Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια από τον Βίο του Αγίου

Δημοσίευση από silver »

Αλλά ποίος δύναται να διηγηθή τα δια του πολιούχου Πατρός ημών καθ΄ εκάστην τελούμενα τερατουργήματα; Την Κυριακή των Βαϊων, την εποχήν καθ΄ ην ο αείμνηστος Νικηφόρος ο Θεοτόκης, ο νέος της Εκκλησίας φωστήρ, εδίδασκεν εν Κερκύρα, απαριθμών τα διάφορα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος, εις την προστασίαν του οποίου αφιέρωνε τους ακροατάς αυτού, ομιλών προς αυτόπτας και μάρτυρας μετά δύο εβδομάδας λέγει, ότι ενώ το χαριτόβρυτον του Αγίου Λείψανον ελιτανεύετο, έφερον γυναίκα τινά δαιμονιώσαν, ήτις εξέβαλλεν αφρούς από το στόμα και έτριζε τους οδόντας αυτής· και μολονότι ήτο αύτη δεδεμένη χείρας και πόδας, δύο και τρείς άνθρωποι μόλις και μετά βίας ηδύναντο να εμποδίσωσι την ορμήν των κινημάτων αυτής. Το πρόσωπόν της ήτο παραμορφωμένον και δεν ωμοίαζε με μορφήν ανθρώπου· η φωνή της ήτο ηλλοιωμένη και διάφορος, διότι πότε μεν εμυκάτο ως βους, πότε υλάκτει ως κύων και άλλοτε εκλαυθμύριζεν ως μικρόν βρέφος. Αφού δε την εξήπλωσαν τρεις φοράς κατά γης και τρεις φοράς διήλθεν επ΄ αυτής το Λείψανον του Θαυματουργού Σπυρίδωνος, εις τύπον της Αγίας Τριάδος, την οποίαν εν τω μέσω της Συνόδου εκήρυξεν, ευθύς, ω του θαύματος! η γυνή ήλθεν εις εαυτήν, έπαυσε να οδύρεται και να εκπέμπη τας αλλοκότους εκείνας κραυγάς και ωμίλησεν ως άνθρωπος. Όθεν εν τω άμα ηλευθέρωσεν αυτήν από τα δεσμά· εγερθείσα δε μόνη με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και προσκυνούσα ηυχαρίστει αυτόν.
Κατά το 1769 έτος παραδόξως εθεράπευσε παραλυτικόν τινα γερμανόν στρατιώτην απόμαχον, όστις μετά πίστεως και θερμοτάτων δακρύων προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, ο δε τότε κυβερνήτης της νήσου Ανδρέας Δόνας, ακούσας τον θόρυβον των ανθρώπων και των κωδώνων δια το εξαίσιον τούτο θαύμα προσεκάλεσε τους ιατρούς των δημοσίων νοσοκομείων και πληροφορηθείς παρ΄ αυτών περί τούτου επορεύθη εις την Εκκλησίαν του Αγίου ένθα έψαλαν ευχαριστήριον ύμνον προς τον Άγιον. Έτι δε η νήσος της Κερκύρας η έχουσα τον Θαυματουργόν Σπυρίδωνα προστάτην και εν ταις περιστάσεσι βοηθόν, πανδήμως διακηρύττει την περί τα τέλη του έτους 1855 χορηγηθείσαν υπό του Αγίου προστασίαν, ως εκ της οποίας εσώθη από της λαοφθόρου και καταστρεπτικής χολέρας, ήτις, οσάκις ενεφανίζετο εν Ευρώπη, απεδεκάτιζε πολυανθρώπους πόλεις και ουδεμία ανθρώπινος αρωγή ή ιατρική βοήθεια ηδύναντο να αναχαιτίση αυτήν, οδεύουσαν πάντοτε προς το έργον της καταστροφής. Όντως, περί τον Οκτώβριον του 1855, η τότε καταμαστίζουσα την Ευρώπην χολέρα ενσκήπτει αίφνης εις Κέρκυραν και πρώτον κρούσμα αναφαίνεται εις το προάστιον Μανδουκίου. Τρόμος μέγας καταλαμβάνει την πόλιν και άπασαν την νήσον. Καθ΄ όλα τα φαινόμενα και ως εκ της καταστάσεως της τε πόλεως και των προαστίων και ως εκ του μεγάλου αριθμού των κατοίκων σχετικώς προς την έκτασιν της πόλεως και μάλιστα των συνοικιών αυτής, εφαίνετο ότι ήθελεν επιπέσει μανιώδης κατά των κατοίκων και σχεδόν άπασαι αι οικογένειαι ώφειλον να ετοιμασθώσιν, ίνα πενθηφορήσωσι και πλήθος τάφων ώφειλον να ανοιχθώσιν. Άπας λοιπόν ο λαός ομοθυμαδόν, ευθύς ως ηκούσθη το πρώτον κρούσμα, προσφεύγει κατά το εσπέρας εις την Εκκλησίαν του Αγίου μετά δακρύων και γονυπετής επικαλείται την αρωγήν αυτού, επί τρεις συνεχείς εσπέρας απευθύνων παρακλήσεις προς τον Θεόν και προς τον Άγιον. Ως εκ της προς τον Θεόν όθεν μεσιτείας του Αγίου, η Κέρκυρα δεν υπέκυψεν εις την κοινήν τύχην όλων των άλλων πόλεων, εις τας οποίας η χολέρα ενεφανίσθη· και τω όντι ο αριθμός των κρουσμάτων και των θανάτων απέβη μυριάκις μικρότερος από ό,τι ανεμένετο αναποφεύκτως. Η επί της νήσου όμως επισκοπή και αντίληψις του Αγίου εγένετο περισσότερον αισθητή κατά την πρώτην Κυριακήν του Νοεμβρίου, κατά την οποίαν γίνεται ως γνωστόν καθ΄ έκαστον έτος λιτανεία του ιερού Λειψάνου, και κατά την οποίαν συνέρχεται πολυάριθμος λαός. Τότε ενόμιζόν τινες, και μάλιστα οι ιατροί, ότι ένεκα της συρροής του λαού η νόσος ήθελεν έτι μάλλον εξαπλωθή και οι νεκροθάπται θα ειργάζοντο αδιακόπως. Ουδείς όμως εκ του λαού συνεμερίσθη τον φόβον αναθέσαντες τας ελπίδας των εις τον Άγιον. Πράγματι κατ΄ εκείνην την ημέραν άπας σχεδόν ο λαός της εξοχής συνέρρευσεν εις την πόλιν και άπασα η πόλις και η εξοχή συνεκεντρώθησαν εις την πλατείαν, δια της οποίας έμελλε να διέλθη το ιερόν Λείψανον. Εγένετο λοιπόν μετά του ιερού Κλήρου δέησις και παράκλησις προς τον θαυματουργόν Σπυρίδωνα και γονυπετούντες και δακρύοντες επεκαλούντο την βοήθειαν αυτού και την προς τον Θεόν μεσιτείαν του. Συγκίνησις μεγάλη κατελάμβανε τότε το πλήθος και θέαμα καταπληκτικώτατον ήτο να βλέπη τις τον προς τον Άγιον σεβασμόν και την πίστιν του λαού. Και όντως, μέγας ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! από της ημέρας εκείνης λίαν επαισθητή εγένετο η ελάττωσις των κρουσμάτων, οι θάνατοι σχεδόν εξέλιπον και η νόσος έφευγεν απελθούσης της θείας οργής, η δε βροτοκτόνος χολέρα εμηδενίζετο έναντι της ισχύος των μεσιτειών του Αγίου και κατά την ενδεκάτην Δεκεμβρίου τα κρούσματα έπαυσαν ολοτελώς. Ουδείς κάλαμος, ουδεμία γλώσσα, ηδύνατο να περιγράψη την ευγνωμοσύνην του λαού προς τον Άγιον. Ο δε Αρχιερεύς του καιρού εκείνου Αθανάσιος συνέταξεν επίτηδες ευχαριστίαν προς τον Κύριον και προσέταξε να ψαλή εις απάσας τας Εκκλησίας της Επισκοπής του.Έτερον θαύμα του Αγίου ιστορεί ο Ιερομόναχος Γρηγόριος Βάλμης, εις φυλλάδιον εκδοθέν κατά το έτος 1856, είναι δε τούτο το εξής: Γυνή τις, Βασίλω ονόματι, εκ Ζαγορίου της Ηπείρου, θυγάτηρ του Κωνσταντίνου Σίμου και της Χριστίνης Κυρίτση, συμβία Ιωάννου Ανδρέου, εκ Βούνου χωρίου της Χειμάρρας, πορευθείσα κατά το έτος 1853 Ιουνίου 13, μετ΄ άλλων εγχωρίων γυναικών εις παρακείμενον όρος, δύο ημέρας μακράν, όπως προμηθευθώσι, κατά την συνήθειάν των, ξύλον τι εύκαυστον, το οποίον οι εν Ηπείρω Έλληνες μετεχειρίζονται ως δαδίον, επανήλθεν την 16ην. Κατάκοπος δε, ως ήτο επόμενον, εκ της μακρινής οδοιπορίας και του επί των ώμων της υπερόγκου βάρους, εκάθισε να γευματίση· ενώ δε ήτο ακόμη κάθιδρως έλουσεν ακολούθως τους εκ της οδοιπορίας ερρυπωμένους πόδας και χείρας αυτής εις ψυχρόν ύδωρ. Δεν επρόφθασεν όμως να αποπερατώση την εργασίαν ταύτην και αμέσως εξηράνθησαν ο αριστερός αυτής πους και η χειρ και εμαζεύθησαν, προς μεγίστην οδύνην και πικρά δάκρυα της δυστυχούς εκείνης γυναικός. Τα όσα δε η τάλαινα έπραξεν εις διάστημα δύο και περισσοτέρων ετών, όπως ιατρευθή και απαλλαχθή της βασανιστικής ταύτης μάστιγος, άπαντα απέτυχον· αρκεί τούτον μόνον να είπωμεν, ότι υπό μανιώδους θλίψεως και απελπισίας ορμωμένη, κατέφυγε και εις τινα Αγαρηνόν χόντζαν προς θεραπείαν, αλλά πολλά εις την πλάνην αυτού δαπανήσασα εγκαταλείφθη, οδυρομένη την αθεράπευτον συμφοράν της. Διάγουσα λοιπόν τοιαύτην, ως δύναται τις να συμπεράνη, αξιοδάκρυτον ζωήν, έλαβε τον από του ανδρός της χωρισμόν, με την συμφωνίαν τούτου και της εκεί Εκκλησίας. Επαχθής ήδη καταντήσασα και εις τον εαυτόν της και προς πάντας συγγενείς τε και γνωστούς, οίτινες είχον βαρυνθή πλέον να υπηρετώσι μίαν χείρας και πόδας κεκρατημένην, εις πάσας τας επειγούσας ανάγκας της, παρεδόθη έκτοτε εις τους κλαυθμούς και οδυρμούς, μετά μετανοίας και συντριβής καρδίας δεομένη εις τον πανοικτίρμονα Θεόν και τους Αγίους του, όπως συγχωρήση τας αμαρτίας της και απαλλάξη αυτήν της οδυνηράς ταύτης ασθενείας. Βλέπει λοιπόν καθ΄ ύπνον κατά τον Δεκέμβριον του 1855, Κληρικόν τινα, όστις πατήσας τον εξηραμμένον αυτής πόδα της έλεγε· «Μη γράψης προς τον εν Κερκύρα αυτάδελφόν σου, ως κατά νουν έχεις, αλλά έλα αυτοπροσώπως». Εις έκτασιν ούτω διαμείνασα και κινηθείσα υπό περιεργείας, ηρώτησε· «Ποίος είσαι συ»; Ο δε φαινόμενος Κληρικός απεκρίνατο· «Ο Άγιος είμαι εγώ τον οποίον τοσάκις επεκαλέσθης». Εγερθείσα τότε έντρομος η γυνή εκ της οπτασίας ταύτης και το όραμα τούτο διηγηθείσα εις τους οικείους αυτής, συνεφώνησαν πάντες, να εκτελέση τα εις το όραμα διαταχθέντα προς αυτήν. Τούτο λοιπόν μετ΄ ενθέρμου πίστεως απεφάσισεν εξ όλης ψυχής να εκπληρώση η δυστυχής εκείνη γυνή και φερθείσα μέχρι του παραθαλασσίου της Ηπείρου εντός κοφίνου δεδεμένου επί ίππου και ούτω αποβιβασθείσα εις την Κερκυραϊκήν προκυμαίαν, διήγειρεν εις πάντας την φρίκην, βλέποντας την απελπιστικήν κατάστασιν του ελεεινού εκείνου σώματος και το ανίατον της νόσου αυτής. Μετεκομίσθη δε από της παραλίας μέχρι της Εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος εφ΄ αμάξης, είτα τοποθετηθείσα επί καρέκλας μετεφέρθη μέχρι της λάρνακος του θαυματουργού Σπυρίδωνος, ένθα προσπέσασα μετ΄ απαρηγορήτου κλαυθμού, εδέετο του Αγίου ακαταπαύστως όπως πρεσβεύση προς τον πολυεύσπλαγχνον και παντοδύναμον Θεόν ημών και απολαύση ούτω την συγχώρησιν των αμαρτιών της, την σωματικήν υγείαν και της ψυχής αυτής την αιώνιον σωτηρίαν. Μέγας ο Κύριος εν τοις Αγίοις Αυτού! Τα θερμά της πίστεώς της δάκρυα και η πρεσβεία του Αγίου ημών Προστάτου εκίνησαν την θείαν ευσπλαγχνίαν· διο εις την δευτέραν εκ των τριών ολονυκτίων δεήσεών της, τας οποίας έκαμε κατακειμένη πλησίον της λάρνακος του Αγίου, περί το μεσονύκτιον, έλαβε την ποθουμένην υγείαν, καλέσασα δε τον εφημέριον του Ναού, εκήρυττε μετά δακρύων το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Εξομολογηθείσα όθεν μετ΄ αληθούς μετανοίας και κατανύξεως, την πρωϊαν της επιούσης ημέρας ήλθε μόνη, περιπατούσα ορθία, ενώπιον της ωραίας Πύλης και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων· σώα δε και υγιής επιστρέψασα εις την πατρίδα αυτής εδόξαζε τον Θεόν και εκήρυττε την Χάριν, την οποίαν ο μέγας και θαυματουργός Σπυρίδων απήλαυσε παρά Θεού. Ιωάννης τις επονομαζόμενος Πάλλιος, υιός μονογενής Σπυρίδωνος και Αικατερίνης Βρίκου, Ορθοδόξων Ελλήνων διαμενόντων προ χρόνων εις την Βαρλέτταν, πόλιν της μεσημβρινής Ιταλίας, περί τας αρχάς Νοεμβρίου του έτους 1861, διάγων το όγδοον έτος της ηλικίας του, προσεβλήθη υπό βαρυτάτου τυφοειδούς πυρετού, όστις επί δέκα επτά ήδη ημέρας προέβαινεν από ημέρας εις ημέραν επί το χείρον εναντίον όλων των μέσων της ιατρικής επιστήμης. Την πρωϊαν της δεκάτης εβδόμης ημέρας ο νέος έκειτο πολύ βαρέως. Η όψις του εφαίνετο νεκρική, οι σφυγμοί είχον σχεδόν αρχίσει να εκλείπουν, τα άκρα ήσαν ακίνητα και ψυχρά, η φωνή είχε σβεσθή εντελώς και η αναπνοή ήτο ρογχώδης. Εν γένει η κατάστασις αυτού παρουσίαζεν όλα εκείνα τα σημεία, τα οποία δεικνύουν επικείμενον τον θάνατον. Όθεν η μήτηρ αυτού, ήτις καθ΄ όλον το διάστημα της νόσου δεν έπαυε κλαίουσα και ικετεύουσα γονυκλινώς τον Άγιον Σπυρίδωνα, κατά την τρομεράν εκείνην στιγμήν επολλαπλασίασε τους κλαυθμούς και τας δεήσεις της και αίφνης ως εκ θείας τινός εμπνεύσεως κινουμένη ανέκραξε· «Θέλω να τηλεγραφήσετε αμέσως προς τους εν Κερκύρα συγγενείς μας, όπως ανοίξωσι την λάρνακα του Αγίου και κάμουν παράκλησιν δια τον Γιαννάκην μου. Ο Άγιος βέβαια δια της προς Θεόν μεσιτείας του θα μου τον σώση και θα μου τον χαρίση· διότι τον παρεκάλεσα με όλην την ψυχήν και καρδίαν μου».
Εγένετο λοιπόν το τηλεγράφημα ευθύς και, ω του θαύματος! ο νέος περί την ενδεκάτην προ μεσημβρίας, κατά την ώραν, δηλαδή, κατά την οποίαν ηνοίχθη η λάρναξ και εγένετο η παράκλησις, ενώ έκειτο εις την αυτήν και ίσως χειροτέραν κατάστασιν από εκείνην της πρωϊας καταλαμβάνεται αίφνης υπό σπασμωδικής τινος κινήσεως όλου του σώματος, η οποία υπό των εκεί παρόντων ιατρών εξελήφθη ως η τελευταία αντίδρασις της ζωτικής δυνάμεως, αλλ΄ ήτο αληθώς η δια της προς τον Θεόν μεσιτείας του Αγίου εκτίναξις και αποδίωξις της θανατηφόρου ασθενείας, διότι μετ΄ολίγον το φαινόμενον τούτο παρήλθεν και παρουσιάσθη η σωτήριος κρίσις δι΄ αφθόνων ιδρώτων, ο δε νέος ήνοιξεν ευθύς τους οφθαλμούς και ανέλαβε και όψιν και σφυγμούς και εν γένει όλα τα σημεία της ζωής, ώστε άπαντες οι περιεστώτες, μη εξαιρουμένων και αυτών των ιατρών, εξέστησαν και ανέκραξαν· «Όντως θαύμα εγένετο, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού»! Μετά τούτο ήρχισεν η ανάρρωσις, η οποία όμως έβαινε σχετικώς βραδέως και ο νέος έμενεν εισέτι άφωνος, πράγμα το οποίον ελύπει όχι ολίγον τους γονείς του· αλλά και αύτη η κατάστασις παρήλθε δια πρεσβειών του αυτού Αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος κατά την ενδεκάτην Δεκεμβρίου, παραμονήν της εορτής αυτού. τότε και η γλώσσα του νέου ωμίλησε και ούτως ανέλαβε καθ΄ όλα την υγείαν αυτού προς δόξαν του Θεού και του πιστού αυτού θεράποντος Οσίου Πατρός ημών Σπυρίδωνος.
Ούτος είναι ο Βίος και ταύτα τα μάλλον γνωστά παλαιά θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος. Αλλά ποίος δύναται, ως είπομεν, να απαριθμήση επακριβώς το πλήθος των θαυματουργιών τόσον των παλαιοτέρων, όσον και των της τελευταίας εκατονταετίας, μέχρι και σήμερον; Η Κέρκυρα είναι θεατής των απείρων αυτού θαυμάτων. Όλοι οι απανταχού Ορθόδοξοι, και οι Δυτικοί ακόμη, μαρτυρούν και κηρύττουν την θαυματουργόν χάριν του Αγίου Σπυρίδωνος. Οι θαλασσοπορούντες δε ιδιαιτέρως και οι εν θλίψεσιν ευρισκόμενοι προς τον Άγιον Σπυρίδωνα καταφεύγουσι. Τα πολλά και πολύτιμα αφιερώματα τα εν τη Εκκλησία αυτού ευρισκόμενα είναι τρανή απόδειξις των θαυματουργιών αυτού. Ουδείς μετά πίστεως και κατανύξεως προσφεύγων προς τον Άγιον Σπυρίδωνα αποτυγχάνει του ποθουμένου. Όθεν ας αναπέμψωμεν όλοι ημείς οι ταπεινοί Έλληνες και μάλιστα οι εκ της νήσου Κερκύρας καταγόμενοι ομοφώνως δόξαν και ευχαριστίαν προς τον πανάγαθον Θεόν τον παραχωρήσαντα εις την φιλτάτην ημών πατρίδα τοιούτον ιερόν κειμήλιον, και ας αναφωνήσωμεν· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Εις Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις εις τους αιώνας». Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, ΕΥΓΕΝΙΟΥ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΥ και ΟΡΕΣΤ

Δημοσίευση από silver »


Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλευσάντων κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284- 305). Κατά την εποχήν εκείνην ολόκληρος η αυτοκρατορία των Ρωμαίων ήτο σχεδόν ένας ναός ειδωλολατρίας και πάντες είχον ζήλον άμετρον, ή μάλλον ειπείν μανίαν και λύσσαν μεγάλην, συναγωνιζόμενοι ποίος να προκόψη περισσότερον εις την λατρείαν των ειδώλων, και τούτο διότι έβλεπον ότι καθ΄ εκάστην εστέλλοντο βασιλικά προστάγματα προς τους ηγεμόνας και τους άρχοντας, εις πάσαν πόλιν και χώραν, παρακινούντα και προστάσσοντα πάντας, να προσφέρουσιν κατά τας διατεταγμένας εορτάς θυσίας εις τους θεούς αυτών· και εκείνους μεν, οίτινες ήθελον δείξει σπουδήν πολλήν εις τούτο το σέβας, να τιμώσι με δόξαν πολλήν και βασιλικά χαρίσματα· τους δε μη πειθομένους να υστερώσι πάσης περιουσίας και να τους παιδεύουν με διάφορα κολαστήρια και επονείδιστον θάνατον. Ήτο όθεν εις όλην την οικουμένην διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, και είχον μεγάλην φροντίδα οι άρχοντες να εξαλείψουν αυτούς τελείως από προσώπου της γης. Κατά τας ημέρας εκείνας ανήγγειλάν τινες εις τους βασιλείς, ότι πάσα η μεγάλη Αρμενία και Καππαδοκία δεν επείθοντο εις το πρόσταγμά των, αλλά πιστεύουσιν ολοψύχως εις τον Χριστόν και εις ολίγον καιρόν θέλουσιν έλθει και εις τελείαν αποστασίαν. Ταύτα ακούσας ο Διοκλητιανός εταράχθη και προσκαλέσας τους άρχοντας και μεγιστάνας αυτού, έκαμαν συμβούλιον μέγα επί τρεις ημέρας και ούτως απεφάσισε να στείλη άρχοντας άλλους εις τας πόλεις των απειθούντων, τους δε υπάρχοντας να αποβάλη της εξουσίας με μεγάλην καταφρόνησιν, διότι δεν ήσαν άξιοι να πείσωσι τον λαόν να τους υποτάσσωνται. Απέστειλε λοιπόν εις τους τόπους εκείνους δύο άνδρας πεπαιδευμένους εις την Ελληνικήν γλώσσαν, εις το λέγειν προκομμένους, εις το νοήσαι οξείς, πεπονηρευμένους δε εις τον τρόπον και τας δολοπλοκίας. Εκ τούτων των δύο τον μεν ένα, Λυσίαν ονόματι, διώρισεν επίτροπόν του εις όλους τους Λιμιτανέους, τον δε έτερον, ονόματι Αγρικόλαν, διοικητήν της Σεβαστείας, υπήγαγε δε υπό την εξουσίαν αυτού και τους Λιμιτανέους και όλας τας στρατιωτικάς δυνάμεις, όσαι ευρίσκοντο πλησίον των ανωτέρω πόλεων. Αφού λοιπόν έφθασαν ο τε Αγρικόλας και ο Λυσίας εις τους τόπους αυτών, παρευθύς πάσα ηλικία των ανθρώπων, νέοι και γέροντες, άνδρες τε και γυναίκες ανηλεώς και ασπλάγχνως κατεκόπτοντο. Δεν εκοπίαζον δε δια να ανεύρουν πρόφασίν τινα, αλλά και μόνον αν ήθελον διαβάλει τινά, ότι ήτο Χριστιανός, χωρίς άλλην εξέτασιν τον εθανάτωνον. Εζητούντο λοιπόν και ανηρευνώντο καθ΄ εκάστην πλήθος Χριστιανών αναρίθμητον και παρεδίδοντο εις τα αιμοβόρα θηρία εις απώλειαν. Και ο μεν Λυσίας όσους Χριστιανούς εύρισκεν άνδρας τε και γυναίκας εις την χώραν των Σαταλέων, πρώτον τους εβασάνιζε με διάφορα βασανιστήρια, έπειτα τους έστελλε δεδεμένους με μεγάλην συνοδείαν εις τον Αγρικόλαν εις την Σεβάστειαν· ο δε Αγρικόλας πάλιν έστελλε τους Σεβαστειανούς εις την χώραν των Σαταλέων εις τον Λυσίαν. Τούτο δε εποίουν οι πανούργοι, γνωρίζοντες, ότι ήτο και αυτή μεγάλη κόλασις δια τους Αθλητάς του Χριστού το να θανατώνται δηλαδή εις ξένην γην και να μη μένωσιν εις την ιδικήν των χώραν να τους επιμεληθούν οι συγγενείς και οι φίλοι των, ούτε να αξιωθώσι ταφής τα σώματα αυτών, αλλ΄ ούτε και να ωφελήσουν τους γνωστούς των με την ιδικήν των θυσίαν. Τότε λοιπόν ότε εγίνετο η τοσαύτη αιματοχυσία, ήτο εις την πόλιν των Αραβράκων και ο μακάριος Ευστράτιος, όστις ήτο θεοσεβής και ενάρετος άνθρωπος και εις πάσας τας θείας εντολάς ανεπιλήπτως πολιτευόμενος. Ήτο δε ούτος Σκρινιάριος της δουκικής τάξεως και ώριζεν όλους τους Νοταρίους (γραμματείς), οίτινες έγραφον τας αυθεντικάς υποθέσεις και διαδικασίας. Βλέπων δε ο μακάριος τα γενόμενα, επικραίνετο και καθ΄ εκάστην εδέετο του Δεσπότου Χριστού με νηστείας και δάκρυα να ελεήση τους δούλους του, να τους λυτρώση των λυπηρών. Επεθύμει δε και αυτός να αγωνισθή με τους Αγίους ομού και να αξιωθή του Μαρτυρίου, αλλ΄ εφοβείτο την πολλήν ωμότητα και τας αμετρήτους μηχανάς των τιμωριών και κολάσεων· όμως εσκέφθη κατά νουν να κάμη μίαν δοκιμήν, εάν ήτο θέλημα του Κυρίου να μαρτυρήση, ήτοι εξέβαλε την ζώνην του και την έδωκεν εις ένα δούλον του, ειπών προς αυτόν· «Ύπαγε εις την δείνα Εκκλησίαν, βάλε την ζώνην αυτήν εις το θυσιαστήριον, έπειτα κρύψου εις εν μέρος του Ναού και πρόσεχε· εάν ίδης τον ενάρετον και ευλαβή δούλον του Θεού Αυξέντιον τον Πρεσβύτερον να την πάρη, μη ομιλήσης τίποτε· εάν δε τύχη άλλος, μη την αφήσης, αλλά πάλιν να μου την φέρης». Ταύτα δε είπε, κρίνων εις την διάνοιαν αυτού, ότι αν λάβη την ζώνην ο Ιερεύς, είναι οικονομία θεϊκή να παρρησιασθή, να λάβη το Μαρτύριον το οποίον επόθει· εάν δε δεν γίνη τούτο, να μείνη ακόμη εις την υπόκρισιν. Τούτου γενομένου επέστρεψεν ο δούλος και λέγει εις τον Άγιον· «Την ώραν κατά την οποίαν έβαλον την ζώνην εις το θυσιαστήριον, καθώς με επρόσταξας, εισήλθεν ο Πρεσβύτερος Αυξέντιος, ως να τον είχεν απεσταλμένον τις, και την επήρε». Ταύτα ακούσας ο ευλαβής Ευστράτιος εχάρη και εκάλεσεν όλους τους ηγαπημένους του να τους φιλεύση. Καθώς δε έτρωγον είχε πολλήν ευφροσύνην ο Άγιος και έλαμπε το πρόσωπόν του· εδείκνυε δε φαιδρότητα άπειρον τόσον, ώστε εξενίζοντο πάντες εις το του ανδρός ασύνηθες αυτό θέαμα, το οποίον άλλην φοράν δεν είχον ίδει. Εις δε από τους προσκεκλημένους, φίλος του ακριβός, Ευγένιος ονόματι, έχων θάρρος εις αυτόν, τον ηρώτησε λέγων· «Διδάσκαλε Ευστράτιε, μήπως είσαι χαρούμενος, διότι προσέταξεν ο αυθέντης μας να ετοιμάσωμεν αύριον τα βασανιστήρια όργανα, με τα οποία τιμωρούν τους Χριστιανούς, ελπίζων ίσως εξ αυτού να κερδήσης τίποτε»; Τούτο δε είπε, διότι κατ΄ εκείνο το έτος ήτο κομενταρίσιος ο Ευστράτιος. Εκείνος δε απεκρίθη προς αυτόν· «Καλώς αντελήφθης· πράγματι αύριον αναμένω να κερδήσω μεγάλον θησαυρόν απ΄ αυτήν την υπόθεσιν». Την επομένην ημέραν καθίσας επί θρόνου ο Λυσίας εις το μέσον της πόλεως, προσέταξε να φέρωσι τους φυλακισμένους άπαντας εις εξέτασιν. Ο δε Ευστράτιος, απελθών εις την φυλακήν, παρεκάλει τους φυλακισμένους Αγίους να κάμουν δέησιν δι΄ αυτόν, επειδή κατά την ημέραν εκείνην ήθελε και αυτός να ενωθή μαζί των εις τον αγώνα του Μαρτυρίου. Ποιήσαντες λοιπόν οι Άγιοι την πρέπουσαν ευχήν και γονυκλισίαν, ηκολούθησαν τον Ευστράτιον, όστις απελθών ενώπιον του επάρχου, ήλεγξεν αυτόν με πολλήν παρρησίαν και ανδρείον φρόνημα. Ο δε Λυσίας, θαυμάσας την απροσδόκητον ταύτην παρρησίαν του ανδρός, ητένιζεν αυτόν με σχήμα άγριον και μεγάλως στενάξας, εβόησε πλήρης θυμού· «Αφαιρέσατε την χλαίναν και την ζώνην, που φορεί, δια να γνωρισθή με τούτο ο αλιτήριος αυτός ξένος της στρατείας και της τιμής, την οποίαν είχε μέχρι της σήμερον· έπειτα γυμνώσατέ τον τελείως και με δεδεμένας τας χείρας και τους πόδας τανύσατέ τον κατά γης». Τούτου γενομένου ταχέως, είπε προς αυτόν ο τύραννος· «Μήπως μετενόησας, άθλιε, δι΄ εκείνα τα ολέθρια, τα οποία ελάλησας; Αλλά πριν αρχίσουν τα βάσανα και η κόλασις, ειπέ πόθεν είσαι; Πως ονομάζεσαι; Και με τίνα τρόπον επλανήθης και ήλλαξες την θρησκείαν σου»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Από τα Αράβρακα είμαι και ονομάζομαι Ευστράτιος, Κυρισίκης την επωνυμίαν, δούλος δε υπάρχω του Δεσπότου των όλων Θεού και του μονογενούς Υιού Αυτού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Παναγίου Πνεύματος· το σέβας τούτο εδιδάχθην και προσκυνώ από μικρόν βρέφος». Ηρώτησεν ύστερον ο Λυσίας περί της τάξεως του Αγίου και πόσα έτη είχεν ούτος εις την στρατείαν, ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Είκοσι και επτά έτη είναι τώρα, όπου υπηρετώ, εκ νεαράς ηλικίας, εις το αξίωμα του συμβούλου». Και στραφείς ο άρχων είπε· «Γνώρισον, Ευστράτιε, την ζημίαν, την οποίαν δια την απείθειάν σου έχεις να λάβης και με σώφρονα λογισμόν, μεταμελούμενος από την μανίαν σου ταύτην, μη καταλιμπάνης την στρατείαν, την οποίαν με τοσαύτην φρόνησιν εκυβέρνησας και επικαλέσθητι την εύσπλαγχνον δύναμιν των θεών, την καλωσύνην των βασιλέων και την του δικαστηρίου φιλανθρωπίαν». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ουδείς άρχων έχων γνώσιν και λογικόν προστάσσει ποτέ να προσκυνώσιν οι άνθρωποι κωφά ξόανα και αλιτηρίους δαίμονας. Καθώς δε είναι γεγραμμένον εις τας θείας Γραφάς, θεοί οίτινες δεν εποίησαν τον ουρανόν και την γην ας απολεσθώσιν». Ο δε άρχων είπε· «Αλλά Θεόν εσταυρωμένον καταδέχεται κανείς άνθρωπος, όταν είναι κύριος του λογισμού του, να λατρεύη, καθώς σεις οι δυστυχείς πράττετε»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Εάν δεν ήτο ηλλοιωμένη η αίσθησις του νοός σου και η ψυχή σου μεμιγμένη με τα γήϊνα πάθη, ήθελον σου αποδείξει τον Εσταυρωμένον τούτον Σωτήρα και Κύριον αληθή και Δημιουργόν πάσης της κτίσεως, μετά του Πατρός προ αιώνων υπάρχοντα, ακόμη δε και πως με την άρρητον αυτού σοφίαν ανέστησεν ημάς, νενεκρωμένους όντας υπό της αμαρτίας δια της αναγεννήσεως του θείου Βαπτίσματος». Ήθελε δε να μακρύνη τον λόγον ο Άγιος, αλλά τον διέκοψεν ο μιαρός, λέγων· «Κρεμάσατε με σχοινία τον ανδρείον τούτον· βάλετε υποκάτω πυρ πολύ να καταφλεχθούν τα υπογάστριά του και άνωθεν των ώμων να τον δέρετε με ραβδία ανηλεώς, δια να μάθη να αποκρίνεται». Ο δε Άγιος κάτωθεν μεν καταφλεγόμενος την κοιλίαν και τα σπλάγχνα υπό του πυρός επί πολλήν ώραν, άνωθεν δε μαστιγούμενος την ράχιν, ουδέ ποσώς εξέβαλε φωνήν τινα ούτε καν η όψις του ήλλαξεν, αλλ΄ εφαίνετο ότι άλλο σώμα ήτο εκείνο το οποίον ετιμωρείτο και όχι το ιδικόν του. Θαυμάζων λοιπόν ο άρχων, προστάσσει να τον εκβάλουν από την βάσανον και υπομειδιών μικρόν, του είπε· «Σου ήρεσεν αυτή η τέρψις, Ευστράτιε»; Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Χαράν μεγάλην το έχω». Ο δε άρχων είπεν· «Επειδή του αρέσουν τα θλιβερά, συγκεράσατε άλας πολύ με όξος και επιχύσατε αυτό εις τας πληγάς του, έπειτα τρίψατε αυτάς με όξος και κοπτερά κεραμίδια». Παρευθύς τότε οι υπηρέται του τυράννου εξετέλεσαν τα προσταχθέντα, ο δε Άγιος έδειξε και πάλιν την αυτήν υπομονήν και καρτερίαν, μη εκβαλών παραμικρόν στεναγμόν. Ο άρχων τότε τον περιέπαιζεν, επαινών ειρωνικώς την καρτερίαν του. Λέγει δε προς αυτόν ο Άγιος· «Εάν νομίζης, ότι με τα κολαστήρια ταύτα μου δίδεις ταλαιπωρίαν, πλανάσαι, ω δικαστά, διότι σήμερον με ηξίωσας να απολαύσω τα αγαθά εκείνα, τα οποία επόθουν. Κατέκαυσας και ηφάνισας τα όργανα των ανημέρων και αχαλινώτων παθών της σαρκός μου, εχάρισας εις εμέ ανίκητον το φυλακτήριον της αθανασίας του πνεύματος και μοι έδειξας οδόν σύντομον και ακοπίαστον, δια της οποίας θέλω δυνηθή, με το οστράκινον τούτο σώμα, να τελέσω πολιτείαν Αγγελικήν και να απολαύσω Βασιλείαν ουράνιον. Τώρα γνωρίζω ότι είμαι ναός Θεού και το Πνεύμα το Άγιον οικεί εν εμοί. Σπεύσε λοιπόν, υπηρέτα του διαβόλου, δοκίμασόν με πάλιν, όπως τον χρυσόν εις την κάμινον, και δεν θέλεις εύρει ρύπον ποσώς εις εμέ, ενώ οι θεοί σου είναι βδελύγματα, τα οποία κυριεύουν τον νουν και σου και του βασιλέως σου». Ακούων ταύτα ο τύραννος λέγει με θυμόν· «Ως φαίνεται, δια να είναι σαθρόν και καταπληγωμένον το σώμα σου, προσεβλήθησαν και αι φρένες σου, δια τούτο λαλείς με τόσην πολυλογίαν άχρηστα λόγια. Εάν ηδύνατο ο Θεός σου να σε καταστήση αθάνατον, άραγε δεν θα σε ελύτρωνε και από την τιμωρίαν ταύτην; Άφες, άθλιε, αυτά τα όνειρα των ματαίων ελπίδων και πρόκρινε το συμφέρον σου». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Θέλεις, τετυφλωμένε, να βεβαιωθής με τας αισθήσεις σου, ότι δεν είναι τίποτε το οποίον να αδυνατή εις τον Θεόν μου; Βλέπε εις εμέ, τον οποίον νομίζεις θανατωμένον από την βάσανον και πρόσεχε». Ταύτα ειπών και ενώ εκύτταζαν αυτόν άπαντες, εξήλθον εξαίφνης, ω του θαύματος! ως λεπίδες από την σάρκα του και έγινεν όλος υγιής, μη έχων καν παραμικρόν σημείον πληγής. Πάντες τότε εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν δια την θαυματουργίαν ταύτην. Τότε και ο εκ της αυτής τάξεως αξιωματούχος Ευγένιος, όστις παρέστεκεν εις τον Άγιον ως υπάλληλος της διοικήσεως, συμπολίτης ων του Ευστρατίου, εβόησε λέγων· «Λυσία, και εγώ Χριστιανός είμαι και την θρησκείαν σου αναθεματίζω και αντιτάσσομαι εις τα βασιλικά και τα ιδικά σου προστάγματα, καθώς και ο κύριός μου Ευστράτιος». Βλέπων ταύτα ο άρχων και τρέμων από την οργήν και την κατάπληξιν επρόσταξε να δέσουν και τους δύο Αγίους με αλύσεις καθ΄ όλον το σώμα και να τους φυλακίσουν με τους επιλοίπους Χριστιανούς μέχρι νεωτέρας προσταγής του. Ταύτα ειπών ο Λυσίας, ηγέρθη του θρόνου και ανεχώρησεν. Οι δε Άγιοι ωδηγήθησαν εις την φυλακήν χαίροντες ομού και ψάλλοντες ταύτα· «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ΄ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλμ. ρλβ΄ : 1)· αφού δε συνεπλήρωσαν την ευχήν, τους εδίδαξεν ο Ευστράτιος να είναι πρόθυμοι εις τον αγώνα της αθλήσεως. Την επομένην εγερθείς ο Λυσίας προσέταξε τους δούλους του να ετοιμάσουν τα χρειαζόμενα δι΄ οδοιπορίαν, προκειμένου να αναχωρήση δια την Νικόπολιν, αυτός δε απήλθεν εις την φυλακήν και προστάσσει να φέρωσιν έξω τον Άγιον· τούτου δε γενομένου, μειδιάσας, είπε προς αυτόν· «Χαίροις, ηγαπημένε μου Ευστράτιε». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο Παντοκράτωρ Θεός, τον οποίον εγώ λατρεύω, να σου δώση την ανταμοιβήν του χαιρετισμού αξίως, ω δικαστά». Ο δε είπε· «Δια τον Θεόν σου έχω εγώ την μέριμναν· συ δε λάβε τα υποδήματα ταύτα δια να μας συνοδεύσης μετά χαράς». Είχον δε εις αυτά εμπηγμένα καρφία μακρά και σουβλωτά, δια να τρυπούν τους πόδας του Αγίου. Του έβαλον λοιπόν αυτά και έσφιγξαν τα δέματα, ο δε άρχων εσφράγισεν αυτά με τον δακτύλιόν του, ούτω δε έσυρον και έδερον αυτόν καθ΄ όλην την οδόν ομού με τους άλλους Αγίους, ηκολούθει δε και ο άρχων με όλην την στρατείαν. Μετά δύο ημέρας έφθασαν εις τα Αράβρακα και πάντες έδραμον να ίδωσι τον Ευστράτιον, αλλ΄ ουδείς συγγενής ή φίλος αυτού ετόλμα να πλησιάση, διότι ο δουξ είχε προστάξει να δένουν όσους πλησιάζουν τους Αγίους. Ήτο δε εις την πόλιν εκείνην άνθρωπος τις ιδιώτης, μη έχων γνώσεις γραμμάτων, αλλ΄ έχων τα ικανά από πράγματα βιοτικά, Μαρδάριος ονομαζόμενος, ο οποίος έκτισεν οίκον και την ημέραν εκείνην τον εσκέπαζε. Ιδών δε τον Ευστράτιον ως αστέρα περιφανή εις το μέσον των Αγίων, κατελθών από της στέγης, λέγει προς την γυναίκα του, εις Αρμενικήν διάλεκτον· «Βλέπεις, ω γύναι, τον κύριον του προαστίου μας, όστις είχε τόσα χρήματα και περιφάνειαν γένους και τόσην στρατείαν, πως τα κατεφρόνησεν όλα και υπάγει να γίνη θυσία ευπρόσδεκτος εις τον Θεόν, δια να αξιωθή της Βασιλείας των ουρανών; Μακάριος αυτός, ότι και εδώ ήτο πλούσιος και περίδοξος και προς τον Δεσπότην Χριστόν πάλιν θέλει έχει μεγάλην την παρρησίαν, αξιούμενος της μετά των Αγγέλων αιωνίου συγκατοικίσεως». Η δε καλή εκείνη γυνή απεκρίνατο· «Τις σε εμποδίζει, σύντροφε της ζωής μου γλυκύτατε, να τον συνοδεύσης, ίνα αξιωθής μετ΄ αυτού της αγαθής τελειώσεως και να γίνης και προστάτης προς Κύριον των μικρών τούτων παιδίων και όλου του γένους σου»; Λέγει προς αυτήν ο Μαρδάριος· «Δος μοι τα υποδήματά μου, να πορευθώ την οδόν, την οποίαν επιθυμεί η ψυχή μου». Τότε εκείνη μετά χαράς πολλής εξετέλεσε το προσταχθέν. Ο δε Άγιος έβαλεν ευθύς και το ιμάτιον, έπειτα ενηγκαλίαθη τα δύο τάκνα του και στραφείς προς ανατολάς προσηύξατο, λέγων· «Δέσποτα Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, Κύριε Υιέ Μονογενές, Ιησού Χριστέ, και Άγιον Πνεύμα, μία Θεότης, μία Δύναμις, ελέησόν με τον αμαρτωλόν· και οις επίστασαι κρίμασι σώσον με τον ανάξιον δούλον Σου· ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα ειπών, κατεφίλησε τα τάκνα και απεχαιρέτησε την γυναίκα του, λέγων· «Σώζου, ω γύναι, και μη λυπού, μηδέ δάκρυε, αλλά χαίρε και αγαλλία· διότι σε και τα παιδία και την ψυχήν μου παρατίθημι εις τας χείρας του παντοδυνάμου Θεού ημών». Ούτως είπε και απήλθε δρομαίος εις πλούσιον τινα και επίσημον άνδρα προεστώτα της χώρας εκείνης, Μουκάτορα την επωνυμίαν και λέγει προς αυτόν· «Ιδού εγώ πορεύομαι προς τον συγγενή και φίλον σου Κυρισίκη και του Θεού θέλοντος γίνομαι συνοδεία του εις τον αγώνα της αθλήσεως. Παρακαλώ σε λοιπόν να γίνης προστάτης μετά Θεόν της γυναικός και των τέκνων μου εις την ζωήν ταύτην, δια την χάριν δε ταύτην θέλω γίνει και εγώ προς τον Θεόν μεσίτης ιδικός σου κατά την ημέραν της κρίσεως, ίνα τον δίκαιον μισθόν απολάβης». Ο δε ευλαβής εκείνος ανήρ απεκρίνατο· «Άπελθε εν ειρήνη, τέκνον, εις την καλήν οδόν, την οποίαν επεθύμησες και περί τούτου μη φροντίζης, εγώ πνευματικώ τω τρόπω θα είμαι προστάτης της γυναικός και των τέκνων σου». Ευχαριστήσας λοιπόν ο Μαρδάριος τον άνθρωπον εκείνον δια την καλήν του προαίρεσιν, απήλθε δρομαίος και φθάσας τους Αγίους, εκάλεσε τον Ευστράτιον, λέγων· «Δέσποτα Κυρισίκη, καθώς τρέχει προς τον ποιμένα το άκακον πρόβατον, ούτως ήλθον και εγώ προς σε, να σε συνοδεύσω. Δέξαι όθεν και εμέ και συναρίθμησόν με μέ την αγίαν συνοδείαν σου και προσάγαγε και εμέ, αν και είμαι ανάξιος, εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου, ως συμμάρτυρα». Ταύτα ειπών εβόησε φωνή μεγάλη, λέγων· «Ακούσατε υπηρέται του διαβόλου, Χριστιανός είμαι και εγώ, ως και ο κύριός μου Ευστράτιος». Τότε οι στρατιώται έδεσαν και αυτόν και τον εφυλάκισαν με τους άλλους Αγίους, αναγγείλαντες και περί αυτού εις τον Λυσίαν, όστις εβρυχήθη ως λέων. Αφού λοιπόν ο Λυσίας εκάθισεν εις το κριτήριον επρόσταξε να φέρουν εις εξέτασιν τον προαναφερθέντα Πρεσβύτερον Αυξέντιον, τον οποίον είχον φυλακισμένον και αυτόν πρότερον και του λέγει· «Αυξέντιε, ελευθέρωσον μεν ημάς από τους κόπους, αξίωσον δε σωτηρίας τον εαυτόν σου, επίστρεψον από την ολέθριαν γνώμην σου και πρόσπεσον εις την αγαθότητα των θεών, να σε συγχωρήσουν». Λέγει προς αυτόν ο Αυξέντιος· «Άκουσόν με, ω Λυσία· σε διαβεβαιώ εν συντομά, ότι η γνώμη μου είναι αμετάθετος. Ένα Θεόν ηκεύρω και αυτόν σέβομαι, καν αναριθμήτους δαρμούς και πληγάς μοι δώσης, καν με φλόγα και σίδηρον με καταναλώσης, καν με άλλην δριμυτέραν κόλασιν με δοκιμάσης, δεν θέλεις δυνηθή να μεταστρέψης τον λογισμόν μου ουδέποτε». Τότε ο άρχων έδωκε κατ΄ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον αποκεφαλίσουν εις δάσος έρημον και να αφήσουν εκεί το Λείψανόν του δια να το φάγουν τα θηρία. Μετά ταύτα προσέταξεν ο άρχων να φέρωσι τον Μαρδάριον. Είπε δε ούτος προς τον Ευστράτιον· «Κύριέ μου Κυρισίκη, δέομαί σου, εύξαι υπέρ εμού, και δίδαξόν με τι να αποκριθώ εις τον ψυχοβλαβή δικαστήν, μήποτε ως χωρικόν και αγράμματον με χλευάζη ο ανήμερος αυτός λύκος». Του λέγει ο Ευστράτιος· «Επίμενε, αδελφέ Μαρδάριε, λέγων μόνον «Χριστιανός είμαι» και μη αποκριθής τίποτε άλλο». Τον έφεραν λοιπόν οι στρατιώται έμπροσθεν του δουκός. Ο δε ηρώτησε το όνομ αυτού, την κοινωνικήν του κατάστασιν και το επιτήδευμα. Ο Άγιος όμως εις όλας τας ερωτήσεις απεκρίνατο λέγων· «Χριστιανός είμαι». Και πάλιν ερωτήσας αυτόν ο άρχων να είπη το όνομα και την πατρίδα του, δεν έλεγεν άλλον λόγον, ειμή μόνον· «Χριστιανός είμαι και δούλος Χριστού». Ιδών λοιπόν ο μιαρός δούξ την απλότητα αυτού, είπε· «Τρυπήσατε με τρυπάνιον τους αστραγάλους του, περάσατε σχοινία από τας τρύπας και κρεμάσατέ τον· έπειτα καύσατε με πυρωμένας σούβλας τα νεφρά και την ράχιν του δια να βάλη γνώσιν να αποκρίνεται ικανώς». Τούτου γενομένου και επί πολλήν ώραν κρεμάμενος κατωκέφαλα και με τας σούβλας καιόμενος, ανέπεμψε δέησιν, λέγων· «Δέσποτα Κύριε, ευχαριστώ σοι, ότι κατηξίωσάς με των αγαθών τούτων. Επεπόθησα το σωτήριόν σου, και ηγάπησα αυτό σφόδρα, δέξαι εν ειρήνη το πνεύμα μου». Ταύτα ειπών, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, οι δε κακοί του τυράννου υπηρέται κατεβίβασαν από του ξύλου το άγιον αυτού Λείψανον. Προσέταξεν είτα ο ηγεμών να φέρουν τον Ευγένιον λέγων· «Φέρετε τον άχρηστον και όχι Χριστιανόν Ευγένιον, όστις ετόλμησε προχθές και μας ύβρισεν». Έφεραν λοιπόν τον Άγιον και λέγει προς αυτόν ο Λυσίας· «Ειπέ μοι, παμμίαρε, ποίος πονηρός δαίμων σε εξηγρίωσε τόσον ώστε να έλθης με τοσαύτην αυθάδειαν να μας υβρίσης, μη βάλλων καν εις τον νουν σου το αυστηρόν του δικαστηρίου, αναίσχυντε»; Απεκρίθη προς αυτόν ο Ευγένιος· «Ο Θεός μου, όστις καταργεί τους δαίμονας, τους οποίους συ προσκυνείς, με ενεδυνάμωσε και μου εχάρισε παρρησίαν να καταφρονήσω την ταλαιπωρίαν σου, ερρυπωμένε κύων και θησαυρέ του διαβόλου, όστις μέλλεις να παραδοθής ομού με αυτόν εις απώλειαν». Ταύτα ακούσας ο Λυσίας και εξαφθείς από τον θυμόν είπε· «Κόψατε την γλώσσαν και τας χείρας του και συντρίψατε με ράβδον τα σκέλη του, δια να ομιλή προς ημάς φρονιμώτερα». Τούτων γενομένων, παρέδωκε την ψυχήν και ούτος ο τρισόβλιος. Ο δε τρισάθλιος ηγεμών εξήλθε μετά ταύτα εις πεδιάδα δια να γυμνάση τους στρατιώτας του κατά το σύνηθες και ούτως έκαστος εδείκνυε την μάθησιν, την οποίαν είχεν εις τα όπλα του πολέμου. Εκάθητο δε ο Λυσίας εις ένα τόπον και εκάλει κατ΄ όνομα ένα προς ένα τους στρατιώτας του να περνούν έμπροσθεν αυτού, και να δεικνύη έκαστος την ανδρείαν και την εμπειρίαν του. Ήτο δε εις στρατιώτης ωραιότερος από τους άλλους, εύμορφος κατά την θεωρίαν και υψηλός κατά το ανάστημα του σώματος, Ορέστης ονομαζόμενος. Ιδών δε αυτόν ο Λυσίας επήνεσε πολύ την ωραιότητά του και τον προσέταξε να ρίψη κατά του στόχου το κοντάριον, θέλων δε εκείνος να σηκώση την χείρα, δια να το εκτινάξη, εσύρθη το ρούχον του και εφάνη εις χρυσούς Σταυρός, τον οποίον εφόρει εις το στήθος του. Τούτον ιδών ο τύραννος, τον προσεκάλεσε να πλησιάση και λαβών εις χείρας του τον Σταυρόν, είπε· «Τι είναι τούτο; Μήπως είσαι και συ δούλος του Εσταυρωμένου»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι, δούλος είμαι του Δεσπότου μου Ιησού Χριστού και βαστάζω τούτον τον Σταυρόν ως φυλακτήριον, ίνα δι΄ αυτού νικώ πάντα τα επερχόμενα κατ΄ εμού κακά». Ο δε άρχων είπε· «Δέσατε και τον θαυμαστόν αυτόν στρατιώτην με τον δυστυχή εκείνον Ευστράτιον, να τους εξετάσω εις την Νικόπολιν». Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Νικόπολιν, ήλθον προς αυτόν πλήθος πολύ των στρατιωτών της πόλεως εκείνης και πάντες με μίαν φωνήν έκραζον· «Λυσία, και ημείς είμεθα στρατιώται του Δεσπότου Χριστού και ως θέλεις ποίησον». Εκείνος δε πρώτον μεν εφοβήθη, μήπως και ορμήσουν κατ΄ αυτού, έπειτα βλέπων, ότι ως πρόβατα παρεδόθησαν, επρόσταξε να τους φυλακίσουν· είτα διελογίζετο με ποίον τρόπον να τους θανατώση, ώστε να μη γίνη σύγχυσις από τους συγγενείς και φίλους αυτών, εκείνον δε που εφοβείτο περισσότερον ήτο ο Άγιος Ευστράτιος, διότι εσκέπτετο μήπως τιμωρών εκ νέου αυτόν θαυματουργήση και πάλιν οπότε όχι μόνον τους Χριστιανούς θέλει στηρίξει εις την πίστιν, αλλά και τους Έλληνας θέλει μεταστρέψει. Απεφάσισε λοιπόν ο Λυσίας να στείλη τους Αγίους Ευστράτιον και Ορέστην εις τον Αγρικόλαν εις την Σεβάστειαν. Όθεν έστειλε προς αυτόν την εξής επιστολήν· «Τω μεγαλοπρεπεστάτω ηγεμόνι Αγρικόλα, Λυσίας ο δουξ. Γνωρίζοντες οι θειότατοι βασιλείς ημών, ότι εις όλον τον κόσμον δεν είναι άλλος τις υψηλότερος από σε εις τον νουν δυνάμενος να ερευνά και να ευρίσκη τα απόρρητα και δυσερμήνευτα πράγματα, σοι έδωσαν την εξουσίαν της αρχής ταύτης, δια την άοκνον σπουδήν σου και τας λοιπάς αρετάς σου· επειδή εις όλας τας πράξεις σου δεν ευρίσκεται τίποτε άξιον κατακρίσεως. Αποστέλλω σοι όθεν και εγώ δεδεμένον τον Ευστράτιον τούτον, διότι αν και επισταμένως προσεπάθησα δεν επέτυχα να εύρω μέθοδον να τον επιστρέψω από το άνομον τόλμημα της Χριστιανικής δεισιδαιμονίας· αλλά μάλιστα αντί της τιμής της στρατείας της οποίας ηξιώθη, ανέβη εις περισσοτέραν κενοδοξίαν και μας ύβρισεν ο αχάριστος. Τούτον λοιπόν δεξάμενος ομού με τον ομόφρονα αυτού Ορέστην, δίκασον αμφοτέρους, κατά την σοφωτάτην σου κρίσιν και των βασιλέων τα δόγματα· έρρωσο». Λαβόντες οι στρατιώται τα γράμματα και τους Αγίους δεδεμένους επορεύοντο προς την Σεβάστειαν. Ο δε Άγιος έψαλλε καθ΄ οδόν· «Οδόν αληθείας ηρετισάμην, και τα κρίματά σου ουκ επελαθόμην· εκολλήθην της μαρτυρίοις σου, Κύριε, μη με καταισχύνης» (Ψαλμ. ριη΄: 30-31). Αφού δε συνεπλήρωσε τας ευχάς, ηρώτα τον ευλογημένον Ορέστην λέγων· «Αδελφέ, διηγήθητί, μοι, με ποίαν προθυμίαν και πως ετελειώθη ο μακάριος Αυξέντιος». Ο δε Ορέστης είπεν· «Αφού ο δουξ εξέδωκε την εις θάνατον καταδικαστικήν απόφασιν, παρεκάλεσεν ο Άγιος πάρα πολύ τους στρατιώτας να τον φέρουν να σε ίδη προ της εκτελέσεως, αλλ΄ εκείνοι δεν ηθέλησαν, διότι ήτο η ώρα του γεύματος και εβιάζοντο οι κοιλιόδουλοι να εκτελέσουν το πρόσταγμα. Ευθύς λοιπόν τον επήγαν εις την φάραγγα, την οποίαν καλούμεν Ορώρειαν, ερχόμενος δε ο Άγιος έψαλλε καθ΄ οδόν· ¨Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου» (Ψαλμ. ριη΄: 1)· έως δε να φθάση εις τον τόπον της εκτελέσεως συνεπλήρωσε τον ψαλμόν και κλίνας τα γόνατα προσηύχετο επί ώραν πολλήν· είτα απλώσας τας χείρας, ως να εδέχετο προσφοράν, είπε το , Αμήν· ιδών δε πλησίον του εμέ, μου είπε μυστικά· «Αδελφέ Ορέστα, ειπέ εις τον μακάριον Ευστράτιον να κάμη προσευχήν δι΄ εμέ και ταχέως θέλει με φθάσει· εκεί θα αναμένω αυτόν. Ούτως είπε και απεκεφάλισαν αυτόν, ουδείς δε Χριστιανός ηδυνήθη να πλησιάση λόγω του γενομένου διωγμού. Όταν δε ενύκτωσεν, επήγαν οι Πρεσβύτεροι των Αραβράκων και επήραν κρυφίως το άγιον αυτού Λείψανον· αλλά την κεφαλήν δεν εύρον και κλαίοντες δι΄ αυτήν, ήκουσαν κορώνην τινά, ήτις έκραζεν από τινος δένδρου· όθεν πλησιάσαντες εις αυτό εύρον την αγίαν Κάραν κρατουμένην από τους κλώνους του δένδρου και λαβόντες ευλαβώς την τε ιεράν κεφαλήν και το άγιον Λείψανον απήλθον εις την πόλιν». Ταύτα ακούσας ο Άγιος έκλαυσεν, εδέετο δε του Θεού να τον αξιώση να τελειώση και αυτός ωσαύτως την οδόν του. Είτα λέγει προς τον Ορέστην· «Ας υπάγωμεν και ημείς ταχέως να τον φθάσωμεν». Μετά πέντε ημέρας έφθασεν η συνοδεία εις την Σεβάστειαν και παρέδωσαν τους Αγίους εις τον Αγρικόλαν, όστις επρόσταξε να τους φυλάσσουν εις στερεάν και ασφαλεστάτην φυλακήν. Κατά δε την επομένην, αφού εκάθισεν επί του βήματος εις την αγοράν, έφεραν τους Αγίους εκεί έμπροσθεν απάσης της πόλεως. Τότε λέγει ο άρχων· «Αναγνώσατε πρότερον την επιστολήν του περιβλέπτου δουκός Λυσίου και την κατά του Ευστρατίου τούτου γενομένην έγγραφον εξέτασιν». Ακούων δε την κατάθεσιν και τας αποκρίσεις του Αγίου, εθαύμασε και του λέγει· «Μη νομίσης, Ευστράτιε, ότι θα ομοιάζη η τιμωρία, την οποίαν θα σου δώσω, με εκείνην του Λυσίου. Πριν λοιπόν δοκιμάσης αυτήν, υπάκουσον εις τα βασιλικά προστάγματα και προσελθών προσκύνησον τους μεγάλους θεούς». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Κυριεύουν και εξουσιάζουν οι νόμοι τους βασιλείς, ω δικαστά, ή όχι»; Ο άρχων είπε· «Ναι, επειδή όλοι οι βασιλείς φυλάττουν αυτούς και δεν τους καταφρονούσιν, ούτε ποσώς εναντιούνται προς αυτούς». Λέγει ο Άγιος· «Λοιπόν είσαι υποχρεωμένος και συ και όλοι οι μετά σου να πράττετε καθώς ορίζουν οι νόμοι ή ματαίως έλαβον τον κόπον εκείνοι οι οποίοι τους έγραψαν»; Ο άρχων είπε· «Δια ποίαν αιτίαν λέγεις ταύτα, κακή κεφαλή; Τις ετόλμησε ποτέ να πράξη εναντίον των νόμων»; Αποκριθείς τότε ο Άγιος λέγει· «Εις τον νόμον του σεβαστού Καίσαρος είναι γεγραμμένα ταύτα: Πάσα βία και δυναστεία λόγου και έργου ας λείπη από τας κρίσεις και τα δικαστήρια, πανταχού δε ας πολιτεύεται η θέλησις και κατάπεισις του αυτεξουσίου. Πρέπει ο αρχόμενος να πράττη εν από τα δύο ταύτα, ή νικών να λάβη το σπουδαζόμενον, ή αν καταπεισθή και νικηθή με εύλογον και δίκαιον τρόπον, να τελέση το προστασσόμενον θεληματικώς με την ιδίαν του γνώμην. Τον δε άρχοντα προστάσσομεν να συνδυάζη τον φόβον με την πραότητα και να κρίνη με σοφίαν και σύνεσιν, δια να μη τον εχθρεύωνται τινες από φόβον, μήτε πάλιν άλλοι να πράττουν αταξίας δια την πολλήν του πραότητα. Ταύτα, ω δικαστά, είναι γεγραμμένα ούτως ή όχι»; Απεκρίθη ο άρχων· «Ναι». Τότε είπεν ο Άγιος· «Σε παρακαλώ λοιπόν να φυλάξης την τάξιν αυτήν και εις εμέ». Απεκρίθη ο άρχων· «Και εις σε και εις πάντας είναι ανάγκη να φυλάττωνται οι νόμοι με τον επιβαλλόμενον σεβασμόν». Λέγει πάλιν ο Άγιος· «Δέομαί σου λοιπόν, συγκέρασον τον φόβον με την πραότητα, ως δοκιμώτατος όπου είσαι εις πάντα και θέλησον να διαλεχθώμεν με την κρίσιν του λογικού, ή να με πείσης να προσκυνήσω τους θεούς ή αν νικηθής, να ομολογήσης την αλήθειαν. Εάν δε δεν δέχεσαι τούτο και θέλεις να επιβάλης τιμωρίας χωρίς λόγους και εξετάσεις, τότε τιμώρει, σφάξε και πράξον ό,τι αν βούλεσαι». Ο δε άρχων απεκρίθη· «Λέγε μετά παρρησίας ό,τι θέλεις, δια να κρίνη και το δικαστήριον δικαιότερον». Ευρών τότε την ευκαιρίαν ο Άγιος λέγει· «Ποίον με προστάζεις να προσκυνήσω, ω δικαστά, Θεόν ή θεούς»; Ο άρχων είπε· «Και Θεόν και θεούς». Λέγει ο Άγιος· «Ανωτέρους και κατωτέρους»; Απεκρίθη ο άρχων· «Ναι, τον Δία πρότερον και είτα τον Απόλλωνα, τον Ποσειδώνα και τους λοιπούς». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ποίοι σοφοί, ή εξηγηταί, ή προφήται γράφουν να προσκυνήτε τούτους»; Απεκρίθη ο άρχων· «Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ερμής και οι λοιποί σοφοί, τους οποίους αν ήθελες αναγνώσει, Ευστράτιε, θα εμάνθανες ότι ήσαν θαυμαστοί και θείοι άνδρες, θα είχες δε αυτούς εις ευλάβειαν και θα εσέβεσο την ενθύμησιν αυτών». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ουδένα εξ αυτών αγνοώ, διότι περί πάντων αυτών εδιδάχθην παιδιόθεν· και πάσαν την μουσικήν ομοίως επαιδεύθην, διότι ο πατήρ μου ήτο φίλος των επιστημών και αν ορίζης, ας αρχίσωμεν από τον Πλάτωνα πρότερον». Ο άρχων είπεν· «Μανθάνομεν περί του Πλάτωνος από το βιβλίον, το οποίον έγραψε προς Τίμαιον, ότι εποίησεν εις τον θεόν προσευχήν. Λοιπόν τι νομίζεις; Είναι ο Πλάτων σοφός, ή όχι»; Ακούσας και ταύτα ο Άγιος από τον τύραννον λέγει προς αυτόν με παρρησίαν· «Μάλιστα, πολύ καταφρονεί τον θεόν σου Δία ο Πλάτων και άκουσον τι λέγει εις το δεύτερον βιβλίον αυτού. «Επειδή ο Θεός είναι αγαθός, δεν λέγομεν άλλον αίτιον του αγαθού, ειμή τον Θεόν· των δε κακών πρέπει να είναι άλλος αίτιος και όχι ο Θεός». Λοιπόν δεν είναι πρέπον να δεχθώμεν εις μαρτυρίαν άλλον τινά σοφόν, ειμή μόνον αυτόν τον Πλάτωνα, τον οποίον ανέφερες πρώτον, διότι αυτός μόνον είναι αληθής. Οι λοιποί ψεύδονται καθώς και ο Όμηρος, επειδή λέγουσιν, ότι ο Ζεύς είναι αίτιος και των αγαθών και των κακών. Δεν είναι δε επαινετόν το να έχουν μεταξύ των οι θεοί σας φιλονικίας και μάχας ως και άλλας πολλάς ατοπίας, περί των οποίων αναφέρουν οι ποιηταί σας. Ο Πλάτων δεν θέλει, ούτε καν συγχωρεί να λέγη, ή να ακούη τις, ούτε νέος ούτε γέρων, περί του Διός τούτου. Διότι είναι άνομον και άθεσμον να γίνη ο θεός πατροκτόνος, καθώς έπραξεν ο Ζεύς, τον οποίον σέβεσθε, φονεύσας τον πατέρα του Κρόνον, ή το να γίνη κύκνος, δια να πλανήση και να φθείρη θνητήν γυναίκα. Προχωρών δε εις τους στίχους ο αυτός Πλάτων εχθρεύεται και περιπαίζει αυτόν τον Δία, ω δικαστά, ότι με κλαυθμόν και μανίαν πολλήν, ως να ήτο γυνή, οδύρεται τον θάνατον του Σαρπηδόνος. Είναι ή δεν είναι γεγραμμέναι εις τα βιβλία σας αύται αι μυθολογίαι; Εάν λοιπόν ο Πλάτων αυτός, ο σοφώτερός σας συγγραφεύς, λέγη, ότι δεν είναι Θεός ο Ζεύς και παρακινεί και συμβουλεύει έκαστον ενάρετον άνθρωπον να μη μιμήται αυτόν εις τα άνομα πάθη, διατί σεις αναγκάζετε ημάς να τους προσκυνώμεν»; Ακούων ταύτα ο άρχων και συγκρατών την οργήν του είπε· «Δια την φιλανθρωπίαν μου υπομένω την τοσαύτην αναισχυντίαν σου. Ειπέ λοιπόν και συ τις είναι ο Θεός, τον οποίον σέβεσθε και διατί νομίζετε Θεόν, εκείνον όστις κατεκρίθη εις θάνατον»; Τότε ο Άγιος διηγήθη ενώπιον πάντων άπασαν την θείαν οικονομίαν, αρχίζων από την κτίσιν του κόσμου, την πλάσιν και παράβασιν του Αδάμ και καθ΄ εξής έως την Ανάστασιν του Σωτήρος Χριστού, τα οποία δεν γράφω δια βραχυλογίαν, επειδή όλοι τα γνωρίζετε· εις δε το τέλος είπε και ταύτα· «Αυτός λοιπόν ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθής Θεός, μάς ανέστησε και μας ηξίωσε να γενώμεθα υιοί Θεού, διδάσκων ημάς πώς να πολεμώμεν κατά του δαίμονος και ότι, εάν αγωνισθώμεν, στεφανούμεθα και νικώμεν με την ψυχήν· καίτι δε το σώμα ημών υπόκειται εις φθοράν, εν τούτοις ο θάνατος γίνεται εις ημάς αφθαρσία. Αποστρεφόμεθα λοιπόν την ιδικήν σας πολιτείαν, διότι διάγετε ως τα ζώα τα άλογα και ανόητα, επιζητούμεν δε την αγγελικήν αϊδιότητα. Δεν βλέπομεν κάτω εις την γην, όπως τα κτήνη ή ως εκείνοι οίτινες ονομάζονται μεν άνθρωποι, διάγουν όμως ζωήν κτηνώδη· αλλά βλέπομεν όρθιοι εις τον ουρανόν, ένθα το πολίτευμα ημών υπάρχει. Αγγελικήν διαγωγήν ασπαζόμεθα και πνευματικήν πολιτείαν διάγωμεν· σωματικοί ευρισκόμενοι, γνωρίζομεν τον καθημερινόν πόλεμον της ψυχής και του σώματος ημών και με σώφρονα λογισμόν αποστρεφόμεθα τα πάθη και τας επιθυμίας με την υπακοήν και ευπείθειαν και γυμνάζομεν τον λογισμόν να απονεκρώνη και να εξουσιάζη τα μέλη με την αποχήν των σαρκικών θελημάτων. Ταύτα και περισσότερα μάς εχάρισεν ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος· σεις όμως είσθε φιλόσαρκοι και επαινείτε εκείνους, οίτινες έπραξαν τα άτιμα έργα της αισχύνης, εστήσατε δε εις αυτούς είδωλα και τους σέβεσθε, αποξενωθέντες των ουρανίων αρετών. Σεις όχι μόνον σωματικώς, αλλά και ψυχικώς αποθνήσκετε· ημείς δε με το σώμα τούτο, το οποίον φθείρεται και διαλύεται εις την γην, ανιστώμεθα πάλιν ομού με την ζώσαν ψυχήν εις ουσίαν αθάνατον, δια να μη αποθάνωμεν πλέον καθώς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μάς εδίδαξε. Ταύτα σοι διηγήθην εν βραχυλογία, ω δικαστά, δια να πιστεύσης του σοφού σου Πλάτωνος και μανθάνων παρ΄ αυτού την αλήθειαν, να αρνηθής τον μοιχόν και πατραλοίαν θεόν σου». Αποκρινόμενος εις τους λόγους τούτους του Μέρτυρος ο Αγρικόλας λέγει· «Δεν είμεθα ημείς άξιοι να κρίνωμεν τας αρετάς των μεγάλων βασιλέων, μόνον δε εις τα προστάγματά των έχομεν υποχρέωσιν να υπακούωμεν. Λοιπόν ας παύση πάσα συζήτησις και πολυλογία και προσελθών προσκύνησον τους θεούς ή άλλως θέλω σε τιμωρήσει με τόσα βασανιστήρια όργανα, όσα ουδέποτε ήκουσας». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Διατί λοιπόν δεν το έπραξες πρότερον, αλλά μας έβαλες μόνον εις κόπον άκαιρον»; Προστάσσει τότε ο τύραννος να φέρουν σιδηράν κλίνην, υποκάτω δε αυτής να βάλουν πυράν πολλήν, ώστε να σπινθηροβολή και να θέσουν επάνω εις αυτήν τον Ορέστην. Είτα λέγει προς τον Ευστράτιον· «Δίκαιον είναι να ίδης πρότερον την κόλασιν, που αναμένει και σε και είτα να υποστής την βάσανον, δια να δείξης περισσοτέραν την καρτερίαν σου». Ο δε μακάριος Ορέστης, όταν τον επήγαινον εις την πυρακτωμένην κλίνην, εδειλίασεν· όθεν λέγει προς αυτόν ο Ευστράτιος· «Μη δειλιάζης, αδελφέ Ορέστα, διότι μόνον η θεωρία της τιμωρίας έχει τον φόβον, αλλ΄ αίσθησιν ουδόλως θέλεις λάβει, εάν πορευθής με θάρρος πίστεως, διότι ο Θεός παρίσταται εις ημάς και μας βοηθεί. Ενθυμήσου την γενναιότητα του μακαρίου Αυξεντίου και των λοιπών και μη φανής αμελέστερος αυτών, διότι εντός ολίγης ώρας περνά ο πόνος και μένει θησαυρός εις τους ουρανούς ατελεύτητος». Ταύτα ακούσας ο Ορέστης έλαβε θάρρος και προσελθών με γνώμην ανδρείαν, επήδησεν επάνω εις τον σιδηρούν και πεπυρωμένον κράββατον, σημειώσας επ΄ αυτού τον τύπον του Τιμίου Σταυρού. Ευθύς τότε ήπλωσεν όλον το σώμα του εις την πυράν, κράξας δε φωνήν μεγάλην και ειπών· «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδω την ψυχήν μου», παρέδωκε το πνεύμα. Επεφώνησε δε ο Άγιος Ευστράτιος το «Αμήν». Μετά ταύτα ο ηγεμών προσέταξε να βάλουν τον Ευστράτιον εις την φυλακήν δια νεωτέραν εξέτασιν. Τούτου γενομένου ανεγίνωσκεν ο Άγιος τας ευχάς της Ακολουθίας κατά την συνήθειαν· έπειτα εκάλεσε τον δούλον του, όστις ήτο μετ΄ αυτού, και λέγει προς αυτόν· «Φέρε μοι, τέκνον, να συντάξω την διαθήκην μου, διότι αύριον ελπίζω να παρασταθώ και εγώ εις τον Κύριόν μου». Κομίσας δε ο δούλος χάρτην και μελάνην, έγραψε να υπάγουν το Λείψανόν του εις την χώραν των Αραβράκων, να το ενταφιάσουν εκεί, να μη τολμήση δε κανείς ουδόλως να πάρη μέρος τι εξ αυτού, αλλά σώον και ακέραιον να το θέσουν εις τόπον τινά καλούμενον Αλιβόζορα, ομού με τα ιερά Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων Ευγενίου, Μαρδαρίου, Ορέστου και Αυξεντίου, των συναθλητών αυτού· επειδή οι Άγιοι ούτοι, όταν τους συνέλαβον, υποχρέωσαν τον Άγιον Ευστράτιον να τους υποσχεθή ότι, όταν τελειωθούν, θα θέσουν τα Λείψανά των ομού με το ιδικόν του. Κατόπιν ώριζεν, όπως τα ακίνητα πράγματα, τα οποία είχεν εις την άνωθεν χώραν, να είναι αφιερωμένα εις το Μοναστήριον, το οποίον θα τους έκτιζον, ίνα εκ τούτων τρέφωνται οι εις αυτό υπηρετούντες, όσα δε κινητά είχε να τα μοιράσουν εις δύο και να δώσουν τα ημίση εις τους πτωχούς, τα δε επίλοιπα εις τους αδελφούς του Αγίου, να ελευθερώσουν δε και τους δούλους του. Ταύτα διατυπώσας, ενήστευσεν όλην την ημέραν εκείνην. Ο δε Επίσκοπος της Σεβαστείας, όστις ήτο κρυμμένος δια τον φόβον, ελθών την νύκτα εκείνην έδωσε χρήματα εις τους φύλακας δια να τον αφήσουν να ομιλήση με τον Άγιον, επειδή είχεν ακούσει ότι δια της σοφίας και παρρησίας του κατήσχυνε τον ηγεμόνα και τους θεούς του. Εισελθών λοιπόν εις την φυλακήν και πεσών επί πρόσωπον εις την γην είπε προς αυτόν· «Μακάριος είσαι, τέκνον Ευστράτιε, ότι τοσούτον ο φιλάνθρωπος Θεός σε ενεδυνάμωσε· δέομαί σου να ενθυμήσαι και εμού του αμαρτωλού». Απεκρίθη προς αυτόν ο Άγιος· «Μη ποιής, Πάτερ πνευματικέ, προς εμέ μετάνοιαν, διότι εγώ μάλιστα πρέπει να πληρώσω τούτο το χρέος εις την αξίαν σου, επειδή αύριον κατά την τρίτην ώραν με την Χάριν του Θεού μέλλει να πορευθώ προς Αυτόν τον Δεσπότην μου και εγνώρισα την προκειμένην εις εμέ οδόν με φανεράν αποκάλυψιν. Λάβε λοιπόν τον χάρτην αυτόν και ανάγνωσον». Μετά ταύτα παρεκάλεσεν αυτόν να υπογράψη αυτός και οι Κληρικοί, οι οποίοι ήσαν μαζί του, ως μάρτυρες, παρεκάλεσε δε τον Επίσκοπον να υπάγη μόνος του το Λείψανόν του, καθώς και του Αγίου Ορέστου εις τον τόπον, τον οποίον έγραψε και να τα βάλη ομού με τα Λείψανα των λοιπών Αγίων και να εκτελέση και όλα, όσα εις την διαθήκην αυτού εσημείωσε, λέγων ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θέλει του αποδώσει τον μισθόν του κόπου του εις την αιώνιον ζωήν. Ο δε Επίσκοπος υπεσχέθη να πράξη καθώς του είπε μετά πάσης χαράς. Είπε δε πάλιν προς αυτόν ο Άγιος· «Σε παρακαλώ να με κοινωνήσης τα θεία Μυστήρια». Έφεραν λοιπόν τα αρμόδια και αφού ετέλεσε την ιεράν Λειτουργίαν ο Επίσκοπος, εκοινώνησεν ο Άγιος. Τότε αιφνιδίως έλαμψεν η φυλακή ως υπό αστραπής και ήλθε φωνή λέγουσα· «Ευστράτιε, καλώς ηγωνίσθης· ελθέ λοιπόν να λάβης τον στέφανον». Οι δε παρεστώτες έπεσον επί πρόσωπον και προσεκύνησαν τον Θεόν δια τα θαυμάσια Αυτού.Έμεινε δε ο Επίσκοπος καθ΄ όλην εκείνην την νύκτα ακούων τον Άγιον και ευφραινόμενος εις τους λόγους του, το δε πρωϊ ανεχώρησεν, υποσχόμενος εις αυτόν να μη αμελήση εις όσα του παρήγγειλε. Την δε επομένην, καθήσας ο Αγρικόλας επί του θρόνου, προστάζει να φέρωσι τον Ευστράτιον και καλέσας αυτόν κατ΄ ιδίαν του λέγει μυστκά· «Επ΄ αληθείας, Ευστράτιε, πολύ θλίβομαι δια σε, ότι δεν καταδέχεσαι να υπακούσης εις τα βασιλικά προστάγματα· δια τους παρεστώτας όμως θέλησον να προσκυνήσης, κατά το φαινόμενον, μόνον με σχήμα και εντός της καρδίας σου προσκύνει και πίστευε τον Θεόν σου, ζήτησον δε παρ΄ αυτού συγχώρησιν δια την ανάγκην ταύτην, δια να μη απολεσθής κακώς τοιούτος ανήρ σοφώτατος, ως να ήσο κακοποιός τις άνθρωπος. Εάν δεν ήτο κίνδυνος δι΄ εμέ, ούτε καν θα σε εζήτουν· πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσα και δεν ελυπήθην, ούτε κανένα εξ αυτών ευσπλαγχνίσθην, μόνον δε δια σε ενδιαφέρομαι και όλην την νύκτα ήμην εις μεγάλην οδύνην λυπούμενος». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Μη λυπήσαι δια τούτο, ούτε δι΄ εμέ να κινδυνεύσης, αλλά πράξε καθώς οι νόμοι των βασιλέων ορίζουσι, διότι ούτε με υπόκρισιν, ούτε με άλλον τινά τρόπον θέλω θυσιάσει εις τους θεούς σου· αλλά πάντοτε θα ομολογώ τον Κύριόν μου ενώπιον πάντων «και εν μέσω πολλών αινέσω αυτόν» (Ψαλμ. ρη: 30)· τα δε ιδικά σου βασανιστήρια γίνονται εις εμέ αιτία ευφροσύνης και αν το νομίζης εύλογον, δοκίμασόν με δια να εννοήσης ότι δεν ψεύδομαι». Ο άρχων τότε εκάλυψε επί ώραν πολλήν το πρόσωπόν του με τας χείρας του και εδάκρυσεν· οι δε παρεστώτες, εννοήσαντες την συμπάθειαν του άρχοντος προς τον δίκαιον, ανέπεμψαν και αυτοί θρηνώδη φωνήν και εγένετο οδυρμός πολύς, σχεδόν εις όλην την πόλιν, όχι μόνον υπό των Χριστιανών, αλλά και υπ΄ αυτών των Ελλήνων. Τότε λέγει ο Άγιος· «Τι βραδύνομεν, ω δικαστά; Ο Παντοκράτωρ Θεός να καταργήση τας μηχανάς του πατρός σας διαβόλου, διότι αυτός με πονηρίαν σε παρακινεί εις λύπην δι΄ εμέ, δια να με εμποδίση από το προκείμενον χάρισμα. Ό,τι θέλεις λοιπόν ποίησον, διότι δούλος είμαι του Χριστού· αντιτάσσομαι εις το βασιλικόν πρόσταγμα και εις το θέλημά σου, τα των θεών σου βδελύγματα αποστρέφομαι και αυτούς αναθεματίζω, διότι είναι επικατάρατοι και αυτοί και όσοι τους προσκυνούν». Ιδών λοιπόν ο άρχων την σταθερότητα αυτού εις την πίστιν του Χριστού και την μεγάλην του προθυμίαν δια το Μαρτύριον, έγραψε κατ΄ αυτού μετά βίας τοιαύτην απόφασιν. «Τον Ευστράτιον του οποίου η σιδηρά ψυχή δεν επείσθη εις των αυτοκρατόρων το πρόσταγμα και δεν ηθέλησε να προσκυνήση τους θεούς, προστάσσω να καταφλεχθή εις το πυρ και ούτω να λάβη το τέλος της ζωής». Ακούσας ο Άγιος την απόφασιν, εστάθη και είπε την προσευχήν ταύτην μεγαλοφώνως· «Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, και ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ΄ έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου. Και νυν, Δέσποτα, σκεπασάτω με η χειρ σου και έλθοι επ΄ εμέ το έλεός σου, ότι τετάρακται η ψυχή μου και κατώδυνός εστιν, εν τω εκπορεύεσθαι αυτήν εκ του αθλίου μου και ρυπαρού σώματος τούτου· μήποτε η πονηρά του αντικειμένου βουλή συναντήση και παρεμποδίση αυτήν, δια τας εν αγνοία και γνώσει εν τω βίω τούτω γενομένας μοι αμαρτίας. Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα, και μη ιδέτω η ψυχή μου την ζοφεράν και σκοτεινήν όψιν των πονηρών δαιμόνων· αλλά παραλαβέτωσαν αυτήν Άγγελοί σου φαιδροί και φωτεινοί. Δος δόξαν τω ονόματί σου τω Αγίω και τη ση δυνάμει ανάγαγέ με εις το θείον σου βήμα. Εν τω κρίνεσθαί με, μη καταλάβοι με η χειρ του άρχοντος του κόσμου τούτου εις το κατασπάσαι με τον αμαρτωλόν εις βυθόν άδου, αλλά παράστηθί μοι και γενού μοι σωτήρ και αντιλήπτωρ. Ελέησον, Κύριε, την ρυπωθείσαν τοις πάθεσι του βίου ψυχήν μου και καθαράν αυτήν, δια μετανοίας και εξομολογήσεως πρόσδεξαι, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα προσευξάμενος ο Άγιος και βλέπων ότι οι υπηρέται είχον ήδη ανημμένην την κάμονον, εποίησε τον Σταυρόν του εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού και εισήλθεν εις αυτήν ψάλλων και αγαλλιώμενος και ούτω παρέδωκε την ψυχήν εις χείρας Θεού την ιγ΄ (13ην) του Δεκεμβρίου μηνός εν έτει 296. Μετά την μακαρίαν αυτού τελείωσιν, λαβών ο Επίσκοπος το άγιον αυτού Λείψανον, καθώς και το του Αγίου Ορέστου εκόμισε και απέθεσεν αυτά εκεί, όπου του παρήγγειλεν ο Άγιος. Τούτο είναι το Μαρτύριον του Αγίου Ευστρατίου και των συν αυτώ αθλησάντων Αγίων Μαρτύρων, οίτινες δοκιμασθέντες ενταύθα προσκαίρως ως χρυσός εν χωνευτηρίω και έως τέλους υπομείναντες γενναίως, αγάλλονται νυν εν ουρανοίς αιωνίως μετά πάντων των Αγίων, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΘΥΡΣΟΥ, ΛΕΥΚΙΟΥ και ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος οι Άγιοι Μάρτυρες ήθλησαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Δεκίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σμθ΄ - σαν΄ (249- 251), κατήγοντο δε από την χώραν των Βιθυνών, από γένος λαμπρόν και περίφημον, αλλά και κατά την ευσέβειαν εφάνησαν έτι λαμπρότεροι, επειδή υπέμειναν από τους ασεβείς διάφορα παιδευτήρια και δεν ενικήθησαν οι αήττητοι. Κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν εις όλας τας πόλεις ωμοί και ανήμεροι άεχοντες τιμωρούντες τους πιστούς ανηλεώς· ήλθε δε και εις την Καισάρειαν, εις την οποίαν κατώκουν οι Άγιοι, άρχων τις, Κουμβρίκιος ονόματι, όστις επεμελείτο πολύ τα είδωλα, έκτιζε βωμούς, έκαμνε θυσίας και ει τι άλλο ηδύνατο. Όχι δε μόνον αυτός ήτο εις την πλάνην αυτήν βεβυθισμένος, αλλ΄ ηγωνίζετο, ο ασύνετος, να ρίψη και άλλους εις την απώλειαν, άλλους με κολακείας και άλλους με απειλάς. Κατά την εποχήν εκείνην ήτο και ο Άγιος Μάρτυς Λεύκιος, εις από τους πρώτους της πόλεως, βλέπων δε τας θλίψεις των δικαίων εθλίβετο και τους ελυπείτο ως συμπαθέστατος. Όθεν από τον θείον ζήλον ανεφλέγετο η καρδία του να παρρησιασθή δια την ευσέβειαν, μη υποφέρων να βλέπη τον αληθή Θεόν υβριζόμενον. Απήλθε λοιπόν αυτόκλητος ημέραν τινά, όταν εύρε καιρόν αρμόδιον, και λέγει ταύτα προς τον Κουμβρίκιον· «Διατί φονεύεις την ψυχήν σου, ταλαίπωρε, προσκυνών κωφά και αναίσθητα είδωλα; Δεν σε αρκεί δε το να υπάγης μόνος εις την απώλειαν, αλλά βιάζεις και άλλους ανθρώπους να γίνωνται και αυτοί αναισθητότεροι των λίθων και των ξύλων. Διότι δεν θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και να έλθης εις το φως της αληθείας, αφήνων το σκότος της ματαιότητος»; Ταύτα ακούσας εξαίφνης ο ηγεμών από τον Λεύκιον, εθυμώθη και προστάσσει, χωρίς να τον εξετάση τελείως, να τον τανύσουν και να τον δείρουν εις την ράχιν ασπλάγχνως. Ο δε Μάρτυς εδέχετο τας πληγάς γλυκύτατα, ευλογών και ευχαριστών τον Κύριον· όθεν ο τύραννος βλέπων, ότι δεν ελάμβανε καν υπ΄ όψιν τους ραβδισμούς, προσέταξε να τον δείρουν περισσότερον και τόσον τον εμαστίγωσαν, ώστε όλον το σώμα του έγινεν απαλόν, τα κόκκαλα συνετρίβησαν, οι δήμιοι εκουράσθησαν, ο δε Άγιος πάντα μετά καρτερίας υπέμενε. Ταύτα ακούων ο ηγεμών εγνώρισεν από την καρτερίαν τού Μάρτυρος και από την παρρησίαν του, αφού ήλθεν αυτόκλητος εις τα κολαστήρια, ότι δεν ήτο δυνατόν να μετατρέψη την γνώμην του· όθεν είπε προς αυτόν προσποιούμενος ότι του κάμει χάριν τινά· «Επειδή ποθείς τον θάνατον, Λεύκιε, εγώ να σου τον χαρίσω, καθώς πολλάκις και άλλους πολλούς ομοίους σου πεπλανημένους Χριστιανούς εθανάτωσα». Ούτως ειπών, προσέταξε να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Επήγαινε λοιπόν ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης χαίρων και αγαλλιώμενος με φαιδρόν και ιλαρόν πρόσωπον, ως να επρόκειτο να στεφανωθή, καθώς και πράγματι εστεφανώθη παρά του μισθαποδότου Χριστού εις τους ουρανούς και συνευφραίνεται με τους Αγίους Αγγέλους αιώνια. Η φήμη αύτη του Αγίου Λευκίου απήλθε πανταχού· και οι μεν άλλοι Χριστιανοί, δια την ωμότητα του Κουμβρικίου, εκρύπτοντο, ο δε θείος Θύρσος, θείω ζήλω κινούμενος, επήγε προς τον ηγεμόνα και του λέγει· «Χαίροις, κράτιστε ηγεμών». Αντεχαιρέτησε δε και αυτόν ομοίως ο άρχων. Λέγει προς αυτόν ο Θύρσος· «Είναι συγκεχωρημένον να συνομιλώμεν και ημείς οι εξουσιαζόμενοι με σας τους εξουσιαστάς ό,τι θέλει έκαστος κατά το δίκαιον ή μόνον να σας υπακούωμεν χωρίς να λέγωμεν ή να αποκρινώμεθα τίποτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι, έκαστος είναι ελεύθερος να ομιλή εις το κριτήριον και μάλιστα όταν λέγη ωφέλιμα λόγια». Λέγει ο Θύρσος· «Ποίος όμως άλλος λόγος είναι ωφελιμώτερος, από εκείνον όστις λυτρώνει την ψυχήν μας από τον αιώνιον θάνατον; Εγώ επ΄ αληθείας ήλθον να σε οδηγήσω προς την αλήθειαν και να σε συμβουλεύσω δια την σωτηρίαν σου, διότι σε λυπούμαι και θλίβεται η καρδία μου, να βλέπω ότι προσκυνείς λίθους και ξύλα ανόητα και αφήκες τον αληθή Θεόν και Σωτήρα ημών τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και άπασαν την υφήλιον». Ταύτα ειπών μετά παρρησίας ο Άγιος, του έφερε πολλάς ρήσεις εις μαρτυρίαν από τους Προφήτας, οι οποίοι μας διδάσκουν να μη προσκυνούμεν άλλο τι, ειμή μόνον τον ένα Θεόν. Ο δε ηγεμών απεκρίνατο· «Η πολλή σου αναισχυντία φανερώνει ότι είσαι και συ εις την πλάνην και την ασθένειαν των Χριστιανών· πλην άφες αυτά τα φλυαρήματα και μάταια ερωτήματα, να τα λύσουν οι παίδες, οίτινες κάθηνται εις το σχολείον και έχουν προς τούτο τον καιρόν· συ δε υπάκουσον εις τα βασιλικά προστάγματα και προσελθών θυσίασον εις τους θεούς· ει δ΄ άλλως, εγώ θέλω σου δώσει αντίδοσιν και παίδευσιν αξίαν της ακαίρου ματαιολογίας και αυθαδείας σου». Λέγει ο Άγιος· «Δεν είναι πρέπον να γίνωμεν και οι λογικοί άλογοι και ανόητοι και να προσκυνώμεν αναίσθητα και άλογα κτίσματα· όθεν δεν πείθομαι να αρνηθώ την ευσέβειαν· λοιπόν επειδή δεν κρίνεις με κρίσιν εύλογον, αλλά βία και δυναστεία, ποίησον ό,τι βούλεσαι». Λέγει ο άρχων· «Άραγε δια να σου δείξω ήμερον πρόσωπον, σε έκαμα και έγινες αυθαδέστερος; Αλλ΄ επειδή σε βλέπω συνετόν και φρόνιμον, σε παρακινώ εις το συμφέρον σου, πριν δοκιμάσης τα κολαστήρια. Λοιπόν ύπαγε εις τον ναόν και απόδος εις τους θεούς την πρέπουσαν προσκύνησιν, δια να σου συγχωρήσω τα πρότερα, να γίνης και φίλος του βασιλέως και να τιμηθής πολύ από εμέ». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ από πολλού εγνώρισα την αλήθειαν και καταγελάσας τα ακάθαρτα βδελύγματα των ψευδωνύμων θεών σας, προετίμησα την πίστιν του Χριστού την αμώμητον· λοιπόν μη αμελής, αλλά πράξε καθώς ο βασιλεύς σε προσέταξε». Τότε προστάσσει ο τύραννος δυνατούς τινας και ανδρείους νέους να δέρωσι τον Άγιον εις όλον το σώμα έως ότου κουρασθούν και κατόπιν να αλλάσσωνται. Έπειτα να τον δέσουν δυνατά με λωρία από τα άκρα των χειρών και των ποδών του και να τον σύρουν τόσον ισχυρώς, έως ότου εξέλθουν από τον τόπον αυτών αι αρμονίαι του σώματος και ξεχωρίσουν τα μέλη από τα νεύρα. Υπέμεινε λοιπόν ο Άγιος τοιαύτην οδύνην ανύποιστον με φαιδρόν και αγαλλιώμενον πρόσωπον, ο δε τύραννος εφθόνησε δια την φαιδρότητα και το ανθηρόν του προσώπου του και προστάσσει να τον λύσουν από τα δεσμά και να κατακεντώσι με βελόνας το πρόσωπον αυτού και τα βλέφαρα. Τούτου γενομένου, ενεπλήσθη ο θείος Θύρσος θάρσους παρά Θεού και ήλεγχε μάλλον με πολλήν παρρησίαν τον τύραννον, λέγων· «Πρόσεχε εις εμέ δια να εννοήσης την δύναμιν του Χριστού μου· διότι όσον συ αφανίζεις το σώμα μου, τόσον Εκείνος μου δίδει περισσοτέραν ωραιότητα, διότι αυταί αι πληγαί και τα στίγματα καλλωπίζουσι τας ψυχάς και τα σώματα». Ταύτα ακούων ο τύραννος έβραζεν από τον θυμόν του, μη γνωρίζων τι να πράξη δια να μη τον πολεμή ο Άγιος με την γλώσσαν του και προστάσσει να δέρουν τας σιαγόνας του με στροβίλους χαλκούς, έως να συντριβούν οι οδόντες του. Αλλά και ταύτην την τιμωρίαν υπομένων ο μακάριος Θύρσος, είχε πάλιν την προτέραν φαιδρότητα και δεν έπαυεν από του να υμνή και να ευχαριστή τον Κύριον. Ταύτα όμως ήναπτον έτι περισσότερον τον θυμόν του άρχοντος και λέγει προς τον Μάρτυρα· «Μη βάλης εις τον νουν σου, Θύρσε, ότι ετελαίωσαν τα βασανιστήριά σου, με αυτά μόνον τα μικρά κολαστήρια, τα οποία μέχρι τώρα έλαβες, αλλά γνώριζε, ότι θέλεις δοκιμάσει τόσον πολλά, ώστε να μάθης με ποίον τρόπον παιδεύονται οι απειθείς». Ο δε Μάρτυς έλεγε· «Δια τα μέγιστα αυτά καλά σε ευχαριστώ, διότι με τα προσωρινά ταύτα και μικρά κολαστήρια μού ωφελείς την ψυχήν και σε παρακαλώ μη φθονήσης, ούτε αμελήσης να μου δώσης την απόλαυσιν ταύτην». Τότε προσέταξεν ο άρχων και διέλυσαν εις το πυρ μόλυβδον, απλώσαντες δε εις κλίνην γυμνόν και πρηνή τον Άγιον, εφερον μάντεις τινάς και γόητας και του έλεγον· «Κάμε τώρα το θέλημα του ηγεμόνος, δια να σωθής εκ του κινδύνου και ο Θεός σου είναι καθώς ακούομεν φιλάνθρωπος και πανάγαθος και θέλει σε συγχωρήσει δια την ασθένειαν της φύσεως». Ταύτα μεν αυτοί έλεγον κατά προσταγήν του άρχοντος, ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ μεν υπομένω τας προσκαίρους αυτάς τιμωρίας, δια να λυτρωθώ από την αιώνιον κόλασιν και να αναπαυθώ εις την Βασιλείαν των ουρανών αιώνια, αλλά σεις, οίτινες φιλονικείτε κατά της αληθείας, πρέπει να γνωρίζετε ότι αυτός ο μόλυβδος, τον οποίον βράζετε δια να με καύσητε, θέλει γίνει μάρτυς της κακίας σας, και θέλει παραδώσει πολλούς από σας εις το πυρ το άσβεστον, να κολάζεσθε ως ασεβείς αιώνια». Και ο μεν Άγιος έλεγε ταύτα, διότι η θεία Χάρις επλήρωνε την καρδίαν του· οι δε άνομοι ενόμιζον ταύτα λήρους και φλυαρήματα και έχυσαν επάνω εις την γεγυμνωμένην ράχιν του τον μόλυβδον βράζοντα· αλλ΄ ω των θαυμασίων σου, Δέσποτα! Ο μόλυβδος δεν ήγγισεν ουδόλως εις τας σάρκας του, αλλ΄ επήδησεν εις τα πρόσωπα των ασεβών και πολλούς εθανάτωσεν, ο δε Άγιος ηγέρθη της κλίνης αβλαβής εις θαύμα και έκπληξιν των ορώντων. Ταύτα βλέπων ο τύραννος ως τυφλός και ανόητος ωργίζετο έτι μάλλον κατά του Αγίου και τον έλεγε μάγον και γόητα· ύστερον δε πάλιν του έδωκε και άλλας τιμωρίας· αλλ΄ ο Άγιος εδείκνυε πάντοτε την αυτήν ανδρείαν ως πρότερον και τους μεν δυσσεβείς ετάραττε και τας ψυχάς αυτών εθορύβει, τους δε ευσεβείς εστερέωνεν· όθεν ο τύραννος, την αισχύνην μη υποφέρων, εφυλάκισε πάλιν με άλυσον δεδεμένον τον Μάρτυρα δια να συλλογισθή με ποίαν άλλην βάσανον να αναλύση το σώμα του. Ο δε Μάρτυς προσέπιπτε τω Δεσπότη θερμότατα και εδέετο να τον αξιώση του θείου Βαπτίσματος δια να γίνη χρησιμώτερος δούλος του, διότι ακόμη δεν ήτο βαπτισμένος· ο δε Θεός επακούσας της αιτήσεώς του τον ηξίωσε να λάβη δύο βαπτίσματα, ήτοι το δι΄ ύδατος και Πνεύματος άγιον Βάπτισμα και το του Μαρτυρίου. Το μεσονύκτιον ήλθεν ο Δεσπότης Χριστός εις την φυλακήν, να επισκεφθή τον δούλον του και ευθύς αι θύραι ηνεώχθησαν μόναι των, αο αλύσεις ελύθησαν και φως μέγα έλαμψεν εις το δεσμωτήριον· ο δε Άγιος ωδηγήθη έξω αυτού και επήγε, καθοδηγούμενος από θείον φως, εις τον Επίσκοπον της πόλεως, όστις ήτο κεκρυμμένος δια τον φόβον των διωκτών. Ιδών δε εκείνος τον Άγιον εθαύμασε, πως ευρέθη εκεί, δεδομένου ότι είχεν ακούσει τα άθλα του· όθεν πεσών κατά γης προσεκύνησεν αυτόν, εκείνος δε προσεκύνησεν ομοίως τον Αρχιερέα λέγων· «Εγώ, Πάτερ τίμιε, ήλθον να με ευλογήσης και όχι να ζητής ευλογίαν παρ΄ εμού, διότι είμαι ακόμη αβάπτιστος και μη αμελήσης να με τελειώσης με το λουτρόν της αναγεννήσεως». Αφού δε εβαπτίσθη ο Άγιος εποίησε την εξής προσευχήν, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, όστις με ηκίωσας να βαπτισθώ εις το Όνομά σου, αυτός αξίωσόν με να λάβω και θάνατον δι΄ αγάπην σου». Τότε ηυλόγησεν ο εις τον άλλον και αποχαιρετήσας ο Άγιος τον Επίσκοπον επέστρεψε πάλιν εις την φυλακήν οδηγούμενος από φως θεϊκόν, ηκολούθουν δε αυτόν και Άγιοι Άγγελοι, τους οποίους είδον όσοι ήσαν άξιοι. Έμεινε δε εκεί αγρυπνών και προσευχόμενος. Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εκεί κόμης τις, Σιλβανός καλούμενος, σκληρός πολύ και απάνθρωπος, όστις εζήτησε και έλαβεν από τον βασιλέα εξουσίαν να εξετάζη τους άλλους ηγεμόνας και άρχοντας, οίτινες ετιμώρουν τους Χριστιανούς, εάν δίδωσιν εις αυτούς δεινά κολαστήρια. Ακούσας λοιπόν ούτος περί του Θύρσου, ότι ο Κουμβρίκιος του έδωσε τόσας βασάνους και εν τούτοις δεν ηδύνατο να τον νικήση, ήλθεν επιταυτού εκεί εις την Καισάρειαν, δια να τον νικήση αυτός. Καθίσαντες λοιπόν εις τον θρόνον ο Σιλβανός με τον Κουμβρίκιον, έφεραν τον Άγιον και λέγειπρος αυτόν ο Σιλβανός· «Μη νομίσης, Θύρσε, ότι τα κολαστήρια, τα οποία έλαβες έως την σήμερον, είναι όμοια με εκείνα τα οποία, δια την μωροδοξίαν σου, θέλω σου δώσει εγώ». Απεκρίθη ο Άγιος· «Ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, όστις με ενεδυνάμωσε πρότερον και υπέμεινα εκείνα, αυτός και τώρα θέλει με λυτρώσει από τας χείρας σου· επειδή αυτόν μόνον ομολογώ Θεόν αληθέστατον, οι δε θεοί σας είναι μύθοι και φλυαρήματα· όμως αν ορίζης να αφήσης την βίαν και την δυναστείαν, ας διαλεχθώμεν με λόγον και δείξον μου τίνα θέλεις να προσκυνήσω και τότε, αν με καταπείσης με δικαιοσύνην, έχεις έπαινον». Λέγει προς αυτόν ο κόμης· «Ας υπάγωμεν εις τον ναόν και εκεί θέλω σου δείξει ποίον θεόν να προσκυνήσης πρότερον». Απελθόντες λοιπόν εις τον ναόν έδειξεν ο κόμης εις τον Μάρτυρα το είδωλον του Απόλλωνος, το οποίον ήτο το ωραιότερον όλων των άλλων και του λέγει· «Εάν προσκυνήσης αυτόν, θέλεις έχει και τους άλλους θεούς βοηθούς σου». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος·»Πρόσεχε να ίδης ποίαν θυσίαν θέλω προσφέρει δια να έχω τον θεόν ίλεων». Ταύτα ειπών, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, επικαλούμενος την δύναμιν του αληθινού Θεού. Ενώ δε ο Άγιος εισέτι προσηύχετο, εγένετο αιφνιδίως βροντή ισχυρά και ευθύς έπεσεν ο Απόλλων εις την απώλειαν και έγινε χώμα όλον το είδωλον. Τότε λέγει προς τον λαόν ο Άγιος· «Βλέπετε την δύναμιν των θεών σας, ότι είναι πλάσματα ανενέργητα, μη δυνάμενα ούτε να ακούσουν καν το όνομα του μόνου αληθινού Θεού»; Τότε ο Σιλβανός θυμωθείς λέγει προς τον Άγιον· «Εγώ θα αφανίσω τας μαντείας σου». Ευθύς τότε προσέταξε και τον έβαλον εις μηχάνημα σιδηρούν, το οποίον τον εξέσχιζε με σιδηρούς όνυχας, τόσον ώστε έσπασαν τα νεύρα του, αι δε σάρκες του διεσπάρησαν κατά γης. Αφού δε τον εβασάνισαν τόσον, ώστε εγνώριζον, ότι δεν έχει πλέον ζωήν, τον έβγαλαν απ΄ αυτό και του λέγει ο κόμης· «Βλέπεις πως ηναλώθη όλον το σώμα σου και εντός ολίγου εξέρχεται η ψυχή σου; Που είναι τώρα ο Θεός σου και δεν σε εβοήθησε»; Λέγει ο Άγιος· «Πως ήτο δυνατόν το αδύνατον σώμα μου να υπομείνη τόσας βασάνους χωρίς την βοήθειαν του Θεού; Όθεν είναι φανερόν ότι Αυτός με βοηθεί και με λυτρώνει· λοιπόν μη αμελής, αλλά ποίησον ως βούλεσαι, διότι δεν θέλω μεταβάλει γνώμην ουδέποτε». Τότε έρριψαν εις λέβητα μεγάλον ύδωρ και βράσαντες αυτό, έδεσαν με σχοινία τους πόδας του και τον έβαλον εντός αυτού με την κεφαλήν προς τα κάτω· αλλά και τότε εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, διότι ευθύς, θεία Δυνάμει, διερράγη το χάλκωμα και εχύθη το ύδωρ. Ιδών δε ο κόμης ταύτα και αισχυνθείς, είπε προς τον Άγιον· «Εις κακόν ιδικόν σου θέλουν αποβή τα μαντεύματα, που κάμνεις, διότι χειρότερα με παροργίζεις με ταύτα και θέλω σου δώσει δριμύτερα κολαστήρια». Θέλοντες δε τότε οι άρχοντες να υπάγουν εις πόλιν τινά καλουμένην Απάμειαν δια δημοσίαν υπηρεσίαν, προσέταξαν να δέσουν τον Άγιον από τας χείρας, να λύσουν τους πόδας του και να τον σύρουν όπισθεν αυτών. Όταν λοιπόν έφθασαν πλησίον της Απαμείας, νομίσας ο Σιλβανός, ότι καν τότε, έπειτα από την καταφρόνησιν και την κακοπάθειαν, τας οποίας υπέστη ο Άγιος από την τοσαύτην οδοιπορίαν, θέλει υπακούσει εις αυτόν, του λέγει· «Θύρσε, ή θυσίασον εις τους θεούς, ή ταύτην την ώραν θέλεις θανατωθή αθλίως». Ήτο δε πλησίον τού κόμητος και ο Κουμβρίκιος, προς τους οποίους είπεν ο Άγιος· «Σεις αποθνήσκετε και οι δύο κακώς μεθαύριον». Θυμωθέντες εκ τούτου οι ασεβείς έσυραν τον Άγιον έως της Απαμείας δέροντες· αλλά πριν φθάσουν μέχρι της πόλεως, επληρώθη η προφητελια του Μάρτυρος· και ο μεν Σιλβανός εγένετο παράλυτος, ο δε Κουμβρίκιος κατελήφθη υπό υψηλόν πυρετόν και εις τέσσαρας ημέρας κακώς οι κακοί ετελεύτησαν. Όταν δε ενεταφίαζον αυτούς οι στρατιώται η γη εξέρνα τα μιαρά αυτών λείψανα και εξήρχοντο του τάφου, έως ότου εποίησεν ο Άγιος προσευχήν και ούτως εστάθησαν. Τούτων ούτω γενομένων έβαλον οι υπηρέται εις την φυλακήν τον Άγιον και παρέμεινεν εις αυτήν ημέρας είκοσι τρεις, έως ου ήλθεν άλλος ηγεμών, Βαύδος ονόματι, όστις μαθών τα περί του Θύρσου προσέταξε να φέρουν ενώπιόν του τον Άγιον και λέγει προς αυτόν· «Συ είσαι όστις υβρίζεις τα προστάγματα των βασιλέων και συνέτριψας το είδωλον του Απόλλωνος»; Λέγει ο Άγιος· «Εγώ δεν πείθομαι εις παράνομον πρόσταγμα και δεν θυσιάζω εις έργα χειρών ανθρώπων, αλλά μόνον τον αληθή Θεόν σέβομαι». Αφού λοιπόν τον ηπείλησε πολύ ο άρχων, καθώς και οι πρότεροι, και είδεν ότι δεν εφοβείτο τας απειλάς του, προσέταξε και τον έβαλον εις σάκκον, τον οποίον αφού έδεσαν καλώς τον έρριψαν εις το πέλαγος μακράν από την γην τριάκοντα στάδια, αλλά το σακκίον εσχίσθη, ελθόντες δε ουράνιοι Άγγελοι έφεραν τον Άγιον εις την γην χορεύοντες και άδοντες προς τον Κύριον ωδήν επινίκιον. Οι δε στρατιώται βλέποντες τοιαύτα θαυμάσια τα ανήγγειλαν εις τον άρχοντα, όστις κατέβη εις τον αιγιαλόν και ιδών τον Άγιον έλεγεν, ότι με μαντείας ετέλει τοιαύτα θαυμάσια· όθεν προστάσσει να τον σύρουν οπίσω αυτού και να τον δέσουν δυνατά έως ου υπάγουν εις την Καισάρειαν, εις την οποίαν ήθελε να υπάγη και αυτός δια να λάβη την ηγεμονίαν· έδερον λοιπόν οι στρατιώται καθ΄ όλην την οδοιπορίαν τον Άγιον, έως ου έφθασαν πλησίον της πόλεως. Ακούσαντες δε οι εγχώριοι ότι έρχεται ο νέος ηγεμών με τον Άγιον, εξήλθον να τους προϋπαντήσουν. Όταν δε εισήλθον εις την πόλιν, προσέταξεν ο άρχων να φυλακίσουν τον Μάρτυρα, έως ότου συνάξη θηρία να τον φάγωσιν· έστησαν λοιπόν εκεί πύργον ξύλινον πλησίον του όρους και φέροντες άγρια θηρία τα έρριψαν εντός αυτού. Μετά δε τριάκοντα ημέρας είχεν ο ηγεμών μεγάλην πανήγυριν του Διός και συνήχθη όλη η χώρα, έφεραν δε τότε και τον Άγιον να τον δώσουν τροφήν εις τα θηρία. Είπε δε τότε προς αυτόν ο τύραννος· «Ιδού, Θάρσε, ότι έκαμα προς σε φιλανθρωπίαν και δεν σε εθανάτωσα αμέσως, αλλά σου έδωσα τόσας ημέρας προθεσμίαν δια να εννοήσης το συμφέρον σου. Λοιπόν ή θυσίασον εις τον Δία, καθώς βλέπεις ότι κάμνουν όλοι οι άνθρωποι της πόλεως ταύτης, ή οι οδόντες και οι όνυχες των θηρίων θέλουν σε ξεσχίσει σήμερον». Τότε ο Άγιος προσεποιήθη, ότι μετενόησε δια τα πρότερα και λέγει προς τον άρχοντα· «Εάν ήμην βέβαιος ότι δεν αγανακτεί ο Απόλλων, όταν προσκυνήσω τον Δία και δεν θέλει θυμωθή κατ΄ εμού, διότι τον κατεφρόνησα, θα εθυσίαζα μαζί με όλους σας». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εχάρη και πηγαίνοντες αμφότεροι εις τον ναόν, είπε προς αυτόν· «Θυσίασε μόνον εις αυτόν και εγώ να είμαι εγγυητής υπέρ σου αξιόχρεως, ότι δεν θέλει θυμωθή κανείς από τους άλλους θεούς εναντίον σου». Ποιήσας τότε ο Άγιος ευχήν προς τον όντως Θεόν, έγινε σεισμός μέγας και το είδωλον του Διός πεσόν συνετρίβη, οι δε Έλληνες εγκαταλείψαντες την θυσίαν έφυγον έντρομοι, τρέχοντες όσον ηδύναντο και μόνον ο Θύρσος έμεινε περιγελών την ασθένειαν των ειδώλων. Ο δε ηγεμών εμέμφετο εαυτόν, ότι ενεπαίχθη από τον Άγιον και έτριζε τους οδόντας, απειλών να του δώση επώδυνον θάνατον. Ενώ δε ταύτα εγένοντο, έμαθεν ο ηγεμών ότι τα θηρία ήσαν από ημερών πεινασμένα και από της πείνης των έτρωγαν λίθους· όθεν προσέταξε και έρριψαν εις αυτά τον Άγιον, αλλ΄ ο Θεός των Δυνάμεων δεν τον αφήκεν αβοήθητον, αλλ΄ έκαμε τα θηρία ως αρνία ήμερα και εστέκοντο πλησίον του σείοντα τας ουράς των και παίζοντα. Ο δε Μάρτυς ταύτα προσηύχετο· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ότι εδόξασας εις εμέ το πανάγιον Όνομά σου και τα ελέη σου εθαυμάστωσας και έφραξας τα στόματα των λεόντων, καθώς ποτε και τον δούλον σου Δανιήλ εθαυμάστωσας. Πρόσταξον, Κύριέ μου, τα θηρία ταύτα να υπάγουν εις τας κατοικίας αυτών, χωρίς να βλάψουν ουδένα εκ των ευρισκομένων εις το θέατρον». Ταύτα προς τον Θεόν προσευξάμενος, λέγει προς τα θηρία· «Υπάγετε εκεί οπόθεν ήλθετε και μη βλάψετε ουδένα». Ευθύς τότε τα μεν θηρία ανεχώρησαν, οι δε ορώντες εθαύμασαν και πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε άρχων διηπόρει και μη γνωρίζων τι να πράξη, εφυλάκισε τον Μάρτυρα. Μετά από ολίγας ημέρας θέλων να υπάγη εις την Απολλωνίαν, ήτις ήτο πόλις ολίγον από της Καισαρείας απέχουσα, προσέταξε τους στρατιώτας να σύρουν τον Θύρσον κατόπιν αυτού. Φθάσας δε εις την πόλιν, επειδή είχε πόθον να ποιήση προθύμους όλους εις την προσκύνησιν των ειδώλων, ηθέλησε να τους εκφοβίση με το να φανή προς τον Θύρσον ωμότατος, δια να δειλιάσουν όλοι και να γίνουν προς αυτόν υπήκοοι, μη γινώσκων ο ανόητος, ότι καθ΄ εαυτού ακονίζει την μάχαιραν. Συνήθροισε λοιπόν ο ανόητος τύραννος όλον τον λαόν εις τον ναόν του Απόλλωνος, όστις ήτο από τους άλλους επισημότερος, διότι ήτο μέγας και λαμπρός, έχων και τα περισσότερα είδωλα και προσέταξεν ανδρείους τινάς νέους να δέρουν τον Μάρτυρα με ράβδους εκεί έμπροσθεν εις τα είδωλα. Ο δε Άγιος ουδόλως εφοβείτο την κάλωσιν αυτήν, αλλ΄ ανυψώσας τον νουν προς τον δίκαιον Κριτήν έλεγε· «Κύριε, ας έλθη η Χάρις σου επ΄ εμέ, πρόσχες εις την βοήθειάν μου και μη με αφήσης να καταισχυνθώ, επειδή σε επεκαλέσθην». Ταύτα ο Αθλητής ηύχετο· ο δε Θεός επήκουσεν ως πάντα δυνάμενος· και εξαίφνης γίνεται βροντή μεγάλη και κτύπος εις την πόλιν και οι μεν στρατιώται οίτινες έδερον τον Άγιον έμειναν ακίνητοι και αι χείρες των εξηράνθησαν, ο δε άδικος δικαστής εδικάζετο αοράτως και εσουβλίζετο με κέντρα οξύτατα έχων την οδύνην ανείκαστον. Έπεσαν δε και τα είδωλα όλα εις την γην και έκειντο άτιμα· όθεν ο θείος Θύρσος ενεθαρρύνθη και λέγει προς τον ηγεμόνα περιγελών αυτόν· «Διατί δεν βοηθείς τους θεούς σου, οι οποίοι κείτονται κατά γης οι κακότυχοι και τους περιγελούν όσοι δεν είναι τυφλοί ως συ»; Εκ των λόγων τούτων του Μάρτυρος υπέφερεν ο άρχων και επόνει περισσότερον παρά από τας πικράς οδύνας, τας οποίας εδέχετο άνωθεν· και προς τους παρεστώτας έλεγεν· «Αι μαντείαι του Θύρσου μού δίδουν τόσην θλίψιν, ώστε επιθυμώ τον θάνατον».Ήτο δε εις την πόλιν ιερεύς τις των ειδώλων ευγενής και φρόνιμος άνθρωπος, ονόματι Καλλίνικος, τον οποίον ετίμων ως θεόν οι Έλληνες· ούτος βλέπων όλα εκείνα τα υπό της θείας Προνοίας διαδραματισθέντα μυστήρια, ήτοι το κακόν το οποίον επέπεσεν εις τον άρχοντα, την παραλυσίαν των δημίων και την εξολόθρευσιν των ειδώλων, ηννόησεν, ως γνωστικός, την ασθένειαν των θεών του και πιστεύσας εις τον Χριστόν, έλεγε ταύτα κατά διάνοιαν· «Συ παντοδύναμε Θεέ, τον οποίον κηρύττει ο Θύρσος και όστις τελείς τοσαύτα θαυμάσια, δέξου και εμέ τον νεόλεκτον στρατιώτην σου και δος μοι δύναμιν κατά των εχθρών της αληθείας». Ταύτα κατά νουν προσευξάμενος ο Καλλίνικος επλησίασε με τέχνην προς τον ηγεμόνα δια να περιγελάση αυτόν και τους θεούς του και λέγει προς αυτόν· «Ω εκλαμπρότατε ηγεμών, ο άνθρωπος ούτος, του οποίου αι σάρκες είναι καταξεσχισμέναι από τας μάστιγας, εκρήμνισε τον αρχηγόν των άλλων θεών Δία και τον λαμπρότατον Απόλλωνα, έτι δε και τον δυνατόν Ηρακλέα τον εν πολέμοις αήττητον και τους έρριψε και τους τρείς κατά γης χωρίς να τους εγγίση με όπλα, αλλά μόνον με ένα λόγον τον Χριστόν επικαλούμενος· εάν ορίζης λοιπόν, ας υπάγωμεν να σηκώσωμεν καν τον ιαματικόν Ηρακλέα και να τον παρακαλέσωμεν όπως δεηθή εις τον πατέρα του τον Δία και εις τον Απόλλωνα, οίτινες κοιμώνται ύπνον βαθύτατον, να μας βοηθήσωσιν». Ο δε ηγεμών ακούων ταύτα δεν ηννόησε την χλεύην, αλλά νομίζων ότι του ωμίλει σπουδαίως, απεκρίνατο λέγων· «Ύπαγε συ μόνος, διότι εγώ είμαι ασθενής, ιλάρυνε τους θεούς και εξέγειρε αυτούς εις εκδίκησιν, να απολέσουν τον Θύρσον, όστις τους εκρήμνισε με τας μαντείας του ο αναίσχυντος». Λέγει προς αυτόν ο Καλλίνικος· «Και πώς να κάμουν εκδίκησιν, αφού ήτο δυνατώτερος ο Θεός εκείνος όστις τους κατέρριψε»; Τότε ηννόησε την ειρωνείαν ο ηγεμών και εβόησεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον δυστυχή! Και συ, Καλλίνικε, επλανήθης με τας μαντείας του μιαρού τούτου γόητος»; Τότε ο νέος Αθλητής δεν εστάθη να ακούση δεύτερον λόγον από τον τύραννον, αλλά τρέχει παρευθύς εις τινα οικίαν, ξυρίζει τας τρίχας του πώγωνος, εκδύεται τα ενδύματά του και ελθών ενώπον του τυράννου ρίπτει όλα αυτά εις τους πόδας του λέγων· «Δέξου, ω ηγεμών, τας τρίχας και τα ενδύματα ταύτα, τα οποία είναι μεμολυσμένα από τας θυσίας των δαιμόνων, διότι καθώς εξεδύθην ταύτα, ούτω και την προτέραν πλάνην απέρριψα και έγινα Χριστιανός, δια να ζήσω πολιτείαν καινήν και θεάρεστον». Θαυμάζων δε ο ηγεμών δια την αιφνιδίαν μεταβολήν του Μάρτυρος έλεγε προς αυτόν· «Τι έπαθες, Καλλίνικε, το κάλλος των ιερέων; Τοσούτον αι μαντείαι του Θύρσου ηδυνήθησαν να νικήσουν και σε τον γενναιότατον δούλον των θεών, τον προφήτην και φίλον αυτών τον γνωσιώτατον»; Λέγει ο Καλλίνικος· «Από τα πολλά θαυμάσια τα οποία είδον εβεβαιώθην, ότι όσα λέγετε δια τους θεούς σας είναι όλα μύθοι και φλυαρήματα, καθώς και σήμερον όλοι σας οφθαλμοφανώς εγνωρίσατε εις τον δυνατόν Ηρακλέα, τον οποίον λέγετε ότι έπραξε τόσας ανδραγαθίας και τώρα κατεκρημνίσθη (φευ!) ως ανίσχυρος με ένα λόγον του Μάρτυρος». Λέγει προς αυτόν ο άρχων· «Δια να δυνηθής και συ να κάμης τας μαντείας του Θύρσου απηρνήθης την πατρικήν σου ευσέβειαν· αλλ΄ εγώ θέλω σας θανατώσει και τους δύο, εάν δεν επιστρέψης ταχέως εις τα πρότερα και γίνης εις τους θεούς ευσεβέστατος». Απεκρίθη ο Καλλίνικος· «Επειδή είσαι εξησθενημένος, ως είπες, ας υπάγωμεν αμφότεροι εις τον ναόν, να παρακαλέσωμεν τον μέγαν Ασκληπιόν, να σου δώση την υγείαν σου και να θεραπεύση και εμέ, εάν από τας μαντείας, καθώς λέγεις, εβλάβην». Ακούσας ταύτα ο ηγεμών και νομίσας, ότι μετενόησεν ο Καλλίνικος, τον επήρεν ευθύς και επήγαν εις τον ναόν, εισελθόντων δε εις τον βωμόν, είπε ταύτα ο Άγιος· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο αψευδής Θεός, όστις δεν με εβδελύχθης δια τας αναριθμήτους ανομίας, τας οποίας ετέλεσα πρότερον, αλλά δια μέσου του δούλου σου Θύρσου με προσεκάλεσες, αυτός και τώρα ελθέ εις την βοήθειάν μου και δείξον και εις εμέ την δύναμίν σου». Ταύτα ειπών, ήκουσε φωνήν άνωθεν, ήτις ενεθάρρυνε την ψυχήν αυτού και τον παρεκίνει εις το βραβείον της άνω κλήσεως· όθεν έλαβε θάρρος και επικαλεσθείς το όνομα του Χριστού, προσέταξε το είδωλον του Ασκληπιού, το οποίον ήτο μέγα ως γίγας και παρευθύς έπεσεν εις τους πόδας του Καλλινίκου. Λέγει δε τότε προς τον άρχοντα· «Βλέπεις πως εκρημνίσθη ο παντοδύναμος θεός σου και δεν δύναται να εγερθή, εάν δεν τον βοηθήσετε; Γνώρισον λοιπόν την δυστυχίαν των ψευδωνύμων θεών και πρόσελθε εις τον αληθή και παντοδύναμον Θεόν και εάν πιστεύσης εις αυτόν, θέλεις πράξει και συ τοιαύτα θαυμάσια». Ταύτα ακούσας ο άρχων ελυπήθη πολύ, διότι είδεν ότι έχασε και τον Καλλίνικον· όθεν έδωκε κατ΄ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, καθότι εγνώριζεν, ότι πλέον δεν επιστρέφουσιν εις τα είδωλα, ήτοι προσέταξε τον μεν Καλλίνικον να αποκεφαλίσουν, τον δε Θύρσον να βάλουν εις κιβώτιον στενόν τόσον, ώστε μόλις να χωρή και να τον πριονίσουν εις μικρά τεμάχια. Λαβόντες λοιπόν οι στρατιώται τους Αγίους επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης και ο μεν Καλλίνικος εποίησε προσευχήν προς Κύριον και ούτως αποκεφαλισθείς απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν· τον δε μακάριον Θύρσον έβαλον εις ξύλινον κιβώτιον και εβασανίζοντο επί ώραν πολλήν οι δήμιοι Σαββίνος και Βιτάλιος να τον πριονίσουν, αλλά δεν ηδύναντο, διότι το πριόνιον απώλεσε την κοπτικήν του δύναμιν και ποσώς δεν έκοπτεν, εβάρυνε δε τόσον, ώστε εχύνετο υπ΄ αυτών άφθονος ιδρώς, αλλά να το σαλεύσουν δεν ηδύναντο· μάλιστα και αυτή η ξυλίνη θήκη ήνοιξε μόνη της και εξήλθεν ο Άγιος, όστις γνωρίζων, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη και αυτός προς τον ποθούμενον Χριστόν, διότι ήκουσε φωνήν άνωθεν, ήτις τον εκάλει εις την αιώνιον ανάπαυσιν, εποίησε προσευχήν προς Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις με συνηρίθμησας μετά των δούλων σου τον ανάξιον· δέξαι λοιπόν εν ειρήνη την ψυχήν μου και αξίωσον αυτήν της αφράστου σου ευφροσύνης και αιωνίου απολαύσεως». Ταύτα ειπών και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις όλον το σώμα του, παρέδωσε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού εν ειρήνη αταράχως, αφού ήκουσε και φωνήν ουρανόθεν, η οποία εφανέρωνεν εις αυτόν τα ητοιμασμένα δια τους Δικαίους ανεκλάλητα αγαθά, τούτο δε το τέλος του Αγίου ωκονόμησεν η άρρητος του Θεού σοφία, δια να μη φανή ότι τον ενίκησεν ο τύραννος και τον εθανάτωσε. Τοιούτον υπήρξε το τέλος των Αγίων τούτων ενδόξων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου και Καλλινίκου, οίτινες «ολίγα (ενταύθα) παιδευθέντες μεγάλα (εν ουρανοίς) ευηργετήθησαν, ότι ο Θεός επείρασεν αυτούς και εύρεν αυτούς αξίους εαυτού· ως χρυσόν εν χωνευτηρίω εδοκίμασεν αυτούς, και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτούς» (Σοφ. Σολ. γ΄:5-6). Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, Επισκόπου Ιλλυρικού

