Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια

Δημοσίευση από silver »

Χριστιανός τις ονόματι Νικόλαος Μαυροματάκης, κάτοικος Κηφισίας, έγγαμος, έχων γυναίκα έγκυον ούσαν τότε και επτά τέκνα μετέβη εις θέσιν Νταού Πεντέλη της Αττικής μετ’ άλλων συντρόφων του δια την προμήθειαν ξύλων και ξυλανθράκων. Κατά τας ημέρας εκείνας μέλη ομάδος Ελληνικής Αντιστάσεως είχον φονεύσει τον Γερμανόν φρούραρχον της Ραφίνας καθώς και τον οδηγόν του αυτοκινήτου του. Ευθύς δε ως ανεκάλυψε τούτο η Γερμανική αστυνομία, διέταξεν εις εφαρμογήν αντιποίνων να συλληφθούν αμέσως όλοι όσοι ευρίσκοντο εις την περιφέρειαν Νταού Πεντέλης, συνέλαβον δε τότε τεσσαράκοντα περίπου άνδρας, μεταξύ των οποίων και τον προρρηθέντα Νικόλαον. Εννοείται, ότι όλοι αυτοί ήσαν τελείως αμέτοχοι και ανίδεοι της διαπραχθείσης δολοφονίας των δύο Γερμανών, διότι οι πραγματικοί δράσται ήσαν άλλοι. Μετέφεραν τότε όλους τους συλληφθέντας εις το χωρίον Χαρβάτι, έμπροσθεν του μεγάλου κτήματος Λεβίδη. Εκεί, αφού τους εγύμνωσαν τελείως, τους διέταξαν να εξαπλώσουν γυμνοί όπως ήσαν και με την κοιλίαν να σύρωνται επί του ανωμάλου εκείνου εδάφους ως όφεις! Μετά πάροδον πολλής ώρας και αφού είχον όλοι εξαντληθή και μωλωπισθή από το φρικτόν εκείνο μαρτύριον, τους διέταξαν να εγερθώσιν όλοι και να σταθώσιν ανά τρεις-τρεις εις την γραμμήν και εις στάσιν οκλαδόν. Τότε οι θηριώδεις εκείνοι βασανισταί, εις εφαρμογήν αντιποίνων δια την δολοφονίαν, ήρχισαν να πυροβολούν με τα αυτόματα όπλα των και με πιστόλια εκ των όπισθεν και να θερίζουν με τα βόλια των τους ατυχείς αθώους. Με την πρώτην ομοβροντίαν, ο ατυχής Νικόλαος ηννόησεν ότι θα τους εφόνευον όλους και ευθύς ποιήσας πολλάκις το σημείον του Σταυρού, επεκαλέσθη την Αγίαν Ειρήνην, λέγων· «Αγία μου Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, οσάκις ημπορούσα, ειργαζόμην εις το Μοναστήρι σου και εβοήθουν εις τας ανάγκας του δια την χάριν σου. Τώρα σε παρακαλώ μη με εγκαταλείψης, αλλά μνήσθητί μου και βοήθησόν με εις την κρίσιμον ταύτην στιγμήν, δια να μη με φονεύσουν αδίκως οι Γερμανοί και μείνουν απροστάτευτα και ορφανά τα τέκνα μου». Ταύτα προσευχηθείς έπεσεν ευθύς κατά γης ως νεκρός, νοερώς όμως επικαλούμενος συνεχώς την Αγίαν, και ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ! Παρ’ όλους εκείνους τους επανειλημμένους πυροβολισμούς ο Νικόλαος ουδέν έπαθεν, αλλ’ ησθάνθη μίαν ψυχικήν γαλήνην και ανδρείαν ως να μη συνέβαινε τίποτε γύρω του. Εις εκείνην δε την θαυμασίαν αλλοίωσιν ευρισκόμενος βλέπει με τους οφθαλμούς του μίαν ωραίαν και υψηλήν Μοναχήν να περνά από εμπρός του και να τον βλέπη με ιλαρόν πρόσωπον! Αμέσως ηννόησεν ότι ήτο η Αγία Ειρήνη, η οποία ήλθε δια να τον ενδυναμώση εισακούσασα την δέησίν του, διότι αδύνατον ήτο κατ’ εκείνην την στιγμήν άνθρωπος φυσικός να διέλθη έμπροσθεν από τα βόλια των δημίων εκείνων. Τότε πλησθείς ψυχικής αγαλλιάσεως ο Νικόλαος υπεσχέθη προς την Αγίαν λέγων· «Αγία μου Ειρήνη Χρυσοβαλάντου, εάν το παιδίον το οποίον μέλλει να γεννηθή είναι κορίτσι, θα το αφιερώσω εις το Μοναστήριόν Σου». Προσηύχετο δε εις την στάσιν εκείνην πλέον της μιάς ώρας τελείως ακίνητος, ίνα μη αντιληφθώσιν οι Γερμανοί ότι είναι ζωντανός και διότι ήκουσε τας οιμωγάς και τας φωνάς των τραυματισθέντων. Όταν έπαυσαν πλέον οι φοβεροί εκείνοι κροταλισμοί των πολυβόλων και παρήλθον αρκεταί ώραι, ήλθον οι Γερμανοί στρατιώται δια να συνάξουν τα πτώματα, καθ’ ότι έπαυσαν πλέον να ακούωνται φωναί, όπερ εδήλου ότι όλοι είχον υποκύψει εις τα τραύματά των και είχον αποθάνει. Μόλις ήλθον και εις τον Νικόλαον και τον εύρον ζώντα, εθαύμασαν και παραλαβόντες αυτόν τον εισήγαγον εις το κτήμα Λεβίδη, όπερ είχον ως φρουραρχείον της περιφερείας εκείνης και τον περιώρισαν εις μίαν σκηνήν, βαλόντες έξωθεν ένα φρουρόν ίνα μη αποδράση. Αυτός ιδών ότι είναι μόνος εκεί, έμεινεν όλην εκείνην την νύκτα αγρυπνών, συνεχώς δε προσευχόμενος επεκαλείτο την βοήθειαν της Αγίας Ειρήνης, ίνα σπεύση πλησίον του και κάμη το θαύμα της, λυτρώνουσα αυτόν από την φοβεράν εκείνην ώραν του βεβαίου και αναποφευκτου θανάτου! Αφού εξημέρωσεν ο Θεός την ημέραν, ήλθον πάλιν οι βασανισταί περί ώραν 5ην πρωϊνήν και τον διέταξαν να εξέλθη της σκηνής και να ίσταται έξω εις την ύπαιθρον όπου και έμεινεν υπό τον καυστικόν ήλιον έως την 12ην μεσημβρινήν ώραν. Τότε τον επήραν πάλιν από εκεί και τον έφεραν εις εν γραφείον, όπου ήσαν πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί δια να τον ανακρίνουν. Και αποτεινόμενος εις αξιωματικός προς αυτόν, τον ερωτά εις παρεφθαρμένην ελληνικήν γλώσσαν· «Εμάθαμε πως είσαι μεγάλος κομμουνιστής»! Του απαντά εκείνος αμέσως· «Κακώς σας το επληροφόρησαν αυτό. Εγώ είμαι ανάξιος δούλος του Θεού και κηρύττω το Ευαγγέλιόν Του από πολλών ετών». Τον ερωτούν τότε οι άλλοι· «Ηξεύρεις τι εδίδαξεν ο Χριστός»; Και τους απήντησε· «Μάλιστα, το Ειρήνη υμίν και Αγαπάτε αλλήλους». Τον ηρώτησαν πάλιν· «Έγγαμος είσαι»; Απαντά εκείνος· «Μάλιστα, και έχω επτά παιδιά και ένα που πρόκειται να γεννηθή οκτώ». Εθαύμασαν λοιπόν από την απάντησίν του αυτήν και του είπον· «Φαίνεσαι πως είσαι καλός Χριστιανός. Πάρε τώρα την ταυτότητά σου και τα πράγματά σου και πήγαινε στο σπίτι σου»! Τότε εκείνος τους ηυχαρίστησε που του εχάρισαν την ζωήν και ανεχώρησε δρομέως ώσπερ έλαφος από τον κατηραμένον εκείνον τόπον, δοξάζων και ευχαριστών τον Πανάγαθον Θεόν και την Αυτού θεράπαιναν, την Αγίαν Ειρήνην του Χρυσοβαλάντου, εις την οποιαν μετά τούτο αφιέρωσε κατά την υπόσχεσίν του το γεννηθέν τέκνον του, όπερ ήτο θήλυ, το οποίον και μη θέλουσα η γυνή του πάλιν δι’ ετέρου θαύματος της Αγίας επείσθη και αυτή και το αφιέρωσαν εις την εν Λυκοβρύσει Κηφισίας Αττικής Ιεράν Μονήν της Αγίας εις την οποίαν και αυτός ο Νικόλαος ειργάσθη αρκετά, εις ανταπόδοσιν της ευεργεσίας της Αγίας. Ουχί δε μόνον τούτο αλλά και πλείστα έτερα θαύματα εποίησε και ποιεί εις τας ημέρας μας η Αγία εις όσους αυτήν μετά πίστεως επικαλούνται, φωτίζει τους κριτάς και κάμνουν κρίσιν δικαίαν και λαμβάνει ο αδικημένος το δίκαιον, ενεργεί εις όσους έχουν έχθραν και μίσος κατ’ αλλήλων και το διαλύει η επώνυμος της πάντα νουν υπερεχούσης ειρήνης, η Ειρήνη η χαριτώνυμος, ήτις μεσιτεύει με άρρητον τινα και θείαν δύναμιν εις όσους ευρίσκεται η μνησικακία και το μίσος από δαιμονικής συνεργείας, και μαλάσσει τας καρδίας αυτών, και κάμνουν αγάπην, συνεργούσης της θείας χάριτος. Ταύτην δε την χάριν χαρίζει αυτή η χαριτώνυμος Ειρήνη εις εκείνον, ο οποίος θα δεηθή αυτής με ευλάβειαν, δια να ειρηνεύση το σκάνδαλον, να καταπατηθή ο μισόκαλος, και να δοξασθή ο Πανάγαθος Κύριος· ω πρέπει τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί, και εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Καλλίνικος ο θείος και μέγας Μάρτυς ήτο από την καλήν και εύφορον χώραν των Κιλίκων, εκ νεαράς δε ηλικίας εσέβετο τον αληθή Θεόν, τον Σωτήρα και Ποιητήν απάσης της κτίσεως, τα δε είδωλα ως δόλια ο άδολος προς τον Χριστόν και εύχρηστος νέος εμίσει εξ όλης του της καρδίας και τα επόμπευε, κηρύττων φανερά και μεγαλοφώνως την πλάνην εκείνων και ματαιότητα. Ήτο δε καταπολλά γνωστικός και λόγιος. Όθεν με τα γλυκύτατα και φρόνιμα λόγια του έσυρεν ως άλλη τις σειρήν τους ακροατάς του προς εαυτόν και ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, τοιουτοτρόπως προσείλκυεν έκαστον με την ενάρετον και θαυμασίαν ζωήν και πολιτείαν του. Έχων λοιπόν τοιούτον πόθον να φέρη και άλλους πολλούς αχρήστους εις τον Χριστόν ο χρηστότατος, επορεύθη και εις άλλας πόλεις και εκήρυττε παντού την ευσέβειαν. Διαβαίνων λοιπόν από διαφόρους πόλεις και χωρία εδίδασκε το ιερόν Ευαγγέλιον. Φθάσας δε εις Άγκυραν της Γαλατίας, ήτις είναι μεγάλη πόλις και πολυάνθρωπος, εκήρυξε και εκεί την ευσέβειαν· και οι μεν συνετοί και καλόγνωμοι, ακούσαντες την αλήθειαν, ωφελήθησαν, αποδεχθέντες τον σπόρον της πίστεως· οι δε ασύνετοι και κακότροποι, ως γη πετρώδης και άκαρπος, όχι μόνον ουδόλως ετελεσφόρησαν, αλλά και τον διδάσκαλον και ευεργέτην αδίκως οι άδικοι ως δίκαιον τελείως εμίσησαν, εσυκοφάντησαν δε εις τον ηγεμόνα της πόλεως οι άχρηστοι τον φιλόχριστον. Ο δε φιλόχρυσος και μισόχριστος άρχων, όστις ωνομάζετο Σακερδώς, επρόσταξε να τον φέρουν ενώπιόν του και του λέγει με θρασύτητα· «Όλοι θυσιάζουσιν εις τους θεούς, δια να τους έχουν βοήθειαν, οι οποίοι μας δίδουσιν όλα τα καλά και μας ευεργετούν, και μόνον συ τολμάς και τους καταφρονείς, αναιδέστατε· δεν φθάνει δε ότι συ δεν τους προσκυνείς, αλλά και τους άλλους παρακινείς, ίνα βυθίσης τούτους εις την αυτήν πλάνην με τας φλυαρίας σου»; Τότε ο Άγιος, πράος και ταπεινός, απεκρίνατο· «Ως δούλος του Δεσπότου Χριστού, του αληθινού Θεού, όστις είναι η δύναμίς μου, ο πλούτος και το καύχημα, σπουδάζω και αγωνίζομαι πρώτον μεν να φυλάξω τον εαυτόν μου καθαρόν και αμέτοχον από την θανάσιμον βλάβην της ειδωλολατρίας· δεύτερον επιποθώ και κοπιάζω το κατά δύναμιν να επιστρέψω και τους πεπλανημένους από την αγνωσίαν εις την ευσέβειαν· ότι αι άγιαί μας Γραφαί λέγουσιν, ότι όποιος επιστρέψη αμαρτωλόν εις μετάνοιαν και τον καμη με την διδαχήν του να αφήση την πλάνην του, θέλει σώσει και αυτός την ψυχήν του από τον αιώνιον θάνατον. Λοιπόν μακαρία η ώρα να έκαμνες και συ τον λόγον μου, ηγεμών εκλαμπρότατε, να αφήσης την πλάνην σου, να δράμης εις την αλήθειαν· και τότε θέλεις γνωρίσει πόση διαφορά είναι από τον Χριστόν έως αυτά τα κωφά και αναίσθητα είδωλά σας, τα οποία σας οδηγούν εις όλεθρον και απώλειαν». Ταύτα τα ψυχωφελή λόγια η μισόκαλος και φαύλη ψυχή ακούσασα εθυμώθη αμέτρως και βλέπων με άγριον όμμα τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Θαρρώ ότι επιθυμείς τον θάνατον, κακοθάνατε, δια τούτο φλυαρείς τοιαύτα παιδικά και μάταια λόγια. Αλλά γίνωσκε, ότι αυτά δεν σε ωφελούν τελείως· ούτε τις θέλει δυνηθή να σε λυτρώση από τας χείρας μου, ούτε αυτός τον οποίον ονομάζεις Θεόν και Σωτήρα σου· διότι θα σπαράξω όλα τα μέλη σου και θα σου δώσω τόσα πικρά κολαστήρια, ώστε να γνωρίσης με ταύτα πόσον κακόν είναι η απείθεια και πόσας τιμωρίας λαμβάνουσιν όσοι τους θεούς καταφρονούσι και μυκτηρίζουσι». Τότε ο Άγιος τον εκύτταξε χαρούμενος, λέγων· «Μη αμελήσης, ούτε να αφήσης να παρέλθη καιρός, αλλά ταχέως ετοίμασον όλα σου τα κολαστήρια όργανα, πυρ, ξίφη, τροχούς, στρεβλώσεις και μάστιγας, και ει τινα άλλην