Μια διδαχτική ιστορία!!!

Καθημερινά πνευματικά μηνύματα.

Συντονιστής: Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΟ… ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ

Ήταν ένα απλό ζεστό καλοκαιρινό πρωινό. Ο ήλιος λαμπρός, «έστεκε» κιόλας ψηλά, ρίχνοντας τις ακτίνες του και ζεσταίνοντας τα σπίτια, τις αυλές, την πλάση. Τα ωδικά πουλιά κελαηδούσαν όλο χάρη κι έμοιαζε σαν να δοξολογούσαν το Θεό για το ηλιόλουστο εκείνο πρωινό.

Οι άνθρωποι, βιαστικοί, είχαν ξεχυθεί στους φαρδείς δρόμους της πόλης, για να πάνε στις δουλειές τους, ενώ το δροσερό αεράκι, σαν μια απαλή αύρα, δρόσιζε τα πρόσωπα και ανακούφιζε το σώμα από τη ζέστη. Όλα στη μεγάλη πόλη ήταν απλά, οικεία, καθημερινά. Όλα έμοιαζαν να είναι ίδια, όπως και την προηγούμενη μέρα.

Εκείνο το πρωινό υποσχόταν πως θα ήταν μια υπέροχη ημέρα. Τίποτα δεν προϊδέαζε για το τι θα γινόταν. Κανένα σημάδι δεν υπήρχε που να φανέρωνε πως η ημέρα δε θα κυλούσε μέσα στη σφαίρα της απλής τυπικής καθημερινότητας των ανθρώπων.

Για το σπίτι της κυρίας Βαρβάρας η ημέρα εκείνη ήταν ιδιαίτερη. Έμελλε να γινόταν ξεχωριστή... Η κυρία Βαρβάρα, μητέρα τριών κοριτσιών, ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη. Σε ένα μήνα ακριβώς θα πάντρευε τη μια της κόρη. Το κλίμα που επικρατούσε στο σπίτι ήταν γιορτινό.

Η μητέρα με τις δυο της κόρες συζητούσαν για τις χαρές του γάμου. Οι κοπέλες είχαν αποφασίσει να πάνε το επόμενο πρωινό να αγοράσουν τα κατάλληλα ενδύματα για τη μεγάλη μέρα. Γέλια και χαρούμενες φωνές ηχούσαν στο σπίτι... Η δεύτερη κόρη, η Ελπίδα, θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο και το μεσημέρι θα γύριζε στο σπίτι, για να οργανώσουν το πρόγραμμα των αγορών...

Ενώ όλα κυλούσαν αρμονικά, γύρω στο μεσημέρι, ο καιρός άρχισε να αλλάζει όψη. Πυκνά σύννεφα έκρυψαν το πρόσωπο του λαμπρού ήλιου. Οι ζεστές ακτίνες του έπαψαν να αγγίζουν τη γη. Ο ουρανός άρχισε με ταχύτατους ρυθμούς να σκοτεινιάζει, ενώ δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει με μανία. Μέσα σε λίγα λεπτά τίποτα δε θύμιζε το καλοκαιρινό πρωινό. Η ημέρα έμοιαζε να είναι χειμωνιάτικη. Δεν άργησαν να ακουστούν οι πρώτες ιαχές της βροντής, ενώ ο σκοτεινιασμένος ουρανός φωτιζόταν σποραδικά από κεραυνούς, που άφηναν στο πέρασμά τους τρομερό ήχο και έμοιαζε σαν να σχίζουν τον ουρανό.

Πολύ γρήγορα έπεσαν και οι πρώτες χοντρές στάλες βροχής, που ολοένα και αυξάνονταν σε αριθμό και ταχύτητα. Δεν μπορούσες πια να διακρίνεις τίποτα. «Θεέ μου, τι είναι αυτό που γίνεται» πρόφεραν κάποια χείλη, ενώ ο αέρας, φθάνοντας τα 11 μποφόρ, ούρλιαζε και ξεσπούσε με ορμή, σαν να ήθελε να γκρεμίσει τα πάντα στο πέρασμά του... Οι περαστικοί άρχισαν να τρέχουν να προλάβουν να πάνε σπίτια τους, στις οικογένειές τους, να νιώσουν ασφαλείς...