Δημοσίευση από silver »

Ελευθέριος ο θαυμαστός και ένδοξος Ιερομάρτυς διέλαμπεν ως αστήρ φωταυγέστατος κατά το δεύτερον ήμισυ του δευτέρου μετά Χριστόν αιώνος, γεννηθείς εις την περιφανή μεγαλόπολιν Ρώμην από γονείς ευγενείς, λαμπρούς και πλουσίους, οίτινες ήσαν όχι μόνον κατά σάρκα περιφανείς, αλλά και εις την πίστιν ευγενείς τε και ευσεβέστατοι, διότι η μήτηρ αυτού, Ανθία ονόματι, ήτο δεδιδαγμένη την ακρίβειαν της Πίστεως από τους μαθητάς του μακαρίου Παύλου. Αύτη γεννήσασα τον ιερόν τούτον παίδα τον ωνόμασεν Ελευθέριον, τον οποίον ανέθρεψεν ευσεβώς. Ο δε πατήρ αυτού ήτο μεν πλούσιος, ως είπομεν, και διετέλεσεν ύπατος της πόλεως, όπερ αξίωμα ήτο εν από τα μεγαλύτερα και λαμπρότερα αξιώματα των αρχόντων, πλην έζησεν ολίγον καιρόν μετά την γέννησιν του Αγίου· όθεν έμεινεν ούτος υποτασσόμενος εις την μητέρα αυτού, η οποία τον έδωκεν εις τον Αρχιερέα της Ρώμης να τον μανθάνη τα ιερά γράμματα. Βλέπων ο Αρχιερεύς το ήθος του νέου, την ευταξίαν, την κοσμιότητα και τας άλλας αρετάς, τας οποίας είχε, τον προεχείρισε Κληρικόν· όταν δε έγινεν ετών δεκαπέντε τον εχειροτόνησε Διάκονον, εις τα δεκαεπτά Ιερέα και εις τα είκοσι τον εχειροτόνησεν Επίσκοπον του Ιλλυρικού· αλλά ας μη θαυμάση τις δια το ότι τον έκαμαν Επίσκοπον τόσον νέον, διότι τούτο εγένετο κατ΄ οικονομίαν Θεού δια τας μεγάλας αρετάς του νέου Ελευθερίου και μάλιστα διότι ήτο τόσον λόγιος και σοφός, ώστε προσείλκυε με την διδαχήν του πάντας εις την ευσέβειαν· όθεν δια να τεθή ο λύχνος επί την λυχνίαν και να μη κρύπτεται, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, και δια να φωτίση πολλάς ψυχάς και να επιστρέψη τους εσκοτισμένους εις θεοσέβειαν, δια τούτο πρεπόντως τον ανεβίβασεν εις τον υπέρτιμον θρόνον ο μέγας Ανίκητος, όστις ήτο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης, γνωρίζων πόσοι θέλουν φωτισθή δια μέσου αυτού, καθώς και εγένετο και επέστρεψαν πολλοί Έλληνες και εβαπτίσθησαν, διότι η γλυκύτης και η σοφία των λόγων του παρεκίνει τους ακροατάς να γνωρίσουν την αλήθειαν. Ο δε διάβολος, όστις φθονεί την σωτηρίαν των ανθρώπων πάντοτε, ελύσσα κατ΄ αυτού και έτριζε τους οδόντας ο δείλαιος και μη δυνάμενος να τον θανατώση ο ανίσχυρος, ενδύεται τον βασιλέα όλως δι΄ όλου εισερχόμενος εις τα εκείνου εντόσθια και εκίνησε διωγμόν κατά της ευσεβείας ο ασεβέστατος. Εδίωκε λοιπόν κοινώς πάντας τους Χριστιανούς ο άχρηστος βασιλεύς και εξόχως εζήτει τον Ελευθέριον δια να θανατώση εκείνον πρώτον ως αίτιον της ευσεβείας και κατόπιν τους άλλους. Απέστειλε λοιπόν στρατηλάτην τινά, ονόματι Φήλικα, προστάσσων αυτόν να φέρη επειγόντως τον Ελευθέριον· ο δε Φήλιξ επήγε με πλήθος στρατιωτών και περιεκύκλωσε την Εκκλησίαν, εντός της οποίας είχεν ακούσει ότι εδίδασκεν ο Άγιος. Εισήλθεν όθεν εις το Ναόν με κακήν γνώμην και βλέμμα άγριον· αλλά καθώς εισήλθε και είδε τον Άγιον με τοσαύτην ευκοσμίαν και ήκουσε την γλυκυτάτην εκείνην γλώσσαν και την πάνσοφον αυτού διδασκαλίαν, ω του θαύματος! εθαύμασε και μεταβαλών το άγριον βλέμμα εις ιλαρότητα, γίνεται ο πρώην λύκος ήμερον πρόβατον και αντί διώκτου μαθητής και υπήκοος, καταφρονεί τιμήν πρόσκαιρον, απαρνείται πλούτον και συγγενείς, δεν ενδιαφέρεται ποσώς δια να δώση απόκρισιν εις τον βασιλέα, αλλά προσπίπτων εις τους πόδας του Αγίου πιστεύει εις τον Χριστόν ο αοίδιμος. Ο δε Άγιος τον κατήχησε και τον ενουθέτησε την ακρίβειαν της πίστεως· έπειτα τον συνεβούλευσε να τον υπάγη εις τον βασιλέα, καθώς τον προσέταξε, δια να μη ζημιωθή ο Άγιος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Εκίνησαν λοιπόν εις οδοιπορίαν και καθώς διήρχοντο από βρύσιν τινά εζήτησεν ο ευλαβής Φήλιξ (ως άλλος Κανδάκης από τον Φίλιππον) να τον βαπτίση ο Ελευθέριος, όστις ιδών τον πολύν αυτού πόθον και την μεγάλην προθυμίαν προθύμως και εκείνος τον ανεγέννησε δια του θείου Βαπτίσματος. Μεθ΄ ημέρας δε τινας φθάσαντες εις την Ρώμην, ο μεν πιστότατος Φήλιξ ηνώθη με τους άλλους Χριστιανούς και τους είπε τα γενόμενα, ο δε Άγιος επήγεν εις το κριτήριον χαίρων ως να τον είχον καλεσμένον εις πανήγυριν και εορτήν πανευφρόσυνον. Ιδών δε ο βασιλεύς τον Άγιον τόσον νέον και ωραίον και την πολλήν αυτού ευταξίαν και κοσμιότητα, τον εσυμπάθησε και του λέγει· «Διατί, Ελευθέριε, αφήκας την προπατορικήν σου πίστιν και την ευσέβειαν των θεών και πιστεύεις εις ένα κακοθάνατον άνθρωπον»; Ο δε Άγιος εσιώπα, ακούσας τοιούτον λόγον ανόητον και δεν έδωκεν εις αυτόν ουδεμίαν απόκρισιν. Τότε πάλιν ο τύραννος είπε προς τον Άγιον λόγους πολλούς και κολακευτικούς και του υπέσχετο δωρεάς και χαρίσματα πλούσια, εάν θυσιάση εις τα είδωλα· εάν δε δεν υπακούση, ηπείλει ότι θα του δώση διάφορα κολαστήρια. Ο δε Ελευθέριος ελευθέραν και την απόκρισιν έδωκε προς αυτόν ειπών· «Πώς να καταδεχθώ να προσκυνήσω τοιούτους θεούς αναισθήτους και ξόανα άψυχα; Μάλιστα και σας, οίτινες προσκυνείτε αυτούς, σας ταλανίζω και σας κλαίω, διότι ο Θεός σάς ετίμησε με το λογικόν, σεις δε γίνεσθε ανοητότεροι των ξύλων και των λίθων και νομίζετε ότι αυτά είναι θεοί, τον δε αληθινόν και μόνον Θεόν, όστις μας έπλασε και όλον τον κόσμον εδημιούργησεν, αφήσατε και προσκυνείτε τους δαίμονας· εγώ όμως λατρεύω τον Δεσπότην μου Χριστόν· αυτόν σέβομαι και ομολογώ Θεόν αληθέστατον, τας δε τιμάς και δωρεάς, τας οποίας μου υπόσχεσαι, ως και τα δεινά και φρικτά κολαστήρια, με τα οποία με απειλείς, νομίζω πληγάς νηπίων και παίχνια, διότι εγώ απηρνήθην τον κόσμον και εσταυρώθην κατά τον διδάσκαλόν μου Παύλον και νομίζω τον θάνατον δια τον Χριστόν μου τρυφήν και δόξαν και αγαλλίασιν». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη και προστάσσει να πυρώσουν χάλκινον κράββατον και να θέσουν επάνω τον Άγιον, να έχουν δε υποκάτω πολλούς άνθρακας και εκεί να τον αφήσουν έως να ψηθή τελείως. Όταν λοιπόν έρριψαν τον Άγιον εις την φοβεράν εκείνην βάσανον, τον ελυπήθη όλος ο λαός της πίλεως, όστις ήτο εκεί συνηγμένος και αναρίθμητοι άνθρωποι ελοιδόρησαν τον βασιλέα δια την τοιαύτην ωμότητα λέγοντες· «Διατί ν΄ απολεσθή τοιούτος άνθρωπος επιφανής, ευγενής και πάνσοφος, ως καταφρονεμένος τις και άτιμος»; Ο δε παντοδύναμος Θεός ελάφρυνε τας οδύνας αυτού άνωθεν και έκειτο ο Άγιος δροσιζόμενος, ως να ήτο εις τρυφερά και δροσερά χόρτα. Μετά ώραν ικανήν, όταν παρήλθεν ο θυμός του τυράννου, είπε να τον εκβάλουν από την εσχάραν, νομίζων ότι απέθανεν· ο δε Άγιος επήδησεν όρθιος και απαθής χωρίς να έχη πληγήν τελείως και έψαλλε ταύτα περιχαρής και αγαλλιώμενος· «Υψώσω σε ο Θεός μου, ο Βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομά σου εις τον αιώνα» (Ψαλμ. ρμδ΄ 1), και τα λοιπά του ψαλμού· και τότε λέγει προς τον τύραννον· «Κοίταξέ με τώρα, ω βασιλεύ, που ενόμιζες ότι έγινα παρανάλωμα του πυρός και ίδε ότι ουδόλως αυτό με ήγγισεν· εννόησον λοιπόν εκ τούτου την επ΄ εμέ δύναμιν του μόνου αληθινού Θεού μου, των δε ιδικών σου ψευδωνύμων θεών την ασθένειαν». Ταύτην την παρρησίαν του Μάρτυρος ενόμισεν ο βασιλεύς ως ύβριν αυτού· όθεν εύρεν άλλην νεωτέραν βάσανον να τον παιδεύση ισχυρότερον. Επρόσταξε λοιπόν και έθεσαν τον Άγιον επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην και κάτωθεν μεν αυτής είχον πλήθος ανθράκων, άνωθεν δε έχυνον έλαιον δια ν΄ ανάψουν την φλόγα περισσότερον· πλην ουδέ τότε η Χάρις του Θεού ημέλησεν, αλλ΄ ευθύς ως τον ήπλωσαν εις την εσχάραν, το μεν πυρ έσβυσε και ο σίδηρος εψυχράνθη, ο δε Άγιος έμεινεν υπό της θείας Χάριτος δροσιζόμενος. Ο θυμός όμως του τυράννου μάλλον εξήπτετο και προστάσσει να βάλλουν λίπος, κηρόν και πίσσαν εις λέβητα και να βράσουν εντός αυτού τον Μάρτυρα. Αφού δε από την πολλήν πυράν εκοκκίνισεν ο λέβης, είπεν ο τύραννος· «Αναμέσον ζωής και θανάτου ευρίσκεσαι, Ελευθέριε· όθεν φρόντισον δια το συμφέρον σου, διότι εγώ, εκτιμών την ευγένειάν σου και την πολλήν καλωσύνην και το κάλλος σου, σε λυπούμαι, μα τους θεούς, και δεν θέλω να χάσης την ζωήν σου δι΄ εν πείσμα μάταιον και ανωφελές». Ο δε Άγιος γενναίως και αφόβως ήλεγχε τον βασιλέα, ονομάζων αυτόν λύκον της Αραβίας, όστις εφόνευε τους πιστούς ως πρόβατα· του έλεγε δε, ότι δεν ηδύνατο να τον αποσπάση από την γνώμην του, έστω και αν τον υπέβαλλεν εις όλα τα βασανιστήρια του κόσμου. Τότε επρόσταξεν ο τύραννος και τον έρριψαν εις τον λέβητα· αλλά ματαίως εκοπίαζε, διότι μετέβαλε τον πυρ εις δρόσον η άνω Πρόνοια και έμεινεν ο Μάρτυς πάσης βλάβης αμέτοχος ως και πρότερον δοξάζων τον Κύριον. Ο δε τύραννος ίστατο περίλυπος απορών και μη γνωρίζων τι να πράξη ο δείλαιος. Τότε ο έπαρχος της πόλεως, Κορέμων ονόματι, όστις ήτο πολυμήχανος και ήξευρε διάφορα κολαστήρι, βλέπων τον βασιλέα διαπορούντα και οδυνώμενον, τον παρηγόρησε λέγων· «Εγώ, βασιλεύ, να σε απαλλάξω από τους κόπους και τας φροντίδας δια τον Ελευθέριον και να τον κάμω να εκτελέση τον λόγον σου ή άλλως να απολεσθή κακώς και ανηλεώς». Ταύτα ειπών, επρόσταξε και έφεραν κλίβανον χάλκινον, έσωθεν του οποίου είχον από παντού καρφωμένα αιχμηρά σίδηρα, έβαλον δε πυρ δια να τον πυρώσουν δυνατά και να ρίψουν εντός αυτού τον Μάρτυρα. Ο έπαρχος δε αυτός εγνώριζε μεν την πίστιν του Χριστού, καθό δεδιδαγμένος από τον Φήλικα, πλην ήτο φίλος του βασιλέως και δια την πρόσκαιρον δόξαν δεν άφηνε την θρησκείαν των ειδώλων. Όταν λοιπόν αυτός ητοίμαζεν εκείνο το φρικτόν κολαστήριον, τότε ο Άγιος ως άλλος Στέφανος παρεκάλει τον Κύριον, αντί πάσης άλλης βοηθείας, να φωτίση τους διώκτας του και να τους δώση σωτηρίαν ψυχής· υψώσας δε προς ουρανόν τον νουν και την διάνοιαν, έλεγε ταύτα με ψυχικήν αγαλλίασιν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ και Θεέ μου, όστις με ενεδυνάμωσας και τοσούτων αγαθών με ηξίωσας, ώστε να πάθω ταύτα δια το πανάγιόν σου Όνομα. Αυτός και τώρα την μεν ψυχήν μου λύτρωσον από τας χείρας των εχθρών σου και σώσον με, δια να γνωρίσουν όλοι, ότι συ είσαι μόνος Θεός αληθέστατος, αυτούς δε αξίωσον να μισήσουν τα αναίσθητα είδωλα και να έλθουν εις την αλήθειαν». Ο μεν λοιπόν Άγιος ούτως ηύχετο· ο δε Κύριος επήκουσεν αυτού και εφώτισε τον έπαρχον, όστις ηλλοιώθη και ώσπερ να μη ήτο εκείνος, όστις ητοίμασε την τιμωρίαν του Μάρτυρος, επλησίασε τον βασιλέα και του λέγει· «Ποίον κακόν έπραξεν ο καλός Ελευθέριος και τον αποφασίζεις εις τοιούτον κακόν και χαλεπόν θάνατον»; Ο δε βασιλεύς ηπόρει ακούσας τοιαύτα ανέλπιστα και τον ηρώτα τι έπαθε και έστρεψεν η γνώμη του εις το εναντίον τόσον γρήγορα. Και του έλεγεν· «Εγώ σε ετίμησα περισσότερον από κάθε άλλον άρχοντα του παλατίου μου και σε εψήφισα έπαρχον, πλούτον πολύν σου εχάρισα και πάλιν εάν είσαι φιλάργυρος και επήρες από τον Ελευθέριον χρυσίον και συμπονείς δι΄ αυτόν, εγώ να σου δώσω χαρίσματα μεγαλύτερα». Ο δε Κορέμων επληρώθη όλος θείου Πνεύματος με την προσευχήν του Αγίου και φωτισθείς την διάνοιαν έλεγεν· «Η τιμή σου ας είναι μετά σου εις απώλειαν και τα αργύριά σου ας τα καύση το πυρ, το οποίον σε αναμένει εις την κόλασιν, διότι με το θέλημά σου, γίνεσαι τυφλός εις την αλήθειαν και δεν γνωρίζεις την αδυναμίαν των θεών σου, οίτινες δεν δύνανται να λυτρώσουν εκ του πυρός ουδένα από σας, καθώς ο Χριστός ελύτρωσε τοσάκις τους δούλους του».Ταύτα ακουσας ο τύραννος εθυμώθη τόσον ο ανόητος, ώστε έστρεψε την προτέραν αγάπην εις μίσος ανείκαστον και προστάσσει να βάλουν εις τον ητοιμασμένον κλίβανον αυτόν τούτον τον έπαρχον, όστις τον ητοίμασεν. Όταν δε έφερον πλησίον αυτού τον έπαρχον και είδε την φοβεράν εκείνην φλόγα, εφώναξε προς τον Άγιον λέγων· «Ποίησον, Άγιε του Θεού, δέησιν προς τον αληθή Θεόν δι΄ εμέ και ενδυνάμωσόν με με το όπλον του Χριστού, καθώς και τον στρατηλάτην Φήλικα περιετείχισας». Ούτω λοιπόν ο Κορέμων καθοπλισθείς με τας ευχάς του Αγίου, εισήλθεν εις τον κλίβανον μετά προθυμίας και πίστεως· Χάριτι όμως Χριστού έμεινε και αυτός αβλαβής και ηυχαρίστει και υμνολόγει τον Κύριον. Ο δε βασιλεύς προσέταξε και τον απεκεφάλισαν· ούτω δι΄ ολίγον κόπον μιας στιγμής εκέρδησε ζωήν αιώνιον και αγαλλίασιν άρρητον. Αφού ο Άγιος Κορέμων ετελειώθη, επρόσταξεν ο τύραννος και έβαλον εις τον κλίβανον τον Άγιον, αλλ΄ ευθύς το μεν πυρ έσβυσε, τα δε σίδηρα έστρεψαν προς τα οπίσω το οξύ μέρος αυτών ευλαβούμενα τας σάρκας του Μάρτυρος. Ο δε βεβλαμμένος τον νουν και ασύνετος τύραννος έμεινε τυφλός εις την ψυχήν και δεν ήθελε να γνωρίση την αλήθειαν· όθεν φυλακίζει πάλιν τον Άγιον. Πολλοί όμως δια τας άνω ειρημένας θαυματουργίας εφώναζον· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών». Ο δε άχρηστος ελύσσα κατά του Αγίου και τον αφήκεν εις τα δεσμά ν΄ αποθάνη από την πείναν και την κακοπάθειαν. Ο Θεός όμως, όστις έτρεφε τον Ηλίαν δια του κόρακος, αυτός και τον Ελευθέριον επεμελείτο εις την φυλακήν και του έστελλε τροφήν με περιστεράν όσας ημέρας παρέμεινεν έγκλειστος. Ο δε τύραννος, βλέπων ότι δεν ίσχυον αι πονηρίαι του, εδαιμονίζετο περισσότερον, και προστάσσει να δέσουν εις ζυγόν ίππους αγρίους, ο αγριώτερος και αλογώτερος εκείνων, και να δέσουν τον Άγιον όπισθεν αυτών και να τον σύρουν επάνω εις λίθους και βράχους δια να κατακοπούν αι σάρκες του και να ξεψυχήση ελεεινότατα. Ματαίως όμως έχανε τον καιρόν του μη παύων να μελετά κακά κατά του Αγίου ο εναγής και παμμίαρος τύραννος, διότι ο παντοδύναμος Κύριος δεν ημέλει να του στέλλη εξ ύψους βοήθειαν· όθεν ελθών Άγιος Άγγελος μετέβαλεν εις ημέρους τούς αγρίους ίππους και λύσας τα δεσμά ελευθερώνει τον Ελευθέριον, τον οποίον εκάθισεν επάνω εις την άμαξαν, την οποίαν έσυρον οι ίπποι και τον επήγε καθεζόμενον εις το πλησίον όρος αταράχως, εκεί δε γίνεται και άλλο θαυμασιώτερον· ήτοι, καθώς ανεγίνωσκε την Ακολουθίαν του, υμνολογών τον Κύριον, συνηθροίζοντο αι άρκτοι και οι λέοντες και άλλα άγρια ζώα του όρους και περιεκύκλουν τον Άγιον χαίροντα και εσκίρτων νεύοντα προς την γην τας κεφαλάς των. Ταύτα μαθών ο ασύνετος τύραννος από τινας κυνηγούς, οι οποίοι έτυχον εκεί και είδον τοιούτον θαυμάσιον, δεν ηυλαβήθη καν από ταύτα τον ΄γιον, αλλά γίνεται των θηρίων ανοητότερος και στέλλει στρατιώτας να του φέρουν τον Ελευθέριον. Τα δε θηρία, ως τους είδον, ώρμησαν με θυμόν εναντίον των, και θα τους εξέσχιζαν με τους οδόντας και τους όνυχας αυτών· πλην ο Άγιος προσέταξε να μη βλάψουν ουδένα, αλλά να υπάγουν εις τα σπήλαιά των, τους δε στρατιώτας ωνείδισε ότι επήγαν με ξίφη και όπλα να τον κυνηγήσουν ως να ήτο φονεύς και ληστής. Ταύτα ειπών, τους ηκολούθησε προθύμως, εδίδασκε δε αυτούς καθ΄ όλην την οδοιπορίαν των, να λάβουν παράδειγμα από την σύνεσιν των θηρίων και να γνωρίσουν τον Ποιητήν της κτίσεως δια να εύρουν ζωήν αιώνιον· και τόσον τους ενουθέτησεν, ώστε πολλοί εξ αυτών επίστευσαν εις τον Χριστόν. Όταν έφθασαν εις την Ρώμην, ετέλεσεν ο βασιλεύς πανήγυριν, δια να συναχθώσι πολλοί και να ίδωσι τον θάνατον του Αγίου, τον οποίον επρόσταξε να ρίψουν εις τα θηρία. Αλλά τα πράγματα δεν ηκολούθησαν καθώς ο τύραννος ενόμιζε, διότι αφήσαντες κατά του Αγίου λέαιναν αγρίαν κατά πολύ και ανήμερον, εκείνη πρώτον μεν ώρμησε μετά σπουδής κατά του Αγίου, όμως, αφού επλησίασεν, έκλινε την κεφαλήν εις τους πόδας αυτού και ανέλειχε τα ίχνη των ποδών του, έκαμε δε και σημεία τινά, ως να είχε γνώσιν ανθρωπίνην και ηυλαβείτο τον Μάρτυρα· αλλ΄ ουδέ εις αυτό το θαυμάσιον επίστευσεν ο σκληροκάρδιος τύραννος, αλλ΄ ενόμισεν ότι επειδή το θηρίον εκείνο ήτο λέων θηλυκός, ήτοι λέαινα, δεν είχε τόσην δύναμιν και δια τούτο δεν έβλαψε τον Άγιον· όθεν προστάσσει να φέρουν άλλον αρσενικόν λέοντα, όστις όμως εφάνη και αυτός προς τον Άγιον ημερώτερος από τον θηλυκόν· αγκαλίζεται και φιλεί τους πόδας του, σείει την ουράν του, χορεύει και χαίρεται και δεικνύει και αυτός με τα σχήματα νόησιν και αγάπην προς τον Άγιον. Οι δε περιεστώτες, τοιούτον θαυμάσιον βλέποντες, όσοι μεν είχον τους οφθαλμούς της ψυχής ανοικτούς ανέκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών», οι δε τυφλοί και ανόητοι έλεγον, ότι ήτο μάντις και γόης. Τούτους όμως η θεία δίκη δικαίως επαίδευσε, δια να φραγούν, κατά τον Δαβίδ (Ψαλμ. λ΄ 19), τα δόλια χείλη, άτινα λαλούσι κατά του δικαίου ανομίαν και εξουθένωσιν, διότι ευθύς, καθώς είπον τα βλάσφημα λόγια, επληγώθησαν αοράτως. Βλέπων ο παράνομος τύραννος, ότι ο Άγιος ενίκα όλα τα κολαστήρια, απηλπίσθη τελείως. Όθεν γνωρίζων ότι με άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να τον θανατώση διατάσσει να κόψωσι την κεφαλήν του. Τούτου λοιπόν γενομένου, παρέδωκεν ο ένδοξος Ελευθέριος την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε μήτηρ αυτού Ανθία ενηγκαλίσθη το σώμα του υιού της και Μάρτυρος και καταφιλούσα τούτο εμακάριζεν αυτόν ότι έπαθε τοσαύτα δια τον Κύριον. Τότε οι δήμιοι και την μητέρα ως ωμοί και άσπλαγχνοι εθανάτωσαν. Όσοι δε πιστοί ευρέθησαν εκεί εις την Ρώμην από την Αυλώνα, ήτοι από την έδραν της Επισκοπής του Μάρτυρος, έλαβον και τα δύο ταύτα άγια Λείψανα και μυρίσαντες αυτά και πρεπόντως τιμήσαντες, φιλοθέως και ευλαβώς ενεταφίασαν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος του ενός και μόνου Θεού, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (16η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΓΓΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Αγγαίος ο Άγιος Προφήτης κατήγετο από την ιερατικήν φυλήν του Λευϊ, εγεννήθη δε εις την Βαβυλώνα, μετά την αιχμαλωσίαν των Ισραηλιτών. Νέος δε έτι ων, μετέβη εκ της Βαβυλώνος εις την Ιερουσαλήμ μετά των άλλων Ιουδαίων και προεφήτευσε μετά του Προφήτου Ζαχαρίου έτη τριάκοντα εξ, προλαβών την έλευσιν του Χριστού έτη τετρακόσια εβδομήκοντα. Φανερώς δε προεφήτευσε δια την από Βαβυλώνος επιστροφήν των Ιουδαίων και είδεν εκ μέρους την δευτέραν οικοδομήν του Ναού· αποθανων δε ετάφη ενδόξως πλησίων εις τους τάφους των ιερέων, καθότι και αυτός, ως είπομεν, ήτο από γένος ιερατικόν. Ούτος κατά τα χαρακτηριστικά του σώματος ήτο δασύς την κόμην, γέρων πολύ, στρογγύλον έχων το γένειον· κατά τον ηθικόν χαρακτήρα έντιμος, κατά την αρετήν περιφανής, αγαπώμενος παρά πάντων, τιμώμενος ως ένδοξος και μέγας Προφήτης. Αγγαίος δε ερμηνεύεται εορτή ή εορταζόμενος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Τριών Παίδων ΑΝΑΝΙΟΥ, ΑΖΑΡΙΟΥ, ΜΙΣΑΗΛ και ΔΑΝΙΗΛ του Προφήτου

