Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου και πολυάθλου Οσιομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Νέου,

Δημοσίευση από silver »

του εκ Σαμαρίνης της Ηπείρου καταγομένου και εν έτει αωη΄ (1808) αθλήσαντος.

Δημήτριος ο Οσιομάρτυς, ο νεοφανής του Χριστού αριστεύς, εγεννήθη κατά τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνος εν τινι χωρίω της Ηπείρου, καλουμένω Σαμαρίνα. Αγαπήσας την μοναχικήν πολιτείαν, εγκατέλειψε πάντα τα εν τω κόσμω, και άρας τον ζυγόν του Κυρίου, προσήλθεν εις τι Μοναστήριον της πατρίδος αυτού και εγένετο Μοναχός. Εις αυτό δια των καμάτων της εν πνεύματι ζωής και των καθ’ εκάστην θείων αναβάσεων καθήγνισε και σώμα και ψυχήν, και εγένετο σκεύος εκλεκτόν και δεκτικόν του θείου της χάριτος φωτισμού. Πνεύματι δε θείω κινούμενος και υπό Αποστολικού ζήλου εμφορηθείς, εξήλθε της εαυτού Μονής, και περιήρχετο τας πόλεις και χωρία της Θεσσαλίας κηρύττων τον λόγον της πίστεως, και διδάσκων υπομονήν και καρτερίαν «εν ταις ευρούσαις θλίψεσι» των ευσεβών τα πληρώματα, κατά την ζοφώδη εκείνην εποχήν της δουλείας και πικράς συνοχής, καθ’ ην απορία και αλλεπάλληλοι συμφοραί και περιστάσεις και πλείστοι κίνδυνοι περιεκύκλωσαν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, λόγω της τότε υπό του «Παπά Ευθυμίου Βλαχάβα» καλουμένου εκραγείσης επαναστάσεως κατά των παραχωρήσει Θεού κρατούντων μισοχρίστων Αγαρηνών. Διαπρέπων λοιπόν ο μακάριος Δημήτριος εις τους ευαγγελικούς αγώνας, και «στύλος και εδραίωμα» των πιστών δεικνύμενος, συνελήφθη, διαβληθείς, υπό των Αγαρηνών, και προσαχθείς εις τον τύραννον Αλή πασάν, ωμολόγησεν ευθαρσώς την χριστώνυμον κλήσιν, και την ιεράν αποστολήν των περιοδειών και του κηρύγματος αυτού, των οποίων ο σκοπός ήτο ο στηριγμός των ευσεβών εις την πίστιν του Χριστού, η παρηγορία των θλιβομένων και περιστατουμένων ομοφύλων Χριστιανών και η υπακοή αυτών εις τους νόμους της εξουσίας. Εξοργισθείς εκ των λόγων τούτων ο τύραννος, ως μη ευρών ως ήλπιζεν εις την ομολογίαν του Μάρτυρος ενδείξεις καταμαρτυρούσας ενοχήν τόσον αυτού όσον και άλλων προσώπων, διέταξεν ίνα βασανίσωσι αυτόν σκληρώς. Και πρώτον εξήπλωσαν αυτόν προ των ποδών του τυράννου, όστις, αφού έπτυσεν εις το πρόσωπον του Μάρτυρος, διέταξε να εμπηχθώσιν ακίδες καλάμιναι εις τους όνυχας των χειρών και των ποδών αυτού, να διατρυπηθώσι δε και δι’ ομοίων οι βραχίονες του γενναίου αθλητού. Μετά θαυμαστής ανδρείας υπέμεινεν ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού την σκληροτάτην ταύτην βάσανον, ενδυναμούμενος υπό της χάριτος του Κυρίου, μηδένα λόγον εκφέρων, αλλ’ ίστατο αφορών ατενώς εις τον ειπόντα Σωτήρα «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται», ωσαύτως και την Άχραντον αυτού Μητέρα· «Βασίλισσα των ουρανών, ικέτευε υπέρ ημών». Μη τυχών ο τύραννος απαντήσεως, ή μάλλον αποκαλύψεως, ως έλεγε, των δήθεν συνενόχων αυτού, εξωργίσθη έτι μάλλον και διέταξεν ίνα δεθή η κεφαλή του Μάρτυρος δια σιδηράς κρικωτής αλύσεως, ήτις διαρκώς συνεσφίγγετο, εις εκάστην δε σύσφιγξιν ηρωτάτο ο Μάρτυς τίνες ήσαν οι συνένοχοι αυτού. Και εκείνος μεν εσιώπα, η δε άλυσις συνεσφίγγετο περισσότερον, έως ου τέλος εθραύσθη, χωρίς όχι μόνον να υποκύψη εκ του πόνου ο αήττητος Μάρτυς της αληθείας εις τας αξιώσεις των βασανιστών και ομολογήση ότι είχε συνενόχους, αλλά και να δείξη καν σημεία οδύνης το πρόσωπον αυτού. Δεν δυσαρεστείται ούτε λυπείται ο θαυμαστός και ουρανόφρων Δημήτριος δια τα σκληρά βασανιστήρια, εις τα οποία παρά των αντικειμένων υπεβάλλετο, αλλ’ αγανακτεί και λυπείται, διότι οι βασανίζοντες αυτόν ύβριζον και εβλασφήμουν διαρκώς το υπερύμνητον όνομα του Σωτήρος και της Παναχράντου αυτού Μητρός, των οποίων την χάριν επεκαλείτο εις βοήθειαν. Και η προς τον Σωτήρα Χριστόν κραταιά και πυρ πνέουσα πίστις, η όρη μετακινούσα, τοσαύτην ακαταμάχητον δύναμιν και ρώμην παρέχει εις την ψυχήν του μακαρίου Δημητρίου, ώστε πάντα τα δεινά κολαστήρια και τας αφορήτους τιμωρίας ως ουδέν ελογίζετο, και οι μεν τιμωρούντες αυτόν απηύδησαν εκ του κόπου, αυτός δε ίστατο στερεός και ακλόνητος, θάμβος και έκπληξιν εμβάλλων εις τους ορώντας αυτόν, αγωνιζόμενον τοιουτοτρόπως τον καλόν της πίστεως αγώνα. Μετά ταύτα ο καλλίνικος αθλητής ερρίφθη εις σκοτεινήν φυλακήν, εκδεχόμενος την άνωθεν παράκλησιν, και ευλογών τον Κύριον της δόξης, τον αξιώσαντα αυτόν να πάθη και υπομείνη τοσαύτα υπέρ του αγίου αυτού ονόματος. Την πρωϊαν της επαύριον εξήχθη εκ της φυλακής, και εκρεμάσθη από των ποδών, κάτωθεν δε αυτού οι βασανισταί ήναψαν πυράν εκ ρητινωδών ξύλων, της οποίας αι φλόγες κατέκαιον το δέρμα του κρανίου του Μάρτυρος, εν ω ο καπνός απέπνιγεν αυτόν. Φοβούμενοι όμως οι δήμιοι μη εκπνεύση ταχέως εκ της σκληράς ταύτης τιμωρίας και απαλλαγή από των πόνων, αποσύρουσιν αυτόν εκ της χαλεπής ταύτης βασάνου, και ρίπτουσι χαμαί επί του εδάφους ύπτιον, θέτουσιν επί του στήθους αυτού σανίδα, και ανελθόντες επ’ αυτής επήδων μετά μανίας, όπως συντρίψωσι τα οστά και συνθλίψωσι τα εντόσθια αυτού. Αλλά και πάντα ταύτα τα βασανιστήρια δεν υπήρξαν ικανά, ίνα νικήσωσι και κάμψωσι το αήττητον φρόνημα του μακαρίου ομολογητού της ευσεβείας Δημητρίου, ούτε να επιφέρωσιν εις αυτόν τον θάνατον, ενδεδυμένον την αρραγή πανοπλίαν της πίστεως, και έξω κόσμου και σαρκός, υπεράνω πάσης τιμωρίας γενόμενον ήδη, εν τη ενώσει των υπερφυών δωρεών. Η μεγάλη αντοχή του Μάρτυρος, ή μάλλον η εις αυτόν θριαμβεύουσα πίστις του Χριστού, ενεποίησε κατάπληξιν και εις αυτούς τους Τούρκους, πολλούς των οποίων ο φόβος συνεκράτει από του να προσέλθωσιν εις το φως του Ευαγγελίου, βλέποντας την παντοδύναμον χάριν του Σωτήρος ημών ενεργούσαν θαυμαστώς εις τον Δημήτριον, εις τους αγώνας του οποίου διέλαμπε και εβεβαιούτο άπαξ έτι της Ορθοδόξου πίστεως η αλήθεια. Αλλ’ ότε ο αήττητος Μάρτυς υπεβλήθη εις το τελευταίον μαρτύριον, μετά της αυτής ακαταπλήκτου ανδρείας και πλήρους ουρανίου γαλήνης ψυχής, της και εν τω προσώπω αυτού διαφαινομένης, τότε εις Τούρκος εκ Καστορίας, παρακολουθών το μαρτύριον του Αγίου, ιδών και εν τούτω την γενναιότητα αυτού, μη δυνάμενος πλέον να κρατηθή, προσήλθεν εις το φως της πίστεως του Χριστού και βαπτισθείς συνελήφθη δια τούτο υπό του Αλή πασά, παρά του οποίου εβασανίσθη, και τέλος εθανατώθη υπέρ της ευσεβούς ομολογίας, λαβών παρά Χριστού του μαρτυρίου τον στέφανον. Τόσον το γεγονός τούτο, όσον και η μεγαλοψυχία και ανδρεία του Αγίου Δημητρίου, ήτις προεκάλει αισθήματα συμπαθείας και μεγάλου θαυμασμού προς την αγίαν ημών πίστιν εις τας ψυχάς των παρακολουθούντων, απεθηρίωσαν τον τύραννον, όστις έδωκε διαταγήν να θανατωθή ο Μάρτυς κατά τρόπον σκληρότατον. Διέταξε και εκτίσθη ο Αθλητής του Χριστού εντός τοίχου, έχων την κεφαλήν μόνον έξω, και έμεινεν εκεί έως ότου παράδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Όπως επιβραδύνη δε όσον το δυνατόν περισσότερον τον θάνατον και την απαλλαγήν από των πόνων του γενναίου Μάρτυρος, διέταξεν ίνα ρίπτηται εις το στόμα αυτού τροφή. Ο Μάρτυς έχων την κεφαλήν ελευθέραν και αναπνέων, διαρκώς προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου, συντηρηθείς δε ούτως επί δέκα ολοκλήρους ημέρας, τέλος εκοιμήθη εν Κυρίω εν έτει αωη΄ (1808), ο πολύαθλος και καλλίνικος Οσιομάρτυς Δημήτριος ο Νέος, τελέσας τον καλόν της ευσεβείας αγώνα, και δοξάσας το υπερένδοξον όνομα του Σωτήρος Χριστού κατά τους εσχάτους τούτους και ζοφερούς καιρούς. Η θαυμαστή άθλησις του Αγίου Δημητρίου και οι υπερφυείς αυτού αγώνες, όντες εφάμιλλοι προς τα παλαίσματα των πάλαι Αγίων Μαρτύρων, τους μεν ασεβείς κατήσχυναν, τους δε ευσεβείς μεγάλως ηύφραναν και εστερέωσαν εις την Ορθόδοξον αγίαν πίστιν, και το πεπτωκός αυτών φρόνημα, ένεκα των διωγμών και πιέσεων της τότε χαλεπής δουλείας, ανεπτέρωσαν και λίαν εκράτυναν, ο δε πολύαθλος Οσιομάρτυς αμέσως ως Άγιος ετιμήθη, και ως θαυματουργός εδοξάσθη, και πλείστα θαύματα ετελέσθησαν δια της επικλήσεως του ονόματος αυτού. Ήδη δε συν Αγγέλοις χορεύων και Οσίοις και Μάρτυσιν αγαλλόμενος πρεσβεύει απαύστως υπέρ ημών των τελούντων την αγίαν αυτού μνήμην.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) του Αυγούστου, μνήμη των Οσίων και θεοφόρων πατέρων ημών ΒΑΡΝΑΒΑ και ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ του ανεψιο

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΗ΄ (18η) του Αυγούστου, μνήμη των Οσίων και θεοφόρων πατέρων ημών ΒΑΡΝΑΒΑ και ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ του ανεψιού αυτού των Αθηναίων και ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ του Τραπεζουντίου των εν τω όρει του Μελά ασκησάντων και εν ειρήνη τελειωθέντων.

