Μια διδαχτική ιστορία!!!

Καθημερινά πνευματικά μηνύματα.

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

ΜΠΑΜΠΑ ΠΟΣΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ;
Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι από την εργασία του αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον πέντε ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
-Μπαμπά, μπορώ να ρωτήσω κάτι;
-Ναι, βεβαίως, τι είναι;
-Μπαμπά, πόσα παίρνεις σε μια ώρα;
-Αυτό δεν είναι δίκη σου δουλειά, απάντησε θυμωμένος ο πατέρας.
-Θέλω ακριβώς να ξέρω. Παρακαλώ, πες μου πόσα παίρνεις σε μια ώρα;
-Εάν πρέπει να ξέρεις, παίρνω 40 ευρώ την ώρα.
-Ωχ! Μπαμπά, σε παρακαλώ, μπορείς να μου δανείσεις 20 ευρώ;
-Εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι να δανεισθείς κάποια χρήματα, για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ΄ευθείαν στο δωμάτιο σου και στο κρεβάτι σου. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα. Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε όλο και περισσότερο. «Πώς τόλμησε να υποβάλει τέτοια ερώτηση, για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;».
Μετά από μια περίπου ώρα ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και σκέφθηκε: «Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά ν΄αγοράσει ο μικρός με τα 20 ευρώ. Και δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά». Πήγε στην πόρτα του δωματίου του παιδιού και την άνοιξε.
-Κοιμάσαι, γιε μου; Ρώτησε.
-Δεν κοιμάμαι, απάντησε το αγόρι.
-Σκεφτόμουν ότι ίσως ήμουν πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα. Ήταν μια μεγάλη μέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα 20 ευρώ που μου ζήτησες». Το παιδί έτρεξε κατ΄ευθείαν επάνω του χαμογελώντας.
-Σ΄Ευχαριστώ, μπαμπά, φώναξε. Κατόπιν πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα. Ο πατέρας, μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει, ενώ εκείνο αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματα του και κοιτάζει τον μπαμπά του, που το ρωτά:
-Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα, εφ΄όσον έχεις ήδη μερικά;
-Μπαμπά, έχω 40 ευρώ τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ, έλα αύριο νωρίς στο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.
Ο πατέρας ένοιωσε συντετριμμένος. Αγκάλιασε το μικρό γιο του και τον ικέτευσε να τον συγχωρήσει.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

ΤΟ ΞΙΦΟΣ Η ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ;

Στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού ζούσε κάποιος Ρωμαίος στρατιώ-
της ονομαζόμενος Μάριος.Για το θαυμαστό του θάρρος αξιώθηκε να τι-
μηθεί με το βραβείο της στρατιωτικής αξίας.Η μεγάλη αυτή τιμή του έδι-
νε το δικαίωμα να γίνει εκατόνταρχος στη λεγεώνα.Και έγινε.Απροσδό-
κητα όμως παρουσιάστηκε κάποιος στρατιώτης εχθρός του και τον κα-
τήγγειλε ότι είναι χριστιανός.
Ο Μάριος ανακρινόμενος ωμολόγησε απλά και απερίφραστα την αλήθεια
Ο δικαστής του έδωσε τρίωρη προθεσμία για να σκεφτεί.Ο Μάριος πα-
ρουσιάσθει τότε στον επίσκοπο της Εκκλησίας για να τον συμβουλευθεί.
Ο επίσκοπος τον οδήγησε στην εκκλησία.Τοποθέτησε το Ευαγγέλιο στο
ένα μέρος και το ξίφος στο άλλο και του είπε επιβλητικά:
Διάλεξε ένα από τα δύο.Το ξίφος σου ή το Ευαγγέλιο.Τον θάνατο ή την
ζωή.
Ο Μάριος αδίστακτα άπλωσε το χέρι του στο Ευαγγέλιο.Την άλλη μέρα
είχε γίνει ήδη ένας ηρωικός μάρτυρας του χριστού.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη

