Άπαντα - Γ. Βερίτη

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
inaf
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 464
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 14, 2008 10:35 pm
Τοποθεσία: Σωτήρης@Αγ. Παρασκευή

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από inaf »

Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ

Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.

Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εδώ ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.

Τώρα, από την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στην σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματόβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.

Στην εκκλησιά την θολωτή
που στ’ όνειρό της ζη κι αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.

Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο κι ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.

Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτες,
- έπηξε η φλόγα στο καντήλι! -
μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.

Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
Είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κυττάς
κάθετο μπρος τον δρόμο.

Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
- χειμώνας, - και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
Και ξαναζούν στην σιγαλιά
ιδέες και πράματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.

Τα καντηλάκια στο ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
στάθηκαν στους άγιους μπροστά
- κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.

Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθή,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνη!

Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης την βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.

Μέσα μου κάτι ξαναζή
που μεγαλώσαμε μαζί
και τόχα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.

Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θάμαστε, Χριστέ μας!

Όρθρος δεν χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει, μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.

Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήση,
ξυπόλυτη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύση.

Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ω, τι χαρά σου να θωρής
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!

Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και φως του κόσμου.

Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πως ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!

Στης εκκλησίας τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαμποκοπά
και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
Μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.

Κάποι’ αφροκάμωτα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραθύρια του Ιερού
και στις δυο κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.

Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ως ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφό των πόθου.

Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως κι οι μορφές οι ασκητικές
που γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!

Στην άγια Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα μου κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.

Ω Νικητή των νικητών,
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ‘ρθης να κατοικήσης;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσης;

«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι ειν’ η καρδιά μου νηστική
για φως χαρά κι αλήθεια.
Εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.

«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.

Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοί μου πόθοι.

Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος κι αδελφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!

Ποιος θα μπορούσε να το πη
πως τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικό σου πόνους.

Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.

Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθήτε.
Κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια – κι ο λόγος του πιστός -
κι εσείς θ’ αναστηθήτε.

Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.

Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πούρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάση.

Τούτη η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπη
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίση όλη τη γη,
θα σείση τα επουράνι.

Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά την Δύση;
Ποιος θα βρεθή να τους το πη
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιός θα τις γυρίση;

Αναστάση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλύνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.

Το βάρος έχει μοιραστή,
και τον ξεκάμαν το ληστή
πόσπερνε ολούθε τρόμο.
κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.

Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμέ συ, στείρε.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσε η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.

Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
Άβαταρ μέλους
inaf
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 464
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 14, 2008 10:35 pm
Τοποθεσία: Σωτήρης@Αγ. Παρασκευή

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από inaf »

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΆΡΙ ΤΩΝ ΑΙΝΩΝ

Αστείρευτη πηγή οικτιρμών κι αγάπης!
Της γης θλιμμένος ταπεινός διαβάτης
στα πόδια σου ήρθα να σε προσκηνήσω,
και την καρδιά μου ελεύθερη θ’ αφήσω
να πη τον πόνο και τα κρίματά της.

Βοηθέ μου, λυτρωτή σε κάθε θλίψη!
Μιαν ώρα μόνο η χάρη Σου αν μου λείψη
τα φίδια του κακού θα με τυλίξουν,
των πόνων τα ερπετά, και θα με πνίξουν
μιαν ώρα μόνο η χάρη Σου αν μου λείψη.

Γυρίζω μεσ’ στη νύχτα, στο σκοτάδι
του νου μου ο λύχνος με το λίγο λάδι
τρεμόσβηστη μια φλόγα συγκρατεί•
και, ψηλαφώντας στ’ άγνωστο στρατί,
του θείου φωτός Σου λαχταρώ το χάδι.

Δίψα με καίει διψώ για φως, γι’ αλήθεια,
κι ο πόθος της χαράς μου τρώει τα στήθια.
Μα, όπου κι αν στρέψω, η συμφορά με ζώνει,
τη σκέψη η νύχτα, η πλάνη, μου θολώνει.
Στείλε μου, Πλάστη, γρήγορη βοήθεια!

Ελεύθερον Εσύ κι αν μ’ έχεις πλάσει,
μα εγώ την λευτεριά την έχω χάσει.
Στα πάθη η θέλησή μου σκλαβωμένη
τον άγγελο του ελέους περιμένει,
την τρίδιπλη αλυσίδα της να σπάση.

