Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ του θαυματουργού, του εν τω

Δημοσίευση από silver »

Νικάνωρ ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών κατήγετο από την περίφημον μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην. Ο πατήρ του ωνομάζετο Ιωάννης, η δε μήτηρ Μαρία, αποτελούντες ευσεβές και ενάρετον ανδρόγυνον, τους οποίους όλη η πόλις εκαλοτύχιζε και επαινούσε, τόσον δια τα υλικά αγαθά, τον πολύν πλούτον και την ευγένειαν, όσον και δια την θεάρεστον πολιτείαν των. Διότι και οι δύο ήσαν παράδειγμα αρετής εις όλους. Αλλ’ όσον ήσαν από το εν μέρος περιφανείς και επαινετοί εις τους ανθρώπους, τόσον ήσαν από το άλλο μέρος περίλυποι, επειδή ήσαν άτεκνοι και δεν είχον κληρονόμον του πλούτου των, ουδέ θα είχον παραμυθίαν εις τα γηρατεία των. Όθεν κάθε ημέραν δεν έπαυον δίδοντες ελεημοσύνας πλουσία χειρί εις τους πένητας, ενήστευον με μεγάλην ταπείνωσιν, προσηύχοντο πολλάς φοράς καθ’ όλην την νύκτα, εις την Εκκλησίαν συχνάκις μετέβαινον και παρεκάλουν τον Θεόν με θερμά δάκρυα να τους δώση κληρονόμον και διάδοχον του πλούτου και του γένους των. Ο δε ταχύς εις την αντίληψιν Κύριος και έτοιμος εις τας δεήσεις των δούλων του, επήκουσε και της δεήσεως αυτών, και τους έδωσε τέκνον κατά τον πόθον των, τούτον τον θαυματουργόν και μέγαν Νικάνορα. Και ακούσατε παρακαλώ την υπόθεσιν, δια να εννοήσετε ταύτην καλύτερον. Εν μια των ημερών, ξηροφαγήσασα η μήτηρ του Αγίου και πολλάς ελεημοσύνας προς τους δεομένους ποιήσασα, μετέβη αφ’ εσπέρας εις τον Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, εις τον οποίον είχε συνήθειαν να πηγαίνη πάντοτε· εκεί δε προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα γονυκλινώς έμπροσθεν της εικόνος του Αγίου, έχυνε ποταμηδόν τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της και εδέετο μετά συντετριμμένης καρδίας και κατανύξεως να της δώση τέκνον ο πλουσιόδωρος Κύριος. Όθεν η ταχυτάτη βοήθεια του παναγάθου Θεού, καθώς ποτε επήκουσε της δεήσεως της Προφήτιδος Άννης και έλυσε την στείρωσίν της, ούτω και τότε εκάμφθη εις τα δάκρυα και την θερμήν δέησιν της δούλης του Μαρίας, και την ηξίωσε να γεννήση κατ’ επαγγελίαν τον Άγιον. Διότι, καθώς ύπνωσεν ολίγον από τον πολύν κόπον, ευθύς βλέπει εν οράματι τον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, εξερχόμενον εκ του αγίου Βήματος με άλλους δύο λευκοφόρους άνδρας και λέγει προς αυτήν· «Επήκουσεν ο Θεός της δεήσεώς σου, ω γύναι, ως ποτε της Άννης, και έλυσε τα δεσμά της στειρώσεώς σου, μόνον πορεύου εις τον οίκον σου, και θέλεις συλλάβει και θα γεννήσης υιόν, όστις θα γίνη δοχείον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος, και πολλούς θέλει οδηγήσει εις Κύριον δια της αγγελικής αυτού και εναρέτου διαγωγής». Ταύτα ως ήκουσεν η γυνή, ευθύς εξύπνησεν από την χαράν της, και πιστεύσασα μετά θάρρους εις τα οραθέντα, πολλάς δοξολογίας ανέπεμψε προς τον Θεόν και προς τον αυτού Μεγαλομάρτυρα, ότι ετάχυνεν εις την δέησίν της. Όθεν το πρωϊ, μετά την τελείωσιν της θείας Λειτουργίας, επέστρεψεν εις τον οίκον της χαίρουσα και δοξάζουσα τον Άγιον Θεόν. Μετ’ ολίγας ημέρας πράγματι συνέλαβε κατά την του Μεγαλομάρτυρος πρόρρησιν, και εφυλάσσετο εις όλον τον καιρόν της κυοφορίας της. Όταν δε ήλθεν ο καιρός, εγέννησε τον μέγαν εις την αρετήν τούτον Όσιον (1363), τον οποίον, αναγεννώντες δια του θείου βαπτίσματος, τον ωνόμασαν Νικόλαον, όστις και εξ αυτής της βρεφικής ηλικίας εφαίνετο ότι θέλει διαλάμψει κατά την αρετήν. Διότι αφού έφθασεν εις την παιδικήν ηλικίαν και έγινε έως πέντε χρόνων, τον παρέδωσαν οι γονείς του εις χείρας ενός εναρέτου διδασκάλου, δια να τον διδάξη τα ιερά γράμματα. Επειδή δε έτυχεν ο παις ευφυής εις τον νουν και οξύτατος, εις ολίγον καιρόν έλαβε δύναμιν ικανήν εις την ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων, επειδή και πάντοτε εις την μελέτην κατεγίνετο. Δεν ηθέλησε δε ουδέποτε να συναναστραφή με άλλα παιδιά εις παιχνίδια άτακτα, αλλ’ όπου έβλεπε φρονίμους ανθρώπους και γέροντας, οι οποίοι συνωμίλουν, εκεί επήγαινε και αυτός, δια να ακούση κανένα λόγον ψυχωφελή και να συνάξη ως σοφή μέλισσα από τα ευώδη άνθη το νέκταρ με το οποίον έμελλε να κατασκευάση το γλυκύτατον μέλι των αρετών. Βλέποντες λοιπόν οι γονείς του τόσην σύνεσιν και ευταξίαν εις αυτόν, όστις περισσότερον ηύξανεν εις την πνευματικήν αρετήν ή εις την σωματικήν ηλικίαν, εξίσταντο χαίροντες και ηυχαρίστουν τον Θεόν, όστις τους εχάρισε τοιούτον θεοφώτιστον και κεχαριτωμένον τέκνον. Καιρός πολύς δεν επέρασε και ο πατήρ του Αγίου επλήτωσε το κοινόν χρέος τω 1383 και απήλθεν εις τας αιωνίους Μονάς. Ο δε Άγιος έμεινε του λοιπού με την μητέρα του και ηγωνίζετο την αρετήν περισσότερον, σπουδάζων να γίνη νικητής και κατά τα έργα, καθώς και κατά το όνομα ελέγετο Νικόλαος. Όθεν γενναίως με την νηστείαν και την εγκράτειαν ενίκα της νεότητος τα αχαλίνωτα πάθη και εχαλιναγώγει τας ατάκτους ορμάς και κινήσεις του σώματος, αγρυπνών πάντοτε εις την προσευχήν και εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών. Περισσότερον δε από όλα εμελέτα καθ’ εκάστην τους βίους και τας πράξεις των Οσίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, των οποίων στοχαζόμενος την ισάγγελον πολιτείαν κατεφλέγετο όλος υπό του θείου έρωτος, και επεθύμει να γίνη μιμητής της εναρέτου διαγωγής των, δια να απολαύση ομού με αυτούς και τον της ασκήσεως στέφανον. Αυτός μεν λοιπόν τοιαύτα εβουλεύετο ο μακάριος, και πολλάκις εδέετο του Θεού να τον αξιώση να λάβη το αγγελικόν σχήμα, δια να πολιτευθή εναρέτως κατά τον πόθον του. Η δε μήτηρ του εμελέτα να τον νυμφεύση ως μονογενή της υιόν, δια να αφήση κληρονόμον του γένους της. Αλλ’ ο νέος δεν ήθελε παντελώς να υπακούση εις την τοιαύτην βουλήν της μητρός του· όμως δια να μη την λυπήση, της έδιδεν αναβολήν καιρού, έως να επιτύχη αυτός καιρόν αρμόδιον, να αναχωρήση από τον κόσμον, δια να περιπατήση την στενήν και τεθλιμμένην οδόν της μοναδικής ζωής, της οποίας το τέλος είναι ευρύχωρον και μακάριον. Όταν λοιπόν η μήτηρ αυτού εύρε κόρην τινά πλουσίαν και ωραιοτάτην, από γένος ευγενικόν, και εσκέπτετο να τον νυμφεύση, έστω και παρά την θέλησίν του, τότε ο καρδιογνώστης Θεός μετέστησεν αυτήν εις τας αιωνίους Μονάς τω 1390, έμεινε δε ούτως ο Άγιος ελεύθερος, δια να κατορθώση εκείνο το οποίον ήθελεν. Όθεν ο Άγιος, ευχαριστήσας τον Κύριον, ήρχισεν εις το εξής να πολιτεύεται με εναρετωτέραν διαγωγήν, αγωνιζόμενος πάντοτε κατά της σαρκός, με νηστείας, με χαμευνίας, με ολονυκτίους προσευχάς και με θερμότατα δάκτυα. Διεμοίραζε δε ολίγον κατ’ ολίγον και τα πατρικά του πλούτη εις τους πένητας και ορφανούς, δια να τα εύρη θησαυρισμένα εις την ουράνιον αποθήκην. Απέκτησε δε την αρετήν της ακτημοσύνης, της οποίας μετ’ ολίγον καιρόν ηξιώθη να τρυγήση και τον καρπόν ώριμον, να ενδυθή, λέγω, το αγγελικόν σχήμα του μονήρους και ακτήμονος βίου, κατά τον διάπυρον πόθον του. Τότε δε αντί Νικόλαος μετωνομάσθη Νικάνωρ, θέλων να σηκώση εις τους ώμους του τον Σταυρόν, με τον οποίον ήθελε φανή νικητής και να εγείρη τρόπαιον κατά του αντιπάλου διαβόλου. Αφ’ ου λοιπόν εισήλθεν ο μακάριος υπό τον ελαφρόν ζυγόν του Χριστού, τότε επολλαπλασίασε και τας αρετάς του, δεν έπαυε δε πάντοτε αγρυπνών και προσευχόμενος και κάθε άλλην αρετήν εργαζόμενος αναβαίνων ημέραν εξ ημέρας την θείαν κλίμακα των αρετών. Ώστε ακούων ο τότε Αρχιερεύς την λαμπροτάτην και ενάρετον πολιτείαν του, τον προσεκάλεσε, παρακαλών αυτόν να αποδεχθή το επάγγελμα της ιερωσύνης. Αυτός δε ο μακάριος, ως ταπεινόφρων, δεν ηθέλησε, νομίζων τον εαυτόν του ανάξιον του τοιούτου αξιώματος. Ο Αρχιερεύς όμως, βλέπων την ένθεον πολιτείαν του, τον εχειροτόνησε και ακουσίως του, πρώτον μεν Διάκονον, έπειτα δε Πρεσβύτερον, και τέλος τυπικάριον, δια να επιμελήται ως έμπειρος την ευκοσμίαν της εκκλησιαστικής διατάξεως. Όθεν ο Άγιος, δια να μη φανή παρήκοος, εδέχθη και παρά την θέλησίν του την αξίαν, τόσην δε σπουδήν άδειξεν εις αυτήν την διακονίαν, ώστε ουδείς τον υπερέβαλε πώπωτε. Πάντοτε εις την Εκκλησίαν ευρίσκετο, καταγινόμενος εις τας αναγνώσεις των ιερών βιβλίων, από τας οποίας εσύναξε και πολλήν σοφίαν πνευματικήν. Και ως καλός ζωγράφος πάντοτε εξέλεγε τα εκλεκτότερα πρότυπα, δια να ζωγραφήση την εικόνα της ψυχής του με τας περιφανεστέρας αρετάς, και να την κάμη ωραιοτάτην με τα ποικιλόχροα και πνευματικά άνθη, καθώς και εποίησε. Διότι όποιος θέλει να καταλάβη τους μεγάλους αγώνας του, από τούτο το μικρόν ας συμπεράνη τα μεγαλύτερα, ότι τας περισσοτέρας φοράς εστέκετο από το βράδυ έως το πρωϊ όρθιος, έχων τας χείρας του ως ο Μωϋσής υψωμένας και προσηύχετο ολονυκτίως. Ούτω λοιπόν οσίως και θεοφιλώς πολιτευόμενος ο Όσιος, ηθέλησε τέλος πάντων να αποφύγη τελείως τον κόσμον και τα του κόσμου, δια να εύρη την ποθουμένην ησυχίαν. Δια τούτο δε εδέετο πάντοτε του Θεού να του αποκαλύψη το ποθούμενον. Μίαν δε νύκτα, προσευχόμενος και έχων το πρόσωπόν του κατά γης και ικετεύων με θερμά δάκρυα, ήκουσεν ουρανόθεν φωνήν, ήτις του έλεγε· «Νικάνορ, έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και πορεύου εις το του Καλλιστράτου όρος (υπό Βουλγάρων καταγραφείσα τω 740 η Μονή του Καλλιστράτου εις το Βέρμιον όρος των Γρεβενών) και αγωνίζου εκεί καλώς· εγώ δε θα είμαι μετά σου ίνα σε διαφυλάττω πάσας τας ημέρας της ζωής σου, και ποιήσω ακουστόν το όνομά σου και σε δοξάσω εις πάντας τους αιώνας». Ο δε Όσιος, ταύτην την φωνήν ακούσας, ευθύς ηγέρθη από της γης συν φόβω και χαρά και εδοξολόγει μετά δακρύων τον Κύριον. Ήτο δε τότε κατά την σωματικήν ηλικίαν έως τριάκοντα επτά ετών· ως δε έμαθε παρά Κυρίου τον ποθούμενον τόπον της ησυχίας, ευθύς απεσκόρπισεν εις τους πτωχούς, χωρίς αναβολήν καιρού, όσα κινητά και ακίνητα πράγματα του είχον μείνει από τα πατρικά του, αποχαιρετήσας δε τους συγγενείς και φίλους του, εξήλθε μετά χαράς από την πόλιν τω 1400. Περιπατών δε ο Όσιος από πόλεως εις πόλιν και από χωρίου εις χωρίον, εδίδασκεν, ως άλλος Απόστολος, τους Χριστιανούς να φυλάττουν ορθώς την ευσέβειαν· Διότι ολίγον αργότερον έμελλον να κυριεύσουν οι Αγαρηνοί την Κωνσταντινούπολιν, επληθύνετο δε τότε η ασέβεια του λαοπλάνου Μωάμεθ. Όθεν πολλούς εστερέωσε προς την εις Χριστόν πίστιν ο μακάριος με την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, και με το καλόν παράδειγμα της εναρέτου διαγωγής του. Φθάσας δε εις εν χωρίον, Σαρακίνα ονομαζόμενον, και διατρίψας εκεί καιρόν ικανόν, πολλά θαύματα ετέλεσε δια της δυνάμεως του παντοδυνάμου Θεού, τα οποία ούτε όλα με συγχωρεί ο καιρός να διηγηθώ, ούτε πάλιν όλα ημπορώ να τα σιωπήσω και δια τούτο περιγράφω ολίγα από τα πολλά, δια να αντιληφθήτε την μεγάλην αρετήν του Αγίου και την παρρησίαν την οποίαν είχεν εις τον Θεόν. Άνθρωπός τις από το αυτό χωρίον εκυριεύετο από χαλεπόν δαιμόνιον, το οποίον, ως είδε τον Όσιον ερχόμενον εις το χωρίον, εφώναζε μεγαλοφώνως και έλεγε· «Διώξατε τον Νικάρονα απ’ εδώ, ότι δεινώς με βασανίζει ο ερχομός του». Ταύτα ακούσαντες οι άνθρωποι, οι οποίοι εφύλαττον σιδηροδέσμιον τον δαιμονιζόμενον, έδραμον μετά δακρύων και έπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν να έλθη προς τον ασθενή, ίνα τον ιατρεύση. Ο δε Όσιος, ως συμπαθής, τους ηυσπλαγχνίσθη, και ήλθεν εις τον πάσχοντα. Το δε δαιμόνιον, ως είδε τον Άγιον, ήρχισε να σπαράσση τον δαιμονιζόμενον, να τον κτυπά κατά γης, να τρίζη τους οδόντας του κατά του Αγίου, και να φωνάζη ελεεινώς· «Αδικείς με, Νικάνορ, αδικείς με». Ο δε Άγιος, ποιήσας προς Κύριον δέησιν και εγγίσας το στόμα του πάσχοντος με την ράβδον, την οποίαν εκράτει, παρευθύς εξήλθε το δαιμόνιον, και έμεινεν ο άνθρωπος υγιής και σωφρονών, δοξάζων τον Πανάγαθον Θεόν και τον Άγιον. Γυνή δε τις πάλιν από το αυτό χωρίον είχε πάθος χαλεπόν αιμορροίας, το οποίον δεν ημπορούσε να το θεραπεύση με διαφόρους ιατρούς. Όθεν μιμουμένη και αυτή την πίστιν της αιμορροούσης, δια την οποίαν μας διηγείται ο ιερός Λουκάς, επήγεν όπισθεν του Αγίου, και εγγίσασα μετά πίστεως εις το άκρον του ιματίου αυτού παρευθύς ιατρεύθη από το πολυχρόνιον εκείνο και ανίατον πάθος της. Άλλος άνθρωπος πάλιν έκειτο παράλυτος εις όλον το σώμα, μη δυνάμενος παντελώς να κινηθή, βασταζόμενος δε υπό των συγγενών του επί κραββάτου εφέρθη εις το κατάλυμα του Αγίου, παρακαλών αυτόν να κάμη έλεος. Ο δε Άγιος, βλέπων αυτόν ένα ελεεινόν θέαμα, τον εσυμπόνεσε, και ποιήσας εις αυτόν το σημείον του Τιμίου Σταυρού, είτα κρατήσας της δεξιάς χειρός, είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγειραι και περιπάτει». Ευθύς δε με τον λόγον ηγέρθη ο πρώην παράλυτος και περιεπάτει, δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Άγιον. Όθεν θέλων ο Όσιος να αποφύγη την τιμήν των ανθρώπων, δια τα θαύματα όπου έκαμνεν, έφυγεν εκείθεν, και διαβάς από την Κλεισούραν, ήλθεν εις το όρος του Καλλιστράτου, το οποίον ο Κύριος εις κατοικίαν αυτού προητοίμασε. Κατοικήσας λοιπόν ο Όσιος εις την υπώρειαν του όρους, και βλέπων το ησυχαστικόν του τόπου, ηυφραίνετο ότι εύρε τον ποθούμενον τόπον της ησυχίας του. Περιπατών δε το πετρώδες κσι δύσβατον του τόπου εκείνου, έφθασεν εις το χείλος του ποταμού, και βλέπει άντικρυ τόπον αρμόδιον δια την ησυχίαν του, ένθα ελθών εύρε σπήλαιον υψηλόν και δυσανάβατον, εις το οποίον ανέβη με πολύν κόπον, έκτισε δε εκεί μικράν ανάπαυσιν, ανακαινίζων και την σεβασμίαν Μονήν του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου (ήτις ίσταται έως της σήμερον) και εκεί έμεινεν ο Όσιος με πνεύμα ταπεινώσεως και με συντετριμμένην καρδίαν. Η τροφή του δε ήτο τα χόρτα και ακρόδρυα, τα οποία παρήγεν εκείνη η έρημος, με τα οποία ετρέφετο όσον μόνον δια να ζη και να ημπορή να εργάζεται την αρετήν. Διότι τόσους κόπους και ταλαιπωρίας υπέμεινεν εκεί ο Άγιος, ώστε είναι αδύνατον να τους απαριθμήση και να τους περιγράψη τις καταλεπτώς· επειδή πάντοτε ενέκρωνε την σάρκα με άκραν νηστείαν, με ολονυκτίους προσευχάς, με παντελή χαμευνίαν, και σχεδόν με κάθε αρετήν πνευματικήν και σωματικήν στενοχωρίαν· ταύτα μη υποφέρων να βλέπη ο μισόκαλος διάβολος δεν έπαυε να του προξενή διαφόρους επιβουλάς και πειρασμούς. Μίαν δε νύκτα, καθώς προσηύχετο ο Άγιος, μετεσχηματίσθη ο της αληθείας εχθρός εις σχήμα Αιθίοπος, και επήγε κρατών εις τας χείρας γεγυμνωμένον ξίφος και εφοβέριζε να τον θανατώση, αν ίσως και δεν φύγη απ’ εκεί. Ο δε Όσιος, γνωρίζων την επιβουλήν του πονηρού, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και ευθύς αφανής εγένετο και ως καπνός διελύθη. Άλλην νύκτα πάλιν ήλθεν ο αλιτήριος με πλήθος δαιμόνων κατ’ αυτού, και εφώναζον φοβερώς, έτριζον τους οδόντας, ηπείλουν και επάσχιζον να κατερειπώσουν το σπήλαιον και το κελλίον του δια να τον πλακώση· αλλά δεν ηδυνήθησαν να κάμουν τίποτε οι ανίσχυροι, εμποδιζόμενοι υπό της θείας δυνάμεως. Μετά δε τον θάνατον του Οσίου ήλθον οι ψυχοφθόροι δαίμονες και κατεκρήμνισαν εκείνο το σπήλαιον, δια την εχθρότητα που είχον προς τον Άγιον, φοβούμενοι μη τύχη και κατοικήση εκεί πάλιν και άλλος ενάρετος και τους καταπολεμή ως ο Όσιος. Άλλοτε πάλιν επήγαιναν την νύκτα, και εγίνοντο ως κόρακες, φωνάζοντες μεγαλοφώνως, δια να τον φοβίσουν. Άλλοτε εγίνοντο σκορπίοι, και τον επλήγωνον εις τους πόδας, όταν προσηύχετο. Αλλ’ ο Άγιος ήτο πάντοτε ακαταπτόητος, και εστέκετο στερεός ως αδάμας, μη λαμβάνων υπ’ όψιν τας ταραχάς και πανουργίας του δυσμενούς, διότι ήτο ωπλισμένος με την θείαν δύναμιν και δεν ηδύναντο να τον βλάψουν, αλλ’ ως υπό πυρός φλογιζόμενοι έφευγον έντρομοι. Αλλά τι να περιγράψω καταλεπτώς τους πειρασμούς, τους οποίους ελάμβανε καθ’ εκάστην ο Όσιος εξ επιβουλής του ανθρωποκτόνου διαβόλου; Τούτο λέγω μόνον, δια να καταλάβετε την πολλήν του καρτερίαν και υπομονήν, ότι ηγωνίζετο να μιμηθή τους παλαιούς εκείνους προπάτορας· κατά μεν τα πάθη τον Ιώβ, κατά δε τους πειρασμούς τον Ιωσήφ, και τους άλλους κατ’ άλλον τρόπον το κατά δύναμιν. Προ πάντων δε είχεν αποκτήσει ο μακάριος την μακαρίαν ταπείνωσιν και ποτέ δεν ηθέλησε να φορέση λαμπρά φορέματα, μολονότι κατήγετο από γένος λαμπρόν και πλούσιον, αλλά πάντοτε εφόρει εν ευτελές και τρίχινον ιμάτιον με μεγάλην ταπείνωσιν. Όθεν πολλάκις οι μαθηταί του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω όρει ασκήσαντος εθαύμαζον, βλέποντες την μεγάλην ταπείνωσιν την οποίαν είχεν ο Όσιος Νικάνωρ εις τα ενδύματα. Περί τούτου είπεν εις αυτούς ο Όσιοε Διονύσιος· «Βλέπετε, αδελφοί, μέγαν θησαυρόν κρύπτει υποκάτω εκείνο το ευτελές τριβώνιον». Ταύτα ως ήκουσαν περί του Οσίου Νικάνορος δύο πλούσιοι Χριστιανοί, και μαθόντες ακριβώς τα περί τούτου, ήλθον δρομαίοι εις την σκήτην του, θέλοντες να υποταχθούν εις αυτόν. Ο δε Όσιος