Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια

Δημοσίευση από silver »

Συναθροίσας λοιπόν περί τας εξακοσίας χιλιάδας άνδρας περιεκύκλωσαν κατά την νύκτα αιφνιδίως την πόλιν όλην, απέκοψαν δε την ύδρευσιν κτυπώντες τας σάλπιγγας τόσον δυνατά, ώστε οι πολίται ετρόμαξαν, αν και ήσαν άνδρες του πολέμου όλοι χιλιάδες τεσσαράκοντα, τους οποίους έβαλε κατά τάξιν ο Βονιφάτιος γύρωθεν εις τα τείχη της πόλεως. Όταν εξημέρωσεν επολέμησαν, παρεχώρησε δε ο Κύριος να νικήσουν την πρώτην ημέραν οι εχθροί των, δια να μη καυχηθούν οι πολίται ύστερα, ότι με την δύναμίν των ενίκησαν. Στενοχωρούμενοι λοιπόν οι Ταυρομενίται, ύβριζον τον ηγεμόν και τον Παγκράτιον, λέγοντες· «Κακήν ώραν ήλθεν εδώ ούτος ο μάγος και ηφάνισε τους θεούς, τώρα δε θα γίνωμεν όλοι αιχμάλωτοι». Ταύτα λέγοντες εσκέπτοντο να φονεύσουν τον ηγεμόνα και τον Άγιον και να παραδώσουν εις τους εχθρούς την πόλιν οι άφρονες. Ο δε καλός Βονιφάτιος τους ενουθέτει ν μη απελπίζωνται, αλλά να επικαλεσθούν τον Δεσπότην Χριστόν εις βοήθειαν δια να τους δώση την νίκην ως παντοδύναμος. Ταύτα ειπών, καθησύχασεν αυτούς ολίγον. Πορευθείς δε ευθύς εις τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Βοήθησον την ποίμνην σου, πάτερ τίμιε, και λύτρωσαι από τας χείρας των εχθρών την πόλιν σου· ότι ο λαός αγανακτεί και γογγύζει, επικαλούνται δε τους ακαθάρτους ψευδοθεούς οι άφρονες και θέλουν να με φονεύσουν αδίκως». Λέγει προς αυτόν ο μακάριος· «Ύπαγε, τέκνον, ειπέ προς αυτούς. Τάδε λέγει Παγκράτιος. Τέκνα Χριστού του Θεού, μη φοβείσθε τους εχθρούς σας, ότι σεις είσθε στρατιώται του μεγάλου Βασιλέως. Εάν δε και από τον κόπον κατεβλήθητε, υπάγετε να αναπαυθήτε εις τους οίκους σας, και ο Δεσπότης Χριστός, ο μέγας Βασιλεύς και Θεός παντοδύναμος θέλει πολεμήσει δια σας, και μη ζωσθή τις ξίφος, ούτε τόξον να λάβη ουδέ δόρυ ή μάχαιραν». Ταύτα ακούσαντες ο λαός από τον άρχοντα, εθυμώθησαν λέγοντες· «Ω κακή συμβουλή και ανόητος! Ημείς επολεμήσαμεν όλοι με όλην μας την δύναμιν και μετά βίας εφυλάξαμεν τα τείχη της πόλεως και συ μς λέγεις να υπάγωμεν εις τους οίκους μας; Τις θα ακούση ταύτα και δεν θα γελάση λέγων, ότι ο Βονιφάτιος, τον οποίον εθεωρούμεν σοφόν άνθρωπον, με τον μάγον Παγκράτιον ηβουλήθησαν να παραδώσουν εις τους εχθρούς την πόλιν μας»; Τότε ο άρχων ανήγγειλε πάλιν ταύτα προς τον Άγιον, λέγων· «Δεν ηθέλησαν Πάτερ, καν να ακούσουν τους λόγους σου, αλλά μάλλον εθυμώθησαν, βλέποντες τους εχθρούς, ότι επλησίασαν εις τα τείχη της πόλεως και ήθελαν να με θανατώσουν οι δείλαιοι». Ο δε Άγιος τους εμήνυσε δεύτερον και τρίτον και απήλθον εις τας οικίας των και τότε οι μεν πολέμιοι την πόλιν περικύκλωσαν. Ο δε Άγιος παρέλαβεν εμέ και ένα διάκονον, Τατιανόν ονόματι, λέγων· «Ας υπάγωμεν, τέκνα, να πολεμήσωμεν και ημείς τους εχθρούς με τα όπλα μς». Φορέσας δε την ιεράν στολήν, έλαβε τον τίμιον Σταυρόν εις την χείρα του, εγώ δε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού και ο Τατιανός την εικόνα του Αποστόλου Πέτρου και επορεύθημεν εκεί, όπου ήτο η δύναμις των εχθρών. Αναβάς τότε ο Άγιος εις τόπον υψηλόν εποίησε το σημείον του Σταυρού τετράκις βλέπων προς την πόλιν και την ετείχισεν αοράτως από τα τέσσαρα μέρη, Ανατολήν, Δύσιν, Βορράν και θάλασσαν. Έπειτα υψώσας τας χείρας προς την Ανατολήν, ούτως ηύχετο· «Εξέγειρον την δυναστείαν σου, και ελθέ εις το σώσαι ημάς, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, μη αρπάση ο εχθρός την πόλιν σου, αλλά δείξον εις αυτούς την δύνανίν σου δια του ζωοποιού Σταυρού και της αχράντου Εικόνος σου». Μετά την ευχήν ύψωσε τον Τίμιον Σταυρόν και ημείς τας Εικόνας. Τότε όλοι οι εχθροί εσκοτίσθησαν και στρέφοντες εις τα οπίσω εφόνευεν ο εις τον άλλον, νομίζοντες ότι εφόνευον τους Ταυρομενίους. Ο δε Άγιος βλέπων τους εχθρούς ότι αλληλοεσφάζοντο, έκαμε πάλιν προσευχήν, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, δος εις τας καρδίας των ανθρώπων τούτων κατάνυξιν, δια να γνωρίσουν την δύναμίν σου και να επιστρέψουν προς την ευσέβειαν». Τότε ηννόησαν οι πολέμιοι, ότι αλλήλους εφόνευον, όθεν ευθύς έφυγον από προσώπου της πόλεως φωνάζοντες. Οι δε πολίται, ιδόντες τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, εδόξασαν τον Κύριον, ευχαριστούντες το μέγαν Παγκράτιον. Πό δε τους εχθρούς διέφυγον χιλιάδες τέσσαρες και επλησίασαν εις την πόλιν, ταύτα βοώντες: «Ελεήσατε ημάς, άνδρες μεγαλόθεοι». Τότε προστάσσει ο Άγιος να ανοίξουν τας πύλας της πόλεως και εισελθόντες εκείνοι μέσα, ως είδον τον Άγιον, πίπτοντες εις τους πόδας του έκραζον· «Ελέησόν μας, Μεγαλόθεε». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ θεός δεν είμαι, αλλά δούλος του μεγάλου και παντοδυνάμου Θεού». Αφού δε εδίδαξεν αυτούς, επίστευσαν εις τον Χριστόν, εκλέξας δε ο Άγιος απ’ αυτούς τους ευλαβεστέρους, εχειροτόνησεν ιερείς και διακόνους και τους έστειλεν εις την Καλαβρίαν, ίνα κηρύξουν το Ευαγγέλιον. Από τούτους τινές μας διηγούντο, ότι έβλεπον τρεις ηλίους εις τα τείχη της πόλεως, λάμποντας περισσότερον παρά τον της ημέρας ήλιον, των οποίων την λάμψιν μη υποφέροντες εσκοτίζοντο, πίπτοντες δε εις τον κρημνόν συνετρίβοντο. Ο δε Άγιος έδειξεν εις αυτούς τον ζωοποιόν Σταυρόν και τας δύο Εικόνας λέγων· «Αυτοί είναι οι τρεις ήλιοι, τους οποίους εβλέπετε υπέρ τον ήλιον λάμποντας». Τότε κατησπάζοντο οι άνδρες εκείνοι τας αγίας Εικόνας με πολλήν ευλάβειαν· έπειτα λαβόντες από τον Άγιον την συγχώρησιν ανεχώρησαν και φθάσαντες εις την Καλαβρίαν εκήρυξαν τον λόγον της πίστεως φέροντες πολλούς εις την ευσέβειαν. Ο δε κύριός μου Παγκράτιος με έστειλεν εις τον μέγαν Μαρκιανόν, να του αναγγείλω τα ρηθέντα θαυματουργήματα και ότι δια να μη τον λυπήση δεν του εφανέρωσε την υπόθεσιν, όταν ήτο εκεί, την οποίαν εγνώρισεν από θεϊκήν αποκάλυψιν. Έπειτα, όταν έστρεψα εις την Ταυρομενίαν, μου είπεν ο Άγιος· «Τέκνον Ευάγριε, γίνωσκε, ότι εις ολίγον καιρόν πορεύομαι προς τον Δεσπότην μου, θέλω δε να μείνης εις τον θρόνον μου διάδοχος. Λοιπόν λάβε τον Βονιφάτιον και άλλους τινάς ευλαβείς, να υπάγετε εις την Ρώμην, να εύρης τον μακάριον Πέτρον, να σε χειροτονήση Επίσκοπον αυτής της πόλεως. Όταν δε έλθης εδώ, να βαπτίσης τον Βονιφάτιον». Ταύτα λέγοντος του Αγίου έτρεχον από τους οφθαλμούς μου κρουνηδόν τα δάκρυα. Τότε πάλιν μοι λέγει ο Άγιος· «Παράλαβε, τέκνον, τον Τατιανόν εις την συνοδείαν σου και ύπαγε εις την δείνα επαρχίαν, όπου εχειροτόνησα Πρεσβύτερον τον δείνα, ο οποίος απέθνεν, είναι τρεις ημέραι, και ετοιμάζονται να έλθουν εδώ οι άνθρωποι όλοι της χώρας εκείνης. Λοιπόν δια να μη κοπιάζουν έως εδώ, ύπαγε και κάμε ιερέα τον ευλαβέστερον». Αφήσαντες λοιπόν εις την υπηρεσίαν του Αγίου ένα παιδάριον, μετέβημεν ημείς με τον Διάκονον εις την διακονίαν ταύτην. Την αυτήν ημέραν εξήλθεν από την πόλιν και ο ηγεμών, δια να υπάγη εις άλλην χώραν, ίνα πολεμήση με άλλον τινά τύραννον, αφήκε δε εις το παλάτιον ως επίτροπον ένα θείον του μιαρού Ελίδου, ονομαζόμενον Αρτάγαρον, όστις εφάνη Ιούδας δεύτερος, είχε δε μίσος άμετρον ο εναγής προς τον Άγιον και εζήτει καιρόν επιτήδειον να τον φονεύση ο αλιτήριος. Όταν είδεν ημάς, ότι εξήλθομεν της πόλεως, προσεκάλεσε τους συνδούλους αυτού και τους λέγει την κακήν του γνώμην, αφ’ ου πρότερον τους επεριποιήθη και τους εμέθυσεν. Ούτοι συνεφώνησαν μετ’ αυτού, να φονεύσουν τον δίκαιον αδίκως. Εκείνος δε ο μακάριος, καθώς ηύχετο την ενάτην ώραν, ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Παγκράτιε, ελθέ ο πιστός οικονόμος και φρόνιμος να απολαύσης τα αγαθά, άτινα σου ητοίμασα». Το πονηρόν λοιπόν βουλευτήριον έστειλεν ένα άνθρωπον, να φέρη τον Άγιον εις το Πραιτώριον. Όταν ούτος έφθασεν εις τον Άγιον του λέγει· «Ο επίτροπος Αρτάγαρος σε προσκαλεί, Πάτερ Άγιε, να ευλογήσης την τράπεζαν». Τότε ο Άγιος επήγε πρώτον και εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια, φορέσας δε το ωμοφόριον ανήλθεν εις το παλάτιον, όπου εκάθισεν εις την τράπεζαν, αλλ’ ουδέν έφαγεν. Εκείνοι, όταν εχορτάσθησαν, έφεραν την κιθάραν και εχόρευον κραυγάζοντες ατάκτως. Φέροντες δε εις το μέσον το είδωλον του Σκαμάνδρου, το έστησαν έμπροσθεν του Αγίου και το επροσκυνούσαν εις πείσμα του. Τότε ο Άγιος είπεν εις αυτούς· «Παύσασθε, τέκνα, πονηρευόμενοι· μη προσκυνείτε το αναίσθητον είδωλον». Εκείνοι όμως ποσώς δεν έδιδον προσοχήν εις τους λόγους του. Όθεν ο Άγιος έκαμε Σταυρόν και έπεσεν εις την γην το είδωλον. Βλέποντες λοιπόν οι παμπόνηροι τον θεόν αυτών συντριβόμενον εκτύπων την κεφαλήν του Αγίου και το αγγελικόν αυτού πρόσωπον λέγοντες· «Μάγε και ολοθρευτά των μεγάλων θεών, όστις έκαμες την πόλιν όλην να προσκυνούν τον Χριστόν και τους καθαρούς θεούς να βδελύττωνται». Ομού δε με τον λόγον, αρπάσαντες αυτόν τον έρριψαν εις την γην και τον έτυπτον σκληρώς, άλλος δε τον εκτύπα με λίθον, άλλος τον κατέκοπτε με μάχαιραν, έως ου αφήκε την ψυχήν αυτού ο μακάριος, ταύτα λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Τότε παρέλαβον το τίμιον αυτού σώμα και το έρριψαν εις μίαν σχισμήν πέτρας, μακράν από το παλάτιον. Κατ’ εκείνην την ώραν έτυχεν εκεί πλησίον παιδίον Χριστιανού τινος, το οποίον ιδών τους αδίκους να ρίπτουν εκεί το άγιον λείψανον εφώναξε λέγον· «Διατί εφονεύσατε τον δίκαιον άδικα»; Τότε οι φονείς έτρεξαν να φονεύσουν και αυτό, δια να μη τους αποκαλύψη. Το δε παιδίον έφευγε· βλέπον δε ότι το έφθαναν, επήδησεν εις ένα κρημνόν και τότε (ω του θαύματος!) το ήρπασεν Άγγελος Κυρίου πριν πέση και το απέθεσεν αβλαβές εις άλλον τόπον μακράν από τους φονείς, ίνα μη το φονεύσουν. Ήτο δε τότε ώρα Πέμπτη της ημέρας. Κατά δε την δεκάτην ώραν ήλθομεν ημείς με τον Τατιανόν, εις ολίγον δε διάστημα ήλθε και ο ηγεμών με το στράτευμα, όστις εμήνυσε να υπάγη εις το παλάτιον ο Άγιος· ημείς δε τον εζητήσαμεν παντού και δεν τον εύρομεν. Όταν δε ενύκτωσεν, μετέβην εγώ ζητών αυτόν εις κάθε τόπον αναχωρητικόν και παράμερον, μήπως και προσεύχεται· βλέπων δε εις την σχισμήν της πέτρας, είδα φως ως αστραπήν· όθεν πλησιάσας βλέπω (φευ!) το τίμιον σώμα του κυρίου μου συντεθλασμένον και αγνώριστον· φωνάζων δε όσον ηδυνάμην, έτυπτον το πρόσωπόν μου κλαίων και λέγων ταύτα από τον μεγάλον πόνον και την θλίψιν μου· «Οίμοι τω αθλίω! Τις εφόνευσε τον ποιμένα μας και διδάσκαλον; Ποίος άνομος ετόλμησε να εγγίση το θείον σου πρόσωπον; Ουαί μοι τω τάλανι, δεν ακούω πλέον την γλυκυτάτην σου λαλιάν, να μου είπης «τέκνον, Ευάγριε»· δια τούτο θαρρώ με απέστειλες, ίνα μη ίδω τον άδικόν σου και άμορφον θάνατον. Διατί να μη είμαι παρών, να αποθάνω μάλλον εγώ αντί σου, Πάτερ γλυκύτατε»; Αυτά και άλλα όμοια λέγοντος εμού ήκουσαν τας φωνάς και εσυνάχθησαν πολλοί· εξόχως δε ο Τατιανός, ο Λυκαονίδης και ο Βονιφάτιος, προς τον οποίον εφώναξα λέγων· «Βλέπεις, ηγεμών, τον διδάσκαλον και φωστήρα μς, πως κείται αιματωμένος και νεκρός ως ληστής και παράνομος»; Ο δε άρχων, ιδών αυτόν, έκλαυσε μεγαλοφώνως και εξέσχιζεν από τον μεγάλον πόνον τα ιμάτια αυτού. Καθώς εθρηνούμεν, ήλθε και η οσιωτάτη Παύλα με τας άλλας παρθένους και πίπτουσα εις το άγιον λείψανον εθρήνει απαρηγόρητα και έχυνεν άφθονα δάκρυα, ώστε ήτο αδύνατον να παρηγορηθή, αλλά έλεγεν· «Ας έλθουν εκείνοι, οίτινες εφόνευσαν τον δεσπότην μου, να θανατώσουν και εμέ την τάλαιναν, ίνα συνταφώ μετά του κυρίου μου». Μετά ταύτα, επειδή με τα δάκρυα ουδέν ωφελούμεν, εσηκώσαμεν το άγιον λείψανον και το μετεφέραμεν εκεί πλησίον, εθέσαμεν δε αυτό προσωρινώς, καθώς το εύρομεν φονευμένον. Το πρωϊ παρήγγειλεν ο άρχων εις χρυσοχόον να κατασκευάση θήκην χρυσήν και πολύτιμον δια να θέση εις αυτήν το άγιον λείψανον. Μετά ταύτα ανέκρινε πολλούς εις το Πραιτώριον, ίνα μάθη τις εφόνευσε τον Άγιον· καθώς δε εβασάνιζε τους δούλους του, ιδού έφθασε και το παιδάριον, όπερ εσώθη από τους φονείς με την θείαν βοήθειαν και μας είπεν όλα τα γενόμενα, τα οποία ακούσας ο Βονιφάτιος έδεσεν ευθύς τον Αρτάγαρον και τους άλλους δύο, προσέταξε δε τους στρατιώτας, οίτινες τους έδειραν τόσον σκληρώς, ώστε εφάνησαν όλα των τα μιαρά οστά. Λαβών τότε την μάχαιράν του ο καλός Βονιφάτιος ως Φινεές την αμαρτίαν εξιλάσατο, ήτοι με την χείρα του έσφαξεν εκείνους τους αδίκους, οίτινες αδίκως τον δίκαιον εφόνευσαν. Τα δε βέβηλα και μιαρώτατα σώματα έρριψαν κατά του κρημνού εις την θάλασσαν. Μετά τρεις ημέρας ετελειώθη η θήκη, εθέσαμεν δε εις αυτήν το άγιον λείψανον και το αφήκαμεν εκεί κεκρυμμένον δια να μη το μάθη ο λαός και το διαμοιράσουν μεταξύ των δια ευλάβειαν. Μόνον ηκούσθη η είδησις, ότι εφόνευσαν τον Άγιον και έκαμε την εκδίκησίν του ο Βονιφάτιος. Μετά επτά ημέρας, καθήμενος εγώ εις την Εκκλησίαν, είδον το εξής όραμα. Δώδεκα άνδρες λευκοφόροι ίσταντο εις δύο χορούς, έχοντες εις το μέσον αυτών τον κύριόν μου Παγκράτιον, όστις μοι είπε· «Τέκνον Ευάγριε, διατί δεν ενεταφίασες εις το χώμα το σώμα μου, αλλά με εκρύψατε εις την διαβολικήν θήκην του χρυσίου; Είδες με ποτέ να αγαπήσω χρυσίον ποσώς ή αργύριον; Μη, τέκνον μου, μη, αλλά εξάγαγέ με από το σκοτεινόν εκείνο κιβώτιον και παράδος την γην εις την γην, κατά την κοινήν συνήθειαν». Ταύτα ακούσας ετρόμαξα και τα ανήγγειλα προς τον ηγεμόνα, όστις είπε να κάμω καθώς ο Άγιος επρόσταξε. Συναθροίσαντες λοιπόν όλον τον λαόν, εποιήσαμεν αγρυπνίαν ολονύκτιον ψάλλοντες· το δε πρωϊ κατέβημεν εγώ, ο Τατιανός, ο Λυκαονίδης και ο Βονιφάτιος και ανοίξαντες την χρυσήν θήκην είδομεν θαύμα εξαίσιον· ήτοι το σώμα δεν ήτο καθώς το εθέσαμεν αιματωμένον, πληγωμένον και άμορφον, αλλά ωραίον και ήστραπτεν ως το φως, ήτο δε σώον και ακέραιον, καθαρόν από αίματα. Πληγή δε ή μόλυνσις ουδαμού διεκρίνετο ούτε εις την σάρκα, ούτε εις τα ενδύματά του. Ταύτα βλέπων ο άρχων έκλαυσεν ώραν πολλήν εκθαμβούμενος. Εξαγαγόντες τότε το άγιον λείψανον έξω, εγέμισεν ο τόπος όλος ευωδίας θαυμασιώτατα. Όθεν συνηθροίσθησαν άνδρες τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, πλήθος πολύ, οίτινες, ασπασάμενοι το άγιον λείψανον, εδόξαζον τον Πανάγαθον Θεόν τον δοξάζοντα τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Ούτω λοιπόν άπαντες απηλαύσαμεν την άρρητον εκείνην ευωδίαν την τερπνήν και θαυμάσιον, θαυμάζοντες κι εξιστάμενοι, επειδή υπερέβαινε πάσαν ακοήν και διάνοιαν. Φέροντες δε λίθους πελεκητούς λακεδαιμονίους, εκτίσαμεν θήκην και μικρόν οικίσκον και απεθέσαμεν εις την λιθίνην αυτήν θήκην το άγιον λείψανον, την δε χρυσήν θήκην μετεβάλομεν εις σκεύη της Εκκλησίας ως έπρεπεν. Όταν δε παρήλθον ημέραι τεσσαράκοντα μετά την του Αγίου τελείωσιν, είπον προς τον άρχοντα όσα ως άνωθεν μοι παρήγγειλεν ο Άγιος· ήτοι να υπάγωμεν εις την Ρώμην. Τότε ο Βονιφάτιος ητοίμασεν αμέσως πλοίον, λαβόντες δε άνδρας ευλαβείς και σοφούς ανεχωρήσαμεν και εις ολίγας ημέρας, του Θεού συνεργούντος, εφθάσαμεν εις την μεγάλην πόλιν. Ο δε μακάριος Πέτρος εγνώριζεν όλα τα γενόμενα από Πνεύμα Άγιον και τα επροφήτευσε προς τους μαθητάς αυτού λέγων· «Ο Παγκράτιος ο Επίσκοπος Ταυρομενίας ετελειώθη, τώρα δε έρχεται προς ημάς ο μαθητής του Ευάγριος». Λαβών τότε μαθητάς τινας, μας προϋπήντησεν έξω της πύλης της πόλεως. Ιδών τότε εγώ τον μακάριον Απόστολον Πέτρον, έπεσα εις τους πόδας του, εκείνος δε με ήγειρε και ασπασάμενοι αλλήλους μετέβημεν εις το κατοικητήριον αυτού χαίροντες. Όταν δε ήρχισα να διηγούμαι εις αυτόν τα αθλήματα του Παγκρατίου μοι απεκρίθη λέγων· «Όσα θέλεις να μας είπης, τέκνον, τα γνωρίζομεν από θείαν πρόνοιαν. Λοιπόν λάβε την Επισκοπήν, όσας δε αρετάς είδες εις τον διδάσκαλόν σου Παγκράτιον μιμήσου». Έπειτα προσεκάλεσε τους πιστούς και όλον το πρεσβυτέριον και κάμνων την πρέπουσαν ακολουθίαν μοι έδωκε τον κλήρον της Επισκοπής λέγων· «Ύπαγε, τέκνον, και ακολούθει κατά τον κανόνα του διδασκάλου σου». Ταύτα ειπών, επήνεσε τον ηγεμόνα Βονιφάτιον, ότι επίστευσεν εις τον Χριστόν και ευχαριστήσας αυτόν δια τον κόπον του, μας ηυχήθη και απέλυσεν. Όταν δε εφθάσαμεν εις την πόλιν μας, εβάπτισα τον Βονιφάτιον, ο οποίος ως ευλαβής προς τον Χριστόν και εραστής της ουρανίου Βασιλείας θερμότατος αφήκεν ευθύς την πρόσκαιρον ηγεμονίαν, όταν έλαβε το άγιον Βάπτισμα, προσκαλέσας δε ευλαβή τινα και πιστόν άνθρωπον, έμπειρον και ισχυρόν εις τους πολέμους, τον εψήφισεν ηγεμόνα της πόλεως. Αυτός δε ο μακάριος εκάρη και ενεδύθη πενιχρά ιμάτια, έμεινε δε εις την συνοδείαν μας και υπετάσσετο προθύμως, ουδέποτε δε έλειψεν από την ακολουθίαν. Μετά τινας ημέρας είπον εις αυτόν· «Τέκνον Βονιφάτιε, ας κτίσωμεν μίαν Εκκλησίαν προς δόξαν Θεού εις το όνομα του Ιερομάρτυρος Παγκρατίου, όστις απέδωκεν εδώ πολλούς καρπούς δικαιοσύνης και τόσον κόσμον έσωσεν». Ο δε, μετά χαράς τον λόγον δεξάμενος, παρουσιάσθη εις το Πραιτώριον και μοι έφερε χρυσίον πολύ, με το οποίον έκτισα Εκκλησίαν πλουσίαν και ωραίαν, την εχρύσωσα και εζωγράφισα της παλαιάς και νέας Γραφής όλα τα θαυμάσια. Ομοίως ιστόρησα και την Εικόνα του κυρίου μου Παγκρατίου επιμελέστατα· μοι φαίνεται δε, όταν την βλέπω, ότι εκείνον θεωρώ και συνομιλώ και χαίρομαι. Πολλά δε και ανήκουστα θαύματα και τεράστια έγιναν εις τον άγιον τάφον του· πολλούς αρρώστους ιάτρευσεν από διαφόρους ασθενείας βασανιζομένους· αλλά και πολλούς δαίμονας από τους ανθρώπους εδίωξεν με την αμάχητον χάριν και δύναμιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, τα οποία δια συντομίαν δεν εγράψαμεν, διότι αρκούσιν όσα είπομεν άνωθεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Ιουλίου, μνήμη των αγίων ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΠΕΝΤΕ Μαρτύρων των εν Νικοπόλει της Αρμενίας μαρτυ