Ζητιάνος της αγάπης Σου, Πατέρα,
στην πόρτα Σου σταλιάζω νύχτα - μέρα.
Άνοιξε, Αφέντη, το ιερό παλάτι,
δέξου τον άστεγο, φτωχό διαβάτη
πριχού τον φτάση του θανάτου η εσπέρα.

Η χάρη Σου μεγάλη, Βασιλιά μου,
λυπήσου με και δος μου την υγεία μου.
Με λιώνει ο πόνος σαν το λαμπροκαίρι,
άπλωσε, Κύριε, το άχραντό Σου χέρι,
γιάνε το σώμα, γιάνε την καρδιά μου.

Θνητός, το ξέρω, δεν ήμουνα πλασμένος
μα τώρα, αλί μου, στη φθορά πεσμένος
στα νύχια του θανάτου σπαρταρώ.
Άμωμε Αμνέ, πούσαι για με σφαγμένος,
ζωήν ανάβλυσε μου απ’ το Σταυρό.

Ικέτης στου βωμού Σου τις βαθμίδες
που βάψανε οι πανάχραντες ρανίδες,
τα πόδια τα ματόβρεχτα φιλώ,
και δέομαι και θερμά παρακαλώ,
να μου αναστήσεις τις νεκρές ελπίδες.

Κρουνούς αθανασίας έχεις ανοίξει.
Όσα καρφιά στο σώμα Σου έχουν μπήξει,
τόσες πηγές ζωή για με αναβλύζουν
και λούζουν την ψυχή μου, και με αγνίζουν
του ελέους οι κρουνοί που έχεις ανοίξει.

Λαμπρόν αστέρι για την γέννησή Σου
τους μάγους φέρνει να Σε προσκυνήσουν.
Και, σύμβολα άσφαλτα της νέας αυγής
που δίνεις Λόγε, στους πιστούς της γης,
άγγελοι αστράφτουν στην Ανάστασή Σου.

Μονάδα τρισυπόστατη δοξάζω
και τ’ Όνομά Της πάνω απ’ όλα βάζω.
Δεν είμ’ εγώ το λούλουδο του κάμπου
κι ούτε σαν τ’ άστρα που στα αιθέρια λάμπουν.
Του Πλάστη εγώ ‘μαι εικόνα και του μοιάζω!

Ντυμένος την αιμόφυρτη πορφύρα,
λουσμένος στα επιτάφιά σου μύρα,
έλα, Νυμφίε, με τα χλωμά Σου κάλλη.
Ποθεί η ψυχή μου απόψε να σου ψάλη
το ιδού ο Νυμφίος στη φτωχή της λύρα.

Ξημέρωμα ανοιξιάτικο χαράζει,
στο μίσχο του το ρόδο ανατριχιάζει
γλυκιά πνοή δροσιάς έχει περάσει
τα πέλαγα, τους κάμπους, κι όλ’ η πλάση
απ’ άκρη σ’ άκρη Ανάσταση γιορτάζει.

Ολάνθιστες βράγιες μοσχομυρίζουν,
και βάλσαμο τα στήθη μας γεμίζουν.
Οι κρίνου ασπρίζουν σαν χιονοπλασμένοι
σε μιαν αυγούλα μυριοπλουμισμένη,
κι όλα ένα γύρω Ανάσταση θυμίζουν.

Πρωτάνθισμα του μου η προσευχή μου
μυρίπνοη φέρνει μπρος Σου η ψυχή μου.
Καρπός χειλέων η ταπεινή μου λέξη,
ύμνο Σου πλάθει η ταπεινή μου σκέψη,
Ελπίδα μου χρυσή κι απαντοχή μου.

Ροδίζει η αυγή κι ασπρογαλιάζει,
και φρέσκο, σαν πρωτόπλαστο το ατλάζι
γυαλίζει του πελάου και τ’ ουρανού
μιαν καινή κτίση μόρχεται στο νου,
κι ολόβαθα η ψυχή μου αναγαλλιάζει.

Σκυφτός και μοναχός φέρνω το βήμα
στην έρμη ακρογιαλιά που σπάει το κύμα.
να λείψουν όλα, κι όλα να σιγήσουν
μόνος μου θέλω να βρεθώ μαζί Σου
στην έρμη ακρογιαλιά που σπάει το κύμα.