Από τας αγράφους παραδόσεις, όσας οι Άγιοι Απόστολοι παρέδωσαν εις τους ακολούθους των και αλληλοδιαδόχως παρέπεμψαν εις ημάς, είναι και η σχετική με την προσκύνησιν των θείων Εικόνων, την οποίαν οι μεν άλλοι αγράφως, ως είπον, παρέδωσαν, ο δε ιερός Λουκάς και εμπράκτως την παρέδωσεν, επειδή ιστόρισε με χρώματα, καθώς ομολογεί η κοινή παράδοσις, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, βασταζόμενον ως βρέφος μέσα εις τας αγκάλας της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Από δε τας πολλάς εικόνας, όσας θα ιστόρησε, βεβαίως τρεις μόνον, άδεται λόγος, ότι έδειξεν εις την Θεοτόκον, τας οποίας αποδεξαμένη είπεν εκείνο το περίφημον ρήμα: «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι’ εμού είη μετ’ αυτών». Από δε τας τρεις, καθώς αποδεικνύουσιν οι ιστορικοί και μαρτυρούν τα βασιλικά χρυσόβουλλα και τα Πατριαρχικά σιγγιλλιώδη γράμματα, μία μεν είναι εκείνη ήτις ευρίσκεται εις το Μέγα Σπήλαιον της Πελοποννήσου, Δευτέρα δε η του Κύκκου εις την Κύπρον, και Τρίτη η εις το όρος του Σουμελά ευρισκομένη, κοντά εις την Τραπεζούντα, ήτις ονομάζεται και Οδηγήτρια. Ταύτην λέγουσιν ότι ο Απόστολος Λουκάς την περιέφερε πάντοτε μαζί του· πως δε, και πόθεν, και με ποίον τρόπον κατήντησεν εις το ανωτέρω όρος και ηθέλησε να παραμείνη εκεί τούτο ακούσατε παρακατιόντως. Αφού ο ιερός Λουκάς εις τας Θήβας της Βοιωτίας μετέβη εις Χριστόν, εις Χριστιανός, Ανανίας ονόματι, παρέλαβε την αγίαν εικόνα ταύτην και την έφερεν εις τας Αθήνας, δια δε τα άπειρα θαύματα όπου έκαμνε καθ’ εκάστην ημέραν εις εκείνους, όσοι προσέτρεχον εις αυτήν μετά πίστεως, ωκοδόμησαν οι Αθηναίοι Ναόν ωραιότατον έξω της πόλεως, μέσα δε εις αυτόν έβαλαν την αγίαν εικόνα και έμεινεν εκεί έως εις τον καιρόν του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν, άνθρωπός τις, Βασίλειος το όνομα, γέννημα και θρέμμα των Αθηνών από γονείς ευσεβείς, Κωνσταντίνον και Άνναν, ευσεβής εις τον Θεόν, ευλαβής εις την Θεοτόκον και πρόθυμος εργάτης των εντολών του Κυρίου, αφού έγινε τριάκοντα χρόνων εχειροτονήθη Ιερεύς, ευρίσκετο δε μαζί του και ένας ανεψιός του, Σωτήριχος ονομαζόμενος, και εχειροτονήθη και αυτός Διάκονος. Μίαν λοιπόν νύκτα, κοιμώμενος ο Βασίλειος, είδεν εις το όραμά του, ότι ελειτουργούσε, και μετά την τελείωσιν της θείας λειτουργίας του εφάνη ότι βλέπει εις τα δεξιά μέρη του βήματος μίαν ωραιοτάτην και υπέρλαμπρον κόρην περικυκλουμένην από άπειρον πλήθος ασπροφόρων νέων, και ότι εκείνη τον έβλεπε με ήμερον βλέμμα και του είπε· «Βασίλειε, σήκω το ταχύτερον με τον ανεψιόν σου Σωτήριχον, και αποχαιρετήσαντες όλα τα του κόσμου ενδυθήτε το μαναχικόν σχήμα, μετονομαζόμενοι συ μεν Βαρνάβας, ο δε Σωτήριχος, Σωφρόνιος». Ταύτα με θάμβος και τρόμον βλέπων και ακούων ο Βασίλειος, ενόμισεν ότι την ηρώτησε, ποία είναι αυτή όπου του φαίνεται και τον προστάζει αυτά και ότι εκείνη του απεκρίθη με πραότητα πάλιν, ότι είναι η Θεοτόκος Μαρία, η Βασίλισσα των Αγγέλων και ότι με τούτο τον παρεθάρρυνε πάλιν, ώστε αδιστάκτως να υπακούση εις το πρόσταγμά της, λέγουσα τελευταίον και τούτο, ότι υπάρχει και θα υπάρχημε αυτούς όλας τας ημέρας της ζωής των. Εξύπνησε δε παρευθύς ο Βασίλειος χαρούμενος, και πάραυτα εφανέρωνε το όραμα εις τον Σωτήριχον· και λοιπόν πιστεύσαντες ολοψύχως εις τους λόγους της Θεοτόκου, διεμοίρασαν εις ολίγον καιρόν τα υπάρχοντά των εις τους πτωχούς και ανεχώρησαν από την πόλιν, χωρίς να το ηξεύρη τις. Εις δε την οδόν από παρακίνησιν του Σωτηρίχου, ή καλλίτερα να είπω, από νεύσιν της Θεοτόκου, εμβαίνοντες εις τον Ναόν εκείνον όπου, καθώς είπομεν, έβαλαν την αγίαν της εικόνα, ρίπτοντες τον εαυτόν των κατά γης έμπροσθέν της, μετά θερμών δακρύων προσηύχοντο τοιουτοτρόπως· «Αειπάρθενε Θεοτόκε, εάν θέλη και βοηθή ημάς τους αναξίους δια μεσιτείας σου η χάρις του Υιού σου και Θεού ημών εις τούτον μας τον σκοπόν, γίνου, παρακαλούμεν, βοηθός εις ημάς, καθώς μας υποσχέθης και οδήγησέ μας έως εις τον τόπον εκείνον εις τον οποίον ηθέλησας να δοξάζεσαι, δια να ευαρεστήσωμεν και ημείς εις σε και εις τον γεννηθέντα εκ σου, και να αξιωθώμεν δια σου και της εκ δεξιών του στάσεως». Ευθύς τότε ακούουν, ω των εξαισίων θαυμασίων σου Δέσποινα! Φωνήν από την αγίαν Εικόνα όπου έλεγεν· «Ακολουθήσατέ με αδιστάκτως και ακόπως κατ’ Ανατολάς, διότι ιδού προπορεύομαι, τέκνα μου, καθώς σας προείπα, και σας συνοδεύω προς το όρος του Μελά, το οποίον ηγάπησα»· και εν ταυτώ με την φωνήν βλέπουν την αγίαν Εικόνα, όπου έβγαινεν από τον Ναόν, και εβάσταζον αυτήν δύο Άγγελοι, και ολίγον κατ’ ολίγον υψώνετο, έως ου υψώθη έως εις τα σύννεφα και πλέον δεν εφαίνετο. Περιπατούντες λοιπόν με φόβον και χαράν ενυκτώθησαν, οπότε βλέπει πάλιν ο Βασίλειος εις τον ύπνον του, ότι ανέβη επάνω εις εν υψηλότατον και σύνδενδρον όρος, και εκεί περιστρέφων παντού τα βλέμματά του, του εφάνη, ότι βλέπει πάλιν εις τα δεξιά μέρη την αγίαν Εικόνα όπου έλαμπεν υπέρ τον ήλιον με πλήθος τριγύρω της αναρίθμητον ασπροφόρων νέων, και ότι ήκουεν από αυτήν φωνήν τοιαύτην· «Μη φοβηθής, Βασίλειε, διότι εγώ είμαι· αφού λοιπόν ενδυθής, καθώς σου προείπον, το αγγελικόν σχήμα των Μοναχών ομού με τον ανεψιόν σου, τρέχε να φθάσης με την ιδικήν μου οδηγίαν το όρος όπου βλέπεις εκεί πέραν όπου εγώ αναπαύομαι, διότι όταν μου οικοδομήσης εκεί Ναόν θα συναθροισθούν πολλοί δι’ αγάπην ασκήσεως, και θα εύρουν ανάπαυσιν εις τας ψυχάς των». Ταύτα ειπούσα η Θεοτόκος έγινεν άφαντος· εξύπνησε δε ο Βασίλειος, και ανατέλλοντος του ηλίου συνέχισε χαρούμενος τον δρόμον ομού με τον Σωτήριχον. Περιπατούντες κατήντησαν εις εν Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο εις ενάρετος Ηγούμενος, Θεόδουλος, όστις τους εδέχθη με πολλήν προθυμίαν και επεριποιήθη αυτούς πλουσίως, προγνωρίζων από θείαν αποκάλυψιν τον ερχομόν των. Ούτος αφού του διηγήθη ο Βασίλειος όλην την οπτασίαν, την οποίαν προ ολίγου είδεν εις το όρος, και όσα επροστάχθη, ευθύς εκούρευσεν αυτούς Μοναχούς, καθώς η Θεοτόκος του ελάλησε, τους ενέδυσε τα Μοναχικά ενδύματα, και τον μεν Βασίλειον μετωνόμασε Βαρνάβαν, τον δε Σωτήριχον, Σωφρόνιον, διδάξας δε αυτούς επί μίαν εβδομάδα την μοναδικήν πολιτείαν, τους απέλυσε με ειρήνην, κλαίοντας και οδυρομένους τον αποχωρισμόν εκείνης της Αδελφότητος και μάλιστα του καλλίστου εκείνου ποιμένος. Αναχωρήσαντες εκείθεν και πορευόμενοι προς Ανατολάς, βλέπουν πάλιν προσευχόμενοι την ακόλουθον νύκτα εκστατικοί την Υπερύμνητον Θεοτόκον με υπέρλαμπρον φως, περικυκλουμένην από πλήθος Αγγέλων, και καλούσαν κατ’ όνομα και τους δύο λέγουσα· «Ειρήνη υμίν· διότι εγώ είμαι· μη φοβείσθε, αλλά περιπατείτε χαίροντες την οδόν όπου σας φέρει με την ιδικήν μου οδηγίαν εις το όρος». Ούτως επορεύοντο χαρούμενοι και μετά τρεις ημέρας φθάνουν εις την Κολώνειαν πόλιν, εις την οποίαν ήτο τότε Επίσκοπος ο Πέτρος, ο θείος του θαυμαστού εκείνου αναχωρητού Κυριακού, όστις υποδεχθείς αυτούς μετά χαράς, αφού έμαθεν από αυτούς την κατάστασιν και τον σκοπόν των, χειροτονεί Ιερέα τον Σωφρόνιον, φιλοξενήσας δε αυτόν τρεις ημέρας, τους απέλυσεν εν ειρήνη. Εκείθεν διεκθόντες από την Μονήν όπου είναι εις το Σείρι της Ελλάδος, την ογδόην ημέραν έφθασαν εις Λάρισαν, δια να προσκυνήσουν το λείψανον του Αγίου Αχιλλείου· εκείθεν δε έρχονται την τρίτην ημέραν εις το όρος των Κελλίων, εις το οποίον, περιερχόμενοι τα ασκητήρια των Μοναχών, είδον ένα ενάρετον άνδρα εστολισμένον με ιερωσύνην και με προφητικόν χάρισμα. Έπειτα κατασπασθέντες και την λάρνακα ενός μυροβλήτου βαρβάρου, ο οποίος από λήσταρχος, όπου ήτο πρότερον, μετανοήσας άκρως ηγίασε και ευηρέστησεν εις τον Θεόν, ανεχώρησαν από το όρος, και περιήρχοντο προς το μέρος της Μεσημβρίας πόλεις και χώρας διαφόρους, έως ότου έφθασαν εις τι Μοναστήριον της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκείθεν πάλιν επαναστραφέντες κατά την Μακεδονίαν, έρχονται εις την Θεσσαλονίκην, όπου κατασπασθέντες την θήκην του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου, συναπαντώσιν έπειτα Μοναχόν τινα, Λάζαρον καλούμενον, ο οποίος μανθάνων δι’ αυτούς από θείαν αποκάλυψιν της Θεοτόκου, ότι από συνέργειαν του φθονερού δαίμονος επλανήθησαν από την εις το Άγιον Όρος οδόν, τους προϋπήντησε, και οδηγών αυτούς προς το όρος, τους άφησε εις τους πρόποδας αυτού εις τι Μοναστήριον, δια να διδαχθούν από τον Ηγούμενον την Μοναχικήν τάξιν, και να ίδουν και τα άλλα Μοναστήρια, αυτός δε πηγαίνων εις το Βατοπαίδιον, το ιδικόν του Μοναστήριον, μετά τρεις μήνας υπεδέχθη και εκείνους όπου ήλθον εκεί. Ο δε Ηγούμενος της Μονής, μανθάνων από αυτόν τα περί των ξένων τούτων Μοναχών και ότι είναι δούλοι της Θεοτόκου, εδόξασε τον Θεόν και τους προσεκάλεσεν εμπρός εις όλην την Αδελφότητα της Μονής, τους ησπάσθη με ευλάβειαν, και αυτός και οι άλλοι αδελφοί, και τους εφιλοξένησε κατά την συνήθειαν μίαν εβδομάδα. Μετά ταύτα ο προειρημένος Λάζαρος είπεν εις τον Ηγούμενον να απολύση τους ξένους Μοναχούς, διότι ήσαν προσκαλεσμένοι από την Θεοτόκον εις τον τόπον όπου αυτή ηγάπησεν· αλλ’ εκείνος δεν συγκατέβαινε, το περισσότερον δια ωφέλειαν των αδελφών. Ο δε Λάζαρος του έλεγεν· «Είναι αδύνατον να μείνουν ούτοι εδώ, πάτερ, ότι ουδέ εγώ, λέγει, δεν εισηκούσθην, αν και παρεκάλεσα πολλά δια τούτο την Θεοτόκον, και δια να καταλάβης το θέλημα της Θεομήτορος, έλα να υπάγωμεν εις τον λιμένα». Καταβαίνοντες δε οι δύο, ιδού και βλέπουν πλοίον πλησιάζον εις τον λιμένα. Εξελθών δε ο ναύκληρος και ερωτώμενος, τους διηγείτο, ότι ήλθαν να πάρουν τους δύο ξένους Μοναχούς, οι οποίοι είναι εδώ, τους εξεχώριζε δε έκαστον με το όνομά του, ότι χθες, λέγει, εις το πέλαγος, μη έχοντες νερόν, και ολιγοψυχήσαντες από την δίψαν, παρακαλούσαμεν τον Θεόν να μας δώση ευνοϊκόν άνεμον να πλεύσωμεν δια την Κύπρον, εν τω μεταξύ δε ολίγον υπνώσας, μου εφάνη ότι είδον γυναίκα τινά βασιλικά εστολισμένην, ήτις έλαμπεν υπέρ τον ήλιον, παρέστεκαν δε πέριξ αυτής ωραιότατοι τινές λευκοφόροι νέοι. Ταύτα βλέπων ετρόμαξα, και τότε λέγοι μοι η Βασίλισσα, καλούσά με κατ’ όνομα· «Δεν είναι, ναύκληρε Θωμά, το πλεύσιμόν σου, καθώς μελετάς, δια την Κύπρον, αλλά επανάστρεψε εις το λιμάνι του Άθωνος όρους, και ζήτησε να εύρης δύο Μοναχούς Αθηναίους, Βαρνάβαν και Σωφρόνιον καλουμένους, και αφ’ ου τους πάρης, φέρε τους εις Μαρωνίαν την πόλιν», ευθύς δε έγινεν άφαντος. Ακούσας ταύτα ο Ηγούμενος εδόξασε τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον· καλέσας δε τους Οσίους τους απέλυσε, και αποχαιρετισθέντες απεχωρίσθησαν κλαίοντες εις τα ίδια έκαστος. Αφού εισήλθον οι Όσιοι εις το πλοίον και εταξίδευσαν, την τετάρτην ημέραν έφθασαν εις Μαρωνίαν, εκεί δε ανταμώσαντες τον Επίσκοπον, και ερωτώμενοι από αυτόν, του έλεγαν πως τάχα υπάγουν από τον Άθωνα εις την Ιερουσαλήμ χάριν προσκυνήσεως· ο δε Επίσκοπος, ελέγχων την υπόκρισίν των, λέγει προς αυτούς· «Και πως λοιπόν ταξιδεύοντες δια την Ιερουσαλήμ, εβγήκατε από το πλοίον, όπου εγώ το βλέπω και αρμενίζει κατά Ανατολάς»; Εκείνοι δε ζητήσαντες εις τούτο συγχώρησιν, τον παρεκάλεσαν να μη φανερώση εις κανένα τον σκοπόν των, αλλά το ταχύτερον να τους αποστείλη· ο δε Επίσκοπος τους λέγει· «Σας συμβουλεύω να υπάγετε κατά το παρόν, προπεμπόμενοι παρ’ εμού, εις το Παππίκιον όρος, δια να θαυμάσητε τα ευρισκόμενα εκεί πολλά και περίφημα Μοναστήρια, περισσότερον δε τους Μοναχούς και Ασκητάς, έπειτα πηγαίνετε την οδόν σας». Ούτοι συγκατένευσαν· τους προέπεμψε δε ο Επίσκοπος δίδων εις αυτούς οδηγόν και επιστολήν δια τον Προεστώτα του πρώτου εκεί Μοναστηρίου. Εκείνος δε γνωρίζων την κατάστασίν των από την επιστολήν όπου ανέγνωσε, και θέλων να τους δοκιμάση, τους ηρώτησε με αυστηρότητα, λέγων προς αυτούς· «Σεις πόθεν είσθε; Ότι εγώ σας βλέπω, όπου υποκρίνεσθε την ευλάβειαν, χωρίς να είσθε ενάρετοι». Στρεφόμενος δε και εις τον οδηγόν των Βησσαρίωνα, του λέγει· «Διατί έφερες εδώ αυτούς τους πλάνους και σκανδαλοποιούς; Δεν ήκουσες τον αββάν Βαρσανούφιον όστις παραγγέλλει, τους ακαταστάτους Μοναχούς να μη τους δεχώμεθα παντελώς μέσα εις το Μοναστήριον, αλλ’ έξω εις την θύραν να τους δίδωμεν τα χρειαζόμενα και να γλυτώνωμεν από αυτούς, δια να μη τύχη και εμβαίνοντες πλανήσουν τους αδελφούς»; Ταύτα δε ειπών και λαβών αυτούς από την χείρα τους έβγαλεν έξω του Μοναστηρίου. Τούτο έκαμεν ο θαυμαστός εκείνος Ηγούμενος, δια να γνωρίση αν ήσαν αληθινά ενάρετοι και ευλαβείς, και δια τούτο επρόσταξε να μη τους δοθή μήτε φαγητόν, μήτε ποτόν, αλλά μήτε να συνομιλήση τις μοναστηριακός με αυτούς έως τρεις ημέρας. Οι δε αληθινοί δούλοι του Θεού, χωρίς να σκανδαλισθούν, υπέμειναν αγόγγυστα εμπρός εις τον πυλώνα, ζητούντες από την Θεοτόκον τα συμφέροντα. Την δε τρίτην ημέραν βλέπει την Θεοτόκον ο Ηγούμενος εις τον ύπνον του, και του λέγει· «Ιδού, εδοκίμασας τους ιδικούς μου δούλους και τους εγνώρισας ειλικρινείς από την υπομονήν την οποίαν έδειξαν, δυναμούμενοι υπ’ εμού· όθεν τώρα παράλαβε αυτούς και αναπαύσας ολίγον, απόλυσον να υπάγουν κατά Ανατολάς, εμπόδισον δε αυτούς από την περιήγησιν του όρους». Αφού λοιπόν εξύπνησεν ο Ηγούμενος, στέλλει τον προειρημένον Βησσαρίωνα και τους καλεί, όταν δε ήλθαν τους λέγει πάλιν με αυστηρότητα. «Ποίοι άνθρωποι είσθε σεις; Και από ποίον τόπον; Και που υπάγετε, ούτω άφοβα ποιμαίνοντες τον εαυτόν σας»; Εκείνοι δε με θερμά δάκρυα, κύπτοντες κάτω την κεφαλήν, είπον· «Μεγάλην χάριν σοι ομολογούμεν, τίμιε πάτερ, δια την ωφέλειαν την οποίαν ελάβομεν από την αγιωσύνην σου τώρα, παρά εις κανένα άλλον καιρόν· τώρα λοιπόν εις τας χείρας σου εμπιστευόμεθα εαυτούς και εκείνο όπου σε φωτίση ο Θεός κάμε εις ημάς». Εκείνος δε, κρύπτων τα όσα του εφανέρωσεν η Θεοτόκος, τους λέγει· «Δεν θέλω να περιτριγυρίσετε το όρος, αλλά να πηγαίνετε τον δρόμον σας». Εκείνοι δε παρεκάλουν αυτόν, να παραμείνουν εις το Μοναστήριον έως τρεις χρόνους, δια να μάθουν εντελώς την Μοναχικήν τάξιν και πολιτείαν· τότε φανερών εις αυτούς ολίγον το θέλημα της Θεοτόκου λέγει· «Ούτω, τέκνα μου, εφάνη εύλογον εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και εις την Πανάχραντον Μητέρα του, να υπάγετε τον δρόμον σας κατά ανατολάς, δι’ εκείνο όπου και εκινήσατε». Όθεν κρίνοντες ότι είναι θεάρεστα εκείνα όπου τους είπεν ο Ηγούμενος, τον απεχαιρέτησαν και αυτός εναγκαλισθείς αυτούς τους ησπάσθη και ύστερον ανεχώρησαν. Περιπατούντες δε καθ’ οδόν έψαλλον οι δύο δια τους Μοναχούς όπου είδον εις το Μοναστήριον, οι οποίοι περεβάλλοντο σχεδόν με τους Αγγέλους εις την αρετήν, λέγοντες τα του Δαβίδ· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό;… Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ’ Αγγέλους». Έλεγε δε ο ιερός Βαρνάβας εις τον σοφόν Σωφρόνιον· «Ας μη φοβηθώμεν, τέκνον, τον κόπον της μοναδικής πολιτείας, μηδέ να λογαριάζωμεν τον εαυτόν μας ως τα περιπλανώμενα όρνεα, αλλ’ ως λογικοί όπου είμεθα, έχοντες την χάριν του Χριστού, όστις ούτως ηθέλησεν εις ημάς, ας λέγωμεν βοώντες· Κύριος φωτισμός και σωτήρ ημών, τίνα φοβηθησόμεθα; Κύριος υπερασπιστής ημών, από τίνος δειλιάσομεν»; Με τοιαύτα και άλλα παρόμοια παραθαρρύνοντες ο εις τον άλλον, και αγωνιζόμενοι εις την αρετήν ο ιερός Βαρνάβας, ο οποίος δια την παντοτεινήν της καρδίας του κατάνυξιν και την αδιάκοπον ροήν των δακρύων ήτο άλλος υιός παρακλήσεως, διώρισε δια κανόνα, κάθε ημέραν ομού με τας συνήθεις ώρας να τελειώνη το μισόν ψαλτήριον και την νύκτα το υπόλοιπον· του οποίου την ανάγνωσιν, όχι όταν ήσαν παιδία, αλλά περιπατούντες, με φιλοπονίαν την έμαθον. Περιπατούντες λοιπόν και ψάλλοντες με χαράν της ψυχής των, έφθασαν εις ένα ποταμόν, Έβρον ονομαζόμενον, ο οποίος ήτο ξεχειλισμένος από το πολύ νερόν, διότι ήτο ο μην Σεπτέμβριος· και οι μεν εντόπιοι έλεγον, ότι είναι αδύνατον να τον περάσουν, έως ότου να καταβή και να ολιγοστεύση το νερόν του ποταμού· οι δε Όσιοι έμειναν το εσπέρας εις τας όχθας του ποταμού, μη ευρίσκοντες πως να περάσουν, και παρακαλούντες τον Θεόν. Την δε αυγήν, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Κατέβη ο ποταμός, και τον επέρασαν σχεδόν αβρόχοις ποσίν· αφού δε είδον το θαύμα εκείνοι οι οποίοι παρετήρουν να καταβή ο ποταμός, διεπέρασαν και το ανήγγειλαν εις την χώραν· οι δε χωρικοί τρέχοντες έφθασαν τους Οσίους, και τους προσεκάλουν εις την χώραν των, δια να ευλογήσουν τους αγρούς των, τους οποίους κατέτρωγαν επί τρία ήδη ολόκληρα έτη η ακρίδα. Οι δε δεν ηθέλησαν, ως τάχα να μη ήσαν άξιοι εις τούτο· όθεν εγύρισαν οι εντόπιοι άπρακτοι, αν και πολύ τους παρεκάλεσαν. Αφού δε ήλθον να περάσουν τον ποταμόν, και τον εύρον περισσότερον πλημμυρισμένον παρά πρότερον, στρέφουσιν οπίσω εις τους Οσίους, και τους παρακαλούν μετά δακρύων να τους ελεήσουν, λέγοντες, ότι η ακρίδα έπεσεν ως σύννεφον και βλάπτει τα γεννήματά των. Τότε οι Όσιοι, συμπονέσαντες τα δάκρυά των, εγονάτισαν και προσηυχήθησαν εις τον Κύριον, λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, όστις έκαμες τα πάντα με μόνον τον λόγον σου, και λαβών χώμα από την γην έπλασας τον άνθρωπον, και με λογικήν ψυχήν και με την εικόνα σου τον ετίμησες, συ όστις δίδεις εις τα κτήνη και τα πετεινά τροφήν, όστις εις τον καιρόν της ενσάρκου παρουσίας σου με ολίγους άρτους εχόρτασας πολλάς χιλιάδας, συ, πανάγαθε Δέσποτα, διάθρεψε και τούτους, όσοι επικαλούνται το πανάγιόν σου όνομα, με την παντοδύναμον και μεγαλόδωρον δεξιάν σου, και λυπήσου όλους αυτούς και ημάς. Ναι, παρακαλούμεν σε, Κύριε Ιησού Χριστέ, όπως είπας, αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, δώσε και εις ημάς τους αμαρτωλούς και αναξίους δούλους σου, οι οποίοι με πίστιν σου ζητούμεν, Δέσποτα, το μέγα σου έλεος· και ελευθέρωσε τούτους από την φθοροποιόν ταύτην ακρίδα, ήτις κατατρώγει τα γεννήματα και την τροφήν των δούλων σου, δια της χάριτος του ανάρχου σου Πατρός, και του Αγίου σου Πνεύματος, δια πρεσβειών της Παναχράντου Μητρός σου. Αμήν». Και ω του θαύματος! Ως σύννεφον έφυγεν η ακρίς και πίπτουσα επνίγη μέσα εις τον ποταμόν· ούτω δε εδοξάσθη ο Θεός δια των Οσίων του. Έπειτα περιερχόμενοι διαφόρους πόλεις και χώρας, κατήντησαν εις Κύμψαλλον, και φιλοξενηθέντες εις την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, ήτις ήτο εκεί, ανώρθωσαν ένα Μοναχόν, όστις κατέκειτο πολλούς χρόνους παράλυτος, θεραπεύσαντες αυτόν με το ηγιασμένον ύδωρ το οποίον του έδωσαν και ελούσθη. Τούτο δε ο Τίμιος Πρόδρομος απεκάλυψε προς τον άρρωστον εις τον ύπνον του· διότι οι Όσιοι από την πολλήν των ταπεινοφροσύνην συστελλόμενοι δεν συγκατένευαν εις την προσευχήν που τους ηνάγκαζεν ο Ηγούμενος να κάμουν δια τον άρρωστον· το νερόν όμως όπου έφερε βιαζόμενος ο θείος Βαρνάβας, το ηυλόγησε προσευχηθείς ούτω· «Ο Θεός ο αόρατος και ακατάληπτος, ο τον παράλυτον εν τη Προβατική κολυμβήθρα ιασάμενος τη παρουσία σου, ελθέ και νυν αοράτως ώδε, και ίασαι τον δούλον σου Αυξέντιον Μονάχόν εκ της περιεχούσης αυτόν ασθενείας, δια πρεσβειών της Παναχράντου σου Μητρός· συ γαρ ει ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών, και σοι την δόξαν αναφέρομεν συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας. Αμήν». Μετά δε την ευχήν αφήκαν τους αδελφούς, οι οποίοι τους ευφημούσαν δια την θεραπείαν του ασθενούς, κρυφίως δε τρέχοντες εμβήκαν μέσα εις το δάσος του όρους. Εκείθεν επήγαν την άλλην ημέραν εις το Ρούσιον, πόλιν της Θράκης, εις εν Μοναστήριον, και κρούσαντες την πύλην επροστάχθησαν να προσμείνουν έξω φιλοξενούμενοι έως το Σάββατον· επειδή είχον εκεί συνήθειαν τας πέντε ημέρας της εβδομάδος την Τεσσαρακοστήν να έχουν κλειστήν την θύραν της Μονής· το δε Σάββατον ο Ηγούμενος τους ηρώτησε, ποίοι είναι, και πόθεν έρχονται και που υπάγουσι, και μαθών ότι χάριν ωφελείας περιέρχονται τα Μοναστήρια, τους ηυχήθη κατά τον πόθον των. Έμειναν λοιπόν εκεί φιλοξενούμενοι το Σάββατον και την Κυριακήν, και εκοινώνησαν τα άχραντα Μυστήρια· ύστερον συναντήσαντες εκεί ενάρετόν τινα αδελφόν από το όρος του Λάτρου, Αμβρόσιον καλούμενον, ακούοντες δε αυτόν ευφημίζοντα τους Μοναχούς και τα Μοναστήρια του Λάτρου, αποχαιρετήσαντες τους αδελφούς ανεχώρησαν έχοντες συνοδοιπόρον τον Αμβρόσιον, όστις τους εθέρμαινε την καρδίαν δια την περιήγησιν του Λάτρου. Όθεν απονεύοντες από Ανατολής εις Νότον ήλθον εις δέκα ημέρας εις την Έφεσον και ελθόντες την μεσημβρίαν εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου δια να προσευχηθούν και να τον θεωρήσουν, εύρον τας θύρας κεκλεισμένας, προβάλλοντες δε ως κλείδα την προσευχήν, ω του θαύματος! Παρευθύς ήνοιξαν μόναι των αι θύραι, αφού δε εμβήκαν μέσα και προσηυχήθησαν, εξελθόντες διηυθύνοντο κατά το Λάτριον, αφήσαντες ανοικτάς τας πύλας του Ναού. Ο δε Επίσκοπος της Εφέσου, όταν του ανήγγειλεν ο κανδηλανάπτης ότι εύρεν ανοικτάς τας θύρας και τας κλείδας εις την θέσιν των και ότι κανέν πράγμα δεν έλειπεν, στοχαζόμενος ώραν πολλήν, είπεν εις αυτόν, ότι κρυφός τις δούλος του Θεού εθαυματούργησε τούτο το παράδοξον. Φθάσαντες την πέμπτην ημέραν εις το Λάτρον (εις το οποίον λέγουσιν ότι οι αρχηγοί των Ασκητών μετετόπισαν από τα Μοναστήρια της Αιγύπτου, από θείαν αποκάλυψιν, και μετώκησαν εις τον καιρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δια τας συχνάς επιδρομάς των εις την Αίγυπτον Βλεμμύων Αράβων), συναπαντούν εξερχόμενοι από την Μονήν των Κελιβάρων ένα πνευματοφόρον και προφητικόν άνδρα, ο οποίος εκπλήττων αυτούς με τούτο, ότι τους εχαιρέτησε κατ’ όνομα, τους ηρώτησε δια τον οδηγόν των Αμβρόσιον, που έμεινε και διατί απεχωρίσθη από την καλήν των συντροφίαν· μετά δε τούτο προσεκάλεσε τους ξένους εις την τράπεζαν, την οποίαν προσέταξε τον μαθητήν του και ητοίμασε, λησμονών από την πολλήν του χαράν να κάμη την συνειθισμένην επιτραπέζιον ευχήν. Ερχόμενος δε έπειτα εις τον εαυτόν του, επέπληξε τον μαθητήν του λέγων· «Τι είναι τούτο όπου έκαμες, τέκνον, και δεν με ενεθύμισας δια την ευχήν, την οποίαν εγώ από την πολλήν μου προς τους ξένους χαράν ελησμόνησα; Διότι ολίγον έμεινε να λείψουν οι άρτοι από τον κόφινον, επειδή δεν τους ηυλογήσαμεν σήμερον· ή τάχα αρέσκεσαι να πηγαίνης καθ’ ημέραν εις την οικουμένην δια παραμικρόν άρτον»; Ευθύς τότε εγερθέντες από την τράπεζαν έκαμαν την συνειθισμένην ευχήν επάνω εις τον κόφινον. Έπειτα λέγει εις τον μαθητήν του· «Λάβε, τέκνον, από την τράπεζαν τα ανευλόγητα τεμάχια του έρτου, και βάλε από εκείνα που ηυλογήσαμεν τώρα». Ο δε μαθητής επήγε να πάρη και ευρίσκει τον κόφινον (ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ!) γεμάτον από νωπούς και καθαρούς άρτους· τότε φοβηθείς εβόησε· «Δόξα σοι, Χριστέ ο Θεός». Ο δε γέρων λέγει· «Βλέπεις, τέκνον, ποίαν μεν εγκατάλειψιν ήθελε μας προξενήσει σήμερον η ιδική σου παράλειψις, ποίαν δε δύναμιν έχει η ευχή του Τρισαγίου, και μάλιστα εις την παρουσίαν τούτων των δούλων του Θεού»; Αφού λοιπόν έφαγαν με ευχαρίστησιν, επέρασαν όλην την νύκτα συνομιλούντες τα ψυχοσωτήρια· προς δε το εξημέρωμα τους προείπεν ο γέρων εκείνα όπου έμελλον να τους συναπαντήσουν εις τον δρόμον, ότι μέλλουν να περιπέσουν εις τους ληστάς, και έπειτα τους απέλυσεν εν ειρήνη. Περιπατούντες διέπλευσαν τον Μαίανδρον ποταμόν και ήλθον εις ένα μικρόν βουνόν. Οι δε κλέπται, οίτινες εφύλαττον εις την υπώρειαν, ώρμησαν