συλλογισθής δριμυτέραν βάσανον· ότι αυτά όλα και άλλα περισσότερα και έτι δεινότερα παιδευτήρια επιποθώ δια την αγάπην του Χριστού μου. Τα δε απολαυστικά και τερπνά του βίου τούτου νομίζω σκιάς και όνειρα και μόνον φαντάζομαι τα μετά θάνατον ως αθάνατα όντως και ατελεύτητα. Όθεν άλλο δεν φοβούμαι ειμή μόνον να μη υστερηθώ της αιωνίου εκείνης μακαριότητος και θείας του Χριστού απολαύσεως· αλλά αυτά όλα τα πρόσκαιρα κολαστήρια λογίζομαι ηδονήν και απόλαυσιν δια τον Δεσπότην μου Χριστόν τον αληθή Θεόν και Σωτήρα μου». Τότε ο ηγεμών προστάσσει και τον έδειραν εις όλον το σώμα με ωμά βούνευρα, φωνάζων προς αυτόν ο διαλαλητής και ταύτα λέγων· «Προσκύνησον τους θεούς, Καλλίνικε και επικαλέσου αυτούς να σε λυτρώσουν από ταύτην την βάσανον». Ο δε Άγιος εδέχετο τας πληγάς τόσον άφοβα, ώστε εφαίνετο ότι δεν ήτο εκείνος ο τιμωρούμενος, μόνον δε εις τον Θεόν είχεν υψωμένην όλην του την διάνοιαν και τον ηυχαρίστει, διότι τον ηξίωσε να πάθη ταύτα δια την αγάπην του· όταν δε έβλεπε το σώμα του καταξεσχιζόμενον και κόκκινον από το πλήθος του αίματος, τοσούτον περιεγέλα εκείνους οι οποίοι τον έδερον, ότι δεν ηδύναντο να τον κτυπούν δυνατώτερα, αλλά εκουράζοντο τόσον ταχέως. Ο δε Σακερδώς εξεμάνη και προστάσσει να τον καταξεσχίσουν με σιδηρούς όνυχας άλλοι στρατιώται ωμοί και άγριοι. Οίτινες τόσον τον εξέσχισαν, ώστε δεν αφήκαν κανέν μέλος του σώματος ατιμώρητον. Αλλά ήθελεν ειπεί τις, ότι είχεν φύσιν λιθίνην και όχι σαρκίνην ο αδαμάντινος, διότι ποσώς δεν υπελόγιζε τας δεινάς εκείνας οδύνας, αλλά τον έκαμνεν ο θείος έρως τόσον δυνατόν και εστομωμένον, ως εάν ήτο το σώμα του σιδηρούν ή από άλλο μέταλλον μάλλον ή σάρκινον. Αλλά ταύτα πάντα εγίνοντο δια την υπερβάλλουσαν αγάπην, την οποίαν είχε και τον πόθον προς τον ποθούμενον, όστις τον έκαμνε να μη συλλογίζεται ποσώς τας μάστιγας, αλλά μάλλον περιεγέλα τον τύραννον, ονομάζων αυτόν μωρόν και αδύνατον, επειδή δεν ηδύνατο να νικήση ένα γυμνόν και άοπλον άνθρωπον. Ταύτα ακούων κατησχύνετο ο αναίσχυντος τύραννος· βλέπων δε όλας του τας μηχανουργίας και τας κολάσεις ματαίας ο μάταιος, απηλπίσθη ολότελα, γνωρίσας ότι δεν ηδύνατο να νικήση τον αήττητον αριστέα και ισχυρόν ο ανίσχυρος. Όθεν ήλθεν εις ταύτην την τελευταίαν, δεινήν και πανώδυνον παίδευσιν· προστάξας ο άσπλαγχνος να του βάλουν σιδηρά υποδήματα, τα οποία είχον καρφία έσωθεν αιχμηρά και οξύτατα, παρήγγειλεν εις τους στρατιώτας να τον σύρουν, ίνα περιπατή γρήγορα, έως να τον υπάγουν εις Γάγγραν, φθάνοντες δε εκεί να εκκαύσουν ισχυρώς κάμινον και να τον ρίψουν εντός ούτω ημιπεθαμένον από τους ήλους, και να τον καύσουν τελείως, δια να τον ίδουν οι λοιποί Χριστιανοί, τους οποίους αυτός ο σοφός Καλλίνικος εδίδαξεν εκεί εις την Γάγγραν και τους έφερεν εις την ευσέβειαν, ίνα φοβηθώσι και αυτοί και επιστρέψουν εις την προτέραν πλάνην, προ του να πάθουν τα όμοια. Λαβόντες λοιπόν οι του ασπλάγχνου τυράννου άσπλαγχνοι υπηρέται τον Μάρτυρα, αυτοί μεν ίππευσαν εις τα άλογα, τον δε Άγιον έσυρον με βίαν πολλήν, δια να καρφώνωνται βαθύτερα εις τους πόδας του οι ήλοι, ίνα του προξενούν δριμυτέραν την βάσανον. και τόσον πόνον του έδιδον, ώστε όσοι τον έβλεπον εσυμπονούσαν και εδάκρυζον. Ο δε μακάριος υπέμενε μεγαλοψύχως δοξάζων τον Κύριον, ο οποίος αοράτως τον εδυνάμωνεν, ανακουφίζων τους πόνους του με την θείαν χάριν αυτού και άμαχον βοήθειαν. Όθεν ελπίζων εις τον Κύριον, έτρεχεν όπισθεν των αλόγων, ευχόμενος μετά του Δαβίδ του παμμάκαρος λέγων· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι… Έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου… Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι»; Με ταύτα και άλλα παρόμοια επεκαλείτο τον Κύριον. Τρέχοντς δε έκαμαν εξήκοντα μίλια. Ήτο δε εκείνην την ημέραν άμετρος καύσις ηλίου και ο τόπος περισσώς άνυδρος. Οι δε στρατιώται από την πολλήν δίψαν, την οποίαν είχον, εξέβαλον έξω ως σκύλοι τας γλώσσας καταφλεγόμενοι τόσον, ώστε εκινδύνευαν εις θάνατον από την άμετρον εκείνην ταλαιπωρίαν, διότι ήτο ο ήλιος εις τον Λέοντα, ήτοι τον Ιούλιον, κατά τον οποίον γίνονται τα μεγάλα καύματα. Μη δυνάμενοι δε πλέον να τρέχωσιν, έπεσαν εις την γην ως άψυχοι. Όθεν μη έχοντες ποσώς ύδωρ να πίωσιν, έμελλον εις ολίγον να ξεψυχήσουν. Λοιπόν μη ελπίζοντες από άλλον τινά βοήθειαν, έπεσον εις τους πόδας του Μάρτυρος με θερμότατα δάκρυα λέγοντες· «Μη ενθυμηθής τα κακά, τα οποία σου εκάμαμεν, αμνησίκακε Άγιε, αλλά συμπάθησόν μας ως συμπαθέστατος και βοήθησον ημάς εις τοιούτον κίνδυνον· δος μας νερόν να μη αποθάνωμεν από την κακουχίαν οι τάλανες, ότι όλη η φυσική υγρότης ηφανίσθη τελείως και η δύναμίς μας, καθώς βλέπεις, από την άμετρον καύσιν εκλείπει, μας εύρον δε όλα τα δεινά· όθεν εις άλλον τινά δεν ελπίζομεν να μας βοηθήση, ειμή εις τον εαυτόν σου». Ταύτα ακούσας ο Άγιος ελυπήθη τους φονευτάς του, τους πρώην ασυμπαθείς ο συμπαθέστατος πίπτει όθεν δι’ αυτούς εις προσευχήν, δεόμενος του αμνησικάκου Χριστού ο χριστομίμητος λέγων· «Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε, σπλαγχνίσου τους ταλαιπώρους ανθρώπους τούτους· καθώς δε ποτέ παραδόξως επρόσταξες την σκληράν πέτραν και εξήλθεν ύδωρ άμετρον, με το οποίον επότισες άπειρον λαόν εις την έρημον, ούτω και τώρα ευδόκησον να εξέλθη ύδωρ ηδύτατον εις τούτον τον άνυδρον τόπον, εις δόξαν του Σου Αγίου Ονόματος, ίνα μη αποθάνουν από την δίψαν οι τάλανες». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, ω μεγίστου και θαυμασίου τερατουργήματος! Εξήλθεν από μίαν πέτραν ύδωρ ποτάμιον, ώσπερ να ήτο παλαιόθεν βρύσις μεγάλη και άβυσσος. Το οποίον ύδωρ δεν εξήλθεν μόνον τότε και έπειτα να παύση ως εις έρημον, αλλά αναβλύζει έκτοτε πλήθος πολύ έως την σήμερον. Όθεν όχι μόνον οι στρατιώται εκείνοι ενεπλήσθησαν του ποτίμου εκείνου και γλυκυτάτου νάματος, αλλά και πάντες οι μεταγενέστεροι, οίτινες την ονομάζουν βρύσιν του Καλλινίκου Μάρτυρος. Ούτω δοξάζει ο Κύριος τους αυτόν δοξάζοντας, ανατέλλων επί δικαίους και αδίκους τον ήλιον και τρέφων καλούς και κακούς ο αμνησίκακος· ελυπήθη όθεν ως οικτίρμων και εύσπλαγχνος και εκείνους τους φονείς, οίτινες μετέβαινον ίνα θανατώσουν τον δούλον του. Απολαύσαντες δε ούτοι τοσαύτης ευεργεσίας και αναζήσαντες από την προτέραν ολιγοθυμίαν, εκίνησαν πάλιν την οδόν ως και πρότερον· και ηυλαβούντο μεν τον Άγιον δια την άνωθεν θαυματουργίαν, αλλά πάλιν δια τον φόβον του άρχοντος έλαβον τον Μάρτυρα και επορεύθησαν εις την Γ΄σγγραν κατά το πρόσταγμα. Φθάσαντες δε εκεί εδίστασαν και ημέλουν να τον θανατώσουν, ενθυμούμενοι την πολλήν αυτού αγαθότητα. Αλλ’ εκείνος τους συνεβούλευσε να τελέσουν το προσταχθέν, δια να μη τους θανατώση ο τύραννος, να λυτρωθή δε και εκείνος από τα βάσανα, μεταβαίνων με τον πρόσκαιρον θάνατον εις ζωήν αθάνατον, ίνα βασιλεύη αιώνια, ευφραινόμενος και απολαμβάνων τον ποθούμενον. Ανάψαντες λοιπόν οι υπηρέται την κάμινον, όταν σφοδρώς εκοκκίνισεν, έρριψαν έσω τον Άγιο χαίροντα και αγαλλώμενον. Εδοξολόγει δε τον Θεόν ο Άγιος και τον ηυχαρίστει μεγάλως, ότι τον ενεδυνάμωσε να τελειώση καλώς τον αγώνα της αθλήσεως. Ταύτα λέγων, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις τας αχράντους χείρας του Δεσπότου Χριστού, την εικοστήν ενάτην του Ιουλίου μηνός. Αλλά συ μεν, ω παμμάκαρ Καλλίνικε, καλλώπισμα όντως Μαρτύρων και ηδύτατον εντρύφημα, ούτω καθαρώς πολιτευσάμενος και καλώς αγωνισάμενος, μεταστάς δε από ταύτα τα ρευστά και μάταια, καθαρός εις τον καθαρόν Νυμφίον Χριστόν παρίστασαι, εστολισμένος με πολύτιμον και αμάραντον στέφανον. Ημείς δε ευρισκόμεθα ακόμη εις την μεγάλην τρικυμίαν της νοητής θαλάσσης περιφερόμενοι. Λοιπόν δεόμεθα σου, ενθυμήσου και ημάς, καθώς και ημείς οι ανάξιοι ενθυμούμεθά σε, εορτάζοντες ευλαβώς την ιεράν σου πανήγυριν. Αξίωσον δε ημάς να τελέσωμεν την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν ατάραχα και αναμάρτητα και να περάσωμεν αχείμαστα των πειρασμών την αγρίαν θάλασσαν δια να φθάσωμεν κατευόδιον εις τον αχείμαστον λιμένα της αναπαύσεως, έχοντες κυβερνήτην και οδηγόν, δια πρεσβειών σου, τον Δεσπότην και Σωτήρα Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Ιουλίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων ΣΙΛΑ, ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ, ΕΠΑΙΝΕΤΟΥ, ΚΡΗΣΚΕΝΤΟΣ και ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Σίλας, Σιλουανός, Επαινετός, Κρήσκης και Ανδρόνικος οι Άγιοι ήσαν εκ των Εβδομήκοντα Αποστόλων. Και ο μεν Σίλας συνεμόχθησε μετά του Αποστόλου Παύλου, του πονήσαντος υπέρ του κηρύγματος του Ευαγγελίου πλέον των άλλων Αποστόλων, ως ευρίσκεται γεγραμμένον εις τας Πράξεις· «Παύλος δε επιλεξάμενος Σίλαν εξήλθε» (Πράξ. ιε: 40). Μετά παρέλευσιν δε πολλού χρόνου γενόμενος Επίσκοπος Κορίνθου, εβεβαίωνε τας προς Κορινθίους δύο Επιστολάς του Παύλου και τους εν Κορίνθω κατοικούντας προήγαγεν επί τα βελτίω· αφού δε πολύ εκοπίασε και εστήριξεν όλους εις την του Χριστού πίστιν, απήλθε προς Κύριον. Ο δε Άγιος Σιλουανός έγινεν Επίσκοπος Θεσσαλονίκης, και υπέμεινε πολλούς και αλλεπαλλήλους κινδύνους δια τον Χριστιανισμόν, επειδή οι Θεσσαλονικείς ήσαν επιτήδειοι εις τας διαστροφάς και τα σοφίσματα των λόγων· καλώς λοιπόν και αυτός αγωνισάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Κύριον. Ο δε Άγιος Επαινετός ήτο και αυτός εκ των Εβδομήκοντα, και έγινεν Επίσκοπος Καρθαγένης (τα νυν Τούνεζι)· πολλούς δε πειρασμούς και θλίψεις υποστάς υπό των εκεί Ελλήνων, πολλούς μετέβαλεν από της ειδωλατρίας εις την θεογνωσίαν και ούτως απήλθε προς Κύριον. Αλλά και ο Άγιος Απόστολος Κρήσκης, ων εις εκ των Εβδομήκοντα, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εις την προς Τιμόθεον Επιστολήν λέγων· «Κρήσκης επορεύθη εις Γαλατίαν» (Β΄ Τιμόθ. δ: 10) και γενόμενος Επίσκοπος Χαλκηδόνος, έδειξεν εις πολλούς πεπλανημένους την οδόν της θεογνωσίας, και κατακρίνας εν τη σαρκί αυτού την κατάκριτον αμαρτίαν, και πολλούς ακατακρίτους ποιήσας δια της πίστεως και αρετής, προς Κύριον εξεδήμησεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Ιουλίου, η ανάμνησις των Εγκαινίων του σεβασμίου οίκου της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤ

Δημοσίευση από silver »

ένθα απόκειται η ΑΓΙΑ ΣΟΡΟΣ και προεόρτια του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ήτοι η από του βασιλικού παλατίου εξέλευσις του Τιμίου Σταυρού εις την Πόλιν.

