κι εμείς θ' αρχίσω με την Ακολουθία.

Ό Πάτερ Νήφων άμα είδε την κατάσταση του Π. Γαβριήλ πού β
άραινε, για το ενδεχόμενο του θανάτου, άφησε για λίγο τον ασθενή και πήγε στην κουζίνα, κατέβασε το προζύμι και το έβαλε στο νερό, για να ζυμώσουν ψωμί την επαύριον πού θα χρειαζόταν να μοιράσουν στην κηδεία. αφού έβαλε το προζύμι στο νερό, γύρισε στον ασθενή, και κείνη την ώρα, πήγαινε στο δωμάτιο του ασθενή κι ό Πάτερ Δανιήλ, ό όποιος περισσότερο αϊτό τους άλλους φρόντιζε για τη δίαιτα του αδελφού, διότι σαν πιο επιτήδειος, έχει το διακόνημα του νοσοκόμου, στο μικρό κοινόβιο τους, γι' αυτό περιποιούνταν και τον ασθενή.

Τότε και οι δυο μαζί είδαν τον Άββα Γαβριήλ να βρίσκεται σε έκσταση —να είναι εκτός εαυτού— να έχει τα βλέμματα στραμμένα προς τα επάνω, στην οροφή του δωματίου και να λέγει: «Λουλούδια, πολλά λουλούδια, α! Τι ωραία πού είναι στον Παράδεισο! ό Παράδεισος αχ! είναι άξια ή ψυχή να απολαύσει αυτά τα ωραία αγαθά;!

Ό Γέρο - Νήφων κι ό Πάτερ Δανιήλ έμειναν κι αυτοί με την ανάσα κομμένη, άκουγαν αυτά και περίμεναν να συνέλθει, ό Π. Γαβριήλ, υστέρα από λίγο συνήλθε και έλαμπε από χαρά. Όταν τον ρώτησαν οι Πατέρες, Τι ήταν αυτά πού έλεγες Π. Γαβριήλ; Τι έβλεπες; Αυτός τους είπε: «— "Α! Δεν ήταν τίποτα πατέρες μου και αδελφοί μου, έκαμα αχ και έλεγα για τις πολλές μου αμαρτίες. Είμαι καλά και δε θέλω τίποτα. Έτσι τους είπε, γιατί δεν ήθελε να είναι κανείς εκεί την ώρα πού θα πέθαινε. Το θάνατο τον περίμενε με πολλή χαρά και λαχτάρα, όπως μου είπαν οι Πατέρες.

Τότε ό Πάτερ Νήφων πήγε για λίγο στην κουζίνα, επειδή ήταν μάγειρας και να φροντίσει για το προζύμι, κι ό Πατήρ Δανιήλ πήγε στην Ακολουθία του Όρθρου.

Δεν πέρασαν ούτε 10' λεπτά της ώρας κι αφού τακτοποίησε τα πράγματα εκεί, ό Π. Νήφων γύρισε και πάλι κοντά στον ασθενή, αλλά τη φορά αυτή βρήκε τον αββά Γαβριήλ να έχει τά χέρια σταυρωμένα στο στήθος το δεξί πάνω στο αριστερό, τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται, και να έχει παραδώσει το πνεύμα —τη μακαρία του ψυχή— στα χέρια του Πανάγαθου θεού, με την ειρήνη και γαλήνη απλωμένη στο πρόσωπο του. Ξεψύχησε και πέταξε σαν πουλάκι στους ουρανούς, την παραμονή των Αρχαγγέλων το σωτήριο έτος 1963.
Τον υπεδέχθηκαν στα ουράνια Σκηνώματα οι άγιοι Άγγελοι και οι Όσιοι αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.

ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ - ΜΙΚΡΗ ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ


Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας Αννης, περί τα τέλη του 15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, Ο άγιος Διονύσιος «ό Ρήτωρ» και ό υποτακτικός του άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.

α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος, δεν έχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε πότε ήρθε στο Άγιο Όρος, μόνο ξέραμε πώς ήταν νηπτικός Πατήρ, πλήρης χάριτος Θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν στην περιοχή αυτή της Μικρής Αγιάννας και ότι εκοιμήθη το έτος 1606, που όμως εκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.
β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της Τουρκοκρατίας, οί χριστιανοί σ' όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οί προύχοντες, ζητούσαν από τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους να τους στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό εξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.

