Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Καθημερινά πνευματικά μηνύματα.

Συντονιστής: Συντονιστές

Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ



῾Η Σαρακοστή εἶναι ἡ περίοδος πού φέρνει τόν χριστιανό στά σύγκαλά του, ἀφοῦ τόν κάνει νά ζεῖ τήν ζωή τοῦ συνεποῦς χριστιανοῦ: τοῦ ἐν μετανοίᾳ εὑρισκομένου, τοῦ ἐγρηγορότος πού βρίσκεται σέ διαρκή σχέση μέ τόν Θεό καί ἐξάρτηση ἀπό Αὐτόν. ῾Η Σαρακοστή λοιπόν εἶναι ἡ περίοδος ἀνανήψεως, τό λουτρό καθάρσεως τοῦ χριστιανοῦ πού τόν ἀπομακρύνει ἀπό τίς φαντασιώσεις καί τίς πλάνες τῆς ζωῆς αὐτῆς. ῾Η Σαρακοστή δηλαδή εἶναι ἡ περίοδος προσγειώσεως τοῦ χριστιανοῦ στήν πραγματικότητα: τόν κάνει νά βλέπει τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο ὅπως εἶναι ἀληθινά.
῾Η εὐχή τοῦ ὁσίου ᾽Εφραίμ τοῦ Σύρου φανερώνει τό πνεῦμα αὐτό τῆς Σαρακοστῆς. ᾽Αναφέρεται στόν ἀγώνα τοῦ χριστιανοῦ νά ἀποβάλει τά πάθη του καί νά ἐνδυθεῖ τίς ἀρετές.
᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ σχολιασμός τῆς εὐχῆς μέ τήν βοήθεια τῶν ἀσκητικῶν ἰδίως Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι, πιστεύουμε, ἔργο σημαντικό.

῾Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας,
φιλαρχίας καί ἀργολογίας, μή μοι δῷς.
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης,
ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης,
χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.
Ναί, Κύριε βασιλεῦ,
δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα
καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου,
ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
᾽Αμήν᾽.

(α) ῾Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου᾽.
῾Ο Χριστός εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ Δεσπότης τῆς ζωῆς μας.

῎Ηδη ἐξαρχῆς ἡ εὐχή μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς Κυρίου καί Δεσπότου δίνει τό στίγμα τοῦ προσευχομένου. Πρόκειται γιά τόν πιστό χριστιανό, ὁ ὁποῖος βλέπει τόν ἑαυτό του στήν θέση τοῦ δούλου ἔναντι τοῦ Κυρίου του. ῾Ο ᾽Ιησοῦς Χριστός γιά τόν προσευχόμενο δέν εἶναι ἕνας σπουδαῖος ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἕνας μεγάλος φιλόσοφος ἤ κάποιος κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ἀλλά ὁ Κύριος καί ὁ Δεσπότης τῆς ζωῆς του. ῎Ετσι ἡ ἐπίκληση αὐτή τοῦ Χριστοῦ φανερώνει ὅτι ὁ προσευχόμενος εἶναι μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀφοῦ μόνο γιά τήν ᾽Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος καί συνεπῶς ὁ Κύριος αὐτῆς. ῞Οπως τό ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: (Πιστεύω) ῾καί εἰς ἕνα Κύριον, ᾽Ιησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ᾽. ῾Η ἀποδοχή λοιπόν τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μας ἀποκαλύπτει τήν πίστη στήν θεότητά Του.
῾Η κυριότητα τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ βεβαίως κυριότητα ἐπί τῶν πάντων. Καί ἐπί τῆς δημιουργίας καί ἐπί τῆς ἱστορίας καί ἐπί τῶν καρδιῶν τοῦ ἀνθρώπων. Αὐτός εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου - ῾πάντα δι᾽ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε᾽ (᾽Ιωάν. 1, 3) – Αὐτός εἶναι ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου πού εἰσῆλθε καί ὡς ἄνθρωπος μέσα στήν ἀνθρώπινη ἱστορία - ῾ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός Κύριος᾽ (Λουκ. 2, 11) – Αὐτός εἶναι ὁ κύριος τῆς καρδιᾶς μας - ῾υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν᾽. Κατά συνέπεια ὁ Χριστός ἀποτελεῖ τό βάθος τοῦ σύμπαντος, δηλαδή πίσω ἀπό ὅλα στέκει ᾽Εκεῖνος, καί ἄρα ὅλα εἶναι δικά Του.
᾽Ενῶ ὅμως ὅλα δικά Του, δέν ἐκβιάζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Αφήνει τό λογικό αὐτό πλάσμα Του ἐλεύθερα νά ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμά Του, ὥστε νά ἀποδεχθεῖ μόνο του τήν κυριότητα καί στήν δική του ζωή. Καί τοῦτο γιατί ἡ κυριότητα τοῦ Θεοῦ δέν λειτουργεῖ σάν τήν ἀνθρώπινη ἐξουσία: κατακτηκτικά καί ἐγωϊστικά. ῾Ο Θεός ῾κατακτᾶ᾽ τόν ἄνθρωπο ἀρχοντικά, κατά τήν ἔκφραση τοῦ γέροντα Παϊσίου, δηλαδή μέ τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη πού τοῦ δείχνει. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἀποκορύφωση τῆς κυριότητος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Σταυρός Του. Στόν Σταυρό ἐπάνω ὁ Χριστός εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός πού ἀφήνεται ἀδύναμος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν Του. Κι αὐτή ἡ φαινομενική λόγω ἀγάπης ἀδυναμία Του ἀποτελεῖ τόν μαγνήτη πού ἑλκύει πρός ᾽Εκεῖνον ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. ῾Κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός ἐμαυτόν᾽ (᾽Ιωάν. 12, 32).
Παρ᾽ ὅλα αὐτά ὅμως! ᾽Εξακολουθοῦν καί ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι πού μένουν τυφλοί στήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Δημιουργοῦ τους καί Τόν ἀφήνουν ἔξω νά κρούει τήν θύρα τῆς καρδιᾶς τους. ῾᾽Ιδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω᾽ (᾽Αποκ. 3, 20). Κι αὐτοί βεβαίως γίνονται ἀποδεκτοί ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά χωρίς νά ἔχουν τήν δυνατότητα πιά νά γευθοῦν τήν γλυκύτητα τῆς παρουσίας Του, γεγονός πού συνιστᾶ τήν κόλασή τους. Αὐτή εἶναι ἡ ῾κόλαση᾽ τοῦ Θεοῦ στά πλάσματά Του: ἡ ἀδιάκοπη ἀγάπη Του πρός αὐτά, χωρίς ἐκεῖνα νά μποροῦν νά ἀνταποκριθοῦν σ᾽ αὐτήν. ῾Η κόλασή τους ἔτσι γίνεται καί ὁ δικός Του πόνος! Γιατί ἡ ἀγάπη πάντα συμπάσχει μέ τόν πονεμένο κι ἀγάπη τέλεια καί ἀπόλυτη εἶναι ὁ Θεός μας. ῞Ωστε ἡ κυριότητα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ λειτουργεῖ μέσα σέ ῾περιοριστικά᾽ γι᾽ Αὐτόν πλαίσια: τά πλαίσια τῆς ἀγάπης! ῾Εἰς τά ἴδια ἦλθε᾽, γράφει ὁ Εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης, ῾καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον᾽ (᾽Ιωάν. 1, 11).
Στό σημεῖο αὐτό δίνεται ἀπάντηση καί σ᾽ ἕνα εὔλογο ἐρώτημα πού πιθανόν δημιουργεῖται ἀπό τούς χαρακτηρισμούς ῾Κύριος᾽ καί ῾δοῦλος᾽: Μά ὁ Θεός θέλει τούς ἀνθρώπους δούλους; ῎Εχει ἀνάγκη Αὐτός νά εἶναι ὁ Κύριος πού νά ἔχει τά δουλικά Του; ᾽Ακριβῶς λοιπόν μέ τίς παραπάνω ἐπισημάνσεις φαίνεται ὅτι ἡ σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου ὡς σχέση Κυρίου καί δούλου δέν κατανοεῖται κατά τά ἀνθρώπινα σχήματα. ῾Ο Χριστός ἐνῶ εἶναι Κύριος ὅλων, γίνεται προσωπικά Κύριος μόνον ἐκείνων πού Τόν ἀποδέχονται μέ πίστη καί ἀγάπη. ᾽Απόδειξη: ὅσοι γίνονται δοῦλοι Του, ὅσοι δηλαδή Τόν πιστεύουν, τούς κάνει υἱούς Του καί τούς δίνει τήν ἱκανότητα νά Τόν ζοῦν καί νά Τόν βλέπουν ὡς Πατέρα, ἀδελφό καί φίλο τους. ῾῞Οσοι ἔλαβον αὐτόν᾽, σημειώνει καί πάλι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ῾ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽ (᾽Ιωάν. 1, 12).
Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι τήν προσευχή αὐτή μπορεῖ νά τήν πεῖ μόνον ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτός εἶναι τό μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας. Εἶναι σαφῆ ἐν προκειμένῳ τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: ῾Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽ (Α´ Κορ. 12, 3). Πράγματι, κατά τήν διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἄν δέν ἐνισχυθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά δεῖ τί εἶναι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός στήν πραγματικότητα: Θεός τέλειος καί ἄνθρωπος τέλειος. Καί τοῦτο γιατί ἔργο τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ῾Αγίας Τριάδος εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια, ἐνῶ ὁ Κύριος ἔσωσε τόν κόσμο γενικά καί ἀντικειμενικά, τό ῞Αγιον Πνεῦμα εἶναι αὐτό πού μᾶς οἰκειώνει προσωπικά τό γενικό αὐτό ἔργο τοῦ Χριστοῦ.
Τί σημαίνει ὅμως ὁμολογία ἐν ἁγίῳ Πνεύματι τῆς κυριότητος τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ; ῾Ο ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής διευκρινίζει στό 39ο κεφάλαιο τῶν 400 κεφαλαίων του περί ἀγάπης: ῾῾Ο τελείαν ἀγάπην κτήσασθαι δυνηθείς καί ὅλον τόν βίον αὐτοῦ πρός ταύτην ρυθμίσας, οὗτος λέγει Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽. Δηλαδή: ῾Αὐτός πού μπόρεσε νά ἀποκτήσει τέλεια ἀγάπη καί ρύθμισε ὅλη τήν ζωή του πρός αὐτήν, αὐτός ὁμολογεῖ ὡς Κύριο τόν ᾽Ιησοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ᾽. ῎Ετσι ἡ ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου στήν βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, ἀποδεικνύει τήν παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν καί ἄρα καί τήν ἀποδοχή τοῦ ᾽Ιησοῦ ὡς Κυρίου τῆς ζωῆς του. ῾Η κυριότητα λοιπόν τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει θεωρητικό χαρακτήρα. ῾Η προσαρμογή τῆς ζωῆς μας στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ φανερώνει τήν ἀλήθεια τῆς ὁμολογίας μας περί τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ καί Κυρίου μας. ῎Ετσι ἡ κυριότητα τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή τοῦ πιστοῦ βαίνει αὐξανομένη στόν βαθμό πού ὁ πιστός τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου Του, ζεῖ δηλαδή ἐν μετανοίᾳ.
Κι ὅταν μιλᾶμε γιά τήν τέλεια ἀγάπη πού μνημονεύει ὁ ἅγιος Μάξιμος μιλᾶμε ἀσφαλῶς γιά τήν ἀγάπη ἐκείνη τοῦ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης στήν Α´ καθολική ἐπιστολή του: ῾ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον᾽ (4, 18). Μία ἀγάπη δηλαδή πού προϋποθέτει τήν κάθαρση ἀφενός τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλα τά ψεκτά πάθη καί τήν ταύτισή του ἀφετέρου μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως μάλιστα τό ὁρίζει ὁ ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς: ῾Τῶν καθαρισθέντων (ἐστίν) ἡ τελεία ἀγάπη, ἐν οἷς οὐκέτι ἐστίν ἔννοια φόβου τινός, ἀλλ᾽ ἔκκαυσις ἄπαυστος καί κόλλησις τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεόν διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος κατά τόν λέγοντα ῾᾽Εκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω μου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου᾽. Δηλαδή: ῾Τῶν καθαρισμένων γνώρισμα εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη. Σ᾽ αὐτούς δέν ὑπάρχει πλέον σκέψη κανενός φόβου, ἀλλά ἄπαυστη θέρμη καί προσκόλληση τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σύμφωνα μέ αὐτόν πού λέγει ῾προσκολλήθηκε ἡ ψυχή μου σ᾽ ᾽Εσένα καί μέ ἔχει πιάσει τό δεξί σου χέρι᾽. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο τόν Χριστό Τόν ὁμολογεῖ ὡς Κύριο μόνον ἐκεῖνος πού ἔγινε σάν Αὐτόν καί Τόν ἔχει παρόντα καί λαλοῦντα στήν καρδιά του.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (2)



β) ῾Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας
μή μοι δῷς᾽.
῾Υπάρχει ἕνα πλέγμα παθῶν πού καί ὡς διάθεση ἀκόμη ἀποτελεῖ ἄρνηση γιά τήν πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Τέτοια πάθη ἀρνητικά εἶναι ἡ ἀργία, ἡ περιέργεια, ἡ φιλαρχία καί ἡ ἀργολογία.