Δημοσίευση από silver »


Ήκμασαν οι Άγιοι ούτοι κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου και Λυσίου ηγεμόνος, εν έτει τιε΄ (315), πρώτοι δε μεταξύ αυτών ήσαν οι Λεόντιος, Μαυρίκιος, Δανιήλ και Αντώνιος. Ούτοι παρρησία ομολογήσαντες τον Χριστόν, πρώτον μεν ετιμωρήθησαν με διαφόρους βασάνους, ύστερον δε ερρίφθησν εντός πεπυρακτωμένης καμίνου και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις την αγίαν Ακυλίναν, πλησίον του Φόρου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ,

Δημοσίευση από silver »

ότε τον τόμον του της πίστεως όρου των εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, των εν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι της αγίας και Οικουμενικής Δ΄ Συνόδου εκράτυνεν.

Ευφημία η καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού ήκμαζε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Πρίσκου Ανθυπάτου Ρώμης, εν έτει σπη΄ (288), κατήγετο δε εκ Χαλκηδόνος, θυγάτηρ πατρός μεν Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δε Θεοδοσιανής. Διαβληθείσα λοιπόν ότι ωμολόγει τον Χριστόν, ετιμωρήθη δια τροχών και πυρός, και δια πολλών άλλων βασάνων· ύστερον δοθείσα εις τα θηρία, ίνα ταύτην σπαράξωσιν, έμεινεν εξ αυτών αβλαβής. Είτα εδήχθη υπό άρκτου, προσευχηθείσα δε παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού εν τω θεάτρω· το δε τίμιον αυτής λείψανον απετέθη εντός θήκης και ενεταφιάσθη εις τόπον τινά πλησίον της Χαλκηδόνος, όπου παρέμεινεν επ’ αρκετούς χρόνους, ιάσεις βρύον παντοδαπάς και θαύματα άπειρα επιτελούν. Μετά παρέλευσιν δε πολλού χρόνου, όταν εξηπλώθη η ευσέβεια εις τον κόσμον, έγινε τοιούτον παράδοξον. Εις τας ημέρας Θεοδοσίου του Μικρού, εν έτει 410, εις Μοναχός και Ιερεύς, Ευτυχής μεν κατά το όνομα δυστυχής δε κατά τον νουν, εγένετο αρχηγός αιρέσεως, ισχυριζόμενος ο φρενοβλαβής, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μίαν μόνην φύσιν, την της Θεότητος, και μίαν μόνην ενέργειαν, επίσης την της Θεότητος· καθηρέθη δε ούτος υπό του Αγίου Φλαβιανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πλην μεταχειριζόμενος ο άθλιος όργανα τους του βασιλέως αθέους ευνούχους, δεν έπαυε ταράττων την Εκκλησίαν και ενέδρας ποιών, έως ου ο βασιλεύς Θεοδόσιος ετελεύτησεν. Όταν δε ο Μαρκιανός εβασίλευσε μετά της Πουλχερίας, διέταξε να συγκροτηθή Οικουμενική Σύνοδος εις Χαλκηδόνα, κατά το έτος τετρακόσια πεντήκοντα εν (451) δια να εξετάση την υπόθεσιν. Συνελθόντες λοιπόν εν Χαλκηδόνι εξακόσιοι τριάκοντα Επίσκοποι συνεκρότησαν την Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Τότε, αφού πολλά συνεζήτησαν, κατεδίκασαν και ανεθεμάτισαν τον Ευτυχή και τον τούτου ακόλουθον Διόσκορον ως και πάντας τους μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν επί Χριστού βλασφημούντας. Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν επείθοντο εις τα δόγματα της Αγίας Συνόδου, μετήλθον άλλον τρόπον οι άγιοι Πατέρες. Αμφότερα τα μέρη, το των Ορθοδόξων δηλαδή και το των κακοδόξων Μονοφυσιτών, έγραψαν τα υπ’ αυτών πιστευόμενα και κηρυττόμενα εις τόμον ξεχωριστόν έκαστον μέρος· ανοίξαντες δε την θήκην την περιέχουσαν το τίμιον λείψανον της Αγίας Ευφημίας, απέθεσαν τα δύο ταύτα βιβλία επί του στήθους της Αγίας εσφραγισμένα· ανοίξαντες δε πάλιν, μεθ’ ωρισμένας ημέρας, είδον και εξέστησαν· διότι τον μεν τόμον των αιρετικών εύρον ερριμμένον κάτωθεν των ποδών της Αγίας, τον δε τόμον των Ορθοδόξων, τον περιέχοντα τον όρον και την απόφασιν της Αγίας Συνόδου, κρατούμενον υπό της Μάρτυρος εις τας αγκάλας της. Τούτου δε γενομένου, εθαύμασαν άπαντες δια το τοιούτον παράδοξον· εκ τούτου οι μεν Ορθόδοξοι εστηρίχθησαν εις την πίστιν και εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα καθ’ εκάστην μεγάλα και παράδοξα θαύματα προς επιστροφήν και διόρθωσιν των πολλών, οι δε αιρετικοί Μονοφυσίται κατησχύνθησαν. Τούτο λοιπόν το χάριτας βρύον ιερόν λείψανον της Αγίας μετεκομίσθη ακέραιον εκ Χαλκηδόνος εις Κωνσταντινούπολιν, προ της αλώσεως αυτής, όπου και ο τότε αοίδιμος Πατριάρχης Κωνσταντίνος ήγειρε Ναόν προς τιμήν της Αγίας. Γενομένης δε της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων και μετατεθέντων πάντων των ιερών λειψάνων εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων, εις τον οποίον μετεφέρθη τότε και το Πατριαρχείον, μετετέθη εκεί και το λείψανον της Αγίας. Εκείθεν μετατεθέντος και πάλιν του Πατριαρχείου εις τον Ιερόν Ναόν της Παμμακαρίστου, μετεκομίσθη εκεί ομού μετά των λοιπών και το ιερόν λείψανον της Αγίας. Επειδή δε κατά τας πικράς εκείνας ημέρας της αιχμαλωσίας δεν έπαυον οι κατακτηταί να μεταχειρίζωνται κάθε είδους πικρίαν κατά των Χριστιανών, αρπάζοντες μεταξύ των άλλων τους ιερούς Ναούς και μετατρέποντες αυτούς εις τζαμία, ήρπασαν και τον Ναόν της Παμμακαρίστου και ως εκ τούτου το Πατριαρχείον μετεφέρθη εκ νέου εις τον πάνσεπτον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, εν Φαναρίω, όπου και νυν ευρίσκεται. Μετηνέχθη τότε εκεί και το ιερόν λείψανον της Αγίας, όπερ θεία ευδοκία διασώζεται μέχρι της σήμερον, τιμώμενον και σεβόμενον όχι μόνον παρά των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και παρά των ετεροδόξων, βρύον ιάματα εις τους μετ’ ευλαβείας προσερχομένους. Καθιερώθη δε το ιερόν λείψανον της Αγίας εν τω ρηθέντι πανσέπτω Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εις το δεξιόν μέρος αυτού, το οποίον έγινε και παρεκκλήσιον επ’ ονόματι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, ότε επί της πρώτης πατριαρχίας του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου ανωκοδομήθησαν εκ βάθρων τα Πατριαρχεία και αι λοιπαί εν τη πατριαρχική αυλή οικοδομαί. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρις της Αγίας κατά την ια’ (11ην) του Ιουλίου, καθ’ ην συναθροίζονται τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών τε και γυναικών της τε Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων αυτής, και πολλοί των ετεροδόξων και οι μετ’ ευλαβείας προσερχόμενοι και ασπαζόμενοι το ιερόν αυτής λείψανον αξιούνται πολλών ιαμάτων.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Ιουλίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΠΡΟΚΛΟΥ και ΙΛΑΡΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »



Πρόκλος και Ιλάριος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού και Μαξίμου ηγεμόνος, εν έτει ρστ΄ (106), κατήγοντο δε εκ της χώρας των Καλλίπων, κειμένης πλησίον της Αγκύρας. Συλληφθείς λοιπόν πρώτος ο Άγιος Πρόκλος και ομολογήσας τον Χριστόν ενώπιον του βασιλέως, παρεδόθη εις τον ηγεμόνα Μάξιμον όπως τιμωρηθή. Όθεν κατά προσταγήν του ηγεμόνος οι στρατιώται, καταξέσαντες πρώτον τον Άγιον, κατέκαυσαν έπειτα με ανημμένας λαμπάδας τα μέλη του, τα οποία είχον πληγωθή εκ των ξεσμών· μετά ταύτα δ’ εκρέμασαν αυτόν επί ξύλου και προσέθεσαν εις τον πόδα του πέτραν βαρείαν. Ύστερον απεφάσισεν ο ηγεμών να θανατωθή ο Άγιος δια βελών. Φερόμενος λοιπόν ο τρισμακάριος αθλητής εις τον τόπον της τιμωρίας συναντά καθ’ οδόν τον ανεψιόν του Ιλάριον, ο οποίος, επειδή εχαιρέτισε τον θείον του, συνελήφθη και αυτός υπό των Ελλήνων. Και ο μεν Άγιος Πρόκλος, καταπληγωθείς εκ της πληθύος των βελών, απήλθε προς Κύριον και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Ιλάριος, ερωτηθείς και ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, κρεμασθείς εδάρη, έπειτα εσύρθη κατά γης επί τρία μίλλια, έπειτα δε απεκεφαλίσθη και ενεταφιάσθη μετά του θείου του Αγίου Πρόκλου. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις το Μοναστήριον της Υπατίας, πλησίον εις τον τόπον τον λεγόμενον Ματρώνα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (13η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΓΟΛΙΝΔΟΥΧ της εκ Περσίδος, της μετονομασθείσης ΜΑΡΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »


Μαρία η ένδοξος Μάρτυς του Χριστού, η πρώην ονομαζομένη Γολινδούχ, κατήγετο εκ της Περσίας, έχουσα άνδρα αρχιμάγον, κατά τους χρόνους Χοσρόου μεν του βασιλέως Περσών, Μαυρικίου δε του βασιλέως Ρωμαίων εν έτει φπδ΄ (584). Ελθούσα δε εις έκτασιν, βλέπει Άγγελον Θεού, όστις έδειξεν εις αυτήν τόπον σκοτεινόν και πλήρη πυρός, εντός του οποίου είδε τους προγόνους της, οι οποίοι ελάτρευσαν τα είδωλα. Έδειξε δε εις αυτήν και άλλον τόπον φωτεινόν, εντός του οποίου ηυφραίνοντο και εχόρευον οι του Χριστού λάτραι· θέλουσα δε και αυτή να εισέλθη εντός του φωτεινού εκείνου τόπου, ημποδίζετο υπό του φαινομένου Αγγέλου, όστις έλεγεν εις αυτήν, ότι εις τον τόπον εκείνον δεν δύνανται να εισέλθουν οι άπιστοι. Ευθύς λοιπόν, μετά την οπτασίαν εκείνην, συνελθούσα εις εαυτήν η μακαρία, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη, μετονομασθείσα Μαρία. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην καταδικασθείσα υπό τε του ανδρός της και του βασιλέως των Περσών, εξωρίσθη εις το φρούριον το καλούμενον της Λήθης. Εις το φρούριον αυτό διήλθεν η αοίδιμος δεκαοκτώ έτη σκληρώς βασανιζομένη· επειδή δε δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, ερρίφθη εις λάκκον εντός του οποίου υπήρχε δράκων, όστις επροξένει μέγαν φόβον εις τους πλησιάζοντας. Εκεί η Αγία διελθούσα τέσσαρας μήνας τοσούτον ημέρωσε τον δράκοντα, ώστε ούτος εστηρίζετο επ’ αυτής και ανεπαύετο· εις το διάστημα δε εκείνο δεν έδωκαν εις την Αγίαν να φάγη. Όθεν έλαβε χάριν παρά Θεού να μη ενοχλήται πλέον εκ της πείνης, μηδέ να χρειάζηται ανθρωπίνην τροφήν. Έπειτα εξήγαγον την Μάρτυρα εκ του λάκκου, και παραστήσαντες αυτήν εις τον υιόν του Χοσρόου, την έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εκ του δαρμού εσχίσθη ο μαστός της. μετά ταύτα έβαλον την κεφαλήν της Αγίας εντός σάκκου πλήρους τέφρας εκ καμίνου, ούτω δε κατεκλείσθη μόνη εντός τινος τόπου. Διαφυλαχθείσα δε αβλαβής υπό της θείας χάριτος, ερρίφθη εις πορνοστάσιον, όπου προσετάχθησαν ασελγείς τινες να ατιμάσωσι το σώμα της Αγίας· εκείνοι δε οσάκις εισήρχοντο, δεν εύρισκον αυτήν, διότι εκρύπτετο παραδόξως καθισταμένη αόρατος και δεν την έβλεπον. Σφραγισθείσα δε η Αγία εις το λαιμόν και φερομένη ίνα αποκεφαλισθή, ελυτρώθη αοράτως υπό θείου Αγγέλου, όστις εξήγαγεν εκ του λαιμού της σώαν την σφραγίδα την οποίαν είχε και παρεκίνησε τον δήμιον να την αφήση και να μη την αποκεφαλίση. Επειδή δε η Αγία ελυπείτο διότι δεν έπαθε δια τον Χριστόν, τούτου ένεκα εφάνη εις αυτήν θείος Άγγελος, κρατών ξίφος εις τας χείρας του, δια του οποίου εκτύπησεν αυτήν εις τον λαιμόν, εφάνη δε ότι την έκοψεν· εκ της τομής δε εκείνης εξήλθεν αίμα το οποίον εκοκκίνησε τα ενδύματά της, και ταύτα πολλάς ιατρείας εποίησαν. Τότε η Αγία απήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα, προσκυνήσασα δε τους Αγίους Τόπους, ήλθεν εις τινα Μοναστήρια, εντός των οποίων ευρίσκετο η αίρεσις του μονοφυσίτου Σεβήρου. Προσευχηθείσα δε εζήτησε παρά Θεού να της αποκαλύψη, εάν πρέπη να επικοινωνήση μετ’ αυτών· όθεν βλέπει Άγγελον, ο οποίος εκράτει δύο ποτήρια, το μεν σκοτεινόν, το δε άλλο φωτεινόν, εδείκνυε δε εις αυτήν, ότι το μεν φωτεινόν ποτήριον δηλοί την Καθολικήν Εκκλησίαν, το δε σκοτεινόν την συναγωγήν των αιρετικών. Επειδή δε ο τότε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων παρεκάλεσεν αυτήν να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα ευχηθή τους ευσεβείς βασιλείς, απεκρίθη εις αυτόν, ότι εγγίζει η προς Θεόν αυτής εκδημία και μετάστασις. Φθάσασα λοιπόν μεταξύ των τόπων Νιτζίβεως και Λαράς εις τον ευκτήριον Ναόν του Αγίου Σεργίου, εκεί δε ευχαριστήσασα τον Θεόν ησθένησεν ολίγον· είτα ζητήσασα παρά Θεού την σωτηρίαν όλου του κόσμου, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Αυτού. Τελείται δε η αυτής σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν Ναόν του Αγίου Τρύφωνος, ο οποίος κείται πλησίον της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και νέας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ του Αγιορείτου και σοφωτάτου

Δημοσίευση από silver »