Υπάρχουν άνθρωποι που ξεχωρίζουν σε τούτη τη ζωή επειδή είναι έξυπνοι. Ξουράφια που λέμε. Τους μιλάς και το μάτι τους παίζει. Άλλοι πάλι ξεχωρίζουν γιατί είναι δυνατοί. Έχουν κάτι ποντίκια σαν καβούκια από χελώνες. Μπόντι μπίλντινγκ, το λένε αυτό στο εξωτερικό. Τους θαυμάζεις πραγματικά. Άλλοι πάλι είναι όμορφοι, ελκυστικοί. Και διάσημοι. Μου φαίνεται πως αυτά τα δύο πάνε μαζί τις πιο πολλές φορές. Ο Αλέν Ντελόν ας πούμε...
O κυρ-Βαλσάμης από το Κορδελιό δεν ήταν ούτε δυνατός ούτε έξυπνος... Έφτασε με το ζόρι στη δεύτερη του Δημοτικού και ζήτημα ήταν αν είχε πατήσει δέκα φορές στο σχολείο. Δεν ήταν ούτε ελκυστικός, ούτε διάσημος. Κι όμως ξεχώριζε. Είχε ένα παχύ σβέρκο και κάτι καλοθρεμμένα καπούλια σαν ουγγαρέζικο πουλάρι. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές και σκληρές σαν νταμάρι. Τα κοντά χοντρά δάχτυλά του θύμιζαν ζουμπάδες. Ήταν και πολύ άγρια. Αφού όταν τον χαιρετούσες νόμιζες πως πιάνεις γυαλόχαρτο. Δουλεύει στα σφαγεία ο κυρ-Βαλσάμης. Κάθε πρωί, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, πιάνει το λεωφορείο του Δεντροπόταμου στις πέντε και τέταρτο. Κατεβαίνει στα ψυγεία του Φιξ. Μετά περνάει απέναντι και βρίσκει τη μάντρα των σφαγείων με τα ζωντανά. Μόλις διαβεί τούτη τη μάντρα, γίνεται άλλος άνθρωπος. Περνάει στητός πλάι στα δεμένα ζωντανά και τους ρίχνει γρήγορες ματιές όλο νόημα. Εδώ είναι που πέφτουν και οι πρώτες βρισιές της ημέρας. Βλέπει τα αδύνατα, κοκαλιάρικα ζώα και ο κυρ-Βαλσάμης γίνεται τούρκος. Βαδίζει αεράτα, με ύφος ειδικού, του πιο ειδικού απ' όλους, ενώ οι ρόγες στα ακροδάχτυλά του τον γαργαλούν επίμονα. Μέσα του καμαρώνει, γιατί κάποτε του είπαν πως το ίδιο συμβαίνει και στους χειρουργούς. "...Κι αυτοί αρχίζουν το σφάξιμο χαράματα γιατί τους τρώνε τα δάχτυλά τους", λέει και γελάει μοναχός του. Γελάει βραχνά, μπάσα ο κυρ-Βαλσάμης. Γελάει πολύ-πολύ σπάνια. Είχε κι ένα κοκόρι ο φίλος μας στο σπίτι του. Πιστός στις υπηρεσίες του, δεν τον είχε ποτέ προδώσει. Γι' αυτό και του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Αφού κάποτε που ο πετεινός φώναξε, ποιος ξέρει γιατί, μια ώρα νωρίτερα, ο κυρ-Βαλσάμης διόρθωσε το ρολόγιο του...
Το φτωχικό του κυρ-Βαλσάμη βρισκόταν δυο δρόμους πάνω απ' την κεντρική πλατεία. Χαμηλό, απεριποίητο τενεκεδοκάλυβο χωμένο τρία μέτρα κάτω από το δρόμο. Γιατί όταν ο Δήμαρχος αποφάσισε να φτιάξει το δρόμο, τον μπάζωσε βουλιάζοντας έτσι το γιατάκι του κυρ-Βαλσάμη. Κι όμως το καλυβάκι είχε σημασία μεγάλη για τη γειτονιά ολόκληρη. Όποιον πιτσιρίκο και να ρωτούσες, ήξερε να σου πει πως εκεί μέσα μένει ένας κακός γέρος με μαχαίρια και σουβλερά δόντια και βγαίνει τα βράδια να μαζέψει όσα παιδιά δεν... κοιμούνται. Με το κόλπο αυτό οι μαμάδες κατάφερναν να ταΐζουν τα πιτσιρίκια τους με πρωτοφανή ευκολία, να τα μαζεύουν από τους δρόμους που παίζαν χωρίς αργοπορία και να τα στέλνουν στο κρεβάτι χωρίς διαμαρτυρία. Όλα αυτά τα 'ξερε ο κυρ-Βαλσάμης και πονούσε και δαγκανόταν και μέσα του θέριευε. Βλέπεις η ζωή έχει γι' άλλους τις διπλές και γι' άλλους τις εξάρες, μονολογούσε πικραμένος. Έσφιγγε τα δόντια. Μα δεν έκλαιγε. Δεν έκλαιγε ποτέ ο κυρ-Βαλσάμης. Ποτέ του, για τίποτα και για κανέναν.
Μέχρι τώρα μιλήσαμε για όλα όσα είχε ο κυρ-Βαλσάμης. Μα το σπουδαιότερο δεν το είχε ο φτωχός. Η Αγγελική του, η γριά του. Έφυγε πριν από πέντε χρόνια με φριχτούς πόνους στα κόκαλα. Και του έλειπε, του έλειπε φοβερά. Τώρα το πού είχε πάει η Αγγελική του, αυτό το 'ξερε καλά. Θυμάται ακριβώς τα λόγια της, που μέσα στους πόνους της παραμιλούσε ενώ έλιωνε σαν το κερί. "Στο σπίτι του Πατέρα, στο σπίτι του Ουρανού, έλεγε η Αγγελική μου", και χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει σήκωνε τα μάτια του, τέντωνε τα φρύδια του κι έδειχνε προς τα πάνω. Λες κι αυτός ήξερε πού είναι το σπίτι του Πατέρα. Αυτός παιδί μου κορόιδευε τους πάντες και τα πάντα. Όσο ήταν ζωντανή, της έψηνε το ψάρι στα χείλη. Μα τώρα το θεωρούσε βέβηλο να αλλάξει και μια οξεία από τα λόγια της εκείνα. Μη βιαστείτε και νομίσετε πως γίνηκε τίποτα στην ψυχή του κυρ-Βαλσάμη. Ποτέ δεν πέταξε τον καιρό του στα κηρύγματα και στα αγιωτικά. Κατέβασε μόνος το πικρό ποτήρι, βλαστήμησε Θεό, ζωή και ανθρώπους και συνέχισε το δρόμο του με χείλη σφιγμένα. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν έκλαψε ούτε όταν έχασε τη γριά του. Το ηλιοψημένο του πρόσωπο γίνηκε σκληρό σαν γρανίτης και παγωμένο. Ο Βαλσάμης δεν θα κλάψει ποτέ του, δεν έχει δάκρυο στα μάτια, λέγανε μεταξύ τους τα χασαπάκια που του παραστάθηκαν στην κηδεία της γριούλας του.
Λένε πως η μοναξιά σμίγει τους ανθρώπους. Και είναι αληθινό. Η αγέλαστη ζωή του κυρ-Βαλσάμη ήρθε και πλεύρισε στο Βανέσα. Στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει την πλατεία, 50 μέτρα από τη στάση του λεωφορείου ήταν το μαγέρικο του Βανέσα. Ελληνορώσος, της τσαρικής Ρωσίας ο Βανέσα, ούτε κι ο ίδιος κατάφερνε να θυμηθεί πώς κατέληξε στο Κορδελιό της Άνω Τούμπας. Το πρόσωπό του στρογγυλό, γυαλιστερό και τα ροδοκόκκινα μάγουλά του χάνονται μισοθαμμένα στο παχύ, τσιγκελωτό μουστάκι του. Αυτό το μουστάκι... Το 'χε πιο πάνω κι απ' την ψυχή του. Καθαρό, στρωμένο πάντα, περνούσε λυγερό πάνω από τα κόκκινα σαρκώδικα χείλια του και τυλιγόταν με νάζι στα πεταχτά του μάγουλα. Αν ήταν να του κόψεις το μουστάκι, καλύτερα να του κόψεις το λαιμό κατ' ευθείαν.
Με τον Βανέσα λοιπόν τα πήγαινε θαυμάσια ο κυρ-Βαλσάμης. Όχι πως ήταν κοινωνικός τύπος ή πως αποζητούσε παρέες. Κάθε άλλο μάλιστα. Ένας άνθρωπος που σου απαντάει με μουγκρητά ή δεν απαντάει καθόλου όταν του μιλάς, τι παρέες μπορεί να 'χει; Θες η μεγάλη υπομονή του Βανέσα, θες η πρόσχαρη απλοϊκή του καρδιά, ο κυρ-Βαλσάμης έβρισκε μπάλσαμο στη συντροφιά του Βανέσα, έναν αναπαμό που ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει. Τον ένιωθε όμως και τον αποζητούσε. Το ταβερνάκι του Βανέσα ήταν ένα πολύ παλιό κτίριο. Είχε ένα μπρούτζινο καπνισμένο ρώσικο σαμοβάρι κι ένα ρολόι τοίχου με ξύλινη κάσα για διακόσμηση. Εκείνο που το έκανε όμως να ξεχωρίζει από τα γύρω μαγαζιά ήταν η τζαμαρία που 'χε στη φάτσα του. Ήταν ολόκληρη, από πάνω μέχρι κάτω, χωρισμένη με ξύλινα πηχάκια σε τετράγωνα. Σε κάθε τετράγωνο ήταν περασμένο και ένα τζαμάκι. Αυτό ήταν και το μαρτύριο του Βανέσα. Πού τον έχανες, που τον έβρισκες, με το ΑΖΑΧ να τα γυαλίζει. Αυτή την τζαμαρία λοιπόν αγαπούσε αληθινά ο κυρ-Βαλσάμης. Φαίνεται περίεργο για έναν άνθρωπο που μόνο μισούσε και ειρωνευόταν, να αγαπάει έστω και μία τζαμαρία. Είχε μόνιμη θέση απέναντί της και δεν την άλλαζε με τίποτα. Άμα την έβρισκε πιασμένη, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα. Ο Βανέσα από την άλλη, όχι μόνο από συμπάθεια μα και από συμφέρον φρόντιζε τον κυρ-Βανέσα με όλα του τα καπρίτσια. Γιατί του προμήθευε τα κρέατα της ταβέρνας από τα περισσεύματα των σφαγείων... σε τιμή συφερτική. Χώρια τα μεζεδάκια που μοιράζονταν οι δύο τους πίσω από τον πάγκο, μακριά από τη δημοσιότητα... Καθόταν λοιπόν μπροστά στην τζαμαρία και χάζευε με τις ώρες, μέχρι ο Βανέσα να του σερβίρει το φαγητό. Στα τετράγωνα τζαμάκια καθρεφτιζόταν ολόκληρη η κίνηση του μαγαζιού, μα και του δρόμου απέξω. Οι πλάκες στο πεζοδρόμιο, οι νερόλακκοι, τα φώτα των αυτοκινήτων καθώς χτυπούσαν πάνω τους έπαιρναν μεθυστικά χρώματα και σχήματα, που ζάλιζαν το κουρασμένο μυαλό του κυρ-Βαλσάμη και διασκέδαζαν την πονεμένη του ψυχή. Και είχε το δικό του δρόμο να φιλοσοφεί τα όσα έβλεπε ενώ ρούφαγε την αχνιστή του σούπα ή μασούλαγε θρούμπες κι έφτυνε θορυβώδικα τα κουκούτσια στη χούφτα του. Το απομεσήμερο πάλι ο ήλιος έπεφτε λοξά και έβαφε με χίλιες δύο ανταύγειες εκείνα τα τζαμάκια. Τι εκκλησία μου λες και μυστήρια, συλλογιζόταν μοναχός του. Ετούτο το μέρος απορροφούσε τον κυρ-Βαλσάμη, τον καθήλωνε. Καθόταν με κατάνυξη μπροστά της. Ξεχνούσε να σηκωθεί να φύγει. Ναι, αυτό ήταν. Ξεχνούσε... Γιατί ο κυρ-Βαλσάμης το 'χε ανάγκη, μεγάλη ανάγκη να ξεχάσει, να μπόραγε να ξεχάσει για λίγο.
Εκείνο το απόγευμα ένιωθε μεγάλο βάρος. Η αλήθεια είναι πως είχε δουλέψει σκληρά. Τις μέρες των Χριστουγέννων ο κόσμος χάνει τη ρέγουλα. Ειδικά άμα πρόκειται για το φαΐ. Στα σφαγεία είχε πέσει τριπλάσια δουλειά. Και η δουλειά σκοτώνει τον άνθρωπο. Μα δεν ήταν αυτό. Ο κυρ-Βαλσάμης το 'ξερε. Τις μέρες των Χριστουγέννων γινόταν βαρύς κι αμίλητος, σωστό κουρέλι. Ο πόνος του μεγάλωνε. Αυτές οι άτιμες οι γιορτάδες, όπως τις έλεγε μοναχός του, του 'στριβαν το μαχαίρι στην πληγή. Είχε πάει από νωρίς στου Βανέσα. Το βρήκε σχεδόν άδειο. Έπιασε το τραπεζάκι του πίσω από την τζαμαρία κι έβαλε μια οδοντογλυφίδα στο στεγνό του στόμα. Έξω είχε πιάσει να βρέχει. Τα πολύχρωμα φώτα των μαγαζιών καθρεφτίζονταν στις σκόρπιες λασπόλιμνες του δρόμου, που γυάλιζαν σαν πούλιες σε πλουμιστό φόρεμα.
Ο κυρ-Βαλσάμης κοιτούσε μισοξεχασμένος μέσα απ' τα τζαμάκια του μαγαζιού τις μαμάδες να σέρνουν τα πιτσιρίκια τους, τα πακέτα, τις ομπρέλες να συγκρούονται, τους περαστικούς πότε να βρίζονται και πότε να χαιρετιούνται ευγενικά με χαμόγελο. Η βροχή στα κεραμίδια μουρμούριζε έναν αργόσυρτο αμανέ στο ρυθμό που κράταγε το λούκι πλάι στην εξώπορτα. Ώρα περασμένες εφτά. Θα πρέπει να ζαλίστηκε λιγάκι. Δεν ένιωθε και πολύ άνετα. Ανακάθισε μερικές φορές νευρικά στην ψάθινη καρέκλα, ξερόβηξε να καθαρίσει ο λαιμός του, γύρισε το κεφάλι του αμήχανα δεξιά αριστερά. Περίεργο. Η τζαμαρία, τα τζαμάκια. Τι ήταν τούτο; Ενώ χάζευε, αναγνώρισε μια γυναικεία φιγούρα. Δεν ήταν στο δρόμο, στη βροχή. Μάλλον ήταν πάνω στο τζάμι, μέσα ίσως. Η Αγγελική του. Φορούσε εκείνη την τριμμένη ρόμπα με τις κλάρες και κοίταζε προς το μέρος του. Νόμιζε πως είχε αποκοιμηθεί και πως ονειρευόταν, όμως όχι. Ήταν στου Βανέσα καθισμένος. Άνοιξε τα μάτια του, τα κάρφωσε και με κομμένη ανάσα παρακολουθούσε. Η Αγγελική σκούπιζε πιάτα στην κουζίνα τους. Σε λίγο σταμάτησε και άφησε ένα τηγάνι που βαστούσε στο νεροχύτη και του χαμογέλασε ήρεμα. Βαλσάμη μου πονάς ε; του μίλησε μαλακά και τον ατένιζε μέσα από την τζαμαρία. Είσαι μόνος, υποφέρεις, ε; συνέχισε ήρεμα. Δεν θέλησες τον Πατέρα στη ζωή σου, θυμάσαι; Κορόιδευες. Τώρα τυραγνιέσαι μονάχος, χωρίς Θεό, χωρίς Χριστό, χωρίς ελπίδα.
Ένα μουγκρητό ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο, πάντα πάνω στην τζαμαρία. Η φωνή της Αγγελικής έσβησε. Ο κυρ-Βαλσάμης το αναγνώρισε, ήταν το δικό του μουγκρητό που ακούστηκε. Αναστατωμένος γύρισε το μάτι του αλλού. Μα στο διπλανό τζαμάκι, άλλη παράξενη εικόνα. Έμοιαζε με εκκλησία. Ένας μακρύς διάδρομος και στο βάθος του κάποιος μιλούσε στον άμβωνα. Δεξιά και αριστερά κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλά. Ο κυρ-Βαλσάμης ξαναζωντάνεψε. Τεντώθηκε και κάτι έψαχνε μέσα στο ακροατήριο. Σκυμμένη σε μια γωνιά, μόνη της η Αγγελική του προσευχόταν. Δίπλα της άδειο το κάθισμα. Όπως έμεινε έτσι να την κοιτάζει, τη βλέπει να σηκώνει αργά το γέρικο κεφάλι της, να το γυρίζει προς το μέρος του. Μόλις τα βλέμματά τους αντάμωσαν, του χαμογέλασε και του έγνεψε να πάει κοντά της, να κάτσει δίπλα της στο άδειο κάθισμα. Του έγνεψε ξανά και ξανά με τη λαχτάρα ζωγραφισμένη στο καθαρό της πρόσωπο. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν άντεξε. Γύρισε το κεφάλι του ταραγμένος και μια έκφραση πόνου αυλάκωνε το πρόσωπό του. Στο μαγαζί λίγοι σκόρπιοι πελάτες, σκυμμένοι στα πιάτα τους ούτε που κατάλαβαν τι γινόταν στο τραπεζάκι μπροστά στην τζαμαρία. Ο κυρ-Βαλσάμης έπεσε βαρύς στην καρέκλα του και χούφτιασε το πρόσωπό του μέσα στις πλατιές, άγριες παλάμες του. Ούτε κι ο ίδιος θυμάται πόση ώρα έμεινε έτσι. Θα πρέπει όμως να ήταν αρκετή, γιατί όταν σήκωσε το κεφάλι του, το μαγαζί είχε αδειάσει. Γύρισε αργά το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Η βροχή έξω είχε σταματήσει. Κάποια φώτα αναβόσβηναν έξω ξεχασμένα, ενώ το λούκι συνέχιζε ξεψυχισμένα το ρυθμικό σκοπό του. Ο Βανέσα άφησε το σκούπισμα στη μέση και με μάτια ορθάνοιχτα ήρθε και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι. Μια στίβα σκουπίδια στη μέση του δωματίου και η σκούπα βιαστικά ακουμπισμένη στον τοίχο. - Είσαι καλά Βαλσάμη; ρώτησε δειλά μα με αγωνία ο ταβερνιάρης. Ο κυρ-Βαλσάμης έστρεψε αργά το πρόσωπό του στον Βανέσα. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα, φωτιά. Τα μάγουλά του υγρά και πασαλειμμένα με σάλια και βρωμισμένα δάκρυα. Με κινήσεις αργές ξεσηκώθηκε και περπάτησε ως την τζαμαρία.
- Εδώ Βανέσα, βλέπεις εδώ; έδειξε με το δάχτυλο στο τζαμάκι.
- Βλέπω, τι να βλέπω; αποκρίθηκε χαμένος ο ταβερνιάρης.
- Δε βλέπεις μωρέ, δε βλέπεις. Όπως δεν έβλεπα και γω τόσα χρόνια. Εδώ μωρέ Βανέσα ήρθε ο Χριστός σήμερα το απόγιομα, συνέχισε ήρεμα ο κυρ-Βαλσάμης κοιτάζοντας τον Βανέσα μες στα μάτια.
Έσκυψε και μου χτύπησε αυτό το τζαμάκι. Με κοιτούσε με ένα τόσο γλυκό χαμόγελο. Μου κάνει νόημα "να 'ρθω με θέλεις, Εγώ σε αγαπώ, είμαι φίλος σου, εσύ με θέλεις, να 'ρθω να τα πούμε;" Με το μανίκι σκούπισε βιαστικά τη μύτη του που 'ταν έτοιμη να στάξει. Γελούσε κι έκλαιγε μαζί. Ο Βανέσα ήταν σαν χαμένος, πού και πού σταυροκοπιόταν στα κλεφτά. Η φωνή του κυρ-Βαλσάμη έσβηνε. Σκούπισε και ξανασκούπισε τα μάτια του με το μανίκι. Προσπάθησε να πει κάτι ακόμα, μα δεν τα κατάφερνε. Και ξαφνικά κάτι σαν να θυμήθηκε, σταμάτησε απότομα. Τινάχτηκε, άρπαξε τον μπερέ του από τον ξύλινο καλόγερο και μπροστά στα τρομαγμένα μάτια του Βανέσα όρμηξε έξω από το μαγαζί. Πέρασε απρόσεχτα απέναντι και χάθηκε τρέχοντας στο σκοτάδι. Πίσω στο μαγαζί ο Βανέσα έμεινε σαστισμένος. Δεν ήξερε τι να κάμει. Να τηλεφωνήσει στο 100; Να τρέξει ξοπίσω του μην πάει και κάνει καμιά τρέλα και πάθει ζημιά ο θεοπάλαβος; Ή του 'χε σαλέψει το λογικό, οπότε καλύτερα να κλείδωνε το μαγαζί για να μη του τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά;
Σηκώθηκε μουδιασμένος να συνεχίσει το σκούπισμα. Φίδια τον ζώσανε οι σκέψεις και οι φόβοι. Τι ήταν όλα αυτά τα τρελά του Βανέσα; Τι πήγε να κάνει έξω τρεχάτος; Κι αν πάρει κανένα τσεκούρι και...; Δεν άντεξε για πολύ. Παράτησε τη σκούπα στη γωνιά, πήρε πίσω από τον πάγκο το πανωφόρι του, έκλεισε τα φώτα και βγήκε. Ο δρόμος είχε τη θολή αχλή του χειμώνα. Πλησιάζοντας το χαμόσπιτο του κυρ-Βαλσάμη η αναπνοή του κόντυνε και γίνηκε γοργή. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τίναζε το στήθος του. Μπήκε στην αυλή μη ξέροντας τι θα συναντήσει. Βρήκε την πόρτα της καλύβας μισάνοιχτη. Αφουγκράστηκε, μα καμιά κίνηση, ησυχία απόλυτη. Μόνο της καρδιάς του το χτύπο άκουγε καθαρά και ένιωθε το αίμα του να τινάζεται με ορμή στις φλέβες του. Ο αέρας μύριζε κοτσιλιές από τις κότες της κυρα-Αγγελικής. Το υγρό αγιάζι του δρόσιζε κάπως το ξαναμμένο πρόσωπο. Ο φόβος και η αγωνία τον σπρώχναν μα και τον καθήλωναν. Κι αυτός στη μέση πάλευε. Έσφιξε τις γροθιές και έσπρωξε την πόρτα ν' ανοίξει διάπλατα. Μόνο το στριγκό τρίξιμο του μεντεσέ ακούστηκε. Ο κυρ-Βαλσάμης απέναντί του, γονατισμένος στον καναπέ της κουζίνας έμενε ακίνητος. Οι γροθιές του χαλάρωσαν. Μπήκε αργά στο δωμάτιο. Μπροστά στο σκυμμένο κεφάλι του φίλου του ανοιχτό ένα κοντόχοντρο βιβλίο. Το σώμα του τραντάζονταν κάθε τόσο από λυγμούς.
Θα πρέπει να 'χε κλάψει ώρα πολλή ο κυρ-Βαλσάμης και τώρα δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει. Με το στρουμπουλό του χέρι ο Βανέσα τον χάιδεψε στον ιδρωμένο σβέρκο και στα σγουρά μαλλιά. Εκείνος γύρισε αργά και τον κοίταξε. - Το 'ξερα πως θα 'ρθεις να με βρεις, του είπε. Γονάτισε δίπλα μου και συ μωρέ Βανέσα. Ο Βανέσα υπάκουσε και γονάτισε δίπλα του μπρος στο ντιβάνι. Λένε πως τα ζώα δεν έχουν μυαλό, δεν έχουν ψυχή. Όχι όμως και ο κόκορας του κυρ-Βαλσάμη... Το πρωί της επομένης ξημερώνοντας φώναξε για να ξυπνήσει το αφεντικό του. Περίμενε λιγάκι και ξαναφώναξε. Το συνήθιζε αυτό, γιατί ήξερε πως το αφεντικό του ήταν ταλαιπωρημένο και βαριοκοιμόταν. Η ώρα όμως περνούσε και κίνηση δεν έβλεπε από το παράθυρο της κουζίνας. Ούτε κατσαρολικά να βροντάνε, ούτε βλαστήμιες, ούτε μουγκρητά. Προσπάθησε ξανά. Σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτα, πήδηξε από το καλάμι του και πλησίασε το σπίτι. Βρήκε την πόρτα τέντα ανοιχτή. Πάλι παραξενεύτηκε. Πήδηξε στο κεφαλόσκαλο και τέντωσε το γυαλιστερό λαιμό του. Ήταν έτοιμος να ξαναλαλήσει, μα αυτό που είδε τον σταμάτησε. Καθισμένοι στο ντιβάνι της κουζίνας ο Βανέσα και ο κυρ-Βαλσάμης δίπλα-δίπλα διάβαζαν από το χοντρό βιβλίο της κυρα-Αγγελικής. Ο κυρ-Βαλσάμης το κρατούσε στα γόνατά του και διάβαζε συλλαβιστά. Με το κοντόχοντρο δάχτυλό του έδειχνε μια μια τις λέξεις. Ο Βανέσα δίπλα του άκουγε και το στρογγυλό του πρόσωπο γυάλιζε από χαρά. Κάθε τόσο ρουφούσε τη μύτη του.
- Βαλσάμη, ψιθύρισε κόβοντάς τον. Ο Θεός θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλος αφού μπορεί και αγαπάει εμάς τους άθλιους. - Έχεις δίκιο Βανέσα αδερφέ μου, έχεις δίκιο, ψιθύρισε ο κυρ-Βαλσάμης και χάιδεψε τα στρουμπουλά χέρια του Βανέσα. Το πετεινάρι απέναντί τους τίναξε το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Κοιτούσε αμήχανα γύρω του μπερδεμένο απ' όσα έβλεπε. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε το αφεντικό του με τέτοιο τρόπο, καθαρό και γελαστό. Αφού στην αρχή τρόμαξε. Το ήσυχο και πράο του χαμόγελο αναστάτωσε το ζώο. Κάτι μεγάλο πρέπει να γίνηκε απόψε σε τούτο το σπίτι, συλλογίστηκε. Κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ καλό... Πισωπάτησε, πήδηξε στο κατώφλι και φτερούγισε μ' όλη του τη δύναμη να πει τα νέα στο κοτέτσι, που τον περίμεναν με αγωνία.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

ΕΓΙΝΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΟΜΠΡΕΛΑ !


Όσο αστείο κι΄ άν φαίνεται, μέσα στό σχέδιο τού Θεού έπαιξε ρόλο καί η έλλειψη μιάς απλής ομπρέλας...

Ένας από τους ιερείς της ενορίας του Έξετερ, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, μας αφηγήθηκε τη δική του μοναδική ιστορία με την οποία γνώρισε την Oρθοδοξία:
"Ήμουν στο Παρίσι", μάς είπε, "έβρεχε κι έπρεπε κάπου να πάω για να μείνω στεγνός. Είδα κοντά μου μια πόρτα και μπήκα. Δεν μπορώ να πω ότι είδα το εξωτερικό της εκκλησίας διότι έβρεχε• απλά είδα την πόρτα και μπήκα.
Αν δεν έβρεχε, δεν θα έμπαινα!
Ανοίγοντας απότομα την εξωτερική πόρτα, παραπάτησα κι έπεσα σε μια άλλη πόρτα, κι έτσι μπήκα στην εκκλησία. Χωρίς να θέλω να ενοχλήσω κανένα, κάθισα πίσω στη γωνία και παρακολουθούσα. Μόλις απέκτησα περισσότερη αυτοπεποίθηση προχώρησα γιατί ήθελα να μάθω τι συμβαίνει, πού βρίσκομαι. Είδα τις εικόνες, τους σταυρούς και σκέφθηκα ότι πρέπει να ήταν εκκλησία.
Αναρωτιόμουν αν ήταν Εβραϊκή Συναγωγή, γιατί δεν είχα δει ποτέ να φορούν τα άμφια με τέτοιο τρόπο. Τα άμφια, το λιβάνι, ολόκληρη η οπτική εντύπωση της ακολουθίας μού άρεσαν και δεν ήθελα να φύγω. Άκουσα τη χορωδία σε τελείως διαφορετική γλώσσα, ούτε καν στα Γαλλικά. Ήταν Σλαβικά. Καθόμουν κι έβλεπα τότε τις εικόνες. Κι αν μου έλεγαν τότε, ότι σε 8 χρόνια θα έκανα κι εγώ το ίδιο, ως Διάκος, δεν θα τους πίστευα καθόλου.

Όσο ήμουν στο ναό και έβλεπα τον τρόπο που τελούνταν η ακολουθία, την τάξη που υπήρχε από ιερείς και πιστούς, αισθανόμουν πως εκεί ήταν ο ουρανός, και σκέφθηκα:
«Αν υπάρχει Θεός -διότι αναρωτιόμουν ως εκείνη τη στιγμή αν υπήρχε- αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να λατρεύεται».
Από τότε στην ενορία μας λένε πως «ο Νικάνωρ μπήκε στο ναό για να προστατευθεί από τη βροχή του ουρανού, και βρέθηκε στον Oυρανό!» Πάντα λέω σε όποιον έρχεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία για πρώτη φορά «Μπες στο ναό, προχώρησε στο μέσον της εκκλησίας και θα δεις μπροστά σου τις πύλες του Παραδείσου!» που δεν είναι τίποτε άλλο από το τέμπλο.