Κατά την ημέραν ταύτην επεκράτει συνήθεια να εκφέρηται εκ του παλατίου του βασιλέως το τίμιον ξύλον του Σταυρού, και να προπέμπηται πλησίον της μεγάλης Εκκλησίας· προϋπήντα δε αυτό ο δεύτερος ιερεύς εκ των Κηρουλαρίων, όστις βαστάζων θυμιατόν και θυμιών, πρώτον έφερεν αυτό εις τον μικρόν βαπτιστήρα, όπου εγίνετο αγιασμός εν τω αργυρώ εξαντλητηρίω, έπειτα δε εισήγαγεν αυτό εις το άγιον Βήμα της Μεγάλης Εκκλησίας, της Αγίας Σοφίας. Εκ δε του αγίου Βήματος εξήγον τον Σταυρόν, και περιέφερον εις όλην την Κωνσταντινούπολιν μέχρι της δεκάτης τετάρτης Αυγούστου, ότε προεπέμπετο πάλιν εις το παλάτιον, και απετίθετο εις τον τόπον αυτού υπό των Διαιταρίων και του μεγάλου Παππία. Αύτη δε η εξέλευσις και περίοδος των τιμίων ξύλων του Σταυρού εγίνετο, διότι εις τας πρώτας δεκαπέντε ημέρας του Αυγούστου επιπολάζουσι συνήθως ασθένειαι περισσότεραι ή κατά τους άλλους μήνας· όθεν ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, περιφερόμενος εις την Πόλιν, ηγίαζε τον αέρα δια της παρουσίας του, και τας οικίας και τας αγυιάς και τας πλατείας, υγείαν παρέχων εις όλους εκείνους, πλησίον των οποίων διήρχετο ή τους οποίους προσήγγιζεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων επτά Μαρτύρων Μακκαβαίων

Δημοσίευση από silver »

ΑΒΕΙΜ, ΑΝΤΟΝΙΟΥ, ΓΟΥΡΙΟΥ, ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ, ΕΥΣΕΒΩΝΑ, ΑΧΕΙΜ και ΜΑΡΚΕΛΟΥ, της μητρός αυτών ΣΟΛΟΜΟΝΗΣ και του διδασκάλου αυτών ΕΛΕΑΖΑΡΟΥ.

Ελεάζαρος ο ευσεβέστατος διδάσκαλος και οι επτά Μακκαβαίοι μαθηταί αυτού Αβείρ, Αντώνιος, Γουρίας, Ελεάζαρος, Ευσεβωνάς, Αχείμ (Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται Ευλάλου· εν άλλω δε Συναξαριστή γράφεται Μάρκου.) και Μάρκελλος και η μήτηρ αυτών Σολομονή ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Αντιόχου, υιού Σελεύκου, εν έτει από μεν κτίσεως κόσμου ετκη΄ (5328), προ Χριστού δε ρογ΄ (173). Αναγκασθέντες δε οι Άγιοι ούτοι υπό του βασιλέως Αντιόχου (όστις εξώντωσε και ηχμαλώτισεν άπαν το γένος των Εβραίων) να αρνηθώσι τας συνηθείας και διατάξεις τας παραδεδομένας υπό του νόμου και των προγόνων των, τρώγοντες χοιρινά κρέατα, δεν επείσυησαν εις τούτο, φυλάττοντες την παραγγελίαν του θείου νόμου την λέγουσαν· «Τον υν, ότι διχηλεί οπλήν τούτο, και ονυχίζει όνυχας οπλής, και τούτο ουκ ανάγει μηρυκισμόν, ακάθαρτον τούτο υμίν· από των κρεάτων αυτών ου φάγεσθε και των θνησιμαίων αυτών ουχ άψεσθε, ακάθαρτα ταύτα υμίν» (Λευϊτ. ια: 7- 8 ). Τουτέστι, μη φάγητε τον χοίρον, διότι αυτός έχει μεν τους όνυχας εσχισμένους εις δύο, δεν μηρυκάζει δε, ήτοι δεν αναμασά την τροφήν του· διο εκ των κρεάτων του χοίρου μη φάγητε, και το νεκρόν σώμα αυτού μη εγγίσετε, διότι είναι ακάθαρτα. Τούτου ένεκα του μεν Ελεαζάρου έδεσαν οπίσω τας χείρας, και αφού εμαστίγωσαν αυτόν ισχυρώς, έχυσαν εντός της ρινός του υγρά τινα δυσώδη και δριμέα· είτα έρριψαν αυτόν εις πυράν, εις την οποίαν προσευχηθείς να γίνη το αίμα και ο θάνατός του λύτρωσις και ελευθερία όλου του γένους του, ούτω παρέδωκεν ο αοίδιμος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Τους δε Αγίους επτά Παίδας έφερεν ενώπιόν του ο τύραννος και ετιμώρησεν αυτούς, έκαστον κατά τους χρόνους της ηλικίας του, με τροχούς, με ακόντια, με πυρ και με άλλα όργανα τιμωρητικά, τα οποία ενεπήγοντο εις τας αρθρώσεις του σώματος. Όθεν οι μακάριοι Παίδες, αποθανόντες εν μέσω των τοιούτων βασάνων, απέδειξαν, ότι ο λογισμός είναι κύριος και αυτοκράτωρ των παθών, και δεν νικάται υπ’ αυτών χωρίς να θέλη· (Ως τούτο αποδεικνύει ο Εβραίος Ιώσηπος εις τον ολόκληρον λόγον ον συνέγραψε περί αυτοκράτορος λογισμού, ός τις άρχεται ούτω: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδεικνύεσθαι μέλλων»)· ούτω δε έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως. Μετά ταύτα η μήτηρ αυτών Σολομονή, βλέπουσα τους επτά υιούς της ανδρείως τελειωθέντας, εχάρη και χωρίς ουδείς να επιθέση χείρα επ’ αυτής, προσήλθε μόνη και ερρίφθη εντός της ανημμένης πυράς, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτών σύναξις εις τον μαρτυρικόν αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα το λεγόμενον του Δομινίκου και πέραν εις την Ελαίαν.
(Σημείωσε, ότι ο μεν Θεολόγος Γρηγόριος ένα εγκωμιαστικόν λόγον πλέκει εις τας μαρτυρικάς κεφαλάς των Αγίων τούτων Μακκαβαίων, ου η αρχή: «Τι δε οι Μακκαβαίοι;» ο δε Χρυσόστομος τρεις λόγους συνέγραψε, περιεχομένους εν τω πέμπτω τόμω της εν Ετώνη εκδόσεως και πεντηκοστώ της εκδόσεως Migne, ων του μεν πρώτου η αρχή: «Ως φαιδρά και περιχαρής ημίν», του δευτέρου: «Άπαντας μεν ουν εγκωμιάσαι», ον και παραθέτομεν ανωτέρω· του δε τρίτου· «Και τοις Μάρτυσιν ορών». Αξιόλογον δε είναι εκείνο, το οποίον γράφει περί αυτών ο ρηθείς Γρηγόριος· «Οι προ των Χριστού παθών μαρτυρήσαντες, τι ποτε δράσειν έμελλον μετά Χριστόν διωκόμενοι, και τον εκείνου υπέρ ημών μιμούμενοι θάνατον. Ει γαρ χωρίς υποδείγματος τοιούτοι και τοσούτοι την αρετήν, πως ουκ αν ώφθησαν γενναιότεροι μετά του υποδείγματος κινδυνεύοντες; Και άμα μυστικός τις και απόρρητος ούτος ο λόγος, σφόδρα πιθανός εμοί γουν και πάσι τοις φιλοθέοις, μηδένα των προ της Χριστού παρουσίας τελειωθέντων δίχα της εις Χριστόν πίστεως τούτου τυχείν· ο γαρ Λόγος επαρρησιάσθη μεν ύστερον καιροίς ιδίοις, εγνωρίσθη δε και πρότερον τοις καθαροίς την διάνοιαν». Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Αγίας Σολομονής σώζεται ολόκληρον εν τω Πατριαρχείω της Κωνσταντινουπόλεως. Εις το Μαρτύριον τούτων λόγων συνέγραψεν ο Ιώσηπος, ου η αρχή: «Φιλοσοφώτατον λόγον επιδείκνυσθαι μέλλων». Ευρίσκεται δε εν τη Μεγίστη Λαύρα και έτερος λόγος συντομώτερος προς αυτούς, ου η αρχή· «Ότι των παθών αυτοκράτωρ ο λογισμός»).
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Αυγούστου, η ανακομιδή του λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Στέφανος ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος εγένετο ο πρώτος της των Χριστιανών πίστεως Μάρτυς υπό των Ιουδαίων λιθοβοληθείς και τελειωθείς. Αφ’ ου δε παρήλθον τριακόσια τέσσαρα έτη από του μαρτυρίου του και αφ’ ου ετελειώθησαν δια του μαρτυρίου πολλοί Χριστιανοί, η ειρήνη διεδέχθη την ταραχήν, και η οικουμένη απελάμβανεν ελευθερίαν και ησυχίαν· και όλαι μεν αι φυλακαί εκενώθησαν εκ των φυλακισμένων Χριστιανών, όλα δε τα βασανιστήρια των τυράννων κατέπαυσαν, βασιλεύσαντος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του χριστιανικωτάτου και πρώτου βασιλέως των Ορθοδόξων, τότε δ΄εφανερώθη και ο πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου ούτω πως. Άνθρωπός τις κατώκει εις εκείνην την ιδίαν κώμην, όπου ήτο κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων την ηλικίαν, Ιερεύς το αξίωμα και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δις ή τρις ο Άγιος Στέφανος και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην, ο οποίος χαράς πολλής εμπλησθείς ήλθεν εις τον μηνυθέντα τόπον μετά των κληρικών του και σκάψας εύρε την θήκην εντός της οποίας ήτο το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς μέγας σεισμός, και ευωδία πολλή εξήλθεν ευωδιάζουσα τους παρευρεθέντας· άνωθεν δε εξ ουρανών εγίνοντο φωναί αγγελικαί λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου· αλλά και ιατρείαι ενηργούντο εις τους πάσχοντας διάφοροι, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο λείψανον, μεθ’ όλων των κληρικών και του παρατυχόντος λαού, εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και ούτω μεθ’ όλης της πρεπούσης τιμής το μετέφερον εις την Ιερουσαλήμ και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου Στεφάνου εντός της Ιερουσαλήμ άρχων τις συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας θερμώς τον Πατριάρχην Ιωάννην κατέπεισεν αυτόν να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος· όθεν κατασκευάσας θήκην εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας) ομοίαν με την θήκην, ήτις περιείχε το λείψανον του Αγίου Στεφάνου, έθηκεν αυτήν πλησίον της θήκης του αγίου λειψάνου, αφ’ ου δε απέθανεν, απετέθη το λείψανόν του εις την καινήν εκείνην θήκην. Μετά δε οκτώ έτη, όταν εβασίλευεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ηνωχλείτο μεν υπό πολλών να νυμφευθή εκ δευτέρου δια τον πλούτον και το κάλλος της, αυτή δε δεν ήθελε, τούτου ένεκα εσκέφθη να πράξη το εξής, να λάβη το σώμα του ανδρός της και να υπάγη εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολιν. Παρουσιάσθη λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Άγιον Κύριλλον, και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να λάβη την θήκην την περιέχουσαν το λείψανον του ανδρός της· αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν επέτρεπε τούτο εις αυτήν. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, και τη συνεργεία αυτού έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, να δύναται να λάβη το λείψανον του ανδρός της και να αναβή εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν μη δυνάμενος πλέον ο Πατριάρχης να εναντιωθή, επέτρεψεν εις την γυναίκα να το λάβη. Πλανηθείσα όμως η γυνή κατά θείαν πρόνοιαν, αντί του ανδρός της έλαβε την ομοίαν εκείνην θήκην, την περιέχουσαν το του Αγίου Στεφάνου λείψανον· ταλυτην δε βάλουσα επί θρόνου, και τον θρόνον φορτώσασα εις όνον, ήρχισε την οδοιπορίαν δια Κωνσταντινούπολιν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι, έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», τα δε μέρη εκείνα επληρώθησαν ευωδίας μύρου πολλού και ευωδεστάτου· οι δε δαίμονες μακρόθεν κλαίοντες, εφώναζον με συνεχείς φωνάς· «Αλλοίμονον εις ημάς! Διότι ο Στέφανος διέρχεται εκ μέσου ημών και μας πληγώνει αοράτως». Αφιχθείσα δε η γυνή εις την παράλιον πόλιν της Ασκάλωνος εύρεν εκεί πλοίον, και δούσα ναύλον πεντήκοντα φλωρία επεβιβάσθη εις αυτό και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν και όσα σημεία ετελέσθησαν αδύνατον να τα περιγράψωμεν εν συντομία. Όταν δε η γυνή αφίκετο εις την Κωνσταντινούπολιν και έφθασεν εις τα ώτα του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εγένοντο δε εις αυτόν γνωστά τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα ενώπιόν του διηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, απ’ αρχής μέχρι τέλους, τίνι τρόπω έλαβε χώραν το τοιούτον, τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ενεπλήσθη αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως· όθεν προσέταξεν ευθύς τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον να εξέλθωσιν εις προϋπάντησιν του Αγίου λειψάνου με τιμήν μεγίστην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρωσιν αυτό εντός των βασιλικών παλατίων. Τότε δε όσα θαύματα έγιναν αδύνατον να τα περιγράψη τις ακριβώς. Έσυρον λοιπόν αι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως ου έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εσταμάτησαν· επειδή δε έπληττον τα ζώα ίνα προχωρήσωσι, τούτου ένεκα μία των ημιόνων ελάλησεν ανθρωπίνην φωνήν λέγουσα· «Διατί μας δέρετε; Ενταύθα πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον» ταύτην την φωνήν ακούσαντες ο τε Πατριάρχης και όλοι οι παρευρεθέντες έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν τω Θεώ. Ταύτα δε μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς εξεπλάγη, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου σύναξις και εορτή. Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, η δε μνήμη του, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΛΟΓΟΥ
Εις την εύρεσιν του τιμίου λειψάνου του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Πρωτομάρτυρος Αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ.

