Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΑΚΥΛΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ακυλίνα η Αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 298 καταγομένη εκ της Βίβλου, πόλεως της Παλαιστίνης θυγάτηρ περιφανούς τινος άρχοντος, Ευτολμίου ονομαζομένου. Πενταετής εβαπτίσθη υπό του Επισκόπου Ευθαλίου, όταν δε έφθασεν εις το δέκατον έτος της ηλικίας της εδίδασκε τας ομήλικας αυτής κόρας να απέχωσι μεν από της πλάνης των ειδώλων, να προσέρχωνται δε εις την πίστιν του Χριστού· όθεν δια την αιτίαν ταύτην διεβλήθη εις τον ανθύπατον Ουλοσιανόν παρά τινος Νικοδήμου. Προσήχθη λοιπόν έμπροσθεν του ηγεμόνος, και ερωτηθείσα ωμολόγησε παρρησία το όνομα του Χριστού. Διο έδειραν αυτήν ασπλάγχνως και με σιδηράς βελόνας πυρακτωμένας διετρύπησαν τα ώτα της, ώστε έρρεον τα αίματα εκ της ρινός. Έπειτα λαβούσα την δια ξίφους απόφασιν, απεκεφαλίσθη και ούτως η μακαρία έλαβε παρά Κυρίου τον αμάραντον του μαρτυρίου στέφανον. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, ο οποίος κείται πλησίον εις τον τόπον τον καλούμενον της Φιλοξένου, εν τω περιτειχίσματι.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ελισσαίος ο Άγιος του Θεού Προφήτης ήτο υιός Σαφάτ από Αελμούθ εκ της γης του Πατριάρχου Ρουβίμ· συνέβη δε εις τον Προφήτην τούτον εν παράδοξον θαύμα· διότι ότε αυτός εγεννήθη εις τα Γάλγαλα, η χρυσή δάμαλις, η εκεί προσκυνουμένη, εβόησε με τόσον μεγάλην φωνήν, ώστε ηκούσθη εις την Ιερουσαλήμ. Ο δε Αρχιερεύς θεωρήσας εις τας δύο πέτρας τας εν τω στήθει αυτού κρεμαμένας, από τας οποίας η μία ωνομάζετο Δήλωσις και η άλλη Αλήθεια, είπε τον λόγον τούτον. «Σήμερον εγεννήθη προφήτης εις την Ιερουσαλήμ, ο οποίος θέλει κρημνίσει τα γλυπτά και θέλει συντρίψει τα χωνευτά είδωλα». Ότε δε ο Προφήτης ούτος Ελισσαίος έφθασεν εις ηλικίαν και εχρίσθη προφήτης υπό του Ηλιού, πολλά θαυμάσια εποίησεν ο Θεός δια μέσου αυτού· ότε δε απέθανεν ενεταφιάσθη εις την Σεβαστούπολιν την εν Σαμαρεία ευρισκομένην. Ούτος ο Προφήτης επροφήτευσε περί της Χριστού παρουσίας και ιάτρευσε τα ύδατα της Ιεριχώ, τα οποία έκαμνον ατέκνους τους ανθρώπους και τα ζώα όπου έπινον εξ αυτών, τα ιάτρευσε δε ρίψας άλας εις αυτά και ειπών· «Τάδε λέγει Κύριος· ιατρεύω τα νερά ταύτα». Ούτος ανέστησε και δύο νεκρούς, ένα ότε ήτο ακόμη εν ζωή, τον υιόν δηλαδή της Σωμανίτιδος, και άλλον μετά τον θάνατόν του. Ούτος τον μεν Νεεμάν τον Σύρον εκαθάρισεν από την λέπραν, τον δε υπηρέτην του Γιεζήν λεπρόν εποίησε δια την φιλαργυρίαν και παρακοήν του. Ούτος και τα ρείθρα του ποταμού Ιορδάνου κτυπήσας με την μηλωτήν του Ηλιού τα διεχώρισε και τα διαπέρασε και πολλά άλλα εποίησε θαύματα. Τελείται δε η αυτού σύναξις εις τον αγιώτατον και προφητικόν του Ναόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Δημοσίευση από silver »

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή μετά την Πεντηκοστήν, την των απανταχού της οικουμένης εν Ασία, Λιβύη και Ευρώπη, Βορρά τε και Νότω, ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ εορτήν εορτάζομεν.

Κατά την Κυριακήν ταύτην, ήτις ακολουθεί αμέσως μετά την Αγίαν Πεντηκοστήν, εθέσπισαν οι θείοι Πατέρες να επιτελώμεν την πανσέβαστον μνήμην όλων των Αγίων, οίτινες υπήρξαν εις όλον τον κόσμον. Και κατ’ αρχάς μεν οι αρχαιότατοι Πατέρες εποίουν την εορτήν μόνον των Μαρτύρων, των εν όλω τω κόσμω μαρτυρησάντων, καθώς μαρτυρεί και ο εγκωμιαστικός Λόγος του θείου Χρυσοστόμου, εις τον οποίον μόνους τους Μάρτυρας κοινώς όλου του κόσμου επαινεί. Οι μεταγενέστεροι όμως εποίουν την εορτήν ταύτην γενικωτέραν, ονομάσαντες αυτήν Κυριακήν των Αγίων Πάντων, συμπεριλαμβάνοντες εν αυτή και Πατριάρχας και Προφήτας και Αποστόλους και Μάρτυρας και Ιεράρχας και Ασκητάς και όλους ομού τους Δικαίους, κατά πάσαν ηλικίαν και γένος. Σκοπός της παρούσης εορτής είναι, ότι επειδή ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προ του πάθους είπεν, ότι· «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιωάν. ιβ: 32), το οποίον ήτο και ο όλος σκοπός και το τέλος δια το οποίον κατέβη εις την γην και εσαρκώθη και έγινε τέλειος άνθρωπος, μείνας τέλειος Θεός ο Αυτός, δια να σώση δηλαδή την ανθρώπινον φύσιν και να την αναβιβάση εις την ουράνιον μακαριότητα. Την προσληφθείσαν λοιπόν φύσιν εις την θείαν Του υπόστασιν, την ανεβίβασεν εις τους ουρανούς δια της θείας Του Αναλήψεως και την εποίησε συγκάθεδρον τω Θεώ και Πατρί. Αλλά με τούτο δεν επληρώθη και η υπόσχεσις την οποίαν έδωσεν, ειπών, ότι «πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (ενθ. αν.). Δια τούτο, λοιπόν, έπεμψε εις τους Αγίους Αυτού Αποστόλους το Πανάγιον Πνεύμα, δια να υπάγουν να κηρύξουν, με την δύναμιν Αυτού, εις όλα τα έθνη την μίαν Θεότητα και να συνάξουν τους εκλεκτούς εις την Βασιλείαν των Ουρανών· το οποίον και έπραξαν οι καλοί και πιστοί υπηρέται με όλην την προθυμίαν και με όλην αυτών την ψυχήν και την καρδίαν και μέχρις εκχύσεως του αίματος αυτών. Ούτως επληρώθη ο άνω κόσμος, εκ του οποίου το αποστατικόν τάγμα εξέπεσε· και τούτο είναι εκείνο το οποίον εορτάζομεν σήμερον, ήτοι τον καρπόν του Αποστολικού Κηρύγματος. Λέγουσι δε και άλλην αιτίαν της κοινής ταύτης εορτής, ότι πολλοί μεν και πάμπολλοι και παρ’ ολίγον άπειροι, κατά διαφόρους τόπους και κλίματα ηγίασαν, τους οποίους και δια το πλήθος και δια το άγνωστον των ονομάτων δεν ήτο δυνατόν να τους τιμήσωμεν κατά μέρος ένα έκαστον. Λοιπόν, δια να τιμήσωμεν και αυτούς πρεπόντως και να έχωμεν και την παρ’ εκείνων βοήθειαν και αντίληψιν, διώρισεν η μήτηρ ημών Εκκλησία να επιτελώμεν μίαν κοινώς των απάντων εορτήν και εν ταυτώ να γίνηται η αυτή εορτή και δι’ εκείνους οίτινες μετά ταύτα ή μαρτυρήσουν ή απλώς αγιάσουν. Λέγουσι προσέτι ότι και Λέων ΣΤ΄ ο ευσεβέστατος βασιλεύς (886 – 912), ο επονομαζόμενος Σοφός, ηθέλησε να τιμήση ως αγίαν την πρώτην αυτού σύζυγον την Θεοφανώ, αλλά δεν επένευσε τότε εις την βουλήν του η Εκκλησία· όθεν έκτισε Ναόν περικαλλέστατον των Αγίων Πάντων και είπεν· «Αν είναι και η Θεοφανώ Αγία, ας εορτάζεται μετά πάντων των Αγίων». Είναι δε το περισσότερον και το κυριώτερον αίτιον της εορτής ταύτης, καθώς και παντός εορταζομένου Αγίου, η παρακίνησις ημών των ζώντων προς μίμησιν των εορταζομένων. Να βιασθώμεν δηλαδή και ημείς να κατορθώσωμεν την αξιέπαινον ζωήν εκείνων των μακαρίων και αοιδίμων δούλων του αληθινού Θεού ημών. Εις τούτο και ο Προφητάναξ Δαβίδ αποβλέπων λέγει· «Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός» (Ψαλμ. ρλη: 17). Ο δε θείος Απόστολος, απαριθμών τα κατορθώματα των Αγίων και την μνήμην αυτών προβάλλων εις ημάς ως παράδειγμα, προς αποστροφήν μεν των γηϊνων πραγμάτων και της αμαρτίας, μίμησιν δε της υπομονής αυτών και ανδρείας εις τους αγώνας της αρετής, ούτω λέγει· «Τοιγαρούν και ημείς τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος Μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» (Εβρ. ιβ: 1). Εκ της διδασκαλίας λοιπόν των θείων Γραφών και της αποστολικής παραδόσεως οδηγηθέντες ημείς οι ευσεβείς τιμώμεν άπαντας τους φίλους του Θεού, τους Αγίους, ως φύλακας των εντολών του Θεού, ως αρετής λαμπρά παραδείγματα, ως της ανθρωπίνης φύσεως ευεργέτας. Και έκαστον μεν των γνωρίμων Αγίων τιμώμεν ειδικώς εις τινα του ενιαυτού ημέραν, ως φαίνεται εις το Μηνολόγιον· επειδή όμως πολλοί είναι άγνωστοι, ως ανωτέρω είπομεν, και ο αριθμός αυτών επολλαπλασιάσθη κατά καιρούς και έτι πολλαπλασιάζεται και δεν θα παύση πληθυνόμενος έως της συντελείας, δια τούτο η μήτηρ ημών Εκκλησία έταξεν, όπως άπαξ του ενιαυτού επιτελούμεν και πάντων των Αγίων κοινήν μνήμην, ήτις είναι η παρούσα εορτή. Ταύτην λοιπόν επιτελούντες σήμερον τιμώμεν ευλαβώς και μακαρίζομεν πάντας, Δικαίους, Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Ομολογητάς, Ποιμένας, Διδασκάλους, Οσίους, άνδρας και γυναίκας ομού, γνωστούς και αγνώστους, τους προστεθέντας και προστιθεμένους, όσοι από Αδάμ έως του νυν ετελειώθησαν εν ευσεβεία και δια των καλών έργων εδόξασαν τον Θεόν. Τούτους πάντας και αυτά προσέτι των Αγγέλων τα τάγματα, προ πάντων δε και μετά πάντων την Υπεραγίαν Δέσποινα και Κυρίαν ημών Θεοτόκον, Μαρίαν την Αειπάρθενον, τιμώμεν σήμερον δια της παρούσης εορτής, προτιθέμενοι τον βίον αυτών αρετής παράδειγμα και παρακαλούντες αυτούς, ίνα πρεσβεύωσιν υπέρ ημών προς τον Θεόν. Ου η Χάρις και το άπειρον έλεος είη μετά πάντων ημών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΜΩΣ.

