Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος (& άλλοι γέροντες)

Διαβάσατε ένα καλό Ορθόδοξο Χριστιανικό βιβλίο; προτείνετε το και σε μας.

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος (& άλλοι γέροντες)

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Εικόνα
Πάρα πολλά βιβλία γράφτηκαν και κυκλοφορούν για τη ζωή, τις διδαχές και τα θαύματα του γνωστού σε όλους μας Γέροντα Παϊσίου. Πώς ήταν όμως ο μικρός Αρσένιος( αυτό ήταν το βαφτιστικό του Γέροντα) σαν παιδί; Αυτό ακριβώς μας περιγράφει, η Άννα Ιακώβου, στο βιβλίο της, από τη σειρά «Άθως-παιδικά»,( των εκδόσεων Σταμούλη), «Ήταν κάποτε παιδιά-Ο Γέρων Παΐσιος». Διαλέξαμε, λοιπόν, για τους μικρούς μας φίλους, κάτι από τα παιδικά του χρόνια και μερικές από τις χαριτωμένες ιστορίες του.

- Πρέπει, να τρως καλά, συνέχισε εκείνη. Πρώτα όλο το φαΐ σου κι έπειτα όσα φρούτα θέλεις. Τα φρούτα έχουν βιταμίνες και πολύ θρεπτικά.

Ο Αρσένιος δίχως να μιλά την κοίταζε μ’ εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια του που λάμπανε γεμάτα φως και που για χάρη τους η μάνα του τον φώναζε γουμπισία που στα φαρασιώτικα θα πει πυγολαμπίδα.

- Φαντάζομαι πως έχεις φάει το μεσημεριανό φαΐ σου για να τρως τώρα τζάνερα, του είπε η Καίτη.

- Δεν έφαγα, απάντησε μουρμουρίζοντας ο Αρσένης.

- Και γιατί, να σε χαρώ, δεν έφαγες, τον ρώτησε εκείνη θορυβημένη. Μήπως και η μάνα σου δεν πρόλαβε σήμερα να μαγειρέψει απ’ τις δουλειές;

- Μαγείρεψε, είπε ντροπαλά το παιδί.

- Κι εσύ τότε γιατί δεν έφαγες; Το ξέρεις πως είσαι πολύ αδύνατος; Έτσι που πας δε θα μεγαλώσεις ποτέ. Μια στάλα θα μείνεις!

- Δεν έφαγα, γιατί σήμερα είναι Τετάρτη, ψέλλισε με κατεβασμένο το κεφάλι ο Αρσένης και η φωνή του ίσα που έφτασε ως το μπαλκονάκι.

- Και τι μ’ αυτό; είπε με απορία η Καίτη. Δεν είχε κάνει η μάνα σου νηστίσιμο φαγητό;

- Είχε κάνει πατάτες, απάντησε το παιδί. Μονάχα που τις μαγείρεψε στην ίδια κατσαρόλα που έκανε χθες και τ’ αρτύσιμα. Κι όπως και να το κάνεις, ρουφάει η κατσαρόλα και χαλάει και το νηστίσιμο φαΐ. Γι’ αυτό κι εγώ δεν τρώω τις νηστίσιμες μέρες.

- Τόσο το καλύτερο, απάντησε ο αδερφός του που είχε ακούσει ετούτη την κουβέντα τρυπώνοντας ξανά στον κήπο του σπιτιού τους από μια σπασμένη σανίδα του φράχτη. Θα τρώω εγώ διπλή μερίδα.

Έτσι γινόταν πάντα με τον αδερφό του. Ήτανε βλέπεις ο μεγαλύτερος και όριζε κατά πως ήθελε τον Αρσένη με διαταγές και προσταγές.

Κι ο μικρός Αρσένης ποτέ δε διαμαρτυρόταν με όλα τούτα που του έκανε.

Μονάχα που καμιά φορά στεναχωριότανε με τα εμπόδια που κάθε τόσο του έβαζε μπρος του.

Τα βράδια, για παράδειγμα, κάνοντας τον κοιμισμένο, παραφύλαγε κάτω από τις κουβέρτες κι όταν καταλάβαινε τον Αρσένη να σηκώνεται σιγά-σιγά, για να κάνει την προσευχή του ή τις μετάνοιες του εκεί, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγιάς, σηκωνότανε κι εκείνος και τον ξάπλωνε ξανά στο στρώμα με το ζόρι.

- Ο Θεός έκανε τη νύχτα για να κοιμόμαστε κι όχι για να ξενυχτούμε σαν κουκουβάγιες ή πες καλύτερα, σαν γουμπισίες, του έλεγε πεισματωμένος. Κι αν εσύ θέλεις να κάνεις τον ασκητή και τον καλόγερο, δε σου φταίω σε τίποτε εγώ που θέλω να κοιμηθώ. Δεν μπορώ να νιώθω άλλον να περπατεί και να στριφογυρίζει μέσα στο δωμάτιο. Κατάλαβες;

Αυτή του την παραξενιά την καταλάβαινε ο Αρσένιος. Ήξερε καλά πως έπρεπε τον αδερφό του σαν μεγαλύτερο να τον ακούει. Γι’ αυτό και ποτέ του δε μιλούσε. Ακόμη κι όταν του έπαιρνε τα μικρά φυλλάδια με τους βίους των Αγίων που διάβαζε και τα εξαφάνιζε από προσώπου γης. ο Αρσένιος υπομονετικά το ανεχόταν. Δεν καθόταν όμως και με σταυρωμένα τα χέρια. Έτρεχε διψασμένος και ζητιάνευε δεξιά κι αριστερά καινούργια συναξάρια, τα διάβαζε στα κρυφά και τα έδινε και πάλι πίσω.