Μετά το λιθάσαι τον Άγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον διωγμός πολύς επί την Εκκλησίαν την εν Ιεροσολύμοις εγένετο εν εκείνη τη ημέρα και πάντες διεσπάρησαν κατά τας χώρας της Ιουδαίας και Σαμαρείας, πλην των Αποστόλων· συνεκομίσαντο δε τον Άγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον άνδρες ευλαβείς και ποιήσαντες γλωσσόκομον πέρσινον, κατέθεντο αυτόν εκ δεξιών του θυσιαστηρίου της αγίας Σιών, γράψαντες και τίτλον εβραϊκοίς γράμμασι χιμήλ, από συριακής γλώσσης· και εποίησαν κοπετόν μέγαν απ’ αυτόν· και τύπτοντες τα στήθη αυτών υπέστρεφον εις Ιερουσαλήμ. Γαμαλιήλ δε τις, ιδών την αρετήν του ανδρός, και ελπίζων έχειν μέρος μετ’ αυτού εν τη αναστάσει, εγερθείς δια νυκτός, και προσπεσών τοις Αποστόλοις εν τω καιρώ εκείνω, επί της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω, και προτρεψάμενος αυτούς παντί τρόπω συνεβούλευσεν, ώστε συνελθείν αυτούς και συγκομίσαι αυτού το άγιον σώμα, και απενέγκαι εις το ίδιον χωρίον το επ’ ονόματι αυτού κληθέν, εκ διαστήματος όντος της πόλεως από εικοστού σημείου και κατά το ειθισμένον αυτοίς υπό του νόμου επετέλεσαν ημέρας τεσσαράκοντα· και τα υπέρ του κοπετού αναλισκόμενα, εκ της του Γαμαλιήλ δαπάνης εδόθη, και ούτως αυτόν κατέθεντο εν τω αυτού μνημείω τω καινώ. Ακούσας δε Νικόδημος, ο του Γαμαλιήλ ανεψιός, κατενύγη υπό Ιησού του Κυρίου και Σωτήρος ημών Θεού, ώστε εξ ύδατος και πνεύματος αναγεννηθήναι· και απελθών νυκτός, εφωτίσθη παρά Πέτρου και Ιωάννου των μαθητών· και ακούσαντες οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι ηγανάκτησαν κατ’ αυτού λίαν· και εσκέψαντο ανελείν αυτόν, καθώς και Στέφανον ανείλον· δια δε τον Νικόδημον τούτο ουκ εποίησαν· αλλ’ αναθεματίσαντες αυτόν, και πάντα τα υπάρχοντα αυτού αρπάσαντες, εις όνομα του Ναού, της πόλεως εξώρισαν, και αικίσαντες και πληγώσαντες ημιθανή κατέλιπον αυτόν·ο δε Γαμαλιήλ και τούτον κρυφή προσλαβόμενος, εν τω αυτώ χωρίω ένθα ο Λουκιανός εκλήρωσεν αυτώ πρεσβυτέριον, εποίησεν αυτόν διατρέφεσθαι και ενδύεσθαι εκ της αυτού ουσίας, έως ου και αυτός μετ’ ολίγον χρόνον κοιμηθείς, ως ομολογητής Χριστού ετελειώθη· και εποίησεν αυτόν κατατεθήναι πλησίον του Αγίου Στεφάνου· οι δε έτεροι δύο οι συν αυτοίς κείμενοι εισί Γαμαλιήλ και ο τούτου ηγαπημένος υιός, ου το όνομα Αβελβούλ, εικοσαετής υπάρχων, ο συν αυτώ πιστεύσας εν τω του Χριστού κηρύγματα, και εν μια ημέρα συν αυτώ φωτισθείς εν τω αγίω λουτρώ υπό των του Χριστού μαθητών. Ο δε αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός, έτι μάλλον βουλόμενος υψώσαι το κέρας του Χριστού αυτού, τουτέστι το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ηυδόκησε δια της αυτού χάριτος επ’ εσχάτων των ημερών αποκαλύψαι τον αυτού δούλον, τούτον, λέγω, τον τρισμακάριον και ενδοξότατον Στέφανον τον Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιάκονον, και αυτόπτην της ουρανίου Βασιλείας, τον επ’ αγαθής μνήμης μακαριζόμενον· δι’ ο εν οράματι ταύτα τω πιστώ αυτού δούλω Λουκιανώ τω ιερεί απεκάλυψεν ως εν τη κατωτέρω επιστολή αυτού ο ίδιος διηγείται.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΟΠΤΑΣΙΑ
Τοις κατά πόλιν και χώραν αγιωτάτοις και θεοσεβεστάτοις και εναρέτοις επισκόποις και πρεσβυτέροις και διακόνοις εν Χριστώ πεπιστευκόσι, κληρικοίς τε και αδελφοίς, παρά Λουκιανού ελαχίστου χαίρειν.

Όρασις εκ τρίτου σημείου, ήν περ ακούσαντες συναθλήσατε αυτοίς ταις θερμοτάταις και αγίαις υμών ευχαίς, δοξάζοντες τον τοιαύτα γνωρίσαντα αμαρτωλοίς ανδράσιν, ων πρώτος ειμί εγώ. Περί την ώραν της νυκτός, ο Θεός είδε και το Άγιον Πνεύμα, έτι μου γρηγορούντος και ως εν εκστάσει γενομένου, τεθέαμαι άνδρα τη ηλικία υπερμεγέθη, νεοφανή, ωραίον, απλότριχα, στολήν λευκήν ημφιεσμένον, ης τα γραμμεία ήσαν χρυσά· και ένδον αυτής σημείον σίγμα, και υποπόρφυρα· και σανδάλια χρυσολώρινα υποδεδεμένος· και ράβδον χρυσήν ην περιφερόμενος τη δεξιά χειρί, ήλθε και ένυξέ με τη ράβδω τρίτον και το όνομά μου εκ τρίτου εκάλεσεν· εγώ δε είπον αυτώ· «Τις ει, Κύριε»; Λέγει μοι τότε ο φανείς· «Εγώ ειμί ο Πρωτομάρτυς Στέφανος· άνελθε εις Ιεροσόλυμα, ειπέ τω Επισκόπω Ιωάννη τω εκείσε· έως πότε εγκατάκλειστοί εσμεν, και ουκ ανοίγεις ημίν και κηρύττεις τα άθλα; Και μάλιστα εν τοις χρόνοις της αρχιερωσύνης σου δει ημάς αποκαλυφθήναι· και άνοιξον ημίν ταχέως, ίνα δι’ ημών ανοίξη ο Θεός θύραν φιλανθρωπίας τω κόσμω· κινδυνεύει γαρ απολέσθαι από των πολλών ανομιών των επ’ αυτώ καθ’ εκάστην ημέραν γινομένων· και ου τοσούτον μέλει, λέγει μοι, δι’ εμαυτόν, όσον υπέρ της του κόσμου ζωής και δια τους συν εμοί κειμένους Αγίους, και αξίους όντας πολλής τιμής και δόξης· ο γαρ εν ω κείμεθα τόπος ημέληται· και ποτέ μεν τα λείψανα ημών βρέχονται, ποτέ ηλιόκαυστα γίνονται και τόπον ουδείς οίδεν». Εγώ δε απεκρίθην λέγων· «Τις ει συ, Κύριε»; Ο δε αποκριθείς ειπέ μοι· «Στέφανός ειμι ο λιθοβοληθείς υπό των απίστων Ιουδαίων εν Ιερουσαλήμ· οι δε συν εμοί κείμενοί εισι Γαμαλιήλ ο τον Παύλον αναθρέψας και τον νόμον διδάξας εν Ιερουσαλήμ· και οι άλλοι Νικόδημος και Αβελβούλ». Τη δε άλλη Παρασκευή κατά την αυτήν ώραν παρέστη πάλιν ο Άγιος Στέφανος τω αυτώ σχήματι λέγων· «Εις τι ημέλησας και ουκ απήλθες και εξηγήσω τω Επισκόπω Ιωάννη τα λεχθέντα σοι»; Εγώ δε απεκρίθην λέγων· «Σύγγνωθι μοι, Κύριε, ότι εν μιά ώρα ουκ ηδυνάμην τον τοιούτον Αρχιερέα του Θεού κινήσαι και τον λαόν θορυβήσαι· ακούω γαρ της θείας Γραφής πανταχού λεγούσης, ότι επί δυσί και τρισί μάρτυσι σταθήσεται παν ρήμα· αλλά τούτο εδεήθην παρά Κυρίου, ίνα, εάν η όρασις αύτη απ’ αυτού μοι απεστάλη, ακριβεστέραν μοι αποκάλυψιν δείξη». Ως δε της θύρας εξήει πάλιν επανήλθε λέγων· «Πρεσβύτερε, άλλο τι σοι έχω ειπείν». Και είπον· «Λάλει, Κύριε». Και λέγει μοι· «Ως ότι αμφέβαλες εν τη διανοία σου λέγων· ως ότι εάν εύρω αυτούς, άρα τους τέσσαρας έχω ευρείν συγκεκριμένους εν μιά θήκη; Και πως γνώσομαι του Αγίου Στεφάνου το λείψανον από των άλλων; Ουκ οίδα εγώ ο ταλαίπωρος· ουκ έστι δε ούτως ως υπονοείς, αλλ’ έκαστος ημών ιδίαν θήκην έχει φανεράν». Εγώ δε είπον· «Πως, Κύριε»; Λέγει μοι πάλιν ο Άγιος· «Πρόσεχε και δεικνύω σοι». Και εκτείνας την αγίαν αυτού δεξιάν χείρα εις τον αέρα, ευρέθη βαστάζων καλάθους τέσσαρας· τρεις μεν χρυσούς, ένα δε αργύρεον· και οι μεν δύο χρύσεοι κάλαθοι έγεμον ρόδα λευκά και ο τρίτος χρύσεος κάλαθος έγεμε ρόδα πυρά ως αίμα· ο δε αργύρεος κάλαθος έγεμε κρόκον ευωδέστατον· συνεκεκόλλητο δε ο αργύρεος ενί των τεσσάρων ως δίδυμος φαινόμενος, και υψηλότερος των άλλων καλάθων· έστησε δε τους καλάθους, τον μεν των πυρών ρόδων εκ δεξιών προς ανατολάς· τον δε λευκόν προς βορράν· τους δε άλλους κρεμαστούς ανέδειξεν επάνω των του βορεινού καλάθων, ως από πηχών τριών· και λέγει μοι ο Άγιος Στέφανος· «Είδες τους καλάθους τούτους»; Και λέγω· «Ναι, Κύριε». Ο δε Άγιος λέγει· «Οι κάλαθοι ούτοι τα λείψανα ημών εισι και αι θήκαι ημών· και ο μεν τα πυρά ρόδα έχων εγώ ειμι ο Στέφανος· αυτός γαρ μόνος εμαρτύρησα υπέρ του Δεσπότου μου Ιησού Χριστού· ο δε άντικρυς του προσώπου μου ο κύριος Νικόδημός εστιν ο του Χριστού ομολογητής». Πάλιν δε αποτολμήσας εγώ είπον· «Ίνα τι, Κύριε, ο εις κάλαμος χρύσεος, και άλλος αργύρεος; Και ίνα τι εις ρόδα γέμει, και ο έτερος κρόκον»; Και λέγει μοι ο Άγιος Στέφανος· «Ο αργύρεος κάλαθός εστι του κυρίου Νικοδήμου, επειδή καθαρός ων τω σώματι και λαμπρός την ψυχήν ώσπερ ο άργυρος, εν τω του Θεού Ναώ ανετρέφετο γυναίκα μη ορών ειμή την εαυτού μητέρα μόνον και δια τούτο κρόκον γέμει ευωδίας πεπληρωμένον». Και ούτω πάλιν εξαναστάς, ηυχαρίστησα τω φιλανθρώπω Θεώ. Και τη άλλη Παρασκευή αυτή τη ώρα κατά το πρότερον, ο αυτός Άγιος Στέφανος παρέστη απειλών και εμβριμώμενός μοι έλεγε· «Τι ουκ εφρόντισας ανελθείν και ειπείν τω Επισκόπω; Πίστευε ότι εάν μη απέλθης, παθείν έχεις πολλά κακά α ου προσδοκάς και τας σάρκας σου τοις πετεινοίς του ουρανού και τοις θηρίοις της γης διασκορπίσω». Ο δε ταπεινός εγώ Λουκιανός είπον προς αυτόν· «Κύριε, εδεήθην του Κυρίου περί τούτου, και εξεδεχόμην την τρίτην σου παρουσίαν, ίνα ούτω πληροφορηθείς κηρύξω υμών την αποκάλυψιν». Αυτού δε εστώτος και απειλούντος, είδον εαυτόν αρπαγέντα εν τη πόλει, και πάσας τας οπτασίας εξηγησάμην τω Επισκόπω· και εν αυτή δε τη ώρα λέγει μοι ο Επίσκοπος· «Ει ταύτα ούτως εώρακας εν τοις χρόνοις ημών, και ταύτα εθεάσω, αγαπητέ, και ει ταύτα απεκαλύφθη σοι, εμέ δει λαβείν εκείθεν τον βουν τον άρρενα, τον αροτήρα τον αμαξικόν, τον εργάτην, και εάσαι σου το χωρίον μετά των όντων καρπών». Απεκρίθην δε και είπον αυτώ· «Τι εστί μοι το χωρίον, Κύριε, εάν μη έχω τον βουν τον κάμνοντα»; Ο δε λέγει μοι· «Ούτως εστίν, η πόλις ημών δι’ αμαξίων υπηρετείται· λείπει δε τω μεγάλω αμαξίω εις βους· λέγεις δε αυτόν μένειν παρά σοι· δίκαιον όμως εστίν αυτόν μάλλον την πόλιν έχειν, αρκούσι δε σοι οι άλλοι δύο βόες μετά του δαμαλίου και η σκευή του μεγάλου βοός προς καλλιέργειαν του χωρίου». Και ταύτα ειπών τω Επισκόπω εν τη οράσει, είδον τον Άγιον Πρωτομάρτυρα Στέφανον ελθόντα και κατασχόντα μου την χείρα, και ανενέγκαντά με πάλιν εις την αυτήν κώμην και λέγει μοι ο Άγιος Στέφανος· «Ει βούλει ημάς ευρείν, ζήτησον ημάς εν τω χωρίω τω λεγομένω Συριστί Λαγάγ Αβραάμ· όπερ ερμηνεύεται χωρίον Θεού». Εξυπνισθείς ουν το τρίτον και ερωτήσας ποίον εστί το χωρίον, μηδενί δηλώσας το όραμα απήλθον καθ’ εαυτόν στοχαζόμενος· και είδον το χωρίον παμμέγεθες εισόπεδον, ευθαλέστατον και κατά το μέσον αυτού βουνός μέγας, και ενόμιζον εκεί ευρίσκειν αυτούς· και ούτως ανελθών εις την πόλιν γνώμη εγένετο προς τους αξιοπίστους πρεσβυτέρους, ίνα με συμβουλεύσωσι, το τι οφείλω ποιήσαι· οι δε είπον μοι· «Ουχ οράς τους σεισμούς τους καθ’ ώραν γινομένους και την τοσαύτην αβροχίαν, και βούλει κρύψαι την αποκαλυφθείσάν σοι όρασιν προς σωτηρίαν του κόσμου; Μη αναμείνης ειπείν τω Επισκόπω Ιωάννη». Και τότε προλαβόντες με εισήλθον και εμήνυσαν τω Επισκόπω περί εμού· όστις προσκαλεσάμενός με εις το ίδιον ταμείον, επυνθάνετο παρ’ εμού ει ταύτα ούτως έχει· και ούτως εξηγησάμην αυτώ την πρώτην και δευτέραν όρασιν φυλάξας τον διάλογον του βοός, αναμένων ακούσαί τι παρ’ αυτού· ο δε ευθέως απεφθέγξατο ούτω λέγων· «Ευλογητός Κύριος ει όλως ταύτα έχει, α εθεάσω, αγαπητέ· και εν τοις χρόνοις ημών ηυδόκησεν ο Κύριος τους Αγίους αυτού αποκαλύψαι ημίν· εμέ δει λαβείν εκείθεν το λείψανον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου και Αρχιδιακόνου του Χριστού του αθλητού της ευσεβείας και αυτόπτου της των ουρανών Βασιλείας». Ούτω χαίρων επί τη τοιαύτη αγγελία, επέτρεψεν εμοί κατελθείν και ορύξαι εις τον βουνόν λέγων· «Επάν εύρης, φρούρησον αυτός δι’ εαυτού και δήλωσον δια τινος γραμματοφόρου». Ούτω λαβών την τοιαύτην παραγγελίαν ώρμησα εις την κώμην κηρύξας πάσιν, ώστε πάντας ορθρίσαι επί τον βουνόν. Αυτή δε τη νυκτί επιφαίνεταί μοι ο Άγιος Στέφανος και λέγει μοι· «Πρεσβύτερε, μη θελήσης εις τον βουνόν καμείν· ου γαρ ειμι εκεί· ο βουνός γαρ εις μαρτύριον ετέθη του εκείσε τελεσθέντος ημίν κοπετού· αλλά προς βορράν του χωρίου ζήτησον ημάς από της οδού κάτωθεν, μετρήσας από του βουνού πήχεις εβδομήκοντα πέντε». Ορμήσαντες ουν ηβουλήθημεν πρώτον εις τον βουνόν εξελθείν· μονάζων δε τις διεκώλυεν ημάς λέγων· «Τάδε και τάδε εν οράματι προσετάγην σοι ειπείν σήμερον, κύριε πρεσβύτα». Ακούσας δε εγώ έγνων, ότι αληθής εστιν η όρασις· όμως δε πρώτον εις τον βουνόν ωρμήσαμεν· και έως τρίτης ώρας ορύξαντες, εύρομεν στήλην μίαν λιθίνην, εβραϊκοίς γράμμασι γεγραμμένην· Εβραίον δε τινα μεταστειλάμενοι, εποιήσαμεν κοινώς αναγνώναι τα γράμματα· και λέγει ημίν· «Η γραφή αύτη του χωρίου τούτου, ούτως ερμηνεύεται· κοπετός δικαίων, θρήνος Αγίων». Και ούτως εάσαντες απήλθομεν εις τον τόπον όπου αυτή τη νυκτί ώφθη ημίν ο ένδοξος Πρωτομάρτυς Στέφανος. Και ορύξαντες, εύρομεν κατά πάντα τα οραθέντα ημίν· και το επίγραμμα αυτού εύρομεν ούτω· «Χιλιλήμ· νασουάμ· αβελβούς». Ο δε αβελβούς υιός ερμηνεύεται· ερμηνεύεται δε ο χιλιλήμ, από του Συριακού, ο Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυς του Χριστού· και ο Νασουάμ Νικόδημος. Εν αυτή δε τη ώρα σεισμός εγένετο μέγας, ώστε σαλευθήναι πάντα τα θεμέλια της γης και το λείψανον του Αγίου Στεφάνου σκιρτήσαι και αναθάλλειν· ευωδία δε μεγάλη εξελήλυθεν εκ της αυτού θήκης, ώστε εις ύπνον ημάς πάντας εφελκυσθήναι. Άγγελοι δε ύμνουν, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη», ότι απεκάλυψε το λείψανον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου τοις ανθρώποις· και έως δεκάτου σημείου περικύκλω φθάσαι εις πάντα τον λαόν την ευωδίαν· ιάσεις δε και θεραπείαι εγένοντο εν αυτή τη ημέρα, εν τοις παρατυχούσιν όχλοις· και ούτως εδήλωσα τω Επισκόπω, και ευθέως παρεγένετο μετά δύο συνεπισκόπων και θεασάμενοι ηγαλλιάσαντο σφόδρα· και εκέλευσεν ανενεχθήναι το λείψανον του Αγίου και ενδόξου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου εν Ιεροσολύμοις εν τη Αγία Σιών.

ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ
Εν Ιεροσολύμοις και μεταφορά αυτού εν Κωνσταντινουπόλει.
Ανενεχθέντος του αγίου λειψάνου εν Ιεροσολύμοις Αλέξανδρος ο Συγκλητικός συνέθετο κτίζειν μαρτύριον επ’ ονόματι του Αγίου ενδόξου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Πληρωθείσης ουν της οικοδομής αυτού εκ της ιδίας του Συγκλητικού Αλεξάνδρου ουσίας, πολλά εδεήθη ούτος του Επισκόπου Ιωάννου, ίνα κατάθηται εν αυτώ το άγιον λείψανον. Τότε ο Επίσκοπος Ιωάννης τελέσας λιτανείαν κατέθετο το γλωσσόκομον, ηλώσας τίτλον έξωθεν· απέθετο δε τον Άγιον Στέφανον τον Πρωτομάρτυρα του Χριστού μετά πολλής ασφαλείας και τιμής μηνί Δεκεμβρίω ιδ΄ υπατεύοντος του Δεσπότου ημών και αυτοκράτορος Αυγούστου Κωνσταντίνου έτει δεκάτω της βασιλείας αυτού. Και μετά έτη πέντε νόσω περιπεσών Αλέξανδρος ο Συγκλητικός, διαθήκην διαθέμενος εις την Εκκλησίαν, και εις τους πτωχούς, και εις την αυτού συμβίαν, ενώρκισεν αυτούς τω Θεώ λέγων· «Εάν αποθάνω ποιήσατε γλωσσόκομον πέρσινον, και θέσατέ με εγγύς του λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, επειδή τον οίκον εγώ ωκοδόμησα εκ της εμής ουσίας». Και τούτο ειπών εκοιμήθη· τη δε επιούση ημέρα παρών ο Επίσκοπος άμα τω πλήθει του λαού, συνεκόμισαν αυτόν εγγύς του Αγίου Στεφάνου. Μετά οκτώ έτη η γυνή του Συγκλητικού Αλεξάνδρου, ενθυμησαμένη εν εαυτή και καλόν ηγησαμένη, το του ανδρός αυτής λείψανον απεφάσισε απαγαγείν εν Κωνσταντινουπόλει εις το ίδιον κτήμα· και τούτο βουλευσαμένη μετεκαλέσατο τον Επίσκοπον Κύριλλον τον εν Ιεροσολύμοις· και γνώμης γενομένης αυτού, είπε προς αυτόν η γυνή· «Του ανδρός μου το λείψανον χρη με απαγαγείν εν Κωνσταντινουπόλει εις το εμόν κτήμα». Ο δε Επίσκοπος Κύριλλος είπεν αυτή· «Ου δύνη τούτο ποιήσαι και τον λαόν θορυβήσαι». Η δε γυνή είπε τω Επισκόπω· «Ου θέλεις δούναί μοι του ανδρός μου το λείψανον»; Ο δε Επίσκοπος είπεν· «Ου». Τότε η ελευθέρα κλαίουσα απήλθεν εις τον οίκον αυτής· και απέστειλε γράμματα προς τον εαυτής πατέρα, γράφουσα ούτως· «Η γνησία σου θυγάτηρ Ιουλιανή τω εμώ πατρί χαίρειν· τας πρεπούσας τιμάς προσάγω παρακαλούσα, υποδέξασθαι και παρασχείν μοι, ου λόγον κολακείας πεπληρωμένον, αλλ’ επουρανίων μυστηρίων μηνυτικόν· ουδέ συνθέτοις λόγοις ρητορικών πιθανότητα περιεχόντων, αλλά παράκλησιν προς τον εμόν Πατέρα και Δεσπότην, επειδή βίαν πάσχω τπό των αρχόντων ως χήρα χάριν γάμου· σπούδασον, ίνα έλθω εγώ, και αγάγω και εμού ανδρός το λείψανον εν Κωνσταντινουπόλει εις το εμόν κτήμα· σπεύσον ουν λαβείν σάρκαν και πέμψαι αυτήν τω Επισκόπω Κυρίλλω εν Ιεροσολύμοις». Ο δε έλαβε την σάρκαν παρά Κωνσταντίνου του μεγάλου βασιλέως μηνί Ιανουαρίω ιδ΄ ολυμπιάδος τρίτης εν υπατία του αυτού Δεσπότου ημών Κωνσταντίνου αυτοκράτορος Αυγούστου. Αποσταλείσης της σαρκός εδόθη αύτη τω Επισκόπω Κυρίλλω εν Ιεροσολύμοις, όστις λαβών και αναγνούς αυτήν και μη δυνάμενος αντειπείν, πέμψας προς την ελευθέραν είπε· «Πως δυνάμεθα τούτο ποιήσαι; Επειδή ουκ οίδαμεν ποίον εστι το γλωσσόκομον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ή ποίόν εστι του ανδρός σου και ουκ οίδα τι ποιήσω. Πλην ύπαγε, ευτρέπισον τα εν τη οδώ, και μήνυσόν μοι, και εγώ νυκτός δώσω σοι το γλωσσόκομον του ανδρός σου». Η δε ευτρεπίσασα τα εν τη οδώ, απήλθεν εις τον Επίσκοπον εν τη Εκκλησία· οψίας δε γενομένης βαθείας, κατήλθον εις το ευκτήριον ένθα κατέκειτο το λείψανον του Αγίου Στεφάνου· ανοίξαντες δε την θήκην, εύρον γλωσσόκομα δύο· ο δε Επίσκοπος λέγει τη γυναικί· «Ουκ οίδα εγώ ο ταπεινός ποίόν εστι το γλωσσόκομον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Η δε γυνή είπε τω Επισκόπω· «Εγώ οίδα το γλωσσόκομον του ανδρός μου, επειδή εγώ εποίησα αυτό». Τότε ακούσας ο μακάριος Επίσκοπος εκέλευσεν αυτήν άραι οίον οίδε· και ορμήσασα περιεπλάκη τω λειψάνω του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου· και αρούσα απέθετο τούτο εις το λεκτίκιον· και συνταξαμένη τω Επισκόπω απήει χαίρουσα. Δι’ όλης ουν της νυκτός ύμνος αγγελικός εγένετο εν τη οδώ· και οσμή μύρου ευωδίας εξήρχετο· έκραζον δε τα πνεύματα· «Ουαί ημίν, ότι ο Στέφανος διέρχεται δεινώς ημάς μαστίζων πυρί». Η δε ελευθέρα εις το βαστέρνιον αυτής εκαθέζετο· και οι παίδες περιπατούντες έμπροσθεν του λεκτικίου εδειλίασαν σφόδρα λέγοντες· «Τι τούτο το συμβάν ημίν· ότι τα ονεύματα κράζουσιν έμπροσθεν ημών περί του Αγίου Στεφάνου· μη άρα αυτός εστι και ουκ οίδαμεν; Επειδή γαρ πλήθος Αγγέλων έμπροσθεν ημών θεωρούμεν, και φόβω συνεχόμεθα, κυρία μου δέσποινα· τι ποιούμεν; Ουκ έστι του ανδρός σου το λείψανον τούτο, αλλ’ έστι του Αγίου Στεφάνου». Τότε η ελευθέρα ακούσασα ησύχασε και κλαίουσα παρήγγειλε τοις παισίν αυτής ότι· «Μηδενί λέγετε τον φόβον τούτον και τα οραθέντα ημίν εν τη οδώ· αλλ’ εάν τις ερωτά εν χώρα ή εν πόλει, τίνος εστί το λεκτίκιον τούτο, λέγετε ότι της ελευθέρας εστί, και απέρχεται εν Κωνσταντινουπόλει». Εν αυτή τη νυκτί διήλθον Μονάς τρεις, την δε ημέραν ησυχάσαντες, πάλιν εσπέρας βαθείας οδευόντων αυτών Άγγελοι συνεπορεύοντο αυτοίς και έλεγον· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, ότι απεκάλυψεν ο Θεός εν τη οδώ τοις παισί τους Αγγέλους αυτού, του διαφυλάττειν αυτούς». Τη δε μέση της νυκτός έκραζον τα πνεύματα λέγοντα· «Τις ο διερχόμενος και μαστίζων ημάς; Ου φέρομεν την δύναμιν του αγίου τούτου λειψάνου, ότι πυρ εστι και κατακαίει ημάς δεινώς». Ιάσεις δε και δυνάμεις εγίνοντο εν τη οδώ και αγγελική δυνάμει έτρεχον τα ζώα εν αυτή, μη φέροντα την βίαν του Αγίου και ενδόξου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Φθάσαντες εις Ασκάλωνα, και ευρόντες πλοίον απερχόμενον εν Κωνσταντινουπόλει, μετεκαλέσατο η γυνή τον ναύκληρον, και έδωκεν αυτώ χρυσίνους πεντήκοντα ειπούσα ότι· «Μυστήριον έχω σοι ειπείν και μη αντείπης μοι· γλωσσόκομον έχω του απαγαγείν εν Κωνσταντινουπόλει· και εάν τούτο ποιήσης, έχεις τον μισθόν παρά του Παντοκράτορος Θεού». Ο δε ναύκληρος είπε· «Κυρία μου Δέσποινα, είσελθε εις το ίδιόν σου πλοίον· ου γαρ βούλομαι αντειπείν τη εμή κυρία, ότι ο Πρωτομάρτυς Στέφανος συν σοί εστί, και εν αυτώ η ελπίς μου· ότι είδον οι οφθαλμοί μου παράδοξα σήμερον. Δεύρο, κυρία μου, ανάβηθι εις το πλοίον· μέλλομεν γαρ καλώς πλεύσαι τη του Θεού δυνάμει και του αγίου τούτου λειψάνου». Τότε εισελθούσα συν τοις παισίν εις το πλοίον, απέπλευσαν από της γης ιδίω ανέμω, και ελθόντες μέσον του πελάγους, άφνω γέγονε ζάλη, ώστε τα κύματα υψωθήναι παρά το ιστίον του πλοίου. Και της θαλάσσης κυμαινούσης δεινώς συνείχοντο φόβω, αναστάντες δε πάντες προσεκύνησαν τω αγίω λειψάνω· κλαιόντων δε αυτών και οδυρομένων, ευωδία μεγίστη γέγονεν εν τω πλοίω και ώφθη αυτοίς ο Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος και είπε· «Μη φοβείσθε, εγώ ειμι μεθ’ υμών». Τούτο δε ειπόντος αυτού, εκόπασεν ο άνεμος, και εγένετο γαλήνη μεγάλη· οψίας δε γενομένης, έπλεον εν τω πελάγει ιδίω ανέμω· μέσον της δε νυκτός φως εγένετο μέγα έγγιστα του λειψάνου του Αγίου Στεφάνου· και ατενίσαντες πάντες είδον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τους Αγίους Αγγέλους Αυτού υμνούντας και λέγοντας· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, ότι ηυδόκησας επί τον Άγιόν σου Στέφανον, τον μαρτυρήσαντα επί τω ονόματί αου». Ο δε Κύριος είπε τοις Αγγέλοις αυτού· «Παραμείνατε τω αγίω λειψάνω· αυτό γαρ φέρει θυσίαν τω ονόματί μου». Και τούτο ειπών άφαντος εγένετο. Πρωΐας γενομένης, ήλθον επί τα στενά χαλάσαντες και το άρμενον δια τον άρχοντα των στενών· άφνω εγένετο σεισμός εν τω τόπω εκείνω, ώστε σαλευθήναι πάντα τα θεμέλια της γης, έως ου παρήλθε το πλοίον, και τότε εκόπασεν η γη σειομένη· οι δε δαίμονες έκραζον τω άρχοντι· «Διατί ουκ έκαυσας το πλοίον εκείνο το παρελθόν, αλλ’ είασας αυτό καθ’ ημών παρελθείν; Αυτό γαρ το πλοίον επέφερε τον σεισμόν». Ο δε άρχων ηδέως ακούσας, απέστειλε δρόμωνας πέντε του φθάσαι το πλοίον· Άγγελος δε εξελθών εκ του πλοίου, εβύθισεν αυτούς, και εγένετο χαρά μεγάλη εν τω πλοίω, ότι ο Θεός ην μετ’ αυτών. Πλεύσαντες δε νυχθήμερα τρία ήλθον εν Χαλκηδόνι, ένθα παρέμεινε το πλοίον εις τον λιμένα ημέρας πέντε· όσοι δε είχον δαιμόνια ήρχοντο παρά την θάλασσαν βασανιζόμενοι και έκραζον λέγοντες· «Ο δούλος του Κυρίου ήλθεν ο λιθοβοληθείς παρά των ανόμων Ιουδαίων δεινώς ημάς μαστίζων». Τη δε χάριτι του λειψάνου αυτά τα πνεύματα έκραζον· «Ουαί ημίν, ότι κατακαίει ημάς δεινώς, που φύγωμεν την απειλήν αυτού την φοβεράν»; Εξήρχοντο δε από των ανθρώπων δεινώς ελαυνόμενα ως από πυρός· και όσοι είχον ασθενείς, έφερον αυτούς παρά την θάλασσαν, και πάντες υγιείς εγίνοντο, τη δυνάμει του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κακείθεν αποπλεύσαντες ήλθον εν Συκαίς· ακούσασα δε πάσα η πόλις έτρεχεν αντιπερώσα, των μεν Χριστιανών χαιρόντων, των δε Ελλήνων λυπουμένων, κακείθεν μεθορμήσαντες ήλθον εν τη πόλει, εν τω επιλεγομένω Στενώ, εν τω ζεύγματι της παραθαλασσίας. Ως έμαθε δε ο μακάριος Μητροφάνης ο Επίσκοπος περί του λειψάνου του Αγίου Στεφάνου εχάρη σφόδρα και απελθών ανήγγειλε τω βασιλεί. Ο δε βασιλεύς Κωνσταντίνος επυνθάνετο πως ήλθε το λείψανον από Ιεροσολύμων και μαθών περί της γυναικός εκέλευσεν αγαγείν αυτώ την γυναίκα· τούτου γενομένου λέγει αυτή· «Πως ήνεγκας το λείψανον του Αγίου Στεφάνου; Ειπέ μοι το αληθές». Αύτη δε είπε· «Δέσποτα αυτοκράτορ· ο μακάριος ανήρ μου Αλέξανδρος ο συγκλητικός, αυτός ωκοδόμησε το ευκτήριον του Αγίου Στεφάνου και αυτός άμα τω Επισκόπω Ιωάννη κατέθεντο τον Άγιον Στέφανον· μετά δε έτη τινά απέθανε και ο ανήρ μου, διαθέμενος διαθήκην τω Επισκόπω λέγων· εάν και αποθάνω θέσατέ με εγγύς του Αγίου Στεφάνου· ούτως εγένετο· εγώ δε βίαν πάσχουσα παρά των αρχόντων, ως χήρα, και μη θέλουσα γήμαι εδήλωσα τω πατρί μου, ότι θέλω εκεί ελθείν, και αγαγείν του ανδρός μου το λείψανον εις το εμόν κτήμα· ταύτα ακούσας ο πατήρ μου, λαβών την σάκραν παρά του υμετέρου κράτους, απέστειλε τω Επισκόπω ίνα άρω το λείψανον του ανδρός μου· κατελθόντες δε νυκτός μετά του Επισκόπου Κυρίλλου, εν ω τόπω κατέκειντο τα γλωσσόκομα, και νομίσασα του ανδρός μου το λείψανον αίρειν, του Αγίου Στεφάνου ήρα και δέξαι και την σάκραν Δέσποτα». Ο δε βασιλεύς λαβών και αναγνούς εγνώρισεν αυτού την χείρα· η δε γυνή είπε· «Δέσποτα αυτοκράτορ, του μεν σώματός μου εξουσίαν έχεις, της δε ψυχής μου μόνος ο Θεός εξουσιάζει, ο ποιών θαυμάσια εν ουρανώ και επί γης· ει ουν απιστής, Δέσποτα, πέμψον Εβραίον εις το πλοίον ένθα κατάκειται το γλωσσόκομον του Αγίου, και έστι τίτλος προσηλωμένος εν αυτώ, γράφων εβραϊκά γράμματα. Ανάγνωθι αυτά, και γνώση το αληθές». Ο δε βασιλεύς καλέσας Εβραίον ώρκισεν αυτόν κατά του νόμου, ότι «άπελθε και ίδε τι γράφει». Απελθών δε ο Εβραίος μετά δύο πρωτικτόρων και αναγνούς είπε· «Μέγα θέαμά εστιν». Οι πρωτίκτορες είπον· «Ειπέ ημίν το θέαμα». Και ο Εβραίος είπεν ότι· «ο Πρωτομάρτυς εστί και Αρχιδιάκονος Στέφανος, και εναυτώ η ζωή μου και η ελπίς μου, ότι είδον οι οφθαλμοί μου παράδοξα σήμερον». Τότε απελθόντες οι πρωτίκτορες (σωματοφύλακες) ανήγγειλαν τω βασιλεί, ότι ο Πρωτομάρτυς Στέφανος εστί· εχάρη ουν ο βασιλεύς μεγάλως και μετακαλεσάμενος τον Αρχιεπίσκοπον Μητροφάνην λέγει αυτώ· «Άπελθε εις το πλοίον μετά του πλήθους του λαού, καγώ αποστελώ το βουριχαλλίνιον, και φέρε μοι το γλωσσόκομον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου εις το παλάτιον». Τότε απελθών ο Επίσκοπος και πας ο λαός μετά κηρών συνέδραμεν. Ο δε μακάριος Μητροφάνης κατελθών εις το πλοίον ήρε το γλωσσόκομον· και επιθείς εις την καρούχαν εσπούδαζεν απελθείν εις το παλάτιον, αι δε μούλαι ανίασαν ελκόμεναι υπό των Αγγέλων βιαίως. Και ελθόντες εν τόπω επιλεγομένω Κωνσταντιαναίς έστησαν και ουκέτι μεταβήναι ίσχυον, αλλ’ εψόφων τα ζώα· η δε μία εξ αυτών, Αγγέλων δυνάμει αναγκαζομένη, μη φέρουσα, ανθρωπίνη φωνή ελάλησεν επί παντός του λαού και είπε· «τι τύπτετε ημών τας όψεις; Ώδε γαρ εν τόπω τούτω δει κατατεθήναι αυτόν και μη βιάζετε ημάς όλως· ειδέ μη σημεία και τέρατα έχετε ιδείν». Ο δε Αρχιεπίσκοπος, έντρομος γενόμενος επί τω παραδόξω του θεάματος, εδήλωσε τω βασιλεί, ότι· «Ου δύναμαι απενεγκείν το λείψανον του Αγίου Στεφάνου». Ο δε βασιλεύς ακούσας ελυπήθη· και πέμψας άλλα δώδεκα ζώα όπως σύρωσι την καρούχαν, και ομού σύροντες ουκ ίσχυσαν κινήσαι. Τότε ο λαός εβόησεν· «Εις ο Θεός Παντοκράτωρ ο ποιών θαυμάσια μόνος επί τον Άγιον Στέφανον τον Πρωτομάρτυρα τον μαρτυρήσαντα επί τω ονόματί σου, Κύριε· δος μοι έλεος ευχαίς και πρεσβείαις του Πρωτομάρτυρος». Τότε ο Επίσκοπος ήρε το γλωσσόκομον από της καρούχας και απέθετο αυτό εκεί, ποιήσας το ευκτήριον επί μήνας πέντε, παραμείναντος αυτού μετά πολλής ασφαλείας· κατέθετο δε αυτόν ο μακάριος Επίσκοπος Μητροφάνης μηνί Αυγούστω Δευτέρα. Ιάσεις δε πολλαί και δυνάμεις εγένοντο επί των ασθενούντων εν ταις ημέραις εκείναις επί τον λαόν τον παραμένοντα επί το άγιον λείψανον. Ο δε Επίσκοπος Μητροφάνης απηύθυνε προς τον λαόν του παραμένοντα επί το λείψανον του Αγίου ενόξου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου τον εξής περισπούδαστον εγκωμιαστικόν λόγον.

ΑΓΙΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
Επί τη καταθέσει του Αγίου Λειψάνου εν Κωνσταντινουπόλει.
Εν παντί καιρώ των μαρτυρικών αγώνων οι πόνοι νεάζοντες, και τας πενομένας εν ρήμασι γλώττας λαλείν αναγκάζουσιν· εκτήσαντο πολιτείαν ευάρεστον, και μετά θάνατον λάμπουσι, κεχωσμένοι τοις μνήμασι· προς ημάς διαλέγονται, και ο Θεός εν αυτοίς ως επί θρόνου καθέζεται· δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού, και ου μη άψηται αυτών βάσανος· όθεν Λουκάς εγκωμιάζων τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον, δείκνυσι την επ’ αυτώ γενομένην χάριν της αρρήτου δυνάμεως· τι γαρ φησι; Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως Θεού ων, εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ, και χάρις Θεού ην επ’ αυτώ. Στέφανος πλήρης πνεύματος και δυνάμεως Θεού ων, όλως ην παμμακάριστος. Στέφανος ως ευάνθητος ολκάς πεπληρωμένη καλώς, η του Παναγίου Πνεύματος αυτόν περιέσχε λαμπρότης η της του Θεού δυνάμεως αγιότης αυτόν περιήστραψεν· η του Χριστού πανταχόθεν αυτόν κατεφώτιζε χάρις· το των θαυμάτων περιέσκεπε φέγγος· η της θείας χάριτος αυτόν περιεκύκλωσε μεγαλοπρέπεια· πανταχόθεν εξ αυτού μεγαλουργημάτων εξεπήδων σπινθήρες· ένθεν ποσί χωλοίς εχαρίζετο υγεία· εκείθεν φως τυφλοίς περιέπιπτεν· αλλαχόθεν αρρωστιών απεδίωκε νόσους, τα των δαιμονιώντων ετέρωσεν εκαθάριζε μέλη· παραλελυμένων συνεδέσμει τα νεύρα· της θεραπείας των πτωχών περιενοείτο, των χηρών ην ως ανήρ, και των ορφανών ως πατήρ επεμελείτο· ο λόγος απαγγέλλει του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου την χάριν, η παναγία κατ’ αυτόν έφησε βίβλος· «εποίει γαρ, φησι, τέρατα και σημεία εν τω λαώ μεγάλα». Και ου τούτο μόνον, αλλά και προς Ιουδαίους επεδείκνυτο μίσος, υπέρ Χριστού προς αυτούς συνέχυνε τους Ιουδαίους· και σκότος αυτών ην καθώς ο λόγος ημίν εφανέρωσεν· ουκ ειδότες οι παμμίαροι, ότι και θεοπτίας αυτώ γενήσονται πρόξενοι· και φωνής αυτών πολεμίας ακούσουσι της του υπ’ αυτών σταυρωθέντος, της θείας εκ δεξιών εστώτα δυνάμεως επί πάντων βοώσης, και δι’ αυτού της ευσεβείας ανοίξας το στάδιον, και πάντας αυτού κατόπιν ερεθίση βαδίζειν· ως γαρ είδεν αυτόν ο διάβολος την τηλικαύτην της χάριτος περικείμενον δόξαν, και τας των θαυμάτων απολάμποντα ακτίνας, και μη του παναγίου Πνεύματος ενεργεία θεοπρεπώς φωτιζόμενον· και της χάριτος άξιον κειμήλιον· και των πενήτων άκλοπον γαζοφυλάκιον· και πρώτον όντα των επτά, των κληθέντων υπό των Αποστόλων χάριτι· και γνήσιον των μαθητών μαθητήν· και προς την του Σταυρού νωτοφορίαν γοργόν· τον των Ιουδαίων κατ’ αυτού ευθέως ανερρίπισε δήμον· και μάρτυρας κατασκευάσαντες ψευδείς εκείνοι κατ’ αυτού, ως ρήματα βλάσφημα λαλούντος κατά του Θεού και του νόμου και τα εξής και όλων αυτών των δυσσεβών λίθον επεκύλισε, και ταις των ψευδομαρτύρων αυτών κατηγορίαις ετόξευσεν. Εκ τούτου γέγονε δήλος επί πάντας ο Στέφανος· τας θείας αυτοίς υπαναγινώσκων Γραφάς, και τους εξ Αβραάμ υφηγείται καιρούς· και φανεροί το περί τους Προφήτας αυτών και τους δικαίους μίσος, και τον περί τον νόμον αυτών ουκ απέρριψε φθόνον· εφ’ οις πάντες κοινή πυρακτωθέντες, προς τον κατ’ αυτού κατέδραμον θάνατον, και της πόλεως έξω εκβαλόντες, ου γαρ ήσαν άξιοι τοιούτου κάλλους αρετών απολαβείν, ταις των λίθων βολαίς κατετόξευον, επικαλούμενον και λέγοντα· «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Έδειξε και δια τούτων των φωνών μαθητήν εαυτού του Χριστού δοκιμώτατον ο Στέφανος, κατόπιν της εκείνου μακροθυμίας ελθών· ως γαρ ο των όλων Δεσπότης επί το πάθος εκουσίως ελκόμενος, κατήλλατε τους εις αυτόν αμαρτάνοντας, τω Πατρί λέγων· «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Ούτω και ο παμμακάριστος Στέφανος, το της καθοσιώσεως φυλάττων ως δούλος, τας υπέρ των τιμωρούντων αυτόν πρεσβείας προς Χριστόν προεβάλλετο· «Κύριε», λέγων «μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Αυτός γαρ ην διαπαντός τοις πιστοίς της ευσεβείας διδάσκαλος· ο πρώτος ανοίξας της ευσεβείας το στάδιον· ο πλήρης χάριτος και δυνάμεως, ο δια πάντα προσαγορευόμενος Στέφανος· ο και της κλήσεως άξιος· ο και το όνομα κοσμών, και υπό της προσωνυμίας αυτού λαμπρυνόμενος, ο τον Βασιλέα καταξιωθείς ιδείν Χριστόν ο Πρωτομάρτυς Στέφανος και έτερος Προφήτης φησίν· «Εγώ δε ως αρνίον άκακον αγόμενον του θύεσθαι, επ’ εμέ ελογίσαντο βουλήν πονηράν». Ω πράγμα φρικώδες και τόλμης φοβερόν κατά του Αγίου Στεφάνου. Ω Ιουδαίοι άνομοι, εκρεμάσατε τον υψώσαντα υμάς, και υβρίσατε τον δοξάσαντα υμάς, τον Δεσπότην ημών Ιησούν Χριστόν! Ω Ιουδαίοι άνομοι, εκρεμάσατε τον υψώσαντα υμάς; Και εσταυρώσατε τον φυλάξαντα υμάς, και απεκτείνατε τον ζωοποιήσαντα υμάς; Ταύτα έλεγεν αυτοίς ο Άγιος Στέφανος, εν ταις ημέραις εκείναις, τον εντειλάμενον τω Αβραάμ εις χιλίας γενεάς· του τεθηκότος τον όρκον αυτού τω Ισαάκ, και στήσαντα τον Ιακώβ εις πρόσταγμα, και τω Ισραήλ εις διαθήκην αιώνιον· τον δεδοκότα σοι την γην Χαναάν. Τον πατάξαντα Αίγυπτον συν τοις πρωτοτόκοις αυτών δι’ υμάς, ω Ιουδαίοι άνομοι· τον καταδιελόντα την Ερυθράν θάλασσαν εις διαιρέσεις, και διαγαγόντα υμάς εν μέσω αυτής ως δια ξηράς· τον εκτινάξαντα Φαραώ και την δύναμιν αυτού εις θάλασσαν Ερυθράν· τον φωτίσαντα υμάς εν στύλω πυρός την νύκτα και επισκιάσαντα υμάς νεφέλης στύλω την ημέραν· τον δεδωκότα Μωσήν και Ααρών προπορεύεσθαι προ προσώπου υμών· τον νομοθετήσαντα υμάς εν Χωρήβ και μανναδοτήσαντα υμάς εν τη ερήμω· και ύδωρ εκ πέτρας ποτίσαντα υμάς, τον αποκτείναντα βασιλείς κραταιούς δι’ υμάς· τον Σιών βασιλέα των Αμμοραίων και τον Ωγ βασιλέα της Βασάν· τον θύσαντα έθνη επτά δι’ υμάς, ω Ιουδαίοι άνομοι· και εξολοθρεύσαντα τους βασιλείς αυτών· και δόντα την γην αυτών υμίν κληρονομίαν· τον καταστρέψαντα πόλεις οχυράς, και καταβαλόντα τείχη δι’ υμάς, ω Ιουδαίοι άνομοι, και κατακληροδοτήσαντα υμάς εξ Αιγύπτου, και φυτεύσαντα υμάς άμπελον καρποφόρον πάσαν αληθινήν και εκτείνοντα τα κλήματα υμών έως θαλάσσης και έως ποταμών τας παραφυάδας υμών· η άμπελος η αληθινή· διατί εστράφης εις πικρίαν, και ουκ εποίησας σταφυλήν, αλλά κραυγήν και ανομίαν κράζουσα, άρον σταύρωσον αυτόν, ω Ιουδαίοι άνομοι, τον τας νόσους υμών ιασάμενον, και το έθνος υμών ποικίλοις ιάμασιν ευεργετήσαντα. Εκείνος ως Δεσπότης τους νοσούντας υμών ιάτο και τους ξηρούς υμών εθεράπευσε, και ημείς ξύλον αυτώ ητοιμάσατε· εκείνος ως Δεσπότης Κύριος Ιησούς Χριστός τους νεκρούς υμών ήγειρε, και υμείς θάνατον αυτώ κατεσκευάσατε, ω Ιουδαίοι άνομοι. Και έλεγεν αυτοίς ο Άγιος Στέφανος· «Κύριε, απόδος αυτοίς καλά αντί κακών»· ω αχάριστοι Ιουδαίοι, τον ευερτην Θεόν παρωξύνατε τοις επιτηδεύμασιν υμών· εξέβαλεν υμάς ο Θεός εξ Αιγύπτου, εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ, και υμείς παραγενόμενοι παρά τον αιγιαλόν της θαλάσσης επιλαθόμενοι των θαυμάτων, ουκ ελέγετε δια το μη υπάρχειν μνήματα εν Αιγύπτω εξέβαλες ημάς ώδε αποκτείναι; Εμανναδότησεν υμάς εν τη ερήμω, και υμείς πικρίδας επεθυμήσατε φαγείν· ενέπλησεν υμάς ορτυγομήτρας, και υμείς χολήν επεθυμήσατε πιείν· υπομιμνήσκω υμάς, ω Ιουδαίοι, ουκ εγογγύσατε κατά Μωσή; Και παρεπικράνετε το πνεύμα Ααρών; Ουκ απέστητε από Θεού αρχηγού, και εζητήσατε πάλιν στραφήναι εις Αίγυπτον; Ανελθόντος δε του Μωσέως εις το όρος του λαβείν τον νόμον δακτύλω Θεού γεγραμμένον, υμείς εμοσχοποιήσατε εν Χωρήβ, και προσεκυνήσατε τω γλυπτώ, και ανηγάγετε θυσίας τοις ειδώλοις; Τότε ωργίσθη Κύριος και εξωλόθρευσε τα έθνη και εισήγαγεν υμάς και εμίγητε εν τοις έθνεσιν και εμάθετε τα έργα αυτών; Πως σε επαινέσω ή άξια εγκώμια δυνήσομαι εξειπείν της σης πολιτείας; Ου γαρ δυνήσομαι ατενίσαι εις τον σον χαρακτήρα. Άγιε Πρωτομάρτυς Στέφανε· τίνες εστέ υμείς, ω Ιουδαίοι; Αισχύνομαι γαρ εγώ, άμα δε και λυπούμαι επί τοις πεπραγμένοις κακοίς οις επράξατε, ω Ιουδαίοι· ου δύναμαι ουν εγώ αναβλέψαι εις το πρόσωπον του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ο και προείπον· ο γαρ χαρακτήρ αυτού βασιλικός και το πρόσωπον αυτού ως ήλιος· ώσπερ ουν τω προσώπω ουκ έστι εις το ατενίσαι και καταμαθείν τον χαρακτήρα του ηλίου, ούτω καγώ ου δύναμαι επιδείν εις το πρόσωπον του Αγίου Στεφάνου· ότι γαρ απεστάλη Στέφανος υπό του καθαρού αμιάντου Χριστού, λάμπων εν τω κόσμω ως λαμπρόν απεικόνισμα του μεγάλου Θεού, τον Βασιλέα ημών Κωνσταντίνον η πόλις εδόξαζε και χαίρει επί το άγιον λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ο δε βασιλεύς Κωνσταντίνος επίστευσεν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν· έστι δε ο Άγιος Στέφανος ουράνιον δώρον, και κτήμα οχυρόν, και φως θεϊκόν, και ανθρώποις ίασις, και πλεόντων λιμήν και αλιευόντων πενήτων προρρίπτων ιχθύας· ο του μεγάλου βασιλέως εν χώρα αιτούμενος δοθήναι παράδεισον. Στέφανος, ο των λίθων καταφρονήσας, και γένος επουρανίων Αγγέλων αγαπήσας, και υπό κυμάτων μη βυθισθείς· ο τους λίθους μη φοβηθείς και υπό πυρός μη καυθείς· ο εν γη διατρίβων και εν ουρανοίς πολίτης ων, και προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν παριστάμενος, και μετά Αγγέλων αγαλλόμενος, άνοιξον τους οφθαλμούς σου και ίδε επί την ασθένειαν ημών, ότι πάντες οι οφθαλμοί ημών εις σε ελπίζουσιν· αστήρ γαρ ηλίου φωτεινότερος υπάρχεις, λάμπων επί γης Πρωτομάρτυς Στέφανε· και φύλασσε τους σους δούλους· μη ουν εάσης τον κακοσύμβολον διάβολον ενοχλήσαι τινί ανθρώπω, αλλά φεύξεται απ’ αυτού τη δυνάμει του αγίου λειψάνου σου. Στέφανος υπέρ Χριστού αγωνιζόμενος είδε τους ουρανούς ανεωγμένους, και τον Κύριον Σαβαώθ καθήμενον επί θρόνου Χερουβίμ, και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα της δυνάμεως του Θεού· όθεν αναδραμών ο Στέφανος τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, έλαβε τον στέφανον τον δια ποικίλων μαργαριτών πεπλεγμένον. Τούτον τον Στέφανον πολλοί απεθαύμασαν Άγιοι, επειδή αυτός εγένετο στρατηλάτης του μεγάλου Βασιλέως. Όθεν αιτούμαι, Χριστέ ο Θεός ημών, τη πρεσβεία αυτού ειρήνην τω Κόσμω σου δώρησαι· τους πολέμους καταπράϋνον· τοις πλέουσι βοήθησον· τον καρπόν της γης πλήθυνον· τους αρρώστους ίασαι· τους δαιμονιώντας καθάρισον· τοις τυφλοίς το φως χάρισαι· τους παραλυτικούς ανόρθωσον· των χηρών φρόντισον, τα νήπια του λαού σου αύξησον, ότι μέγας ει, Κύριε, και φοβερός επί πάντα τον λαόν του· αυτός γαρ είπε και παρεκάλεσε, Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην· βλέπετε ουν, αδελφοί, μη καταφρονήσωμεν αυτού, αλλά φυλάξωμεν τας παραγγελίας του Δεσπότου ημών Χριστού, του ρυσαμένου ημάς από του σκότους και καλέσαντος ημάς εις την επουράνιον αυτού Βασιλείαν· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΣΤΕΦΑΝΟΥ Πάπα Ρώμης και των συν αυτώ.