Νικάνωρ, προγνωρίζων εκ θείας χάριτος τον ερχομόν των, εξήλθεν από το κελλίον του και τους υπεδέχθη φιλοφρόνως, και λέγει προς αυτούς· «Τι προς εμέ τον ευτελή του Δεσπότου Χριστού δούλον ήλθετε, τέκνα, αφέντες τον πολύν εν αρετή Διονύσιον; Δεν έχει τούτο το ευτελές μου ιμάτιον καμμίαν αρετήν κεκρυμμένην, ως παρ’ εκείνου ηκούσατε· μόνον υπάγετε προς εκείνον τον όντως Όσιον και ενάρετον». Ταύτα ειπών προς αυτούς ο Όσιος και εισελθών εις το κελλίον του, έκλεισε την θύραν. Οι δε ίσταντο έξω και τον παρεκάλουν μετά δακρύων να τους δεχθή και να τους κουρεύση το συντομώτερον. Βλέπων λοιπόν ο Όσιος την πολλήν υπομονήν και τον ένθεον πόθον των, ήνοιξε την θύραν και τους υπεδέχθη και τους εδίδαξεν ικανώς όλα τα της μοναδικής πολιτείας, μετά δε τρεις ημέρας τους ενέδυσε το άγιον σχήμα και τους είχε πάντοτε μεθ’ εαυτού αγωνιζομένους τον καλόν δρόμον της ασκήσεως. Αλλ’ επειδή ήτο αδύνατον να κρύπτεται η αρετή τοιούτου φωστήρος, ηθέλησεν ο Θεός να σώση δι’ αυτού και άλλους πολλούς και δια τούτο μίαν νύκτα, καθώς προσηύχετο ο Όσιος μετά πολλών δακρύων έμπροσθεν της εικόνος του Εσταυρωμένου Χριστού, ήκουσε φωνήν γλυκυτάτην εκ της εικόνος λέγουσαν· «Νικάνορ, ανάβηθι ταχέως εις την κορυφήν του όρους και εκεί θέλεις εύρει την εικόνα μου εν τη γη κεκρυμμένην, κτίσον δε εκεί Εκκλησίαν εις το εμόν όνομα και κελλία, ότι λαόν θέλεις ποιμάνει περιούσιον». Ταύτα ακούσας ο Όσιος ηγέρθη, το δε πρωϊ, λαβών μαθητάς τινας, ανέβη επάνω εις την κορυφήν του όρους, εκεί δε εύρε πεπαλαιωμένον και χαλασμένον θεμέλιον, τόπον δύσβατον και δάσος βαθύ. Όθεν κόπτων τα δένδρα, ρίπτων λίθους και σκάπτων τα πεπαλαιωμένα εκείνα θεμέλια, εύρε την Αγίαν Εικόνα του Σωτήρος Χριστού, ως θησαυρόν πολύτιμον εν τη γη κεκρυμμένην. Λαβών δε ταύτην εις χείρας μετά φόβου και χαράς εδόξαζε τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε να εύρη τοιούτον μέγαν θησαυρόν. Μεθ’ ημέρας δε τινάς, παραλαβών τεχνίτας επιδεξίους, έκτισε την σεβασμίαν Μονήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, με τραπεζαρείον ωραιότατον, και με άλλα αξιέπαινα οικοδομήματα, καθώς και έως την σήμερον φαίνονται. Η Μονή σώζεται έως την σήμερον υπέρ τα φν΄ (550) έτη, αφ’ ότου την έκτισεν ο Όσιος, χωρητικότητος χιλίων Μοναχών, το δε μετόχιον δισχιλίων, είναι δε αποθήκη των καρπών της γης προς τροφήν των Μοναχών. Εις ταύτα πάντα συνεκοπίαζε και ο Όσιος και εδούλευε μαζί με τους τεχνίτας εις την κατασκευήν του ιερού Μοναστηρίου, το οποίον δια να το αυξήση περισσότερον επεμελήθη ο μακάριος και έκτισε και άλλας πολλάς οικοδομάς έξωθεν του Μοναστηρίου δια το συμφέρον των αδελφών. Αφ’ ου δε ετελειώθη το σεβάσμιον Μοναστήριον, τότε καθ’ εκάστην έτρεχε πλήθος Χριστιανών από διαφόρους τόπους. Άλλοι μεν δια να μονάσωσιν εκεί, έτεροι δε δια να λάβωσι την ευλογίαν του, και άλλοι δια να ακούσουν την γλυκυτάτην και ψυχοσωτήριον διδασκαλίαν του, και έκαστος ελάμβανε το προσφυές αντίδοτον πάσης ψυχικής και σωματικής ασθενείας. Διότι ο Άγιος όχι μόνον με ψυχωφελή λόγια τους συνεβούλευεν, αλλά και με διαφόρους ιατρείας τους ευηργέτει, τινάς μεν ιατρεύων με μόνην την αφήν της αγίας του δεξιάς, άλλους δε εγγίζων δια της ράβδου του, και άλλους με μόνον τον λόγον· μερικούς ταχέως και μερικούς αργότερα, έκαστον κατά την πίστιν και μετάνοιαν αυτού, ούτως ώστε ήτο ο Άγιος κοινός ευεργέτης και ιατρός άμισθος, γινόμενος εις όλους μεταδοτικός δια την των πολλών ψυχικήν ωφέλειαν. Ούτω μεν λοιπόν εναρέτως και αγγελικώς επολιτεύθη ο Όσιος όλον τον καιρόν της ζωής του και με τόσους κόπους και αγώνας ασκητικούς ετελείωσε τον δρόμον της παροικίας του. Ούτως οσίως και θεοφιλώς ευηρέστησε τω Θεώ, έως ου έζη εις ταύτην την πρόσκαιρον ζωήν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός να μεταβή εις την άλλην ζωήν την αιώνιον, δια να λάβη την αξίαν αμοιβήν των αγώνων του, τότε εκ θείας χάριτος προεγνώρισε και την ημέραν της τελειώσεώς του. Συνάξας τότε όλους τους μαθητάς του, τους είπεν, ότι μετά τρεις ημέρας τελειώνει ο δρόμος της ζωής του και υπάγει προς τον ποθούμενον. Εκείνοι δε ως ήκουσαν, ήρχισαν να κλαίουν και να οδύρωνται την στέρησίν του απαραμύθητα, ολοφυρόμενοι την ορφανίαν των. Ο δε Άγιος τους παρεμύθει με λόγια συμβουλευτικά και παραμυθητικά, λέγων προς αυτούς ταύτα. «Μη λυπείσθε, τέκνα μου αγαπητά, δια τον θάνατόν μου, διότι τούτο το πικρόν του θανάτου ποτήριον είναι κοινόν, και δεν ημπορεί να το αποφύγη τις. Μόνον σας συμβουλεύω να φυλάξετε αμετασάλευτα όσα διαλαμβάνει η διαθήκη μου, ανίσως και αγαπάτε την σωτηρίαν σας· να πολιτεύεσθε κοινοβιακώς εις όλα τα πράγματά σας· να έχετε πρώτον μεν την εις Θεόν αγάπην και ευσέβειαν, έπειτα δε και την εις αλλήλους αδελφικήν αγάπην και ομόνοιαν. Να φυλάσσετε ακριβώς την παράδοσιν των Αγίων Πατέρων, όσα περί Πίστεως και εναρέτου διαγωγής έγραψαν, και όσα το τυπικόν του Αγίου Σάββα τρανώς διακελεύεται περί εκκλησιαστικής τάξεως και περί αρετής. Γυναίκα ποτέ μη δεχθήτε εις το Μοναστήριον, είτε καλογραία είναι, είτε κοσμική, ή βασιλέως μήτηρ, ή βασίλισσα, ούτε παιδί αμύστακον και αγένειον. Ποτέ να μη χειροτονήσητε Διάκονον ή Ιερέα ανάξιον· ότι άλλο δεν παροργίζει τόσον τον Θεόν, όσον ο ανάξιος Ιερεύς. Εάν ποτέ δεν ήθελεν ευρεθή τις άξιος από το αυτό Μοναστήριον να γίνη Ηγούμενος, να υπάγετε εις το Μοναστήριον του Βαρλαάμ και ερευνήσατε εκεί δια τινα άξιον. Εάν δε πάλιν δεν εύρητε και εκεί, υπάγετε εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου, του εν τη σκήτη της Βεροίας, εις το κτίριον του εμού αδελφού και συνασκητού Διονυσίου, και ζητήσατε μετά πολλών δακρύων και δεήσεων κανένα άξιον αδελφόν δια να προχειρίσετε Ηγούμενον. Εάν δε τέλος πάντων δεν ευρεθή ουδέ εκεί πρόσωπον άξιον λόγω τε και έργω, ας γίνη και όποιος εκλεγή από την Αδελφότητα· πλην να είναι ευλαβής και σώφρων και άξιος Ιερεύς. Προς τούτοις να μη έχη άδειαν κανείς από σας τους Μοναχούς να πηγαίνη εις τας πανηγύρεις των κοσμικών· διότι ο θείος νόμος προστάζει ούτως· «Αββάς εις λιτήν κοσμικού καθίσας, ως νεκρόν λογίζεται αυτόν ο Θεός». Αργός να μη κάθηται ποτέ τις, αλλ’ ή να προσεύχηται εις το κελλίον του, ή να αναγινώσκη τας θεοπνεύστους γραφάς, ή να εργάζηται, ο μεν εν αμπέλω, ο δε εν κήπω, και άλλος εις άλλην υπηρεσίαν. Διότι ο Απόστολος Παύλος λέγει· «Μηδείς αργός εσθιέτω». Ποτέ κανείς, ω τέκνα μου αγαπητά, να μη έχη σακκίδιον χωριστόν του Ηγουμένου, μηδέ να έχητε προς αλλήλους μνησικακίαν, καταλαλιάν τε και έχθραν. Μηδέ να υψώση ο εις χείρα κατά του άλλου· αλλά να έχετε πάντοτε αγάπην, υπομονήν και ταπείνωσιν. Εάν δε τις δεν ήθελε να φυλάξη αυτάς τας παραμικράς μου παραγγελίας, ας διωχθή από το Μοναστήριον ως ψωραλέον πρόβατον, δια να μη μολυνθούν από την ψώραν του και τα λοιπά πρόβατα της του Χριστού μάνδρας. Εάν δε ποτε συμβή και σκανδαλισθή ο εις με τον άλλον, ας φιλιώνεται προ της δύσεως του ηλίου, δια να μη μένουν εις έχθραν και εύρη χώραν ο διάβολος και τους ρίψη εις μεγαλύτερα ανομήματα. Οι γέροντες και προκομμένοι εις τα θεία και πρακτικοί εις τα πάντα, νουθετείτε τους αμαθείς και νέους. Οι νέοι πάλιν υποτάσσεσθε εις τους πρεσβυτέρους, και ακούετε με προσοχήν και αγάπην τας νουθεσίας των. Και εάν ταύτα όσα σας είπα και όσα γράφω εις την διαθήκην μου φυλάξετε, θέλετε αξιωθή της των ουρανών Βασιλείας, ίνα ευφραίνεσθε μετά δικαίων. Εάν δε και δεν φυλάξετε, θέλετε λάβει τον μισθόν της παρακοής, θα τιμωρήσθε εις την αιώνιον κόλασιν. Αυτά και άλλα περισσότερα εδίδασκεν ο Όσιος τους μαθητάς του και τους παρηγορούσε να μη λυπούνται δια τον θάνατόν του. Κατά δε την έκτην του Αυγούστου μηνός εσυνάχθησαν πολλοί Χριστιανοί εις το Μοναστήριον, αφ’ ενός μεν δια την εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού, αφ’ ετέρου δε δια να λάβουν ευλογίαν από τον Όσιον. Ο δε Όσιος τους υπεδέχθη πατρικώς, και μετά την απόλυσιν της θείας λειτουργίας τους εφίλευσε πλουσιοπαρόχως, και τους εξαπέστειλε. Μετά δε ταύτα εμβήκεν εις το κελλίον του και ευθύς τον εκυρίευσε πυρετός, και έκειτο πλαγιασμένος εις την κλίνην του. Την δε ερχομένην ημέραν ηγέρθη το πρωϊ και εισελθών εις το Κυριακόν, και ιερουργήσας, εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια. Εξελθών δε μετά την θείαν Μυσταγωγίαν, είπε πάλιν προς τους μαθητάς του· «Ήλθε τώρα η ώρα, τέκνα μου, δια να πηγαίνω προς τον ποθούμενον Δεσπότην μου. Σεις δε εις το εξής αγωνισθήτε, όσον δύνασθε, να φανήτε ευάρεστοι εις τον Θεόν, και αυτός θέλει σας κυβερνά πάντοτε πνευματικώς τε και σωματικώς, εάν έχετε εις αυτόν όλην την ελπίδα σας. Και μη λυπείσθε ότι εγώ χωρίζομαι σωματικώς από σας, διότι πνευματικώς ποτέ δεν θέλω αποχωρισθή. Εάν δε εύρω παρρησίαν προς τον Δεσπότην Χριστόν ο ανάξιος, δεν θέλω παύσει να δέωμαι της Βασιλείας του δια την σωτηρίαν σας. Ταύτα ειπών ο Άγιος, και ευχόμενος και ευλογών τους περιεστώτας Μοναχούς και λαϊκούς, και πλαγιάσας επί της κλίνης του, παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας Θεού κατά το αυιθ΄ (1419) έτος, εν μηνί Αυγούστω, ζ΄ (7). Και την μεν μακαρίαν αυτού ψυχήν λαβόντες οι Άγιοι Άγγελοι μετά πάντων των Οσίων και Δικαίων, την έφεραν εις την άνω Ιερουσαλήμ με ύμνους και δοξολογίας. Το δε πανίερον αυτού και σεβάσμιον λείψανον ενεταφίασαν ευλαβώς, με υμνωδίας και δάκρυα, εις το παρεκκλήσιον του Τιμίου Προδρόμου. Το οποίον καθ’ εκάστην κάμνει θαύματα εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, και διαμένει παντοδαπών νοσημάτων αλεξιτήριον, και πηγάς ιαμάτων βρύει εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας. Διότι τοιουτοτρόπως γνωρίζει να δοξάζη ο Θεός τους αυτόν αντιδοξάζοντας· τας μεν αγίας αυτών ψυχάς να συναριθμή με τας αϋλους ουσίας των Αγγέλων, τα δε σεβάσμια αυτών λείψανα να τα αποδεικνύη πηγάς ιαμάτων και νόσων πολυτρόπων φυγαδευτήρια. Πολλά δε και άπειρα θαύματα ετέλεσε και τελεί καθ’ εκάστην το αγιώτατον λείψανον του θαυματουργού Νικάνορος, από τα οποία, αφήνων τα πολλά δια συντομίαν, θέλω διηγηθή μερικά, όσα έκαμεν εις τους καθ΄ημάς χρόνους, δια να γνωρίσετε την μεγάλην αρετήν του Αγίου, και την παρρησίαν την οποίαν έχει προς τον Παντοκράτορα Θεόν. Ευρίσκοντό ποτε εις απορίαν χρημάτων, τα οποία επεβλήθησαν εις αυτούς από τους μισοθέους Αγαρηνούς, και μη έχοντες ελπίδα βοηθείας από άλλο μέρος, έκριναν άπαντες, κοινή γνώμη, να λάβωσι τον μέγαν όντως και πολύτιμον θησαυρόν, την πάνσεπτον, λέγω, κάραν του Οσίου Νικάνορος, να απέλθωσιν εις τα Σέρβια, επειδή τότε δια τας των ανθρώπων αμαρτίας είχεν ακολουθήσει φθοροποιός πανώλης εις εκείνην την πολιτείαν, αφ’ ενός μεν ίνα ελευθερώση ο Θεός τους Χριστιανούς από την πανώλεθρον εκείνην νόσον, δια πρεσβειών του δούλου αυτού Νικάνορος, αφ’ ετέρου δε δια να ενισχυθή και το Μοναστήριον δια της των Χριστιανών ελεημοσύνης. Λαβόντες λοιπόν την αγίαν κάραν δύο ευλαβείς Ιερομόναχοι, ο Πανοσιώτατος Ηγούμενος κυρ Δαβίδ, και ο Πνευματικός Νεόφυτος, ανεχώρησαν από το Μοναστήριον μετά της συνοδείας αυτών. Το εσπέρας έφθασαν, Θεού βοηθούντος, εις εν χωρίον ονομαζόμενον Καισάρειαν, τους οποίους απαντήσας εις Χριστιανός ευλαβής, ονόματι Νικόλαος, τους υπεδέχθη χαροποιώς εις την οικίαν του και τους εφιλοξένησεν αβραμιαίως. Το πρωϊ παρεκάλεσεν ο Νικόλαος τους Ιερείς να ψάλωσιν αγιασμόν εις τον οίκον του, αυτός δε πηγαίνων έδωσεν είδησιν εις τους γείτονάς του, δια να έλθουν να αγιασθούν και να ασπασθούν την σεβασμίαν του Αγίου κάραν. Όθεν οι μεν Ιερομόναχοι, βλέποντες την ευλάβειαν του Νικολάου, ήρχισαν να ψάλλωσι τον αγιασμόν. Ο δε λαός ως ήκουσεν, έδραμον μικροί και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, και ησπάζοντο πανευλαβώς την πάνσεπτον κάραν. Μεταξύ εκείνων επλησίασεν και μία κόρη άσεμνος και ακάθαρτος δια να ασπασθή την αγίαν κάραν, παρευθύς δε έπεσεν εις την γην ως νεκρά. Τούτο βλέποντες οι άνθρωποι έλαβον μέγαν φόβον και τρόμον και ερράντιζαν με νερόν την κόρην να σηλωθή. Όθεν μετά πολλήν ώραν ηγέρθη ολίγον και εκάθισε, την ηρώτα δε η μήτηρ της να της είπη την αιτίαν. Η δε κόρη με φόβον πολύν απεκρίθη, λέγουσα· «Εγώ, ως επλησίασα να ασπασθώ την κάραν του Αγίου, μοι εφάνη εκεί ένας Μοναχός κοκκινογένης και με εκτύπησε με ένα ράπισμα εις το πρόσωπον, λέγων εις εμέ μετά πολλού θυμού· «Εγώ την ώραν ταύτην ήθελα, πάντολμε, να σε θανατώσω, επειδή ούτως ερρυπωμένη και ακάθαρτος ετόλμησας να με εγγίσης. Αλλά πάλιν δια την πολλήν ευλάβειαν του πιστού μου τούτου Νικολάου σου χαρίζω την ζωήν· πρόσεχε δε εις το εξής να μη πλησιάζης αναξίως εις τα ιερά, δια να μη πάθης κάτι χειρότερον». Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες εθαύμασαν και έδωσαν δόξαν εις τον παντοδύναμον Θεόν και τον θαυματουργόν Νικάνορα. Αναχωρήσαντες οι πατέρες εκείθεν, επήγαιναν κατά τον σκοπόν των εις τα Σέρβια· κατά δε το μέσον της οδοιπορίας τους συνήντησεν ένας υπηρέτης του τότε Αρχιερέως της των Σερβίων Εκκλησίας, Ζαχαρίου του θεοφιλούς ανδρός, όστις μαθών παρά των Πατέρων τα περί του Αγίου, επιστρέψας ανήγγειλε την υπόθεσιν εις τον Αρχιερέα. Ακούσας τούτο ο Αρχιερεύς εθυμώθη αρχικώς κατά των Ιερομονάχων, και ήθελε να τους αποδιώξη, μη πιστεύων τα όσα έλεγον περί του Αγίου, επειδή δεν ήσαν ακόμη γνωστά εις όλους. Μετά δε ταύτα ερευνήσας ακριβώς την υπόθεσιν και βεβαιωθείς παρά των αξιοπίστων Χριστιανών τα θαύματα του Αγίου, μάλιστα δε πιστωθείς δια του σιγγιλλιώδους γράμματος του Μοναστηρίου, μετέτρεψε τον θυμόν εις ημερότητα και έδωσεν άδειαν εις τους πατέρας να ψάλλουν ακωλύτως αγιασμούς εις όλην την επαρχίαν του. Καθώς λοιπόν έκαμαν αρχήν οι Πατέρες να ψάλλουν αγιασμούς εις τα Σέρβια, ήρχισε να τρίζη το κιβώτιον το έχον την κάραν του Αγίου, τούτο δε έγινε πολλάκις· και ηπόρουν οι άνθρωποι εις το τοιούτον τεράστιον. Μετά δε ολίγας ημέρας εγνώρισαν την του Αγίου θαυματουργίαν. Διότι όσον έτριζε το κιβώτιον, τόσον η λοιμώδης και φθοροποιός νόσος εξωστρακίζετο από την πολιτείαν. Εις διάστημα δε ολίγων ημερών ηλευθερώθησαν όλοι οι Χριστιανοί από τον φοβερόν θάνατον του λοιμού και εδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον. Τούτο το παράδοξον θαύμα βλέποντες οι Αγαρηνοί ωργίζοντο, και την του Αγίου θαυματουργίαν ωνόμαζον μαγείαν οι άφρονες. Όθεν δύο πάντολμοι γενίτσαροι, υπό του πατρός αυτών διαβόλου παρακινούμενοι, απεφάσισαν να συλλάβουν τους πατέρας όταν περιέρχωνται τας οδούς, να τους αρπάσουν την αγίαν κάραν, και να την συντρίψουν επάνω εις τας πέτρας. Οι μεν λοιπόν ασεβείς ταύτα κατά του Αγίου κακώς εμελέτησαν. Ο δε καρδιογνώστης Θεός, όστις δοξάζει τους δούλους του και φυλάττει τα άγια αυτών λείψανα αβλαβή, τι εποίησεν; Εξαπέστειλεν εις εκείνους τους άφρονας οργήν θυμού αυτού, και απέθανεν αιφνιδίως από πανώλη εκείνην την νύκτα ο εις από εκείνους ομού με όλους τους ανθρώπους του κατηραμένου οίκου του. Εις δε τον άλλον εφάνη ο Άγιος, εν οράματι, και λέγει εις αυτόν μετ’ οργής· «Τι ήτο το πονηρόν, όπερ κατ’ εμού εμελέτησας να πράξης ομού με τον σύντροφόν σου, πάντολμε; Εγώ έλαβον παρά Θεού θέλημα να σε θανατώσω την νύκτα ταύτην, ως και τον παράφρονα φίλον σου, αλλά πάλιν σε ηλέησα, δια να γίνης κήρυξ της ιδικής σου σωτηρίας και της συμφοράς του συντρόφου σου». Ταύτα ως είδε και ήκουσεν ο ασεβής, ευθύς έντρομος εσηκώθη από την κλίνην του και εδέετο του Αγίου να τον συγχωρήση δια το σφάλμα του. Το δε πρωϊ εξήλθε και έλεγε παρρησία εις πάντας όσα του είπε κατ’ όναρ ο Άγιος και όσα αυτός με τον σύντροφόν του εμελέτα να πράξη κατά της σεβασμίας του Αγίου κάρας. Αύτη είναι, ω φιλακροάμονες Χριστιανοί, η αγγελομίμητος και θαυμαστή πολιτεία του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Νικάνορος, καθώς με συντομίαν ηκούσατε. Ούτω θεοφιλώς ηγωνίσατο και κατεπάλαισε τον νοητόν δράκοντα· ούτω και εδοξάσθη παρά Θεού, και έλαβε τον της νίκης στέφανον. Τοιαύτην παρρησίαν εύρε προς τον Δεσπότην Χριστόν, δια τους πολλούς και ασκητικούς του αγώνας, ώστε πάντοτε βρύει πηγάς ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτόν. Όθεν και ημείς, οι οποίοι ηξιώθημεν σήμερον να ακούσωμεν την θεάρεστον αυτού πολιτείαν, ας τον εγκωμιάσωμεν κατά το δυνατόν, ως νικητήν του μισοκάλου εχθρού. Ας πανηγυρίσωμεν την χαρμόσυνον εορτήν του με ύμνους και δοξολογίας, και ας αγωνισθώμεν να τον μιμηθώμεν εις την κατά Θεόν πολιτείαν, όσον δυνάμεθα, ίνα και ημείς της των Ουρανών Βασιλείας αξιωθώμεν. Χάριτι και φιλανθρωπία του ανάρχου Πατρός και του μονογενούς Υιού και του ομοουσίου Πνεύματος, της ζωοποιού και αδιαιρέτου Τριάδος. Η πρέπει κράτος και τιμή εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Δημοσίευση από silver »

του εκ Ζαγοράς μεν της Μαγνησίας καταγομένου, εν Κωνσταντινουπόλει δε μαρτυρήσαντος κατά το έτος αχπ΄ (1680).

