Re: Άπαντα - Γ. Βερίτη
Δημοσιεύτηκε: Τετ Ιαν 12, 2011 6:12 am
Θα ήθελα να ήμουν ο Βερίτης, εστω να του μοιάσω λίγο
για μένα γράφω πρώτα, μήπως και όπως βαράω τα πλήκτρα τυπωθεί και κάτι στο ξερό και όλιγον άσπρο πλεον κεφάλι μου Καλημέρες σε όλους....
ΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ
Δε θα σε πούμε πια Πατέρα,
δε θα σε πούμε Πλάστη πια
ποθούμε λευτεριάς αγέρα,
κοντά σε σένα ειν’ η σκλαβιά.
Θεέ, τραβήξου από μπροστά μας,
σκιάχτρο του νου και της ψυχής.
Για σε τα χείλη τα δικά μας
δεν έχουν λόγια προσευχής.
Θεέ, τραβήξου• τα φτερά μας,
γεμάτα δύναμη τρανή,
φτάνουν να βρούμε τη χαρά μας
και της αλήθειας τη φωνή.
Φύγε, Θεέ! Ποιος τόπε; Πλάνη
πως κυβερνάς τον κόσμο εσύ•
ύλη και δύναμη μας φτάνει
για μια ζωή γλυκιά, χρυσή.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ
Επέρασ’ ο ξολοθερμός κι ο χαλασμός κι η μπόρα,
φωτιά και ξεθεμέλιωμα και σίδερο στη γη•
και τώρα π’ άπλωσε η νυχτιά της νέκρας τη σιγή,
Χάρου κρεβάτι ολόκληρη μοιάζει η μακάβρια χώρα.
Λειψό φεγγάρι, άστρα χλωμά κι αχνά και βουρκωμένα,
- κοιμητηρίου τρεμόσβηστα κεριά – θαμποφωτίζουν
των σκοτωμένων τ’ άταφα κορμιά, π’ αργοσαπίζουν
στους κάμπους και στις λαγκαδιές και στις πλαγιές σπαρμένα.
Μα πάνω στο ματόβρεχτο και νοτισμένο χώμα
ανατριχιάζει και ξυπνά κι ορθώνεται δειλά
μεσ’ στους νεκρούς κάποιος νεκρός, στα πτώματα ένα πτώμα,
και παίρνει σκέψη και ζωή και γλώσσα και λαλιά:
«Αχ! τι κακός πούταν απόψε ο ύπνος μου!
βαρύς βραχνάς μου πλάκωνε τα στήθια…
Μα τι; δεν είναι ψέμα κι όνειρο;
κι είναι πικρή ματοβρεγμένη αλήθεια;
Ω Σατανά που τόσο σε λατρέψαμε,
μ’ ότι κακό κρύβει η κακή ψυχή σου
μας χτύπησες και ξέβρασες απάνω μας
τις φλόγες και τη φρίκη της αβύσσου.
Μεσ’ στην ψυχή μου χίλιες μαύρες κόλασες
στο σώμα μου πόνοι φριχτοί κι οδύνη •
ολόγυρα μου η νέκρωση κι ο θάνατος
κι αχόρταγη κοσμορουφήχτρα δίνη.
Στήθια, κεφάλι, χέρια, πόδια μου
σακατεμένα απ’ των εχθρών τη σφαίρα•
ως και τα σωθικά μου μέσα τάκαψε
τ’ ανάσεμα του δολοφόνου αγέρα.
Και κύττα πως σαπίζουν αναρίθμητες
χιλιάδες σκοτωμένοι ολούθε γύρα,
αδάκρυτοι, ασαβάνωτοι, ασυντρόφιαστοι,
χωρίς ανθούς και στέφανα και μύρα.
Άκου, θρηνολογούν τ’ άπνοα θύματα,
βαριαναστενάζουν τα δέντρα στα δάση,
ως τ’ άστρα και πιο περ’ ακόμη ο στεναγμός
κι ο θρήνος τους στον ουρανό έχει φτάσει.
Φάτε, κοράκια, φάτε σάρκα ανθρώπινη,
χορτάστε τώρα των δρυμών αγρίμια
στήστε χορόν, άγριο χορό, κάντε γιορτή
στου αφέντη σας του ανθρώπου τα συντρίμμια.
…μα τ’ είν’ ο σάλαγος π’ ακώ κι η άγρια βουή;
τ’ ειν’ οι βροντές, τα νύχτια σκότη που ταράζουν;
Αχ! όσοι εμείναν ζωντανοί ξανάρχισαν
ένας τον άλλο μ’ άγριο πάθος να σπαράζουν».