Ό «Πρώτος» του Αγίου Όρους, πιεζόμενος συχνά από όλα σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής, και μη γνωρίζων τι να κάμει, ζήτησε τη γνώμη και συμβουλή για την προκειμένη περίπτωση του αγίου Διονυσίου του Ρήτορας, ό όποιος ασκήτευε στο σπήλαιο του, στην έρημο του Άθωνα και του οποίου ή ασκητική μορφή και φήμη αγίου ήταν διάχυτη σ' όλο το Άγιο Όρος.
Ό άγιος Διονύσιος, επειδή γνώριζε την πνευματική δύναμη, κατάρτιση και διακριτικότητα του μαθητού και συνασκητού του, αγίου Μητροφάνη, υπέδειξε στον «Πρώτο» του Όρους, σαν πιο κατάλληλο, για τη διακονία αυτή, να στείλει τον άγιο Μητροφάνη, ό όποιος με προθυμία δέχτηκε και με τη χάρη και θεία δύναμη πού ήταν προικισμένος, από τον Πανάγαθο Θεό, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες και βοήθησε πολύ τους χριστιανούς σ' ολόκληρη τη Χαλκιδική.
Κέντρο της παραμονής του, είχε τον Ισβορο, πού σήμερα λέγεται Στρατώνι, και το ονομάζει ο άγιος Μητροφάνης «Χωράν μεγάλην».