Όπως και να ήτανε τα πράματα, ο Αρσένιος το είχε για τα καλά αποφασίσει πως, σαν μεγαλώσει, θα γίνει καλόγερος. Το έλεγε μάλιστα και σ’ όποιον τον ρωτούσε.

- Καλόγερος θέλει να γίνει ο αδερφός σου; Είπε ο Κώστας μια μέρα καθώς κουβέντιαζαν και γελούσαν με τις παραξενιές του Αρσένη. Θα τον κάνω εγώ να ξεκαλογερέψει στο πι και φι.

- Πώς; τον ρώτησε περίεργο το παιδί.

-Έλα. Πάμε να τον βρούμε και θα δεις. του είπε εκείνος.

- Ο Αρσένης είναι αγύριστο κεφάλι. Ό,τι του καρφώνεται στο μυαλό δύσκολα το αλλάζεις. Εδώ εγώ, που όλη μέρα του έχω βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι, δεν κατάφερα τίποτε, θα το καταφέρεις, νομίζεις, εσύ με δυο κουβέντες που θα του πεις;

- Προχώρα και θα δεις. του είπε με σιγουριά ο Κώστας και τράβηξαν οι δυο τους κατά την πλατεία να βρούνε τον Αρσένη που εκείνη την ώρα έπαιζε με τα παιδιά.

- Αρσένη, του φώναξε από μακριά ο αδερφός του, μόλις τον είδε να παίζει κλοτσώντας μια πάνινη μπάλα. Εμείς πηγαίνουμε με τον Κώστα ως το πέτρινο γεφύρι κάτω στο ποτάμι. Έλα να μας κάνεις παρέα ως εκεί κι έπειτα εσύ, αν θέλεις, πας και στο ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, που είναι λίγο πιο πάνω από το γεφύρι μέσα στο φαράγγι, για να κάνεις τα καλογερικά σου.

Ο Αρσένης στάθηκε για λίγο στον τόπο σκεπτικός.

- Τι δουλειά έχω εγώ τώρα να τρέχω στο ποτάμι, συλλογίστηκε. Αυτοί σίγουρα θα πηγαίνουν για καραβίδες. Θα χαζολογήσουν εκεί κάτω ως το απόγευμα. Αν δε μου ’λεγαν για το ερημοκλήσι, ούτε λόγος θα γινότανε να πάω μαζί τους. Τώρα όμως…

Με μεγάλες δρασκελιές ο Αρσένης τους πλησίασε.

- Εντάξει. Θα ‘ρθω. τους είπε. Μονάχα να πούμε ένα λόγο στη μάνα. Να ξέρει πού είμαστε.

- Προχωράτε εσείς, είπε κρυφογελώντας ο αδερφός του. Θα πάω εγώ στο σπίτι να τους το πω. Μη με περιμένετε. Θα σας φτάσω, φώναξε τρέχοντας, και χάθηκε από μπρος τους σαν καπνός.

Ο Κώστας με τον Αρσένη προχωρούσανε με βήμα γρήγορο, δίχως να μιλούν μεταξύ τους και κοιτάζοντας πού και πού πίσω να δούνε αν ερχότανε κι ο τρίτος της παρέας.

………..

- Μα πες μου. βρε Αρσένη, είπε κι όρμησε στα ξαφνικά ο Κώστας και τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο. Τι γυρεύεις και τρέχεις ολημερίς στα ξωκλήσια και τα προσκυνητάρια;

- Τι θα πει τι γυρεύω, απάντησε το παιδί. Το Θεό γυρεύω.

- Ωραία, του είπε ο Κώστας ειρωνικά κι άφησε το μπράτσο του με μια σπρωξιά. Αν τον βρεις πουθενά, μίλα μου κι εμένα να έρθω να τον δω.

Ο Αρσένης τον κοίταξε ξαφνιασμένος μ’ εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια του που γέμισαν φως έτσι όπως άνοιξαν τούτη την ώρα διάπλατα από την έκπληξη.

…….

Χαριτωμένου χαριτωμένα !

Ο Γέροντας ήταν από την φύση του ανοιχτός κι ευχάριστος άνθρωπος. Του άρεσε να διηγείται χαριτωμένες ιστορίες με πνευματικό περιεχόμενο και να γελά από την καρδιά του. Μερικά τέτοια περιστατικά που συνέβησαν και τα διηγούνταν ο ίδιος μπορείτε να διαβάσετε πιο κάτω.

* Κάποτε κάποιος επισκέπτης αδιάφορος για τα πνευματικά ρώτησε το γέροντα….

- Πάτερ, τι κάνεις εδώ στο Άγιον Όρος; Κι ο πατήρ Παΐσιος του απάντησε…,

- Προσέχω τα μυρμήγκια να μην τσακώνονται.

* Κάποια άλλη φορά ο γέροντας φύτευε στο μικρό του κήπο στην «Παναγούδα» κοκκάρι, δηλαδή μικρούς βολβούς κρεμμυδιών. Το κοκκάρι το είχε βάλει μέσα σε ένα άδειο κουτί κονσέρβας από καλαμαράκια.

