Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) του μηνός Φεβρουαρίου, η ΥΠΑΠΑΝΤΗ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ότε

Δημοσίευση από silver »

Παρελθουσών των τεσσαράκοντα ημερών από την σωτήριον ενανθρώπησιν του Κυρίου και την εκ της Αγίας Παρθένου, χωρίς ανδρός, Αυτού γέννησιν, προσεφέρθη ο Κύριος εις το Ιερόν κατά την σημερινήν ημέραν, από την Παναγίαν Μητέρα του και τον Δίκαιον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Θεοτόκου, κατά την διάταξιν του σκιώδους και παλαιού Νόμου, ήτοι κατά τον Νόμον του Μωϋσέως, ότι παν άρσεν πρωτότοκον έσται αφιερωμένον τω Θεώ, και την εις τούτον νενομισμένην θυσίαν προσενέγκη, ζεύγος τρυγόνων, ή δύο νεοσσούς περιστερών (Λουκ. β: 22-24 Έξοδ. ιγ:2 Λευϊτ. ιβ: 6-8). Κατά την αυτήν δε ημέραν και ώραν, οδηγηθείς υπό Πνεύματος Αγίου, ευρέθη εκεί παρών και ο ευλαβής και Δίκαιος υπέργηρως Συμεών, περιμένων προ πολλού του Θεού το σωτήριον πριν ίδη τον Χριστόν Κυρίου. Ιδών τότε Αυτόν και δεξάμενος εις τας γηραιάς αυτού αγκάλας, απέδωκε δόξαν τω Θεώ, άσας την τρίτην και τελευταίαν Ωδήν της Νέας Διαθήκης· «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη», και ωμολόγησεν, ότι μετά χαράς λοιπόν κλείει τους οφθαλμούς εις τον θάνατον, αφ’ ου είδε το φως της των εθνών αποκαλύψεως, και την δόξαν του Ισραήλ (Λουκ. β: 25-32) και αντί των προσκαίρων τούτων και επιγείων έλαβε τα ουράνια αγαθά. Η δε της εορτής ταύτης Σύναξις τελείται εις τον σεβάσμιον οίκον της Αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, τον ευρισκόμενον εις τας Βλαχέρνας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Δικαίου ΣΥΜΕΩΝ του Θεοδόχου και ΑΝΝΗΣ της Προφήτιδος.

Δημοσίευση από silver »


Συμεών ο Δίκαιος και Άγιος, ο Θεοδόχος, έλαβε μακράν και πολυχρόνιον ζωήν εις τον κόσμον τούτον, επειδή απεκαλύφθη εις αυτόν υπό του Αγίου Πνεύματος, ότι δεν θα ιδή θάνατον προ του να θεωρήση δια των ιδίων οφθαλμών του τον Δεσπότην Χριστόν. Όθεν, όταν ο Κύριος ημών προσεφέρθη εις τον Ναόν, τεσσαράκοντα ημερών νήπιον, τότε εδέχθη αυτόν εις τας αγκάλας του και πληροφορηθείς υπό του Αγίου Πνεύματος τα περί αυτού μέλλοντα, έλαβε το τέλος της ζωής του, κατά τον ανωτέρω χρηματισμόν και την αποκάλυψιν του Αγίου Πνεύματος.
Άννα δε η μακαρία Προφήτισσα ήτο θυγάτηρ Φανουήλ, καταγομένη εκ της φυλής του Ασήρ, ενός των δώδεκα Πατριαρχών υιών Ιακώβ. Αφ’ ου δε συνέζησε με άνδρα έτη επτά και εστερήθη τούτον δια του θανάτου, έκτοτε παρέμεινεν εις τον Ναόν και κατεγίνετο καθ’ όλην την ζωήν αυτής εις προσευχάς και νηστείας· όθεν, επειδή αδιακόπως ευρίσκετο εις τοιαύτα θεάρεστα έργα, δια τούτο και αύτη η μακαρία, ηξιώθη να ίδη τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όταν προσεφέρθη, τεσσαράκοντα ημερών νήπιον, εις τον Ναόν υπό της Παναγίας Μητρός του και του Δικαίου Ιωσήφ. Ανθωμολογείτο δε αύτη, ήτοι ηυχαρίστει και εδοξολόγει τον Θεόν και προεφήτευε φανερά τα περί του Χριστού εις όλους εκείνους, όσοι ευρέθησαν τότε εις τον Ναόν, λέγουσα ταύτα· «Τούτο το βρέφος είναι εκείνος ο Κύριος, όστις εστερέωσε τον Ουρανόν και την γην· τούτο το βρέφος είναι ο Χριστός, περί του οποίου όλοι οι Προφήται προεκήρυξαν». Ημείς λοιπόν την μνήμην των δύο τούτων Αγίων σήμερον εορτάζοντες, κηρύττομεν δι’ αυτών την φρικτήν και απόρρητον του Θεού προς ημάς συγκατάβασιν. Η σύναξις δε αυτών τελείται εν τω Αποστολείω του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, τω όντι εν τω σεβασμίω Ναώ της Υπεραγίας Θεοτόκου, πλησίον της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) του αυτού μηνόςΦεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΣΙΔΩΡΟΥ του Πηλουσιώτου.

Δημοσίευση από silver »

Ισίδωρος ο θείος Πατήρ ημών ο Πηλουσιώτης κατήγετο εκ της Αιγύπτου, υιός ων γονέων ευγενών και θεοφιλών, συγγενής δε Θεοφίλου και Κυρίλλου των της Αλεξανδρείας Αρχιεπισκόπων, ακμάσας περί το υιβ΄ (412) έτος. Oύτος λοιπόν επειδή ήτο γεγυμνασμένος εις το άκρον, τόσον κατά την εσωτερικήν και θείαν φιλοσοφίαν, όσον και κατά την εξωτερικήν, δια τούτο και πάμπολλα συγγράμματα αφήκεν εις τους φιλομαθείς, λόγου και ενθυμήσεως άξια. Αυτός δε παραιτήσας πλούτον και γένος λαμπρόν, και ευδαιμονίαν ζωής, μετέβη εις το Πηλούσιον όρος και ενδυθείς το Μοναχικόν σχήμα, εκεί εσχόλαζε προσευχόμενος και συνομιλών νοερώς μετά του Θεού. Εκ του Πηλουσίου όρους εδίδασκεν ο Όσιος όλην την οικουμένην και εφώτιζεν αυτήν δια των θείων λόγων του, τους εναρέτους εις την αρετήν επιστηρίζων, τους απειθείς παρακινών εις ευπείθειαν και με τον αυστηρόν των ελέγχων του και εις αυτούς τους ιδίους τους βασιλείς υπομιμνήσκων και παραινών τα συμφέροντα εις την οικουμένην και γενικώς, εις όλους εκείνους, όσοι ηρώτων αυτόν δι’ απορίας εκ των Αγίων Γραφών, έδιδε σοφωτάτας λύσεις και ερμηνείας. Λέγουσι δε τινες, ότι αι επιστολαί του θείου τούτου Πατρός αριθμούνται, ως έγγιστα, εις δέκα χιλιάδας. Ούτω λοιπόν κάλιστα διανύσας την ζωήν του και κατά Θεόν πολιτευσάμενος, με γήρας βαθύ ετελείωσε τον Βίον του περί το υν΄ (450) έτος της σωτηρίας.

silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΑΓΑΘΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Αγαθή η Αγία και ένδοξος του Χριστού Παρθενομάρτυς ήτο από την Κατάνην της Σικελίας, διέλαμπε δε δια την ωραιότητα του σώματος, το κάλλος της ψυχής και τον πλούτον των σωματικών αγαθών. Εβασίλευε δε κατά τους χρόνους εκείνους ο ασεβέστατος Δέκιος, ο οποίος εθανάτωσε τον Φίλιππον, τον προ αυτού βασιλέα, δια να λάβη την βασιλείαν. Θέλων δε ο αξιοκατάκριτος να αποδείξη ότι δεν εφόνευσε τον Φίλιππον από επιθυμίαν να βασιλεύση, αλλά διότι εκείνος εσέβετο δήθεν τον Χριστόν, εκίνησε διωγμόν μέγαν κατά των Χριστιανών ο παμμίαρος και έστειλεν εις όλας τας πόλεις και χώρας άρχοντας και ηγεμόνας, προστάσσων αυτούς να ερευνώσιν επιμελώς και να κάμνωσι πάντα τρόπον και μέθοδον να εξαλείψουν και να αφανίσουν παντελώς το όνομα του Χριστού. Μεταξύ λοιπόν των άλλων επάρχων όπου έστειλεν, ήτο σκληρός τις και απάνθρωπος, Κυντιανός εις το όνομα, τον οποίον έκαμεν ηγεμόνα να ορίζη όλην την Σικελίαν. Είχε δε ούτος ανάμεσα εις τας άλλας αισχρουργίας και ταύτα τα τρία ελαττώματα· πρώτον κατήγετο από χωρικούς και χονδρούς ανθρώπους, ανελθών εις εκείνο το αξίωμα από κακάς πράξεις· δεύτερον ήτο βεβυθισμένος εις τον βόρβορον της σαρκός· τρίτον δε, ήτο υπερβολικά φιλάργυρος. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην ευρίσκετο εις την Κατάνην η κεκοσμημένη ψυχή τε και σώματι με διαφόρους αρετάς και αγαθάς πράξεις, αγαθή εις την γνώμην και την καρδίαν, καθώς ήτο και η επωνυμία της. Το όνομα των γονέων της δεν ευρίσκεται γεγραμμένον εις τας γραφάς, διότι απέθανον εις την ασέβειαν· αύτη όμως η θεοδίδακτος κόρη επροσκύνει και εσέβετο τον Εσταυρωμένον Χριστόν και τον αγαπούσε με όλην την δύναμιν της ψυχής, κατά την θείαν εντολήν την λέγουσαν· «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου» (Δευτ. στ: 5). Είχε δε τρία χαρίσματα πλέον των άλλων παρθένων· πρώτον, κατήγετο από τους ευγενεστέρους άρχοντας, δεύτερον, ήτο ευμορφοτέρα και ωραιοτέρα από όλας τας κορασίδας εκείνης της πόλεως, και αφιέρωσεν εις τον Θεόν την παρθενίαν της, την οποίαν απεφάσισε να φυλάξη άφθορον, τρίτον δε, ήτο πολύ πλουσία και είχε κινητά και ακίνητα πράγματα, τα οποία διεμοίρασεν η ιδία εις τους πτωχούς αφειδώς και ευσπλαγχνικώτατα. Όταν λοιπόν ήκουσεν ο Κυντιανός την καλήν φήμην και τας αρετάς και αγαθάς πράξεις της Αγαθής, έβαλεν εις την καρδίαν του πονηρά, και διελογίζετο εν εαυτώ ταύτα· «Εάν κάμω τρόπον να φέρω την Αγαθήν εις το θέλημά μου, να την πάρω δια γυναίκα μου, αξιώνομαι τρία πράγματα· πρώτον μεν πληρώνω την σαρκικήν μου επιθυμίαν, απολαμβάνων τοιαύτην ευμορφίαν και ωραιότητα· δεύτερον μετέχω της ευγενείας του αίματός της, όταν την κάμω γυναίκα μου, ο οποίος τώρα είμαι από ευτελείς και χωρικούς ανθρώπους· τρίτον δε και τελευταίον πάντων, λαμβάνω τον πλούτον της όλον εις τας χείρας μου και γίνομαι πλουσιώτερος πάντων». Ταύτα μελετών εις την καρδίαν του ο ανόσιος τύραννος επρόσταξε να φέρωσιν αυτήν ενώπιόν του και βλέπων αυτήν τοσούτον ωραίαν, ίστατο άφωνος ώραν πολλήν, ως εκστατικός, θαυμάζων τοιούτον κάλλος· έπειτα την εκολάκευσε με υποσχέσεις να συγκαταβή εις την γνώμην του, υποσχόμενος προς αυτήν τιμάς πολλάς, μεγαλεία και αξιώματα. Αλλά η σοφή και πάγκαλος κόρη δεν έλαβε ποσώς υπ’ όψιν τα ληρώδη του φλυαρήματα, αλλά του έδωσε τοιαύτην απολογίαν με γνωστικούς λόγους, ώστε τον έκαμε να γνωρίση ευθύς εξ αρχής το αμετάθετον της καρδίας της. Βλέπων λοιπόν ο ασύνετος ότι δεν επετύγχανε τίποτε με τας κολακείας και υποσχέσεις του, προσεκάλεσε κακήν τινα και άσεμνον γυναίκα, ονόματι Φροντισίαν, η οποία είχεν εννέα θυγατέρας και ηκολούθουν άπασαι τον της μητρός αυτών άσωτον βίον, κυλιόμεναι εις τον βόρβορον της σαρκικής αμαρτίας· και λέγει προς αυτάς ο παμμίαρος· «Λάβετε την κόρην ταύτην εις την οικίαν σας και κάμετε πάντα τρόπον να την φέρετε εις την γνώμην σας, και εάν αυγκλίνη εις την σαρκικήν πράξιν να κάμη το θέλημά μου, θέλω σας δώσει τόσα χαρίσματα, ώστε να εξέλθετε από το καταφρονεμένον επάγγελμά σας». Επήραν λοιπόν αι αναίσχυντοι εκείναι γυναίκες την ευλογημένην Αγαθήν εις τον οίκον των και έθλιβον και εβασάνιζον αυτήν επί ένα ολόκληρον μήνα αδιαλείπτως, υποσχόμεναι προς αυτήν μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα· πολλάκις δε την εφοβέριζον και με απειλάς διαφόρων τιμωριών και κολάσεων, της έδιδον ολίγον φαγητόν και ολίγον ύδωρ, και δεν την άφηναν να αναπαυθή ειμή μόνον ολίγον, την υπέβαλλον εις αγρυπνίαν κατά το περισσότερον διάστημα της νυκτός λέγουσαι προς αυτήν όσα ηδύναντο να την παρακινήσουν εις την σαρκικήν απόλαυσιν και κοσμικήν ματαιότητα, τα οποία δεν είναι πρέπον να γράψωμεν, δια να μη μιαίνωμεν τας ακοάς σας· η δε Αγία έλεγε προς εκείνας ταύτα· «Ο νους μου είναι θεμελιωμένος και στερεωμένος εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, τον ακρογωνιαίον λίθον, οι δε λόγοι σας είναι άνεμος· αι υποσχέσεις και απειλαί σας ποτάμια ύδατα, τα οποία δύνανται μεν να κτυπήσωσιν εις τον στερρότατον πύργον του νοός μου, δεν θα δυνηθώσιν όμως παντελώς να τον διασείσωσιν· όσον δε τον πολεμήσετε δυνατώτερα, τόσον τον ευρίσκετε εις την αγάπην του Κτίστου μου στερεώτερον». Ταύτα έλεγεν η Αγία δακρυρροούσα και ικετεύουσα τον Θεόν να της δώση Χάριν, να έλθη εις την δόξαν του Μαρτυρίου το γρηγορώτερον. Μετά τριάκοντα ημέρας, βλέπουσα η Φροντισία, ότι όσον ενουθέτει την Αγίαν, τόσον εύρισκεν αυτήν στερεωτέραν και αμετάτρεπτον, επήγεν εις τον ηγεμόνα και του λέγει· «Αληθώς ευκολώτερα ημπορεί κανείς να μαλάξη τον σίδηρον και τους σκληρούς λίθους, να τους κάμη μαλακωτέρους του ύδατος, παρά την καρδίαν της κόρης ταύτης να μετατρέψη από την γνώμην της· περισσότερον από τριάκοντα ημέρας την εδίδασκα με τας θυγατέρας μου και της ελέγαμεν ερωτικά και άσεμνα λόγια, τας ιδικάς σου υποσχέσεις και δωρεάς, τας απειλάς τιμωριών και πικροτάτου θανάτου· αλλά εις μάτην εκοπιάσαμεν, διότι ενικήθημεν μάλλον ή να νικήσωμεν· λοιπόν κάμε ει τι βούλεσαι». Τότε εθυμώθη περισσώς ο τρισκατάρατος άρχων και προστάσσει να φέρωσι την Αγίαν ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου, την ερώτησε να ειπή το γένος της και την κατάστασιν· η δε είπε προς αυτόν· «Εγώ είμαι γυνή ελευθέρα, γεννημένη από τους ευγενικωτέρους άρχοντας ταύτης της πόλεως, καθώς το γνωρίζουσιν όλοι ούτοι οι συμπολίται μου». Λέγει ο ηγεμών· «Εάν είσαι ελευθέρα, καθώς λέγεις, διατί έχεις πράξεις και τάξεις, ωσάν να ήσουν δούλη τινός;» Απεκρίθη η Αγαθή· «Διότι είμαι δούλη του Δεσπότου Χριστού και ουδενός άλλου». Λέγει ο άρχων· «Λοιπόν, αν είσαι δούλη, δεν είσαι ελευθέρα». Απήντησεν η Αγία· «Ο τέλειος δούλος του Δεσπότου Χριστού είναι καθολικά ελεύθερος και ει τις είναι αυθέντης του εαυτού του, λέγεται φυσικά κύριος του κόσμου παντός και με τον τρόπον τούτον είναι ελεύθερος από όλα τα κτίσματα». Λέγει προς αυτήν ο άρχων· «Μη αναμένωμεν πλέον εις λόγια άκαιρα· ή θυσίασε εις τους θεούς μου, ή θα σε αφανίσω με σκληροτάτας τιμωρίας». Απεκρίθη η Αγία· «Παρακαλώ τον Κύριόν μου, να γίνης όμοιος του θεού σου». Οι λόγοι ούτοι κατετάραξαν τον τύραννον και προστάσσει τους υπηρέτας να συντρίψουν το στόμα της Αγίας, δια να μη τολμήση πλέον να εξυβρίση τον θεόν του. Τούτου γενομένου, λέγει προς αυτόν η Αγία· «Θαυμάζω εις σε, ω ηγεμών, όστις νομίζεσαι φρόνιμος άνθρωπος, πως έδειξες εις αυτό πολλήν αφροσύνην· εγώ δια σε εδεήθην καλόν και τιμήν, να γίνης όμοιος του θεού σου, και συ εκέλευσας, άγνωστε, να με δείρωσιν· εάν οι θεοί σας είναι καλλίτεροι από σας, έπρεπε να με ευχαριστής, όπου επιθυμώ το συμφέρον σου· ει δε και είναι χειρότεροι, αισχύνθητε, τετυφλωμένοι, και εντραπήτε, προσκυνούντες τοιούτους θεούς ανοήτους». Τότε εθυμώθη ο τύραννος περισσότερον και λέγει προς αυτήν· «Πως τολμάς, αναίσχυντον γύναιον, και λαλείς τοιαύτα μάταια και αφρονέστατα λόγια; Ή θυσίασε εις τους θεούς μου την ώραν ταύτην, ή να λάβης διάφορα κολαστήρια». Απεκρίθη η Αγία· «Τας τιμωρίας σου και τα κολαστήρια εγώ ουδόλως φοβούμαι, διότι, αν με βάλης εις θηρία ανήμερα, ευθύς ως ακούσουν το όνομα του Χριστού γίνονται ταπεινά και ήμερα ως αρνία· εάν με ρίψης εις την φλόγα, δια να με καύσης, οι ουράνιοι Άγγελοι θέλουσιν έλθει να ψυχράνουν την καύσιν και δριμύτητα της φλογός· εάν με ραβδίσης και ξεσχίσης τας σάρκας μου και ό,τι άλλην τιμωρίαν μου δώσης, έχω βοηθόν τον Δεσπότην μου, εις τον οποίον όλα τα στοιχεία υπακούουσι και με τον λόγον του όλαι αι ασθένειαι θεραπεύονται· δαιμόνια εκδιώκονται, παράλυτοι συσφίγγονται, χωλοί περπατούσι και άλλα θαυμαστά τεράστια γίνονται με το νεύμα του μόνον και την θείαν βούλησιν. Αυτός λοιπόν θέλει με ελευθερώσει από πάσας τας επινοίας σου». Τότε προσέταξεν ο ηγεμών να οδηγήσωσι την Αγίαν εις την φυλακήν έως την επομένην, δια να του δοθή καιρός να σκεφθή ποίαν βάσανον να της δώση. Πορευομένη δε η Αγία εις την φυλακήν έχαιρε και είχε τοσούτον αγαλλιώμενον πρόσωπον, ώστε εφαίνετο, ότι επήγαινεν εις γάμους. Την επαύριον εκάθισεν ο Κυντιανός εις τον θρόνον ως λύκος άγριος, αφού δε έφεραν την Αγίαν λέγει προς αυτήν· «Μη χάνωμεν τον καιρόν· αρνήσου παρευθύς τον Χριστόν και θυσίασε εις τα είδωλα». Απεκρίθη η Αγία· «Γνώριζε, ότι ποτέ δεν θέλω έλθει εις τόσην αναισθησίαν, να προσκυνήσω τους δαίμονάς σου, έστω και αν μου δώσης τας φοβερωτέρας τιμωρίας, όπου να ηκούσθησαν ποτέ, αλλά πάντα ομολογώ τον Θεόν μου καρδία και στόματι· λοιπόν παίδευε, τιμώρα, ξέσχιζε τας σάρκας μου, παράδος με εις διαφόρους θανάτους, να γνωρίσης την αλήθειαν». Τότε προσέταξεν ο τύραννος να εκδύσουν παντελώς την Αγίαν, να δέσουν οπίσω τας χείρας της, να την κρεμάσουν εις στύλον, να την δείρουν με βούνευρα και να περικαύσουν την κεφαλήν, τας χείρας και τους πόδας της. Τούτων δε γενομένων, είπε προς τον τύραννον η Αγία· «Συ θαρρείς ότι μου δίδεις μεγάλην θλίψιν, εγώ όμως χαίρομαι εις ταύτα τα παιδευτήρια, ωσάν όταν ακούη τις καλάς αγγελίας και βλέπει ακριβόν τινα και ηγαπημένον φίλον του, τον οποίον είχε καιρόν πολύν να απολαύση· καθώς δε τον σίτον δεν βάλλουσιν εις την αποθήκην, εάν δεν τον καθαρίσουν πρώτα εις την άλωνα, να τον ξεχωρίσουν από το άχυρον, ούτω και η ψυχή μου δεν ημπορεί να εισέλθη εις την δόξαν της ατελευτήτου μακαριότητος, χωρίς του Μαρτυρίου τον στέφανον, εάν δεν βασανίσης πρώτον το σώμα μου με δεινά κολαστήρια». Τότε προσέταξε τους υπηρέτας ο δυσσεβής να ανασπάσουν τους μαστούς της Αγίας με σίδηρον, εάν όμως δεν ημπορέσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον, τότε να τους κόψουν με μάχαιραν· έπασχον λοιπόν επί πολλήν ώραν οι δήμιοι, συστρέφοντες αυτούς με πυράγρας, αλλά δεν ημπορούσαν να τους ανασπάσουν, διότι ήσαν πολλά μικροί· όθεν, κόπτοντες αυτούς με μάχαιραν εξέσχισαν τοιουτοτρόπως το στήθος της, ώστε ήτο λύπη μεγάλη να βλέπη κανείς· έρρεεν απ’ αυτής τόσον αίμα, ώστε εκοκκίνισεν όλον το έδαφος. Ταύτα πάσχουσα η Αγία, έστρεψε το πρόσωπον προς τον ηγεμόνα και είπε προς αυτόν· «Ω δυσσεβή και άσπλαγχνε τύραννε, πως δεν ησχύνθης, αναίσχυντε, να κόψης εκείνα τα μέλη, από τα οποία και συ ελάμβανες την τροφήν σου κατά την βρεφικήν ηλικίαν; Αλλά εγώ περί τούτου ουδόλως ενδιαφέρομαι, διότι έχω τον Δεσπότην μου Χριστόν, όστις δύναται να με ιατρεύση, εάν είναι προς το συμφέρον μου». Μετά ταύτα προστάσσει ο τύραννος να ρίψουν την Αγίαν εις σκοτεινήν τινα φυλακήν χωρίς να της δώσουν άλλην τροφήν, ειμή μόνον ολίγον άρτον και ύδωρ, τόσον ώστε να μην αποθάνη, δια να την τιμωρήση και πάλιν χειρότερα, παρήγγειλε δε εις τους φύλακας να προσέχωσι με ασφάλειαν, να μην υπάγη κανείς ιατρός να την θεραπεύση, αλλά να την αφήσουν ούτως ανεπιμέλητον, ώστε να βρωμίσουν αι πληγαί της. Ο μεν λοιπόν μιαρός και άσπλαγχνος τύραννος εμελέτα κενά και μάταια, ο δε πάνσοφος ιατρός και Βασιλεύς πολυεύσπλαγχνος εφρόντισε περί της ιατρείας της δούλης του και ακούσατε: Καθώς η Αγία εκείτετο τοιουτοτρόπως απερριμμένη και πληγωμένη εις το σκοτεινόν δεσμωτήριον, την ώραν του μεσονυκτίου ήλθε φως άρρητον και εξαίσιον· τότε αι μεν θύραι της φυλακής από θείαν ροπήν ηνεώχθησαν, οι δε φύλακες έφυγαν έντρομοι· τότε βλέπει η Αγία ιεροπρεπή τινα και σεβάσμιον γέροντα, όστις εκράτει σκεύος τι εις τας χείρας του, γεμάτον ιατρικά βότανα, έμπροσθεν δε τούτου προεπορεύετο νέος τις ωραίος κρατών λαμπάδα πολύφωτον, ήσαν δε ούτοι ο Άγιος Απόστολος Πέτρος και ο Άγγελος φύλαξ της ψυχής της· η Αγία όμως δεν τους εγνώρισε. Τότε ήλθον και τινες καλοί συμπολίται αυτής και γνώριμοι άνθρωποι και την συνεβούλευον να φύγη δια να μη θανατωθή αδίκως. Η δε Αγία προς αυτούς απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, να εγκαταλείψω τον αγώνα και τον στέφανον του Μαρτυρίου, να γίνω δε και αιτία να παιδευθώσιν οι φύλακες». Τότε λέγει προς αυτήν ο Απόστολος· «Προς τούτο ήλθον, θύγατερ, να ιατρεύσω τα πληγωμένα μέλη σου». Η δε Αγία είπε προς αυτόν· «Τις είσαι και μεριμνάς δια την υγείαν μου; Εγώ ποτέ δεν ηθέλησα να κάμω ιατρείαν τινά σωματικήν· λοιπόν άπρεπον είναι να πράξω τώρα, όπου ευρίσκομαι κοντά εις τον θάνατον, εκείνο όπου δεν έπραξα ουδέποτε», Τότε ο μακάριος Πέτρος, θέλων να δειχθή έτι περισσότερον η προθυμία της προς το Μαρτύριον, λέγει προς αυτήν· «Μη εντρέπεσαι, θύγατερ, και άφες με να σε ιατρεύσω, ότι δούλος είμαι του Δεσπότου Χριστού και δι’ αγάπην του ήλθα να σου κάμω την χάριν ταύτην». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ δεν έχω καμμίαν αιτίαν να εντραπώ ποσώς άνθρωπον του κόσμου και μάλιστα από σε, όστις είσαι γέρων, αι δε σάρκες μου είναι τόσον ξεσχισμέναι, ώστε θαρρώ ότι δεν είναι δυνατόν κανείς να σκανδαλισθή εις εμέ· δια ταύτα, κύριέ μου, σε ευχαριστώ πολύ δια την καλωσύνην ταύτην όπου ηθέλησες αυτοπροαιρέτως να μου κάμης, χωρίς εγώ να την ζητήσω». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Άγιος· «Διατί λοιπόν δεν θέλεις να σε ιατρεύσω»; Η δε είπε προς αυτόν· «Διότι έχω τον Δεσπότην μου Ιησού Χριστόν, όστις δια του νεύματος και μόνον κυβερνά όλον τον κόσμον και με τον λόγον του θεραπεύει πάσαν ασθένειαν αθεράπευτον και νόσον ανίατον. Εάν λοιπόν είναι ευάρεστον εις αυτόν και η θεραπεία του εμού σώματος προς το συμφέρον μου, θέλει μου την δώσει η Χάρις του με λόγον μόνον ή νεύμα μικρότατον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και υπομειδιάσας ολίγον είπε προς αυτήν· «Γίγνωσκε, θύγατερ, ότι εγώ είμαι ο Απόστολος Πέτρος και ιδού εθεραπεύθης δια της Χάριτος του Χριστού». Και ταύτα ειπών ο μεν Απόστολος του Κυρίου έγινεν άφαντος, η δε Αγία ευρέθη υγιής, με ανακαινισμένα όλα τα μέλη αυτής, και ούτε καν μικρότατον λείψανον τομής έχουσα. Τότε έπεσε κατά γης και προσηύχετο μετ’ ευχαριστίας προς Κύριον λέγουσα· «Ευλογητός ο Θεός και Πατήρ του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ο δια του Αποστόλου σου Πέτρου θεραπεύσας τους μαστούς μου και τα τετραυματισμένα επίλοιπα μέλη του σώματός μου». Την επαύριον έφεραν και πάλιν την Αγίαν εις το παλάτιον και της λέγει ο άρχων· «Προσκύνησε τους θεούς μου, διεστραμμένη, ειδ’ άλλως θα λάβης κολαστήρια των προτέρων δριμύτερα». Η δε είπε προς αυτόν· «Ω μάταιε και φρενόληπτε, πως θέλεις να απαρνηθώ τον Δεσπότην μου, όστις μου εθεράπευσε τας πληγάς, και να προσκυνήσω τους λίθους»; Λέγει ο άρχων· «Ποίος σε εθεράπευσεν»; Η δε Αγία είπε· «Ο Δεαπότης μου Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού του ζώντος, τον οποίον πάντοτε θέλω ομολογεί δια στόματος εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει προς αυτήν ο άρχων· «Τώρα θέλω να δοκιμάσω, εάν δύναται ο Χριστός σου να σε βοηθήση». Τότε προστάσσει να ανάψουν μεγάλην πυράν από άνθρακας εκεί εις το παλάτιον και επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας να ρίψουν τεμάχια πίσσης, κεράμων και σιδηρούς τριβόλους δια να εμπηγούν εις τας σάρκας της· είτα την εξέδυσαν και δένοντες τας χείρας και τους πόδας αυτής με σιδηράς αλύσους την έρριψαν εις εκείνους τους φλογερούς άνθρακας. Τότε δη, τότε, όταν εδίδετο η τοιαύτη σφοδροτάτη βάσανος εις την ευλογημένην Αγάθην και εκείνη εδέετο παρά Κυρίου βοηθείας, την εβοήθησεν ο εν μέσω της φλογός δροσίσας τους τρεις Παίδας αυτού. Γίνεται τότε σεισμός φοβερώτατος τόσον, ώστε όλοι ενόμιζον, ότι επρόκειτο να καταποντισθή η χώρα αυτών. Διότι εκρημνίσθησαν οίκοι πολλοί και εφόνευσαν πολλούς ανθρώπους, μάλιστα δε το παλάτιον του Κυντιανού, το οποίον εκρημνίσθη και εθανάτωσε δύο συμβούλους αυτού. Τότε έδραμεν όλος ο λαός της Κατάνης αρματωμένοι εις το παλάτιον και λέγουσι προς τον άρχοντα· «Δια τας πικράς τιμωρίας όπου δίδεις εις την αξιοθαύμαστον Αγάθην, ω ηγεμών, κινδυνεύομεν όλοι να χάσωμεν την ζωήν και το πράγμα μας· όθεν, ή άφες την και μη την βασανίζης πλέον, ή καίομεν σε με όλον τον οίκον σου». Τότε ο Κυντιανός εφοβήθη την ορμήν του λαού και τον σεισμόν και προστάσσει να εκβάλουν την Αγίαν από τους άνθρακας και ούτω ημικεκαυμένην να την απορρίψουν εις την φυλακήν έως άλλην πρόσταξίν του. Εκεί λοιπόν εις την φυλακήν ευρισκομένην έκλινε τα γόνατα η Αγία και έκαμε την προσευχήν ταύτην προς τον Δεσπότην Χριστόν λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, όστις με έπλασες εκ του μη όντος εις το είναι εις τούτον τον κόσμον, όστις εφύλαξες το σώμα μου άφθορον και αμέτοχον πάσης σαρκικής απολαύσεως και με ενεδυνάμωσες να νικήσω τας τιμωρίας των ασεβών τυράννων, όστις μου εχάρισες την δύναμιν της υπομονής δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, δέομαι και ικετεύω την σην αγαθότητα να με δεχθής σήμερον εις την δόξαν σου, ίνα αξιωθώ να ιδώ με τους ψυχικούς οφθαλμούς μου το πρόσωπόν σου το Άγιον». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, ευθύς ως ετελείωσε την ευχήν εκοιμήθη, η δε αγία ψυχή της επήγεν εις χείρας του επουρανίου Νυμφίου της ν’ αγάλλεται συν Αυτώ εις εκείνην την άρρητον ευφροσύνην και αϊδιον δόξαν. Ως ήκουσαν λοιπόν οι συμπολίται της, ότι εκοιμήθη η Αγία, έδραμον μετά δακρύων και ευλαβείας απείρου εις την φυλακήν και λαβόντες το άγιον εκείνο σώμα, έβαλον εις αυτό σμύρναν και άλλα ευώδη αρώματα, και τυλίξαντες εις σινδόνα καθαράν, το απέθεσαν ευλαβώς εις τάφον μαρμάρινον πορφυρούν. Κατά δε την ώραν κατά την οποίαν ενεταφίαζον την Αγίαν, εισήλθεν εις την πόλιν ωραιότατος τις και θαυμαστός νέος αστραπηφόρος, κρατών εις τας χείρας του μαρμαρίνην πλάκα. Έμπροσθεν του νέου τούτου προεπορεύοντο έτεροι εκατόν νέοι εις στοίχους ανά δύο, λευκοφόροι ως η χιών και υπερβολικά ωραίοι. Όταν δε ούτοι έφθασαν εις τον τάφον της Αγίας, ο προεστώς εκείνος των νέων έβαλεν επάνω εις αυτόν το μάρμαρον, το οποίον εκράτει. Έπειτα έγινεν άφαντος με την συνοδείαν του άπασαν, οίτινες ήσαν Άγιοι Άγγελοι, εκείνος δε όστις εβάσταζε την πλάκα ήτο ο Άγγελος φύλαξ της ψυχής της. Εις εκείνο δε το μάρμαρον ήσαν εγγεγραμμένα τα εξής· «Νους όσιος αυτοπροαίρετος, τιμή εκ Θεού και πατρίδος λύτρωσις». Ταύτα εφανέρωνον ότι η Αγία Αγαθή είχε τον ωουν όσιον, αγιώτατον, αυτοπροαίρετον, διότι αφ’ εαυτής της ήλθεν εις την ευσέβειαν, έδωκε πολλήν τιμήν εις τον Θεόν δια του Μαρτυρίου αυτής, θα είναι δε και αιτία ελευθερώσεως της πατρίδος της από την ασέβειαν και επιστροφήν προς την Ορθόδοξον Πίστιν μας. Μαθών δε ο κατηραμένος τύραννος, ότι απέθανεν η Μάρτυς Αγάθη, εξήλθεν έφιππος από την πόλιν μετά των στρατιωτών του ίνα υπάγη να ιδή τα κτήματα της Αγίας και γίνη εξουσιαστής και κύριος τούτων. Αλλά ο Πανάγαθος Θεός δεν αφήκεν αυτόν να τελειώση την επιθυμίαν της φιλαργύρου γνώμης του, αλλά του ανταπέδωκε την αμοιβήν δια τας τιμωρίας τας οποίας αυτός έδωσεν εις την ευλογημένην Αγάθην. Ενώ λοιπόν διήρχετο ποταμόν τινα ο Κυντιανός έφιππος, εν μέσω δύο στρατιωτών, ηγέρθησαν όρθια τα άλογα των στρατιωτών εκείνων και (ω του θαύματος), το ένα εδάγκασε με το στόμα του τον τύραννον από το στήθος και τον έρριψεν εις τον ποταμόν, και το άλλο επήδησεν επάνω του και τον κατεπάτησε τόσον, ώστε τον εθανάτωσε και ούτως εδικαιώθη η Αγία Μάρτυς Αγάθη. Το δε παμμίαρον αυτού λείψανον παρέσυρεν ο ποταμός και δεν ηδυνήθησαν να το εύρωσι, παρ’ όλον ότι το ανεζήτησαν ικανώς. Νομίζω όμως ότι τον έλαβε σύσσωμον ο αυθέντης του διάβολος εις την κόλασιν, δια να τον τιμωρή αιωνίως ψυχή τε και σώματι. Εις την προρρηθείσαν νήσον της Σικελίας και εις απόστασιν ολίγων χιλιομέτρων από της Κατάνης, ευρίσκεται όρος καλούμενον Αίτνα. Τούτο είναι αρκετά μεγάλον, έχει δε εις την κορυφήν κρατήρα ωσάν στόμα, από το οποίον εξέρχεται μαύρος καπνός και πυρ. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος λέγει ότι τούτο κυριολεκτικά είναι ένα στόμα του Άδου. Το όρος τούτο, ένα χρόνον μετά την τελευτήν της Αγίας Μάρτυρος Αγάθης, ήνοιξε το στόμα αυτού και έρριψε πυρ καυστικόν ωσάν ποταμόν, ερχόμενος δε ο πύρινος αυτός ποταμός προς την πόλιν της Κατάνης κατέκαιε και ηφάνιζεν ό,τι και αν ευρίσκετο προ αυτού, όχι μόνον φυτά και ξύλα, αλλά και παν άλλο πράγμα. Οι άνθρωποι λοιπόν της πόλεως, άνδρες τε και γυναίκες, Χριστιανοί τε και Έλληνες, τρομοκρατηθέντες και φεύγοντες από του πυρός εκείνου έδραμον πάντες μετά πίστεως εις τον τάφον της Αγίας Αγάθης, παίρνουσι τον μεταξωτόν πέπλον με τον οποίον είχον σκεπασμένον τον τάφον της Αγίας, έθεσαν αυτόν επάνω εις κοντόν και εξήλθον άπαντες, εκκλησιαστικοί τε και λαϊκοί, εις λιτανείαν δεόμενοι κατά του παμφάγου εκείνου πυρός. Ότε δε επλησίασαν, ω του θαύματος! Το πυρ εκείνο, όπερ επροξένει πρωτύτερα τόσην ζημίαν, ευλαβηθέν την σκέπην εκείνην της Αγίας, ωσάν να είχεν αίσθησιν, στραφέν εις τα οπίσω εκλείσθη εις το φλεγόμενον όρος, από δε την ώραν εκείνην και έπειτα δεν εξήλθε πλέον να κάμη άλλην ζημίαν. Από την θαυματουργίαν αυτήν ευλαβήθησαν άπαντες περισσότερον την Αγίαν, όχι μόνον δε οι Χριστιανοί, αλλά και οι Έλληνες όσοι ευρίσκεντο εις την πόλιν αυτήν και προσελθόντες εις την αληθινήν Πίστιν εβαπτίσθησαν εις το όνομα της Αγίας και ζωοποιού Τριάδος, Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός Θεού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ’ (6η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΒΟΥΚΟΛΟΥ Επισκόπου Σμύρνης.

Δημοσίευση από silver »


Βουκόλος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, εκ νεαράς ηλικίας καθαρίσας τον εαυτόν του, έγινε κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος· όθεν ευρών αυτόν δόκιμον και άξιον ο πανεύφημος και ηγαπημένος του Χριστού Μαθητής, Ιωάννης ο Θεολόγος, εχειροτόνησεν αυτόν Επίσκοπον και Ποιμένα της εν Σμύρνη Εκκλησίας. Ο θείος λοιπόν ούτος Ιεράρχης, υπό του Αγίου πνεύματος φωτιζόμενος, εφώτιζε και αυτός τους εν τω σκότει της αγνωσίας ευρισκομένους Έλληνας και δια του αγίου Βαπτίσματος εποίει αυτούς υιούς φωτός και ημέρας, ελευθερώνων αυτούς από των ανημέρων θηρίων, ήτοι από των αγρίων και σκοτεινών δαιμόνων. Μέλλων δε ο Άγιος να αποδημήση προς Κύριον, εχειροτόνησε τον Άγιον Πολύκαρπον διάδοχον εις την αυτήν μεγαλόπολιν Σμύρνη και ποιμένα και διδάσκαλον αυτόν κατέστησε των λογικών προβάτων και ούτως απήλθε προς Κύριον. Όταν δε ενεταφιάσθη το άγιον αυτού λείψανον, έκαμεν ο Θεός να βλαστήση εκ του τάφου του δένδρον, το οποίον εχάριζε και χαρίζει έως την σήμερον διαφόρους ιατρείας εις τους προστρέχοντας αυτώ μετά πίστεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη αυτή Ζ΄ (7η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΠΑΡΘΕΝΙΟΥ, Επισκ

Δημοσίευση από silver »