Κατά το διάστημα της ιεράς αυτής αποστολής και ευαγγελικής περιοδείας του, «ενήργησε ό Θεός» πολλά σημεία και θαύματα.
Ένα άπ' αυτά είναι και ή φοβερή οπτασία, ενός ευλαβούς χωρικού Εκεί Δημητρίου, την οποία ό ίδιος έγραψε στην καθαρεύουσα, κατόπιν εντολής και προτροπής, του Γέροντος του αγίου Διονυσίου. Εδώ όμως, για να γίνει περισσότερο καταληπτή, αποδίδεται σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη γλώσσα:
«Στην κωμόπολη Ισβορο, κοντά στα σημερινά Μεταλλεία του Μποδοσάκη, το έτος 1520 ζούσε ευσεβής χριστιανός, με το όνομα Δημήτριος, ό όποιος εργάζονταν στα Μεταλλεία, για να συντηρεί την οικογένειά του.
Από τα μέλη της οικογένειας του, είχε απομείνει, ή γυναίκα του και ένα αγοράκι, πού στα δώδεκα του χρόνια πέθανε κι αυτό, όπως κι άλλα τρία πού του είχαν πεθάνει πρωτύτερα.
Το αγοράκι αυτό, σαν μονάκριβο πού τους είχε μείνει, επειδή ήταν πολύ φρόνιμο, συνετό και υπάκουο, το αγαπούσαν πολύ, ό πατέρας και ή μητέρα του. Άλλα ό Πανάγαθος Θεός, που έχει την εξουσία της ζωής και του θανάτου, τα κρίματα του Όποιου είναι ανεξιχνίαστη άβυσσος, θέλησε να πάρει πρόωρα την ψυχή του, έπεσε βαρεία άρρωστο και σε δεκαπέντε μέρες πέθανε.
Τούτο λύπησε πολύ τους γονείς του παιδιού, πού έκλαιγαν απαρηγόρητα, περισσότερο δε ό πατέρας του Δημήτριος, ό όποιος από την πολλή θλίψη έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος και δεν ήθελε ούτε να φάει ούτε να πιει τίποτε επί δεκαπέντε μέρες.
Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, ό Δημήτριος, τη δέκατη πέμπτη μέρα λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Τότε ή γυναίκα του και ή πεθερά του, πού βρίσκονταν κι αυτή στο σπίτι τους άρχισαν τους θρήνους, οδυρμούς και αναστεναγμούς τόσο, πού μαζεύτηκαν όλοι οι γείτονες και συγγενείς τους κι έκλαιγαν κι αυτοί απαρηγόρητα το θάνατο του Δημήτρη, και κατά τη συνήθεια του κόσμου, άρχισαν να ετοιμάζουν τα κόλλυβα, σαβανώματα, θυμιάματα, κεριά και ότι άλλο θεωρείται απαραίτητο για την κηδεία και την ταφή. Εκεί όμως, πού κατά την τάξη τον άλλαζαν, παρατήρησαν, πώς τα μεν άκρα —χέρια και πόδια— και όλο το κορμί ήταν νεκρωμένα και κρύα, κοντά δε στο στέρνο και την καρδιά ήταν ακόμη ζεστός και ό σφυγμός διετηρείτο πολύ αραιός κι αδύνατος, πλην όμως δεν είχε σταματήσει τελείως και γι' αυτό αποφάσισαν να μην τον θάψουν, αν δεν νεκρωθεί όλο το σώμα.
Πέρασαν πολλές ώρες, ήρθαν τα μεσάνυχτα και ή κατάσταση του Δημήτρη εξακολουθούσε να παραμένει ή ίδια. Τότε όλοι νύσταξαν κι αποσύρθηκαν λίγο ν' αναπαυθούν.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, ό Δημήτρης, αναστέναξε βαθιά κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Εκείνοι πού τον παράστεκαν, βεβαρημένοι από τη νύστα, σαν άκουσαν τον αναστεναγμό ξύπνησαν και είδαν το Δημήτρη να ζωντανεύει, θαύμασαν κι χάρηκαν όλοι τους και πιο πολύ ή γυναίκα και ή πεθερά του, οι όποιες τον ρώταγαν να τους ειπεί τι του συνέβη.
Ό Δημήτρης καθιστός στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι στο μέτωπο του κι έβλεπε κάτω, ήταν πολύ σκεφτικός, φαινόταν αφηρημένος και τρεις μέρες δεν έτρωγε, δεν έπινε και δε μίλαγε σε κανέναν.
Ή γυναίκα του, είδε από το σπίτι έξω στο δρόμο παιδιά, συνομήλικα με το δικό της, να παίζουν, θυμήθηκε το παιδί της κι άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα και να χύνει πικρά δάκρυα. Τότε ό Δημήτρης, σαν είδε τη γυναίκα του να κλαίει, έλυσε τη σιωπή του και της είπε: «Γιατί κλαις και κόπτεσαι γυναίκα μου χωρίς να ξέρεις τι κάνεις και τι λες; Το παιδί μας δεν πέθανε όπως νομίζαμε πριν, ούτε αφανίστηκε ούτε σάπισε στον τάφο, αλλά ζει και είναι σε τόπο λαμπρό, φωτεινό, ψηλό και ωραίο, σε φως πού δε λέγεται, δε μοιάζει ούτε παριστάνεται με τα φώτα του κόσμου τούτου. Μακάρι ν' αξιωθούμε να πάμε κι εμείς στο μέρος εκείνο πού είναι τα παιδιά μας, να ζούμε κι εμείς τη μακαριά εκείνη ζωή, στην οποία δεν υπάρχει θλίψη, πόνος και αναστεναγμός, αλλά είναι φως το αιώνιο και ζωή χωρίς αρχή και τέλος —ατελεύτητη.
Ή γυναίκα του, από τη πολλή θλίψη, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια αυτά του συζύγου της, αλλά ή γριά μάνα της, σαν άκουσε τα λόγια αυτά, ρώτησε το γαμπρό
της λέγουσα: «Παιδί μου, Δημήτρη, πώς γνωρίζεις ότι ζει το παιδί σου και βρίσκεται στη μακαρία, όπως λες, ζωή;» Κι ό Δημήτρης, στην πεθερά του, είπε: «Είδα εγώ με τα μάτια μου σε ποιο χαρούμενο και φωτεινό τόπο βρίσκονται τα παιδιά μας!» «Πες μου, Δημήτρη, σε παρακαλώ, εξακολούθησε να λέγει με αγωνία ή γριά, εκείνα που είδες και άκουσες και μη μας κρύψεις τίποτα».