Δημοσίευση από silver »

Δανιήλ ο μακάριος Προφήτης ήτο από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, καταγόμενος από γένος ευρισκόμενον εις την βασιλικήν υπηρεσίαν και εγεννήθη εις Βηθαράν την ανωτέραν. Ενώ δε ακόμη ήτο νήπιον, απήχθη αιχμάλωτος εκ της Ιουδαίας εις την Βαβυλώνα και εκεί προεφήτευσεν έτη εβδομήκοντα· προέλαβε δε την Γέννησιν του Χριστού τετρακόσια εξήκοντα έτη. Ήτο δε ανήρ τοσούτον σώφρων, ώστε οι Ιουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Επένθησε πολύ δια την αιχμαλωσίαν των ομοφύλων του Εβραίων, ενήστευε δε από πάσαν επιθυμητήν τροφήν· και ήτο μεν ξηρός κατά το σώμα, εφαίνετο όμως πολύ ωραίος με την Χάριν του Υψίστου Θεού. Οι δε Άγιοι ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΕΣ ήσαν Ιεροσολυμίται, υιοί πατρός μεν Εζεκίου του βασιλέως, μητρός δε Καλλινίκης. Ο δε πατήρ αυτών Εζεκίας ασθενήσας και ειπών προς τον Θεόν μετά δακρύων, ότι εφύλαξε τα αρεστά ενώπιον αυτού, έλαβε προσθήκην της ζωής του δεκαπέντε έτη. Όταν δε η αγία πόλις των Ιεροσολύμων εκυριεύθη υπό του Ναβουχοδονόσορος βασιλέως των Βαβυλωνίων και Ασσυρίων, απήχθησαν και ούτοι οι Τρεις Παίδες αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα μετά του Προφήτου Δανιήλ· εκεί δε κατεστάθησαν επιστάται των πραγμάτων του βασιλέως δια την αρετήν και φρόνησίν των και μάλιστα δια την μεσιτείαν του Δανιήλ. Επειδή δε κατεφρόνησαν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως, την οποίαν προσέταξε να προσκυνώσιν όλοι οι λαοί εις την πεδιάδα Δεηρά, ερρίφθησαν εις κάμινον, επταπλασίως καιομένην, εντός της οποίας δροσιζόμενοι από καταβάντα θείον Άγγελον έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον, συγκαλούντες όλα τα κτίσματα εις δοξολογίαν Θεού. Τότε βλέπων ο βασιλεύς το παράδοξον τούτο θαύμα ωμολόγησεν, ότι είναι μέγας ο Θεός ο υπ΄ αυτών προσκυνούμενος. Ο δε θείος Δανιήλ, καίτοι συζήσας και συναναστραφείς μετά των ανωτέρω Αγίων Τριών Παίδων και γενόμενος αίτιος να τιμηθώσι δια της μεσιτείας του, ως είπομεν, εν τούτοις δεν ερρίφθη μετ΄ αυτών εις την κάμινον καθώς και η θεία Γραφή δεν αναφέρει τούτο. Η αιτία δε δια την οποίαν δεν ερρίφθη εις την κάμινον ο Δανιήλ είναι η εξής, όπερ συνάδει και με την αλήθειαν. Επειδή ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ ωνόμασε τον Δανιήλ Βαλτάσαρ, ως είναι γεγραμμένον· ¨Και ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Βαλτάσαρ» (Δαν. ε: 12), το δε όνομα αυτό ήτο γνώρισμα εξόχου τιμής και όνομα του θεού αυτών, κατά το ρητόν «Έως ήλθε Δανιήλ, ου το όνομα Βαλτάσαρ, κατά το όνομα του θεού μου» (Δαν. δ: 5), τούτου ένεκα, ίνα μη φανή εις τους Πέρσας τους θεόν νομίζοντας το πυρ, ότι έσβεσε την φλόγα της καμίνου ο των Βαβυλωνίων θεός, ο καλούμενος Βαλτάσαρ, δια τούτο ωκονομήθη παρά της θείας Προνοίας να μη ριφθή εις την κάμινον μετά των Αγίων Τριών Παίδων ο Προφήτης Δανιήλ, ο έχων το όνομα τούτο· αλλ΄ ουδέ εις την ιστορίαν την περί της καμίνου λεγομένην αναφέρεται διόλου ο Δανιήλ. Οι δε Άγιοι Τρεις Παίδες, αφού ελυτρώθησαν παραδόξως και υπερφυσικώς από την κάμινον του πυρός, πάλιν αποκατεστάθησαν εις την προτέραν των δόξαν· και διανύσαντες την ζωήν των εντίμως, ετελεύτησαν εν ειρήνη καθώς και ο Προφήτης Δανιήλ. Λέγουσι δε τινες, ότι μετά τον θάνατον του Ναβουχοδονόσορος και των λοιπών βασιλέων, οι οποίοι ετίμων τους Αγίους Τρεις Παίδας, έγινεν άλλος βασιλεύς, Αττικός ονομαζόμενος. Ούτος εξετάσας τους τρεις Αγίους τούτους και ελεγχθείς υπ΄ αυτών δια την ασέβειάν του, προσέταξε να κοπή η κεφαλή του Αγίου Μισαήλ, την οποίαν εδέχθη ο Άγιος Αζαρίας απλώσας το φιβλατόριόν του, ήτοι τον επενδύτην του (διότι φίβλα λατινιστί λέγεται η πόρπη και το επανωφόριον)· ομοίως επρόσταξε να κοπή και η κεφαλή του Αγίου Αζαρίου, την οποίαν εδέχθη ο θείος Ανανίας, ύστερον δε και αυτός ο Ανανίας απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε και τούτο, ότι αφ΄ ου εκόπησαν αι τίμιαι κεφαλαί των Αγίων Τριών Παίδων τούτων, πάλιν προσεκολλήθησαν εις τα σώματά των και Άγγελος Κυρίου παρέλαβε τα αυτών λείψανα και τα μετέφερεν εις το όρος Γεβάλ, ένθα τα έθηκεν υποκάτω εις πέτραν. Αφ΄ ου δε παρήλθον τετρακόσια έτη, ανέστησαν και αυτοί, κατά την εκ του τάφου έγερσιν του Κυρίου, μετά των άλλων Προπατόρων, και ύστερον πάλιν απέθανον. Τούτων των τεσσάρων την μνήμην παρελάβομεν από τους θεοφόρους Πατέρας να εορτάζωμεν επτά ημέρας προ της κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, επειδή και αυτοί, ως νομίζω, κατήγοντο εκ της βασιλικής φυλής του Ιούδα, αφ΄ ης κατήγετο και ο Κύριος ημών κατά το ανθρώπινον. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ και των συν αυτώ.

Δημοσίευση από silver »

H Αγία Μάρτυς Ζωή. Ο Άγιος Μάρτυς Τραγκυλίνος. Ο Άγιος Μάρτυς Κλαύδιος. Ο Άγιος Μάρτυς Τιβούρτιος. Ο Άγιος Μάρτυς Κάστουλος. Οι Άγιοι Μάρτυρες Μάρκος και Μαρκελλίνος.