Δημοσίευση από silver »

Αμώς ο Προφήτης ήτο πατήρ Ησαϊου του Προφήτου, και εγεννήθη εν τη χώρα Θεκουέ, εις την γην του Πατριάρχου Ζαβουλών· επροφήτευσε δε έτη πεντήκοντα, ακμάσας προ της παρουσίας του Χριστού έτη 799. Αμεσίας δε ο ψευδοϊερεύς Βαιθήλ πολλάκις έδειρε και κατηγόρησεν αυτόν, και τελευταίον ο υιός του τον εθανάτωσε, πλήξας κατά την μήνιγγα τον μακάριον δια χονδράς ράβδου, επειδή ήλεγχεν αυτόν ο Άγιος Προφήτης δια τας χρυσάς δαμάλεις, τας οποίας προσεκύνουν οι Ιουδαίοι και ελάτρευον ως θεούς. Μετέβη δε εις την πατρικήν του γην ενώ ήτο ακόμη ζωντανός και μετά δύο ημέρας εκοιμήθη, και ετάφη μετά των πατέρων του. Αμώς δε μεθερμηνεύεται καρτερός, πιστός, λαός σκληρός, στερεός. Ήτο δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος δασύτριχος, γέρων σχεδόν, το γένειον έχων οξύ, και παρόμοιος κατά το είδος με τον Θεολόγον Ιωάννην.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Ιουνίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΤΥΧΩΝΟΣ Επισκόπου Αμαθούντος της νήσου Κύπρου

Δημοσίευση από silver »

Τύχων ο Άγιος και θαυματουργός ήκμασεν επί των βασιλέων Αρκαδίου και Ονωρίου εν έτει υ΄ (400)· έχων δε γονείς ευσεβείς και φιλοχρίστους αφιερώθη υπ’ αυτών εις τον Θεόν και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όθεν αφ’ ου εμελέτησεν αρκετά τας Αγίας Γραφάς, πρώτον μεν έγινεν αναγνώστης και ανεγίνωσκεν εν τη Εκκλησία τους θείους Λόγους, είτα δε δια την εις όλα επιτηδειότητά του και δια την καθαρωτάτην και ακατηγόρητον ζωήν του εχειροτονήθη Διάκονος υπό του αγιωτάτου Επισκόπου Αμαθούντος, Μνημονίου ονομαζομένου. Αφ’ ου δε εκείνος ετελεύτησεν, ανεβιβάσθη ούτος εις τον θρόνον της Επισκοπής υπό του μεγάλου και Αγίου Επιφανίου της Κύπρου. Όθεν δια του λόγου και της διδασκαλίας του επέστρεψε μεν πολλούς από της πλάνης των ειδώλων εις την προς Χριστόν πίστιν, πολλούς δε ελληνικούς ναούς κατέστρεψε και συνέτριψε τα εν αυτοίς είδωλα. Με τοιαύτα λοιπόν κατορθώματα διαπρέψας απήλθε προς Κύριον, θαύματα πολλά και ζων και μετά θάνατον εργασάμενος, εκ των οποίων εν ή δύο είναι άξιον να αναφέρωμεν ενταύθα, εις απόδειξιν της αρετής και αγιότητος τού θείου ανδρός. Ότε ο Άγιος ήτο νέος ωρίσθη από τον πατέρα του, αρτοπώλην όντα, να πωλή άρτους εις τους αγοράζοντας· αυτός όμως αντί να πωλή, τους έδιδε χάρισμα εις τους πτωχούς. Μαθών τούτο ο πατήρ του ωργίσθη, επειδή από το επάγγελμα τούτο επορίζετο τα δια τας ανάγκας τού οίκου του απαραίτητα. Ο δε Τύχων έλεγε προς τον πατέρα του, ότι δανείζει τους άρτους εις τον Θεόν, και ότι έχει έγγραφον χρεωστικήν ομολογίαν, ότι τα έλαβεν ο Θεός· και, ω του θαύματος! παρευθύς έγινεν αληθής και έμπρακτος ο λόγος του Αγίου, επειδή και αι αποθήκαι του πατρός του ευρέθησαν γεμάται από σίτον περισσότερον παρ’ όσον εγέμιζον, όταν από το αλώνιον εφέρετο ο σίτος. Τούτο δε το θαύμα, αν και είναι μεγάλον, πλην και άλλοι Άγιοι τοιούτον εποίησαν, διότι ο Πανάγαθος Θεός δεν λείπει από του να δίδη εις τους ανθρώπους σίτον και τα άλλα αγαθά του, ίνα και αυτοί πλουσίως μοιράζωσι την ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. Το δε έτι μεγαλύτερον θαύμα το εις δόξαν μόνου του Αγίου τούτου αποβλέπον, και το οποίον σύγκρισιν με άλλο παρόμοιον δεν έχει, είναι τούτο· ο Άγιος ούτος εφύτευσε κλήμα, το οποίον ευθύς ερρίζωσε, παρευθύς εβλάστησε φύλλα, παρευθύς ήνθησε, παρευθύς έκαμε σταφυλάς ωρίμους και γλυκείας. Διότι εις ποίον άλλο μέρος της Κύπρου εφάνη ποτέ σταφυλή ώριμος κατά την παρούσαν δεκατην έκτην του Ιουνίου, κατά την οποίαν η μνήμη του Αγίου τούτου τελείται; Βεβαίως εις κανένα· το δε παράδοξον τούτο γίνεται ούτω. Το κλήμα εκείνο το φυτευθέν υπό του Αγίου, έχει μεν σταφύλια άωρα, όταν δε αρχίση η θεία λειτουργία εν τη εορτή του Αγίου αρχίζουσι τα άσπρα σταφύλια του κλήματος να μαυρίζωσι και να ωριμάζωσιν· όταν τελειώση η θεία Λειτουργία τότε και τα σταφύλια γίνονται ώριμα γλυκύτατα και εις το φαγείν χρησιμώτατα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Ιουνίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΜΑΝΟΥΗΛ, ΣΑΒΕΛ και ΙΣΜΑΗΛ.

