Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Απριλίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ του Σιναϊτου.

Δημοσίευση από silver »


Αναστάσιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, απαρνηθείς τον κόσμον και τα εν τω κόσμω και τον Σταυρόν αυτού επ’ ώμων αναλαβών, κατά την εντολήν του Κυρίου (Ματθ. ιστ: 24, Μάρκ. η:34, Λουκ. θ:23), ηκολούθησε προθύμως τον Χριστόν καρείς Μοναχός. Γενόμενος δε εραστής των μεγαλυτέρων αγώνων της αρετής, μετέβη εις Ιεροσόλυμα και αφ’ ου προσεκύνησε τους Αγίους και σεβασμίους Τόπους επορεύθη εις το Σίναιον Όρος. Ευρών δε εκεί Μοναχούς, οι οποίοι διέτριβον εν ασκητική πολιτεία, έμεινε μετ’ εκείνων υποτασσόμενος και υπηρετών αυτούς. Όθεν επειδή εγένετο πολύ ταπεινόφρων, έλαβε παρά Θεού δωρεάς γνώσεως και σοφίας πολλής, δια της οποίας συνέγραψε Βίους Αγίων Πατέρων και συνέθεσε ψυχωφελείς λόγους. Φθάσας δε εις βαθύτατον γήρας προς Κύριον εξεδήμησε. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Απριλίου, μνήμη της προς Χριστόν γνωρίσεως του Αγίου ενδόξου Αποστόλου ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ος εστι

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΒ΄ (22α) Απριλίου, μνήμη της προς Χριστόν γνωρίσεως του Αγίου ενδόξου Αποστόλου ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ος εστι Σίμων ο Ζηλωτής.

Ναθαναήλ ο ένδοξος του Χριστού Απόστολος εγεννήθη εν Κανά της Γαλιλαίας όπου και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, προσκληθείς εις τον γάμον μετά της Παναχράντου Μητρός Του, εποίησε το πρώτον του θαύμα δια της μεταβολής του ύδατος εις οίνον. Παραδέχετο δε και επίστευε και αυτός την ένσαρκον παρουσίαν του Χριστού, επειδή ήτο νομομαθής και εμάνθανεν εκ των Προφητών, ότι μέλλει να έλθη ο Μεσσίας, δηλαδή ο Χριστός. Τούτον λοιπόν ευρών ο Φίλιππος και γνωρίζων ότι προσμένει την παρουσίαν του Χριστού, είπεν εις αυτόν μετά χαράς και αγαλλιάσεως· «Ον έγραψε Μωσής εν τω νόμω και οι Προφήται ευρήκαμεν Ιησούν τον Υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιω. α:46). Πορευθείς λοιπόν μόνος και ιδών τον Κύριον, επίστευσεν εις Αυτόν και τον ηκολούθει. Όθεν μετά το Πάθος και την Ανάστασιν εκήρυττεν Αυτόν Θεόν αληθινόν εις τα έθνη και ούτως εν τω κηρύγματι ετελειώθη. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΛΑΖΑΡΟΥ του εκ Βουλγαρίας, αθλήσαντος εν έτει αωβ΄

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΓ΄ (23η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΛΑΖΑΡΟΥ του εκ Βουλγαρίας, αθλήσαντος εν έτει αωβ΄ (1802).