Τετράδιπλες φτερούγες θε ν’ απλώσω,
σε κόσμους γαλανούς, να Σ’ ανταμώσω
ψηλότερα απ’ τον κόσμο της απάτης,
και, βρίσκοντάς Σε, Ωραίε μου, της αγάπης
το φίλημα να πάρω και να δώσω.

Υπάρχεις! Κι αν δε Σ΄ έβρισκεν ο νους
στους έμπυρους που μένεις ουρανούς,
κι αδύνατη αν δε Σ’ έφτανεν η σκέψη
που ζήτησε να δη για να πιστέψη,
μα πάλι από καιρούς αλαργινούς.

Φερμένη, κι από την πρώτη αυγή του κόσμου,
θεϊκή λαχτάρα που αγρυπνεί κι εντός μου
θ’ αρκούσε την καρδιά μου να ικανώση,
τη λατρευτή Σου παρουσία να νιώση,
να κράξη: ο Κύριος μου κι ο Θεός μου!

Χαρίτωσε με, Τριχαριτωμένε,
χαράς ψαλμούς τα χείλη μου να λένε,
πορείες αγνές τα πόδια τα πόδια ν’ ακλουθάνε,
κι όπου τον νου μου οι λογισμοί κι αν πάνε
Σου πάντα νάναι, Αγαπημένε.

Ψυχές αγνίζεις και ψυχές λυτρώνεις,
μ’ ανθούς και κρίνα τη ζωή μας στρώνεις.
Ως και τη φύση τη φθαρτή αφθαρτίζεις
και, παίρνοντας μας μεσ’ στο φως που ορίζεις,
στη δόξα και στη θέωση μας υψώνεις.

Ωραίος κάλλει, Εσύ, και διαλεχτός μου,
ωχρές μπροστά Σου οι ομορφιές του κόσμου!
Σωπάτε αηδόνια κι αύρες μεσ’ στα δάση,
άνθρωποι, δέντρα, βρύσες, όλη η πλάση:
Απόψε θάρθη να με βρη ο Χριστός μου!
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
Άβαταρ μέλους
inaf
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 464
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 14, 2008 10:35 pm
Τοποθεσία: Σωτήρης@Αγ. Παρασκευή

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από inaf »

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Όλα για την δόξα του Χριστού!
να το το μεγάλο σύνθημά σου.
Όλα για την δόξα του Χριστού,
απ’ τα πρώτα χρόνια ως τα στερνά σου.

Μές στην αλήθεια και στο Φως
βρέθηκες, ακόμα νέο βλαστάρι.
Και σαν έμπορος σοφός
πούβρε τ’ ακριβό μαργαριτάρι,

τρέχεις με κρυφή λαχτάρα ευθύς,
δίχως ούτε μια στιγμή να χάσης,
κι όλα τα πουλάς, γιατί ποθείς
το μαργαριτάρι ν’ αγοράσης.

Όλα τα πουλάς, και δεν κρατάς
τίποτα του κόσμου αυτού δικό σου.
Της ζωής το νόημα πια ζητάς
μέσα στην απάρνηση του εγώ σου.

Όλα τα πουλάς, κι εσύ κρατάς
το σταυρό του χρέους και της θυσίας.
Κι όμοιος Παύλος, τώρα δεν κυττάς
άλλ’ απ’ το καλό της Εκκλησίας.

Κι αν σ’ αυτό το δρόμο τον τραχύ
κάθε βήμα κρύβει μια παγίδα,
μα σου δίνει θάρρος κι αντοχή
η μεγάλη πίστη σου κι ελπίδα.

Θάρρος κι αντοχή, να πολεμάς
κι όλο νικητής εσύ να βγαίνεις.
Και τα πιο μεγάλα να τολμάς,
κι άτρομος κι αλύγιστος να μένης.

Κι έσκυψες στα λόγια της Γραφής
μ’ όση και το λάφι δίψα σκύβει
πάνω απ’ τις πηγές, γιατί ποθείς
όλη τη σοφία να πιής που κρύβει.

Άφθονα κι η Χάρη και το Φως
είχαν στην αγνή ψυχή σου στάξει.
Κι ήσουν έτσι υπέροχος, καθώς
απ’ την γνώση ανέβαινες στην πράξη.