Κάποιος επισκέπτης που τον είδε τον ρώτησε…

- Γέροντα τι κάνεις εκεί;

- Φυτεύω καλαμαράκια, απάντησε ο Γέροντας.

- Πιάνουν γέροντα; συνέχισε εκείνος.

- Πώς, πιάνουν! Άμα τα βάλεις με τα μουστάκια κάτω, πιάνουν.

* Κάποιο παιδί είχε μεγάλη αγάπη στα γλυκά. Έτσι στο σπίτι του δεν άφηνε γλυκό για γλυκό. Πολλές φορές μάλιστα η μητέρα του είχε εκτεθεί, γιατί πήγαινε να κεράσει τους επισκέπτες της και τότε διαπίστωνε πως τα γλυκά της είχανε κάνει φτερά.

Ο θείος του πηγαίνοντας κάποια φορά στο Άγιον Όρος πήρε μαζί και τον νεαρό ανιψιό του. Οι δυο τους έφτασαν και στο κελάκι του γέροντα για να πάρουν την ευχή του. Εκεί ήταν και άλλοι προσκυνητές καθισμένοι στο υπαίθριο αρχονταρίκι του γέροντα. Εκείνος κρατώντας ένα κουτί με λουκούμια πέρασε απ’ όλους και τους κέρασε. Όταν τελείωσε, ξαναγύρισε και στάθηκε μπροστά στον νεαρό και του είπε γελώντας…

- Εσύ πάρε ακόμη τρία λουκούμια!

Ο μικρός δίστασε και προφασίστηκε ότι δε θέλει άλλο. Τότε ο γέροντας γελώντας τού είπε:

- Εδώ ντρέπεσαι, όμως τη μάνα σου την έχεις σκάσει και δεν της αφήνεις γλυκό για γλυκό!

(Άννα Ιακώβου, «Ήταν κάποτε παιδιά-Ο Γέρων Παΐσιος». Άθως-παιδικά, Εκδ. Σταμούλη, β’ έκδοση 2009)

http://vatopaidi.wordpress.com/2009/12/ ... more-23931
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Εικόνα
Ο Γέρων Παΐσιος
Συγγραφέας: Άννα Ιακώβου
Εικονογράφηση: Χριστίνα Παπαθέου-Δουληγέρη

Χρον. Έκδοσης: 2008
Σχήμα: 21,5x26
Σελίδες: 50 Τιμή: 11,50 €




Οι εκδόσεις ΑΘΩΣ/Παιδικά παρουσιάζουν το νέο βιβλίο της Άννας Ιακώβου που είναι αφιερωμένο στον μακαριστό γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη. Το βιβλίο αρθρώνεται σε τρία μέρη:

Στο πρώτο μέρος που διαδραματίζεται στην Κόνιτσα, εξιστορείται, με γλαφυρό ύφος, η θαυμαστή εμφάνιση του Κυρίου μας στον νεαρό Αρσένιο Εζνεπίδη στο ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.

Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάζεται ο βίος του μακαριστού γέροντα από τα Φάρασα όπου γεννήθηκε ως το Σινά και το Άγιο Όρος όπου ασκήτεψε. Παράλληλα, γίνεται μια σύντομη αναφορά στη ζωή των χριστιανών στα Φάρασα της Καππαδοκίας.

Στο τρίτο μέρος, οι μικροί αναγνώστες θα απολαύσουν χαριτωμένα στιγμιότυπα από τη ζωή του μοναχού που έφερε τη «λιακάδα» στη ζωή όσων τον γνώρισαν.

Τα κείμενα της Άννας Ιακώβου είναι ιδιαίτερα προσεγμένα, ενώ η τετράχρωμη αυτή έκδοση διανθίζεται από την υπέροχη εικονογράφηση της Χριστίνας Παπαθέου-Δουληγέρη.

Στόχος της έκδοσης είναι να βοηθήσει τα παιδιά να γνωρίσουν με απλό και προσιτό τρόπο την ασκητική μορφή του γέροντα Παϊσίου και να εμπνευσθούν από αυτόν.
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
angieholi
Συντονιστής
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 3227
Εγγραφή: Τρί Μάιος 05, 2009 5:25 pm
Τοποθεσία: Αγγελική@Αθήνα

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Δημοσίευση από angieholi »

Ήταν κάποτε παιδιά-Ο Γέρων Χατζηγιώργης
Στο πρώτο βιβλίο της νέας παιδικής σειράς «Ήταν κάποτε παιδιά», των εκδόσεων «Άθως», η βραβευμένη συγγραφέας Άννα Ιακώβου, μας ταξιδεύει στην καρδιά της Καππαδοκίας, στην Κερμίρα, τόπο καταγωγής του μικρού Γαβριήλ, (του μετέπειτα ονομαστού Γέροντα Χατζηγιώργη του Αθωνίτη που έγινε γνωστός από το γνωστό βιβλίο που έγραψε γι’ αυτόν ο Γέροντας Παΐσιος).