Στου φεγγαριού το θαμποφώς, στη νύχτα του θανάτου,
στη νεκρωμένη κι άπνοη κι άψυχη κι άζωη γη,
την μάχης τ’ άγριο μουγκρητό και του πολέμου η οργή
μ’ απαίσιο αχό βροντούν ξανά στα νεκρωμέν’ αυτιά του.
Πέρα μακρυά πλήθος σκιές αλαλιασμένες τρέχουν•
των κανονιών τα στόματα πίσω ξερνούν φωτιά,
και πάλι κάμπους και πλαγιές με σάρκες κι αίμα βρέχουν.
Ένα κοπάδι αγριοπουλιών απάνω τους πετά,
με μαύρ’ ατσάλινα φτερά και μ’ ατσαλένιο σώμα
κι ολούθε χάρο κι’ όλεθρο και συφορά σκορπά.
Τρέχουν, χτυπιούνται, δέρνονται κείνοι που ζουν ακόμη•
βρισιά, βλαστήμια, ανάθεμα ξερνά το κάθε στόμα.
Κι είδε ο νεκρός και θρήνησε, κι είδε ο νεκρός και κλαίει,
το νεκρωμένο στόμα του μοιρολογά και λέει:
Ω Σατανά, που τόσο σε λατρέψαμε,
μ’ ότι κακό κρύβει η κακή ψυχή σου
μας χτύπησες και ξέβρασες απάνω μας
τις φλόγες και τη φρίκη της αβύσσου…
ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ
Μα ξάφνου μεσ’ στην ταραχή που δόναε γη κι αέρα,
πύρινη στήλη φάνηκε πέρα μακρυά να χύνη
γλυκό ένα φως, αλλοτινό, ξένο στην γήινη σφαίρα,
φως ιλαρό δόξας θεϊκής, γεμάτο απαλωσύνη.
κι από τη στήλη κι απ’ το φως κάποια φωνή εκατέβει,
τρανή φωνή που αντήχησε κι ακούστη πέρα ως πέρα.
Κι ήταν σαν σάλπιγγα ουρανού κι ήταν σαν μουσική,
κι έλεε γλυκά κι έλεε ηχηρά φωνή αρχαγγελική:
«Όσοι θνητοί, όσοι ζωντανοί, παιδιά της γης,
ας πάψη πια το ματοκύλισμά σας.
Υιοί ανθρώπων! Τάδε λέγει Κύριος
ο Πλαστουργός κι ο Δυνατός κι ο Βασιλιάς σας:
-Φτωχά παιδιά μου, αιματωμένα, ο πόνος σας
δικός μου πόνος και δική μου θλίψη.
Όχι, ποτέ δε θα μπορέση ο θάνατος
ολομεμιάς, θεϊκοί βλαστοί, να σας συντρίψη.
Ελεύθερους κι αθάνατους σας έπλασα,
του λογισμού σας χάρισα τις δάδες,
σας γέννησα, σας έθρεψα, σας τράνεψα,
σας έβαλα της πλάσης μου αφεντάδες.
Φτωχά παιδιά, δεν είστ’ εσείς για συντριμμό,
κι ουτ’ είστ’ εσείς γι’ αδελφοκτόνα πάθη.
Ω, της ψυχής σας τα φτερά πως έπεσαν
και κυλιστήκατε μεσ’ στου κακού τα βάθη;
Μα φτάνει! Τώρα στης ζωής σας την πηγή
ξαναγυρίστε την αστείρευτη κι αιώνια.
χρόνια η καρδιά μου σας προσμέν’ η πατρική,
όλο στοργή για σας κι αγάπη και συμπόνια».
Είπε γλυκά κι εσώπασε τ’ αγγελικό το στόμα.
σιγή εβασίλεψε στη γη κι ούτε γροικέται αχός•
κι εκείνοι στέκουν άφωνοι, λες πως ακούν ακόμα.
Τα μάτια ορθάνοιχτα κυττούν πέρα το ουράνιο φως.
Και να, σε λίγο, κάποιοι τους κινούνται μεσ’ στα πλήθη
και ξεμακραίνουνε δειλά και προς το φως βαδίζουν.
Γλυκός αγέρας λυτρωμού φουσκώνει τους τα στήθη,
κι από γαλήνη και χαρά τα μάτια αντιφεγγίζουν.
Δροσιές και μύρα απάνω τους στάζουν οι ουράνιοι θόλοι.