έξαφνα με υψωμένα τα ξίφη εναντίον των, καθ’ ην ώραν εκείνοι εκοιμώντο, εζητούσαν δε απ’ αυτούς να εύρουν αργύρια, και μη ευρίσκοντες τίποτε άλλο από τα τρίχινα ράσα όπου εφορούσαν, τους εφοβέριζαν ευθύς να τους κατασφάξουν, αν δεν φέρουν αφεύκτως να τους δώσουν τα αργύρια όπου έχουν κεκρυμμένα εις την γην· εκείνοι δε φέροντες Μάρτυρα τον Θεόν, έλεγον· «Δεν έχομεν, τέκνα, περισσότερον από αυτά τα ενδύματα όπου βλέπετε, και από τον ξύλινον τούτον Σταυρόν», τον οποίον και δεικνύοντες με την δεξιάν χείρα, έλεγον· «Ούτος είναι όλος μας ο πλούτος, ούτος είναι ο θησαυρός μας, ούτος είναι η ελπίς της σωτηρίας μας». Ευθύς δε με τον λόγον έλαμψεν ο Τίμιος Σταυρός, και καθώς τον είδον οι λησταί, πάραυτα έρριψαν κάτω τα όπλα και έπεσαν εις τους πόδας των Πατέρων, ζητούντες συγχώρησιν και μετανοούντες, όχι μόνον δια τα τωρινά εκείνα κακά, αλλά και δι’ όλα εκείνα όπου ετόλμησαν και έκαμαν πρότερον. Ο δε ιερός Βαρνάβας, όστις είχεν εις τα χείλη του λάμπουσαν την χάριν του Πνεύματος, υπενθυμίζων εις αυτούς από το εν μέρος την άφευκτον κρίσιν της φοβεράς εκείνης ημέρας και την ακόλουθον αιώνιον κόλασιν, και από το άλλο πάλιν, παρηγορών τας ψυχάς των με το παράδειγμα εκείνων, όπου ο Κύριος όχι μόνον τους εδέχθη, αφού μετενόησαν, αλλά και τους εδικαίωσε και τελευταίον προσευχηθείς δια την σωτηρίαν των, τους έφερεν εις κατάνυξιν και μετάνοιαν. Τότε οι ανθρωπόμορφοι εκείνοι λύκοι εξέβαλον όλοι εν ταυτώ μίαν φωνήν με εν στόμα, λέγοντες· «Πάτερ τίμιε, ιδού από την σήμερον σου παραδίδομεν τας ψυχάς και τα σώματά μας, και καθώς γνωρίζεις ούτως οικονόμησε τας ψυχάς μας». Εξετάζοντος δε του θείου Βαρνάβα έκαστον εξ αυτών πόθεν και ποίας καταστάσεως ήτο πριν γίνη ληστής και από ποίαν αιτίαν κατήντησε να γίνη τοιούτος, ο εις του είπεν· «Εγώ, πάτερ, εστάθην δούλος ενός διεστραμμένου αυθέντου και δια την κακογνωμίαν του φεύγων, δεν υπέφερον πλέον να γίνω άλλου τινός δούλος, αλλά από συνεργείαν του δαίμονος έγινα τούτο όπου με βλέπεις». Ο δε άλλος λέγει· «Εγώ εφόνευσα τον αδελφόν μου, επειδή δεν συγκατένευε να μοιράσωμεν την πατρικήν μας κληρονομίαν, και φεύγων ήλθον και ηνώθην με τον άνθρωπον τούτον». Ο δε τρίτος είπε· «Εγώ από μικράς σχεδόν ηλικίας επεδιδόμην εις την κλοπήν και επειδή ήκουσα κάποτε, ότι πηγαίνουν από ένα τόπον βασιλικόν φόρον εις την Κωνσταντινούπολιν, παραμονεύων εις εν δύσβατον μέρος εφόνευσα τους περισσοτέρους ανθρώπους εξ αυτών, όμως δεν ημπόρεσα να κυριεύσω τον θησαυρόν, και δια τούτο ήλθον φεύγων από εκείνους όπου εζήτουν να με συλλάβουν και συνηριθμήθην με τούτους τους δύο, και έγινα τρίτος· και έχομεν εδώ δέκα χρόνους τώρα, όσοι δε περιπέσουν εις τας χείρας μας, τους απογυμνώνομεν και με την μάχαιραν τους φονεύομεν· αλλ’ επειδή τώρα, συνεργεία του Αγίου Θεού, όστις δεν θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού αλλά αγαπά την μετάνοιάν του και την σωτηρίαν του, εγνωρίσαμεν σας τους Αγίους Πατέρας, σας παρακαλούμεν, δια αγάπην αυτού του Σωτήρος Θεού, να μη παραβλέψητε την σωτηρίαν μας». Ο δε ιερός Βαρνάβας, αφού τους ήκουσεν, είπε· «Τέκνα μου, αν δεν σας πνίγουν οι βρόχοι της απελπισίας, αλλά δεικνύετε καθαράν και ανυπόκριτον την υπακοήν εις εμέ, δια δε τα κακά όπου εκάμετε, δεικνύετε καθαράν την μετάνοιαν, ελάτε να γίνετε καθώς και ημείς· διότι ούτος είναι ο τρόπος, και αύτη εστίν η οδός της σωτηρίας σας». Εκείνοι δε ευθύς ως ήκουσαν αυτά, ουδέ να γυρίσουν να κυττάξουν πλέον τα όπλα δεν ηθέλησαν, αλλά χαρούμενοι ηκολούθησαν τους Οσίους τούτους Πατέρες, βεβαιώνοντες αυτούς, ότι δεν θ’ αποχωρισθούν παντελώς πλέον απ’ αυτούς. Επαναστρέψαντες είτα εις την Έφεσον, επήγαν να προσκυνήσουν τον Αρχιερέα, έχοντες συνακολουθούντας ως πρόβατα και τους προειρημένους ληστάς· εις τον οποίον διηγήθησαν και κατά μόνας όσα έπαθον και έκαμον εις την οδόν και τον παρεκάλεσαν προς τούτοις και δια τα μοναχικά φορέματα, που εχρειάζοντο οι αρχάριοι εκείνοι Μοναχοί. Ο δε Αρχιερεύς τους μεν ποτε ληστάς ποιών ρασοφόρους Μοναχούς, τους ενέδυσε τα μοναχικά ενδύματα, τους δε Πατέρας φιλοξενήσας τους διώρισε και κατοικίαν δι’ ανάπαυσιν. Εκείνην δε την νύκτα του εφάνη εις τον ύπνον του Ιωάννης ο Θεολόγος και του λέγει: «Ούτοι είναι εκείνοι οι δύο Μοναχοί, των οποίων εγώ προ ολίγου ήνοιξα τας πύλας του Ναού, αλλά το ταχύτερον απόστειλον αυτούς εις το Γαλήσιον όρος, γράφων επιστολήν εις τον εκεί Ηγούμενον, ώστε εκείνους μεν όπου συ από ληστάς έκαμες Μοναχούς να τους συναριθμήση με τους ιδικούς του αδελφούς, τον δε Βαρνάβαν και Σωφρόνιον να τους αφήση να υπάγουν εις τον προορισμόν των». Εξυπνήσας λοιπόν ο Αρχιερεύς εκάλεσε κατά μόνας τους δύο Πατέρας, και τους ηρώτησεν ορκίζων αυτούς να μη του κρύψουν τίποτε από την κατάστασίν των, πληροφορών αυτούς ότι θέλει φυλάξει εχεμυθίαν. Εκείνοι δε, εις μεν την αρχήν εσυστέλλοντο ονομάζοντες εαυτούς αμαρτωλούς, τελευταίον όμως, φοβηθέντες τον ορκισμόν, διηγήθησαν εις αυτόν όλα απ’ αρχής μέχρι τέλους, και εκείνος εναγκαλιζόμενος αυτούς με τας δύο του χείρας τους κατεφίλησε με το άγιον φίλημα και τους λέγει· «Επειδή σεις, ω τέκνα, εξεθαρρεύσατε εις εμέ το ιδικόν σας απόκρυφον, ουδέ εγώ δεν θα κρύψω από σας εκείνο το οποίον μοι εφανέρωσεν εις τον ύπνον ο Θεολόγος Ιωάννης δια σας· δια τούτο σας ώρκισα, δια να γνωρίσω από το ιδικόν σας μυστήριον οποίον είναι το ιδικόν μου, απατηλόν ή αληθινόν; Γνωρίζων λοιπόν τώρα το ιδικόν μου και το ιδικόν σας μυστήριον, ότι είναι σύμφωνα, ξεθαρρεύω και εγώ εις σας τα κρύφιά μου». Και ούτω φανερώνων και αυτός εκείνα τα οποία του απεκαλύφθησαν δι’ αυτούς, τους απέστειλε με ένα του κληρικόν εις το Γαλήσιον όρος, δίδων εις αυτούς και επιστολήν εις τον πρώτον του όρους, εις την οποίαν του έγραφε ποίαν περιποίησιν έπρεπε να κάμη εις τους ξένους. Όταν λοιπόν ήλθον εις το όρος, ο εκεί πρώτος, υποδεξάμενος και φιλοξενών αυτούς, τους μεν αρχαρίους Μοναχούς συνηρίθμησε με τους αδελφούς της Μονής, τον δε Βαρνάβαν και τον Σωφρόνιον την τρίτην ημέραν τους απέλυσε με ειρήνην θαυμάζων την ακτημοσύνην των. Επορεύοντο λοιπόν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν δι’ όλα εκείνα όπου έκαμεν εις αυτούς· ελθόντες δε την τρίτην ημέραν εις την Σμύρνην, απ’ εκεί διέβησαν την πέμπτην ημέραν εις την Μυτιλήνην, και την ακόλουθον εις την Καλλίπολιν, και εκείθεν εις την Λάμψακον, εις την οποίαν ευρίσκετο το ιερόν σώμα του ιεράρχου και θαυματουργού Παρθενίου, το οποίον ευλαβώς ασπασάμενοι μεγάλως εφιλοξενήθησαν από τον τότε Επίσκοπον, όστις εθαύμασε και δια τα άλλα προτερήματα των ανδρών, αλλά και δια την ανυποδησίαν των. Μεταβάντες από εκεί εις την πλησίον πόλιν Κύζικον, αναβαίνουσιν εις τον Μέγαν Αγρόν, εις το όρος της Σιγγριανής· του οποίου θαυμάσαντες την κεχαριτωμένην τοποθεσίαν και την εκεί περίφημον Μονήν, ήθελον να απομείνουν και εκεί, εάν δεν ηναντιώνοντο εις το θέλημα του Θεού. Ως τόσον ο Ηγούμενος της Μονής, χαιρετίζων αυτούς κατ’ όνομα, τους λέγει· «Ποίοι είναι, τέκνα, οι διαλογισμοί οι αναβαίνοντες εις τας καρδίας σας; (διότι ήτο δια προφητικού χαρίσματος εστολισμένος ο ανήρ)· δεν γίνεται τούτο, δεν γίνεται· αδύνατον να απομείνητε σεις εδώ· αλλ’ αφού αναπαυθήτε ολίγον, πρέπει να αποπλεύσητε εις την Κωνσταντινούπολιν, και εκεί θα σας φανερωθή τι πρέπει να κάμετε». Αφού λοιπόν οι Όσιοι ήκουσαν ταύτα, μεταβαλόντες γνώμην απεχαιρέτησαν τον Ηγούμενον και ανέβησαν από εκεί με πλοίον εις εξ ημέρας εις την Κωνσταντινούπολιν. Εξερχόμενοι δε από το πλοίον, εκεί όπου εσυλλογίζοντο που τάχα να καταλύσωσι προς ώραν, ιδού έρχεται εις Μοναχός από την Μονήν του Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου, και μανθάνων ότι είναι ξένοι και νεόφερτοι και δεν έχουν, η καλύτερον να είπω, δεν ηξεύρουν που να κλίνουν την κεφαλήν, τους επήρεν εις το Μοναστήριόν του και φιλοξενών αυτούς τρεις ημέρας τους έδειξε τα εις την Πόλιν αξιόλογα Μοναστήρια και Εκκλησίας· μετά δε ταύτα, αποχαιρετήσαντες τον αδελφόν, κατέβησαν εις το λιμένα δια να αποπλεύσουν, και ευδοκία της Θεοτόκου ευρίσκοντες εν πλοίον από την Τραπεζούντα, το οποίον ητοιμάζετο να αναχωρήση εις τα οπίσω, εμβήκαν μέσα εις αυτό και την δεκάτην ημέραν έφυασαν, και εξερχόμενοι από το πλοίον επήγαν εν ώρα εσπερινού εις την Βασιλικήν Εκκλησίαν της Παντανάσσης Θεοτόκου της Χρυσοκεφάλου· αφού δε απέλυσεν ο εσπερινός, τους εδέχθη φιλικώς ο Αρχιερεύς, και την επομένην ημέραν επήγαν εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Ευγενίου του Τραπεζουντίου και προσεκύνησαν την αγίαν του κάραν. Εξελθόντες είτα από την πόλιν, το βράδυ εκοιμήθησαν εις εν μικρόν Μοναστήριον της Θεοτόκου· και ιδού τους ήλθε πάλιν θείον όραμα εις τον ύπνον των, και τους ωνείδιζεν, ότι αμελούν και αναπαύονται· επειδή δε έλεγον εκείνοι ότι δεν ηξεύρουν την οδόν, τους είπεν η φωνή εκείνη· «Τον Πυξίτην ποταμόν ζητήσατε και αναβαίνοντες αυτόν περιπατείτε έως εις τας πηγάς του». Αφού λοιπόν εξύπνησαν και ήρχισαν να περιπατούν τον Πυξίτην ποταμόν, τον οποίον ζητήσαντες εύρον, λέγει ο Σωφρόνιος εις τον Βαρνάβαν· «Καθώς βλέπω, Πάτερ, κακοτοπίας έχομεν να περιπατήσωμεν, και άρτους δεν επήραμεν, αλλά να επαναστρέψω, αν σοι φαίνεται εύλογον, εις την πόλιν, να αγοράσω άρτους». Ο δε Βαρνάβας υπενθύμιζεν εις αυτόν τα θαυμάσια όπου έπραξεν ο Κύριος εις την έρημον, και τους λόγους τους οποίους είπεν εις εκείνον, όστις ηπόρησε παρομοίως, συνεβούλευε δε αυτόν να μη φροντίζη περί άρτων, αλλ’ εκείνος δεν εισήκουσε και στρέφων οπίσω έτρεχε δια να αγοράση άρτους· αφού όμως απεμακρύνθη ολίγον, εσκόνταψεν εις πέτραν τον πόδα του τόσον κακώς, ώστε και ο όνυξ του μεγάλου δακτύλου του ποδός του έπεσε, και αυτός από τον πολύν πόνον κατέπεσεν εις την γην· τρέξας δε ο Βαρνάβας πλησίον του λέγει· «Βλέπεις, τέκνον, τον μισθόν της παρακοής; Τόσους πολλούς δρόμους περιπατήσαντες, πουθενά δεν επάθαμεν κανέν κακόν, τώρα δε, με το να παρακούσης, επειράχθημεν». Ωμολόγησε δε εκείνος ότι έσφαλε, και ο Βαρνάβας, κάμνων έμπλαστρον από το χόρτον το ευρεθέν εκεί, με τα ιδικά του δάκρυα, κατέδεσε την πληγήν· ήτο δε ώρα σχεδόν έκτη. Περιπατούντων λοιπόν εις κακοτοπίας, την ερχομένην ημέραν υγιαίνων το πόδα ο Σωφρόνιος ηρώτα τον Βαρνάβαν δια το έμπλαστρον, από ποίον χόρτον ήτο· και εκείνος χαμογελών λέγει· «Δεν είναι από το χόρτον, τέκνον, αλλά από τον Θεόν η υγεία σου». Εκεί δε όπου περιπάτουν άσιτοι και άποτοι και την δευτέραν ημέραν, δοξολογούντες με ευφροσύνην ψυχής τον Κύριον, ιδού (θαυμαστή είναι,Δέσποινα, η Πρόνοιά σου!) συναντούν ένα Μοναχόν, όστις εξ αποκαλύψεως της Θεοτόκου έφερεν εις αυτούς τρεις άρτους, τυρόν και αυγά. Ευχαριστήσαντες λοιπόν τον Θεόν εις αυτά, και ενδυναμωθέντες από την τροφήν όπου έφαγον, κατέλυσαν ερχόμενοι το βράδυ εις εν χωρίον, Κουσπίδα λεγόμενον, πλησίον εις τον Πυξίτην ποταμόν, εις τους πρόποδας του όρους, εις την οικίαν φιλοξένου τινός ψαρά. Επειδή δε έμαθον, ότι τα ψάρια τα οποία έφαγον εψαρεύθησαν από τον Πυξίτην ποταμόν, ο οποίος τρέχει από το πλησίον όρος, το ονομαζόμενον Μελάς, παρεκάλουν ορκίζοντες τον ψαράν να τους οδηγήση εις το όρος εκείνο, εκείνος δε είπεν εις αυτούς, ότι ασφαλής οδηγός είναι αυτός ο ίδιος ο ποταμός. Όθεν σηκωθέντες ευθύς το πρωϊ περιεπάτουν, ελπίζοντες έως εσπέρας, ή καν την ερχομένην ημέραν, να ιδούν το ποθούμενον σπήλαιον, το οποίον και έγινε. Την δε ερχομένην ημέραν, από μεσονυκτίου κατά την συνήθειάν των προσευχόμενοι, βλέπουν, ανατέλλοντος του ηλίου, το όρος· και εις αυτό κατά την δύσιν (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) πλήθος άπειρον χελιδόνων, των οποίων των οποίων άλλαι μεν εισήρχοντο εις το σπήλαιον, άλλαι δε εξήρχοντο. Συμπεράναντες λοιπόν από το φαινόμενον, ότι πλησίον, μάλλον δε, ότι εις χείρας των έχουν το ζητούμενον, διεπέρασαν τον ποταμόν και ανέβαινον το όρος με πολύν κόπον, καθό σύνδενδρον και απεριπάτητον, αποκλίνοντες όλον προς το μέρος όπου επέτων αι χελιδόνες. Αφού δε επλησίασαν κοντά εις το σπήλαιον, ηπόρουν μη έχοντες από που και με τι τρόπον να αναβούν, διότι ήτο και από τα δύο μέρη κρημνός και χάος. Ενώ δε εστοχάζοντο τριγύρω με απορίαν, ιδού εν από τα υψηλότερα δένδρα (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) έρχεται και πίπτει αφ’ εαυτού κατ’ ευθείαν εις το σπήλαιον, και έγινεν ως σκάλα· ούτω δε αναβάντες εις το σπήλαιον εδόξαζον εκθαμβούμενοι τον Θεόν, τα δε χελιδόνια, επειδή ήσαν άπειρα το πλήθος και ως ασυνήθιστα από ανθρώπους, ίσως δε και από τον διάβολον κινούμενα, ερχόμενα με πολλήν ορμήν, τόσον δυνατά εκτυπούσαν τας κεφαλάς των Οσίων, ώστε από τον πολύν πόνονο ιερός Βαρνάβας είπεν εις αυτά· «Τι είναι τούτο το κακόν; Μήπως ήλθομεν να πάρωμεν τα πουλιά από την φωλεάν σας; Το σπήλαιον χωρεί και σας, εάν θέλετε· ει δε μη, αναχωρείτε· διότι ημείς κατ’ εικόνα Θεού εγίναμεν». Και ευθύς με τον λόγον (ω του θαύματος!) τα μεν χελιδόνια άφησαν τας φωλεάς των και έφυγαν όλα, από δε την κορυφήν του όρους ήστραψε φως· και ιδού βλέπουν επάνω εις μίαν υψηλήν πέτραν την σεβασμίαν εικόνα της Θεοτόκου, περί της οποίας είπομεν. Ευφρανθέντες λοιπόν υπερβολικά και δοξάσαντες τον Θεόν και την Θεοτόκον, ήρχισαν να καθαρίζουν το σπήλαιον από την ακαθαρσίαν όπου είχε· ηπόρουν δε συλλογιζόμενοι, διότι ο τόπος ήτο άνυδρος, πως να οικοδομήσουν τον Ναόν της Θεοτόκου. Ως τόσον ενθυμηθέντες τα νερά τα οποία ανέβλυσεν ο Θεός εις τους αχαρίστους Εβραίους από την άνικμον πέτρα, και έχοντες και αυτοί την αυτήν χάριν της πίστεως, καθώς είναι γεγραμμένον· «Επίστευσα, διό ελάλησα», καταφεύγουν εις τον Θεόν με προσευχήν και νηστείαν, λέγοντες· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο τον ισραηλιτικόν λαόν ποτε τη κραταιά σου χειρί, δια του Μωϋσέως ελευθερώσας της πικράς δουλείας του Φαραώ, και εν ερήμω εκ πέτρας ύδωρ διψώντι πηγάσας, ο τον Θεοσβίτην Ηλίαν εκ του ξηρού χειμάρρου ποτίσας, Συ και ημάς δια της Παναχράντου σου Μητρός ελευθερωθέντας των αιγυπτιακών του κόσμου ταραχών, ως οίδας, διάθρεψον· ναι, Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ, μη παρίδης τους δούλους σου· αλλ’ ως ποτε επί Ηλιού, διανοίξας τους καταρράκτας του ουρανού ύδωρ κατέπεμψας, ούτω και νυν, δια της Παναχράντου σου Μητρός, ύδωρ πιείν διψώσιν ημίν επίδος, δεόμεθα, ίνα και εν τούτω τω τόπω δοξασθή σου το Πανάγιον Όναμα, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω παναγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Στραφέντες είτα και προς την Σεβασμίαν Εικόνα της Θεοτόκου, εδέοντο ταύτα· «Δέσποινα Θεοτόκε Αειπάρθενε, η εκ των κοσμικών παγίδων ημάς ελευθερώσασα και διασώσασα έως ώδε εις τον τόπον τούτον, ον ηγάπησας, επίβλεψον επί τους δούλους σου, υπερύμνητε, και μνήσθητι ων επηγγείλω· έχεις και γαρ τη βουλήσει την δύναμιν σύνδρομον, ως μητρικήν κεκτημένη την παρρησίαν προς τον πάντα δυνάμενον· πήγασον ουν ημίν ύδωρ εν τώδε τω τόπω και προς αναψυχήν της ημών ασθενείας και προς οικοδομήν του ιερού σου Ναού, ίνα εν τούτω δοξάζοντές σε και τον εκ σου τεχθέντα Κύριον, τον εν Πατρί και Πνεύματι προσκυνούμενον, και τα ευάρεστα αυτώ ποιήσαντες, καταξιωθώμεν δια σου και της των ουρανών βασιλείας». Και μετά το Αμήν (ω ταχίστων δωρεών σου, Δέσποινα!), εξήλθε φωνή από την αγίαν Εικόνα, λέγουσα· «ιδού, αγαπητοί, σας δίδεται νερόν από την άνικμον πέτραν παντοτεινόν και ιαματικόν, όχι μόνον δίψης σωματικής, αλλά και κάθε ασθενείας εις εκείνους που το πίνουν μετά πίστεως». Και ευθύς με την φωνήν εσχίσθη η πέτρα, η οποία ήτο επάνω του σπηλαίου, υποκάτωθεν της αγίας Εικόνος, και εστάλαξε μεγάλας σταγόνας ύδατος, καθώς και έως την σήμερον φαίνεται, διότι δεν παύει ούτος ο θεόβρυτος σταλαγμός. Ευχαριστήσαντες όθεν τον Κύριον, απέβαλον έκτοτε κάθε ολιγοψυχίαν και αμφιβολίαν εις όσα τους υπεσχέθη η Θεοτόκος· και προς μεν το παρόν τότε έκαμον καθώς ηδυνήθησαν πρόχειρα εις μίαν γωνίαν του σπηλαίου εν κελλίον, και μένοντες άσιτοι δέκα επτά ημέρας, ετρέφοντο με τα ευρισκόμενα εκεί χόρτα. Ο δε Κύριος, όστις και τον Προφήτην Ηλίαν έτρεφέ ποτε με τα όρνεα, ουδέ τας τούτων γαστέρας άφησεν εις πολύν καιρόν αστηρίκτους από άρτον· διότι ο Ηγούμενος της Μονής του Τιμίου Προδρόμου εις το Ζαβουλών, ήτοι Βαζελών προς την Δύσιν, δι’ αποκαλύψεως του Προδρόμου έστειλεν εις αυτούς τρεις Μοναχούς, και τους έφεραν με τον ημίονον αρκετά τα χρειαζόμενα· και όχι μόνον τούτο, αλλά και όταν οικοδομούσαν παρεκκλήσιον εις το όνομα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, φιλόχριστοί τινες ελθόντες τους εβοήθησαν προθυμότατα (διότι έφθασε και ευφημίσθη η αρετή των) από το πλησίον χωρίον Κουσπίδα. Εγκαινιάσαντες λοιπόν το παρεκκλήσιον, το οποίον έκτισαν, με τους ευλαβεστάτους κληρικούς όπου έστειλαν και τους έφεραν από τον Επίσκοπον της Τραπεζούντος, ήρχισαν να κτίζουν και τον Ναόν της Θεοτόκου, επειδή όλοι οι εις τα γύρω χωρία φιλόχριστοι έφερον εις αυτούς πλούσια τα χρειαζόμενα εις την οικοδομήν των. Αφού δε ετελειώθη ο θείος Ναός της Θεοτόκου, ανέβη να τον ίδη με πολλούς άλλους προσκυνητάς και ο ευσεβέστατος βασιλεύς Τραπεζούντος, Αυγουστάλιος Κορτίκιος, όστις θαυμάζων πολλά την ωραιότητα του Ναού και την ακτημοσύνην των Οσίων, και την χάριν την οποίαν η λαμπρά ζωή και η διδασκαλία των ήστραπτε, τους έδιδε δύο λίτρας χρυσίου· εκείνοι όμως δεν το εδέχθησαν, λέγοντες, ότι όσοι πραγματεύονται τον πολύτιμον εκείνον μαργαρίτην, δεν χρειάζονται εκείνα τα οποία χρειάζονται οι πραγματευταί των φθαρτών· αντί δε του χρυσίου τον παρεκάλεσαν να ενθυμίση εις τον Επίσκοπον δια τον εγκαινιασμόν του Ναού, τον οποίον έκτισαν, διότι τούτο χρειάζονται. Ο δε βασιλεύς, λυπηθείς πολύ δια την ελεημοσύνην του, την οποίαν δεν εδέχθησαν, εσυλλογίζετο την δυσκολίαν και τον πολύν κόπον, ακόμη και το επικίνδυνον όπου είχεν η εις το σπήλαιον ανάβασις, εξαγαγών δε ικανά αργύρια από τον κόλπον του, τα έβαλεν αναχωρών κρυφά μέσα εις εν μέρος της Μονής, παρακαλών τους Οσίους με εν σημείωμα, το οποίον έκλεισε μέσα, να δεχθούν αφεύκτως αυτήν την μικράν του δωρεάν, και να ευκολύνουν την ανάβασιν του σπηλαίου δια να είναι εις τον καθένα εύκολος η ανάβασις. Επιστρέψας εις την Τραπεζούντα ενεθύμισεν εις τον Επίσκοπον δια τον εγκαινιασμόν του Ναού, μάλιστα επήρεν αυτόν και επήγαν μαζί, ενεκαινιάσθη δε ο Ναός της Θεοτόκου εις τους 386 χρόνους από Χριστού. Οι δε Όσιοι από τα αργύρια του βασιλέως όχι μόνον την ανάβασιν του σπηλαίου διώρθωσαν, αλλά και κοιμητήριον ακόμη έκτισαν υποκάτω εις το ιερόν βήμα του Ναού. Από τότε λοιπόν φημιζόμενα αφ’ ενός μεν τα θαύματα, τα οποία έκαμνεν η αγία Εικών εις όσους με πίστιν προσέτρεχον, και αφ’ ετέρου η αγγελική ζωή των Οσίων, εκ τούτου επερίσσευε τόσον ο αριθμός των Μοναχών όπου εκεί εμόναζον και εκείνων όπου ήρχοντο εις προσκύνησιν, ώστε ο ιερός Βαρνάβας έκτισε και Ξενοδοχείον εις την υποκάτωθεν πεδιάδα, κοντά εις το σπήλαιον, δια να αναπαύωνται από την μακράν των οδοιπορίαν οι ερχόμενοι, ούτω δε να γίνεται εις αυτούς η εις το σπήλαιον ανάβασις ευκολωτέρα. Προς δε τούτοις έκτισε και ιερόν Ναόν των ισαποστόλων Βασιλέων Κωνσταντίνου και Ελένης, παρακινούμενος δ’ εκ τούτου και ο ιερός Σωφρόνιος έκτισε και αυτός άλλον Ναόν εις το όνομα της Αγίας Βαρβάρας· οι οποίοι Ναοί φαίνονται σωζόμενοι μέχρι της σήμερον, έχοντες και γλυκύτατον ύδωρ τρεχούμενον. Ο δε ιερός Βαρνάβας, μιμούμενος τους παλαιούς Οσίους, Αντώνιον, Παχώμιον και Ιλαρίωνα, εις τας διωρισμένας τεσσαρακοστάς και νηστίμους ημέρας, αναχωρών από το Μοναστήριον (διότι αντί εαυτού άφηνε τον ανεψιόν του να φροντίζη δι’ αυτό, καθό αρκετόν τότε πλέον ίνα διδάσκη τους αδελφούς), διέτριβε κατά μόνας εις την επάνωθεν έρημον, τρεφόμενος μόνον με τα ευρισκόμενα εκεί άγρια χόρτα. Και ποτε, κατ’ Αύγουστον μήνα, προσευχόμενος και ομιλών κατά μόνας με τον Θεόν, εκεί εις το ασκητήριον, ων δε σχεδόν εξηντλημένος από την ασιτίαν, είδε θαυμαστόν φως· και καθό μεν έχων προητοιμασμένην και ατάραχον την καρδίαν του, ίστατο ομοίως ατάραχος· το δε φως εκείνο ήτο προμήνυμα της παρουσίας της Θεοτόκου, και ουχί φως του σκοτεινού πνεύματος, το οποίον, ως λέγει ο θείος Παύλος, μεταμορφούται εις Άγγελον φωτός, ήτις εφάνη εις αυτόν ως Μήτηρ του ανεσπέρου φωτός, καθώς Εκείνη ηθέλησε, και αυτός ηδύνατο να ίδη, κρατούσα δε εις την δεξιάν της τον Τίμιον Σταυρόν και εις την αριστεράν κλάδον ελαίας παρεθάρρυνεν αυτόν λέγουσα ποία είναι, και δίδουσα εις αυτόν εκείνα τα οποία εκρατούσεν εις τας χείρας Της λέγει εις αυτόν· «Λάβε τον αρραβώνα τούτον, δια την από του κόσμου τούτου αναχώρησιν· διότι μετά την μνήμην της εορτής μου, την τρίτην ημέραν μέλλει να αναχωρήσης με ειρήνην και να προστεθής εις τους πατέρες σου». Αφού ήκουσε ταύτα ο Όσιος, κλίνας τα γόνατα παρεκάλει και δια τον ανεψιόν του, όστις υπέμεινε και εκείνος τους αυτούς αγώνας. Η δε Κυρία Θεοτόκος του είπεν· «Μη ανησυχής δι’ εκείνον, ότι εις και ο αυτός τάφος θέλει είναι και των δύο σας»· ευθύς δε έγινεν άφαντος. Επανέστρεψε τότε ο Όσιος από την έρημον εις το σπήλαιον όλως ηλλοιωμένος και παρηγορήθησαν και οι αδελφοί και αυτός· αυτός μεν διότι τους εύρεν ειρηνικούς, εκείνοι δε διότι απήλαυσαν υγιά τον πατέρα των. Μετά δε την αγρυπνίαν της Κυριακής και την απόλυσιν της λειτουργίας, την οποίαν ο ιερός Βαρνάβας ομού με τον Σωφρόνιον ελειτούργησαν, επάνω εις την τράπεζαν διηγήθη εις τους αδελφούς μίαν τοιαύτην παραβολήν λέγων· «Μου διηγήθη εις από τους πατέρας, ότι ήτο εις Ηγούμενος ενός Μοναστηρίου· ο δε βασιλεύς ακούων δι’ εκείνον, έστειλε γραμματοφόρον τινά κόμητα, και τον εκάλεσεν ίνα έλθη ενώπιόν του· ο δε Ηγούμενος, μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τον βασιλέα, εκάλεσε τους αδελφούς της Μονής και τους λέγει· «Δεν ηξεύρω, τέκνα, πως το έπαθεν ο βασιλεύς και ενεθυμήθη την ιδικήν μου ταπεινότητα και με προσκαλεί, καθώς βλέπετε, με τα ίδια του γράμματα· και εγώ μεν τώρα υπάγω, χωρίς να ηξεύρω πόσα έχουν να μου συμβούν, ουδέ τι έχει να γεννήση η αυριανή ημέρα· σεις δε, τέκνα, ηξεύρετε ότι νύκτα τε και ημέραν δεν έπαυσα από του να συμβουλεύω τον κάθε ένα σας τα ψυχοσωτήρια. Καθώς λοιπόν παρελάβετε την τάξιν και τον κανόνα της Μονής, ούτω να τα κρατήτε». Μετά ταύτα αποχαιρετήσας αυτούς ανεχώρησεν. Αφού δε επήγεν εις τον βασιλέα και τον επροσκύνησε, και τον υπεδέχθη μετά χαράς, επλησίασε την μητέρα του βασιλέως παρακαλών αυτήν να προστατεύη την Μονήν, από την οποίαν αυτός ανεχώρησε, και εκείνη, νεύσαντος του βασιλέως, κατεστάθη επίτροπος, ώστε να μη τολμά τις ποτε να βλάπτη με κανένα τρόπον την από τότε βασιλικήν εκείνην Μονήν. Ο δε βασιλεύς επήρε και άλλον ένα από τους αδελφούς της Μονής εις την υπηρεσίαν του». Έπειτα πάλιν τους λέγει· «Ηννοήσατε, τέκνα, την παραβολήν»; Εκείνοι δε είπον· «Όχι, πάτερ, αν συ ο ίδιος δεν μας την εξηγήσης». Και εκείνος είπεν· «Την παραβολήν, τέκνα, ύστερον από ολίγον καιρόν μέλλετε να καταλάβετε· συ δε, τέκνον μου Σωφρόνιε, επειδή καθώς βλέπεις εγήρασα, και τον καιρόν του θανάτου μου δεν τον ηξεύρω, ύπαγε και φέρε μου εδώ χάρτην και μελάνην, δια να διατάξω εις σας, τα πνευματικά μου τέκνα, οι οποίοι ομού με εμέ εβαστάσατε το βάρος και τον ασκητικόν καύσωνα της ημέρας, μίαν περιληπτικήν διδασκαλίαν και κανόνα δια παρηγορίαν σας».