῾Ο ὅσιος ᾽Εφραίμ εἶναι βαθύς γνώστης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Γνωρίζει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ὅτι ὁποιαδήποτε ἀμέλεια τοῦ ἀνθρώπου σχετικά μέ τήν πνευματική ζωή ἀνοίγει τόν δρόμο γιά νά σκηνώσουν στήν ψυχή ὅλα τά ψεκτά πάθη. Καί τοῦτο γιατί ὁ ἄνθρωπος ὅσο βρίσκεται στόν κόσμο αὐτό εἶναι ἐκτεθειμένος στίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, πού ῾ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ᾽ (Α´Πέτρ. 5,8), ὅπως καί εὔκολα προσκλίνει στήν ἀνυπακοή στόν Θεό λόγω ῾τῆς οἰκούσης ἐν αὐτῷ ἁμαρτίας᾽. Γι᾽ αὐτό καί ἐξαρτώντας ὁ πιστός τόν ἑαυτό του ἀπό τόν Θεό-Χριστό, ὅπως ἐξηγήσαμε, ζητᾶ ἀπό Αὐτόν ὡς χάρη τήν ἀποφυγή τοῦ πνεύματος τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀργολογίας.

῾Η ἀργία

Τό πρῶτο πάθος λοιπόν πού ζητᾶ νά ἀποφύγει ὁ πιστός εἶναι τό πάθος τῆς ἀργίας. Θέ λέγαμε μάλιστα ὅτι ἰδιαιτέρως σήμερα ἔχει σημασία ἡ ἀναφορά στό πνεῦμα τῆς ἀργίας, ἀφοῦ ὁ σύγχρονος πολιτισμός τείνει νά δημιουργήσει, μᾶλλον ἔχει δημιουργήσει, ἕναν τύπο ἀνθρώπου πού ὡς κύριο χαρακτηριστικό του ἔχει τήν ἀργία. ῞Ολα τά στοιχεῖα γύρω μας τό ἐπιβεβαιώνουν: ἀγωνιζόμαστε οἱ ἄνθρωποι νά περιορίσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τίς ἐργάσιμες ἡμέρες καί νά αὐξήσουμε τίς ἡμέρες ἀργίας• θεωροῦμε ὡς δικαίωμα ἱερό, γιά τό ὁποῖο εἴμαστε ἕτοιμοι καί νά θυσιασθοῦμε, τήν κατάκτηση ὁρισμένων ἡμερῶν ὡς ἡμερῶν ἀργίας• ἐπιζητοῦμε γενικῶς αὔξηση τῶν ἀποδοχῶν μας, ἀλλά μέ ταυτόχρονο περιορισμό τῆς ἐργασίας μας. Τά χαρακτηριστικά αὐτά τά διαπιστώνουμε δυστυχῶς καί στόν εὐαίσθητο χῶρο τῆς παιδείας. Κι εἶναι εὔλογο: τά παιδιά προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τούς μεγάλους, ἐνῶ ἡ ἀγωγή πού παίρνουν ἐκφράζει τόν τύπο ἀνθρώπου πού κυριαρχεῖ στούς μεγάλους. ῎Ετσι φυσιολογικά πιά τά παιδιά καί οἱ νέοι θέλουν βαθμούς χωρίς ὅμως καί νά μελετοῦν, ἀγωνίζονται γιά τό ῾δικαίωμα᾽ τῆς...κοπάνας ἀπό τά σχολεῖα ἤ καί τίς καταλήψεις, θεωροῦν πολλές φορές ὅτι ὁ χρόνος στό σχολεῖο τους εἶναι χρόνος χαμένος, ἐνῶ χαρακτηρίζουν ὡς κέρδος τους τό χάσιμο τῶν ὡρῶν διδασκαλίας καί τίς ἐκδρομές.

Τί εἶναι ὅμως ἀργία; Εἶναι, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἴδια τήν λέξη, ἡ ἀπραξία, ἡ ἔλλειψη διαθέσεως γιά ἐργασία, ἄρα μία κατάσταση ραθυμίας καί τεμπελιᾶς. Εὔκολα συνεπῶς ἐπισημαίνουμε τήν προέλευσή της: πηγάζει ἀπό τήν φιληδονία, τήν ἐφάμαρτη αὐτήν κατάσταση πού μέ τήν σειρά της πηγάζει ἀπό τήν φιλαυτία, τήν μητέρα ὅλων τῶν παθῶν καί τῶν κακιῶν. Καί ἀντιστρόφως: ἡ φιλαυτία πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ἁμαρτίας ὡς ὁ ἐγωϊσμός τοῦ ἀνθρώπου, γεννᾶ μεταξύ τῶν ἄλλων παθῶν τήν φιληδονία, ἐνῶ αὐτή μέ τήν σειρά της γεννᾶ καί τήν ἀργία, ῾τήν μητέρα πάσης κακίας᾽ κατά τήν γνωστή παροιμία. ῎Ετσι ἡ ἀργία εἶναι μία ἁμαρτωλή κατάσταση, διότι φανερώνει ἀντίθεση πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

῎Ας τό ἐξηγήσουμε περισσότερο. ῾Ο Θεός πού μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι ἕνας ῾ἐργατικός᾽ Θεός. ῾῾Ο πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι᾽ εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 5, 17). Καί τοῦτο γιατί ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο κι ἐξακολουθεῖ νά συνεχίζει τό δημιουργικό Του ἔργο, ἀφοῦ μετά τήν δημιουργία δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, ἀλλ᾽ ἐξακολουθεῖ νά τόν φροντίζει καί νά τόν συντηρεῖ καί μάλιστα νά τόν διακυβερνᾶ στόν τελικό του προορισμό. ῎Ετσι ὁ Θεός μας δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό ἀνενέργητο ὄν τοῦ Θεοῦ τῶν φιλοσόφων, ἀλλ᾽ εἶναι ἕνας δραστήριος Θεός, πού ἡ ἐνέργειά Του εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη Του, πέρα ἀπό τήν Οὐσία Του.

῾Η ὥς ἕνα βαθμό βεβαίως κατανόηση τοῦ Θεοῦ δίνει τήν δυνατότητα κατανοήσεως καί τοῦ ἀνθρώπου, δεδομένου ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε τούς ἀνθρώπους ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἐργασία ἀνήκει στό ἀρχικό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, τό νά ἐργάζεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τήν ἀπαρχῆς πλάση του καί τήν φυσιολογική πορεία τῆς ζωῆς του. Τοῦτο φαίνεται ἄλλωστε καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀπαρχῆς ὁ Θεός ἔβαλε τόν ἄνθρωπο στόν παράδεισο ῾ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν᾽ αὐτόν.

῎Ετσι ἡ ἐργασία κατανοεῖται ὡς συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ - ὁ ἄνθρωπος ἐργαζόμενος γίνεται συνεργάτης καί συν-δημιουργός μέ τόν Θεό. Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ ἐργασία ἦταν πηγή χαρᾶς καί εὐτυχίας γιά τόν ἄνθρωπο, πλαίσιο φανέρωσης τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης του, ἀφοῦ καί ὁ Θεός μέ τήν δημιουργία φανερώνει τήν ἀγάπη καί τήν ἐλευθερία Του.

Ποιό τό ἀντικείμενο ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου; ᾽Ασφαλῶς ἡ φύση, ἡ δική του καί ἡ ἔξω ἀπό αὐτόν. ῾Η ἐργασία ἀπέβλεπε δηλαδή στήν καλλιέργεια τοῦ ἴδιου ὡς αὔξηση τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ καί στήν καλλιέργεια τῆς ἔξω φύσεως, ὥστε νά μπορεῖ νά ἐκφράζει τήν κυριαρχική του θέση μέσα στήν δημιουργία, μέ τήν ἔννοια βεβαίως ὄχι τῆς καταστροφῆς τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς δημιουργικῆς κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ διαμορφώσεως αὐτῆς. ῾Η καλλιέργεια λοιπόν τῶν ἀρετῶν καί ἡ διαχείριση τῆς φύσεως ἦταν τό ἀντικείμενο τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου, μέ σκοπό νά φθάσει στόν προορισμό του, τήν ἕνωση μέ τόν Θεό.

῾Η πτώση ὅμως στήν ἁμαρτία διέστρεψε μεταξύ τῶν ἄλλων τόν χαρακτήρα τῆς ἐργασίας. ῾Η ἐργασίας ἔγινε δουλεία καί ἀπό συμμετοχή στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἔγινε αὐτόνομη προσπάθεια ἐκμεταλλεύσεως τῆς φύσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὁδηγήθηκε στήν ἀργία μέ μία διπλή ἔννοια: α) σταμάτησε νά ἐργάζεται τήν ἔσω του φύση – δέν μποροῦσε πιά νά ἐργάζεται τίς ἀρετές, καί β) ἡ καλλιέργεια τῆς ἔξω φύσεως, ὅταν δέν σταμάτησε, ἔγινε ὑποδούλωση σέ αὐτήν. ῎Ετσι ἀργία σημαίνει πρωτίστως: σταματῶ νά ἐργάζομαι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχω διάθεση νά κάνω μέ χαρά ὁποιαδήποτε ἐργασία καί, ὅταν ἐργάζομαι, δέν σχετίζω τήν ἐργασία μου μέ τόν Θεό. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἀργία ἔχει σχέση μέ τήν ἀπώλεια τῆς δυνατότητος τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι ὁ ἱερέας τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ. ᾽Ενῶ μέχρι τήν πτώση δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρόσφερε μέ τήν ἐργασία του τήν φύση στόν Θεό ὡς δοξολογία Αὐτοῦ, γιατί σ᾽ ᾽Εκεῖνον ἀνῆκε, γινόμενος ἔτσι ἱερέας αὐτῆς, μετά τήν ἁμαρτία χάνει τήν ἱερατική αὐτή θέση καί, καθώς εἴπαμε, ὑποδουλώνεται στήν φύση.

῾Ο ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ ἀποκαθιστᾶ ὅμως τόν ἄνθρωπο. ᾽Ανοίγεται καί πάλι ὁ δρόμος εὑρέσεως τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ἡ ἐργασία προσφέρεται ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο ὡς δυνατότητα συμμετοχῆς στό δημιουργικό ἔργο τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ὡς χριστιανοί μποροῦμε καί πάλι νά καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ὅπως καί νά βρίσκουμε νόημα καί χαρά στήν καταβολή κόπου καί ἔργου. Γιά τόν χριστιανό μάλιστα ὁ κόπος τῆς ἐργασίας περικλείει τήν ἀνάπαυση, δότι ἡ ἐργασία δέν αὐτονομεῖται, ἀλλά προσφέρεται στόν Θεό ὡς προσφορά ἀγάπης στόν συνάνθρωπο.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λέει σέ μία ἐπιστολή του: ῾εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω᾽ (Β´Τιμ. 3, 10). Πρέπει νά τό ἐννοήσουμε καί βιολογικά ἀλλά καί πνευματικά. Δέν μπορῶ νά περιμένω καμμία ἀπολαβή, ὑλική ἤ πνευματική, ἄν δέν ἐργασθῶ. ῞Οπως δηλαδή ἡ σωματική ἀργία δέν μπορεῖ νά μοῦ ἀποφέρει τά πρός τό ζῆν, ἔτσι καί ἡ πνευματική ἀργία δέν μπορεῖ νά μέ θρέψει. Καί τροφή πνευματική εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Μ᾽ ἕναν λόγο: μέ τήν ἀργία ποτέ δέν πρόκειται νά φθάσω στόν προορισμό μου ὡς ἄνθρωπος: νά ἔχω χάρη Θεοῦ, νά ἑνωθῶ μέ τόν Θεό.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (3)



῾Η περιέργεια

Στενά συνδεδεμένο μέ τό πάθος τῆς ἀργίας εἶναι καί τό πάθος τῆς περιεργείας. ῾᾽Από γάρ ἀργίας περιέργεια καί ἀπό περιεργείας ἀταξία᾽ (ἅγιος ᾽Ιωάννης Κασσιανός). Εἶναι σαφές ἐν προκειμένῳ ὅτι δέν ἀναφερόμαστε σ᾽ ἐκείνην τήν περιέργεια πού σχετίζεται μέ τήν θέση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο. Μέ τήν ἐπιστημονική δηλαδή περιέργεια πού ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει τόν γύρω του καί τόν μέσα του κόσμο. Μία τέτοια περιέργεια ὄχι μόνον εἶναι ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἐντολή Του. Διότι στήν οὐσία ἐκφράζει τήν βασιλική ἐξουσία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Δημιουργία, ἀφοῦ πλάστηκε νά εἶναι ἡ κορωνίδα καί ὁ βασιλέας αὐτῆς. ῎Αλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ῾ἔδωκεν ἐπιστήμην᾽ στόν ἄνθρωπο.

