Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΜΕΛΕΤΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας της Μεγάλη

Δημοσίευση από silver »


Μελέτιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο της Μεγάλης Αντιοχείας Αρχιεπίσκοπος, ήκμασεν επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τλδ΄ (334) και έζησε μέχρι της εποχής της Αγίας Β΄ Οικουμενικής Συνόδου της συνελθούσης εν έτει τπα΄ (381) επί Θεοδοσίου του Μεγάλου. Ούτος δια την υπερβάλλουσαν αρετήν του και δια την εις Χριστόν καθαράν αγάπην του, έγινεν εις τους πολλούς τοσούτον ποθητός και αξιέραστος, ώστε ότε το πρώτον εισήλθεν εις την Αντιόχειαν (ήτο δε τότε η κυρία ημέρα της χειροτονίας του), πας Χριστιανός ωθούμενος υπό του προς αυτόν πόθου, τον προσεκάλει εις τον οίκον του, νομίζων ότι μέλλει να αγιασθή δια μόνης της εισόδου του Αγίου. Τριάκοντα δε μόνον ημέρας διατρίψας εις την Αντιόχειαν, ουδέ αυτάς ολοκλήρους, εδιώχθη υπό των εχθρών της αληθείας Αρειανών, καθότι επείσθη εις την κακοδοξίαν των ο τότε βασιλεύς Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, συγχωρούντος ταύτα του δικαιοκρίτου Θεού, οις Αυτός οίδε κρίμασιν. Αφ’ ου λοιπόν εδιώχθη παρανόμως εκ της επαρχίας του, επανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν και έμεινεν εις αυτήν περισσότερον των δύο ετών. Είτα εκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς δια γραμμάτων να μεταβή, όχι εκεί πλησίον, αλλά εις την Θράκην· ωσαύτως δε και άλλοι πολλοί Επίσκοποι πολλαχόθεν της οικουμένης εκεί συνήχθησαν, κληθέντες και αυτοί δια βασιλικών γραμμάτων, διότι τότε επλησίαζεν ο καιρός κατά τον οποίον έμελλε να ελευθερωθώσιν από τον πολυχρόνιον χειμώνα των αιρέσεων αι Εκκλησίαι του Θεού και να λάβωσι την τελείαν γαλήνην. Τότε λοιπόν εθαυμάσθη ο μέγας ούτος Πατήρ ημών Μελέτιος υφ’ όλων των εκεί συναχθέντων Επισκόπων, τόσον δια την αρετήν του, όσον και δια την σύνεσιν των λόγων του· και εκεί ολίγον ασθενήσας, παρέδωκεν εν ειρήνη την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, αφήσας την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν εις την ξένην γην. Αυτού αγίαις πρεσβείαις, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Μαρτινιανός ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εκ Καισαρείας της Παλαιστίνης, ήτο δε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μικρού του βασιλεύσαντος κατά έτη υη΄ - υν΄ (408 – 450). Την ασκητικήν αυτού ζωήν ήρχισεν ο Όσιος, όταν ήτο εις το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας του. Εγκαταλείψας τότε κόσμον και τα του κόσμου ανεχώρησεν εις τας ερήμους και εις τα όρη, εις τα οποία διέτριψεν επί πολλά έτη σκληρώς αγωνιζόμενος. Ακούσατε όμως μετά προσοχής την κατά πλάτος περί αυτού διήγησιν καθώς είναι γεγραμμένη εις το χειρόγραφον αυτού Βίον, ίνα πολλήν την ωφέλειαν λάβητε. Καθώς αι προλαβούσαι ασθένειαι δύνανται να δώσουν εις τους ανθρώπους ωφέλειαν, εις εκείνους μεν οι οποίοι ουδέποτε ησθένησαν, λαμβάνοντες γνώσιν του κινδύνου, να φυλάγωνται εις ασφάλειαν, αποφεύγοντες τας αιτίας και τας αφορμάς, αι οποίαι φέρουσι την ασθένειαν, δια να μη πάθουν και αυτοί τα όμοια, εις εκείνους δε πάλιν οι οποίοι ησθένησαν πολύν καιρόν, να γνωρίζουν τα βότανα και τα θεραπευτικά φάρμακα, με τα οποία και άλλοτε ωφελήθησαν και θέτοντες αυτά εις χρήσιν ευκόλως και ταχέως να θεραπεύωνται, ούτω και εις τα πάθη της ψυχής ωφελείται πας τις με τας νίκας και τα αγωνίσματα των προγενεστέρων και εξόχως με το υπόδειγμα εκείνων των εναρέτων, οι οποίοι ουδόλως ενικήθησαν, αλλ’ εφύλαξαν έως τέλους την ψυχήν καθαράν και αμόλυντον, καθώς και ο Μαρτινιανός ούτος ο θαυμάσιος, του οποίου διηγούμεθα ενταύθα την διαγωγήν προς μίμησιν του Οσίου και υπό άλλων και νουθεσίαν των αναγινωσκόντων, επειδή είναι πολύ θαυμασία και αξιέραστος. Πλησίον της πόλεως Καισαρείας της Παλαιστίνης είναι όρος καλούμενον Κιβωτός. Πλησίον του όρους εκείνου είναι έρημος κατάλληλος δι’ ησυχαστάς και εναρέτους ανθρώπους, οίτινες ποθούσι να ευαρεστήσωσι τον Θεόν δι΄ ασκήσεως. Εις ταύτην την έρημον κατώκησεν ο Όσιος ούτος Μαρτινιανός εκ νεαράς ηλικίας, αγαπήσας δε τον Θεόν εδούλευεν εις αυτόν με πολλήν σκληραγωγίαν και άσκησιν και πολλούς πολέμους υπό των δεινών δαιμόνων υπέμεινε. Δεν ενικήθη όμως, με την θείαν βοήθειαν, αλλά πληγείς αντέπληξεν ισχυρότερον, καθώς και εις τους σωματικούς πολέμους συμβαίνει και καθώς θα ίδωμεν από την συνέχειαν της διηγήσεως των ανδραγαθημάτων αυτού, με τα οποία ενίκησε τον πειράζοντα, λαβών κατ’ αυτού περιφανέστατον τρόπαιον. Ο θαυμάσιος ούτος είχεν απέλθει εις την έρημον παιδιόθεν, ως είπομεν, όταν ήτο ετών δέκα οκτώ, έκαμε δε εικοσιέξ χρόνους πολιτευόμενος τοσούτον θεάρεστα, ώστε δεν έμεινεν είδος αρετής, το οποίον να μη είχε κατορθώσει ο αείμνηστος και τόσον αφθόνως επλουτίσθη θείας Χάριτος, ώστε εθεράπευεν εν ευκολία πάσαν ασθένειαν. Η φήμη όθεν του Οσίου ηκούσθη πανταχού και εγένετο εις πάντας περιβόητος και σεβάσμιος, τόσον ώστε όχι μόνον οι ασθενείς κατά το σώμα συνήγοντο, δια να απολαύσουν την ποθουμένην υγείαν με την ικέσιον δέησιν εκείνου, αλλά και όστις ήθελεν ολισθήσει εις κανέν πάθος και ασθένειαν της ψυχής ήρχετο προς αυτόν χάριν βοηθείας και διορθώσεως. Ο δε Όσιος, ως μαθηματικός ιατρός όπου ήτο και έμπειρος εις τους πνευματικούς πολέμους, έδιδεν εις έκαστον την ωφέλιμον συμβουλήν και τα αρμόδια φάρμακα, καθώς ήθελε τον φωτίσει ο Κύριος. Ταύτα βλέπων ο πονηρός και φθονερός εχθρός του ανθρωπίνου γένους εδυσανασχέτει δια την τόσην ωφέλειαν, η οποία εγίνετο εις τους προσερχομένους και ήγειρε παντοδαπούς πειρασμούς κατά του Οσίου καιροσκοπών πότε να πτερνίση αυτόν, να τον ρίψη δηλαδή εις την αμαρτίαν. Δια τούτο εδοκίμαζε με φαντασίας και διαλογισμούς σαρκικούς να παγιδεύση τον αήττητον. Μη δυνηθείς όμως ούτως αφανώς να τον πολεμήση, εφάνη ορατώς μετασχηματισθείς εις είδος δράκοντος, εις καιρόν κατά τον οποίον ο Όσιος έψαλλε την ακολουθίαν και εσχηματίζετο ότι ήθελε να κρημνίση τον οίκον από τα θεμέλια, δια να του δώση φόβον και σύγχυσιν. Ο Όσιος όμως, έχων τον Ύψιστον Θεόν καταφυγήν του και δύναμιν, καθό δεδιδαγμένος περί τούτου από την Θείαν Γραφήν, δεν εδειλία φόβον νυκτερινόν ή ημέριον, αλλ’ ίστατο απερίσπαστος και άνευ τινός φόβου, έως ου ετελείωσε τον ψαλμόν. Τότε δε παρακύψας από της θυρίδος είπε ταύτα προς τον υποκρινόμενον δράκοντα· «Ίνα τι κοπιάς εις μάτην, άθλιε; Διότι εγώ έχων τον Χριστόν εις βοήθειάν μου δεν δειλιώ ποσώς, τας δε φαντασίας σου ουδόλως λογίζομαι, αλλά θεωρώ αυτάς ως όνειρον». Ταύτα ακούσας ο αποστάτης έφυγεν ευθύς απειλών και φοβερίζων τον Όσιον, ότι θα του έδιδε σκληρότατον πόλεμον, έως ου να τον εξορίση από την κέλλαν του. Ο δε μακάριος έμεινεν ησυχάζων και μελετών τας Γραφάς, ως μηδέν τας απειλάς του δεινού λογιζόμενος. Αλλά καθώς το πυρ δεν παύει ποτέ να καίη και οι όφεις να βλάπτουσιν, ούτω και ο δαίμων δεν αφήνει τας πανουργίας του ουδέποτε, αλλά φροντίζει και μηχανάται πάντοτε να κακοποιή και να ρίπτη τους εναρέτους εις ολίσθημα, δια να αφανίση τους κόπους των, καθώς εδοκίμασε να παγιδεύση και τούτον τον Όσιον· και ακούσατε, να θαυμάσετε την ανδρείαν αυτού και την απροσμέτρητον γενναιότητα. Οδοιπόροι τινές συνωμίλουν και διηγούντο τας αρετάς του Οσίου· γυνή δε τις κακότροπος, ως ήκουσε ταύτα, εκίνησε κατ’ αυτού την γλώσσαν, από τον πονηρόν διδαγμένη και του λέγει· «Ποία κατορθώματα ετέλεσε και τον έχετε εις τόσην ευλάβειαν; Διότι μετέβη και εκλείσθη εις σπήλαιον και μεγαλαυχεί, ότι φυλάττει σωφροσύνην και άσκησιν; Όταν είναι μέγας ο κλύδων της θαλάσσης και οι ναυτικοί αγωνίζωνται να διασώσωσι το σκάφος αυτών, τότε φαίνεται η επιστήμη και η μάθησις αυτών και όχι όταν κάθηνται εις τον λιμένα. Όταν οι ανδρείοι εισέλθουν εις μάχην κατά των εχθρών και διαφυλαχθούν από τα βέλη και τα ξίφη των πολεμίων, επιστρέφοντες νικηταί εις τον τόπον των, τότε επαινούνται και δικαίως εγκωμιάζονται. Δεν είναι καθόλου θαυμαστόν το ότι το χόρτον δεν καταφλέγεται ευρισκόμενον μακράν του πυρός. Αλλ’ εάν επί παραδείγματι απέλθω εγώ εις το κελλίον του Ασκητού, τον οποίον σεις τοσούτον φημίζετε και όταν αυτός ίδη την όψιν μου και παραμείνη απαθής και άτρωτος εις την καρδίαν, τότε θα επαινείται και δικαίως θα εγκωμιάζεται και τότε θα συμφωνήσω και εγώ με την γνώμην σας, να τον ευφημίζω πανταχού, όταν γνωρίσω την αρετήν και την γενναιότητά του». Εκόμπαζεν ακόμη η ανόητος εκείνη γυνή ότι δύναται να μολύνη τον Όσιον. Υπεσχέθη μάλιστα να πραγματοποιήση τούτο. Όθεν ευθύς εκίνησεν ως ηκονημένον ξυράφιον, συρράπτει τον δόλον, υφαίνει το δίκτυον, στήνει την παγίδα και κατασκευάζει τα φάρμακα. Ιδέτε κακότεχνον σόφισμα και υποβολήν του πονηρού δολίαν και κακομήχανον και φρίξατε. Απήλθεν εις τον οίκον αυτής και εκδυθείσα τα λαμπρά ενδύματα, τα οποία εφόρει, και όλα τα στολίδια, ενεδύθη τετριμμένα τοιαύτα και άχρηστα. Εσκέπασε την κεφαλήν με παλιόρασον, περιεζώσθη με τεμάχιον πεπαλαιωμένου σχοινίου και λαβούσα εις παλαιόσακκον την λαμπράν της στολήν και τα κοσμήματά της επήγε πλησίον εις το κελλίον του Αγίου νύκτα τινά, ότε εβρόντα και ήστραπτε φοβερά και έλεγε ταύτα μεγαλοφώνως η πάντολμος· «Ελέησόν με, δούλε του Θεού, την ταλαίπωρον και μη αφήσης να γίνω τροφή των θηρίων· διότι έχασα τον δρόμον παραπλανηθείσα εις ταύτην την έρημον και δεν έχω άλλην καταφυγήν η άπορος. Όθεν δέομαί σου, λυπήσου με ως πλάσμα Θεού και μη με βδελυχθής την αμαρτωλήν, μη αφήσης να με φάγωσι τα θηρία, την δυστυχή, διότι, εάν με αφήσης, θέλεις δώσει απολογίαν εις τον Δεσπότην Χριστόν κατά την ημέραν της κρίσεως». Αυτά και έτερα λέγουσα με προσποιημένα δάκρυα η πονηρά εκείνη γυνή, την ελυπήθη ο Όσιος όπου ήτο και εύσπλαγχνος ως συμπαθής και διαλογιζόμενος έλεγε καθ’ εαυτόν· «Αλλοίμονον εις εμέ οποία κρίσις και δοκιμασία καρδίας επήλθε σήμερον εναντίον μου και οποίος αγών και πάλη με περιέλαβεν! Εάν καταφρονήσω αυτήν και δεν την υποδεχθώ, φανερόν είναι, ότι αυτή μεν θέλει γίνει θηριάλωτος, εγώ δε θέλω καταστή ένοχος βαρυτάτης κολάσεως. Εάν δε πάλιν την αφήσω να εισέλθη εις το κελλίον μου, φοβούμαι μήπως σκάψη λάκκον ο δόλιος και με ρίψη εις αυτόν». Στενάξας λοιπόν εκ βάθους καρδίας πίπτει εις προσευχήν και υψώσας προς τον ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς έλεγε ταύτα μετά πολλής ταπεινώσεως· «Επί σοι, Κύριε, ήλπισα· βοήθησόν με ίνα μη καταισχυνθώ. Μη αφήσης, Δέσποτα, να γίνω γέλως και παίγνιον των εχθρών, αλλά δια της σης δεξιάς σκέπασόν με και σώσον με τον αχρείον δούλον σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας· αμήν». Ούτως ειπών, ήνοιξε την θύραν και υπεδέχθη την γυναίκα, ήναψε πυράν δια να ζεσταθή, της έδωκε δε και φοίνικας λέγων· «Φάγε, θερμαίνου και φρόντισον δια την σωτηρίαν σου». Ταύτα ειπών εισήλθεν εις το εσώτερον σπήλαιον και εγκλεισθείς ετέλεσε το περισσότερον της νυκτός ευχόμενος. Έπειτα απεκοιμήθη ολίγον κατά το σύνηθες και εγερθείς το πρωϊ, τον επείραζαν οι σαρκικοί λογισμοί. Όθεν εξήλθεν, αφ’ ου εξημέρωσε, να απομακρύνη το γύναιον. Αλλ’ η πάντολμος εκείνη είχε κατά το μεσονύκτιον εγερθή και είχε στολισθή με τα πολυτελή φορέματα και τα κοσμήματα, τα οποία είχε μεθ’ εαυτής. Ο δε πονηρός, αυξήσας το κάλλος και την ωραιότητα αυτής, ήθελγε τον Όσιον εις αισχράν επιθυμίαν έρωτος, ο οποίος βλέπων την μεταβολήν εκείνην των ενδυμάτων εθαύμασε και ηρώτησε το αίτιον τούτου. Τότε η κακότροπος εκείνη γυνή, καταστήσασα το σχήμα, το βλέμμα, την ομιλίαν, και όλον τον εαυτόν της εις τρόπον και μέθοδον έρωτος, απεκρίνατο· «Εγώ είμαι από την πόλιν Καισάρειαν, ακούσασα δε το θαυμαστόν σου κάλλος και την άφθαστον ωραιότητα, σε επόθησα τόσον, ώστε καταφλέγεται η καρδία μου και τήκεται υπό του έρωτος δια σε. Όθεν κατεφρόνησα ευθύς πάντας τους άλλους νέους και μόνον σε επιθυμώ να απολαύσω, ως πνοήν και άνεσιν της ψυχής μου. Διατί λοιπόν να νηστεύης τοσούτον εις μάτην και να μαραίνης το άνθος της ωραιότητός σου; Ποία γραφή σου λέγει να μη φάγης και να μη πίης, ή να μη λάβης γυναίκα νόμιμον; Δεν λέγει ο θείος Απόστολος, ότι τίμιος ο γάμος και η κοίτη αμίαντος; Ποίος Προφήτης και Πατριάρχης του παλαιού Νόμου δεν υπανδρεύθη; Και τις ύπανδρος εξέπεσε της ουρανίου Βασιλείας ένεκεν του γάμου; Δεν είχε γυναίκα ο μέγας εκείνος Νώε, ο μέχρι σήμερον εις όλον τον κόσμον περίφημος, τον οποίον, δια την καθαράν αυτού πολιτείαν, μετέστησεν ο Θεός και δεν εγνώρισε θάνατον; Δεν επήρεν ο μέγας Αβραάμ τρεις γυναίκας, ο τοσούτον ηγαπημένος εις τον Θεόν και φίλος του γνήσιος; Ωσαύτως και ο Ιακώβ ο θαυμάσιος; Δεν έλαβε σύζυγον ο θεόπτης Μωϋσής, η κορωνίς των Προφητών, όστις συνωμίλησε με τον Θεόν και διέσωσεν όλον τον Ισραήλ εκ της δουλείας του Φαραώ; Μήπως δεν ενυμφεύθη ο θείος Δαυϊδ και οι λοιποί του Κυρίου Προπάτορες; Όχι δε μόνον οι προ της Ευαγγελικής Χάριτος Άγιοι, αλλά και μετά ταύτην πόσοι Άγιοι εκοινώνησαν γάμου και παίδας εγέννησαν. Μήπως ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος και άλλοι αμέτρητοι δεν έλαβον και γυναίκας και της Βασιλείας των ουρανών ηξιώθησαν»; Ταύτα μεν έλεγεν η γυνή, ή μάλλον ειπείν, ο της κακίας δημιουργός και διδάσκαλος, όστις της τα ηρμήνευεν ως έμπειρος της Γραφής και εις το πονηρόν ετοιμότατος. Ο δε Όσιος, αφ’ ενός μεν από τας κολακείας αυτής και την ευμορφίαν της όψεως, αφ’ ετέρου δε από τας φαύλας εγγίσεις αυτής, η οποία τον εψηλάφα, παρακινούσα με πάσαν μέθοδον εις την πράξιν της αμαρτίας, ήρχισε να κλονίζεται, να αδυνατίζη ο τόνος της προθέσεώς του και να γίνεται μαλακωτέρα η γνώμη του. Διότι, ως άνθρωπος και αυτός, σάρκα φορών, εύκολον ήτο να νικηθή από τους λόγους της γυναικός και από τους αισχρούς λογισμούς, τους οποίους του έσπειρεν ο διάβολος. Όθεν είπε προς την γυναίκα ο Όσιος· «Εάν σε λάβω ως σύζυγον, που να υπάγωμεν; Πως δύναμαι να σε τρέφω, όπου δεν έχω τίποτε, αλλά διάγω βίον αμέριμνον και ακτήμονα εκ νεότητος»; Η δε γυνή, την πρόφασιν ταύτην ως πρόσκομμα μικρόν καθαρίζουσα και ομαλύνουσα την οδόν, έλεγε· «Μη έχεις περί τούτου φροντίδα τινά, μόνον τέλεσον την επιθυμίαν μου, δια την οποίαν επήρα τόσον κόπον και κακοπάθειαν από τους ανέμους, από την ραγδαίαν βροχήν και από τα θηρία, από τα οποία τόσον εκινδύνευσα δια να έλθω εδώ εις το κελλίον σου, εγώ δε έχω πράγματα πολλά, οικίας, δούλους, χρήματα και άλλον πλούτον, ως την άμμον της θαλάσσης, εις τα οποία όλα θέλω σε κάμει δεσπότην και κύριον, εάν απολαύσω του κάλλους σου». Ταύτα εκείνης λεγούσης, ενικήθη ο Όσιος, ως άνθρωπος, από την φοβεράν πύρωσιν της σαρκός και τον απροσμέτρητον σκανδαλισμόν και μεθύων άνευ οίνου, κατά τον Ησαϊαν, εσύρετο ως υπό χαλινού τινος δεδεμένος προς την αμαρτίαν, όλως αιχμάλωτος, και έκαμε την συγκατάθεσιν να πταίση του Κτίσαντος. Όθεν λέγει προς την γυναίκα· «Ανάμεινον ολίγον να κοιτάξω τους δρόμους, διότι έρχονται προς εμέ πολλοί πολλάκις δια συμβουλήν και ωφέλειαν, μη τύχη και ερχόμενός τις έξαφνα μας εύρη εις τοιαύτην πράξιν και γίνω εις τους ανθρώπους άξιος γέλωτος ή, μάλλον ειπείν, δακρύων πικρών και υπεύθυνος δεινής κατακρίσεως». Εξήλθε λοιπόν ο Όσιος της κέλλης και εστάθη επάνω εις πέτραν τινά αναζητών δια των οφθαλμών του, μήπως ίδη τινά, ο δε ελεήμων Θεός είδεν αυτόν με όμμα πλήρες συμπαθείας και ευσπλαγχνίας και τον εβοήθησε δια να μη χάση τους μακρούς πόνους και αγώνας, τους οποίους ετέλεσεν εκ νεότητος. Όθεν έβαλε χρηστούς λογισμούς εις την καρδίαν αυτού και μετενόησεν ολοψύχως δια την προτέραν ασύνετον συγκατάθεσιν με πόνον καρδίας δριμύτατον. Ότε δε κατέβη από την πέτραν εσύναξε πολλά φρύγανα και εισελθών εις το κελλίον ήναψε πυράν μεγίστην, γυμνώσας δε είτα τους πόδας, έπεσεν εις το μέσον της φλογός, ίνα παιδεύση την σάρκα δια τους πονηρούς λογισμούς, οίτινες πρότερον τον ενίκησαν. Αφού λοιπόν έκαμεν ώραν πολλήν και κατεφλέχθησαν ικανώς οι πόδες του, οι οποίοι σχεδόν της ευθείας παρεξετράπησαν, εξήλθε του πυρός με πόνον δριμύτατον και εγκαλών εαυτόν έλεγε· «Πως σου φαίνεται, Μαρτινιανέ; Σου αρέσκει η κατάφλεξις; Εάν δύνασαι να υποφέρης την δριμύτητα του πυρός, πλησίασε εις την γυναίκα, αφρονέστατε· εάν δε το πυρ τούτο το φωτιστικόν, το οποίον καίει τόσον ολίγον και σβήνεται με το ύδωρ, δεν ημπορής να υποφέρης επί μικρόν, πως θα υποφέρης, τρισάθλιε, εκείνο το σκοτεινόν και πανώδυνον της αιωνίου κολάσεως και τας λοιπάς τιμωρίας των αποτόμων και ασπλάγχνων δυνάμεων»; Ταύτα είπε μεγαλοφώνως ο θαυμάσιος, δια να τα ακούση και η γυνή, να φοβηθή την δριμύτητα του αιωνίου πυρός. Έπειτα, αφού έπαυσαν ολίγον οι πόνοι του, ωσάν να μη έφθανεν η προτέρα παίδευσις και προς κανόνα της αμαρτίας πληρέστατον, εισήλθεν εκ νέου εις το πυρ και κατεφλέχθη χειρότερον. Έπειτα εξελθών έπεσε κατά γης δεινώς οδυνώμενος και στενάζων εκ μέσου καρδίας έλεγεν· «Άνες μοι, Δέσποτα, και συγχώρησόν μοι της ψυχής το αμάρτημα. Γνωρίζεις, Κύριέ μου, ο τα πάντα σαφώς επιστάμενος, ότι Σε μόνον ηγάπησα εκ νεότητος και δια Σε το σώμα τούτο παραδέδωκα εις το πυρ. Άνες μοι λοιπόν και άφες, φιλάνθρωπε, το ανόμημα». Ούτως ηύχετο εις την γην κειτόμενος ο Όσιος, μη δυνάμενος δε να εγερθή όρθιος από την δριμύτητα των πόνων έλεγε· «Ως αγαθός ο Θεός τω Ισραήλ, τοις ευθέσι τη καρδία. Εμού δε παραμικρόν εσαλεύθησαν οι πόδες» (Ψαλμ. οβ: 1-2), και τα λοιπά του Ψαλμού. Ταύτα ακούσασα η γυνή και βλέπουσα την πράξιν εκείνην του Οσίου, ότι δηλαδή δια μίαν και μόνην συγκατάθεσιν αμαρτίας επαίδευσε τόσον αυστηρά το σώμα, τοιούτος ων Ασκητής θαυμάσιος και εις την αρετήν περιβόητος, ενεθυμήθη όλα τα αμαρτήματά της και εγερθείσα εξεδύθη ευθύς τον στολισμόν εκείνον και τα κοσμήματά της, άτινα κακώς ενεδύθη και παρέδωκε ταύτα εις το πυρ δια κανόνα της αμαρτίας καθώς και εκείνος επαίδευσε το σώμα. Έπειτα πίπτουσα εις τους πόδας του Οσίου και χύνουσα ποταμηδόν τα δάκρυα και εκ καρδίας στενάζουσα, εδέετο θερμώς λέγουσα· «Γνωρίζεις του αντικειμένου το πολυμήχανον και κακότεχνον. Εύξαι υπέρ εμού της αθλίας και ικέτευσον τον Κύριον να με συγχωρήση, ως εύσπλαγχνος. Ναι, δέομαί σου, εξάρπασον την ψυχήν μου καταποθείσαν υπό του νοητού λύκου και πονηρού κοσμοκράτορος. Διότι από την ώραν ταύτην, γνώριζε ακριβώς, ότι δεν με μέλει δια την σάρκα ουδόλως, ούτε εις την πόλιν απέρχομαι, ούτε θέλω να ίδω πλέον συγγενή τινα ή φίλον μου, αλλά εις σε παραδίδω την ψυχήν και το σώμα μου και θέλω φροντίζει εξ όλης καρδίας μου, με τας ευχάς σου, βοηθουμένη υπό της θείας Δυνάμεως, να νικήσω τον πονηρόν δαίμονα, εκείνον, όστις με έστειλε να σε διαστρέψω, καθώς το πάλαι και τον Προπάτορα πάλιν δια γυναικός του Παραδείσου εξώρισεν, όστις ελπίζω να νικηθή υπ’ εμού της αθλίας να γίνη παίγνιόν μου και καταπάτημα». Ταύτα λέγουσα η γυνή, εδείκνυεν αληθινήν την μετάνοιαν με το πλήθος των δακρύων της. Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Κύριος ο Θεός μου να συγχωρήση τας αμαρτίας σου. Ύπαγε λοιπόν εν ειρήνη και μη αθετήσης τας επαγγελίας και συνθήκας, τας οποίας υπεσχέθης προς Κύριον, αλλά σπούδασον να δείξης βίον σύμφωνον της επαγγελίας σου, και να καταπατήσης ανδρείως τας ηδονάς, όπως καταισχύνης εις τέλος τον δαίμονα». Έχουσα τότε η γυνή σταθεράν την απόφασιν της μετανοίας είπε πάλιν προς τον Όσιον· «Που με προστάσσεις να υπάγω η δούλη σου»; Είπεν ο Άγιος· «Πορεύου εις τα Ιεροσόλυμα και εις την Αγίαν Βηθλεέμ, εκεί δε ερώτησον να εύρης Αγίαν τινά παρθένον, Παύλαν ονόματι, η οποία ωκοδόμησε και Ναόν του Σωτήρος Χριστού, εις αυτήν εξομολογήθητι τας αμαρτίας σου, να λάβης πολλήν ωφέλειαν». Τότε η γυνή υπεσχέθη εις τον Όσιον να υπάγη όπου της είπε και προσκυνήσασα αυτόν εζήτει συγχώρησιν. Εκείνος δε μετά βίας εγερθείς, οδυνώμενος από τον πόνον, έδωκεν εις αυτήν ολίγους φοίνικας δια την οδοιπορίαν. Και κατευοδώνων αυτήν της έλεγε· «Πορεύου, γύναι, και κάμε τρόπον να μη επιστρέψης πλέον εις τα οπίσω, αλλά μίσησον τας του βίου ηδονάς και επίμεινον μέχρι τέλους εις την μετάνοιαν, δια να σώσης την αθλίαν ψυχήν σου». Η δε απεκρίνατο κλαίουσα· «Ελπίζω εις τον Χριστόν, ότι δι’ ευχών σου, να μη έχη πλέον μέρος εις εμέ ο αντικείμενος». Ούτως είπε και προσκυνήσασα τον Όσιον ανεχώρησεν, ο δε, προσευξάμενος δι’ αυτήν, εισήλθεν εις το κελλίον του και πίπτων κατά γης, μετά δακρύων προσηύχετο οδυρόμενος ως ο Προφήτης Δαυϊδ δια την αμαρτίαν. Η δε γυνή έφθασεν εις την Μονήν της Οσίας Παύλας και ανήγγειλεν εις αυτήν τα γενόμενα άπαντα, κατά το πρόσταγμα του Αγίου, εκείνη δε την επεμελήθη σωματικώς τε και πνευματικώς και ενέδυσε ταύτην με το σχήμα των Μοναχών. Έμεινε δε η γυνή εκεί μιμουμένη την διδάσκαλον Παύλαν εις όλας τας πράξεις αυτής και τόσον έγινεν ενάρετος, ώστε ηξιώθη να κάμνη θαύματα με την βοήθειαν του Θεού και εις πίστωσιν αναγράφωμεν εν, δια να λάβουν θάρρος οι αμαρτήσαντες. Εις το ρηθέν Μοναστήριον εισήλθέ ποτε γυνή τις, ήτις είχεν εις τους οφθαλμούς δεινήν ασθένειαν και ησθάνετο μεγάλην οδύνην. Η δε μακαρία Παύλα, δια να αποδειχθή πόσα δύναται να κατορθώση η αληθινή μετάνοια, επρόσταξε την ανωτέρω Μοναχήν να κάμη προσευχήν δια την πάσχουσαν. Η δε, ως υπήκοος, ετέλεσε το πρόσταγμα και με την δύναμιν του Κυρίου οι πρώην ασθενείς και σχεδόν τυφλώττοντες οφθαλμοί θαυμασίως εθεραπεύθησαν. Εκείνη δε η γυνή, η οποία ιατρεύθη, δια να μη γίνη προς την ευεργέτιν αχάριστος, ενεδύθη το άγιον Σχήμα και έμεινεν εις την Μονήν έως τέλους. Η δε πρόξενος της θεραπείας αυτής, δια την οποίαν ανωτέρω αναφέρομεν, ότι ήτο πρότερον φαύλη και άσεμνος, εφύλαξε πολλήν εγκράτειαν μετά την αναχώρησιν η αείμνηστος και δεν εγεύθη οίνον ή έλαιον ή σταφυλήν, ή άλλην οπώραν ουδέποτε κατά τους δώδεκα χρόνους, κατά τους οποίους έζησεν εις το Μοναστήριον· μόνον με άρτον και ύδωρ ετρέφετο και ταύτα πάλιν όχι εις κόρον, αλλ’ ενδεώς, δηλαδή δεν εχόρταινε· μόνον τόσον έτρωγε και έπινεν, όσον να μη αποθάνη από την πείναν η παμμακάριστος. Ούτως ανδρείως πολιτευομένη δεν εψεύσθη εις τας επαγγελίας της, αλλά καταισχύνασα μάλιστα τον αντίπαλον, απήλθε δια της προσκαίρου κακοπαθείας εις την αιώνιον ευφροσύνην και άπειρον αγαλλίασιν. Ο δε μακάριος Μαρτινιανός επί επτά μήνας ήτο εις αθλίαν κατάστασιν, μη δυνάμενος να μετακινηθή καν και να περιπατήση· αφού δε εθεραπεύθησαν οι πόδες του, εσκέφθη να υπάγη εις τόπον αναχωρητικόν και απόκρυφον, εις τον οποίον να μη δύναται ουδόλως να πλησιάση γυνή, δια να μη του πλέξη πάλιν ο δαίμων νέαν παγίδα. Ταύτα συλλογιζόμενος εδέετο του Θεού να συνευδοκήση εις την γνώμην του, καθοδηγών αυτόν προς το συμφέρον του και προσευχόμενος έλεγε· «Κύριε, συ όστις δεσπόζεις του ουρανού και της γης και πάσης της κτίσεως, κατάρτισε τα διαβήματά μου και μη με αφήσης να απολεσθώ το πλάσμα σου. Αλλά γενού μοι, Κύριε, οδός και ζωή, ράβδος και πήρα (σάκκος) και άρτος χρήσιμος και προς ζωήν αιώνιον καθοδήγησον». Ούτως ειπών και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού εξήλθεν από το σπήλαιον και έτρεχε προς την θάλασσαν. Τότε αφήκε φωνήν ο διάβολος λέγουσαν· «Ας ανδρίζωνται αι δυνάμεις μου και ας είναι το όνομά μου λαμπρόν και περίφημον, επειδή τον ενίκησα· τον κατέκαυσα με πυρ και τον εδίωξα από το κελλίον του». Έπειτα λέγει και προς τον Όσιον· «Που φεύγεις, Μαρτινιανέ; Γνώριζε, ότι όπου και αν υπάγης έρχομαι και εγώ· και καθώς απ’ εδώ σε εδίωξα, ουτω και απ’ εκεί θα σε κάμω εξόριστον και δεν θα αναχωρήσω από πλησίον σου, έως ότου σε ταπεινώσω εντελώς». Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Ω αδύνατε και όντως ταλαίπωρε, νομίζεις λοιπόν ότι συ με εξέβαλες από το σπήλαιον ή ότι ανεχώρησα διότι με κατέβαλεν η ακηδία; Μη καυχάσαι, μοχθηρέ, εις αυτό, διότι ψεύδεσαι. Επειδή δια να καταβάλω περισσότερον την δύναμίν σου ανεχώρησα και δια να ελέγξω ευκολώτερα την πολλήν ασθένειάν σου. Πλην εάν δεν σε φθάνη η πρώτη προσβολή και ο δεύτερος πόλεμος, ελθέ και τρίτον δοκίμασον και οσάκις θέλεις πολέμησον. Πάντοτε θα μένεις νικημένος, τρισάθλιε, με την δύναμιν του Κυρίου μου και θέλουν γίνει όλα τα όργανα, τα οποία θα μεταχειρισθής κατ’ εμού, ρομφαίαι δίστομοι κατά σου, καθώς το είδες εις την γυναίκα, την οποίαν μου έστειλες, ήτις και αυτή εφάνη δυνατωτέρα από σε και καταπατεί την δύναμίν σου, συ δε καν να την εγγίσης δεν τολμάς ουδόλως, άθλιε». Ταύτα λέγων ο Όσιος ο μεν δαίμων έφυγεν, αυτός δε έτρεχε ψάλλων το «Αναστήτω ο Θεός» (Ψαλμ. ξζ: 1) και τα επίλοιπα του Ψαλμού έως ότου έφθασεν εις τον λιμένα, εκεί δε ευρών πλοίαρχόν τινα τον ηρώτησε λέγων· «Γνωρίζεις καμμίαν νήσον έρημον, εις τόπον αναχωρητικόν, να υπάγω εις ταύτην να κατοικήσω ατάραχα, ελεύθερος από τας πανουργίας του δαίμονος»; Ο δε πλοίαρχος απεκρίθη· «Είναι μία ξηρόνησος μακράν από την γην, στενή μεν και φοβερά εις το ύψος, αλλά κατά τον πόθον τον οποίον έχεις κατά πολύ αρμοδία, επειδή είναι ο τόπος ήσυχος. Πως όμως θα εξοικονομής την απαραίτητον τροφήν σου εις τοιούτον τόπον σκληρότατον»; Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ας κάμωμεν μίαν συμφωνίαν· να μου φέρης τρεις φοράς τον χρόνον άρτους και ύδωρ και εγώ πάλιν πρώτον μεν να δέωμαι εις τον Θεόν δια την ψυχήν σου, δεύτερον δε να μου φέρης μαλλίον ή βαϊα φοινίκων να πλέκω σχοινίον, το οποίον θα σου δίδω εις αντάμειψιν των εξόδων σου». Ταύτα ακούσας ο πλοίαρχος ηννόησεν ότι ήτο πνευματικός και άγιος άνθρωπος. Όθεν εδέχθη να τελέση όλην την επιθυμίαν του. Επεβιβάσθησαν λοιπόν του πλοίου, έλαβον δε και ολίγους άρτους και ύδωρ εις υδρίας και επειδή ήτο ο άνεμος επιτήδειος, μέχρι της εσπέρας έφθασαν εις την ξηρόνησον, την οποίαν ιδών ο Άγιος κατά την γνώμην αυτού κατάλληλον, ανέβη χαρούμενος ψάλλων ταύτα· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι… και έστησεν επί πέτρας τους πόδας μου και κατεύθυνε τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. λθ: 1-3). Τότε αποχαιρετήσας τον πλοίαρχον είπε προς αυτόν· «Ύπαγε, τέκνον μου, εις ειρήνην και φέρε μου τον άρτον και το ύδωρ κατά την συμφωνίαν». Ο δε πλοίαρχος είπε προς αυτόν· «Θέλεις να σου φέρω και ξυλείαν να σου κτίσω και μικράν καλύβην δι’ ανάπαυσιν»; Ο γενναίος όμως και αδαμάντινος του Χριστού στρατιώτης δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινεν ούτω βασανιζόμενος και ταλαιπωρούμενος από τους ανέμους, τας βροχάς και τας χιόνας, κατά δε το θέρος υπό του ηλίου καταφλεγόμενος. Ω της ανδρείας και γενναιότητος! Ω της ακραδάντου πίστεως! Και στήλη να ήτο λιθίνη, ή μέταλλον, θα ενικάτο με την πολυκαιρίαν, αλλ’ αυτός ο αδαμάντινος δεν ενικήθη παντελώς. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, ο μεν πλοίαρχος επήγαινε τρεις φοράς τον χρόνον και έβλεπε τον Όσιον, ο δε Όσιος ευρισκόμενος μακράν από τον κόσμον έχαιρεν απολαμβάνων την ποθουμένην ησυχίαν. Ο μισόκαλος όμως δαίμων δεν τον αφήκε και πάλιν να ησυχάση μέχρι τέλους, αλλά και εκεί εις την ξηρόνησον του ήγειρε πόλεμον. Δια να τον κάμη λοιπόν να φοβηθή, ετάραξε νύκτα τινά την θάλασσαν τόσον ώστε εδείκνυεν εις τον Όσιον, ότι υψώνοντο τα κύματα επάνω από την κεφαλήν του περισσότερον από δεκαπέντε πήχεις, εξέβαλε δε και κραυγάς ο τρισάθλιος λέγων· «Δεν σε αφήνω, Μαρτινιανέ, έως να σε πνίξω κατ’ αλήθειαν». Ο δε Όσιος, ουδόλως ταραχθείς, απεκρίθη· «Έχω τον Δεσπότην Χριστόν όστις με ενδυναμώνει και δεν σε φοβούμαι, αλλά θέλω σε καταισχύνει, ανίσχυρε». Έψαλλε δε πάλιν το «Σώσον με ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου» (Ψαλμ. ξη: 1) και το υπόλοιπον του Ψαλμού· είτα πάλιν ηύχετο, λέγων· «Χριστέ Μονογενές, συ όστις κατέβης εις την γην δια να σώσης τον άνθρωπον και εις το πρόσταγμά Σου υπακούουσιν όλα τα κτίσματα, λύτρωσόν με από τον πειρασμόν τούτον του δαίμονος». Ούτω προσευχηθείς ο μεν εχθρός εγένετο αφανής, ο δε Όσιος διεφυλάχθη αβλαβής από πάσαν επήρειαν του εχθρού. Εις την ξηρόνησον εκείνην διέμεινεν Άγιος εξ χρόνους, υπομένων πάσαν κακοπάθειαν τόσον κατά το θέρος όσον και κατά τον χειμώνα, νομίζων όλα τα λυπηρά ευχάριστα και αποβλέπων εις την μέλλουσαν αιώνιον αγαλλίασιν. Όθεν εφθόνησε πάλιν ο αντικείμενος και του έδωσεν έτερον πόλεμον μεγαλύτερον από τον προηγούμενον. Εφύλαξε δηλαδή τον καιρόν ο παμμίαρος, και όταν διήρχετο πλησίον της πέτρας εκείνης πλοίον τι, εις το οποίον ήσαν άνδρες και γυναίκες, ήγειρε θαλασσοταραχήν και τότε το μεν πλοίον συνετρίβη εις την ξηρόνησον, οι δε επιβάται επνίγησαν άπαντες· μόνον μία κόρη ωραία και πάγκαλος διεσώθη επί μιας σανίδος και πλησιάσασα εις την ξηρόνησον εφώναζε μετά δακρύων· «Ελέησόν με την απολλυμένην, δούλε του Θεού, και δος μοι χείρα βοηθείας. Πρόφθασον, πριν να με καταπίη η άβυσσος και σώσον με την δυστυχή». Βλέπων λοιπόν ο Όσιος ότι έπρεπε να βοηθήση την ναυαγόν είπε· «Και τούτο τέχνη σου είναι, διάβολε, αλλά δεν θα νικήσης την δύναμιν του Χριστού, εις τον οποίον έχω εγώ στηρίξει ολοψύχως τας ελπίδας μου και πιστεύω εις την βοήθειάν του». Ταύτα ειπών ο Όσιος εμελέτα κατά διάνοιαν λέγων· «Πάλιν δοκιμασία καρδίας φοβερωτέρα της προτέρας επέστη εναντίον μου, είναι δε τόσος ο κίνδυνος όσον το ύδωρ είναι επισφαλέστερον της γης. Δέσποτα Κύριε, μη με αφήσης να απολεσθώ ο ανάξιος δούλος σου, αλλ’ οικονόμησον το συμφέρον μου». Ούτως ειπών ο Όσιος έκυψεν εις την θάλασσαν και έσυρε την γυναίκα από τα ύδατα, βλέπων δε ότι ήτο κόρη περικαλλής και εύμορφος έλεγεν· «Αληθώς δεν συμφωνούσι μαζί το πυρ και τα λινόξυλα. Αδύνατον είναι να συγκατοικώμεν κοινοβιάζοντες, διότι θέλομεν αμφότεροι εξαχρειωθή δια συνεργείας του δαίμονος. Λοιπόν, συ υπόμεινον εδώ και μη δειλιάσης, διότι έχει άρτους και ύδωρ, έως ότου έλθη ο πλοίαρχος και τότε ανάγγειλον εις αυτόν τα συμβάντα και ειπέ του να σε υπάγη εις την πόλιν σου». Ούτως ειπών προσηυχήθη προς Κύριον λέγων· «Κύριε ο Θεός μου, εις τον οποίον υπακούουσιν η θάλασσα και οι άνεμοι, επίβλεψον επ’ εμέ και μη με αφήσης να απολεσθώ εις τα ύδατα, εις τα οποία εισέρχομαι, ελπίζων εις το φοβερόν όνομά σου, διότι προκρίνω να απολεσθώ μάλλον σωματικώς, παρά να πέσω εις το πάθος και τον βόρβορον του σώματος». Είτα στραφείς προς την κόρην και ευχηθείς εις αυτήν την σωτηρίαν της ψυχής της, έπεσεν εις την θάλασσαν και παρευθύς ευρέθησαν δύο δελφίνες, οίτινες εδέχθησαν τον Άγιον εις την ράχιν των κρατούντες αυτόν ασφαλώς επάνω του ύδατος, βλέπουσα δε η κόρη τοιούτον φρικτόν και τεράστιον εθαύμαζε και εξίστατο. Φθάσας λοιπόν εις την ξηράν ο Όσιος, πρώτον μεν προσηυχήθη εις τον Σωτήρα Θεόν, ευχαριστών αυτόν δια τοιαύτην εξαίσιον ποντοπορίαν. Έπειτα πάλιν διελογίζετο, μη γνωρίζων που να υπάγη και έλεγε καθ’ εαυτόν· «Τι να πράξω και που να μεταβώ, απορώ και εξίσταμαι. Ούτε εις τα όρη και εις τα σπήλαια με αφήνει ο εχθρός να ησυχάσω, ούτε εις την άβατον θάλασσαν. Ας φεύγω λοιπόν από πόλεως εις πόλιν, κατά το Ευαγγελικόν πρόσταγμα». Ούτω λοιπόν απήρχετο από τόπου εις τόπον, μηδέν βαστάζων, ούτε άλλο τι των αναγκαίων του σώματος έχων, μόνον έλεγεν εις εαυτόν· «Φεύγε, ταπεινέ Μαρτινιανέ, μη σε καταλάβη πειρασμός έτερος». Όταν λοιπόν έφθανεν εις τι χωρίον, ηρώτα τις ήτο εκεί φοβούμενος τον Θεόν, έμενε δε εις την οικίαν εκείνου ολίγον διάστημα. Έπειτα λαμβάνων τα αναγκαία προς συντήρησιν απήρχετο, χωρίς να συνάπτη μετ’ ουδενός φιλίαν, θέλων να είναι ξένος και άγνωστος προς όλους όπου δε ήθελε νυκτώσει είτε εις βουνόν επάνω είτε εις πεδιάδα, είτε εις έρημον, εκεί παρέμενεν, έως της επομένης ημέρας. Ούτω παρήλθον δύο χρόνοι, κατά το διάστημα των οποίων διέδραμεν εκατόν εξήντα τέσσαρας πόλεις, τελευταία των οποίων υπήρξαν αι Αθήναι, η λαμπρά και περίφημος, εις την οποίαν ετελείωσε τον δρόμον του καλώς ο τρισμακάριος. Ως λοιπόν έφθασεν εις την πόλιν ταύτην των Αθηνών, απεκάλυψεν ο Κύριος εις τον Επίσκοπον της πόλεως την έλευσιν του μακαρίου Μαρτινιανού και την εις αυτήν εντός ολίγου κοίμησίν του, την οποίαν εγνώρισε και ο Άγιος. Όθεν εισελθών εις Ναόν τινά και καθήσας, είπε προς τους παρευρισκομένους να καλέσωσι τον Επίσκοπον. Εκείνοι δε, νομίζοντες αυτόν άφρονα, ημέλουν να εκτελέσουν το προσταττόμενον. Παρεκάλεσεν όθεν αυτούς πάλιν και απελθόντες εις τον Αρχιερέα είπον· «Άνθρωπος τις εισελθών εις τον Ναόν εκάθισεν εις σκαμνίον ως άφρων και μας είπε· «Προσκαλέσατε ταχέως εδώ τον Επίσκοπον». Ο δε Αρχιερεύς είπε προς αυτούς· «Ω άφρονες μάλλον σεις και ασύνετοι, εκείνος δε τρισμακάριος». Ταύτα λέγων έδραμε προς τον Άγιον, όστις ήτο εις την εσχάτην ώραν και μη δυνάμενος να εγερθή, εχαιρέτησεν ο εις τον άλλον, ο δε Επίσκοπος τιμήσας τον Όσιον, ως έπρεπεν, είπε προς αυτόν· «Ευχαριστώ τον Κύριον, όπου με ηξίωσε να σε απολαύσω ζώντα, καθώς μου υπεσχέθη ο αψευδής και πανάγαθος. Συ δε οπόταν εκείνης της μακαρίας τρυφής απολαύσης εις τον Παράδεισον, ενθυμού να κάμης δια την ψυχήν μου προς Κύριον δέησιν». Λέγει προς αυτόν ο Όσιος· «Ευλόγησόν με, Δέσποτα, και εύχου εις τον Θεόν δι’ εμέ, ίνα επιτύχω παρρησίας εις το φοβερόν Αυτού βήμα». Ταύτα ειπών ο Όσιος εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και υψώσας προς ουρανόν τους οφθαλμούς, αφήκε την μακαρίαν ψυχήν του με ιλαρόν και χαριέστατον πρόσωπον, δεικνύων με το έξωθεν είδος την εσωτερικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν της ψυχής. Ω μακάριος όντως και θαυμάσιος ανήρ, όστις και μαρτύριον εκούσιον υπέμεινε και ανδρείως και φρικτώς ηγωνίσθη, ουχί δια την ευσέβειαν, αλλά δια την σωφροσύνην, την αγνείαν και την καθαρότητα και τρόπαιον έστησεν, ουχί κατά των απίστων Ελλήνων, αλλά καθ’ εαυτού διώκτης γενόμενος και κατήγορος πικρός και άσπλαγχνος δήμιος. Επειδή, δια να μη απαρνηθή την ψυχωφελή σωφροσύνην και δια να φυλάξη αγνείαν ισάγγελον, παρέδωσε το ίδιον αυτού σώμα εις το πυρ και εις την θάλασσαν, αλλά και με μυρίους άλλους κινδύνους παρέδιδε πολλάκις το σαρκίον φεύγων από τόπου εις τόπον, τιμωρών αυτό πρόσκαιρα, δια να λυτρωθή της αιωνίου κολάσεως. Αλλά ας έλθωμεν και εις την κόρην, την οποίαν αφήκαμεν εις την νήσον, εις την οποίαν ησκήτευεν ο Όσιος να πληροφορηθώμεν ποίον τέλος έλαβε και πόσης δόξης ηξιώθη παρά Θεού. Διότι πολλήν φροντίδα είχεν ο Άγιος δι’ αυτήν και πολλάς δεήσεις προσέφερε προς τον Κύριον παρακαλών αυτόν όπως την αξιώση καλής τελειώσεως. Έμεινε λοιπόν η κόρη εις την ξηρόνησον δύο μήνας έως ότου επήγεν εκεί ο πλοίαρχος, όστις ιδών αυτήν εθαύμασε, νομίζων ότι είναι φάντασμα και φοβηθείς εστράφη εις τα οπίσω κωπηλατών βιαίως δια να φύγη το γρηγορώτερον. Η δε κόρη εφώναζε λέγουσα· «Σε παρακαλώ, δια τον Κύριον, μη φύγης, αλλά πλησίασον να σου διηγηθώ τα κατ’ εμέ και να ακούσης λόγον φοβερόν να δοξάσης τον Κύριον». Καταπεισθείς λοιπόν ο πλοίαρχος επλησίασε και ερωτήσας δια τον Όσιον τι απέγινεν, εποίησε πρώτον η κόρη το σημείον του Σταυρού, δια να αφαιρέση από την ψυχήν αυτού πάσαν υποψίαν φαντάσματος. Έπειτα δε του διηγήθη καταλεπτώς την υπόθεσιν περί του Αγίου και αυτής. Ακούσας τα γενόμενα ο πλοίαρχος εδόξασε τον Θεόν, έπειτα ηθέλησε να υπάγη την κόρην εις τον τόπον της, αλλ’ εκείνη η αξιομακάριστος δεν εδέχθη λέγουσα· «Παρακαλώ σε, φιλόχριστε, μη με παρίδης την τάλαιναν, αλλά κάμνε και εις εμέ την υπηρεσίαν, την οποίαν έκαμνες και εις τον Όσιον και θέλεις έχει μισθόν περισσότερον εις την ψυχήν, επειδή είμαι γυνή, μέρος αδύνατον, δια σου δε θέλω σώσει την ψυχήν μου, βοηθούντος του Κυρίου μου, όστις με εβοήθησε και διέσωσα την ζωήν μου μόνον εγώ από τόσους επιβάτας, οι οποίοι επνίγησαν. Φέρε μου δε εργόχειρον να εργάζωμαι δια να σου ανταποδίδω την ζωοτροφίαν μου και τον κόπον σου. Έτι δε φέρε μου και ενδύματα και τρίχινον υποκάμισον, ας έλθη δε και η συμβία σου να με ενδύση ανδρικήν στολήν. Ο δε Κύριος να στείλη και εν τω νυν αιώνι εις την οικίαν σου πλούσια τα ελέη του και εις τον μέλλοντα να σας αξιώση της αιωνίου μακαριότητος». Ταύτα ακούσας ο πλοίαρχος την ηυλαβήθη, αντιληφθείς την ένθεον γνώμην της και της υπεσχέθη να εκπληρώση τον πόθον της. Επήγε λοιπόν εις την οικίαν του, έλαβεν όλα τα χρειαζόμενα και την γυναίκα αυτού και την τρίτην ημέραν έφθασαν εις το νησίον. Αναχωρήσας δε ολίγον ο πλοίαρχος, έμειναν αι δύο γυναίκες και εκδυθείσα η μακαρία ομού με τα ιμάτια και πάσαν την γυναικείαν ασθένειαν, ενεδύθη τα ανδρικά και μάλιστα των ανδρών το φρόνημα. Έπειτα ηυχήθη προς Κύριον, εαυτήν μεν να αξιώση να τελέση τον βίον θεάρεστα, εις εκείνους δε οι οποίοι θέλουν την υπηρετήσει εις τα χρειαζόμενα, να αποδώση εις την Βασιλείαν αυτού πλουσίαν αντάμειψιν. Κατόπιν έδωκε την γυναικείαν ενδυμασίαν εις την άλλην γυναίκα, να την έχη προς ενθύμησιν. Αποχαιρετισθέντες είτα, ο μεν πλοίαρχος και η γυνή του επέστρεψαν εις τον οίκον των, αυτή δε η μακαρία έμεινε μόνη εις το νησίον σκληρώς αγωνιζομένη. Ήρχοντο δε ο πλοίαρχος και η γυνή του τακτικά, ανά τρεις μήνας, και της έφερον άρτους, ύδωρ και μαλλίον δι’ εργόχειρον, καθώς η μακαρία εζήτησε, δια να μη τρώγη χωρίς κόπον τον άρτον κατά τον Απόστολον. Είχε δε τόσην ευφροσύνην και αγαλλίασιν εις την ξηρόνησον εκείνην, ως να ήτο εις βασιλικόν και πλούσιον θάλαμον. Προσηύχετο δε η μακαρία καθ’ εκάστην ημέραν, δώδεκα φοράς εγειρομένη και εδοξολόγει κατά χρέος τον Κύριον. Τας δε νύκτας εδιπλασίαζε τας ευχάς η αοίδιμος. Η τροφή της ήτο άρτος μόνον μία λίτρα (350 γραμμάρια περίπου) ανά εκάστην δευτέραν ημέραν και ύδωρ ανάλογον. Όταν δε επήγεν εις την ξηρόνησον ήτο είκοσι πέντε ετών, ζήσασα δε εις αυτήν άλλους εξ χρόνους υπερθαύμαστον ζωήν, απήλθε προς τον ποθούμενον δύο μήνας προτού να έλθη ο πλοίαρχος. Όταν δε ήλθεν εκείνος με την σύζυγόν του εύρον την Αγίαν κειμένην με ευσχημοσύνην, σώαν και άφθαρτον, ως να είχε τελευτήσει εκείνην την ώραν. Πεσόντες λοιπόν εις την γην προσεκύνησαν το άγιον αυτής λείψανον με πολλήν ευλάβειαν. Έπειτα τελέσαντες την εσχάτην υπηρεσίαν, ως αγαθοί και φιλόθεοι, έλαβον εκείνον τον πολύτιμον θησαυρόν και τον μετέφεραν εις την χώραν αυτών, δώρον κοινωφελές εις όλους και πολυέραστον. Αυτά είναι τα κατά του αντιπάλου μέγιστα τρόπαια του γενναίου και αηττήτου Μαρτινιανού, όστις δια μέσου των οργάνων εκείνων τα οποία ητοίμασε κατ’ αυτού ο εχθρός, των γυναικών δηλαδή, δι’ αυτών των ιδίων αντεπολέμησε και αυτός ανδρείως εκείνον και με τα ιδικά του ξίφη τον εθανάτωσε, δίδων ακόμη και εις τας γυναίκας εκείνας καλόν υπόδειγμα πως πρέπει να αγωνίζωνται ανδρείως κατά του αντιπάλου, όστις τας ηπάτησε πρότερον. Ας πολεμήσωμεν λοιπόν και ημείς τον αντίπαλον, να τον νικήσωμεν γενναίως με την άνωθεν βοήθειαν, ίνα και των στεφάνων της δόξης επιτύχωμεν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ του εν τω όρει.