Δημοσίευση από silver »

Μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ οι ένδοξοι Μάρτυρες κατήγοντο από την Περσίαν, ήσαν δε αυτάδελφοι και έζων κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου εν έτει τξγ΄ (363). Ούτοι αποσταλέντες από τον βασιλέα των Περσών, Βαλάνον ονομαζόμενον, δια να κάμωσι πρεσβείαν και μεσιτείαν περί ειρήνης, μεταξύ αυτού και του Ιουλιανού, και βλέποντες τον Παραβάτην Ιουλιανόν, ότι εθυσίαζεν εις τα είδωλα πέραν εις την Χαλκηδόνα και ότι πολλοί υπετάσσοντο εις την πλάνην του, εθρήνουν και έκλαιον δια την εκείνων απώλειαν, επειδή ήσαν ευσεβείς και ελάτρευον τω Χριστώ. Παρεκάλουν δε τον Κύριον να διαφυλαχθώσιν εις την αυτού πίστιν και να μη συγκοινωνήσωσι με την πλάνην των ειδώλων. Φανερωθέντες δε ότι είναι Χριστιανοί, ωδηγήθησαν εις τον Ιουλιανόν, και ομολογήσαντες τον Χριστόν μετά παρρησίας υπεβλήθησαν εις μεγάλας βασάνους παρ’ αυτού, διο και μεγάλων στεφάνων ηξιώθησαν παρά Κυρίου. Ας ίδωμεν όμως το κατά πλάτος μαρτύριον αυτών δια να γνωρίσωμεν καλύτερον την υπομονήν των Αγίων και την μανίαν των τυράννων. Δεν είναι δε τόσον θαυμαστόν και παράδοξον, το ότι εκείνοι οι παλαιοί τύραννοι ειδωλολάτραι εδίωκον με τόσην μανίαν την Εκκλησίαν του Χριστού και επαίδευον εκείνους, οίτινες ωμολόγουν το όνομα αυτού, διότι αυτοί όντες όλως διόλου προσηλωμένοι και ανατεθραμμένοι εις την πλάνην των ειδώλων, ενόμιζον ότι ορθώς λατρεύουν, χωρίς να στοχασθούν αποτρόπαιον και μισητήν την πλάνην των, αλλ’ ως πατροπαράδοτον την ενηγκαλίζοντο και την ησπάζοντο· ενόμιζον δε την πίστιν των Χριστιανών αποτρόπαιον και ευκαταφρόνητον, δια τούτο και επαίδευον σκληρώς εκείνους οίτινες ήσαν προσηλωμένοι εις αυτήν. Δεν πρέπει όθεν να απορή κανείς δι’ αυτούς, καθόσον ούτοι ήσαν ανατεθραμμένοι εις την λατρείαν των ειδώλων, αλλά να τους λυπήται δια την πλάνην των. Θαυμαστότερον όμως είναι το να πολεμήται τις από εκείνους οίτινες εστάθησαν το πρώτον φίλοι, ύστερον δε εχθροί άσπονδοι και φοβεροί διώκται· καθώς εις από αυτούς εστάθη και ο αποστάτης Ιουλιανός, ο οποίος εξ αρχής εξεπαιδεύθη και έμαθε και νόμους και συνηθείας των Χριστιανών, ανατραφείς μέσα εις την Ορθοδοξίαν, και αξιωθείς και μαθημάτων, και θείων λόγων, και αυτών των Μυστηρίων της Πίστεως· αυτός δε ύστερον υπετάγη εις τους δαίμονας, και τα μεν των Χριστιανών ενόμιζεν ως άχρηστα, τα δε των Ελλήνων σεβάσματα εδόξασε, και εχρημάτισεν αυτός, όστις ανετράφη εις τας αγκάλας της Ορθοδόξου Πίστεως, ο κάκιστος των διωκτών απάντων αυτής και ο πλέον αναιδέστατος· τον οποίον Παραβάτην Ιουλιανόν πάντες τον ηξεύρετε. Και μόνη δε η προσωνυμία αυτού τον αποδεικνύει μισητόν και αποβεβλημένον, εξαιρέτως δε η κακίστη αυτού γνώμη, ήτις ήτο εφευρετική πάσης κακίας. Αυτός λοιπόν ο τρισάθλιος Παραβάτης, μελετήσας απροσδοκήτως να αποστατήση κατά του Θεού, απεφάσισε και την εναντίον του θείου του Κωνσταντίου αποστασίαν, όστις θείος του τον έκαμε διάδοχον της βασιλείας του, συγχρόνως δε σκοτισθείς πλέον την διάνοιαν κατελήφθη και από άσπονδον μίσος κατά των Χριστιανών, μετά των οποίων το πρότερον και αυτός εκαλείτο Χριστιανός. Ληστρικώς όθεν την βασιλείαν των Ρωμαίων καταλαβών υπερηφανεύθη δια τούτο μεγάλως και εις ύψος αρθείς, έγινεν εις όλους απεχθής και βαρύτατος, μη φροντίζων άλλο τι, ει μη πως να σύρη εις την ασέβειάν του όλους τους Χριστιανούς, και να τους παραστήση εις τους ιδίους αυτού δαίμονας ο μιαρώτερος τούτων και απανθρωπότερος· και άλλους μεν με απειλάς βασάνων, άλλους δε με κολακευτικούς λόγους προσεπάθει να ελκύση προς την ιδίαν αυτού πλάνην. Τούτου όμως την κακουργίαν και βδελυράν απάτην πολλοί των Χριστιανών κατεφρόνησαν, οι δε περισσότεροι και την δοκιμήν της τιμωρίας υπέφερον με γενναιότητα, και μέχρι θανάτου ηγωνίσθησαν, καταισχύναντες τον τύραννον. Επειδή λοιπόν κοντά εις τους τόσους άλλους, οίτινες υπέφερον την του αποστάτου τυραννίαν, είναι και οι σήμερον εορταζόμενοι τρεις ούτοι γενναίοι Μάρτυρες, μανουήλ, Σαβέλ και Ισμαήλ, οίτινες είναι και η υπόθεσις του λόγου μας, ως χρέος απαραίτητον και προς ζήλον άλλων πολλών πρέπει να διηγηθώμεν τους αγώνας και τα παλαίσματα αυτών, και πως με εκείνον τον ένθερμον ζήλον και θεϊκόν έρωτα κατήσχυναν τον αποστάτην και ωσάν ανόητον τινά παίδα περιέπαιζαν αυτόν, δια να γνωρίση πας τις την γενναιότητα, το προς Θεόν σέβας και την ανδρείαν αυτών. Τούτων των γενναιοτάτων πατρίς ήτο η Περσία· το δε γένος από μεν την μητέρα αυτών ευσεβείς και φιλόχριστοι· ο δε πατήρ αυτών τη ασεβεία απέθανεν· η ζωή των τιμία και θαυμαστή, και εις την ευσέβειαν πρέπουσα. Αδελφοί και οι τρεις ψυχή τε και σώματι, ων του μεν πρώτου το όνομα ήτο Μανουήλ, του δε δευτέρου Σαβέλ και του τρίτου Ισμαήλ. Τούτων η φροντίς και επιμέλεια δεν ήτο άλλη, ει μη πως να φύγουν την πατρικήν ασέβειαν ως βδελυράν, μισητήν και αποτρόπαιον· καθότι οι Πέρσαι σέβονται τον ήλιον, η δε λατρεία αυτών είναι λύχνοι και θυσίαι βρωμεραί, και το να μιαίνωνται με διάφορα μιάσματα, εις τα οποία οι τρεις ούτοι ούτε καν να ατενίσουν ήθελον, νομίζοντες και τούτο ως μίασμα, διδαχθέντες καλώς από την νεότητά των εις τα θεία της Ορθοδοξίας δόγματα παρά τινος ευγενούς και επιφανούς ανδρός, το όνομα Ευνοϊκού, και ανατραφέντες παρ’ αυτού τω όντι ευνοϊκώς εις τα της Πίστεως δόγματα. Επειδή δε τότε ο Ιουλιανός αποστείλας επιστολάς και πρέσβεις εις τον βασιλέα της Περσίας εζήτει να κάμουν μεταξύ των συνθήκην ειρήνης, αυτός εκλέξας τους τρεις τούτους αδελφούς ως πλέον πεπαιδευμένους των άλλων απέστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ιουλιανόν. Ο τρισάθλιος όμως ούτος χωρίς να εντραπή ούτε την αρετήν των ανδρών, ούσαν μεγάλην και θαυμαστήν, ούτε από ποίον απεστάλησαν, ούτε την πρεσβείαν, δια την οποίαν ήλθον καλεσμένοι από αυτόν, ούτε καν να στοχασθή τα ενδεχόμενα, ανταμείβει τους τιμίους αυτούς άνδρας με ανυποφόρους παιδείας, και τελευταίον με τον πικρότατον θάνατον, φιλοφρονήσας αυτούς με τοιαύτας περιποιήσεις, αι οποίαι έπρεπον εις την μιαράν αυτού ψυχήν και τον ασεβέστατον τρόπον. Πως δε εγένετο τούτο, προχωρών ο λόγος θέλει το φανερώσει. Ήλθον λοιπόν οι Άγιοι από την Περσίαν φέροντες μεθ’ εαυτών και τα του βασιλέως αυτών γράμματα υπέρ της ειρήνης και φιλίας, τόσον εις τον βασιλέα των Ρωμαίων Ιουλιανόν, όσον και εις τους άλλους αξιωματούχους του Κράτους. Ο δε Παραβάτης κατ’ αρχάς τους εδέχθη με την πρέπουσαν τιμήν, ως απεσταλμένους επί μεγάλου πράγματος ήτοι της ειρήνης, ηξίωσε δε τούτους πάσης βασιλικής φιλοφροσύνης και συναναστροφής, και της μετ’ αυτού τραπέζης και διότι ήσαν άξιοι πάσης τιμής, αλλά και διότι μόνον η οδοιπορία εις την οποίαν υπεβλήθησαν δια να έλθουν ήτο μυρίων τιμών και περιποιήσεων αξία. Ο κακός όμως τύραννος δεν μετεχειρίζετο αληθώς και ειλικρινώς