Μιλώντας γιά ἀποφυγή τοῦ πνεύματος τῆς περιεργείας ἐννοοῦμε ἐκείνην τήν περιέργεια πού ἀκριβῶς πηγάζει ἀπό τήν δαιμονική κατάσταση τῆς ἀργίας. Πρόκειται καί πάλι γιά μία ἀρρωστημένη κατάσταση πού φανερώνει τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅ,τι καλό καί οὐσιῶδες πρέπει νά ἐργασθεῖ γιά τήν πνευματική του προκοπή. ῎Ετσι ἡ περιέργεια ἀποτελεῖ ἔκφραση ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἑαυτοῦ μας, γι᾽ αὐτό καί ὁδηγεῖ στήν μέ πάθος ἐνασχόληση μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων καί τήν δημιουργία συνθηκῶν ἐξάψεως τῶν δαιμονικῶν παθῶν. ῾᾽Από περιεργείας ἀταξία᾽.

῾Υπό τό πρίσμα αὐτό ἡ περιέργεια πάντοτε φανερώνει τήν παρουσία δαιμονικῶν ἐνεργειῶν καί τήν ἀπουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τό ῾Οποῖο εἶναι Πνεῦμα εἰρήνης, ἡσυχίας καί ἀγάπης. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἰδιαιτέρως τονίζει τά ἄσχημα τῆς περιεργείας. ῾᾽Ακούομεν γάρ τινας᾽, γράφει στήν Β´ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του (3, 6-12), ῾περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδέν ἐργαζομένους, ἀλλά περιεργαζομένους᾽. Εὐθέως ἐδῶ σχετίζει ὁ ἀπόστολος τήν περιέργεια μέ τήν ἔλλειψη ἐργασίας καί τήν ἀταξία. ᾽Αλλοῦ, μιλώντας γιά ὁρισμένες χῆρες γυναῖκες πού ἔχουν ἐκτραπῆ ἀπό τόν ὀρθό δρόμο σημειώνει ὅτι εἶναι ῾καί ἀργαί...οὐ μόνον δέ ἀργαί, ἀλλά καί φλύαροι καί περίεργοι, λαλοῦσαι τά μή δέοντα᾽ ( Β´Τιμ. 5, 13).

῾Ο ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος εἶναι ἐκεῖνος μεταξύ τῶν ἄλλων νηπτικῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πού ἐπισημαίνει καί μία ἄλλη ἐκτροπή τοῦ πνεύματος τῆς περιεργείας: τήν διανοητική περιέργεια, ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα τοῦ Θεοῦ. ῾Εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο – γράφει – νά περιεργάζεται κανείς τόν βυθό τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ περίεργοι ταξιδεύουν μέ τό πλοῖο τῆς οἰήσεως᾽. Πρόκειται στήν πραγματικότητα γιά τήν προσπάθεια τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου πού σέ κατάσταση ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος ἐπιχειρεῖ νά διεισδύσει μέ τήν λογική του στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί νά τό ἐξιχνιάσει. Κι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει χάσει τό φῶς τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στήν κεκαθαρμένη καρδιά, γι᾽ αὐτό βρίσκεται σέ κατάσταση πλάνης, ἀφοῦ ἔχει ὡς ὄργανο λειτουργίας τήν ἀποκομμένη ἀπό τήν καρδιά καί τόν νοῦ του λογική. ῎Ετσι ἡ διανοητική αὐτή θεολογική περιέργεια ἀφενός ὁδηγεῖ σέ διαστροφή τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀφετέρου ἀποκαλύπτει τήν ἄβυσσο τῆς ὑπερηφάνειας τοῦ ἀνθρώπου, πού θέλει νά κατανοήσει τόν Θεό ἐρήμην τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀποκαλύψεώς Του. Σ᾽ αὐτόν τόν βυθό ἀπωλείας, τήν διανοητική περί Θεοῦ περιέργεια, ἔπεσαν καί πέφτουν ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνες. Χωρίς ἀμφιβολία βρισκόμαστε μπροστά καί πάλι στό προπατορικό ἁμάρτημα: τόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νά φθάσει τόν Θεό χωρίς Θεό.

Τό πρακτέον τίθεται ἀφ᾽ ἑαυτοῦ. ᾽Απαιτεῖται, ὅπως καί πάλι λέει ὁ τῆς Κλίμακος ἅγιος, νά ἀσκηθοῦμε γιά νά ζοῦμε σέ κατάσταση ἀπεριεργείας καί ἁπλότητος. ῾Η ἄσκηση αὐτή μάλιστα μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπόκτηση καί τῆς ὀρθῆς πίστεως, διότι ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος ῾πίστις ἐστίν ἀπερίεργος συγκατάθεσις τῶν ἀκουσθέντων᾽. Καί ὁ ἅγιος Διάδοχος ἐκφράζοντας εἰκονιστικά τήν ἴδια ἀλήθεια ἀναφέρει: ῾Τῆς πίστεως ὁ βυθός ἐρευνώμενος μέν κυμαίνεται. ῾Απλῇ δέ διαθέσει θεωρούμενος γαληνιᾷ. Λήθης γάρ κακῶν ὕδωρ ὄν τό βάθος τῆς πίστεως οὐ φέρει παρά περιέργων ἐννοιῶν θεωρεῖσθαι. ῾Απλότητι οὖν διανοίας τοῖς αὐτῆς ἐμπλέωμεν ὕδασιν, ἵνα εἰς τόν λιμένα τοῦ θελήματος οὕτω φθάσωμεν τοῦ Θεοῦ᾽ (22). Δηλαδή: ῾῾Ο βυθός τῆς πίστεως ὅταν ἐρευνᾶται, ταράσσεται. ῞Οταν ὅμως θεωρεῖται μέ ἁπλή διάθεση, γαληνεύει. Γιατί τό βάθος τῆς πίστεως πού εἶναι σάν τό νερό τῆς λησμονιᾶς τῶν κακῶν δέν ἀνέχεται νά θεωρεῖται ἀπό περίεργους λογισμούς. ῎Ας ἐμπλέουμε λοιπόν στά ὕδατά της μέ ἁπλότητα σκέψεως γιά νά φθάσουμε ἔτσι στό λιμάνι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ᾽.

Μέ βάση τά παραπάνω: πρέπει νά στραφοῦμε στόν μέσα μας κόσμο καί νά ψάξουμε νά βροῦμε τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, ὅπου ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐστι᾽. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος βεβαίωσε λέγοντας ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκει. ᾽Ιδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι᾽ (Λουκ. 17, 20-21). Μέ ἄλλα λόγια ἡ περιέργεια ὡς πάθος ὑπερβαίνεται μόνον στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τό κρυμμένο κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του, αὐτό πού ὁ ἀπόστολος ὀνόμασε ῾καρδία᾽. Κατά τούς νηπτικούς Πατέρες τοῦτο εἶναι γεγονός χάρης τοῦ Θεοῦ καί ἐργασίας τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ᾽Ιησοῦ.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (4)



῾Η φιλαρχία

Μόλις προηγουμένως ὁ Σιναΐτης ἅγιος ζωγράφισε τήν κατάσταση τοῦ περιέργου: ῾ταξιδεύει μέ τό πλοῖο τῆς οἰήσεως᾽. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ περιέργεια σχετίζεται μέ τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπερηφάνεια δέ μέ ὅ,τι ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ ὀνομάζει φιλαρχία. Γιατί φιλαρχία σημαίνει ἀγάπη γιά ἀρχή, δίψα γιά ἐξουσία, ἐπιβολή ἐπί τῶν ἄλλων. Μία ἐξήγηση τοῦ φαινομένου δίνει σέ παραπλήσιο ἐπίπεδο και πάλι ὁ μέγαλος νηπτικός ἅγιος Διάδοχος. ῾῾Ο πνευματικός λόγος – σημειώνει – φυλάγει πάντοτε τήν ψυχή ἀπό τήν κενοδοξία, γιατί τήν φωτίζει σέ ὅλα τά μέρη της καί τήν κάνει νά μήν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινη τιμή. Γι᾽ αὐτό καί φυλάγει τήν διάνοια ἀπό φαντασίες, καθώς τήν ἀλλοιώνει καί τήν στρέφει ὁλόκληρη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ᾽Αντίθετα, ὁ λόγος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου παρακινεῖ πάντοτε τόν ἄνθρωπο στήν φιλοδοξία. ᾽Επειδή δέν ἱκανοποιεῖ μέ νοερή αἴσθηση τήν ψυχή, προξενεῖ στούς ὀπαδούς του ἀγάπη γιά ἐπαίνους, ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα κενόδοξων ἀνθρώπων᾽.

῾Η φιλοδοξία λοιπόν κατά τόν ἅγιο Διάδοχο καί ἡ ἀγάπη τῶν ἐπαίνων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κενότητας τῆς ψυχῆς. Καί ἡ κενότητα αὐτή ὀφείλεται στήν ἀπουσία τῆς χάρης καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς καί ἡ φιλαρχία ὡς καρπός κενοδοξίας ἀποκαλύπτει τήν ἐσωτερική στέρηση τοῦ ἀνθρώπου, τήν κατάσταση τοῦ σκοτασμοῦ τῆς ψυχῆς του, ἄρα τήν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεώς του. ῾Ο φίλαρχος δηλαδή μή ἔχοντας ἐσωτερική πληρότητα ἀναζητεῖ νά γεμίσει τό κενό τῆς ψυχῆς του μέ τήν ἐξωτερική ἀναγνώρισή του ἀπό τούς ἄλλους. ῎Ετσι καί ἡ φιλαρχία ἀποτελεῖ σύμπτωμα ἀρρωστημένης ψυχῆς. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ δίψα γιά ἐξουσία καί ἐπιβολή ἐπί τῶν ἄλλων, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Κατά συνέπεια ὁ φίλαρχος μόνον ὡς ἀντικείμενο οἴκτου καί λύπης θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ.

Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅμως στό σημεῖο αὐτό νά κάνουμε μία διάκριση. Καταδικάζοντας τήν φιλαρχία δέν καταδικάζουμε ταυτοχρόνως καί τό ἄρχειν. ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός ἀναφέρει γιά παράδειγμα: ῾Οὐκ ἔστι κακόν τό ἄρχειν, ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία, οὐδέ ἡ δόξα ἀλλ᾽ ἡ φιλοδοξία καί ἡ χείρων ταύτης κενοδοξία᾽. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία γιά ἀρχή καί ἐξουσία μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, ἀρκεῖ νά μήν εἶναι δεμένη μέ τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ. ῾Η ἐμπαθής δηλαδή ἐπιθυμία τοῦ ἄρχειν καταδικάζεται.

῾Ο λόγος γι᾽ αὐτό εἶναι γνωστός. Τό ἄρχειν ἀνήκει σ᾽ ἐκεῖνα τά χαρίσματα πού δόθηκαν ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο λόγω τῆς κατ᾽ εἰκόνα Αὐτοῦ πλάσεώς του. Τό ἄρχειν δηλαδή ἐντάσσεται στά πλαίσια τῆς λεγόμενης ἀρχέγονης δικαιοσύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η πτώση στήν ἁμαρτία διέστρεψε καί αὐτό τό χάρισμα, τό ὁποῖο βρῆκε τήν ἀποκατάστασή του μεταξύ τῶν ἄλλων στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. ῎Ετσι ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιθυμεῖ τό ἄρχειν, ἀλλά μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ: μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγάπης. Κατά συνέπεια ἡ ἐπιθυμία τῆς πρωτιᾶς ἐννοεῖται μόνον ὡς διακονία καί θυσία πρός χάρη τοῦ συνανθρώπου. ῾Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽ (Μάρκ. 9, 35). Λοιπόν ἐκεῖνος γίνεται φυσικός ἀρχηγός: ὅποιος εἶναι ἕτοιμος νά θυσιασθεῖ πρός χάρη τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι κατανοεῖται καί ἡ προτεραιότητα καί ἡ ἀρχηγία τοῦ ἄνδρα ἔναντι τῆς γυναίκας στήν οἰκογένεια: ὡς δηλαδή προτεραιότητα διακονίας καί προσφορᾶς. Κι ἀκόμη. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό γίνεται ἀποδεκτή καί ἡ ἐπιθυμία γιά ἐξουσία ἀπό τόν χριστιανό: ὡς ἐπιθυμία γιά διακονία τῶν συνανθρώπων.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (5)



῾Η ἀργολογία

Τελευταῖος κρίκος τοῦ πλέγματος τῶν παθῶν πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ εἶναι ἡ ἀργολογία. Γιά τήν ἀργολογία ἔχουμε ἐπακριβῶς τίς ἀξιολογήσεις τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, πού εἶναι ἀπόλυτες καί συγκλονιστικές: ῾Πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. ᾽Εκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ᾽ (Ματθ. 12, 36-37). ῾Ο λόγος μας κατά τόν Κύριο ἐκφεύγει τῶν ἁπλῶν ὁρίων αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί ἀποκτᾶ σωτηριολογικές διαστάσεις: θά σωθοῦμε ἤ ὄχι ἀπό τήν ποιότητα τῶν λόγων μας.

