Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Φεβρουαρίου, μνήμη των εν τοις Ευγενίου ευρεθέντων Ιερών ΛΕΙΨΑΝΩΝ Αγίων ΜΑΡΤΥΡΩΝ και ΑΠ

Δημοσίευση από silver »

Τα Ιερά Λείψανα ταύτα ευρέθησαν όταν ο αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς ήτο εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως. Ευρέθησαν δε πρώτον τα τίμια λείψανα Αγίων τινών Μαρτύρων κεκρυμμένα υπό την γην, τα οποία ανεκομίσθησαν αμέσως ευλαβώς τε και σεβασμίως υπό του Πατριάρχου Θωμά και του συρρεύσαντος πανταχόθεν λαού, πολλαί δε και διάφοροι ασθένειαι εθεραπεύθησαν τότε. Μετά παρέλευσιν δε ετών πολλών, απεκαλύφθη εκ Θεού εις κληρικόν τινα και καλλιγράφον, ονόματι Νικόλαον, ότι μεταξύ των ιερών εκείνων Λειψάνων συμπεριλαμβάνονται και τα άγια λείψανα των Αποστόλων Ανδρονίκου και Ιουνίας, οίτινες αναφέρονται και υπό του θείου Αποστόλου Παύλου εις την προς Ρωμαίους επιστολήν εις την οποίαν γράφει· «Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν, τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισίν επίσημοι εν τοις Αποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Χριστώ» (Ρωμ. ιστ: 7).
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ Επισκόπου Σμύρνης.

Δημοσίευση από silver »


Πολύκαρπος ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού ήτο γέννημα και θρέμμα της πόλεως Εφέσου, εις την οποίαν εγεννήθη περί το έτος ξη΄ (68) μ.Χ. Οι γονείς του ήσαν πλουσιώτατοι, αλλ’ ευσεβείς και ελεήμονες· ο πατήρ του ωνομάζετο Παγκράτιος και η μήτηρ του Θεοδώρα. Τούτους διέβαλον εις τον εξουσιαστήν της Εφέσου Μαρκίωνα, ότι ήσαν Χριστιανοί· όθεν έστειλεν εκείνος στρατιώτας, οίτινες τους παρουσίασαν έμπροσθέν του, ήτο δε τότε η Θεοδώρα έγκυος εις τούτον τον Άγιον. Λέγει δε τότε προς αυτούς ο Μαρκίων· «Διατί δεν υπακούετε σεις εις τους βασιλικούς ορισμούς, αλλά καταφρονείτε τους μεγάλους θεούς και προσκυνείτε τον Χριστόν»; Οι γονείς του Αγίου απεκρίθησαν, χωρίς καθόλου να δειλιάσουν· «Ημείς, ω εξουσιαστά, εδιδάχθημεν από τους Αποστόλους του Κυρίου μας να πιστεύωμεν και να προσκυνούμεν τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθημεν και αυτόν ομολογούμεν και κηρύττομεν· τα δε άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία έχετε σεις δια θεούς, ημείς τα αποστρεφόμεθα και τα εξουθενούμεν». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής και θυμωθείς σφόδρα επρόσταξε τους στρατιώτας να ρίψωσιν αυτούς κατά γης και να τους δείρωσι δυνατά· τούτου δε γενομένου τους έβαλον εις την φυλακήν όπου έμειναν καιρόν πολύν ανεπιμέλητοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, ταλαιπωρούμενοι με πείναν και δίψαν και κάθε άλλην κακοπάθειαν, εντός δε της φυλακής εγέννησεν η μακαρία Θεοδώρα τον Άγιον. Ο δε Πανάγαθος Θεός, όστις γινώσκει τα πάντα προτού να γίνουν, προβλέπων, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να ζητήση το βρέφος, δια να το αναθρέψη και να το διδάξη την ιδικήν του πλάνην, εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού εις την φυλακήν και πρώτον μεν εθεράπευσε τους γονείς του βρέφους εκ των πληγών, τας οποίας είχον από τους δαρμούς, κατόπιν δε τους ενεδυνάμωσε και προείπεν εις αυτούς, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να τους θανατώση και να μη δειλιάσωσι τον υπέρ Χριστού θάνατον, διότι θέλουν στεφανωθή με τον στέφανον του Μαρτυρίου και να κληρονομήσωσι την ουράνιον Βασιλείαν. Έπειτα παραλαβών το βρέφος το επήγεν εις γυναίκα τινά χήραν πλουσιωτάτην και Χριστιανήν, παραγγείλας εις αυτήν να το βαπτίση, να το αναθρέψη με κάθε επιμέλειαν και να μη το ομολογήση εις ουδένα. Ταύτα δε ειπών έγινεν άφαντος. Ο δε παράνομος Μαρκίων, ζητών το βρέφος, ηρεύνα με πολλήν επιμονήν ημέρας πολλάς, αλλά μη ευρίσκων αυτό, ήναψεν όλος από θυμόν και εβασάνιζε σκληρώς τους γονείς του Αγίου. Τέλος πάντων, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης των, ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν ηρνούντο τον Χριστόν, τους απεφάσισεν εις θάνατον. Όθεν παραλαβόντες τους Αγίους οι στρατιώται τους ωδήγησαν έξω της Εφέσου επάνω εις εν ύψωμα και εκεί τους απεκεφάλισαν, άφησαν δε εκεί τα λείψανά των να τα φάγουν τα θηρία· αλλά ματαίως εκοπίαζεν ο αλιτήριος Μαρκίων, διότι κανέν θηρίον δεν επλησίασεν εις τα τίμια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων· μετά δε ταύτα επήγαν κρυφίως οι Χριστιανοί και τα ενεταφίασαν μετ’ ευλαβείας, ως έπρεπεν. Η δε ευσεβεστάτη εκείνη χήρα, εις την οποίαν ωδήγησε το βρέφος ο Άγγελος, το εβάπτισε και το ωνόμασε Παγκράτιον, εις το όνομα του πατρός του, το ανέτρεφε δε ως γνήσιον τέκνον της. Όταν ήλθε τούτο εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, το έβαλεν εις το σχολείον, όπου εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλην την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν· επειδή δε είχεν εξ αρχής φρονήματα γέροντος δεν κατεγίνετο εις παιδαριώδη καμώματα, ωσάν τα άλλα παιδία, αλλά συνανεστρέφετο με σοφούς και εναρέτους άνδρας, γινόμενος ακροατής όλων των καλών και ψυχωφελών διδαγμάτων αυτών και εμιμείτο τα ένθεα παραδείγματά των, ως υιός δε Μαρτύρων εσπούδαζε με όλην την προθυμίαν να τους μιμηθή, κατά το δυνατόν, εις την αγάπην του Θεού και κατόπιν εις όλας τας αρετάς· ηγωνίζετο δε να έχη αγάπην με όλους, ταπείνωσιν, ιλαρότητα, εγκράτειαν, σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν, αγαπών εξόχως την ελεημοσύνην· δια τούτο ωνομάσθη Πολύκαρπος. Και ακούσατε να θαυμάσητε. Η θεοφιλής εκείνη γυνή, η οποία τον ανέθρεψεν, ήτο πολύ πλουσία, ως είπομεν, είχε δε μεταξύ των άλλων πολλάς αποθήκας γεμάτας από σιτάρι και κάθε είδους καρπόν της γης, διότι είχε πολλά υποστατικά. Ως ελεήμων δε που ήτο ο μακάριος Παγκράτιος και πολύ συμπαθητικός, έδιδε πλουσιοπάροχα εις τους πτωχούς, κρυφίως από την ψυχομητέρα του, έως ότου άδειασεν όλας τας αποθήκας. Εν μιά δεμιαν ημερών επήγεν η μήτηρ αυτού να βγάλη σιτάρι· και ευρίσκουσα κενάς τας αποθήκας εθαύμασεν, ηννόησεν όμως ότι ο Παγκράτιος τας εξεκένωσε, διότι εγνώριζε την αγαθήν του προαίρεσιν, ως και την ευσπλαγχνίαν την οποίαν είχε δια τους πτωχούς. Εν τούτοις έστρεψε και τον εκοίτταξε με άγριον βλέμμα, αυτός δε, με χαροποιόν πρόσωπον, είπε προς αυτήν· «Ας υπάγωμεν, κυρία, μαζί εις τας αποθήκας δια να ίδωμεν». Δεν ηθέλησεν όμως να υπάγη εκείνη, επειδή προ ολίγου τας είδε κενάς. Τότε επήγε μόνος ο Άγιος, έκαμε προσευχήν εις τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν και, ω του θαύματος! παρευθύς εγέμισαν όλαι αι αποθήκαι από όλους τους καρπούς. Προσκαλέσας όθεν την μητέρα του, της είπε μετά χαράς· «Έλα, κυρία μου, εις τας αποθήκας, δια να ιδής την δύναμιν και την Χάριν του Θεού». Καθώς δε επήγεν η γυνή και είδε τας αποθήκας γεμάτας από καρπούς και όλα τα δοχεία γεμάτα από έλαιον και οίνον, εδόξασε μεγαλοφώνως τον πλουσιόδωρον Θεόν και καταφιλούσα τον ευλογημένον Παγκράτιον, του είπε· «Τέκνον μου αγαπητόν, από της σήμερον δίδε όσον θέλεις εις τους πτωχούς και πλέον δεν θέλω σε ονομάζει Παγκράτιον, αλλά Πολύκαρπον». Ούτως επεκράτησε το όνομα αυτό εις τον Άγιον. Έχων λοιπόν την άδειαν ο μακάριος, εμοίραζε πλουσιοπάροχα εις τους έχοντας ανάγκην τους καρπούς, αι δε αποθήκαι, θείω ελέει, δεν εξεκενούντο ποτέ· διότι ο Θεός, βλέπων την αγαθήν γνώμην του Αγίου, επλήθυνε τους καρπούς. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ενέσκηψε πείνα μεγάλη εις την χώραν της Εφέσου. Τότε ο αξιομακάριστος Πολύκαρπος έδειξε την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, όχι μόνον εις τους πτωχούς, αλλά και εις τους πλουσίους· διότι πολλοί, αν και είχον πλούτον πολύν, μη ευρίσκοντες όμως να αγοράσουν τα προς συντήρησιν εκινδύνευον από την πείναν· εις τούτους έδιδε πλουσιοπαρόχως ο Άγιος· και γενικώς, όλοι όσοι είχον στενοχωρίαν έλεγον· «Ας υπάγωμεν εις τον ελεήμονα Πολύκαρπον». Όθεν προσέτρεχον εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν πλήθος πτωχών και πλουσίων και δεν εδίωκε ποτέ κανένα με τας χείρας κενάς, αλλά όλους τους εδέχετο με πολλήν ευσπλαγχνίαν, ευεργετών ένα έκαστον κατά την ανάγκην του. Όταν ο Άγιος έγινεν είκοσι πέντε ετών, ήκουσεν ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις τα άλλα μέρη της Ασίας και έχων πόθον πολύν να τον απολαύση, έλαβε την άδειαν και την ευχήν της μητρός του και επήγεν εις τον θείον Ιωάννην, μαζί με τον οποίον ήτο και ο θεοφόρος Ιγνάτιος και ο μακάριος Βουκόλος. Τούτον ηκολούθησε και ο ευλογημένος Πολύκαρπος και περιπατών μαζί των από τόπου εις τόπον και από χώρας εις χώραν, εδοκίμαζε μεγάλας κακοπαθείας, υποφέρων πείναν, δίψαν, γυμνότητα και κάθε άλλην στενοχωρίαν δια να κηρύττη τον λόγον του Χριστού, ως άλλος Απόστολος. Αφ’ ου παρήλθεν αρκετός καιρός, ήλθεν ορισμός από τον βασιλέα της Ρώμης Δομετιανόν να εξορισθή ο θείος Ιωάννης ο Θεολόγος εις την νήσον Πάτμον, επειδή ηκούσθη, ότι μετέστρεφε τους ειδωλολάτρας εις την πίστιν του Χριστού. Όταν δε επρόκειτο να υπάγη εις την εξορίαν, εχειροτόνησε τον μακάριον Βουκόλον Αρχιερέα της Σμύρνης, του έδωκε δε και τον Άγιον Πολύκαρπον να τον έχη συνοδείαν. Ούτως, αποχαιρετήσας αυτούς ο Απόστολος, επήρε μαζί του τον Πρόχωρον και επήγεν εις την Πάτμον. Ελθόντες λοιπόν εις την Σμύρνην ο Άγιος Βουκόλος μαζί με τον ιερόν Πολύκαρπον, τον εχειροτόνησεν Ιερέα, με όλον όπου δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον, προφασιζόμενος ότι δεν είναι άξιος· αλλ’ ο μακάριος Βουκόλος, βλέπων τας αρετάς του και τα θεία του κατορθώματα, τον ανεβίβασεν ακόμη και εις το αξίωμα του ορφανοτρόφου· τόσον δε ταπεινόφρων ήτο ο μακάριος, ώστε δεν ηθέλησε ποτέ καμμίαν προτίμησιν, ούτε εις τας συνάξεις των Ιερέων εκάθητο κατά την τάξιν του, αλλά πάντοτε εκάθητο κατώτερα απ’ όλους, ωσάν εις ταπεινός άνθρωπος. Βλέπων όμως ο Θεός την πολλήν του ταπείνωσιν, τον ύψωσε και τον εδόξασε, καθώς επαγγέλλεται· διότι, προγνωρίσας ο μακάριος Βουκόλος τον θάνατόν του, εσύναξεν όλους τους Επισκόπους της επαρχίας, όλον τον Κλήρον και πάντας τους Χριστιανούς και εφανέρωσε τον θάνατόν του, ειπών ότι εξέλεξε διάδοχόν του τον Άγιον Πολύκαρπον. Τούτον εδέχθησαν μετά μεγάλης χαράς οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί και όλος ο λαός, εχειροτονήθη λοιπόν παρά την θέλησίν του ο Ιερός Πολύκαρπος Αρχιερεύς της Σμύρνης. Λαβών λοιπόν ο Άγιος το μέγα τούτο και πολύτιμον φορτίον της Αρχιερωσύνης, εποίμαινε τα λογικά του Χριστού πρόβατα με πολλήν επιμέλειαν εις νομάς σωτηρίους των θείων εντολών, διδάσκων καθ’ εκάστην τον λόγον του Ευαγγελίου και τύπος γινόμενος δια των έργων παντός αγαθού. Δεν έπαυε δε νύκτα και ημέραν να επισκέπτεται το ποίμνιόν του· εδυνάμωνε τους αδυνάτους, παρηγορούσε τους τεθλιμμένους, εθεράπευε τους ασθενούντας, εκυβέρνα τα ορφανά, ελεούσε τους πτωχούς και εβοηθούσε όλους τους Χριστιανούς κατά την ανάγκην εκάστου. Επεμελείτο δε ιδίως πολύ, κρυφά ή φανερά, ως ηδύνατο, τους Μάρτυρας τους οποίους εβασάνιζαν εκείνον τον καιρόν οι τύραννοι, στερεώνων τούτους εις την πίστιν του Χριστού και δια να είπωμεν εν συντομία πρεπόντως ωνομάσθη Πολύκαρπος, διότι δεν έλειψε ποτέ από αυτόν ο ένθεος καρπός, αλλ’ ήτο ως θαυμάσιος λιμήν αχείμαστος δι’ όλους και μέγα καταφύγιον, όχι δε μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους ειδωλολάτρας, τους οποίους ακαταπαύστως εδίδασκε, χωρίς καμμίαν δειλίαν, χωρίς κανένα φόβον, επιστρέφων πολλούς εις την πίστιν του Χριστού. Ετέλει δε και άπειρα θαύματα καθ’ εκάστην, από τα οποία θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά εις πίστωσιν των πολλών. Και ακούσατε. Καιρόν τινά εξερράγη μεγάλη και φοβερά πυρκαϊά εις την Σμύρνην, και εκαίοντο όχι μόνον μέσα εις την πόλιν σπίτια και άνθρωποι, αλλά ακόμη και έξω εις τους αγρούς, εις τα σπαρτά, αμπέλια, δένδρα και ζώα, εκράτησε δε το κακόν αυτό επτά ημερονύκτια. Οι δε ανόητοι και εσκοτισμένοι ειδωλολάτραι επεκαλούντο εις βοήθειαν τους θεούς των, αλλά ματαίως εκοπίαζαν οι ταλαίπωροι· διότι όσον εκείνοι παρεκάλουν τα είδωλα, τόσον ο Θεός ωργίζετο εναντίον των και ηύξανε το πυρ περισσότερον. Όθεν οι Χριστιανοί προσέδραμον εις τον Άγιον, παρακαλούντες αυτόν να κάμη προσευχήν προς τον Κύριον δια να καταπαύση το πυρ. Ευσπλαγχνισθείς όθεν ο Άγιος έκαμε δέησιν εις τον Θεόν, δι’ ό,τι του εζήτησαν, έπειτα, ελέγχων τους ειδωλολάτρας, ότι αυτά τα κακά προέρχονται από την ασέβειάν των, με το να μη πιστεύουν εις τον αληθινόν Θεόν, εστράφη προς το πυρ και είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ ο ανάξιος λατρεύω και προσκυνώ, σε προστάζω να παύσης ευθύς την ώραν ταύτην και να σβεσθής εντελώς». Και, ω του παραδόξου θαύματος! παρευθύς εσβέσθη τελείως το φοβερόν εκείνο πυρ και ηφανίσθη· οι δε παρεστώτες θαυμάσαντες εφώναξαν μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τότε πολλοί ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Εις δε από τους ειδωλολάτρας, άρχων μέγας, ονόματι Πετρώνιος, παρακινηθείς από τον πατέρα του διάβολον, όστις φθονεί πάντοτε το καλόν, έλεγε λόγια βλάσφημα κατά της Πίστεως των Χριστιανών και κατά του Αγίου. Παρευθύς δε εδαιμονίσθη ούτος και έπεσε κατά γης κυλιόμενος, αφρίζων και σπαράττων. Βλέποντες δε αυτόν τινές Χριστιανοί τον ελυπήθησαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τον ιατρεύση· ούτος δε μιμούμενος τον Δεσπότην Χριστόν, ηυσπλαγχνίσθη αυτόν και τον εθεράπευσε διπλήν θεραπείαν, διότι επιτιμών το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, το εδίωξεν από τον Πετρώνιον, εκείνον δε εφώτισε κατά την ψυχήν, ώστε να γνωρίση την δύναμιν την οποίαν έχουν οι δούλοι του Χριστού, εκ της ευεργεσίας την οποίαν έλαβε. Τότε επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη μαζί με όλους τους ανθρώπους της οικίας του. Μετά τέσσαρας χρόνους από της πυρκαϊάς, περί της οποίας είπομεν, ηκολούθησε μεγάλη ανομβρία εις όλην την περιοχήν της Σμύρνης, ούτως ώστε εκινδύνευαν να αφανισθώσιν όλοι οι καρποί της γης, ευρίσκοντο δε οι άνθρωποι εις μεγάλην λύπην. Όθεν οι Χριστιανοί προσέτρεξαν πάλιν εις τον Άγιον και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος έκαμε τότε δέησιν προς Κύριον και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! έβρεξε τόση βροχή, ώστε εδρόσισεν όλους τους καρπούς· έλαβον όθεν μεγάλην παρηγορίαν οι άνθρωποι, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλ’ επειδή δεν έπαυε και έβρεχεν ακαταπαύστως, πάλιν ο Άγιος με την προσευχήν του την κατέπαυσε. Από ταύτα τα ολίγα θαύματα του Αγίου, τα οποία διηγήθημεν, ας γνωρίση πας τις πόσην παρρησίαν είχεν εις τον Θεόν, διότι αρκετά είναι αυτά να φανερώσουν την αγιότητά του. Ας έλθωμεν λοιπόν εις το προκείμενον του λόγου, να διηγηθώμεν με βραχυλογίαν και το ένδοξον αυτού Μαρτύριον. Όταν εβασίλευεν εις την Ρώμην ο Αντωνίνος, εκινήθη μέγας διωγμός κατά της πίστεως του Χριστού, όλοι δε οι κατά πόλεις εξουσιασταί εβασάνιζαν ανηλεώς τους Χριστιανούς. Όθεν και ο εξουσιαστής της Σμύρνης έπραττε τα ίδια, τιμωρών απανθρώπως έως θανάτου όποιον Χριστιανόν εύρισκεν. Ήλθε δε εις τόσην μανίαν ο επάρατος, ώστε απεφάσισε να ζητήση και τον Άγιον Πολύκαρπον, ως Αρχιερέα των Χριστιανών. Τούτο ακούσας ο θείος Πολύκαρπος ουδόλως εταράχθη και ήθελε να μείνη εις την πόλιν. Οι Χριστιανοί όμως, θέλοντες να μη υστερηθούν τοιούτον άγιον ποιμένα, τον κατέπεισαν δια παντοίων τρόπον να αναχωρήση από την Σμύρνην. Ούτως ο Άγιος, αν και επόθει το Μαρτύριον, εν τούτοις αποβλέπων περισσότερον εις το συμφέρον των άλλων, κατά την εντολήν του θείου Αποστόλου Παύλου και όχι μόνον εις το ιδικόν του, ανεχώρησεν από την Σμύρνην και επήγεν εις εν χωρίον όχι μακράν από την πόλιν και εκεί διέτριβεν, ουδέν έτερον ποιών παρά προσευχόμενος νύκτα και ημέραν δι’ όλους τους Χριστιανούς και δι’ όλας τας Εκκλησίας του Χριστού, τας καθ’ άπασαν την οικουμένην ευρισκομένας. Ημέραν δε τινά, τρεις ημέρας προτού συλληφθή, προσευχόμενος εκοιμήθη μετά την προσευχήν του· και τότε είδεν εν οράματι, ότι επήρε φωτιάν το προσκεφάλαιόν του και εκάη. Εξυπνήσας δε είπε προφητικώς εις εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζί του, ότι πρόκειται να μεταλλάξη την παρούσαν ζωήν δια του πυρός χάριν της αγάπης του Χριστού. Επειδή δε οι υπηρέται του εξουσιαστού ανεζήτουν αυτόν με κάθε επιμέλειαν, εβιάσθη πάλιν από την αγάπην των αδελφών και επήγεν εις άλλο χωρίον· την ώραν όμως κατά την οποίαν ανεχώρησεν ο Άγιος έφθασαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εζήτουν, και μη ευρόντες αυτόν εκεί, συνέλαβον δύο παιδία και τα εβασάνιζαν δια να φανερώσουν που ευρίσκετο ο Άγιος· μη υποφέρον δε το εν παιδίον τα βάσανα, τον εφανέρωσε. Λαβόντες λοιπόν οι στρατιώται το παιδίον εκείνο, επήγαν το βράδυ εις το άλλο χωρίον και τον εύρον την ώραν κατά την οποίαν έπεσε να κοιμηθή επάνω εις ένα ανώγειον υψηλόν, από το οποίον ηδύνατο να υπάγη εις άλλο σπίτι· αλλά δεν ηθέλησε λέγων· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Ευθύς λοιπόν κατήλθεν από το ανώγειον και εδέχθη τους στρατιώτας με ιλαρόν και χαρούμενον πρόσωπον, ώστε εθαύμασαν εκείνοι την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του. Ο δε Άγιος επρόσταξε να ετοιμάσουν τράπεζαν και να τους βάλουν να φάγουν και να πίουν, τους εζήτησε δε να του δώσουν καιρόν δια να προσευχηθή. Λαβών λοιπόν την άδειαν ο Άγιος από τους στρατιώτας προσηυχήθη ώραν ικανήν. Έπειτα, φέροντες ονάριον, τον ανεβίβασαν επ’ αυτού και τον έφεραν εις την πόλιν. Επήγαινε δε ο Άγιος προθύμως εις το κριτήριον, και όταν εισήρχετο εις αυτό ήλθεν εξ ουρανού φωνή, ήτις έλεγεν· «Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου». Ταύτην την φωνήν πολλοί Χριστιανοί ήκουσαν, ουδείς όμως είδεν εκείνον όστις την είπεν. Ερωτήσας λοιπόν ο εξουσιαστής, αν είναι αυτός ο Πολύκαρπος και ομολογήσας ο Άγιος ότι αυτός ο ίδιος είναι, είπε προς αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν και να τον βλασφημήση· ο δε Άγιος απήντησεν· «Έχω ογδοήκοντα εξ χρόνους όπου τον δουλεύω, και κανένα κακόν δεν μου έκαμε· πως ημπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλέα μου, τον Σωτήρα και Λυτρωτήν μου»; Ο τύραννος όμως τον εβίαζε και πάλιν να αρνηθή τον Χριστόν. Τότε ο θείος Πολύκαρπος του λέγει· «Επειδή προσποιείσαι ότι δεν γνωρίζεις ποίος είμαι και δια τούτο μου λέγεις ταύτα, άκουσον μετά παρρησίας· Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν δεν αρνούμαι, ει δε θέλης να μάθης τας αληθείας του Χριστιανισμού, δος μοι καιρόν και ακρόασιν, ίνα σου ομιλήσω». Ο δε κριτής λέγει· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θα σε ρίψω εις τα θηρία να σε καταφάγωσιν». Ο Άγιος του απαντά· «Μη αργοπορής, αλλά ρίψε με εις τα θηρία, διότι εγώ δεν μετακινούμαι από την Πίστιν μου· μάλιστα θα σου οφείλω μεγάλην χάριν να με μεταφέρης μίαν ώραν ενωρίτερα από την ψευδή και πολύπονον ταύτην ζωήν, εις την αληθινήν και αθάνατον». Ο κριτής πάλιν του λέγει· «Επειδή δεν φοβείσαι τα θηρία, θέλω σε κατακαύσει εις το πυρ, εάν δεν μετανοήσης». Ο δε μέγας Πολύκαρπος λέγει· «Τι με φοβερίζεις με το πυρ, το οποίον καίει προς ώραν και μετ’ ολίγον σβέννυται; Ή δεν γνωρίζεις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως, το οποίον φυλάττεται δια να κατακαίη αιωνίως τους ασεβείς; Όθεν μη αργοπορής, αλλά κάμε ό,τι θέλεις». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγων ο Άγιος μετά μεγάλου θάρρους και χαράς, έκαμε τον εξουσιαστήν να μείνη εκστατικός, απορών δε ούτος και μη γνωρίζων τι να πράξη, έστειλε τον κήρυκα εις το μέσον του σταδίου και εκήρυξε τρεις φοράς, ότι ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι Χριστιανός. Τούτο ακούοντες όλον το πλήθος των Ελλήνων και των Εβραίων, εφώναζον με μεγάλην φωνήν και με θυμόν ακράτητον· «Αυτός είναι ο Πατήρ των Χριστιανών, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους να μη προσκυνούν τους θεούς. Πρέπει λοιπόν να τον καύσωμεν εις το πυρ ζωντανόν». Παρευθύς λοιπόν εσύναξαν από τα εργαστήρια και από τα λουτρά ξύλα και φρύγανα. Μάλιστα δε οι Εβραίοι έτρεχον με μεγάλην προθυμίαν, καθώς το έχουν συνήθειαν να υπηρετούν τους τυράννους ολοψύχως, εκ του μίσους το οποίον έχουν, οι κατάρατοι, κατά του Χριστού και όλων των Χριστιανών. Όταν δε ητοιμάσθη η πυρά εξεδύθη ο Άγιος τα ενδύματά του, έλυσε την ζώνην του και έπεσεν εις την πυράν μόνος του· ημποδίσθη όμως προς ολίγον από τους Χριστιανούς, οι οποίοι συνέτρεχαν με μεγάλην σπουδήν, αγωνιζόμενοι ποίος να πρωτοασπασθή το άγιον σώμα του. Έπειτα ήλθον οι στρατιώται να τον καρφώσουν, ώστε να μην κινήται καιόμενος, καθώς εσυνήθιζον να κάμνουν εις όλους τους καταδικαζομένους εις τον δια πυρός θάνατον· ο δε Άγιος τους είπεν· «Αφήσετέ με ακάρφωτον και εκείνος ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να υπομείνω το πυρ, θέλει με ενδυναμώσει να μη κινηθώ παντελώς». Όθεν δεν τον εκάρφωσαν, αλλά τον έδεσαν με τας χείρας οπίσω και ούτω ως κριός επίσημος εκ μεγάλου ποιμνίου προσεφέρετο εις τον Θεόν ολοκαύτωμα ευπρόσδεκτον. Ανυψώσας δε τότε ο Άγιος τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτω. «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ευχαριστώ σοι, ότι ηξιώσας με τον ανάξιον της ημέρας και ώρας ταύτης, ίνα συναριθμηθώ και εγώ ομού μετά των Μαρτύρων σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και σώματος και είθε να προσαχθώ σήμερον έμπροσθέν σου θυσία ευπρόσδεκτος, καθώς προητοίμασας, προεφανέρωσας και ετελείωσας, ο αψευδής Θεός· δια ταύτα πάντα σε ευλογώ και σε δοξάζω, συν τω αγαπητώ και μονογενεί σου Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αφού ετελείωσε την προσευχήν ο Άγιος εισήλθεν εις την πυράν και, ω του θαύματος! η φλοξ του πυρός εκείνου εσχημάτισεν είδος θόλου, ως σχηματίζει το πανί του πλοίου, όταν το φυσά ο άνεμος, περιεκύκλωσε δε το σώμα του Μάρτυρος, όστις ήτο εις το μέσον της φλογός, όχι ως σάρξ καιομένη αλλά ως χρυσός πυρούμενος εντός καμίνου χρυσοχόου, εξήρχετο δε εξ αυτού ευωδία άρρητος ωσάν να εκαίετο θυμίαμα ή άλλο τι πολύτιμον άρωμα. Τέλος πάντων βλέποντες οι άνομοι, ότι δεν ήτο δυνατόν να καή το σώμα του Αγίου από την πυράν, επρόσταξαν να πλησιάση εις τον Μάρτυρα εις δήμιος και να τον θανατώση με το ξίφος· τούτου γενομένου, ανεπήδησε πλήθος αίματος το οποίον έσβυσε τελείως το πυρ προς θαυμασμόν και έκπληξιν του παρισταμένου λαού δια τα θαυμάσια του Θεού. Ο δε φθονερός και πονηρός διάβολος, γνωρίζων ότι οι Χριστιανοί επεθύμουν να πάρουν το ιερόν λείψανον του Αγίου προς αγιασμόν, τι εμεθοδευθη ο κακομήχανος; Παρεκίνησεν άρχοντά τινα και είπεν εις τον εξουσιαστήν να μη δώση το σώμα του Ιερομάρτυρος εις τους Χριστιανούς, δια να μη αφήσουν τον Εσταυρωμένον Ιησούν και αρχίσουν να σέβωνται τούτον τον Πολύκαρπον, το ίδιον έλεγον και οι Εβραίοι και το εβεβαίωναν, εφύλαττον δε τον τόπον δια να μη το πάρουν κρυφίως οι Χριστιανοί. Ο εκατόνταρχος λοιπόν, ρίψας το άγιον λείψανον εις το μέσον της πυράς το έκαυσε. Κατόπιν δε οι Χριστιανοί λαβόντες όσα ιερά λείψανα απέμειναν άθικτα από το πυρ τα ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως εις τόπον επίσημον, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, γέγονεν η πρώτη και Δευτέρα εύρεσις της τιμίας Κεφαλής του Α