Δημοσίευση από silver »


Αυξέντιος ο Όσιος Πατήρ ημών έζησε κατά τους χρόνους της βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού του κατά τα έτη υη΄ - υν΄ (408 – 450) βασιλεύσαντος, καταγόμενος μεν εκ της Ανατολής, Σχολάριος δε ων το αξίωμα. Γενόμενος Μοναχός, ανέβη εις το όρος, όπερ κείται αντικρύ της Οξείας, μικράς νήσου πλησίον της Χάλκης και των άλλων νήσων, αι οποίαι κείνται παρά την Κωνσταντινούπολιν. Ήτο δε ο Όσιος ούτος εις την άσκησιν καρτερικώτατος και εις την πίστιν ορθοδοξότατος, διότι την μεν κακοδοξίαν του Νεστορίου και του Ευτυχούς σφοδρώς ήλεγξεν, απεδέχθη δε την εν Χαλκηδόνι Αγίαν και Οικουμενικήν τετάρτην Σύνοδον. Ο αοίδιμος ούτος ηξιώθη παρά Θεού και της των θαυμάτων ενεργείας και Χάριτος, ήτο δε κατά την θεωρίαν του προσώπου κατηγλαϊσμένος και υπό της φύσεως και υπό της Χάριτος· όθεν, δι’ όλα αυτά τα προτερήματά του, ήτο σεβαστός και παρ’ αυτών των βασιλέων και ηξιούτο πολλής τιμής. Ακούσατε όμως τον κατά πλάτος Βίον αυτού, τον οποίον δια πρώτην φοράν παραθέτομεν ενταύθα μεταφρασμένον εις την απλήν Ελληνικήν χάριν της των πολλών ωφελείας. Θεοδόσιος Β΄ ο λεγόμενος Μικρός ευρίσκετο εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως από τριάκοντα πέντε ήδη ετών, και κατά την ιδίαν εποχήν ο Μέγας Αυξέντιος διέλαμπεν από το φως της ευσεβείας και ελαμπρύνετο από πάσαν σεμνότητα του αληθούς χριστιανικού βίου. Τόπος της καταγωγής του, όπως και του μακαρίου Ιώβ, ήτο η Ανατολή. Ήτο δε ισχυρός κατά την δύναμιν του σώματος, ευπρεπής κατά το ήθος, επιεικής προς τους άλλους και συγκαταβατικός, αφωσιωμένος πάντοτε εις την νηστείαν και εις τας προς τον Θεόν προσευχάς και δεήσεις. Δι’ αυτών εκαθάριζε την ψυχήν και το σώμα, και εις μεν την ψυχήν παρεχώρει τα πρωτεία και την κυριαρχίαν επί του σώματος, το δε σώμα ηνάγκαζε να υπηρετή την ψυχήν και να υποτάσσεται εις τα θελήματα εκείνης. Δι’ αυτού του τρόπου απένεμεν εις αμφότερα, την ψυχήν δηλαδή και το σώμα, τα ωφέλιμα και σωτήρια, υποτάσσων εις τον ηγεμόνα νουν τας αισθήσεις. Διαπρέπων λοιπόν εις τους πνευματικούς αυτούς αγώνας ο Μέγας Αυξέντιος, καίτοι ακόμη διαμένων εις την βασιλεύουσαν των πόλεων, ήτοι την Κωνσταντινούπολιν, δεν παρέλειπεν εν τούτοις να συναναστρέφηται τους περιβοήτους δια την αρετήν και την άσκησίν των Πατέρας της εποχής του, και εξετέλει μεν όσα ήρμοζον δια την υπακοήν προς τον επίγειον βασιλέα, τον οποίον υπηρέτει, δεν παρέλειπεν όμως και όσα θα τον έφερον πλησιέστερον προς τον Χριστόν τον πάντων Βασιλέα. Ένεκα τούτου λοιπόν συνανεστρέφετο και άλλους φιλαρέτους άνδρας, τους Μαρκιανόν, Άνθιμον και Σίτταν, άνδρας κατά πάντα θεοφιλείς και χρηστούς, αλλά και προς τινα Μοναχόν, Ιωάννην καλούμενον, συνεχώς μετέβαινεν, τον οποίον η αρετή του εκήρυττε μέγαν προς όλους, όστις κατ’ ακείνον τον καιρόν διέμενεν επί τινος στύλου ευρισκομένου παρά το Έβδομον. Παρά τούτου εξεπαιδεύθη εις τον φιλάρετον βίον ο Όσιος, όστις και προ τούτου, ίνα εκτελή πάσας τας εντολάς του Θεού, τον περισσότερον χρόνον διέμενεν εις το πλησίον της θαλάσσης Ναόν της Αγίας Ειρήνης, μετά των εναρέτων ανδρών, τους οποίους ήδη ανεφέραμεν, επιδιδόμενος εις προσευχάς και ολονυκτίους δεήσεις και τηρών πιστώς τας νηστείας και πάσαν άλλην εγκράτειαν, έχων όμως και πάντοτε εις τους οφθαλμούς τα δάκρυα από την πολλήν του κατάνυξιν. Κατά μίαν λοιπόν από τας ολονυκτίους δεήσεις του, καταληφθείς από ακράτητον δίψαν, εζήτησεν από ένα των υπηρετών του Ναού ολίγον εύκρατον δια να πίη. Ο δε υπηρέτης, απελθών προς τον οικονόμον του Ναού, όστις εφρόντιζε δι’ αυτό, και λαβών την άδειαν να αναμίξη ολίγον οίνον με θερμόν ύδωρ, τον φέρει εις τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνος δε, αφού έπιεν ολίγον και παρηγόρησε μετρίως την δίψαν, η οποία τον εβασάνιζεν, έδωσε το υπόλοιπον εις τον φίλον του Μαρκιανόν, ο οποίος το εζήτησεν. Εκείνος δε, αφού το έλαβε και το επλησίασεν εις το στόμα του και αντελήφθη, ότι εκείνο το οποίον έπινεν ήτο οίνος, κατελήφθη από αγανάκτησιν, διότι, παρά την συνήθειάν του, έπιεν οίνον. Τότε ο θείος Αυξέντιος του λέγει· «Μη αγανακτής δια τας δωρεάς του Θεού· ημείς μεν βεβαίως εζητήσαμεν ύδωρ, ο δε Θεός μας έστειλεν οίνον προς πόσιν· δια τούτο δικαιότερον είναι να τον ευχαριστήσωμεν, παρά να αγανακτήσωμεν». Δια του τρόπου τούτου ο μεν Μαρκιανός, χωρίς να το αντιληφθή, περιέπεσεν ουχί ορθώς εις επίδειξιν της εγκρατείας, την οποίαν ετήρει, ο δε Αυξέντιος καλώς κατεπάτησε την εξ ανθρώπων προερχομένην δόξαν. Άλλοτε πάλιν, κατά μίαν των συνάξεων, προσήλθε κάποιος προς τον μακάριον Αυξέντιον και εζήτει ιμάτιον δια να ενδυθή, διότι ήτο γυμνός. Τούτο δε το έκαμεν όχι από ανέχειαν, αλλά μάλλον από απληστίαν, διότι, ενώ είχε, προσεποιείτο τον μη έχοντα. Τότε εκείνος του είπεν· «Αδελφέ, εάν μου δώση ο Θεός, θα σου δώσω και εγώ, διότι εκτός από αυτό που φορώ, δεν έχω τίποτε άλλο». Αυτά δε είπε, διότι συνήθιζε να μοιράζη εις τους πτωχούς ό,τι και αν είχε, μένων ο ίδιος με ένα μόνον ένδυμα πάντοτε. Επειδή όμως ο άνθρωπος εκείνος εξηκολούθησε να ζητή επιμόνως ένδυμα, ο ευλογημένος Αυξέντιος, αφού έβγαλε εκείνο το οποίον εφόρει, το έδωσε εις αυτόν. Μετ’ ολίγον, ελθών μετά των φίλων του προς τον θείον Ιωάννην εις το Έβδομον, όπως συνήθιζε, βλέπει εκεί πλησίον εκείνον ο οποίος επήρε το ιμάτιόν του, στενοχωρημένον και δακρυσμένον. Αφού λοιπόν έγινεν η συνήθης ευχή, λέγει προς αυτούς ο μακάριος Ιωάννης· «Καταρασθήτε, αδελφοί, εκείνον ο οποίος έκλεψε του πτωχού αυτού ανθρώπου τα ρούχα και τον άφησε γυμνόν». Ο δε θείος Αυξέντιος απήντησε χαριέντως· «Μάλλον πρέπει να ευλογήσης, Πάτερ, εκείνον ο οποίος έκαμε την πράξιν αυτήν». Επειδή δε ο Ιωάννης ηπόρησεν εις τους λόγους τούτους, ο Αυξέντιος, στραφείς προς τον δήθεν πτωχόν, του λέγει· «Δι’ όνομα του Θεού, αδελφέ, πόσα ενδύματα είχες»; Τότε αυτός λέγει· «Οκτώ, μαζί με εκείνο το οποίον μου έδωσες». Τότε λέγει ο θείος Αυξέντιος· «Αφού δεν σου έφθαναν τα επτά που είχες, αλλά και το ένα και μοναδικόν, το οποίον είχα, επέμενες να το πάρης, δικαίως τα έχασες όλα». Με αυτόν τον τρόπον και αφού με καλωσύνην ήλεγξε την πλεονεξίαν του ο δίκαιος, τον απέλυσεν. Μίαν ημέραν, μεταβαίνων εις το παλάτιον, βλέπει κάποιον, τον οποίον οι στρατιώται έσυρον βιαίως και τον ωδήγουν εις την φυλακήν. Πλησιάσας λοιπόν τους στρατιώτας και μεταχειρισθείς επιμόνους παρακλήσεις και χύσας άφθονα και θερμά δάκρυα, κατώρθωσε να τον ελευθερώση. Όσα δε έπραξεν ο Μέγας δια πολλά των εργαστηρίων και πως παραδόξως απέδειξεν ευπόρους τους ιδιοκτήτας των, οι οποίοι δεν ημπορούσαν να πωλήσουν τα πράγματα, τα οποία είχον εις αυτά, και είχον περιέλθει εις πολύ δύσκολον θέσιν, διαμείνας εις εν εξ αυτών επί τρεις ημέρας και εργασθείς με ημερομίσθιον, είναι σαφέστατα δείγματα της άκρας συμπαθείας και ελεημοσύνης του. Διότι την μεν λύπην των εμπόρων κατέπαυσε, τους δε εννέα οβολούς, τους οποίους έλαβεν ως μισθόν, τους εμοίρασε με μεγαλοψυχίαν εις τους πτωχούς. Δια τούτων έδειξεν εις όλους πόσον ήτο αξιοθαύμαστος αλλά και αληθής φίλος του Θεού, πράγμα το οποίον θα αποδείξη καλύτερον το τερατούργημα, το οποίον πρόκειται να διηγηθώμεν. Γυνή τις, η οποία κατείχετο από πονηρόν πνεύμα, συνήντησε κάποτε τον Μέγαν Αυξέντιον, όταν επέστρεφεν εκ του παλατίου, έχουσα ακάλυπτον την κεφαλήν, σύρουσα τας τρίχας της και φωνάζουσα με μεγάλην φωνήν· «Ω βία, από τον εχθρόν ημών Αυξέντιον! Είκοσι τώρα χρόνους κατοικώ εις αυτήν την γυναίκα και τώρα εκδιώκομαι βιαίως υπ’ αυτού». Τότε ο Μέγας εβίασε τον ίππον, επί του οποίου εκάθητο, δια να την προσπεράση, ώστε να μη γίνη γνωστή εις κανένα η θεία Χάρις, η οποία κατώκει εις αυτόν. Η γυνή όμως ηκολούθει με μεγάλας κραυγάς, μάλλον δε το πονηρόν πνεύμα, το οποίον διέμενεν εις αυτήν, μαστιζόμενον αοράτως από την θείαν Χάριν, έλεγεν· «Ιδού, εξέρχομαι, εάν μόνον με διατάξη αυτός». Εμαζεύθη δε γύρω από αυτόν πολύ πλήθος, ώστε αφού με δάκρυα και στεναγμούς παρεκάλεσεν ο μακάριος τον Θεόν, ευθύς απήλλαξε την γυναίκα από τον δαίμονα. Εξίσταντο λοιπόν όλοι θαυμάζοντες και δοξάζοντες τον Θεόν, ο οποίος τοιαύτην εξουσίαν έδωκεν εις τον δούλον του κατά των ακαθάρτων πνευμάτων. Τοιαύτα θαύματα ετέλει ο Μέγας Αυξέντιος, όταν ακόμη συνανεστρέφετο εις τον κόσμον. Κατόπιν, επειδή αντελήφθη ότι έγινε γνωστός εις όλους και θέλων να αποφύγη την δόξαν των ανθρώπων, επειδή εξ άλλου προείδε δια των ψυχικών οφθαλμών του την μέλλουσαν να συνταράξη την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν παράνομον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου και του καταπτύστου και πραγματικώς δυστυχούς Ευτυχούς, αφού απηρνήθη τον κόσμον και τας βασιλικάς αυλάς και εγκατέλειψε το πλήθος των φίλων, τους οποίους είχε, τρέπεται προς τον μοναχικόν βίον. Αφού λοιπόν έφθασεν εις τα ερημικώτερα μέρη της Βιθυνίας και ανέβη εις την πλαγιάν του όρους, το οποίον καλείται Οξεία και το οποίον απέχει δέκα μίλια από την Χαλκηδόνα, διέμενεν εις κάποιαν πέτραν. Και μετ’ ολίγον ανέβησαν εκεί μερικά παιδία, τα οποία έκλαιον με πικρά δάκρυα, διότι έχασαν τα ζώα των, και όταν είδον τον δίκαιον εφοβήθησαν· διότι ήτο ενδεδυμένος με τρίχας και δέρματα, μιμούμενος τον Βαπτιστήν Ιωάννην. Ο δε Αυξέντιος λέγει εις αυτά με ήσυχον φωνήν· «Μη φοβείσθε, τέκνα μου· πηγαίνετε προς την αριστεράν πλευράν του βουνού και θα εύρητε τα ζώα σας». Όταν δε τα παιδία επήγαν και τα ευρήκαν, εφανέρωσαν εις τους γονείς των και άλλους γείτονας τα κατά τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνοι δε, αφού ανέβησαν αμέσως εις το όρος, τον παρεκάλουν να προσευχηθή εις τον Θεόν υπέρ αυτών, και προς χάριν του έκτισαν μικρόν κελλίον πλησίον εις την κορυφήν του όρους. Έξω δε από το κελλίον έκτισαν άλλο μικρότερον, όσον ένα κλουβί, μέσα εις το οποίον και έκλεισε τον εαυτόν του, ψάλλων τα του Ψαλμού· «Εγενήθην ωσεί στρουθίον μονάζον επί δώματι» (Ψαλμ. ρα: 8). Καθ’ ημέραν λοιπόν ανήρχοντο πολλοί προς αυτόν και ελάμβανον μεγάλην ωφέλειαν. Επειδή δε η φήμη εκήρυττε τούτον μέγαν και εις τους πλησίον και εις τους μακράν ευρισκομένους, γυνή τις από την Νικομήδειαν, από τας επισήμους και πλουσίας, τυφλωθείσα και κατά τους δύο οφθαλμούς, αναβαίνει προς το όρος οδηγουμένη υπό χειραγωγού και τον παρεκάλει να την ευλογήση δια να εύρη την θεραπείαν της. Ο δε μακάριος, αφού παρήγγειλεν εις όλους τους εκεί παρόντας να προσευχηθούν υπέρ αυτής εις τον Θεόν και αφού, μετά την προσευχήν, ήγγισε με τας χείρας του τους οφθαλμούς της γυναικός, είπεν· «ο Χριστός, το φως το αληθινόν, να σε θεραπεύση, ω γύναι». Και ευθύς με τον λόγον του Αγίου εκείνη ανέβλεψε. Το γεγονός τούτο έγινε δια τον Μέγαν Αυξέντιον η αρχή των θαυμάτων εις το όρος της Οξείας. Από δε τους ενοχλουμένους υπό πνευμάτων ακαθάρτων συνέτρεχον εκεί πλήθος μεγάλον, και από τους εντοπίους και από τους ξένους, και πολλοί δι’ αυτού ηλευθερώνοντο από την επήρειαν των δαιμόνων. Ήτο δε τότε ο δέκατος χρόνος κατά τον οποίον ο Μέγας Αυξέντιος ησκήτευεν εις το όρος εκείνο. Κάποτε επρόκειτο να αναβή προς αυτόν χάριν ωφελείας κάποιος εκ των φίλων και συστρατιωτών του, ο οποίος έκαμνε τούτο πολύ συχνά. Εκάλεσε λοιπόν και ένα άλλον εκ των συστρατιωτών του να αναβή μαζί του εις το όρος προς τον Μέγαν Αυξέντιον. Εκείνος όμως, επειδή ήτο άπιστος, απεκάλει τον Όσιον πλάνον και απατεώνα, ο οποίος επλήρωνεν εις πολλούς πτωχούς τρεις ή και εξ οβολούς, δια να υποκρίνωνται τους δαιμονιζομένους και να εξαπατά ούτω τους ανθρώπους ότι κάμνει θαύματα. Αφού όμως ο χρηστός εκείνος άνθρωπος έπεισε και τούτον τον άπιστον να ανέλθη εις το όρος, ο Μέγας Αυξέντιος προς τον πρώτον μεν ωμίλησε με ιλαρότητα και με τους λόγους του τον ωφέλησε, προς εκείνον δε τον άπιστον ούτε μικρόν λόγον δεν είπεν. Όθεν, όταν κατέβαινον από το όρος, πάλιν εκείνος κατηγόρει τον δίκαιον, ότι όλα αυτά τα έκαμνε χάριν επιδείξεως και όχι από την αρετήν του. Όταν δε επλησίασαν εις την Χαλκηδόνα, ιδού έφθασεν ο δούλος του απίστου εκείνου και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς του εφανέρωσεν ότι η θυγάτηρ του εδαιμονίσθη. Τότε εκείνος, ως να ήτο αλιεύς, ο οποίος εδέχθη εξαφνικόν κτύπημα, ήλθεν αμέσως εις τον νουν του και με μεγάλην φωνήν ανέκραξεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άπιστον»! Τότε είπε προς αυτόν ο θεοφιλής εκείνος άνθρωπος την φράσιν που αναφέρει και το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Μη φοβείσαι, μόνον πίστευε και η θυγάτηρ σου θα σωθή». Ευθύς λοιπόν επορεύθησαν εις την πόλιν και αφού παρέλαβον την κόρην δεδεμένην με σχοινία, ανέβησαν πάλιν εις το όρος προς τον Όσιον, ο οποίος μόλις είδε την κόρην να βασανίζεται σκληρώς υπό του δαίμονος είπεν· «Δια τρεις ή εξ οβολούς πάσχει αυτά η κόρη»; Δια ποίον λόγον είπεν αυτά ο Όσιος; Δια να δείξη εις τον πατέρα της κόρης, ότι εκείνα τα οποία είπεν ούτος εναντίον του Οσίου ένεκα της απιστίας του, απεκαλύφθησαν καθαρά εις αυτόν υπό του Αγίου Πνεύματος. Όταν δε ο άπιστος αυτός εζήτησε με θερμά δάκρυα συγχώρησιν, ο μακάριος Αυξέντιος όχι μόνον συγχώρησιν του έδωσεν, αλλά και το πολύ μεγαλύτερον έκαμεν· ηλευθέρωσεν από το πονηρόν πνεύμα την θυγατέρα του και απέστειλε και τους δύο εις τον οίκον των χαίροντας, αφού συνεβούλευσεν αυτούς να μη δεικνύουν απιστίαν εις τα σημεία και τέρατα, τα οποία εκτελεί καθημερινώς ο Θεός δια των δούλων αυτού. Αλλά ποία θάλασσα δύναται να δεχθή το πλήθος των θαυμάτων, τα οποία έκτοτε επετέλεσεν ο Όσιος; Διότι δεν υπήρχε κανείς, ο οποίος ενοχλούμενος από πάθος τι ή από κάποιαν ασθένειαν ή από πονηρόν πνεύμα, και ο οποίος, ερχόμενος προς τον Όσιον, δεν απηλλάσσετο αμέσως από ό,τι και αν υπέφερε. Διότι λεπροί, χριώμενοι υπ’ εκείνου μόνον με έλαιον και λαμβάνοντες ευχήν, τελείως εκαθαρίζοντο. Οι παράλυτοι κατά το σώμα συνεσφίγγοντο ταχύτερον από τους λόγους του Οσίου. Τους δε δαιμονιζομένους, όσοι ηλευθερώθησαν από τα πονηρά πνεύματα, δεν είναι δυνατόν ουδέ ατελώς να αναφέρωμεν. Και δια να είπωμεν εν συντομία, δεν υπάρχει πόλις ή χώρα ούτε λιμήν τις εκ των πλησίον ή μακράν ευρισκομένων, εις τον οποίον να μη έγιναν γνωστά τα θαύματα του μακαρίου Αυξεντίου ή μάλλον δεν υπήρξε περίπτωσις, κατά την οποίαν να μη έλαβον την θεραπείαν οι κάτοικοι αυτών οι δεινώς πάσχοντες εκ δαιμόνων ή οι πάσχοντες από οιανδήποτε άλλην σωματικήν νόσον, επικαλεσθέντες τον Άγιον. Αλλά δίκαιον είναι να αναφέρωμεν ενταύθα συντόμως και τους αγώνας και τους κόπους αυτού υπέρ της ευσεβούς πίστεως. Αφού ο φιλόχριστος βασιλεύς Θεοδόσιος απέθανε και διεδέχθη τούτον εις την βασιλείαν ο ευσεβής Μαρκιανός, δια διαταγών αυτού και θείων θεσπισμάτων συνεκροτήθη η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος των θείων Πατέρων κατά της αιρέσεως των Νεστορίου και Ευτυχούς, της ρυπαράς και μισοχρίστου δυάδος. Όταν λοιπόν όλοι συνήλθον επί το αυτό, και ο βασιλεύς και ο χορός των θείων Αρχιερέων τότε παρήγγειλαν να συνέλθη μετ’ αυτών και ο μακάριος Αυξέντιος δια την υπέρ της ευσεβείας συζήτησιν και την ακριβή κατανόησιν των ορθών δογμάτων. Εκείνος δε, από την υπερβολικήν μετριοφροσύνην του, απήντησε προς την Σύνοδον ότι δεν είναι έργον των Μοναχών να διδάσκουν αλλά μάλλον να διδάσκωνται, η δε διδασκαλία είναι έργον των Αρχιερέων. Πέμψας όμως ο βασιλεύς απεσταλμένους παρήγγειλε να τον φέρουν έστω και δια της βίας εις την Σύνοδον, εάν δεν θέλη να έλθη μόνος του. Οι δε απεσταλμένοι, επειδή ο Όσιος δεν υπήκουεν εις αυτούς δια την μετριοφροσύνην του, όπως είπομεν, και διότι απέφευγε την δόξαν των ανθρώπων, ήρχισαν να σκέπτωνται μήπως ο μακάριος Αυξέντιος δεν εφρόνει ορθώς περί την ορθήν πίστιν και προσεπάθουν δια της βίας να καταβιβάσουν τούτον από τον κλωβόν του. Τίποτε όμως δε κατώρθωνον, αν και εκάλεσαν τεχνίτας δια να κρημνίσουν τον κλωβόν. Τότε ο Μέγας Αυξέντιος είπε προς τους απεσταλμένους· «Εάν δεν επινεύση ο Θεός άνωθεν, δεν πρόκειται να ανοιχθή ο κλωβός». Γνωρίσας λοιπόν ότι και ο βασιλεύς και οι απεσταλμένοι εβιάζοντο δια την ευσέβειαν και ότι η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος είχε συγκροτηθή κατά Νεστορίου και Ευτυχούς, των προδρόμων του Αντιχρίστου, διέταξε τους τεχνίτας να αφαιρέσουν τας σανίδας από την θυρίδα του κλωβού και αφού με τον τρόπον αυτόν ευκόλως ήνοιξαν, τον εβοήθησαν να εξέλθη και τον επεβίβασαν εις μίαν άμαξαν, επειδή δεν ηδύνατο να αναβή εις υποζύγιον. Διότι όλον το σώμα είχε καταπεπονημένον από την άσκησιν και την εγκράτειαν και προ παντός τους πόδας του από την αδιάκοπον στάσιν, από τους οποίους έπιπτον σκώληκες μαζί με αίματα. Αλλ’ ούτε και τα βόδια, τα οποία έσυρον την άμαξαν, εις την οποίαν επέβαινεν ο μακάριος, ημπορούσαν να βαδίζουν, αν και τα εκτυπούσαν και τα εμαστίγωναν με δύναμιν, εάν εκείνος δεν ήτο σύμφωνος εις τούτο. Τα δε τεράστια τα οποία έκαμε κατά την οδοιπορίαν εκείνην ο Μέγας Αυξέντιος ποία γλώσσα είναι ικανή να διηγηθή, από τα οποία τα περισσότερα εγίνοντο κατά παράδοξον τρόπον κατά δαιμόνων, εις άνδρας σκληρώς βασανιζομένους υπ’ αυτών, γυναίκας και βρέφη και άλογα ζώα; Όταν δε έφθασαν εις το Μοναστήριον του Αγίου Υπατίου, το οποίον ευρίσκετο πλησίον των Ρουφινιανών, το οποίον παρεχωρήθη εις αυτόν δια να ησυχάση εκεί μέχρις ότου αναφέρουν περί τούτου εις τον βασιλέα, έμεινεν ο Μέγας Αυξέντιος εκεί, όπου ο Ηγούμενος και οι Μοναχοί τον υπεδέχθησαν με μεγάλην χαράν. Πριν όμως ο Όσιος φθάση εκεί, όταν ευρίσκετο εις το Μαρτύριον του Αγίου Θαλαλαίου, το οποίον ήτο κτισμένον πλησίον της οδού, οι πτωχοί, οι οποίοι ετρέφοντο παρ’ αυτού εις το όρος της Οξείας, τον ηκολούθουν κλαίοντες και οδυρόμενοι και παρακαλούντες τον τροφέα των να επιστρέψη οπίσω. Τότε εκείνος είπε προς αυτούς· «Επιστρέψατε, τέκνα μου, εις το όρος· διότι αν και σωματικώς απεμακρύθην απ’ εκεί, αλλά νοερώς θα είμαι πάντοτε μαζί σας και θα σας θρέψη ο φιλάνθρωπος Κύριος, όπως εκείνος γνωρίζει». Εκείνοι δε, πιστεύσαντες εις τους λόγους του, επέστρεψαν πάλιν εις το όρος, εχορήγει δε πράγματι εις αυτούς ο φιλάνθρωπος Κύριος πάντα τα προς τροφήν αναγκαία, παρακινών δια του Οσίου πολλούς θεοφιλείς ανθρώπους δια την φροντίδα και την πρόνοιαν αυτών. Μετά ταύτα, πέμψας ο ευσεβής βασιλεύς Μαρκιανός πλοίον εις τας Ρουφινιανάς, εκάλεσε τον μακάριον και λέγει προς αυτόν, αφού τον εχαιρέτισε φιλοφρόνως και τον ησπάσθη· «Όλοι γνωρίζομεν ότι είσαι αληθής δούλος του Θεού, τίμιε Πάτερ· δια τούτο είναι ανάγκη και συ να συμφωνήσης και να συγκατατεθής εις όσα απεφάσισεν η εν Χαλκηδόνι Αγία Σύνοδος των θείων Πατέρων». Εκείνος τότε είπε προς αυτόν· «Και ποίος είμαι εγώ, βασιλεύς, ώστε να συγκαταλέγωμαι με Αγίους Πατέρας, εγώ ο οποίος έχω μάλλον ανάγκην από την διδασκαλίαν και την εξ άλλων ωφέλειαν; Πλην, εάν η εν Χαλκηδόνι Σύνοδος δεν επεχείρησε να πράξη τι, το οποίον να ανατρέπη το Σύμβολον των εν Νικαία συνελθόντων Πατέρων, αλλά ανεκήρυξε τελείαν την οικονομίαν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και εδογμάτισεν όπως η Άχραντος αυτού Μήτηρ ονομάζεται Θεοτόκος, καθήλε δε και τους δυσσεβείς Ευτυχή και Νεστόριον, τότε αποδέχομαι και συμφωνώ μετ’ αυτής, ευχαριστών τον Θεόν και την ευσέβειαν». Μόλις ήκουσεν αυτά ο βασιλεύς επλημμύρισεν από ανέκφραστον χαράν και ησπάσθη την τιμίαν κεφαλήν του Οσίου και με τιμητικήν συνοδείαν τον έστειλεν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, ειδοποιήσας τον Πατριάρχην να αναγνωσθούν και εις τον Όσιον όσα απεφάσισε και ενέκρινεν η Αγία Σύνοδος. Αφού λοιπόν ήκουσε ταύτα με προσοχήν ο μακάριος και όλα ως ευσεβή τα επήνεσε και τα απεδέχθη, επέστρεψε πάλιν εις τας Ρουφινιανάς, και από εκεί ανέβη όχι εις το προηγούμενον όρος, αλλ’ εις άλλο πολύ τραχύτερον και υψηλότερον, Σκόπα καλούμενον, εις το οποίον και διέμενεν, αφού οι αδελφοί του έκαμαν πάλιν κλωβόν από ξύλα και άφησαν μικράν θυρίδα δια να συνομιλή με εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν, όπως εγίνετο και πρωτύτερα. Εκείνο όμως το οποίον ολίγον έλειψε να λησμονήσω είναι ότι ο Όσιος ήτο τοσούτον αιδέσιμος εις όλους δια το μέγεθος της αρετής του, ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς και οι θείοι εκείνοι Πατέρες αμφέβαλλον περί των καλώς ορισθέντων και αποφασισθέντων υπ’ αυτών, μέχρις ότου ο Όσιος απεδέχθη αυτά ως σύμφωνα με την ευσέβειαν και έδωσε την συγκατάθεσιν αυτού ως σφραγίδα επ’ αυτών. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την συνέχειαν της διηγήσεώς μας, από την οποίαν απεμακρύνθημεν. Μίαν νύκτα, ενώ προσηύχετο ο μακάριος, πλήθη δαιμόνων ελθόντα προσεπάθουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να διακόψη την προσευχήν του. Επειδή δε ουδέν επετύγχανον, τον επλήγωσαν τόσον πολύ, ώστε έμεινε σχεδόν άφωνος. Διότι εφοβούντο οι μισόκαλοι τας προσευχάς του Οσίου ως βέλη εις τας χείρας δυνατού πολεμιστού. Αλλ’ ο μακάριος Αυξέντιος, σημειώσας εναντίον αυτών το σημείον του Τιμίου Σταυρού, τους έκαμε να εξαφανισθώσιν. Όπως λοιπόν είχε συνήθειαν ο Όσιος, εκείνους οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν πρωϊ – πρωϊ τους απέλυε μετά την τρίτην ώραν. Και εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο κατόπιν, μετά την έκτην. Διότι πολλοί ανέβαινον προς αυτόν και εκ των Ρουφινιανών και από άλλα μέρη προς ωφέλειαν ψυχής και σώματος, τους οποίους εδίδαξε να ψάλλουν και μερικάς ωδάς κατανυκτικάς, αι οποίαι μετά του ωφελίμου είχον πολύ το απλούν και απερίεργον. Μετά δε την εκτέλεσιν των ωδών ο μακάριος ήρχιζε την ψυχωφελή και σωτηριώδη διδασκαλίαν του, την οποίαν παρέτεινε σχεδόν μέχρι της εσπέρας, συμβουλεύων τους πάντας να οικονομούν καλώς τον βίον των και ποτέ να μη δεικνύουν ραθυμίαν εις την εκτέλεσιν καλών έργων, ούτε πάλιν, αφού πράξουν κάτι αγαθόν, να επιστρέφουν εις τον παλαιόν τρόπον ζωής, ούτε να επιστρέφουν όπως οι σκύλοι εις τον εμετόν των, αλλά μέχρι τέλους να επιμένουν εις την εργασίαν του αγαθού. «Διότι ο λογικός και ο φρόνιμος, έλεγε, δεν επιτρέπει μόνον εις τους σωματικούς οφθαλμούς να εξετάζουν τα ορώμενα, αλλά και με τους οφθαλμούς της ψυχής παρακολουθεί τα αόρατα. Και εις τα μεν αόρατα προσέχει πάντοτε, επειδή είναι σταθερά και μόνιμα, από δε τα ορατά, επειδή μεταβάλλονται και φεύγουν, απομακρύνεται, χωρίς να παθαίνη κανέν κακόν με το να είναι συνδεδεμένος με το φθαρτόν τούτο σώμα, όταν πολιτεύεται πάντοτε επαξίως προς τα αιώνια αγαθά». Ταύτα και ακόμη περισσότερα διδάσκοντος του Οσίου τους ερχομένους προς αυτόν, ήτο δυνατόν να ίδη κανείς άνδρας και γυναίκας να μεταβάλλουν τον τρόπον της ζωής των προς το καλύτερον και να απαρνούνται τελείως τας ηδονάς του σώματος. Μετά δε τους διδακτικούς τούτους λόγους, οι οποίοι απετέλουν τροφήν της ψυχής, απέστελλεν αυτούς εν ειρήνη εις τους οίκους των, μερικοί δε εξ αυτών παρέμενον εφεξής πλησίον του Μεγάλου Αυξεντίου, αρκούμενοι εις την τροφήν την οποίαν έδιδεν εις αυτούς. Διότι πολλοί εκ των πλουσίων έστελλον προς αυτόν εις το όρος τροφάς και παντός είδους δώρα και άλλα φιλεύματα. Εκείνος όμως μόνον έλαιον και κηρούς, εάν έφερε κανείς, εδέχετο, τα δε λοιπά τα εμοίραζεν εις τους πτωχούς, οι οποίοι συνεκεντρούντο πλησίον του. μερικούς δε οι οποίοι παρεκάλουν να κουρευθούν υπ’ αυτού και να λάβουν το μοναχικόν σχήμα δεν τους εδέχετο, αλλ’ αφού έδιδεν εις ένα έκαστον τρίχινον ή δερμάτινον στιχάριον, με τα οποία ήτο και εκείνος ενδεδυμένος, του έλεγεν· «Πήγαινε, αδελφέ, όπου σε οδηγήση ο Κύριος». Εις εξ αυτών, ονόματι Βασίλειος, αφού έλαβεν από τον Μέγαν Αυξέντιον ένα δερμάτινον επανωφόριον και το εφόρεσεν, αφού διέτρεξεν είκοσι μίλια δια να έλθη από τον οίκον του, κατώκησεν εις το ίδιον εκείνο όρος. Εναντίον λοιπόν αυτού επιτεθέντα τα πονηρά πνεύματα, τόσας πολλάς πληγάς του έδωσαν, ώστε τον άφησαν άφωνον. Μερικοί δε βοσκοί, οι οποίοι ήρχοντο καθ’ εκάστην προς αυτόν, ελθόντες και τότε εις την κέλλαν του Βασιλείου και σκύψαντες εις την θύραν, δεν ήκουσαν τον Βασίλειον να αποκριθή από μέσα. Ανοίξαντες λοιπόν την θύραν δια της βίας εισήλθον εντός και τον βλέπουν άφωνον, ολίγον αναπνέοντα και το σώμα του ολόκληρον ως μίαν πληγήν. Αμέσως λοιπόν, αφού τον ετοποθέτησαν εις μίαν άμαξαν, τον έφεραν προς τον Μέγαν Αυξέντιον, ο οποίος, ευθύς ως τον είδεν εις αυτήν την κατάστασιν, τον εφώναξεν εξ ονόματος· «Αδελφέ Βασίλειε»! Επειδή όμως εκείνος δεν απήντησεν, ωσάν να μη ήκουσεν, αν και ο Όσιος του εφώναξε δύο φοράς, τον εκάλεσε πάλιν με ισχυροτέραν φωνήν· «Αδελφέ Βασίλειε»! Αμέσως τότε εκείνος ανεσηκώθη και εκάθησεν, οπότε ο μακάριος του λέγει· «Σήκω, αδελφέ, διότι σου εδόθη άνωθεν εξουσία κατά των πονηρών πνευμάτων». Αφού λοιπόν εσηκώθη ο θαυμαστός Βασίλειος και ο Αυξέντιος τον εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, τον διέταξε να επιστρέψη εις το ασκητήριόν του, εις το οποίον επανελθών και γενναίως αγωνισθείς επί τρία έτη εγκατέλειψε τον πρόσκαιρον τούτον βίον. Ο θείος Αυξέντιος μαζί με τας ψυχωφελείς συμβουλάς του παρήγγελλε προς εκείνους, οι οποίοι ήρχοντο προς αυτόν, και τούτο: να μη τιμούν και σέβωνται εξ όλων των ημερών της εβδομάδος μόνον την Κυριακήν δια την Ανάστασιν του Κυρίου, αλλά και την Παρασκευήν, δια το ζωηφόρον Πάθος αυτού. Έκαστον δε Σάββατον ητοίμαζε και ετέλει μαζί με όλους τους παρευρισκομένους ολονύκτιον υμνωδίαν. Και κάποτε, κατά ένα Σάββατον, ανοίξας ο μακάριος την θύραν του κλωβού του, είπε προς τους παρόντας· «Αδελφοί και τέκνα, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Συμεών (περί του Στυλίτου), ο στύλος της Εκκλησίας, αυτήν την στιγμήν εξεδήμησε προς Κύριον και η θεία ψυχή του δεν απηξίωσε να δώση εις εμέ τον ανάξιον τον τελευταίον της ασπασμόν». Ακούσαντες τους λόγους τούτους του Οσίου οι παρευρισκόμενοι εσημείωσαν την ημέραν και μετ’ ολίγον έγινε γνωστή εις όλους η εκ του βίου τούτου εκδημία του θαυμαστού Συμεών, γενομένη κατ’ εκείνην την ημέραν που είπεν εις αυτούς ο μακάριος Αυξέντιος. Η Χάρις όμως των θαυμάτων και των ιάσεων ουδέποτε τον εγκατέλειψε. Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικά δι’ αυτόν, ο οποίος και προ της ασκήσεως, όταν ακόμη έζη εις την βασιλίδα των πόλεων, δηλαδή την Κωνσταντινούπολιν, ετέλεσεν αρκετά μεγάλα και παράδοξα θαύματα, τα οποία και μέχρι τέλους της ζωής του δεν έπαυε να τελή, αν και αποσιωπώμεν ταύτα δια να μη μακρηγορώμεν. Δι’ αυτό θα αναφέρωμεν ακόμη όσα μόνον έγιναν περί το τέλος της ζωής του μακαρίου Αυξεντίου, ίνα γνωρίσουν ταύτα οι φιλάρετοι, διότι πράγματι είναι μεγάλα και άξια να τα ενθυμούμεθα. Γυνή τις το όνομα Στεφανία, η οποία εχρημάτισεν ακόλουθος της ευσεβούς βασιλίσσης Πουλχερίας, αναβαίνουσα συχνάκις προς το όρος, ελάμβανε τας ευχάς του Οσίου. Αύτη, πληγωθείσα εις την ψυχήν από τον θείον έρωτα, παρεκάλει τον Όσιον να την ενδύση με τας χείρας του το μοναδικόν σχήμα. Επειδή δε ο Όσιος διαρκώς ανέβαλλε το ζήτημά της και έλεγεν ότι είναι δυνατόν να ζη αύτη εις τον κόσμον και δι’ αρίστης διαγωγής να ευαρεστήση εις τον Θεόν, εκείνη τον ηνώχλει περισσότερον, θέλουσα να πραγματοποιήση τον σκοπόν της. Συγκατατίθεται λοιπόν ο Όσιος και επέτρεψεν εις την γυναίκα να διαμείνη εις ένα επίπεδον τόπον ευρισκόμενον εις τους πρόποδας του όρους και εκεί να αφοσιωθή εις την μελέτην των θείων Γραφών. Μετά από αυτήν άλλη γυνή, Κοσμία κατά το όνομα αλλά και κατά τον βίον, έχουσα νόμιμον σύζυγον, έρχεται προς τον μέγαν Αυξέντιον και τον παρεκάλει να διαμείνη και αυτή μαζί με την Στεφανίαν. Έδωσε δε εις αυτάς ο μακάριος πράγματι ασκητικόν σχήμα, ετοιμάσας τριχίνους χιτώνας και μεγάλα ωμοφόρια, τα οποία εφόρεσαν, ώστε και από μόνον το σχήμα να τας σέβωνται οι βλέποντες αυτάς, διότι μέχρι τότε δεν είχεν εμφανισθή εις τα μέρη εκείνα σχήμα παρόμοιον. Έκτοτε λοιπόν και άλλαι γυναίκες προσήρχοντο, άλλαι μεν οδηγούμεναι προς τον Όσιον υπό ευγενών γονέων δια να διαφυλάξουν την παρθενίαν των, άλλαι δε φεύγουσαι από τους οίκους της αμαρτίας και απαρνούμεναι τον διάβολον και με θερμήν μετάνοιαν συντασσόμεναι με τον Χριστόν, ώστε εις ολίγον καιρόν να συναχθούν υπέρ τας εβδομήκοντα. Ηναγκάσθη λοιπόν εκ τούτου ο θείος Αυξέντιος να οικοδομήση Εκκλησίαν προς χάριν αυτών και να κτίση τα κατάλληλα κελλία δια την άσκησίν των. Εκάστη δε Κυριακήν και Παρασκευήν, αφού έστελλε και προσεκάλει τας Οσίας γυναίκας, τας συνεβούλευε και παρεκίνει να λησμονήσουν τελείως τα τερπνά του βίου, διότι τα εξ επαγγελίας του Θεού προωρισμένα δι’ ημάς αγαθά είναι πολύ τερπνότερα, και να μη γίνωνται δούλαι των σαρκικών ηδονών, λέγων προς αυτάς· «Αντί του φυσικού γάμου, με τον οποίον είναι συνδεδεμένη και η χηρεία, σεις επροτιμήσατε γάμον μυστικόν και μάλιστα απηλλαγμένον της χηρείας, αντί δε φθαρτού νυμφίου έχετε ενωθή με τον αθάνατον Νυμφίον Χριστόν, ο οποίος ξεπερνά εις το κάλλος, κατά τον θείον Δαβίδ, πάντας τους υιούς των ανθρώπων, όστις εις εκείνας, αι οποίαι θα μνηστευθούν με Αυτόν, εις όσας μεν ποθούν την αφθορίαν δίδει χαράν ανεκλάλητον, εις εκείνας δε αι οποίαι θα λιποτακτήσουν δίδει κόλασιν αιώνιον». Έλεγε πάλιν προς αυτάς ο Όσιος· «Προσέξατε λοιπόν μήπως κάποιος αρπάση την παρθενίαν σας και σας χωρίση από τον άφθαρτον Νυμφίον Χριστόν. Διότι το αμάρτημα τούτο είναι φοβερόν και βαρύτατον δι’ εκείνους που το διαπράττουν. Διότι δεν είναι εξ ίσου βαρύ έγκλημα το να σχίσης το ένδυμα ενός πτωχού και την πορφύραν ενός βασιλέως, ούτε πάλιν να ατιμάσης την εικόνα ενός βασιλέως και ενός κοινού ανθρώπου. Εικόνες δε του Θεού είναι αι παρθένοι, αι οποίαι έχουν εζωγραφισμένον Αυτόν εις τας καρδίας των. Δια τούτο η φθαρείσα παρθένος είναι πολύ περισσότερον αξιοκατάκριτος από εκείνους, οι οποίοι διαρκώς πορνεύονται, διότι το αμάρτημά των δεν είναι το ίδιον. Εάν δε απασχολή την σκέψιν σας ο νόμιμος γάμος και σας φαίνεται αξιοζήλευτος, ενθυμηθήτε τας συμφοράς, αι οποίαι τον ακολουθούν, και την εναντίον της Εύας απόφασιν του Θεού, πράγματα από τα οποία μόνον σεις είσθε ελεύθεραι, ως άγαμοι, και φροντίζετε μόνον δι’ ό,τι είναι αρεστόν εις τον Κύριον, κατά τον θείον Απόστολον. Προσέχετε λοιπόν τον εαυτόν σας εις το επάγγελμα, εις το οποίον εκλήθητε, ώστε να παρασταθήτε παρθένοι αγναί εις τον Χριστόν, ίνα δια της Χάριτος αυτού απολαύσετε και τα αιώνια αγαθά». Αυτά και τα παρόμοια με αυτά συνεβούλευεν ο θαυμαστός Αυξέντιος κατά τας δύο ημέρας της εβδομάδος, τας οποίας είπομεν, τας πνευματικάς θυγατέρας αυτού, τας οποίας εν Χριστώ δια του Ευαγγελίου εγέννησε, και ωδήγει αυτάς εις αύξησιν της πνευματικής ηλικίας, άλλοτε μεν ανερχομένας προς αυτόν εις το όρος, άλλοτε δε πάλιν κατερχόμενος ο ίδιος εις το ασκητήριόν των. Διότι ποτέ δεν τον είδε κανείς να καμφθή από οκνηρίαν ή ραθυμίαν, καίτι είχε φθάσει εις βαθύ γήρας, αλλά πάντοτε εφαίνετο ως νέος και δυνατός από την προθυμίαν του. Επειδή όμως και ο Όσιος ως άνθρωπος έμελλε κάποτε να αποθάνη, περιέπεσεν εις βραχείαν ασθένειαν, όλον δε τον χρόνον της ασθενείας του κατηνάλωσεν εις ευχαριστίας προς τον Θεόν και εις συμβουλάς προς τους άνδρας και τας γυναίκας, οι οποίοι απετέλουν το πνευματικόν ποίμνιόν του. Εγκαταλείψας κατόπιν τον επίκηρον τούτον βίον μετέβη προς την άφθαρτον και αιωνίαν ζωήν, επί της βασιλείας του ευσεβούς και φιλοχρίστου βασιλέως Λέοντος του μεγάλου κατά την ιδ΄ (14ην) Φεβρουαρίου. Το δε τίμιον του Αγίου σώμα, το πραγματικώς τίμιον, εγένετο αντικείμενον φιλονικίας μεταξύ πολλών. Διότι οι μεν ασκούμενοι εις το Μοναστήριον του Αγίου Υπατίου εις τας Ρουφινιανάς, εις το οποίον διέμεινεν επ’ ολίγον χρόνον, όταν προσεκλήθη υπό του βασιλέως και της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Συνόδου, ως είπομεν ανωτέρω, έσπευσαν να θεωρήσουν ιδικόν των τον θησαυρόν. Άλλοι δε ήθελον να κατατεθή το άγιον αυτού λείψανον εις τον Ναόν του Αγίου Ζαχαρίου, ο οποίος ευρίσκετο εις κάποιο κτήμα, ευρισκόμενον εκεί πλησίον, καλούμενον Θέατρον. Αλλ’ ο πόθος των γυναικών, τας οποίας ο μακάριος Αυξέντιος έπεισε να ασκούνται εις τους πρόποδας του όρους και τας οποίας εστόλισε με τα τρίχινα ράσα, εδείχθη κατά πολύ ισχυρότερος όλων. Αύται δηλαδή, συγκεντρωθείσαι εξ όλων των μερών, με θερμά δάκρυα παρεκάλουν τους δια την ταφήν του Οσίου συγκεντρωθέντας Μοναχούς και Κληρικούς να μη στερήσουν αυτάς του θείου εκείνου λειψάνου. Κατετέθη λοιπόν το ιερόν του Αγίου λείψανον εις τον εκεί ιδρυμένον υπό του ιδίου Ναόν, ο οποίος είχε καθιερωθή εις ευκτήριον οίκον προς χάριν των μακαρίων εκείνων Μοναχών, όπου κατατεθείς ο νεκρός του μακαρίου Αυξεντίου μέχρι σήμερον αναβλύζει πηγάς ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, θεραπεύων παντοειδείς νόσους, δαίμονας εκδιώκων και έτοιμος ιατρός παντός νοσήματος υπάρχων, αποδεικνύων εις άπαντας ότι ο Αυξέντιος ζη ακόμη εν Θεώ και δια της Χάριτος αυτού ενεργεί ιάματα, ο θερμός και γνήσιος θεράπων αυτού, ο οποίος είθε δια των παρακλήσεων αυτού να παράσχη εις τον ευσεβή βασιλέα παν αυτού θέλημα, τον άνω μακαρισμόν και δόξαν αιώνιον, συγχώρησιν των αμαρτημάτων και απαλλαγήν απ’ αυτών, ζωήν αγήρω και απόλαυσιν της θείας τρυφής, την οποίαν ητοίμασεν ο Δεσπότης των όλων δια τους Αγίους αυτού, οι οποίοι εστόλισαν τας ψυχάς των ως λαμπάδας, εχούσας όλας τας αρετάς ως ένδυμα γάμου αντάξιον του εν ουρανοίς γάμου. Εις τον οποίον είθε να προσκληθώμεν και πάντες ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15ην) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΟΝΗΣΙΜΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ονήσιμος ο Άγιος Απόστολος ήτο πρότερον δούλος του Αγίου Αποστόλου Φιλήμονος, όστις κατά τον Θεοδώρητον, κατήγετο από τας Κολοσσάς, προς τον οποίον γράφει χωριστήν επιστολήν ο μακάριος Παύλος. Κλέψας δε ο Ονήσιμος ούτος χρήματα από τον οίκον του Αποστόλου Φιλήμονος, ως τούτο δηλούται από την ρηθείσαν επιστολήν του Παύλου προς τον Φιλήμονα, έφυγε και επήγεν εις την Ρώμην, εκεί δε συναντήσας τον Απόστολον Παύλον, εις τα δεσμά ευρισκόμενον, κατηχήθη από αυτόν την εις Χριστόν πίστιν και βαπτισθείς έγινε και αυτός θαυμάσιος εις την αρετήν. Επειδή δε ο θείος Παύλος δεν έκρινε δίκαιον να λυπήται ο Φιλήμων δια την κλοπήν και την φυγήν του δούλου του τούτου Ονησίμου, απέστειλεν αυτόν εις τον αυθέντην του Φιλήμονα, ομού με την προς αυτόν συστατικήν και παρακλητικήν επιστολήν. Ο δε Φιλήμων, δεξάμενος τον Ονήσιμον ομού μετά της επιστολής, εχάρη και πάλιν απέστειλεν αυτόν οπίσω εις τον Παύλον, τον οποίον και υπηρέτει. Ας ίδωμεν όμως πως ακριβώς περιγράφονται τα κατά τον Άγιον Ονήσιμον εν τω πλατυτέρω αυτού Βίω τον οποίον παραθέτομεν ενταύθα το πρώτον εν μεταφράσει. Και το γένος των δούλων δοκιμάζει χαράν, όταν γνωρίση την ευσέβειαν και μάλιστα, όταν δια της ειλικρινούς πίστεως προς Χριστόν τον Θεόν, αφού συντρίψη τα κέντρα του διαβόλου, ελέγξη αυτόν ως αποστάτην και καταργήση τελείως την δύναμίν του. Διότι είναι δυνατόν με ελευθέριον τρόπον και με σωφροσύνην να υπερνικήση κανείς την θλίψιν, η οποία συνοδεύει τον εις την τάξιν των δούλων ευρισκόμενον άνθρωπον, ώστε να αναδειχθή ούτος νικητής του φίλου της αμαρτίας και μισοκάλου δαίμονος, όπως ακριβώς και ο Ονήσιμος, ο θείος Απόστολος του Χριστού, όστις υπήρξεν πρότερον δούλος του Φιλήμονος, ως είπομεν. Ούτος ήτο Ρωμαίος το γένος θεοφιλής εις τους τρόπους και φίλος ιδιαιτέρως αγαπητός της μεγάλης σάλπιγγος του Πνεύματος, του Παύλου του κορυφαίου των Αποστόλων. Αφού δε ησπάσθη την εις Χριστόν τον Θεόν ημών πίστιν, η οποία ελευθερώνει από την αμαρτίαν, και έγινε μαθητής του θείου Παύλου και εδιδάχθη παρ’ αυτού τα μυστήρια της ευσεβείας, ειργάζετο μαζί με εκείνον εις το έργον της αποστολής και εγένετο συνοδοιπόρος αυτού και εφυλακίσθη μαζί του, όταν εκήρυττεν εις όλην την οικουμένην το σωτήριον κήρυγμα του Ευαγγελίου. Δεν είναι όμως ανάγκη να γράφωμεν ημείς περί του μακαρίου τούτου Ονησίμου, όταν αι θείαι επιστολαί του ιδίου του Μεγάλου Παύλου είναι δυνατόν να πληροφορήσωσιν ημάς δι’ όλα τα αφορώντα εις αυτόν. Διότι εις μίαν των επιστολών του, την οποίαν έγραψε προς τον Φιλήμονα, ο οποίος υπήρξε κύριος του Ονησίμου, ως εξής γράφει περί αυτού· «Παρακαλώ σε περί του εμού τέκνου, ον εγέννησα εν τοις δεσμοίς μου, Ονήσιμον, τον ποτέ σοι άχρηστον, νυνί δε σοι και εμοί εύχρηστον, ον ανέπεμψα· συ δε αυτόν, τουτ’ έστι τα εμά σπλάγχνα, προσλαβού· ον εγώ εβουλόμην προς εμαυτόν κατέχειν, ίνα υπέρ σου διακονή μοι εν τοις δεσμοίς του Ευαγγελίου· χωρίς δε της σης γνώμης ουδέν ηθέλησα ποιήσαι, ίνα μη ως κατ’ ανάγκην το αγαθόν σου η, αλλά κατά εκούσιον· τάχα γαρ δια τούτο εχωρίσθη προς ώραν, ίνα αιώνιον αυτόν απέχης, ουκέτι ως δούλον, αλλ’ υπέρ δούλον, αδελφόν αγαπητόν, μάλιστα εμοί, πόσω δε μάλλον σοι και εν σαρκί και εν Κυρίω»! (10-16). Δηλαδή: «Σε παρακαλώ δια το παιδί μου, το οποίον εγέννησα όταν ήμουν εις την φυλακήν, τον Ονήσιμον, ο οποίος κάποτε ήτο ανωφελής δια σε, τώρα όμως είναι εύχρηστος και δια σε και δι’ εμέ, τον οποίον έστειλα οπίσω προς σε, συ δε αυτόν να τον δεχθής, διότι είναι ως να είμαι εγώ ο ίδιος. Τούτον επεθύμουν να κρατήσω πλησίον μου, ίνα χάριν σου με υπηρετή εις την φυλακήν μου, εις την οποίαν ευρίσκομαι χάριν του Ευαγγελίου, χωρίς όμως την ιδικήν σου γνώμην δεν ηθέλησα να κάμω τίποτε, δια να μη φανή ότι το υπέρ σου καλόν γίνεται κατ’ ανάγκην, αλλά με την ιδικήν σου συγκατάθεσιν. Διότι ίσως δια τούτο εχωρίσθη προσωρινώς από σε, ίνα έχης αυτόν πάντοτε, όχι πλέον ως δούλον, αλλά κάτι περισσότερον δια σε, ως αδελφόν κατά σάρκα και εν Κυρίω». Αρκούν αυτά δια να φανερώσουν την αρετήν, η οποία εστόλιζε τον Ονήσιμον. Διότι οι λόγοι αυτοί δεν είναι λόγοι κόλακος τινος ή μαρτυρίαι ψευδομάρτυρος, αλλά λόγοι του κήρυκος της αληθείας, ο οποίος ονομάζει αυτόν τέκνον και αδελφόν, και όστις δια μεν της ονομασίας του τέκνου φανερώνει το μέγεθος της αγάπης, την οποίαν είχε προς τον Ονήσιμον, δια δε της ονομασίας του αδελφού μαρτυρεί την ίσην προς την του Παύλου παρρησίαν, την οποίαν είχεν ο Ονήσιμος προς τον Θεόν. Αυτός λοιπόν, ο οποίος εκαθάρισε την ψυχήν του δια της ευσεβείας και της αγνείας, δια της νηστείας δε και της προσευχής και δια των λοιπών αρετών ήσκησε το σώμα του και το προητοίμασε γενναίως δια τους αγώνας κατά της ασεβείας, δεν ήτο δυνατόν να μη φορέση και μαρτυρικόν στέφανον και να μη προκινδυνεύση και μέχρι θανάτου υπέρ του ευαγγελικού κηρύγματος. Μετά δηλαδή την δια του Μαρτυρίου ανάλυσιν των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου προς τον διδάσκαλον και Δεσπότην αυτών Χριστόν, καταγγέλλεται εις κάποιον ονόματι Τέρτυλον, ο οποίος ήτο έπαρχος εις την Ρώμην, ο μακάριος ούτος Ονήσιμος, ότι πολλούς απέσπα από την λατρείαν των ειδώλων και τους ωδήγει εις την λατρείαν του εσταυρωμένου Χριστού, καθώς ο Πέτρος και ο Παύλος, οι οποίοι εθανατώθησαν προηγουμένως υπό του Νέρωνος. Ο έπαρχος, καταληφθείς από ασυγκράτητον θυμόν, διέταξε να συλληφθή ευθύς ο Ονήσιμος και να οδηγηθή αμέσως ενώπιόν του, όταν δε ωδηγήθη προς αυτόν, ο παράνομος εκείνος δικαστής, αφού τον εκοίταξε καλώς, ηρώτησε τον Άγιον να είπη το όνομά του, την κατάστασίν του και την θρησκείαν εις την οποίαν ανήκει και πιστεύει. Ο δε Άγιος απήντησεν ότι ονομάζεται μεν Ονήσιμος, ότι παλαιότερον ήτο δούλος ενός ανθρώπου ίσου με αυτόν, τώρα δε είναι δούλος και Απόστολος του αγαθού Δεσπότου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Και ο έπαρχος λέγει· «Και ποία υπήρξεν η δικαιολογία, που τόσον εύκολα ήλλαξες κύριον»; Ο δε Μάρτυς του Χριστού Ονήσιμος απεκρίθη· «Η επίγνωσις της αληθείας και το μίσος της ειδωλολατρίας, ω δικαστά». Λέγει εκείνος· «Και πόσα χρήματα έλαβες δια να μεταπηδήσης εις την νεοφανή αυτήν δεσποτείαν του Χριστού»; Ο Άγιος απήντησεν· «Ο ίδιος ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος και αληθινός Θεός με εξηγόρασε με το τίμιον αίμα του». Ο δε έπαρχος ηρώτησεν πάλιν· «Ποίαν διαγωγήν και πολιτείαν διδάσκουν εις τους ανθρώπους αι γραφαί των Χριστιανών»; Ο δε θείος Απόστολος του Χριστού είπε· «Πάσαν αρετήν διδάσκουν, ω δικαστά, αντίθετα προς τα ιδικά σας βιβλία των Ελλήνων· διότι σεις μεν θεωρείτε, κακώς και ανοήτως, ως θεούς, εκείνους οι οποίοι διέπραξαν τα άτιμα έργα της αισχύνης και αμαρτάνετε χωρίς φόβον, και χωρίς εντροπήν πράττοντες τα έργα των θεών σας, και εκτελούντες ό,τι υπάρχει κακόν και ολέθριον, νομίζοντες ότι με τον τρόπον αυτόν δεικνύετε τον σεβασμόν σας προς τους θεούς σας. Δι’ ημάς όμως τους Χριστιανούς η αγνεία και η παρθενία έχει γίνει ποθεινότατον πράγμα, η δε ακτημοσύνη και η περιφρόνησις των χρημάτων θεωρείται από ημάς θησαυρός και πλούτος αναφαίρετος. Και δια να είπω με μίαν λέξιν, ό,τι σεις νομίζετε φευκτόν και δύσκολον, δι’ ημάς τους Χριστιανούς είναι αρεστόν και χαρμόσυνον δια την θερμήν αγάπην, την οποίαν έχομεν προς τον Θεόν. Ούτε και σταματώμεν μόνον εις εκείνα που βλέπομεν, διότι η πραγματική πατρίς μας πιστεύομεν ότι υπάρχει εις τους ουρανούς. Δια τούτο προθύμως θυσιαζόμεθα προς χάριν του Χριστού και αποστρεφόμεθα την ματαίαν λατρείαν των ειδώλων, μη παραμένοντες μόνον εις τα ορατά, αλλά προσέχοντες αδιαλείπτως εις τα νοούμενα. Διότι τα μεν ορατά ρέουν όπως το ύδωρ και παρέρχονται όπως το όνειρον, εκείνα δε, τα νοούμενα, παραμένουν διαρκώς ως αιώνια και αθάνατα». Όταν ήκουσεν αυτά ο έπαρχος είπεν· «Άφησε αυτάς τας πολλάς φλυαρίας και ανοησίας και προσπάθησε να εξιλεώσης με θυσίας τους αθανάτους θεούς, διότι, αν δεν θελήσης, και χωρίς την θέλησίν σου θα σε αναγκάσουν εις τούτο φοβερά βασανιστήρια». Τότε απήντησεν ο Άγιος· «Μη σε μέλει δι’ αυτό, αλλ’ εκείνο που νομίζεις πράξον τάχιστα, δια να μάθης ότι τίποτε δεν είναι ικανόν να με χωρίση της αγάπης του Χριστού». Μόλις ήκουσε την απάντησιν αυτήν ο έπαρχος παρέδωσε τον Μάρτυρα εις τους φύλακας, διατάξας να υποβληθή εις πολυειδή βασανιστήρια, τα οποία να παρατείνουν όσον το δυνατόν περισσότερον τους πόνους του. Ο δε δίκαιος Ονήσιμος, ωσάν να έβλεπεν ήδη και να ενετρύφα εις την χαράν του Παραδείσου, όχι μόνον δεν ησθάνετο τους πόνους, από τα βασανιστήρια που εδοκίμαζε, αλλά τουναντίον τα εθεώρει ως αφορμήν μεγάλης χαράς. Επειδή δε τα βασανιστήρια του Μάρτυρος εις την φυλακήν παρετείνοντο επί δέκα οκτώ ημέρας, κατά το διάστημα αυτό πολλοί προσερχόμενοι προς αυτόν εδιδάσκοντο καλώς από τους λόγους του και τας συμβουλάς και παραινέσεις του να σέβωνται τον Θεόν, απαρνούμενοι μεν την θρησκείαν των ειδώλων, προσερχόμενοι δε ειλικρινώς εις την αμώμητον πίστιν του Χριστού. Θέλων λοιπόν ο έπαρχος να τους εμποδίση, με το πρόσχημα της φιλανθρωπίας εξορίζει τον Μάρτυρα από την Ρώμην, αποστείλας αυτόν μετά των άλλων ομοπίστων του εις Ποτιόλους, διατάξας συγχρόνως, ο ανόητος, αυτόν να παύση το θείον κήρυγμα. Ο δε θείος Ονήσιμος, φθάσας εις Ποτιόλους, εξηκολούθησε και εκεί το συνηθισμένον έργον του, διδάσκων με πολλήν παρρησίαν εις όλους το κήρυγμα της εις Χριστόν πίστεως. Όταν επληροφορήθη τούτο ο έπαρχος κατελήφθη από ασυγκράτητον θυμόν και διά των δορυφόρων του έφερε πάλιν τον Μάρτυρα ενώπιόν του, έχοντα τας χείρας του εις το τιμωρητικόν ξύλον και ταλαιπωρούμενον και με πολλάς άλλας κακώσεις. Όταν λοιπόν παρέστησεν τον Άγιον ενώπιόν του, λέγει προς αυτόν· «Τι έπαθες, ανόητε, και την ιδικήν μου φιλανθρωπίαν ανταποδίδεις δια τόσων πολλών κακών, ώστε δικαίως να είσαι άξιος ακόμη μεγαλυτέρων τιμωριών»; Ο μακάριος Ονήσιμος απεκρίθη τότε· «Εγώ επερίμενα, ω έπαρχε, ότι αργά ή γρήγορα θα επροτιμούσες το καλύτερον και φρονίμως θα εγκατέλειπες το χειρότερον, και ότι, αφού θα προσήρχεσο εις τον Χριστόν, θα εγίνεσο δούλος αυτού με ειλικρινή πίστιν και καθαράν πολιτείαν δι’ όλον τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής σου, ώστε να εξασφαλίσης δια τον εαυτόν σου την αιωνίαν ανάπαυσιν, εις εμέ δε θα επέτρεπες να προχωρώ ανεμποδίστως τον δρόμον του Ευαγγελίου, ώστε κανείς άνθρωπος να μη στερηθή της Χάριτος του Θεού. Αλλ’ όπως βλέπω, συ εξακολουθείς να μένης εις την προτέραν ανοησίαν σου και εφόρεσες ως ένδυμα την ασέβειαν, η οποία όπως το ύδωρ εισήλθεν εις την καρδίαν σου αι ως έλαιον διεπότισε τα οστά σου». Μόλις ήκουσεν αυτά ο έπαρχος διέταξε να τεντωθή ο Μάρτυς από τα τέσσαρα μέρη και να δέρεται με χονδράς ράβδους καθ’ όλον το σώμα. Δερομένου λοιπόν του Μάρτυρος ασπλάγχνως επί πολλάς ώρας αι μεν σάρκες του απεσπώντο ελεεινώς από το σώμα του και έπιπτον εις την γην μαζί με το ρέον αίμα του, τα δε οστά του συνετρίβοντο, αλλ’ ο τόνος της ψυχής του ουδόλως καταβάλλετο, και περισσότερον ενεδυναμώνετο με την ελπίδα των προσδοκωμένων αιωνίων αγαθών. Ο δε παράνομος δικαστής, αφού διέταξε τους δημίους να συντρίψουν ασπλάγχνως τα σκέλη του Μάρτυρος, εισήλθεν αμέσως εις το πραιτώριον, μη υποφέρων ο αλιτήριος την εξευτελιστικήν ήτταν, την οποίαν υπέστη. Αφού δε οι δήμιοι, σύμφωνα με την παράνομον διαταγήν του επάρχου, συνέτριψαν ασπλάγχνως με τας ράβδους τα σκέλη του Μάρτυρος, ο μακάριος Ονήσιμος παρέδωσε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, κατά την ιε΄ (15ην) του Φεβρουαρίου μηνός. Μία δε περιφανής γυνή, εξ εκείνων αι οποίαι είχον σχέσεις ακόμη και με τους βασιλείς, πολύ πλουσία κατά την περιουσίαν, πλουσιωτέρα δε κατά την εις τον Θεόν ευσέβειαν, κατασκευάσασα θήκην εκ λαμπροτάτου αργύρου, ετοποθέτησεν εις αυτήν λαμπρώς και φιλοτίμως το λείψανον του Μάρτυρος, εξασφαλίσασα τοιουτοτρόπως δι’ εαυτήν, μετά το τέλος της επί της γης ζωής της, την εις τας ουρανίους μονάς κατοικίαν και την απόλαυσιν των εκεί αγαθών· εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητος και Βασιλείας. Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16ην) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΦΛΑΒΙΑΝΟΥ Πατριάρχου Κωνστ

