Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Ιουλίου, ο Άγιος Ιερομάρτυς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ο νέος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατά το έτο

Δημοσίευση από silver »

Τη Ε΄ (5η) Ιουλίου, ο Άγιος Ιερομάρτυς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ο νέος, ο εν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσας κατά το έτος αχοθ΄ (1679), ξίφει τελειούται.
Κυπριανός ο νέος Ιερομάρτυς του Χριστού, πατρίδα μεν είχε χωρίον τι Κλητζός κατά τους εγχωρίους καλούμενον, της επαρχίας Λιτζάς και Αγράφων. Εκεί γεννηθείς και ανατραφείς καλώς παρά των γονέων αυτού και εις τα ιερά γράμματα εκπαιδευθείς, ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα και ηξιώθη του της ιερωσύνης χαρίσματος. Απελθών δε εις το αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, και αγοράσας κελλίον Κουτλουμουσιανόν, τον Άγιον Γεώργιον, έμενεν εν αυτώ μετ’ άλλων δύο μοναχών, το μέλι της αρετής εργαζόμενος και ως φίλεργος μέλισσα συνάγων άπαντα τα άνθη των αρετών. Ενώ δε εκεί διέμενεν ο μακάριος, ήναψεν ο θείος πόθος εις την καρδίαν αυτού. Όθεν και ηλλοιώθη την καλήν αλλοίωσιν, εντρυφών ακορέστως εις τον θείον έρωτα του Σωτήρος Χριστού, υπό του οποίου καταφλεγόμενος, όσα και αν έπραττε δεν ενόμιζεν ότι ισάξια της αγάπης αυτού πράττει. Ποία δε έργα κι αρετάς εξήσκει; Την περιεκτικήν εγκράτειαν, την εκτεταμένην νηστείαν, τας ολονυκτίους αγρυπνίας, τας γονυκλισίας και τας χαμαικοιτίας, το ανένδοτον εις τας προσευχάς, εις τας οποίας ως στύλος ακλόνητος ίστατο, το πένθος το παντοτεινόν, τα αείρρυτα δάκρυα, την υψοποιόν ταπείνωσιν, την υπέρ άνθρωπον ακτημοσύνην, την της ψυχής και του σώματος καθαρότητα, την πίστιν την ακλινή και ανόθευτον, την κραταιάν ελπίδα, την κορωνίδα των αρετών, την αγάπην και, συντόμως ειπείν, άπαν το πλήθος των αρετών εις εαυτών συνάξας ο τρισόλβιος εγένετο τύπος και παράδειγμα της μοναχικής ζωής δι’ όλους τους Μοναχούς του Αγίου Όρους. Αλλ’ όμως πάντα ταύτα δεν ενόμιζεν αντάξια του υπέρ ημών αποθανόντος Χριστού, λογιζόμενος να προσφέρη και το αίμα αυτού χάριν Εκείνου. Δι’ ο και επεθύμει διαρκώς και εδίψα ως έλαφος το δια Χριστόν μαρτύριον, τόσον δε εκαίετο και επυρπολείτο εκ της θείας αγάπης, ώστε και αυτό το μαρτύριον εφαίνετο εις αυτόν ουχί αρκετόν δια να πληρώση τον πόθον του, κράζων και αυτός ως ο θείος Παύλος· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού»; Και ψάλλων μετά του Προφήτου Δαβίδ· «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκεν ημίν»; Διότι τοιούτος είναι ο θείος έρως. Εις οίαν ψυχήν και αν ενσταλάξη, θερμαίνει ταύτην, ώστε να καταφρονήση τα πάντα και αυτό το ίδιον σώμα, αρκεί να επιτύχη του ποθουμένου. Ούτω λοιπόν κατασταθείς ο μακάριος ούτος Κυπριανός, εφαίνετο μεν όλως ξένος της γης και των γηϊνων, ήτο δε όλως ουράνιος, και άλλος φωτεινός Άγγελος, σπεύδων όσον τάχιον να φέρη εις έργον το ποθούμενον και να ανυψωθή δια του μαρτυρίου από της γης εις τον ουρανόν και από των φθαρτών και ματαίων εις τα άφθαρτα και αιώνια. Αλλ’ οι πατέρες του Όρους, προς τους οποίους εφανέρωσε τον πόθον του, ημπόδιζον αυτόν φοβούμενοι την ασθένειαν της σαρκός και του τέλους το άδηλον. Εκείνος όμως εμελέτα πάντοτε εν τη μακαρία αυτού ψυχή τον υπέρ Χριστού θάνατον, ούτω δε απήλαυσε το περ’ αυτού επιθυμητόν, κατ’ αυτόν τον τρόπον. Πειθόμενος τω Κυρίω λέγοντι: «ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων», και μη υπομένων πλέον τον υπέρ Χριστού διακαή έρωτα, «πυρ γαρ ο Κύριος ήλθε βαλείν εις την γην», τουτέστιν εις τας καρδίας των ανθρώπων, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην δια να αγωνισθή. Παρουσιασθείς ο Άγιος εις τον εκεί κριτήν, ήρχισε να λέγη προς αυτόν· «Εγώ ήλθον δια να αποδείξω εις σε και εις τους ομοπίστους σου Αγαρηνούς το μέγα και ολέθριον σκότος, το οποίον έχετε εις τας φρένας σας και δεν δύνασθε να ιδήτε και να εννοήσητε την αλήθειαν. Διότι αληθώς σκότος καταχθόνιον είναι η διδασκαλία του προφήτου σας και φως κατά πάντα λαμπρότερον του ηλίου είναι η διδασκαλία και το ιερόν Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μία δε είναι η αληθινή πίστις, η των Χριστιανών, ήτις τον μεν Θεόν Τρισυπόστατον γινώσκει, τον δε Σωτήρα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεάνθρωπον ομολογεί, τέλειον Θεόν κατά την θεότητα, και κατά την ενανθρώπησιν τέλειον άνθρωπον, εις δύο φύσεις και μίαν υπόστασιν γνωριζόμενον, όστις και εγένετο τέλος του νόμου και των προφητών. Όθεν ημείς οι Χριστιανοί εμάθομεν παρ’ Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ότι εκείνον, όστις θα έλθη κατόπιν Αυτού και δεν θα φέρη τοιαύτην διδασκαλίαν, να μη τον δεχώμεθα. Είναι λοιπόν φανερόν και ομολογούμενον παρ’ όλων το ότι, επειδή ο ιδικός σας Μωάμεθ ήλθε μετά τον Χριστόν και δεν φέρει ταύτην την διδασκαλίαν, είναι αληθώς πλάνος και απατεών, ήλθε δε εις τον κόσμον δια να πλανήση τους ανθρώπους, καθώς προεφήτευσεν ο Κύριος ημών εν τω ιερώ αυτού Ευαγγελίω, λέγων· «Εγώ ήλθον εν τω ονόματι του πατρός μου, και ουκ εδέξασθέ με, άλλος ελεύσεται εν τω ονόματι τω ιδίω κακείνον λήψεσθε». Είσθε δε σεις οι Αγαρηνοί, οίτινες εδέχθητε τον Μωάμεθ, όστις ήλθε με διδασκαλίαν ιδικήν του και σας επλάνησεν». Ο δε κριτής, ταύτα ακούσας, απεδίωξεν τον Άγιον, ειπών εις τους περιεστώτας· «Είναι παράφρων και δεν πρέπει να τον ακούετε ή να οργισθήτε κατ’ αυτού». Επρόσταξε δε τους υπηρέτας του και έδειραν τον ΄γιον και εξέβαλον αυτόν έξω της θύρας. Ιδών λοιπόν ο θαυμάσιος, ότι δεν επέτυχε του ποθουμένου, ελυπείτο υπερβολικώς και εσυλλογίζετο τίνι τρόπω να επιτύχη το αιτούμενον. Εδώ πρέπει να απορήση και να θαυμάση τις αληθώς, διτί οι μεν θείοι Απόστολοι, ως γράφει ο ιερός Λουκάς, επέστρεφον εκ προσώπου του συνεδρίου χαίροντες, διότι ηξιώθησαν να ατιμασθώσιν υπέρ του ονόματος του Κυρίου, ήτοι επειδή ηξιώθησαν να δαρούν και να διωχθούν. Ούτος δε, ο αοίδιμος, ατιμασθείς και όμοια παθών, λυπείται, ουχί απλώς λύπην, αλλά λύπην οδυνηράν. Και οι μεν Απόστολοι έχαιρον λογιζόμενοι τας υπέρ Χριστού ατιμίας ως τιμάς, και ενθυμούμενοι τον λόγον του Κυρίου, ειπόντα προς αυτούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς». Ούτος δε ο γενναίος του Χριστού αγωνιστής δι’ όλως το εναντίον λυπείται. Διότι εδίψα μεν τον υπέρ Χριστού θάνατον, υπέρ την Δαυϊδικήν έλαφον την ποθούσαν τας πηγάς των υδάτων, μη επιτυγχάνων δε αυτόν, ελυπείτο και ηδημόνει και, τρόπον τινά, εφιλονείκει να υπερβή και αυτούς τους Αποστόλους κατά τον προς Χριστόν πόθον. Ιδού εις οποίον ύψος φέρει τον άνθρωπον η αρετή και ο του Χριστού έρως. Τόσον ώστε το πάντων δεινότατον και φευκτόν παρά πάντων, τον θάνατον, να τον διψά και να τον επιδιώκη. Και δικαίως. Επειδή ο νικήσας την αμαρτίαν, ούτος ενίκησε και τον θάνατον. Όθεν δια τον δίκαιον άνθρωπον ο θάνατος δεν λογίζεται θάνατος, αλλά ανάπαυσις και μετάβασις εκ των λυπηρών και ματαίων προς τα χαρμόσυνα και τα αληθή. «Τίμιος γαρ, φησιν, εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων αυτού». Διωχθείς λοιπόν ο μακάριος εκ του κριτηρίου και μη τυχών του ποθουμένου, ανεχώρησεν από την Θεσσαλονίκην και έσπευσεν εις την βασιλεύουσαν, μιμούμενος την ασματικήν νύμφην και λέγων· «Αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει, ενταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις, και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου». Και πάλιν· «εύροσάν με οι τηρούντες, οι κυκλούντες εν τη πόλει· ώρκισα υμάς, θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε; Ως μικρόν ότε παρήλθον απ’ αυτών, έως ου εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου· εκράτησα αυτόν, και ουκ αφήκα αυτόν». Ελθών λοιπόν εις την Κωνσταντινούπολιν με μεγάλην και υπερβάλλουσαν προθυμίαν, ίνα και εκεί ελέγξη τους ματαιόφρονας, «Ελάλουν γαρ, φησιν, εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην», έγραψεν ευθύς εις επιστολήν ταύτα· «Ω ταλαίπωροι Αγαρηνοί, έως πότε θα είσθε πεπλανημένοι και δεν πιστεύετε εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Υιόν και Λόγον του Θεού, αλλά πιστεύετε εις τον Μωάμεθ και λέγετε αυτόν προφήτην; Ο οποίος δεν ήτο προφήτης, αλλά απατεών και σας κατεγέλασε; Δια τούτο έλθετε εις τον εαυτόν σας, και πιστεύσατε εις τον Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν, και βαπτισθήτε, δια να απολαύσετε την βασιλείαν των Ουρανών». Αυτά και άλλα περισσότερα έγραψε, τον μεν Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθινόν ομολογών, ποιητήν ουρανού και γης και πάντων των κτισμάτων ορατών τε και αοράτων, κριτήν ζώντων και νεκρών. Τους δε Αγαρηνούς και τον διδάσκαλον αυτών εκφαυλίζων, εξουθενών και ανυπόστατον την πίστιν αυτών αποδεικνύων, προσεκάλει και τον τότε βεζύρην να έλθη εις την αληθή πίστιν του Χριστού, πάντας δε τους ομοδόξους και ομόφρονάς του ενουθέτει να γίνουν Χριστιανοί. Ταύτα αφού έγραψε μετέβη εις την αυλήν του βεζύρη και παρεκάλει τους γραφείς να γράψουν τας αναφοράς και να μεταγλωττίσουν τα παρ’ αυτού γεγραμμένα. Αλλ’ ούτοι δεν εγνώριζον ελληνικά. Έτυχε δε εκεί εις Τούρκος από Χριστιανούς απιστήσας, όστις, λαβών το γράμμα, ανέγνωσεν αυτό και εξήγησεν εις τους γραφείς την έννοιαν τουρκιστί. Οι δε, ακούσαντες και εκπλαγέντες δια τα γεγραμμένα, ύβρισαν τον Άγιον και εξεδίωξαν αυτόν εκείθεν. Τινές δε Χριστιανοί, τυχόντες εκεί δια ιδικήν των υπόθεσιν και ιδόντες τον Μάρτυρα ούτως ασπλάγχνως υβριζόμενον και απωθούμενον, ηρώτησαν τις είναι η αιτία δια την οποίαν καταδιώκεται τόσον ασπλάγχνως ο Ιερομόναχος. Εις δε των λεγομένων τσαουσάδων, λαβών το γράμμα, το έδωσεν εις τους Χριστιανούς, λέγων εις αυτούς· «Αναγνώσετέ το και ειπέτε εις τον Καλόγηρον να φύγη απ’ εδώ, διότι, αν το μάθη ο βεζύρης, ή θα τον καύση ή θα τον κλείση εις τα κάτεργα». Οι δε Χριστιανοί, ως ήκουσαν, εφοβήθησαν και είπον εις τον Μάρτυρα· «Όσον τάχος, πνευματικέ, φύγε απ’ εδώ δια να μη το μάθη ο βεζύρης και σε θανατώση». Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Και εγώ δια τούτο και μόνον ήλθον εδώ. Δια να κηρύξω τον αληθινόν Θεόν, και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην Αυτού». Οι δε, τούτο ακούσαντες, ανεχώρησαν ευθύς εκείθεν, δια να μη συλληφθούν και εκείνοι μετ’ αυτού. Ο δε Μάρτυς, λαβών την επιστολήν, έσπευσε να παραδώση ταύτην εις τας χείρας του βεζύρη, εκεί όπου εκάθητο και έκρινε τας διαφοράς των προσερχομένων· όμως, διασχίζων το πλήθος, ημποδίζετο υπό των τσαουσάδων, των μεν τυπτόντων, των δε εξουθενούντων αυτόν ανηλεώς. Αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς δεν εδειλίασε και όσον ημποδίζετο, τόσον μάλλον εθάρρει και εισήρχετο· «δίκαιός, φησιν, ως λέων πέποιθε». Βλέπων δε αυτόν ο αρχηγός της φρουράς και μη γινώσκων την αιτίαν δια την οποίαν ετυράννουν αυτόν, είπεν εις τους άλλους· «Τι διαφοράν έχετε με τον πτωχόν τούτον Καλόγηρον και δεν τον αφήνετε να έλθη εις τον δικαστήν, να ειπή τον πόνον του»; Τότε εκραύγαζον πολλοί, λέγοντες· «Υβριστής είναι της πίστεώς μας και του προφήτου μας, και δι’ αυτό τον υβρίζομεν». Ταύτα ακούσας εκείνος εθυμώθη σφόδρα και αρπάσας τον Μάρτυρα έφερεν αυτόν με τρόπον βάρβαρον προς τον βεζύρη. Ο δε βεζύρης με πολλήν ημερότητα, κατ’ αρχάς, ηρώτησεν αυτόν· «Τις είσαι, ω Μοναχέ; Και τι ζητείς και ήλθες εδώ»; Ο δε Μάρτυς με πολλήν παρρησίαν απεκρίθη· «Την ιδικήν σου σωτηρίαν, ενδοξότατε αυθέντα, ζητών ήλθον εδώ, δια να σε οδηγήσω εις την αλήθειαν και να σε πείσω να αφήσης ταύτην την απατηλήν θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, να προσέλθης δε εις την πίστιν του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού, του όντως αληθινού Θεού, και να βαπτισθής εν τω ονόματι της Αγίας Τριάδος, δια να γίνης Χριστιανός και να κληρονομήσης την αιώνιον βασιλείαν των ουρανών». Ταύτα και άλλα περισσότερα είπεν ο Μάρτυς αφόβως. Ο βεζύρης τότε εξεπλάγη, ιδών την τόσην ανδρείαν και το θάρρος του ανδρός και είπεν προς αυτόν· «Από ποίαν ενορίαν είσαι και εις ποίον Μοναστήριον ανετράφης»; Και ο Μάρτυς απεκρίθη· «Όλαι αι Εκκλησίαι και τα Μοναστήρια, τα οποία είναι κάτωθεν του ουρανού, ιδικά μου είναι». «Μη τυχόν και σε έστειλεν ο Πατριάρχης των Ρωμαίων να με διδάξης»; Ηρώτησε πάλιν ο βεζύρης. Και ο Μάρτυς απήντησεν· «Ούτε είδον αυτόν, αφ’ ου ήλθον ενταύθα». «Μήπως είσαι μεθυσμένος»; Είπεν ο βεζύρης. Ο Μάρτυς απεκρίθη· «Ουδέ άρτον έφαγον σήμερον». Μήπως είσαι τρελλός»; Ηρώτησε τώρα ο βεζύρης οργιζόμενος. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Σώον έχω τον νουν μου και υγιώς φρονώ, ω δικαστά. Δια τούτο ήλθον να σε διδάξω, να αφήσης αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύεις, δια να μη κολασθής, και να γνωρίσης τον Ποιητήν και Σωτήρα σου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν· και να πιστεύσης εις Αυτόν, δια να κληρονομήσης την ουράνιον βασιλείαν Αυτού, η οποία δεν έχει τέλος, και να λάβης δόξαν άφθαρτον, αντί ταύτης της προσκαίρου δόξης, την οποίαν έχεις τώρα». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης και κατανοήσας του Αγίου Μάρτυρος την σταθερότητα, την παρρησίαν και το ετοιμόλογον εις τας αποκρίσεις, ηπόρησε και ελογίζετο δια τίνος τρόπου να νικήση τον Άγιον και να φέρη αυτόν εις την θρησκείαν του. Μη ευρίσκων δε άλλην μέθοδον, μετεχειρίσθη τας κολακείας, λογιζόμενος ότι ίσως δια τούτων ήθελε δυνηθή να σαλεύση το στερρόν και αδαμάντινον φρόνημα της ψυχής του. Είπε λοιπόν εις τον Μάρτυρα: «Επειδή λοιπόν δεν είσαι ούτε μεθυσμένος, ούτε τρελλός, άφες την πίστιν, την οποίαν πιστεύεις, και πίστευσον εις τον ιδικόν μας προφήτην, διότι πάντα όσα έκτισεν ο Θεός δι’ αυτόν τα έκτισε, αυτόν δε έκτισε μόνον δια τον εαυτόν του. Και αν πιστεύσης εις τον ιδικόν μας προφήτην, εγώ θα σε αξιώσω μεγάλης τιμής, και θα σε καταστήσω ένα εκ των πρώτων του παλατίου μου». Αλλ’ ο Μάρτυς, ταύτα ακούσας, είπε: «Μη γένοιτο τούτο, ω δικαστά! Εγώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν πιστεύω και προς Αυτόν προσκαλώ και την ενδοξότητά σου να πιστεύση, δια να γίνης υιός φωτός και ημέρας και να αρνηθής αυτήν την θρησκείαν, την οποίαν πιστεύετε, διότι δεν είναι αληθινή και έχετε να κολασθήτε αν δεν εγκαταλείψετε ταύτην και δεν επιστρέψετε εις το φως της θεογνωσίας, ίνα γνωρίσητε Θεόν τρισυπόστατον και ομοούσιον Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, εις του οποίου το πανάγιον όνομα, εάν βαπτισθήτε, θέλετε σωθή». Ταύτα ακούσας ο βεζύρης, και πεισθείς δια το αμετάθετον του Αγίου, επρόσταξε τον έπαρχον να οδηγήση τον Μάρτυρα εις τον νομοκράτορά των, τον Μουφτήν. Ηρώτησε τότε και ο Μουφτής τον Μάρτυρα: «Τις είσαι, και τι είνι αυτά τα οποία λέγονται δια σε»; Ο δε γενναίος, και πάλιν θάρρους πλησθείς, ήρχισε να λέγη εις αυτόν όσα είπε και εις τον βεζύρην και ότι πλειότερα. Ταύτα ακούσας ο νομοκράτωρ μετ’ οργής και υπερθερμανθείς εκ του θυμού δεν επερίμενε το τέλος της απολογίας του Μάρτυρος. Αλλ’ ανακόψας τον λόγον, εξέδωκεν απόφασιν να αποκεφαλίσουν τον Μάρτυρα εις το Φανάρι, όπου κατοικούν Χριστιανοί και Μοναχοί πολλοί, δήθεν προς καταισχύνην αυτών. Όταν λοιπόν παρέλαβεν ο έπαρχος τον Άγιον Μάρτυρα δέσμιον και συνώδευεν αυτόν εις τον τόπον της καταδίκης δια να τον θανατώσουν, θαύμα μέγα παρουσιάσθη εις τους ορώντας τον Ιερομάρτυρα. Διότι ούτος ο Άγιος του Χριστού Ιερομάρτυς έτρεχε πλησίον του δημίου με τόσην χαράν και αγαλλίασιν, ώστε εφαίνετο ως να πετά εις τον αέρα, και το πρόσωπον αυτού ήτο λαμπρόν και χαριέστατον, εξαστράπτον εκ της ένδοθεν χαράς της ψυχής του. Ως δε έφθασεν έξω της θύρας της Πατριαρχικής Εκκλησίας, κλίνας ο Άγιος Μάρτυς τα γόνατα και το σημείον του τιμίου Σταυρού ποιήσας εις το πρόσωπον αυτού, ηυχαρίστησε τον Θεόν τον καταξιώσαντα αυτόν να συναριθμηθή μετά των Μαρτύρων Αυτού. Εκεί δε πάλιν ο έπαρχος επέμενε λέγων: «Πίστευσον εις την πίστιν μας, και μη γίνεσαι αίτιος του θανάτου σου». Ο δε ΄γιος Ιερομάρτυς Κυπριανός, υβρίσας αυτούς και την μακαρίαν αυτού κεφαλήν κλίνας, απετμήθη υπό του δημίου, ούτω δε έλαβε χαίρων και αγαλλόμενος τον στέφανον του μαρτυρίου. Ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς συν αυτώ της βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΣΙΣΩΗ του Μεγάλου.

Δημοσίευση από silver »

Σισώης ο Όσιος και μέγας εν ασκηταίς εγεννήθη εν Αιγύπτω κατά τας αρχάς της 4ης εκατονταετηρίδος, ότε ήκμαζον εν Αιγύπτω ο μέγιστος των ασκητών θείος Αντώνιος, ο θαυμάσιος Όσιος Ωρ και πλήθος άλλων μεγάλων Αγίων Αναχωρητών. Τούτων τας αρετάς και τα ένθεα κατορθώματα ακούων και ο καλός Σισώης ηγάπησεν εξ αυτής της βρεφικής του ηλικίας τον Κύριον, διο και παιδίον έτι ων έλαβεν εις τους ώμους του τον Σταυρόν του Χριστού και ηκολούθησεν αυτόν εξελθών και αυτός εις την έρημον και αγωνιζόμενος μετά των άλλων ασκητών τον καλόν αγώνα της ασκήσεως. Κατά τας αρχάς της αναχωρήσεώς του ο μακάριος Σισώης ήλθεν εις την ονομαστήν Σκήτην της Νιτρίας, εις την οποίαν ησκούντο τότε περί τους χιλίους Μοναχούς επάνω εις τους οποίους ήτο προεστώς ο Όσιος Ωρ. Εις ολίγον καιρόν τοσούτον προέκοψεν εις την αρετήν και εις τα πολύμοχθα σκάμματα της ασκήσεως, ώστε υπερέβαλε τους μετ’ αυτού συναγωνιζομένους και κατέστη τύπος και υπογραμμός των Μοναχών. Εξαιρέτως ηγωνίζετο δια την απόκτησιν της ταπεινοφροσύνης, εκτελών πάσαν ταπεινήν εργασίαν και εξουθενών εαυτόν ως μηδέν πράττων, διδασκόμενος εις τούτο από τον θαυμάσιον Ωρ. (Εν τω Γεροντικώ γράφονται ταύτα· Ηρώτησεν ο Αββάς Σισώης τον Αββάν Ωρ, λέγων: «ειπέ μοι λόγον»· και είπεν αυτώ: «έχεις πίστιν εις εμέ»; Και είπε: «ναι»· είπεν ουν αυτώ: «ύπαγε και ο εώρακάς με ποιούντα, ποίησον και συ»· και είπεν αυτώ: «τι ορώ, πάτερ, εις σε»; Έφη δε αυτώ ο γέρων: «ότι ο λογισμός μου κατώτερός εστι πάντων ανθρώπων». ) Όσον δε προέβαινεν εις την ηλικίαν, τοσούτον προέκοπτε και εις την αρετήν και υφ’ όλων εθαυμάζετο. Ασκούμενος εις την Σκήτην της Νιτρίας ο Όσιος, ήκουε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αντωνίου και εφλογίζετο η καρδία του να μεταβή και εκείνος πλησίον του και να μιμηθή τους αγώνας του. Όμως δεν επρόφθασε, διότι εν τω μεταξύ απήλθε προς Κύριον ο όντως Μέγας Αντώνιος. Ο δε Σισώης, επιθυμών τελειοτέραν και ησυχαστικωτέραν πολιτείαν, θέλων δε έστω και μετά τον θάνατον του Οσίου Αντωνίου να γίνη μέτοχος της ασκήσεως εκείνου, ανεχώρησεν από την Νιτρίαν, επειδή είχεν αύτη καταστή πολυάνθρωπος και ήρχοντο πολλοί προς αυτόν και μετέβη εις το όρος του Οσίου Αντωνίου, το οποίον ήτο ησυχαστικώτερον. Εις το όρος του Οσίου Αντωνίου ο Σισώης διέτριψε χρόνους μακρούς, διερχόμενος πάσαν ασκητικήν σκληραγωγίαν και πολεμών ακαταπαύστως με τους αόρατους δαίμονας, τους οποίους εις το τέλος κατενίκησε. Δια τας αρετάς του αυτάς εγένετο ονομαστός όχι μόνον εις όλην την Αίγυπτον, αλλά και εις χώρας μακρινάς και πολλοί Κληρικοί τε και λαϊκοί αλλά και Μοναχοί περιώνυμοι ήρχοντο προς αυτόν, ίνα της διδασκαλίας του απολαύσωσι και ωφεληθώσι ψυχικώς. Παρά ταύτα όμως ο μακάριος Σισώης διετήρει άκραν ταπείνωσιν κατευτελίζων πάντοτε εαυτόν, δια την ταπείνωσίν του δε ταύτην έλαβε χάριν παρά Κυρίου να ανιστά νεκρούς. Επειδή δε ο Όσιος δεν ήθελε να ποιή θαύματα δια να μη δοξάζεται το όνομά του, ο Πανάγαθος Θεός ο δοξάζων τους Αυτόν αντιδοξάζοντας ωκονόμει, ώστε και χωρίς την θέλησίν του να γίνωνται τοιαύτα και ακούσατε. Ήλθε ποτε προς τον Όσιον εις το όρος του Αββά Αντωνίου κοσμικός τις, έχων μεθ’ εαυτού τον υιόν του. Κατά την οδόν όμως απέθανεν ο υιός εκ της κακουχίας, ο δε πατήρ έχων πίστιν εις τον Όσιον δεν εταράχθη, αλλ’ έλαβε τον νεκρόν υιόν του εις τας αγκάλας του και τον έφερεν εις τον Όσιον. Αφού δε ήλθεν εις το κελλίον του Οσίου προσέπεσε μετά του υιού του εις τους πόδας αυτού ποιήσας μετάνοιαν, χωρίς δε να είπη τι εξήλθε του κελλίου αφήσας εις τους πόδας του Οσίου το παιδίον. Ο δε Όσιος, μη γνωρίζων ότι είχεν αποθάνει και νομίζων ότι μετάνοιαν βάλλει το παιδίον, λέγει προς αυτό: «Ανάστα τέκνον και έξελθε έξω». Τότε παρευθύς, ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! ανέστη το παιδίον και εξήλθεν έξω. Ιδών τούτο ο πατήρ και θαυμάσας την παρρησίαν του Οσίου εισήλθεν εις το κελλίον και προσκυνήσας τον γέροντα ανήγγειλεν εις αυτόν το γεγονός. ΑΑκούσας δε τούτο ο Όσιος ελυπείτο, διότι δεν ήθελεν, ως είπομεν, να δοξάζεται το όνομά του. Ο δε μαθητής του Οσίου, δια να καθησυχάση τον Όσιον, λέγει προς τον πατέρα του παιδίου· «Ύπαγε εις την ευχήν του Γέροντος, πρόσεχε όμως να μη είπης ουδενός το θαύμα έως ότου ευρίσκεται ο Γέρων εν τη ζωή». Καθώς δε προσετάχθη ο άνθρωπος εποίησε και απήλθε χαίρων και δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον Αυτού. Τόσην δε πίστιν και σεβασμόν είχον προς τον Όσιον οι μαθηταί του, ώστε έσπευδον μετά χαράς να εκτελέσουν την εντολήν του άνευ τινός διακρίσεως. Και ακούσατε την πίστιν ανθρώπου τινός, όστις ήλθε προς τον Όσιον από τας Θήβας της Αιγύπτου ζητών να γίνη Μοναχός. Δεχθείς αυτόν ο Όσιος τον ηρώτησεν αν έχη συγγενή τινα εις τον κόσμον, αυτός δε είπεν ότι έχει ένα υιόν. Θέλων δε ο Όσιος να δοκιμάση αυτόν, του λέγει· «Ύπαγε και ρίψον τον υιόν σου εις τον ποταμόν και τότε να γίνης Μοναχός». Έχων δε εκείνος πίστιν απερίεργον εις τον Όσιον έσπευσε να εκτελέση την εντολήν. Όμως ο Όσιος απέστειλεν οπίσω αυτού τον μαθητήν του, όστις, ως είδεν αυτόν ότι επήρε τον υιόν του δια να τον ρίψη εις τον ποταμόν, τον ημπόδισε και επιστρέψαντες εις τον Όσιον έγινεν ο άνθρωπος εκείνος Μοναχός δοκιμώτατος δια την υπακοήν του. Πόσον ταπεινόφρων ήτο φαίνεται και από τας διδασκαλίας του, τας περιεχομένας εις το Γεροντικόν, όπου μεταξύ των άλλων γράφεται ότι ήλθε ποτε προς αυτόν αδελφός τις, όστις τον ηρώτησε λέγων· «Δεν έφθασες ακόμη εις τα μέτρα του Αββά Αντωνίου, πάτερ»; Ο δε ταπεινόφρων Σισώης με μεγάλην ταπείνωσιν απεκρίθη: «Εάν είχον και έν μόνον εκ των λογισμών του Μεγάλου Αντωνίου θα εγενόμην όλος ως πυρ». Έλεγε δε προς τους προσερχομένους εις αυτόν, ότι η οδός η οδηγούσα εις την ταπεινοφροσύνην είναι πρώτον η εγκράτεια, δεύτερον η προσευχή εις τον Θεόν, και τρίτον το να αγωνίζεται κανείς δι’ όλων αυτού των δυνάμεων, όπως κατορθώση να είναι κατώτερος παντός ανθρώπου. Την ταπεινοφροσύνην δε ταύτην διετήρησε μέχρι τέλους της ζωής του. Έμεινε δε εκεί εις το όρος του Οσίου Αντωνίου εβδομήκοντα δύο χρόνους υπερανθρώπως αγωνιζόμενος. Τόσον όμως ταπεινόν φρόνημα είχεν, ώστε ερωτηθείς ποτε υπό αδελφού επιθυμούντος να μάθη τα κατά τον Όσιον πως ανεχώρησεν από την Σκήτην και ήλθεν εις το όρος και πόσον χρόνον έχει εκεί, απεκρίθη· «Επειδή επληθύνθη η Σκήτη ήλθον εδώ και ευρών ησυχίαν εκάθισα ολίγον χρόνον». Ούτος ο Όσιος, ελθών ποτε εις τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος εν δόξη βασιλέως των Ελλήνων, έστη προ αυτού και βλέπων αυτόν έφριττεν, αναλογιζόμενος το άστατον του καιρού και της δόξης το πρόσκαιρον· κλαίων δε και θρηνών έλεγε τους εξής επιγραμματικούς λόγους, τους οποίους ύστερον οι μαθηταί του, ζωγραφούντες την εικόνα του παρά τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγραφον επ’ αυτής· «Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων· πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Αι, αι, θάνατε, τις δύναται φυγείν σε»; Δηλαδή «βλέπων σε, τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την θεωρίαν σου και χύνω δάκρυα εκ καρδίας, φέρων εις τον νουν μου το υπό πάντων των ανθρώπων οφειλόμενον χρέος, δηλαδή τον θάνατον· πως και εγώ μέλλω να διέλθω από τοιούτον τέλος; Αι, αι θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος δύναται να διαφύγη από των χειρών σου»; Είχε δε ο Όσιος τόσον αγαπήσει την νηστείαν και τόσον αφωσιούτο εις την προσευχήν, ώστε πολλάκις επί ημέρας δεν ησθάνετο την ανάγκην να λάβη τροφήν. Ότε δε του υπενθύμιζε ο μαθητής του το φαγητόν έλεγε πολλάκις με μακαρίαν απλότητα· «δεν εφάγομεν, τέκνον»; Απαντώντος