Πριν γίνω Ορθόδοξος, ήμουν πιστός με την Αγγλική έννοια του όρου: ο Θεός ήταν πάντα εκεί! Ήξερα να προσεύχομαι όταν το ήθελα. Επειδή ήμουν και από στρατιωτική οικογένεια, είχα τη νοοτροπία ότι «αν η Αγγλικανική Εκκλησία είναι αρκετά καλή για το βασιλικό Ναυτικό, είναι αρκετά καλή και για μένα!» (Ιf God is good enough for the Royal Navy, then it is good enough for me!). Αυτό ήταν το εύρος της θεολογίας μου!

Γύρισα πίσω στην Αγγλία κι άκουσα ότι στο Λονδίνο υπήρχε ένας επίσκοπος, ο Άντονυ Μπλουμ, αλλά δεν κυνήγησα τα πράγματα. Μια μέρα παρακολουθούσα στην τηλεόραση μια ταινία για τη Γαλλική Eπανάσταση. Τότε το πρόγραμμα της τηλεόρασης τελείωνε τα μεσάνυχτα και υπήρχε η συνήθεια στο BBC να προσκαλούν κάποιον για να κάνει τον επίλογο της ημέρας.
Ως επίλογος εκείνης της βραδιάς ήταν κάποιες προσευχές που παρουσίασε ο επίσκοπος Μπλουμ, της Ρώσικης Oρθόδοξης Εκκλησίας. Ήμουν έτοιμος να κλείσω την τηλεόραση, αλλά σκόνταψα στο χαλί που ήταν μπροστά της και έτσι δεν κατάφερα να την κλείσω. Ακούγοντας τις προσευχές παραξενεύτηκα και κάθισα ξανά να δω τη συνέχεια. Τότε ήρθαν στη μνήμη μου οι εικόνες από την εκκλησία στο Παρίσι!

Δεν είχα τη διεύθυνσή του, ωστόσο του έγραψα ένα γράμμα λέγοντάς του «σας άκουσα πριν από μια εβδομάδα στην τηλεόραση και ενδιαφέρομαι να γίνω Oρθόδοξος. Θα μπορούσα κάποια στιγμή να σας συναντήσω». Έγραψα στο φάκελο «Επίσκοπος Άντονυ Μπλουμ, Ρώσικη Εκκλησία, Λονδίνο», δεν ήξερα τίποτε άλλο. Άλλωστε, δεν θα υπήρχαν πολλές τέτοιες εκκλησίες στο Λονδίνο!
Τελικά μου απάντησε και τον συνάντησα για ένα ολόκληρο απόγευμα. Αργότερα μου πρότεινε να επικοινωνήσω με κάποιον ιερέα. Είχα επικοινωνία μαζί του μέσω αλληλογραφίας για θέματα Oρθοδοξίας, είχαμε δηλαδή κάτι σαν μαθήματα Oρθοδοξίας δι' αλληλογραφίας! Συνεχίσαμε αυτή την επικοινωνία για αρκετό καιρό και ένα Πάσχα έγινα Oρθόδοξος, και μετά από λίγα χρόνια Διάκονος».

Από την επικοινωνία με τους Bρετανούς Ορθοδόξους, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η αιτία, για την οποία αυτοί οι άνθρωποι γνώρισαν την πραγματική πίστη, ήταν το παράδειγμα κάποιων πιστών και η σωστή διδασκαλία όσων ανέλαβαν να τους κατηχήσουν. Η Oρθοδοξία σε χώρες της Δύσης, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν είναι κάτι αυτονόητο.
Η ύπαρξή της οφείλεται κυρίως σε ανθρώπους που προσπάθησαν και προσπαθούν να βιώσουν την τελευταία εντολή του Κυρίου: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη» (Ματθ. 28, 19 ) και να διδάξουν πως ο Χριστός δεν είναι ένα μέσον αποικιοκρατίας, αλλά η πηγή της Ζωής και ο Λυτρωτής του κόσμου.

Η ευθύνη όλων για το πώς θα πρέπει να βιώνουμε την πίστη μας είναι πολύ μεγάλης σημασίας. Είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι, καθημερινά δίνουμε μαρτυρία σε προσωπικό και ενοριακό επίπεδο ως μέλη πάντα του σώματος της Εκκλησίας. Γι' αυτό και όλοι μας έχουμε ευθύνη αν η λανθασμένη στάση και πρακτική μας γίνεται αιτία άνθρωποι να απομακρύνονται από την εκκλησία, και συνεπώς να μην δοξάζεται αλλά να βλασφημείται το όνομα του Κυρίου (Ρωμ. 2, 24).
Η Oρθοδοξία δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των Ελλήνων ή των Ρώσων και Σέρβων. Το «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη» σημαίνει πως κάθε ένας χριστιανός οφείλει να γίνει κήρυκας του Ευαγγελίου και όχι να κρατήσει την αλήθεια για τον εαυτό του. Είναι παραπάνω από σίγουρο πως πρέπει άμεσα να αλλάξουμε στάση ζωής και με τη βοήθεια του Παναγίου Πνεύματος να προσεγγίσουμε την σωστή πίστη στον Χριστό.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Συνέντευξη με το Διάβολο



Καλησπέρα, παιδί μου. Χαίρομαι που σε βλέπω.

Εγώ αντίθετα δεν χαίρομαι καθόλου και δεν είμαι παιδί σου!

Ώστε ανήκεις στον «Άλλο» ε;

Ανήκω στον «Ένα».

Τελοσπάντων. Πολλοί έχουν αυτή την αυταπάτη, αλλά στην ουσία είναι δικοί μου.
Ακόμα και ο Γιος του «Άλλου» είπε ότι πολλοί θα λένε «Κύριε, Κύριε δεν κάναμε θαύματα στο Όνομά Σου;» και Εκείνος θα τους πει, «Φύγετε από εμένα οι εργάτες της ανομίας. Ποτέ δεν σας γνώρισα.» Ε, εγώ τους γνώριζα και πολύ καλά μάλιστα.
Αν έχω πολλούς που κάνουν θαύματα, φαντάσου πόσους έχω που δεν κάνουν θαύματα.

Λοιπόν εγώ δεν είμαι σαν κι αυτούς.

Αυτό νόμιζαν κι εκείνοι. Εγώ όμως βλέπω μέσα στην καρδιά σου. Είσαι ένας απ’ τους δικούς μου.

Είσαι γνωστός ως «ο πατέρας του ψεύδους», ο μεγάλος απατεώνας. Έχω μάθει να μη σε πιστεύω.

Λέω ψέματα όταν με βολεύει, μα λέω την αλήθεια όταν με βολεύει. Τουλάχιστον είμαι ειλικρινής όσον αφορά αυτό το σημείο. Εσείς οι άνθρωποι είστε ορθολογιστές και βρίσκετε δικαιολογίες, όταν λέτε ψέματα.

Τελικά, έχεις διαφορετική όψη απ’ ό,τι περίμενα. Για την ακρίβεια είσαι μάλλον ελκυστικός.

Σκέψου αν έχει νόημα να φοβίζεις τους ανθρώπους; Μπορεί να είμαι κακός, αλλά θυμήσου, ήμουν το πιο ύπουλο πλάσμα στον Παράδεισο. Η μεταμφίεση είναι πολύ μεγάλο εργαλείο. Σκοτώνω δέκα φορές περισσότερο κόσμο κάθε χρόνο με το τσιγάρο από ό,τι με τις βόμβες, τα περίστροφα και τα τουφέκια συνολικά. Οι άνθρωποι φοβούνται όλα αυτά τα όπλα, αλλά κανείς δεν φοβάται ένα από τα μεγαλύτερα θανατικά μου. Αυτή είναι η μεγάλη μου δύναμη, της απάτης και της πλάνης.

Ένα από τα μεγαλύτερα θανατικά σου, είπες; Πόσα έχεις, δηλαδή;

Περισσότερα από ό,τι φαντάζεσαι. Έχω θανατικά που σκοτώνουν το σώμα, το μυαλό και το πνεύμα. Ξέρεις πόσους γάμους διαλύω; Και οι ανόητοι ούτε καν το ξέρουν ότι το κάνω εγώ.

Πώς το κάνεις αυτό;

Α, είναι απλό. Τους βάζω να σκέφτονται τους εαυτούς τους ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από ό,τι ο ένας τον άλλο. Η περηφάνια και ο εγωισμός πάντα ήταν από τα καλύτερα εργαλεία μου.

Δεν το ξέρεις ότι είσαι νικημένος; Δεν το ξέρεις ότι δεν μπορείς να νικήσεις;

Και λοιπόν; Ήμουν εδώ για χιλιάδες χρόνια και ακόμα και σύμφωνα με το Bιβλίο που διαβάζεις και πιστεύεις έχω αρκετά ακόμη. Πολλοί από αυτούς που ζουν κάτω από την εξουσία μου ξέρουν ότι θα ξοδέψουν την αιωνιότητα στην κόλαση. Αν λοιπόν εσείς οι άνθρωποι είστε διατεθειμένοι να θυσιάσετε ολόκληρη την αιωνιότητα για μερικές δεκαετίες καλοπέρασης, φαντάσου πώς νιώθω εγώ, που έχω μερικές χιλιάδες χρόνια ακόμα μπροστά μου. Φυσικά αυτή η «καλοπέραση» είναι η μεγαλύτερη απάτη μου. Τους υπόσχομαι την ευτυχία με το σεξ, τα ναρκωτικά, το ποτό, τη διαφθορά και πολλούς τρόπους να ικανοποιήσουν τη σάρκα τους. Αυτά κρατάνε περίπου 26 μήνες πριν αρχίσει να γίνεται αισθητή η ματαιότητα και η δυστυχία.

26 μήνες; Πού τον βρήκες αυτόν τον αριθμό;

Από χιλιάδες χρόνια εμπειρίας. Πίστεψέ με, ξέρω τι σου λέω. Επιπλέον, μπορεί να καταλήξω νικημένος στο τέλος, αλλά ακόμη και τότε εγώ θα έχω πολύ περισσότερες ψυχές από τον «Άλλο». Πολύ περισσότερες. Ακόμη και το Bιβλίο σου το λέει.
Άρα τελικά ποιος κερδίζει στην πραγματικότητα;

Μα γιατί σου αρέσει να κάνεις τους ανθρώπους δυστυχισμένους και να προκαλείς τόσο πόνο και καταστροφή;

Μερικές φορές απολαμβάνω περισσότερη εκτίμηση από όση αξίζω. Μερικοί από εσάς μπορούν να είναι ακριβώς τόσο κακοί όσο εγώ. Δεν τα κάνω εγώ όλα αυτά. Αρκετά από όσα βλέπεις γύρω σου είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης σάρκας και του ανθρώπινου μυαλού. Κοίτα πόσα αδέρφια είναι τσακωμένα, δε μιλιούνται. Πόσα παιδιά μισούν τους γονείς τους και μισούνται μεταξύ τους. Είμαι πολύ καλός στο να δημιουργώ χάος. Αλλά πρέπει να το παραδεχτώ, ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί να πέσει αρκετά χαμηλά και χωρίς τη βοήθειά μου.

Αλλά εσύ κάποτε ήσουν άγγελος. Πώς άλλαξες έτσι;

Αυτή είναι μια μεγάλη ιστορία. Δεν θα καταλάβαινες.....
Ας πούμε πως απλώς κουράστηκα να δέχομαι εντολές και δεν ήθελα να είμαι υπό την εξουσία κανενός. Ήθελα να κάνω το δικό μου. Ήθελα εγώ να είμαι ο κύριος της ζωής μου. Αλλά από την άλλη, μήπως θα μπορούσες να καταλάβεις....Εσύ δεν ένιωσες ποτέ έτσι;
...