Η Διαθήκη του Οσίου Βαρνάβα.
«Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν».
Ευλογητός ο Θεός ημών, ο εν Τριάδι Αγία υπό πάντων προσσκυνούμενος και δοξαζόμενος, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, με την χάριν του οποίου δια της Θεοτόκου είθε να διαφυλαχθώμεν ειρηνικοί και από τον εχθρόν μας ανεπιβούλευτοι· εγώ μεν τώρα, ω τέκνα, υπάγω εις τον Θεόν, και ο καιρός της αναχωρήσεώς μου έφθασε. Σεις δε, εν όσω έχετε καιρόν, πρέπει να φροντίσετε δια τας ψυχάς σας, ηξεύροντες καλώς, ότι μετά την παρούσαν ζωήν δεν ισχύει τίποτε η μετάνοια, αλλ’ εδώ μεν είναι ο καιρός των αγώνων, εκεί δε ο της πληρωμής και των στεφάνων· και ότι τα γλυκά και χαροποιά του κόσμου τούτου γλυκαίνουν και χαροποιούν εις ολίγον καιρόν την αίσθησιν μόνον, ευθύς δε φθείρονται και χάνονται· αλλά η ευφροσύνη και η λύπη των μελλόντων είναι παντοτεινή. Επειδή δε από αμέλειαν και μόνον εκπίπτομεν από την σωτηρίαν την επιθυμητήν, πρέπει να φυλάξωμεν με κάθε τρόπον και με όλην μας την δύναμιν, συνεργούντος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αειπαρθένου αυτού Μητρός, τας σωτηρίους του εντολάς, την πίστιν και την ελπίδα, αι οποίαι ενεργούνται μάλιστα με την αγάπην, την εις τον Θεόν και την εις τον πλησίον· διότι ο Θεός, καθώς λέγει ο ηγαπημένος Ιωάννης, αγάπη είναι και όστις μένει εις την αγάπην, με τον Θεόν μένει, και ο Θεός με αυτόν· ο δε Κύριος λέγει· με τούτο θα γνωρίσωσιν όλοι, ότι είσθε ιδικοί μου μαθηταί, εάν έχετε αγάπην αναμεταξύ σας. Αλλά και ο Απόστολος λέγει· εάν έχω τα πάντα, και αγάπην δεν έχω, τίποτε δεν ωφελούμαι. Κοντά δε εις την αγάπην πρέπει να επιδιώκωμεν και την καθαρότητα του σώματός μας, δια να κατοικήση η χάρις του Αγίου Πνεύματος εις ημάς τους εμψύχους ναούς του, και να γεμίση τας ψυχάς μας από τον αγιασμόν και την ευωδίαν του,αποφεύγοντες τας κοσμικάς συνομιλίας και τα ηδονικά φαγητά. Να αποφεύγωμεν τα πάθη και όλα μεν τα άλλα, ιδιαιτέρως δε όσα βλάπτουν την φιλαδελφίαν, σπουδάζοντες με κάθε τρόπον να φυλάττωμεν το ειρηνικόν και ήμερον ήθος, ώστε και αν συμβή ποτε να οργισθώμεν αναμεταξύ μας, να μη βασιλεύη ο ήλιος επάνω εις την οργήν μας, καθώς είναι γεγραμμένον, αλλά την ιδίαν ημέραν να επιστρέφωμεν εις το καλόν, την αγάπην, διότι χωρίς αυτήν δεν είναι δυνατόν να ίδωμεν τον νοητόν ήλιον. Να φυλάττωμεν τας θυρίδας των αισθήσεών μας δια των οποίων εισέρχεται ο θάνατος, καθώς λέγει η Γραφή, τας δε προσβολάς των κακών λογισμών μηδέ εις την αρχήν να μη δεχώμεθα, δια να μη εμφωλεύσουν εντός μας και μας προξενούν έπειτα κόπους δια να τας διώξωμεν, επειδή γίνονται δυσκολονίκητοι, αλλά να τας αποπέμπωμεν έξω με τα όπλα της νηστείας και της προσευχής και των δακρύων και ιδιαιτέρως με την ενθύμησιν του θανάτου και της κολάσεως, ετοιμαζόμενοι κάθε ώραν δια την υπάντησιν του Χριστού. Να μη εμπιστευώμεθα εις την σάρκα μας, και να μη ανοίγωμεν θύραν εις τα πάθη, τρώγοντες χορταστικά· αλλά όταν σκιρτά και ατακτή η σάρξ, να την θλίβωμεν, ταπεινώνοντες αυτήν με πόνους και νηστείαν, ώστε και αυτόν τον καθημερινόν άρτον μεμετρημένον και κρίθινον να τον τρώγωμεν, τον δε οίνον να μη πολυμεταχειριζώμεθα. Να μιμώμεθα τα κατορθώματα και τας αρετάς των μακαρίων πατέρων μας, και να παραμένωμεν εις την έρημον έως τέλους, εις την οποίαν και προσεκλήθημεν, αγρυπνούντες και προσευχόμενοι, δια να μη εισέλθωμεν εις πειρασμόν. Να πλουτούμεν τον αναφαίρετον και τιμιώτατον πλούτον της μακαρίας ταπεινοφροσύνης και της αμερίμνου ακτημοσύνης, ευχαριστούμενοι εις τας διατροφάς και τα σκεπάσματα όπου έχομεν, καθώς παραγγέλλει ο ουρανοβάμων Απόστολος. Όποιος νομίζει ότι στέκει, να μη υπερηφανεύεται εις τον πλούτον της αρετής του, και να μη τον αναφέρη εις την ιδικήν του δύναμιν, ή να μη κατακρίνη, ως ο Φαρισαίος εκείνος, εκείνους όπου δεν κατορθώνουν την αρετήν, δια να μη πάθη υπερηφάνειαν και πέση· αλλά εάν τις αγαπά να κατακρίνη, τον εαυτόν του μάλιστα ας κατακρίνη παντοτεινά, εξετάζων, εάν λησμονή τα οπίσω κατορθώματα, να εξαπλώνεται και να προθυμοποιήται εις τα έμπροσθεν. Να μη λησμονήτε την φιλοξενίαν, ώστε και αυτούς τους πόδας των ξένων να νίπτετε με ταπεινοφροσύνην, μιμούμενοι τον Χριστόν, όστις και το επρόσταξε, δια να απονίψωμεν ομού με το νίψιμον των ξένων ποδών και το ιδικόν μας μεγαλώτατον αρρώστημα, την οίησιν, λέγω, και να την θεραπεύσωμεν. Από τας πολλάς και διαφόρους κακοτοπίας της μετανοίας, και από τους διαφόρους τρόπους τους καθαρτικούς της πολυπλόκου αμαρτίας, να κυνηγούμεν τον πλέον ευκολώτερον και ακοπίαστον, ότι τα δάκρυα της τεθλιμμένης καρδίας, η νηστεία, η προσευχή, η χαμαικοιτία, και ό,τι άλλο ωφέλιμον της μετανοίας ιατρικόν, κατορθώνεται με κόπον, αλλά το να συγχωρήσωμεν εκείνους οι οποίοι πταίουν εις ημάς, και χωρίς κόπον μας προξενεί την συγχώρησιν, και σφοδρότερον λυπεί εκείνον ο οποίος μας ελύπησεν, επειδή θα τον κάμνη να αισθανθή και το σφάλμα του, και να γίνη ο πρότερον αχάριστος ευχάριστος εις εκείνον που τον συνεχώρησε. Ταύτα, αδελφοί και πατέρες, ολίγα από πολλά, διέταξα εγώ εις σας τελευταίον, σεις δε ωσάν φρόνιμοι, προσθέτοντες και τα περισσότερα, μη αμελείτε να νουθετήτε τους αρχαρίους τα καλά και ψυχοσωτήρια, παρακινούντες αυτούς το περισσότερον με το ιδικόν σας παράδειγμα εις τον αγώνα της αρετής, επειδή εις εκείνην την φοβεράν ημέραν θέλουν ζητηθούν αι ψυχαί των από τας ιδικάς σας χείρας. Αλλά και οι αρχάριοι χρεωστείτε, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος, να πείθεσθε εις τους Ηγουμένους σας και να υποτάσσεσθε κατά πάντα εις τους προεστώτας της αδελφότητος· επειδή και αυτοί αγρυπνούν δια τας ψυχάς σας, διότι μέλλουν να δώσουν απολογίαν· και ούτω, καθώς λέγει ο Κύριος, άλλοι μεν προπορευόμενοι, άλλοι δε ακολουθούντες, θα έχετε εξ άπαντος και την Υπερύμνητον Θεοτόκον δια της χάριτος της αγίας Εικόνος της προστάτριαν, ώστε να φροντίζη και να σας βοηθή εις όλα τα ψυχοσωτήρια. Ταύτα αφού υπηγόρευσεν ο θείος Βαρνάβας, επήρεν από τον Σωφρόνιον τον κονδυλοφόρον και έγραψε και άλλην διδασκαλίαν ιδιοχείρως, γράψας ούτω: Όποιος, τέκνα μου γενόμενος Μοναχός παραμείνη έως τέλους εις τούτον τον ερημικόν και απαρηγόρητον τόπον της στενοχωρίας, και φυλάττη την μοναχικήν ακολουθίαν και τάξιν απαρασάλευτον, του δίδω εγγυήτριαν την ιδίαν Θεοτόκον, ότι εξ άπαντος εις την ημέραν της κρίσεως θα λάβη συγχώρησιν από τον δίκαιον Κριτήν, δι’ όσα ως άνθρωπος έσφαλεν εις τούτον τον κόσμον· διότι δεν είναι άδικος ο Θεός, ώστε να λησμονήση εκείνα που εκοπίασεν εδώ ο καθείς καθώς ηδυνήθη, και να μη του αποδώση την σωτηρίαν του, αν φυλάττη και τα άλλα της Μοναχικής τάξεως, και προς τούτοις και τον Κανόνα της προσευχής, τον οποίον εγώ ο ταπεινός διέταξα, να δοξολογή επτά φοράς την ημέραν τον Κύριον, Όρθρον μετά της Πρώτης Ώρας, Τρίτην, Έκτην, Ενάτην Ώραν, Εσπερινόν, Απόδειπνον και Μεσονυκτικόν, και δεν απολείπηται και από την θείαν λειτουργίαν, εκείνος δε όστις ηξεύρει γράμματα να αποστηθίζη και το ιερόν Ψαλτήριον, ότι και ο Μοναχός, με την απονέκρωσιν των παθών, ψαλτήριον του Αγίου Πνεύματος είναι και λύρα και τύμπανον, σφάζων με την μάχαιραν του πνεύματος το τριμερές της ψυχής, τον θυμόν, την κακήν επιθυμίαν και την υπερηφάνειαν. Εκείνοι λοιπόν όπου φυλάττουν αυτά δεν είναι μακράν από την Βασιλείαν των ουρανών. Διότι εγώ ηξεύρω, ότι μετά την ιδικήν μου θανήν ο τόπος ούτος θα γίνη ακατοίκητος ικανούς χρόνους, και θα ερημώση από τας συχνάς επιδρομάς και θλίψεις και ενοχλήσεις των εθνικών, αλλ’ η Μήτηρ του Θεού ημών Χριστού πάλιν θα δοξάση τον ιδικόν της Βασιλικόν Οίκον, γεμίζουσα αυτόν ομοίως ως και πρότερον από Μοναχούς· εκείνοι όμως, οι οποίοι θα συναχθούν τότε, θα είναι φίλαυτοι περισσότερον και φιλοκτήμονες, παρά ακτήμονες και φιλήσυχοι, έχοντες σκοπόν και τέλος της αρετής που μεταχειρίζονται, όχι αυτό το καλόν, αλλά την φιλαυτίαν το περισσότερον· επισφραγίζων λοιπόν την διαθήκην μου, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, γράφω ούτω.
Ο ελάχιστος των Ιερομονάχων και προεστώς της εν τω Μελά Σεβασμίας Μονής της Θεοτόκου
Αυγούστου 18 κατά το 412 έτος από Χριστού ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ


silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια του προηγουμένου κειμένου

Δημοσίευση από silver »

Κοντά λοιπόν εις εκείνα τα οποία εγγράφως διέταξε, διδάσκων και άλλα κατόπιν περισσότερα τους παρόντας με το στόμα, και ευξάμενος δι’ αυτούς, και δίδων και λαμβάνων συγχώρησιν, εκείνους μεν εξαπέστειλεν εις διακονίαν, τον δε Σωφρόνιον, υποκρινόμενος πρόφασιν, ότι τάχα διψά, εζήτησε να υπάγη να του φέρη νερόν από την βρύσιν της Αγίας Βαρβάρας ειπών· «Δια να πίω και να σε ευλογήση η ψυχή μου, και να μένης ευλογημένος». Όταν λοιπόν έλειπεν ο Σωφρόνιος εις το νερόν, ο ιερός Βαρνάβας εισερχόμενος με σπουδήν και ταχύτητα εις τον Ναόν, εφόρεσε την ιερατικήν στολήν, και φιλών με δάκρυα την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου, έβαλε την διαθήκην του επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν, προσευξάμενος θερμώς υπέρ των αδελφών· έπειτα εξελθών εμβήκεν εις το κοιμητήριον, και παρέδωκεν εκεί εις χείρας Θεού την αγίαν του ψυχήν, χωρίς να λάβη καν αίσθησιν ουδέ μιας ασθενείας. Ο δε Σωφρόνιος τρέχων επανέστρεψε (διότι υπωπτεύθη από την διαθήκην και τρόπον τινά, επρογνώρισε το πλάσμα) και ζητών αυτόν παντού εις το σπήλαιον, τελευταίον τον εύρε μέσα εις το κοιμητήριον όπου ανελπίστως ύπνωσε με συστολήν τον ύπνον, ο οποίος πρέπει εις τους μακαρίους, και επεριχύθη εις το νεκρόν σώμα και με στεναγμούς και δάκρυα έλεγε θρηνών ταύτα· «Ανεχώρησας, λοιπόν, πάτερ, ο οδηγός της σωτηρίας μου, αφήνων εμέ ούτω αίφνης; Ώστε πλάσμα και υπόκρισις ήτο, καθώς φαίνεται, η δίψα του νερού, και μου επρόσθεσε κόπον και πόνον επάνω εις το πρόσταγμά σου, δια να μη ευρεθώ παρών και απολαύσω τας πλουτοποιούς ευχάς σου, ο οποίος εδίψησες όχι δίψαν νερού, αλλά το να υπάγης εις τον Χριστόν»! Κυλιόμενος δε εμπρός εις τους αγίους πόδας του, εφώναζε· «Παράλαβε και εμέ, πάτερ, καθώς μου υπεσχέθης». Αναμεταξύ δε εις αυτά, γενόμενος ως εκστατικός, εσηκώθη και έτρεξεν εις τον Ναόν, και κατασπασάμενος την αγίαν Εικόνα, επήρε την διαθήκην του μακαρίου πατρός, και υπέγραψε και αυτός μέσα εις αυτήν ούτω. «Αειπάρθενε Θεοτόκε, διαφύλαξε με ειρήνην και ομόνοιαν τους αδελφούς μας, όσοι προσέρχονται μετά πίστεως εις τούτον τον θείον Ναόν σου, και δίδε τους όλα τα ζητήματα τα οποία είναι δια την σωτηρίαν των, δια πρεσβειών του αγαπητού σου και πατρός ημών Βαρνάβα. Σεις δε, αδελφοί και πατέρες και τέκνα του Κυρίου αγαπητά, φυλάξατε προθύμως αυτά τα οποία διέταξεν εδώ ο κοινός πατήρ ημών Βαρνάβας, και ακολουθείτε τα ίχνη του με όλην σας την δύναμιν, και μη λυπείσθε, διότι η Υπερευλογημένη Θεοτόκος, δια πρεσβειών του πιστού της δούλου και διδασκάλου μας, δεν παύει από του να σας διαφυλάττη και να σας σκέπη, δια να παρασταθήτε άξιοι εις την μέλλουσαν ημέραν της κρίσεως εκ δεξιών του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· ου η χάρις και το άπειρον έλεος εύχομαι να διατηρή αβλαβείς όλους σας. Αμήν». Αφού δε έγραψεν αυτά, έθεσε πάλιν τον χάρτην επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν, αυτός δε φορέσας όλην την ιερατικήν του στολήν, εμβήκεν εις το κοιμητήριον, και σχηματίζων τον εαυτόν του κατά το συνειθισμένον, εκοιμήθη ειπών· «Κύριε, εις χείρας σου αποθέτω την ψυχήν μου», και ούτω προσετέθη και ο ιερός Σωφρόνιος εις τον πνευματικόν του πατέρα. Οι δε αδελφοί, οι οποίοι εστάλησαν εις διακονίαν, ερχόμενοι το βράδυ και μη ευρίσκοντες κανένα από τους πατέρας, επληγώθησαν κατά την καρδίαν, και όμως ενόμισαν κατά το παρόν, ότι περιέρχονται εις την ανωτέραν έρημον, καθώς είχον συνήθειαν· αφού δε και εκεί εζήτησαν και δεν τους εύρον, εθρηνούσαν την ορφανίαν των, ονομάζοντες συχνά τους φωστήρας, τους προστάτας, τους αγαπητοτάτους πατέρας των, και ηπόρουν αναμεταξύ των λέγοντες ο ένας εις τον άλλον: «τάχα επροτίμησαν να συγκατοικούν με τα θηρία παρά με ημάς τους απειθείς; Ή τάχα με τον Θεόν, και απέθαναν, καθώς ο θείος πατήρ το υπέδειξε πρότερον με την παραβολήν εκείνην την οποίαν μας είπε»; Μανθάνοντες δε από ένα αναγνώστην τα γενόμενα, τρέχοντες εμβήκαν εις το κοιμητήριον, και ευρόντες αυτούς ανεστέναξαν μετά κλαυθμού, κατακόπτοντες τον εαυτόν των απαρηγόρητα, δια εκείνα τα οποία ανελπίστως έβλεπαν. Εμβαίνοντες μετά ταύτα οι αδελφοί εις τον Ναόν παρεπονούντο εις την Θεοτόκον δια εκείνο όπου έγινε, τρόπον τινά έξω φρενών γενόμενοι· λαβόντες όμως έπειτα από την Αγίαν Τράπεζαν την διαθήκην των Οσίων, και διαβάζοντες τα γεγραμμένα παρηγορήθησαν ικανώς, και διώρισαν εις το εξής να αναγινώσκεται η Κατήχησις εκείνη κάθε ημέραν εις τον Όρθρον, δια ενθύμησιν και των παραγγελμάτων εκείνων τα οποία διετάχθησαν, και των Πατέρων εκείνων οι οποίοι τα διέταξαν. Κάμνοντες δε τα συνειθισμένα μνημόσυνα των θείων Πατέρων, μετά τας τεσσαράκοντα ημέρας των, εκλέξαντες ένα από τους αδελφούς τον εψήφισαν δια Ηγούμενον και τον εχειροτόνησαν, καθώς είναι το πρέπον με την επίθεσιν των χειρών του Επισκόπου Τραπεζούντος. Πολιτευόμενοι δε καθώς διελάμβανεν η διάταξις των πατέρων, επρόκοπταν καθ’ εκάστην εις το έμπροσθεν· το δε πλήθος εκείνων, οι οποίοι συνέτρεχαν από παντού, δεν έλειπαν από του να φέρουν κάθε ημέραν σχεδόν εκείνους όπου όχι μόνον υπέφερον από διαφόρους ασθενείας, αλλά και ηνωχλούντο από ακαθάρτους δαίμονας, οι οποίοι και ευθύς ιατρευόμενοι εγύριζαν εις τας οικίας των δοξάζοντες τον Θεόν και μεγαλύνοντες την Αειπάρθενον Θεοτόκον. Εν όσω λοιπόν ήνθει η βασιλεία των Ρωμαίων, ήτο ευτυχισμένη και σεβασμία η Μονή· αφού δε εις το ύστερον μετεβλήθη η κατάστασις της ρωμαϊκής πολιτείας, ήρχισε και η Μονή να απομαραίνεται, επειδή η συχνή επιδρομή των βαρβάρων και εκείνους οι οποίοι επροαιρούντο να έλθουν εις προσκύνησιν τους ημπόδιζε και τον αριθμόν των Μοναχών τον ωλιγόστευεν· ώστε προβαίνοντος του καιρού παντάπασιν ηρημώθη σχεδόν, καθώς το προείπεν ο θείος Βαρνάβας, διότι οι εθνικοί, οι οποίοι ανεμποδίστως ελήστευαν πρότερον τους τριγύρω πλησιοχώρους τόπους, αφού ήκουσαν και δια την περίφημον ταύτην Μονήν, αναβαίνοντες εις το όρος ήρπαζον τα πράγματα της Μονής, τους δε Μοναχούς, όσους συνέλαβον, έδειραν δια να φανερώσουν κεκρυμμένον τάχα θησαυρόν, και τελευταίον τους εφόνευσαν. Έπειτα οι μεν άλλοι λαβόντες την Αγίαν Εικόνα επάνω εις το όρος εσυλλογίζοντο να την συντρίψουν, δια να πάρουν τον χρυσόν στολισμόν που ήτο επάνω της. Ένας δε από τούτους έτρεχε να τους εμποδίση, λέγων εις αυτούς· «Ας λυπηθώμεν, αδελφοί, την εστολισμένην αυτήν εικόνα και ας μη την συντρίψωμεν, δια να την πωλήσωμεν με περισσοτέραν τιμήν εις τους Χριστιανούς». Όμως τα θηρία εκείνα δεν επείθοντο, αλλά ρίπτοντες αυτήν κατά γης κατεβίβασαν τον πέλεκυν και την εκτύπησαν από τα οπίσω· ευθύς δε, (ω του θαύματος!) εξήλθε φλοξ από την εικόνα και κατεκάησαν οι δύο εκείνοι ασεβείς, από εκείνο δε το σύνδενδρον και κατεσκιασμένον μέρος δεν έμεινεν εις το μετά ταύτα ουδέ και χλωρόν χόρτον, αλλά κατεμαύρισεν έως τριών ωρών διάστημα και από τότε ο τόπος εκείνος ωνομάσθη Καμμένα. Οι δε άλλοι βάρβαροι, αρπάζοντες την αγίαν κάραν του θείου Βαρνάβα με την αργυράν θήκην της, εκράτησαν την θήκην, την δε αγίαν κάραν ρίπτοντες εις τον Πυξίτην ποταμόν, ο οποίος έτρεχεν εκείθεν, ανεχώρησαν. Οι δε πατέρες, όσοι φεύγοντες εγλύτωσαν, γυρίζοντες την νύκτα εις την Μονήν, ελυπούντο εξ όλης των της ψυχής, το περισσότερον δια την διαρπαγήν της σεβασμίας Εικόνος και της ιεράς κάρας. Μη δυνάμενοι όμως να κάμουν τίποτε, εκοιμήθησαν με λύπην, το πρωϊ δε εμβαίνοντες εις τον Ναόν, κατά την συνήθειαν, βλέπουν (ω του θαύματος!) την αγίαν Εικόνα εις τον τόπον της εστημένην με τον πρότερον στολισμόν της. Βλέποντες δε ότι η Εικών ήτο από τα οπίσω κτυπημένη με τον πέλεκυν εθαύμαζον απορούντες, ότι διετηρείτο πάλιν ακεραία. Μαθόντες δε τα γενόμενα από εκείνον τον ληστήν, όστις εσώθη από την φλόγα, εδόξασαν τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, και ούτως ήλλαξαν την λύπην εις χαράν· διότι και την αγίαν κάραν του θείου Βαρνάβα ολίγον ύστερον την απέκτησαν· ο δε τρόπος της ευρέσεώς της είναι θαυμαστός, διότι πολλάκις την νύκτα έβλεπαν εις τας αντιπέραν όχθας του ποταμού ένα στύλον πυρός έως εις τον ουρανόν υψηλόν, και απορούντες τι τάχα να ήτο το φαινόμενον, εσυστέλλοντο να διαβούν και να εξετάσουν το πράγμα. Ένας δε βουκόλος της Μονής, πηγαίνων εις τον ποταμόν να ποτίση τα ζώα, γυρίζων ήλθε και τους εμήνυσεν, ότι είδε μίαν κάραν μέσα εις σχήμα πέτρας, η οποία ευωδίαζεν· οι δε πατέρες συμπεραίνοντες, ότι ο στύλος του πυρός ταύτην εφανέρωνε, καταβάντες την επήραν με λαμπάδας και υμνολογίας και την απέθεσαν εις την Μονήν, ευχαριστούντες τον Θεόν και την Θεοτόκον· ούτω δε αυξάνοντες επλήθυναν οι αδελφοί εις την Μονήν, έως ου πάλιν από τους Αγαρηνούς, οι οποίοι άλλους μεν έδερναν και κατεπλήγωναν και άλλους εφόνευαν, κατήντησεν η Μονή εις τόσην ερημίαν, κατά συγχώρησιν Θεού, ώστε ουδέ επίστευέ τις σχεδόν πάντάπασιν, ότι εστάθη ποτέ κατοικητήριον Μοναχών.