Λάζαρος ο γενναίος του Χριστού στρατιώτης και Μάρτυς καλλίνικος κατήγετο από τα μέρη της Βουλγαρίας, εκ πόλεως καλουμένης Γαμπροβον, υιός υπάρχων γονέων Χριστιανών Ορθοδόξων. Αναχωρήσας δε από την πατρίδα του την Βουλγαρίαν, επορεύθη εις την Ανατολήν και κατέληξεν εις πόλιν καλουμένην Σώμα, πλησίον της Περγάμου, όπου και έγινε ποιμήν προβάτων. Ενώ δε έβοσκε τα πρόβατα εις υψηλόν τινα και έρημον τόπον, εν μια των ημερών, ενώ εκοιμάτο, διήλθεν εκείθεν τυχαίως γυνή τις Τούρκισσα, εναντίον της οποίας ώρμησε, με πολλήν αγριότητα, ο κύων της ποίμνης. Ο δε Λάζαρος εξυπνήσας από τα γαυγίσματα του κυνός έσπευσε ταχέως και έσωσε την γυναίκα, ήτις δεν έπαθεν άλλην βλάβην, εκτός μικρού σχισίματος των ενδυμάτων της. Εκείνη όμως η μοχθηρά και βέβηλος τότε μεν δεν έδειξε κανέν σημείον οργής κατά του Λαζάρου, αλλ’ όταν έφθασεν εις τον άνδρα της, εσυκοφάντησε τον Χριστιανόν με συκοφαντίαν δεινήν και θανάσιμον. Ότι δηλαδή την εβίασεν εκεί εις τον έρημον τόπον, δεικνύουσα ως σημείον το ξέσχισμα των ενδυμάτων της. Ταύτα εκείνος ακούσας ήναψεν από θυμόν και έσπευσεν ευθύς να εύρη τον βοσκόν δια να τον θανατώση· αλλά μη γνωρίζων αυτόν, εκτύπησε τον σύντροφόν του, τον οποίον δεν ετραυμάτισε καιρίως και ούτω δεν απέθανε. Μαθών δε κατόπιν παρά της γυναικός, ότι δεν εκτύπησε τον υπ’ αυτής κατηγορηθέντα, ιδών δε και ο ίδιος ότι δεν απέθανεν ο πληγωμένος, εσυλλογίσθη ότι ενδέχεται ούτος να τον σύρη εις δίκην, εφ’ όσον ήτο όλως αθώος και ανεύθυνος. Τούτο φοβηθείς ο βάρβαρος υπεκίνησε τους συγγενείς της γυναικός του να εκθέσουν εις τον κριτήν την βίαν και το τόλμημα του Χριστιανού και να προστατεύσουν την τιμήν της, ώστε να μη μείνη εντροπιασμένη, ως δήθεν θεληματικώς μοιχευθείσα. Αντιληφθείς ο μακάριος Λάζαρος από τον θυμόν του Αγαρηνού, πως μετεμόρφωσεν η κατάρατος εκείνη τα πράγματα και πως έπλεξε την συκοφαντίαν, δεν έκρινε καλόν να κρυφθή, δια να μη βεβαιώση με την απόκρυψίν του την κατηγορίαν. Έμεινε λοιπόν εις το ποίμνιόν του, δια να δείξη ότι, ως αθώος και ανεύθυνος, δεν έχει τίποτε να φοβηθή. Αναφερθείσης λοιπόν της συκοφαντίας εις τον αγάν παρά του ανδρός και των συγγενών της γυναικός, έστειλεν αυτός ευθύς και έφεραν τον Λάζαρον και τον κτυπημένον· έπειτα έφεραν και την κατηγορήσασαν γυναίκα μετά των συγγενών της. Και δια μεν τον κτυπηθέντα αναιτίως εδικαιολογήθη ο Αγαρηνός, ότι θέλων να εκδικηθή τον υβριστήν της γυναικός του, εκτύπησε τούτον κατά λάθος, ως μη γνωρίζων αυτόν, η όλη δε κατηγορία και ευθύνη επερρίφθη εις τον Λάζαρον. Τι μετά ταύτα επηκολούθησεν; Ο μεν κτυπηθείς αφέθη ελεύθερος, ο δε ανεύθυνος Λάζαρος ενεκλείσθη εις την φυλακήν την εβδόμην του Απριλίου. Επειδή δε η δήθεν ύβρις και ατίμασις της γυναικός εκοινολογήθη και ηκούσθη, όχι ως ψευδής και πλαστή, όπου ήτο, αλλ’ ως αληθής και πραγματική, οι συγγενείς της προσέφεραν εις τον αγάν χίλια γρόσια δια να τουρκεύση τον Λάζαρον ή άλλως να τον κρεμάση, προς εξάλειψιν του ονείδους το οποίον προσήφθη εις το γένος των. Και ο μεν αγάς επεθύμει κατά πολύ να λάβη τα γρόσια· ο κριτής όμως δεν έδωσεν άδειαν, ούτε δια το εν, ούτε δια το άλλο, επειδή ήσαν από μέρους του Λαζάρου μάρτυρες, οίτινες, μαρτυρούντες το πράγμα καθώς αληθώς συνέβη, απεδείκνυον ψευδή και συκοφαντικήν την κατηγορίαν, τον δε Λάζαρον ωμολόγουν ανεύθυνον. Ο αγάς τότε, αφήσας τας των άλλων μαρτυρίας, ηθέλησε να εξακριβώση την αλήθειαν απ’ ευθείας από τον ίδιον τον Λάζαρον. Όθεν επρόσταξε και τον έδειραν εις τους πόδας ελαφρώς, δια να ομολογήση μόνος την αλήθειαν. Επειδή δε εκείνος έλεγε το πράγμα καθώς πράγματι ήτο και όχι καθώς το ήθελεν ο αγάς, επρόσταξε και τον έδεσαν με αλύσεις, έπειτα δε τον έρριψαν εις την φυλακήν, όπου και παρέμεινεν ούτω βασανιζόμενος μέχρι της κβ΄ (22ας) του αυτού μηνός Απριλίου. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας όπου εβασανίζετο ο Μάρτυς εις την φυλακήν, ήλθον συμπατριώται του τινές Βούλγαροι προς παρηγορίαν του, ο δε Άγιος τους είπε να κρυφθούν, δια να μη τους συλλάβη ο αγάς και τους ζητήση αργύρια δια να τον ελευθερώση, όπερ εκείνος δεν ήθελεν. Όσον λοιπόν παρήρχοντο αι ημέραι, τόσον ο αγάς εδαιμονίζετο, αφ’ ενός μεν επειδή εκινδύνευε να χάση τα παρά των Αγαρηνών προσφερόμενα χίλια γρόσια, αφ’ ετέρου δε διότι ουδείς εφάνη από μέρους του καταδίκου να πληρώση, καθώς εκείνος ενόμιζε, δια να τον απελευθερώση και ούτω να αναπληρωθούν τα ελλείποντα. Επρόσταξε λοιπόν και τον έφεραν ενώπιόν του και με πολλάς κολακείας και δολιότητας τον παρεκίνει να τουρκεύση, δια να του χαρίση την ζωήν, αποσκοπών κυρίως εις το να λάβη τα χίλια γρόσια. Επειδή δε ο Λάζαρος δεν ηπατήθη να καταπεισθή από τας κολακείας και τας υποσχέσεις του, ο δε αγάς εκινδύνευε να χάση τα υποσχεθέντα, τούτου ένεκεν επρόσταξε τον υπαρχηγόν του να στείλη να πάρη τεσσαράκοντα πρόβατα τα οποία είχεν ο Λάζαρος ιδικά του, διότι όλα τα άλλα ήσαν ξένα. Κατά την επομένην λοιπόν, ότε εξημέρωνεν η Τρίτη του Θωμά, κβ΄ (22α) του Απριλίου, λίαν πρωϊ επρόσταξε τους ανθρώπους του να τον βασανίσουν σκληρότατα με όποιον τρόπον γνωρίζουν και όπως ημπορούν έως της εσπέρας, ούτως ώστε η εσπέρα να τον εύρη ή τουρκευμένον ή νεκρόν από τας πολλάς και σκληράς βασάνους. Ταύτα δε προστάξας ανέβη εις ίππον και εξήλθε προς διασκέδασιν μετ’ άλλων πολλών. Οι δε επάρατοι εκείνοι Αγαρηνοί, ευθύς ως έλαβον την τοιαύτην προσταγήν, θέλοντες να ευχαριστήσουν τον αγάν των, δεν ηρκέσθησαν μόνον εις την φυσικήν των σκληρότητα και απανθρωπίαν, αλλά ηθέλησαν να φανούν σκληρότεροι και θηριωδέστεροι. Όθεν, αφού εμέθυσαν καλά, δια να μη αισθάνωνται καμμίαν λύπην και συμπάθειαν από τας βασάνους του Μάρτυρος, έπειτα ήρχισαν να τον βασανίζουν. Και πρώτον επύρωσαν τόσα σίδηρα, όσοι ήσαν οι βασανισταί και κατέκαιον ασπλάγχνως εν προς εν όλα τα μέλη του σώματός του, επί ώραν πολλήν βιάζοντες αυτόν να ειπή την ομολογίαν της πίστεώς των. Μετά δε την φρικτήν εκείνην κατάκαυσιν εις όλα τα μέρη του σώματός του λαβόντες την πλέον βαρείαν πέτρα, ήτις ήτο εις την φυλακήν, την έθεσαν επάνωεις το στήθος του και εξεβίαζον τούτον να ειπή την ομολογίαν της αντιχρίστου πίστεώς των. Ο μακάριος όμως Μάρτυς όλως το αντίθετον έκαμνεν, ομολογών ενθέρμως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και επικαλούμενος την θείαν Αυτού βοήθειαν, δια των πρεσβειών του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, επειδή ήτο τότε η κβ΄ (22α) του Απριλίου, παραμονή της μνήμης του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ο γενναίος όμως Λάζαρος και την πίστιν εκείνων κατεφρόνει και όλα τα της πίστεώς των ύβριζεν αφόβως. Ταύτα εκείνοι ακούοντες ήναπτον περισσότερον από θυμόν και επειδή είχον κατακαύσει όλον το σώμα του Μάρτυρος με τα πεπυρωμένα σίδηρα και άλλο τι φρικτότερον δεν είχον να του κάμουν, έσυραν με πολλήν μανίαν την γλώσσαν του έξω του στόματός του και την έκαυσαν ομοίως και αυτήν με πεπυρωμένον σίδηρον, τόσον δεινώς και ασπλάγχνως, ώστε το ήμισυ μέρος εις το οποίον ήγγισε το σίδερον κατεκάη, το δε άλλο ήμισυ από το μέρος του λάρυγγος εξηράνθη και έμεινε τελείως άλαλος. Επειδή δε εις το εξής δεν είχε γλώσσαν να ομιλήση και να ειπή την ομολογίαν, την οποίαν εκείνοι επόθουν, προσεπάθησαν να λάβουν την συγκατάθεσίν του με σχήμα και νεύμα της κεφαλής. Τούτου δε μη γενομένου, του έβαλαν αστραγάλους εις τας μήνιγγας και τυλίξαντες γύρω δια σχοινίου την κεφαλήν του τον εβασάνιζαν δεινώς επί ώραν πολλήν τόσον, ώστε εκ των πολλών βασάνων κατέστρεψαν και τον ένα οφθαλμόν του. Δύο δε τινά ήσαν εκείνα τα οποία ούτοι επεδίωκον. Πρώτον αν δυνηθούν να μεταβάλουν την γνώμην του και να δεχθή την θρησκείαν των· δεύτερον δε, αν τούτο δεν κατορθωθή, να τον θανατώσουν με επώδυνον θάνατον. Απελπισθέντες λοιπόν από το πρώτον, εδόθησαν εις το δεύτερον. Δηλαδή, να τον θανατώσουν, κατά την προσταγήν του τυράννου. Προς τούτο το προχειρότερον και ευκολώτερον μέσον ήτο να τον αποκεφαλίσουν. Αλλ’ η ελπίς της εξωμοσίας του τους έκαμνε να ενεργούν βραδέως επί πολλάς ώρας και με πολλούς κόπους και πολλάς βασάνους, ενώ θα ηδύναντο ευκόλως να κάμουν εκείνο το οποίον ήθελε κάμει το ξίφος εις μίαν στιγμήν. Τελευταίον λοιπόν ετοποθέτησαν, ως ιερόν στέφανον των αγώνων του Μάρτυρος, στεφάνην χαλκίνην πυρωμένην δεινώς και απέθετον ταύτην επί της μαρτυρικής κεφαλής του, τούτο δε, τέλος, τον ηξίωσε και των ουρανίων και αφθάρτων στεφάνων. Επειδή, αφού του έβαλαν την πυρωμένην στεφάνην, τότε πλέον έμεινεν ως νεκρός άπνους και ακίνητος, τόσον ώστε ότε είδον οι βασανισταί, ότι πλέον μετ’ ολίγον εξέπνεε, τον άφησαν εκεί νεκρόν άταφον, δια να έλθη ο αγάς να τον εύρη νεκρόν, καθώς επρόσταξε. Και ταύτα μεν ούτω συνέβησαν. Περί δε την δύσιν του ηλίου μετέβη εις την οικίαν του αγά έμπορος τις Ζαγοραίος, Ιωάννης το όνομα, όστις μετήρχετο και την ιατρικήν τέχνην, ως ιατρός δε του οίκου του αγά εισήρχετο εις αυτόν ελευθέρως και μετά θάρρους. Ευρών δε ούτος ευκαιρίαν κατάλληλον επλησίασεν εις το παράθυρον της φυλακής, αποσκοπών, όπως ειπή λόγον παρηγορίας εις τον Μάρτυρα, δια να τον στηρίξη εις την Πίστιν και να τον κατευοδώση εις το Μαρτύριον. Είδε τότε τον Μάρτυρα καθήμενον και καλώς έχοντα και, ω του παραδόξου και υπερφυούς θαύματος! ανεμποδίστως λαλούντα. Μη γνωρίζων δε ο έμπορος τι έπαθεν ο Μάρτυς την ημέραν εκείνην, ήρχισε να συμβουλεύη τούτον να είναι στερεός εις την Πίστιν, όσα δε βάσανα και αν του κάμουν, να τα υπομείνη δια την αγάπην του Χριστού. Τοιαύτα και άλλα παρόμοια του έλεγε με σιγανήν φωνήν εις τουρκικήν γλώσσαν, επειδή δεν εγνώριζεν ο Μάρτυς Ελληνικά. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη προς αυτόν· «Και τι άλλο περισσότερον θα κάμουν; Μου έκαμαν σήμερα τα εξής δεινά». Αφού δε ηρίθμησεν όλα όσα του έκαμαν, είπε και τα εξής εις τον έμπορον· «Λοιπόν μη φοβείσαι, διότι εγνώρισα καλώς την δύναμιν του Χριστού εις τον εαυτόν μου· τούτο μόνον φοβούμαι, μήπως αποκάμουν να με βασανίζουν και με εγκαταλείψουν. Όθεν, σε παρακαλώ, μεσίτευσε να μη αργοπορούν εις το να με τιμωρούν, μέχρις ότου με θανατώσουν». Ταύτα ακούσας ο ευλογημένος Ιωάννης παρακίνησε τους Αγαρηνούς να θανατώσουν τον Μάρτυρα, ειπών· «Τι φυλάττετε αυτόν τον άνθρωπον επί τόσας ημέρας; Εγνωρίσατε καλώς ότι ήτο συκοφαντία η εναντίον του κατηγορία. Αλλ’ επειδή επιμένουν οι κατήγοροί του και ζητούν εκδίκησιν, θανατώσατέ τον δια να απαλλαγήτε και σεις και αυτός». Όχι δε με λόγους μόνον παρεκίνει τους Αγαρηνούς αλλά και φιλοδώρημα τους έδωκεν. Ούτω λοιπόν ενήργησε ο Ιωάννης. Ο δε Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, τι ωκονόμησεν; Ελθών ο αγάς από την διασκέδασίν του, δεν εξήτασε την εσπέραν εκείνην περί του Μάρτυρος· το δε πρωϊ μετέβη πάλιν ο Ιωάννης εις την οικίαν του και ελθών εις το παράθυρον της φυλακής ωμίλει μεγαλοφώνως με τον Μάρτυρα και εκείνος δε ομοίως, μεγαλοφώνως απεκρίνετο προς αυτόν. Ο δε αγάς, ακούσας την φωνήν του Λαζάρου, την εγνώρισεν. Όθεν εκάλεσε μετά θυμού τους ανθρώπους του και τους επρόσταξε να βασανίσουν τον Μάρτυρα, ηρώτησε δε τούτους· «Τι εκάματε χθες αυτόν τον Χριστιανόν; Δεν σας επρόσταξα να τον βιάσετε να τουρκεύση ή άλλως να τον θανατώσετε»; Απεκρίθησαν δε εκείνοι· «Ναι, νεκρόν, χωρίς πνοήν τον αφήσαμεν». «Διατί, λοιπόν, τώρα ομιλεί και καλώς έχει; Λοιπόν με εμπαίζετε ότι τον εβασανίσατε». Όθεν πιεζόμενοι εκείνοι να μη φανούν ψεύσται και ούτω ακολούθως κακοποιηθούν από τον αγάν, του διηγήθησαν εν προς εν τα βάσανα τα οποία του έκαμαν. Όμως εκείνος κατ’ ουδένα τρόπον ήθελε να πιστεύση εις όσα του έλεγον, εάν δεν εσώζοντο τα σημεία των πληγών. Όταν λοιπόν έφεραν ενώπιόν του τον Μάρτυρα και είδε την γλώσσαν αυτού κατακεκαυμένην, καθώς και όλον το σώμα του κατακεκαυμένον και καταπληγωμένον, την κεφαλήν τετραυματισμένην από τους αστραγάλους και από το σφίξιμον του σχοινίου και τον οφθαλμόν του κατεστραμμένον, επληροφορήθη καλώς και ηννόησεν ότι θείας δυνάμεως έργον ήτο τούτο. Όμως δεν τον απέλυσεν, ίσως δια να μη χάση τα χίλια γρόσια, τα οποία του έταξαν, αλλ’ ούτε και τον εθανάτωσεν αμέσως. Ήρχισε δε να του ομιλή με πολλήν ημερότητα και προσεπάθει με κολακείας απατηλάς να μεταβάλη την γνώμην του. Υπέσχετο, εάν τουρκεύση, να του δώση τα τεσσαράκοντα πρόβατα, τα οποία του επήρε, να τον υπανδρεύση, να του χαρίση αρχοντικά κτήματα, καθώς και διάφορα άλλα δώρα. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού Αθλητής Λάζαρος πάντα ταύτα κατεφρόνει ως σκύβαλα και ωμολόγει παρρησία ενώπιον όλων λέγων· «Εγώ ένα Θεόν τρισυπόστατον προσκυνώ και λατρεύω. Καθώς δε εις το όνομα Αυτού του ενός και μόνου Θεού εβαπτίσθην και έγινα Χριστιανός, τοιουτοτρόπως και δια το άγιον Αυτού Όνομα είμαι έτοιμος και πρόθυμος να αποθάνω. Τίποτε εις τον κόσμον αυτόν δεν είναι δυνατόν να μεταβάλη την γνώμην μου». Εννοήσας τέλος ο αγάς, ότι ήτο αδύνατον να ελκύση τον Μάρτυρα εις την πίστιν του και απελπισθείς περί τούτου εντελώς, εξέδωκεν απόφασιν να τον κρεμάσουν. Μάλιστα και εις Τούρκος Χίος, τυχών εκεί, κατά πολύ συνήργησεν εις την θανάτωσιν του Μάρτυρος, ειπών· «Μη χάνετε καιρόν εις το να τον θανατώσητε, επειδή οι Χριστιανοί είναι πολύ πείσμονες και δεν μεταβάλλουν ευκόλως γνώμην. Εν παρόμοιον είδον εγώ εις την Χίον και δεν κατέστη δυνατόν να μεταβάλωμεν την γνώμην του, αλλά τόσον πείσμα είχεν, ώστε έτρεχεν εις τον θάνατον, ως να επέτα εις τον αέρα». Και ο μεν Ιωάννης εδόξασε την πρόνοιαν και την οικονομίαν του Θεού δια την τοιαύτην επόφασιν. Ο δε του Χριστού γνήσιος φίλος Λάζαρος, οδηγούμενος εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτει παρά των Χριστιανών συγχώρησιν. Παρά ταύτα οι Αγαρηνοί δεν έπαυον εις όλον τον δρόμον να του λέγουν να τουρκεύση. Όμως ο Άγιος Μάρτυς, χλευάζων την ανοησίαν των, έλεγεν· «Ας είναι, μετ’ ολίγον θα με ίδετε». Ταύτα ακούσαντες Χριστιανοί τινες και μη γνωρίζοντες ότι το λέγει ειρωνικώς, ελυπήθησαν μεγάλως. Αλλ’ όταν έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον, έδειξε πλέον φανερά το θείον του φρόνημα, ομολογών παρρησία τον Χριστόν. Και οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν καθ’ υπερβολήν και εδόξασαν τον Θεόν, οι δε Αγαρηνοί ελυπήθησαν και όνειδος αιώνιον έλαβον, διότι πράγματι θαυμαστή εστάθη η γενναιότης και η ανδρεία του Μάρτυρος. Διότι, ιδών ότι κανείς Αγαρηνός δεν ετόλμα να του βάλη το σχοινίον εις τον λαιμόν του και ότι εβίαζον τους Χριστιανούς να πράξουν τούτο, αυτοί δε κατ’ ουδένα τρόπον δεν έστεργον να γίνουν δήμιοι του Μάρτυρος, τούτο, λέγω, ιδών ο Μάρτυς, δια να απαλλάξη τους Χριστιανούς από την βίαν εκείνην, μόνος, ο γενναιότατος, μετά μεγάλης χαράς επέρασε το σχοινίον εις τον λαιμόν του, με τας ευλογημένας χείρας του και πατήσας επάνω εις ένα κάλαθον εκρεμάσθη. Έπειτα έσυρεν άλλος τον κάλαθον και έμεινε κρεμασμένος. Ούτω παρέδωκεν ενδόξως την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού κατά το έτος αωβ΄ (1802) Απριλίου κγ΄ (23ην) εις ηλικίαν είκοσι οκτώ (28) ετών. Οι δε παρεστώτες Χριστιανοί παρετήρησαν και με απορίαν και θαυμασμόν έλεγον, ότι τρεις φοράς ανήλθε και κατήλθε το άγιον Λείψανον μετά του σχοινίου, άνευ χειρός ανθρώπου, καθώς αναβιβάζει και καταβιβάζει τις την κανδήλαν. Έπειτα έμεινε κρεμάμενον ακίνητον και είχε το πρόσωπον εστραμμένον προς την Δύσιν, καθ’ όλην την εσπέραν και την νύκτα εκείνην, έως ότου εξημέρωσε και ανέτειλεν ο ήλιος. Ανατείλαντος δε του ηλίου έστρεψε παραδόξως και έβλεπε κατ’ Ανατολάς και τούτο ούτε αυτοί οι Αγαρηνοί άφησαν απαρατήρητον. Αλλά συλλογισθέντες, ότι είναι σημείον το να μείνη εν ημερονύκτιον ακίνητον, εστραμμένον προς Δυσμάς και έπειτα να στρέψη προς Ανατολάς, ευθύς έτρεξαν και το έστρεψαν προς την Δύσιν· αλλά την αυτήν ώραν, ω του θαύματος! έστρεψε πάλιν το πρόσωπον προς την Ανατολήν. Αλλά και πάλιν οι ασεβείς το έστρεψαν προς την Δύσιν, όμως πάλιν ο Μάρτυς έστρεψε προς την Ανατολήν. Τούτο δε δεν έγινεν άπαξ ή δις ή τρις, αλλά πολλάκις. Όθεν εις εκ του όχλου αγανακτών και υβρίζων τον Άγιον έλεγε· «Το πείσμα το οποίον είχε ζων, έχει και νεκρός». Λαβών δε ο επάρατος μάχαιραν εκτύπησε το άγιον Λείψανον μεταξύ των αστραγάλων. Υπερφυώς τότε έρρευσεν ευθύς εκ σώματος από τριάκοντα τριών ωρών νεκρού ολίγον αίμα, από το οποίον, λαβών με βαμβάκι Χριστιανός τις από το Κιρκαγάτζ και αλείψας συγγενή του τινά, όστις κατεμαστίζετο υπό πολυχρονίου και ανιάτου ασθενείας, τον εθεράπευσε δια της χάριτος του Αγίου Μάρτυρος Λαζάρου. Έμενε δε το άγιον Λείψανον κρεμάμενον κατ’ Ανατολάς εστραμμένον, ανοικτούς έχον τους οφθαλμούς και βλέποντας προς την γην. Όχι δε μόνον ουδέν φαινόμενον από τα συνήθη εις τα νεκρά σώματα παρουσίασεν, αλλ’ ουδέ καν μυία ή άλλο τι έντομον επλησίασεν εις αυτό. Φαίνεται εις τας ιστορίας των Μαρτύρων, παλαιών και νέων, ότι και μετά θάνατον εδείκνυον την μανίαν των οι τύραννοι και εις τα μαρτυρικά Λείψανα. Ούτος όμως ο νέος τύραννος του Αγίου Νεομάρτυρος Λαζάρου, όχι μόνον νέαν και ανήκουστον, αλλά και καθ’ όλου αξιογέλαστον αφροσύνην έδειξεν. Εφαντάσθη, δηλαδή, ότι οι Χριστιανοί μέλλουν να προσκυνούν το Λείψανον του καταδίκου ως Άγιον· δια τούτο, ο αφρονέστατος, δεν έδιδεν άδειαν να αποκρεμασθή τούτο και να ενταφιασθή εις την γην, αλλ’ ήθελε και επέμενεν, εναντίον της γνώμης των άλλων Αγαρηνών, να το αφήση κρεμάμενον, έως ότου διαλυθή τελείως και πέση μόνον του εις την γην. Τότε, έλεγεν, ας το προσκυνούν οι Χριστιανοί ως Άγιον. Πράγματι αξιογέλαστος ήτο η αφροσύνη και η ανοησία του! Έτυχε δε κατά τον καιρόν εκείνον άνθρωπος τις του βασιλέως, ούτος δε ως φρόνιμος ήλεγξε την αφροσύνην εκείνου, ειπών, ότι εφ’ όσον μένει εκεί κρεμάμενον το Λείψανον, ούτος μεν δοξάζεται, ως νικητής, εκείνοι δε καταισχύνονται ως νικημένοι. Ούτω μετά βίας καταπεισθείς επρόσταξε τους Χριστιανούς και το ενεταφίασαν. Ταύτα τα περί του καλλινίκου Μάρτυρος Λαζάρου μας διηγήθη αμέσως δια ζώσης φωνής ο μετά των αγίων Λειψάνων του Μάρτυρος εις την Χίον ελθών Πανοσιώτατος εν Ιερομονάχοις Αυξέντιος, άνθρωπος συνετός, καθώς τον μαρτυρούσι, φιλομαθής και ζηλωτής μάλιστα και φιλομάρτυς αξιέπαινος, όστις ων Προεστώς τότε της εκείσε Εκκλησίας, εγνώριζεν όλα τα περί του Αγίου Μάρτυρος επακριβώς. Μας είπε δε προ τοις άλλοις και ταύτα· «Εθαύμασα την απαλότητα, την οποίαν είχε το άγιόν του Λείψανον· γνωρίζω, έλεγεν, από άλλα Λείψανα, ότι αφ’ ου κρυώσουν, μένουν ξηρά και τελείως αλύγιστα. Του ευλογημένου όμως Λαζάρου έλυσα τας χείρας του, αίτινες ήσαν δεδεμέναι όπισθεν και τας εσταύρωσα επάνω εις το στήθος του, ως να εξεψύχησεν εκείνην την στιγμήν. Ομοίως εκάλυψα και τους οφθαλμούς του, οίτινες έμειναν κεκαλυμμένοι και ούτω το ενεταφίασα». Μετά ο Ιερεύς Αυξέντιος ανεχώρησεν από τον τόπον εκείνον, το δε άγιον Λείψανον έμεινε μέσα εις την γην, έως ότου ηυδόκησεν ο Θεός και το απεκάλυψε με τον ακόλουθον τρόπον. Μετέβησαν τινές γεωργοί να ενταφιάσουν λείψανον τινός και μη γνωρίζοντες τον τάφον του Μάρτυρος τον ήνοιξαν. Ευθύς τότε εξεχύθη θαυμαστή και άρρητος ευωδία· αναγγείλαντες δε τούτο το γεγονός εις την πόλιν έδραμον οι γνωρίζοντες τον τάφον και παραλαβόντες τα μαρτυρικά Λείψανα, τα μετέφεραν εις την Εκκλησίαν, όπου δια συμβουλής Αγιορείτου τινός Παντοκρατορινού τα απέθεσαν κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης, εις δόξαν Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΔ΄ (24η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΝΙΚΟΛΑΟΥ του εν Μαγνησία μαρτυρήσαντος εν έτει αψοστ΄ (1776) σφοδρώς τυφθέντος και τελειωθέντος.