Ένα μικρό απόσπασμα αφιερώνουμε, στους μικρούς μας φίλους, από τη παιδική ζωή του.
paidia.jpg
…… Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην εκκλησία και παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήσει να μάθεις γράμματα. Και μη στεναχωριέσαι, γιαβρίμ. Εσύ είσαι τόσο καλό παιδί, έξυπνο, πρόθυμο, εργατικό. Όλες ετούτες τις χάρες ο Θεός σου τις έδωσε. Παρακάλεσε τώρα να σε κάμει να μάθεις και γράμματα που τόσο λαχταράς.

Ο Γαβριήλ κούνησε το κεφάλι του μέσα στην αγκαλιά της και δίχως να μιλήσει πήγε και κλείστηκε στην κάμαρα του.

Στις τρεις επόμενες μέρες ο Γαβριήλ βγήκε για πολύ λίγο απ’ το δωμάτιο του. Νήστεψε αυστηρά τούτες τις μέρες κι έκανε συνεχώς μετάνοιες. Σαν το ’χε αποφασίσει να πάει στην Παναγιά, τη χάρη ετούτη τη μεγάλη να της ζητήσει, πίστευε πως έπρεπε κάτι να κάνει κι αυτός, μια μικρή θυσία, έναν κόπο, να χύσει έναν κόμπο ιδρώτα. Ντροπή θα ήταν να πάει μ’ άδεια χέρια στην Παναγιά, μονάχα για να γυρέψει.

Σαν νύχτωσε για τα καλά η τρίτη μέρα, ο Γαβριήλ βγήκε από το σπίτι, για να πάει στην εκκλησιά. Διάλεξε αυτή την ώρα να πάει να προσευχηθεί, για να μην τον δει κανείς, για να μη δει κανέναν.

Μόλις έφτασε έξω από το ναό. βρήκε, όπως ήταν φυσικό, την πόρτα του σφαλιστή, μα ετούτο καθόλου δεν τον ένοιαζε. Γονάτισε μπρος της και με ευλάβεια και δάκρυα που χύνονταν απ’ τα μάτια του ποτάμι προσκύνησε.

- Δώσε μου, Βασίλισσα του Ουρανού, να μάθω γράμματα, παρακάλεσε ψιθυριστά με όλη του την καρδιά. Και πήγε να ψελλίσει για δεύτερη φορά τούτα τα λόγια, μα δεν πρόλαβε, γιατί είδε ν’ ανοίγει μπρος του η πόρτα της εκκλησιάς. Σάστισε ο Γαβριήλ κι αργά σηκώθηκε από καταγής, έχοντας καρφωμένα τα μάτια του σ’ εκείνη τη σκιά που ερχότανε απ’ το βάθος του ναού προς το μέρος του. Θαμπά ξεχώρισε στην αρχή μια μοναχή μα, όταν ήρθε κοντά κι άπλωσε το χέρι της να πιάσει το δικό του, γνώρισε την Παναγιά του τέμπλου να του χαμογελάει.

Δίχως να φοβηθεί σταλιά ο Γαβριήλ, και νιώθοντας τη ζεστασιά της παλάμης της στο χέρι του, την ακολούθησε μέσα στην εκκλησιά.

Ήρθανε οι δυο τους και στάθηκαν μπρος στη μεγάλη εικόνα του Χριστού στο τέμπλο.

- Γιε μου, δώσε στο μικρό Γαβριήλ να μάθει γράμματα, είπε η Παναγιά, κοιτάζοντας την εικόνα, και ύστερα γύρισε, ευλόγησε το παιδί με το χέρι Της κι έσκυψε και το φίλησε στο κεφάλι..

- Τώρα έμαθες γράμματα, του είπε χαμογελώντας.

Με τούτα τα λόγια έφυγε από δίπλα του και μπήκε στη βόρεια πύλη του Ιερού.

Ο Γαβριήλ στάθηκε να την καρτεράει ακούνητος στην ίδια θέση που τον άφησε. Πόση ώρα πέρασε δεν κατάλαβε μα, όταν είδε πως αργούσε να φανεί, πήγε δειλά να Την ψάξει. Η Παναγιά όμως ήτανε άφαντη. Γύρισε όλη την εκκλησιά γυρεύοντας Την, μα πουθενά δεν την είδε,

Απ’ τα παράθυρα τα στενά της εκκλησιάς άρχισε να μπαίνει δειλά το πρώτο φως της μέρας. Μαζί του κατέφθασε κι ο νεωκόρος, ο γερο-Προκόπης, για ν’ ανοίξει το ναό και να σημάνει την καμπάνα.

Βλέπει τότε έκπληκτος ορθά­νοιχτες τις πόρτες και το παιδί μονάχο του να γυροφέρνει μέσα.

- Πώς βρέθηκες εδώ του είπε. Ποιος σ’ άνοιξε τις πόρτες; Μα καλά. εσύ δεν είσαι ο Γα­βριήλ του Ιορδάνη που ψάχναμε να βρούμε;

- Ναι, εγώ είμαι, είπε το παιδί.

- Και, πώς μπήκες μέσα στην εκκλησιά;

- Η Παναγιά ήρθε και μ’ άνοιξε, του είπε ο Γαβριήλ.

- Η Παναγιά; ψέλλισε έκπληκτος εκείνος.

- Η Παναγιά που στέκει εκεί, στο τέμπλο.

- Μα πώς γίνηκε αυτό; είπε ο γέροντας χαμένος. Και δε σου είπε τίποτε; Δεν της είπες τίποτε; Ρώτησε, πιστεύοντας απ’ την αρχή ως το τέλος τα λόγια του παιδιού.

