Ι.Μ. Διονυσίου, Παναγία του Ακαθίστου

Οτι έχει σχέση με την Αγιογραφία και τους Αγιογράφους.

Συντονιστές: konstantinoupolitis, Συντονιστές

Απάντηση
g_aggelos
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1474
Εγγραφή: Πέμ Φεβ 24, 2005 6:00 am
Τοποθεσία: Άγγελος @ Αθήνα
Επικοινωνία:

Ι.Μ. Διονυσίου, Παναγία του Ακαθίστου

Δημοσίευση από g_aggelos »

Εικόνα

Ένα από τα σημαντικώτερα κειμήλια της Ιεράς Μονής Διονυσίου είναι η Παναγία του Ακάθιστου, δώρο του Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού του γ' στον κτίτορα της Μονής Αγιο Διονύσιο, κατά το 1375. Είναι η ίδια εικόνα, ενώπιον της οποίας εψάλησαν για πρώτη φορά οι Χαιρετισμοί της Θεοτόκου στην Κωνσταντίνου Πόλι προς ευχαριστίαν για την σωτηρία της Πόλεως από τους Πέρσες και Αβάρους, επί αυτοκράτορας Ηρακλείου και Πατριάρχου Σεργίου, υστέρα από τη γνωστή πολιορκία κατά το 626.
Ή παράδοση αναφέρει πως είναι μία από τις εβδομήντα μικρές εικόνες του Εύαγγελιστού Λουκά. Η ύλη της εικόνας είναι κηρός και μαστίχη και η μορφή της αρκετά αλλοιωμένη με δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά, καθώς έχει πολλές φορές αναβλύσει ευώδες μύρο. Ευρίσκεται στο ομώνυμο παρεκκλήσιο, το ενωμένο στην βορειοδυτική πλευρά του Καθολικού και καθημερινά διαβάζονται οι χαιρετισμοί εμπρός της. Εορτάζει το Σάββατο του Ακάθιστου, την Ε' Εβδομάδα των Νηστειών, κατά το όποιο για περισσότερη λαμπρότητα μεταφέρεται στο καθολικό και τίθεται επί ειδικού θρόνου. Οι διαστάσεις της εικόνας είναι περίπου 31 επί 27 εκατοστά. στην ασημένια επένδυση της θαυματουργής αυτής εικόνας και στο παμπάλαιο ξύλο της επιγραφές πληροφορούν πως η εικόνα αυτή είναι που κρατούσε ο πατριάρχης Σέργιος (610638) και περιερχόμενος τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, έδιωξε όλους τους πολεμίους το 626. Κατά το 1592 Αλγερινοί πειράται άρπαξαν την αγίαν εικόνα, κι ο αρχηγός τους την έκλεισε μέσα σε κιβώτιο και απέπλευσε, απειλών και υβρίζων τους Μοναχούς. Τη νύχτα βλέπει τρεις φορές στο όνειρο του την Ύπεραγία Θεοτόκο να τον απειλή και να του λέη: Γιατί, πονηρέ άνθρωπε, με ασφάλισες μέσα στη φυλακή; γύρισε με στο κατάλυμα μου, όπου περνούσα ήσυχα και ειρηνικά. Αυτός δεν εννόησε, περιφρόνησε αυτά τα λόγια και μήτε τα συλλογιζόταν. Αλλα αμέσως σηκώθηκε σφοδρός άνεμος και φοβερή θαλασσοταραχή, ώστε το πλοίο κινδύνευε να βυθιστή. Μόνο τότε θυμήθηκε τα περί της αγίας Εικόνας, οπότε έτρεξε στο κιβώτιο και το ηύρε σπασμένο σε πολλά μέρη και την αγία Εικόνα λουσμένη σε πολύ ευωδέστατο μύρο που έρρεε συνεχώς.