Γιατί ὅμως ἀποκτᾶ τέτοια βαρύτητα ὁ λόγος μας; Ποῦ ὀφείλεται ἡ δύναμή του αὐτή; Τήν ἀπάντηση τήν παίρνουμε ἀπό τά θεόπνευστα λόγια καί πάλι τοῦ Κυρίου: ῾Τά ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τόν ἄνθρωπον. ᾽Εκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. Ταῦτά ἐστι τά κοινοῦντα τόν ἄνθρωπον᾽ (Ματθ. 15, 18-20) (῞Οσα βγαίνουν ἀπό τό στόμα προέρχονται ἀπό τήν καρδιά, κι αὐτά κάνουν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο Γιατί ἀπό τήν καρδιά βγαίνουν πονηρές σκέψεις, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλαστήμιες. ῞Ολα αὐτά κάνουν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο). ῾Η δύναμη τοῦ λόγου ἔγκειται ὄχι στόν ἐκφρασμένο λόγο καθ᾽ ἑαυτόν, ἀλλά στήν πηγή ἀπό τήν ὁποία ἐξέρχεται. Κι ἡ πηγή αὐτή εἶναι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια ὁ λόγος ὁ προφορικός ἀποκαλύπτει τήν ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου: τήν χάρη πού ἔχουμε ἤ τόν ὑπάρχοντα δαιμονισμό μας.

Στό ἴδιο μῆκος κύματος μέ τόν Κύριο ὁ ἀδελφόθεος ᾽Ιάκωβος στήν ὁμώνυμη καθολική του ἐπιστολή μέ πολύ παραστατικό τρόπο θά σημειώσει: ῾Καί ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. Οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τό σῶμα καί φλογίζουσα τόν τροχόν τῆς γενέσεως καί φλογιζομένη ὑπό τῆς γεένης. Πᾶσα γάρ φύσις θηρίων τε καί πετεινῶν, ἑρπετῶν τε καί ἐναλίων δαμάζεται καί δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, τήν δέ γλῶσσαν οὐδείς δύναται ἀνθρώπων δαμᾶσαι. ᾽Ακατάσχετον κακόν, μεστή ἰοῦ θανατηφόρου. ᾽Εν αὐτῇ εὐλογοῦμε τόν Θεόν καί Πατέρα, καί ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τούς ἀνθρώπους τούς καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας. ᾽Εκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καί κατάρα᾽ (᾽Ιάκ. 3, 6-10) (Κι ἡ γλώσσα εἶναι σάν τήν φωτιά. Εἶναι ἕνας ὁλόκληρος κόσμος ἀδικίας. ῾Η γλώσσα ἐξουσιάζει τά μέλη μας. Αὐτή σπιλώνει ὅλο τό σῶμα. Κατακαίει τόν κύκλο τῆς ζωῆς μας καί παίρνει τήν φλόγα της ἀπό τήν φωτιά τῆς κόλασης. ῞Ολα τά εἴδη τῶν θηρίων καί τῶν πτηνῶν, τῶν ἑρπετῶν καί τῶν θαλασσινῶν, δαμάστηκαν καί δαμάζονται ἀπό τόν ἄνθρωπο. Τήν γλώσσα ὅμως κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν μπορεῖ νά τήν δαμάσει. Εἶναι ἀσυγκράτητο κακό, γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο. Μ᾽ αὐτήν εὐλογοῦμε τόν Θεό καί Πατέρα καί μ᾽ αὐτήν καταριόμαστε τούς ἀνθρώπους πού πλάστηκαν καθ᾽ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. ᾽Από τό ἴδιο στόμα βγαίνει ἡ εὐλογία καί ἡ κατάρα). Σύμφωνα μέ τά παραπάνω λοιπόν ῾εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὖτος τέλειος ἀνήρ, δυνατός χαλιναγωγῆσαι καί ὅλον τό σῶμα᾽ (᾽Ιακ. 3, 2).

Εἶναι εὐνόητο λοιπόν γιατί καταδικάζεται ἡ ἀργολογία. Διότι ἀργολογία σημαίνει κάθε λόγο πού δέν σχετίζεται μέ τά οὐσιώδη καί τίμια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. ῾Σημαίνει νά λέμε λόγους κενούς, μάταιους, μωρούς, εὐτράπελους, κατακριτικούς᾽. ᾽Ακόμη: ῾νά φλυαροῦμε ὑπέρμετρα ἤ ἀπεριόριστα, νά ἐκστομίζουμε λέξεις πού δέν εἶναι λόγοι καρδιᾶς, πού δέν γεννιοῦνται ἀπό τήν καρδιά, κατά τό ῾δίδαξον τό στόμα σου λαλεῖν ἅ ἔχει ἡ καρδία σου᾽, πού δέν ἔχουν νικήσει τήν ὑποκρισία, κατά τό ῾ὑποκριτής ἐστιν ὁ διδάσκων τόν πλησίον αὐτοῦ πρᾶγμα, εἰς ὅ οὗτος οὐκ ἔφθασε᾽ (π. Μιχαήλ Καρδαμάκης). Κατά συνέπεια ἡ καταδίκη τῆς ἀργολογίας σημαίνει τήν καταδίκη τῆς διαστροφῆς τῆς καρδιᾶς μας.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν πολύ καλά γιατί τόσο πολύ ἡ ἐκκλησιαστιατική μας παράδοση, καί μάλιστα ἡ ἀσκητική, τονίζει τήν ἀξία τῆς ἀρετῆς τῆς σιωπῆς. ῎Οχι γιατί θέλει νά καταργήσει τόν λόγο – αὐτός εἶναι θεόσδοτος, ἀφοῦ καί ὁ Κύριος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάζεται - ἀλλά γιατί θέλει νά ἐξαλείψει τόν δαιμονισμό τοῦ λόγου, προκειμένου νά γίνει αὐτός λόγος θεϊκός, ἔκφραση τῆς κεκαθαρμένης καρδίας. ῎Ετσι ἡ ἀρετή τῆς σωπῆς, ὅλως παραδόξως, διασαλπίζει τήν μεγαλειώδη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές τόν δένει μέ τόν κόσμο, γιά νά εἰσέλθει στόν χῶρο, ὅπως ἑρμηνεύσαμε καί παραπάνω, τῆς καρδιᾶς. Κι αὐτός ὁ χῶρος εἶναι ὁ τόπος τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό.

῾Υπό τό πρίσμα αὐτό ἡ σιωπή δέν εἶναι κενή περιεχομένου, δέν εἶναι ἀπουσία τῆς ὑπάρξεως, ἀλλά πλήρης περιεχομένου καί Λόγου: τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν σιωπή δηλαδή παραμερίζει ὁ ἀνθρώπινος διεστραμμένος λόγος γιά νά φανερωθεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. ῾῾Ο φίλος τῆς σιωπῆς – λέγει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος – προσεγγίζει τόν Θεό καί συνομιλώντας μυστικά μαζί Του φωτίζεται ἀπό Αὐτόν᾽. ῎Ετσι τόσο πιό γνήσια εἶναι ἡ θεολογία, ὅσο περισσότερο εἶναι καρπός σιωπῆς. Χωρίς τήν σιωπή γίνεται ἡ θεολογία ἔκφραση πτωχῆς διανοίας. Καί ῾οὐδέν πτωχότερον διανοίας φιλοσοφούσης τά τοῦ Θεοῦ χωρίς Θεοῦ᾽ (ἅγιος Διάδοχος Φωτικῆς).

Μέ βάση τά παραπάνω κατανοοῦμε ὅτι ὑπερβαίνεται εὔκολα τό δίλημμα πού θέτουν ἀρκετοί χριστιανοί: νά μιλᾶ κανείς ἤ νά σιωπᾶ; ῾Η ἀπάντηση δίνεται ἀπό τόν ἀββά Ποιμένα σέ παρόμοια ἐρώτηση νεαροῦ μοναχοῦ: ῾῞Οποιος μιλᾶ γιά χάρη τοῦ Θεοῦ καλά κάνει. Καί ὅποιος σιωπᾶ γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, πάλι καλά κάνει᾽. Σ᾽ αὐτόν πού ἔχει χάρη Θεοῦ καί συνεπῶς κριτήριο ρυθμιστικό τῆς ζωῆς του εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει θέμα σιωπῆς ἤ ὁμιλίας. Μέ τήν σιωπή του μιλᾶ καί ἡ ὁμιλία του εἶναι καρπός σιωπῆς.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (6)



῾Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ᾽.

Αἴτημα τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Κύριες ἀρετές εἶναι ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ὑπομονή καί ἡ ἀγάπη.

Πρίν προβοῦμε σέ σύντομο σχολιασμό τῶν ἐννοιῶν καί τῆς παραπάνω πρότασης, εἶναι καλό νά ἐπισημάνουμε δύο σημεῖα. Τό πρῶτο: ἡ ἐκκλησιαστική πατερική παράδοση, ὅπως φαίνεται ἐδῶ στήν εὐχή τοῦ ὁσίου ᾽Εφραίμ, ὅταν καταδικάζει ἀρνητικές καταστάσεις, τό κάνει μέ τήν προοπτική πάντοτε τῆς θετικῆς ἀναφορᾶς. ᾽Επικαλούμενος δηλαδή ὁ ὅσιος τήν χάρη τῆς ἀποφυγῆς τῶν παθῶν, ταυτοχρόνως ἀναζητεῖ καί τήν δωρεά τῶν ἀρετῶν. Αὐτό συμβαίνει γιατί ποτέ ἡ χριστιανική πίστη δέν τονίζει τήν ἄρνηση παρά στόν βαθμό πού ὑπάρχει καί τό θετικό στοιχεῖο, μᾶλλον ἡ ἄρνηση δικαιολογεῖται, ἐπειδή ὑπάρχει ἡ θέση. Αὐτό ἀκριβῶς βλέπουμε γενικά καί στόν λόγο τοῦ Θεοῦ πού φανέρωσε ὁ Θεός τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη. ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται νά ὑπακούσει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ πού τοῦ λέει πρωτίστως τί νά κάνει καί κατά δεύτερο λόγο τί νά μή κάνει. Καλύτερα: τό τί δέν πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι συνέπεια τῆς γνώσεως τοῦ τί πρέπει νά κάνει. Παράδειγμα: ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ γιά ἀκατακρισία κατανοεῖται μόνον ἄν ληφθῆ ὑπόψη ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης. ῎Ετσι ἡ πνευματική πορεία τοῦ χριστιανοῦ εἶναι πορεία αὐξήσεως καί ἐπεκτάσεως σ᾽ αὐτό πού εἶναι ὁ Θεός. Δέν εἶναι πορεία στερήσεως καί ἀρνήσεως.

Τό δεύτερο σημεῖο: οἱ ἀρετές στήν χριστιανική πίστη δέν νοοῦνται κατά τά ἀρχαιοελληνικά δεδομένα. Οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες τίς ἀρετές τίς θεωροῦσαν ὡς προσωπικό καί ἀτομικό ἐπίτευγμα τοῦ ἀνθρώπου, κάτι σάν κατόρθωμα. Χαρακτηριστικό λοιπόν τῆς ἀρετῆς ἦταν ἡ καύχηση: οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου ἦταν τό ποιητικό αἴτιο. Στήν ᾽Ορθοδοξία οἱ ἀρετές νοοῦνται ὡς καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν ἄνθρωπο. ῾῾Ο δέ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια᾽ (Γαλ. 5, 22). Δέν εἶναι δηλαδή οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις πού κατακτοῦν τήν ἀρετή, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού γεμίζοντας τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου τόν κάνει νά ἐκφράζεται μέ τίς ἀρετές. ῎Ετσι βάση κάθε ἀρετῆς στόν χριστιανισμό ἔχουμε τήν ταπείνωση: ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ τίποτε οὐσιαστικά καλό νά διαπράξει.

᾽Ερχόμαστε τώρα στόν ἐπιμέρους σχολιασμό.