την δεξίωσιν ταύτην, αλλά πανούργως, καυώς και μετ’ ολίγον εφανερώθη, καθόσον τα κάκιστα αυτού έργα τον απέδειξαν αχρείον και δολιώτατον. Επειδή λοιπόν εφάνη τότε αρεστόν εις αυτόν να υπάγη εις τόπον τινά της Βιθυνίας, καλούμενον Όργια του Τρίγωνος, και να διέλθη το στενόν της Χαλκηδόνος, προσεκάλεσεν όλους τους υπ’ αυτόν ομογνώμονας να τον ακολουθήσουν· παρέλαβε δε μεθ’ εαυτού και τους τρεις τούτους άνδρας, καθότι επρόκειτο να τελέση εκεί εορτήν πάνδημον, δια να ευχαριστήση τους εναγείς αυτού δαίμονας με θυσίας και αίματα. Πάντες λοιπόν οι άλλοι, ως όντες εσκοτισμένοι εκ της πλάνης και κυριευμένοι από το βαθύ σκότος της ειδωλολατρείας, συνεώρταζον μετ’ αυτού και συνεθυσίαζον, υποτεταγμένοι όλη ψυχή εις την ασέβειαν· μόνον δε οι τρεις ούτοι ουδέ καν με τους οφθαλμούς ανοικτούς ηθέλησαν να ίδουν τα όσα εκεί εγίνοντο· αλλά μένοντες εις τινα γωνίαν μακράν των θυσιών, και κλαίοντες και λυπούμενοι, παρεκάλουν τον Θεόν να τους ενδυναμώση να φυλάξουν την προς Αυτόν λατρείαν αβλαβή και να μη μολυνθούν με την συναναστροφήν των ασεβών, νομίζοντες και την ολίγην μετ’ αυτών συναναστροφήν, ασέβειαν. Εξαιρέτως δε παρεκάλουν τον Θεόν, ως εύσπλαγχνον, δια να επιστρέψη και εκείνους οίτινες ήσαν κεκρατημένοι από αυτήν την νόσον της ασεβείας, και να τους κάμη να εννοήσουν εις ποίαν πλάνην ευρίσκονται, να γνωρίση δε εις αυτούς εκείνον όστις μας παρήγαγεν εκ του μη όντος εις το είναι και πάλιν εκπεσόντας μας ανέπλασε δια της ενσάρκου Αυτού οικονομίας. Και αυτοί μεν, καθώς είπομεν, ξεχωρίσαντες εαυτούς, εστέκοντο μόνοι μεταξύ των ζητούντες από τον Θεόν τοιαύτα, και την θείαν βοήθειαν επικαλούμενοι. Επειδή δε από τον βασιλέα ήλθε τις, κουβικουλάριος την αξίαν, και εβίαζεν αυτούς να προσέλθουν εις την θυσίαν, νομίζων ο δυστυχής ότι και οι άνδρες ούτοι είναι ηπατημένοι ωσάν και αυτόν, ανεβόησαν και οι τρεις με μίαν φωνήν· σιώπα, ω άνθρωπε, και φύγε από ημάς, επειδή δεν θέλομεν ημείς αρνηθή ποτέ την πίστιν εις την οποίαν ανετράφημεν, μήτε τον Θεόν μας θέλομεν εγκαταλείψει δια να λατρεύσωμεν τους ιδικούς σας δαίμονας, μήτε τόσον ανόητοι θα φανώμεν, ώστε να προσφέρωμεν σέβας εις τα άψυχα είδωλα. Μήπως δι’ αυτά ήλθομεν; Ή δι’ αυτά τόσον μακράν οδόν περιεπατήσαμεν; Δια να παραδώσωμεν τον εαυτόν μας, και να προδώσωμεν και την πίστιν μας; Ημείς μόνον δια να επιτύχωμεν την ειρήνην ήλθομεν, και να βεβαιώσωμεν εκείνα οπού επροστάχθημεν· κατά δε τα άλλα είμεθα ως πρότερον ευρισκόμεθα. Ας ακούση αυτά και ο ιδικός σου βασιλεύς, και όσοι είναι πλησίον του, ότι ημάς δεν θέλετε ελκύσει ποτέ εις την πλάνην σας, μήτε θέλετε μας παρασύρει από την γνώμην και προαίρεσιν οπού έχομεν εις τον Θεόν αν και ηθέλετε μας είπει και άλλα περισσότερα, και μας αναλώσει με σίδηρον και πυρ, και όργανα διαφόρων κολαστηρίων, και αν τελευταίον ηθέλετε χωρίσει τας ψυχάς μας και από αυτά τα ίδια σώματα. Τους λόγους τούτους καθώς ήκουσεν ο του παρανόμου βασιλέως παρανομώτερος υπηρέτης έσπευσεν ευθύς να τους μεταβιβάση εις τον βασιλέα. Ας στοχασθή δε πας τις τώρα το προσωπείον με το οποίον εσκέπαζε πρότερον ην κακίαν του ο παράνομος βασιλεύς και τον απατηλόν και δόλιον τρόπον, τον οποίον μετεχειρίσθη αρχικώς, όστις κατά μεν το φαινόμενον ήτο φιλοφροσύνη προς τους πρεσβευτάς του ξένου βασιλέως, κατά αλήθειαν όμως ήτο έχθρα και υπόκρισις. Αφ’ ου ήκουσε ταύτα ο παγκάκιστος βασιλεύς, τότε μεν δεν επρόσταξεν άλλο τι, ει μη να φυλακίσουν τους Αγίους δια να κάμη την εορτήν του άνευ τινός λύπης, και να μη προξενηθή κανέν εμπόδιον εις την μιαράν θυσίαν των ειδώλων, διότι ούτω συνέφερεν εις αυτόν τότε, ύστερον δε να συλλογισθή με ποίον τρόπον να τους μεταχειρισθή. Οι δε μακάριοι, φερόμενοι εις την φυλακήν, έψαλλον καθ’ οδόν· «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω, αλαλάξωμεν τω Θεώ τω Σωτήρι ημών· προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει, και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτώ», και το «τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών ένδοξά τε και εξαίσια; Ημείς γαρ λαός Αυτού, και έργα των χειρών Αυτού, και Αυτόν δια παντός επικεκλήμεθα». Κατά δε την πρωϊαν της επομένης, καθίσας ο τύραννος εις το κριτήριον, προστάζει να φέρουν ενώπιόν του τους Μάρτυρας· και πρώτον μεν εδοκίμασε με κολακευτικούς λόγους να πλανήση τους Αγίους, και με πανουργίαν να ατονήση την δύναμιν της ψυχής αυτών, χωρίς να δείξη ακόμη την αγριότητα της ψυχής του. Λέγει λοιπόν εις αυτούς· ο ιδικός σας βασιλεύς σάς έστειλεν ως φίλους μας και ομόφρονας· δια τούτο μάλιστα πρέπει να συνεορτάσετε και σεις με ημάς, ίνα αμφότεροι λατρεύοντες και συνδοξάζοντες τα ίδια, αναπτύξωμεν μεταξύ ημών εμπιστοσύνην και φιλίαν, δι’ αυτού δε του τρόπου βεβαιωθή και η συνδιαλλαγή μας και τα πραττόμενα δια την ειρήνην, συνδέοντες ταύτα με την αυτήν λατρείαν και το ομόπιστον. Εάν δε σεις δοξάζετε και πιστεύετε άλλα, γινώσκετε ότι όχι ως πρέσβεις και ειρηνοποιοί ήλθετε, αλλ’ ως εχθροί τα εναντία φρονούντες. Επειδή, αν δεν είσθε εχθροί, έπρεπε να ευλαβηθήτε την λατρείαν μας, καθότι και οι Πέρσαι τιμώσι με ημάς και τον ήλιον και την σελήνην και όλους τους αστέρας, έτι δε και την λαμπράν του πυρός δύναμιν, δια να μη λέγω τους άλλους θεούς οπού παλαιόθεν σέβονται από τους οποίους έχομεν τας ευτυχίας, και από αυτούς κρέμαται η του παντός πρόνοια. Ταύτα ακούσαντες οι Άγιοι από τον βασιλέα, με γνώσιν και ανδρείαν απεκρίθησαν· ημείς, ω βασιλεύ, Χριστιανοί εξ αρχής και είμεθα και ονομαζόμεθα, εις τούτο δε το πολύτιμόν μας και πράγμα και όνομα μάς ωδήγησεν ο παιδαγωγός μας, ανήρ σοφώτατος εις τα θεία και αμίμητος εις την αρετήν, κεκοσμημένος δια της ιερωσύνης, όστις έδειξεν εις ημάς και υπερβολικήν εύνοιαν, καθώς και το όνομα αυτού Ευνοϊκός ονομάζεται. Τοιούτον λοιπόν και ημείς διδάσκαλον και οδηγόν μας έχοντες, γνωρίζοντες δε μάλιστα ότι και η μήτηρ μας παρ’ αυτού εδιδάχθη την ευσέβειαν, με κανένα τρόπον δεν θέλομεν αρνηθή και καταφρονήσει τα τίμια εκείνου και αξιολογώτατα διδάγματα, ή τέλος πάντων να προσηλωθώμεν εις τα ιδικά σας δόγματα τα έχοντα την απάτην και βδελυγμίαν άπειρον. Τι δε άλλο ανοητότερον ηθέλαμεν πράξει, αν αφήνοντες τον Ποιητήν του παντός αποδώσωμεν θεϊκόν σέβας εις τους δαίμονας; Το δε ότι προβάλλεις εις ημάς, ότι οι παλαιοί ημών πρόγονοι έμειναν εις την πλάνην των, δια να μη λέγωμεν ότι και αυτός ο ίδιος ημών πατήρ σφαλερώς αυτήν επροτίμησε, και με αυτά πάσχεις να μας καταπείσης, γνώρισε ότι ποτέ δεν θέλομεν αρνηθή την πίστιν μας, την οποίαν ενώπιον Θεού και Αγγέλων ωμολογήσαμεν. Τούτο και πολλοί Πέρσαι εγνώρισαν, όμως δεν ημπόρεσαν να μας μεταστρέψουν από την γνώμην μας. Αν δε ημείς εσφάλαμεν εις εκείνα δια τα οποία ήλθομεν και εφάνημεν άπιστοι και πολέμιοι, τότε θα είχες