- Της είπα να με βοηθήσει να μάθω γράμματα που δεν μπορώ τέσσερα χρόνια τώρα στο σχολειό μήτε τ’ όνομά μου να διαβάσω.

- Κι εκείνη; ρώτησε γεμάτος αγωνία ο νεωκόρος.

- Μου είπε πως τώρα έμαθα γράμματα, απάντησε με σιγουριά το παιδί.

Ο γερο-Προκόπης σκούπισε σαστισμένος με την άκρη του μανικιού το ιδρωμένο του μέτωπο κι αφού στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα συλλογισμένος όρμησε στο αναλόγιο του δεξιού ψάλτη κι αρπάζοντας ένα βιβλίο γύρισε τρέχοντας πίσω στο παιδί και του το ’βαλε στα χέρια.

- Διάβασε, το πρόσταξε. Διάβασε να ιδώ αν μπορείς να διαβάζεις.

Το παιδί άνοιξε θαρρετά το βιβλίο κι άρχισε αργά στην αρχή, σχεδόν μουρμουριστά, να διαβάζει….

- «Ρητορεύουσα, ου σθένει γλώσσα. Δέσποινα, υμνολογήσαί σε υπέρ γαρ τα Σεραφείμ, υψώθης κυήσασα, τον Βασιλέα Χριστόν ον ικέτευε, πάσης νυν βλάβης ρύσασθαι, τους πιστώς σε προσκυνούντας.»

Ο Γαβριήλ σήκωσε αργά τα μάτια από το βιβλίο και χαμογέλασε σαν να μην πίστευε ετούτο που γίνηκε. Ο γερο-Προκόπης όμως χίμηξε αλαφιασμένος και του άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια, κι αφού πρώτα το έκλεισε με δύναμη, το άνοιξε πάλι, ορίζοντας εκείνος ετούτη τη φορά που το παιδί θα του διαβάσει.

- Διάβασε, το πρόσταξε τρέμοντας.

- «Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι, Παρθένε, το χαίρε….»

Ο νεωκόρος άρχισε να κάνει το σταυρό του. Έκλαιγε και γελούσε μαζί κι όταν τελείωσε το παιδί τούτο που διάβαζε έτρεξε σαν τρελός έξω από την εκκλησιά, έπιασε το σκοινί της καμπάνας και άρχισε να τη χτυπά χαρμόσυνα, πότε πετώντας στον αέρα. πότε πατώντας στη γη, και δε σταμάτησε σταλιά, μέχρι που μαζεύτηκε όλη η Κερμίρα στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια…

(Άννα Ιακώβου, «Ήταν κάποτε παιδιά, Ο Γέρων Χατζηγιώργης ο Αθωνίτης». Άθως-παιδικά. Εκδ. Σταμούλη 2007)

http://vatopaidi.wordpress.com/2009/12/ ... more-24573
Δεν έχετε τα απαραίτητα δικαιώματα για να δείτε τα συνημμένα αρχεία σε αυτή τη δημοσίευση.
Φώς στους μοναχούς είναι οι Άγγελοι... και φώς στους κοσμικούς οι Μοναχοί...
pAntonios
Συντονιστής
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 545
Εγγραφή: Δευ Μαρ 27, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: p.Antonios @otenet.gr
Επικοινωνία:

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Δημοσίευση από pAntonios »

Μόνο που αυτό το μέρος δεν είναι για παρουσίαση βιβλών !!!
Όταν δεν τηρούμε κάποιους κανόνες μοιραία υποβαθμίζουμε το χώρο αυτόν και υπάρχει μετά δυσκολία παρακολούθησής του και υπεύθυνες απαντήσεις προς όσους τις έχουν ανάγκη.
Μακάρι να υπήρχαν συχνότερες περιπολίες από διαχειριστές που θα έβαζαν καλύτερα την τάξη...

Ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους!
ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ
ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΕΚΕΝ!
Άβαταρ μέλους
Teri
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 2330
Εγγραφή: Δευ Απρ 07, 2008 5:00 am
Τοποθεσία: Αικατερίνα@Θεσσαλονίκη

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Δημοσίευση από Teri »

pAntonios έγραψε:Μόνο που αυτό το μέρος δεν είναι για παρουσίαση βιβλών !!!
Όταν δεν τηρούμε κάποιους κανόνες μοιραία υποβαθμίζουμε το χώρο αυτόν και υπάρχει μετά δυσκολία παρακολούθησής του και υπεύθυνες απαντήσεις προς όσους τις έχουν ανάγκη.
Μακάρι να υπήρχαν συχνότερες περιπολίες από διαχειριστές που θα έβαζαν καλύτερα την τάξη...