῾Η σωφροσύνη

Τό πρῶτο χάρισμα πού ζητᾶ ὁ πιστός ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ ἀρετή τῆς σωφροσύνης, δηλαδή νά βρίσκεται σέ μία ἰσορροπημένη κατάσταση, ὅπως δηλώνει ἡ ἴδια ἡ λέξη: νά ἔχει σώας τάς φρένας. ῾Η σωφροσύνη κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο ἀποτελεῖ δεῖγμα θεοσεβείας. ᾽Αναφερόμενος συγκεκριμένα (Α´ Τιμ. 2, 9-10) σέ γυναῖκες πού θέλουν νά ζήσουν μέ σεβασμό στόν Θεό θεωρεῖ ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο γι᾽ αὐτές μεταξύ τῶν ἄλλων τήν σωφροσύνη. ῾Η σωφροσύνη δηλαδή προϋποθέτει κατά κύριο λόγο τήν πίστη στόν Θεό. ῎Αλλωστε ἡ ἀπιστία καί ἡ ἀθεΐα, κατά τήν Γραφή, θεωροῦνται ὡς καρπός ἀφροσύνης. ῾Εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός᾽.

῾Η σωφροσύνη ἔπειτα σχετίζεται μέ τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στήν παραβολή τοῦ ἄφρονος, δηλαδή τοῦ ἀνόητου, πλουσίου ἐκεῖνο πού διέπει τόν πλούσιο εἶναι ἀκριβῶς ἡ καύχησή του γιά τά πλούτη του καί ἡ ἐγωϊστική κατοχή τῶν ἀγαθῶν του (Πρβ. Λουκ. 12, 16ἑξ.). ῎Ετσι ἡ σωφροσύνη εἶναι ἐκείνη ἡ ἀρετή πού φανερώνει τήν ὀρθή σχέση τοῦ ἀνθρώπου καί ἔναντι τοῦ Θεοῦ (πίστη) καί ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του (ἀγάπη), ἀλλά καί ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του (ταπείνωση). Γι᾽ αὐτό καί κύριο γνώρισμά της ἔχει τήν κοσμιότητα σέ ὅλα. ῾Σωφροσύνης ἴδιον – κατά Κλήμεντα ᾽Αλεξανδρέα – κοσμίαν ἑαυτῷ διά πάντων ἄγειν᾽.

῾Η πατερική παράδοση μέ διεισδυτική ματιά μᾶς ὁδηγεῖ σέ μεγαλύτερο ἑρμηνευτικό βάθος. Βλέπει τήν σωφροσύνη νά σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τό παθητικό λεγόμενο τμῆμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, κατεξοχήν δέ μέ τό ἐπιθυμητικό. Εἶναι χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ ἀσκητικοῦ συγγραφέα Εὐαγρίου πού ἐκφράζουν τήν συνολική ἀσκητική γραμματεία ἐπί τοῦ προκειμένου: ῾῞Οταν ἐν τῷ ἐπιθυμητικῷ (γένηται ἡ ἀρετή, καλεῖται) σωφροσύνη καί ἀγάπη καί ἐγκράτεια...σωφροσύνης δέ ἔργον, τό βλέπειν ἀπαθῶς τά πράγματα, τά κινοῦντα ἐν ἡμῖν φαντασίας ἀλόγους᾽ (῞Οταν ἡ ἀρετή ὑπάρχει στόν χῶρο τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ ἀνθρώπου ὀνομάζεται σωφροσύνη καί ἀγάπη καί ἐγκράτεια...῎Εργο δέ τῆς σωφροσύνης εἶναι νά βλέπει μέ ἀπάθεια τά πράγματα πού κινοῦν μέσα μας παράλογες φαντασίες).
Προϋπόθεση τῆς ἀναφορᾶς αὐτῆς εἶναι ἡ γνωστή ἤδη ἀπό τήν πλατωνική φιλοσοφία (ἀλλά μέ χριστιανική ἑρμηνεία ἀπό τούς Πατέρες) ἀποδοχή τῆς διακρίσεως τῆς ψυχῆς σέ τρεῖς δυνάμεις: τό λογιστικό (ὁ χῶρος τῶν λογισμῶν), τό ἐπιθυμητικό (ὁ χῶρος τῶν ἐπιθυμιῶν) καί τό θυμοειδές (ὁ χῶρος τῶν συναισθημάτων). Τό ἐπιθυμητικό καί τό θυμοειδές συνιστοῦν τό παθητικό τῆς ψυχῆς (ἐκεῖ λειτουργοῦν καί ἐνεργοῦν τά πάθη), ἀπό τήν καλή ἤ ὄχι κατάσταση τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται καί τό λογιστικό. ῾Η καλή κατάσταση τοῦ παθητικοῦ εἶναι ἡ ἀπάθεια, κατανοούμενη ὡς ὑπέρβαση τῶν παθῶν καί ὄχι βεβαίως καταστροφή αὐτῶν, πού σημαίνει ὅτι τότε κανείς μπορεῖ νά ἔχει θεωρία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνηκόντων σέ Αὐτόν, ὅταν ἔχει καθαρθεῖ ὡς πρός τά πάθη του. ῎Ετσι δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά προοδεύσει πνευματικά, δηλαδή νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό, χωρίς τήν ἀρετή τῆς σωφροσύνης. Αὐτῆς ἔργο εἶναι ῾τό βλέπειν ἀπαθῶς τά πράγματα᾽ καί ἄρα ἡ ἀποφυγή καί τῆς ἀλόγους φαντασίας. Κατά συνέπεια σώφρων εἶναι αὐτός πού κυριαρχεῖ ἐπί τῶν ἐπιθυμιῶν του, ὁ ἐγκρατής, ὁ ἐλεύθερος τῶν κακῶν παθῶν. Μέ ἄλλα λόγια ἡ σωφροσύνη κάνει τόν ἄνθρωπο κύριο καί αὐτοκράτορα. ῾῾Η σωφροσύνη, κατά τήν γνῶσιν τελειουμένη... κύριον καί αὐτοκράτορα τόν ἄνδρα κατασκευάζει᾽ (Κλήμης ᾽Αλεξανδρεύς).

῾Υπό τούς ὅρους αὐτούς ἡ σωφροσύνη δέν πορεῖ νά νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν νηστεία. Κατά τήν ᾽Εκκλησία μας μάλιστα ἡ νηστεία θεωρεῖται ὡς μητέρα τῆς σωφροσύνης. ῾᾽Ελήλυθεν ἡ νηστεία, ἡ μήτηρ τῆς σωφροσύνης᾽ (Τροπάριο Α´ Νηστειῶν). Κι αὐτό γιατί ἡ νηστεία ὡς ἐγκράτεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλά καί τῶν ἁμαρτημάτων ἀποτελεῖ τήν κατεξοχήν ἀπόδειξη τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεσμά τῆς ῾γεώδους ὀρέξεώς᾽ του, στά ὁποῖα τόν ἔριξε ἡ ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό ἤδη ἀπό τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (7)



῾Η ταπεινοφροσύνη

Τό δεύτερο χάρισμα πού αἰτεῖ ὁ χριστιανός κατά τήν εὐχή αὐτή εἶναι ἡ ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Σωφροσύνη καί ταπεινοφροσύνη καταρχάς πρέπει ὑπογραμμίσουμε ὅτι εἶναι ἀρετές ἀλληλένδετες. Δέν νοεῖται ἡ σωφροσύνη χωρίς τήν ταπεινοφροσύνη, ὅπως ἄλλωστε δέν νοεῖται καμμία ἀρετή χωρίς αὐτήν (τήν ταπεινοφροσύνη). Καί τοῦτο γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη θεωρεῖται ἡ βάση καί τό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν. ῾Τῶν μακαρισμῶν ἐντεῦθεν ἤρξατο ὁ Χριστός – σημειώνει ὁ μέγας Πατήρ Χρυσόστομος. ῞Ωσπερ...θεμέλιον...μεγίστης οἰκοδομῆς καταβάλλεσθαι μέλλων οὕτω τήν ταπεινοφροσύνην πρώτην ἔθηκεν. Οὔ γάρ ἐστιν ταύτης σωθῆναι χωρίς᾽. Καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος γράφει: ῾Μή παρούσης ταπεινοφροσύνης πάντα ἡμῶν ἕωλα᾽. Γι᾽ αὐτό καί ῾πρό παντός χρῄζομεν τῆς ταπεινοφροσύνης᾽.

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού δίνει τέτοια ὑψηλή θέση στήν ταπεινοφροσύνη, ἔτσι πού χωρίς αὐτήν ὅλα νά εἶναι ἀκάθαρτα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; (Χρυσόστομος). ᾽Ασφαλῶς τό γεγονός ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ ῾τήν στολήν τῆς θεότητος᾽ κατά τόν ἀββά ᾽Ισαάκ τόν Σύρο, πού σημαίνει ὅτι ὁ ταπεινόφρων γίνεται θεοειδής, ἀφοῦ ῾μιμεῖται᾽ τόν ἴδιο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος ῾ἐταπείνωσεν ἑαυτόν᾽ προκειμένου νά σώσει τόν κόσμο. ῎Αλλωστε ἡ ὑπερηφάνεια ὡς ἀντίθετη τῆς ταπεινοφροσύνης κατάσταση ἀποτελεῖ τήν νόσο τοῦ διαβόλου, γι᾽ αὐτό καί ῾ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν᾽.

῾Ως θεία ἀρετή ὅμως ἡ ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι εὔκολο νά προσδιορισθεῖ στήν οὐσία της. ᾽Εκεῖνος πού ῾φαντάζεται ὅτι θά δώσει νά καταλάβουν αὐτά τά πράγματα μέ τήν ἐξήγησή του ὅσοι δέν τά ἔχουν γευθῆ προσωπικῶς, αὐτός ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού θέλει νά ἐξηγήσει μέ λόγια καί παραδείγματα πόσο γλυκό εἶναι τό μέλι σέ ἐκείνους πού ποτέ δέν τό ἐγεύθηκαν᾽ (ἅγ. ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος). Μοιάζει ἡ ταπεινοφροσύνη μέ ἕναν θησαυρό πού ἔχει ῾ἀπ᾽ ἔξω μόνο μία ἐπιγραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατανόητη καί παρέχει πολλή καί ἀτέλειωτη ἐρευνητική προσπάθεια σέ ὅσους ζητοῦν νά τήν ἐξηγήσουν μέ λόγια. Καί ἡ ἐπιγραφή αὐτή ἔχει ὡς ἑξῆς: ῾Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ’ (ἅγ. ᾽Ιωάννης Κλίμακος).

Συνεπῶς οἱ κίνδυνοι διαστροφῆς της, δηλαδή νά θεωρεῖ κανείς ὡς ταπεινοφροσύνη αὐτό πού ἔχει τό προσωπεῖο αὐτῆς, εἶναι πολύ μεγάλοι. Καί πράγματι. Οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας μᾶς ἐπέστησαν τήν προσοχή καί μᾶς ἔδωσαν κριτήρια διακρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἀπό τήν ψεύτικη καί κίβδηλη ταπεινοφροσύνη. ῎Ετσι γιά παράδειγμα μᾶς δίδαξαν καί μᾶς διδάσκουν ὅτι ταπεινοφροσύνη δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ κακουχία τοῦ σώματος (Κλήμης ᾽Αλεξανδρεύς) οὔτε ἡ ἀπό ἀνάγκη ταπεινοφροσύνη (ἱ. Χρυσόστομος). ᾽Ακόμη: δέν εἶναι ταπεινοφροσύνη τό νά νομίζει κάποιος τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό, ὅταν εἶναι βουτηγμένος ἀμετανόητα στίς ἁμαρτίες (ἱ. Χρυσόστομος), ὅπως δέν εἶναι ἡ κατάσταση πού ῾ἐν λόγῳ μόνον καί σχήματι᾽ ὑποδύεται κανείς τήν ταπείνωση (ἀββᾶς Δωρόθεος).