δικαιολογίαν να μας ανακρίνης, αλλά συ αφήνων τας υποθέσεις δια τας οποίας εστάλημεν, κάθησαι και μας εξετάζεις ποίος είναι ο λατρευτής και φίλος των θεών σου, και ποίος ο τούτων καταφρονητής και αδιάφορος. Εις τους λόγους τούτους, θυμού πλησθείς ακρατήτου ο ανόητος βασιλεύς λέγει εις αυτούς με οργήν· πως σεις, απαίδευτοι όντες της ελληνικής γλώσσης και ζήσαντες ιδιώται, αναισχυντείτε, και με λόγους βαρβάρους και διεστραμμένους δοκιμάζετε να καταπείσητε ημάς οπού επαιδεύθημεν άκρως εις την σπουδήν, μάλιστα δε οπού έχομεν γνώσιν και από τας ιδικάς σας γραφάς; Ηξεύρετε ότι και εγώ μίαν φοράν είχα μάθει τας βίβλους των Χριστιανών, με όλον όμως τούτο αφ’ ου ηννόησα ότι αύται είναι σαθραί και καταφρονητέαι, ευθύς τας απέρριψα. Ουδείς δε θαρρών εις αυτάς θέλει ωφεληθή ούτε θέλει πράξει επωφελές τι και λόγου άξιον έργον. Ταύτας δια να αποδείξη τις, μέτριος την γνώσιν, ψευδείς και ανισχύρους, δεν χρειάζεται πολύν καιρόν. Αφήσατε λοιπόν και σεις αυτάς, και την παιδικήν και ανόητον γνώσιν, και καταπείσθητε εις εμέ, όστις σας συμβουλεύω τα προς ωφέλειαν. Αν δε δεν υπακούσητε εις εμέ, η δοκιμή των βασάνων θέλει σας διδάξει ποία αντί ποίων προεκρίνατε, και ότι η αυθάδειά σας αυτή και η φιλονεικία της Πίστεως θέλει σας οδηγήσει εις κακόν. Εις το άκουσμα των βασάνων περισσότερον ανδρειωθέντες οι Άγιοι, με περισσότερον θάρρος απεκρίθησαν εις τον τύραννον· εμάθομεν ημείς από τον ιδικόν μας Θεόν και Δεσπότην να μη προδίδωμεν ένεκα φόβου την ευσέβειαν, διότι αυτός μας λέγει· μη φοβήσθε από εκείνους οίτινες φονεύουν το σώμα, ούτε όταν μας οδηγούν εις κριτήρια να φροντίζωμεν τι να αποκριθώμεν, επειδή αυτό το Πανάγιον Πνεύμα μάς καθοδηγεί εις τους αγώνας, πλημμυρίζει την ψυχήν μας με θάρρος και μας δίδει λόγον αποκρίσεως· την δε αμάθειαν, την οποίαν προβάλλεις εις ημάς, συ όστις νομίζεις όστις είσαι ο σοφώτερος πάντων, γνωρίζεις να μας είπης ποίος είναι αλογώτερος και ανοητότερος, εκείνος όστις γνωρίζεις τον Θεόν και Κτίστην του παντός, και αποδίδει εις αυτόν πάσαν τιμήν, εις του οποίου την χείρα όλα περιέχονται, και αυτοί οι αστέρες είναι μετρητοί, καθώς λέγει η Ιερά Γραφή, ή εκείνος όστις αφήνει Αυτόν, και προσκυνεί τα κτίσματα Αυτού, και ανοήτως αποδίδει εις αυτά το θείον όνομα, ίνα μη είπωμεν δια τας προσφερομένας εις τους δαίμονας και τα είδωλα τιμάς και τα άλλα άτοπα, με τα οποία σεις οι λογιώτατοι χαίρετε; Διότι αν είχετε έστω και ολίγον λογικόν, δεν ηθέλετε στηριχθή εις τα τοιαύτα ούτε ηθέλετε πέσει εις τόσον σκότος από την αναισθησίαν σας· επειδή ουδείς λογικός άνθρωπος και κύριος του λογισμού δεν ήθελε πέσει ποτέ εις τοιαύτην φανεράν πλάνην, καθόσον τούτο είναι το γνώρισμα του λογίου, το να μεταχειρίζεται το λογικόν με ορθόν λόγον, και με αυτό να εκλέγη τα καλλίτερα· καλλίτερον δε από όλα τα καλά είναι το να γνωρίζη τις τον αληθινόν Θεόν, όπερ είναι το πρώτιστον των αγαθών, και ανάβασις του νοός προς τον Θεόν. Οι ιδικοί σας όμως λόγοι, και η κομψότης της εκφράσεως, όχι μόνον είναι πλήρεις ματαίων φλυαριών και μύθων, αλλά σας προξενούν και μεγάλην έπαρσιν, και σας αποχωρίζουν από τον Θεόν, όπερ είναι το χείριστον πάντων, και το οποίον έπαθες και συ, με το να ανοίξης εις αυτούς τους λήρους τα ώτα σου και όλος προσηλώθης και κατεποντίσθης τόσον, ώστε κατήντησες να αλλάξης και το όνομά σου, και αντί Χριστιανός και ευσεβής, επροτίμησες να ονομάζησαι άθεος και παραβάτης. Τους λόγους τούτους ακούσασα η θηριώδης και μιαρά εκείνη ψυχή του τυράννου, και κατά αλήθειαν γεμάτη από σκότος ειδωλικόν, εγέμισεν από άγριον θυμόν, και ευθύς προστάζει να εξαπλώσουν εις την γην τους Μάρτυρας και με λωρία ωμά και σκληρά να δέρουν αυτούς ανά τέσσαρες άνδρες· τούτου δε γενομένου εβράχη όλον το σώμα των Μαρτύρων από τα αίματα, αι πληγαί δε και τα τραύματα τα οποία επροξενήθησαν εις τα σώματά των έφερον οδύνην αφόρητον εις αυτούς. Αφήσας δε τούτους ολίγον επρόσταξεν είτα να καρφώσουν τας χείρας και τους πόδας αυτών με καρφία εις το ξύλον, και κατόπιν τους εκρέμασε. Ακολούθως επρόσταξε να τους ξέουν με σιδηρούς όνυχας, ξεομένων δε των Μαρτύρων έπιπτον τα μέλη αυτών εις την γην, και από κάθε μέρος του σώματος αυτών αι οδύναι ήσαν υπερβολικαί και αφόρητοι. Παρ’ όλα ταύτα όμως η δύναμις και το ανδρείον της ψυχής αυτών δεν εσμικρύνθη ούτε εμαλακώθη, αλλά θεωρούντες προς μόνον τον Χριστόν, τοιαύτα και με τον νουν και με την γλώσσαν των έλεγον: Και συ, Κύριε Ιησού, εις το ξύλον εκρεμάσθης παρά των παρανόμων, και ίνα θεατρίσης και εκριζώσης την αμαρτίαν υπέμεινας τον δια Σταυρού θάνατον· εις το ξύλον και ημείς οι οποίοι Σε ηγαπήσαμεν κρεμάμεθα, δια να αποβάλωμεν ξεόμενοι την της σαρκός παχύτητα, και δια να ιατρεύσωμεν την ψυχήν μας, ήτις επληγώθη με την αμαρτίαν, υποφέρομεν την πληγήν των σιδηρών ονύχων· αλλ’ επειδή και την ασθένειαν της ανθρωπότητος γνωρίζεις, δος και εις ημάς τη ώρα ταύτη την εξ ύψους βοήθειάν σου, και ελάφρυνον τους πόνους, και την σκληρότητα αυτών καταπράϋνον, διότι έχοντες την άμαχον ελπίδα σου, υποβάλλομεν τον εαυτόν μας εις τους αφορήτους πόνους τούτους, των οποίων την πικρότητα βλέπεις πόση είναι, Κύριε, και ότι μάς καταδαμάζει υπερβολικά· οίδαμεν δε ότι ταχύς ων προς βοήθειαν συ ο γλυκύτατος Ιησούς θέλεις φροντίσει και περί ημών των δούλων σου, όχι δια τόσον μόνον δι’ ο σου δεόμεθα, αλλά και περισσότερα από όσα σου εζητήσαμεν». Δεν άφησε δε ο Θεός τους δούλους του ημελημένους, αλλά και πρίν ακόμη αποτελειώσουν την δέησιν, Άγγελος Κυρίου επιφανείς ελάφρωσε τας οδύνας και τους πόνους αυτών, και τα σώματα αυτών καλώς ενεδυνάμωσε, και προς τους λοιπούς αγώνας ενίσχυσε, δίδων εις αυτούς μεγάλης βοηθείας χάριν και ελπίδα των μελλόντων αγαθών μεγαλυτέραν. Καθ’ ον δε χρόνον εγίνοντο ταύτα, προστάζει ο τύραννος να τους ανακουφίσουν ολίγον από τα κολαστήρια, και τρόπον τινά περιπαίζων αυτούς λέγει· βλέπετε πως σας λυπούμαι ακόμη και δεν εφήρμοσα τα βαρύτερα κολαστήρια με την ελπίδα ότι θα επιστρέψητε. Εις τους λόγους τούτους λυπηθέντες οι Άγιοι, και πλήρεις όντες παρρησίας, απεκρίθησαν λέγοντες· μη νομίσης ω θεομάχε, ότι ημείς θέλομεν μεταβάλει γνώμην, διότι καθώς μας βλέπεις ουδόλως μετετράπημεν· κάμε λοιπόν εν συνεχεία και ό,τι άλλο αγαπάς· ιδού ημείς είμεθα έτοιμοι να υπομείνωμεν πάντα, και στρεβλώσεις και σφοδροτέρους ραβδισμούς, και αν εις το πυρ κατακαώμεν, τρυφήν μάλλον θέλομεν το νομίσει παρά κόλασιν, καθόσον εις εκείνους οίτινες έχουν την θείαν γνώσιν είναι τω όντι τρυφή και χαρά το να πάσχουν δια τον υπέρ αυτών παθόντα Χριστόν. Ο ασύνετος όμως τύραννος και με όλον ότι εδοκίμασε τους γενναίους Μάρτυρας, ακόμη ων κωφός κατά τε τας φρένας και τα ώτα, δοκιμάζει και με άλλον τρόπον να απατήση τους αητήτους Μάρτυρας. Απομακρύνει τον Μανουήλ, κρατήσας