Ω! Θέ μου, και να παίρνανε τον ίδιο δρόμο όλοι!...
για μένα γράφω πρώτα, μήπως και όπως βαράω τα πλήκτρα τυπωθεί και κάτι στο ξερό και όλιγον άσπρο πλεον κεφάλι μου Καλημέρες σε όλους....
ΤΡΕΙΣ ΦΩΝΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ
Δε θα σε πούμε πια Πατέρα,
δε θα σε πούμε Πλάστη πια
ποθούμε λευτεριάς αγέρα,
κοντά σε σένα ειν’ η σκλαβιά.
Θεέ, τραβήξου από μπροστά μας,
σκιάχτρο του νου και της ψυχής.
Για σε τα χείλη τα δικά μας
δεν έχουν λόγια προσευχής.
Θεέ, τραβήξου• τα φτερά μας,
γεμάτα δύναμη τρανή,
φτάνουν να βρούμε τη χαρά μας
και της αλήθειας τη φωνή.
Φύγε, Θεέ! Ποιος τόπε; Πλάνη
πως κυβερνάς τον κόσμο εσύ•
ύλη και δύναμη μας φτάνει
για μια ζωή γλυκιά, χρυσή.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ
Επέρασ’ ο ξολοθερμός κι ο χαλασμός κι η μπόρα,
φωτιά και ξεθεμέλιωμα και σίδερο στη γη•
και τώρα π’ άπλωσε η νυχτιά της νέκρας τη σιγή,
Χάρου κρεβάτι ολόκληρη μοιάζει η μακάβρια χώρα.
Λειψό φεγγάρι, άστρα χλωμά κι αχνά και βουρκωμένα,
- κοιμητηρίου τρεμόσβηστα κεριά – θαμποφωτίζουν
των σκοτωμένων τ’ άταφα κορμιά, π’ αργοσαπίζουν
στους κάμπους και στις λαγκαδιές και στις πλαγιές σπαρμένα.
Μα πάνω στο ματόβρεχτο και νοτισμένο χώμα
ανατριχιάζει και ξυπνά κι ορθώνεται δειλά
μεσ’ στους νεκρούς κάποιος νεκρός, στα πτώματα ένα πτώμα,
και παίρνει σκέψη και ζωή και γλώσσα και λαλιά:
«Αχ! τι κακός πούταν απόψε ο ύπνος μου!
βαρύς βραχνάς μου πλάκωνε τα στήθια…
Μα τι; δεν είναι ψέμα κι όνειρο;
κι είναι πικρή ματοβρεγμένη αλήθεια;
Ω Σατανά που τόσο σε λατρέψαμε,
μ’ ότι κακό κρύβει η κακή ψυχή σου
μας χτύπησες και ξέβρασες απάνω μας
τις φλόγες και τη φρίκη της αβύσσου.
Μεσ’ στην ψυχή μου χίλιες μαύρες κόλασες
στο σώμα μου πόνοι φριχτοί κι οδύνη •
ολόγυρα μου η νέκρωση κι ο θάνατος
κι αχόρταγη κοσμορουφήχτρα δίνη.
Στήθια, κεφάλι, χέρια, πόδια μου
σακατεμένα απ’ των εχθρών τη σφαίρα•
ως και τα σωθικά μου μέσα τάκαψε
τ’ ανάσεμα του δολοφόνου αγέρα.
Και κύττα πως σαπίζουν αναρίθμητες
χιλιάδες σκοτωμένοι ολούθε γύρα,
αδάκρυτοι, ασαβάνωτοι, ασυντρόφιαστοι,
χωρίς ανθούς και στέφανα και μύρα.
Άκου, θρηνολογούν τ’ άπνοα θύματα,
βαριαναστενάζουν τα δέντρα στα δάση,
ως τ’ άστρα και πιο περ’ ακόμη ο στεναγμός
κι ο θρήνος τους στον ουρανό έχει φτάσει.
Φάτε, κοράκια, φάτε σάρκα ανθρώπινη,
χορτάστε τώρα των δρυμών αγρίμια
στήστε χορόν, άγριο χορό, κάντε γιορτή
στου αφέντη σας του ανθρώπου τα συντρίμμια.
…μα τ’ είν’ ο σάλαγος π’ ακώ κι η άγρια βουή;
τ’ ειν’ οι βροντές, τα νύχτια σκότη που ταράζουν;
Αχ! όσοι εμείναν ζωντανοί ξανάρχισαν
ένας τον άλλο μ’ άγριο πάθος να σπαράζουν».