Παίρνεις τ’ αποστόλου το ραβδί,
σα βοσκός που φεύγει απ’ το κοπάδι,
το χαμένο πρόβατο να βρη,
και γυρνά στη νύχτα, στο σκοτάδι.

Παίρνεις το ραβδί σου και περνάς
θάλασσες, στεριές, ποτάμια, δάση
νάβρης τις ψυχές που ο σατανάς
σε φριχτές παγίδες έχει πιάσει.

Να και το δισάκι του σποριά!
Πρόθυμα στον ώμο σου το παίρνεις,
και γυρνώντας πόλεις και χωριά,
τον καλό το σπόρο ολούθε σπέρνεις.

Άφθονος ο λόγος που σκορπάς,
μπαίνει στις ψυχές και τις αγνίζει.
Πλούσιος ο καρπός όπου κι αν πας.
Ρόζιασε το χέρι να θερίζη!

Ούτε σαν αχνός δε σου περνά
στο μυαλό υψηλή και μάταιη σκέψη
ως την ύστερη ώρα ταπεινά
στου Θεού το έργο έχεις δουλέψει.

Όλα για την δόξα του Χριστού!
Τίποτα δεν κράτησες για σένα.
Κι έμοιασες του δούλου του πιστού
πούφυγεν ο Ρήγας του στα ξένα.

Κι έμοιασες του δούλου τ’ αγαθού,
που προσμένει, μέρα με τη μέρα,
τα καλά μηνύματα ναρθούν
απ’ το μακρινό βασίλειο πέρα.

Και να λεν πως τέλειωσε ο καιρός,
και σε λίγο πάλι ο Ρήγας φθάνει,
πλούσιος δοξασμένος, λαμπερός,
να σου δώσει τ’ άφθαρτο στεφάνι.

Νύχτα – μέρα δούλεψες σκληρά,
με τα πέντε τάλαντα που πήρες.
Και σαν ήρθ’ η ώρα σου, ω χαρά!
διάπλατες σου ανοίχτηκαν οι θύρες.

Διάπλατες οι θύρες για να μπης,
να σταθής μπροστά στο βασιλιά σου,
τον τρανό το λόγο να του πης,
που έφερες διπλά τα τάλαντά σου.

Πέρνα τώρα, Γέροντα, στο φως,
ζήσε στη χαρά του Παραδείσου.
Πλούσιος που σε πρόσμενε μισθός!
Όλη τούτη η δόξα ‘ναι δική σου!

Ψάλλε τώρα ολόχαρος μαζί
Με χορούς αγίων, σεμνέ λευίτη.
Άσβηστη στη μνήμη μας θα ζη,
η μορφή σου, ολόλευκε πρεσβύτη.

Πάντα θα μας μένη στην ψυχή
το μεγάλο χρέος που σου χρωστάμε.
Δος μας μόνο μια θερμή ευχή,
και για μας στον Κύριο δέηση κάμε.

Δέηση για τα τόσα σου παιδιά,
που στη μάχη πίσω έχεις αφήσει,
νάχουν τη δική σου την καρδιά
και καθείς με ζήλο να κρατήση

του έργου τη βαριά κληρονομιά
που έλαχε σ’ αυτούς να συνεχίσουν.
Σκύψε προς τα τόσα σου παιδιά,
Γέροντα και δος μας την ευχή σου!
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
Άβαταρ μέλους
inaf
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 464
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 14, 2008 10:35 pm
Τοποθεσία: Σωτήρης@Αγ. Παρασκευή

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από inaf »

ΠΕΝΤΑΣΤΙΧΑ

Ροδίζ’ η ανατολή κι ασπρογαλιάζει
και φρέσκο, σαν πρωτόπλαστο, το ατλάζι
γυαλίζει του πελάου και τ’ ουρανού
μια καινή κτίση μόρχεται στο νου,
κι ολόβαθα η ψυχή μου αναγαλλιάζει.





ΠΑΣΧΑΛΙΝΟ

Στο στερνό το ξεψύχημα
δειλινού μυρωμένου,
κάποια ρόδα μαραίνονται,
κάποια ρόδα πεθαίνουν.