«Μητέρα, να κλείσω το παράθυρο;», ακούστηκε η λεπτή φωνή της μικρότερης κόρης της κυρίας Βαρβάρας, που μπρος σ’ αυτόν το χαλασμό, φοβήθηκε. Η απόκριση της μάνας καθησυχαστική, απλή, αλλά και μεγαλειώδης μαζί: «Παιδί μου», της είπε με απόλυτη πίστη και ηρεμία, «ο Θεός δεν πειράζει κανέναν, δεν κάνει κακό σε κανένα».

Ύστερα γύρισε τα μάτια της προς τον ουρανό και έστειλε στον Ύψιστο σύντομα λόγια προσευχής και ικεσίας, λόγια σωτήρια: « Θεέ μου, φύλαξε όλου του κόσμου τα παιδιά και τα δικά μου» και έκλεισε τη σύντομη, μα θερμή προσευχή της με το σημείο του σταυρού. Εκείνη την ώρα η κυρία Βαρβάρα οπλίστηκε έναντι της τρομερής καταιγίδας, με δύο πανίσχυρα όπλα, την προσευχή και τον τίμιο σταυρό...

Η ώρα περνούσε και η Ελπίδα δεν είχε γυρίσει ακόμα. Μα να, τη σιωπή του δωματίου έσπασε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η μάνα σηκώνει το τηλέφωνο, μα σε λίγο φαίνεται να τρέμουν τα χέρια της, το πρόσωπό της αλλάζει όψη. Τα χείλη προφέρουν μια φράση πονεμένη: «Πού την έχουν;». Το τηλέφωνο κλείνει και η κυρία Βαρβάρα βιάζεται να φύγει. Το δύσκολο καθήκον της μάνας την καλεί, μπαίνει πάνω και μπροστά από όλα τα συναισθήματα...

Στο τηλέφωνο ήταν ένας αξιωματικός της αστυνομίας, που της ανακοίνωσε το τρομερό συμβάν: Η κόρη της, Ελπίδα, μόλις 25 ετών, βρισκόταν σοβαρά τραυματισμένη στο νοσοκομείο.Καθώς γύριζε στο σπίτι της, περνώντας κάτω από μια τετραώροφη πολυκατοικία, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκε να είναι καταπλακωμένη από τσίγκους, που έπεσαν από τον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, από 20 μέτρα ύψος.

Ο δυνατός αέρας σήκωσε την τσίγκινη σκεπή και την έριξε με απίστευτη δύναμη και ορμή πάνω στην κοπέλα. Όσοι είδαν το συμβάν πάγωσαν. «Θεέ μου, το κορίτσι!!», ψέλλισαν τα χείλη και ζητούσαν να γίνει το θαύμα, να γίνει πραγματικότητα το ανθρωπίνως αδύνατο, να ζει η κοπέλα. Όμως, γίνεται να επιζήσει άνθρωπος μετά από τέτοιο χτύπημα;

Το ασθενοφόρο ήρθε πολύ γρήγορα και μετέφεραν το σοβαρά τραυματισμένο κορίτσι στο νοσοκομείο. Όταν η μάνα έφτασε εκεί, την είχαν στο χειρουργείο. Συγγενείς, φίλοι μα και άγνωστοι, που είχαν δει το συμβάν, έσπευσαν να δώσουν κουράγιο στην τραγική μητέρα, να πουν ένα λόγο παρηγοριάς, να ενισχύσουν τις ελπίδες και την πίστη της.

Επιτέλους, το χειρουργείο τελείωσε. Ο γιατρός πλησίασε τη μητέρα και της είπε: «Κυρία μου, η κόρη σας ήταν πολύ τυχερή, διότι μεταφέρθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο και χειρουργήθηκε αμέσως, αφού εκείνη την ώρα το χειρουργείο ήταν ελεύθερο. Μην ανησυχείτε!». Λέγοντας αυτά ο γιατρός, απομακρύνθηκε, ενώ η μάνα έστεκε ακόμα εκεί. Σίγουρα η ψυχή της εκείνη την ώρα θα δόξαζε τον Θεό.