Μόλις την πήρε στα χέρια του, αμέσως άρχισε να κατευνάζη ο σφοδρός άνεμος και η τρικυμία, και οι σύντροφοι του τον παρακινούσαν να την γυρίσουν στο Μοναστήρι. Προσορμίστηκαν στο λιμάνι, ειδοποίησε τους Μοναχούς για την Εικόνα και τους παρακαλούσε να κατέβουν να την παραλάβουν με τιμές. Οι Μοναχοί, μόλις άκουσαν αυτό το θαύμα, αμέσως κατέβηκαν ντυμένοι τις ιερατικές στολές, με λαμπάδες και θυμιατά, παρέλαβαν την αγίαν Εικόνα και την έβαλαν στη θέση της. ο δε πειρατής έδειχνε το σπασμένο κιβώτιο του και τα ρούχα του, που ήσαν βρεγμένα από το ευωδέστατο εκείνο μύρο, ώστε όλοι θαύμασαν. και πολλοί των συντρόφων του εγκατέλειψαν την αποτρόπαια πειρατεία, μετενόησαν και άφησαν τον αρχηγό τους και έμειναν στο Μοναστήρι, όπου βαπτίσθηκαν και έγιναν Μοναχοί, ενώ όσοι σκληρύνθηκαν είχαν κακό τέλος σε λίγες μέρες.
Το 1767 έκλεψε την αγίαν αυτήν Εικόνα σπείρα λωποδυτών από την Δαλματία. στον δρόμο όμως της επιστροφής έγιναν αντιληπτοί από Έλληνες βοσκούς, που τους την πήραν και την έφεραν στη Σκόπελο. ΟΙ δημογέροντες του νησιού αρνήθηκαν να επιστρέψουν την εικόνα στους Διονυσιάτες μοναχούς, που ήρθαν για να την πάρουν. Μετά τρεις μήνες το νησί τιμωρήθηκε με πανώλη και οι Σκοπελίτες μετανοημένοι επέστρεψαν την εικόνα στο Μοναστήρι, αφιερώνοντας μάλιστα και ένα μετόχι στο νησί τους (δ').
* * *
Το 1917 απεβίωσε ο Διονυσιάτης Μοναχός Ανθιμος σε ηλικία 72 ετών. Το 1916 προσεβλήθη από ελονοσία ο αρχάριος Μοναχός Λάζαρος, τον όποιον επισκεπτόταν και παρηγορούσε ο γερο Ανθιμος: Να ελπίζης στη βοήθεια της Παναγίας μας, της μεγάλης Ιατρού και προστάτιδας των Μοναχών. και για επιβεβαίωση των λόγων του διηγείτο την προσωπική του περιπέτεια.
Κι εγώ, παιδί μου, όταν ήμουν στην ηλικία σου (25 ετών) και μάλιστα νεόκουρος, με βρήκε μια μεγάλη ασθένεια, που έγινα ένα πτώμα για μεγάλο διάστημα. Όμως ευχαριστώ την Παναγία μας, που με λυπήθηκε και με θεράπευσε. Είχαν αδυνατίσει τόσο τα μέλη του σώματος μου, 'ίσως από ρευματισμούς η άλλην ασθένεια, ώστε σε λίγο καιρό παρέλυσα όλος. Τα πόδια μου αδυνάτισαν τόσο, ώστε βάδιζα με δεκανίκια, και, σαν να μην έφτανε αυτό, έπεσε στα μάτια μου ένα σύννεφο και μόλις διέκρινα μπροστά μου. Φρόντισε το Μοναστήρι και ήρθαν δύο γιατροί, αλλά δυστυχώς καμμίαν ωφέλεια δεν είδα. Μάλιστα, όσο περνούσε ο καιρός, χειροτέρευα. Μέρα νύχτα έκλαιγα και έλεγα: ώ Χριστέ μου, τι είναι τούτο το κακό που με βρήκε; εγώ είμαι ο αμαρτωλότερος; να είμαι από τώρα, νέο καλογεράκι, στο νοσοκομείο και να με υπηρετούν οι γέροι; παράλυτος; τυφλός; καλύτερα να πεθάνω, Κύριε μου. Τέτοια και άλλα παρόμοια έλεγα με δάκρυα και παράπονο στον Χριστό μας.