Δημοσίευση από silver »

Στέφανος ο Πάπας και Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους Δεκίου, Ουαλλερίου και Γαλλιηνού των βασιλέων εν έτει σν΄ (250). Δια δε τον κατά των Χριστιανών διωγνόν εκρύπτετο εν Ρώμη, και τους προς αυτόν ερχομένους Έλληνας εδίδασκε και κατήχει εις τον Χριστιανισμόν, βαπτίζων αυτούς και χειροτονών εξ αυτών πρεσβυτέρους, διακόνους και αναγνώστας. Τινές τούτων συλληφθέντες ωμολόγησαν, δια παρακινήσεως αυτού, τον Χριστόν και έλαβον του Μαρτυρίου τον στέφανον. Όθεν δια ταύτα εφανερώθη ο μακάριος ούτος εις τον ηγεμόνα· προσαχθείς δε εις τον ναόν του Άρεως και προσευχηθείς, έσεισε τον ναόν και μέρος αυτού εκρήμνισε. Τότε οι μεν στρατιώται φοβηθέντες έφυγον, ο δε Άγιος ανεχώρησε και μετέβη εις τον τάφον της Μάρτυρος Λουκίας, τον ευρισκόμενον εν Καμπανία της Ιταλίας ένθα ετέλει την αναίμακτον θυσίαν. Ύστερον δε ζητήσαντες αυτόν οι στρατιώται και ευρόντες, τον ετιμώρησαν πολύ και τελευταίον τον απεκεφάλισαν, ούτω δε έλαβεν ο αοίδιμος διπλούν τον ομώνυμον στέφανον, και ως Αρχιερεύς, και ως αθλητής Κυρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Αυγούστου, μνήμη των επτά Παίδων των εν Εφέσω,

Δημοσίευση από silver »

ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΥ, ΕΞΑΚΟΥΣΤΩΔΙΑΝΟΥ, ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ, ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΥ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ΑΝΤΩΝΙΝΟΥ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.