Σεβαστιανός ο ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου και οι μετ΄ αυτού συναθλήσαντες και ανωτέρω αναφερόμενοι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τον καιρόν των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού (284- 305) και Μαξιμιανού (286- 305), οίτινες υπερτέρησαν εις κακίαν και απανθρωπίαν πάντας τους προ αυτών βασιλείς, διότι τόσον διωγμόν εκίνησαν κατά των Χριστιανών οι άχρηστοι και ασύνετοι, ώστε δεν εχωρούσαν οι Άγιοι εις τα δεσμωτήρια. Ούτοι οι κάκιστοι τύραννοι είχον προστάξει πάντας τους υπ΄αυτούς ηγεμόνας και άρχοντας, να μη εξετάζουν άλλας αναγκαίας υποθέσεις των πόλεων ούτε δια φόνους, ούτε δι΄ άλλα πταίσματα, ή κρίσεις ετέρας, ειμή μόνον να αναζητούν και να καταδικάζουν τους Χριστιανούς με διάφορα παιδευτήρια και να τους βιάζουν με κάθε τρόπον να προδίδωσι την ευσέβειαν. Όθεν οι των ασεβών βασιλέων παρανομώτεροι υπηρέται και απάνθρωποι άρχοντες, δια να δείξουν προς εκείνους ευπείθειαν, εβασάνιζαν ποικιλοτρόπως τους ανευθύνους οι υπεύθυνοι, και άλλους έψηναν εις τους άνθρακας, άλλους ελιθοβόλουν και ετόξευον, άλλων διετρύπων με πυρωμένας σούβλας τους αστραγάλους και τα ωτία, άλλων ανέσπων τους οδόντας και τους όνυχας, άλλους έρριπτον εις ποταμούς και θαλάσσας, άλλους κατέκοπτον μεληδόν και εξέσχιζον τας σάρκας των και με ένα λόγον τους εβασάνιζαν τόσον, ώστε μόνον να ήκουε κανείς τας βασάνους αυτών συνεπόνει και έτρεμεν από τον φόβον. Οι μακάριοι, όμως, και γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί δεν εσκέπτοντο ουδόλως τον πρόσκαιρον θάνατον, δια να λυτρωθώσιν από τον αιώνιον· δεν ελυπούντο γυναίκας, τέκνα, γονείς και αδελφούς, ούτε τα ίδια σώματα, ακούοντες τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37-38). Όθεν εδίδοντο προθύμως και εθελουσίως εις θάνατον, δια να ζήσουν αιώνια, καθώς έκαμαν και ούτοι οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι, ο αήττητος Σεβαστιανός και οι τούτου Συμμάρτυρες, τους οποίους δεν εχαύνωσε στοργή γονέων και συγγενών, ούτε φίλτρον τέκνων και γυναικών, οίτινες έκλαιον έμπροσθέν των γοερώς, δια να τους εμποδίσουν από τον θάνατον· αλλ΄ αυτοί οι γενναίοι και πάνσοφοι επροτίμησαν τον ένθεον έρωτα από την της σαρκός ηδυπάθειαν και την ρέουσαν απόλαυσιν, πόθω πόθον αντωσάμενοι και προσκαίρους μισήσαντες ηδονάς, ίνα τον ποθούμενον Χριστόν απολαύσωσιν εις αιώνα τον ατελεύτητον. Ακούσατε λοιπόν μετά πάσης προσοχής και ευλαβείας την ηδυτάτην ταύτην και ψυχωφελεστάτην διήγησιν. Ούτος ο πανσέβαστος Σεβαστιανός ήτο άνθρωπος περιφανής και περίβλεπτος εις την μεγαλόπολιν των Μεδιολάνων και εις τόσην ευλάβειαν τον είχον οι τύραννοι, ώστε τον είχον φίλον πιστότατον. Δια δε την ευταξίαν αυτού, και διότι ήτο από αίμα ευγενικόν και έκλαμπρον, τον εψήφισεν ο Διοκλητιανός προεστώτα παντός του στρατιωτικού καταλόγου, ήτοι στρατηγόν. Υπηρέτει λοιπόν το οφφίκιόν του προθύμως, Χριστιανός ων κρυφίως, εις δε το φαινόμενον εδεικνύετο ειδωλολάτρης, ουχί δια φόβον τινά των επαπειλουμένων κολαστηρίων, αλλά δια να βοηθή τους Αγίους, ασεβής αυτός νομιζόμενος, να τους ενθαρρύνη εις το Μαρτύριον, και να ελκύη πολλούς προς ευσέβειαν, επί όσον καιρόν θα ηδύνατο να καλύπτη την τοιαύτην υπόκρισιν· έπειτα δε, αφού γίνη γνωστόν ότι είναι Χριστιανός, να παρρησιασθή εις την ευσέβειαν και να λάβη του Μαρτυρίου τον στέφανον. Πολλάκις λοιπόν επήγαινεν εις τα δεσμωτήρια, εις τα οποία ήσαν φυλακισμένοι Χριστιανοί και τους ενουθέτει και τους παρεκίνει με λόγια πάνσοφα να φυλάττωνται ακριβώς και να μη δειλιώσι τα προσωρινά κολαστήρια, αλλά να καταφρονήσουν πάντα τα ηδέα της σαρκός ως ψυχοβλαβή και φθειρόμενα, δια να απολαύσωσι μετά θάνατον τα αθάνατα και αιώνια. Πολλούς όθεν εκ των Αγίων Μαρτύρων εστερέωσεν ο Σεβαστιανός με τους λόγους του, οίτινες εκινδύνευον να στερηθούν των στεφάνων της νίκης δι΄ αγάπην των φίλων και συγγενών ή εκ του φόβου των ποικίλων τιμωριών και τους έκαμε να μη δειλιάσωσιν, αλλά να χύσουν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των και εξόχως δύο περιφήμους αδελφούς, οίτινες ήσαν από τους πρώτους της Ρώμης, Μαρκελλίνος και Μάρκος καλούμενοι, πατρός μεν Τραγκυλίνου, μητρός δε Μαρκίας ονόματι, οι οποίοι, καθώς ήσαν αδελφοί κατά την σάρκα, ούτω και εις την ευσέβειαν είχον γνώμην στερεάν και ανίκητον. Τούτους εβασάνισε διαφόρως ο έπαρχος της πόλεως Χρωμάτιος με κολαστήρια πάνδεινα και δεν ηδυνήθη να τους νικήση ούτε με απειλάς τιμωτιών, ούτε με δώρα και κολακείας· όθεν κατεδίκασεν αυτούς εις θάνατον ο ασύνετος και προσέταξε να θανατωθούν εντός τριάκοντα ημερών, να δημευθή δε ολόκληρος η περιουσία των και να μη λάβουν εξ αυτής οι συγγενείς των τίποτε απολύτως, προσέταξε μάλιστα τούτους να πηγαίνουν καθ΄ εκάστην εις την φυλακήν προσπαθούντες να τους διαστρέψουν από την γνώμην των με λόγια παραπονετικά και δάκρυα. Ταύτην δε την διορίαν έδωκεν ο πονηρός έπαρχος, δια να δελεασθώσιν από τα δάκρυα των γυναικών και των τέκνων των και να αρνηθούν την ευσέβειαν. Καθ΄ όλας λοιπόν τας τριάκοντα εκείνας ημέρας είχον οι Μάρτυρες μεγάλον και άμετρον πόλεμον από τους συγγενείς και φίλους αυτών. Και πρώτον μεν εισελθών εις την φυλακήν ο πατήρ αυτών ωδύρετο δια την στέρησιν των τέκνων του λέγων προς αυτούς τοιαύτα παραπονετικά λόγια: «Ω τέκνα μου ηγαπημένα, δεν λυπείσθε το άθλιον γήρας μου; Ποίαν άλλην βακτηρίαν και βοήθειαν να εύρω; Τις να κληρονομήση το πράγμα μου; Συμπονέσατε και ευσπλαγχνισθήτε, τέκνα μου, εμέ τον δυστυχή, όστις σας ανέθρεψα· διατί υπάγετε θεληματικώς σας εις θάνατον; Διατί δεν λυπείσθε την νεότητά σας, το γήρας μου, τας γυναίκας και τα τέκνα σας, αίτινες θρηνούσιν ακαταπαύστως απαρηγόρητα; Διατί να στερηθήτε τα τερπνά του κόσμου, την γλυκυτάτην ζωήν και να φάγουν οι εχθροί σας τον πλούτον σας, εγώ δε να ζημιωθώ εν μια ημέρα το πράγμα, την ζωήν και τα τέκνα, το φως των οφθαλμών μου»; Αφού είπε ταύτα ο πατήρ, αρχίζει και η μήτηρ τον θρήνον απαρηγόρητα, ανασπώσα δε τας τρίχας της κεφαλής και τας σάρκας ξεσχίζουσα, εδείκνυε τους μαστούς της λέγουσα· «Σκεφθήτε, τέκνα μου φίλτατα, τους πόνους τους οποίους υπέφερα δια να σας γεννήσω, να σας θηλάσω και να σας αναθρέψω η τάλαινα». Τοιαύτα και έτι περισσότερα έλεγον οι γονείς, ίνα παρακινήσουν αυτούς εις συμπάθειαν. Αι γυναίκες πάλιν έκαμνον θρήνον αμέτρητον και βαστάζουσαι τα τέκνα εις τας αγκάλας των έλεγον ταύτα ολοφυρόμεναι. «Ω ομόζυγοι φίλτατοι, διατί φαίνεσθε προς ημάς και προς εαυτούς τόσον άσπλαγχνοι; Εάν είχατε τοιαύτην ανόητον γνώμην, να θανατωθήτε άωρα και άκαιρα, δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης ζωής, την οποίαν δεν γνωρίζετε εάν είναι αληθής, διατί μας εβάλετε εις τα βάσανα; Πώς να ίδωμεν τον πικρόν και άδικον θάνατόν σας; Πώς να υπομείνωμεν την χηρείαν αι τάλαιναι; Πώς να θρέψωμεν τα τέκνα σας; Κάμετε εις ημάς ευσπλαγχνίαν και συμπονέσατε ημάς, εάν δεν λυπήσθε την σάρκα σας· και καν θανατώσατέ μας πρότερον, να μη ίδωμεν το τέλος σας, διότι μίαν ημέραν δεν θέλομεν ζήσει οπίσω σας, αλλά θέλομεν παρακαλέσει τους δημίους να κόψωσι και ημάς με το αυτό ξίφος ή εάν παρακούσωσι, καν ημείς να θανατωθώμεν ανηλεώς». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσι από το εν μέρος αι γυναίκες και από το έτερον οι συγγενείς και φίλοι έκαμον τους ακροατάς και εδάκρυσαν, εξόχως δε οι Μάρτυρες, ως άνθρωποι και αυτοί σάρκα φορούντες, συνεπόνεσαν τας γυναίκας και τα τέκνα των και εκ των οφθαλμών αυτών έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυα. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός ταύτα βλέπων εφοβήθη, μήπως και νικηθώσιν από την χαυνότητα της σαρκός και προδώσωσι την ευσέβειαν· όθεν έκρινεν επιβεβλημένον εκ της ανάγκης ταύτης να φανερωθή ποίος ήτο και να κηρύξη την αλήθειαν, δια να στερεώση τους Μάρτυρας. Όθεν είπε ταύτα προς τους συγγενείς αυτών και ομαίμονας· «Ω άνθρωποι, εάν ήτο μόνον ο βίος ούτος και η ζωή μας αιώνιος, το πρέπον ήτο να εμποδίζετε τους συγγενείς σας από τον θάνατον· αλλ΄ επειδή αυτή η ζωή αφανίζεται και ως όνειρον παρέρχεται, μας αναμένει δε άλλη ζωή μετά θάνατον ατελεύτητος και πανευφρόσυνος, διατί να εμποδίζετε τους γενναίους αγωνιστάς και να γίνετε αίτιοι τοσαύτης ζημίας εις αυτούς; Όστις βασανισθή δια τον Χριστόν, κληρονομεί την ουράνιον Βασιλείαν και όποιος τον αρνηθή, υπάγει εις κόλασιν αιώνιον. Ναι, αψευδέστατα, τούτο είναι της Πίστεως ημών το κεφάλαιον και εγώ περί τούτου σας εγγυώμαι, διότι κατ΄ αλήθειαν αυτό μας πείθει να καταφρονώμεν τα γήϊνα, το ότι δηλαδή πορευόμεθα εις άλλην ζωήν αιώνιον, εις την οποίαν μέλλει να λάβη έκαστος τας αμοιβάς τών καμάτων του. Εις τον τόπον αυτόν υπάγουσι και ούτοι οι μακάριοι να αγάλλωνται με τον Χριστόν πάντοτε και τότε ενθυμούμενοι τους γονείς, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, θα πρεσβεύουσιν εις τον Θεόν δια σας, να σας δώση παν αγαθόν και πάσαν μακαριότητα. Λοιπόν παύσατε τα δάκρυα δια να μη σμικρύνετε την προθυμίαν αυτών και μη νομίσητε ότι θα λείψωσιν από σας, εάν και προς ώρας τελειωθώσιν. Όχι κατά αλήθειαν, αλλά μάλιστα θέλουν είναι φύλακες και σωτήρες σας εις την ζωήν ταύτην από την σήμερον και θα παραστέκωσιν αοράτως, δια να σας φυλάττωσι, και πάλιν όταν τελειώση ο βίος σας, να σας υποδεχθούν εις εκείνας τας αιωνίους μονάς, να γίνητε κοινωνοί της ευφροσύνης και τερπνότητος αυτών». Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος προς τους συγγενείς των Μαρτύρων· έπειτα λέγει προς εκείνους· «Βλέπετε, στρατιώται του Χριστού γενναίοι, τα σοφίσματα του πονηρού, πως πάσχει να εμποδίση την σωτηρίαν σας; Εκείνο όπερ δεν ηδυνήθη να σας κάμη με τόσας βασάνους και παιδευτήρια, τα οποία σας έδωσαν οι εχθροί σας, δοκιμάζει να επιτύχη με τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων σας· αλλά σεις ως γνωστικοί εννοήσατε τας πανουργίας αυτού και γνωρίσατε, ότι με κάθε τρόπον και μηχανήν σας επιβουλεύεται ο αλιτήριος και μάλιστα τώρα, βλέπων ότι εφθάσατε εις το τέλος των αγώνων, μη υποφέρων την αισχύνην, διότι ενικήθη, σπουδάζει να σας κάμη να απολέσετε τον μισθόν του κόπου σας, αφού υπεμείνατε τόσους ξεσχισμούς και μάστιγας και να στερηθήτε τον Ποιητήν και Σωτήρα σας. Όθεν, τούτο γνωρίζοντες, σταθήτε ανδρείοι και μη λυπηθήτε την σάρκα, ήτις καν αύριον, καν μεθαύριον, μέλλει να γίνη σκωλήκων βρώμα. Ο πόνος είναι μίαν ημέραν, η δε ανταπόδοσις αιώνιος· ει δε και στραφήτε εις τα οπίσω και προτιμήσητε την πρόσκαιρον απόλαυσιν, αυτή μεν ως σκιά αφανίζεται, η δε παίδευσίς σας θέλει είναι ακατάπαυστος εις εκείνην την αιώνιον και ατελεύτητον κόλασιν».Ταύτα και πλείονα έτερα λέγοντος του Αγίου με μεγάλην και ρητορικήν φωνήν, ήλθε φως λαμπρότατον ουρανόθεν και τον εκύκλωσεν, εφάνη δε και νέος τις θαυμάσιος, όστις ίστατο πλησίον αυτού, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον και τα ιμάτια τόσον, ώστε εξεπλάγησαν όσοι τον έβλεπον, γνωρίσαντες ότι τούτο ήτο έργον της άνωθεν Χάριτος, και εμαρτύρει ότι έλεγεν ο Σεβαστιανός την αλήθειαν. Επηκολούθησε δε και τεράστιον τι μνήμης άξιον, το οποίον έκαμε μάλιστα τους παρόντας και επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, ήτοι γυνή τις Ζωή καλουμένη, σύζυγος Νικοστράτου, όστις είχεν εις την οικίαν του τούς Αγίους να τους φυλάττη, έχουσα δεινήν ασθένειαν, δεν ήκουεν, ούτε να ομιλήση ποσώς ηδύνατο, και τότε εκ θείας δυνάμεως ήκουσε τα λόγια του Αγίου και της εφαίνοντο αληθέστατα και μη δυναμένη να τον ευφημήση με την γλώσσαν, έκαμε νεύματα με τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τους παρεστώτας, ότι ο Άγιος έλεγε την αλήθειαν· έπειτα προσεκύνησεν αυτόν με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο θέλημα Θεού να θεραπευθή η γυνή εκείνη, δια να πιστεύσουν όσοι ίδωσι τοιούτον θαυμάσιον, προσέταξεν αυτήν να συαθή εις το μέσον και της λέγει εις επήκοον πάντων· «Εις το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού, ομίλησον». Και παρευθύς, ω του θαύματος! μείνασα υγιής από πάσαν ασθένειαν, ωμίλησεν ανεμποδίστως και εξεστησαν άπαντες, εξόχως δε ο Νικόστρατος, όστις δοξάζων τον Θεόν προσεκύνησε τους Αγίους, ζητών των προτέρων αγνοημάτων την συγχώρησιν και ανοίξας τας θύρας της φυλακής τους παρεκάλει να φύγωσι, προτιμών να θανατώση αυτόν η κρίσις, δια να συγχωρήση ο Δεσπότης τας αμαρτίας του. Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο, αδελφέ, να ζημιωθώμεν τον της Αθλήσεως στέφανον. Ημείς θεληματικώς δια την αγάπην του Θεού και Σωτήρος μας λαμβάνομεν ως πολυτίμητον δώρον τον θάνατον. Λοιπόν ύπαγε, φέρε όλους τους φυλακισμένους εδώ δια να ίδουν και αυτοί και να στερεωθούν καλλίτερα, έπειτα παρρησιάσου εις τους διώκτας, δια να λάβης ενδοξότερον στέφανον». Ούτω λοιπόν εποίησεν ο Νικόστρατος, ο δε Σεβαστιανός τους εδίδασκε να μείνουν έως τέλους εις την Πίστιν ασάλευτοι, όσοι δε εξ αυτών ήσαν αβάπτιστοι να νηστεύσουν δύο τρεις ημέρας δια να λάβουν το άγιον Βάπτισμα. Μαθών ταύτα ο έπαρχος Χρωμάτιος εκάλεσε τον Νικόστρατον και τον ηρώτησε διατί έφερε τους δεσμίους όλους εις την οικίαν του· ο δε απεκρίνατο· «Δια να βλέπωσιν άπαντες τα κολαστήρια όργανα και τας πληγάς, τας οποίας λαμβάνουν οι άλλοι, να φοβούνται και να προσκυνούν τα είδωλα». Ταύτα ακούσας ο έπαρχος επήνεσεν αυτόν, ότι έκαμε φρόνιμα. Ο δε μακάριος Νικόστρατος είχεν εγκάρδιον τινα φίλον, Κλαύδιον καλούμενον, όστις ήτο κομενταρήσιος και επόθησε να τον κάμη και εκείνον Χριστιανόν· είπε λοιπόν προς αυτόν πολλούς ψυχωφελείς λόγους, επαινών τον Άγιον Σεβαστιανόν ως φιλόθεον, ότι αυτός ηρνήθη την φιλίαν των βασιλέων και κατεφρόνησε τοιαύτην δόξαν και πλούτον και δυναστείαν και ευρίσκετο με τους Χριστιανούς, παρακινών αυτούς προς την ευσέβειαν, όχι μόνον με λόγους, αλλά και με εξαίσια θαύματα. Ταύτα ακούσας ο Κλαύδιος ετρώθη την καρδίαν θεϊκόν έρωτα και δραμών εις τον οίκον του, επήρε τους δύο υιούς του, οι οποίοι ήσαν ασθενείς και είχον ο μεν εις ύδρωπα, ο δε άλλος λέπραν, και τους επήγεν εις την οικίαν του Νικοστράτου, παρακαλών τους Αγίους να τους θεραπεύσουν και ομολογών την ευσέβειαν. Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι πλήθος πολύ κατηχούμενοι και τους εβάπτιζεν ενάρετος τις Ιερεύς ονόματι Πολύκαρπος, όστις εβάπτισε και τους δύο παίδας του Κλαυδίου και παρευθύς εθεραπεύθησαν όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι είχον ασθένειαν, εμβαίνοντες εις την ιεράν κολυμβήθραν, εξήρχοντο υγιείς ψυχή τε και σώματι και πάντες εδόξαζον τον Θεόν, εξόχως δε ο Κλαύδιος, όστις εβαπτίσθη βλέπων εις τους υιούς αυτού τοιαύτην θαυμάσιαν θεραπείαν και ψυχοφελή ίασιν. Αφού δε παρήλθον αι τριάκοντα ημέραι της διορίας, προσκαλέσας τον Τραγκυλίνον ο έπαρχος και μη γνωρίζων ότι είχε γίνει Χριστιανός, ηρώτησεν αυτόν δια τους υιούς του, εάν εδέχοντο να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε απεκρίνατο· «Μακάριοι όντες εκείνοι, ότι εγνώρισαν την αλήθειαν και ωδήγησαν και εμέ τον ανάξιον να γνωρίσω τον παντοδύναμον Θεόν, τον οποίον προσκυνώ και σέβομαι εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει ο έπαρχος· «Ετρελλάθης, ταλαίπωρε, και επίστευσες και συ εις την κακοδαίμονα ταύτην θρησκείαν; Τι έπαθες»; Του λέγει ο Τραγκυλίνος· «Αυτήν την γνώμην είχα και εγώ πρότερον, ω δικαστά, νομίζων τους Χριστιανούς πεπλανημένους και άφρονας· αλλά τώρα, βλέπων ότι και ο περιφανής Σεβαστιανός έγινε δούλος του Χριστού, καταφρονήσας τον πλούτον, την δόξαν και πάσαν απόλαυσιν και διδαχθείς υπ΄ αυτού ηννόησα την λήθειαν, γνωρίσας ότι η πίστις σας είναι ρυπαρά και βέβηλος, η δε των Χριστιανών σεμνή και σεβάσμιος». Λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Από ποία έργα επείσθης να προσκυνήσης Θεόν εσταυρωμένον και κακοθάνατον»; Ο δε απεκρίνατο· «Εάν ορίζης να ακροασθής με μακροθυμίαν, χωρίς να σκανδαλίζεσαι, θέλω σου αποδείξει αυτόν τον εσταυρωμένον Θεόν αληθή και Βασιλέα πάσης της κτίσεως».Ταύτα ακούων ο έπαρχος ήρχισεν να λαμβάνη θείον φωτισμόν εις την ψυχήν αυτού και λέγει προς τον Μάρτυρα· «Λέγε μοι, άνθρωπε, μετά παρρησίας τα του Θεού σου, διότι ποθώ να εννοήσω και εγώ την αλήθειαν». Ο δε Τραγκυλίνος απεκρίνατο· «Επειδή η καλωσύνη σου μού έδωκεν άδειαν, άκουσον δι΄ ολίγων λόγων το της θείας οικονομίας μυστήριον, να γνωρίσης ότι μόνον ο Χριστός είναι Θεός αληθέστατος». Ταύτα λέγων διηγήθη πως έκαμεν ο Θεός όλον τον κόσμον εκ του μη όντος και πως έπλασε τον άνθρωπον και πάλιν τον ανέπλασεν εις το είναι με το εκούσιον αυτού Πάθος· έπειτα ανελήφθη πάλιν εις τους ουρανούς μετά την τριήμερον Έγερσιν. Αφού δε είπεν ο τίμιος γέρων τα περί της Πίστεώς μας μυστήρια, λέγει και ταύτα· «Εάν δεν πιστεύης, εκλαμπρότατε έπαρχε, τα του Χριστού μου θαυμάσια, καν το εις εμέ γενόμενον πίστευσον, όστις ήμην, καθώς ηξεύρεις, έως προχθές παράλυτος και ακίνητος και τώρα τελείως εθερα[εύθην με την χάριν του θείου Βαπτίσματος». Ταύτα ακούων ο έπαρχος έμεινεν πολλήν ώραν άφωνος, γνωρίσας την αλήθειαν. Προσέταξεν δε να αναχωρήσουν όλοι εκείθεν, λέγει ταύτα προς τον Τραγκυλίνον· «Εγνώρισα, αδελφέ, ότι μεγάλη είναι η Πίστις των Χριστιανών και άλλος Θεός δεν είναι, μόνον εκείνος, τον οποίον αυτοί σέβονται. Εάν λοιπόν ποθής να γίνω συγκοινωνός σου εις ταύτην, φέρε μου αύριον δύο Χριστιανούς όσον δύνασαι κρυφίως ώστε να μη τους ίδη κανείς, δια να λάβω παρ΄ αυτών το άγιον Βάπτισμα». Απελθών λοιπόν ο Τραγκυλίνος ανήγγειλεν εις τους Αγίους την υπόθεσιν, οίτινες εχάρησαν μαθόντες ότι ο πρότερον διώκτης αυτών και αντίπαλος γίνεται εις ολίγον βοηθός της Πίστεως και συνήγορος. Όθεν ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ΄ όλην την νύκτα, εδοξολόγησαν τον Κύριον, την δε πρωϊαν λαβών ο Τραγκυλίνος τον Σεβαστιανόν και τον Πολύκαρπον, επήγαν εις τον έπαρχον, όστις ιδών αυτούς ηγέρθη μετά πάσης χαράς και πεσών εις τους πόδας αυτών εδέετο να του δώσουν την υγείαν της ψυχής και του σώματος, διότι όλον του το σώμα ήτο πρησμένον και φουσκωμένον τόσον, ώστε δεν ηδύνατο σχεδόν να περιπατήση. Οι δε είπον προς αυτόν ότι, εάν πιστεύση εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας, θέλει λάβει παρ΄ Αυτού την θεραπείαν του σώματος. Ο έπαρχος τότε λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθή, την δυσσέβειαν των ειδώλων αρνησάμενος, και όχι μόνον τούτο, αλλά και τα είδωλα, τα οποία είχεν εις το παλάτιον συντρίψας, έδωκεν εις τας χείρας των Αγίων να τα κάμουν ως βούλονται. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ο υιός τού επάρχου Τιβούρτιος ήτο ακόμη εις την Πίστιν αμφίβολος· όθεν εκράτησεν ένα είδωλον πολυτιμότερον από τ΄ άλλα και καλλιτεχνικώτερον, εις το οποίον ήτο ιστορημένη πάσα η αστρολογία και η των ουρανών κίνησις, και δια τούτο ελυπείτο ο Τιβούρτιος και δεν ήθελε να το καταστρέψη, έως να θεραπευθή ο πατήρ του πρότερον. Ο δε Άγιος του είπε να μη αμφιβάλλη ποσώς, αλλά να το συντρίψη και αυτό, και τότε θα ίδη του Θεού τα θαυμάσια. Ο δε Τιβούρτιος, ανάψας κάμινον, λέγει εις τους Αγίους· «Ιδού συντρίβω κατά το πρόσταγμά σας το ηγαπημένον μου τούτο είδωλον, με την εξής όμως συμφωνίαν: εάν δεν θεραπευθή ο πατήρ μου, θα σας ρίψω εις ταύτην την κάμινον». Ταύτα λέγοντος του Τιβουρτίου, τον ημπόδιζεν ο Χρωμάτιος συνιστών εις αυτόν να απέχη από τοιαύτην εγχείρησιν· αλλ΄ οι Άγιοι το έστερξαν μετά πάσης χαράς ελπίζοντες εις την θείαν δύναμιν. Ευθύς δε ως ελέπτυναν το μιαρόν εκείνο άγαλμα, φως θεϊκόν περιέλαμψε τον Χρωμάτιον, και εφάνη νεανίας τις λαμπρός και ωραιότατος, λέγων· «Μακάριος ει, ότι επίστευσας εις τον Χριστόν, όστις με απέστειλε να θεραπεύσω την ασθένειάν σου». Και με τον λόγον ευρέθη ούτος όλος υγιής, και επήδα ως έλαφος ο πρώην ακίνητος. Τότε ο Τιβούρτιος, καταπλαγείς από την τοιαύτην εξαίσιον θαυματουργίαν, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, ζητών το σωτήριον Βάπτισμα. Οι δε Άγιοι προκαθάραντες αυτούς δια νηστείας και προσευχής, εβάπτισαν άπαντας.Τότε ο έπαρχος, πριν μάθη ο βασιλεύς την υπόθεσιν, επώλησεν όλα του τα πράγματα κα εμοίρασε τα χρήματα εις τους πένητας, τους δούλους του ηλευθέρωσε, και πάντα τα εαυτού καλώς ωκονόμησεν· είτα επήγεν εις την των Χριστιανών συνοδείαν, και εδιδάσκετο τον λόγον της Πίστεως. Τούτο μαθών ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης Γάϊος (283- 296), απήλθε προς αυτόν αγαλλιώμενος, και ασπασάμενος, τον έπαρχον και τους λοιπούς αδελφούς συνηυφράνθη μετ΄ αυτών. Έπειτα γνωρίζων ότι η φήμη αύτη ηκούσθη και μετ΄ ολίγας ημέρας έμελλε να ψηφίσωσιν άλλον έπαρχον, όστις θα τους εθανάτωνε, τους συνεβούλευσε να διαμοιρασθώσιν εις δύο τάγματα, το μεν ένα τάγμα να μείνη εντός της πόλεως, δια να μαρτυρήσουν το συντομώτερον, το δε άλλο να υπάγωσιν έξωθεν αυτής δια να φυλαχθώσιν εις τόπον απόκρυφον, ίνα ίσως διαφύγωσι τον κίνδυνον. Τότε εφιλονίκουν οι μακάριοι Σεβαστιανός και Πολύκαρπος, θέλων έκαστος να παραμείνη εντός της πόλεως δια να λάβη τον της αθλήσεως στέφανον. Ο δε Αρχιεπίσκοπος προσέταξε να υπάγη έξω με τους αδελφούς ο Πολύκαρπος, να τους ποιμάνη ως Ιερεύς, ο δε Σεβαστιανός να μείνη εντός ως ισχυρός στρατιώτης, να προθυμοποιή και να ενδυναμώνη τους Μάρτυρας. Ούτως υπήκουσαν, και εξήλθε της πόλεως ο Πολύκαρπος με τους ημίσεις Χριστιανούς και τον πρώην έπαρχον Χρωμάτιον. Ο δε υιός του επάρχου Τιβούρτιος, φλεγόμενος από τον ένθεον έρωτα του Μαρτυρίου, παρεκάλει τον Γάϊον όπως τον συγχωρήση να μείνη εντός της πόλεως, ίνα λάβη ταχέως δια τον Χριστόν τον ποθούμενον θάνατον. Ιδών δε ο Αρχιερεύς την θερμότητα του νέου, του επέτρεψε, χειροτονήσας δε και τους Αγίους Μαρκελλίνον και Μάρκον Διακόνους, τον δε πατέρα αυτών Τραγκυλίνον Ιερέα, και ορίσας τον μακάριον Σεβαστιανόν βοηθόν και έκδικον της Εκκλησίας, έμεινε μετ΄ αυτών νουθετών και διδάσκων άπαντας, να είναι πρόθυμοι και ανδρείοι εις τους αγώνας, μη δειλιώντες τον θάνατον. Προσηύχοντο όθεν αδιαλείπτως οι Άγιοι, σχολάζοντες από πάσαν υπηρεσίαν σωματικήν και ωπλίζοντο μόνον με αγρυπνίας, νηστείας και άλλας αρετάς δια να είναι έτοιμοι προς την άθλησιν. Ήρχοντο δε και πολλοί άρρωστοι κρυφίως εις αυτούς και εθεραπεύοντο, και έτερα θαυμάσια έκαμναν αναρίθμητα, από τα οποία να είπωμεν εν εις πίστωσιν και των άλλων. Καταβαίνων ημέραν τινά από τον οίκον του ο μακάριος Τιβούρτιος, εύρεν εις την αγοράν άνθρωπον τινα, όστις εκρημνίσθη από τόπον υψηλόν, και συνετρίβησαν όλα του τα μέλη και τα οστά τοιουτοτρόπως, ώστε δεν είχον ελπίδα ζωής εις αυτόν, αλλά έσκαπτον την γην και ητοίμαζον τα εντάφια. Ο δε Τιβούρτιος σπλαγχνισθείς προσηυχήθη δι΄ αυτόν και υγιά αποκατέστησεν· όθεν εγερθείς περιεπάτει, μη έχων ουδέ μικρότατον λείψανον πληγής. Τότε λέγει ο Τιβούρτιος προς τους παρεστώτας, οίτινες έμειναν ως εκστατικοί, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον· «Εάν θέλετε και σεις να κάμετε σημεία και τέρατα, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, από τον οποίον και εγώ επήρα την δύναμιν». Οι δε επίστευσαν, και τους επήγε προς τον Γάϊον, λέγων· «Δέξου, Πάτερ τίμιε, αυτούς, τους οποίους δι΄ εμου ο Χριστός εκέρδησε σήμερον». Ο δε κατηχήσας αυτούς εβάπτισεν, ευχαριστών τον Θεόν, όστις τελεί εις τους επικαλουμένους αυτόν παράδοξα. Αλλά καιρός είναι να είπωμεν και το τέλος εκάστου των άνωθεν, δια να μη μακρύνωμεν πολύ την διήγησιν. Πρώτη λοιπόν πάντων υπάστη το Μαρτύριον η μακαρία Ζωή, διότι μεταβαίνουσα εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου δια να προσευχηθή, την συνέλαβον οι ερχόμενοι στρατιώται και δέσαντες αυτήν την προσήγαγον εις τον άρχοντα αυτών, όστις εδοκίμασε πολύ να την διαστρέψη με διάφορα παιδευτήρια, και μη δυνηθείς, έδωκε κατ΄ αυτής την απόφασιν, να την κρεμάσουν κατωκέφαλα, κάτωθεν δε να την καπνίζουν με ύλην βρωμεράν, έως ου να ξεψυχήση· έπειτα δένοντες λίθον μέγαν εις τον λαιμόν της, να την ρίψωσιν εις τον Τίβεριν· και ούτως ετέλεσαν εκείνοι το προστασσόμενον. Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι έχαιρον μεν δια την δόξαν αυτής και μακαριότητα, εαυτούς δε εταλάνιζον, ότι δεν εσπούδασαν και αυτοί να την συνοδεύσουν. Έλεγε δε ο Τραγκυλίνος προς τον Σεβαστιανόν· «Βλέπεις, κύριέ μου, πως ανδρίζονται αι γυναίκες και τρέχουσαι προθυμότεραι από ημάς, προαρπάζουν τον στέφανον»; Ταύτα λέγων και θερμανθείς από τον ένθεον έρωτα, έδραμεν εις τον Ναόν των Αποστόλων ίνα προσευχηθή και συλλαβόντες αυτόν οι δήμιοι τον ελιθοβόλησαν, και τον έρριψαν εις τον ποταμόν προστάξει του άρχοντος. Ο δε Νικόστρατος, ο ανήρ της μακαρίας Ζωής, επήγε με τον Κλαύδιον εις τας όχθας του ποταμού, ζητούντες μήπως και εύρουν κανέν λείψανον των εκτελεσθέντων γίων. Οι δε ασεβείς δέσαντες και αυτούς τους παρέστησαν εις τον νέον έπαρχον, όστις βασανίσας αυτούς διαφόρως, και μη δυνάμενος να τους μεταστρέψη, το ανέφερε προς τον βασιλέα, όστις προσέταξε να τους δώσουν τρεις δαρμούς δυνατούς· έπειτα, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα, να τους ρίψουν και αυτούς εις τα ύδατα. Ούτως οι αοίδιμοι, αφού εδάρησαν τρεις φοράς ανηλεώς, ριφθέντες με λίθους μεγάλους εις τα ύδατα του Τιβέρεως, παρέδωκαν τας αγίας ψυχάς αυτών εις χείρας Θεού. Κουρτουάτος δε τις ανήρ δυσσεβής, προσποιούμενος ότι ήτο Χριστιανός, συνηνώθη με τους Αγίους, δια να τους προδώση ο αλιτήριος, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Και εν μια των ημερών, βλέπων τον Τιβούρτιον εις Ναόν τινα πρσευχόμενον, τον διέβαλεν εις τον έπαρχον· έπειτα επήγε και αυτός και προσηύχετο, τάχα ότι ήτο Χριστιανός, δια να μη φανή προδότης, και δια να περιπαίξη τους πιστούς πάλιν ύστερα. Εισελθόντες λοιπόν οι δήμιοι συνέλαβον και τους δύο, και τους επήγαν εις τον έπαρχον, όστις είπε προς τον προδότην· «Χριστιανός είσαι και συ, Κουρτουάτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι». Ο Άγιος όμως, γνωρίσας την υπόκρισιν, είπε προς αυτόν οργιζόμενος· «Μη περιγελάς τον εαυτόν σου δόλιε, ότι ο πόρνος και ο μέθυσος Χριστού μαθητής δεν γίνεται, ή νομίζεις ότι δεν γνωρίζω οποίος είσαι, και ότι συ με επρόδωσες εις θάνατον; Αλλά τούτο εγώ ολοψύχως ποθώ, να ενωθώ με τον Δεσπότην μου Χριστόν, τον εις εμέ ποθεινόν και γλυκύτατον, δια την αγάπην τού οποίου αφήκα θεληματικώς εις άλλους τον οίκον μου, πλούτον και συγγενείς και δόξαν απαρνησάμενος, και δεν φοβούμαι ούτε πυρ, ούτε διωγμούς, ούτε μάστιγας, αλλά πάντα ταύτα και έτι πλείονα είμαι έτοιμος να υπομείνω με την Εκείνου βοήθειαν». Ο δε έπαρχος είπε προς τον Άγιον· «Τούτον μεν άφες, Τιβούρτιε, και κάμε τον λόγον μου· λυπήσου την ευγένειάν σου και την νεότητα, να μη λάβης επονείδιστον θάνατον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Δεν είναι αισχύνη, ω δικαστά, να λατρεύω Θεόν αληθή και παντέλειον, αλλ΄ όσοι λατρεύουσι δαίμονας, αυτοί είναι ελεεινοί και πολλών θρήνων άξιοι». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος, προστάσει να φέρωσιν άνθρακας και του λέγει· «Έκλεξον εν εκ των δύο: ή προσκύνησον τους θεούς, ή είσελθε γυμνός τους πόδας εις τους άνθρακας». Ο δε Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εστάθη επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας λέγων· «Βλέπε τώρα της Πίστεώς μου την δύναμιν, και μάθε ότι αληθινός Θεός είναι εκείνος, τον οποίον εγώ σέβομαι· τούτου γενού και συ μαθητής, αφήνων την ασέβειαν». Βλέπων ο έπαρχος ότι ο Άγιος ίστατο αβλαβής επί ώραν πολλήν εις τους άνθρακας, και φοβούμενος μήπως κάμη και άλλην τινά θαυματουργίαν και σύρη πολλούς προς την ευσέβειαν, προστάσσει να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Τούτου δε γενομένου απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς ο Τιβούρτιος. Τότε έφεραν τον Κάστουλον, όστις είχε τους Αγίους εις την οικίαν του, και μετά πολλάς βασάνους τον έθαψαν ζώντα εις λάκκον και ούτως ετελειώθη. Έπειτα φέροντες τους γενναίους Μαρκελλίνον και Μάρκον εκάρφωσαν ήλους εις τους πόδας των, και τους εβίαζον να ίστανται όρθιοι εις αυτούς, δια να καρφώνωνται ούτοι περισσότερον και να τους δίδωσι δριμυτάτους πόνους. Οι δε αείμνηστοι πάσχοντες τοσούτον δυσφορωτάτην βάσανον, έψαλλον· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν»; (Ψαλμ. ρλβ: 1) και τα λοιπά του ψαλμού. Τότε τους εκέντησαν εις τας πλευράς με λόγχας ως τον Δεσπότην, εις τον οποίον παρέδωκαν τας αγίας των ψυχάς. Ούτω λοιπόν ετελειώθησαν όλοι οι άλλοι Άγιοι με διάφορα κολαστήρια, και εφέρθησαν προς τον Χριστόν ως αμώμητα θύματα. Τον δε γενναιότατον Σεβαστιανόν αφήκαν οι ασεβείς έως ύστερον, δια να τον βασανίσωσι διαφόρως, μήπως και τον καταπείσουν να αρνηθή την ευσέβειαν. Τούτον προσέταξεν ο Διοκλητιανός να φέρουν εις το κριτήριόν του και τούτου γενομένου του λέγει· «Σεβαστιανέ, εγώ σε ετίμησα τόσον, και σε έκαμα πρώτον από τους άρχοντας, συ δε, αχάριστε, ανέβης εις τόσην υπερηφάνειαν και αγνωσίαν, ώστε ούτε το κράτος μου, ούτε την ζωήν σου ποσώς συλλογίζεσαι»; Ο δε απεκρίνατο· «Τότε μεν, ω βασιλεύς, δεν εγνώριζα τον όντως αληθή Θεόν, δια τούτο ως ειδωλολάτρης ανόητος υπήκουον εις τα προστάγματά σου· αλλά τώρα, όπου εγνώρισα την αλήθειαν, κατεφρόνησα πλούτον και δόξαν και τα επίλοιπα, ως διαρρέοντα και ανάξια, ποθήσας τα άρρευστα και αεί διαμένοντα, τα οποία κληρονομούσιν όσοι τον Χριστόν αγαπήσωσι, διότι μανία μεγάλη και αγνωσία σας είναι να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλα βδελύγματα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και προστάσσει να δέσουν τον Άγιον εις πάσσαλον εις το μέσον του πεδίου ως στόχον και σημείον και να τον τοξεύωσιν από όλας τας πλευράς, έως να γεμίση βέλη όλον το σώμα του. Έτρεχον λοιπόν ποταμηδόν άπαντες να ίδωσι το φρικτόν θέαμα και όλοι συνεπόνεσαν και έκλαιον, βλέποντες τοιούτον νέον περιφανή τε και ωραιότατον να τον σύρουν και να τον βασανίζουν ως κακούργον οι δήμιοι. Αφού δε έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης, ενηγκαλίσθη ο Άγιος το ξύλον, εις το οποίον ήθελον να τον δέσουν, λέγων ταύτα προς τον Δεσπότην· Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι με ηξίωσας να σε μιμηθώ παραμικρόν. Συ, Θεέ μου, προσηλώθης εις το ξύλον του Σταυρού δι΄ αγάπην μου και εγώ αποθνήσκω σήμερον εις τούτο το ξύλον, δι΄ αγάπην Σου και την ιδικήν μου ωφέλειαν. Πρόσδεξαι όθεν την θυσίαν μου ταύτην δέομαι της σης αγαθότητος». Ταύτα λέγοντος του γενναίου Σεβαστιανού, τον εγύμνωσαν οι δήμιοι και τον έδεσαν εις το ξύλον· έπειτα έρριψαν κατ΄ αυτού τοσαύτα βέλη από παν μέρος εις όλον το σώμα, ώστε έμεινεν ελεεινόν και παράξενον θέαμα, διότι δεν διεκρίνετο ουδόλως σαρξ, αλλ΄ εφαίνετο από τα βέλη ως εχίνος ή ακανθόχοιρος και ούτως αφήκαν αυτόν οι υπηρέται και ανεχώρησαν, νομίσαντες ότι απέθανεν. Αφού δε ενύκτωσεν, επήγεν αρχόντισσά τις να λάβη το λείψανον αυτού και τον ευρίσκει ζώντα ακόμη· όθεν τον επήρεν εις την οικίαν της και εις ολίγας ημέρας με βότανά τινα έβγαλε τα βέλη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, και έμεινεν υγιής ο Άγιος. Ελθόντες δε τινές συγγενείς και φίλοι του να τον ίδωσιν, τον συνεβούλευσαν να αναχωρήση της πόλεως, δια να μη το μάθη ο βασιλεύς και του δώση χειρότερα παιδευτήρια και πικρότερα βάσανα. Ο δε μακάριος, επιποθών δια την αγάπην του Δεσπότου τον θάνατον, δεν ηθέλησε ν παραμερίση, αλλά μάλλον ακούσας, ότι ο Διοκλητιανός διήρχετο ημέραν τινά απ΄ εκεί πλησίον, εστάθη εις υψηλόν δωμάτιον. Ο δε βασιλεύς ιδών αυτόν εθαύμασε και προστάσσων να τον φέρουν πλησίον, είπε προς αυτόν· «Δεν είσαι συ ο Σεβαστιανός, τον οποίον προσέταξα να θανατώσουν»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι, βασιλεύς, και ανέστησέ με ο Κύριός μου εκ των νεκρών, δια να γνωρίσης ότι αυτός είναι ο αληθής Θεός ο τα πάντα δημιουργήσας και να μη σέβεσαι πλέον τους ακαθάρτους δαίμονας». Τότε προστάσσει ο ασεβής να τον ραβδίζουν δυνατά με ράβδους έως να συντριβώσιν όλαι αι σάρκες και τα οστά του και αποθάνη, έπειτα να τον ρίψουν την νύκτα εις τόπον τινά ακάθαρτον δια να μη τον εύρουν οι Χριστιανοί και καμνοντος πάλιν εκείνου θαυματουργίαν τινά επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Όθεν τελέσαντες οι δήμιοι ταχέως το προστασσόμενον παρέδωκεν ο Άγιος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Κατά δε την νύκτα, φανείς ο Άγιος εις το όραμα εναρέτου και επιφανούς τινος γυναικός, Λουκίνης ονόματι, της λέγει· «Ύπαγε εις τον δείνα τόπον να εύρης το Λείψανόν μου και λάβε αυτό να το ενταφιάσης εις την καλουμένην Κρυπτήν, ήτις είναι εις τους πόδας των Αποστόλων». Η δε ευλαβής γυνή, ευθύς εγερθείσα, απήλθεν εις τον ρηθέντα τόπον και ευρούσα το σώμα του Μάρτυρος έλαβεν αυτό ευλαβώς, δεν μετείχε δε ποσώς το μακάριον του Αγίου Λείψανον από την ακαθαρσίαν εκείνην, αλλά μάλιστα ευωδίαζεν άμετρα και στολίζουσα αυτό επιμελώς το ενεταφίασε, προσμείνασα εις το μνήμα ημέρας τριάκοντα. Μετά ταύτα εβασίλευσεν εις ολίγον καιρόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ήτο δε τότε ειρήνη εις τον κόσμον· όθεν η ευλαβής Λουκίνα έκτισεν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου και έζησε βίον θεάρεστον δίδουσα ελεημοσύνας πολλάς εις τους πένητας, κατά δε το τέλος της μέρος μεν του πλούτου της άφηκεν εις τους φτωχούς Χριστιανούς, όλον δε το επίλοιπον αφιέρωσεν εις τον ρηθέντα Ναόν, τον οποίον έκτισεν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνον του Αγίου, όστις έκαμε και μετά το τέλος θαυμάσια, όχι μόνον εκεί εις την Ρώμην, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας· όθεν όλοι των τον έχουν εις μεγάλην ευλάβειαν· έκτισαν Εκκλησίας εις όλας τας πόλεις και χώρας και χαρμονικώς τον πανηγυρίζουσι δια τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε και μάλιστα εις την Παβίαν, εις την οποίαν ήτο καιρόν τινα μέγα θανατικόν και τον επεκαλέσθησαν οι πολίται να τους βοηθήση εις τοιαύτην ανάγκην και τόσον εθαυματούργησεν ο Κύριος εις αυτούς δια να δοξάση τον Άγιον, τον οποίον μετά δακρύων επεκαλούντο λιτανεύοντες ευλαβώς, ώστε έπαυσεν ευθύς ο λοιμός και εγνωρίσθη σαφέστατα. Ότι η πρεσβεία του Αγίου τους εβοήθησεν. Όθεν όχι μόνον εκεί τον πανηγυρίζουσιν, αλλά και εις όλας τας πόλεις και χώρας της Ιταλίας, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει τιμή, μεγαλοπρέπεια και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ και της Αγίας ΑΓΛΑΪΔΟΣ της Ρωμαίας.