Λοιπόν δεν ένιωσες;

Δεν παίρνουμε συνέντευξη από εμένα, αλλά από εσένα.

Άγγιξα ένα ευαίσθητο σημείο σου, έτσι; Αυτό που σου είπα, ότι δεν ήθελα να εκτελώ εντολές. Και να κανονίζω μόνος μου τη ζωή μου. Ήταν το πρώτο μου βήμα μακριά από τον Άλλο. Και από τη στιγμή που απομακρύνθηκα εγώ, βάζω το ίδιο πνεύμα και στους ανθρώπους, για να τους απομακρύνω κι αυτούς. Παίρνω λίγο από τον εαυτό μου και τον εμφυσώ μέσα τους. Έχω βάλει λίγο από τον εαυτό μου μέσα σε όλους. Μόνο ένας ανόητος θα το αρνιόταν αυτό.

Και λοιπόν τι έρχεται μετά; Τι σχεδιάζεις τώρα;

Σχεδιάζω ένα πολύ μεγάλο ταρακούνημα. Ετοιμάζω κάποια πολύ άσχημα πράγματα, με τα οποία νομίζω πως θα επιτύχω μια μεγάλη παγκόσμια καταστροφή.

Α, εννοείς όλη αυτή την παγκόσμια διαμάχη και την αναταραχή που υπάρχει στον κόσμο μας.

Όχι, αυτός είναι μόνο ένας περισπασμός. Ξέρεις, είμαι πολύ καλός στους περισπασμούς. Σίγουρα θα προκαλέσω κάποια τεράστια προβλήματα παγκόσμιας κλίμακας, αλλά δεν είναι αυτό που επηρεάζει τους περισσότερους ανθρώπους. Πέρα από αυτά που θα ακούνε στις ειδήσεις, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου για παράδειγμα, δεν επιδρά και πολύ στο δικό τους κόσμο. Τα πολύ άσχημα που ετοιμάζω αφορούν το δικό τους κόσμο και όχι τον παγκόσμιο. Οι ανόητοι, ανησυχούν για τις διαμάχες των εθνών, ενώ εγώ τους έχω σε συνεχείς διαμάχες με τους συναδέλφους τους στο ίδιο τους το γραφείο. Αγωνίες, ανασφάλειες, τσακωμοί, εντάσεις στην κάθε τους μέρα. Βρίσκονται σε πόλεμο με τους ανθρώπους που βλέπουν κάθε μέρα, με τους ανθρώπους που ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Ακόμα και με τον άνθρωπο που μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι. Και μια που το’ φερε η κουβέντα, έχεις προσέξει πόσο έχω αλλάξει το ποιοι μοιράζονται το ίδιο κρεβάτι στις μέρες μας; Είμαι πραγματικά περήφανος γι’ αυτό. Βλέπεις, αυτά που δείχνει η τηλεόραση είναι ο περισπασμός. Το Βιβλίο σου λέει «ν’ αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». Δεν λέει ν’ αγαπάς «τα άλλα έθνη». Εγώ τους κάνω να μισούν τόσο τον πλησίον τους όσο και τα άλλα έθνη. Καλά, είμαι φοβερός!

Αλλά γιατί προκαλείς όλες αυτές τις καταστροφές;

Έχεις πατήσει ποτέ ζουζούνι; Δεν σου λέω ένα κουνούπι που μπορεί να σε τσιμπούσε ή ένα έντομο όπως η μέλισσα ή η σφήκα, αλλά ένα έντομο που δεν θα μπορούσε να σου κάνει ποτέ κακό. Και το σκότωσες μόνο γιατί είχε πλάκα.
...

Λοιπόν; Πάτησες ποτέ ένα ζουζούνι για να σπάσεις πλάκα; Ε, το’ κανες ποτέ σου;

Φαντάζομαι πως ναι.

Λοιπόν, πολλαπλασίασε αυτή την ευχαρίστηση επί εκατομμύρια φορές. Μου αρέσει να συνθλίβω ζωές, ελπίδες, όνειρα, τη χαρά, την ειρήνη, την ευτυχία, την υγεία, την προκοπή και την αρμονία. Απλώς μου αρέσει πάρα πολύ! Έντομα. Έτσι σας βλέπω όλους. Αβοήθητα έντομα που θέλω να πολτοποιήσω.

Θα με αφήσεις να φύγω από εδώ, για να πω στους ανθρώπους τα σχέδιά σου; Γιατί εάν σε εκθέσω, οι άνθρωποι θα σε πάρουν πιο σοβαρά και θα σε προσέχουν.

Δεν έχω σκοπό να σε σταματήσω. Δεν μπορείς να με βλάψεις ούτε εμένα ούτε τα σχέδιά μου. Έχω εκτεθεί στους ανθρώπους από την πολύ αρχή και το λέει και το Βιβλίο σου. Επιπλέον εάν διαβάζεις το Βιβλίο σου και εάν στ’ αλήθεια δεν είσαι δικός μου, τότε θα ξέρεις ότι δεν μπορώ να σε σταματήσω. Έχω εξουσία επάνω σους δικούς μου, αλλά όχι στους δικούς Του. Εγώ δεν είμαι τίποτα παραπάνω από ένας διαβολέας. Από εκεί βγαίνει και το όνομά μου. Ο διάβολος, αυτό είμαι. Οι άνθρωποι πάντα γνώριζαν τη φύση μου. 142.314.762 διέπραξαν μοιχεία φέτος. Όλοι εκτός από τρεις ήξεραν ότι είναι λάθος. Λοιπόν ξεκίνα. Πήγαινε πες τους τα και δες τι καλό θα βγει. Ήδη το ξέρουν μέσα στις καρδιές τους τι είναι κακό και τι καλό. Ο «Άλλος» έγραψε τις εντολές Του στις καρδιές τους. Εγώ απλώς έβαλα και λίγο από τον εαυτό μου μέσα. Σας κρατάω στο χέρι μου εσάς τους ανθρώπους και δεν σας αφήνω εύκολα. Αλλά από την άλλη, οι περισσότεροι από σας δεν θέλουν οι ίδιοι να με αφήσουν. Στο είπα είμαι πολύ καλός σε αυτό που κάνω.

Και τι γίνεται με τον Ιησού; Αυτόν δεν Τον φοβάσαι;

Γιατί να Τον φοβάμαι; Κοίτα το σκορ. Ακόμη και Κείνος το είπε: «επειδή, πλατιά είναι η πύλη, και ευρύχωρος ο δρόμος που φέρνει στην απώλεια (η απώλεια, είμαι εγώ) και πολλοί είναι αυτοί που μπαίνουν μέσα απ’ αυτή. Επειδή, στενή είναι η πύλη, και θλιμμένος ο δρόμος που φέρνει στη ζωή (η ζωή, είναι Εκείνος), και λίγοι είναι αυτοί που τη βρίσκουν.» Πρόσεξε ότι λέει πως πολλοί θα μπουν στο δικό μου δρόμο, αλλά μόνο λίγοι θα βρουν το δικό Του. Και να σου πω κάτι; Μη νομίσεις ότι όλοι όσοι βρίσκουν το δρόμο Του μπαίνουν σ’ αυτόν ή μένουν . Έχω πολλούς από αυτούς να στέκονται στην πόρτα. Γνωρίζοντας το σωστό δρόμο, αλλά ακόμα αναποφάσιστοι και παγιδευμένοι και χωρίς να θέλουν να εγκαταλείψουν τις απάτες μου. Ναι, κρατάω αρκετούς σε αυτή την κατάσταση. Βλέπεις, άλλο να τον βρεις το δρόμο και άλλο να τον πάρεις. Και όταν υπολογίσεις το σκορ, έχεις: Έναν ευρύχωρο δρόμο που οδηγεί σε μένα. Αυτό είναι το ισοδύναμο ενός αυτοκινητόδρομου οχτώ λωρίδων κυκλοφορίας σε ώρα αιχμής. Και έναν στενό και θλιμμένο δρόμο που οδηγεί σε Κείνον. Αυτό είναι το ισοδύναμο ενός μικρού μονοπατιού πάνω σε ένα βουνό, που το παίρνει κάποιος ταξιδιώτης καμιά φορά. Άρα γιατί να Τον φοβάμαι;

Ναι, αλλά στο τέλος θα καταστραφείς.

Και λοιπόν; Θα έχω βασιλέψει για χιλιάδες χρόνια και θα πάρω τους περισσότερους από σας μαζί μου.

Δεν έχεις καθόλου έλεος;

Το έλεος δεν είναι αντικείμενό μου. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι. Είναι δικό Του γνώρισμα μόνο. Το αντικείμενο το δικό μου είναι η πλάνη, το ψέμα ότι θα λύσω τα προβλήματά σας και θα σας φέρω την ευτυχία. Αυτή η απάτη αποδίδει εδώ και χιλιάδες χρόνια και η επιτυχία της δε μειώνεται. Δελεάζω εσάς τους μικρούς και αδύναμους ανθρώπους με όλα τα υλικά πράγματα αυτού του κόσμου. Υλικά που σαπίζουν και εξαφανίζονται. Και εσείς οι ανόητοι συνεχίζετε να τα αγαπάτε.

Θα σε εκθέσω σε χιλιάδες ανθρώπους! Θα τους εξηγήσω ποιος είσαι στ’ αλήθεια! Θα τους κάνω να καταλάβουν!

Θα το διηγηθείς αυτό σε χιλιάδες, ίσως και σε εκατομμύρια ανθρώπους. Αλλά θα σου πω εγώ τι θα γίνει. Θα το ευχαριστηθούν. Κάποιοι θα πουν «Αμήν», κάποιοι θα το πουν και σε άλλους, αλλά δεν θα αλλάξουν. Για κάθε 3422 δικούς μου που θ’ ακούσουν αυτά που είπαμε σήμερα, μόνο ΕΝΑΣ θ’ αλλάξει. Μόνο ΕΝΑΣ. Ανόητε! Μόνο ο ένας θ’ αλλάξει. Τους άλλους θα τους κρατήσω εγώ. Και επίσης από την εμπειρία μου ξέρω, ότι και σας έχω και σας κρατάω, τους περισσότερους από σας. ΕΝΑΣ στους 3422! Εγώ θα κρατήσω τους 3421! Τι έχεις να πεις γι’ αυτό;

Ο Ιησούς Χριστός σου έχει ήδη δώσει την απάντηση:
«Σας λέω ότι έτσι θα είναι χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, περισσότερο παρά για 99 δίκαιους, που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας.» (Λουκάς ιε΄ 7).
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Καλό,κακό, ποιος ξέρει ;