δε του μαθητού ότι δεν έφαγον έλεγεν: «Εάν δεν εφάγομεν, φέρε και τρώγομεν». Ότε δε ο Όσιος ήτο μόνος ηγωνίζετο πολύ περισσότερον εις την νηστείαν, ότε όμως προσήρχοντο προς αυτόν ξένοι ήτο φιλόξενος, επεριποιείτο αυτούς, τους έδιδε τροφήν και εδείκνυεν εξ αγάπης ότι τρώγει μαζί των. Μετά όμως την αναχώρησιν των ξένων επεδίδετο εις μεγαλυτέραν νηστείαν δια κανόνα της τροφής, την οποίαν έλαβε μετά των ξένων. Τούτο καλώς εγνώριζον οι μαθηταί του Οσίου και πολύ τον επρόσεχον. Ήλθε δε ποτε προς αυτόν ο Αββάς Αδέλφιος Επίσκοπος Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου δια να ωφεληθή από τον Όσιον. Ότε δε επρόκειτο να αναχωρήση αν και ήτο πρωϊ έστρωσεν ο Όσιος τράπεζαν με χυλόν σίτου και παξιμάδι δια τον κόπον της οδοιπορίας έτρωγε δε και αυτός μετά του Επισκόπου. Κατ’ εκείνην την ώραν ήλθον και άλλοι ξένοι και ο Όσιος έδωσεν εντολήν εις τον μαθητήν του να δώση και εις αυτούς από την ιδίαν τροφήν, επειδή ήσαν κουρασμένοι. Λέγει δε ο Επίσκοπος· «Μη τους δίδετε τώρα τροφήν δια να μη είπωσιν ότι ο Αββάς Σισώης τρώγει από πρωϊας». Προσέξας δε ο Όσιος τον Επίσκοπον λέγει εις τον μαθητήν· «Ύπαγε και δώσε εις αυτούς». Ότε δε είδον την τροφήν οι ξένοι, αντί να κατακρίνωσιν, ως ενόμισεν ο Επίσκοπος, είπον· «Μήπως έχετε ξένους; Μήπως και ο Γέρων τρώγει μαζί των»; Επιβεβαιώσαντος δε τούτο του αδελφού, ήρχισαν εκείνοι να λυπούνται και να λέγουν· «Ο Θεός να σας συγχωρήση, διότι αφήκατε τον Γέροντα να φάγη απ’ αυτής της ώρας! Δεν γνωρίζετε ότι τώρα επί πολλάς ημέρας έχει να κοπιάση»; Ταύτα ακούσας ο Επίσκοπος εθαύμασε και βαλών μετάνοιαν εις τον Όσιον είπε: «Συγχώρησόν μοι, Αββά, διότι εγώ ανθρωπίνως κρίνων ωμίλησα, συ δε έπραξας το θέλημα του Θεού». Λέγει τότε ο Όσιος· «Εάν μη ο Θεός δοξάση τον άνθρωπον, η δόξα των ανθρώπων ουδέν είναι». Ότε δε πλέον εγήρασε πολύ και εκ της ηλικίας και της ασκήσεως ησθένησεν, έφερον αυτόν οι μαθηταί του πλησίον της πόλεως, ήτις ωνομάζετο Κλύσμα, δια να περιποιηθούν αυτόν δεόντως. Ο Όσιος όμως ελυπείτο δια την αναχώρησιν εκ του όρους και τότε έρχεται προς αυτόν ο Αββάς Αμμούν από την Ραϊθώ και βλέπων τον Όσιον λυπούμενον λέγει προς αυτόν· «Διατί λυπείσαι, Αββά; Τι ηδύνασο ν πράξης τώρα εις την βαθείαν έρημον ούτω γηράσας και ασθενής»; Ο δε μακάριος Σισώης δακρύων είπε· «Τι μου λέγεις, Αμμούν; Και μόνη η ελευθερία του λογισμού μου, ότι ευρίσκομαι εις την έρημον με έφθανεν, ενώ εδώ και μόνος ο λογισμός ότι ευρίσκομαι πλησίον κατοικουμένου τόπου με στενοχωρεί». Kαθημένων δε Γερόντων παρά την κλίνην του Οσίου, είδον ως να ομιλή μετά τινων και λέγουν προς αυτόν· «τι βλέπεις, Αββά»; Λέγει ο Όσιος· «Βλέπω τινάς ελθόντας επ’ εμέ και παρακαλώ αυτούς να με αφήσωσιν ακόμη ολίγον να μετανοήσω». Λέγει τότε εις των Γερόντων· «Και εάν σε αφήσωσι, δύνασαι πλέον να χρησιμεύσης εις μετάνοιαν»; Λέγει τότε ο Όσιος εις αυτόν· «Αν και δεν δύναμαι να πράξω τίποτε, όμως στενάζω επάνω της ψυχής μου ολίγον και αυτό με αρκεί». Ευρισκομένου δε κατ’ άλλην ώραν του Οσίου εις το κελλίον αυτού μόνου μετά του μαθητού του, ηκούσθη κτύπος εις την θύραν. Εννοήσας δε ο Όσιος ότι ήτο ο εχθρός της αληθείας, λέγει εις τον μαθητήν του Αβραάμ· «Ειπέ εις τον κρούσαντα, εγώ Σισώης εις το όρος, Σισώης και εις το στρωμνίδιον», εννοών την πτωχικήν στρωμνήν από ράκη αντί της ψάθης, την οποίαν εχρησιμοποίει εις το Όρος, και επί της οποίας τον είχον ήδη αποθέσει προς ολίγην ανάπαυσιν. Εξελθών τότε ο Αβραάμ ουδένα είδε, διότι με τον λόγον του Οσίου αφανής εγένετο ο εχθρός. Μαθόντες δε και ο λαός ότι ο Όσιος Σισώης ευρίσκεται εις το Κλύσμα, έσπευσαν πολλοί να τον ίδουν. Ομιλήσαντες δε πολλά επερίμεναν να ακούσουν από τον Όσιον λόγον σωτηρίας. Ο Όσιος όμως μη θέλων να μεγαλύνεται το όνομά του και μη αναπαυόμενος εις το μέρος εκείνο, ουδέν απεκρίνετο. Λέγει τότε εις εξ αυτών· «Τι θλίβετε τον Γέροντα; Δεν τρώγει, δι’ αυτό και δεν δύναται να ομιλήση». Τότε απεκρίθη ο Όσιος με απλότητα λέγων· «Εγώ, όταν έχω ανάγκην, τρώγω». Όταν δε έμειναν μόνοι με τον μαθητήν του, λέγει προς αυτόν· «Πάρε με και πάλιν εις το όρος, διότι δεν δύναμαι να μείνω πλέον εδώ». Ούτω δε και εγένετο. Ούτως ασκητικώς και οσίως προβαίνων ο Όσιος ή μάλλον ειπείν αγγελικώς επί της γης πολιτευσάμενος και εν σαρκί ως άσαρκος ζήσας έφθασεν εις την μακαρίαν ώραν να μεταστή από την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν εις την αιώνιον και αθάνατον. Ότε δε έμελλε να τελευτήση, συναχθέντες οι πατέρες ευρίσκοντο παρά την κλίνην του, και τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και λέγει προς αυτούς ο Όσιος· «ιδού ο Αββάς Αντώνιος ήλθε». Μετά μικρόν λέγει πάλιν· «ιδού ο χορός των Προφητών ήλθε». Και πάλιν το πρόσωπον αυτού περισσώς έλαμψε και είπεν· «Ιδού ο χορός των Αποστόλων ήλθε». Εδιπλασιάσθη τότε το φως του προσώπου του και εφαίνετο ως μετά τινων ομιλών, πάντες δε οι παρεστηκότες εξίσταντο θαυμάζοντες. Παρεκάλεσαν τότε οι Γέροντες τον Όσιον να είπη εις αυτούς μετά τίνος ομιλεί, ο δε Όσιος είπεν εις αυτούς· «Ιδού οι Άγγελοι ήλθον να λάβουν την ψυχήν μου και παρακαλώ αυτούς ίνα με αφήσουν ολίγον δια να μετανοήσω». Λέγουσι τότε οι Γέροντες προς τον Όσιον· «Δεν έχεις, πάτερ, ανάγκην άλλης μετανοίας». Τότε ο μέχρις εσχάτης αναπνοής ταπεινόφρων Σισώης απεκρίθη δακρύων· «Αληθώς σας λέγω, δεν γνωρίζω τον εαυτόν μου ότι έβαλον μέχρι τούδε αρχήν τινα». Εθαύμασαν τότε οι Πατέρες δια την τοσαύτην ταπεινοφροσύνην του Οσίου και εγνώρισαν εξ αυτού, ότι πράγματι έφθασεν εις την τελειότητα. Τότε έλαμψεν έξαφνα και πάλιν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και πάντες κατελήφθησαν υπό φόβου. Λέγει τότε εις αυτούς ο Όσιος· «Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει· φέρετέ μοι το σκεύος της ερήμου». Παρευθύς δε με τον λόγον τούτον παρέδωκεν ο μακάριος Σισώης το πνεύμα του εις χείρας Θεού· εγένετο δε ως αστραπή και επλήσθη όλος ο οίκος ευωδίας. Δια τοιούτων θαυμαστών σημείων εδόξασεν ο Πανάγαθος Θεός τον Αυτού θεράποντα, τον ταπεινόφρονα Σισώην, παραλαβών Αυτός ο Κύριος της δόξης εις τας παναχράντους χείρας υτού την μακαρίαν ψυχήν του, κατατάξας αυτόν εις τα ουράνια σκηνωματα, εις την άϋλον ζωήν, όπου είναι αι σκηναί των Αγίων και η αϊδιος λαμπρότης, ένθα νυν πρεσβεύει αδιαλείπτως τω Χριστώ και υπέρ ημών Αυτόν δυσωπών. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΚΥΡΙΑΚΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Από δύο αιτίας παρακινείται ο άνθρωπος να κάμνη εις άλλον άνθρωπον το αγαθόν. Ή εκ φύσεως, ή εκτελών την εντολήν του Θεού. Και εκ φύσεως μεν πράττει το καλόν, όταν επί παραδείγματι ο πατήρ αγαθοποιή τον υιόν του, και ο υιός τον πατέρα, και ο αδελφός τον αδελφόν, ή συγγενής τον συγγενή. Διότι ούτοι ουχί τόσον δια την εντολήν του Θεού αγαθοποιούσιν αλλήλους, όσον κινούμενοι από την αγάπην της φύσεως. Τούτον τον φυσικόν τρόπον όχι μόνον οι άνθρωποι έχουσιν, αλλά και τα άλογα ζώα, διότι και αυτά, αναγκαζόμενα υπό της φύσεως, αγαπώσι τα όμοιά των, καθώς λέγει και ο σοφός Σειράχ (Κεφ. ιγ: 15). «Παν ζώον αγαπά το όμοιον αυτώ και πας άνθρωπος τον πλησίον αυτού». Δια την εντολήν του Θεού πράττει το καλόν ο άνθρωπος, αν και δεν έχει συγγενή, όμως δια την παραγγελίαν του Χριστού, την οποίαν αναφέρει εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον «Παντί τω αιτούντί σε δίδου», προσφέρει προς τον πλησίον ελεημοσύνην ή άλλην τινά συνδρομήν. Εξ αυτής λοιπόν της δευτέρας αιτίας παρεκινήθην και εγώ σήμερον, αγαπητοί μου αδελφοί, να προσφέρω προς υμάς την διδασκαλίαν μου ταύτην (ήτις υπερβαίνει πάσαν άλλην σωματικήν δωρεάν αγαθού). Διότι ακούω τι είπεν ο Άγγελος Ραφαήλ προς τον Τωβίτ (Κεφ. ιβ: 7) «Μυστήριον βασιλέως καλόν κρύψαι, τα δε έργα του Θεού ανακαλύπτειν ενδόξως». Δια τούτο παρεκινήθην ίνα διηγηθώ προς την αγάπην υμών, καθ’ όσον μοι είναι δυνατόν, περί της σήμερον εορταζομένης Αγίας Κυριακής, ίνα από την διήγησιν ταύτην γνωρίσητε τα θυμάσια έργα του Θεού και την άπειρον Αυτού δύναμιν. Διότι πως δεν είναι θαυμαστόν έργον Θεού, γυνή, γένος ασθενέστερον, να νικήση τον νοητόν εχθρόν, τον διάβολον; Ή πως δεν ήτο τούτο έργον παραδόξου δυνάμεως, σώμα γυναικείον, φύσει ασθενές, να υπομένη τοσαύτας τιμωρίας; Επειδή εάν ανήρ τις υπομείνη τας τοσαύτας βασάνους δεν είναι θαυμαστόν, αφού εκ φύσεως έχει την ανδρείαν του σώματος. Αλλά δια να τύχη γυνή να υπομείνη θεληματικώς τιμωρίας και βάσανα, φανερόν είναι ότι ουχί εκ φύσεως ηδυνήθη να υπομείνη ταύτα, αλλ’ εκ της απείρου δυνάμεως του Θεού. Ίνα λοιπόν εννοήσητε τα του Θεού θαυμάσια και την δύνμιν Αυτού, ακούσατε μετά πάσης προθυμίας την περί της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Κυριακής διήγησιν, ίνα και Εκείνον δοξάσητε και την Αγίαν Αυτού επαινέσητε. Μετά την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά τα τ΄ (300) έτη ήσαν δύο βασιλείς πολύ ασεβείς και χριστομάχοι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, το ζεύγος του διαβόλου. Και ο μεν Διοκλητιανός εβασίλευεν εις πάσαν την Ανατολήν, ο δε Μαξιμιανός, όστις είχε γυναίκα την θυγατέρα του Διοκλητιανού τούτου, εις την Δύσιν. Οι ασεβέστατοι λοιπόν ούτοι βασιλείς φρικτήν βουλήν ηβουλήθησαν, ήτοι να σβέσωσι παντελώς το όνομα του Χριστού, και να αφανίσωσι το γένος των Χριστιανών από προσώπου της γης. Διότι ούτε πόλεις είχον εις τον νουν των να προσθέσωσιν εις την εξουσίαν των, ούτε έθνη ήθελον να υποτάξωσιν εις την βασιλείαν των, αλλά μόνον ένα σκοπόν ασεβέστατον είχον και εν έργον παρανομώτατον, να τυραννώσι τους Χριστιανούς. Ποίον κακόν δεν εγένετο τότε εις τους αγαπώντας τον Χριστόν! Επληρούντο αι φυλακαί από του πλήθους των καθ’ εκάστην τιμωρουμένων Χριστιανών! Αι οικίαι, όσαι είχον κυρίους Χριστιανούς, ηρημώνοντο. Αι ερημίαι και τα όρη μετεβάλλοντο εις πόλεις εκ του πλήθους των Χριστιανών, οίτινες έφευγον εκεί. Οι πτωχοί Χριστιανοί και οι της αληθείας φίλοι επαιδεύοντο ως οι μεγαλύτεροι κακούργοι. Τα χρήματα των Χριστιανών διηρπάζοντο υπό των ειδωλολατρών. Οι νόμοι της ανθρωπίνης φύσεως ηλλοιούντο, διότι οι πατέρες ειδωλολάτραι παρέδιδον τους υιούς των εις θάνατον, επειδή επίστευον εις τον Χριστόν. Οι παίδες κατηγόρουν τους πατέρας των ως Χριστιανούς, και, ίνα δι’ ολίγων είπω, σκότος και σύγχυσις μεγάλη υπήρχεν εις όλον τον κόσμον. Διότι οι μεν εχθροί του Χριστού είχον ελευθερίαν να τιμούν τους δαίμονας, οι δε φίλοι της αληθείας Χριστιανοί εδιώκοντο, και ο αληθής Θεός, ο Χριστός, υβρίζετο ως πλάνος. Τότε τινές μεν εφοβούντο και ηρνούντο τον Χριστόν, και εθυσίαζον εις τα είδωλα. Όσοι δε δεν ηδύναντο ούτε να μαρτυρήσωσιν, ούτε ήθελον να γίνωσιν ειδωλολάτραι, έφευγον εις τα όρη και σπήλαια και εκεί εκρύπτοντο, αναμένοντες τον καιρόν, κατά τον οποίον θα εγνώριζον ότι είναι θέλημα Θεού να παρουσιασθώσι. Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν εις τα μέρη της Ανατολής έζη Χριστιανός τις, Δωρόθεος ονόματι, όστις είχε σύζυγον Χριστιανήν καλουμένην Ευσεβίαν. Ο άνθρωπος ούτος ήτο πλούσιος και ελεήμων, πλην τέκνον δεν είχεν, ούτε άρρεν ούτε θήλυ, και δια τούτο πάντοτε μετά της συζύγου του ήσαν λυπημένοι. Όσοι έχουσι πλούτον και δεν γεννώσι τέκνον, αυτοί γνωρίζουσιν οποία θλίψις είναι η έλλειψις τέκνου. Τι λοιπόν συνέβη; Παρεκάλουν και οι δύο τον Θεόν να δώση εις αυτούς τέκνον, ουχί μόνον προς κληρονομίαν του πλούτου των, αλλά μάλλον προς παρηγορίαν των θλίψεων αυτών. Όθεν ο Θεός, ο ευλογήσας την στείραν Σάρραν να γεννήση τον Ισαάκ, την Ελισάβετ να γεννήση τον Πρόδρομον και την Άνναν να γεννήση την Παρθένον Μαριάμ, επήκουσε και της δεήσεως αυτών και μετ’ ολίγας ημέρας, συλλαβούσα η Ευσεβία, εγέννησε εις τον διωρισμένον καιρόν την Αγίαν ταύτην εν ημέρα Κυριακή. Δια τούτο, όταν την εβάπτισαν, έδωσαν εις αυτήν το όνομα Κυριακή. Εκ μικράς ακόμη ηλικίας, η σεμνή αύτη κόρη εδείκνυεν οποία ήθελε καταστή αργότερον. Διότι δεν έπαιζεν ατάκτως, καθώς τα άλλα κοράσια, ούτε ησχολείτο εις απρεπή παιχνίδια, ούτε εις αργολογίας, καθώς σήμερον πράττουσι πολλά κοράσια, ούτε τους περιπάτους ηγάπα, αλλά καθημένη εις την οικίαν των γονέων της, μετά πολλής ευλαβείας και προσοχής ηκροάτο τας νουθεσίας αυτών. Ότε δε έφθασεν εις ώριμον ηλικίαν, τότε περισσότερον εφάνη η σωφροσύνη της, την οποίαν είχεν εις την ψυχήν της. Διότι όσον ηύξανε το σώμα της, τοσούτον και η γνώσις αυτής επλήθυνε και το κάλλος έλαμπεν. Ουδόλως ηκούετο εκ του στόματος αυτής αργολογία ή κατάκρισις ή ψεύδος, καθώς συμβαίνει σήμερον με πολλάς γυναίκας, αι οποίαι, ενώ πρέπει να ίστανται μετά πολλής ευλαβείας εις την Εκκλησίαν, συνομιλούσι και κατακρίνουσιν η μία την άλλην. Εις τους γάμους, ενώ πρέπει να κάθηνται σωφρόνως και ευτάκτως, άδουσι και χορεύουσιν. Εις τας εορτάς, ενώ πρέπει να ακροάζωνται μετά πάσης ησυχίας την ψαλμωδίαν και τους βίους των Αγίων, συναθροίζονται και χορεύουσι. Το παράδοξον είναι ότι έχουσι προς έπαινόν των το ποία θα στολισθή και θα χορεύση καλλίτερον. Ουαί της απωλείας! Αλλ’ η Αγία δεν έπραττε τοιουτοτρόπως, ουδέ μετεχειρίζετο το κάλλος της εις έρωτας νέων ατάκτων, δηλαδή να στολίζεται ή να ψιμυθιούται δια να αρέση εις τους νέους, ούτε παρέκυπτεν από τα παράθυρα δια να αγρεύη τας ψυχάς των ανδρών. Και πάντοτε εν έργον είχεν ως απαραίτητον, να στολίζη την ψυχήν αυτής με νηστείας, με εγκράτειαν, με σιωπήν, με προσευχήν, με την φύλαξιν των οφθαλμών, και με το να συγκρατή την γλώσσαν. Πολλοί άρχοντες εκείνου του καιρού επεθύμησαν να δώσωσιν αυτήν ως νύμφην εις τους υιούς των, αλλ’ αύτη, αγαπώσα την παρθενίαν, κατά μίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου, δεν ήθελεν ούτε καν να ακούση λόγον περί γάμου. Πολλάκις, όταν οι γονείς αυτής ωμίλουν περί γάμου, διότι την είχον μονογενή και ήθελον να ίδωσιν εξ αυτής κληρονομίαν του γένους, αύτη έλεγε προς αυτούς τοιούτους λόγους, μετά πάσης ευλαβείας και συνέσεως· «Ω τιμιώτατοι γονείς! Όχι διότι η παρακοή των παίδων προς τους γονείς είναι καλή, δια τούτο δεν σας ακούω να λάβω σύζυγον, αλλά διότι εγώ προτιμώ καλλίτερον την παρθενίαν και θέλω να γίνω νύμφη του Χριστού και Θεού μου. Εξ άλλου εις τι θα ωφελήση ο γάμος; Ποία γυνή υπανδρεύθη και δεν μετενόησε; Ποία έγινε μήτηρ και δεν ελυπήθη; Διότι ή το παιδίον αυτής αποθνήσκει, ή ο σύζυγος αυτής ή ο συγγενής του και αναγκαίως θα έχη θλίψιν. Η παρθενία όμως δεν έχει λύπην, ούτε φροντίδας πολλάς. Διότι γυνή, ήτις νυμφεύεται, προσέχει πώς να αρέση εις τον σύζυγόν της, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος. Έχει φροντίδα πώς να ενδύση τα τέκνα της, και πώς να τα διαθρέψη. Εάν δε μείνη χήρα, αλλοίμονον εις την συμφοράν της! Τότε έχει περισσοτέραν θλίψιν και μέριμναν. Εκείνη δε ήτις παρθενεύει, άλλην φροντίδα δεν έχει, ει μη μόνον πώς να είναι αρεστή εις τον Χριστόν. Διατί λοιπόν θέλετε, γονείς μου, να με υποβάλετε εις τοσαύτας φροντίδας; Η Κυρία Θεοτόκος δεν ήτο παρθένος; Αφήτε λοιπόν και εμέ να γίνω δούλη Εκείνης. Αρκεί η χάρις Αυτής να με διαφυλάξη· διότι δυνατή είναι η βοήθεια Αυτής, ίνα και εμέ ενισχύση. Έχω θάρρος εις τον μονογενή Αυτής Υιόν, όστις αγαπά την παρθενίαν». Τοιούτους λόγους ακούοντες οι γονείς της Αγίας εκ του στόματος αυτής ηυχαρίστουν και εδόξαζον τον Θεόν, τον δωρήσαντα εις αυτούς τοιούτον ευλογημένον τέκνον. Κατ’ εκείνας τας ημέρας άνθρωπός τις, ειδωλολάτρης μεν κατά την θρησκείαν, πλούσιος δε πολύ, ευρίσκετο εις την πόλιν εκείνην, εις την οποίαν ευρίσκοντο και οι γονείς της Αγίας. Ούτος λοιπόν ο άρχων, ακούων περί της Κυριακής ότι είναι νέα και ωραιοτάτη, και ότι ουδεμία άλλη κόρη υπερέχει αυτής κατά το κάλλος και την γνώσιν, απεφάσισε να την δώση ως νύμφην εις τον υιόν του, αφ’ ενός μεν δια το κάλλος και την γνώσιν της, αφ’ ετέρου δε διότι ήτο μονογενής και έμελλεν ο πολύς πλούτος των γονέων αυτής να περιέλθη εις τας χείρας του. Έχων λοιπόν τον τοιούτον σκοπόν ο άρχων εκείνος εμήνυσεν εις τους γονείς της Αγίας, ίνα στέρξωσι και αυτοί εις το συνοικέσιον. Αλλ’ η Αγία, επειδή ήτο αφιερωμένη εις τον Θεόν ψυχή τε και σώματι, δεν ηθέλησεν ουδόλως να ακούση τον τοιούτον λόγον. Μόνον είπεν: «Εγώ είμαι νύμφη καθαρά του Χριστού μου και επιθυμώ να αποθάνω παρθένος». Ταύτα ακούσας ο άρχων εθυμώθη σφόδρα, κι αμέσως μετέβη εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν και είπεν εις αυτόν. «Βασιλεύ, ζήθι εις τον αιώνα. Ο κόσμος όλος είναι υποτεταγμένος εις το θέλημα της βασιλείας σου και προσκυνεί τους μεγάλους θεούς. Μία όμως κόρη ενντιούται εις το πρόσταγμά σου και υβρίζει τα είδωλα, λέγουσα ότι ο Χριστός είναι Θεός. Όχι μόνον δε αυτή καταφρονεί τον ορισμόν της βασιλείας σου, αλλά και οι γονείς αυτής είναι Χριστιανοί, και ούτε εις τα είδωλα θυσιάζουσιν, ούτε υποτάσσονται εις την βασιλείαν σου». Ο βασιλεύς Διοκλητιανός, ακούσας ταύτα, επλήσθη θυμού και αμέσως, αποστείλας στρατιώτας, έφερε την Αγίαν και τους γονείς αυτής έμπροσθεν αυτού και είπεν εις αυτούς: «Διατί δεν τιμάτε τους μεγάλους θεούς, τους οποίους τιμά και η βασιλεία μου, αλλά κηρύττετε άλλον θεόν, τον Χριστόν, ον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι ως κακούργον»; Απεκρίθη ο Δωρόθεος· «Ημείς, βασιλεύ, δεν εμάθομεν εκ των προγόνων ημών να προσκυνώμεν ψευδωνύμους θεούς, αλλ’ ένα Θεόν αληθή, τον Χριστόν, τον ποιήσαντα τον ουρανόν και την γην και πάντα τα εν αυτοίς. Όστις δια την σωτηρίαν των ανθρώπων ήλθεν επί της γης και εσαρκώθη και εσταυρώθη ως άνθρωπος, και ανελήφθη, και πάλιν μέλλει να έλθη, ίνα κρίνη τον κόσμον άπαντα, και αποδώση εκάστω κατά τα έργα αυτού. Αυτόν κηρύττομεν, Αυτόν ομολογούμεν αληθινόν Θεόν. Οι δε θεοί, οίτινες τον ουρανόν και την γην δεν εποίησαν, απολέσθωσαν, καθώς λέγει και ο Προφήτης Ιερεμίας». Ο βασιλεύς τότε διέταξε τους στρατιώτας, μετ’ οργής, να απλώσωσι κατά γης τον Δωρόθεον και να τον δείρωσι τοσούτον, ώστε ή να θυσιάση εις τους θεούς ή να αποθάνη από τον δαρμόν. Τότε οι στρατιώται, εκτελούντες την διαταγήν του βασιλέως, ήπλωσαν αυτόν και τον έτυπτον ανηλεώς, έως ότου απέκαμον. Ο δε Άγιος, έχων τον Χριστόν ενδυναμούντα αυτόν, ουδέ το παράπαν ελογίζετο τας βασάνους αυτών, μάλιστα δε εμυκτήριζε και περιεγέλα τα είδωλα ως κωφά και αναίσθητα. Τότε ιδών ο βασιλεύς ότι δεν νικάται ο πατήρ της Αγίας ούτε υπό των πληγών, ούτε υπό της κολακείας, αυτόν μεν και την σύζυγον αυτού Ευσεβίαν, την μητέρα της Αγίας Κυριακής, απέστειλεν εις τον άρχοντα της πόλεως Μελιτηνής, Ιούστον καλούμενον, ίνα εκείνος τιμωρήση αυτούς, ως ανηλεής και ανήμερος. Την δε Αγίαν Κυριακήν, βλέπων ωραίαν, απέστειλεν εις τον γαμβρόν αυτού, τον Μαξιμιανόν, όστις ευρίσκετο τότε εις την Νικομήδειαν, ίνα εκείνος ανακρίνη αυτήν. Και ο μεν άρχων Ιούστος, δις και τρις εξετάσας τους γονείς της Αγίας και μη δυνηθείς ούτε με τιμωρίας, ούτε με κολακείας, ούτε με άλλον τινά τρόπον να αποστρέψη αυτούς από της εις Χριστόν πίστεως, απέκοψε τας κεφαλάς αυτών δια ξίφους και ούτως έλαβε τέλος η ζωή αυτών. Ο δε Μαξιμιανός, δεξάμενος παρά των υπηρετών του πενθερού αυτού Διοκλητιανού την Αγίαν Κυριακήν, πρώτον μεν εθαύμασε το κάλλος αυτής, έπειτα δε, παρουσιάσας αυτήν επί του κριτηρίου αυτού, ήρξατο να λέγη προς αυτήν τοιαύτα : «Τούτο πρέπει να ηξεύρης, ω κόρη, ότι ο μέγας βασιλεύς Διοκλητιανός, διότι ελυπήθη το κάλλος σου, δεν ηθέλησε να σε τιμωρήση ως Χριστιανήν, αλλά σε απέστειλεν εδώ προς με· μη λοιπόν θελήσης μόνη σου να γίνης εχθρά του εαυτού σου και να παραδώσης τοιούτον σώμα εις τιμωρίας και βάσανα, αλλά προσκύνησον τους θεούς, να έχης την ζωήν σου και τότε όχι μόνον θα σου χαρίσω και άλλον πλούτον πλέον του πατρικού, αλλά και νύμφη θα γίνης του βασιλέως εις ένα συγγενή του». Και ο μεν βασιλεύς Μαξιμιανός τοιαύτα και άλλα περισσότερα είπε κολακεύων την Αγίαν, εκείνη δε απεκρίθη· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι με τας τοιαύτας κολακείας ή με τους τοιούτους φοβερισμούς θέλω αρνηθή εγώ τον γλυκύτατόν μου Ιησούν Χριστόν, διότι δεν υπάρχει καμμία βάσανος, ούτε τιμωρία, ούτε παίδευσις, η οποία να με χωρίση από την αγάπην αυτού· όχι ο πατρικός μου πλούτος ή άλλος, τους οποίους θέλετε να μοι δώσητε, αλλά και αυτήν την επίγειον βασιλείαν σας εάν μου δώσητε δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ εγώ την ευσέβειαν των πατέρων μου· αλλ’ ουδέ άλλον νυμφίον θέλω στέρξει να προτιμήσω εκτός του Χριστού μου, εις τον Οποίον εχάρισα τον εαυτόν μου, ίνα ζήσω και αποθάνω παρθένος». Ταύτα ως ήκουσεν ο Μαξιμιανός επλήσθη όλος θυμού, και παρευθύς διέταξε να τανύσωσι την Αγίαν εις τέσσαρα μέρη εκ των χειρών και των ποδών και να την δείρωσι με ωμά βούνευρα, έως ου ή να αρνηθή τον Χριστόν ή να αποθάνη εκ των βασάνων. Ταύτα ειπών ο βασιλεύς εκάθητο αναμένων το τέλος, διότι ήλπιζεν ότι ως ασθενεστάτη γυνή θέλει δειλιάσει εις τας βασάνους· η δε Αγία, ποιήσασα το σημείον του Σταυρού επί του σώματός της, οικειοθελώς μετά πάσης ευκοσμίας κατέπεσεν εις την γην. Τότε οι στρατιώται του βασιλέως, λαβόντες τα νεύρα εκείνα των βοών, τοσούτον ανηλεώς έτυπτον την Αγίαν, ώστε και δύο και τρεις φοράς ενηλλάχθησαν· και οι μεν στρατιώται ηγανάκτουν τύπτοντες αυτήν, η δε Αγία, έχουσα τον Χριστόν ενδυναμούντα αυτήν, ουδόλως εφαίνετο ότι εδάρη, αλλά τουναντίον τοσούτον έλαμπε το πρόσωπον αυτής, ως εάν ήτο εις τερπνόν και ωραίον περιβόλιον. Βλέπων ταύτα ο βασιλεύς και νομίζων ότι οι στρατιώται λυπούνται αυτήν και δεν την δέρουσι με όλην αυτών την δύναμιν, εβόησε προς αυτούς μετά μεγάλου θυμού· «Διατί, ω κάλιστοι στρατιώται λυπείσθε την υβρίστριαν των θεών»; Απεκρίθη η Αγία· «Μη πλανάσαι, Μαξιμιανέ, μηδέ νόμιζε ότι θέλεις με νικήσει με τας τοιαύτας τιμωρίας, διότι ο Χριστός μου ίσταται αόρατος και μοι δίδει δύναμιν, ώστε να μη συλλογίζωμαι τας βασάνους σου». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς, εντραπείς τους περιεστώτας, ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν νέαν κόρην, καθώς εκείνην, εσκέφθη να στείλη αυτήν εις τον διοικητήν της Βιθυνίας, Ιλαρίωνα λεγόμενον. Η δε Βιθυνία είναι επαρχία της Χαλκηδόνος και των άλλων πέριξ πόλεων. Ήτο δε ο Ιλαρίων ούτος άνθρωπος θηριωδέστερος παντός αγρίου θηρίου, διότι τούτο πάντοτε εσκέπτετο, πώς να φανή πλέον φοβερώτερος εις τους Χριστιανούς από τους άλλους ηγεμόνας της Ανατολής. Αφ’ ενός μεν ενόμιζεν ότι τιμωρών τους Χριστιανούς, θέλει αρέσει εις τους θεούς των Ελλήνων, αφ’ ετέρου δε ότι θέλει ακουσθή και το όνομα αυτού εις τους άλλους βασιλείς και εις τους άλλους άρχοντας ως μέγα και πολύ. Εις αυτόν λοιπόν τον Ιλαρίωνα έστειλε την Αγίαν, έγραψε δε και γράμμα προς αυτόν, παραγγέλλων να φροντίση παντοιοτρόπως, όπως αποστρέψη την Αγίαν από της πίστεως των Χριστιανών· εάν δε κατορθώση τούτο, να αποστείλη αυτήν οπίσω προς αυτόν, αυτός δε θέλει τιμήσει και υψώσει αυτόν εις μεγαλύτερα αξιώματα. Αφού ο έπαρχος Ιλαρίων έλαβε το γράμμα του βασιλέως, εκάθισεν επί θρόνου φοβερού και διέταξε να φέρωσι την Αγίαν έμπροσθεν αυτού, εις την οποίαν είπεν· «Άρά γε γνωρίζεις, ω Κυριακή, διατί ο πολυχρονημένος βασιλεύς Μαξιμιανός σε έστειλεν εδώ προς ημάς; Βεβαίως δια την πολλήν ημερότητα και πραότητα, την οποίαν έχει· διότι λυπούμενος να βλέπη τιμωρούμενον τοιούτον ωραιότατον σώμα, σε απέστειλε προς ημάς τους πιστούς δούλους του· αλλά και ημείς αυτήν την γνώμην έχομεν, μάρτυρας δε έχω τους μεγάλους θεούς και τους περιεστώτας άρχοντας, ότι και εγώ εις πάντας τους υπακούοντας εις τους ορισμούς των βασιλέων είμαι φιλάνθρωπος. Μη λοιπόν θελήσης συ σήμερον να μετατρέψης την καλήν μου γνώμην, και να με δείξης ανήμερον και απάνθρωπον· διότι, εάν μείνης πάλιν εις την προτέραν σου πλάνην, είναι ανάγκη να γίνω εχθρός σου και να σε τιμωρήσω με βασανιστήρια, τα οποία και μόνον ακουόμενα και θεωρούμενα καταπλήττουσι τον άνθρωπον, πολλώ μάλλον και να υποστή ταύτα». Ταύτα ως ήκουσεν η Αγία απεκρίθη προς αυτόν· «Μη νόμιζε, Ιλαρίων, ότι θέλω αλλάξει εγώ την προτέραν μου γνώμην και την ευσέβειαν, διότι ευκολώτερον είναι να μαλάξης τον σίδηρον, παρά να μεταβάλης τον σκοπόν μου· τούτο δε γνώριζε, ότι, εάν ο βασιλεύς Διοκλητιανός και Μαξιμιανός δεν ηδυνήθησαν να νικήσωσι την δύναμιν του Χριστού, πως θέλεις δυνηθή συ να με νικήσης; Δια τούτο μη ματαιοπονής λέγων τοιούτους λόγους, αλλά δοκίμασε και με το έργον να ίδης την δύναμιν του Χριστού μου». Τότε ο έπαρχος, ακούσας τούτους τους λόγους, διέταξε τους στρατιώτας να κρεμάσωσι την Αγίαν από τας τρίχας της κεφαλής, ούτω δε να μείνη κρεμαμένη πολλάς ώρας όχι δε μόνον να έχη ταύτην την βάσανον, αλλά και να κατακαίωσι το σώμα αυτής με ανημμένας λαμπάδας. Τοιουτοτρόπως λοιπόν τιμωρουμένη η Αγία υπέμεινε πάντα γενναίως υπέρ της αγάπης του Χριστού και ως αν έβλεπεν αυτήν μακρόθεν. Βλέπων δε ο Ιλαρίων ότι δεν κατορθώνει τίποτε, μάλλον δε ότι εγίνετο γενναιοτέρα η Αγία με τας τοιαύτας βασάνους, καθώς ο καλός σίδηρος εις το ύδωρ, διέταξε να καταβιβάσωσιν αυτήν και να την οδηγήσωσιν εις την φυλακήν. Κατά δε την νύκτα εις την φυλακήν φαίνεται ο Χριστός εις την Αγίαν, λέγων εις αυτήν· «Μη φοβού, Κυριακή, τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, να σε λυτρώνη από πάντα πειρασμόν». Ταύτα ειπών ο Χριστός και ιασάμενος τας πληγάς αυτής, ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατά δε την επαύριον, αποστείλας ο Ιλαρίων στρατιώτας, έφερε την Αγίαν εις το κριτήριον. Ως δε είδεν αυτήν όλως υγιά, εθαύμασε και είπε προς αυτήν. «Μοι φαίνεται, ότι όλοι οι περιεστώτες εννοούσι το ότι οι μεγάλοι θεοί πολύ σε αγαπώσι, διότι ιδού. Δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου, ιάτρευσαν τας πληγάς σου, δια να μη έχης ασχημίαν τινά. Μη λοιπόν φανής αχάριστος προς αυτούς, αλλ’ ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών και προσκύνησον αυτούς». Ως ήκουσε ταύτα, απεκρίθη η Αγία· «Δεν είναι οι θεοί σου, Ιλαρίων, εκείνοι οι οποίοι έδωκαν εις εμέ την υγείαν μου, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθής Θεός, τον οποίον πιστεύω και προσκυνώ. Αλλ’ επειδή θέλεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους θεούς λέγεις να προσκυνήσω». Ταύτα ακούσας ο Ιλαρίων εχάρη, διότι ενόμισεν ότι η Αγία μετενόησεν. Αφ’ ου δε εισήλθον εις τον ναόν, η Αγία έκλινε τα γόνατα και είπε προσευχομένη· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο μόνος έχων την εξουσίαν του ουρανού και της γης, επάκουσόν μου της δούλης Σου και ας κρημνισθώσι τα είδωλα ταύτα, τα άψυχα, ίνα γνωρίσωσιν οι περιεστώτες ότι Συ ει μόνος αληθινός Θεός». Ταύτα της Αγίας ειπούσης, ευθύς σεισμός μέγας εγένετο και εκρημνίσθησαν πάντα τα είδωλα, και συνετρίβησαν εις τεμάχια, οπότε ελθών ισχυρός ανεμοστρόβιλος διεσκόρπισε ταύτα. Τότε οι μεν άλλοι Έλληνες εφοβήθησαν και φεύγοντες εξήλθον του ναού. Μόνον ο έπαρχος Ιλαρίων, αντί να πιστεύση εις τον Χριστόν, ίστατο και εβλασφήμει κατ’ Αυτού ως αφανίσαντος τους θεούς του. Αλλ’ επήλθεν εις αυτόν σύντομος η θεία δίκη, διότι, αστραπή εκ του ουρανού πεσούσα, κατέκαυσε το πρόσωπον αυτού και ευθύς, πεσών κατά γης, απέθανεν. Ούτω κακώς αποθανών ο κάκιστος Ιλαρίων, απήλθεν εις την αιώνιον κόλασιν. Μετά τον θάνατον του Ιλαρίωνος ήλθεν άλλος έπαρχος εις την Βιθυνίαν, Απολλώνιος ονόματι, όστις, ακούσας περί της Αγίας Κυριακής, ότι κηρύττει παρρησία τον Χριστόν και ότι διδάσκει τους ανθρώπους να επιστρέφωσιν εις Αυτόν, απέστειλε στρατιώτας, οίτινες συνέλαβον αυτήν. Ως δε ωδηγήθη προ αυτού, αυτός, πότε με κολακείας και πότε με απειλάς, ήρχισε να συζητή μετ’ αυτής. Αλλ’ η Αγία, εις ουδέν λογιζομένη τους τοιούτους λόγους, τον μεν Χριστόν ωμολόγει Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εμυκτήριζε. Τότε, θυμωθείς ο Απολλώνιος, διέταξε να ανάψωσι πυράν μεγάλην και να ρίψωσιν εντός αυτής την Αγίαν. Τι όμως συνέβη μετά ταύτα; Ο Θεός, ο διαφυλάξας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω, ίνα μη κατακαώσιν, εθαυματούργησε και τώρα εις την Αγίαν. Διότι, ενώ η Αγία προσηύχετο, βροχή μεγάλη καταπεσούσα, χωρίς να είναι πρότερον ουδέν νέφος εις τον ουρανόν, έσβεσεν ευθύς την φλόγα εκείνην. Ως είδεν ο Απολλώνιος ότι η Αγία ουδέν έπαθεν εκ του πυρός, διέταξε να φέρωσι δύο λέοντας και να απολύσωσιν αυτούς κατ’ αυτής εν τω μέσω του συνεδρίου. Αλλ’ ο Θεός, ο ημερώσας ποτέ τους λέοντας εν τω λάκκω της Βαβυλώνος, ώστε να μη καταφάγωσι τον Δανιήλ, Αυτός και τότε διεφύλαξε την Αγίαν. Διότι οι λέοντες εκείνοι, κατ’ αρχάς μεν ώρμησαν μετ’ αγρίας λύσσης, κατόπιν δε, όταν επλησίασαν την Αγίαν, ευθύς εξημερώθησαν ως αρνία και πεσόντες παρά τους πόδας αυτής, εκυλίοντο παίζοντες. Όθεν πολλοί των περιεστώτων, ιδόντες το παράδοξον τούτο θαύμα, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτους απαξάπαντας ο έπαρχος Απολλώνιος εθανάτωσεν, άλλους μεν φονεύσας δια του ξίφους, άλλους ρίψας εις την θάλασσαν, την δε Αγίαν διέταξε να κλείσωσιν εις την φυλακήν, έως ότου συλλογισθή ο μιαρώτατος με ποίαν βάσανον να θανατώση αυτήν. Την επαύριον, αφού εκάθισεν ο Απολλώνιος επί του βήματος, είπε και ωδήγησαν προ αυτού την Αγίαν, και πρώτον ήρχισεν να κολακεύη ταύτην, λέγων· «Εγώ, ω Κυριακή, μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, και την νεότητά σου λυπούμαι, και το κάλλος σου θαυμάζω, και δια τούτο έως της στιγμής αυτής ελπίζω πάντοτε να επιστρέψης από την ματαίαν θρησκείαν των Χριστιανών. Λοιπόν μη προτιμήσης να χάσης ταύτην την γλυκυτάτην ζωήν δια της επιμονής σου, αλλά γενού υπήκοος εις τους βασιλικούς ορισμούς και θυσίασε εις τους μεγάλους και αθανάτους θεούς, οι οποίοι σοι έδωκαν την καλλονήν ταύτην, ίνα και οι βασιλείς, όταν πληροφορηθώσι την επιστροφήν σου, ευφρανθώσι μεγάλως και σε ανταμείψωσι με πλουσίας δωρεάς». Ταύτα και άλλα πλείονα λέγων ο έπαρχος, ενόμιζεν ότι δια τούτων θέλει καταπείσει την Αγίαν. Όμως η μακαρία Κυριακή, ατενίσασα εις αυτόν και μεγάλως στενάξασα, απεκρίθη· «Υιέ διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύνης, με τοιαύτας κολακείας θέλεις να μεταστρέψης την ιδικήν μου γνώμην; Με τοιαύτας ψευδολογίας θέλεις να με χωρίσης του γλυκυτάτου μου Ιησού Χριστού; Γνώρισε, ασεβέστατε, ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε τιμωρία, ούτε πλούτος, ούτε πτωχεία, ούτε άλλο τι δύναται να με χωρίση της αγάπης Αυτού. Μη λοιπόν κοπιάς ματαίως, έχων τοιαύτην ελπίδα να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου και να επιστρέψω εις την πεπλανημένην θρησκείαν σου· διότι και εις το πυρ αν με βάλης και εις θηρία αν με παραδώσης, ή εις θάλασσαν με ρίψης, ή δια ξίφους με φονεύσης, δεν θέλεις δυνηθή να μεταστρέψης την γνώμην μου. Διότι, εάν μεν εις το πυρ με ρίψης, έχω τους τρεις παίδας παράδειγμα και δεν θέλω φοβηθή· εάν με παραδώσης εις τα θηρία, έχω τον Προφήτην Δανιήλ εις παρηγορίαν· εάν εις την θάλασσαν με ρίψης, ενθυμουμένη τον Προφήτην Ιωνάν, τον οποίον εφύλαξεν ο Θεός, δεν θέλω δειλιάσει· εάν με ξίφος με φονεύσης, θέλω μιμηθή τον τίμιον Πρόδρομον. Τι λοιπόν με φοβερίζεις με τον πρόσκαιρον θάνατον, ο οποίος είναι ζωή ιδική μου; Τι μου υπόσχεσαι τιμήν, η οποία είναι ατιμία δι’ εμέ; Εγώ μίαν ζωήν έχω, μίαν τιμήν, μίαν ανάπαυσιν, μίαν χαράν, τον υπέρ Χριστού θάνατον· τας δε ιδικάς σου τιμάς και αναπαύσεις και τον μάταιον πλούτον ακόμη λογίζομαι όσον κι τον πηλόν της γης». Ταύτα ως ήκουσεν ο έπαρχος Απολλώνιος, και βλέπων ότι δεν δύναται παντελώς ούτε με κολακείας, ούτε με απειλάς, ούτε με άλλον τινά τρόπον να καταπείση αυτήν, απεφάσισε κατ’ αυτής τον δια ξίφους θάνατον. Λαβόντες λοιπόν αυτήν οι δήμιοι εξήγαγον έξω της πόλεως, ίνα αποκεφαλίσωσιν αυτήν. Ότε δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, παρεκάλεσεν η Αγία ίνα αφήσωσιν αυτήν ολίγην ώραν ίνα προσευχηθή εις τον Θεόν· εκείνοι δε υπακούσαντες άφησαν αυτήν. Τότε η Αγία, κλίνασα τα γόνατα αυτής, και τας μεν χείρας υψώσασα εις τον ουρανόν, τον δε νουν προς τον Θεόν, προσευχομένη έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του αθανάτου Πατρός, ο υπό των ουρανίων δυνάμεων συν Πατρί τε και Πνεύματι ανυμνούμενος, Ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται κατά την Θεότητα, ο ευδοκήσας κατελθείν επί της γης, και φανήναι τοις ανθρώποις κατά σάρκα, ο και εμέ την ταπεινήν και αναξίαν δούλην σου ενδυναμώσας βαστάσαι σου το άγιον όνομα ενώπιον βασιλέων και τυράννων, ο διαφυλάξας με παρθένον αγνήν μέχρι της ημέρας ταύτης. Συ δεσπόζεις του ουρανού και της γης, Συ υπάρχεις ζωής και θανάτου εξουσιαστής, Συ είσαι των ψυχών και σωμάτων δημιουργός, Συ παράλαβε και την ιδικήν μου ψυχήν, και κατάταξον αυτήν μετά των φρονίμων παρθένων· ου γαρ έσβεσα τον λύχνον της παρθενίας, ως αι μωραί παρθένοι, ουκ ενύσταξεν η ψυχή μου από ακηδίας εις την οδόν του κόσμου τούτου· οπίσω σου έδραμον και Σοι ηκολούθησα· εν τη οδώ των μαρτυρίων σου επορεύθην. Λοιπόν δέξαι το πνεύμα μου εις τας χείρας Σου, και ανάπαυσον αυτό ένθα εστίν η των ευφραινομένων πάντων κατοικία εν Σοι. Σύνταξόν με εν τη αθανάτω Σου τρυφή μετά των γονέων μου, των προαθλησάντων υπέρ του Ονόματός Σου. Μνήσθητι και των επικαλουμένων το Όνομά Σου το Άγιον δι’ εμού της δούλης Σου εν καιρώ θλίψεως. Μνήσθητι των επιτελούντων την μνήμην της εμής τελειώσεως. Αντάμειψον αυτούς με τα πλούσιά σου χαρίσματα. Επάκουσον της προσευχής αυτών εν ημέρα δεήσεως. Πλήρωσον τα προς σωτηρίαν αυτών αιτήματα, ίνα και εν τούτοις δοξασθή το Όνομά Σου το Άγιον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, Άγγελοι φωτεινοί παρέλαβον την αγίαν αυτής ψυχήν. Ιδόντες δε οι δήμιοι και οι περιεστώτες ότι ομού με την φωνήν παρέδωκε και την ψυχήν της εκουσίως, εξεπλάγησαν λέγοντες· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, ότι έχει την εξουσίαν της ζωής και του θανάτου· διότι, εάν δεν ήθελεν αύτη με το θέλημά της να αποθάνη, εξ άπαντος ήθελε νικήσει και το ξίφος, καθώς και πρότερον ενίκησε το πυρ και τους λέοντας». Ως δε έμελλον ούτοι να επιστρέψουν εις τον έπαρχον Απολλώνιον, ίνα είπωσιν εις αυτόν τα συμβάντα, φωνή ηκούσθη αοράτως λέγουσα· «Πορεύεσθε, αδελφοί, και διηγείσθε πάσι του Θεού τα μεγαλεία». Και οι μεν υπηρέται πορευθέντες απήγγειλαν τω Απολλωνίω πάντα καταλεπτώς. Χριστιανοί δε τινες, κεκρυμμένοι δια τον φόβον των Ελλήνων, έλαβον το λείψανον της Αγίας και ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν. Αυτό είναι το μαρτύριον της Αγίας Κυριακής, ευλογημένοι Χριστανοί· ούτως ηγωνίσθη, ούτως ετελειώθη, ούτως έτυχε και της αδιαδόχου βασιλείας των ουρανών. Λοιπόν και ημείς, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην αυτής και θέλομεν να δεχθή ο Θεός την πανήγυρίν μας, ας μη καμνωμεν πράγματα, τα οποία έκαμνον οι Έλληνες εις τας πανηγύρεις αυτών, δηλαδή χορούς, παιγνίδια, άσματα και άλλα δαιμονικά έργα, αλλά μετά συντετριμμένης καρδίας, μετά καθαρού συνειδότος ας πανηγυρίσωμεν και ας εορτάσωμεν την μνήμην της Αγίας. Μη στολιζώμεθα άνδρες τε και γυναίκες, ότι γη είμεθα και εις την γην θα υπάγη το σώμα μας· μη υπερηφανευώμεθα δια ενδύματα και κοσμήματα, διότι ο θάνατος μάς περιμένει· μη πορνεύωμεν και μιαινώμεθα, διότι το πυρ το αιώνιον ετοιμάζεται δια τους τοιούτους· μη πολυπίνωμεν και μεθύωμεν, διότι θέλομεν διψήσει εις το πυρ το άσβεστον μετά του πλουσίου. Τι κερδαίνομεν από την μέθην; Τι καλόν αποκτά η ψυχή μας, εάν πολυφάγωμεν και κακώς εξοδεύωμεν; Πόσοι επέρασαν τοιαύτας ημέρας, ως την σήμερον, με παιχνίδια, με χορούς, μεθυσμένοι, εξωδιασμένοι; Αλλά τώρα είναι χώμα και κόνις εις την γην· δια τούτο καλότυχοι είναι όσοι έκαμον καλόν εις την ψυχήν των. Τους γυμνούς ας ενδύσωμεν, τους πεινώντας ας χορτάσωμεν, τους διψώντας ας ποτίσωμεν, τους ασθενείς ας επισκεπτώμεθα, τους φυλκισμένους ας οικονομώμεν, και τους ξένους ας δεχώμεθα, και τότε θα δεχθή ο Θεός την εορτήν μας, τότε θα χαρώσιν οι Άγγελοι και θα λυπηθώσιν οι δαίμονες. Διότι τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν πολυφάγωμεν ημείς και οι πτωχοί πεινώσι; Τι το κέρδος, εάν πολυπίνωμεν ημείς και οι αδελφοί του Χριστού διψώσι; Μία είναι η καθολική ανάπαυσις, η Βασιλεία των ουρανών, η αιώνιος ζωή, η απόλαυσις των μελλόντων αγαθών· τα δε άλλα είναι ως σκιά, ως καπνός και ως όνειρον. Λοιπόν, αδελφοί, ας εργασθώμεν καλώς τα πρόσκαιρα, δια να κληρονομήσωμεν τα αθάνατα· ας ποιήσωμεν τα ολιγοχρόνια, δια να κληρονομήσωμεν τα αιώνια. Η αρετή είναι ολιγοχρόνιος, αλλ’ η Βασιλεία των ουρανών είναι αιώνιος· η ζωή μας είναι πρόσκαιρος, αλλ’ η μέλλουσα ανάπαυσις είναι αθάνατος. Έκαστος Χριστιανός ας κτίση τον οίκον της ψυχής του, καθώς δύναται, και καθώς προαιρείται, ας σπουδάση να ποιήση το αγαθόν, ας βάλη θεμέλιον την εξομολόγησιν, ας κτίση τοίχον με τας αρετάς, ας το σκεπάση με την χάριν του Θεού· προθυμίαν μόνον θέλει ο Θεός από τον άνθρωπον και αυτός το τελειώνει. Μη θαρρώμεν, ότι χωρίς το θέλημα του Θεού κατορθώνομεν τίποτε· διότι, εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες. Ημείς ας επιχειρήσωμεν· ημείς, επικαλεσθέντες την βοήθειαν του Θεού, ας αρχίσωμεν, και Αυτός είναι βοηθός, Αυτός κτίστης, Αυτός δημιουργός, Αυτός και τελειωτής. Ταύτα ας έχωμεν κατά νουν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ταύτα ας συλλογιζώμεθα νύκτα και ημέραν, και ταύτα ο εις τον άλλον ας διδάσκωμεν. Ταύτα ας διδάσκη ο ανήρ την εαυτού γυναίκα· οι γέροντες τους παίδας· οι πατέρες τους υιούς· αι μητέρες τας θυγατέρας· οι ιερείς τους εαυτών ενορίτας· οι Επίσκοποι τους ιερείς· ο εις τον άλλον ας παρακινώμεν εις το αγαθόν· ο εις τον άλλον ας προτρέπωμεν εις την αρετήν, διότι αυτόν τον δρόμον περιεπάτησαν οι Άγιοι, αυτά εσπούδασαν να κατορθώσωσι. Δια τούτο και εκ Θεού ετιμήθησαν και εξ ανθρώπων· δια τούτο απέλαβον και τα άρρητα και αιώνια αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν, ως λέγει ο Απ. Παύλος. Και ημείς λοιπόν, δια να ευφράνωμεν τον Θεόν, και να τιμήσωμεν τους Αγίους, αυτά ας σπουδάσωμεν να κατορθώσωμεν, ίνα, ούτω πολιτευόμενοι, εδώ μεν περάσωμεν ζωήν ειρηνικήν, ασκανδάλιστον και απείραστον από εχθρούς ψυχικούς και σωματικούς, εκεί δε καταξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών μετά πάντων των Αγίων· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ότε εβασίλευεν ο ασεβέστατος Διοκλητιανός, αγριώτατα εφέρετο προς τους Χριστιανούς και δεινότατος πολέμιος αυτών εγένετο. Διότι άλλον σκοπόν δεν είχον άπαντες, ηγεμόνες και άρχοντες, ειμή μόνον να εκριζώσουν την ευσέβειαν και να αφανίσουν τους Χριστιανούς, οι άχρηστοι. Επειδή ο παράνομος αυτοκράτωρ έστειλεν εις όλην την οικουμένην προστάγματα, τα οποία έγραφον εις τους αρχηγούς να φροντίσουν με πάσαν επιμέλειαν την τοιαύτην υπόθεσιν. Εξόχως δε έγραψε δόγμα κατά της πόλεως Αιλιέων ταύτα λέγων· «Ο μέγας βασιλεύς και αυτοκράτωρ Διοκλητιανός προστάσσω όλους εκείνους, οίτινες εις εμέ υποτάσσονται, να σπουδάζουν επιμελώς να θεραπεύουν τους μεγάλους και ανικήτους θεούς, να κτίζουν εις αυτούς ναούς, να τους εορτάζουν και να θυσιάζουν καθ’ εκάστην ενώπιον παντός του λαού με την πρέπουσαν παρρησίαν. Και όσοι δεν υποταχθούν εις τούτο το πρόσταγμα, να λαμβάνουν κακόν και επώδυνον θάνατον. Όσοι δε πάλιν φανώσι προς ημάς και προς τους θεούς ευγνώμονες, να απολαμβάνουν πολλών δωρεών». Ταύτα αφ’ ου έγραψεν ο τύραννος, απέστειλε τον Μαξιμιανόν εις τα έθνη τα εκείθεν των Άλπεων και τον Γαλέριον εις την Περσίαν. Ούτος δε, συνάξας τους ικανωτέρους στρατιώτας, απήλθεν εις την Αίγυπτον, όπου είχε πόλεμον μετά τινος γενναίου, Αχιλλέως ονόματι, ο οποίος εζήτει να γίνη βασιλεύς τυραννικώς. Αλλ’ ο Διοκλητιανός ενίκησεν αυτόν. Έπειτα, ερχόμενος εις την Αντιόχειαν, επληροφορήθη ότι οι περισσότεροι των κατοίκων ταύτης της πόλεως επίστευσαν εις τον Χριστόν, καταφρονούντες τα είδωλα. Ούτω δε γράφει και ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις των Αποστόλων. Ότι, δηλαδή, πρότερον εξ όλων των χωρών ο Χριστός ωνομάσθη Θεός εις την Αντιόχειαν. Ταύτα και ο Διοκλητιανός ακούσας εθυμώθη σφόδρα, ο ανόητος. Αλλά δεν ηθέλησε τότε να ερευνήση ταύτα, διότι είχε πόθον να υπάγη πρώτον εις την Δάφνην, να προσκυνήση τον Απόλλωνα, προς τον οποίον εθυσίασε βόας χιλίους, ο μωρός και ανόητος. Έπειτα, ως επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν, υπεδέχθησαν αυτόν άπαντες με πολλήν τιμήν, επειδή έπρεπε να τον τιμήσουν ως βασιλέα. Εις ταύτην την πόλιν της Αντιοχείας έζη μία ευγενής γυνή, Θεοδοσία ονόματι, συγκλητική το αξίωμα, εκ των πρώτων αρχοντισσών της πόλεως, ήτις είχε πλούτον πολύν και ένα υιόν, Νεανίαν καλούμενον. Αλλ’ ήτο χήρα και προσεκύνει τα είδωλα. Ο δε ανήρ αυτής εκαλείτο Χριστοφόρος κατά το όνομα και την πράξιν, όστις και απέθανεν εις την ευσέβειαν. Αλλ’ ο Νεανίας ανετράφη και εδιδάχθη παρά της μητρός, μετά την τελευτήν του πατρός. Όθεν επίστευε και αυτός εις τα είδωλα, καθώς αυτή τον εδίδαξεν. Έχουσα δε πόθον η Θεοδοσία να τιμήση ο βασιλεύς τον υιόν της, μετέβη προς αυτόν, προς τον οποίον, παραδώσασα χρυσίον πολύ, παρεκάλει να δώση εις τον υιόν της μέγα αξίωμα. Ο Διοκλητιανός τότε, εξετάσας ακριβώς τον Νεανίαν, και ιδών ότι ήτο πολύ φρόνιμος και καλώς κατηρτισμένος εις την Ελληνικήν παιδείαν και ότι δεν προσεκύνει τον Χριστόν, ως ο πατήρ του, αλλ’ είχεν εις τα άψυχα ξόανα πολλήν ευλάβειαν, έλαβε το χρυσίον από την μητέρα του και ωνόμασεν αυτόν δούκα εις όλην την Αλεξάνδρειαν. Εις την οποίαν και τον απέστειλε, παραχωρήσας συνοδείαν στρατιωτών εκ δύο ταγμάτων και προστάσσων αυτόν, όσους Χριστιανούς εύρη και δεν αρνηθούν τον Εσταυρωμένον, πρώτον να αρπάζη όλα τα πράγματα και τα υπάρχοντα αυτών και έπειτα με πολλά βασανιστήρια να δίδη εις αυτούς πικρόν και επώδυνον θάνατον. Ενώ δε ο Νεανίας απήρχετο μεθ’ όλου του πλήθους των στρατιωτών προς την Αλεξάνδρειαν, κινών την κεφαλήν κατά των Χριστιανών και πνέων κατ’ αυτών εκδίκησιν, ως ανόητος, έτυχε τον καιρόν εκείνον ο ήλιος να καίη πολύ την ημέραν. Όθεν μη δυνάμενος να περιπατή την ημέραν, διότι οι ίπποι εδίψων πολύ και εκινδύνευον να αποθάνουν, ηναγκάζετο να οδοιπορή καθ’ όλην την νύκτα δι’ ολιγώτερον κόπον. Όταν έφθασαν εις την Απάμειαν της Συρίας, εξήλθεν όλη η πόλις και με πολλήν τιμήν προϋπήντησαν αυτόν κατά την σθνήθειαν. Έπειτα το εσπέρας ανεχώρησαν εκείθεν και πορευόμενοι τον δρόμον των, όταν διήνυσαν τριάκοντα στάδια, την τρίτην ώραν της νυκτός εγένετο σεισμός και κεραυνός κατέπεσε φοβερώτατος, εκ δε της αστραπής εξήλθε φωνή μεγάλη, λέγουσα· «Νεανία, που θελεις να υπάγης και κατά τίνος μάχεσαι»; Ταύτα ακούσαντες πάντες ετρόμαξαν. Ο δε Νεανίς ωμολόγησε με γνώμην ελευθέραν, τοιαύτα ειπών· «Ο βασιλεύς με διώρισε δούκα Αλεξανδρείας και με απέστειλεν εκεί να θανατώσω άπαντας τους Χριστιανούς, όσοι πιστεύουσι τον Εσταυρωμένον και να στερήσω τούτους εξ όλων των πραγμάτων των». Τότε πάλιν απεκρίθη ο Κύριος, λέγων· «Λοιπόν ήλθες και συ να με πολεμήσης»; Ο Νεανίας τότε απήντησε· «Τις είσαι, Κύριε; Διότι δεν ημπορώ να σε εννοήσω». Τότε εφάνη εις αυτόν εις Σταυρός εκ κρυστάλλου και φωνή εξήλθεν εκ του Σταυρού, λέγουσα· «Εγώ είμαι Ιησούς ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ο δε Νεανίας, ταύτα ακούσας, ηρώτησεν: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, διατί σε κατεδίκασαν εις θάνατον οι αρχιερείς των Εβραίων και πως κατεδέχθης να σε ποτίσουν όξος και χολήν»; Και πάλιν η φωνή είπε: «Νεανία, επειδή μέλλεις να γίνης και συ σκεύος μου εκλελεγμένον, άκουσον το μυστήριον της οικονομίας μου. Γίνωσκε λοιπόν ότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων έπαθον ταύτα εκουσίως, διότι εάν εγώ δεν απέθνησκον επί του Σταυρού, ο κόσμος δεν θα εσώζετο». Δια των λόγων τούτων ο Χριστός επλήρωσε την ψυχήν του νέου ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Έπειτα είπε προς αυτόν: «Δια του τύπου τούτου του Σταυρού, τον οποίον σου έδειξα, θέλεις νικήσει τους πολεμούντας σε και ας είναι η ειρήνη και αγάπη μου μετά σου». Τότε, ο μεν Ιησούς ανήλθεν εις τα ουράνια, ο δε Νεανίας και οι λοιποί έμειναν χαίροντες. Επορεύθη λοιπόν ο Νεανίας εις την Σκυθόπολιν όπου συναθροίσας όλους τους χρυσοχόους, είπεν εις αυτούς: «Έχω πόθον να μου κατασκευάσητε με πάσαν επιμέλειαν εν σκεύος πολύτιμον. Όστις λοιπόν είναι ο καλλίτερος τεχνίτης να κατασκευάση τούτο πολύ ωραίον και θα του δώσω όσα αργύρια μου ζητήση». Οι δε χρυσοχόοι έδειξαν εις αυτόν ένα ονομαζόμενον Μάρκον, όστις εγνώριζε την τέχνην καλώς, ειπόντες: Ούτος είναι άξιος να εργασθή κατά τον πόθον σου. Τότε ο Νεανίας εκάλεσε μόνον τον Μάρκον εις το δωμάτιόν του κρυφίως και παρήγγειλεν εις αυτόν να κατασκευάση ένα Σταυρόν, καθώς είδεν αυτόν εις την θείαν οπτασίαν. Ο δε Μάρκος είπε: «Φοβούμαι να τον κατασκευάσω, διότι, εάν το μάθη ο βασιλεύς, θα με θανατώση». Ο Νεανίας τότε ώμοσεν όρκους φοβερούς να τον φυλάττη κρυφά και να μη ομολογήση τίποτα εις ουδένα. Όθεν ο Μάρκος ησφαλίσθη εις την οικίαν του Νεανίου και κατεσκεύασε κρυφίως τον Σταυρόν. Και όταν ετελείωσεν αυτόν, είδεν εν εξαίσιον θέαμα. Ανεφάνησαν εις τον Σταυρόν εκείνον τρεις εικόνες, ήτοι μορφαί με εβραϊκά γράμματα, άτινα έγραφον εις μεν το επάνω μέρος: «Του Δεσπότου η μόρφωσις». Εις το δεξιόν εφαίνετο εις Άγγελος και εγράφετο «Μιχαήλ» και εις το αριστερόν «Γαβριήλ». Τας οποίας εικόνας με επιμονήν προσεπάθησε να εξαλείψη ο χρυσοχόος και όχι μόνον δεν ηδυνήθη, αλλά μάλλον εμαράνθη η χειρ του και έμεινεν ανενέργητος. Μεταβάς δε μίαν νύκτα ο Νεανίας να ίδη εάν ετελείωσεν ο Σταυρός και ιδών τούτον εχάρη πολύ και ευθύς προσεκύνησεν αυτόν, ερωτήσας δε δια τα μορφώματα και τα γράμματα, τι εσήμαινον, έλαβε την απάντησιν ότι δεν εγνώριζεν ο Μάρκος, επειδή αυτός δεν κατεσκεύασε ταύτα, αλλά μόνα των, με τρόπον θαυμάσιον, ετυπώθησαν. Τότε ο Νεανίας, ως γνωστικός, ηννόησεν ότι ταύτα εγένοντο εκ θεϊκής ενεργείας, και πεσών επί της γης προσεκύνησεν αυτά με πολλήν ευλάβειαν. Έπειτα έδωκε του χρυσοχόου πολλά εργύρια με φιλότιμον γνώμην, ευχαριστών αυτόν και τυλίξας τον Σταυρόν με πορφύραν πολύτιμον ανεχώρησεν ομού μετά των στρατιωτών αυτού δια την πόλιν Αλεξάνδρειαν. Έτυχε δε να ευρεθή εκεί εις μίαν μεγάλην ανάγκην, λυτρώσας πολλάς γυναίκας από την αισχύνην και τον ψυχικόν θάνατον. Διότι εκείνον τον καιρόν όλοι οι Αγαρηνοί ήρπαζον δυναστικώς τας θυγατέρας των επισήμων ανδρών και έκαμνον ταύτας συζύγους των, οι μιαρώτατοι. Μη δυνάμενοι δε οι γονείς να εναντιωθούν, έκλαιον δια την τοιαύτην συμφοράν και ευρίσκοντο εις απορίαν τι να πράξουν. Καθώς δε έφθασαν οι βαρβαροι εις την συνοικίαν όπου διέμενεν ο Νεανίας, ίνα αρπάσουν και εκείθεν όσα κοράσια εύρισκον, συνηθροίσθησαν οι πολίται και εδέοντο του νέου δουκός να συμπονέση εις την συμφοράν των και να πολεμήση τους αδίκους εκείνους, ως δίκαιος. Ο δε Νεανίας, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος, ελυπήθη τα δάκρυά των και τρέχει παρευθύς με τους στρατιώτας του, κρατών τον τίμιον Σταυρόν, εις τον οποίον είχε τας ελπίδας του περισσότερον παρ’ όσον είχεν ο Ηρακλής και ο Αχιλλεύς εις το ξίφος. Και καθώς ήθελε να κτυπήση τους βαρβάρους είπε ταύτα με θάρρος και πίστιν, ο αξιοϋμνητος: «Τώρα θέλω γνωρίσει εάν είσαι Υιός του Θεού του ζώντος Συ, όστις εφάνης καθ’ οδόν και με συνεβούλευσες τα σωτήρια». Ταύτα δε ειπών, ήκουσε φωνήν εξ ουρανού λέγουσα: «Έχε θάρρος, διότι εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, και είμαι μετά σου». Τούτο ακούσας έλαβε θάρρος και είπεν εις τους στρατιώτας του. «Ας πολεμήσωμεν τους εχθρούς επειδή, με την δύναμιν του Εσταυρωμένου τούτου, ελπίζω να τους νικήσωμεν». Και ο λόγος του έργον εγένετο. Διότι τόσος φόβος ενέσκηψεν εις τους βαρβάρους, ώστε εκόπτοντο ως τα χόρτα και δεν ηδύνατο τις να αντισταθή εις τον πόλεμον, αλλ’ έπιπτον εις την γην νενικημένοι. Ούτως εφονεύθησαν περισσότεροι από εξ χιλιάδας. Και το θαυμασιώτερον, ότι εκ των στρατιωτών του Νεανίου όχι μόνον ουδείς εφονεύθη, αλλ’ ουδέ κατ’ ελάχιστον επληγώθη. Όθεν ο Νεανίας ενίκησε χωρίς δάκρυ, με του Εσταυρωμένου την δύναμιν. Τότε ο Νεανίας διεμήνυσεν εις την μητέρα