Παρθένιος ο πιστός και εύχρηστος του Χριστού δούλος εγεννήθη εις την Μελιτούπολιν, εις την οποίαν ήτο ο πατήρ αυτού Διάκονος, Χριστόδουλος ονομαζόμενος. Περισσότερα περί της γεννήσεως και ανατροφής αυτού δεν ηδυνήθημεν να εύρωμεν εις ουδέν βιβλίον, διότι ουδείς άλλος έγραψε ταύτα ειμή μόνον ιδιώτης τις, Κρισπίνος ονομαζόμενος, ο οποίος έγραψε με πολλήν συντομίαν ολίγα τινά από τα πολλά του τεράστια, τα οποία και ημείς μεταφέρομεν ενταύθα, μη γράφοντες περισσότερα, δια να μη φύγωμεν από την αλήθειαν και προσέχετε ακριβώς την γλυκυτάτην ταύτην διήγησιν, ίνα πολλήν λάβετε την ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ο θαυμάσιος ούτος Ιεράρχης Παρθένιος δεν έμαθεν από παιδίον πολλά γράμματα, μόνον ολίγα, αλλ’ όμως ήτο ακροατής των Αγίων Γραφών επιμελέστατος, από μικράς δε ηλικίας ηξιώθη της θείας Χάριτος και έκαμνε μεγάλα θαυμάσια, διότι ήτο κατά πολλά προς τους πτωχούς συμπαθής και φιλάνθρωπος, και ακούσατε. Υπήρχε λίμνη τις πλησίον της πόλεως, εις την οποίαν πολλάκις εψάρευε και από όσα ψάρια έπιανε, δεν έτρωγεν, ούτε τα εχάριζε πλουσίου τινός, αλλά τα επώλει και έδιδεν εις τους πτωχούς τα χρήματα, δια να τον ελεήση και αυτόν ο Κύριος. Από την λαμπρότητα λοιπόν του βίου του και από τα παράδοξα θαύματα, τα οποία έκαμεν, έγινε πανταχού επίσημος και περίφημος, διότι πολλούς δαιμονιζομένους ιάτρευσεν, από την πολλήν του φιλανθρωπίαν και ταπείνωσιν. Ταύτα μαθών ο της Μελιτουπόλεως Επίσκοπος, Φιλητός καλούμενος, τον προσεκάλεσε και τον παρεκάλεσε να δεχθή να τον χειροτονήση Πρεσβύτερον, αλλά αυτός, ως ταπεινόφρων, δεν εδέχετο, νομίζων ότι ήτο ανάξιος· εκείνος όμως και ακουσίως τον ηξίωσε τοιαύτης αξίας, ως αξιώτατον. Όταν λοιπόν έλαβε την θείαν Χάριν εις την ψυχήν αυτού δαψιλέστερον, ετέλει καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα, διότι ο Κύριος ηθέλησε να τον δοξάση και εδώ και να θεραπεύση δια μέσου αυτού πολλούς πάσχοντας. Από τα πολλά λοιπόν, τα οποία ετέλεσε, γράφομεν ολίγα εις πίστωσιν. Ημέραν τινά περιπατών εις την οδόν ο Όσιος απήντησεν άνθρωπον, τον οποίον είχε κτυπήσει ταύρος εις το πρόσωπον με το κέρατον. Εκ του κτυπήματος εβγήκεν ο οφθαλμός του και εκρέματο, εκράτει δε τούτον ο άνθρωπος εις την χείρα του οδυρόμενος και ζητών βοήθειαν, ήτο δε ελεεινόν εις τους ορώντας θέαμα. Τούτον ιδών ο φιλανθρωπότατος Παρθένιος ελυπήθη και λαμβάνων εις την δεξιάν του τον οφθαλμόν, έβαλεν αυτόν επιδέξια εις τον τόπον του, δια της προς Θεόν δε προσευχής του και με αγίασμα με το οποίον τον έχρισεν, ιατρεύθη τελείως εις τρεις ημέρας και έμεινεν υγιής, ως το πρότερον. Ακούσατε και άλλο όμοιον. Γυνή τις έβγαλεν εις τα απόκρυφα μέρη κακόν απόστημα, το οποίον λέγεται καρκίνος, τρώγει δε τούτο την σάρκα ελεεινώς και δεν ιατρεύεται. Είχε λοιπόν εκ τούτου πολλήν οδύνην η τάλαινα, εντρέπετο δε να το δείξη και εις ιατρόν. Μόνον έδραμε προς τον άμισθον ιατρόν Παρθένιον και πίπτουσα εις τους πόδας αυτού με δάκρυα εζήτει την ίασιν· ούτος έκαμε τον Σταυρόν με την δεξιάν αυτού εις το μέτωπόν της και παρευθύς έπεσε το πρήσμα εις την γην και έγινεν η γυνή τελείως υγιής. Άλλοτε πάλιν επήγεν ο Άγιος να ιδή ασθενή τινα και επήδησεν επάνω του πολύ μεγάλος κύων, όστις έκοψε τα σχοινία και εκάθισεν εις τον ώμον του Οσίου δια να τον φάγη, αυτός όμως ουδόλως εφοβήθη μόνον εφύσησεν εις το στόμα του και σφραγίσας εις αυτό τον Σταυρόν του Χριστού, έπεσε κατά γης το άγριον εκείνο θηρίον και εξεψύχησε. Αυτά και έτερα πλείονα τελέσας ο θαυμαστός Παρθένιος, έγινε πανταχού περιβόητος· έμαθε δε ταύτα και ο Μητροπολίτης Κυζίκου Ασχόλιος, όστις έκρινεν ότι ήτο άπρεπον να μη τιμήση τοιούτον Άγιον με το της αρχιερωσύνης αξίωμα. Προσκαλέσας λοιπόν αυτόν, μετεχειρίσθη πάντα τρόπον και τον εχειροτόνησε Επίσκοπον Λαμψάκου, όχι δια να ωφελήση εκείνον, αλλά την πόλιν αυτήν, ήτις ήτο όλη βεβυθισμένη εις την της ειδωλολατρίας απώλειαν. Αυτός δε ο μακάριος με τας προσευχάς προς τον Θεόν, τας νηστείας, τας προς τον λαόν νουθεσίας, το καλόν παράδειγμα και με διάφορα θαύματα, τα οποία υπέρ φύσιν ετέλεσε, τους έκαμε και εμίσησαν το ψεύδος, γνωρίσαντες την αλήθειαν και εβαπτίσθησαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος· όθεν, ιδών ο Άγιος την πολλήν αυτών ευλάβειαν, ηθέλησε να καταστρέψη τα ειδωλεία και να οικοδομήση Εκκλησίας, εις δόξαν του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών· πλην όμως, επειδή τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ηθέλησε να υπάγη προς αυτόν εις την βασιλεύουσαν, να του ζητήση άδειαν κατά την συνήθειαν. Ο δε Άγιος βασιλεύς Κωνσταντίνος, ως ευσεβέστατος όπου ήτο και προς τους Ιερείς ευλαβέστατος, όχι μόνον του έδωκε γραπτώς εξουσίαν, αλλά και πολύ χρυσίον να εξοδεύση εις δόξαν Θεού δια τα χρειαζόμενα. Επιστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις την επαρχίαν του, τους μεν βωμούς των ειδώλων κατηδάφισε, εθεμελίωσε δε Ναόν περικαλλή και ωραίον εις δόξαν του Παντοκράτορος. Αλλά ας είπωμεν και άλλα τινά από τα πολλά του θαυμάσια. Ήλθέ ποτε προς τον Όσιον άνθρωπός τις, όστις είχε δαιμόνιον πονηρότατον και δεν το εγνώριζεν άλλος τις, ούτε ο ίδιος ο δαιμονιζόμενος, μόνον δε ο Άγιος το εγνώριζεν ως θεοφώτιστος και θεόπνευστος. Όταν δε ο άνθρωπος εκείνος τον εχαιρέτησε, δεν απεκρίθη ουδόλως ο Άγιος, αλλ’ ως άλαλος εσιώπησεν, ο δε δαίμων εθύμωσε και λέγει ταύτα οργιζόμενος προς τον ταπεινόφρονα, ο υψηλόφρων και υπερήφανος· «Ημείς είχομεν πόθον να σε ίδωμεν και ήλθομεν από τόσον δρόμον και σε εχαιρετήσαμεν, συ όμως δεν καταδέχεσαι ούτε να μας ομιλήσης καθόλου»; Τότε λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ιδού, με είδες». Λέγει ο δαίμων· «Σε είδα και εκατάλαβα». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εάν λοιπόν εγνώρισες τις είμαι, έξελθε από το πλάσμα του Θεού». Εκείνος δε απεκρίνατο· «Πολύν καιρόν έχω όπου κατοικώ εις τούτον τον άνθρωπον, από παιδίον μικρόν, και κανείς δεν με εγνώρισε, παρά συ μόνον και εάν με εκβάλης απ’ εδώ, δεν ηξεύρω που να υπάγω». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ να σου δώσω άνθρωπον να κατοικήσης εις αυτόν, εάν θέλης». Τότε εξελθόν το δαιμόνιον απ’ εκείνον τον άνθρωπον εζήτησεν από τον Άγιον να εκπληρώση την υπόσχεσιν, ο δε Άγιος ανοίξας το στόμα του είπε προς αυτό· «Ιδού άνθρωπος, είσελθε εις εμέ και κατοίκησον». Τότε ο δαίμων, ως από πυρός καταφλεγόμενος, έφυγε κλαίων και φωνάζων· «Ουαί μοι τω δυστυχεί! Εάν μόνον η όρασίς σου με καταφλέγει, πώς να τολμήσω να εισέλθω μέσα σου»; Ταύτα λέγων ο δαίμων έφυγεν, ο δε άνθρωπος έμεινεν υγιής, ευχαριστών τον Όσιον. Μετά τινας ημέρας, αφ’ ου έκτισε τον Ναόν ο Άγιος, εύρε πλάκα μεγάλην αρμοδίαν δια την Αγίαν Τράπεζαν και προσέταξε να την φέρουν εις την άμαξαν. Καθώς λοιπόν την έφερον, εφθόνησεν ο βάσκανος δαίμων εις τοιούτον θεάρεστον έργον και, ως ανθρωποκτόνος, ενήργησε με τας κακουργίας του και ο Ευτυχιανός, όστις ωδηγούσε το αμάξι, εφονεύθη, διότι ο δαίμων ετάραξε τα βόδια, τα οποία έτρεχον με πολλήν ορμήν και ταχύτητα και επλάκωσαν οι τροχοί τον άνθρωπον, εσχίσθη η κοιλία του και εχύθησαν τα σπλάγχνα του. Τούτο ακούσας, είπεν ο Άγιος· «Να μη χαρής εις ταύτην την κακουργίαν σου δαίμον παμπόνηρε, ούτε να εμποδίσης το θείον έργον, μισόκαλε». Ταύτα ειπών και πορευθείς αμέσως εις τον αποθαμμένον, εγονάτισε και δακρύσας προσηυχήθη λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όπου ορίζεις ζωήν και θάνατον, ματαίωσον την κακουργίαν του δαίμονος και τον τεθνεώτα ανάστησον, ότι συ, Δέσποτα, είσαι η πάντων ζωή και ανάστασις και ποιείς όσα βούλεσαι, ως Βασιλεύς παντοδύναμος». Ταύτα είπε και παρευθύς, ω θαυμασίου και εξαισίου τερατουργήματος! Ο Ευτυχιανός ανεστήθη και ευχαριστών τον Άγιον επήγε την πλάκα εις τον Ναόν και την έβαλαν εις την Αγίαν Τράπεζαν, εις πείσμα του δαίμονος. Αυτήν την μεγίστην θαυματουργίαν του Αγίου ακούσαντες όσοι είχον ασθενείς και δεν ηδύναντο οι ιατροί να τους θεραπεύσουν, τους έφερον εις τον Άγιον και παρευθύς τους ιάτρευε χωρίς διορίαν καιρού και βότανα. Όθεν πάντες οι της Λαμψάκου πολίται έχαιρον ευφραινόμενοι δια την τοιαύτην επικουρίαν και βοήθειαν, την οποίαν τους έστειλεν ο Κύριος· μόνον οι ιατροί ελυπούντο, διότι δεν είχον πλέον από την τέχνην των όφελος, επειδή όλοι οι ασθενείς επήγαιναν εις τον Άγιον, όστις δωρεάν τους ιάτρευε χωρίς αργοπορίαν και μάλιστα όσοι, άνδρες και γυναίκες, είχον δαιμόνιον. Διότι τόσην εξουσίαν έλαβεν από τον Θεόν κατά των υπερηφάνων δαιμόνων ο ταπεινόφρων Παρθένιος, ώστε, μόνον εάν τον έβλεπον, έφευγον από τους ανθρώπους, καθώς φεύγει από το φως το σκότος και αφανίζεται. Και ακούσατε, δια να πιστεύσητε την αλήθειαν. Πολλοί και πολλαί εθεραπεύθησαν υπό του Αγίου, ήσαν δε μεταξύ τούτων παρθένος τις ονόματι Δάφνη, θυγάτηρ Διονυσίου του πραιποσίτου Σμύρνης, άλλη γυνή από την Περσίδα καλουμένη Ζωϊλα και ετέρα παρθένος θυγάτηρ Συναδίου και άλλαι ονόματι Αλεξανδρεία, Ακακία, Ρουφίνα, Θεοφίλη και ετέρα κόρη Κυριακή και γραία τις ονόματι Καλλιόπη και άλλαι πολλαί, αι οποίαι είχον όλαι δαιμόνια και ιατρεύθησαν από τον Άγιον, δια τας οποίας χάριν συντομίας δεν γράφομεν κατά πλάτος πως τας ιάτρευσε· μόνον περί του νεανίου Μίκωνος να είπωμεν σαφέστερον, δια να γνωρίζη ο καθείς, ότι και προορατικόν είχεν ο Άγιος. Ούτος λοιπόν ο Μίκων ήτο υιός Ιερέως και είχε σκληρόν δαιμόνιον, το οποίον τον ετάρασσε δυνατά. Έφερον λοιπόν αυτόν οι γονείς του εις τον Άγιον και πίπτοντες εις τους πόδας του με δάκρυα τον παρεκάλουν να του δώση την ίασιν· ο δε προς πάντας συμπαθής και εύσπλαγχνος Παρθένιος, δεν ευσπλαγχνίσθη καθόλου τον δυστυχή, ούτε ελυπήθη τα δάκρυα των γονέων του, αλλ’ είπε προς αυτούς· «Δεν είναι άξιοςθεραπείας ο αυθάδης και θρασύτατος ούτος· γνωρίζετε πόσας φοράς σας ύβρισε και επαρακαλούσατε τον Θεόν να τον τιμωρήση, ως άτακτον· λοιπόν αφήτε τον να παιδεύεται δια ψυχικήν του ωφέλειαν». Εκείνοι δε πάλιν, ως γονείς, επονούσαν το τέκνον των και εδέοντο προς τον Όσιον να το ελεήση, ως εύσπλαγχνος· όθεν δια να μη τους λυπήση, έκαμε προς Κύριον θερμοτάτην δέησιν και ελυτρώθη ο νέος από του πειράζοντος δαίμονος. Άλλος τις στρατιώτης, την κλήσιν Αζάνιος, ήτο παραλυτικός και ακίνητος, έφερον δε τούτον οι συγγενείς του εις τον Άγιον φορτωμένον εις ζώον ως άψυχον, και με ένα λόγον τον εθεράπευσε. Και Σύρος τι ονόματι Αλάμας είχε δαιμόνιον, ημέραν δε τινα πεσών από την στέγην της Εκκλησίας απέθανεν, ο δε Άγιος, όχι μόνον τον ανέστησε, αλλά και εκ του πονηρού δαίμονος τον ελύτρωσεν, ώστε πάντες εξέστησαν και εθαύμαζον. Άλλος τις Μαξιμιανός ονόματι είχε δυσεντερίαν, ήτις είναι νόσος ανίατος, οι δε γονείς αυτού, έχοντες πίστιν αδίστακτον εις τον Θεόν και εις τον δούλον αυτού Παρθένιον, εσήκωσαν αυτόν με την κλίνην και τον έφερον από την Βιζύην εις Λάμψακον, θέσαντες δε αυτόν εις την θύραν της Εκκλησίας του Παρθενίου εις ολίγην ώραν απέθανε. Μετά ταύτα, ελθών ο Άγιος και ιδών τον νεκρόν, ευσπλαγχνίσθη τα δάκρυα των γονέων και δακρύσας προς Κύριον προσηυχήθη και, ω του θαύματος! ευθύς ανέστη ο νεκρός και εδόξασε τον Κύριον. Γυνή δε τις, Ευχαριστία ονόματι, είχεν εις τα εντόσθια δεινήν ασθένειαν από μαντείας και γοητείας κακών ανθρώπων, ο δε ανήρ αυτής Μαγιστριανός, την κλήσιν Αγάπιος, την επήγεν εις τον Άγιον, όστις ποιήσας ευχήν προς τον Θεόν τελείως ταύτην ιάτρευσεν. Άλλος τις ονόματι Θαλάσσιος απώλεσε τας φρένας του εκ συνεργείας του δαίμονος και προσφέροντες αυτόν οι συγγενείς του εις τον Άγιον, τον ιάτρευσεν εις επτά ημέρας και έμεινε σωφρονισμένος, δοξάζων τον Κύριον. Έτερος από την Ηράκλειαν ονόματι Κάλλιστος, παράλυτος εις τους πόδας από πειρασμόν του δαίμονος και άλλος λεπρός Λέσβιος, προσήλθον εις τον Άγιον ζητούντες βοήθειαν και εκείνος παρευθύς τους ιάτρευσεν. Ήσαν δε και τινες αλιείς, εις τους οποίους έκαμαν μαντείας και γοητείας και δεν έπιανον καθόλου ψάρια, όταν δε έβαζαν τα δίκτυα εκεί όπου έβλεπαν ότι ήσαν πολλά ψάρια, αυτά έφευγαν αμέσως και κανένα δεν έμβαινεν εις τα δίκτυα· τούτο δε ήτο βασκανία και ενέργεια δαίμονος. Οι αλιείς λοιπόν, ιδόντες ταύτα, ηννόησαν την αιτίαν και προσπίπτοντες εις τον Όσιον τον παρεκάλεσαν να λύση την κακουργίαν του δαίμονος. Ούτος λοιπόν επήγεν εις τον αιγιαλόν και ευλογήσας την θάλασσαν, έρριψεν άλας και τους είπε να ρίψουν τα δίκτυα· ούτω ποιήσαντες, ω του Θαύματος! τόσον πλήθος ιχθύων συνήχθη, ώστε πάντες οι παρόντες εξεπλάγησαν. Ας είπωμεν και έτερον. Απήλθε ποτέ ο Άγιος εις την πόλιν Ηράκλειαν δι’ αναγκαίαν τινά υπόθεσιν, ο δε Μητροπολίτης της πόλεως ταύτης ήτο βαρέως ασθενής και προσεκάλεσε τον Όσιον να τον ιατρεύση. Ιδών δε αυτόν ο Όσιος ηννόησε την αιτίαν της ασθενείας του, ότι υπό της φιλαργυρίας ενικάτο, αδικούσε δε και τους πένητας· όθεν είπε προς αυτόν· ¨Γίνωσκε, ότι αύτη η οδύνη προήλθεν εις σε από ψυχικήν ασθένειαν, διότι τους πτωχούς ηδίκησες· εάν δε αποδώσης το άδικον, υγιαίνεις ψυχή τε και σώματι· εάν όμως καταφρονήσης τους λόγους μου, ούτε ψυχικώς ούτε σωματικώς θεραπεύεσαι». Τότε ο Αρχιερεύς κατενύχθη, γνωρίσας δε το σφάλμα του και εξομολογηθείς, εκάλεσε τον οικονόμον και επίτροπον αυτού και τον επρόσταξε να φέρη εκεί το χρυσίον και αργύριόν του· αφού δε εκείνος το έφερε, το έδιδεν ο Αρχιερεύς εις τον Άγιον να το κάμη ως βούλεται· ο Άγιος δε είπε προς αυτόν· «Συ μοίρασέ το εις τους πτωχούς με τας χείρας σου». Ταύτα ποιήσας ο Αρχιερεύς και διαμοιράσας τα κακώς συναχθέντα, εθεραπεύθη τελείως ψυχή τε και σώματι. Ακούσατε και έτερον. Ευρίσκετο εκεί εις την Ηράκλειαν εις άνθρωπος παραλυτικός και ακίνητος, ιδών δε αυτόν ο φιλανθρωπότατος Παρθένιος δεν ημέλησεν, ως τον Ιερέα και τον Λευϊτην, όπου λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ούτε αντιπαρήλθεν, αλλά προσήλθε και προσηυχήθη προς τον Δεσπότην κλίνας τα γόνατα, έπειτα ήλειψε με έλαιον τα ξηρά και ανενέργητα μέλη του ασθενούς και παρευθύς, ω του θαύματος! ο πρώην ακίνητος και ασάλευτος ηγέρθη υγιής και άνοσος και απήλθε περιπατών εις την οικίαν του. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και έτερα θαύματα ετέλεσεν εις την Ηράκλειαν ο Άγιος, τα οποία βλέπων ο Υπατιανός, Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας εκείνης της Ηρακλείας, παρεκάλεσεν αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις ένα χωράφιόν του, το οποίον έσπειρε και δεν εφύτρωσε, να το ευλογήση δια να καρποφορήση. Απήλθε λοιπόν ο Όσιος και μετά δακρύων προσηύξατο, δεόμενος του Θεού να στείλη εις τον αγρόν εκείνον την δρόσον του. Παρευθύς τότε ο ουρανός εσυννέφιασε και ήλθε βροχή άφθονος· όθεν έμεινε την νύκτα εκείνην εκεί εις οίκον τινά ο Άγιος και το πρωϊ είπε ταύτα προς τον Αρχιδιάκονον· «Πρόσεχε, αδελφέ, και φυλάττου να μη αμαρτήσης και πάθης ως ο Αρχιεπίσκοπος, όστις επαιδεύθη δια την φιλαργυρίαν του, διότι καθώς την νύκτα ταύτην από τον Θεόν εγνώρισα, εις ολίγας ημέρας χειροτονείσαι Επίσκοπος και αγάπα τους πτωχούς, διότι η αρετή της ελεημοσύνης αρέσει εις τον Θεόν περισσότερον από όλας τας άλλας αρετάς». Ταύτα ακούσας ο Αρχιδιάκονος υπεσχέθη να κάμη εις τους πτωχούς ελεημοσύνας όσον έπρεπε, παρεκάλεσε δε τον Άγιον να υπάγη και εις άλλο χωράφιόν του και αμπέλιον, να δώση την ευλογίαν του. Επήγε και εις αυτό ο Άγιος και όταν το είδε ότι ήτο άσπαρτον, τον ηρώτησε· «Διατί δεν το έσπειρες»; Και του απεκρίθη δακρύζων· «το έσπειρα, Δέσποτα, αλλά δια τας αμαρτίας μου δεν έβρεξε να φυτρώση και θλίβομαι, διότι χίλια μόδια κάμνει, όταν επιτύχη, και τώρα δεν κάμνει τίποτε». Τότε ο Άγιος τον παρηγόρησε λέγων· «Μη λυπείσαι, ότι δυνατά πάντα τω πιστεύοντι· ο Κύριος να το ευλογήση να κάμη και τώρα χίλια μόδια, ότι δεν είναι εις τον Θεόν κανένα πράγμα αδύνατον· μόνον τον καιρόν του θέρους σύναξε τον καρπόν του και αλώνισέ τον χωριστά και μέτρησέ τον και θα εύρης χίλια μόδια». Τότε επήγε και εις το αμπέλι του και το ηυλόγησεν, όπου ήτο από την αβροχίαν κατάξηρον και του λέγει· «Μη πικραίνεσαι και δι’ αυτό, ότι ο Κύριος σου δίδει και εδώ πολλήν ευλογίαν, ως εύσπλαγχνος». Όταν δε ήθελε να επιστρέψη εις την επαρχίαν του ο Άγιος, επήγε και απεχαιρέτησε τον άνω ειρημένον Μητροπολίτην και του λέγει· «Γνώριζε ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς Κύριον, καθώς εκείνος μου εφανέρωσε και αφήνεις διάδοχον Υπατιανόν τον Αρχιδιάκονον». Ταύτα ειπών, αυτός μεν εισήλθεν εις πλοίον και απήλθεν εις Λάμψακον, ο δε Ηρακλείας απέθανε και εχειροτόνησαν τον Υπατιανόν, καθώς ο Άγιος προεφήτευσεν. Όταν δε ήλθε καιρός του θέρους, εσύναξε τον καρπόν του μεγάλου χωραφίου χωριστά και τον αλώνισε και μετρήσας αυτόν, ευρέθη σωστά χίλια μόδια· ωσαύτως και το αμπέλιον έκαμεν οίνον πολύν και καλόν, ο δε Μητροπολίτης Υπατιανός, ως ευγνώμων και καλοπροαίρετος, επήρε πολύν σίτον και οίνον και τα επήγεν εις τον Άγιον, δια να μη φανή προς την ευεργεσίαν αχάριστος. Ο Άγιος όμως τον επρόσταξε να τα δώση εις τον Δεσπότην Χριστόν, διότι ήσαν ιδικά του χαρίσματα. Επιστρέψας λοιπόν ο Μητροπολίτης εις την Ηράκλειαν διεμοίρασε τον σίτον και τον οίνον εις πένητας και διηγείτο εις όλους τα του Οσίου θαυματουργήματα. Ούτω λοιπόν βιώσας ο κατά πάντα χρηστός και προς πάντας ελεήμων Παρθένιος απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν την εβδόμην του μηνός Φεβρουαρίου, πολλοί δε δια την στέρησιν αυτού ελυπήθησαν, εξόχως μάλιστα ο Υπατιανός, όστις ευθύς ως ήκουσε τούτο αφήκεν όλας τας υπηρεσίας της Μτηςοπόλεως και εισελθών εις πλοίον έδραμεν εις την Λάμψακον· ωσαύτως και ο Κυζίκου, ο Μελιτουπόλεως, ομοίως και ο Παρίου ήσαν παρόντες και άλλοι πολλοί συνήχθησαν και ψάλλοντες, ως έπρεπε, μετ’ ευλαβείας πολλής, ενεταφίασαν εκείνο το παρθενικόν του μακαρίου Παρθενίου σώμα εις την Εκκλησίαν την οποίαν αυτός έκτισεν. Αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του αγίου αυτού λειψάνου δεν λείπει ο Όσιος από τους ευλαβουμένους και επικαλουμένους αυτόν εις βοήθειαν, αλλά τους βοηθεί τάχιστα, νόσους διώκων και δαίμονας και πάθη ψυχών και σωμάτων ιώμενος, καθώς και πρότερον ετέλει ο συμπαθέστατος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Στρατηλάτου.