Κάποτε σε ένα χωριό κάπου στην ανατολή ένας χωρικός είχε εφτά άλογα για να κάνει τις δουλειές του.
Μιά μέρα όλα τα άλογα το έσκασαν και πήραν τα βουνά .. χάθηκαν.
Έρχονται λοιπόν οι συγχωριανοί του μέσα στην μαύρη θλίψη και άρχισαν να του λένε διάφορα.
- Πώ πώ! τι καταστροφή σε βρήκε! πώς θα ζήσεις τώρα; που θα βρεις λεφτά ν’ αγοράσεις άλλα; .. και τα λοιπά.
Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:
Καλό κακό, ποιός ξέρει;
Πέρασαν λίγες μέρες και μιά μέρα εκεί στα καλά καθούμενα να’ σου πίσω τα εφτά άλογα!!!
Και όχι μόνα τους! αλλά είχαν φέρει μαζί τους και άλλα εφτά άγρια άλογα και τώρα ο χωρικός είχε δέκα τέσσερα άλογα.
Ξαναμαζεύονται λοιπόν οι συγχωριανοί μεσ’ στην τρελλή χαρά και άρχισαν να του λένε πάλι διάφορα.
- Τι τυχερός που είσαι!
Τώρα θα βγάζεις πολλά λεφτά… όλα καλά σου πάνε! και τα παρόμοια.
Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:-Καλό κακό, ποιός ξέρει;
Μετά από λίγες μέρες ο γιός του χωρικού στην προσπάθειά του να τιθασεύσει τα άγρια άλογα έπεσε και έσπασε το πόδι του.
Ξαναμαζεύονται λοιπόν οι συγχωριανοί και αρχίζουν πάλι τα δικά τους.
- Συμφορά! κακοτυχία! αυτά τα άγρια άλογα να τα διώξεις! παραλίγο να σου σκοτώσουν το παιδί! και άλλα διάφορα
Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:
-Καλό κακό, ποιός ξέρει;
Μετά από λίγες μέρες γίνεται πόλεμος στην χώρα και όλα τα παλικάρια του χωριού επιστρατεύτηκαν και πήγαν στην πρώτη γραμμή.
Πολλά σκοτώθηκαν στον πόλεμο και δεν ξαναείδαν το χωριό τους.
Ο γιός του χωρικού με το σπασμένο πόδι δεν επιστρατεύτηκε. Και έτσι γλύτωσε την ζωή του.
Τελικά για ότι μας συμβαίνει στην ζωή …
-Καλό κακό, ποιός ξέρει;
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Χριστουγεννιάτικες Αναμνήσεις


Πόση μοναξιά ένιωθε το βράδυ εκείνο ο μπάρμπα Θωμάς. Ώρα πολλή γύριζε στους δρόμους της Αθήνας. Βλέπεις, ο καιρός ήταν πολύ καλός ύστερα από την πρωινή βροχούλα και σαν τα σαλιγκάρια, που βγαίνουνε μετά τη βροχή, βγήκε κι αυτός να κάνει μια βόλτα. Μια και τι άλλο μπορούσε να κάνει; Μήπως είχε να πάει πουθενά; Μήπως τον περίμενε καμιά δουλειά; Μπα . τέτοιες σκοτούρες δεν είχε ο μπάρμπα Θωμάς. Μα τι κόσμος ήταν αυτός στους δρόμους; Το κουρασμένο του θυμητικό δεν θυμότανε μια τέτοια κοσμοχαλασιά. Θα πεις βέβαια, πως ήτανε παραμονή Χριστούγεννα. Ναι, δε λέω. Μα αυτό το κακό; Ακουμπισμένος στο ροζιάρικο ραβδί του, χωμένος μες στο παλτό του που ’χε τα μισά του χρόνια, τυλιγμένος με το κασκόλ του που ’ χε χάσει πια κάθε χρώμα, γύριζε στους δρόμους όλο το απόγευμα. Δεν πήρε τη συνηθισμένη του στράτα για τη φτωχογειτονιά, για το σταθμό του τρένου, για το ταβερνάκι, όπως συνήθιζε, μα βγήκε στους κεντρικούς δρόμους στα μαγαζιά. Κι αυτός δεν ήξερε γιατί. Καλοντυμένες και γελαστές κυρίες με χαρούμενα παιδάκια μπαινοβγαίνανε στα μαγαζιά, που λάμπανε σαν παλάτια του παραμυθιού. Πολλές φορές στη φούρια τους, με τα πακέτα τους, σπρώξανε τον μπάρμπα Θωμά, που του κάκου προσπάθησε να γελάσει. Σε μια γωνιά, που σταμάτησε να ξανασάνει, κάποιος παίρνοντάς τον για διακονιάρη του έβαλε στο χέρι ένα χιλιάρικο, λέγοντάς του «καλά Χριστούγεννα».
Μέσα στον τόσο κόσμο που τον τριγύριζε ένιωθε τόσο μόνος, τόσο μόνος, που νοστάλγησε την παγωμένη του σοφίτα. Κουρασμένος και πληγωμένος, καταριώμενος τον εαυτό του για την έμπνευση που είχε να κάνει περίπατο τόσο αργά, γύρισε πια να πλαγιάσει. Πέρασε από το ταβερνάκι, μα είδε κόσμο πολύ και έφυγε. Όχι, δεν ήθελε απόψε κόσμο, ανθρώπους. Ήθελε μοναξιά. Ανέβηκε τη σκοτεινή σκάλα με τα τριάντα δύο σκαλιά και με τα ρούχα του έπεσε στο κρεβάτι του. Το φαί του, από το μεσημέρι ήταν στο τραπέζι. Μα ούτε το κοίταξε. Η λάμπα του πετρελαίου κάπνιζε, μα δεν την έσβησε. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Μα τι έπαθε απόψε; Γιατί αυτή η νευρικότητα; Γιατί αυτή η παράξενη μελαγχολία; Όχι, δεν ήταν από τη φτώχεια ούτε από την κακομοιριά του. Πράγματα συνηθισμένα γι’ αυτόν. Τόσα χρόνια… Μα κάτι άλλο. Σαν είδε και απόειδε πως δεν κατάφερνε να το αποδιώξει από τη σκέψη του, το άφησε λεύτερο. Καταλάβαινε πως θα τον λυπούσε, μα ήταν μια ευχάριστη λύπη. Και κει, στη μικρή σοφίτα, στ’ αχυρένιο στρώμα, δίπλα στην καπνισμένη λάμπα, ο μπάρμπα Θωμάς έκανε ένα μεγάλο ταξίδι.
Σε μια στιγμή έτρεξε εξήντα χρόνια πίσω. Ένα δωματιάκι, μικρό, φτωχικό, μα νοικοκυρεμένο και στολισμένο όμορφα. Ένα τραπέζι στη μέση, με μια φρουτιέρα με πορτοκάλια. Γύρω – γύρω ο πατέρας, η μητέρα, αυτός και η αδελφούλα του. Ο πατέρας μόλις είχε γυρίσει από την αγορά, γεμάτος φτωχικά ψώνια. Στη γειτονική φάμπρικα, που δούλευε, του δώσανε κι ένα μικρό δώρο για τα παιδιά. Ο καημένος ο πατέρας. Τι καλός που ήτανε. Πέθανε από τα φαρμάκια που του χάρισε ο προκομμένος του. Τη βραδιά εκείνη λοιπόν, παραμονή Χριστούγεννα σαν κι απόψε, ο πατέρας είπε στη μητέρα να πάρει τη φρουτιέρα από το τραπέζι και να φέρει τη Γραφή. Θυμάται δε πως στραβομουτσούνιασε, μα από φόβο δεν είπε τίποτε. Και από τους προφήτες διάβασε και από το Ευαγγέλιο για τη γέννηση του Χριστού. Όσο διάβαζε ο πατέρας, τόσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον. « Ναι, ο Χριστός μας», είπε γυρίζοντας στο μικρό Θωμά, «ο Χριστός μας πόσο μας αγάπησε, που να κατέβει από ψηλά και να γίνει σαν και μας, μέσα στη φτώχεια, να μας σώσει, Θωμά μου. Εσύ τον αγαπάς τον Χριστό;» του είχε πει… Ναι, ναι τον αγαπώ πάρα πολύ, είχε απαντήσει. Και ύστερα ο πατέρας με τη μητέρα ψάλλανε έναν ύμνο και κάνανε προσευχή. Σε λίγο φάγανε αρκετά πλούσια, με πολλά γλυκά.
Την ώρα εκείνη η λάμπα κατέβηκε λίγο, λες και το έκανε επίτηδες, για να κρύψει κάποιο δάκρυ του μπάρμπα Θωμά. Γύρισε από την άλλη τη μεριά, μήπως και τον πάρει ο ύπνος. Μα δε βαριέσαι…
Να, τώρα βλέπει μια μεγάλη αίθουσα. Φώτα πολλά. Μουσική, γέλια, τραγούδια. Στη μέση πολλά ζευγάρια χορεύουν. Παρακάτω ένας μεθυσμένος κάνει τα χωρατά του και γελούν. Και αυτός πια όχι παιδάκι, μα άντρας ψημένος, με πολλά λεφτά. Κάθεται δίπλα με κείνη. Πάντα ήταν κρύα η σοφίτα, μα στη θύμησή της ρίγησε. Είχε πεθάνει πια ο καλός πατέρας και η τόσο αγαθή μητέρα. Τους είχε εγκαταλείψει από τότε που έπιασε μια δεκάρα στα χέρια του. Ήθελε να ζήσει την όμορφη ζωή και έπεσε στα χέρια εκείνης. Δούλεψε σαν σκυλί, με το ψέμα, με την απάτη, για να βγάζει λεφτά να της κάνει λούσα, να γυρίζουνε στα κέντρα. Και να τώρα τη βλέπει πάλι, παραμονή Χριστούγεννα σαν κι απόψε, μισομεθυσμένη, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ένα βράδυ τον άφησε. Συνηθισμένη ιστορία. Σκέφτηκε σκοτωμούς. Να τη σκοτώσει και να σκοτωθεί. Μα προτίμησε να το ρίξει στο κρασί. Ευτυχώς που κάποιος τον λυπήθηκε και τον έβαλε φύλακα στις γραμμές του τρένου. Για ένα κομμάτι ψωμί.
Μα πάλι να η πρώτη εικόνα. Ο πατέρας να διαβάζει από την Αγία Γραφή. Όλοι μαζί ψάλλουνε. Και η φωνή του Πατέρα.
- Τον αγαπάς τον Χριστό, Θωμά μου;
- Πολύ, πάρα πολύ…
Την ώρα κείνη μούγκρισε ο μπάρμπας Θωμάς. Η λάμπα λες και τρόμαξε κι έσβησε. Και μέσα στο κρύο σ’ εκείνη την κάμαρα όλη τη νύχτα, ο γέρος, σαν σε μονόλογο έλεγε.
- Κύριε, Κύριε. Αν έμενα κοντά Σου… Αν έμενα κοντά Σου… Λυπήσου με. Είμαι τόσο μόνος…. Είμαι τόσο δυστυχισμένος
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Η Βίβλος μέσα σε ένα τοίχο
Πριν από εκατόν πενήντα χρόνια περίπου, προτού το τούνελ του Αγίου Γοτθάρδου κατασκευαστεί, όλοι όσοι ταξίδευαν από τη Ιταλία προς την Ελβετία και αντιστρόφως, όφειλαν να περάσουν τα στενά του Αγίου Γοτθάρδου πεζοί και αυτό απαιτούσε πολύ χρόνο.
Εκείνο τον καιρό λοιπόν οι άνθρωποι ταξίδευαν κατά ομάδες. Έτσι κάποτε μερικοί κτίστες της περιφέρειας του Λουγκάνο άρχισαν το ταξίδι τους μαζί για την κεντρική Ελβετία, όπου ήξεραν ότι θα κέρδιζαν περισσότερα χρήματα. Μεταξύ τους βρισκόταν κι ένας νέος που ονομαζόταν Αντώνιο, ο οποίος άρχισε να συνομιλεί με μία ηλικιωμένη κυρία που του μίλησε για το Χριστό.
Ο Αντώνιο δεν ήθελε να ακούσει τίποτα αλλά απάντησε: «Έχουμε τη θρησκεία μας. Αυτό μας αρκεί».
Εν τούτοις αυτή η κυρία του πρόσφερε σαν δώρο μια πολύ ωραία δερματόδετη βίβλο. Εκείνος τη δέχθηκε αλλά απέφευγε να τη διαβάσει.
Όταν έφθασε στη Γλαρίς εργάστηκε στη κατασκευή μιας μεγάλης οικίας. Κατά την εργασία του αστειευόταν και βλαστημούσε όπως οι υπόλοιποι εργάτες. Ενώ ασβέστωναν ένα τοίχο, ανακάλυψε μια οπή που έπρεπε να κλειστεί. Ξαφνικά θυμήθηκε τη βίβλο που είχε στο σακίδιό του και είπε στους συντρόφους του: «Να μια καλή φάρσα! Βλέπετε αυτή τη βίβλο; Ε λοιπόν θα τη βάλω σε αυτή την τρύπα».
Η βίβλος χώρεσε ακριβώς αλλά το κάλυμμά της σημείωσε μια μικρή βλάβη. «Δείτε! Θα τη χτίσω με λίγη λάσπη και θα δούμε αν θα μπορέσει ο διάβολος να την ανακαλύψει».
Μετά από λίγες εβδομάδες, ο Αντώνιο επέστρεψε στην πατρίδα του δια μέσω των βουνών.
Στις 10 Μαΐου 1861 μια σφοδρή πυρκαγιά κατέκαυσε τη Γλαρίς. Τετρακόσιες ενενήντα οικοδομές καταστράφηκαν. Όλη η πόλη δεν ήταν πλέον παρά αξιοθρήνητα ερείπια και έπρεπε να ανοικοδομηθεί.
Ένας κτίστης από τη βόρεια Ιταλία, που τον έλεγαν Γιοβάνη ανέλαβε να εξετάσει ένα σπίτι που ήταν ακόμη αρκετά καινούργιο και το οποίο είχε υποστεί μερική καταστροφή. Χτυπούσε εδώ κι εκεί με το σφυρί του σε μια πλευρά τοίχου που δεν είχε πάθει τίποτα. Ξαφνικά ένα κομμάτι του σοβά αποσπάστηκε και προς μεγάλη του έκπληξη βρήκε ένα βιβλίο που είχε εγκλεισθεί εκεί. Το έβγαλε και ανακάλυψε ότι ήταν μια βίβλος… Πώς έφθασε εκεί! Αυτό του φάνηκε παράδοξο.
Από τότε ο Γιοβάνης κατά τις ώρες της ανάπαυσής του διάβασε με επιμέλεια τη βίβλο. Δεν τα καταλάβαινε όλα… αλλά από τα ευαγγέλια και τους ψαλμούς έμαθε πώς να προσεύχεται.
Και ο Θεός έρχεται προς βοήθεια εκείνων που είναι ειλικρινείς. Δε άργησε να καταλάβει ότι ήταν ένας αμαρτωλός, αλλά και ότι ο Θεός τον αγάπησε και ότι δια της πίστεως στο πρόσωπο του Χριστού μπορούσε να έχει τη βεβαιότητα της συγχώρησης των αμαρτιών του.
‘Οταν το Φθινόπωρο ο Γιοβάνης επέστρεψε στην πατρίδα του και στην οικογένειά του διακήρυξε παντού την καλή αγγελία της σωτηρίας του.
Όσες φορές του έμενε καιρός έπαιρνε μια βαλίτσα γεμάτη βίβλους για να διαδώσει την αγγελία της σωτηρίας στα γειτονικά χωριά. Σε μια από τις περιοδείες του έφθασε μια μέρα σε μια εμποροπανύγηρη στο χωριό του Αντώνιο και έστησε τον πάγκο του με τις βίβλους. Ο Αντώνιο που περνούσε από εκεί σταμάτησε μπροστά στον πάγκο του και είπε: «Ω Αγίες Γραφές! Δε σας έχω ανάγκη. Αν ήθελα καμιά δεν είχα παρά να πάω στη Γλαρίς όπου έχω μια κρυμμένη σε ένα τοίχο. Είμαι περίεργος αν ο διάβολος μπόρεσε να τη βγάλει από εκεί».
Ο Γιοβάνης παρατηρούσε το νέο με σοβαρότητα. Κατάλαβε αμέσως περί τίνος επρόκειτο και γι’ αυτό του είπε: «Να είσαι προσεκτικός νεαρέ. Μη χλευάζεις! Τι θα έλεγες όμως αν σου έδειχνα αυτή τη ίδια τη βίβλο;». «Δεν το πιστεύω» απάντησε ο Αντώνιο. «Θα αναγνώριζα αμέσως τη Βίβλο μου γιατί την έχω σημαδέψει. Και το επαναλαμβάνω. Ούτε ο διάβολος δε θα την έβγαζε έξω από τον τοίχο».
Ο Γιοβάνης έβγαλε τη βίβλο και τον ρώτησε: «Ξέρεις το σημάδι; Την αναγνωρίζεις αγαπητέ μου φίλε;».
Ο Αντώνιο αποστομώθηκε όταν είδε τη βίβλο του με το λίγο κατεστραμμένο κάλυμμά της.
«Τη βλέπεις; Να είσαι όμως βέβαιος ότι εκείνος που τη βρήκε δεν είναι ο διάβολος αλλά ο Θεός. Και το έκανε για να σου δείξει ότι Αυτός ζει και θέλει να σε σώσει».
Όλο το μίσος του Αντώνιο κατά του Θεού ξέσπασε τότε. Η συνείδησή του τον έλεγχε και εντούτοις φώναζε στους συντρόφους του: «Ελάτε φίλοι μου. Τι ήρθε να κάνει εδώ αυτός ο τύπος με τον πάγκο του και τα θρησκευτικά του βιβλία!».
Και σε λίγα δευτερόλεπτα ο πάγκος του Γιοβάνη καταστράφηκε. Ο ίδιος δέχτηκε πολλά χτυπήματα. Έπειτα ο Αντώνιο και οι φίλοι του εξαφανισθήκαν ανάμεσα στο πλήθος των θεατών.
Από εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιο ερεθιζόταν περισσότερο και περισσότερο κατά του Θεού. Αλλά κάποια μέρα που είχε πιει πολύ έπεσε από μια σκαλωσιά. Σοβαρά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Μόλις ο Γιοβάνης το έμαθε του έστειλε μια ωραία ανθοδέσμη και πήγε και ο ίδιος να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο. Η καρδιά όμως του Αντώνιο ήταν σκληρή σαν την πέτρα. Εντούτοις του έκανε μεγάλη εντύπωση η αγάπη που του έδειξε ο Γιοβάνης. Κάθε εβδομάδα τον επισκεπτόταν και σιγά σιγά ο Αντώνιο άρχισε να διαβάζει τη βίβλο. Στην αρχή το έκανε επειδή δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Γρήγορα όμως του γεννήθηκε το ενδιαφέρον.
Μια ημέρα ο Αντώνιο ανέγνωσε αυτό το εδάφιο: «Υιέ μου μη καταφρονείς την παιδεία του Κυρίου». Αυτό ταίριαζε στην περίπτωσή του.
Ο Λόγος του Θεού που έχει τη δύναμη να συντρίβει το βράχο ενήργησε στην καρδιά του. Αναγνώρισε την κατάστασή του και ομολόγησε τις αμαρτίες του στο Θεό. Επίσης, έμαθε να πιστεύει με τελεία εμπιστοσύνη στο τέλειο έργο που εκτέλεσε ο Κύριος Ιησούς επάνω στο σταυρό. Η ψυχή του είχε θεραπευθεί.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
gkou
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 2629
Εγγραφή: Τρί Μαρ 21, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Γεωργία@Κόρινθος