Στου φεγγαριού το θαμποφώς, στη νύχτα του θανάτου,
στη νεκρωμένη κι άπνοη κι άψυχη κι άζωη γη,
την μάχης τ’ άγριο μουγκρητό και του πολέμου η οργή
μ’ απαίσιο αχό βροντούν ξανά στα νεκρωμέν’ αυτιά του.
Πέρα μακρυά πλήθος σκιές αλαλιασμένες τρέχουν•
των κανονιών τα στόματα πίσω ξερνούν φωτιά,
και πάλι κάμπους και πλαγιές με σάρκες κι αίμα βρέχουν.
Ένα κοπάδι αγριοπουλιών απάνω τους πετά,
με μαύρ’ ατσάλινα φτερά και μ’ ατσαλένιο σώμα
κι ολούθε χάρο κι’ όλεθρο και συφορά σκορπά.
Τρέχουν, χτυπιούνται, δέρνονται κείνοι που ζουν ακόμη•
βρισιά, βλαστήμια, ανάθεμα ξερνά το κάθε στόμα.
Κι είδε ο νεκρός και θρήνησε, κι είδε ο νεκρός και κλαίει,
το νεκρωμένο στόμα του μοιρολογά και λέει:
Ω Σατανά, που τόσο σε λατρέψαμε,
μ’ ότι κακό κρύβει η κακή ψυχή σου
μας χτύπησες και ξέβρασες απάνω μας
τις φλόγες και τη φρίκη της αβύσσου…
ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ
Μα ξάφνου μεσ’ στην ταραχή που δόναε γη κι αέρα,
πύρινη στήλη φάνηκε πέρα μακρυά να χύνη
γλυκό ένα φως, αλλοτινό, ξένο στην γήινη σφαίρα,
φως ιλαρό δόξας θεϊκής, γεμάτο απαλωσύνη.
κι από τη στήλη κι απ’ το φως κάποια φωνή εκατέβει,
τρανή φωνή που αντήχησε κι ακούστη πέρα ως πέρα.
Κι ήταν σαν σάλπιγγα ουρανού κι ήταν σαν μουσική,
κι έλεε γλυκά κι έλεε ηχηρά φωνή αρχαγγελική:
«Όσοι θνητοί, όσοι ζωντανοί, παιδιά της γης,
ας πάψη πια το ματοκύλισμά σας.
Υιοί ανθρώπων! Τάδε λέγει Κύριος
ο Πλαστουργός κι ο Δυνατός κι ο Βασιλιάς σας:
-Φτωχά παιδιά μου, αιματωμένα, ο πόνος σας
δικός μου πόνος και δική μου θλίψη.
Όχι, ποτέ δε θα μπορέση ο θάνατος
ολομεμιάς, θεϊκοί βλαστοί, να σας συντρίψη.
Ελεύθερους κι αθάνατους σας έπλασα,
του λογισμού σας χάρισα τις δάδες,
σας γέννησα, σας έθρεψα, σας τράνεψα,
σας έβαλα της πλάσης μου αφεντάδες.
Φτωχά παιδιά, δεν είστ’ εσείς για συντριμμό,
κι ουτ’ είστ’ εσείς γι’ αδελφοκτόνα πάθη.
Ω, της ψυχής σας τα φτερά πως έπεσαν
και κυλιστήκατε μεσ’ στου κακού τα βάθη;
Μα φτάνει! Τώρα στης ζωής σας την πηγή
ξαναγυρίστε την αστείρευτη κι αιώνια.
χρόνια η καρδιά μου σας προσμέν’ η πατρική,
όλο στοργή για σας κι αγάπη και συμπόνια».
Είπε γλυκά κι εσώπασε τ’ αγγελικό το στόμα.
σιγή εβασίλεψε στη γη κι ούτε γροικέται αχός•
κι εκείνοι στέκουν άφωνοι, λες πως ακούν ακόμα.
Τα μάτια ορθάνοιχτα κυττούν πέρα το ουράνιο φως.
Και να, σε λίγο, κάποιοι τους κινούνται μεσ’ στα πλήθη
και ξεμακραίνουνε δειλά και προς το φως βαδίζουν.
Γλυκός αγέρας λυτρωμού φουσκώνει τους τα στήθη,
κι από γαλήνη και χαρά τα μάτια αντιφεγγίζουν.
Δροσιές και μύρα απάνω τους στάζουν οι ουράνιοι θόλοι.
Ω! Θέ μου, και να παίρνανε τον ίδιο δρόμο όλοι!...