Νικόλαος ο γενναίος Μάρτυς του Χριστού κατώκει μετά του πατρός αυτού, Χατζή Κανέλλου ονομαζομένου, εις την κωμόπολιν την τουρκιστί καλουμένην Γιαγιά Κιοϊ, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν και καθέδραν του ο περίφημος κατά την εποχήν εκείνην αγάς Καρά Οσμάνογλους. Επειδή δε ο πατήρ του Αγίου ήτο επιστάτης και διοικητής εις τα ποίμνια και προάστια, ήτοι τα αγροκτήματα, του αγά τούτου, είχεν επομένως και μεγάλην επιρροήν και εκτίμησιν από τους εκεί Τούρκους. Ευρισκόμενος λοιπόν ο Άγιος εις την υπακοήν του πατρός του, ων ευπειθέστατος κατά πάντα και με την άδειαν τούτου, ηρραβωνίσθη μετά γυναικός σεμνής και τιμίας. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν είκοσι δύο ετών, ητοίμασε τα προς τον γάμον επιτήδεια και εμελέτα να στεφανωθή κατά την νέαν Κυριακήν του Θωμά. Επειδή δε είχε ανάγκην ο νέος να μεταβή εις την πόλιν της Μαγνησίας, λαβών την άδειαν του πατρός του, μάλιστα δε και του προρρηθέντος αγά, εις του οποίου την υπηρεσίαν ευρίσκοντο, ανεχώρησε δια την Μαγνησίαν. Ως άνθρωπος δε μεγάλου εξουσιαστού, ξεθαρρεύσας εφόρει εις μεν τους πόδας υποδήματα τουρκικά, εις δε την κεφαλήν κόκκινον φέσι, το οποίον δεν επέτρεπον οι Τούρκοι ναφορούν οι Χριστιανοί εις τα μέρη της Ανατολής, αλλά μόνον λευκόν. Βλέποντες λοιπόν οι υπηρέται του δικαστού της Μαγνησίας ούτω ενδεδυμένον τον νέον, αν και εγνώριζον τίνος μεγάλου αγά ήτο υπηρέτης και αυτός και ο πατήρ του, χωρίς να συσταλούν, τον συνέλαβον και τον ωδήγησαν εις τον δικαστήν. Oύτος λοιπόν, προσποιούμενος ότι δεν τον γνωρίζει, τον ηρώτησεν· «Αυτό το είδος του ενδύματος, το οποίον φορείς, είναι τουρκικόν και δεν δύναται να το φορέση άνθρωπος άλλης θρησκείας. Όθεν, ειπέ μου, μήπως ηννόησες ότι είναι καλή η πίστις μας και ήλθες με τοιούτονσχήμα δια να γίνης Τούρκος;» Ο δε νέος, ως φρόνιμος και συνετός, εννοήσας την πανουργίαν του κριτού, χωρίς ουδόλως να δειλιάση, απεκρίθη με γενναιότητα ψυχής· «Ο Θεός να με φυλάξη και μη μοι γένοιτο ποτέ να αρνηθώ την Πίστιν μου. Εγώ ταύτα τα ενδύματα τα φορώ με την ιδικήν σας άδειαν, διότι ο πατήρ μου εργάζεται εις την ιδικήν σας υπηρεσίαν». Ταύτα ακούσας ο κριτής προστάζει τους υπηρέτας να δείρουν τον Μάρτυρα, όχι όμως με δυνατούς και πολλούς ραβδισμούς, αλλά με ολίγους και ελαφρούς, ίσως δια να δείξη με τούτο ο πολυμήχανος, ότι λυπείται δήθεν τον Άγιον και δια της δήθεν συμπαθείας του ταύτης δυνηθή να τον ελκύση εις την θρησκείαν του. Ο δε του Χριστού Μάρτυς, γνωρίζων τας μηχανάς και τα διανοήματα του τυράννου, με την σοφίαν εκείνην την οποίαν υπεσχέθη να δίδη ο Κύριος εις εκείνους, οίτινες ομολογούν ενώπιον των τυράννων το όνομά Του, ίστατο στερεός και ακίνητος εις την Πίστιν του, δεχόμενος μετ’ ευχαριστήσεως τους ραβδισμούς. Τον ηρώτησε τότε δια δευτέραν φοράν ο κριτής με ημερότητα και τον παρεκίνει να τουρκεύση, εάν θέλη να τον ελευθερώση από τας βασάνους. Ο δε της αληθείας αγωνιστής με μεγαλυτέραν γενναιότητα ή πρότερον απεκρίθη· «Γνώριζε, ότι εγώ δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ την Πίστιν εις την οποίαν πιστεύω, όχι μόνον με ραβδισμούς, αλλά έστω και αν μοι δώσης τον πλέον επώδυνον θάνατον». Θυμωθείς τότε ο κριτής προστάσσει να τον δείρωσι δυνατώτερα· έπειτα, ιδών ότι δεν ηδυνήθη να μεταβάλη ουδέ κατ’ ελάχιστον την γνώμην του Μάρτυρος, υπεκίνει άλλους ομοφύλους του να προσπαθήσουν και αυτοί να τον πείσουν να μεταβάλη γνώμην. Υπέσχετο δε να δώση εις αυτόν, εάν αρνηθή τον Χριστόν, πολλά και μεγάλα αξιώματα και δώρα. Διότι εγνώριζεν ο μιαρός πόσον αυταί αι υποσχέσεις δύνανται να ελκύσουν τας των νέων και φιλοσάρκων ψυχάς. Αλλ’ ο του Χριστού Μάρτυς ουδόλως ηπατήθη από τους απατηλούς αυτούς λόγους, ουδέ συνεπάθησε προς την τρυφεράν φύσιν του. Δεν εσυλλογίσθη ότι μέλλει να στερηθή γονείς και αδελφούς, εξαιρέτως δε την ποθητήν μνηστήν, ούτε ελυπήθη το νεαρόν της ηλικίας, αλλ’ ως να υψώθη υπεράνω σαρκός και αίματος, ούτως ίστατο ανδρείως, τα πάντα καταφρονών και φωνάζων μετά παρρησίας· «Εγώ προ οφθαλμών μου έχω τον θάνατόν μου, ω δικαστά, και δεν υπάρχει τρόπος που θα με πείση να αρνηθώ ποτέ την Πίστιν μου». Ταύτα ακούσας ο δικαστής προστάσσει δια τρίτην φοράν να δείρωσι τον Μάρτυρα με μεγάλην σκληρότητα. Έπειτα πάλιν τον ηρώτα και τον παρεκίνει με όσους τρόπους και μηχανάς ηδύνατο, δια να τον τουρκεύση. Αλλ’ ο Μάρτυς πολύ περισσότερον έλεγε με σταθεράν φωνήν· «Το να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου είναι πράγμα αδύνατον». Βλέπων τέλος ο θηριογνώμων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, προστάσσει και δια τετάρτην φοράν να τον δείρουν σκληρότατα εις τα πλευρά. Έπειτα τον έστρεψαν πάλιν και τον έδερον και εις την κοιλίαν τόσον απανθρώπως, ώστε αφήκαν τον ευλογημένον ημιθανή και ακολούθως τον έρριψαν ως νεκρόν εις την φυλακήν. Εντός δε της φυλακής ευρισκόμενος ο τρισμακάριος Μάρτυς ηυχαρίστει ολοψύχως τον Κύριον, διότι ηξιώθη μα πάθη δια το όνομά Του. Μετά δε τρεις ημέρας παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε τον αμάραντον και λαμπρόν του Μαρτυρίου και της αθλήσεως στέφανον, συναγαλλόμενος νυν με τον χορόν όλων των Αθλητών και συμμαρτύρων Αυτού. Συνέβη και εις αυτόν ό,τι και εις τον βασιλέα Σαούλ, όστις ζητών τας όνους του πατρός του, εύρεν ως πάρεργον την βασιλείαν. Ομοίως και ούτος ο Αθλητής, ετοιμαζόμενος και ζητών να λάβη νύμφην επίγειον, να απολαύση νυμφώνα φθαρτόν και να τελέση γάμους πρόσκαιρους, ηξιώθη να ενωθή παρθένος εις τον άφθαρτον Νυμφώνα των Παρθένων, ίνα απολαύση την χαράν και την ηδονήν των αμιάντων γάμων του Αμνού. Και, απλώς ειπείν, ζητών σαρκικά και γήϊνα πράγματα, εύρε την άϋλον και αϊδιον των ουρανών Βασιλείαν· ης και ημείς ταις αυτού πρεσβείαις αξιωθείημεν. Αμήν
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΜΑΡΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Μάρκος ο πανεύφημος Απόστολος του Χριστού εκήρυξε το Ευαγγέλιον της Νέας Χάριτος καθ’ όλην την Αίγυπτον, την Λιβύην, την Βαρβαρίαν και την Πεντάπολιν από τους χρόνους του βασιλέως Τιβερίου (14 - 37) μέχρι της εποχής του Νέρωνος (54 – 68), συνέγραψε δε και το κατ’ αυτόν Άγιον Ευαγγέλιον, του οποίου το περιεχόμενον διηγείτο εις αυτόν ο Κορυφαίος των Αποστόλων μακάριος Πέτρος. Πορευθείς δε ο θείος ούτος Απόστολος εις την Κυρήνην της Πενταπόλεως, εποίησεν εκεί πολλά και εξαίσια θαύματα. Αναχωρήσας δε εκείθεν, μετέβη εις Αλεξάνδρειαν και έπειτα εις Πεντάπολιν, ενεργών πανταχού θαυμάσια. Αφού δε εστήριξεν ικανώς τας του Χριστού Εκκλησίας και εχειροτόνησεν Επισκόπους και διαφόρους άλλους Κληρικούς, επέστρεψε και πάλιν εις Αλεξάνδρειαν. Εκεί ευρών αδελφούς τινάς εις τόπον παράλιον καλούμενον του Βουκόλου συνανεστρέφετο μετ’ αυτών, ευαγγελιζόμενος και κηρύττων τον λόγον του Θεού. Όθεν, οι προσκυνηταί των ειδώλων, μη υποφέροντες να βλέπωσι την του Χριστού Πίστιν αυξανομένην και προκόπτουσαν, έδεσαν τον Απόστολον με σχοινία και έσυρον αυτόν επί πετρών, αι δε σάρκες του κτυπώμεναι εις τας πέτρας κατεξεσχίζοντο και το αίμα του έβαφε την γην. Έπειτα έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν, ένθα εφάνη προς αυτόν ο Κύριος, αποκαλύψας την μέλλουσαν δόξαν την οποίαν έμελλε να λάβη εις τους ουρανούς. Μεθ’ ημέραν δε μίαν οι ειδωλολάτραι έδεσαν πάλιν αυτόν απανθρώπως και τον έσυρον εις την αγοράν. Εκεί λοιπόν επειδή εσπαράττοντο αι σάρκες του και κατεκόπτοντο υπό των πετρών, παρέδωκε το πνεύμα του τω Κυρίω ο μακάριος του Κυρίου Απόστολος. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ο θείος ούτος Ευαγγελιστής ήτο ούτε πολύ υψηλός, ούτε πάλιν πολύ χαμηλός, αλλά μετά της συμμετρίας του μεγέθους εστόλιζεν αυτόν και η επανθούσα λευκότης της κόμης του. Η ρις αυτού ήτο μακρά και ίση και όχι μικρά και πλατεία, ώστε να δεικνύη το πρόσωπόν του ως κολοβόν· αι οφρύς του ένευον εις τα έσω, το γένειόν του ήτο δασύ και μακρόν, η κεφαλή του φαλακρά και το χρώμα του προσώπου του άριστα συγκεκραμένον. Έτρεφε δε ο Απόστολος συμπάθειαν πολλήν εις τους δεομένους και ευπροσηγορίαν εις τους αυτόν πλησιάζοντας, ώστε αι αρεταί της ψυχής του αντέλαμπον με τας φυσικάς χάριτας του σώματός του. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον πάνσεπτον αυτού Ναόν, τον ευρισκόμενον πλησίον εις τόπον ονομαζόμενον του Ταύρου. Αξιόλογον είναι το θαύμα όπερ ετέλεσεν ο Άγιος Μάρκος έχον ούτω. Εις την Αλεξάνδρειαν ήτο υποδηματοποιός τις άπιστος, ο οποίος ράπτων ποτέ το εσχισμένον και παλαιόν υπόδημα του Αγίου Μάρκου, ετρύπησε την χείρα του με την βελόνην, πονέσας δε πολύ, εφώναζεν· «Ω, Θεέ μου». Όθεν ο Ευαγγελιστής εκ τούτου λαβών αφορμήν, εδίδαξεν αυτόν την του Χριστού Πίστιν και ευθύς τον ιάτρευσε με το πτύσμα του και βαπτίσας αυτόν εχειροτόνησεν Επίσκοπον του εκεί θρόνου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΒΑΣΙΛΕΩΣ Επισκόπου Αμασείας.

Δημοσίευση από silver »