Δημοσίευση από silver »


Φλαβιανός ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Μικρού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη υη΄ - υν΄ (408-450). Πρεσβύτερον ων της εν Κωνσταντινουπόλει Αγίας Εκκλησίας, δια δε την ενάρετον αυτού πολιτείαν εχειροτονήθη εν έτει υμστ΄ (446) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με την θέλησιν του Θεού και με την ψήφον της Συνόδου, του βασιλέως και της Συγκλήτου· διανύσας δε εις τον θρόνον έτη τρία, κατά παραχώρησιν Θεού, εξώσθη του θρόνου του παρά του Μονοφυσίτου Διοσκόρου και των ομοφρόνων αυτού και επέμφθη εις εξορίαν, όπου υπομείνας πολλάς θλίψεις δια την Ορθόδοξον πίστιν και ασθενήσας, προς Κύριον εξεδήμησεν.

Ούτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Φλαβιανός Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ηξιώθη μαρτυρικού τέλους καθ’ ον χρόνον ηγωνίζετο υπέρ των αληθειών της Αγίας Ορθοδόξου πίστεως και κατά των Μονοφυσιτών, είναι δε λίαν ανεπαρκείς αι παρεχόμεναι ενταύθα πληροφορίαι υπό του Συναξαρίου, διο προσθέτομεν και τα εξής: Ο μακάριος Φλαβιανός ανήλθεν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει 446 βασιλεύοντος Θεοδοσίου του Β΄ διαδεχθείς τον ιερόν Πρόκλον, μαθητήν χρηματίσαντα του θείου Χρυσοστόμου. Κατά την εποχήν εκείνην ετάραττε την Εκκλησίαν του Χριστού η αίρεσις του Μονοφυσιτισμού, την οποίαν εκήρυττεν ο ιδρυτής της αιρέσεως ταύτης Αρχιμανδρίτης Ευτυχής. Ούτος ηγουμένευε Μονής τινος της Κωνσταντινουπόλεως, ήσκει δε μεγάλην επιρροήν επί του πανισχύρου πρωθυπουργού Χρυσαφίου, υπεστηρίζετο επίσης υπό του ομόφρονός του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Διοσκόρου (444 – 451). Κινήσαντες δε ούτοι πάντα λίθον, έπεισαν τον ηλαττωμένης αντιλήψεως βασιλέα Θεοδόσιον τον Β΄ να συγκαλέση την εν Εφέσω συγκροτηθείσαν εν έτει 449 Σύνοδον, την αποκληθείσαν Ληστρικήν, επί τω σκοπώ επικρατήσεως του Μονοφυσιτισμού. Πρόεδρος της Συνόδου ταύτης ωρίσθη υπό του αυτοκράτορος ο Διόσκορος. Ο μακάριος Φλαβιανός προσήλθεν εν τη Συνόδω ταύτη, ίνα προασπίση την Ορθοδοξίαν, απηγορεύθη όμως εις αυτόν και τους μετ’ αυτού το δικαίωμα ψήφου, ενώ παρεχωρήθη τοιούτον εις τον αρχηγόν των Σύρων Μονοφυσιτών Μοναχών Αρχιμανδρίτην Βαρσουμάν. Ούτος κατήγετο εκ Σαμοσάτων, συγκροτήσας δε τάγμα εκ χιλίων παραφόρων Μονοφυσιτών Μοναχών, ωπλισμένων με ράβδους, σκαπάνας και πτυάρια, ελεηλάτει τας παρά τον Ευφράτην Εκκλησίας των Νεστοριανών, έκαιε τα Μοναστήρια αυτών, εδίωκεν ή εφόνευε τους Νεστοριανούς Επισκόπους και πλείστα άλλα έκτροπα εποίει. Ελθών ούτος εις την Σύνοδον της Εφέσου έφερε μεθ’ εαυτού και το τάγμα τούτο δια να το χρησιμοποιήση καταλλήλως. Ουχί δε μόνον το τάγμα τούτο προσήλθεν εις την Έφεσον, αλλά και πολυπληθείς άλλαι ομάδες εκφρόνων αιρετικών εκ διαφόρων τόπων διαφοροτρόπως ωπλισμένων και αποφασισμένων δια πάσαν κακίαν. Όλοι αυτοί ήσκησαν τρομοκρατίαν κατά παντός μη Μομοφυσίτου εις την Σύνοδον της Εφέσου, ηξίωσαν δε και την καταδίκην του Αγίου Φλαβιανού. Επειδή όμως η αξίωσις αύτη προεκάλει αντιρρήσεις εν τη Συνόδω η τρομοκρατία ενετάθη. Βλέπων ο Άγιος την κατ’ αυτού μανίαν των φανατικών και εκφρόνων αιρετικών και ότι ούτοι ήσαν έτοιμοι να ορμήσουν εναντίον του, έσπευσε να κρυβή ως εις άσυλον υπό την Αγίαν Τράπεζαν του Ναού της Θεοτόκου, εις τον οποίον εγίνετο η ψευδοσύνοδος, δεν τον αφήκαν όμως, αλλ’ ωθούντες, λακτίζοντες και τύπτοντες αυτόν τον εξέβαλον του Ναού, τον καθήρεσαν και απεφάσισαν την εξορίαν του. Δεν ηρκέσθησαν όμως εις ταύτα μόνον οι Μοναχοί του Βαρσουμά, αλλ’ εξηκολούθησαν κακοποιούντες τον Άγιον τόσον ώστε μετά τρεις ημέρας παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν μέσω των βασάνων. Παρόμοια υπέστησαν και οι λοιποί Ορθόδοξοι Αρχιερείς. Δια τας όντως ληστρικάς ταύτας κακοπραγίας η Σύνοδος αύτη απεκλήθη ληστρική. Ο Ρώμης Λέων, ο κατά την ιη΄ (18ην) του παρόντος μηνός Φεβρουαρίου εορταζόμενος, πληροφορηθείς τα γενόμενα απέρριψε την Σύνοδον ταύτην αποκαλέσας αυτήν latrocinium Ephesinum (Ληστρικόν Εφέσιον). Κατά το επόμενον έτος ο βασιλεύς Θεοδόσιος Β΄ κρημνισθείς εκ του ίππου του απέθανεν, οι δε διαδεχθέντες αυτόν Ορθοδοξότατοι βασιλείς Μαρκιανός και Πουλχερία, η αδελφή του Θεοδοσίου, συνεκάλεσαν την εν Χαλκιδόνι συνελθούσαν Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, αποκατέστησαν την Ορθοδοξίαν και κατεδίκασαν τον Μονοφυσιτισμόν και μάλιστα τους αρχηγούς τούτου Ευτυχή, Διόσκορον, Βαρσουμάν κλπ. Τότε ανεκομίσθη εκ της ξένης και το ιερόν του Αγίου Φλαβιανού λείψανον και κατετέθη εν τω Ναώ των Αγίων Αποστόλων συνεργεία του διαδεχθέντος τον Άγιον Φλαβιανόν Πατριάρχου Αγίου Ανατολίου (449-458), ως γράφεται εις το εκείνου Συναξάριον κατά την γ΄ (3ην) Ιουλίου. Η Ορθοδοξία και πάλιν ενίκησεν, οι δε Μονοφυσίται εις τόσον σκοτασμόν εβυθίσθησαν, ώστε τον εγκληματίαν Βαρσουμάν ανεκήρυξαν και τιμώσιν ως Άγιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17ην) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΟΥ του Τήρωνος.