Τριαντάφυλλος ο ένδοξος Νεομάρτυς του Χριστού ήτο από την Ζαγοράν της Μαγνησίας, κειμένην πλησίον της πόλεως Βόλου, γεννηθείς περί τα μέσα της ζοφεράς δουλείας της γλυκυτάτης μας πατρίδος, της Ελλάδος, υπό τους Τούρκους, ήτοι περί το έτος αφξγ΄(1663). Ούτος εργαζόμενος ως ναύτης εις τα πλοία όταν ήτο περίπου δεκαεπταετής, συνελήφθη δι’ άγνωστον εις ημάς αιτίαν υπό των Τούρκων, εβιάζετο δε υπ’ αυτών να αρνηθή την πάτριον αυτού αληθή πίστιν του Χριστού και να ασπασθή την μιαράν θρησκείαν των Αγαρηνών. Ο Τριαντάφυλλος όμως, το ευωδέστατον αυτό ρόδον της Ορθοδόξου πίστεως, επροτίμησε να λάβη μυρίους θανάτους παρά να αρνηθή τον Χριστόν. Ποικιλοτρόπως όθεν βασανιζόμενος, αλλά μένων αδιάπτωτος και κραυγάζων· «Χριστιανός είμαι, δεν αρνούμαι τον Σωτήρα μου Χριστόν», εθανατώθη υπό των Αγαρηνών εν αυτή ταύτη τη βασιλίδι των πόλεων, τη Κωνσταντινουπόλει, εν έτει αφπ΄ (1680) από Χριστού, Αυγούστου η΄ (8), και το μεν νεαρώτατον αλλά πολύαθλον αυτού σώμα παρέμεινεν εις την γην υπέρ πάντα τα ρόδα και τα μύρα ευωδιάζον, η δε μακαρία αυτού ψυχή ανήλθεν εις τα ουράνια και έλαβε παρά του αθλοθέτου Χριστού τον της νίκης αμάραντον στέφανον.

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ Εις τον Άγιον Νεομάρτυρα Τριαντάφυλλον.

Μαρτυρικήν εορτήν εορτάζομεν σήμερον, αδελφοί, και πάσα ψυχή ευσεβής και φιλομάρτυς χαίρει πνευματικώς και σκιρτά. Νέου Μάρτυρος μνήμη εν τη Εκκλησία του Χριστού ανέτειλεν υπέρ τας ηλιακάς αυγάς, και πάντα των Ορθοδόξων Χριστιανών τα πληρώματα καταυγάζει ταις μυστικαίς ακτίσι των αγώνων αυτού, και φωτός νοητού πληροί τας καρδίας και τα πρόσωπα ημών, και προς δόξαν και αίνον του αθλοθέτου Χριστού, του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, διεγείρει πάντας ημάς· διότι δόξα Χριστού ανεδείχθησαν οι Μάρτυρες ως δοξάσαντες το Άγιον αυτού όνομα και υπέρ παν όνομα, η δε αγία αυτών μνήμη χαράς ημίν πνευματικής υπόθεσις, και ευφροσύνης θείας πρόξενος γίνεται, τοις εν πνεύματι και αληθεία εορτάζουσι, κατά την φωνήν: «Εγκωμιαζομένου δικαίου ευφρανθήσονται λαοί». Τούτο βλέπομεν και σήμερον πληρούμενον εν τη πανσέπτω μνήμη και εορτή του νέου του Χριστού αριστέως και καλλινίκου Μάρτυρος, του οποίου τους αγώνας και άθλους γεραίρομεν, και την νίκην και τα έπαθλα θαυμάζομεν, και τον δοξάσαντα και θαυμαστώσαντα τούτον Κύριον δοξάζομεν· «τους δοξάζοντάς με δοξάσω» λέγει Κύριος. Αλλά ποίος ούτος ο νέος του Χριστού αθλοφόρος, ο δοξάσας τον Κύριον, και παρ’ αυτού θαυμαστώς δοξασθείς; Ο βαστάσας τα στίγματα του Σωτήρος και αγώνας αθλητικούς ακολουθήσας ως αρνίον άκακον τω μεγάλω ποιμένι, «τω τυθέντι υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας»; Ο αρτίως ως αστήρ εωθινός ανατείλας τη αγία και ορθοδόξω του Χριστού Εκκλησία, και πάντας καταυγάσας τοις υπέρ τοις ευσεβείας αγώσιν αυτού και θείοις σκάμμασι; Τριαντάφυλλος ούτος είναι, ο εν ακμή της ηλικίας γηραιόν επιδειξάμενος φρόνημα και τον αρχέκακον εχθρόν και πολέμιον δράκοντα, εν αυτώ τω άνθει της νεότητος καταβαλών. Τριαντάφυλλος το ηδύπνευστον και αμάραντον ρόδον της ευσεβείας, το οποίον κατευωδίασε τας ψυχάς ημών δια της μυστικής ευωδίας του αγίου Πνεύματος, αθλήσας νομίμως υπέρ Κυρίου. Τριαντάφυλλος το ευωδέστατον άνθος της αφθαρσίας και πάλλευκον κρίνον του ουρανίου λειμώνος το διαπνέον ημίν την οσμήν της θείας και Ορθοδόξου Πίστεως. Τριαντάφυλλος, ο των πάλαι Μαρτύρων εφάμιλλος και ισοστάσιος και των κλεινών Νεομαρτύρων το θείον αγλάϊσμα· ο της ευσεβείας δοξάσας δι’ αθλητικών σκαμμάτων το μέγα μυστήριον και της ασεβείας καταβροντήσας και ταπεινώσας την έπαρσιν· ο την καλήν της αγίας ημών Πίστεως ομολογίαν εναντίον ηγεμόνων ασεβών ομολογήσας, και της πλάνης τας σοφιστείας τη άνωθεν σοφία και τω λόγω της χάριτος καταισχύνας· ο εν ανδρεία ψυχής τον ιερόν αγώνα αναδεξάμενος και τούτον νομίμως διανύσας και της νίκης τον άφθαρτον στέφανον παρά Κυρίου λαβών. Τριαντάφυλλος, το γλυκύκαρπον κλήμα της αμπέλου της ζωής, το καρποφορήσαν ημίν του μαρτυρίου τους ψυχοτρόφους βότρυας· Τριαντάφυλλος, των Ορθοδόξων το καύχημα και ηδύτατον άκουσμα και θείον εντρύφημα. Τριαντάφυλλος, των Ζαγοραίων το έξοχον σεμνολόγημα, και περιφανές ωράϊσμα· ο λαμπρός στρατιώτης της παρατάξεως του Κυρίου, ο εν εσχάτοις καιροίς μαρτυρικώς ανδραγαθήσας και πληρώσας ημάς ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, τη αγία και νικηφόρω αυτού αθλήσει. Ούτος ημάς, αδελφοί, ο καλλίνικος αριστεύς συγκαλεί σήμερον προς εορτήν αγίαν και πνευματικήν φαιδρότητα και μυσταγωγίαν ουράνιον. Προσέλθωμεν πάντες εν καθαρά καρδία και φαιδρώ προσώπω όπως, εορτάζοντες την αγίαν αυτού πανήγυριν, θαυμάσωμεν την ψυχικήν αυτού φρόνησιν, την ανδρείαν του φρονήματος, το ακατάπληκτον της καρδίας και τας λοιπάς αθλητικάς αυτού αρετάς και αγώνας, δια των οποίων εδόξασε της δόξης τον Κύριον. Ουδόλως εφείσθη ο μακάριος της νεανικής αυτού ακμής και ηλικίας, ουδέ εις τα προτεινόμενα παρά των απίστων θελκτικά αγαθά και πλουσίας δωρεάς εθελχθη το παράπαν, αλλ’ ούτε των τιμωριών και βασάνων την δριμύτητα, και αυτόν τον επώδυνον θάνατον επτοήθη, αλλά κάτοχος γενόμενος της θείας αγάπης, και ένδον εν τη ψυχή αυτού φέρων το θείον και άϋλον πυρ, όπερ ήλθε βαλείν ο Χριστός επί της γης, πάντων εδείχθη ανώτερος και πάντα ως φθαρτά και παρερχόμενα, σκύβαλα κατά Παύλον, ελογίσατο, ίνα Χριστόν κερδήση, των εφετών το ακρότατον, τον οποίον και εκέρδησεν απαρνησάμενος κόσμον και εαυτόν, και θανατωθείς υπέρ του ονόματος του Κυρίου προθυμότατα. Δια τούτο και επαξίως εδοξάσθη και του ξύλου της ζωής τον καρπόν ετρύγησε κληρονόμος μεν Θεού και συγκληρονόμος Χριστού γενόμενος. Τούτον τον μακάριον αθλητήν και αήττητον του Χριστού στρατιώτην εβλάστησεν ως ευωδέστατον ρόδον, ή μάλλον ως κατάκαρπον και γλυκύκαρπον και αειθαλή φοίνικα, η εν τη επαρχία της Δημητριάδος κωμόπολις Ζαγορά, η εκ τούτου γενομένη πανταχού περίβλεπτος, και εις πάντα κόσμον εξάκουστος· διότι καύχημα και στέφανος γονέων παίδες, και δόξα και κλέος πόλεων και χωρών οι εξ αυτών βλαστήσαντες και υπέρ Χριστού αθλήσαντες κακκίνικοι Μάρτυρες, ων εις και ο εις έπαινον προκείμενος Νεομάρτυς Τριαντάφυλλος. Μη έχοντες επαρκή στοιχεία της κατ’ αυτόν ιστορίας, δυνάμεθα να κρίνωμεν τα πρότερα εκ των υστέρων· δυνάμεθα δηλαδή εκ του καρπού να γνωρίσωμεν το δένδρον, και εκ του βλαστήματος τας καλάς ρίζας. Η υπέρ Χριστού άθλησις αυτού, ο γλυκύτατος δηλονότι καρπός των ιερών τούτου αγώνων, δεικνύει εις ημάς σαφέστατα οποίος υπήρξεν ούτος ο ευκλεής Νεομάρτυς Τριαντάφυλλος, οποίαν καθαρότητα ζωής, χρηστότητα τρόπων, σεμνότητα ήθους και ευθύτητα ψυχής είχε κατορθώσει. Η θεία αυτού άθλησις δίδει εις ημάς το δικαίωμα να παραδεχθώμεν τούτον τύπον Χριστιανικού και ανεπιλήπτου βίου εν ακμή ηλικίας, ζώντος ως τέκνον φωτός «εν μέσω γενεάς σκολιάς», κατά τον θείον Παύλον, και φαινόμενον, κατά την του Άσματος φωνήν, «Ως άνθος του πεδίου και ως κρίνον εν μέσω ακανθών». Ζων τοιουτοτρόπως ο μακάριος Τριαντάφυλλος Χριστιανικόν αυτουργικόν βίον, και τελών υπομίσθιος εν τινι ναυκλήρω, εφύλαττεν εν τη καρδία αυτού ασφαλώς τον πολύτιμον θησαυρόν, τον ακτινοβολούντα αδάμαντα της ορθοδόξου αγίας ημών Πίστεως, και την ουράνιον φλόγα της προς Χριστόν αγάπης απαραμείωτον και άσβεστον διετήρει· όπερ βλέπων με φθονερόν βλέμμα ο βάσκανος εχθρός, ως λέων κατ’ αυτού ωρύετο, αλλά μάταιαι και κεναί απέβαινον αι επίνοιαι αυτού, και ουδέν εκ τούτων όφελος προσεπορίζετο· διότι ο Τριαντάφυλλος έχων την θείαν βοήθειαν σύμμαχον έλεγε συν τω θείω Δαβίδ· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ». Την θείαν λοιπόν του Χριστού ενδεδυμένος δύναμιν ως θώρακα και πανοπλίαν ουράνιον, αποδύεται προς τους αγώνας της αθλήσεως με θάρρος αήττητον και σθένος ακαταμάχητον, και κατατροπώνει εν αυτοίς τον πολέμιον και περιφανώς θριαμβεύει εν ασθενεία σαρκός και μέγα τρόπαιον νίκης εγείρει, λέγων συν τω θείω Παύλω· «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Τις να μη θαυμάση την νίκην αυτού; Ποίος ευσεβής να μη εκπλαγή, βλέπων ένα νεανίαν δεκαεπταετή την ηλικίαν, άοπλον και απτόητον, αλλά πλήρη πίστεως και ουρανίου φρονήματος, να ίσταται ενώπιον κριτών φρυαττόντων επί δυνάμει και πανόπλων τυράννων, βοώντα και λέγοντα διαπρυσίως: «Χριστιανός είμαι, ουδόλως αρνούμαι τον Σωτήρα μου Χριστόν τον Θεόν μου». Ω της ανδρείας σου, αθλητά Τριαντάφυλλε! Ω της μακαρίας σου φωνής, δι’ ης ωμολόγησας την καλήν της ευσεβείας ομολογίαν! Ταύτην την λαμπράν ομολογίαν σου ακούσαντες οι δυσσεβείς επτοήθησαν, οι ευσεβείς υπέρ εκ περισσού εχάρησαν, οι δαίμονες έφριξαν και οι Άγγελοι εθαύμασαν και ύμνησαν. «Χριστιανός είμαι». Μακάριον το στόμα σου, όπερ εξεφώνησε την ουράνιον ταύτην φωνήν, την πλήρη ζωής και αγιασμού, την ζωοποιούσαν και αγιάζουσαν τους δεχομένους αυτήν μετά πίστεως. Ωμολόγησας τον Κύριον ενώπιον ασεβών και κριτών αδίκων, θα ομολογήση και σε ενώπιον του ουρανίου αυτού Πατρός επί μυριάδων Αγγέλων ο υπό σου ομολογηθείς Σωτήρ ημών. Εντεύθεν απειλαί και τιμωρίαι και βάσανοι σκληραί επιφέρονται τω αθλητικώ σώματι του Αγίου Μάρτυρος. Εκείθεν κολακείαι και αμοιβαί και υποσχέσεις και επαγγελίαι άφθονοι και δαψιλείς προτείνονται αυτώ, εάν δεχθή την ασέβειαν αυτών. Αλλά θαρσείτε, αδελφοί. Ο Τριαντάφυλλος ίσταται ασφαλής και ακλόνητος επί την πέτραν της πίστεως. Έρχονται οι ποταμοί, πνέουσιν οι άνεμοι, αλλ’ ο Άγιος Μάρτυς ουδόλως σείεται, αλλ’ ως οικία ασφαλής επί θεμελίου στερεού ίσταται, και ως ρόδον ευανθές ανθεί και αποπνέει της ευσεβείας την ουράνιον ευωδίαν και οσμήν. Ως βέλη νηπίων λογίζεται τας τιμωρίας και ως όνειρα, και εις ουδέν εκλαμβάνει τας υποσχέσεις των επιγείων αγαθών, διότι, κατά τον θεηγόρον Παύλον, απέβλεπεν εις την μέλλουσαν μισθαποδοσίαν, «εξεδέχετο γαρ την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός», δια τούτο ανδρείως φέρει τον ονειδισμόν του Χριστού, υπέρ πάντα πλούτον επίγειον και τιμήν, ως πρόξενον της ανωτάτης δόξης και τιμής και τρυφής και παραίτιον της αιωνίου ζωής. Θαυμάζουσι πάντες την άτρεπτον στάσιν της ψυχής αυτού, αλλά και αυτοί οι ασεβείς· «θαυμάζει γαρ και πολέμιος αρετήν ανδρός» και σφόδρα καταισχύονται, διότι ενικήθησαν υπό αόπλου νεανίου και τρυφερού, μη φέροντες δε την περαιτέρω αισχύνην αυτών αποφασίζουν ίνα θανατωθή ο του Χριστού αθλητής. Ανεσκίρτησεν εκ της χαράς, ακούσας την απόφασιν του θανάτου ο Μάρτυς, και εξεχύθη εις το πρόσωπον αυτού η εν τω βάθει της καρδίας του κεκρυμμένη χάρις και λαμπρότης του Αγίου Πνεύματος, και εφαίνετο όλος ένθεος και λαμπρός, εκπλήττων τους ορώντας, αγόμενος εις τον τόπον του θανάτου, τρέχων ως η διψώσα έλαφος εις τας πηγάς των υδάτων, ίνα τάχιον αναλύση και συν Χριστώ η, και ούτω χαίρων και αγαλλόμενος απετμήθη την μακαρίαν αυτού κεφαλήν. Εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα επί τη νίκη του Νεομάρτυρος οι τροπαιοφόροι των Αγίων Μαρτύρων δήμοι, και πάσα η εν ουρανοίς θριαμβεύουσα των πρωτοτόκων Εκκλησία, και εν αγαλλιάσει προχυθέντες εκ των ουρανίων και αϋλων αυτών σκηνωμάτων υπεδέχθησαν χαρμοσύνως την αγίαν και φωτοειδή του Μάρτυρος ψυχήν, ανερχομένην λαμπαδηφόρον και λάμπουσαν υπέρ ήλιον εκ των μαρτυρικών στιγμάτων, και Δαβιτικώς ειπείν, ως νύμφην «εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένην, πεποικιλμένην». Ο δε αθλοθέτης και στεφοδότης και μεγαλόδωρος Κύριος, υπέρ ου προθύμως ηγωνίσατο τον αθλητικόν αγώνα, μεγαλοπρεπώς εστεφάνωσεν αυτήν και θαυμαστώς εδόξασε, και των πάλαι Μαρτύρων ισότιμον και ισοστάσιον ανέδειξεν ως αψευδώς επηγγείλατο ότι «τους δοξάζοντάς με δοξάσω». Το δε άγιον και μαρτυρικόν αυτού αίμα, το οποίον εχύθη εν τω ιπποδρόμω της βασιλίδος των πόλεων, ένθα απετμήθη την κεφαλήν, πλουσίως επότισε της Εκκλησίας τας αύλακας, εν καιρώ νοητού αυχμού και πικράς δουλείας, και ως δρόσος ουράνιος, ίαμα, κατά τον Ησαϊαν, εγένετο εις ψυχάς φλογιζομένας υπό των παθών και λιποθυμούσας καθ’ εκάστην υπό της απειλής και βίας της τυραννικής καταδυναστείας. Ούτος ο θρίαμβος της Ορθοδόξου και αγίας ημών πίστεως, η περιφανής και μεγάλη νίκη, την οποίαν κατήγαγον κατά των δυνάμεων του σκότους οι καλλίνικοι του Χριστού Μάρτυρες πάλαι τε και νυν, αγαπήσαντες τον Κύριον εξ όλης ψυχής και εξ όλης ισχύος και εξ όλης δυνάμεως, και αγωνισάμενοι καλώς τον κάλλιστον αγώνα. Ούτοι ανεδείχθησαν της Εκκλησίας βάσις και θεμέλιον, των Ορθοδόξων καύχημα και στήριγμα, των ασθενούντων ιατροί σωτήριοι, των κινδυνευόντων μέγιστοι και ετοιμότατοι ρύσται και αντιλήπτορες, των ιαμάτων πηγαί, των θαυμάτων ποταμοί αέναοι, και πάσης ψυχής θλιβομένης και καταπονουμένης βοηθοί και παρήγοροι συμπαθέστατοι, και γενικώς παντός του κόσμου δόξα και χαρά και εντρύφημα, και πρεσβευταί και μεσίται προς Χριστόν θερμότατοι. Συ δε, Νεομάρτυς Τριαντάφυλλε, εξαιρέτως ημών των συμπολιτών σου θείον σεμνολόγημα και έξοχον αγλάϊσμα, φρουρός και έφορος ακοίμητος και προστάτης και παραμυθία και σκέπη και φύλαξ και πύργος ισχύος και παν καλόν μετά Θεόν και σωτήριον, και εν σοι καυχώμεθα και την άθλησίν σου την αγίαν γεγαίρομεν, πανηγυρίζοντες την λαμπράν και ετήσιον μνήμην σου, φύλαττε, δεόμεθα, και σκέπε πάντοτε εκ πάσης περιστάσεως την ενεγκαμένην σε πατρίδα, και πάσαν πόλιν και χώραν των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, προϊστασο δε, Άγιε, πάντων των προστρεχόντων και επικαλουμένων την αθλητικήν σου χάριν και πρέσβευε διηνεκώς προς Κύριον, ίνα αξιώση ημάς εν μεν τω παρόντι βίω ειλικρινούς και ακαταγνώστου και καθαράς μετανοίας, μετά δε την εντεύθεν εκδημίαν της ουρανίου και αϊδίου αυτού Βασιλείας, ένθα ήχος εορταζόντων, και πάντων των απ’ αιώνος ευφραινομένων η κατοικία. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) του Αυγούστου, μνήμη των Δέκα Μαρτύρων,ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ, ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ, ΙΑΚΩΒΟΥ, ΑΛΕΞΙΟΥ, ΔΗΜ

Δημοσίευση από silver »

των δια την αγίαν Εικόνα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την εν τη Χαλκή Πύλη, αθλησάντων.