Βασιλεύς ο ένδοξος του Χριστού Ιερομάρτυς ήτο Επίσκοπος Αμασείας της εν τω Ευξείνω Πόντω ευρισκομένης ζων κατά τους χρόνους του Λικινίου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τη΄ - τκγ΄ (308 – 323), γαμβρού εξ αδελφής όντος του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου. Και ήτο μεν το όνομά του Βασιλεύς, ανταξίως δε προς το όνομα επολιτεύθη ο μακάριος, διο και νυν εν ουρανοίς βασιλεύει αιωνίως. Και εκείνοι μεν οίτινες έτυχον επιγείου δυνάμεως και ανέλαβον βασιλικά ηνία και σκήπτρα, όταν καταλάβουν πόλιν τινά, αφού μάλιστα καταγάγουν νικηφόρον θρίαμβον, ευθύς ως εισέλθωσι νικηταί εξωραϊζουσι και κοσμούσι την πόλιν και λαμπροτέραν αυτήν παρουσιάζουσι. Διότι τοιαύτα οι επί της γης βασιλείς προσφέρουσιν εις τας υποτασσομένας πόλεις. Αλλά περί των εν Θεώ βασιλευσάντων και ασάλευτον Βασιλείαν παραλαβόντων, ως ο καλλίνικος και μέγας Ιεράρχης Βασιλεύς, τι θα ηδύνατο τις να είπη; Μήπως δεν προσέφερεν ούτος μεγαλύτερα και θειότερα πράγματα εις την πόλιν της οποίας κατά πρώτον επεσκόπευσε, κατανικήσας τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους; Μήπως και δεν αποδεικνύεται ότι, αφού κατεπάτησε τον αρχέκακον τύραννον, έτι αιμόφυρτος εκ του νικηφόρου αίματος και κατέρυθρος εκ του αιματωμένου κονιορτού, κατακοντίζων διέλυσε τους κοινούς υπερηφάνους και ανήλθε θαυματουργήσας υπέρ φύσιν; Τούτο λοιπόν βεβαίως πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι μεγαλύτερα και πλείονα των επιγείων βασιλέων εδώρησεν ο θεοφόρος Βασιλεύς, ο ανελθών και εις τον της Σινώπης θρόνον, ότε δια θαλάσσης έπλευσε παραδόξως μετά τον μαρτυρικόν άθλον και προσωρμίσθη εις τον λιμένα αυτής. Αλλ’ εις το σημείον τούτο φθάσας του λόγου, έκρινα καλόν να επιστρέψω εις την αρχήν, ίνα λογικήν καταστήσω την διήγησιν. Μετά την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την εκ δεξιών του Πατρός καθέδραν Αυτού, κατελθών εξ ουρανού ο Παράκλητος εν είδει πυρίνων γλωσσών, αφού κατέστησε τους θείους Αποστόλους ως βασιλείς της γης, άλλον αλλαχού εξαπέστειλε· τούτο δε προφητεύων ο θείος Δαβίδ παλαιόθεν, προέλεγεν· «Εν τω διαστέλλειν τον Επουράνιον βασιλείς επ’ αυτής, χιονωθήσονται εν Σελμών» (Ψαλμ. ξζ:15), ονομάζων επουράνιον το Άγιον Πνεύμα και την Ιερουσαλήμ Σελμών. Βασιλείς δε οίτινες χιονωθήσονται εν Σελμών, νοούνται σαφώς οι ως βασιλείς τότε προβληθέντες θείοι Απόστολοι. Εκ τούτων λοιπόν των ούτω προχειρισθέντων υπό του Αγίου Πνεύματος, ο μεν Πέτρος έλαχε να πεμφθή προς τους εκ περιτομής, ο Παύλος προς τους εν ακροβυστία και οι άλλοι εις άλλο έθνος και τόπον της Οικουμένης. Επειδή δε ο Εύξεινος Πόντος και η Καππαδοκία συνδέονται ανέκαθεν και οδικώς και δια θαλάσσης μετά της Παλαιστίνης και πολλοί Καππαδόκαι ήρχοντο εις Ιεροσόλυμα, ως δυνάμεθα να βεβαιωθώμεν και εκ του γεγονότος ότι κατά την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος εν τη Πεντηκοστή παρέτυχον και πολλοί Καππαδόκαι εις τα Ιεροσόλυμα, συνεπεία τούτου και η εν τω Πόντω Αμάσεια ευρέθη ουχί μακράν της ακτίνος δράσεως του θείου Αποστόλου Πέτρου. Ήτο άλλωστε αύτη πόλις αρχαιοτάτη και επίσημος πολλούς μέλλουσα να προσφέρη καρπούς εις τον Γεωργόν του κόσμου Ιησούν Χριστόν. Έλαμπον λοιπόν αι ακτίνες του θείου Πέτρου εις την Αμάσειαν και πρότερον, λαμπρότερον όμως εξέλαμψαν, ότε διήλθε δια ταύτης και εδίδαξεν εις αυτήν. Δεικνύεται δε μέχρι τούδε και τόπος εις Αμάσειαν, όστις Καθέδρα των Αποστόλων καλείται, επειδή ο Κορυφαίος των Αποστόλων παρέμεινεν εις Αμάσειαν αγιάσας τον τόπον και εν ταύτη πρώτος εδίδαξε και εφώτισε. Κατόπιν δε αναχωρών εκείθεν, ως αναφέρεται, κατέστησεν Επίσκοπον Νικήτιον τινά καλούμενον, αγγελικόν κατά τε τον τρόπον και τον βίον υπάρχοντα. Των δε ενδιαμέσων Επισκόπων την μνήμην ημαύρωσεν ο χρόνος, διότι ενεωτέριζον εν πλάνη και εξήπτων τους εν ταύτη ευωχουμένους με το να λυμαίνωνται τα σπέρματα της ευσεβείας. Μετ’ ολίγα όμως έτη, Φαίδιμος ο Αμασείας Επίσκοπος, κεκοσμημένος δι’ αποστολικών χαρισμάτων και αρετών, ο και αυτής της προφητικής χάριτος μη στερούμενος, ο εξ επιπνοίας του Αγίου Πνεύματος και δι’ οφθαλμού προγνώσεως το μέλλον προορών, εχειροτόνησε τον περιβόητον δια τα θαύματά του θείον Γρηγόριον Επίσκοπον Νεοκαισαρείας. Έως τότε λοιπόν, ενώ η πόλις αύτη εν θυέλλη χειμώνος ειδωλολατρίας εδοκιμάζετο, καθώς και άλλαι πλησιόχωροι και απομεμακρυσμέναι πόλεις, ο Αποστολικός Φαίδιμος κατεκόσμησε ταύτας δι’ Αγίων Επισκόπων, συμβαλών ούτω τα μέγιστα εις το κήρυγμα των Αποστόλων. Κατόπιν δε πάλιν, όταν η ασέβεια, η ειδωλομανία, ενεδυναμώθη και εξετροχιάσθη και άγριοι διωγμοί υπό των βασιλέων επεβάλλοντο, εκορυβαντία δε η των ξοάνων θρησκεία, η χώρα της Ποντικής και της Αμασείας έμεινεν αγεώργητος θείου λόγου. Αλλ’ ο ουράνιος Γεωργός ανεύρεν άξιον γεωργόν, ίνα εκπροσωπήση Αυτόν, δυνάμενον δια της θείας γνώσεως να καλλιεργήση χέρσους ψυχάς, να σπείρη ουράνιον σπόρον και να αποδώση εν προς τριάκοντα και εξήκοντα προς τοις εκατόν. Τις δε ούτος; Ο εξ αυτού του ιδίου ονόματος το έργον καταδεικνύων, ο περιώνυμος Βασιλεύς, ο εν Ιεράρχαις και Αθληταίς περιβόητος, εν Αμασεία γεννηθείς και ανατραφείς και ταύτην έχων μαίαν και τροφόν, μετέπειτα δε κοσμήσας ποιμαντικώς και νέον Παράδεισον καταστήσας ταύτην, δια των ναμάτων του Πνεύματος και δια θειοτέρων διδασκαλιών, νουθεσιών, μαρτυρικών αγώνων και παντοίων ψυχικών κοσμημάτων. Ούτος λοιπόν ο θείος Ποιμήν και Αθλοφόρος, όταν, ως δι’ ουρανίου ψήφου, ανέλαβε να διακυβερνήση τα πηδάλια της Αμασείας και των ανατολικών ταύτης μερών, συνέβη ό,τι θα συνέβαινεν εις ένα τόπον, όταν ευρίσκωνται εις αυτόν αλώπεκες και τσακλαλια και διάφορα άλλα άγρια ζώα. Όλα αυτά, δηλαδή, φωνάζουν και δημιουργούν φόβον και τρόμον εις τους ακροωμένους, ευθύς όμως ως εμφανισθή εκεί λέων γενναίος και δια του λεοντείου βρυχηθμού του δονήση τον τόπον, όλα ταύτα εξαφανίζονται κρυπτόμενα εις τας σκοτεινάς φωλεάς των. Ούτω και τα νοητά θηρία και αι πανούργοι των δαιμόνων αλώπεκες, μη υποφέροντες το γενναίον φρόνημα, το ανδρείον ψυχικόν παράστημα και τα θαλερά επιχειρήματα και προτερήματα του ιερού τούτου Βασιλέως, απεμακρύνοντο εις όρη και ερημίας και τόπους ανύδρους δια της θείας προσταγής. Διότι υπό θείας και βασιλικής ορμής υποκινούμενος ο Άγιος έσπευδε πανταχού, στηρίζων τους ευσεβείς, επιστρέφων τους πλανωμένους και καταστρέφων τα επιχειρήματα της πλάνης. Άλλοτε μεν ως υπόπτερος εις Άγκυραν, άλλοτε δε εις Νεοκαισάρειαν σπεύδων. Ταχέως προστρέχων και Ιεράς Συνόδους συγκροτών προς καθαίρεσιν της ειδωλομανίας, επιλαμβανόμενος του θείου κηρύγματος και τους μαρτυρικώς αγωνιζομένους εβοήθει διδάσκων, νουθετών, προπαρασκευάζων και δια τους αγώνας ενθαρρύνων. Διότι ο αλαζών Διοκλητιανός πρότερον, και εν συνεχεία ο Μαξιμιανός και ο Μαξιμίνος, τα σκεύη του διαβόλου, κατεκρεούργουν τα των Χριστιανών πλήθη, επειδή δεν υπετάσσοντο εις τον σεβασμόν των ξοάνων, ουδέ προσεβάλλοντο υπό των μιασμάτων αυτών. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον ηγωνίζετο ο αριστεύς, απαλείφων την πλάνην και πληθύνων την ευσέβειαν. Ο δε αρχέκακος και αποστάτης δράκων δεν υπέφερεν ουδέ ηνείχετο ταύτα. Τα πάντα λοιπόν εμηχανεύετο και ετεχνούργει, ίνα απομακρύνη εκ του μέσου τον Ιεράρχην Βασιλέα, ούτως ώστε να αρχίση ενεργητικώτερον τας μιαράς αυτού τέχνας. Εύρε λοιπόν προς τον σκοπόν του κατάλληλον όργανον τον Λικίνιον. Ούτος δε ο Λικίνιος, λύκος πράγματι και κατά το όνομα και κατά την αιμοβόρον ορμήν, υποκρινόμενος πρότερον ότι είναι Χριστιανός, συνήψε γάμον μετά της αδελφής του σεβαστού και μεγάλου βασιλέως Κωνσταντίνου, γενόμενος ούτω της βασιλείας συμμέτοχος όταν ακόμη παρέμενεν εν Ρώμη, σβεσθέντων των πρώην τυράννων. Επειδή δε εις εκ τούτων, ο Μαξιμίνος Δαϊας, απομείνας ως βασιλεύων εις Νικομήδειαν εθέριζε τους Χριστιανούς ως χόρτον, υπό θείου ζήλου κινηθείς ο Κωνσταντίνος απέστειλε κατ’ αυτού τον Λικίνιον, όστις δια φρικτών όρκων και βεβαιώσεων υπεσχέθη, ότι δεν θα απομακρυνθή από της αμώμου Πίστεως των Χριστιανών. Αλλ’ ηπατήθη ο Κωνσταντίνος, αιθίοπα εμπιστευόμενος και πάρδαλιν παροτρύνων να αποβάλη το ένστικτον. Διότι, όταν ακόμη εδεσμεύετο δια της προς τον Χριστόν συμμαχίας, κατεπολέμησε τον Μαξιμίνον, όστις μη δυνάμενος να πολεμήση προς τον Λικίνιον υπέκυψεν ως προς επικρατέστερον και δια φυγής εσώθη εκ των χειρών του, αλλά δεν κατώρθωσε να διαφύγη και την τα πάντα συνέχουσαν παλάμην του Θεού, υπό της οποίας και επαξίως ετιμωρήθη δια τας ευθύνας των παγκάκων και αθεμίτων αυτού πράξεων. Εις Νικομήδειαν λοιπόν μετά την νίκην του ταύτην κατεσκήνωσε και της Ανατολής επεκράτησεν ο μιαρός Λικίνιος, αλλ’ ουδέ την ευημερίαν έφερεν εις αυτήν, ουδέ την προς τον βοηθήσαντα Θεόν συμμαχίαν διετήρησεν, αλλ’ ως χοίρος εις βόρβορον κατεκυλίσθη και εις τον κρημνόν της ειδωλολατρίας κατεκρημνίσθη και εις βάθη παντοίων ρυπαροτήτων και μιασμάτων κατεποντίσθη. Τότε ο αλαζών και δεισιδαίμων ούτος, τελείως δέσμιος ων των επιθυμιών του διαβόλου, οδηγούμενος δε ως ο ενεργών εντός αυτού δαίμων προσέταττεν, εκίνησε σφοδρότερον τον κατά των Χριστιανών διωγμόν. Ούτω το της ασεβείας πυρ καθ’ άπασαν την υπ’ αυτόν περιοχήν εξαπέλυσε και τους υπηκόους απανθρώπως κατέστρεφε, όσα δε κατά των Χριστιανών εμηχανεύθη και όσους Αγίους Μάρτυρας παρεσκεύασεν, άπασαι αι ιστορίαι και τα βιβλία γράφουσι. Μεταξύ δε τούτων και τον Βασιλέα, τον θείον Ιεράρχην, απεπειράθη να ωθήση προς το της απωλείας του βάραθρον, καθώς ο ίδιος ενόμιζεν. Όμως φρικτώς απέτυχεν η τοιαύτη απόπειρα, διότι ο πόθος του ούτος διεψεύσθη και αι ελπίδες του εσβέσθησαν. Ως εξής δε συνέβησαν τα πράγματα. Η σύζυγος του Λικινίου Κωνσταντία είχε θεραπαινίδα τινά, Γλαφύραν ονόματι, ωραίαν μεν κατά την μορφήν, ωραιοτέραν δε κατά την ευσέβειαν και την ψυχήν. Ταύτης ηράσθη ο Λικίνιος, ενεπιστεύθη δε εις τινα των υπηρετών την περί τούτου επιθυμίαν του. Ούτος όμως, ως έχων μετά ταύτης γνωριμίαν, ενεπιστεύθη εις αυτήν το μυστικόν, εκείνη δε ως ιόν όφεως έκρινε τούτο. Απεστράφη λοιπόν τον Λικίνιον, αφ’ ενός, διότι υποσχομένη την παρθενίαν της εις τον Θεόν ήθελε να διατηρήση αγνόν τον εαυτόν της, εκ δευτέρου δε, υποπτευομένη την κυρίαν μήπως υπό του κέντρου της ζηλοτυπίας κεντουμένη διατεθή κακώς έναντι αυτής, ενεπιστεύθη εις αυτήν το μυστικόν. Η δε Κωνσταντία παραδεχθείσα την αθωότητα της κόρης, διεχειρίσθη τεχνηέντως το ζήτημα. Έπλασε δηλαδή μύθον, ότι η Γλαφύρα, καταληφθείσα υπό σφοδράς επιληψίας, αίφνης απέθανε. Δια μυστικού δε τρόπου παρεσκεύασε την φυγάδευσίν της. Αφού λοιπόν εδώρησεν εις αυτήν πολλά χρήματα και πράγματα, καθώς και εις εκείνους οίτινες θα εφυγάδευον μετ’ εμπιστοσύνης αυτήν από της Νικομηδείας, απέστειλε ταύτην, συμφώνως προς την επιθυμίαν της, προς τα μέρη της Ανατολής. Η δε μακαρία Γλαφύρα, συμπαίζουσα και αύτη εις το τέχνασμα, ενεδύθη ανδρικά ενδύματα και εμφανισθείσα ως νεανίας, δικαστής δήθεν το επάγγελμα, επορεύθη μετά των μετ’ αυτής ταχέως και μετ’ αγωνίας προς Ανατολάς φθάσασα εις Αμάσειαν. Εκεί, αφού ανεπαύθη εκ της αγωνίας και της κοπώσεως της ταχείας οδοιπορίας, περιειργάσθη τον τόπον και εφάνη εις αυτήν αρεστός τόσον λόγω του ήθους των εν αυτή κατοικούντων Χριστιανών, όσον και διότι έκρινεν αυτόν κατάλληλον ίνα κρυβή ως εσκέπτετο και χαθούν τα ίχνη της. Ευρούσα δε και ευσεβείς Χριστιανούς, εξ ων πρώτος ήτο τις ονόματι Κόϊντος, κατέλυσεν εις τον οίκον αυτού, ούτος δε και την ωδήγησεν εις τον Ισαπόστολον και θείον Ιεράρχην Βασιλέα, ίνα παρά τούτου χειραγωγηθή πληρέστερον εις την οδόν της ευσεβείας. Ο δε θείος Βασιλεύς, ιδών και υιοθετήσας αυτήν και στηρίξας εις την Πίστιν και τον φόβον του Θεού, παρεσκεύασεν αυτήν, ίνα καταστή σκεύος εκλογής. Επειδή λοιπόν ένεκα του κρατούντος εκεί σκότους της ασεβείας δεν υπήρχεν εις την Αμάσειαν Ναός προς προσευχήν, λαβών ο Άγιος άδειαν ωκοδόμησε Ναόν δια της βοηθείας και της ολοψύχου προαιρέσεως της Γλαφύρας, ήτις και αφειδώς προσέφερε την δαπάνην δια την ανέγερσιν αυτού. Όχι δεν μόνον τούτο, αλλά και την κυρίαν αυτής επληροφόρησε τα καθ’ εαυτήν δια γραμμάτων και ότι παραμένει φιλοξενουμένη εις Αμάσειαν, της οποίας Ιεράρχης τυγχάνει ανήρ Ισαπόστολος, ονομαζόμενος Βασιλεύς, εζήτη δε παρά ταύτης να αποστείλη χρήματα δια την συμπλήρωσιν και τον καλλωπισμόν του Ναού. Τα γράμματα όμως ταύτα, εκ κακούργου προθέσεως, παρεδόθησαν εις τον Λικίνιον, όστις, μαθών ούτω ότι η Γλαφύρα ζη και παραμένει εις Αμάσειαν, ευθύς έξαλλος γενόμενος, ήναψεν όλος εκ θυμού και έρωτος και ως αγέλην ορνέων έστειλε τους ανθρώπους του, ίνα αρπάσωσιν αυτήν, προσέτι δε να φέρουν και τον Βασιλέα τάχιστα προς αυτόν αλυσόδετον, επειδή και πρότερον ο διώκτης εξανίστατο κατ’ αυτού ως πανταχόθεν πληροφορούμενος, ότι ο Άγιος Βασιλεύς φέγγει ως λύχνος φωτεινός εις τους Χριστιανούς και ενισχύει τούτους εις την Πίστιν των, την δε των ειδωλολατρών θρησκείαν καταπολεμεί. Φθάσαντες λοιπόν οι παρά του Λικινίου σταλέντες στρατιώται εις Αμάσειαν, την μεν Γλαφύραν δεν ανεύρον, διότι είχεν εκδημήσει προς Κύριον, λυτρωθείσα ούτω των του Λικινίου δεσμών, τον δε Ιεράρχην Βασιλέα, δέσαντες δι’ αλύσεων, έσυραν ως σφάγιον προς σφαγήν. Ηκολούθουν δε τον Ποιμένα, ως αρνία, δύο Κληρικοί, Διάκονοι, Θεότιμος και Παρθένιος ονομαζόμενοι. Αφού δε έφθασαν εν σπουδή εις την Νικομήδειαν, διότι εκεί παρέμενεν ο Λικίνιος, ενέκλεισαν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, τους δε Διακόνους εφιλοξένησεν ο καλός Νικομηδεύς Ελπιδοφόρος, ευσεβάστατος Χριστιανός, κατοικών πλησίον της φρουράς. Ένεκα τούτου είχε και γνωρίμους τους δεσμοφύλακας, τους οποίους δια δώρων κατέστησεν έτι περισσότερον φίλους και οικείους. Ούτω κρυφίως επεσκέπτετο τον Άγιον και εξοικονόμει τα προς χρείαν εις αυτόν, απολαμβάνων της αυτού ευλογίας. Μετ’ ολίγας δε ημέρας, ολίγον πριν ή παρουσιασθή ο Μάρτυς ενώπιον του Λικινίου, εν βαθεία νυκτί, ηξιώθη ο μακάριος και θείας οπτασίας και φωνήν ήκουσεν άνωθεν ούτω λέγουσαν· «Ευθύς ως ανατείλη ο ήλιος θέλεις οδηγηθή προς τον Λικίνιον και τότε αφού αριστεύσης κατά της δεισιδαίμονος πλάνης θέλεις τελειωθή δια ξίφους και θέλεις καταβυθισθή εις τον βυθόν της θαλάσσης, αποδιδόμενος ούτω προς τον ποθούμενον, άφθαρτος και αλώβητος. Τότε τον θρόνον της Επισκοπής μέλλει να διαδεχθή ο Καλλιστράτου Ευτύχιος». Αφού λοιπόν ο του Χριστού θείος Ιερομάρτυς ηξιώθη της θείας ταύτης θεοφανείας, προσεκάλεσε τους Διακόνους και τον φιλόξενον Ελπιδοφόρον, οίτινες και προσήλθον ευθύς προς αυτόν. Ως δε εισήλθον εις την φυλακήν, ήρχισεν ο θείος ανήρ να ψάλλη τους μεσονυκτικούς ύμνους. Ενώ δε η υμνωδία επροχώρει, ως εν εκστάσει, σύννους και πλήρης δακρύων, αναπετάσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηυχήθη τρις μετά κατανύξεως ούτω λέγων· «Κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου, Κύριε» (Ψαλμ. ρλη:9-10). Ταύτα δε εκείνου προσευχομένου εξεπλήσσοντο οι Διάκονοι και ο Ελπιδοφόρος και προέβλεπον ήδη την δια της αθλήσεως τελείωσιν του διδασκάλου. Ούτος