δε τους δύο μόνους, τον Σαβέλ και τον Ισμαήλ, ενόμισεν ότι ημπορεί να απατήση αυτούς με λόγους, τάχα συμβουλεύων και νουθετών τα προς ωφέλειαν αυτών. Όθεν λέγει· ο μεν Μανουήλ, κακή τύχη γεννηθείς από τον ευγενή πατέρα σας, διότι δια την κακοήθειάν του ούτε αδελφόν σας ημπορώ να τον ονομάσω, ων καθ’ ολοκληρίαν σκληρός και φιλόνεικος, ανόητα και ποιεί και φρονεί, ανόητα πράγματα παρακινών και σας να τον ακολουθήτε, χωρίς να σας οδηγή και να σας συμβουλεύη εις την οφειλομένην απονομήν σεβασμού και τιμής προς τους θεούς. Σεις όμως, μανθάνοντες κατά τον παρόντα καιρόν το συμφέρον σας, εκείνον μεν αφήσατε να φλυαρή ματαίως, σεις δε μείνατε μαζί με ημάς και προσκυνήσατε τους ιδικούς μας θεούς, δια να τους έχητε βοηθούς, και δια να απολαύσητε εις το εξής πολλάς και μεγάλας αντιδόσεις παρ’ αυτών. Ταύτα του τυράννου λέγοντος, μη ανεχόμενοι οι καλλίνικοι Μάρτυρες ούτε καν να ακούσουν τους λόγους τούτους, εφώναξαν με παρρησίαν· τι απατάς, ω ανόητε βασιλεύ, τον εαυτόν σου, ανοίγων μυρίας οδούς απάτης ποικιλοτρόπως μεταμορφούμενος ως ο υπό του ελληνικού μύθου αναφερόμενος Πρωτεύς σας; Αν δεν σε εδίδαξεν έως τώρα η δοκιμή την οποίαν έκαμες, και αν δεν σοι αρκούν τα πρώτα κολαστήρια, τα οποία εφήρμοσες εναντίον μας, μεταχειείσου και όσα άλλα διαλογίζεσαι με όλην σου την δύναμιν· επειδή μόνον αν εχάνομεν τας φρένας μας ηθέλομεν λατρεύσει τους εκ πηλού κατεσκευασμένους θεούς σου, οι οποίοι οφθαλμούς έχουσι και δεν βλέπουν, ώτα και δεν ακούουν, ρίνας και δεν οσφραίνονται, χείρας και πόδας και από αυτούς δεν ωφελούνται, καθώς και οι λίθινοι οι οποίοι την ουσίαν του λίθου δεν αποβάλλουσιν, αυτόχρημα λίθοι υπάρχοντες, τους οποίους και ο θείος Δαβίδ καλώς και ορθώς απεκάλεσε αναισθήτους και μωρούς, καθώς και εκείνους που πιστεύουν εις αυτούς πλέον παράφρονας και ανοήτους ωνόμασε. Ταύτα ακούσας ο εσκοτισμένος την διάνοιαν βασιλεύς, και όλως έξω φρενών γενόμενος, και μη δυνάμενος να συγκρατηθή από τον θυμόν του, προστάζει ευθύς να κατακαύσουν τας πλευράς και τας μασχάλας των Αγίων με λαμπάδας ανημμένας, ίνα καθώς εκαίετο εκείνος από τον θυμόν,κατακαίωνται και αυτοί από το πυρ. Οι δε μακάριοι Μάρτυρες, μολονότι κατεφλέχθησαν από το πυρ, εις την ανυπόφορον ταύτην βάσανον ηυχαρίστουν τον Δεσπότην Θεόν, χωρίς να αποβλέπωσιν εις τα παρόντα λυπηρά, αλλά προς την αιώνιον μόνον χαράν και απόλαυσιν, ούτε δε ησθάνοντο λύπην τινά δια τας βασάνους τας οποίας υφίσταντο, αλλ’ ελυπούντο διότι δεν εδοκίμαζον δεινοτέρας από αυτάς. Τόσον είχον εξαφθή από τον προς Χριστόν διακαή έρωτα, ώστε και της φύσεως αυτής ελησμόνησαν. Ο σκληροκάρδιος όμως και δαιμονόπληκτος Παραβάτης, ωσάν να μη ησθάνετο τα όσα έπραττεν, είπε πάλιν προς τους Μάρτυρας· δεν καταλαμβάνετε ότι οι θεοί ακόμη δεν σας εμίσησαν τελείως, προσμένοντες ίσως την επιστροφήν σας; Δια τούτο δε και με ανεξικακίαν σας υποφέρουν, και ελαφρύνουν τους πόνους σας. Τούτο οι καλλίνικοι Μάρτυρες νομίσαντες άξιον γέλωτος και αναισθησίαν άκραν του νοός του, ανεβόησαν μεγάλως· καμμίαν μετοχήν δεν έχομεν ημείς με τους ιδικούς σου θεούς, αθλιώτατε! Έχομεν τον ιδικόν μας Θεόν και Σωτήρα, τον οποίον ομολογούμεν και γνωρίζομεν βοηθόν εις όλους τους πόνους μας. Αυτός μας ελευθερώνει από τα παρόντα δεινά, και μας δίδει θάρρος όταν πάσχωμεν, και μας ενδυναμώνει να καταφρονώμεν και σαρκός και σιδήρου και παντός άλλου αλγεινού συμβεβηκότος· επειδή πως άλλως ημπορούσε σώμα και αίμα να υποφέρη τοσαύτας βασάνους, από τας οποίας και η τόσον σκληρά λιθίνη φύσις ήθελε διαλυθή και κατά κράτος αφανισθή; Αν δε το επικείμενον επί σε νέφος του σκότους δεν εσκόταζε τον νουν σου, και δεν εσήκωνεν από σου την αίσθησιν, θα ημπορούσες να καταλάβης, ότι η ιδική μας λατρεία είναι θεία και θαυμαστή, και εις τον Θεόν όντως πρέπουσα. Τώρα όμως δεν δύνασαι να εννοήσης τίποτε εξ αυτών ούτε θέλεις να εννοήσης, διότι είσαι όλος δοσμένος εις την μυσαράν των δαιμονίων τύφλωσιν· επειδή εις αυτά τα αίσχιστα έργα αυτοί οι δαίμονες σε επλάνησαν και σε έσυραν. Ταύτα βλέπων και ακούων ο Παραβάτης και φοβηθείς, μήπως με την πολλήν εξέτασιν υβρίζεται περισσότερον από τους Αγίους, προσέτι δε και διότι απηλπίσθη από του να τους καταπείση, αφήκεν αυτούς παντελώς και εστράφη πάλιν προς τον Μανουήλ, ελπίζων μήπως καν αυτόν ήθελεν εύρει, όστις να κλίνη εις το θέλημά του· εκ δευτέρου όθεν με απειλάς και τιμωρίας των προτέρων μεγαλυτέρας τον εφοβέριζε· με όλον τούτο ο ανδρείος Μάρτυς ουδέ καν την κεφαλήν του έστρεψε παντελώς να ακούση εκείνα τα οποία έλεγεν ο Παραβάτης, και τα οποία προ πολλού είχε καταφρονήσει, μάλλον δε εφανέρωσε μεγαλυτέραν και ανδρειοτέραν την προθυμίαν του, και με πεπαρρησιασμένην φωνήν εβόησε· διατί ματαιοπονείς; Διατί αναισχυντείς, ω τύραννε, ματαίως; Τι; Δεν εγνώρισες την αμετάτρεπτον ημών απόφασιν; Δεν ηννόησες ότι και οι τρεις είμαθα συνδεδεμένοι μετ’ αλλήλων και ότι μίαν γνώμην και διάνοιαν έχομεν και οι τρεις και ότι ένα μόνον και τον αυτόν Θεόν δοξάζομεν; Λοιπόν ή και τους τρεις νίκησον ή και από τους τρεις απομακρύνθητι· ο τρις αριθμός είναι τίμιος, με τον οποίον ημείς ετιμήθημεν. Με την Παναγίαν Τριάδα και οι τρεις είμεθα περιτειχισμένοι, και με την δύναμιν Αυτής ηνώθημεν, και μένομεν αχώριστοί, μη φοβούμενοι ουδέν δεινόν· επειδή και τώρα πάλιν τα ίδια λέγομεν, τα οποία πολλάκις είπομεν. Τα όσα λέγονται παρά του ενός, νόμιζέ τα και παρά των τριών· την γνώμην και την σταθερότητα της ψυχής μας μίαν νόμιζε· δεν θέλομεν αρνηθή ποτέ την πίστιν με την οποίαν ανετράφημεν· τους ιδικούς σου δαίμονας δεν θέλομεν λατρεύσει· τον Κύριον και Θεόν ημών δεν θέλομεν αρνηθή και εγκαταλείψει· δεν αλλάσσομεν τα μέλλοντα αγαθά με τα προσωρινά και μάταια, μήτε προτιμώμεν την μικράν ταύτην ζωήν αντί της μελλούσης αϊδίου και αιωνίου. Εις τους λόγους τούτους απελπισθείς ο παράνομος τύραννος και αποκαμών από όλα, μάλιστα φοβηθείς, μήπως και με την πολλήν ένστασιν και εναντιότητα των Αγίων ήθελον παρακινηθή και άλλοι εκ των ειδωλολατρών υπηκόων του και επιστρέψουν εις την πίστιν του Χριστού, διέταξε να κατακαύσουν και τούτου τας μασχάλας με λαμπάδας ανημμένας, και ομού με τούτο ορίζει να τυλίξουν τον Άγιον με καλάμους και κατασφίγγοντες αυτόν να τον κατακεντώσι με βέλη αιχμηρά, τελευταίον δε δίδει την κατ’ αυτών απόφασιν, προστάξας να καρφώσωσι πρότερον εις τας κεφαλάς και τας ωμοπλάτας αυτών καρφία, να εμπήξουν δε και εις τους όνυχάς των καλάμια οξέα, και μετά τούτο να τους υποβάλουν και εις τον δια ξίφους θάνατον, ύστερον δε να ανάψουν ευθύς πυράν και να ρίψουν εις αυτήν τα σώματα των Αγίων, δια να μη ημπορέσουν οι Χριστιανοί να πάρουν ουδέ την τέφραν των σωμάτων αυτών, αν τυχόν ήθελον προθυμοποιηθή τινές να το κάμουν. Φερόμενοι λοιπόν οι Άγιοι παρά των