Ιουλιανός και οι συν αυτώ αθλήσαντες Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του θηριωνύμου Λέοντος του Ισαύρου εν έτει ψιστ΄ (716). Ο αυτοκράτωρ ούτος, αποστρεφόμενος τας αγίας Εικόνας, κατέκαιεν αυτάς δια πυρός· διο και ο τότε Πατριάρχης Άγιος Γερμανός πολλάς θλίψεις και κακοπαθείας εδοκίμασεν υπό του αλιτηρίου τούτου Λέοντος, διότι ήλεγχεν αυτόν ως ασεβή και παράνομον. Επειδή δε ο θηριώνυμος επεχείρησε να κρημνίση την σεβασμίαν Εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την προσκυνουμένην εν τη Χαλκή Πύλη της Κωνσταντινουπόλεως, και αι αναβάθραι ήδη κατεσκευάζοντο, και ξύλα μακρά εβάλλοντο, οι δε μέλλοντες να την κρημνίσωσιν αναβάντες ήρχισαν να εργάζωνται δια την κατάρριψιν της αγίας Εικόνος, ούτοι οι γενναίοι του Χριστού αθληταί προφθάσαντες και λαβόντες την μίαν αναβάθραν, έσυραν αυτήν προς εαυτούς και ούτω κατεκρήμνισαν τον σπαθάριον, όστις εκρήμνιζε την σεβασμίαν Εικόνα και εθανάτωσαν αυτόν, τον δε ασεβή βασιλέα κατηρώντο και ανεθεμάτιζον. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς και οργισθείς σφόδρα προσέταξε να αποκεφαλίσωσιν όλους τους εκείσε παρευρεθέντας, των οποίων τον αριθμόν μόνος ηξεύρει ο Κύριος, επειδή ήτο μέγα πλήθος. Τούτους δε τους εννέα Μοναχούς προσέταξε να μαστιγώσωσι σκληρώς, έπειτα να τους ρίψωσιν εις την φυλακήν, όπου καθ’ εκάστην να δίδωσιν εις αυτούς πεντακοσίους ραβδισμούς. Ούτως υπέμειναν ανδρείως οι μακάριοι δερόμενοι επί οκτώ μήνας. Όταν δε είδεν αυτούς ο τύραννος αποκαμόντας, προσέταξε να πυρακτώσωσι περόνας σιδηράς και με αυτάς να κατακαύσωσι τα των μαρτύρων πρόσωπα, τελευταίον δε να τους αποκεφαλίσωσιν εις τόπον λεγόμενον Κυνηγέσιον, ομού με την Αγίαν Μαρίαν την πατρικίαν, τα δε λείψανα αυτών να ριφθώσιν εις το πέλαγος· ούτω δε έλαβον οι αοίδιμοι της αθλήσεως τους στεφάνους.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, η ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν Αγίοις

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, η ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν Αγίοις πατρός ημών ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ του θαυματουργού.

Σπυρίδων ο εν Αγίοις πατήρ ημών αείποτε πλείστα θαύματα επιτελεί, μεταξύ δε των υπερφυών θαυμάτων αυτού μέγα τω όντι και εξαίρετον είναι το κατά Αγαρηνών τερατούργημα, δια το οποίον άπασα η Κέρκυρα θαυμάζει και λαμπρά τη φωνή ανακηρύττει το παράδοξον· έχει δε η υπόθεσις ούτω. Πολέμου ποτέ γενομένου μεταξύ Ενετών και Ισμαηλιτών, μετά την άλωσιν της Πελοποννήσου, οι Αγαρηνοί εθεώρησαν καλόν να καταλάβουν και την Κέρκυραν. Ιδού λοιπόν κατά το χιλιοστόν επτακοσιοστόν δέκατον έκτον έτος από Χριστού, τη 24 του μηνός Ιουνίου, ενεφανίσθη εις τον λιμένα της πόλεως ισχυρός στόλος Ισμαηλιτών. Εκ του απροσδοκήτου τούτου κακού οι κάτοικοι της πόλεως της Κερκύρας κατελήφθησαν υπό θάμβους· πολυάριθμος δε στρατιά των επιδρομέων εξήλθεν εις την νήσον. Εσχεδίαζον δε να λεηλατήσουν αυτήν και να πολιορκήσουν την πόλιν δια ξηράς και θαλάσσης. Ήρχισε τότε άγριος πόλεμος, οι δε βάρβαροι κατέθλιβον τους Χριστιανούς δια πυρός και σιδήρου. Μετά δε σφοδράν μάχην, ήτις εκράτησεν επί πεντήκοντα ημέρας, η κυρία δύναμις των βαρβάρων εστράφη εναντίον της πόλεως της Κερκύρας. Τότε τα πλήθη των Ορθοδόξων, μη έχοντες άλλην ελπίδα, κατέφυγον εις τον προστάτην των Άγιον Ιεράρχην Σπυρίδωνα τον θαυματουργόν και δια στεναγμών και δακρύων, ημέραν τε και νύκτα παρεκάλουν αυτόν να τους προστατεύση και να τους απαλλάξη από τον προκείμενον κίνδυνον. Και πράγματι, ημέραν τινά, επανελθόντα τα στρατεύματα των Αγαρηνών εις τα ακραία τείχη της πόλεως, μετ’ ολίγον ουχί ολίγοι εξ αυτών ως κακοί κακώς απωλέσθησαν, κατασυντριβέντες οι άθλιοι δια πρεσβειών του θαυματουργού Ιεράρχου Σπυρίδωνος. Συνεπεία τούτου, εξαγριωθέντες έτι περισσότερον οι βάρβαροι, επήρχοντο κατά της Κερκύρας μετά μεγαλυτέρας σκληρότητος και εφόνευον απανθρώπως πάντας όσους ηδύναντο. Εις την κακίαν των δε ταύτην προσέθετον και απειλάς, ότι θα ενεργήσουν νέαν φοβεράν επιδρομήν κατά την οποίαν θα εξολοθρεύσουν πάντας, άλλους δι’ επωδύνου θανάτου και άλλους δια πικράς αιχμαλωσίας. Τότε οι δυστυχείς πολιορκημένοι επολλαπλασίασαν τας προσευχάς και τας δεήσεις αυτών, και ουδόλως έπαυον παρακαλούντες τον Άγιον δι’ ολονυκτίων δεήσεων να τους λυτρώση από τον κίνδυνον. Τότε εκεί όπου οι απηλπισμένοι Κερκυραίοι ανέμενον την παντελή καταστροφήν αυτών υπό των βαρβάρων, αίφνης, όρθρου έτι βαθέος, εμφανίζεται εις τους υπεναντίους ο μέγας πατήρ ημών Σπυρίδων, μετά πλήθους στρατιάς ουρανίου, κρατών εις τας χείρας αστραπόμορφον ξίφος και αποδιώκων αυτούς μετά θυμού. Το παράδοξον τούτο ιδόντες οι στρατιώται της δυνάμεως των Αγαρηνών και πανικοβληθέντες ετράπησαν εις φυγήν, σκοτισθέντες δε τους οφθαλμούς αλληλοεξωντώνοντο και αλληλοετραυματίζοντο. Έφυγον λοιπόν και συνετρίβησαν αποδιωχθέντες υπό του φόβου άνευ πολέμου ή πυρός ή μαχαίρας ή τινός διώκοντος, του θαυματουργού δε μόνον Σπυρίδωνος δι’ αοράτου δυνάμεως ανατρέψαντος τούτους και εκδιώξαντος εκ της νήσου. Ενώ δε τα στρατεύματα των πεζών και των ιππέων εδραπέτευον, απήρε και ο στόλος αυτών δια της κραταιάς δυνάμεως του Ιεράρχου και έμεινεν η πόλις της Κερκύρας ελευθέρα. Όταν λοιπόν ήρχισε να εξημερώνη και οι πολιορκημένοι ανέμενον την συνήθη μάχην, ουδένα εχθρόν έβλεπον, ούτε θόρυβόν τινα ήκουον, αλλά απόλυτον σιωπήν και ησυχίαν. Καταληφθέντες όθεν υπό περιεργείας εξήλθον των τειχών της πόλεως και ήλθον προς τας σκηνάς των αντιπάλων. Τότε μετά μεγάλης χαράς εγνώρισαν το εξαίσιον θαύμα και μετά πάσης ευφροσύνης σκιρτώντες ηγάλλοντο δια το καινόν και παράδοξον, διότι έβλεπον ότι οι Αγαρηνοί όχι μόνον έφυγον αλλά και πάντα τα πράγματά των εγκατέλειψαν. Φεύγοντες δε οι Αγαρηνοί ωμολόγουν ενώπιον πάντων ότι εδιώκοντο υπό σεβασμίου τινός Μοναχού, δηλαδή του Αγίου Σπυρίδωνος, και ενδόξου στρατιάς ουρανίου, οίτινες εφάνησαν εις τον αέρα και τους ηνάγκαζον να φεύγουν με μεγάλην ταχύτητα. Τότε μετά μεγάλης ευλαβείας έδραμον πάντες να αποδώσουν δόξαν και ευχαριστηρίους ωδάς εις τον θαυματουργήσαντα Ιεράρχην. Και αυτή δε η διοίκησις των Ενετών, η οποία εκυριάρχει τότε της νήσου, ανεγνώρισε και ανεκήρυξε τον Άγιον ρύστην και σωτήρα της νήσου και υπερασπιστήν των φιλοχρίστων δυνάμεων, και δια λιτών και υμνωδιών ευχαρίστως εδοξολόγησεν. Ω αψευδές δε τεκμήριον ευγνωμοσύνης και ευλαβείας κατασκευάσασα αργυράν πολυτελή κανδήλαν εξαιρέτου τέχνης, προσέφερεν αυτήν εις τον ιερόν αυτού Ναόν. Ταις του ημετέρου ποιμένος και προστάτου πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΩΤΙΟΥ και ΑΝΙΚΗΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ανίκητος και Φώτιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ (288), του Φωτίου όντος ανεψιού του Αγίου Ανικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν εδημηγόρησε κατά των Χριστιανών, παρούσης εκεί και της Συγκλήτου Βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον πολλά είδη βασανιστηρίων οργάνων, απειλήσας ο ασεβέστατος ότι θέλει εξαφανίσει παντοιοτρόπως, και εξ αυτών των άκρων της Οικουμένης, εκείνους, όσοι επικαλούνται το όνομα του Χριστού· όταν, λέγω, ο αλιτήριος εκείνος τύραννος εβλασφήμησε κατά της Θεότητος και δόξης του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρών και ο Μάρτυς του Χριστού Ανίκητος δεν εφοβήθη τας απειλάς του τυράννου, αλλά παρρησία ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, ήλεγξε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους οι των ειδώλων λάτραι τόσον πολύ τον έδειραν τον Άγιον, ώστε εκ των ραβδισμών έγιναν πληγαί και σχισίματα εις όλον το σώμα του, δια των οποίων εφαίνοντο τα οστά του. Έπειτα αφήκαν λέοντα κατ’ αυτού, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη, επειδή εκτός του ότι ο λέων ήτο μεγαλόσωμος και ώρμησε με λύσσαν και μανίαν, εβρυχήθη προς τούτοις και με φοβερόν και καταπληκτικόν βρυχηθμόν. Όταν όμως το θηρίον επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερον προβάτου, και λυπούμενον τον Μάρτυρα εσπόγγισε με τον δεξιόν του πόδα τον ιδρώτα, όστις έρρευσεν εις το πρόσωπόν του εκ του φόβου. Αφού λοιπόν ηυχαρίστησε τον Θεόν ο Άγιος, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, εκ του οποίου κατέπεσε το είδωλον του Ηρακλέους και έγινεν ως κονιορτός, αλλά και μέρος τι της πόλεως Νικομηδείας εκρημνίσθη και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν. Όθεν προσέταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσωσι τον Μάρτυρα. Επειδή δε ο επί τούτω στρατιώτης, επιχειρών να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διότι εκρατήθη η χειρ του και δεν ηδύνατο να καταβιβάση το ξίφος, μετέβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν και δέσας τον Άγιον εις τροχόν, έστρωσε πυρ υποκάτω. Κοπτομένων λοιπόν των μελών του αθλητού υπό του τροχού, και υπό του πυρός καιομένων, προσηυχήθη ούτος εις τον Θεόν· προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! Ελύθησαν τα δεσμά, ο τροχός εστάθη και το πυρ εσβέσθη. Τότε ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε πλησίον του Αγίου, και εναγκαλισάμενος αυτόν ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Εδέθη λοιπόν και αυτός μετά του θείου του με αλύσεις σιδηράς και ερρίφθησαν αμφότεροι εν τη φυλακή, έπειτα εξεσχίσθησαν, εκάησαν και υπό του δήμου ελιθοβολήθησαν εν τω θεάτρω. Εις όλας δε τας βασάνους ταύτας αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Χριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα εκ των ποδών και εσύρθησαν υπό ίππων αγρίων· μετά ταύτα πάλιν τους έδειραν δυνατά και με άλας και όξος έτριψαν τα πεπληγωμένα μέλη των, και ούτω ριφθέντες εν τη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα έτη. Αφού λοιπόν κατεξηράνθησαν ως εκ της πολυχρονίου κακοπαθείας της φυλακής, τότε ήναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Αντωνίνου και εκεί ενέκλεισε τους Αγίους, προσευχηθέντων δε των Μαρτύρων εσχίσθη η βάσις του λουτρού, και ανέβλυσε κάτωθεν πολύ ύδωρ, οι δε Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι όχι εντός λουτρού πεπυρακτωμένου, αλλά εις δροσερόν περιβόλιον. Ύστερον εσκέφθη ο ασεβής Διοκλητιανός και κατεσκεύασε κάμινον εις είδος χωνίου, εστερεωμένην επί σιδηρών στηλών. Εις ταύτην λοιπόν βληθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε ότι, αφού ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας, τα δε σώματα αυτών συρθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα ήσαν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη το πυρ ούτε καν τρίχα της κεφαλής των. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου,

Δημοσίευση από silver »

μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης και κτιτορίσσης της σεβασμίας Μονής του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού ΕΙΡΗΝΗΣ, της δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης ΞΕΝΗΣ Μοναχής.

Ειρήνη η αοίδιμος βασίλισσα εγεννήθη μεν υπό γονέων ευτυχών βασιλέων της Δύσεως, εκ νεαράς δε ηλικίας εδείκνυεν η μακαρία οποία μέλλει να γίνη ακολούθως, καθώς και τα εύκαρπα δένδρα δεικνύουσιν άμα τη αρχή της βλαστήσεώς των οποίους καρπούς μέλλουσι να αποφέρωσι· προκόπτουσα δε έγινεν εις όλους ονομαστή και περίφημος, διότι η αρετή συνηθίζει να φανερώνη τους μεταχειριζομένους αυτήν, καν εκείνοι ώσι κεκρυμμένοι εις γωνίαν τινά ή απόκεντρον τόπον. Επειδή δε τότε εζητείτο υπό των αοιδίμων βασιλέων Αλεξίου του Κομνηνού και της τούτου συζύγου Ειρήνης, οι οποίοι εν έτει αο΄ (1070) εβασίλευον, ωραία και ενάρετος κόρη, εύρον την αοίδιμον ταύτην Ειρήνην, ήτις συνεκέντρωνεν εις εαυτήν όλα τα καλά και ταύτην συνήψαν δια γάμου με τον θεοπάροχον αυτών βλαστόν και πορφυρογέννητον βασιλέα Ιωάννην. Όθεν τα πάντα επληρώθησαν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Εγέννησε λοιπόν η μακαρία αύτη με τον ρηθέντα Ιωάννην τέκνα οκτώ, τέσσαρα άρρενα και τέσσαρα θήλεα, τα οποία ανέθρεψε μεγαλοπρεπώς και βασιλικώς. Ύστερον δε, λογιζομένη τα γόητρα του κόσμου τούτου και αυτήν έτι την βασιλείαν ως μηδέν, έλεγε μυστικώς καθ’ εαυτήν το του Δαβίδ· «Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Όθεν δεν έπαυε νυχθημερόν η τρισολβία να λατρεύη τον Θεόν δια των μεσολαβήσεων και παρακλήσεών της εις τον βασιλέα προς βοήθειαν των δεομένων, υπερασπιζομένη μεν και παντοιοτρόπως ευεργετούσα τους χρείαν έχοντας, χαίρουσα δε περισσότερον εις το να δίδη αυτή και να ελεή τους πτωχούς, παρά εις το να λαμβάνη παρ’ άλλων. Αλλά και όσα χρήματα περιήλθον εις χείρας της προ του να στεφθή βασίλισσα, όλα τα διένειμεν εις τους πένητας ούσα προστάτις των ορφανών και χηρών και των Μοναστηρίων, τα οποία επλούτισε δια χρημάτων. Τας δε άλλας αρετάς αυτής πως δύναμαι να διηγηθώ ή πως να απεικονίσω την προότητα αυτής, το ήρεμον, την ταπεινοφροσύνην, την εις πάντας ευπροσηγορίαν, την χάριν, την ετοιμολογίαν, την μακροθυμίαν; Διότι ουδέποτε ωργίσθη η μακαρία ουδέ εκινήθη εις ύβριν κατά τινος ή εκδίκησιν, αλλά και αν έπρεπε να μειδιάση, το μειδίαμά της ώφειλε να είναι σεμνότατον. Πάντοτε επένθει και ελυπείτο εαυτήν, διότι πάντοτε είχε προ των χειλέων της τους πενθικούς ψαλμούς του Δαβίδ· επειδή δε εσεμνύνετο εις την εγκράτειαν, έχαιρε καταξηραίνουσα το σώμα της με ευτελή και αυτοσχέδια φαγητά, διότι προέκρινε να ζη ασκητικώς. Ταύτα πάντα όμως δεν ενόμιζεν η αξιέπαινος αποχρώντα όπως ευχαριστήση τον θεοφιλή σκοπόν της· όθεν αφού μετά ταύτα έγινε βασίλισσα, κατεφρόνησεν όλα τα της βασιλείας πράγματα και αυτά ακόμη τα της ζωής. Δια τούτο και την βασιλικήν Μονήν, την επονομαζομένην του Παντοκράτορος, αυτή έκτισεν η αοίδιμος εκ θεμελίων, ομοίως και τους νυν ορωμένους περικαλλείς Ναούς και τα ξενοδοχεία και γηροκομεία, τα οποία υπερέβησαν τους τε αρχαίους ναούς και τα αρχαία ξενοδοχεία και γηροκομεία, ως και τα νέα κατά την τοποθεσίαν και ωραιότητα. Μεγάλως δε συνέτεινε και συνήργησεν εις τας οικοδομάς και τεχνικάς συμμετρίας όλων των ανωτέρω κτιρίων ο νέος Βεσελεήλ, ο πάντιμος, λέγω, Νικηφόρος, ο οικειότατος άνθρωπος της μακαρίας ταύτης Ειρήνης, όστις μετά τοσαύτης σπουδής και προθυμίας επεμελήθη την τελείωσιν των ανωτέρω ευαγών οικοδομημάτων της, ώστε ουδέ ύπνον έδιδεν ο αοίδιμος εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του. Ταύτα λοιπόν πάντα τελειώσασα η αοίδιμος Ειρήνη τη συνεργεία του ρηθέντος Νικηφόρου, προυξένησεν εις την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν τερπνόν και χαροποιόν εγκαλλώπισμα, χαίρουσα μεν δια την τούτων επιτυχίαν και ωραιότητα, τω Θεώ δε δι’ αυτά ευχαριστούσα και υπέρ αυτών προσευχομένη. Επειδή δε η μακαρία αύτη εχρειάζετο μεγαλύτερον βοηθόν όπως εντελώς πραγματοποιήση τους θεαρέστους σκοπούς της, επέτυχε και τούτου ούτω πως. Λαβούσα ποτέ εκ της χειρός τον σύζυγον αυτής και βασιλέα, εισήλθεν εντός του περικαλλούς Ναού του Παντοκράτορος, τον οποίον αυτή έκτισεν· είτα πεσούσα κατά γης, και την κεφαλήν προσκολλήσασα εις το ιερόν έδαφος του Ναού, έλεγε μετά δακρύων· «Δέξαι, ω Δέσποτα, τον εκ Θεού κατασκευασθέντα Ναόν δια την χάριν Σου». Προσθέτουσα δε δάκρυα επί δακρύων, εβεβαίωνεν η μακαρία, ότι δεν θέλει εγερθή εκ του εδάφους, εάν δεν λάβη την βεβαιότητα της αιτήσεώς της. Αφού δε ήκουσε του βασιλέως, υποσχεθέντος ότι θέλει εκτελέσει την αίτησιν και επιθυμίαν της, ότι θέλει αγωνισθή, και υπέρ δύναμιν, να αφιερώση ιερά κειμήλια και κτήματα διάφορα εις τον Ναόν, ότι δια των κινητών και ακινήτων πραγμάτων και των ενιαυσίων προσόδων θέλει καταστήσει την σεβασμίαν ταύτην Μονήν εξέχουσαν και υπερτερούσαν των άλλων της πόλεως Μοναστηρίων, και ότι ο εν αυτώ σεβόμενος και τιμώμενος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το εξής θα είναι και θα ονομάζηται Παντοκράτωρ, ως και τη αληθεία είναι και ονομάζεται – ταύτα, λέγω, ακούσασα η αοίδιμος Ειρήνη, ηγέρθη εκ του εδάφους ευφροσύνης αρρήτου έμπλεως· όθεν και εις το εξής ηγαλλιάτο τω πνεύματι, επειδή απέβαλεν από του λογισμού της το βάρος και την φροντίδα του Μοναστηρίου. Δεν παρήλθε χρόνος πολύς και μεταβάσα η αοίδιμος αύτη εις την Βιθυνίαν, εκεί απήλθε προς τον Παντοκράτορα Κύριον, τον οποίον επόθησε, αφού προηγουμένως έλαβε το αγγελικόν σχήμα μετονομασθείσα Ξένη· το δε τίμιον αυτής λείψανον ενεταφιάσθη εις το παρ’ αυτής κτισθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Αφού δε ετελειώθη η υπόσχεσις, την οποίαν έδωκεν ο ευσεβής βασιλεύς, τότε και το Μοναστήριον του Παντοκράτορος ηυξήθη και επλατύνθη τόσον, ώστε επρώτευε μεταξύ όλων των Μοναστηρίων της Κωνσταντινουπόλεως. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο ευσεβέστατος και αοίδιμος βασιλεύς Ιωάννης αφήκε την επίγειον ταύτην βασιλείαν και μετέβη προς τον επουράνιον Δεσπότην και Βασιλέα Θεόν, το δε λείψανον αυτού ενεταφιάσθη εις το αυτό Μοναστήριον του Παντοκράτορος, το παρ’ αυτού αυξηθέν και λαμπρυνθέν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΜΙΧΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »



Μιχαίας ο Άγιος Προφήτης εις εκ των δώδεκα Προφητών, των μικρών λεγομένων, ήτο εκ της φυλής του Εφραίμ, υιός Ιωράμ, γεννηθείς εις τόπον λεγόμενον Μωρασθεί, προεφήτευσε δε έτη πδ΄ (84) και προέλαβε την έλευσιν του Χριστού έτη χστ΄ (606). Επειδή δε ήλεγχε τον βασιλέα Σαμαρείας Αχαάβ δια τας πολλάς και διαφόρους αμαρτίας του, εμισείτο παρ’ εκείνου, γνωρίζων δε τούτο ο Προφήτης ανεχώρει και ως επί το πλείστον έζη εις τα όρη, ίνα μη συναχώς εμφανιζόμενος και ελέγχων τον βασιλέα κινήση την οργήν αυτού και καταδικασθή εις θάνατον. Αφού δε απέθανεν ο Αχαάβ, ήλεγχεν ο Προφήτης τον υιόν του Αχαάβ, Ιωράμ ονομαζόμενον, δια τας παρανομίας εις τας οποίας και ούτος προέβαινεν, ακολουθών τα ίχνη του πατρός του. Ο δε Ιωράμ, νέος ων, δεν ηνείχετο τον έλεγχον του Προφήτου· όθεν συλλαβών αυτόν και κρεμάσας τον εθανάτωσε, το δε λείψανον αυτού έρριψεν εις τον εκεί πλησίον κρημνόν. Οι συγγενείς του όμως λαβόντες αυτό, το έθαψαν με τιμάς εις την πατρίδα του, την καλουμένην Μωραθή, εν τω κοιμητηρίω του Ενακείμ· ο δε τάφος αυτού είναι εγνωσμένος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) του Αυγούστου, η σεβασμία Μετάστασις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθέ

Δημοσίευση από silver »

Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ηθέλησε να παραλάβη παρ’ εαυτώ την Μητέρα Του, τότε εφανέρωσεν εις αυτήν προ τριών ημερών δι’ Αγγέλου (όστις λέγουσιν ότι ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις ουρανόν μετάστασιν αυτής. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος είπε· «Τάδε λέγει ο Υιός σου – Καιρός είναι να παραλάβω πλησίον μου την Μητέρα μου – Όθεν μη ταραχθής δια τούτο, αλλ’ ευφροσύνως δέξαι το μήνυμα, επειδή μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον». Τούτο μαθούσα η Θεοτόκος εχάρη χαράν μεγάλην, και φλεγομένη υπό του πόθου να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη μετά σπουδής και προθυμίας εις το όρος των Ελαιών, ίνα προσευχηθή (διότι η πανύμνητος είχε τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνότατα εις το όρος τούτο). Εγένετο δε θαύμα παράδοξον κατά την εκεί ανάβασιν της Θεοτόκου, διότι έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, τα εν τω όρει πεφυτευμένα, ως να ήσαν έμψυχα και λογικά, και ούτω προσεκύνησαν και απέδωκαν, κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν και Δέσποιναν του κόσμου. Αφού δε η Πανάχραντος προσηυχήθη επ’ αρκετόν, επανήλθεν εις τα ίδια, και, ω του θαύματος! Παρευθύς εσείσθη όλη η οικία. Έπειτα ανάψασα η Δέσποινα φώτα πολλά και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενείς αυτής και γείτονας· καθαρίζει τον οίκον της, ευτρεπίζει την νεκρικήν κλίνην, και ετοιμάζει όλα τα προς την ταφήν αναγκαία. Φανερώνει δε και εις τας άλλας γυναίκας τους λόγους τους οποίους ελάλησε προς αυτήν ο Άγγελος περί της εις ουρανούς μεταστάσεώς της, και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων δεικνύει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, το οποίον έλαβε παρά του Αγγέλου· τούτο δε ήτο κλάδος φοίνικος. Αι προσκεκλημέναι γυναίκες, ακούσασαι το λυπηρόν τούτο μήνυμα, εθρήνουν και έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπον αυτών, οδυρόμεναι με φωνάς σπαρακτικάς, παύσασαι όμως τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίωσεν, ότι, και αφού μεταστή εις τους ουρανούς, θέλει διαφυλάττει όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον· όθεν δια των τοιούτων παραμυθητικών λόγων διεσκέδασε την υπερβάλλουσαν θλίψιν των. Έπειτα διώρισεν η Πάναγνος περί των δύο φορεμάτων της, να λάβωσι δηλαδή ανά εν εκάστη των δύο χηρών, αι οποίαι ήσαν σχετικαί προς αυτήν και φίλαι και ετρέφοντο παρ’ αυτής. Ενώ δε ταύτα διέτασσεν η πανάμωμος, ω του θαύματος! Ηκούσθη αίφνης ήχος δυνατής βροντής, και ευθύς συνεπυκνώθησαν εκεί πλείστα όσα νέφη, τα οποία αρπάσαντα εκ των περάτων της οικουμένης άπαντας τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μετά των Αποστόλων δε ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος, διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Ούτοι δε άμα μαθόντες την αιτίαν, δια την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως συνήχθησαν, έλεγον προς την Θεοτόκον ταύτα· «Σε, Δέσποινα, βλέποντες ημείς ζώσαν και διαμένουσαν εν τω κόσμω, παρηγορούμεθα, ως αν εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα τη βουλή του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα ουράνια, δια τούτο θρηνούμεν, ως βλέπεις, και δακρύομεν, καίτοι άλλως χαίρομεν δια τα επί σοι οικονομούμενα». Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπόν των. Τότε η Θεοτόκος απεκρίθη προς αυτούς· «Ω φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη μεταβάλλετε εις πένθος και λύπην την χαράν μου, αλλά ενταφιάσατε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το προετοιμάσει επί του νεκροκραββάτου». Όταν δε ετελείωσε τους λόγους τούτους, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος προσεκύνησεν αυτήν, ανοίξας δε το στόμα του την ενεκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια λέγων· «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής και του εμού κηρύγματος η υπόθεσις, διότι καίτοι εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, Σε όμως βλέπων ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον». Μετά ταύτα αποχαιρετά όλους η Παρθένος, ανακλίνεται επί του νεκροκραββάτου, σχηματίζει το πανάχραντον αυτής σώμα καθώς ηθέλησε, προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της δια την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου, πληροί τους Αποστόλους και Ιεράρχας εκ της ευλογίας του Υιού της, της δι’ αυτής διδομένης εις τους ανθρώπους, και ούτως αφήνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της την ολόφωτον και παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος ήρχισε πρώτος να εκφωνή εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι ήγειραν το νεκροκράββατον, και άλλοι μεν προεπορεύοντο κρατούντες λαμπάδας και φώτα και ψάλλοντες ύμνους, άλλοι δε παρηκολούθουν, προπέμποντες εις τον τάφον το θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος. Τότε δη και οι Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες εν Ουρανοίς, και αι φωναί των Ασωμάτων Δυνάμεων επλήρουν την ατμόσφαιραν. Όλα δε ταύτα μη υποφέροντες να βλέπωσι και να ακούωσιν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησάν τινας εκ του λαού και έπεισαν αυτούς να κρημνίσωσιν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επί του οποίου εφέρετο το ζωαρχικόν σώμα της Θεοτόκου· αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και ετιμώρησε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε εξ αυτών εστέρησεν όχι μόνον των οφθαλμών, αλλά και των χειρών του, καθότι αυτός μετά περισσοτέρας θρασύτητος ή οι άλλοι ώρμησε και ασεβώς ήγγισε την ιεράν εκείνην κλίνην· έμειναν δε κρεμασμέναι εις την κλίνην αι τολμηραί χείρες του, τας οποίας η σπάθη της θείας δίκης απέκοψεν. Έγινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα· πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και αποκατέστη υγιής, ως πρότερον, αλλά και εις τους άλλους, οι οποίοι ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας, διότι λαβών μικρόν τεμάχιον εκ του ιματίου της Θεοτόκου, και επιθέσας αυτό επί των τυφλωθέντων, ω του θαύματος! Ιάτρευσεν αυτούς εκ του πάθους της τυφλότητος και εκ του πάθους της απιστίας. Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή ενεταφίασαν το πάναγνον σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως, καθ’ όλον το χρονικόν τούτο διάστημα, τους ύμνους και τας μελωδίας των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε, κατά θείαν οικονομίαν, ως λέγεται, εις εκ των Αποστόλων (ο Θωμάς ως οι πλείστοι διϊσχυρίζονται) δεν παρευρέθη εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθε την τρίτην ημέραν, πολύ ελυπείτο επειδή δεν ηξιώθη να γίνη και αυτός αυτόπτης των όσων ηξιώθησαν να ίδωσιν οι λοιποί Απόστολοι· όθεν κοινή ψήφω οι Απόστολοι άπαντες ηνέωξαν τον τάφον, ίνα προσκυνήση το σώμα της Θεοτόκου ο καθυστερήσας Απόστολος. Τότε δε εξέστησαν άπαντες, διότι εύρον κενόν μεν τον τάφον, μόνον δε την σινδόνα περιέχοντα, ήτις έμεινε παραμυθία δια την μέλλουσαν λύπην των Αποστόλων και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου, επειδή και μέχρι σήμερον ο εν τη πέτρα εσκαμμένος τάφος αυτής φαίνεται και προσκυνείται κενός σώματος εις δόξαν και τιμήν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπους Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΛΟΓΟΣ Α΄ Εις την Κοίμησιν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.

Δημοσίευση από silver »


(Δαμασκηνού του Στουδίτου)