Ευλογημένα Χριστούγεννα σε όλους!
Έχετε απόλυτο δίκιο πάτερ Αντώνιε, συγγνώμη που δεν το πρόσεξα.
Μετέφερα το θέμα στη σωστή θεματική ενότητα.
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Ετσι εινε Κατερινα δεν φταιω εγω που το εβαλα εκει .........
μα φυσικα εσυ φταις για ολα :P
Ευχαριστουμε π.Αντωνιε
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
angieholi
Συντονιστής
Συντονιστής
Δημοσιεύσεις: 3227
Εγγραφή: Τρί Μάιος 05, 2009 5:25 pm
Τοποθεσία: Αγγελική@Αθήνα

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος

Δημοσίευση από angieholi »

Ήταν κάποτε παιδιά - Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης
Ας διαβάσουμε, λοιπόν, ένα μικρό απόσπασμα, μια θαυμαστή ιστορία από τα παιδικά χρόνια του Γέροντα Ιάκωβου Τσαλίκη, όπως καταγράφεται στο εξαιρετικό βιβλίο της Άννας Ιακώβου, «Ήταν κάποτε παιδία- Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης»

Geron Iakovos Tsalikis.jpg
….Φθινοπωρινό πουλάκι τον έλεγε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, τον Ιάκωβο. Έτσι αδύνατος κι ασθενικός που ήταν, έμοιαζε περισσότερο μ’ εκείνα τα φθινοπωρινά πουλάκια που, σαν τα βλέπεις, αναρωτιέσαι πώς θ’ αντέξουνε τα πρωτοβρόχια, πώς θα πετάξουν κόντρα στους πρώτους παγωμένους αγέρηδες, πώς θα σκίσουν με τα φτερά τους εκείνους τους γκρίζους ουρανούς.

Και ήθελε η κυρά-Δωρούλα γερό και δυνατό τον μικρό Ιάκωβο για τα πρώτα του πεταρίσματα στη ζωή. Την ίδια όμως έγνοια είχε και για τις πνευματικές του πτήσεις. Πιο πολύ γι’ αυτά τα φτερουγίσματα ήθελε ο Ιάκωβος να κάμει γερά φτερά.

Και τώρα, που τον έβλεπε να μεγαλώνει και δειλά ν’ ανοίγει τις φτερούγες του σαν νιόβγαλτο πουλάκι να πετάξει στους δρόμους της γης και τ’ ουρανού, χτύπαγε πιότερο με λαχτάρα η καρδιά της.

Το πρώτο της ζωής του το φτερούγισμα ο Ιάκωβος το έκανε στα εφτά του χρόνια. Κι έφτασε τούτο το πετάρισμα ως του σχολειού τα σκαλοπάτια. Ένα σχολειό ασυνήθιστο που είχε στηθεί για χάρη των παιδιών μέσα στο μικρό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, μιας και σχολειό κανονικό στο χωριό τους δεν είχε ακόμη γίνει. Εκεί μάζευε ο δάσκαλος τα παιδιά και τους έκανε το μάθημα. Το χειμώνα μέσα. καθισμένοι στα στασίδια της εκκλησιάς, αντάμα μ’ Αγίους κι Αγγέλους να μαθαίνουνε γραφή κι ανάγνωση. Και σαν έμπαινε η άνοιξη, βγαίνανε έξω, στα πεζούλια της αυλής, κάτω απ’ τα πυκνόφυτα πεύκα που κρύβανε περίτεχνα το μικρό ξωκλήσι του λόφου.

Μεγάλη αγάπη είχε ο Ιάκωβος στο σχολειό του. Μεγάλη όμως αγάπη είχε και στο μικρό εκκλησάκι. Κι έλαχε και σμί­ξανε τούτες οι δυο αγάπες του και γίνηκαν ένα. Με χαρά, πετώντας, πήγαινε το πρωί στο ξωκλήσι για να μάθει γράμματα και το απόγευμα για ν’ ανάψει τα καντηλάκια και να προσευχηθεί.

Έφτιαχνε και τα στασίδια, καθάριζε, όπου τύχαινε να πέσουν, και τις σταλαματιές των κεριών από τις πλάκες, μάζευε και τα μαραμένα αγριολούλουδα, που φέρνανε τα παιδιά, από την εικόνα της Αγίας Παρασκευής, κάνοντας έτσι τόπο την άλλη μέρα να χωρέσουν τα καινούργια.

Και σαν τέλειωνε απ’ όλα ετούτα, στεκόταν μπρος στην Αγία κι έκανε μετάνοιες, όπως είχε δει κρυφά τη μάνα του να κάνει τα βράδια την ώρα που όλοι στο σπίτι κοιμόνταν. Ήξερε και κάποιες μικρές προσευχές που ντροπαλά σιγοψιθύριζε. Τις πιο πολλές όμως τις έφτιαχνε μόνος, με το νου του. Κι έβανε εκεί μέσα την ψυχή του.

Όλα ετούτα, τους κόπους και τις προσευχές του, τα έβλεπε η Αγία Παρασκευή κι έπαιρνε χαρά μεγάλη. Μήπως νοιαζόταν εκείνη να ζητήσει για προσευχές του νόμου τα γραμμένα από ένα τόσο δα ψιχαλάκι που ήτανε ο μικρός Ιάκωβος; Μήτε ψαλμούς και κοντάκια ήθελε, μήτε χαιρετισμούς και μεγαλυνάρια, μήτε τροπάρια, αίνους κι εξαποστειλάρια. Μια στρωτή μετάνοια στηριγμένη πάνω στα παιδικά τα δάχτυλα και έσβηνε μεμιάς των σοφών κοντυλάδων τα προσευχητάρια. Ένας ήχος, ένα ψέλλισμα στης Παναγιάς τ’ όνομα απ’ τα τρυφερά τα χείλη κι έφτανε για να σιγάσουν φωνές ψαλτάδων γλυκόλαλες.