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από gkou »

Διδαχή του Γέροντος Βαρλαάμ στον Ιωάσαφ: σε κάποια πόλη οι πολίτες είχαν έθιμο να επιλέγουν για βασιλιά τους έναν άγνωστο που δεν ήξερε τους νόμους και τα έθιμά τους. Αφού τον έστεφαν βασιλιά, τον έντυναν με πανέμορφα ρούχα, τον έτρεφαν αφειδώς και τον περιέβαλαν με κάθε πολυτέλεια. Ωστόσο μόλις περνούσε ένας χρόνος από τη στέψη του , τον εκθρόνιζαν, του έπαιρναν πίσω τα ρούχα και όλες τις ανέσεις που του έδωσαν και τον οδηγούσαν τελείως γυμνό σε κάποιο απομακρυσμένο νησί, όπου μπορούσε να πεθάνει από τις κακουχίες και τη δυστυχία. Ύστερα, οι πολίτες αυτής της πόλεως διάλεγαν άλλον ξένο για βασιλιά τους, μόνο για ένα χρόνο πάλι, κατόπιν διάλεγαν έναν τρίτο ξένο, ύστερα έναν τέταρτο, πέμπτο, έκτο κ.ο.κ.
Κάποτε συνέβη να επιλέξουν έναν πολύ σοφό και προσεκτικό άνθρωπο για βασιλιά τους. Αυτός πληροφορήθηκε από τους υπηρέτες του το τι είχε συμβεί στους προηγούμενους βασιλείς , μετά την ετήσια θητεία τους. Έτσι, λοιπόν, στη διάρκεια της δικής του θητείας συγκέντρωνε επιμελώς προμήθειες τροφίμων και αγαθών και τα έστελνε καθημερινά σ’ εκείνο το νησί. Όταν συμπληρώθηκε ο χρόνος του και ήρθαν και του πήραν όλα όσα είχε, αγαθά και ρούχα, οδηγώντας τον ύστερα στο νησί της εξορίας, εκείνος βρέθηκε με τεράστια αποθέματα φαγητών, πολύτιμων λίθων, ασημιού και χρυσού, κι έτσι συνέχισε να ζει εκεί ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι είχε ζήσει στην πόλη!
Η ερμηνεία αυτής της ιστορίας; Η πόλη αντιπροσωπεύει τον κόσμο, οι πολίτες τα πονηρά πνεύματα και οι βασιλείς είναι οι άνθρωποι, άφρονες ή σοφοί. Οι άφρονες σκέπτονται μόνο τις απολαύσεις της παρούσας ζωής, σαν να ήταν αιώνιες˙ στο τέλος έρχεται ο θάνατος κα τους στερεί όλες τις απολαύσεις και τότε, απογυμνωμένοι από κάθε αγαθό, πηγαίνουν στην κόλαση. Απεναντίας , οι σοφοί επιτελούν πολλά καλά έργα και στέλνουν τα καλά έργα τους να προπορεύονται στον άλλο κόσμο. Στην κοίμησή τους, οι σοφοί βασιλείς – οι αγαθοί άνθρωποι- αναχωρούν για εκείνο τον κόσμο, όπου τους περιμένουν συσσωρευμένοι θησαυροί και όπου βασιλεύουν με ακόμη μεγαλύτερη δόξα και ομορφιά απ’ ό,τι βασίλευαν εδώ στη γη!

