Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Ιουνίου, η Σύναξις των Αγίων ενδόξων ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ των ΔΩΔΕΚΑ

Δημοσίευση από silver »



Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών (Ψαλμ. λβ:6). Ταύτα ο μακαριώτατος Δαβίδ, υπό του Αγίου Πνεύματος ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν. Λέγων δηλαδή ότι η Αγία Τριάς είναι των όλων δημιουργός. Αύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία θεότης, η πάντων βασιλεύουσα, η οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Μαμβρή υπό του προπάτορος Αβραάμ, χωρίς να αφήση τα ουράνια· προεμήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην την δια σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Αγίους Αποστόλους, επειδή είπεν εις τον Αβραάμ: «Και ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γεν. κβ: 18) και πάλιν· «Και βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γεν. ιζ: 6). Διότι ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο δε Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας του Ισραήλ. Και βλέπε, ω ακροατά, πως είναι σύμφωνα με την Νέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα, διότι οι ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Αποστόλους, αλλά και οι δώδεκα κώδωνες, οι οποίοι ηχολόγουν όταν ιεράτευεν εν τη σκηνή ο Αρχιερεύς Ααρών, τους δώδεκα τούτους Αποστόλους εδήλουν, διότι αυτοί ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην του σαρκωθέντος Χριστού την επιδημίαν και το Ευαγγέλιον. Δια τούτο και ο Ωσηέ προεφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουσιν ακολουθήσει τον επί γης φανέντα Θεόν, το οποίον έγινε και εμπράκτως· και πολλά άλλα της Παλαιάς Γραφής προεικόνισαν τους ιερούς Αποστόλους. Επειδή δε, δια την άπειρον Αυτού αγαθότητα και το μέγα έλεος, κενώσας την εαυτού δόξαν ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, δια τούτο, θέλων να δείξη τρανοτέραν την προς ημάς αυτού αγαθότητα, εξελέξατο τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα Μαθητάς Του, και εποίησεν αυτούς Αποστόλους και αυτόπτας της οικονομίας Του· και αφ’ ου διεμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον, ίνα θεολογώσι το της Τριάδος Μυστήριον και την θείαν οικονομίαν, και ίνα ευαγγελίζωσι πάντα τα έθνη και βαπτίζωσιν αυτά εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Όθεν δι’ αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την ορθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Αγίαν Τριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Αγίας Τριάδος ομολογούσα Θεόν τε και άνθρωπον, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Τούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Αποστόλους χρεωστούμεν όλοι οι Χριστιανοί να τιμώμεν και να γεγαίρωμεν, ως καθαιρέτας της πλάνης, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και θεμελιωτάς της εκκλησιαστικής ευταξίας, την οποίαν δια των υπ’ αυτών εκτεθέντων θείων και ιερών Κανόνων, καλώς περιεχαράκωσαν. Χρεωστούμεν δε να φανερώσωμεν και πως έκαστος των Αποστόλων εκήρυξε, και εις ποίον τόπον ετελειώθη· διότι, καίτοι οι Απόστολοι δεν ετελειώθησαν όλοι ομού κατά τον αυτόν χρόνον, ούτε εις τον αυτόν τόπον, όμως επειδή η Εκκλησία του Θεού εορτάζει σήμερον την μνήμην όλων ομού των Αποστόλων, δια τούτο, χρεωστεί να αναφέρη και όλων ομού το κήρυγμα και το τέλος.

Πρώτος λοιπόν των Αποστόλων είναι ο Κορυφαίος Πέτρος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον πρότερον μεν εις την Ιουδαίαν και Αντιόχειαν, έπειτα δε εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου και εις την Γαλατίαν και Καππαδοκίαν, την Ασίαν και Βιθυνίαν, ως προείπομεν εις την εικοστήν ενάτην του παρόντος· τελευταίον δε έφθασε και έως εις την Ρώμην, και εκεί ευρών τον Σίμωνα μάγον διελέχθη μετ’ αυτού, καυχωμένου ότι θέλει νικήσει τον Πέτρον με τα θαύματα εις ωρισμένην ημέραν. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα, εξήλθε και ο βασιλεύς Νέρων εις την θεωρίαν ταύτην μεθ’ όλων των πολιτών της Ρώμης. Τότε εφόρεσεν ο Σίμων εις την κεφαλήν του στέφανον εκ δάφνης και, στερεωθείς με τας επωδάς των δαιμόνων, υψώθη άνωθεν της γης και εφαίνετο μετέωρος εις τον αέρα. Ο δε Πέτρος βλέπων τον Σίμωνα είπε προς αυτόν· επειδή εγώ είμαι μαθητής του Χριστού του ειπόντος «Εθεώρουν τον Σατανάν, ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα», δια τούτο και εγώ με την εξουσίαν Εκείνου σε επιτάσσω να κρημνισθής κάτω εις την γην έμπροσθεν πάντων. Όθεν ως πυρ φοβηθέντες τον λόγον του Αποστόλου οι δαίμονες, οι υποστηρίζοντες τον Σίμωνα, έφυγον και ευθύς έπεσεν ο άθλιος κατά γης και καταπληγωθείς όλος εκ της πτώσεως κακώς ο κακός ετελεύτησε. Τότε λοιπόν όλον το πλήθος επίστευσεν εις τον του Πέτρου Θεόν· διο ο Νέρων ηβουλήθη να θανατώση τον Πέτρον. Ο δε Πέτρος, τούτο γνωρίσας, εχειροτόνησε Επίσκοπον της Ρώμης Κλήμεντα τον μαθητήν του, επειδή ο προκάτοχός του Λίνος προς Κύριον εξεδήμησε. Παρευθύς λοιπόν ο Αγρίππας, παρών εις την Ρώμην, συνέλαβε τον Πέτρον και προσέταξε να σταυρωθή κατακέφαλα, ως ο ίδιος ο Απόστολος το εζήτησεν. Εν τω Σταυρώ λοιπόν ευρισκόμενος ο μακάριος προσηυχήθη δια την σωτηρίαν του λαού, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού.

Δεύτερος είναι ο Απόστολος Παύλος ο πάντας τους Αποστόλους υπερνικήσας κατά τον ζήλον της εις Χριστόν πίστεως και τους κόπους. Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν από Ιερουσαλήμ μέχρι του Ιλλυρικού, καθώς το λέγει μόνος, και φθάσας εις την Ρώμην απεκεφαλίσθη. Πως δε και εκ τίνος αφορμής παρεκινήθη να υπάγη εις Ρώμην αναγκαίον είναι να διηγηθώ εν συντόμω εις τας φιληκόους σας ακοάς, εκ των Αποστολικών πράξεων ταύτα ερανισάμενος. Αφ’ ου ο μακάριος Παύλος μετέβη εις Καισάρειαν και εξενίσθη εις τον οίκον Φιλίππου, ενός των επτά Διακόνων, επήγεν εκεί μετ’ ολίγας ημέρας εκ της Ιουδαίας εις Προφήτης, ονόματι Άγαβος, όστις είπε τω Παύλω· τάδε λέγει σοι Κύριος δι’ εμού, οι αιμοχαρείς Ιουδαίοι θα δέσωσι τας χείρας σου και τους πόδας σου, και θα σε παραδώσωσιν εις τα έθνη. Ο δε Απόστολος απεκρίθη· εγώ είμαι έτοιμος όχι μόνον να δεθώ και να παραδοθώ δια τον Χριστόν εις την Ιερουσαλήμ, αλλά και να αποθάνω. Πορευθείς λοιπόν εις την Ιερουσαλήμ συνήντησε τον αδελφόθεον Ιάκωβον και τους μετ’ αυτού, και αφ’ ου τους εχαιρέτησε, διηγήθη εις αυτούς τα μεγαλεία, τα οποία δι’ αυτού εποίησεν εις τα έθνη ο Θεός. Μετ’ ολίγας δε ημέρας κρατήσαντες οι Ιουδαίοι τον Παύλον εν τω ιερώ, τον έδειραν ασπλάγχνως και δέσαντες αυτόν τον έρριψαν εν τη φυλακή. Την επιούσαν δε εξετάσαντος αυτόν του χιλιάρχου περί των φρονημάτων του, ήρχισεν ο Παύλος εν τω μέσω του Συνεδρίου και διηγήθη την γέννησιν, την ανατροφήν, την ενηλικίωσιν και την μάθησιν και τον ζήλον του· την δε ακόλουθον ημέραν διηγήθη, ότι εφάνη ο Χριστός εις αυτόν, ότι ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, ότι πάλιν ανέβλεψε, και ότι εδίωκε τον Χριστόν εν αγνοία, ύστερον δε Τούτον γνωρίσας αληθή Θεόν ανακηρύττει Αυτόν εις όλους. Ταύτα ακούσαντες οι εις το Συνέδριον καθεζόμενοι Ιουδαίοι εφώναξαν μεγάλως προς τον χιλίαρχον λέγοντες· άρον εκ της γης τον τοιούτον. Ενώ δε ητοιμάζοντο οι στρατιώται να τον δείρωσιν, αντέστη ο Απόστολος εις αυτούς και είπε· δεν είναι συγκεχωρημένον εις σας να δείρητε ακατάκριτον άνδρα Ρωμαίον (διότι Ρωμαίος ήτο ο Παύλος, των προγόνων αυτού υποκειμένων εις τους Ρωμαίους δια βασιλικού γράμματος, ως ερμηνεύει ο κριτικός Φώτιος). Τούτον τον λόγον ακούσας ο χιλίαρχος και φοβηθείς, δεν έδειρεν αυτόν, αλλά τον παρέστησεν εις το Συνέδριον, θέλων να μάθη τα περί αυτού. Και συνελόντι ειπείν, ο Παύλος, επειδή επεκαλέσθη τον εν τη Ρώμη Καίσαρα όπως κριθή εκεί, τούτου ένεκα υπήγεν εις την Ρώμην, ένθα ευρόντες αυτόν αδελφοί τινες εχάρησαν σφόδρα· ότε δε παρεστάθη εις τον Καίσαρα Νέρωνα, επειδή ουδεμία κατ’ αυτού αιτία θανάτου ευρέθη, απεφασίσθη υπό του Νέρωνος να μένη ελεύθερος καθ’ ο αθώος. Έκτοτε λοιπόν μετέβη ο Παύλος εις ιδιαίτερον τόπον και εκήρυττε τον Χριστόν Υιόν Θεού εις τους προστρέχοντας αυτώ. Αφ’ ου δε παρήλθεν ολίγος χρόνος, έγινεν εις τον Παύλον θεία Αποκάλυψις, ότι να αφήση την Ρώμην και να υπάγη εις την Ισπανίαν, ένθα μεταβάς ο Απόστολος πολλούς εβάπτισε, και ασθενείς ιάτρευσε, και ιερείς εχειροτόνησε, και όλους εστήριξεν εις την πίστιν του Χριστού· εκ δε της Ισπανίας επανήλθεν εις την Ρώμην. Έξω δε εις την Ρώμην ευρισκόμενος εδίδασκε και έκαμνε να συρρέη περί αυτόν το πλήθος του λαού. Εις δε οινοχόος του βασιλέως, κύπτων από υψηλόν τι μέρος και προσέχων εις την διδασκαλίαν του Παύλου, έπεσεν εις την γην και απέθανε· τούθ’ όπερ ακούσας ο Παύλος προσέταξε να φέρωσι προς αυτόν τον νεκρόν· όθεν θέσας τας χείρας του επ’ αυτού και επικαλεσάμενος το όνομα του Χριστού, ω του θαύματος! ανέστησεν αυτόν και υγιαίνοντα απέδωκεν εις τους δι’ αυτόν κλαίοντας. Δια τούτο και αυτός ο αναστηθείς επίστευσεν εις τον Χριστόν, και λαβών το άγιον Βάπτισμα εγκατέλιπε την υπηρεσίαν του βασιλέως. Μαθών δε τούτο ο βασιλεύς προσέταξε να παρασταθή ο οινοχόος εις το βασιλικόν του βήμα, και παρασταθέντα ηρώτα αυτόν, εάν αρνήται την του Χριστού πίστιν· ο δε οινοχόος απεκρίνατο, ότι δεν δύνανται να με χωρίσωσιν από της αγάπης του Χριστού ούτε τα ενεστώτα ούτε τα μέλλοντα, ούτε ζωή ούτε θάνατος. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς και απορήσας, προσέταξε να κατακαώσι δια πυρός όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται εν τη φυλακή, ο δε Παύλος να αποκεφαλισθή. Όθεν οι δήμιοι (ήτοι οι εκτελεσταί των βασάνων) έλαβον τον του Χριστού θείον Απόστολον και έφεραν αυτόν έξω της Ρώμης, σπεύδοντες προς εκτέλεσιντης βασιλικής προσταγής. Γυνή τις δε, Περπέτουα ονόματι, κατά συνεργείαν του διαβόλου έχασε το φως του δεξιού οφθαλμού της, βλέπουσα δε ότι απήγαγον τον Παύλον όπως τον αποκεφαλίσωσιν, επόνεσεν η καρδία της και εδάκρυσεν. Ο δε Παύλος είπε προς αυτήν· ω γύναι, δος μοι το μανδήλιόν σου, και όταν επανέλθω πάλιν σοι το δίδω. Και η γυνή έδωκεν εις αυτόν προθύμως το μανδήλιόν της. Τούτο δε βλέποντες οι στρατιώται έλεγον εμπαικτικώς εις την γυναίκα· πρόσμενε, ω γραία, τούτον όστις δεν επανέρχεται πλέον. Φθάσαντες δε εις τον τόπον της καταδίκης προητοίμασαν τον Απόστολον, όπως τον αποκεφαλίσωσι, και έδεσαν τους οφθαλμούς του με το μανδήλιον της μονοφθάλμου γυναικός· όταν δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν έτρεξεν αίμα ομού και γάλα, και έβρεξε τα ιμάτια του Αποστόλου, το δε μανδήλιον αοράτως εδόθη εις την μονόφθαλμον γυναίκα, εις την οποίαν παρευθύς εχαρίσθη και η του οφθαλμού της ανάβλεψις. Αφ’ ου δε οι δήμιοι απεκεφάλισαν τον Απόστολον, επανερχόμενοι εύρον την γυναίκα κρατούσαν εις χείρας της το μανδήλιον αιματωμένον, το οποίον θερμώς κατεφίλει, και δεικνύουσα αυτοίς τον οφθαλμόν της υγιά και βλέποντα έλεγε· Ζη Κύριος, δεν είναι άλλος Θεός ειμή εκείνος, τον οποίον ο Παύλος εκήρυττεν. Όθεν και αυτοί θαυμάσαντες το γενόμενον επίστευσαν εις τον Χριστόν, και μετ’ αυτής παρουσιάσθησαν εις τον Νέρωνα κηρύττοντες μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. ο δε Νέρων, νικηθείς υπό της οργής, προσέταξε να λάβη έκαστος αυτών διάφορον τιμωρίαν, και ο μεν πρώτος δήμιος απεκεφαλίσθη, ο δε δεύτερος εσχίσθη εις το μέσον δια ξίφους και ο τρίτος ελιθοβολήθη, της Περπετούας ριφθείσης εν τη φυλακή· ερχομένη δε προς αυτήν η βασίλισσα και σύζυγος του Νέρωνος μετά των τιμιωτέρων γυναικών της Ρώμης, εδιδάχθησαν υπ’ εκείνης την αληθή και βεβαίαν πίστιν του Χριστού, και με το άγιον Βάπτισμα ετελειώθησαν. Ταύτα μαθών ο Νέρων, την μεν Περπέτουαν, αφ’ ου έδειρε δυνατά, έδεσεν εις τον λαιμόν της πέτραν του μύλου και την έρριψεν εν τω βυθώ, τας δε λοιπάς απεκεφάλισεν, επειδή δεν ηθέλησαν να αρνηθώσιν τον Χριστόν. Εύρεν όμως η θεία εκδίκησις τον ασεβή Νέρωνα, διότι μισηθείς υπό του λαού της Ρώμης έφυγεν εκ του παλατίου του, και περιεπλανάτο εις τα δάση και τα λαγκάδια, προτιμών κάλλιον να αποθάνη παρά να ζη. Όθεν κακοπαθήσας εκ του ψύχους και της πείνης, κακώς την ζωήν ετελείωσε, γενόμενος βορά των θηρίων ο ασεβής και παρανομώταρος τύραννος.

Τρίτος Απόστολος του Κυρίου είναι ο Πρωτίκλητος Ανδρέας, ο και αδελφός του Πέτρου. Ούτος λοιπόν εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλα τα παραθαλάσσια μέρη του Ευξείνου Πόντου, της Βιθυνίας και Αρμενίας, και επανελθών δια της Βυζαντίδος κατέβη έως εις την Ελλάδα· ελθών δε εις τας Πάτρας της Αχαϊας, εσταυρώθη υπό του Αιγεάτου. Τέταρτος είναι ο Ιάκωβος ο του Ζεβεδαίου, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις όλην την Ιουδαίαν και ύστερον εθανατώθη δια μαχαίρας υπό του Ηρώδου Αγρίππα δια την πολλήν παρρησίαν του.

Πέμπτος είναι ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, ο και αδελφός Ιακώβου, ο επιπεσών εις το στήθος του Χριστού. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν και εξορισθείς εις την Πάτμον υπό του Δομετιανού πολλά πλήθη απίστων προσέφερεν εις τον Χριστόν, και επιστρέψας εις την πόλιν Έφεσον ανεπαύθη εν ειρήνη πλήρης ημερών γενόμενος.

Έκτος είναι Φίλιππος ο από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπατριώτης Ανδρέου και Πέτρου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Ασίαν και Ιεράπολιν μετά της αδελφής του Μαριάμνης και του Βαρθολομαίου· ύστερον δε υπό των Ελλήνων σταυρωθείς εθανατώθη εν αυτή τη Ιεραπόλει. Έβδομος είναι ο Θωμάς, ο και Δίδυμος, ο οποίος, κηρύξας τον Χριστόν εις Πάρθους και Μήδους και Πέρσας και Ινδούς, εκτυπήθη υπ’ αυτών ακοντίοις και ετελειώθη.

Όγδοος είναι ο Βαρθολομαίος, ο οποίος εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις τους Ινδούς τους καλουμένους Ευδαίμονας, και σταυρωθείς εις την Ουρβανούπολιν ετελειώθη.

Ένατος είναι Ματθαίος, ο και Λευϊ, αδελφός Ιακώβου του Αλφαίου, ο Τελώνης και Ευαγγελιστής, όστις μεγάλως εφιλοξένησε τον Ιησούν. Ούτος κηρύξας το Ευαγγέλιον εις Ιεράπολιν της Συρίας, λιθοβοληθείς ετελειώθη.

Δέκατος είναι Ιάκωβος ο του Αλφαίου, ο και αδελφός Ματθαίου (διότι αμφότεροι είχον πατέρα τον Αλφαίον). Ούτος λοιπόν εκήρυξε τον Χριστόν εις τα έθνη, διο επωνομάσθη σπέρμα θείον· ταχέως δε και προθύμως προχωρήσας εις το κήρυγμα, και ελέγχων τους απαιδεύτους λαούς, εκρεμάσθη εις σταυρόν και παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Ενδέκατος είναι Σίμων ο Ζηλωτής, ο καταγόμενος εκ Κανά της Γαλιλαίας, όστις ονομάζεται Ναθαναήλ εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον. Ούτος λοιπόν εκήρυξεν εις όλην την Μαυριτανίαν και την χώραν της Αφρικής το Ευαγγέλιον του Χριστού, και σταυρωθείς τελειούται.

Δωδέκατος είναι Ιούδας ο Ιακώβου, ο παρά μεν του Λουκά ονομαζόμενος Ιούδας Ιακώβου, εις τε το Ευαγγέλιόν του και τας Πράξεις, παρά δε του Ματθαίου Θαδδαίος και Λευαίος, αδελφός κατά σάρκα χρηματίσας του Κυρίου. Ούτος εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Μεσοποταμίαν, ύστερον δε ετελειώθη εις την πόλιν Αραράτ, κρεμασθείς και τοξευθείς υπό των απίστων.

Ματθίας, ο αντί του προδότου Ιούδα συναριθμηθείς μετά την Ανάληψιν μετά των ένδεκα Αποστόλων, εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Αιθιοπίαν, και πολλάς τιμωρίας παθών υπό των απίστων παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου, ο και υιός Ιωσήφ του Μνήστορος, έγινε πρώτος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων· κρεμασθείς δε υπό των Ιουδαίων άνωθεν από το πτερύγιον, ήτοι το τοξάτον και εξωπέτακτον του Ιερού, και κτυπηθείς εις την κεφαλήν με το ξύλον των κναφέων, ετελειώθη.

Σίμων, ο και Συμεών ονομαζόμενος και Κλεώπας, ήτο μεν υιός του Ιωσήφ του Μνήστορος, αδελφός δε Ιακώβ του αδελφοθέου. Έγινε δεύτερος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων, και έζησεν εκατόν είκοσιν έτη. Επειδή δε ήτο συγγενής του Κυρίου και κατήγετο εκ της φυλής του Ιούδα, κατεδικάσθη υπό του βασιλέως Δομετιανού εν έτει πβ΄ (82) να πίη δηλητήριον, το οποίον εξήγαγον εκ σκορπίων, όφεων, φαλαγγίων, και άλλων θηρίων δηλητηριωδών, δεν έπαθεν όμως ουδέν κακόν. Όθεν σταυρωθείς ύστερον υπό του βασιλέως Τραϊνού εν έτει 96 ετελειώθη.

Βαρνάβας, ο και Ιωσής ονομαζόμενος εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων (κεφ. δ΄ 36), είναι εις εκ των εβδομήκοντα. Ούτος αντέγραψε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον και ετελειώθη εν τη νήσω Κύπρω.

Μάρκος ο Ευαγγελιστής, ο χρηματίσας υιός κατά πνεύμα του Κορυφαίου Πέτρου, εκήρυξε το Ευαγγέλιον εις την Αλεξάνδρειαν και εις όλην την περίχωρον, μέχρι Πενταπόλεως· εν Αλεξανδρεία δε συρθείς επί πετρών ετελειώθη και ετάφη εκεί.

Λουκάς ο Ευαγγελιστής και ιατρός, ο συνέκδημος Παύλου, συνέγραψε το Ευαγγέλιόν του, υπαγορεύσαντος αυτώ του μακαρίου Παύλου προς δε τούτοις και τας Πράξεις των Αποστόλων. Αφ’ ου δε αυτός ανεχώρησεν εκ της Ρώμης (διότι ο Παύλος έμεινεν εκεί), περιήλθεν όλην την Ελλάδα και εκήρυξε το Ευαγγέλιον· ελθών δε εις τας Θήβας της Βοιωτίας, εκεί εν ειρήνη ετελειώθη, ογδοήκοντα ετών γέρων. Λέγουσι δε ότι αυτός πρώτος εζωγράφησε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού και της αυτού Μητρός και των Κορυφαίων Αποστόλων, και έκτοτε διεδόθη εις όλον τον κόσμον το τοιούτον ευσεβές και πάντιμον έργον της εικονογραφίας.

Φίλιππος, ο αναφερόμενος εις τας Πράξεις των Αποστόλων και καταγόμενος εκ Καισαρείας της Παλαιστίνης, έλαβε νόμιμον γυναίκα και είχε τέσσαρας θυγατέρας προφήτιδας· αυτός κατέστη Διάκονος υπό των Αποστόλων, και εβάπτισε τον Σίμωνα μάγον καθ’ υπόκρισιν πιστεύσαντα, αυτός και τον Αιθίοπα Ευνούχον εβάπτισε. Κηρύξας δε το Ευαγγέλιον εις τας Τράλλεις της Μ. Ασίας μετά των θυγατέρων του, εκεί απήλθε προς Κύριον.

Ανανίας ο Απόστολος έγινεν Επίσκοπος Δαμασκού, όστις και τον Παύλον εβάπτισε δι’ αποκαλύψεως. Ούτος επειδή πολλά εποίει θαύματα και ιατρείας εν τε τη Δαμασκώ και Ελευθερουπόλει, εδάρη με βούνευρα υπό του ηγεμόνος Λουκιανού, και εξέσθη εις τας πλευράς, και εκάη με λαμπάδας ανημμένας· βληθείς δε έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη.

Ιωσήφ ο και Ιούστος και Βαρσαβάς καλούμενος εν ταις Πράξεσιν, ο σύμψηφος γενόμενος με τον Ματθίαν. Ούτος, εις των εβδομήκοντα Μαθητών υπάρχων, εν ειρήνη ετελειώθη.

Στέφανος ο Πρωτομάρτυς, ο πρώτος των επτά Διακόνων και εις των εβδομήκοντα Μαθητών, ο εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων αναφερόμενος, ελιθοβολήθη υπό των Ιουδαίων δια την θερμήν πίστιν του, συνευδοκούντος εις τον φόνον αυτού του Αποστόλου Παύλου, έτι απίστου όντος, και ενεταφιάσθη εις την Ιερουσαλήμ. Ύστερον δε κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον εις την Κωνσταντινούπολιν, και απετέθη εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί.

Πρόχορος, εις των επτά Διακόνων και των εβδομήκοντα ων, και Επίσκοπος γενόμενος της εν Βιθυνία πόλεως Νικομηδείας, εν ειρήνη ετελειώθη.

Νικάνωρ, και αυτός εις των επτά Διακόνων και των εβδομήκοντα, εν ειρήνη ετελειώθη.

Τίμων, και αυτός ήτο εις των επτά Διακόνων, και γενόμενος Επίσκοπος Βόστρων της Αραβίας, κατεκάη δια πυρός υπό των αθέων Ελλήνων.

Παρμενάς· και αυτός ήτο εις των επτά Διακόνων, όστις έμπροσθεν των Αγίων Αποστόλων ετελειώθη εν τη διακονία αυτού.

Πρέπει δε να ηξεύρωμεν ότι οι ανωτέρω πανεύφημοι Απόστολοι, οι τε δώδεκα και οι κατώτεροι αυτών εβδομήκοντα, τους οποίους ο Κύριος Αποστόλους ανέδειξε μετά των σεπτών Μυροφόρων και πιστών γυναικών, όλοι αυτοί εκατόν είκοσιν όντες τον αριθμόν, ως αναφέρουσιν αι Πράξεις των Αποστόλων, δεν εβαπτίσθησαν με το δι’ ύδατος βάπτισμα, διότι αυτός ο Κύριος υπεσχέθη αυτοίς ότι θέλουσι βαπτισθή εν Πνεύματι Αγίω· «Ιωάννης, γαρ φησιν, εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω», και διότι όταν κατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις όλους τους ανωτέρω κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, επλήρωσεν αυτούς εκ των χαρίτων Του, καθώς και ο προφήτης Ιωήλ προεφήτευσεν. Όθεν δεν εχρειάσθησαν ύστερον άλλου βαπτίσματος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Ιουλίου, μνήμη των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων ΚΟΣΜΑ και ΔΑΜΙΑΝΟΥ των Ρωμαίων.

Δημοσίευση από silver »

Κοσμάς και Δαμιανός οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους Καρίνου και Νουμεριανού των αυταδέλφων Βασιλέων εν έτει σπδ΄ (284), κατήγοντο δε εκ της μεγαλουπόλεως Ρώμης. Αυτάδελφοι όντες μετήρχοντο και οι δύο την ιατρική και εθεράπευον όχι μόνον τους ανθρώπους, αλλά και τα κτήνη και άλογα ζώα· δι’ αντιμισθίαν δε της ιατρείας εζήτουν το να πιστεύωσιν εις τον Χριστόν οι ιατρευόμενοι, χωρίς να λαμβάνωσι παρ’ αυτών ουδεμίαν υλικήν αμοιβήν. Διαβληθέντες δε εις τον βασιλέα Καρίνον, ότι ενεργούσι τας ιατρείας και τα θαύματα με μαγικήν τέχνην, και μη θέλοντες να παραδοθώσιν άλλοι αντί αυτών, προσήλθον αυτόκλητοι και παρεδόθησαν εις χείρας του βασιλέως. Όχι δε μόνον αυτοί δεν επείσθησαν να αρνηθώσι τον Χριστόν, αλλά και τον βασιλέα Καρίνον κατέπεισαν να αρνηθή την ασέβειαν, διότι έτυχε και αυτός της παρά των Αγίων ιατρείας. Όταν δηλαδή ήρχισεν ο βασιλεύς να ερωτά τους Αγίους και να απειλή αυτούς, ότι θα τους θανατώση, εάν δεν αρνηθώσι τον Χριστόν, τότε, ω της θείας δίκης! Μετετοπίσθη η θέσις του προσώπου του, και εστράφη οπίσω προς την ράχιν του· ιατρεύθη δε υπό των Αγίων εκ της ασθενείας ταύτης. Όθεν δια το θαύμα τούτο επίστευσαν εις τον Χριστόν και οι εκεί παρεστώτες και ο ιατρευθείς βασιλεύς με τους οικείους του, και μετά τιμών απέστειλε τους Αγίους εις τους συγγενείς και οικείους των. Ύστερον δε ο της ιατρικής τέχνης των Αγίων διδάσκαλος, φθονήσας αυτούς δια την δόξαν και προκοπήν των, τους ανεβίβασεν εις εν όρος, ίνα συλλέξωσι δήθεν ιατρικά βότανα, εκεί δε εξαναστάς ο δόλιος κατά των Αγίων εθανάτωσεν αυτούς με πέτρας ως ο Κάϊν τον Άβελ. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον του Παυλίνου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Ιουλίου, η ανάμνησις της εν τη αγία σορώ καταθέσεως της τιμίας ΕΣΘΗΤΟΣ της Θεοτόκου και αει

Δημοσίευση από silver »