Ο Όσιος Χριστόφορος
Αλλά η Πανάχραντος Θεοτόκος, μη υποφέρουσα να φαίνεται ο οίκος της έως τέλους ηρημωμένος, ωκονόμησε να επανέλθη εις το καλλίτερον, επειδή αφ’ ενός μεν κατώκησαν εις την Μονήν ενάρετοι άνδρες και αφ’ ετέρου έσυρε βασιλείς εθνικούς δωροφόρους εις αυτήν, με τα πολλά θαύματα όπου έκαμνεν εις αυτούς. Διότι ήτο κάποιος Χριστοφόρος από χωρίον της Τραπεζούντος, ονομαζόμενον Γαζαρή, άνθρωπος χωρικός μεν κατά την προέλευσιν, ομότροπος δε με τον Προφήτην Ελισσαίον και σκεύος εκλογής διαλεγμένον από τον Θεόν, όστις γνωρίζει τα πάντα και προ της γενέσεως αυτών. Τούτον η Θεοτόκος τον έφερεν εις την Μονήν από τον αγρόν, όπου εγεωργούσε, και τον εγκατέστησε νέον κτίτορα του Μοναστηρίου και προεστώτα εις τους χμγ΄ (644) χρόνους από Χριστού, επί της βασιλείας Κώνσταντος, εγγόνου του Ηρακλείου, δια να πληθύνουν ούτω τα γεννήματα της αρετής. Εκεί λοιπόν όπου ο Χριστοφόρος ώργωνε τον αγρόν του με ζεύγος βοών, εφάνη η Παναγία εις αυτόν με λαμπροτάτην φωτοχυσίαν, και τον διέταξε λέγουσα· «Τέκνον, Χριστοφόρε, σήκω το ταχύτερον και στάσου εις τους πόδας σου», (διότι ήτο πεσμένος εις την γην και περίτρομος, καθό πληγωθείς τας όψεις από την υπερβολικήν εκείνην λαμπρότητα, η οποία τον περιήστραψε)· λαμβάνουσα δε αυτόν η Θεοτόκος από την χείρα, τον εσήκωσε και τον παρεθάρρυνε δια τον φόβον τον οποίον έλαβε και τον ενεδυνάμωσε με την επαφήν της χειρός της λέγουσα εις αυτόν· «Κατάλαβε ταύτα όπου σου λέγω, Χριστοφόρε, και βάλε τα μέσα εις την καρδίαν σου και γνώρισε ποία είναι εκείνη η οποία ταύτην την στιγμήν σου λαλεί· συ εξ άπαντος Χριστιανός είσαι και ομολογείς τον Χριστόν και την Μητέρα του». Λέγει ο Χριστοφόρος· «Μάλιστα, Δέσποινά μου, ομολογώ και προσκυνώ τον Χριστόν και Σε την Κυρίαν Θεοτόκον». Εκείνη δε πάλιν του λέγει· «Ήξευρε, ότι είσαι αφιερωμένος εις εμέ εκ κοιλίας μητρός σου, καθώς και το όνομά σου το μαρτυρεί· διότι Χριστοφόρος ονομάζεσαι ως φορών τον Χριστόν· τούτο δε το ίδιον θέλει φανερώσει και ο έκτος δάκτυλος της χειρός σου, ότι είσαι δηλαδή αφιέρωμα εις εμέ· θέλω λοιπόν να αφήσης την γεωργικήν ζωήν και να γίνης ιδικός μου, και πηγαίνων εις το όρος Μελά να ανακαινίσης τον ιδικόν μου εκεί βασιλικόν οίκον· όθεν αφού αφήσης εις τον αγρόν τους βους και το άροτρον, μη στραφής εις τους ιδικούς σου, αλλά πήγαινε το ταχύτερον εις την Τραπεζούντα, και παρουσιάσθητι εις τον εκεί Επίσκοπον και διηγήθητι εις αυτόν όλα, όσα σε επρόσταξα, ειπέ του δε να σε χειροτονήση Ιερέα». Ο Χριστοφόρος, αφού ήκουσε ταύτα τα παράδοξα, μετά βίας ανοίγων το στόμα του (διότι ηπόρει και δι’ άλλα πολλά, και μάλιστα διότι ήτο αγράμματος) αποκρίνεται εις την Θεοτόκον· «Και πως είναι δυνατόν να γίνη τούτο, Δέσποινά μου, επειδή εγώ κοντά εις την αναξιότητά μου είμαι ακόμη και παντελώς αγράμματος»; Και η Δέσποινα του λέγει· «Εσο ευπειθής και μη εναντιολόγος εις το ιδικόν μου θέλημα, αλλ’ ό,τι σε προστάζω κάμε, και δια τα γράμματα, όπου δεν ηξεύρεις, εγώ φροντίζω».Ευθύς δε μετά τον λόγον έγινεν άφαντος. Ο δε Χριστοφόρος πρώτον μεν εσυλλογίζετο τι είναι ταύτα, έπειτα, αισθανόμενος ότι εθερμαίνετο η καρδία του εις εκείνα όπου επροστάχθη, κατήλθεν εις την οδόν, και ηδύνατο τάχιστα περιεπάτει τρέχων, χωρίς να στραφή να ίδη οπίσω, αφήνων εκεί και βους και άροτρον, το δε βράδυ εκοιμήθη εις τον δρόμον· η Θεοτόκος όμως εφάνη εις τον Επίσκοπον, και του λέγει· «Γνωρίζεις ποία είμαι εγώ»; Ο δε Επίσκοπος (διότι ήτο πνευματοφόρος) λέγει· «Σε γνωρίζω, την Μητέρα της Ζωής, του Κυρίου, λέγω, και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Και η Θεοτόκος είπε· «Λοιπόν κατάλαβε εκείνα όπου σε προστάζω, και προσπάθει να τα τελειώσης. Σήμερον έρχεται προς σε άνθρωπος, του οποίου το σημείον είναι εξ δάκτυλοι της δεξιάς του χειρός. Τούτον χειροτόνησον Ιερέα του Ναού μου εις το όρος Μελά, πέμπων αυτόν αμέσως εκεί». Ταύτα ειπούσα η Θεοτόκος ευθύς ανεχώρησεν. Ο δε Αρχιερεύς, κοινολογών το πρωϊ εις τους εκκλησιασθέντας την οπτασίαν, ανέμενε την έλευσιν της ημέρας, ίνα ίδη την έκβασιν του οράματος. Μετά την λειτουργίαν λοιπόν ωμίλει εις το προαύλιον της Εκκλησίας με τους κληρικούς του, ότε ιδού έρχεται χωρικά ενδεδυμένος ο Χριστοφόρος, και προσπίπτων κατά την συνήθειαν εις τον Αρχιερέα, αφού ηγέρθη, ήπλωσε την δεξιάν του χείρα και λέγει· «Γνωρίζεις, δέσποτα, ταύτην την χείρα»; Εκείνος δε αναγνωρίσας αυτόν ότι είναι εκείνος όπου είδεν εις τον ύπνον του, στραφείς λέγει εις τον λαόν· «Ιδού, τέκνα, εκείνος τον οποίον μου απεκάλυψε καθ’ ύπνον η Βασίλισσα των Αγγέλων και μου ελάλησε δι’ αυτόν». Έπειτα πλησιάζων λέγει προς αυτόν· «Πόθεν ήλθες, αδελφέ»; Εκείνος δε του διηγήθη λεπτομερώς όλα τα γενόμενα, ως ανωτέρω τα προείπομεν, και ότι μη δυνάμενος να εναντιωθή εις την ουράνιον αποκάλυψιν ήλθεν. Ο δε Αρχιερεύς ακούσας όλα ταύτα εδόξασε τον Θεόν και παραλαβών τον Χριστοφόρον, την άλλην ημέραν τον εχειροτόνησε Διάκονον, και την τρίτην Ιερέα, δώσας δε εις αυτόν τα ιερατικά ενδύματα και τας ευχάς της θείας λειτουργίας με το ιερόν Ευαγγέλιον, τον απέστειλεν οπίσω με ειρήνην. Επιστρέψας ο Όσιος εις τον αγρόν όπου ώργωνεν, εύρε τα ζώα όπως τα άφησε, και έστεκον εκεί καλοθρεμμένα και εμηρύκαζον. Εθαύμαζεν όθεν απορών, πως παρέμειναν εξ ημέρας χωρίς τροφήν, και χωρίς να κατασπαραχθούν από τους λύκους, μη όντος ουδενός φύλακος, ή πως κανείς από τους συγγενείς του δεν τα εύρε, να τα οδηγήση εις την οικίαν του. Εκεί δε όπου εσυλλογίζετο αυτά, ιδού πάλιν τον περιέλαμψε φως, και γνωρίζων ότι είναι πάλιν παρουσία της Θεοτόκου, κύπτων προσεκύνησε και ευθύς ακούει· «Καλώς ήλθες, τέκνον Χριστοφόρε! Ετελείωσες εκείνα όπου σε επρόσταξα»; Λέγει εκείνος· «Καθώς επρόσταξες, Δέσποινα, και ευώδωσεν η δεξιά σου, ιδού έγιναν». Λέγει η Θεοτόκος πάλιν· «Φέρε, να ίδω αυτά τα οποία κρατείς». Τότε εκείνος έδειξε την ιερατικήν στολήν, την φυλλάδα της λειτουργίας και το ιερόν Ευαγγέλιον. Του λέγει η Θεοτόκος· «Επειδή λοιπόν εστολίσθης με ιερωσύνην, ύπαγε τα ζώα εις την οικίαν σου, χωρίς να είπης τίποτε εις εκείνους, οι οποίοι σε ερωτούν, και έπειτα έλα εις το χωρίον Κουσπίδα, ακολούθει δε τον ποταμόν περιπατών κατά τον άνω ρουν αυτού, και έλα εις το όρος της κατοικίας μου, αφού δε έλθης εκεί, θα σου δείξω τι πρέπει να κάμης». Οδηγία λοιπόν της Οδηγητρίας Θεοτόκου ερχόμενος, χωρίς να πλανηθή πουθενά, διοδεύων εισήλθεν εις το σπήλαιον· ευρών δε τον Ναόν καθαρόν και εστολισμένον εθαύμαζε, δοξάζων τον Θεόν εν ευφροσύνη της καρδίας του και κατασπαζόμενος την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Κατά δε την ώραν του εσπερινού, φορέσας τα ιερατικά του, εθυμίαζε τον θείον Ναόν, εξερχόμενος δε από το ιερόν ελυπείτο μόνος, επειδή δεν ήξευρε γράμματα. Και ευθύς εφάνη πάλιν εις αυτόν η μακαρία εκείνη οπτασία και του λέγει· «Καλώς ήλθες, ιερέ Χριστοφόρε, ο εργάτης της υπακοής». Έπειτα επάρασα το ιερόν Ευαγγέλιον του το δίδει λέγουσα· «Ανάγνωσε, ιερέ Χριστοφόρε». Μη δυναμένου δε εκείνου ν’ αναγνώση, του λέγει πάλιν η Δέσποινα· «Η χάρις του εξ εμού γεννηθέντος να σε φωτίση δι’ εμού»· και (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) ανοίγων το στόμα του εκείνος, όστις πρότερον δεν ήξευρε ουδέ το αλφάβητον, ανεγίνωσκεν έμπροσθέν της ελεύθερα. Τότε είπεν η Παναγία· «Λοιπόν εγνώρισες, τέκνον, ότι όλα είναι δυνατά εις τον Θεόν; Ιδού ετελείωσα όσα σοι έταξα». Ο δε προσεκύνησε και είπεν· «Εγνώρισα, Δέσποινα, και επίστευσα, ότι κανέν δεν είναι εις σε αδύνατον, αλλ’ ως Μήτηρ του Ποιητού των απάντων, όλα τα δύνασαι». Και Εκείνη του λέγει· «Λοιπόν μη αμφιβάλλης παντάπασιν, αλλά φυλάττων το μυστήριον τούτο απόκρυφον, λειτούργει εμέ, καθ’ όσον δύνασαι, εις τούτον τον ιερόν Οίκον μου, και ψάλλε πάντοτε Τρισάγιον εις τον Όρθρον και εσπερινόν επάνω εις τα άγια λείψανα των ιδικών μου δούλων, δια δε την στέρησιν των χρειωδών να μη αποκάμης δια τους πολλούς κόπους, ότι εγώ είμαι μετά σου και βοηθώ και σε και όλους εκείνους όσοι έως τέλους υπομείνωσιν εις τούτον τον τόπον, τον οποίον εξελέξαμεν εγώ και ο εξ εμού τεχθείς Χριστός ο Κύριος». Και η μεν Δέσποινα, αφού είπεν αυτά, έγινεν άφαντος· ο δε ιερός Χριστοφόρος, αλλοιωθείς από τότε την θείαν αλλοίωσιν, υπέμενε χαίρων εις τον τόπον και επρόκοπτε καθ’ ημέραν, προχωρών εις το έμπροσθεν της αρετής και των θεωριών, διότι ήρχισεν η Θεοτόκος να τον υψώνη με πνευματικά χαρίσματα τόσον, ώστε έλεγεν εκ στήθους και όλην την θείαν Γραφήν· εκ τούτου ήρχισαν να προσέρχωνται και άλλοι δια να μονάσουν, έχοντες τον Όσιον Χριστοφόρον οδηγόν, καθ’ ημέραν δε και επλήθυνεν ο αριθμός των Μοναχών. Αλλ’ επειδή και αυτός υπηρετών εις ταύτην την ζωήν όσον έπρεπε έμελλε να αναχωρήση από εδώ, μίαν των ημερών προσκαλεί τους αδελφούς της Μονής, και ήρχισε να τους κατηχή ούτω: «Αγαπητοί μου αδελφοί και πατέρες, έφθασεν ο καιρός της εις Χριστόν αναχωρήσεώς μου· καθώς ηξεύρετε, δεν έπαυσά ποτε από του να σας νουθετώ νύκτα και ημέραν τα ψυχοσωτήρια· τώρα δε πάλιν σας παρακαλώ να φυλάττετε με ακρίβειαν την κατήχησιν των θεοφόρων Πατέρων ημών, του Βαρνάβα, λέγω, και Σωφρονίου, και να ενθυμήσθε παν ό,τι σας διέταξαν μέσα εις αυτήν· διότι εκείνοι δεν παύουν από του να μεσιτεύουν ομού με την Θεοτόκον δι’ ημάς, διότι παραστέκονται εις τον Δεσποτικόν Θρόνον· δια τούτο δε πρέπει να τιμάτε με ευλάβειαν και τα άγιά των λείψανα. Και εις μεν την Υπεραγίαν Θεοτόκον να δουλεύετε με όλην σας την ψυχήν, την δε αγίαν Εικόνα της να τιμάτε με ξεχωριστήν τιμήν, δια τα άπειρα θαύματα όπου μεσιτεύουσα καθ’ ημέραν κάμνει η Βασίλισσα του παντός και με όλην σας την δύναμιν να ακολουθήτε ό,τι διέταξαν οι θείοι Πατέρες, ηξεύροντες, ότι είναι στενή και τεθλιμμένη η οδός η φέρουσα εις την βασιλείαν των ουρανών. Δια τούτο πρέπει, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος, να ζήτε με ακτημοσύνην ατάραχοι, ευλαβείς εις το σχήμα, να έχετε την φωνήν σύμμετρον, τον λόγον εύτακτον, την δίαιταν της τροφής ατάραχον και καταστηματικήν, να ακροάζεσθε με σιωπήν τους γηραλέους και σοφωτέρους σας, να νουθετήτε με αγάπην τους κατωτέρους σας, να αποφεύγετε τους κακούς και σαρκικούς και περιέργους, να νοήτε πολλά και να λαλήτε ολίγα. Να μη είσθε θρασύλογοι ή εναντιολόγοι και πολύλογοι, μηδέ γελωτοποιοί· να είσθε εντροπαλοί και ευπειθείς· κάτω να βλέπετε, και τα ουράνια να μελετάτε, να κοπιάζετε με τας χείρας σας· να υπομένετε εις τας θλίψεις, να χαίρετε με την ελπίδα, να προσεύχεσθε αδιακόπως, και ευχαριστήτε δια κάθε τι. Να ταπεινώνεσθε εις όλους, μισούντες τον λογισμόν σας δια τα καθημερινά σας κινήματα και τας πράξεις σας· να μη περιπλέκεσθε με τας πραγματείας του κόσμου, αλλά εργαζόμενοι τας εντολάς, να αποθηκεύετε εις τον ουρανόν· και μη περιεργάζεσθε την ζωήν των αμελών, αλλά να μιμήσθε την πολιτείαν των Πατέρων, να συγχαίρετε χωρίς φθόνον με εκείνους οι οποίοι χαίρουν και εκείνους, οι οποίοι πάσχουν, να τους συμπονήτε χωρίς να τους κατακρίνετε. Να μη ονειδίζετε εκείνον ο οποίος μετανοεί δια τα πρότερά του σφάλματα, να μη δικαιώνετε ποτέ τον εαυτόν σας, αλλά μάλιστα να ομολογήτε ότι είσθε αμαρτωλοί περισσότερον από όλους και εις τον Θεόν και τους ανθρώπους. Να νουθετήτε τους ατάκτους· να παρηγορήτε τους ολιγοψύχους· να υπηρετήτε τους αρρώστους· να νίπτετε τους πόδας των Αγίων· να επιμελήσθε την ξενοδοχίαν με φιλαδελφίαν, να ειρηνεύετε με τους ομοπίστους, να αποφεύγετε τους ετεροδόξους, να αναγινώσκετε τα κανονικά βιβλία, τα δε απόκρυφα ούτε με τας χείρας σας ποσώς να τα ψαύετε· να μη φιλονεικήτε και να κηρύττετε παρρησία άκτιστον Τριάδα και ομοούσιον, λέγοντες εις τους ερωτώντας, ότι πρέπει να βαπτιζώμεθα καθώς παρελάβομεν και να πιστεύωμεν καθώς εβαπτίσθημεν, και να φρονούμεν καθώς επιστεύσαμεν. Να συναναστρεφώμεθα με έργα ενάρετα και με λόγους καλούς, να μη ομνύετε παντελώς, να μη δίδετε τα χρήματα με διάφορον, ουδέ κανέν από τα φαγώσιμα ή πόσιμα, δια να το πάρετε με προσθήκην· να απέχετε από πολυποσίας και μέθας και φροντίδας κοσμικάς· να μη ομιλήτε με δόλον παντελώς, μηδέ να λαλήτε ενάντια κατά τινος· να μη καταλαλήτε κανένα, μηδέ να ακούετέ τινα καταλαλούντα άλλον· να μη κυριεύεσθε από επιθυμίαν, μηδέ να τυραννήσθε από θυμόν εις τόσον, ώστε και χωρίς εύλογον αιτίαν να οργίζεσθε κατά του πλησίον· να μη μνησικακήτε ουδένα, μηδέ να αποδίδετε κακόν αντί κακού, αλλά να κακολογήσθε περισσότερον, παρά να κακολογήτε, να δέρεσθε, παρά να αποστερήτε· να αποφεύγητε μάλιστα τας συνομιλίας των γυναικών και την κατάχρησιν οίνου· να μη αποκάμνετε εργαζόμενοι τας εντολάς, αλλά να προσμένετε τον μισθόν και τον έπαινον από αυτόν τον Κύριον, ποθούντες την απόλαυσιν της αιωνίου ζωής και έχοντες πάντοτε εμπρός εις τους οφθαλμούς σας το ρητόν του Δαβίδ, και να λέγετε· «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Και ως μεν υιοί να τον αγαπάτε, ως δε δούλοι να τον ευλαβήσθε, και να τον φοβήσθε, και να πραγματεύησθε με φόβον και τρόμον την σωτηρίαν σας. Να θερμαίνητε την καρδίαν με την χάριν του Αγίου Πνεύματος· να είσθε ενδεδυμένοι όλοι τα όπλα του Αγίου Πνεύματος, να τρέχετε όχι άσκοπα, να νικάτε τον εχθρόν με την ασθένειαν της σαρκός και με την πανοπλίαν του πνεύματος. Αφού δε κάμετε όλα τα διατεταγμένα, να λέγετε εαυτούς αχρείους και να ευχαριστήτε τον Άγιον και ένδοξον και φοβερόν Θεόν δια να αρέσετε εις Εκείνον μόνον να μη καυχάσθε και να μη επαινήτε τον εαυτόν σας, μηδέ να ακούετε με όρεξιν άλλον, όταν σας επαινή, αλλά να δουλεύετε τον Θεόν εις το κρυφόν, και να ζητήτε Εκείνου τον έπαινον, συλλογιζόμενοι την ένδοξον παρουσίαν Του, την από εδώ αναχώρησίν σας, τα πεφυλαγμένα δια τους δικαίους αγαθά· ομοίως και το ητοιμασμένον δια τον διάβολον και τους υπηρέτας του αιώνιον πυρ. Ύστερον δε από αυτά να μνημονεύετε και το ρητόν του Αποστόλου, ότι τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν είναι άξια με την δόξαν όπου μέλλει να αποκαλυφθή εις ημάς, και να λέγετε με τον Δαβίδ· «Τοις φυλάττουσι τας εντολάς αυτού ανταπόδοσις πολλή». Μισθός πολύς, και στέφανος δικαιοσύνης· ζωή ατελεύτητος· χαρά ανεκδιήγητος· κατοικία ακατάλυτος πλησίον εις τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, εις τον εν ουρανοίς αληθινόν Θεόν φανέρωσις πρόσωπον με πρόσωπον· χοροί με Αγγέλους, Πατριάρχας, Προφήτας, Αποστόλους, Μάρτυρας, Ομολογητάς, Οσίους και με όλους τους Αγίους, με τους οποίους ας πασχίσωμεν να ευρεθώμεν, δια της χάριτος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Αφού είπε ταύτα, λαβών συγχώρησιν από τους αδελφούς και εμβάς και αυτός εις το κοιμητήριον, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού τη 19η του Αυγούστου μηνός. Οι δε αδελφοί, κλαίοντες δι’ αυτόν, εθρήνησαν δια την ορφανίαν των· και κάμνοντες εις αυτόν τα συνειθισμένα μνημόσυνα, εψήφισαν Ηγούμενον ένα από τους αδελφούς, τον πλέον ενάρετον· ο οποίος, συγκεντρώνων εις εαυτόν όλην την αρετήν του θείου Χριστοφόρου, ωδήγει το ποίμνιον εις βοσκήν ζωηφόρον παρόμοια με εκείνον, περιπατών εις τα ίχνη τα οποία διέταξαν οι θεοφόροι εκείνοι Πατέρες και διδάσκων τους υποτακτικούς του. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ανώρθωσε πάλιν η Θεοτόκος τον ιδικόν της βασιλικόν οίκον και τον αποκατέστησεν εις το πρώτον κάλλος και ευπρέπειαν, καταστολίζουσα αυτόν καθώς και πρότερον με εναρέτους άνδρας και με χάριν θαυμάτων. Αλλά το μεν πλήθος των παραδόξων θαυμάτων, τα οποία ενεργεί καθ’ ημέραν η Κυρία Θεοτόκος εις εκείνους, οι οποίοι προστρέχουν με πίστιν εις την αγίαν της Εικόνα και εις τα λείψανα των δούλων της, ιατρεύουσα δαιμονιζομένους, τυφλούς, χωλούς και τέλος κάθε πάθος και κάθε ασθένειαν, αφήνω να τα διηγούνται πλατύτερον εκείνοι οι οποίοι και τα βλέπουν και τα δοκιμάζουν εις εαυτούς· εγώ δε επαναλαμβάνων με συντομίαν τα των Πατέρων, θα τελειώσω εις ολίγον την διήγησίν μου. Λοιπόν ούτοι οι τρισμακάριοι Πατέρες, ο μεν Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος, ως είπομεν, κατήγοντο από τας Αθήνας, διαμοιράσαντες δε εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά των, απηρνήθησαν τα του κόσμου τούτου και τους συγγενείς, και ανεχώρησαν από την πατρίδα των, κατ’ αποκάλυψιν της Θεοτόκου· γενόμενοι δε Μοναχοί, και περιπατούντες, χωρίς να στραφούν εις τα οπίσω, έφθασαν, με την οδηγίαν της Θεοτόκου, εις το όρος του Μελά, δοκιμάσαντες καθ’ οδόν πολλά θλιβερά, και κάμνοντες θαύματα συνήθροισαν πολλά καλά. Αφού δε ήλθαν εις το όρος, τόσα πολλά και μεγάλα νικητήρια κατώρθωσαν, πολεμούντες νύκτα και ημέραν τα φθοροποιά πάθη και τους δαίμονας με μακράς νηστείας, αγρυπνίας, προσευχάς, χαμαικοιτίας παντοτεινάς και αδιάκοπα δάκρυα, ώστε είναι δύσκολον να τα διηγηθή τις, όμως είναι εύκολον να τα συμπεράνωμεν από τούτο, ότι ο Κύριος της δόξης τους εδόξασε λαμπρώς και ζώντας. Τότε μεν ομιλών με αυτούς πολλάς φοράς δια μέσου της Θεοτόκου, και εισακούων την προσευχήν των, τώρα δε πλουτίζων τα λείψανά των με τόσην ευωδίαν και χάριν, ώστε από εκείνους, οι οποίοι προστρέχουν με πίστιν, άλλοι μεν από την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου, άλλοι δε από τα εκείνων λείψανα, και άλλοι και από τα δύο μέρη λαμβάνουν τα σωτήριά των ζητήματα και ψυχωφελή αιτήματα. Ο δε ύστερος κατά τους χρόνους, εις δε την αρετήν παρόμοιος με εκείνους ιερός Χριστοφόρος ήτο χωρικός, ων δε απονήρευτος εις την γνώμην, από τον αγρόν, τον οποίον ηροτρία, διωρίσθη από την Παναγίαν Θεοτόκον γεωργός του πνευματικού αμπελώνος Της και συνομιλών με Αυτήν πολλάκις εδιδάχθη και τα γράμματα, τα οποία δεν ήξευρεν, ώστε δια μέσου της θείας Γραφής, την οποίαν αδίδακτα ανέπνεεν, επήγαζαν και από την ιδικήν του κοιλίαν ποταμοί ύδατος ζώντος· δεν πρέπει όμως να παραξενεύεται τις, εάν ο Όσιος μη μαθών γράμματα ιστορείται ότι ήξευρε μετά την χειροτονίαν, η οποία έγινεν εις αυτόν με ψήφον Θεού· διότι εις τους αγραμμάτους και χωρικούς εκείνους όπου είναι προσκαλεσμένοι από τον Θεόν, η χειροτονία επιφέρει καρδίαν νέαν και νουν νέον, και τους σοφίζει, ώστε όχι μόνον να ηξεύρουν τα γράμματα, τα οποία δεν έμαθαν, αλλά ακόμη και να προφητεύουν, καθώς φαίνεται εις το δέκατον κεφάλαιον της πρώτης των Βασιλειών. Τούτους λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τους ουρανίους ανθρώπους και επιγείους Αγγέλους, θέτοντες έμπροσθέν μας, ως εντελέστατον κανόνα και στάθμην της μοναχικής πολιτείας, ας πασχίζωμεν να ευθύνωμεν και την ιδικήν μας ζωήν, όσον δυνάμεθα, με την ιδικήν των, επειδή έχομεν από το εν μέρος την Υπεραγίαν Θεοτόκον οδηγήτριαν, από δε το άλλο μέρος τους Οσίους Πατέρας πρεσβευτάς και συμβοηθούς· δια να αξιωθώμεν με τας πρεσβείας των και της Βασιλείας των ουρανών, με την χάριν Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ του Νέου του θαυματουργ