Δημοσίευση από silver »


Η Τιμία αύτη και Αγγέλοις αιδέσιμος του θείου Προδρόμου Κεφαλή πρώτον μεν ευρέθη εν τω οίκω του Ηρώδου, δι’ επιφανείας και αποκαλύψεως του ιδίου Τιμίου Προδρόμου, εις δύο Μοναχούς, οι οποίοι μετέβαινον εις προσκύνησιν του ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, έλαβε δε ταύτην παρά των Μοναχών εκείνων εις κεραμεύς και την μετέφερεν εις την Έμεσαν· αισθανθείς δε εκείνος, ότι δια της Αγίας Κάρας έλαβεν ευτυχίαν, ετίμα αυτήν εξαιρέτως και όταν έμελλε να αποθάνη, την αφήκεν εις την αδελφήν του, παραγγείλας εις αυτήν να μη την μετατοπίση ούτε να την δείξη εις άλλον, αλλά να την τιμά και να την προσκυνή. Αφ’ ου δε η αδελφή εκείνου απέθανε, έλαβον την Αγίαν Κάραν αλληλοδιαδόχως πολλοί και τέλος κατήντησεν ο πολύτιμος ούτος θησαυρός εις τινα Ιερομόναχον Αρειανόν, Ευστάθιον, ο οποίος εδιώχθη παρά των Ορθοδόξων εκ του σπηλαίου, εις το οποίον κατώκει, διότι απέδιδεν εις την κακόδοξον αίρεσίν του τας ιατρείας, όσας ενήργει η Αγία Κάρα. Έλεγε δηλαδή, ότι η Αγία Κάρα ενεργεί τας ιατρείας διότι αυτός, όστις την κατέχει, είναι Αρειανός· αφ’ ου δε εκείνος ο κακόδοξος εδιώχθη εκείθεν, αφήκε κατά θείαν οικονομίαν την Τιμίαν Κεφαλήν εις το σπήλαιον αυτό εις το οποίον και ευρίσκετο κεκρυμμένη, μέχρι της εποχής Μαρκέλλου τινός Αρχιμανδρίτου και του Επισκόπου Εμέσης Ουρανίου, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μικρού εν έτει υλα΄ (431). Τότε λοιπόν πολλοί έλαβον θείας αποκαλύψεις δια την Προδρομικήν ταύτην Κεφαλήν· όθεν ευρέθη αύτη το δεύτερον εντός υδρίας, ήτις μεταφερθείσα εις την Εκκλησίαν υπό του άνω ρηθέντος Επισκόπου Ουρανίου ενήργει διαφόρους ιατρείας και παράδοξα θαύματα. Τελείται δε η της ευρέσεως αυτής Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον και Προφητικόν Ναόν του Τιμίου Προδρόμου τον ευρισκόμενον εις τόπον ονομαζόμενον Φωρακίου.

ΕΓΚΩΜΙΟΝ Επί τη ευρέσει της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου.
«Εκ σπέρματος όφεως», λέγει ο Ησαϊας, «εξελεύσεται έκγονα ασπίδων, και τα έκγονα αυτών εξελεύσονται όφεις πετάμενοι» (Ησαϊα ιδ:29). Τούτο σημαίνει, ότι από τον όφιν γεννώνται αι ασπίδες και τα γεννήματα αυτών γίνονται όφεις πτερωτοί, αληθής δε βεβαίως ο λόγος του Προφήτου. Ιδού το παράδειγμα ολοφάνερον. Πόθεν γεννάται ο Ηρώδης ούτος, όστις έρριψεν εις την φυλακήν τον Ιωάννην, τέλος δε τον εθανάτωσεν; Από τον πρώτον και τρομερόν εκείνον όφιν, όστις εθανάτωσε τας δεκατέσσαρας χιλιάδας των βρεφών, από τον πρώτον δηλαδή και μέγαν Ηρώδην. Από τον όφιν εκείνον γεννώνται ο Αριστόβουλος και ο Φίλιππος, ως και οι άλλοι όφεις· από το σπέρμα του όφεως εκείνου γεννάται και η θυγάτηρ του Αριστοβούλου Ηρωδιάς. Όφις φαρμακερός ο πρώτος Ηρώδης εναντίον της ανθρωπίνης φύσεως, όφις τοιούτος και ο δεύτερος Ηρώδης, ο υιός του· ιδού και η ασπίδα, η Ηρωδιάς. Θέλεις να ίδης και το θυγάτριον αυτής όμοιον της ασπίδος; Ιδού αυτό, της ασπίδος το γέννημα, πως πετά έμπροσθεν του Ηρώδου, και με το πέταγμα και στριφογύρισμα εκείνο ανοίγοντας το στόμα των, τόσον ο όφις, όσον και η ασπίς και το γέννημα αυτής, κόπτουσι την Κεφαλήν του Ιωάννου. Ω πονηρός όφις! Ω θανατηφόροι ασπίδες! Εις ποίαν φωτοφόρον Κεφαλήν τολμούν να βάλουν τους οδόντας των οι δείλαιοι! Ω! ποίον ακτινοφεγγοβόλον Λύχνον αποτολμούν να σβύσουν. Σβύνουν τον Λύχνον τον φωταυγή, δια να μη θεωρή ο Κόσμος τας κακίας των. Βγάζουν το φως από το μέσον, δια να μη θεωρούνται από τους άλλους αι μοιχείαι των. Βγάζουν την Φωνήν του Λόγου από το μέσον, δια να μη κηρύττη τας παρανομίας των. Όμως τον Λύχνον του Φωτός τον εστερήθησαν εκείνοι καταβάντες εις τον Άδην και όχι ο Κόσμος όλος. Πάλιν είναι Λύχνος του Φωτός, Πρόδρομος του Ηλίου και Φωνή του Λόγου και πάλιν ούτω λέγεται. Διότι που δεν λάμπει; Που δεν ακτινοβολεί; Που δεν κηρύττει ως Φωνή του Υιού και Λόγου του Θεού; Δεν γεννάται από δικαίους δίκαιος, από τον Ζαχαρίαν και την Ελισάβετ; Δεν είναι εκ κοιλίας Μητρός αυτού αγιασμός; Δεν επέρασεν εις την έρημον, όχι απλώς ανθρωπίνην, αλλά σχεδόν Αγγελικήν ζωήν; Δεν ήπλωσε τας χείρας του εις την Κορυφήν του παντός του Κόσμου Δεσπότου και Ποιητού και Πλάστου; Πως λοιπόν ημπορεί τις ποτέ να μου ειπή, ότι δεν συμμετέσχε μιας παντοτεινής ζωής και αιωνίου θεϊκής λάμψεως; Διότι «Υιός δίκαιος», λέγει ο Σολομών, «γεννάται εις ζωήν» (Παρ. ια: 19), διότι γίνεται μιμητής Αγγελικής ζωής, γεννάται εις ζωήν, επειδή αξιώνεται να γίνη Βαπτιστής της Αυτοζωής και να λάβη μέρος απ’ εκείνην την Αυτοζωήν. Λάμπει παντοτεινά ως Πρόδρομος του νοητού Ηλίου, διότι απλώνοντας εις τον νοητόν εκείνον Ήλιον, δίδει προς αυτόν δια παντός τας ηλιοθεοσταλάκτους ακτίνας του ο νοητός εκείνος Ήλιος. Ω! πόσον θεοφεγγοβολεί και ας ενόμιζεν ο ληρώδης ότι τον έσβησεν. Ω! πόσην έλαβεν χάριν από τον Χριστόν, ώστε να καταστή άξιος δια τας αρετάς του να γίνη Βαπτιστής Του! Τις να επαινέση κατ’ αξίαν τον Βαπτιστήν; Τις να πλέξη εγκώμιον αρμόδιον εις τον Πρόδρομον; Εάν ο Χριστός μεταξύ των γεννηθέντων εκ γυναικών μείζονα τον μαρτυρή, τις άλλος ημπορεί περισσότερον; Ώστε, όχι δια να τον ανυψώσωμεν περισσότερον, αλλά δια να μη μας κρίνωσιν οι ανευλαβείς ομιλούντες περί τούτου, θέλομεν αποδείξει τον Ιωάννην πρώτον Φωνήν και Στόμα του Χριστού και δεύτερον, μετά την αποτομήν της Τιμίας του Κεφαλής, επαινετόν και υπερθαύμαστον όχι μόνον από τους φίλους, αλλά και από τους εχθρούς του Χριστού. Ιδού λοιπόν, ότι από το πρώτον αρχόμεθα. Θέλων ο Μέγας και ουράνιος Θεός να φανερώση λεπτομερώς εις πόσην ασύγκριτον αγάπην και τιμήν έχει όλους εκείνους, οι οποίοι δια πολλών κόπων και πόνων και ιδρώτων, δια παντός αγωνιζόμενοι, εξάγουσι τον αμαρτωλόν από το στόμα του Άδου, λέγει δια του Προφήτου Ιερεμίου: Όποιος βγάλη τίμιον άνθρωπον από το ανάξιον στόμα του διαβόλου, θέλει τον κρίνει και τον έχει ωσάν το ιδικόν Του Στόμα. «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε: 19). Ω έπαινος από τον Θεόν εις εκείνους, όπου δια την σωτηρίαν του ανθρώπου εναντίον του διαβόλου ανδρείως ηγωνίσθησαν. Ούτος του Θεού ο έπαινος εις Προφήτας και Αποστόλους και Αρχιερείς και Διδασκάλους, οι οποίοι όχι ένα και μόνον τίμιον, αλλά μυρίους και αναριθμήτους, μάλιστα με πολλούς ιδρώτας, από το βέβηλον και ανάξιον στόμα του διαβόλου εξέβαλον! Κατ’ εξοχήν όμως ο έπαινος ούτος αρμόζει εις τον Ιωάννην τον Πρόδρομον. Διότι, εάν είναι φωνή του Υιού του Θεού, καθώς θέλει φανή, φανερόν είναι ότι εις αυτόν αρμόζει εξαιρετικώς να λέγεται και στόμα Αυτού. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» (Ψαλμ. κη: 3), λέγει ο Δαυϊδ. Και πάλιν ο αυτός· «Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον, συσσείσει Κύριος την έρημον Κάδης. Φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους» (Ψαλμ. κη: 8-9). Ποία είναι η φωνή αύτη, την οποίαν εννοεί ο Δαυϊδ, όταν λέγη επάνω των υδάτων, όπου καταρτίζει τας ελάφους, όπου σείει την έρημον; Ενθυμήσου την απόκρισιν εκείνην, ήτις εδόθη από τον Ιωάννην εις τους Φαρισαίους ιερείς και λευϊτας, όταν ηρωτάτο από αυτούς ποίος είναι. Μήπως είσαι συ, του έλεγαν, ο Ηλίας; Μήπως είσαι συ ο Προφήτης, ο Μεσσίας; Όχι, τους λέγει, μήτε ο Ηλίας είμαι, αλλά μήτε ο Προφήτης. Και λοιπόν, τι λέγεις περί σεαυτού; Ειπέ μας ποίος είσαι; Και ποίαν τάχα απόκρισιν, τέλος πάντων, έδωκεν εις εκείνους: «Εγώ, φωνή βοώντος εν τη ερήμω» (Ιωάν. α: 23). Εγώ είμαι η Φωνή του Βοώντος, η Φωνή του Λόγου, η Φωνή του Κυρίου, του Υιού του Θεού, του Ιησού Χριστού. Ακούεις τον Ιωάννην πως ο ίδιος μαρτυρεί τον εαυτόν του; Φωνήν του Κυρίου, του Ιησού Χριστού. Εάν λοιπόν είναι Φωνή του Υιού του Θεού, πως δεν επιβάλλεται κατ’ ανάγκην και δεν αρμόζει κατ’ εξοχήν να λέγεται και Στόμα Αυτού; Η φωνή στόματος, βέβαια, λέγεται φωνή. Αύτη είναι η Φωνή του Κυρίου όπου λέγει ο Δαυϊδ. Ο Ιωάννης δηλαδή· που; Επί των υδάτων του ποταμού Ιορδάνου· διατί; Δια να ετοιμάση προς τον Κύριον με την διδασκαλίαν και νουθεσίαν του πολύν λαόν ευτρεπισμένον. «Ετοιμάσαι Κυρίω λαόν κατεσκευασμένον» (Λουκ. α: 17). Και τι λέγει προς τον λαόν η Φωνή αύτη; «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ: 2). Ω φωνή του Κυρίου, ω πως συμπεραίνεται, ότι προς αυτόν κυρίως κατ’ απόλυτον εξαίρεσιν αρμόζει να λέγηται και Στόμα του Χριστού, όπως Φωνή Αυτού ονομάζεται. Πόσους τιμίους ανθρώπους να εξήγαγεν άραγε από το ανάξιον στόμα του διαβόλου; Πόσας ελάφους, δηλαδή ψυχάς, αι οποίαι ποθούσι τόσον τα υψηλά, τας αειρρόους του ουρανού κρήνας, όσον αι έλαφοι τας πηγάς των υδάτων; Πόσους καταρτίσας κατευθύνει και οδηγεί προς την ουράνιον οδόν; Δεν έχουσιν αριθμόν· είναι αναρίθμητοι. Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον. Τόσον ήτο η Φωνή αύτη ουράνιος. Τόσον εστάθη, λέγω, ο Ιωάννης εις το ύψος της αρετής και της Αγιότητος, ώστε η έρημος εκείνη ωνομάσθη Κάδης, δηλαδή Αγία. Διότι άπειρον πλήθος λαού συνέτρεχον εκεί, προς τον Ιωάννην, δια την Αγιότητά του, συσσεισμόν της ερήμου εννοών ο Δαυϊδ όχι τι άλλο, παρά μόνον την απειροπληθή προς τον Ιωάννην του λαού προσέλευσιν. «Τότε εξεπορεύετο προς αυτόν Ιεροσόλυμα και πάσα η Ιουδαία και πάσα η περίχωρος του Ιορδάνου και εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ’ αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών» (Ματθ. γ: 5-6). Ω ασύγκριτος του Ιωάννου αρετή και Αγιότης! Αν είναι Φωνή του Κυρίου, τις ημπορεί να συγκρίνη τοιαύτην του Κυρίου Φωνήν; Φωνή λοιπόν του Κυρίου εστίν ο Ιωάννης. «Αύτη ουν η Φωνή επί των υδάτων των εν τω Ιορδάνη, εν ω εβάπτιζε, κηρύσσων το της μετανοίας Βάπτισμα». Ο μέγας της Εκκλησίας στύλος, ο ουρανοφάντωρ Βασίλειος, εις την ερμηνείαν του κη΄ (28) Ψαλμού λέγει πάλιν· «Την έρημον ουν εκείνην συνέσσεισεν η Φωνή αύτη του Κυρίου τη επιδημία των πανταχόθεν λαών, ήτις δια το μετανοείν τους προσερχομένους προσηγόρευται έρημος Αγία». Αφού λοιπόν Φωνή του Υιού του Θεού ο Ιωάννης λέγεται, άρα και Στόμα Αυτού, εξ ανάγκης, συνάγεται. Ο Ιωάννης μόνος μαρτυρεί τον εαυτόν του Φωνήν του Χριστού· λοιπόν, αξίζει η μαρτυρία του; Ποίος μαρτυρεί τον εαυτόν του ενάρετον και μάλιστα Φωνήν του Χριστού; Άλλοι πρέπει να είναι οι μάρτυρες και άλλος ο μαρτυρούμενς. Ούτως, αι αρεταί του γίνονται μάρτυρες και βεβαιωταί δι’ αυτόν και βεβαιώνουσι τον λόγον όπου είπεν· ότι δηλαδή είναι Φωνή του Χριστού και κατ’ ανάγκην και Στόμα Αυτού, μάλιστα και ο ίδιος ο Χριστός γίνεται μάρτυς αυτού. Και ιδού. Εις πάνδημον της Καισαρείας συνάθροισιν ο Ηρώδης, όστις τον Λύχνον τούτον του Ηλίου ενόμισεν ότι έσβυσεν, ενδεδυμένος με βασιλικήν πορφύραν και καθήμενος εις θρόνον, ωμίλει και εδημηγόρει μεγαλοφώνως εις όλον εκείνον τον λαόν. Ακούοντες δε εκείνοι τον επήνουν λέγοντες προς αυτόν, ότι η φωνή του δεν είναι ανθρωπινή, αλλά Θεού φωνή. Ο Ηρώδης ακούων τοιούτον έπαινον δια τον εαυτόν του εχαίρετο καθ’ υπερβολήν και με χαράν μεγάλην εδέχετο τον λόγον. Παρευθύς όμως ωργίσθη κατ’ αυτού ο Θεός και έξαφνα κατέρχεται ουρανόθεν Άγγελος και ραπίζει τον Ηρώδην με ράπισμα τρομερώτατον. Ούτος δε γίνεται αμέσως σκωληκόβρωτος και παραδίδει την ψυχήν του εις τον άδην. «Ο δε δήμος επεφώνει, Θεού φωνή και ουκ ανθρώπου, παραχρήμα δε επάταξεν αυτόν Άγγελος Κυρίου ανθ’ ων ουκ έδωκε την δόξαν τω Θεώ και γενόμενος σκωληκόβρωτος εξέψυχεν» (Πράξ. ιβ: 22). Ο Ηρώδης λοιπόν, όστις δεν είπε μόνος του, δια τον εαυτόν του, ότι η φωνή του είναι φωνή Θεού, αλλά επειδή ήκουσε τούτο από άλλους και το εδέχθη, κατάντησε σκωληκόβτωτος. Ο δε Ιωάννης μόνος του λέγει τον εαυτόν του Φωνήν του Θεού· και όχι μόνον δεν λαμβάνει καμμίαν τιμωρίαν, αλλ’ απολαμβάνει παρά Χριστού τιμήν και δόξαν ασύγκριτον. Διότι ολίγη δόξα είναι δια τον Ιωάννην να τον θελήση, να τον αγαπήση με την υπερβάλλουσαν αγάπην του και να τον κάμη Βαπτιστήν του Αυτός ο Θεός; Μήπως δεν εδέχθη τας χείρας του Προδρόμου Ιωάννου εις την θείαν του Κορυφήν; Μήπως δεν του εδείχθη παρά του Κυρίου το Πνεύμα το Άγιον, κατερχόμενον ουρανόθεν, ωσεί περιστερά; Ή μήπως δεν τον ηξίωσε να ακούση και την Φωνήν του ιδίου Του Πατρός; Τούτο δεν ήτο απλώς δόξς, τούτο δεν ήτο απλώς τιμή, αλλά έργον θελήσεως του Θεού, δια την άκραν αρετήν και αγιότητα του Ιωάννου, τον οποίον όχι μόνον νους ανθρώπινος, αλλ’ ούτε Αγγελικός δύναται να συγκρίνη ποτέ κατ’ αξίαν. Ώστε, εάν τοιαύτην αγάπην, δόξαν και τιμήν έδειξεν ο Χριστός εις τον Ιωάννην και μάλιστα αφ’ ότου ωνόμασε τον εαυτόν του Φωνήν Θεού, ακολουθεί και συνάγεται αναγκαίως, ότι ο ίδιος ο Χριστός και τα Τρία της Παναγίας Τριάδος Πρόσωπα έγιναν μάρτυρες και εβεβαίωσαν μαρτυρούντες τον λόγον του Ιωάννου αληθέστατον· ότι δηλαδή είναι Φωνή Θεού και βέβαια και Στόμα Αυτού, όπως η φωνή είναι φωνή στόματος. Άλλαι δάφναι ουράνιοι και φοίνικες άφθαρτοι εις χείρας του Ιωάννου, άλλος ούτος στέφανος θεόπλεκτος εις την Αγίαν Κεφαλήν του Ιωάννου, το να βεβαιούν τα Τρία της Τριάδος Πρόσωπα εκείνο που ο Ιωάννης είπε δι’ εαυτόν. Ω Κεφαλή με στέφανον αμάραντον δια παντός στεφανωμένη! Αν εσυγχωρείτο εις τους Αγίους να καυχώνται δια τους ουρανίους φοίνικας, οίτινες, δια τας αρετάς των, εις την Κορυφήν των αναβλαστάνουσι και δια παντός ανθούσιν, άλλος δεν θα είχε να καυχηθή δι’ όσα θα εκαυχάτο ο Πρόδρομος Ιωάννης. Και διατί να μη του συγχωρείται όταν η καύχησίς του γίνεται με θείον ζήλον και αγάπην; Δεν έλεγεν ο θείος Παύλος «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου»; (Γαλ. στ: 14). Εάν ο Απόστολος Παύλος εκαυχάτο εν τω Σταυρώ του Κυρίου, διατί να μη καυχάται ο Ιωάννης εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου; Δύναται λοιπόν και ο Πρόδρομος Ιωάννης να λέγη ανεμποδίστως, και δι’ αιτίαν μάλιστα ασύγκριτον, μη γένοιτό μοι καυχάσθαι ειμή εν τω Βαπτίσματι του Κυρίου· ειμή εν τω απλώσαι με τας χείρας εις την Κορυφήν του Δεσπότου και Θεού μου. Ειμή διότι είδον το Πνεύμα το Άγιον, ωσεί περιστεράν, καταβαίνον επ’ Αυτόν· ει μη διότι ήκουσα την φωνήν του Ανάρχου Θεού και Πατρός μαρτυρούσαν αυτόν Υιόν αγαπητόν. Ω, με πόσον δίκαιον και με πόσην χαράν ημπορεί πάντοτε να καυχάται δια την αλήθειαν ταύτην! Και αν η αλήθεια λάμπη, πως είναι δυνατόν να μη φαίνωνται αι λάμψεις και αι ακτίνες της; Τόσον δε αι λαμπεραί ακτίνες της θείας Χάριτος εφώτισαν τον Ιωάννην, ώστε όχι μόνον προ της Αποτομής της θείας του Κεφαλής, ότε, ως άλλος μαγνήτης έλκων τον σίδηρον, προσείλκυεν εις την Έρημον του Ιορδάνου τους Εβραίους όλης της Παλαιστίνης, αλλά και μετ’ αυτήν, από το πλήθος των αρετών αυτού εκείνοι κινούμενοι, δεν έπαυσαν να τον θαυμάζουν και να τον επαινούν, επί πλέον δε να διηγούνται ότι δια την αγάπην του προς τον Ιωάννην ο Θεός, οργισθείς κατά του Ηρώδου, θαυματουργών ηφάνισε το μέγα αυτού στράτευμα. Και ήτο θαύμα αναντίρρητον να βλέπη τις τους Εβραίους, οίτινες τόσον εμίσουν, όχι μόνον τον Χριστόν, αλλά και τους φίλους του Αποστόλους, όχι μόνον να μη δεικνύουν μίσος εις τον Ιωάννην, όστις πρώτος φίλος του Χριστού ήτο και ανώτερος των φίλων Εκείνου, αλλά μετά την Αποτομήν της Σεπτής του Κεφαλής και μέχρι σήμερον θαυμάζουν τον Ιωάννην δια την αρετήν του, από δε τους τα ιστορικά των βιβλία συγγράψαντας, φίλος του Θεού θαυμαστός ονομάζεται. Ποίος λοιπόν είναι ούτος, δια τον οποίον τόσον υπερβολικήν ευλάβειαν δεικνύουσιν οι Εβραίοι; Δεν είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όστις εις την έρημον αντί άρτου έτρωγεν ακρίδας, τους τρυφερούς δηλαδή βλαστούς των φυτών και των σφηκών και αγρίων μελισσών το μέλι, το τόσον πικρόν; Δεν είναι αυτός τον οποίον δια την αρετήν του ολίγον έλειψε να προσκυνήσουν ως Μεσσίαν; Εάν δε τοιαύτην προς αυτόν ευλάβειαν έχουσι, πως δεν ευλαβούνται και τους λόγους του; Πως δεν πείθονται εις όσα τους λέγει δια τον Χριστόν; Δεν είπεν εις αυτούς τόσας φοράς, ότι ήλθεν ο Μεσσίας, ο Αμνός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός; Δεν τον έδειξε μάλιστα εις αυτούς δια του δακτύλου, ειπών· «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του Κόσμου» (Ιωάν. α: 29) και δεν είπε σαφέστατα, ότι Αυτός τον οποίον ωνόμαζεν Αμνόν, είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού; «Καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτός εστιν ο Υιός του Θεού» (Ιωάν. α: 34). Δεν εμαρτύρησεν ο Ιωάννης, λέγων· «τεθέαμαι το πνεύμα καταβαίνον ωσεί περιστεράν εξ ουρανού και έμεινεν επ’ Αυτόν»; (Ιωάν. α: 32). Αυτούς τους λόγους έλεγεν ο Ιωάννης εις τους Εβραίους, αλλά δεν τους επίστευσαν εκείνοι, και καθ’ εκάστην εζήτουν να λιθοβολήσουν τον Χριστόν ή να τον κατασυντρίψουν. Αλλά και του Ιωάννου τους λόγους εμίσουν, αν και του είχον τόσον σεβασμόν. Τον Ιωάννην υπερβολικώς ευλαβείσθε και τους λόγους του δεν δέχεσθε; Όπως όμως και αν έχουν τα πράγματα, δεν έπαυσαν οι Εβραίοι, από ευλάβειαν παρακινούμενοι, να λέγουν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου θαυματουργών ο Θεός εξεδικήθη τον Ηρώδην αποδεκατίζων τον στρατόν του. Ω! πόσον από τους εχθρούς του Χριστού επαινείται ο πιστότατος δούλος και θεράπων του Χριστού, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου. Ω! πόσον και από τους εχθρούς αι λάμψεις των αρετών του Προδρόμου Ιωάννου επαινούνται. Οίδε γαρ και πολέμιος επαινείν ανδρός αρετήν. Μη λογίζεσθε, πως επειδή οι Εβραίοι νομίζουν ότι ο αφανισμός εκείνος του στρατού του Ηρώδου έγινεν ουρανόθεν δι’ αγάπην του Ιωάννου και αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου, εγώ θέλω αρνηθή την αλήθειαν ταύτην; Επειδή την είπον ατοί; Αλλά μήπως δεν εθανατώθησαν από το γένος των Εβραίων όλοι οι Προφήται και μ’ όλον τούτο άπαντες οι Εβραίοι ομολογούσιν Αγίους τους Προφήτας; Λοιπόν, επειδή οι Προφήται αποκαλούνται από τους Εβραίους Άγιοι, θα αρνηθώ εγώ την αγιότητα των Προφητών; Διότι λοιπόν είπον οι Εβραίοι τον αφανισμόν εκείνον του στρατού του Ηρώδου ουρανόθεν τιμωρίαν, δι’ αγάπην του Ιωάννου, εγώ θα το αρνηθώ; Ανοίγει πολλάκις ο Θεός των μιαρών ανθρώπων τα βδελυρά στόματα και λέγουν πράγματα, τα οποία αληθώς ο Θεός έκαμε ή μέλλει να κάμη. Ως του Βαλαάμ του μάντεως, όταν έλεγεν ότι μέλλει να ανατείλη άστρον εξ ουρανού. Ως, όταν ο Λάβαν ηυχήθη εις την Ρεβέκκαν να πολλαπλασιασθή το γένος της εις χιλιάδας μυριάδων και ως του Κϊάφα όταν έλεγεν, ότι είναι συμφέρον και ωφέλιμον να αποθάνη εις υπέρ του λαού, δια να μη χαθή όλον το πλήθος. Όλα δε ταύτα έγιναν. Ας είναι λοιπόν το στόμα των Εβραίων και των ιστορικών των βδελυρόν. Εκείνο όπου λέγουν δια τον αφανισμόν του στρατού του Ηρώδου συνάγεται και είναι αληθέστατον. Οι Εβραίοι ομολογούν την ασύγκριτον του Ιωάννου αρετήν. Παραδέχεσαι τούτο; Ναι. Δέξου λοιπόν και όταν λέγουσιν, ότι δι’ αγάπην του Ιωάννου και εις αισχύνην και τιμωρίαν του Ηρώδου επροξένησεν ο Θεός τον αφανισμόν εκείνον εις όλον του Ηρώδου το στράτευμα. Δικαίως. Διότι, τις ήτο αυτός, εις τον οποίον ο Ηρώδης έθεσε φονικήν χείρα; Δεν ήτο ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος, προ του οποίου ο Σωτήρ ημών και ελευθερωτής Χριστός έκλινε την Κεφαλήν; Πως λοιπόν ο Χριστός δεν ήθελε τιμωρήσει τον μιαρόν Ηρώδην δια την κακίαν όπου έδειξε προς τον Βαπτιστήν Του; Πριν ή λάβη όσα έλαβεν ο Χριστός από τους Εβραίους, έλεγεν εις αυτούς, ότι δια την κακωσύνην των δεν θέλει μείνει λίθος επί λίθου εις την Ιερουσαλήμ. Το οποίον και έγινεν εις τον καιρόν Τίτου και Δομετιανού, των βασιλέων της Ρώμης. Έπρεπε λοιπόν να γίνη κατά μέρος και εις τους εχθρούς του Βαπτιστού ποια τις τιμωρία, ως προοίμνιον της όλης των Εβραίων πανωλεθρίας. Συμπεραίνεται λοιπόν αναγκαίως και από την τάξιν και αξίαν του Βαπτιστού και του Βαπτιζομένου, ότι η συμφορά εκείνη η πεσούσα επί του Ηρωδιανού στρατεύματος υπήρξεν ουρανόθεν τιμωρία, προς τιμήν, δόξαν και αγάπην του Ιωάννου και καταισχύνην του Ηρώδου. Διότι και αυτός εις το τέλος τρομερόν από τον Άγγελον έλαβε το ράπισμα και αφού κατήντησε σκωληκόβρωτος παρέδωσεν εις τον Άδην την βρωμερωτάτην αυτού ψυχήν. Ω πόσον ο Θεός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν, ω πόσον φρικτώς εκδικείται ως Θεός τιμωρών! Τοιούτος εστάθη λοιπόν ο Ιωάννης, ως συντόμως διηγήθημεν. Τοιούτοι φοίνικες της αρετής, δια των ιδίων ιδρώτων του ποτιζόμενοι, ανεβλάστησαν εις την Σεπτήν Κεφαλήν του. Διο και με αμάραντον στέφανον ευρίσκεται εις τους ουρανούς αιωνίως κεκοσμημένος, πανηγυρίζων μετά των Αγγέλων του Θεού και μετά των εν ουρανοίς συμπανηγυριζόντων, απολαμβάνων με άρρητον χαράν, ως φίλος πιστότατος, Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού, των αγαθών εκείνων δια τα οποία ο θείος Παύλος λέγει· «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου, ουκ ανέβη» (Α¨ Κορ. β: 9). Θέλεις λοιπόν και συ να συμπανηγυρίζης με τον Ιωάννην; Μιμήσου τον, κατά το δυνατόν, έστω και κατ’ ελάχιστον. Θέλεις να αξιωθής και συ να συναριθμηθής με όλους τους πανηγυριστάς του ουρανού ως ο Ιωάννης και να απολαμβάνης των αγαθών εκείνων, άτινα εκείνοι εις τον αιώνα απολαμβάνουν; Άκουσον τον Ιωάννην και φύλαττε πάντοτε τον Νόμον του Θεού απαράβατον και ασάλευτον. Μη τρώγης συ ακρίδας και μέλι άγριον, καθώς εκείνος. Μην ενδυθής συ τρίχινα ενδύματα από τρίχας καμήλου, καθώς αυτός. Ούτε ο ίδιος σου λέγει τούτο. Τον Νόμον φύλαττε· τον Νόμον του Θεού απαράβατον· και τούτο θέλει ευχαριστήσει τον Ιωάννην, ούτω δε θέλεις και συ συναριθμηθή με τους πανηγυριστάς του ουρανού. Εφύλαξες έως τώρα τον Νόμον του Θεού; Όχι. Παρέβης τούτον; Ναι. Όχι άλλο. Παραδειγματίσου από τον Ζηλωτήν του Νόμου, τον Ιωάννην. Άφησε από τώρα και εις το εξής την παράβασιν του Νόμου και μετανόησον δια την παράβασιν την οποίαν έκαμες. «Μετανοείτε! Ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ:2, αυτόθ. δ:17). Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος σου το λέγει. Ελθέ εις μετάνοιαν. Κάμε έργα άξια της μετανοίας. «Ποιήσατε ουν καρπούς αξίους της μετανοίας» (Ματθ. γ:8, Λουκ. γ:8). Από την μελίρρυτον γλώσσαν του Ιωάννου σου εκφωνείται και τούτο. Αύτη είναι Φωνή και Στόμα του Χριστού και σκοπόν άλλον δε έχει παρά να ετοιμάση λαόν προοριζόμενον δια τον Χριστόν. Ακούεις λοιπόν της Φωνής και του Στόματος του Χριστού, να μετανοήσης και να ετοιμάσης καρπούς αξίους της μετανοίας; Τι λέγεις; Θέλει τάχα σεισθή η καρδία σου από την αγιότητα του Ιωάννου και θέλει μεταμεληθή δια την αμαρτίαν, δια την παράβασιν του Νόμου, ώστε να επιστρέψη εις την αρετήν και να φυλάττη, εις το εξής τουλάχιστον, τον Νόμον; Θέλει τάχα γίνει έλαφος η ψυχή σου και καταρτιζομένη με του Ιωάννου την διδαχήν, να πηδά προς τα άνω και να φαντάζεται τα υψηλά και ουράνια; Πώς να γίνη τούτο, αφού ποτέ δεν αφήνεις την αδικίαν και την πλεονεξίαν; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις τον φθόνον κατά του αδελφού σου; Πως, όπου ποτέ δεν αφήνεις την πορνείαν; Και προκρίνεις, ειπέ μου, την αδικίαν, την πλεονεξίαν, τον φθόνον κατά του αδελφού σου περισσότερον από τους ψυχωφελείς του Ιωάννου λόγους, τον οποίον μάλιστα φαίνεσαι τάχα και να τιμάς και να πανηγυρίζης; Προτιμάς μίαν Ηρωδιάδα, μίαν πτερωτήν ασπίδα, ένα γέννημα ασπίδος με πήδημα πορνικόν και πλήρες δηλητηρίου, από την συμβουλήν του Ιωάννου; «Ουκ έξεστί σοι» (Ματθ. ιδ:4, Μάρκ. στ : 18 ). Δεν επιτρέπεται, λέγει, και εις σε τώρα, καθώς τότε εις τον Ηρώδην, να έχης την πόρνην· δεν υπακούεις λοιπόν να αφήσης την πορνείαν; Γίνεσαι λοιπόν μιμητής του Ηρώδου; Τι θα μου είπης; Ότι ευλαβείσαι τον Ιωάννην, ότι τον εορτάζεις; Αλλά και ο Ηρώδης ηυλαβείτο τον Ιωάννην και τον εφοβείτο μάλιστα. Αλλά εις τι τον ωφέλησεν η ευλάβεια εκείνη; «Ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον… και ηδέως αυτού ήκουεν» (Μάρκ. στ: 20). Ποίαν λοιπόν ωφέλειαν και συ δύνασαι να λάβης από την ευλάβειάν σου προς τον Ιωάννην, όταν πρώτον μεν τον ευλαβείσαι, ύστερον δε παρανομείς; Μιμητής του Ηρώδου δια την παρανομίαν σου. Τι λοιπόν προσμένεις, εάν δεν παύσης να παρανομής και να αμαρτάνης; Να δεχθής ράπισμα Αγγελικόν, να καταφαγωθής ζωντανός από τους σκώληκας και να κατακρημνισθής εις το βάραθρον του Άδου; Και αν δεν σε φάγουν οι σκώληκες εδώ ζωντανόν, θα σε τρώγουν ακαταπαύστως, όταν η ψυχή σου κατέλθη εις τον Άδην. Θα προσφέρης τον εαυτόν σου τροφήν εις τους φοβερούς και βρωμερούς σκώληκας εκεί, και πυρ αιώνιον και ατελεύτητον θα σε κατακαίη. Διότι σου το λέγει ο Ιωάννης· «Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Ματθ. γ:10). Ω θρήνοι αδιάκοποι από τους σκώληκας και το πυρ. Ω πόσον τότε θέλεις ελεεινολογεί τον εαυτόν σου δια τας παρανομίας όπου τώρα, εις τον κόσμον τούτον κάμνεις. Και ποίος εκεί θα σε παρηγορήση; Ποίος θα σε βοηθήση; Ο Χριστός; Πως, όπου με τας παρονομίας σου εδώ καταφρονείς την Φωνή Του και τον Ίδιον; Μήπως ελπίζεις να κατέλθη και πάλιν ο Δεσπότης Χριστός εις τον Άδην δια να σε ελευθερώση; Όχι, θα σου απαντήση Εκείνος. Μίαν φοράν μόνον τον ηρώτησεν ο Ιωάννης· «Συ ει ο ερχόμενος…», μίαν φοράν του είπεν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; (Ματθ. ια: 3, Λουκ. ζ:19). Τι λέγεις, Ιωάννη; Συ τον εβάπτισες, συ είδες το Πνεύμα το Άγιον καταβαίνον και μένον επ’ Αυτόν, συ ήκουσες τον Πατέρα Του να τον μαρτυρή ουρανόθεν Υιόν του, συ δακτυλοδεικτών, τον έδειξες εις τους Εβραίους και με τόσην βεβαιότητα τον εμαρτύρησες εις αυτούς Υιόν Θεού και τώρα ερωτάς Αυτόν, αν είναι Αυτός όπου έρχεται; Δεν τον ερωτώ, λέγει ο Ιωάννης, εάν ήλθε, διότι ήλθε βεβαίως και καμμίαν δεν έχω αμφιβολίαν, ότι είναι Υιός του Θεού. Τον ερωτώ όμως εάν είναι Αυτός ή άλλος. Εγώ δεν είμαι καρδιογνώστης δια να γνωρίζω τα πάντα. Γνωρίζω βέβαια, ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού· γνωρίζω ότι έχει να ελευθερώση όλους εκείνους τους Δικαίους και τους Προφήτας, οι οποίοι είναι εις τον Άδην. Δεν γνωρίζω όμως, αν Αυτός ο ίδιος έρχεται εις τον Άδην, ή μήπως θέλει στείλει άλλον τινά, ενδυναμώνων τούτον με την Παντοδυναμίαν του, ίνα εξαγάγη από τον Άδην τους εν τω Άδη. Ή μήπως έχει να μας εξαγάγη από εκεί με μόνον τον λόγον του, ως τον τετραήμερον Λάζαρον; Δια τούτο, λέγει ο Ιωάννης, κάμνω εις τον Χριστόν τοιαύτην ερώτησιν· «Συ ει ο ερχόμενος, ή έτερον προσδοκώμεν»; Εύλογος βέβαια ήτο η ερώτησις αύτη του Ιωάννου. Αλλά συ, τι εύλογον αιτίαν έχεις να ερωτάς, αν θα κατέλθη πάλιν εις τον Άδην, αφού γνωρίζεις από τους Προφήτας του Χριστού και τους Αποστόλους, ότι ο Χριστός δεν θέλει λάμψει πλέον εις τον Άδην; Αν λοιπόν συ κατέλθης εκεί, μη ελπίζεις εις άλλο τι, παρά μόνον εις θρήνους, κλαυθμούς και αναστεναγμούς αιωνίους, μέσα εις τους πνιγηρούς καπνούς του Άδου. Λυπήσου λοιπόν τον εαυτόν σου, Χριστιανέ μου. Λυπήσου την ψυχήν σου. Άκουσε τας ψυχωφελείς του Ιωάννου συμβουλάς και νουθεσίας και άφησε τον φθόνον, άφησε την αρπαγήν και την αδικίαν, άφησε την ασπίδα όπου εκτοξεύει δηλητήριον εις την καρδίαν σου και σε κάμνει εχθρόν του Ιωάννου. Συντρόφευσε δε την πανήγυρίν του όχι μόνον με ευλάβειαν, αλλά με αληθινήν μετάνοιαν και καρπούς αξίους της μετανοίας. Κάμε φίλον τον Ιωάννην, όχι μόνον με την πρέπουσαν τιμήν, αλλά και με έργα, τα οποία δύνασαι να πράξης, ακούων τους συμβουλευτικούς και θείους εκείνου λόγους. Έχε τον Ιωάννην, μετά την Παρθένον, παντοτεινόν μεσίτην, διότι αυτός είναι φίλος πιστότατος του Χριστού ως Βαπτιστής και Πρόδρομος Αυτού και ημπορεί βέβαια να μεσιτεύση και να σε συμπεριλάβη με τον Χριστόν. Αλλ’ ω μέγιστε Προφήτα, και των Προφητών απάντων υπέρτατε Βαπτιστά και Πρόδρομε του Κυρίου, Αγιώτατε Ιωάννη, Φωνή και Στόμα του Χριστού και Λύχνε άσβεστε του αιωνίου Φωτός, εις δε την γην και εις τους ουρανούς πάντοτε υπερθαύμαστε, μετ’ ευλαβείας ημείς άπαντες ζητούμεν την μεσιτείαν σου και θερμώς παρακαλούμεν, ίνα δεχθής την ευλαβικήν φωνήν ημών. Προσπίπτομεν δε εις σε και δεόμεθα, Προφήτα του Χριστού Ιωάννη, να μας φωτίζης πάντοτε ως Λύχνος φωταυγής και Πόδρομος του Ηλίου, με τας ακτινοβόλους λάμψεις σου εις την οδόν της αληθείας. Συμφιλίωσε ημάς δια των μεγάλων πρεσβειών σου με τον Σωτήρα και ελευθερωτήν ημών Ιησούν Χριστόν. Αγίασον άπαντας τους την σην εορτήν και πανήγυριν ευλαβώς επιτελούντας, τους την σην την θείαν Κάραν σεμνοπρεπώς, ευλαβώς και τιμίως προσκυνούντας και τους τιμίως, καλώς και θεαρέστως κοπιάζοντας, τέλος δε αξίωσον ημάς άπαντας, δια των σων μεγίστων πρεσβειών να καταστώμεν άξιοι των ουρανίων αγαθών, ίνα συμπανηγυρίζωμεν, μετά τον πρόσκαιρον τούτον βίον, ομού μετά των Αγγέλων του Θεού. Ω, η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) του Σεπτεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΤΑΡΑΣΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλε

Δημοσίευση από silver »


Ταράσιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη από γονείς ευγενείς και αξιωματούχους, οι οποίοι, καταγόμενοι από σειράν πατρικίων, εχρημάτισαν και αυτοί πατρίκιοι· και ο μεν πατήρ αυτού, Γεώργιος ονόματι, ανελθών μέχρι των θρόνων του κριτηρίου, απένειμεν εξ ίσου εις όλους, αδωροδοκήτως και αφιλοπροσώπως, το δίκαιον· η δε μήτηρ αυτού Ευκρατία ήτο πολύ θεοσεβής και ανέτρεφε τον υιόν της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, παραγγέλλουσα δε καθ’ εκάστην εις αυτόν να μη έχη καμμίαν συναναστροφήν με τους ατάκτους παίδας, αλλά να συναναστρέφηται με εναρέτους άνδρας, τον προσέφερεν εις τον κοινόν σεβασμόν, διότι, διάγων πολιτείαν σεμνήν και ενάρετον, εκρίνετο παρ’ όλων άξιος ευλαβείας και πάσης τιμής, ώστε ανήλθεν εις το αξίωμα των υπάτων, έγινε δηλαδή ύπατος, εκλεγείς και πρώτος μυστικοσύμβουλος, ήτοι πρώτος γραμματικός των μυστικών του βασιλέως, λάμπων ως αστήρ μέσα εις τα βασίλεια. Ανεδείχθη δε τοιούτος ο Άγιος, διότι επλουτίσθη από τα θεία μαθήματα, την Παλαιάν και Νέαν Γραφήν και τα συγγράμματα των θείων Πατέρων, αλλά και από την έξω σοφίαν απεταμίευσεν εις εαυτόν τα καλύτερα μαθήματα. Και τα μεν θεία διδάγματα εμελέτα νύκτα και ημέραν και εποτίζετο με τα νάματα της θείας διδασκαλίας, δια να καρποφορήση καρπούς λογικούς εις καιρόν αρμόδιον και να προκόψη εις τας αρετάς, από δε τα εξωτερικά μαθήματα εθησαύρισε με πολλήν προσοχήν εις την ψυχήν του ό,τι του ήτο χρήσιμον, δια να διορθώνη το στρεβλόν και βαρβαρικόν και εκμάθη πλήρως την γλώσσαν του. Αφ’ ου λοιπόν τοιουτοτρόπως επρόκοψε δια μέσου των εσωτερικών και εξωτερικών μαθημάτων με το μέσον της ευσεβείας και της καθαράς συνειδήσεως, αφιέρωσεν όλον τον εαυτόν του εις τον Θεόν, ελθών εις έξιν πνευματικής τελειώσεως· και αν και ευρίσκετο ακόμη εις την τάξιν των κοσμικών, όμως, με κόσμιον και εύτακτον σχήμα απεμάκρυνε τον εαυτόν του από τον κοσμικόν περισπασμόν, στολίζων δε την ψυχήν του με εκείνα όπου ήσαν ευάρεστα εις τον Θεόν, έγινε και προ της Ιερωσύνης σκεύος ιερόν και εκλεκτόν του Θεού, ώστε δι’ εκείνον, όστις ήτο ακόμη μεταξύ των λαϊκών, προμηνυόμενος ως ποιμήν λογικών προβάτων, ήλπιζον ότι μέλλει να αναδειχθή Οικουμενικός Πατριάρχης και με την λαμπρότητά του να φωτίση όλον τον κόσμον. Διασκορπίζων δε όλον το σκότος των αιρετικών, να επαναφέρη το φως της Ορθοδόξου Πίστεως εις την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Και η ελπίς αύτη των πολλών δεν απεδείχθη ψευδής, διότι πολύ συντόμως απέλαβον το ποθούμενον. Ότε λοιπόν ήτο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Παύλος Δ΄ ο Κύπριος (780-784), εις εποχήν καθ’ ην επεκράτει ακόμη η αίρεσις των Εικονομάχων και παρ’ όλον ότι οι πρώτοι της αιρέσεως, ήτοι Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος, είχον αφήσει προ ολίγου την βασιλείαν και την πρόσκαιρον ζωήν και είχον απέλθει εις τα εκείθεν δικαιωτήρια, όμως και μετά τον θάνατόν των άφησαν το δηλητήριον της Εικονομαχίας εις την Εκκλησίαν. Δια τούτο πολύ ελυπείτο ο Πατριάρχης ανησυχών, διότι δεν είχεν ουδένα συνεργάτην να του δώση χείρα βοηθείας εις την διόρθωσιν της Πίστεως, επειδή όλοι σχεδόν είχον κλίνει εις την Εικονομαχίαν. Όθεν, πεσών εις ασθένειαν δεινήν και κινδυνεύων να αποθάνη, ανεχώρησε κρυφίως από το Πατριαρχείον και μετέβη εις το Μοναστήριον το λεγόμενον του Φλώρου, όπου παρευθύς εξεδύθη τα αρχιερατικά σημεία και ενεδύθη το σχήμα των Μοναχών. Τούτο ακούσασα η ευσεβεστάτη Ειρήνη, η βασίλισσα, εταράχθη πολύ και επήγε μαζί με τον Κωνσταντίνον, τον υιόν της, εις το ρηθέν Μοναστήριον· καθώς δε είδον τον Πατριάρχην ενδεδυμένον με το ταπεινόν σχήμα των Μοναχών ελυπήθησαν και τον ηρώτησαν δια ποίαν αιτίαν ανεχώρησεν από τον θρόνον και έγινε Μοναχός. Ο δε μακάριος Παύλος απεκρίθη· «Ω θείοι βασιλείς, πρώτον αίτιον όπου με ηνάγκασε να κάμω τούτο είναι η αιφνιδία ασθένεια, η οποία μου συνέβη, και με απειλεί με θάνατον· δεύτερον είναι η ακοσμία της Εκκλησίας, η οποία στερείται τόσον καιρόν τον στολισμόν των Αγίων Εικόνων, και πάσχει τόσον πολύ από την πολυχρόνιον κακοδοξίαν της Εικονομαχίας, ούτως ώστε απέκτησε πληγήν ανίατον· τρίτον δε αίτιον είναι η συγκατάθεσις, την οποίαν έκαμα εγγράφως εις την αίρεσιν, διότι δεν ημπόρεσα να αποφύγω το κακόν αυτό, αλλά και με την γλώσσαν μου ωμολόγησα την αίρεσιν και με την χείρα μου υπέγραψα εις αυτήν, τούτο δε είναι εκείνο το οποίον μου καταπληγώνει την ψυχήν». «Βλέπω επίσης ότι οι Χριστιανοί των τεσσάρων άλλων Αποστολικών θρόνων, Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, φυλάττουν απαρασάλευτον την Αγίαν Πίστιν των και μένουν στερεοί εις την Ορθοδοξίαν, όθεν δεν επικοινωνούν με την ιδικήν μας Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως και αποδιώκουν τους Χριστιανούς της Εκκλησίας ταύτης, ως ξένους της ποίμνης του Χριστού· δια τούτο δεν ηθέλησα πλέον να είμαι ποιμήν αιρετικής φατρίας προτιμήσας καλύτερα να κατοικήσω εις τον τάφον, παρά να γίνω υπόδικος εις τα αναθέματα των τεσσάρων Αποστολικών θρόνων. Αλλ’ επειδή ο Θεός έδωκεν εις την εξουσίαν σας το βασίλειον και όλον το Χριστιανικόν ποίμνιον είναι υποστατικόν σας, μη παραβλέπετε την σκυθρωπότητα και την ακοσμίαν της Μητρός σας Εκκλησίας, αλλά σπουδάσατε να την στολίσετε πάλιν με τον παλαιόν στολισμόν των Αγίων Εικόνων και μη ανέχεσθε πλέον να ευρίσκηται εις την Εκκλησίαν του Χριστού το μίασμα αυτό της Εικονομαχίας. Έχετε εις τα βασιλικά σας παλάτια άνδρα θαυμάσιον και πάνσοφον, όστις είναι ικανός να στερεώση πάλιν την Ορθοδοξίαν». Οι δε βασιλείς, αφού ηρώτησαν αυτόν ποίος είναι, απεκρίθη ο Πατριάρχης· «Είναι ο Ταράσιος ο πρώτος γραμματικός των μυστικών της βασιλείας σας· εκείνος είναι άξιος να προστατεύση την Μεγάλην Εκκλησίαν και με την λογικήν ράβδον να διώξη από την μάνδρα του Χριστού την φλυαρίαν των αιρέσεων και να ποιμάνη θεαρέστως το θεοφιλές ποίμνιον». Τότε οι βασιλείς, επιστρέψαντες εις τα βασίλεια, εκοινολόγησαν εις την Σύγκλητον τον λόγον του μακαρίου Παύλου και όλοι συμφωνούντες τον εβεβαίωσαν, διότι εγνώριζαν τον Ταράσιον, ότι έλαμπε κατά πάντα περισσότερον από όλους και ήτο άξιος να λάβη την ποιμαντικήν αξίαν. Παρευθύς οι βασιλείς εκάλεσαν τον μέγαν Ταράσιον και του το είπον, παρακινούντες αυτόν με πολλούς και διαφόρους τρόπους να αναδεχθή την προστασίαν ταύτην, δια να στερεωθή δι’ αυτού πάλιν η Ορθοδοξία και να εξαλειφθή το ανόμημα της Εικονομαχίας από την Εκκλησίαν του Χριστού. Ακούων ταύτα ο Ταράσιος εταράχθη πολύ και στοχαζόμενος, ότι δεν είναι δυνατόν να αποφύγη την πρόσκλησιν και την ψήφον των βασιλέων και της Ιεράς Συγκλήτου είπε· «Δεν είναι δυνατόν, θειότατοι βασιλείς, να καταπαύση η μεγάλη επίθεσις της Εικονομαχίας, η οποία εσάλευσεν εκ θεμελίων την Εκκλησίαν του Χριστού και να λάμψη η Ορθοδοξία με άλλον τρόπον, παρά μόνον εάν επινεύση άνωθεν ο Θεός εις την καρδίαν σας και προθυμοποιηθήτε δια πάσης σπουδής να συναχθή Σύνοδος Οικουμενική και να ανακαινισθούν τα οροθέσια και οι Κανόνες των Ιερών Συνόδων, ίνα λάμψουν τα δόγματα της αληθινής Πίστεως· εάν γίνη τούτο, όλοι οι Ορθόδοξοι θέλουν συντρέξει και την ιδίαν των ζωήν θέλουν δώσει δια την στερέωσιν της Ορθοδοξίας». Ταύτα και άλλα τοιαύτα λέγων, προ των βασιλέων, εζήτησε να συναθροισθή και ο κοινός λαός, δια να ίδη την γνώμην των. Αφ’ ου λοιπόν, δια βασιλικής προσταγής, συνήχθη όλη η πόλις και όλον το Ιερατείον εις το βασιλικόν παλάτιον, ήρχισεν ο θείος Ταράσιος να τους ομιλή, αποδεικνύων ότι τα αξίωμα της Αρχιερωσύνης είναι μεγάλον και υψηλόν και ότι αυτός δεν είναι ικανός να αναβή εις αυτό το μεγαλείον, διότι εξ αρχής περιεπλέχθη εις τα κοσμικά αξιώματα, είναι μέσα εις τας φροντίδας του κόσμου και δεν γνωρίζει καλώς τα Εκκλησιαστικά πράγματα, επειδή εκείνος, όπου θέλει να αναβή εις αυτόν τον βαθμόν, πρέπει πρώτον να εκμάθη καλώς τους Εκκλησιαστικούς Νόμους και τα Ευαγγελικά και Αποστολικά διδάγματα, δια να ηξεύρη να οδηγή τα λογικά πρόβατα του Χριστού εις οδόν σωτηρίας και μόνον τότε δύναται να αποφασίση και να αναβή εις αυτό το υψηλόν αξίωμα. Αλλ’ επειδή οι θεοσεβέστατοι βασιλείς επέμειναν να δεχθώ την διακονίαν ταύτην, αν και δεν έβαλα ποτέ εις τον νουν μου τούτο, ούτε εφρόντισα καμμίαν φοράν δια το τοιούτον αξίωμα, δια τούτο κοινολογώ την γνώμην μου και εις σας τον εκλεκτόν λαόν του Θεού· και εάν θέλητε να υποκύψω εγώ εις τον ζυγόν της μεγίστης ταύτης διακονίας, πρέπει να υποκλίνητε και σεις εις την παράδοσιν της Οικουμενικής Πίστεως και ν’ ακολουθήσετε τους θείους Πατέρας και τας Αγίας Έξ Οικουμενικάς Συνόδους και να δεχθήτε εκείνα όπου διωρίσθησαν από αυτάς· διότι εκείνοι όπου υπακούουσιν εις αυτάς, αξιώνονται της Βασιλείας των ουρανών και απολαμβάνουν μισθούς αθανάτους». Εδέχθη λοιπόν ο λαός τους λόγους του αοιδίμου Ταρασίου, ως φωνήν Αγγέλου και υπεσχέθησαν όλοι ομοφώνως, ότι θέλουν ακολουθήσει ως πρόβατα αυτόν, δια να τους οδηγή ως ποιμήν και ότι θέλουν πεισθή κατά πάντα εις εκείνα τα οποία είναι ευάρεστα εις τον Θεόν και εις αυτόν. Τότε εδέχθη τας ψήφους ο θείος Ταράσιος και εχειροτονήθη κατά τάξιν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος, Ιερεύς και Αρχιερεύς· και ανέβη εις το ύψος του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψπδ΄ (784). Αφ’ ου δε έλαβε φως επάνω εις το φως, προσέθετε και αρετάς επάνω εις τας αρετάς και επολλαπλασίαζε με υπερβολικήν προκοπήν το ιερώτατον τάλαντον, ήτοι το χάρισμα το οποίον έλαβε. Διότι, υπάρχων παιδιόθεν γεγυμνασμένος εις την εγκράτειαν, τόσην ολίγην τροφήν έτρωγεν, όσον δια να κρατή την ζωήν, αποφεύγων τον χορτασμόν και μη πειθόμενος παντελώς εις το να φάγη τίποτε προς ηδονήν. Την δε αγρυπνίαν την έκαμε συγκάτοικον δια να μελετά τας Θείας Γραφάς, αποδιώκων τον ύπνον ωσάν ένα ανωφελή και αχρείον δούλον, όταν δε το εκαλούσεν η χρεία τον επρόσταζε και επήγαινε. Κανείς υπηρέτης δεν είδε ποτέ τον Άγιον να πέση εις κρεββάτι ή επάνω εις μαλακά στρώματα· κανείς δεν έπιασε με τας χείρας του ποτέ το ένδυμά του και την ζώνην του, τα οποία άφηνε εις την κοίτην εις την οποίαν εκοιμάτο, δια να τα προευτρεπίση· κανείς δεν έβγαλε ποτέ τα υποδήματά του από τους πόδας του, αλλά αυτός μόνος υπηρετείτο εις κάθε χρείαν του σώματος, θέλων από θείον ζήλον να μιμηθή και εις τούτο τον διδάσκαλόν του Χριστόν, ο οποίος είπεν· «Ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. κ:28), δεικνύων ούτω εις τους μαθητάς του τον τύπον της ταπεινώσεως. Εις την προσευχήν δε τόσον επρόσεχεν ο Άγιος, ώστε ύψωνε τον νουν του εις τον ουρανόν και συνωμιλούσε με μόνον τον Θεόν· και δεν υπήρχε καιρός ευκαιρίας, κατά τον οποίον να μη εγονάτιζεν ο Άγιος εις το έδαφος της γης έχων τας χείρας του υψωμένας εις τον ουρανόν και αναμένων άνωθεν θείαν έλλαμψιν. Την ταπείνωσιν δε τόσον την εσεβάσθη και την ηγάπησεν, ώστε όχι μόνον αυτός επρόκοψεν εις αυτήν, αλλά και άλλους πολλούς παρεκίνησε να ταπεινωθούν με το ιδικόν του παράδειγμα. Διότι πολλούς Κληρικούς, οι οποίοι είχον ζώνας χρυσάς και εφορούσαν μεταξωτά και πολυποίκιλα ενδύματα, τους έκαμε και εζώνοντο με ζώνας πλεγμένας από νήματα αιγών και εφορούσαν ενδύματα υφασμένα από όμοια νήματα, χωρίς κανένα καλλωπισμόν, αλλά σεμνά και πρέποντα εις εκείνους όπου προαιρούνται να δουλεύουν τον Θεόν, υποσχόμενοι ταπείνωσιν. Την παρθενίαν δε και την σύντροφόν της σωφροσύνην, αι οποίαι προξενούν τον αγιασμόν, τας ωνάμασεν αδελφάς, δια μέσου δε αυτών απεδίωκε τους αισχρούς και σαρκίνους λογισμούς και ηφάνισε τα πάθη της ατιμίας, στεφανωθείς εκ Θεού τον στέφανον της απαθείας. Την ευσπλαγχνίαν δε και την ελεημοσύνην μετέδιδε τόσον πλουσιοπαρόχως εις τους πτωχούς και με τόσην ιλαρότητα, ώστε υπερέβη όλους τους ελεήμονας και έγινε νέος Ιωσήφ, δίδων εις τους πτωχούς όλα τα χρειαζόμενα και φιλεύων καθ’ εκάστην ημέραν τους πεινασμένους και τους ξένους· τούτο μαρτυρούν μέχρις εσχάτων αι οικίαι τας οποίας είχεν ο Άγιος ορίσει δια τους ξένους και πτωχούς αδελφούς μας. Αλλά και εις άλλους ενδεείς είχε διωρισμένον να τους δίδη ελεημοσύνην καθ’ έκαστον μήνα, σημειώνων εις κατάστιχα ενός εκάστου το όνομα. Την δε ελεημοσύνην την οποίαν εμοίραζε καθ’ εκάστην ημέραν με την πλουσιοπάροχον χείρα του εις τους πτωχούς ποίος ήθελε δυνηθή να την μετρήση, αφού ήτο περισσότερηαπό την άμμον της θαλάσσης; Ούτος ο μακάριος διώρισεν ακόμη να προσκαλώνται οι νεόφερτοι ξένοι, οι ανάπηροι, χωλοί (κουτσοί), και όλοι οι πτωχοί και ρακένδυτοι, οι οποίοι ήσαν εις διαφόρους τόπους της πόλεως, δια να τους ελεή πλουσιοπαρόχως καθ’ όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν, έως την φωτοφόρον του Χριστού Ανάστασιν. Εν καιρώ δε χειμώνος ηγόραζεν ενδύματα και σκεπάσματα μάλλινα και χονδρά και τα εμοίραζεν εις εκείνους, οι οποίοι είχον ξεσχισμένα και παλαιά ενδύματα και με αυτά τους προεφύλαττεν από τα δριμύτατα ψύχη του χειμώνος. Κατά δε την λαμπράν ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά την τελείωσιν της θείας Λειτουργίας, επήγαινεν ευθύς εις τον τόπον τον καλούμενον Παλαιόν Βασιλικόν Ανάκτορον και εκεί έκαμνε μεγάλην φιλοξενίαν εις τους πτωχούς, τους οποίους, καθίζων εις την τράπεζαν, υπηρέτει ο ίδιος, προσφέρων τον οίνον με τας ιδίας του χείρας· αφ’ ου δε ετελείωνεν αυτήν την υπηρεσίαν, επήγαινεν εις το Πατριαρχείον και έτρωγεν όχι τρυφηλά και λιπαρά φαγητά, αλλά ευτελή και λιτά ως σύντροφος της νηστείας και εις αυτά ηυχαριστείτο. Ποίος άλλος ιστορείται, ότι ανέβη εις τόσον ύψος ταπεινώσεως ως ο μέγας ούτος Ταράσιος; Ή, ποίος εμιμήθη τοιουτοτρόπος την συγκατάβασιν του Κυρίου; Ουδείς άλλος ως αυτός. Την ησυχίαν δε, αν και ευρίσκετο μέσα εις τας ταραχάς, όχι μόνον την ηγάπησε, αλλά και εις όλους πλουσίως την συνέστησε, και πολλούς απέσπασεν από τον κόσμον και τους ήνωσε με τον Θεόν· ως Πατήρ δε και πρόξενος της οσίας ταύτης εργασίας και ησυχαστικής πολιτείας, έδειξε και αυτούς υιούς της αρετής· τούτο θέλει πιστοποιήσει το ασκητήριον το οποίον με πολλούς κόπους ωκοδόμησεν εις τον Βόσπορον, ολίγον μακράν από την Κωνσταντινούπολιν, από την πατρικήν κληρονομίαν όπου έλαβε, σωζόμενον μέχρι σήμερον και μέσα εις το οποίον εχρημάτισαν δια της ενθέου διδασκαλίας και συνεργίας του άνδρες θαυμάσιοι, στολισμένοι με κάθε είδους αρετήν, από τους οποίους πολλοί εχειροτονήθηκαν ποιμένες λογικών προβάτων και εστόλισαν αξίως το επάγγελμα της Αρχιερωσύνης, γενόμενοι στύλοι ακλινείς της Ορθοδοξίας, καθώς το έδειξαν τα πράγματα κατά την επακολουθήσασαν αίρεσιν της Εικονομαχίας, εναντίον της οποίας πολεμήσαντες ανδρείως υπέμειναν πολλούς κινδύνους, διωγμούς, θλίψεις και ταλαιπωρίας, υψώθησαν δε εις το φως της ουρανίου λαμπρότητος, εις την οποίαν εγνώρισαν και τον διδάσκαλόν των ως αστέρα λάμποντα. Και ταύτα μεν έγιναν ύστερον· ο δε θείος Ταράσιος, γενόμενος τέλειος εις όλας τας αρετάς και προγυμνάζων τον νουν του με την πράξιν, ανέβη εις την θεωρίαν, είχεν όμως και πολλήν επιμέλειαν δια την στερέωσιν της Ορθοδοξίας και εσπούδαζε να έλθουν εις τέλος εκείνα τα οποία του υπεσχέθησαν οι βασιλείς, ήτοι να συναχθή Σύνοδος Οικουμενική και να λάβη πάλιν η Εκκλησία τον στολισμόν των Αγίων Εικόνων. Όθεν, δια της επιμελείας και σπουδής του, εδόθη προσταγή βασιλική και συνεκροτήθη εις την Μητρόπολιν των Νικαέων και υπό την προεδρίαν του Αγίου Ταρασίου η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος των τξζ΄ (367), οι οποίοι κατά τας Αποστολικάς και Πατρικάς παραδόσεις απεφάσισαν ομοφώνως την προσκύνησιν των Αγίων Εικόνων και εστόλισαν πάλιν με αυτάς τας Εκκλησίας, Ο περί των Αγίων Εικόνων όρος της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, έχει ως εξής: «Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και επιμελεία παραπλησίως τω τύπω του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ανατίθεσθαι τας σεπτάς και Αγίας Εικόνας εν ταις Αγίαις του Θεού Εκκλησίαις, και ιεροίς σκεύεσι, και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς (όσω γαρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν) και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, (ου μη την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη Θεία Φύσει, αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, και τοις Αγίοις Ευαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι) και υμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται· η γαρ της Εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την Εικόνα προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν». τους δε Εικονομάχους ανεθεμάτισαν· ούτω, με την επιμέλειαν και συνεργείαν του Αγίου, εστερεώθη η Ορθοδοξία. Μετά ταύτα ηγωνίζετο πάλιν, με κόπους πολλούς, εις το να ποιμαίνη το ποίμνιον του Χριστού εις νομάς σωτηρίους και δεν έπαυε να διδάσκη επ’ Εκκλησίας και κατά μόνας στερεώνων όλους σχεδόν, καθ’ εκάστην, με τας θεοπνεύστους διδασκαλίας του εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας και παραγγέλλων εις αυτούς να φυλάττουν όλας τας εντολάς του Κυρίου. Προ πάντων δε ενομοθέτησε να γίνωνται αι χειροτονίαι όλου του ιερατικού καταλόγου χωρίς καμμίαν δόσιν χρημάτων ή άλλου τινός, αλλά δωρεάν εις τους αξίους, αποβάλλων τελείως την Σιμωνίαν από την Εκκλησίαν του Χριστού. Δεν πρέπει όμως να σιωπήσω και το ακόλουθον κατόρθωμα του Αγίου, επειδή φανερώνει την ευσπλαγχνίαν και την συμπάθειαν όπου είχεν εις τον πλησίον. Μίαν φοράν, εις από τους βασιλικούς άρχοντας, όστις είχε το αξίωμα να κρατή το βασιλικόν ξίφος, εξεταζόμενος από τους βασιλείς δια μεγάλην ποσότητα χρημάτων και ευρισκόμενος υπόδικος εις δεινά και πικρά βάσανα, εκλείσθη εις σκοτεινήν φυλακήν και εστενοχωρήθη παντοιοτρόπως με πολλήν κακοπάθειαν· όθεν, μη έχων καμμίαν ελπίδα, καιροφυλακτεί την νύκτα και όταν απεκοιμήθησαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εφύλαττον, εξελθών κρυφίως από την φυλακήν, προσέδραμεν εις το θείον καταφύγιον, την Μεγάλην Εκκλησίαν και εισελθών εις το Άγιον Βήμα εκράτει τα άκρα της Αγίας Τραπέζης με πολύν φόβον και τρόμον. Όταν οι φύλακες είδον, ότι έφυγεν ο φυλακισμένος, εφοβήθησαν να μη τιμωρηθούν και τρέχοντες επήγαν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν. Ιδόντες δε αυτόν, ότι εκράτει την Αγίαν Τράπεζαν, περιεκύκλωσαν όλην την Εκκλησίαν και τον εφύλαττον με μεγάλην προσοχήν, ελπίζοντες ότι η ανάγκη τροφής και των λοιπών αναγκαίων του σώματος θέλει τον βιάσει να έβγη έξω αν και μη θέλων· δια τούτο δεν άφυναν ουδένα απολύτως να πλησιάση εις το Άγιον Βήμα της Εκκλησίας. Ταύτα ακούσας ο Μέγας Ταράσιος ελυπήθη πολύ, στοχαζόμενος ότι η καταφρόνησις των θείων Αγιασμάτων κινεί εις αγανάκτησιν τον Πανάγαθον Θεόν. Ακούσατε δε την αγάπην την οποίαν επέδειξε τότε ο φιλεύσπλαγχνος Πατήρ και θαυμάσατε την σύνεσίν του. Όταν έπρεπε να φάγη ο κατάδικος, έπαιρνεν ο Άγιος με τας ιεράς χείρας του την τροφήν, την οποίαν προητοίμαζεν ο ίδιος δια δεξίωσιν του ανδρός και την επήγαινεν εις το Άγιον Βήμα, υπηρετών αυτόν μόνος εις όλα τα χρειαζόμενα, είτα την άφηνεν εκεί και ανέβαινεν εις το Πατριαρχείον. Όταν δε η φύσις ηνάγκαζεν εκείνον να υπάγη προς σωματικήν του ανάγκην, κατήρχετο ο Άγιος και κρατών αυτόν από την χείρα τον επήγαινεν εις την άφοδον (το ειδικόν προς τούτο μέρος) και αναμένων αυτόν έως ότου εξήρχετο, τον έπιανε πάλιν από την χείρα και τον επήγαινεν εις το Άγιον Βήμα· τούτο δε το έκαμνεν όχι μίαν ή δύο φοράς την ημέραν, αλλά οσάκις ήθελε προσκαλεσθή εις την τοιαύτην υπηρεσίαν από τον κατάδικον. Βλέποντες δε οι στρατιώται, οι οποίοι τον εφύλαττον, την ακούραστον υπηρεσίαν του θείου Πατρός και στοχαζόμενοι ότι δεν ήτο δυνατόν τοιουτοτρόπως να συλλάβωσι τον κατάδικον, τι κάμνουν; Εύρον άλλην κρυφήν θύραν, η οποία επήγαινεν εις την άφοδον και έβαλον εκεί στρατιώτας να καιροφυλακτούν, όταν δε ο ποιμήν έβγαλε κατά την συνήθειαν το πρόβατον του Χριστού από το Άγιον Βήμα και τον επήγεν εις την άφοδον, εισήλθον από την άλλην θύραν εκείνοι όπου παρεφύλαττον και τον άρπαξαν ωσάν λύκοι, σπρώχνοντες δε αυτόν βιαίως τον επήγαν εις τα βασίλεια. Όταν ο Άγιος αντελήφθη την επιβουλήν, ελυπήθη πολύ και θείω ζήλω κινούμενος δεν έχασε καιρόν, αλλά παρευθύς εκίνησε και επήγεν εις τα βασίλεια· μαθόντες δε οι βασιλείς τον ερχομόν του και σκεπτόμενοι ότι η παρουσία του θέλει είναι πεπληρωμένη ζήλου και θέλει τους ελέγξει σκληρά, έκλεισαν τας θύρας και τον άφησαν έξω. Ο θείος Ποιμήν όμως δεν επέστρεψεν άπρακτος, αλλά επετίμησεν όλους κοινώς με κανονικά επιτίμια και τους αφώρισεν από την Κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων, εάν τυχόν βλάψωσιν εκείνον ο οποίος κατέφυγεν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Οι δε βασιλείς μένοντες δεδεμένοι με τα επιτίμια του Πατριάρχου και μη δυνάμενοι να απαλλαγούν δεν επαίδευσαν καθόλου τον πταίστην, αλλ’ εξετάσαντες αυτόν με λόγους μόνον δια τα χρήματα εκείνα τα οποία εζήτουν, τον ηλευθέρωσαν, ως αναίτιον. Τοιούτος ήτο ο θεοφόρος Ταράσιος και τοιουτοτρόπως εκυβέρνα τα θεία, δια δε το ποίμνιόν του ευκόλως εκινδύνευε και την ζωήν του. Επειδή δε εγνώριζεν επακριβώς τους εξωτερικούς νόμους, έκρινεν ορθώς και τας διαφοράς και κρίσεις, αι οποίαι συνέβαινον εις το κοινόν και ούτε τον πτωχόν ελεούσεν εις την κρίσιν, ούτε εις τον πλούσιον έκαμνε χάριν, αλλά εφύλαττεν εις όλους την δικαιοσύνην και δεν έδιδε τόπον εις εκείνους οι οποίοι ήθελον να αδικούν τον πλησίον. Ότι δε εφύλαττεν επακριβώς και τους θείους Κανόνας θέλει το μαρτυρήσει το ακόλουθον. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος στ΄ ο Πορφυρογέννητος, ο υιός της Ειρήνης, νέος ων και έχων φρένας νεανικάς, ενόμισεν, ότι εκείνο το οποίον εφαίνετο εύλογον εις αυτόν ήτο νόμος πολύ δικαιότερος από τους εγγράφους νόμους· έχων δε συμβοηθόν την εξουσίαν δια την παράβασιν του Ευαγγελικού Νόμου, εμελέτα να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του και να νυμφευθή άλλην· και τι κάμνει; Πλέκει εν πλάσμα ανάξιον της βασιλείας του· ότι, δηλαδή, η σύζυγός του η βασίλισσα επεχείρησε να τον δηλητηριάση, προσπάθησε δε να το αποδείξη και να καταπείση όλους να το πιστεύσωσι. Διότι ενόμιζεν, ότι κανείς από τους υπηκόους του δεν είναι δυνατόν να μη πιστεύση εις τους λόγους του βασιλέως. Αλλ’ όμως κανείς δεν επίστευσεν εις τούτο, ειμή μόνον όστις ήθελε να κολακεύη τον βασιλέα δια να λάβη παρ’ αυτού δόξαν. Εις λοιπόν από τους τοιούτους άρχοντας της Γερουσίας απεστάλη από τον βασιλέα εις τον Πατριάρχην και διηγήθη λεπτομερώς εις αυτόν όλον το πλάσμα, το οποίον έπλασεν ο βασιλεύς εναντίον της συζύγου του, βεβαιώνων δε αυτό ως αληθινόν, τον εβίαζε να του δώση άδειαν να λάβη δευτέραν σύζυγον. Ο δε θείος Ταράσιος, αναστενάζων εκ βάθους ψυχής, είπε προς αυτόν· «Εάν ο βασιλεύς, καθώς λέγεις, διελογίσθη να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του και να λάβη άλλην, δεν γνωρίζω κατά ποίον τρόπον μέλλει να υποφέρη το κοινόν όνειδος το οποίον έχει να λάβη από τα έθνη. Ή, πως έχει να βιάση τους υπηκόους του να φυλάττουν σωφροσύνην, ή να τιμωρήση εις αυτούς την πορνείαν και την μοιχείαν, εάν αυτός κρατηθή από τας αισχράς παρανομίας; Αλλά και εάν υποθέσωμεν, ότι είναι αληθινόν εκείνο το οποίον προβάλλει ο βασιλεύς δια την σύζυγόν του, και πάλιν έπρεπε να μη ζητή διαζύγιον, επειδή ο Κύριός μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε: 32). Αυτό όμως, το οποίον λέγει, είναι πρόφασις φανερά δια να αθετήση τον τίμιον γάμον και να συμπλεχθή με την αισχρότητα της μοιχείας· όθεν, άκουσον την απόφασίν μου και φανέρωσον αυτήν εις εκείνον όπου σε έστειλε· καλύτερα προκρίνω δεινά βάσανα και θάνατον, παρά να συγκατανεύσω εις ταύτην την παρανομίαν και ας το ακούση και ο βασιλεύς, ότι δεν θέλω καταπεισθή κατ’ ουδένα τρόπον εις ταύτην την απίθανον κατηγορίαν». Ταύτα ακούσας ο απεσταλμένος επήγε και τα ανήγγειλεν εις τον βασιλέα, εκείνος δε έστειλε παρευθύς και εκάλεσε τον Πατριάρχην, νομίζων ότι, όταν έλθη αυτοπροσώπως, θέλει υπακούσει εις την εξουσίαν. Ο μέγας Ταράσιος όμως ελθών εις τον βασιλέα, του είπε πολλάς σωτηριώδεις νουθεσίας, δια να αφήση αυτήν την παρανομίαν· αλλ’ ο βασιλεύς δεν κατεπείσθη και του είπε με αδιαντροπίαν· «Επειδή εγώ έχω αγάπην εις την Αγιωσύνην σου ως εις πατέρα, ανέφερα και πρωτύτερα προς σε εκείνο το οποίον συνέβη εις εμέ και τώρα πάλιν θέλω να σου το φανερώσω καθαρώτερα με το ίδιόν μου στόμα· η σύζυγος, η οποία μου εδόθη από τον Θεόν βοηθός, εφάνη επίβουλος της βασιλείας μου, επειδή δε ο νόμος προστάζει να χωρισθώ απ’ αυτήν, δεν ημπορεί κανείς να αντιταχθή· διότι τα αίτια είναι φανερά και ή θάνατον πρέπει να λάβη, ή, το φιλανθρωπότερον, να διέλθη όλην την ζωήν της με επιτίμια· επειδή το κακόν το οποίον ηθέλησε να κάμη, δεν έμελλε να γίνη εις ποταπόν τινα άνθρωπον, αλλά εις εμέ τον γνήσιον άνδρα της και βασιλέα πιστότατον και φοβερόν εις τα έθνη, το τοιούτον δε κακόν ήθελεν αναστατώσει όλην την οικουμένην. Τι άλλο λοιπόν κακόν φρικτότερον και πλέον επικίνδυνον από αυτό ήθελες να πράξη, αφού με αυτό το οποίον έκαμε δεν έχει τι να απολογηθή; Είναι δε καιρός να σου δείξω και το δηλητήριον, το οποίον είχε κατεσκευασμένον δια να μου δώση, ίνα βεβαιωθή περί τούτου και η Πατρωσύνη σου και χωρίς αναβολήν καιρού να την κάμη να υποκλίνη εις τα Κανονικά επιτίμια και να προκρίνη την ησυχαστικήν ζωήν, εάν θέλη να παραμείνη μετά των ζώντων· διότι το δηλητήριον, το οποίον είχε κατασκευάσει δι’ εμέ, ευρίσκεται εμπρός εις τους οφθαλμούς μου και δεν είναι δυνατόν να την έχω πλέον σύζυγόν μου». Ταύτα λέγων, έκαμε νεύμα εις τους υπηρέτας του και έφερον έμπροσθεν του Πατριάρχου δοχεία υάλινα περιέχοντα το δηλητήριον, το οποίον, ως έλεγεν ο βασιλεύς, ήθελε να του δώση η βασίλισσα, δια να τον θανατώση, ή δια να τον κάμη να γίνη έξω φρενών. Ταύτα ακούσας ο μέγας Ποιμήν είπε· «Μη παρακαλώ, βασιλεύ, μη θέλης να κινηθής εναντίον του θείου Νόμου και να παραβής εκείνα όπου προστάζει· διότι σημείον του βασιλέως είναι το να κάμνη όλα με καθαράν συνείδησιν και να μη συλλογίζεται ουδέν εναντίον του Θεού, ο οποίος του έδωσε τον στέφανον της βασιλείας· επειδή πας τις γνωρίζει, ότι εμεσολάβησε ψεύδος εις αυτά τα οποία λέγονται εναντίον της βασιλίσσης· διότι ποίος δύναται να συγκριθή με την βασιλείαν σου εις την ωραιότητα, εις τρόπον ώστε να δελεασθή η γυνή από το κάλλος εκείνου και να μεταστρέψη εις αυτόν την θερμήν και γνησίαν αγάπην την οποίαν έχει προς σε; Ποίος έχει μεγαλύτερα αξιώματα από την βασιλείαν σου, ώστε να πλανηθή αυτή και να προτιμήση εκείνον καλύτερα από την μεγαλειότητά σου; Ποίος ευδοκίμησεν εις τους πολέμους περισσότερον και υπερέβη την ιδικήν σου ανδρείαν, εις τρόπον ώστε να αγαπηθή περισσότερον εκείνος από την ιδικήν σου βασιλικήν κυριότητα; Δεν είναι κανένα απ’ αυτά. Αλλά είναι πρόφασις και εφεύρημα δια πάσαν κακίαν, τα οποία κηλιδώνουν το σκήπτρον της βασιλείας σου και ζητούν να σε κάμουν περίγελον εις τα έθνη και αξιολύπητον εις τους λαούς. Δια τούτο ημείς δεν αποτολμώμεν να διαλύσωμεν τους νομίμους δεσμούς του βασιλικού γάμου, διότι φοβούμεθα την απόφασιν του Νομοθέτου Θεού· ουδέ ημπορούμεν να πιστεύσωμεν τας κατηγορίας, αι οποίαι λέγονται εναντίον της συζύγου σου, επειδή γνωρίζομεν το πορνικόν γύναιον, προς το οποίον με την πολυκαιρίαν το πάθος ερριζώθη. Ακόμη και τούτο φανερώνω εις την υπέρτιμον βασιλείαν σου έμπροσθεν του Θεού, ότι δεν θέλομεν επιτρέψει πλέον να εισέλθης εις την Αγίαν Τράπεζαν και να μεταλάβης τα Άχραντα Μυστήρια, δια να μην ακούσωμεν την κατάραν εκείνην την οποίαν λέγει ο Θεός προς τους Ιερωμένους· «πατείν την αυλήν μου ου προσθήσεσθε» (Ησαϊας α: 12-13). Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ήναψεν όλος από τον θυμόν και επρόσταξε να έβγη έξω ο Πατριάρχης. Ούτως ανεχώρησεν ο Άγιος νικητής χωρίς πληγάς και Μάρτυς στεφανηφόρος. Και παρευθύς ο βασιλεύς εδίωξεν από τα βασίλεια την νόμιμον σύζυγόν του, εζήτει δε Ιερέα δια να τελέση τον παράνομον εκείνον γάμον. Τα ακόλουθα σιωπώ, ως ανωφελή ( Σημαντικώτατα είναι τα διαδραματισθέντα κατά την περίοδον ταύτην γεγονότα, άπερ αποσιωπά ενταύθα ο ιερός Βιογράφος του Αγίου Ταρασίου, συνετάραξαν δε ταύτα ουχί ολίγον την Βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, καθ’ ην μάλιστα εποχήν εκινδύνευεν αύτη εκ των εξωτερικών της εχθρών. Είναι δε ταύτα εν γενικαίς γραμμαίς τα εξής: Το έτος 796 ο αξιοθρήνητος υιός της Ειρήνης Κωνσταντίνος ΣΤ΄ , ο τελευταίος των Ισαύρων, αποπέμψας την νόμιμον σύζυγόν του Μαρίαν την Παφλαγονίαν, την οποίαν και έκειρε βιαίως Μοναχήν, ενυμφεύθη την θαλαμηπόλον της μητρός του Θεοδότην. Τας αθεμίτους ταύτας πράξεις, ως βλέπομεν, ηθέλησε να αποτρέψη ο θείος Ταράσιος, δυστυχώς όμως όχι μόνον δεν εισηκούσθη, αλλ’ ετέθη και υπό περιορισμόν. Ο βασιλεύς επραγματοποίησε τον εναγή σκοπόν του δια τίνος Ιερέως Ιωσήφ, ηπείλησε δε ότι εάν αντιδράση ενεργότερον η Εκκλησία θα επαναφέρη όχι μόνον την Εικονομαχίαν, αλλά και αυτήν την ειδωλολατρίαν. Ο ευσεβής όμως Κληρικός και λαός εξηγέρθη και μάλιστα οι περιώνυμοι Στουδίται Πλάτων ο Ηγούμενος του Σακκουδίωνος και Θεόδωρος ο Στουδίτης, οίτινες αν και ήσαν αμφότεροι συγγενείς της Θεοδότης (και ο Θεόδωρος ήτο ανεψιός του Πλάτωνος), εν τούτοις αυτοί περισσότερον παντός άλλου ήλεγξαν την παρανομίαν, μάλιστα δε και αφώρισαν τους βασιλείς, επί πλέον δε διέκοψαν και το μνημόσυνον του Πατριάρχου Ταρασίου, επειδή ο Ταράσιος δεν αφώρισε τους βασιλείς και δεν είχεν ακόμη τιμωρήσει τον Ιερέα Ιωσήφ. Δια την πράξιν των ταύτην ο με Πλάτων εφυλακίσθη, ο δε Θεόδωρος και οι περί αυτόν εξωρίσθησαν. Το επόμενον όμως έτος ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ συλληφθείς υπό επανασταντησάντων στρατιωτικών ετυφλώθη, η Θεοδότη εξηφανίσθη και είναι άγνωστον τι απέγινε, απέθανε δε, άγνωστον επίσης πως, και το γεννηθέν εκ του Κωνσταντίνου και της Θεοδότης τέκνον ονόματι Λέων και ούτως εξέλιπεν η δυναστεία των Ισαύρων. Τα εγκληματικά ταύτα γεγονότα απέδωσαν οι πλείστοι ιστορικοί εις την μητέρα του Κωνσταντίνου βασίλισσαν Ειρήνην, η οποία και εβασίλευσε μόνη μετά τον Κωνσταντίνον. Αντικειμενικοί όμως σύγχρονοι ιστορικοί ως ο Γεώργιος ο Αμαρτωλός βεβαιούσιν ότι εν αγνοία της βασιλίσσης διεπράχθησαν ταύτα υπό των επαναστατών. Εις τούτο συμφωνεί και ο διαπρεπής Γερμανός ιστορικός συγγραφεύς Hergenrother εις το τρίτομον έργον του «Φώτιος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», εκδοθέν εν έτει1867 και 1869. Αλλά και ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος ο Στουδίτης ο τόσον αυστηρός τιμητής των βασιλικών παρανομιών ουδέποτε ήθελε συγχωρήσει εις την Ειρήνην μίαν τοιαύτην εγκληματικήν ενέργειαν. Τουναντίον ο Θεόδωρος εγκωμιάζει την Ειρήνην. Σημειούμεν προσέτι ότι η συγκλονίσασα την Εκκλησίαν έρις δια τον παράνομον γάμον του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και της Θεοδότης δεν εσταμάτησεν ούτε με τον θάνατον των πρωτουργών αυτής, αλλ’ εσυνέχισε και επί του διαδεχθέντος τον Άγιον Ταράσιον Αγίου Νικηφόρου (806-815), διότι ο θείος Νικηφόρος τη προτροπή του βασιλέως Νικηφόρου συνεχώρησε τον υπό του Αγίου Ταρασίου μεταγενεστέρως τιμωρηθέντα Ιερέα Ιωσήφ, τον τελέσαντα τον παράνομον γάμον, διο και πάλιν ετιμωρήθησαν και εξωρίσθησαν οι Στουδίται.)· τούτο δε μόνον είναι ανάγκη να είπω, ότι ο βασιλεύς, από τότε και εις το εξής υπέβαλε τον Άγιον εις πολλούς πειρασμούς, διορίσας φύλακας αυτού με ονόματα συγκέλλων, ώστε να μην έχη κανείς άδειαν να επισκεφθή τον Πατριάρχην, χωρίς να περάση πρώτον από αυτούς, να συνδιαλέγεται δε επί όσων μόνον ήθελον φανή εύλογα εις αυτούς. Αφήνω την σκληρότητα την οποίαν εδείκνυεν ο βασιλεύς κατ’ εκείνων οι οποίοι ήσαν πλησίον του Πατριάρχου και τον εθεράπευον, τιμωρών και εξορίζων αυτούς αδίκως και παραλόγως, διότι ενόμιζεν ότι με αυτά θέλει του προξενήσει λύπην. Αλλ’ ο Άγιος τα εδέχετο όλα με μεγάλην μακροθυμίαν και καρτεροψυχίαν, ως συμφέροντα, ων ωπλισμένος με τον αδαμάντινον λογισμόν του Ιώβ. Ουδέποτε δε εξήλθεν εκ του στόματος αυτού λόγος μικρόψυχος, αλλά εις όλα τα συμβαίνοντα είχε φρόνημα υψηλόν και αμέτοχον από κάθε κακίαν. Και ταύτα μεν συνέβαινον έως ότου εβασίλευεν ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄, τούτου δε εκθρονισθέντος κατά το έτος 797 έμεινεν ο Άγιος ελεύθερος. Μετά πέντε έτη απέθανε και η Ειρήνη, εβασίλευσε δε ο από Γενικών Νικηφόρος Α΄ εν έτει ωβ΄ (802), όστις πολύ εσέβετο τον Πατριάρχην. Ελευθερωθείς λοιπόν ο Άγιος από τους πειρασμούς και μείνας ατάραχος ηγωνίζετο και πάλιν εις τας συνηθισμένας του αρετάς, μη παύων καθ’ εκάστην από του να ποιμαίνη θεαρέστως το ποίμνιόν του, στερεώνων αυτούς εις την Ορθοδοξίαν και διδάσκων να φυλάττουν τας εντολάς του Θεού και να απέχουν από κάθε κακίαν. Αφού λοιπόν εκυβέρνησεν ο Άγιος μετά τοιούτου ζήλου την Εκκλησίαν επί είκοσι και δύο χρόνους, ησθένησε και αυτός ως άνθρωπος από δεινήν ασθένειαν, φλεγόμενος όμως από τον διάπυρον έρωτα του Θεού, δεν εφρόντιζε παντελώς δια το σώμα, αλλ’ ακουμβών τα στήθη του εις εν ξύλινον τετράποδον, το οποίον είχε τοποθετημένον εμπρός από την Αγίαν Τράπεζαν, ετέλει μετά θέρμης την θείαν Λειτουργίαν, δεν έπαυε δε καθ’ εκάστην από του να εκτελή, με μεγάλην ευλάβειαν, τα θεία Μυστήρια· επειδή δε η ασθένειά του εχειροτέρευσεν, έπεσεν εις το κρεββάτι και τότε έγινεν εν θαύμα παράδοξον και φοβερόν· ήλθεν εις έκστασιν ο Άγιος και εδείκνυε, ότι είχε πόλεμον με τους αόρατους εχθρούς ημών, ηναντιώνετο δε σφοδρώς δια λόγων εις εκείνα τα οποία επρόβαλλον εκείνοι, ψευδώς κατηγορούντες αυτόν, λέγων προς αυτούς ότι δεν έχουν καμμίαν αιτίαν εύλογον να τον εγκαλούν, διότι η συνείδησίς του δεν τον τύπτει δια κανέν έγκλημα, από εκείνα που του λέγουν· κατά αλήθειαν ήτο να θαυμάση κανείς, πως εφύλαξεν ο μακάριος καθαράν κατά πάντα την συνείδησίν του, ώστε να μη ημπορέσουν οι φθονεροί εκείνοι εχθροί να τον αποδείξουν πταίστην ούτε εις το παραμικρόν πταίσιμον. Όταν δε το όργανον της γλώσσης απέκαμεν από την ασθένειαν και δεν ηδύνατο να τους απαντά με λόγια, τους απήντα με τα χείλη, με την χείρα και με το νεύμα του και επιτιμών αυτούς αυστηρότατα τους απεδίωκε με οργήν· και τότε εφάνη με πολλήν πραότητα και με βλέμμα ήσυχον και ατάραχον, καθ’ ην δε στιγμήν εις την Εκκλησίαν έψαλλον τον Εσπερινόν Ύμνον και έλεγον το· «Κλίνον, Κύριε, το ους σου και επάκουσόν μου…» (Ψαλμ. πε΄ 1), εξεδύθη η μακαρία του ψυχή τούτο το δερμάτινον ένδυμα και ανέβη φωτεινή εις τας ουρανίους μονάς. Όταν ηκούσθη ο θάνατος του Αγίου, όλη η Πόλις έκλαιεν απαρηγόρητα και ωδύρετο δια την ορφανίαν του προστάτου και ευεργέτου της· ο δε πιστότατος βασιλεύς Νικηφόρος, πίπτων επάνω εις το στήθος του αοιδίμου νεκρού και σκεπάζων αυτόν με τον βασιλικόν μανδύαν έκαμνε την επιτάφιον θρηνωδίαν, καλών αυτόν Πατέρα, Αρχιερέα, Λύχνον της βασιλείας ακοίμητον, θείον Διδάσκαλον της πολιτείας και οδηγόν εις τα ψυχοσωτήρια, τείχος απροσμάχητον εις τα στρατεύματα, διώκτην των εχθρών ισχυρότατον δια της προς Θεόν δεήσεως αυτού και άλλα πολλά, διότι στοχαζόμενος ζημίαν οικουμενικήν τον θάνατον του Ποιμένος, τι δεν έλεγε και τι δεν έκαμνεν! Οι δε εξουσιασταί και μεγιστάνες του βασιλέως, αναστενάζοντες εκ βαθέων ψυχής και μη δυνάμενοι να υπομείνουν τον χωρισμόν του, νομίζοντες αυτόν στέρησιν πολλών αγαθών, περιεκύκλωνον το άγιον αυτού λείψανον και το κατέβρεχον με κατάπικρα δάκρυα. Αλλά και οι Αρχιερείς και Ιερείς και όλοι οι Εκκλησιαστικοί εθρήνουν με κλαυθμούς και οδυρμούς πολλούς τον ακαταμάχητον προστάτην της Εκκλησίας, τον ψυχωφελέστατον πλουτιστήν των, τον φυτουργόν και γεωργόν πάσης αρετής, τον φυλάξαντα αμόλυντον την Ιερουργίαν, τον καθαρίσαντα κάθε μίασμα αιρέσεως από την Εκκλησίαν του Χριστού, τον απροσωπόληπτον Ιεράρχην, τον αποδείξαντα επικατάρατον το αργύριον της σιμωνίας, τον διάδοχον εις την αρετήν των Αποστόλων, τον σύνθρονον και σύντροφον των Πατριαρχών και Πατέρων, τον ομόφρονα των Αγίων Συνόδων, τον γινόμενον τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώση, κατά τον θείον Παύλον (Α΄ Κορ. θ: 22). Αλλά και ο ευλαβέστατος χορός των Μοναχών έκλαιον τον έμπειρον οδηγόν των και άκρον διδάσκαλον της εγκρατείας και ψάλλοντες μετά δακρύων τους ύμνους προέπεμπον τον Πατέρα εις τους Πατέρας τους εν ασκήσει προλάμψαντας· οι πτωχοί έκλαιον τον δοτήρα· οι τυφλοί τον οφθαλμόν· οι χωλοί την βακτηρίαν· οι ξένοι τον ξενοδόχον· αι χήραι τον προστάτην· οι ορφανοί τον βοηθόν· έτρεχον δε όλοι άνδρες και γυναίκες, παιδία, νέοι και γέροντες, ωσάν ποταμός δια να πλησιάσουν εις το άγιον λείψανον και να απολαύσουν ευλαβώς την ιεράν εκείνην θεωρίαν. Εάν δε ο βασιλεύς δεν εκρατούσε με στιβαράν στρατιωτικήν χείρα την ορμήν του πλήθους, ήθελον κινδυνεύσει εις θάνατον πολλοί, σπρώχνοντες και σπρωχνόμενοι και συνεριζόμενοι μεταξύ των ποίος να προλάβη δια να απολαύση τον ποθούμενον. Εις τας κε΄ (25) λοιπόν του Φεβρουαρίου μηνός του έτους ωστ΄ (806) ενεταφιάσθη εντίμως και ευλαβώς το ένδοξον λείψανον του Αγίου εις το Ιερόν Μοναστήριον, το οποίον ωκοδόμησε, καθώς είπομεν ανωτέρω (Εκεί παρέμεινεν το ιερόν τούτο λείψανον μέχρι του έτους 1018, ότε εκλάπη υπό Βενετών και απεκομίσθη εις Βενετίαν). Είναι δε καιρός να διηγηθώμεν και ολίγα θαύματα από εκείνα τα οποία έγιναν εις τον τάφον του θείου Πατρός. Γυναίκες τινές, αι οποίαι έπασχον από πάθος πολυχρόνιον της αιμορραγίας και εξώδευσαν όλην την περιουσίαν των εις τους ιατρούς και καμμίαν θεραπείαν δεν εύρον, προσέτρεξαν μετά πίστεως εις τον Άγιον· αλλ’ επειδή, κατ’ εντολήν του αοιδίμου Πατρός, δεν ήτο συγκεχωρημένον να έμβουν γυναίκες εις το Μοναστήριον, ενεδύθησαν ανδρικήν στολήν και υποκρινόμεναι ότι είναι ευνούχοι έλαβον την άδειαν και εισήλθον εις το Μοναστήριον· προσπίπτουσαι δε εις τον τάφον του Αγίου, εχρίσθησαν με το έλαιον της κανδήλας, η οποία έκαιεν επάνω εις τον τάφον του και, ω του θαύματος! έλαβον την θεραπείαν παρευθύς και επέστρεψαν υγιείς εις τας κατοικίας των δοξάζουσαι τον Θεόν και ευχαριστούσαι τον Άγιον. Άλλος, όστις ετυφλώθη από τον ένα οφθαλμόν, προσπίπτων εις τον τάφον του Αγίου και χρίων τον οφθαλμόν του με το έλαιον της κανδήλας εκείνης, έλαβεν εις ολίγον καιρόν το φως του και έβλεπε καθαρά και με εκείνον τον οφθαλμόν. Και άλλου τινός η χειρ, η οποία έτρεμεν ακαταπαύστως πολύν καιρόν, με την επίκλησιν του Αγίου και με την χρίσιν του θαυματουργού ελαίου της κανδήλας του τάφου του έπαυσεν από τον τρόμον και αποκατεστάθη υγιής ως και η άλλη. Και άλλους πολλούς δαιμονισμένους ιάτρευσεν ο θείος Ταράσιος, διώκων τα ακάθαρτα πνεύματα και λυτρώνων αυτούς από την βάσανον. Και άλλοι πάλιν, οίτινες ετρόμαξαν από φαντάσματα διαβολικά και έγιναν άλαλοι και κωφοί, προστρέχοντες εις τον τάφον του Αγίου και χριόμενοι με το έλαιον της κανδήλας εκείνης, ηλευθερώθησαν από τας διαβολικάς φαντασίας και ελάλουν πάλιν και ήκουον ως και πρότερον. Άλλος, όστις έπασχεν από ανυποφόρους πόνους εις τα αυτία, αλείφων αυτά με το πανωφελές εκείνο έλαιον της κανδήλας και επικαλούμενος την βοήθειαν του Αγίου, ελυτρώθη από τους πόνους και έλαβε την υγείαν του. Αλλά και εις τους αιρετικούς έδειξε θερμώς και μετά θάνατον τον θείον ζήλον, τον οποίον είχε κατ’ αυτών, διότι, όταν εβασίλευεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, όστις επροστάτευε την αίρεσιν των Εικονομάχων, είδεν εις όραμα, καθώς αυτός το εφανέρωσε με το στόμα του έτι ζων, ότι παρουσιάσθη εις αυτόν ο μέγας Ταράσιος με οργήν αυστηράν και επρόσταξε κάποιον Μιχαήλ το όνομα να τον φονεύση με το ξίφος και ότι ο Μιχαήλ υπακούσας εις την προσταγήν του εφόνευσεν ούτω τον Λέοντα· και ούτως έγινεν. Διότι κατά την εορτήν των Γενεθλίων του Χριστού εφονεύθη ο Λέων ο Αρμένιος από τον Μιχαήλ τον Τραυλόν μέσα εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, καθώς του το προείπεν ο μακάριος Ταράσιος. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, διαφύλαξον την Εκκλησίαν σου ανεπηρέαστον εκ πάσης αιρέσεως, ίνα δοξάζη Σου το Πανάγιον όνομα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) του αυτού μηνός Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ Επισκόπου Γάζης.