δε ο θείος ανήρ, ευθύς ως ετελείωσε την προσευχήν του, συνεβούλευε νουθετών τούτους και λέγων· «Μη εκπλαγήτε, ω τέκνα, με εκείνα δια των οποίων ο Κύριος οικονομεί τα καθ’ ημάς, παρά τα απερίγραπτα κρίματά μας. Ουδέ δειλιάσετε δι’ εκείνο το οποίον θέλει συμβή εις εμέ. Διότι ο Δεσπότης με προκαλεί πλησίον του δι’ αθλήσεως, μετά δε το τέλος μου η θάλασσα θέλει υποδεχθή το σκήνος μου. Σεις δε, αφού λάβητε την Πίστιν ως συνοδοιπόρον και τας ευχάς μου, ευθύς ως επανακάμψετε εις την πατρίδα, στηρίξατε τους αδελφούς, ίνα μη επιπνέων ο άνεμος της ασεβείας κλονήση τινάς και απομακρύνη από της οδού της Πίστεως και του εναρέτου βίου. Θέλει δε αποδοθή προς σας και το αθλοφόρον σκήνος μου, σώον και ολόκληρον, την δε Επισκοπήν θέλει διαδεχθή ο του Καλλιστράτου Ευτύχιος. Διότι ταύτα παρουσιασθείς μοι απεκάλυψεν ο Κύριος». Ενώ δε ούτοι κατελυπούντο θρηνούντες, παρήρχετο η ώρα. Ως δε εξημέρωσεν, ηρπάγη ο Άγιος υπό των δημίων και ωδηγήθη προ του βήματος του Λικινίου. Παρατηρήσας δε τον Άγιον ο τύραννος και εκπλαγείς εκ της σεμνότητός του, κατηγόρει τούτον ουχί δι’ αυστηράς φωνής δια την μακαρίαν Γλαφύραν, διότι την εδέχθη και διότι δεν κατεμήνυσε ταύτην αμέσως. Του δε Αγίου ευστόχως αποκριναμένου, επειδή κάλλιστα και τας θείας Γραφάς εγνώριζε και σοφός ήτο, ηπόρησεν ο μιαρός Λικίνιος και διέταξε να εκβάλουν έξω τον Άγιον. Δια δε του επάρχου της πόλεως διεμήνυσεν εις αυτόν, ότι τον απαλλάσει δια την κατηγορίαν ταύτην και του παρέχει πλήρη αμνηστίαν, τον αποκαθιστά δε και εις την τάξιν του βασιλικού πατρός και αρχιερέα των θεών τον διορίζει και μυρίας όσας ευεργεσίας θέλει προσφέρει εις αυτόν, έτι δε και πλούτον άφθονον, εάν ήθελε πεισθή να σεβασθή τους θεούς τους οποίους αυτός και άπαντες οι υπήκοοί του σέβονται. Εάν δε απειθήση, ας αιτιάται τον εαυτόν του, ως θέλοντα να καταστρέψη τον βίον του δια πικρού θανάτου. Προς ταύτα ο Μάρτυς δια γενναίου και βασιλικού φρονήματος απήντησε· «Θαυμάζω την διάκρισιν και σύνεσιν υμών, πως εις τοιούτον παράλογον λογισμόν εξετράπητε, νομίζοντες θεούς τους διαπράττοντας τα άτιμα της εντροπής έργα, τα οποία ουδέ δια λόγου είναι τις δυνατόν να ιστορήση, να υπερηφανεύεσθε δε δι’ αυτούς, αποδίδοντες εις τούτους όνομα θείον και προσκυνούντες και λατρεύοντες αυτούς, τους οποίους και να ενθυμήται τις απλώς είναι κολάσιμον και ανίερον. Εάν δε εθελοκακούντες και δια τον εαυτόν σας αδιαφορείτε και τα πράγματα συσκοτίζετε και τους ανοήτους εξαπατάτε, ακούσατε αυτούς τούτους τους ιδικούς σας ποιητάς και μάλιστα τον πρώτον θεοκήρυκα και θεολόγον υμών Ησίοδον, οποία περί των πρώτων και κορυφαίων θεών σας διηγείται εν τη Θεογονία αυτού. Ο μεν Κρόνος, λέγει, αφού εφόνευσε τάχιστα τον πατέρα του Ουρανόν, εβασίλευσεν αντ’ αυτού. Κατέτρωγε δε τα τέκνα του δια να μη ανδρωθούν και του πάρουν την βασιλείαν. Ο δε Ζεύς, όστις ήτο υιός του Κρόνου, διεσώθη από της μανίας του πατρός του, δι’ απάτης της μητρός του Ρέας, ήτις αντί του Διός έδωσεν εις τον Κρόνον λίθον περιτυλιγμένον εις τα σπάργανα, τον οποίον και κατέπιεν, φυγαδεύσασα δε ακολούθως τον Δία αφήκεν αυτόν εις σπήλαιον της Κρήτης όπου ανετράφη υπό αιγός. Αφού λοιπόν ηνδρώθη ο Ζεύς, συλλαβών τον πατέρα του και κλείσας αυτόν εις το δεσμωτήριον, κατέλαβεν αυτός την αρχήν. Ενυμφεύθη δε ο Ζεύς σας αυτός πολλάς και μάλιστα τελευταίαν την Ήραν την αδελφήν του. Φιλήδονος δε ως ήτο, εγέμισε με τέκνα τον ουρανόν. Άλλα μεν εξ ομοτίμων προς αυτόν θεών, καθ’ υμάς, αποκτήσας, άλλα δε εκ του θνητού και επιγείου γένους, άλλοτε μεταβαλλόμενος εις χρυσίον, άλλοτε εις ταύρον, άλλοτε εις αετόν και πάντοτε διάφορος της πρώτης αυτού μορφής. Τοιούτος υπήρξεν ο ύπατος και άριστος των θεών σας, ο τας μεγάλας βροντάς κάμνων και αστράπτων Ζεύς, του οποίου δείκνυται πελώριος τάφος εις Κρήτην όπου ετυράννησεν απανθρώπως. Τι δε ήθελεν είπει τις περί του Ποσειδώνος του κατασκευάζοντος πλίνθους πλησίον του Λαομέδοντος της Φρυγίας; Του ανθρακέως και πλήρους αιθάλης (καπνιάς) Ηφαίστου του χωλού; Του Άρεως του απερισκέπτου μοιχού; Του της απωλείας υιού Απόλλωνος; Του αρχικλέπτου Ερμού; Του θηλυπρεπούς Διονύσου; Του τριάστρου Ηρακλέους, του οποίου σύμβολα της θεότητος ήσαν αι πεντήκοντα του Θεστείου θυγατέρες και το όρος της Οίτης, όπου τον βίον τραγικώς πυρποληθείς κατέστρεψεν, αφού πρώτον εχειροδίκησε κατά των τέκνων του; Ταύτα δε τα ολίγα λέγω περί των αρρένων θεών σας· ούτοι είναι οι κομπασμοί των σοφών σας, το δε φρικτότερον και ανόσιον, να καταβιβάζετε το υπερκόσμιον όνομα της θεότητος και τον προς ταύτην σεβασμόν εις ηδυπαθή θηλυπρέπειαν και να σέβεσθε θεούς θηλείας όπως την Ρέαν και την Ήραν τας αμαρτωλάς, την ξενοτόκον Άρτεμιν, την μοιχαλίδα Αφροδίτην και χιλιάδων άλλων κιναίδων ανδρών συρφετόν. Πως λοιπόν ταύτα δεν είναι απόδειξις εσχάτης ανοησίας και φοβεράς μανίας και αθεϊας; Πρέπει λοιπόν τούτους τους θεούς να λατρεύωμεν και παρά τούτων τα προς σωτηρίαν να ζητώμεν; Και να παραδεχώμεθα τούτους ως αρχηγούς σωφροσύνης και διδασκάλους αρίστους και σωτήρας ψυχών, ως τα πάντα ευτάκτως και σωτηρίως κυβερνώντας, αυτούς, οίτινες, δια μυρίων επαναστάσεων, πολέμων και ταραχών τα πάντα επιτυγχάνουσι; Να παραδεχώμεθα θεούς τους προς αλλήλους στασιάζοντας; Ώστε, λοιπόν, προς τούτους ο βασιλεύς διατάσσει να προσέλθωμεν και ως θεούς να πιστεύωμεν και δια θυσιών να εξυμνούμεν και δι’ ιερατικών οργίων να θεραπεύωμεν; Άπαγε! Ουδέ να ακούσω επιθυμώ τον ανόσιον τούτον τρόπον του σεβασμού. Διότι ο δια τούτων ευχαριστούμενος είναι ανάγκη να είναι κατώτερος των σεβαζομένων και θερμότερος ζηλωτής των πράξεών των, των αξιοκατακρίτων, γενικώς δε ειπείν μετ’ αυτών να κολάζεται. Δι’ όλα αυτά οικτείρω υμάς και τον βασιλέα, τον παραβάντα φρικτούς όρκους και αθετήσαντα υποσχέσεις τας οποίας έδωσε προς τον σεβαστόν Κωνσταντίνον. Οικτείρω τον αρνηθέντα τον ζώντα και αϊδιον και άφθαρτον Θεόν, τον και την βασιλείαν προς αυτόν δωρήσαντα και προδήλως παραχωρήσαντα νίκην λαμπράν, ότε κατά του Μαξιμίνου επολέμησεν, ευθύς όμως μετά ταύτα υποταχθέντα και υποδουλωθέντα εις εκείνους τους οποίους προείπον ψευδωνύμους και κιβδήλους θεούς, τους οποίους, εάν ανανήφων αρνηθή και προσέλθη εις τον όντως Θεόν, δεν θέλει ούτος απομακρύνει αυτόν, ως εύσπλαγχνος. Αι υπέρ του τοιούτου Παναγάθου Θεού απειλούμεναι παρ’ υμών τιμωρίαι, χαρά παρ’ εμού και αγαλλίασις λογίζονται, ως και ο παρ’ υμών φρικτός νομιζόμενος θάνατος. Διότι ούτος ταχέως εκ των κακών του βίου θέλει με απολυτρώσει και προς τον ποθούμενον Κύριον, τον οποίον εκ σπαργάνων μητρός ηγάπησα, θέλει με αποστείλει. Τας δε παρ’ υμών προτεινομένας υψηλάς τιμάς, ως σκύβαλα και έτι τούτων ευτελεστέρας υπολογίζω. Ταύτα λοιπόν αφού αναφέρης εις τον βασιλέα (συνέχισε λέγων ο Άγιος εις τον έπαρχον), βεβαίωσον και τούτο, να μη ελπίζη τίποτε πλέον να ακούση παρ’ εμού και ας μη νομίζη ότι θέλω πράξει τι εξ εκείνων τα οποία προστάσσει. Ας πράξη λοιπόν αυτό το οποίον επιθυμεί». Καταταραχθείς λοιπόν εκ των λόγων τούτων του Αγίου ο έπαρχος και ουδέ το στόμα δυνηθείς να ανοίξη, μετέβη προς τον Λικίνιον και ανέφερε ταύτα συμπληρώσας ότι «Τείχος αδαμάντινον προσεβάλομεν, είναι δε ευκολώτερον να πείση εκείνος ημάς ή αυτός να πεισθή παρ’ ημών». Καταπλαγείς τότε ο Λικίνιος και φοβούμενος την του Μάρτυρος παρρησίαν, μήπως ταύτα λέγων δημοσία διαπομπεύση την των βεβήλων θεών ασεβή θρησκείαν και τοιουτοτρόπως πολλούς εκ της των ειδωλολατρών θρησκείας αποσπάση, εσκέφθη να αποφασίση ευθύς κατά του Αγίου τον θάνατον. Όμως είπεν εις τον έπαρχον· «Πάλιν δια της πείρας σου πρόσφερον κολακείας και δείξον τρυφερότητα και πάλιν περισσότερον επίμεινε, μήπως παραδιδόμενος εις περισσοτέρας δωρεάς αναγκασθή να υποκύψη εις το παρ’ ημών επιδιωκόμενον. Εάν δε παραμείνη απειθών όλως διόλου, απόκοψον δια ξίφους την επίμονον αυτού κεφαλήν και ρίψον αυτήν ατιμωτικώς εις την θάλασσαν μακράν του αμοίρου σώματος, ώστε ούτε νομίμως να ταφή, ούτε οι Χριστιανοί χαίροντες να λάβωσι τούτο και να το τιμήσωσι μετά μεγάλου σεβασμού». Ταύτα ο έπαρχος διεβίβασεν εις τον Άγιον. Αλλ’ αν και μετεχειρίσθη τρόπον θωπευτικόν, ο του Χριστού Αθλητής έμενεν άκαμπτος· μάλλον δε και θερμότερος εδεικνύετο, εις το να ποθή διακαώς το Μαρτύριον. Δια τούτο μη υπομένων πλέον ο έπαρχος και αφού εμαστίγωσε πρότερον τον Άγιον, απήγγειλε την του θανάτου απόφασιν. Ο δε Άγιος Μάρτυς Βασιλεύς πλήρης ευφροσύνης προσήρχετο προς το Μαρτύριον, απελευθερούμενος του παρόντος βίου ως από δεσμωτηρίου και εις κατάλληλον στιγμήν ανέπεμψε προς Κύριον ευπρόσδεκτον ψαλμωδίαν και ευχαρίστως ύμνει τον Θεόν, τον ούτω, κατά το συμφέρον εις αυτόν, πάντα οικονομήσαντα. Κατόπιν, σταθείς εις θέσιν προσευχής, ως φιλόστοργος πατήρ και υπέρ πάντα άλλον φιλότεκνος ηυχήθη το ποίμνιον δια των εξής λόγων· «Κύριε ο Θεός μου, ο δια του λόγου τα σύμπαντα δημιουργήσας, τα τε ορατά και τα αόρατα και δια του ρήματος της δυνάμεώς Σου σοφώς συγκρατών και σωτηρίως διακυβερνών, επάκουσόν μου της δεήσεως και διαφύλαξον από παντός κινδύνου το πιστόν σου ποίμνιον τούτο, του οποίου κατέστησάς με Ποιμένα καθώς και πάσαν την περιοχήν ταύτην και ρύσαι αυτούς από πάσης ματαιότητος των ειδώλων, αιρετικής φλυαρίας και δαιμονικών τεχνασμάτων. Λύτρωσαι αυτούς από πάσης κακώσεως, πάσης θεηλάτου οργής και πάσης μάστιγος και κατάστησον αυτόν λαόν ευαρεστούντα Σοι, ίνα εν αυτοίς δοξάζηται το πανάγιόν Σου όνομα, ότι Σοι η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα δε ειπών και ασπασάμενος δι’ αγίου φιλήματος τους Κληρικούς και τον Ελπιδοφόρον είπεν εν χαρά εις τον δήμιον· «Πράξον, ω φίλε, το προσταχθέν σοι». Ούτω χαίρων αποτμηθείς, εξεδήμησε προς Κύριον ο μακάριος Βασιλεύς. Αλλά και μετά το τέλος του μακαρίου ανδρός ο διώκτης τύραννος δεν ηρέμησεν, αλλ’ ώρισεν, ίνα το καλλίνικον σώμα ατίμως απορριφθή εις την θάλασσαν μόνον και μακράν από της πόλεως, ίνα μη εύρωσιν αυτό οι Χριστιανοί και δεόντως το τιμήσωσι. Τούτο όμως ούτως ωκονόμησεν ο Κύριος, ίνα και η θάλασσα και η των υδάτων φύσις αγιασθή δια τούτου, καθό προμιανθείσα δι’ αμαρτωλών αιμάτων. Δια ταύτα λοιπόν εθλίβοντο βαθύτατα οι Κληρικοί, μάλιστα δε διότι ουδέ να τον θάψουν κατηξιώθησαν, ουδέ την θεολόγον να παραλάβωσι Κάραν, ίνα έχωσι ταύτην ως Λείψανον σωτήριον και πάντων των δυσχερών συμβάντων ιερόν προφυλακτήριον, αλλά και η πατρίς μεγίστην προστασίαν και σκέπην. Όμως ο Κύριος δεν αφήκε τούτους απαραμυθήτους. Διότι αμέσως κατά την επομένην νύκτα, θείος Άγγελος εφάνη τρις προς τον Ελπιδοφόρον και ανήγγειλε προς τούτον ότι ο Επίσκοπος και Μάρτυς Βασιλεύς παρευρίσκεται εις Σινώπην και εκεί σας αναμένει. Θαυμάζων τότε ο Ελπιδοφόρος έσπευσε και ανεκοίνωσε προς πάντας την οπτασίαν ταύτην, άπαντες δε αφού ήκουσαν ταύτα ανέπνευσαν και της πολλής αθυμίας απηλλάγησαν. Επειδή δε και ο Διάκονος Παρθένιος παρόμοια είδε καθ’ ύπνον, αδιστάκτως ενεπιστεύθησαν εις την θείαν ταύτην οπτασίαν και επιβάντες πλοίου εξ Αμισού ήλθον εις Σινώπην και παρεκάλουν έτι θερμότερον τον Θεόν να υποδείξη εις τούτους το υπό της ψυχής των ποθούμενον, καθοδηγών αυτούς εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο ο προσφιλής των. Διο και της προσευχής των δεν απέτυχον. Διότι και ο άλλοτε επιφανείς εις τον Ελπιδοφόρον θείος Άγγελος, εφάνη και πάλιν και υπέδειξε τον τόπον προς το ακρωτήριον της Σινώπης. Εις το ακρωτήριον αυτό, κάτω από την επιφάνειαν της θαλάσσης ευρίσκετο, ως πολύτιμος μαργαρίτης, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού Βασιλεύς. Απλώσαντες δε εκείνοι τα της πίστεως δίκτυα, ανείλκυσαν εκ του βυθού το ιερόν Λείψανον άρτιον, ολόκληρον, άφθαρτον, ω του θαύματος! εφαίνετο δε τούτο ως να εκοιμάτο, πεπληρωμένον υπάρχον θείας Χάριτος, η δε ιερά αυτού κεφαλή ήτο προσηρμοσμένη εις το καλλίνικον σώμα και μόνον ως ερυθρά ταινία εφαίνετο η τομή. Τα πάντα τότε επληρώθησαν ευωδίας αρρήτου κατά πολύ ευωδεστέρας πολυτίμων μύρων και αρωμάτων και παντός άλλου αρώματος εξ όσων η Ινδική χώρα και η πλουσία Ανατολή παράγει. Ταύτα δε, αν και το μαρτυρικόν και αθλοφόρον σώμα παρέμεινεν επί τόσας ημέρας εντός της θαλασσίας φθοράς και εν τω μέσω των κητών της θαλάσσης. Αλλ’ υποχωρούν τα στοιχεία και η θάλασσα και τα θηρία προ των θεραπόντων του Θεού και τα υπέρ την φύσιν υπηρετούσιν. Παραλαβόντες λοιπόν το πάντιμον σκήνος οι ιεροί μαθηταί και ο φιλομάρτυς Ελπιδοφόρος, μετά χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και εντίμως κηδεύσαντες, απέθεσαν τούτο εντός ξυλίνης λάρνακος, μετεκόμισαν δε τούτο εις την πατρίδα των, την ποίμνην του Αγίου, κατέθεντο δε τούτο εν τάφω εις τον πρώην παρ’ αυτού ανεγερθέντα Ναόν, διασφαλίσαντες αυτό ως θησαυρόν αναφαίρετον, πολυτίμων λίθων διαφανέστερον και χρυσού καθαρού τιμαλφέστερον. Αυτός είναι ο Βίος, οι λόγοι, οι αγώνες, οι άθλοι και η μακαρία τελείωσις του θείου Πατρός ημών Βασιλέως. Ούτω η γη και η θάλασσα του Ευξείνου και της Προποντίδος δι’ αυτού ηγιάσθη, αι δε δύο πόλεις η Αμάσεια και η Σινώπη, αγιασμού εξαιρέτου απήλαυσαν. Η Σινώπη, η μετά τον εξαίσιον και φρικτόν ανάπλουν προσδεχθείσα τον καλλίνικον και ως δια βασιλικής αλουργίδος και κοσμήματος δια τούτου κατακοσμηθείσα, δια της αμάχου δε προστασίας τούτου περιτειχιζομένη και η Αμάσεια η τούτον γεννήσασα και διαθρέψασα, η υπ’ αυτού ποιμανθείσα και της ποιμαντικής τούτου απολαμβάνουσα και το θείον σκήνος εγκολπωθείσα. Επί πλέον δε πλουτίζουσα δια του πλούτου του παμμεγίστου Ιεράρχου, του πολιούχου, του αγρύπνου φύλακος, του της χαραυγής νοητού αστέρος, του ακόμη περισσότερον από τον αισθητόν αστέρα ψυχάς διαφωτίζοντος και καταλάμποντος. Διότι του μεν αισθητού αστέρος η νυξ ή μικρόν τι νέφος επισκιάζει το φως, του δε νοητού τούτου αστέρος, του Ιερομάρτυρος Βασιλέως, άσβεστοι και αειλαμπείς είναι αι ακτίνες και ανέσπεροι αι μαρμαρυγαί. Ουδείς δε ας μη εκπλήσσεται δια τα εν τη θαλάσση παραχωρηθέντα εις τον Μάρτυρα. Διότι, εν συγκρίσει προς την δημιουργίαν του ουρανού και του ηλίου, της σελήνης και των αστέρων, της γης και της θαλάσσης και του μεγέθους των απεράντων πόντων, ως και προς την πρωμένην μεγαλοπρέπειαν, το ως προς τον Άγιον Βασιλέα ιστορούμενον θαύμα, παιδιά λογίζεται μεταξύ των έργων του Θεού, του τα πάντα καθοδηγούντος δια μόνου του θελήματός Του και προς την θέλησίν Του κατευθύνοντος, προς τον οποίον παρευρισκόμενος νυν ο πράγματι ουράνιος ούτος Ιερεύς, προσφέρει θυσίαν ανάλογον προς τους Αγγέλους, επί του νοερού θυσιαστηρίου, θυσίαν την οποίαν πάντοτε θερμώς επεθύμησεν. Αλλ’, ω ιερά κεφαλή, των Ιερομαρτύρων το εγκαλλώπισμα, τους την πανένδοξόν σου πανήγυριν επιτελούντας και την άθλησίν σου διακηρύττοντας, την οποίαν ο Ύψιστος εδόξασε δια της σεπτής Αυτού Αναστάσεως, σκέπε δια του ελέους σου, παρακαλών τον Κύριον χάριν αυτών, τον δοξάσαντά σε και δι’ ουρανίου στεφάνου στεφανώσαντα· Ω τιμή και δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ - ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Δημοσίευση από silver »

