Βιβλίο: Ο γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης

Διαβάσατε ένα καλό Ορθόδοξο Χριστιανικό βιβλίο; προτείνετε το και σε μας.

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
zefs2008
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1153
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 03, 2008 5:00 am
Τοποθεσία: Παναγιώτα@Πειραιάς
Επικοινωνία:

Βιβλίο: Ο γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης

Δημοσίευση από zefs2008 »

Ο γέροντας Εφραίμ Φιλοθείτης προσπαθεί στο βιβλίο αυτό να παρουσιάσει και να σκιαγραφήσει τη μορφή και προσωπικότητα του γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.



ΣΑΣ ΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ.
zefs2008
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1153
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 03, 2008 5:00 am
Τοποθεσία: Παναγιώτα@Πειραιάς
Επικοινωνία:

Re: Βιβλίο. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ

Δημοσίευση από zefs2008 »

ΕΠΙΣΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΚΑΙ ΑΥΤΟ

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής . Ο Νηπτικός Πατήρ και Διδάσκαλος: Ταπεινή αναφορά στην ζωή και στο έργο του....Τριαντάφυλλος, Γεώργιος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ιερό Ησυχαστήριο Παναγία η Μυρτιδιώτισσα
zefs2008
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1153
Εγγραφή: Κυρ Αύγ 03, 2008 5:00 am
Τοποθεσία: Παναγιώτα@Πειραιάς
Επικοινωνία:

Re: Βιβλίο. Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ

Δημοσίευση από zefs2008 »

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΓΙΑ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ


Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1898 εἰς τὸ χωρίον Λεῦκες τῆς Πάρου. Ἡ Πάρος εἶναι ἕνα μικρὸ καὶ ἤρεμο νησὶ τῶν Κυκλάδων. Οἱ γονεῖς του ἦσαν πτωχοὶ καὶ ἀναγκάζονταν νὰ ἐργάζωνται πολὺ διὰ νὰ συντηρήσουν τὴν οἰκογένειά τους. Ὁ πατέρας του ὠνομάζετο Γεώργιος καὶ ἀπέθανε πολὺ ἐνωρίς. Ἡ μητέρα του Μαρία ἀνέλαβε τὴν προστασία ὅλης τῆς οἰκογενείας. Ἡ μητέρα του ἦταν εὐλογημένη ψυχὴ καὶ εἶχε ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητα χαρακτῆρος καὶ ἐπήγαμε πολὺ συχνὰ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν διὰ νὰ λειτουργηθῆ, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ περιποιηθῆ τὸν Ἱερὸν ναόν.

Ὅταν ὁ μικρὸς Φραγκίσκος -αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸν ὄνομα τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ- ἔφυγε διὰ νὰ γίνη μοναχὸς ἡ μητέρα του εἶπε εἰς τοὺς συγγενεῖς της: «Τὸ ἐγνώριζα πὼς θὰ γίνη μοναχὸς ἀπὸ τὴν γέννησίν του. Ὅταν ἐγέννησα τὸν Φραγκίσκον μου καὶ ἤμουνα ἀκόμη εἰς τὸ κρεββάτι μὲ τὸ μωρὸ δίπλα φασκιωμένο, εἶδα νὰ ἀνοίγη ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ καὶ ἕνας φτερωτὸς καὶ πολὺ ὡραῖος νέος, ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ τὸν ἀντικρύσω ἀπὸ τὴν πολλὴν λάμψιν του, κατέβηκε καὶ ἐστάθηκε πλάι στὸ μωρό μου καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ξεσκεπάζη μὲ σκοπὸν νὰ τὸ πάρη.

Ὅταν ἐγὼ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, «Τί κάνεις καλέ; Θὰ μοῦ πάρης τὸ μωρό μου;» Ἐκεῖνος ἐπέμενε ὅτι διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ἦρθε καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις. Καὶ διὰ νὰ μὲ βεβαίωση, μάλιστα μοῦ ἔδειξε σὲ ἕνα σημειωματάριο γραμμένη μιὰ ἐντολή, ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πάρη τὸ μικρό. Ὅταν ἀντιστάθηκα, ὁ Ἄγγελος μοῦ ἔδωσε ἕνα πολύτιμον κόσμημα σὲ σχῆμα σταυροῦ καὶ μοῦ πῆρε τὸ μωρό». Ἀπὸ τότε πίστευα, ἔλεγε ἡ μητέρα του Μαρία, ὅτι κάποτε ὁ Φραγκίσκος θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστόν.

Ὁ Γέροντας ὡς τὴν ἐφηβικήν του ἡλικίαν παρέμεινε εἰς τὸ χωριό του καὶ βοηθοῦσε τὴν μητέραν του εἰς τὶς διάφορες ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ. Μετὰ ἔφυγε διὰ τὸν Πειραιά, ὅπου ἐργαζότανε ὡς μικροέμπορος. Εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν εἰκοσιτριῶν ἐτῶν κέντρον τῆς ἐργασίας του ἦτο ἡ Ἀθήνα. Ἦταν πολὺ δραστήριος, ἀλλὰ ἀπέφευγε τὴν πονηρία καὶ τὴν ἀδικίαν.

Τότε ἄρχισε νὰ μελετᾶ πατερικὰ βιβλία. Μεγάλον ἐνθουσιασμὸν προκαλοῦσαν εἰς αὐτὸν οἱ βίοι τῶν μεγάλων ἀσκητῶν. Τὴν ἀπόφασίν του διὰ τὸν μοναχισμὸν τὴν ἐπῆρε ὑστέρα ἀπὸ τὸ ἀκόλουθο ὅραμα:

«Ἕνα βράδυ εἶδα εἰς τὸν ὕπνο μου ὅτι περνοῦσα ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀμέσως μὲ ἐπῆραν δυὸ ἀξιωματικοὶ τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς καὶ μὲ ἀνέβασαν εἰς τὸ παλάτι. Δὲν ἐκατάλαβα τὸν λόγον καὶ διὰ τοῦτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μοῦ ἀποκρίθηκαν μὲ καλωσύνη νὰ μὴ φοβοῦμαι, ἀλλὰ νὰ ἀνέβω, διατὶ εἶναι θέλημα τοῦ Βασιλέως. Ἀνεβήκαμε σὲ ἕνα πολὺ ὑπέροχον ἀνάκτορον, ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἐπίγειον, μοῦ ἐφόρεσαν μιὰ ὁλόλευκη καὶ πολύτιμη στολὴ καὶ μοῦ εἶπαν· «ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Καὶ μετὰ μὲ ἐπῆγαν νὰ προσκυνήσω τὸν Βασιλέα.

Ξύπνησα ἀμέσως καὶ αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα χαράχθηκαν τόσο πολὺ μέσα μου, ὥστε δὲν μποροῦσα νὰ κάνω ἢ νὰ σκεφθῶ τίποτε ἄλλο. Σταμάτησα τὶς ἐργασίες μου καὶ ἔμεινα σκεπτικός. Ἄκουγα ζωντανὰ μέσα μου νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαρκῶς ἐκείνη ἡ ἐντολὴ «ἀπὸ τώρα καὶ ἐμπρὸς θὰ ὑπηρετῆς ἐδῶ». Ὅλη μου ἡ κατάστασις ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ ἄλλαξε»(1).

Ἔτσι ἐπῆρε τὴν ἀπόφασιν καὶ ἔφυγε διὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πρῶτος σταθμὸς ἦταν τὰ Κατουνάκια. Ἐκεῖ ζοῦσε τότε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ἀδελφότητος τῶν Δανιηλαίων. Ἀπὸ τὸν Γέροντα Δανιήλ, ὁ ὁποῖος ἦταν εὐλαβὴς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ἔλαβε μεγάλην βοήθειαν. Δὲν ἔμεινε ὅμως μαζύ του, διότι ἀγαποῦσε τὴν αὐστηρότερη ἡσυχαστικὴν ζωήν.

Σὲ μιὰ πανηγύρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἄθωνα, ἐγνώρισε τὸν Γέροντα Ἀρσένιο. Ἔκτοτε ὁ π. Ἀρσένιος ἔγινε ὁ μόνιμος συνασκητὴς του καὶ δὲν ἐχώρισαν ποτὲ πλέον.

Ὑποτάχθηκαν εἰς τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ εἶχε τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τὰ Κατουνάκια. Ἔπειτα μαζὺ μὲ τὸν Γέροντά τους Ἐφραὶμ ἔφυγαν διὰ τὴν Σκήτην τοῦ Ἁγίου Βασιλείου διὰ περισσοτέραν ἄσκησιν.

Μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ ἄρχισαν τοὺς μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγώνας. Ἡ ἄσκησίς τους ἦταν ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχή. Κυριώτερον ὅμως ἔργον ἀποτελοῦσεν δι᾿ αὐτοὺς ἡ νῆψις καὶ ὁ ἐγκλεισμὸς τοῦ νοὸς εἰς τὴν καρδίαν.

Τὸ ἔτος 1938 μαζὺ μὲ τὸν π. Ἀρσένιον μετεκόμισαν εἰς τὶς ἀπόκρημνες σπηλιὲς τῆς Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης. Εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπήλαια αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ Ἐκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Διεμόρφωσαν ἐκεῖ τὸν χῶρον, ἔκτισαν καὶ μερικὰ κελλία καὶ παρέμειναν εἰς τὸ σπήλαιον αὐτὸ ἕως καὶ τὸ ἔτος 1947.

Εἰς αὐτὸ τὸ ταπεινὸν σπήλαιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀσκήθηκαν καὶ ἑτοιμάσθηκαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ ἔγιναν ἔπειτα ἡγούμενοι εἰς ἄλλα μοναστήρια. Εἰς τὸν μακαριστὸν Γέροντα Ἰωσὴφ ὀφείλεται ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις καὶ ἐπάνδρωσις ἕξι Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πολλῶν ἄλλων γυναικείων ἀδελφοτήτων εἰς τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.

Ἀπὸ τὸ ταπεινὸν αὐτὸ σπήλαιον ἐξεκίνησε καὶ ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ καὶ ἵδρυσε εἰς τὸν Καναδὰ καὶ τὴν Ἀμερικὴν ἱεροὺς Παρθενῶνες, πνευματικὰ φυτώρια ἀπ᾿ ὅπου μεταφυτεύεται καὶ ἐξακτζώνεται τὸ Ὀρθόδοξον Πνεῦμα, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν ἀπόδημον Ἑλληνισμόν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Ἡ ἀρετὴ ἔχει κόπον διὰ νὰ τὴν ἀπόκτηση κανείς. Ἀλλὰ ὅταν τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν εὐωδίαν της δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήση. Τὸ Ὀρθόδοξον ἀσκητικὸν Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ἀναμόρφωση τὸν κόσμον καὶ νὰ ἀνάπλαση τὸν ἄνθρωπον ποὺ σήμερα ἔχασε τὸν δρόμον του, τὸν προορισμόν του καὶ ὑποφέρει πολύ.

Τὸ ἔτος 1951 μεταφέρθηκαν εἰς τὴν Νέαν Σκήτην, εἰς τὴν καλύβην τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου παρέμεινε ἕως τὴν κοίμησίν του ποὺ συνέβη τὴν 15ην Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1959, ἑορτὴν τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Τὰ περὶ τῆς κοιμήσεώς του τὰ περιγράφει πολὺ γλαφυρὰ ὁ Γέροντάς μου Ἐφραὶμ εἰς τὸ βιβλίον «Προθύμως Ἀνάβαινε», τὸ ὁποῖον εἶναι ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου:

«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.

Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.

-Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;

-Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσης τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.

Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».

Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.

Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῆ τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχή» καὶ θὰ φύγετε».

Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης νηφαλιότητος καὶ ἀνέκφραστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:

«Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χείρας Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.

Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἤρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».

Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς νηπτικῆς παραδόσεως.

Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του ἠρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούση κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα. Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».

Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.

Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνη ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ μου τὰς ἀκοάς...». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία.

Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.

Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.

Τὸ παρὸν φυλλάδιον εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ εὐρυτέραν ἐργασίαν περὶ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ. Διανέμεται δωρεάν, τὴν δὲ δαπάνην ἀνέλαβε ἡ φιλόθεος προαίρεσις τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργίου εἰς τὸν ὁποῖον ἀναλογεῖ καὶ ὁ μισθὸς ἀπὸ τὴν ὠφέλειαν ποὺ θὰ πρόκυψη ἐκ τῆς ἀναγνώσεως.


--------------------------------------------------------------------------------

Εἰσαγωγή
Ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι τόσον δυνατή, ὥστε ἐφ᾿ ὅσον ζῆς εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας, πρέπει νὰ τὴν ἀκολουθήσης. Ἀπορρέει μέσα ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἕνα αἴσθημα σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ χώρου αὐτοῦ. Ἐὰν δὲν ἐγκλιματισθῆς εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν καὶ δὲν θέλησης νὰ ἀγωνισθῆς καὶ νὰ κράτησης αὐτὴν τὴν παράδοσιν, αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ἔχεις θέσιν εἰς αὐτὸν τὸν χῶρον.

Παραμένοντας κανεὶς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴν ἰδικήν του προαίρεση ἀγαπᾶ καὶ ὑπακούει εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν καὶ ἐντάσσεται ταπεινὰ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν μεγάλην καὶ εὐλογημένην Ἁγιορειτικὴν ἀδελφότητα.

Οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες εἶναι ἐγκατεσπαρμένοι εἰς τὰ εἴκοσι κοινόβια, εἰς τὶς Σκῆτες, τὰ κελλία καὶ τὰ ἐρημητήρια· διατηροῦν μὲν τὴν ἴδια Ἅγιορείτικην παράδοσιν, ἀλλὰ μὲ τὸ ὀλίγον διαφορετικὸν λειτουργικὸν πρόγραμμα ἀπὸ τόπου εἰς τόπον συντελοῦν, ὥστε ἡ προσευχὴ νὰ μὴ καταπαύη ποτὲ εἰς τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας μας. Ἡ νοερὰ προσευχὴ βέβαια δὲν περικλείεται σὲ τυπικὸν καὶ πρόγραμμα, ἀλλὰ συντελεῖται μυστικὰ καὶ ἀθόρυβα πάντοτε. Ἐδῶ ἁπλῶς ἐννοοῦμε τὶς τακτικὲς ἀκολουθίες ποὺ γίνονται εἰς τὸν ἱερὸν Ναόν.

Ἡ ἀξία τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι πάρα πολὺ μεγάλη διὰ τὴν ζωήν μας. Εἶναι ἕνας ἀγνοημένος καὶ κρυμμένος θησαυρός, ποὺ ὅποιος τὸν ἀνακάλυψη καὶ τὸν κρύψη μέσα εἰς τὴν ψυχήν του αἰσθάνεται ὅτι εἰσέρχεται εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν. Ἡ νοερὰ προσευχὴ ἀρωματίζει ὅλα τὰ ἔργα μας, ἐνισχύει τὴν ψυχὴν εἰς τὴν ἄσκησιν, περικόπτει τὰ διάφορα πάθη, φωτίζει τὸν νοῦν καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει φωτισμένον νοῦ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι μιὰ εὐλογία μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησία.

Συνασκούμενοι καὶ συνεργαζόμενοι ὅλοι μαζὺ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες δίδουν μιὰ μαρτυρία Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ζωῆς εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον. Ἀπὸ τὸν λόγον αὐτὸν ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος κατακλύζεται ἀπὸ τοὺς προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι μὲ ζῆλον καὶ πόθον ψάχνουν νὰ βροῦν τὴν προσευχήν, τὴν ἄσκησιν, τὴν ἀρετήν, τὴν λύσιν τῶν προβλημάτων τους.

Τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος ἦτο ἀνέκαθεν καὶ θὰ εἶναι πάντοτε, μὲ τὴν πρεσβείαν τῆς Ὀροφυλάκισσας Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἕνας ὁλοφώτεινος Ναὸς ποὺ θὰ φρυκτωρῆ καὶ θὰ ἐξακτινώνη τὸ φῶς του πρὸς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Αὐτὴ ὅμως ἡ περίβλεπτος θέσις τοῦ Ἁγίου Ὄρους μᾶς ἐπιβάλλει νὰ καθιστοῦμε αὐτό, μὲ τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν προστασίαν τῆς Παναγίας μας, τόπον μετανοίας καὶ προσευχῆς. Τὸ χρέος ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγιορεῖτες Πατέρες εἶναι νὰ διατηρήσωμεν αὐτὴν τὴν πνευματικὴν κληρονομίαν καὶ τὴν χάριν τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὡς τὴν μεγίστην ὑπακοὴν καὶ ἐκπλήρωσιν τῶν μοναχικῶν μας ὑποσχέσεων.

Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ἦταν ἕνας πολὺ μεγάλος βιαστὴς εἰς τὸν ἑαυτόν του καὶ ἐμπειρότατος ἀσκητής. Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι γιὰ νὰ ἀπόκτηση τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ νὰ κατανίκηση τὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Εἰς τὶς ἐπιστολές του παρουσιάζεται ἡ ἀσκητική του διαγωγή, ἐκφράζεται ὅλη ἡ μοναχική του ἐμπειρία καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ζωή του δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου τῶν πρώτων αἰώνων. Οἱ συμπλοκές του μὲ τοὺς δαίμονας ἐνθυμίζουν τοὺς ἀγώνας τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καὶ τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου.

Ἐπάλαισε μὲ τὰ δαιμόνια εἰς τὴν πρώτην γραμμή. Ποίος μπορεῖ νὰ παραμείνη ἀσυγκίνητος, ὅταν ἀκούη αὐτὸ τὸ ἀσκητικὸν πολεμικὸν διάγγελμα: «Ἔκτοτε ἤρχισαν οἱ ἄγριοι πόλεμοι, ὅπου δὲν μὲ ἄφηναν ἡμέραν καὶ νύκτα. Ἄγριοι πόλεμοι! Μήτε ὥραν νὰ ἡσυχάσω. Ἐπίσης καὶ ἐγὼ εἶχον μανίαν εἰς αὐτούς. Ἐξ ὥρας καθήμενος εἰς τὴν προσευχὴν δὲν ἐσυγχώρουν νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὁ ἱδρῶτας ἔτρεχεν ὡσὰν βρύσι. Ξύλον ἀλύπητα. Πόνος καὶ δάκρυα. Νηστεία ἄκρα καὶ ὁλονύκτιος ἀγρυπνία» (2).

Θέλετε νὰ παρακολουθήσετε καὶ τὴν πολεμικὴν συμπλοκὴν μετὰ τῶν δαιμόνων; Ἂς ἀκούσωμεν τὴν καταπληκτικὴν αὐτὴν σύγκρουσιν ὅπως τὴν διηγεῖται ὁ ἴδιος: «Λοιπὸν μίαν νύκτα, καθὼς ηὐχόμην, ἦλθον πάλιν εἰς θεωρίαν καὶ ἠρπάγη ὁ νοῦς μου εἰς ἕνα κάμπον· καὶ ἦσαν κατὰ τάξιν -κατὰ σειρὰν- μοναχοὶ συνταγμένοι πρὸς μάχην. Καὶ ἕνας στρατηγὸς ἦλθε πλησίον μου καὶ μοῦ λέγει: Θέλεις, μοῦ λέγει, νὰ εἰσέλθης νὰ πολεμήσης εἰς τὴν πρώτην γραμμήν; Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ὅτι σφόδρα ἐπιθυμῶ νὰ μονομαχήσω μὲ τοὺς ἀντίκρυ αἰθίοπας, ὅπου ἦσαν κατέναντι ὠρυόμενοι καὶ πῦρ πνέοντες ὡσὰν ἄγριοι σκύλοι, ὁποὺ μόνον ἡ θεωρία τους σοῦ ἐπροξένει τὸν φόβον. Ἀλλ᾿ εἰς ἐμένα δὲν ἦταν φόβος· διότι εἶχον τόσην μανίαν, ὅπου μὲ τὰ δόντια μου νὰ τοὺς σχίσω.

Εἶναι δὲ ἀληθὲς ὅτι καὶ ὡς κοσμικὸς ἦμουν τοιαύτης ἀνδρείας ψυχῆς. Τότε λοιπὸν μὲ χωρίζει ὁ στρατηγὸς ἀπὸ τὰς γραμμάς, ὅπου ἦταν ἡ πληθὺς τῶν πατέρων. Καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρεῖς ἢ τέσσαρας γραμμὰς συνταγματικῶς μὲ ἔφερεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὅπου ἦσαν ἕνας ἢ δυὸ ἀκόμη κατὰ πρόσωπον τῶν ἀγρίων δαιμόνων. Αὐτοὶ ἦσαν ἕτοιμοι νὰ ὁρμήσουν καὶ ἐγὼ ἔπνεον πῦρ καὶ μανίαν κατεναντίον τους. Καὶ μὲ ἄφησε ἐκεῖ ἀφοῦ εἶπε: Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ πολεμήση ἀνδρείως μὲ αὐτούς, ἐγὼ δὲν τὸν ἐμποδίζω, ἀλλὰ βοηθῶ». (3)

Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέρων Ἰωσὴφ· ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ πολεμεῖ εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν καὶ ἀποδιώκει τὰς φάλαγγας τῶν δαιμόνων. Αὐτός, ὅπως βεβαιώνη ὁ ἴδιος, εἰσῆλθεν εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ διαβόλου καὶ κατετροπωσε αὐτόν: «Κἀγὼ δὲ ἐπ᾿ ἀληθείας σᾶς λέγω ὅτι εἰσῆλθον εἰς ὅλα τὰ καταφύγια τοῦ ἐχθροῦ καὶ σκληρῶς μονομαχήσας ἐξῆλθον διὰ τῆς χάριτος».

Ἐκοπίασεν ὅσον ὀλίγοι ψάχνοντας νὰ βρῆ τὴν ἀρετήν. Συνέλεξε ὡς μέλισσα τὸ πνευματικὸν μέλι, ὅλην τὴν ἀσκητικὴν διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν ποὺ εὑρῆκε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν παρέδωσε εἰς τὰ παιδιά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερον βασικὸν ἔργον τοῦ Πάππου μας Ἰωσήφ. Πρῶτον ἔσκαψε βαθειὰ μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἔδιωξε τὰ πάθη, ἔκλεισε καὶ ἐπανέφερε τὸν νοῦν μέσα εἰς τὴν ψυχήν του, ἐλειτουργοῦσε ἀδιάλειπτα ἡ εὐχὴ μέσα του, ἐμορφώθη ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός. Ἀνακαίνισε τὸν ἑαυτόν του καὶ αὐτὸν τὸν ἀνακαινισμένον ἄνθρωπον παρέδωσεν ὡς ὑπόδειγμα εἰς τὰ παιδιά του καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὰ ἐγγόνια του.

Ὁ παππούς μας Ἰωσὴφ εὑρῆκε πολλοὺς πατέρας μὲ μεγάλες πνευματικὲς καταστάσεις. Δὲν ἄφησαν ὅμως πνευματικοὺς κληρονόμους τῆς ἀρετῆς των. Ἡ ἀρετὴ πολλῶν ἀσκητῶν ἔγινε γνωστὴ διὰ μέσου τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ ἔψαχνε νὰ τοὺς βρῆ καὶ νὰ τοὺς μιμηθῆ.

Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἡ συμβολὴ τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι πολλὴ μεγάλη εἰς τὴν πορείαν τοῦ Ἁγιορείτικου μοναχισμοῦ. Παρέδωσε τὴν ἀσκητική του πείρα εἰς τὰ παιδιά του. Διὰ νὰ συνεχισθῆ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις δὲν ἐπαρκοῦν τὰ βιβλία. Χρειάζεται καὶ ἡ προφορικὴ διδασκαλία, τὸ προσωπικὸν παράδειγμα καὶ ἡ ἐπίβλεψις τοῦ ἀγωνιζομένου μοναχοῦ ἀπὸ τὸν Γέροντά του, διὰ νὰ ἐπιλύωνται τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα καὶ νὰ ἀποδιώκωνται οἱ πανουργίες τοῦ διαβόλου.

Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ παράδοσις ἔφθασε ἕως καὶ τὴν ἰδικήν μας γενεά, ἔχομεν μεγίστην ὑποχρέωσιν νὰ τὴν συνεχίζωμεν καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Παναγίας μας, ἡ ὁποία εὐκαιρία ἀποζητᾶ διὰ νὰ ἁπλώση τὸ χέρι της νὰ μᾶς βοηθήση, νὰ εὐλόγηση τὸν κόπο καὶ τὴν προσευχήν μας.

Καὶ οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ καὶ παπποῦ μας καὶ οἱ Πατρικὲς νουθεσίες τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς ἕνα κυρίως σκοπὸ ἀποβλέπουν καὶ εἰς μίαν πνευματικὴν ἀνάβασιν μᾶς παρωθοῦν:

Νὰ ἀποκτήσωμεν τὴν νοερὰν προσευχὴν καὶ διὰ τῆς καλλιέργειας αὐτῆς νὰ ἀνέβουμε πνευματικά, συνεχίζοντας αὐτὴν τὴν πνευματικὴ πατρικὴ κληρονομιὰ καὶ ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἐὰν αὐτὸ τὸ ἐπιμεληθοῦμε καὶ τὸ ἐπιτύχωμεν, τότε θὰ ἐπιτύχωμεν καὶ τὸν προορισμόν μας ὡς μοναχοί.

Τὴν διδασκαλίαν τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ τὴν παρέλαβον καὶ τὴν συνέχισαν τρεῖς ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικούς του. Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινός, ὁ Γέροντας Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου καὶ ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Χαράλαμπος, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου. Εἰς ἕξι Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους σήμερα εἶναι ἡγούμενοι ἀπὸ τοὺς ἄμεσα πνευματικοὺς ἀπογόνους τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ. Ὑπάρχουν ἐπίσης καὶ πολλὰ Μοναστήρια ἐκτὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ ἐξαρτῶνται καὶ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς ἰδικούς του ἀπογόνους.

Ὑπολογίζουν ὅτι τὰ πνευματικὰ ἐγγόνια τοῦ μακαρίου Γέροντος Ἰωσὴφ εἶναι περίπου χίλια (1000). Ἔχουν δὲ ὡς κύριον σκοπὸν καὶ ἱερὰν παρακαταθήκην ἀπὸ τὸν ἀξιοσέβαστον παπποῦ τους τὴν καλλιέργειαν τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Καὶ αὐτὸ ποὺ ἐπιτελεῖται σήμερα εἰς τὰ νέα φυτώρια, τὰ νέα Μοναστήρια τῆς Ἀμερικῆς καὶ τοῦ Καναδᾶ, εἶναι ἕνα θαυμαστὸ καὶ πρωτόγνωρο ἔργο. Μεγάλη οἰκονομία τῆς Θείας Προνοίας. Εἰς τὸ ἔργο αὐτὸ ἱδρυτὴς καὶ καθοδηγητὴς εἶναι ὁ Γέροντάς μου Ἐφραίμ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Ἐγκατέστησε εἰς διάφορα μέρη τοὺς πρώτους πυρῆνες ἀπὸ τὰ γυναικεῖα καὶ τὰ ἀνδρῶα μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος. Ἀπὸ τὶς παλιὲς μοναστικὲς κυψέλες ἐπέταξαν μικρὰ σμήνη, νέες βασίλισσες καὶ ἐδημιούργησαν νέα μοναστικὰ κοινόβια, ὅπου καλλιεργεῖται τὸ μέλι τῆς νοερᾶς προσευχῆς.

Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ἔχει ἐγκατασταθῆ μόνιμα εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα. Ἀπὸ ἐκεῖ πλέον κατευθύνει τὰ δέκα ὀκτὼ Μοναστήρια ποὺ ἔχει ἱδρύσει ἕως τώρα εἰς τὴν Ἀμερικὴν καὶ τὸν Καναδά, ἀλλὰ καὶ γενικὰ ὅλον τὸ πνευματικόν του ἔργον. Εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου εἰς τὴν Ἀριζόνα συρρέουν κάθε ἡμέρα ἑκατοντάδες προσκυνηταὶ καὶ ἔγινε ἡ ἔρημος μιὰ πνευματικὴ ὄασις, ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τὸν κόσμον.

Τὸ ἔργον τῶν δέκα ὀκτὼ αὐτῶν πνευματικῶν νησίδων εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο. Μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια δὲν ἠμποροῦμε νὰ τὸ ὑπολογίσωμεν. Τὰ μοναστήρια αὐτὰ μετέφεραν ὅλην τὴν ἀσκητικὴν παράδοσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀνανεώνεται καὶ ζωογονεῖται ὁ ἀπόδημος Ἑλληνισμός. Βιώνει τὴν Ὀρθοδοξία μέσα εἰς τὴν Βαβυλωνίαν τῶν αἱρέσεων καὶ ὑποδεικνύεται τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα καὶ ἀναπτερώνεται τὸ θρησκευτικὸν συναίσθημα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν.

Δημιουργεῖται μιὰ Νέα Ἑλλάδα μέσα εἰς τὴν ἀπέραντο αὐτὴ ἤπειρο ἀπὸ ἕναν Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ ἕνα Σπήλαιο τοῦ Ἄθωνος, μαθητὴς γενόμενος τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτου.

Πῶς νὰ μὴν δοξολογήσωμεν τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ποὺ μᾶς κατέστησαν κληρονόμους μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς καὶ πῶς νὰ μὴν εὐχάριστησωμεν καὶ τὸν Σεβαστόν μας Γέροντα Ἐφραὶμ ποὺ μᾶς ἀνέλυσε καὶ μᾶς ἐδίδαξε πλουσιοπάροχα τὴν συνοπτικὴν διδασκαλίαν τοῦ παπποῦ μας Ἰωσήφ;

Ἄλλα ἂς ἐπανέλθωμεν πάλιν εἰς τὸν Γέροντα Ἰωσήφ, διὰ νὰ ἀκούσωμεν ζωντανὸν τὸν λόγον του. «Τὰ σπήλαια ὁλοκλήρου τὸν Ἄθωνος μὲ ὑπεδέχοντο ἐπισκέπτην· βῆμα πρὸς βῆμα, ὡσὰν τὰς ἐλάφους, ὁποὺ ζητοῦν νοτίδα ὑδάτων διὰ νὰ δροσίσουν τὴν δίψαν τους, οὕτως ἐζήτουν νὰ εὕρω πνευματικὸν νὰ μὲ διδάξη οὐράνιον θεωρίαν καὶ πραξιν» (4).