στρατιωτών, έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, Κωνσταντίνον ονομαζόμενον, όστις ήτο κρημνώδης, και κατά πάντα δυσώδης, εις τούτον δε τον τόπον σταθέντες ανέπεμψαν οι Μάρτυρες την τελευταίαν αυτήν ευχήν εις τον Δεσπότην Χριστόν: «Ο Θεός ο προαιώνιος και άναρχος, ο εκ του μη όντος εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα, ο επ’ εσχάτων των ημερών δια την ημετέραν σωτηρίαν κενώσας σεαυτόν, και εν μορφή δούλου ημίν συναναστραφείς, και θάνατον υπομείνας τον δια σταυρού, ίνα ημάς των δεσμών της αμαρτίας λύσης και βασιλείας της Σης μετόχους ποιήσης, πρόσδεξαι εν ειρήνη τους δούλους σου και τοις σοι απ’ αιώνος ευηρεστηκόσι κατάταξον· ότι δια το σον άγιον όνομα τον δια ξίφους τούτον αιρούμεθα θάνατον, και της παρούσης ζωής εξιστάμεθα· αλλά και τον περιεστώτα ημάς όχλον, και τη του πονηρού απάτη δεδουλωμένον, τη Ση επιγνώσει, οικτίρμον, επίστρεψον, και δος αυτοίς νουν υγιή τε και έμφρονα, όπως σε τον μόνον αληθινόν Θεόν εννοήσωσι, και εις σε μόνον εαυτούς αναθέσωσι».Ταύτα των Μαρτύρων ευξαμένων, ήλθε φωνή εκ των ουρανών λέγουσα· «έλθετε ίνα λάβητε τους στεφάνους της δόξης και απολαύσητε την μακαρίαν ζωήν, επειδή και ετελειώσατε καλώς τον δρόμον των κόπων σας». Εν τω άμα δε εκόπησαν αι άγιαι κεφαλαί αυτών τη δεκάτη εβδόμη του Ιουνίου, του τριακοστού εξηκοστού δευτέρου (362) έτους από Χριστού· ευθύς δε ο τόπος εις τον οποίον ίσταντο, σχισθείς εις δύο μέρη, εδέχθη τα σώματα των Αγίων, δια να φυλαχθούν σώα και αβλαβή, και δια να φανή και το πρόσταγμα του τυράννου μάταιον, ον κατά αλήθειαν τοιούτον, με το να επρόσταξε να καούν τα σώματα των Μαρτύρων· οι δε δήμιοι, ιδόντες το παράδοξον αυτό, κακώς έφυγον· πολλοί όμως από τους παρεστώτας, πιστεύσαντες εις τον Χριστόν, αφήκαν την προτέραν αυτών πλάνην και συνηριθμήθησαν με τους λοιπούς Χριστιανούς· οι οποίοι προσμείναντες δύο ημέρας εις τον τόπον, και παρακαλούντες τον Θεόν εκ ψυχής των, έξαφνα απέδωκεν η γη με θαυμαστόν τρόπον τα σώματα των Αγίων γεμάτα από ευωδίαν άρρητον· και ούτω λαβόντες τα τίμια λείψανα εντίμως αυτά με μεγάλην τιμήν ενεταφίασαν τα οποία καθ’ εκάστην ημέραν μυρίας ιάσεις αναβλύζουσι, και εις τους προς αυτά ερχομένους την χάριν δωρούνται. Τοιούτον υπήρξε το τέλος των Αγίων αλλά και η θεία δίκη δεν ημέλησε δι’ εκείνα τα οποία έκαμεν ο Παραβάτης, αλλ’ έδωκεν εις αυτόν τυχαίως κακήν την πληρωμήν, διότι οδηγήσασα αυτόν εις τά σύνορα της Περσίας, τον ηνάγκασε να παραδώση εκεί κακώς την αθλίαν ψυχήν του. Τουτο δε διότι ο μεν βασιλεύς των Περσών υπεξεκαίετο ακόμη από τον θυμόν δια τον φόνον τον οποίον έκαμεν ο Παραβάτης εις τους ιδικούς του ανθρώπους, τούτ’ έστι τους Μάρτυρας, με το να εστάθη ο παράνομος άδικος, αφιλίωτος και εχθρός της ειρήνης· ο αλιτήριος δε πάλιν Ιουλιανός με σοβαρόν φρύαγμα εγγίσας εις την Περσίαν, και πολεμήσας μετά των Περσών, και κακώς ο ανόσιος νικηθείς, με δίκαιον τρόπον δέχεται εις τα εντόσθιά του καιρίαν πληγήν· και έγινε γέλως εις τους πλανήσαντας αυτόν δαίμονας, γέλως δε και εις τους Χριστιανούς, τους οποίους ηπείλησε να κακοποιήση δεινώς ο διεφθαρμένος· δια το οποίον πρέπει να αποδώσωμεν δόξαν εις τον Θεόν, όστις δεν άφησεν επί πολύ την ράβδον των αμαρτωλών εις τον κλήρον των δικαίων, και όστις δίδει εις τους αγαπώντας Αυτόν ταχέως την σωτηρίαν των ψυχών και τα μέλλοντα αγαθά. Ότι αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή, προσκύνησις και ευχαριστία τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΛΕΟΝΤΙΟΥ και των συν αυτώ ΥΠΑΤΙΟΥ και ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Λεόντιος ο Άγιος κατήγετο μεν από την Ελλάδα, έζησε δε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουεσπασιανού, εν έτει ο΄ (70). Και επειδή είχεν ανδρείαν και ρώμην φυσικήν, η οποία ηυξήθη με την ηλικίαν του σώματος, συνηριθμήθη εις τα στρατιωτικά τάγματα. Φανείς δε εις τον πόλεμον ανδρείος και πολλάς νίκας κατορθώσας, προς τούτοις δε φημισθείς ότι είχε σύνεσιν και λογισμόν φρόνιμον, δια ταύτα όλα ετιμήθη με την στολήν της στρατηγικής αξίας, και με τα άλλα σημεία αυτής· έγεινε δηλαδή αρχιστράτηγος. Ούτος λοιπόν ευρισκόμενος εις την εν Αφρική Τρίπολιν, έδιδεν εις τους πτωχούς από τα βασιλικά σιτηρέσια, και γνησίως και καθαρώς ελάτρευε τον Χριστόν. Μαθών δε περί αυτού Αδριανός ο ηγεμών της Φοινίκης απέστειλεν εις τον Άγιον τον τριβούνον Ύπατον, ομού με άλλους δύο στρατιώτας, εις εκ των οποίων ωνομάζετο Θεόδουλος. Ο δε Ύπατος, ελθών εις τον Άγιον, εκρατήθη από μίαν θέρμην υπερβολικήν, και ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία ήλθεν άνωθεν· εφάνη δε και Άγγελος Κυρίου εις αυτόν λέγων, ότι αν θέλη να ελευθερωθή από την ασθένειαν, είναι ανάγκη να επικαλεσθή τρεις φοράς τον Θεόν του Λεοντίου· την φωνήν δε αυτήν ήκουσε και ο Θεόδουλος. Αφού λοιπόν ο Ύπατος έκαμεν ό,τι προσετάχθη υπό του Αγγέλου, ιατρεύθη από την θέρμην· συναντήσας δε τον Άγιον και μη ηξεύρων, ότι είναι αυτός ο παρ’ αυτού ζητούμενος, εφιλοξενήθη από τον ίδιον. Ύστερον δε επιζητών τον Άγιον Λεόντιον, ωνόμαζεν αυτόν κατά προσποίησιν φίλον ιδικόν του και των θεών· ο δε Άγιος εφανέρωσε μεν εαυτόν, ότι αυτός είναι ο παρ’ αυτού ζητούμενος Λεόντιος, έλεγε δε ότι τους ονομαζομένους θεούς μισεί και αποστρέφεται. Ταύτα δε ακούσαντες ο Ύπατος και ο Θεόδουλος προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, και εζήτουν να λάβωσι δι’ αυτού την του Χριστού ένωσιν και οικείωσιν. Τότε λοιπόν ο Άγιος προσηυχήθη εις τον Θεόν υπέρ αυτών· όθεν ήλθεν από τον ουρανόν σύννεφον με νερόν, το οποίον εβάπτισεν αυτούς και εφώτισεν, ενέδυσε δε αυτούς και λευκά ενδύματα. Ταύτα βλέποντες οι Έλληνες εταράχθησαν και τα απεκάλυψαν όλα εις τον ηγεμόνα Αδριανόν, ο οποίος παρέστησε και τους τρεις Αγίους έμπροσθέν του, και τους παρεκίνει να αρνηθώσι την πίστιν του Χριστού. Μη δυνηθείς όμως να τους καταπείση, επρόσταξε τον μεν Άγιον Θεόδουλον να δείρωσι με ξυλίνας σπάθας. Αφού δε ταύτα έγιναν, απεκεφάλισαν και τους δύο, και ούτως έλαβον παρά Κυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Τον δε Άγιον Λεόντιον πρώτον έδειραν με βούνευρα και επειδή δεν επείθετο εις τας παρακινήσεις και κολακείας του ηγεμόνος, αλλά ενέπαιζεν αυτόν, τον έδειραν πάλιν δυνατά και κρεμάσαντες τον εξέσχισαν. Είτα εκρέμασαν πέτραν βαρείαν και μεγάλην από τον λαιμόν του, και κατά μεν το παρόν τον έκλεισαν εις την φυλακήν, ύστερον δε εξαπλώσαντες αυτόν κατά γης τον ετάνυσαν από τέσσαρας πασσάλους και τον έδειραν. Δερόμενος δε ο μακάριος παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού σύναξις και εορτή πέραν εις το Καμαρίδιον και εις τον Ευκτήριον Ναόν του Αγίου τον ευρισκόμενον πλησίον εις την πύλην της Πηγής.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΙΟΥΔΑ.