Δημοσίευση από silver »

Βονιφάτιος ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του αντιχρίστου βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284- 305), ήτο δε εις την Ρώμην δούλος της Αγλαϊδος, ήτις ήτο γυνή συγκλητική, θυγάτηρ Ακακίου ανθυπάτου Ρώμης. Αύτη δε η Αγλαϊς, ούσα από γένος λαμπρότατον, ήτο και ωραία εις το κάλλος του σώματος, αλλά και πλουσία πολύ από χρήματα, και από άλλα αγαθά πρόσκαιρα, εκ των οποίων ήτο παραδεδομένη εις τας σαρκικάς ηδονάς, καθώς δυστυχώς πράττουν οι περισσότεροι εκ των εχόντων ταύτα, διότι με το να έχουν πολλά, εκτελούν της σαρκός τα θελήματα. Ήτο δε ο Βονιφάτιος γνωστικός και ωραίος άνθρωπος, ελεήμων κατά πολλά και συμπαθής προς τους πένητας, η δε κυρία του Αγλαϊς είχε καταστήσει αυτόν οικονόμον της περιουσίας της και γραμματέα της. Ούτος λοιπόν, καθό άνθρωπος, ενικάτο από τον οίνον και από τον έρωτα της κυρίας του, επειδή εκείνη δεν είχεν άνδρα, και καθ΄ εκάστην ημάρτανον· πλην τόσον ήτο σπλαγχνικώτατος και φιλόξενος, ως άλλος ουδείς κατά αλήθειαν, και όταν έβλεπεν οδοιπόρους τινάς τους έπαιρνεν εις την οικίαν του και τους εφίλευε φιλοφρόνως ο φιλότιμος και φιλόχρηστος. Διψασμένους καθ΄ εκάστην επότιζε, γυμνούς ενέδυε, και πάντας τους ενδεείς επεμελείτο πλουσιοπαρόχως, καθώς το έχουν εκ φύσεως οι πορνεύοντες και δίδουν πολλάς ελεημοσύνας, μήπως και σβύσουν με το έλεος της συμπαθείας το πυρ της κολάσεως. Ήτο λοιπόν πολύς προς την αρετήν και θαυμάσιος ο γνωστικός Βονιφάτιος, μόνον δε η ακρασία και ακολασία του τον εκώλυε και δεν είχε το τέλειον ο μακάριος· αλλά εις ολίγον καιρόν τον ηξίωσεν ο Δεσπότης Χριστός (βλέπων την μεγάλην του αρετήν) να ξεπλύνη με το αίμα του Μαρτυρίου τον μολυσμόν της σαρκός και να γίνη όλως καθαρός και λαμπρότατος. Και ακούσατε οι αμαρτήσαντες, δια να γνωρίσετε, ότι πας ακόλαστος δύναται να απολαύση Βασιλείαν ουράνιον, αρκεί μόνον να κάμη αποχήν του κακού και ικανήν κατά την αμαρτίαν μετάνοιαν. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την νατολήν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, η δε Αγλαϊς, η κυρία του Βονιφατίου, είχε πόθον πολύν να αποκτήση ιερά τινα Λείψανα Αγίων Μαρτύρων· όθεν είπε τον λογισμόν της προς εκείνον, γνωρίζουσα ότι αυτός ήτο πιστός και επιμελέστατος και άξιος να εκπληρώση τον ένθεον πόθον της. Είπε λοιπόν προς αυτόν η Αγλαϊς ταύτα· «Γνωρίζεις, αδελφέ, πόσας αμαρτίας επράξαμεν, και ποσάκις το κατ΄ εικόνα Θεού εμολύναμεν, και οποίαι τιμωρίαι μάς ναμένουν εις την αιώνιον κόλασιν· πλην ήκουσα από τινα ενάρετον και ευσεβή άνδρα, ότι όποιος τιμά τα άγια Λείψανα έχει μισθόν μέγαν παρά Θεού και αντάμειψιν. Λοιπόν καθώς ήσουν έως τώρα εις το κακόν πρόθυμος, ούτω πλήρωσόν μου και την επιθυμίαν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον· ύπαγε σπουδαίως εις την Ασίαν, εις την οποίαν εμαρτύρησαν πολλοί Άγιοι, να φέρης όσα δυνηθής από τα τίμια αυτών και σεβάσμια Λείψανα, να τους οικοδομήσωμεν Ναούς, δια να έχωμεν την χάριν των εις την ψυχήν μας βοήθειαν». Ταύτα εκείνης ειπούσης υπεσχέθη ο Βονιφάτιος να τελέση μετά χαράς το προστασσόμενον. Όθεν έδωκε προς αυτόν άφθονα χρήματα δια να αγοράση ιερά Λείψανα και να διαμοιράση και εις πένητας. Απέστειλε δε μετά του Βονιφατίου και δώδεκα ιππείς, προς συνοδείαν αυτού, ως και σινδόνας, αρώματα, μύρα ευωδέστατα, και παν άλλο αρμόδιον προς τιμήν των αγίων Λειψάνων ως έπρεπεν. Όταν δε ο Βονιφάτιος απεχαιρέτησε την Αγλαϊδα, είπε προς αυτήν μειδιών· «Άραγε, δέσποινα, εάν επιτύχω να σου φέρουν το ιδικόν μου Λείψανον, καταδέχεσαι να τιμήσης αυτό ως άγιον»; Ταύτα μεν είπε χαριεντιζόμενος, ή ίσως να τον εφώτισεν ο Θεός και προείπεν εκείνο όπερ έγινε κατόπιν. Η δε Αγλαϊς απεκρίνατο· «Δεν είναι καιρός δι΄ αστεία, Βονιφάτιε, αλλ΄ ύπαγε κοσμίως και με ευλάβειαν να τελέσης το προστασσόμενον, συλλογιζόμενος ότι τα άγια Λείψανα, τα οποία μέλλεις να φέρης, δεν είμεθα άξιοι συ και εγώ να τα εγγίσωμεν ούτε καν να τα κυττάξωμεν με τους οφθαλμούς μας· άπελθε λοιπόν εις ειρήνην, και αυτός ο Θεός, όστις δι΄ ημάς έλαβε σάρκα και θάνατον, να μας συγχωρήση τα πταίσματα και να αποστείλη τον Άγγελον αυτού έμπροσθέν σου, να σου κατευθύνη τα διαβήματα». Αυτά τα λόγια ωφέλησαν πολύ τον Βονιφάτιον και έγινε προς τα θεία ευσεβέστερος. Όθεν ούτε κρέας έφαγε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην, ούτε οίνον εδοκίμασεν, αλλά ενθυμούμενος τας αμαρτίας του εφρόντιζε δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και δεν επεμελείτο ουδόλως δια το σώμα, αλλά διήρχετο με πολλήν προσοχήν, και ευλάβειαν, αναλογιζόμενος τας πράξεις αυτού, διότι ο φόβος γεννά την προσοχήν, και αυτή την γαλήνην και την κατάστασιν εκείνην, με την οποίαν γνωρίζει έκαστος τας ασχημίας και ανομίας του, και ούτως έρχεται προς μετάνοιαν, καθώς έκαμε και ο σοφός την ψυχήν Βονιφάτιος, όστις, έχων πόθον να γίνη φίλος του Δεσπότου Χριστού, εγκρατεύετο από τα παχύτερα φαγητά και ενήστευε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην ευχόμενος. Αφού λοιπόν έφθασεν εις την Ασίαν ο Άγιος επήγεν εις την Ταρσόν της Κιλικίας, εις την οποίαν ηγωνίζοντο τότε πολλοί Μάρτυρες, και τους μεν άλλους συντρόφους του αφήκεν εις το ξενοδοχείον να αναπαύωνται, αυτός δε απήλθεν ευθύς εις το στάδιον και βλέπει τους Αγίους τιμωρουμένους με διάφορα κολαστήρια, και άλλους μεν ερράβδιζαν, άλλων δε έκοπτον τας χείρας και τους πόδας, και με ράβδους τους συνέτριβον τα οστά οι ανηλεείς και άσπλαγχνοι. Αλλά ταύτα πάντα πάσχοντες οι γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί έχαιρον, συλλογιζόμενοι την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Ταύτα βλέπων ο Βονιφάτιος και θαυμάζων την καρτερίαν και υπομονήν αυτών, εθερμάνθη προς τον όμοιον ζήλον και παρρησιάζει την ευσέβειαν αυτού λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, όστις βοηθεί τους Αγίους του». Ταύτα εκβοήσας μεγαλοφώνως, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, οίτινες ήσαν τον αριθμόν είκοσι, και καταφιλών τα εναπομείναντα μέλη του σώματός των, τους εμακάριζε δια τα βασανιστήρια τα οποία έλαβον και τους παρεκίνει και ηρέθιζεν εις τα μέλλοντα, να μη δειλιάσουν ολίγον πόνον, δια να εύρουν ευφροσύνην και ανάπαυσιν αιώνιον, τους παρεκάλει δε να κάμουν δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν, να τους συνοδεύση εις το Μαρτύριον, δια να γίνη και της δόξης αυτών συμμέτοχος. Τούτον ιδών ο άρχων, ηρώτησεν αυτόν, τις και πόθεν ήτο και τι εζήτει. Ο δε απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι και ονομάζομαι Βονιφάτιος, ήλθον δε από την Ρώμην επιταυτού δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν του Χριστού μου». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Πριν αφανίσω τας σάρκας σου και συντρίψω τα οστά σου, ποίησον το συμφέρον σου, προσκύνησον τους σπλαγχνικούς θεούς, δια να λάβης παρ΄ αυτών πολλάς ευεργεσίας, ημείς δε οι άρχοντες να σε τιμήσωμεν με πλούτον και δόξαν πολλήν». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ούτε καν να σου αποκριθώ είναι δίκαιον· μόνον τούτο σου λέγω, ότι είμαι Χριστιανός, και δος μοι όσας τιμωρίας βούλεσαι». Τότε τον ετάνυσαν και τον έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εφαίνοντο τα οστά του. Ο δε Βονιφάτιος υπέμεινε τας πληγάς κυττάζων ακλινώς προς τους λοιπούς Μάρτυρας. Βλέπων δε αυτόν ο άρχων, ότι δεν εδειλίαζε ποσώς από την οδυνηράν ταύτην βάσανον, προστάσσει να τον αφήσουν ολίγον, και του λέγει· «Ας γίνουν εις σε, Βονιφάτιε, αυτά τα παθήματα μαθήματα, να κάμης το συμφέρον σου, πριν λάβης χειρότερα κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν εντρέπεσαι να μου λέγης να προσκυνήσω θεούς αναισθήτους, ανόητε; Και νομίζεις ότι θέλεις με νικήσει με παιδευτήρια»; Ταύτα ακούων ο τύραννος εθυμώθη κατά του Μάρτυρος και προσέταξε να καρφώσουν καλάμους οξείς εις τους όνυχας αυτού. Είναι δε η βάσανος αύτη δριμυτάτη και πανώδυνος, τόσον ώστε όχι μόνον να πάθη τις αυτήν, αλλά και εις την ακοήν της δειλιά και τρέμει χωρίς να την δοκιμάση. Αλλ΄ ο Μάρτυς ταύτα πάσχων ύψωσε προς ουρανόν την διάνοιαν, και δεν εσκέπτετο ουδόλως την οδύνην ο αξιέπαινος. Όθεν ο δυσσεβής τύραννος, βλέπων ότι ματαίως εβασανίζετο και δεν ηδύνατο να νικήση τον Μάρτυρα, εύρεν άλλην χαλεπωτέραν βάσανον, και προστάσσει να ανοίξουν το στόμα του και να χύσουν εντός αυτού βρασμένον μόλυβδον. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς λέγων· «Δέσποτά μου Ιησού Χριστέ, όστις με ενεδυνάμωσες να νικήσω τα πρότερα κολαστήρια, ελθέ και τώρα να με βοηθήσης, η παρηγορία και παράκλησίς μου, ελαφρύνων την εμήν οδύνην και κάκωσιν, και δος μοι νίκην κατά του σατανά και του άρχοντος, διότι, καθώς γνωρίζεις, δια την αγάπην σου βασανίζομαι». Ταύτα ειπών παρεκάλει τους Αγίους να κάμουν δι΄ αυτόν δέησιν, όπως τον ενδυναμώση ο Κύριος, όπερ και εγένετο και ηύχοντο οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες προς τον Θεόν δια τον Βονιφάτιον να του δώση νίκην, να τελειώση την άθλησιν. Όταν λοιπόν ανέλυσαν οι υπηρέται τον μόλυβδον και ήθελον να χύσουν αυτόν με την χώνην εις την κοιλίαν τού Μάρτυρος, ηγανάκτησαν οι παρεστώτες δια την ωμότητα του άρχοντος, όχι μόνον δια τον Βονιφάτιον, αλλά και δια τους άλλους Αγίους, τους οποίους εβασάνιζε με σκληρότατα κολαστήρια· όθεν μη υποφέροντες τοσαύτην θηριόγνωμον ψυχήν ανεβόησαν λέγοντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ, εις σε και ημείς πάντες πιστεύομεν». Ταύτα λέγοντες, το μεν βωμόν όστις ήτο εκεί πλησίον κατέστρεψαν, τον δε άρχοντα ελιθοβόλησαν, τόσον ώστε εκινδύνευσε να απολεσθή από τους λίθους ο άθλιος· όθεν έφυγεν έντρομος και κατά πολλά αισχυνόμενος. Κατά δε την επομένην ημέραν εκάθησε πάλιν εις το κριτήριον ο αλιτήριος, δια να αποπλύνη δε την ύβριν της προηγουμένης ωνείδιζε τον Μάρτυρα χλευάζων τον Χριστόν, ότι ως ληστής και κακοποιός εσταυρώθη. Ο δε Άγιος ήλεγχε τον τύραννον περισσότερον, εκείνος δε μη υποφέρων την εξουδένωσιν κατεδίκασε τον Αθλητήν, να τον βάλουν εις λέβητα γεμάτον πίσσαν, να τον βράσουν έως να διαλυθή τελείως, ο Θεός όμως δεν ημέλησε να θαυματουργήση και τότε, αλλ΄ έστειλεν εξ ουρανού Άγγελον, ο οποίος τον μεν Άγιον ως και ποτε τους Αγίους Τρεις Παίδας αβλαβή διεφύλαξεν, η δε φλοξ εκχυθείσα κατέκαυσεν όσους επρόφθασε. Ταύτα βλέπων ο δυσσεβής τύραννος και φοβηθείς την δύναμιν του Χριστού, έτι δε και αισχυνόμενος να βλέπη τους θεούς του υβριζομένους από τον Βονιφάτιον, τον κατέκρινεν εις θάνατον να τον αποκεφαλίσουν ως υβριστήν των θεών και παραβάτην των βασιλικών διατάξεων. Ούτω λοιπόν έλαβον αυτόν οι δορυφόροι και τον επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης αγαλλόμενον· ο δε Άγιος Μάρτυς εχαίρετο τόσον, ως να επήγαινεν εις ζωήν πανευφρόσυνον και όχι εις θάνατον. Φθάσαντες δε εις τον ωρισμένον τόπον εζήτησεν ολίγην διορίαν από τους στρατιώτας και σταθείς κατά ανατολάς, τοιαύτα προσηύξατο· «Κύριε και Θεέ μου, απόστειλον εις εμέ τα ελέη σου, παραστάσου και γενού βοηθός μου κατά την ώραν ταύτην, να μη με εμποδίση ο πονηρός δια τας αμαρτίας τας οποίας ετέλεσα πρότερον ο αφρονέστατος, αλλά παράλαβε την ταπεινήν μου ψυχήν εν ειρήνη, συναρίθμησον δε και εμέ τον ανάξιον δούλον σου μετ΄ εκείνων, οίτινες εφύλαξαν την πίστιν απ΄ αρχής έως τέλους. Λύτρωσον δε και το περιπόθητόν σου ποίμνιον, τον λαόν σου τον περιούσιον, από την ειδωλικήν δυσσέβειαν, ότι ευλογητός ει και μένων εις τους αιώνας». Ταύτα του Αγίου ευξαμένου έκοψαν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, έρρευσε δε από της τομής, ω του εξαισίου θαυματουργήματος! γάλα και αίμα· το μεν αίμα εις σημείον της φύσεως, το δε γάλα εις μαρτύριον της Πίστεως· όσοι δε έτυχον εκεί παρόντες εξέστησαν εις το μέγα τούτο θαυμάσιον και επίστευσαν εις τον Χριστόν άνδρες πεντακόσιοι πενήκοντα. Τοιούτον τέλος έλαβε δια τον αγαθοδότην Θεόν ο καλός Βονιφάτιος και ούτως ετελειώθη η προφητεία του αληθέστατα. Βλέποντες οι σύντροφοι και συνοδοιπόροι του Αγίου την παρατεινομένην απουσίαν αυτού και μη έχοντες ουδεμίαν περί τούτου πληροφορίαν, ενόμισαν ότι εχρόνιζεν εις κανέν οινοπωλείον ή ευρίσκετο εις οίκον τινά της απωλείας κατά την παλαιάν του συνήθειαν. Όθεν απελθόντες εζήτουν αυτόν, ερευνώντες εις όλην την πόλιν και ακριβώς εξετάζοντες, ιδόντες δε τον αδελφόν τού κομενταρησίου, ηρώτησαν αυτόν, εάν είδε ξένον τινά προχθές εις την αγοράν, όστις ήθελε ν΄ αγοράση πραγματείαν πολύτιμον, ο δε απεκρίνατο λέγων· «Είδα άνθρωπον τινα εις το στάδιον, όστις εμαρτύρησε δια ξίφους θάνατον προθύμως, αλλά δεν γνωρίζω εάν ήτο εκείνος τον οποίον ζητείτε· ειπέτε μοι όμως τα σημεία της μορφής του, να γνωρίσωμεν το βέβαιον, εάν ήτο εκείνος ή έτερος». Οι δε ιστόρησαν δια λόγου τον Βονιφάτιον λέγοντες, ότι ήτο νέος την ηλικίαν, ξανθός την τρίχα, την όψιν ωραίος και τα επόλοιπα της μορφής του σημεία και χαρακτήρας της όψεως. Ο δε είπε προς αυτούς · «Εκείνος ήτο κατ΄ αλήθειαν». Αυτοί όμως δεν επίστευον, γνωρίζοντες την προτέραν αυτού πολιτείαν την ασελγή και άσχημον· όθεν παραλαβών αυτούς τους ωδήγησεν εις το στάδιον και τους έδειξε το ιερόν του Μάρτυρος Λείψανον. Βλέποντες οι σύντροφοι του Αγίου το ιερόν αυτού σώμα χωρίς την κεφαλήν δεν τον ανεγνώρισαν, έως ου εύρον και την τιμίαν του κεφαλήν, την οποίαν σμίξαντες με το σώμα εβεβαιώθησαν, ότι αυτός εκείνος ήτο ο Βονιφάτιος· όθεν έλαβον φόβον πολύν και αγαλλίασιν εκθαμβούμενοι· εφοβούντο μεν, μήπως και κακίση δια την κατάκρισιν την οποίαν του έκαμαν, έχαιρον δε διότι ηξιώθησαν να απολαύσουν τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον. Έκλαιον λοιπόν από την χαράν των και εδέοντο του Αγίου να τους συγχωρήση το πταίσιμον. Ο δε Θεός, όστις δοξάζει τους Αγίους του, ενήργησε και άλλο θαυμάσιον και καθώς εκόλλησαν την τιμίαν κεφαλήν με το υπόλοιπον σώμα, ήνοιξεν ο Άγιος τους οφθαλμούς του και εκοίταξε τους συντρόφους του φιλικά και ήμερα με ευσπλαγχνίαν μεγάλην, φανερώνων ασφαλώς με το ιλαρόν εκείνο βλέμμα την αγάπην του και ότι τους συνεχώρησε το αμάρτημα και δεν ενεθυμείτ την προτέραν ύβριν ως αμνησίκακος. Οι δε ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον εξεθαμβήθησαν και χέοντες δάκρυα θερμά εκ των οφθαλμών των, έλεγον· «Δούλε του Θεού, μη ενθυμηθής τας ανομίας ημών και τον παραλογισμόν, τον οποίον κατά της θείας και ιεράς κεφαλής σου ελαλήσαμεν, αλλά συγχώρησον ημάς ως αμνησίκακος, ότι εξ αγνοίας ημάρτομεν». Έδωσαν λοιπόν φλωρία χρυσά πεντακόσια και αγοράσαντες το άγιον εκείνο και πολυτιμότατον Λείψανον και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις θήκην πολύτιμον και δεν εζήτησαν άλλο Λείψανον, έχοντες εκείνο του γνωρίμου και φίλου των. Καθώς δε ήρχοντο προς την Ρώμην, κατέβη Άγγελος εξ ουρανού προς την Αγλαϊδα και της λέγει· «Έγειραι να προϋπαντήσης τον ποτέ μεν δούλον σου, νυν δε αδελφόν ημών των Αγγέλων και συλλειτουργόν γενόμενον· υπόδεξαι τον πρότερον ικέτην και υπηρέτην σου και τώρα δεσπότην σου και τίμησον αυτόν ευλαβώς ως της ψυχής σου σωτήρα και της ζωής σου χρησιμώτατον φύλακα». Ταύτα ακούσασα η γυνή ηγέρθη έντρομος και συναθροίσασα τους πλέον επιφανείς και ευλαβεστέρους των Κληρικών, προϋπήντησαν με πολλήν τιμήν τον Άγιον, τον οποίον και απέθεσαν εις τόπον αρμόδιον, έξω της πόλεως πεντήκοντα στάδια. Έκτισε δε ύστερον εκεί η Αγλαϊς Ναόν περικαλλή και περίφημον, εις τον οποίον ετελέσθησαν και τελούνται έως την σήμερον παράδοξα θαύματα, δαίμονες διώκονται και νόσοι ανίατοι θεραπεύονται. Όχι δε μόνον από σωματικάς ασθενείας, αλλά και από ψυχικάς ιατρεύθησαν αναρίθμητοι. Η δε μακαρία Αγλαϊς μετετράπη θείαν αλλοίωσιν δια πρεσβειών του Αγίου· όθεν διαμοιράσασα όλον τον πλούτον της εις τους πτωχούς, επολιτεύθη το επίλοιπον της ζωής της τοσούτον σώφρονα και ενάρετα και με τοσαύτην σκληραγωγίαν και άσκησιν, ώστε επερίσσευσεν η αγιωσύνη την προτέραν φαυλότητα και τόσον ευηρέστησε τον Θεόν, ώστε της έδωκε χάριν να κάμνη θαυμάσια και εδίωκεν από τους ασθενείς τα δαιμόνια· έζησε δε μετά την καλήν αλλοίωσιν έτη δεκαπέντε, και τότε η μεν αγία ψυχή της απήλθε προς Κύριον, το δε μακάριον αυτής Λείψανον έβαλον ομού μετά του ηγαπημένου της Βονιφατίου, του θαυμαστού και τρισμάκαρος. Τοιούτον τέλος ηξιώθησαν να λάβουν δια τον Κύριον η Αγλαϊς και ο Βονιφάτιος, οίτινες πρότερον μεν ως άνθρωποι έπιπτον εις τα σαρκικά πάθη, ύστερον δε δια τον Χριστόν κατά των παθών ηγωνίσθησαν και κατεφρόνησαν νεανικώς και ανδρείως τας σαρκικάς ηδονάς και πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον, δια να απολαύσουν την αεί και πάντοτε διαμένουσαν· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία Αυτού του Χριστού και Δεσπότου μας, Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ και των συν αυτώ.

Δημοσίευση από silver »