Από το βιβλίο: «Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Πνευματικό ημερολόγιο
Ο Πρόλογος της Αχρίδος
Βίοι Αγίων, Ύμνοι, Στοχασμοί και Ομιλίες για κάθε ημέρα του χρόνου.
Νοέμβριος»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ
Domna
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6147
Εγγραφή: Τετ Μαρ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Γερμανία
Επικοινωνία:

Οπτασία κάποιου ελεήμονος και ευλαβούς χριστιανού

Δημοσίευση από Domna »

Edit: Συγχώνευση στο θέμα, επειδή έχει δημοσιευτεί ξανά, εδώ: viewtopic.php?f=14&t=11641&start=110#p184414
Ένας παντρεμένος άνθρωπος που είχε παιδιά και δούλους και άφθονο πλούτο, ήταν πολύ ελεήμων και φιλόξενος. Μία νύκτα, αφού εδείπνησε, κοιμήθηκε και το πρωί τον εβρήκαν ξαπλωμένο στη γη, ψυχρό, αναίσθητο, σαν να ήταν πεθαμένος. Οι συγγενείς του τον εσήκωσαν, τον έβαλαν στο στρώμα, κάνοντάς του διάφορες γιατρειές και ζεσταίνοντάς τον για να αναζήση, αλλά μάταια εκοπίαζαν. Μετά από πολλές ημέρες ήλθε στον εαυτό του και ερωτήθηκε από τους συγγενείς του να τους ειπεί τί έπαθε και πού βρισκόταν τόσες ημέρες νεκρός. Εκείνος δεν αποκρινόταν, μόνο έκλαιγε απαρηγόρητα και ακατάπαυστα και, μέχρι του θανάτου του, δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Όταν πλησίαζε το τέλος, εκάλεσε τον μεγαλύτερο γιο του και του είπε τα εξής μπροστά σε όλους:
«Αγαπητό μου παιδί, αυτή την τελευταία εντολή σου δίνω προστακτικά και σε διατάζω να την τηρής αυστηρά, όσο μπορείς. Να δίνεις ελεημοσύνη στους πτωχούς και να έχεις πολλή συμπάθεια στους ξένους και οδοιπόρους. Να τους περιποιείσαι στο σπίτι σου με πολλή αγάπη, να τους υπηρετής πρόθυμα και να τους δίνεις άφθονα, όσα χρειάζονται, καθώς είδες να κάνω και εγώ μέχρι τώρα. Διότι η φιλοξενία είναι η πιο ευπρόσδεκτη στον Θεό απ' όλες τις αρετές και όποιος την εκτελεί επιμελώς, για την αγάπη του Θεού, ευρίσκει πολύ μισθό στην ουράνια Βασιλεία Του.



Και για να παρακινηθήτε όλοι οι συγγενείς μου σ' αυτή την φιλόθεη πράξη της καλωσύνης και συμπαθείας προς τους ξένους και πτωχούς, την τελευταία αυτή ημέρα μου θα σας διηγηθώ την φοβερή οπτασία που είδα, όταν με ευρήκατε ωσάν αποθαμμένον προ ετών, κάτω στο πάτωμα του σπιτιού μας.
Γνωρίζετε ότι από την νεότητά μου είχα πολλή ευλάβεια στην Υπεραγία Θεοτόκο και κάθε ημέρα της εδιάβαζα εγκώμια και ευχές. Γι' αυτό μου τον πόθο και την αγάπη που είχα με όλη μου την ψυχή και την καρδιά, με αξίωσε ο Δεσπότης, με τις δικές της πρεσβείες, να απολαύσω πολλές δωρεές και χάριτες, μα προπαντός για τη συμπάθεια που είχα για τους πτωχούς και ξένους, καθώς εσείς το ξέρετε, υποδεχόμενος τον καθένα με αγάπη και παρέχοντας άφθονα, όλα τα χρειαζόμενα.
Την νύκτα εκείνη που είδα την οπτασία, άκουσα φωνή που εφώναξε με το όνομά μου λέγοντας: «Σήκω από το κρεβάτι και ακολούθησέ με». «Όταν σηκώθηκα, μ' έπιασε βίαια εκείνος που με φώναξε από το χέρι και με ωδήγησε σ' ένα μεγάλο λιβάδι.
Τότε αυτός έγινε άφαντος και εγώ μόνος μου, μη ξέροντας τι να κάνω, άκουσα πίσω μου ξαφνικά φοβερές φωνές και ταραχές. Γυρίζοντας πίσω βλέπω ένα άπειρο πλήθος δαιμόνων και ήρχοντο κατεπάνω μου να με αρπάξουν ως θηρία ανήμερα. Εγώ, καθώς τους είδα, όσο μπορούσα, έτρεχα με ασυγκράτητο φόβο έως ότου έφθασα σε ένα σπίτι και μπαίνοντας μέσα έκλεισα την πόρτα. Αλλά αυτοί την έσπασαν και μπήκαν μέσα να μ' αρπάσουν. Αλλά για να καταλάβεις καλλίτερα, άκουσε και αυτά. Είναι τώρα τρία χρόνια αφ' ότου επήρα ένα ξένο εδώ στο σπίτι μου, από το βράδυ της εορτής των Αγίων Πάντων για να τον φιλοξενήσω, κατά την συνήθειά μας.
Φθάνοντας στο σπίτι, ευρήκα και άλλον ξένο, που είχε κρατήσει η μητέρα σου, κατά το πρόσταγμά μου που της είχα δώσει, να υποδέχεται και φιλοξενή τον καθένα ως άγγελο Κυρίου και σε λίγο έφερε άλλον έναν και ο αδελφός σου. Τότε εγώ εδοκίμασα μεγάλη χαρά που αξιώθηκα να υποδεχθώ και φιλοξενήσω στο σπίτι μου αυτούς τους τρεις ξένους κατά τον τύπο της Παναγίας Τριάδος. Τους εφίλευσα πλουσιοπάροχα, όσο μου ήταν δυνατόν, κατά την συνήθειά μου.
Όταν λοιπόν, επανέρχομαι στην οπτασία, μπήκαν μέσα οι δαίμονες, άρχισα να φωνάζω στον Κύριο να μ' ελεήση με τις πρεσβείες της Παναχράντου Μητρός Του.
Τότε βλέπω τρεις ωραίους άνδρες και μου λέγουν: «Μη φοβάσαι διότι εμείς ήλθαμε να σε βοηθήσουμε». Αφού έδιωξαν τους δαίμονες μ' ερώτησαν, εάν τους ήξερα. Εγώ τους είπα: «Όχι, Κύριοί μου, δεν σας γνωρίζω». Οι δε αποκρίθηκαν: «Εμείς είμεθα εκείνοι οι τρεις ξένοι που εφίλευσες στο σπίτι σου με πλούσια και αβραμιαία καρδιά και μας έστειλε ο Κύριος προς βοήθειά σου, να σε ανταμείψουμε για την πολλή αγάπη που μας έδειξες, και να οπού σε ελυτρώσαμε από τα χέρια των δαιμόνων». Αφού είπαν αυτά έγιναν άφαντοι.
Εγώ ευχαρίστησα τον Θεό και φοβούμενος να βγω έξω μήπως με πειράξουν πάλι, έμεινα λίγη ώρα μέσα στο σπίτι. Μετά από λίγο έκανα το σημείο του Σταυρού και βγήκα έχοντας την ελπίδα μου στον Κύριο. Αφού εβάδισα λίγο, είδα να τρέχουν πίσω μου οι δαίμονες λέγοντας τα εξής: Ας τρέξουμε τώρα να τον πιάσουμε μήπως και μας φύγη». Εγώ φοβήθηκα και τρέχοντας περισσότερο, εφώναξα στην Θεοτόκο: «Παναγία Θεοτόκε, βοήθησέ με». Έτσι τρέχοντας έφθασα σ' ένα πύρινο ποτάμι, που ήταν γεμάτο φίδια και άλλα φοβερά θηρία του Άδου.
Το σώμα τους ήταν όλο χωμένο μέσα στις φλόγες και μόνο το στόμα τους είχαν έξω ανοιχτό, ωσάν να πεινούσαν και ήθελαν να με φάγουν. Οι δαίμονες που με κυνηγούσαν, με φώναζαν να πέσω μέσα στο ποτάμι η θα με ρίξουν εκείνοι. Εγώ τότε εκύταζα τριγύρω, εάν υπάρχη κάποια άλλη διέξοδος, οπότε και βλέπω ένα πολύ στενό γεφύρι ως μια σπιθαμή και τόσο ψηλό, ώστε μου φαινόταν πως έφτανε στον ουρανό. Μη ξέροντας τι να κάνω απ' αυτά τα τρία, δηλαδή να πέσω στο ποτάμι, όπου φοβόμουν την φωτιά και τους δράκοντες, να μείνω στην εξουσία των δαιμόνων, που ήταν χειρότερο ή να ανέβω το γεφύρι; Προτίμησα το τρίτο. Έτσι ανέβαινα τα σκαλιά ένα-ένα με πολύ φόβο και κίνδυνο να πέσω κάτω στις φλόγες.
Οι πονηροί δαίμονες με ακολουθούσαν με φωνές και απειλές. Όταν ήμουν στην κορυφή του γεφυριού, έφθασαν και οι δαίμονες και εγώ τότε με δάκρυα εβόησα προς την Θεοτόκο: «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με». Τότε, ευρέθηκε ενώπιόν μου η φιλεύσπλαχνη Μητέρα της ελεημοσύνης και μου έδωσε το δεξί της χέρι λέγοντας: Μη φοβάσαι, αγαπημένε δούλε μου. Επειδή εσύ μου διάβαζες εγκώμια και προσευχές και αγαπούσες τους φτωχούς, τους ελαχίστους αδελφούς του Υιού και Δεσπότου μου, γι' αυτό ήλθα και εγώ να σε βοηθήσω στην ανάγκη σου». Αφού μου είπε αυτά με εκράτησε από το χέρι και, ώ του θαύματος! σε μια στιγμή μ' έφερε στο σπίτι μου και μπήκε η ψυχή μου στο σώμα μου, ενώ εσείς με θεωρούσατε ως πεθαμένο.
Λοιπόν παιδί μου, να μη αμελήσης και εσύ την υπηρεσία αυτή προς την Μητέρα του Παντοδυνάμου Θεού, την Πανάχραντη Θεοτόκο, αλλά κάθε ώρα να την υμνολογής, να την δοξάζεις, όπως πρέπει και όπως μέχρι τώρα έκανα και εγώ ο πατέρας σου. Έτσι θα την έχεις βοήθεια σε κάθε σου ανάγκη.
Αυτό είναι το πρώτο πρόσταγμά μου που σου παραγγέλλω. Το δεύτερο είναι, όπως σου προείπα, βίαζε τον εαυτό σου, όσο μπορείς να αγαπάς τους ξένους, τους πτωχούς, τις χήρες, τα ορφανά, να τους δίνεις όλα τα αναγκαία, εάν θέλεις ν' απολαύσης σ' αυτόν τον κόσμο κάθε αγαθό και να κληρονομήσης και την αιώνια Βασιλεία του Θεού!».
Αυτά, αφού είπε ο αοίδιμος σ' όλους τους παρευρισκομένους να ευλαβούνται την Θεομήτορα και να βοηθούν τους πτωχούς, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Ο γυιός του, ενθυμούμενος σ' όλη την ζωή του τις πατρικές συμβουλές, εξήσκησε ενάρετη πολιτεία και μετά το τέλος της επιγείου ζωής του, αξιώθηκε της ουρανίου μακαριότητος.
Εκ του βιβλίου "Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις γιάτην άλλη ζωή" Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"


http://xristianoss.blogspot.com/2011/11 ... .html#more
Ο αληθινός χριστιανός έχει τρία γνωρίσματα:
1. Διαβάζει τον Λόγο του Θεού (Αγία Γραφή).
2. Τον εφαρμόζει στη ζωή του.
3. Φροντίζει να τον διαδίδει για να σώζονται και οι άλλοι και να γίνονται κοινωνοί του θαύματος που έζησε.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Μηνύματα”