Δημοσίευση από silver »


Πορφύριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Θεσσαλονίκης, εκ γονέων ευγενών και πλουσίων, βιώσας κατά τους χρόνους Αρκαδίου του βασιλέως, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 395 – 408. Αναχωρήσας δε εκ της πατρίδος του μετέβη εις Αίγυπτον, οπόθεν επήγεν εις Σκήτην και έγινε Μοναχός. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών μετέβη εις Ιεροσόλυμα και πολλούς απίστους φωτίσας με τον λόγον της διδασκαλίας του, εχειροτονήθη Διάκονος και Πρεσβύτερος, υπό του Πατριάρχου των Ιεροσολύμων Πραϋλίου, χειροτονηθείς ύστερον Επίσκοπος Γάζης υπό του Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της εν Παλαιστίνη Ιωάννου. Αφ’ ου λοιπόν έγινεν Επίσκοπος, πολλά θαυμάσια εποίησε και πολλούς απίστους επέστρεψεν εις θεογνωσίαν. Μετά ταύτα βλέπων ο Άγιος αδικουμένους τους συνεπαρχιώτας του Χριστιανούς υπό των εξουσιαστών της Γάζης, ειδωλολατρών όντων και αιρετικών, επήγεν εις Κωνσταντινούπολιν προς βοήθειαν των αδικουμένων, ένθα συναντήσας τον Μέγαν Ιωάννην τον Χρυσόστομον, Πατριάρχην τότε Κωνσταντινουπόλεως, διηγήθη εις αυτόν τας αδικίας των αρχόντων της Γάζης, δια τας οποίας και ανέβη εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν συνεστήθη ο Άγιος υπό του θείου Χρυσοστόμου προς τον αρχινομοθέτην του βασιλέως Αμάντιον. Η δε βασίλισσα Ευδοξία, μαθούσα παρά του αρχινομοθέτου τας υποθέσεις του Αγίου, εδέχθη αυτόν ευμενώς και ανέφερε περί αυτού εις τον βασιλέα, ανέφερεν επίσης και προφητείαν του Αγίου, την οποίαν είπεν ούτος προς αυτήν, ότι δηλαδή μέλλει να γεννήσωσι παιδίον αρσενικόν, ήτοι τον μετέπειτα Θεοδόσιον τον Μικρόν, όπως και εγένετο, ο δε βασιλεύς, μαθών τούτο, εχάρη και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Έπειτα γεννά η βασίλισσα τον Νέον Θεοδόσιον και προσκαλέσασα τον Άγιον Πορφύριον ηυλογήθη υπ’ αυτού και υπεσχέθη να εκπληρώση όλα τα αιτήματά του, δια τα οποία παρεκάλεσε και τον βασιλέα. Ο δε βασιλεύς εδυσκολεύετο μεν κατ’ αρχάς λέγων, ότι δεν είναι δυνατόν να εκδιωχθώσιν εκ της Γάζης οι ειδωλολάτραι και οι αιρετικοί, διότι ήσαν πολύ χρήσιμοι και προσέφερον μεγάλην βοήθειαν εις την αυτοκρατορίαν, αλλ’ αφ’ ου η βασίλισσα απεκρίθη προς αυτόν· «Βαρεία μεν είναι η αίτησις αύτη, ω δέσποτα, βαρυτέρα όμως είναι και η ταύτης απόρριψις» συνήνεσε και αυτός να εκτελεσθώσι τα υπό του Αγίου αιτούμενα. Και πάραυτα εστάλησαν βασιλικαί προσταγαί να διωχθώσιν εκ της Γάζης οι αιρετικοί και οι ειδωλολάτραι, οίτινες εξουσίαζον. Τότε ο μακάριος Πορφύριος, λαβών παρά της βασιλίσσης δύο κεντηνάρια χρυσίου προς οικοδομήν Εκκλησιών και διακόσια νομίσματα δια δαπάνας, επανήλθεν εις την επαρχίαν του εκδιώξας τους αιρετικούς, τους μεν άλλους ναούς των ειδώλων κατεκρήμνισε, τον δε ναόν του Θεού των Ελλήνων του ονομαζομένου Μαρνά, ήτοι Διός, κατέκαυσε και έκτισεν αυτόν Εκκλησίαν, κατά το σχέδιον το οποίον διώρισεν η βασίλισσα Ευδοξία. Διαλάμψας λοιπόν εις την επαρχίαν του ο θείος ούτος Πατήρ και ποιήσας θαύματα πάμπολλα επί εικοσιτέσσαρα έτη, ένδεκα μήνας και οκτώ ημέρας, προς Κύριον εξεδήμησε.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ του Δεκαπολίτου.

Δημοσίευση από silver »

Προκόπιος ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του Ισαύρου Λέοντος Γ΄ του Εικονομάχου, του εν έτει ψιζ΄ - ψμα΄ (717 – 741) βασιλεύσαντος. Και πρώτον μεν, γενόμενος Μοναχός, διήλθε πάσαν άσκησιν με ακρίβειαν, και εκαθάρισε πλήρως τον εαυτόν του από παντός πάθους και πάσης κηλίδος, ύστερον δε ήλεγξεν ανδρείως τους αιρετικούς εκείνους, οι οποίοι ηθέτουν την σάρκωσιν του Θεού Λόγου, ως μη προσκυνούντες την του Χριστού ένσωμον Εικόνα. Όθεν όχι μόνον εβεβαίωσε την αλήθειαν της Ορθοδοξίας, δια λόγων, αλλά και δια πολλών κακοπαθειών και θλίψεων. Εκ τούτων λοιπόν εφάνη μέγας Ομολογητής της Ορθοδόξου Πίστεως και αληθείας, πολλά δε θαύματα ποιήσας, και πολλούς δια της ενθέου διδασκαλίας αυτού ωφελήσας, προς Κύριον εξεδήμησε.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΡΟΤΕΡΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, καλάμοι

Δημοσίευση από silver »


Προτέριος ο ένδοξος Ιερομάρτυς ήτο Πρεσβύτερος της εν τη Αλεξανδρεία Εκκλησίας εν έτει υν΄ (450), κατά τους χρόνους των αοιδίμων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας· ότε δε συνεκροτήθη η Τετάρτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος εν έτει υνα΄ (451), ανέβη και αυτός εις την Κωνσταντινούπολιν μετά των άλλων Αλεξανδρινών Επισκόπων και Πρεσβυτέρων και πολύ ηγωνίσθη κατά της αιρέσεως των Μονοφυσιτών. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Αλεξανδρείας Απολινάριος, όστις ανήλθεν εις τον επισκοπικόν θρόνον μετά τον Μονοφυσίτην Διόσκορον τον εν τη Τετάρτη Οικουμενική Συνόδω καθαιρεθέντα, εδέχθη τον θρόνον της Αλεξανδρείας ο θείος ούτος Προτέριος, προβληθείς υπό πάσης της Συνόδου. Επειδή δε οι Μονοφυσίται και ακόλουθοι του Ευτυχούς εποίουν ταραχάς εις την Αλεξάνδρειαν και ηπείλουν ότι θα εμποδίσωσι την μεταφοράν του σίτου εξ Αλεξανδρείας εις Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο ο βασιλεύς Μαρκιανός διέταξε να μεταφέρωσι τον σίτον εκ του εσωτερικού της Αιγύπτου δια του Νείλου εις το Πηλούσιον και όχι εις την Αλεξάνδρειαν. Όθεν οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας, βασανιζόμενοι υπό της πείνης, έβαλον μεσίτην εις τον βασιλέα τον θείον Προτέριον· ο δε βασιλεύς, πεισθείς εις την μεσιτείαν και παράκλησιν του Αγίου, προσέταξε να μεταφέρεται και πάλιν ο σίτος εις την Αλεξάνδρειαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Μαρκιανός, ο Τιμόθεος ο επονομαζόμενος Αίλουρος, εκλέξας νύκτα τινά σκοτεινήν και ασέληνον, μετέβη το μεσονύκτιον εις τα κελλία των Μοναχών, φορών ένδυμα μαύρον, λέγων δε προς αυτούς, ότι είναι Άγγελος του Θεού, τους παρήγγελλε να χωρισθώσι της κοινωνίας και υποταγής του Προτερίου. Οι δε Μοναχοί, απλοϊκοί όντες, ηπατήθησαν και επανεστάτησαν κατά του Αρχιερέως των. Ο δε Προτέριος φοβηθείς έφυγεν, ότε βλέπει τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα προς αυτόν· «Επίστρεψον και εγώ αναμένω να σε δεχθώ». Ούτος δε ο λόγος εφανέρωνε τον θάνατον του Προτερίου. Επανελθών λοιπόν ο θείος Πατήρ εισήλθε, πιθανώς ίνα κρυβή, εντός της εν Αλεξανδρεία μεγάλης κολυμβήθρας. Μαθόντες δε τούτο οι ως άνω πλανηθέντες Μοναχοί και οι λοιποί Μονοφυσίται, έτρεξαν εκεί και κατέσφαξαν με κοπτερούς καλάμους τον Αρχιερέα του Θεού. (Ο Άγιος Προτέριος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ίνα διασωθή από τον Μονοφυσίτην Αίλουρον κατέφυγεν εις την κολυμβήθραν του Βαπτίσματος. Ο δε Αίλουρος κατώρθωσε να σφάξωσιν αυτόν οι Μονοφυσίται.) Έπειτα, αντ’ αυτού, εχειροτόνησαν Αρχιερέα τον απατήσαντα αυτούς κακόφρονα Τιμόθεον και ανεβίβασαν τούτον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Τούτο μαθών ο μετά τον Μαρκιανόν βασιλεύσας Λέων Α΄ ο Μέγας, ο και Μακέλλης επονομαζόμενος, τον μεν Τιμόθεον υπέβαλεν υπό την εξουσίαν των Αρχιερέων, ίνα κριθή κανονικώς υπ’ αυτών, οι οποίοι αφού καθήρεσαν αυτόν της Αρχιερωσύνης, εξώρισαν εις την Γάγγραν, τους δε λαϊκούς, τους συμμετασχόντας εις τον φόνον του Αγίου Προτερίου, ετιμώρησεν ο βασιλεύς με δαρμούς και με δήμευσιν των κτημάτων των. Διέταξε δε και εχειροτονήθη άλλος Αρχιερεύς Ορθόδοξος εις την Αλεξάνδρειαν, ονομαζόμενος Τιμόθεος Σαλοφακιόλιος, ούτω δε κατέπαυσεν η ταραχή και η επανάστασις αύτη.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Μαρτίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΕΥΔΟΚΙΑΣ της από Σαμαρειτών.

Δημοσίευση από silver »