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΟΠΤΑΣΙΑ
«Όταν κοιμόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, σε μια στιγμή, βλέπω μπροστά μου ένα λαμπροφορεμένο άντρα, πού έμοιαζε με αστραπή, το κάλλος και ή ομορφιά του είναι απερίγραπτη. Τα φορέματα του χρυσοΰφαντα και ποικιλόχρωμα, ακτινοβολούσαν από λαμπρότητα, θείο φωτισμό και χάρη πού σου φέρνει ουράνια γαλήνη και χαρά.
»από τη στιγμή πού τον είδα, κάθε σκέψη και νόημα, για τα πράγματα της ζωής αυτής, χάθηκαν από το μυαλό μου και τη θύμηση μου, και προσηλώθηκα εξ ολοκλήρου σ' αυτόν.
»Εκεί πού ήμουν αφοσιωμένος στη θεωρία του, μου φάνηκε πώς χωρίστηκα από τα ανθρώπινα και βρέθηκα στην αγκαλιά του, με πήρε και πετάξαμε μαζί στους ουρανούς. Όταν ανεβαίναμε μου φάνηκε πώς περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Οι κύκλοι αυτοί φαίνονταν από κάτω προς τα άνω εως ότου τους περάσαμε όλους.
»Ανεβαίνοντας συναντούσαμε φως με ομίχλη, όταν φτάσαμε ψηλότερα είδα φως λαμπρότερο και γη ωραία και θαυμαστή, ομαλή και καθαρή με φώτα και παντός είδους ανθισμένα δέντρα, των οποίων την ευωδιά και το κάλλος δεν μπορεί ανθρώπινη γλώσσα να διηγηθεί.
»Όταν περάσαμε την ωραία εκείνη γη, βρεθήκαμε μπροστά σε δυο σιδερένιες και καλά σφραγισμένες πόρτες. Στην δεξιά πόρτα φύλαγαν ωραίοι λευκοφόροι νέοι και την αριστερή τη φύλαγαν άνδρες μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φτάσαμε μπροστά στις πόρτες εκείνες, ό συνοδός μου Άγγελος, μου είπε σκύψε σύντομα και προσκύνησε, κι εγώ αμέσως έσκυψα και προσκύνησα. Σκυφτός όπως ήμουνα στη γη, άκουσα νάρχεται από μακριά φωνή και να λέγει: «τι έφερες αυτόν εδώ; Δεν σοι ειπόν να φέρεις τούτον, αλλά τον γείτονα του Νικόλαο, αυτός δε, έχει να ζήσει ακόμη επί της γης».
»Μετά από τη φωνή αυτή, ό οδηγός μου με σήκωσε κι αμέσως με πήρε και πήγαμε κατά ανατολάς, προχωρήσαμε και βρεθήκαμε σε ανθισμένη και απέραντη πεδιάδα, με πολύ ωραία δέντρα διαφόρων κατηγοριών.
»Στον ίσκιο κάθε δέντρου, κάθονταν κι από ένας άνθρωπος, οί δε άνθρωποι εκείνοι ήταν όλοι μιας ηλικίας, αλλά τα πρόσωπα τους, άλλων ήσαν λαμπρά και ωραία κι ακτινοβολούσαν από χαρά, άλλων τα πρόσωπα ήσαν στυγνά και λίγο μαύρα, και άλλων κατάμαυρα και σκοτεινά, κι ό καθένας άπ' αυτούς είχε φανερά τα σημεία των πράξεων τους, είτε καλά είτε κακά, κι άπ' αυτά φαίνονταν καθαρά σε όλους τα έργα πού κάνανε στη ζωή αυτή, κι γνώριζε ό ένας τον άλλον.
»Όταν διαβαίναμε την ωραία εκείνη πεδιάδα, κοίταζα δεξιά κι αριστερά, είδα πολλούς, πού τους γνώριζα στη ζωή αυτή και οί όποιοι έχουν πεθάνει από πολύν καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές γυναίκες. Είδα κει και μια γνωστή γυναίκα πόρνη, πού από την εξωτερική εμφάνιση διακρινόταν ή ζωή της πού έκανε δω στη γη. Είδα κι άλλους πολλούς κακοποιούς, πού στη ζωή αυτή είχαν καταδικασθεί σε κρεμάλα, κι άλλους πού έκαναν διάφορες αμαρτίες, να έχουν φανερά τα σημεία των κακών πράξεων τους, όπως διακρίνονταν και τα καλά έργα. Είδα επίσης και πολλούς φίλους και συγγενείς μας να βρίσκονται στον τόπο εκείνον.
»Κει πού βαδίζαμε, με το συνοδό μου Άγγελο, στην ωραία κι ανθοστολισμένη εκείνη πεδιάδα, καθώς παρατηρούσα τα ωραία τοπία, τα δροσερά λιβάδια, τα πανύψηλα δέντρα, κι άλλα ωραία και απερίγραπτα πράγματα, είδα να κάθονται τέσσερα λαμπροφορεμένα παιδάκια πολύ όμορφα πού έλαμπαν σαν τον ήλιο. Στάθηκα και θαύμαζα τα ωραία εκείνα μέρη και κοίταζα αχόρταγα τα όμορφα εκείνα παιδάκια. Ό συνοδός μου Άγγελος τότε μου είπε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τα ωραία παιδάκια; Μήπως ξέρεις τίνος είναι;» Τότε πήγα πιο