Τη αγία και μεγάλη Δευτέρα μνείαν ποιούμεθα του μακαρίου Ιωσήφ του Παγκάλου και της υπό του Κυρίου καταρασθείσης και ξηρανθείσης συκής. Από της σήμερον άρχονται τα άγια Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χρισρού. Και πρώτον πάντων λαμβάνεται εις τύπον αυτού ο Πάγκαλος Ιωσήφ, ενδέκατος υιός του πατριάρχου Ιακώβ εκ της Ραχήλ. Ούτος φθονηθείς υπό των ιδίων αυτού ασελφών διά τινα όνειρα, τα οποία είδε, πρώτον μεν εβλήθη εις λάκκον, είτα δε και επωλήθη εις αλλοφύλους αντί τριάκοντα αργυρίων. Ο δε πατήρ αυτού ηπατήθη παρά των άλλων παίδων του, ότι δήθεν ο Ιωσήφ εφαγώθη υπό των θηρίων· επέδειξαν δε μάλιστα εις αυτόν τα ενδύματά του, τα οποία είχον αιματωμένα δια του αίματος εριφίου τινός. Οι αλλόφυλοι δε εκείνοι οι αγοράσαντες τον Ιωσήφ επώλησαν αυτόν εις τον Πετεφρήν, αρχιευνούχον του βασιλέως των Αιγυπτίων Φαραώ. Του αρχιευνούχου τούτου η γυνή, επιθυμούσα του κάλλους του Ιωσήφ, προσεπάθησε να παρασύρη τον δίκαιον και σώφρονα παίδα εις την παράνομον πράξιν της αμαρτίας. Αυτός όμως όχι μόνον δεν συγκατετέθη να πράξη το κακόν, αλλά και αφήκεν εις χείρας της κυρίας του τον χιτώνα αυτού και έφυγεν. Τότε εκμανείσα αύτη τον διέβαλεν εις τον κύριον αυτού, όστις και τον ενέκλεισεν εις την φυλακήν. Εκεί ευρισκόμενος εξήγησε τα όνειρα του βασιλέως Φαραώ. Όθεν και αγαπηθείς υπ’ αυτού απεφυλακίσθη και κύριος πάσης της Αιγύπτου καθίσταται. Γενομένης δε ποτε δυστυχίας μεγάλης και των αδελφών αυτού ελθόντων δια να προμηθευθούν σίτον, εγνωρίσθη εις αυτούς. Τότε τους απέστειλε να φέρουν εκεί και τον πατέρα των και ελθόντες πάντες παρέμειναν εις Αίγυπτον. Ζήσας δε ο μακάριος Ιωσήφ άπαντα τον βίον αυτού εναρέτως απέθανεν εν Αιγύπτω, μέγας επί σωφροσύνη και ταις λοιπαίς αρεταίς γνωριζόμενος. Ο Πάγκαλος και δίκαιος ούτος Ιωσήφ εικών είναι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διότι και ο Χριστός παρά των ομοφύλων Ιουδαίων φθονείται και υπό του μαθητού Αυτού αντί τριάκοντα αργυρίων επωλήθη και εις ζοφώδη και σκοτεινόν λάκκον, ήτοι τον τάφον, ενεκλείσθη. Εκείθεν αυτεξουσίως αναστηθείς βασιλεύει πάσης της Αιγύπτου, δηλαδή κατά πάσης της αμαρτίας και κατά κράτος ταύτην νικά και εις όλον τον κόσμον βασιλεύει. Φιλανθρώπως δε εξαγοράζει ημάς δια της μυστικής σιτοδοσίας, ήτοι δια της ιδικής Του θυσίας εν τω Σταυρώ και διότι τρέφει ημάς δια του ουρανίου Άρτου, ήτοι της ζωηφόρου Αυτού Σαρκός. Όθεν δια τούτο και η μνήμη αυτού επιτελείται κατά την σήμερον. Μνείαν επίσης ποιούμεθα κατά την σήμερον της ξηρανθείσης συκής. Διότι οι θείοι Ευαγγελισταί, ο Ματθαίος δηλαδή και ο Μάρκος, μετά την διήγησιν των Βαΐων, επιφέρουσιν αμέσως την περί ταύτης διήγησιν. Και ο μεν Ματθαίος λέγει περί αυτής· «Πρωΐας δε επανάγων εις την πόλιν επείνασε· και ιδών συκήν μίαν επί της οδού, ήλθεν επ’ αυτήν, και ουδέν εύρεν εν αυτή ει μη φύλλα μόνον, και λέγει αυτή· μηκέτι εκ σου καρπός γένηται εις τον αιώνα. Και εξηράνθη παραχρήμα η συκή» (Ματθ. κα: 18 – 19). Ο δε Μάρκος λέγει· «Και τη επαύριον εξελθόντων αυτών από Βηθανίας επείνασε· και ιδών συκήν από μακρόθεν έχουσαν φύλλα, ήλθε ει άρα τι ευρήσει εν αυτή· και ελθών επ’ αυτήν, ουδέν εύρεν ει μη φύλλα· ου γαρ ην καιρός σύκων. Και αποκριθείς (ο Ιησούς) είπεν αυτή· Μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγει» (Μάρκ. ια: 12 – 14). Συκή ενταύθα εννοείται η συναγωγή των Ιουδαίων, εις την οποίαν ελθών ο Σωτήρ και μη ευρών εν αυτή τον πρέποντα καρπόν, ειμή μόνον την σκιάν του νόμου, απέσυρε και ταύτην την σκιάν απ’ αυτής και παντάπασιν αργήν την κατέστησεν. Εάν δε τις ήθελεν ερωτήσει, διατί το άψυχον ξύλον, όπερ δεν έπταισεν εις τίποτε, έλαβε την κατάραν και εξηράνθη; Ας μάθη ο τοιούτος, ότι οι Εβραίοι, βλέποντες ότι ο Χριστός πάντοτε ευεργεσίας έκαμνε και εις κανένα δεν έκαμεν ουδέ το παραμικρόν λυπηρόν, ενόμιζον ότι μόνον ευεργετικήν δύναμιν έχει, ουχί δε και τιμωρητικήν· ων δε φιλάνθρωπος ο Δεσπότης, δεν ηθέλησε να δείξη με το έργον επάνω εις άνθρωπον, ότι δύναται και να τιμωρήση. Όθεν δια να δείξη εις τον αχάριστον λαόν, ότι και δύναμιν έχει αρκετήν εις τιμωρίαν, δια τούτο εις άψυχον και αναίσθητον φύσιν την τιμωρίαν εργάζεται. Εν ταυτώ δε και έτερος απόκρυφος λόγος υπάρχει, υπό σοφών γερόντων παραδοθείς εις ημάς, καθώς λέγει ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος· ότι δηλαδή το ξύλον εκείνο της παραβάσεως ήτο η συκή, της οποίας τα φύλλα οι παραβάντες την εντολήν εις σκέπην μετεχειρίσθησαν. Όθεν επειδή τότε δεν την είχε καταρασθή, την κατηράσθη τώρα φιλανθρώπως ο Κύριος, ίνα μηδέποτε πλέον αποφέρη καρπόν, αίτιον της αμαρτίας. Ότι δε η αμαρτία έχει ομοιότητα τινά με την συκήν, τούτο είναι φανερόν· διότι και το γλυκύ της ηδονής έχει και το κολλητικόν της αμαρτίας· και το τραχύ και κεντητικόν της συνειδήσεως, μετά την πράξιν της αμαρτίας. Έταξαν δε ενταύθα οι θείοι Πατέρες την ιστορίαν της συκής δια κατάνυξιν, καθώς έταξαν και την μνήμην του Ιωσήφ, διότι έχει τον τύπον του Χριστού. Αλλά και πάσα ψυχή, ήτις είναι άμοιρος και έρημος από κάθε πνευματικόν αγαθόν συκή λέγεται, εις την οποίαν, πρωΐας, ήτοι εις την παρούσαν ζωήν, μη ευρίσκων ο Κύριος ανάπαυσιν εις αυτήν, την καταράται και την ξηραίνει και την καταδικάζει εις το πυρ το αιώνιον. Εγένετο δε η της συκής ιστορία κατά την ιθ΄ (19ην) Μαρτίου, ήτοι την επομένην της ενδόξου Αυτού εισόδου εις Ιεροσόλυμα, την οποίαν εωρτάσαμεν χθες.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Απριλίου, ο Άγιος ΕΥΛΟΓΙΟΣ ο Ξενοδόχος εν ειρήνη τελειούται.