Ἀπὸ τὸν πολὺ πόθον ὅπου εἶχε διὰ τὴν ἐρημικὴν ζωὴν τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν, ἡ Παναγία μας δὲν τὸν ἄφησεν ἀπαρηγόρητον, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὅταν ἀκόμη ἦταν δόκιμος μοναχός:

«Καὶ μίαν ἡμέραν μὲ ἔτυχαν πολλοὶ πειρασμοί. Καὶ ὅλην αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἐφώναζα μὲ μεγαλύτερον πόνον. Καὶ πλέον τὸ βράδυ, δύοντος τοῦ ἡλίου, κατέπαυσα· νηστικός, παϊλτισμένος ἀπὸ τὰ δάκρυα. Ἐκοίταζα τὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Μεταμόρφωσιν εἰς τὴν Κορυφὴν καὶ παρεκάλουν τὸν Κύριον μαραμένος καὶ πληγωμένος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖθεν μοῦ ἐφάνη ὅτι ἦλθεν μία βιαία πνοή. Καὶ ἐγέμισεν ἡ ψυχή μου ἄρρητον εὐωδίαν. Καὶ εὐθὺς ἤρχισεν ἡ καρδία μου ὡσὰν ὡρολόγιον νὰ λέγη τὴν εὐχὴν νοερῶς. Ἠγέρθην λοιπὸν πλήρης χάριτος καὶ ἀπείρου χαρᾶς καὶ ἐμβῆκα εἰς τὸ σπήλαιον. Καὶ κύψας τὴν σιαγόνα μου εἰς τὸ στῆθος ἤρχισα νοερῶς νὰ λέγω τὴν εὐχήν. Ἔκτοτε δὲν ἔπαυσεν νοερῶς μέσα μου νὰ λέγεται ἡ εὐχή» (5).

Ἀλλὰ ἂς ἀκούσωμεν καὶ τὸν Γέροντα Ἐφραὶμ πῶς προτρέπει καὶ παρακινεῖ τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν: «Παιδιά μου, παρακαλῶ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὴ σταματᾶτε τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ μας, οὐδὲ ἐπ᾿ ἐλάχιστον. Τὰ χείλη σας συνεχῶς νὰ μουρμουρίζουν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ, τὸν καταλύτην τοῦ διαβόλου καὶ πάσης μηχανορραφίας αὐτοῦ. Φωνάζετε ἀδιακόπως εἰς βοήθειάν σας τὸν Χριστόν μας, καὶ αὐτὸς πάραυτα σπεύδει ὁλοκαρδίως νὰ μᾶς βοηθήση.

Ὅπως τὸ πυρακτωμένο σίδηρο γίνεται ἀπλησίαστο, ἔτσι γίνεται καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἔχοντος τὴν εὐχὴν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ δαίμονες δὲν τὴν πλησιάζουν. Πῶς νὰ τὴν ἐγγίσουν; Ἐὰν τὴν ἐγγίσσουν θὰ καοῦν ἀπὸ τὸ θεῖκον πῦρ ποὺ περικλείει μέσα τὸ θεῖον ὄνομα.

Βιάζεσθε εἰς τὴν εὐχήν τοῦ Ἰησοῦ μας. Αὐτὴ θὰ γίνη τὰ πάντα. Τροφὴ καὶ πόμα καὶ ἔνδυμα καὶ φῶς καὶ παρηγοριὰ καὶ ζωὴ πνευματική. Τὰ πάντα γίνεται εἰς τὸν κατέχοντα αὐτήν. Χωρὶς αὐτὴν τὸ κενόν της ψυχῆς δὲν ἱκανοποιεῖται» (6).

Διὰ νὰ βοηθήσουμε αὐτοὺς ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἀσκοῦνται εἰς τὴν νοερὰν Προσευχήν, παραθέτουμε ὁρισμένα κείμενα τῶν θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν διὰ τὴν ἀναγκαιότητα καὶ τὴν σημασίαν τῆς προσευχῆς αὐτῆς.

Σκοπὸς αὐτοῦ τοῦ φυλλαδίου εἶναι νὰ εὑρεθοῦν ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ φιλότιμο καὶ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ πιάσουν τὸ κομποσχοίνι καὶ θὰ λέγουν τὴν εὐχὴν. Ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἀφίνομεν εἰς τὴν Πρόνοιαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ.

Πρέπει οἱ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ
Κάθε ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς μέσα εἰς τὸν κόσμον ποὺ ἐξομολογεῖται εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ κοινωνεῖ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν νοερὰν προσευχήν, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με».

Ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ θεία κοινωνία δημιουργοῦν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις διὰ νὰ ἐνεργήση ἡ χάρις τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Ἱερᾶς ἔξομολογησεως, θὰ καταστήση τὴν ψυχὴν δεκτικὴν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνάλογα πρὸς τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς ἔρχεται καὶ ὁ φωτισμὸς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει, χαίρεται, ἀγωνίζεται μὲ περισσότερη βία, μὲ μεγαλύτερη διάκρισι.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ψυχή σας εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ρίψετε αὐτὸν τὸν εὐλογημένον σπόρον εἰς τὸν καλλιεργημένον τόπον τῆς ψυχῆς σας. Ἀνοίξετε τὴν ψυχήν σας καὶ δεχθεῖτε την. Θὰ βλάστηση, θὰ ἀνθοφορήση καὶ θὰ καρποφορήση θαλεροὺς καρπούς, ποὺ δὲν σήπονται, ἀλλὰ εὐωδιάζουν καὶ ἀποθηκεύονται εἰς τὴν ἀποθήκην τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Ὅταν προφορικὰ λέγετε τὰ εὐλογημένα αὐτὰ λόγια τῆς εὐχῆς τὸ στόμα σας θὰ γλυκαίνεται, ἡ ψυχή σας θὰ χαίρεται καὶ θὰ εἶναι ὡς δένδρον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ ἀπὸ αὐτὴν οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ὁ καρπὸς τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἔστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε´, 22).

Πρέπει, λοιπὸν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν αὐτήν, ἢ αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς;

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ καθηγητὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἕναν ὑποτακτικόν, Ἰὼβ τὸ ὄνομα, γηραλέον εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ ἁπλοῦν εἰς τοὺς τρόπους. Ἄκουσε μία ἡμέρα τὸν Ἅγιον Γρηγόριον ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς προσκυνητάς, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάσης ἡλικίας καὶ πνευματικῆς καταστάσεως. Διότι, ἐὰν ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνη αὐτό, δὲν θὰ προέτρεπε ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ εὔχωνται οἱ Χριστιανοὶ ἀδιαλείπτως.

Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ἔκαμε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Εἶχε φύγει τότε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εὑρίσκετο εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ὁ Ἰὼβ ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν σκανδαλίσθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Γέροντά του: «Ἐμεῖς εἴμεθα μοναχοὶ καὶ ἔχομε χρόνον νὰ λέγωμεν αὐτὴν τὴν εὐχὴν. Οἱ λαϊκοὶ ὅμως ποὺ ἔχουν τόσες μέριμνες καὶ ἀσχολίες μὲ τὴν οἰκογένειαν καὶ τὶς ἐργασίες τους, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχουν αὐτό; Νομίζω πὼς ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς». Ὄχι, τοῦ λέγει, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐὰν ἦταν ἀκατόρθωτον, ὁ Θεὸς δὲν θὰ προέτρεπε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τό· «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. ε´, 17). Ἡ ρίζα καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Τὸν καιρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρχον μοναχοί. Ἑπομένως, διὰ τοὺς εἰς τὸν κόσμον ἀγωνιζόμενους Χριστιανούς, ἀπευθύνει τὴν προτροπὴν αὐτὴν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τῆς προσευχῆς.

Ὁ Ἰὼβ ὅμως δὲν ἐπείθετο καὶ συνέχιζε νὰ ἐπιμένη εἰς τὴν γνώμην του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τὴν συζήτησιν καὶ ἐπῆγε νὰ ἡσυχάση εἰς τὸ κελλίον του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰὼβ.

Ὅταν ὅμως ὁ Ἰὼβ ἔφθασε εἰς τὸ κελλίον του, ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Διατί ἀντιλέγεις καὶ δὲν πείθεσαι εἰς ὅσα λέγει ὁ Γρηγόριος; Εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ διδάσκει, διὰ τοῦτο νὰ ὑπάκουης εἰς αὐτὸν καὶ νὰ μὴν ἀντιλέγης».

Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν αὐτὴν τοῦ Ἀγγέλου ὁ Ἰὼβ συγκλονίσθηκε καὶ ἔτρεξε ἀμέσως πρὸς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον καὶ τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ἔβαλε τότε μετάνοια, ἐζήτησε συγχώρησι καὶ εἶπε πὼς ἄλλη φορὰ δὲν θὰ ἀντιλέγη.

Ὁ Γέροντάς μας Ἐφραὶμ, μᾶς ἐδίδασκε νὰ λέμε εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν εὐχὴν προφορικά. Πρέπει νὰ λέμε συνέχεια μὲ τὸ στόμα: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἡ φωνὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα συγκεντρώνει τὸν νοῦν, ὁ ὁποῖος μετεωρίζεται καὶ ἀρχίζει τότε ὁ νοῦς νὰ προσέχη τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.

Ὅταν ἔχετε χρόνο εἰς τὸ σπίτι σας καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ἡσυχία ἀρχίσετε νὰ λέγετε μὲ κατάνυξι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Καθὼς περνάει ὁ χρόνος ἡ προφορικὴ αὐτὴ εὐχή, ἑλκύει τὸν νοῦν πρὸς τὰ ἔσω καὶ συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν ἕνα ἄλλο κλίμα. Αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα. Δὲν θέλει καθόλου νὰ διακόπτη τὴν εὐχὴν. Καὶ ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νὰ διακόψη τὴν εὐχὴν, τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα της ὡσὰν μιὰ ἔλλειψι.

Ὅταν ἀρχίση νὰ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, τότε μποροῦμε νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴν νοερά, δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦν. Ἐὰν συνεχίσωμεν αὐτὸ τὸ ἱερὸν ἔργον μὲ συνέπεια καὶ τάξι καὶ λέγωμεν τὴν εὐχὴν ἄλλοτε μὲ τὸ στόμα ἐκφώνως καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν νοῦν, νὰ εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θὰ αἰσθανθοῦμε μιὰ ἄλλη πνευματικὴν κατάστασιν μέσα μας.

Ὅταν ἡ οἰκοκυρὰ ἐργάζεται μέσα εἰς τὸ σπίτι της καὶ μαγειρεύει ἢ πλένει ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο κάνει, ἂς λέγη ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχὴν ἐκφώνως. Θὰ φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ καὶ τὸ σπίτι της θὰ γίνη ἕνας αἰσθητὸς παράδεισος. Ὅλα τότε θὰ εἶναι ὄμορφα καὶ γαλήνια εἰς τὸ σπίτι της καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσὰν ἕνα ἱερὸ ἄσμα, θὰ διαποτίζουν τὴν ψυχήν της καὶ ὅταν θὰ ἔλθουν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ σχολεῖον καὶ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ μὲ τὴν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της καὶ θὰ τοὺς ἀφαίρεση τὸν κόπον καὶ τὸ ἄγχος. Μόνον ἡ εὐχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ διώξη ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν τηλεόραση ἢ νὰ τὴν ρυθμίση.

Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Σπηλακύτης μᾶς συμβουλεύει μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια διὰ τὴν χρῆσιν τῆς εὐχῆς: «Ἡ εὐχὴ ἔτσι πρέπει νὰ λέγεται μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν δὲν τὴν ἔχει συνηθίσει ὁ νοῦς τὴν ξεχνᾶ. Γι᾿ αὐτὸ τὴν λέγεις, πότε μὲ τὸ στόμα καὶ πότε μὲ τὸν νοῦν. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέχρις ὅτου τὴν χόρταση ὁ νοῦς καὶ γίνη ἐνέργεια.

Ἐνέργεια λέγεται ἐκεῖνο ὅπου, ὅταν λέγης τὴν εὐχὴν, αἰσθάνεσαι μέσα σου -χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι- καὶ θέλεις διαρκῶς νὰ τὴν λέγης. Λοιπόν, ὅταν παραλάβη τὴν εὐχὴν ὁ νοῦς καὶ γίνη αὐτὴ ὅπου σοῦ γράφω ἡ χαρά, τότε θὰ λέγεται μέσα σου ἀδιαλείπτως, χωρὶς τὴν ἰδικήν σου βίαν. Αὐτὸ λέγεται αἴσθησις - ἐνέργεια, ἐπειδὴ ἡ χάρις ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τρώγει, περιπατεῖ, κοιμᾶται, ἔξυπνα καὶ μέσα φωνάζει τὴν εὐχὴν. Καὶ ἔχει εἴρηνην καὶ χαράν» (7).

Εἰς τρεῖς τάξεις διαιρεῖται ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ καθαρτική, ἡ δευτέρα ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ τρίτη ἡ τελειωτική. Ἡ καθαρτικὴ κατάστασις βοηθεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπον νὰ καθαρίση τὴν καρδίαν του. Αὐτὴ ἡ καθαρτικὴ χάρις αὐξάνει πολὺ τὴν νοερὰν προσευχήν. Χαρίζει μετάνοια, ζῆλον πνευματικὸν καὶ ἀγωνίζεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν ὁ ἄνθρωπος.

Ἐπειδὴ δὲν προσέξαμε εἰς τὴν ζωήν μας καὶ ὁ νοῦς δὲν ἀγρυπνοῦσε, διὰ νὰ μὴ περάσουν μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας ἐμπαθεῖς λογισμοί, ὁ χῶρος αὐτὸς τῆς καρδίας ἔχει γίνει ἀκάθαρτος ἀπὸ τοὺς λογισμούς.

Αὐτοὶ οἱ πονηροὶ καὶ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ ἀποτελοῦν, κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ σκότος τῆς ψυχῆς. Τὸ πνευματικὸν αὐτὸ σκότος μπορεῖ νὰ τὸ διάλυση μόνον ἡ νοερὰ Προσευχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ γλυκύτατον καὶ πανίσχυρον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας κάνει βαθειὲς τομὲς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ ἐξέρχεται ὁ Ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Τὰ θανάσιμα πάθη καὶ τὰ πνευματικὰ ἕλκη δημιουργοῦν μιὰ δυσωδία εἰς τὸν χῶρον τῆς ψυχῆς. Βάθος μέγα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σαρκικὸν ὄργανον, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καρδίαν, διότι ἐκεῖ εὑρίσκονται ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς.

Ἡ διδασκαλία τοῦ παπποῦ μας Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ, ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ πείρα τοῦ Γέροντός μας Ἐφραὶμ εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσεν, ἀποτελεῖ συνέχεια ὅλης τῆς νηπτικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Λέγει ὁ Γέροντας Ἐφραίμ: «Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ κέντρον τῶν ὑπὲρ φύσιν, τῶν κατὰ φύσιν καὶ τῶν παρὰ φύσιν κινήσεων. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν καρδίαν. Ἐὰν ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου καθαρισθῆ, τότε βλέπομεν τὸν Θεόν. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀθεώρητος· ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα. Δύναται ὅμως νὰ βασιλεύση εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν γίνη αὐτὴ καθαρὸν δοχεῖον.

Διὰ νὰ γίνη δεκτικὸν δοχεῖον ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ γίνη καθαρή. Δηλαδή, νὰ γίνη καθαρὴ ἀπὸ ἀκάθαρτους λογισμούς. Διὰ νὰ καθαρισθῆ ὅμως ἡ καρδιά, πρέπει νὰ μπῆ εἰς αὐτὴν κάποιο φάρμακον. Τὸ φάρμακον αὐτὸ εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή.