Δημοσίευση από silver »

Θεόδωρος ο ένδοξος Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους των βασιλέων της Ρώμης Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284-305), Μαξιμιανού Γαλερίου του εν τη ανατολή βασιλεύσαντος (τε΄ - τια΄ 305-311) και Μαξιμίνου του ανεψιού και διαδόχου του Γαλερίου, κατήγετο δε εκ της Αμασείας πόλεως της Καππαδοκίας, από το χωρίον Χουμιαλά. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έστειλαν οι βασιλείς διαταγάς, ότι όποιος εκ των Χριστιανών αρνηθή το Χριστόν και πιστεύση εις τα είδωλα θα έχη μεγάλας τιμάς από τους βασιλείς· όστις δε αρνήται να θυσιάση εις τα είδωλα και μένει εις την πίστιν του, να θανατώνεται με τιμωρίας και βασάνους. Χριστιανοί δε τινες μετέβαινον φανερά και ωμολόγουν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, διο και απέθνησκον με πολλάς τιμωρίας. Άλλοι πάλιν ηρνούντο φεύ εκ του φόβου των βασάνων τον Χριστόν και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Όσοι δε ούτε να αρνηθούν τον Χριστόν ήθελον, ούτε να μαρτυρήσουν ηδύναντο έφευγον εις τα όρη και εκρύπτοντο εις τα σπήλαια. Πολλοί δε πάλιν φοβούμενοι μήπως ανακαλυφθούν προσεποιούντο εις το φανερόν ότι είναι ειδωλολάτραι, εν τω κρυπτώ δε ελάτρευον τον Χριστόν. Εξ αυτών λοιπόν ήτο και ο Μεγαλομάρτυς Θεόδωρος ο Τήρων. Ούτος ήτο Χριστιανός κεκρυμμένος, εφοβείτο δε να παρουσιασθή, όχι δια τα μαρτύρια, αλλά διότι ενόμιζεν, ότι δεν ήτο ακόμη εκ Θεού δια να μαρτυρήση· δια τούτο ηθέλησε να δοκιμάση αν ήτο θέλημα Θεού. Και η δοκιμή ήτο η εξής: Ο Άγιος επειδή ήτο γνωστικός και ανδρείος ήτο εις το τάγμα των Τηρώνων (νεοσυλλέκτων). Μέλλοντες δε να υπάγωσιν εις την Ανατολήν δια φύλαξιν, διωρίσθη ο Άγιος εις την λεγεώνα δηλαδή εις τάγμα εκλεκτόν. Ανεχώρησαν λοιπόν με τον αρχηγόν των Βρίγκαν δια την Ανατολήν και μετέβησαν εις την πόλιν των Ευχαϊτων. Πλησίον δε της πόλεως ταύτης, περί τα τεσσαράκοντα μίλια, ήτο δάσος μέγα εις το οποίον κατώκει μέγας και φοβερός όφις, όθεν ουδείς ετόλμα να διαβή δια της οδού εκείνης. Πολλοί δε άνθρωποι φοβούμενοι το θηρίον άφησαν τα κτήματά των, τα οποία είχον εκεί πλησίον. Θέλων λοιπόν ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος να δοκιμάση και να ίδη, εάν είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήση, μετέβη εις το δάσος έφιππος και εκοπίασε πολύ δια να εύρη το θηρίον, επειδή όμως επεριπάτησε πολύ και δεν το εύρεν, εκουράσθη και ηθέλησε να αναπαυθή, όθεν παρεμέρισεν ολίγον από το δάσος και εκοιμήθη. Γυνή δε τις πλουσία, ονόματι Ευσεβία, διέβαινεν εκ του τόπου εκείνου και ιδούσα αυτόν κοιμώμενον, επειδή ήτο φιλάνθρωπος, τον εξύπνησε λέγουσα· «Ω νεανία, εάν θέλης την ζωήν σου, φύγε εκ του τόπου τούτου, διότι εδώ κατοικεί θηρίον μέγα και φοβερόν και ουδείς τολμά να διαβή από τον τόπον τούτον· πως συ ετόλμησες και ήλθες εδώ»; Ο δε Άγιος ηρώτησε την γυναίκα λέγων· «Ποία είσαι συ»; Απεκρίθη η γυνή· «Εγώ είμαι Χριστιανή και έχω κτήμα από τους γονείς μου εδώ, εκ του φόβου δε του θηρίου θα το αφήσω, διότι πολλούς ανθρώπους είδον ενώπιόν μου, όπου τους εφόνευσεν ο δράκων. Δια τούτο, σε παρακαλώ, να μη μείνης εις αυτόν τον τόπον και γίνης τροφή του θηρίου». Ενθαρρύνων τότε ο Άγιος την γυναίκα εκείνην λέγει προς αυτήν· «Γύναι, μη φοβού, μηδέ δάκρυζε· σήμερον θέλεις ελευθερωθή απ’ το θηρίον αυτό· ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός θέλει καταργήσει την δύναμίν του και θέλει σας λυτρώσει από τον πειρασμόν του· επειδή δε είχες την καλωσύνην να με ξυπνήσης, εύχομαι να σου δώση πάλιν ο Θεός τον τόπον, τον οποίον είχες κληρονομίαν». Αυτά είπεν ο Άγιος και ποιήσας το σημείον του Σταυρού ανέβη εις τον ίππον του και ώρμησεν εντός του δάσους, τότε ήκουσε τον θόρυβον τον οποίον έκαμνε το θηρίον. Όθεν έδραμεν ευθύς προς το σημείον από το οποίον ήρχετο ο θόρυβος και είδεν, ότι εξήρχετο ο δράκων εκ της κρύπτης του, πολύ φοβερός και πυρ εξήρχετο εκ των οφθαλμών του, έκαμνε δε και συριγμόν δυνατόν. Ευθύς τότε ο Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, έδραμεν εναντίον του δράκοντος και με το κοντάριόν του τον εκτύπησεν εις την κεφαλήν. Το δε θηρίον εκ του πόνου εσύριξε δυνατά και περιέστρεψε την ουράν του· αφού δε έκαμε και άλλα φοβερά τινα σχήματα εψόφησε. Τότε ο Άγιος εξήλθεν από το δάσος χαίρων και γνωρίζων, ότι ήτο θέλημα Θεού να μαρτυρήση, διότι ηννόησεν, ότι όπως ενίκησε τον αισθητόν δράκοντα θα νικήση και την δύναμιν του νοητού θηρίου, του διαβόλου. Αφού λοιπόν ηλευθέρωσε τον τόπον εκείνον ο Άγιος μετέβη πάλιν προς τους λοιπούς στρατιώτας του τάγματός του. Διάγων λοιπόν ο Άγιος μετά του τάγματός του ήλθεν ο καιρός κατά τον οποίον οι στρατιώται και ο αρχηγός των Βρίγκας ήθελον να θυσιάσουν εις τα είδωλα· και οι μεν άλλοι στρατιώται μετέβαινον και εθυσίαζον, ο δε μακάριος Θεόδωρος έμενεν εις την σκηνήν του. Τότε εγνωρίσθη, ότι είναι Χριστιανός. Ο δε Βρίγκας συναθροίσας όλον τον στρατόν λέγει προς τον Άγιον· «Θεόδωρε, διατί δεν θυσιάζεις όπως όλοι μας; Ή μήπως είσαι Χριστιανός»; Απεκρίθη τότε ο Άγιος με πολλήν παρρησίαν, λέγων· «Εγώ είμαι Χριστιανός εξ αρχής και εις τον Χριστόν μου πιστεύω και εις αυτόν θέλω να θυσιάζω». Λέγει ο Βρίγκας· «Θεόδωρε, έχε την πρώτην σου τιμήν και έλα να θυσιάσης εις τα είδωλα, μη θέλεις δε σήμερον να ατιμασθής από όλο σου το γένος και από όλους τους συντρόφους σου και πάθης κακόν, αλλά θυσίασε, όπως όλοι ο άλλοι στρατιώται, και μη γίνεσαι παραβάτης των βασιλικών διαταγμάτων· διότι, εάν το μάθη ο βασιλεύς, θα πάθης μεγάλην ζημίαν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ φανερά σου το είπον, ότι είμαι Χριστιανός και δεν το αρνούμαι, αλλά πάλιν σου το λέγω, ότι Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν μου προσκυνώ και αυτού είμαι στρατιώτης και εις αυτόν θυσιάζω». Ο δε Βρίγκας είπε· «Και οι στρατιώται όλοι Χριστιανοί είναι και όμως θυσιάζουν εις τους θεούς και μένουν στρατιώται». Αυτόν δε τον λόγον είπεν ο Βρίγκας, όχι διότι ήσαν πράγματι Χριστιανοί οι στρατιώται, αλλά δια να τους δοκιμάση και να ίδη εάν είναι και άλλος Χριστιανός εκ των στρατιωτών. Όταν ήκουσε τον λόγον τούτον ο Άγιος είπε προς τον Βρίγκαν· «Έκαστος γνωρίζει τίνος είναι στρατιώτης· εγώ γνωρίζω και ομολογώ ότι είμαι στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, του Κυρίου μου Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού, εκείνον έχω βασιλέα και εις εκείνον στρατεύομαι». Τότε δέκαρχός τις, ονόματι Ποσειδώνιος, θέλων να περιπαίξη τον Άγιον, είπε προς αυτόν ειρωνευόμενος· «Θεόδωρε, έχει ο Θεός σου υιόν»; Ο δε Άγιος απεκρίθη με πολλήν παρρησίαν· «Ναι, ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει. «Τω Λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλμ. λβ: 6). Λέγει ο Βρίγκας· «Δυνάμεθα, Θεόδωρε, να ίδωμεν τον Υιόν του Θεού σου, όπου λέγεις»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν αφήσης την πλάνην σου και γίνης Χριστιανός, τότε θα εννοήσης ποίος είναι ο Υιός του Θεού, τον οποίον κηρύττω». Λέγει ο Ποσειδώνιος περιπαικτικώς· «Και εάν ηθέλαμεν εννοήσει τον Υιόν του Θεού σου, τι καλόν ηθέλαμεν απολαύσει ή τι κακόν θέλομεν πάθει, εάν δεν τον γνωρίσωμεν»; Λέγει ο Άγιος· «Πολύ είναι, Ποσειδώνιε, να αφήσης την πλάνην και να έλθης εις την αλήθειαν, να αφήσης το σκότος και να έλθης προς το φως· να αφήσης το στράτευμα του φθαρτού βασιλέως και να γίνης στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, όπως και εγώ». Τότε στραφείς ο Βρίγκας είπε προς τον Ποσειδώνιον· «Ας του δώσωμεν καιρόν μιας ημέρας να συλλογισθή το καλλίτερον». Τότε τον μεν Άγιον άφησαν, ήρχισαν δε να εξετάζωσιν άλλους Χριστιανούς. Ο δε ευλογημένος Θεόδωρος ήρχετο πλησίον εκείνων των Χριστιανών και τους εδίδασκε να μην αρνηθώσι τον Χριστόν· έλεγε δε προς αυτούς· «Αδελφοί μου Χριστιανοί και συστρατιώται του επουρανίου Βασιλέως Χριστού, μη φοβείσθε τας τιμωρίας και τα βάσανα ταύτα τα πρόσκαιρα, διότι μόνον εις την θεωρίαν έχουσι τον φόβον, όταν δε αποτολμήσετε και λάβετε εν ή δύο μαρτύρια, τότε τα επίλοιπα θέλει σας φαίνονται χαρά και αγαλλίασις. Προσέξατε, αδελφοί μου, μη αρνηθήτε τον Χριστόν, όστις είναι έτοιμος να σας αξιώση της Βασιλείας του. Αν θυσιάσητε εις τα είδωλα, τι κέρδος θα αποκτήσετε; Αναπόφευκτον είναι μίαν ημέραν να αποθάνητε, εάν δε αποθάνητε ειδωλολάτραι αλλοίμονον εις σας. Ίστασθε λοιπόν, αδελφοί μου, δυνατοί». Αυτά και άλλα λέγων ο Άγιος ενεδυνάμωνε τους Χριστιανούς. Και οι μεν τύραννοι τους άλλους Χριστιανούς εφυλάκισαν, ο δε Άγιος μετέβη δια νυκτός και έβαλε πυρ εις ελληνικόν τινα βωμόν ονομαζόμενον της θεάς Ρέας, δια να δείξη ότι όχι μόνον δια λόγων είναι Χριστιανός, αλλά και δι’ έργων, να δείξη δε και εις τους Έλληνας, ότι προσκυνούσι κωφά και αναίσθητα ξύλα. Μεγάλη λοιπόν σύγχυσις έγινεν εις τα Ευχάϊτα την ημέραν εκείνην δια τον βωμόν, όστις κατεκάη. Υπηρέτης δε τις του βωμού ονόματι Κρονίδης είχεν ίδει τον Άγιον, όταν έβαλε πυρ εις τον βωμόν και φοβούμενος μήπως θεωρηθή υπεύθυνος, επήρε τον Άγιον και τον επήγεν εις τον αρχηγόν του τόπου, ονόματι Πούπλιον και εστάθη έμπροσθέν του, λέγων· «Αυθέντα Πούπλιε, ο ασεβέστατος ούτος στρατιώτης του βασιλέως, όπως εις τον αρχηγόν του στρατού τον Βρίγκαν ωμολόγησεν, είναι Χριστιανός· αυτός κατέκαυσε και τον βωμόν της θεάς Ρέας και αντιτίθεται προς τα βασιλικά προστάγματα· δια τούτο έφερα αυτόν εις την εξουσίαν σου και συ, ως φρόνιμος δούλος των θεών, κάμε εις αυτόν, όπως ορίζουν οι νόμοι και οι βασιλείς». Τότε, όταν ήκουσε ταύτα ο Πούπλιος, εκάλεσεν ευθύς τον στρατηγόν Βρίγκαν και λέγει προς αυτόν· «Συ άφησες τον ασεβέστατον αυτόν να κατακαύση τον βωμόν της θεάς Ρέας»; Ο Βρίγκας απεκρίθη· «Εγώ του έδωσα άδειαν να συλλογισθή καλλίτερον, όχι να κατακαύση τον βωμόν· πολλάκις του είπον να θυσιάση και δεν με ήκουσεν, αλλά με περιέπαιζε λέγων, ότι είναι στρατιώτης του Ναζωραίου Ιησού και αρνείται την στρατιάν των ισχυρών βασιλέων. Αρχηγός λοιπόν είσαι και, όπως νομίζεις καλόν, τιμώρησε αυτόν μήπως και μεταβάλης την μιαράν του γνώμην». Τότε ο Πούπλιος λέγει προς τον Άγιον με πολύν θυμόν· «Ασεβέστατε στρατιώτα, αυτή είναι η τιμή την οποίαν δίδεις εις τους μεγάλους θεούς; Αντί να θυσιάσης εις τον βωμόν της μεγάλης θεάς Ρέας, συ επήγες και τον κατέκαυσες; Και με ποίαν τόλμην μετέβης, μιαρώτατε, και έκαμες τοιαύτην παρανομίαν; Δεν εδειλίασες τα βασιλικά προστάγματα»; Ο δε Άγιος απεκρίθη με πολλήν παρρησίαν· «Ηγεμών Πούπλιε, ομολογώ ότι εγώ είμαι εκείνος όστις κατέκαυσα τον βωμόν της Ρέας, διότι ηθέλησα να δοκιμάσω και να ίδω, εάν είναι θεά αληθινή· αλλ’ είδα ότι είναι ξύλον κωφόν και αναίσθητον· και τοιαύτην τιμήν πρέπει να έχωσι τα είδωλα, επειδή οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουσι, ώτα έχουσι και δεν ακούουσι, στόμα έχουσι και δεν ομιλούσι, πόδας έχουσι και δεν περπατούσι. Τι θεοί λοιπόν είναι αυτά τα άλαλα ξύλα»; Τότε ο ηγεμών, μη δυνάμενος να αντισταθή εις τους λόγους αυτούς, διέταξε να δείρουν δυνατά τον Άγιον, όταν δε ετελείωσαν το πρόσταγμά του λέγει προς αυτόν ο Πούπλιος· «Δια να σου φανώ γλυκόλογος, δια τούτο υπερηφανεύεσαι τόσον· αλλά εάν σε δοκιμάσω με βάσανα και με πολλάς τιμωρίας, τότε, και μη θέλων, θα υποταχθής εις τα βασιλικά προστάγματα». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Καθώς δεν δέχεσαι συ τους ιδικούς μου λόγους, έτσι και οι ιδικοί σου φοβερισμοί δεν με φοβίζουν· αι ιδικαί σου απειλαί μόνον τα μικρά παιδία φοβίζουν, αλλ’ εγώ έχω την δύναμιν του Χριστού μου, ήτις μοι είναι χαρά και αγαλλίασις. Ούτε λαμβάνω κατά νουν τας τιμωρίας με τας οποίας με απειλείς, διότι η δύναμις του Χριστού μου θα τας ελαφρώση». Λέγει προς αυτόν ο ηγεμών· «Θεόδωρε, θυσίασε εις τους θεούς να ελευθερωθής από τας τιμωρίας». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ό,τι θέλεις κάμε εις εμέ· εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι». Όταν ήκουσε ταύτα ο ηγεμών, έτριξε τους οδόντας του ως λέων και μετά θυμού πολλού είπε προς τους υπηρέτας του· «Λάβετε τον μιαρόν τούτον, ο οποίος μας θεωρεί ως ουδέν και θέσατε αυτόν εις την φυλακήν, κλείσατε δε καλώς τας θύρας και σφραγίσατε αυτάς με την σφραγίδα μου· μη του δώσητε δε άρτον, ούτε ύδωρ, ούτε άλλο τίποτε έως ότου αποθάνη κακήν κακώς»! Έλαβον λοιπόν αμέσως οι στρατιώται τον Άγιον και μεταφέραντες αυτόν εις την φυλακήν τον έθεσαν εις τα δεσμά. Αλλ’ επειδή ταύτα πάντα υπέμεινεν ο Άγιος δια την αγάπην του Χριστού, δια τούτο ούτε και ο Χριστός τον εγκατέλειψεν, αλλά κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα εφάνη ο ίδιος προς αυτόν και του λέγει· «Χαίρε Θεόδωρε, στρατιώτα μου, μη λυπείσαι ουδόλως, ούτε να θλίβεσαι δια τον δαρμόν τον οποίον έλαβες δια την αγάπην μου· εγώ, καθώς πάντοτε, είμαι μετά σου· εις ολίγας δε ημέρας θέλεις έλθει εις την Βασιλείαν μου, μη λάβης δε τροφήν από τας χείρας αυτών! Η Χάρις μου θα σε τρέφη. Χαίρε λοιπόν και ευφραίνου». Και ο μεν Κύριος, ούτως ειπών, ανελήφθη. Ο δε Άγιος υπέμεινεν εις την φυλακήν, χαίρων και ψάλλων· έψαλλον δε μετ’ αυτού και Άγγελοι Θεού τόσον, ώστε οι φύλακες ενόμιζον, ότι είναι εις την φυλακήν Χριστιανοί και ψάλλουν μαζί με τον Άγιον! Μετέβησαν λοιπόν και παρατηρήσαντες είδον, ότι η φυλακή ήτο κλειστή, η δε σφραγίς του ηγεμόνος ήτο ακριβής και αβλαβής. Απεσύρθησαν τότε αλλά και πάλιν ήκουον φωνήν ανδρών πολλών, όθεν παρατηρήσαντες από θυρίδα τινά είδον ότι ήτο πλήθος ανδρών λευκοφόρων, οίτινες έψαλλον μετά του Αγίου! Ευθύς τότε μετέβησαν και είπον εις τον ηγεμόνα Πούπλιον, ότι μέσα εις την φυλακήν είναι πολλοί Χριστιανοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουσι πόθεν εισήλθον! Όταν ήκουσε τούτο ο ηγεμών εφοβήθη και ευθύς ηγέρθη και μετέβη εις την φυλακήν μεθ’ όλων των στρατιωτών. Και τους μεν στρατιώτας έθεσε γύρω να προσέχουν την φυλακήν, εάν είναι Χριστιανοί να τους συλλάβωσιν, αυτός δε εισήλθεν εντός της φυλακής και φωνήν μεν ήκουεν πολλών, ως ανωτέρω είπομεν, ουδένα όμως είδεν εντός αυτής ειμή μόνον τον Άγιον δεδεμένον και ησφαλισμένον εις το ξύλον. Όταν δε τον είδεν, φοβηθείς έκλεισε και πάλιν την φυλακήν και διέταξε τους φύλακας να του δίδουν εκάστην ημέραν από μίαν ουγγίαν (24 γραμμάρια) άρτου και ολίγον ύδωρ. Όταν δε οι φύλακες έφεραν την τροφήν εις τον Άγιον, ούτος δεν την εδέχθη, αλλά τους είπε· «Εγώ έχω τροφήν ουράνιον, ήτοι τον Χριστόν μου και την δύναμίν του, την δε ιδικήν σας μιαράν τροφήν δεν την θέλω. Λέγω δε και εγώ καθώς λέγει και ο Προφητάναξ Δαυϊδ· «Έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου» (Ψαλμ. ρμ: 5). Το πρωϊ διέταξεν ο ηγεμών και εξέβαλον τον Άγιον από την φυλακήν, όταν δε τον έφερον έμπροσθέν του είπε προς αυτόν· «Άκουσόν με, φίλε μου Θεόδωρε, και έλα θυσίασε εις τα είδωλα, πριν σε τιμωρήσω· και, μα την δύναμιν των θεών, να γράψω εις τους βασιλείς να σε χειροτονήσουν αρχιερέα των θεών να σε έχωμεν όλοι μας δια πρώτον, να γίνης και ισότιμος με ημάς και τιμήν μεγάλην να απολαύσης από τους βασιλείς». Ο δε Άγιος, όταν ήκουσε, πρώτον εγέλασε δια την αρχιερωσύνην, την οποίαν του επρότεινεν ο ηγεμών, έπειτα απεκρίθη και είπεν· «Ηγεμών Πούπλιε, μη νομίζεις, ότι με τοιαύτας κολακείας και ψευδολογίας θα νικήσης την γνώμην μου· πληροφορήσου καλώς, ότι καν πυρ με καύση, καν θάλασσα και ποταμοί με πνίξουν, καν ξίφος με κατακόψη, καν θηρία με φάγωσι, καν το σώμα μου όλον το κατακόψης εις μυριάδας τεμάχια, εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι έως ότου αναπνέω και έως ότου ζω και δια την αγάπην του Χριστού μου θέλω να βασανίζωμαι και να τιμωρούμαι πάντοτε». Ταύτα όταν ήκουσεν ο ηγεμών εθαύμασε πολύ δια την τόλμην του Αγίου· έλαβε λοιπόν κατά μόνας τον αρχηγόν Βρίγκαν και τον ηρώτησε τι να κάμη· ο δε Βρίγκας του είπε· «Αρχηγός είσαι εις τον τόπον αυτόν και κάμε ό,τι νομίζεις καλόν». Τότε διέταξεν ο Πούπλιος να τιμωρήσωσι τον Άγιον, κρεμώντες αυτόν με την κεφαλήν προς τα κάτω και να ξέωσι το σώμα του με σιδηράς χείρας, έως ότου ή αποθάνη ή θυσιάση· τόσον δε οι υπηρέται έξεον τον Άγιον, ώστε εφάνησαν τα πλευρά του· και οι μεν υπηρέται εκουράσθησαν ξέοντες, ο δε Άγιος άλλο δεν απεκρίνετο, ει μη έψαλλε μυστικώς· «Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, δια παντός η αίνεσις αυτού εν τω στόματί μου» (Ψαλμ. λγ: 2). Ο ηγεμών, όταν είδεν ότι δεν κατορθώνει τίποτε, διέταξε να τον κατεβάσουν και λέγει προς αυτόν· «Δεν εντρέπεσαι, άθλιε, να ελπίζης εις ένα κακοθάνατον άνθρωπον, τον Ιησούν τον Ναζωραίον; Εις εκείνον πιστεύεις, ο οποίος ούτε τον εαυτόν του ηδυνήθη να βοηθήση»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Τοιαύτην εντροπήν να είχον πάντοτε, ασεβέστατε άνθρωπε, και εγώ και όλοι οι Χριστιανοί, όσοι ελπίζουσιν εις τον Χριστόν». Κατά την ώραν εκείνην σύγχυσις μεγάλη εγένετο από το πλήθος των ανθρώπων, ο δε ηγεμών φοβούμενος μήπως γίνη κανέν κακόν από τον κόσμον, ηρώτησε πάλιν τον Άγιον λέγων· «Ας αφήσωμεν τας πολυλογίας και ειπέ μου λόγον βέβαιον και αποφασιστικόν· θέλεις να θυσιάσης εις τους θεούς ή να πάθης περισσοτέρας τιμωρίας»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ασεβέστατε και κληρονόμε πάσης διαβολικής τέχνης, δεν φοβείσαι τον Θεόν, ο οποίος σου έδωκε τοιαύτην εξουσίαν, αλλά με προστάζεις να τον αρνηθώ και να προσκυνήσω τα αναίσθητα ξύλα»; Τότε ο ηγεμών αφήκε τον Άγιον ολίγην ώραν δια να σκεφθή τι να κάμη. Όταν δε παρήλθεν η ώρα λέγει προς αυτόν· «Τι επιθυμείς καλύτερον; Να είσαι μαζί μας ή με τον Χριστόν σου»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Με τον Χριστόν μου ήμην, είμαι και θα είμαι». Όταν είδεν ο ηγεμών, ότι πλέον τίποτε δεν κατορθώνει, αλλά μάλιστα σύγχυσις γίνεται, απεφάσισε να αποτελειώσουν τον Άγιον και έγραψε την εξής απόφασιν· «Επειδή ο Θεόδωρος είναι κακός αποστάτης των βασιλικών προσταγμάτων, ηρνήθη δε τους ιδικούς μας θεούς και πιστεύει τον εσταυρωμένον Ιησούν, διατάσσω να τον καύσετε τελείως, τόσον ώστε ούτε η γη να δεχθή το μιαρόν του σώμα, αλλά να τον καταφάγη το πυρ, επειδή και αυτός κατέκαυσε τον ναόν της θεάς Ρέας». Τότε έλαβον ευθύς τον Άγιον οι στρατιώται δεδεμένον και τον μετέφεραν εις τον τόπον της καταδίκης του. Ο δε Άγιος έλυσε την ζώνην, την οποίαν είχε και έβγαλε και το ένδυμα και τα υποδήματα τα οποία εφόρει. Ηθέλησαν τότε οι στρατιώται να τον καρφώσωσιν εις την γην, δια να μη ταραχθή, αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε και είπεν· «Αφήσατέ με ακάρφωτον. Ο Χριστός, όστις μου έδωκε δύναμιν και υπέμεινα τας άλλας τιμωρίας, θέλει μου δώσει δύναμιν να υπομείνω και το πυρ». Δεν τον εκάρφωσαν λοιπόν, αλλά μόνον τον έδεσαν, ο δε Άγιος εσήκωσε τας χείρας του προς τον Θεόν και μετά δακρύων παρεκάλει, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του αθανάτου Πατρός, όστις δια την σωτηρίαν μας κατέβης από τους ουρανούς και ήλθες εις την γην, ευχαριστώ σοι, διότι με ηξίωσας να υπομείνω βασάνους και τιμωρίας δια το Άγιόν σου όνομα, δοξολογώ σε, διότι με κατηξίωσες να μιμηθώ το Πάθος σου, υμνολογώ σε διότι με ενεδυνάμωσες να μαρτυρήσω δια την αγάπην σου. Αξίωσόν με, Χριστέ μου, και της Βασιλείας σου. Και καθώς εγώ υπέμεινα τόσα μαρτύρια δια την αγάπην σου, ούτω και Συ, Θεέ μου, δόξασόν με εις την Βασιλείαν σου. Αλλά και τους στρατιώτας, οίτινες ήσαν μετ’ εμού, τώρα δε ευρίσκονται εις την φυλακήν δια το όνομά σου, αξίωσον και εκείνους να μαρτυρήσουν και να λάβουν θάνατον δι’ αγάπην σου, όπως και εγώ». Ενώ δε ηύχετο ούτω, κεκρυμμένος τις Χριστιανός, ονόματι Κλεόνικος, έβλεπε τον Άγιον και εδάκρυζε· λέγει δε προς αυτόν ο Άγιος· «Αδελφέ Κλεόνικε, σε περιμένω· όθεν ελθέ». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος ήρχισε πάλιν δεόμενος του Χριστού και λέγων· «Χριστέ μου, Θεέ αληθινέ, όστις πρώτος έδειξες το Μαρτύριον και υπέμεινας Σταυρόν και θάνατον δια την σωτηρίαν μας και δια να μας δείξης οδόν σωτηρίας και πώς να ερχώμεθα εις την Βασιλείαν σου, Συ δέξαι, Κύριε, και τούτο το Μαρτύριόν μου το μικρόν και παράλαβε την ψυχήν μου εις την αιώνιον Βασιλείαν σου, κατάταξον δε ταύτην με τας ψυχάς των Αγίων σου Μαρτύρων· διότι, ελπίζων εις Σε, υπέμεινα τας τιμωρίας και τα βάσανα, και δια την δόξαν σου έλαβα τον θάνατον». Ταύτα είπεν ο Άγιος και αμέσως επήδησεν εντός της καιομένης εκείνης καμίνου υμνών και δοξάζων τον Θεόν! Ο δε Θεός, δια να δείξη θαύμα και να δοξάση τον Άγιόν του, ωκονόμησε το εξής θαυμάσιον: Η φλοξ εκείνη έγινεν ως αψίς και περιεκύκλωσε μόνον το σώμα του Αγίου, δεν έβλαψεν όμως αυτό ουδόλως! Ο δε Άγιος, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Τότε η γυνή εκείνη Ευσεβία, περί της οποίας προείπομεν, ότι εξύπνησε τον Άγιον κοιμώμενον πλησίον του δάσους, κατώρθωσε δια πολλών χρημάτων να λάβη το ιερόν και χαριτόβρυτον λείψανον του Αγίου, μετέφερε δε τούτο εις την πατρίδα της τα Ευχάϊτα, όπου κατ’ έτος εώρταζε τον Άγιον και τον είχε βοηθόν της εις κάθε περίστασιν. Όχι δε μόνον αυτή, αλλά και όλοι οι ασθενείς του τόπου εκείνου και όλος ο κόσμος τον είχον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Όχι δε μόνον όσοι είναι πλησίον αλλά και οι μακρόθεν ευρισκόμενοι ομοίως απολαμβάνουσιν από τον πλούτον των χαρισμάτων του. Άπειρα δε είναι τα θαύματα, ευλογημένοι Χριστιανοί, τα οποία έκαμνε και κάμνει ο Άγιος εις τους μετ’ ευλαβείας επικαλουμένους την χάριν του, από τα οποία θα είπωμεν ολίγα τινά προς πίστωσιν των πολλών και μάλιστα να είπωμεν πρώτον το θαύμα των κολλύβων, του οποίου την ετήσιον μνήμην επιτελούμεν ιδιαιτέρως κατά το πρώτον Σάββατον των Νηστειών εις ανάμνησιν της επιστασίας του Αγίου προς τους ευλαβείς Χριστιανούς, τους φυλάσσοντας τας εντολάς του Θεού. Αλλά παρακαλώ την αγάπην σας, όπως εντείνητε την προσοχήν σας, ίνα πληροφορηθήτε την υπεράγαθον ευσπλαγχνίαν του Θεού και την αμνησίκακον βοήθειάν του και πως προστατεύει πολλάκις τους Χριστιανούς, ίνα μη εμπέσουν εις ολισθηρόν βόθρον απωλείας ητιμασμένον υπό του αρχεκάκου δαίμονος και των ομοφρόνων αυτού, αλλά προνοεί περί αυτών και επισκέπτεται αυτούς. Όταν εβασίλευσεν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ο μιαρός και αποστάτης, ο οποίος εξέφερεν εντόνως πολλάς και διαφόρους βλασφημίας κατά του αληθινού Θεού, κινούμενος υπό του πατρός αυτού, του σατανά, εσήκωσε θεομάχον χείρα εναντίον της ευσεβούς πίστεως των Χριστιανών, ίνα απομακρύνη αυτούς από της αγάπης του Θεού και καταφρονηθή υπό των ανθρώπων η Αγία του Χριστού πίστις, χάριν της τιμής και της λατρείας των δαιμόνων. Ω της συμφοράς! Ω της μανίας και λύσσης! Ήθελεν ο άθλιος να τιμώνται μεν τα είδωλα, ο δε Θεός να υβρίζεται! Επειδή λοιπόν είχε την λύσσαν ταύτην και την μεγάλην ασέβειαν, δεν παρέλειπε καθ’ ημέραν να τιμωρή τους Χριστιανούς. Άλλους μεν δια τρυπημάτω της κοιλίας, άλλους δι’ εξορύξεως των οφθαλμών και εκριζώσεως των οδόντων, άλλους δι’ αποκοπής της γλώσσης, και άλλους με σούβλας και τήγανα και όσα άλλα όργανα θανατηφόρα εφεύρισκον δια τον βασανισμόν των Χριστιανών. Τοιουτοτρόπως λοιπόν εκμανείς ο μιαρός, δεν ηδύνατο να δώση τέρμα εις την ασέβειάν του, οι δε Χριστιανοί εδέχοντο το πλήθος των βασάνων με υπομονήν. Ούτως είχον τα πράγματα, ότε ο ασεβής Ιουλιανός, φλογιζόμενος από την κακίαν, σκέπτεται και αποφασίζει φοβεράν και απάνθρωπον βουλήν, ούτε να μαστιγώνη, ούτε να θανατώνη κανένα, εκτός εάν δεν κατώρθωνε προηγουμένως να παραδώση όλους δια της απογνώσεως και της απελπισίας εις την ειδωλολατρίαν. Εάν δε ο Θεός δεν ήθελε βοηθήσει τους Χριστιανούς και διαλύσει και το μηχάνημα τούτο, ασφαλώς θα επετύγχανεν η πονηρά και ανοσία απόφασίς του. Είναι δε το τέχνασμα, το οποίον ηθέλησε να μεταχειρισθή ο Ιουλιανός, το εξής: βλέπων ο άθλιος, ότι οι Χριστιανοί κατά την πρώτην εβδομάδα της αγίας Τεσσαρακοστής εξαγνίζονται δια της νηστείας και της εκτενούς προσευχής, προσκαλεί κατά την πρώτην ημέραν τον έπαρχον της πόλεως, ο οποίος ήτο ομόφρων και όμοιος με αυτόν, ως προς την απιστίαν, και λέγει προς αυτόν· «Επειδή, ω έπαρχε, αφού μετεχειρίσθην πολλά και ποικίλα μηχανήματα, δεν κατώρθωσα να σβύσω την πίστιν των Χριστιανών και ένεκα τούτου ευρίσκομαι εις μεγάλην φροντίδα, μου ήλθεν από τους θεούς μας γνώμη καλή και αναντίρρητος, ότι οι Χριστιανοί την εβδομάδα ταύτην την πρώτην φυλάττουσι μετά πολλής επιμελείας δια νηστείας. Διατάσσω λοιπόν να σηκωθούν από την αγοράν όλα τα τρόφιμα και τίποτε να μη υπάρχη εις αυτήν εκτός εκείνων, τα οποία εγώ θα χορηγήσω, τρόφιμα δηλαδή και ποτά ραντισμένα με το αίμα των θυσιών ημών· διότι κατ’ αυτόν τον τρόπον αναγκαστικώς θα αγοράσωσιν όλοι και θα φάγωσι και θα υπακούσωσιν εις ημάς, διότι θα γευθώσιν από την θυσίαν των θεών· ή, αν δεν υπακούσωσιν, θα αποθάνωσιν από την πείναν». Αυτά όταν ήκουσεν ο έπαρχος από το αντίθεον στόμα του βασιλέως, λέγεται ότι είπε· «Τώρα γνωρίζω, ότι η καρδία του βασιλέως είναι εις τας χείρας των θεών». Μετά τον λόγον τούτον του μιαρού βασιλέως ηκολούθησεν ευθύς η πράξις, και όσα μεν τρόφιμα υπήρχαν εις την αγοράν απεσύρθησαν, εξετέθησαν δε προς πώλησιν τα μεμιασμένα τρόφιμα και ποτά του βασιλέως. Τι λοιπόν έκαμεν ο πλάσας ημάς Θεός; Άραγε παρείδεν ή παρέβλεψε τους ευσεβείς δούλους του; Ουδαμώς. Αλλ’ ευθύς ως επεχειρήθη το φοβερόν και σατανικώτατον τούτο έργον, ευθύς επεμελήθη και ο Πανάγαθος Θεός την σωτηρίαν του χριστεπωνύμου λαού του, αποστείλας τον Μεγαλομάρτυρα αυτού Θεόδωρον, τον αληθέστατα δώρον Θεού, προς σωτηρίαν της πίστεως, ίνα δοξάση εκ των θαυμασίων αυτού έργων τον θεράποντα αυτού. Παρουσιάζεται λοιπόν ο Άγιος φανερώς και όχι εν οράματι προς τον Πατριάρχην των Χριστιανών, φανερώνων εις αυτόν το αντίθεον τερατούργημα του Παραβάτου Ιουλιανού και είπε προς αυτόν· «Πατριάρχα, σήκω γρήγορα και συνάθροισε το ποίμνιον του Χριστού και διαφύλαξε αυτό μετά μεγάλης προσοχής, παραγγέλλων να μη αγοράση ουδείς τίποτε από τα τρόφιμα, τα οποία υπάρχουν εις την αγοράν, διότι ο δυσσεβέστατος Ιουλιανός κατεμόλυνεν άπαντα δια του μιαρού αίματος της θυσίας αυτού». Ο δε Αρχιερεύς, θαυμάσας, είπε προς τον Άγιον· «Και πως λοιπόν, ω κύριέ μου, είναι δυνατόν να γίνη τούτο; Εις μεν τους πλουσίους ίσως αυτό να είναι δυνατόν, καθ’ όσον έχουσι παρακαταθήκην τροφίμων· εις δε τους πένητας, οι οποίοι δεν έχουσιν ουδέ μιας ημέρας τροφήν, τι πράγμα πρέπει να δοθή προς παρηγορίαν της ανάγκης αυτών»; Ο δε Μάρτυς είπε· «Κόλλυβα να προσφέρης εις αυτούς, κόλλυβα δια να ανακουφίσης την ανάγκην αυτών». Λέγει ο Πατριάρχης· «Και τι είναι αυτά τα κόλλυβα; Δεν γνωρίζω». Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Σιτάρι· να το βράσης και να το μοιράσης εις τους Χριστιανούς». Δια να δείξη δε ο Άγιος πόθεν ήλθε, λέγει προς τον Πατριάρχην· «Διότι τούτο το βρασμένο σιτάρι εις την χώραν των Ευχαϊτων συνηθίζομεν να το λέγωμεν κόλλυβα. Ούτω λοιπόν ποίησον και διατήρησον το ποίμνιον του Χριστού αβλαβές και αμίαντον». Λέγει ο Πατριάρχης· «Και ποίος είσαι, κύριε, ο οποίος φροντίζεις τόσον φιλανθρώπως και ευσπλάγχνως δια την σωτηρίαν ημών»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος, ο οποίος απεστάλην παρ’ αυτού εις σωτηρίαν και βοήθειαν ιδικήν σας». Τι λοιπόν τούτου παραδοξότερον και φιλανθρωπότερον θαύμα; Όντως, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! Καθώς ήκουσε λοιπόν ταύτα ο Πατριάρχης, γεμάτος από θαυμασμόν και χαράν ηγέρθη, συνήθροισε τον λαόν του Χριστού και φανερώνει την επιστασίαν και την βοήθειαν του Μάρτυρος κηρύξας ταύτα εις όλους με ακρίβειαν, διεφύλαξε δε ούτω αβλαβές το ποίμνιον του Χριστού. Εις δε την αγοράν, μολονότι ετελείωνεν η εβδομάς, το τέχνασμα του Ιουλιανού έμενεν ανωφελές και χωρίς καμμίαν ενέργειαν, διότι ουδείς των Χριστιανών ηγόραζε τα μεμιασμένα τρόφιμα. Αφού λοιπόν ο Ιουλιανός ενικήθη φανερώς, απέσυρεν από την αγοράν τα μεμιασμένα τρόφιμα και έφερε τα συνήθη· οι δε Χριστιανοί ύμνησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν και τον καλλίνικον Αυτού Μάρτυρα Θεόδωρον και ετέλεσαν χάριν αυτού φαιδράν και λαμπράν εορτήν. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι τώρα, η ενέργεια του θαύματος κηρύσσεται εις διδασκαλίαν των νηστευόντων Χριστιανών, ότι είναι μεγάλη δύναμις και πολλά πλήθη αμαρτημάτων δύναται να καλύψη και να αφανίση η καθαρά νηστεία. Ακούσατε τώρα άλλο θαύμα του Αγίου. Εις την χώραν των Ευχαϊτων υπάρχει επαρχία, ήτις λέγεται Ποντοηράκλεια. Εκεί επέδραμον ποτέ Ισμαηλίται πειραταί, οι οποίοι ηχμαλώτισαν πολύν λαόν των Χριστιανών. Μεταξύ των άλλων λοιπόν ηχμαλώτισαν και τον μονογενή υιόν χήρας τινός. Επειδή δε η χήρα έκλαιεν ελεεινώς και απαρηγόρητα, διότι δεν είχεν άλλον υιόν δια να παρηγορήση την χηρείαν της, επορεύετο καθ’ εκάστην ημέραν εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και παρεκάλει αυτόν, οδυρομένη και κλαίουσα γοερώς και ταύτα λέγουσα προς αυτόν· «Γνωρίζεις, ω Άγιε Μεγαλομάρτυς, ότι εξ αρχής αφιέρωσα εις σε τον μονογενή μου υιόν. Εγώ μεν αυτόν εγέννησα, ιδικός σου δε υιός ήτο κατά Χάριν, ένεκεν δε τούτου ετέλουν καθ’ έκαστον έτος την ιεράν σου μνήμην και λειτουργίαν, ίνα διαφυλάττης αυτόν. Τώρα δε εμέ την ταλαίπωρον και δυστυχή με κατέστησες εντελώς έρημον και δεν έχω που να κλίνω την κεφαλήν μου. Δια τούτο σε παρακαλώ, Άγιε, επειδή έχυσες το αίμα σου υπέρ του Δεσπότου Χριστού και έχεις παρρησίαν προς Αυτόν και όσα θέλεις ζητήσει θα σου δώση ο Κύριος, ελευθέρωσον τον υιόν μου δια να εύρω παρηγορίαν η ταλαίπωρος». Ταύτα και άλλα πολλά έλεγεν η γυνή μετά πολλών δακρύων και στεναγμών, νύκτα και ημέραν, προς τον Άγιον υπέρ του υιού αυτής, ίνα ελευθερώση αυτόν ο Άγιος εκ της δεινής συμφοράς και αιχμαλωσίας, καθώς λέγει ο Προφήτης Δαυϊδ, ότι, θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει. Ότε λοιπόν έφθασεν ο καιρός της εορτής του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου, ενεθυμήθη η χήρα, όπως επιτελέση την εορτήν μετά χαράς και λαμπρότητος και δακρύουσα έλεγε καθ’ εαυτήν· «Πως και με ποίον τρόπον θα επιτελέσω χαίρουσα την εορτήν ταύτην, ενώ δεν είναι παρών ο γλυκύτατός μου υιός; Πως θα υπομείνω άνευ δακρύων και στεναγμών, αφού έχασα την παρούσαν μου ελπίδα; Δια τούτο σε παρακαλώ, ω γνήσιε δούλε του Θεού Θεόδωρε, παρηγόρησον μου την χηρείαν». Ταύτα λέγουσα η γυνή εισήρχετο συνεχώς εις τον Ναόν και έβρεχε τους πόδας του Μάρτυρος δια των δακρύων της, κατ’ αυτόν δε τον τρόπον ετέλει την μνήμην αυτού. Τι λοιπόν; Άραγε, παρείδεν ο Κύριος την παράκλησιν αυτής; Ουδαμώς. Αλλά κατά την ιδίαν εκείνην νύκτα, κατά την οποίαν ετελείτο η μνήμη του Μάρτυρος, αίφνης αοράτως, ενώ οι Ιερείς έψαλλον και ο λαός ύμνει, ευρέθη ο αιχμαλωτισθείς υιός εις το μέσον της Εκκλησίας, φερόμενος υπό του Αγίου και καθήμενος εις λευκόν ίππον! Ποίος τώρα να περιγράψη την χαράν και τας ευχαριστίας της γυναικός εκείνης; Ήκουσαν δε και οι πιστοί και οι ενάρετοι άνθρωποι τον κρότον των ποδών του ίππου και εξεπλάγησαν άπαντες δια το παράδοξον θαύμα, το οποίον έγινεν υπό του Αγίου. Βλέποντες δε και τον παίδα και ακούοντες αυτόν να διηγήται την υπό του Αγίου αρπαγήν αυτού εκ μέσου των Αγαρηνών, ηυχαρίστησαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Ακούσατε τώρα και έτερον θαύμα του Αγίου, το οποίον αναφέρει και η ακολουθία του εις το τροπάριον το λέγον· «Τους στρατιώτας παιδεύεις της αρπαγής απέχεσθαι». Είναι δε τούτο το εξής: Στρατιώτης τις, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, επρόκειτο να μεταβή εις πόλεμον· αφού δε προσεκύνησε τον Άγιον, ανεχώρησεν, όταν δε επέστρεψεν εκ του πολέμου, κατόπιν μεγάλης νίκης, μετέβη πάλιν, ίνα προσκυνήση αυτόν· εκβαλών δε το ξίφος αυτού, το οποίον ήτο κεκοσμημένον με πολύ χρυσίον και λίθους πολυτίμους, το αφιέρωσεν εις την Εκκλησίαν εις την οποίαν ήτο η λάρναξ του Αγίου, η περιέχουσα το τίμιον αυτού λείψανον, ευχαριστήσας δε τον Άγιον ανεχώρησεν. Άλλος δε τις στρατιώτης επορεύθη και αυτός δια να προσκυνήση το ιερόν λείψανον του Αγίου, διότι ήτο εξακουστός ο Άγιος εις όλους τους τόπους δια τα θαύματά του, ιδών δε το ξίφος εκείνο το ωραιότατον και κεκοσμημένον επεθύμησε σφοδρώς αυτό και ηθέλησε να το αφαιρέση, λέγων εν τη διανοία του· «Τούτο δεν χρειάζεται καθόλου εις τον Άγιον, καλλίτερον δε αρμόζει να το κρατώ εγώ, ο οποίος είμαι στρατιώτης, να το έχω ευλογίαν του Αγίου και βοήθειαν εις τον πόλεμον». Αφού λοιπόν έλαβε το ξίφος από την λάρνακα του Αγίου, το εφόρεσε και προσκυνήσας έφευγε με χαράν. Όταν όμως εξήρχετο από την Εκκλησίαν, τον ετύφλωσεν ο Άγιος και δεν εγνώριζε που επορεύετο. Μετανοήσας λοιπόν τότε ο στρατιώτης, επέστρεψε πάλιν το ξίφος εις την λάρνακα του Αγίου και αμέσως ανέβλεψε· παρατηρήσας δε εκ νέου το κάλλος του ξίφους, ενόμισεν ότι η τύφλωσίς του δεν προήρχετο από τον Άγιον και λαμβάνει πάλιν αυτό και το φορεί. Ευθύς όμως ως εξήρχετο από τον Ναόν έμεινε τυφλός. Ελθών δε ο Ιερεύς ο εφημερεύων εις τον Ναόν του Αγίου και ιδών τον στρατιώτην τυφλόν, ήρχισε να ερωτά αυτόν τι πράγμα του συνέβη· και αυτός διηγήθη λεπτομερώς την αιτίαν. Αφού λοιπόν παρεκάλεσε τον Ιερέα να κάμη παράκλησιν προς τον Άγιον, όπως συμπαθήση και συγχωρήση αυτόν, επέστρεψε το ξίφος εις τον Άγιον και άλλα εκατόν νομίσματα, μόνον δια να αναβλέψη. Τότε έλαβεν ο Ιερεύς έλαιον από την κανδήλαν του Αγίου, ήλειψε τους οφθαλμούς του στρατιώτου και ευθύς αναβλέψας έφυγε μετά πολλής χαράς, δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Έτερον θαύμα του Αγίου είναι το αναφερόμενον εις το τροπάριον αυτού το λέγον· «Μάταιον δρασμόν επέχεις οικετών». Είναι δε τούτο το εξής: Ο Άγιος ήτο, ως είπομεν, γστός εις όλους τους Χριστιανούς από τα πολλά τέρατα και σημεία, τα οποία έκαμνε φανερά, με την φανέρωσιν της κάθε ζημίας και δραπετεύσεως των υπηρετών. Πως και κατά τίνα τρόπον; Ακούσατε. Οι άνθρωποι, οι οποίοι ήρχοντο εις τον ιερόν τάφον αυτού μετά πίστεως, παρεκάλουν αυτόν θερμώς περί του πράγματος, το οποίον τους ενδιέφερεν ή δηλονότι δια θεραπείαν ασθενείας ή δι’ επανόρθωσιν ζημίας ή ό,τι άλλο, έπειτα δε ετελείτο η θεία λειτουργία. Διέμενε δε ο άνθρωπος εκείνος ζητών και παρακαλών και διανυκτερεύων εις την Εκκλησίαν. Εφανερώνετο δε εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος και απεκάλυπτε το πράγμα, το οποίον εζήτει. Άνθρωπος δε τις ευλαβής, έχων μεγάλην πίστιν εις τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον, είχεν υπηρέτην τινά καλόν και έντιμον, τον οποίον, επειδή έφυγε κρυφίως, εζήτει και δεν εύρισκε και ως εκ τούτου ευρίσκετο εις μεγάλην αθυμίαν και λύπην. Τρέχει λοιπόν προς τον Άγιον μετά προσευχής και λειτουργίας, παρακαλών αυτόν περί της φανερώσεως του υπηρέτου αυτού. Καίτοι όμως έμεινεν εις τον Ναόν του Αγίου τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, δεν εφανερώνετο εις αυτόν ο Άγιος και ο άρχων ελυπείτο και ηγανάκτει. Κατά δε την τρίτην νύκτα, παρουσιασθείς εις αυτόν ο Άγιος, του λέγει· «Τι στενοχωρείσαι και αγανακτείς εναντίον εμού, ότι τάχα δεν εισακούω της προσευχής σου περί του υπηρέτου σου; Δεν ήμην εδώ, διότι διετάχθην υπό του Θεού να μεταβώ εις την Κωνσταντινούπολιν, επειδή ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος, άνθρωπος ενάρετος και φοβούμενος τον Θεόν, απέθανεν, αυτός ο οποίος πολύ ετίμησε και εδόξασε τους Αγίους Πάντας εις τον κόσμον αυτόν, τους Προφήτας, Αποστόλους, Οσίους και Μάρτυρας και πάντας τους ευαρεστήσαντας εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν, άνδρας και γυναίκας, συντάξας εις αυτούς Απολυτίκια και Κοντάκια με γλώσσαν και σοφίαν, η οποία εδόθη εις αυτόν παρά Θεού. Δια τούτο λοιπόν εκλήθημεν όλα τα τάγματα των Αγίων να συνοδεύσωμεν την ψυχήν αυτού εις τους ουρανούς μετά πολλής τιμής και δόξης, ανταποδίδοντες την αγάπην και την τιμήν με την οποίαν εκείνος ετίμησεν ημάς εις τον κόσμον αυτόν. Δια τούτο δεν ήμην εδώ. Περί δε του υπηρέτου σου, μη στενοχωρείσαι, αλλά πήγαινε εις τον τάδε τόπον και θα εύρης αυτόν». Εξυπνήσας τότε ο άρχων εθαύμαζε δια την αγάπην του Αγίου και την φοβεράν αυτού διήγησιν. Μεταβάς δε εις τον τόπον, τον οποίον του υπέδειξεν ο Άγιος, εύρε τον υπηρέτην του, δοξάζων τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρον. Αλλά και μικρού παιδίου αίτησιν επλήρωσεν ο Άγιος, και ανθρώπους οι οποίοι εκινδύνευον εις την θάλασσαν διέσωσε, και άλλους αιχμαλώτους ηλευθέρωσε και κλέπτας εφανέρωσε, και ασθενείς εθεράπευσε και πλείστα άλλα ετέλεσε. Τοιαύτα είναι τα του Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος θαύματα, τα οποία αείποτε επιτελεί εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτόν εις δόξαν του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και Βασιλείας. Ης τη απείρω φιλανθρωπία αξιωθείημεν πάντες, οι της πατροπαραδότου ευσεβείας ερασταί, Ορθόδοξοι Χριστιανοί, των αιωνίων αγαθών εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων, δια των πρεσβειών του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και πάντων των Αγίων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΛΕΟΝΤΟΣ Πάπα Ρώμης.