Πολλοί αδελφοί μου έλεγαν να πάω έξω στον κόσμο σε καλύτερους τάχα γιατρούς. Αλλα ένας ευλαβής, που με αγαπούσε με όλη του την ψυχή και με ελυπείτο, σαν άκουσε που με συμβούλευαν να πάω στους γιατρούς, με πλησιάζει, με παρηγορεί και μου δίνει θάρρος τονώνοντας την πίστη μου. Με προτρέπει να προσπέσω στην Παναγία του Ακάθιστου που έχομε εδώ, να την παρακαλέσω με πίστη θερμή και δάκρυα και μάλιστα τώρα που πλησιάζει η γιορτή της ήταν Μεγάλη Σαρακοστή και αύτη σαν συμπονετική Μητέρα και πέλαγος της ευσπλαγχνίας θα κάμη σε με τον ταλαίπωρο έλεος.
Επείσθην και δέχτηκα τις συμβουλές του αδελφού αυτού και στράφηκα με όλη μου την ψυχή και την καρδιά στην Παναγία μας, παρακαλώντας την με θερμά δάκρυα... Όταν ήλθε η γιορτή της, το πέμπτο Σάββατο της Αγίας Τεσσαρακοστής, από την παραμονή κλείστηκα μέσα στην εκκλησία και αγρύπνησα. Δεν έπαυσα να κάνω μετάνοιες κοντά στην εικόνα όσες μπορούσα και από τον πολύ κόπο απόκαμα και με πήρε ο ύπνος μπροστά στην εικόνα. Αλλ' ώ Πανύμνητε Μήτερ, πόσο μεγάλη είναι η χάρη σου και η πολλή εύσπλαγχνία! Βλέπω, αδελφέ μου, την Παναγία στα ολόχρυσα ντυμένη και μέσα σ' ένα λαμπρότατο φως, εξαστράπτουσα από λάμψη και δόξα, ως δύο πήχες ψηλά απ’ τη γη και με έβλεπε με Ιλαρό βλέμμα. Ανοιξε το πανάγιο και μελίρρυτο στόμα της και μου λέει: γιατί κλαις, παιδί μου Ανθιμε; πως να μη κλαίω, Παναγία μου; δε βλέπεις τα χάλια μου, πως έγινα; Μην κλαις, αλλά επιμελήσου τη σωτηρία σου.
Αυτά μου είπε και αφού με ευλόγησε ανελήφθη. Εγώ τότε ξύπνησα και νόμισα πως είχα δει όνειρο. Τρίβω τα μάτια μου και έβλεπα τις καντήλες που άναβαν! Κάνω κουράγιο να σηκωθώ όρθιος. Βλέπω πως περπατώ με ευκολία! Τότε ήρθα στον εαυτό μου και κατάλαβα ότι η Παναγία με θεράπευσε και από τις δυο ασθένειες. Ω! πόση χαρά μου ήρθε! Πόσα δάκρυα έχυσα ευχαριστώντας την Παναγία! πόσους ύμνους έψαλα! αδελφέ μου, δεν περιγράφονται.
Σε λίγο ήρθε ο εκκλησιαστικός, άνοιξε την εκκλησία και, σαν με είδαν υγιή όλοι οι Πατέρες, δοξολογούσαν τον Κύριο και απ’ τα βάθη της ψυχής τους ευχαριστούσαν την Παναγία μας για την άπειρη αγάπη και συμπάθεια, που έχει προς όλους τους Χριστιανούς και Ιδιαιτέρως σε μας τους Μοναχούς (ιδ' 136).
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αγιογραφία”