Γι’ αυτό πήρε και τα θάρρητα η Αγία κι άρχισε σιγά-σιγά να του φανερώνεται. Τη μιαν εκεί, στης εκκλησιάς την πόρτα, την άλλη μέσα στο Ιερό, την τρίτη έξω στον περίβολο να σεργιανίζει, να πλένει τα καντήλια της, να τακτοποιεί τα πεζούλια.

Και ο Ιάκωβος, όταν την πρωτοαντίκρισε, λογάριασε πως ήτανε τόσο φυσικό ετούτο που γινόταν!
- Μια νοικοκυρά που νοικοκυρεύει το σπίτι της, σκεφτότανε. Όπως ακριβώς έκανε και η μάνα του που, σαν ερχόταν το δειλινό, συγύριζε κι έπλενε τα πιάτα του σπιτιού, μη και μείνουν για την άλλη μέρα άπλυτα.

Έτσι τ’ ουρανού και της γης τα πράματα είχανε γίνει ένα για τον μικρό Ιάκωβο. Και λέξη σε κανέναν δεν είχε φανερώσει το παιδί απ’ όλα ετούτα, ώσπου μια μέρα τον έκαμε η ανάγκη στη μάνα του όλα να τα πει…
- Είδες παιδί μου την Αγία Παρασκευή; τον ρώτησε η μάνα του κι απλώνοντας το χέρι πιάστηκε από την κουπαστή της σκάλας μη διπλωθεί και πέσει στα σκαλιά.
- Την είδα στο ξωκλήσι της απέξω, είπε το παιδί λαχανιασμένο απ’ την τρεχάλα.
- Πώς την είδες; Τι συνέβη ακριβώς; Ρώτησε η μάνα βάζοντας γλύκα και μέλι στη φωνή μη και τρομάξει το παιδί απ’ τα ξαφνιάσματά της.
- Να, αποκρίθηκε εκείνο σιγανά, καθώς πλησίαζα στο εκκλησάκι, την είδα να στέκει εκεί, μπρος του. Η Αγία ήταν σαν μοναχή. Όταν με είδε. μου λέει…
«Έλα εδώ, Ιάκωβε, να σου μιλήσω!». Εγώ όμως φοβήθηκα να πλησιάσω.
- «Φοβούμαι να έρθω κοντά σου», της είπα, «πες μου από δω που στέκομαι τι θέλεις να μου πεις!».
- Τότε τι έγινε; τον ρώτησε η μάνα.
- Τότε μου λέει η Αγία… «- Γιατί με φοβάσαι; Εσύ τόσον καιρό έρχεσαι και περιποιείσαι την εκκλησία μου και μου ανάβεις τα καντήλια μου. Ζήτησέ μου τι χάρη θέλεις από μένα! Τι χάρισμα να σου δώσω!».
- Κι εσύ τι της είπες; τον ρώτησε η μάνα του και κατεβαίνοντας αργά τη σκάλα του σπιτιού ήλθε και στάθηκε κοντά του, εκεί στη μέση της αυλής.
- Εγώ…! Δεν ήξερα τι να ζητήσω, είπε ντροπαλά το παιδί, «Να ρωτήσω τη μητέρα μου και θα σου πω!», αυτό της είπα μόνο.

Η κυρά Δωρούλα χαμογέλασε.
- Άκουσε, Ιακωβάκι μου, του είπε. Να ζητήσεις από την Αγία την τύχη σου να σου δώσει. Κατάλαβες; Την τύχη σου, του είπε. και χάθηκε με τούτη την κουβέντα σαν σκιά μέσα στο σπίτι.

Ό,τι του είπε η μάνα του, εκείνο ζήτησε και ο Ιάκωβος την άλλη μέρα το απόγευμα, όταν πήγε και πάλι τρέχοντας στο ξωκλήσι. Και η Αγία του μίλησε εκείνο το δείλι για την τύχη του.

Με όλα ετούτα που έβλεπε η μάνα του, η κυρά-Δωρούλα, χαι­ρότανε. Κι ο παπα-Θοδόσης, ο παπάς του χωριού, έβλεπε πως τούτο το παιδί δεν ήταν σαν όλα τ’ άλλα. Το έβλεπαν ακόμη και οι χωριανοί κι αρχίσανε να τον φωνάζουνε με σέβας «παπα-Ιάκωβο». Και δεν το λέγανε για χωρατό, μα το πιστεύανε στ’ αλήθεια πως ο Ιάκωβος μπορεί να πατούσε στη γη, μα βρισκό­τανε στον ουρανό.

Ο παπα-Θοδόσης ερχότανε στη Φαράκλα κάθε δυο εβδομάδες για να λειτουργήσει. Όλο τον υπόλοιπο καιρό έστεκε στο πόδι του ο μικρός παπα-Ιάκωβος για ό,τι έκτακτο και βιαστικό τύχαινε κι ας ήτανε μόνο εννιά χρονών παιδί.

Αυτόν φωνάζανε οι χωριανοί, όταν αρρωσταίνανε τα ζωντανά να τους διαβάσει μιαν ευχή για να γίνουν καλά. Αυτόν φανίζανε σαν αρρωσταίνανε και οι ίδιοι για να τους σταυρώσει και να γιάνουν. Τον παπα-Ιάκωβο παίρνανε να τους ρίξει αγιασμό στα θεμέλια του καινούργιου τους σπιτιού, να ραντίσει μ’ αγιονέρι τ’ αμπέλια, σαν τα ’πιανε φυλλοξέρα, να προσευχηθεί να φύγει η ακρίδα απ’ τα σπαρτά.