Η Βασιλίς των πόλεων, η περικαλλεστάτη Κωνσταντινούπολις, ευθύς απ’ αρχής της κτίσεώς της υπό του ευσεβεστάτου και αγιωτάτου βασιλέως Κωνσταντίνου αφιερώθη πρεπόντως με πολλήν ευλάβειαν εις το όνομα της Δεσποίνης και Βασιλίσσης πάντων των βασιλέων, ως πασών των πόλεων βασιλεύουσα. Ένεκα τούτου υπερβαίνει και εις την ευλάβειαν πάσας τας άλλας πόλεις της οικουμένης· ευρίσκονται δε εις αυτήν Ναοί περισσότεροι ή εις οίον δήποτε άλλον τόπον, καλλωπισμένοι, κεκοσμημένοι από τους ευσεβείς οικήτορας, και σχεδόν ουδείς ευρίσκεται τόπος βασιλικός και δημόσιος ή οίκος άρχοντος, όστις να μη έχη Ναόν ή ευκτήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ότι πανταχού εις την οικουμένην άπασαν, όπου και αν εκηρύχθη το μυστήριον της του Θεού Λόγου σαρκώσεως, υμνείται δια παντός η υπερύμνητος Θεοτόκος και κατά χρέος δοξάζεται, επειδή κατώκησεν εις αυτήν άπαν το πλήρωμα της Θεότητος. Εξαιρέτως δε εις ταύτην την Πόλιν ευρίσκονται Ναοί αναρίθμητοι, αφιερωμένοι εις το πανάγιον αυτής Όνομα. Αλλά από όλας τας Εκκλησίας της τα πρωτεία κατέχει η των Βλαχερνών, ήτις υπερβαίνει τους υπολοίπους Ναούς εις την ωραιότητα, ως τους αστέρας ο ήλιος. Ούτος ο Ναός των Βλαχερνών πιστεύεται ότι είναι ώσπερ τι βασίλειον ιερώτατον της Παναγίας και θειότατον καταγώγιον· δια τούτο και εις άλλας θέσεις ή πόλεις κτίζοντες οι ευσεβείς Εκκλησίς, Βλαχέρνας ταύτας ωνόμασαν, πιστεύοντες ότι η πανάμωμος Δέσποινα ευδοκεί εις ταύτας και χαίρεται και φαιδρύνει και λαμπρύνει αυτάς με την ένθεον παρουσίαν Της. Και πάντες οι αρχιερείς και άρχοντες και ο ευσεβής λαός εις τας Βλαχέρνας συντρέχουσι, προσφέροντες εις τον Θεόν και την Θεοτόκον χαριστήρια και λαμβάνουσι πάντων των λυπηρών λυτήρια, οι εν θλίψεσιν ευρίσκουσι παραμυθίαν και οι ασθενείς την ίασιν, και απλώς ειπείν ο εν Βλαχέρναις θείος Ναός της Πανυμνήτου Θεομήτορος είναι εις όλους μας πάσης ελπίδος σωτηριώδους αποθήκη και θησαυροφυλάκιον, εις το οποίον και από το οποίον παν αγαθόν απολαμβάνομεν. Ηγιάσθη και η Βηθλεέμ, και εδοξάσθη θεοπρεπέστατα, επειδή εκεί εγέννησε σαρκικώς τον Θεόν η Θεοτόκος, Παρθένος μείνασα· εν Κωνσταντινουπόλει δε καθ’ εκάστην ώραν εις τούτον τον ιερόν οίκον παρέχει εις τους δεομένους την του Θεού φιλανθρωπίαν και βοήθειαν. Και φαίνεται τούτο το οικητήριον αγιώτερον από την σκηνήν του μαρτυρίου, εις την οποίαν ήτο η Κιβωτός και αι πλάκες της Διαθήκης, η Στάμνα του μάννα και η ράβδος του Ααρών, ήτις ανεβλάστησεν. Επειδή εκείνη είχε τας πλάκας, τας οποίας ο Μωϋσής κατεσκεύασε, και ενταύθα, εις τας Βλαχέρνας, ευρίσκεται το σεβάσμιον ιμάτιον της Θεοτόκου, το θεοδόχον και άχραντον, το οποίον όχι μόνον αυτή η βασίλισσα των Αγγέλων εφόρεσε και εζώσθη, αλλά και τον Υιόν και Λόγον του Θεού ετύλιξε νήπιον και Τον εθήλασεν· εις το οποίον ιμάτιον έσταξαν και πολλαί ρανίδες από το θείον εκείνο γάλα, με το οποίον έθρεψε Τον τροφέα πάσης της κτίσεως. Εκεί ήτο η καρίνη ράβδος του Ααρών· εδώ έχομεν τον Τίμιον Σταυρόν, το αήττητον τρόπαιον. Εκεί ήτο το Μάννα εις έλεγχον του λαού, όστις ετράφη εις την έρημον, και εδώ είναι ο θείος Άρτος ο ουράνιος, όστις τρέφει τους πιστούς άπαντας. Όχι δε μόνον ταύτα, αλλά και πάσα νόσος και πάσα λύπη και κατήφεια εδώ λαμβάνει την ίασιν· και όσοι εισέρχονται μετά λύπης τινός και θλίψεως, εξέρχονται χαρούμενοι και επιστρέφουν εις τον ίδιον οίκον αγαλλόμενοι. Αλλά ας είπωμεν εν λεπτομερεία από την αρχήν πως συνέβη και έφεραν εις τας Βλαχέρνας από τα Ιεροσόλυμα τοιούτον θησαυρόν πολυτίμητον, ήτοι την Αγίαν Εσθήτα της Θεομήτορος, ίνα λάβητε ψυχικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Εις τους χρόνους του ευσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου, όστις ήτο και εν τοις λόγοις και τοις έργοις επίσημος, στολίζων με την αγαθήν αυτού πολιτείαν την αλουργίδα και το διάδημα, ήσαν δύο πατρίκιοι στρατοπεδάρχαι αυτάδελφοι, Γάλβιος και Κάνδιδος καλούμενοι, οίτινες εις μεν την αξίαν του σώματος και ευγένειαν ήσαν ευγενείς, περιφανείς τε και αξιόλογοι, εις δε την ψυχήν, ήτις είναι το τιμιώτερον και πολυτιμότερον εν τω ανθρώπω, είχον μώμον και καταφρόνησιν ως κακόφρονες, επειδή ευρίσκοντο βεβυθισμένοι εις την αίρεσιν Αρείου του ματαιόφρονος, ως συγγενείς και απόγονοι του Αρδαβουρίου και Ασπάρεως, οι οποίοι ετυράννησαν εκείνον τον καιρόν τα βασίλεια και τους οποίους ως Αρειανούς ήλεγξεν η αλήθεια. Τον δε Γάλβιον και Κάνδιδον δεν αφήκεν η θεία χάρις να παραμένουν εις το σκότος της αιρέσεως ταύτης, αλλά τους εφώτισε (διότι είχον πολλάς καλωσύνας και αρετάς) και τους ωδήγησε προς την αλήθειαν. Όθεν και αυτοί δεν εφάνησαν προς τοιαύτην ευεργεσίαν αχάριστοι, αλλ’ εδείχθησαν μετ΄την επιστροφήν εν πολλοίς ζηλωταί της αμωμήτου πίστεως. Και όχι μόνον αυτοί ωμολόγουν την ορθοδοξίαν, αλλά και άλλους όσον ηδύναντο ενουθέτουν εις το αυτό, διδάσκοντες, ότι η Αγία Τριάς είναι ομοούσιος και συνάναρχος, και ότι η Παναγία Παρθένος εγέννησε κατά σάρκα τον Θεόν Λόγον, τω Πατρί και Θεώ ομοούσιον, και ούτω καθωδήγησαν και άλλους πολλούς εις την αλήθειαν. Διένεμον δε και ελεημοσύνας πολλάς καθ’ εκάστην εις πένητας, δια να εξαλείψουν την αμαρτίαν της προτέρας αιρέσεως. Η δε πνύμνητος Μήτηρ του Χριστού, βλέπουσα τας πολλάς αγαθοεργίας αυτών, ένευσεν εις την καρδίαν των, και τους παρεκίνησε να προσκυνήσουν τα Ιεροσόλυμα, δια να εύρουν την τιμίαν αυτής Εσθήτα και να την φέρουν εις την Βασιλεύουσαν Πόλιν, όπου υπήρχον και άλλα πολλά και αξιέραστα πράγματα. Έλαβον λοιπόν από τον βασιλέα Λέοντα και από την βασίλισσαν Βερίναν συγχώρησιν και συνοδείαν πολλήν, κατά την αξίαν των, και εκίνησαν εις την οδοιπορίαν προθύμως. Φθάσαντες εις τα μέρη της Παλαιστίνης, επέρασαν από την Γλιλαίαν, δια να ίδουν και την Ναζαρέτ και την Καπερναούμ. Αλλά τούτο ήτο οικονομία άνωθεν, δια να μείνουν εις τι χωρίον εκεί πλησίον, εις το οποίον ο θησαυρός εκρύπτετο. Λοιπόν, όταν ενύκτωσεν, έμειναν εις το μικρόν εκείνο χωρίον και διέμειναν εις τον οίκον μιας γυναικός, έως την επαύριον. Η τιμία εκείνη γερόντισσα, Άννα ονόματι, ήτο Εβραία το γένος, αλλά Χριστιανή εις την πίστιν, ευλαβής και ενάρετος, ως άλλη Άννα θυγάτηρ του Φανουήλ, προσδεχομένη την παράκλησιν του Ισραήλ και προσευχομένη νύκτα και ημέραν προς Κύριον, όχι εις το του Σολομώντος ιερόν, αλλ’ εις το ιερόν εργαστήριον της καρδίας αυτής. Καθώς λοιπόν ητοίμασαν οι υπηρέται οι άλλοι το δείπνον, είδον οι λαρχοντες οίκον τινά κεκλεισμένον, εις τον οποίον ήτο πολλή φωτοχυσία, και εκείτοντο εκεί άνδρες και γυναίκες ασθενείς. Ταύτα βλέπων ο Κάνδιδος από μίαν θυρίδα, ηννόησεν ότι ήτο άγιος τόπος, εις τον οποίον οι ασθενείς ιατρεύοντο, επειδή εξήρχετο από τον οίκον εκείνον και ευωδία θαυμάσιος. Καθήσαντες λοιπόν εις τον δείπνον προσεκάλεσαν και την γερόντισσαν, ίνα την περιποιηθούν καλώς, δια να τους ομολογήση μετά ταύτα πάσαν την αλήθειαν. Αυτή δε μετά βίας πολλής έστερξε να συνδειπνήση με τους άρχοντας, επειδή την παρεκάλεσαν και σχεδόν την εβίασαν δια να τους ομολογήση φιλαλήθως την υπόθεσιν. Αφ’ ου λοιπόν εδείπνησαν, την ηρώτησαν δια τον εσώτερον οίκον, παρακαλούντες να τους είπη την αλήθειαν. Αύτη δε απεκρίνατο λέγουσα· «Βλέπετε το πλήθος των ασθενών; Ο Θεός επρόσταξε και γίνονται εις τούτον τον οίκον μεγάλα θαυμάσια· δαίμονες από τους ανθρώπους διώκονται, τυφλοί αναβλέπουσι, χωλοί περιπατούσι και πάσα άλλη ανίατος ασθένεια θεραπεύεται». Οι δε είπον αυτή· «και πόθεν έλαβεν εξ αρχής ούτος ο τόπος αυτό το χάρισμα; Παρακαλούμεν σε, σεβαστή γερόντισσα, να μας είπης δια την αγάπην του Θεού την αλήθειαν· ότι και ημείς, δια να δοξάσωμεν τα θεία Μυστήρια ήλθομεν από τόπον μακρινόν να προσκυνήσωμεν τα Ιεροσόλυμα». Η δε γυνή δεν ήθελε να φανερώση την υπόθεσιν, αλλά επροφασίζετο λέγουσα· «άλλο δεν ηξεύρω να σας είπω, ει μη μόνον, ότι ο τόπος είναι πεπληρωμένος της θείας χάριτος». Τότε οι άρχοντες εγνώρισαν από το σχήμα της αλλά και τους λόγους, ότι μέγα τι μυστήριον ενυπήρχε και το έκρυπτεν. Έχοντες όθεν πόθον να μάθωσι την αλήθειαν (επειδή η καρδία των ανεφλέγετο, ως του Λουκά και του Κλεώπα, εις τον ένθεον έρωτα), την επήραν οι δύο ιδιαιτέρως από τους άλλους ανθρώπους εις θέσιν απόμερον, και λέγουσι ταύτα προς αυτήν δακρύοντες· «Ορκίζομέν σε ω θεοφιλεστάτη γυνή κι πάντιμος, εις αυτήν την θείαν δύναμιν, ήτις εις τούτον τον οίκον ευρίσκεται, την οποίαν επιστεύθης ως ευλαβής και ενάρετος, να μας είπης όλην την αλήθειαν· και μη φοβηθής, διότι ουδεμίαν βλάβην ή ζημίαν θα υποστής εκ μέρους ημών· μάλιστα θα σε ανταμείψωμεν ως αρμόζει πλουσιοπάροχα». Τότε η γραία, εκ βάθους καρδίας στενάξασα, είπε ταύτα προς αυτούς δακρύουσα· «Από την ώραν όπου επιστεύθην τούτο το θείον Μυστήριον δεν το εφανέρωσα τινός ουδέποτε, καθώς και αι πρόγονοί μας δεν το ωμολόγησαν τινός ανδρός, κατά τον όρκον όπου αλληλοδιαδόχως ελάβομεν· αλλά επειδή βλέπω από τους λόγους και τας πράξεις σας, ότι είσθε άνθρωποι ευλαβείς και αιδέσιμοι, θέλω να σας είπω εξ αρχής την υπόθεσιν· αλλά σας ορκίζω και εγώ εις τον Θεόν, να μη ομολογήσετε το πράγμα εις άλλον τινά ενταύθα ούτε εις τα Ιεροσόλυμα, αλλά φυλάξατε πιστώς κεκρυμμένον το μυστήριον. Γινώσκετε ότι εις τούτον τον ταπεινόν οικίσκον είναι πεφυλαγμένον ένα ιμάτιον της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας εις μικρόν κιβώτιον, του οποίου η Χάρις και θεία δύναμις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια». Έφριξαν οι Γάλβιος και Κάνδιδος ακούσαντες ταύτα, και από τον τρόμον και την έκστασιν τους περιέχυσε ψυχρότατος ιδρώς. Η δε γυνή πάλιν ήρχισε να διηγήται καταλεπτώς εξ αρχής την υπόθεσιν, ούτο λέγουσα· «Αύτη η θεία και Παναγία Παρθένος και Θεοτόκος, τον καιρόν της Αγίας αυτής Μεταστάσεως, είχε δύο γυναίκς παρθένους, αίτινες πολλάκις την υπηρέτησαν εις τας ανάγκας του σώματος με πολλήν ευλάβειαν και επιμέλειαν, εις τας οποίας εχάρισε δύο χιτώνας, τους οποίους εφόρει η Δέσποινα, να έχουν αντί αυτής χάριν ευλογίας εκείνα τα θεία ιμάτια. Μία λοιπόν από ταύτας τας δύο γυναίκας ήτο από το γένος μου, και εις τον θάνατόν της αφήκεν άλλης παρθένου συγγενούς αυτής αυτό το θείον ιμάτιον, κι αυτή άλλης κατά διαδοχήν, παραγγέλλουσα να μη το ομολογήσουν ανδρός τινος, αλλά να το φυλάττουν ακριβώς, με τιμήν μεγάλην, θεοπρεπέστατα· και ούτω κατήντησεν εις εμέ την ναξίαν την σήμερον, και τώρα δεν υπάρχει άλλη παρθένος να της αφήσω τον θησαυρόν αυτόν τον πολύτιμον». Τότε οι δύο αδελφοί την επροσκύνησαν λέγοντες· «Δέσποινα και κυρία μας, ήξευρε, ότι καθώς ώρισες δεν ομολογούμεν άλλου τινός εδώ εις τα όριά σας αυτό το μυστήριον· μόνον αυτήν την χάριν ποίησον εις ημάς σε παρακαλούμεν· να κατακλιθώμεν εκεί μέσα εις το ιερόν οικητήριον, δια να προσευχηθώμεν με ησυχίαν και κατάνυξιν κατά την νύκτα». Η δε γυνή έστερξε και έστρωσαν εκεί την κλίνην οι δούλοι των, και έμειναν όλην την νύκτα οι άρχοντες, ουχί κοιμώμενοι, αλλά αγρυπνούντες μετά δακρύων και προσευχόμενοι, ευχαριστούσαν δε κατά χρέος την Αειπάρθενον Θεοτόκον, ότι τους ηξίωσε να προσκυνήσωσι τοιούτον Μυστήριον. Όταν δε είδον, ότι εκοιμώντο όλοι οι ασθενείς, επήραν όλα τα μέτρα του κιβωτίου εκείνου, ήτοι μάκρος, πλάτος και ύψος και ει τι άλλο ήτο αναγκαίον επιμελέστατα και ακριβώς περιεργαζόμενοι εσημείωσαν. Το πρωϊ ευχαριστούντες την γυναίκα την απεχαιρέτησαν λέγοντες, ότι είχον κατά νουν να επιστρέψωσι πάλιν απ’ εκεί, δια να λάβωσι χάριν και ευλογίαν από την Θεομήτορα, ίνα επιστρέψουν εις την χώραν των κατευόδιον. Αφ’ ου λοιπόν επροσκύνησαν τους Αγίους Τόπους, ευρήκαν ξυλουργόν και ξύλον παλαιόν, το οποίον ωμοίαζε με το ξύλον του κιβωτίου, και τον παρεκάλεσαν να το κάμη κρυφίως κατά τα μέτρα, όπου του έδωσαν. Έγινε δε τούτο απολύτως όμοιον ως το πρωτότυπον, και λαβόντες αυτό επέστρεψαν εις το χωρίον χαρούμενοι, με δώρα προς την γυναίκα πολύτιμα, εξόχως δε θυμιάματα και αρώματα ευωδέστατα, δια την θείαν ιερουργίαν αρμόδια. Τούτους υπεδέχθη η γραία χαίρουσα, και εδείπνησαν από κοινού πάλιν και συνηυφράνθησαν. Έπειτα τους έβαλε να κοιμηθούν εις το ιερόν οικητήριον, χωρίς να έχη υποψίαν τινά ποσώς προς αυτούς. Ούτοι δε έχοντες, ως επόθουν, ευκαιρίαν, έκλαιον όλην την νύκτα σχεδόν ευχόμενοι και βρέχοντες την γην με τα δάκρυά των, έκειντο δε πρηνείς εις την γην και εδέοντο της Παναγίας Θεοτόκου, ταύτα λέγοντες ταπεινώς και ησύχως· «Ηξεύρομεν, ω θειοτάτη και υπερένδοξε Δέσποινα, ότι επειδή ετόλμησεν ο Ζαν εκείνος να εγγίση της Κιβωτού, εστερήθη της παρούσης ζωής με εξαφνικόν και ελεεινόν θάνατον· πως λοιπόν να τολμήσωμεν ημείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι, να λάβωμεν εις τας μεμολυσμένας χείρας ημών την άχραντον και αγίαν Εσθήτα σου, χωρίς να μας δώσης συγχώρησιν; Πλην επειδή πιστεύομεν βέβαια, ότι είναι ορισμός σου και θέλημα, να έλθη και ούτος ο πολύτιμος θησαυρός εις την τιμώσαν σε Πόλιν, την σην επώνυμον, εις ασφάλειαν και περιποίησιν των πιστών βασιλέων και πάντων των ορθοδόξων δούλων σου, και σωτηρίαν διαιωνίζουσαν, δια τούτο τολμώμεν να εγγίσωμεν οι ανάξιοι εις το άγιον τούτο Κιβώτιον, και η χάρις σου να μας συγχωρήση την τόλμην μας». Αυτά και άλλα όμοια ολονυκτίς λέγοντες, και το έδαφος όλον της γης με δάκρυα βρέχοντες, επληρώθησαν εξαίφνης θάρσους συγκερασμένου με ευλάβειαν· όθεν τρέμοντες άμα και χαίροντες, επλησίασαν με δάκρυα, και λαμβάνοντες εκείνο το ιερόν κιβώτιον, όταν όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, αφήκαν εκεί το άλλο, όπερ κατεσκεύασαν όμοιον, το οποίον εσκέπασαν με χρυσούν δέρμα ωραίον, το οποίον είχον φέρει μεθ’ εαυτών. Η δε γυνή νομίζουσα ότι δια ευλάβειαν το έκαμαν, δεν υπωπτεύθη τίποτε. Και με τον τρόπον τούτον ηδυνηθησαν να τελέσουν το έργον, χωρίς να εννοήση την κλοπήν η απονήρευτος γερόντησσα. Πλην ήτο και Θεού θέλημα να έλθη ο πολυτίμητος αυτός θησαυρός εις την βασιλεύουσαν. Το πρωϊ λοιπόν, αποχαιρετήσαντες την γυναίκα, εκίνησαν εις οδοιπορίαν προς το Βυζάντιον, οδεύοντες με χαράν ανεκλάλητον. Και όταν έφθασαν εις την Πόλιν, συναπεφάσισαν αυτοί οι δύο αυτάδελφοι να μη ομολογήσουν τον άσυλον αυτόν θησαυρόν, έως ότου γίνη άλλος βασιλεύς και Αρχιεπίσκοπος, δια ν μη τον πάρουν αυτοί εις τα βασίλεια, και τους στερήσουν από τοιούτον πλούτον πολύτιμον. Έχοντες λοιπόν τόπον ίδιον επιτήδειον, πλησίον του θαλασσίου κόλπου του Κέρατος, ο οποίος τόπος Βλαχέρναι επωνομάζετο, έκτισαν εκεί Εκκλησίαν, την οποίαν επωνόμασαν των Αγίων Πέτρου και Μάρκου των Αποστόλων, και όχι της Θεοτόκου, ως έπρεπε, δια να μη καταλάβουν οι άνθρωποι την υπόθεσιν. Εκεί δε εις τον ναόν αυτόν έκρυψαν αυτό το θείον μυστήριον, φροντίζοντες με πολλήν επιμέλειαν να μη λείψη από την Εκκλησίαν εκείνην η ιερά υμνωδία και φωτοχυσία ουδέποτε. Ούτω λοιπόν τελέσαντες, έκρυψαν ολίγον καιρόν το θείον τούτο μυστήριον. Αλλ’ ο κρατήρ της χάριτος υπερεξεχείλισε και εξεχύνετο, και δεν άφησεν η πληθύς των θαυμάτων, τα οποία καθ’ εκάστην εγίνοντο, να κρύπτεται πλέον τοιούτος θησαυρός πολυτίμητος. Όθεν οι δύο αδελφοί εξ ανάγκης ανήγγειλαν προς τον βασιλέα καταλεπτώς την υπόθεσιν άπασαν, όστις ακούσας τοιούτον χαρμόσυνον και πανευφρόσυνον μήνυμα εχάρη υπερβαλλόντως, και με πολλάς τιμάς ετίμησε τον Γάλβιον και Κάνδιδον, μακαρίζων αυτούς, διότι τους ηξίωσεν ο Θεός να υπηρετήσουν τοιούτο μυστήριον. Πορευθείς όθεν ευθύς επροσκύνησαν μαζί με την βασίλισσαν Βερίναν την Αγίαν Εσθήτα με θερμότατα δάκρυα, και έκτισαν εις εκείνον τον τόπον Ναόν ωραίον στολίσαντες αυτόν πλουσιοπαρόχως, εις το όνομα και προς δόξαν της Θεομήτορος, και κατασκευάσαντες κουβούκλιον με χρυσίον άδολον, εφύλαξαν εις αυτό την θείαν εκείνην Εσθήτα με φόβον πολύν και δάκρυα, τον οποίον Ναόν ετίμησαν με πλούσια δώρα και βασιλικά εισοδήματα. Εις αυτόν τον Ναόν ευρίσκετο η αγία σορός, ήτοι το κιβώτιον εντός του οποίου ήτο αποτεθησαυρισμένη η τιμία Εσθής και το άγιον Παλλίον, ήτοι το επανωφόριον της Θεομήτορος. Περιτυλίξας δε την Εσθήτα ο βασιλεύς με πορφυρίδα βασιλικήν, έβαλεν αυτήν εντός άλλου μικρού κιβωτίου εξ ηλέκτρου (κεχριμπαρίου), και εσφράγισεν αυτό με βασιλικάς σφραγίδας. Το μικρόν δε αυτό κιβώτιον είναι μέχρι της σήμερον φυλακτήριον της βασιλίδος των πόλεων, και διωκτήριον πάσης ασθενείας και πολεμίων εχθρών. Όσους δε χρόνους έζησαν οι ευσεβείς εκείνοι βασιλείς, ο Λέων και η Βερίνα οι αξιοϋμνητοι, έτι δε και οι δύο αυτοί αδελφοί, οι τοσαύτης κοινής μακαριότητος πρόξενοι, δεν έλειψαν από τον θαυμάσιον εκείνον Ναόν δοξολογούντες και ευχαριστούντες τον Κύριον και την Δέσποιναν, ήτις τους ηξίωσε και απήλαυσαν τοιούτον πλούτον πολύτιμον. Ωσαύτως και οι μεταγενέστεροι βασιλείς τε και άρχοντες, και ο κοινός λαός διαπαντός άπαντες συνέτρεχον εις τον Ναόν αυτόν με πολλήν ευλάβειαν προσευχόμενοι δια τας θαυματουργίας, τας οποίας πολλάκις ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην η παντοδύναμος Δέσποινα, περισκέπουσα και διαφυλάττουσα την Πόλιν ταύτην από διαφόρους κινδύνους και πολέμους, λιμούς και λοιμούς, και από άλλα πολλά εναντία και λυπηρά συναντήματα. Αλλά αφήνοντες τα παλαιά και πρότερα θαυμασιουργήματα, όσα έκαμεν η Παντάνασσα, καθώς εις διαφόρους βίβλους αναγινώσκονται, ας γράψωμεν μόνον τούτο το ύστερον, το οποίον με τους οφθαλμούς μας είδομεν, και ούτω να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Όταν επολιόρκησαν κατά την τελευταίαν φοράν την Κωνσταντινούπολιν οι πολέμιοι και περιεκύκλωσαν τα τείχη, αφού συνεσκέφθησαν, απεφάσισαν τινές Χριστιανοί να αφαιρέσουν από τον Ναόν αυτόν των Βλαχερνών το χρυσίον και το αργύριον, με τα οποία ήτο ο Ναός εστολισμένος, δια να μη το αρπάσουν οι φιλοχρήματοι βάρβαροι. Αφ’ ου λοιπόν αφήρεσαν όλον τον στολισμόν της Εκκλησίας, ετόλμησαν δια την ανάγκην να εγγίσουν και εις την Αγίαν Σορόν. Την οποίαν ανοίξαντες, ήτοι την χρυσήν, εύρον μέσα εις αυτήν και την μικράν σορόν, ήτοι το εξ ηλέκτρου κιβώτιον, όπερ ήτο εις την χάριν και ωραιότητα θαυμάσιον και λαμπρότατον. Και ανοίξαντες αυτό ανεδόθη τόση ευωδία μύρων, ώστε εγέμισεν όλη η Εκκλησία. Εύρον δε εντός αυτού και το τεμάχιον εκ της βασιλικής αλουργίδος με το οποίον είχον περιτυλίξει την αγίαν Εσθήτα της Θεομήτορος. Με το σημείον αυτό εφάνη, ω του θαύματος! το αψευδές του μυστηρίου και της Θεοτόκου η δύναμις. Ότι η μεν βασιλική αλουργίς, ήτις ήτο και μεταξωτή, ευρέθη από την πολυκαιρίαν εφθαρμένη και άχρηστος· η δε θεία Εσθής, ήτοι της Θεοτόκου το ένδυμα, όπερ ήτο μάλλινον (το δε έριον γίνεται από την βρώσιν εις εξ μήνας σητόβρωτον), ήτο όλον και το στημόνιον και το υφ΄διον άφθαρτον και ομόχροον, μαρτυρούν το απαθές της Θεοτόκου και αδιάφθορον. Ούτω κατά αλήθειαν έπρεπε να διαφυλαχθή το ιμάτιον της Παναγίας αδιάφθορον, καθώς Αυτή έχει την ψυχήν και το σώμα, και τον λογισμόν, και το ήθος, και τον λόγον και τον τρόπον, και τα λοιπά κθαρά τε και αδιάφθορα. Ότι εάν η σκιά του Απ. Πέτρου και του Παύλου, το αίμα και τα σουδάρια έλαβον τόσον αγιασμόν, και ιάτρευον τους αρρώστους, πόσην χάριν έπρεπε να έχη της Θεοτόκου το πανάγιον φόρεμα, με το οποίον όχι μόνον αυτή η Δέσποινα εσκεπάσθη, αλλά και τον Δεσπότην ενίοτε ή και πολλάκις, όταν ήτο νήπιον, ετύλιξε μητροπρεπώς και τον εγαλούχησε. Πρεπόντως λοιπόν έμεινεν αυτό το θείον ιμάτιον απαθές τε και αδιάφθορον, δια να κηρύττεται με την θαυματουργίαν ταύτην της αφθορίας και με τα άλλα τερατουργήματα, όσα τελεί καθ’ εκάστην, ιατρεύον πάσαν ασθένειαν, και να φαίνεται με τα σημεία ταύτα η αφθαρσία της Θεοτόκου και η απάθεια σαφέστατα. Ταύτα βλέπων ο Πατριάρχης, από την χαράν του ένθους γενόμενος, δεν έκρυψε το μυστήριον, δεν αφήκεν αμάρτυρον τον πλούτον της χάριτος, αλλά εμήνυσεν εις τον βασιλέα και ήλθεν εκεί με όλην την Σύγκλητον και τότε τρέμοντες όλοι και κλαίοντες, οι τε Αρχιερείς, ο αυτοκράτωρ και οι επίλοιποι, επροσκύνησαν ως έπρεπε με πολλήν ευλάβειαν το ιερόν Κιβώτιον. Επειδή δε δια τον φόβον των πολεμίων δεν είχον τότε την δυνατότητα να προσκυνήση και ο κοινός λαός, καθώς εδέοντο προς τον βασιλέα με δάκρυα, τους υπεσχέθη εις ολίγας ημέρας, όταν λυτρωθώσιν από τον κίνδυνον, ν την εξαγάγη ο Πατριάρχης από το κιβώτιον και να την ασπασθούν όλοι εις αγιασμόν της ψυχής και ίασιν· ούτω δε ησύχασαν. Κλείσαντες όθεν πάλιν το κιβώτιον το απέθεσαν εις το Άγιον Βήμα της Μεγάλης Εκκλησίας. Μετ’ ολίγον καιρόν, όταν έκαμε μεγάλην θαυματουργίαν η παντοδύναμος Δέσποινα και εσκόρπισαν οι βάρβαροι, επρόσταξεν ο βασιλεύς κήρυκα και έδωκεν εντολήν να συναχθή ο λαός την ορισθείσαν ημέραν, ίνα ασπασθούν την αγίαν Εσθήτα της Θεοτόκου, καθώς τους υπεσχέθη· τόσος δε λαός συνήχθη την ορισθείσαν ημέραν, άνδρες τε και γυναίκες, ώστε δεν έμεινε καν μία αρχόντισσα εις τον οίκον της, δια την αγάπην και τον πόθον, τον οποίον είχεν όλη η Πόλις προς την Παρθένον και Θεομήτορα, ήτις εβοήθησε και ουδείς άνθρωπος εφονεύθη. Διότι εις άλλας περιπτώσεις, όταν συνήγοντο οι άνθρωποι δια τινα υπόθεσιν, εφονεύοντο τινές από τον συνωστισμόν, ενώ τότε δεν απέθανε καν ένα παιδίον με την θείαν βοήθειαν. Όταν λοιπόν συνήχθησαν άπαντες Αρχιερείς, Ιερείς και Μονάζοντες και οι λαϊκοί μικροί και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, εποίησαν πρότερον αγρυπνίαν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου όλην την νύκτα ψάλλοντες, εκεί δε είχον την αγίαν εκείνην σορόν, εντός της οποίας ήτο η Εσθής της Παναγίας, και την ησπάζοντο ο λαός όλος, καταφιλούντες το κιβώτιον έξωθεν. Κατά δε την πρωϊαν την εσήκωσεν ο Πατριάρχης ασκεπής, και ο πιστότατος βασιλεύς εκράτει την ουρανίαν (Ombrella) ασκεπής και αυτός, περιπατών χωρίς στέμμα με πολλήν ταπείνωσιν, με κόπον των πολύν και ιδρώτα από το πλήθος του λαού, όστις ηκολούθει, και κράζοντες όλοι το «Κύριε, ελέησον», έφθασαν εις τον Ναόν των Βλαχερνών. Τότε αποθέσας ο Πατριάρχης τον θησαυρόν όπου εσήκωνεν, έπεσεν εις την γην πρηνής και έκειτο ώραν πολλήν με δάκρυα θερμά προσευχόμενος. Έπειτα εσηκώθη, και ανοίξας την αγίαν θήκην, τρέμων από τον φόβον του, εξήγαγε το άγιον εκείνο φόρεμα, και το εσήκωσεν εις τόπον υψηλόν ιστάμενος, δια να τον ίδουν άπαντες, οίτινες έκραζον όλοι το «Κύριε, ελέησον». Τόσα δε δάκρυα έχυσαν, ώστε υγράνθη όλον το έδαφος· είτα πάλιν εφύλαξεν αυτό εις την θήκην· και λειτουργήσας ο Πατριάρχης, εκοινώνησεν ο βασιλεύς, και όσοι άλλοι ήσαν άξιοι· ούτω δε απήλθον εις τας οικίας αυτών, ευχαριστούντες τον Κύριον. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΥΑΚΙΝΘΟΥ του Κουβικουλαρίου.

Δημοσίευση από silver »


Υάκινθος ο Κουβικουλάριος, ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς, ήτο εκ Καισαρείας της πρώτης των Καππαδοκών επαρχίας, κατά τους χρόνους Τραϊανού εν έτει 98. Κουβικουλάριος δε ων, υπηρέτει εις την τράπεζαν του βασιλέως Τραϊανού. Διαβληθείς λοιπόν εις τον βασιλέα, διότι επεκαλείτο το όνομα του Χριστού, εβιάζετο υπ’ αυτού να φάγη εκ των μιαρών θυσιών των ειδώλων, κι επειδή δεν κατεπείσθη εις τούτο, αλλά μάλλον ωμολόγησε τον Χριστόν, έδειραν αυτόν εις όλον το σώμα, και τον έρριψαν εν τη φυλακή, όπου παρέθεσαν μεν ενώπιόν του θυσίας των ειδώλων, προσέταξε δε ο βασιλεύς τους δεσμοφύλακας να μη δώσωσιν εις αυτόν άρτον καθαρόν, ίνα εκ τούτου αναγκασθή να φάγη από τα ειδωλόθυτα· αλλ’ ο γενναίος του Χριστού αθλητής ουδέ να γευθή ηθέλησεν εκείνων παντάπασιν, αλλ’ υπέμεινε νήστις τεσσαράκοντα ημέρας. Όθεν αποκαμών εκ της πείνης παρέδωκε την ψυχήν του εις τον Χριστόν, και έλαβε παρ’ Αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον άγιον αυτού Ναόν τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα του λεγομένου Τρωαδησίου.

Το κατά πλάτος Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μάρτυρος ΥΑΚΙΝΘΟΥ του Κουβικουλαρίου (Θαλαμηπόλου). Ότε εβασίλευεν ο Τραϊανός, διωγμός μέγας εγένετο κατά των Χριστιανών· διότι ούτος έδωσε προσταγήν, ώστε πάντες οι υπήκοοι της βασιλείας του ή να θυσιάζωσιν εις τους θεούς ή να υποβάλλωνται εις σκληροτάτας τιμωρίας. Πολλοί δε εγένοντο δούλοι του Χριστού κατά τον καιρόν εκείνον, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού Υάκινθος, όστις καταλεγόμενος εν τω καταλόγω των υπηρετών του παλατίου και υπηρετών εις την τράπεζαν του βασιλέως, αν και διήγε το εικοστόν έτος της ηλικίας αυτού, ενετρύφα, ως αθλητής, εις τους αγώνας της ευσεβείας. Όθεν παρά το νεαρόν της ηλικίας και της εν τω στρατώ διατριβής αυτού, κατεκόσμει τον εαυτόν του δι’ ήθους αρμόζοντος εις γέροντα και έχων ως αγαθόν στήριγμα την εγκράτειαν, και διέπλασσε τον βίον αυτού εν σεμνότητι και ευπρεπεία. Ότε δε ο Τραϊανός έκαμνεν εορτήν εις τα είδωλα και πάντες συνεώρταζον μετ’ αυτού, ο Άγιος ούτος του Χριστού Μάρτυς Υάκινθος, απελθών κατά μόνας, προσηύχετο εις τον αληθινόν Θεόν. Εις δε, συνυπηρετών μετ’ αυτού εν τω στρατώ, Σουρβίκιος το όνομα, ως πράγματι θερμότατος υπηρέτης του σατανά, ιδών τον μακάριον Υάκινθον προσευχόμενον και επικαλούμενον το όνομα του Δεσπότου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ανέφερε τούτο εις τον βασιλέα, ειπών· «Αυτοκράτορ, ο υπό την σην αήττητον εξουσίαν επιστρατευμένος Υάκινθος δεν υπακούει εις τας προσταγάς σου, και ούτε εις τους θεούς θυσιάζει, ούτε εκ των σφαγίων των προσφερομένων εις τους θεούς γεύεται. Αλλά προσευχόμενος μόνος, Χριστόν τινα ως Θεόν επικαλείται». Ως δε ήκουσε ταύτα ο Τραϊανός, ευθύς επρόσταξε να εισαγάγουν τον Υάκινθον εις το γεύμα αυτού. Τούτου γενομένου ο ασεβής βασιλεύς προσέφερεν εις αυτόν εκ των ειδωλοθύτων και εξηνάγκαζεν αυτόν να φάγη εκ τούτων, παρουσία του. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού αθλητής Υάκινθος, αφού εσφράγισεν εαυτόν δια του σημείου του Σταυρού, είπεν ενώπιον του βασιλέως δια στόματος και καρδίας· «Μη γένοιτο, βασιλεύς, εγώ Χριστιανός ων, να μιαροφάγω. Αντιθέτως επεθύμουν και συ, βασιλεύς, να απομακρυνθής εκ της πλάνης και να εγκαταλείψης την εορτήν και τας θυσίας των δαιμόνων και να κατανοήσης τον μόνον αληθινόν Θεόν και Αυτόν μόνον να λατρεύης». Εξοργισθέντων δε των παρευρισκομένων ειδωλολατρών δια την παρρησίαν μεθ’ ης ωμίλει ο Άγιος Μάρτυς Υάκινθος, είπεν ο Τραϊανός· «Υάκινθε, το νεαρόν της ηλικίας σου σε παροτρύνει εις το να φέρεσαι με αλαζονείαν. Συ, ανόητε, συμβουλεύεις να μη λατρεύωμεν τους μεγίστους θεούς, και να λατρεύωμεν τον Χριστόν, τον οποίον ούτε ημείς ούτε οι πρόγονοι ημών εγνωρίσαμεν»; Απήντησε τότε ο Υάκινθος· «Πόθεν ήλθεν εις σε τον ανάξιον η τοιαύτη γνώσις, ώστε να κατονομάσης τον αληθινόν Θεόν τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς; Τον ποιήσαντα τον άνθρωπον κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Αυτού; Άρα ορθώς λέγεις, ότι αγνοείς τούτον, τον οποίον και οι πατέρες σου, ως τέκνα οργής, δεν κατενόησαν. Ενώ εγώ, ανατραφείς υπό φιλοχρίστων γονέων, ούτω να λατρεύω και να προσκυνώ έχω διδαχθή». Τότε ο τύραννος, εξοργισθείς σφόδρα δια τας τοιαύτας αποκρίσεις του Αγίου Μάρτυρος, επρόσταξε τους υπηρέτας να κτυπούν αυτόν εις το στόμα και να βασανίζωσιν εις όλον το σώμα του. Οι δε υπηρέται του σατανά, εξερεθισθέντες τας φρένας, ως να κατεκαίοντο αύται υπό καυστήρος, εκτύπων με βάρβαρον τρόπον το στόμα του Αγίου, εξυβρίζοντες και λέγοντες εις αυτόν· «Δεν γνωρίζεις, Υάκινθε, ότι ευρίσκεσαι προ του μεγάλου βασιλέως; Πως λοιπόν τολμάς να είπης όσα λέγεις»; Ρίψαντες δε αυτόν κατά γης κατελάκτιζον αγρίως δια των ποδών των και διανοίγοντες δια των ονύχων των το στόμα του Αγίου Μάρτυρος ενέβαλλον εντός αυτού τα ειδωλόθυτα. Ο δε Άγιος Μάρτυς, ως έχων επί του στόματος αυτού την του Χριστού σφραγίδα, ουδέν έπαθε και ούτε εμιάνθη, φαγών τα ειδωλόθυτα. Ιδών τότε ο Τραϊανός ότι η άδικος αυτού κρίσις κατενικήθη, έξαλλος εξ οργής γενόμενος, εγκατέλειψε το πολυτελές γεύμα και τους πολλούς του συνδαιτημόνας και επρόσταξε να φρουρήται ο του Θεού Μάρτυς νυχθημερόν δέσμιος εν τω δεσμωτηρίω με τους πόδας αυτού τεταμένους επί του τιμωρητικού ξύλου, την δε επομένην, της αυτής εορτής των ειδώλων τελουμένης, επρόσταξεν ο Τραϊανός να οδηγηθή ο Άγιος Μάρτυς εκ του δεσμωτηρίου εις το θέατρον και εκεί να δεχθή παν είδος βασανιστηρίων. Ως δε, κατά την προσταγήν του Τραϊανού, ωδηγήθη ο Μάρτυς εκεί, είπε προς αυτόν ο βασιλεύς· «Υάκινθε, επείσθης, ότι το ασθενές της ηλικίας σου φρόνημα και η αλαζονεία σε ωδήγησαν εις σκληροτάτας τιμωρίας; Δέχθητι λοιπόν και θυσίασον εις τους θεούς πριν ή κακήν κακώς αποθάνης». Ο δε του Χριστού Μάρτυς, καθώς ο αδάμας ισχυροποιηθείς κατά την ψυχήν και το σώμα, μάλλον δε εμπνευσθείς υπό θείας δυνάμεως, απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ, επειδή είμαι Χριστιανός, περιφρονώ όλα τας τιμωρίας και τας βασάνους σου. Και δεν θέλεις με πείσει να ανταλλάξω την αιώνιον ζωήν και την ατελεύτητον βασιλείαν δια της προσκαίρου ζωής. Πράξον λοιπόν ό,τι θέλεις». Τότε ο Τραϊανός, πλησθείς υπό θυμού, επρόσταξεν όπως ο Άγιος καταπληγώνεται επί πολύ. Τοσούτον δε εμαστιγώθη, ώστε οι βασανισταί του, ραντιζόμενοι υπό του αίματός του, ημαυρώθησαν κατά τας όψεις. Ότε δε οι δήμιοι εξηντλήθησαν βασανίζοντες τον Άγιον Μάρτυρα, επρόσταξεν ο τύραννος να κρεμασθή και να κατασχίζεται εις τας πλευράς. Ενώ δε κατεξεσχίζοντο αι σάρκες αυτού μέχρι του μυελού και εδέρετο εις το πρόσωπον, έλεγε, μεγάλη τη φωνή, ο Άγιος Μάρτυς· «Χριστιανός είμαι, ω Τραϊανέ! Δούλος του Χριστού είμαι και δεν θα αρνηθώ Αυτόν. Χωρίς να θέλης με ευηργέτησας, μαθών με να υπομένω τα του Χριστού πάθη. Μεγαλυτέρας λοιπόν τιμωρίας επινόησον, ώστε εκ τούτων να πιστεύσω ακόμη περισσότερον ότι το όνομα του Χριστού βοηθεί πάντας τους επικαλουμένους τούτο». Ότε ήλθεν η εβδόμη ώρα και πάντες οι εν τω θεάτρω εξεπλήσσοντο σφόδρα δια την τοσαύτην του Αγίου Μάρτυρος ανδρείαν και αντοχήν, καθώς και δια την μη υποχώρησιν αυτού προ των τοιούτων βασάνων, επρόσταξεν ο Τραϊανός να οδηγηθή πάλιν δέσμιος εις την φυλακήν, πραγγείλας εις τους στρατιώτας να φρουρώσιν αυτόν, ώστε ούτε καμμιάς να τύχη περιποιήσεως, ούτε και άρτος ή ύδωρ να εισαχθή προς αυτόν, μόνον δε δια του ρχιφύλακος να προσφέρωνται εις αυτόν αι ειδωλόθυτοι τροφαί. Ο δε Άγιος Μάρτυς, ως εις ρυπαρότητας αποβλέπων προς τας τροφάς ταύτας και επί πολλάς ημέρας υπομένων εν νηστείαις και προσευχαίς ουδέν ήγγισεν, οι δε υπηρέται εισερχόμενοι καθ’ εκάστην εύρισκον άθικτα τα εδέσματα. Του δε Τραϊανού επιθυμούντος να πληροφορηθή παρά των εισερχομένων εις το δεσμωτήριον και φερόντων προς τον Μάρτυρα τας τροφάς αν τρώγη ταύτας, εκείνοι ανέφερον λέγοντες· «Καθ’ εκάστην προσφέρομεν εις τον Υάκινθον τας τροφάς, ως προσέταξες. Την δε επομένην, μεταβαίνοντες πάλιν προς αυτόν, τας μεν τροφάς ευρίσκομεν ως τας αφήσαμεν την προτεραίαν, αυτόν δε χαίροντα και προσευχόμενον». Ο δε βασιλεύς μη δυνάμενος να πεισθή, ότι δια της δυνάμεως του Θεού ενδυναμούται ο Μάρτυς, ωργίζετο κατά των στρατιωτών λέγων, ότι τρώγει άλλας τροφάς, εισαγομένας προς αυτόν έξωθεν και απειλών να υποβάλη τους στρατιώτας εις κεφαλικήν ποινήν, αν ούτω πράγματι συμβαίνη. Ούτως ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς υπέμενεν εις την φυλακήν νήστις και διψών επί πολλάς ημέρας. Την δε τριακοστήν ογδόην ημέραν από της φυλακίσεώς του, εισελθών, κατά την συνήθειάν του, ο αρχιφύλαξ και φέρων αυτώ τας ειδωλοθύτους τροφάς, βλέπει φως λαμπρότατον εντός της φυλακής και τον Άγιον του Χριστού Μάρτυρα καθήμενον, με το πρόσωπον φαιδρόν, δύο δε Αγγέλους παρισταμένους, εξ ων ο μεν εις εσκέπαζε το σώμα του Αγίου, ο δε έτερος απέθετε στέφανον επί της κεφαλής αυτού. Έντρομος τότε γενόμενος και απορρίψας τας τροφάς, τας οποίας εκράτει, επέστρεψε ταχέως προς τον βασιλέα και ανέφερεν εις αυτόν εκείνα τα οποία είδεν. Ο δε βασιλεύς δυσπιστών εις τα λεγόμενα και νομίσας, ότι ταύτα είναι φαντασίαι, απειλών δε να υποβάλη τον Μάρτυρα εις φρικτοτέρας τιμωρίας, παρήγγειλεν εις τους στρατιώτας να προκαλώσιν εις τον Μάρτυρα θλίψεις σφοδροτάτας και ουδεμιάς παρηγορίας να αξιούται. Μετά δύο ημέρας επρόσταξε να προσαχθή εκ της φυλακής ενώπιόν του, λέγων· «Θα ίδω, πάντως, εάν βοηθή αυτόν ο ον επικαλείται Χριστός και εάν σώζη αυτόν εκ των χειρών μου κκώς θανατούμενον». Εισελθόντες δε οι στρατιώται εις την φυλακήν εύρον τον μεν Άγιον του Χριστού Μάρτυρα ήδη τελειωθέντα, Αγγέλους δε ισταμένους πέριξ αυτού εν μορφή ανθρώπων, κρατούντας λαμπάδας. Ταύτα ιδόντες οι υπηρέται εξεπλάγησαν σφόδρα, και πλήρεις φόβου, σπεύσαντες προς τον βασιλέα, ανέφερον εις αυτόν τα γενόμενα, λέγοντες· «Κατά την προσταγήν της εξουσίας σου, βασιλεύ, μεταβάντες εις την φυλακήν, εύρομεν τον Υάκινθον τεθνεώτα, πλήθος δε ανθρώπων, ενδεδυμένων λευκά ενδύματα, ίσταντο πέριξ αυτού και εκράτουν λαμπάδας». Τότε ο ασεβέστατος τύραννος προσέταξε το μεν σώμα του μακαρίου Μάρτυρος να ρίψωσιν εις τι όρος, όπου ευρίσκοντο πλήθος σαρκοβόρων θηρίων, οι δε στρατιώται να φρουρούσιν εκεί, μήπως, ως έλεγεν, ελθόντες οι οικείοι αυτού και οι όμοιοι προς αυτόν μάγοι παραλάβωσι το σώμα αυτού και ως θεόν τούτο προσκυνήσωσιν. Ιερεύς δε τις, ονόματι Τιμόθεος, ανήρ ευλαβής και δια πάσης αρετής κεκοσμημένος, συγγενής ων του Αγίου Υακίνθου, έσπευσε μετ’ εμού, ίνα εγώ μεν ως Αιγύπτιος εξαπατήσω τους στρατιώτας, εκείνος δε κλέψη το σώμα του Αγίου και εντίμως ενταφιάση τούτο εις επίσημον τόπον, εις θεραπείαν πολλών ασθενούντων. Όμως δεν ηδυνήθη να πραγματοποιήση την επιθυμίαν του, τόσον διότι εφύλαττον οι στρατιώται, όσον και εκ του φοβερού κινδύνου των θηρίων. Μετά περισσοτέρου δε πόθου ανεμένομεν ημείς, διότι το σώμα του Αγίου διεφυλάττετο υπό αγίων Αγγέλων και ουδέν εκ των αγρίων θηρίων ετόλμα να πλησιάση τούτο. Νύκτα δε τινα Άγγελος Κυρίου, κρατών φωτεινήν λαμπάδα, εμφανισθείς εν σχήματι ανθρώπου, ωδήγησε τον ευλαβέστατον ιερέα του Θεού Τιμόθεον, έως ότου ήλθεν εις τον τόπον όπου έκειτο το τίμιον του Αγίου λείψανον, το οποίον παραλαβών ευθύς, κατά την αυτήν νύκτα, εκήδευσε μετά ψαλμωδιών, αρωμάτων και πολλών θυμιαμάτων. Μέλλων δε να τελευτήση ο του Θεού θεράπων και φιλομάρτυς Τιμόθεος, ενεπιστεύθη τούτο εις γυναίκα τινά, χήραν, ευσεβεστάτην και αξίαν του να παραλάβη τον του Χριστού Άγιον Μάρτυρα. Ήτις και αποδεχθείσα μετά πολλής ευλαβείας το τίμιον λείψανον του ενδοξοτάτου Μάρτυρος Υακίνθου, δεν παρέλειπε και ανα πάσαν ημέραν και νύκτα παρεκάθητο πλησίον αυτού αγρυπνούσα μετά φόβου και θερμών δακρύων και δια λαμπάδων ανημμένων τιμώσα αυτό, αδιαλείπτως θυμιώσα και προς το άγιον λείψανον πάσαν τιμήν και επιμέλειαν προσφέρουσα. Αλλά και το του Αγίου Μάρτυρος Υακίνθου λείψανον πολλήν ευωδίαν ανέπεμπεν, εμφαίνουσαν την χάριν ης ηξιώθη δια την υπέρ Χριστού άθλησιν αυτού. Η μεν λοιπόν πιστοτάτη εκείνη γραία εις ουδένα ουδέ το ελάχιστον ενεπιστεύθη να είπη περί του τιμίου τούτου λειψάνου, και είχε τούτο κεκρυμμένον, διότι η πόλις εις την οποίαν κατώκει είχεν ακόμη πλήθος ειδωλολατρών. Αφού δε παρήλθε πολύς καιρός, συνέβη εις συγκλητικόν τινα των εκ της πόλεως εκείνης, να φλογισθούν εκ πάθους αμφότεροι οι οφθαλμοί του, καθ’ όλον δε το έτος υποφέρων εκ φοβερών οδυνών έμενεν εν τελεία τυφλώσει και ουδεμίαν ηδύνατο να ίδη θεραπείαν παρά των εκεί ιατρών, αν και ούτοι πάσν ιατρείν έκαμνον εις αυτόν. Ο δε μακαριώτατος αθλητής του Χριστού Υάκινθος, ότε ήθλει, ητήσατο παρά Θεού να ευδοκήση, ίνα, μετά την τελείωσιν αυτού, το τίμιον αυτού λείψανον αποδοθή εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα Καισάρειαν. Όθεν μίαν νύκτα, εμφανισθείς ο Άγιος Μάρτυς εις τον τυφλωθέντα συγκλητικόν, είπεν εις αυτόν· «Άνθρωπε, θέλεις να ιατρευθής»; Ο συγκλητικός τότε εξυπνήσας απήντησε· «Ναι, σε ικετεύω». Ηρώτα δε τον Άγιον, συ τις είσαι; Ο δε αθλητής του Χριστού απεκρίθη· ο Υάκινθος είμαι, ο ιατρός, ο δούλος του Θεού. Παρεκάλει τότε αυτόν ο τυφλός συγκλητικός λέγων· «Λάβε όσα χρήματα θέλεις, αρκεί μόνον να ίδω το φως των οφθαλμών μου. Διότι ζω εν τω σκότει, εν φρικταίς οδύναις και πόνω ψυχής». Αλλ’ ο Άγιος Υάκινθος απήντησεν· «Ο Θεός μου σε ιατρεύει δωρεάν. Μόνον τούτο, το οποίον σου λέγω, πράξον. Αφού παραλάβης το σώμα μου, το φυλαττόμενον υπό της τάδε γραίας, απόστειλον αυτό εις την πρώτην των Καππαδόκων χώραν, ήτις είναι η Μητρόπολις Καισάρεια». Πιστεύσας τότε εις τους λόγους τούτους ο συγκλητικός ηγέρθη εκ της κλίνης κατά τον όρθρον και χειραγωγούμενος μετέβη εις τον οίκον της χήρας. Εισελθών δε εύρε κανδήλαν ανημμένην άνωθεν του λειψάνου του Αγίου. Όθεν λαβών μετά πίστεως έλαιον εκ της κανδήλας περιέχρισε τους οφθαλμούς αυτού και ευθύς, ω του θαύματος! παραχρήμα νέβλεψε. Παρελθόντος του χρόνου και του ανδρός λησμομήσαντος και μη εκπληρώσαντος την υπόσχεσιν, ήρχισε πάλιν ούτος να καταλαμβάνεται ωσάν υπό σκοτεινού νέφους και να τυφλούται. Πορευθείς όθεν εκ νέου προς το λείψανον του Αγίου εδέετο να θεραπευθή. Ήκουσε τότε φωνήν λέγουσαν. «Εχλεύασας και εχλευάσθης». Ενθυμηθείς τότε την προς τον Άγιον υπόσχεσιν έλεγε· «Δος μοι την χάριν και θέλω εκπληρώσει το υποσχεθέν». Ο δε Άγιος του Θεού Μάρτυς, έχων θερμόν πόθον να δωρήση εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα το άγιόν του λείψανον, ιάτρευσε και πάλιν αυτόν, δια της ευλογίας του εκαίου της κανδήλας, δι’ ου χρίσας ο ανήρ ούτος τους οφθαλμούς του ευθύς ανέβλεψεν ως και πρότερον. Τότε παραλαβών το τίμιον λείψανον του Αγίου Μάρτυρος, αφού απέθεσε τούτο εφ΄αμάξης, απέστειλε δια πιστών ανθρώπων, εις ους παρήγγειλε να μεταφέρουν εις την Καισάρειαν και καταθέσουν αυτό εν τη πύλη τη λεγομένη Σεβαστιανή, οπόθεν θα εξορμήσουν τα ζώα, τα σύραντα την άμαξαν εφ’ ης εφέρετο το άγιον λείψανον. Διότι και τούτο είχε παραγγείλει ο Μάρτυς. Τα δε ζώα, οδηγηθέντα δια της χάριτος του Μάρτυρος, ώρμησαν προς το λεγόμενον Στενάδιον, ένθα ήτο και η οικία του ενδοξοτάτου τούτου Μάρτυρος Υακίνθου. Τούτο εννοήσαντες οι συνοδεύοντες το άγιον λείψανον απέθεσαν τούτο εκεί, εντός καταλλήλου μαρμαρίνης λάρνακος, ήτις ευρέθη εν τω κήπω της οικίας του Αγίου Μάρτυρος. Ημείς λοιπόν οι ιδόντες ιδίοις όμμασιν και υπηρέται του Μάρτυρος συνεγράψαμεν τα της αθλήσεως αυτού, ίνα αποκαλύψωμεν ταύτην προς υμάς, τους επιδείξαντας ζήλον προς τον ένδοξον τούτον Μάρτυρα του Χριστού, ίνα, μετά πολλής σπουδής και πίστεως προσερχόμενοι, από κοινού πάντες εορτάζητε την μνήμην αυτού, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ετελειώθη δε ο του Χριστού Άγιος Μάρτυς Υάκινθος ο Κουβικουλάριος εν Ρώμη, την 3ην του μηνός Ιουλίου, μη γευθείς ουδεμίαν τροφήν ουδέ πόσιν επί τεσσαράκοντα ημέρας, τρεφόμενος μόνον υπό του Αγίου Πνεύματος δια της πίστεως και της προσευχής, βασιλεύοντος του ασεβεστάτου Τραϊανού, καθ’ ημάς δε βασιλεύοντος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η Ιουλίου), μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΑΝΔΡΕΟΥ Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου.