Δημοσίευση από silver »


Ευλόγιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ούτος, ο δια την περιάκουστον αρετήν της φιλοξενίας του αποκληθείς Ξενοδόχος, ήκμαζεν εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου κατά τους ευλογημένους εκείνους χρόνους, καθ’ ους ήκμαζε και ήνθει εκεί ο Χριστιανισμός, η δε περιώνυμος Σκήτη της Θηβαϊδος ήτο κατάμεστος από χιλιάδας ευσεβών Μοναχών, οι οποίοι μετήρχοντο εν αυτή παν είδος αρετής και ασκήσεως. Ανάμεσα εις τους μεγάλους εκείνους ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι τότε εφημίσθησαν και θα φημίζωνται μέχρι συντελείας των αιώνων δια τας υπέρ άνθρωπον αρετάς των, διέλαμψε και ο Άγιος ούτος Πατήρ ημών Ευλόγιος. Ο μακάριος Ευλόγιος δεν ήτο Μοναχός, δεν ήτο Ασκητής εις την έρημον, αλλά κοσμικός, διαμένων εις την πόλιν της Θηβαϊδος. Όμως αν και εις την πόλιν ευρίσκετο, επί τοσούτον η αρετή του εξέλαμψεν, ώστε έγινεν ονομαστός μεταξύ των Πατέρων και το όνομά του εγγράφει εις τας δέλτους της ζωής ομού με τα ονόματα των μεγάλων εκείνων Ασκητών Αντωνίου του Μεγάλου, Μακαρίου του Αιγυπτίου, Αμμούν και τόσων άλλων ευθαλών βλαστών της αυχμηράς ερήμου της Θηβαϊδος. Ποία δε ήτο η αρετή εκείνη, την οποίαν μετά τοσούτου ζήλου ειργάσθη και η οποία τοσούτον τον ανέδειξε; Ποία άλλη από την μακαρίαν ελεημοσύνην και την φιλόστοργον φιλοξενίαν, ένεκεν της οποίας και ο Πατριάρχης Αβραάμ τοσούτον εδοξάσθη; Αλλ’ ο μεν Αβραάμ εφιλοξένει τους ξένους του, δαπανών εκ του πλούτου του και υπηρετών αυτούς αυτοπροσώπως· ο δε μακάριος Ευλόγιος, επειδή δεν είχε καμμίαν περιουσίαν, ειργάζετο καθ’ ημέραν εις βαρυτάτην εργασίαν ως λατόμος, δηλαδή πετροκόπος, δια να εξοικονομή τα δι’ εαυτόν και τους ξένους απαραίτητα. Όλα δε όσα εισέπραττε καθ’ εκάστην από την εργασίαν του αυτήν τα εδαπανούσε την εσπέραν δια την φιλοξενείαν των ξένων χωρίς να βαστάζη τίποτε δια την επομένην. Ένα δε και μόνον περιστατικόν της εργασίας του αυτής, το οποίον διεσώθη εις τα πατερικά, είναι ικανόν να μας πληροφορήση περί τούτου, διο και μεταφέρομεν τούτο ενταύθα εκ του Εκλογίου, καθώς εκεί γράφεται. Ανεχώρησε ποτέ ο Αββάς Δανιήλ από την Σκήτην δια την Θηβαϊδα, έχων ως συνοδόν του τον μαθητήν του. Όταν δε έφθασαν εκεί, ίσταντο εις την αγοράν περίλυποι καθ’ όλην την ημέραν, αναμένοντες να αποστείλη προς αυτούς βοήθειαν ο Κύριος. Όταν δε ενύκτωσε, βλέπουν γέροντο τινά κρατούντα εις χείρας του φανόν, όστις ανεζήτει πτωχούς και ξένους, δια να τους φιλοξενήση εις την οικίαν του. Ως δε είδε τον Αββάν Δανιήλ, τον επροσκύνησε και κατεφίλει τους πόδας του κλαίων. Έπειτα, αφού τους εχαιρέτησε, τους επήρε μετά των άλλων ξένων και πενήτων εις την οικίαν του, όπου έπλυνε τους πόδας των κατά την συνήθειαν και τους εφιλοξένησε πλουσιοπαρόχως. Όσα δε τεμάχια άρτου απέμειναν, τα έδωκεν εις τους κύνας και τα έφαγον. Διότι ούτως είχε τάξιμον. Να μη κρατή τίποτε δια την αύριον. Μετά δε το δείπνον συνωμίλουν καθ’ όλην την νύκτα ανταλάσσοντες λόγους ψυχωφελείς. Ο δε Ευλόγιος, εκ της βαθείας του κατανύξεως και ευλαβείας, έκλαιε. Την επομένην, όταν ανεχώρησαν εκείθεν, παρεκάλεσεν ο μαθητής τον Όσιον Δανιήλ να του είπη τις ήτο ο γέρων εκείνος ο τόσον εύσπλαγχνος και φιλόξενος. Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Ούτος ονομάζεται Ευλόγιος· είναι λατόμος, πετροκόπος, και έχει την καλήν αυτήν συνήθειαν. Νηστεύει δε καθ’ όλην την ημέραν, παρ’ όλον ότι εργάζεται τόσον βαρείαν εργασίαν, όσα δε χρήματα του δώσουν ως ημερομίσθιον τα εξοδεύει την εσπέραν δια να φιλοξενή, ως είδες, τους ξένους και τους πένητας. Είναι τώρα εκατοντούτης κατά την ηλικίαν και ο Θεός του δίδει δύναμιν δια τα τόσον φιλόπτωχα αισθήματά του να εργάζεται τοιούτον έργον βαρύτατον. Την τάξιν δε αυτήν κρατεί εκ νεότητος. Είναι σήμερον τεσσαράκοντα έτη αφ’ ότου ηρχόμην εδώ, όταν ήμην νέος, δια να πωλώ το εργόχειρον και πολλάκις με εφιλοξένησεν ομού με άλλους πτωχούς, με τον τρόπον το οποίον εγνώρισες. Εγώ δε, ιδών εις αυτόν τοσαύτην συμπάθειαν, εδεήθην εις τον Θεόν πολλάς εβδομάδας, νηστεύων και μετά δακρύων ευχόμενος, να δωρήση πλούτον εις αυτόν δια να φιλοξενή τους πένητας. Όταν λοιπόν διήλθον νήστις επί είκοσιν ημέρας και εκ της πείνης εκειτόμην εις την γην, βλέπω ένδοξον τινά και σεβάσμιον άνθρωπον, όστις μοι είπε· «Τι έχεις, Δανιήλ;» Εγώ δε απεκρίθην· «Υπεσχέθην εις τον Δεσπότην Χριστόν να μη φάγω τίποτε, έως ότου με ακούση και πλουτίση τον Ευλόγιον, δια να ευεργετή περισσότερον τους πτωχούς». Μοι λέγει τότε ο εμφανισθείς· «Τι ενδιαφέρεσαι συ δια τον Ευλόγιον;» Εγώ δε απεκρίθην· «Δια να δοξασθή δι’ αυτού το Όνομά Σου το Άγιον». Ο δε μοι είπεν· «Εάν θέλης να του δώσω πλούτον, γίνου εγγυητής δια την ψυχήν του, ότι ούτω σώζεται και να πράξω καθώς επιθυμείς». Τότε εγώ, ο ασύνετος, υπεσχέθην, λέγων· «Εγώ είμαι χρεώστης, ίνα απολογηθώ δια την ψυχήν του κατά την ώραν της Κρίσεως». Ταύτα δε αφού είπον, ελογιζόμην ότι ευρέθημεν εις την αγίαν Ανάστασιν του Χριστού και εις νέος εκάθητο εις τον λίθον του μνήματος, εις δε την δεξιάν αυτού ο Ευλόγιος. Τότε ο φαινόμενος νέος είπε· «Συ είσαι πλησίον μου, όστις εγγυήθης τον Ευλόγιον»; Είπον εγώ· «Ναι, Κύριε». Βλέπω τότε δύο νέους, οίτινες επλήρωσαν τον κόλπον του Ευλογίου με αργύρια. Εκ του οράματος λοιπόν τούτου ηννόησα ότι επήκουσε της δεήσεώς μου ο Θεός. Πράγματι δε μετ’ ολίγας ημέρας η αίτησίς μου επληρώθη ως εξής: Ημέραν τινά, ενώ ο Ευλόγιος έκοπτε τους λίθους κατά την συνήθειάν του, κτυπών εις μίαν πέτραν, ήκουσε ήχον κάτωθεν αυτής και εγείρας ταύτην εύρε κούφωμα γεμάτον άδολον χρυσόν. Τούτο ιδών εξαίφνης ο Ευλόγιος διελογίζετο τι να κάμη και που να φυλάξη τόσα χρήματα, δια να μη το μάθη ο αυθέντης του τόπου και του τα πάρη. Απεφάσισε λοιπόν να μεταβή εις το Βυζάντιον και να μείνη έως τέλους αγνώριστος. Ταύτα αποφασίσας εγκατέλειψε την εργασίαν της φιλοξενείας και παραλαβών όλα τα χρήματα, έφθασεν εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί έδωσε πολλάς δωρεάς και τον εψήφισαν έπαρχον, αγοράσας δε μίαν μεγάλην και πολυτελή οικίαν έζη αμέριμνος με δόξαν και φαντασίαν πολλήν, λησμονήσας όλως διόλου την προτέραν φιλοξενίαν και ταπείνωσιν. Αφού παρήλθον δύο έτη είδον πάλιν εγώ εν οράματι τον ως άνω εμφανισθέντα μοι νέον, προ δε αυτού εις αιθίοψ έσυρε δεδεμένον τον Ευλόγιον. Εξυπνήσας τότε αντελήφθην την έννοιαν της οπτασίας ταύτης και έκλαιον λέγων· «Ουαί μοι, ότι εκόλασα την ψυχήν μου με την εγγύησιν, την οποίαν έδωσα ο ανόητος». Απελθών δε εις την πόλιν, ίνα πωλήσω το εργόχειρον, ηρώτησα δια τον Ευλόγιον. Έμαθον τότε την αλήθειαν και ελυπήθην σφόδρα. Συναισθανόμενος δε την ευθύνην μου απεφάσισα να μεταβώ εις Κωνσταντινούπολιν προς ανεύρεσίν του. Πράγματι με κόπον πολύν και μεγάλην ταλαιπωρίαν μετέβην εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εξετάζων επιμελώς δια τον Ευλόγιον, εύρον την οικίαν του και ιστάμενος έξω της θύρας βλέπω τούτον εξερχόμενον μετά συνοδείας απείρων υπηρετών και φαντασίαν ανείκαστον. Τότε εφώναξα προς αυτόν· «Κύριε, δέομαι της σης εκλαμπρότητος να μου δώσης ολίγην ακρόασιν, δια να σου είπω λόγον μυστικόν». Αλλ’ εκείνος ουδέν απεκρίθη, οι δε υπηρέται και δούλοι του με έδειραν ονειδίζοντες. Ούτως έμεινα έξω του παλατίου του τέσσαρας εβδομάδας θλιβόμενος, χωρίς να δύναμαι να του ομιλήσω ουδόλως. Όθεν απεφάσισα να καταφύγω εις τον φιλάνθρωπον Θεόν. Γονυπετήσας τότε προ της αγίας Εικόνος του Κυρίου εδεόμην μετά δακρύων, ταύτα λέγων· «Δέσποτα πολυέλεε, λύσον με από την εγγύησιν τούτου του ανθρώπου, διότι δεν γνωρίζω τι να πράξω ο άθλιος. Τοιαύτα πολλάκις προσευχηθείς, απεκοιμήθην εκ του κόπου. Βλέπω τότε λαόν πολύν εις τον ύπνον μου και ακούω φωνήν, ήτις μοι έλεγεν· «Η Βασίλισσα έρχεται, έλθετε πάντες να προσκυνήσετε». Τότε εγώ εβόησα προς Αυτήν· «Δέσποινα, ποίησον εις εμέ τον δείλαιον έλεος και λύσον με από την εγγύησιν, την οποίαν έκαμα δια τον Ευλόγιον». Η δε απεκρίθη· «Δεν δύναμαι να σε βοηθήσω εις την υπόθεσιν αυτήν, μόνον φέρε εις πέρας την υπόσχεσίν σου». Εξυπνήσας τότε ήλθον και πάλιν εις τον πυλώνα και ανέμενον τον Ευλόγιον. Όταν δε εξήλθεν ο Ευλόγιος, έτρεξα όπισθεν αυτού κραυγάζων να μου δώση ακρόασιν. Ο δε θυρωρός έδραμε προς εμέ και τόσον με έδειρεν, ώστε έμεινα ως ημιθανής. Όθεν ανεχώρησα, ως ηδυνήθην, και ανήλθον εις πλοίον, ίνα μεταβώ εις την Σκήτην, έχων εις μόνον τον Θεόν την ελπίδα μου να επιστρέψη τον Ευλόγιον. Ενώ λοιπόν επλέομεν προς την Αλεξάνδρειαν εκοιμήθην και τότε βλέπω πάλιν εις οπτασίαν, ότι παρευρέθην εις την Αγίαν Ανάστασιν, ο δε ρηθείς νέος εκάθητο εις τον λίθον του μνήματος. Ρίψας δε εκείνος βλέμμα άγριον προς εμέ, είπον· «Άφρων, δεν εκτελείς ό,τι υπεσχέθης;» Εγώ δε έτρεμον ως φύλλον δένδρου από τον φόβον και δεν ηδυνάμην να ανοίξω το στόμα μου. Τότε προστάσσει να δέσουν τας χείρας μου όπισθεν και να με κρεμάσουν ως κατάδικον, ειπών· «Συ ηθέλησες να φανής διακριτικώτερος από εμέ και να πλουτίσης τον Ευλόγιον; Μάθε τώρα με την τιμωρίαν να μη επιχειρής πλέον περισσότερον από εκείνο το οποίον δύνασαι». Καθώς λοιπόν οι υπηρέται με εκρέμασαν, είδον την Βασίλισσαν των Αγγέλων διερχομένην εκείθεν με δόξαν απερίγραπτον. Είπον δε τότε προς Αυτήν με ταπεινήν λαλιάν και πλήθος δακρύων· «Ευσπλαγχνίσου με Δέσποινα, τον ταλαίπωρον και λύτρωσαί με από την εγγύησιν του Ευλογίου». Εκείνη τότε μετέβη και αφού ησπάσθη τους πόδας του Δεσπότου, τον παρεκάλεσε να μου συγχωρήση το αμάρτημα. Τότε ο Δεσπότης Χριστός δια της ικεσίας της Μητρός Αυτού συγκαταβάς εστράφη προς εμέ και μου λέγει· «Φυλάττου, να μη πράξης πλέον άλλο τι όμοιον αμάρτημα». Εγώ δε είπον προς Αυτόν· «Συγχώρησόν μοι, Δέσποτα Κύριε, διότι εξ αγνοίας μου ημάρτησα, νομίζων ότι ούτω ο Ευλόγιος θέλει γίνει ευσπλαγχνικώτερος προς τους πτωχούς». Προσέταξε τότε να με λύσουν και λέγει προς εμέ με γλυκύτητα· «Ύπαγε εις το κελλίον σου και εγώ θέλω επαναφέρει τον Ευλόγιον εις την πρώτην του τάξιν και ευλάβειαν». Ταύτα ιδών, από την χαράν μου εξύπνησα και εδόξασα τον Κύριον και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, διότι με ελύτρωσαν από την εγγύησιν· απελθών δε εις την κέλλαν μου ησύχαζον». Μετά τρεις μήνας απέθανεν ο βασιλεύς Ιουστίνος και ανήλθεν εις τον θρόνον ο Ιουστιανιανός, όστις τόσον εμίσησε τον Ευλόγιον, ώστε εζήτει αφορμήν να τον θανατώση. Όθεν, δια να σώση την ζωήν του, ενεδύθη πενιχρά ιμάτια και εγκαταλείψας όλον τον πλούτον του έρημον, έφυγεν εις την Αλεξάνδρειαν και έκοπτε πάλιν τους λίθους, ως πρότερον. Μεταβάς δε εις τον τόπον όπου ήτο η πέτρα, κάτωθεν της οποίας εύρε τα χρήματα, εκτύπα ταύτην ώραν πολλήν, μήπως εύρη και άλλα. Αλλά ματαίως εκοπίαζεν. Ενθυμηθείς τότε την προτέραν αυτάρκειαν, τον πλούτον και τους δούλους ους είχεν, εστέναζε λέγων· «Δούλευε, ταπεινέ Ευλόγιε, δια να εξοικονομής την τροφήν σου». Εις ολίγον καιρόν λοιπόν ήλθε πάλιν εις την προτέραν του αγιότητα, του παντοδυνάμου Θεού συνεργήσαντος, όστις, ως δίκαιος, δεν ελησμόνησε την προτέραν του υπηρεσίαν. Μετ’ ολίγας ημέρας μετέβην και εγώ εις τον τόπον, όπου εύρισκον και άλλοτε τον Ευλόγιον και ιδών αυτόν εδάκρυσα από την χαράν μου. Δοξολογών δε τον Θεόν έλεγον· «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. ργ:24). «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών;» (Ψαλμ. οστ:14), «Ο εγείρων από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψών πένητα» (Ψαλμ. ριβ:7), «Θαυμάσιαι αι κρίσεις σου, Κύριε, και αι βουλαί σου ανεξερεύνητοι». Ευθύς δε ως είπον ταύτα, εχαιρετήσαμεν ο εις τον άλλον και με ωδήγησεν εις το κελλίον του. Αφού δε έπλυνε τους πόδας μου ητοίμασε τράπεζαν και συνηυφράνθημεν. Τον ηρώτησα τότε, πως ευρίσκετο. Ούτος δε μοι είπε· «Δεήθητι, Πάτερ, εις τον Θεόν να μου στείλη προς χάριν σου βοήθειαν, διότι εις μεγάλην ανάγκην χρημάτων και πενίαν ευρίσκομαι». Εγώ δε του απεκρίθην· «Είθε, αδελφέ μου, να ήσουν πτωχότερος». Ταύτα δε ειπών του διηγήθην λεπτομερώς την υπόθεσιν· ότι, δηλαδή, εγώ ήμην αιτία και επλούτησε και πάλιν επτώχευσεν. Όθεν εκλαύσαμεν αμφότεροι ώραν πολλήν δοξάζοντες τον Θεόν. Έπειτα μοι είπε· «Παρακάλεσον, Πάτερ, τον Κύριον να με βοηθήση, ως αγαθός και εύσπλαγχνος, και σου υπόσχομαι να μη φανώ πλέον αχάριστος προς τον ευεργέτην». Εγώ δε απήντησα· «Μη αναμένεις από τον Κύριον άλλο περισσότερον, ει μη μόνον τον ημερήσιον άρτον, όσον να εξοικονομήσαι ως πρότερον· και καλλίτερον είναι να υπάγης πτωχός εις τον Παράδεισον, παρά πλούσιος εις την κόλασιν». Ταύτα ειπών ο Όσιος προς τον μαθητήν του, τον επρόσταξεν να μη είπη, ζώντος αυτού, το γεγονός εις ουδένα. Ούτος δε πράγματι διεφύλαξε την εντολήν, ως υπήκοος. Μετά δε την κοίμησιν του Αββά Δανιήλ, διηγήθη τούτο ο μαθητής του προς τους Πατέρας, εις δόξαν Θεού και προς ιδικόν μας παράδειγμα, ίνα έκαστος εξ ημών ευχαριστούμεν τον Κύριον, ο καθείς εκ της θέσεως εις την οποίαν ευρίσκεται και ας μη τολμήση τις να ζητήση ποτέ πλούτον πρόσκαιρον, αλλά μόνον να ποθούμεν την Βασιλείαν Του την ουράνιον, και αυτήν να επιδιώκωμεν πάντοτε, δεόμενοι της Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και πάντων των Αγίων να αξιώσουν ημάς δια των ικεσιών αυτών προς Κύριον, να λυτρωθώμεν της ατελευτήτου κολάσεως και να αξιωθώμεν της ανεκλαλήτου αγαλλιάσεως, ίνα δοξάζωμεν μετ’ αυτών Πατέρα και Υιόν, συν τω Αγίω Πνεύματι. Τριάδα αμέριστον και μονάδα τρισάριθμον, ένα Θεόν προαιώνιον· Ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ.