Ακόμη κι ο παπα-Θοδόσης τον Ιάκωβο κάλεσε για να διαβάσει μιαν ευχούλα, όταν η παπαδιά δεν μπορούσε να γεννήσει τον Βαγγελάκη και κοιλοπονούσε μια βδομάδα.

Τον Ιάκωβο πήγανε κι εκείνη τη μέρα οι μανάδες στο σπίτι του να βρούνε, να πέσουν στα πόδια του, να τον παρακαλέσουν …
- Την ευχή μου να ’χεις παιδάκι μου, Ιάκωβε, και το κακό το περιμέναμε τώρα που είναι άνοιξη, είπε η μάνα του Δημητρού.
- Όπως έρχονται τα χελιδόνια έρχονται κι αυτές οι παιδικές αρρώστιες, είπε με κομμένη την ανάσα η μάνα του Γρηγόρη.
- Και τι έχουν τα παιδιά; ρώτησε ο Ιάκωβος.
- Μαγουλάδες να σε χαρώ, είπε η κυρα-Ζωή.
- Και πρηστήκανε τα μάγουλα τους. συμπλήρωσε η κυρα-Ευτέρπη.
- Ο δικός μου ο Θανάσης απόψε κόντεψε να σκάσει από τον πυρετό, είπε η κυρα-Ματούλα.
- Εάν με αφήσει η μάνα μου, εγώ ευχαρίστως να πάω στη Λίμνη, να φωνάξω το γιατρό, είπε πρόθυμα, συμπονώντας την έγνοια τους ο Ιάκωβος.
- Ποιος γιατρός, μάτια μου; φωνάξανε ταραγμένες μ’ ένα στόμα εκείνες.
- Τέτοια ώρα τέτοια λόγια θα λέμε, Ιάκωβε; Εδώ χάνουμε τα παιδιά μας, είπε η κυρα-Ζωή.
- Για φαντάσου να περίμενε κι ο αδερφός σου το γιατρό από τη Λίμνη, όταν τον δάγκωσε στο χέρι εκείνο το καταραμένο το φίδι στο χωράφι σας, είπε η κυρα-Ματούλα. Μαύρα θα είχε φορεθεί η μάνα σου.
- Βρε γυιε μου, μαύρα θέλεις να φορέσουμε κι εμείς; είπε με πόνο η κυρα-Ευτέρπη. Όπως διάβασες τότε μιαν ευχούλα στον αδερφό σου και γίνηκε νερό το δηλητήριο, έτσι διάβασε τώρα και σε τούτα εδώ τ’ αδέρφια σου μιαν ευχή. Γιατί, Ιάκωβε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Αδέρφια είστε όλα. Μαζί μεγαλώνετε, μαζί παίζετε, μαζί πηγαίνετε στο σχολειό.
- Μα τι είναι αυτά που λέτε, ψέλλισε ντροπιασμένο το παιδί. Τι είμαι εγώ για να διαβάζω τις ευχές;
- Εσένα σ’ ακούει ο Θεός, Ιάκωβε μου. είπε η Ελένη που ήρθε να παρακαλέσει για το Λευτέρη tov αδερφό της και που τόση ώρα καθότανε αμίλητη στη γωνιά. Όλους μας ακούει το ίδιο ο Θεός, είπε ο Ιάκωβος, έχοντας κολλημένα τα μάτια του στο χώμα. Αγιασμό κι εσείς έχετε στα σπίτια σας· ας πιούνε λίγο τα παιδιά …

(Άννα Ιακώβου, Ήταν κάποτε παιδία. Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης. Άθως- παιδικά, εκδ. Σταμούλη 2008)

http://vatopaidi.wordpress.com/2009/12/ ... more-25006
Δεν έχετε τα απαραίτητα δικαιώματα για να δείτε τα συνημμένα αρχεία σε αυτή τη δημοσίευση.
Domna
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6147
Εγγραφή: Τετ Μαρ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Γερμανία
Επικοινωνία:

Ήταν κάποτε παιδιά. Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης

Δημοσίευση από Domna »

Ο αληθινός χριστιανός έχει τρία γνωρίσματα:
1. Διαβάζει τον Λόγο του Θεού (Αγία Γραφή).
2. Τον εφαρμόζει στη ζωή του.
3. Φροντίζει να τον διαδίδει για να σώζονται και οι άλλοι και να γίνονται κοινωνοί του θαύματος που έζησε.
Domna
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6147
Εγγραφή: Τετ Μαρ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Γερμανία
Επικοινωνία:

Re: Ήταν κάποτε παιδιά- Ο Γέρων Παΐσιος (& άλλοι γέροντες)

Δημοσίευση από Domna »

Ήταν κάποτε παιδιά - Ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (Με CD)
http://www.stamoulis.gr/ViewShopArticle.aspx?Id=7373
Ο αληθινός χριστιανός έχει τρία γνωρίσματα:
1. Διαβάζει τον Λόγο του Θεού (Αγία Γραφή).
2. Τον εφαρμόζει στη ζωή του.
3. Φροντίζει να τον διαδίδει για να σώζονται και οι άλλοι και να γίνονται κοινωνοί του θαύματος που έζησε.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Λέσχη Αναγνωστών - Βιβλιοπροτάσεις”