Ευδοκία, η Αγία του Χριστού Οσιομάρτυς η από Σαμαρειτών, εγεννήθη εις Ηλιούπολιν της Λιβανησίας της Φοινίκης κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98 – 117 μ.Χ. Ήτο δε η μακαρία τόσον ωραία και πάγκαλος, ώστε ούτε ζωγράφος δεν ηδύνατο να ιστορήση ωραιοτέραν καλλονήν. Τούτου ένεκεν και λόγω αφ’ ενός μεν των κολακειών και εξωθήσεων των διαφόρων θαυμαστών της, αφ’ ετέρου δε της ελλείψεως οιασδήποτε χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας εξέκλινεν εις την επάρατον αμαρτίαν της πορνείας, επειδή σπανίως ευρίσκομεν να συγκατοικούν ομού σωφροσύνη, ωραιότης και αγνότης. Έστησε λοιπόν, προς χαράν του διαβόλου, εργαστήριον και εδέχετο μετά χαράς πάντας τους επιθυμούντας αυτήν εις την πράξιν της αμαρτίας. Καθ’ εκάστην λοιπόν μετέβαινον πολλοί προς αυτήν και της έδιδον όσα τους εζήτει, δια να τελέσουν την επιθυμίαν των. Όχι δε μόνον από την χώραν εκείνην ήρχοντο προς αυτήν, αλλά και από άλλας πολλάς πόλεις ονομαστάς, ακούοντες το κάλλος αυτής πολλοί δυνάσται και άρχοντες πλούσιοι συνηθροίζοντο εις τον οίκον της και εξώδευαν πολλά χρήματα προς χάριν της, προδίδοντες, φεύ! τον πλούτον και την ψυχήν των εις απώλειαν, δια να απολαύσουν τα κάλλη αυτής. Τοιουτοτρόπως μετ’ ολίγους χρόνους η Ευδοκία συνήθροισε παρ’ εαυτή όλον σχεδόν τον πλούτον των θαυμαστών της και διήγε βίον άσωτον, ουδόλως φροντίζουσα δια την μέλλουσαν Κρίσιν και ανταπόδοσιν. Επειδή όμως ο πολύς πλούτος της ανομίας εχρειάζετο και πολλής θεραπείας, ουχί εξ ανθρωπίνης χειρός αλλά θείας, δια να κατορθωθή να διαμοιρασθή ούτος εις ασθενείς και αδυνάτους πένητας από τους ισχυρούς και δυνάστας, οι οποίοι κατείχον αυτόν πρότερον, έφθασε και δια την Ευδοκίαν ο καιρός της ιατρείας εκ θείας όντως οικονομίας. Διότι ο καλός βοσκός, εξελθών εις αναζήτησιν, ανεύρε το απολεσθέν πρόβατον· ο αγαθός κεραμεύς το συντετριμμένον αγγείον ανέπλασεν· ο γνήσιος οικονόμος εσύναξε τους καρπούς του αμπελώνος, τους οποίους έμελλε να αρπάση ο εχθρός και επίβουλος· ο δεσπότης των ουρανίων θησαυρών τον επίγειον πλούτον εις μονάς αιωνίους εφύλαξεν. Ο Δεσπότης Χριστός, η ελπίς των απηλπισμένων, την απηλπισμένην ταύτην δεν εβδελύχθη, ως ελεήμων και πανάγαθος, αλλά απέπεμψε κενόν και άπρακτον τον πλουτοδότην αυτής διάβολον και έγινεν η πρώην τω βορβόρω βεβυθισμένη, ευωδίας αλάβαστρον και η πολλών απωλείας αίτιος, πολλών σωτηρίας πρόξενος· έχει δε ο τρόπος της μετανοίας της ως εξής. Μοναχός τις, Γερμανός ονόματι, ευσεβής και ενάρετος, μεταβαίνων από ξένον και μακρυνόν τόπον εις την πατρίδα του, διήλθεν από την Ηλιούπολιν και έμεινεν εις οικίαν τινά πλησίον της οικίας της Ευδοκίας. Όταν δε ο Μοναχός εκείνος ανέγνωσε την ακολουθίαν του έκαμεν ανάγνωσιν από εν ωραιότατον βιβλίον, το οποίον είχε μαζί του και το οποίον έγραφε περί της ημέρας της Κρίσεως φοβερά πράγματα. Έγραφε δια την κόλασιν των αμαρτωλών και την ανταπόδοσιν των δικαίων και πολλά άλλα. Ταύτα δε ανεγίνωσκεν ο Μοναχός εκείνος μεγαλοφώνως δια να ακούουν και οι οικοδεσπόται του οίκου εις τον οποίον έμενε. Συνέπεσε δε τότε, Θεού ευδοκία, να αγρυπνή η Ευδοκία και ήκουε την ανάγνωσιν καθ’ όλην την νύκτα, από ένα παράθυρον, τόσον δε κατενύχθη, ώστε έτρεχαν ως ποταμός τα δάκρυά της ενθυμουμένης τας ανομίας της. Όταν λοιπόν εξημέρωσε, προσεκάλεσε τον Μοναχόν και τον ηρώτησε· «Πόθεν είσαι; Ειπέ μοι, σε παρακαλώ, τι ήσαν εκείνα, τα οποία ανεγίνωσκες την νύκτα, τα οποία άλλην φοράν δεν ήκουσα εις την πατρίδα μου; Ειπέ μου, παρακαλώ, την αλήθειαν, διότι εάν πρόκειται να κολασθούν όσοι αμαρτάνουν, τότε κανείς δεν σώζεται. Μάλιστα δε όταν είπες ότι και οι πλούσιοι κολάζονται περισσότερον ελυπήθην, διότι είμαι από τας πλουσιωτέρας του κόσμου, αλλά και περισσότερον αμαρτωλή». Ο Γερμανός τότε την ηρώτησεν εάν είχεν άνδρα, ποίαν θρησκείαν εσέβετο και πως τόσον πλούτον απέκτησεν· η δε Ευδοκία απεκρίθη· «Σαμαρείτις είμαι και άνδρα νόμιμον δεν έχω, υποδέχομαι όμως παρανόμως όσους έλθουν προς εμέ· από τούτους και τον πλούτον απέκτησα. Δίδαξόν με όμως κατά ποίον τρόπον δύναμαι να σωθώ με τον πλούτον μου, επειδή, καθώς νομίζω, εάν ο πλούτος ήτο κακός, ο Θεός δεν θα τον έδιδε». Δραξάμενος τότε της ευκαιρίας ο Μοναχός Γερμανός λέγει προς την Ευδοκίαν· «Όστις πλουτήση κατά Θεόν δικαίως, από τους γονείς του ή από τον κόπον του, δεν έχει κατάκρισιν· όστις όμως θησαυρίζει εξ αδικιών και δεν ελεεί τους πένητας, εκείνος κολάζεται». Τότε η γυνή τον ηρώτησε και πάλιν· «Άραγε άδικος είναι ο πλούτος μου, αφού μάλιστα και πολλούς πτωχούς ευηργέτησα πλουσίως και πολύ χρυσίον εχάρισα»; Απεκρίθη ο Γερμανός· «Ο πλούτος σου είναι αισχρός και άδικος δι’ αυτό δεν αποδέχεται ο αμόλυντος Θεός την μεμολυσμένην ελεημοσύνην σου, εν όσω ευρίσκεσαι εις τον βόρβορον της πορνείας από την οποίαν επλούτησες και δεν σου αναγνωρίζει καμμίαν χάριν ο Κύριος. Τότε μόνον θα επιβλέψη επί σε ο Θεός, όταν αποφύγης την αμαρτίαν και κάμης την πρέπουσαν μετάνοιαν». Εάν όμως θέλης να με ακούσης, συνέχισε λέγων ο Μοναχός Γερμανός, ημπορείς να σωθής και να δοξασθής αιωνίως, να κληρονομήσης απόλαυσιν άρρητον, ηδονήν ανεκλάλητον και ζωήν αθάνατον μετά θάνατον. Εάν θέλης να σωθής, δύο πράγματα πρέπει να κάμης, δια να εύρης σωτηρίαν και παρρησίαν προς Κύριον· πρώτον να λάβης το Άγιον Βάπτισμα, το οποίον καθαρίζει όλους τους ρύπους και τους μολυσμούς των αμαρτιών και δεύτερον να σκορπίσης καλώς τον πλούτον, τον οποίον κακώς απέκτησες. Να διαμοιράσης αυτόν μετά χαράς εις πτωχούς και πένηταςκαι τότε θέλει σου δώσει ο Δεσπότης Χριστός, ως Βασιλεύς πλουσιόδωρος, αντί του βίουτούτου του φθειρομένου και ρέοντος, πλούτον άσυλον και βίον αεί διαμένοντα, θέλει σε συναριθμήσει μετά των Αγίων Παρθένων και θέλεις συμβασιλεύει μετά του Χριστού εις τον αιώνα. Τους λόγους τούτους του Οσίου Γερμανού ακούσασα η Ευδοκία και περιδεής γενομένη είπε προς αυτόν· «Πως θα ζήσω ύστερον, όταν σκορπίσω τον πλούτον μου, εφ’ όσον είμαι καλομαθημένη και δεν ημπορώ να στενοχωρηθώ; Ποίος θα έχη την φροντίδα μου; Αλλά και πως θα βεβαιωθώ, ότι όσα μου είπες είναι αληθινά, τα αγαθά δηλαδή, τα οποία κληρονομούν εις τον Παράδεισον, όσοι καταφρονήσουν τα πρόσκαιρα, δια να έλθω και εγώ προθύμως εις τον Χριστόν, να του δουλεύω όλας τας ημέρας της ζωής μου γινομένη εις πολλούς αμαρτωλούς μετανοίας υπόδειγμα»; Απεκρίθη ο Γερμανός· «Μη έχης διαλογισμούς εις τον νουν σου, διότι ο διάβολος είναι πονηρός και εάν ίδη ότι αμφιβάλλεις, διαστρέφει την καρδίαν σου, δια να μη δυνηθής να φύγης από την υποταγήν του και δια να επιτύχη να σε ρίψη εν τέλει εις το πυρ το άσβεστον, να φλογίζεσαι μετ’ αυτού αιωνίως. Εάν δε θέλης να βεβαιωθής δια την αλήθειαν, εκδύσου αυτά τα πλούσια φορέματα και όλα τα στολίδια, τα οποία φορείς, και ενδύσου πτωχικά και καταφρονεμένα ιμάτια, κλείσου μίαν εβδομάδα εις τον κοιτώνα σου και προσεύχου προς τον Θεόν νήστις μετά δακρύων. Τότε ο Θεός, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, θέλει σου δείξει οπτασίαν τινά κατά τον πόθον σου· και ό,τι σου φανερώση, προθύμως ποίησον». Τότε η Ευδοκία υπεσχέθη να πράξη καθώς την συνεβούλευσεν ο Μοναχός· παρεκάλεσε δε τούτον να παραμείνη και αυτός εις τον οίκον, όπου έμενε και να προσεύχεται δι’ αυτήν, έως ότου παρέλθη η εβδομάς δια να ίδουν το αποβησόμενον· έδωσε δε εις αυτόν και χρήματα δια τα έξοδα. Προσηύχετο δε ο Γερμανός προς τον Θεόν δια την Ευδοκίαν, εις το τέλος δε της προσευχής του προσέθεσε και ταύτα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ όστις εδικαίωσας τον Τελώνην και έσωσας την πόρνην, σώσον και ταύτην την αχρείαν δούλην σου, όπως ποιήση ακουστόν το Όνομά σου εις του κόσμου τα πέρατα». Ταύτα ευξάμενος ο Γερμανός απήλθεν, η δε Ευδοκία δεν ημέλησε καθόλου εις όσα την συνεβούλευσεν. Επρόσταξε δε τας δούλας της να μη ανοίξουν εις ουδένα κατ’ εκείνας τας επτά ημέρας. Ακόμη προσέταξεν αυτάς να μη κάμωσι καμμίαν εργασίαν κατά τας ημέρας αυτάς, αλλά να προσεύχωνται· αυτή δε εκλείσθη εις κουβούκλιον και προσηύχετο καθ’ όλην την εβδομάδα κλαίουσα. Αφού λοιπόν συνεπληρώθη η εβδομάς, ελθών ο Γερμανός επρόσταξεν την Ευδοκίαν να εξέλθη από το κουβούκλιον, τούτου δε γενομένου την ηρώτησεν εάν είδεν οπτασίαν τινά. Εκείνη δε απεκρίθη· «Καθώς προσηυχόμην μετά δακρύων ενθυμουμένη τας αμαρτίας μου, είδον σήμερον πριν εξημερώση φως μέγα υπέρ τον ήλιον, νέος δε τις αστραπόμορφος, εμφανισθείς κατ’ εκείνην την ώραν, με ήρπασεν από την δεξιάν και με ανεβίβασεν εις τον ουρανόν. Εκείείδα άνδρας αναριθμήτους λευκοφόρους εξαστράπτοντας, οι οποίοι με υπεδέχθησαν χαίροντες. Καθώς δε εισηρχόμην εις το φως εκείνο το ανεκλάλητον, εφάνη έξωτης θύρας μαύρος τις και δυσειδέστατος γίγας, όστις τρίζων κατ’ εμού τους οδόντας εφώναζε τόσον δυνατά, ώστε εσείετο από τας φωνάς του όλος ο τόπος εκείνος. Φιλονικών δε ο απαίσιος εκείνος μαύρος μετά του οδηγού μου, έλεγε προς αυτόν διαμαρτυρόμενος· «Αδικείς με, Aρχιστράτηγε· εάν αυτήν σώσης, την άσωτον, η οποία εμίανεν τόσους ανθρώπους και επλήρωσε πάσαν την γην με τας ανομίας της, πάρε τότε και όλον τον κόσμον και πάντας τους ανόμους αδίκως δικαίωσον. Εγώ δια μικράν παρακοήν εξωρίσθην από τον Παράδεισον και συ εισάγεις εις αυτόν ψυχήν άσωτον και παμβέβηλον»; Ενώ όμως τοιαύτα και έτερα πλείονα εφλυάρει ο δυσειδέστατος εκείνος μαύρος, ηκούσθη εξ ουρανού φωνή γλυκυτάτη λέγουσα· «Ούτως ηυδόκησεν ο Θεός δια τους υιούς των ανθρώπων. Υποδέχεται τους εξ αυτών μετανοούντας ως εύσπλαγχνος». Και λέγει πάλιν η θεία εκείνη φωνή προς τον οδηγούντα με: «Λάβε αυτήν, Μιχαήλ, και οδήγησέ την εις την οικίαν της, να αγωνισθή, δια να συγχωρήσω τας αμαρτίας της, εγώ δε θέλω ενδυναμώνει και διαφυλάττει αυτήν ως τέκνον μου γνήσιον, δια να μη δυνηθούν να την βλάψουν οι δαίμονες». Παρευθύς τότε με έφερεν εδώ ο Άγγελος, λέγων· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού Ευδοκία· ανδρίζου και ενδυναμού, ότι η Χάρις του Θεού θέλει είναι μετά σου πάντοτε». Τότε εγώ ηρώτησα τον φανέντα μοι· «Αποκάλυψόν μου τις είσαι, κύριε»; Ο δε είπε μοι· «Εγώ του αληθινού Θεού ο Πρωτάγγελος είμαι εκείνου Όστις δέχεται όσους μετανοήσουν δια τας αμαρτίας των. Τούτους κατ’ εντολήν του Θεού οδηγώ εις ζωήν αιώνιον και τότε κάμνουν οι Άγγελοι χαράν μεγάλην δια τον μετανοούντα αμαρτωλόν, ότι εσώθη. Διότι ο ελεήμων και πανάγαθος Θεός δεν θέλει την απώλειαν ουδενός αλλά την των πάντων επιστροφήν και μετάνοιαν». Ταύτα ειπών ο Άγγελος με εσφράγισε τρεις φοράς και απήλθεν εις τα ουράνια. Χαίρων τότε ο Όσιος εκείνος Μοναχός Γερμανός λέγει προς την μακαρίαν Ευδοκίαν· «Επίστευσας τώρα, ότι υπάρχει Θεός αγαθός και εύσπλαγχνος, όστις δέχεται τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν; Εγνώρισας πόσην μεγάλη διαφορά υπάρχει μεταξύ του ολίγου τούτου φωτός και του λαμπροτάτου εκείνου; Πως σου φαίνεται τώρα; Πιστεύεις εις τον Χριστόν τον αληθή Θεόν, τον αγαθόν και παντελεήμονα, ή ακόμη έχεις δισταγμόν εις την καρδίαν σου»; Η ευλογημένη Ευδοκία απεκρίθη· «Εγώ επίστευσα και πιστεύω, ότι άλλος Θεός δεν υπάρχει ει μη μόνον εκείνος, όστις σώζει τους αμαρτάνοντας, του οποίου μέρος του αμέτρου φωτός ηξιώθην να απολαύσω δι’ ολίγην ώραν εις τον Παράδεισον». Λέγει πάλιν προς αυτήν ο Γερμανός· «Λοιπόν, εάν ο τόπος σου ήρεσε, κάμε τρόπον να τον απολαύσης αιωνίως· δηλαδή, μετανόησον ικανώς, κατά τας αμαρτίας σου, και θρήνησον τόσον, ώστε να πλύνης τους ρύπους της ψυχής δια των δακρύων σου και τότε γίνεσαι νύμφη αμόλυντος του Χριστού. Λησμόνησε την προτέραν σου διαγωγήν και μίσησον πάσαν σαρκικήν απόλαυσιν· πόθησον την σωφροσύνην και αντί των επιγείων τα επουράνια». Ενδυναμωθείσα τότε τω πνεύματι η μακαρία Ευδοκία λέγει προς τον Γερμανόν· «Ετοίμη είμαι να κάμω όσα με προστάξης, Πάτερ τίμιε». Ο δε Γερμανός είπε προς αυτήν· «Εγώ μεν υπάγω εις το Μοναστήριόν μου και πάλιν μεθ’ ημέρας τινάς έρχομαι να ίδω πως ευρίσκεσαι· συ δε λάβε το Άγιον Βάπτισμα, το οποίον θέλει σε φυλάττει αβλαβή πάντοτε και πορεύου, καθώς σου είπον, καθαρά και αμόλυντος». Εδέετο τότε προς αυτόν η Ευδοκία με δάκρυα λέγουσα· «Μη με αφήσης, κύριέ μου, ατελείωτον, ίνα μη με εύρη ο εχθρός εστερημένην βοηθείας και με σύρη πάλιν εις την μιαράν επιθυμίαν. Εγώ έχω δούλους πολλούς και χρυσίον αναρίθμητον, λίθους πολυτίμους και άλλα πολυτιμότερα πράγματα και των χρημάτων χρησιμώτερα και αν ορίζης, να με δεχθής εις το Μοναστήριόν σου και να με κυβερνήσης να σωθώ δια μέσου σου». Απεκρίθη προς αυτήν ο Όσιος· «Υπόμεινον ολίγας ημέρας να βαπτισθής, μοίρασε εις τους πτωχούς τον άδικον πλούτον σου και τότε θα έλθω να σε πάρω, ίνα σε οδηγήσω εις τι Μοναστήριον». Έμεινε λοιπόν η μακαρία εις τον οίκον αυτής προσευχομένη, κλαίουσα και νηστεύουσα και ουδέν έτερον έτρωγεν ειμή μόνον ολίγον άρτον και ύδωρ σύμμετρον. Έπειτα μετέβη εις τον Επίσκοπον της πόλεως εκείνης, καλούμενον Θεόδοτον, και την εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος. Είπε δε τότε η μακαρία προς τον Επίσκοπον· «Παρακαλώ την αγιωσύνην σου, Άγιε Δέσποτα, να διαμοιράσης όλον τον πλούτον μου εις θλιβομένους και πτωχούς, εις χήρας και ορφανά και πένητας, επειδή, ως έμαθον, άδικα τον απέκτησα. Να διαμοιρασθή δε καλώς, ίνα εύρω έλεος από τον Θεόν δια τας ανομίας μου». Ιδών λοιπόν ο Αρχιερεύς την καλήν γνώμην και την αγαθήν αυτής προαίρεσιν, την ηυλόγησεν εξ όλης ψυχής, γνωρίσας την μέλλουσαν προκοπήν αυτής και της λέγει· «Εύχου δι’ ημάς, αδελφή, ότι σήμερον έγινες όντως νύμφη Χριστού και των Αγγέλων συνόμιλος· μακαρία συ και καλότυχος, όπου έδωσες όλον τον πλούτον σου και απέκτησες τον πολύτιμον Μαργαρίτην· δια δε τα φθαρτά ταύτα και ηδέα, τα οποία εμίσησας πανσόφως και φρονίμως, υπάγεις να απολαύσης τα αϊδια και αιώνια, να συναγάλλεσαι με τον Νυμφίον σου Χριστόν πάντοτε, εις την Βασιλείαν Αυτού την ουράνιον». Αυτά και άλλα περισσότερα ειπών με δάκρυα κατανύξεως προς την μακαρίαν ο αγιώτατος Επίσκοπος, προσεκάλεσεν ένα από τους Ιερομονάχους του, άνθρωπον ενάρετον, ξενοδόχον της Επισκοπής και του λέγει· «Επειδή σε γνωρίζω ευλαβή και θεοφοβούμενον, παραδίδω εις τας χείρας σου την ψυχήν της γυναικός ταύτης. Φρόντισε δε να διαμοιράσης εις πτωχούς τον πλούτον της και μη κρατήσης δι’ ημάς ούτε εν αργύριον, αλλά καθώς συ έδωσες την πατρικήν σου κληρονομίαν ελεημοσύνην, ούτω και όλα εκείνα τα οποία θα παραδώση εις τας χείρας σου να τα οικονομήσης καλώς και θεαρέστως». Απήλθον λοιπόν ο Ιερομόναχος με την Ευδοκίαν εις την οικίαν της και συναθροίσασα η μακαρία όλον τον πλούτον αυτής παρέδωσε τα πάντα εις την εξουσίαν αυτού με χαρούμενον πρόσωπον. Ήσαν δε ταύτα τόσον πολλά, ώστε ήθελε φανή εις τινας πράγμα υπερβολικόν και απίστευτον, αλλά εγώ καθώς τα εύρον εις το Ελληνικόν τα γράφω εις κοινήν φράσιν, χωρίς να αυξήσω, μάρτυς μου ο Κύριος, τίποτε, αλλά μόνον την αλήθειαν και τούτο προς δόξαν Θεού και παράδειγμα ιδικόν μας, δια να κατανυχθούν και άλλαι ψυχαί, να μιμηθούν αυτήν την αείμνηστον και πάνσοφον Ευδοκίαν. Ήτο λοιπόν η ποσότης των χρημάτων της μακαρίας Ευδοκίας χρυσίον μεν λίτραι μύριαι· μαργαριτάρια βασιλικά και λίθοι πολύτιμοι αναρίθμητοι· σκεύη αργυρά, ήτοι αγγεία ασημικά, οκτώ χιλιάδες λίτραι· στολίδια άλλα διάφορα χρυσά και αργυρά πολλά· βαρέα μεταξωτά ιμάτια διακόσια εβδομήκοντα πέντε· νήμα μεταξωτόν αρκετόν· μόσχου δοχεία πολύτιμα δώδεκα· από τας Ινδίας κυτία τριάκοντα τρία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και στολαί χρυσοϋφαντοι αναρίθμητοι με λίθους πολυτίμους και μαργαρίτας. Ομοίως και αγροί, αμπελώνες και άλλα ακίνητα πράγματα, τα οποία της έδιδαν ως εισόδημα τρεις χιλιάδας νομίσματα τον χρόνον. Αυτά όλα και άλλα περισσότερα έδωκεν η πάνσεμνος εις τον Ιερέα, τους δε δούλους αυτής ηλευθέρωσε και τους εχάρισε τον οίκον της καθώς ευρίσκετο. Ακόμη δε και δύο χιλιάδας χρυσά φλωρία τους έδωσε λέγουσα· «Εγώ μεν σας ηλευθέρωσα από την δουλείαν αυτήν την πρόσκαιρον, εάν δε σεις θέλετε να λάβετε και την πραγματικήν ελευθερίαν, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, τον αγαθόν και παντελεήμονα, να σας αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Όταν λοιπόν ετακτοποίησεν η μακαρία καλώς την περιουσίαν της και ελυτρώθη από πάσαν φροντίδα και μέριμναν, τότε ήλθε και ο Γερμανός, ο ευλαβής και θεοσέβαστος, και την ωδήγησεν εις το γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχε μακράν από τους Μοναχούς δέκα στάδια. Ήσαν δε οι άνδρες εις το ανδρικόν Μοναστήριον εβδομήκοντα, αι δε γυναίκες του γυναικείου Μοναστηρίου τριάκοντα, με αυτάς δε έμεινε και η θαυμασία Ευδοκία, αγωνιζομένη από τας άλλας περισσότερον. Εφόρει δε πάντοτε η μακαρία το ιμάτιον, με το οποίον την ενέδυσεν ο Επίσκοπος όταν την εβάπτισε και ουδέποτε το εξεδύθη. Μόνον όταν ήτο ψύχος πολύ τον χειμώνα, επάνω από το ιμάτιον εφόρει ένα ράσον τρίχινον. Έμαθε δε και το Ψαλτήριον και πάσαν την Γραφήν και την ανεγίνωσκε μετά προθυμίας. Μετά πάροδον ολίγων ετών εκοιμήθη η Προεστώσα των παρθένων και με θείαν νεύσιν και ευδοκίαν εψήφισαν την Ευδοκίαν, ως θαυμασίαν και δόκιμον και τόσον ευάρεστος εφάνη εις τον Θεόν και εις πάσαν την αδελφότητα, ώστε δια την αγίαν της πολιτείαν, μετά την θαυμασίαν αυτής αλλοίωσιν, της έδωκεν εξουσίαν ο πλουσιόδωρος Κύριος να κάμνη θαυμάσια, από τα οποία θα γράψωμεν ολίγα εις δόξαν Αυτού και εις υπόδειγμα εκείνων όπου ηνόμησαν. Εις από τους πρώην εραστάς αυτής, ονόματι Φιλόστρατος, όταν ήκουσε την επιστροφήν της εις Χριστόν, ελυπήθη υπερβαλλόντως· έχων δε πόθον διάπυρον να την ίδη και να συνομιλήσωσιν, ενεδύθη ράσα μοναχικά ο αναίσχυντος, δια να μη τον εμποδίσωσι και επροφασίσθη ότι ήθελε να της ομιλήση δια ψυχικήν της ωφέλειαν. Πιστεύσας δε ο απονήρευτος Γερμανός τους δολίους και ψευδοπλάστους του Φιλοστράτου λόγους τον αφήκε να συνομιλήση με την Οσίαν. Βλέπων δε ταύτην, ο ανόσιος, ούτω τεταπεινωμένην και αδύνατον από την εγκράτειαν, την εκοίταξε με βλέμμα άγριον και λέγει προς αυτήν· «Τις σε κατέπεισεν, Ευδοκία, να έλθης εις τόσην αγνωσίαν; Να αφήσης τόσον πλούτον και τοιαύτην μακαριότητα όπου είχες και πάσαν απόλαυσιν, ίνα έλθης εις τοσαύτην στενοχωρίαν και απορίαν των αναγκαίων πραγμάτων και να είσαι πλέον νεκρά δια τον κόσμον ματαίως και ανωφελώς και κλαίει και θρηνεί δια την αγάπην σου η πόλις όλη; Αλλά άκουσόν μου, κυρία μου· ελθέ να υπάγωμεν εις την προτέραν απόλαυσιν και μη μαραίνης το κάλλος σου με την αδιάκριτον νηστείαν. Συ ήσουν