Δημοσίευση από silver »


Θεόδωρος ο ένδοξος Μεγαλομάρτυς του Χριστού ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου, εν έτει τκ΄ (320), καταγόμενος μεν από τα Ευχάϊτα, τα οποία κοινώς ονομάζονται Εφλεέμ και ευρίσκονται εν τη Γαλατία, κατώκει δε εις την εν τω Ευξείνω Πόντω κειμένην Ηράκλειαν. Ούτος λοιπόν υπερέβαλλε τους πολλούς κατά το κάλλος της ψυχής και την ωραιότητα του σώματος και κατά την δύναμιν των λόγων, φρόνιμος και γνωστικός υπέρ τους νέους του καιρού εκείνου, τόσον ώστε, δια την ευγλωττίαν του και την γνώσιν του τον ωνόμαζον Βρυορήτορα, ήτοι βρύσιν της ρητορικής· δια τούτο και όλοι εφιλοτιμούντο να αποκτήσωσι την φιλίαν του. Όθεν και ο βασιλεύς Λικίνιος πολλήν επιμέλειαν και φροντίδα είχε να συνομιλήση μετ’ αυτού και τον διώρισεν αρχιστράτηγον, του έδωσε δε και την πόλιν Ηράκλειαν προς τιμήν του να την εξουσιάζη, μη ηξεύρων, ότι είναι Χριστιανός κεκρυμμένος. Ο δε Άγιος, ως έλαβε την εξουσίαν, παρευθύς εφανερώθη Χριστιανός, κηρύττων τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και πολλοί των Ελλήνων καθ’ εκάστην ημέραν επέστρεφον γινόμενοι Χριστιανοί· όθεν επλησίαζε να επιστρέψη όλη η Ηράκλεια εις το κήρυγμα του Αγίου. Ο δε βασιλεύς, όστις κατ’ εκείνον τον καιρόν έμενεν εις την Νικομήδειαν, ως ήκουσε τα περί του Αγίου, ελυπήθη πολύ και προσποιούμενος άγνοιαν του απέστειλεν επιστολάς επαινών αυτόν και γράφων με ιλαρότητα ούτω· «Λικίνιος ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων, τω στρατηλάτη Θεοδώρω χαίρειν. Οι μεγάλοι θεοί των Ελλήνων μου ενεθύμισαν να κάμω μίαν υπόθεσιν· επειδή από την δύναμιν και το θέλημα αυτών έχομεν ημείς την βασιλείαν και την τιμήν, πρέπον και ημείς να δεικνύωμεν προς αυτούς, κατά δύναμιν, εκείνο το οποίον αγαπούν αυτοί οι θεοί, να επιμελούμεθα όσον το δυνατόν να το κάμνωμεν, δια να μας δίδουν ζωήν μακροχρόνιον και πολυήμερον. Δεν αγαπούν δε άλλο οι θεοί, ειμή τιμήν, πρώτον μεν από ημάς τους βασιλείς και τους αρχιστρατήγους, έπειτα δε και από τον κοινόν λαόν. Επειδή λοιπόν τιμή των θεών είναι να προσκυνώμεν τα είδωλά των, δια τούτο στέλλω επιστολήν φιλικήν προς υμάς, κύριε Θεόδωρε, ίνα λάβης τον κόπον να έλθης εδώ δια δύο αίτια· ένα μεν να γράψωμεν διαταγάς εις πάσαν πόλιν και χώραν δια ταύτην την υπόθεσιν, άλλο δε να θυσιάσωμεν ημείς πρώτοι προς τους θεούς, ίνα ίδη και ο κοινός λαός την ιδικήν μας αγάπην, την οποίαν έχομεν προς τους θεούς, να αυξάνουν περισσότερον τον πόθον των προς τα είδωλα. Υγίαινε». Αυτήν την επιστολήν έγραψεν ο βασιλεύς και την έστειλε με επιφανείς ανθρώπους προς τον Άγιον. Ο δε Άγιος, ως είδε τους βασιλικούς ανθρώπους, τους εδέχθη και τους ετίμησε, τους έδωκε δωρεάς και τους εφιλοξένησε τρεις ημέρας. Μετά ταύτα οι αποσταλέντες του είπον να υπάγουν προς τον βασιλέα· και αυτός τους έλεγε· «Και του βασιλέως η διαταγή θα γίνη και η ιδική σας, μόνον ευφραίνεσθε και χαίρεσθε». Όταν δε έφθασεν η προσδιωρισμένη ημέρα, κατά την οποίαν τον διέτασσεν ο βασιλεύς να αναχωρήση, εκράτησε τρεις εκ των απεσταλμένων του βασιλέως, τους δε λοιπούς τους έστειλε προς τον βασιλέα με επιστολήν, γράφων ούτω: «Θεόδωρος ο στρατηλάτης Λικινίω τω βασιλεί και αυτοκράτορι Ρωμαίων χαίρειν. Την τιμίαν σου γραφήν εδέχθην, βασιλεύ, και ως έπρεπεν επροσκύνησα αυτήν, είδον δε να μου γράφης να έλθω εκεί· αλλά, πολυχρονεμένε βασιλεύ, δεν είναι τούτο εύκολον εις εμέ κατά το παρόν, διότι εδώ έχει δημιουργηθή μεγάλη αναταραχή από τους Χριστιανούς, οι οποίοι αφήσαντες την πάτριον θρησκείαν, προσκυνούν τον Χριστόν, και κινδυνεύει όλη η Ηράκλεια να επαναστατήση από την βασιλείαν σου· δια τούτο πολύ παρακαλώ την βασιλείαν σου, λάβε μόνος τον κόπον και ελθέ ενταύθα, φέρε δε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών, αφ’ ενός μεν ίνα ειρηνεύσης τον κόσμον τούτον, αφ’ ετέρου δε δια να προσφέρωμεν ημείς θυσίαν παρρησία των, ίνα μας ίδωσι και μας μιμηθώσιν. Υγίαινε». Ο βασιλεύς, ως είδε την τοιαύτην γραφήν, εχάρη πολύ, διότι εβεβαιώθη, ως ενόμισεν, ότι ο Άγιος φροντίζει δια τα είδωλα· ο δε Άγιος έγραψε ταύτα δια δύο αιτίας· αφ’ ενός μεν ίνα μαρτυρήση εκεί εις την Ηράκλειαν και αγιάση την πατρίδα του, αφ’ ετέρου δε, δια να στηρίξη με το Μαρτύριόν του τους Χριστιανούς εις την ευσέβειαν. Εσύναξε λοιπόν ο βασιλεύς οκτώ χιλιάδας άνδρας του στρατού του, επήρε και τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών του και ανεχώρησε με χαράν δια την Ηράκλειαν, μη γνωρίζων ποίος ήτο ο σκοπός του Αγίου. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα προσευχόμενος ο Άγιος είδεν ως να εχάλασεν η σκέπη του οίκου, εις τον οποίον έμενε και φλόγα μεγάλη ανέβαινε και κατέβαινεν από τον ουρανόν και φωνή ηκούσθη ουρανόθεν λέγουσα· «Θάρρει, Θεόδωρε, διότι εγώ είμαι μετά σου». Όταν δε ήλθεν εις εαυτόν ο Άγιος, εγνώρισεν, ότι δι’ αυτόν ήτο το όραμα και ότι καιρός ήτο να μαρτυρήση. Όταν δε ήκουσε, ότι έρχεται ο βασιλεύς, εισήλθεν εις το δωμάτιόν του εις το οποίον προσηύχετο και εδέετο εις τον Θεόν, μετά δακρύων λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθινού Θεού, συ όστις κατήλθες από τους ουρανούς εις την γην δια να μας δείξης την οδόν και τον τρόπον, πώς να ερχώμεθα και ημείς από την γην εις τον ουρανόν· συ όστις ενεδύθης σάρκα ανθρωπίνην δια να σώσης τον άνθρωπον, συ όστις υπέμεινας σταυρόν και θάνατον δια να δείξης και εις ημάς πώς να υπομένωμεν τον θάνατον δια την αγάπην σου, συ δυνάμωσόν με, συ ενίσχυσόν με, να μαρτυρήσω δια το όνομά σου». Αυτά προσηυχήθη ο Άγιος και αφού ηυτρεπίσθη και ενεδύθη λαμπρώς, ως ήρμοζεν εις στρατηγόν υποδεχόμενον βασιλέα, ιππεύσας εξήλθεν εις προϋπάντησιν αυτού μετά τιμής, ως έπρεπεν. Όταν δε ο Άγιος συνήντησε τον βασιλέα, λέγει προς αυτόν· «Χαίροις βασιλεύ θειότατε και αυτοκράτορ». Ο δε βασιλεύς απεκρίθη· «Χαίροις και συ Θεόδωρε ηλιόρατε και ωραιότατε». Συνομιλούντες δε αμφότεροι εισήλθον εις την πόλιν και ο βασιλεύς εκάθισεν επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, επήγε δε και ο Άγιος και εκάθισε πλησίον του βασιλέως προς το δεξιόν μέρος. Τότε ο βασιλεύς ήρχισε να εγκωμιάζη τον τόπον, τον λαόν και τον Άγιον, λέγων· «Αληθώς ο τόπος ούτος Θεού θρόνος είναι άξιος να ονομάζεται και κατ’ αλήθειαν πρέπον είναι άλλον ουρανόν να ονομάζωσι τον τόπον τούτον οι άνθρωποι, επειδή και η πόλις μεγάλη είναι και οι κάτοικοι πολλοί και πιστοί προς τους θεούς· ότι εις άλλην πόλιν δεν τιμώνται τόσον πολύ οι θεοί, ως ενταύθα· αλλ’ ούτε άλλος τόπος είναι καταλληλότερος εις προσκύνησιν των μεγάλων θεών, ως ούτος. Δια τούτο και ο θαυμαστός εκείνος και ανδρείος Ηρακλής, ο υιός του μεγάλου θεού του Διός και της θεάς Αλκμήνης, ηγάπησε τον τόπον τούτον και εις το όνομά του επωνόμασε την πόλιν ταύτην Ηράκλειαν. Κατά αλήθειαν άξιος τόπος είναι προς τιμήν σου, κύριε Θεόδωρε, συ πρέπει να άρχης εις τοιαύτην θαυμαστήν πόλιν· συ είσαι άξιος να κυβερνάς τοσούτον λαόν, διότι είσαι ευσεβής προς τους θεούς, και η αγάπη σου όλη είναι εστραμμένη προς τα είδωλα, διότι νύκτα και ημέραν άλλο δεν φροντίζεις, παρά πώς να αρέσης εις τους θεούς των Ελλήνων. Το λοιπόν δείξον την αγάπην, την οποίαν έχεις προς τους θεούς, τώρα έμπροσθέν μας και θυσίασε εις τους θεούς, να ίδη και ο επίλοιπος λαός, να γνωρίση ότι είσαι φίλος των μεγάλων θεών και του βασιλέως». Ταύτα έλεγεν ο βασιλεύς κολακεύων τον Άγιον· ο δε Άγιος απεκρίθη· «Πολλά τα έτη σου, βασιλεύ, η διαταγή σου να γίνη· πλην, δος μοι κατά την εσπέραν ταύτην τα είδωλα των μεγαλυτέρων θεών των Ελλήνων, τα χρυσά και αργυρά, να θυσιάσω εις αυτά ταύτην και την ερχομένην νύκτα μόνος και όταν διατάξης, να θυσιάσω εις αυτούς και εις το φανερόν». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εχάρη πολύ και παρευθύς επρόσταξε και έφεραν τα χρυσά και αργυρά είδωλα, τα οποία είχεν· ο δε Άγιος, όταν τα επήρεν, επήγεν εις τον οίκον του και την νύκτα εκείνην τα συνέτριψεν όλα εις μικρά τεμάχια και τα διένειμεν εις τους πτωχούς. Όταν δε παρήλθον δύο ημέραι, προσεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον να εκτελέση εκείνο το οποίον υπεσχέθη. Επήγε λοιπόν ο Άγιος και εκάθισε πάλιν πλησίον του βασιλέως εις το δεξιόν μέρος. Λέγει τότε προς αυτόν ο βασιλεύς· «Σοφώτατε Θεόδωρε, ιδού έφθασεν η ημέρα της θυσίας· ελθέ λοιπόν και θυσίασε εις το φανερόν εις τους θεούς, όπως ίδωσι και οι επίλοιποι άνθρωποι και γίνουν προθυμότεροι προς τους θεούς». Εν ω δε έλεγεν ο βασιλεύς τούτους τους λόγους, εκατόνταρχος τις ονόματι Μαξέντιος ιστάμενος είπε προς τον βασιλέα· «Μα τους μεγάλους θεούς, βασιλεύ, σήμερον ηπατήθη η βασιλεία σου από τούτον τον μιαρόν Θεόδωρον· διότι χθες είδον εγώ την χρυσήν κεφαλήν της θεάς Αρτέμιδος εις χείρας ενός πτωχού· τον ηρώτησα που την εύρε και μου είπεν ότι αυτός ο Θεόδωρος του την εχάρισεν». Ως ήκουσε τούτο ο βασιλεύς, όλος εταράχθη και πολλήν ώραν έμεινεν άφωνος. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Με την δύναμιν του Χριστού μου, βασιλεύ, έπραξα καθώς αληθώς λέγει ο εκατόνταρχος Μαξέντιος, όμως καλώς συνέτριψα αυτούς, επειδή οι θεοί σου ούτε τον εαυτόν των δεν ηδυνήθησαν να βοηθήσουν· πως θα δυνηθούν λοιπόν να βοηθήσουν ημάς»; Ο δε βασιλεύς, ως ήκουσε και την απόκρισιν του Αγίου, έμεινεν άφωνος και έξω του νοός του, εκ της πολλής δε λύπης του έβαλε την δεξιάν χείρα του εις το πρόσωπόν του και πολλήν ώραν έμενε λυπούμενος και λέγων· «Θεόδωρε, αυταί είναι αι αμοιβαί προς τους θεούς; Αυτά εθάρρουν εγώ όταν σε ετίμων; Ούτως ήλπιζον να κάμης συ προς τους θεούς και προς ημάς; Αυτά ανέμενον εγώ και αναχωρήσας από την Νικομήδειαν ήλθον εις τους πόδας σου; Κακή και ανοησία κεφαλή, με τοιούτον δόλον με έκαμες και ήλθον ενταύθα, μιαρώτατε; Όντως της πονηρίας είσαι κατοικητήριον, ασεβέστατε, κατά αλήθειαν υιός της πανουργίας είσαι, παμμίαρε· αλλά, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, δεν θέλω υποφέρει εγώ αυτό, ούτε εις καλόν σου θέλει αποβή το επιχείρημα αυτό, αναιδέστατε». Τότε ο Άγιος απεκρίθη· «Βασιλεύ άγνωστε και μωρότατε, τι θυμώνεσαι τόσον πολύ; Ιδέ και μόνος σου και εννόησον την δύναμιν των θεών σου· εάν αυτοί ήσαν αληθώς θεοί, πως δε ηδυνήθησαν καν να βοηθήσουν τον εαυτόν των; Πως, ότε τους κατέκοπτον, δεν ωργίζοντο; Πως δεν έστειλαν πυρ να με κατακαύσουν; Αλλά δια να είναι μόνον καθαρός χρυσός αι άργυρος συνετρίβησαν με χείρα ανθρώπου· δια τούτο, βασιλεύ, αν και συ μεν οργίζεσαι, αλλ’ εγώ σε περιγελώ δια την αγνωσίαν, την οποίαν έχεις· εάν συ θυμώνεσαι, αλλ’ εγώ θεολογώ· εάν συ λατρεύης ξύλα νεκρά και άψυχα, αλλ’ εγώ λατρεύω τον Χριστόν μου τον ζώντα εις τους αιώνας· εάν συ λυπήσαι, αλλ’ εγώ χαίρομαι εις την απώλειαν των θεών σου». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς όλως ηλλοιώθη και από την κακίαν του ήλλαξε και το πρόσωπόν του· και παρευθύς επρόσταξε να τανύσουν τον Άγιον εις τέσσαρα μέρη και να τον δείρουν με νεύρα ωμά βοών, δίδοντες εις μεν την ράχιν του Αθλητού πληγάς επτακοσίας, εις την κοιλίαν πεντήκοντα, τον δε λαιμόν του Αγίου να κτυπώσι με μολυβδίνας σφαίρας. Είτα ξέουσιν αυτόν και με λαμπάδας καίουσιν. Ύστερον τρίβουσι τας πληγωμένας και κεκαυμένας σάρκας του με τούβλα και κεράμους, και ούτω τον ρίπτουσιν εις την φυλακήν και σφαλίζουσι τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον, αφήνοντες αυτόν νήστιν επτά ημέρας· και όμως ο Άγιος όλα υπέμεινε δια την αγάπην του Χριστού· και παιδευόμενος άλλο δεν έλεγεν, ειμή μόνον «Δόξα σοι, ο Θεός μου». Διήλθε λοιπόν ο Άγιος εκείνας τας επτά ημέρας πεινασμένος και διψασμένος, μόνον δε η Χάρις του Θεού ενεδυνάμωνεν αυτόν. Μετά ταύτα επρόσταξεν ο βασιλεύς και εξέβαλαν τον Άγιον από την φυλακήν, ήρχισε δε πάλιν με κολακείαν να λέγη προς τον Άγιον· «Πολλά τινα συμβαίνουσιν εις τους ανθρώπους, τα οποία ημείς δεν δυνάμεθα να εννοήσωμεν, ως και αυτή η υπόθεσις, η οποία ηκολούθησεν εις σε, φίλε μου Θεόδωρε· το μεν πόθεν και διατί ωνείδισες και ητίμασες τους θεούς και πως υπέμεινας τας τόσας παιδεύσεις, δεν δύναμαι να το εννοήσω· θέλω καν τώρα να συνέλθης εις τον νουν σου, να θυσιάσης εις τους μεγάλους θεούς, αυτοί δε ως ελεήμονες όπου είναι θέλουν σε συγχωρήσει ει τι και αν έπταισας προς αυτούς· αλλά και εγώ δια τας τιμωρίας και τας παιδεύσεις, τας οποίας σου έκαμα, θέλω σε ανταμείψει με πλουσίας δωρεάς». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ το όνομα του Χριστού του αληθινού Θεού· όχι εάν ήθελες μοι δώσει χαρίσματα, αλλά και αν ήθελες με κατακόψει εις λεπτά τεμάχια, οάλιν δεν ήθελες δυνηθή να με αποξενώσης από τον Χριστόν μου· εάν δε θέλης να πληροφορηθής, ότι αλήθειαν σου λέγω, δοκίμασε δια να βεβαιωθής, ότι δεν είναι καμμία παίδευσις ικανή να με χωρίση της αγάπης του Χριστού μου». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς, διέταξε να στήσουν σταυρόν ορθόν έξω της πόλεως και να σταυρώσουν τον Άγιον. Ωδήγησαν λοιπόν οι στρατιώται τον Άγιον εις τον τόπον του Μαρτυρίου και εκεί εκάρφωσαν τας χείρας και τους πόδας του εις τον σταυρόν. Έπειτα, ω της θηριώδους απανθρωπίας! Επέρασαν εις το παιδογόνον και κρύφιον μέλος του Μάρτυρος περόνην, η οποία έφθασεν ως τα εντόσθιά του. Ίσταντο δε γύρωθεν και παιδία, τα οποία ετόξευον τον Άγιον εις το πρόσωπον. Όθεν από τα βέλη εχύθησαν αι κόραι των οφθαλμών του· άλλοι δε εξέκοψαν και τα σπερμογόνα του μέλη· και όμως ο Άγιος εσταυρωμένος υπέμενε γενναίως και εκ βάθους καρδίας έλεγε· «Κύριε, Κύριε ο Θεός μου, συ προείπες εις εμέ, ότι θα είσαι μετ’ εμού, τώρα δε διατί με εγκατέλειψας; Ιδού έφθασε καιρός βοηθείας· δια τούτο βοήθησόν μοι, διότι και εγώ δια σε πάσχω όλα ταύτα· δια την αγάπην σου παρέδωκα το σώμα μου εις τοιαύτας τιμωρίας· συ λοιπόν, ο Θεός μου, δυνάμωσόν με και παράλαβε την ψυχήν μου απ’ εμού, διότι δεν δύναμαι να υπομένω περισσότερον». Λέγων ταύτα ο Άγιος είδεν υπηρέτην του τινά ονόματι Ούαρον, ότι έκλαιε και έγραφε τα μαρτύριά του και του λέγει με μικράν φωνήν· «Τέκνον μου Ούαρε, να μη αφήσης την εργασίαν σου· υπόμενε, έως ου να γράψης όλον το Μαρτύριόν μου». Ταύτα είπεν ο Μάρτυς και εσιώπησε παντελώς. Επειδή δε ο Άγιος έμεινε την νύκτα εις τον σταυρόν, δια τούτο ενόμισεν ο Λικίνιος, ότι ήδη απέθανεν· ηπατάτο όμως ο μάταιος, διότι κατά το μεσονύκτιον Άγγελος Κυρίου κατέβη εκ των ουρανών και έλυσε τον Άγιον από τον σταυρόν και όλον υγιή εποίησεν, έπειτα τον ησπάσθη και του είπε· «Χαίροις, Θεόδωρε, στρατιώτα του Χριστού· θάρρει και ενδυναμού εν τω ονόματι του Χριστού του αληθινού Θεού· ιδού μετά σου είναι ο Θεός και διατί είπες, ότι σε εγκατέλειψε; Τελείωσον την οδόν του Μαρτυρίου σου και θέλεις έλθει προς τον Κύριον να λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον». Ταύτα είπεν ο Άγγελος και παρευθύς έγινεν άφαντος. Ο δε Άγιος, ως είδε τον εαυτόν του λελυμένον, ήρχισε ψάλλων και ευλογών τον Θεόν· έλεγε δε· «Υψώσω σε, Κύριε, ο Θεός μου ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμ. ρμδ: 1). Και ούτως ευχαριστών τον Θεόν διήλθε την νύκτα εκείνην. Ότε δε εξημέρωσεν, έστειλεν ο Λικίνιος δύο υπηρέτας του, Αντίοχον και Πατρίκιον καλουμένους, δια να σηκώσωσι το σώμα του Αγίου και να το ρίψωσιν εις την θάλασσαν, να μη το πάρουν οι Χριστιανοί και το έχουν δι’ αγιασμόν των. Επήγαν λοιπόν οι απεσταλμένοι και τον μεν σταυρόν εύρον κατά γης, τον δε Άγιον δεν είδον. Λέγει τότε ο Αντίοχος προς τον Πατρίκιον· «Αληθώς λέγουν οι Γαλιλαίοι, ότι ο Χριστός ανεστήθη εκ νεκρών· ιδού ανέστησε και τον δούλον του Θεόδωρον, τον οποίον και έλαβε μαζί του, δια τούτο δεν τον ευρίσκομεν». Ο Πατρίκιος, ως ήκουσε ταύτα, επήγε πλησιέστερον εις τον σταυρόν και βλέπει καθαρώς πλησίον αυτού τον Άγιον λελυμένον, υγιά και ευχαριστούντα τον Θεόν. Τότε, ως είδον το θαύμα τούτο, εβόησαν και οι δύο μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», προς δε τον Άγιον είπον· «Δεόμεθά σου, Μάρτυς του Χριστού, δέξαι και ημάς, διότι και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Όχι δε μόνον οι δύο ούτοι επίστευσαν εις τον Χριστόν κατά την ώραν αυτήν, αλλά και άλλοι ογδοήκοντα πέντε. Ως έμαθε τούτο ο βασιλεύς, έστειλε τον επίτροπον της βασιλείας του, ήτοι τον ανθύπατον Κέστην ονόματι, με τριακοσίους στρατιώτας δια να θανατώσωσι τον Άγιον. Ως δε επήγαν και αυτοί και είδον τον Άγιον ζώντα, επίστευσαν και αυτοί· αλλά και πλήθος ανθρώπων πολύ και άπειρον συνέδραμε την ημέραν εκείνην και επίστευσαν εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν. Τότε εις στρατιώτης, Λέανδρος καλούμενος, επήγε και είπε του βασιλέως· «Γίνωσκε, βασιλεύ πολύχρονε, ότι όλος ο λαός της Ηρακλείας άφησαν τα είδωλα και πιστεύουν εις τον λεγόμενον Χριστόν από τας μαγείας του πλάνου Θεοδώρου». Ταύτα ως ήκουσεν ο Λικίνιος και βλέπων, ότι η πόλις ήτο τεταραγμένη, επρόσταξε τον διατεταγμένον επί τούτω στρατιώτην να υπάγη μετ’ άλλων στρατιωτών και να αποκεφαλίσωσι τον Άγιον. Χριστιανοί δε πολλοί εκεί ευρισκόμενοι ημπόδισαν τους στρατιώτας· αλλ’ ο Άγιος μόλις καταπαύσας τους Χριστιανούς είπεν· «Αδελφοί μου Χριστιανοί, μη οργίζεσθε κατά του βασιλέως Λικινίου, διότι αυτός είναι υπηρέτης του πατρός του διαβόλου, εγώ δε πρέπει να υπάγω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν». Λέγων αυτά ο Άγιος έκαμε τον σταυρόν του εις όλον του το σώμα, προς δε τον ταχυγράφον του Ούαρον είπε· «Τέκνον μου, να μη αμελήσης να γράψης το Μαρτύριόν μου και την ημέραν της τελειώσεώς μου· μετά δε τον θάνατόν μου, να πάρης το σώμα μου να το υπάγης εις τα Ευχάϊτα την πατρίδα μου. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου και πίστευε εις τον Χριστόν».Παρευθύς με τον λόγον τούτον έκυψε την κεφαλήν του και ο στρατιώτης τον απεκεφάλισε. Τότε ευσεβείς Χριστιανοί έλαβον το σώμα του Αγίου και με λαμπάδας και θυμιάματα το επήγαν εις τα Ευχάϊτα και ετέθη εις τον πατρικόν αυτού οίκον, καθώς ο Μάρτυς επρόσταξε περί τούτου τον ταχυγράφον του Ούαρον, ο οποίος ήτο παρών εις το Μαρτύριον και έγραψε τας κατά μέρος ερωτήσεις και αποκρίσεις του Αγίου, ως και τα διάφορα είδη των βασάνων, όσα έλαβε, καθώς και τας παρά Θεού βοηθείας και αντιλήψεις, όσας ηξιώθη. Πολλά δε θαύματα εγένοντο κατά τας ημέρας εκείνας δια πρεσβειών του Αγίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Νικηφόρος ο φερωνύμως διπλήν την νίκην κατά των παθών και της ασεβείας αποκομίσας, ο φωτοβόλος αστήρ του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας, ήτο από την Αντιόχειαν της Συρίας, κατά τους χρόνους Ουαλεριανού και Γαλλιηνού των βασιλέων εν έτει σνγ΄-σξη΄ (253-268), ιδιώτης κατά την αξίαν και νέος την ηλικίαν, όταν ηξιώθη του δια Χριστόν Μαρτυρίου· ακούσατε όμως απ’ αρχής την διήγησιν περί αυτού καθώς ταύτην μετέφρασεν ο Ιερός Αγάπιος ο Κρής, ίνα πολλήν την ωφέλειαν λάβητε. Από πολλά ρητά της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης ημπορεί να βεβαιωθή ο καθείς πόσον ωφελείται όστις αγαπά τον πλησίον κατά Θεόν, καθώς αυτός ο ελεήμων και πολυεύσπλαγχνος πολλάκις μας παρήγγειλεν. Όστις δε φυλάξη αυτήν την εντολήν ανελλιπώς, ας έχη θάρρος, ότι έτυχε της σωτηρίας του. Αντιθέτως δε, εκείνος ο οποίος θα νικηθή υπό της αθέου μνησικακίας και δεν συγχωρήση το πταίσιμον του αδελφού του, ας γνωρίζη, ότι εάν και όλον τον πλούτον του δώση ελεημοσύνην και παραδώση εις πυρ και θηρία όλα τα μέλη του δια την ευσέβειαν και άλλα μύρια κολαστήρια αν υπομείνη δια την αγάπην του Χριστού, δεν γίνεται δεκτός από τον ανεξίκακον ο μνησίκακος, καθώς είπε πολλάκις προς τους αυτού Μαθητάς και εξόχως κατά την εσχάτην ημέραν της ενσάρκου προς ημάς παρουσίας του, λέγων· «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν. ιγ: 35). Ωσαύτως και ο αγαπών και ηγαπημένος Ιωάννης μας παρακινεί κατά πολύ εις την αρετήν αυτήν την ισάγγελον, ταύτα γράφων· «Εάν τις είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισεί, ψεύστης εστίν» (Α΄ Ιωάν. δ: 20). Και ο θεσπέσιος Παύλος εγκωμιάζει ταύτην την αρετήν της αγάπης και την ευφημίζει και την προτιμά από όλας τας άλλας, λέγων ότι αυτή είναι το τέλος των εντολών και του νόμου το πλήρωμα· «Πλήρωμα ουν νόμου η αγάπη» (Ρωμ. ιγ: 10) και η ταχυτέρα οδός δια να υπάγη ο καθείς δι’ αυτής εν ευκολία εις τον Παράδεισον. Αλλ’ ας αφήσωμεν τας διαφόρους ρήσεις των Αποστόλων και διδασκάλων μας και ας αναφέρωμεν μόνον την διδακτικήν παραβολήν, την οποίαν είπεν ο Δεσπότης Χριστός και την οποίαν βλέπομεν εις το ιη΄ (18ον) κεφάλαιον του κατά Ματθαίον ιερού Ευαγγελίου, δια τον άνθρωπον εκείνον, όστις εχρεώστει εις τον βασιλέα μύρια τάλαντα και μη έχων να τα πληρώση, έπεσεν εις τους πόδας αυτού ζητών ολίγον καιρόν διορίαν να δώση το δάνειον. Ο δε βασιλεύς, ιδών την απορίαν αυτού, τον ελυπήθη και ευσπλαγχνισθείς επ’ αυτόν του αφήκεν όλον το δάνειον. Εκείνος δε αγνώμων ων και άσπλαγχνος, εξελθών εκ του παλατίου του εύρε σύνδουλόν του τινά, όστις του εχρεώστει μόνον εκατόν δηνάρια και τον εστενοχώρησε τόσον, ώστε έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν και δεν τον άφηνεν έως ότου πληρώση το χρέος του. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς επρόσταξε και έφερον τον δούλον και του λέγει· «Δούλε πονηρέ, εγώ σου εχάρισα τόσον χρέος και συ δεν ευσπλαγχνίσθης τον σύνδουλόν σου, αχάριστε, καθώς και εγώ σε ηλέησα»; Και ούτως οργισθείς, τον παρέδωσεν εις τους βασανιστάς, έως ου επλήρωσεν όλον το χρέος του. Αυτήν την θαυμασίαν και αληθεστάτην παραβολήν μας είπεν ο Δεσπότης Χριστός, δια να φοβηθώμεν και να συγχωρώμεν όσους μας πταίσουν εξ όλης της καρδίας μας, δια να μη πάθωμεν τα όμοια, ως εκείνος ο άδικος και άσπλαγχνος δικαίως έπαθε, καθώς ο Δεσπότης μόνος εξήγησε την παραβολήν, λέγων· «ούτω και ο Πατήρ μου ο ουράνιος θέλει κάμει εις σας το όμοιον, εάν δεν συγχωρήτε εξ όλης καρδίας το πταίσιμον του αδελφού σας». Λοιπόν, τίνα άλλην αξιοπιστοτέραν μαρτυρίαν θέλετε, άνθρωποι; Αλλά δια βεβαιοτέραν της αληθείας ταύτης απόδειξιν, ακούσατε όσοι είσθε μνησίκακοι και δεν συγχωρείτε όσους σας έπταισαν, ένα φοβερόν και αξιόπιστον παράδειγμα, το οποίον γράφει ο Μεταφραστής Συμεών να τρομάξετε άπαντες και να κλαύση πάσα σκληρά καρδία, να συντριβή από τον φόβον και να συγχωρήση ο καθείς τον εχθρόν του, αν του έκαμε και τα μεγαλύτερα κακά ή ζημίας, αι οποίαι ηκούσθησαν εις τον κόσμον. Προσέχετε λοιπόν ακριβώς εις την φοβεράν ταύτην διήγησιν, την οποίαν ο Όσιος Συμεών έγραψε και η οποία έχει ως εξής. Άλλο δεν είναι καλύτερον και μακαριώτερον, ως την κατά Θεόν αγάπην. Ομοίως πάλιν και το μίσος είναι από όλα τα κακά χειρότερον και ολεθριώτερον. Διότι τοσούτον ηγάπησεν ο Θεός την αρετήν ταύτην, ώστε την ετίμησε με την προσηγορίαν αυτού και ηθέλησε να ονομάζεται δια την αγάπην αυτής Αγάπη, καθώς είπεν ο αγαπών και αγαπώμενος Μαθητής· «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α΄ Ιωάν. δ: 16). Το δε μίσος τόσον αγαπά ο πονηρός και αποστάτης διάβολος, ώστε έλαβεν απ’ αυτό την επωνυμίαν και καλείται ανθρωποκτόνος και μισόκαλος. Περί τούτων των δύο εναντίων έχομεν πολλάς ενεργείας και διηγήματα της Παλαιάς και Νέας Γραφής, από τα οποία να γράψωμεν ένα κοινόν και θαυμασιώτατον υπόδειγμα δύο ανθρώπων, οίτινες είχον μίσος μεταξύ των. Και ούτως, ο μεν Σαπρίκιος με όλον το αξίωμα της Ιερωσύνης και τα μαρτύρια τα οποία έλαβεν από τους τυράννους δια την πίστιν, επειδή δεν αφήκε το μίσος και να συγχωρήση τον αδελφόν του, εξέπεσε της αξίας του Μαρτυρίου ο αλιτήριος και εζημιώθη τον στέφανον της αθλήσεως. Ο δε συμπαθής και της νίκης επαξίως επώνυμος και τροπαιοφόρος Νικηφόρος, επειδή επόθει την αγάπην και εζήτει εκ καρδίας αυτού την διαλλαγήν, ηξιώθη παραδόξως του Μαρτυρίου ο πάνσοφος και έλαβε χωρίς κόπων και πόνων τον στέφανον. Προσέχετε λοιπόν, αγαπητοί αναγνώσται και ακροαταί, και φυλάγεσθε όσοι είσθε μνησίκακοι, να μη πάθητε ομοίαν παρά Θεού εγκατάλειψιν, ως έπαθεν ο προαναφερθείς άφρων Σαπρίκιος. Ούτος ήτο από την Αντιόχειαν, Ιερεύς το αξίωμα και είχε μεγάλην φιλίαν με τον ευλογημένον Νικηφόρον, όστις ήτο κοσμικός και δεν είχε καμμίαν Εκκλησιαστικήν αξίαν, αλλ’ όμως ήτο πάντων των Ιερέων εναρετώτερος. Τοσαύτην δε φιλίαν είχε με τον Σαπρίκιον, ώστε εφαίνετο ότι ο εις έζη εις την ψυχήν του ετέρου και περιεπάτει με τους πόδας εκείνου και ωμίλει με το στόμα του και, απλώς ειπείν, είχον αμφότεροι μίαν βουλήν και γνώμην και θέλησιν. Αλλ’ ο φθονερός όφις, μη υποφέρων να βλέπη τοιαύτην ομόνοιαν, βασκαίνων το αγαθόν ο μισόκαλος, έβαλε μεταξύ αυτών τόσον σκάνδαλον, όσην αγάπην είχον πρότερον και τόσον εμίσησεν ο εις τον άλλον, ώστε δεν ηδύνατο να τον ίδη εις το πρόσωπον, αλλά εγύριζεν από τον δρόμον, δια να μη συναντηθώσι. Διότι η μεγάλη φιλία τρέπεται, κατά τον κοινόν λόγον, εις έχθραν και μίσος άπειρον, καθώς εις τούτους συνέβη. Πλην όμως, ο αγαθός Νικηφόρος, ως πράος, επιεικής και μέτριος, γνωρίσας, ότι ο δαίμων ήτο το αίτιον της έχθρας, εφρόντιζε να γίνη και πάλιν διαλλαγή μεταξύ των, δια να μη παροξύνεται ο φιλάνθρωπος. Ταύτα εσκέπτετο ο του Χριστού δούλος γνήσιος Νικηφόρος, αλλά δεν ετόλμα να παρουσιασθή ο ίδιος εις τον Σαπρίκιον, γνωρίζων την πολλήν εκείνου σκληρότητα. Όθεν έβαλε μεσίτας να τον παρακαλέσουν προς τούτο με λόγια ήρεμα, οίτινες προσεπάθησαν πολύ και του είπον όσα δύνανται να ταπεινώσουν και την πλέον οργίλην και υπερήφανον ψυχήν και με τόσους λόγους και παραδείγματα εδοκίμασαν να καταπραϋνωσι τον θυμόν του, ώστε και λίθος εκ φύσεως εάν ήτο, ήθελε γίνει μαλακώτερος· η σκληροτέρα όμως και αταπείνωτος τούτου καρδία δεν μετεμελήθη ποσώς να τραπή προς συμπάθειαν. Δεν ενεθυμήθη την προτέραν φιλίαν, ο έσπλαγχνος, ούτε την εντολήν του Δεσπότου ο ασυνείδητος, μάλιστα εφ’ όσον ήτο θύτης και μαθητής του ειρηνικού και πραοτάτου Χριστού, όστις έγινε θυσία και σφάγιον δι’ αγάπην μας, αλλ’ ούτε και το συμφέρον του ηννόησεν, ίνα κατά το επάγγελμά του συγχωρήση τον πταίσαντα, εφ’ όσον καθ’ εκάστην ανεγίνωσκε τα Ευαγγελικά λόγια τα λέγοντα· «Εάν γαρ αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. στ: 14). Και πάλιν· «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον, διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε: 23-24). Αυτά και άλλα παρόμοια ανεγίνωσκε προς τον λαόν, καθ’ εκάστην, ως Ιερεύς, ο ανίερος, με το στόμα όμως μόνον, εις δε την καρδίαν και την ψυχήν ήτο παρήκοος ο ασύνετος και δεν ήθελε να συγχωρήση τον φίλον του και μάλιστα ενώ δεν ήτο το πταίσιμον του Νικηφόρου, αλλ’ αυτός ο Σαπρίκιος ήτο ο αίτιος όλου του σκανδάλου. Ο Δεσπότης Χριστός λέγει· «Ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι» · (Λουκά στ: 32) και οι εθνικοί και οι τελώναι τούτο ποιούσιν. Των εθνικών και των τελωνών ο μύστης και μυσταγωγός και των μεγάλων και φρικτών του Χριστού μυστηρίων διάκονος αθλιώτερος ήτο, επειδή και τους αγαπώντας εμίσει και ακούων τον Δαβίδ να λέγη· «Μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός» (Ψαλμ. ριθ: 7), αυτός το εναντίον ετέλει ο άσπονδος και μετά των φιλούντων ειρήνην ήτο οργίλος, στασιώδης και μάχιμος. Έπρεπεν, εάν έβλεπε τον φίλον του πταίοντα, να τον διορθώση αυτός με πραότητα, να θεραπεύση, ως Ιερεύς, την πρόφασιν του σκανδάλου, προτού να βασιλεύση ο ήλιος. Ο καλός όμως και ποθεινός Νικηφόρος, όστις όχι μόνον την επωνυμίαν είχεν, αλλά μάλιστα επήρε και την νίκην κατά αλήθειαν και εφάνη αξιώτερος του ονόματος, δεν κατεφρόνησε την συνδιαλλαγήν. Δεν ημέλησε. Δεν ενικήθη από τας ορμάς της φύσεως, η οποία βιάζει να μισή ο καθείς τον μισούντα και να τον νομίζη εχθρόν του και πολέμιον, διότι η τήρησις των εντολών του Χριστού είναι δυνατωτέρα της ανάγκης της φύσεως. Αλλ’ έχων πόθον να θεραπεύση την ψυχήν του φίλου του και να την φέρη εις την προτέραν αγάπην και ομόνοιαν, ηθέλησε να δώση και την ζωήν δια τον πλησίον του. Έστειλε λοιπόν ο καλός Νικηφόρος εκ δευτέρου και εκ τρίτου μεσίτας, γνωρίζων ότι και αυτοί δεν θέλουν ζημιωθή τον μισθόν του κόπου των και εκείνος ίσως θέλει σώσει τον φίλον του. Οι δε απελθόντες ενουθέτησαν ικανώς τον Σαπρίκιον, εκείνος όμως έμεινεν ο αυτός κωφός κατά τα ώτα της ψυχής, υπό της αλόγου μανίας όλως κυριευόμενος. Τότε ο ταπεινόφρων και αμνησίκακος Νικηφόρος, βλέπων, ότι με τους μεσίτας δεν κατώρθωσε τίποτε, ηθέλησε να υπάγη και μόνος του, να τον προσκυνήση, μήπως και απαλύνη η καρδία του, όταν ίδη κατά πρόσωπον τον φίλον του, να ενθυμηθή την προτέραν αγάπην, να κλίνη εις