Δημοσίευση από silver »


Ανδρέας ο θείος πατήρ ημών ήκμασε περί το χπ΄ (680) από Χριστού έτος, πατρίδα έχων την περίφημον Δαμασκόν, και γεννηθείς από γονείς θεοσεβείς και εναρέτους, Γεώργιον και Γρηγορίαν ονομαζομένους. Ούτος ο εν Αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας έως του εβδόμου έτους της ηλικίας αυτού ήτο άφωνος, μη δυνάμενος να λαλήση ουδόλως. Όθεν ένεκα τούτου οι γονείς του ελυπούντο πάρα πολύ, νομίζοντες ότι θα μείνη βωβός δια παντός του βίου αυτού. Αλλά αφ’ ου παρήλθον τα επτά έτη, μεταβάς κάποτε μετά των γονέων αυτού ίνα μεταλάβη το πανάχραντον Σώμα και Αίμα του Κυρίου, ω του θαύματος! ευθύς ως μετέλαβεν, ελύθη η γλώσσα του και ελάλει ανεμποδίστως. Έκτοτε οι γονείς του έστειλλον αυτόν εις το σχολείον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα. Ο δε καλός Ανδρέας, ως οξύς τον νουν, κατεγίνετο εις τα μαθήματα με πολλήν προθυμίαν και επιμέλειαν και γυμναζόμενος με πόθον υπερβολικόν εις πάσαν μάθησιν, επροχώρησε με μεγάλην σύνεσιν και εις την φιλοσοφίαν. Ίνα δε είπω συντόμως, επειδή είχε διδασκάλους καλώς κατηρτισμένους, εδιδάχθη τα καλλίτερα μαθήματα, και τοιουτοτρόπως εκαθάρισε την γλώσσαν του, δια να ομιλή μετά τέχνης και γλυκύτητος, την ψυχήν του εκαλλιέργησεν εις σημείον ώστε να αποκτήση την αρετήν και την αλήθειαν και τον νουν του εις το να προχωρήση εις τας υψηλοτέρας θεωρίας. Έπειτα μελετών επιστημονικώς τας θείας και ιεράς Γραφάς, και φωτισθείς εξ αυτών κατά την διάνοιαν, εγένετο θερμός εραστής της αληθούς και θείας σοφίας και όλως διόλου απέβλεπε προς εκείνην. Στοχαζόμενος δε εξ άλλου, ότι δεν θα ηδύνατο κατ’ άλλον τρόπον να ενωθή με εκείνην την θείαν σοφίαν, ει μη με το να ελευθερωθή από τα γήϊνα και υλικά αγαθά, παρεκάλεσε τους γονείς του να τον αφιερώσουν εις τον Θεόν, επειδή ουδεμίαν ησθάνετο κλίσιν και αγάπην προς τα του κόσμου πράγματα. Οι δε γονείς του, κινηθέντες παρά Θεού, μετέβησαν μετ’ αυτού και αφιέρωσαν αυτόν εις τον Ζωοδόχον Τάφον του Κυρίου, ως ευπρόσδεκτον προσφοράν. Ήτο δε τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων αγιώτατος τις άνθρωπος και πολύ ενάρετος, Θεόδωρος ονομαζόμενος, ο οποίος μετά πολλής χαράς προσδεξάμενος τον νέον έκαμεν αυτόν πνευματικόν τέκνον του, και ενδύσας αυτόν δια του Μοναχικού σχήματος εχειροτόνησε διάκονον και επεμελείτο όλως διόλου την προκοπήν του, φροντίζων να αναθρέψη αυτόν με αρετάς και να ναβιβάση εις άνδρα τέλειον, και εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Όθεν, επιτυχών γην καλήν, την ψυχήν του νέου, είχεν ελπίδας καλάς, ότι δια του θείου λόγου της διδασκαλίας του και δια του καλού παραδείγματος της αρετής, έχει να θερίση και καρπόν εκατονταπλάσιον. Αλλά προ του να απολαύση την τοιαύτην ποθουμένην του νέου τελειότητα, ελύθη από τον δεσμόν του σώματος και εκδημήσας με χαράν εις χείρας του πνευματικού του τέκνου, απήλθε προς τον Δεσπότην Χριστόν, δια να λάβη τους λαμπρούς στεφάνους της καλής οικονομίας ην ήσκησεν εις την Εκκλησίαν Αυτού. Άφησε δε τον θείον Ανδρέαν, ομού μετά του οικονόμου της Εκκλησίας, κυβερνήτην και επίτροπον των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Διότι η νεότης του Αγίου δεν επέτρεπε να αφήση αυτόν μόνον διάδοχον του θρόνου του. Αλλ’ ο Άγιος, αν και κατά την ηλικίαν ήτο νέος, κατά την αρετήν όμως, την κοινήν πρόνοιαν, την επιστασίαν και ωφέλειαν της Εκκλησίας, δεν ήτο ελλιπέστερος ουδενός άλλου προστάτου της Εκκλησίας, διότι δια την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων υπήρξε και πατήρ και διδάσκαλος και οικονόμος και υπηρέτης και παράδειγμα λαμπρόν πάσης ιδέας καλού. Επειδή δε δια προσταγής του ευσεβούς βασιλέως Κωνσταντίνου, του εγγόνου του Ηρακλείου, συνήχθη τότε εις την Κωνσταντινούπολιν η Αγία και Οικουμενική Έκτη Σύνοδος, ήτις ανήρεσε λαμπρώς την αίρεσιν των Μονοθελητών, και έγραψεν εις τόμον ιερόν τα δόγματα της ευσεβείας, εστέλλοντο εις πάσαν Εκκλησίαν γράμματα βασιλικά επισφραγίζοντα τον Συνοδικόν Τόμον και παρακινούντα πάντας τους ευσεβείς να ακολουθούν αυτόν, έφθασαν τα γράμματα ταύτα και εις την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων και επλήρωσαν αυτήν χαράς πνευματικής, διότι έβλεπεν, ότι η ευσέβεια, ήτις επολεμείτο πρότερον από τους αιρετικούς, εστερεώθη πάλιν λαμπρώς. Όθεν άπαντες οι εν Ιεροσολύμοις πρόκριτοι, σκεφθέντες ότι πρέπει να αποστείλουν εις την Κωνσταντινούπολιν άνθρωπον και δια μέσου αυτού να δείξουν, ότι και αυτοί είναι σύμφωνοι προς τα δόγματα της ιεράς εκείνης Συνόδου, έκριναν, δια κοινής ψήφου, να αποστείλουν δια την πρεσβείαν ταύτην τον μέγαν Ανδρέαν ομού μετ’ άλλων δύο κληρικών, επειδή αυτός ήτο γεγυμνασμένος εις τα δόγματα της ευσεβείας, ενημερώτερος παντός άλλου εις τα τοιαύτα και δια της δυνάμεως του λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Όθεν συμπαραλαβών δύο ελλογίμους Κληρικούς, τους οποίους αυτός εξέλεξε, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά δεν επρόφθασεν εν ζωή τον βασιλέα, εύρε δε τον υιόν του Ιουστινιανόν τον ρινότμητον κληρονόμον της βασιλείας, προς ον, αφού ενεχείρισε την ομολογίαν της εν Ιερουσαλύμοις Εκκλησίας, τα ελλείποντα της ομολογίας ανεπλήρωσεν ο ίδιος δια της καλής αυτού γλώσσης. Θαυμασθείς δε παρ’ όλων δια την αγιότητα και την σοφίαν αυτού, και διοικήσας καλώς την πρεσβείαν, τους μεν δύο Κληρικούς τους συντροφεύσαντας αυτόν απέστειλε πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα, δι να αναγγείλουν εις τους άλλους ποίον αποτέλεσμα έλαβεν η πρεσβεία των, αυτός δε παρέμεινεν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να ελευθερώση τον εαυτόν του από τας Εκκλησιαστικάς υποθέσεις και να διέλθη εις το εξής ζωήν ήσυχον και μοναχικήν. Όθεν συγκεντρώσας τον εαυτόν του και εγκαταλείψας πάσαν μέριμναν εύλογον και ανεύλογον, αφωσιώθη όλος εις την θείαν μελέτην και θεωρίαν, αγωνιζόμενος με νηστείας, αγρυπνίας και δάκρυα. Τοιουτοτρόπως εξηγνίσθη κατά το σώμα, εκαθαρίσθη κατά την ψυχήν, και εφωτίσθη έτι μάλλον κατά τον νουν, κατά πάντα δε τρόπον ανυψώθη εις τον Θεόν, ηνώθη μυστικώς μετ’ υτού, και απήλαυσε τους αρραβώνας των μελλόντων αγαθών. Διελθών δε πολύν καιρόν εις την ησυχίαν κατέστησεν εαυτόν δεκτικόν των τελείων μέτρων της αρετής, και ακολούθως επροξένει πολλήν ωφέλειαν εις εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν. Αλλ’ επειδή ο λαμπρός εις τα έργα και εις τους λόγους, ο θείος πατήρ ημών Ανδρέας, δεν ήτο δυνατόν να διαφύγη της προσοχής των πολλών και να κρυβή έως τέλους υπό τον μόδιον της ησυχίας, απεκαλύφθη τόσον εις τον βασιλέα, όσον και εις την Εκκλησίαν, και χωρισθείς μετά βίας από την ήσυχον ζωήν, διωρίσθη, αν και μη θέλων, εις την διακονίαν της Μεγάλης Εκκλησίας. Έπειτα ενεπιστεύθη εις αυτόν και η οικονομία και διοίκησις του ορφανοτροφείου, εις την οποίαν, φανείς ευδόκιμος, ελέγετο πατήρ και τροφεύς των ορφανών και των πτωχών, και επεμελήθη μετά ενδελεχούς φροντίδος και τα δύο ορφανοτροφεία της Κωνσταντινουπόλεως. Και όχι μόνον ηύξησε τα σιτηρέσια αυτών, αλλά και την στενότητα του χώρου, ην είχον τα οικήματά των, μετέβαλεν εις ευρυχωρίαν δια των μεγάλων οικοδομών τας οποίας κατεσκεύασεν. Όθεν, ως άξιος κατά πάντα, έλαβε και μεγαλύτερον αξίωμα, ανελθών εις τον υψηλόν θρόνον της Αρχιερωσύνης. Και εγένετο Μητροπολίτης της περιφήμου νήσου Κρήτης, ή, αληθέστερον, δια μέσου μιας νήσου, ποιμήν και διδάσκαλος απάσης της του Χριστού Εκκλησίας. Απελθών λοιπόν εις την επαρχίαν αυτού, ήρχισε να εκτελή το έργον του και να επιμελήται αόκνως της διοικήσεως της επαρχίας του, αφοσιωθείς τελείως εις την πρόοδον και την σωτηρίαν του ποιμνίου του. Και πρώτον μεν έφερεν εις πολύ σεμνήν τάξιν πανσόφως τους ιερωμένους, εκφωνήσας λόγον γλυκύτατον περί λειτουργικής τάξεως, δια του οποίου υπεδείκνυεν οποίος πρέπει να είναι ο ιερεύς, ο αξιούμενος όχι μόνον αυτός να πλησιάζη εις το πρώτον και απρόσιτον φως, ήτοι τον Θεόν, αλλά να φωτίζη και άλλους, και να συμφιλιώνη μετά του Θεού. Έλεγε, δηλαδή, ότι πρέπει να είναι λαμπρός και καθαρός αυτός, καθώς ο καθρέπτης, δια να ημπορή να δέχεται εντός εαυτού τας ακτίνας του θείου φωτός, και δια μέσου αυτού να μεταδίδη και εις άλλους τον φωτισμόν του. Κατόπιν έφερεν εις τάξιν τους Παρθενώνας και τα Μοναστήρια, ορίσας νόμους συμφώνως προς τους οποίους να πολιτεύωνται. Είτα επεμελείτο τους κοσμικούς, διδάσκων αυτούς να προσπαθούν να προσεγγίζουν προς τον Θεόν, και όχι να δεσμεύωνται εις την σάρκα και εις τα του κόσμου. Και τας μεν κοσμικάς ηδονάς να καταφρονούν, τας δε εντολάς του Θεού να φυλάττουν και να αγωνίζωνται δια την σωτηρίαν των. Επαιδαγώγει τους νέους, εσωφρόνιζε τους γέροντας, επέστρεφεν εις μετάνοιαν τους αμαρτωλούς, έδιδεν ελπίδ θείου ελέους εις τους μετανοούντας, παρεκίνει εις τους αγώνας της αρετής τους αγωνιζομένους, τους πολεμουμένους εβοήθει, τους κινδυνεύοντας να υποπέσουν εις την αμαρτίαν εβάσταζε, τους πεσόντας ανήγειρεν. Εις τους ασθενείς εγένετο δύναμις, εις τους λυπουμένους παρηγορία, εις τους λιποθυμούντας αναψυχή, εις τας χήρας προστάτης, εις τα ορφανά πατήρ, εις τους πτωχούς θησαυρός, εις τους πεινώντας τροφή, εις τους γυμνούς ένδυμα. Αλλά διατί να μακρηγορώ; Εις πάντας τα πάντα προσέφερεν, ίνα σώση πάντας. Και καθώς ο Κύριος μέλλει να γίνη εις τον μέλλοντα αιώνα φως εις τους Αγίους, και ζωή και δόξα και τροφή και ένδυμα και χαρά, και παν άλλο αγαθόν της μακαριότητος, ούτω και ο μέγας ούτος Ανδρέας ήτο δια τα πνευματικά τέκνα της επαρχίας του η πηγή παντός αγαθού, όχι μόνον ψυχικού, αλλά και σωματικού, δια του οποίου είναι δυνατόν να διανύση τις την παρούσαν ζωήν χωρίς λύπην. Ήνοιξε δε και τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας του, και εσκόρπιζεν εξ αυτού λόγους αγαθούς, και πλατύνας το στόμα του, επλήρωσεν υτό εκ της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Όθεν εν σοφία και συνέσει δια της θείας εμπνεύσεως συνέθεσε βιβλία, εις τα οποία παρουσιάζεται και ρήτωρ εξαίσιος, και ιερολόγος θεόπνευστος. Διότι δια των λόγων αυτού εγκωμιάζει λαμπρώς την υπέραγνον Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού, κατά τας διαφόρους Θεομητορικάς εορτάς. Εγκωμιάζει ομοίως και τον ζωοποιόν Σταυρόν του Σωτήρος, επί του οποίου, υπομείνας ο απαθής Θεός τα Άγια Πάθη και τον εκούσιον θάνατον, κατέστησεν ημάς κοινωνούς της Βασιλείας και της δόξης Αυτού. Εγκωμιάζει ακόμη και πολλάς άλλας Δεσποτικάς εορτάς, προς δε τούτοις εγκωμιάζει και μερικούς Αγίους, και δια των εγκωμίων τούτων έκαμεν ως ιδικά του τα μαρτύρια εκείνων. Αλλ’ εξαιρέτως εγκωμιάζει τον μέγαν Πρόδρομον Ιωάννην. Συνέθεσε δε και κατά μουσικήν και εναρμόνιον τέχνην πολλούς κανόνας και τροπάρια, δια των οποίων όχι μόνον λαμπρύνει τας εορτάς και παρακινεί τους Χριστιανούς εις πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν, αλλά προξενεί και κατάνυξιν, και κάμνει τους ψάλλοντας και αναγινώσκοντας να χύνουν πηγάς δακρύων. Εκτός δε των άλλων συνέθεσε και τον μέγαν εκείνον και αξιέπαινον Κανόνα, τον οποίον ψάλλομεν κατά την Πέμπτην της πέμπτης εβδομάδος των Νηστειών, ο οποίος όχι μόνον προξενεί μετάνοιαν και κατάνυξιν, αλλά και πολυμάθειαν παρέχει και διδάσκει τους Χριστιανούς με ποίαν διάθεσιν πρέπει να αναγινώσκουν τας ιεράς Ιστορίας της θείας Γραφής, και πως πρέπει να μεταχειρίζωνται αυτάς ως ύλην και αφορμήν υψηλοτέρων και ηθικών θεωριών. Όχι δε μόνον με τους λόγους του εκόσμησεν ο Άγιος την ποίμνην του, και ηύφρανε πάσαν άλλην Εκκλησίαν Χριστιανών, αλλά και με έργα και κατορθώματα μεγαλοπρεπή. Διότι και τους κατεστραμμένους ναούς του Θεού ανεκαίνισε με πλουσίαν και φιλότιμον βοήθειαν, και ναόν εκ θεμελίων ωκοδόμησεν ωραιότατον προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, ονομάσας αυτόν Βλαχέρνας. Αλλά και ξενοδοχείον εκ θεμελίων έκτισεν, εις ανάπαυσιν των γερόντων, εις θεραπείαν των ασθενών, εις σκέπην των ξένων και πτωχών, προς τους οποίους όχι μόνον έδιδε πλουσιοπάροχα τα προς χρείαν άπαντα και τροφήν, εξοδεύων πανσόφως και θεαρέστως τα χρήματα του Θεού. Αλλ’ όπως εις τα άλλα εμιμείτο τον Χριστόν, τον ιδικόν του Δεσπότην και διδάσκαλον, ούτω και εις ταύτα εμιμείτο Αυτόν. Και υπηρέτει εις το ξενοδοχείον τους ασθενείς και τους ξένους δια των ιδίων του χειρών, περιζωννύμενος το χειρόμακτρον, και πλύνων τας χείρας, τους πόδας και τας κεφαλάς αυτών και καθαρίζων τας πληγάς των αρρώστων, και λείχων σχεδόν δια της γλώσσης του το σεσηπός πύον και τα αίματα. Τόσον εθέρμαινεν αυτόν η προς τον Θεόν και τον πλησίον αγάπη. Δεν είναι υπερβολικόν το να αναφέρωμεν εν ή δύο θαύματα υπό του Αγίου δια της χάριτος του Θεού τελεσθέντα, ίνα αποδείξωμεν την αγιότητα και την παρρησίαν, δι’ ων ήτο κεκοσμημένος ο θείος Ανδρέας. Βαρβαρικός στόλος έπλευσε μίαν φοράν εις την Κρήτην, δια να αιχμαλωτίσουν και ερημώσουν την ποίμνην του Αγίου, και περισφίγξαντες αυτήν δια φοβεράς πολιορκίας, μετεχειρίσθησαν όλας τας πολεμικάς μηχανάς εναντίον της. Ο δε Άγιος δια των ευπροσδέκτων προσευχών του όχι μόνον διεφύλαξε την ποίμνην του εκτός παντός κινδύνου, αλλά και εις τας καρδίας των βαρβάρων τόσον μεγάλον φόβον ενέβαλεν, ώστε ηνάγκασε τούτους να φύγουν, χωρίς να τους διώξη κανείς. Πό την ταχείαν και άτακτον φυγήν των πολλοί ηφανίσθησαν τόσον από τα κύματα της θαλάσσης, όσον και από τους πολεμουμένους Χριστιανούς. Και άλλοτε, ενώ ήρχιζε το θέρος και η γη εφλογίζετο εκ του καύσωνος, δεν ήτο δυνατόν να βρέξη. Όθεν τα σπαρτά εμαράνθησαν και εκινδύνευον να ξηρανθούν τελείως. Οι δε άνθρωποι εκ του φόβου του λιμού και εκ της ανομβρίας ξηρανθέντες, από δε τας θερμάς ακτίνας του ηλίου κατακαιόμενοι, ήσαν εκλελυμένοι και σχεδόν απηλπισμένοι. Εις την τοιαύτην λοιπόν δυστυχίαν, τι έπραξεν η συμπθής εκείνη και ελεήμων του Αγίου ψυχή; Μήπως παρέβλεψε την ποίμνην του, κινδυνεύουσαν να αφανισθή; Όχι. Αλλά υψώσας εις τον ουρανόν χείρας και οφθαλμούς, επεκαλέσθη τον Θεόν εξ όλης του της ψυχής, δια να δώση βροχήν εις την γην, και, ω του θαύματος! Ευθύς εκαλύφθη ο ουρανός από νέφη και έβρεξε τόσην βροχήν, ώστε και τα σπαρτά εποτίσθησαν και εκάρπισαν θαυμασίως και οι άνθρωποι έλαβον αναψυχήν και παρηγορίαν. Άλλοτε πάλιν, εις καιρόν ότε ενέσκηψεν εις την επαρχίαν του μεγάλη επιδημία πανώλους και εθανάτωνε πολλούς, ο Άγιος δια των προς τον Θεόν ικεσιών και δακρύων αυτού ημπόδισε την ορμήν της θανατηφόρου ασθενείας. Αλλά και άλλα πάμπολλα θαύματα ετέλεσεν ο μέγας Ανδρέας, τα οποία αν διηγούμην δεν θα εξήρκει όλη μου η ζωή. Διότι, ως έχων εγκάτοικον εις την ψυχήν του τον Θεόν, εις μεν τους επαρχιώτας του προσέφερε πάντα τα εκ Θεού αγαθά, λυτρώνων αυτούς από κάθε κακόν, εις δε τον Θεόν πάλιν προσέφερε τας σεσωσμένας ψυχάς των επαρχιωτών του, ως προσφοράν ευπρόσδεκτον και αξίζουσαν περισσότερον από όλον τον κόσμον. Επειδή δε παρουσιάσθη ανάγκη, ηναγκάσθη ο Άγιος να μεταβή εις την Κωνσταντινούπολιν. Φθάσας δε εκεί, εγένετο δεκτός με πάσαν τιμήν και σέβας, τόσον από όλον το ιερόν σύστημα της Εκκλησίας, όσον και από τον βασιλέα και όλους τους άρχοντας. Διατρίβων δε εκεί ολίγον καιρόν διεμοίραζεν εις τους πεινώντας τον ουράνιον άρτον, ήτοι τον λόγον της διδασκαλίας, και επότιζε τους διψώντας εκ του ζωοποιού ύδατος του Αγίου Πνεύματος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και σωματικώς εχόρταινε τους πεινώντας, εβοήθει τους αδικουμένους, υπερησπίζετο τας χήρας, επροστάτευε τα ορφανά και παρηγόρει τους τεθλιμμένους. Τέλος ητοιμάζετο να επνέλθη εις την επαρχίαν του. Επειδή δε προεγνώρισεν, ότι δεν θέλει ιδεί πλέον το ποίμνιόν του, παρέδωκε τον εαυτόν του εις το Πνεύμα το Άγιον το κινούν αυτόν. Ούτω εισελθών εις πλοίον εξεκίνησε δια την Κρήτην. Αλλ’ όταν το πλοίον έφθασεν εις την Μυτιλήνην, εστάθη εκεί. Ο Άγιος τότε ηρώτησε πως ονομάζεται ο τόπος εκείνος, και μαθών ότι καλείται Ερεσσός, απεκρίθη: «Εδώ πρέπει να αποδώσω εις τον Θεόν την εικόνα ην μοι έδωκεν Εκείνος, ήτοι εδώ μέλλω να αποθάνω». Όπερ και εγένετο. Όθεν ελύθη από τον δεσμόν του σώματος και ανήλθε χαροποιός προς τον ποθούμενον Θεόν, καταλαμπρυνόμενος από το απρόσιτον φως της Θεότητος και απολαμβάνων τα ανεκλάλητα αγαθά της ουρανίου Βασιλείας του Θεού. Το δε ιερόν αυτού λείψανον κατετέθη εν τω Ναώ της Αγίας και καλλινίκου Μάρτυρος Αναστασίας, ως θησαυρός ασύλητος και πηγή ιαμάτων αέναος, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η Ιουλίου), μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του εν Άθω και των συν αυτώ απο

Δημοσίευση από silver »