Δημοσίευση από silver »

Ιούδας, ο του Κυρίου Απόστολος, ήτο εκ των δώδεκα Αποστόλων, και εν μεν τω κατά Λουκάν Ευαγγελίω (κεφ. στ:16) ομοίως και εν ταις Πράξεσι (κεφ. α:13) ονομάζεται Ιούδας Ιακώβου, δηλαδή αδελφός Ιακώβου του αδελφοθέου, εν δε τω κατά Ματθαίον Ευαγγελίω ονομάζεται Θαδδαίος και Λεββαίος (κεφ. ι:3), ο οποίος έγραψε και την Καθολικήν επιστολήν, την φωτιστικήν εκείνην και δογματικήν, εις πάντας τους πιστεύσαντας Χριστιανούς. Ήτο δε αυτάδελφος νομιζόμενος του Κυρίου, καθότι ήτο υιός του Μνήστορος Ιωσήφ, κατά τον θείον Επιφάνιον (Αιρέσ. οη΄) και υπηρέτης του φρικτού Μυστηρίου της υπέρ λόγον ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Ούτος λοιπόν πεμφθείς εις τον κόσμον παρ’ αυτού του Χριστού, ως αδελφός αυτού και μυσταγωγός, και ως άνθραξ πυρωθείς ταις αυτού λαμπρότησι, πάσαν πλάνην κατέφλεξε και τους εσκοτισμένους εφώτισε, διότι ούτος έλκων τον ζυγόν του Σωτήρος και την αύλακα τέμνων και σπείρων τον σπόρον της ευσεβείας εις την Οικουμένην, πολύν εποίησε καρπόν και πολλούς τη αληθινή πίστει στηρίξας έπεισε τούτους να χλευάζωσι και να περιγελώσι τα των Ελλήνων είδωλα. Επειδή δηλαδή οι λατρεύοντες τους ψευδωνύμους θεούς δεν ηδύναντο να ιατρεύσωσι τας ανιάτους ασθενείας, δια τούτο κατέφευγον εις τον Άγιον τούτον Απόστολον, και ούτως ελάμβανον διπλήν την ιατρείαν, σώματος και ψυχής, διότι η ιατρεία των του σώματος ασθενειών οδηγός εγίνετο εις τους απίστους προς την πίστιν του Χριστού. Πορευθείς λοιπόν ο θείος ούτος Ιούδας εις την Μεσοποταμίαν και εις τα εκείσε πλησιόχωρα μέρη, εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού και εφώτισε τα εν αυτή ευρισκόμενα έθνη· μετέβη δε και εις την πόλιν Έδεσσαν και προς τον τοπάρχην Αύγαρον, τον οποίον εθεράπευσε λεπρόν όντα (εάν ούτος δηλαδή υποτεθή, ότι είναι ο Θαδδαίος). Ύστερον δε επορεύθη εις την πόλιν Αραρά, και εκεί, κρεμασθείς υπό των απίστων και δια βελών πληχθείς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΜΕΘΟΔΙΟΥ Επισκόπου Πατάρων.

Δημοσίευση από silver »


Μεθόδιος ο μακάριος του Θεού Ιερομάρτυς, παιδιόθεν αφιερωθείς εις τον Θεόν, έγινε σκεύος τίμιον και δοχείον του Παναγίου Πνεύματος· διο και την Αρχιερωσύνην θεία ψήφω λαβών, καλώς και θεοφιλώς εποίμανε το εμπιστευθέν αυτώ ποίμνιον και με τους λαμπρούς και γλυκείς λόγους του εφώτισε και εγλύκανε τα των Ορθοδόξων πληρώματα. Βλέπων δε την κακοδοξίαν και απάτην των οπαδών του Ωριγένους, οι οποίοι τότε επεπόλαζον, ως άριστος ποιμήν κατέφλεξεν αυτήν τω θείω πυρί της διδασκαλίας του, ολιγοστεύσας το σκότος αυτής δια της θείας χάριτος και δια της αυτού σοφίας. Όθεν και η των λόγων αυτού αστραπή και η της γνώσεως σάλπιγξ εξήλθον εις πάσαν την γην· ο δε μισόκαλος εχθρός, μη υποφέρων την αντίστασιν και παρρησίαν του θείου τούτου πατρός, ώπλισε τους υπηρέτας του όπως θανατώσωσι τον Άγιον. Μαρτυρικώς λοιπόν αποκεφαλισθείς και θανατωθείς παρ’ αυτών ο μακάριος, όστις προ του μαρτυρίου και του θανάτου ήτο ενδεδυμένος νέκρωσιν ζωηφόρον, απήλθε προς την μακαρίαν και ατελεύτητον ζωήν, πρότερον μεν θυσιάζων και ιερουργών τον Αμνόν του Θεού, ύστερον δε αυτός θυσιασθείς και θυσία ζώσα εις τον Θεόν προσφερθείς. Διο και με διπλούς στεφάνους κατεκοσμήθη ο γενναίος της ευσεβείας πρόμαχος, επειδή εκτός του ότι ήτο Ιεράρχης, έλαβε και τέλος μαρτυρικόν και επορφύρωσε την ιερατικήν στολήν με αθλητικά αίματα. Ούτος ο θείος και του Θεού αληθής ιερεύς τε και Μάρτυς αφήκεν εις ημάς συγγράμματα, τα οποία είναι γεννήματα της αυτού φιλοπονίας και περιέχουν παν είδος γνώσεως και ωφελείας, αλλά και δια τα μέλλοντα φανερώς και καθαρώς ο Άγιος ούτος προείπεν, ήτοι δια τας μετά ταύτα αλλαγάς και μεταβολάς των βασιλείων, δια τας καταδρομάς και πολέμους των εθνών, δια τας ερημώσεις και τους αφανισμούς πολλών τόπων και πόλεων, δια τους Ορθοδοξους και αιρετικούς βασιλείς, και περί του Αντιχρίστου και της βασιλείας του, και δια τον αφανισμόν και την πανωλεθρίαν πάσης σαρκός ανθρωπίνης.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ του εν Κιλικία.

Δημοσίευση από silver »


Ιουλιανός ο του Χριστού Μάρτυς κατήγετο εκ της πόλεως Αναζάρβου, ήτις ευρίσκεται εν τη Δευτέρα επαρχία της Κιλικίας. Ήτο δε υιός πατρός μεν βουλευτού Έλληνος, μητρός δε χριστιανής, υπό της οποίας εδιδάχθητην κατά Χριστόν ευσέβειαν. Αφού δε κατέγινεν εις την μελέτην των θείων Γραφών δεκαοκταετής προσήχθη εις τον ηγεμόνα Μαρκιανόν και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εδάρη εις διάφορα μέρη του σώματος, έπειτα δε ερρίφθη εις την φυλακήν. Συμβουλευθείς δε την μητέρα του τι να πράξη, παρεκινήθη υπ’ αυτής να μείνη στερεός εις την πίστιν του Χριστού μέχρι θανάτου. Όθεν ετέθη εντός σάκκου πλήρους άμμου, όφεων και φαρμακερών ερπετών, ούτω δε ερρίφθη εν μέσω του πελάγους και έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”