και Προεόρτια της κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Ιγνάτιος ο θείος και θεοφόρος Πατήρ ημών ήτο Επίσκοπος εις την Αντιόχειαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98-117. Τούτον λέγουσί τινες, ότι έλαβεν ο Δεσπότης Χριστός εις τας αγίας του χείρας, όταν ήτο ακόμη βρέφος μικρόν, και διδάσκων τον λαόν εις Ιεροσόλυμα, είπε προς αυτούς· «όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη Βασιλεία των ουρανών· και ος εάν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου εμέ δέχεται» (Ματθ. ιη: 4-5). Ταύτα λέγων ο Δεσπότης Χριστός εφανέρωσε σαφέστατα την μέλλουσαν προκοπήν του παιδός, εις την Αποστολικήν διδασκαλίαν. Ούτος λοιπόν ο μακάριος Ιγνάτιος έγινε μαθητής του θείου Ευαγγελιστού Ιωάννου ομού με τον ιερόν Πολύκαρπον, όστις έγινεν Επίσκοπος Σμύρνης. Χειροτονηθείς δε ο θείος Ιγνάτιος Ιερεύς από τους ιερούς Αποστόλους, εψηφίσθη υπό τούτων και Αντιοχείας Επίσκοπος και εξεπαιδεύθη παρά των ιδίων εις πάσαν αρετήν εμπρέπουσαν εις τους Ιερείς· συνεκοπίασε δε και ούτος πολύ και εβασανίσθη να κηρύττη τον λόγον της Πίστεως και συνεκακοπάθησεν ως ζηλωτής των Αποστόλων, διδάσκων τα έθνη και τέλειος διάκονος των του Χριστού μυστηρίων αναφανείς. Τον καιρόν εκείνον, νικήσας ο Τραϊανός τους Τατάρους, εκενοδόξησε και εκίνησε και κατά των Χριστιανών πόλεμον αγριώτατον, δια να τους εξαναγκάση να προσκυνήσουν τους θεούς του, περί των οποίων ενόμιζεν ότι τον εβοήθησαν και ενίκησεν. Έστειλε λοιπόν εις όλας τας πόλεις γράμματα, ότι όσοι Χριστιανοί δεν θέλουσι να θυσιάσωσι, να τους παιδεύουν πρώτον δριμύτατα και κατόπιν να τους θανατώνουν ανηλεώς. Ήτο δε τότε ο Τραϊανός εις την Αντιόχειαν και ητοιμάζετο εις πόλεμον και κατά των Περσών· ανήγγειλαν δε τινες εις αυτόν δια τον Ιγνάτιον, ότι εδίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνώσι Θεόν νεώτερον εσταυρωμένον και κακοθάνατον, να φυλάττωσι παρθενίαν και να μισώσι πάσαν τρυφήν και ευμάρειαν του βίου τούτου, το δε χειρότερον, να καταφρονούν τους θεούς και τα δόγματα των βασιλέων. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν τον Άγιον εις το θέατρον, τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν· «Συ είσαι ο Ιγνάτιος εκείνος, όστις καταφρονείς τα προστάγματά μας και διαστρέφεις με την διδαχήν σου την Αντιόχειαν, παρακινών τους ανθρώπους να σέβωνται τον Χριστόν και να καταφρονώσι τους θεούς, αναιδέστατε»; Του λέγει ο Άγιος· «Φευ, πως ονομάζεις θεούς τα άψυχα είδωλ; Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, όστις όλον τον κόσμον εδημιούργησε και ο οποίος, εάν τον εγνώριζες, βασιλεύς, ήθελε στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας σου και ήθελε λαμπρύνει το διάδημα της κεφαλής σου». Ακούσας ταύτα ο Τραϊανός λέγει προς τον Άγιον· «Ας αφήσωμεν την πολυλογίαν και προσκύνησον τους αθανάτους θεούς, να σε κάμω αρχιερέα του μεγάλου Διός, να σε ονομάσω πατέρα της βουλής και να σε τιμούν άπαντες». Λέγει ο Άγιος· «Θαυμαστή σου η επαγγελία και μεγαλόδωρος. Αλλά ποίαν ανάγκην έχω εγώ τοιαύτης τιμής, εφ΄ όσον είμαι Ιερεύς του Θεού του υψίστου και προσφέρω εις Αυτόν καθ΄ εκάστην θυσίαν αινέσεως; Είμαι δε έτοιμος να θυσιάσω δι΄ Αυτόν και τον εαυτόν μου ακόμη, λαμβάνων δια την αγάπην του θάνατον, καθώς αυτός ο αθάνατος εκουσίως έπαθε δι΄ εμέ. Λοιπόν καν εις θηρία με παραδώσης καν εις ξίφος, ή εις τον σταυρόν με προσηλώσης, ή εις άλλον πικρότερον θάνατον, ποτέ δεν θέλω προσκυνήσει τους δαίμονας, ουδέ θάνατον φοβούμαι ποσώς, ούτε ποθώ πράγματα πρόσκαιρα· αλλά μόνον τα μέλλοντα ως μένοντα επιποθώ, και αυτά μόνον ορέγομαι· όλη μου δε η σπουδή είναι να υπάγω προς τον ποθούμενον Χριστόν με πικρόν και επώδυνον θάνατον, επειδή και αυτός απέθανε δι΄ αγάπην μου». Τότε η σύγκλητος όλη είπε προς αυτόν δι΄ εμπαιγμόν· «Τι λέγεις; Ομολογείς και συ μεθ΄ ημών ότι ο Θεός σου απέθανε; Αφού λοιπόν αυτός έλαβεν επονείδιστον και κατησχυμμένον θάνατον, πως ημπορεί να ωφελήση τους δούλους του»; Πλήρης τότε πίστεως θερμοτάτης και Πνεύματος Αγίου ο θείος Ιγνάτιος απεκρίνατο· «Ο Ιησούς Χριστός ο Θεός μου και Κύριος, πρώτον μεν έγινεν άνθρωπος, και δια την σωτηρίαν ημών υπέμεινεν εκουσίως σταυρόν και θάνατον· αλλά την τρίτην ημέραν ανέστη, καταλύσας του διαβόλου την δύναμιν, και συναναστήσας ημάς από το πτώμα της αμαρτίας και αναβάς θεοπρεπώς εις τους ουρανούς (από τους οποίους κατέβη το πρότερον) συνανύψωσε και ημάς και μας εχάρισεν αγαθά περισσότερα. Οι ιδικοί σας όμως θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν δύνανται να σας δώσουν κανέν καλόν· μάλιστα δε σας έδωσαν πολλά βλαβερά και επιζήμια πράγματα· επειδή αυτοί δεν είναι θεοί, αλλά φθορείς και αμαρτωλοί άνθρωποι, οίτινες διήλθον την ζωήν των αισχρώς και ατίμως, και ως αίτιοι πολλών θανάτων παρεδόθησαν εις αθάνατον θάνατον. Καθώς εις τας βίβλους σας φαίνεται, ο μεν πρώτος από τους θεούς σας, κατά την πλάνην σας, ο και μεγαλύτερος νομιζόμενος, απέθανε εις την Κρήτην, και τον ενεταφίασαν εις εν όρος πλησίον του μεγάλου Κάστρου, το οποίον όρος έως την σήμερον δια τον τάφον αυτού ονομάζεται του Διός. Ο δε Ασκληπιός από αστραπήν κατακαυθείς εξέψυξε. Της Αφροδίτης ο τάφος εις την Πάφον έως την σήμερον φαίνεται και ο Ηρακλής υπό πυρός κατεκάη, ούτω δε και οι λοιποί διαφόρως ως φθορείς κκοί καώς απωλέσθησαν». Ταύτα του Θεοφόρου Ιγνατίου διηγουμένου, ο βασιλεύς και η σύγκλητος εφοβήθησαν μήπως εξελεγχθή η πλάνη αυτών περισσότερον, βεβαιωθή δε το σέβας του Χριστού. Όθεν προστάσσουν να τον φυλακίσουν έως της επομένης εξετάσεως. Καθ΄ όλην δε την νύκτα ο βασιλεύς διελογίζετο κατά ποίον τρόπον να λυτρωθή από τον Ιγνάτιον, δια να μη προσελκύση και άλλους Έλληνας εις την ιδικήν του Πίστιν ως λόγιος. Αποφασίζει όθεν να τον δώση εις τα θηρία να τον φ΄γωσι, δια να λάβουν από τούτον και άλλοι παράδειγμα. Την πρωϊαν ανεκοίνωσε την απόφασίν του ταύτην εις την σύγκλητον και όλοι επήνεσαν την βουλήν του βασιλέως, εζήτησαν όμως όπως αποσταλή εις την Ρώμην δεδεμένος και να τον ρίψουν βοράν εις τα εκεί θηρία, δια δύο αιτίας. Πρώτον μεν δια μα μη τον θανατώσουν εκεί εις την Αντιόχειαν και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντες τα οστά του εις αγιασμόν κατά την τάξιν και συνήθειαν αυτών. Δεύτερον δε δια να λάβη από την τοσαύτην οδοιπορίαν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, έτι δε να θνατωθή εις ξένην γην ως κακούργος και να μη αξιωθή επιμελείας τινός, ούτε και μετά την τελείωσιν μικράς ενθυμήσεως. Εξέβαλον λοιπόν αυτόν από την φυλακήν και πρώτον μεν εδοκίμασε πάλιν ο βασιλεύς με επαγγελίας αγαθών, με δωρεάς και χαρίσματα και με απειλάς τιμωριών και κολάσεων να μεταστρέψη την γνώμην του. Μη δυνάμενος όμως να σαλεύση ποσώς τον πύργον της ομολογίας του, έγραψεν ως άνωθεν την τελευταίαν απόφασιν. Δέσαντες λοιπόν αυτόν και με άλλας ακόμη αλύσεις, τον παρέδωκεν ο Τραϊανός εις εν στρατιωτικόν τάγμα, με την εντολήν να τον υπάγουν εις το θέατρον της Ρώμης, και όταν θα είχον μεγάλην πανήγυριν και θα ήτο λαός πολύς συνηγμένος εις αυτό, να τον ρίψουν εις τα άγρια θηρία, ούτως ώστε ενώπιον πάντων να τον σπαράξωσι. Ταύτα προστάξας δια τον Άγιον Ιγνάτιον ο βασιλεύς, ανεχώρησεν εκείθεν εκστρατεύσας κατά της Περσίδος. Λαβών ο θείος Ιγνάτιος την τελευταίαν εκείνην απόφασιν, ηυχαρίστει μεγαλοφώνως τον Κύριον και κάμνων προσευχήν παρεκάλεσε δια την Εκκλησίαν και παρέδωκεν εις τον Θεόν την ποίμνην του μετά δακρύων δεόμενος να τους περισκέπη και να τους διαφυλάττη έως τέλους εις την ευσέβειαν· έπειτα ηκολούθει τους στρατιώτας αγαλλιώμενος. Φθάσαντες δε εις την Σελεύκειαν εισήλθον εις πλοίον και διερχόμενοι από την Σμύρνην εχαιρέτησε τον ιερόν Πολύκαρπον και τους λοιπούς Επισκόπους και Ιερείς, οίτινες συνήχθησαν από πάσαν Εκκλησίαν της Ασίας, με τον σκοπόν να τον ίδουν και να απολαύσουν της γλυκυτάτης διδασκαλίας του, ασπαζόμενος δε άπαντας, τους παρήγγειλε να εύχωνται δι΄ αυτόν, όπως μη εμποδισθή ο δρόμος της αθλήσεώς του, αλλά να αξιωθή να τον φάγουν τα θηρία, δια να υπάγη ταχέως προς τον ποθούμενον. Ταύτα είπεν ο πάνσοφος, δια να γνωρίσουν τον πόθον τον οποίον είχε να λάβη τον θάνατον, να μη πικραίνωνται, διότι τους έβλεπεν ότι ήσαν περίλυποι και εφοβείτο μη στασιάσουν και τον αρπάσουν από τους στρατιώτας, εμποδίσουν δε ούτω την ποθουμένην οδοιπορίαν του· το αυτό εφοβείτο να μη κάμουν και εις την Ρώμην οι ευσεβείς. Όθεν προέλαβε και έστειλε και εις εκείνους επιστολήν. Αφού δε έστειλε την επιστολήν τον επήραν οι στρατιώται και επήγαιναν δια ξηράς, διαβαίνοντες πεζή από την Τρωάδα, Νεάπολιν, Φιλίππους, Μακεδονίαν και άλλας χώρας, εις τας οποίας εδίδασκε τον λόγον του Θεού, στηρίζων τους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους, νουθετών τους νεωτέρους και πάντας διασφαλίζων εις την ευσέβειαν. Διαπλεύσας λοιπόν ο Άγιος το Ανδριατικόν και Τυρρηνικόν πέλαγος έφθασεν εις την Ρώμην και παρεδόθη υπό των στρατιωτών εις τον έπαρχον της πόλεως, όστις ιδών τα γράμματα του βασιλέως, εφυλάκισεν επιμελώς τον Άγιον. Όταν δε είχον μεγάλην πανήγυριν, κατά την οποίαν ήσαν συνηγμένοι όλοι της πόλεως, όχι μόνον δια την εορτήν, αλλά και δια να ίδωσι τον Άγιον, διότι πανταχού περιέτρεχε η φήμη, ότι έφεραν τον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας να τον φάγωσι τα θηρία και δι΄ αυτό είχον συναχθή λαός αναρίθμητος να τον ίδουν, τότε φέροντες αυτόν οι στρατιώται, παρέστησαν εις το θέατρον. Στραφείς δε ο Άγιος προς το πλήθος του λαού είπε προς αυτούς με γενναίον και άτρεπτον φρόνημα· «Ω άνδρες Ρωμαίοι και θεαταί του αγώνος μου, να γνωρίζετε, ότι δεν έπραξα καμμίαν κακουργίαν, αλλ΄ ούτε και εις τίποτα έπταισα, δια να είμαι άξιος θανάτου· λαμβάνω όμως τούτον σήμερον εκουσίως χαίρων και αγαλλόμενος, δια να επιτύχω τον αληθή Θεόν, τον οποίον διψώ και επιποθώ να απολαύσω. Επειδή δε είμαι σίτος αυτού, αλέθομαι από τους οδόντας των θηρίων, δια να γίνω άρτος καθαρός και άμωμος». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, αφήκαν τους λέοντας και τον κατέφαγον όλον, καθώς αυτός επόθει και παρεκάλεσεν. Αφήκαν μόνον τα μεγαλύτερα οστά, τα οποία, αφού διελύθη το θέατρον και ανεχώρησαν οι άνθρωποι, λαβόντες οι Χριστιανοί ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς εις τόπον επίσημον τη εικοστή του Δεκεμβρίου μηνός, περί το έτος 113, ύστερον δε πάλιν μετά καιρόν, τα επήγαν εις Αντιόχειαν. Λέγεται δε ότι μετά την αγίαν αυτού τελείωσιν έκλαιον οι πιστοί εις την στέρησιν αυτού και εθρήνουν απαρηγόρητα, σχολάζοντες εις τον τάφον του, αγρυπνούντες και υμνούντες αυτόν ακατάπαυστα. Ο δε Άγιος εφάνη εις αυτούς εν οράματι και ασπασάμενος αυτούς τους παρηγόρησε, λέγων να μη θρηνώσιν, αλλά μάλλον να χαίρωνται· ούτω δε κατεπράϋνε την οδύνην των. Άλλοι πάλιν τον είδον ιδρωμένον καθώς ήτο κατά τον αγώνα της αθλήσεως, να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της πόλεως και δια τους Χριστιανούς άπαντας. Τοιούτος ήτο ο δια Χριστόν θείος έρως του Θεοφόρου Πατρός ημών Ιγνατίου, ως και οι δια τον Χριστόν αγώνες και το τέλος αυτού. Μαρτυρεί δε και ο Ειρηναίος ο Επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, όστις τον ευφημίζει πολλά εις τα συγγράμματά του. Έτι δε και ο Ιερομάρτυς Επίσκοπος Σμύρνης Άγιος Πολύκαρπος εις μίαν Επιστολήν του γράφει ταύτα· «Παρακαλώ σας, αδελφοί, να έχετε υπακοήν και υπομονήν, καθώς είδετε εις τον μακάριον Ιγνάτιον και εις άλλους πολλούς, ως και εις αυτόν τον διδάσκαλον Παύλον και τους λοιπούς, οίτινες επίστευσαν· και δεν ηγωνίσθησαν μάταια, αλλά εις την πίστιν και δικαιοσύνην του Θεού εκοπίασαν, δεν ηγάπησαν δε τούτον τον απατεώνα κόσμον, αλλά τον Δεσπότην Χριστόν, με τον οποίον συνέπαθον. Όθεν και παρ΄ αυτού εδοξάσθησαν». Ούτω λοιπόν ο θείος Ιγνάτιος επιθυμήσας να γίνουν τα θηρία τάφος του, κατώκησε μάλιστα εις τας ψυχάς των φιλοθέων ανδρών και όλοι τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν. Έτι δε και ο βασιλεύς Τραϊανός ακούων μετά ταύτα τας αρετάς του Θεοφόρου Ιγνατίου και ότι γενναίως υπέμεινε το Μαρτύριον, με ιλαρόν και πασίχαρον πρόσωπον, ευχαριστών αυτόν διότι του έδωκε τοιαύτην ψήφον, να γίνη βορά των θηρίων, ηυλαβήθη πολύ όχι μόνον τον Ιγνάτιον, αλλά και πάντας τους Χριστιανούς, διότι εγκρατεύοντο από πάσαν πράξιν αισχράν, ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και άλλας αρετάς ετελούσαν οι αξιέπαινοι· ένεκα των οποίων μετενόησε δι΄ όλας τας προλαβούσας πράξεις του και έγραψε νόμον, να μη φονεύση πλέον Χριστιανόν κανείς από τους ηγεμόνας και άρχοντας αυτού. Όθεν όχι μόνον ζων ήτο ωφέλιμος εις τους Χριστιανούς ο θείος Ιγνάτιος, αλλά και μετά την τελευτήν αυτού έγινε καύχημα της εν Χριστώ ημών Πίστεως, ως ευσεβείας επίδοσις, τεθλιμμένων παράκλησις και προσκαίρου ζωής καταφρόνησις, εγκράτεια των βλαβερών, βίου καθαρότης και σφαλμάτων διόρθωσις, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ΄ ου δόξα τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Ιουλιανή η ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου ήτο από την Νικομήδειαν και έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286- 305. Ήτο δε αύτη από γένος επιφανές και έκλαμπρον, ωραία την όψιν και τον τρόπον επαινετή και φιλάρετος, επάνω δε εις τας άλλας της αρετάς είχε και την ευσέβειαν, η οποία είναι το θαυμασιώτερον, διότι ο πατήρ αυτής και οι λοιποί συγγενείς της ήσαν Έλληνες ειδωλολάτραι, η δε μήτηρ της ούτε τα είδωλα εσέβετο, ούτε τον Χριστόν, αλλά ίστατο αμφίβολος. Επί πλέον ο πατήρ της Ιουλιανής εμίσει πολύ τους Χριστιανούς και τους εμάχετο σφόδρα. Αλλά η πάνσεμνος Ιουλιανή, ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα την γην, τον ουρανόν, τον αέρα, την θάλασσαν και τα λοιπά του Κτίστου ποιήματα, εζήτει τον τούτων Δημιουργόν, έχουσα τον Παύλον διδάσκαλον και δια μέσου των κτισμάτων ηννόησε τον Ποιητήν η αοίδιμος· και έλεγε καθ΄ εαυτήν τοιαύτα ως πάνσοφος· «Εάν είναι εις μόνον Θεός αληθέστατος, αυτόν πρέπει να προσκυνώ και να σέβωμαι, τα δε είδωλα ως απολείας αίτια να βδελύσσωμαι». Ταύτα έλεγε, και τα έργα εις τους λόγους επηκολούθησαν· όθεν καταφρονούσα τας φροντίδας πάσας του σώματος, μόνον τα ψυχικά επόθει και καθ΄ εκάστην ανεγίνωσκε τας θείας Γραφάς, προσηύχετο και ει τι άλλο θεάρεστον εγνώριζε, το εποίει προθύμως. Ήτο δε τότε εις την Νικομήδειαν άρχων τις ονόματι Ελεύσιος, φίλος μέγας του βασιλέως και των δαιμόνων λάτρης επιμελέστατος, με τον οποίον είχον αρραβωνίσει οι γονείς της την Ιουλιανήν και εκείνος εβιάζετο να τελέσουν τους γάμους, μη γνωρίζων την γνώμην της· η δε Αγία του διεμήνυσε να μη έχη ελπίδα τινά εις αυτήν, ότι θα την λάβη γυναίκα του, εάν δεν γίνη πρότερον έπαρχος της πόλεως. Ταύτα μεν είπε, δια να εύρη πρόφασιν να εμποδίση τους γάμους, εάν δεν λάβη την αξίαν. Εάν δε πάλιν και γίνη έπαρχος, να του προβάλη και άλλην αξίωσιν, καθώς κατωτέρω φαίνεται σαφέστερον. Ο δε Ελεύσιος, επειδή ήτο εις την αγάπην αυτής αιχμάλωτος, έκαμεν ό,τι ηδύνατο και ηγόρασε την επαρχίαν με χρυσίον πολύ. Έπειτα της έστειλε μήνυμα, ότι έγινεν ο νυμφίος αυτής εις την αξίαν λαμπρότερος. Η δε πάλιν αντέγραψεν εις αυτόν λέγουσα· «Εάν δεν προσκυνήσης τον Θεόν και Δεσπότην μου, ζήτησε να εύρης άλλην ομόζυγον· διότι τούτο μόνον θέλω δια προίκα και νυμφικά μου χαρίσματα» . Ταύτα ακούσας εθυμώθη πολύ ο Ελεύσιος, και το ανήγγειλεν εις τον πατέρα της, τον οποίον μάλιστα και ηπείλησεν ότι θα κακοποιήση, εάν δεν την εξαναγκάση να ικανοποιήση τον πόθον του. Μαθών ταύτα ο πατήρ της Ιουλιανής ελυπήθη και έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του, δεν έδειξεν όμως αμέσως τον θυμόν του, αλλά εδοκίμασε πρότερον με κολακείας να διαστρέψη την Άγίαν και της λέγει· «Ειπέ μου, γλυκυτάτη μου θυγατέρα και φως των οφθαλμών μου, διατί δεν θέλεις να γίνη ο γάμος και καταφρονείς τον έπαρχον»; Η δε απεκρίνατο· «Εάν δεν γίνη πρότερον κοινωνός εις την δόξαν μου ο Ελεύσιος, δεν είναι πρέπον να τον λάβω σύζυγον· διότι πως είναι δυνατόν να ενωθώσι τα σώματά μας, αι δε ψυχαί μας να μάχωνται»; Ταύτα εθύμωσαν τον πατέρα της και της λέγει οργιζόμενος· «Εμωράνθης, ανόητη, και ποθείς να λάβης μύρια κολαστήρια; Σε διαβεβαιώ όμως ενώπιον των μεγάλων θεών Απόλλωνός τε και Αρτέμιδος, ότι θέλω δώσει το σώμα σου να το φάγουν οι κύνες και τα άγρια θηρία». Απάντησεν η Μάρτυς· «Μη αμελήσης, αλλά σύναξε όσα θηρία θέλεις και δος μου όσους θανάτους δυνηθής, διότι πολλήν ωφέλειαν θέλω λάβει, εάν πολλάκις αποθάνω δια τον Χριστόν μου και πολλάς αμοιβάς θέλω απολαύσει εις τον Παράδεισον». Τότε πάλιν ο δεινός εκείνος και άσπλαγχνος εδοκίμασε με κολακείας αλλά και άλλας απειλάς κολαστηρίων να την φέρη εις την γνώμην του, όμως δεν ηδυνήθη, διότι αυτή τον απέκοψεν από τον λόγον του λέγουσα· «Μήπως είσαι και συ ως τους θεούς σου αναίσθητος, και έχων ώτα δεν ακούεις τους λόγους μου; Εγώ σου είπα και σε εβεβαίωσα, ότι εάν δεν προσκυνήση τον Χριστόν, δεν συγκοινωνώ ποτέ με τον Ελεύσιον». Βλέπων ο πατήρ της Αγίας ότι με τους λόγους μόνον δεν κατορθώνει τίποτε, έκλεισεν αυτήν εις σκοτεινήν φυλακήν, κατά δε την νύκτα την ερωτούσαν και πάλιν εάν μετέβαλε γνώμην. Αλλ΄ αυτή απεκρίνατο στερεώτερα λέγουσα· «Δεν προσκυνώ γλυπτά και αναίσθητα ξόανα, αλλά μόνον τον Χριστόν μου, τον αληθή Θεόν προσκυνώ και σέβομαι». Τότε θυμωθείς ο πατήρ της αφήκε τους λόγους και ερχόμενος εις τα έργα έδειρε την Αγίαν όχι ως πατήρ, αλλά ως εχθρός και επίβουλος, ανηλεώς πολύ και ασπλάγχνως, έπειτα δε την παρέδωκεν εις τον μνηστήρα της, να την κάμη ως βούλεται. Λαβών εκείνος εις την εξουσίαν του την Αγίαν και βλέπων το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα την άφθαστον, κατεπραϋνθη εκ της επιθυμίας η οργή και η μανία αυτού και λησμονήσας τον θυμόν, τον οποίον είχε κατ΄ αυτής πρότερον, λέγει προς αυτήν με πολλήν ημερότητα· «Ποίησον το θέλημά μου, γλυκυτάτη μου νύμφη, και συμφώνησον να γίνης ομόζυγός μου ίνα λυτρωθής από τα κολαστήρια και εάν δεν θέλης να προσκυνήσης τους θεούς, ημείς εις τούτο δεν σε βιάζομεν· αρκεί μόνον να κάμωμεν τον γάμον». Η δε απεκρίνατο· «Ούτε κανένας λόγος, ούτε βάσανος, ούτε αυτός ο κίνδυνος του θανάτου θέλει με πείσει να συζευχθώ μετά σου, εάν δεν λάβης το θείον Βάπτισμα και δεν γίνης ως και εγώ Χριστιανός τέλειος». Ακούων τους λόγους τούτους της Μάρτυρος και φλεγόμενος εισέτι υπό της επιθυμίας, λέγει προς αυτήν ο έπαρχος με πραότητα· «Επ΄ αληθείας, φιλτάτη μου κόρη και πολυπόθητος, θα εδεχόμην να σου κάμω και τούτο το θέλημα δια την προς σε αγάπην μου, εάνδεν εκινδύνευεν η ζωή μου· διότι, εάν κάμω τοιούτον πράγμα, ευθύς ως το μάθη ο βασιλεύς όχι μόνον την επαρχίαν θέλει μού αφαιρέσει, αλλά θέλει μού δώσει και πικρότατον θάνατον». Απεκρίθη η Αγία· «Εάν συ φοβείσαι τον θνητόν και πρόσκαιρον βασιλέα, όστις δεν δύναται να σου εγγίση εις την ψυχήν, ειμή μόνον να παιδεύση το σώμα σου, πως εγώ να μη φοβηθώ τον αθάνατον και ουράνιον, τον Δεσπότην πάντων των βασιλέων, Όστις εξουσιάζει πάσαν πνοήν και ζωήν; Πως εγώ να καταφρονήσω τοιούτον Βασιλέα και να λάβω τον αντίδικον αυτού άνδρα; Εάν είχες συ δούλον τινά ηγαπημένον και έκαμνε γάμον με τους εχθρούς σου, δεν θα εσκανδαλίζεσο εναντίον του και δεν θα τον εμισούσες ως επίβουλον; Μη πλανάσαι λοιπόν και μη έχης καμμίαν ελπίδα εις εμέ. Μη χάνης τον καιρόν σου με το να με δοκιμάζης με κολακείας και απειλάς. Αλλά εάν θέλης, πρόσελθε συ εις τον Θεόν μου και πίστευσον, ή άλλως σφάξον με, καύσον με εις το πυρ, μάστιζε και κατάκοπτε τας σάρκας μου, βάλε θηρία να με σπαράξωσι και μηχανεύσου να μου δώσης τα δεινότερα κολαστήρια εξ όσων δύνασαι, διότι εγώ σε εμίσησα και νομίζω την μετά σου κοινωνίαν τάφον και θάνατον». Ταύτα ακούσας ο υπό του πυρός της επιθυμίας φλογιζόμενος έπαρχος εξεκαύθη υπό άλλου πυρός, του θυμού, έτι περισσότερον και έγινεν ως θηρίον ανήμερον, καθώς ο καταφρονηθείς έρως το έχει συνήθειαν. Προστάσσει όθεν να τανύσουν την Αγίαν με λωρία τέσσαρες άνδρες, άλλοι δε να την δέρουν ανηλεώς εις όλον το σώμα με ξηρά βούνευρα, έως να κουρασθώσιν οι μαστιγούντες. Τούτου γενομένου, αυτοί μεν απέκαμον δέροντες, η δε μακαρία εκείνη κόρη εστερεούτο έτι περισσότερον εις την γνώμην της και δεν εφοβήθη τας μάστιγας, ούτε ποσώς εδειλίασεν. Ο δε Ελεύσιος εκέλευσε να την αφήσουν, και της λέγει· «Αυτά, Ιουλιανή, είναι τα προοίμνια των βασάνων, τα οποία μέλλεις να λάβης, από ταύτα δε εννόησον και τα επίλοιπα, τα οποία σε αναμένουν, εάν έως τέλους απειθήσης, και τότε θέλεις μετανοήσει, αλλ΄ ανωφελώς». Η δε απεκρίνατο· «Ποίησον ει τι θέλεις, αναίσθητε και ανόητε, διότι καλλίτερον έχω να πάθω όλα του κόσμου τα βασανιστήρια, παρά να συγκοινωνήσω μετά σου». Τότε την εκρέμασαν από τας τρίχας της κεφαλής όλην την ημέραν, έως ου ανεσπάσθη το δέρμα της όλον και ανέβησαν αι οφρύες αυτής υπεράνω του μετώπου, τόσον ώστε έμεινεν ελεεινόν θέαμα· αλλά και πάλιν την παρεκάλει ο έπαρχος (καθώς ο έρως τον εξωθούσε) με διάφορα κολακεύματα. Βλέπων όμως ότι εκοπίαζε ματαίως και ανωφελώς, την εβασάνισε πάλιν χειρότερα, και πυρώσας σίδηρα, έβαλεν εν εις τας μασχάλας, άλλο εις τα πλευρά της και έτερον εις τους μηρούς της, δέσαντες δε εις τας σάρκας της τα πυρωμένα εκείνα σίδηρα, την έρριψαν εις την φυλακήν ανεπιμέλητον, ένθα οδυνωμένη σφοδρώς από την ανύποιστον εκείνην βάσανον, έκειτο εις την γην και προσηύχετο ταύτα λέγουσα· «Κύριέ μου Θεέ παντοκράτορ και παντοδύναμε, καθώς ελύτρωσες τον Προφήτην Δανιήλ, τους Αγίους Τρεις Παίδας και Θέκλαν την Πρωτομάρτυρα από το πυρ και τα θηρία και από πάσαν άλλην βάσανον, αυτός και τώρα παραστάσου και εις εμέ και λύτρωσόν με από τα πάνδεινα ταύτα κολαστήρια και από τον πολεμούντα με, Βασιλεύ αήττητε». Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας εφάνη προς αυτήν με μορφήν Αγγέλου ο διάβολος, λέγων· «Πολλά δεινά κολαστήρια έχει κατασκευασμένα δια σε ο έπαρχος, τα οποία δεν δύνασαι να υποφέρης. Λοιπόν όταν σε εκβάλωσιν απ΄ εδώ, ύπαγε εις τους βωμούς και θυσίασον». Ερωτήσασα δε αυτόν η Μάρτυς τις ήτο, απεκρίνατο· «Άγγελος είμαι του Θεού και με απέστειλε να σου είπω να κάμης τον λόγον του τυράννου, δια να μη αφανισθή κακώς το σώμα σου, ο δε Θεός είναι φιλάνθρωπος και θέλει σε συγχωρήσει δια την της σαρκός ασθένειαν». Η δε Μάρτυς εθαύμασε, Αγγέλου μεν μορφήν βλέπουσα, συμβουλήν δε δαίμονος ακούουσα. Όθεν βαθέως στενάξασα εδάκρυσε λέγουσα· «Κύριε και ποιητά των απάντων, τον οποίον υμνούσιν οι Άγγελοι και φρίττουσιν οι σκοτεινοί δαίμονες, μη με καταφρονήσης και με απατήση ο πονηρός διάβολος, αλλά δείξον μοι τις είναι ούτος, όστις με συμβουλεύει τοιαύτα, και προσποιείται ότι είναι δούλος και υπηρέτης σου». Ταύτα ειπούσα, ευθύς επήκουσεν ο επικαλούμενος και φωνή ουρανόθεν ηκούσθη λέγουσα· «Έχε θάρρος, Ιουλιανή, ότι εγώ είμαι μετά σου, και σου δίδω δύναμιν να νικήσης τον πειράζοντα, όστις θέλει σου ομολογήσει και την αλήθειαν». Με την φωνήν και το θαύμα ηκολούθησε πάραυτα, και της μεν Αγίας τα δεσμά ελύθησαν, ο σίδηρος των μηρών εξέπεσεν, ο δε φαινόμενος δαίμων εδέθη με τρόπον θαυμάσιον, τον οποίον επιλαβομένη ανδρείως η Μάρτυς εξήταζεν αυτόν ως δούλον κάκιστον, να είπη τις ήτο, διατί ήλθε και τις τον έστειλεν, ο δε δαίμων, υπό αοράτου δυνάμεως μαστιγούμενος, εφανέρωσεν ευθύς ο φιλοψευδής την αλήθειαν, ειπών ότι ήτο εις εκ των πρώτων δαιμόνων και εστάλη υπό του πατρός αυτού σατανά να την πλανήση, διότι και αυτή τον κατεπλήγωσε με τους ανδρείους αγώνας της. Εις το τέλος δε είπε και ταύτα ο αλιτήριος· «Εγώ την Εύαν ηπάτησα· τον Κάϊν αδελφοκτόνον απέδειξα· τον Ηρώδην βρεφοκτόνον κατέστησα, τον Ιούδαν προδότην και φονευτήν εαυτού κατήντησα· τους Ισραηλίτας ειδωλολάτρας εποίησα και τον σοφόν Σολομώντα εμώρανα και παίγνιον έρωτος κατέστησα». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, έπτυσεν αυτόν, τον δε Θεόν εδόξασεν, ευχαριστούσα ότι την ελύτρωσεν από τας κακουργίας εκείνου και όλας τας πληγάς αυτής εθεράπευσε. Τη επαύριον έστειλεν ανθρώπους ο έπαρχος να την φέρουν (εάν έζη ακόμη) εις το κριτήριον. Η δε Μάρτυς Ιουλιανή απήλθε χαίρουσα, ηκολούθει δε αυτήν και ο δαίμων αοράτως συρόμενος. Ο δε άρχων ιδών αυτήν όλως υγιά και τεθεραπευμένην, εξίστατο λέγων· «Ειπέ μας πότε και ποίος σου έμαθε τας μαντείας και τελείς τοιαύτα τερατουργήματα»; Απεκρίθη η Μάρτυς· «Αυτό δεν έγινεν από τέχνην ανθρωπίνην, αλλά από θείαν και άρρητον δύναμιν, ήτις κατήσχυνε και σε και τον σατανάν τον πατέρα σου, εμέ δε ανωτέραν της ιδικής σου και της εκείνου κακοτεχνίας απέδειξε· και ούτως εδώ μεν ο Χριστός την δύναμίν σας παντελώς εξενεύρισεν, εκεί δε σας έχει ητοιμασμένον πυρ φοβερόν και τάρταρον χαλεπόν, σκότος και σκώληκα και έτερα δεινά κολαστήρια». Ο δε έπαρχος ακούσας το πυρ, πυρ κατά της Αγίας ηυτρέπιζε πρόσκαιρον· και εκκαύσας κάμινον δυνατά με ξύλα και ετέραν εύκαυστον ύλην, έρριψαν εντός αυτής την αήττητον Μάρτυρα· ευθύς δε ως ερρίφθη εκείνη η μακαρία εις την κάμινον ύψωσε τα βλέμματα προς τον Θεόν και εδάκρυσεν, αι δε μικραί σταγόνες των δακρύων αυτής το πυρ εκείνο το φοβερόν και άμετρον έσβεσαν, ως να ήσαν αύται ποταμός μέγας και ακατάπαυστος. Βλέποντες ο λαός των Νικομηδέων, άνδρες τον αριθμόν πεντακόσιοι, τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, με μίαν φωνήν και γνώμην εβόησαν· «Εις είναι ο Θεός, ο Θεός της Μάρτυρος Ιουλιανής, τον οποίον και ημείς σεβόμεθα, καν με πυρ ή με ξίφος μάς θανατώσης». Τούτους προσέταξεν ο έπαρχος και απεκεφάλισαν άπαντας, έτι δε και γυναίκας εκατόν και τριάκοντα, αι οποίαι ομοίως τον Χριστόν Θεόν αληθή ωμολόγησαν· έπειτα βράζων από τον θυμόν του ο έπαρχος, έβαλε την Αγίαν εις λέβητα γεμάτον βρασμένον μόλυβδον. Η δε θεία Χάρις αυτήν μεν εφύλαξεν αβλαβή, τον δε μόλυβδον περιέχυσεν εις τα πρόσωπα των στρατιωτών με τρόπον θαυμάσιον, και όλους τους περιεστώτας εκύκλωσε παραδόξως ως η χαλδαϊκή κάμινος, και δικαίως τους αδίκους η θεία δίκη ενέπρησε και ως κακούς κακώς εθανάτωσεν. Ιδών δε τους δημίους αναλωθέντας δεινώς ο δεινός και δείλαιος εδαιμονίσθη από τον θυμόν, και ξεσχίζων τα ενδύματά του εβλασφήμει τους ανισχύρους και αναισθήτους θεούς ο τούτων αναισθητότερος, βλέπων ότι δεν ηδύνατο να νικήση μίαν τρυφεράν κορασίδα ασθενή και αδύνατον. Συλλογιζόμενος λοιπόν καθ΄ εαυτόν ο τύραννος, ότι και εάν της δώση και έτερα κολαστήρια, δεν την νικά, αλλά μάλιστα θέλουν πιστεύσει και άλλοι εις τον Χριστόν, και θέλει ζημιωθή και χλευασθή περισσότερον, έδωκε κατ΄ αυτής την τελευταίαν απόφασιν, να την αποκεφαλίσωσιν. Η δε καλλίνικος Ιουλιανή επορεύετο προς τον θάνατον χαίρουσα, με ηδονήν και αγαλλίασιν άμετρον, ότι ελυτρώνετο από τα λυπηρά του παρόντος ματαίου βίου και απήρχετο εις τα χαρμόσυνα και πανευφρόσυνα κάλλη του Παραδείσου. Εδίδασκε δε τους ακολουθούντας να προτιμούν την αγάπην του Χριστού από όλα τα πράγματα, και να είναι έτοιμοι να υπομείνουν όλα τα κολαστήρια και αυτόν ακόμη τον πανώδυνον θάνατον, ίνα αυτόν κερδήσωσι. Ταύτα δε λέγουσα, εσφράγισε και με τα έργα βεβαιότερα τα λεγόμενα, και φθάνουσα εις τον τόπον της καταδίκης, πρώτον μεν προσηυχήθη, έπειτα δε έκλινε τον αυχένα της προς τον δήμιον, χωρίς να δείξη σημείον λύπης ή σκυθρωπότητά τινα, αλλά με χαράν και ευφροσύνην και ούτως έκοψαν την τιμίαν αυτής κεφαλήν, την νικηφόρον και πολύαθλον. Γυνή δε τις Ρωμαία, Σοφία ονόματι, πλουσία και ένδοξος, έτυχεν εκεί εις την Νικομήδειαν δια τινα αναγκαίαν υπόθεσιν, και ιδούσα τα γενόμενα, επήρε το άγιον Λείψανον της Μάρτυρος και της έκτισεν εις την πατρίδα της Ναόν περικαλλέστατον, αντάξιον των άθλων και των αγώνων αυτής. Μετ΄ ολίγας ημέρας και ο μιαρός Ελεύσιος έλαβεν από την θείαν δίκην την δικαίαν ο άδικος παίδευσιν· διότι ενώ εταξίδευε δια θαλάσσης ομού με άλλους πολλούς έγινε τρικυμία μεγάλη, όλοι δε οι ταξιδεύοντες με το πλοίον εκείνο επνίγησαν και μόνον αυτός ηδυνήθη να σωθή, δια να λάβη περισσοτέραν παίδευσιν, διότι βαστών εν σανίδιον εξήλθεν εις τόπον τινά έρημον, και εκεί έγινε τροφή των θηρίων ο δείλαιος. Τοιούτον εστάθη της ωραίας και σώφρονος Ιουλιανής το του Μαρτυρίου στάδιον και τοιούτον τέλος δια τον Κύριον έλαβε, καταφρονήσασα τον Ελεύσιον, τον οποίον όταν ήτο ετών εννέα ηρραβωνίσθη· κατά δε το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας της ενυμφεύθη τον Δεσπότην Χριστόν, με το ένδοξον και πολύαθλον όντως Μαρτύριον αυτής, με τον οποίον συμβασιλεύει τώρα και συνευφραίνεται πάντοτε εκεί ένθα υπάρχει η ανέκφραστος ηδονή και άρρητος αγαλλίασις· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς τη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φιλανθρωπία και Χάριτι· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”