Δημοσίευση από silver »

Λέων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού και των διαδόχων αυτού Μαρκιανού και Λέοντος, δια δε την υπερβολικήν αυτού σωφροσύνην και καθαρότητα και δια το ειλικρινές και άμεμπτον της ζωής του εχειροτονήθη υπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος Επίσκοπος της παλαιάς Ρώμης εν έτει υμ΄ (440). Οσίως δε και ορθοδόξως ποιμάνας το εαυτού ποίμνιον, ηφάνισε καθ’ ολοκληρίαν τας των αιρετικών Μανιχαίων και Πελαγιανών βλασφημίας εν Ιταλία. Ήτο δε ο μακάριος Λέων και κατά τον καιρόν της Αγίας Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου των εξακοσίων τριάκοντα Πατέρων, ήτις συνεκροτήθη εν Χαλκηδόνι εν έτει υνα΄ (451) και η οποία, ακολουθούσα εις την διδασκαλίαν του Αγίου τούτου Λέοντος, του Αγίου Φλαβιανού και άλλων της Ορθοδοξίας προμάχων, πολλά μεν εξέθετο και εδογμάτισε περί της Ορθοδόξου Πίστεως, κατά κράτος δε ανέτρεψε τα δόγματα των αιρετικών εκείνων, οίτινες εφλυάρουν μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν και θέλησιν εν τω προσώπω του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του Θεού ημών. Επειδή δε οι θεοστυγείς εκείνοι εμάχοντο κατά της αληθείας και εσπούδαζον να ανασκευάσωσι τα των θείων Πατέρων θεόπνευστα δόγματα, τούτου ένεκα ο μακάριος Λέων, καμφθείς υπό της παρακλήσεως, την οποίαν απηύθυναν προς αυτόν όλοι οι Πατέρες, μετεχειρίσθη επί πολλάς ημέρας νηστείαν, αγρυπνίαν και προσευχήν· όθεν, εμπνευσθείς υπό του ζωοποιού Πνεύματος, εγγράφως εξέθετο και ώρισε δια τα τότε ζητούμενα. Ανεκήρυξε δε καθαρώς δύο φύσεις και δύο ενεργείας και θελήσεις επί Χριστού του Θεού ημών και ταύτα έστειλε δι’ επιστολής προς τον αοίδιμον Πατριάρχην Φλαβιανόν, ταύτην δε την επιστολήν δεξάμενον το πλήθος των εν τη Χαλκηδόνι συνηθροισμένων Αγίων Πατέρων των συγκροτούντων την Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, εθεώρησε ταύτην ως στήλην Ορθοδοξίας και επίστευσεν, ότι αυτή εξήλθεν ως εκ στόματος του Θεού· όθεν, επικυρώσασα ταύτην η Αγία εκείνη Σύνοδος, αντέστη με περισσότερον θάρρος εναντίον του πλήθους των τε Μονοφυσιτών και των Μονοθελητών και διέλυσε τας πολυπλόκους τούτων μηχανορραφίας. Και η μεν Αγία εκείνη Σύνοδος μετά ταύτα διελύθη, ο δε θεσπέσιος Λέων, μείνας έτι εν τη παρούση ζωή μέχρι του έτους υοα΄ (471) και ως φωστήρ δια των αρετών διαλάμψας, εις γήρας βαθύ προς Κύριον εξεδήμησε.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Φεβρουαρίου μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΑΡΧΙΠΠΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Άρχιππος ο Άγιος Απόστολος ήτο μαθητής του Αποστόλου Παύλου, υπό του οποίου επαινείται και συστρατιώτης αυτού ονομάζεται, εις δε τας προς Φιλήμονα και προς Κολασσαείς επιστολάς γράφει περί αυτού· «Είπατε Αρχίππω· βλέπε την διακονίαν ην παρέλαβες εν Κυρίω, ίνα αυτήν πληροίς» (Κολ. δ: 17). Ούτος λοιπόν ευρισκόμενος εις τας Κολασσάς πόλιν της Φρυγίας, εκήρυττε τον λόγον του Ευαγγελίου μετά του Αγίου Φιλήμονος. Οι εκεί όμως ειδωλολάτραι ώρμησαν κατ’ αυτών και συλλαβόντες τον Απόστολον τούτον τον έφερον εις τον ηγεμόνα Ανδροκλήν. Μη πεισθείς δε να θυσιάση εις το είδωλον το καλούμενον Μηνάν, ερρίφθη εντός λάκκου και μέχρις οσφύος εχώσθη, εκεντήθη είτα με βελόνας υπό παίδων και τελευταίον λιθοβοληθείς ετελειώθη και έλαβε παρά Κυρίου τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και θαυματουργού ΛΕΟΝΤΟΣ, Επισκόπου Κατάνης.