᾽Αντίθετα διαρκῶς τονίζουν ὅτι ῾ἡ ταπεινοφροσύνη πραότης ἐστίν᾽ (Κλήμης) καί ῾προσευχή συνεχής μετά δακρύων καί πόνων᾽ (ὅσιος Μάξιμος ὁμολογητής). ῾Ταπεινοφροσύνη ἐστί τό ταπεινά φρονεῖν. Ταπεινά δέ φρονεῖ οὐχ ὁ ἀπό ἀνάγκης ταπεινός ἀλλ᾽ ὁ ἑαυτόν ταπεινῶν᾽ (Χρυσόστομος). ῎Ετσι ἡ ἀρετή αὐτή εἶναι ῾διάθεσις εἰδικῶς ταπεινή γενομένη ἐν αὐτῇ τῇ καρδίᾳ᾽ (Δωρόθεος), γι᾽ αὐτό καί ῾ἐστί ἄβυσσος εὐτελείας πᾶσι κλέπταις οὖσα ἀνεπιχείρητος᾽ (᾽Ιωάννης Κλίμακος). Κατά συνέπεια, καί πάλι κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, ῾ταπεινοφροσύνη ἐστί, ὅταν τις πολλά καί μεγάλα συνειδώς ἑαυτῷ, μηδέν μέγα περί ἑαυτοῦ φαντάζηται᾽, ἐνῶ ἔχει ὡς σημάδια τῆς ὑπάρξεώς της ῾τό ἑαυτόν μέμφεσθαι, τό μή πιστεύειν τῇ ἰδίᾳ συνέσει, τό μισεῖν τό ἴδιον θέλημα᾽ (ἅγιος Δωρόθεος). Κι αὐτό συμβαίνει γιατί ἡ χάρη τῆς ταπεινοφροσύνης δίνει ἐκεῖνον τόν φωτισμό στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά διακρίνει αὐτός τί ὁ ἴδιος ἀπό μόνος του ἔχει καί τί ὑπάρχει μέσα ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως τό διατυπώνει μέ ἰδιαίτερη ἔνταση καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;᾽ (Α´ Κορ. 4,7).

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ταπεινόφρων εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς αὐτογνωσίας. ῎Εχει δηλαδή ἐπίγνωση καί τῶν ἀγαθῶν του στοιχείων τά ὁποῖα ἀνάγει στόν Θεό, καί τῶν ἁμαρτιῶν του τίς ὁποῖες προσγράφει στόν ἑαυτό του. ῎Αλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ φανερώνει τίς ἁμαρτίες του, δίνοντάς του παράλληλα καί τήν χάρη τῆς μετανοίας. ῾῾Ο τήν ταπείνωσιν κτησάμενος ἀποκαλύπτει αὐτῷ ὁ Θεός τάς ἁμαρτίας αὐτοῦ᾽ (ἀββάς ῾Ησαΐας). Πῶς ἄλλωστε νά μήν ὑπάρχει ἡ ἐπίγνωση αὐτή, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ῾φωτογράφισε᾽ τήν κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μέ τά λόγια ῾χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν;᾽ (᾽Ιωάν. 15,5). ῎Αν κάτι καλό ἔχουμε, ὀφείλεται στόν Χριστό. ᾽Από μόνοι μας εἴμαστε ἕνα μηδέν. ῾Ο ταπεινόφρων λοιπόν εἶναι ὁ ἀληθινά πιστός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παίρνει στά σοβαρά στήν ζωή του τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι γι᾽ αὐτό ὁ κατεξοχήν ρεαλιστής καί προσγειωμένος τύπος ἀνθρώπου.

Μέσα στήν λογική αὐτή βλέπουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά κυνηγᾶ τόν ταπεινόφρονα, ὅπως ἡ σκιά τό σῶμα (ἀββᾶς ᾽Ισαάκ). Κι εἶναι ἡ ἴδια ἀλήθεια πού ἐξέφραζε μέ πολύ ἁπλό καί χαριτωμένο τρόπο καί ὁ γέρων Τύχων, στό ῞Αγιον ῎Ορος, πνευματικός τοῦ γέροντος Παϊσίου: ῾῾Ο Θεός κάθε ἡμέρα εὐλογεῖ τόν κόσμο μέ τό χέρι Του. ῞Οταν ὅμως δεῖ ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δύο Του χέρια᾽. ῾Ο ταπεινόφρων δηλαδή ἀποτελεῖ τήν χαρά τοῦ Θεοῦ. Γιατί προεκτείνει, καθώς ἀναφέραμε, τήν πορεία τοῦ ῎Ιδιου μέσα στόν κόσμο. Κι εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι ὁ κοσμημένος μέ τήν ἀρετή αὐτή γίνεται ἄτρωτος ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου, ὑπερβαίνοντας ὁποιαδήποτε δική του παγίδα. Εἶναι τό ὅραμα πού εἶδε συγκλονισμένος ὁ μέγας ᾽Αντώνιος: ῾Εἶδα ἁπλωμένες ὅλες τίς παγίδες τοῦ διαβόλου πάνω στήν γῆ. Καί στέναξα καί εἶπα: Ποιός ἄραγε μπορεῖ νά τίς διαβεῖ ἀβλαβῶς; Κι ἄκουσα τήν φωνή τοῦ Θεοῦ νά μοῦ λέει: Μόνον ὁ ταπεινόφρων!᾽

Δέν εἶναι ὑπερβολή λοιπόν ἄν ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ὁ μονόδρομος πού ἐκβάλλει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ συνιστᾶ, κατά τούς Πατέρες μας, καί τό τέλος κάθε πειρασμοῦ: ὅλοι οἱ πειρασμοί παραχωροῦνται ἀπό τόν Θεό γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος στήν ταπείνωση. ῾Οπότε κατά τήν ὄμορφη διατύπωση τοῦ μοναχοῦ ᾽Αντίοχου: ῾῾Η ταπεινοφροσύνη ὑψιπετεῖ καί ἀεροπόρον ἀποτελεῖ τόν ἄνθρωπον᾽.

Πῶς μπορεῖ κανείς λοιπόν νά ἀποκτήσει τήν ῾θεοδώρητον ταύτην ἀρετήν τῆς ταπεινοφροσύνης;᾽ (᾽Αντίοχος) Βεβαίως ὡς θεοδώρητος εἶναι χάρη Θεοῦ. ῞Οπως ὅμως ὅλα τά χαρίσματα, κι ἀκόμη περισσότερο ἐν προκειμένῳ λόγω τῆς σπουδαιότητός της, ἀπαιτεῖται καί ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἡ ἀνταπόκριση αὐτή ἀπαιτεῖ πολλούς κόπους. ῾Ταπεινοφροσύνη μετά πολλῶν κόπων κατορθοῦται᾽ (ἅγιος Διάδοχος). Κι οἱ κόποι αὐτοί εἶναι σωματικοί καί ψυχικοί. Εἶναι γνωστή ἡ ρήση τοῦ ἀββᾶ τοῦ Γεροντικοῦ ὡς πρός τήν ἀναγκαιότητα τῶν σωματικῶν κόπων. ῾῾Ο σωματικός κόπος ὁδηγεῖ εἰς τόν τῆς ταπεινοφροσύνης τρόπον᾽. Αὐτός ὁ σωματικός κόπος ὅμως, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τίς ἁρμόζουσες ψυχικές ἀρετές, δέν ὁδηγεῖ στό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα. Καί τοῦτο γιατί ῾ἡ ἄσκησις, ἡ ἀγρυπνία καί παντοῖος κόπος᾽ μπορεῖ νά μήν ἐκφράζει τήν γνήσια ταπείνωση (᾽Αποφθέγματα Γερόντων). ῾Η γνήσια ταπεινοφροσύνη, παράλληλα μέ τήν σωματική ἄσκηση βεβαίως, κυρίως ἀποκτᾶται μέσω τῆς ὀρθῆς συμπεριφορᾶς ἔναντι τοῦ πλησίον, δηλαδή μέσω τῆς ἀγάπης. Κι ἡ ἀγάπη ἀποδεικνύεται μέ τόν ἀπόλυτο σεβασμό τοῦ ἄλλου. Καί πάλι ὁ ἀββάς ῾Ησαΐας τό ἐκφράζει ἐπιγραμματικά: ῾τό μή πλῆξαι τήν συνείδησιν τοῦ πλησίον τίκτει τήν ταπεινοφροσύνην᾽.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (8)



῾Η ὑπομονή

῾Η ταπεινοφροσύνη κατά τούς Πατέρες δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὑπομονή. Γι᾽ αὐτό καί στήν συνέχεια τῆς εὐχῆς ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ τοποθετεῖ τήν χάρη τῆς ἀρετῆς αὐτῆς. ῾Ο ὅσιος ᾽Ηλίας ὁ ἔκδικος ὡς ἑξῆς μᾶς δίνει τήν ἄρρηκτη σχέση ταπεινοφροσύνης καί ὑπομονῆς. ῾Σπίτι τῆς ψυχῆς – γράφει – εἶναι ἡ ὑπομονή, ἐπειδή μέσα σ᾽ αὐτήν ζεῖ ἐξασφαλισμένη. Περιουσία της εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατί τρέφεται ἀπό αὐτήν᾽. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ὅπως ἀπαραίτητη γιά τήν πνευματική προκοπή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔτσι ἀπαραίτητη εἶναι καί ἡ ὑπομονή. Εἶναι τόσο σημαντική μάλιστα ἡ ἀρετή τῆς ὑπομονῆς, ὥστε χωρίς αὐτήν δέν ὑπάρχει σωτηρία. Τά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἰδίως δέν ἀφήνουν κανένα περιθώριο ἀμφισβητήσεως. ῾῾Ο ὑπομείνας εἰς τέλος – εἶπε – οὗτος σωθήσεται᾽ (Ματθ. 10, 22). ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός, μεγάλος νηπτικός συγγραφέας, γράφει κι αὐτός γιά τήν σημασία τῆς ὑπομονῆς. ῾Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη πρό πάντων ἀπό ὑπομονή, ὅπως ἡ γῆ ἀπό βροχή, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, γιά νά βάλει πάνω σ᾽ αὐτήν τό θεμέλιο, πού λέει ὁ ἀπόστολος, δηλαδή τήν πίστη, καί πάνω στήν πίστη κτίζει σιγά-σιγά ἡ διάκριση σάν ἔμπειρος οἰκοδόμος τό σπίτι τῆς ψυχῆς᾽.

῾Η ὑπομονή λοιπόν εἶναι τό ἔδαφος, πάνω στό ὁποῖο μπορεῖ νά οἰκοδομηθεῖ ὁποιαδήποτε ἀρετή. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὑπομονή δέν εἶναι μία ἀπό τίς πολλές ἀρετές, ἀλλά αὐτή πού συνοδεύει ὅλες καί στήν γένεσή τους, μά καί στήν διατήρηση καί τήν τελείωσή τους. ῾Η κάθε ἀρετή δηλαδή εἶναι πράγματι ἀρετή, ὅταν εἶναι καρπός ὑπομονῆς. Γι᾽ αὐτό καί οἱ Πατέρες τήν ἀρετή πού ἀποκτήθηκε χωρίς κόπο καί ὑπομονή τήν θεωροῦν ἐπιφανειακή καί συνεπῶς εὔκολη νά χαθεῖ. ῾῾Η ὑπομονή εἶναι ἡ συγκρότηση ὅλων τῶν ἀρετῶν. Γιατί καμμία ἀρετή δέν στέκεται χωρίς τήν ὑπομονή. Καθένας πού θά στραφεῖ πίσω δέν εἶναι κατάλληλος γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. ᾽Αλλά καί ἄν νομίζει κανείς ὅτι ἔχει ὅλες τίς ἀρετές, πάλι δέν εἶναι κατάλληλος, ἄν δέν ὑπομείνει μέχρι τό τέλος, ὥστε ἀφοῦ σωθεῖ ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ, νά φτάσει στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν᾽ (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).

῞Ωστε τίποτε δέν εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖο στήν πνευματική ζωή καί τά στάδιά της, ὅσο ἡ ὑπομονή. Αὐτή δίνει τήν δύναμη ἀντοχῆς ἰδιαιτέρως στίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς. ῎Αλλωστε τί νόημα θά εἶχε νά μιλᾶμε γιά ὑπομονή, ἄν δέν ὑπῆρχα οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί; Εἶναι σημαντικό ὅμως ἐδῶ νά σημειώσουμε ὅτι αὐτή ἡ ὑπομονή τῶν θλίψεων καί τῶν πειρασμῶν δέν γίνεται ἀπό μία μοιρολατρική ἤ καί μαζοχιστική ἀκόμη διάθεση. Δέν εἶναι δηλαδή ἡ ὑπομονή τοῦ ῾ὑπομένω, γιατί δέν μπορῶ νά κάνω ἀλλιῶς᾽. Μία τέτοια ὑπομονή συσσωρεύει ἀγανάκτηση καί διάθεση ἐκδικήσεως, ὅταν βρεῖ δέ τήν κατάλληλη στιγμή, θά ἐκφραστεῖ ὡς βία καί ἐπανάσταση. ῾Η ὑπομονή γιά τήν ὁποία μιλᾶμε ἐδῶ ἔχει νόημα καί περιεχόμενο. Κατανοεῖται μέ τήν προοπτική τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ὑπάρχει ἡ πίστη ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει - ὄχι δημιουργεῖ - τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς γιά νά δοκιμαστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ Αὐτόν καί νά ὁδηγηθεῖ ἔτσι στήν ὁλοκλήρωσή του, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Δημιουργό του.