του τας καλάς ειδήσεις, ήτις ελθούσα και ακούσασα πρότερον τας ανδραγαθίας του υιού αυτής εχάρη και τον εδέχθη με πολλήν αγαλλίασιν, καταφιλούσα δε τούτον, ως μήτηρ φιλότεκνος, έλεγε: «Πρέπει να ευχαριστήσης τους θεούς τέκνον μου, τους οποίους παρεκάλεσα, όταν ήρχισες τον αγώνα, και σου έδωσαν τα νικητήρια». Είπε τότε ο Νεανίας· «Ευλογημένος να είναι ο αληθινός Θεός, ο δώσας μοι την βοήθειαν». Εκείνη δε απεκρίθη· «Μη λέγης, τέκνον μου γλυκύτατον, ότι σε εβοήθησεν ένας Θεός, δια να μη οργισθούν οι άλλοι και σε κακοποιήσωσι». Τότε ο Νεανίας, έχων πόθον να επιστρέψη την μητέρα του προς την ευσέβειαν, ίνα δώση εις ταύτην το ευ είναι, καθώς εκείνη προσέφερεν εις αυτόν το απλώς είναι, ενουθέτησε ταύτην δια λόγων σωτηρίων να μισήση την προτέραν πλάνην. Δια να βεβαιωθή δε την αλήθειαν, έφερεν αυτήν εις το δωμάτιόν της, όπου είχε τα μιαρά είδωλα, και είπε προς αυτά ο μακάριος· «Σας ερωτώ, τις μου έδωκε την νίκην; Εάν είσθε θεοί, αποκριθήτέ μοι». Εκείνα, ευλόγως, έμειναν άφωνα ως λίθοι. Τότε λέγει προς την μητέρα· «Βλέπεις, ότι δεν δύνανται ούτε να αποκριθώσιν»; Η δε είπε· «Δεν απεκρίθησαν, διότι δεν τους ηρώτησες με ευλάβειαν, αλλά τους περιγελάς». Είπε τότε ο Άγιος· «Λοιπόν ερώτησέ τους συ ευλαβώς, δια να σου δώσουν απόκρισιν». Ευθύς η γυνή προσεκύνησε τα είδωλα, ούτω λέγουσα· «Παρακαλώ σας, θεοί επουράνιοι, Ζεύ παντοκράτωρ και Ποσειδών, όστις ορίζεις την θάλασσαν, μαντικέ Ήλιε και όσοι άλλοι θεοί ευρίσκεσθε, δεν είσθε σεις οι βοηθήσαντες τον υιόν μου»; Αλλ’ εκείνοι πάλιν έμειναν βωβοί και άλαλοι. Τότε ο Νεανίας εξεδύθη την χλαμύδα και ενδυθείς ζήλον ένθεον, απωθήσας την μητέρα, εκρήμνισε τα είδωλα και έκοψεν αυτά εις μέρη λεπτά, επειδή ήσαν όλα χρυσά και αργυρά και διένειμεν εις τους πτωχούς, τα ανωφελή κάμνων ωφέλιμα και τα άχρηστα χρησιμώτατα. Στραφείς δε είπε προς την μητέρα του· «Εγώ μεν έλαβον από τον Εσταυρωμενον βοήθειαν, αυτά δε ας απολεσθούν κακώς, ως των κακών αίτια». Ταύτα ως είδεν η Θεοδοσία, ησθάνθη να μαραίνωνται σχεδόν από τον πόνον τα μέλη της, έτρεμεν όλη και ωργίζετο, αστοχήσασα δε σπλάγχνα μητρικά εκ της ματαίας και ψυχοβλαβούς ευλαβείας, την οποίαν είχεν εις τα ανόητα ξόανα, έτρεχεν ως δαιμονιζομένη να καταγγείλη προς τον βασιλέα το τέκνον της. Και ουδέ τον τοσούτον δρόμον υπελόγισεν, αλλ’ έτρεχε σπουδάζουσα. Ως έφθασεν εις τον Διοκλητιανόν, προσεκύνησεν αυτόν, ταύτα λέγουσα· «Γίνωσκε, βασιλεύ, ότι απώλεσε τας φρένς του το τέκνον μου και επίστευσεν εις τον Εσταυρωμένον, ο άγνωστος. Τα δε είδωλα, τα οποία είχον εις τον κοιτώνα μου, κατέκοψεν εις λεπτά μέρη». Ο βασιλεύς, ακούσας ταύτα, έστειλεν ευθύς προς Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης, γράμματα, προστάσσων ούτω· «Λάβε τους επισημοτέρους ανθρώπους αυτών των πόλεων και ύπαγε προς τον δούκα της Αλεξανδρείας Νεανίαν, τον υιόν της Θεοδοσίς, ήτις, καθώς μας είπεν, απώλεσεν ούτος τας φρένς του και προσκυνεί ως πεπλανημένος ένα θνητόν άνθρωπον κακοθάνατον. Προσπάθησον δε, όσον δυνηθής, να τον εξαγάγης από ταύτην την πλάνην. Άλλως δια πικρών βασάνων θανάτωσέ τον, δι να λάβουν οι άλλοι παράδειγμα και να μη τολμήσουν να πράξουν τα ίδια». Ούτος ο Ουλκίων κατήγετο εξ Ιταλίας, σκολιός εις την γνώμην και αγριώτατος. Παρέλβε λοιπόν τους πρώτους της Συγκλήτου και μετέβη εις το παλάτιον του δουκός, όπου, χαιρετήσας αυτόν, έδωσεν εις χείρας τα βασιλικά γράμματα. Διότι τον εσεβάσθη και δεν ηθέλησε να είπη δια στόματος τα προσταχθέντα. Ο δε Άγιος, αναγνώσας τα γράμματα, κατέσχισε ταύτα και ρίπτων κατά γης με περιφρόνησιν είπε· «Χριστινός είμαι και πράξον το προσταττόμενον». Ο Ουλκίων τότε προσέβλεψε προς τον Άγιον μετ’ ευσπλαγχνίας ειπών· «Εγώ ευλαβούμαι και την ευγένειάν σου και τον βασιλέα φοβούμαι και δεν ηξεύρω τι να κάμω. Λοιπόν σε συμβουλεύω εγώ και όλοι οι άρχοντες να κάμης ότι δήθεν θυσιάζεις, δια να φανή ότι ετέλεσες το πρόσταγμα του βασιλέως, ίνα λυτρωθώμεν και ημείς και συ από τον κίνδυνον της ζωής». Αλλ’ ο Άγιος απήντησε· «Καλά είπες να θυσιάσω, διότι έτοιμος είμαι να υπομείνω πάσαν κόλασιν και να παραδοθώ εις θάνατον, ίνα γίνω θυσία δια τον Χριστόν, τον οποίον ηγάπησα εξ όλης μου της ψυχής. Όθεν μη αμελήσης να μου δώσης τας σκληροτέρας βασάνους, δια να λάβω από τον Δεσπότην Χριστόν μισθόν περισσότερον». Είπε τότε ο δικαστής· «Μη θελήσης να καταφρονηθής, περιφανής ων, ευγενέστατος και γνήσιος φίλος του βασιλέως». Τότε ο Νεανίας, δια να παρακινήση προς θυμόν τον άρχοντα και να μη διστάση να παραδώση αυτόν, έλυσε την ζώνην του και έρριψε ταύτην κατά πρόσωπον του Ουλκίωνος, ειπών· «Σου είπα, ότι είμαι δούλος του Εσταυρωμένου, τον οποίον προσκυνώ ως Θεόν αληθέστατον». Ο άρχων τότε ευθύς επρόσταξε και τον έδεσαν, δια ν τον οδηγήσουν εις την Καισάρειαν Φιλίππου, όπου έκτιζαν ναόν των ειδώλων και ήθελε να ίδη τούτον ο έπαρχος. Αυτήν την πόλιν οι Φοίνικες καλούσιν από το πλησίον όρος του Πανέου, Πανεάδα. Αλλ’ επειδή ανεφέραμεν δια ταύτην την πόλιν, ας γράψωμεν εν ψυχοσωτήριον γεγονός, το οποίον εγένετο εις ταύτην την πόλιν. Η αιμορροούσα εκείνη γυνή, την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός εθεράπευσεν, κατήγετο εκ ταύτης της Πανεάδος, εις την οποίαν σώζονται ακόμη αι οικοδομαί της και εις την θύραν του οίκου της επί μιας πέτρας έχουσι τοποθετήσει μίαν γυναίκα χαλκίνην γονατιστήν, απέναντι δε ταύτης ένα άνδρα, ομοίως χάλκινον, όστις είναι ενδεδυμένος με διπλοϊδα και με πολλήν ευκοσμίαν. Και ομολογούσιν όλοι κοινώς, ότι ο ανδριάς εκείνος ομοιάζει τελείως προς τον Χριστόν, τον οποίον κατεσκεύασεν η γυνή εκείνη με πολλήν δαπάνην και ευλάβειαν, δια την λατρείαν της. Εις τους πόδας της στήλης ταύτης φύεται εις χόρτος θαυμάσιος, όστις ανήρχετο μέχρι της ποδίας του ενδύματος και όστις θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, όσοι δε άρρωστοι έφαγον εκ τούτου ιατρεύθησαν. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Ελθόντες λοιπόν εις την Καισάρειαν, ανήλθεν ο Ουλκίων επί του βήματος, επρόσταξε δε και έφερον ενώπιον όλου του λαού τον Άγιον και κρεμάσαντες αυτόν εξέσχιζον το σώμα αυτού σπλάγχνως. Τινές δε των περιεστώτων συνεπόνουν και έκλαιον. Αλλ΄τούτο ήτο τέχνασμα του διαβόλου, δια να κάμη τον Άγιον να δειλιάση. Εκείνος όμως ίστατο γενναίος και εδίδασκε πάντας, ταύτα λέγων· «Μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά μάλλον την απώλειαν των ψυχών σας να κλαίετε. Εγώ πρέπει να χαίρωμαι ευφραινόμενος. Διότι καθώς ο γεωργός, όταν σπείρη τον σπόρον αυτού, δια την ελπίδα του θέρους χαίρεται, ούτω και αύται αι πρόσκαιροι βάσανοι προξενούν εις εμέ αιώνιον αγαλλίασιν». Ταύτα ειπών προσηύχετο προς τον Χριστόν να αποστείλη εξ ύψους βοήθειαν. Διότι έως το εσπέρας κατεξέσχιζον τον Άγιον οι αχόρταγοι, τόσον ώστε εφαίνοντο τα οστά αυτού. Αι δε σάρκες έκειντο κατά γης, τήδε κακείσε, ελεεινόν, φευ! και φρικτόν θέαμα. Αισθανόμενοι δε ότι δεν έβλεπον πλέον εκ του σκότους να τον βασανίσωσι, κατεβίβασαν μετα βίας τον Άγιον από του ξύλου και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Ο δε δεσμοφύλαξ, ονόματι Τερέντιος, ήτο φίλος του Αγίου, ευεργετηθείς παρ’ αυτού. Όθεν, ενθυμούμενος την καλωσύνην του, ητοίμασεν εις την φυλακήν, κρυφίως, απαλόν στρώμα και σινδόνας, και επεμελείτο τον Άγιον εις ό,τι ηδύνατο. Κατά δε το μεσονύκτιον κατήλθεν ο Βασιλεύς των ουρανίων δυνάμεων εν μέσω των Αγγέλων ίνα επισκεφθή τον δούλον Αυτού, πάσχοντα δια την αγάπην Του. Ευθύς τότε ηνοίχθη η φυλακή αφ’ εαυτής και ελύθησαν τα δεσμά όχι μόνον του Αγίου, αλλά και των άλλων καταδίκων. Τότε προσεκάλεσαν αυτόν οι Άγγελοι, λέγοντες· «Νεανία, ανάβλεψον προς ημάς». Ιδών δε αυτούς ο Άγιος, ηρώτησε τίνες ήσαν. Οι δε είπον· «Άγγελοι του Θεού είμεθα και απέστειλεν ημάς ίνα σε χαιρετήσωμεν». Ο δε Άγιος είπεν· «Εάν είσθε Άγγελοι του Χριστού, κάμετε τον σταυρόν σας και προσκυνήσατε». Εκείνοι τότε υπήκουσαν. Έπειτα είπον εις αυτόν· «Διατί εδίστασες και δεν μας επίστευσες»; Τότε ο Άγιος, ως να είχε λησμονήσει τα χθεσινά κολαστήρια, εκ του πόθου τον οποίον είχε να λάβη και άλλα δια τον Κύριον, απεκρίθη· «Εις τους τρεις Παίδας ο Κύριος απέστειλε τους Αγγέλους και εδρόσισαν αυτούς, διότι εμάχοντο με το πυρ εις την κάμινον. Αλλ’ εγώ, όστις δεν επολέμησα με το πυρ, πως ηξιώθην τόσης παρακλήσεως»; Ταύτα είπεν, ως ταπεινόφρων και μέτριος. Ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφάνη εις αυτόν με μορφήν ανθρωπίνην και φωτίσας αυτόν δια λαμπροτάτου φωτός, ερράντισε δι’ ύδατος εις το πρόσωπον και ανέστησεν αυτόν. Λαμβάνων δε εκ της χειρός, είπε προς τον Άγιον· «Όχι πλέον Νεανίας, αλλά Προκόπιος θέλω να ονομάζεσαι. Λοιπόν ανδρίζου και έχε δύναμιν. Διότι κατά την επωνυμίαν ταύτην θα προκόψης, προσφέρων εις τον Πατέρα μου ποίμνιον». Ο Άγιος τότε τρέμων εκ χαράς έπεσεν έμπροσθεν του Δεσπότου γονατιστός, λέγων· «Δέομαι, Δέσποτα, εις την ανείκαστόν Σου φιλανθρωπίαν να δυναμώσης της ψυχής μου την ασθένειαν, διότι φοβούμαι μήπως δειλιάσω προ των βασάνων και κινδυνεύσω εις την ομολογίαν Σου». Είπε τότε προς αυτόν ο Κύριος· «Μη φοβού, διότι εγώ είμαι πλησίον σου». Ταύτα ο Κύριος ειπών και εμπλήσας την ψυχήν του Αγίου θάρρους και αγαλλιάσεως, ανήλθεν εις τους ουρανούς. Ο δε Άγιος ευρέθη όλως υγιής και όχι μόνον πληγήν δεν είχε πλέον εις το σώμα αυτού, αλλ’ ούτε καν σημείον εφαίνετο. Και έμεινεν ισχυρός εις την προτέραν του δύναμιν, διότι ήλπισεν επί τον Θεόν και εβοηθήθη και ανέθαλεν η σαρξ αυτού, κατά τον Προφήτην. Την επαύριον ο Ουλκίων έστειλεν εις την φυλακήν να ίδη εάν ο Νεανίας απέθανεν. Ο δε Τερέντιος είπεν εις τον απεσταλμένον όσα εγράψαμεν και εισελθών είδε τον Άγιον όλως υγιά και χαίροντα. Όθεν έδραμεν εις το παλάτιον και διηγείτο εις πάντας τουτο το θαυμάσιον. Τότε προστάσσει ο ηγεμών να φέρωσι τον Άγιον εκεί, ότε ιδόντες αυτόν υγιά και λάμποντα εις το πρόσωπον ως ο ήλιος, εξεπλάγησαν. Και έλεγον πολλοί στρατιώται· «Ο Θεός του Αγίου τούτου βοήθει ημάς». Ο δε τύραννος, εγερθείς εκ του θρόνου, είπε προς το πλήθος, ως αφρονέστατος· «Αδελφοί μου, τι παράξενον βλέπετε και θαυμάζετε; Το ότι οι φιλάνθρωποι θεοί ελυπήθησαν τούτον τον αλιτήριον και τον εθεράπευσαν»; Αλλ’ ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Φανερόν είναι ότι εξεπλάγης. Δεν γνωρίζω όμως τις εποίησε το τοιούτον θαυμάσιον. Πλην, ας υπάγωμεν εις τον ναόν, δια να γνωρίσωμεν την αλήθειαν». Ο ανόητος ηγεμών εχάρη τότε, πιστεύσας ότι ο Άγιος ήθελε να θυσιάση. Και προστάσσει να στολίσουν όλον τον δρόμον, από του παλατίου έως του ναού να στρώσουν την γην με λευκά υφάσματα και οι κήρυκες να κραυγάζουν ταύτα· «Ο Νεανίας μεταβαίνει εις τον ναόν δια να προσκυνήση τους αθανάτους θεούς». Συνηθροίσθη λοιπόν όλη η πόλις, χαίροντες δια τούτο. Και ως έφθασαν προ του ναού, εισήλθε μόνος ο Άγιος, ειπών προς τους άρχοντας· «Μείνατε έξω δια να κάμω προσευχήν μόνος μου μετά δακρύων, ίνα με συγχωρήσωσιν οι θεοί δια την ύβριν μου προς αυτούς και τότε να έλθετε και σεις». Όθεν εκείνοι έμειναν έξω. Κλείσας δε τας θύρας του ναού ο Άγιος, εστάθη κατ’ Ανατολάς και υψώσας προς τους ουρανούς τα αισθητά και νοητά όμματα ηύχετο ούτως· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του αοράτου Πατρός, ο κτίσας όλον τον κόσμον δι’ ενός λόγου ως Παντοδύναμος, Αυτός και τώρα άπλωσον την παντουργόν χείρα Σου και σύντριψον τα μιαρά ταύτα των ψευδωνύμων θεών αγάλματα, δια να μη πλανώσι το πλάσμα Σου και δια να καταισχυνθή ο βασιλεύς μετά του ηγεμόνος και να γνωρίσουν όλοι, ότι Συ μόνος είσαι Θεός αληθής και Βασιλεύς αιώνιος και αθάνατος». Ταύτα δε ειπών, ετύπωσε τον Σταυρόν εις τον αέρα και αρπάσας από την δεξιάν τον Απόλλωνα κατεθρυμμάτισεν αυτόν, ειπών και ταύτα· «Εις το όνομα του Θεού μου, διαλυθήτε πάντα και γίνετε ύδωρ δια να φύγετε από τον ναόν τούτον, ανίσχυρα». Ευθύς τότε, ω του θαύματος! Κατέπεσαν πάντα τα ξόανα, τριάκοντα τον αριθμόν, και εγένοντο ύδωρ όπερ εχύνετο από την θύραν εις τα έξω. Ιδόντες οι παρεστώτες τούτο το θαυμάσιον εξέστησαν και εκραύγαζον· «Ο Θεός των Χριστιανών, βοήθει μας». Εξόχως δε οι στρατιώται, οι συνοδεύοντες τον Άγιον, μετά των δύο δικαστών, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτους ήθελε να θανατώση ο τύραννος, αλλά αφήκεν αυτούς έως την άλλην ημέραν, δια να καλέση προς ασφάλειάν του πολλούς στρατιώτας, επειδή εφοβήθη μήπως αυτοί τον φονεύσουν ως άδικον. Επρόσταξε δε και εφυλάκισαν πάλιν τον Άγιον. Κατά δε την νύκτα οι δικασταί μετά των στρατιωτών μετέβησαν κρυφίως προς τον Άγιον και είπον εις αυτόν να τους βαπτίση, διότι επίστευσαν εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας. Ο Άγιος τότε εχάρη, και παρεκάλεσε τον φύλακα, όστις και εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής, υποσχεθέντα να επιστρέψη πριν εξημερώση. Και μεταβάς μετ’ αυτών εις τον Επίσκοπον, όστις εκαλείτο Λεόντιος, είπεν εις αυτόν να τους βαπτίση καθώς εβάπτισε και αυτόν πρότερον. Ο δε Αρχιερεύς εκατήχησεν αυτούς και εβάπτισεν άπαντας, κοινωνήσας και δια των Θείων Μυστηρίων. Αφού εβαπτίσθησαν ωδήγησε πάντας αυτούς ο θείος Προκόπιος εις την φυλακήν και εδίδασκεν όλην την νύκτα όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτιζεν αυτόν, ταύτα λέγων· «Αδελφοί, γινώσκετε καλά τίνος βασιλέως εγένεσθε στρατιώται και ποίας συνθήκας ωμολογήσατε. Φροντίσατε λοιπόν να φυλάξετε αληθινήν την ομολογίαν σας και να μη νικηθήτε από όσα δύνανται να ευφράνουν ή να λυπήσουν. Αλλά να προτιμάτε την φιλίαν του Θεού υπέρ άπαντα, συλλογιζόμενοι ότι πάντα ταύτα τα πρόσκαιρα βασανιστήρια, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα αγαθά, λογίζονται ως μύθοι. Τούτο το πυρ κρτεί μίαν ώραν, αλλά το της γεέννης είναι άσβεστον και αιώνιον. Ομοίως και τα χαρμόσυνα του κόσμου τούτου, συγκρινόμενα προς τα αιώνια του Παραδείσου, είναι ως όνειρα. Διότι άλλο τίποτε δεν είναι αρκετόν να ευφράνη την ψυχήν, ειμή μόνος ο Θεός, του οποίου το κάλλος είναι άρρητον και η δόξα ανεκδιήγητος. Και ως Πανάγαθος δωρίζει εις εκείνους, οίτινες αγαπούν Αυτόν, μεγάλην μακαριότητα και τόσην απόλαυσιν, όσην να εννοήση δεν δύναται ανθρώπινος νους». Ταύτα και έτερα λέγων ο Άγιος, έθελγε τας καρδίας των ακουόντων. Διότι ήτο χαρίεις κατά την όψιν, έμπειρος εις την διδαχήν και γλυκύτατος εις τον λόγον. Όταν δε εξημέρωσεν, ο τύραννος έστειλεν ανθρώπους δια να φέρουν τον Άγιον και τους στρατιώτας εις το κριτήριον. Ως δε τούτο εγένετο, είπε προς αυτούς με βλέμμα άγριον· «Μετενοήσατε δια την χθεσινήν πλάνην, εις την οποίαν σας έρριψεν ούτος ο κατάρατος»; Οι δε στρατιώται, θέλοντες να δείξουν ότι ο Άγιος δεν έρριψε τον λόγον εις τους λίθους ούτε εις τας ακάνθας, αλλ’ εις γην καλήν, απεκρίθησαν· «Ποίαν ωφέλειαν να λάβωμεν από τοιούτους θεούς, οίτινες ουδέ τους εαυτούς των δεν ηδυνήθησαν να σώσουν, αλλά κατεκρήμνισεν αυτούς ένας δεσμώτης και ηφανίσθησαν; Τις λοιπόν εξ όσων έχουσι γνώσιν θέλει δεχθή ποτέ να αρνηθή τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον κόσμον όλον και να προσκυνήση κωφούς και αδυνάτους θεούς»; Ταύτα ακούσας, πολύ εθυμώθη ο τύραννος και προστάσσει ευθύς τους δημίους να αποκεφαλίσουν πάντας προ των ομμάτων του Μάρτυρος, τον οποίον είχον δεδεμένον με βαρύτατα σίδηρα. Όστις, βλέπων τους Αγίους να τρέχωσι προς την σφαγήν πρόθυμοι, προσηυχήθη υπέρ αυτών ίνα ο Κύριος συναριθμήση τούτους μετά των άλλων Αυτού Μαρτύρων. Και τότε ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς Σου, Προκόπιε». Απέκοψαν λοιπόν τας κεφαλάς πάντων των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο δικαστών, Νικοστράτου και Αντιόχου, εις τας κβ΄ (22) του μηνός Μαϊου. Τον δε Προκόπιον πάλιν εφυλάκισαν έως δευτέραν εξέτασιν. Έκλεισαν δε μετά του Αγίου εις την φυλακήν και γυναίκας συγκλητικάς δώδεκα, διότι ωμολόγησαν και αύται εις το θέατρον τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Τας οποίας, ιδών σκυθρωπάς ο Άγιος, εδίδασκε καθ’ όλην την νύκτα να μη δειλιάσουν εις τα πρόσκαιρα κολαστήρια, δια να λυτρωθούν από τα αιώνια τοιαύτα. Και τόσα είπεν, ώστε έκαμεν αυτάς και εχαίροντο, αποδεχόμεναι τον θάνατον δια να γίνουν αθάνατοι. Το πρωϊ επρόσταξεν ο τύραννος και ωδήγησαν τας γυναίκας εις το θέατρον προς εξέτασιν. Ήλθε δε η μήτηρ του Αγίου Μάρτυρος Θεοδοσία, δια να ίδη τι θέλει γίνει έως τελους. Ο τύραννος τότε ηρώτησεν αυτάς εάν ήθελον να θυσιάσουν εις τους θεούς, δια να προσφέρη εις ταύτας τιμάς, ο άτιμος. Αι δε συγκλητικαί απεκρίθησαν· «Έχε την τιμήν ταύτην δια σε. Ημείς έχομεν τον Εσταυρωμένον ως τιμήν και καύχημά μας». Τότε προστάσσει ο τύραννος να τας κρεμάσουν εις ξύλα και να κατακαίουν τας πλευράς και τας μασχάλας των. Καταφλεγόμεναι λοιπόν υπό του πυρός και δεινώς οδυνώμεναι, ελάφρυνον δια της προσευχής τους πόνους και τας οδύνας των. Αλλ’ ο αχόρταγος δεν εχόρτασεν εις ταύτα. Δι’ ο επρόσταξε να κόψουν και τους μαστούς των, λέγων· «Τάχα δεν έρχεται ο Εσταυρωμένος να δώση εις αυτάς βοήθειαν»; Αι Άγιαι τότε ανέκραξαν· «Και εβοήθησε και θέλει βοηθήσει, καθώς γνωρίζουν τούτο οι φρόνιμοι. Διότι εάν έλειπεν η θεία βοήθεια, πως θα ημπορούσαμεν ημείς αι αδύνατοι γυναίκες να υπομείνωμεν τόσα δεινά κολαστήρια»; Εις ταύτα πάλιν ο άδικος δικαστής εθυμώθη και επρόσταξε να πυρώσουν σφαίρας σιδηράς και να θέσουν ταύτας υπό τας μασχάλας των. Τούτου δε γενομένου περιέπαιζε ταύτας ο αφρονέστατος, λέγων· «Σας έκαυσε το πυρ ή ακόμη δεν το αισθάνεσθε»; Αι δε απεκρίθησαν· «Σε, ταλαίπωρε, θέλει καύσει το άϋλον πυρ της κολάσεως, το οποίον δεν σβύνει ποτέ. Ημείς δε ολίγον φροντίζομεν δια ταύτα τα πρόσκαιρα παιδευτήρια, διότι ο αληθής και Πανάγαθος Θεός παρίσταται άνωθεν και δίδει εις ημάς βοήθειαν, τον Οποίον συ δεν ημπορείς να ίδης, καθώς ο τυφλός δεν δύναται να ίδη τον ήλιον». Πάντα ταύτα παρηκολούθει εκ του πλησίον η μήτηρ του Αγίου, Θεοδοσία, ως είπομεν. Ήτις, βλέπουσα τόσην καρτερίαν εις εκείνας τας μακαρίας, του να υπομένουν με τόσην ανδρείαν τοιαύτας οδύνας, ησθάνθη την καρδίαν της πληρουμένην υπό θείου έρωτος και φωτισθείσα υπό της θείας Χάριτος ηννόησε την δύναμιν του Θεού, μεταστραφείσα προς την ευσέβειαν. Όθεν ευθύς αφήκε την προτέραν δόξαν, τιμήν και ευγένειαν, καταφρονήσασα πάσαν πρόσκαιρον της σαρκός ηδυπάθειαν και απόλαυσιν, δια να φυτεύση εις την καρδίαν της τον Χριστόν. Ον ωμολόγησεν εις το θέατρον Θεόν αληθή, ούτω λέγουσα · «Δούλη και εγώ είμαι του Εσταυρωμένου». Ταύτα βλέπων ο ηγεμών εθαύμασε δια την αιφνίδιον αυτής επιστροφήν, ειπών προς ταύτην· «Κυρία Θεοδοσία, πως επλανήθης και αφήκες τους πατρώους θεούς, και ήλλαξες την προτέραν ευσέβειαν»; Η δε ευσεβής Θεοδοσία απεκρίθη· «Δεν επλανήθην, αλλά μάλιστα ήμην πεπλανημένη πρότερον, επειδή δεν εγνώριζα τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον κόσμον, αλλ’ επροσκύνουν αναίσθητα είδωλα». Ιδών όθεν ο άρχων το στερρόν της ομολογίας της, εφυλάκισε ταύτην ομού με τας άλλας γυναίκας. Ήτις και εφίλει τας πληγάς αυτών με πολλήν ευλάβειαν και εμακάριζεν, επεμελείτο δε τας τροφάς και ενδύματα και με ιατρικά διάφορα, επειδή εγνώριζε κάλλιστα την ιατρικήν τέχνην. Ταύτην ως είδεν ο Προκόπιος ηγαλλίασεν η ψυχή του και την ηρώτησε τις ήτο αιτία και ηλλοιώθη προς ταύτην την θείαν αλλοίωσιν. Η δε μακαρία Θεοδοσία απεκρίθη· «Η θαυμασία καρτερία και η μεγάλη υπομονή των μακαρίων τούτων γυναικών με ωδήγησαν να εννοήσω την αλήθειαν και εσκέφθην ότι η αδύνατος φύσις του θήλεος δεν ηδύνατο αφ’ εαυτής να υπομείνη τόσα δεινά κολαστήρια, εάν δεν εβοήθει ταύτην, αοράτως, δύναμις άρρητος. Τούτο με έκαμε να πιστεύσω και εγώ εις τον Χριστόν, γλυκύτατον τέκνον μου». Ο Άγιος τότε επήνεσε ταύτην πολύ και την ηυχαρίστει. Έπειτα την ωδήγησεν εις τον Επίσκοπον, όστις και την ετελείωσε Χριστιανήν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ότε επέστρεψαν εις την φυλακήν, εδίδασκεν αυτήν και τας άλλας γυναίκας να υπομείνουν ανδρείως τα κολαστήρι δια την Βασιλείαν των ουρανών. Μετά ταύτα έφεραν ταύτας προ του ηγεμόνος, όστις είπε προς την Θεοδοσίαν· «Βλέπεις ότι σε ευσπλαγχνίζομαι και δεν σε παιδεύω. Μετανόησον λοιπόν και συ και παρακάλεσον τους θεούς να σε συγχωρήσουν». Η δε απεκρίθη μετά θάρρους· «Δεν εντρέπεσαι να ονομάζης θεούς τα κωφά και αναίσθητα είδωλα, με τα οποία και συ θα γίνης όμοιος»; Τότε προστάσσει ο άδικος δικαστής να δείρουν την μακαρίαν εις το στόμα, να την τανύσουν γυμνήν, να την ραβδίζωσι τέσσαρες άνδρες και να καταξεσχίζωσι τας πλευράς της δια σιδηρών ονύχων. Τούτων γενομένων, αι άλλαι γυναίκες εδάκρυον από συμπάθειαν, περισσότερον δε όταν είδον τα αίματα, τα οποία ως ρύακες έτρεχον εκ των πλευρών της. Εδεήθησαν δε προς τον Κύριον να της προσφέρη βοήθειαν και αναψυχήν. Ο δε τύραννος επρόσταξε να δέρουν με μολυβδίνας σφαίρας τας σιαγόνας των αγίων γυναικών δια να μη προσεύχωνται. Έπειτα, βλέπων ότι ενικάτο αυτός υπ’ αυτών και ότι ήτο κίνδυνος με την επιμονήν των γυναικών να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν, έκαμε δι’ αυτάς, αν και παρά την θέλησίν του, φιλανθρωπίαν ο μισάνθρωπος και εξέδωσε κατ’ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να δέσουν απάσας δια μιάς αλύσου και να κόψουν τας κεφαλάς αυτών. Αίτινες, τούτο ακούσασαι, έχαιρον και έτρεχον εις τον θάνατον με φαιδρόν και αγαλλόμενον πρόσωπον. Διότι εγνώριζον ότι απεμακρύνοντο από τας λύπας της παρούσης ζωής και μετέβαινον εις τα χαρμόσυνα και ευφρόσυνα, ίνα συμβασιλεύσουν μετά του ουρανίου νυμφίου Χριστού αιωνίως. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, έκλιναν τας κεφαλάς χαίρουσαι και εδέχθησαν το μακάριον τέλος εις τας κθ΄ (29) του Μαϊου μηνός. Μετ’ ολίγας ημέρας επρόσταξεν ο άρχων να οδηγήσωσι προς αυτόν τον Προκόπιον και τότε είπεν εις αυτόν· «Δεν εχόρτασες με το να απολέσης τόσας ψυχάς»; Ο Άγιος απήντησε· «Δεν ωδήγησα αυτάς εις την απώλειαν, αλλ’ από την απώλειαν ελύτρωσα ταύτας». Τότε ο άρχων επρόσταξε να ξεσχίσουν του Αγίου το πρόσωπον δια σιδηρών ονύχων. Και οι μεν δήμιοι εξέσχιζον τας σάρκας αυτού ως άγρια θηρία. Αλλ’ ο Άγιος ίστατο καρτερικώς υποφέρων τας πληγάς, ως να ήτο λίθος ή σίδηρος. Και έτρεχον μεν τα αίματα και επότιζον την γην, αλλά στεναγμός ουδόλως ηκούετο. Μετά τούτο έδειραν τον Άγιον εις τον αυχένα δια σχοινίων, εξ ων εκρέμαντο τεμάχια μολύβδου και έπειτα εφυλάκισαν αυτόν έως ότου συνεννοηθή ο ανόητος ποίαν έτι χαλεπωτέραν βάσανον να ορίση δι’ αυτόν. Και ο μεν Άγιος προσηύχετο εις την φυλακήν, ίνα ο Θεός τον στερεώση την ευσέβειαν και τελειώση καλώς την ομολογίαν αυτού. Ο δε Ουλκίων, λυπούμενος και αισχυνόμενος, διότι δεν ηδύνατο να νικήση τον Άγιον, προσεβλήθη υπό πυρετού. Ήτο δε εκ Θεού η πληγή, ίνα παιδευθή δικαίως ο άδικος. Όθεν, ούτω κακώς ο κακός και τρισάθλιος οδυρόμενος, εξεψύχησεν. Ο δε Άγιος έχων την άδειαν εδίδασκεν εις την φυλακήν τους προσερχομένους αόκνως και ούτως ηύξανεν η ευσέβεια. Διότι όχι μόνον δια των λόγων ενήργει, αλλά και άπειρα θαύματα ετέλεσε, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν και διώκων ακάθαρτα πνεύματα. Όχι δε μακρόν χρόνον εξοδεύων ή βότανα χρώμενος αλλά μόνον το σημείον του Σταυρού χαράττων εις τον πάσχοντα, ευθύς δια της του Κυρίου χάριτος την ασθένειαν ηφάνιζε και τα δαιμόνια έφευγον. Μετά δε τον θάνατον του Ουλκίωνος, ο βασιλεύς εψήφισε δια την Παλαιστίνην έτερον έπαρχον, Φλαβιανόν ονομαζόμενον, όστις και αυτός κατήγετο εξ Ιταλίας, ομότροπος του προτέρου εις την της ψυχής αγριότητα και σκολιότητα. Ως δε έφθασεν εις την Καισάρειαν, οι ειδωλολάτραι ανέφερον εις τούτον τα του Αγίου. Ευθύς τότε εκείνος επρόσταξε να τον φέρωσι προς αυτόν και ως ηρώτησε τον Άγιον πως ωνομάζετο, εκείνος ο ευλογημένος απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι κυρίως και καλούμαι Προκόπιος, όνομα το οποίον δεν μου έδωκεν άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο Κύριος και Δεσπότης μου». Ο Φλαβιανός είπε πάλιν· «Δεν ηξεύρεις, ότι ο βασιλεύς επρόσταξεν ότι εκείνος, όστις δεν προσκυνεί τους θεούς, να λαμβάνη επώδυνον θάνατον; Και συ πιστεύεις εις ένα, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και τον εσταύρωσαν; Είναι πρέπον να προσκυνήται ο τοιούτος, ως Θεός, ο κατακριθείς εις θάνατον»; Ο Άγιος απήντησε· «Έπρεπεν, ω ηγεμών, να γνωρίζης ότι εις Θεός είναι μόνον, ο δημιουργήσας τον κόσμον όλον και πάντα τα εν αυτώ και να μη ονομάζης πολλούς θεούς αφρονέστατα, τους οποίους περιπαίζουν οι φιλόσοφοί σας και κατακρίνουν εις τα γνωστικά των συγγράμματα. Αν δε θέλης, σου αποδεικνύω τούτο με τας μαρτυρίας αυτών, του Αριστοτέλους, λέγω, και του Πλάτωνος, καθώς και άλλων πολλών διδασκάλων σας, οι οποίοι ομολογούν όχι πολλούς, αλλ’ Ένα και μόνον Θεόν αθάνατον. Ομοίως και δια τον Χριστόν, δια τον οποίον είπες εις όνειδος ότι εγεννήθη εκ γυναικός και τον εσταύρωσαν, θα σου είπω. Εάν θέλης να ακούσης το μέγα τούτο Μυστήριον, δος μοι καιρόν και μακροθύμησον, ίνα σου διηγηθώ επιμελέστατα». Τους αληθείς τούτους του Αγίου λόγους λήρους ενόμισεν ο ληρώδης και είπεν εις τον Άγιον οργιζόμενος· «Εκείνος όστις μετέβη εις τους ουρανούς και του έδωσαν τας κλείδας εκείνης της μακαριότητος, αυτός είναι άξιος να εξηγή τα θεία πράγματα. Αλλά συ κάμε εκείνο το οποίον σε προστάσσω. Προσκύνησον τους θεούς. Άλλως γίνωσκε, ότι τόσας βασάνους θέλω σου δώσει, ώστε να το πράξης και παρά την θέλησίν σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Επειδή λοιπόν δεν θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και γίνεσαι τυφλός με την επιμονήν και την ασέβειάν σου, σφάξε, μαγείρευε και τρώγε ανθρώπινα κρέατα, αλλ’ εγώ δεν προσκυνώ λίθους και χειροποίητα είδωλα, ειμή μόνον τον Χριστόν τον αληθή Θεόν, Ον και σέβομαι». Ταύτα και έτερα πλείονα λέγων ο Άγιος, ήλεγχε τον δόλον των ειδώλων, αδόλως και αληθέστατα. Όθεν εθυμώθη ο τύραννος και μη υποφέρων την πολλήν και εύτολμον αυτού παρρησίαν, επρόσταξεν ένα στρατιώτην, ονόματι Αρχέλαον, να θανατώση δια του ξίφους τον Άγιον, καθώς εκείνος επλήγωσεν αυτόν δια του ξίφους των λόγων του. Έσπευσε λοιπόν ο Αρχέλαος να τον θανατώση. Αλλ’ ευθύς ως ήγειρε την σπάθην, ω του θαύματος! Εξηράνθη η χειρ αυτού και πεσών εις την γην εξεψύχησεν. Όθεν εξεπλάγησαν άπαντες ως είδον το τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε ψυχοβλαβής Φλαβιανός εθυμώθη έτι σφοδρότερον κατά την ομοίωσιν του όφεως και δέσας τον Άγιον Μάρτυρα κατά τας χείρας και τους πόδας δια σιδήρων εφυλάκισεν αυτόν. Αλλ’ ούτος ο μακάριος και ούτω σιδηροδέσμιος δεν ημέλει, διότι και εις την γην έτι κειτόμενος προσηύχετο, ευχαριστών τον Κύριον, πρώτον δι’ όλην την ανθρωπότητα, την λυτρωθείσαν από της προπατορικής αμαρτίας δια του εκουσίου πάθους Του, έπειτα πάλιν εδέετο ίνα αξιώση αυτόν να τελειώση καλώς το μαρτύριον. Και ούτως, ω του θαύματος! ήκουσε φωνήν, ήτις ενισχύουσα αυτόν παρεκίνει και ενεδυνάμωνε προς το μαρτύριον. Μετά εξ ημέρας ωδήγησαν τον Άγιον εις το κριτήριον. Είπε τότε ο τύραννος· «Πριν αναλώσω τας σάρκας σου, υπάκουσον εις το θέλημά μου». Απήντησεν ο Άγιος· «Εδώ είναι το σώμα μου και καταξέσχιζε και δέρε τούτο δια να θεραπεύσης τους ομοίους σου δαίμονας». Είπεν ο άρχων· «Με ταύτας τας ύβρεις με παροργίζεις χειρότερον και με παρακινείς να σου επιβάλω σκληροτάτας τιμωρίας. Και μη νομίσης ότι, επειδή εθανάτωσες με τας μαγείας σου τον Αρχέλαον, θα σωθής από τας χείρας μου, φλύαρε». Ταύτα δε ειπών, επρόσταξε να τανύσουν τον Άγιον του Χριστού Μάρτυρα εις την γην και να τον δέρουν τέσσαρες άνδρες ρωμαλέοι με ωμά βούνευρα, έπειτα να θέσουν επί της ράχεως αυτού πεπυρακτωμένους άνθρακας. Ο δε Άγιος, όχι μόνον δεν εσυλλογίζετο τας βασάνους, αλλά εξύβριζε και τον ηγεμόνα δια τούτων των λόγων· «Υιέ ανομίας και ύλη πυρός της αιωνίου κολάσεως, κόλασον τας σάρκας μου, διότι άλλο δεν επιθυμώ, ειμή μόνον να βασανισθώ δια τον Δεσπότην μου». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, εδαιμονίζετο φοβερώτερον ο φρενοβλαβής Φλαβιανός και σφόδρα εξωργίζετο κατ’ αυτού. Όθεν, ο κάκιστος, ητοίμαζε πυρ εις το πυρ και κακόν εις το κακόν. Και προστάσσει να πυρώσουν σουβλία, δια των οποίων να κατακαίουν τα ξεσχισμένα μέλη του Αγίου και να ρίπτουν άλας επί των πληγών αυτού. Έπειτα δι’ άλλων σουβλίων να κατακεντώσιν όλα του τα μέλη. Όμως ο Άγιος πάντα ταύτα τα επώδυνα υπέφερε γενναίως και ανδρικώτατα, μυκτηρίζων πάλιν τα είδωλα. Όθεν ο αιμοδιψής ακόλαστος και πολυμήχανος τύραννος εύρεν άλλον τρόπον τιμωρίας. Ητοίμασαν ένα βωμόν και έθεσαν επ’ αυτού ανημμένους άνθρακας και εις την δεξιάν χείρα του Μάρτυρος επέθεσαν λίβανον και εκράτουν ταύτην βιαίως δια σιδήρων άνωθεν του βωμού, όπως, μη υποφέρων των ανθράκων την θερμότητα, ρίψη επ’ αυτών τον λίβανον, δια να φανή ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα. Ο δε Άγιος εσταμάτησε την χείρα ακίνητον, έως ότου, ω της καρτερίας και γενναιότητος αυτού! Κατηναλώθη εκ του πυρός η δεξιά αυτού χειρ, ενώ ο Αγιος παρατηρών και δακρύων εστέναζεν όχι εκ μικροψυχίας, αλλά προς ευχαριστίαν, λέγων· «Εκράτησε της χειρός της δεξιάς μου», «και κατάξας τόξον χαλκούν εν βραχίονί μου, και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας μου» (Β΄ Βασιλ. κβ: 35-36), «και η δεξιά σου αντελάβε τόμου». Ο δε άδικος δικαστής, θαυμάζων την ανδρείαν του Αγίου, είπε προς αυτόν· «Αφού είπες ότι δεν υπολογίζεις τας τιμωρίας ουδέ αισθάνεσαι αυτάς, διατί εστέναξες από τώρα και εδάκρυσες»; Και ο Άγιος απήντησε· «Μη νομίσης ότι ενικήθην από τον πόνον της σαρκός και εδάκρυσα, συ, άξιε δακρύων. Αλλ’ επειδή τούτο μου το σώμα είναι πηλός και ο πηλός όταν πλησιάση προς το πυρ αποξηραίνεται, απορρίπτων το ύδωρ αυτού, ούτω λοιπόν συνέβη και εις την σάρκα μου. Αλλά περισσότερον εδάκρυσα δια την αγνωσίαν σου και την βεβαίαν απώλειάν σου, διότι αγνοείς τον αληθή Θεόν και προσκυνείς δαίμονας, δια να θεραπεύσης πρόσκαιρον βασιλέα και διότι δια την αιτίαν αυτήν σε περιμένει το πυρ το αιώνιον». Τότε μετά την φρικτήν αυτήν βάσανον, χαλεπωτέραν επινοείται ο παράνομος. Και όπως επρόσταξεν εκρέμασαν αυτόν από τας χείρας, έδεσαν δύο λίθους βαρείς εις τους πόδας του, δια να διασπασθώσι και αποχωρισθούν αι αρθρώσεις. Αλλ’ ως είδεν ότι ενίκησε και ταύτην την φρικτήν βάσανον ο αήττητος, επρόσταξε να καύσουν μέχρι πυρακτώσεως μίαν κάμινον και να ρίψουν οι δήμιοι τον Άγιον εντός αυτής. Όταν δε τον μετέφερον προ του στομίου της φλεγομένης καμίνου εποίησε το σημείον του Σταυρού επ’ αυτού και ευθύς, ως ύψωσε τας χείρας, η φλοξ διεσκορπίσθη προς τα έξω και έκαυσεν όσους ήσαν πλησίον. Οι δε ειδωλολάτραι ιδόντες τούτο το θαυμάσιον ετρόμαξαν. Και φοβούμενοι μη πάθωσι και αυτοί τα αυτά, εκραύγαζον· «Ας θανατωθή ο μάγος να μη κινδυνεύση η πόλις άπασα από τας μαγείας του». Ο δε τύραννος εφοβήθη και αυτός και εξεπλήσσετο. Πλην τότε μεν εφυλάκισε τον Άγιον εις το Πραιτώριον. Αλλά μετ’ ολίγας ημέρας, μη έχων πλέον ελπίδα ότι ο Άγιος του Χριστού μάρτυς Προκόπιος θα ήλλασσε γνώμην, έγραψε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να κόψουν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν έξω της πόλεως. ‘Οτε δε έφθασεν ο τρισόλβιος εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησε χάριν από τον φονέα, να τον αφήση ολίγην ώραν, δια να δεηθή προς τον Κύριον. Και σταθείς κατ’ Ανατολάς, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα και παρεκάλεσε τον Θεόν να φυλάξη την πόλιν από τας επιβουλάς του δαίμονος, να φωτίση τους πολίτας άπαντας να επιστρέψουν εις την ευσέβειαν, να θεραπεύση τους ασθενείς, να βοηθήση τους πένητας και άλλα παρόμοια δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, τέλος δε εδεήθη δι’ όσους ήθελον εορτάζει την μνήμην αυτού, να λυτρώνη τούτους από όλας τας οδύνας και να αξιώση της Βασιλείας Αυτού. Ταύτα δε ευξάμενος, ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Εισηκούσθη η δέησίς σου Προκόπιε, και θέλουν πληρωθή όσα εζήτησες. Ελθέ τοίνυν, ίνα λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον, ως κληρονόμος της ουρανίου μακαριότητος». Ταύτα ακούσας ο Άγιος Μάρτυς έκλινε τον αυχένα προθύμως και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, κατά τας η΄ (8) του μηνός Ιουλίου. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τα ουράνια· το δε τίμιον αυτού λείψανον παρέλαβον δια νυκτός φιλόχριστοί τινες και αλείψαντες ευλαβώς δια μύρων και αρωμάτων, το παντός αρώματος ευωδέστερον, απέθεσαν εις τόπον επιτήδειον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Μίας και αληθούς Θεότητος, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) του αυτού μηνός Ιουλίου, μνήμη των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ του ρήτορος κα

Δημοσίευση από silver »

Τη Θ΄ (9η) του αυτού μηνός Ιουλίου, μνήμη των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ του ρήτορος και ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ, των εν τω Αγιωνύμω Όρει του Άθω ασκητικώς διαλαψάντων και δη εν τη μικρά Σκήτη της Αγίας Άννης κειμένων.

Έθος ιερόν είναι και νόμος θείος, άνωθεν και εξ αρχής παραδεδομένος, ίνα των εναρέτων και αγίων ανδρών οι βίοι και τα κατορθώματα παραμένωσιν ανάγραπτα εις την Εκκλησίαν του Χριστού, αφ’ ενός μεν προς δόξαν Θεού, του ενδοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού, αφ’ ετέρου δε προς υποτύπωσιν των θελόντων σωθήναι και κληρονομείν σωτηρίαν κατά τον θεηγόρον Απόστολον Παύλον. Μέγα τω όντι προς μίμησιν αρετής και τελειοτέρου πνευματικού βίου κατόρθωσιν οι των αγίων ανδρών βίοι διηγούμενοι, και ως στήλαι και εικόνες, τρόπον τινά, εις τους θέλοντας ευσεβώς ζην προτιθέμενοι· διο και λέγει Εκκλησιαστικός τις Πατήρ· «Και πάντων μεν των κατά Θεόν πολιτευσαμένων ο βίος τοις ευσεβέσι ωφελιμώτατος, ουχ υπόδειγμα μόνον και τύπος, αλλά και παράκλησις υπάρχων προς αρετήν· ζήλου γαρ τι κέντρον ενίησιν αγαθού, και διαθερμαίνει την ευσεβή ψυχήν προς μίμησιν». Προς την διήγησιν και ανάγνωσιν του βίου των Οσίων ανδρών παρακινών και ο σοφός Σειράχ λέγει· «μη παρίδης διήγημα σοφών»· και πάλιν· «μη αστόχει διηγήματος γερόντων». Αλλά και ο υψίνους Γρηγόριος ο Θεολόγος, την εκ τούτου ωφέλειαν και χάριν δεικνύων, λέγει· «επειδή και το μεμνήσθαι του ανδρός (εννοεί τον Άγιον Κυπριανόν), αγιασμός και μέγιστος εις παράκλησιν αρετής ο λόγος».Όχι μόνον ωφέλειαν, ου την τυχούσαν, καρπούται ο πνευματικώς εορτάζων και τιμών των Αγίων τας μνήμας και εις υπόμνημα άγων την πολιτείαν εκείνων, αλλά και πνευματικήν ευφροσύνην μεγίστην αισθάνεται εν τη ψυχή αυτού δια της τοιαύτης υπομνήσεως, ως και ο σοφός διαγορεύει Σολομών· «Εγκωμιαζομένου δικαίου, ευφρανθήσονται λαοί, αθανασία γαρ εστιν η μνήμη αυτού», τουτέστι της μελλούσης αθανασίας και δόξης προοίμιον και τύπος, κατά τον Θεσσαλονίκης θείον Γρηγόριον, προδεικνύουσα ημίν δια των ενταύθα τελουμένων την δόξαν και την λαμπρότητα, την οποίαν μέλλουσι να κληρονομήσωσιν οι Άγιοι, κατά την δευτέραν του Σωτήρος ημών εμφάνειν, μετά την παγκόσμιον εξανάστασιν και την εις ουρανούς αποκατάστασιν. Αλλά μήπως η τιμή και ο έπαινος των Αγίων δεν αναφέρεται προς αυτόν τον Θεόν, παρ’ ου πάσα αρετή και δώρημα τέλειον τοις ανθρώποις προέρχεται; «Αθανάσιον επαινών, λέγει ο Θεολόγος Μέγας Γρηγόριος, εν τω προς τον Μέγαν Αθανάσιον εγκωμίω αυτού, αρετήν επαινέσομαι, αρετήν δε επαινών, Θεόν επαινέσομαι». Ούτω λοιπόν εχόντων των πραγμάτων και εις τα προεκτεθέντα πειθαρχών και επόμενος, καθήκον εθεώρησα επιβεβλημένον, ίνα και των ενταύθα ασκησάντων Οσίων Πατέρων την μνήμην, Διονυσίου και Μητροφάνους, δι’ εγκωμίων και ασμάτων ως οίον τε τιμήσω, και του εναρέτου βίου αυτών τας αρετάς αμυδρώς πως και εν επιτομή διηγηθώ εις τους φιλοσίους αδελφούς. «Ου θεμιτόν εστι, λέγει σοφός τις, ούτε μην όσιον την των δικαίων και αγίων ανδρών επί γης πολιτείαν, και Θεώ δια κθαρότητα πλησιάζουσαν, βυθώ λήθης καταβαπτίζεσθαι, ή τω μοδίω της σιωπής επί πολύ κατακαλύπτεσθαι, αλλ’ επί την λυχνίαν φανερώς της διηγήσεως επιτίθεσθαι· όπως εντεύθεν των καλών έργων φανερουμένων, η προς τον αγαθόν Θεόν άδυτος εξανατέλλη δόξα». Και λέγω αμυδρώς, διότι είτε εξ αμελείας των προγενεστέρων και συγχρόνων των Οσίων δεν διεσώθη εις ημάς εκτενές τι υπόμνημα του βίου αυτών, ή και συγγραφέν απωλέσθη, πλην ελαχίστων περί αυτών σημειώσεων και μαρτυριών σποράδην διασωζομένων, επί των οποίων βασιζόμενος, και την θείαν χάριν εις αρωγήν επικαλεσάμενος, άρχομαι της περί τούτων διηγήσεως. Εγεννήθησαν οι δύο ούτοι νοητοί αστέρες οι της ισαγγέλου διαγωγής θιασώται και των πάλαι Οσίων μιμηταί και ομότροποι, οι της ουρανίου πόλεως πολίται και οικήτορες και της Αγίας Τριάδος θεράποντες, κατά τας αρχάς του δεκάτου έκτου (16ου) ιώνος, ως δύο βλαστοί ευθαλείς και αμάραντοι όρπηκες, οίτινες έμελλον να καρποφορήσωσιν εις εκατόν της εναρέτου ζωής τους γλυκυτάτους καρπούς και του Αγίου Πνεύματος τας χάριτας, ως τούτο μετά ταύτα εμπράκτως απεδείχθη. Άγνωστον τυγχ΄νει εις ημάς το όνομα της πατρίδος αυτών ή και αν εκ μιάς τοιαύτης αμφότεροι κατήγοντο, καίτοι περί τούτου πολλά ηρευνήσαμεν, αλλ’ ουδέν εξηκριβώσαμεν. Ίσως και ούτοι οι θείοι Πατέρες έπραξαν ως πολλοί των Οσίων, οίτινες αποβλέψαντες εξ ολοκλήρου εις την ουράνιον και μόνιμον πατρίδα ημών, την μητέρα πάντων, κατά τον Απόστολον Παύλον, απέκρυψαν της επιγείου και προσκαίρου τοιαύτης το όνομα. Ανατραφέντες ούτοι εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου ηγάπησαν μάλλον πάντων την ευκοσμίαν των σεμνών και χρηστών ηθών και τον φόβον του Κυρίου, τον όντα κατά τον Παροιμιαστήν πηγήν ζωής. Τοσούτον δε επεδόθησαν εις την σπουδήν και μάθησιν των ιερών γραμμάτων και της λοιπής εγκυκλίου παιδείας, και μάλιστα ο θείος Διονύσιος, ώστε εντός ολίγου εγένετο κάτοχος πολλών γνώσεων και πολύς κατά την έξω σοφίαν. Εξ ου και προσεκτήσατο και την επωνυμίαν του ρήτορος, παραμείνασαν έκτοτε εις αυτόν μέχρι τέλους του βίου. Απόδειξις δε τούτου σαφής άχρι τούδε οι παρ’ αυτού απλοποιηθέντες διάφοροι των Πατέρων λόγοι, διασωζόμενοι εν χειρογράφοις εις πολλάς του Όρους Μονάς, και αύτη η ιδιόχειρος αυτού βίβλος, η εν τη βιβλιοθήκη της Σκήτης της Αγίας Άννης ευρισκομένη κοινώς «Κουβαράς» καλουμένη, εις τας οποίας βλέπομεν επιγραφόμενον και τον δοθέντα εις αυτόν τίτλον του Ρήτορος. Προκόπτων και αυξάνων ο θείος Διονύσιος εν τη θύραθεν σοφία συνεπρόκοπτε και συνηύξανεν αναμφιβόλως, ως σοφός και νουνεχής, και εις την κατά Θεόν φιλοσοφίαν, διότι ήκουσε του ιερού Ιακώβου του Αδελφοθέου λέγοντος· «Τις σοφός και επιστήμων εν υμίν; Δειξάτω εκ της καλής αναστροφής τα έργα αυτού εν πραότητι σοφίας». Διο και εφαίνετο, κατά τον Προφητάνακτα, ωσεί δένδρον πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των μυστικών υδάτων, όπερ έμελλε να καρποφορήση και αποδώση εις τον κατάλληλον καιρόν της αιωνίου ζωής τους ηδυτάτους καρπούς. Τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος ο θείος Διονύσιος προ της του αγίου σχήματος περιβολής και ρυθμίζων εαυτόν με την κατά Θεόν ευσέβειαν, καθώς τα μετά ταύτα αυτού αποδεικνύουσι, προσέτι δε και τας αγίας και θεοπνεύστους Γραφάς μελετών, ετρώθη όλως του θείου έρωτος και έκρινε δικαίως, ως όντως σοφός, ν’ αφιερωθή εξ ολοκλήρου εις την κατά Χριστόν πολιτείαν, ήτις αναβιβάζει τον άνθρωπον εις την πρώτην αυτού αξίαν και συνάπτει αυτόν μετά του Θεού. Καταλιπών δε τα πάντα ως πρόσκαιρα και απατώντα και «το της ψυχής ευγενές διαφθείροντα» ως ο Θεολόγος λέγει Γρηγόριος, αλλά και εαυτόν απαρνησάμενος, κατά την ευαγγελικήν εντολήν, προσήλθε μετά θερμού ζήλου και μεγάλης προθυμίας εις την εν Κωνσταντινουπόλει ιεράν και ευαγή Μονήν του Στουδίου, άρας τον ελαφρόν και χρηστόν του Κυρίου ημών ζυγόν. Ότι εις την του Στουδίου περιώνυμον Μονήν εγένετο Μοναχός ο θείος Διονύσιος μαρτυρεί τούτο αυτός ο ίδιος, επιγράφων εαυτόν εις τα παρ’ αυτού γραφέντα «Στουδίτην». Αλλ’ ενταύθα ας μοι επιτραπή μί παρέκβασις. Η εν λόγω Μονή του Στουδίου φαίνεται ότι διετηρήθη αρκετά έτη μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, γενομένην κατά το 1453, διατελούσα πάντως εν παρακμή. Διότι ο καθολικός αυτής Ναός είχε μεταβληθή εις τουρκικόν ευκτήριον, μεταξύ των ετών 1500 έως 1550, ως μαρτυρεί τούτο σοφός τις, περιηγησάμενος τότε τα του Βυζαντίου και την λοιπήν Ανατολήν και ιδών αυτόν. Πάντως όμως και αν είχε μεταβληθή ο Ναός αυτής, κατά την ανωτέρω μαρτυρίαν, εις τουρκικόν τέμενος μετά τινος τμήματος της Μονής, θα κατείχον οι Μοναχοί το επίλοιπον τμήμα, χρησιμοποιούντες ως καθολικόν κανέν εκ των παρεκκλησίων αυτής· ή ίσως, όπερ και πιθανώτερον, να είχον αναχωρήσει εκείθεν συμπήξαντες εις άλλο μέρος της Κωνσταντινουπόλεως την κατοικίαν αυτών, συναποκομίσαντες μετά των άλλων και την περιώνυμον και πολύφημον επωνυμίαν «του Στουδίου». Όπως και αν έχωσι τα πράγματα, η Μονή του Στουδίου φαίνεται σωζομένη μέχρι του τέλους περίπου του δεκάτου έκτου αιώνος, εις το Μοναχολόγιον της οποίας ενεγράφη ο εκ Θεσσαλονίκης καταγόμενος και εν έτει 1577 αποθανών υποδιάκονος Δαμασκηνός ο πεζογράφος (ο μετέπειτα Λιτής και Ρενδίνης Επίσκοπος), εξ ου έλαβε και την επωνυμίαν «Στουδίτης». Πλην της εν Κωνσταντινουπόλει Μονής του Στουδίου υπήρχον και αλλαχού τοιαύται με το αυτό όνομα, υποδεέστεραι πάντως, ιδρυθείσαι κατά τον μεσαίωνα υπό διαφόρων Στουδιτών Μοναχών. Αλλ’ επανέλθωμεν επί το προκείμενον. Προσελθών ο θείος Διονύσιος, ως ελέχθη, εις την Μονήν του Στουδίου και δοκιμασθείς καταλλήλως εις τας προκαταρκτικάς πράξεις, εκάρη ως επεθύμει Μοναχός. Δύναταί τις να συμπεράνη την άκραν υποταγήν και ταπείνωσιν του Οσίου και γενικώς την προθυμίαν αυτού προς τους πνευματικούς αγώνας, της κατά Χριστόν πολιτείας, εκ της μετέπειτα χάριτος αυτού. Διότι ομού με την κουράν των τριχών, απέκειρε και παν υλικόν και εμπαθές θέλημα και φρόνημα, αλλά και πάντα κοσμικόν τύφον και υπερηφάνειαν και ρητορικήν στωμυλίαν και δολεσχίαν και των έξω πραγμάτων γνώσιν, την φυσιούσαν τον άνθρωπον· πάντα σκύβαλα αποστολικώς ο μακάριος ελογίσατο, ίνα μόνον Χριστόν κερδήση, τον Οποίον εξ όλης ψυχής και καρδίας ηγάπησε, γενόμενος πτωχός εν πνεύματι. Επιθυμών όμως ανωτέραν ησυχαστικήν ζωήν, ήτις, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, είναι η αρχή καθάρσεως της ψυχής, ανεχώρησε δια τον αγιώνυμον Άθω, το πνευματικόν τούτο γυμναστήριον πάσης αρετής και εναρέτου πράξεως και ελθών κατώκησε εις τι Κελλίον ή και Μονύδριον πλησίον της Σκήτης των Καρυών, ως εμφαίνεται εξ ιδίας αυτού επιστολής, αποσταλείσης εις την τότε «Σύναξιν του Αγίου Όρους», ήτις σώζεται εν χειρογράφω κώδικι, αποκειμένω εν τω άνωθεν των Καρυών Λαυρεωτικώ Κελλίω της Αγίας Τριάδος. Ενταύθα επιδοθείς εις την μελέτην και εργασίαν της ασκητικής φιλοσοφίας, άμα δε και τα κρείττονα ζηλών χαρίσματα, εγένετο εις πάντας αιδέσιμος, πλείστοι δε προσήρχοντο εις αυτόν ζητούντες συμβουλάς, προς επανόρθωσιν ηθών και κατάστασιν ψυχής και εξωμολογούντο τας αμαρτίας αυτων· διότι ο Όσιος, είτε εν τη Μονή του Στουδίου είτε ενταύθα, είχε χειροτονηθή ιερεύς, λαβών και χειροθεσίαν πνευματικού Πατρός. Ταύτα πάντα δύναταί τις να συναγάγη, όταν μετά προσοχής αναγνώση την ανωτέρω επιστολήν, ήτις εστάλη εκ του μετέπειτα εν Μικρά Αγία Άννη ησυχαστηρίου αυτού προς την «Σύναξιν του Αγίου Όρους». Ήτο άρα ο θείος Διονύσιος, ως σοφός και εργάτης της αρετής δόκιμος και της διακρίσεως λύχνος, σύμβουλος αγαθός και καθοδηγός δεξιός, όχι μόνον απλών Μοναχών, αλλά και αυτών των ιθυνόντων τότε τον περίβλεπτον τούτον της Θεοτόκου κλήρον, το όρος του Άθω. Βλέπων όμως ότι δεν ηδύντο να απολαμβάνη εκεί την ποθητήν εις αυτόν ησυχίαν, άμα δε αποφεύγων τας ατασθαλίας και ευθύνας της τότε κακοδιοικήσεως του ιερού ημών τόπου, ως ο ίδιος ομολογεί εν τη ρηθείση επιστολή, ανεχώρησεν εκείθεν και ήλθεν εις την μεγαλώνυμον Σκήτην της γίας Άννης, καλουμένην τότε απλώς «Σκήτην της Λαύρας», ως εν πλείστοις χειρογράφοις εμφαίνεται, μη υπάρχοντος εισέτι του μετέπειτα ιδρυθέντος μεγαλοπρεπούς Κυριακού Ναού εν ονόματι της Θεοπρομήτορος Αγίας Άννης, εξ ου και η Σκήτη έλαβε την επωνυμίαν. Αλλά και ενταύθα μη αναπαυθείς, εξελέξατο δι’ άκραν ησυχίαν και άσκησιν την μικράν καλουμένην Αγίαν Άνναν, ήτις και αύτη τότε εκαλείτο απλώς «Μικρά Σκήτη» ή και συνημμένως μετά της μεγάλης τοιαύτης «Σκήτη της Λαύρας», έχουσα μικρόν άθροισμα ασκητικών ησυχαστηρίων, ένθα ηγωνίζοντο οι τον απράγμονα και ησύχιον βίον ασπαζόμενοι Πατέρες. Ενταύθα μετά του μαθητού αυτού Μητροφάνους εις τινα μικράν καλύβην, ευρισκομένην κατωθεν της καλύβης της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, εντός του εκείσε Σπηλαίου, ιδρυθείσης ίσως παρ’ αυτών, έπηξαν την πνευματικήν αυτών παλαίστραν, αγωνιζόμενοι τον καλόν της ασκήσεως και ησυχίς αγώνα. Άγνωστον εις ημάς πότε προσέλαβε τον θείον Μητροφάνην, όταν ήλθεν εν Μικρά Αγία Άννη, ή όταν ησύχαζεν αλλαχού του Όρους. Πολύ πιθανόν να είχεν αυτόν εκ της Μονής του Στουδίου, διότι εν τισι καλείται και ο Μητροφάνης Στουδίτης είτε διότι προήρχετο και ούτος εκ της αυτής ως είρηται Μονής, είτε έλαβε την επωνυμίαν ταύτην εκ του Οσίου αυτού Γέροντος, καλουμένου Στουδίτου. Σχολάσαντες λοιπόν ενταύθα εκ πάντων των έξω, ησύχασαν σχεδόν τελείως την κατά Θεόν ησυχίαν. Ήκουσαν οι μακάριοι του Θεού δια του Προφητάνακτος λέγοντος· «Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός». Αλλά και τον Όσιον Νείλον τον σοφόν ανέγνωσαν λέγοντα· «Βίος ησύχιος χρημάτων πολλών περιφανέστερος». Ωσαύτως και τον θείον Ισίδωρον τον Πηλουσιώτην γράφοντα· «Εμοί την μετρίαν είδησιν, κατά μόνας προσέθηκεν αναχώρησις· ο γαρ εν μέσω θορύβων στρεφόμενος και γνώναι τα ουράνια βουλόμενος λέληθεν ότι το εν ακάνθαις σπειρόμενον υπ’ αυτών συμπνίγεται· και ο μη σχολάσας Θεόν γνώναι ου δύναται». Προς τούτοις τον Μέγαν Βασίλειον· «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος, και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει». Αγωνιζόμενοι ούτως εν τη ησυχία δια των σωματικών, πολλώ δε μάλλον δια των πνευματικών αγώνων και αναβάσεις εν τη καρδία αυτών διατιθέμενοι και από δόξης εις δόξαν προβαίνοντες δια της αδιαλείπτου προσευχής, εκάθηραν εαυτούς από παντός μολυσμού και πάθους σαρκός και πνεύματος και εγένοντο σκεύη δεκτικά των δωρεών της χάριτος και ακηλίδωτα έσοπτρα των μυστικών ελλάμψεων, έχοντες εν ενί λόγω την αγγελικήν αληθώς και μακαρίαν ζωήν, ήτις είναι αρχή και προοίμιον της αιωνίου τοιαύτης, κατά τον Θεσσαλονίκης θείον Γρηγόριον. Περί των ζώντων ταύτην την ένθεον ζωήν, λέγει και ο ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος· «Μακάριοι ουν οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες· οιονεί γαρ προσδεθέντες αυτώ δια της αγάπης, και τον επουράνιον και μακαριστόν ερώντες έρωτα, επιλανθάνονται μεν οικείων και φίλων, επιλανθάνονται δε οίκου και περιουσίας· επιλανθανόμενοι δε και της σωματικής εις το εσθίειν και πίνειν ανάγκης, μόνω τω θείω και καθαρώ προσεστήκασιν έρωτι». Τότε φαίνεται ότι εζητήθη παρά των πλησιοχώρων του Όρους κατοίκων πνευματικός πατήρ, προς εξομολόγησιν και διόρθωσιν των ευσεβών Χριστιανών και ως τοιούτος ευρέθη κατάλληλος παρά των Πατέρων, δια το περιόν της αρετής αυτού, ο ιερός Μητροφάνης. «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη, λέγει ο Κύριος, ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον· αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία». Υπακούσας λοιπόν ο θείος Μητροφάνης εις την απόφασιν των Πατέρων, ως πλήρης της προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπης, εξήλθε του Αγιωνύμου Όρους και περιήρχετο τα πέριξ χωρία και κώμας εξομολογών και διορθώνων τας των ψυχών διαθέσεις και μεταπλάττων δια του λόγου της χάριτος τα ήθη και τας καταστάσεις, ενός εκάστου επί το κρείττον, ως καλός οικονόμος της δεδομένης αυτώ υπό του Πνεύματος χάριτος. Φθάσας δε εις το χωρίον Ίσβαρον, συνήντησε τον ευλαβή εκείνον Δημήτριον, τον ιδόντα κατ’ εκείνας τας ημέρας φοβεράν οπτασίαν, τον οποίον εξομολογήσας