Ώρια λούλουδα π’ άνθισαν
μιαν αυγούλα τ’ Απρίλη
ξεφυλλίζουν και σβήνουνε
στο Λαμπριάτικο δείλι.

Κι ένα ρόδο τινάζοντας
τ’ ανοιχτά πέταλά του,
κάποιο φύλλο που τούμεινε
για στερνό στόλισμά του,

με τρεμούλιασμ’ ανάλαφρο
το τινάζει μπροστά του,
στο κρυστάλλινο φλοίσβισμα
του ρυακιού του δροσάτου.

- Που τραβάς ανθοπέταλο
τη ζωή σου να σβήσης;
- Πάω να φέρω την Άνοιξη
σε μια χώρα άλλης ζήσης.

Μη με κλαις. Σ’ άλλα χώματα
τον Απρίλη θα φέρω,
θα σκορπίσω το μήνυμα
μιας αλήθειας που ξέρω•

κείνο π’ άκουσα σήμερα
και σιγόψελνε η αύρα,
που το λάλαε χαρούμενα
κι η καμπάνα απ’ αλάργα

νύχτα - νύχτα το μήνυμα
το τρανό θα κηρύξω
-του Χριστού την Ανάσταση,
στους νεκρούς που θα σμίξω.





ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Καμπάνες αναστάσιμες χτυπούν αλαργινά,
και μέσ’ στο ροδοφέγγισμα της χρυσαυγής τ’ Απρίλη
κάποιο αχολόγημα γλυκό κι ανάλαφρο περνά.
Πηδά η ψυχή μου σαν πουλί στα τρέμοντά μου χείλη,
κι ένα ψαλμό πασχαλινό χαρούμενη αρχινά.
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
Άβαταρ μέλους
inaf
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 464
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 14, 2008 10:35 pm
Τοποθεσία: Σωτήρης@Αγ. Παρασκευή

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από inaf »

ΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ

- Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
σαν τι νάναι που ζήτατε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μεσ’ στο σκοτεινό στρατί
τ’ ανηφορικό, γιατί,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;

Να! σε λίγο αρχίζει η μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός•
και το λιγοστό αστροφώς,
που σας σιγοφέγγει τώρα,
όπου ναν’ κι αυτό θα σβήση.
Και σεις τρέχετε, γυρνάτε,
λες και βιάζεστε να πάτε
σε νυχτερινό μεθύσι.

Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
Σαν τι νάναι που ζητάτε
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;

- Tι ζητάμε; Φως διαβάτη:
Eίν’ ο πόθος ο βαθύς
κάθε ανθρώπινης ψυχής.
σαν ποιο ναν’ το μονοπάτι,
που στο φως θε να μας φέρη;
Αχ! Κανείς μας δεν το ξέρει.

Φως ζητάμε, Φως διαβάτη.
Πήραμ’ ένα γιδοστράτι
και χυθήκαμε στα σκότη,
απ’ την πρώτη μας την νιότη,
και ζητάμε κι όλο πάμε
κι όσο πάμε και ζητάμε.

Πόσα χρόνια πάνε τώρα;;
Χίλια; Δύο χιλιάδες; Τρεις;
Μέτρησέ μας τα αν μπορής.
Με την ίδια πάντα φόρα,
στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς,
τριγυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες,
και γυρεύουμε το Φως.

Πήγαμε στην Βαβυλώνα,
στο Θιβέτ, στην Καρχηδόνα,
στης Αιγύπτου τις ερμιές.
Μας εμάθαν ολ’ οι δρόμοι
κι όλες οι νεροσυρμές
ως την Κίνα κι ως τη Ρώμη.

Τίποτα! Νεκρές ελπίδες!
Δεν εβρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές αχτίδες.
Φως ζητάμε, Φως διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
και πετάμε νύχτα-μέρα
απ’ το Νείλο στον Ευφράτη
κι ως τις θάλασσες κι ως πέρα.

Τρέξαμε στο Καπιτώλιο
και στο βράχο τον αιώνιο,
κι ανεβήκαμε κι αυτές
του Ολύμπου τις κορφές.

Μα κι εδώ η χαρά σαν πρώτα
σβήστηκε σαν λευκαφρός:
Ήταν φώτα, χίλια φώτα
μα δεν ήτανε το Φως…
Και κινήσαμε και πάλι
και ριχτήκαμε ξανά
στα λαγκάδια, στα βουνά,
στα σκοτάδια και στην πάλη.