Η αρετή είναι όντως μέγα και ουράνιον πράγμα, ως έχον πηγήν και αρχήν τον Θεόν, και ως τιμώσα και δοξάζουσα τους φίλους και εργάτας αυτής. Δι’ αυτής ετιμήθησαν οι Άγιοι Προφήται, εμεγαλύνθησαν οι θεηγόροι Απόστολοι, ηνδραγάθησαν οι καλλίνικοι Μάρτυρες, ελαμπρύνθησαν οι θεοειδείς Ιεράρχαι και ωκειώθησαν τω Θεώ οι απ’ αιώνος θεοφόροι Πατέρες. Δια της αρετής ειργάσαντο «ξένα και παράδοξα» εν τω κόσμω οι αγαπήσαντες ολοψύχως τον Θεόν Άγιοι και ανεδείχθησαν πολύφωτοι φωστήρες, «λόγον ζωής επέχοντες» και φαίνοντες «από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών», προς φωτισμόν «των εν σκότει και σκιά θανάτου» κατά την θείαν ρήσιν και προς σωτηρίαν ψυχών αιώνιον. Η αρετή αναδεικνύει τον άνθρωπον μακάριον, Άγγελον επίγειον, πλήρη θείου φωτός, σιωπώντα και λαλούντα και ορώμενον, έμψυχον στηλογραφίαν παντός καλού και λυσιτελούς, κληρονόμον Θεού, συγκληρονόμον Χριστού. Της αρετής φίλος γνήσιος και αληθής εργάτης και μυσταγωγός και υποφήτης «έργω και λόγω» υπήρξε και ο θεοφόρος Νικόδημος, ο μέγας της Εκκλησίας και πολύσοφος διδάσκαλος, το θαύμα των εν Άθω μοναστών, ο φαεινός εωσφόρος της ουρανίου σοφίας και της εν Χριστώ ζωής, ο εν εσχάτοις λάμψας καιροίς και καταφωτίζων της οικουμένης τα πέρατα δια των θεοσόφων αυτού συγγραμμάτων· η εύηχος σάλπιξ του Αγίου Πνεύματος· η μελίρρυτος και σοφωτάτη γλώσσα, η εν «δυνάμει λόγου» διατρανούσα και αναπτύσσουσα τα ρήματα της αιωνίου ζωής και τα των Πατέρων συνεπτυγμένα νοήματα· της ασκητικής ζωής ο πρακτικώτατος υφηγητής· των πνευματικών αναβάσεων ο θεοειδής μυστογράφος και των εν αυταίς ελλάμψεων ο θείος εκφάντωρ· της Ορθοδόξου Εκκλησίας «ο στύλος και το εδραίωμα» και το εξαίρετον καύχημα, και πάσης αιρετικής και κακοφώνου διδαχής ο ισχυρότατος καθαιρέτης· ο πολυειδώς και πολυτρόπως δοξάσας τον Θεόν, και επαξίως παρά Θεού δοξασθείς. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ούτος ο πολύς εν σοφία και μέγας εν αρετή, ο περιφανής της Εκκλησίας φωστήρ και διδάσκαλος, το στόμα των πάλαι Οσίων διδασκάλων θείος Νικόδημος, εγεννήθη εν τη νήσω των Κυκλάδων Νάξω, κατά το σωτήριον έτος 1749, εκ γονέων ευσεβών και εναρέτων, Αντωνίου και Αναστασίας, το επίθετον Καλλιβούρση. Δια του αγίου Βαπτίσματος ωνόμασαν αυτόν Νικόλαον, και πρώτοι ούτοι εγαλούχησαν τον υιόν των δια των ζωηφόρων της πίστεως ναμάτων, εκ βρεφικής ηλικίας. Τρανή απόδειξις της θερμής των γονέων του Οσίου ευσεβείας, και μάλιστα της μητρός αυτού, είναι το γεγονός, ότι βραδύτερον αύτη εγένετο Μοναχή, άρασα τον ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, μετονομασθείσα Αγάθη. Εξ απαλών ονύχων εφαίνετο ο Όσιος οποίος έμελλε να αποβή μετά ταύτα· διότι ήτο λίαν προσεκτικός και φρόνιμος, καίτοι εν παιδική ηλικία, αποφεύγων τας ματαίας συναναστροφάς, και παν δυνάμενον να επιφέρη βλάβην εις τον έσω άνθρωπον. Επιμέλεια ηθών, αγχίνοια έξοχος, τρόπων ευκοσμία, ζήλος περί τα καλά και ωφέλιμα, αγάπη προς την θύραθεν και την κατά Θεόν παιδείαν, ήσαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νεαρού Νικολάου. Αλλά πλέον πάντων διεκρίνετο δια την μεγάλην οξύτητα του νοός, την ακριβή διορατικότητα, την λαμπράν ευφυϊαν και την απέραντον μνήμην, δι’ ων κατέπληττεν όχι μόνον τους συνομήλικας, αλλά και πάντας τους ορώντας τοσαύτα εξαίρετα προσόντα και αγλαά προτερήματα εν τοιαύτη νεαρά έτι ηλικία. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εν τη Νάξω, εν τη ιδιαιτέρα αυτού πατρίδι Χώρα, παρά του ιερέως της ενορίας του, παρά του οποίου και εδιδάσκετο συγχρόνως την προς τον Χριστόν αγάπην και προς την αγίαν αυτού Εκκλησίαν, και παν ωφέλιμον και λυσιτελές, και τον οποίον ιερέα μετ’ ευλαβείας και προθυμίας εξυπηρέτει, διακονών κατά την τέλεσιν της θείας Λειτουργίας και τας λοιπάς ιεροπραξίας. Καταρτισθείς ούτω καταλλήλως ο μακάριος παρά του ευλαβούς ιερέως της ενορίας, εφοίτησεν ύστερον εις την εν Νάξω σχολήν, εν τη οποία εδιδάχθη τα θύραθεν και τα ιερά γράμματα παρά του εναρέτου και σοφού διδασκάλου του γένους Αρχιμανδρίτου Χρυσάνθου, αδελφού του θαυμαστού και περιβοήτου «εν λόγω και έργω και ανατροφή» ισαποστόλου και ιερομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Είναι δε γνωστόν, ότι εις την Νάξον, τη μερίμνη των λογίων Αρχιερέων Θεωνά, Αθανασίου, Ιωάσαφ και άλλων, είχεν ιδρυθή σχολή, η οποία από του 1770 και εντεύθεν ανεκαινίσθη. Από δε του 1781 εγκατεστάθη εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ένθα ελειτούργει μέχρι του 1821. Εις την σχολήν ταύτην εχρημάτισε διευθυντής ο ρηθείς Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος ο Αιτωλός, και εδίδαξεν εν συνεχεία μέχρι του θανάτου αυτού, επισυμβάντος εν έτει αψπε΄ (1785). Τοιούτου διδασκάλου τυχών ο νεαρός Νικόλαος εξεπαιδεύθη θαυμασίως ως έδει και εξεκαύθη η φιλόθεος αυτού καρδία προς πλείονα παιδείαν και εκμάθησιν ανωτέρων γνώσεων. Άγων δε το 16ον έτος της ηλικίας, ωδηγήθη υπό του πατρός αυτού εις Σμύρνην, εις την λαμπράν Ελληνικήν σχολήν της πόλεως ταύτης, την ονομασθείσαν αργότερον και γενομένην περιάκουστον ως Ευαγγελικήν Σχολήν, και εισήχθη ως οικότροφος εν τω μαθητικώ αυτής κοινοβίω. Ενταύθα έσχε σπουδαιότερον διδάσκαλον, τον επιφανή κατά την εποχήν εκείνην δια την παιδείαν και ονομαστόν δια την αρετήν Ιερόθεον Βουλισμάν τον Ιθακήσιον, και παρέμεινεν εν τη σχολή επί 5 έτη. Προκόπτων ο μακάριος εις τα μαθήματα κατέπληττε τους πάντας δια τας θαυμασίας αυτού επιδόσεις, την πλουσιωτάτην μνήμην, την φωτεινήν κρίσιν, αλλά και δια την άκραν επιμέλειαν των ηθών και την χρηστότητα των τρόπων. Δι’ αυτόν θα ηδύνατο να λεχθή ό,τι ο Θεολόγος Άγιος Γρηγόριος είπε δια τον Μέγαν Βασίλειον. «Ποίον είδος ουκ επήλθε παιδεύσεως; Μάλλον δε ποίον ου μεθ’ υπερβολής ως μόνον; Ούτω μεν άπαντα διελθών, ως ουδείς εν· ούτω δε εις άκρον έκαστον, ως των άλλων ουδείς». Μαθητεύων εν τη σχολή ταύτη ο νεαρός Νικόλαος εγίνετο διδάσκαλος των συμμαθητών αυτού, αναλύων, αποσαφηνίζων και εκμανθάνων εις αυτούς όσα δεν κατώρθωναν κατά τας ώρας της διδασκαλίας να αντιληφθώσι και εννοήσωσι σαφώς. Δια την προθυμίαν του αυτήν, αλλά και δια την όλην καλωσύνην του και τα λοιπά περικοσμούντα αυτόν χαρίσματα, ετύγχανε κατ’ εξοχήν αγαπητός εκ μέρους των συμμαθητών του, ώστε να προθυμοποιούνται και επιδιώκουν ούτοι να τον αντικαθιστούν εις τας διαφόρους υπηρεσίας του οικοτροφείου, παρά τας διαμαρτυρίας και αντιρρήσεις του. Αυτός ούτος ο διδάσκαλος Ιερόθεος, εκτιμών την λαμπράν θεολογικήν και λοιπήν βαθείαν μόρφωσιν και αρετήν του Νικολάου, έγραφε βραδύτερον προς αυτόν, αναχωρήσαντα πλέον εκ της σχολής. «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου, να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω πλέον άλλον ωσάν σε όμοιον εις την προκοπήν». Εν τη σχολή ταύτη εδιδάχθη και εξέμαθε, πλην των εγκυκλίων μαθημάτων, των θεολογικών γραμμάτων και των αρχαίων Ελληνικών, την Λατινικήν, την Ιταλικήν και την Γαλλικήν γλώσσαν. Η δε επίδοσίς του και η γνώσις της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης είναι τω όντι σπανία, ήτις θαυμασίως διαλάμπει εις πάντα τα έργα αυτού. Εγένετο βαθύς κάτοχος αυτής, δυνάμενος να γράφη και να εκφράζηται εις οιανδήποτε μορφήν των ιστορικών φάσεων και παραλλαγών της γλώσσης ημών. Μετά της ιδίας ευχερείας, δια της οποίας εξήγει εις την απλοελληνικήν τα ιερά κείμενα προς κατανόησιν αυτών υπό του λαού, συνέτασσε και τα αρχαιοπρεπέστατα επιγράμματα εις την Ομηρικήν διάλεκτον. Κατά το 1770 εξ αιτίας των υπό των Τούρκων κατά των Χριστιανών εν Σμύρνη διωγμών και σφαγών, εξαγριωθέντων δια την πυρπόλησιν του στόλου αυτών υπό των Ρώσων παρά τον Τσεσμέν, ανεχώρησεν εκείθεν και επανήλθεν εις την πατρίδα αυτού Νάξον, ένθα ο τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Άνθιμος Βαρδής προσέλαβεν αυτόν ως γραμματέα και ακόλουθόν του, έχων σκοπόν να προπαρασκευάση αυτόν αρμοδιώτερον «επί τα τελεώτερα της χάριτος» και εισαγάγη κατόπιν εις το ιερατικόν στάδιον, «εις διακονίαν Κυρίου». Επί 5 έτη έμεινε πλησίον του Ανθίμου εν Νάξω, όπου και τω εδόθη ευκαιρία να γνωρισθή μετά των οσιωτάτων και εναρέτων Αγιορειτών Ιερομονάχων Γρηγορίου και Νήφωνος και του Μοναχού Αρσενίου, ανδρών τη αληθεία τους πλείστους υπερεχόντων τη αρετή και σεμνότητι. Ούτοι αφηγήθησαν αυτώ τα της μαναχικής ζωής και αγγελικής πολιτείας των ασκητών εν Αγίω Όρει, και εμύησαν τα της νοεράς προσευχής, γνωρίσαντες τούτον κατάλληλον και επιδεκτικόν των μυστηρίων της μακαρίας ταύτης εργασίας. Εκ της συναναστροφής και συνομιλίας μετά των Οσίων τούτων ανδρών ηχμαλωτίσθη η καρδία του μακαρίου προς ένθεον ζήλον και ανεφλέγη προς πόθον της αγγελικής ζωής των μοναστών του Άθωνος. Επειδή δε πολλά είχεν ακούσει περί της αρετής και σοφίας του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, ήλθε και συνήντησεν αυτόν εις Ύδραν, διατρίβοντα εκεί, δια να ενισχυθή και φωτισθή παρ’ αυτού έτι περισσότερον εις την κατά Χριστόν ασκητικήν ζωήν, προς την οποίαν είχεν ήδη κατευθύνει όλην την ροπήν της ψυχής του. Εκ της αγίας αυτής συναντήσεως ανεπτύχθη στενός και ισόβιος εν Πνεύματι Αγίω σύνδεσμος και βαθεία αγάπη και εκτίμησις μεταξύ των δύο τούτων αγίων και θεοφόρων ανδρών. Εκεί εγνώρισεν επίσης τον περιβόητον δια την αρετήν αυτού Μοναχόν Σίλβεστρον τον Καισαρέα, έξω της νήσου εν κελλίω ερημικώ ασκούμενον, «τον υψίνουν και πλατύνουν, το μέλι της ησυχίας και θεωρίας τρεφόμενον», παρά του οποίου επί πλέον εξεκαύθη και ανεπτερώθη εις την αγγελικήν των Μοναχών πολιτείαν και διαγωγήν. Καιομένην έχων ήδη την καρδίαν προς την εν πνεύματι μακαρίαν ζωήν και τα τελειότερα του Πνεύματος χαρίσματα, λαβών συστατικά παρά του ρηθέντος Γέροντος Σιλβέστρου γράμματα, ανεχώρησεν εκ της Νάξου κατά το 1775 δια το Άγιον Όρος αρνησάμενος κόσμον και εαυτόν, κατά την του Κυρίου φωνήν, επιθυμών να άρη τον γλυκύν και χρηστόν του Σωτήρος Σταυρόν. Κατά την αναχώρησίν του εκ Νάξου συνέβη το εξής περιστατικόν, δεικνύον τον διάπυρον ζήλον του Νικολάου προς την μοναχικήν ζωήν. Κατελθών εις τον αιγιαλόν εύρεν ιστιοφόρον ετοιμαζόμενον προς αναχώρησιν δι’ Άγιον Όρος, και μεγάλως εδόξασε τον Θεόν επί τη εκπληρώσει του πόθου του. Παρεκάλεσε τότε τον πλοίαρχον να παραλάβη και αυτόν, όστις τω υπεσχέθη ότι την στιγμήν της αναχωρήσεως θα τον ειδοποιήση. Αλλά τις οίδε διατί, ανεχώρησε χωρίς να ειδοποιηθή ο Όσιος, όστις ιδών παρ’ ελπίδα το πλοίον αναχωρούν, ήρχισε να φωνάζη και να θρηνή διατί τον εγκατέλειψαν, και συγχρόνως έρριψεν εαυτόν εις την θάλασσαν, σκοπόν έχων να φθάση κολυμβών το αναχωρούν πλοίον. Ιδόντες τούτο οι ναύται επέστρεψαν και τον παρέλαβον και αποπλεύσαντες εκείθεν έφθασαν αισίως εις Άγιον Όρος. Aποβιβασθείς εν Αγίω Όρει ο Νικόλαος εχάρη χαράν μεγάλην σφόδρα, και ελθών κατά τας οδηγίας του ρηθέντος γέροντος Σιλβέστρου εις την Ιεράν και ευαγή Μονήν του Αγίου Διονυσίου, τιμωμένην επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, εύρεν εκεί πλείστους οσίους άνδρας, κεκοσμημένους πάση αρετή και σεμνότητι και ασκητικοίς χαρίσμασι, μεταξύ των οποίων τους Γέροντας Μακάριον μετά του πατρός αυτού, Αβράμιον και άλλους εν ευλαβεία και οσιότητι ασκουμένους τον πνευματικόν αγώνα, θαυμάσας δε την αρετήν αυτών, εκοινοβίασεν εν τη Ιερά και σεβασμία ταύτη Μονή. Ενταύθα πνέων θείου ζήλου προς την κατά Χριστόν οσίαν ζωήν, και αποβαλών πλήρως παν κοσμικόν φρόνημα και νόημα, εκάρη Μοναχός, λαβών το μικρόν σχήμα, και μετωνομάσθη από Νικολάου, όπου ωνομάζετο πρότερον Νικόδημος. Γνωρίσαντες οι αδελφοί της Μονής τα εξαίρετα χαρίσματα και την βαθείαν παιδείαν και γνώσιν του, έτι δε εκτιμήσαντες την θερμήν αυτού ευλάβειαν και την λοιπήν σπουδήν και προθυμίαν προς τους κανόνας και τας τάξεις της οσίας και σεμνής κοινοβιακής ζωής και το υποδειγματικόν αυτού ήθος, διώρισαν αυτόν αναγνώστην και γραμματέα της Μονής. Εν τη Ιερά ταύτη Μονή ο Όσιος Νικόδημος υπήρξε τύπος εν πάσιν απαράμιλλος, τόσον εν τη ανατεθείσα αυτώ διακονία, όσον και εν ταις πνευματικαίς πράξεσι, δια των οποίων ημέραν εξ ημέρας προήγετο «τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος», υποτάσσων την σάρκα τω πνεύματι και λαμπρύνων τον νουν δια της μελέτης του κρείττονος, και προετοιμάζων εαυτόν δια τους τελειοτάτους αγώνας της θεοποιού ησυχίας και της άκρας κατά Χριστόν φιλοσοφίας, εν οις ανεδείχθη δοκιμώτατος και μέγας εν έργω και λόγω επί τοσούτον, ώστε πάντες έχαιρον και εθαύμαζον. Κατά το 1777 επεσκέψατο το Άγιον Όρος ο Κορίνθου Άγιος Μακάριος, ο γνωρίσας τον ιερόν Νικόδημον εν Ύδρα, και αφού προσεκύνησε τας Ιεράς Μονάς, ήλθεν εις Καρυάς και κατέλυσεν εις το κελλίον «Άγιος Αντώνιος» του συμπολίτου αυτού Δαβίδ. Ενταύθα εκάλεσε τον μακάριον Νικόδημον και προέτρεψεν αυτόν να επιθεωρήση προς έκδοσιν τα ογκωδέστατα πνευματικά βιβλία «Φιλοκαλίαν» και «Ευεργετινόν», και το περί «Θείας και ιεράς Μεταλήψεως» πονημάτιον αυτού, δώσας τας αφορμάς εις τον Όσιον άνδρα να επιδοθή εις τους υψηλούς πνευματικούς αγώνας, οίτινες ανέδειξαν αυτόν φωστήρα της Εκκλησίας αειλαμπέστατον και οικουμενικόν της ευσεβείας διδάσκαλον. Και ήρχισεν από της «Φιλοκαλίας», την οποίαν αφού διεξήλθε, τακτοποιήσας όπου ήτο ανάγκη τας εν αυτή περιεχομένας πνευματικάς και υψηλάς διδασκαλίας, συνέταξε γλαφυρώς εκάστου Οσίου συγγραφέως εν συνόψει τον βίον και της όλης βίβλου το λαμπρόν προοίμιον. Ακολούθως διώρθωσε τον «Ευεργετινόν», συντάξας και αυτού το θαυμάσιον προοίμιον, και εν τέλει διώρθωσε και επλάτυνε το «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», άτινα παραλαβών ο Άγιος Μακάριος απήλθε προς εκτύπωσιν εις Σμύρνην. Μετά την αναχώρησιν του Αγίου Μακαρίου, ο θείος Νικόδημος παρέμεινεν εις Καρυάς, φιλοξενούμενος εις το εκεί κελλίον της Μεγίστης Λαύρας, τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου και κοινώς επονομαζόμενον των «Σκουρταίων», μετά των οποίων και συνεδέθη δι’ αρρήκτου εν Χριστώ φιλίας και αγάπης, ένθα επί εν έτος αντέγραψε την «Αλφαβηταλφάβητον», βιβλίον συγγραφέν υπό του Οσίου Μελετίου του Γαλησιώτου και Ομολογητού, και περιέχον πνευματικά διδάγματα στιχηδόν, και είτα επανήλθεν εις την Μονήν αυτού. Αγωνιζόμενος ο θείος Πατήρ εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής και ασκήσεως αγώνα, και αναβάσεις καθ΄ εκάστην ημέραν εν τη καρδία αυτού ποιούμενος, ήκουσε την φήμην των αρετών του Κοινοβιάρχου Παϋσίου του Ρώσου, ευρισκομένου εις Μπογδανίαν (σημερινήν Ρουμανίαν), και έχοντος υπό τας πνευματικάς αυτού οδηγίας υπέρ τους χιλίους αδελφούς, τους οποίους συν τοις άλλοις εδίδασκε και την νοεράν πρσευχήν, απεφάσισε να μεταβή εκεί, ως άκρος εραστής της θεοποιού ταύτης νοεράς προσευχής. Αλλ’ αποπλεύσαντες του Άθωνος κατελήφθησαν υπό σφοδράς εν πελάγει τρικυμίας, κινδυνεύσαντες να πνιγώσι, και ηναγκάσθησαν να αλλάξουν κατεύθυνσιν, μετά πολλού δε κόπου προσήραξαν εις Θάσον, ένθα μετέβαλε σκοπόν. Επανελθών εις Άγιον Όρος, δεν μετέβη εις την Μονήν του Αγίου Διονυσίου, αλλά καταφλεγόμενος υπό του έρωτος της ησυχίας προς απερίσπαστον μελέτην των θείων Γραφών και αδιάλειπτον και αρρέμβαστον προσευχήν, ήλθε προσωρινώς εις το κελλίον των Σκουρταίων, μετά δε ταύτα εγκατεστάθη εν τινι δωματίω ησύχω και μεμονωμένω του κελλίου «Άγιος Αθανάσιος», όπου και ησύχασεν, επιδιδόμενος εις πνευματικάς μελέτας και αδιαλείπτους προσευχάς, δι ων ελαμπρύνετο ο νους του και ετρέφετο η ψυχή του, και εφαίνετο όλος θεοειδής και πλήρης ουρανίου γαλήνης και χάριτος. Ησχολείτο δε και εις αντιγραφήν κωδίκων προς πορισμόν των απαραιτήτως χρειωδών της ζωής. Εκεί συνέταξε τα ιδιόμελα και προσόμοια τροπάρια προς πλουτισμόν της ακολουθίας των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, επ’ ονόματι των οποίων ετιμάτο ο Ναός του κελλίου. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού ήλθεν εκ Νάξου και εγκατεστάθη εις την Σκήτην της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος (νυν Καψάλαν) ο λίαν ενάρετος Μοναχός Γέρων Αρσένιος ο Πελοποννήσιος, τον οποίον εγνώρισεν εν Νάξω ο θείος Νικόδημος, και εκ του στόματος του οποίου ήκουσε τα ουράνια και γλυκύτατα ρήματα περί της ασκητικής ζωής, και όλος ετρώθη εξ αυτών προς τα κρείττονα χαρίσματα. Μαθών την έλευσιν τούτου ο θείος Πατήρ, ήλθεν εις την Σκήτην του Παντοκράτορος, ευρών δε τούτον εγένετο υποτακτικός αυτού. Ενταύθα, εν τη Ιερά ταύτη Σκήτη, έστησεν ο αοίδιμος την παλαίστραν των ασκητικών αγώνων, αποδυθείς εις το μέγα στάδιον της ησυχίας, την οποίαν τοσούτον επόθει και ως διψώσα έλαφος επεδίωκε να εύρη. Ενταύθα, εν τη ποθητή ησυχία, ο θείος Πατήρ επεδόθη εξ ολοκλήρου εις τους μεγάλους πνευματικούς αγώνας της κατά Χριστόν ιεράς φιλοσοφίας, και «νυκτός και ημέρας μελετών εν τω νόμω του Θεού», και τας θεοπνεύστους Αγίας Γραφάς, και τους θεοσόφους Πατέρας της Εκκλησίας, επληρώθη θείας αγαλλιάσεως, και έγνω μυστήρια Θεού, ζων υπέρ τα ορώμενα. Τις να διηγηθή τους ενταύθα και απ’ εντεύθεν θείους αγώνας και καμάτους του μακαρίου Πατρός; Αρνησάμενος τελείως εαυτόν, και λιπών πάσαν φροντίδα περί τα υλικά, ενέκρωσεν ολικώς το φρόνημα της σαρκός δια της συντόμου νηστείας, της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, και των λοιπών κακουχιών της επιπόνου ασκητικής ζωής, δι’ ης όλος ελαμπρύνθη και ηγιάσθη. Εντεύθεν ως άλλος θεόπτης Μωϋσής ανήλθεν εις το όρος των αρετών, και εισήλθεν εις το υπέρφωτον γνόφον της εν Πνεύματι θεωρίας, και είδεν, ως ην ανθρώπω δυνατόν, τον αόρατον Θεόν, και ήκουσεν άρρητα ρήματα, και εδέχθη τον ενυπόστατον της χάριτος φωτισμόν και τας αϋλους ελλάμψεις και επιπνοίας του Παρακλήτου. Και εθεώθη κατά μέθεξιν, και εγένετο μακάριος και θεοειδέστατος, και Άγγελος μετά σώματος, και ένθους μύστης της ουρανίου γνώσεως, και εκφάντωρ ακριβέστατος της εν πνεύματι ζωής, διαπορθμεύων και σαφηνίζων ημίν δια «του λόγου της χάριτος» τους καρπούς και τα αγαθά αυτής, των οποίων ήτο πλήρης. Πληρωθείς εντεύθεν ο θείος Νικόδημος «χάριτος και σοφίας», και λαβών ουρανόθεν χάρισμα της διδασκαλίας, ανεδείχθη φαεινότατος φωστήρ της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέγας διδάσκαλος του Χριστιανικού πληρώματος και κράτιστος αντίπαλος πάσης αιρέσεως και ετεροδόξου διδαχής. Ως ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον και τρυφής, κατά τον Δαβίδ, χειμάρρους ανέβλυσεν εκ του μακαρίου του στόματος ο λόγος της χάριτος και οι ποταμοί της διδασκαλίας, καταδροσίζοντες και καταρδεύοντες τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και την λοιπήν του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν. Η δε αγία του χειρ ανεδείχθη «κάλαμος γραμματέως οξυγράφου», συγγράψασα πλήθος ιερών συγγραμμάτων και αγίων βίβλων, και πλείστους πνευματικούς και γλυκείς ύμνους και ασματικάς ακολουθίας εις διαφόρους Αγίους. Ολόκληρον βιβλιοθήκην αποτελούσι τα ιερά αυτού συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, ερμηνευτικά και ηθικά, εν οις διαφαίνεται το ύψος και το βάθος της παντοδαπού θείας και ανθρωπίνης γνώσεως, και το χύμα της ουρανίου σοφίας. Μυρίους κόπους και ιδρώτας κατέβαλεν ο θεοφόρος Νικόδημος, συγγράφων νύκτα και ημέραν τας ιεράς του διδαχάς, προς ωφέλειαν του πλησίον και πλουτισμόν της Αγίας ημών Εκκλησίας, την οποίαν τοσούτον κατελάμπρυνε και κατεκόσμησεν εν εσχάτοις χρόνοις. Κατά το 1782 ο Γέρων Αρσένιος εκ της Σκήτης του Παντοκράτορος απήλθεν εις την απέναντι του Άθω νησίδα Σκυροπούλαν, τον οποίον ηκολούθησεν ο θείος Νικόδημος. Η διαβίωσις εκεί υπήρξε πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών. Εξ επιστολής την οποίαν έστειλεν εκείθεν εις τον εξάδελφόν του και Επίσκοπον Ευρίπου Ιερόθεον, πληροφορούμεθα δια το άγονον της νήσου, όπου μόνον «όρνεα, αι γρήες, ιχθυοφάγα, αιγιαλοίς και παραλίοις πέτραις ενδιαιτώμενα, νυκτινόμα και φωνήν απηχή αφιέντα, τοις κλαυθμηρισμοίς των νηπίων προσεοικυίαν» ήσαν οι μόνοι σύντροφοι. Και εκεί η ζωή του ήτο αγγελική και ουράνιος. Έζη ως άσαρκος και μόλις επήρκει, εργαζόμενος σκληρώς, εις τας στοιχειώδεις βιοτικάς ανάγκας. Και τούτο διότι προετίμησεν, όπως γράφει ο ίδιος, «τον εργατικόν και χειρωνακτικόν βίον, δικελλίτης γεγονώς και σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων, και καθ’ εκάστην αλέθων και τάλλα πάντα ποιών, οις η πολύμοχθος χαρακτηρίζεται των ερημονήσων ζωή και πολυειδής περιπέτεια». Επί πλέον δε εκεί εστερείτο βιβλίων, αλλ’ έχαιρε «χαράν ανεκλάλητον και δεδοξασμένην», επιδιδόμενος εις την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, δι’ ης κατενελάμπετο ο νους του και εδέχετο τας ουρανίους αποκαλύψεις και θείας μυήσεις της υπερκοσμίου σοφίας. Αλλά καίτοι εστερείτο πάντων, ζων ως Άγγελος, καίτοι αποφεύγων πάσαν επικοινωνίαν και φροντίδα μετά των έξω, δηλονότι του κόσμου, υπήκουσεν όμως εις την παράκλησιν του εξαδέλφου του Ιεροθέου, αποβλέπων εις την εκ τούτου ωφέλειαν, και έγραψε, κατά μικρά διαλείμματα «από της σκαφής και του χειρομύλωνος» θαυμάσιον πολυσέλιδον βιβλίον, πλήρες σοφίας θείας και ανθρωπίνης, κατωχυρωμένον δια πολλών μαρτυριών τόσον εκ των θείων Πατέρων, όσον και εκ των έξω σοφών, υπό τον τίτλον «Συμβουλευτικόν», καθό περιέχον συμβουλάς προς Αρχιερείς μεν ειδικώτερον, και προς πάντας τους πιστούς γενικώτερον. Το σοφόν τούτο σύγραμμα, εν ω διαπραγματεύεται παρί φυλακής αισθήσεων και του κατά τον έσω άνθρωπον αγώνος προς τελειοποίησιν, δεικνύει εξαιρετικώς την πλουσίαν εκ Θεού χάριν και την απέραντον μνήμην του μεγάλου τούτου πατρός, γράψαντος εν ερημονήσω, στερουμένου και αυτών των στοιχειωδών. Ο ίδιος θείος Πατήρ, χαριτολογών κάπως, έγραφε προς τον Ιερόθεον, ότι « κατά την εικόνα των αναμηρυκαζόντων ζώων… πάνθ’ όσα δι’ αναγνώσεως έφθη εντυπωθέντα τω, κατ’ Αριστοτέλη, αγράφω αβακίω της εμής φαντασίας, και κατά Πρόκλον, τοις ιεροίς σηκοίς του εμού νοός, ή μάλλον ειπείν το του θείου Δαβίδ, «άπερ εν τη καρδία μου έκρυψα θεία λόγια, όπως αν μη αμάρτω», ταύτα φημί (όσα δηλονότι τω προκειμένω σκοπώ συνετέλουν) αναπεμπάσας και μνημονεύσας, κατά την υπό των Πλατωνικών καλουμένην αναζωγράφησιν, τω ρυπώδει τουτωϊ Συμβουλευτικώ ενεχάραξα». Δια να τον ανακουφίση ολίγον εκ των στερήσεων της ερημικής ζωής ο Ιερόθεος του έστειλεν εις Σκυροπούλαν τροφάς, ενδύματα και σκεπάσματα, άτινα ευχαρίστων εδέχθη ο θείος Πατήρ. Κατά το 1783 επανήλθεν εις Άγιον Όρος και έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα παρά του οσιωτάτου Γέροντος Δαμασκηνού Σταυρουδά. Μετά πάροδον ολίγου καιρού εγκατεστάθη οριστικώς εις αγορασθείσαν καλύβην, ευρισκομένην άνωθεν του Κυριακού της Σκήτης του Παντοκράτορος, την λεγομένην του Θεωνά. Εν αυτή μετά εν έτος προσέλαβεν ως υποτακτικόν τον συμπολίτην αυτού Ιωάννην, μετονομασθέντα δια του αγγελικού σχήματος Ιερόθεον, όστις και υπηρέτησεν αυτόν επί έξ έτη. Ησυχάζων και εργαζόμενος εκεί το μέλι της αρετής, και καταλαμπόμενος υπό του φωτός του Αγίου Πνεύματος, συνέγραφε συνεχώς και εδίδασκε δια των σοφών και μελισταγών λόγων και πνευματικών νουθεσιών τους προσερχομένους αδελφούς, εκ των οποίων πλείστοι κατώκησαν εις τας πέριξ Καλύβας, δια να βλέπουν το χάριεν αυτού πρόσωπον και ακούουν την ουράνιον διδασκαλίαν του, διότι ως ελκύει ο μαγνήτης τον σίδηρον, ούτως είλκυε τους πάντας η επανθούσα χάρις εν τω Αγίω Νικοδήμω. Εκεί τη προτροπή του δια δευτέραν φοράν ελθόντος εις Άγιον Όρος, εν έτει αψπδ΄ (1784), αγαπητού του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου διώρθωσε και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Επίσης συνέθεσε το «Εξομολογητάριον», συνέλεξε και εκαλλώπισε το «Θεοτοκάριον», ομοίως τον «Αόρατον πόλεμον», το «Νέον Μαρτυρολόγιον» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Βιβλία πλήρη χάριτος θείας και ουρανίου σοφίας, διδάσκοντα αποχήν αμαρτίας και ειλικρινή μετάνοιαν, τους ποικίλους τρόπους προς απόκρουσιν των καθ’ ημών επιθέσεων του μισοκάκου εχθρού και τας ιεράς γυμνασίας της κατ’ ευσέβειαν πολιτείας. Κατ’ αυτόν τον καιρόν, τη προτροπή του σοφού διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου, διδάσκοντος τότε εν Θεσσαλονίκη, και του Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως Λεοντίου, περισυνέλεξεν εκ των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «μετά πολλού κόπου και εν τρισίν όλοις τεύχεσιν απαρτίσας, και πλείσταις σημειώσεσιν, ως έθος αυτώ, προσεπαυξήσας και κατακαλλύνας απέστειλεν εις Βιέννην δια να τυπωθώσιν εις το τυπογραφείον των αδελφών Μαρκίδου Πουλίου». Δυστυχώς όμως τα πολύτιμα αυτά χειρόγραφα απωλέσθησαν. Διότι το τυπογραφείον αυτό κατεστράφη και διηρπάγη υπό των Αυστριακών, εξ αιτίας μερικών επαναστατικών προκηρύξεων, κατ’ άλλους μεν του Ρήγα του Φεραίου, κατ’ άλλους δε του Ναπολέοντος, προς Έλληνας, αι οποίαι είχον τυπωθή εκεί. Μεταξύ των διαρπαγέντων υπό της εξουσίας και κατακρατηθέντων αντικειμένων ήσαν και τα χειρόγραφα του Οσίου Νικοδήμου. Όταν δε ο εν Θεσσαλονίκη πρόκριτος Νάνος Καυτάτζογλου έμαθε παρά των εν Βιέννη ομογενών την απώλειαν των ιερών αυτών συγγραμμάτων, την κατέστησε γνωστήν εις τον θείον Νικόδημον, ο οποίος «κλαίων και οδυρόμενος», ως λέγει ο «παράδελφός» του Ευθύμιος, «δεν ηθέλησε να σταθή μίαν ώραν εις την καλύβαν του». Απήλθε δε εις το κελλίον των λίαν αγαπητών του αδελφών Σκουρταίων, δια να εύρη παρ’ αυτών παρηγορίαν. Τοσούτον ελυπήθη ο μακάριος δια την απώλειαν των εν λόγω θαυμαστών αυτών συγγραμμάτων, αναλογιζόμενος οίου καλού θα εστερούντο οι ευσεβείς Χριστιανοί. Μετά ταύτα ήλθεν εις Άγιον Όρος ο διδάσκαλος Ιερομόναχος Αγάπιος εκ Δημητσάνης Πελοποννήσου, μετά του οποίου συμφωνήσας ο θείος Νικόδημος, αποβλέπων εξ ολοκλήρου εις την ωφέλειαν του πλησίον, ήρχισε την εργασίαν δια την συστηματικήν κατάταξιν και ερμηνείαν των ιερών της Εκκλησίας Κανόνων, απαραίτητον προς οδηγίαν και φωτισμόν των ιερωμένων αλλά και παντός ευσεβούς. Το πολύτιμον αυτό σύγγραμμα, το οποίον, βοηθούμενος και υπό του ανωτέρω ιεροδιδασκάλου Αγαπίου, μετά πολλών κόπων έφερεν εις πέρας, το ωνόμασε «Πηδάλιον», ως κυβερνών και κατευθύνον την Εκκλησίαν του Χριστού, είναι δε πεπλουτισμένον, πλην της ερμηνείας εκάστου κανόνος, δια πλήθους σχολίων και σημειώσεων, προς ακριβή γνώσιν του κανονικού δικαίου και του πνεύματος των ιερών Κανόνων. Αμέσως μετά το πέρας του έργου τούτου το απέστειλεν ο θείος πατήρ δια του Αγαπίου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εγκριθή υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Μετά εν έτος ο Πατριάρχης Νεόφυτος, λαβών «την καλήν περί του βιβλίου μαρτυρίαν» και παρά των εν Χίω ευρισκομένων Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και Αθανασίου του Παρίου, προς ους είχε στείλει το βιβλίον, ζητών και εκείνων την έγκρισιν, έδωσε την Συνοδικήν έγκρισιν και δια του Αγίου Μακαρίου το επέστρεψεν εις τον θείον Νικόδημον. Αλλ’ ούτος ο μακάριος, πάμπτωχος καθώς ήτο, δεν ηδύνατο ποτέ να εκδώση το Πηδάλιον, όπως άλλωστε και τα άλλα βιβλία του. Δια τούτο έγινεν έρανος μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους, τα δε συλλεγέντα χρήματα μετά των χειρογράφων εδόθησαν εις τον αρχιμανδρίτην Θεοδώρητον τον εξ Ιωαννίνων, παρακληθέντα να φροντίση δια την εκτύπωσιν του Πηδαλίου εν Βενετία. Αλλ’ εδώ νέα πικρία επεφυλάσσετο δια τον ιερώτατον άνδρα Όσιον Νικόδημον. Ο Θεοδώρητος απεδείχθη, κατά τον χαρακτηριαμόν του Ευθυμίου, «δόλιος» και «ψευδάδελφος». Διότι εκ των επεξηγηματικών σημειωμάτων και σχολίων του θείου Πατρός εν αυτώ προς τους Κανόνας, άλλα μεν αυθαιρέτως αφήρεσεν, άλλα ηλλοίωσε και τινα ιδικά του προσέθεσεν, εις υποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιών και ξένων και οθνείων προς το πνεύμα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας φρονημάτων, παραποιήσας και καταστρέψας το έργον εις δεκαοκτώ και πλέον σημεία. Όταν ο ιερός Νικόδημος είδε την παραποίησιν και διαστρέβλωσιν ταύτην, προς βλάβην των ευσεβών Χριστιανών, κατεθλίβη και επικράνθη μεγάλως. Δεν ηδύνατο εκ τούτου να εύρη ησυχίαν, και έλεγε μετά δακρύων εις τους αδελφικούς του φίλους Σκουρταίους, ότι «το είχε κάλλιον πολλάκις να τον εκτύπα (ο Θεοδώρητος) εις την καρδίαν με μάχαιραν, παρά να προσθέση ή αφαιρέση εις το βιβλίον του». Ελυπείτο ο μακάριος βαθύτατα, αναλογιζόμενος την βλάβην και τον σκανδαλισμόν ον θα προεξένουν εις τας ευσεβείς ψυχάς αι ετεροδιδασκαλίαι αύται εις εν τοιούτον Κανονικόν βιβλίον. Μετά το συμβάν τούτο παρέμεινεν εις το κελλίον των Σκουρταίων επί δύο μήνας, μετέπειτα δε εκοινοβίασεν εις τον γέροντα Σίλβεστρον Καισαρέα, έχοντα το Παντοκρατορινόν κελλίον «Άγιος Βασίλειος», ένθα και συνέχισε τους πνευματικούς αυτού αγώνας και την γονιμωτάτην συγγραφικήν εργασίαν. Εκεί συνέγραψε την «Χρηστοήθειαν», βιβλίον διδακτικώτατον, διορθούν τα ήθη των ευσεβών Χριστιανών και διδάσκον αποχήν εκ πάσης πλάνης και μαγείας και γοητείας. Επίσης διώρθωσε τα «εγκώμια του επιταφίου». Μετ’ ολίγον καιρόν απεχώρησεν εκ του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, λόγω δυσφορίας του υποτακτικού του Γέροντος Σιλβέστρου, και εισήλθεν εις την ΙεράνΜονήν του Παντοκράτορος. Αλλ’ ο έρως της ησυχίας και της ερημικής ζωής, δι’ ης ηξιούτο υψηλών θεωριών, δεν τον αφήκεν ενταύθα επί πολύ. Απεχώρησε της Μονής Παντοκράτορος και εγκατεστάθη εις μικράν ησυχαστικήν καλύβην, απέναντι του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, όπου έζη ασκητικώτατα, ως ξένος και πάροικος επί της γης και σαρκοφόρος άγγελος, μη έχων ουδέ τον επιούσιον άρτον, συνετηρείτο δε υπό των πνευματικών και αγαπητών αυτού αδελφών Σκουρταίων. Η ασκητική και ισάγγελος αύτη ζωή του Οσίου διδασκάλου και μεγάλου πατρός Νικοδήμου κατέπληττε τους πάντας. «Η ζωοτροφία του, λέγει ο παράδελφός του Ευθύμιος, ποτέ μεν ήτο ορύζιον νερόβραστον, ποτέ δε νερόμελον· τον δε περισσότερον καιρόν ελαίαι και μουσκεμμένα κουκκιά ήτο το προσφάγιόν του. Οπότε δε του ετύγχανον οψάρια, τα έδιδε κανενός γειτόνου του και τα εμαγείρευε και έτρωγον μαζί. Ομοίως και οι γείτονές του, ηξεύροντες ότι δεν μαγειρεύει, πολλάκις του επήγαινον μαγείρευμα». Οι αδελφοί Σκουρταίοι, βλέποντες την σκληροτάτην ζωήν του, εν τη οποία κατεπονείτο αγωνιζόμενος και συγγράφων, συχνάκις τον εκάλουν να συντρώγη μετ’ αυτών, προς ανακούφισιν του καταπεπονημένου σώματός του. Αλλά και κατά την ώραν του φαγητού, οσάκις ηρωτάτο επί πνευματικών ζητημάτων, «ήρχιζε να λέγη, από δε το λέγειν ελησμονούσε την πείναν, τόσον ώστε πολλάς φοράς τον επρόσταζεν ο μακαρίτης ο Γέροντάς μας να σιωπήση, δια να φάγη». Τόσον ήτο θεόληπτος και