Τρεις καταστάσεις υπάρχουν των ανθρώπων όλων, ευλογημένοι Χριστιανοί, ως το λέγουν τα βιβλία μας· πρώτη μεν είναι των ανθρώπων εκείνων, οίτινες χωρίς άλλο τι, άμα επινοήσωσι το αγαθόν, το πράττουσιν· ως ο Αβραάμ, καθώς το μαρτυρούν αι θείαι Γραφαί ότι χωρίς να ακούση διδαχήν, έπραξε το καλόν. Που να ακούση διδαχήν ο Αβραάμ αφού ο πατήρ του, ο Θάρρας, και το γένος του όλον ήσαν ειδωλολάτραι; Τι δε λέγω το γένος του; Ο κόσμος ολόκληρος ελάτρευε τότε τα είδωλα, αλλ’ αυτός, ως έχων αγίαν ψυχήν, καθό έτοιμος να κάμη το καλόν, βλέπων τον ουρανόν πλήρη αστέρων, επίστευσεν απ’ αυτό εις τον Θεόν, και εμίσησε τα είδωλα του πατρός, σκεφθείς νοερώς, ότι εάν οι αστέρες, η σελήνη και ο ήλιος είναι τόσον λαμπρά και ωραιότατα τω όντι ποιήματα, πόσον μάλλον είναι εκείνος, όστις έπλασεν αυτά. Συλλογισθείς είτα ο Αβραάμ ως φρονιμώτατος, ότι ο πατήρ του και το γένος του όλον προσκυνεί τα είδωλα, και λέγουν, ότι αυτά είναι θεοί, διελογίσθη καθ’ εαυτόν και είπε· «Πως τα είδωλα αυτά, αφού είναι ξύλα και λίθοι κωφά και αναίσθητα, πως ηδυνήθησαν αυτά τα είδωλα και εποίησαν τον ουρανόν και τους αστέρας; Πως τα ξύλα και οι λίθοι θα έκαμνον τοιαύτα πράγματα; Αλλά πρέπει να υπάρχη τις Θεός, όστις εποίησεν αυτά τα ωραία κτίσματα, τον οποίον ημείς οι άνθρωποι, επειδή θα είναι λαμπρός και ωραίος, δεν δυνάμεθα να τον ίδωμεν· εις αυτόν τον Θεόν πρέπει να πιστεύωμεν οι άνθρωποι, εγώ δε από του νυν εις αυτόν θα πιστεύω». Ταύτα όχι μόνον διελογίσθη απλώς ο Πατριάρχης Αβραάμ, αλλά και τα ετελείωσε, διότι η καρδία του, ήτις ηννόησε το καλόν, παρευθύς και εις το τέλος ηγάπα να το κατορθώνη, ως και το κατώρθωσεν. Αλλά δια τούτο και ο Θεός ηύξησε το γένος του, επλήθυνε το σπέρμα του, ηυλόγησε την γενεάν του· δια τούτο και από Άβραμ, όπερ σημαίνει πατήρ ενός παιδίου, τον ωνόμασεν ο Θεός Αβραάμ, δηλαδή πατέρα πολλών εθνών. Τις τον εδίδαξε να γίνη τόσον ελεήμων και φιλόξενος; Ουδείς· αλλά μόνον αφ’ εαυτού εδιδάχθη. Να είπωμεν, ότι πρότερον ήσαν άλλοι τοιούτοι και εμιμήθη εκείνους; Κανείς όμως δεν ήτο προ του Αβραάμ φιλόξενος ως αυτός, ή τουλάχιστον ημείς ουδένα ηκούσαμεν τοιούτον φιλόξενον άνθρωπον, αλλ’ αυτός ο Αβραάμ ήτο αφ’ εαυτού τοιούτος. Ηκούσαμεν ότι και ο Σηθ ο υιός του Αδάμ ήτο αγαθός άνθρωπος, αλλά εκείνος ήτο δεδιδαγμένος από τον πατέρα του τον Αδάμ και την μητέρα του την Εύαν. Αυτός δε ο Αβραάμ ποτέ λόγον Θεού ή διδαχήν δεν ήκουσεν, αλλά μόνος του επενόησε το καλόν. Αύτη είναι η πρώτη κατάστασις των ανθρώπων. Δευτέρα κατάστασις των ανθρώπων είναι εκείνων, οίτινες δεν δύνανται μόνοι των να εννοήσωσι το καλόν, αλλά χρειάζονται διδάσκαλον να τους διδάξη, όταν δε το ακούσωσι, το δέχονται με πάσαν προθυμίαν, και το κάμνουν παρευθύς· όπως όλοι σχεδόν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, και πρώτον οι Απόστολοι, οίτινες ήσαν άνθρωποι αγράμματοι και ιδιώται και δεν εγνώριζαν την αλήθειαν, καθώς την έμαθον ύστερον, διότι πρότερον δεν είχον οδηγόν τινα ή διδάσκαλον εις το αγαθόν, ως τον Χριστόν, τον οποίον εύρον ύστερον, αλλ’ όσον μεν ήτο έργον γνώμης αγαθής και θεαρέστου, εκείνο και έκαμαν· το δε τέλειον των καλών έργων ακόμη δεν το είχον ακούσει. Όταν όμως ήλθεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και τους εδίδαξε, και τους καθωδήγησε, και τους έδειξε την αλήθειαν, τότε, ως καλόγνωμοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι όπου ήσαν, παρευθύς έλαβον το καλόν και το κατώρθωσαν· και όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι εγένοντο διάδοχοί των μετά ταύτα, διότι ουδέ εκείνοι εγνώριζον τέλειον αγαθόν, επειδή άλλοι ήσαν παίδες Ελλήνων, άλλοι Εβραίων, και άλλοι από διάφορα πεπλανημένα γένη· όθεν δεν εγνώριζαν ποίον είναι το θέλημα του αληθινού Θεού· ως δε το ήκουσαν από τους Αποστόλους και από τους διαδόχους των, παρευθύς άλλοι μεν εγένοντο Μάρτυρες, άλλοι ασκηταί, άλλοι ομολογηταί, άλλοι δίκαιοι, άλλοι διδάσκαλοι και Αρχιερείς, άλλοι εις ό,τι μέτρον έφθασαν και ήρεσαν προς τον Θεόν. Αύτη είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, η Δευτέρα κατάστασις των ανθρώπων. Τρίτη δε κατάστασις των ανθρώπων είναι εκείνων, οίτινες ούτε από τον εαυτόν των εννοούν το αγαθόν, ούτε και από άλλον εάν το ακούσωσι το κάμνουν, ως πολλοί την σήμερον· και πρώτος ο Ιούδας, όστις ήτο και αυτός εις από τους Αποστόλους, αλλ’ ως κακόγνωμος και κακοπροαίρετος άνθρωπος όπου ήτο ο μιαρός, δεν ωφελήθη τίποτε, διότι ούτε από τον εαυτόν του ηννόησε το αγαθόν, ούτε αφού το ήκουσεν από το στόμα του Χριστού το έκαμνεν. Είθε εις την τρίτην ταύτην τάξιν ουδείς των Χριστιανών να καταταχθή. Εάν δε εις την πρώτην τάξιν δεν φθάσωμεν, αλλά καν εις την δευτέραν ας είμεθα· διότι και ο Χριστός τοιούτους μας θέλει να είμεθα· διότι και η Βασιλεία των ουρανών τοιούτους ανθρώπους δέχεται· ότι και η πανήγυρις και αι εορταί των Αγίων τοιούτους ανθρώπους χρειάζινται. Όστις όθεν είναι από την πρώτην τάξιν, ανάγκην διδαχής δεν έχει, διότι ο Χριστός είναι εντός της καρδίας του και του διδάσκει την αλήθειαν· όστις δε πάλιν είναι από την τρίτην τάξιν, ουδέ αυτός έχει ανάγκην διδαχής, διότι όσα και εάν είπη τις εις επήκοόν του είναι εις μάτην, διότι ο διάβολος είναι εγκάτοικος εις την καρδίαν του και δεν τον αφήνει να κάμη το καλόν. Εκείνος δε όστις ευρίσκεται εις την δευτέραν τάξιν, ο τοιούτος έχει ανάγκην διδαχής και αγαπά να ακούη το καλόν· τοιούτους ανθρώπους όστις διδάσκει έχει και μισθόν εκ Θεού, ως το λέγει και ο Προφήτης «Μακάριοι οι λαλούντες εις ώτα ακουόντων». Οι τοιούτοι άνθρωποι είναι μακάριοι, ως το λέγει και το ιερόν Ευαγγέλιον· «Μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Εις τους ανθρώπους αυτούς φέρει καρπόν η διδαχή, δι’ αυτούς κηρύττεται ο λόγος του Θεού, δια τους τοιούτους γίνονται αι εορταί και αι πανηγύρεις. Όθεν εάν τις, εξ όσων σήμερον συνήχθητε δια να εορτάσητε την εορτήν της Παναγίας, είναι από την πρώτην τάξιν, ας μας συμπαθήση, όπου δεν φθάνομεν εις τα μέτρα του· ει δε είναι τις από την τρίτην τάξιν, ας μη εμπαίξη τους λόγους μας και τας αγίας εορτάς μας· ότι φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος· ότι αυτός είναι εξεταστής όχι μόνον των έργων του ανθρώπου, αλλά και των λογισμών και ενθυμήσεων· δια τούτο ή ας διορθώση τον εαυτόν του ή ας λείπη από τας εορτάς μας τας αγίας. Ημείς δε οι υπήκοοι δούλοι του Χριστού ας εορτάζωμεν τας πανηγύρεις μας τας τιμίας, δια να λάβωμεν και μισθόν από τους εορταζομένους Αγίους. Όλαι μεν αι εορταί των Αγίων άγιαι και τίμιαι είναι, και οι ευσεβείς Χριστιανοί εις όλας ευφραινόμεθα και χαίρομεν, ως το λέγει και ο σοφός Σολομών. «Εγκωμιαζομένου δικαίου, ευφρανθήσονται λαοί»· αλλ’ εις τας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς περισσότερον χαίρομεν οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, ότι αι βασιλικαί πανηγύρεις έχουν και περισσοτέρας δορυφορίας, ότι των δούλων αι τιμαί ολιγώτερον έχουσι τον έπαινον, αι δε βασιλικαί τιμαί πάσαν τιμήν και δόξαν υπερβαίνουσιν, διότι έκαστος άνθρωπος οφείλει τότε να πανηγυρίζη, να χαίρη, να ευφραίνεται, και να κάμνη όσα είναι άξια βασιλικής πανηγύρεως. Τοιαύτην εορτήν έχομεν και τοιαύτην ημέραν βασιλικήν εορτάζομεν σήμερον, ευλογημένοι Χριστιανοί, διότι της Μητρός του αθανάτου Βασιλέως, της Κυρίας Θεοτόκου, της Βασιλίδος των ουρανών, της μόνης Παρθένου μητρός την Μετάστασιν εορτάζομεν. Τις είδεν ή τις ήκουσε μητέρα, ήτις να είναι παρθένος; Ή παρθένον, να γίνη μήτηρ; Αλλ’ αυτή και μήτηρ έγινε του Βασιλέως ημών Ιησού Χριστού και παρθένος άφθορος έμεινε, και παμμήτωρ όλων των Χριστιανών. Αυτής την πανήγυριν εορτάζομεν, ήτις είναι και η τελευταία των εορτών της Θεομήτορος· δια τούτο χρεωστούμεν και με περισσοτέραν ευλάβειαν να την εορτάσωμεν. Αλλά τάξις είναι, όταν ο βασιλεύς θέλη να τιμήση άνθρωπον τινα, ορίζει κήρυκα και κηρύττει, ότι ο βασιλεύς τιμά σήμερον τον δείνα άνθρωπον· ομοίως και εγώ, ως κήρυξ είμαι της σημερινής πανηγύρεως· δια τούτο χρεωστώ τα όσα έχει η Παναγία δια τιμήν της, όλα να τα είπω· και πρώτον ας είπωμεν με ποία ονόματα την ονομάζουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας και πάλιν όχι όλα, αλλ’ όσα μας επιτρέψη το στενόν του καιρού. Η Κυρία Θεοτόκος ονομάζεται Βάτος· άκουε και την μαρτυρίαν από στόματος του Προφήτου Μωϋσέως, όστις είπεν εις το Σινά όρος, όταν είδε την βάτον, ήτις εφλέγετο και δεν εκαίετο· «Καταβάς όψομαι το όραμα το μέγα τούτο, ότι η βάτος καίεται και ου κατακαίεται». Ονομάζεται Ράβδος· άκουε την μαρτυρίαν εκ του Προφήτου Ησαϊου· «Εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί»· λέγεται Ρίζα· ο αυτός Προφήτης μαρτυρεί λέγων· «Και έσται η ρίζα του Ιεσσαί, και ανιστάμενος εξ αυτής άρχων εθνών». Λέγεται Γη Αγία· και άκουε πάλιν και αυτήν την μαρτυρίαν από στόματος του Θεού προς τον Μωϋσήν· «Μωϋσή! Μωϋσή! Μη εγγίσης ώδε, λύσον το υπόδημα εκ των ποδών σου· ο γαρ τόπος εφ’ ον έστηκας, γη Αγία εστί». Λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ· «Και εξουθένωσαν Γην επιθυμητήν»· και πάλιν ο αυτός· «Αλήθεια εκ της γης ανέτειλε, και δικαιοσύνη εκ του ουρανού διέκυψεν»· Αλήθειαν μεν την Παναγίαν ονομάζει ο Προφήτης, δια την αληθινήν παρθενίαν της, ότι και προ τόκου, και εν τόκω, και μετά τόκον αληθώς παρθένος ήτο· δικαιοσύνην δε τον Χριστόν ονομάζει, ότι είναι δικαιοκρίτης· και ότι μεν η Παρθένος Μαρία ήτο από την γην, ως άνθρωπος, ο Χριστός δε από τους ουρανούς, όχι ως άνθρωπος, αλλ’ ως Θεός, τούτο και ο θεσπέσιος Παύλος μαρτυρεί λέγων· «Ο πρώτος άνθρωπος», ήτοι ο Αδάμ, «εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος», ήτοι ο Χριστός, «εξ ουρανού». Ο Προφήτης Αββακούμ την ονομάζει Θαιμάν, λέγων· «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει». Λέγεται Όρος· ο αυτός Προφήτης διαρρήδην μαρτυρεί· «Και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος»· και ο Δανιήλ προς τον Ναβουχοδονόσορα· «Εθεώρεις, βασιλεύ, ότι ετμήθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός»· και ο Δαβίδ· «Το όρος ο ηυδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ». Λέγεται Ελαία· ο Προφήτης Δαβίδ μαρτυρεί ως εκ προσώπου της Παναγίας, και λέγει· «Εγώ δε ωσεί ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού ήλπισα επί το έλεος αυτού». Κιβωτός, κατά την μαρτυρίαν πάλιν του αυτού Προφήτου, την λέγουσαν· «Ανάστηθι, Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου, συ και η κιβωτός του αγιάσματός σου». Λέγεται Θρόνος, και άκουε την μαρτυρίαν εκ στόματος του Προφήτου Ησαϊου· «Είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου». Λέγεται Πύλη και μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ· «Η πύλη αύτη κεκλεισμένη άσται, ουκ ανοιχθήσεται, ου μη διέλθη τις δι’ αυτής». Αλλού πάλιν η Θεοτόκος λέγεται Σιών, ως μαρτυρεί ο Προφήτης· «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος, και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ» και πάλιν ο Προφήτης Δαβίδ· «Εξελέξατο Κύριος την Σιών, ηρετίσατο αυτήν εις κατοικίαν εαυτώ». Λέγεται Μήτηρ· άκουσον του Προφήτου Δαβίδ μαρτυρούντος· «Μήτηρ Σιών ερεί άνθρωπος». Και του Ευαγγελίου· «Και πόθεν μοι τούτο, ίνα έλθη η Μήτηρ του Κυρίου μου προς με»; Λέγεται Φορείον, ήτοι βαστακτήριον· και άκουσον του Άσματος των Ασμάτων· «Φορείον εποίησεν εαυτώ ο βασιλεύς Σολομών από ξύλου του Λιβάνου». Λέγεται Κλίνη· άκουσον την μαρτυρίαν πάλιν εξ αυτού του βιβλίου· «Ιδού η κλίνη Σολομών, εξήκοντα δυνατοί κύκλω από δυνατών Ισραήλ». Λέγεται Κεφαλή· και μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ λέγων· «Και ιδού χειρ εκτεταμένη προς με, και εν αυτή κεφαλή». Λέγεται Βιβλίον· ο Ησαϊας το μαρτυρεί· «Και έσται μετά τα ρήματα ταύτα, ως οι λόγοι του βιβλίου του εσφραγισμένου». Λέγεται Τόμος· ο Προφήτης Ησαϊας το μαρτυρεί. «Και είπε Κύριος προς με· λάβε σαυτώ τόμον καινόν». Λέγεται Λαβίς· ο αυτός μαρτυρεί εμφαντορικώτατα· «Και απεστάλη προς με εν των Σεραφείμ, και είχεν εν τη χειρί αυτού Λαβίδα, και εν αυτή άνθραξ». Λέγεται Παρθένος· ο αυτός Προφήτης μαρτυρεί· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί λήψεται, και τέξεται Υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Λέγεται Προφήτις, ως ο αυτός μαρτυρεί· «Και προσήλθον προς την προφήτιν, και εν γαστρί έλαβεν». Λέγεται Βασίλισσα· άκουσον την μαρτυρίαν εκ του Προφήτου Δαβίδ· «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου». Λέγεται Πλησίον· άκουσον του Άσματος των Ασμάτων· «Όλη καλή η πλησίον μου, όλη καλή, και μώμος ουκ έστιν εν σοι· ανάστα η πλησίον μου, και ελθέ προς με». Λέγεται Νύμφη· η αυτή Βίβλος μαρτυρεί· «Δεύρο από Λιβάνου νύμφη». Λέγεται Αδελφή· η αυτή Βίβλος μαρτυρεί· «Τι εκωλύθησαν οι οφθαλμοί σου αδελφή μου, νύμφη»; Λέγεται και Κήπος και Πηγή· η αυτή Βίβλος το μαρτυρεί και αυτό λέγουσα· «Κήπος κεκλεισμένος, Πηγή εσφραγισμένη». Λέγεται Θυγάτηρ· άκουσον του Δαβίδ· «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε, και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου, και του οίκου του πατρός σου» και του Σολομώντος λέγοντος εις τας Παροιμίας· «Πολλαί θυγατέρες εποίησαν δύναμιν, συ δε υπέρκεισαι και υπερήρας πάσας». Λέγεται Μεμνηστευμένη· και άκουε του κατά Λουκάν Ευαγγελίου· «Τω μηνί τω έκτω απεστάλη Άγγελος Γαβριήλ από Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ, προς Παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ». Λέγεται Νεφέλη· και μαρτυρεί ο Προφήτης Ησαϊας· «Ιδού ο Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης, και ήξει εις Αίγυπτον». Λέγεται Όρασις, ως το μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ. «Είδον όρασιν πυρός, και το φέγγος αυτού κύκλω, ως όρασις τόξου». Και πάλιν ο αυτός· «Αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου». Λέγεται Ήλεκτρον, ο αυτός το μαρτυρεί· «Και είδον ως όψιν ηλέκτρου όρασιν πυρός». Λέγεται Αλλοίωσις· το μαρτυρεί ο Προφήτης Δαβίδ λέγων· «Αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου». Λέγεται Ημέρα και Νυξ· ο αυτός Προφήτης το μαρτυρεί· «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν». Και πάλιν αλλαχού Ουρανόν την ονομάζει ο Προφήτης Δαβίδ, λέγων· «Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος» και «ο ουρανός του νου τω Κυρίω, την δε γην έδωκε τοις υιοίς των ανθρώπων». Την λέγει και Ανατολήν και άκουε αυτού· «Αι βασιλείαι της γης άσατε τω Θεώ, ψάλατε τω Κυρίω τω επιβεβηκότι επί τον ουρανόν του ουρανού, κατά ανατολάς». Την ονομάζει και Δύσιν, λέγων· «Οδοποιήσατε τω επιβεβηκότι εκ δυσμών». Λέγεται Ήλιος· ο αυτός Προφήτης το μαρτυρεί και αυτό· «Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού». Λέγεται Πόλις· ο αυτός Προφήτης Δαβίδ το μαρτυρεί· «Δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού»· και πάλιν· «Του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού». Λέγεται Πλίνθος· το μαρτυρεί ο Προφήτης Ιεζεκιήλ λέγων· «Υιέ ανθρώπου, λάβε σεαυτώ πλίνθον καινήν». Λέγεται Τόπος· το μαρτυρεί ο Πατριάρχης Ιακώβ, λέγων· «Ως φοβερός ο τόπος ούτος»· και ο Προφήτης Ιεζεκιήλ· «Και ανέλαβον πνεύμα, και ήκουσα κατόπισθέν μου φωνής σεισμού μεγάλου λεγούσης: «Ευλογημένη η δόξα Κυρίου εκ του τόπου αυτού»· και o Δαβίδ· «Ου δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου, και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω». Λέγεται Πόκος· και το μαρτυρεί ο αυτός Δαβίδ· «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην». Λέγεται Γυνή· και το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον· «Ευλογημένη συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου». Και ο Απόστολος Παύλος· «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον»· λέγεται Μακαρία· και το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον· «Και μακαρία η πιστεύσασα, ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»· και πάλιν αλλού· «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε, και μαστοί ους εθήλασας». Λέγεται Μαριάμ το καθολικόν της όνομα, ως το μαρτυρεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, όταν έλεγεν ο Γαβριήλ προς αυτήν· «Μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ». Αλλά αυτά μεν τα ονόματα και τας μαρτυρίας των ονομάτων τα είπα, ευλογημένοι Χριστιανοί, δια να ακούσητε και να μάθητε, ότι από την πολλήν καθαρότητα και αγιότητα αυτής, ει τι καλόν και άγιον όνομα την ονομάση τις, της πρέπει και της αρμόζει, διότι είναι αγιωτάτη από όλους τους Αγίους, διότι τιμιωτάτη είναι από όλους τους τιμίους, επαινετωτάτη είναι από όλους τους επαινετούς, θαυμαστοτάτη είναι από όλους τους θαυμαστούς· τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος έχει, και τα πρωτεία των ποιημάτων όλων ως δοχείον της Αγίας Τριάδος, της Βασιλίσσης των ποιημάτων. Αλλ’ ημείς οι ευσεβείς Χριστιανοί, αν και άλλο άξιον εορτής έργον δεν έχομεν, αλλά καν υμνήσωμεν μετά των Αγγέλων, ας δοξάσωμεν μετά των Αποστόλων της αγίας ημέρας την δύναμιν. Τι δε είναι η εορτή μας; Τέλος είναι πανηγύρεων και των εορτών όλων, ευλογημένοι Χριστιανοί· διότι καθώς ο Ευαγγελισμός ήτο αρχή, ούτω η σημερινή εορτή είναι τέλος· επειδή η Κυρία Θεοτόκος και αρχή και τέλος είναι της σωτηρίας των ανθρώπων· και όσον μεν ήτο σωματικώς επί της γης, αρχήν είχε του μυστηρίου το κεφάλαιον, όταν δε μετεστάθη εκ της γης, ετελειώθη η άρρητος βουλή του Θεού, και πέρας έλαβε το απ’ αιώνος βούλημα του Θεού. Πολλοί των ανθρώπων την σημερινήν ημέραν την έχουσι λύπης ημέραν και δακρύων αιτίαν, ότι απήλθεν από της γης η Κυρία Θεοτόκος, εγώ δε ευφροσύνης ημέραν την έχω, διότι όσον μεν ήτο εις την γην, μόνον η Γεθσημανή το χωρίον την είχεν· όταν δε μετεστάθη, όλος ο κόσμος την απέκτησε βοηθόν και επιτηρητήν· ότι από της γης μετέβη εις τον ουρανόν, από της φθοράς εις την αφθαρσίαν, από της λύπης εις την χαράν, από τα φθαρτά εις τα άφθαρτα, από όλα τα θλιβερά εις τα χαροποιά και ευφρόσυνα· δια τούτο χαίρω, δια τούτο ευφραίνομαι και προθυμούμαι να διηγηθώ της ημέρας την υπόθεσιν, ίνα ίδητε και σεις ότι δεν είναι λύπης αιτία η σημερινή εορτή μας, αλλά μάλλον χαράς και αγαλλιάσεως, και ακούσατε. Η Κυρία Θεοτόκος πεντήκοντα εννέα ετών ήτο, όταν έμελλε να αποθάνη· και πως; Μάθετέ το. Η Παναγία, όταν επήγεν εις το Ιερόν, ήτο τριών ετών και έκαμε και εις το ιερόν δώδεκα έτη, και έως να γεννήση τον Χριστόν παρήλθεν άλλο εν έτος· έκαμε και με τον Χριστόν τριάντα δύο έτη, έζησε και μετά ταύτα ένδεκα, όπου είναι όλα έτη πεντήκοντα εννέα. Όταν έφθασε τοσούτων ετών η Παναγία, πρότερον από τρεις ημέρας της Κοιμήσεώς της εφάνη ο Αρχάγγελος Γαβριήλ με κλάδον φοίνικος εις την χείρα, και λέγει εις αυτήν· «Γίνωσκε, Κυρία Θεοτόκε, ότι μετά τρεις ημέρας μέλλεις να μετατεθής από την γην εις τους ουρανούς· δια τούτο ευτρέπισον σεαυτήν, ετοίμασε τα επιτάφιά σου, και περίμενε την κοίμησίν σου, ότι έρχεται ο Υιός σου να παραλάβη την αγίαν σου ψυχήν». Ως ήκουσεν η Παναγία, παρευθύς εσηκώθη και ανέβη εις το όρος των Ελαιών, εκεί όπου ανελήφθη ο Υιός της, τα δε δένδρα του όρους εκείνου όλα (θαύμα παράδοξον!) έπεσαν και την