ευσπλαγχνίαν ο άσπλαγχνος, να γίνη πάλιν ηδίστη και ποθεινοτέρα η προτέρα φιλία των, επειδή και ο ήλιος μετά την νύκτα γλυκύτερος φαίνεται, ομοίως και μετά τον χειμώνα η άνοιξις. Ευρίσκων λοιπόν καιρόν αρμόδιον κατά τον σκοπόν του, απήλθεν ησύχως και πίπτει εις τους πόδας αυτού με πολλήν ταπείνωσιν λέγων· «Συγχώρησόν μοι, δια τον Κύριον, εις όσα σου έπταισα και σε ελύπησα». Αλλ’ ούτε τότε τον συνεπόνησεν η αμείλικτος εκείνη ψυχή, ούτε έκλινεν ο ασυμπαθής και εμπαθής εις συμπάθειαν. Ούτε καν λόγον μικρόν προς τον φίλον του ωμίλησεν, ούτε με βλέμμα ποσώς τον εκύτταξεν, αλλ’ έστρεψεν οπίσω το πρόσωπον. Κατά τον καιρόν εκείνον λοιπόν, κατά τον οποίον ήτο εις τόσον μίσος παράλογον ο Σαπρίκιος, εξήφθη και πάλιν ο διωγμός κατά των Χριστιανών, επειδή ανέβησαν εις τον θρόνον της βασιλείας ο Παραβάτης Ιουλιανός και ο αδελφός του Γάλλος, οίτινες έστειλα εις όλους τους άρχοντας γράμματα να παιδεύουν ανηλεώς τους πιστούς με διάφορα κολαστήρια και όσοι δεν προσκυνήσουν τα είδωλα να τους δίδουν σκληρόν και πικρότατον θάνατον. Τούτο το δόγμα έφθασε και εις την πόλιν εις την οποίαν κατοικούσαν ο Νικηφόρος και ο Σαπρίκιος, όστις ήτο δια το αξίωμα της Ιερωσύνης επισημότερος. Τούτον ήρπασαν ευθύς οι υπηρέται του ηγεμόνος και τον έφεραν έμπροσθεν αυτού εις εξέτασιν. Ερωτηθείς λοιπόν το σέβας, την τάξιν, την κλήσιν και τα λοιπά, απεκρίθη· «Το όνομά μου είναι Σαπρίκιος, εις δε το σέβας είμαι Χριστιανός και Ιερεύς το αξίωμα». Ο ηγεμών, δια να τον κάμη να φοβηθή, του ανέγνωσε τα βασιλικά προστάγματα δια να ακούση τας απειλάς και τας τιμωρίας τας οποίας διελάμβανον, ο δε Σαπρίκιος χωρίς δειλίαν απεκρίθη· «Ημείς, ω ηγεμών, είμεθα πολύ καλώς διδαγμένοι από τας Θείας Γραφάς τας αληθείς και αξιοπίστους και προσκυνούμεν ένα Θεόν εις την ουσίαν εις τρία πρόσωπα αδιαιρέτως μεριζόμενον, τον οποίον μόνον ομολογούμεν και γνωρίζομεν Ποιητήν ορατών τε πάντων και αοράτων. Οι δε ιδικοί σας θεοί των Ελλήνων είναι μύθοι όντως και καταγέλασμα, επειδή είναι έργα χειρών ανθρώπων και άχρηστα πλάσματα». Ταύτα ακούσας ο διώκτης και απογνούς πάσης ελπίδος, ήρχισε να παιδεύη τον Άγιον· και πρώτον μεν έβαλεν αυτόν εις ένα τραχύ και φοβερόν όργανον, τον οποίον ωνόμαζον κοχλίαν και ήτο ως μάγγανον εις τον οποίον τον έσφιγγαν δυνατά, δια να αναλωθή το σώμα του και να συντριβή εντελώς από την δεινήν αυτήν κάκωσιν, δια να λάβη πικρότατον θάνατον. Εις ταύτην λοιπόν την δυσφορωτάτην και σκληροτάτην βάσανον έκαμεν ώραν πολλήν ο Σαπρίκιος, υπομένων καρτερικώς και δεν ηρνήθη την ευσέβειαν, πειθόμενος εις το Δεσποτικόν πρόσταγμα το λέγον: «Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι: 28). Ιδών λοιπόν ο διώκτης, ότι υπέμεινε με θαυμασίαν καρτερίαν την φρικτήν αυτήν βάσανον και μη έχων πλέον ελπίδα να τον νικήση, έδωκε κατ’ αυτού τοιαύτην απόφασιν· «Τον Σαπρίκιον, τον Ιερέα των Χριστιανών, επειδή δεν ηθέλησε να απαρνηθή την ματαίαν εκείνην λατρείαν, ούτε κατεδέχθη να προσκυνήση τους αθανάτους θεούς, αλλά εφάνη παρήκοος των βασιλικών προσταγμάτων, προστάσσω να αποκεφαλίσωσι με το ξίφος ως απειθήσαντα». Παρέλαβον λοιπόν οι δήμιοι τον Σαπρίκιον, δια να τον οδηγήσωσιν εις τον τόπον τηε εκτελέσεως. Ο δε Νικηφόρος, η μεγάλη δια Χριστόν ψυχή και όντως φιλόσοφος, ταύτα γνωρίζων, είχε μεγάλην μελέτην και φροντίδα δια τον φίλον του, να γίνη μεταξύ των διαλλαγή, όπως εκείνου μεν η θυσία γίνη ευπρόσδεκτος εις τον Κύριον, ως τελειώσαντος τον αγώνα καλώς δια την ευσέβειαν, ούτος δε, εκπληρών το Δεσποτικόν πρόσταγμα, προτιμήση την μετά του αδελφού καταλλαγήν υπέρ πάσαν θυσίαν και ολοκάρπωσιν. Νομίζω λοιπόν, ότι δεν ήθελεν αρνηθή την διαλλαγήν ο Σαπρίκιος την ώραν εκείνην κατά την οποίαν έτρεχε να λάβη, δια την αγάπην του Κυρίου, τον θάνατον, καταφρονήσας πάσαν προσπάθειαν της σαρκ΄ς και μόνον τα αιώνια στοχαζόμενος, προστρέχει μετ’ ευλαβείας και πίπτων εις τους πόδας αυτού, δεόμενος και ικετεύων αυτόν θερμότατα, έλεγεν· «Ενθυμήσου την προτέραν φιλίαν και αγάπην, την οποίαν είχομεν μεταξύ μας και ελέγαμεν να μη ξεχωρίσωμεν ουδέποτε, αλλά να είμεθα ηνωμένοι δι’ αγάπης και μετά θάνατον. Μη αφήσης τον φίλον σου ασυγχώρητον και φύγης από πλησίον μου αδιάλλακτος και υστερηθής της αιωνίου μακαριότητος. Βάλε εις τον νουν σου το ότι είσαι λειτουργός του Δεσπότου Χριστού, του οποίου γίνεσαι σήμερον κοινωνός των παθημάτων δια του Μαρτυρίου και της νεκρώσεως, και μη υπάγης προς αυτόν άσπονδος και άσπλαγχνος και απολέσης τους κόπους σου» Αυτά και έτερα έλεγε μετά δακρύων ο ευλογημένος Νικηφόρος εις τον φίλον του Σαπρίκιον, δεόμενος να του δώση την οφειλομένην συγχώρησιν. Εκείνος δε ως άσπλαγχνος και ανήμερος και αυτών των θηρίων ανοητότερος και αγριώτερος, ούτε καν εστράφη να ίδη τον άλλοτε ηγαπημένον του, όστις εκείτετο εις τους πόδας του κλαίων, αλλά φράσσων με τον κηρόν της μνησικακίας τα ώτα του, επήγαινεν εις τον δρόμον του αδιάλλακτος και αδιόρθωτος. Ταύτα βλέπων ο παρά Χριστού πεφωτισμένος Νικηφόρος και διαλογιζόμενος ότι ο Σαπρίκιος και χωρίς οίνον ήτο μεθυσμένος και σύντριμμα ταλαιπωρίας γεγενημένος, ωδύρετο περισσότερον, φοβούμενος μήπως απομείνη αυτός μεν από τον Ιερέα και φίλον του ασυγχώρητος, εκείνος δε πάλιν αποτύχη των στεφάνων του Μαρτυρίου και της αιωνίου μακαριότητος και δώσουν αμφότεροι απολογίαν δια τοιαύτην έχθραν παράλογον. Έδραμε λοιπόν πάλιν ολίγον έμπροσθεν και προϋπαντά τον Σαπρίκιον, λέγων προς αυτόν τα αυτά και έτερα πλείονα, όχι μόνον απλώς με το στόμα, αλλά και εξ όλης ψυχής, με σχήματα ελεεινά και ροήν δακρύων αμέτρητον και του εζήτει συγχώρησιν. Εκείνος όμως, ως κωφός και νεκρός και ως λίθινος, έμεινεν ο αυτός, ως το πρότερον, μήτε τας φωνάς του φίλου του ενωτιζόμενος, ούτε τοσαύτην ταπείνωσιν σπλαγχνιζόμενος, τόσον ώστε και αυτοί οι δήμιοι εβαρύνθησαν βλέποντες τον Νικηφόρον να ζητή, με τόσην ευλάβειαν, από ένα κατάδικον συγχώρησιν. Όθεν μυκτηρίζοντες αυτόν και μωρόν αποκαλούντες και ασύνετον έλεγον· «Τι κόπτεσαι ασκόπως και οδύρεσαι, ζητών από τοιούτον κακοποιόν συγχώρησιν; Ημείς υπάγομεν να τον θανατώσωμεν και συ δέεσαι και ζητείς συγχώρησιν από ένα υπεύθυνον»; Ταύτα μεν έλεγον οι υπηρέται, αγνοούντες το ευσεβές και φιλόθεον του μακαρίου Νικηφόρου, ο οποίος ηκολούθει αυτούς έτι θερμότερον δεόμενος, και χύων αναρίθμητα δάκρυα, δια να παρακινήση την λιθίνην εκείνην ψυχήν προς συμπάθειαν. Ο δε Σαπρίκιος, δυσμενώς και οργίλως και ως εξεστηκώς από τον θυμόν, έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης ο ασυνείδητος. Όθεν, όταν πλέον δεν έλειπεν άλλο παρά να κατεβάση ο δήμιος την σπάθην και να κόψη την κεφαλήν του, άνωθεν δε αυτού εφέρετο ουρανόθεν λαμπρός ο στέφανος του Μαρτυρίου, ω μισάνθρωπε και κοινέ του γένους πολέμιε, εις ποίον ολίσθημα κρημνίζεις τον μνησίκακον! Ω, αδελφοί μου, και πώς να διηγηθώ το επίλοιπον, όπου σταλάζουν οι οφθαλμοί μου δάκρυα και δεν δύναμαι να γράψω την δικαίαν παρά Θεού εγκατάλειψιν του Σαπρικίου, όταν έκλινε το γόνατον και έμςλλον να χορεύσουν οι Άγγελοι εις ολίγον διάστημα, τότε ήλθεν εις αυτόν τον ασύνετον, δια το σκότος της μνησικακίας αυτού, μία λήθη και άνοια και δεν ενεθυμείτο την αιτίαν, αλλά ηρώτα τους δημίους, διατί ήθελον να τον θανατώσουν· οίτινες απεκρίθησαν προς αυτόν, διότι κατεφρόνησε τα βασιλικά προστάγματα και δεν ήθελε να προσκυνήση τα είδωλα. Τότε, ω των εμών κακών, ω της μεγίστης συμφοράς! Ω του χαλεπού της μνησικακίας πτώματος! Αρνείται τον Δεσπότην Χριστόν ο άχρηστος. Εγκαλιμπάνει τον συμπαθή και φιλάνθρωπον, ο μισάνθρωπος. Καταπατεί ενώπιον πάντων την ευσέβειαν και γίνεται, φευ! Ο πρώην μύστης της Αγίας Τριάδος και των Αγγέλων εφάμιλλος, ειδώλων λάτρης και των δαιμόνων αιχμάλωτος, διότι «οδοί μνησικάκων» κατά τον σοφόν Σολομώντα, φέρουσι τον άνθρωπον «εις θάνατον» (Παροιμ. Σολ. ιβ: 28). Τούτο ελύπησε τον Νικηφόρον περισσότερον, διότι πρότερον έβλεπε τον φίλον μίαν εντολήν του Χριστού παραβαίνοντα, και ήδη αυτόν τον Νομοθέτην ηθέτησε και έπεσε τελείως εις την ασέβειαν. Όθεν εφλέγετο τα σπλάγχνα κατακαιόμενος και παρεκάλει θερμότερον τον Σαπρίκιον· και δεικνύων ακόμη προς αυτόν το της ιερωσύνης αιδέσιμον έλεγεν· «Αδελφέ φίλτατε και Πάτερ σεβασμιώτατε, μη θελήσης να προδώσης τον Ποιητήν και Σωτήρα σου. Μη απαρνηθής την ομολογίαν, την οποίαν υπεσχέθης να φυλάξης ενώπιον Θεού και Αγγέλων. Ευλαβήθητι τους άθλους τους οποίους έλαβες δια τον Χριστόν. Λυπήσου τους κόπους σου και τας φοβεράς εκείνας περιστροφάς του κοχλίου και την δεινήν του σώματος κάκωσιν, όπου εβασανίσθης τόσον καιρόν δια την ευσέβειαν και μη θελήσης να την προδώσης τόσον άγνωστα, να ζημιωθής εις μίαν στιγμήν τόσους αγώνας και έπαθλα. Τίμησον το μέγα της ιερωσύνης αξίωμα και μη το καταφρονήσης, παρακαλώ σε, φίλε μου. Μετ’ εμού δε και τάξεις Αγγέλων και Μαρτύρων χορείαι σε παρακαλούν, να μη διαψεύσης την ομολογίαν της πίστεως, τώρα ότε είναι τα βραβεία εις χείρας σου και εις την κεφαλήν σου οι της αθλήσεως στέφανοι». Ταύτα προς τον φίλον εδέετο μετά τρόμου, φοβούμενος μήπως μαζί με εκείνον ζημιωθή και την ιδικήν του ψυχήν ατελεύτητα. Αλλ’ επειδή δεν ηπάλυνεν η φαραωνίτις εκείνη καρδία, αλλ’ επροτίμησε την μνησικακίαν υπέρ την ευσέβειαν, μη έχων τι άλλο να πράξη ο ζηλωτής της πίστεως και της νίκης αξίως επώνυμος, αντεισάγει τον εαυτόν του εις το Μαρτύριον και κλίνων τον αυχένα εζήτει το ξίφος, παρακαλών τους δημίους να αποκεφαλίσουν αυτόν αντί του Σαπρικίου· οίτινες δεν ετόλμων να τον θανατώσωσι χωρίς προσταγήν του ηγεμόνος έως ου απήλθε προς αυτόν εις από τους παρεστώτας και του είπε, ότι ο μεν Σαπρίκιος, αθετήσας την ομολογίαν και την ευσέβειαν, έπραξεν επάξια του ονόματος, έτερος δε τις, Νικηφόρος ονόματι, εδέετο με παρρησίαν θερμότερον να λάβη, ώσπερ χρέος τι, αντί εκείνου τον θάνατον. Τότε ο ηγεμών μετέγραψεν εις την κατά του Σαπρικίου απόφασιν το όνομα του Νικηφόρου. Όθεν φέροντες οι υπηρέται την καταδίκην εις τους δημίους, δέχεται ο καλός Νικηφόρος την δια ξίφους τελείωσιν, κληρονομήσας με ολίγον πόνον Βασιλείαν ουράνιον. Και όχι μόνον ενίκησε την πλάνην και δυσσέβειαν, αλλά και το πάθος της μνησικακίας και εφάνη κατά αλήθειαν Νικηφόρος με την πράξιν μάλλον ή το όνομα. Τοιουτοτρόπως αποδεικνύεται ότι οι πόνοι του σώματος και αι κακοπάθειαι δεν έχουσι τόσην δύναμιν να κάμωσι φίλον τον Κύριον, όσην έχουσιν η φιλανθρωπία, η συμπάθεια και η προς τον πλησίον αγάπη, ήτις είναι το κεφάλαιον πάντων των αρετών, καθώς αυτός ο Δεσπότης Χριστός μας παρήγγειλε και καθώς ημπορεί ο καθείς να βεβαιωθή από το φρικτόν παράδειγμα του Σαπρικίου, όστις, αφ’ ου υπέμεινεν ανδρικώς και γενναίως τόσας δοκιμασίας και εβασανίσθη δια την αγάπην του Χριστού ο ταλαίπωρος, όμως επειδή ήτο εις την ψυχήν ασυμπαθής και ανάλγητος όχι μόνον δεν ωφελήθη από τας βασάνους, αλλά και αρνητής της ευσεβείας εγένετο. Ο δε φιλόχριστος και τροπαιοφόρος Νικηφόρος, όστις δεν έλαβε πρότερον καμμίαν κακοπάθειαν και βάσανον δια την ευσέβειαν, εν τούτοις, χωρίς ιδρώτας και πόνους, αλλά μόνον δια την φιλαδελφίαν του και την της ψυχής ιλαρότητα ηξιώθη να λάβη παρά Θεού τον του Μαρτυρίου στέφανον. Λάβετε λοιπόν υπόδειγμα άπαντες οι μνησίκακοι, οι οποίοι ενθυμείσθε την ύβριν και το πταίσιμον του πλησίον και δεν θέλετε να συγχωρήσητε εκείνον όστις σας έπταισεν, ο οποίος σας ευηργέτησε μάλιστα, διότι όσον κακόν έκαμε του σώματος, τόσον ωφέλησε την ψυχήν σου, άνθρωπε, και πρέπει να τον αγαπάς ως ευεργέτην και φίλον σου, καθώς ήθελες αγαπά εκείνον, όστις θα σου έρριπτε λίθους τιμίους και κομμάτια χρυσίου από μακρόθεν να κτυπά όλον το σώμα σου. Διότι και εάν επόνεις ολίγον, όμως συνάγων τους μαργαρίτας εκείνους θα εγίνεσο πλούσιος. Τούτο συμβαίνει και δια τας θλίψεις, αι οποίαι σου έρχονται, επειδή αύται καθαίρουσι την ψυχήν από όλα τα αμαρτήματα, και δι’ αυτό δε και συγχωρεί ο πάνσοφος ιατρός να παιδεύεσαι. Όστις λοιπόν έχει γνώσιν, δεν πρέπει να αμύνεται κατά του ανθρώπου, όστις τον ερράπισεν ή τον ερράβδισεν ή αλλεοτρόπως τον εζημίωσεν, αλλά να τον ευχαριστή ως υπ’ αυτού μάλλον ευεργετηθείς. Έχε λοιπόν και συ, όστις αναγινώσκεις ταύτα εις τον νουν σου πάντοτε, την πολλήν ευσπλαγχνίαν την οποίαν έδειξε προς ημάς ο πολυέλεος Κύριος,δια την οποίαν αιτίαν είμεθα χρεώσται να αγαπώμεν τον πλησίον εξ όλης μας της δυνάμεως, δια να πληρώσωμεν πιστώς την παραγγελίαν την οποίαν μας άφησε κατά την εσχάτην ημέραν, όταν έφευγεν από τούτον τον κόσμον σωματικώς, λέγων· «Εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς, ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους· εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιωάν. ιγ: 34-35). Δηλαδή καθώς εγώ σας ηγάπησα, χωρίς να πράξετε προς με αγαθοεργίαν τινά, αλλά μάλιστα και εχθροί μου είσθε δια το πατροπαράδοτον αμάρτημα, εν τούτοις εγώ σας ηλέησα δωρεάν. Ούτω θέλω και σεις να αγαπάτε ο εις τον άλλον.Βιάσετε λοιπόν την θέλησιν και καρδίαν σας εις την αρετήν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον, επειδή χωρίς ταύτης, εάν και όλας τας αρετάς αποκτήσετε, εν τούτοις μέλλει να κολασθήτε καθώς εις την προαναφερθείσαν αξιόπιστον διήγησιν του Σαπρικίου εγνωρίσατε, την οποίαν φιλαλήθως εξιστορήσαμεν καθώς ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής έγραψεν αυτήν εις την Ελληνικήν διάλεκτον και καθώς ο Ιερός Αγάπιος την μετεγλώττισε χωρίς να γράψη εξ ιδίων τίποτε ειμήμόνον το προοίμιον και τούτον τον επίλογον. Ας φρίξη λοιπόν ο καθείς και ας τρομάξη να διορθώση την πολιτείαν του, προτού να κλεισθή η θύρα της μετανοίας και τότε δεν ωφελούσι πλέον τα δάκρυα. Όσοι λοιπόν έχετε μίσος μετά τινος διατηρούμενον έως την σήμερον, υπάγετε παρευθύς, και δια την αγάπην του Κυρίου, και δια το συμφέρον σας, προσκυνήσατέ τον και εξ όλης καρδίας να τον συγχωρήσητε και τότε μακάριοι σεις, ότι χωρίς κόπων και θλίψεων εσυγχωρήθησαν όλα τα επίλοιπα αμαρτήματά σας, λέγοντες προς αυτόν τον πολυεύσπλαγχνον και οικτίρμονα, με παρρησίαν ακατάκριτον· «Πάτερ ημών ο εν τοις Ουρανοίς, άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών και αξίωσον ημάς της ουρανίου Βασιλείας», ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ.