Δημοσίευση από silver »

Τη αγία και μεγάλη Τρίτη, της των Δέκα Παρθένων παραβολής της εκ του Ιερού Ευαγγελίου μνείαν ποιούμεθα.

Της των Δέκα Παρθένων παραβολής την ανάμνησιν ποιούμεθα σήμερον, την οποίαν ομού και με άλλας ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αναβαίων εις τα Ιεροσόλυμα και επί το Πάθος ερχόμενος, είπε προς τους ιδίους Αυτού Μαθητάς. Είναι δε αύται εκείναι, τας οποίας και προς τους Ιουδαίους απέτεινε. Είπε δε την παραβολήν ταύτην των Δέκα Παρθένων ο Κύριος, ίνα εις ελεημοσύνην προτρέψη τους Αυτόν πιστεύοντας ομού δε και ίνα διδάξη, ότι πρέπει να είμεθα έτοιμοι πριν ή έλθη το τέλος. Επειδή δε πολλά περί παρθενίας και περί παρθένων είπε προς αυτούς και επειδή η παρθενία πολλήν την δόξαν έχει (διότι μέγα αληθώς κατόρθωμα είναι), δια τούτο και ίνα μη τις το έργον τούτο κατορθών, αμελή των άλλων αρετών και μάλιστα της ελεημοσύνης, δι’ ης η λαμπάς της παρθενίας φαιδρύνεται, προβάλλει εις ημάς δια του ιερού Αυτού Ευαγγελίου την παραβολήν ταύτην των Δέκα Παρθένων. Και τας μεν πρώτας πέντε αναγορεύει φρονίμους, διότι ομού μετά της παρθενίας είχον πολύ και δαψιλές το της ελεημοσύνης έλαιον· τας δε άλλας πέντε ονομάζει μωράς, διότι αν και αυταί ειργάζοντο την παρθενίαν, όμως δεν είχον και την ελεημοσύνην ανάλογον. Δια τούτο δε και μωράς τας ονομάζει, διότι το μέγιστον κατορθώσασαι, του μικροτέρου ημέλησαν και ουδέν των πορνών διέφερον. Διότι εκείναι μεν ενικήθησαν από το σώμα, αύται δε από τα χρήματα. Ενώ λοιπόν η νυξ του παρόντος βίου διέτρεχεν, ενύσταξαν πάσαι αι Παρθέναι, δηλαδή απέθανον· διότι ύπνος ο θάνατος λέγεται. Καθ’ ον δε χρόνον εκοιμώντο, ηκούσθη περί τα μέσα της νυκτός κραυγή φοβερά λέγουσα· «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού» (Ματθ. κε: 6). Τότε αι μεν φρόνιμοι το έλαιον της ευσπλαγχνίας προβάλλουσαι και των θυρών αναπετασθεισών συνεισήλθον μετά του Νυμφίου εις την χαράν την αιώνιον. Αι δε μωραί, μη έχουσαι ητοιμασμένον το έλαιον της ευσπλαγχνίας αφ’ ότου έζων, εζήτουν αυτό μετά τον θάνατον. Αλλ’ αι φρόνιμοι, βουλόμεναι μεν να δώσουν, μη δυνάμεναι δε, απεκρίθησαν προς αυτάς πριν εισέλθουν εις τον Νυμφώνα λέγουσαι· «Δεν δυνάμεθα να σας δώσωμεν, διότι βλέπομεν, ότι δεν είναι δυνατόν το ιδικόν μας έλαιον να φθάση και δι’ ημάς και δια σας». Δεν δύναται δηλαδή να σωθή τις με την ξένην ελεημοσύνην. «Υπάγετε δε μάλλον εις τους πωλούντας, δηλαδή τους πένητας, και αγοράσατε». Τούτο όμως δεν ήτο εύκολον, διότι μετά τον θάνατον δεν είναι δυνατόν ούτε να δώση τις, ούτε να λάβη ελεημοσύνην, όπως τούτο και από την παραβολήν του Πλουσίου και του Λαζάρου φαίνεται. Αλλ’ αι μωραί εις το σκότος ευρισκόμεναι εκτύπων τας θύρας και εβόων εν τη απελπισία των λέγουσαι· «Κύριε, Κύριε, άνοιξον ημίν». Τότε ο Κύριος δίδει ο ίδιος αυτοπροσώπως την φρικτήν εκείνην απόφασιν λέγων: «Αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς». Απέλθετε απ’ εμού, δεν σας γνωρίζω, διότι πως είναι δυνατόν να ίδετε τον Νυμφίον μη έχουσαι προίκα την ελεημοσύνην; Δια τούτον λοιπόν τον λόγον ετάχθη ενταύθα παρά των Θεοφόρων Πατέρων η ανάμνησις της παραβολής των Δέκα Παρθένων, διδάσκουσα ημάς, ότι πρέπει να είμεθα πάντοτε εν εγρηγόρσει και έτοιμοι προς υπάντησιν του αληθινού Νυμφίου Χριστού, δια των αγαθών πράξεων και δη της ελεημοσύνης. Διότι άδηλος είναι εις ημάς η ημέρα και η ώρα του τέλους. Δια τον σκοπόν λοιπόν τούτον οι Άγιοι Πατέρες έταξαν ενταύθα την ενθύμησιν της παραβολής των Δέκα Παρθένων, όπως κατά την χθες έταξαν την διήγησιν της του Ιωσήφ σωφροσύνης και την περί της συκής ακαρπίαν, ίνα παρακινήσωσιν ημάς προς απόκτησιν καρπών πνευματικών. Συμπληρώνει δε εκείνας η σημερινή παραβολή διδάσκουσα, ότι δεν αρκεί να εργάζεται τις μίαν μόνην αρετήν τας δε λοιπάς να καταφρονή. Διότι αν και το μεγαλύτερον και δυσκολώτερον κατορθώση, το οποίον είναι η παρθενία, τα δε άλλα καταφρονήση και μάλιστα την ελεημοσύνην, δεν θέλει εισέλθει ομού μετά του Χριστού εις την αιώνιον ανάπαυσιν, αλλά θέλει υποστρέψει κατησχυμμένος. Διότι ουδέν έτερον είναι τόσον ανιαρώτερον και αισχύνης πεπληρωμένον, όσον το να βλέπη τις την παρθενίαν νικωμένην υπό των χρημάτων.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Απριλίου, διήγησις ΘΑΥΜΑΤΟΣ γενομένου εν τη πόλει της εν Αφρική Καρθαγένης.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΗ΄ (28η) Απριλίου, διήγησις ΘΑΥΜΑΤΟΣ γενομένου εν τη πόλει της εν Αφρική Καρθαγένης.

Θαύμα εξαίσιον και πάσης διηγήσεως άξιον εγένετο κατά τους χρόνους Ηρακλείου του βασιλέως και Νικήτα Πατρικίου εν έτει χκε΄ (625) εις την Καρθαγένην της Αφρικής, έχει δε τούτο ως εξής: Εις την Καρθαγένην ευρίσκετο κατά την εποχήν εκείνην στρατιώτης τις βασιλικός, επειδή δε επέπεσεν εις την πόλιν λοιμός πανώλους, παραλαβών ούτος την σύζυγόν του έφυγεν εις τι προάστιον, ίνα σωθή εκ του θανάτου. Ο διαβολος όμως παρακινήσας αυτόν εις σαρκικήν αμαρτίαν, τον ηνάγκασε να μοιχεύση την γυναίκα του γεωργού του. Μετά δε την αμαρτίαν προσβληθείς υπό της νόσου ταύτης, ήτις προσβάλλει τον βουβώνα, ήτοι τας βάσεις των μηρών, απέθανε και ετάφη. Μετά τρεις όμως ώρας ήρχισε να φωνάζη εκ του τάφου λέγων· «Ελεήσατέ με». Όθεν ανοίξαντες οι εκεί παρευρισκόμενοι τον τάφον, εύρον τούτον ζώντα, αλλά μη δυνάμενον να ομιλήση. Ο δε τότε Πάπας της Αφρικής Θαλάσσιος, παρηγόρησεν αυτόν. Μετά τρεις ημέρας, συνελθών εις εαυτόν ο στρατιώτης εκείνος, διηγήθη ταύτα. «Όταν η ψυχή μου έμελλε να εξέλθη εκ του σώματός μου, έβλεπον αιθίοπας τινάς μελανούς και φοβερούς κατά την όψιν, οι οποίοι ορμήσαντες εναντίον μου με επολέμουν. Μετά ταύτα είδον δύο νεανίσκους ωραιοτάτους ελθόντας εκεί και εχάρη η ψυχή μου, παραλαβόντες με δε εκείνοι με ανεβίβαζον εις τον ουρανόν. Διερχόμενοι δε τα τελώνια των εν τω αέρι μαύρων δαιμόνων εξήταζον ούτοι πάσαν αμαρτίαν μου, εις άλλο το ψεύδος, εις άλλο το φθόνον και εις άλλο την πλεονεξίαν. Εις ταύτας όμως τας αμαρτίας ανταπεκρίνοντο οι νέοι εκείνοι, αναφέροντες τας αρετάς όσας έπραξα. Όταν δε ανήλθομεν πλησίον της πύλης του ουρανού, συνήντησεν ημάς το τελώνιον της μοιχείας, το οποίον προέβαλε την προ ολίγου πραχθείσαν παρ’ εμού αμαρτίαν. Όθεν νικήσαντες οι ακάθαρτοι δαίμονες με κατεβίβασαν εις τα σκοτεινότατα βάθη της γης, όπου ευρίσκονται αι ψυχαί των αμαρτωλών, των οποίων την οδύνην, την οποίαν δοκιμάζουσιν εκεί, αδυνατεί να διηγηθή γλώσσα ανθρώπου. Καταβιβασθείς λοιπόν εκεί, εθρήνουν και έκλαιον. Όθεν εφάνησαν πάλιν εις εμέ οι δύο εκείνοι νέοι, κλαίων δε εγώ, έλεγον εις αυτούς· «Ελεήσατέ με και δότε μοι καιρόν να μετανοήσω». Τότε εκείνοι είπον, ο εις προς τον άλλον· «Συμφωνείς με αυτόν, ότι μέλλει να μετανοήση καθώς λέγει;» Ο δε έτερος απεκρίθη· «Ναι, συμφωνώ». Ανεβίβασαν τότε την ψυχήν μου και την έθεσαν εν τω τάφω· εκεί δε ιδών το σώμα μου ως βόρβορον και λάσπην, δεν ήθελον να εισέλθω εντός αυτού. Οι δε νέοι μοι είπον· «Αδύνατον είναι κατ’ άλλον τρόπον να μετανοήσης, εάν δεν εισέλθης εις το σώμα σου και αν δι’ αυτού δεν αγωνισθής να μετανοήσης· διότι δια τούτου διέπραξας την αμαρτίαν. Εισήλθον λοιπόν εντός του σώματός μου και αφού αυτό ενεψυχώθη και εζωντάνευσε, ήρχισα να φωνάζω». Ταύτα αφού διηγήθη ο στρατιώτης εκείνος, εις έκπληξιν και θαυμασμόν πάντων, έζησεν επί τεσσαράκοντα ημέρας χωρίς να φάγη ή να πίη· κλαίων δε και οδυρόμενος, εκοιμήθη πάλιν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”