κοντά, κοίταξα με προσοχή και είδα ότι τα παιδιά εκείνα ήταν τα δικά μας. Είδα τα τρία πού μας είχαν από χρόνια πεθάνει και το τελευταίο δωδεκάχρονο να το έχουν στη μέση. Στον Άγγελο είπα: «Ναι, κύριε μου, πολύ καλά τα γνωρίζω, είναι τα παιδιά τα δικά μου». Ή χαρά μου ήταν απερίγραπτη πού γνώρισα και είδα τα παιδιά μας να είναι σε τόση χαρά, δόξα και λαμπρότητα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου Άγγελο, να μου επιτρέψει να μείνω κι εγώ Εκεί κοντά στα παιδιά μου για πάντα, να αισθάνομαι τη χαρά τους και να μην τα αποχωριστώ ποτέ! Κι ό Άγγελος μου αποκρίθηκε πώς δεν ήρθε ακόμη ό καιρός για να μείνεις κι εσύ εδώ και με πήρε αμέσως από τον τόπο εκείνον.
»Όταν φεύγαμε, από την ωραία εκείνη πεδιάδα με τα ευώδη άνθη, τον ουράνιο φωτισμό και την αιώνια λαμπρότητα, ρώτησα το συνοδό μου: «Κύριε μου, τούτος ό ωραίος τόπος, είναι ό λεγόμενος Παράδεισος του Θεού ή, ή βασιλεία των ουρανών;» Εκείνος είπε: «Αυτός ό τόπος, ούτε ό Παράδεισος, ούτε ή βασιλεία των ουρανών είναι, αλλά είναι αυτό πού λέγει ή αγία Γραφή, ή γη των «Πραέων» και ό τόπος της αναπαύσεως των ψυχών των δικαιων και ορθοδόξων χριστιανών, τον όποιον ώρισε ό Πανάγαθος Θεός, να αναπαύονται οι ψυχές ως την ήμερα της «Δευτέρας του Χριστού παρουσίας», του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Δίκαιου Κριτή, πού θα 'ρθει να κρίνει τον κόσμο και να αποδώσει στον καθένα κατά τις πράξεις και τα έργα πού έχει κάνει. Ή δε βασιλεία των ουρανών και τα αιώνια αγαθά, πού θα απολαύσουν οι Δίκαιοι, όπως και τα αιώνια κολαστήρια και οι τιμωρίες πού είναι γι' αυτούς, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και τους αμετανόητους αμαρτωλούς, είναι εκεί πού είδες τις δυο κλεισμένες και σφραγισμένες πόρτες, τη χρυσή και λαμπρή πόρτα, πού οδηγεί στη βασιλεία του Θεού και τη σιδερένια και φλογερή, πού οδηγεί στην Κόλαση, πού είναι φτιαγμένη για τους δαίμονες και τα όργανα τους, πού είναι- όλοι οί κακοί και αμετανόητοι άνθρωποι».
»Τότε ρώτησα τον Άγγελο: «Τώρα, Κύριε μου, ποιοι είναι στη βασιλεία των ουρανών, και ποιοι είναι στην Κόλαση;» Κι εκείνος μου απεκρίθη : «Τώρα κανένας δεν έχει πάει στη Βασιλεία των ουρανών, ούτε στην Κόλαση, αλλά οί μεν Δίκαιοι απολαμβάνουν μέρος από τα αιώνια αγαθά, στο διορισμένο από το Θεό τόπο και οί αμαρτωλοί πάλι, μέρος από τις τιμωρίες υφίστανται, και όπως είπαμε, οί Δίκαιοι και οί Αμαρτωλοί την τέλεια απολαβή των αιωνίων αγαθών ή των αιωνίων τιμωριών θα πάρουν μετά την Δεύτερη ένδοξη του Κυρίου Παρουσία, πού θα γίνει τότε, ή αιώνια πληρωμή ή, ή αιώνια καταδίκη.
»Οί ψυχές όμως των μεγάλων Αγίων, εξακολούθησε να μου λέγει ό οδηγός μου, από τώρα βρίσκονται σε πολύ ψηλότερο, ωραιότερο και φωτεινότερο τόπο από τούτον εδώ, εκεί πού είναι μεγάλο και πολύ λαμπρότερο φως, από το όποιο φως, έρχονται εδώ οί ακτίνες και λαμπηδόνες, πού φωτίζουν τον τόπο τούτον».
»Όταν είπε αυτά, ό οδηγός μου Άγγελος, ξεκινήσαμε να πάμε κατά το Νοτιά, βγήκαμε από το φωτεινό και λαμπρό εκείνο μέρος και φτάσαμε σε σκοτεινό και καλυμμένο από μούχλα και σαπίλα τόπο, από τον όποιον έβγαινε πολύ βρώμα και δυσωδία. Εκεί είδαμε πολύ πλήθος ανθρώπων, πού είχανε ηλιοκαμένοι και πολύ λυπημένη όψη. Ρώτησα, τι άνθρωποι είναι αυτοί πού βρίσκονται εδώ μέσα; Κι αυτός μου είπε: «Αυτοί πού βλέπεις εδώ, είναι οί Εβραίοι πού δεν πίστεψαν στο Δεσπότη Χριστό».