Ο γιατρός και το προσωπικό της είχαν μιλήσει για «τύχη». Όμως εκείνη σίγουρα γνώριζε πως αυτό που αυτοί αποκαλούσαν «τύχη», ήταν η Θεία Πρόνοια. Η προσευχή και ο σταυρός που έκανε, προστάτευσε το παιδί της κι έτσι έγινε το θαύμα, που τα χείλη παρακαλούσαν, αλλά το ανθρώπινο μυαλό απέκλειε...
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

Ἕνα φωτεινό παράδειγμα ἡρωϊκοῦ φρονήματος στήν τήρηση τῆς νηστείας βρίσκουμε στό μικρό βιβλίο «ΙΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΜΑΣ» (σελ. 75-76):
«Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τόν ἔλεγαν Μιχάλη Ζιάκα. Τό 1948-49 ἦταν στρατιώτης. Καί βρισκόταν στίς ἐπιχειρήσεις τοῦ Γράμμου.
Ἐκεῖ ὁ λόχος του εἶχε μείνει μιά ἑβδομάδα ὁλόκληρη χωρίς ἀνεφοδιασμό. Ὑπόφεραν πολύ τά παιδιά ἀπό πεῖνα, ἀσιτία καί ἐξάντληση. Μά κάποτε ἔφθασαν καί τά τρόφιμα. Ψωμί καλό, κουραμάνα• καί κρέας μαγειρεμένο, ἕτοιμο. Μπῆκαν στήν σειρά, ἕνας-ἕνας, καί ἔπαιρναν πρῶτα τήν κουραμάνα καί μετά τό κρέας στήν καραβάνα!
Ἦρθε καί ἡ σειρά τοῦ Μιχάλη νά πάρει τό φαγητό. Πλησιάζει στό διανομέα καί τοῦ λέει:
-Μπορεῖς νά μοῦ δώσεις ἀντί γιά κρέας λίγες ἐλιές;
-Τί; Ἐλιές; Γιατί ἐλιές; Ἀφοῦ ἔχει κρέας!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης.
-Νά φάω κρέας, νά μαγαρίσω τήν Παρασκευή;
Κάθεται λοιπόν ὁ Μιχάλης ἀνάμεσα σέ ἄλλους στρατιῶτες. Ἐκεῖνοι τρῶνε κρέας. Ὁ Μιχάλης ἐλιές. Καί τόν κοροϊδεύουν. Γιατί ἔκαμε τόν σταυρό του. Γιατί εἶναι κουτός. Γιατί, ἐνῶ μπορεῖ νά φάει κρέας -καί μάλιστα μετά τέτοια πεῖνα-, τρώει ἐλιές! Λένε πολλά. Ὁ Μιχάλης σιωπᾶ.
Ξαφνικά ὅμως, ἐνῶ ἔτρωγε καί συνέχιζαν νά τόν κοροϊδεύουν, πέφτει λίγα μέτρα πιό πέρα μιά ὀβίδα! Σηκώθηκε σύννεφο ἡ σκόνη στόν ἀέρα! Ἔτρεξαν ἄλλοι στρατιῶτες νά ἰδοῦν, τί εἶχε συμβῆ. Καί εὑρῆκαν τούς δύο στρατιῶτες νεκρούς. Καί τόν Μιχάλη νά σηκώνεται ἀπό χάμω καί νά τινάζει τά ροῦχα του ἀπό τά χώματα!
* * *
Πέρασαν χρόνια. Ὁ Μιχάλης Ζιάκας εἶναι ἕνας φτωχός τσοπάνης στό χωριό του. Ζεῖ, ὅπως πάντα, μέ εὐσέβεια.
Μιά Παρασκευή, παρέα μέ ἄλλους φτωχούς τσοπάνηδες, κάθησαν νά φᾶνε. Ἔβγαλε ἀπό τό σακκούλι του λίγο ψωμί καί ἔτρωγε. Καί ἀπό τό παγούρι του ἔπινε λίγο νερό νά μαλακώνει τό ψωμί στό στόμα του.
Ἕνας ἀπό τούς τσοπάνηδες προσφέρθηκε τότε νά τοῦ δώσει λίγο τυρί γιά προσφάϊ. Τοῦ λέει ὁ Μιχάλης:
-Δέν μαγάρισα τήν Παρασκευή, μιά ἑβδομάδα νηστικός στόν Γράμμο, καί θά τήν μαγαρίσω τώρα;
Καί διηγήθηκε τήν ἱστορία.
* * *
Θέλει συζήτηση, ὅτι τόν Μιχάλη τόν ἔσωσε ὁ Χριστός, ἐπειδή σεβάστηκε τήν ἡμέρα πού σταυρώθηκε γιά μᾶς;
Ὤ Χριστέ μου, πόσο εὔκολα μαγαρίζουν μερικοί τήν ψυχή τους!
Μακάρι τέτοια παραδείγματα νά μᾶς ἐμπνέουν ἦθος καί φρόνημα...
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Θα με βοηθήσει ο Θεός
Ένας άντρας είχε αποκλειστεί στη σκεπή του σπιτιού του κατά τη διάρκεια μιας νεροποντής που κατέληξε σε πλημμύρα. Απελπισμένος έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να προσεύχεται με ευλάβια.
Λίγο αργότερα πέρασε από εκεί ένας άντρας με μια βάρκα και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει.
-Δε χρειάζομαι βοήθεια, είπε ο άντρας στη στέγη. Ο Θεός θα με σώσει!
Έπειτα από λίγο έφτασαν τα σωστικά συνεργεία και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν.
-Φύγετε, ούρλιαξε ο άντρας! Ο Θεός θα με σώσει!
Δεν άργησε να βρει φριχτό θάνατο μέσα στα μανιασμένα νερά που τον κατάπιαν...
Όταν έφτασε λοιπόν στον Παράδεισο, είπε στο Θεό:
-Προσευχήθηκα να με βοηθήσεις, μα εσύ με άφησες να πνιγώ.
Και ο Θεός απάντησε:
-Εγώ σου έστειλα μια βάρκα και τα σωστικά συνεργεία...
Τα θαύματα έρχονται στη ζωή μας, πολλές φορές, ενδεδυμένα με το μανδύα της καθημερινότητας.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Κανείς δε μπορεί να σωθεί χωρίς τον σταυρό του!