Δημοσίευση από silver »


Λέων ο θεοπρόβλητος της Εκκλησίας φωστήρ, και των θείων προσταγμάτων εκπληρωτής, ο των Αποστόλων ζηλωτής και των πενήτων προνοητής και μεγίστων τεραστίων εργάτης θαυμάσιος, εγεννήθη εις την πόλιν της Ραβέννης από γονείς ευγενείς, ευγενέστατος κατά κόσμον, εις δε την της ψυχής κατάστασιν πολύ ευγενέστερος, δια την υπερβάλλουσαν αυτού αρετήν και αξιέπαινον πολιτείαν, διότι όχι μόνον μετά την χειροτονίαν του, αλλά και πρότερον εφύλαττεν όλας τας αρετάς. Είχε δε πρότερον ο θεόπνευστος την φροντίδα και την διοίκησιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων, διηκόνει δε ως πιστός και φρόνιμος οικονόμος πάντας τους συνδούλους αυτού, διένειμε δε και το δεσποτικόν σιτομέτριον. Δια την θαυμαστήν λοιπόν πολιτείαν αυτού, αποθανόντος Σαβίνου του τότε Αρχιερέως Κατάνης, συνήχθη όλον το πλήθος της Μητροπόλεως Κατάνης από θείαν νεύσιν και βούλησιν, και εψήφισαν άπαντες τον Λέοντα, όστις κατά την επωνυμίαν είχε και γενναιότητα εις την ψυχήν, όθεν επολέμει ανδρείως κατά των νοητών λύκων, αγωνιζόμενος με αγρυπνίας, προσευχάς και άλλας αρετάς να φυλάττη τα πρόβατα αβλαβή από τους αιρετικούς και τους δαίμονας, διελέγχων καθ’ εκάστην και ανατρέπων τας σαθράς και κακοδόξους ετεροδιδασκαλίας και στηλιτεύων τους μύθους των Ελλήνων, ως πάνσοφος. Προς δε τους πιστούς ήτο πολύ συμπαθής και εύσπλαγχνος, δίδων πολλάς ελεημοσύνας ο χριστομίμητος. Έλαμπε λοιπόν εις όλους ως φωστήρ διαυγέστατος, ψυχών επιμελούμενος, ορφανών προμηθούμενος, πενήτων τροφεύς και αδικουμένων αντιλήπτωρ επιμελέστατος και, απλώς ειπείν, όλους τους ενδεείς και πτωχούς υπεδέχετο και τους εβοήθει πλουσιοπάροχα, γενόμενος τα πάντα τοις πάσι, κατά τον μέγαν Απόστολον, δια να σώση όσους ηδύνατο. Είχε δε ζήλον πολύν εις το θείον σέβας ως άλλος Ηλίας· όθεν ηγωνίζετο να εξαλείψη την ειδωλολατρίαν παντελώς, διότι υπήρχον ακόμη τινές βεβυθισμένοι εις το σκότος των ειδώλων, ως άγνωστοι. Όθεν, όχι μόνον με λόγια τους εδίδασκεν, αλλά και με έργα και θαύματα, δια να γνωρίσουν το ανίσχυρον και αδύνατον των ματαίων θεών και του αληθινού και όντως Θεού την υπερβάλλουσαν δύναμιν. Ημέραν λοιπόν τινά επήγε με πολλούς ανθρώπους εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον στημένον οι Έλληνες εν είδωλον από τον καιρόν του Δεκίου και το εθεοποιούσαν, οι άφρονες· ο δε φρόνιμος και πάνσοφος Λέων έκαμεν εκεί προσευχήν προς τον Δεσπότην Χριστόν με δάκρυα, να το κρημνίση ως Παντοδύναμος· και παρευθύς, ω του θαύματος! έπεσε κατά γης και συνετρίβη το ακάθαρτον είδωλον, εις δε τον τόπον αυτού ευρέθη την αυτήν ώραν εις Σταυρός θαυμασιώτατος· βλέποντες δε οι παριστάμενοι τοιούτον φρικτόν τεράστιον εξεπλάγησαν και έκτισαν εκεί Εκκλησίαν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Όχι δε μόνον τον Ναόν τούτον, αλλά και έτερον κάλλιστον και περίβλεπτον ωκοδόμησεν ο Όσιος εις το όνομα της Παρθενομάρτυρος Λουκίας, η οποία εμαρτύρησεν εκεί εις την Κατάνην, εις αυτόν δε τον Ναόν ευρίσκεται τώρα το πάνσεπτον και τίμιον λείψανον του θαυμασίου τούτου Λέοντος, από του οποίου ιερού Λειψάνου αναβλύζει, ως από πηγής αενάου, μυρίπνοον έλαιον παντοίων κακών αποσοβητήριον, παθών αλεξιτήριον και δαιμόνων φυγαδευτήριον· διότι, όσα θαύματα ετέλεσε ζων ο τρισόλβιος, τόσα και έτι περισσότερα ετέλεσε μετά θάνατον, αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει από του να τελή καθ’ εκάστην τα αυτά και να ιατρεύη πάσαν ασθένειαν εκείνων οίτινες τον επικαλούνται μετά πίστεως, τα οποία δεν γράφομεν εδώ όλα, χάριν συντομίας, μόνον μίαν θαυματουργίαν εξαισίαν θα είπωμεν, την οποίαν ετέλεσεν έτι ζων ο Άγιος, και εκ της οποίας έγινεν εις όλον τον κόσμον περιβόητος, απ’ αυτήν δε την τερατουργίαν να εννοήσητε πόσην παρρησίαν είχε προς Χριστόν τον Θεόν ο θεόπνευστος. Εις την νήσον της Σικελίας ήτο εις λεκανομάντης, ονόματι Ηλιόδωρος, όστις δια συνεργίας δαιμόνων έκαμνε σημεία και τέρατα, επερίσσευε δε ούτος εις την κακίαν Ιαννήν, Ιαμβρήν και Σίμωνα τους μάγους, επειδή είχεν εις εαυτόν όλην την διαβολικήν ενέργειαν. Ούτος ήτο υιός ευγενούς τινος πατρικίας Χριστιανής, Βαρβάρας ονόματι, και ενομίζετο Χριστιανός· αλλά παιδιόθεν ήτο θρασύς και υπερήφανος και επεθύμει να γίνη έπαρχος της πόλεως, δια να κάμνη αναίσχυντα τα κακά του θελήματα. Αλλά δεν ήτο θέλημα Θεού να λάβη τοιούτον υπέρτατον αξίωμα, ως ανάξιος. Ετράπη λοιπόν εις άλλο τόλμημα ο παμμίαρος· εύρε δηλαδή Ιουδαίον τινά επίσημον εις τας μαγείας και γοητείας, με τον οποίον έγινε φίλος και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να λάβη το ποθούμενον αξίωμα, αυτός δε του έδωσεν επιστολήν τινα και του λέγει· «Ύπαγε το μεσονύκτιον εις τους τάφους των αρχόντων, ανέβα επάνω εις μίαν στήλην και εκεί θέλει έλθει κάποιος φοβερός εις την θέαν· αλλά μη δειλιάσης· εάν σου ειπή να κατέβης, μη υπακούσης έως να σου υποσχεθή ότι θα κάμνη όλα τα θελήματά σου». Τότε ο βδελυρός Ηλιόδωρος επήγεν εις τον τόπον εκείνον χαρούμενος και ρίπτων υψηλά εις τον αέρα την επιστολήν, είδε τον διάβολον έφιππον επί τινος ελάφου και του λέγει· «Τι χρειάζεσαι από εμέ»; Ο δε Ηλιόδωρος απεκρίθη· «Θέλω να μου κάμης ό,τι ποθώ και ορέγομαι». Εκείνος δε απήντησεν· «Εάν δέχεσαι να αρνηθής τον Χριστόν, θα σου παρέχω αμέσως ό,τι μου ζητείς». Τότε ο δυστυχής εκείνος απηρνήθη τον Χριστόν και συνετάχθη με τον δαίμονα, όστις του έδωσε τον πλέον δυνατόν εις την κακίαν και πονηρότατον διάβολον, ονομαζόμενον Γάσπαρον, τον οποίον επρόσταξε να στέκεται πλησίον αυτού, να του υποτάσσεται πάντοτε, εκτελών όλα τα προστάγματα αυτού. Ταύτα προστάξας ο άρχων του σκότους έγινεν άφαντος ο αντίθεος, ο δε απατεών και αρνησίθεος Ηλιόδωρος έμεινε χαρούμενος, μη γινώσκων, ο άφρων και δείλαιος, την της ψυχής και του σώματος αυτού απώλειαν· διότι δεν εκόλασε μόνον την ψυχήν του αιώνια, αλλά κατά την δικαιοκρισίαν του Θεού και της παρούσης ζωής εστερήθη, γενόμενος πυρός παρανάλωμα, ως του πυρός της ατελευτήτου κολάσεως κληρονόμος, καθώς προβαίνοντες εις τον λόγον θέλομεν ιστορήσει. Διότι ο νέος ούτος αποστάτης και του Εωσφόρου εφάμιλλος, μη λαμβάνων κατά νουν το ανίκητον της θείας Δυνάμεως, επεχείρει να κακοποιή τους ευσεβείς, ο ασεβής και επίβουλος, επιβουλάς και κακώσεις καθ’ εκάστην κατ’ αυτών μηχανώμενος και όλους ετάρασσε με φαντασίας και γοητείας, ο επικατάρατος· όχι δε μόνον εκεί εις την Μητρόπολιν της Κατάνης, αλλά περιερχόμενος και τας λοιπάς πόλεις και χώρας των Σικελών ετάραττε με τας μαγείας του άπαντας, ένεκα δε τούτου και απεφασίσθη υπό του βασιλέως εις θάνατον. Αλλά τας μεν μαγείας και τα διαβολικά τεχνάσματα του επαράτου Ηλιοδώρου, δια των οποίων κατώρθωνε να διαφεύγη την σύλληψιν υπό των βασιλικών απεσταλμένων, ας αφήσωμεν δια να μη μολύνωμεν τας ακοάς σας, ας έλθωμεν δε εις το κάκιστον τέλος το οποίον, καθώς του έπρεπεν, έλαβε. Πολλάκις ο Αρχιερεύς Λέων, ως συμπαθέστατος ποιμήν, τον ενουθέτησε με χρηστότητα χριστομίμητον, και τον παρεκάλει να παύση τας κακουργίας του, δια να μη κολασθή ο τρισάθλιος, αλλά μάλλον χειρότερα έκαμνε, νομίζων φλυαρίας τας του Αγίου νουθεσίας και παραγγέλματα· και προστιθείς ανομίαν εις ανομίαν, ετόλμησεν ο πάντολμος να εισέρχεται εις την Αγίαν Εκκλησίαν, και να περιπαίζη και να χλευάζη τα Άχραντα και θεία Μυστήρια. Ημέραν μάλιστα τινα, κατά την οποίαν ήτο μεγάλη εορτή και ελειτούργει ο Άγιος, εισήλθεν ο εναγής Ηλιόδωρος και εχόρευε λακτίζων ατάκτως και λέγων φλυαρίας και βλασφημίας δια να προξενή γέλωτας, εκαυχάτο δε ότι θα κάμη τον Άγιον και όλους τους άλλους εκεί εκκλησιαζομένους να χορεύωσι. Και ταύτα μεν δεν ηδυνήθη να πράξη ο δυστυχής, διότι η θεία Δύναμις ημπόδισε τας κακουργίας του δαίμονος. Την τοιαύτην όμως αυθάδειαν του ματαιόφρονος εκείνου βαρυνθείς ο θεόφρων Λέων εγονάτισε και ηυχήθη προς τον Θεόν θερμότατα να τον βοηθήση να καταισχύνη τας πανουργίας αυτού· έπειτα, μετά την ευχήν, αφ’ ου μετέλαβε τα θεία Μυστήρια, έδραμεν έξω από το Άγιον Βήμα, πριν να εκδυθή τα ιερά άμφια, και δένει από τον λαιμόν δυνατά με το ωμόφορόν του τον Ηλιόδωρον, λέγων· «Κύριος ο Θεός, όστις εκρήμνισεν από τον ουρανόν τον πατέρα σου διάβολον, σε επιτιμά, να μη δυνηθής πλέον να ενεργής τας μαγείας σου προς απάτην πολλών και απώλειαν». Παρευθύς τότε πάσα η μαγική τέχνη και σατανική δύναμις του Ηλιοδώρου εξηφανίσθη· όθεν συλληφθείς κατά την βασιλικήν απόφασιν υπέσυη τον δια πυρός θάνατον δια τα κακουργήματα, τα οποία είχε διαπράξει. Θαύμα δε τότε ηκολούθησε μέγιστον, διότι ομού μετ’ αυτού ανήλθεν επί της πυράς και ο αείμνηστος Λέων, όστις και έμεινεν επ’ αυτής· και εκείνος μεν ο αλιτήριος απετεφρώθη τελείως και έγινε στάκτη και δικαίως ο άδικος ηναλώθη υπό του πυρός, ως πυρός κληρονόμος και απήλθεν εις πυρ ατελεύτητον. Ο δε μέγας Αρχιερεύς και θαυματουργός Λέων εξήλθεν από την φλόγα αβλαβής προς θάμβος και έκπληξιν των ορώντων και ούτε καν τα ιερά αυτού άμφια ετόλμησε να καύση το πυρ ουδόλως, ή έστω μίαν τρίχα από την σεβασμίαν και πανίερον αυτού κεφαλήν, καθώς εις την Βαβυλώνα τον καιρόν του Ναβουχοδονόσορος εις τους Αγίους Τρεις Παίδας εγένετο τοιούτον φρικτόν τεράστιον, το οποίον βλέποντες οι παρόντες εξέστησαν και εδόξαζον μεγαλοφώνως τον Κύριον, όστις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια δια να δοξάση τους δούλους του. Αυτή η φήμη έφθασεν εις όλα τα πέρατα της οικουμένης· όθεν ο προρρηθείς βασιλεύς έστειλε προς τον Άγιον γράμματα και τον προσεκάλει να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν να τον απολαύση και να λάβη την ευλογίαν του· όθεν απήλθε δια να μη παρακούση το βασιλικόν πρόσταγμα· ο δε Αυτοκράτωρ ευλαβώς και σεβασμίως τον ετίμησε, βλέπων εκείνην την σεμνοπρέπειαν της αγγελικής διαγωγής και την Χάριν και λαμπρότητα του Πνεύματος και την των απορρήτων τεραστίων ενέργειαν· διότι ετέλεσε και εκεί εις την βασιλεύουσαν πολλά θαυμάσια, εκτός δε των άλλων έβαλε κάρβουνα ανημμένα και θυμίαμα εις το ράσον του και τους εθυμίασεν εις δόξαν και μεγαλοπρέπειαν Θεού· όθεν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον, εξέστησαν άπαντες και τον κατευώδωσαν με πολλήν τιμήν, ως έπρεπε. Τούτου του θαυμασίου τον βίον εθαύμασαν οι Άγγελοι δια το συγγενές της λαμπρότητος και οι δαίμονες έπτηξαν δια την δύναμιν και εξουσίαν, την οποίαν του έδωκε κατ’ αυτών ο Παντοδύναμος· άνθρωποι δε εξεθαμβήθησαν δια το υπερβάλλον της αγιωσύνης και το της σεμνοπρεπείας αξιάγαστον· οι δε αιρετικοί, από την βροντήν της φωνής των ορθών δογμάτων αυτού εδειλίασαν· οι Έλληνες από την σοφίαν αυτού εφιμώθησαν και τελείως κατησχύνθησαν· οφθαλμοί τυφλοί εφωτίσθησαν, χείρες και πόδες παράλυτοι ιατρεύθησαν και κάθε λώβη και ασθένεια σώματος και παν μέλος άρρωστον και εμπαθές εθεραπεύθη με την επίθεσιν των χειρών του και την δέησιν. Αυτά και άλλα παραδοξότερα ετέλεσεν ο θαυμάσιος Λέων, όχι μόνον ζων αυτός ως Ισάγγελος, αλλά και μετά την αυτού εντεύθεν προς Θεόν εκδημίαν και Αγίαν μετάστασιν· μάλιστα δε και θαυμασιώτερα έως την σήμερον ενεργεί ο Παντοδύναμος Θεός εις τον τάφον του δια να δοξάση τον δούλον του, εκ των οποίων να είπωμεν εν, το οποίον ετέλεσε αυτήν ταύτην την ημέραν της αυτού προς Θεόν εκδημίας και μεταστάσεως. Γυνή τις ευγενής από την πόλιν των Συρακουσίων ήτο αιμορροούσα και εξώδευσε τον πλούτον της όλον εις ιατρούς, αλλά δεν είδεν ωφέλειάν τινα. Τέλος πάντων, πεφωτισμένη από θείαν τινά αποκάλυψιν, επήγεν εις τον άμισθον τούτον ιατρόν και φθάσασα εις την αρειανήν πύλην της πόλεως, ήκουσε τα σήμαντρα τα οποία εκτύπων δια την του Οσίου μετάστασιν. Όθεν έδραμε σπουδάζουσα και προσπίπτουσα εις το άγιον λείψανον μετά δακρύων και πίστεως εζήτει την ίασιν· κατά την πίστιν λοιπόν αυτής και η έκβασις ευθύς ηκολούθησεν· έπαυσε δηλαδή η ρύσις του αίματος με τρόπον θαυμάσιον και επιτυχούσα της θεραπείας επέστρεψε προς την ιδίαν οικίαν χαίρουσα και διηγείτο τα του Θεού μεγάλα θαυμάσια, μεγαλύνουσα τον γνήσιον θεράποντα αυτού. Εκοιμήθη δε ο Άγιος την εικοστήν Φεβρουαρίου, παραδούς εις χείρας Θεού την μακαρίαν αυτού ψυχήν· το δε τίμιον και πάνσεπτον αυτού λείψανον ενεταφίασαν σεβασμίως εις τον περικαλλή Ναόν της Αγίας Λουκίας, τον οποίον αυτός ωκοδόμησεν. Ο δε Κύριος, όστις δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας, εδόξασε και μετά θάνατον αυτόν τον γνήσιον δούλον του και αναβλύζει έλαιον ευώδες από τον τάφον του, το οποίον ιατρεύει πάσαν ασθένειαν των προσερχομένων μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Αλλ’ ω των ουρανίων εραστά και κληρονόμε Λέων, ο λέων ως αληθώς αναδειχθείς και πιστός ως λέων αήττητος. Ω βασιλεύ, των δουλικών παθών κράτιστε και των τυραννικών εχθρών καθαιρέτα δραστικώτατε· ο των αιρετιζόντων το στίφος ως υπούλους αλώπεκας καταπλήττων και απελαύνων δια του βασιλικού σου βρυχήματος, τον δε δήμον των Ορθοδόξων συγκροτών και καταρτίζων δια των στερεών δογμάτων και σοφωτάτων διδαγμάτων σου· ο δυνατός εν έργω και λόγω γενόμενος και κατ’ άμφω διαλάμπων, δίκην ηλίου εις πάντα τα πέρατα, ο δια των μεγίστων τεραστίων και θαυμάτων, όχι τους πάλαι Προφήτας μόνον υπερβαλών, αλλά και αυτών των μεγάλων Πρωταποστόλων συναμιλλώμενος· ω ποιμήν θεοπρόβλητε, λαμπτήρ θεοπύρσευτε και δούλε Θεού Χριστομίμητε· παιδευτά των αφρόνων, ολοθρευτά των δαιμόνων και πρεσβευτά των σων προσφύγων θερμότατε· ευμενώς πρόσδεξαι τα παρόντα ψελλίσματα εξ ατέχνου διανοίας και γλώττης πόθω πολλώ προσφερόμενα και τους εις τούτο πίστει πολλή προτρεψαμένους την ημετέραν ευτέλειαν χάρισαι ειρήνην, ευημερίαν, ευρωστίαν και σωτηρίαν ψυχής αιώνιον· και εις πάντας τους την σην ιεράν επιτελούντας πανήγυριν, μη διαλείπης αιτούμενος παρά Θεού τα συμφέροντα, παθών αποτροπήν, πειρασμών απολύτρωσιν και νοσημάτων αναίρεσιν· και απλώς, πάντων μεν των αγαθών εν τω παρόντι αιώνι απόλαυσιν, εν δε τω μέλλοντι αξιωθήναι της ουρανίου Βασιλείας και αιωνίου μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας της Μεγ

Δημοσίευση από silver »


Ευστάθιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο Ομολογητής, ήτο κατά τους χρόνους του πρώτου εν τοις βασιλεύσι των Χριστιανών Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τκδ΄ (324), καταγόμενος εκ της Σίδης της εν Παμφυλία. Διδάσκαλος δε ων ο Άγιος ούτος εξέπεμπε με τον λόγον της σοφίας του τας ακτίνας της Ορθοδοξίας εις όλην την οικουμένην. Ούτος ήτο παρών και εις την εν Νικαία Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν εν έτει τκε΄ (325), κρατύνων με το δόγμα της ευσεβείας την Ορθοδοξίαν, ελέγχων δε και ανατρέπων τους Αρειανούς, οι οποίοι επί της μιάς φύσεως της Αγίας Τριάδος εισήγαγον τομήν και διαίρεσιν, οι άφρονες, τον Υιόν του Θεού κτίσμα λέγοντες και χωρίζοντες αυτόν από της ουσίας και τιμής και αξίας του ομοουσίου Πατρός. Όθεν, δια την ένθεον αυτού παρρησίαν και δια τον ζήλον τον οποίον είχεν υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως, εφθόνησαν αυτόν Ευσέβιος ο Νικομηδείας, Θέογνις ο Νικαίας και Ευσέβιος ο Καισαρείας, και όσοι άλλοι ήσαν κοινωνοί της αρειανής βλασφημίας, ή, μάλλον ειπείν, παντελούς αθεϊας και εκκινήσαντες δια να υπάγωσι δήθεν εις τα Ιεροσόλυμα, επήγαν εις την Αντιόχειαν και εκεί, συγκροτήσαντες συνέδριον, καθήρεσαν τον Άγιον· ίνα δε φανώσιν, ότι με εύλογον αιτίαν καθήρεσαν αυτόν, τι ετεχνεύθησαν οι πολυμήχανοι; Έδωκαν δώρα μεγάλα εις τινα πόρνην, έχουσαν παιδίον νεογέννητον και έπεισαν αυτήν να είπη ψευδώς, ότι το εγέννησε με τον Άγιον. Ελθούσα λοιπόν η πόρνη μετά του τέκνου της εις το εκείνων συνέδριον, εσυκοφάντησε τον Άγιον ότι εξ αυτού δήθεν συνέλαβε και εγέννησε το παιδίον· οι δε δόλιοι εκείνοι Αρχιερείς δεν εζήτησαν άλλας μαρτυρίας, αλλά μόνον επέβαλον όρκον εις την γυναίκα και αρκεσθέντες εις τούτο, πάραυτα προέβησαν εις την καθαίρεσιν του Αγίου. Και ουχί μόνον τούτο, αλλά πείθουσι και τον βασιλέα Μέγαν Κωνσταντίνον να εξορίση τον Άγιον. Τότε λοιπόν επέμφθη ο μακάριος Ευστάθιος δια της Θράκης εις τους Φιλίππους και εκεί ετελείωσε την ζωήν του. Λέγουσι δε, ότι η γυνή εκείνη, η οποία εσυκοφάντησε τον μέγαν τούτον Ευστάθιον, έπεσεν εις χαλεπήν ασθένειαν, όθεν ωμολόγησεν ότι αδίκως διέβαλε και εσυκοφάντησε τον Άγιον, εφανέρωσε δε και τα ονόματα των αρειανών Αρχιερέων, οι οποίοι την κατέπεισαν δια χρημάτων να είπη κατά του Αγίου την συκοφαντίαν ταύτην και να ορκισθή παραφρόνως· απεκάλυψε δε ότι το νεογέννητον παιδίον το συνέλαβε μεθ’ ενός χαλκέως, ονομαζομένου Ευσταθίου. Μετά παρέλευσιν εκατόν ετών, κατά τας ημέρας του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοζ΄ (477), ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον και επέμφθη εις την Αντιόχειαν. Τότε όλον το πλήθος ώρμησεν εκτός της πόλεως έως δεκαοκτώ μίλια και υπεδέχθη αυτό ευλαβώς με ύμνους, φώτα και θυμιάματα.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”