»Προχωρήσαμε πιο πέρα. Εκεί βρήκαμε πιο σκοτεινό και βρωμερότερο μέρος, είχε μέσα κι αυτό πλήθος πολύ λάου, πού φαίνονταν σαν μικροί ανθρωπίσκοι, σαν μικρά παιδιά και σκουλήκια, πού κυλιόντουσαν μέσα σε λάσπη από κοπριά. Ρώτησα τον οδηγό μου γι' αυτούς και μου είπε, πώς αυτοί είναι οί Τούρκοι και άπιστοι Αγαρηνοί, και όλοι οί αιρετικοί και κακόδοξοι άνθρωποι. Εκεί γνώρισα και πολλούς από τους Αθίγγανους —Γύφτους— πού τους ήξερα από τη ζωή αυτή κι είχανε τα πρόσωπα τους πολύ μελανά.
»Όταν βγήκαμε άπ' εκεί, γυρίσαμε κι άλλους τέτοιους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους, γεμάτους από ανθρώπους κάθε θρησκείας, κάθε αιρέσεως, άθεους, ειδωλολάτρες και λαούς από διάφορα έθνη. Σε ερώτηση μου αν αυτή είναι ή Κόλαση, ό οδηγός μου είπε: Όπως και πρωτύτερα σου είπα αυτά πού είδες, δεν είναι ούτε ή Κόλαση, ούτε ό Παράδεισος, άλλα όλα αυτά είναι προσωρινά μέχρι τη δεύτερη του Χριστού Παρουσία. Πρέπει να ξέρεις και τούτο πως η Κόλαση είναι μια άλλα τα βάσανα και οι τιμωρίες είναι πολλές και διάφορες όπως και η Βασιλεία των ουρανών είναι μια άλλα έχει κι αυτή διαφορά στις κατοικίες και τις απολαύσεις για τους Δικαιους, ανάλογα με τις αρετές και την προσφορά της θυσίας του καθενός στη ζωή τούτη, όπως λέγει κι ό Δεσπ
ότης Χριστός στο ιερό ευαγγέλιο Του: «Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί είσιν» (Ίωάν. ΙΔ' 2).
Εκεί που ο οδηγός μου έλεγε αυτά άκουσα να έρχεται από κάτω βαθιά τρομακτική και βροντερή, φωνή βρυχωμένου δράκοντα και αγρίου θεριού, και να βγαίνει βρώμα και δυσωδία ανυπόφορη. Από τη φωνή αυτή τραβήχτηκα και τρόμαξα τόσο, πού προσπάθησα να κρυφτώ στην αγκαλιά του φύλακα συνόδου μου και τρέμων από το φόβο μου, τον ρώτησα: «τι φωνή είναι αυτή, Κύριε μου και ή πολλή αυτή βρώμα πούθε έρχεται;» Κα! κείνος μου είπε: «Αυτός πού φωνάζει και βρυχιέται είναι ό παμφάγος Άδης, ό όποιος δέχεται όλους τους άπιστους και περιφρονητές αμαρτωλούς κατ' εξακολούθηση, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και δε μετανοήσαν ποτέ για ότι κακό έκαναν στη ζωή τους. Όποιος άπ' αυτούς πεθάνει, περνάει από τον Αδη, ό όποιος τους ξερνάει, στους τόπους της καταδίκης πού είδες και δε χορταίνει ποτέ».
»Αμέσως άκουσα άλλη φωνή πούρχονταν από ψηλά και έλεγε : «τι φωνάζεις, τι κλαις και στενοχωριέσαι; Περίμενε λίγο και θα χορτάσεις από ανάξιους ιερείς, αρχιερείς, επίσκοπους και μοναχούς, δόκιμους κα! χριστιανούς αμελείς και περιφρονητές στην καλοσύνη και πρόθυμους για το κακό».
»Και Κει πού ή φοβερή αυτή φωνή σφύριζε ακόμη στα αυτιά μου, βρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου, είδα το σώμα μου νεκρό, άσχημο και παγωμένο, δεν ήθελα να μπω μέσα σ' αυτό, αλλά ό οδηγός μου μ' έβαλε με το ζόρι χωρίς να θέλω να μπω μέσα, κι αισθάνθηκα δριμύ πόνο και να σαλεύουν όλα τα νεύρα, οι αρθρώσεις και τα κόκκαλα».
Ή γυναίκα του Δημήτρη και ή πεθερά του, άμα άκουσαν αυτά, έμειναν κατάπληκτες και διηγούμενες αυτά, από στόμα σε στόμα διαδόθηκαν όχι μόνο στον Ισβορο, άλλα και σ' όλη τη Χαλκιδική.
Τούτο έφτασε κα! στα αυτιά του αγίου Μητροφάνη, ό όποιος πήγε στο σπίτι του Δημήτρη, από τον όποιον βεβαιώθηκε για την αλήθεια της θείας αυτής οπτασίας, την οποίαν ό Δημήτρης επανέλαβε και διηγήθηκε στον Άγιο δυο και τρεις φορές, ακριβώς όπως μας την περιέγραψε ό ίδιος, ό άγιος Μητροφάνης.
Ή οπτασία αύτη του Δημήτρη, βεβαιώθηκε κι από το γεγονός, που ακολούθησε, γιατί όταν άκουσε τη θεία εκείνη φωνή, πού έλεγε στον οδηγό του Άγγελο: «Δεν σοί ειπόν να φέρεις αυτόν, άλλα το γείτονα του Νικόλαο», τούτο πραγματοποιήθηκε, γιατί δυο μέρες μετά την οπτασία, πού είδε ό Δημήτρης, ό γείτονας του Νικόλαος καίτοι ήταν πολύ καλά στην υγεία του, ξάφνου χωρίς νάχει καμιά αρρώστια πέθανε και τις ετοιμασίες πού είχαν για την κηδεία του Δημήτρη, τις χρησιμοποίησαν για την ταφή του Νικόλαου.