θεοφορούμενος και τόσον πολύ ηυφραίνετο η καρδία του εις την μελέτην και ανάλυσιν των θείων λόγων. Εν ταύτη τη Καλύβη εκάθηρε και εκαλλώπισε το «Ευχολόγιον», το δεύτερον «Εξομολογητάριον», ηρμήνευσε τας δεκατέσσαρας Επιστολάς του Αγίου Αποστόλου Παύλου και τας επτά «Καθολικάς», μετέφρασε και εσχολίασε την «Ερμηνείαν των Ψαλμών» Ευθυμίου του Ζυγαδηνού, και τας εννέα Ωδάς, ονομάσας το βιβλίον «Κήπον των χαρίτων». Έργα ογκωδέστατα, περιέχοντα θησαυρόν θεολογικών νοημάτων και ηθικών διδαγμάτων και παντοδαπήν διδασκαλίαν ευσεβείας, τα οποία μελετών πας ευσεβής καρπούται βελτίωσιν ζωής και αληθή φωτισμόν. Αλλά τι να είπωμεν περί των πειρασμών και διωγμών και συκοφαντιών, τας οποίας υπέστη ο μέγας ούτος της Εκκλησίας φωστήρ; Αγωνιζόμενος τον καλόν της αρετής αγώνα και συγγράφων τη οδηγία του Αγίου Πνεύματος τα ιερά του βιβλία, ποικιλοτρόπως εφθονήθη και επειράσθη τόσον υπό απαιδεύτων και αμαθών ανθρώπων, όσον και υπό των νοητών εχθρών. Και περί μεν των απαιδεύτων και αμαθών αδελφών ουδείς λόγος, διότι ο θείος Πατήρ εθεώρει αυτούς ως γνησίους αδελφούς και μεγάλους ευεργέτας, υπομένων τα πάντα και συγχωρών εκ καρδίας. Οι δε νοητοί εχθροί, μη δυνάμενοι να πειράξουν αυτόν κατ’ άλλον τρόπον, όταν ηγρύπνει και έγραφεν ήρχοντο έξωθεν του παραθύρου του κελλίου του και εψιθύριζον και εθορύβουν, αλλ’ ούτος ενδεδυμένος την χάριν του Αγίου Πνεύματος ουδεμίαν σημασίαν έδιδε, πολλάκις δε εγέλα εις τας ανοήτους και αηδείς αυτών πράξεις. Εν μια νυκτί, ευρισκόμενος ακόμη εις Σκυροπούλαν, ήκουσε ψιθυρισμούς έξω της καλύβης του μετά κρότου δυνατού, νομίσας ότι κατέπεσε τοίχος τις ευρισκόμενος πλησίον της καλύβης, αλλά την πρωϊαν εύρεν αυτόν ως ήτο πρότερον. Και ενταύθα πολλάκις τα όμοια τω συνέβαινον. Ποτέ ηθέλησε να ακούση τι λέγουν και ήκουσεν ευκρινώς την φωνήν: «Αυτός ο γράψας». Ενίοτε δε εκτύπων κατ’ επανάληψιν την θύραν της καλύβης. Όταν εξήγει τον 34ον ψαλμόν εις τον στίχον «Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα, και Άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς», προεξένησαν τόσον κρότον και θόρυβον, ώστε ενόμισεν ότι διήλθεν εκ της καλύβης του στρατός πολύς μετά πατάγου, και ότι κατέπεσεν ο εκεί πλησίον ευρισκόμενος τοίχος. Αλλά ταύτα πάντα ήσαν κατά φαντασίαν, προς εκφοβισμόν του θείου και μακαρίου Πατρός. Αλλ’ ούτος, όστις πρότερον ήτο τόσον δειλός, ως λέγει ο ρηθείς Ευθύμιος, ώστε όταν εκοιμάτο εις το κελλίον αυτού άφηνε την θύραν του δωματίου ανοικτήν δια να λαμβάνη ισχύν τρόπον τινα εκ των παρακειμένων αδελφών, όταν εξήλθεν εις την ησυχίαν τόσον ηνδρειώθη και ενεδυναμώθη υπό της χάριτος του Κυρίου, ώστε πάντα ταύτα και πάσαν άλλην μανιώδη του εχθρού επίθεσιν εθεώρει ως αθύρματα και «βέλη νηπίων». Τοιουτοτρόπως διήνυε τον ανάντη αλλά καλλιστέφανον της ασκήσεως αγώνα ο τρισαριστεύς μέγας Νικόδημος, αντιμετωπίζων πλείστας δυσχερείας και ποικίλους πειρασμούς, εν οις εδοκιμάσθη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» και έλαμψεν υπέρ ήλιον η δικαιοσύνη αυτού. Κατά τα τελευταία έτη της επιγείου ζωής του, ίσως προς περισσότερον άνετον επίδοσιν εις τας συγγραφάς του και μελέτην των εις διαφόρους Μονάς αποκειμένων χειρογράφων κωδίκων, ίσως και δια να μη επιβαρύνη τα αυτά συνεχώς πρόσωπα με την λιτοτάτην ασκητικήν συντήρησίν του, πιθανόν δε και διότι προσεκαλείτο και παρ’ άλλων αδελφών του Αγίου Όρους, ήλλαξεν επανειλημμένως τόπον παραμονής. Αλλά και κατά τα έτη αυτά ηγωνίσθη ως και πρότερον υπερανθρώπως, γράφων και κινούμενος εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ και λέγων μετά Παύλου· «Ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Επτά έτη προ της μακαρίας μεταστάσεώς του είχεν ως αντιγραφέα των έργων του τον Μοναχόν Κύριλλον, αδελφόν το πρώτον της εν Ευρυτανία Μονής Προυσσού, και επί δέκα εννέα έτη Ιερομόναχον εν Αγίω Όρει. Εις κτηματολόγιον της Ιεράς Μονής Προυσσού, εις την σελίδα 925, ο εν λόγω Ιερομόναχος Κύριλλος γράφει τα εξής: «των δέκα εννέα ετών, όπου κατά το Άγιον Όρος ησύχαζον, επτά έτη εξ αυτών διήλθον υπό την υποταγήν του αοιδίμου τούτου ανδρός, καλλιγραφία χρώμενος, όθεν και των αυτού ποιημάτων τα πλείστα ιδίαις χερσί καλλιέγραψα». Παραθέτει δε κατάλογον δέκα επτά εκδεδομένων έργων του Αγίου Νικοδήμου, και πενήντα οκτώ ανεκδότων, δια τα οποία λέγει· «ταύτα εισιν άπερ ιδίοις όμμασιν είδον, και δια της επιταγής του ιδίου ανδρός αντέγραψα…. αωιε΄ μαρτ. η΄εν Πυρσώ». Η φήμη των αρετών και της σοφίας του μεγάλου τούτου Πατρός εξήλθε ταχέως και διεδόθη πανταχού, και πλείστοι πανταχόθεν έχοντες πνευματικήν ανάγκην συνέρρεον προς αυτόν, δια να εύρωσι ψυχικήν παρηγορίαν, ως διηγείται ο παράδελφός του Ευθύμιος· «όλοι οι πληγωμένοι εκ των αμαρτιών άφησαν τους Αρχιερείς και πνευματικούς, και όλοι έτρεχον εις τον ρακενδύτην Νικόδημον, δια να εύρουν την ιατρείαν των και παραμυθίαν των θλίψεών των, όχι μόνον από τα Μοναστήρια και Σκήτας και κελλία, αλλά και πολλοί Χριστιανοί ήρχοντο από διαφόρους χώρας, να ιδούν και παρηγορηθούν εις τας θλίψεις των από τον Νικόδημον». Η συνεχής όμως και τόσον γόνιμος αύτη εργασία, η έντονος εξ άλλου προθυμία του να καθοδηγή δια πνευματικών συνομιλιών και συμβουλών και παραινέσεων τόσον τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, όσον και τους έξωθεν πανταχόθεν συρρέοντας Χριστιανούς, και επί τούτοις η σύντονος δια αενάων προσευχών, αγρυπνιών και λοιπών ασκητικών καμάτων επίδοσίς του εν τη μακαρία κατά Χριστόν ζωή, έκαμψαν την αντοχήν του σώματός του και εκλόνισαν την υγείαν του, οπότε ηναγκάσθη να καταφύγη εις το κελλίον του ζωγράφου Κυπριανού. Ενταύθα, παρ’ όλους τους κόπους και τας ασθενείας του σώματός του, εξηκολούθει τους τιμίους αγώνας ως καλός της αληθείας αγωνιστής, άνω έχων το φρόνημα, και τα άνω ποθών και ζητών νύκτα και ημέραν. Κατά δε τα τελευταία έτη της μακαρίας ζωής του συνέταξε τον τρίτομον «Συναξαριστήν», ηρμήνευσε και ανέλυσεν εις ογκώδες θεολογικώτατον βιβλίον, «Εορτοδρόμιον» επικαλούμενον, τους ασματικούς Κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, επίσης και εις άλλο βιβλίον επιγραφόμενον «Νέα Κλίμαξ» τους αναβαθμούς της Οκτωήχου. Έργα θαυμαστά και ως ειπείν «θεοπαράδοτα», αποπνέοντα την μυστικήν ευωδίαν της πολυποικίλου σοφίας του Αγίου Πνεύματος, της οποίας έμψυχον θησαυροφυλάκιον υπήρχεν. Εν τέλει συνέταξεν «Ομολογίαν της εαυτού πίστεως» εις αναίρεσιν ανευλαβών και ασυστάτων κατηγοριών, αι οποίαι είχον διατυπωθή υπό τινων φθονερών και κακοβούλων Μοναχών του Αγίου Όρους κατά του μεγίστου τούτου εν αρετή και περιβλέπτου εν σοφία. Αλλ’ τιςνα διηγηθή τας διαβολάς, τας θλίψεις και τους πειρασμούς του μακαρίου Νικοδήμου υπέρ των υγιών και αληθών της Εκκλησίας ημών παραδόσεων; Υπέρ αυτών ηγωνίσθη καρτεροψύχως, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν δια την τήρησιν αυτών και μάλιστα δια την τέλεσιν των μνημοσύνων των τεθνεώτων κατά την ημέραν του Σαββάτου, καθώς ώρισεν απ’ αρχής η Αγία ημών Εκκλησία, και δια την αναζωογόνησιν μιας αληθούς πνευματικής ζωής μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους και του λοιπού Ορθοδόξου πληρώματος. Λόγω τούτου κατεδιώχθη αμειλίκτως ο δίκαιος υπό των «ψευδαδέλφων» υποκρινομένων ευλάβειαν, και εσυκοφαντήθη απηνώς «υπό χειλέων αδίκων λαλούντων αδικίαν εν υπερηφανεία και εξουδενώσει», ως οι Μεγάλοι της Εκκλησίας ημών Πατέρες Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Χρυσόστομος, Άγιος Φώτιος, των οποίων μιμητής και ζηλωτής και κατά τον λόγον εφάμιλλος ετύγχανε. Τότε δια την συνείδησιν των απλουστέρων αδελφών ηναγκάσθη να γράψη την, ως ανωτέρω είπομεν, «Ομολογίαν», η δε Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους υπεραμυνομένη της αθωότητος και δικαιοσύνης του μεγάλου διδασκάλου εξέδωκεν εγκύκλιον επιστολήν, σφοδρώς ελέγχουσα και επιτιμώσα τους τα ζιζάνια σπείροντας εν τω νοητώ της Εκκλησίας αγρώ. Όλη η αγία ζωή του Οσίου πατρός ηναλώθη εις υψηλούς πνευματικούς αγώνας και εις συγγραφήν ιερών βιβλίων. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία ενώκει εις την καθαράν καρδίαν του, έρρεε και εχύνετο άφθονος εκ του στόματός του, ως από πηγής πλουσίας, ευφραίνουσα πάντας. Μίαν και μόνην φροντίδα και έννοιαν έσχε καθ’ όλην την οσίαν ζωήν του, την εξυπηρέτησιν του θείου θελήματος και την ωφέλειαν του πλησίον. Και εις αμφότερα ανεδείχθη καθ’ όλα απαράμιλλος, και των πάλαι Αγίων ισοστάσιος και χαρακτήρ. Εδέχθη παρά Κυρίου το τάλαντον, και ηύξησεν αυτό μυριοπλασίως, ως ευγνώμων δούλος και πιστός θεράπων. Έζησεν ως Άγγελος, και υπήρξεν Όσιος και Άγιος, και θεόσοφος θεολόγος, ταμείον ακένωτον του Παρακλήτου, θεοειδής και φωτεινός πνευματικός σύμβουλος από του Πατριάρχου μέχρι του απλουστέρου πιστού, ακτινοβολών την χάριν του Χριστού, δόξα της Εκκλησίας και μέγα καύχημα του Αγιωνύμου Όρους. Ήτο τον τρόπον απλούς και ανεξίκακος, το ήθος γλυκύς και χαρίεις, ακτήμων, πράος και ταπεινότατος. Η ταπείνωσίς του ήτο βαθυτάτη έργω και λόγω. Οσάκις ομιλεί περί εαυτού λέγει: «Εγώ ειμι το έκτρωμα». «Εγώ ειμι ο τεθνηκώς κύων», «Εγώ ειμι το ουδέν», «ο κεχριαίος», «ο άσοφος, ο απαίδευτος». Αντί υποδημάτων έφερε πάντοτε «τσαρούχια». Δεν είχε δεύτερον ράσον, αλλ’ ούτε μόνιμον, ως ανωτέρω είδομεν, κατοικίαν. Κατοικία του θεοφόρου διδασκάλου ήτο όλον το Άγιον Όρος, εξ ου έλαβε και την κατ’ εξοχήν επωνυμίαν Αγιορείτης. Διανύων το τελευταίον στάδιον της επιγείου ζωής του, και αισθανόμενος τον εαυτόν του περισσότερον καταβεβλημένον, επανήλθεν εις το κελλίον των αγαπητών του Σκουρταίων, όπου και εδέχθη τας αδελφικάς εκείνων περιποιήσεις. Ήγγιζε πλέον η εκ του κόσμου τούτου αποδημία αυτού, διότι η υγεία του, λόγω των πολλών κόπων, είχε κλονισθή ανεπανορθώτως. Ο οργανισμός είχεν εξαντληθή. Οι οδόντες του είχον πέσει. Η ακοή του είχε γίνει βαρεία. Μετά δυσκολίας εκινείτο. Την 5ην Ιουλίου του 1809 επεσκέφθη, χάριν αναψυχής, την Ιεράν Μονήν Κουτλουμουσίου. Οι Πατέρες περιχαρείς εδέχθησαν τον θείον διδάσκαλον, και περί την εσπέραν απερχόμενον απεχαιρέτησαν αυτόν μετά σεβασμού και πολλής ευλαβείας, προπέμψαντες εις το κελλίον των Σκουρταίων, με την ελπίδα ότι πάλιν θα τον έβλεπον εις την Μονήν των. Αλλά δεν τον επανείδον εκεί. Διότι, κατά την εσπέραν της ημέρας, καθώς κατήρχετο του ημιόνου έξω του κελλίου προσεβλήθη υπό ημιπληγίας. Και όπως διηγείται ο Ευθύμιος, «επιάσθη η δεξιά του χειρ, την δε άλλην ημέραν επιάσθη η γλώσσα του, και βρέχων αυτήν με το νερόν ωμίλει ολίγον και μετ’ ολίγον πάλιν επιάνετο». Προησθάνετο ο θείος Πατήρ ότι εγγίζει πλέον το ποθητόν τέλος και έχαιρε, διότι και αυτός, κατά το παράδειγμα του θεηγόρου Παύλου, «επεθύμει αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Προετοιμαζόμενος δια την εντεύθεν αποδημίαν ο θείος Πατήρ, έκαμε γενικήν εξομολόγησιν, εζήτησε και ετέλεσεν Ευχέλαιον, και καθημερινώς μετείχε των Αχράντων Μυστηρίων. Την 13ην Ιουλίου εβάρυνεν ακόμη περισσότερον η κατάστασίς του. Με μόλις ακουομένην φωνήν απηύθυνε, με μικράς διαλείψεις, θερμήν προσευχήν προς τον Χριστόν, ειπών εις τους παρεστώτας αδελφούς· «Δεν μπορώ, Πατέρες μου, να προσευχηθώ νοερώς, και προσεύχομαι με το στόμα». Ηυχαρίστει συνεχώς τους αδελφούς δια την αγάπην και τους κόπους, εις τους οποίους είχον υποβληθή και υπεβάλλοντο δι’ αυτόν. Κρατών δε εις τας οσίας χείρας του τα τίμια λείψανα του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και του Οσίου Ιερομονάχου Παρθενίου Σκούρτα εψιθύριζε: «Σεις ήλθετε εις τον ουρανόν και αναπαύεσθε δια τας αρετάς όπου εκατορθώσατε εις την γην, και ήδη κατατρυφάτε την δόξαν του Κυρίου μας, και εγώ πάσχω εξ αμαρτιών μου. Διο, παρακαλώ σας, Πατέρες μου, ικετεύσατε τον Κύριόν μας, να ελεήση και εμέ και να με αξιώση αυτού, όπου είσθε σεις». Τοιουτοτρόπως διήλθεν ολόκληρον την ημέραν. Την νύκτα εβάρυνε περισσότερον. Εζήτησε και εκοινώνησε πάλιν. Εσταύρωσε τότε τας χείρας, ήπλωσε τους πόδας, ηρέμησε πλήρως, και συνεχώς προσηύχετο, εις ερώτησιν δε των παρισταμένων αδελφών: «διδάσκαλε, ησυχάζεις»; Εκείνος ηρέμα απήντησε: «Τον Χριστόν έβαλα μέσα μου, και πώς να μη ησυχάσω»; Περιστοιχιζόμενος υπό αγαπητών αδελφών, τον Κύριον ημών και τα ουράνια αγαθά συνεχώς φανταζόμενος, και εν υπερτάτη γαλήνη, τη 14η Ιουλίου, ημέρα Τετάρτη του έτους 1809, εν ηλικία 60 ετών, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τον Οποίον εκ νεότητος ηγάπησε και Αυτώ εαυτόν αφιέρωσε. Και, όπως πάλιν ιστορεί ο Ευθύμιος, «ανατέλλοντος του ηλίου εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλειψεν ο στύλος ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις την ευσέβειαν, εκρύφθη η νεφέλη η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών, επένθησαν οι φίλοι και όλοι οι Χριστιανοί, εκ των οποίων εις Χριστιανός, αν και αγράμματος, είπε τοιούτον λόγον: Πατέρες μου, καλλίτερον ήτο να απέθνησκον σήμερα χίλιοι Χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος». Το πανόλβιον σώμα του θεοφόρου Πατρός και Αγίου διδασκάλου ετάφη εις το εν Καρυαίς Λαυριωτικόν Κελλίον των Σκουρταίων, ένθα οσίως εκοιμήθη. Ενταύθα, εν τω αυτώ κελλίω, φυλάσσεται ήδη ευλαβώς η τιμία κάρα του, θείαν ευωδίαν αγιότητος αποπνέουσα και αγιάζουσα τους μετά πίστεως προσκυνούντας αυτήν. Μεγάλως ελύπησε τους πάντας ο θάνατος του Αγίου Νικοδήμου, τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και τους εν τω κόσμω ευσεβείς Χριστιανούς, και πάντες εθρήνησαν την μετάστασιν αυτού, διότι ήτο κοινός απάντων διδάσκαλος και παρήγορος, και μάλιστα κατά τους χαλεπούς και ζοφερούς της δουλείας χρόνους. Αλλ’ η μακαρία αυτού ψυχή συνηριθμήθη μετά των Οσίων και θεολόγων και διδασκάλων και πάντων των Αγίων, ως Οσίου και θεολόγου και διδασκάλου και Αγίου. Ήδη δε απολαύων της αιωνίου χαράς, εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου, εν τη Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων, βλέπει ανακεκαλυμμένως, πρόσωπον προς πρόσωπον, όπερ πρότερον εν εσόπτρω και αινίγμασι και σκιαίς εώρα, και θεούται κατά θείαν μέθεξιν, και πρεσβεύει πάντοτε υπέρ του Αγιωνύμου Όρους και παντός του Ορθοδόξου Χριστιανικού πληρώματος, ως συμπαθέστατος πάντων πατήρ και διδάσκαλος. Aλλ’, ω Πάτερ μου, Πάτερ θεόπνευστε και οικουμενικέ της αληθείας διδάσκαλε, εξαίρετον του Αγιωνύμου Όρους καύχημα, φαεινότατε εωσφόρε της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Πανόσιε και Πανάγιε Νικόδημε· δίδου ημίν φωτισμόν ταις πρεσβείαις σου προς εκπλήρωσιν του θείου θελήματος, κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς τας τρίβους της εναρέτου ζωής, επισκίασον ημάς τη χάριτί σου, και συνέτισον ημών τον νουν του συνιέναι τας θεοσόφους διδαχάς σου, ίνα εν αυταίς εύρωμεν μετάνοιαν, ίασιν, χαράν, ειρήνην, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πραότητα, αγάπην, και ει τι αγαθόν και καλόν και σωτήριον, και εν τέλει ζωήν αιώνιον, οι ειλικρινώς αγαπώντες σε και καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν επικαλούμενοι την πατρικήν σου χάριν και βοήθειαν. Και πρέσβευε πάντοτε προς Κύριον υπέρ πάντων ημών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουλίου, η εύρεσις της τιμίας Κάρας της Οσίας μητρός ημών ΜΑΤΡΩΝΗΣ της Χιοπολίτιδος.