Ο Στάρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ένα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, που συνέβη σε κάποιον νέο, τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του προς την αλήθεια. Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό, μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.

Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο. Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.
Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον. Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου.
«Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία.
Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει;
Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδιζε, όπως λέει η παροιμία, ακολουθώντας τη μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα.
- «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;»
- «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;»
- «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο».
Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό.
- «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος».
Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.
- «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ' Αυτόν πηγαίνουμε».
- «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό».
- «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.
- «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.
- «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία».
Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρό και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ' όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα. Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;»
Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι' αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει.
- «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας».
Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε....Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;».
Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του.
Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».
Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι' αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο.
- «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή».
- «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος».
- «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ' αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα. Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών. Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».
Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.
Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.
Από το βιβλίο «Ο Στάρετς Ζαχαρίας»
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Ο θυμὸς καὶ ἡ ἀγάπη


"Ἐνῶ ἕνας ἄνδρας γυάλιζε τὸ νέο αὐτοκίνητό του, ὁ ἡλικίας 4 ἐτῶν γιός του, πῆρε μία πέτρα καὶ γρατσούνισε μὲ γραμμὲς μέρος τοῦ αὐτοκινήτου.
Στὸ θυμὸ τοῦ ἀπάνω, ὁ ἄνδρας αὐτὸς πῆρε τὸ χέρι τοῦ παιδιοῦ του καὶ χρησιμοποιώντας ἕνα γαλλικὸ κλειδί, τὸ χτύπησε πολλὲς φορὲς .
Στὸ νοσοκομεῖο, τὸ παιδὶ ἔχασε ὅλα τὰ δάχτυλά του λόγω τῶν πολλαπλῶν σπασιμάτων. Ὅταν τὸ παιδὶ εἶδε τὸν πατέρα του μὲ τὰ παραπονεμένα μάτια τοῦ γεμάτα πόνο τὸν ρώτησε: " Μπαμπά... πότε τὰ δάχτυλά μου θὰ μεγαλώσουν πάλι; " Ο πατέρας βουβός, πῆγε πίσω στὸ αὐτοκίνητό του καὶ τὸ κλώτσησε πολλὲς φορὲς . Σκεπτόμενος αὐτὸ ποὺ ἔκανε, βρισκόμενος μπροστὰ στὸ αὐτοκίνητό του καὶ βλέποντας ξανὰ τὶς γρατζουνιές, ἀντιλήφθηκε ὅτι τὸ παιδὶ τοῦ εἶχε γράψει μὲ τὴν πέτρα "ΜΠΑΜΠΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ". Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ ἄνδρας αὐτὸς αὐτοκτόνησε .
Συμπέρασμα: Ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχουν κανένα ὅριο. Τὰ πράγματα ὑπάρχουν γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦνται, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιὰ νὰ ἀγαπιοῦνtαι.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Ο ιερέας των λεπρών. Η πραγματική ιστορία