Χρήσιμον ήτο πάντοτε να γράφωνται οι βίοι των εναρέτων και αγίων ανδρών, δια την ψυχικήν ωφέλειαν την οποίαν λαμβάνουν οι ακούοντες. Μάλιστα τώρα εις τα τέλη των αιώνων είναι τούτο έτι αναγκαιότερον, ένεκα της φοβεράς αμελείας ην δεικνύομεν, εις σημείον ώστε μετά βίας να δύνανται πολλά και μεγάλα παραδείγματα να παρακινήσουν ημάς προς μικρότατον αγώνα δια την του βίου διόρθωσιν. Ως εκ τούτου, μετά των άλλων ψυχωφελών διηγήσεων, γράφομεν και τούτον τον θαυμάσιον βίον του τρισμάκαρος Αθανασίου, όστις ησκήτευεν εις τον Άθωνα, τον οποίον έγραψαν οι μαθηταί αυτού και αφήκαν εις τους μεταγενεστέρους ως κληρονομίαν εκ θησαυρού πολυτίμου. Ο δε λόγος δεν θα είναι εγκωμιαστικός, αλλά διηγηματικός, μάλιστα προς ωφέλειαν των ακουόντων και όχι ίνα ευφημήσωμεν και επαινέσωμεν τον Άγιον, όστις, επειδή επαινείται υπό των θείων Αγγέλων, δεν χρειάζεται ανθρώπων εγκώμια. Τούτον τον ουράνιον άνθρωπον και επίγειον Άγγελον εβλάστησε μεν Τραπεζούς η μεγαλόπολις, ηύξησε δε λογικώς η Κωνσταντινούπολις, τα δε όρη του Κυμινά και Άθωνος προσέφερον τούτον εις τον Θεόν. Οι γονείς του ήσαν ευγενείς, πλούσιοι και λίαν περίβλεπτοι. Πλην, ο πατήρ αυτού ετελεύτησε πριν γεννηθή ο Άγιος, η δε μήτηρ αφού εγέννησεν αυτόν τον εβάπτισεν, ωνομάσασα εις την Αγίαν κολυμβήθραν Αβράμιον. Έπειτα, αφού έζησεν ολίγον καιρόν, απεβίωσεν. Όθεν ο Αβράμιος έμεινεν ορφανός. Όμως από την κηδεμονίαν και την πρόνοιαν του πατρός των ορφανών δεν απωρφανίσθη, αλλ’ ένευσεν εις την καρδίαν μιας Μοναχής, ευγενούς και πλουσίας παρθένου, ήτις ήτο γνώριμος και προσφιλής εις την μητέρα του και παρέλαβεν αυτόν, ίνα τον αναθρέψη ως τέκνον της. Ούτος δε από μικράς ηλικίας εδείκνυεν οποίος έμελλε να γίνη κατόπιν, διότι ήτο κοσμιώτατος και εύτακτος, συνετός και φρόνιμος. Εις το φαγητόν δεν ήτο ακρατής ή πείσμων, αλλά σώφρων και εγκρατευόμενος από πάσαν αταξίαν. Απλώς δ’ ειπείν, κατά την επωνυμίαν αυτού είχεν όντως και αβραμιαίον το φρόνημα ο Αβράμιος. Όταν δε έπαιζε με τους άλλους παίδας, επροφήτευον εις αυτόν τα μέλλοντα. Συνηθροίζοντο δηλαδή εις εν σπήλαιον και εψήφιζαν αυτόν ηγούμενον και υπετάσσοντο, γεγονός όπερ μετά καιρόν εγένετο πράγματι και πολλά εξ εκείνων των παιδίων μετέπειτα εκουρεύθησαν και έγιναν Μοναχοί. Βλέπων δε ο ευλογημένος Αβράμιος την Μοναχήν εκείνην, ήτις τον ανέτρεφε, να προσεύχεται πολλάκις και να νηστεύη, εθαύμαζε και ηρώτα αυτήν, διατί πράττει ταύτα. Εκείνη δε απεκρίνετο· «ημείς, τέκνον, οι φέροντες τούτο το ένδυμα, είμεθα υποχρεωμένοι να αγρυπνώμεν με προσευχάς και νηστείας, διότι ο εχθρός μας, ο διάβολος, περιπατεί, ζητών ως άγριος λέων να καταπίη κανένα Χριστιανόν». Ο Αβράμιος τότε, ακούσας ταύτα, εχάρη και έκτοτε εγκατέλειψε τα παιδικά και συνέλαβε τον θείον φόβον, όστις είναι η αρχή της σοφίας, εις την καρδίαν του, και με τον φόβον και τον πόθον αυτόν ήρχισε να γνωρίζη και να βαδίζη εις την θείαν οδόν, ενδυναμούμενος με την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Είχε δε νουν οξύν και εμάνθανε τόσον ευκόλως τα μαθήματα, ώστε ο διδάσκαλος και οι συμμαθηταί αυτού τον εθαύμαζον. Όταν ο μακάριος συνεπλήρωσε τους επτά χρόνους της ηλικίας αυτού, ετελεύτησεν η θετή μήτηρ του. Είχε δε πόθον πολύν να μεταβή εις το Βυζάντιον δια να εκμάθη την Γραμματικήν. Όθεν ο Κύριος εδώρησεν εις αυτόν κατά την καρδίαν του. Συνεπάθησε τον Αβράμιον εις ευνούχος του βασιλέως Ρωμανού του Γέροντος, όστις ήτο Κουμερκιάριος εκεί εις την Τραπεζούντα και βλέπων τον παίδα σώφρονα και φρόνιμον και όντως φυτόν του Θεού, τον ηγάπησε και έφερεν αυτόν εις την βασιλεύουσαν, εκεί δε τον έστειλεν εις ένα γνωστικόν και λόγιον διδάσκαλον καλούμενον Αθανάσιον. Ο δε νέος πολύν κόπον κατέβαλε, κατά τον πόθον του και την του νοός δεξιότητα. Όθεν εις ολίγον καιρόν εξεπαιδεύθη θαυμασίως εις πολλά μαθήματα. Αλλά παρά την φροντίδα των γραμμάτων δεν παρημέλει τα ψυχικά καθήκοντα. Όσον δε έτρεφε τον νουν με τα μαθήματα της φιλοσοφίας, τόσον ελιμοκτόνει την σάρκα με σκληραγωγίαν και εγκράτειαν, σπουδάζων να γίνη ίσος προς τον διδάσκαλόν του. Ήτο δε στρατηγός τις εκεί εις το Βυζάντιον, Ζεβινάζερ ονομαζόμενος, όστις έδωσεν εις τον υιόν του ως σύζυγον μίαν συγγενή του Αβραμίου, η οποία συνεβούλευσε τον σύζυγόν της να έχουν τον νέον εις την οικίαν των, αφού ήτο συγγενής της, δια να μη έχη αυτόν ξένος. Με πολλάς λοιπόν παρακλήσεις έστερξεν ο Αβράμιος και μετέβη πλησίον της συγγενούς του, αλλά δεν ήθελε να τρώγη εις μίαν τράπεζαν δια το ασύγχυτον, ίνα μη τον βλέπουν ότι εγκρατεύεται. Όθεν παρεχώρησαν εις αυτόν δύο δούλους, δια να τον υπηρετώσι. Και αυτοί μεν του έστελλον καθημερινώς άρτον καθαρώτατον, ιχθύς, οπώρας και άλλας τροφάς, αυτός δε, ο τρισμακάριος, παρεκάλει τους δούλους να πωλώσι τον καθαρόν άρτον και να του αγοράζουν ελάχιστον κρίθινον, τον οποίον έτρωγε κάθε δύο ημέρας με ωμά λάχανα· σπανίως δε έτρωγε και οπώρας, προς ολίγην παραμυθίαν της φύσεως. Έπινεν ύδωρ εις την δίψαν του και, απλώς ειπείν, εβασάνιζε πολύ την σάρκα· δεν εχόρταινε δε ουδέποτε την γαστέρα, αλλά μάλλον την ψυχήν έτρεφε πλουσίως δια της εγκρατείας, και ενετρύφα πολλάκις με νηστείας μακράς, λογιζόμενος την αλουσίαν ως απόλαυσιν και την γύμνωσιν, κατά τον καιρόν του χειμώνος, ως θερμότητα. Όταν δε ο και προτού να μονάση Όσιος ετυραννείτο εκ της αϋπνίας, επλήρωνε μίαν λεκάνην δι’ ύδατος και έπλυνε το πρόσωπον δια να μη νυστάζη, τόσον ώστε κατά τον χειμώνα επάγωνε το ύδωρ επί του προσώπου του. Κατά δε τον ολίγον ύπνον, ον ελάμβανε δια την βίαν της φύσεως, δεν ανεπαύετο εις την κλίνην, αλλά καθεζόμενος εις θρονίον. Ούτω ως προς μεν την ιδίαν αυτού σάρκα ήτο εχθρός άσπλαγχνος, προς δε τους πτωχούς ελεήμων και συμπαθέστατος, και όσα έδιδον εις αυτόν οι συγγενείς και φίλοι του διένεμεν εις χείρας πτωχών και πενήτων και όταν δεν είχε τίποτε ανεχώρει εις τόπον απόκρυφον, εξεδύετο τα εσώρρουχά του, και δίδων αυτά ως ελεημοσύνην, έμενε μόνον με το εξωτερικόν ιμάτιον δια την αναγκαίαν σκεπην του σώματος. Βλέποντες δε ταύτα οι δούλοι του, τα έλεγον εις την κυρίαν των, ήτις εφρόντιζε δι’ άλλο ιμάτιον, μάλιστα όταν ήτο ο χειμών ψυχρότατος, δια να μη ασθενήση. Αλλ’ ο Αβράμιος μετά βίας εδέχετο τούτο. Ούτω λοιπόν βασιλικώς υποτάσσων την σάρκα και την ψυχήν δια των μαθημάτων της σοφίας λαμπρώς φωτιζόμενος, πριν να ενδυθή το μοναχικόν σχήμα, Μοναχός εγνωρίζετο, και προ της ποιμαντικής τελειότητος, ποιμήν τελειότατος. Όθεν δια την θαυμάσιον πολιτείαν του, την γλυκυτάτην ομιλίαν και δια τον πλούτον της σοφίας και γνώσεως αυτού, εγένετο ποθητός εις όλους και λίαν εξετιμάτο. Όθεν οι συμμαθηταί αυτού παρεκάλεσαν τον βασιλέα και τον εψήφισε διδάσκαλον. Ούτω μεν έπραξεν ο Αυτοκράτωρ. Ο δε παντοκράτωρ Θεός, ο προβλέπων τα μέλλοντα, προσέλαβεν αυτόν ως μαθητήν του και φίλον γνήσιον, δια τούτου του τρόπου. Εκείνας τας ημέρας έτυχε να ευρίσκεται εις το Βυζάντιον ο αγιώτατος Μιχαήλ εκείνος, ο Μαλεϊνος, από το Μοναστήριον του Κυμινά. Ακούσας δε ο Αβράμιος τας ρετάς αυτού, επειδή ήτο περιβόητος και περίφημος, μετέβη και είπεν εις αυτόν πνευματικώς, ότι είχε πόθον ανείκαστον να γίνη Μοναχός. Ο δε γέρων, ιδών αυτόν, εγνώρισεν ότι έμελλε να γίνη σκεύος και αγγείον του Αγίου Πνεύματος. Οικονομία δε Θεού, ενώ συνωμίλουν, ήλθεν εις εκείνον τον άγιον Γέροντα ο περιφανής Νικηφόρος, ο ανεψιός του, όστις ήτο τότε στρατηγός όλης της Ανατολής και έγινε κατόπιν αυτοκράτωρ. Ούτος ο σοφός Νικηφόρος ήτο λίαν γνωστικός και ιδών του Αβραμίου το βλέμμα, το ήθος και την λοιπήν αυτού εμφάνισιν, ηννόησεν ότι ήτο άνθρωπος θαυμαστός. Όταν δε ο Αβράμιος, αφού εζήτησε συγχώρησιν, ανεχώρησεν, ηρώτησε τον θείον του, τις ήτο και τι εζήτει. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτόν όλην την αλήθειαν, από της στιγμής δε ταύτης είχεν ο Νικηφόρος εις τον νουν τον Αβράμιον. Όταν δε ο Όσιος Μιχαήλ επέστρεψεν εις τον Κυμινάν, μετέβη κατόπιν και ο Αβράμιος, φλεγόμενος υπό του πόθου να γίνη ταχέως Μοναχός. Προσπεσών δε εις τους πόδας του Οσίου εδέετο να τον ενδύση δια του αγίου ενδύματος. Ο δε Γέρων, γνωρίζων οποίος ήτο, δεν ήργησεν, αλλά ευθύς μεταβάς εις την Εκκλησίαν εκούρευσε τον Αβράμιον και ενέδυσε δια του αγγελικού Σχήματος, μετονομάσας αυτόν θανάσιον και στοχαζόμενος ο Όσιος ότι ήτο καλός αγωνιστής, τον ενέδυσε τρίχινα. Και ο μεν Αθανάσιος ήθελε να τρώγη μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα, ο δε Γέρων του είπε να τρώγη κάθε τρεις ημέρας και να κοιμάται εις ψάθην, και όχι εις το θρονίον ως πρότερον. Έκαμνε δε προθύμως όσας υπηρεσίας επρόσταξεν αυτόν ο Εκκλησιάρχης, όταν δε είχεν άδειαν εκαλλιγράφει, καθώς ο Γέρων επρόσταξε, και ούτω πάντες οι αδελφοί ωνόμαζον αυτόν τέκνον της υπακοής και επαινούντες εθαύμαζον. Εις τέσσαρας λοιπόν χρόνους ήσκησεν ο αξιέπαινος άπασαν την ασκητικήν πολιτείαν με πολλάς νηστείας, αγρυπνίας ολονυκτίους, γονυκλισίας και άλλους κόπους νυκτερινούς και ιδρώτας ημερησίους, και πάσαν άλλην κακοπάθειαν. Όθεν, όταν εγνώρισεν ο Άγιος Γέρων ότι είχε καθαράν την διάνοιαν και ήτο άξιος δια θείας θεωρίας, εσυγχώρησε να μεταβή εις το μέγα της ησυχίας στάδιον, το οποίον ήτο μακράν από την Λαύραν εν μίλιον, και επρόσταξεν αυτόν να τρώγη ανά δύο ημέρας μίαν φοράν άρτον ξηρόν και να πίνη ύδωρ ολίγον, εις τας τέσσαρας δε τεσσαρακοστάς να κοιμάται ανά πέντε ημέρας εις το θρονί ως το πρότερον, όλας δε τας Κυριακάς και τας Δεσποτικάς εορτάς να αγρυπνή αφ’ εσπέρας εις προσευχάς και δοξολογίας έως την τρίτην ώραν της ημέρας. Εις πάντα ταύτα έκαμεν υπακοήν ο μακάριος. Ο δε ρηθείς Νικηφόρος ήλθεν εις τον Κυμινάν, ίνα ίδη τον θείον του καθώς είχε συνήθειαν, και ενώ συνωμίλουν ηρώτησεν ο άρχων δια τον Αθανάσιον. Ο δε Όσιος τότε διηγήθη τους αγώνας κατά των δαιμόνων και το πόσον ηρίστευεν. Έτυχε δε εκεί και ο Λέων ο πατρίκιος, ο αδελφός του Νικηφόρου τούτου και υπουργός της Δύσεως, προς τους οποίους είπεν ο Όσιος· «Καλόν καιρόν ήλθατε, αγαπημένοι μου, δια να σας δείξω ένα θησαυρόν, τον θαυμάσιον Αθανάσιον». Απήλθον λοιπόν εις το ησυχαστήριόν του οι άρχοντες και καθώς συνωμίλουν, είπε προς αυτούς τοιούτους λόγους, οποίους ποτέ δεν ήκουσαν. Και τόσον ηυφράνθησαν εκ της γλυκύτητος των λόγων του, ώστε ηχμλωτίσθησαν εκ της προς αυτόν αγάπης και μετά βίας απεμακρύνθησαν απ’ αυτόν. Επιστρέψαντες δε εις τον θείον των, είπον εις αυτόν· «Όντως μέγαν θησαυρόν κατέχεις και πολύ σε ευχαριστούμεν, διότι μας τον παρουσίασες». Ο Γέρων τότε εμήνυσεν εις τον Αθανάσιον να έλθη εκεί. Και ως ήλθεν, ο Όσιος επέθεσε τας χείρας του Αθανασίου εις τας κεφαλάς των αρχόντων, ειπών εις αυτούς· «Από σήμερον να λέγετε εις αυτόν τους λογισμούς σας και να υποτάσσεσθε ως εις πατέρα σας πνευματικόν». Τότε όντως εκείνοι έβαλαν μετάνοιαν, ευχαριστούντες δια την οικονομίαν και φροντίδα του Γέροντος, και εξωμολογήθησαν εις τον Αθανάσιον και εθαύμασαν την σοφίαν του. Ο δε Νικηφόρος ενεπιστεύθη τον ον είχε θεάρεστον σκοπόν να γίνη Μοναχός. Ο δε Αθανάσιος συνεβούλευσεν αυτόν ταύτα· «Έχε εις τον Θεόν την ελπίδα σου και θέλει φροντίσει, να οικονομήση το συμφέρον σου». Αφού δε είπε ταύτα, ηυχήθη και απέλυσεν αυτούς, οίτινες έκτοτε ηυλαβούντο και ετίμων τον Αθανάσιον περισσότερον από τον θείον των. Και όχι μόνον αυτούς, αλλ’ όλους τους συγκλητικούς και μεγάλους άρχοντας, τους προσερχομένους ίνα λάβωσι την ευχήν του Γέροντος, απέστελλεν εις τον Αθανάσιον. Ούτος δε ως ταπεινόφρων και μισόδοξος εσκέπτετο να φύγη εκείθεν, έτι δε μάλλον όταν ήκουσεν, ότι ο Άγιος Γέρων ήθελε να κάμη αυτόν Ηγούμενον, διότι είχεν είπει προς ένα γνώριμόν του· «ιδού ο διάδοχός μου», εννοών τον Αθανάσιον. Δεν είχεν όμως είπει δι’ ηγουμενίαν, αλλά γνωρίσας εκ Πνεύματος Αγίου ότι ο Αθανάσιος έμελλε να προκόψη εις την αρετήν και να ανέλθη εις ύψος θεωρίας και ότι η χάρις του Θεού θα έλθη επ’ αυτόν, δια ταύτα επροφήτευσεν ότι του ομοίου προς αυτόν χαρίσματος ηξιώθη και ο Αθανάσιος και ένεκα τούτου έμελλε να γίνη ποιμήν προβάτων εις άλλον τόπον και να τον ευλαβούνται οι άνθρωποι. O μεν λοιπόν θείος Μιχαήλ εγήρασε και συχνάκις ησθένει, οι δε προεστώτεροι Μοναχοί, ελπίζοντες ότι θέλει μείνει προεστώς ο Αθανάσιος, μετέβαινον εις το κελλίον του και εκολάκευον αυτόν, επαινούντες και θεραπεύοντες, πράγμα το οποίον δεν έκαμνον πρότερον. Όθεν, εκπλησσόμενος ο Όσιος δια τας τοιαύτας κολακείας, επληροφορήθη από ένα Μοναχόν, ότι ο Μιχαήλ τον ωνόμασε διάδοχον. Δια να μη γίνη λοιπόν προεστώς και έχη φροντίδας, έφυγε χωρίς να παραλάβη τίποτε, ειμή μόνον δύο βιβλία, τα οποία έγραψε, το Τετραευάγγελον και τον Πραξαπόστολον και το ιερόν κουκούλιον του Οσίου Γέροντος αυτού, το οποίον εβάσταζε πάντοτε ως ψυχωφελές φυλακτήριον. Εκείθεν δε μετέβη εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, διότι είχεν ίδει τούτο άλλοτε εκ της Λήμνου και του εφάνη κατάλληλον δι’ ησυχαστήριον. Παρατηρήσας λοιπόν ο Όσιος το πλήθος των Ασκητών, κι βλέπων τον ερημικόν και απερίσπαστον βίον, ον διήγον, καθώς και την πολλήν των σκληραγωγίαν, εθαύμαζε και ηυφραίνετο, διότι εύρε τον τόπον ον επεθύμει. Επειδή οι θαυμάσιοι εκείνοι πατέρες δεν ειργάζοντο την γην, δεν έκαμνον συναλλαγήν, δεν είχον τινά σωματικήν μέριμναν, δεν είχον υποζύγια ή ονόρια, ούτε κελλία εκτισμένα, αλλά κατεσκεύαζον καλύβας με χόρτα και διήρχοντο τον βίον των εις αυτάς εν πολλή στενοχωρία, τον καιρόν του θέρους καταφλεγόμενοι εκ της θερμότητος του ηλίου, και τον χειμώνα κατατρυχόμενοι εκ του δριμυτάτου ψύχους. Η δε τροφή των ήσαν βλαστοί δρυός ή και οπωρικά. Και αν τις έφερεν εις αυτούς σίτον ή όσπρια, τον επλήρωνον με οπώρας. Αλλά τούτο σπανίως εγίνετο ένεκα των επιδρομών των βαρβάρων, οίτινες ως άσπλαγχνοι ήρχοντο πολλάκις και εφόνευον τους ασκητάς. Φθάσας δε ο Όσιος εις την Μονήν του Ζυγού, εύρεν ένα Γέροντα ησυχαστήν απονήρευτον και έμεινεν εις την υπακοήν του, ειπών ότι ωνομάζετο Βαρνάβας και ότι δεν ήξευρε γράμματα. Τούτο δε είπεν ο Όσιος, ίνα μη ακουσθή το όνομά του και στείλουν και τον καλέσουν εκείθεν ο άνωθεν ρηθείς Νικηφόρος ή ο αδελφός του, οίτινες έτρεφον προς αυτόν τοσαύτην ευλάβειαν ως πνευματικόν των πατέρα. Ο μεν λοιπόν Γέρων, ως γέρων την ηλικίαν και εξησθενημένος, δεν ηδύνατο να εργάζεται, ο δε νέος ανεπλήρωνε το υστέρημα του γέροντος, κάμνων πάσαν ευτελή και ταπεινήν υπηρεσίαν, ως ταπεινόφρων και μέτριος. Του έγραφε δε ο Γέρων το αλφάβητον, και αυτός έκαμνεν ότι δεν εγνώριζε να το αναγνώση ούτε να το μάθη ηδύνατο. Διο και πολλάκις ο Γέρων ύβριζε τον Αθανάσιον και ωνείδιζε και εδίωκεν αυτόν, ο δε μακάριος ούτος ανήρ υπέμενεν άπαντα και έχαιρεν ο σοφώτατος, υβριζόμενος από τον άσοφον. Ο δε Νικηφόρος ο ευσεβέστατος, μαθών την φυγήν αυτού, επικράνθη και ανεζήτει αυτόν μετά περισσής φροντίδος. Επειδή δε εγνώριζεν, ότι εσκέπτετο να μεταβή εις το Όρος του Άθωνος, έγραψε προς τον κριτήν της Θεσσαλονίκης ταύτα· «Αδελφέ πνευματικέ, δέομαι πολύ και παρακαλώ σε να μη οκνήσης, αλλά να υπάγης εις τον Άθωνα τρέχων και να ερευνήσης όλον το Όρος, έως ότου εύρης τον Μοναχόν Αθανάσιον, τον τιμιώτατον πατέρα μου. Διότι δεν ημπορείς να μου κάμης μεγαλυτέραν άλλην χάριν από αυτήν και θα είμαι δια τον μικρόν τούτον κόπον σου δούλος σου καθ’ όλον μου τον βίον». Εσημείωσε δε και τον χαρακτήρα του Οσίου και τα γνωρίσματα. Ο δε κριτής, ως έλαβε το γράμμα, ευθύς έσπευσεν εις το Όρος και ανεζήτει τον Αθανάσιον, ερωτήσας τον πρώτον του Όρους. Αλλά κανείς δεν εσκέφθη, ότι ήτο δυνατόν να είναι εκείνος ο ευτελέστατος. Όθεν, ο μεν κριτής επέστρεψεν άπρακτος, ο δε πρώτος του Όρους, ενθυμούμενος τα χαρακτηριστικά του Οσίου, ανέμενε την εορτήν των Χριστουγέννων, ότε άπαντες οι του Όρους συναθροίζονται εις την πανήγυριν, μήπως τον εύρη. Όταν λοιπόν ήλθον, ο πρώτος εγνώρισε τον Αθανάσιον από την μορφήν και από τους τρόπους και εις την Τετάρτην Ωδήν επρόσταξε τον Κανονάρχην να κάμη εις αυτόν μετάνοιαν, ίνα κάμη ανάγνωσιν. Ο δε Αθανάσιος επροφασίζετο ότι δεν ήξευρε, και μάλιστα ο Γέρων, όστις ενόμιζεν αυτόν αγράμματον, έλεγε να ορίσωσιν έτερον Μοναχόν. Αλλά ο πρώτος επρόσταξεν αυτόν να αναγνώση, ως εγίνωσκεν. Ο Όσιος λοιπόν εσυλλάβιζεν ως παιδίον, προσποιούμενος άγνοιαν. Τότε ο πρώτος έδωκεν εις αυτόν φρικτόν επιτίμιον, αν δεν αναγνώση όπως γνωρίζει. Μη δυνάμενος λοιπόν να κρύπτεται πλέον, ένεκα του δεσμού του αφορισμού, έλυσεν εκείνην την εύλαλον γλώσσαν και ανέγνωσε τόσον σοφώτατα και γλυκύτατα, ώστε όλος ο χορός των γερόντων, βλέποντες και ακούοντες εξεπλάγησαν και μάλιστα ο προεστώς του, όστις έκλαιε δοξάζων τον Κύριον. Όταν δε ετελείωσε την ανάγνωσιν και κατά την τάξιν εμετάνισε προ των χορών, ηγέρθησαν οι πατέρες και επροσκύνησαν αυτόν ΄παντες. Μετά δε ταύτα ο πρώτος προσκάλεσεν αυτόν κατά μόνας, ειπών ότι τον ανεζήτουν οι ειρημένοι άρχοντες. Ο Όσιος τότε παρεκάλεσε τον πρώτον να μη ομολογήση αυτόν, εκείνος δε εισακούσας απέστειλε τον Αθανάσιον εις κελλίον αναχωρητικόν, μακράν των Καρυών τρία μίλια, όπου μεταβάς εκάθητο ησυχάζων. Εκέρδιζε δε τα προς συντήρησιν αυτού εκ του εργοχείρου, όπερ ήτο η καλλιγραφία. Τόσον δε ταχέως έγραφεν, ώστε εις εξ ημέρας ετελείωνε το Ψαλτήριον και με τόσον ωραία γράμματα, όσον ουδείς άλλος. Τα δε χρήματα, άτινα ελάμβανεν, έδιδεν εις ελεημοσύνην, κρατών ολίγ, όσον να εξοικονομείται μετά του αδελφού, τον οποίον είχε βοηθόν και συνεργάτην εις τας ανάγκας του. Ο δε άρχων Λέων, όστις εξουσίαζεν όλα τα τάγματα της Δύσεως, ο αδελφός του Νικηφόρου, όταν επολέμησε τους Σκύθας και τους ενίκησεν, επιστρέφων διήλθεν εκ του Άθωνος, αφ’ ενός μεν ίνα ευχαριστήση την Υπεραγίαν Θεοτόκον δια την νίκην, την οποίαν εχάρισεν εις αυτόν, και αφ’ ετέρου δια να εξετάση, μήπως εύρη τον θανάσιον. Όθεν, επειδή δεν είναι δυνατόν να κρυβή πόλις επί όρους κειμένη, απεκαλύφθη και ο σοφός Αθανάσιος, μεταβάς δε ο Λέων εις το κελλίον αυτού ενηγκαλίσθη αυτόν με πολλήν αγαλλίασιν και κατεφίλει ως πατέρα και διδάσκαλον. Οι δε πατέρες του Όρους, βλέποντες την μεγάλην εκτίμησιν και αγάπην, ην είχεν ο άρχων προς τον Όσιον, παρεκάλεσαν τον Όσιον να ζητήση παρ’ αυτού χρηματικήν ενίσχυσιν δια να συμπληρώσωσι την οικοδομήν του ναού των Καρυών, ήτοι το Πρωτάτον και να μεγεθύνωσιν αυτό, διότι ήτο μικρόν και εστενοχωρούντο εις τας συνάξεις. Ο Όσιος τότε παρεκάλεσε τον Λέοντα, όστις έδωκε μετά χαράς όσα χρήματα εχρειάζοντο. Ούτω ανήγειραν εκ θεμελίων το Πρωτάτον και ηύρυναν και εκαλλώπισαν αυτό όσον ηδύναντο. Ο Λέων, αφ’ ου έμεινεν ολίγας ημέρας εις τον Άθωνα, ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος, ένεκα ταύτης της προθυμίας του, εγένετο εις όλους εξακουστός και περίφημος, και πολλοί συνέτρεχον εις αυτόν προς ψυχικήν των ωφέλειαν. Αλλ’ ούτος επόθει την ησυχίαν. Όθεν, φεύγων τας αφορμάς της κενοδοξίας, μετέβη εις τα ενδότερα του Όρους, αναζητών τόπον κατάλληλον. Ο δε Θεός, ο έχων δι’ αυτού ητοιμασμένην θαυμασίαν κληρονομίαν, τον ωδήγησεν εις το ακρωτήριον του Άθω, και εκεί εν τω μέσω του τόπου εκείνου κατεσκεύασε μίν καλύβην και ηγωνίζετο όσον ηδύνατο. Εκαλείτο δε ο τόπος ούτος Μελανά. Ο δε μελανός και μισόκαλος διάβολος, βλέπων τους μεγάλους αγώνας του Οσίου, ητοιμάζετο να πολεμήση εκείνον, όστις τον επολέμει. Και πρώτον μεν ετόξευσεν αυτόν δια των βελών της αμελείας, ίνα εξαναγκάση τον Όσιον να φύγη. Αλλά τούτο ήτο οικονομία και παραχώρησις Θεού ίνα, δοκιμαζόμενος ο Όσιος δια της τοιαύτης δοκιμής, γνωρίζη κατόπιν να βοηθή τα ενοχλούμενα υπό του πειρασμού τεκνα αυτού. Μη έχων λοιπόν εκεί πλησίον άλλον τινά να συμβουλευθή πώς να πράξη, εμελέτα ταύτα εις την διάνοιαν λέγων· «Ας έχω υπομονήν ένα χρόνον και τότε, εάν ο Κύριος με βοηθήση και αφανίση τον πειρασμόν, μένω εδώ. Άλλως μεταβαίνω εις άλλον τόπον». Έμεινε λοιπόν εκεί ακαταπύστως πολεμούμενος. Την δε τελευταίαν ημέραν, ότε εμελέτα να μεταβή εις Καρυάς δια να εξομολογηθή εις τους αδελφούς τα συμβαίνοντα, ενώ ανεγίνωσκε την τρίτην ώραν, ήλθεν επ’ αυτόν φως ουράνιον και εκύκλωσεν αυτόν. Όθεν, ο μεν πολέμιος έφυγεν, ο δε Όσιος επληρώθη εξ αρρήτου αγαλλιάσεως και έσταζε δάκρυ γλυκύ. Από της ώρας ταύτης έλαβε το χάρισμα της κατανύξεως και έκλαιε, δίχως πόνον, όταν ήθελε. Και τόσον ηγάπα τον τόπον των Μελανών, όσον εμίσει αυτόν πρότερον. Ο δε κράτιστος Νικηφόρος ωρίσθη παρά του βασιλέως εξουσιαστής όλου του στρατεύματος, και μετέβαινε να πολεμήση εις την Κρήτην, όπου ήσαν τότε Αγαρηνοί, μη υποτασσόμενοι εις τους Ρωμαίους. Μαθών δε παρά του αδελφού του Λέοντος, ότι ο Αθανάσιος ήτο εις τον Άθωνα, έστειλε πλοίον πολεμικόν και γράμματα προς τους Οσίους του Όρους, παρακαλών να δεηθούν προς Κύριον, να βοηθήση αυτόν να νικήση τους Αγαρηνούς, και να αποστείλουν τον Αθανάσιον μετ’ άλλων δύο εναρέτων γερόντων. Οι Μοναχοί τότε, αναγνώσαντες το γράμμα του άρχοντος, εθαύμασαν δια την τόσην φιλίαν του άρχοντος μετά του Οσίου, τον οποίον παρεκάλουν να μεταβή κατά το γράμμα. Αλλ’ ούτος δεν επείθετο. Όθεν έταξαν εις αυτόν ασυγχωρησίαν, εάν δεν θα μετέβαινεν. Ούτως υπήκουσεν ακουσίως και παραλαβών ένα γέροντα, εις τον οποίον υπετάσσετο ο Όσιος, ανήλθον εις πλοίον κι έπλευσαν εις Κρήτην, την οποίαν ο Νικηφόρος κατέλαβε. Ιδών δε ο Νικηφόρος τον Αθανάσιον πολλήν ησθάνθη αγαλλίασιν και ετίμησεν αυτόν, θαυμάζων την πολλήν του ταπείνωσιν, αφού κατεδέχετο να είναι εις την υπακοήν του γέροντος. Ευθύς δε, χωρίς να διηγηθή εις τον Όσιον τας ανδραγασίας του εις εκείνον τον πόλεμον, ανέφερε την παλαιάν του επιθυμίαν, ότε υπέσχετο να γίνη Μοναχός λέγων· «ο φόβος, ω Πάτερ, τον οποίον είχετε εις όλον το Όρος δια τους Αγαρηνούς, ιδού, με την ευχήν σας, ηφανίσθη. Επειδή δε έταξα εις την αγιωσύνην σου να φύγω από τον κόσμον, τώρα δεν έχω πλέον κανέν εμπόδιον. Μόνον, σε παρακαλώ, να κτίσης δι’ ημάς εν ησυχαστήριον, όπου να μονάζωμεν μετ’ άλλων τριών αδελφών ησυχάζοντες και να οικοδομήσης εις άλλον τόπον μεγάλην Εκκλησίαν, ήτις να γίνη Κοινόβιον, ανά πάσαν δε Κυριακήν να κατερχώμεθα εις την Λαύραν, δια να μεταλαμβάνωμεν των θείων Μυστηρίων». Ταύτα δε λέγων ο τροπαιοφόρος Νικηφόρος έδιδεν εις τον Όσιον και χρήματα δια τα έξοδα των κτιρίων. Αλλ’ ο Όσιος δεν τα εδέχθη ειπών· «εγώ δεν θέλω να έχω φροντίδα και μέριμναν, πλην συ έχε πάντοτε τον φόβον του Θεού και πρόσεχε την πολιτείαν σου, επειδή ευρίσκεσαι εν μέσω των παγίδων του κόσμου· εάν δε είναι θέλημα Θεού θα γίνη και τούτο το οποίον ορίζεις». Ελυπήθη ο Νικηφόρος ακούσας ταύτα. Αφού δε απήλαυσαν δι’ ολίγας ημέρας ο εις τον άλλον, εχωρίσθησαν. Και ο μεν Όσιος Αθανάσιος επέστρεψεν εις τον Άθωνα, ο δε Νικηφόρος θερμότερον επόθει να οικοδομηθή το Μοναστήριον. Διο απέστειλεν έν πνευματικόν του φίλον, ονόματι Μεθόδιον, όστις αργότερον εγένετο καθηγούμενος εις το όρος του Κυμινά, με γράμματα και χρήματα προς τον Αθανάσιον, παρακαλών αυτόν να αρχίση την οικοδομήν. Ο δε Όσιος, βλέπων την θερμήν επιθυμίαν και τον θείον πόθον του άρχοντος, έκρινεν ότι ήτο θέλημα Θεού να γίνη το Μοναστήριον. Αποδεχθείς όθεν τον χρυσόν ήρχισεν εις τους εξ χιλι΄δας και τετρακοσίους εξήκοντα εννέα χρόνους από κτίσεως κόσμου να κτίζη με πόνους πολλούς και ιδρώτας το ησυχαστήριον, εντός του οποίου έκτισε ναόν τιμηθέντα επ’ ονόματι του πανενδόξου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Έπειτα ηθέλησε να κτίση κατωτέρω, εκεί όπου είχε την καλύβην, εις τα Μελανά, Εκκλησίαν καλλίστην επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο πολέμιος όμως δεν το ηνείχετο και επολέμησεν όσον ηδύνατο δια να εμποδίση την ανέγερσιν της οικοδομής, ενοχλών τους οικοδομούντας, των οποίων τας χείρας, όταν ήρχιζαν τα θεμέλια, έκαμνεν, ο μισόκαλος, δια των δαιμονικών ενεργειών του, ανενεργήτους, εις σημείον ώστε ούτε εις το στόμα των ηδύναντο να εγγίσουν αυτάς ούτε να φάγουν. Και ταύτα μεν ενήργει ο πονηρός και άδικος, ο δε δίκαιος ανέπεμψε προσευχήν και έψαλλε το Τρισάγιον και τινα τροπάρια. Ούτως, ω του θαύματος! Ελύθησαν αι χείρες αυτών, και ο πονηρός κατησχύνθη. Τούτο ήτο το πρώτον θαύμα, όπερ ετέλεσεν ο Όσιος, όστις πρώτος έλαβε την σκαπάνην και έσκαπτεν εις πείσμα του δαίμονος. Τότε και οι τεχνίται ανεμποδίστως ειργάζοντο, ιδόντες το τοιούτον θαυμάσιον. Ηυλαβήθησαν δε τον θαυμαστόν Αθανάσιον και προσπίπτοντες εις τους πόδας αυτού εδέοντο να κουρεύση τούτους Μοναχούς. Ούτος δ’ ο μακάριος υπήκουσε και εκούρευσεν αυτούς Μοναχούς, ευχαριστών τον Κύριον, διότι, πριν ή κτίση το Μοναστήριον, απέστειλεν οικήτορας, οίτινες ουχί ως μίσθιοι αλλ’ ως κύριοι έκτιζον επιμελέστατα την κατοικίαν των προς ανάπαυσίν των. Όθεν εκ της πολλής των φροντίδος επρόκοπτε και ηύξανε το έργον. Επειδή δε η φήμη της αρετής του Οσίου και του θείου τούτου έργου διεδίδετο πανταχού, συνήγοντο εκεί πολλοί από διαφόρους χώρας, ποθούντες να συγκατοικήσωσι μετά τοιούτου αγίου ανθρώπου, οίτινες βλέποντες ότι έτρωγε μόνον δις της εβδομάδος και τότε άρτον ξηρόν ή καρπούς των αγρίων δένδρων και ότι έπινεν ολίγον ύδωρ, ενόμιζον την ιδικήν των τροφήν ως τρυφήν και συμπαθούντες πλειότερον ειργάζοντο. Συνεργούσης δε και της θείας δυνάμεως δι’ ευχών του Οσίου ετελειώθη ο θείος εκείνος ναός σταυροειδής, ωραίος πολύ και θαυμαστός. Έκτισε δε άλλους δύο μικροτέρους ναούς δεξιά και αριστερά του μεγάλου, τον ένα επ’ ονόματι του θαυματουργού Αγίου Νικολάου και τον έτερον εις μνήμην των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Τότε ο Όσιος εγένετο Μεγαλόσχημος υπό τινος εναρέτου αναχωρητού, Ησαϊα ονομαζομένου, διότι ακόμη δεν ήτο τέλειος Μοναχός παρ’ όλον ότι κατά τας αρετάς ήτο από πολλού καιρού τέλειος. Ούτος δε πάλιν εκούρευσε τους τεχνίτας, τους οποίους ιάτρευσεν, ως είπομεν ανωτέρω. Μετά ταύτα έκτισε τα κελλία και την τράπεζαν, επί της οποίας είναι τοποθετημέναι είκοσι μία πλάκες, άπασαι εκ λευκού μαρμάρου, και χωρεί εκάστη δώδεκα άνδρας. Επί τούτοις έκτισε νοσοκομείον και ξενοδοχείον και ό,τι άλλο εχρειάζετο. Επειδή δε εκεί πλησίον δεν υπήρχε πηγή, ανεζήτησεν εις διάφορα μέρη του όρους, έως ότου εύρεν ύδωρ ηδύτατον εις τόπον υψηλόν και δύσβατον, μακραν της Μονής έως εβδομήκοντα στάδια. Με πολλήν λοιπόν κακοπάθειαν έσκαψεν εκείνους τους αποκρήμνους τόπους και ήνοιξεν αύλακας, συναθροίσας δε εκ διαφόρων μικρών πηγών και πόρων ύδατα έφερεν εις τον τόπον του νέου Ησυχαστηρίου τόσην ποσότητα υδάτων, ώστε κατένειμεν εις όλα τα διακονήματα, καθώς φαίνεται έως την σήμερον. Δια δε τα υπόλοιπα κτίσματα, ήτοι παρεκκλήσια, μύλους, κήπους, αμπελώνας, δένδρα τα οποία εφύτευσεν εκεί εις τα μετόχια, και τον ξενώνα, και όσα άλλα ίδρυσεν ο Όσιος, ίνα οι αδελφοί προσπορίζωνται τα προς το ζην, δεν είναι πρέπον να διηγούμαι. Καθώς δεν είναι επιτετραμμένον να διηγηθή τις και τα τυπικά της Εκκλησίας άτινα έγραψε, τους κανόνας και τάξεις, τα οποία παρέδωσεν, ίνα τηρούν εις τας καθημερινάς Ακολουθίας. Διότι τούτο είναι ιστορίας έργον και ουχί βίου διήγησις. Προσήρχετο δε λαός πολύς από πάσης χώρας, άλλοι δια να λάβουν την ευλογίαν αυτού, άλλοι δια να ερωτήσουν εις ό,τι δεν εγνώριζον. Και όλους υπεδέχετο και ενουθέτει δια λόγων ψυχωφελών, ώστε ουδείς να φεύγη χωρίς ν ωφεληθή. Μεγίστην δε επιμέλειαν κατέβαλεν ο Όσιος, ώστε αι ιεραί Ακουλουθίαι να τελούνται θεοπρεπέστατα και εν πάση ακριβεία, ουδείς δε ετόλμα να συνομιλήση ή να εξέλθη του Ναού, χωρίς μεγάλην ανάγκην, ενώ εψάλλετο η Ακολουθία, διότι είχεν έξωθι δύο αδελφούς, επί τούτω ισταμένους, οίτινες εξήταζον πάντα εξερχόμενον. Και εάν μεν είχε πρόφασιν εύλογον, επέτρεπον εις αυτόν. Άλλως απηγόρευον την έξοδον. Άλλος αδελφός πάλιν, όταν εγίνετο ανάγνωσις, εξύπνα όσους εκοιμώντο. Άλλον αδελφόν επρόσταξε να προσέχη, εάν δεν έλθη κανείς εξ αρχής, να ερωτά τις ήτο και διατί δεν ήλθεν εγκαίρως εις την Ακολουθίαν. Πάντας δε εξήταζε λεπτομερώς και εκανόνιζεν αυστηρώς, όταν η απουσία των δεν ωφείλετο εις ασθένειαν, αλλά εβράδυνον εκ ραθυμίας ή αμελείας. Απλώς δε ειπείν τα πάντα εκυβέρνα σοφώτατα ως ποιμήν άγρυπνος και αγρύπνως εφρόντιζεν, ώστε ο αρπακτικός λύκος να μη καταβροχθίση κανέν πρόβατον. Όθεν, ένεκα ταύτης της ψυχωφελούς ακριβείας, την οποίαν εδείκνυε δια την Εκκλησίαν ο Όσιος και ένεκα της θεαρέστου και σεμνής πολιτείας αυτού, έτι δε και δια την πολλήν ευλάβειαν, την οποίαν έτρεφε προς την Αειπάρθενον και υπερένδοξον Θεοτόκον ο θεοφώτιστος, ηξιώθη να την ιδή πολλάκις και δια των αισθητών οφθαλμών, ως έβλεπε και δια των νοητών οφθαλμών. Όχι δε μόνον εκείνος, αλλά και έτερος ενάρετος αδελφός, Ματθαίος ονομαζόμενος, του οποίου μίαν νύκτα, όταν έψαλλον τον Όρθρον, ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί της ψυχής και είδε γυναίκα σεβασμίαν και έντιμον, συνοδευμένην υπό δύο νεανιών λευκοφόρων, εξ ων ο εις εκράτει λαμπάδα και έφεγγεν ως δούλος έμπροσθεν αυτής πορευόμενος, ο δε έτερος ηκολούθει. Λίαν δε ευλαβώς παρίσταντο αμφότεροι. Όταν δε περιέδραμον όλην την Εκκλησίαν, η θαυμασία εκείνη και δορυφορουμένη γυνή προσέφερεν εις τους αδελφούς των χορών ανά εν φλωρίον. Εις εκείνους δε οίτινες ήσαν έσωθεν των πυλών έδωκεν ανά δώδεκα νομίσματα και εις τον Νάρθηκα έδωκεν εξ. Ο δε ευλαβής Ματθαίος έλαβεν εξ νομίσματα, επειδή ευρίσκετο και αυτός εις τον Νάρθηκα, έδραμε δε ευθύς εις τον χορόν και ανήγγειλεν εις τον Όσιον την οπτασίαν, όστις εβεβαιώθη ότι το όραμα ήτο πραγματικόν εξ εκείνων, οίτινες έλαβον εξ νομίσματα ως ευλαβέστεροι, και κατά τους λογισμούς των πλουσίαν έλαβον την ανταπόδοσιν. Εάν δε απορήση τις, πως ο ενάρετος Ματθαίος έλαβε μόνον εξ νομίσματα, ως και οι αμελέστεροι, ας γνωρίζη ότι τούτο εγένετο κατ’ οικονομίαν, ίνα μη υπερηφανευθή ότι έλαβεν ίσον, ως οι πρώτοι, δώρημα και αδιαφορήση, αλλά να μείνη εις την ταπεινοφροσύνην και να καλλιεργήση περισσότερον τας αρετάς. Ταύτα ως προς την Ακολουθίαν. Εις δε την τράπεζαν δεν συνωμίλουν, ούτε έδιδεν αδελφός εις άλλον εκ της μερίδος του. Και όστις ήθελε θραύσει πινάκιον ή άλλο αγγείον, κατά την διάρκειαν του φαγητού, έκαμνε μετάνοιαν και δεικνύων τα τεμάχια εζήτει συγχώρησιν. Μετά το απόδειπνον δεν συνωμίλουν, ουδέ μετέβαινε τις εις άλλου κελλίον. Δεν αργολογούσαν ποτέ, ουδέ ετόλμα τις να είπη τον ψυχρόν λόγον «ιδικόν μου», διότι ο λόγος ούτος χωρίζει ημάς από την μακαρίαν αγάπην. Αλλ’ είχον όλα κοινά, καθώς ορίζει ο μέγας Βασίλειος. Όστις εύρισκε μανδήλιον ή άλλο τι εκρέμα εις το σημαντήρα, δια να το παραλάβη εκείνος όστις το απώλεσεν. Απλώς δε ειπείν, διήρχοντο οι μακάριοι βίον όντως μακάριον και υπερθαύμαστον, καθώς καθωδήγει ο Όσιος. Kαθ’ ον δε καιρόν εκυβέρνα την ποίμνην αυτού ούτω θεαρέστως ο Όσιος, ήλθεν άνθρωπος τις και είπεν εις αυτόν, ότι ο φίλος αυτού Νικηφόρος ο μεγαλώνυμος εγένετο βασιλεύς. Αλλ’ ο Όσιος, αντί να χαρή, ελυπήθη, διότι έκτισε το Μοναστήριον και ανέμενεν αυτόν, επειδή ο Νικηφόρος υπεσχέθη ότι θα εγίνετο Μοναχός ίνα είναι αχώριστοι. Αλλ’ επειδή εκείνος έπραξε παρά την συμφωνίαν των και ο Όσιος απεφάσισε να εγκαταλείψη το Μοναστήριον χωρίς όμως να φανερώση την γνώμην του εις τους άλλους. Μόνον παρέλαβε μεθ’ εαυτού τρεις Μοναχούς, ειπών ότι μετέβαινε προς τον βασιλέα, δια να ζητήση συνδρομήν δια την Μονήν. Και όταν έφθασεν εις την Λήμνον έστειλε τον ένα εκ των Μοναχόν εις τον βασιλέα μετά γράμματος, εν ω ήλεγχεν αυτόν, διότι περιεφρόνησε την συμφωνίαν και επροτίμησε βασιλείαν πρόσκαιρον υπέρ την ουράνιον την αεί διαμένουσαν. Εις δε το τέλος του έγραψε ταύτα· «Ιδού ότι με έβαλες εις πολλούς κόπους ματαίως και ανωφελώς. Λοιπόν τώρα μεταβαίνω εις τόπον ήσυχον, κατά τον πόθον μου, το δε Μοναστήριον παραδίδω πρώτον εις τον Θεόν και δεύτερον εις τας χείρας σου. Εκεί δε εις την Λαύραν ευρίσκεται εις αξιόλογος και ενάρετος αδελφός, ονόματι Ευθύμιος, αυτός είναι άξιος δια την ηγουμενίαν». Ο Μοναχός έφερεν εις τον βασιλέα το γράμμα, ούτος δε εχάρη πριν αναγνώση την επιστολήν. Αλλ’ όταν είδε τι έγραφεν ο Όσιος επικράνθη τόσον, ώστε έκλαυσε και πολύ εμέμφετο τον εαυτόν του. Ομοίως και ο Μοναχός έκλαιε δια την στέρησιν ενός τοιούτου πατρός. Ο δε Όσιος έστειλεν εις το Μοναστήριον τον άλλον αδελφόν του, καλούμενον Θεόδοτον, ίνα ιδή εάν ο βασιλεύς θα φροντίζη δια το Μοναστήριον, κρατήσας δε εις την συνοδείαν του τον έτερον Μοναχόν, τον Αντώνιον, ανεχώρησαν εις Κύπρον και έμειναν εις μίαν Μονήν καλουμένην των ιερέων και ησύχαζον, έως ότου ίδουν τι θα συμβή. Αλλ’ ο βασιλεύς έστειλεν εις πάντα τόπον της δεσποτείας αυτού προστάγματα και γράμματα, με την εντολήν να εύρουν τον Αθανάσιον. Ο δε Όσιος, ως επληροφορήθη τούτο, διελθών εκ της Κύπρου εις την στερεάν, ήθελε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα. Μαθών δε ότι ήτο φόβος εξ αιτίας των Αγαρηνών, ανέπεμψε δέησιν προς τον Θεόν, ίνα φωτίση αυτόν και πράξη το συμφερώτερον. Κατά δε την νύκτα είδεν εν οπτασία τον Κύριον, προστάζοντα και ειπόντα· «Επίστρεψον εις την Μονήν, την οποίαν έκτισες, ότι μέλλει να αυξηθή περισσώς, και πολλοί θα σωθώσι δια μέσου σου». Όθεν επιστρέψαντες εβάδιζον επί πολλάς ημέρας μετά του Αντωνίου, του οποίου εξωγκώθη ο πους και εκινδύνευσεν εις θάνατον, διότι μετά του πρηξίματος του ποδός έπαθε και δυσεντερίαν και πυρετόν ισχυρόν, τόσον ώστε εκείτετο ασάλευτος ως νεκρός. Ο δε Όσιος εθεράπευσεν αυτόν δια της προσευχής του θαυμασιώτατα. Απελθών δε ο Θεόδοτος εις την Λαύραν, εύρεν όλους τους αδελφούς τεταραγμένους δια την του πατρός στέρησιν, ο δε Ευθύμιος δεν είχε δεχθή την προστασίαν και ούτως είχον μεγάλην σύγχυσιν εις την Μονήν. Όθεν αφού παρέμεινεν ολίγον καιρόν εισήλθε πάλιν εις πλοίον και μετέβη εις συνάντησιν του Οσίου, τον οποίον συνήντησεν εις την Αττάλειαν και επέστρεψαν εις την Λαύραν. Οι δε Μοναχοί, ιδόντες τον ποιμένα εχάρησαν, ως ο τυφλός όταν ιδή τον ήλιον. Άπαντες δε οι του Όρους, ακούσαντες ότι ήλθεν ο Αθανάσιος, συνήγοντο καθ’ εκάστην ίνα ίδωσιν αυτόν. Και άλλος έφερε σίτον, άλλος έλαιον, άλλος άλλα, διότι η Λαύρα ευρίσκετο εις μεγάλην στέρησιν, τόσον ώστε δεν είχον να ζυμώσουν. Αλλ’ εις ολίγον καιρόν, αφ’ ότου επέστρεψεν ο Όσιος Αθανάσιος, όλα ετακτοποιήθησαν και αι αποθήκαι ήρχισαν να πληρούνται από παντός αγαθού. Μετά ταύτα ο Όσιος μετέβη εις την Βασιλεύουσαν. Και ο βασιλεύς, όταν ήκουσεν ότι ήρχετο ο φίλος του, εχάρη πολύ, αλλά εντρέπετο να τον ίδη βασιλέα αντί Μοναχού ως είχεν υποσχεθή. Όθεν εγερθείς του θρόνου του έδραμεν, όχι ως βασιλεύς, αλλ’ ως πλούς άνθρωπος, και προϋπήντησε τον Όσιον με ταπείνωσιν μεγάλην. Αφ’ ου δε ησπάσθη αυτόν, τον έλαβεν εκ της χειρός και εισελθόντες εις το ιδιαίτερον δωμάτιόν του, εδικαιολογήθη εις τον Όσιον ούτω· «Εγώ είμαι ο αίτιος δι’ όλους τους κόπους και τας θλίψεις σου, επειδή ηθέτησα τον φόβον του Θεού και τας συμφωνίας κατεπάτησα. Αλλά, σε παρακαλώ, μακροθύμησον ολίγον καιρόν αναμένων την επιστροφήν μου, έως ότου με αξιώση ο Κύριος να αποδώσω εις Αυτόν ό,τι υπεσχέθην». Ο δε Όσιος, ακούσας τούτους τους ευσεβείς λόγους, ηυφράνθη δια την πολλήν του βασιλέως ταπείνωσιν. Όμως αν και προεγνώριζεν ότι μέλλει να τελειώση τον βίον του εις τα βασίλεια, δεν το απεκάλυψεν, αλλά μόνον εδίδασκε τον βασιλέα να έχη ταπείνωσιν, ν κλαίη δια τας αμαρτίας του και δια την υπόσχεσιν του μοναχικού σχήματος, δι’ ην εψεύσθη ενώπιον του Θεού, να συγχωρή όσους του πταίσουν, εξαιρέτως δε να δίδη πάντοτε ελεημοσύνας. Αυτούς και άλλους ψυχωφελείς και χρησίμους λόγους είπεν εις τον βασιλέα ο Όσιος, προς δε τους γνωρίμους και φίλους του προείπεν, ότι ταχέως μέλλει να αποθάνη ο βασιλεύς εκεί εις το ανάκτορόν του. Έδωκε δε ο βασιλεύς εις τον Όσιον χρυσόβουλλον, εις το οποίον έγραφεν, ότι χαρίζει εις την Λαύραν παραχώρησιν, τουτέστιν εν ετήσιον εισόδημα, δια να τελούν κατ’ έτος την εορτήν με πάσαν μεγαλοπρέπειαν, δωρήσας και το μέγα Μοναστήριον της Θεσσαλονίκης ως Μετόχιον της Μονής του Οσίου. Επειδή δε οι Μοναχοί του Όρους είπον εις τον Όσιον να παρακαλέση τον βασιλέα να χαρίση και εις την Εκκλησίαν των Καρυών εν εισόδημα, έκαμε και ταύτην την ευποιϊαν ο φιλόχριστος Νικηφόρος, ορίσας και εις αυτόν τον ναόν ετήσιον εισόδημα άλλας τέσσαρας λίτρας χρυσού, πλέον των τριών τας οποίας έως τότε ελάμβανον. Ταύτα τελέσας ο Όσιος, τη βοηθεία του Παντοκράτορος, και αποχαιρετήσας τον αυτοκράτορα, επέστρεψεν εις τον Άθωνα. Ο δε αριθμός των Μοναχών επληθύνετο και ο δοτήρ των αγαθών έστελλεν εις αυτούς παν χρειώδες προς κυβέρνησίν των. Ούτοι δε πάλιν εφιλοξένουν άπαντας πλουσιοπαρόχως. Επειδή δεν είχον λιμένα δια να προσεγγίζουν τα πλοία, και δια τούτο πολύ εκοπίασεν ο τρισμακάριος και φιλόξενος, δια να έχουν ανάπαυσιν όχι μόνον οι Μοναχοί, αλλά και οι ξένοι να αποβιβάζωνται με πάσαν άνεσιν. Ο δε μισόκαλος και δια τούτο εφθόνησε, και επλήγωσε τον Όσιον ο παμμίαρος, κατ’ αυτόν τον τρόπον. Καθώς κατεβίβαζον εις τον λιμένα εν ξύλον βαρύτατον, εβοήθει δε και ο Άγιος, όστις έσυρε τούτο εκ του κάτω μέρους ωθούντες μετά των τεχνιτών εις τον κατήφορον, τότε εκ συνεργείας του δαίμονος εκίνησε το ξύλον με πολλήν ορμήν και κατεπλάκωσε τον πόδα του Οσίου, τον οποίον συνέτριψεν εις το σκέλος και τον αστράγαλον. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης εκείτετο τρεις χρόνους κλινήρης υπό δριμυτάτων πόνων βασανιζόμενος. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο βασιλεύς Νικηφόρος δια της επιβουλής, την οποίαν άπαντες γνωρίζουσιν. Όθεν, βασιλεύοντος του Ιωάννου, εύρεν ο πονηρός ευκαιρίαν να ενοχλήση τον Όσιον, και ούτω παρεκίνησε τους απλουστέρους Μοναχούς, τους κατοικούντας εις τα άλλα μέρη του Όρους, να εγκαλέσωσι τον Όσιον εις τον νέον βασιλέα, ότι παρέβη την παλαιάν συνήθειαν και μετέβαλε τους αρχαίους νόμους του Όρους κατά την γνώμην του, εξ ου και γίνεται μέγα σκάνδαλον. Ο βασιλεύς τότε έγραψε προς τον Αθανάσιον να έλθη ευθύς εις την βασιλεύουσαν, όστις ως ιατρεύθη μετέβη πράγματι. Αλλ’ ως τον είδεν ο βασιλεύς ηυλαβήθη αυτόν και αντί να τον κακοποιήση, τον ευηργέτησε και εδώρησε δια χρυσοβούλλου εις την Λαύραν διακόσια τεσσαράκοντα τέσσαρα φλωρία χρυσά. Οι δε γέροντες, ιδόντες τοιούτον παράδοξον, ηννόησαν ότι ο διάβολος επλάνησεν αυτούς και, μετανοήσαντες, προσέπεσον εις τον Όσιον, ζητούντες συγχώρησιν. Ιδών δε ο πολέμιος ότι δια του τρόπου αυτού δεν ηδυνήθη να βλάψη τον Όσιον, έτριζε κατ’ αυτού τους οδόντας και ητοιμάζετο προς πόλεμον αγριώτερον. Την ετοιμασίαν ταύτην του νοσηρού προείπεν εις των ιερών γερόντων, Θωμάς ονομαζόμενος, όστις, ελθών εις έκστασιν την τρίτην ώραν της ημέρας, είδεν εις όλα του Όρους τα υψώματα και τας δασώδεις εκτάσεις πλήθος πιθήκων και αιθιόπων, οίτινες έλεγον ωργισμένοι ο εις προς τον άλλον· «Έως πότε θα υπομένωμεν τον ολοθρευτήν μας αυτόν τον δεινότατον και διατί δεν τον εξολοθρεύομεν; Δεν βλέπετε, ότι μας εξεδίωξεν αθλίως και κατέλαβε τον τόπον μας»; Ενώ δε ταύτα και έτερα έλεγον οι δαίμονες, ο ευσεβής Θωμάς είδε τον Όσιον εξελθόντα μετά της ράβδου από το κελλίον και έδερεν αυτούς τόσον, ώστε τους εξώρισε τελείως από τα Μελανά και έγιναν άφαντοι. Και η όρασις επηλήθευσε μετ’ ολίγον, ότε ο ανθρωποκτόνος ενεφύτευσε το μίσος εις ένα Μοναχόν κατά του ανεξικάκου Αθανασίου, και τόσον τον εξώργιζεν, ώστε εμελέτησε να φονεύση τον Όσιον ο ανόσιος. Όθεν ακονίσας εκείνος ο άθλιος μάχαιραν, μετέβη την νύκτα εις το κελλίον του Οσίου ησύχως, την στιγμήν κατά την οποίαν προσηύχετο δι’ εκείνον τον αχάριστον, και είπε το «πάτερ, ευλόγησον», με τον σκοπόν να εξέλθη δια να τον κτυπήση. Ο δε Όσιος ηρώτησε τις ήτο. Έπειτα ήνοιξε την θύραν, αλλ’ ως τον είδεν ο πάντολμος έμεινεν ως νεκρός εκ του φόβου, αι χείρες του εμαράνθησαν και έπεσε κατά γης η μάχαιρα. Τότε προσπεσών εν συντριβή εις τους πόδας του Οσίου εζήτει συγχώρησιν λέγων· «Ελέησον, πάτερ, τον φονέα σου, συγχώρησον την ανομίαν μου και άφες την ασέβειαν της καρδίας μου». Ανάψας τότε λαμπάδα ο Όσιος και ιδών εις την γην την μάχαιραν ηκονισμένην, ηννόησε την κακήν του σκέψιν και απήντησε· «Ως να ήμην ληστής ήλθες να με φονεύσης, τέκνον μου; Πλην παύσον τα δάκρυα και μη ομολογήσης εις ουδένα το συμβάν, διότι ο Θεός σου συνεχώρησε το ανόμημα». Ταύτα δε ειπών ησπάσθη τον ανόητον εκείνον ως φίλον του, χαρίσας εις αυτόν και δώρα εν ονόματι Κυρίου. Και όχι μόνον ζώντα ηγάπ αυτόν πάντοτε, αλλά και μετά τον θάνατόν του τον έκλαυσε περισσότερον από τους άλλους. Τοσούτον ήτο αμνησίκακος ο μακάριος. Προς δε τους αρρώστους και τους αμελείς ήτο επιμελέστατος θεραπευτής και οικονόμος συμπαθέστατος, υπεδέχετο δε πάντα ασθενούντα και εκυβέρνα δι’ όλων των αναγκαίων εις τε την ψυχήν και το σώμα. Και έλεγε ταύτα εις τους Μοναχούς προς νουθεσίαν των· «Να γνωρίζετε, ότι τούτο ζητεί ο Θεός από κάθε άνθρωπον. Να βοηθούμεν τους αδελφούς πρώτον σωματικώς, να περιποιούμεθα αυτούς όσον δυνάμεθα, έπειτα δε με λόγους ψυχωφελείς να οδηγώμεν αυτούς εις μετάνοιαν, ίνα οι ανάξιοι γίνωνται άξιοι και τίμιοι προς τον Δεσπότην». Όσοι δε δελφοί ήσαν αμελείς και δεν ήξευραν εργόχειρον, ή ήσαν νυσταλέοι και γέροντες, ωρίζοντο υπό του Οσίου εις υπηρεσίας της τραπέζης. Ήτοι άλλοι εκαθάριζον λάχανα ή όσπρια ή άλλο παρόμοιον έργον εξετέλουν δια να μη κάθηνται άνεργοι. Τους δε εργαζομένους επρόσταζε να προσεύχωνται πάντοτε, δια να μη αργολογούσιν. Ήτοι, όταν εζύμωνον ή έπλαθον ή ειργάζοντο εις τους αγρούς, ώριζε να λέγουν και ψαλμούς, δια να ευλογήται το έργον των και η ψυχή των να αγιάζεται. Όσοι δε ήσαν βαρέως ασθενείς, τόσον Μοναχοί, όσον και ξένοι, εστέλλοντο εις το νοσοκομείον· και είχεν ο Όσιος εντεταγμένους αδελφούς, ίνα φροντίζουν αυτούς μετά πάσης επιμελείας. Όταν δε τινές είχον πολλάς πληγάς ή πόνους και ημέλουν οι νοσοκόμοι, ως μη υποφέροντες την δυσωδίαν των πληγών, μόνος ο Όσιος εκαθάριζε τα σεσηπότα μέλη δια των ιδίων χειρών του και πάσαν άλλην ευτελεστέραν υπηρεσίαν εξετέλει και όσον ηδύνατο μυστικώτερον. Όθεν ο Κύριος, βλέπων την τελείαν ταπείνωσιν και τους κόπους, τους οποίους κατέβαλλεν ο Όσιος, εθεράπευε παραδόξως τον ασθενή και ούτω πολλοί ιατρεύθησαν. Ο δε Όσιος όμως δεν εφανέρωνε ταύτα, αλλά έλεγεν, ότι εθεραπεύοντο με βότανα. Όταν δε πάλιν εγνώριζεν, ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να ιατρευθή ο τάδε άρρωστος, ετέλει μεθ’ όλων των αδελφών ολονύκτιον αγρυπνίαν δεόμενοι εις τον Θεόν να αναπαύση αυτόν ως εύσπλαγχνος, δια να μη βασανίζεται και ο ασθενής και οι υπηρέται να μη βαρύνωνται. Το δε πρωϊ, όταν ετελείωναν τας ευχάς, ετελείωνε και την ζωήν ο άρρωστος. Τότε ο Όσιος έλεγε με πολλήν ταπεινοφροσύνην, ότι η ευχή όλων συνήργησεν εις τούτο το θαυμάσιον. Δια τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς του Οσίου, τας αγρυπνίας, τας νηστείας και άλλας ενθέους πράξεις αυτού, επήκουσεν ο Θεός και εδωρήσατο εις αυτόν την χάριν να τελή άπειρα θαύματα. Ούτω επιθέτων τας χείρας αυτού επί των ασθενών και αναπέμπων ευχήν, ευθύς έβλεπε τούτους να ιατρεύωνται. Εις άλλον πάλιν έλεγε· «δεν έχεις συ, αδελφέ, ουδεμίαν ασθένειαν». Ευθύς δε ο λόγος έργον εγίνετο και έφευγε το κακόν από τον άρρωστον δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Άλλους εκτύπα δια της ράβδου του και εθεραπεύοντο. Όστις δε είχε πάθος θυμού ή φθόνου ή άλλο τι παρόμοιον και εξωμολογείτο τούτο εις τον Όσιον, εκείνος ήγγιζε την ράβδον αυτού εις την κεφαλήν εκείνου ή εις το στήθος του, λέγων· «Ύπαγε εις ειρήνην, δεν έχεις κανέν κακόν». Και ευθύς το πάθος απεχώρει. Πλην δεν ήτο δι’ όλους ταχύς ιατρός, αλλ’ εις τινας μεν έδιδε την ίασιν μετ’ ολίγον χρόνον, εις άλλους ελάφρυνεν ολίγον το κακόν, άλλους δε πάλιν ουδόλως ιάτρευε και εις άλλους απέκοπτε το έργον του κακού, τον δε λογισμόν άφηνε, δια να αγωνίζωνται. Απλώς δε ειπείν, καθώς εγνώριζεν, έκαμνε το συμφερώτερον. Ούτω ήτο δι’ όλους κοινός κυβερνήτης και προστάτης, στελλόμενος παρά της θείας προνοίας. Δια των αρετών δε αυτού όλον το Όρος κατωκείτο από εναρέτους δούλους του Θεού και οι αναχωρηταί εγκατέλειπον την ησυχίαν και ήρχοντο προς αυτόν και υπετάσσοντο, κρίνοντες τούτο ωφελιμώτερον της ησυχίας. Και όχι μόνον οι Μοναχοί του Όρους, αλλά και άλλοι εκ διαφόρων χωρών συνέτρεχον προς τον Όσιον. Από την Ρώμην, την Ιταλίαν, την Καλαβρίαν, την Ιβηρίαν, ευγενείς και πλούσιοι άρχοντες, καθώς και Ηγούμενοι Κοινοβίων, ακόμη και Επίσκοποι, εγκαταλείποντες τους θρόνους των ήρχοντο και υπετάσσοντο εις αυτόν, εκ των οποίων ήσαν και τινες περιφανέστατοι, ο μέγας Πατριάρχης Νικόλαος, ο περιβόητος Χαρωνίτης, Ανδρέας ο Χρυσοπολίτης, ο ασκητής και σοφώτατος, ο ασκητής Ακάκιος, και άλλοι πολλοί σιδηροφόροι ερημίται, οίτινες εγήρασαν εις την άσκησιν. Εκ των προσελθόντων δε ήτο και ο μακαριώτατος Νικηφόρος, όστις ησκήτευεν εις την Καλαβρίαν και είδε θείαν οπτασίαν, ήτις επρόσταξεν αυτόν να μεταβή εις τον Άθωνα και να υποταχθή εις τον αρχηγόν του Όρους Αθανάσιον. Τούτον υπεδέχθη ο Όσιος και αφήκεν ολίγον καιρόν να πορεύεται κατά την παλαιάν του συνήθειαν. Ήτο δε ενδεδυμένος μόνον με εν τρίχινον ιμάτιον, και έτρωγε καθ’ εσπέραν πίτυρα μεθ’ ύδατος θερμού και ουδέν έτερον. Ο δε Όσιος ενέδυσεν αυτόν με τα κοινοβιάτικα, προστάσσων να τρώγη ό,τι έτρωγαν και οι άλλοι. Υπήκουε δε ο τρισμακάριος Νικηφόρος εις όλα τα προστάγματα του Οσίου με πολλήν προθυμίαν και εις τόσην αρετήν έφθασεν, ώστε ηγίασε και έρρεεν εκ των οστών του, μετά την οσίαν αυτού μετάστασιν, μύρον θαυμάσιον, ευωδέστερον όλων των αρωμάτων. Εάν λοιπόν ο καρπός δεικνύη το δένδρον και το δένδρον την ρίζαν, εκ του καρπού της διδασκαλίας αυτού καταφαίνεται οποίος ήτο και ο Αθανάσιος. Είχε δε ο Όσιος μεταξύ των άλλων και το προφητικόν χάρισμα. Και κάποτε, ενώ ήτο χειμών βαρύς και δριμύτατος, εκάλεσεν ένα αλιέα, ειπών· «Λάβε τροφάς, και δράμε ταχέως από την Κερασέαν κάτω προς την θάλασσαν, όπου κινδυνεύουν δύο λαϊκοί και εις Μοναχός από την πείναν και το ψύχος να αποθάνωσι. Και όταν φάγουν και δυναμώσουν, να έλθετε εδώ». Σπεύσας τότε ο αλιεύς εύρε τους τρεις ανθρώπους εις μέγαν πράγματι κίνδυνον, καθώς είπε προφητικώς ο Όσιος και αφού έδωσεν εις αυτούς τροφήν ήλθον εις την Λαύραν, χαίροντες και ευχαριστούντες τον Θεόν και τον δούλον Αυτού, όστις διέσωσε τούτους. Άλλοτε πάλιν ο Όσιος εισήλθεν εις λέμβον μετά τινων άλλων αδελφών και όταν απεμακρύνθησαν ολίγον από την ακτήν, ο δαίμων εβουλήθη να τους πνίξη κι ταράξας την θάλασσαν με δυνατόν άνεμον, ανέτρεψε την λέμβον και εσκέπασαν όλους τα κύματα. Αλλ’ ευθύς, ω των θαυμασίων Σου Δέσποτα! Ως ανεστράφη η λέμβος, ευρέθη ο Άγιος καθήμενος επάνω εις αυτήν, οι δε λοιποί περιπατούντες επάνω εις τα ύδατα. Τότε ο Όσιος έσυρεν ένα προς ένα και ανέβησαν άπαντες εις την ράχιν της λέμβου και διεσώθησαν. Μόνον εις Κύπριος, ονομαζόμενος Πέτρος, ως ο πρώην Πέτρος ηθέλησε να απιστήση. Όταν λοιπόν είδεν ο Όσιος, ότι μόνον εκείνος έλειπεν, εφώναξε λέγων· «Που είσαι, Πέτρε, τέκνον μου»; Και με την φωνήν ανεσήκωσεν αυτόν η θάλασσα. Οι δε Μοναχοί της Λαύρας, οι καταβάντες εις τον λιμένα δια να αποχαιρετήσουν τον Όσιον, επειδή είδον τα γενόμενα, εισήλθον εις άλλην λέμβον και σπεύσαντες ταχέως ανεβίβασαν αυτούς εις την ιδικήν των λέμβον και την ανατραπείσαν ανέσυρον. Είδον δε τότε, ω του θαύματος! Ότι κανέν σκεύος δεν είχε πέσει εις το πέλαγος, ούτε άλλο τι εξ όσων είχον προς χρείαν των. Τούτο δε το εξαίσιον ιδόντες οι Μοναχοί εθαύμασαν περισσότερον και επολλαπλασίασαν την πίστιν και την ευλάβειαν αυτών προς τον Όσιον. Μοναχός τις, χαλκουργός την τέχνην, Ματθαίος ονόματι, είχε δαιμόνιον πολύ άγριον. Τούτον ο Όσιος εδέχθη εις την Λαύραν ως ιδικόν του τέκνον και επρόσταξεν ένα των αδελφών να έχη αυτόν εις το κελλίον του και να τον υπηρετή επιμελέστατα. Ο αδελφός τότε πρώτον μεν παρέλαβε τον Ματθαίον μετά χαράς, αλλά κατόπιν εδειλίασε δια την αγριότητα του δαίμονος και επέστρεψεν αυτόν εις τον Όσιον. Ούτως εποίησαν άλλοι δύο, ο δε τρίτος, όστις τον παρέλαβεν, ωνομάζετο Αμβρόσιος. Ο Όσιος τότε είπεν εις αυτόν· «Εάν υπομείνης ταύτην την κακοπάθειαν, να υπηρετής τον δαιμονιζόμενον, εγώ σοι εγγυώμαι να κληρονομήσης βασιλείαν ουράνιον. Παράλαβε λοιπόν αυτόν και εάν φοβηθής καμμίαν φοράν, όταν τον εύρη το κακόν και ταράσσεται, πληροφόρησόν με». Παρέλαβε λοιπόν αυτόν πάλιν εις το κελλίον του ο Αμβρόσιος, όταν δε ο άρρωστος εταράχθη, έδραμε και ανήγγειλε τούτο εις τον Όσιον, όστις είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε, εσκοτισμένε, να ησυχάσης». Αυτόν τον λόγον έλεγεν ο Όσιος, όταν ο άρρωστος ύβριζε κανένα. Απελθών δε ο Αμβρόσιος, εύρε τον Ματθαίον υγιά και σώφρονα. Έτερος τις εκ των Μοναχών του είχεν ασθένειαν και έτρεχεν όλον το ούρον του, όταν εκοιμάτο. Ήτο δε ασκητής και αγωνιστής προθυμότατος. Είχεν όμως τόσην θλίψιν δια την τοιαύτην ασθένειαν ώστε ο παμπόνηρος συνεβούλευσεν αυτόν να κρεμασθή ο ταλαίπωρος. Αλλ’ ο Πανάγαθος Θεός δεν τον αφήκε να χάση τους κόπους του. Αλλ’ ένευσεν εις την καρδίαν του και εξωμολογήθη εις τον Όσιον, δεικνύων τον βρόχον του σχοινίου, δια του οποίου εμελέτησε να πνιγή, εντρέπετο όμως να ειπή την αιτίαν, έως ότου εξομολογών αυτόν ο Όσιος τον ηνάγκασε να το ομολογήση. Όθεν είπεν εις αυτόν οργιζόμενος· «Διατί, εσκοτισμένε, δεν μας το είπες πρωτύτερα; Ύπαγε, και μη το πράξης πλέον». Και, ω του θαύματος! Ο λόγος του έργον εγένετο, και έκτοτε δεν ούρησε κοιμώμενος. Άλλος τις Μοναχός, την κλήσιν Θεόδωρος, είχεν καρκίνον, όστις είναι νόσος δεινή και ανίατος. Ούτος μετέβη προς τον Όσιον, ζητών βοήθειαν, όστις και παρέδωκε τον ασθενή εις τον ιατρόν της Λαύρας Τιμόθεον, ίνα τον επιμελήται ως τέκνον του γνήσιον. Ο δε Τιμόθεος εγνώριζε μεν ότι το πάθος αυτό δεν ιατρεύεται, αλλ’ ανέλαβε τον άρρωστον δια να μη φανή παρήκοος. Τίποτε όμως δεν ωφελήθη ο άρρωστος. Μετά δε καιρόν μετέβη ο Όσιος εις τον Μυλοπόταμον να ιδή τους αδελφούς και αυτόν τον Θεόδωρον. Ιδών λοιπόν το φοβερόν εκείνο πάθος του Θεοδώρου ο Όσιος έκαμε τρισσώς εις αυτόν τον Σταυρόν, ειπών ταύτα· «Ο Θεός να σε καταργήση». Και αυτή η επιτίμησις επέφερεν ίασιν εις ολίγον διάστημα. Αλλ’ ας διηγηθώμεν και έτερον θαύμα του Οσίου Αθνασίου. Η νήσος η ονομαζομένη Νέον, εις την οποίαν είχεν η Λαύρα Μετόχιον και Μοναστήριον, ευρίσκοντο δε εκεί οι νεώτεροι Μοναχοί και επρογυμνάζοντο, είναι τόπος ξηρός και άνυδρος, δια τα κτήνη όμως είναι κατάλληλος, διότι έχει βοσκάς. Ταύτην την νήσον εδώρησαν οι βασιλείς εις την Λαύραν, μετ’ άλλων νήσων, δια να βόσκουν τα πρόβατα. Ένα χρόνον λοιπόν έπεσεν εκεί τόση ακρίς, ώστε έφαγεν όλον το χόρτον και επειδή δεν εύρισκον τα ζώα να φάγουν, απέθνησκον. Όθεν οι εγχώριοι ήλθον εις τον Όσιον κλαίοντες και ζητούντες βοήθειαν. Μεταβάς όθεν εις την νήσον ο Όσιος είδεν, ότι αι ακρίδες είχον καταφάγει όλα τα χόρτα, και μόνον τας αμπέλους δεν ήγγισαν. Ως δε ηρώτησαν αυτόν την αιτίαν, είπεν ότι Θεού οικονομία είναι, δια να έχωμεν ολίγην παραμυθίαν. Εκείνοι δε έλεγον, ότι εκ φύσεως δεν τρώγουν αι ακρίδες τα φύλλα της αμπέλου. Τότε ο πατήρ, δια να γνωρίσουν το σφάλμα των, επρόσταξε να κόψουν αμπελόφυλλα, τα οποία και έρριψαν μακράν της αμπέλου, τα οποία ευθύς αι ακρίδες κατέφαγον. Ανέπεμψε τότε ευχήν ο Όσιος και ευθύς, ω του θαύματος! ήλθον πτηνά αναρίθμητα και κατέφαγον όλας τας ακρίδας. Άλλοτε συνήχθησαν οι Ηγούμενοι του Όρους, υπό του μισοκάλου παρακινούμενοι, και μετέβησαν εις τον βασιλέα Βασίλειον, όστις ευρίσκετο τότε με το στράτευμα εις την Μακεδονίαν, ίνα εγκαλέσουν τον Όσιον δια ματαίαν αιτίαν, ότι δηλαδή ενώ αυτοί ήσαν γεροντότεροι, οι άνθρωποι εκάλουν τον Αθανάσιον αρχηγόν του Όρους. Καθώς λοιπόν μετέβαινον, έτυχε και επανήρχετο εκ τινος υπηρεσίας ο Όσιος και απαντήσας αυτούς, τους εχαιρέτησε και ηρώτησε που μετέβαινον. Τότε οι μεν είπον ψεύματα, άλλας αιτίας προφασιζόμενοι. Ο δε πρώτος του Όρους, Ιωάννης καλούμενος, ήτο απλούς και απονήρευτος, αλλ’ οι άλλοι εβίασαν αυτόν να τους ακολουθήση. Ούτος λοιπόν ωμολόγησε την αιτίαν, ειπών· «Κατά σου, πάτερ, προς τον βασιλέα μεταβαίνομεν». Ο δε Όσιος όμως δεν εκάκισεν, αλλ’ είπεν· «Όπου θέλετε υπάγετε». Ο μεν λοιπόν Ιωάννης, ευλαβηθείς τον Όσιον, επέστρεψε, και παρακινών τους άλλους έλεγε· «ηξεύρετε ότι δεν βλάπτετε τον Αθανάσιον, αλλά μόνον σκάπτετε λάκκον δια τους εαυτούς σας». Αλλ’ εκείνοι δεν υπήκουσαν. Όθεν η θεία δίκη δικαίως τους αδίκους επαίδευσε και ελήστευσαν αυτούς εις τον δρόμον οι κλέπται και δεν τους αφήκαν ούτε υποκάμισον. Λοιπόν επέστρεψαν κατησχυμμένοι και άπρακτοι, γινώσκοντες δε την ανεξικακίαν και αγαθότητα του Αθανασίου μετέβησαν εις αυτόν και τους έδωκεν ενδύματα. Άλλοτε πάλιν ο Όσιος Αθανάσιος μετέβαινε δια λέμβου εις τινα υπηρεσίαν και δεν είχον ύδωρ. Εις δε εκ των αδελφών εδίψασε πολύ, και ωλιγοψύχησεν. Ο δε πατήρ ελυπήθη αυτόν, ως φιλότεκνος, και γεμίσας το σταμνίον εξ ύδατος της θαλάσσης, ηυλόγησεν αυτό, ειπών· «Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πίετε όλοι και χορτασθήτε». Οι δε πίοντες, εθαύμασαν την του ύδατος εκείνου γλυκύτητα. Αδελφός τις της Λαύρας, ονόματι Γεράσιμος, είχε δύο ασθενείας, ήτοι σπάσιμον και ρευματισμούς, εκείτετο δε εις την κλίνην ακίνητος. Ο δε Όσιος προσηυχήθη και χαράξας τον σωτήριον Σταυρόν επ’ αυτού, απέδωσε δια της θείας χάριτος την ίασιν εις τον πάσχοντα. Ούτος δε ο Γεράσιμος, μετά την του Οσίου οσίαν τελείωσιν, ωμολόγησε ταύτα. «Κάποτε επήρα από τον πατέρα μας συγχώρησιν και μετέβην εις τα Ιεροσόλυμα, όπου, αφού προσεκύνησα, επέστρεψα αβλαβής με την ευχήν του. Και μίαν ξμέραν, ενώ ευρίσκετο εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων, μετέβην ίνα του ομιλήσω, παρατηρήσας δε εκ μιας σχισμής της θύρας, είδον το πρόσωπόν του ως φλόγα πυρός. Αναχωρήσας δε, μετ’ ολίγον επέστρεψα και βλέπω το πρόσωπόν του αστράπτον και μίαν ομοίωσιν αγγελικήν πύρινον, ήτις περιέβαλλεν αυτόν. Όθεν εφοβήθην και εφώναξα. Ο δε πατήρ είπε προς με· μη φοβού, τέκνον. Πλην εντολήν σου δίδω από Θεού Παντοκράτορος, να μη ομολογήσης εις ουδένα ό,τι είδες ζώντος μου· και ούτως εφύλαξα το πρόσταγμα και δεν σας είπον τίποτε έως σήμερον».
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΣΙΣΩΗ του Μεγάλου.