Μερικοί αρχιερείς και ιερείς, από φθόνο του διαβόλου, κινήθηκαν να διασύρουν την οπτασία αύτη σαν ψεύτικη, προσπάθησαν να σπείρουν απιστία και αμφιβολία, με τη δικαιολογία, ότι, ή φωνή πού άκουσε, ό Δημήτρης, άνωθεν να λέγει στον Άδη, ότι θα χορτάσει από αρχιερείς, ιερείς και μοναχούς αμελείς και ράθυμους, προς τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τους και ότι δεν θα έπρεπε να λέγει γι' αυτούς, αλλά να έλεγε, πώς θα γεμίσει από άπιστους, ασεβείς και αμαρτωλούς, αν ήταν αληθινή!

Ταλαίπωροι άνθρωποι, σ' όποια τάξη κι αν ανήκετε, όποιο βαθμό και αξίωμα φέρετε, γιατί «προφασίζεσθε προφάσεις εν άμαρτίαις»; «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία, ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψευδός;» «Πώς θέλετε ό καθένας σας να δικαιολογείστε και να κρύβεστε πίσω από το δάκτυλο σας»; Αυτά είπε προς αυτούς,, ό άγιος Μητροφάνης, και επιπροσθέτως έλεγε: «Αδελφοί, εμείς οί κληρικοί, πού ταχθήκαμε να υπηρετούμε τον Κύριο, να γνωρίζουμε καλά, πώς πρέπει να είμαστε τύπος και υπόδειγμα ενάρετης ζωής, να είμαστε φως και οδηγοί στους ανθρώπους, όπως λέγει και ό Κύριος μας: «Υμείς έστε το φως του κόσμου, υμείς έστε το άλας της γης» (Ματθ. Ε' 13, 14) και ως τοιούτοι θα πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να χύνομαι περισσότερο φως και όχι να συσκοτίζαμε πιο πολύ τα απλά και θεια αυτά πράγματα, πού ό Θεός αποκαλύπτει στους πιστούς, για να διορθωθούμε και να διορθώσουμε και τον κόσμο, πού έχει σκοτάδι και άγνοια μεγάλη, του θείου νόμου και των εντολών του Θεού. Αντί, με τα καλά μας λόγια, με τα καλά μας έργα και την καθαρή πολιτεία της ζωής μας να γινόμαστε το καλό παράδειγμα, να φάνουμε άξιοι εργάτες της κλήσεως μας και καλοί οικονόμοι να μεταδίδομαι τη χάρη, πού από το Θεό μας δόθηκε, εμείς γινόμαστε προσκόμματα του καλού, αιτία σκανδάλου και κακό παράδειγμα, στους πιστούς με την απιστία και την αμφιβολία πού μεταδίδουμε στον πιστό και απλό λαό και με τον τρόπο αυτόν βλάπτουμε τις ψυχές τους, για τις όποιες, ό Χριστός, επάνω στο Σταυρό, θυσιάστηκε και παρέδωκε την ψυχή του «λύτρον αντί πολλών». Αντί να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ωφελήσομε τον πλησίον μας, εμείς με κάθε τρόπο τον βλάπτομε, με το να λέμε και να διαδίδομε πώς οί οπτασίες αυτές και αποκαλύψεις, οί όποιες μας φέρνουν σε αίσθηση, σε φόβο Θεού, σε μετάνοια και επίγνωση του εαυτού μας, να λέμε δεν είναι αληθινές; Δεν είναι πραγματικές; Μήπως γιατί αποκαλύπτουν τα κακά έργα του καθενός; Και φανερώνουν τις τιμωρίες πού μας περιμένουν; Η την δίκαιη αντιμισθία και ανταμοιβή που θα λάβουν από τον Δίκαιο Κριτή εκείνοι πού εργάστηκαν το καλό και την αρετή; Πρέπει να ξέρουμε πώς οποίοι κι αν είναι αυτοί, απλοί άνθρωποι, ή ιερείς, αρχιερείς, Πατριάρχες, Βασιλείς, Στρατηγοί ή Στρατιώτες, όλοι όμοια και δίκαια θα κριθούν, από τον-απροσωπόληπτο Κριτή, το Θεό. Και συνέχισε ό άγιος Μητροφάνης, να διδάσκει και να λέγει στο λαό: «Ας ξυπνήσομε, αδελφοί, ας έλθομε στον εαυτό μας όσον είναι ακόμη καιρός, γιατί το κουδούνι του κινδύνου, για τον καθένα μας, κάθε λίγο κτυπάει, δεν ξέρουμε πότε το τέλος και σε μας θα έλθει. Ας προσπαθήσαμε να μιμηθούμε τους καλούς ιερείς, αρχιερείς, μοναχούς και όλους εκείνους τους καλούς χριστιανούς, οί όποιοι εργάζονται το καλό, την αρετή και τη δικαιοσύνη, για να γίνωμεν κι εμείς φώτα σωστικά, παραδείγματα αρετής και καλοσύνης στους πιστούς αδελφούς μας, όπως μας παραγγέλλει ό Κύριος λέγων: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. Ε' 16) για να λάβουμε κι εμείς τη δίκαιη ανταμοιβή και να ζήσομαι αιώνια με το Θεό στη βασιλεία των ουρανών. Αμήν».