Ο Μαξιμιλιανός και οι έτεροι συν αυτώ Άγιοι Παίδες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνβ΄ (252), αφού δε διεμοίρασαν εις τους πτωχούς όλην αυτών την περιουσίαν εισήλθον εντός σπηλαίου και εκρύβησαν· παρακαλέσαντες δε τον Θεόν να λυθώσιν από του δεσμού του σώματος και να μη παραδοθώσιν εις τον βασιλέα Δέκιον, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν. Όταν δε ο βασιλεύς Δέκιος επανήλθεν εις την Έφεσον, εζήτησεν αυτούς ίνα ελθόντες θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, και μαθών ότι απέθανον εν τω σπηλαίω, προσέταξε να εμφράξωσι την είσοδον αυτού. Έκτοτε λοιπόν παρήλθον εκατόν ενενήκοντα τέσσαρα έτη μέχρι του τριακοστού ογδόου έτους της βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού, ήτοι εν έτει υμς΄ (446). Τότε παρουσιάσθη μία νέα αίρεσις, μη παραδεχομένη την των νεκρών ανάστασιν. Ο δε βασιλεύς Θεοδόσιος, βλέπων τεταραγμένην την Εκκλησίαν του Θεού, καθό πλανηθέντων εις την αίρεσιν ταύτην πολλών Επισκόπων, ηπόρει περί του πρακτέου· όθεν ενδυθείς κιλίκιον (τρίχινον σάκκον δηλαδή) εκάθισε κατά γης και εθρήνει, παρακαλών τον Θεόν να του φανερώση τον τρόπον της διαλύσεως της αιρέσεως ταύτης. Δεν παρέβλεψε δε ο Κύριος τα δάκτυά του, αλλ’ επήκουσεν αυτού ούτω πως. Ο κύριος του όρους εκείνου, ένθα έκειτο το σπήλαιον των Αγίων επτά Παίδων, ηθέλησε κατ’ εκείνον τον καιρόν να κατασκευάση μάνδραν του ποιμνίου του, και ενώ εκύλιε λίθους εκ του σπηλαίου δια την οικοδομήν της μάνδρας, ηνοίχθη η θύρα του σπηλαίου, και κατά προσταγήν Θεού ανέστησαν οι εν τω σπηλαίω αποθανόντες επτά Παίδες, και συνωμίλουν μεταξύ των ως να είχον κοιμηθή την προηγουμένην ημέραν χωρίς τελείως να αλλοιωθώσιν τα σώματά των, ούτε αυτά τα ενδύματά των να φθαρώσι ποσώς εκ της φυσικής νοτίδος και υγρότητος του σπηλαίου. Αναστηθέντες δε ενεθυμούντο ότι ο βασιλεύς Δέκιος ζητεί να τους βασανίση· όθεν συνδιελέγοντο περί τούτου. Ο δε Μαξιμιλιανός έλεγεν εις τους άλλους· «Εάν, αδελφοί, συλληφθώμεν υπό του Δεκίου, ας σταθώμεν γενναίοι και μη προδώσωμεν την ευγένειαν της πίστεώς μας· συ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, ύπαγε να αγοράσης άρτον, και αγόρασον περισσότερον, επειδή χθες το εσπέρας ηγόρασας ολίγον, και δια τούτο εκοιμήθημεν σχεδόν πεινώντες, μάθε δε και τι βουλεύεται ο Δέκιος περί ημών». Ελθών λοιπόν ο Ιάμβλιχος εις την πόλιν της Εφέσου, είδε το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις την θύραν και εθαύμασεν. Βλέπων δε αυτό και εις άλλους τόπους, και θεωρών τας οικοδομάς παρηλλαγμένας και τους ανθρώπους διαφορετικούς, ενόμιζεν ότι βλέπει όραμα ή ότι ήλθεν εις έκστασιν· μεταβάς δε εις τα αρτοπωλεία ηγόρασεν άρτους, και όταν έδωκε τα χρήματα και έσπευδε να επανέλθη εις το σπήλαιον, είδε τους αρτοπώλας, οι οποίοι εδείκνυον εις αλλήλους τα νομίσματα, και οι οποίοι στρέφοντες προς αυτόν το βλέμμα έλεγον, ότι αυτός εύρε θησαυρόν, καθότι τα νομίσματα τα οποία έδωκε προς πληρωμήν είχον επάνω τετυπωμένην την εικόνα του προ πολλών ετών βασιλεύσαντος Δεκίου. Τούτο ακούσας ο Ιάμβλιχος ετρόμαξε, και εκ του φόβου δεν ηδύνατο να ομιλήση, νομίζων ότι εγνωρίσθη υπ’ αυτών και μέλλει δι’ αυτών να παραδοθή εις τον βασιλέα Δέκιον. Όθεν παρεκάλει αυτούς λέγων· «Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε και τα χρήματα, λάβετε και τους άρτους σας, πλην αφήσατέ με να αναχωρήσω». Οι δε αρτοπώλαι του έλεγον· «Δείξον μας τον θησαυρόν, τον οποίον εύρες, δος δε και εις ημάς μερίδιον του ευρήματος, ειδεμή θέλομεν σε παραδώσει εις θάνατον». Βλέποντες δε ούτοι τον Άγιον να ίσταται σύννους, έδεσαν άλυσον εις τον λαιμόν του και έσυρον αυτόν εις την αγοράν· απαγαγόντες δε αυτόν εις τον Ανθύπατον της Εφέσου, τον παρέστησαν εις εξέτασιν. Ιδών τούτον ο Ανθύπατος είπε· «Διηγήθητι, ω νεανία, πως εύρες τον θησαυρόν, πόσος είναι, και που υπάρχει». Ο δε Ιάμβλιχος απεκρίνατο, ότι ουδέποτε εύρε τι, αλλ’ ότι το νόμισμα, το οποίον έδωκε, το έχει λάβει παρά των γονέων του, έλεγε δε· «Τι είναι τούτο, όπερ ηκολούθησεν εις εμέ, δεν ηξεύρω». Ο δε Ανθύπατος πάλιν ηρώτησεν αυτόν, εκ ποίας πόλεως είναι. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εκ ταύτης είμαι, εάν αύτη είναι η Έφεσος». Λέγει ο Ανθύπατος· «Ποίοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθωσι προς ημάς, και όταν αποκαλυφθή η αλήθεια, τότε θέλομεν σε πιστεύσει». Ο Ιάμβλιχος απεκρίθη· «Ο δείνα είναι ο πατήρ μου, ο δείνς είναι ο πάππος μου, και οι δείνα συγγενείς μου». Και ο Ανθύπατος προς αυτόν· «Ξένα και ανυπόστατα είναι τα ονόματα, τα οποία είπες, έξω δε και των λεγομένων κατά την σημερινήν συνήθειαν· όθεν δεν είναι δυνατόν να γίνης πιστευτός». Ο Ιάμβλιχος είπεν· «Εάν συ δεν πιστεύης εμέ λέγοντα την αλήθειαν, εγώ πλέον δεν ηξεύρω τι άλλο να είπω». Ο Ανθύπατος απεκρίθη· «Ασεβέστατε, το νόμισμά σου μαρτυρεί εκ της επιγραφής του, ότι ετυπώθη προ διακοσίων ετών και επέκεινα, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, και συ νεώτερος ων πειράσαι να μας εξαπατήσης»; Τότε ο Ιάμβλιχος πεσών εις τους πόδας των παρευρεθέντων, τους παρεκάλει λέγων· «Σας παρακαλώ, κύριοί μου, να μοι είπητε, που είναι ο βασιλεύς Δέκιος, ο οποίος ήτο εις την πόλιν ταύτην». Οι δε είπον εις αυτόν· «Κατά τούτους τους χρόνους δεν υπάρχει Δέκιος, επειδή αυτός εβασίλευσε προ πολλών ετών». Και ο Ιάμβλιχος· «Δια τούτο, κύριοί μου, εξεπλάγητε; Αλλ’ όμως ακολουθήσατέ μοι να υπάγωμεν εις το σπήλαιον, και εξ αυτών των σημείων θέλουν διαπιστωθή οι λόγοι μου, διότι εγώ ηξεύρω, ότι εφύγομεν εξ αιτίας του Δεκίου, και ότι χθες ερχόμενος ίνα αγοράσω άρτον, είδον ότι ο Δέκιος εισήλθεν εν τη πόλει ταύτη». Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος. Ο δε Επίσκοπος της Εφέσου, Μαρίνος ονόματι, ακούσας ταύτα, λέγει εις τον Ανθύπατον· «Εγώ νομίζω ότι θαυμαστόν τι έλαβε χώραν εν προκειμένω· όθεν ας τον ακολουθήσωμεν». Ηκολούθησαν λοιπόν αυτόν ο Ανθύπατος και ο Επίσκοπος και πολλοί λαϊκοί, και ότε έφθασαν εις το σπήλαιον, εισήλθε πρώτος ο Ιάμβλιχος εν αυτώ, και έπειτα ο Επίσκοπος, ο οποίος στραφείς εις τα δεξιά μέρη της θύρας του σπηλαίου, είδεν εν κιβώτιον εσφραγισμένον με δύο σφραγίδας, το οποίον οι Χριστιανοί Ρουφίνος και Θεόδωρος, αποσταλέντες μετ’ άλλων υπό του Δεκίου, όπως εμφράξωσι την θύραν, είχον θέσει αυτοί εκεί, γράψαντες οι ίδιοι και τα συναξάρια των Αγίων, και σημειώσαντες τα ονόματά των εις πλάκας εκ μολύβδου. Όταν λοιπόν συνήχθησαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μετά του Ανθυπάτου ήνοιξαν το κιβώτιον, εντός του οποίου ευρόντες τας μολυβδίνας πλάκας, και αναγνώσαντες τα επ’ αυτών γράμματα, εξέστησαν άπαντες· εισελθόντες δε εις το ενδότερον μέρος του σπηλαίου, και ευρόντες τους Αγίους, έπεσον εις τους πόδας αυτών. Έπειτα καθήσαντες ούτοι τους ηρώτων· οι δε Άγιοι διηγήθησαν πρώτον μεν τα αφορώντα αυτούς, ύστερον δε και τα κακουργήματα του βασιλέως Δεκίου. Όθεν εξίσταντο άπαντες και εδόξαζον τον των θαυμασίων Θεόν. Τότε ο Ανθύπατος μετά του Επισκόπου έστειλαν αναφοράν εις τον βασιλέα Θεοδόσιον, και ανήγγειλαν εις αυτόν όλα τα ανωτέρω. Ο δε βασιλεύς, λαβών τα γράμματα, ενεπλήσθη χαράς εκ της τοιαύτης ειδήσεως, και μετά μεγάλης σπουδής ήλθεν εις την Έφεσον· εισελθών δε εν τω σπηλαίω, έπεσεν εις την γην και έπλυνε τους πόδας των Αγίων με τα δάκρυά του, και έχαιρε και ηγαλλιάτο η ψυχή του, ότι δεν παρέβλεψεν ο Κύριος την δέησίν του, αλλ’ έδειξεν εις αυτόν οφθαλμοφανώς την των νεκρών ανάστασιν. Ενώ δε συνωμίλει ο βασιλεύς μετά των Αγίων, ως και οι Επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες, ενύσταξαν ολίγον οι Άγιοι, και ούτως έμπροσθεν πάντων παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Τότε ο βασιλεύς έδωκεν άμφια πολύτιμα και χρυσόν και άργυρον ικανόν, και προσέταξε να κατασκευασθώσιν επτά θήκαι, εις τας οποίας να αποτεθώσι τα λείψανα των Αγίων. Κατά την ιδίαν όμως νύκτα εφάνησαν οι Άγιοι εις τον βασιλέα και είπον· «Άφες μας, ω βασιλεύ, εις το σπήλαιον τούτο, εντός του οποίου ανέστημεν». Γενομένης λοιπόν Συνάξεως πολλών Επισκόπων και αρχόντων, κατέθεσεν ο βασιλεύς τα λείψανα των Αγίων εν τη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι δι’ οπτασίας εφανέρωσαν εις αυτόν, και ποιήσας χαρμόσυνον εορτήν, εφιλοξένησε μετά μεγάλης φιλοξενίας τους πτωχούς της Εφέσου και εχαροποίησεν όλον τον λαόν, φιλοτιμήσας αυτόν πολυτελώς και βασιλικώς, ελύτρωσε δε εκ των φυλακών και τους πεφυλακισμένους Επισκόπους, διότι εκήρυττον την ανάστασιν των νεκρών. Ακολούθως έγινε κοινή εορτή εις όλους, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΥΣΙΓΝΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ευσίγνιος ο Άγιος Μάρτυς, εκ της Αντιοχείας καταγόμενος, ήτο στρατιώτης επί της βασιλείας Κώνσταντος του Χλωρού, του πατρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εν έτει τδ΄ (304). Έγινε δε εκατόν δέκα ετών και έφθασεν έως εις τους χρόνους Ιουλιανού του παραβάτου, ήτοι εν έτει τξα΄ (361) μετρών εξήκοντα, ετών στρατιωτικόν βίον. Ούτος λοιπόν παρασταθείς εις τον Ιουλιανόν, ήλεγξεν αυτόν διότι παρέβη την πάτριον ευσέβειαν και πίστιν του Χριστού, και διότι την τιμήν και δόξαν, την οποίαν έπρεπε να αποδώση εις τον Θεόν, την απέδωκεν εις τα είδωλα, υπενθυμίσας εις αυτόν και την αρετήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως και ότι δια θείας οπτασίας και αποκαλύψεως μετεστράφη εκείνος εις την πίστιν του Χριστού. Ταύτα λέγων ο Άγιος, εις μεν τους άλλους εφάνη συνετός και φρόνιμος και έμπειρος ωραίων ιστορικών γεγονότων, δια την μακροβιότητα και πολυζωϊαν του, ο δε Ιουλιανός, χλευάσας αυτόν, προσέταξε και τον απεκεφάλισαν και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά Κυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) του Αυγούστου, η Μεταμόρφωσις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Κατά την έκτην του Μηνός Αυγούστου την ανάμνησιν της θείας Μεταμορφώσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού η αγία του Θεού Εκκλησία περιχαρώς εορτάζει, ο δε λόγος της εορτής ταύτης είναι ο εξής: Ο Δεσπότης ημών Χριστός πολλάκις προείπεν εις τους Αγίους Αυτού Μαθητάς δια τους κινδύνους, τα πάθη και τον θάνατον των Μαθητών του· επειδή δε οι μεν κίνδυνοι και τα δεινά ήσαν πρόχειρα και εν τη παρούση ζωή, τα δε μέλλοντα αγαθά ήσαν μετά ταύτα και ελπιζόμενα, τούτου ένεκα ηθέλησεν ο Κύριος να πληροφορήση τους Μαθητάς του και με τους ιδίους των οφθαλμούς, τις και ποία είναι η δόξα εκείνη, μετά της οποίας μέλλει να έλθη εν τη κοινή αναστάσει, και την οποίαν και αυτοί θα απολαύσωσιν. Αναβιβάζει όθεν αυτούς επί όρους υψηλού κατ’ ιδίαν, και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον Αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια Αυτού εγένοντο λευκά ως το φως· εφάνησαν δε εις αυτούς ο Μωϋσής και ο Ηλίας συνομιλούντες με τον Χριστόν. Τρεις δε μόνον Αποστόλους παρέλαβεν εις το όρος ως προκρίτους και υπερέχοντας, διότι ο μεν Πέτρος προεκρίθη, επειδή πολύ ηγάπα τον Χριστόν, ο δε Ιωάννης επειδή ηγαπάτο υπό του Χριστού, και ο Ιάκωβος, επειδή ηδύνατο να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον και ο Κύριος έπιεν. Έφερε δε εν τω μέσω αυτών τον Μωϋσήν και τον Ηλίαν, ίνα διορθώση τας περί Αυτού λελανθασμένας υποψίας των περισσοτέρων· καθότι άλλοι μεν έλεγον τον Κύριον, ότι είναι ο Ηλίας, άλλοι δε ότι είναι ο Ιερεμίας. Ιδού λοιπόν διατί παρέστησεν εις το Θαβώρ τους πρώτους και κορυφαίους Προφήτας, ίνα δηλαδή γνωρίσωσιν οι Μαθηταί, και δια των Μαθητών άπαντες, πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ του Χριστού και των Προφητών, διότι ο μεν Χριστός είναι Δεσπότης, οι δε Προφήται είναι δούλοι· ίνα δε μάθωσιν ότι ο Κύριος έχει την εξουσίαν του θανάτου και της ζωής, εκ μεν των τεθνεώτων έφερε τον Μωϋσήν, εκ δε των ζώντων τον Ηλίαν. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”