Ὅπου πηγαίνει ὁ βασιλεύς, διώκονται οἱ ἐχθροί· καὶ ὅταν μπῆ εἰς τὴν καρδιὰ ὁ Χριστός, τὸ ὄνομά Του τὸ Ἅγιον, φυγαδεύονται τῶν δαιμόνων οἱ φάλαγγες. Ὅταν ἐνθρονισθῆ μέσα καλὰ-καλὰ ὁ Χριστός, τότε ὑπάκούουν τὰ πάντα.

Ἔτσι καὶ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς μας. Ἔχει μέσα ἐχθρούς, ἔχει ἐπαναστάσεις, ἔχει λογισμούς, ἔχει πάθη καὶ ἀδυναμίες, ἔχει τρικυμίες καὶ ταραχές. Ὅλα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου.

Διὰ νὰ μπόρεση αὐτὸ τὸ κράτος τῆς καρδιᾶς νὰ καθησύχαση καὶ νὰ ὑποταχθῆ, πρέπει νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, ὁ Βασιλεύς, μὲ τὶς στρατιές του νὰ κυρίευση τὸ κράτος, νὰ διώξη τὸν ἐχθρόν, τὸν διάβολον, νὰ καθυποτάξη κάθε ἀνησυχία ἀπὸ πάθη καὶ ἀδυναμίες, νὰ βασιλεύση σὰν αὐτοκράτωρ, σὰν παντοδύναμος. Τότε αὐτό, κατὰ τοὺς πατέρας, λέγεται καρδιακὴ ἠσυχία. Νὰ βασιλεύη ἡ προσευχὴ χωρὶς νὰ διακόπτεται. Ἡ προσευχὴ νὰ ἔχη δημιουργήσει τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἥσυχον καρδίαν» (8).

Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ ἐπαναφέρη τὸν νοῦν, ποὺ μετεωρίζεται μὲ τὶς αἰσθήσεις ἔξω εἰς τὰ κτίσματα, μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας εἰς τὸ ταμεῖον τῶν λογισμῶν. Ὁ μεγαλύτερος διδάσκαλος εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὸ Ἱερὸν αὐτὸ ἔργον, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία προσελκύεται διὰ τῆς εὐχῆς, μᾶς διδάσκει ὅλα ὅσα χρειαζόμεθα.

Ὁ καλύτερος βοηθός, κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Διότι τὴν εὐχὴν αὐτὴν θὰ χρησιμοποιῆ ἡ ψυχή, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια τὴν γνωρίζει. Ἡ ψυχὴ θὰ εἶναι ὁπλισμένη μὲ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς, μὲ τὸ ἀκαταμάχητον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον τρέμουν οἱ δαίμονες καὶ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὴν ψυχήν.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με
Προσπάθησε πάντα ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπενδύη ὅλα τὰ ἔργα σου, κάθε πνοὴ καὶ κάθε νόημα. Ὢ τότε πόσο θὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία σου! Πόσο θὰ χαίρεσαι, διότι θὰ ἀνεβαίνη ὁ νοῦς εἰς τὰ οὐράνια. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελῆς νὰ λέγης: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὅταν ψάλης θὰ κατανοῆς τὰ ψαλλόμενα· θὰ ἔχης ὄρεξιν καὶ φωνὴν ἱκανὴν καὶ ταπείνωση διὰ νὰ ἀποδίδης καθὼς ἁρμόζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο μὴν ἀδικῆς ἄλλο τὴν ψυχήν σου, ἀλλὰ καὶ ψάλλων λέγε ἐνδόμυχα τὴν εὐχήν· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὅταν ἐργάζεσαι ἂς μὴν ἀπορροφᾶται ὅλη σου ἡ δύναμις εἰς τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ νὰ λέγης -ψιθυριστὰ καὶ τὴν εὐχὴν. Τότε καὶ τὰ ἔργα σου θὰ εἶναι ὀρθά, χωρὶς λάθη, καθαρὰ ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐργασίας σου θὰ εἶναι μεγαλυτέρα. Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σκεπάζει τὴν ψυχὴν ποὺ εὔχεται. Εἰσέρχεται μέχρι τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἐλέγχει ὅλον τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατευθύνει πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιον. Τότε μόνον ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν δύναμι, νὰ εἴπη μαζὺ μὲ τὸν Προφήτην. «Εὐλόγει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ Ἅγιον αὐτοῦ» (Ψαλ. 102, 1). Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν διὰ νὰ ἔχης τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καλύπτει τὴν ψυχήν σου, αἰσθάνεσαι μιὰ πληρότητα καὶ μιὰ ταπείνωσιν. Δὲν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὴν εἰρωνεία ἢ τὸν ἔπαινον. Ζῆς σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματικὴ ποὺ δὲν εἰσέρχεται εὔκολα ὁ ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σοῦ δίδει ἄλλα μάτια καὶ ἄλλην κρίσιν. Λέγε συνεχῶς τὴν εὐχὴν, διὰ νὰ ζῆς ἄνετα μέσα σὲ κάθε περιβάλλον· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Ὡς ἄνθος ἀμάραντον καὶ δένδρον εὐσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ ψυχή σου ὅταν λέγης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Λέγε τὴν εὐχὴν καὶ ἄφησε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Γίνε τότε ἄγρυπνος θυρωρὸς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς σου καὶ θεατὴς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγε μετ᾿ εὐφροσύνης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ εὐλογία ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀνυμνεῖ καὶ δοξολογεῖ ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀμήν.
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

«ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ – ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Εικόνα
«ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

– ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ

ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΟΥ (1897-1959)»

ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ π. ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΡΙΚΑΛΙΩΤΗ

ΕΦΗΜΕΡΙΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Βιβλιοπαρουσίαση


Με δέος, συστολή και επίγνωση της προσωπικής μου αδυναμίας τολμώ σήμερα να παρουσιάσω στη αγάπη σας ένα καινούργιο βιβλίο, που πιστεύω πως θα γίνει πνευματικό εντρύφημα χιλιάδων ψυχών της γενεάς «των ζητούντων τον Κύριον». Πρόκειται για το βιβλίο που πρόσφατα εκδόθηκε με τον τίτλο: «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ» του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου Αριζόνας Η.Π.Α. 2008.

Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος, υπήρχαν «πλήθος από προφορικές και γραπτές διδαχές, συμβουλές, υποδείξεις και πατρικές νουθεσίες του πατρός Εφραίμ του Φιλοθεΐτου, που έχουν ως αναφορά την υποδειγματική ζωή του οσίου Γέροντός του, δηλαδή του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού και Σπηλαιώτου».

Η προσφορά του αιδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου έγκειται στο γεγονός ότι «οι πολύτιμες αυτές αγιοπνευματικές αναφορές του πατρός Εφραίμ (Φιλοθεΐτου) στον όσιο Γέροντά του συνελέγησαν (από τον ίδιο) με ιδιαίτερη προσοχή στο βιβλίο αυτό, για να γνωρίσει το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον μεγάλο ησυχαστή του 20ου αιώνος, τον θεόπτη, τον ασκητή, τον απλανή εργάτη της νοεράς προσευχής και τον αναβιωτή της Παλαμικής παραδόσεως» (σ. 9-10). Ο π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος για δύομισυ χρόνια κοπίασε και αναλώθηκε για να διαμορφώσει, να συνδέσει και να επιμεληθεί κείμενα εμπειρικά που μας διέσωσε η αγάπη του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου. Τους ευχαριστούμε και τους δύο για την πνευματική αυτή προσφορά τους.
Εικόνα
Φρονώ ότι το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει ένα σύγχρονο αγιορείτικο γεροντικό, χρησιμότατο στην πνευματική πορεία τόσο των μοναχών, όσο και των λαϊκών. Δεν είναι ένα βιβλίο θεωρητικό, διανοητικό, αλλά ένα βιβλίο που μας διασώζει καταγεγραμμένες πνευματικές εμπειρίες του Γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστού, αλλά και πνευματικές εμπειρίες που είχαν όσοι συνδέθηκαν πνευματικά μαζί του, όπως ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο πρώτος συνασκητής του ο Γερο-Αρσένιος, ο παπα-Χαράλαμπος ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους και πολλοί άλλοι, οι οποίοι αξιώθηκαν υψηλών πνευματικών καταστάσεων χάρις στην καθοδήγηση και προσευχή του Γέροντός τους Ιωσήφ του ησυχαστού, αλλά και στην άκρα υπακοή, αγάπη και ευλάβεια που επέδειξαν στο πρόσωπο του Γέροντά τους.

Στις μέρες μας έχουμε κουρασθεί και έχουμε στεγνώσει από τη στείρα ακαδημαϊκή θεολογία, τη θεολογία των σαλονιών και της θολοκουλτούρας και σαν τα διψασμένα ελάφια αναζητούμε τη γνήσια θεολογία, που είναι καρπός της ερήμου, της ασκήσεως, της υπακοής και της προσευχής. Μια τέτοια θεολογία μας προσφέρει ο Γέροντας Ιωσήφ, στο από καιρό εκδοθέν βιβλίο υπό του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου: «Εκφρασις μοναχικής εμπειρίας» (1979) -που αποτελεί μια πολύτιμη συλλογή επιστολών του Γέροντος «προς μοναστάς και κοσμικούς»-, όσο και στο παρόν πόνημα που παρουσιάζουμε. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος Βλάχος έχει γράψει σχετικά με τον Γέροντα Ιωσήφ: «Η πραγματική Ορθόδοξη Θεολογία είναι εμπειρία, είναι γνώση του Θεού που δίδεται σε εκείνον του οποίου η καρδιά και ο νους έχουν καθαρθεί και φωτισθεί. Θεολόγοι κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι “οι διαβεβηκότες εν θεωρία“, και κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο είναι κυρίως οι θεόπτες. Στην Καινή Διαθήκη η θεολογία ταυτίζεται με την Προφητεία και ο θεολόγος με τον Προφήτη, ο οποίος δέχεται τον δοξασμό, μετέχει δηλαδή της δόξης του Θεού. Με αυτήν την έννοια ο αείμνηστος γέροντας Ιωσήφ, όπως φαίνεται στο βιβλίο αυτό που σχολιάζουμε (εννοεί την «ΕΚΦΡΑΣΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ» που προαναφέραμε), είναι ένας θεολόγος, που γνωρίζει τον Θεό εξ εμπειρίας και οδηγεί απλανώς τους ανθρώπους σε αυτήν την γνώση, που ταυτόχρονα είναι κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό» (πηγή Διαδύκτιο: htp://www.parembasis.gr, Μάρτιος 2000).

Ο Γέροντας Ιωσήφ είναι ο θεοδίδακτος ανανεωτής και συνεχιστής της ησυχαστικής παραδόσεως του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και όλης της χορείας των Νηπτικών Πατέρων, σε μια εποχή μάλιστα που η ησυχαστική παράδοση στο Άγιον Όρος είχε σιγήσει. Οπως αναφέρει ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης, νεαρό καλογέρι τότε, απέφευγε να συνομιλεί με τους άλλους Αγιορείτες πατέρες γιατί θα τον δηλητηρίαζαν. «Πως; Με το να μου πουν ότι ο Γέροντάς μου είναι πλανεμένος, ότι δεν βαδίζει καλά, ότι δεν ζη όπως όλοι οι άλλοι Αγιορείτες πατέρες. Διότι τότε η πλειονότητα των πατέρων θεωρούσαν την νήψι και την Νοερά προσευχή επικίνδυνα πράγματα, ταυτόσημα με την πλάνη. Με τέτοια λόγια θα χαλούσαν μέσα μου την πίστι και την εμπιστοσύνη στον Γέροντα από τον πόλεμο των λογισμών» (σ. 348). Μήπως η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται; Μήπως δεν υπάρχουν και σήμερα ζηλωτές στο Αγιον Ορος που αμφισβητούν τους συγχρόνους αγίους Γέροντες, που έχουν καταξιωθεί στην συνείδηση του λαού μας ο οποίος και επικαλείται ταπεινά την πρεσβεία τους;

Πνευματική ζωή δίχως πνευματικό καθοδηγητή δεν γίνεται. Γ αυτό, τον πρώτο καιρό που πήγε στο Άγιο Όρος ο Γέροντας Ιωσήφ μαζί με τον συνασκητή του π. Αρσένιο: «από τα τέλη του Φθινοπώρου του 1929 μέχρι τα μέσα του 1930 περιπλανώντο άοικοι, άστεγοι, ακτήμονες, σαν τους αρχαίους “βοσκούς”. Σπιθαμή προς σπιθαμή έψαχναν όλα τα καλύβια, όλες τις σπηλιές, όλες τις χαράδρες του Αγίου Όρους, στην προσπάθειά τους να βρουν όσα περισσότερα ψήγματα μπορούσαν από την ησυχαστική παράδοσι. Είναι αλήθεια, όμως, ότι η παλιά ζύμη είχε σχεδόν εξαφανισθή και γι αυτό πολύ θλιβόταν ο Γέροντας Ιωσήφ. Υπήρχαν βέβαια αρκετοί αγωνιστές, αλλά δεν είχαν το χάρισμα της πνευματικής νηπτικής καθοδηγήσεως» (σ. 93).

Εδώ ταιριάζουν απόλυτα τα λόγια του υμνογράφου των αναβαθμών: «Τοις ερημικοίς άπαυστος (=ακατάπαυστος) ο θείος πόθος εγγίνεται (=γεννιέται), κόσμου ούσι του ματαίου εκτός». Και πράγματι ο νεαρός Φραγκίσκος γεννημένος στην Πάρο το 1897 δεν έμεινε για πολύ στον μάταιο αυτό κόσμο. Η ενάρετη μητέρα του με θεία οπτασία πληροφορείται ότι ο γιός της δεν θα είναι για πολύ ακόμα κοντά της. Η Βουλή του Θεού τον προόριζε για άλλα πράγματα. Παραμένει μέχρι να γίνει έφηβος στην οικογένειά του και στα δεκαοκτώ του τον βρίσκουμε στον Πειραιά εργαζόμενο μέχρι να στρατευθεί στο πολεμικό ναυτικό. Απολυόμενος ασχολείται με το εμπόριο ως μικροπωλητής με κέντρο την Αθήνα.

Ο νεαρός Φραγκίσκος μελετά βίους αγίων από το “Νέον Εκλόγιον” του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και πυρπολούμενος από θείο έρωτα αποφασίζει να γίνει μοναχός. Αξιώθηκε μάλιστα και θείου οράματος, με το οποίο τον καλούσε ο Θεός στην νέα του ζωή.

Μετά από πολλές περιπέτειες καταλήγει στο Άγιον Όρος σε ηλικία εικοσιτεσσάρων ετών. Παραμένει για λίγο καιρό κοντά στη συνοδεία του Γέροντος Δανιήλ «και στη συνέχεια έζησε ως ερημίτης μέσα σε σπηλιές , με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, πτωχεία και αδιάλειπτη προφορική προσευχή. Ύστερα από δύο χρόνια σκληρών παλαισμάτων και κακοπαθειών και αφού έλαβε ουρανόθεν και υπερφυώς την Νοερά και καρδιακή προσευχή, δίκην απαλής αύρας, προερχομένης από το εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως στη κορυφή του Άθωνα, συνεδέθη μετά του γέροντος Αρσενίου, με τον οποίον παρέμειναν αχώριστοι μέχρι την οσιακή κοίμησί του» (σ. 7).