Δημοσίευση από silver »


Χαράλαμπος ο Άγιος Ιερομάρτυς, ο χαριέστατος και λαμπρότατος του Κυρίου θύτης και Αθλητής, απάσης της Ελλάδος το καύχημα και των πιστών το αγαλλίασμα, ήτο από την Μαγνησίαν και ιεράτευεν εις αυτήν επί πολλούς χρόνους, μέχρι των ημερών του ασεβεστάτου βασιλέως Σεβήρου του κατά τα έτη σκβ΄ -- σλη΄ (222-238) βασιλεύσαντος και Λουκιανού του ηγεμόνος, ότε συλληφθείς υπ’ αυτών υπέστη τον δια του Μαρτυρίου θάνατον δια την πίστιν και την αγάπην του Χριστού. Και πως, ακούσατε: Ο παμβασιλεύς και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός διδάσκει ημάς εις το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι αν θέλωμεν να ακολουθήσωμεν οπίσω Αυτού πρέπει να απαρνηθώμεν πρότερον τον εαυτόν μας, να σηκώσωμεν και ημείς επί των ώμων τον Σταυρόν μας και ούτω να τον ακολουθήσωμεν. Τούτο κατώρθωσαν πολλοί θαυμάσιοι και αγιώτατοι άνθρωποι, καθώς ήσαν οι Ασκηταί και Ερημίται, οι οποίοι απηρνούντο τον κόσμον και τα εγκόσμια, τας απολαύσεις του σώματος, τον πλούτον και την δόξαν και έφευγον εις τας ερημίας, περί ουδενός άλλου φροντίζοντες, ειμή μόνον περί του πώς να αρέσωσιν εις τον Ποιητήν και Πλάστην των Θεόν. Τοιούτοι εστάθησαν και οι σοφώτατοι Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ένα και μόνον σκοπόν είχον, πώς να ωφελήσωσι ψυχάς ανθρώπων, πώς να επιστρέψωσι τους πεπλανημένους εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας, πώς να στερεώσουν τους πιστούς εις την Ορθοδοξίαν. Δεν εφρόντιζον ούτοι ούτε δι’ ανάπαυσιν του σώματος, ούτε δια πλούτον και κτήματα, εξαιρέτως δε εστάθησαν τοιούτοι οι αγιώτατοι Μάρτυρες, οι γενναίοι στρατιώται του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, οι καλλίνικοι νικηταί της πλάνης και της ασεβείας και αυτού του κοσμοκράτορος διαβόλου, οι οποίοι όχι μόνον κατεφρόνησαν πλούτη και κτήματα και δόξας, αλλά και αυτό το ίδιον σώμα των παρέδωσαν εις μυρίας τιμωρίας και βασάνους ανηκούστους τόσον, ώστε και αυτήν την γλυκυτάτην ζωήν των κατεφρόνησαν και προέκριναν τον θάνατον. Αυτοί οι Μάρτυρες, βεβαιότατα, απηρνήθησαν τον κόσμον και τον εαυτόν των, επειδή εστερήθησαν την παρούσαν πολυπόθητον ζωήν και εσήκωσαν τον Σταυρόν των φυλάξαντες βεβαίαν και στερεάν την Ορθόδοξον πίστιν και την αγάπην του Χριστού, στοχαζόμενοι ορθώς, ότι δεν είχον ώδε μένουσαν πόλιν και δια τούτο ολοψύχως επεζήτουν την μέλλουσαν. Τούτου χάριν εδοξάσθησαν και ετιμήθησαν υπό του Θεού, όχι δε μόνον απολαμβάνουσι νυν την ουράνιον Βασιλείαν και χαίρουσιν αιωνίως με τον Χριστόν, δια τον οποίον έχυσαν το αίμα των, αλλ’ ακόμη και απανταχού της Οικουμένης τιμώνται και εορτάζονται και θέλουσι δοξασθή εις τον αιώνα τον άπαντα. Τοιούτος καλλίνικος και γενναίος στρατιώτης του Χριστού εστάθη ο σήμερον εορταζόμενος και τιμώμενος, ο Ιερομάρτυς και Μεγαλομάρτυς Χαράλαμπος, ο οποίος, ως είπομεν, ήτο πρότερον Ιερεύς εννομώτατος εις την επαρχίαν Μαγνησίας. Μετά δε ταύτα, όταν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο δυσσεβής Σεβήρος, εις την Μαγνησίαν ήτο ηγεμών ο απηνής και ανήμερος Λουκιανός, όστις εβασάνιζε πολλούς Χριστιανούς δια να αρνηθώσι την ευσέβειαν και να προσκυνήσωσι τα αναίσθητα είδωλα, τότε και ο μακάριος Χαράλαμπος συνελήφθη από τον μιαρόν Λουκιανόν, όστις πληροφορηθείς, ότι εκεί εις την πόλιν της Μαγνησίας ήτο Ιερεύς των Χριστιανών ο Χαράλαμπος, όστις εξουθένει τους θεούς, διδάσκων παρρησία τον λαόν να πιστεύουν εις τον Χριστόν, εθυμώθη και έστειλε στρατιώτας να τον φέρωσι προς αυτόν. Ιδών δε αυτόν τον ηρώτησε διατί, κατεφρόνει τα είδωλα και τα βασιλικά δόγματα. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ υπακούω εις τα δίκαια και σωτήρια προστάγματα του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, ο δε Σεβήρος γράφει μάταια και ασύνετα λόγια, επειδή προστάζει να προσκυνώμεν δια θεούς αναίσθητα και άψυχα είδωλα και παραδίδει τας ψυχάς σας εις θάνατον· ο Δεσπότης μου όμως Χριστός δίδει ζωήν αιώνιον και μακαριότητα εις τους δούλους του και όστις επικαλεσθή το παντοδύναμον αυτού όνομα, φεύγουν οι δαίμονες, τους οποίους προσκυνείτε ως ανίσχυροι και πάσα ασθένεια ανίατος θεραπεύεται». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Άφες την περιττολογίαν, γέρον, και κάμε ως φρόνιμος το συμφέρον σου· προσκύνησον τους θεούς πριν δοκιμάσης σκληρά βασανιστήρια». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν δεν βασανισθώμεν εδώ πρόσκαιρα, δεν κληρονομούμεν τα αιώνια αγαθά». Ταραχθέντες τότε οι άρχοντες έφερον τα δεινότερα κολαστήρια, λέγοντες· «Θυσίασον εις τους θεούς, κακή κεφαλή». Ο δε Άγιος είπε· «Μη γένοιτο να γίνω τόσον μωρός και ανόητος, να προσκυνήσω τους αναίσθητους δαίμονας, τους οποίους σέβεσθε σεις και οι οποίοι φοβούμενοι την δύναμιν του Σταυρού φεύγουσιν απ’ αυτού». Τότε εγύμνωσαν αυτόν και λαβόντες χειράγρας κατεξέσχιζον από κεφαλής έως ποδών τας σάρκας του· ο δε μακάριος υπομένων γενναίως αυτήν την αβάστακτον βάσανον και εις όλον το σώμα δεινώς σπαραττόμενος έλεγε· «Ευχαριστώ σας, αδελφοί, ότι βασανίζοντές μου το σώμα προξενείτε εις την ψυχήν μου, εις τον μέλλοντα αιώνα, αιωνίαν μακαριότητα». Ταύτα λέγοντος του Αγίου, οι υπηρέται εθαύμαζον και έλεγον προς τους άρχοντας· «Την ατιμίαν νομίζει τιμήν ούτος ο άνθρωπος και την βάσανον άνεσιν· μήπως και είναι αυτός ο Χριστός και ήλθε να μας δοκιμάση και δια τούτο αι χειράγραι αποστομώνονται και δεν ξεσχίζουσι πλέον τας σάρκας του»; Ταύτα ακούσας ο παριστάμενος εκεί δουξ εθυμώθη και υβρίζων τους υπηρέτας, ότι ήσαν αμελείς και αδύνατοι, ήρπασε τας χειράγρας από τας χείρας αυτών και ήρχισε να ξεσχίζη το σώμα του Αγίου με πολλήν οργήν, ο θεόργιστος· αλλά, παρευθύς, έφθασεν η θεία δίκη τον άδικον και εκόπησας, ω του θαύματος, από τους αγκώνας αι χείρες του, κρεμασθείσαι εις το σώμα του Μάρτυρος, αυτός δε ο δείλαιος έπεσε κατά γης ορυόμενος και κραυγάζων· «Βοήθει μοι, ηγεμών, διότι μάγος είναι ούτος ο άνθρωπος». Πλησιάσας τότε ο ηγεμών και ιδών τας χείρας του δουκός κρεμαμένας από το σώμα του Μάρτυρος, έπτυσεν εις το πρόσωπον του Αγίου και παρευθύς εστράφη το πρόσωπόν του εις τον τράχηλον και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Τότε ο λαός όλος της πόλεως της Μαγνησίας φοβηθέντες παρεκάλουν τον δίκαιον λέγοντες· «Απόστρεψον αφ’ ημών την οργήν του Κυρίου, Όσιε· ούτω σε προστάζει ο Χριστός, να μη αποδίδης κακόν αντί κακού, αλλά να ευεργετής τους μισούντας σε». Λέγει προς αυτούς ο Άγιος· «Ζη Κύριος ο Θεός μου· δεν είναι δόλος εις την γλώσσαν μου, αλλά ο Κύριος επαίδευσεν αυτούς ως κακούς, δια να δώση εις σας ζωήν αιώνιον». Τότε το πλήθος όλον εβόησε προς Κύριον, λέγοντες· «Μη μας απολέσης, Δέσποτα, αλλά συγχώρησόν μας εις όσα επταίσαμεν». Ούτω δε πολλοί επίστευσαν. Ο δε δουξ παρεκάλει τον Άγιον, λέγων· «Άγγελε του Θεού και ουράνιε άνθρωπε, βοήθησόν μοι τον ταλαίπωρον. Ιδού έχεις το βάρος των χειρών μου επάνω σου και εγώ υποφέρω πόνους και βάσανον· λοιπόν ιάτρευσόν με να λυτρωθώ από τας οδύνας μου και συ από βάρος και μέριμναν και εάν λάβω την ίασιν να πιστεύσω εις τον Θεόν σου βέβαια». Τότε προσηυχήθη ο Άγιος λέγων προς Κύριον· «Ευχαριστούμεν σοι, Δέσποτα, ότι φυλάττεις ημάς πάντοτε· επίβλεψον και νυν επί την ταπείνωσιν των πεπεδημένων δούλων σου και λύσον αυτούς από τα δεσμά εις δόξαν του Αγίου σου Ονόματος». Τότε ήλθε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα· «Χαίροις, Αθλητά Χαράλαμπε, Αγγέλων συνόμιλε και Αποστόλων ομότροπε· επήκουσα την δέησίν σου και δίδω εις τους ασεβείς την ίασιν». Παρευθύς τότε ιατρεύθησαν οι τιμωρηθέντες και πιστεύσας ο δουξ εβαπτίσθη εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· ο δε ηγεμών έπαυσε τον διωγμόν κατά των Χριστιανών, έως ότου αναφέρη εις τον βασιλέα τα γενόμενα. Συνήγοντο τότε προς τον Άγιον όλοι οι κάτοικοι της Μαγνησίας και των πέριξ και εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών εβαπτίζοντο· πολλά δε θαύματα και ιάματα ετέλει καθ’ εκάστην ο Άγιος εις τους ασθενείς. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί επεριπατούσαν, δαίμονες έφευγον, νεκροί ανασταίνοντο και πάσα νόσος και ασθένεια ιατρεύετο. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών απήλθεν εις τον βασιλέα και του ανηγγειλε δια τον Άγιον άπαντα τα γενόμενα, ως ανωτέρω είπομεν. Ο δε ασεβής Σεβήρος, ταύτα ακούσας, εθυμώθη και έλεγε· «Δια τι αμελείτε, θεοί αιώνιοι, και δεν εξολοθρεύετε από την γην τους ασεβείς εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουσι»; Ταύτα δε ειπών απέστειλεν ευθύς τριακοσίους στρατιώτας, προστάξας αυτούς να καρφώσουν εις όλην την ράχιν του Μάρτυρος καρφία, και έπειτα να τον σύρωσιν από την Μαγνησίαν έως την Αντιόχειαν. Οι δε, απελθόντες, εκάρφωσαν τους ήλους με πολλήν ασπλαγχνίαν εις όλον το σώμα του Μάρτυρος και δέσαντες αυτόν από την γενειάδα, τον ετραβούσαν ανηλεώς οι απάνθρωποι. Είτα τον εκάθισαν εμπαικτικώς επάνω εις ίππον, αφού δε εβάδισαν δέκα πέντε στάδια ελάλησε ταύτα μεγαλοφώνως ο ίππος, λέγων· «Ω τρισκατάρατοι στρατιώται, υπηρέται του βασιλέως διαβόλου, δεν βλέπετε ότι μαζί με τούτον τον άνθρωπον είναι ο Θεός και το Πνεύμα το Άγιον; Λύσατέ τον, σκληροτράχηλοι, δια να λυθήτε και σεις από δεσμά αόρατα». Τότε οι στρατιώται, φοβηθέντες, τον επήγαν με άνεσιν εις την Αντιόχειαν δια να μη παραβούν το πρόσταγμα. Ο δε διάβολος μετεσχηματίσθη εις είδος γέροντος και εφάνη εις τον Σεβήρον, λέγων· «Ουαί μοι, βασιλεύ, εγώ είμαι ο βασιλεύς των Σκυθών και ήλθεν εις την πατρίδα μου μάγος τις Χαραλάμπης καλούμενος και μου επήρεν όλους τους στρατιώτας· όθεν ήλθον να σου το ειπώ, να φυλαχθής μη πάθης όμοιον». Τότε έφερον ενώπιον αυτού και τον Άγιον και προστάσσει να καρφώσουν σούβλαν μεγάλην εις το συήθος αυτού, έπειτα να φέρωσι ξύλα και να ανάψωσι πυράν, εις την οποίαν να καίωσι τον Άγιον έως να ξεψυχήση. Διεπέρασαν λοιπόν την σούβλαν εις τον Άγιον, και ώραν πολλήν τον κατέκαιον, αλλά ποσώς δεν εβλάβη υπό του πυρός, διότι αυτό μεν έσβυσεν, οι δε δορυφόροι εκουράσθησαν. Ο δε Άγιος ανέθαλλε και ίστατο ως ρόδον εύοσμον· όθεν ο βασιλεύς είπε να τον λύσουν και να τον φέρουν πλησίον του· τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν προφασιζόμενος· «Ο βασιλεύς των Σκυθών με έκαμε και σε ύβρισα, αλλά μη μνησικακείς και εις όσα σε ερωτήσω δος μοι απόκρισιν· και πρώτον ειπέ μου πόσων χρόνων είσαι». Απήντησε τότε ο Άγιος, ότι ήτο εκατόν δέκα τριών χρόνων. Λέγει δε προς τον Άγιον ο βασιλεύς· «Αφού τόσους χρόνους έζησας, πως δεν έχεις τόσην γνώσιν να γνωρίσης τους αθανάτους θεούς, αλλά προσκυνείς τον Χριστόν ως άγνωστος»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Επειδή τόσους χρόνους έζησα, εγνώρισα την αλήθειαν και προσκυνώ τον όντως Θεόν, τον παντοδύναμον και οικτίρμονα». Λέγει ο βασιλεύς· «Συ και νεκρούς ημπορείς να αναστήσης, ως ήκουσα». Εις τούτο απήντησεν ο Άγιος λέγων· «Αυτό μόνον ο Δεσπότης Χριστός δύναται να το κάμη, και όχι άνθρωπος». Τότε ο βασιλεύς Σεβήρος επρόσταξε και ήλθεν εκεί εις το μέσον δαιμονιζόμενος τις, όστις ήτο από τον μισόκαλον εχθρόν τριάκοντα εξ χρόνους βασανιζόμενος. Όταν δε ούτος έφθασε πλησίον του Αγίου, εφώναζεν ο δαίμων, ως υπό πυρός φλογιζόμενος και δεινώς οδυνώμενος· «Σε παρακαλώ, δούλε του Χριστού, μη με βασανίσης προ καιρού, αλλ’ ειπέ λόγον και εξέρχομαι· και αν προστάζης, θέλω είπει και τον τρόπον και την αιτίαν δια την οποίαν εισήλθον εις τούτον τον άνθρωπον». Λέγει ο Άγιος· «Ειπέ, πνεύμα ακάθαρτον». Τότε το πονηρόν δαιμόνιον είπεν· «Ούτος έκλεψε τα πράγματα του γείτονός του και εφόνευσε τον κληρονόμον του· όθεν ευρών αυτόν εις τοιαύτην ανομίαν ασχολούμενον εισήλθον εις αυτόν και τον βασανίζω τώρα τριάκοντα και εξ χρόνους». Τότε τον επετίμησεν ο Άγιος και εξήλθεν ο δαίμων. Ο δε βασιλεύς εθαύμασε λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, κατ’ αλήθειαν». Και μεθ’ ημέρας τρεις απέθανε νέος τις και λέγει ο βασιλεύς προς τον Άγιον· «Ανάστησον τον νεκρόν τούτον, εάν δύνασαι». Ποιήσας τότε προσευχήν ο Άγιος ώραν πολλήν, ανέστη ο νεκρός· όθεν πολλοί από τον όχλον επίστευσαν· ο δε έπαρχος Κρίσπος είπε προς τον βασιλέα· «Θανάτωσον τούτον τον άνθρωπον, διότι με μαντείας κάμνει τοιαύτα τερατουργήματα». Ευθύς τότε ο Σεβήρος μεταβαλών γνώμην λέγει προς τον Μάρτυρα· «Θυσίασον εις τους θεούς, Χαράλαμπες, να απαλλαγής των κολαστηρίων». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Όσον με βασανίσης περισσότερον, τόσον μάλλον η ψυχή μου ευφραίνεται». Τότε, οργισθείς ο βασιλεύς, επρόσταξε να συντρίψουν με λίθους τας σιαγόνας του και να καύσουν με λαμπάδας το πρόσωπον αυτού και το γένειον. Το πυρ όμως, ως να είχε λογικήν δύναμιν, πηδήσαν έκαυσε τους περιεστώτας υπηρέτας. Θαυμάζων εις ταύτα ο βασιλεύς ηρώτα τους άρχοντας τις είναι ο Χριστός, όστις κάμνει τοιαύτα τερατουργήματα· λέγει ο Κρίσπος όστις ήτο έπαρχος· «Από αμαρτίαν εγεννήθη εκ γυναικός τινος Μαρίας ονόματι». Ο δε Αρίσταρχος απεκρίνατο· «Μη βλασφημείς, έπαρχε, διότι συ δεν γνωρίζεις τοιαύτα μυστήρια». Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς υπερμέτρως ώρμησε να πολεμήση τον ουρανόν ο ανόητος και ρίπτων βέλη εις τον αέρα εβόησε· «Κατάβα, Χριστέ, εις την γην να πολεμήσωμεν, άλλως θέλω ανέβει εγώ να σε εύρω να χαλάσω το στερέωμα, να σβύσω τον ήλιον». Τότε γίνεται σεισμός μέγας και φόβος πολύς κατέλαβε πάντας, διότι ο Κύριος ωργίσθη, ο ουρανός ως δένδρον εσείετο και αι άνω Δυνάμεις δυνατώς εσαλεύθησαν αστραπαί δε και βρονταί μεγάλαι ηκούοντο. Ευθύς τότε εκρεμάσθησαν εις τον αέρα ο τε βασιλεύς Σεβήρος και ο έπαρχος Κρίσπος. Εφώναζε δε ο βασιλεύς προς τον Άγιον, λέγων· «Κύριέ μου Χαράλαμπες, δικαίως έπαθον, δεήθητι του Κυρίου και Θεού σου να με λυτρώση από την παίδευσιν και να γράψω εις όλας τας πόλεις να δοξάζωσι το όνομά του». Τότε ήλθεν εκεί και η θυγάτηρ του βασιλέως, Γαλήνη ονόματι, και λέγει προς αυτόν· «Πίστευσον εις τον Κύριον, να σε λυτρώση από τα δεσμά ως Οικτίρμων και Πανάγαθος, ότι αυτός ο Χριστός είναι μόνος Θεός αδιάδοχος». Ταύτα ειπούσα προσεκύνησε τον Άγιον λέγουσα· «Παρακάλεσον τον Κύριον να λυτρώση τον πατέρα μου από τας οδύνας και εάν μεν πιστεύση μέγα θα είναι το καλόν, εάν όχι θα έχης τουλάχιστον συ τον μισθόν σου και θέλει σε κάμει ο Κύριος τέλειον μετά θάνατον». Προσευξαμένου λοιπόν του Αγίου έπαυσεν η αγανάκτησις του Θεού· κατέβησαν δε εις την γην ο βασιλεύς με τον έπαρχον και απελθόντες εις το παλάτιον έκαμαντρεις ημέρας έχοντες κατά νουν τον φόβον του Θεού και την αγανάκτησιν αυτού. Η δε θυγάτηρ του βασιλέως είδεν όραμα και το ανέφερε προς τον Άγιον, λέγουσα· «Εφάνη μοι πως ευρέθην εις περιβόλιον ωραιότατον με δένδρα ευωδέστατα και πηγήν διαυγεστάτην· ήσαν δε εκεί πλησίον ο πατήρ μου και ο έπαρχος· ο δε φύλαξ του Παραδείσου εδίωξεν αυτούς με πυρίνην ράβδον, εμέ δε εγείρας έβαλε μετά τιμής εντός αυτού και μου λέγει· «Εις σε εδόθη η κατοικία αυτή και εις τους ομοίους σου, να συνευφραίνεσθε πάντοτε». Αυτά είδον και σε παρακαλώ, διδάσκαλε, να μου ειπής την εξήγησιν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο κήπος, τον οποίον είδες, είναι ο Παράδεισος των Δικαίων, εις τον οποίον σε έβαλεν ο Δεσπότης Χριστός, διότι επίστευσας εις αυτόν, τον δε πατέρα σου και τον έπαρχον εδίωξε, διότι μέλλουν να αποστατήσουν και πάλιν απ’ αυτού και να μας κακοποιήσουν, οι αχάριστοι». Ούτως είπεν ο Άγιος και μετά ημέρας τριάκοντα προσεκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς και του λέγει· «Θυσίασον εις τους θεούς, υπακούων εις την εντολήν μου και τιμών τον εαυτόν σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Τα λόγια σου είναι πικρά και ασύνετα και δεν πρέπει να υποταχθώ εις αυτά, ως δούλος Θεού και υπήκοος». Οργισθείς τότε ο βασιλεύς επρόσταξε να βάλουν εις το στόμα του Αγίου χαλινόν ως να ήτο ζώον άλογον και να τον διαπομπεύσουν εις όλην την πόλιν με πολλήν καταφρόνησιν. Τούτου δε γενομένου ηύχετο ο Άγιος λέγων· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πλάσας τον άνθρωπον και τιμήσας αυτόν κατά την θείαν σου εικόνα και ομοίωσιν, επίβλεψον και ίδε την μανίαν και τας απειλάς του τυράννου, ότι ταύτα πάσχω δια το όνομά σου το Άγιον». Η δε Γαλήνη συνεβούλευσεν ώραν πολλήν τον πατέρα της να απέχη από την αμαρτίαν ταύτην και να πιστεύση εις τον Θεόν αυτόν, τον οποίον ωμολόγησε, δια να μη κολασθή αιώνια. Αλλ’ αυτός ο ασύνετος ουδέν ωφελήθη, αλλά μάλλον ετράπη εις το χειρότερον και την επρόσταξε να θυσιάση εις τα είδωλα· αυτή δε η πάνσοφος, δια να τον εμπαίξη, του υπεσχέθη ότι θα τα προσκυνήση. Απελθούσα λοιπόν η μακαρία Γαλήνη εις τον ναόν του Διός και του Απόλλωνος είπεν εις τους ιερείς· «Παρακαλέσατε τους θεούς να δεχθώσι την προσευχήν μου, διότι τους ύβρισα» Οι δε εβόησαν· «Ο μέγς θεός Ζεύς και ο κραταιός Απόλλων, οι ποιηταί του ουρνού και της γης, συγχωρήσατε την δέσποιναν Γαλήνην δια την αγάπην του πατρός της». Η δε μακαρία εκάλεσε τον Δία λέγουσα· «Εάν είσαι θεός, πως δεν γνωρίζεις την γνώμην μου»; Και παρευθύς έρριψεν αυτόν κάτω και συνετρίβη. Τότε ήρπασε και τον Απόλλωνα και του λέγει· «Έλα κάτω, καμπούρη, σαπρόγηρε, η απώλεια των ανθρώπων». Αφού λοιπόν εκρήμνισεν αυτόν και άλλα τριάκοντα τέσσαρα είδωλα, απήλθον οι ιερείς εις τον βασιλέα λέγοντες· «Τώρα μέλλει να χαθή ο κόσμος και να σβύση ο ήλιος, ότι οι θεοί μας διερράγησαν και απέθανον, διότι η θυγάτηρ σου τους εκρήμνισε». Λέγει προς αυτούς ο Σεβήρος· «Εύρετε πεντήκοντα τεχνίτας να τους αποκαταστήσουν την νύκτα και να τους στήσουν εις τον τόπον των, δια να μη μας εμπαίζουν οι Γαλιλαίοι, ότι οι θεοί μας συνετρίβησαν». Ούτως εποίησαν και το πρωϊ είπον εις την Γαλήνην· «Ελθέ, δέσποινα, να ιδής πως οι θεοί ανεστήθησαν». Η δε απελθούσα και ιδούσα την αναχώνευσιν εγνώρισε την πονηρίαν και λέγει· «Ας μη αμελήσω να συντρίψω νεωτέρους θεούς». Είτα λέγει προς τα ξόανα· «Από νεκρών αναστάντες, ως νεκροί πάλιν καταποντίσθητε». Ταύτα ειπούσα εκρημνίσθησαν άπαντα. Ταύτα πάλιν ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και λέγει προς την Γαλήνην· «Τι έκαμες, μιαρωτάτη»; Η δε μακαρία Γαλήνη απεκρίθη· «Επειδή είσθε ανόητοι και νομίζετε αυτούς θεούς, τους εκρήμνισα και αν έχης και άλλους, πρόθυμος είμαι να τους κάμω τα όμοια, δια να γνωρίσετε την πλάνην σας και να μη ελπίζετε εις αυτούς, οι οποίοι δεν δύνανται ούτε σας να ωφελήσωσιν, ούτε τους μισούντας αυτούς να βλάψωσι». Τότε θυμωθείς ο τύραννος επρόσταξε προς εξευτελισμόν να παραδώσωσι τον Άγιον εις χήραν τινά γυναίκα, δια να τον φυλάξη εις τον οίκον της. Καθώς δε επήγεν εκεί ο Άγιος, ευθύς ως ακούμβησε εις στύλον τινά ξηρόν, ω του θαύματος! παρευθύς εβλάστησεν ο στύλος και έκαμε τόσους κλάδους, ώστε όλον τον οίκον εσκέπασεν. Η δε γυνή, ιδούσα τοιούτον παράδοξον, προσεκύνησε τον Άγιον λέγουσα· «Ύπαγε από τον οίκον μου, κύριε, ότι δεν είμαι αξία να είσαι πλησίον μου». Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Μη φοβού, γύναι, αλλά πίστευσον εις τον Κύριον, όστις είναι Θεός αινετός και εύσπλαγχνος». Κατά δε την επομένην ημέραν, ιδόντες οι γείτονες της γυναικός τοιούτον δένδρον μεγάλον εντός του δωματίου αυτής με άνθη και καρπούς, εθαύμασαν και εισελθόντες εις τον οίκον εύρον τον Άγιον διδάσκοντα και τον ηρώτων, εάν ήτο αυτός ο Χριστός. Ο δε απεκρίθη· «Δούλος είμαι του Δεσπότου Χριστού, του αληθινού Θεού και με την Χάριν αυτού ποιώ τα θαυμάσια». Τότε η γυνή εκείνη είπε προς αυτούς την υπόθεσιν, εγκωνιάζουσα τον Άγιον και πάντες τον επροσκύνησαν, πιστεύσαντες δε εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν. Κατά δε την άλλην ημέραν ανήγγειλάν τινες εις τον βασιλέα το τεράστιον αυτό γεγονός και ενώ πάντες εθαύμαζον είπεν ο έπαρχος· «Πρόσταξε, βασιλεύ, να αποκεφαλίσωσιν αυτόν τον πλάνον μήπως κάμη και άλλα τοιαύτα τέρατα και πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν περισσότεροι». Όθεν έδωκεν ο βασιλεύς κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, την οποίαν λαβόντες οι δήμιοι επήραν τον ΄γιον και τον ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, αυτός δε ο μακάριος πορευόμενος έψαλλε το «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε»(Ψαλμ. ρ: 1). Φθάσας δε εκεί ο Άγιος και υψώσας προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς, ούτω προσηύξατο· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου, πάντοτε, ότι ελεήμων υπάρχεις και φιλάνθρωπος· Συ, παντοδύναμε, επάταξας τον εχθρόν μας διάβολον και πατάξας τον ΄Αδην ελύτρωσας από τον θάνατον το ανθρώπινον γένος· μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου». Ταύτα προσευχομένου του Μάρτυρος οι ουρανοί ηνεώχθησαν και ελθών ο Κύριος μετά πλήθους Αγγέλων λέγει προς αυτόν· «Ελθέ, προσφιλέστατε και ηγαπημένε μου Χαράλαμπες, όστις δια το όνομά μου τοσούτον εκακοπάθησας. Ζήτησόν μου οποίαν χαριν θέλεις και θα επκούσω την δέησίν σου». Τότε ο ευλογημένος Ιερομάρτυς του Χριστού, ο πλούσιος εις αγάπην προς τον Θεόν, αλλά και προς τον πλησίον, ο επώνυμος της χαράς Χαράλαμπος απεκρίθη προς τον Κύριον λέγων· «Και το ότι ηξιώθην να ίδω την φοβεράν δόξαν της παρουσίας σου και τούτο μεγάλον χάρισμα είναι εις εμέ τον ελάχιστον, πλην επειδή η αγαθότης Σου με προστάζει να σου ζητήσω χάριν, παρακαλώ την Βασιλείν Σου να μου κάμη ταύτην την χάριν· εις όποιον τόπον ευρεθή τεμάχιον από το λείψανόν μου και εις όποιν χώραν θέλουν εορτάζουν την μνήμην του Μαρτυρίου μου, να μη γίνη ποτέ πείνα εις αυτόν, ούτε πανώλης να θανατώνη τους ανθρώπους άωρα, ούτε πονηρός άνθρωπος να βλάπτη τους καρπούς, αλλά να είναι εις αυτόν ειρήνη σταθερά, ψυχών σωτηρία και σωμάτων ίασις, πλησμονή σίτου, οίνου και ελαίου και αφθονία τετραπόδων και άλλων χρησίμων πραγμάτων. Όστις δε έχει και αναγινώσκει το Μαρτύριόν μου και επικαλείται το όνομά μου, να μη λάβη η ψυχή του κακόν ουδέποτε, επειδή πάσα σαρξ και αίμα ποίημα είνι των αχράντων χειρών Σου· και συγχώρησον τας αμαρτίας αυτών, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Φύλαττε δε υγιείς τους βόας και όλα τα τετράποδα ζώα αυτών δια να γεωργώσι την γην και να απολαμβάνωσι αφθόνους τους καρπούς και να δοξάζωσι το όνομά Σου». Λέγει προς αυτόν ο Κύριος· «Να γίνη το θέλημά σου, πιστέ μου δούλε». Και τότε ο μεν Κύριος απήλθεν εις ουρανούς, ο δε Άγιος παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εν ειρήνη προτού προλάβη να κόψη την κεφαλήν αυτού ο δήμιος. Η δε μακαρία Γαλήνη ενεταφίασε το άγιον αυτού λείψανον εις θήκην χρυσήν ομού με πολύτιμα μύρα και αρώματα. Το άγιον τούτο και πανσεβάσμιον λείψανον του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Χαραλάμπους διεμοιράσθη πανταχού εις τους Ορθοδόξους Χριστιανούς χάριν ευλαβείς, αλεξιτήριον υπάρχον των δεινών και ιατρείον άριστον πάσης ασθενείας. Η δε αγιωτάτη και πάντιμος αυτού Κάρα ευρίσκεται νυν εις το σεβάσμιον και Ιερόν Μοναστήριον το τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου, όπερ είναι εις τα Μετέωρα της Επισκοπής Σταγών, τελεί δε καθ’ εκάστην πάμπολλα και παράδοξα θαύματα. Ιατρεύει νόσους πολυειδείς των μετά πίστεως και πόθου προσερχομένων, εξαιρέτως δε φυλάττει αμολύντους και ανεπηρεάστους από την λοιμικήν νόσον της πανώλους εκείνους, οι οποίοι με πόθον και πίστιν αδίστακτον φέρουν ταύτην την Αγίαν Κάραν εις τας πόλεις και τας οικίας των και με ευλάβειαν την κατασπάζονται κάμνοντες πρώτον αγιασμόν. Ούτω δε, τη του Θεού βοηθεία και δια της χάριτος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χαραλάμπους, διαφυλάττονται υγιείς και απείρακτοι από την τοιαύτην ασθένειαν. Ούτω δοξάζει και τιμά ο Θεός εκείνους, οι οποίοι κηρύττουν παρρησία το Άγιόν Του όνομα ενώπιον ασεβών βασιλέων και απίστων τυράννων και χύνουν το αίμα των δια την αγάπην του Μονογενούς αυτού Υιού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δοξάζων και μεγαλύνων αυτούς εις τούτον τον κόσμον και δίδων την Χάριν του εις τα άγια αυτών λείψανα δια να κάμνουν παράδοξα θαύματα. Εις δε τον άλλον, τον κόσμον τον νοερόν, συναριθμεί αυτούς μετά των Αγίων Αγγέλων και τους κάμνει συγκληρονόμους της Βασιλείας του, δια να χαίρωσιν αιωνίως εις τους κόλπους του Πατριάρχου βραάμ, εις τας αιωνίους σκηνάς εν τω αγιωτάτω χορώ των Πρωτοτόκων, εν τη Βασιλεία των ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, ευδοκία και Χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Φεβρουαρίου άθλησις του Αγίου Ιερομάρτυρος ΒΛΑΣΙΟΥ Επισκόπου γενομένου Σεβαστείας και της