ωραία και πάγκαλος ως θεά, τώρα δε κατάντησες άσχημος και δύσμορφος. Ποίος άλλος υπέπεσεν εις τόσην αγνωσίαν, να χαρίση όλον τον πλούτον του δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης μακαριότητος, της οποίας δεν γνωρίζεις το βέβαιον; Λοιπόν, πριν αφανισθή τελείως η καλλονή σου και γίνη άχρηστον το βασιλικόν σου πρόσωπον, ακολούθησόν με δια να χαρώμεν τον κόσμον προτού γηράσωμεν». Τοιαύτα και έτερα όμοια φλυαρούντος του αθλίου εκείνου, ωργίσθη κατ’ αυτού η Αγία και τον εφύσησε μετά θυμού εις το πρόσωπον λέγουσα· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο δίκαιος Κριτής, του οποίου έγινα δούλη, η αναξία και βέβηλος, να σε επιτιμήση να μη εξέλθης καλώς απ’ εδώ, επειδή είσαι τέκνον του διαβόλου και συμβουλεύεις εκείνα τα οποία επιθυμεί». Ταύτα ειπούσης της Οσίας έπεσεν ευθύς ο Φιλόστρατος και εξεψύχησεν. Βλέπουσαι αι μονάζουσαι τοιούτον έργον της Οσίας θαυμάσιον, εθαύμαζον δια την παρρησίαν, την οποίαν είχε προς Κύριον, πλην όμως ησύχαζον και ανέμενον να ίδουν το αποβησόμενον. Το μεσονύκτιον είδεν εις οπτασίαν η Οσία τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις της έλεγεν· «Ευδοκία, εγείρου και κάμε προσευχήν να αναστηθή ο νεκρός, δια να γνωρίσης την δύναμίν μου και τότε να σε αξιώσω μεγαλυτέρου χαρίσματος, επειδή επίστευσες εις εμέ και απηρνήθης την κοσμικήν ματαιότητα». Εγερθείσα τότε η Οσία ανέστησε δια της προσευχής της τον Φιλόστρατον, όστις εγερθείς έπεσεν εις τους πόδας αυτής, λέγων· «Παρακαλώ σε, Ευδοκία, δικαία δούλη του μεγάλου Θεού, να με συγχωρήσης δια τους ανοσίους λόγους τους οποίους σου είπον, διότι τώρα εγνώρισα του Θεού σου την δύναμιν». Τότε η Οσία τον συνεχώρησε και του είπε· «Πορεύου εις ειρήνην και πίστευε εις τον παντοδύναμον Θεόν, όστις σε επεσκέφθη δια την άπειρον ευσπλαγχνίαν του». Κατά τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν εκεί άλλος βασιλεύς· τινές δε εκ των πρώην εραστών της Ευδοκίας, ακούσαντες ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και εμόνασε, παρακινούμενοι υπό του διαβόλου απεφάσισαν να την καταγγείλουν εις τον βασιλέα. Έστειλαν λοιπόν αναφοράν προς αυτόν, εις την οποίαν έλεγον, ότι λαβούσα αργύρια από την πόλιν τα μετέφερεν εις την έρημον με τον σκοπόν να κτίζη κελλία και Μοναστήρια, εζήτουν δε να τους δώση εξουσίαν να της αρπάσουν τα χρήματα και να την απομακρύνουν από εκεί, επειδή εβλασφήμει τους θεούς και προσεκύνει τον υπό των Εβραίων σταυρωθέντα. Ταύτα αναγνώσας ο βασιλεύς και πληρωθείς θυμού απέστειλεν άρχοντα τινά μετά τριακοσίων στρατιωτών να την πάρουν από την Μονήν βιαίως με όλα τα χρήματα και να την οδηγήσουν εις τα βασίλεια. Ταύτα ο Κύριος εφανέρωσε δι’ οπτασίας εις την Οσίαν, ειπών προς αυτήν· «Οργή του βασιλέως έρχεται κατά σου, αλλά μη φοβηθής, διότι εγώ είμαι μαζί σου πάντοτε». Όταν λοιπόν έφθασαν οι στρατιώται εις το ασκητήριον, έβλεπον μεν τούτο, αλλά να εισέλθουν εντός αυτού δεν ηδύναντο, εμποδιζόμενοι υπό της θείας δυνάμεως. Περιετριγύριζον λοιπόν πέριξ αυτού ματαίως κοπιάζοντες επί τρία ημερονύκτια. Βλέπων ο δίκαιος Θεός, ότι οι στρατιώται, ως ασύνετοι, δεν ηννόησαν την θείαν Αυτού και υπερθαύμαστον δύναμιν, ώστε να επιστρέψουν εις τα οπίσω, μετανοούντες δια την ανομίαν των, αλλά συνέχιζον προσπαθούντες να εκτελέσουν του επιγείου βασιλέως την παράνομον προσταγήν, επαίδευσεν αυτούς δικαίως ως αδίκους. Όθεν ελθούσης θανασίμου βιαίας πνοής εθανατώθησαν οι άθλιοι, οίτινες πεσόντες αίφνης άπαντες εις την γην απέθανον. Μόνον ο άρχων μετά τριών άλλων στρατιωτών δεν εθανατώθησαν, ίσως δια να φέρουν εις τον βασιλέα το μήνυμα, όστις ακούσας ταύτα περισσότερον εθύμωσε και συγκαλέσας όλην την σύγκλητον είπε προς αυτούς οργιζόμενος· «Βλέπετε πως μία πόρνη καταφρονημένη και άτιμος τόσους δυνατούς στρατιώτας απώλεσε με τας μαγείας και κακουργίας της; Τι λοιπόν με συμβουλεύετε να κάμω, δια να μη προξενήση αύτη και άλλα χειρότερα εις ημάς»; Τότε ο υιός του βασιλέως εκαυχήθη ότι δύναται να υπάγη να καταστρέψη το Μοναστήριον. Ματαίως όμως και κενά εμελέτησε, διότι, καθώς επορεύετο έφιππος, έπεσεν ο ίππος του, εκ της πτώσεως δε ταύτης συνετρίβη ο εις εκ των ποδών του. Μετέφερον τότε αυτόν οι στρατιώται εις τα βασίλεια, εντός ολίγου δε βασανιζόμενος από πόνους φρικτούς απέθανεν. Ενώ λοιπόν ο βασιλεύς έκλαιε και ωδύρετο δια τον θάνατον του υιού του, τον συνεβούλευσεν ο Φιλόστρατος, ειπών προς αυτόν· «Γίγνωσκε, βασιλεύ, ότι η μακαρία Ευδοκία είναι δούλη του αληθινού Θεού και δια τούτο άνθρωπος δεν δύναται να την κακοποιήση, επειδή φυλάττει αυτήν θεία δύναμις. Εάν λοιπόν θέλης να αναζήση ο υιός σου, στείλε γράμμα έντιμον προς αυτήν και παρακάλεσον περί τούτου με πολλήν ταπείνωσιν». Τότε ο βασιλεύς απέστειλε προς την Αγίαν γράμματα ικετευτικά δια τινος δικαστού ονόματι Βαβύλα, όστις διηυθύνθη προς το Μοναστήριον, προσκυνήσας δε την Αγίαν της έδωσε τα γράμματα· έπειτα εξελθών εκάθισεν έξω του Μοναστηρίου και ανέμενεν απόκρισιν. Ενώ λοιπόν εκάθητο εις πέτραν τινά απεκοιμήθη, βλέπει δε εις τον ύπνον του Άγγελον Κυρίου αστραπόμορφον, όστις τον εκέντησε με ράβδον εις την πλευράν και του λέγει· «Ο νεκρός σε αναμένει, Βαβύλα». Εκείνος δε ηγέρθη παρευθύς και πορευθείς προς την Οσίαν της εφανέρωσε την οπτασίαν, ζητών απόκρισιν. Τότε η Αγία πρώτον μεν προσηυχήθη εις τον Θεόν να την φωτίση να κάμη το συμφερώτερον· έπειτα λαβούσα συγχώρησιν από τας αδελφάς, έγραψε τα εξής προς τον βασιλέα με πολλήν ταπεινοφροσύνην και μετριότητα· «Εγώ μεν είμαι ευτελής και αθλία, βεβαρημένη υπό πλήθους ανομιών ως άσωτος, δεν είμαι δε αξία να κάμω δέησιν προς τον Δεσπότην Χριστόν δια τον υιόν σου, πλην, εάν εις Αυτόν ολοψύχως πιστεύσης, θέλεις ίδει την μεγάλην του δύναμιν, ώστε να μετατραπή η πολλή θλίψις σου εις αγαλλίασιν». Ταύτα αφού έγραψεν η Αγία έκαμε και τρεις σταυρούς εις την επιστολήν και την έδωκεν εις τον δικαστήν, όστις λαβών ταύτην απήλθε δρομαίως και φθάσας εις τον νεκρόν ευθύς ως έβαλε την επιστολήν επάνω αυτού, ω του θαύματος, ανεστήθη. Τότε όχι μόνον αυτός ο νεκρέγερτος, αλλά και πάντες οι παρόντες, βλέποντες τοιούτον φρικτόν τερατούργημα, ακόμη δε και αυτός ο βασιλεύς, εβόησαν άπαντες· «Μέγας ο Θεός της Χριστιανής Ευδοκίας, όστις κάμνει τοιαύτα θαυμάσια». Έκαμε λοιπόν ο βασιλεύς δια την χαράν του υιού του μεγάλην τράπεζαν και διεμοίρασε πολλήν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Έπειτα, προσκαλέσας τον Αρχιερέα της πόλεως εβαπτίσθη με όλους τους συγγενείς και δούλους του και απέστειλε προς την Αγίαν πλήθος χρυσίου δια να το εξοδεύση εις το Μοναστήριον, πολλάκις δε της έστειλε γράμματα και δώρα βασιλικά. Εις ολίγον καιρόν ο βασιλεύς και η σύζυγός του καλώς ετελεύτησαν, ο δε υιός αυτού ο νεκρέγερτος εχειροτονήθη Διάκονος και όταν ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς της πόλεως, εχειροτόνησαν αυτόν ως άξιον. Ούτος είχε και αδελφήν, Γελασίαν ονόματι, ήτις αφού παρέλαβε την ανήκουσαν εις αυτήν κληρονομίαν απήλθε μετά δύο ευνούχων αυτής εις την Μονήν της Οσίας και εμόνασεν. Επίσης και οι ευνούχοι μεταβάντες εις την ανδρικήν Μονήν εμόνασαν εν αυτή και εκεί ετελείωσαν τον βίον αυτών θεαρέστως. Μετά δε τον θάνατον του βασιλέως έγινεν άλλος βασιλεύς ειδωλολάτρης, όστις εψήφισεν ηγεμόνα εις την Ηλιούπολιν σκληρόν τινα και απάνθρωπον, Διογένην ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο μεμνηστευμένος με την Γελασίαν την θυγατέρα του βασιλέως. Επειδή δε ούτος δεν ηθέλησε να βαπτισθή, δεν του την έδωσεν ο βασιλεύς δια γυναίκα του. Αυτός δε, εν όσω έζη ο βασιλεύς, είχεν υπομονήν· κατόπιν όμως, όταν έλαβε την ηγεμονίαν, επειδή η μακαρία Γελασία απήλθε προς τον Νυμφίον αυτής τον ουράνιον, εσκέφθη να κακοποιήση αντ’ αυτής την Οσίαν, η οποία την εκούρευσε Μοναχήν. Παρευθύς λοιπόν στέλλει πεντήκοντα στρατιώτας, ίνα οδηγήσωσι την Αγίαν έμπροσθέν του. τότε πάλιν εφάνη εις αυτήν ο Δεσπότης Χριστός εν οράματι και της λέγει· «Αγρύπνα, Ευδοκία, και αγωνίζου δια την αληθινήν Πίστιν, ίνα λάβης τον στέφανον, διότι ήλθεν ο καιρός του Μαρτυρίου σου. Και ιδού έρχονται κατά σου αλλόφυλοι και θηρία άγρια· αλλά μη δειλιάσης ουδόλως εις τα κολαστήρια, διότι εγώ είμαι μαζί σου εις όλας τας θλίψεις σου». Όταν δε έφθασαν οι στρατιώται εις το Μοναστήριόν της εισήλθεν η Αγία εις το Άγιον Βήμα, και λαβούσα εκ του ιερού της Αγίας Τραπέζης κιβωτίου μικράν μερίδα από το τίμιον Σώμα του Χριστού το εβάστα επάνω της εις κυτίον μικρότατον, ίνα έχη τούτο εις σκέπην αυτής και βοήθειαν. Συλλαβόντες λοιπόν οι στρατιώται την Αγίαν την ωδήγουν εις τον ηγεμόνα χαίροντες χαίρουσαν και δια να φθάσουν ταχέως περιεπάτουν όλην την νύκτα κατά την προσταγήν. Αλλά ο θείος Άγγελος, ο φύλαξ αυτής, επροπορεύετο κρατών λαμπάδα ανημμένην, δια της οποίας εφώτιζεν αοράτως την οδόν χωρίς να βλέπωσιν οι στρατιώται τούτο το θαυμάσιον. Όταν έφθασαν εις την πόλιν, επρόσταξεν ο ηγεμών να την ρίψουν εις την φυλακήν, να μη τολμήση δε κανείς να της δώση άρτον ή ύδωρ ή άλλην τροφήν ουδόλως. Την τετάρτην ημέραν την έφεραν εις το κριτήριον με κεκαλυμμένον το πρόσωπον, όταν δε απεκάλυψαν τούτο, εξήλθεν εξ αυτού λάμψις τις ως αστραπή και πάντες εξέστησαν, περισσότερον δε ο ηγεμών. Εκάλεσε δε ούτος την Αγίαν να είπη την καταγωγήν, την Πίστιν και την επωνυμίαν της. Ατενίσασα τότε προς τον ηγεμόνα η Αγία απεκρίθη προς αυτόν μετά θάρρους· «Το μεν όνομά μου λέγεται Ευδοκία· είμαι δε Χριστιανή και ηξιώθην να ονομάζωμαι δούλη Αυτού του μόνου αγαθού και ευσπλάγχνου Θεού, εις τον οποίον επίστευσα εξ όλης καρδίας μου τόσον, ώστε δεν δύναται κανέν πράγμα να με χωρίση από την αγάπην του. Μη λοιπόν δαπανάς τον καιρόν σου ερωτών με άλλο τίποτε, μόνον πράττε ό,τι σκέπτεσαι, δια να απαλλαγής από ταύτην την φροντίδα το συντομώτερον». Λέγει τότε προς αυτήν ο ηγεμών· «Διατί αφήκες την πόλιν σου και επήγες εις τόπον έρημον και εξώδευσες ματαίως τόσην βασιλικήν περιουσίαν»; Απεκρίθη η Αγία· «Ας έλθουν οι συκοφάνται εις το μέσον να τους ελέγξω· διότι εγώ ουδόλως και παρ’ ουδενός έλαβον δημόσια χρήματα. Εάν λοιπόν έχης να ομιλήσης δι’ άλλην υπόθεσιν, ειπέ ό,τι νομίζεις». Αποκαλύψας τότε ο ηγεμών την αιτίαν της προσαγωγής της Αγίας εις το κριτήριον, λέγει προς αυτήν· «Οι προεστοί της πόλεως ταύτης σε ενεκάλεσαν κατηγορούντες σε, ότι αφήκες τους παλαιούς θεούς και προσκυνείς άλλον νεώτερον και ότι εις τον Ναόν τούτου εξώδευσας όλα τα χρήματα, τα οποία ανήκουν εις το βασιλικόν ταμείον. Λοιπόν, χωρίς περιττολογίαν, κάμε ένα από αυτά τα τρία· ή τους θεούς προσκύνησον, ή επίστρεψε πάλιν εις την προτέραν σου πολιτείαν ή, τουλάχιστον, δώσε εις ημάς τα χρήματα να τα βάλωμεν εις το δημόσιον ταμείον, πριν το μάθη ο βασιλεύς και θυμωθή κατ’ εμού». Απεκρίθη η Αγία· «Εγώ αργύρια βασιλικά ουδόλως έλαβον, αυτοί δε από τον φθόνον των και μόνον με ενεκάλεσαν. Αλλά μήτε τους ψευδωνύμους θεούς σας προσκυνώ ποτέ, αφού ηξιώθην να γίνω δούλη του αληθινού και παντελεήμονος Θεού, τον οποίον δεν απαρνούμαι έστω και αν με υποβάλης εις μύρια παιδευτήρια». Βλέπων λοιπόν ο ηγεμών το αμετάθετον της Αγίας επρόσταξε να την εκδύσουν έως την μέσην και να ξεσχίσωσι τας πλευράς αυτής τέσσαρες άνδρες, έως ότου φανώσι τα σπλάγχνα της. Κατ’ αυτόν δε τον τρόπον εβασάνιζαν την Αγίαν επί δύο ώρας προξενούντες εις αυτήν δριμυτάτους πόνους με εκείνα τα δεινά κολαστήρια, οι ακόλαστοι. Τότε λέγει πάλιν προς αυτήν ο ηγεμών· «Λυπήσου, γύναι, τα κάλλη σου. Θυσίασον τοις θεοίς, ίνα μη απολεσθή κακώς η ωραιότης σου». Αποκρίνεται η Αγία· «Εάν ήσουν άνθρωπος γνωστικός και έκρινες δικαίως, ήθελες γνωρίσει και συ το συμφέρον σου και θα επίστευες εις τον αληθινόν Θεόν δια να συγχωρήση τας ανομίας σου, ως εύσπλαγχνος· αλλ’ επειδή η συνείδησίς σου σε κατακρίνει εις θάνατον, σε αναμένει του αιωνίου πυρός η απόλαυσις». Θυμωθείς τότε ο ηγεμών περισσότερον επρόσταξε να εκδύσουν εντελώς την Αγίαν και ούτω γυμνήν να την κρεμάσουν εις το ξύλον και να την δέρωσιν ισχυρότερον. Ενώ δε οι στρατιώται επεχείρουννα την γυμνώσουν, εύρον το κυτίον, εις το οποίον είχε τον Άγιον Άρτον και λαβόντες αυτό το έδωσαν εις τον ηγεμόνα, όστις ενώ επεχείρει να το ανοίξη, παρευθύς εξήλθεν εξ αυτού φλοξ, ήτις κατέκαυσε τους περιεστώτας, έπληξε δε και ολόκληρον το αριστερόν μέρος του ηγεμόνος και τον κατέστησεν ημίξηρον, δηλαδή ημιπαράλυτον. Πεσών τότε ούτος εις την γην ωδύρετο δεινώς και εβόα λέγων· «Ιάτρευσόν με, θεέ ήλιε, και βοήθησόν με να κατακαύσω την μάγισσαν ταύτην». Ταύτα ειπών ήλθεν ευθύς αστραπή εκ του ουρανού και τον κατέκαυσεν. Όθεν έπεσε νεκρός δικαίως ο άδικος. Συνήχθη τότε όλη η πόλις και όλοι έκλαιον του ηγεμόνος τον θάνατον. Τότε εις εκ των στρατιωτών είδε νέον τινά αστραπόμορφον ενδεδυμένον ενδύματα λευκά, όστις συνωμίλει μετά της Αγίας και την εσκέπαζε δια λεπτού και ωραίου μανδηλίου, ώστε να μη φαίνωνται αι σάρκες της. Ταύτα βλέπων ο στρατιώτης προσεκύνησε την Αγίαν λέγων· «Δέξαι με μετανοούντα, δούλη του αληθινού Θεού, ότι εις αυτόν πιστεύω και εγώ ο ανάξιος και σε παρακαλώ ευσπλαγχνίσου τον ηγεμόνα και ανάστησον αυτόν, δια να πιστεύσουν και άλλοι πολλοί εις τον Δεσπότην Χριστόν δια μέσου σου». Ταύτα δε ειπών έλυσεν αυτήν από του ξύλου και την κατεβίβασε μετ’ ευλαβείας. Προσευχήθη τότε η Αγία επί ώραν πολλήν εις τον Χριστόν κατ’ ιδίαν και κατόπιν μεγαλοφώνως εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, Συ όστις γνωρίζεις τα κρύφια των καρδιών ημών και έκαμες τον κόσμον με την σοφίαν Σου, πρόσταξον να αναστηθούν όλοι αυτοί, οίτινες υπό του πυρός κατεκαύθησαν, ίνα βλέποντες οι πολλοί τα θαυμάσιά σου δοξάσουν το όνομά Σου το Άγιον». Ταύτα μεν προς τον Θεόν εδέετο η Αγία, κατόπιν δε στραφείσα προς τους νεκρούς ήγγιζε δια της αγίας αυτής δεξιάς ένα έκαστον εκ των νεκρών λέγουσα· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, εγέρθητι» και παρευθύς, ω εξαισίου θαυματουργήματος! Όλοι, ως εξ ύπνου, ανέστησαν υγιείς. Τούτο το θαυμάσιον ιδόντες οι άνθρωποι της πόλεως ταύτης επίστευσαν εις τον Χριστόν οι περισσότεροι εξ αυτών. Τούτων ούτω γενομέμων, ήλθεν είδησις εις τον άρχοντα Διόδωρον, ότι η γυνή του ευρισκομένη εις το λουτρόν κατελήφθη υπό λιποθυμίας και απέθανε. Ταύτα ακούσας ο Διόδωρος εξέσχισεν εκ της λύπης την χλαμύδα του και έδραμε μετά τινος άλλου άρχοντος εις την νεκράν. Ιδόντες δε αυτήν πραγματικώς αποθαμμένην επέστρεψαν εις την Αγίαν και λέγει προς αυτήν ο Διόδωρος· «Επ’ αληθείας πιστεύω, ότι δυνατώτερος και μεγαλύτερος είναι ο Θεός σου από τους ιδικούς μας θεούς. Επειδή όμως ακόμη μικροψυχώ, ανάστησον την γυναίκα μου και να βαπτισθώ με όλον τον οίκον μου». Απεκρίθη τότε προς αυτόν η Μάρτυς· «Ο Κύριός μου θέλει κάμει και αυτό το θαυμάσιον, ως εύσπλαγχνος, δια να πιστεύσουν εις αυτόν και άλλοι περισσότεροι». Απελθούσα τότε η Μάρτυς εις την νεκράν με όλον τον όχλον, έπεσεν εις την γην και προσηύχετο επί ώραν πολλήν. Κατόπιν εγερθείσα είπε ταύτα μεγαλοφώνως δια να την ακούωσιν άπαντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Υιός και Λόγος του Πατρός, όστις ανιστάς τους νεκρούς ως Θεός παντοδύναμος, ανάστησον και την Φηρμίναν, δια να πιστεύση αύτη και έτεροι εις Σε τον ζώντα Θεόν τον αγαθόν και αιώνιον». Ταύτα ευξαμένης της Αγίας ευθύς η νεκρά ηγέρθη από της κλίνης, οι δε παρόντες, ιδόντες τοιούτον θαύμα τεράστιον, εβόησαν όλοι ως εξ ενός στόματος· «Όντως ο Θεός σου είναι αληθινός και δίκαιος, εις αυτόν δε και ημείς χωρίς αμφιβολίαν πιστεύομεν». Εβαπτίσθησαν τότε όχλος πολύς, καθώς και ο ηγεμών Διογένης μετά του άρχοντος Διοδώρου μεθ’ όλης της συγγενείας αυτών, η δε Αγία έμεινε εις την οικίαν της Φηρμίνας διδάσκουσα. Εκεί δε πλησίον, εις τον κήπον της οικίας εκείνης, ενεφώλευε δράκων τις φοβερός, όστις εφόνευσε δια του φυσήματος αυτού το τέκνον χήρας τινός, ήτις έκλαιεν, ως μήτηρ, τον υιόν της απαρηγόρητα. Ακούσασα δε η Αγία τους θρήνους αυτής απήλθε προς τον νεκρόν μετά του Διοδώρου, προς τον οποίον είπεν η Αγία· «Κάμε προσευχήν δια τον νεκρόν να τον αναστήση ο Κύριος». Ο Διόδωρος όμως εδίσταζε και έλεγε προς την Αγίαν ότι δεν ήτο άξιος να ζητήση παρά του Θεού τοιούτον χάρισμα. Λέγει τότε προς αυτόν η Μάρτυς· «Εγώ πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι επειδή αδιστάκτως επίστευσας εις Αυτόν, θέλει εισακούσει την δέησίν σου, μόνον επικαλέσου Αυτόν ολοψύχως δια να ίδης την άμετρον ευσπλαγχνίαν του». Κλίνας τότε ο Διόδωρος εις την γην την κεφαλήν προσηύχετο κτυπών το στήθος του και χύνων θερμότατα δάκρυα έλεγε· «Κύριε ο Θεός ημών, όστις κατηξίωσες και εμέ τον αμαρτωλόν και ανάξιον να σε γνωρίσω δια μέσου ταύτης της Αγίας δούλης σου, την οποίαν εξαπέστειλες ίνα λυτρώση ημάς από τας χείρας του δαίμονος, πρόσδεξαι την δέησίν μου, επειδή γνωρίζεις, ότι η προς Σε πίστις μου είναι αμετάθετος και ανάστησον τούτον τον νεκρόν εις δόξαν του παντοδυνάμου ονόματός Σου». Ταύτα προσευξάμενος ο Διόδωρος είπε προς τον νεκρόν· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, Ζήνων, ανάστηθι». Παρευθύς τότε ηγέρθη ο νεκρός, η δε Αγία πάλιν εδεήθη προς τον Δεσπότην Χριστόν ταύτα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός μου, επάκουσον και εμού της ταπεινής και πρόσταξε τον εχθρόν και επίβουλον δράκοντα να έλθη εδώ έμπροσθεν του όχλου να διαρραγή, δια να μη θανατώση και άλλους δούλους Σου». Ταύτα ειπούσης της Αγίας παρευθύς ήλθεν ο δεινός εκείνος δράκων, ως υπό πυρός διωκόμενος, πεσών δε εις την γην εξέπνευσεν, οι δε παρόντες ιδόντες τοιαύτα τερατουργήματα επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν άπαντες. Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ετελεύτησεν ο ηγεμών Διογένης θεαρέστως, ανήλθε δε εις το αξίωμα του ηγεμόνος άλλος άρχων, ονόματι Βικέντιος, δεινός και απάνθρωπος διώκτης των Χριστιανών, όστις ακούσας τα κατορθώματα της Αγίας και γνωρίζων ότι δι’ άλλου τρόπου δεν ήθελε δυνηθή να την θανατώση, απέστειλε στρατιώτας, οίτινες απέκοψαν την οσίαν αυτήςκεφαλήν, την πρώτην του πρώτου μηνός, όστις από τους Ρωμαίους λέγεται Μάρτιος. Και ούτως, αφού επλήρωσε τον δρόμον του Μαρτυρίου, το μεν πνεύμα αυτής απήλθεν εις τα ουράνια, το δε τίμιον και πάνσεπτον αυτής Λείψανον έμεινεν εις την γην πηγάζων πλούσια μετά θάνατον θαύματα, Χάριν την οποίαν έλαβεν από τον Θεόν, δια την θερμοτάτην αυτής μετάνοιαν· ης αξιωθείημεν και ημείς εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΗΣΥΧΙΟΥ του Συγκλητικού.