Και γυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι, παρωρίτες,
στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς.
Αχ! πονόψυχε διαβάτη,
πες εσύ, ποιο μονοπάτι,
θα μας φέρη προς το Φως;

- Κουρασμένοι στρατοκόποι,
που σας είδαν τόσοι τόποι,
που σας θόλωσαν το μάτι
καταιγίδα, ανεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε και το μονοπάτι
το φτωχό, που θα σας βγάλη
προς της Βηθλεέμ τη χώρα.

Είν’ το ίδιο στο στρατί
το ματόβρεχτο που φτάνει
στο μαρτυρικό στεφάνι
κι ως το Γολγοθά κρατεί.
Ακλουθάτε το, ακλουθάτε:
Απ’ τη Φάτνη ως το Σταυρό
μπόρεσα και γω να βρω
τ’ άυλο Φως π’ αναζητάτε.



ΟΜΟΡΦΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

Όμορφοι κόσμοι γαλανοί,
σεις π’ αγκαλιάζετε γλυκά
τα υπερούσια μυστικά,
τα μυστικά τ’ αγαπημένα•
μεγάλοι, διάπλατοι ουρανοί,
σ’ εσάς κυττώ νοσταλγικά,
ως νάρθ’ η ώρα η ποθεινή
που θ’ αγκαλιάσετε και μένα.
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
vasilisalt
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 6173
Εγγραφή: Παρ Ιουν 19, 2009 12:19 pm

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ. ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από vasilisalt »

inaf έγραψε:Ο ΓΑΛΗΝΗΦΟΡΟΣ

...
Συντροφιά με το Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
την αγάπη του, θερμή,
στα στήθια μου να κλείσω.

Και τα στήθια είναι στενά
κι ανοίγουν και πλαταίνουν,
κι όσο πιο πολύ αγαπούν
τόσο και δε χορταίνουν.
....
Ο Βερίτης ήταν ένας από τους αγαπημένους ποιητές του γέροντα Πορφύριου.
Ειδικά το παραπάνω.

Ευχαριστούμε Σωτήρη!
Άβαταρ μέλους
inaf
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 464
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 14, 2008 10:35 pm
Τοποθεσία: Σωτήρης@Αγ. Παρασκευή

Re: ΑΠΑΝΤΑ Γ. ΒΕΡΙΤΗ

Δημοσίευση από inaf »

vasilisalt έγραψε:
inaf έγραψε:Ο ΓΑΛΗΝΗΦΟΡΟΣ

...
Συντροφιά με το Χριστό
λαχτάρησα να ζήσω,
την αγάπη του, θερμή,
στα στήθια μου να κλείσω.

Και τα στήθια είναι στενά
κι ανοίγουν και πλαταίνουν,
κι όσο πιο πολύ αγαπούν
τόσο και δε χορταίνουν.
....
Ο Βερίτης ήταν ένας από τους αγαπημένους ποιητές του γέροντα Πορφύριου.
Ειδικά το παραπάνω.

Ευχαριστούμε Σωτήρη!
Και πως να μην είναι βρε Βασίλη :105 :105 :105 ; Έκανε καλή, την καλύτερη δυνατή χρήση του ταλάντου που του χάρισε ο Θεός και με τον λόγο του προτρέπει, παρηγορεί, ενθουσιάζει, ξεσηκώνει. Όταν (λέμε τώρα, όταν :smile: ) οι λέξεις είναι φτωχές για να εκφράσουν αυτά που νιώθει η καρδιά και θέλει κανείς να ξεσπάσει σε ύμνο, σε τραγούδι ο Βερίτης είναι το πρώτο που έρχεται στο νου, μαζί με κάποιους ύμνους και ψαλμούς.
Το επόμενο ποίημα μάλιστα είχα την τύχη σαν έφηβος να το ακούσω να μας το διαβάζει κάποιος μεγαλύτερος (που ήξερε τι ακριβώς μας διάβαζε :wink:) πριν την Κυριακή του Ασώτου :mrgreen: . Είναι από τις αναμνήσεις που έχουν χαραχθεί στην μνήμη :oops: .





Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ

Κι είπε ο Χριστός στο πλάσμα του: «Τι θες, παιδί τ’ ανθρώπου;
Φως και χαρά; Γλυκούς καρπούς ευλογημένου κόπου;
Έλα κοντά μου. Τι ποθείς; Ψυχής γλυκιά γαλήνη;
Δύναμη θες; Ανάπαυση; Παρηγοριά; Να γίνει
παραδεισένια σου η ζωή, χερουβική υμνωδία;
Έλα κοντά μου. Το φτερό ξολοθρευτή θανάτου, το σκοτεινό, το μαύρο,
δε θα σ’ αγγίξει της ζωής τη θεϊκή αρμονία,
στου ματωμένου μου Σταυρού τον ίσκιο αποκάτου».

Κι είπεν αυτός: «Όσα ποθώ μακριά από σε θα τάβρω».
Και τράβηξε κάποιο στρατί και κάποιο μονοπάτι,
που διάλεξε μεσ’ στης τρελής χαράς του το μεθύσι,
και του φαινόταν πως εκεί λουλούδιαζαν και οι βάτοι
και πως για αυτόν ανοίχτη πια της ευτυχίας η βρύση.
Για ιδές ανθοί που στρώσανε την γη στο πέρασμά του.
Για ιδές! και το στραβό στρατί που διάλεξε γιορτάζει,
θαρρείς, κι αυτό με λούλουδα χαράς την λευτεριά του.
Κι αυτός χορεύει και σκιρτά και τραγουδά και κράζει:
«Όλα καλά κι όλα γλυκά κι όλα όμορφα δω πέρα».
Κι αμέριμνα κι αφρόντιστα και δίχως συλλογή
γυρίζει ολούθε ξέγνοιαστα σ’ αυτή την ξένη γη.

…Μα μέρα με την μέρα
γιατί μαραίνονται οι ανθοί και πέφτουν τα λουλούδια;
Γιατί λιγόστεψε η χαρά και παύουν τα τραγούδια;
Γιατί στο μονοπάτι
δε βλέπει πια να ανθοβολούν, καθώς περνά, κι οι βάτοι;
Πως έπαψε έτσι ξαφνικά να λουλουδίζ’ η γη του
και τα αγριοβόρια μάραναν τα στερνολούλουδά της;
Μέσα στα στήθια του γιατί θρηνολογά η ψυχή του,
κι είναι πικρό, σπαραχτικό, το θρηνολόγημά της;

Μαύρο σκοτάδι πλάκωσε και τούφραξε το δρόμο.
Μέσα του, ολόγυρά του,
όλα γεμάτα απελπισία και παγωνιά θανάτου,
κι όλα γεμάτα τρόμο.

Κι αυτός ορμά ξανά μπροστά και τρέχει στα σκοτάδια.
Γυρίζει εδώ, γυρίζει εκεί κάμπους, βουνά, λαγκάδια,
χτυπιέται και ματώνεται
και πέφτει και σηκώνεται
και δος του τρέχει πάλι.
Θολή η ψυχή, θολός ο νους…. αχ ! που θε να τον βγάλει
τούτος ο δρόμος ο τραχύς; Μέσ’ στο φριχτό σκοτάδι
ανατριχιάζει νιώθοντας κρύο θανάτου χάδι.

Μα μέσα στο στροβίλισμα και στην ανεμοζάλη,
σα μακρινός αντίλαλος απ’ της ψυχής τα βάθη
αναδευτήκαν του Χριστού κείνα τα λόγια πάλι,
αρμονικά, γλυκά, απαλά. Και τάκουσε και εστάθει.
Κι είπε: «στον ίσκιο του Σταυρού δεν κάθισα ποτέ.
Να δοκιμάσω τώρα;

Μην τύχη κι είν’ αληθινά τα λόγια σου, ω Χριστέ;
Μην είν’ τα λόγια που οδηγούν στην μαγεμένη χώρα,
στη χώρα εκείνη που αντηχούν τα αγγελικά ωσαννά;»

και ξαναγύρισε δειλά….
Κι έλεγε μέσα του: «άραγε θα με δεχτεί ξανά:…»
Μα ως έφτασε και στύλωσε προς το Σταυρό το βλέμμα,
Τον βλέπει - απίστευτη χαρά – να του χαμογελά,
και με ανοιχτά τα χέρια,
χέρια σκαμμένα από καρφιά, χέρια που στάζαν αίμα,
και με στοργή που θαύμαζαν τα αγγελοπεριστέρια,
τον προσκαλούσε στην θερμή και στοργική του αγκάλη
και του ξανάλεγε γλύκα: «έλα κοντά μου, πάλι.
Μείνε κοντά μου. Μια φορά παιδί παρακοής
και γιός της πλάνης ήσουν
σαν γύριζες στις αγκαθιές τριβολιασμένης γης.