Μέσα στήν διάσταση αὐτή οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί ὄχι μόνον δέν ἀξιολογοῦνται ἀρνητικά, ἀλλά ἐντελῶς θετικά: θεωροῦνται μακαριότητα καί χαρά, εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ στό πλάσμα του, ῾Μακάριος ἀνήρ ὅς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς, ὅν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν᾽ (᾽Ιακ. 1, 12). Καί: ῾Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, εἰδότες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι ἐν μηδενί λειπόμενοι᾽ (᾽Ιακ. 1, 2-4). ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός καί πάλι σημειώνει: ῾Καλύτερο ἀπό ὅλα εἶναι ἡ ὑπομονή στίς θλίψεις. ᾽Εκεῖνος πού ἀξιώθηκε νά ἔχει αὐτό τό μεγάλο χάρισμα, ὀφείλει νά εὐχαριστεῖ τόν Θεό, γιατί εὐεργετήθηκε περισσότερο ἀπό ὅλους. ῎Εγινε μιμητής τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων ἀποστόλων Του, τῶν μαρτύρων καί τῶν ὁσίων᾽.

῎Αμεσα κατανοοῦνται οἱ παραπάνω ἀλήθειες μέσα ἀπό ἕνα συγκεκριμένο παράδειγμα πού μᾶς παρέχει ὁ ἅγιος ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος. Λέγει χαρακτηριστικά: ῾Εἶπε κάποιος ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. ῾Υπῆρχε κάποτε κάποιος ἀναχωρητής, γέροντος τίμιος πρός τόν ὁποῖο πῆγα καί ἐγώ μιά φορά, ὅταν βρισκόμουνα σέ λύπη τῶν πειρασμῶν. Αὐτός ὁ μακάριος ἦταν ξαπλωμένος, γιατί ἦταν ἀσθενής. ᾽Αφοῦ τόν ἀσπάσθηκα καί κάθισα κοντά του, τοῦ εἶπα: Νά εὔχεσαι, πάτερ, γιά μένα, γιατί πολύ θλίβομαι ἀπό τούς πειρασμούς τῶν δαιμόνων. ᾽Εκεῖνος ἄνοιξε τά μάτια του, μέ κοίταξε καί εἶπε: Παιδί μου, εἶσαι ἀκόμα νέος καί ὁ Θεός δέν ἀφήνει σέ σένα πειρασμούς. Κι ἐγώ εἶπα, ναί, καί νέος εἶμαι, καί πειρασμούς ἔχω δυνατῶν ἀνθρώπων. Κι ἐκεῖνος πάλι εἶπε: Λοιπόν ὁ Θεός θέλει νά σοῦ δώσει σοφία. ᾽Απάντησα: Καί πῶς θέλει νά μοῦ δώσει σοφία, ἐνῶ καθημερινά κινδυνεύω τόν ψυχικό θάνατο; Κι ἐκεῖνος: Σιώπα, παιδί μου, ὁ Θεός σέ ἀγαπᾶ. Μέλλει ὁ Θεός νά σοῦ δώσει τήν χάρη Του. Κι εἶπε στήν συνέχεια: Γνώριζε, τέκνον, ὅτι τριάντα χρόνια πολέμησα μέ τούς δαίμονες, κι ἐνῶ πέρασε τό 25ο ἔτος, ἄρχισα νά βρίσκω κάποια μικρή ἀνάπαυση. Καθώς περνοῦσε ὁ καιρός, αὔξανε καί ἡ ἀνάπαυσή μου. ᾽Αφοῦ πέρασε δέ τό 27ο κι ἔφθασε τό 28ο ἔτος, αὐξήθηκε καί ἡ ἀνάπαυσή μου περισσότερο. ᾽Αφοῦ πέρασε δέ καί τό 30ό κι ἔφθανα ἤδη στό τέλος, τόσο αἰσθάνθηκα τήν δύναμη τῆς ἀναπαύσεως, ὥστε δέν γνώριζα σέ πόσο μέτρο ἔφθασε. Εἶπε δέ ἀκόμη καί τά ἑξῆς: ὅτι ὅταν ἐγερθῶ στήν προσευχή μου, μιά μόνη δόξα προφθάνω νά πῶ. Στήν συνέχεια καί τρεῖς μέρες νά σταθῶ, βρίσκομαι σέ ἔκπληξη μέ τόν Θεό, καί δέν αἰσθάνομαι καθόλου τόν κόπο. ᾽Ιδού λοιπόν τό δι᾽ ὑπομονῆς ἔργον τοῦ πολλοῦ καιροῦ ποίαν ἀνάπαυσιν προεξένησεν εἰς ἐμέ᾽.

᾽Από τά παραπάνω καταφαίνεται ὅτι ἡ ὑπομονή παρέχει τήν τάξη στόν πνευματικό ἀγώνα, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά πολεμᾶ τά πάθη του ὄχι ὅλα μαζί, ἀλλά ἕνα-ἕνα. Γιατί διαφορετικά ὑπάρχει ὁ κίνδυνος ῾νά ἀποτύχει καί νά γυρίσει πίσω καί νά μή βρεθεῖ κατάλληλος γιά τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν᾽. ῾Η βιασύνη δηλαδή καί ἡ ἀνυπομονησία στήν πνευματική ζωή ἀποτελοῦν τήν καταστροφή της. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἀνυπομονησία, ἐκεῖ παρατηρεῖται ταραχή. Κι ὅπου ὑπάρχει ταραχή, ἐκεῖ κι ἐλλείπει ἡ παρουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῎Εχουμε πολλά παραδείγματα στό σημεῖο αὐτό νεαρῶν ἰδίως μοναχῶν, πέρα ἀπό τό παραπάνω πού ἀναφέρει ὁ ἀββάς ᾽Ισαάκ, πού εὑρισκόμενοι ἀκόμη στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ταράσσονταν, γιατί ἀνυπομονοῦσαν νά γευτοῦν πλούσια τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, νά δοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἔλεγχος καί ἡ νουθεσία τῶν ἐμπείρων γερόντων σ᾽ αὐτούς ἦταν ἄμεσος καί σκληρός πολλές φορές.

Εἶναι αὐτονόητο ἔτσι ὅτι ἡ ὑπομονή δημιουργεῖ τίς συνθῆκες νίκης κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς ψυχῆς. ῾᾽Οφείλει ἐκεῖνος πού θέλει νά νικήσει τούς ἐχθρούς, νά ἔχει μεγάλη ὑπομονή...῎Αν κανείς δέν ἔχει ὑπομονή καί πολλή ταπείνωση, θά πάθει ἐκεῖνα πού ἔπαθαν πολλοί καί χάθηκαν μέ τήν ἀνοησία τους, γιατί πίστεψαν στά νοήματά τους καί νόμισαν ὅτι μποροῦν νά βαδίσουν σωστά χωρίς ὁδηγό ἤ χωρίς τήν πείρα πού προξενεῖ ἡ ὑπομονή καί ἡ ταπείνωση᾽ (Πέτρος Δαμασκηνός).

῾Η ὑπομονή λοιπόν ὡς μεγάλο χάρισμα τοῦ Θεοῦ καί ἰδιαίτερη εὐλογία Του, στηρίζεται στήν πίστη σ᾽ Αὐτόν καί τρέφεται ἀπό τήν ἐλπίδα ᾽Εκείνου. ῾᾽Εκεῖνος πού δέν ὑπομένει, δέν εἶναι πιστός᾽ (᾽Ηλίας ὁ ἔκδικος). ῾Ο δυναμικός σωτηριολογικός χαρακτήρας τῆς ὑπομονῆς εἶναι φανερός.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (9)



῾Η ἀγάπη

Τελευταῖο χάρισμα πού ζητᾶ νά ἀποκτήσει ὁ πιστός εἶναι ἡ ἀγάπη. ῾Η θέση τῆς ἀρετῆς αὐτῆς στό τέλος δέν εἶναι τυχαία. ῾Η ἀγάπη θεωρεῖται τό ἐπιστέγασμα καί ἡ ὁλοκλήρωση κάθε ἀρετῆς. Γιά τήν χριστιανική πίστη μάλιστα τίποτε δέν ἔχει νόημα, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη. Καί τοῦτο γιατί ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί. Καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ᾽ (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 16). Μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀρετή εἶναι χριστιανική στόν βαθμό πού μετέχει καί ἐκφράζει τήν ἀγάπη. Κι ἀπό τήν ἄλλη: αὐτός πού ἔχει ἀγάπη ἔχει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν. ῾Ο Κύριος ὑπῆρξε κατηγορηματικός: ῾᾽Εν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις᾽ (᾽Ιωάν. 13, 35). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν περίφημο ὕμνο τῆς ἀγάπης στήν Α´ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του σημειώνει μεταξύ τῶν ἄλλων γιά τό ἀνωφελές τῶν ἀρετῶν, ὅταν δέν καταλήγουν στήν ἀγάπη: ῾Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου καί παραδῶ τό σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι᾽ (13,3).

Μιλώντας ὅμως γιά ἀγάπη ἐννοοῦμε ὄχι αὐτήν πού ὁ πολύς κόσμος ἴσως ἐννοεῖ, ἀλλά αὐτήν πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φανέρωσε. Μία ἀγάπη ἔτσι ξέχωρη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ παύει νά εἶναι ἀγάπη, ἔστω κι ἄν χρησιμοποιεῖ τό ὄνομά της. Αὐτό σημαίνει ὅτι πίστη καί ἀγάπη πᾶνε μαζί, ἰσχύει δηλαδή τό τοῦ ἀποστόλου: ῾Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽ (Γαλ. 5, 6).

Κύριο γνώρισμα αὐτῆς τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης εἶναι ἡ θυσία τοῦ ἑνός πρός χάρη τοῦ ἄλλου, ἔστω καί τοῦ θεωρουμένου ἐχθροῦ. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή – εἶπε ὁ Κύριος - ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ᾽ (᾽Ιωάν. 15, 12-13). Καί: ῾ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν᾽ (Ματθ. 5, 44). Στήν ἐν Χριστῷ δηλαδή ἀγάπη δέν ὑπάρχουν ὅρια. ῞Οριό της εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος. ῎Ετσι ἡ χριστιανική ἀγάπη δέν ἀφήνει περιθώρια στά λεγόμενα ῾δικαιώματα᾽. Τό ῾δικαίωμα᾽ γιά τούς Πατέρες εἶναι αὐτό πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση ἐγωϊσμοῦ καί ἁμαρτίας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὅλος σχεδόν ὁ σύγχρονος πολιτισμός πού ἔχει ἀναγάγει σέ ἐπίπεδο θεότητος τά ῾δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου᾽ στό βάθος του εἶναι ἀντιχριστιανικός. Διότι θέτει ὡς κέντρο του τόν ἀποκομμένο ἀπό τόν Θεό ἄνθρωπο. Εἶναι θά λέγαμε ὁ πολιτισμός αὐτός ἡ μορφοποίηση τοῦ αὐτοθεοποιημένου ἀνθρώπου καί κατά συνέπεια εἶναι ἕνας ἄθεος πολιτισμός μέ ἐπίχρισμα χριστιανικότητος. Δυστυχῶς τά ἀποτελέσματά του τά ζοῦμε καθημερινά κι ἐμεῖς σέ ὅλα σχεδόν τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς μας.

Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ἡ ἀγάπη αὐτή ἀνήκει στά ῾καθ᾽ ὑπερβολήν᾽ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἐκφράζει δηλαδή τήν ὑπέρ φύσιν ζωή πού ἔφερε ὁ Χριστός. Αὐτό σημαίνει ὅτι χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη παραμένει ἀνενέργητη καί κενή γνώση. Προϋπόθεση λοιπόν ἀποκτήσεως καί βιώσεώς της εἶναι ἡ λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἡ ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία καί ἡ προσαρμογή ἐν συνεχείᾳ σέ ὅ,τι ἐκείνη καθορίζει. Γι᾽ αὐτό ἡ ἀγάπη αὐτή χαρακτηρίζεται ὡς πνευματική, ἔρχεται δέ ὡς ἡ τελευταία ῾πινελιά᾽ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ἀναγεννημένη διά τοῦ βαπτίσματος ψυχή καί τοῦ ἀγώνα της νά ἀποκτήσει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν.