Κατόπιν, γνωρίζεται με τον φημισμένο παπα-Δανιήλ -έγκλειστο ασκητή, λίαν σιωπηλό, και εφ όρου ζωής λειτουργό, από τον οποίο και έλαβε την ευλογημένη παράδοση της συνεχούς θείας μεταλήψεως. Αυτός ο Γέροντας «τόση χάρι βίωνε, ώστε όταν τελείωνε έπρεπε να περάση μια ώρα για να συνέλθη από τη Χάρι της θείας ιερουργίας. Και μόλις συνερχόταν, αμέσως πήγαινε στο κελλί του, για να συνεχίση και εκεί τα δάκρυα ώρες ολόκληρες». Σ αυτόν τον αγιασμένο ησυχαστή εξομολογούντο οι δύο υποτακτικοί. Γνώριζε μάλιστα με κάθε λεπτομέρεια και ακρίβεια τα κρυπτά των καρδιών τους «γι αυτό και ο παπα-Δανιήλ έμπαινε κατευθείαν στην ουσία του προβλήματος και τους έδινε τις απαραίτητες συμβουλές» (σ. 66). Από αυτόν τον Γέροντα πήρε το πρόγραμμα και την τάξη ο Γέρων Ιωσήφ, το οποίο και παρέδωσε αργότερα στους υποτακτικούς του και εκείνοι με τη σειρά τους στις πολυάριθμες συνοδείες τους εντός και εκτός του Αγίου Όρους και της Ελλάδας.

Ο Γέροντας υπήρξε καταπληκτικός βιαστής στην αναζήτηση και κατάκτηση της θείας αγάπης. Γι αυτό και πλέοντας στο πέλαγος της θείας αγάπης αναφωνούσε: «Παύσον γλυκεία ΑΓΑΠΗ, τα ύδατα της Σης Χάριτος, ότι αι αρμονίαι των μελών μου διελύθησαν» (σ. 8). Ολα τα παραπάνω δεν υπήρξαν τυχαίες συμπτώσεις για τον Γέροντα. Διεξήγαγε μακροχρόνιους αιματηρούς αγώνες με τους δαίμονες. Αγρυπνούσε οκτώ με δέκα ώρες καθημερινά. Ζούσε με αυστηρότατη νηστεία, εγκράτεια και ακτημοσύνη, αγόγγυστη υπομονή. Εκανε απόλυτη υπακοή στον μετέπειτα απλούν Γέροντά του Εφραίμ τον βαρελά, καθώς και στον συμμοναστή του Γέροντος Εφραίμ του Βαρελά Γερο-Ιωσήφ. «Με όλες του τις δυνάμεις δόθηκε ο Φραγκίσκος στην μακαρία υπακοή, κάνοντας ό,τι μπορούσε, μ όλη του την καρδιά, για να τους αναπαύση. Αγάπησε τους Γεροντάδες του περισσότερο και από τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν έκανε υπακοή σαν αγγαρεία, αλλά με χαρά, που πηγάζει από αγάπη. Διότι όταν πραγματικά αγαπάς κάποιον, τότες αυθόρμητα κάνεις ό,τι μπορείς για να τον αναπαύσης» (σ. 72). Οι δύο συνασκητές, ο Φραγκίσκος και ο π. Αρσένιος ζούσαν σαν άγγελοι κοντά στα δύο γεροντάκια. «Ετοίμαζαν το φαγητό, καθάριζαν το σπίτι και έκαναν ό,τι χρειάζονταν με χαρά και αγάπη. (...) Τόση αγάπη είχαν στα γεροντάκια που τα χείλη τους έσταζαν μέλι. Ούτε πραγματικά παιδιά τους να ήταν» (...) «Και δεν άργησαν να δουν τους καρπούς. Χάρις στην υπακοή, όπως ήταν φυσικό, βρήκαν πολύ άνεσι στην προσευχή» (...) «Και πράγματι, καθ όλη εκείνη την περίοδο, τα δάκρυά του (του Φραγκίσκου) έτρεχαν, έτρεχαν ασταμάτητα σαν ποτάμι. Και η καρδιά του φλεγόταν από την αγάπη του Θεού και του πνευματικού του πατρός» (σ. 74). Γι αυτό και ο Γέροντας πάντοτε εκθείαζε την υπακοή και τη θεωρούσε ως τη μεγαλύτερη αρετή. Η ζωή των δύο συνασκητών ήταν μια ζωή σιωπής και προσευχής «εν τοις όρεσι και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. ια΄, 38). Έψαχναν να βρουν σπιθαμή προς σπιθαμή όλα τα σπήλαια και τα καλύβια της περιοχής των Κατουνακίων. Εκαναν μεγάλους αγώνες πάντοτε με την ευλογία του πνευματικού τους. Παράλληλα μελετούσαν καθημερινά τα ασκητικά συγγράμματα των Πατέρων, πρωτίστως την Αγία Γραφή, ιδίως την Καινή Διαθήκη και τους Ψαλμούς, καθώς και τους Βίους των αγίων «που ξεκουράζουν τον νού, γλυκαίνουν την καρδιά, εμπλουτίζουν την διάκρισι και διεγείρουν τον ζήλο για μεγαλύτερα ασκητικά κατορθώματα» (σ. 76). Ενα από τα γεραντάκια, ο Γερο- Ιωσήφ εκοιμήθη εν Κυρίω. Αργότερα, με πρόταση του Γέροντος Εφραίμ, ο Φραγκίσκος κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών (31η Αυγούστου 1925) και λαμβάνει το όνομα του μεταστάντος Γέροντος Ιωσήφ. Το 1928 οι δύο υποτακτικοί μετακομίζουν με το γέροντά τους για περισσότερη ησυχία στην Σκήτη του αγίου Βασιλείου, ώστε απερίσπαστα να καλλιεργήσουν την ευχούλα. Αναγκάστηκαν να κτίσουν από την αρχή τα κελλάκια τους με πολύ πενιχρά υλικά. «Σαν τα κοτέτσια ήταν (τα κελλιά τους) , όπου η πόρτα και το παράθυρο ήταν ένα και το αυτό. Αλλά η θέα από εκεί ήταν κάτι το εξαιρετικό» (σ. 86). Μετά την κοίμηση και του Γέροντος Εφραίμ οι δύο υποτακτικοί κληρονόμησαν ως εφόδιο και σκέπη την ευχή των Γεροντάδων τους. Ο Ιωσήφ σε ηλικία τριάντα δύο ετών έγινε κανονικός Γέροντας. Μετά την κοίμηση του Γέροντός τους Εφραίμ οι δύο υποτακτικοί επεδόθησαν σε ακόμα μεγαλύτερους αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, προσευχή. Κύριο μέλημά τους η νοερά προσευχή. Το 1938 μετακομίζουν στις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννης. Σ ένα από τα σπήλαια υπήρχε η Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Εκεί διαμόρφωσαν τον χώρο, έκτισαν και μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως το 1947. Το 1951 μεταφέρονται στην Νέα Σκήτη, στην καλύβη του Εύαγγελισμού της Θεοτόκου. Η αναχώρηση για την ουράνια πατρίδα του Γέροντος Ιωσήφ έγινε στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως τον είχε πληροφορήσει ο ίδιος ο Θεός.


Δεν θα σταθούμε σε περισσότερα βιογραφικά-εξωτερικά στοιχεία για τη ζωή του Γέροντος Ιωσήφ, αλλά θα προσπαθήσουμε να δώσουμε με αδρές γραμμές μια πνευματική βιογραφία του Γέροντος, όσο αυτό είναι δυνατό. Αλλά πριν προχωρήσουμε, ας αφήσουμε τον Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη να μας τον περιγράψει με γλαφυρό τρόπο: «Ήταν κοντός στο ανάστημα, με μέτρια σωματική διάπλασι και είχε μεγάλα, ειρηνικά, γαλανά μάτια. Τα πρώην καστανά μαλλιά του είχαν γίνει γκρίζα, αφού ήταν πενήντα ετών τότε. Παρ ότι που δεν φρόντιζε να χτενίζεται, να κόβη τα νύχια του, δηλαδή να περιποιείται το σώμα του, εν τούτοις η παρουσία του είχε μια παράξενη χάρι, κάτι το επιφανές και ένδοξο, που θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για βασιλιά! Αφού δεν πλενόταν ποτέ, μερικοί επισκέπτες περίμεναν να μυρίζη, αλλά τους έκανε εντύπωσι πως όχι μόνο δεν μύριζε, αλλά είχε και μια λεπτή ευωδία. Αυτό ήταν κάτι το υπερφυσικό, αφού πάντα δούλευε σκληρά και ίδρωνε πάρα πολύ. Το παρουσιαστικό του ήταν γλυκύτατο. Μόλις τον έβλεπες, γαλήνευες. Όπως ήταν το εξωτερικό του ειρηνικό, έτσι ήταν και το εσωτερικό του. Το πρόσωπό του ήταν ιλαρό» (σ. 226). Την ίδια αίσθηση αποκόμιζε κανείς όταν συναστρεφόταν τον μακαριστό Ιάκωβο Τσαλίκη, το ευώδες αυτό άνθος της θείας χάριτος. Ήταν γλυκύς και προσηνής προς όλους. Δεν σου έκανε καρδιά να τον αποχωρισθείς. Φαινόταν ουράνιος, θείος, πραγματικά χαριτωμένος. Βλέπετε, τα γνωρίσματα της χάριτος είναι κοινά στους εκλεκτούς του Θεού.

Φανταστείτε τον Γέροντα Ιωσήφ, τον αυστηρό ασκητή, τον άνθρωπο που πάνω απ όλα αγαπούσε την ησυχία και την προσευχή να ομιλεί για χάρη των αδελφών. Ποιος άραγε δεν θα θελε να στέκεται και να τον ακούει; Να μια ωραία περιγραφή: «Στις διηγήσεις του ήταν χαριέστατος. Όταν μιλούσε, ήθελες συνεχώς να τον ακούς. Πάμπολλα μας έλεγε, διότι γνώριζε πολλούς παλαιούς μοναχούς. Ζωντανή παράδοσις. Θα μπορούσαμε να γράψουμε ένα νέο Γεροντικό». Και ο απώτερος σκοπός του: «Έτσι μας τόνωνε, μας δυνάμωνε, μας τόνωνε την πίστι και μας ετοίμαζε για την παλαίστρα των πνευματικών αγώνων» (σ. 298). Ως έμπειρος πνευματικός πατέρας παρακολουθούσε διακριτικά κάθε μέλος της συνοδείας. Ηξερε τον χαρακτήρα και τις δυνατότητες του καθενός. Τίποτε δεν του ξέφευγε. Σε άφηνε να φας τα μούτρα σου για να επέμβει έπειτα ως έμπειρος πνευματικός ιατρός και να βάλει το νυστέρι στην πληγή, για να βγάλει το απόστημα. Αν ήθελες να μείνεις στην συνοδεία του, έπρεπε να του κάνεις απόλυτη υπακοή. Αν δεν έχεις διάθεση να ακούσεις και να εφαρμόσεις κυρίως τις συμβουλές του ιατρού, τότε γιατί να έρθεις κοντά του. «Επειδή είχε περάσει και δοκιμάσει όλα τα ασκητικά παλαίσματα, ήξερε ακριβώς πως έλκεται και πως διατηρείται η θεία χάρις» (....) «Πέρασαν πολλοί και ωφελήθηκαν από τον Γέροντα, αλλά όλοι σχεδόν έφυγαν. Πέρασαν άνθρωποι γραμματισμένοι, με μεγάλες σπουδές και θέσεις, αλλά μόλις τους έβαζε ο Γέροντας μέσα στο καμίνι της υπακοής, παρά την προθυμία τους, έφευγαν. Κανένας δεν μπορούσε να μείνη κοντά στον Γέροντα, αν δεν ξέγραφε τον εαυτό του από τη ζωή, γι αυτό και η συνοδεία του δεν έγινε ποτέ μεγάλη. Ελεγε χαρακτηριστικά: “Θέλω να κάνω μοναχό, αληθινό μοναχό! Όχι νερόβραστα πράγματα”. (σ. 183).

Η αλήθεια είναι πως ο Γέροντας είχε ένα πολύ αυστηρό τυπικό, γι αυτό έπρεπε να δείξεις τέλεια αυταπάρνηση, αν ήθελες να παραμείνεις κοντά του. Αν όμως τα κατάφερνες και έμενες, τότε κέρδιζες πραγματικά τον Παράδεισο. Γι αυτό ο π. Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης δεκαετίες αργότερα, όταν επισκέφθηκε το εγκαταλελειμμένο εκκλησάκι του κελλιού του Γέροντος με φανερή συγκίνηση και ποταμούς δακρύων έλεγε στο συνοδό του: «Αιωνία του η μνήμη! Αιωνία του η μνήμη! Χορτάσαμε χάρι! Χορτάσαμε χάρι! Εδώ επί τρία χρόνια κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ ήπια νερό, από το νερό του παραδείσου» (σ. 182).

Για να χορτάσεις όμως χάρη, όπως ο Γέροντας Εφραίμ, έπρεπε να δώσεις αίμα για να λάβεις πνεύμα» κατά το πατερικό. Ο δρόμος της μακαρίας ζωής των ησυχαστών δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά με αγκάθια. Είναι δρόμος αιματηρός. Ζωή μαρτυρική. Στην έρημο δεν έχεις τις παρηγοριές που προσφέρει ένα οργανωμένο κοινόβιο. Η λέξη άνεση είναι ξεγραμμένη από το λεξιλόγιο του ερημίτη. Για να έρθει η ουράνια παρηγοριά θα πρέπει να ξεχάσεις την ανθρώπινη. Το λιτό φαγητό τους ήταν ελαχιστότατο. Το νερό ανύπαρκτο. Ο,τι χρειάζονταν το κουβαλούσαν στην πλάτη τους από μακριά. Οι αχθοφορίες είχαν γίνει σχεδόν ο καθημερινός τους σύντροφος. Μαγειρεύανε έξω στο αγιάζι και τη βροχή. Ο αέρας να λυσσομανά, να σβήνει την φωτιά, να σκορπά τα ντεζερέδια στον κατήφορο. Και να είσαι και γριπιασμένος και να πρέπει να βγαίνεις στα βράχια και στον παγωμένο αέρα να πλένεις τα λιγοστά κι αυτά τσίγκινα πιατάκια. «Για τα πιάτα είχε ακόμη και μια άλλη πρωτότυπη τακτική υγιεινής ο Γέροντας. Μόλις τελειώναμε το γεύμα, ρίχναμε νερό μέσα σ αυτά και το απόπλυμα, όποιο κι αν ήταν , κατόπιν το πίναμε» (σ. 256) . Από αποφάγια δεν πέταγαν τίποτε. Έπρεπε όλα να φαγωθούν, ακόμα κι αν είχαν ξινίσει, κι αν είχαν σκουληκιάσει. Από έλλειψη νερού το πρόσωπό τους το έπλεναν με τα δάκρυά τους. Σκληρή ζωή θα πείτε. Αλλά να το συμπέρασμα: «Σαν τρωγλωδύτες ζούσαμε και όμως μας σκέπαζε ο Θεός και δεν καταλαβαίναμε την δυσκολία. Ήταν μαρτυρική η ζωή μας, αλλά τρισχαριτωμένη» (σ. 257). Η επιλογή του Γέροντος δεν ήταν αναγκαστική, αλλά συνειδητή. Ήθελε τον μοναχό απλό, λιτό, με ελάχιστα πράγματα, ακτήμονα. Η διδασκαλία του Γέροντος ήταν ότι : «όταν υστερήται κανείς και υπομένη, τότε έρχεται η ευλογία από τον Θεό».