Δημοσίευση από silver »

Ματρώνης της Οσίας μητρός ημών της Χιοπολίτιδος η εύρεσις της τιμίας Κάρας έλαβε χώραν μετά ικανόν χρόνον από την κοίμησιν και ταφήν αυτής. Ταύτης της Οσίας η φήμη εξαπλουμένη απανταχού προσείλκυε πλήθος πολύ των ευσεβών, οίτινες προσήρχοντο μετά πίστεως εις τον ιερόν αυτής Ναόν και ελάμβανον έκαστος ως εκ πηγής ακενώτου την ίασιν. Τον ιερόν τούτον Ναόν επιθυμούντες οι φιλόστοργοι παίδες της Οσίας, οι Χίοι, να διευρύνουν δια να επαρκή ούτος εις το πολύ πλήθος των προσερχομένων και ανασκάπτοντες τα θεμέλια ήνοιξαν τον τάφον της Οσίας και ανεύρον εν αυτώ την αγίαν Κάραν αυτής ως όντως θησαυρόν άσυλον, πλούτον αναφαίρετον, θαυμαστήν ευωδίαν αποπνέουσαν και τους πάντας αρωματίζουσαν. Εν τη ώρα αυτής της ευρέσεως πολλά θαύματα ετελέσθησαν· παράλυτος ανωρθώθη, και μογιλάλος γυνή εγερθείσα της κλίνης ελάλει καθαρώς δοξάζουσα τον Θεόν. Ουχί δε μόνον ταύτα αλλά και πάντοτε μέχρι της σήμερον η Αγία τα αυτά και πλείονα ποιεί, διο και η μνήμη ταύτης της ευρέσεως ετάχθη εορτάζεσθαι εν ταύτη τη ημέρα, εις ωφέλειαν ημών και τιμήν και δόξαν της Οσίας και του ταύτην και πάντας τους αυτού θεράποντας δοξάζοντος Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΝΤΙΟΧΟΥ, αδελφού του Αγίου Μάρτυρος Πλάτωνος.