Δημοσίευση από silver »

Σισώης ο Όσιος και μέγας εν ασκηταίς εγεννήθη εν Αιγύπτω κατά τας αρχάς της 4ης εκατονταετηρίδος, ότε ήκμαζον εν Αιγύπτω ο μέγιστος των ασκητών θείος Αντώνιος, ο θαυμάσιος Όσιος Ωρ και πλήθος άλλων μεγάλων Αγίων Αναχωρητών. Τούτων τας αρετάς και τα ένθεα κατορθώματα ακούων και ο καλός Σισώης ηγάπησεν εξ αυτής της βρεφικής του ηλικίας τον Κύριον, διο και παιδίον έτι ων έλαβεν εις τους ώμους του τον Σταυρόν του Χριστού και ηκολούθησεν αυτόν εξελθών και αυτός εις την έρημον και αγωνιζόμενος μετά των άλλων ασκητών τον καλόν αγώνα της ασκήσεως. Κατά τας αρχάς της αναχωρήσεώς του ο μακάριος Σισώης ήλθεν εις την ονομαστήν Σκήτην της Νιτρίας, εις την οποίαν ησκούντο τότε περί τους χιλίους Μοναχούς επάνω εις τους οποίους ήτο προεστώς ο Όσιος Ωρ. Εις ολίγον καιρόν τοσούτον προέκοψεν εις την αρετήν και εις τα πολύμοχθα σκάμματα της ασκήσεως, ώστε υπερέβαλε τους μετ’ αυτού συναγωνιζομένους και κατέστη τύπος και υπογραμμός των Μοναχών. Εξαιρέτως ηγωνίζετο δια την απόκτησιν της ταπεινοφροσύνης, εκτελών πάσαν ταπεινήν εργασίαν και εξουθενών εαυτόν ως μηδέν πράττων, διδασκόμενος εις τούτο από τον θαυμάσιον Ωρ. (Εν τω Γεροντικώ γράφονται ταύτα· Ηρώτησεν ο Αββάς Σισώης τον Αββάν Ωρ, λέγων: «ειπέ μοι λόγον»· και είπεν αυτώ: «έχεις πίστιν εις εμέ»; Και είπε: «ναι»· είπεν ουν αυτώ: «ύπαγε και ο εώρακάς με ποιούντα, ποίησον και συ»· και είπεν αυτώ: «τι ορώ, πάτερ, εις σε»; Έφη δε αυτώ ο γέρων: «ότι ο λογισμός μου κατώτερός εστι πάντων ανθρώπων». ) Όσον δε προέβαινεν εις την ηλικίαν, τοσούτον προέκοπτε και εις την αρετήν και υφ’ όλων εθαυμάζετο. Ασκούμενος εις την Σκήτην της Νιτρίας ο Όσιος, ήκουε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αντωνίου και εφλογίζετο η καρδία του να μεταβή και εκείνος πλησίον του και να μιμηθή τους αγώνας του. Όμως δεν επρόφθασε, διότι εν τω μεταξύ απήλθε προς Κύριον ο όντως Μέγας Αντώνιος. Ο δε Σισώης, επιθυμών τελειοτέραν και ησυχαστικωτέραν πολιτείαν, θέλων δε έστω και μετά τον θάνατον του Οσίου Αντωνίου να γίνη μέτοχος της ασκήσεως εκείνου, ανεχώρησεν από την Νιτρίαν, επειδή είχεν αύτη καταστή πολυάνθρωπος και ήρχοντο πολλοί προς αυτόν και μετέβη εις το όρος του Οσίου Αντωνίου, το οποίον ήτο ησυχαστικώτερον. Εις το όρος του Οσίου Αντωνίου ο Σισώης διέτριψε χρόνους μακρούς, διερχόμενος πάσαν ασκητικήν σκληραγωγίαν και πολεμών ακαταπαύστως με τους αόρατους δαίμονας, τους οποίους εις το τέλος κατενίκησε. Δια τας αρετάς του αυτάς εγένετο ονομαστός όχι μόνον εις όλην την Αίγυπτον, αλλά και εις χώρας μακρινάς και πολλοί Κληρικοί τε και λαϊκοί αλλά και Μοναχοί περιώνυμοι ήρχοντο προς αυτόν, ίνα της διδασκαλίας του απολαύσωσι και ωφεληθώσι ψυχικώς. Παρά ταύτα όμως ο μακάριος Σισώης διετήρει άκραν ταπείνωσιν κατευτελίζων πάντοτε εαυτόν, δια την ταπείνωσίν του δε ταύτην έλαβε χάριν παρά Κυρίου να ανιστά νεκρούς. Επειδή δε ο Όσιος δεν ήθελε να ποιή θαύματα δια να μη δοξάζεται το όνομά του, ο Πανάγαθος Θεός ο δοξάζων τους Αυτόν αντιδοξάζοντας ωκονόμει, ώστε και χωρίς την θέλησίν του να γίνωνται τοιαύτα και ακούσατε. Ήλθε ποτε προς τον Όσιον εις το όρος του Αββά Αντωνίου κοσμικός τις, έχων μεθ’ εαυτού τον υιόν του. Κατά την οδόν όμως απέθανεν ο υιός εκ της κακουχίας, ο δε πατήρ έχων πίστιν εις τον Όσιον δεν εταράχθη, αλλ’ έλαβε τον νεκρόν υιόν του εις τας αγκάλας του και τον έφερεν εις τον Όσιον. Αφού δε ήλθεν εις το κελλίον του Οσίου προσέπεσε μετά του υιού του εις τους πόδας αυτού ποιήσας μετάνοιαν, χωρίς δε να είπη τι εξήλθε του κελλίου αφήσας εις τους πόδας του Οσίου το παιδίον. Ο δε Όσιος, μη γνωρίζων ότι είχεν αποθάνει και νομίζων ότι μετάνοιαν βάλλει το παιδίον, λέγει προς αυτό: «Ανάστα τέκνον και έξελθε έξω». Τότε παρευθύς, ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! ανέστη το παιδίον και εξήλθεν έξω. Ιδών τούτο ο πατήρ και θαυμάσας την παρρησίαν του Οσίου εισήλθεν εις το κελλίον και προσκυνήσας τον γέροντα ανήγγειλεν εις αυτόν το γεγονός. ΑΑκούσας δε τούτο ο Όσιος ελυπείτο, διότι δεν ήθελεν, ως είπομεν, να δοξάζεται το όνομά του. Ο δε μαθητής του Οσίου, δια να καθησυχάση τον Όσιον, λέγει προς τον πατέρα του παιδίου· «Ύπαγε εις την ευχήν του Γέροντος, πρόσεχε όμως να μη είπης ουδενός το θαύμα έως ότου ευρίσκεται ο Γέρων εν τη ζωή». Καθώς δε προσετάχθη ο άνθρωπος εποίησε και απήλθε χαίρων και δοξάζων τον Θεόν και τον Όσιον Αυτού. Τόσην δε πίστιν και σεβασμόν είχον προς τον Όσιον οι μαθηταί του, ώστε έσπευδον μετά χαράς να εκτελέσουν την εντολήν του άνευ τινός διακρίσεως. Και ακούσατε την πίστιν ανθρώπου τινός, όστις ήλθε προς τον Όσιον από τας Θήβας της Αιγύπτου ζητών να γίνη Μοναχός. Δεχθείς αυτόν ο Όσιος τον ηρώτησεν αν έχη συγγενή τινα εις τον κόσμον, αυτός δε είπεν ότι έχει ένα υιόν. Θέλων δε ο Όσιος να δοκιμάση αυτόν, του λέγει· «Ύπαγε και ρίψον τον υιόν σου εις τον ποταμόν και τότε να γίνης Μοναχός». Έχων δε εκείνος πίστιν απερίεργον εις τον Όσιον έσπευσε να εκτελέση την εντολήν. Όμως ο Όσιος απέστειλεν οπίσω αυτού τον μαθητήν του, όστις, ως είδεν αυτόν ότι επήρε τον υιόν του δια να τον ρίψη εις τον ποταμόν, τον ημπόδισε και επιστρέψαντες εις τον Όσιον έγινεν ο άνθρωπος εκείνος Μοναχός δοκιμώτατος δια την υπακοήν του. Πόσον ταπεινόφρων ήτο φαίνεται και από τας διδασκαλίας του, τας περιεχομένας εις το Γεροντικόν, όπου μεταξύ των άλλων γράφεται ότι ήλθε ποτε προς αυτόν αδελφός τις, όστις τον ηρώτησε λέγων· «Δεν έφθασες ακόμη εις τα μέτρα του Αββά Αντωνίου, πάτερ»; Ο δε ταπεινόφρων Σισώης με μεγάλην ταπείνωσιν απεκρίθη: «Εάν είχον και έν μόνον εκ των λογισμών του Μεγάλου Αντωνίου θα εγενόμην όλος ως πυρ». Έλεγε δε προς τους προσερχομένους εις αυτόν, ότι η οδός η οδηγούσα εις την ταπεινοφροσύνην είναι πρώτον η εγκράτεια, δεύτερον η προσευχή εις τον Θεόν, και τρίτον το να αγωνίζεται κανείς δι’ όλων αυτού των δυνάμεων, όπως κατορθώση να είναι κατώτερος παντός ανθρώπου. Την ταπεινοφροσύνην δε ταύτην διετήρησε μέχρι τέλους της ζωής του. Έμεινε δε εκεί εις το όρος του Οσίου Αντωνίου εβδομήκοντα δύο χρόνους υπερανθρώπως αγωνιζόμενος. Τόσον όμως ταπεινόν φρόνημα είχεν, ώστε ερωτηθείς ποτε υπό αδελφού επιθυμούντος να μάθη τα κατά τον Όσιον πως ανεχώρησεν από την Σκήτην και ήλθεν εις το όρος και πόσον χρόνον έχει εκεί, απεκρίθη· «Επειδή επληθύνθη η Σκήτη ήλθον εδώ και ευρών ησυχίαν εκάθισα ολίγον χρόνον». Ούτος ο Όσιος, ελθών ποτε εις τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του πάλαι ποτέ διαλάμψαντος εν δόξη βασιλέως των Ελλήνων, έστη προ αυτού και βλέπων αυτόν έφριττεν, αναλογιζόμενος το άστατον του καιρού και της δόξης το πρόσκαιρον· κλαίων δε και θρηνών έλεγε τους εξής επιγραμματικούς λόγους, τους οποίους ύστερον οι μαθηταί του, ζωγραφούντες την εικόνα του παρά τον τάφον του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγραφον επ’ αυτής· «Ορών σε, τάφε, δειλιώ σου την θέαν και καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων· πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Αι, αι, θάνατε, τις δύναται φυγείν σε»; Δηλαδή «βλέπων σε, τάφε, δειλιώ και τρομάζω από την θεωρίαν σου και χύνω δάκρυα εκ καρδίας, φέρων εις τον νουν μου το υπό πάντων των ανθρώπων οφειλόμενον χρέος, δηλαδή τον θάνατον· πως και εγώ μέλλω να διέλθω από τοιούτον τέλος; Αι, αι θάνατε, ποίος είναι εκείνος ο άνθρωπος, ο οποίος δύναται να διαφύγη από των χειρών σου»; Είχε δε ο Όσιος τόσον αγαπήσει την νηστείαν και τόσον αφωσιούτο εις την προσευχήν, ώστε πολλάκις επί ημέρας δεν ησθάνετο την ανάγκην να λάβη τροφήν. Ότε δε του υπενθύμιζε ο μαθητής του το φαγητόν έλεγε πολλάκις με μακαρίαν απλότητα· «δεν εφάγομεν, τέκνον»; Απαντώντος δε του μαθητού ότι δεν έφαγον έλεγεν: «Εάν δεν εφάγομεν, φέρε και τρώγομεν». Ότε δε ο Όσιος ήτο μόνος ηγωνίζετο πολύ περισσότερον εις την νηστείαν, ότε όμως προσήρχοντο προς αυτόν ξένοι ήτο φιλόξενος, επεριποιείτο αυτούς, τους έδιδε τροφήν και εδείκνυεν εξ αγάπης ότι τρώγει μαζί των. Μετά όμως την αναχώρησιν των ξένων επεδίδετο εις μεγαλυτέραν νηστείαν δια κανόνα της τροφής, την οποίαν έλαβε μετά των ξένων. Τούτο καλώς εγνώριζον οι μαθηταί του Οσίου και πολύ τον επρόσεχον. Ήλθε δε ποτε προς αυτόν ο Αββάς Αδέλφιος Επίσκοπος Ηλιουπόλεως της Αιγύπτου δια να ωφεληθή από τον Όσιον. Ότε δε επρόκειτο να αναχωρήση αν και ήτο πρωϊ έστρωσεν ο Όσιος τράπεζαν με χυλόν σίτου και παξιμάδι δια τον κόπον της οδοιπορίας έτρωγε δε και αυτός μετά του Επισκόπου. Κατ’ εκείνην την ώραν ήλθον και άλλοι ξένοι και ο Όσιος έδωσεν εντολήν εις τον μαθητήν του να δώση και εις αυτούς από την ιδίαν τροφήν, επειδή ήσαν κουρασμένοι. Λέγει δε ο Επίσκοπος· «Μη τους δίδετε τώρα τροφήν δια να μη είπωσιν ότι ο Αββάς Σισώης τρώγει από πρωϊας». Προσέξας δε ο Όσιος τον Επίσκοπον λέγει εις τον μαθητήν· «Ύπαγε και δώσε εις αυτούς». Ότε δε είδον την τροφήν οι ξένοι, αντί να κατακρίνωσιν, ως ενόμισεν ο Επίσκοπος, είπον· «Μήπως έχετε ξένους; Μήπως και ο Γέρων τρώγει μαζί των»; Επιβεβαιώσαντος δε τούτο του αδελφού, ήρχισαν εκείνοι να λυπούνται και να λέγουν· «Ο Θεός να σας συγχωρήση, διότι αφήκατε τον Γέροντα να φάγη απ’ αυτής της ώρας! Δεν γνωρίζετε ότι τώρα επί πολλάς ημέρας έχει να κοπιάση»; Ταύτα ακούσας ο Επίσκοπος εθαύμασε και βαλών μετάνοιαν εις τον Όσιον είπε: «Συγχώρησόν μοι, Αββά, διότι εγώ ανθρωπίνως κρίνων ωμίλησα, συ δε έπραξας το θέλημα του Θεού». Λέγει τότε ο Όσιος· «Εάν μη ο Θεός δοξάση τον άνθρωπον, η δόξα των ανθρώπων ουδέν είναι». Ότε δε πλέον εγήρασε πολύ και εκ της ηλικίας και της ασκήσεως ησθένησεν, έφερον αυτόν οι μαθηταί του πλησίον της πόλεως, ήτις ωνομάζετο Κλύσμα, δια να περιποιηθούν αυτόν δεόντως. Ο Όσιος όμως ελυπείτο δια την αναχώρησιν εκ του όρους και τότε έρχεται προς αυτόν ο Αββάς Αμμούν από την Ραϊθώ και βλέπων τον Όσιον λυπούμενον λέγει προς αυτόν· «Διατί λυπείσαι, Αββά; Τι ηδύνασο ν πράξης τώρα εις την βαθείαν έρημον ούτω γηράσας και ασθενής»; Ο δε μακάριος Σισώης δακρύων είπε· «Τι μου λέγεις, Αμμούν; Και μόνη η ελευθερία του λογισμού μου, ότι ευρίσκομαι εις την έρημον με έφθανεν, ενώ εδώ και μόνος ο λογισμός ότι ευρίσκομαι πλησίον κατοικουμένου τόπου με στενοχωρεί». Kαθημένων δε Γερόντων παρά την κλίνην του Οσίου, είδον ως να ομιλή μετά τινων και λέγουν προς αυτόν· «τι βλέπεις, Αββά»; Λέγει ο Όσιος· «Βλέπω τινάς ελθόντας επ’ εμέ και παρακαλώ αυτούς να με αφήσωσιν ακόμη ολίγον να μετανοήσω». Λέγει τότε εις των Γερόντων· «Και εάν σε αφήσωσι, δύνασαι πλέον να χρησιμεύσης εις μετάνοιαν»; Λέγει τότε ο Όσιος εις αυτόν· «Αν και δεν δύναμαι να πράξω τίποτε, όμως στενάζω επάνω της ψυχής μου ολίγον και αυτό με αρκεί». Ευρισκομένου δε κατ’ άλλην ώραν του Οσίου εις το κελλίον αυτού μόνου μετά του μαθητού του, ηκούσθη κτύπος εις την θύραν. Εννοήσας δε ο Όσιος ότι ήτο ο εχθρός της αληθείας, λέγει εις τον μαθητήν του Αβραάμ· «Ειπέ εις τον κρούσαντα, εγώ Σισώης εις το όρος, Σισώης και εις το στρωμνίδιον», εννοών την πτωχικήν στρωμνήν από ράκη αντί της ψάθης, την οποίαν εχρησιμοποίει εις το Όρος, και επί της οποίας τον είχον ήδη αποθέσει προς ολίγην ανάπαυσιν. Εξελθών τότε ο Αβραάμ ουδένα είδε, διότι με τον λόγον του Οσίου αφανής εγένετο ο εχθρός. Μαθόντες δε και ο λαός ότι ο Όσιος Σισώης ευρίσκεται εις το Κλύσμα, έσπευσαν πολλοί να τον ίδουν. Ομιλήσαντες δε πολλά επερίμεναν να ακούσουν από τον Όσιον λόγον σωτηρίας. Ο Όσιος όμως μη θέλων να μεγαλύνεται το όνομά του και μη αναπαυόμενος εις το μέρος εκείνο, ουδέν απεκρίνετο. Λέγει τότε εις εξ αυτών· «Τι θλίβετε τον Γέροντα; Δεν τρώγει, δι’ αυτό και δεν δύναται να ομιλήση». Τότε απεκρίθη ο Όσιος με απλότητα λέγων· «Εγώ, όταν έχω ανάγκην, τρώγω». Όταν δε έμειναν μόνοι με τον μαθητήν του, λέγει προς αυτόν· «Πάρε με και πάλιν εις το όρος, διότι δεν δύναμαι να μείνω πλέον εδώ». Ούτω δε και εγένετο. Ούτως ασκητικώς και οσίως προβαίνων ο Όσιος ή μάλλον ειπείν αγγελικώς επί της γης πολιτευσάμενος και εν σαρκί ως άσαρκος ζήσας έφθασεν εις την μακαρίαν ώραν να μεταστή από την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν εις την αιώνιον και αθάνατον. Ότε δε έμελλε να τελευτήση, συναχθέντες οι πατέρες ευρίσκοντο παρά την κλίνην του, και τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και λέγει προς αυτούς ο Όσιος· «ιδού ο Αββάς Αντώνιος ήλθε». Μετά μικρόν λέγει πάλιν· «ιδού ο χορός των Προφητών ήλθε». Και πάλιν το πρόσωπον αυτού περισσώς έλαμψε και είπεν· «Ιδού ο χορός των Αποστόλων ήλθε». Εδιπλασιάσθη τότε το φως του προσώπου του και εφαίνετο ως μετά τινων ομιλών, πάντες δε οι παρεστηκότες εξίσταντο θαυμάζοντες. Παρεκάλεσαν τότε οι Γέροντες τον Όσιον να είπη εις αυτούς μετά τίνος ομιλεί, ο δε Όσιος είπεν εις αυτούς· «Ιδού οι Άγγελοι ήλθον να λάβουν την ψυχήν μου και παρακαλώ αυτούς ίνα με αφήσουν ολίγον δια να μετανοήσω». Λέγουσι τότε οι Γέροντες προς τον Όσιον· «Δεν έχεις, πάτερ, ανάγκην άλλης μετανοίας». Τότε ο μέχρις εσχάτης αναπνοής ταπεινόφρων Σισώης απεκρίθη δακρύων· «Αληθώς σας λέγω, δεν γνωρίζω τον εαυτόν μου ότι έβαλον μέχρι τούδε αρχήν τινα». Εθαύμασαν τότε οι Πατέρες δια την τοσαύτην ταπεινοφροσύνην του Οσίου και εγνώρισαν εξ αυτού, ότι πράγματι έφθασεν εις την τελειότητα. Τότε έλαμψεν έξαφνα και πάλιν το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και πάντες κατελήφθησαν υπό φόβου. Λέγει τότε εις αυτούς ο Όσιος· «Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει· φέρετέ μοι το σκεύος της ερήμου». Παρευθύς δε με τον λόγον τούτον παρέδωκεν ο μακάριος Σισώης το πνεύμα του εις χείρας Θεού· εγένετο δε ως αστραπή και επλήσθη όλος ο οίκος ευωδίας. Δια τοιούτων θαυμαστών σημείων εδόξασεν ο Πανάγαθος Θεός τον Αυτού θεράποντα, τον ταπεινόφρονα Σισώην, παραλαβών Αυτός ο Κύριος της δόξης εις τας παναχράντους χείρας υτού την μακαρίαν ψυχήν του, κατατάξας αυτόν εις τα ουράνια σκηνωματα, εις την άϋλον ζωήν, όπου είναι αι σκηναί των Αγίων και η αϊδιος λαμπρότης, ένθα νυν πρεσβεύει αδιαλείπτως τω Χριστώ και υπέρ ημών Αυτόν δυσωπών. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και εν θαύμασι μεγίστου ΘΩΜΑ του εν τω Μαλεώ.

Δημοσίευση από silver »

Θωμάς ο Όσιος και εν θαύμασι μέγιστος κατά μεν την προτέραν ζωήν του εγένετο περιφανής ένεκα του πλούτου και της δυναστείας, την οποίαν είχεν, ότε και κατά των βαρβ΄ρων έστησε πολλά και μέγιστα τρόπαια και νίκας. Κατόπιν δε ποθήσας τον Χριστόν, εγκατέλειψε την πικράν θάλασσαν του βίου και υπέβαλεν εαυτόν υπό τον γλυκύν και ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, ενδυθείς το σχήμα των Μοναχών, μιμούμενος την πτωχείαν του Δεσπότου Χριστού. Δια τούτο ηξιώθη να οδηγηθή νύκτωρ υπό στύλου πυρός παρά του Προφήτου Ηλιού, του οποίου ήτο μιμητής και ακόλουθος, και δια της οδηγίας εκείνου ανήλθεν επί τινος όρους, Μαλεού ονομαζομένου, από του οποίου εφάνη ως αστήρ λαμπρός φωτίζων την περίγειον δια των προσευχών και αγρυπνιών αυτού διαλύων το σκότος της αμαρτίας και των δαιμόνων. Ηξιώθη δε ο αοίδιμος να λάβη παρά Θεού και χάριν θαυμάτων, διότι και πηγήν ύδατος δια προσευχής ηξιώθη να κάμη να αναβλύση, το φως των οφθαλμών των εις τυφλούς εχάρισε, χωλούς ανώρθωσε, και όταν προσηύχετο εφαίνετο μακρόθεν εις τους καθαρούς την διάνοιαν ως στύλος πυρός. Ταύτα και άλλα θαύματα εργασάμενος ο μακάριος απήλθε προς Κύριον. Αλλά και μετά θάνατον δεν παύει καθ’ εκάστην να λυτρώνη από διάφορα πάθη και ασθενείας τους μετά πίστεως προστρέχοντας προς το άγιον και σεπτόν αυτού λείψανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »



Ότε εβασίλευεν ο ασεβέστατος Διοκλητιανός, αγριώτατα εφέρετο προς τους Χριστιανούς και δεινότατος πολέμιος αυτών εγένετο. Διότι άλλον σκοπόν δεν είχον άπαντες, ηγεμόνες και άρχοντες, ειμή μόνον να εκριζώσουν την ευσέβειαν και να αφανίσουν τους Χριστιανούς, οι άχρηστοι. Επειδή ο παράνομος αυτοκράτωρ έστειλεν εις όλην την οικουμένην προστάγματα, τα οποία έγραφον εις τους αρχηγούς να φροντίσουν με πάσαν επιμέλειαν την τοιαύτην υπόθεσιν. Εξόχως δε έγραψε δόγμα κατά της πόλεως Αιλιέων ταύτα λέγων· «Ο μέγας βασιλεύς και αυτοκράτωρ Διοκλητιανός προστάσσω όλους εκείνους, οίτινες εις εμέ υποτάσσονται, να σπουδάζουν επιμελώς να θεραπεύουν τους μεγάλους και ανικήτους θεούς, να κτίζουν εις αυτούς ναούς, να τους εορτάζουν και να θυσιάζουν καθ’ εκάστην ενώπιον παντός του λαού με την πρέπουσαν παρρησίαν. Και όσοι δεν υποταχθούν εις τούτο το πρόσταγμα, να λαμβάνουν κακόν και επώδυνον θάνατον. Όσοι δε πάλιν φανώσι προς ημάς και προς τους θεούς ευγνώμονες, να απολαμβάνουν πολλών δωρεών». Ταύτα αφ’ ου έγραψεν ο τύραννος, απέστειλε τον Μαξιμιανόν εις τα έθνη τα εκείθεν των Άλπεων και τον Γαλέριον εις την Περσίαν. Ούτος δε, συνάξας τους ικανωτέρους στρατιώτας, απήλθεν εις την Αίγυπτον, όπου είχε πόλεμον μετά τινος γενναίου, Αχιλλέως ονόματι, ο οποίος εζήτει να γίνη βασιλεύς τυραννικώς. Αλλ’ ο Διοκλητιανός ενίκησεν αυτόν. Έπειτα, ερχόμενος εις την Αντιόχειαν, επληροφορήθη ότι οι περισσότεροι των κατοίκων ταύτης της πόλεως επίστευσαν εις τον Χριστόν, καταφρονούντες τα είδωλα. Ούτω δε γράφει και ο θεηγόρος Λουκάς εις τας Πράξεις των Αποστόλων. Ότι, δηλαδή, πρότερον εξ όλων των χωρών ο Χριστός ωνομάσθη Θεός εις την Αντιόχειαν. Ταύτα και ο Διοκλητιανός ακούσας εθυμώθη σφόδρα, ο ανόητος. Αλλά δεν ηθέλησε τότε να ερευνήση ταύτα, διότι είχε πόθον να υπάγη πρώτον εις την Δάφνην, να προσκυνήση τον Απόλλωνα, προς τον οποίον εθυσίασε βόας χιλίους, ο μωρός και ανόητος. Έπειτα, ως επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν, υπεδέχθησαν αυτόν άπαντες με πολλήν τιμήν, επειδή έπρεπε να τον τιμήσουν ως βασιλέα. Εις ταύτην την πόλιν της Αντιοχείας έζη μία ευγενής γυνή, Θεοδοσία ονόματι, συγκλητική το αξίωμα, εκ των πρώτων αρχοντισσών της πόλεως, ήτις είχε πλούτον πολύν και ένα υιόν, Νεανίαν καλούμενον. Αλλ’ ήτο χήρα και προσεκύνει τα είδωλα. Ο δε ανήρ αυτής εκαλείτο Χριστοφόρος κατά το όνομα και την πράξιν, όστις και απέθανεν εις την ευσέβειαν. Αλλ’ ο Νεανίας ανετράφη και εδιδάχθη παρά της μητρός, μετά την τελευτήν του πατρός. Όθεν επίστευε και αυτός εις τα είδωλα, καθώς αυτή τον εδίδαξεν. Έχουσα δε πόθον η Θεοδοσία να τιμήση ο βασιλεύς τον υιόν της, μετέβη προς αυτόν, προς τον οποίον, παραδώσασα χρυσίον πολύ, παρεκάλει να δώση εις τον υιόν της μέγα αξίωμα. Ο Διοκλητιανός τότε, εξετάσας ακριβώς τον Νεανίαν, και ιδών ότι ήτο πολύ φρόνιμος και καλώς κατηρτισμένος εις την Ελληνικήν παιδείαν και ότι δεν προσεκύνει τον Χριστόν, ως ο πατήρ του, αλλ’ είχεν εις τα άψυχα ξόανα πολλήν ευλάβειαν, έλαβε το χρυσίον από την μητέρα του και ωνόμασεν αυτόν δούκα εις όλην την Αλεξάνδρειαν. Εις την οποίαν και τον απέστειλε, παραχωρήσας συνοδείαν στρατιωτών εκ δύο ταγμάτων και προστάσσων αυτόν, όσους Χριστιανούς εύρη και δεν αρνηθούν τον Εσταυρωμένον, πρώτον να αρπάζη όλα τα πράγματα και τα υπάρχοντα αυτών και έπειτα με πολλά βασανιστήρια να δίδη εις αυτούς πικρόν και επώδυνον θάνατον. Ενώ δε ο Νεανίας απήρχετο μεθ’ όλου του πλήθους των στρατιωτών προς την Αλεξάνδρειαν, κινών την κεφαλήν κατά των Χριστιανών και πνέων κατ’ αυτών εκδίκησιν, ως ανόητος, έτυχε τον καιρόν εκείνον ο ήλιος να καίη πολύ την ημέραν. Όθεν μη δυνάμενος να περιπατή την ημέραν, διότι οι ίπποι εδίψων πολύ και εκινδύνευον να αποθάνουν, ηναγκάζετο να οδοιπορή καθ’ όλην την νύκτα δι’ ολιγώτερον κόπον. Όταν έφθασαν εις την Απάμειαν της Συρίας, εξήλθεν όλη η πόλις και με πολλήν τιμήν προϋπήντησαν αυτόν κατά την σθνήθειαν. Έπειτα το εσπέρας ανεχώρησαν εκείθεν και πορευόμενοι τον δρόμον των, όταν διήνυσαν τριάκοντα στάδια, την τρίτην ώραν της νυκτός εγένετο σεισμός και κεραυνός κατέπεσε φοβερώτατος, εκ δε της αστραπής εξήλθε φωνή μεγάλη, λέγουσα· «Νεανία, που θελεις να υπάγης και κατά τίνος μάχεσαι»; Ταύτα ακούσαντες πάντες ετρόμαξαν. Ο δε Νεανίς ωμολόγησε με γνώμην ελευθέραν, τοιαύτα ειπών· «Ο βασιλεύς με διώρισε δούκα Αλεξανδρείας και με απέστειλεν εκεί να θανατώσω άπαντας τους Χριστιανούς, όσοι πιστεύουσι τον Εσταυρωμένον και να στερήσω τούτους εξ όλων των πραγμάτων των». Τότε πάλιν απεκρίθη ο Κύριος, λέγων· «Λοιπόν ήλθες και συ να με πολεμήσης»; Ο Νεανίας τότε απήντησε· «Τις είσαι, Κύριε; Διότι δεν ημπορώ να σε εννοήσω». Τότε εφάνη εις αυτόν εις Σταυρός εκ κρυστάλλου και φωνή εξήλθεν εκ του Σταυρού, λέγουσα· «Εγώ είμαι Ιησούς ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ο δε Νεανίας, ταύτα ακούσας, ηρώτησεν: «Εάν είσαι Υιός του Θεού, διατί σε κατεδίκασαν εις θάνατον οι αρχιερείς των Εβραίων και πως κατεδέχθης να σε ποτίσουν όξος και χολήν»; Και πάλιν η φωνή είπε: «Νεανία, επειδή μέλλεις να γίνης και συ σκεύος μου εκλελεγμένον, άκουσον το μυστήριον της οικονομίας μου. Γίνωσκε λοιπόν ότι δια την σωτηρίαν των ανθρώπων έπαθον ταύτα εκουσίως, διότι εάν εγώ δεν απέθνησκον επί του Σταυρού, ο κόσμος δεν θα εσώζετο». Δια των λόγων τούτων ο Χριστός επλήρωσε την ψυχήν του νέου ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Έπειτα είπε προς αυτόν: «Δια του τύπου τούτου του Σταυρού, τον οποίον σου έδειξα, θέλεις νικήσει τους πολεμούντας σε και ας είναι η ειρήνη και αγάπη μου μετά σου». Τότε, ο μεν Ιησούς ανήλθεν εις τα ουράνια, ο δε Νεανίας και οι λοιποί έμειναν χαίροντες. Επορεύθη λοιπόν ο Νεανίας εις την Σκυθόπολιν όπου συναθροίσας όλους τους χρυσοχόους, είπεν εις αυτούς: «Έχω πόθον να μου κατασκευάσητε με πάσαν επιμέλειαν εν σκεύος πολύτιμον. Όστις λοιπόν είναι ο καλλίτερος τεχνίτης να κατασκευάση τούτο πολύ ωραίον και θα του δώσω όσα αργύρια μου ζητήση». Οι δε χρυσοχόοι έδειξαν εις αυτόν ένα ονομαζόμενον Μάρκον, όστις εγνώριζε την τέχνην καλώς, ειπόντες: Ούτος είναι άξιος να εργασθή κατά τον πόθον σου. Τότε ο Νεανίας εκάλεσε μόνον τον Μάρκον εις το δωμάτιόν του κρυφίως και παρήγγειλεν εις αυτόν να κατασκευάση ένα Σταυρόν, καθώς είδεν αυτόν εις την θείαν οπτασίαν. Ο δε Μάρκος είπε: «Φοβούμαι να τον κατασκευάσω, διότι, εάν το μάθη ο βασιλεύς, θα με θανατώση». Ο Νεανίας τότε ώμοσεν όρκους φοβερούς να τον φυλάττη κρυφά και να μη ομολογήση τίποτα εις ουδένα. Όθεν ο Μάρκος ησφαλίσθη εις την οικίαν του Νεανίου και κατεσκεύασε κρυφίως τον Σταυρόν. Και όταν ετελείωσεν αυτόν, είδεν εν εξαίσιον θέαμα. Ανεφάνησαν εις τον Σταυρόν εκείνον τρεις εικόνες, ήτοι μορφαί με εβραϊκά γράμματα, άτινα έγραφον εις μεν το επάνω μέρος: «Του Δεσπότου η μόρφωσις». Εις το δεξιόν εφαίνετο εις Άγγελος και εγράφετο «Μιχαήλ» και εις το αριστερόν «Γαβριήλ». Τας οποίας εικόνας με επιμονήν προσεπάθησε να εξαλείψη ο χρυσοχόος και όχι μόνον δεν ηδυνήθη, αλλά μάλλον εμαράνθη η χειρ του και έμεινεν ανενέργητος. Μεταβάς δε μίαν νύκτα ο Νεανίας να ίδη εάν ετελείωσεν ο Σταυρός και ιδών τούτον εχάρη πολύ και ευθύς προσεκύνησεν αυτόν, ερωτήσας δε δια τα μορφώματα και τα γράμματα, τι εσήμαινον, έλαβε την απάντησιν ότι δεν εγνώριζεν ο Μάρκος, επειδή αυτός δεν κατεσκεύασε ταύτα, αλλά μόνα των, με τρόπον θαυμάσιον, ετυπώθησαν. Τότε ο Νεανίας, ως γνωστικός, ηννόησεν ότι ταύτα εγένοντο εκ θεϊκής ενεργείας, και πεσών επί της γης προσεκύνησεν αυτά με πολλήν ευλάβειαν. Έπειτα έδωκε του χρυσοχόου πολλά εργύρια με φιλότιμον γνώμην, ευχαριστών αυτόν και τυλίξας τον Σταυρόν με πορφύραν πολύτιμον ανεχώρησεν ομού μετά των στρατιωτών αυτού δια την πόλιν Αλεξάνδρειαν. Έτυχε δε να ευρεθή εκεί εις μίαν μεγάλην ανάγκην, λυτρώσας πολλάς γυναίκας από την αισχύνην και τον ψυχικόν θάνατον. Διότι εκείνον τον καιρόν όλοι οι Αγαρηνοί ήρπαζον δυναστικώς τας θυγατέρας των επισήμων ανδρών και έκαμνον ταύτας συζύγους των, οι μιαρώτατοι. Μη δυνάμενοι δε οι γονείς να εναντιωθούν, έκλαιον δια την τοιαύτην συμφοράν και ευρίσκοντο εις απορίαν τι να πράξουν. Καθώς δε έφθασαν οι βαρβαροι εις την συνοικίαν όπου διέμενεν ο Νεανίας, ίνα αρπάσουν και εκείθεν όσα κοράσια εύρισκον, συνηθροίσθησαν οι πολίται και εδέοντο του νέου δουκός να συμπονέση εις την συμφοράν των και να πολεμήση τους αδίκους εκείνους, ως δίκαιος. Ο δε Νεανίας, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος, ελυπήθη τα δάκρυά των και τρέχει παρευθύς με τους στρατιώτας του, κρατών τον τίμιον Σταυρόν, εις τον οποίον είχε τας ελπίδας του περισσότερον παρ’ όσον είχεν ο Ηρακλής και ο Αχιλλεύς εις το ξίφος. Και καθώς ήθελε να κτυπήση τους βαρβάρους είπε ταύτα με θάρρος και πίστιν, ο αξιοϋμνητος: «Τώρα θέλω γνωρίσει εάν είσαι Υιός του Θεού του ζώντος Συ, όστις εφάνης καθ’ οδόν και με συνεβούλευσες τα σωτήρια». Ταύτα δε ειπών, ήκουσε φωνήν εξ ουρανού λέγουσα: «Έχε θάρρος, διότι εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου, και είμαι μετά σου». Τούτο ακούσας έλαβε θάρρος και είπεν εις τους στρατιώτας του. «Ας πολεμήσωμεν τους εχθρούς επειδή, με την δύναμιν του Εσταυρωμένου τούτου, ελπίζω να τους νικήσωμεν». Και ο λόγος του έργον εγένετο. Διότι τόσος φόβος ενέσκηψεν εις τους βαρβάρους, ώστε εκόπτοντο ως τα χόρτα και δεν ηδύνατο τις να αντισταθή εις τον πόλεμον, αλλ’ έπιπτον εις την γην νενικημένοι. Ούτως εφονεύθησαν περισσότεροι από εξ χιλιάδας. Και το θαυμασιώτερον, ότι εκ των στρατιωτών του Νεανίου όχι μόνον ουδείς εφονεύθη, αλλ’ ουδέ κατ’ ελάχιστον επληγώθη. Όθεν ο Νεανίας ενίκησε χωρίς δάκρυ, με του Εσταυρωμένου την δύναμιν. Τότε ο Νεανίας διεμήνυσεν εις την μητέρα του τας καλάς ειδήσεις, ήτις ελθούσα και ακούσασα πρότερον τας ανδραγαθίας του υιού αυτής εχάρη και τον εδέχθη με πολλήν αγαλλίασιν, καταφιλούσα δε τούτον, ως μήτηρ φιλότεκνος, έλεγε: «Πρέπει να ευχαριστήσης τους θεούς τέκνον μου, τους οποίους παρεκάλεσα, όταν ήρχισες τον αγώνα, και σου έδωσαν τα νικητήρια». Είπε τότε ο Νεανίας· «Ευλογημένος να είναι ο αληθινός Θεός, ο δώσας μοι την βοήθειαν». Εκείνη δε απεκρίθη· «Μη λέγης, τέκνον μου γλυκύτατον, ότι σε εβοήθησεν ένας Θεός, δια να μη οργισθούν οι άλλοι και σε κακοποιήσωσι». Τότε ο Νεανίας, έχων πόθον να επιστρέψη την μητέρα του προς την ευσέβειαν, ίνα δώση εις ταύτην το ευ είναι, καθώς εκείνη προσέφερεν εις αυτόν το απλώς είναι, ενουθέτησε ταύτην δια λόγων σωτηρίων να μισήση την προτέραν πλάνην. Δια να βεβαιωθή δε την αλήθειαν, έφερεν αυτήν εις το δωμάτιόν της, όπου είχε τα μιαρά είδωλα, και είπε προς αυτά ο μακάριος· «Σας ερωτώ, τις μου έδωκε την νίκην; Εάν είσθε θεοί, αποκριθήτέ μοι». Εκείνα, ευλόγως, έμειναν άφωνα ως λίθοι. Τότε λέγει προς την μητέρα· «Βλέπεις, ότι δεν δύνανται ούτε να αποκριθώσιν»; Η δε είπε· «Δεν απεκρίθησαν, διότι δεν τους ηρώτησες με ευλάβειαν, αλλά τους περιγελάς». Είπε τότε ο Άγιος· «Λοιπόν ερώτησέ τους συ ευλαβώς, δια να σου δώσουν απόκρισιν». Ευθύς η γυνή προσεκύνησε τα είδωλα, ούτω λέγουσα· «Παρακαλώ σας, θεοί επουράνιοι, Ζεύ παντοκράτωρ και Ποσειδών, όστις ορίζεις την θάλασσαν, μαντικέ Ήλιε και όσοι άλλοι θεοί ευρίσκεσθε, δεν είσθε σεις οι βοηθήσαντες τον υιόν μου»; Αλλ’ εκείνοι πάλιν έμειναν βωβοί και άλαλοι. Τότε ο Νεανίας εξεδύθη την χλαμύδα και ενδυθείς ζήλον ένθεον, απωθήσας την μητέρα, εκρήμνισε τα είδωλα και έκοψεν αυτά εις μέρη λεπτά, επειδή ήσαν όλα χρυσά και αργυρά και διένειμεν εις τους πτωχούς, τα ανωφελή κάμνων ωφέλιμα και τα άχρηστα χρησιμώτατα. Στραφείς δε είπε προς την μητέρα του· «Εγώ μεν έλαβον από τον Εσταυρωμενον βοήθειαν, αυτά δε ας απολεσθούν κακώς, ως των κακών αίτια». Ταύτα ως είδεν η Θεοδοσία, ησθάνθη να μαραίνωνται σχεδόν από τον πόνον τα μέλη της, έτρεμεν όλη και ωργίζετο, αστοχήσασα δε σπλάγχνα μητρικά εκ της ματαίας και ψυχοβλαβούς ευλαβείας, την οποίαν είχεν εις τα ανόητα ξόανα, έτρεχεν ως δαιμονιζομένη να καταγγείλη προς τον βασιλέα το τέκνον της. Και ουδέ τον τοσούτον δρόμον υπελόγισεν, αλλ’ έτρεχε σπουδάζουσα. Ως έφθασεν εις τον Διοκλητιανόν, προσεκύνησεν αυτόν, ταύτα λέγουσα· «Γίνωσκε, βασιλεύ, ότι απώλεσε τας φρένς του το τέκνον μου και επίστευσεν εις τον Εσταυρωμένον, ο άγνωστος. Τα δε είδωλα, τα οποία είχον εις τον κοιτώνα μου, κατέκοψεν εις λεπτά μέρη». Ο βασιλεύς, ακούσας ταύτα, έστειλεν ευθύς προς Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης, γράμματα, προστάσσων ούτω· «Λάβε τους επισημοτέρους ανθρώπους αυτών των πόλεων και ύπαγε προς τον δούκα της Αλεξανδρείας Νεανίαν, τον υιόν της Θεοδοσίς, ήτις, καθώς μας είπεν, απώλεσεν ούτος τας φρένς του και προσκυνεί ως πεπλανημένος ένα θνητόν άνθρωπον κακοθάνατον. Προσπάθησον δε, όσον δυνηθής, να τον εξαγάγης από ταύτην την πλάνην. Άλλως δια πικρών βασάνων θανάτωσέ τον, δι να λάβουν οι άλλοι παράδειγμα και να μη τολμήσουν να πράξουν τα ίδια». Ούτος ο Ουλκίων κατήγετο εξ Ιταλίας, σκολιός εις την γνώμην και αγριώτατος. Παρέλβε λοιπόν τους πρώτους της Συγκλήτου και μετέβη εις το παλάτιον του δουκός, όπου, χαιρετήσας αυτόν, έδωσεν εις χείρας τα βασιλικά γράμματα. Διότι τον εσεβάσθη και δεν ηθέλησε να είπη δια στόματος τα προσταχθέντα. Ο δε Άγιος, αναγνώσας τα γράμματα, κατέσχισε ταύτα και ρίπτων κατά γης με περιφρόνησιν είπε· «Χριστινός είμαι και πράξον το προσταττόμενον». Ο Ουλκίων τότε προσέβλεψε προς τον Άγιον μετ’ ευσπλαγχνίας ειπών· «Εγώ ευλαβούμαι και την ευγένειάν σου και τον βασιλέα φοβούμαι και δεν ηξεύρω τι να κάμω. Λοιπόν σε συμβουλεύω εγώ και όλοι οι άρχοντες να κάμης ότι δήθεν θυσιάζεις, δια να φανή ότι ετέλεσες το πρόσταγμα του βασιλέως, ίνα λυτρωθώμεν και ημείς και συ από τον κίνδυνον της ζωής». Αλλ’ ο Άγιος απήντησε· «Καλά είπες να θυσιάσω, διότι έτοιμος είμαι να υπομείνω πάσαν κόλασιν και να παραδοθώ εις θάνατον, ίνα γίνω θυσία δια τον Χριστόν, τον οποίον ηγάπησα εξ όλης μου της ψυχής. Όθεν μη αμελήσης να μου δώσης τας σκληροτέρας βασάνους, δια να λάβω από τον Δεσπότην Χριστόν μισθόν περισσότερον». Είπε τότε ο δικαστής· «Μη θελήσης να καταφρονηθής, περιφανής ων, ευγενέστατος και γνήσιος φίλος του βασιλέως». Τότε ο Νεανίας, δια να παρακινήση προς θυμόν τον άρχοντα και να μη διστάση να παραδώση αυτόν, έλυσε την ζώνην του και έρριψε ταύτην κατά πρόσωπον του Ουλκίωνος, ειπών· «Σου είπα, ότι είμαι δούλος του Εσταυρωμένου, τον οποίον προσκυνώ ως Θεόν αληθέστατον». Ο άρχων τότε ευθύς επρόσταξε και τον έδεσαν, δια ν τον οδηγήσουν εις την Καισάρειαν Φιλίππου, όπου έκτιζαν ναόν των ειδώλων και ήθελε να ίδη τούτον ο έπαρχος. Αυτήν την πόλιν οι Φοίνικες καλούσιν από το πλησίον όρος του Πανέου, Πανεάδα. Αλλ’ επειδή ανεφέραμεν δια ταύτην την πόλιν, ας γράψωμεν εν ψυχοσωτήριον γεγονός, το οποίον εγένετο εις ταύτην την πόλιν. Η αιμορροούσα εκείνη γυνή, την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός εθεράπευσεν, κατήγετο εκ ταύτης της Πανεάδος, εις την οποίαν σώζονται ακόμη αι οικοδομαί της και εις την θύραν του οίκου της επί μιας πέτρας έχουσι τοποθετήσει μίαν γυναίκα χαλκίνην γονατιστήν, απέναντι δε ταύτης ένα άνδρα, ομοίως χάλκινον, όστις είναι ενδεδυμένος με διπλοϊδα και με πολλήν ευκοσμίαν. Και ομολογούσιν όλοι κοινώς, ότι ο ανδριάς εκείνος ομοιάζει τελείως προς τον Χριστόν, τον οποίον κατεσκεύασεν η γυνή εκείνη με πολλήν δαπάνην και ευλάβειαν, δια την λατρείαν της. Εις τους πόδας της στήλης ταύτης φύεται εις χόρτος θαυμάσιος, όστις ανήρχετο μέχρι της ποδίας του ενδύματος και όστις θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, όσοι δε άρρωστοι έφαγον εκ τούτου ιατρεύθησαν. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις το προκείμενον. Ελθόντες λοιπόν εις την Καισάρειαν, ανήλθεν ο Ουλκίων επί του βήματος, επρόσταξε δε και έφερον ενώπιον όλου του λαού τον Άγιον και κρεμάσαντες αυτόν εξέσχιζον το σώμα αυτού σπλάγχνως. Τινές δε των περιεστώτων συνεπόνουν και έκλαιον. Αλλ΄τούτο ήτο τέχνασμα του διαβόλου, δια να κάμη τον Άγιον να δειλιάση. Εκείνος όμως ίστατο γενναίος και εδίδασκε πάντας, ταύτα λέγων· «Μη κλαίετε δι’ εμέ, αλλά μάλλον την απώλειαν των ψυχών σας να κλαίετε. Εγώ πρέπει να χαίρωμαι ευφραινόμενος. Διότι καθώς ο γεωργός, όταν σπείρη τον σπόρον αυτού, δια την ελπίδα του θέρους χαίρεται, ούτω και αύται αι πρόσκαιροι βάσανοι προξενούν εις εμέ αιώνιον αγαλλίασιν». Ταύτα ειπών προσηύχετο προς τον Χριστόν να αποστείλη εξ ύψους βοήθειαν. Διότι έως το εσπέρας κατεξέσχιζον τον Άγιον οι αχόρταγοι, τόσον ώστε εφαίνοντο τα οστά αυτού. Αι δε σάρκες έκειντο κατά γης, τήδε κακείσε, ελεεινόν, φευ! και φρικτόν θέαμα. Αισθανόμενοι δε ότι δεν έβλεπον πλέον εκ του σκότους να τον βασανίσωσι, κατεβίβασαν μετα βίας τον Άγιον από του ξύλου και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Ο δε δεσμοφύλαξ, ονόματι Τερέντιος, ήτο φίλος του Αγίου, ευεργετηθείς παρ’ αυτού. Όθεν, ενθυμούμενος την καλωσύνην του, ητοίμασεν εις την φυλακήν, κρυφίως, απαλόν στρώμα και σινδόνας, και επεμελείτο τον Άγιον εις ό,τι ηδύνατο. Κατά δε το μεσονύκτιον κατήλθεν ο Βασιλεύς των ουρανίων δυνάμεων εν μέσω των Αγγέλων ίνα επισκεφθή τον δούλον Αυτού, πάσχοντα δια την αγάπην Του. Ευθύς τότε ηνοίχθη η φυλακή αφ’ εαυτής και ελύθησαν τα δεσμά όχι μόνον του Αγίου, αλλά και των άλλων καταδίκων. Τότε προσεκάλεσαν αυτόν οι Άγγελοι, λέγοντες· «Νεανία, ανάβλεψον προς ημάς». Ιδών δε αυτούς ο Άγιος, ηρώτησε τίνες ήσαν. Οι δε είπον· «Άγγελοι του Θεού είμεθα και απέστειλεν ημάς ίνα σε χαιρετήσωμεν». Ο δε Άγιος είπεν· «Εάν είσθε Άγγελοι του Χριστού, κάμετε τον σταυρόν σας και προσκυνήσατε». Εκείνοι τότε υπήκουσαν. Έπειτα είπον εις αυτόν· «Διατί εδίστασες και δεν μας επίστευσες»; Τότε ο Άγιος, ως να είχε λησμονήσει τα χθεσινά κολαστήρια, εκ του πόθου τον οποίον είχε να λάβη και άλλα δια τον Κύριον, απεκρίθη· «Εις τους τρεις Παίδας ο Κύριος απέστειλε τους Αγγέλους και εδρόσισαν αυτούς, διότι εμάχοντο με το πυρ εις την κάμινον. Αλλ’ εγώ, όστις δεν επολέμησα με το πυρ, πως ηξιώθην τόσης παρακλήσεως»; Ταύτα είπεν, ως ταπεινόφρων και μέτριος. Ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εφάνη εις αυτόν με μορφήν ανθρωπίνην και φωτίσας αυτόν δια λαμπροτάτου φωτός, ερράντισε δι’ ύδατος εις το πρόσωπον και ανέστησεν αυτόν. Λαμβάνων δε εκ της χειρός, είπε προς τον Άγιον· «Όχι πλέον Νεανίας, αλλά Προκόπιος θέλω να ονομάζεσαι. Λοιπόν ανδρίζου και έχε δύναμιν. Διότι κατά την επωνυμίαν ταύτην θα προκόψης, προσφέρων εις τον Πατέρα μου ποίμνιον». Ο Άγιος τότε τρέμων εκ χαράς έπεσεν έμπροσθεν του Δεσπότου γονατιστός, λέγων· «Δέομαι, Δέσποτα, εις την ανείκαστόν Σου φιλανθρωπίαν να δυναμώσης της ψυχής μου την ασθένειαν, διότι φοβούμαι μήπως δειλιάσω προ των βασάνων και κινδυνεύσω εις την ομολογίαν Σου». Είπε τότε προς αυτόν ο Κύριος· «Μη φοβού, διότι εγώ είμαι πλησίον σου». Ταύτα ο Κύριος ειπών και εμπλήσας την ψυχήν του Αγίου θάρρους και αγαλλιάσεως, ανήλθεν εις τους ουρανούς. Ο δε Άγιος ευρέθη όλως υγιής και όχι μόνον πληγήν δεν είχε πλέον εις το σώμα αυτού, αλλ’ ούτε καν σημείον εφαίνετο. Και έμεινεν ισχυρός εις την προτέραν του δύναμιν, διότι ήλπισεν επί τον Θεόν και εβοηθήθη και ανέθαλεν η σαρξ αυτού, κατά τον Προφήτην. Την επαύριον ο Ουλκίων έστειλεν εις την φυλακήν να ίδη εάν ο Νεανίας απέθανεν. Ο δε Τερέντιος είπεν εις τον απεσταλμένον όσα εγράψαμεν και εισελθών είδε τον Άγιον όλως υγιά και χαίροντα. Όθεν έδραμεν εις το παλάτιον και διηγείτο εις πάντας τουτο το θαυμάσιον. Τότε προστάσσει ο ηγεμών να φέρωσι τον Άγιον εκεί, ότε ιδόντες αυτόν υγιά και λάμποντα εις το πρόσωπον ως ο ήλιος, εξεπλάγησαν. Και έλεγον πολλοί στρατιώται· «Ο Θεός του Αγίου τούτου βοήθει ημάς». Ο δε τύραννος, εγερθείς εκ του θρόνου, είπε προς το πλήθος, ως αφρονέστατος· «Αδελφοί μου, τι παράξενον βλέπετε και θαυμάζετε; Το ότι οι φιλάνθρωποι θεοί ελυπήθησαν τούτον τον αλιτήριον και τον εθεράπευσαν»; Αλλ’ ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Φανερόν είναι ότι εξεπλάγης. Δεν γνωρίζω όμως τις εποίησε το τοιούτον θαυμάσιον. Πλην, ας υπάγωμεν εις τον ναόν, δια να γνωρίσωμεν την αλήθειαν». Ο ανόητος ηγεμών εχάρη τότε, πιστεύσας ότι ο Άγιος ήθελε να θυσιάση. Και προστάσσει να στολίσουν όλον τον δρόμον, από του παλατίου έως του ναού να στρώσουν την γην με λευκά υφάσματα και οι κήρυκες να κραυγάζουν ταύτα· «Ο Νεανίας μεταβαίνει εις τον ναόν δια να προσκυνήση τους αθανάτους θεούς». Συνηθροίσθη λοιπόν όλη η πόλις, χαίροντες δια τούτο. Και ως έφθασαν προ του ναού, εισήλθε μόνος ο Άγιος, ειπών προς τους άρχοντας· «Μείνατε έξω δια να κάμω προσευχήν μόνος μου μετά δακρύων, ίνα με συγχωρήσωσιν οι θεοί δια την ύβριν μου προς αυτούς και τότε να έλθετε και σεις». Όθεν εκείνοι έμειναν έξω. Κλείσας δε τας θύρας του ναού ο Άγιος, εστάθη κατ’ Ανατολάς και υψώσας προς τους ουρανούς τα αισθητά και νοητά όμματα ηύχετο ούτως· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του αοράτου Πατρός, ο κτίσας όλον τον κόσμον δι’ ενός λόγου ως Παντοδύναμος, Αυτός και τώρα άπλωσον την παντουργόν χείρα Σου και σύντριψον τα μιαρά ταύτα των ψευδωνύμων θεών αγάλματα, δια να μη πλανώσι το πλάσμα Σου και δια να καταισχυνθή ο βασιλεύς μετά του ηγεμόνος και να γνωρίσουν όλοι, ότι Συ μόνος είσαι Θεός αληθής και Βασιλεύς αιώνιος και αθάνατος». Ταύτα δε ειπών, ετύπωσε τον Σταυρόν εις τον αέρα και αρπάσας από την δεξιάν τον Απόλλωνα κατεθρυμμάτισεν αυτόν, ειπών και ταύτα· «Εις το όνομα του Θεού μου, διαλυθήτε πάντα και γίνετε ύδωρ δια να φύγετε από τον ναόν τούτον, ανίσχυρα». Ευθύς τότε, ω του θαύματος! Κατέπεσαν πάντα τα ξόανα, τριάκοντα τον αριθμόν, και εγένοντο ύδωρ όπερ εχύνετο από την θύραν εις τα έξω. Ιδόντες οι παρεστώτες τούτο το θαυμάσιον εξέστησαν και εκραύγαζον· «Ο Θεός των Χριστιανών, βοήθει μας». Εξόχως δε οι στρατιώται, οι συνοδεύοντες τον Άγιον, μετά των δύο δικαστών, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτους ήθελε να θανατώση ο τύραννος, αλλά αφήκεν αυτούς έως την άλλην ημέραν, δια να καλέση προς ασφάλειάν του πολλούς στρατιώτας, επειδή εφοβήθη μήπως αυτοί τον φονεύσουν ως άδικον. Επρόσταξε δε και εφυλάκισαν πάλιν τον Άγιον. Κατά δε την νύκτα οι δικασταί μετά των στρατιωτών μετέβησαν κρυφίως προς τον Άγιον και είπον εις αυτόν να τους βαπτίση, διότι επίστευσαν εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας. Ο Άγιος τότε εχάρη, και παρεκάλεσε τον φύλακα, όστις και εξήγαγεν αυτόν εκ της φυλακής, υποσχεθέντα να επιστρέψη πριν εξημερώση. Και μεταβάς μετ’ αυτών εις τον Επίσκοπον, όστις εκαλείτο Λεόντιος, είπεν εις αυτόν να τους βαπτίση καθώς εβάπτισε και αυτόν πρότερον. Ο δε Αρχιερεύς εκατήχησεν αυτούς και εβάπτισεν άπαντας, κοινωνήσας και δια των Θείων Μυστηρίων. Αφού εβαπτίσθησαν ωδήγησε πάντας αυτούς ο θείος Προκόπιος εις την φυλακήν και εδίδασκεν όλην την νύκτα όσα το Πνεύμα το Άγιον εφώτιζεν αυτόν, ταύτα λέγων· «Αδελφοί, γινώσκετε καλά τίνος βασιλέως εγένεσθε στρατιώται και ποίας συνθήκας ωμολογήσατε. Φροντίσατε λοιπόν να φυλάξετε αληθινήν την ομολογίαν σας και να μη νικηθήτε από όσα δύνανται να ευφράνουν ή να λυπήσουν. Αλλά να προτιμάτε την φιλίαν του Θεού υπέρ άπαντα, συλλογιζόμενοι ότι πάντα ταύτα τα πρόσκαιρα βασανιστήρια, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα αγαθά, λογίζονται ως μύθοι. Τούτο το πυρ κρτεί μίαν ώραν, αλλά το της γεέννης είναι άσβεστον και αιώνιον. Ομοίως και τα χαρμόσυνα του κόσμου τούτου, συγκρινόμενα προς τα αιώνια του Παραδείσου, είναι ως όνειρα. Διότι άλλο τίποτε δεν είναι αρκετόν να ευφράνη την ψυχήν, ειμή μόνος ο Θεός, του οποίου το κάλλος είναι άρρητον και η δόξα ανεκδιήγητος. Και ως Πανάγαθος δωρίζει εις εκείνους, οίτινες αγαπούν Αυτόν, μεγάλην μακαριότητα και τόσην απόλαυσιν, όσην να εννοήση δεν δύναται ανθρώπινος νους». Ταύτα και έτερα λέγων ο Άγιος, έθελγε τας καρδίας των ακουόντων. Διότι ήτο χαρίεις κατά την όψιν, έμπειρος εις την διδαχήν και γλυκύτατος εις τον λόγον. Όταν δε εξημέρωσεν, ο τύραννος έστειλεν ανθρώπους δια να φέρουν τον Άγιον και τους στρατιώτας εις το κριτήριον. Ως δε τούτο εγένετο, είπε προς αυτούς με βλέμμα άγριον· «Μετενοήσατε δια την χθεσινήν πλάνην, εις την οποίαν σας έρριψεν ούτος ο κατάρατος»; Οι δε στρατιώται, θέλοντες να δείξουν ότι ο Άγιος δεν έρριψε τον λόγον εις τους λίθους ούτε εις τας ακάνθας, αλλ’ εις γην καλήν, απεκρίθησαν· «Ποίαν ωφέλειαν να λάβωμεν από τοιούτους θεούς, οίτινες ουδέ τους εαυτούς των δεν ηδυνήθησαν να σώσουν, αλλά κατεκρήμνισεν αυτούς ένας δεσμώτης και ηφανίσθησαν; Τις λοιπόν εξ όσων έχουσι γνώσιν θέλει δεχθή ποτέ να αρνηθή τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον κόσμον όλον και να προσκυνήση κωφούς και αδυνάτους θεούς»; Ταύτα ακούσας, πολύ εθυμώθη ο τύραννος και προστάσσει ευθύς τους δημίους να αποκεφαλίσουν πάντας προ των ομμάτων του Μάρτυρος, τον οποίον είχον δεδεμένον με βαρύτατα σίδηρα. Όστις, βλέπων τους Αγίους να τρέχωσι προς την σφαγήν πρόθυμοι, προσηυχήθη υπέρ αυτών ίνα ο Κύριος συναριθμήση τούτους μετά των άλλων Αυτού Μαρτύρων. Και τότε ήλθε φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς Σου, Προκόπιε». Απέκοψαν λοιπόν τας κεφαλάς πάντων των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο δικαστών, Νικοστράτου και Αντιόχου, εις τας κβ΄ (22) του μηνός Μαϊου. Τον δε Προκόπιον πάλιν εφυλάκισαν έως δευτέραν εξέτασιν. Έκλεισαν δε μετά του Αγίου εις την φυλακήν και γυναίκας συγκλητικάς δώδεκα, διότι ωμολόγησαν και αύται εις το θέατρον τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Τας οποίας, ιδών σκυθρωπάς ο Άγιος, εδίδασκε καθ’ όλην την νύκτα να μη δειλιάσουν εις τα πρόσκαιρα κολαστήρια, δια να λυτρωθούν από τα αιώνια τοιαύτα. Και τόσα είπεν, ώστε έκαμεν αυτάς και εχαίροντο, αποδεχόμεναι τον θάνατον δια να γίνουν αθάνατοι. Το πρωϊ επρόσταξεν ο τύραννος και ωδήγησαν τας γυναίκας εις το θέατρον προς εξέτασιν. Ήλθε δε η μήτηρ του Αγίου Μάρτυρος Θεοδοσία, δια να ίδη τι θέλει γίνει έως τελους. Ο τύραννος τότε ηρώτησεν αυτάς εάν ήθελον να θυσιάσουν εις τους θεούς, δια να προσφέρη εις ταύτας τιμάς, ο άτιμος. Αι δε συγκλητικαί απεκρίθησαν· «Έχε την τιμήν ταύτην δια σε. Ημείς έχομεν τον Εσταυρωμένον ως τιμήν και καύχημά μας». Τότε προστάσσει ο τύραννος να τας κρεμάσουν εις ξύλα και να κατακαίουν τας πλευράς και τας μασχάλας των. Καταφλεγόμεναι λοιπόν υπό του πυρός και δεινώς οδυνώμεναι, ελάφρυνον δια της προσευχής τους πόνους και τας οδύνας των. Αλλ’ ο αχόρταγος δεν εχόρτασεν εις ταύτα. Δι’ ο επρόσταξε να κόψουν και τους μαστούς των, λέγων· «Τάχα δεν έρχεται ο Εσταυρωμένος να δώση εις αυτάς βοήθειαν»; Αι Άγιαι τότε ανέκραξαν· «Και εβοήθησε και θέλει βοηθήσει, καθώς γνωρίζουν τούτο οι φρόνιμοι. Διότι εάν έλειπεν η θεία βοήθεια, πως θα ημπορούσαμεν ημείς αι αδύνατοι γυναίκες να υπομείνωμεν τόσα δεινά κολαστήρια»; Εις ταύτα πάλιν ο άδικος δικαστής εθυμώθη και επρόσταξε να πυρώσουν σφαίρας σιδηράς και να θέσουν ταύτας υπό τας μασχάλας των. Τούτου δε γενομένου περιέπαιζε ταύτας ο αφρονέστατος, λέγων· «Σας έκαυσε το πυρ ή ακόμη δεν το αισθάνεσθε»; Αι δε απεκρίθησαν· «Σε, ταλαίπωρε, θέλει καύσει το άϋλον πυρ της κολάσεως, το οποίον δεν σβύνει ποτέ. Ημείς δε ολίγον φροντίζομεν δια ταύτα τα πρόσκαιρα παιδευτήρια, διότι ο αληθής και Πανάγαθος Θεός παρίσταται άνωθεν και δίδει εις ημάς βοήθειαν, τον Οποίον συ δεν ημπορείς να ίδης, καθώς ο τυφλός δεν δύναται να ίδη τον ήλιον». Πάντα ταύτα παρηκολούθει εκ του πλησίον η μήτηρ του Αγίου, Θεοδοσία, ως είπομεν. Ήτις, βλέπουσα τόσην καρτερίαν εις εκείνας τας μακαρίας, του να υπομένουν με τόσην ανδρείαν τοιαύτας οδύνας, ησθάνθη την καρδίαν της πληρουμένην υπό θείου έρωτος και φωτισθείσα υπό της θείας Χάριτος ηννόησε την δύναμιν του Θεού, μεταστραφείσα προς την ευσέβειαν. Όθεν ευθύς αφήκε την προτέραν δόξαν, τιμήν και ευγένειαν, καταφρονήσασα πάσαν πρόσκαιρον της σαρκός ηδυπάθειαν και απόλαυσιν, δια να φυτεύση εις την καρδίαν της τον Χριστόν. Ον ωμολόγησεν εις το θέατρον Θεόν αληθή, ούτω λέγουσα · «Δούλη και εγώ είμαι του Εσταυρωμένου». Ταύτα βλέπων ο ηγεμών εθαύμασε δια την αιφνίδιον αυτής επιστροφήν, ειπών προς ταύτην· «Κυρία Θεοδοσία, πως επλανήθης και αφήκες τους πατρώους θεούς, και ήλλαξες την προτέραν ευσέβειαν»; Η δε ευσεβής Θεοδοσία απεκρίθη· «Δεν επλανήθην, αλλά μάλιστα ήμην πεπλανημένη πρότερον, επειδή δεν εγνώριζα τον αληθή Θεόν, τον ποιήσαντα τον κόσμον, αλλ’ επροσκύνουν αναίσθητα είδωλα». Ιδών όθεν ο άρχων το στερρόν της ομολογίας της, εφυλάκισε ταύτην ομού με τας άλλας γυναίκας. Ήτις και εφίλει τας πληγάς αυτών με πολλήν ευλάβειαν και εμακάριζεν, επεμελείτο δε τας τροφάς και ενδύματα και με ιατρικά διάφορα, επειδή εγνώριζε κάλλιστα την ιατρικήν τέχνην. Ταύτην ως είδεν ο Προκόπιος ηγαλλίασεν η ψυχή του και την ηρώτησε τις ήτο αιτία και ηλλοιώθη προς ταύτην την θείαν αλλοίωσιν. Η δε μακαρία Θεοδοσία απεκρίθη· «Η θαυμασία καρτερία και η μεγάλη υπομονή των μακαρίων τούτων γυναικών με ωδήγησαν να εννοήσω την αλήθειαν και εσκέφθην ότι η αδύνατος φύσις του θήλεος δεν ηδύνατο αφ’ εαυτής να υπομείνη τόσα δεινά κολαστήρια, εάν δεν εβοήθει ταύτην, αοράτως, δύναμις άρρητος. Τούτο με έκαμε να πιστεύσω και εγώ εις τον Χριστόν, γλυκύτατον τέκνον μου». Ο Άγιος τότε επήνεσε ταύτην πολύ και την ηυχαρίστει. Έπειτα την ωδήγησεν εις τον Επίσκοπον, όστις και την ετελείωσε Χριστιανήν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Και ότε επέστρεψαν εις την φυλακήν, εδίδασκεν αυτήν και τας άλλας γυναίκας να υπομείνουν ανδρείως τα κολαστήρι δια την Βασιλείαν των ουρανών. Μετά ταύτα έφεραν ταύτας προ του ηγεμόνος, όστις είπε προς την Θεοδοσίαν· «Βλέπεις ότι σε ευσπλαγχνίζομαι και δεν σε παιδεύω. Μετανόησον λοιπόν και συ και παρακάλεσον τους θεούς να σε συγχωρήσουν». Η δε απεκρίθη μετά θάρρους· «Δεν εντρέπεσαι να ονομάζης θεούς τα κωφά και αναίσθητα είδωλα, με τα οποία και συ θα γίνης όμοιος»; Τότε προστάσσει ο άδικος δικαστής να δείρουν την μακαρίαν εις το στόμα, να την τανύσουν γυμνήν, να την ραβδίζωσι τέσσαρες άνδρες και να καταξεσχίζωσι τας πλευράς της δια σιδηρών ονύχων. Τούτων γενομένων, αι άλλαι γυναίκες εδάκρυον από συμπάθειαν, περισσότερον δε όταν είδον τα αίματα, τα οποία ως ρύακες έτρεχον εκ των πλευρών της. Εδεήθησαν δε προς τον Κύριον να της προσφέρη βοήθειαν και αναψυχήν. Ο δε τύραννος επρόσταξε να δέρουν με μολυβδίνας σφαίρας τας σιαγόνας των αγίων γυναικών δια να μη προσεύχωνται. Έπειτα, βλέπων ότι ενικάτο αυτός υπ’ αυτών και ότι ήτο κίνδυνος με την επιμονήν των γυναικών να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν, έκαμε δι’ αυτάς, αν και παρά την θέλησίν του, φιλανθρωπίαν ο μισάνθρωπος και εξέδωσε κατ’ αυτών την τελευταίαν απόφασιν, να δέσουν απάσας δια μιάς αλύσου και να κόψουν τας κεφαλάς αυτών. Αίτινες, τούτο ακούσασαι, έχαιρον και έτρεχον εις τον θάνατον με φαιδρόν και αγαλλόμενον πρόσωπον. Διότι εγνώριζον ότι απεμακρύνοντο από τας λύπας της παρούσης ζωής και μετέβαινον εις τα χαρμόσυνα και ευφρόσυνα, ίνα συμβασιλεύσουν μετά του ουρανίου νυμφίου Χριστού αιωνίως. Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, έκλιναν τας κεφαλάς χαίρουσαι και εδέχθησαν το μακάριον τέλος εις τας κθ΄ (29) του Μαϊου μηνός. Μετ’ ολίγας ημέρας επρόσταξεν ο άρχων να οδηγήσωσι προς αυτόν τον Προκόπιον και τότε είπεν εις αυτόν· «Δεν εχόρτασες με το να απολέσης τόσας ψυχάς»; Ο Άγιος απήντησε· «Δεν ωδήγησα αυτάς εις την απώλειαν, αλλ’ από την απώλειαν ελύτρωσα ταύτας». Τότε ο άρχων επρόσταξε να ξεσχίσουν του Αγίου το πρόσωπον δια σιδηρών ονύχων. Και οι μεν δήμιοι εξέσχιζον τας σάρκας αυτού ως άγρια θηρία. Αλλ’ ο Άγιος ίστατο καρτερικώς υποφέρων τας πληγάς, ως να ήτο λίθος ή σίδηρος. Και έτρεχον μεν τα αίματα και επότιζον την γην, αλλά στεναγμός ουδόλως ηκούετο. Μετά τούτο έδειραν τον Άγιον εις τον αυχένα δια σχοινίων, εξ ων εκρέμαντο τεμάχια μολύβδου και έπειτα εφυλάκισαν αυτόν έως ότου συνεννοηθή ο ανόητος ποίαν έτι χαλεπωτέραν βάσανον να ορίση δι’ αυτόν. Και ο μεν Άγιος προσηύχετο εις την φυλακήν, ίνα ο Θεός τον στερεώση την ευσέβειαν και τελειώση καλώς την ομολογίαν αυτού. Ο δε Ουλκίων, λυπούμενος και αισχυνόμενος, διότι δεν ηδύνατο να νικήση τον Άγιον, προσεβλήθη υπό πυρετού. Ήτο δε εκ Θεού η πληγή, ίνα παιδευθή δικαίως ο άδικος. Όθεν, ούτω κακώς ο κακός και τρισάθλιος οδυρόμενος, εξεψύχησεν. Ο δε Άγιος έχων την άδειαν εδίδασκεν εις την φυλακήν τους προσερχομένους αόκνως και ούτως ηύξανεν η ευσέβεια. Διότι όχι μόνον δια των λόγων ενήργει, αλλά και άπειρα θαύματα ετέλεσε, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν και διώκων ακάθαρτα πνεύματα. Όχι δε μακρόν χρόνον εξοδεύων ή βότανα χρώμενος αλλά μόνον το σημείον του Σταυρού χαράττων εις τον πάσχοντα, ευθύς δια της του Κυρίου χάριτος την ασθένειαν ηφάνιζε και τα δαιμόνια έφευγον. Μετά δε τον θάνατον του Ουλκίωνος, ο βασιλεύς εψήφισε δια την Παλαιστίνην έτερον έπαρχον, Φλαβιανόν ονομαζόμενον, όστις και αυτός κατήγετο εξ Ιταλίας, ομότροπος του προτέρου εις την της ψυχής αγριότητα και σκολιότητα. Ως δε έφθασεν εις την Καισάρειαν, οι ειδωλολάτραι ανέφερον εις τούτον τα του Αγίου. Ευθύς τότε εκείνος επρόσταξε να τον φέρωσι προς αυτόν και ως ηρώτησε τον Άγιον πως ωνομάζετο, εκείνος ο ευλογημένος απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι κυρίως και καλούμαι Προκόπιος, όνομα το οποίον δεν μου έδωκεν άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο Κύριος και Δεσπότης μου». Ο Φλαβιανός είπε πάλιν· «Δεν ηξεύρεις, ότι ο βασιλεύς επρόσταξεν ότι εκείνος, όστις δεν προσκυνεί τους θεούς, να λαμβάνη επώδυνον θάνατον; Και συ πιστεύεις εις ένα, όστις εγεννήθη εκ γυναικός και τον εσταύρωσαν; Είναι πρέπον να προσκυνήται ο τοιούτος, ως Θεός, ο κατακριθείς εις θάνατον»; Ο Άγιος απήντησε· «Έπρεπεν, ω ηγεμών, να γνωρίζης ότι εις Θεός είναι μόνον, ο δημιουργήσας τον κόσμον όλον και πάντα τα εν αυτώ και να μη ονομάζης πολλούς θεούς αφρονέστατα, τους οποίους περιπαίζουν οι φιλόσοφοί σας και κατακρίνουν εις τα γνωστικά των συγγράμματα. Αν δε θέλης, σου αποδεικνύω τούτο με τας μαρτυρίας αυτών, του Αριστοτέλους, λέγω, και του Πλάτωνος, καθώς και άλλων πολλών διδασκάλων σας, οι οποίοι ομολογούν όχι πολλούς, αλλ’ Ένα και μόνον Θεόν αθάνατον. Ομοίως και δια τον Χριστόν, δια τον οποίον είπες εις όνειδος ότι εγεννήθη εκ γυναικός και τον εσταύρωσαν, θα σου είπω. Εάν θέλης να ακούσης το μέγα τούτο Μυστήριον, δος μοι καιρόν και μακροθύμησον, ίνα σου διηγηθώ επιμελέστατα». Τους αληθείς τούτους του Αγίου λόγους λήρους ενόμισεν ο ληρώδης και είπεν εις τον Άγιον οργιζόμενος· «Εκείνος όστις μετέβη εις τους ουρανούς και του έδωσαν τας κλείδας εκείνης της μακαριότητος, αυτός είναι άξιος να εξηγή τα θεία πράγματα. Αλλά συ κάμε εκείνο το οποίον σε προστάσσω. Προσκύνησον τους θεούς. Άλλως γίνωσκε, ότι τόσας βασάνους θέλω σου δώσει, ώστε να το πράξης και παρά την θέλησίν σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Επειδή λοιπόν δεν θέλεις να γνωρίσης τον αληθή Θεόν και γίνεσαι τυφλός με την επιμονήν και την ασέβειάν σου, σφάξε, μαγείρευε και τρώγε ανθρώπινα κρέατα, αλλ’ εγώ δεν προσκυνώ λίθους και χειροποίητα είδωλα, ειμή μόνον τον Χριστόν τον αληθή Θεόν, Ον και σέβομαι». Ταύτα και έτερα πλείονα λέγων ο Άγιος, ήλεγχε τον δόλον των ειδώλων, αδόλως και αληθέστατα. Όθεν εθυμώθη ο τύραννος και μη υποφέρων την πολλήν και εύτολμον αυτού παρρησίαν, επρόσταξεν ένα στρατιώτην, ονόματι Αρχέλαον, να θανατώση δια του ξίφους τον Άγιον, καθώς εκείνος επλήγωσεν αυτόν δια του ξίφους των λόγων του. Έσπευσε λοιπόν ο Αρχέλαος να τον θανατώση. Αλλ’ ευθύς ως ήγειρε την σπάθην, ω του θαύματος! Εξηράνθη η χειρ αυτού και πεσών εις την γην εξεψύχησεν. Όθεν εξεπλάγησαν άπαντες ως είδον το τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε ψυχοβλαβής Φλαβιανός εθυμώθη έτι σφοδρότερον κατά την ομοίωσιν του όφεως και δέσας τον Άγιον Μάρτυρα κατά τας χείρας και τους πόδας δια σιδήρων εφυλάκισεν αυτόν. Αλλ’ ούτος ο μακάριος και ούτω σιδηροδέσμιος δεν ημέλει, διότι και εις την γην έτι κειτόμενος προσηύχετο, ευχαριστών τον Κύριον, πρώτον δι’ όλην την ανθρωπότητα, την λυτρωθείσαν από της προπατορικής αμαρτίας δια του εκουσίου πάθους Του, έπειτα πάλιν εδέετο ίνα αξιώση αυτόν να τελειώση καλώς το μαρτύριον. Και ούτως, ω του θαύματος! ήκουσε φωνήν, ήτις ενισχύουσα αυτόν παρεκίνει και ενεδυνάμωνε προς το μαρτύριον. Μετά εξ ημέρας ωδήγησαν τον Άγιον εις το κριτήριον. Είπε τότε ο τύραννος· «Πριν αναλώσω τας σάρκας σου, υπάκουσον εις το θέλημά μου». Απήντησεν ο Άγιος· «Εδώ είναι το σώμα μου και καταξέσχιζε και δέρε τούτο δια να θεραπεύσης τους ομοίους σου δαίμονας». Είπεν ο άρχων· «Με ταύτας τας ύβρεις με παροργίζεις χειρότερον και με παρακινείς να σου επιβάλω σκληροτάτας τιμωρίας. Και μη νομίσης ότι, επειδή εθανάτωσες με τας μαγείας σου τον Αρχέλαον, θα σωθής από τας χείρας μου, φλύαρε». Ταύτα δε ειπών, επρόσταξε να τανύσουν τον Άγιον του Χριστού Μάρτυρα εις την γην και να τον δέρουν τέσσαρες άνδρες ρωμαλέοι με ωμά βούνευρα, έπειτα να θέσουν επί της ράχεως αυτού πεπυρακτωμένους άνθρακας. Ο δε Άγιος, όχι μόνον δεν εσυλλογίζετο τας βασάνους, αλλά εξύβριζε και τον ηγεμόνα δια τούτων των λόγων· «Υιέ ανομίας και ύλη πυρός της αιωνίου κολάσεως, κόλασον τας σάρκας μου, διότι άλλο δεν επιθυμώ, ειμή μόνον να βασανισθώ δια τον Δεσπότην μου». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, εδαιμονίζετο φοβερώτερον ο φρενοβλαβής Φλαβιανός και σφόδρα εξωργίζετο κατ’ αυτού. Όθεν, ο κάκιστος, ητοίμαζε πυρ εις το πυρ και κακόν εις το κακόν. Και προστάσσει να πυρώσουν σουβλία, δια των οποίων να κατακαίουν τα ξεσχισμένα μέλη του Αγίου και να ρίπτουν άλας επί των πληγών αυτού. Έπειτα δι’ άλλων σουβλίων να κατακεντώσιν όλα του τα μέλη. Όμως ο Άγιος πάντα ταύτα τα επώδυνα υπέφερε γενναίως και ανδρικώτατα, μυκτηρίζων πάλιν τα είδωλα. Όθεν ο αιμοδιψής ακόλαστος και πολυμήχανος τύραννος εύρεν άλλον τρόπον τιμωρίας. Ητοίμασαν ένα βωμόν και έθεσαν επ’ αυτού ανημμένους άνθρακας και εις την δεξιάν χείρα του Μάρτυρος επέθεσαν λίβανον και εκράτουν ταύτην βιαίως δια σιδήρων άνωθεν του βωμού, όπως, μη υποφέρων των ανθράκων την θερμότητα, ρίψη επ’ αυτών τον λίβανον, δια να φανή ότι εθυσίασεν εις τα είδωλα. Ο δε Άγιος εσταμάτησε την χείρα ακίνητον, έως ότου, ω της καρτερίας και γενναιότητος αυτού! Κατηναλώθη εκ του πυρός η δεξιά αυτού χειρ, ενώ ο Αγιος παρατηρών και δακρύων εστέναζεν όχι εκ μικροψυχίας, αλλά προς ευχαριστίαν, λέγων· «Εκράτησε της χειρός της δεξιάς μου», «και κατάξας τόξον χαλκούν εν βραχίονί μου, και έδωκάς μοι υπερασπισμόν σωτηρίας μου» (Β΄ Βασιλ. κβ: 35-36), «και η δεξιά σου αντελάβε τόμου». Ο δε άδικος δικαστής, θαυμάζων την ανδρείαν του Αγίου, είπε προς αυτόν· «Αφού είπες ότι δεν υπολογίζεις τας τιμωρίας ουδέ αισθάνεσαι αυτάς, διατί εστέναξες από τώρα και εδάκρυσες»; Και ο Άγιος απήντησε· «Μη νομίσης ότι ενικήθην από τον πόνον της σαρκός και εδάκρυσα, συ, άξιε δακρύων. Αλλ’ επειδή τούτο μου το σώμα είναι πηλός και ο πηλός όταν πλησιάση προς το πυρ αποξηραίνεται, απορρίπτων το ύδωρ αυτού, ούτω λοιπόν συνέβη και εις την σάρκα μου. Αλλά περισσότερον εδάκρυσα δια την αγνωσίαν σου και την βεβαίαν απώλειάν σου, διότι αγνοείς τον αληθή Θεόν και προσκυνείς δαίμονας, δια να θεραπεύσης πρόσκαιρον βασιλέα και διότι δια την αιτίαν αυτήν σε περιμένει το πυρ το αιώνιον». Τότε μετά την φρικτήν αυτήν βάσανον, χαλεπωτέραν επινοείται ο παράνομος. Και όπως επρόσταξεν εκρέμασαν αυτόν από τας χείρας, έδεσαν δύο λίθους βαρείς εις τους πόδας του, δια να διασπασθώσι και αποχωρισθούν αι αρθρώσεις. Αλλ’ ως είδεν ότι ενίκησε και ταύτην την φρικτήν βάσανον ο αήττητος, επρόσταξε να καύσουν μέχρι πυρακτώσεως μίαν κάμινον και να ρίψουν οι δήμιοι τον Άγιον εντός αυτής. Όταν δε τον μετέφερον προ του στομίου της φλεγομένης καμίνου εποίησε το σημείον του Σταυρού επ’ αυτού και ευθύς, ως ύψωσε τας χείρας, η φλοξ διεσκορπίσθη προς τα έξω και έκαυσεν όσους ήσαν πλησίον. Οι δε ειδωλολάτραι ιδόντες τούτο το θαυμάσιον ετρόμαξαν. Και φοβούμενοι μη πάθωσι και αυτοί τα αυτά, εκραύγαζον· «Ας θανατωθή ο μάγος να μη κινδυνεύση η πόλις άπασα από τας μαγείας του». Ο δε τύραννος εφοβήθη και αυτός και εξεπλήσσετο. Πλην τότε μεν εφυλάκισε τον Άγιον εις το Πραιτώριον. Αλλά μετ’ ολίγας ημέρας, μη έχων πλέον ελπίδα ότι ο Άγιος του Χριστού μάρτυς Προκόπιος θα ήλλασσε γνώμην, έγραψε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να κόψουν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν έξω της πόλεως. ‘Οτε δε έφθασεν ο τρισόλβιος εις τον τόπον της καταδίκης, εζήτησε χάριν από τον φονέα, να τον αφήση ολίγην ώραν, δια να δεηθή προς τον Κύριον. Και σταθείς κατ’ Ανατολάς, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα και παρεκάλεσε τον Θεόν να φυλάξη την πόλιν από τας επιβουλάς του δαίμονος, να φωτίση τους πολίτας άπαντας να επιστρέψουν εις την ευσέβειαν, να θεραπεύση τους ασθενείς, να βοηθήση τους πένητας και άλλα παρόμοια δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, τέλος δε εδεήθη δι’ όσους ήθελον εορτάζει την μνήμην αυτού, να λυτρώνη τούτους από όλας τας οδύνας και να αξιώση της Βασιλείας Αυτού. Ταύτα δε ευξάμενος, ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Εισηκούσθη η δέησίς σου Προκόπιε, και θέλουν πληρωθή όσα εζήτησες. Ελθέ τοίνυν, ίνα λάβης τον ητοιμασμένον σοι στέφανον, ως κληρονόμος της ουρανίου μακαριότητος». Ταύτα ακούσας ο Άγιος Μάρτυς έκλινε τον αυχένα προθύμως και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, κατά τας η΄ (8) του μηνός Ιουλίου. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τα ουράνια· το δε τίμιον αυτού λείψανον παρέλαβον δια νυκτός φιλόχριστοί τινες και αλείψαντες ευλαβώς δια μύρων και αρωμάτων, το παντός αρώματος ευωδέστερον, απέθεσαν εις τόπον επιτήδειον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Μίας και αληθούς Θεότητος, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ Επισκόπου Ταυρομενίας.