και εξετάσας δις και τρις επισταμένως, ως αυτός ούτος ο θείος Μητροφάνης λέγει και βεβαιωθείς περί της αληθείας και ακριβείας της οπτασίας, συνέγραψεν αυτήν, μετά την επιστροφήν του εν Αγίω Όρει, κατ’ εντολήν του αγίου αυτού Γέροντος Οσίου Διονυσίου. Περατώσας δε την ανατεθείσαν εις αυτόν εντολήν, επανέκαμψεν εις Άγιον Όρος και επελήφθη και πάλιν των θεοειδών εις ησυχίαν άθλων παιδοτριβούμενος και μυσταγωγούμενος τα τελειότερα υπό του θείου αυτού Αββά και Γέροντος Διονυσίου. Τοιουτοτρόπως αγωνισάμενοι τον καλόν της ευσεβείας και αρετής αγώνα οι μακάριοι και Όσιοι ημών Πατέρες Διονύσιος και Μητροφάνης και λαμπρύναντες εαυτούς δι’ οσιότητος και δικαιοσύνης και εις την δυνατήν δια τους ανθρώπους τελειότητα φθάσαντες, ως πάροικοι και παρεπίδημοι εν τω παρόντι κόσμω, ανέμενον πότε αναλώσωσι των παρόντων, ίνα συν Χριστώ, κατά Απ. Παύλον, ώσι· λέγει δε και ο θείος Χρυσόστομος· «Ώσπερ γαρ ο πυκτεύων επείγεται του σταδίου εξελθείν, ίνα απαλλαγή των τραυμάτων, ούτω και ο εν σκληρώ και τραχυτάτω βίω ζων μετά αρετής επιθυμεί της τελευτής, ίνα των πόνων απαλλαγή των παρόντων, και υπέρ των αποκειμένων έχη στεφάνων θαρρείν». Όθεν επιστάντος του καιρού της μεταστάσεως του Οσίου Διονυσίου, σχηματίσας εαυτόν, παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος τη 9η Ιουλίου εν έτει 1606, και προσετέθη ο Όσιος εις τους Οσίους και τους ιερείς ο ιερεύς, ίνα τελειότερον απολαμβάνη της θείας δόξης τας εκφάνσεις και λαμπρότητας. Μετά παρέλευσιν χρονικού διαστήματος εκοιμήθη και ο θείος Μητροφάνης και μετέστη και ούτος εις τα αγαπητά του Κυρίου σκηνώμτα, ένθα λαμπρότητες Αγίων και τρυφή αϊδιος. Άγνωστον εισέτι παραμένει εις ημάς εάν εν Μικρά Αγία Άννη εκοιμήθησαν ή αλλαχού, και που ήδη ευρίσκονται τα ιερά αυτών λείψανα. Διηγήσαντό μοι αναφορικώς τινές Γέροντες, ότι εν Μικρά Αγία Άννη εκοιμήθησαν και ότι τα λείψανα αυτών είναι τεθαμμένα εκεί που, εν τη περιφερεία του σπηλαίου ένθα ηγωνίσθησαν, μη επιτρέποντες την ανακομιδήν αυτών και φανέρωσιν οι Όσιοι, ίνα μείζονος εν ουρανοίς απολαμβάνωσι δόξης, καθώς το του Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη και πλείστων άλλων Αγιορειτών Οσίων, μη δεχομένων την εκ του τάφου ανάδειξιν. Και ότι τινές διερχόμενοι εκείθεν ησθάνθησαν ευωδίαν. Γράφω ταύτα καθώς τα ήκουσα, μηδέν απ’ εμαυτού προσθέσας, συ δε ο αναγινώσκων και οι ακούοντες ας δεχώμεθα μετά σεβασμού τα εκάστοτε παρά των σεβασμίων Γερόντων διηγούμενα. Αλλά μήπως εκτός του Αγίου Μαξίμου και πλείστοι άλλοι Αγιορείται Όσιοι, ίνα μη είπω σχεδόν πάντες, εφανέρωσαν τα εαυτών λείψανα και τάφους; Γέρων Καυσοκαλυβίτης διηγήσατό μοι το εξής: «Προς ετών κατώκει μεταξύ Λαύρας και Καυσοκαλυβίων αδελφός τις, όστις θέλων να εξημερώση και καλλιεργήση τμήμα τις της περιοχής, εν ω έσκαπτεν, ανεκάλυψε τάφον περιέχοντα λείψανον Οσίου άφθαρτον και ακέραιον και πλήρες ουρανίου ευωδίας. Έκθαμβος γενόμενος τότε ο αδελφός και μη γνωρίζων τι να πράξη, εσκέφθη ίνα την επομένην ημέραν, διότι ήτο περί τας δυσμάς του ηλίου, ανέλθη εις την Λαύραν και ανακοινώση το γεγονός. Αλλά την νύκτα, ενώ ηγρύπνει επί του ευρεθέντος αγίου λειψάνου, αποκαμών εφύπνωσε προς στιγμήν, και ιδού βλέπει εξαστράπτοντα Όσιον τινα και λέγοντα προς αυτόν μετ’ αυστηρού ύφους· «Τι σκέπτεσαι να πράξης; Πρόσεχε, μη φανερώσης τι, διότι τους αγώνας δεν τους ηγωνίσθημεν ομού αμφότεροι, κατά δε την πρωϊαν να με καλύψης όπου με εύρες, και να τηρήσης σιωπήν». Διϋπνισθείς έντρομος ο αδελφός έπραξε καθώς διετάχθη παρά του φανέντος εις αυτόν αγνώστου Οσίου, εφανέρωσε δε την υπόθεσιν κατά το τέλος του βίου του, προς δόξαν Θεού, χωρίς ν’ αποκαλύψη και το μέρος του ευρεθέντος τάφου. Ίσως τοιούτον τι να συμβαίνη και με τους ημετέρους Οσίους Πατέρς, μη επιτρέποντες αυτοί ούτοι πλείονα περί αυτών ανάδειξιν. Δυστυχώς, ως εν αρχή είπον, δεν διεσώθη ακριβής περί αυτών διήγησις, διαλαμβάνουσα λεπτομερώς τα κατ’ αυτούς, πλην ελαχίστων σημειώσεων και τινων παραδόσεων, βάσει των οποίων συνέταξα το παρόν σκιαγραφικόν αυτών υπόμνημα, πλατύνας και καθωραϊσας προσφόρως την περί αυτών διήγησιν κατ’ απαίτησιν των φιλούντων τους Οσίους αδελφών. Αρμόδιον εν προκειμένω τυγχάνει και το εξής διήγημα, εν σχέσει με την απόκρυψιν των τιμίων λειψάνων των Οσίων. Ευσεβής τις Χριστιανός εκ Κρήτης, ελθών προ ετών εν Αγίω Όρει προς επίσκεψιν συγγενούς του μονάζοντος εν Μικρά Αγία Άννη και παραπλανηθείς εν τη οδώ, έφθασεν εις την γνωστήν τοποθεσίαν λεγομένην «Πείναν», εγγύς ούσαν της Μικράς Αγίας Άννης. Γνωρίσας δε ότι ετράπη αλλοίαν οδόν και προσπαθών να εύρη εκείθεν δίοδον δια των θάμνων προς άνοδον ανατολικώς, ευρέθη όλως τυχαίως προ σπηλαίου τινός, ένθα έκειτο νεκρόν λείψανον γέροντος Μοναχού, μετά φωταγωγού ανημμένης (κανδήλας). Ιδών τούτο και ποιήσας το σημείον του τιμίου Σταυρού, εξηκολούθησε την άνοδον, νομίσας, ότι μόλις τότε είχε κοιμηθή και ότι θα έλθουν εντός ολίγου να τον ενταφιάσουν. Φθάσας μετά πολλού κόπου εις τον συγγενή του Γέροντα διηγήσατο εις αυτόν τας περιπλανήσεις του και ότι διήλθε και εκ του σπηλαίου του θανόντος αδελφού, ερωτήσας συγχρόνως πότε θα υπάγουν να τον ενταφιάσωσι, νομίζων ότι είναι γνωστόν τούτο εις τους αδελφούς. Ακούσας ο Γέρων τα τοιαύτα αντελήφθη ότι πρόκειται περί εμφανείας θείου λειψάνου, διότι εκείσε ούτε σπήλαιον υπάρχει, αλλ’ ούτε και αδελφός τις έθανε. Εν τω άμα ανέρχονται αμφότεροι εις την Καλύβην του Αγίου Αποστόλου Θωμά, όπου διηγησάμενοι λεπτομερώς τα γεγονότα εβεβαιώθησαν ότι πράγματι πρόκειται περί αγίου λειψάνου, διο και παραλαβόντες τον Γέροντα της εν λόγω Καλύβης και οι τρεις ομού έσπευσαν μετά χαράς εις την ρηθείσαν τοποθεσίαν. Αλλά δυστυχώς, κατά τον θείον Δαβίδ, «Εξέλιπον εξερευνώντες εξερευνήσεις», καθότι όλην την ημέραν ερευνώντες και ανιχνεύσαντες σπιθαμήν προς σπιθαμήν όλην την περιφέρειαν εκείνην ουδέν ανεύρον, ούτε σπήλαιον, ούτε λείψανον, καίτοι ο ευσεβής Χριστιανός υπεδείκνυεν ακριβώς το μέρος, εις ο ανεύρε προ ολίγου το σπήλαιον και το εν αυτώ θείον λείψανον, και ούτω επέστρεψαν περίλυποι εις τα ίδια. Τις άρα ήτο ο προ ολίγου φανείς Όσιος, είτα δε αποκρύψας πάλιν εαυτόν, ως και το πρώτον; Μήπως ήτο εις εκ των ημετέρων Οσίων; Ουδόλως απίθανον, διότι η περιφέρεια αύτη είναι πλησίον της ασκητικής παλαίστρας των Οσίων, ίσως δε ο Όσιος εννοήσας τον θανατον αυτού απήλθεν εκεί κρυφίως και εκοιμήθη όπου και παρέμεινεν, αποφεύγων τον ανθρώπινον έπαινον, καθώς έπραξε και ο Όσιος Ευδόκιμος ο Βατοπεδινός, όστις προϊδών τον θάνατον αυτού εισήλθε κρυφά εις την κρύπτην του κοιμητηρίου της Μονής και εκοιμήθη, μείνας εκεί κεκρυμμένος μέχρι του έτους 1840, οπότε και απεκαλύφθη κατά την γενομένην τότε ανακαίνισιν και επιδιόρθωσιν του κοιμητηρίου. Εν τω σπηλαίω των Οσίων εσώζετο μέχρι του 1888 μικρά ησυχαστική Καλύβη, ήτις κρημνισθείσα συνεχωνεύθη έκτοτε μετά της άνωθεν ταύτης κειμένης Καλύβης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, περιελθούσης υπό την κατοχήν αυτής και της ασκητικής των Οσίων παλαίστρας. Εσχάτως, κατά το 1937 – 1938, ηθέλησεν ο κ΄τοχος της εν λόγω καλύβης, συνευδοκούντων και των λοιπών Μικραγιαννανιτών αδελφών, να ιδρύση εκεί κάτωθεν του σπηλαίου ναϊδριον επ’ ονόμτι των Οσίων. Γενομένης δε προς τούτο ανασκαφής ευρέθησαν ανατολικώς και εντός του σπηλαίου σημεία αρχαίου ναϊσκου, ήτοι τμήμα του ανατολικού τοίχου του αγίου Βήματος, εν ω μικρά αψίς αγίας Τραπέζης, σωζομένη μία σπιθαμή περίπου από της βάσεως αυτής και ετέρα μικροτέρα τοιαύτη του νιπτήρος προς το αριστερόν μέρος. Άπορον όμως αν αύτη ήτο η Εκκλησία εις την οποίαν ελειτούργουν οι Όσιοι, ή μετά ταύτα ιδρύθη προς τιμήν αυτών. Αλλά δυστυχώς η εργασία έμεινεν ημιτελής δια λόγους τους οποίους δεν δυνάμεθα ενταύθα να διαλάβωμεν. Υπήρχον δε οι Όσιοι κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ο μεν Άγιος Διονύσιος ανάστημα έχων υψηλόν, κεφαλήν μεγάλην και τρόπον τινά τετράγωνον, παρειάς πλατείας, ωσαύτως και μέτωπον πλατύ και υψηλόν, μύστακα και γενειάδα πλατείαν, τετραγωνικήν και ολίγον διχασμένην, φθάνουσαν μέχρι του στήθους· ήτο φαλακρός, έχων το τρίχωμα υπόλευκον, ψαρρός και την επιδερμίδα σιτόχρους· γενικώς δε ήτο χαρακτήρ ωραίος και μεγαλοπρεπής, ομοιάζων με τον Άγιον Αθανάσιον τον εν τω Άθω, πλην της γενειάδος, ήτις του Αγίου Διονυσίου ήτο πλατυτέρα, ολίγον διχαζομένη και υπόλευκος, ουχί τελείως λευκή. Ο δε Άγιος Μητροφάνης είχεν ανάστημα μέτριον, κεφαλήν στρογγύλην, κόμην παχείν μέλαιναν, γενειάδα στρογγύλην, μικράν, και γενικώς τρίχωμα ούλον (κατσαρόν)· ωσαύτως και οφθαλμούς κι οφρύας στρογγύλας· ήτο ημιφαλακρός, με επιδερμίδα επί το λευκότερον και γενικώς μελανόθριξ. Ωμοίαζε και ούτος με τον Άγιον Νικόλαον, πλην της ηλικίας και της χροιάς του τριχώματος, διότι ήτο νεώτερος, έχων τρίχωμα μέλαν. Του Οσίου Διονυσίου σώζεται εις την βιβλιοθήκην της Σκήτης της Αγίας Άννης ιδιόγραφος βίβλος ποικίλης ύλης, μετά της ιδίας αυτού υπογραφής, κοινώς καλουμένης «Κουβαράς» και φέρει εν τέλει την εξής ολίγον μεταγενεστέραν σημείωσιν: «Η παρούσα βίβλος υπάρχει του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Διονυσίου του Ρήτορος του ασκήσαντος εν τω όρει του Άθω και αφιερώθη παρά του μαθητού αυτού εις την Μονήν της Αγίας Άννης, εις ωφέλειαν των ασκουμένων αδελφών, και ει τις το αποξενώσει ας έχει τας αράς των τιη΄ (318) Θεοφόρων Πατέρων ημών, και αυτού του αγίου Πατρός ημών Αθανασίου το επιτίμιον». Σώζεται ωσαύτως και χειρόγραφον ψαλτήριον, όπερ εχρησιμοποίει ο Όσιος κατά τας καθημερινάς αυτού ακολουθίας, φέρων και αυτό εν τέλει την ανωτέρω σημείωσιν. Αλλά και εις άλλας του Όρους Μονάς διάφοροι των Πατέρων λόγοι, απλοποιηθέντες παρ’ αυτού, προς «ωφέλειαν των εντυχανόντων» και εξ «ιστορίαι» αι συνοδευόμεναι υπό των «Μαργαριτών» του θείου Χρυσοστόμου. Του δε Αγίου Μητροφάνους η οπτασία του εξ Ισβόρου Δημητρίου. Ταύτα τα ολίγα ευσύνοπτα ηδυνήθην να συνάξω και γραπτώς να παραδώσω εις τους αγαπώντας την δόξαν των Οσίων αδελφούς, εις δόξαν πρωτίστως του εν τοις Αγίοις ενδοξαζομένου Θεού ημών, και δεύτερον εις τιμήν των Οσίων, των επί τοσαύτα έτη μενόντων αγεράστων και ατιμήτων, μάλιστα δε παρ’ ημών των παροικούντων εις τον ιερόν χώρον εις τον οποίον ούτοι διέπρεψαν και ηγίασαν. Αλλ’ ίσως τις είπη, ότι οι παρά Θεού δοξασθέντες και τιμηθέντες, του όντος υπερτελείου, δεν έχουσιν ανάγκην ανθρωπίνων τιμών και επαίνων, όντων ατελών και πεπερασμένων· ναι, δεν έχουσι τοιαύτην ανάγκην, αλλ’ ημείς έχομεν καθήκον και χρεωστούμεν, ή μάλλον εντελλόμεθα, να τιμώμεν και γεραίρωμεν τους οσίως βιώσαντας, ως εργάτας της αρετής και φίλους Θεού, προς τον οποίον και η τιμή αναφέρεται· λέγει δε και ο Μέγας Βασίλειος: «Η προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμή, απόδειξιν έχει της προς τον οικείον Δεσπότην ευνοίας». Διο και ημείς, αδελφοί, οι των Οσίων επιτελούντες την μνήμην, μη μόνον ιστάμεθα θαυμάζοντες τους αγώνας αυτών και την πολιτείαν, αλλ’ ας διαναστώμεν εκ του ληθάργου της αμελείας και ας προθυμοποιήσωμεν εαυτούς, κατά το δυνατόν, προς τους πνευματικούς πόνους και αγώνας, διότι εκ μόνης της θεωρίας και του απλού τυπικού εορτασμού ουδέν ωφελούμεθα, ίνα μη είπω ότι και κατακρινόμεθα, ως γνόντες το καλόν και μη πράξαντες αυτό. «Ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών, λέγει ο Σωτήρ ημών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ας ρίψωμεν εν βλέμμα επί του σπηλαίου αυτών, σκεπτόμενοι, έστω και επ’ ελάχιστον, τους εκουσίους κόπους και πόνους αυτών, την εγκράτειαν, την ταπείνωσιν, την υπομονήν και γενικώς την αγγελικήν τούτων ζωήν και τούτο ας γίνη εις ημάς καλή αρχή βελτιώσεως και διαρρυθμίσεως της πολιτείας ημών, κατά τας υποσχέσεις και συνθήκας τας οποίας ενώπιον της Εικόνος του Κυρίου συνεθέσαμεν. Ο τόπος εν ω ιστάμεθ, αδελφοί, καταβιούντες γη αγία εστί, κατά την θείαν φωνήν, αγιασθείσα παρά τοσούτων και τηλικούτων αγίων και θεοφόρων ανδρών· να καταργώμεν άρα αυτόν δια των αμελών ή και εφαμάρτων έργων; Μη γένοιτο! Λέγομεν ενίοτε, αυτοαπατώμενοι βεβαίως· «Ημείς καθήμεθα ενταύθα, εις το Άγιον Όρος, το περιβόλι της Παναγίας, και ελπίζομεν εις Αυτήν να σωθώμεν, ως υπεσχέθη εις τον Όσιον Πέτρον». Ναι, υπέσχετο η Παντοβασίλισσα Θεοτόκος εις τον Όσιον Πέτρον περί των ενθάδε βιούντων ν’ απολογηθή Αύτη εις τον Υιόν αυτής, αλλ’ όχι και των αμελώς· αλλά πως; Των εν μετανοία αληθεί· «Έσομαι τούτοις, επαγγέλεται η Κυρία ημών Θεοτόκος, άμαχος σύμμχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής, κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφήν τε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί· και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι, και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί· συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ Αυτού την άφεσιν». Ηκούσατε, αδελφοί, τι επαγγέλλεται ημίν η Υπεραγία Θεοτόκος; Πως λοιπόν ημείς να μη φανώμεν αντάξιοι, κατά το μέτρον των δυνάμεών μας, τοιούτων μεγάλων και αψευδεστάτων επαγγελιών, παρά διερχόμεθα τον βίον ημών απλώς και ως έτυχε; Και όχι μόνον τούτο, αλλ’ ενίοτε γινόμεθα αίτιοι και πρόσκομμα σκανδάλου και εις αυτούς τους λαϊκούς δια της πολυτελείας, της φαντασίας, του ψεύδους, της δολιότητος, εν ω έπρεπε να είμεθ τύπος και παράδειγμα καλών έργων· «ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα, και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς», λέγει ο Σωτήρ ημών. Ήδη οπότε «η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν, αποθώμεθα τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός· ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν», μισούντες και απορρίπτοντες αφ’ ημών τα θεομισή πάθη, την μνησικακίαν, την έριν, τον φθόνον και πάσαν άλλην ακαθαρσίαν, και προς τούτοις το θεοστυγές φρόνημα, τον επισκιασμόν, τα κατέχοντα την ταλαίπωρον ημών ψυχήν αιχμάλωτον, και εν μετανοία αληθεί και ειλικρινεί αγάπη ας πράξωμεν εκείνο, όπερ κατά το παρελθόν ημελήσαμεν, ήτοι το θέλημα του Κυρίου το αγαθόν και τέλειον, διότι αι ημέραι τας οποίας διερχόμεθα είναι πονηραί και ουκ οίδαμεν τι τέξεται η επιούσα. Και ούτω πολιτευόμενοι θα έχωμεν την βοήθειαν της Κυρίας Θεοτόκου κατά τον παρόντα βίον οδηγόν και αντιλήπτορα, εν δε τω μέλλοντι κριτηρίω αρωγόν και απολογητήν υπέρ ημών προς τον Υιόν Αυτής ακαταίσχυντον· Αυτής την κραταιάν βοήθειαν έχοντες και οι θεοφόροι Πατέρες ηνδραγάθησαν και ηρίστευσαν και ηξιώθησαν της στάσεως των γγέλων εν ουρανοίς, προς ους στρέφοντες τον λόγον είπωμεν ταύτα. Χαίροις ω μακαρία δυάς, ηγιασμένη ξυνωρίς και θεοδόξαστε Διονύσιε των απ’ αιώνος Οσίων ισοστάσιε, και Μητρόφανες θεράπον του Κυρίου γνησιώτατε· οι πάντα τα υλικά και πρόσκαιρα θεοφρόνως απωσάμενοι, και ασκητικώς και ισαγγέλως εν τώδε τω χώρω βιώσαντες· ήδη μετ’ Αγγέλων και πάντων των Αγίων, εν τω νυμφώνι της δόξης, εν τη ανεκλαλήτω χαρά του Κυρίου χορεύοντες, και κατά μέθεξιν θείαν θεούμενοι, μη παύσησθε, παρακαλούμεν, υπέρ ημών του Κυρίου δεόμενοι· δέξασθε δε και το παρόν μου μικρόν εφύμνιον, ως ευτελές δώρον και νηπίων ψελλίσματα, όπερ υπό του πόθου τυραννηθείς υμίν ως οίον τ’ ανέθηκα και βραβεύσατέ μοι, δέομαι, άφεσιν πταισμάτων και βίου διόρθωσιν· εν δε τη του θανάτου εσχάτη ανάγκη παράστητέ μοι βοηθοί και αντιλήπτορες, αποτρέποντες τας απαισίας και δυσειδείς μορφάς των καταχθονίων δαιμόνων, και όχι μόνον εις εμέ, αλλά και εις πάντας τους ενταύθα ενασκουμένους και κατ’ έτος την ιεράν υμών μνήμην εορτάζοντας, ει και μέγιστον το αίτημα, ίνα συν υμίν υμνώμεν και προσκυνώμεν την υπερύμνητον και ζωαρχικήν Τριάδα εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Ιουλίου, μνήμη των αγίων ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΠΕΝΤΕ Μαρτύρων των εν Νικοπόλει της Αρμενίας μαρτυ

Δημοσίευση από silver »

Τη Ι΄ (10η) Ιουλίου, μνήμη των αγίων ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΠΕΝΤΕ Μαρτύρων των εν Νικοπόλει της Αρμενίας μαρτυρησάντων.

Ήκμασαν οι Άγιοι ούτοι κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου και Λυσίου ηγεμόνος, εν έτει τιε΄ (315), πρώτοι δε μεταξύ αυτών ήσαν οι Λεόντιος, Μαυρίκιος, Δανιήλ και Αντώνιος. Ούτοι παρρησία ομολογήσαντες τον Χριστόν, πρώτον μεν ετιμωρήθησαν με διαφόρους βασάνους, ύστερον δε ερρίφθησν εντός πεπυρακτωμένης καμίνου και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις την αγίαν Ακυλίναν, πλησίον του Φόρου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ, ότε τον τόμον του της πίστεως όρου των εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, των εν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι της αγίας και Οικουμενικής Δ΄ Συνόδου εκράτυνεν.

Ευφημία η καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού ήκμαζε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Πρίσκου Ανθυπάτου Ρώμης, εν έτει σπη΄ (288), κατήγετο δε εκ Χαλκηδόνος, θυγάτηρ πατρός μεν Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δε Θεοδοσιανής. Διαβληθείσα λοιπόν ότι ωμολόγει τον Χριστόν, ετιμωρήθη δια τροχών και πυρός, και δια πολλών άλλων βασάνων· ύστερον δοθείσα εις τα θηρία, ίνα ταύτην σπαράξωσιν, έμεινεν εξ αυτών αβλαβής. Είτα εδήχθη υπό άρκτου, προσευχηθείσα δε παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού εν τω θεάτρω· το δε τίμιον αυτής λείψανον απετέθη εντός θήκης και ενεταφιάσθη εις τόπον τινά πλησίον της Χαλκηδόνος, όπου παρέμεινεν επ’ αρκετούς χρόνους, ιάσεις βρύον παντοδαπάς και θαύματα άπειρα επιτελούν. Μετά παρέλευσιν δε πολλού χρόνου, όταν εξηπλώθη η ευσέβεια εις τον κόσμον, έγινε τοιούτον παράδοξον. Εις τας ημέρας Θεοδοσίου του Μικρού, εν έτει 410, εις Μοναχός και Ιερεύς, Ευτυχής μεν κατά το όνομα δυστυχής δε κατά τον νουν, εγένετο αρχηγός αιρέσεως, ισχυριζόμενος ο φρενοβλαβής, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μίαν μόνην φύσιν, την της Θεότητος, και μίαν μόνην ενέργειαν, επίσης την της Θεότητος· καθηρέθη δε ούτος υπό του Αγίου Φλαβιανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πλην μεταχειριζόμενος ο άθλιος όργανα τους του βασιλέως αθέους ευνούχους, δεν έπαυε ταράττων την Εκκλησίαν και ενέδρας ποιών, έως ου ο βασιλεύς Θεοδόσιος ετελεύτησεν. Όταν δε ο Μαρκιανός εβασίλευσε μετά της Πουλχερίας, διέταξε να συγκροτηθή Οικουμενική Σύνοδος εις Χαλκηδόνα, κατά το έτος τετρακόσια πεντήκοντα εν (451) δια να εξετάση την υπόθεσιν. Συνελθόντες λοιπόν εν Χαλκηδόνι εξακόσιοι τριάκοντα Επίσκοποι συνεκρότησαν την Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Τότε, αφού πολλά συνεζήτησαν, κατεδίκασαν και ανεθεμάτισαν τον Ευτυχή και τον τούτου ακόλουθον Διόσκορον ως και πάντας τους μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν επί Χριστού βλασφημούντας. Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν επείθοντο εις τα δόγματα της Αγίας Συνόδου, μετήλθον άλλον τρόπον οι άγιοι Πατέρες. Αμφότερα τα μέρη, το των Ορθοδόξων δηλαδή και το των κακοδόξων Μονοφυσιτών, έγραψαν τα υπ’ αυτών πιστευόμενα και κηρυττόμενα εις τόμον ξεχωριστόν έκαστον μέρος· ανοίξαντες δε την θήκην την περιέχουσαν το τίμιον λείψανον της Αγίας Ευφημίας, απέθεσαν τα δύο ταύτα βιβλία επί του στήθους της Αγίας εσφραγισμένα· ανοίξαντες δε πάλιν, μεθ’ ωρισμένας ημέρας, είδον και εξέστησαν· διότι τον μεν τόμον των αιρετικών εύρον ερριμμένον κάτωθεν των ποδών της Αγίας, τον δε τόμον των Ορθοδόξων, τον περιέχοντα τον όρον και την απόφασιν της Αγίας Συνόδου, κρατούμενον υπό της Μάρτυρος εις τας αγκάλας της. Τούτου δε γενομένου, εθαύμασαν άπαντες δια το τοιούτον παράδοξον· εκ τούτου οι μεν Ορθόδοξοι εστηρίχθησαν εις την πίστιν και εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα καθ’ εκάστην μεγάλα και παράδοξα θαύματα προς επιστροφήν και διόρθωσιν των πολλών, οι δε αιρετικοί Μονοφυσίται κατησχύνθησαν. Τούτο λοιπόν το χάριτας βρύον ιερόν λείψανον της Αγίας μετεκομίσθη ακέραιον εκ Χαλκηδόνος εις Κωνσταντινούπολιν, προ της αλώσεως αυτής, όπου και ο τότε αοίδιμος Πατριάρχης Κωνσταντίνος ήγειρε Ναόν προς τιμήν της Αγίας. Γενομένης δε της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων και μετατεθέντων πάντων των ιερών λειψάνων εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων, εις τον οποίον μετεφέρθη τότε και το Πατριαρχείον, μετετέθη εκεί και το λείψανον της Αγίας. Εκείθεν μετατεθέντος και πάλιν του Πατριαρχείου εις τον Ιερόν Ναόν της Παμμακαρίστου, μετεκομίσθη εκεί ομού μετά των λοιπών και το ιερόν λείψανον της Αγίας. Επειδή δε κατά τας πικράς εκείνας ημέρας της αιχμαλωσίας δεν έπαυον οι κατακτηταί να μεταχειρίζωνται κάθε είδους πικρίαν κατά των Χριστιανών, αρπάζοντες μεταξύ των άλλων τους ιερούς Ναούς και μετατρέποντες αυτούς εις τζαμία, ήρπασαν και τον Ναόν της Παμμακαρίστου και ως εκ τούτου το Πατριαρχείον μετεφέρθη εκ νέου εις τον πάνσεπτον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, εν Φαναρίω, όπου και νυν ευρίσκεται. Μετηνέχθη τότε εκεί και το ιερόν λείψανον της Αγίας, όπερ θεία ευδοκία διασώζεται μέχρι της σήμερον, τιμώμενον και σεβόμενον όχι μόνον παρά των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και παρά των ετεροδόξων, βρύον ιάματα εις τους μετ’ ευλαβείας προσερχομένους. Καθιερώθη δε το ιερόν λείψανον της Αγίας εν τω ρηθέντι πανσέπτω Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εις το δεξιόν μέρος αυτού, το οποίον έγινε και παρεκκλήσιον επ’ ονόματι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, ότε επί της πρώτης πατριαρχίας του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου ανωκοδομήθησαν εκ βάθρων τα Πατριαρχεία και αι λοιπαί εν τη πατριαρχική αυλή οικοδομαί. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρις της Αγίας κατά την ια’ (11ην) του Ιουλίου, καθ’ ην συναθροίζονται τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών τε και γυναικών της τε Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων αυτής, και πολλοί των ετεροδόξων και οι μετ’ ευλαβείας προσερχόμενοι και ασπαζόμενοι το ιερόν αυτής λείψανον αξιούνται πολλών ιαμάτων.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Ιουλίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΠΡΟΚΛΟΥ και ΙΛΑΡΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Πρόκλος και Ιλάριος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού και Μαξίμου ηγεμόνος, εν έτει ρστ΄ (106), κατήγοντο δε εκ της χώρας των Καλλίπων, κειμένης πλησίον της Αγκύρας. Συλληφθείς λοιπόν πρώτος ο Άγιος Πρόκλος και ομολογήσας τον Χριστόν ενώπιον του βασιλέως, παρεδόθη εις τον ηγεμόνα Μάξιμον όπως τιμωρηθή. Όθεν κατά προσταγήν του ηγεμόνος οι στρατιώται, καταξέσαντες πρώτον τον Άγιον, κατέκαυσαν έπειτα με ανημμένας λαμπάδας τα μέλη του, τα οποία είχον πληγωθή εκ των ξεσμών· μετά ταύτα δ’ εκρέμασαν αυτόν επί ξύλου και προσέθεσαν εις τον πόδα του πέτραν βαρείαν. Ύστερον απεφάσισεν ο ηγεμών να θανατωθή ο Άγιος δια βελών. Φερόμενος λοιπόν ο τρισμακάριος αθλητής εις τον τόπον της τιμωρίας συναντά καθ’ οδόν τον ανεψιόν του Ιλάριον, ο οποίος, επειδή εχαιρέτισε τον θείον του, συνελήφθη και αυτός υπό των Ελλήνων. Και ο μεν Άγιος Πρόκλος, καταπληγωθείς εκ της πληθύος των βελών, απήλθε προς Κύριον και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Ιλάριος, ερωτηθείς και ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, κρεμασθείς εδάρη, έπειτα εσύρθη κατά γης επί τρία μίλλια, έπειτα δε απεκεφαλίσθη και ενεταφιάσθη μετά του θείου του Αγίου Πρόκλου. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις το Μοναστήριον της Υπατίας, πλησίον εις τον τόπον τον λεγόμενον Ματρώνα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (13η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΓΟΛΙΝΔΟΥΧ της εκ Περσίδος, της μετονομασθείσης ΜΑΡΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΒ΄ (13η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΓΟΛΙΝΔΟΥΧ της εκ Περσίδος, της μετονομασθείσης ΜΑΡΙΑΣ.