Δημοσίευση από silver »

Ησύχιος ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄ - τε΄ (286 – 305). Ήτο δε ούτος πρώτος του βασιλικού παλατίου και της Συγκλήτου Βουλής, διότι ήτο μαγιστριανός το αξίωμα. Όταν δε ο Μαξιμιανός ήγειρε τον κατά των Χριστιανών διωγμόν διέταξεν, όπως άπαντες οι Χριστιανοί, όσοι ήσαν βασιλικοί στρατιώται, εάν δεν αρνηθώσι τον Χριστόν, να στερηθώσι τας ζώνας τας οποίας έφερον ως σημείον της βασιλικής αυτών αξίας και να ζώσι του λοιπού ως ιδιώται και άτιμοι. Η τοιαύτη παράνομος προσταγή παρεκίνησε πολλούς των Χριστιανών να προτιμήσωσι κάλλιον ζωήν άμοιρον εξωτερικών τιμών, παρά να έχωσι μεν τιμάς, να απολέσωσι δε τας ψυχάς των. Όθεν μετά των Χριστιανών τούτων συνηριθμήθη και ο Άγιος Ησύχιος. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, διέταξε να εκδυθή ο Άγιος τα πολύτιμα ενδύματα τα οποία, λόγω του αξιώματός του, εφόρει και να ενδυθή μανδύαν πενιχρόν, χωρίς χειρίδας (μανίκια), υφασμένον από μαλλίον και να μη έχη το δικαίωμα να συναναστρέφεται με άνδρας, αλλά μόνον με γυναίκας, προς ατιμίαν και καταφρόνησιν. Τούτου γενομένου, προσεκάλεσεν αυτόν ο βασιλεύς και του είπε· «Δεν εντρέπεσαι, ω Ησύχιε, διότι όχι μόνον έχασες την τιμήν και το αξίωμα του μαγιστριανού, αλλά κατήλθες και εις την άτιμον ταύτην ζωήν; Δεν γνωρίζεις, ότι οι Χριστιανοί, των οποίων προτίμησες την ζωήν, δεν έχουν την δύναμιν να σε αποκαταστήσωσι και πάλιν εις τας προτέρας μεγάλας τιμάς και εις το αξίωμά σου»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Η μεν τιμή σου αύτη, ω βασιλεύ, είναι προσωρινή, η δε τιμή και δόξα, την οποίαν δίδει ο Χριστός, είναι αιωνία και ατελεύτητος». Όθεν , δια τους λόγους τούτους ο βασιλεύς οργισθείς, διέταξε να δέσωσι μεγάλην μυλόπετραν εις τον λαιμόν του Αγίου και να ρίψωσιν αυτόν εις το μέσον του ποταμού, του καλουμένου Ορόντου, του εν τη κοίλη Συρία ευρισκομένου. Ούτως ο μακάριος έλαβε παρά Κυρίου του Μαρτυρίου τον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Μαρτίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΕΥΤΡΟΠΙΟΥ, ΚΛΕΟΝΙΚΟΥ και ΒΑΣΙΛΙΣΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ευτρόπιος, Κλεόνικος και Βασιλίσκος οι Άγιοι Μάρτυρες έζων κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305), καταγόμενοι μεν εξ Αμασείας, ήτις είναι πόλις διάσημος της εν τω Πόντω Καππαδοκίας, ήσαν δε συγγενείς και συστρατιώται του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος. Αφού δε ο μακάριος Θεόδωρος ετέλεσε τον δρόμον του Μαρτυρίου του και παρέστη στεφανηφόρος ενώπιον του Θεού, παρεκάλεσε και δια τους συστρατιώτας του Αγίους Ευτρόπιον, Κλεόνικον και Βασιλίσκον, τους ενταύθα αναφερομένους, ίνα και ούτοι των αυτών αξιωθώσι στεφάνων. Μετά λοιπόν το Μαρτύριον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου και αφού ετελεύτησε κακώς ο ηγεμών Πούπλιος, όστις εθανάτωσε τον Άγιον Θεόδωρον και είχε φυλακίσει τους Αγίους τούτους, ήλθεν εις την Αμάσειαν άλλος ηγεμών, Ασκληπιόδοτος λεγόμενος, ωμός και απάνθρωπος, πολλά δεινά κατά των Χριστιανών τεχνευόμενος. Αφού λοιπόν ο Ασκληπιόδοτος εκάθισεν επί του βήματος, κατά την προσταγήν των τότε βασιλευόντων Μαξιμιανού του Γαλερίου (305 – 311) και Μαξιμίνου (307 – 313), ήρχισε να εξετάζη δια τους Χριστιανούς, καλέσας δε ευθύς τον δεσμοφύλακα των Σκρινίων ονόματι Ευϊλάσιον, ηθέλησε να πληροφορηθή περ’ αυτού λεπτομερώς τα κατά τον Άγιον Θεόδωρον· όθεν επρόσταξε να αναγνωσθή το Μαρτύριον αυτού. Τούτου δε αναγνωσθέντος, εθαύμασεν ο Ασκληπιόδοτος την μεγάλην υπομονήν του Μάρτυρος. Έπειτα είπεν εις τον Ευϊλάσιον· «Που ευρίσκονται οι αναφερόμενοι εις την διήγησιν του Θεοδώρου»; Απεκρίθη ο Ευϊλάσιος· «Ομού με τους άλλους δεσμίους φυλάττονται και αυτοί εις την φυλακήν». Βλέπων δε ο ηγεμών τον ναόν της θεάς κατακεκαυμένον, εβρυχήθη ως λέων κατά των Αγίων και επρόσταξεν ευθύς να παρουσιασθούν έμπροσθέν του ο Ευτρόπιος, ο Κλεόνικος και ο Βασιλίσκος. Ήτο δε ο Κλεόνικος αδελφός του Ευτροπίου από μητέρα, ο δε Βασιλίσκος ανεψιός του Θεοδώρου· αλλά τόσον ηγαπώντο μεταξύ των, ώστε ωνομάζοντο και οι τρεις αδελφοί. Μεταβάντες λοιπόν οι στρατιώται του ηγεμόνος εις την φυλακήν, εζήτησαν τους Μάρτυρας από τον δεσμοφύλακα· ο δε δεσμοφύλαξ εισελθών, είπε προς τους Αγίους· «Εγέρθητε· ιδού ήλθεν ο καιρός, τον οποίον νύκτα και ημέραν παρεκαλείτε να ίδητε· εξέλθετε λοιπόν, σας καλεί ο ηγεμών· αλλά, σας παρακαλώ, ενθυμηθήτε και εμέ εις την καλήν σας ομολογίαν. Διότι καθ’ εκάστην, ενώ σεις ανεπέμπετε τας προσευχάς σας εις τον Θεόν, έβλεπον και εγώ ο ανάξιος τα θαυμάσια του Θεού σας. Έβλεπον επάνω σας φως ανεκδιήγητον και πλήθος ανδρών λευκοφόρων συμψαλλόντων μεθ’ υμών και ευρίσκων τας θύρας της φυλακής ανεωγμένας εβεβαιώθην, ότι ο Θεός, εις τον οποίον πιστεύετε, είναι μέγας και παντοδύναμος και αυτός σας βοηθεί και τοιαύτα θαυμάσια τελεί δια σας· δια τούτο και εγώ εις αυτόν ολοψύχως πιστεύω και αυτόν μόνον ομολογώ Θεόν αληθινόν».Ταύτα ειπών ο δεσμοφύλαξ κατεφίλει τους πόδας των Αγίων. Ότε δε εξήρχοντο της φυλακής οι Άγιοι, άπαντες οι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι έκλαιον· στραφείς δε ο μακάριος Ευτρόπιος είπε προς αυτούς· «Μη κλαίετε, αδελφοί μου, διότι πάλιν θέλομεν ίδει αλλήλους· αλλ’ εύξασθε προς Κύριον, ίνα εγώ και οι σύντροφοί μου αγωνισθώμεν έως τέλους εις την καλήν ομολογίαν και αξιωθώμεν να πάθωμεν δια την αγάπην του Χριστού και ίνα ευρίσκοντες προς αυτόν παρρησίαν πρεσβεύσωμεν υπέρ καταπαύσεως της μανίας των ειδωλολατρών και φωτισμού του κόσμου δια της Πίστεως του Χριστού». Ταύτα αφού είπον προς αυτούς και αφού τους παρηγόρησαν ικανώς ανεχώρησαν μετά των στρατιωτών. Έψαλλε δε τότε ο μακάριος Ευτρόπιος τον Ψαλμόν του Δαβίδ· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό»; (Ψαλμ. ρλβ΄ 1). Φωνή δε τότε ήλθεν εκ του ουρανού λέγουσα· «Αληθώς, Ευτρόπιε, δεν θέλω σε χωρίσει από τους αδελφούς σου, έως ότου έλθητε προς τον Θεόδωρον, εν φωτί ζώντων, εις κόλπους των Πατριαρχών». Ταύτην την φωνήν ακούσαντες οι Άγιοι εχάρησαν χαράν μεγάλην. Ευχαριστούντες δε τω Θεώ εβάδιζον. Ήτο δε ο μακάριος Ευτρόπιος ωραίος την όψιν και σοφός τον λόγον, ως ήτο σοφός και ο αδελφός του Κλεόνικος, αμφότεροι Καππαδόκες το γένος· ο δε Βασιλίσκος, καθώς και ο Θεόδωρος, ήσαν από χωρίον τι της Αμασείας, Χουμιάλων καλούμενον. Ελθόντες λοιπόν οι Μάρτυρες εστάθησαν έμπροσθεν του ηγεμόνος, λαμπροί τα πρόσωπα. Ηρώτησε δε τότε ο ηγεμών· «Ούτοι είναι οι συνδεσμώται του Θεοδώρου»; Απεκρίθησαν οι στρατιώται· «Ναι, ούτοι είναι». Τότε ο ηγεμών είπε προς τους Αγίους· «Πως τα πρόσωπά σας δεν είναι σκυθρωπά, ως από φυλακής εξελθόντες, αλλά λαμπρά, ωσάν να ευφραίνεσθε καθ’ ημέραν»; Απεκρίθη ο Άγιος Ευτρόπιος· «Αληθώς είπας, ω ηγεμών· διότι ο Χριστός καθ’ ημέραν μας ευφραίνει φανερούμενος προς ημάς. Πραγματοποιείται δε εις ημάς το γεγραμμένον· «Καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει». (Παρ. ιε: 13). Ηρώτησε πάλιν ο ηγεμών· «Πως ονομάζεσαι»; Απεκρίθη ο Ευτρόπιος· «Χριατιανός είμαι, ονομάζομαι δε Ευτρόπιος». Λέγει ο ηγεμών· «Ναι, αληθώς και Εύτροπος και καλόγνωμος και σοφός είσαι». Απεκρίθη και πάλιν ο Ευτρόπιος· «Εγώ θεόπνευστον σοφίαν έμαθον παρά του Κυρίου μου Ιησού Χριστού και ελπίζω εις αυτόν, ότι θέλει με ενδυναμώσει και καθοδηγήσει». Τότε ο ηγεμών με αυστηροτέραν φωνήν λέγει προς τον Άγιον· «Άκουσόν μου, Ευτρόπιε· κατάπεισε τους συντρόφους σου και θυσιάσατε αμέσως προς αυτούς να σε ορίσουν ύστερον από εμέ ηγεμόνα και διάδοχόν μου, την δε πατρίδα σου πολύ θέλω τιμήσει, δια να γνωρίσης, ότι καλόν είναι να υπακούη τις εις τους άρχοντας και τους βασιλείς. Εάν όμως παρακούσης, θέλω κατακόψει τας σάρκας σου κατά μέλη και θέλω ρίψει αυτά εις τους σκύλους και τα θηρία, όσα δε οστά σου απομείνουν θα τα κατακαύσω. Αλλά και αυτό το χώμα το οποίον θέλει απομείνει από σε θα το σκορπίσω εις τον ποταμόν. Μη νομίσης λοιπόν, ότιθέλουν εύρει οι Χριστιανοί το σώμα σου, δια να το ενταφιάσουν ως άγιον με τιμήν και δόξαν. Όθεν καταπείσου και θυσίασε εις τους θεούς. Εάν πάλιν τούτο σου φαίνεται δύσκολον, λόγον μόνον ειπέ εις τον λαόν, ότι θυσιάζεις και ότι υπακούεις εις τας εντολάς μου, διότι όλοι εις σε στρέφουν τα βλέμματα. Λυπήσου λοιπόν και τον εαυτόν σου και τους συντρόφους σου». Τότε ο Μάρτυς, αποκριθείς, είπε προς τον ηγεμόνα· «Παύσε, υιέ του διαβόλου· παύσε, κληρονόμε γεέννης· παύσε, πνεύμα πολύλογον· παύσε, εχθρέ του Θεού και του Παραδείσου και των αγαθών του εξόριστε· παύσε, αναίσθητε, πλούτον και τιμήν υποσχόμενος, πράγματα πρόσκαιρα, αίτια πολλάκις απωλείας· δεν ήκουσας την διήγησιν του Μάρτυρος Θεοδώρου, τι έπαθεν ο προηγούμενός σου ηγεμών; Ότι έμεινεν άταφος, αναβραζόμενος από την γην; Και εις σε λοιπόν συντόμως θέλει έλθει η οργή του Θεού. Τι με απειλείς με πυρ και ξίφη και θηρία; Μη νομίσης, ασύνετε, ότι θέλω υποταχθή εις τα δώρα σου ή εις τας απειλάς σου. Εις εμέ πλούτος και δύναμις είναι ο Χριστός, από τον οποίον δεν θέλω χωρίσει ποτέ, ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου· διότι η υπομονή μας είναι αυτός ο Σωτήρ, ο αρχηγός της ζωής, ο αληθινός αθλοθέτης και στρατηγός ακατανίκητος, όστις ελευθερώνει τους επικαλουμένους αυτόν από πολλούς πειρασμούς. Αυτός λοιπόν δύναται να ελευθερώση και ημάς τους δούλους του από τας ανόμους χείρα σου». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και πολύ θυμωθείς επρόσταξε να δείρουν τον Άγιον εις το στόμα. Ενώ δε τούτο εγένετο, λέγει ο ηγεμών προς τον Άγιον· «Ανόσιε, σε εκάλεσα να θυσιάσης και όχι να ρητορεύσης και να υβρίζης». Θαύμα όμως εξαίσιον ηκολούθησε τότε, διότι καθ’ ον χρόνον οι δήμιοι έδερον σφοδρώς το στόμα του Αγίου, εξηράνθησαν αι χείρες αυτών. Ιδών δε ο ηγεμών την υπομονήν του ανδρός και ακούσας τους ονειδισμούς επρόσταξε να μη γράφωνται οι λόγοι του Μάρτυρος. Παρευθύς τότε οι γραφείς έπαυσαν να γράφουν τα γενόμενα, πλην ενός, όστις έγραφε ταύτα κρυφίως. Ο δε ηγεμών επανέλαβε· «Θυσιάζεις εις τους θεούς, Ευτρόπιε, δια να ζήσης, ή δεν θυσιάζεις»; Ο Άγιος απήντησεν· «Εγώ δεν θύω εις αναισθήτους δαίμονας, καθώς συ, ο οποίος, αναίσθητος ων, μωραίνεις, αλλά θύω εις τον αληθή Θεόν θυσίαν αινέσεως. Οι ιδικοί σας θεοί είναι είδωλα άψυχα, «αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων. Στόμα έχουσι και ου λαλήσουσιν, οφθαλμούς έχουσι και ουκ όψονται· ώτα έχουσι και ουκ ακούσονται, ρίνας έχουσι και ουκ οσφρανθήσονται· χείρας έχουσι και ου ψηλαφήσουσι, πόδας έχουσι και ου περιπατήσουσιν, ου φωνήσουσιν εν τω λάρυγγι αυτών. Όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες αυτά και πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτοίς» (Ψαλμ. ριγ: 12-16 ). Συ λοιπόν, τυφλός ων και κωφός και άλαλος, θέλεις να σύρης και εμέ εις την αυτήν απώλειαν; Αλλά γνώριζε, ότι εγώ δεν χωρίζομαι από την αγάπην του Κυρίου μου Ιησού Χριστού». Μη δυνάμενος τότε πλέον να αντιλέγη προς ταύτα ο παράνομος ηγεμών, είπε προς τον Κλεόνικον και τον Βασιλίσκον· «Και σεις τι λέγετε; Θυσιάζετε εις τους θεούς δια να ζήσετε, ή τα αυτά φρονείτε, δια να βασανισθήτε ωσάν αυτόν»; Οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Καθώς πιστεύει ο αδελφός μας Ευτρόπιος, όστις είναι θεμελιωμένος επάνω εις την άσειστον πέτραν της του Χριστού Πίστεως, ούτω και ημείς είμεθα στερεωμένοι εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα και πάσχομεν δια τον Χριστόν, καθώς ο Ευτρόπιος· και είμεθα πρόθυμοι να θυσιασθώμεν δι’ Αυτόν· και δεν θέλει δυνηθή να εισχωρήση εις το μέσον ημών ο συνεργός σου διάβολος, επειδή ο Χριστός μάς συνέσφιγξε με άρρηκτον πίστιν· διότι ημείς, ως τρίπλοκον σχοινίον, δεν αποχωριζόμεθα απ’ αλλήλων. Καθώς δε η Αγία Τριάς, ο Θεός μας, είναι εις και αμέριστος κατά την φύσιν, ούτω και ημείς είμεθα αχώριστοι κατά την Πίστιν. Τάχυνον λοιπόν εις το να τιμωρήσης ημάς δια μεγαλυτέρων βασάνων, διότι βιαζόμεθα να φθάσωμεν εις τα αγαθά, τα οποία συ μισείς». Ταύτα αφού είπον οι Άγιοι επρόσταξεν ο ηγεμών να γυμνωθούν και να δαρούν σφοδρώς με βούνευρα ωμά. Τυπτομένων δε των Αγίων επί ώρας πολλάς αγρίως, εθαύμαζεν ο ηγεμών και όλοι οι βλέποντες την άμετρον υπομονήν αυτών. Οι δε Μάρτυρες γενναίως φέροντες τας βασάνους, ηυχαρίστουν τον Θεόν, όστις τους ενεδυνάμωνεν. Αναβλέψας δε ο μακάριος Ευτρόπιος εις τον ουρανόν, είπε· «Κύριε ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο αγαθός και αψευδής, ο Πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· ο τους δικαίους διασώζων και τους αμαρτωλούς οδηγών προς μετάνοιαν· ο τους ευσεβείς διαφυλάττων και τους ασεβείς επιστρέφων· ο τους αγαθούς αγαπών και τους πονηρούς μεταβάλλων· ο τους σοφούς διασώζων και τους άφρονας νουθετών· ο τον άνθρωπον λύσας, ο εν δεσμοίς και βασάνοις βοηθός και δοτήρ Χάριτος· ο των ψυχών σωτήρ· ο της μαρτυρίας αρχηγός και της υπομονής και πάσης αγαθωσύνης χορηγός, δος ημίν τον της υπομονής στέφανον και βοήθησόν μας, ως και τον δούλον σου Θεόδωρον· και δείξον εις τους ασεβείς, ότι και ημείς αληθώς έχομεν βασιλέα τον ιδικόν σου Υιόν και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, σοι γαρ πρέπει η δόξα εις τους αιώνας· αμήν». Αμέσως τότε έγινε σεισμός μέγας, ώστε εσαλεύθη όλον το κριτήριον και λυθέντες οι Άγιοι από τα δεσμά, εστάθησαν σώοι. Επιφανείς δε και ο Κύριος με στρατιάς Αγγέλων και μετά του Αγίου Θεοδώρου, τους επλήρωσε χαράς και ευφροσύνης. Τότε ο μακάριος Ευτρόπιος κλίνας τα γόνατα προσηύξατο προς τον Θεόν, λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ότι τόσον ταχέως επήκουσάς μου του αμαρτωλού. Τις είμαι εγώ, ίνα ο Κύριός μου έλθη προς με»; Στραφείς κατόπιν προς τους Αγίους Κλεόνικον και Βασιλίσκον είπε· «Ίδετε αδελφοί. Ιδού ο Βασιλεύς ημών Χριστός παρίσταται ενταύθα περιβεβλημένος με δόξαν πολλήν, έχων μεθ’ εαυτού και τον Θεόδωρον». Τότε ο μέγας Θεόδωρος εμφανισθείς πλησίον του Κυρίου είπε προς τον Ευτρόπιον· «Αδελφέ Ευτρόπιε, ευθύς μόλις προσηυχήθης, εισηκούσθη η δέησίς σου και δια τούτο ήλθεν ο Σωτήρ, ίνα σας βοηθήση και σας ευαγγελίση την αιώνιον ζωήν». Ωμίλησε δε προς τους Αγίους και ο Κύριος και λέγει προς αυτούς· «Ότε εβασανίζεσθε παρών ήμην και ανέμενον ίνα ίδω την υπομονήν σας· επειδή δε υπεμείνατε τας βασάνους δι’ εμέ, εγώ θα σας ενισχύσω, να τελειώσετε το Μαρτύριον και να γραφώσι τα ονόματά σας εν βίβλω ζωής». Ταύτα αφού είπεν ο Κύριος, ευθύς έπαυσεν ο πόνος των πληγών των. Ευλογήσας δε αυτούς ο Σωτήρ έγινεν αφανής απ’ αυτών. Ταύτα όχι μόνον οι Άγιοι είδον, αλλά και πολλοί από τους περιεστώτας και τους τύπτοντας τους Αγίους, οίτινες τοιαύτα εξαίσια ιδόντες εβόησαν· «Δεόμεθά σου, ηγεμών, ημείς δεν δυνάμεθα πλέον να τους βασανίζωμεν». Ο δε ηγεμών είπε προς αυτούς· «Σας εμάγευσαν οι γόητες»· το δε πλήθος εβόησε· «Δεν είναι μαγείαι τα γενόμενα, αλλ’ ο Θεός των Χριστιανών βοηθεί τούτους. Ημείς και την μορφήν του βασιλέως αυτών Χριστού είδομεν και την φωνήν τών μετ’ αυτών Αγγέλων ηκούσαμεν, ακόμη δε και τον προ πολλού τελειωθέντα Θεόδωριν εγνωρίσαμεν και το σημείον της αναστάσεως είδομεν». Απεκρίθη δε προς αυτούς ο ηγεμών και είπεν· «Εγώ ούτε μορφήν είδον, ούτε φωνήν ήκουσα». Λέγει τότε προς αυτόν ο Άγιος· «Αληθώς λέγεις· διότι ο σατανάς ετύφλωσε την καρδίαν σου, κατά την προφητείαν, «τους οφθαλμούς εκάμμυσαν μήποτε ίδωσι τοις οφθαλμοίς, και τοις ωσίν ακούσωσι» (Ησαϊας στ: 10). Ο δε ηγεμών, φοβηθείς τας φωνάς του λαού, έστειλε τους Αγίους εις την φυλακήν. Ιδόντες δε αυτούς οι άλλοι φυλακισμένοι εχάρησαν. Οι δε Άγιοι έψαλλον· «Η βοήθεια ημών εν ονόματι Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην» (Ψαλμ. ρκγ: 8 ). Εδίδασκον δε και τους άλλους δεσμίους και εστερέωνον αυτούς εις το Μαρτύριον. Μετά τα συμβάντα ταύτα, ο ηγεμών συνεβουλεύθη τους συμβούλους του, τι να κάμη τους Αγίους και εκείνοι του απεκρίθησαν· «Συντόμως θανάτωσον αυτούς, διότι άπασα η πόλις κινδυνεύει να πιστεύση εις τον Χριστόν, αφού μάλιστα ο Ευτρόπιος είναι ρήτωρ και σοφός». Λέγει ο ηγεμών· «Ας καλέσωμεν κατά μόνας τον Ευτρόπιον να τον παρακινήσωμεν όλοι από κοινού και εάν δεν πεισθή, ευθύς να τον θανατώσωμεν». Έφεραν λοιπόν εκεί τον Άγιον και ο ηγεμών καλέσας αυτόν πλησίον του εις την τράπεζαν, του είπε· «Παρακαλούμεν σε, Ευτρόπιε, θυσίασον εις τους θεούς και κάθησον φάγε μεθ’ ημών». Τα αυτά δε και οι λοιποί έλεγον· ο δε Άγιος απεκρίθη· «Αδύνατον είναι, ω ηγεμών, να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου, μη γένοιτο δε να καθήσω και εγώ μετά μιαρών ειδωλολατρών, διότι λέγει ο Προφήτης· «Μακάριος ανήρ, ος ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών, και εν οδώ αμαρτωλών ούκ έστη, και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν» (Ψαλμ. α: 1). Και πάλιν· «Ουκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος, και μετά παρανομούντων ου μη εισέλθω» (Ψαλμ. κε: 4). Και αλλαχού πάλιν λέγει· «Εξέλθετε εκείθεν και ακαθάρτου μη άπτεσθε, εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε λέγει Κύριος». Ησ. νβ:11). Ταύτα του Αγίου ειπόντος, είπε προς αυτόν ο ηγεμών· «Εύτροπος καλείσαι, αλλά κακότροπος έγινες». Απεκρίθη ο Άγιος· «Εγώ κακότροπος δεν είμαι, αλλά τας εντολάς του Θεού μου φυλάττω· διότι εάν συ φροντίζης να εκτελής τα προστάγματα του θνητού βασιλέως σου, πόσον μάλλον εγώ πρέπει να εκτελώ τα προστάγματα του επουρανίου και αθανάτου Βασιλέως ημών»; Λέγει ο ηγεμών· «Θυσίασον μετ’ εμού εις τους θεούς, δια να ίδη ο λαός και να καταπεισθή να θυσιάση». Επρόσταξε δε και έφεραν και πολλά ενδύματα χρυσοστόλιστα και χρυσίον και αργύριον λίτρας εκατόν τριάκοντα και λέγει προς τον Άγιον· «Υπόσχομαι ενώπιον των θεών, ότι όλα αυτά θέλω σου χαρίσει, εάν είπης και μόνον ότι επείσθης εις εμέ και μετά πάλιν πίστευε εις τον Θεόν σου, καθώς θέλεις». Ο Άγιος απεκρίθη· «Μη γένοιτο να γίνω εγώ εις την ποίμνην του Χριστού οδηγός της απωλείας· διότι λέγει ο Κύριος· «Ος δ’ αν σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων των πιστευόντων εις εμέ, συμφέρει αυτώ ίνα κρεμασθή μύλος ονικός εις τον τράχηλον αυτού και καταποντισθή εν τω πελάγει της θαλάσσης» (Ματθ. ιη: 6). Και πάλιν «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμμωνά» (Ματθ. στ: 24). Ποία λοιπόν επικοινωνία δύναται να υπάρξη μεταξύ φωτός και σκότους; Και ποία συσχέτισις του Ναού του Θεού μετά των ειδώλων; Λέγει δε και περί των θησαυρών σου τούτων ο Κύριος· «Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος εάν τον κόσμον όλον κερδήση την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή»; (Ματθ. ιστ: 26). Δια τούτο, μη βραδύνης· διότι ημάς δεν θέλει χωρίσει τίποτε από την αγάπην του Χριστού». Θυμωθείς τότε ο ηγεμών επρόσταξεν ειπών· «Υπάγετε αυτόν εις την φυλακήν. Διότι κακή φύσις δεν μεταστρέφεται, ούτε μεταβάλλεται». Απεκρίθη ο Μάρτυς· «Εγώ την προαίρεσίν σου μέμφομαι και όχι την φύσιν σου· διότι συ πονηρόν και άκαρπον δένδρον ων, κοπτόμενος θέλεις απορριφθή εις το αιώνιον πυρ». Ταύτα ειπόντος του Αγίου ωδηγήθη εις την φυλακήν και εισελθών εν αυτή εύρε τον Κλεόνικον και τον Βασιλίσκον προσευχομένους δι’ αυτόν. Ο δε μιαρώτατος ηγεμών, μετά την αναχώρησιν του Αγίου, λέγει εις τους συμβούλους του· «Ούτος ο άνθρωπος όχι μόνον δεν πείθεται εις ημάς, αλλά προσπαθεί να παρασύρη προς το μέρος του και την πόλιν ολόκληρον. Λοιπόν, ας κάμωμεν θυσίαν κοινήν και ας καλέσωμεν και τους φυλακισμένους Χριστιανούς· και όστις δεν πεισθή να θυσιάση, ευθύς να θανατωθή». Τη επαύριον, άμα τη φωνή του κήρυκος, συνηθροίσθη όλη η πόλις εις τον ναόν της Αρτέμιδος. Έφεραν δε εκεί και τους Αγίους, οίτινες ερχόμενοι έψαλλον με μίαν φωνήν· «Οδόν αληθείας ηρετισάμην… νομοθέτησόν με, Κύριε, την οδόν των δικαιωμάτων σου» (Ψαλμ. ριη: 30 – 33). Αφού δε προσήλθον οι Άγιοι ενώπιον του ηγεμόνος λέγει ούτος προς τον Ευτρόπιον· «Οι άλλοι εθυσίασαν· θυσίασον λοιπόν και συ με τους συντρόφους σου, δια να μη θανατωθήτε». Τότε ο Ευτρόπιος μετά των συ αυτώ Αγίων προσηύξατο προς τον Θεόν λέγων· «Κύριε Θεέ Παντοκράτωρ, αιώνιε και αναλλοίωτε, ο κατοικών εν ουρανοίς και επί γης ανυμνούμενος, ο στερεώσας τον ουρανόν και την γην επ’ ουδενός πήξας, ο τους Αγίους σου Τρεις Παίδας ρυσάμενος εκ του πυρός και τον Δανιήλ εκ του στόματος των λεόντων, ο τον συν ημίν μακάριον Θεόδωρον τελειώσας, συνέτισον και συντελείωσον και ημάς. Βοήθησον και νυν, Κύριε, και αφάνισον την μανίαν των ειδωλολατρών, δώσε δε εις τον τόπον τούτον την ευλογίαν σου, ίνα θυσίας αναιμάκτους προσφέρη εις Σε τον αληθινόν Θεόν, υπέρ της σωτηρίας των ψυχών των ευσεβών Χριστιανών, ότι Σου εστιν η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματι του ενός Θεού, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν. Ταύτα ειπόντων των Αγίων εγένετο βροντή φοβερά και σεισμός μέγας, ώστε εσείσθη ο ναός, το δε είδωλον της Αρτέμιδος καταπεσόν συνετρίβη. Εγένετο δε και φωνή προς τους Αγίους λέγουσα· «Εισηκούσθη η δέησίς σας περί πάντων, ων εδεήθητε, από τώρα δε και εις το εξής ο τόπος ούτος θέλει γίνει Ναός Χριστιανικός, εις τον οποίον θα λατρεύεται ο αληθής Θεός». Ιδών ο ηγεμών τον σεισμόν εφοβήθη σφόδρα, καθώς και όλοι όσοι ήσαν μετ’ αυτού και εγερθέντες έφυγον παρευθύς δια να μη θανατωθούν, οι δε Άγιοι έχαιρον. Καθήσας δε πάλιν μετά ταύτα ο ηγεμών επί του βήματος και ωσεί λέων εξαγριωθείς κατά των Αγίων, επρόσταξε να βράσουν πίσσαν εις τρεις λέβητας, να καρφώσουν δε και πασσάλους εις τέσσαρα μέρη. Τούτου δε γενομένου, έφεραν τους Αγίους, οίτινες προσηύξαντο ομού λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, δείξον και εις ημάς την δύναμίν σου, όχι διότι φοβούμεθα την τιμωρίαν, αλλά δια να μη είπουν οι εχθροί σου, που είναι ο Θεός αυτών». Ενώ δε οι Άγιοι του Χριστού Μάρτυρες ήσαν δεδεμένοι και γυμνοί, οι δε υπηρέται έχυνον την πίσσαν βράζουσαν επάνω αυτών, είπεν ο Άγιος Ευτρόπιος· «Ο Κύριος να μεταστρέψη την πονηρίαν σας κατ’ επάνω σας». Τότε η πίσσα εκυλίσθη από τα νώτα των Αγίων, όπως το ύδωρ επάνω εις το μάρμαρον και εκτοξευθείσα εις τα σώματα των υπηρετών κατέκαυσε τούτους μέχρι των οστέων. Ιδών δε ο ηγεμών τους μεν υπηρέτας κατακεκαυμένους, τους δε Αγίους αβλαβείς, επρόσταξε να ξεσχίσωσι τας σάρκας των Αγίων με σιδηρούς όνυχας και να χύσουν επάνω εις τας πληγάς αυτών όξος αναμεμιγμένον μετά σινάπεως και τούτο να γίνεται εν συνεχεία. Τιμωρούμενος δε ο μακάριος Ευτρόπιος έλεγε· «Κύριε Θεέ Παντοδύναμε, γνωρίζομεν την βοήθειαν, την οποίαν παρέσχες εις ημάς, αλλά και τώρα έως τέλους βοήθησον ημάς και ελευθέρωσόν μας από του ασεβούς τούτου Ασκληπιοδότου». Είτα στραφείς προς τον ηγεμόνα, είπε· «Δυσσεβέστατε και εχθρέ του Θεού, βασάνιζε ημάς περισσότερον δια να γίνουν λαμπρότεροι και οι στέφανοι ημών». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, προσέταξε να δείρουν τους Αγίους με νεύρα ωμά και πάλιν ύστερον να τους φυλακίσουν. Οι δε Άγιοι προσηύξαντο εις την φυλακήν λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, μη εγκαταλείψης ημάς έως ότου αντιπαρέλθωμεν τον χειμώνα του ασεβούς τούτου ηγεμόνος». Ταύτα δε προσευξαμένων, εφάνη προς αυτούς ο Κύριος και τους λέγει· «Επειδή παρεδώκατε τον εαυτόν σας εις θάνατον δι’ εμέ, θέλετε λάβει την αιώνιονζωήν μετά των Αγίων». Ταύτα οι Άγιοι Μάρτυρες ακούσαντες ενεδυναμώθησαν περισσότερον εις την Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Την άλλην ημέραν έφεραν και πάλιν τους Αγίους έμπροσθεν του ηγεμόνος, όστις τους είπε· «Θυσιάζετε εις τους θεούς ή θέλετε να θανατωθήτε»; Ο Άγιος Ευτρόπιος απεκρίθη· «Τυφλέ και αναίσθητε, δεν προσφέρομεν θυσίαν εις αναισθήτους δαίμονας, κάμε λοιπόν ό,τι νομίζεις». Τότε ο ηγεμών απεφάσισεν ούτως· «Προστάζω να θανατωθή ο Ευτρόπιος, διδάσκαλος ων των μάγων και ο σύντροφός του Κλεόνικος, μάγος ων και αυτός, επειδή δεν υπήκουσαν εις τα προστάγματα των βασιλέων, αλλ’ ωμολόγησαν την Πίστιν των Χριστιανών. Δια δε τον Βασιλίσκον τον σύντροφόν των, προστάζω να παραμείνη ακόμη εις την φυλακήν, μήπως και καταπεισθή αυτός να θυσιάση εις τους θεούς». Ταύτα ακούσας ο Άγιος Βασιλίσκος ανεβόησε· «Δεν πείθομαι· γράψον και κατ’ εμού την απόφασιν». Απεκρίθη ο ηγεμών· «Επειδή έχετε συμφωνίαν να μη χωρίσητε, δεν αποφασίζω τώρα και δια τους τρεις». Ο Άγιος Ευτρόπιος είπε τότε· «Αληθώς παντός θηρίου αγριώτερε και αλογώτερε, ο Θεός θέλει σε τιμωρήσει ταχέως και θα λάμψη πάλιν η Ευσέβεια. Αυτός ο Θεός θα δώση καρπόν και ωφέλειαν εις τας Εκκλησίας του Χριστού». Ταύτα αφού είπεν ο Ευτρόπιος, μετεφέρθη έξω της πόλεως μετά του Κλεονίκου, πάσα δε η πόλις ηκολούθει, ειδωλολάτραι και Χριστιανοί, ίνα ίδουν το τέλος αυτών. Ελθόντες δε οι Μάρτυρες εις τον τόπον, όπου έμελλον να σταυρωθούν, προσηύξαντο λέγοντες· «Κύριε ο Θεός ημών, ευχαριστούμεν Σοι, ότι ηξίωσας ημάς των στεφάνων της δικαιοσύνης, ευχαριστούμεν Σοι ότι δια του Σταυρού σου εγίναμεν όμοιοι των παθημάτων σου, καταξίωσον δε του λοιπού να ειρηνεύση το γένος των Χριστιανών, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας· αμήν». Ούτω προσευχηθέντων των Αγίων Μαρτύρων, εκάρφωσαν αυτούς οι δήμιοι εις τα ξύλα. Υψώσαντες δε οι Άγιοι τα όμματα προς τον ουρανόν, αφήκαν τελευταίαν φωνήν λέγοντες· «Κύριε, εις χείρας σου παρατιθέμεθα τα πνεύματα ημών». Ευθύς δε με τον λόγον και τας αγίας αυτών ψυχάς απέδωκαν. Ηκούσθη τότε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα· «Ευτρόπιε και Κλεόνικε, καλώς ηγωνίσθητε· έλθετε λοιπόν, ίνα απολαύσητε τους της δικαιοσύνης στεφάνους». Πάντες δε οι ακούσαντες την φωνήν ταύτην εδόξασαν τον Θεόν, τον ούτω δοξάσαντα αυτούς. Τότε ευσεβείς τινες Χριστιανοί, Κόϊντος και Βελόνικος καλούμενοι, λαβόντες τα σώματα των Αγίων, έθαψαν αυτά εντίμως· και ο μεν Βελόνικος κατέθετο το ιερόν του Αγίου Ευτροπίου Λείψανον εις τόπον τινά ιδικόν του λεγόμενον Θερμά, μακράν από την πόλιν Αμάσειαν δεκαοκτώ μίλια, ο δε Κόϊντος λαβών το σώμα του Κλεονίκου το ενεταφίασεν εις χωρίον καλούμενον Κήμα, μακράν από την ιδίαν πόλιν Αμάσειαν μίλια τριάκοντα. Εις τα μέρη ταύτα πολλαί ιατρείαι και θαύματα υπερφυσικά τελούνται έως σήμερον υπό των Αγίων ενδόξων Μαρτύρων Ευτροπίου και Κλεονίκου, εις δόξαν και ευχαριστίαν του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”