Η άσκηση δεν περιοριζόταν μόνο στα εξωτερικά, που έχουν πραγματικά τη δυσκολία τους. Να πως περιγράφεται η άσκηση της προσευχής: «Συνήθως έκαναν Νοερά προσευχή όρθιοι, για να καταπολεμήσουν τον ύπνο για 7-8 ώρες, με απόλυτη συγκέντρωσι, ταπείνωσι και συντριβή βυθίζοντας το νου μέσα στην καρδιά. Κατόπιν άρχιζαν τις μετάνοιες, που ήσαν περίπου 3.500 για τον καθένα τους, και εάν έκανε κρύο και περισσότερες! Διότι σπανίως άναβαν σόμπα, για να μην τους πολεμά ο ύπνος. Μετά τις μετάνοιες ακολουθούσε ο απαραίτητος μοναχικός τους κανόνας με κομποσχοίνια» (σ. 67).

Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Γέροντας η καλύτερα πτυχές της ζωής του Γέροντα μας γίνονται γνωστές μέσα από τις σχέσεις του με τους ανθρώπους, οι οποίοι και μας διασώζουν τις σχετικές πληροφορίες. Και οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι άλλοι από τους υποτακτικούς της συνοδείας του. Μια συνοδεία που ήταν συντονισμένη στους πνευματικούς σκοπούς που είχε βάλει ο Γέροντας. Μια συνοδεία ενωμένη και αγαπημένη, αν και ελάχιστα τα μέλη της επικοινωνούσαν μεταξύ τους προς αποφυγήν της αργολογίας. Ήταν όμως ενωμένη, διότι ήταν προσευχομένη, διότι η προσευχή και υπακοή στο πρόσωπο του Γέροντος τους διασφάλιζε. Στην ευλογημένη αυτή συντροφιά δεν υπήρχε χώρος για να εισχωρήσει ο διάβολος, διότι του έκοβαν κάθε δικαίωμα ακολουθώντας την πνευματική γραμμή που χάραζε η πείρα και η διακριτικότητα του Γέροντα.

Κύριο μέλημα, λοιπόν της ευλογημένης αυτής συνοδείας ήταν το έργο της προσευχής. Ολα κινούνταν γύρω από αυτόν τον άξονα. Και η άσκηση και η σιωπή και η εργασία και η κατ ιδίαν μελέτη και η υπακοή απέβλεπαν στο πως η προσευχή και η ιδίως η άσκηση της Νοεράς προσευχής θα γινόταν με τον καλύτερο και πιο καρποφόρο τρόπο. Το ημερήσιο πρόγραμμα της συνοδείας το καθόριζε η καθημερινή πολύωρη αγρυπνία. Σηκωνόντουσαν με το ηλιοβασίλεμα και έπιναν μόνο ένα καφέ που τους βοηθούσε στο κόπο της αγρυπνίας. Οι ασθενέστεροι μπορούσαν να πάρουν ένα μικρό κέρασμα για περισσότερη τόνωσή τους. Ο Γέροντας και ο πατήρ Αρσένιος, ως παλαιότεροι, συνήθως έκαναν περισσότερη άσκηση και προσευχή, δίνοντας έτσι και το παράδειγμα στους νεωτέρους. Έπαιρναν την ευχή του Γέροντα και χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μία κουβέντα μεταξύ τους πήγαιναν στο κελλάκι τους.

Εδώ αξίζει να θυμηθούμε την προτροπή του Κυρίου μας: «συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» ( Ματθ. στ΄, 6). Εκεί, λοιπόν, στο «ταμείον» τους έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους στον Θεό: «μετά την έγερσι έπρεπε να προσέχουμε πολύ τις αισθήσεις μας, ώστε να προσφέρουμε την ”αφρόκρεμα” του νοός στην προσευχή. Ούτε συνομιλίες, ούτε μετεωρισμοί, ούτε τίποτα» (σ. 267). Ακολουθούσαν τη μέθοδο προσευχής που τους είχε διδάξει ο Γέροντας και έτσι έρχονταν σε κατάνυξη, συντριβή και μετάνοια και «αμέσως μετά την συντριβή και την ταπείνωσι της καρδίας άρχιζαν την ευχή» (σ. 268).

Ο Γέροντας ως πνευματικός στρατηγός έδινε το σύνθημα και η εργασία της προσευχής άρχιζε. Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του: «Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθ ότι εργαζόμουν αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια», δηλαδή σε όλη τη διάρκεια της μοναχικής του ζωής (σ. 269). Αλλά ίσως κάποιος απορήσει: γιατί τόση προσευχή και μάλιστα αγρυπνία, δεν φτάνει ένα απλό τρισάγιο, το πιστεύω η μερικές προσευχούλες που έχουν το προσευχητάρια η δικές μας αυτοσχέδιες προσευχές; Η αλήθεια είναι πως κάπου έχουμε χάσει τις ρίζες τις ορθόδοξης παράδοσης, επηρεασμένοι προφανώς από ένα δυτικό τρόπο πνευματικής ζωής ακόμα και στα πνευματικά. Όμως η αγιορείτικη αγρυπνία και μάλιστα αυτή η «εν γνώσει αγρυπνία» που γινόταν στα όρη και στις σπηλιές του Αγίου Όρους έχει άλλη χάρη και δίνει πλούσιους καρπούς: «Η εν γνώσει αγρυπνία μετά δακρύων, γεννά την ψυχική παράκλησι, γεμίζει την καρδιά από χαρά, κάνει τον νού ανάλαφρο, δίδοντας φτερά για να πετά στα νοητά ύψη και στις διάφορες θεωρίες, από τις οποίες πλουτίζει η ψυχή πλούτο κάλλους θείων γνώσεων. Εάν όμως δεν αγρυπνή ο μοναχός, αλλά και κάθε χριστιανός, από αμέλεια και ακαταστασία, μένει στερημένος θεϊκής παρακλήσεως. Η καρδιά του είναι άδεια και κενή από χαρά, ο δε νους του σκοτισμένος και γεμάτος από βρώμικους λογισμούς. Το ανικανοποίητο αυτό της ψυχής από την Χάρι του Θεού, τον ωθεί στην κατάκρισι, στην αργολογία, στη ραθυμία, στην παρρησία, νομίζοντας ότι έτσι εκτονώνεται, ενώ δυστυχώς δηλητηριάζεται ψυχικά με άδηλα αποτελέσματα» (σ. 293).

Μια κυρία κάποτε μου εξομολογήθηκε ότι αργεί πολύ να την πάρει ο ύπνος το βράδυ και βρισκόταν σε κατάσταση αθυμίας και αμηχανίας. Τότε εγώ της συνέστησα να διαβάζει βιβλία της Εκκλησίας μας, να λέει την ευχή με το κομποσχοινάκι. Μετά από καιρό ήρθε και με ευχαρίστησε, γιατί γέμισε με τη χάρη του Θεού τις «κενές» βραδινές της ώρες και μάλιστα έκανε μια πολύ ειλικρινή και συνειδητοποιημένη εξομολόγηση.

Οι άνθρωποι σήμερα και ιδίως οι νέοι μας δεν «αγρυπνούν», αλλά ξενυχτούν και νομίζουν ότι ο μεταμεσονύκτιος αυτός διασκορπισμός θα τους προσφέρει ικανοποίηση στο εσωτερικό τους ανικανοποίητο. Οι νέοι μας σήμερα είναι οργισμένοι, τα «σπάνε» όχι μόνο στα νυχτερινά κέντρα, αλλά και στους δρόμους, στα οδοφράγματα και τις πορείες διαμαρτυρίας. Διανυκτερεύουν ως καταληψίες στα σχολεία σαν τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία και οι ψυχούλες τους είναι ταραγμένες και άδειες. Ας τα σκεφτόμαστε αυτά τα παιδιά λέγοντας ένα Κύριε ελέησον και κάποτε κάποτε χύνοντας ένα δάκρυ. Δυστυχώς φέτος στην Αθήνα, αλλά και στις άλλες πόλεις θα ζήσουμε ματωμένα Χριστούγεννα. Ο Γέροντας Ιωσήφ με την παρρησία που έχει στο θρόνο του Θεού ας προσευχηθεί γι αυτά τα παιδιά, για τους γονείς τους, για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Αν χρωστάμε κάτι σήμερα οι νεοέλληνες στον Γέροντα Ιωσήφ, είναι κυρίως η προσφορά του στην ανανέωση και αναζωπύρωση της παραδόσεως περί Νοεράς καρδιακής προσευχής. Το καλύτερο προσωνύμιο για τον Γέροντα θα ήταν, νομίζω, ο Δάσκαλος της νοεράς προσευχής. Η καλλιέργεια της προσευχής του Ιησού για μας τους αμυήτους φαντάζει κάτι απρόσιτο και απροσπέλαστο. Γι΄ αυτούς, όμως, που έζησαν κοντά στον Γέροντα ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής τους. Εφάρμοζαν λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» το παύλειο: «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ε΄, 17). Έλεγαν την ευχή παντού και πάντοτε: στο ναό, στο κελλί, στο εργόχειρο, στις συχνές αχθοφορίες τους, παντού. Τηρούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επιθυμία του Γέροντά τους. Κάθε αρχή όμως και δύσκολη. Έτσι όπως μας λέει ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλόθεΐτης στην αρχή δυσκολεύτηκε πολύ: «Στην αρχή είχα πολλές δυσκολίες στην προσευχή. Δεν μπορούσα να προφέρω καθόλου το όνομα του Χριστού. Νόμιζα ότι φρακάριζε το μυαλό μου, ο ενδιάθετος λόγος δεν εκινείτο με τίποτε. Ούτε το “Κύριε” δεν μπορούσα να πω. Προσπαθούσα με όλες μου τις δυνάμεις, αλλά δεν προχωρούσε. “Τι γίνεται τώρα εδώ;” Ο Γέροντας μου έλεγε:-Μη στενοχωριέσαι, βαβούλη μου. Μόνο επίμενε εδώ. Χτύπα και θα σπάση. Είναι ο φλοιός. Άμα σπάση ο φλοιός του παλαιού ανθρώπου, όπως ο σπόρος που είναι μέσα στη γη και αρχίζει να βγάζη φύτρο, σπάζει την κρέμα της γης που έχει ξεραθεί, κι έτσι φυτρώνει. Και άμα φυτρώση, θα μεγαλώση, θα ανθίση, θα καρποφορήση. Και τότε θα χαίρεσαι απολαμβάνοντας τους καρπούς του Πνεύματος...και θα σου ανοίγεται η όρεξις για περισσότερη καρποφορία και πνευματική απόλαυσι» (σ. 231).

Ο αρχάριος υποτακτικός δυσκολεύεται. Πέφτει, αλλά σαν το μικρό παιδί τον σηκώνει ο Γέροντας και ξαναπροσπαθεί. Η διακριτική καθοδήγηση του δασκάλου είναι απαραίτητη. Ο Γέροντας δεν συνήθιζε να λέει πολλά λόγια περί ευχής. Εδινε τις απαραίτητες συμβουλές στην πράξη. Ο Γέροντας δεν ήταν αυτό που λέει ο λαός: “δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις“. Και δίδασκε και κρατούσε πολύ καλά τον νόμο και εκ πείρας συμβούλευε: «Η στάσις του ήταν “προχώρα και εγώ σε παρακολουθώ”. Και ο λόγος εγίνετο πράξις. Με την ευχή του Γέροντα κοπιάζαμε στην προσευχή. Και ερχόταν φορές να κάνουμε τρεις, τέσσερις, πέντε ώρες Νοερά προσευχή, με σκυμμένο το κεφάλι, και το νού κολλημένο μέσα στο βάθος της πνευματικής καρδιάς. Καμμιά φορά σήκωνα το κεφάλι να πάρω αέρα, αλλά η γλυκύτητα με τραβούσε πάλι μέσα στην καρδιά! Η ψυχή μου είχε γευθή και έλεγε: “Μη ζητάς τίποτε άλλο, αυτό είναι. Αυτός είναι ο πολύτιμος ουράνιος θησαυρός. Απόλαυσέ τον!” Αλήθεια! Πολλές φορές οι προσευχές του Γέροντός μου με βοήθησαν να αποκτήσω πνευματική αίσθησι της θεία Παρουσίας. Αλλά εμείς οι νεώτεροι ήταν αδύνατον να φτάσουμε τις πνευματικές πτήσεις του υψιπέτου Γέροντος Ιωσήφ» (σ. 277, 278).

Ο Γέροντας διαρκώς συμβούλευε: «σιωπή και ευχή». Έτσι ευλογείτο η εργασία, αγιαζόταν το στόμα, η γλώσσα, η καρδιά, ο χώρος, ο χρόνος, όλος ο άνθρωπος. «Ο μοναχός που λέει αδιαλείπτως την ευχούλα, οπλίζεται με τέτοια θεϊκή δύναμη, που καθίσταται απρόσβλητος από τους δαίμονες, αφού αυτή τους καίει και τους μαστιγώνει» (σ. 279). Ο Γέροντας τόνιζε πως η υπακοή φέρνει την προσευχή στον άνθρωπο και όχι η προσευχή την υπακοή. Γι αυτό και ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης, νεαρό καλογέρι τότε και ευρισκόμενος εν υπακοή έλεγε: «Γέροντα, μ αυτήν την ευχή τρέχουν ποτάμι τα δάκρυα από τα μάτια μου και καίει μια φωτιά την καρδιά μου για τον Χριστό» (σ. 170).

Εδώ πρέπει να τονισθεί ότι η Ευχή, δεν έχει ατομοκεντρικό χαρακτήρα, αλλά στο «ελέησόν με» περικλείει όλη την ενιαία ανθρώπινη φύση, όλον τον κόσμο. Η Νοερά προσευχή, όμως, για να καρποφορήσει θα πρέπει να βρει και το κατάλληλο έδαφος. Ο Γέροντας Ιωσήφ ήξερε να διακρίνει ποια άτομα ήταν καλοδιάθετα και γόνιμο έδαφος για να ευδοκιμήσει η χάρη του Θεού. Έτσι κάποτε, όταν είδε τον πατέρα Ιωαννίκιο –δεν ανήκε στη συνοδεία του- είδε με τους νοερούς οφθαλμούς του ότι ήταν «καλό παιδί» και είπε μέσα του: «Στάσου να μάθουμε τη Νοερά προσευχή σ αυτό το καλογέρι». Και το καλογέρι αυτό άγευστο ως εκείνη τη στιγμή από τα ουράνια αυτά πράγματα, άκουγε με προσοχή και διάθεση υπακοής τα απλά λογάκια του Γέροντα. Πήρε και τη συγκατάθεση από τον πνευματικό του πατρός Ιωαννικίου, τον παπα-Ανανία και άρχισε να του διδάσκει τα της ευχής. «Έτσι όταν ο πατήρ Ιωαννίκιος ήταν στη βάρκα μόνος του, μέσα στην απομόνωσι και την ησυχία της νυκτερινής θαλάσσης, φώναζε ακατάπαυστα την ευχούλα. “Κύριε Ιησού Χριστέ... Κύριε Ιησού Χριστέ...” Σε λίγο η προσευχή άρχιζε να λέγεται άνετα και να του δημιουργή καρδιακή θέρμη, οπότε ο νέος μοναχός επιδόθηκε ολόψυχα σ αυτήν την ευλογημένη εργασία. Έτσι αυτό το καλογέρι έμαθε και έλαβε την ευχή από τον Γέροντα Ιωσήφ, διότι ήταν καθαρό. Είχε γίνει ένας από τους πιο καλούς μοναχούς της Σκήτης (της Μικράς Αγίας Άννης) και το όνομά του το θυμούνται όλοι οι παλαιοί πατέρες». (σ. 210). Ο μοναχός αυτός προσβλήθηκε από φυματίωση. Ο Γέροντας του συμπαραστάθηκε πολύ. Με τον αγώνα του, αλλά και με τις προσευχές του Γέροντος Ιωσήφ κέρδισε μια ωραιότατη θέση στην αγκαλιά του Χριστού μας, του οποίου το όνομα με τόση θέρμη πρόφερε... (σ. 210).