Άγνωστο επίσης σε μας είναι, που κοιμήθηκαν οί άγιοι Πατέρες αυτοί, Διονύσιος ό ρήτωρ και Μητροφάνης και μέχρι σήμερα δε βρέθηκαν τα αγία Λείψανα τους.

Επί των ημερών μας ήτοι το 1956 έτος, ό ευλαβέστατος υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με την επίσης ευλαβέστατη συνοδεία του, με πολλούς κόπους και πόνους, κατόπιν εμφανίσεως και αποκαλύψεως των αγίων αυτών, κατόρθωσε να καθαρίσει το σπήλαιο εντός του οποίου έφτιαξε ωραία εκκλησία στο όνομα τους Εκεί πού πέρασαν οί άγιοι Διονύσιος και Μητροφάνης την ασκητική ζωή τους, Ή εκκλησία αυτή, αντί για σκέπη της έχει την -προέκταση του βράχου, πού σκεπάζει το σπήλαιο, και από ένα σημείο στάζει συνέχεια άγιασμα, το όποιο μαζεύουν οι Πατέρες και δίδεται στους ευλαβείς προσκυνητές προς αγιασμό. Στη μνήμη των αγίων αυτών την 9ην Ιουλίου εκάστου έτους, γίνεται ολονύκτια αγρυπνία, στην οποία προσέρχονται πολλοί Μοναχοί και ευσεβείς χριστιανοί προσκυνητές.

Στην τοποθεσία πού βρίσκεται το σπήλαιο, πολλοί μοναχοί και ευλαβείς προσκυνητές, καθώς και ό γράφων τις γραμμές αυτές, κατά καιρούς έχουν αισθανθεί να βγαίνει θεία ευωδιά και αυτό μας πείθει, πώς κάπου κει κοντά στο σπήλαιο θα πρέπει να βρίσκονται τα άγια λείψανα των ευλογημένων αυτών Αγίων Πατέρων
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αγιορείται Πατέρες”