προσεκύνησαν· αυτή δε ύψωσε τας χείρας της εις τον Θεόν, και ηύχετο ούτω· «Υιέ μου μονογενές και ηγαπημένε, όστις κατεδέχθης να έλθης επί της γης, να σαρκωθής από τα αίματά μου, Συ παράλαβέ με και εις την Βασιλείαν σου· αρκεί μοι ο χωρισμός σου· αρκεί μοι η στέρησίς σου, Υιέ μου· ως θέλεις, ούτω και ποίησον». «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός»· αυτό λέγω και εγώ, εκεί όπου είσαι Συ, Υιέ μου ηγαπημένε, εκεί αξίωσόν με να έλθω, ότι η καρδία μου είναι τεθλιμμένη δια την αγάπην σου. Τοιούτους λόγους είπεν η Παναγία, και κατέβη από το όρος εκείνο, και επέστρεψεν εις τον οίκον της εις το χωρίον Γεθσημανή· είχε δε δύο φορέματα, εκ των οποίων το μεν εν εφόρει, το δε έτερον το εχάρισεν εις πτωχήν γειτόνισσαν, η οποία ήτο εκεί πλησίον. Ο δε Απόστολος Πέτρος και Ιωάννης ο Θεολόγος ήσαν εκεί πλησίον κηρύττοντες, διότι ακόμη δεν είχον μεταβή μακράν. Επειδή ο μεν Πέτρος είχε πολλήν πίστιν εις την Κυρίαν Θεοτόκον, ο δε Ιωάννης ήτο ως υιός αυτής υιοθετημένος και δεν επήγαιναν μακράν, δια να υπηρετούν την Παναγίαν. Την τρίτην ημέραν, εκεί όπου εδίδασκον, παρευθύς σύννεφον τους ήρπασε και τους έφερεν εις Γεθσημανή, εις τον οίκον της Παναγίας· ομοίως και τους άλλους Αποστόλους όλους. Τότε ήτο και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, και ο διδάσκαλός του Ιερόθεος, και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και αυτούς νεφέλη τους ήρπασε και τους εσύναξεν όλους εις την Γεθσημανή. Η δε Παναγία, ως τους είδε, παρευθύς εχάρη, και τους λέγει· «Καθίσατε, τέκνα μου, να σας αποχαιρετήσω, ότι σήμερον υπάγω εις τον Υιόν μου τον ηγαπημένον· διότι ο Άγγελος Γαβριήλ, όστις μοι ευηγγελίσατο την σύλληψιν του Υιού μου, πάλιν ήλθε και μοι έδωκε τον κλάδον τούτον του φοίνικος, και μοι είπε· «Χαίρε, Θεοτόκε, γίνωσκε ότι μετά τρεις ημέρας μετατίθεσαι από την γην εις τα ουράνια». Δια τούτο ευχαριστώ τον Υιόν μου και Θεόν, ότι σας εσύναξεν όλους εις το τέλος να σας ίδω». Καθώς ήκουσαν ταύτα οι Απόστολοι όλοι έκλαυσαν μεγάλως. Απεκρίθη δε δακρυρροών ο Ιωάννης και της λέγει· «Κυρία Θεοτόκε και μήτηρ μου, ο Υιός σου ο ηγαπημένος ήτο με ημάς, μας άφησε δε να έχωμεν Σε, τώρα μας αφήνεις και Συ; Αλλά τίνα θα έχωμεν ημείς οι ωνειδισμένοι Απόστολοι από όλα τα έθνη δια παρηγορίαν; Τις θα μας διδάσκη και θα μας καθοδηγή; Τίνα θα βλέπωμεν ημείς εις την γην να παρηγορούμεθα, εάν Συ μας αφήσης»; Τότε λέγει η Παναγία προς αυτούς και αυτή κλαίουσα· «Μη λυπείσθε, τέκνα μου, διότι κάμνετε και εμέ να λυπούμαι, επειδή σας βλέπω όπου κλαίετε· μη έχετε λύπην δια τον θάνατόν μου· εάν και από την γην μετατίθεμαι, ω φίλοι του Υιού μου, αλλά δεν θα χωρισθώ από σας, μηδέ από όλους όσοι με επικαλούνται, αλλ’ εγώ θα είμαι πρέσβυς και μεσίτρια εις τον ηγαπημένον μου Υιόν δι’ όλον το Χριστιανικόν γένος· μόνον σεις μη κλαίετε, αλλά ενταφιάσατέ με καθώς με ευρίσκετε και με βλέπετε». Απεκρίθη ο Απόστολος Παύλος δακρυρροών, και λέγει προς την Παναγίαν· «Κυρία Θεοτόκε, εγώ τον ηγαπημένον σου Υιόν τον Χριστόν δεν τον είδον σωματικώς εις την γην, αλλά βλέπων Σε ήτο ως να έβλεπον και τον Υιόν σου· τώρα με αφήνεις και Συ; Αλλά τις θα με παρηγορή εις τους πειρασμούς τους οποίους υφίσταμαι; Τις θα με λυπηθή εις τους ονειδισμούς; Ποίον θα έχω εγώ ο ταπεινός δια παρηγορίαν των θλίψεών μου και των πειρασμών»; Του λέγει η Παναγία· «Παύλε, φίλε του ηγαπημένου μου Υιού και εμού, ο Υιός μου και η χάρις μου θα παρηγορή και σε και τους άλλους μαθητάς». Τότε και ο Πέτρος εκ των κλαυθμών ήνοιξε το στόμα του και λέγει προς την Παναγίαν· «Κυρία Θεοτόκε, αληθώς μέλλεις να αποθάνης; Εγώ τι έμενον πλησίον εδώ, και δεν επήγαινον μακράν; Ούτως εθάρρουν εγώ και δεν ανεχώρουν μακράν να μη ίδω τον θάνατόν σου και καίεται η καρδία μου; Ενόμιζα ότι θα σε έβλεπον να με παρηγορής τον γέροντα, και τώρα με αφήνεις και συ; Δεν φθάνει εις ημάς ο σωματικός χωρισμός του Υιού σου, αλλά θέλεις να μας αφήσης και συ Παναγία»; Η δε Παναγία του λέγει· «Ηγαπημένε μου Πέτρε, μη λυπήσαι τίποτε· ως με είχατε εις την γην σωματικά, ούτω χάριτι του Χριστού μου θα με έχετε και νοητόν βοηθόν και παρηγορίαν σας από την σήμερον· αλλά συ είσαι γεροντότερος από όλους τους φίλους μου, Πέτρε, δια τούτο τώρα δι’ ολίγας ημέρας παρηγόρησε τους νεωτέρους, στήριξον τους αδυνάτους, να μη λυπούνται εις τον θάνατόν μου». Απεκρίθησαν οι λοιποί Απόστολοι και λέγουν προς την Παναγίαν· «Συ μεν, Κυρία Θεοτόκε, γινώσκομεν ότι μετατίθεσαι εις τους ουρανούς· τουλάχιστον άφησέ μας λόγον τινά και παρηγορίαν εκ του αγίου σου στόματος, να ενθυμούμεθα ημείς οι δούλοι σου». Η δε Κυρία Θεοτόκος τους λέγει· «Τέκνα μου ηγαπημένα, ακούσατε λόγον σύντομον και διδαχήν μικράν από το στόμα μου, επειδή τούτο θέλετε και ζητείτε. Βλέπετε, τέκνα μου, τον κόσμον τούτον; Ως πανήγυρις είναι· ο δε Θεός είναι ως Βασιλεύς· σεις δε οι δούλοι του ηγαπημένου μου Υιού είσθε ως έμποροι· λοιπόν ακούσατε την παραβολήν ταύτην. Ήτο Βασιλεύς τις μέγας και ισχυρός, όστις είχε δύο δούλους, ήκουσε δε ότι εις τον δείνα τόπον γίνεται μεγάλη πανήγυρις, και κάμνουσιν οι άνθρωποι μεγάλην πραγματείαν και υπάρχει εκεί μέγα κέρδος. Καλεί τότε τους δύο δούλους του, και λέγει προς αυτούς· «Λάβετε βίον πολύν και υπάγετε εις τον δείνα τόπον, όπου γίνεται η πανήγυρις, εμπορεύθητε εκεί, και μετά ένα μήνα πάλιν να έλθητε· όστις δε βραδύνει περισσότερον, να αποτέμνεται η κεφαλή του». Έλαβον οι δύο υπηρέται εκείνοι τα χρήματα, και απήλθον εις την πανήγυριν· και ο μεν εις, ως ανόητος και μωρός, δεν ηγόρασε πράγματα, τα οποία ήσαν χρήσιμα εις τον βασιλέα, και να επανέλθη γρήγορα, αλλά ηγόρασε οίκους και εργαστήρια και αγρούς, και όσα ο βασιλεύς δεν εχρειάζετο, ούτε κέρδος του έδιδον. Έως ότου δε να σπείρη ο δούλος τους αγρούς, και να επιδιορθώση τα εργαστήρια και τους οίκους, όπου ήσαν χαλασμένα, παρήλθον τρεις και τέσσαρες μήνες. Ο δε άλλος, ως φρονιμώτερος που ήτο, ηγόρασεν αδάμαντας και πολυτίμους λίθους, και επέστρεψεν εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς τον ετίμησε και τον εδόξασεν, επειδή εφάνη πιστός· τον δε άλλον απέστειλε διαταγήν και τον απεκεφάλισαν ως εχθρόν και εναντίον του βασιλέως». «Ομοίως είσθε και σεις όλοι οι Απόστολοι του Υιού μου. Σας έστειλεν ο Υιός μου ο ηγαπημένος να υπάγετε εις τον κόσμον ως έμποροι, να κερδήσετε τας ψυχάς των πεπλανημένων ανθρώπων, όσοι ήκουσαν το όνομά Του. Όστις από σας, φίλοι μου και τέκνα μου, φανή φίλος του διδασκάλου του και Υιού μου, θα τον τιμήση και Εκείνος εις την Βασιλείαν του· όστις δε δεν εκτελέση τας εντολάς του διδασκάλου του, ο ίδιος γινώσκει τι θα πάθη. Δια τούτο, τέκνα μου ηγαπημένα, υπάγετε να κηρύξετε, να φωτίσετε, να καθοδηγήσετε τον πεπλανημένον κόσμον, δια να τον κερδήσετε και να τον οδηγήσετε εις την Βασιλείαν του Υιού μου. Μη φοβείσθε από τους βασιλείς, οι οποίοι δύνανται μόνον το σώμα σας να βλάψουν, όχι όμως και την ψυχήν σας· αλλά φοβείσθε από τον Θεόν όστις δύναται και το σώμα σας και την ψυχήν σας να βλάψη, όπως σας το έλεγεν ο Υιός μου. Έχετε αγάπην και ειρήνην μετ’ αλλήλων, και χαίρετε και ευφραίνεσθε ότι πολύς ο μισθός σας εις την Βασιλείαν των ουρανών. Αν και εγώ, φίλοι μου, υπάγω εις την Βασιλείαν του Υιού και Θεού μου, αλλά πάντοτε θα είμαι μαζί σας, θα σας ενισχύω και θα σας παρηγορώ εις τας θλίψεις σας». Ταύτα είπεν η Θεοτόκος εις τους Αποστόλους, και άλλα περισσότερα· παρευθύς δε έκλεισε τους αγίους αυτής οφθαλμούς ειπούσα μεγάλη τη φωνή· «Υιέ μου, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου»· και εκοιμήθη. Εδέχθη δε την αγίαν της ψυχήν ο Υιός της εις τας χείρας Του. Εζήτησε τότε η Παναγία από τον Υιόν της να υπάγη εις τον Άδην να ίδη τους τόπους όπου επήγεν Εκείνος να ελευθερώση τους Προπάτορας και την εισήκουσεν. Άγγελοι δε φωτεινοί επήραν την αγίαν της ψυχήν, και την ωδήγησαν όπου ήθελε μόνη της η ψυχή, ως μαρτυρεί τούτο ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός εις το Τροπάριον της τετάρτης ωδής σήμερον λέγων· «Θάμβος ην θεάσασθαι τον ουρανόν του παμβασιλέως τον έμψυχον, τους κενεώνας υπερχόμενον της γης»· ήτοι θαύμα και έκπληξις ήτο να ίδη τις της Παναγίας την ψυχήν πως περιεπάτει εις τα κατώτατα της γης, δηλαδή εις τον Άδην. Και η μεν ψυχή της επήγεν εις τον Άδην, ως το εζήτησε, το δε άγιον και θεοδόχον σώμα της συνέστειλαν οι Μαθηταί, και το επήραν εις τους ώμους των, να το φέρουν εις τον τάφον· και από μεν το εν μέρος εκράτει ο Θεολόγος Ιωάννης, από δε το έτερον ο Πέτρος, από δε το τρίτον μέρος εκράτει ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιωάννου, από δε το τέταρτον ο Παύλος, οι δε λοιποί Απόστολοι και Αρχιερείς επορεύοντο ψάλλοντες και υμνούντες· οι φθονεροί δε Ιουδαίοι ακούοντες την υμνωδίαν των Αγγέλων και των Αποστόλων και βλέποντες την πολλήν παρρησίαν, εφθόνησαν· ποιήσαντες δε βουλήν απεφάσισαν να υπάγουν να κρημνίσουν τον κράββατον της Παναγίας με το άγιον αυτής και παναμώμητον σώμα. Εφώρμησαν λοιπόν όλοι εις το μέσον των Αποστόλων, αλλά παρευθύς ετυφλώθησαν· ένας δε εξ αυτών, ως τολμηρότερος, ετόλμησε να αρπάση τον κράββατον, Άγγελος όμως Κυρίου έκοψε τας χείρας του αοράτως. Τότε, ως εγνώρισαν οι Ιουδαίοι το θαύμα, μετενόησαν και προσέπεσαν εις τους Αποστόλους ζητούντες σωτηρίαν. Οι δε Απόστολοι ως είδον, ότι μετανοούσιν, έλαβον τον κλάδον εκείνον του φοίνικος, και ήγγισαν εις τα πρόσωπα των τυφλωθέντων Ιουδαίων και του αποκεκομμένου τας χείρας, με την βοήθειαν δε της Παναγίας ιατρεύθησαν άπαντες. Όταν έφθασαν εις τον τάφον, απέθεσαν το άγιον λείψανον δια να το αποχαιρετήσουν οι εκεί παρευρεθέντες, τότε δε ήρχισεν εις άκαστος να αποχαιρετά την Παναγίαν και να λέγη εγκώμια προς αυτήν, όλοι δε είπον διάφορα εγκώμια. Ο Ιερόθεος είπε τοιαύτα εγκώμια τα οποία όχι εγώ, όστις είμαι άνθρωπος αμαρτωλός και θνητός δεν δύναμαι να είπω, αλλά τολμώ ειπείν ουδέ αυτοί οι Άγγελοι δεν ήθελον δυνηθή να τα είπωσι καταλεπτώς, καθώς τα είπεν εκείνος. Εις δε τα εγκώμια των άλλων Αποστόλων ο Απόστολος Παύλος επροτιμάτο, και αυτός ήρχιζε· και το μαρτυρεί ο Δαμασκηνός Ιωάννης εις το τροπάριον της πέμπτης ωδής σήμερον, λέγων· «Το σκεύος διέπρεπε της εκλογής, τοις ύμνοις σου, όλως εξιστάμενος, Παρθένε» και ούτω καθ’ εξής· ήτοι, ο Απόστολος Παύλος, όστις ωνομάζετο σκεύος εκλογής, ήτοι της εκλογής του Θεού, αυτός διέπρεπεν εις τους ύμνους της Παναγίας. Αλλά των Αποστόλων καταλεπτώς τα εγκώμια και τους επιταφίους λόγους δύσκολον είναι να τους επαναλάβωμεν· όμως τόσον θα είπωμεν, όσον ούτε οι έχοντες γνώσεις να μας βαρυνθούν ως πολυλόγους, ούτε οι αμαθείς να ζημιωθούν μη ακούσαντες αυτά, ολίγα δε μόνον εκ των εγκωμίων εκείνων θα είπωμεν δι’ ενθύμησιν. «Ω θαύμα των ποτέ θαυμάτων, τα οποία είδον οι άνθρωποι! Η Βασίλισσα του παντός πως άπνους τίθεται; Η Μήτηρ του Ιησού πως απέθανε; Συ είσαι, Παρθένε, το κήρυγμα των Προφητών· Συ είσαι το κήρυγμα το ιδικόν μας· Σε προσκυνούσιν οι άνθρωποι· Σε δοξάζουσιν οι Άγιοι. Χαίρε λοιπόν Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου, και δια Σου μεθ’ ημών. Μετά του Γαβριήλ Σε υμνούμεν, μετά των Αγγέλων Σε δοξάζομεν, μετά των Προφητών Σε εγκωμιάζομεν, ότι Σε εκήρυττον οι Προφήται, δια Σε επροφήτευσαν άπαντες· ο Αββακούμ Σε είδεν ως όρος σύνδεδρον, ότι Συ είσαι εσκεπασμένη από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος· ο Δανιήλ Σε εθεώρησεν ως όρος και αυτός, από το οποίον όρος χωρίς σποράν ανδρός εγεννήθη ο στερεός και ισχυρός Βασιλεύς, ο Χριστός· Σε είδεν ο δίκαιος Ιακώβ ως κλίμακα, από την γέννησίν Σου ο μεν Θεός κατέβη και συνέφαγε και συνέπιε με ημάς, ημείς δε οι δούλοι Αυτού μέλλει να αναβώμεν εις τους ουρανούς. Αλλά και Συ ιδού, ότι αναβαίνεις πρωτύτερα από ημάς. Χαίρε, Παρθένε, ότι ο Γεδεών πόκον Σε είδεν, ο Δαβίδ Παρθένον και Θυγατέρα και Βασίλισσαν· ο Ησαϊας Μητέρα του Θεού Σε ονομάζει· ο Ιεζεκιήλ Πύλην, και όλοι οι Προφήται Σε ενεκωμίασαν». «Ημείς δε τι να Σε ονομάσωμεν, Παρθένε; Παράδεισον; Σοι πρέπει, ότι Συ εβλάστησας το άνθος της αφθαρσίας, τον Χριστόν, όστις ευωδίασε τας ψυχάς των ανθρώπων. Παρθένον; Και αληθώς Παρθένος είσαι, ότι χωρίς σποράν ανδρός εγέννησας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ότι και προ του τόκου Παρθένος ήσο, και εν τόκω Παρθένος ευρέθης, και μετά τόκον πάλιν Παρθένος έμεινας. Να σε ονομάσωμεν Μητέρα; Σοι πρέπει και αυτό· ότι Μήτηρ έγινες του Βασιλέως των όλων Χριστού. Να σε είπωμεν Ουρανόν; Σοι πρέπει και αυτό, ότι ανέτειλας τον Ήλιον της δικαιοσύνης. Χαίρε λοιπόν, Παρθένε, και ύπαγε εις την κατάπαυσιν του Υιού σου· πορεύου εις τα σκηνώματα τα ηγαπημένα σοι· ύπαγε εις τον ητοιμασμένον σοι τόπον και ενθυμού και ημάς και το γένος μας όλον, Κυρία Θεοτόκε· ότι και ημείς και Συ, Παρθένε, από εν γένος του Αδάμ είμεθα· δια τούτο μεσίτευε, δια τούτο παρακάλει τον Υιόν σου, τον οποίον εβάστασας και εθήλασας, να μας βοηθήση εις το κήρυγμα, και μετά ταύτα να μας αξιώση να απολαύσωμεν τας ελπίδας μας. Ύπαγε, Παρθένε, από την γην εις τον ουρανόν· από την φθοράν εις την αφθαρσίαν· από την λύπην του κόσμου τούτου εις την χαράν της Βασιλείας των ουρανών· από την φθαρτήν γην εις τον άφθαρτον ουρανόν· ύπαγε, Παρθένε, εις το φως το ουράνιον, εις τους ύμνους των Αγγέλων, εις τας δοξολογίας των απ’ αιώνος Αγίων. Ύπαγε, Παρθένε, εις τον τόπον του Υιού σου, εις την Βασιλείαν του, εις την εξουσίαν του· υμνήσατε Άγγελοι, δοξάσατε Προφήται, επαινέσατε Αρχάγγελοι του Βασιλέως την Μητέρα, του φωτός την λυχνίαν, του ουρανού την πλατυτέραν, του στερεώματος την υψηλοτέραν, την προστασίαν των Χριστιανών και μεσίτριαν του γένους ημών». Με τοιαύτα και τοσαύτα εγκώμια απεχαιρέτησαν και ησπάσθησαν το σώμα της Παναγίας οι Άγιοι Απόστολοι και οι λοιποί παρευρεθέντες και κατόπιν έθαψαν αυτό εις τον τάφον, όστις ήτο προητοιμασμένος. Τρεις ημέρας και τρεις νύκτας έμενον οι Απόστολοι γύρωθεν εις τον τάφον, και ετήρουν τον τόπον από την αγάπην, την οποίαν είχον προς την Παναγίαν. Θωμάς δε ο Απόστολος, ευδοκία Θεού, ως και εις την Ανάστασιν του Κυρίου, ούτω ουδέ τότε ευρέθη εκεί. Εις δε την τρίτην ημέραν και αυτόν νεφέλη εξαίφνης ήρπασε και μετήγαγεν επάνω εις τον τάφον της Παναγίας, ένθα υπήντησε την Παναγίαν άνωθεν του τάφου της, ενώ μεθίστατο σύσσωμος εις τους ουρανούς, και ως την είδεν έκραξε· «Παναγία, Παναγία, που υπάγεις»; Και η Παναγία του λέγει· «Δέξου αυτό, φίλε μοι». Απεζώσθη τότε η Παναγία, και του έδωκε την αγίαν ζώνην της, με την οποίαν ήτο εζωσμένη· και την μεν Παναγίαν πλέον δεν την είδε, μόνον επήγεν εις τους άλλους Μαθητάς και τους εύρε καθημένους και φυλάττοντας τον τάφον της Παναγίας· τότε εκάθισε και εκείνος, συλλυπούμενος ότι δεν ευρέθη να ίδη και αυτός τον θάνατον της Παναγίας, ως οι άλλοι Απόστολοι και έλεγεν· «Όλοι μας ενός διδασκάλου είμεθα μαθηταί, όλοι μας εν κήρυγμα κηρύττομεν, όλοι μας ενός Κυρίου, του Χριστού, είμεθα δούλοι· διατί σεις κατηξιώθητε και είδετε τον θάνατον της Παναγίας και εγώ δεν ευρέθην; Μήπως εγώ δεν είμαι Απόστολος; Μήπως δεν αρέσκει εις τον Θεόν το κήρυγμά μου; Αλλά σας παρακαλώ, συμμαθηταί μου, ανοίξατε τον τάφον, καν νεκρόν να ίδω το σώμα της· έστω και τώρα εις το τέλος να το ασπασθώ και να το αποχαιρετήσω και εγώ». Υπήκουσαν λοιπόν οι Απόστολοι εις τον Θωμάν, και ήνοιξαν τον τάφον της Παναγίας, να ίδωσι το σώμα της, αλλά τίποτε δεν ευρέθη, διότι μετέστη έκτοτε. Και πως; Το σώμα εκείνο, ευλογημένοι Χριστιανοί, άφθαρτον κατέστη και αθάνατον, ως και η Αγία Σαρξ του Κυρίου, ως πάντες οι άνθρωποι μέλλομεν να αφθαρτισθώμεν εις την δευτέραν παρουσίαν του Χριστού· απέθανε μεν και θαύμα δεν είναι, ότι και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος απέθανεν· ηφθαρτίσθη δε, ως και ο Υιός της, το σώμα εκείνο, όπερ μέλλουσιν οι δίκαιοι να λάβωσιν εις την καθολικήν ανάστασιν, αυτό τούτο έλαβε πρωτύτερα η Παναγία προ της ημέρας εκείνης. Εις πίστωσιν δε περισσοτέραν, μίαν ημέραν εφάνη η Παναγία εις την τράπεζαν των Αποστόλων τοιουτοτρόπως. Οι Απόστολοι, μετά την Ανάληψιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, είχον συνήθειαν, όταν ήθελον να φάγωσιν, άφηναν τόπον κενόν εις την τράπεζαν δια τον Χριστόν· έκοπτον δε τεμάχιον άρτου τετράγωνον, και το έθετον επάνω της τραπέζης εις μοίραν Χριστού· μετά δε το φαγητόν ηγείρετο εις εξ αυτών και ελάμβανε το τεμάχιον εκείνο με τας δύο του χείρας, το ύψωνε και έλεγε· «Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος – Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει ημίν». Κατόπιν ελάμβανον ολίγον από το τεμάχιον εκείνο και έτρωγον όλοι όσοι ευρίσκοντο εις την τράπεζαν. Κατ’ εκείνας λοιπόν τας ημέρας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εκάθισαν οι Απόστολοι ως εις παρηγορίαν να φάγωσιν, έκοψαν δε και τον άρτον εκείνον κατά την συνήθειαν· όταν δε ήθελον να είπωσι «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει ημίν», παρευθύς εφάνη η Παναγία επάνωθέν των λαμπροφορούσα και τους είπε· «Χαίρετε, ότι μεθ’ ημών ειμί πάσας τας ημέρας»· ως δε την είδον εβόησαν· «Παναγία Θεοτόκε, βοήθει ημίν» · τότε δε εγνώρισαν ότι ζωντανή είναι και σύσσωμος εις τους ουρανούς μετά του Υιού της. Αυτήν την εορτήν εορτάζομεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, αυτήν πανηγυρίζομεν. Δια τούτο ας πανηγυρίζωμεν· ας εορτάζωμεν όχι ως είναι των εθνών αι συνήθειαι, αλλ’ ως αρέσκει εις τον Χριστόν και την σήμερον εορταζομένην Παναγίαν, όχι με θυσίας ελληνικάς, ή με χορούς, όχι με μέθας και αργολογίας, όχι με παίγνια και άσματα, και με όσα χαίρει ο δαίμων, όταν τα κάμνωμεν, όχι με κακάς δαπάνας και πολυφαγίας, αλλά με ευχαριστίας, με δοξολογίας, με καθαράν καρδίαν, με όσα χαίρει και δοξάζεται η Παναγία· με τοιαύτα ας εορτάζωμεν δια να έχωμεν και θάρρος προς την Παναγίαν να λέγωμεν· «Κυρία Θεοτόκε, Βασίλισσα, τιμή και δόξα των Χριστιανών, υψηλοτέρα των ουρανών και καθαρωτέρα του ηλίου, Παρθένε πανύμνητε και ακήρατε, ελπίς των αμαρτωλών και λιμήν γαληνέ των χειμαζομένων υπό των αμαρτιών, βλέψον εις τον λαόν σου, ίδε εις την κληρονομίαν σου, πρόβατα είμεθα της μάνδρας του Υιού σου άκακα και πεπλανημένα, λοιπόν φύλαξον ημάς, λύτρωσον ημάς από του νοητού λύκου, από του διαβόλου τας χείρας, διότι Σε έχομεν μεσίτιν, προστάτιν, βοηθόν, εις Σε έχομεν τας ελπίδας μας, αμαρτωλοί είμεθα και τρέχομεν εις την βοήθειάν σου· μη μας αποδιώξης, μη μας οργισθής. Βλέπεις, Παρθένε, τους πειρασμούς, βλέπεις τα κακά τα οποία συνέβησαν εις ημάς, δια τούτο ενθυμήσου την συγγένειαν, την οποίαν έχομεν· ότι όλοι μας από εν γένος είμεθα, και ημείς και συ, Θεοτόκε· μεσίτευε, παρακάλεσε τον Υιόν σου, τον οποίον εσωμάτωσας, τον οποίον εβάστασας, τον οποίον εθήλασας, δια να μας σπλαγχνισθή, να μας φιλανθρωπευθή, εδώ μεν να περάσωμεν ζωήν αβλαβή και ακίνδυνον, εκεί δε να μας αξιώση της αιωνίου του Βασιλείας. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν τη Ση μεσιτεία, εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ω πρέπει δόξα, τιμή και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ του Νέου,