Ο Γέροντας Ιωσήφ δεν απολυτοποιούσε την χάρη που δίνει η Νοερά προσευχή. Έδινε μεγάλη σημασία και στην Θεία Λειτουργία, το μυστήριο των μυστηρίων. Αρχικά στη συνοδεία του λειτουργούσαν κάθε Σαββατοκύριακο και μετείχαν της Θείας Μεταλήψεως. Αργότερα, όταν απέκτησε η συνοδεία ιερείς, λειτουργούσαν καθημερινά. Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ να μεταλαμβάνει συχνά. «Ηταν από τους λίγους εκείνους Αγιορείτες, οι οποίοι υπεστήριζαν την συχνή θεία κοινωνία» (σ. 378). Αν και ο ίδιος δεν ήταν λειτουργός, όμως αξιωνόταν να βλέπει θαυμαστά πράγματα. «(αναφερόμενος στο Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη, που τότε ήταν διάκονος): «-Κούτσικο, τον είδες αυτόν που ήταν κοντά σου; -Ποιόν Γέροντα; -Όταν εθύμιαζες έξω, σε ακολουθούσε ένας Άγγελος με μια λαμπάδα. Προχωρούσε αυτός και συ εθύμιαζες. Δεν τον έβλεπες; Ο Γέροντας έβλεπε, αλλά εγώ που να δώ!!! Άλλη φορά πάλι που λειτουργούσαμε, ο παπα-Χαράλαμπος ως ιερεύς κι εγώ ως διάκονος, κατά τον καθαγιασμό των τιμίων Δώρων ο Γέροντας μπήκε μέσα στο ιερό βήμα. Και μετά που τελειώσαμε τη θεία Λειτουργία, με ακατανόητα λόγια μας είπε: -Συμμετείχα κι εγώ σ αυτό το ΟΠΟΙΟ κάνατε εκεί μέσα. –Τι; Γέροντα; -Να, αυτό που ιερουργείτε. Εκεί μέσα είσαστε Άγγελοι και όχι κοινοί άνθρωποι. Και μόλις μπήκα κι εγώ μέσα με πήρε κι εμένα αυτή η Χάρις» (σ. 378).

Ο Γέροντας ήταν ο αθόρυβος παρατηρητής των πάντων. Ήταν, θα λέγαμε, ο προπονητής των ιερέων που λειτουργούσαν στο ταπεινό εκκλησάκι της καλύβης του. Πριν την θεία Λειτουργία, είχε προηγηθεί ο προσωπικός κανόνας με ολονύκτιο αγρυπνία, νοερά προσευχή, μετάνοιες, δάκρυα. Είχε καλλιεργηθεί το έδαφος γι αυτό κι ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έβλεπε ολοζώντανη τη Χάρη: «Συχνά στη θεία Λειτουργία ο παπα-Εφραίμ έβλεπε την θεία Χάρι ολοζώντανη, ψηλαφητή, να γεμίζη όλο το εκκλησάκι. Δια τούτο έλεγε εμπειρικά ότι: “Το Πνεύμα το Αγιον δεν οράται, αλλά η χάρις Του οράται ”» (σ. 177).

Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν, όπως είπαμε στην αρχή, ο Θεολόγος της εμπειρίας και της χάριτος. Όμως με το φτωχό ανθρώπινο λεξιλόγιο δεν μπορούσε να περιγράψει τις εμπειρίες του ακτίστου που βίωνε, να διηγηθεί τα απόρρητα μυστήρια της θεολογίας. Επειδή ο ίδιος βίωνε τέτοιου είδους υπερφυσικές καταστάσεις, μπορούσε ως φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα νηπτικός πατήρ να γράφει: «Ο αληθής μοναχός, όταν εν τη υπακοή και τη ησυχία καθαρίση τας αισθήσεις και γαληνιάση ο νους, και καθαρισθή η καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν και φωτισμόν γνώσεως και γίνεται όλος φως, όλος νους, όλος διαύγεια, και βρύει θεολογίαν, όπου αν γράφουν τρεις δεν προλαμβάνουν το ρεύμα της Χάριτος, όπου βρύει κυματωδώς και σκορπίζει ειρήνην και άκραν ακινησίαν παθών εις όλον το σώμα. Φλογίζεται η καρδία από θείαν αγάπην και φωνάζει: “Κράτει, Ιησού μου, τα κύματα της Χάριτός σου, ότι αναλύομαι ωσεί κηρός”» (από τις Επιστολές του, σ. 302). Οι ίδιες καταστάσεις που περιγράφει στο πιο πάνω απόσπασμα της επιστολής του χαρακτηρίζουν τον ίδιο: «Πολλές φορές , όταν έβγαινε από την πολύωρη αγρυπνία του με Καρδιακή προσευχή, το πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο και φωτεινό και το Φως εκείνο, μέσα στο οποίο λουζόταν συνεχώς η ψυχή του, κατά καιρούς, περιέλουζε εμφανώς και το σώμα του. Ο Γέροντας ήταν μέτοχος του ακτίστου Φωτός και το έβλεπε ως ο θεόπτης»(σ. 303). Ο Γέροντας είχε ξεπεράσει τα στάδια της καθάρσεως και του φωτισμού και είχε φθάσει στην ανώτατη βαθμίδα, τη θέωση.

Αυτός, λοιπόν, ο αδάμας του πνεύματος, αυτός ο βιαστής της φύσεως, αυτό το καθαρόν δοχείον της χάριτος, δεν έμεινε απρόσβλητος από τις επιθέσεις του αρχεκάκου. Έχουμε ήδη πει για τη συκοφαντία της πλάνης που του είχαν προσάψει. Ως ησυχαστής είχε ένα αυστηρό πρόγραμμα και προσπαθούσε να το τηρεί με απόλυτη ακρίβεια. Αν και ενημέρωνε πότε δέχεται, εν τούτοις ορισμένοι σκανδαλίζονταν και άρχισαν να διαδίδουν την κατηγορία ότι ήταν πλανεμένος. Ο Γέροντας έβλεπε ότι πίσω απ όλα αυτά ήταν ο διάβολος, γι αυτό και τους αντιμετώπιζε με πατρική αγάπη: «Ήταν δε πολύ προσεκτικός , σ αυτούς που σκανδαλίζονταν να μην τους κατακρίνη, γι αυτό και έλεγε: “Ας λένε εναντίον μου, τέτοια μάτια έχουν, έτσι βλέπουν. Δεν φταίνε οι άνθρωποι, τα μάτια τους δεν βλέπουν σωστά”» (σ. 199). Ακόμα και την ψυχή του Μεγάλου Βασιλείου άγγιξε ο πόνος που προξενεί η συκοφαντία και η λύπη που προξενεί η συκοφαντία άγγιξε την καθαρή ψυχή του. Έλεγε, λοιπόν, σε κάποιο φίλο του: Πρέπει όλα να τα σκεπάζουμε, όλα να τα υπομένουμε και να αφήνουμε την δικαίωση του εαυτού μας στον Κύριο, ο οποίος δεν θα μας παραβλέψει, διότι “Ο συκοφαντών πένητα παροξύνει τον ποιήσαντα αυτόν”» (Παρ. ιδ΄, 31· Ε.Π.Ε. 3, 192-194, §1).

Βέβαια, πίσω από όλα αυτά κρυβόταν στην πραγματικότητα το ύπουλο πάθος του φθόνου, όπως παραδέχθηκαν εναπομείναντες παλαιοί πατέρες . Ακόμα και ο πατήρ Παΐσιος είχε πέσει θύμα αυτών των καλοθελητάδων και δεν τον συνάντησε, αν και το ήθελε πολύ. Αργότερα, όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί -διαβάζοντας το βιβλίο “Εκφρασις μοναχικής εμπειρίας” μονολογούσε: «Τι έχασα, τι έχασα!». Μέχρι και Μητροπολίτης έφθασε σε σημείο να υιοθετήσει κατηγορίες ηθικής φύσεως εναντίον του Γέροντος. (σ. 105).

Η μεγαλύτερη δοκιμασία για την οποία ο Γέροντας πόνεσε πολύ ήταν όταν οι πατέρες της Σκήτης της Μικράς Αγίας Αννης αποφάσισαν να τον διώξουν υιοθετώντας τις παραπάνω κατηγορίες περί πλάνης. Ο Γέροντας κατέφυγε που αλλού, στην γλυκιά του μανούλα, την Παναγία μας: «-Συγχώρησόν με, Μανούλα μου, όπου εν αγνοία μου σε λυπώ. Δέσποινά μου, μη εγκαταλείπης με. Τότε άκουσα τη μακαρία και μελισταγή φωνή της να λέγη: -Γιατί απελπίζεσαι; έχε την ελπίδα σου εις εμένα» (σ. 206). «Από εκείνη την στιγμή η Παναγία μας φώτισε τους προεστώτας της Σκήτης, που ήταν εναντίον του, να μακροθυμήσουν... Παρ όλα αυτά, όμως, και ενώ ο διωγμός κατέπαυσε, οι κατηγορίες και οι θλίψεις έρχονταν η μία κατόπιν της άλλης» (σ.207) .

Οι δοκιμασίες που υπέμεινε ο Γέροντας μας θυμίζουν τις δοκιμασίες του Αγίου Νεκταρίου. Ομως ο Κύριος δεν αφήνει τους εκλεκτούς Του. Τους προστατεύει και τους οχυρώνει: «Οι πεποιθότες επί Κύριον, εοίκασιν όρει τω αγίω, οι ουδαμώς σαλεύονται, προσβολαίς του Βελίαρ» (αναβαθμός β΄ ήχου). Ομως, αν και ο Γέροντας δεν σαλεύθηκε ούτε και κλονίσθηκε από τα φοβερά αυτά χτυπήματα του μισοκάλου, εν τούτοις οι φοβερές αυτές κατηγορίες δεν φαίνεται να άφησαν ανέπαφο τον εσωτερικό του κόσμο, γι αυτό και με πόνο ψυχής γράφει στην αδερφή του: «Ηξεύρεις τι είναι να μην πειράζης, να σε πειράζουν; Να μην κλέπτης, να σε κλέπτουν; Να ευλογής, να σε καταρώνται; Να ελεής, να σε αδικούν; Να επαινής, να σε κατακρίνουν; Να έρχωνται χωρίς λόγον να σε ελέγχουν, να σε φωνάζουν διηνεκώς πλανεμένον, εφ όρου ζωής; Και να ηξεύρης ότι δεν είναι ως λέγουν. Και να βλέπης τον πειρασμόν όπου τους κινεί. Και συ να μετανοής και να κλαίης ως αίτιος, ότι είσαι τοιούτος» (σ. 202).

Ο Γέροντας με τους καθαρούς οφθαλμούς της ηγιασμένης ψυχής του έβλεπε τις κινήσεις του πειρασμού, διέκρινε τα πνεύματα της πονηρίας. Είχε, βέβαια, το φυσικό παράπονο του αδικουμένου, δεν είχε όμως μέσα του την τάση της εκδικήσεως, της ανταποδόσεως. Ακολουθούσε το υπόδειγμα του ηγαπημένου του Ιησού, του οποίου το όνομα πρόφερε αδιαλείπτως: «λοιδορούμενος, ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει, παρεδίδου δε τω κρίνοντι δικαίως» (= όταν τον έβριζαν, δεν ανταπέδιδε τις ύβρεις, όταν υπέφερε, δεν απειλούσε, αλλά άφηνε την κρίση σ εκείνον, που μπορεί να κρίνει δίκαια) (Α΄ Πέτρ. β΄ , 23). Στρεφόταν στο ευλογημένο καταφύγιό του, την προσευχή κι από εκεί αντλούσε δύναμη και χάρη, διότι ανθρωπίνως θα είχε γονατίσει. Ήξερε εκ πείρας ότι «οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών, πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά» (= τα μάτια του Κυρίου είναι προσηλωμένα στους δίκαιους και τα αυτιά του στην προσευχή τους, το πρόσωπο όμως του Κυρίου είναι εναντίον εκείνων που κάνουν το κακό) (Α΄ Πέτρ. γ΄, 12).

Πως μπορούσε, λοιπόν, αυτό το χρυσάφι που βγήκε ατόφιο από το φοβερό καμίνι των πειρασμών να μην φωτίζει και να μη βοηθεί όσους τον είχαν ανάγκη; Ο,τι μας λέει ο απόστολος Παύλος για τον Χριστό, τα ίδια ισχύουν κατ αναλογία και για τον πολύπαθο Γέροντα Ιωσήφ: « εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι» (=διότι επειδή υπέφερε ο ίδιος με όσα δοκιμάσθηκε, είναι ικανός να βοηθήσει εκείνους που δοκιμάζονται) (Εβρ. β΄, 18). Έτσι βοήθησε ως πνευματικός πατέρας τόσο τα μέλη της συνοδείας του, αλλά και κάθε άνθρωπο που του ζητούσε πνευματική στήριξη. Είχε αποκτήσει το χάρισμα της διοράσεως και το χρησιμοποιούσε καταλλήλως στη διακονία του μυστηρίου της εξομολογήσεως: «Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν πολύ πεπειραμένος. Όταν τον επισκεπτόμασταν κατά τις νύχτες για εξομολόγησι, πολλές φορές έπαιρνε αυτός την πρωτοβουλία και μας εξηγούσε λεπτομερώς το πρόβλημά μας και την λύσι του, προτού του περιγράψουμε τι μας απασχολούσε! Δηλαδή, γνώριζε την εσωτερική μας κατάστασι και μας εξηγούσε σε τι οφείλεται και πως πρέπει να την αντιμετωπίζουμε, είτε πρόκειται για λογισμούς είτε για πάθη είτε για ενέργειες της Χάριτος. Δεν είχε ανάγκη να ερωτήση, για να αναλύση τα προβλήματα και ν απαντήση. Με μια απλή ματιά διάβαζε τους λογισμούς μας. Διότι αφ ενός μεν είχε τεράστια ασκητική εμπειρία, αφ ετέρου δε είχε την Χάρι της διοράσεως. Θαυμάζαμε πως ήξερε τον εσωτερικό μας κόσμο τόσο καλά, ενώ εμείς οι ίδιοι δυσκολευόμασταν να τον περιγράψουμε! Ως τόσον όμως, συνήθως δεν φανέρωνε ξεκάθαρα ότι διάβαζε τους λογισμούς μας. Φυσικά εμείς δεν του κρύβαμε τίποτε, αλλά και να θέλαμε, άλλωστε, να του κρύψουμε κάτι, δεν μπορούσαμε, διότι μας το έλεγε εκείνος» (σ. 244).

Ο Γέροντας από την πολλή του αγάπη συμβούλευε είτε αυτοπροσώπως είτε με γράμματα με προθυμία. Ακόμα και στις τελευταίες ημέρες της ζωής του, αν και δεν μπορούσε να γράψει ιδιοχείρως, υπαγόρευε σε άλλους τις επιστολές που απευθύνονταν σε πονεμένους ανθρώπους. Όταν έπασχε κάποιος, ο Γέροντας συνέπασχε και μάλιστα πολλές φορές έκλαιγε, εφαρμόζοντας στην κυριολεξία το παύλειο: «κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ΄, 18).