Δημοσίευση από silver »



Παγκράτιος ο Άγιος Ιερομάρτυς, ο Επίσκοπος Ταυρομενίας, έσχε γονείς καταγομένους από τα όρια της Αντιοχείας, οίτινες ήκμαζον κατά τον καιρόν όπου συγκατέβη ο Υιός και Λόγος του Θεού και εγένετο δια τον άνθρωπον άνθρωπος, ο φιλάνθρωπος. Ούτοι ακούσαντες τα εξαίσια θαυμάσια, τα οποία ετέλει ο Δεσπότης Χριστός εις τα Ιεροσόλυμα, μετέβησαν εκεί ομού μετά του υιού των Παγκρατίου και ακούοντες την γλυκυτάτην διδαχήν του Σωτήρος επίστευσαν εις Αυτόν και βαπτισθέντες εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, επέστρεψαν εις τον οίκον των, αινούντες τον Κύριον. Μετά δε πολύν καιρόν, ζήσαντες ευσεβώς, ετελεύτησαν, ο δε Παγκράτιος έμεινεν εις τον οίκον των, προκόπτων εις σοφίαν και σύνεσιν και εις μελέτην των θείων Γραφών και ανάγνωσιν. Μετά δε την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κηρύττων ο Απόστολος Πέτρος εις τας πόλεις και χώρας τον λόγον του Θεού, ήλθε και εις τα μέρη του Πόντου, όπου ο Παγκράτιος υπεδέχθη αυτόν ασμένως ως Απόστολον του Σωτήρος Χριστού και εφιλοξένησε πλουσιοπαρόχως μεθ’ όλης αυτού της συνοδείας. Εκ της διδασκαλίας του Αγίου Αποστόλου Πέτρου επίστευσαν πολλοί, τους οποίους και εβάπτισε μεθ’ όλων των υπηρετών του Παγκρατίου, χειροτονήσας Επίσκοπον ένα σοφώτατον και ευλαβή Χριστιανόν, Μαξιμίνον ονόματι. Ο δε Παγκράτιος έδωσεν όλην του την περιουσίαν ως ελεημοσύνην εις τους πτωχούς και το υπόλοιπον εδώρησεν εις τους δούλους του, ειπών· «Ιδού χαρίζω εις σας την ελευθερίαν και όλα μου τα υπάρχοντα τα ευρισκόμενα εις τον οίκον μου, ήτοι χρυσόν, άργυρον, λίθους τιμίους, ιμάτια και άπαντα τα ακίνητά μου, αμπελώνας και χωράφια. Ο Δεσπότης μας Χριστός να σας στηρίξη εις τον φόβον Αυτού, διότι εγώ αναχωρώ μετά του Αποστόλου, ίνα κηρύξωμεν το άγιον Ευαγγέλιον». Ταύτα καλώς οικονομήσας ο πάνσοφος, έπεσεν εις τους πόδας του θείου Αποστόλου Πέτρου, ειπών: «Εις χείρας Θεού και εις την ψυχήν σου, Απόστολε του Χριστού, παραδίδομαι». Ο δε Πέτρος εδίδαξε τους πιστεύσαντας να φυλάττουν την ευσέβειαν ανόθευτον και το Άγιον Βάπτισμα αμόλυντον. Να υπομένουν πάσαν κακοπάθειαν δια την πίστιν και αυτόν τον θάνατον, δια την Βασιλείαν των ουρανών. Με τούτον και άλλους σωτηρίους λόγους αφού εστήριξεν αυτούς αρκετά, κατήλθε μετά του Παγκρατίου εις την θάλασσαν και ευρόντες πλοίον ανεχώρησαν εις Αντιόχειαν. Εις ταύτην εύρον ένα των Αποστόλων απεσταλμένον από τα Ιεροσόλυμα, Μαρκιανόν ονόματι, όστις επέστρεψε πολλούς εις την ευσέβειαν. Τούτους βαπτίσας ο Πέτρος, εστερέωσε δια της διδαχής και πολλά θαυμάσια έκαμε, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν και διώκων από τους ανθρώπους δαιμόνια. Έπειτα είπε προς τους Μαρκιανόν και Παγκράτιον· «Λάβετε, τέκνα μου, και σεις τον κλήρον της Επισκοπής και υπάγετε εις τα μέρη της Δύσεως, ίνα κηρύξετε τον Χριστόν, καθώς γνωρίζετε». Χειροτονήσας δε αυτούς Επισκόπους τους απέλυσε. Κατελθόντες όθεν εκείνοι εις τον αιγιαλόν, κατ’ οικονομίαν Θεού εύρον δύο πλοία από την Σικελίαν, άτινα ήσαν έτοιμα να αναχωρήσωσι και ανήγγειλαν τούτο εις τον Απόστολον. Όστις κατελθών εις τα πλοία συνωμίλησε μετά των ναυτών, οίτινες ιδόντες τους Αποστόλους ενδεδυμένους την άνωθεν δόξαν, ηυλαβήθησαν αυτούς. Αφού δε ήκουσαν τον λόγον του Θεού, επεφοίτησεν εις αυτούς η χάρις του Παναγίου Πνεύματος και πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν άπαντες. Αποχαιρετήσαντες λοιπόν τον Πέτρον εν αγίω φιλήματι, ο μεν Μαρκιανός εισήλθεν εις το πλοίον του Ρωμύλου, εις δε το του Λυκαονίδου ο Παγκράτιος. Μεθ’ ημέρας τινάς έφθασεν ο Παγκράτιος εις ένα τόπον της Σικελίας καλούμενον Φάλκωνα, όπου ήτο κήπος παλαιός μιας γυναικός, Φαλκωνίλας ονόματι, ήτις εγέννησεν υιόν και τον ωνόμασε Φάλκωνα. Ούτος ήτο πολύ ωραίος. Διερχόμενος δε τον κήπον, απέθανεν αιφνιδίως και ενεταφίασαν αυτόν εκεί, κτίσαντες επ’ ονόματι αυτού ναόν μέγαν και ωραιότατον. Επί δε του τάφου του Φάλκωνος έστησαν είδωλον μέγα πελεκητόν, λίθινον, όπερ ωνόμασαν θεόν Φάλκωνα και προς το οποίον εθυσίασαν τρεις νέους και εβδομήκοντα τρεις μόσχους εκλεκτούς, έκτοτε δε κατ’ έτος ετέλουν οι πεπλανημένοι ταύτην την μιαράν θυσίαν, οι μιαροί εις τους μιαρούς δαίμονας. Ως δε εξήλθεν από το πλοίον ο ιερός Παγκράτιος και εστάθη, κρατών ως ράβδον ένα Σταυρόν, εφώναξαν οι δαίμονες, οίτινες κατώκουν εντός του ειδώλου και, σείοντες τούτο ισχυρώς, έλεγον ταύτα κλαίοντες· «Ω θεέ Φάλκων, πυρ έφθασε δια να σε αποσυνθέση. Ο Υιός του Θεού, ο γεννηθείς από την Παρθένον Μαρίαν, έστειλεν εδώ ρομφαίαν, ως αστραπήν, ήτις τον μεν τόπον όλον τούτον εφώτισεν, ημάς δε εφόβησεν. Ω Λυκαονίδη, πως τον έφερες εδώ και δεν κατεκάη το πλοίον σου»; Τότε ο Παγκράτιος εσημείωσεν επ’ αυτού το σημείον του Σταυρού, ορκίζων τους δαίμονας να παύσουν τας φωνάς και τους θορύβους και οι δαίμονες ευθύς εσιώπησαν. Τότε ο Λυκαονίδης είπε προς τον Παγκράτιον· «Μη πλησιάσης εις τον ακάθαρτον αυτόν Φάλκωνα, διότι πολλούς εθανάτωσεν». Ο δε ιερός Παγκράτιος απεκρίθη· «Ημείς έχομεν την χάριν του Αγίου Πνεύματος κι δεν φοβούμεθα δαίμονας. Ελθέ όθεν μεθ’ ημών δια να ίδης την δόξαν του Θεού και την απώλειαν του Φάλκωνος». Κρατών δε εις χείρας τον Σταυρόν, το ιερόν Ευαγγέλιον και την εικόνα του Δεσπότου Χριστού, επλησίασε προς τον μιαρόν βωμόν και στραφείς κατ’ Ανατολάς εδεήθη προς τον αληθινόν Θεόν, να του δώση σοφίαν και δύναμιν, ίνα επιστρέψη τους εγχωρίους εις την ευσέβειαν, να εκδιώξη εκείθεν τους δαίμονας. Μετά δε την ευχήν, εβόησεν ειπών· «Ορκίζω σας εις την Αγίαν Τριάδα, ακάθαρτοι δαίμονες, να σηκώσετε τον αναίσθητον Φάλκωνα και τον βωμόν όλον καθώς ευρίσκεται και να ρίψετε μακράν εις το πέλαγος έως τριάκοντα στάδια, μετ’ αυτών δε να βυθισθήτε και σεις». Ευθύς δε με τον λόγον του Αγίου, ω του θαύματος! μέγας κτύπος ηκούσθη και εφάνησαν οι δαίμονες ως πλήθος κοράκων και γυπών, οίτινες αρπάσαντες το είδωλον, έρριψαν τούτο εις την θάλασσαν. Ο Λυκαονίδης τότε εθαύμασεν. Έπειτα εζήτησεν από τον Άγιον συγχώρησιν δια να μεταφέρη τα δώρα εις τον ηγεμόνα της νήσου, Βονιφάτιον καλούμενον και εις τον πολιτάρχην Αυρηλιανόν, καθώς ήτο συνήθεια. Είπε τότε προς αυτόν ο Άγιος· «Ύπαγε εις ειρήνην και βλέπε, μη σε χωρίση τις από την αγάπην του Χριστού». Απελθών δε ο Λυκαονίδης παρέδωκεν εις τον ηγεμόνα δώρα πολύτιμα. Ο δε ηγεμών, δεχθείς ταύτα, ηρώτησεν αυτόν δια τα μέρη της Ανατολής και πως διάγουσιν οι εκεί άρχοντες. Ο Λυκαονίδης τότε απεκρίθη· «Μεγάλην ειρήνην έχουσιν όλαι αι επαρχίαι. Διότι η ειρήνη του μεγάλου και αληθινού Θεού επεσκίασεν αυτάς και σώζει τους εις Αυτόν πιστεύοντας». Διηγήθη δε εις τον ηγεμόνα το μέγα θαύμα, όπερ ετέλεσεν ο Άγιος και εκήρυξε τον Χριστόν, διηγούμενος άπαντα όσα είδε και ήκουσε λεγόμενα παρά του Παγκρατίου. Ενώ δε συνωμίλουν, ήλθον εκεί άπαντες οι μιαροί ιερείς, ολολύζοντες και εφώναζον ατάκτως λέγοντες· «Μέγα κακόν μας συνέβη, ηγεμών κράτιστε, διότι ο ποθητός μας θεός Φάλκων εξηφανίσθη μεθ’ όλου του περιφήμου ναού, εις σημείον ώστε ουδέ καν ο τόπος του θυσιαστηρίου φαίνεται πλέον». Είπε τότε ο Βονιφάτιος· «Ιερείς των μεγάλων θεών της Ταυρομενίας, υπάγετε και εξετάσατε ακριβώς μήπως οι θεοί ήθελον περισσοτέραν θυσίαν και δι’ αυτό σας κατεφρόνησαν και ανεχώρησαν εις άλλον τόπον, θέλω δε και εγώ εξετάσει πως συνέβη τούτο το γεγονός». Ταύτα δε ειπών απέλυσεν αυτούς, και ηρώτα πάλιν τον Λυκαονίδην δια τον Χριστόν, διότι πολλήν ευφροσύνην ελάμβανεν η ψυχή αυτού, ακούοντος τους λογους του σωτηρίου Ευαγγελίου. Διηγήθη τότε ο Λυκονίδης λεπτομερώς τα όσα ήκουσε δια τον Δεσπότην Χριστόν και δια τον Πέτρον και τον Παγκράτιον και πως ούτος επρόσταξε τους δαίμονας και εβύθισαν τον βωμόν και το είδωλον. Ο δε άρχων, ακούσας ταύτα, εχάρη και είπε· «Παρακαλώ σε, φίλε μου, ύπαγε να προσκυνήσης εκ μέρους μου τον Άγιον Παγκράτιον και παρακάλεσον αυτόν να έλθη εδώ, ίνα και εγώ γνωρίσω ένα τοιούτον σεβάσμιον άνδρα». Ο δε Λυκαονίδης απεκρίθη· «Άκουσον, κύριέ μου, εάν αγαπάς τον Χριστόν, πρόσταξε τους κήρυκας να διαλαλήσουν εις την πόλιν όλην και τα περίχωρα, ότι επιθυμείς να κάμης εορτήν εις τον ιππόδρομον και να καταγράψης όλους τους ιππείς, δια να συναχθούν άπαντες. Τότε, με την πρόφασιν ταύτην, έρχεται εκεί και ο μέγς Παγκράτιος». Ήρεσεν ο λόγος ούτος εις τον άρχοντα και έστειλεν ευθύς διάταγμα εις όλην την επαρχίαν του. Συνεκεντρώθησαν δε έως διακόσιαι χιλιάδες ανδρών και εφίλευσε τους χιλιάρχους και τους εκατοντάρχους εν πλουσιωτάτω δείπνω. Το πρωϊ μετέβησαν άπαντες εις το πεδίον. Ο δε Λυκαονίδης μετέβη εις τον Παγκράτιον και ανήγγειλεν εις αυτόν την πολλήν του ηγεμόνος ευλάβειαν και ότι επεθύμει να ίδη αυτόν, ίνα συνομιλήσωσιν. Αλλ’ ο Παγκράτιος δεν μετέβη προς τον ηγεμόνα δια την σύγχυσιν του λαού, ειπών εις τον Λυκονίδην να φέρη κατά το εσπέρας εκεί τον ηγεμόνα, όταν θα ετελείωνον την πανήγυριν. Ούτω και εγένετο. Όταν λοιπόν μετέβη ο ηγεμών εις συνάντησιν του Παγκρατίου, εύρεν αυτόν ενδεδυμένον την ιερατικήν στολήν επί θρόνου καθεζόμενον, έχοντα προ αυτού την εικόνα του Χριστού και τον Σταυρόν. Ιδών τότε αυτόν εν τοσαύτη δόξη, έπεσεν επί πρόσωπον και τον επροσκύνησε, διότι είδε φως θείον, όπερ περιεκύκλωνε τον Άγιον. Ο δε Άγιος ήγειρεν αυτόν και ησπάσατο. Εγερθείς δε ο ηγεμών, όλος έντρομος ανέκραξε· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών! Πιστεύω εις Σε Ιησού Χριστέ, Θεέ αληθέστατε». Τότε ο Άγιος ηυλόγησεν αυτόν σταυροειδώς και επρόσταξε να καθήση πλησίον του. Ο δε ηγεμών έλεγε· «Πώς να σε πλησιάσω, αφού βλέπω φλόγα περικυκλούσάν σε»; Εννοήσας τότε ο Άγιος, ότι το φως τούτο ήτο η χάρις του Αγίου Πνεύματος δια την ιεράν στολήν, με την οποίαν ήτο ενδεδυμένος, επρόσταξε να εξέλθουν άπαντες και να επιστρέψουν μετ’ ολίγον, όταν δε έμεινε μόνος εξεδύθη τα ιερά ιμάτια. Τότε ο Βονιφάτιος δεν έβλεπε πλέον το φως. Όθεν εκάθησε πλησίον του Αγίου Παγκρατίου και ήκουσε τους σωτηρίους λόγους αυτού. Μετά ταύτα εδείπνησαν μετρίως ό,τι ο Θεός εξαπέστειλε. Και τότε είπεν εις αυτούς ο Άγιος· «Εφιλεύθημεν σωματικώς, ας φιλευθώμεν και πνευματικώς, τέκνα μου». Εισελθών τότε εις το εσωτερικόν δωμάτιον, ενεδύθη τα ιερά άμφια. Όταν δε έφθασεν εις την δοξολογίαν του Τρισαγίου, ω του θαύματος! Ήνοιξεν η στέγη του οίκου και ήλθε φως μέγα ως αστραπή. Όθεν εκ του φόβου έπεσον όλοι κατά γης. Ο δε Άγιος τους ανήγειρε και είπε· «Μη φοβείσθε. Διότι ο Χριστός ήλθε να φωτίση τας καρδίας σας, ίνα τον γνωρίσητε». Τότε έλαβεν εν Ευαγγέλιον γεγραμμένον εις την εβραϊκήν, επί του οποίου ήσαν ιστορημένα τα πάθη και τα μυστήρια του Σωτήρος Χριστού, ήτοι η Γέννησις, η Βάπτισις, η Σταύρωσις, η Ανάστασις και τα επίλοιπα και αναγνώσας τον ιερόν Ματθαίον, εδίδαξεν ικανώς τον άρχοντα μέχρι του μεσονυκτίου. Τότε ο άρχων, ευχαριστήσας τον Άγιον, ωμολόγησεν ότι εξ όλης καρδίας επίστευεν εις τον Δεσπότην Χριστόν και ούτω προσκυνήσας αυτόν και λαβών συγχώρησιν ανεχώρησε. Μετά ταύτα ο Λυκαονίδης είπε προς τον Άγιον· «Ο άρχων είπε να μεταβώμεν εις την πόλιν, δια να ευλογήσης το παλάτιον». Ο Άγιος όμως απεκρίθη· «Ναι, τέκνον, αλλ’ οι ακάθαρτοι δαίμονες, θρηνούντες την απώλειάν των, βούλονται να μας πολεμήσουν. Λοιπόν λάβε τούτο το γράμμα και αφού το αναγνώσης πρότερον εις τους άλλους ναούς, απόθεσον αυτό εις τον βωμόν του ακαθάρτου Λύσσωνος». Έλεγε δε το γράμμα ταύτα· «Παγκράτιος δούλος Ιησού Χριστού προς Λύσσωνα τον μιαρόν θεόν των Ταυρομενιτών. Δεχόμενος το γράμμα μου, ανάγνωσον αυτό και εις τους άλλους μιαρούς θεούς και μη κάμετε σύγχυσιν, αλλά ως άλαλοι και κωφοί, ούτω γίνεσθε». Λαβών λοιπόν το γράμμα ο Λυκαονίδης μετέβη και απέθεσε τούτο επί του ειδώλου. Κατά δε την τρίτην ώραν της νυκτός ήλθε φωνή προς τον Άγιον λέγουσα· «Δούλε του Θεού, επράξαμεν ως ώρισες και ανάβηθι εις την πόλιν σου». Τότε ο Άγιος παρέλαβε μετ’ αυτού την συνοδείαν του και μετέβησαν εις τον ηγεμόνα, όστις προϋπήντησεν άπαντας με τιμήν πολλήν και έμειναν εις το πλάτιον ημέρας τεσσαράκοντα. Οι δε ιερείς των ειδώλων συνηθροίσθησαν εις το Πραιτώριον λέγοντες· «Ω ηγεμών, η πανήγυρις του μεγάλου θεού Λύσσωνος πλησιάζει και πρόσταξον άπαντα τον λαόν να προσφέρουν εις αυτόν θυσίαν πλουσίαν, δια να μη θυμωθή και αυτός και φύγη, ως ο Φάλκων». Ο δε ηγεμών είπεν· «Υπάγετε και ετοιμάσατε ως θέλετε». Έπειτα ηρώτησε μυστικώς τον Παγκράτιον, τι να πράξη. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Φυλάττου από την σήμερον και μη θυσιάσης πλέον εις τα κτίσματα, αλλά μένε στερεός εις την πίστιν, εάν ποθής να λάβης το άγιον Βάπτισμα, κτίσε μου δε μίαν Εκκλησίαν δια να τελώ και εγω την θυσίαν μου, επειδή ελπίζω εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ότι θα μας λυτρώση από τους αοράτους εχθρούς». Απεκρίθη τότε προς αυτόν ο άρχων Βονιφάτιος· «Τίμιε πάτερ, έτοιμος είμαι να πράξω ό,τι προστάξης εις εμέ, τον δούλον σου. Μόνον δος μου το σχήμα της Εκκλησίας, όρισον και τον τόπον και εγώ την κτίζω μετά χαράς». Πράγματι μετέβησαν ομού εις μίαν άκραν της πόλεως, προς Ανατολάς, και ο Άγιος εσημείωσε το σχήμα της Εκκλησίας εις τόπον ευάρμοστον. Εντός δε τριάκοντα ημερών απεπερατώθη ο ναός. Μετά δε το πέρας του ναού ο Άγιος Παγκράτιος ετέλεσεν εις αυτόν την θείαν λειτουργίαν. Και όσοι ευρίσκοντο εντός της Εκκλησίας έβλεπον πυρ φοβερόν, ως αστραπήν, φωτίζον όλον τον ναόν, με τρόπον εξαίσιον. Πριν δε εισέτι συμπληρώση ο Άγιος την ιερουργίαν έπεσαν όλοι οι θεοί της Ταυρομενίας και συνετρίβησαν. Αλλ’ οι ιερείς δεν ήσαν εκεί τότε και δεν εγνώριζον τα συμβάντα. Ο δε Άγιος, μετά το κοινωνικόν, εκοινώνησε τους βαπτισμένους δια των Αχράντων Μυστηρίων, τον δε ηγεμόνα δεν εκοινώνησεν. Ούτως ηρώτησεν κρυφίως τον Λυκαονίδην δια τίνα αιτίαν δεν εκοινώνησεν αυτόν και εκείνος είπεν, ότι επειδή ο ηγεμών δεν ήτο ακόμη Χριστιανός τέλειος, δεν ήτο άξιος της ιεράς Μεταλήψεως. Μετά δε την ιερουργίαν ο άρχων προσεκάλεσεν άπαντας εις το παλάτιον, ίνα φιλεύση αυτούς. Καθήσας δε ο Άγιος εις την τράπεζαν, έθεσεν εις το δεξιόν μέρος αυτού τον Λυκαονίδην και εις το αριστερόν τον ηγεμόνα, καθώς έπραττε και άλλοτε και ευλογήσας άρτον, εις μνήμην της Υπεραγίας Θεοτόκου, έδωκεν εις όλους και έφαγον. Όταν δε εφιλεύθησαν, απέλυσεν άπαντας. Οι δε μιαροί ιερείς των ειδώλων μετέβησαν εις τους βωμούς, ίνα θυμιάσουν τα ακάθαρτα είδωλα. Μη ευρόντες δε ταύτα, εθρήνουν την απώλειαν των θεών των. Εγένετο δε εις όλην την πόλιν σύγχυσις μεγάλη, συνηθροίσθησαν δε οι πλείστοι εις το παλάτιον, τοιαύτα κραυγάζοντες· «Τι κάμνεις, ανάξιε της ηγεμονίας Βονιφάτιε; Δεν έρχεσαι να ίδης τι έπαθον οι θεοί σου, δεινότατε; Δεν είναι αυτοί, οίτινες σε επλούτισαν τόσον και σε ετίμησαν δια τόσων μεγάλων τιμών; Διατί λοιπόν δεν τους τιμάς πενθών μεθ’ όλων ημών, αλλά κάμνεις εορτάς και χαίρεσαι εις την θλίψιν μας, υπερήφανε»; Ακούσας ο ηγεμών τας ύβρεις του λαού εφοβήθη και αναβάς εις τον υψηλότερον τόπον του Πραιτωρίου μεθ’ εξήκοντα στρατιωτών ενδεδυμένων χρυσοϋφάντους στολάς είπε προς τον λαόν ταύτα με λαλιάν ταπεινήν και ήμερον· «Άνδρες Ταυρομενίται, σοφώτατοι, μη υβρίζετε την ηγεμονίαν αδίκως, μη θυμώνετε παραλόγως με εμέ, όστις ποσώς δεν σας έπταισα. Αλλά κάμετε τούτο, το οποίον σας είπον και άλλην φοράν, όταν απωλέσθη ο Φάλκων. Εύρετε τους σοφωτέρους της βουλής και τους μάλλον εγγραμμάτους και ειπέτε να εξετάσουν εις τας βίβλους σας, έως ότου εύρωσι την αιτίαν, εξ ης έφυγον οι θεοί μας. Ήτις αιτία θα είναι εν εκ των δύο. Ή η ολίγη θυσία, την οποίαν προσεφέραμεν εις αυτούς και ως εκ τούτου μας εμίσησαν ή άλλος θεός ήλθεν εδώ ισχυρότερός των και δυνατώτερος, μη δυνάμενοι δε να εναντιωθούν εις αυτόν από τον φόβον των έπεσον. Όταν δε πληροφορηθώμεν την πραγματικήν αιτίαν, θέλομεν τελέσει το συμφερώτερον. Ήτοι, εάν έφυγον δια τας μικράς θυσίας, να αυξήσωμεν ταύτας όσον θέλουσιν. Αν δε ήλθεν εδώ άλλος Θεός ισχυρότερος, να πιστεύσωμεν εις εκείνον, δια να μη τους έχωμεν ανάγκην εις τίποτε. Μεταβήτε λοιπόν, οι πλέον ευλαβέστεροι εξ υμών, εις τον ναόν εν προσευχή και δεήσει και ερωτήσατε τους θεούς, δια να σας φανερώσουν το αίτιον». Ταύτην την συμβουλήν του άρχοντος όλοι επήνεσαν και εξέλεξάν τινας, οίτινες εγνώριζον μαντείας και οιωνοσκοπίας. Ούτοι ώρισαν τριάκοντα δύο άνδρας εις κάθε θυσιαστήριον, ίνα φωνάζουν επί ώραν πολλήν και ερωτούν. Πράγματι, δαίμων τις, τον οποίον ωνόμαζον Λύσσωνα, απήντησε· «Τι ήλθετε προς με και με εγκωμιάζετε ματαίως; Ό,τι εκάμαμεν έως τώρα, εκάμαμεν, και από σήμερον δεν σας πλανώμεν πλέον. Διότι η Τρισυπόστατος Θεότης επεσκέφθη το ίδιον πλάσμα και έστειλεν ο Θεός τον Λόγον Αυτού, ίνα φωτίση άπαντας». Οι δε περισσότερον βοώντες απεκρίθησαν· «Τι λέγεις, Λύσσων καθαρώτατε; Τις είναι από σε θεός ισχυρότερος»; Ο δαίμων πάλιν απεκρίθη· «Εκείνος όστις έκαμε τον ουρανόν και την γην, την θάλασσαν και όλον τον κόσμον και τον άνθρωπον έπλασεν, Αυτός και τώρα καθ’ ημών ρομφαίαν πυρίνην απέστειλεν, ήτις κατέστρεψε τον Φάλκωνα, τον Δία και τους λοιπούς θεούς· αλλά και εμέ κατέστησεν από της σήμερον άπρακτον, διότι ο Λυκαονίδης έφερεν εδώ τον μαθητήν του Ιησού». Ταύτα ακούσαντες οι πεπλανημένοι ωδύροντο, διότι απώλεσαν τας ελπίδας των. Εδέοντο δε πάλιν εις τον ανίσχυρον θεόν των να δώση εις αυτούς βοήθειαν. Κάμνοντες δε μαγείας έγραψαν τα ονόματα των ευγενεστέρων της πόλεως, ούτινος τύχη ο κλήρος να θυσιάσωσιν αυτόν, δια να καταπραϋνουν τον δαίμονα. Το πρώτον δε όνομα, όπερ εξήγαγον, έτυχε να είναι το του ηγεμόνος. Τότε εχάρη ο όχλος και σφάζοντες ταύρους και τράγους εγέμισαν τας φιάλας αιμάτων. Λαβόντες δε κλάδους μυρσίνης και δάφνης, έδραμον όλοι προς το παλάτιον και εκραύγαζον ταύτα· «Ω ηγεμών αξιώτατε, ο μέγας θεός Λύσσων εις θυσίαν σε εζήτησε. Διο σε μακαρίζομεν άπαντες, διότι εις τον κόσμον τούτον ήσο καθ’ όλην σου την ζωήν περιφανής και ένδοξος, αλλά και τώρα με την θυσίαν ταύτην γίνεσαι ως ο Λύσσων και ο Ζεύς αθάνατος μετά θάνατον». Ταύτα εκείνοι ειπόντες, έδραμον να ετοιμάσουν τα της θυσίας. Ο δε Βονιφάτιος έσπευσε δρομαίως εις την Εκκλησίαν και πίπτων προ των ποδών του Αγίου διηγήθη την συμφοράν με πικρότατα δάκρυα, ειπών ότι έμελλον να τον θανατώσουν εις θυσίαν του δαίμονος. Είπε τότε προς αυτόν ο Παγκράτιος· «Ύπαγε, τέκνον μου, και μη φοβηθής ουδόλως, διότι εγώ θέλω έλθει μετά σου αύριον εις την θυσίαν, τότε δε θέλετε ίδει άπαντες την δύναμιν του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Την ενάτην ώραν της νυκτός ηγέρθη ο Άγιος δια να ψάλη, κατά την τάξιν, την Ακολουθίαν. Οι δε ειδωλολάτραι πάλιν ευρίσκοντο εις μέγαν βωμόν του Λύσσωνος, έχοντες και πάλιν εστημένα τα είδωλα εις τους τόπους των, δια να είπωσιν, ότι αφ’ εαυτών ταύτα ανέστησαν. Όταν όμως ήρχισεν ο Άγιος ψάλλων εις τον ναόν την ακολουθίαν του έπεσαν εις την γην όλα τα είδωλα και συνετρίβησαν . Τότε ο λαός έφευγε περίφοβος και θαυμάζων. Και καθώς οι άνθρωποι επερνούσαν από την Εκκλησίαν, ήκουσαν τον Άγιον ψάλλοντα, έμειναν δε απορούντες εις την μελωδίαν εκείνην, ομοίαν της οποίας άλλην φοράν δεν ήκουσαν, διότι η φωνή του Αγίου ήτο ηδονική και έμμουσος. Η δε Εκκλησία δεν διεκρίνετο, διότι ήτο σκότος γύρωθεν αυτής. Όταν ετελείωσε την ακολουθίαν εξήλθεν ο Άγιος και εκάθησεν εις την θύραν. Ποιήσας δε το σημείον του Σταυρού εδίωξε το σκότος και τότε ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί των Ελλήνων, βλέποντες δε την Εκκλησίαν και τον Άγιον ενόμισαν αυτόν ως αληθώς Θεού Άγγελον. Φοβηθέντες λοιπόν ηρώτησαν αυτόν λέγοντες· «ορκίζομέν σε εις την δύνμιν των μεγάλων θεών, να μας είπης, εάν είσαι θεός ή άνθρωπος». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Εγώ ούτε θεός είμαι, ούτε λατρεύω όπως σεις τα είδωλα. Είμαι πλάσμα Θεού όπως και σεις και με έστειλεν ο αληθής Θεός, να σας κηρύξω λόγον ζωής και αληθείας. Εάν λοιπόν μου ακούσετε, θα εύρητε ζωήν αιώνιον· ότι εγώ θέλω σας αναγγείλει δια τον μεγάλον και ανεξιχνίαστον Θεόν, όστις εποίησεν όλον τον κόσμον, την δε ανθρωπίνην φύσιν έπλασε και ανέπλασε και χαρίζει εις τους αγαπώντας αυτόν ζωήν αιώνιον. Αυτοί δε, τους οποίους σεις λέγετε θεούς, είναι δαίμονες· όσοι δε τους πιστεύουσι, θα υπάγουν μαζί με αυτούς εις αιώνιον κόλασιν». Ακούσαντες ταύτα οι άνθρωποι κατενύγησαν λέγοντες· «Ημείς βλέπομεν εις σε αληθώς χάριν ένθεον και πιστεύομεν, ότι η αξία σου είναι ανωτέρα της δυνάμεως των θεών· αλλά μη τους καταδυναστεύσης, ότι εις τους πολέμους πολλάκις μας εβοήθησαν». Λέγει εις αυτούς ο Άγιος· «Υπάγετε ετοιμάσατε τον ηγεμόνα εις θυσίαν του Λύσσωνος, καθώς εμελετήσατε, εκεί δε θέλω σας δείξει του Θεού μου την δύναμιν». Αναχωρήσαντες λοιπόν από τον Άγιον, έλεγον μεταξύ των· «Την αλήθειαν φαίνεται να λέγη αυτός ο άνθρωπος· διότι εάν δεν ήτο ο Θεός αυτού δυνατώτερος, δεν θα εξωλόθρευε τους θεούς μας». Τότε κάποιος υεωρούμενος σοφός, ονόματι Ξάνθιππος, είπε προς τους άλλους· «Ακούσατε, άνδρες σοφώτατοι· σεις με εξελέξατε αρχηγόν εις την ιατρικήν, την οποίαν επεμελούμην το κατά δύναμιν· προ ολίγων όμως ημερών ήλθε προς με εις θαυμάσιος το είδος άνθρωπος και μου έδωκεν ένα βιβλίον λέγων· «Ξάνθιππε, λάβε το ιατρικόν αυτό βιβλίον από την άνωθεν δύναμιν». Ταύτα λέγων, έγινεν άφαντος. Εγώ δε αναγνώσας το βιβλίον, εύρον ότι το έγραψαν τέσσαρες άνθρωποι, οίτινες με μίαν φωνήν διηγούντο δια τον Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Υιόν του Θεού, αυτόν δε νομίζω ότι ήλθε να κηρύξη και ούτος ο άνθρωπος. Διότι καθώς έφθασα με το βιβλίον εις την οικίαν μου, εφωτίσθη όλη από φως ουράνιον, όσοι δε ασθενείς έκειντο εκεί πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας, την ιδίαν ώραν εθεραπεύθησαν». Ακούσας ο λαός ταύτα από τον Ξάνθιππον, ηθέλησαν να επιστρέψουν προς τον Άγιον. Αλλ’ ο διάβολος δεν τους αφήκεν, αλλά τους εβίασεν αοράτως και μετέβησαν εις το παλάτιον, παραλαβόντες δε τον ηγεμόνα τον ωδήγησαν εις τον Λύσσωνα και εκδύσαντες αυτόν, έδεσαν οπίσω τας χείρας του, ευχαριστούντες τον ακάθαρτον δαίμονα. Ο δε Βονιφάτιος έβλεπε γύρω, ίνα ίδη τον Παγκράτιον, λέγων με κλαυθμόν πικρότατον· «Ω των εμών δεινών, εις ποίον θάνατον πικρόν παρεδόθην ο άθλιος! Που είσαι, πάτερ Παγκράτιε; Είπες ότι έρχεσαι εις την θυσίαν, ίνα απολέσης τον αναίσθητον Λύσσωνα και τώρα δεν φαίνεσαι, αλλά με αφήκες μόνον τον ταλαίπωρον; Ο Κύριος Ιησούς Χριστός να με ελεήση ως εύσπλαγχνος». Ούτος δε ο Λύσσων, αδελφοί, είχεν ένα όφιν μεγάλον και φοβερώτατον, ο οποίος έπινε το αίμα των θυσιών. Ο δε μέγας Παγκράτιος, ενδυθείς την ιερατικήν στολήν, έγινεν όμοιος με φλόγα πυρός· όταν δε έφθασε με τον τίμιον Σταυρόν εις τον τόπον, όπου είχον δεδεμένον τον Βονιφάτιον, ευθύς ελύθησαν τα δεσμά μόνα των. Όλοι δε οι περιεστώτες έπεσαν εις την γην, μη υποφέροντες την λάμψιν των ιερών ενδυμάτων του. Εκείνος τότε τους ηυλόγησε και ηγέρθησαν. Πλησιάσας δε τον μιαρόν Λύσσωνα, είπε ταύτα· «Ορκίζω σε, δαίμον ακάθαρτε, εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, να φύγης από τούτον τον τόπον και να βυθισθής με τον Φάλκωνα εις την θάλασσαν». Ευθύς τότε άκαμεν ο δαίμων μεγάλον κρότον, ώστε όλοι ετρόμαξαν. Έπειτα εξερριζήθη το φοβερόν εκείνο και ασήκωτον είδωλον με τον δαίμονα, όστις ήτο εις αυτό εγκάτοικος και έπεσεν εις το πέλαγος. Το δε ιμάτιον του Λύσσωνος, ήτοι ο μέγας όφις εκείνος, έμεινεν εις τον λάκκον. Τότε ο Άγιος τον έδεσεν από τον τράχηλον και τον έσυρεν έξω. Ο δε όφις εσύριζεν απαισίως κατ’ αρχάς, έπειτα διερράγη από άνωθεν έως κάτω και έσκασεν. Οι δε όχλοι, ιδόντες τοιαύτα παράδοξα, μεγαλοφώνως εβόησαν· «Μέγας ο Θεός του Παγκρατίου». Ευθύς τότε συνέτριψαν τας φιάλας, τους δε ταύρους και τράγους, που έσφαζον, έρριψαν να τους φάγουν οι σκύλοι· αλλά και όλην την θυσίαν κατέστρεψαν. Ο δε Άγιος επρόσταξε να δέσουν τον όφιν με σχοινία, να τον σύρουν έως εις την θάλασσαν. Καθώς δε τον έσυραν εις τους λίθους οι νεώτεροι, εξεσχίζοντο αι σάρκες του και εφ΄νησαν τα οστά του. Τότε με πολύν κόπον αφήρεσαν δια των πελέκεων ένα εξ αυτών, δια να το φυλάττουν εις ενθύμησιν του θύματος. Ο δε μακάριος Παγκράτιος έδωκεν εις όλους τον αρραβώνα του Αγίου Βαπτίσματος, σφραγίσας αυτούς με τον τίμιον Σταυρόν. Εισελθόντες τότε εκείνοι εις τους βωμούς των ειδώλων, έρριπτον εις την γην τα μιαρά ξόανα και συνέτριβον άπαντα, πτύοντες και καταπατούντες αυτά. Έπειτα ανέβη ο Άγιος εις τόπον υψηλόν, δια να ακούσουν όλοι, και εκήρυξε τον Δεσπότην Χριστόν. Τότε επίστευσαν άπαντες, όσοι εκεί ήσαν, εκατόν χιλιάδες και περισσότεροι. Αφού δε προσηυχήθη δι’ αυτούς, τους απέλυσε λέγων· «Υπάγετε τώρα εις τας οικίας σας και καθαρίσθητε ημέρας τρεις, νηστεύοντες και προσευχόμενοι τω Κυρίω, ίνα σας αξιώση να λάβητε το άγιον Βάπτισμα». Μετά την τρίτην ημέραν ήλθεν ο λαός, κρατών έκαστος κηρόν και τα ενδύματα του θείου Βαπτίσματος· εβάπτισε δε ο Άγιος την ημέραν αυτήν χιλιάδας εικοσιτέσσαρας και έγινεν εις όλην την πόλιν χαρά μεγάλη και αγαλλίασις. Ήρχοντο δε και όσοι εκατοικούσαν πλησίον εις το όρος της Αίτνης και εβαπτίζοντο, ακούοντες τας θαυματουργίας τας οποίας έκαμνεν ο Άγιος, θεραπεύων χωλούς, παραλυτικούς, υδρωπικούς, δαιμονιζομένους και πάσαν άλλην ασθένειαν. Ο δε Ξάνθιππος, περί ου είπομεν άνωθεν, ο φιλόσοφος, έφερε το άγιον Ευαγγέλιον εις τον Άγιον και του είπεν ως άνωθεν την υπόθεσιν· ανέγνωσε τότε ο Άγιος αυτό εις τον λαόν, όλοι δε μετά χαράς και ευλαβείας πολλής το εδέχθησαν. Μετά δύο ώρας προσήλθε προς τον Άγιον γυνή πάσχουσα από λέπραν, ήτις ήτο των ειδώλων ιέρεια, καθώς έλεγε της θεάς Ήρας, και έλεγε με δόλον, ότι εάν της δώση ο Χριστός την ίασιν, θα λάβη το Βάπτισμα. Ο δε Άγιος, αν και ήξευρε την δολίαν γνώμην της, με ένα λόγον την ιάτρευσε· διότι ευθύς ως εποίησεν εις αυτήν την σφραγίδα του τιμίου Σταυρού, έπεσεν ευθύς η λέπρα από το σώμα της. Αυτή δε, αντί της ευχαριστίας προς τον Θεόν και τον Άγιον, έλεγε λόγους βλάσφημους προς αυτόν η αχάριστος. Όθεν είπε προς αυτήν ο Άγιος· «επειδή ετόλμησες, ω γύναι, να ενοχλήσης τον Κύριον, όστις σου έδωσε την υγείαν, αυτός δύναται πάλιν να επιστρέψη την λέπραν επάνω σου». Ταύτα ειπών, επήρεν από την γην τα λέπια της λέπρας, που έπεσαν από την σάρκα της και τα έρριψεν εις το πρόσωπον αυτής με τα χώματα, λέγων· «Επειδή δεν ομολογείς την χάριν της ιάσεως, ευλογητός ο Θεός, να σου δώση διπλήν παίδευσιν». Με τον λόγον δε αυτόν εφλογίσθη όλον το σώμα της από την κορυφήν έως τους πόδας και έκαμε πομφόλυγας, αι οποίαι ερρηγνύοντο και έρρεεν ύδωρ ζεστόν απ’ επάνω της, ησθάνετο δε πόνους φοβερούς, ώστε εκραύγαζεν η αθλία οδυνωμένη και έλεγεν· «Ελέησόν με, δούλε του αληθινού Θεού, ότι δεν ελπίζω πλέον εις τους μιαρούς θεούς, μόνον εις σε· και δεήθητι εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, να μου δώση την ίασιν». Σπλαγχνισθείς τότε ο Άγιος και ποιήσας ευχήν εις αυτήν, εσημείωσεν αυτήν με το σημείον του Σταυρού και εθεραπεύθη, επειδή ολοψύχως επίστευσε, και κατηχήσας αυτήν, την ογδόην ημέραν την εβάπτισε και την εχειροτόνησε διάκονον, μετονομάσας αυτήν Βενεδίκταν. Τότε εκείνη συνέτριψεν όλα τα είδωλα. Έπειτα παρέλαβε τον Άγιον εις τον κήπον της και του έδειξε χρυσίον πολύ. Ούτος δε είπεν εις αυτήν να τον διαμοιράση εις τους πένητας. Η δε έλεγεν, ότι εις την χώραν εκείνην πτωχός δεν ευρίσκετο. Ο δε Άγιος της λέγει· «Εάν θέλης να σωθής, μίσησον το χρυσίον, ότι η φιλαργυρία είναι η ρίζα όλων των κακών και να την αποφεύγης, ζητούσα μόνον τον πλούτον εις τα ουράνια». Όθεν αφήκεν όλον τον πλούτον της και υπηρέτει εις τον ναόν του Κυρίου επιμελέστατα. Ιάτρευσε δε και άλλην γυναίκα ο Άγιος, ήτις είχε πάθος ανίατον εις τον τράχηλον, αλλά και άνδρας πολλούς οίτινες εβασανίζοντο από διαφόρους ασθενείας. Εβάπτισε δε την ημέραν εκείνην οκτώ χιλιάδας άνδρας, χωρίς τας γυναίκας και τα τέκνα των. Έπειτα ελειτούργησεν, ίνα τους κοινωνήση. Τότε έφθασε και ο ηγεμών Βονιφάτιος με πλήθος λαού, όταν δε ύψωνε τα Άγια ο Άγιος, ήνοιξεν η Εκκλησία άνωθεν και κατήλθε πυρ ουράνιον και τον επερικύκλωσεν. Οι δε ορώντες εφοβήθησαν, ουδείς δε ετόλμα να πλησιάση ίνα κοινωνήση, διότι έβλεπον το πρόσωπον αυτού ως φλόγα πυρός. Ο δε Άγιος τους είπε· «Προσέλθετε, τέκνα μου, και μη φοβείσθε, ότι το πυρ τούτο δεν φλογίζει, αλλά φωτίζει τους μεταλαμβάνοντας». Τότε λοιπόν εκοινώνησεν όλους τους πιστούς, όσοι ήσαν βεβαπτισμένοι, τους δε απίστους εκατήχησε, κατά δε την τρίτην ημέραν εβάπτισε πέντε χιλιαδας. Μετά ταύτα είπε προς τον Άγιον ο Βονιφάτιος, ότι επρόκειτο να πολεμήση με τους εναντίους της επαρχίας του, και να τον ευλογήση ίνα νικήση τους εχθρούς, να τον συμβουλεύση δε εις ποίαν πεδιάδα να συνάψη την μάχην. Ο δε Άγιος τον επρόσταξε να συνάξη εκεί εις την Ταυρομενίαν όλης της