Δημοσίευση από silver »


Βλάσιος ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού ήκμασε κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως του κατά τα έτη τη΄ - τκγ΄(308-323) βασιλεύσαντος, ήτο δε Επίσκοπος της εν Αρμενία Σεβαστείας. Αλλά και πριν να μαρτυρήση και πριν ακόμη γίνη ούτος Επίσκοπος του Χριστού είχε πολιτείαν θαυμαστήν και αξιέπαινον, διότι ήτο και αυτός ως ο μέγας Ιώβ, άκακος, άμεμπτος, αληθινός και θεοσεβής, απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος. Επειδή λοιπόν το καλόν και η αρετή επαινείται και από όλους τιμάται, εψήφισαν αυτόν Επίσκοπον της Σεβαστείας· εκείνος δε αγαπών την ησυχίαν και το να σχολάζη κατά μόνας εις τον Θεόν, επήγεν εις όρος τι, Άργαιον λεγόμενον, και εγκλεισθείς εις σπήλαιον εκεί ευρισκόμενον προσέφερεν εις τον Θεόν καθαράς και αθορύβους τας ευχάς και τοσούτον τον ηγάπων και ηυλαβούντο, όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και αυτά τα θηρία δια την πολλήν του αρετήν, ώστε ήρχοντο προς αυτόν και δεν ήθελον να αναχωρήσωσιν, εάν δεν έβαλε την χείρα του επάνω εις αυτά να τα ευλογήση. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν έστειλεν ο ηγεμών Αγρικόλας κυνηγούς εις το όρος δια να κυνηγήσουν άγρια ζώα· ελθόντες δε ούτοι και εις το σπήλαιον και ιδόντες συνηθροισμένον τόσον πλήθος ζώων, εθαύμαζον και ηπόρουν και ελθόντες πλησιέστερον είδον και τον Άγιον εκεί προσευχόμενον· ταύτα ιδόντες εκείνοι επέστρεψαν ευθύς εις τον ηγεμόνα και του ανήγγειλαν το γεγονός. Ο δε ηγεμών έστειλε παρευθύς αυτούς ομού με άλλους στρατιώτας να συλλάβουν τον Άγιον και όσους άλλους Χριστιανούς εύρουν. Φθάσαντες δε οι απεσταλμένοι εύρον τον Άγιον πάλιν προσευχόμενον και του είπον· «Έξελθε, ο ηγεμών σε καλεί». Τούτους ιδών ο θείος Βλάσιος δεν εταράχθη, δεν εδειλίασεν, ούτε ελυπήθη καθόλου, αλλά εχάρη κατά πολλά και είπε προς αυτούς ηρέμως· «Ελάτε, τέκνα, ας υπάγωμεν μαζί, διότι σήμερον με ενεθυμήθη ο Θεός και μου εφανέρωσε ταύτην την νύκτα την έλευσίν σας». Ενώ λοιπόν εβάδιζον καθ’ οδόν, πολλοί Έλληνες βλέποντες την πραότητα του Αγίου επέστρεφον εις θεογνωσίαν, εβοήθουν δε προς τούτο και αι άγιαι αυτού ευχαί. Ιατρεύοντο δε και οι ασθενείς, όχι μόνον άνθρωποι, αλλά και ζώα διάφορα. Κατ’ αυτάς δε τας ημέρας συνέβη και το εξής: εις υιός μονογενής γυναικός τινος, ενώ έτρωγεν οψάριον, εκάθισεν εις τον λαιμόν του άκανθα και παρευθύς έμεινεν άφωνος· η δε μήτηρ του, τούτο ιδούσα, επληγώθη από την λύπην της περισσότερον από τον υιόν της και μαθούσα τα θαύματα του Αγίου, επήγε προς αυτόν και του έλεγε μεγαλοφώνως να την λυπηθή, διότι εντός ολίγου έμελλε να αποθάνη ο υιός της. Ο δε Άγιος ευσπλαγχνισθείς αυτήν προσηυχήθη λέγων· «Ο Θεός ο εισακούων τους εν αληθεία επικαλουμένους αυτόν, επάκουσόν μου και την εμπαγείσαν εις τον παίδα άκανθαν έκβαλε δια της θείας σου δυνάμεως και δος εις αυτόν ταχέως την θεραπείαν του· και εις το εξής, αν ήθελε συμβή ή εις ανθρώπους ή εις ζώα κανέν τοιούτον κακόν και επικαλεσθή το όνομά σου, λέγων· «Ο Θεός, δια πρεσβειών του δούλου σου Βλασίου, βοήθησον, χάρισαι εις αυτούς ταχέως την ιατρείαν εις δόξαν του μεγάλου σου Ονόματος». Ταύτα ειπόντος του Αγίου ευθύς έγινεν υγιές και χωρίς πόνον το παιδίον, η δε μήτηρ του ελησμόνησε την προτέραν της λύπην από την άμετρον χαράν της. Ήτο δε ο Άγιος και άριστος ιατρός και εις πολλούς τόπους περίφημος. Άξιον διηγήσεως είναι και το ιλαρώτατον τούτο· γυναικός τινος χήρας και πτωχής ήρπασεν ο λύκος ένα χοίρον, τον οποίον και μόνον είχε δια πλούτον της· έδραμε λοιπόν και αυτή εις τον Άγιον εκεί εις τον δρόμον όπου τον έφερον οι στρατιώται και έκλαιε την συμφοράν της. Ο δε Άγιος υπομειδιάσας είπε προς αυτήν· «Μη λυπείσαι, ω γύναι, και τώρα, εντός ολίγου, θα σου τον φέρη γερόν». Ο λύκος λοιπόν ευθύς έχασε το φυσικόν του ιδίωμα και επιστρέψας τον χοίρον τον έδωκεν εις την γυναίκα. Φθάσας δε ο Άγιος εις την Σεβάστειαν, ευθύς, κατά προσταγήν του ηγεμόνος, τον εφυλάκισαν. Κατά δε την επομένην ημέραν καθήσας ο ηγεμών εις το κριτήριον, επρόσταξε και έφεραν τον Άγιον, ήρχισε δε πρώτον να του ομιλή με πραότητα και προσποιητήν φιλίαν λέγων· «Χαίροις, Βλάσιε, φίλε των μεγάλων θεών». Λέγει ο Μάρτυς· «Χαίροις και συ, κράτιστε ηγεμών, πλην μη ονομάζης θεούς τους δαίμονας· γνώριζε δε ότι όσοι τιμώσιν αυτούς, θα φλογίζονται ομού μετ’ αυτών εις το αιώνιον πυρ». Ταύτα ακούσας ο κριτής εθυμώθη και επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον με ραβδία χοντρα. Ο δε Άγιος ραβδιζόμενος είπε· «Μη νομίζης, αναίσθητε, ότι ανθρώπιναι τιμωρίαι και δυνάμεις ημπορούν να νικήσουν την αγάπην και δύναμιν του Χριστού, όστις μου ελαφρύνει τους πόνους». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος, τον έστειλε πάλιν εις την φυλακήν ο άρχων. Μαθούσα δε η ευσεβής εκείνη και πτωχή χήρα τους αγώνας του Αγίου, και θέλουσα να δείξη ευχαριστίαν και να τον τιμήση, έσφαξε τον χοίρον, τον οποίον της έφερεν οπίσω ο λύκος δια προσταγής του Αγίου· ψήσασα δε την κεφαλήν και τους πόδας, λαβούσα δε και όσπρια και οπωρικά ήλθεν εις την φυλακήν χωρίς να φοβηθή τους φύλακας· μάλιστα δε, επειδή είχε νυκτώσει, ήναψε και κηρία, και προσπεσούσα εις τους πόδας του Αγίου τον παρεκάλει να φάγη εκ των προσκομισθέντων. Ο δε Άγιος υπακούσας εις την γυναίκα και ευχαριστήσας αυτήν έφαγεν εκ των φαγητών και την ηυλόγησε δια την καλήν της προαίρεσιν. Είτα είπε προς αυτήν· «Ούτω εόρταζέ με κάθε χρόνον και ελπίζω εις τον Θεόν ότιδεν θέλει λείψει η αγαθωσύνη του από τον οίκον σου· και όστις άλλος σε μιμηθή, θέλει λαμβάνει και εκείνος μεγάλην ευλογίαν πάντοτε εκ Θεού». Αφού δε η μακαρία εκείνη χήρα έλαβε ταύτην την καλήν εντολήν και ευλογίαν παρά του Αγίου ανεχώρησε δια τον οίκον της. Ο δε ηγεμών έφερε πάλιν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και του λέγει· «Θυσιάζεις, Βλάσιε, εις τους θεούς ή θέλεις να θανατωθής»; Ο Μάρτυς είπεν· «Όστις έχει γνώσιν δεν θυσιάζει εις θεούς, κατεσκευασμένους από χείρας ανθρώπων». Ταύτα ειπόντος του Μάρτυρος τον εκρέμασαν ευθύς εις ξύλον και εξέσχιζον τας πλευράς του· όμως και ούτω βασανιζόμενος ουδόλως επτοήθη, αλλ’ έλεγεν· «Εγώ δεν φοβούμαι τας κολάσεις σου, επειδή αποβλέπω εις τας αιωνίους ανταποδόσεις». Αφού δε τον κατεβίβασαν από το ξύλον, τον έστειλαν πάλιν εις την φυλακήν· ηκολούθουν δε εις τον δρόμον επτά γυναίκες ευσεβείς και ενάρετοι και ηλείφοντο με σταγόνας εκ των αιμάτων του Αγίου θεωρούσαι αυτάς πολυτιμοτέρας από το καλλίτερον μύρον· δια τούτο έλαβον και τον μισθόν της πίστεως αυτών και έγιναν εις αυτάς αιτία να λάβουν τον στέφανον του Μαρτυρίου, διότι ευθύς συνελήφθησαν ως Χριστιαναί. Επρόσταξε δε αυτάς ο κριτής να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, εκείναι δε αι ευλογημέναι ετεχνεύθησαν τέχνην και γνώσιν σοφωτάτην, λέγουσαι· «Ανίσως και θέλης να θυσιάσωμεν, βάλε εις σάκκον τους θεούς και σφράγισέ τους, έπειτα άφες μας να υπάγωμεν εις την λίμνην, η οποία είναι εδώ πλησίον, και αφ’ ου νιφθώμεν και καθαρισθώμεν να τους προσκυνήσωμεν». Επείσθη λοιπόν ο ηγεμών και έκαμε κατά τον λόγων των· φθάσασαι δε εκείναι εις την λίμνην έρριψαν τα είδωλα εις το βάθος της λίμνης, λέγουσαι· «Ούτω σας πρέπει, επειδή σεις εγίνατε αίτιοι να πέσουν πολλοί εις τον βυθόν της απωλείας». Τούτο μαθών ο ηγεμών εξηγριώθη σφόδρα και επρόσταξε να φέρουν τας γυναίκας ενώπιόν του, τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτάς· «Διατί μετεχειρίσθητε δόλον κατά των θεών»; Εκείναι του είπον· «Ο αληθινός Θεός δεν φοβείται ποτέ από δόλους». Τότε ο ηγεμών επρόσταξε και ήναψαν κάμινον εντός της οποίας ανέλυσε μόλυβον, έφερον δε και σιδηρά κτένια, από δε το άλλο μέρος έφερον φορέματα λαμπρά και έλεγεν εις αυτάς να εκλέξουν εν από τα δύο, ή να θυσιάσουν δια να τιμηθούν, ή να θανατωθούν με επώδυνον θάνατον. Μία δε από αυτάς, μήτηρ δύο παίδων, αρπάσασα το λαμπρόν φόρεμα, το έρριψεν εις την κάμινον και το κατέκαυσε, τα δε δύο τέκνα της έλεγον· «Μη μας αφήσης να χαθώμεν εις την γην ταύτην, αλλά καθώς μας έθρεψας με το μητρικόν σου γάλα, ούτω πλούτισόν μας από Βασιλείαν ουρανών». Ο δε ηγεμών τότε μεν επρόσταξε και κρεμάσαντες αυτάς τας εξέσχιζον με τα σιδηρά κτένια, θαύμα δε τότε ηκολούθησε, διότι αντί αίματος έρρεε γάλα και εφαίνοντο λαμπραί ωσάν τας χιόνας. Επειδή Άγγελοι Θεού κατελθόντες ιάτρευον τα κοπτόμενα μέλη των και έλεγον προς αυτάς· «Μη φοβείσθε· διότι ο καλός εργάτης δεν πρέπει μόνον να αρχίζη, αλλά και να τελειώση το έργον δια να λάβη και τέλειον τον μισθόν του κόπου του· ούτω πρέπει και σεις να τελειώσετε καλώς τους αγώνας σας, δια να επιτύχετε και της αιωνίου ζωής παρά Θεού». Τότε ο ηγεμών κατεβίβασεν αυτάς από το ξύλον και δια προσταγής του τας έρριψαν εις την κάμινον, ηκολούθησε δε πάλιν θαύμα όμοιον του θαύματος των Αγίων Τριών Παίδων· διότι και η φλόγα εσβέσθη και αυταί εξήλθον αβλαβείς από την κάμινον. Η πονηρά όμως ψυχή του ηγεμόνος βλέπουσα ταύτα έλεγε το γενόμενον μαγείαν και τας επρόσταξε πάλιν να θυσιάσωσιν· εκείναι δε του είπον· «Μη πλανάσαι, διότι ημείς εισήχθημεν πλέον εις την Βασιλείαν των ουρανών». Θυμωθείς λοιπόν ο ηγεμών επρόσταξε να τας αποκεφαλίσωσι και φθάσασαι εις τον τόπον του Μαρτυρίου προσηυχήθησαν αι Άγιαι, λέγουσαι· «Κύριε Βασιλεύ, δεόμεθά σου, συναρίθμησόν μας με την Πρωτομάρτυρά σου Θέκλαν δια των ιερών ευχών του Ιερωτάτου Πατρός ημών Βλασίου, ο οποίος έγινεν οδηγός μας προς την άθλησιν ταύτην και εις την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής». Ούτω δε εκείνων προσευχομένων, ήλθον και τα δύο τέκνα προς την μητέρα των λέγοντα· «Οι στέφανοί σας είναι τώρα έτοιμοι παρά του επουρανίου Βασιλέως, παραδώσατε λοιπόν και ημάς εις τον Αθλητήν του Χριστού Βλάσιον». Και τούτο μεν ούτως έγινεν· ο δε δήμιος βιαζόμενος έκοψε τας κεφαλάς των Αγίων γυναικών, καρπόν ούσας αληθώς του θείου Βλασίου και καύχημα της ημετέρας πίστεως. Τότε λοιπόν έφεραν από την φυλακήν εις το κριτήριον και τον θείον Βλάσιον, εις τον οποίον είπεν ο ηγεμών· «Θυσιάζεις, Βλάσιε, ή όχι»; Ο δε Άγιος είπε· «Ποίος, έχων γνώσιν, ήθελε καταδεχθή να προσκυνή τοιαύτα βδελύγματα»; Ο ηγεμών είπεν· «Ανίσως και σε ρίψω εις την λίμνην, ημπορεί ο Θεός σου να σε φυλάξη»; Και ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Δοκίμασε να εννοήσης». Τότε ο ηγεμών επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις την λίμνην. Εκείνος δε ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εκάθητο αβλαβής επάνω των υδάτων ως επί ξηράς και έλεγεν εις τους παρεστώτας Έλληνας· «Αν έχουν και οι θεοί σας καμμίαν δύναμιν, εισέλθετε και σεις να ίδωμεν». Ακούσαντες δε οι ανόητοι εκείνοι και υπερήφανοι επήδησαν εντός της λίμνης, εξήκοντα οκτώ άνδρες, και ευθύς οι άθλιοι επνίγησαν. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς, εχαιρέτησε τον Άγιον κατά πολλά περιχαρώς και ιλαρώς και του λέγει· «Έξελθε και λάβε τον ητοιμασμένον σοι παρά Χριστού στέφανον». Ο Μάρτυς τότε εξήλθε περιπατών επί των υδάτων ωσάν εις στερεάν γην, έλαμπε δε το πρόσωπόν του ώσπερ τον ήλιον. Ο δε ηγεμών πάλιν του είπεν· «Διατί, Βλάσιε, δεν θυσιάζεις εις τους θεούς»; Και ο Άγιος του λέγει· «Εγώ είμαι δούλος του Χριστού και δεν προσκυνώ δαίμονας». Απελπισθείς λοιπόν ο ηγεμών απεφάσισε λέγων ούτω· «Επειδή ο Βλάσιος ούτε εις εμέ επείσθη ούτε εις την προσταγήν του βασιλέως, έπνιξε δε και τους εξήκοντα οκτώ στρατιώτας, προστάζω να τον αποκεφαλίσωσιν ομού με τα δύο παιδία». Ως ήκουσεν ο Άγιος την απόφασιν, προσηυχήθη προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός των Δυνάμεων, επάκουσόν μου του δούλου σου και δος την βοήθειάν σου εις όποιον με επικαλεσθή, ή εις ασθένειαν, ή εις πάσαν άλλην ανάγκην προς δόξαν του Αγίου Ονόματός σου». Τοιαύτα εκείνος ηύξατο, ο δε Θεός επήκουσε της δεήσεώς του· παραλαβών δε ο δήμιος τον Άγιον από το κριτήριον ομού με τα δύο βρέφη τους ωδήγησεν εις τον τόπον του Μαρτυρίου και εκεί έκοψε τας ιεράς κεφαλάς αυτών επάνω εις μίαν πέτραν, ένδοθεν του τείχους της Σεβαστείας. Και τότε μεν πιστοί τινες, ως ηδυνήθησαν, έθαψαν το τίμιον αυτού σώμα μετά των παίδων. Ύστερον δε γυνή τις ευσεβής και φιλόθεος επεμελήθη και εκόσμησε τον τάφον των. Μαθούσα δε και η ευσεβής εκείνη χήρα και γραία την τελείωσιν του Αγίου, δεν ελησμόνησε την παραγγελίαν αυτού και κάθε χρόνον τον εώρταζεν. Εσυνήθισαν δε και πολλοί άλλοι εις τούτο μιμηθέντες αυτήν και εώρταζον τον Άγιον λαμπρώς, πάντες δε απελάμβανον τας ευλογίας και τας αντιδόσεις πλουσιοπαρόχως. Εμαρτύρησε δε ο θείος Βλάσιος εις την πόλιν Σεβάστειαν, όταν εις αυτήν ηγεμόνευεν, ως είπομεν, ο Αγρικόλας, από τον οποίον και το μαρτυρικόν τέλος και τον δια Χριστόν θάνατον υπέφερε. Και νυν μεν εν ουρανοίς απολαμβάνει την εν Χριστώ ζωήν δια παντός ευφραινόμενος, χαρίζων εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται μετά πίστεως, σωτηρίαν ψυχής τα και σώματος εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”