Μερικές φορές ο Γέροντας φερόταν απότομα και επέπληττε με μεγάλη αυστηρότητα τα μέλη της συνοδείας του, τους έκανε αυτό που λέμε πραγματικά καψόνια, έχοντας βέβαια τον σκοπό του. Ο Γέροντας Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης είχε ακούσει από τον Γέροντα μόνο δύο φορές στη ζωή του το όνομά του. Οι συνήθεις προς αυτόν προσφωνήσεις του Γέροντα ήταν: «Βαβούλη», «κούτσικο» κ. α. Είναι πολύ χαρακτηριστικό και συνάμα διδακτικό το περιστατικό με τον παπα-Χαράλαμπο. Όταν ο παπα-Χαράλαμπος είχε πάει στην αρχή κοντά στον Γέροντα, εκείνος άρχισε το συνηθισμένο σφυροκόπημα (την συνηθισμένη εν σοφία και γνώσει παιδεία του): «Άρχισε, λοιπόν, να προσφωνή (ο Γέροντας) και τον Χαράλαμπο με διάφορα επίθετα. Για παράδειγμα, συνήθιζε να του λέει: “Έλα δω ρε. Ο δόκιμος Χαράλαμπος στις αρχές έλεγε μέσα του: “Ρε; Τι ρε! Όνομα δεν έχω; Δούλευα με κοσμικούς στη Νομαρχία και ποτέ δεν άκουσα να μιλούν μ αυτόν τον τρόπο. Πάντα στον πληθυντικό μου απευθύνονταν: Τι γίνεστε κύριε Γαλανόπουλε; η σάς ευχαριστώ, σάς παρακαλώ. Εδώ μέχρι στιγμής δεν άκουσα ούτε ένα ευχαριστώ η ένα παρακαλώ. Παράξενοι άνθρωποι!“ Μετά όμως την εξαγόρευσι των λογισμών του, τον περίλαβε ο Γέροντας και του φανέρωσε όλη την εσωτερική του κατάστασι. - Ώστε στον κόσμο ήσουν αγωνιστής έ; Ενήστευες, αγρυπνούσε, ασκήτευες, ήσουν έξυπνος, εργατικός, τίμιος! Και από όλα αυτά τι κατάφερες; Να μας κουβαλήσης εδώ ένα σωρό κενοδοξία, εγωΐσμό και αυτοπεποίθησι. Τώρα που κόπηκαν οι έπαινοι δεν είναι καλά, έ;» (σ. 367, 368). Η τακτική αυτή του γέροντος απέβλεπε στον να διασφαλίσει τον νεαρό υποτακτικό στο λιμάνι της ταπεινώσεως. Μεταχειριζόταν όλα τα μέσα με παιδαγωγικό τρόπο για την ωφέλεια των παιδιών του: «Η αυστηρότητά του απέβλεπε στην κάθαρσί μας από τα πάθη και στο να μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα» (σ. 288). Στο βάθος αυτό ήταν μια έξυπνη τακτική. Η καρδιά του ήταν γεμάτη αγάπη.

Όμως στην Εξομολόγηση ήταν τελείως διαφορετικός: «Αν και ο Γέροντας ήταν απίστευτα αυστηρός απέναντί μας κατά την διάρκεια της ημέρας, όμως κατά την ώρα της Εξομολογήσεως ήταν γεμάτος πολλή αγάπη και με ήπιο τρόπο μας εξηγούσε για ποιο λόγο κάναμε εκείνο το λάθος, ποιές ήσαν οι αιτίες που το προκάλεσαν...» (σ. 243). Η αγάπη του Γέροντος ξεχειλίζει λίγες ημέρες πριν την κοίμησή του σε επιστολή που έστειλε στον παπα-Εφραίμ τον Κατουνακιώτη: «Σπλάγχνα μου θεία και ιερά, αγαπητόν μου τέκνον παπα-Εφραίμ, έχεις τα πατρικά φιλιά μου. Έχεις ολόκληρον την αγάπην μου, έχεις την ευχήν μου,...» (σ. 430).

Ο Γέροντας Ιωσήφ δεν τα είχε καλά με τους γιατρούς και τα φάρμακα. Τα άφηνε όλα στα χέρια του Θεού. Όμως στα τέλη του βίου του φάνηκε πιο συγκαταβατικός. «Εσύ είσαι φιλάσθενο παιδί (έλεγε στον Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη). Θα πας και στον γιατρό. Μην κοιτάς τι έκανα και τι πίστευα εγώ και ο πατήρ Αρσένιος. Εσύ είσαι αδύναμος. Άμα χρειασθής γιατρό και φάρμακα, να πας. Αυτό το μάθημα δεν το είχα μάθει τόσα χρόνια, τώρα όμως στα γεράματα το έμαθα. Τώρα που ήρθα στο τέλος, είδα ότι πρέπει να είμαι συγκαταβατικός στους γιατρούς και τα φάρμακα» (σ. 266). Όλες αυτές οι ταλαιπωρίες τον είχαν καταβάλει. «Έφρασε, λοιπόν, να είναι όλος μια πληγή» (σ. 406). Μόνο στα τέλη του βίου του πήγε αυτός και η συνοδεία του σε μέρος πιο ήπιο στις καιρικές συνθήκες (Στη Νέα Σκήτη). Τότε ελαττώθηκαν και οι υπερβολικοί σωματικοί κόποι για να μπορούν να επιδίδονται πιο αποτελεσματικά στη Νοερά προσευχή. Τότε επέτρεψαν στους εαυτούς τους λίγη παρηγοριά: έπαψαν να τρώνε συνεχώς αλάδωτα φαγητά (συνεχείς νηστείες), γιατί κατάλαβε ο Γέροντας ότι η νέα γενιά δεν έχει δυνάμεις για συνεχείς νηστείες. «Έτσι αρχίσαμε να τρώμε λαδερά φαγητά στις καταλύσιμες μέρες, ακόμα και τυρί και ψάρι, αν είχαμε» (σ. 406). Ο Γέροντας τόνιζε εκ πείρας την ανάγκη εξευρέσεως πνευματικού οδηγού, ώστε με λιγότερο κόπο στα σωματικά να εφαρμόζεται ένα «αυστηρό τυπικό στο θέμα της προσευχής και της εγκράτειας». Βλέπετε, καμμία υποχώρηση στα πνευματικά, αλλά ένας διακριτικός ελιγμός, μία συγκατάβαση για να επιτελούνται καλύτερα τα πνευματικά. Ο Γέροντας αναπαύθηκε με το καινούργιο τυπικό που εφάρμοσαν στη Νέα Σκήτη, γι αυτό και αυτός ο φοβερός ασκητής έγραφε σε κάποια επιστολή: «Ζούμε, χάριτι Θεού πολύ ευχάριστα. Έχομεν και μίαν βαρκούλα, όπου ψαρεύουν (εννοεί τα μέλη της συνοδείας). Πιάνουν χάνους, πίνες, αχινούς. Ο Ιωσήφ είναι επί της λέμβου ο καπετάνιος. Και πάλιν κύριον έργον η Νοερά προσευχή. Πάλιν πένθος και δάκρυα. Πάλιν νήψις και θεωρία. Πλούσια τα πνευματικά ελέη του Κυρίου!» (σ. 407).

Όμως η ευχάριστη αυτή ζωή δεν κράτησε, όπως φαίνεται, και πάρα πολύ. Ο Γέροντας, αν και ήταν εξήντα χρόνων, φαινόταν γέρος εβδομήντα πέντε ετών. Οι ασθένειες τον ταλαιπώρησαν πολύ. Το τέλος φαινόταν να πλησιάζει. «Τον πρόσβαλαν δύο σοβαρές ασθένειες: ο άνθρακας (δερματική ασθένεια) και η καρδιακή ανεπάρκεια, η μία κατόπιν της άλλης, και επέφεραν το τέλος της επιγείου ζωής του» (σ. 420). Ο ίδιος είχε μια νηφάλια αντιμετώπιση των πραγμάτων. Είχε πλήρη συνείδηση της καταστάσεώς του. Η συνείδησή του ήταν λαμπικαρισμένη και καθαρή: δεν τον έλεγχε για τίποτε. Επιθυμούσε να πεθάνει για να πάει το γρηγορότερο στον ηγαπημένο του Χριστό (Φιλ. α΄, 23). Καταλάβαινε ότι η ασθένεια ήταν ένα κάλεσμα από τον Θεό: «είναι κατά βάθος από τον Θεό -έλεγε-χείρ Κυρίου επάνωθέν μου» (σ. 431). Δεν έτρεμε μπροστά στο γεγονός του θανάτου. Ήταν προετοιμασμένος. Όλη του η ζωή ήταν μια διαρκής προετοιμασία για τον θάνατο. Προγευόταν την βασιλεία του Θεού ήδη από αυτήν την ζωή, γι αυτό και μπορούσε και έγραφε μετά λόγου γνώσεως: «Ο θάνατος, όπου εις τους πολλούς είναι μέγας και τρομερός, εις εμένα είναι μία ανάπαυσις, ένα γλυκύτατον πράγμα, όπου μόλις έλθη θα με ξεκουράση από τας θλίψεις του κόσμου. Και τον περιμένω από στιγμής εις στιγμήν. Είναι μέγας όντως, αλλά πολύ μεγάλος αγών να σηκώση κανείς όλα τα βάρη του κόσμου σήμερον, όπου όλοι ζητούν από τον άλλον να πληρωθούν όλαι αι εντολαί. Δι αυτά και δι όλα εγώ έγινα πτώμα. Παρακαλώ τον Θεόν να με πάρει να ησυχάσω» (σ. 417).

Είναι πολύ συγκινητικές οι εκδηλώσεις των αγαπημένων του πνευματικών τέκνων προκειμένου να τον κρατήσουν στη ζωή. Κάνουν κάθε δυνατή ανθρώπινη προσπάθεια. Ο Γέροντας Εφραίμ, «το κούτσικο», γίνεται λαγός να πάει να φέρει γιατρό. Όλοι ξενυχτούν διαδοχικά με βάρδιες στο προσκεφάλι του. Προσπαθούν να κρύψουν τον λυγμό τους, προσεύχονται, λένε διαρκώς την ευχή που τους δίδαξε ο αγαπημένος τους Γέροντας. Ο ίδιος τα αντιλαμβάνεται και αφηγείται: «η συνοδεία μου κλαίει, καν θέλω, καν δεν θέλω, δεν με αφήνουν να πεθάνω». Και παρακάτω συνεχίζει: «Οι αδελφοί σου δεν ησυχάζουν. Ζητούν να με ζωντανέψουν» (σ. 431). Και πως να ησυχάσουν. Οι εκδηλώσεις τους είναι εκδηλώσεις ανθρώπινης ευγνωμοσύνης στο άνθρωπο εκείνο δια του οποίου ένιωσαν μέσα τους ζωντανή την παρουσία του αγίου Θεού. Στον άνθρωπο που προσπαθούσε σε όλη του τη ζωή να τους μεταγγίσει τον παράδεισο που ζούσε μέσα του. Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τον αναπαύσουν, κυρίως με την υπακοή τους και την τήρηση των εντολών του. Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικά τα λογάκια που είπε στον «ζαρωμένο και πιο άχρηστο» (σ. 433), όπως τον αποκάλεσε Γέροντα Εφραίμ τον Φιλοθεΐτη πριν την οσιακή κοίμησή του ο Γέροντας Ιωσήφ: «-Όπως με ανέπαυσες παιδάκι μου, ο Θεός να σε αναπαύση. Ε, αυτό ήταν για μένα η μεγαλύτερη ευτυχία ! Και τον ρώτησα κατόπιν: -Γέροντα, θα μου κάνεις καμμιά προσευχή τώρα; -Έλα παιδί μου, σκύψε το κεφαλάκι σου. Με αγκάλιασε, μου πήρε το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του και έβαλε τα χεράκια του πάνω. Με σταύρωσε, με σταύρωσε, με σταύρωσε και μου είπε πολλές δικές του ευχές βγαλμένες μέσα από την καρδιά του. Αυτό ήταν η μεγαλυτέρα αμοιβή όλων των κόπων της υπακοής μου. Δεν ήθελα τίποτα άλλο στη ζωή μου» (σ. 436).

«Επιλείψει γαρ με διηγούμενον ο χρόνος» (Εβρ. ια΄, 32), αδελφοί μου, αν συνεχίσω με αυτόν τον ρυθμό. Νομίζω, όσα είπαμε είναι υπεραρκετά για να καταλάβουμε, έστω νοητικά, τα ύψη της αγιότητος στα οποία είχε φτάσει ο Γέροντας Ιωσήφ. Τα υπόλοιπα για το οσιακό τέλος του και όλες της λεπτομέρειες του βίου του θα τα μάθετε εντρυφώντας μέσα στο πολύ αξιόλογο και εποικοδομητικό αυτό βιβλίο, που αξίζει να κοσμεί την βιβλιοθήκη κάθε χριστιανού.

Πολλοί θα θέλαμε να είμαστε οι ζαρωμένοι και άχρηστοι, όπως ο π. Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης, που θα σκύβαμε στην επιθανάτια κλίνη του Γέροντος Ιωσήφ και θα παίρναμε την ευχή του και την προσευχή του. Είμαι σίγουρος πως η μεγάλη αγάπη του Γέροντος δεν θα μας αφήσει πεινασμένους και διψασμένους, αν και εμείς βαδίσουμε στα χνάρια του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού και Σπηλαιώτου. Ας έχουμε την ευχή του. Αμήν.



Από τη σελίδα των Αγίων Αναργύρων


Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Άβαταρ μέλους
dionysisgr
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4278
Εγγραφή: Τρί Φεβ 12, 2008 6:00 am
Τοποθεσία: Νικαια

Re: «ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ – ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ

Δημοσίευση από dionysisgr »

Κατι παραπανω απο ωφελιμο,
θα ειναι για οσους δεν το εχουν δει ακομα,
το να παρουν αυτο το βιβλιο,
και να το μελετουν.

Γιατι τετοια σπανια βιβλια, πνευματικα αποσταγματα,
ανεκτιμητης αξιας, και εμπειριας,
"χαρτες" για τον παραδεισο κυριολεκτικα,
θελουν συνεχη και επιμονη μελετη και οχι διαβασμα.

Ας εχουμε την ευχη του μεγαλου αγιου Ησυχαστου, και σπηλαιωτου Ιωσηφ,
με τα αγια πνευματικοπαιδια του, που κοσμουν την Ορθοδοξια, ανα τον κοσμο,
ειδικα αυτες τις δυσκολες και "μεγαλες" ωρες που ειναι μπροστα μας.
"ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν."
Άβαταρ μέλους
Dimitris39
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 5841
Εγγραφή: Κυρ Ιούλ 05, 2009 5:46 pm

Re: «ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ – ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ

Δημοσίευση από Dimitris39 »

Οταν πηγα πρωτη φορα στο Αγιον Ορος :8 :8
ειτανε στην Νεα Σκητη εκει φυσικα παω ευχαριστως :8
μου ειπε ενας Γεροντας ελα να σε παω στον ταφο του Πατρος Ιωσηφ
πηγα μου μιλησε γι΄'αυτον ως τοτε αγνωστος για μενα ο Γεροντας Ιωσηφ
προσευχηθηκα εκει και μετα :8 :8 :8 :8 Αγιος Γεροντας

Διαβαστε το οποσδηποτε το Βιβλιο
Κύριε,Θεέ μου,Νύμφιε της ψυχής μου, λυτρωτή μου.
Μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου

«Χαίροις μετά Θεόν ή Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος ή έχουσα»

ἳνα ὦσιν ἓν, καθώς ἡμεῖς

Θεέ μου σ'αγαπώ
Απάντηση

Επιστροφή στο “Λέσχη Αναγνωστών - Βιβλιοπροτάσεις”