Δημοσίευση από silver »


του εκ της κωμοπόλεως Αγίου Λαυρεντίου έλκοντος την καταγωγήν, εν Κωνσταντινουπόλει δε αθλήσαντος, επί της βασιλείας Σουλμάν Μεχμέτ του Δ΄ εν έτει σωτηρίω 1686.

Χαίρει σήμερον των Αποστόλων ο χορός και λαμπρότατα πανηγυρίζει απολαμβάνων τον ομώνυμόν του Απόστολον. Αγάλλονται τα των Μαρτύρων συστήματα, συναριθμούντα εν ταις χορείαις αυτών τον νεοφανή Μάρτυρα, όστις, ως άλλος αυγερινός του νοητού στερεώματος της Εκκλησίας του Χριστού, ανέτειλε κατά τους ζοφερούς εκείνους χρόνους της δουλείας τω αχπστ΄ (1686) επί της βασιλείας του Σουλτάν Μεχμέτ του Α΄, οπότε πάντες σχεδόν οι ετερόφυλοι και ετερόθρησκοι άρχοντες της εποχής εκείνης, οι τε τον μόνιμον στρατόν της μεγάλης τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελούντες, και άπαντες εν γένει οι διοικηταί, ανώτεροί τε και κατώτεροι του κολοσσιαίου εκείνου κράτους, επί τοσούτον προέβησαν αυθαιρεσίας και φανατικότητος, ώστε αδύνατος αποβαίνει η παράστασις του εγκλήματος δι’ ολίγων, και μάλιστα αφ’ ου άλλων επεχειρήσαμεν την διήγησιν. Εις τοιαύτην λοιπόν εποχήν σκότους και μισοχριστότητος γεννηθείς ο Μεγαλομάρτυς Απόστολος, όχι μόνον δεν εσκοτίσθη παντελώς, κατά την ευαγγελικήν ρήσιν, και η σκοτία αυτόν ου κατέλαβεν, αλλά και ως αδάμας ήστραψε την μαρτυρικήν ομολογίαν του αληθινού φωτός, του Χριστού, περιβληθείς, αν και σκληρότατα εβασανίσθη υπό των θηριωδών του καιρού του τυράννων, όπως τον ήλιον της δικαιοσύνης απαρνηθή και τον άτιμον της αθεϊας χιτώνα περιβληθή. Μετέβη δε τέλος πάντων, ως χρυσός εν χωνευτηρίω δοκιμασθείς, εις τον ουράνιον κύκλον, ίνα λάμπη εκεί και ακτινοβολή, της αθανάτου Βασιλείας θερμός λάτρης γεγονώς, φέρων τον αμάραντον του μαρτυρίου στέφανον, τον οποίον εκέρδισε δια του αθώου του αίματος, ποθήσας την δόξαν του ουρανίου σκηνώματος, και υπέρ τας δυνάμεις του συντελέσας προς τον εξευγενισμόν του χριστωνύμου γένους. Ούτος λοιπόν ο μόνος φερωνύμως κληθείς Απόστολος, πατρίδα μεν είχε τον Άγιον Λαυρέντιον, κωμόπολιν παρά τας νοτιοανατολικάς πλευράς του Πηλίου κειμένην κατά την επαρχίαν της Δημητριάδος· γονείς δε ουχί τόσον επιφανείς και ευγενείς, όσον αυτάρκεις και ευσεβείς, τούτο μόνον πλουτούντας, το θεαρέστως ζην, δια των ιδίων αυτών χειρών εργαζόμενοι και δια του ιδρώτος του προσώπου των τρώγοντες τον άρτον αυτών. Και ο μεν πατήρ αυτού ωνομάζετο Κώστας Σταματίου, Μέλω δε η μήτηρ του, η την λογικήν ταύτην μέλισσαν του Παραδείσου τεκούσα. Τούτων δε απορφανισθείς, άγων το 15ον έτος της ηλικίας του, απεδήμησεν εις Κωνσταντινούπολιν και εγένετο υπάλληλος εις τι των εκεί καπηλείων. Υπηρέτει δε παρ’ αυτώ το τέταρτον έτος, ότε των γηϊνων τούτων καταφρονήσας και υπό μόνων των ουρανίων καταληφθείς συνέβη να υποστή τον μαρτυρικόν θάνατον, ως θα αναγνώσητε παρακατιόντες, αδελφοί. Οι κάτοικοι των χωρίων του Βόλου, και κατ’ εξοχήν οι του Αγίου Λαυρεντίου, σκληρώς βασανιζόμενοι και βαρέως φορολογούμενοι υπό του τότε διοικητού των βοϊβόδα, και μη υποφέροντες την τυραννίαν του, ανυπόφορον καταστάσαν δια τας αθεμιτουργίας, και δη δια την υπέρογκον άδικον προσθήκην νέων φόρων, απεφάσισαν να προσδράμωσι προς τους επιτρόπους της βασιλομήτορος, οριζούσης τότε τα πλείστα των χωρίων τούτων, και προβάλλοντες τα δίκαιά των να επιφέρωσι μακράν τινα του κακού θεραπείαν, ή αν ουχί άλλο να μαλακώσωσι τουλάχιστον την σκληρότητα του βαρβάρου· αλλά μάτην εκοπίαζον προς ανήμερον θηρίον μαχόμενοι· διότι και μετά ταύτα, και μετά την αποστολήν δηλαδή τινών προς εκείνους, όχι μόνον τα σταλέντα αυθεντικά γράμματα εκ μέρους των επιτρόπων της βασιλομήτορος, τα οποία εκόμισαν προς αυτόν οι επανακάμψαντες εκ Κωνσταντινουπόλεως, περιεφρόνησε και ως ψευδή τα απέρριψεν, αλλά και κατά των ανδρών εκείνων τοσούτον ωργίσθη, ώστε λαβών τρεις εξ αυτών δεσμίους, ως κακούργους τους αναβιβάζει, συνοδεύων αυτούς ο ίδιος εις Κωνσταντινούπολιν και εις σκοτεινοτάτην και υγράν φυλακήν τους ρίπτει ο ασεβής και παμβέβηλος, ως ενόχους της εσχάτης τιμωρίας. Ταύτα μαθόντες τινές συμπατριώται αναβαίνουσιν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα ελευθερώσωσι τους αδίκως τρεις φυλακισθέντας συμπολίτας των, και αναφερθώσι κατ’ αυτού του βοϊβόδα ουχί πλέον, ως οι πρότεροι, προς τους επιτρόπους της βασιλομήτορος, αλλά προς αυτήν την ιδίαν. Φθάσαντες δε εκεί κατά πρώτον μεν επεσκέφθησαν τον Μάρτυρα, αγνοούντες αυτοί, ως πρώτην φοράν αφιχθέντες εις Κωνσταντινούπολιν, δια τίνος τρόπου έπρεπε να ενεργήσωσι περί των σκοπών δια τους οποίους ήλθον εκεί· παρά του Αγίου δε συμβουλευθέντες περί του πρακτέου, απεφάσισαν το κατ’ αρχάς μεν να δώσωσι αναφοράν εις τον αρχιευνούχον του παλατίου και να παραστήσωσι την αδικίαν και ωμότητα του βοϊβόδα, την βαρυτάτην προσθήκην νέων φόρων, τους οποίους αυτός περά τας διαταγάς των εν Κωνσταντινουπόλει επέβαλεν εις τους υπηκόους, και δη την άδικον εκείνην φυλακήν των τριών συμπατριωτών των, οίτινες εστέναζον υπό βαρυτάτας αλύσεις, πιεζόμενοι εις τας φυλακάς οι δείλαιοι, μη έχοντες τον βοηθούντα. Και τούτο μεν παμψηφεί απεφασίσθη, ουδείς όμως ετόλμα να παρουσιασθή και να επιδώση την αναφοράν. Τότε ο Άγιος, ο ευγενής κατά την ψυχήν ούτος νεανίας, ων και κατά την των οθωμανών διάλεκτον εμπειρότατος, πλήρης ισχύος και θάρρους λαμβάνει την αναφοράν, τρέχει προθύμως, παρουσιάζεται γενναίως εις τον Ιουσούφ αγάν καθώς ποτε ο Δαβίδ προς τον Σαούλ, και χωρίς το παράπαν να ταραχθή ή να αλλοιωθή το χαριέστατον αυτού πρόσωπον, εγχειρίζει την αναφοράν. Ταύτην αναγνώσας εκείνος τον ηρώτησε πόθεν ήτο, ο δε Άγιος απεκρίθη ότι είναι εις εξ εκείνων, τους οποίους ορίζει η ενδοξότης του. Ταύτας τας λάξεις ακούσας ελευθέρως προφερθείσας από του στόματος του Αγίου ο αρχιευνούχος, επειδή ήτο και διαβεβλημένος πρότερον υπό του βοϊβόδα κατά του Αγίου, τόσον εθυμώθη ώστε, χωρίς να προβή εις άλλο τι, ευθύς διέταξε να παραδοθή ούτος εις τον βοϊβόδαν, ως ανήκων εις εκείνον και να τιμωρηθή δια το αύθαδες τόλμημά του. Τούτου γενομένου ο μεν βοϊβόδας ευθύς αλυσοδένει τους πόδας αυτού και του ζητεί τεσσάρων ετών χαράτσι, αφ’ ότου δηλαδή έλειψεν εκ της πατρίδος του. Ο δε Άγιος μετά μεγάλης ελευθερίας απεκρίθη· «Αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι, μία δε μόνη οικία εις την πατρίδα μου ευρίσκεται και ταύτην, εάν θέλης, πώλησον και λάβε τα ζητούμενα». Ακούσας ο ακόρεστος της φιλαργυρίας θιασώτης, ότι αντί τεσσάρων ετών χαράτσι θα ελάμβανε την αξίαν της εν τη πατρίδι του Αγίου οικίας, ηυχαριστήθη τρόπον τινά και έμελλε την επομένην ημέραν να απολύση τον Άγιον, συνυποσχόμενος προσέτι ότι και τους τρεις συμπατριώτας του θα απέλυεν, αν έρριπτον το παρελθόν εις την λήθην και ανεχώρουν εκείθεν, χωρίς τι κατ’ αυτού να ενεργήσωσι, μεταβαίνοντες και πάλιν εις την πατρίδα των. Και ταύτα μεν θα έπραττεν αναμφιλέκτως ο βοϊβόδας, φοβούμενος μη οι νεωστί εκεί αφιχθέντες, τους οποίους ηγνόει που διέμενον εν Κωνσταντινουπόλει, και δια του Μάρτυρος κατ’ αυτού ενεργούντες, προσδράμωσιν εις την βασιλομήτορα. Αλλ’ εν τω μεταξύ εις εκ των τελευταίως αφιχθέντων συμπατριωτών του Αγίου, γέρων ζηλότυπος, μαθών ότι την επομένην ημέραν θα απεφυλακίζοντο οι τρεις συμπολίται του, πεισθέντος υπό του Αγίου του βοϊβόδα, φθονήσας τον Άγιον μη ευφημισθή εις την πατρίδα του δια την ικανότητα, την οποίαν έδειξεν ο ασήμαντος ούτος και πτωχός νεανίας, προσέρχεται εις τον βοϊβόδαν και μεταπείθει αυτόν, λέγων ότι οι μεν μετ’ αυτού συναναβάντες εκεί δειλιάσαντες ανεχώρησαν δια την πατρίδα των, και ότι το αυτό θα πράξη και αυτός, προσθέτων ακόμη ότι ο Άγιος ήτο ο τα πάντα υποκινήσας, και ότι αν απέλυεν αυτόν τον άπιστον και τολμηρόν νεανίαν, δεν θα εβράδυνεν αυτός να τον καταμηνύση εις την βασιλομήτορα. Ταύτα ακούσας ο αιμοχαρής βοϊβόδας, όστις πρότερον ένεκα δέους συγκατετέθη να απολύση τον Άγιον και τους τρεις αυτού συμπατριώτας και να παραιτηθή εκ της προσθήκης των νέων φόρων, επί τοσούτον εθρασύνθη, ώστε χωρίς καν στιγμήν να βραδύνη ή να σκεφθή ολίγον περί της αληθείας των διακοινωθέντων εις αυτόν, διατάσσει τους υπηρέτας του να δράμωσιν εις την φυλακήν και σκληρώς να βασανίσωσι τον Μεγαλομάρτυρα, προσθέσας συν τούτοις ότι τούτο θα πράττωσι πάντοτε μέχρις ου αποτελειώσωσιν αυτόν. Και ταύτα μεν κατά κεραίαν εξετελούντο. Ο δε Άγιος, τοιουτοτρόπως απηνώς και ασπλάγχνως βασανιζόμενος, μίαν των ημερών ευρίσκει τρόπον και εκβάλλει τον ένα του πόδα των δεσμών, και ούτως αργοπατών ητοιμάζετο προς δραπέτευσιν. Αλλά δεν ήτο βεβαίως τούτο Θεού οικονομία να στερηθή ο σημερινός στεφανίτης του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ούτω λοιπόν περί την φυγήν αγωνιζομένου του Αγίου, ο κτύπος των αλύσεων έγινεν αντιληπτός εις τας ακοάς των αθέων εκείνων υπηρετών, και παρευθύς τρέχουσι και κρατούσι τον Άγιον. Τούτων δε έτι λογομαχούντων μετά του Αγίου, ιδού έρχεται και ο βοϊβόδας. Ιδών δε την σύγχυσιν και ταραχήν των υπηρετών, ερωτά την αιτίαν. Μαθών δε την αποτολμηθείσαν υπό του Αγίου φυγήν, δράττει τον εκεί τυχόντα πέλεκυν και με τούτον ασπλαγχνότατα τον δέρει ο άσπλαγχνος. Αλλ’ ο γενναίος ούτος της αληθείας βοηθός, όχι μόνον ηψήφησε παντελώς τας σκληροτάτας και αφορήτους εκείνας πληγάς, αλλ’ ων όλος πλήρης θείας χάριτος εναντιούται κατά του τυράννου και χριστομιμήτως του λέγει· «Διατί με δέρεις και σκληροκαρδίως με τυραννείς; Ή δεν ηξεύρεις ότι είμαι και σου και των υπηρετών σου τιμιώτερος»; Εις ταύτα εκπλαγείς ο βοϊβόδας, λέγει εις τον Μάρτυρα· «Μήπως και συ είσαι μωαμεθανός, ως εγώ, και λέγεις ότι είσαι και εμού καλύτερος»; «Όχι, δεν εννόησα τούτο», απεκρίθη θαρραλέως ο Άγιος. «Ναι, τούτο είπες», απεκρίθησαν ομοθυμαδόν οι υπηρέται. «Μη γένοιτο, επρόσθεσεν ο Άγιος, εγώ να βλασφημήσω ποτέ!» «Ψεύδεσαι» επανέλαβον οι υπηρέται της αδικίας, οι υιοί του σκότους· «πλην μάθε ότι δεν θα αφήσωμεν να εγκαταλείψης τον μωαμεθανισμόν, τον οποίον ωμολόγησας ο ίδιος». Και ταύτα μεν κατεμαρτύρουν αυτού οι υπηρέται συκοφαντούντες. Ο δε βοϊβόδας, θέλων να υπηρετήση τον μωαμεθανισμόν, προσθέτων εις τον κολοσσόν του ένα ισλάμην, έστειλεν ευθύς και έφερε τον κουρέα, ίνα ενεργήση την περιτομήν. Αλλ’ ο Άγιος γενναίως ανθίστατο λέγων, ότι μάλλον της κεφαλής την αποκοπήν έστεργε δια τον Χριστόν παρά να δεχθή την περιτομήν δια την ζωήν. Όθεν και ανέκραζε λέγων· «Εγώ Χριστιανός είμαι και από της αγίας μου πίστεως ουδέποτε παραιτούμαι». Οι δε υπηρέται του βοϊβόδα έλεγον προς τον Άγιον· «και δεν είσαι συ όστις προ μικρού την παρήτησας και εθελουσίως ωμολόγησας τον εαυτόν σου οθωμανόν»; «Φλυαρείτε» είπεν ο Άγιος· «Ψεύδεσθε προφανώς· ω! μη γένοιτο εγώ να εκφέρω παρομοίαν βλασφημίαν! Αν δε προ ολίγου έκρινα τον εαυτόν μου τιμιώτερον από σας, τούτο το είπον δια την αμώμητόν μου πίστιν, εις την οποίαν μάλιστα και καυχώμαι, και δια την οποίαν προτιμώ μάλλον να κοπώ εις λεπτότατα τεμάχια παρά να αρνηθώ την προς τον Χριστόν μου πίστιν». Ταύτα ακούσαντες οι χριστομάχοι εκείνοι άθεοι λαμβάνουσι τον Άγιον και ως μέγαν πταίστην τον εγκλείουσιν εις την φυλακήν, εις την οποίαν συνείθιζον να φυλακίζωσι τους εις θάνατον καταδεδικασμένους, υβρίσαντες, λοιδορήσαντες και μαστιγώσαντες αυτόν. Μετ’ ου πολύ δε εξαγαγόντες εκείθεν, τον μεταφέρουσι προς τον σεϊχουλισλάμην και εκείθεν εις τον καζασκέρην, και καθεξής προς τους λοιπούς, παντού καταμαρτυρούντες αυτού και συκοφαντούντες, ότι, ομολογήσας πρότερον εαυτόν οθωμανόν, αρνείται νυν προς χλεύην και εμπαιγμόν του προφήτου αυτών. Αλλ’ ο μεν γενναίος ούτος Μεγαλομάρτυς, έχων τα πνευματικά της πίστεως όπλα, όχι μόνον δεν εταράττετο παντελώς, αλλά και μεγαλοψύχως και αφόβως ωμολόγει τον Χριστόν Θεόν του. Οι δε πεπλανημένοι εκείνοι και άδικοι κριταί, μιμηταί του βοϊβόδα γενόμενοι, θέλοντες, ούτως ειπείν, να προσθέσωσιν ένα ακόμη ισλάμην, κατά πρώτον μεν ιδόντες την νεαράν ηλικίαν του Μάρτυρος ήρχισαν εξ υποσχέσεων και κολακειών, υποσχόμενοι αξιώματα, πλούτη, τιμάς και τα παραπλήσια· αλλ’ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, ίνα κατά τον Προφήτην είπω. Διότι ο Άγιος ταύτα απέναντι της αγίας του Χριστού πίστεως περιφρονών, όχι μόνον δεν εκάμφθη παντελώς, αλλά και τους εχλεύαζε και τους περιεφρόνει. Αλλά και εκείνοι δεν απηλπίσθησαν. Όθεν λαβόντες αυτόν κολακευτικώς τον μεταφέρουσιν εις το βεζυρικόν μέγαρον και τον παρουσιάζουσι έμπροσθεν του βεζύρου. Ο δε βεζύρης ιδών αυτόν προσεπάθει να τον καταπείση, ίνα απαρνηθή τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, αλλ’ ιδών το αμετάθετον της γνώμης του προσέτρεξε και αυτός εις τα δώρα. Δια να καταπλήξη όθεν ο βεζύρης όχι μόνον την ακοήν, ώσπερ οι προ αυτού έπραξαν, αλλά και τους οφθαλμούς του Αγίου, διατάσσει να φέρωσιν εκεί ίππον εστολισμένον βασιλικώς, και πληθύν χρυσίου και αργυρίου εις νομίσματα. Τούτων δε προσενεχθέντων, λέγει εις τον Άγιον· «Νεανία, εάν συγκατανεύσης εις τους λόγους μου, όχι μόνον αυτά όπου βλέπεις θα σοι δωρήσω, αλλά και με αξιώματα και τιμάς βασιλικάς θέλω σε ανταμείψει!» Ο δε Άγιος, ουδόλως προσέχων εις τε τους λόγους, τα δώρα και τας υποσχέσεις του τυράννου, είπε· «Μη χάνετε τον καιρόν σας ματαίως, αλλ’ ο μέλλετε ποιείν, ποιήσατε τάχιον. Σας διαβεβαιώ δε, ως τίμιος Χριστιανός, ότι με οποιονδήποτε θάνατον θέλετε να με θανατώσητε, χάριν του Χριστού μου Ιησού, θα τον δεχθώ προθυμότατα. Μη αργοπορείτε λοιπόν· να με κατακαύσητε θέλετε; Εγώ τα ξύλα συνάξω και την πυράν ετοιμάζω· να με απαγχονίσητε; Εγώ δια των ιδίων μου χειρών σύρω τον βρόχον· να με αποκεφαλίσητε; Δότε μοι το ξίφος να το ακονίσω όσον χρειάζεται. Τέλος, οιονδήποτε τρόπον στοχάζεσθε επονειδιστότατον, αποφασίσατε, και εγώ γίνομαι ο πρώτος υπηρέτης και εκτελεστής. Μη λοιπόν συλλογίζεσθε ματαιοπονούντες και προς κέντρα λακτίζοντες, αλλά τελειώσατε εκείνο το οποίον σκέπτεσθε». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, νέφος παχύτατον αίσχους επεσκίασεν όλους τους εκεί παρευρεθέντας και αυτόν μάλιστα τον βεζύρην. Όθεν μη δυνάμενοι επί πλέον να ανεχθώσι την χλεύην, απεφάσισαν τέλος να τον αποκεφαλίσωσιν, αφού πλέον είδον το αδύνατον του να τον καταπείσωσι. Την αυτήν λοιπόν στιγμήν φραγγελώσαντες αυτόν, ως άλλος Πιλάτος, τον ρίπτουσιν και πάλιν εις την ειρκτήν. Τη δε επαύριον ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην Αυγούστου του αυτού έτους ημέραν Δευτέραν περί όρθρον βαθύν, αφού όλην εκείνην την νύκτα σκληρότατα τον εβασάνισαν, εις των ανωτέρων αξιωματικών παρακολουθούμενος και υπό ευαρίθμων στρατιωτών και του δημίου τον απάγει εις τον τόπον της καταδίκης. Και οι μεν αιμοβόροι εκείνοι δήμιοι τον εβίαζον εις τον δρόμον να τρέχη. Ο δε Άγιος φαιδρός και χαρούμενος ωσεί επορεύετο εις γάμον ή εις συμπόσιον εβάδιζε. Χριστιανούς δε τινάς απαντήσας εις τον δρόμον τους εχαιρέτησε και τους εζήτησε συγχώρησιν. Ούτοι δε εννοήσαντες τον σκοπόν της απαγωγής του, περίφοβοι ηκολούθησαν αυτόν και την συνοδείαν του μακρόθεν και αυτόπται εγένοντο του μαρτυρικού τέλους του Μάρτυρος, όστις άμα έφθασεν εις τον προσδιωρισμένον τόπον, ακριβώς εις την σημερινήν θέσιν, έξω της τον Κεράτιον κόλπον βλεπούσης πύλης του Γενί-Τζαμίου, επάνω των λιθίνων βαθμίδων της αυτής πύλης έκλινε τα γόνατα και περιέμενε τον δήμιον. Οι δε υιοί του σκότους, μη υποφέροντες την καταισχύνην, της οποίας έτυχον δια την νίκην του Αγίου, ήρχισαν και πάλιν να προβάλλωσιν εις αυτόν τας ως και πρότερον ματαιότητας λέγοντες· «Μη θελήσης, νεανία, να θυσιάσης την ζωήν σου πρόσκαιρα· λυπήσου την νεότητά σου· σκέψου πόσα καλά έχεις να στερηθής, πόσα πλούτη και βασιλικάς τιμάς, και τρυφάς σωματικάς θα χάσης, κατεχόμενος υπό ανοήτου ισχυρογνωμοσύνης». Ταύτα και πλείστα άλλα έλεγον και ενταύθα προς τον Άγιον οι άφρονες, πλην ουδαμώς ωφελήθησαν. Τέλος δε ιδόντες το άκαμπτον της γενναίας ψυχής του και παντελώς απελπισθέντες πλέον, μη έχοντες δε και τι άλλο να προβάλωσιν, έδωσαν διαταγήν εις τον δήμιον να τον αποκεφαλίση. Ων δε και ούτος της αυτής σατανικής ρίζης και την αυτήν λύσσαν κατά του Χριστιανισμού λυσσών, δεν εστάθη και αυτός κατώτερος των ομοφύλων του κατά την θηριωδίαν. Όθεν θέλων να αυξήση τον πόνον και την οδύνην του Αγίου, αφού εκ τρίτου κατήνεγκε το ξίφος κατά του τραχήλου αυτού επίτηδες ανεπιτυχώς, τέλος περιτυλίξας εις την αιμοβόρον χείρα του την κόμην της ιεράς κεφαλής του, δίκην σφαγίου τον αποκεφαλίζει ασπλάγχνως ο λιθοκάρδιος. Ούτω λοιπόν τελειωθέντος του μαρτυρίου του Αγίου, η μεν αγία αυτού ψυχή υπό φωτεινών αγγέλων εφέρθη εις τους ουρανούς, όπως απολαμβάνη παρά του μισθαποδότου Θεού τους καρπούς των μαρτυρικών αγώνων του· ο δε δήμιος μετά των λοιπών απεμακρύνθησαν ολίγον τι πέραν του ιερού του Μάρτυρος λειψάνου, όπως μικρόν ανακουφισθώσι. Δεν είχε παρέλθει ουδέ λεπτόν της ώρας, και ιδού αίφνης αστήρ καταβαίνων εξ ουρανού εστάθη άνω του λειψάνου του Μάρτυρος, σχηματίζων τον πανάγιον Σταυρόν του Σωτήρος. Μετ’ ου πολύ δε και πλήθος ανθρώπων περιεκύκλωσαν αυτό. Ταύτα δε ιδόντες οι μετά του δημίου συγκαθήμενοι, και νομίσαντες ότι Χριστιανοί ήσαν εκείνοι οι άνθρωποι, ελθόντες εκεί όπως κλέψωσι το λείψανον, ώρμησαν προς το μέρος εκείνο· αλλ’ ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ουδένα είδον, εκτός του ιερού σώματος του Αγίου. Έκθαμβοι δε τότε επί πολλήν ώραν γεγονότες, ελογομάχουν μεταξύ των περί των φανέντων εκείνων σημείων. Ως δε υπέφωσκεν η ημέρα, και οι άνθρωποι εξυπνήσαντες ήρχισαν να περιφέρωνται εις τας οδούς, φοβηθέντες ούτοι μήπως, ιδόντες οι Χριστιανοί τα φαινόμενα, εξαιτήσωσι και λάβωσι το σώμα του Αγίου, ίνα το τιμώσι, λαβόντες αυτό το έρριψαν εντός του Κερατίου κόλπου εις την θάλασσαν, όπως βυθισθή, αλλ’ αντί να βυθισθή, ως πτηνόν επιπλέον επί των κυμάτων εξήλθε του Κερατίου κόλπου, αλλ’ άγνωστον που προσωρμίσθη και τίνες έσχον την τύχην να το απολαύσωσι. Και περί μεν του ιερού αυτού λειψάνου τόσον γινώσκομεν. Η δε αγία αυτού κάρα μετεφέρθη εις τα ανάκτορα, ως δείγμα ότι εξετελέσθησαν αι διαταγαί των ανωτέρων. Και ταύτα μεν περί του μαρτυρίου του Αγίου. Ως δε εγένετο η ημέρα και επληροφορήθησαν οι εν τοις Πατριαρχείοις τα κατά τον Μάρτυρα υπό των Χριστιανών εκείνων, τους οποίους ο Άγιος απαντήσας καθ’ οδόν τους εχαιρέτησε και συγχώρησιν τους εζήτησεν, έστειλαν κατά την συνήθειαν και εζήτησαν την ιεράν του Αγίου κάραν, προσποιούμενοι, ως εικός, ότι έμελλον να αποδώσωσιν εις αυτήν τα υπό της θρησκείας νενομισμένα. Τούτου δε γενομένου, κατ’ επίμονον αίτησιν των Χριστιανών εκείνων, αιτούντων να αποδοθή εις αυτούς η ιερά του Αγίου κάρα, την απέδωσαν οι εν τοις Πατριαρχείοις εις αυτούς, οίτινες εμβαλόντες αυτήν εις αργυράν θήκην, την κατέθεσαν εις τον Ναόν του Αγίου Δημητρίου εν Ταταούλοις, όθεν μετέπειτα λαβών ταύτην ο Σελευκείας Δοσίθεος, συμπατριώτης του Μάρτυρος, μετά τινων φορεμάτων απέστειλεν εις την πατρίδα του, ένθα κατετέθη εις την ιδίαν του Μάρτυρος οικίαν, ανοικοδομηθείσαν εις Ναόν τη προτροπή αυτού προς τους συμπατριώτας του, δια θαυμάτων ζωντανών επανειλημμένως κατ’ εκείνους τους χρόνους. Ούτως, ω φιλέορτοι, έχει ο βίος και το Μαρτύριον του Νεομάρτυρος Αποστόλου, τον οποίον συνήλθομεν να εορτάσωμεν σήμερον και να δοξολογήσωμεν τον επουράνιον ημών Πατέρα, τον θαυμαστόν εν τοις αγίοις αυτού, συν τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”