Τώρα, στολή βασιλική οι άγγελοι θα σε ντύσουν,
κι αγαπημένο μου παιδί θα γίνεις,
γιος της ειρήνης».
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
Άβαταρ μέλους
paulina
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1074
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 22, 2010 5:57 pm

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από paulina »

Σωτήρη σ' ευχαριστώ πολύ! :105
«Πάροικος εγώ εἰμι ἐν τῇ γῇ. Μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς ἐντολάς Σου»
Άβαταρ μέλους
inaf
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 464
Εγγραφή: Παρ Νοέμ 14, 2008 10:35 pm
Τοποθεσία: Σωτήρης@Αγ. Παρασκευή

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από inaf »

polina έγραψε:Σωτήρη σ' ευχαριστώ πολύ! :105
Αλέξανδρος για την ακρίβεια :mrgreen:
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE% ... E%B1%CF%82
και έζησε τόσο λίγο (εδώ, γιατί εκεί που είναι.........). Καλημέρες!!!!!!!!!!




ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΗΤΩ…

Ασ’ τις ψυχές πάλι λευκό ν’ απλώσουν το πανί των,
καθώς, στο ηλιόγερμα, η χρυσή βροχή των ρόδων πέφτει
στον ονειρώδη του γλαυκού Σαρωνικού καθρέφτη•
κι ας πάη ψηλή χρυσόφτερη κι απόψε η προσευχή των,
ένα γλυκό, δαβιτικό, θερμό Κατευθυνθήτω.


ΛΑΧΤΑΡΑ

Γυρίζω μέσ’ στη νύχτα, στο σκοτάδι
του νου μου ο λύχνος με το λίγο λάδι,
τρεμόσβηστη μια φλόγα συγκρατεί•
και ψηλαφώντας στ’ άγνωστο στρατί,
του θείου φωτός Σου λαχταρώ το χάδι.


ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ανάσταση! και μέσα στην καρδιά μου,
που μαύροι τη μαράνανε χειμώνες,
μιας άνοιξης αυγή γλυκοχαράζει
κι ανθίζουν μενεξέδες κι ανεμώνες.

Ανάσταση! και μέσα στην καρδιά μου,
που την σπαράξαν άγρια οι στείροι πόνοι,
ολόδροσο, ουρανόσταλτο βλαστάρι
θεϊκής χαράς αρχίζει να φυτρώνη.

Θεϊκής χαράς! Ω σταυρωμένη Ελπίδα!
καθώς σε βλέπω αναστημένη πάλι,
αθάνατη απροσμάχητη μεγάλη,

κάμε το θαύμα που ποτέ δεν είδα!
ότι νεκρό του μυστικού μου κόσμου,
παρακαλώ Σε, ανάστησέ το εντός μου!


ΝΥΝ ΑΠΟΛΥΟΙΣ

Άφθονο χύθηκε κρασί πέρα κατά την δύση,
κι αιματόβαφη η θάλασσα, τα σύννεφα κι οι βράχοι.
Γαλήνιος τράβηξε ο παπάς δώθε κατά τη ράχη,
και σκάλωσε κατάκορφα στο ερημικό ξωκλήσι,
Νυν απολύοις το δούλου Σου να σιγοψιθυρίσει.
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
Άβαταρ μέλους
paulina
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 1074
Εγγραφή: Δευ Νοέμ 22, 2010 5:57 pm

Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη

Δημοσίευση από paulina »

inaf έγραψε:Αλέξανδρος για την ακρίβεια
Εσένα ευχαριστώ βρέ που κάνεις τον κόπο και τα γράφεις!!!!!!

Εκτός αν είσαι ο Βερίτης :lol: :lol: :lol:
«Πάροικος εγώ εἰμι ἐν τῇ γῇ. Μὴ ἀποκρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς ἐντολάς Σου»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”