Δημοσίευση από silver »

Αντίοχος ο Μάρτυς κατήγετο εκ της εν Καππαδοκία πόλεως Σεβαστείας, την ιατρικήν δε μετερχόμενος περιήρχετο τας πόλεις και ιάτρευσε τους ασθενούντας. Περιερχόμενος λοιπόν την χώραν της Γαλατίας και Καππαδοκίας και ιατρεύων πάσαν ασθένειαν, συνελήφθη υπό του ηγεμόνος Ανδριανού, εκρεμάσθη δε υπ’ αυτού επί ξύλου και εξεσχίσθη εις τα πλευρά, δοθείς είτα εις το πυρ. Επειδή όμως αι βάσανοι αύται δεν έβλαψαν αυτόν, τούτου ένεκα εφυλακίσθη, και την επιούσαν ερρίφθη εντός λέβητος πλήρους ζέοντος ελαίου, ο οποίος εκαίετο επτά ημέρας. Εξελθών δε ο Άγιος και εκείθεν δια της θείας χάριτος αβλαβής, εδόθη ίνα καταβροχθισθή υπό των θηρίων, αλλά και αυτά τον αφήκαν αβλαβή· είτα συντρίψας δια της προσευχής του όλα τα είδωλα και εις κόνιν αυτά μεταβαλών, απεκεφαλίσθη δια την αιτίαν ταύτην ο αοίδιμος και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ιδών δε Κυριακός ο δήμιος, ο αποκεφαλίσας τον Άγιον, παράδοξον θαύμα, ήτοι να τρέξη εκ του λαιμού του αίμα και γάλα, ωμολόγησε παρρησία εαυτόν Χριστιανόν και εφώνησεν· «Ανάθεμα τω Αδριανώ και τοις ειδώλοις αυτού». Διο αποκεφαλισθείς και αυτός ανήλθεν εις ουρανούς, ίνα μετά του Αγίου Αντιόχου συναγάλληται.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας και καλλινίκου Μάρτυρος ΜΑΡΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Μαρίνα η μακαρία κόρη και καλλιπάρθενος Μάρτυς ήτο από την Αντιόχειαν της Πισιδίας, τον καιρόν Διοκλητιανού ή Κλαυδίου Καίσαρος εν έτει σο΄ (270), από γονείς περιφανείς. Ο πατήρ αυτής ήτο ιερεύς των ειδώλων επίσημος, και εις όλην την πόλιν αιδέσιμος, Αιδέσιος δε και το όνομα. Ήτο δε η κόρη μονογενής θυγάτηρ του πατρός αυτής, ολίγας δε ημέρας μετά την γέννησιν αυτής απέθανεν η μήτηρ της. Έδωκε τότε ο Αιδέσιος το βρέφος εις τινα γυναίκα, ίνα το θηλάζη, ήτις κατώκει έξω της πόλεως δεκαπέντε στάδια. Τούτο δε ίσως ήτο οικονομία Θεού, να δοθή εκεί έξωθεν το κοράσιον, ότι εκεί ήσαν Χριστιανοί· όταν δε ηλικιώθη ολίγον και ωμίλει, ήκουσεν από τινος τον λόγον της του Χριστού πίστεως· επειδή δε έτυχεν εκ φύσεως αγαθής ψυχής και καλής προαιρέσεως, έτι δε και συνετή περισσώς και φρόνιμος, εδέχθη τον σωτήριον λόγον εις την καρδίαν της ευθύς ως ήκουσεν ότι ο Χριστός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαγχνος και έγινε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων άνθρωπος· σταυρωθείς δε εκουσίως ανέστη ενδόξως και ανελθών εις τους ουρανούς ετίμησε με την πατρικήν συνεδρίαν την φύσιν της ανθρωπότητος. Αυτά και έτερα όμοια ακούον το χαριτωμένον κοράσιον ερρίζωσεν εις την ψυχήν της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως, συνεργούσης της θείας χάριτος, με τον καιρόν δε απέδωκε τον καρπόν, ως εύκαρπος γη και καλλίστη, εκατονταπλάσιον, αυξάνουσα την ορθόδοξον πίστιν με το μαρτύριον, καθώς θέλετε ακούσει κατωτέρω σαφέστερον. Όσον επρόκοπτεν η κόρη εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανεν η γνώσις και φρόνησις αυτής, εφλόγιζε δε ο πόθος του Χριστού την καρδίαν της και καθ’ ημέραν προσηύχετο προς αυτόν, να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων και μέτοχος. Όχι δε μόνον εις την ψυχήν εμελέτα ταύτα η θεοφώτιστος, αλλά και δια του λόγου τα έλεγεν εις έκαστον, τον οποίον έβλεπε· ωμολόγει δε εις όλους ότι ήτο Χριστιανή, υβρίζουσα τα είδωλα. Δια ταύτα και ο ψευδώνυμος πατήρ αυτής, ο αναιδής Αιδέσιος, την εμίσησεν ολοψύχως, ακούσας την ομολογίαν αυτής και δεν ήθελε καν να την ίδη εις το πρόσωπον, αλλά την έκαμεν απόκληρον. Όσον δε την απεστρέφετο ο σαρκικός της πατήρ και επίγειος, τοσούτον ο ουράνιος και αιώνιος την εδέχετο, τον οποίον και αυτή ηγάπα εξ όλης καρδίας της, όσους δε έβλεπε να τους βασανίζουν και να τους φονεύουν δια το όνομά του ή τους έδερον, αυτή τους εσέβετο και επόθει να είναι μετ’ αυτών, και εμελέτα να μαρτυρήση και αυτή δια τον Χριστόν, όταν οικονομήση η χάρις του καθώς και εγένετο, διότι αφού με τον λόγον και τον λογισμόν επίστευσεν εις τον Χριστόν έπρεπε να τον δοξάση και με τα έργα, ήτοι να βασανισθή και αυτή, να δοκιμασθή εις την πίστιν, δια να συνδοξασθή εις την βασιλείαν αυτού με τους άλλους Μάρτυρας. Ο δε τρόπος της αθλήσεως της Αγίας ούτως εγένετο κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την Ανατολήν εις Έπαρχος, το όνομά του Ολύμβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Ούτος έτυχε και ήρχετο από τα μέρη της Ασίας, μεταβαίνων εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδεν εις τον δρόμον την καλλιπάρθενον Μαρίναν, ήτις επορεύετο εις το πατρικόν της ποίμνιον. Βλέπων δε το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα, ετρώθη εις την καρδίαν από σαρκικόν έρωτα, διότι ήτο η κόρη πολύ ωραία, έβαλε δε εις τον νουν του να την λάβη γυναίκα ο τρισκατάρατος· όθεν προσέταξε να του την φέρουν εις το κριτήριον. Καθώς λοιπόν την επήραν, προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη έως τέλους την ευσέβειαν, να νικήση τα κολαστήρια και να στεφανωθή με τους Αγίους Μάρτυρας. Φθάσαντες εις το παλάτιον, την ερώτησεν ο άρχων να είπη το όνομα, το γένος και τον Θεόν τον οποίον επίστευεν. Η δε απεκρίνατο άφοβα· «Μαρίναν με λέγουσιν, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον, εύχομαι δε να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Βλέποντες οι παρόντες τοσούτον κάλλος και ακούοντες τοιαύτην απόκρισιν εύτολμον εθαύμασαν. Πλην εφυλάκισαν αυτήν έως την άλλην ημέραν, κατά την οποίαν είχον εορτήν πάνδημον και επρόκειτο να έλθουν εις την θυσίαν άπαντες. Όταν λοιπόν συνήχθησαν δια την εορτήν έφεραν και την Αγίαν, ελπίζοντες, ότι θέλει θυσιάσει και αύτη, όταν ίδη αυτούς θυσιάζοντας. Αλλά ματαίως οι μάταιοι και αφρόνως εμελέτησαν. Διότι εκείνη ποσώς δεν ενικήθη ούτε με κολακείας, όσας της είπεν ο άρχων, υποσχόμενος εις αυτήν πλούσια χαρίσματα, ούτε τας απειλάς του ποσώς εφοβήθη, ότι την εφοβέριζε να της επιβάλη μύρια κολαστήρια. Αλλά με πολλήν παρρησίαν του απεκρίθη λέγουσα· «Μη έχης τινά ελπίδα ματαίως, ηγεμών, εις εμέ, να δειλιάσω ποσώς τα κολαστήρια, ότι δεν θέλει με χωρίσει από τον Χριστόν καμμία θλίψις, λιμός, πυρ, ξίφος και άλλη χαλεπωτέρα βάσανος, ούτε βίαιος και πολυώδυνος θάνατος· ούτε πάλιν απολαύσεις χρυσίου και άλλου πλούτου και τιμής θα με δελεάσωσιν, επειδή όλα ταύτα είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια. Δια τούτο ημείς οι Χριστιανοί καταφρονούμεν ως φρόνιμοι τας παρούσας απολαύσεις, ως προσωρινάς και προσκαίρους, υπομένοντες τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, δια να έχωμεν ζωήν αθάνατον μετά θάνατον και απόλαυσιν αιώνιον. Αν δε νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, και δοκίμασόν με ίνα γνωρίσης και με το έργον την αλήθειαν. Δείρε με, σφάξον, κατάκαυσον, πνίξον και παίδευσόν με μέ κολαστήρια μύρια· όσον θέλεις με βασανίσει χειρότερα, τόσον περισσότερον θέλει με δοξάσει ο Χριστός εις την μέλλουσαν ζωήν και μακαριότητα. Πολλάκις δε μας δίδει και απ’ εδώ μικράν παράκλησιν εις αρραβώνα της μελλούσης αγαλλιάσεως και μας εξάγει από τον βυθόν της θαλάσσης, μας λυτρώνει από το πυρ και από άλλας κολάσεις εις αισχύνην σας και κατάκρισιν. Δεν λυπούμαι λοιπόν ζωήν πρόσκαιρον, αλλά παραδίδω προθύμως το σώμα εις τον θάνατον, δια τον αθάνατον Θεόν και Δεσπότην μου, καθώς και αυτός δια την αγάπην μου εσταυρώθη ο αναμάρτυτος». Αυτά και άλλα πλείονα ακούσας ο τύραννος, εξεμάνη από τον θυμόν η οργίλος και θηριώδης καρδία του. Πλην έχων ακόμη ολίγην ελπίδα να την δελεάση ως γυναίκα απλήν και απονήρευτον, δεν εφανέρωσε τον θυμόν του, αλλά την εκολάκευε λέγων· «Παρακαλώ, Μαρίνα, προσκύνησον τους θεούς, ίνα λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, και σου υπόσχομαι να σε πάρω δια γυναίκα μου, να δοξασθής υπέρ όλας τας γυναίκας της πόλεως και να έχης πάσαν απόλαυσιν». Αυτά και έτερα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος μάταια. Έπειτα βλέπων ότι τον ενέπαιζεν η Αγία και κατεφρόνει τους λόγους του, δεν ηδυνήθη πλέον να κρύψη την ένδοθεν θηριότητα, αλλά προστάσσει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν με ραβδία σκληρά ασπλάγχνως· τόσον δε σκληρώς την έδειραν, ώστε εκοκκίνισεν η γη όλη από τα αίματα, διότι ήσαν τα ραβδία με ακάνθας και κατεξέσχιζαν τας σάρκας της. Η δε Μάρτυς υπέφερεν ανδρείως τους πόνους και ούτε εστέναξεν, ούτε εδάκρυσεν, ούτε καν σχήμα σκυθρωπότητος έδειξεν. Αλλ’ ώσπερ να εβασανίζετο άλλος και αυτή να επαραστέκετο, ούτως έστεκε στερεά και αήττητος, προς τον ουρανόν ατενίζουσα· νοερώς δε επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν και με την δύναμιν αυτού υπέφερε τας πληγάς με ανδρείαν θαυμάσιον. Όταν την έδειραν ώραν πολλήν, επρόσταξεν ο τύραννος να την φυλακίσουν, όχι δια συμπάθειαν ο ασυμπαθής και απάνθρωπος, αλλά δια να μη αποθάνη από τας μάστιγας και ούτω πως δυνηθή να την βασανίση και δεύτερον. Την έκλεισαν λοιπόν εις ένα τόπον σκοτεινόν και απαραμύθητον. Και μεθ’ ημέρας τινάς την έφεραν πάλιν εις το κριτήριον· κρεμάσαντες δε αυτήν, κατεξέσχισαν τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας· και τόσον εξέσχισαν τας σάρκας της, ώστε ασχήμισε και έγινεν άχρηστον και άμορφον όλον το κάλλος του σώματος· ουχί δε μόνον ο κοινός λαός ελυπήθη και εσυμπόνεσε και εδάκρυσε δι’ αυτήν, αλλά και αυτός ο θηριώδης κολαστής απέστρεψεν απ’ αυτής το πρόσωπον μη υποφέρων να βλέπη την ασχημίαν της· τοσούτον έγινεν άμορφος η πρώην ωραιοτάτη και πάγκαλος. Είτα εφυλάκισαν και πάλιν την Αγίαν εις τον απαράκλητον εκείνον και άχαρον τόπον, αφήνοντες αυτήν άνευ τροφής και ανεπιμέλητον. Αλλ’ όσον ήτο διεφθαρμένον το σώμα της, τόσον η ψυχή της ανεκαινίσθη και εγένετο λαμπροτέρα, προσηύχετο δε ευχαριστούσα, ότι την ηξίωσεν ο Κύριος να βασανισθή δια την αγάπην του. Ο δε μισόκαλος και φθονερός διάβολος, βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν τρυφεράν κόρην ο υπηρέτης του, ήτοι ο άρχων της πόλεως και να την κάμη να προσκυνήση τους δαίμονας, ηβουλήθη να δοκιμάση μήπως και την νικήση αυτός ο αδύνατος. Μεταμορφωθείς λοιπόν εις σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος, όπως είναι εις τα έργα βλαπτικός και θανάσιμος, εφάνη ο πάντλμος έμπροσθεν της Αγίας ως φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Από το στόμα του και τους οφθαλμούς εξήρχετο πυρ και καπνός· οι οδόντες του ήσαν λευκοί, η δε γλώσσα του ήτο κόκκινη ως αίμα· εσφύριζε δε δυνατά και έκαμνεν ανήκαστον σύγχυσιν, και τοιαύτα σχήματα φοβερώτερα, ώστε ήθελε τρομάξει έκαστος βλέπων. Η Αγία όμως ουδόλως εφοβήθη να παύση την προσευχήν, από την οποίαν προσεπάθει να την εμποδίση ο κακομήχανος. Βλέπων δε ούτος ότι δεν εδειλίασεν, αλλά προσηύχετο αφόβως, έδραμεν εναντίον της και πλατύνας το στόμα και την κοιλίαν του εφάνη ότι την εκατάπιεν. Όταν η Αγία είδεν ότι την κατέπιεν ο δράκων έως την μέσην, καθώς της εφάνη, έγινεν από τον φόβον της έντρομος· ευθύς δε επικαλουμένη του Σωτήρος Χριστού το σωτήριον όνομα έκαμε σταυρόν με την δεξιάν της εις τα σπλάγχνα του δράκοντος, ο δε σταυρός έσχισε την κοιλίαν αυτού ως ρομφαία δίστομος. Και ο μεν δράκων, αφού διερράγη, έγινεν άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινεν αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεόν δοξολογίας και νικητήρια, έλεγε δε και διάφορα από την Γραφήν αρμόδια, ήτοι: «ο Θεός ουκ έστι πέρας της μεγαλωσύνης σου, θανατοίς και ζωογονείς, συνέτριψας την κεφαλήν του δράκοντος», και έτερα όμοια. Τότε πάλιν ο δαίμων, ως φιλόνεικος όπου είναι, δεν έπαυσε τας μηχανουργίας, αλλ’ ηθέλησε να δοκιμάση και με άλλον τρόπον να πολεμήση την Μάρτυρα. Μετασχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος ωσάν τον αιθίοπα· όθεν ο φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, εφαίνετο ως μαύρος τις κύων. Τότε η Μάρτυς, αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας και ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμμένον, εκτύπησεν αυτόν εις την κεφαλήν και εις την ράχιν και τελείως αυτόν εταπείνωσε. Καθώς δε είναι εις τα έργα σκοτεινός και άσχημος, ούτως εφάνη και πάλιν τρέχων εναντίον της Αγίας, εκεί όπου έστεκε προσευχομένη. Την ήρπασεν από τας χείρας, και την εφοβέριζε με φωνάς μεγάλας, ότι θα την φονεύση, εάν δεν παύση την προσευχήν, ίνα μη του δίδη δι’ αυτής ενόχλησιν. Έως εδώ έκαμε, και άλλο περισσότερον δεν τον εσυγχώρησε να πράξη ο Κύριος· διότι εάν είχεν εξουσίαν περισσοτέραν θα την εθανάτωνεν. Αλλά δεν έχει αυτός ο ανίσχυρος δύναμιν αφ’ εαυτού να μας κακοποιήση χωρίς της θείας συγχωρήσεως. Πλην και τούτο το ολίγον δια κακόν του το έκαμεν ο ανόητος· ότι από το πρώτον του κακούργημα κατά της Αγίας και το του Θεού θαυματούργημα, επήρε θάρρος η Αγία κατά του πειράζοντος και αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής τον εμαστίγωσεν. Αφού λοιπόν ενίκησε τον πολέμιον ανδρείως η πάνσεμνος και έγινεν άφαντος ο ανίσχυρος και αδύνατος, τότε ήλθον εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα· ήτοι, εφάνη φως μέγα εκ του οποίου έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον· το φως δε αυτό εξήρχετο από ένα Σταυρόν, όστις έφθανεν από την γην έως τον ουρανόν· επάνω δε του Σταυρού επέτα μία λευκή περιστερά καθαρά και άμωμος. Ταύτα μοι φαίνεται ότι εδήλουν το της Αγίας Τριάδος μυστήριον· το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός· ο Σταυρός τον εσταυρωμένον Χριστόν και η περιστερά το Πνεύμα το Άγιον. Καταβάσα δε η περιστερά ήλθε πλησίον της Αγίας και της λέγει· «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν και τον εχθρόν κατήσχυνας· χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας σου και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου, ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιόχρεως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον νυμφώνα του νυμφίου και βασιλέως σου». Με τους λόγους τούτους, όπου ελαλήθησαν ουρανόθεν εις την Αγίαν, ανεκαινίσθη το σαρκίον αυτής με την δρόσον του Παναγίου Πνεύματος· όλαι δε αι πληγαί της τελείως εθεραπεύθησαν τόσον, ώστε ούτε σημείον τραύματος δεν έμεινε ποσώς εις το σώμα της. Όθεν ενεπλήσθη πλείστης χαράς και αγαλλιάσεως και εξωμολογείτο ευφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα· «Ευλογήσω σε, Κύριε, υμνήσω σε ο Θεός μου, και δοξάσω το όνομά σου, ότι έκαμες εις εμέ την αναξίαν δούλην σου θαυμάσια πράγματα. Υψώσω σε, Κύριε, και αινέσω σε, ότι ηλέησας και ιάτρευσας την ψυχήν και το σώμα μου, και δεν με παρέδωκας εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά και το υπέρογκον της φαντασίας του ολεθριωτάτου δράκοντος μου έδειξες, και τούτον με τους άλλους θανατηφόρους όφεις και δαίμονας εις τας αβύσσους εβύθισας. Τώρα δε πάλιν αγαλλιασθείσα τω πνεύματι επί σοι τω Θεώ και Σωτήρι μου, ζητώ άλλην μίαν χάριν από την αγαθοτάτην του χρηστότητα, να με αξιώσης να αναγεννηθώ με το λουτρόν του αγίου σου Βαπτίσματος, δια να τελειωθώ με το ύδωρ της παλιγγενεσίας, καθώς ηγιάσθην με το αίμα της αθλήσεως, να γίνω αξία της εισόδου των Αγίων σου· ότι συ είσαι μόνος Άγιος αληθώς και εν Αγίοις αναπαυόμενος και ενδοξαζόμενος, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν». Ούτω προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα η Αγία εις την φυλακήν αγαλλομένη και δοξάζουσα τον Θεόν. Το δε πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον ο έπαρχος έμπροσθεν όλου του λαού της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα. Βλέπων δε ο έπαρχος όλην υγιά και φαιδράν εις το πρόσωπον, εθαύμασεν εις αυτήν και της λέγει· «Βλέπεις, Μαρίνα, πως οι μεγάλοι θεοί έχουν την φροντίδα σου, και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε ιάτρευσαν; Πρέπει και συ να μη φανής εις τους ευεργέτας αχάριστος, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν, να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς ομού με τον πατέρα σου». Λέγει εις αυτόν η Αγία: «Εμέ δεν ιάτρευσαν οι αναίσθητοι και ανίσχυροι θεοί σου, αλλά ο αληθής και μόνος Θεός, όστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ και αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, να μισήσης δε των ειδώλων την πλάνην και ματαιότητα». Τότε προστάσσει ο τύραννος να γυμνώσουν την Αγίαν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον, και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός τας πλευράς και το στήθος της. Υπέμενε δε η Αγία τας αλγηδόνας και τους πόνους ώραν πολλήν καταφλεγομένη· προσηύχετο δε με την καρδίαν ήσυχα, ευχαριστούσα τον Κύριον. Μετά ταύτα έφεραν εις το μέσον ένα μεγάλον λέβητα, τον οποίον εγέμισαν νερόν· καταβιβάσαντες δε από το ξύλον την Μάρτυρα, έδεσαν αυτήν ισχυρώς και την εβούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα, δια να πνιγή εις τα ύδατα. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, ότι όταν την εισήγον εντός εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Συ, παντοδύναμε, επίβλεψον και εις την δούλην σου, και τα δεσμά μου διάρρηξον· ας γίνη δε τούτο το ύδωρ εις εμέ εις ζωήν αιώνιον και εις αναπλήρωσιν του επιθυμουμένου μου Βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν και φθειρόμενον άνθρωπον και ενδυθώ τον καινόν και αθάνατον». Ούτω προσευχομένην έρριψαν την Αγίαν εις το σκεύος εκείνο του ύδατος· παρευθύς δε σεισμός μέγας εγένετο και εφάνη πάλιν η πρώτη περιστερά επάνω του ύδατος, βαστάζουσα εις το στόμα στέφανον. Αυτήν την ώραν εφάνη και ο πύρινος στύλος, επάνω δε τούτου Σταυρός κατά τον τύπον, όπως άνω εγράψαμεν. Τούτου γενομένου εξήλθεν η Αγία από τα ύδατα ελευθέρα, διότι όλα τα δεσμά της ελύθησαν, ίστατο δε με αγαλλίασιν άφραστον δοξάζουσα την Παναγίαν Τριάδα και εξ όλης ψυχής αυτήν εμεγάλυνεν, ότι εβαπτίσθη αμέσως υπ’ αυτής κατά τον πόθον της και υπερφυώς εφωτίσθη. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον έγινε τότε εις την Αγίαν, αλλά και έτερον εξαίρετον· ήτοι εκάθησεν η περιστερά εις την κεφαλήν της Μάρτυρος, βαστάζουσα εκείνον τον αμάραντον στέφανον και λέγει προς αυτήν με φωνήν γλυκυτάτην· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού· έχε θάρρος, και δέξου από την δεξιάν του Υψίστου τούτον τον ουράνιον στέφανον». Ταύτα λέγουσα η θεία περιστερά, ω του θαύματος! Αναπτερίζει τας πτέρυγας, ώσπερ να εχαίρετο εις τα τελούμενα· τότε δε πετάξασα εκάθισεν επάνω εις τον φωτοφανή εκείνον Σταυρόν και λέγει πάλιν εις επήκοον πάντων προς την Αγίαν Μάρτυρα· «Ελθέ εις τας άνω Μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους Αγίους χορεύουσα και αναπαυομένη αιώνια». Αυτήν την θείαν φωνήν ακούσαντες όλοι της πόλεως έφριξαν και επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες ομού και γυναίκες πλήθος αμέτρητον και εβόησαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, θάνατον. Ακούσας ο έπαρχος ότι ωμολογούσαν τον Χριστόν Θεόν και Βασιλέα, τους δε βασιλείς και τους θεούς εβλασφήμουν και ύβριζον, επρόσταξε να θανατώσουν όσους επίστευσαν, Εκείνοι δε οι μακάριοι έτρεχον εις την σφαγήν δια τον Χριστόν εκουσίως ως πρόβατα άκακα. Εφόνευσαν δε τότε οι ανήμεροι τύραννοι άνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρίς τας γυναίκας, όπου δεν τας εμέτρησαν. Όλοι δε ούτοι βαπτισθέντες με το άγιον αίμα των, δεν εχρειάσθησαν άλλο βάπτισμα· γενόμενοι δε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Θεόν, απήλθον εις την αιώνιον βασιλείαν οι τρισμακάριοι. Ο δε δυσσεβής Ολύμβριος, φοβούμενος μήπως και πιστεύσουν και οι επίλοιποι της πόλεως, εάν αφήση την Αγίαν ακόμη ζωντανήν, έδωκε κατ’ αυτής και μη θέλων την δια ξίφους απόφασιν. Καθώς δε επήραν αυτήν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και το ειρημένον πλήθος απεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν η Αγία τον δήμιον, όπου ήθελε να την φονεύση, και του λέγει· «Περίμενε ολίγην ώραν δι’ εμέ, ω τέκνον μου, να ομιλήσω προς τους παρεστώτας ολίγους λόγους, να κάμω και την προσευχήν μου και τότε να κάμης το προστασσόμενον». Ούτως είπεν, έπειτα στρέφει προς το πλήθος το πρόσωπον λέγουσα: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε νουνεχώς την μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ηξεύρετε, ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος· όστις δε πιστεύει μόνον εις αυτόν σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντες πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νουν και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και το πανάγιον Πνεύμα· ότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός αιώνιος, παντοδύναμος και ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα». Ταύτα η Μάρτυς προς τους παρόντας ομιλήσασα, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα της διανοίας τοιαύτα λέγουσα: «Άναρχε, αθάνατε, άχρονε, άκτιστε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και δημιουργέ πάσης της κτίσεως, προνοητά και σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσιν, ευχαριστώ σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν σου, όπου ηθέλησες να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου, και πλήρωσόν μου τα αιτήματα εις έπαινον και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης σου, να λειτουργώσιν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσεώς μου και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου και καρποφορούσι το κατά δύναμιν· όλων αυτών, λέγω, όσοι θεραπεύσουν το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησε δι’ αγάπην σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών· και μη εγγίση χειρ κολαστήριος, ούτ πείνα, ουδέ θανατικόν, ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος. Όσοι δε θέλουν με εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος δια μέσου μου, χάρισαί τους εις τούτον τον κόσμον τα αγαθά σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν· αξίωσον δε αυτούς και της επουρανίου βασιλείας Σου. Ότι Συ Ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα προσευχομένης της Μάρτυρος εγένετο πάλιν σεισμός, και έπεσον κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος, όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος. Ο δε Κύριος αυτός της επαραστάθη νοητώς με πλήθος πολύ Αγίων Αγγέλων, και της λέγει· «Έχε θάρρος, Μαρίνα, και μη φοβήσαι, ότι τας προσευχάς σου επήκουσα και πάντα όσα εζήτησας επλήρωσα και θα τα αποπληρώσω κατά καιρόν, καθώς και ήτησας· τώρα δε ήλθον να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια· μακαρία συ, ότι δια τους αμαρτωλούς παρεκάλεσας, εφάνης ενώπιόν μου άμωμος, και εύρες χάριν εις εμέ. Δι’ αυτό πολύς έσται ο μισθός σου εις τα ουράνια». Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και λέγει εις τον δήμιον· «Τελείωσον τώρα εις εμέ εκείνο, όπου σε επρόσταξαν». Αυτός δε έτρεμε και δεν ετόλμα να σηκώση το ξίφος. Αλλ’ η Αγία τον ενεθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε και απέτεμε την μακαρίαν της κεφαλήν τη δεκάτη εβδόμη του μηνός Ιουλίου. Τότε το μεν άγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτό εντίμως ως έπρεπεν· η δε μακαρία αυτής ψυχή απήλθεν εις την ουράνιον εύκλειαν. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Αιμιλιανός ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο από την πόλιν Δορύστολον Μοισίας της εν τη Θράκη, ήτο δε δούλος Έλληνος τινος κατά τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου και Καπετωλίνου Βικαρίου, εν έτει τξα΄ (361), σεβόμενος μεν και πιστεύων εις τον Χριστόν, αποστρεφόμενος δε τα είδωλα. Εισελθών δε ποτε ο Άγιος εν τω Ναώ των ειδώλων συνέτριψεν όλα τα είδωλα δια σφύρας, την οποίαν εκράτει εις χείρας του· πολλών δε συρομένων εις καταδίκην και δερομένων δια το συμβεβηκός τούτο, άτε αγνώστου μένοντος του αυτουργού, τούτου ένεκα αυθορμήτως παρουσιασθείς απεκάλυψεν αυτός εαυτόν ως τον δράστην της πράξεως. Όθεν συλληφθείς, ήλεγξε την αγνωσίαν του Βικαρίου, ελπίζοντος εις τα μάταια είδωλα· δια τούτο εδάρη ασπλάγχνως με βούνευρα, έπειτα ερρίφθη εις το πυρ, όπου άκαυστος διαμείνας παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω Ναώ αυτού τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Ράβδος.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”