Γίνεται πολύς λόγος για το νησί της Σπιναλόγκα, με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο με τίτλο «Το νησί», της Αγγλίδας Victoria Hislop, το οποίο γυρίστηκε με μεγάλη επιτυχία σαν σήριαλ στην ελληνική τηλεόραση. Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία.
Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.
Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην Λειτουργία σου μ' έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.
Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι χανσενικοί στο τέλος της Λειτουργίας κι είδαν τον παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Ιερή Πρόθεση να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θά ʼρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναΐσκου.
Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το "θαύμα της Σπιναλόγκα"συνέβαινε ξανά και ξανά.
To 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ο ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά το θάνατό τους.
Ιδού, λοιπόν, ένας σύγχρονος αθόρυβος ήρωας, που δεν τιμήθηκε για το έργο του από κανέναν, και που -αν προσέξατε- δεν παραθέσαμε το όνομά του γιατί απλά δεν το γνωρίζουμε! Το γνωρίζει όμως -σίγουρα- ο Θεός! Κι αυτό μας αρκεί!
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Νύχτα Τσικνοπέμπτης....!

«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης; Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γί¬νεται περισσότερο. Γιατί απόψε είναι Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».Αυτά σκεφτότανε ό παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.
- ’Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα.Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.
- Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.
Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο,όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.
- Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.
- Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυποϋν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
- Ναι, μά απόψε...
Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.
- Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέ¬τοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.
'Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρό¬λο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.
- Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.
’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.
- Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γ ιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»
Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.
- Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου;’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρό¬μο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του.Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει.Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.
- Συνάδελφε, που πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.
'Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μι¬λήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;
- Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!
Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίτα¬ξε χωρίς νά μιλα.
- Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τρά¬βηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί...
- Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
- Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.'Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλ¬ληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.
Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο.Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;
- Πάτερ, Πάτερ!
Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμά¬τη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
- Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και... καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν... δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο...
Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
- Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.
Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.
Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.
- Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μεσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοη¬θός σας, τό παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχω¬ρήσει ό θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-'Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-Θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινό¬ταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός.

inagiounikolaoutouneou.gr
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

Ο λύκος, ο όσιος και τα γαϊδουράκια

Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ό Όσιος Σίω ό Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, πού έφθαναν ως εκεί ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, πού είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία. Ό Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τούς προσκυνητές όσο και τούς μοναχούς να θλίβονται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήσει μπροστά του όλα τα άγρια ζώα πού ζούσαν στον Μγβίμε. Μόλις τελείωσε την παράκληση του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρισε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκονται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.
- Ακούστε τί θα σάς πω, άρχισε να τα νουθετεί ό Όσιος. Ό Χριστός γνωρίζει πώς ή καρδιά μου πονά για σάς. Αυτή ή έρημος όμως θα γεμίσει ανθρώπους, πού θα δοξολογούν τον Θεό, γι' αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σάς θα μείνει εδώ, για να βόσκει τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξιλεωθείτε για τις ζημιές πού κάνατε.
Σε λίγα λεπτά όλα τα θηρία είχαν εξαφανιστεί, εκτός από έναν λύκο, πού έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
- Στον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είπε εκείνος, σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωί θα τα οδηγείς στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνεις πίσω. Θα τρως ότι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξεις. Εμπρός, δουλειά τώρα.
Από τότε ό λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωί έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του -μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα στην σπηλιά του- όπου περνούσε την νύχτα. Πέρασαν έτσι έξι χρόνια. Μια μέρα ό λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε ν' αλυχτά παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πώς έλειπε ένα γαϊδουράκι, πού ανήκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πώς ό λύκος είχε φάει τον ζώο του, ό Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.
- Γέροντα, εξαιτίας σου έχασα τον γάιδαρο μου, ξέσπασε θυμωμένος.
Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την άπρεπή συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ό λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τούς κοιτούσε και κουνούσε την ουρά του, σαν να ήθελε κάτι να τούς πει. Βλέποντας όμως πώς δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε τον ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του κι άρχισε να τον τραβά επίμονα. Τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν φανερό ότι είχε τσακιστεί στον γκρεμό.
Ο Κόνων, μετανοημένος, ζήτησε με δάκρυα συγγνώμη από τον Γέροντα. Ύστερα από αυτό το γεγονός ό Όσιος είπε στον λύκο:
Αρκετά μάς υπηρέτησες. Σ' ευχαριστούμε για τούς κόπους σου. Πήγαινε πια να βρεις τούς συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δώ και πέρα οι αδελφοί.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

ΟΜΟΡΦΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ, Η ΑΕΡΟΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΙΒΛΟ

Ένας πενηντάρης μουσουλμάνος φτάνει στο αεροπορικό του κάθισμα σε μία κατάμεστη πτήση.

Αμέσως άρχισε να διαμαρτύρεται ότι δεν ήθελε το κάθισμα. Το κάθισμα του ήταν δίπλα σε μια ηλικιωμένη λευκή γυναίκα που διάβαζε την Βίβλο.

Αηδιασμένος ο μουσουλμάνος κάλεσε αμέσως την.... αεροσυνοδό και απαίτησε μια νέα θέση. Ο μουσουλμάνος της είπε: "Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ δίπλα σε αυτή την άπιστη."

Η αεροσυνοδός του είπε: "Επιτρέψτε μου να δω αν μπορώ να βρω ένα άλλο κάθισμα." Μετά τον έλεγχο, η αεροσυνοδός επέστρεψε και δήλωσε: "Δεν υπάρχουν άλλα καθίσματα στην οικονομική θέση , αλλά θα ελέγξω με τον κυβερνήτη για να δούμε αν υπάρχει κάτι στην πρώτη θέση."

Περίπου 10 λεπτά πέρασαν και η αεροσυνοδός επέστρεψε και δήλωσε:

"Ο κυβερνήτης επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν άλλα καθίσματα στην οικονομική θέση, αλλά υπάρχει ένα κάθισμα στην πρώτη θέση.

Είναι πολιτική της εταιρείας μας να μην μετακινούμε ένα άτομο από την οικονομική θέση στην πρώτη θέση, αλλά επειδή πρόκειται για κάποιο είδος του σκανδαλώδους καταστάσεως να αναγκάζετε ένα άτομο να καθίσει δίπλα σε ένα δυσάρεστο πρόσωπο, ο κυβερνήτης συμφώνησε να γίνει μία μετάβαση στην πρώτη θέση."

Πριν ο οργισμένος μουσουλμάνος προλάβει να πει κάτι, η αεροσυνοδός έκανε νόημα να στην ηλικιωμένη γυναίκα και της είπε:

"Γι' αυτό, κυρία μου, αν έχετε την ευγενική καλοσύνη να πάρετε τα προσωπικά σας αντικείμενα και να μετακινηθείτε στην άνεση της πρώτης θέσης, διότι ο κυβερνήτης μας δεν θέλει να κάθεστε δίπλα σε ένα δυσάρεστο πρόσωπο".

Οι επιβάτες στα καθίσματα γύρω άρχισαν να χειροκροτούν ενώ κάποιοι επευφημούσαν.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Μια διδαχτική ιστορία!!!

Δημοσίευση από fotis »

ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ

Ήταν ένας ασκητής κι είχε δυο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς.
Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν είναι έτοιμοι για την βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι για αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση.
Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς από το πρωί, ώστε να φτάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε το απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχα προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:
- Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δυο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
- Δεν μπορούμε! Του είπαν. Βιαζόμαστε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.
- Πάρτε με σας παρακαλώ! Αν με αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
- Δεν μπορούμε! Τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας. Κι έφυγαν.
Τ' απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει τον πλησιάζει και του λέει:
- Τι έπαθες άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
- Πέρασαν το πρωί δυο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόταν να πάνε στην αγρυπνία.
- Θα σε πάρω εγώ μην ανησυχείς του λέει
- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
- Όχι θα σε πάω! Δεν μπορώ να σε αφήσω!
- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
- Θα σκύψω, και εσύ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο θα σε φτάσω.
Τον πήρε με μεγάλη δυσκολία και άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μέσα την άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φτάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:
- Με έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δυο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Μηνύματα”