επαρχίας τους στρατιώτας, ίνα τους ευλογήση ο Άγιος. Έστειλε λοιπόν ταχυδρόμους εις όλην την επαρχίαν, εσυνάχθησαν δε όλοι εις ημέρας είκοσιν. Ήσαν δε χιλιάδες πεντακόσιαι τεσσαράκοντα. Και ς μη απιστήση τις εις το πλήθος του λαού, ότι από όλας τας πόλεις της Σικελίας και Καλαβρίας, η πόλις αύτη Ταύρου και Μενίας ήτο η πλουσιωτέρα και πολυπληθεστέρα. Όταν λοιπόν συνήχθη όλος ο λαός εις την πεδιάδα, όλοι επεθύμουν να ίδουν τον Άγιον. Ούτος δε ενεδύθη τα ιερά άμφια και εξήλθεν εις πεδίον υψηλόν, δια να τον βλέπουν άπαντες. Οίτινες ιδόντες το πρόσωπον αυτού ως φως εξαστράπτον, ενόμιζον ότι ήτο θεός· ηρώτα δε ο εις τον άλλον, πόθεν ευρέθη τοιούτος θεός θαυμάσιος. Οι δε πιστοί έλεγον· «Δεν είναι θεός, άνθρωποι, αλλά του αληθινού και παντοδυνάμου Θεού δούλος». Τότε οι περισσότεροι επίστευσαν εις τον Χριστόν, ζητούντες το άγιον Βάπτισμα. Ο δε Άγιος ητοιμάσθη να λειτουργήση εκεί έμπροσθεν του πλήθους, δια να τους στερεώση καλλίτερα. Και οι μεν πιστοί επλησίασαν δια να κοινωνήσουν τα θεία Μυστήρια. Οι δε αβάπτιστοι πάλιν, έχοντες πόθον ν ίδωσι τούτο το μυστήριον της λειτουργίας επλησίασαν ρίπτοντες εις την γην τα όπλα και έστεκον με πολλήν ευλάβειαν. Τότε έγινε και άλλο θαυμάσιον, ώσπερ εκείνο, που έγινεν εις τον Μωϋσήν πρότερον, όταν ενομοθέτει τον λαόν εις το Σινά. Κατέβη μία νεφέλη και εσκέπασε τον μέγαν Παγκράτιον. Οι δε όχλοι έπεσον κατά γης θαυμάζοντες. Όταν δε ύψωσε τον άγιον Άρτον, ανήλθε προς τον ουρανόν η νεφέλη. Πολλοί δε από τους Έλληνας, νομίζοντες ότι ήτο θεός ο Άγιος, έλεγον εις αυτόν· «Ελέησον ημάς ο μέγας θεός και αξίωσον της σης χάριτος». Ο δε Άγιος ανέβη εις την πέτραν, ως και πρότερον, και εκήρυξε με συντομίαν το μυστήριον της θεότητος. Όθεν επίστευσαν ολοψύχως, ζητούντες το άγιον Βάπτισμα, πριν μεταβούν εις τον πόλεμον. Κατηχήσας τότε αυτούς, τους επρόσταξε να νηστεύσουν τρεις ημέρας, τούτου δε γενομένου τους εβάπτισεν όλους και έγινεν εις όλον το στρατόπεδον μεγάλη πανήγυρις, προς χάριν των δε εχειροτόνησεν ιερέα ένα μαθητήν του, ονομαζόμενον Ευάγριον, ο οποίος έγραψε τον βίον τούτον φιλαλήθως. Τούτον δε έστειλε να τους εξομολογή και να τους κοινωνή εις τον πόλεμον. Έβαλε δε χρυσοχόον, και έκαμεν εις τας σημαίας εις μεν την πρώτην την εικόνα του Δεσπότου Χριστού, εις δε τας άλλας τον Τίμιον Σταυρόν, ίνα τας κρατούν έμπροσθεν πάντων εις τον πόλεμον. Όταν επρόκειτο να αναχωρήσουν, με επρόσταξε να λειτουργήσω (λέγει ο ρηθείς Ευάγριος), ίνα κοινωνήσωσι. Τελέσας δ’ εγώ μετά φόβου την θείαν ιερουργίαν, εκοινώνησεν ο Άγιος και οι πρεσβύτεροι της πόλεως. Έπειτα μας ηυλόγησεν όλους ο ΄Αγιος, και ποιήσας το σημείον του Σταυρού εις το μέτωπόν μου με ησπάσθη και με απέλυσε· όταν δε εφθάσαμεν εις την θάλασσαν, την εσφράγισε με τον Σταυρόν τρεις φοράς, και ούτως επλεύσαμεν. Ο δε Άγιος επέστρεψεν εις την Εκκλησίαν του. Ήσαν δε εκεί εις την πόλιν δύο κοράσια ωραία, αδελφαί κατά σάρκα και ορφαναί, διότι οι γονείς των είχον αποθάνει. Αύται, αφ’ ου εβαπτίσθησαν, ήλθον προς τον Άγιον λέγουσαι· «Πάτερ Όσιε, εις την αγιωσύνην σου καταφεύγομεν να μας συναριθμήσης με την ιερειαν Χρυσήν, να μας δώσης το διακονικόν αξίωμα, ότι ημείς δεν έχομεν εις τον νουν μας να υπανδρευθώμεν πώποτε, μολονότι μας ζητούν εις γάμον οι πρώτοι άρχοντες της πόλεως, αλλά ποθούμεν να φυλάξωμεν την παρθενίαν μας άσπιλον». Ο δε Άγιος λέγει προς αυτάς· «Όντως, τέκνα μου, την καλήν μερίδα ως η Μαρία εξελέξασθε». Προσκαλεσάμενος δε την διάκονον Βενεδίκταν, είπεν εις αυτήν· «Ιδού ότι σου έστειλε συνοδείαν ο Κύριος». Χειροτονήσας δε την πρώτην διάκονον, αφήκε την νεωτέραν αχειροτόνητον, αφού δε έκτισαν κελλίον πλησίον του Ναού, έμειναν εκεί και ήκουον όλας τας ακολουθίας. Ο δε Πολιτάρχης, τον οποίον αφήκεν επίτροπον ο ηγεμών Βονιφάτιος, ήτο κακόγνωμος άνθρωπος, έχων όλον του τον πόθον εις τα μιαρά είδωλα ο παμμίαρος· δεν ηρκείτο δε να έχη παλλακίδας από τας θυγατέρας των Ελλήνων, αλλά και την μίαν από τας άνω ειρημένας παρθένους επεθύμησεν ο ανόητος, ήτοι την νεωτέραν, ως ωραιοτέραν και πάγκαλον. Έστειλε λοιπόν και εκάλεσε την αδελφήν αυτής, την διακόνισσαν, και είπεν εις αυτήν ότι επεθύμει να λάβη γυναίκα την αδελφήν της, υπέσχετο δε εις αυτήν δώρα πλούσια. Η δε είπεν εις αυτόν, ότι ήσαν αφιερωμέναι εις τον Θεόν και δεν νυμφεύονται. Όταν είδεν ο άσεμνος, ότι με το καλόν δεν έκαμνε τίποτε, ηπείλησε να την λάβη βιαίως ο Έλιδος (ούτως εκαλείτο ο κάκιστος και ακόλαστος). Τότε η μεν διάκονος απήλθεν εις την μονήν και ανήγγειλε ταύτα προς την Βενεδίκταν και την αδελφήν της κλαίουσα. Έπειτα παρουσιάσθησαν εις τον Άγιον και του είπον τα γενόμενα. Ο δε Άγιος τας ενουθέτησε λέγων· «Τέκνα Χριστού, του αληθινού Θεού, μη σας χωρίση από την αγάπην αυτού θλίψις ποσώς ή στενοχωρία, ούτε αυτός ο θάνατος· αλλά καν εις φυλακήν σας εγκλείσωσι, σπουδάσατε να φυλάξετε την λαμπάδα της παρθενίας σας άσβεστον». Αυτά και έτερα ακούσασαι εκείναι από τον Άγιον εστερεώθησαν καλλίτερα και απελθούσαι εις το κελλίον προσηύχοντο. Ο δε πράνομος Έλιδος προσεπάθησε να κάμη εκείνο όπερ ηβουλήθη και δεν ηδυνήθη. Όθεν συνεσκέφθη με τους Μοντανιστάς, πώς να φέρη την κόρην εις το θέλημά του, έδωκε δε εις αυτόν εις από εκείνους ένα βιβλίον μαντείς, το οποίον, ως ανέγνωσεν, επεκαλέσθη τους δαίμονς και εσυναχθησαν αναρίθμητοι, μαύροι ως αιθίοπες, κρατούντες βέλη και τόξα και τους έστειλεν εις τας αγίας παρθένους, να κάμουν την τέχνην των. Αλλ’ η χάρις του Θεού δεν επέτρεψε να τας ενοχλήσουν ποσώς οι ακάθαρτοι δαίμονες. Όθεν επιστρέψαντες εις τον Έλιδον, ωμολόγησαν οι ψεύσται την αλήθειαν, λέγοντες· «Είδομεν μέγαν βοηθόν εις τας γυναίκας εκείνας· όθεν μη υποφέροντες την θέαν αυτού, εφύγαμεν άπρακτοι· λοιπόν κάμε ει τι θέλεις, διότι ημείς αναχωρούμεν από τούτον τον τόπον, ως ο Φάλκων, ο Λύσσων και ο Ζεύς, υπό θείας δυνάμεως διωκόμενοι». Ποιήσας δε συμπόσιον και συμβούλιον με τους φίλους του ο άσωτος Έλιδος, έστειλε στρατιώτας και έφεραν τας δύο παρθένους δεδεμένας εις το κριτήριον, εδοκίμασε δε πολλάς κολακείας ο ακόλαστος δια να φέρη την κόρην εις το θέλημά του, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν απεφυλάκισαν αυτάς, παραγγείλας της πρώτης κρυφίως να συμβουλεύση την νεάνιδα να υπακούση εις αυτόν και να της δώση πλούσια δώρα· αυτή όμως της είπεν όλως τα εναντία ήτοι τα κατά Θεόν, ούτω λέγουσα· «Ας αγωνισθώμεν, αδελφή μου, δια να ίδωμεν τον Βασιλέα Χριστόν, και να κληρονομήσωμεν αθανασίαν αιώνιον. Βλέπεις ότι η ζωή αύτη τρέχει ως σκιά και ως όνειρον. Ενθυμείσαι πόσοι μας εζήτησαν να υπανδρευθώμεν και δεν εστέρξαμεν, αν και επροσκυνούμεν είδωλα; Τώρα δε που ενεδύθημεν τον Δεσπότην Χριστόν, να μολύνωμεν την ψυχήν και το σώμα; Μη γένοιτο! Ιδού ότι σου λέγω τα μέλλοντα, δια να ετοιμασθής εις πρόσκαιρον θάνατον, να βασιλεύσης με τον νυμφίον Χριστόν αιωνίως. Εμέ θανατώνουν αύριον, αλλά εσέ θέλουν κρατήσει ολίγον καιρόν, ίνα δοκιμάσουν την γνώμην σου· πρόσεχε δε να μη δελεασθής από τας ματαίας αυτών υποσχέσεις, υπόμεινον έως τέλους, ίνα λάβης τον άφθαρτον στέφανον». Ταύτα ακούσασα η κόρη από την διάκονον, εστέναξε λέγουσα· «Πιστεύω εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, ότι ούτε κολακείαι, ούτε φοβερισμοί, ούτε βάσανοι θέλουν δυνηθή να με χωρίσουν απ’ Αυτόν τον ηγαπημένον Νυμφίον μου». Την άλλην ημέραν τας έφεραν πάλιν εις τον Έλιδον, λέγει δε προς αυτόν η διάκονος, ότι δεν ηδυνήθη να φέρη εις το θέλημά του την νεάνιδα. Εκείνος τότε εθυμώθη και προστάσσει να δείρουν αυτήν έμπροσθεν της κόρης σκληρώς· αφού δε την έδειραν ώραν πολλήν, και εκοκκίνισεν η γη από τα αίματα, απέκοψαν την μακαρίαν αυτής κεφαλήν. Την δε νεωτέραν ενέκλεισαν εις μίαν οικίαν, αυτοί δε εκάθισν εις την τράπεζαν. Ο δε μέγας Παγκράτιος εσύναξε τους πιστούς, και επήραν το άγιον λείψανον της διακόνου και το ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν. Όταν ηγέρθησαν από την γαστριμαργίν οι Έλληνες, έσυραν την κόρην και λέγει προς αυτήν ο Έλιδος· «Θυσίασον εις τον μέγαν θεόν Σκάμανδρον και δέξου να γίνης γυνή μου, ίνα τιμηθής, να έχης πλούτον και πάσαν άλλην απόλαυσιν· ειδέ μη θα διατάξω τον αποκεφαλισμόν σου». Λέγει προς αυτόν η πάνσεμνος · «Εγώ προσκυνώ τον Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν και Σωτήρα μου, τον οποίον ενυμφεύθην, και ούτε εις τον Σκάμανδρον θυσιάζω, ούτε σε καταδέχομαι ως άνδρα μου, μιαρώτατε». Ταύτα ακούσας από την φιλόχριστον ο μισόχριστος επρόσταξε να δείρουν και αυτήν ως και την άλλην, έπειτα δε να την αποκεφαλίσουν. Τούτου γενομένου, ήλθεν ο Άγιος με όλους τους πιστούς, με λαμπάδας και θυμιάματα, και έλαβον το άγιον λείψανον, το οποίον ενεταφίασαν πλησίον της διακόνου. Ο δε λαός, όταν ήκουσε τας κακουργίας του Ελίδου, ώρμησαν να τον καύσουν με όλα του τα είδωλα. Αλλ’ ο Άγιος δεν τους αφήκε, δι να μη γίνουν φόνοι και σύγχυσις, έως ότου έλθη ο Βονιφάτιος, ίνα τον τιμωρήση ως βούλεται. Ούτω δε ησύχασαν, κτίζοντες Εκκλησίαν εις το όνομα των δύο παρθένων και μαρτύρων του Χριστού. Μετά ταύτα έκαμαν οι Ιουδαίοι και οι Μοντανισταί κατά του Αγίου συμβούλιον, ίνα τον αποκτείνωσιν. Αυτός δε γνωρίσας την σκευωρίαν και πανουργίαν των, εσύναξε τον λαόν και τους εφανέρωσε τα μελετώμενα· καθώς δε έλεγε την υπόθεσιν, ιδού έφθασαν κουστωδίαι δύο Ιουδαίων και Μοντανιστών, και πλησιάσαντες είπον εις τους πιστούς· «Διατί, άνθρωποι, αφήσατε το πρώτον σέβας και την θρησκείαν σας και εκολλήθητε εις αυτόν τον πλάνον και γόητα»; Ο μεν Άγιος εσιώπα. Ο δε λαός απεκρίθη· «Σεις επλανήθητε, και προσκυνείτε κωφά και άλαλα ξόανα· ημείς δε εύρομεν την αλήθειαν εις τον Δεσπότην Χριστόν πιστεύσαντες». Τότε λέγει προς αυτούς και ο Άγιος· «Εάν θέλετε να αφήσητε την πλάνην των ματαίων σεβασμάτων σας, να προσέλθετε εις τον αληθή Θεόν, θέλομεν σας αναγγείλει λόγον σωτήριον· ειδέ και ήλθετε με δόλον, φανερώσατε την πανουργίαν σας». Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς τους λόγους σου δεν πιστεύομεν, ούτε αφήνομεν την παλαιάν μας συνήθειαν». Λέγει ο Άγιος· «Παρακαλώ σας, αδελφοί, να φύγετε των ειδώλων τον δόλον, να γνωρίσετε τον δημιουργόν της κτίσεως· μάλιστα δε σεις οι Εβραίοι, ο λαός του Ισραήλ, που σας εξήγαγεν ο Θεός από την Αίγυπτον, τα οποία γινώσκοντες και αναγινώσκοντες αφήσατε τον Θεόν, όστις σας εγέννησε και σας τρέφει, ηνώθητε δε με τα έθνη και εμάθετε τα έργα των». Αυτά και έτερα λέγοντος του Οσίου, ήθελον οι πιστοί να φυλακίσουν τους Έλληνας, έως να έλθη ο ηγεμών να τους τιμωρήση δια τους φόνους, που έκαμαν· αυτοί δε έφυγαν έμφοβοι· κατά δε την άλλην ημέραν παρέλαβον τας γυναίκας και τα τέκνα των και εισήλθον εις τας λέμβους, ίνα υπάγουν εις τας Συρακουσας. Ο δε Άγιος τους ανήγγειλε με τον Ξάνθιππον να στρέψουν οπίσω και να μη φοβούνται από τους πιστούς κακόν· αλλά δεν έστρεψαν, ειμή μόνον ένας Μοντανιστής μάγος, εκείνος όστις έδωκε το μαγικόν βιβλίον εις τον Έλιδον δια την κόρην, ως είπομεν· εξωμολογήθη δε εις τον Άγιον και έγινε καλός Χριστιανός. Ούτος έγραψε και τους άθλους των Αγίων, αφού εβαπτίσθη. Οι δε υπόλοιποι Έλληνες εισήλθον εις τας λέμβους και εταξίδευον με καλόν άνεμον. Αλλ’ ενώ έπλεον έγινε μεγάλη τρικυμία και όλοι επνίγησαν. Διότι εσηκώθη ευθύς μέγας άνεμος, όστις κατεπόντισε τα πλοία των. Εις ολίγας ημέρας διδάσκων ο Άγιος τον λαόν, είπεν εις αυτούς· «Ο Βονιφάτιος ενίκησε τους εχθρούς του και έρχεται εις δύο ημέρας με πολύν πλούτον και με όλον του τον στρατόν αγαλλόμενοι». Είπε δε και του Ελίδου να ετοιμάση τα επίσημα της πόλεως. Εθαύμαζον δε οι πιστοί, ότι ήξευρε τα μακράν ως παρόντα και τα προέλεγε. Κατά την δευτέραν ημέραν εφάνησαν τα πλοία κατά την προφητείαν του Αγίου, τρέχων δε ο λαός εις την θάλασσαν ευφήμησαν τον ηγεμόνα, τον οποίον και ο Έλιδος προσεκύνησε. Το πρωϊ ήλθον ο λαός, ο χιλίαρχος, και ο Βονιφάτιος και προσκυνήσαντες τον Άγιον ηυχαρίστησαν δια την νίκην, την οποίαν επέτυχον με τας ευλογίας του. Ο δε Άγιος τους ηυλόγησεν όλους και εξόχως τον άρχοντα, προς τον οποίον ανέφερε δια τους φόνους, τους οποίους διέπραξεν ο μιαρός Έλιδος. Επρόσταξε τότε ο ηγεμών να δέσουν τον Έλιδον με δυνατήν άλυσον, να φυλάτουν δε αυτόν μετά προσοχής έως να διαμοιράση τον πλούτον τον οποίον έφεραν, εις το στρατόπεδον, να μείνη αμέριμνος, κατόπιν δε να εξετάση τας πράξεις του Ελίδου. Έφεραν δε και σκλάβους πολλούς Αβάρους από τον πόλεμον, οίτινες βλέποντες τον μέγαν Παγκράτιον, όστις ελειτούργησε την ημέραν εκείνην, επίστευσαν εις τον Χριστόν· διότι είδον δύο θαύματα, τα οποία και άνωθεν εγράψαμεν, ήτοι το πυρ, όπερ εξήρχετο από το στόμα του και την νεφέλην, ήτις τον έσκεπε, εζήτησαν δε δια του ερμηνέως το άγιον Βάπτισμα. Όθεν βλέπων από τα σχήματά των, τον πόθον όπου είχον, τους εβάπτισεν. Όταν δε εμοίραζεν ο άρχων το χρυσίον και το αργύριον και τον άλλον πλούτον εις τους στρατιώτας, εμοίρασε και εις τους αιχμαλώτους, παρήγγειλε δε να τους επιμεληθούν, ίνα σώσουν και αυτοί την ψυχήν των. Εχειροτόνει δε ο Άγιος εις πάσαν επαρχίαν ιερέα και διάκονον, τους σοφωτέρους και ευλαβεστέρους και παρήγγειλε να επιμελούνται τας ψυχάς των ανθρώπων, να κτίσουν Εκκλησίας και να κάμνουν όλα τα χρειαζόμενα· εις εμέ δε τον Ευάγριον και τον διάκονόν μου Επαφρόδιτον παρήγγειλε να γράψωμεν τα μυστήρια της Εκκλησίας, τας μεγάλας εορτάς και αναγνώσεις, τας εντολάς και όσα άλλα αναγκαία πρέπει οι πιστοί να ηξεύρουν. Ερχόμενοι δε οι προεστώτες του λαού ελάμβανον έκαστος παρά του Αγίου τον πρεσβύτερον και διάκονον της επαρχίας του, ούτω δε απήρχοντο έκαστος εις την πατρίδα του. Εγώ δε επήγα εις όλας τας επαρχίας, επιβλέπων τους Ναούς, όπου έκτιζαν και την εκκλησιαστικήν κατάστασιν. Ενουθέτουν δε αυτούς πώς να αναγινώσκουν την ακολουθίαν και τα άλλα αναγκαία της πίστεως, πάλιν δε υπέστρεφον εις τον διδάσκαλον. Ο δε Βονιφάτιος επρόσταξε και του έφεραν δεδεμένον τον Έλιδον και τον ηρώτησε διατί εφόνευσε τας παρθένους· απεκρίθη δε εκείνος, διότι εβλασφήμησαν τους θεούς. Ο δε Βονιφάτιος του λέγει· «Θέλεις να αρνηθής αυτούς τους ψευδείς θεούς, να γίνης Χριστιανός, να απαλλαγής και από την καταδίκην δια τα εγκλήματα, τα οποία έκαμες ή να σε θανατώσω, παγκάκιστε»; Ο δε απεκρίνατο· ¨Μη γένοιτο να αρνηθώ την πατρικήν μου θρησκείαν. Οι θεοί του πατρός μου την ζωήν μοι εχάρισαν, ας αποθάνω δια την αγάπην των. Λοιπόν θανατώσετέ με έμπροσθεν του θεού μου Σκαμάνδρου». Λαβών τότε ύδωρ ο ηγεμών ένιψε τας χείρας του και εξέδωκε την απόφασιν του θανάτου δια τας κακουργίας του λέγων· «Εις την κεφαλήν σου το αίμα σου». Προσέταξε δε ένα δούλον και τον απεκεφάλισεν εις τόπον επίσημον. Μετά δύο έτη ήλθον οι πρεσβύτεροι των επαρχιών και παρεκάλεσαν τον Άγιον να έλθη, να τας εγκαινιάση. Ο δε Άγιος τους έστειλε να ευλογήσουν τον Βονιφάτιον. Έπειτα παρέλαβε τον άρχοντα τούτον, εμέ, τον Επαφρόδιτον και τον Λυκαονίδην, με όλην την σύγκλητον και ενεκαινίασε τας Εκκλησίας, ώρισε δε και τα οροθέσια εκάστης Εκκλησίας, δια να γνωρίζη έκαστος τον τόπον του. Ο δε Βονιφάτιος και οι λοιποί πλούσιοι εμοίρασαν εις τρία μέρη όλα των τα υπάρχοντα, χρυσίον και αργύριον, ως και τα λοιπά κινητά και ακίνητα και προσέφεραν το εν τρίτον εις τας Εκκλησίας, ούτω δε εστρέψαμεν εις την πόλιν μας. Κατά δε την τρίτην ημέραν, ώραν εβδόμην, ήλθεν εις έκστασιν ο Άγιος και ήκουσε φωνήν ούτω λέγουσαν· «Παγκράτιε, χειροτόνησον ιερέα τον Επαφρόδιτον και στείλε τούτον εις τα μέρη της Ταρακωνίας». Ο δε Άγιος εδίστασεν εις το άκουσμα της φωνής, μήπως ήτο δαιμόνων φάντασμα. Ακούσας δε τον αυτόν λόγον και δεύτερον περιέμενε να τον ακούση εκ τρίτου, να βεβαιωθή την αλήθειαν. Όθεν ήκουσε και τρίτον την αυτήν φωνήν λέγουσαν· «Σοι είπον να χειροτονήσης τον Επαφρόδιτον πρεσβύτερον, να τον στείλης εις τον τόπον της Ταρακωνίας». Τότε χειροτονήσας ησπάσθη αυτόν και ευλογήσας απέστειλεν· όστις ιππεύσας εις ένα ημίονον και περιπατήσας ημέρας τρεις, έφθασεν εις ένα τόπον πετρώδη, εκεί δε εστάθη το ζώον και δεν ήθελε να προχωρήση. Όθεν ανεπαύθη εκεί ο πρεσβύτερος, το δε πρωϊ εσκέπτετο να προχωρήση. Αλλά το ζώον δεν ήθελεν· όθεν ηννόησεν ότι ήτο Θεού θέλημα να μείνη εκεί, λαβών όθεν τον Σταυρόν και το Ευαγγέλιον ανεγίνωσκεν. Τότε διέβαινεν εκείθεν γυνή τις, της οποίας ο ανήρ εθέριζεν εκεί πλησίον και έφερε προς αυτόν επ’ όνου άρτους, οίνον και τροφήν. Βλέπουσα δε εκείνη τον Επαφρόδιτον έμεινεν ως εκστατική ώραν πολλήν θαυμάζουσα, ενόμιζε δε ότι ήτο θεός ή Άγγελος. Ο δε είπεν εις αυτήν· «Τι στέκεις, γύναι, και δεν πορεύεσαι την οδόν σου»; Η δε πεκρίνατο· «δεν είδα ποτέ μου τόσην δόξαν εις άλλον άνθρωπον, όθεν νομίζω ότι είσαι θεός, δια τούτο έχεις τόσην λαμπρότητα». Λέγει προς αυτήν ο Επαφρόδιτος· «Ταύτα τα οποία βλέπεις και κρατώ είναι σημεία του παντοδυνάμου Θεού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον και έπλασε τον άνθρωπον». Η δε γυνή του λέγει· «Αλλά τις είσαι, εάν δεν είσαι θεός»; Ο δε είπεν· «Άνθρωπος είμαι ως και οι λοιποί άνθρωποι, και αν δεν πιστεύης, δος μοι να φάγω και να πίω». Ταύτα είπε, διότι από τριών ημερών δεν είχε φάγει· η δε έδωκεν εις αυτόν, και τρώγων εδυνάμωσε, αυτή δε επήγεν εις τον άνδρα της και του είπε την υπόθεσιν, όστις αφήκεν αυτήν να υπηρετήση τους θεριστάς. Τρέχων τότε ο άνθρωπος εκείνος έφθασεν εις τον τόπον, όπου ήτο ο Επαφρόδιτος, βλέπων δε από μακράν την δόξαν του Θεού, ήτις τον έσκεπεν, έπεσεν επί πρόσωπον. Ο δε είπεν εις αυτόν· «Ελθέ πλησίον μου, άνθρωπε». Τότε πλησιάζει εκείνος με φόβον πολύν και του λέγει· «Μήπως είσαι θεός εις τοιαύτην μορφήν φαινόμενος»; Ο δε απεκρίθη· «Δεν ήκουσες τίποτε δια τον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού εις αυτόν τον τόπον»; Ο δε άνθρωπος λέγει· «Ναι, ηκούσαμεν, ότι εγεννήθη από Παρθένον εκ Πνεύματος αγίου και εβαπτίσθη. Προσέτι δε ότι εδίδαξε και πολλά θαύματα έκαμεν, έπειτα εσταυρώθη και αναστάς εκ νεκρών ανελήφθη εις τους ουρανούς. Κατόπιν έστειλε τους μαθητάς του εις τον κόσμον, να κηρύξουν την θεότητα αυτού. Λοιπόν εάν είσαι και συ ένας απ’ εκείνους, δίδαξόν μας· ότι έχομεν πόθον να σε ακούσωμεν». Τότε εκήρυξε προς αυτόν τον Χριστόν, ευθύς δε επίστευσεν εκείνος και εζήτησε το άγιον Βάπτισμα. Ο δε Επαφρόδιτος του λέγει· «Ύπαγε, φέρε καινουργή ιμάτια και τότε θα λάβης την χάριν του Παναγίου Πνεύματος». Όταν δε έφερε τα ιμάτια, κατέβησαν εις τον ποταμόν και τον εβάπτισεν, έχων εκεί τον Σταυρόν, τον οποίον του ιστόρησα εγώ ο Ευάγριος, είχε δε τον Χριστόν εσταυρωμένον και τον ηρώτησε τίνος ήτο η εικών εκείνη. Ο δε είπε· «Του Δεσπότου Χριστού». Ο δε νεοφώτιστος του λέγει· «Όταν ήμην εις τα ύδατα, τον είδα και ήπλωσε την αγίαν Του δεξιάν εις την κεφαλήν μου». Λαβών ουτος κατόπιν συγχώρησιν επήγεν εις τον αγρόν· βλέποντες δε αυτόν οι θερισταί από μακράν, τους εφάνη ότι ήτο όλος πυρ και έφευγον από αυτόν. Η δε γυνή τον εγνώρισεν από την ομιλίαν και τους έλεγεν· «Ο άνδρας μου είναι και μη φεύγετε, ίνα μας είπη τι του συνέβη». Εκείνοι τότε μετά βίας εστάθησαν έντρομοι ερωτώντες αυτόν. Ο δε είπεν εις αυτούς την υπόθεσιν ως άνωθεν, ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη, δι’ αυτό έλαβε την ωραίαν εκείνην μορφήν ως Άγγελος· οι δε ακούσαντες έρριψαν τα δρέπανα και έδραμον προς τον Επαφρόδιτον, πλησιάσαντες δε αυτόν έπεσον εις την γην από την λάμψιν του προσώπου του. Τότε αυτός τους εθάρρυνε λέγων· «Μη φοβείσθε». Εγερθέντες εκείνοι δεν ηδύναντο να τον βλέπουν, διοτι η όψις του έλαμπεν από την χάριν του αγίου Πνεύματος. Ο δε Άγιος ηυλόγησεν αυτούς, έλαβον δε θάρρος και προσκυνήσαντες αυτόν, ηρώτησαν τις και πόθεν ήτο και πως ήλθεν εις τον τόπον των. Αυτός διηγήθη εξ αρχής έως τέλους την υπόθεσιν, ότι ήτο πρότερον ειδωλολάτρης, ότι έδωκε προς αυτόν ο Άγγελος το άγιον Ευαγγέλιον, το οποίον τους έδειξε και τους εκήρυξε τον Χριστόν. Τότε όλοι επίστευσαν και εζήτουν το άγιον Βάπτισμα. Ο δε κατηχήσας αυτούς ανέγνωσε το Ευαγγέλιον, το οποίον ακούοντες οι άνδρες ηυφραίνοντο. Έμειναν δε εκεί έως την άλλην ημέραν, δια να τους βαπτίση, καθώς τους επρόσταξε. Κατά δε την δευτέραν ώραν της νυκτός ήλθεν ο διάβολος με πλήθος δαιμόνων, οίτινες εφαίνοντο ως άνθρωποι μαύροι και άσχημοι· σταθείς δε ο πρώτος απέναντι των ανδρών εφώνζεν· «Ω βία! Πόσην αδικίαν έχω από τον δούλον του Θεού Παγκράτιον και από σε, Επαφρόδιτε, αχάριστε, τον οποίον είχον χαρτοφύλακα, τώρα δε ήλθες εδώ να αφανίσης την εξουσίαν μου. Οποίον κακόν έπαθα ο αβοήθητος! Ότι εις την Ταυρομενίαν με έκαμεν αιχμάλωτον ο Παγκράτιος, ο γέρων Μαρκιανός εις τας Συρακούσας και τώρα πάλιν ήλθεν εδώ ο φίλος μου Ξάνθιππος, όστις μου έκαμνε τόσας θυσίας πρότερον. Τώρα δε αρπάζει τους δούλους μου, ίνα τους κάμη δούλους του Χριστού ο άχρηστος». Τότε ο Επαφρόδιτος εποίησε το σημείον του Σταυρού, αναθεματίζων τον δαίμονα, τους δε ανθρώπους εδίδξε λέγων· «Βλέπετε, τέκνα μου, πως ο Δεσπότης Χριστός σας εκάλεσεν εις την βασιλείαν του; δια τούτο οργίζεται ο διάβολος και αγωνίζεται να αρπάση τους ασθενεστέρους εξ υμών. Αλλά σεις, ως άνδρες τέλειοι, εμφυσήσατε εις αυτόν λέγοντες. Αποτασσόμεθά σου, Σατανά, και συντασσόμεθα Ιησού Χριστώ τω Υιώ του Θεού». Ούτω λοιπόν έκαμαν, και ευθύς εφάνη εξ ανατολών φλογίνη ρομφαία, ήτις εδίωξε τους δαίμονας. Την πρωϊαν ήλθε και ο άλλος άνθρωπος, όστις είχε τους θεριστάς, με την γυναίκα και τα τέκνα του, φέροντες τα αναγκαία ιμάτια. Και κατελθών εις τον ποταμόν τους εβάπτισε και τους έστειλεν εις διαφόρους τόπους να κηρύττουν το Ευαγγέλιον, έδωκε δε εις έκαστον Σταυρόν κέδρινον και εξουσίαν να κάμνουν θαυμάσια. Απελθόντες δε εις χώρας και πόλεις διαφόρους, εθεράπευον πάσαν ασθένειαν με την θείαν δύναμιν. Οι δε δαίμονες, μη υποφέροντες να βλέπουν το σημείον του Σταυρού, έφευγον· όθεν οι εγχώριοι θαυμάζοντες ηρώτησαν τους άνδρας, πόθεν έλαβον την εξουσίαν να ποιώσι τοιαύτα παράδοξα. Οι δε ευηγγέλισαν εις αυτούς τον Δεσπότην Χριστόν. Επίστευον δε και εβαπτίζοντο καθ’ εκάστην πολλοί και έτρεχον εις τον σοφόν Επαφρόδιτον. Έκτισαν δε και Εκκλησίαν, εις την οποίαν εκείνος ελειτούργει και εκοινώνει αυτούς τα θεία Μυστήρια. Όσον δε παρήρχετο ο καιρός, τόσον οι πιστοί επληθύνοντο. Ο δε Άγιος Μαρκιανός, ταύτα ακούσας, έγραψεν επιστολήν προς τον μέγαν Παγκράτιον, έχουσαν ούτω· «Θαυμάζω, πως η αγιωσύνη σου ελησμόνησες τόσον ταχέως την διδασκαλίαν των Αποστόλων, ήτις λέγει, να μη εξουσιάζη άλλην ενορίαν ο Επίσκοπος και έστειλες εις την επαρχίαν μου τον Επαφρόδιτον. Πλην εάν είδες από τον Θεόν αποκάλυψιν και δι’ αυτό τον απέστειλες, γράψε μου απόκρισιν, ίνα μη σε κατακρίνω αδίκως». Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Παγκράτιος απήντησε προς τον Άγιον Μαρκιανόν αναφέρων όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή είδε τρεις φοράς εν οράματι να χειροτονήση τον Επαφρόδιτον. Έδωσε δε το γράμμα τούτο εις εμέ τον Ευάγριον, ίνα το φέρω εις Συρακούσας. Όταν δε επλησίαζον εις Συρακούσας εξήλθεν ο Άγιος Μαρκιανός της πόλεως και με προϋπήντησεν, με υπεδέχθη δε ασπασίως, λέγων· «Νομίζω ότι ελύπησα τον αδελφόν Παγκράτιον και ο Θεός γινώσκει ότι επικράνθην. Διότι αφού σας έστειλα το γράμμα, μου εφανέρωσε το πράγμα ο Κύριος. Ελυπήθην δε διότι σας ελύπησα. Αλλά τώρα χαίρω ότι ήλθες προς με και ύπαγε ίνα συνευφρανθής με τον Επαφρόδιτον, κατόπιν δε να έλθης ενταύθα, ίνα υπάγωμεν μαζί εις τον Παγκράτιον». Απελθών λοιπόν έκαμα οκτώ ημέρας με τον Επαφρόδιτον, όστις μου είπεν όσα ετέλεσε με την θείαν βοήθειαν. Κατόπιν επέστρεψα εις τον Μαρκιανόν και επορεύθημεν ομού προς τον Παγκράτιον. Γνωρίσας δε εκείνος την έλευσιν του Μαρκιανού από θείν χάριν, τον προϋπήντησε και πίπτοντες εις την γην αμφότεροι, παρεκάλει ο εις τον άλλον να τον ευλογήση δια ταπείνωσιν. Μετά πολλήν ώραν είπεν ο μέγας Μαρκιανός· «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόμτι Κυρίου», Ασπασάμενοι δε αλλήλους εισήλθομεν εις την Εκκλησίαν και έκαμε λιτανείαν ο Μαρκιανός. Έπειτα εκάθησαν συνομιλούντες. Ο δε Παγκράτιος του λέγει· «Πως ήλθες εις ημάς τους αμαρτωλούς, Πάτερ τίμιε»; Ο δε απεκρίνατο· «Οι άρρωστοι υπάγουσιν εις ιατρόν, δια να λάβουν την ίασιν». Λέγει προς αυτόν ο Παγκράτιος· «Είθε και ημείς να είμεθα εις τα μέτρα σου, Πάτερ Όσιε». Ήσαν δε εις την σωματικήν μορφήν και την στάσιν παρόμοιοι, βλέποντες δε αυτούς οι αδελφοί έχαιρον και ετίμων αυτούς ως Μωϋσέα και Ααρών. Ήλθον δε ο ηγεμών και όλοι οι άρχοντες και τους ηυλόγησεν ο Μαρκιανός. Κατά δε την άλλην ημέραν, ήτις ήτο Κυριακή, συνελειτούργησαν. Κατά δε την θείαν ιερουργίαν κατελθόν πυρ εκ του ουρανού εκύκλωσε το άγιον Βήμα, όταν έψαλλον τον τρισάγιον ύμνον· μετά την λειτουργίαν οι μεν Άγιοι εκοινώνησαν, οι δε λαϊκοί εφοβούντο να πλησιάσουν, ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς· «Προσέλθετε, τέκνα μου, και μη φοβείσθε. Ότι το πυρ, το οποίον βλέπετε, είναι η επισκίασις του Αγίου Πνεύματος, όπερ ποιεί τους λειτουργούς αυτού πυρός φλόγα». Τότε μετά φόβου πολλού εκοινώνησαν πό τον Άγιον Μαρκιανόν άπαντες. Προσμείνας εκεί ο μέγας Μαρκιανός ημέρας δέκα πέντε ηθέλησε να αναχωρήση, παρέλαβε δε τον Άγιον εις την συνοδείαν του, όστις επορεύθη μετά χαράς δια να ίδη τας Εκκλησίας· εισελθόντων δε εις το πλοίον, έπνευσε καλός άνεμος και εφθάσαμεν την αυτήν ημέραν εις Συρακούσας και επήγαμεν την νύκτα εις την Επισκοπήν. Οι δε μαθηταί του Μαρκιανού ιδόντες αυτόν έκλαυσαν λέγοντες, ότι οι δαίμονες ήρχοντο την νύκτα και τους ηπείλουν λέγοντες ότι έπνιξαν αυτόν εις την θάλασσαν. Τότε ο μακάριος ενεθάρρυνεν αυτούς, ίνα μη φοβούνται τα φαντάσματα των δαιμόνων. Έπειτα έστειλεν είδησιν προς τους άρχοντας Γόρδιον και Σέλευκον, να συνάξουν όλον τον λαόν, ίνα τους ευλογήση ο μέγας Παγκράτιος. Συναχθέντες δε άπαντες, έπεσον εις τους πόδας του ιερού Παγκρατίου, όστις ηυλόγησεν άπαντας. Έμειναν δε εκεί εξ ημέρας, συνομιλούντες πνευματικώς οι δύο φίλοι του Χριστού και συνευφραινόμενοι. Τότε είδεν οπτασίαν ο Άγιος, ότι ο βασιλεύς Ακυλίνος παρέλαβεν εξακοσίας χιλιάδας στρατού, ίνα πολεμήση την Ταυρομενίαν. Εσιώπησε δε την όρασιν· μόνον έστειλεν είδησιν και ήλθεν εκεί ο Επαφρόδιτος και συνηυφράνθησαν. Έπειτα έγραψεν ο Άγιος του Μαρκιανού συστατικά γράμματα, κατά τους Κανόνας των Αγίων Αποστόλων, να εξουσιάζη και τας επαρχίας οπόθεν επέστρεψεν ο Επαφρόδιτος. Ούτως ασπασάμενοι αλλήλους εταξιδεύσαμεν· ότε δε εφθάσαμεν εις την Ταυρομενίαν εκήρυξεν ο κήρυξ να συναχθή η πόλις όλη τη επαύριον, ίνα τους ομιλήση ο μέγας Παγκράτιος. Τότε ελειτούργησεν ο Άγιος και εκοινώνησεν άπαντας. Έπειτα είπε προς τον άρχοντα και όλην την Σύγκλητον· «Τέκνα μου, ο διάβολος εκίνησε να σας πολεμήση, αλλά αναθέσατε την ελπίδα σας εις τον Κύριον και Αυτός θέλει αφανίσει την πανουργίαν του». Ταύτα ειπών, εκάλεσε τον Βονιφάτιον ιδιαιτέρως και του είπε να φέρη εκεί ένα βιβλίον, όπου ήσν γραμμέναι αι νίκαι του Ταύρου· όστις έκαμε πολλούς πολέμους με τον Ακυλίνον τον βασιλέα Καλαβρίας, όστις προσεπάθει να φονεύση τον κύριον του Ταύρου Ρέβινθον, ίνα του αρπάση τους τόπους του αδίκως. Ο Ρέβινθος αυτός είχε γυναίκα σοφωτάτην και ωραίαν, Μενίν ονόματι. Ότε δε εφόνευσεν ο Ακυλίνος τον Ρέβινθον, ώρμησεν ο Ταύρος ως ανδρείος που ήτο με εξ χιλιάδας λαού και εφόνευσεν από τον στρατόν του Ακυλίνου χιλιάδας πεντήκοντα, δια την νίκην του δε ταύτην έλαβεν αυτόν σύζυγον η Μενία. Ήτις παρέλαβεν όλον της τον πλούτον και έφυγον από την πόλιν των, έκτισαν δε άλλην , την οποίαν ωνόμασαν Ταυρομενίαν, εις την οποίαν ήτο Αρχιερεύς ο Παγκράτιος και ηγεμών ο Βονιφάτιος. O δε Ακυλίνος εσύναξε πάλιν άλλον στρατόν εις την Καλαβρίαν και ήλθεν εις την Σικελίαν, όπου ήτο η Μενία με τον Ταύρον, τον οποίον εσκέπτετο να φονεύση και να πάρη την Μενίαν με τον πλούτον της. Ο δε Ταύρος εμονομάχησε με τον Ακυλίνον και φονεύσας αυτόν έμεινε νικητής και εξουσίαζε την Καλαβρίαν και Σικελίαν, κατοικών εις την επώνυμον αυτού πόλιν, την Τυρομενίαν. Τούτο το βιβλίον αναγνώσας ο Άγιος, είπε προς τον Βονιφάτιον· «Βλέπεις, τέκνον, τούτον τον παλαιόν πόλεμον θέλει να εκδικήση ούτος ο νέος Ακυλίνος· αλλά μη ταραχθή η καρδία σου, ότι εάν ο Ταύρος ενίκησεν εκείνους, πόσω μάλλον ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ύπαγε εις το παλάτιον και μη είπης εις τον λαόν σου δια τον πόλεμον, μόνον προσεύχου εις τον παντοδύναμον Θεόν και εις αυτόν έχε τας ελπίδας σου». Ο δε Ακυλίνος συνήθροισε τον λαόν του, λέγων· «Ας υπάγωμεν, αδελφοί, να εκδικήσωμεν το αίμα των αδελφών μας, το οποίον ο Ταύρος έχυσεν αδίκως. Τώρα όμως δεν υπάρχει πλέον ο Ταύρος να μας νικήση, αλλά μόνον ο Βονιφάτιος με ολίγον λαόν και θα τους νικήσωμεν».
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”