Μαρία η ένδοξος Μάρτυς του Χριστού, η πρώην ονομαζομένη Γολινδούχ, κατήγετο εκ της Περσίας, έχουσα άνδρα αρχιμάγον, κατά τους χρόνους Χοσρόου μεν του βασιλέως Περσών, Μαυρικίου δε του βασιλέως Ρωμαίων εν έτει φπδ΄ (584). Ελθούσα δε εις έκτασιν, βλέπει Άγγελον Θεού, όστις έδειξεν εις αυτήν τόπον σκοτεινόν και πλήρη πυρός, εντός του οποίου είδε τους προγόνους της, οι οποίοι ελάτρευσαν τα είδωλα. Έδειξε δε εις αυτήν και άλλον τόπον φωτεινόν, εντός του οποίου ηυφραίνοντο και εχόρευον οι του Χριστού λάτραι· θέλουσα δε και αυτή να εισέλθη εντός του φωτεινού εκείνου τόπου, ημποδίζετο υπό του φαινομένου Αγγέλου, όστις έλεγεν εις αυτήν, ότι εις τον τόπον εκείνον δεν δύνανται να εισέλθουν οι άπιστοι. Ευθύς λοιπόν, μετά την οπτασίαν εκείνην, συνελθούσα εις εαυτήν η μακαρία, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη, μετονομασθείσα Μαρία. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην καταδικασθείσα υπό τε του ανδρός της και του βασιλέως των Περσών, εξωρίσθη εις το φρούριον το καλούμενον της Λήθης. Εις το φρούριον αυτό διήλθεν η αοίδιμος δεκαοκτώ έτη σκληρώς βασανιζομένη· επειδή δε δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, ερρίφθη εις λάκκον εντός του οποίου υπήρχε δράκων, όστις επροξένει μέγαν φόβον εις τους πλησιάζοντας. Εκεί η Αγία διελθούσα τέσσαρας μήνας τοσούτον ημέρωσε τον δράκοντα, ώστε ούτος εστηρίζετο επ’ αυτής και ανεπαύετο· εις το διάστημα δε εκείνο δεν έδωκαν εις την Αγίαν να φάγη. Όθεν έλαβε χάριν παρά Θεού να μη ενοχλήται πλέον εκ της πείνης, μηδέ να χρειάζηται ανθρωπίνην τροφήν. Έπειτα εξήγαγον την Μάρτυρα εκ του λάκκου, και παραστήσαντες αυτήν εις τον υιόν του Χοσρόου, την έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εκ του δαρμού εσχίσθη ο μαστός της. μετά ταύτα έβαλον την κεφαλήν της Αγίας εντός σάκκου πλήρους τέφρας εκ καμίνου, ούτω δε κατεκλείσθη μόνη εντός τινος τόπου. Διαφυλαχθείσα δε αβλαβής υπό της θείας χάριτος, ερρίφθη εις πορνοστάσιον, όπου προσετάχθησαν ασελγείς τινες να ατιμάσωσι το σώμα της Αγίας· εκείνοι δε οσάκις εισήρχοντο, δεν εύρισκον αυτήν, διότι εκρύπτετο παραδόξως καθισταμένη αόρατος και δεν την έβλεπον. Σφραγισθείσα δε η Αγία εις το λαιμόν και φερομένη ίνα αποκεφαλισθή, ελυτρώθη αοράτως υπό θείου Αγγέλου, όστις εξήγαγεν εκ του λαιμού της σώαν την σφραγίδα την οποίαν είχε και παρεκίνησε τον δήμιον να την αφήση και να μη την αποκεφαλίση. Επειδή δε η Αγία ελυπείτο διότι δεν έπαθε δια τον Χριστόν, τούτου ένεκα εφάνη εις αυτήν θείος Άγγελος, κρατών ξίφος εις τας χείρας του, δια του οποίου εκτύπησεν αυτήν εις τον λαιμόν, εφάνη δε ότι την έκοψεν· εκ της τομής δε εκείνης εξήλθεν αίμα το οποίον εκοκκίνησε τα ενδύματά της, και ταύτα πολλάς ιατρείας εποίησαν. Τότε η Αγία απήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα, προσκυνήσασα δε τους Αγίους Τόπους, ήλθεν εις τινα Μοναστήρια, εντός των οποίων ευρίσκετο η αίρεσις του μονοφυσίτου Σεβήρου. Προσευχηθείσα δε εζήτησε παρά Θεού να της αποκαλύψη, εάν πρέπη να επικοινωνήση μετ’ αυτών· όθεν βλέπει Άγγελον, ο οποίος εκράτει δύο ποτήρια, το μεν σκοτεινόν, το δε άλλο φωτεινόν, εδείκνυε δε εις αυτήν, ότι το μεν φωτεινόν ποτήριον δηλοί την Καθολικήν Εκκλησίαν, το δε σκοτεινόν την συναγωγήν των αιρετικών. Επειδή δε ο τότε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων παρεκάλεσεν αυτήν να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα ευχηθή τους ευσεβείς βασιλείς, απεκρίθη εις αυτόν, ότι εγγίζει η προς Θεόν αυτής εκδημία και μετάστασις. Φθάσασα λοιπόν μεταξύ των τόπων Νιτζίβεως και Λαράς εις τον ευκτήριον Ναόν του Αγίου Σεργίου, εκεί δε ευχαριστήσασα τον Θεόν ησθένησεν ολίγον· είτα ζητήσασα παρά Θεού την σωτηρίαν όλου του κόσμου, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Αυτού. Τελείται δε η αυτής σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν Ναόν του Αγίου Τρύφωνος, ο οποίος κείται πλησίον της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και νέας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ του Αγιορείτου και σοφωτάτου

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ του Αγιορείτου και σοφωτάτου της Εκκλησίας διδασκάλου.

Η αρετή είναι όντως μέγα και ουράνιον πράγμα, ως έχον πηγήν και αρχήν τον Θεόν, και ως τιμώσα και δοξάζουσα τους φίλους και εργάτας αυτής. Δι’ αυτής ετιμήθησαν οι Άγιοι Προφήται, εμεγαλύνθησαν οι θεηγόροι Απόστολοι, ηνδραγάθησαν οι καλλίνικοι Μάρτυρες, ελαμπρύνθησαν οι θεοειδείς Ιεράρχαι και ωκειώθησαν τω Θεώ οι απ’ αιώνος θεοφόροι Πατέρες. Δια της αρετής ειργάσαντο «ξένα και παράδοξα» εν τω κόσμω οι αγαπήσαντες ολοψύχως τον Θεόν Άγιοι και ανεδείχθησαν πολύφωτοι φωστήρες, «λόγον ζωής επέχοντες» και φαίνοντες «από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών», προς φωτισμόν «των εν σκότει και σκιά θανάτου» κατά την θείαν ρήσιν και προς σωτηρίαν ψυχών αιώνιον. Η αρετή αναδεικνύει τον άνθρωπον μακάριον, Άγγελον επίγειον, πλήρη θείου φωτός, σιωπώντα και λαλούντα και ορώμενον, έμψυχον στηλογραφίαν παντός καλού και λυσιτελούς, κληρονόμον Θεού, συγκληρονόμον Χριστού. Της αρετής φίλος γνήσιος και αληθής εργάτης και μυσταγωγός και υποφήτης «έργω και λόγω» υπήρξε και ο θεοφόρος Νικόδημος, ο μέγας της Εκκλησίας και πολύσοφος διδάσκαλος, το θαύμα των εν Άθω μοναστών, ο φαεινός εωσφόρος της ουρανίου σοφίας και της εν Χριστώ ζωής, ο εν εσχάτοις λάμψας καιροίς και καταφωτίζων της οικουμένης τα πέρατα δια των θεοσόφων αυτού συγγραμμάτων· η εύηχος σάλπιξ του Αγίου Πνεύματος· η μελίρρυτος και σοφωτάτη γλώσσα, η εν «δυνάμει λόγου» διατρανούσα και αναπτύσσουσα τα ρήματα της αιωνίου ζωής και τα των Πατέρων συνεπτυγμένα νοήματα· της ασκητικής ζωής ο πρακτικώτατος υφηγητής· των πνευματικών αναβάσεων ο θεοειδής μυστογράφος και των εν αυταίς ελλάμψεων ο θείος εκφάντωρ· της Ορθοδόξου Εκκλησίας «ο στύλος και το εδραίωμα» και το εξαίρετον καύχημα, και πάσης αιρετικής και κακοφώνου διδαχής ο ισχυρότατος καθαιρέτης· ο πολυειδώς και πολυτρόπως δοξάσας τον Θεόν, και επαξίως παρά Θεού δοξασθείς. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ούτος ο πολύς εν σοφία και μέγας εν αρετή, ο περιφανής της Εκκλησίας φωστήρ και διδάσκαλος, το στόμα των πάλαι Οσίων διδασκάλων θείος Νικόδημος, εγεννήθη εν τη νήσω των Κυκλάδων Νάξω, κατά το σωτήριον έτος 1749, εκ γονέων ευσεβών και εναρέτων, Αντωνίου και Αναστασίας, το επίθετον Καλλιβούρση. Δια του αγίου Βαπτίσματος ωνόμασαν αυτόν Νικόλαον, και πρώτοι ούτοι εγαλούχησαν τον υιόν των δια των ζωηφόρων της πίστεως ναμάτων, εκ βρεφικής ηλικίας. Τρανή απόδειξις της θερμής των γονέων του Οσίου ευσεβείας, και μάλιστα της μητρός αυτού, είναι το γεγονός, ότι βραδύτερον αύτη εγένετο Μοναχή, άρασα τον ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, μετονομασθείσα Αγάθη. Εξ απαλών ονύχων εφαίνετο ο Όσιος οποίος έμελλε να αποβή μετά ταύτα· διότι ήτο λίαν προσεκτικός και φρόνιμος, καίτοι εν παιδική ηλικία, αποφεύγων τας ματαίας συναναστροφάς, και παν δυνάμενον να επιφέρη βλάβην εις τον έσω άνθρωπον. Επιμέλεια ηθών, αγχίνοια έξοχος, τρόπων ευκοσμία, ζήλος περί τα καλά και ωφέλιμα, αγάπη προς την θύραθεν και την κατά Θεόν παιδείαν, ήσαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νεαρού Νικολάου. Αλλά πλέον πάντων διεκρίνετο δια την μεγάλην οξύτητα του νοός, την ακριβή διορατικότητα, την λαμπράν ευφυϊαν και την απέραντον μνήμην, δι’ ων κατέπληττεν όχι μόνον τους συνομήλικας, αλλά και πάντας τους ορώντας τοσαύτα εξαίρετα προσόντα και αγλαά προτερήματα εν τοιαύτη νεαρά έτι ηλικία. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εν τη Νάξω, εν τη ιδιαιτέρα αυτού πατρίδι Χώρα, παρά του ιερέως της ενορίας του, παρά του οποίου και εδιδάσκετο συγχρόνως την προς τον Χριστόν αγάπην και προς την αγίαν αυτού Εκκλησίαν, και παν ωφέλιμον και λυσιτελές, και τον οποίον ιερέα μετ’ ευλαβείας και προθυμίας εξυπηρέτει, διακονών κατά την τέλεσιν της θείας Λειτουργίας και τας λοιπάς ιεροπραξίας. Καταρτισθείς ούτω καταλλήλως ο μακάριος παρά του ευλαβούς ιερέως της ενορίας, εφοίτησεν ύστερον εις την εν Νάξω σχολήν, εν τη οποία εδιδάχθη τα θύραθεν και τα ιερά γράμματα παρά του εναρέτου και σοφού διδασκάλου του γένους Αρχιμανδρίτου Χρυσάνθου, αδελφού του θαυμαστού και περιβοήτου «εν λόγω και έργω και ανατροφή» ισαποστόλου και ιερομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Είναι δε γνωστόν, ότι εις την Νάξον, τη μερίμνη των λογίων Αρχιερέων Θεωνά, Αθανασίου, Ιωάσαφ και άλλων, είχεν ιδρυθή σχολή, η οποία από του 1770 και εντεύθεν ανεκαινίσθη. Από δε του 1781 εγκατεστάθη εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ένθα ελειτούργει μέχρι του 1821. Εις την σχολήν ταύτην εχρημάτισε διευθυντής ο ρηθείς Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος ο Αιτωλός, και εδίδαξεν εν συνεχεία μέχρι του θανάτου αυτού, επισυμβάντος εν έτει αψπε΄ (1785). Τοιούτου διδασκάλου τυχών ο νεαρός Νικόλαος εξεπαιδεύθη θαυμασίως ως έδει και εξεκαύθη η φιλόθεος αυτού καρδία προς πλείονα παιδείαν και εκμάθησιν ανωτέρων γνώσεων. Άγων δε το 16ον έτος της ηλικίας, ωδηγήθη υπό του πατρός αυτού εις Σμύρνην, εις την λαμπράν Ελληνικήν σχολήν της πόλεως ταύτης, την ονομασθείσαν αργότερον και γενομένην περιάκουστον ως Ευαγγελικήν Σχολήν, και εισήχθη ως οικότροφος εν τω μαθητικώ αυτής κοινοβίω. Ενταύθα έσχε σπουδαιότερον διδάσκαλον, τον επιφανή κατά την εποχήν εκείνην δια την παιδείαν και ονομαστόν δια την αρετήν Ιερόθεον Βουλισμάν τον Ιθακήσιον, και παρέμεινεν εν τη σχολή επί 5 έτη. Προκόπτων ο μακάριος εις τα μαθήματα κατέπληττε τους πάντας δια τας θαυμασίας αυτού επιδόσεις, την πλουσιωτάτην μνήμην, την φωτεινήν κρίσιν, αλλά και δια την άκραν επιμέλειαν των ηθών και την χρηστότητα των τρόπων. Δι’ αυτόν θα ηδύνατο να λεχθή ό,τι ο Θεολόγος Άγιος Γρηγόριος είπε δια τον Μέγαν Βασίλειον. «Ποίον είδος ουκ επήλθε παιδεύσεως; Μάλλον δε ποίον ου μεθ’ υπερβολής ως μόνον; Ούτω μεν άπαντα διελθών, ως ουδείς εν· ούτω δε εις άκρον έκαστον, ως των άλλων ουδείς». Μαθητεύων εν τη σχολή ταύτη ο νεαρός Νικόλαος εγίνετο διδάσκαλος των συμμαθητών αυτού, αναλύων, αποσαφηνίζων και εκμανθάνων εις αυτούς όσα δεν κατώρθωναν κατά τας ώρας της διδασκαλίας να αντιληφθώσι και εννοήσωσι σαφώς. Δια την προθυμίαν του αυτήν, αλλά και δια την όλην καλωσύνην του και τα λοιπά περικοσμούντα αυτόν χαρίσματα, ετύγχανε κατ’ εξοχήν αγαπητός εκ μέρους των συμμαθητών του, ώστε να προθυμοποιούνται και επιδιώκουν ούτοι να τον αντικαθιστούν εις τας διαφόρους υπηρεσίας του οικοτροφείου, παρά τας διαμαρτυρίας και αντιρρήσεις του. Αυτός ούτος ο διδάσκαλος Ιερόθεος, εκτιμών την λαμπράν θεολογικήν και λοιπήν βαθείαν μόρφωσιν και αρετήν του Νικολάου, έγραφε βραδύτερον προς αυτόν, αναχωρήσαντα πλέον εκ της σχολής. «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου, να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω πλέον άλλον ωσάν σε όμοιον εις την προκοπήν». Εν τη σχολή ταύτη εδιδάχθη και εξέμαθε, πλην των εγκυκλίων μαθημάτων, των θεολογικών γραμμάτων και των αρχαίων Ελληνικών, την Λατινικήν, την Ιταλικήν και την Γαλλικήν γλώσσαν. Η δε επίδοσίς του και η γνώσις της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης είναι τω όντι σπανία, ήτις θαυμασίως διαλάμπει εις πάντα τα έργα αυτού. Εγένετο βαθύς κάτοχος αυτής, δυνάμενος να γράφη και να εκφράζηται εις οιανδήποτε μορφήν των ιστορικών φάσεων και παραλλαγών της γλώσσης ημών. Μετά της ιδίας ευχερείας, δια της οποίας εξήγει εις την απλοελληνικήν τα ιερά κείμενα προς κατανόησιν αυτών υπό του λαού, συνέτασσε και τα αρχαιοπρεπέστατα επιγράμματα εις την Ομηρικήν διάλεκτον. Κατά το 1770 εξ αιτίας των υπό των Τούρκων κατά των Χριστιανών εν Σμύρνη διωγμών και σφαγών, εξαγριωθέντων δια την πυρπόλησιν του στόλου αυτών υπό των Ρώσων παρά τον Τσεσμέν, ανεχώρησεν εκείθεν και επανήλθεν εις την πατρίδα αυτού Νάξον, ένθα ο τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Άνθιμος Βαρδής προσέλαβεν αυτόν ως γραμματέα και ακόλουθόν του, έχων σκοπόν να προπαρασκευάση αυτόν αρμοδιώτερον «επί τα τελεώτερα της χάριτος» και εισαγάγη κατόπιν εις το ιερατικόν στάδιον, «εις διακονίαν Κυρίου». Επί 5 έτη έμεινε πλησίον του Ανθίμου εν Νάξω, όπου και τω εδόθη ευκαιρία να γνωρισθή μετά των οσιωτάτων και εναρέτων Αγιορειτών Ιερομονάχων Γρηγορίου και Νήφωνος και του Μοναχού Αρσενίου, ανδρών τη αληθεία τους πλείστους υπερεχόντων τη αρετή και σεμνότητι. Ούτοι αφηγήθησαν αυτώ τα της μαναχικής ζωής και αγγελικής πολιτείας των ασκητών εν Αγίω Όρει, και εμύησαν τα της νοεράς προσευχής, γνωρίσαντες τούτον κατάλληλον και επιδεκτικόν των μυστηρίων της μακαρίας ταύτης εργασίας. Εκ της συναναστροφής και συνομιλίας μετά των Οσίων τούτων ανδρών ηχμαλωτίσθη η καρδία του μακαρίου προς ένθεον ζήλον και ανεφλέγη προς πόθον της αγγελικής ζωής των μοναστών του Άθωνος. Επειδή δε πολλά είχεν ακούσει περί της αρετής και σοφίας του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, ήλθε και συνήντησεν αυτόν εις Ύδραν, διατρίβοντα εκεί, δια να ενισχυθή και φωτισθή παρ’ αυτού έτι περισσότερον εις την κατά Χριστόν ασκητικήν ζωήν, προς την οποίαν είχεν ήδη κατευθύνει όλην την ροπήν της ψυχής του. Εκ της αγίας αυτής συναντήσεως ανεπτύχθη στενός και ισόβιος εν Πνεύματι Αγίω σύνδεσμος και βαθεία αγάπη και εκτίμησις μεταξύ των δύο τούτων αγίων και θεοφόρων ανδρών. Εκεί εγνώρισεν επίσης τον περιβόητον δια την αρετήν αυτού Μοναχόν Σίλβεστρον τον Καισαρέα, έξω της νήσου εν κελλίω ερημικώ ασκούμενον, «τον υψίνουν και πλατύνουν, το μέλι της ησυχίας και θεωρίας τρεφόμενον», παρά του οποίου επί πλέον εξεκαύθη και ανεπτερώθη εις την αγγελικήν των Μοναχών πολιτείαν και διαγωγήν. Καιομένην έχων ήδη την καρδίαν προς την εν πνεύματι μακαρίαν ζωήν και τα τελειότερα του Πνεύματος χαρίσματα, λαβών συστατικά παρά του ρηθέντος Γέροντος Σιλβέστρου γράμματα, ανεχώρησεν εκ της Νάξου κατά το 1775 δια το Άγιον Όρος αρνησάμενος κόσμον και εαυτόν, κατά την του Κυρίου φωνήν, επιθυμών να άρη τον γλυκύν και χρηστόν του Σωτήρος Σταυρόν. Κατά την αναχώρησίν του εκ Νάξου συνέβη το εξής περιστατικόν, δεικνύον τον διάπυρον ζήλον του Νικολάου προς την μοναχικήν ζωήν. Κατελθών εις τον αιγιαλόν εύρεν ιστιοφόρον ετοιμαζόμενον προς αναχώρησιν δι’ Άγιον Όρος, και μεγάλως εδόξασε τον Θεόν επί τη εκπληρώσει του πόθου του. Παρεκάλεσε τότε τον πλοίαρχον να παραλάβη και αυτόν, όστις τω υπεσχέθη ότι την στιγμήν της αναχωρήσεως θα τον ειδοποιήση. Αλλά τις οίδε διατί, ανεχώρησε χωρίς να ειδοποιηθή ο Όσιος, όστις ιδών παρ’ ελπίδα το πλοίον αναχωρούν, ήρχισε να φωνάζη και να θρηνή διατί τον εγκατέλειψαν, και συγχρόνως έρριψεν εαυτόν εις την θάλασσαν, σκοπόν έχων να φθάση κολυμβών το αναχωρούν πλοίον. Ιδόντες τούτο οι ναύται επέστρεψαν και τον παρέλαβον και αποπλεύσαντες εκείθεν έφθασαν αισίως εις Άγιον Όρος. Aποβιβασθείς εν Αγίω Όρει ο Νικόλαος εχάρη χαράν μεγάλην σφόδρα, και ελθών κατά τας οδηγίας του ρηθέντος γέροντος Σιλβέστρου εις την Ιεράν και ευαγή Μονήν του Αγίου Διονυσίου, τιμωμένην επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, εύρεν εκεί πλείστους οσίους άνδρας, κεκοσμημένους πάση αρετή και σεμνότητι και ασκητικοίς χαρίσμασι, μεταξύ των οποίων τους Γέροντας Μακάριον μετά του πατρός αυτού, Αβράμιον και άλλους εν ευλαβεία και οσιότητι ασκουμένους τον πνευματικόν αγώνα, θαυμάσας δε την αρετήν αυτών, εκοινοβίασεν εν τη Ιερά και σεβασμία ταύτη Μονή. Ενταύθα πνέων θείου ζήλου προς την κατά Χριστόν οσίαν ζωήν, και αποβαλών πλήρως παν κοσμικόν φρόνημα και νόημα, εκάρη Μοναχός, λαβών το μικρόν σχήμα, και μετωνομάσθη από Νικολάου, όπου ωνομάζετο πρότερον Νικόδημος. Γνωρίσαντες οι αδελφοί της Μονής τα εξαίρετα χαρίσματα και την βαθείαν παιδείαν και γνώσιν του, έτι δε εκτιμήσαντες την θερμήν αυτού ευλάβειαν και την λοιπήν σπουδήν και προθυμίαν προς τους κανόνας και τας τάξεις της οσίας και σεμνής κοινοβιακής ζωής και το υποδειγματικόν αυτού ήθος, διώρισαν αυτόν αναγνώστην και γραμματέα της Μονής. Εν τη Ιερά ταύτη Μονή ο Όσιος Νικόδημος υπήρξε τύπος εν πάσιν απαράμιλλος, τόσον εν τη ανατεθείσα αυτώ διακονία, όσον και εν ταις πνευματικαίς πράξεσι, δια των οποίων ημέραν εξ ημέρας προήγετο «τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος», υποτάσσων την σάρκα τω πνεύματι και λαμπρύνων τον νουν δια της μελέτης του κρείττονος, και προετοιμάζων εαυτόν δια τους τελειοτάτους αγώνας της θεοποιού ησυχίας και της άκρας κατά Χριστόν φιλοσοφίας, εν οις ανεδείχθη δοκιμώτατος και μέγας εν έργω και λόγω επί τοσούτον, ώστε πάντες έχαιρον και εθαύμαζον. Κατά το 1777 επεσκέψατο το Άγιον Όρος ο Κορίνθου Άγιος Μακάριος, ο γνωρίσας τον ιερόν Νικόδημον εν Ύδρα, και αφού προσεκύνησε τας Ιεράς Μονάς, ήλθεν εις Καρυάς και κατέλυσεν εις το κελλίον «Άγιος Αντώνιος» του συμπολίτου αυτού Δαβίδ. Ενταύθα εκάλεσε τον μακάριον Νικόδημον και προέτρεψεν αυτόν να επιθεωρήση προς έκδοσιν τα ογκωδέστατα πνευματικά βιβλία «Φιλοκαλίαν» και «Ευεργετινόν», και το περί «Θείας και ιεράς Μεταλήψεως» πονημάτιον αυτού, δώσας τας αφορμάς εις τον Όσιον άνδρα να επιδοθή εις τους υψηλούς πνευματικούς αγώνας, οίτινες ανέδειξαν αυτόν φωστήρα της Εκκλησίας αειλαμπέστατον και οικουμενικόν της ευσεβείας διδάσκαλον. Και ήρχισεν από της «Φιλοκαλίας», την οποίαν αφού διεξήλθε, τακτοποιήσας όπου ήτο ανάγκη τας εν αυτή περιεχομένας πνευματικάς και υψηλάς διδασκαλίας, συνέταξε γλαφυρώς εκάστου Οσίου συγγραφέως εν συνόψει τον βίον και της όλης βίβλου το λαμπρόν προοίμιον. Ακολούθως διώρθωσε τον «Ευεργετινόν», συντάξας και αυτού το θαυμάσιον προοίμιον, και εν τέλει διώρθωσε και επλάτυνε το «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», άτινα παραλαβών ο Άγιος Μακάριος απήλθε προς εκτύπωσιν εις Σμύρνην. Μετά την αναχώρησιν του Αγίου Μακαρίου, ο θείος Νικόδημος παρέμεινεν εις Καρυάς, φιλοξενούμενος εις το εκεί κελλίον της Μεγίστης Λαύρας, τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου και κοινώς επονομαζόμενον των «Σκουρταίων», μετά των οποίων και συνεδέθη δι’ αρρήκτου εν Χριστώ φιλίας και αγάπης, ένθα επί εν έτος αντέγραψε την «Αλφαβηταλφάβητον», βιβλίον συγγραφέν υπό του Οσίου Μελετίου του Γαλησιώτου και Ομολογητού, και περιέχον πνευματικά διδάγματα στιχηδόν, και είτα επανήλθεν εις την Μονήν αυτού. Αγωνιζόμενος ο θείος Πατήρ εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής και ασκήσεως αγώνα, και αναβάσεις καθ΄ εκάστην ημέραν εν τη καρδία αυτού ποιούμενος, ήκουσε την φήμην των αρετών του Κοινοβιάρχου Παϋσίου του Ρώσου, ευρισκομένου εις Μπογδανίαν (σημερινήν Ρουμανίαν), και έχοντος υπό τας πνευματικάς αυτού οδηγίας υπέρ τους χιλίους αδελφούς, τους οποίους συν τοις άλλοις εδίδασκε και την νοεράν πρσευχήν, απεφάσισε να μεταβή εκεί, ως άκρος εραστής της θεοποιού ταύτης νοεράς προσευχής. Αλλ’ αποπλεύσαντες του Άθωνος κατελήφθησαν υπό σφοδράς εν πελάγει τρικυμίας, κινδυνεύσαντες να πνιγώσι, και ηναγκάσθησαν να αλλάξουν κατεύθυνσιν, μετά πολλού δε κόπου προσήραξαν εις Θάσον, ένθα μετέβαλε σκοπόν. Επανελθών εις Άγιον Όρος, δεν μετέβη εις την Μονήν του Αγίου Διονυσίου, αλλά καταφλεγόμενος υπό του έρωτος της ησυχίας προς απερίσπαστον μελέτην των θείων Γραφών και αδιάλειπτον και αρρέμβαστον προσευχήν, ήλθε προσωρινώς εις το κελλίον των Σκουρταίων, μετά δε ταύτα εγκατεστάθη εν τινι δωματίω ησύχω και μεμονωμένω του κελλίου «Άγιος Αθανάσιος», όπου και ησύχασεν, επιδιδόμενος εις πνευματικάς μελέτας και αδιαλείπτους προσευχάς, δι ων ελαμπρύνετο ο νους του και ετρέφετο η ψυχή του, και εφαίνετο όλος θεοειδής και πλήρης ουρανίου γαλήνης και χάριτος. Ησχολείτο δε και εις αντιγραφήν κωδίκων προς πορισμόν των απαραιτήτως χρειωδών της ζωής. Εκεί συνέταξε τα ιδιόμελα και προσόμοια τροπάρια προς πλουτισμόν της ακολουθίας των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, επ’ ονόματι των οποίων ετιμάτο ο Ναός του κελλίου. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού ήλθεν εκ Νάξου και εγκατεστάθη εις την Σκήτην της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος (νυν Καψάλαν) ο λίαν ενάρετος Μοναχός Γέρων Αρσένιος ο Πελοποννήσιος, τον οποίον εγνώρισεν εν Νάξω ο θείος Νικόδημος, και εκ του στόματος του οποίου ήκουσε τα ουράνια και γλυκύτατα ρήματα περί της ασκητικής ζωής, και όλος ετρώθη εξ αυτών προς τα κρείττονα χαρίσματα. Μαθών την έλευσιν τούτου ο θείος Πατήρ, ήλθεν εις την Σκήτην του Παντοκράτορος, ευρών δε τούτον εγένετο υποτακτικός αυτού. Ενταύθα, εν τη Ιερά ταύτη Σκήτη, έστησεν ο αοίδιμος την παλαίστραν των ασκητικών αγώνων, αποδυθείς εις το μέγα στάδιον της ησυχίας, την οποίαν τοσούτον επόθει και ως διψώσα έλαφος επεδίωκε να εύρη. Ενταύθα, εν τη ποθητή ησυχία, ο θείος Πατήρ επεδόθη εξ ολοκλήρου εις τους μεγάλους πνευματικούς αγώνας της κατά Χριστόν ιεράς φιλοσοφίας, και «νυκτός και ημέρας μελετών εν τω νόμω του Θεού», και τας θεοπνεύστους Αγίας Γραφάς, και τους θεοσόφους Πατέρας της Εκκλησίας, επληρώθη θείας αγαλλιάσεως, και έγνω μυστήρια Θεού, ζων υπέρ τα ορώμενα. Τις να διηγηθή τους ενταύθα και απ’ εντεύθεν θείους αγώνας και καμάτους του μακαρίου Πατρός; Αρνησάμενος τελείως εαυτόν, και λιπών πάσαν φροντίδα περί τα υλικά, ενέκρωσεν ολικώς το φρόνημα της σαρκός δια της συντόμου νηστείας, της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, και των λοιπών κακουχιών της επιπόνου ασκητικής ζωής, δι’ ης όλος ελαμπρύνθη και ηγιάσθη. Εντεύθεν ως άλλος θεόπτης Μωϋσής ανήλθεν εις το όρος των αρετών, και εισήλθεν εις το υπέρφωτον γνόφον της εν Πνεύματι θεωρίας, και είδεν, ως ην ανθρώπω δυνατόν, τον αόρατον Θεόν, και ήκουσεν άρρητα ρήματα, και εδέχθη τον ενυπόστατον της χάριτος φωτισμόν και τας αϋλους ελλάμψεις και επιπνοίας του Παρακλήτου. Και εθεώθη κατά μέθεξιν, και εγένετο μακάριος και θεοειδέστατος, και Άγγελος μετά σώματος, και ένθους μύστης της ουρανίου γνώσεως, και εκφάντωρ ακριβέστατος της εν πνεύματι ζωής, διαπορθμεύων και σαφηνίζων ημίν δια «του λόγου της χάριτος» τους καρπούς και τα αγαθά αυτής, των οποίων ήτο πλήρης. Πληρωθείς εντεύθεν ο θείος Νικόδημος «χάριτος και σοφίας», και λαβών ουρανόθεν χάρισμα της διδασκαλίας, ανεδείχθη φαεινότατος φωστήρ της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέγας διδάσκαλος του Χριστιανικού πληρώματος και κράτιστος αντίπαλος πάσης αιρέσεως και ετεροδόξου διδαχής. Ως ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον και τρυφής, κατά τον Δαβίδ, χειμάρρους ανέβλυσεν εκ του μακαρίου του στόματος ο λόγος της χάριτος και οι ποταμοί της διδασκαλίας, καταδροσίζοντες και καταρδεύοντες τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και την λοιπήν του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν. Η δε αγία του χειρ ανεδείχθη «κάλαμος γραμματέως οξυγράφου», συγγράψασα πλήθος ιερών συγγραμμάτων και αγίων βίβλων, και πλείστους πνευματικούς και γλυκείς ύμνους και ασματικάς ακολουθίας εις διαφόρους Αγίους. Ολόκληρον βιβλιοθήκην αποτελούσι τα ιερά αυτού συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, ερμηνευτικά και ηθικά, εν οις διαφαίνεται το ύψος και το βάθος της παντοδαπού θείας και ανθρωπίνης γνώσεως, και το χύμα της ουρανίου σοφίας. Μυρίους κόπους και ιδρώτας κατέβαλεν ο θεοφόρος Νικόδημος, συγγράφων νύκτα και ημέραν τας ιεράς του διδαχάς, προς ωφέλειαν του πλησίον και πλουτισμόν της Αγίας ημών Εκκλησίας, την οποίαν τοσούτον κατελάμπρυνε και κατεκόσμησεν εν εσχάτοις χρόνοις. Κατά το 1782 ο Γέρων Αρσένιος εκ της Σκήτης του Παντοκράτορος απήλθεν εις την απέναντι του Άθω νησίδα Σκυροπούλαν, τον οποίον ηκολούθησεν ο θείος Νικόδημος. Η διαβίωσις εκεί υπήρξε πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών. Εξ επιστολής την οποίαν έστειλεν εκείθεν εις τον εξάδελφόν του και Επίσκοπον Ευρίπου Ιερόθεον, πληροφορούμεθα δια το άγονον της νήσου, όπου μόνον «όρνεα, αι γρήες, ιχθυοφάγα, αιγιαλοίς και παραλίοις πέτραις ενδιαιτώμενα, νυκτινόμα και φωνήν απηχή αφιέντα, τοις κλαυθμηρισμοίς των νηπίων προσεοικυίαν» ήσαν οι μόνοι σύντροφοι. Και εκεί η ζωή του ήτο αγγελική και ουράνιος. Έζη ως άσαρκος και μόλις επήρκει, εργαζόμενος σκληρώς, εις τας στοιχειώδεις βιοτικάς ανάγκας. Και τούτο διότι προετίμησεν, όπως γράφει ο ίδιος, «τον εργατικόν και χειρωνακτικόν βίον, δικελλίτης γεγονώς και σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων, και καθ’ εκάστην αλέθων και τάλλα πάντα ποιών, οις η πολύμοχθος χαρακτηρίζεται των ερημονήσων ζωή και πολυειδής περιπέτεια». Επί πλέον δε εκεί εστερείτο βιβλίων, αλλ’ έχαιρε «χαράν ανεκλάλητον και δεδοξασμένην», επιδιδόμενος εις την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, δι’ ης κατενελάμπετο ο νους του και εδέχετο τας ουρανίους αποκαλύψεις και θείας μυήσεις της υπερκοσμίου σοφίας. Αλλά καίτοι εστερείτο πάντων, ζων ως Άγγελος, καίτοι αποφεύγων πάσαν επικοινωνίαν και φροντίδα μετά των έξω, δηλονότι