Στό σημεῖο αὐτό ἕνα κεφάλαιο τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς διαφωτίζει ἰδιαιτέρως τά πράγματα: ῾Οἱ ζωγράφοι στήν ἀρχή ἰχνογραφοῦν τό σχῆμα τοῦ ἀνθρώπου, καί σιγά σιγά, προσθέτοντας τά διάφορα χρώματα φτάνουν νά ἀπεικονίσουν μέχρι καί τίς τρίχες τήν μορφή αὐτοῦ πού ζωγραφίζουν. ῎Ετσι καί ἡ θεία χάρη, πρῶτα μέ τό βάπτισμα ρυθμίζει τό ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽, ἐπαναφέροντας τόν ἄνθρωπο στό τί ἦταν ὅταν δημιουργήθηκε. Καί ὅταν δεῖ ὅτι μέ ὅλη τήν διάθεσή μας ἐπιθυμοῦμε τό κάλλος τῆς ῾ὁμοιώσεως᾽ καί ὅτι στεκόμαστε γυμνοί καί ἄφοβοι στό ἐργαστήριό της, τότε ζωγραφίζει ἀρετή πάνω στήν ἀρετή καί προσθέτει στήν μορφή τῆς ψυχῆς δόξα πάνω στήν δόξα καί τῆς προσδίδει τόν χαρακτήρα τῆς ὁμοιώσεως᾽. Καί συνεχίζει παρακάτω: ῾Σέ μία προσωπογραφία ὅταν προστεθεῖ στό σχέδιο ἡ κατάλληλη ἀπόχρωση ἀπό κάθε χρῶμα, ἡ προσωπογραφία μοιάζει στόν εἰκονιζόμενο ἀκόμη καί στό μειδίαμα. ῎Ετσι καί σέ ἐκείνους πού ζωγραφίζονται ἀπό τήν θεία χάρη γιά νά γίνουν ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽, ὅταν προστεθεῖ ὁ φωτισμός τῆς ἀγάπης, τότε φανερώνει ὅτι τό ῾κατ᾽ εἰκόνα᾽ βρίσκεται καθ᾽ ὁλοκληρίαν στήν ὡραιότητα τοῦ ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽. Καμμία ἄλλη ἀρετή δέν μπορεῖ νά προξενήσει ἀπάθεια στήν ψυχή, παρά μόνον ἡ ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκπλήρωση ὅλου τοῦ νόμου. ῞Ωστε λοιπόν ξανακαινουργώνεται μέρα μέ τήν μέρα ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος μέ τήν γεύση τῆς ἀγάπης, καί ὁλοκληρώνεται ὅταν φτάσει στήν τελειότητά της᾽ (89).
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Άβαταρ μέλους
fotis
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 4712
Εγγραφή: Δευ Σεπ 12, 2011 7:01 am
Τοποθεσία: ΑΓ.ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΗΣ

Re: Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από fotis »

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (10)



῾Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου᾽

Γενικό πλαίσιο στήν ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ στροφή εἰς ἑαυτόν, ὡς ὅραση τῶν ἁμαρτημάτων του, καί ἡ ἄρνηση κατακρίσεως τοῦ συνανθρώπου.

῾῾Ο ἅγιος ᾽Αντώνιος, ἀναφέρει ἡ ἀσκητική μας παράδοση, ὅταν ρωτήθηκε γιά τό ποιό εἶναι τό μεγαλύτερο ἔργο πού ἔχει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος ἀπάντησε: Αὐτή εἶναι ἡ πιό μεγάλη ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου: νά παίρνει ἐπάνω του τό σφάλμα του καί νά περιμένει πειρασμό μέχρι τήν τελευταία του πνοή. ῾Ο ὅσιος Ποιμήν συνήθιζε νά λέγει συχνά ὅτι ὁ αὐτομεμφόμενος βρίσκει σέ ὅλα ἀνάπαυση, ἐνῶ ὁ ἀββάς τοῦ ὄρους τῆς Νιτρίας, καθώς μᾶς λέει ἐπίσης τό Γεροντικό, ὅταν ρωτήθηκε ῾τί βρῆκες περισσότερο σ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς, πάτερ;᾽ ἀποκρίθηκε, ῾Βρῆκα τό νά κατηγορῶ καί μέμφομαι τόν ἑαυτό μου πάντοτε᾽, ὁπότε αὐτός πού ρώτησε πρόσθεσε, ῾ἄλλος δρόμος ἀπό αὐτόν δέν ὑπάρχει᾽.

Εἶναι σαφές καί μόνον ἀπό τό παραπάνω ἀπόσπασμα ὅτι ἡ στροφή εἰς ἑαυτόν ὡς ὅραση καί ἄρση τῶν σφαλμάτων ἀποτελεῖ τήν ὁδό τῆς ἁγιότητος. Δέν ὑπάρχει δηλαδή ἄλλος δρόμος γιά νά βρεῖ κανείς τόν Θεό ἀπό τό νά δεῖ τόν ἑαυτό του ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα: ὡς ἁμαρτωλό, πού χρήζει ἄρα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί κατά συνέπεια δέν ἔχει τό δικαίωμα νά κρίνει ἄλλο συνάνθρωπο. ᾽Ακριβῶς αὐτό τονίζει ἡ παραπάνω ἑνότητα τῆς εὐχῆς τοῦ ὁσίου ᾽Εφραίμ, πού τρόπον τινά θέλει νά συνοψίσει τό συμπέρασμα ὅλων τῶν προηγηθέντων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἁγιότητα βρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχουν τά σημάδια τῆς ταπεινώσεως καί τῆς ἀγάπης. Καί τέτοια σημάδια εἶναι ἀκριβῶς, ὅπως ἤδη φάνηκε, ἡ αὐτομεμψία καί ἡ ἔλλειψη κατακρίσεως τοῦ πλησίον.

῞Οτι βεβαίως ἡ ἀλήθεια αὐτή μᾶς ἀνάγει κατευθεῖαν στό ἦθος τοῦ τελώνη τῆς γνωστῆς παραβολῆς εἶναι ἐντελῶς περιττό καί νά ποῦμε. Γνωστό δέ ὅτι τό τελωνικό ἦθος συνιστᾶ καί τό ἦθος τῆς ἁγιότητος, αὐτό δηλαδή πού δικαιώνεται ἀπό τόν Θεό. ῎Ετσι θά μπορούσαμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι τό συγκεκριμένο αἴτημα ἰσοδυναμεῖ μέ τήν κραυγή τοῦ τελώνη ῾῾Ο Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ᾽ ἤ μέ παραλλαγμένα λόγια μέ τήν προσευχή τοῦ ᾽Ιησοῦ, ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν᾽.

Θά θέλαμε ὅμως νά προχωρήσουμε σέ βαθύτερες ἐπισημάνσεις. Νά σχολιάσουμε αὐτό πού προϋποτίθεται στό ὑπό ἐξέταση αἴτημα: μία ψυχική κίνηση τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ, κατά τήν ὁποία βλέπουμε εὔκολα τό τί κάνουν οἱ ἄλλοι καί δέν βλέπουμε τό τί κάνουμε ἐμεῖς. Τρόπον τινά παρουσιαζόμαστε ὡς τυφλοί ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας καί βλέποντες ἔναντι τῶν ἄλλων. ῞Ολοι μάλιστα ἐπισημαίνουμε ὅτι ὅσο λιγότερο βλέπει κανείς καί κατανοεῖ τόν ἑαυτό του, δηλαδή ὅσο πιό ἐπιεικής εἶναι στόν ἑαυτό του, τόσο καί πιό σκληρός καί ἄτεγκτος γίνεται πρός τά σφάλματα τῶν συνανθρώπων του.

῾Η ἑρμηνεία τῆς πραγματικότητος αὐτῆς ἀνήκει πρωτίστως στήν ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας, ἀλλά κι ἐμεῖς μποροῦμε νά ὑποψιαστοῦμε τό τί γίνεται, παρατηρώντας πολλές φορές τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό. ᾽Εκεῖνος λοιπόν πού ἀγνοεῖ τά δικά του σφάλματα καί ῾χαϊδεύει᾽ γενικῶς τόν ἑαυτό του, δέν σημαίνει ὅτι ἐξαλείφει καί τά σφάλματά του. ῾Απλῶς τά παραμερίζει, τά καταπιέζει – κατά ψυχολογική ὁρολογία - ὁπότε αὐτά, καταπιεζόμενα καί μή φανερούμενα, δημιουργοῦν ἕνα κλίμα ἐνοχῆς. ῾Η ἐνοχή αὐτή δημιουργεῖ δυσλειτουργία στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, κατάσταση πιέσεως καί στενοχώριας, πού τείνει νά ἐκφραστεῖ ἀσυνείδητα πρός τά ἔξω. ῾Η ἔκφραση αὐτή, πέρα ἀπό σωματικές παθήσεις πού μπορεῖ νά δημιουργήσει στόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, στήν σχέση του μέ τόν συνάνθρωπο συνήθως δημιουργεῖ ἐπιθετική συμπεριφορά. ῾Η ἐπιθετική συμπεριφορά σ᾽ ἕνα μεγάλο βαθμό παίρνει τήν μορφή τῆς σκληρότητας, τῆς ἔλλειψης κατανόησης, τῆς κατάκρισης, ἀκόμη δέ καί τῆς ἐξουδένωσης τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι ὑπάρχει, θά λέγαμε, μία σχέση εὐθείας ἀναλογίας μεταξύ τοῦ βαθμοῦ ἐνοχῆς τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ βαθμοῦ αὐστηρότητος ἔναντι τοῦ συνανθρώπου του. Μέ ἄλλα λόγια ὅσο περισσότερο ἁμαρτωλά καί ἔνοχα ζῶ, τόσο περισσότερο καί θά βλέπω τόν ἄλλο ὡς ἀντικείμενο κριτικῆς καί ἐξουδενώσεως.

Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἄν ἰσχύουν τά παραπάνω, ἰσχύουν καί τά ἀντίστροφα. Δηλαδή ὅσο πιό αὐστηρός εἶμαι στόν ἑαυτό μου, ὅσο πιό πολύ συνειδητοποιῶ τήν ἐνοχή μου καί ἀγωνίζομαι πρός ἐξάλειψή της, τόσο πιό ἐπιεικής καί μέ κατανόηση γίνομαι πρός τόν συνάνθρωπό μου. Καί τοῦτο βεβαίως διότι, κατά τήν παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ἡ συνειδοτοποίηση τῆς ἐνοχῆς καί ἡ ἀναφορά της πρός τόν Θεό συνιστᾶ τό γεγονός τῆς μετανοίας, πού ἀνοίγει τόν δρόμο γιά νά σκηνώσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Κι αὐτή ἡ χάρη ὡς ἐνέργεια ἀγάπης τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ ἀγάπη, τήν ὁποία κατεξοχήν γεύεται ὁ συνάνθρωπος.

῎Ετσι ἀντιστοίχως στόν βαθμό πού μετανοοῦμε αἴρεται ἀπό μέσα μας ἡ ἐνοχή, γαληνεύει ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος, ὁπότε γινόμαστε ἄνθρωποι ἐπιεικείας καί ἀγάπης, προσηνείας καί παρακλήσεως. Γι᾽ αὐτό καί τό κύριο χαρακτηριστικό τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, εἶναι ἡ κατανόησή τους πρός τά προβλήματα τῶν συνανθρώπων τους, ἡ παρηγοριά πού προσφέρουν, ἡ ἐξύψωση καί ἡ τόνωση τοῦ ἠθικοῦ ὅλων. Μ᾽ ἕναν λόγο, ἡ προσέγγιση ἑνός ἁγίου μᾶς λυτρώνει καί μᾶς ἐλευθερώνει.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ ἔνσταση: Δέν θά πρέπει νά ἐλέγχουμε τά σφάλματα τῶν ἄλλων, ὅταν μάλιστα παρουσιάζονται αὐτά κατά τρόπο ἐξώφθαλμο καί πολύ φανερό; ῾Η ἀπάντηση δέν παρέχει ἰδιαίτερη δυσκολία. Θά ὑπάρξει καί ὁ ἔλεγχος. ᾽Εφόσον πρόκειται περί καταστάσεως ἄσχημης καί ἁμαρτωλῆς, δέν μπορεῖ νά μή γίνει καί αὐτό. ῾Η διαφορά ὅμως τοῦ ἐλέγχου πού ἀσκεῖ ἕνας ἀμετανόητος καί ἄπιστος ἄνθρωπος καί αὐτοῦ πού ἀσκεῖ ἕνας ἅγιος ἔγκειται σέ τοῦτο: ὁ ἔλεγχος τοῦ ἀμετανοήτου δέν δημιουργεῖ κλίμα μετανοίας καί διορθώσεως. ᾽Αντιθέτως, προκαλεῖ σκλήρυνση καί διάθεση γιά ἐκδίκηση. ᾽Ενῶ ὁ ἔλεγχος τοῦ ἁγίου εἶνα ἔλεγχος διορθώσεως. Γινόμενος μέ ταπείνωση καί ἀγάπη ἐφελκύει τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί γίνεται εὐαπόδεκτος ἀπό τόν ἐλεγχόμενο. Καί τοῦτο βεβαίως, ὅταν κρίνει ὁ ἅγιος ὅτι εἶναι ὁ κατάλληλος καιρός γιά κάτι τέτοιο. ῞Ωστε τό πρόβλημα δέν εἶναι ἄν θά ἐλεγχθεῖ κάτι κακό, ἀλλά τό ποιός θά κάνει τόν ἔλεγχο καί κάτω ἀπό ποιές προϋποθέσεις.
Ο υπομείνας,εις τέλος ούτος,σωθήσεται.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Μηνύματα”