του κόσμου, υπήκουσεν όμως εις την παράκλησιν του εξαδέλφου του Ιεροθέου, αποβλέπων εις την εκ τούτου ωφέλειαν, και έγραψε, κατά μικρά διαλείμματα «από της σκαφής και του χειρομύλωνος» θαυμάσιον πολυσέλιδον βιβλίον, πλήρες σοφίας θείας και ανθρωπίνης, κατωχυρωμένον δια πολλών μαρτυριών τόσον εκ των θείων Πατέρων, όσον και εκ των έξω σοφών, υπό τον τίτλον «Συμβουλευτικόν», καθό περιέχον συμβουλάς προς Αρχιερείς μεν ειδικώτερον, και προς πάντας τους πιστούς γενικώτερον. Το σοφόν τούτο σύγραμμα, εν ω διαπραγματεύεται παρί φυλακής αισθήσεων και του κατά τον έσω άνθρωπον αγώνος προς τελειοποίησιν, δεικνύει εξαιρετικώς την πλουσίαν εκ Θεού χάριν και την απέραντον μνήμην του μεγάλου τούτου πατρός, γράψαντος εν ερημονήσω, στερουμένου και αυτών των στοιχειωδών. Ο ίδιος θείος Πατήρ, χαριτολογών κάπως, έγραφε προς τον Ιερόθεον, ότι « κατά την εικόνα των αναμηρυκαζόντων ζώων… πάνθ’ όσα δι’ αναγνώσεως έφθη εντυπωθέντα τω, κατ’ Αριστοτέλη, αγράφω αβακίω της εμής φαντασίας, και κατά Πρόκλον, τοις ιεροίς σηκοίς του εμού νοός, ή μάλλον ειπείν το του θείου Δαβίδ, «άπερ εν τη καρδία μου έκρυψα θεία λόγια, όπως αν μη αμάρτω», ταύτα φημί (όσα δηλονότι τω προκειμένω σκοπώ συνετέλουν) αναπεμπάσας και μνημονεύσας, κατά την υπό των Πλατωνικών καλουμένην αναζωγράφησιν, τω ρυπώδει τουτωϊ Συμβουλευτικώ ενεχάραξα». Δια να τον ανακουφίση ολίγον εκ των στερήσεων της ερημικής ζωής ο Ιερόθεος του έστειλεν εις Σκυροπούλαν τροφάς, ενδύματα και σκεπάσματα, άτινα ευχαρίστων εδέχθη ο θείος Πατήρ. Κατά το 1783 επανήλθεν εις Άγιον Όρος και έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα παρά του οσιωτάτου Γέροντος Δαμασκηνού Σταυρουδά. Μετά πάροδον ολίγου καιρού εγκατεστάθη οριστικώς εις αγορασθείσαν καλύβην, ευρισκομένην άνωθεν του Κυριακού της Σκήτης του Παντοκράτορος, την λεγομένην του Θεωνά. Εν αυτή μετά εν έτος προσέλαβεν ως υποτακτικόν τον συμπολίτην αυτού Ιωάννην, μετονομασθέντα δια του αγγελικού σχήματος Ιερόθεον, όστις και υπηρέτησεν αυτόν επί έξ έτη. Ησυχάζων και εργαζόμενος εκεί το μέλι της αρετής, και καταλαμπόμενος υπό του φωτός του Αγίου Πνεύματος, συνέγραφε συνεχώς και εδίδασκε δια των σοφών και μελισταγών λόγων και πνευματικών νουθεσιών τους προσερχομένους αδελφούς, εκ των οποίων πλείστοι κατώκησαν εις τας πέριξ Καλύβας, δια να βλέπουν το χάριεν αυτού πρόσωπον και ακούουν την ουράνιον διδασκαλίαν του, διότι ως ελκύει ο μαγνήτης τον σίδηρον, ούτως είλκυε τους πάντας η επανθούσα χάρις εν τω Αγίω Νικοδήμω. Εκεί τη προτροπή του δια δευτέραν φοράν ελθόντος εις Άγιον Όρος, εν έτει αψπδ΄ (1784), αγαπητού του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου διώρθωσε και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Επίσης συνέθεσε το «Εξομολογητάριον», συνέλεξε και εκαλλώπισε το «Θεοτοκάριον», ομοίως τον «Αόρατον πόλεμον», το «Νέον Μαρτυρολόγιον» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Βιβλία πλήρη χάριτος θείας και ουρανίου σοφίας, διδάσκοντα αποχήν αμαρτίας και ειλικρινή μετάνοιαν, τους ποικίλους τρόπους προς απόκρουσιν των καθ’ ημών επιθέσεων του μισοκάκου εχθρού και τας ιεράς γυμνασίας της κατ’ ευσέβειαν πολιτείας. Κατ’ αυτόν τον καιρόν, τη προτροπή του σοφού διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου, διδάσκοντος τότε εν Θεσσαλονίκη, και του Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως Λεοντίου, περισυνέλεξεν εκ των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «μετά πολλού κόπου και εν τρισίν όλοις τεύχεσιν απαρτίσας, και πλείσταις σημειώσεσιν, ως έθος αυτώ, προσεπαυξήσας και κατακαλλύνας απέστειλεν εις Βιέννην δια να τυπωθώσιν εις το τυπογραφείον των αδελφών Μαρκίδου Πουλίου». Δυστυχώς όμως τα πολύτιμα αυτά χειρόγραφα απωλέσθησαν. Διότι το τυπογραφείον αυτό κατεστράφη και διηρπάγη υπό των Αυστριακών, εξ αιτίας μερικών επαναστατικών προκηρύξεων, κατ’ άλλους μεν του Ρήγα του Φεραίου, κατ’ άλλους δε του Ναπολέοντος, προς Έλληνας, αι οποίαι είχον τυπωθή εκεί. Μεταξύ των διαρπαγέντων υπό της εξουσίας και κατακρατηθέντων αντικειμένων ήσαν και τα χειρόγραφα του Οσίου Νικοδήμου. Όταν δε ο εν Θεσσαλονίκη πρόκριτος Νάνος Καυτάτζογλου έμαθε παρά των εν Βιέννη ομογενών την απώλειαν των ιερών αυτών συγγραμμάτων, την κατέστησε γνωστήν εις τον θείον Νικόδημον, ο οποίος «κλαίων και οδυρόμενος», ως λέγει ο «παράδελφός» του Ευθύμιος, «δεν ηθέλησε να σταθή μίαν ώραν εις την καλύβαν του». Απήλθε δε εις το κελλίον των λίαν αγαπητών του αδελφών Σκουρταίων, δια να εύρη παρ’ αυτών παρηγορίαν. Τοσούτον ελυπήθη ο μακάριος δια την απώλειαν των εν λόγω θαυμαστών αυτών συγγραμμάτων, αναλογιζόμενος οίου καλού θα εστερούντο οι ευσεβείς Χριστιανοί. Μετά ταύτα ήλθεν εις Άγιον Όρος ο διδάσκαλος Ιερομόναχος Αγάπιος εκ Δημητσάνης Πελοποννήσου, μετά του οποίου συμφωνήσας ο θείος Νικόδημος, αποβλέπων εξ ολοκλήρου εις την ωφέλειαν του πλησίον, ήρχισε την εργασίαν δια την συστηματικήν κατάταξιν και ερμηνείαν των ιερών της Εκκλησίας Κανόνων, απαραίτητον προς οδηγίαν και φωτισμόν των ιερωμένων αλλά και παντός ευσεβούς. Το πολύτιμον αυτό σύγγραμμα, το οποίον, βοηθούμενος και υπό του ανωτέρω ιεροδιδασκάλου Αγαπίου, μετά πολλών κόπων έφερεν εις πέρας, το ωνόμασε «Πηδάλιον», ως κυβερνών και κατευθύνον την Εκκλησίαν του Χριστού, είναι δε πεπλουτισμένον, πλην της ερμηνείας εκάστου κανόνος, δια πλήθους σχολίων και σημειώσεων, προς ακριβή γνώσιν του κανονικού δικαίου και του πνεύματος των ιερών Κανόνων. Αμέσως μετά το πέρας του έργου τούτου το απέστειλεν ο θείος πατήρ δια του Αγαπίου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εγκριθή υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Μετά εν έτος ο Πατριάρχης Νεόφυτος, λαβών «την καλήν περί του βιβλίου μαρτυρίαν» και παρά των εν Χίω ευρισκομένων Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και Αθανασίου του Παρίου, προς ους είχε στείλει το βιβλίον, ζητών και εκείνων την έγκρισιν, έδωσε την Συνοδικήν έγκρισιν και δια του Αγίου Μακαρίου το επέστρεψεν εις τον θείον Νικόδημον. Αλλ’ ούτος ο μακάριος, πάμπτωχος καθώς ήτο, δεν ηδύνατο ποτέ να εκδώση το Πηδάλιον, όπως άλλωστε και τα άλλα βιβλία του. Δια τούτο έγινεν έρανος μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους, τα δε συλλεγέντα χρήματα μετά των χειρογράφων εδόθησαν εις τον αρχιμανδρίτην Θεοδώρητον τον εξ Ιωαννίνων, παρακληθέντα να φροντίση δια την εκτύπωσιν του Πηδαλίου εν Βενετία. Αλλ’ εδώ νέα πικρία επεφυλάσσετο δια τον ιερώτατον άνδρα Όσιον Νικόδημον. Ο Θεοδώρητος απεδείχθη, κατά τον χαρακτηριαμόν του Ευθυμίου, «δόλιος» και «ψευδάδελφος». Διότι εκ των επεξηγηματικών σημειωμάτων και σχολίων του θείου Πατρός εν αυτώ προς τους Κανόνας, άλλα μεν αυθαιρέτως αφήρεσεν, άλλα ηλλοίωσε και τινα ιδικά του προσέθεσεν, εις υποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιών και ξένων και οθνείων προς το πνεύμα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας φρονημάτων, παραποιήσας και καταστρέψας το έργον εις δεκαοκτώ και πλέον σημεία. Όταν ο ιερός Νικόδημος είδε την παραποίησιν και διαστρέβλωσιν ταύτην, προς βλάβην των ευσεβών Χριστιανών, κατεθλίβη και επικράνθη μεγάλως. Δεν ηδύνατο εκ τούτου να εύρη ησυχίαν, και έλεγε μετά δακρύων εις τους αδελφικούς του φίλους Σκουρταίους, ότι «το είχε κάλλιον πολλάκις να τον εκτύπα (ο Θεοδώρητος) εις την καρδίαν με μάχαιραν, παρά να προσθέση ή αφαιρέση εις το βιβλίον του». Ελυπείτο ο μακάριος βαθύτατα, αναλογιζόμενος την βλάβην και τον σκανδαλισμόν ον θα προεξένουν εις τας ευσεβείς ψυχάς αι ετεροδιδασκαλίαι αύται εις εν τοιούτον Κανονικόν βιβλίον. Μετά το συμβάν τούτο παρέμεινεν εις το κελλίον των Σκουρταίων επί δύο μήνας, μετέπειτα δε εκοινοβίασεν εις τον γέροντα Σίλβεστρον Καισαρέα, έχοντα το Παντοκρατορινόν κελλίον «Άγιος Βασίλειος», ένθα και συνέχισε τους πνευματικούς αυτού αγώνας και την γονιμωτάτην συγγραφικήν εργασίαν. Εκεί συνέγραψε την «Χρηστοήθειαν», βιβλίον διδακτικώτατον, διορθούν τα ήθη των ευσεβών Χριστιανών και διδάσκον αποχήν εκ πάσης πλάνης και μαγείας και γοητείας. Επίσης διώρθωσε τα «εγκώμια του επιταφίου». Μετ’ ολίγον καιρόν απεχώρησεν εκ του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, λόγω δυσφορίας του υποτακτικού του Γέροντος Σιλβέστρου, και εισήλθεν εις την ΙεράνΜονήν του Παντοκράτορος. Αλλ’ ο έρως της ησυχίας και της ερημικής ζωής, δι’ ης ηξιούτο υψηλών θεωριών, δεν τον αφήκεν ενταύθα επί πολύ. Απεχώρησε της Μονής Παντοκράτορος και εγκατεστάθη εις μικράν ησυχαστικήν καλύβην, απέναντι του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, όπου έζη ασκητικώτατα, ως ξένος και πάροικος επί της γης και σαρκοφόρος άγγελος, μη έχων ουδέ τον επιούσιον άρτον, συνετηρείτο δε υπό των πνευματικών και αγαπητών αυτού αδελφών Σκουρταίων. Η ασκητική και ισάγγελος αύτη ζωή του Οσίου διδασκάλου και μεγάλου πατρός Νικοδήμου κατέπληττε τους πάντας. «Η ζωοτροφία του, λέγει ο παράδελφός του Ευθύμιος, ποτέ μεν ήτο ορύζιον νερόβραστον, ποτέ δε νερόμελον· τον δε περισσότερον καιρόν ελαίαι και μουσκεμμένα κουκκιά ήτο το προσφάγιόν του. Οπότε δε του ετύγχανον οψάρια, τα έδιδε κανενός γειτόνου του και τα εμαγείρευε και έτρωγον μαζί. Ομοίως και οι γείτονές του, ηξεύροντες ότι δεν μαγειρεύει, πολλάκις του επήγαινον μαγείρευμα». Οι αδελφοί Σκουρταίοι, βλέποντες την σκληροτάτην ζωήν του, εν τη οποία κατεπονείτο αγωνιζόμενος και συγγράφων, συχνάκις τον εκάλουν να συντρώγη μετ’ αυτών, προς ανακούφισιν του καταπεπονημένου σώματός του. Αλλά και κατά την ώραν του φαγητού, οσάκις ηρωτάτο επί πνευματικών ζητημάτων, «ήρχιζε να λέγη, από δε το λέγειν ελησμονούσε την πείναν, τόσον ώστε πολλάς φοράς τον επρόσταζεν ο μακαρίτης ο Γέροντάς μας να σιωπήση, δια να φάγη». Τόσον ήτο θεόληπτος και θεοφορούμενος και τόσον πολύ ηυφραίνετο η καρδία του εις την μελέτην και ανάλυσιν των θείων λόγων. Εν ταύτη τη Καλύβη εκάθηρε και εκαλλώπισε το «Ευχολόγιον», το δεύτερον «Εξομολογητάριον», ηρμήνευσε τας δεκατέσσαρας Επιστολάς του Αγίου Αποστόλου Παύλου και τας επτά «Καθολικάς», μετέφρασε και εσχολίασε την «Ερμηνείαν των Ψαλμών» Ευθυμίου του Ζυγαδηνού, και τας εννέα Ωδάς, ονομάσας το βιβλίον «Κήπον των χαρίτων». Έργα ογκωδέστατα, περιέχοντα θησαυρόν θεολογικών νοημάτων και ηθικών διδαγμάτων και παντοδαπήν διδασκαλίαν ευσεβείας, τα οποία μελετών πας ευσεβής καρπούται βελτίωσιν ζωής και αληθή φωτισμόν. Αλλά τι να είπωμεν περί των πειρασμών και διωγμών και συκοφαντιών, τας οποίας υπέστη ο μέγας ούτος της Εκκλησίας φωστήρ; Αγωνιζόμενος τον καλόν της αρετής αγώνα και συγγράφων τη οδηγία του Αγίου Πνεύματος τα ιερά του βιβλία, ποικιλοτρόπως εφθονήθη και επειράσθη τόσον υπό απαιδεύτων και αμαθών ανθρώπων, όσον και υπό των νοητών εχθρών. Και περί μεν των απαιδεύτων και αμαθών αδελφών ουδείς λόγος, διότι ο θείος Πατήρ εθεώρει αυτούς ως γνησίους αδελφούς και μεγάλους ευεργέτας, υπομένων τα πάντα και συγχωρών εκ καρδίας. Οι δε νοητοί εχθροί, μη δυνάμενοι να πειράξουν αυτόν κατ’ άλλον τρόπον, όταν ηγρύπνει και έγραφεν ήρχοντο έξωθεν του παραθύρου του κελλίου του και εψιθύριζον και εθορύβουν, αλλ’ ούτος ενδεδυμένος την χάριν του Αγίου Πνεύματος ουδεμίαν σημασίαν έδιδε, πολλάκις δε εγέλα εις τας ανοήτους και αηδείς αυτών πράξεις. Εν μια νυκτί, ευρισκόμενος ακόμη εις Σκυροπούλαν, ήκουσε ψιθυρισμούς έξω της καλύβης του μετά κρότου δυνατού, νομίσας ότι κατέπεσε τοίχος τις ευρισκόμενος πλησίον της καλύβης, αλλά την πρωϊαν εύρεν αυτόν ως ήτο πρότερον. Και ενταύθα πολλάκις τα όμοια τω συνέβαινον. Ποτέ ηθέλησε να ακούση τι λέγουν και ήκουσεν ευκρινώς την φωνήν: «Αυτός ο γράψας». Ενίοτε δε εκτύπων κατ’ επανάληψιν την θύραν της καλύβης. Όταν εξήγει τον 34ον ψαλμόν εις τον στίχον «Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα, και Άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς», προεξένησαν τόσον κρότον και θόρυβον, ώστε ενόμισεν ότι διήλθεν εκ της καλύβης του στρατός πολύς μετά πατάγου, και ότι κατέπεσεν ο εκεί πλησίον ευρισκόμενος τοίχος. Αλλά ταύτα πάντα ήσαν κατά φαντασίαν, προς εκφοβισμόν του θείου και μακαρίου Πατρός. Αλλ’ ούτος, όστις πρότερον ήτο τόσον δειλός, ως λέγει ο ρηθείς Ευθύμιος, ώστε όταν εκοιμάτο εις το κελλίον αυτού άφηνε την θύραν του δωματίου ανοικτήν δια να λαμβάνη ισχύν τρόπον τινα εκ των παρακειμένων αδελφών, όταν εξήλθεν εις την ησυχίαν τόσον ηνδρειώθη και ενεδυναμώθη υπό της χάριτος του Κυρίου, ώστε πάντα ταύτα και πάσαν άλλην μανιώδη του εχθρού επίθεσιν εθεώρει ως αθύρματα και «βέλη νηπίων». Τοιουτοτρόπως διήνυε τον ανάντη αλλά καλλιστέφανον της ασκήσεως αγώνα ο τρισαριστεύς μέγας Νικόδημος, αντιμετωπίζων πλείστας δυσχερείας και ποικίλους πειρασμούς, εν οις εδοκιμάσθη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» και έλαμψεν υπέρ ήλιον η δικαιοσύνη αυτού. Κατά τα τελευταία έτη της επιγείου ζωής του, ίσως προς περισσότερον άνετον επίδοσιν εις τας συγγραφάς του και μελέτην των εις διαφόρους Μονάς αποκειμένων χειρογράφων κωδίκων, ίσως και δια να μη επιβαρύνη τα αυτά συνεχώς πρόσωπα με την λιτοτάτην ασκητικήν συντήρησίν του, πιθανόν δε και διότι προσεκαλείτο και παρ’ άλλων αδελφών του Αγίου Όρους, ήλλαξεν επανειλημμένως τόπον παραμονής. Αλλά και κατά τα έτη αυτά ηγωνίσθη ως και πρότερον υπερανθρώπως, γράφων και κινούμενος εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ και λέγων μετά Παύλου· «Ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Επτά έτη προ της μακαρίας μεταστάσεώς του είχεν ως αντιγραφέα των έργων του τον Μοναχόν Κύριλλον, αδελφόν το πρώτον της εν Ευρυτανία Μονής Προυσσού, και επί δέκα εννέα έτη Ιερομόναχον εν Αγίω Όρει. Εις κτηματολόγιον της Ιεράς Μονής Προυσσού, εις την σελίδα 925, ο εν λόγω Ιερομόναχος Κύριλλος γράφει τα εξής: «των δέκα εννέα ετών, όπου κατά το Άγιον Όρος ησύχαζον, επτά έτη εξ αυτών διήλθον υπό την υποταγήν του αοιδίμου τούτου ανδρός, καλλιγραφία χρώμενος, όθεν και των αυτού ποιημάτων τα πλείστα ιδίαις χερσί καλλιέγραψα». Παραθέτει δε κατάλογον δέκα επτά εκδεδομένων έργων του Αγίου Νικοδήμου, και πενήντα οκτώ ανεκδότων, δια τα οποία λέγει· «ταύτα εισιν άπερ ιδίοις όμμασιν είδον, και δια της επιταγής του ιδίου ανδρός αντέγραψα…. αωιε΄ μαρτ. η΄εν Πυρσώ». Η φήμη των αρετών και της σοφίας του μεγάλου τούτου Πατρός εξήλθε ταχέως και διεδόθη πανταχού, και πλείστοι πανταχόθεν έχοντες πνευματικήν ανάγκην συνέρρεον προς αυτόν, δια να εύρωσι ψυχικήν παρηγορίαν, ως διηγείται ο παράδελφός του Ευθύμιος· «όλοι οι πληγωμένοι εκ των αμαρτιών άφησαν τους Αρχιερείς και πνευματικούς, και όλοι έτρεχον εις τον ρακενδύτην Νικόδημον, δια να εύρουν την ιατρείαν των και παραμυθίαν των θλίψεών των, όχι μόνον από τα Μοναστήρια και Σκήτας και κελλία, αλλά και πολλοί Χριστιανοί ήρχοντο από διαφόρους χώρας, να ιδούν και παρηγορηθούν εις τας θλίψεις των από τον Νικόδημον». Η συνεχής όμως και τόσον γόνιμος αύτη εργασία, η έντονος εξ άλλου προθυμία του να καθοδηγή δια πνευματικών συνομιλιών και συμβουλών και παραινέσεων τόσον τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, όσον και τους έξωθεν πανταχόθεν συρρέοντας Χριστιανούς, και επί τούτοις η σύντονος δια αενάων προσευχών, αγρυπνιών και λοιπών ασκητικών καμάτων επίδοσίς του εν τη μακαρία κατά Χριστόν ζωή, έκαμψαν την αντοχήν του σώματός του και εκλόνισαν την υγείαν του, οπότε ηναγκάσθη να καταφύγη εις το κελλίον του ζωγράφου Κυπριανού. Ενταύθα, παρ’ όλους τους κόπους και τας ασθενείας του σώματός του, εξηκολούθει τους τιμίους αγώνας ως καλός της αληθείας αγωνιστής, άνω έχων το φρόνημα, και τα άνω ποθών και ζητών νύκτα και ημέραν. Κατά δε τα τελευταία έτη της μακαρίας ζωής του συνέταξε τον τρίτομον «Συναξαριστήν», ηρμήνευσε και ανέλυσεν εις ογκώδες θεολογικώτατον βιβλίον, «Εορτοδρόμιον» επικαλούμενον, τους ασματικούς Κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, επίσης και εις άλλο βιβλίον επιγραφόμενον «Νέα Κλίμαξ» τους αναβαθμούς της Οκτωήχου. Έργα θαυμαστά και ως ειπείν «θεοπαράδοτα», αποπνέοντα την μυστικήν ευωδίαν της πολυποικίλου σοφίας του Αγίου Πνεύματος, της οποίας έμψυχον θησαυροφυλάκιον υπήρχεν. Εν τέλει συνέταξεν «Ομολογίαν της εαυτού πίστεως» εις αναίρεσιν ανευλαβών και ασυστάτων κατηγοριών, αι οποίαι είχον διατυπωθή υπό τινων φθονερών και κακοβούλων Μοναχών του Αγίου Όρους κατά του μεγίστου τούτου εν αρετή και περιβλέπτου εν σοφία. Αλλ’ τιςνα διηγηθή τας διαβολάς, τας θλίψεις και τους πειρασμούς του μακαρίου Νικοδήμου υπέρ των υγιών και αληθών της Εκκλησίας ημών παραδόσεων; Υπέρ αυτών ηγωνίσθη καρτεροψύχως, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν δια την τήρησιν αυτών και μάλιστα δια την τέλεσιν των μνημοσύνων των τεθνεώτων κατά την ημέραν του Σαββάτου, καθώς ώρισεν απ’ αρχής η Αγία ημών Εκκλησία, και δια την αναζωογόνησιν μιας αληθούς πνευματικής ζωής μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους και του λοιπού Ορθοδόξου πληρώματος. Λόγω τούτου κατεδιώχθη αμειλίκτως ο δίκαιος υπό των «ψευδαδέλφων» υποκρινομένων ευλάβειαν, και εσυκοφαντήθη απηνώς «υπό χειλέων αδίκων λαλούντων αδικίαν εν υπερηφανεία και εξουδενώσει», ως οι Μεγάλοι της Εκκλησίας ημών Πατέρες Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Χρυσόστομος, Άγιος Φώτιος, των οποίων μιμητής και ζηλωτής και κατά τον λόγον εφάμιλλος ετύγχανε. Τότε δια την συνείδησιν των απλουστέρων αδελφών ηναγκάσθη να γράψη την, ως ανωτέρω είπομεν, «Ομολογίαν», η δε Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους υπεραμυνομένη της αθωότητος και δικαιοσύνης του μεγάλου διδασκάλου εξέδωκεν εγκύκλιον επιστολήν, σφοδρώς ελέγχουσα και επιτιμώσα τους τα ζιζάνια σπείροντας εν τω νοητώ της Εκκλησίας αγρώ. Όλη η αγία ζωή του Οσίου πατρός ηναλώθη εις υψηλούς πνευματικούς αγώνας και εις συγγραφήν ιερών βιβλίων. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία ενώκει εις την καθαράν καρδίαν του, έρρεε και εχύνετο άφθονος εκ του στόματός του, ως από πηγής πλουσίας, ευφραίνουσα πάντας. Μίαν και μόνην φροντίδα και έννοιαν έσχε καθ’ όλην την οσίαν ζωήν του, την εξυπηρέτησιν του θείου θελήματος και την ωφέλειαν του πλησίον. Και εις αμφότερα ανεδείχθη καθ’ όλα απαράμιλλος, και των πάλαι Αγίων ισοστάσιος και χαρακτήρ. Εδέχθη παρά Κυρίου το τάλαντον, και ηύξησεν αυτό μυριοπλασίως, ως ευγνώμων δούλος και πιστός θεράπων. Έζησεν ως Άγγελος, και υπήρξεν Όσιος και Άγιος, και θεόσοφος θεολόγος, ταμείον ακένωτον του Παρακλήτου, θεοειδής και φωτεινός πνευματικός σύμβουλος από του Πατριάρχου μέχρι του απλουστέρου πιστού, ακτινοβολών την χάριν του Χριστού, δόξα της Εκκλησίας και μέγα καύχημα του Αγιωνύμου Όρους. Ήτο τον τρόπον απλούς και ανεξίκακος, το ήθος γλυκύς και χαρίεις, ακτήμων, πράος και ταπεινότατος. Η ταπείνωσίς του ήτο βαθυτάτη έργω και λόγω. Οσάκις ομιλεί περί εαυτού λέγει: «Εγώ ειμι το έκτρωμα». «Εγώ ειμι ο τεθνηκώς κύων», «Εγώ ειμι το ουδέν», «ο κεχριαίος», «ο άσοφος, ο απαίδευτος». Αντί υποδημάτων έφερε πάντοτε «τσαρούχια». Δεν είχε δεύτερον ράσον, αλλ’ ούτε μόνιμον, ως ανωτέρω είδομεν, κατοικίαν. Κατοικία του θεοφόρου διδασκάλου ήτο όλον το Άγιον Όρος, εξ ου έλαβε και την κατ’ εξοχήν επωνυμίαν Αγιορείτης. Διανύων το τελευταίον στάδιον της επιγείου ζωής του, και αισθανόμενος τον εαυτόν του περισσότερον καταβεβλημένον, επανήλθεν εις το κελλίον των αγαπητών του Σκουρταίων, όπου και εδέχθη τας αδελφικάς εκείνων περιποιήσεις. Ήγγιζε πλέον η εκ του κόσμου τούτου αποδημία αυτού, διότι η υγεία του, λόγω των πολλών κόπων, είχε κλονισθή ανεπανορθώτως. Ο οργανισμός είχεν εξαντληθή. Οι οδόντες του είχον πέσει. Η ακοή του είχε γίνει βαρεία. Μετά δυσκολίας εκινείτο. Την 5ην Ιουλίου του 1809 επεσκέφθη, χάριν αναψυχής, την Ιεράν Μονήν Κουτλουμουσίου. Οι Πατέρες περιχαρείς εδέχθησαν τον θείον διδάσκαλον, και περί την εσπέραν απερχόμενον απεχαιρέτησαν αυτόν μετά σεβασμού και πολλής ευλαβείας, προπέμψαντες εις το κελλίον των Σκουρταίων, με την ελπίδα ότι πάλιν θα τον έβλεπον εις την Μονήν των. Αλλά δεν τον επανείδον εκεί. Διότι, κατά την εσπέραν της ημέρας, καθώς κατήρχετο του ημιόνου έξω του κελλίου προσεβλήθη υπό ημιπληγίας. Και όπως διηγείται ο Ευθύμιος, «επιάσθη η δεξιά του χειρ, την δε άλλην ημέραν επιάσθη η γλώσσα του, και βρέχων αυτήν με το νερόν ωμίλει ολίγον και μετ’ ολίγον πάλιν επιάνετο». Προησθάνετο ο θείος Πατήρ ότι εγγίζει πλέον το ποθητόν τέλος και έχαιρε, διότι και αυτός, κατά το παράδειγμα του θεηγόρου Παύλου, «επεθύμει αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Προετοιμαζόμενος δια την εντεύθεν αποδημίαν ο θείος Πατήρ, έκαμε γενικήν εξομολόγησιν, εζήτησε και ετέλεσεν Ευχέλαιον, και καθημερινώς μετείχε των Αχράντων Μυστηρίων. Την 13ην Ιουλίου εβάρυνεν ακόμη περισσότερον η κατάστασίς του. Με μόλις ακουομένην φωνήν απηύθυνε, με μικράς διαλείψεις, θερμήν προσευχήν προς τον Χριστόν, ειπών εις τους παρεστώτας αδελφούς· «Δεν μπορώ, Πατέρες μου, να προσευχηθώ νοερώς, και προσεύχομαι με το στόμα». Ηυχαρίστει συνεχώς τους αδελφούς δια την αγάπην και τους κόπους, εις τους οποίους είχον υποβληθή και υπεβάλλοντο δι’ αυτόν. Κρατών δε εις τας οσίας χείρας του τα τίμια λείψανα του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και του Οσίου Ιερομονάχου Παρθενίου Σκούρτα εψιθύριζε: «Σεις ήλθετε εις τον ουρανόν και αναπαύεσθε δια τας αρετάς όπου εκατορθώσατε εις την γην, και ήδη κατατρυφάτε την δόξαν του Κυρίου μας, και εγώ πάσχω εξ αμαρτιών μου. Διο, παρακαλώ σας, Πατέρες μου, ικετεύσατε τον Κύριόν μας, να ελεήση και εμέ και να με αξιώση αυτού, όπου είσθε σεις». Τοιουτοτρόπως διήλθεν ολόκληρον την ημέραν. Την νύκτα εβάρυνε περισσότερον. Εζήτησε και εκοινώνησε πάλιν. Εσταύρωσε τότε τας χείρας, ήπλωσε τους πόδας, ηρέμησε πλήρως, και συνεχώς προσηύχετο, εις ερώτησιν δε των παρισταμένων αδελφών: «διδάσκαλε, ησυχάζεις»; Εκείνος ηρέμα απήντησε: «Τον Χριστόν έβαλα μέσα μου, και πώς να μη ησυχάσω»; Περιστοιχιζόμενος υπό αγαπητών αδελφών, τον Κύριον ημών και τα ουράνια αγαθά συνεχώς φανταζόμενος, και εν υπερτάτη γαλήνη, τη 14η Ιουλίου, ημέρα Τετάρτη του έτους 1809, εν ηλικία 60 ετών, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τον Οποίον εκ νεότητος ηγάπησε και Αυτώ εαυτόν αφιέρωσε. Και, όπως πάλιν ιστορεί ο Ευθύμιος, «ανατέλλοντος του ηλίου εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλειψεν ο στύλος ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις την ευσέβειαν, εκρύφθη η νεφέλη η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών, επένθησαν οι φίλοι και όλοι οι Χριστιανοί, εκ των οποίων εις Χριστιανός, αν και αγράμματος, είπε τοιούτον λόγον: Πατέρες μου, καλλίτερον ήτο να απέθνησκον σήμερα χίλιοι Χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος». Το πανόλβιον σώμα του θεοφόρου Πατρός και Αγίου διδασκάλου ετάφη εις το εν Καρυαίς Λαυριωτικόν Κελλίον των Σκουρταίων, ένθα οσίως εκοιμήθη. Ενταύθα, εν τω αυτώ κελλίω, φυλάσσεται ήδη ευλαβώς η τιμία κάρα του, θείαν ευωδίαν αγιότητος αποπνέουσα και αγιάζουσα τους μετά πίστεως προσκυνούντας αυτήν. Μεγάλως ελύπησε τους πάντας ο θάνατος του Αγίου Νικοδήμου, τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και τους εν τω κόσμω ευσεβείς Χριστιανούς, και πάντες εθρήνησαν την μετάστασιν αυτού, διότι ήτο κοινός απάντων διδάσκαλος και παρήγορος, και μάλιστα κατά τους χαλεπούς και ζοφερούς της δουλείας χρόνους. Αλλ’ η μακαρία αυτού ψυχή συνηριθμήθη μετά των Οσίων και θεολόγων και διδασκάλων και πάντων των Αγίων, ως Οσίου και θεολόγου και διδασκάλου και Αγίου. Ήδη δε απολαύων της αιωνίου χαράς, εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου, εν τη Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων, βλέπει ανακεκαλυμμένως, πρόσωπον προς πρόσωπον, όπερ πρότερον εν εσόπτρω και αινίγμασι και σκιαίς εώρα, και θεούται κατά θείαν μέθεξιν, και πρεσβεύει πάντοτε υπέρ του Αγιωνύμου Όρους και παντός του Ορθοδόξου Χριστιανικού πληρώματος, ως συμπαθέστατος πάντων πατήρ και διδάσκαλος. Aλλ’, ω Πάτερ μου, Πάτερ θεόπνευστε και οικουμενικέ της αληθείας διδάσκαλε, εξαίρετον του Αγιωνύμου Όρους καύχημα, φαεινότατε εωσφόρε της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Πανόσιε και Πανάγιε Νικόδημε· δίδου ημίν φωτισμόν ταις πρεσβείαις σου προς εκπλήρωσιν του θείου θελήματος, κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς τας τρίβους της εναρέτου ζωής, επισκίασον ημάς τη χάριτί σου, και συνέτισον ημών τον νουν του συνιέναι τας θεοσόφους διδαχάς σου, ίνα εν αυταίς εύρωμεν μετάνοιαν, ίασιν, χαράν, ειρήνην, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πραότητα, αγάπην, και ει τι αγαθόν και καλόν και σωτήριον, και εν τέλει ζωήν αιώνιον, οι ειλικρινώς αγαπώντες σε και καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν επικαλούμενοι την πατρικήν σου χάριν και βοήθειαν. Και πρέσβευε πάντοτε προς Κύριον υπέρ πάντων ημών. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”