Δημοσίευση από silver »

Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών ο Νέος εγεννήθη εις Ιωάννινα περί τας αρχάς της ΙΣΤ΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. εκ γονέων ευσεβών, υφ ων και ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Υπό θείου δε εμπνεόμενος ζήλου, κατά την ενηλικίωσιν αυτού αποχαιρετήσας τα φθαρτά και γήϊνα μετέβη εις το αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, περιελθών δε τας εν αυτώ Ιεράς Μονάς και Σκήτας των Πατέρων εξέλεξε την Μονήν του Δοχειαρίου, ένθα γενόμενος Μοναχός διήγεν οσίως και εναρέτως τον βίον του, φιλαδέλφως δε αγαπών τους συνασκουμένους πατέρας και αδελφούς της Μονής, και υπ’ αυτών αμοιβαίως ανταγαπώμενος εξελέγη μετ’ ολίγον Ηγούμενος αυτών και της ιεράς Μονής επιστάτης. Ποιμαίνων δε θεοφιλώς και σωφρόνως, αλλά και δια του ιδίου αυτού παραδείγματος, ήγαγε τα της Μονής εις ύψιστον βαθμόν ακμής, εκθύμως δια παντοίων ασκητικών κανόνων παροτρύνων εις πολιτείαν όλως θεάρεστον τους υπό την εποπτείαν αυτού συνασκουμένους Μοναχούς, μεταδίδων εις αυτούς τον προς τα θεία διάπυρον ζήλον του. Μετά τινα όμως χρόνον, τη συνεργεία του μισοκάλου δαίμονος, μη ανεχομένου να βλέπη τον ιερόν εκείνον όμιλον των Μοναχών αγωνιζόμενον με ενδελεχείς προσευχάς και νηστείας και με πάσαν αρετήν μετερχόμενον την μετάνοιαν αυτού, αιχμαλωτισθείς ο επ’ αδελφή ανεψιός του Οσίου απάγεται εξ Ιωαννίνων εις Κωνσταντινούπολιν. Τούτο μαθών ο Όσιος και ποθών ίνα προλάβη τον ψυχικόν κίνδυνον του παιδός έδραμεν εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα μετά πλείστας υπερανθρώπους προσπαθείας απαλλάξας αυτόν της αιχμαλωσίας, ωδήγησεν εις Άγιον Όρος και έκειρεν, ει και πρωϊμως, Μοναχόν. Βλέπων όμως ότι ανεζητείτο ο παις εις τε την Κωνσταντινούπολιν και αλλαχού, προς αποφυγήν παντός κινδύνου και βλάβης της Μονής εν περιπτώσει ευρέσεως του παιδός εν αυτή, έκρινεν αναγκαίον όπως μετ’ αυτού αποχωρήση εκείθεν, εκβιασθείς άλλως τε προς τούτο παρά των πατέρων. Απελθών όθεν εις Βέροιαν κατέφυγε κρυφίως εις την εκεί Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, εις την οποίαν συναγαγών πολλούς μιμητάς της εναρέτου πολιτείας αυτού, μετά πόθου και αυθορμήτως ζητησαντας να γίνουν Μοναχοί, και Ναόν περικαλλή ανεγείρας επ’ ονόματι της παναχράντου Θεοτόκου, προεχείρισε και αφήκεν επίτροπον τον ανεψιόν αυτού, ενηλικιωθέντα ήδη αρκούντως, αυτός δε μετέβη εις την πόλιν Νάουσαν, πλησίον της οποίας επί του όρους έκτισε τον ιερόν Ναόν των Αρχαγγέλων και την ομώνυμον ευπρεπή Μονήν, εν τη οποία ουκ ολίγοι ευσεβείς και ενάρετοι εκ των πέριξ καθημερινώς προσερχόμενοι και μετά πόθου το μοναχικόν σχήμα ανταλλάσσοντες ανθ’ όλων των εγκοσμίων αγαθών εγένοντο αδελφοί της Μονής και συνηγωνίζοντο με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς, αλλά και με κόπους σωματικών έργων εφιλοτιμούντο θεαρέστως δια να φθάσουν εις βίου και αρετής τελειότητα, άριστα παραδειγματιζόμενοι υπό του ευσεβόφρονος και Οσίου τούτου Πατρός, όστις εποίμαινεν αυτούς και καθωδήγει εις νομάς σωτηρίους κατά κοινήν αυτών παράκλησιν. Εις την Μονήν ταύτην κατέφευγον και οι περίοικοι Χριστιανοί, κατά τας δεινάς περιστάσεις των χρόνων εκείνων και εύρισκον παρηγορίαν. Εις την Μονήν ταύτην η ευσέβεια ενισχυομένη εκρατύνετο και τα πλήθη των πιστών ακλόνητα εν τη Ορθοδοξία διέμενον. Μετά τινα χρόνον επανέρχεται εις την εν Βεροία ετέραν Μονήν δια να επισκεφθή και εκ του σύνεγγυς και επί μάλλον παροτρύνη εις τον της σωτηριώδους αρετής θεοφιλή αγώνα τους εκεί ασκουμένους Μοναχούς, τους οποίους δεν έπαυσεν αγαπών και πατρικώς υπέρ αυτών μεριμνών. Ελθών δε εις προβεβηκυίαν ηλικίαν, προεγνώρισεν ότι επέστη ο χρόνος του θανάτου αυτού· εκάλεσε λοιπόν πάντας τους εν τη Μονή πατέρας, τους ενουθέτησε δεόντως, όπως εμπρέπει εις ενάρετον πνευματικόν πατέρα κηδόμενον της ψυχικής σωτηρίας των τέκνων αυτού. Βλέπων δε αυτούς δυσφορούντας και αφθόνως δακρύοντας δια την στέρησιν αυτού, τους επαρηγόρησε και τους εδίδαξεν ικανά περί ζωής και θανάτου, και μάλιστα περί αθανασίας της ψυχής, προς στερέωσιν αυτών εν θεοσεβεία και αρετή, και παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, υμνών, ευχαριστών και δοξάζων Αυτόν, όστις τον κατηξίωσε να αποθέση το φθαρτόν σαρκίον και να τον προσλάβη εις την αιωνίαν μακαριότητα, ένθα ουκ έστι λύπη, ου στεναγμός, αλλά χαρά και βίος αγγελικός. Τοιούτος ο βίος του Οσίου πατρός ημών Θεοφάνους του Νέου, όστις οσίως και θεοπρεπώς διαβιώσας και απρόσβλητος εκ των πειρασμών του μισοκάλου διαμείνας, εκέρδησε την σωτηρίαν της ψυχής αυτού, ανθ’ ης ουδέν αντάλλαγμα εστι πολυτιμότερον εν τω κόσμω. Το δε τίμιον αυτού λείψανον εναποτεθέν εις ευπρεπή λάρνακα ετάφη εις την Μονήν εν τη οποία ετελεύτησεν. Είτα δε η σεβασμία αυτού κάρα μετεφέρθη εις την εν Ναούση Μονήν, εις την οποίαν σώζεται μέχρι σήμερον, ποταμούς ιαμάτων προχέουσα ως ακένωτος πηγή θαυμάτων, τελουμένων άλλοτε μεν υπέρ των μετ’ ευλαβείας και εγκαρδίου πίστεως κατασπαζομένων αυτήν και την του Οσίου βοήθειαν και χάριν επικαλουμένων, άλλοτε δε κατά των κακοβούλων και των θρασυστομούντων κατά της ιεράς και σεβαστής μνήμης αυτού. Εκ των απείρων θαυμάτων, τα οποία ο Όσιος πατήρ ημών Θεοφάνης, και ζών και μετά θάνατον, ετέλεσε και εκ των οποίων εδοξάσθη ως θαυματουργός, θα είπωμεν ενταύθα ολίγα τινά χάριν συντομίας. Του πλοίου, επί του οποίου επέβαινεν ο Όσιος επιστρέφων εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Άγιον Όρος, κινδυνεύοντος να καταποντισθή ένεκα της σφοδράς τρικυμίας και του πληρώματος ολοφυρομένου και πάσαν ελπίδαν σωτηρίας αποβαλόντος, ο Άγιος αποσυρθείς προσηυχήθη εις τον Θεόν μετά συντριβής και επανελθών ενεθάρρυνε τους επιβαίνοντας λέγων· «Θαρρείτε, διότι εσώθημεν»· και ω του θαύματος! Κατέπαυσεν αμέσως η τρικυμία και επήλθεν η ευία, ούριος δε έπνευσεν ο άνεμος. Άνθρωπος τις Αγαρηνός ήτο προ ετών λεπρός, καίτοι δε κατηνάλωσε άπασαν την περιουσίαν αυτού εις τους ιατρούς, δεν ηδυνήθη όμως να λάβη θεραπείαν του πάθους του. Αλλά τελευταίον, τη προτροπή φίλων, προσελθών εις την των Ασωμάτων Μονήν ένιψε το σώμα του εις ηγιασμένον ύδωρ εν τω οποίω το του Οσίου άγιον λείψανον ενεβάφη πριν και, ω του θαύματος! Εθεραπεύθη παντελώς εκ της λέπρας και υγιής απήλθεν εις την χώραν του, δοξάζων τον αληθή Θεόν και τον άξιον αυτού θεράποντα, τον Όσιον Θεοφάνην, τον όντως ανάργυρον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Έτερος υπό μανιώδους παραφροσύνης κατεχόμενος εθεραπεύθη εν τω άμα αψάμενος ευλαβώς της κεφαλής του λειψάνου του Οσίου και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του. Εν τη πόλει Ναούση ενέσκηψέ ποτε φοβερά η λαοφθόρος πανώλης, ήτις μεγίστην φθοράν επέφερεν εις τους κατοίκους, θανατώσασα πλέον του τρίτου αυτών εις ολίγας ημέρας. Ο δε λαός βαρυθυμών δια την πανωλεθρίαν επεδόθη εις παννυχίους προσευχάς και δεήσεις μετά πολλών θρήνων και οδυρμών, επικαλούμενος εξαιρετικώς την αρωγήν και βοήθειαν του Οσίου, του άλλως τε πολιούχου της πόλεως, υπέρ της ταχείας απαλλαγής από της μάστιγος. Περιαχθείσης είτα της τιμίας κεφαλής αυτού εν λιτανεία πέριξ της πόλεως, ω του θαύματος! Η φοβερά επιδημία παραχρήμα εξέλιπε, μη εμφανισθείσα πλέον εις το μετέπειτα χάριτι και πρεσβείαις του Οσίου. Δεινής ανομβρίας γενομένης ποτέ εν τη πόλει, ολίγον δειν και θα κατεστρέφοντο παντελώς τα εσπαρμένα. Οι δε κάτοικοι αθυμούντες επί τω δυστυχήματι, επειδή έμελλον να στερηθούν και αυτών των του ζην αναγκαίων, έσπευσαν να επικαλεσθούν με δεήσεις και ικεσίας την του Οσίου βοήθειαν. Έτι δ’ αυτών λιτανευόντων εις τους αγρούς μετά της τιμίας κάρας αυτού, ω του θαύματος! Επήλθε βροχή δαψιλής, καταζωογονήσασα την αποξηρανθείσαν φύσιν. Πάντες δε, ιδόντες το θαύμα, εδοξολόγησαν τον Θεόν και τον Όσιον, τον αναδειχθέντα παντοτεινόν και πρόθυμον βοηθόν εις τας δυστυχίας αυτών. Κακόβουλός τις λάθρα εισελθών εις την Μονήν, εν τη οποία εφυλάττετο το του Αγίου λείψανον, έκλεψε διάφορα χαλκά αγγεία της μαγειρικής. Αλλά μόλις εξήλθε της Μονής, αι χείρες και οι πόδες αυτού τοσούτον παρέλυσαν, ώστε δεν ηδύνατο να προχωρήση μείνας όλως αναίσθητος. Μετάνοιαν όμως ομολογήσας, και υποσχεθείς ειλικρινώς εις τον Όσιον, ότι θα επιστρέψη διπλάσιον το κλαπέν, ω του θαύματος! Απηλλάγη της κατεχούσης αυτόν παραλύσεως. Γυνή έπασχε από ετών εξ αιμορραγίας, μη δυναμένη να εύρη ουδεμίαν θεραπείαν (καίτοι πάσαν την περιουσίαν αυτής κατηνάλωσεν εις τους ιατρούς)· προσελθούσα όμως εις την Μονήν του Οσίου και μετ’ ευλαβείας ασπασαμένη τα ιερά λείψανα αυτού, ύδωρ δε καθηγιασμένον υπό του ιερού λειψάνου πιούσα, παραχρήμα απηλλάγη του δεινού εκείνου νοσήματος και εν πληρεστάτη υγεία επέστρεψε χαίρουσα εις τον οίκον της. Άλλη τις γυνή, εξ επιληψίας τρυχομένη προ πολλού, προσελθούσα και μετ’ εγκαρδίου πίστεως αψαμένη της τιμίας κεφαλής του λειψάνου, ω του θαύματος! Υγιής εγένετο. Και ου μόνον ταύτα, αλλά και πλείστα έτερα σωτηριώδη ευεργετήματα και χάριτας οι προς τον Όσιον Θεοφάνην καταφεύγοντες απολαμβάνουσιν εκ παντοίων νοσημάτων απαλλαττόμενοι άμα τη ιερά σορώ των λειψάνων αυτού προσερχόμενοι και μετ’ ευλαβείας την σεβασμίαν αυτού κάραν ασπαζόμενοι, και επανέρχονται υγιείς εις τα ίδια αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν· ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΣΑΜΟΥΗΛ.

Δημοσίευση από silver »

Σαμουήλ ο ένδοξος Προφήτης κατήγετο εκ της Αρμαθαίμ Σιφά, εκ του όρους Εφραίμ, υιός ων Ελκανά και Άννης της Προφήτιδος. Ο δε Ελκανά έχων δύο γυναίκας, εκ των οποίων η μεν ονομαζομένη Άννα ήτο στείρα, η δε άλλη, Φεννάνα, είχε τέκνα, ανέβη μετά της Άννης εις τον τόπον Σηλώ, όπου ήτο τότε η Σκηνή και η Κιβωτός· εκεί δε ήτο και ο Ιερεύς Ηλί, και οι δύο υιοί του, ο Οφνί και ο Φινεές. Επειδή δε ο Κύριος απέκλεισε την μήτραν της Άννης και έμεινεν άτεκνος, η δε αντίζηλός της Φεννάνα ελύπει αυτήν, προσηυχήθη αύτη εις τον Θεόν μετά πόνου καρδίας, και εισηκούσθη παρ’ αυτού γεννήσασα δε υιόν τον μέγαν τούτον Προφήτην Σαμουήλ (το οποίον ερμηνεύεται Θεαίτητος) αφιέρωσεν αυτόν εις τον Θεόν. Όθεν, όταν ηυξήθη κατά την ηλικίαν, ελειτούργει εις τον Θεόν, και έγινε μέγας Προφήτης· ο δε Ηλί και οι υιοί του συνετρίβησαν υπό της οργής του Κυρίου και ηφανίσθησαν, διότι παρώργιζον τον Θεόν. Έκρινε δε Σαμουήλ τον λαόν του Ισραήλ εις όλας τας ημέρας της ζωής του, και δώρα παρ’ ουδενός έλαβεν. Αυτός έχρισε τον Σαούλ βασιλέα, ως και τον Προφήτην Δαβίδ· ελθών δε εις γήρας βαθύ και πλήρης ημερών γενόμενος, εκοιμήθη εν Κυρίω, προλαβών την σάρκωσιν του Χριστού χίλια τριάκοντα πέντε έτη, και προφητεύσας έτη τεσσαράκοντα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΘΑΔΔΑΙΟΥ, του και Λεββαίου καλουμένου.

Δημοσίευση από silver »

Θαδδαίος ο Απόστολος πατρίδα είχε την Έδεσσαν, Εβραίος ων κατά το γένος και άριστα γεγυμνασμένος εις τας θείας Γραφάς. Ούτος λοιπόν αναβάς εις τα Ιεροσόλυμα, ίνα προσκυνήση, κατά τας ημέρας Ιωάννου του Βαπτιστού, και ακούσας τούτου το κήρυγμα, και υπερθαυμάσας την αγγελικήν ζωήν του, εβαπτίσθη υπ’ αυτού. Μετά ταύτα, βλέπων τον Δεσπότην Χριστόν και τα άπειρα θαύματα, όσα ετέλει, ακούσας δε και την διδασκαλίαν του, ηκολούθησεν αυτόν έως το σωτήριον πάθος. Μετά δε την Ανάληψιν του Κυρίου επανήλθεν εις την πατρίδα του Έδεσσαν, και βαπτίσας τον Τοπάρχην Αύγαρον, εκαθάρισε το λείψανον εκείνο της λέπρας, το οποίον είχε μείνει εις το έτωπόν του, καθώς περί τούτου είπομεν κατά την δεκάτην έκτην του Αυγούστου. Πολλούς δε και άλλους διδάξας και φωτίσας και Εκκλησίας οικοδομήσας, σιήλθε τας πόλεις της Συρίας και φθάσας εις Βηρυτόν, πόλιν της Φοινίκης, εδίδαξε πολλούς και εβάπτισεν, ένθα και την ψυχήν του παρέδωκεν εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Πέτρου, παρά τη Μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον του Πρόβου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) του μηνός Αυγούστου, η σύναξις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ εν τω Πυρσώ της Ευρυ

Δημοσίευση από silver »



Εις τα μέρη της ποτέ μεν περιφήμου, νυν δε τεταπεινωμένης Ελλάδος (Ο συγγραφεύς της παρούσης διηγήσεως ονομάζει την Ελλάδα τεταπεινωμένην, διότι την εποχήν καθ’ ην συνέγραφε την διήγησιν ταύτην η νυν ελευθέρα Ελλάς ήτο υπό την δουλείαν των Οθωμανών.), κατά την Επαρχίαν του Λιτζάς και Αγράφων είναι όρος μέγα και υψηλόν, το οποίον ονομάζεται Όρθρυς, διότι από το ύψος, το οποίον έχει, ορθρίζει, ήτοι βλέπει τον ερχομόν της ημέρας και του ηλίου πρωτύτερα από όλα τα άλλα βουνά της Στερεάς Ελλάδος. Προς τα δυτικά μέρη και νότια του όρους τούτου ευρίσκονται και άλλα όρη, τα οποία είναι τόσον δύσβατα, όσον δεν ημπορεί να παραστήση ο λόγος, από αυτά δε εξέρχονται οι δεξιοί κλώνοι και αρχαί του Αχελώου ποταμού. Μέσον των ορέων τούτων, εις τους πλέον βαθυτάτους και δυσαναβάτους τόπους, ευρίσκεται η Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Προυσιωτίσσης. Η Μονή αύτη περισφίγγεται εξόχως κάτωθεν μεν υπό ενός βαθυτάτου χάους, άνωθεν δε υπό φοβερωτάτου και αβάτου σπηλαίου, του οποίου το Καθολικόν, ήτοι η Εκκλησία, είναι μέσα εις το σπήλαιον με θόλον και ωραιοτάτη, αφιερωμένη εις μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εν ταύτη ευρίσκεται και μέρος εκ της αγίας Κάρας του Αγίου Ιερομάρτυρος Κλήμεντος Επισκόπου Αγκύρας μετά και άλλων αγίων λειψάνων, και μέρος του Τιμίου Ξύλου. Εις δε τα αριστερά αυτής πλάγια, εις το ενδότατον σπήλαιον, είναι το Παρεκκλήσιον της Προυσιωτίσσης, εικονογραφημένον και με τέμπλον ωραίον, εις το οποίον ευρίσκεται έως της σήμερον η θαυματουργός εκείνη και εις την θέαν ωραιοτάτη Εικών της Θεοτόκου. Η οποία, εις τον καιρόν της Εικονομαχίας Θεοφίλου, ήλθεν από την περιφανεστάτην πόλιν της Προύσης, ως θέλετε ακούσει παρέμπροσθεν, ήτις, τη αληθεία, τόσον είναι χαριτωμένη και σεβασμία, ώστε είναι αδύνατον να την ατενίση τις κατά πρόσωπον και να μη θαυμάση και δειλιάση. Έμπροσθεν δε αυτής κρέμανται τρία κανδήλια ακοίμητα, έχουσι δε οι πατέρες ένα αδελφόν πνευματικόν προσμονάριον εις αυτήν πάντοτε. Περί ταύτης της Προυσιωτίσσης θείας Εικόνος φέρεται λόγος παλαιός, ότι είναι εξ εκείνων, τας οποίας ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς εζωγράφησε· διότι και αν δεν είναι από τας τρεις εκείνας, όπου επήγεν ο θείος Λουκάς έμπροσθεν εις την Παναγίαν προ της αγίας της Μεταστάσεως, λέγεται όμως ότι είναι μία από εκείνας οπού μετά τον θάνατον και Μετάστασιν αυτής ο Άγιος εζωγράφησε. Διότι όχι μόνον τρεις και μόνας εις όλην του την ζωήν ο θείος ούτος Απόστολος εζωγράφησεν, ως τινες λέγουσιν, αλλά τρεις εζωγράφησε ζώσης της Θεοτόκου και τας επήγε να ιδή αν της αρέσουν, τας δε άλλας ύστερον, ως αναφέρει και ο Βίος του. Επειδή άπρεπον ήτο εις αυτόν, όταν η Κυρία Θεοτόκος τας εδέχθη και τας ηυλόγησε, να αμελήση το θεάρεστον αυτό έργον και να μη κάμη και άλλας. Πλην αν και δεν είναι τόσον βέβαιον, ότι είναι και αύτη μία εκ των του Αποστόλου, τι προς τούτο; Άρα μόνον εις εκείνας εδόθη η χάρις; Ημείς βλέπομεν και τόσας άλλας, μη ούσας του Λουκά, και θαυματουργούν. Και αύτη λοιπόν, και αν δεν είναι μία εκ των εκείνου, δεν μας βλάπτει, ουδέ ολιγοστεύει την πίστιν μας και ευλάβειαν προς αυτήν. Επειδή ημείς βλέπομεν τα άπειρα θαύματα, οπού δι’ αυτής καθ’ εκάστην ενεργούνται εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, διότι δαιμονιζόμενοι θεραπεύονται, τυφλοί αναβλέπουσι, χωλοί περιπατούσι, και πολλαί στείραι γυναίκες τεκνογόνοι έγιναν και γίνονται, τα οποία αδύνατον είναι εις ημάς να περιγράψωμεν ενταύθα· αναφέρονται δε ταύτα εις την ιδιατέραν αυτής φυλλάδα· ημείς δε να είπωμεν μόνον τα περί της Θεομητορικής αυτής Εικόνος, πότε, από που και πως εις την Ελλάδα ήλθε, και διατί ονομάζεται το Μοναστήριόν της Πυρσός, και πάλιν διατί Προυσός, διότι και με τα δύο ταύτα ονόματα ονομάζεται το Μοναστήριον αυτό· η δε Σεπτή Εικών, με το δεύτερον μάλιστα επεκράτησε να λέγεται, ήτοι Προυσιώτισσα. Με ουχί δε ολίγα θαύματα εκπλήξεως άξια περιέβαλε τα ονόματα ταύτα, ως θέλομεν είπει προϊόντος του λόγου. Ταύτα λοιπόν θέλομεν διηγηθή σαφέστατα, όσα δηλαδή ανέγνωμεν εν τη παλαιά μεμβραϊνη ιστορία τη διαλαμβανούση τον ερχομόν της θείας αυτής Εικόνος. Τον καιρόν οπού εβασίλευεν ο εικονομάχος Θεόφιλος ή, μάλλον ειπείν, μισόχριστος, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των αγίων Εικόνων και έστειλε και ορισμούς βασιλικούς εις πάσαν πόλιν και χώραν, προστάσσων τους ορθοδόξους με πολλούς φοβερισμούς βασάνων και εξορίας να καταβιβάσουν τας αγίας Εικόνας και να τας κατακαύσουν. Και όσοι μεν επείθοντο εις το βασιλικόν και ασεβές τούτο πρόσταγμα, έπαιρναν αξίας και τιμάς παρ’ αυτού· όσοι δε δεν ήθελον να καταφρονήσουν τας αγίας Εικόνας, ως ζηλωταί της Ορθοδοξίας, ούτοι, αν είχον και το πλέον μεγαλύτερον αξίωμα, κατεβιβάζοντο από την τιμήν εκείνην και αξίαν, και με καταισχύνην μεγάλην εξωρίζοντο. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, ήτοι κατά τους ωκθ΄ (829) χρόνους από Χριστού Γεννήσεως, ευρίσκετο η θαυματουργός αύτη Εικών της Θεοτόκου εις μίαν Εκκλησίαν της περιφήμου πόλεως Προύσης, άπειρα θαύματα επιτελούσα· και ως εν τη βασιλευούση είχον οι βασιλείς υπέρτιμον την Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, ούτω και εν τη Προύση οι άρχοντες αυτής και μεγιστάνες είχον την Εκκλησίαν, εις την οποίαν ευρίσκετο αύτη η αγία Εικών. Ευθύς λοιπόν ως έφθασεν ο ορισμός του βασιλέως και εκεί εις την Προύσαν, ένας θεοσεβέστατος νέος, υιός μεγάλου τινός άρχοντος της βασιλικής αυλής, ζήλω θείω κινούμενος, βλέπων τα καθ’ εκάστην γινόμενα θαύματα παρά της θεομητορικής ταύτης Εικόνος, δεν ηθέλησε να υπακούση εις το βασιλικόν πρόσταγμα και να καταφρονήση τας αγίας Εικόνας. Ούτος λοιπόν ο καλός νέος επήρε ταύτην την σεβασμίαν Εικόνα της Θεοτόκου, και φεύγει εις τα μέρη της Ελλάδος, επειδή εκεί ημπορούσεν οπωσδήποτε να ησυχάση, ως όντα πλέον ήσυχα ελείνα τα μέρη από τους αιρεσιάρχας· και τούτο, πως είναι αληθινόν, μας βεβαιώνει και η χήρα εκείνη, η οποία είχε την αγίαν Εικόνα της Πορταϊτίσσης, ήτις, όταν της εζήτησαν την Εικόνα οι βασιλικοί άνθρωποι εκεί εις την Νίκαιαν, επρόσταξε τον μονογενή αυτής υιόν να φύγη εις την Ορθόδοξον Ελλάδα και όχι εις άλλο μέρος. Κατερχόμενος λοιπόν ο ρηθείς νέος με την θείαν Εικόνα έως την Καλλίπολιν (οις κρίμασι Κύριος μόνον οίδεν ο τα πάντα προγινώσκων) έχασε την αγίαν ταύτην Εικόνα. Όθεν ο ευλογημένος εκείνος νέος εθρήνει, εκόπτετο, ωδύρετο και έλεγε με μεγάλους αναστεναγμούς· «Οίμοι! Οίμοι! Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον, ότι δια τας αμαρτίας μου με εγκατέλιπεν η Κυρία μου Θεοτόκος και έκρυψε την αγίαν της Εικόνα απ’ εμού, και που την έθεσε δεν γνωρίζω». Τοιουτοτρόπως λοιπόν θρηνών και χύνων άφθονα δάκρυα διέτριψεν εκεί ο νέος ούτος ημέρας ικανάς, έλεγε δε εις τον εαυτόν του, ότι «Αν και η Κυρία μου Θεοτόκος ηθέλησε μοναχή της να φυλάξη αβλαβή την αγίαν της Εικόνα, έστω, εγώ όμως οπίσω δεν απέρχομαι, διότι δεν ημπορώ πλέον να βλέπω τους εχθρούς και διώκτας της Αγίας μου Εκκλησίας και των αγίων Εικόνων». Με τοιούτους δε λογισμούς ανεχώρησεν εκείθεν, και ελθών κατώκησεν εις την νέαν Πάτραν, εις την οποίαν και Εκκλησίαν ωκοδόμησε της Αγίας Σοφίας, αντ’ εκείνης της εν Κωνσταντινουπόλει, προς παρηγορίαν της αυτού ξενητείας. Αλλά ακούσατε και την εύρεσιν της αγίας ταύτης Εικόνος πως έγινεν ύστερον, και πως ο ίδιος εκείνος νέος πάλιν την απήλαυσε καθώς εποθούσε η ψυχή του. Εκεί όπου είναι τώρα το Μοναστήριον της Προυσιωτίσσης ταύτης αγίας Εικόνος, πρωτύτερα ήτο ο τόπος ούτος παντελώς άβατος και ανώνυμος, αλλ’ ούτε δρόμον τινά είχε δια το δύσβατον του τόπου. Ο δρόμος δε εκ της Στερεάς Ελλάδος προς την Αιτωλίαν ήτο μέσω του γειτονεύοντος χωρίου του Αγίου Δημητρίου και του όρους Αρακύνθου. Αλλ’ ούτε χωρίον ήτο εκεί τότε, εκτός μικράς τινος κατοικίας ποιμένων τινών προς το ανατολικόν μέρος, και άλλης ομοίως προς το δυτικόν, το μεν Πλατάνι, το δε Πατρικάδα ονομαζόμενα, διότι τη αληθεία εις αυτά τα μέρη δε ήτο ο τόπος ούτε δια χωρία, ούτε δια ανθρώπους, αλλ’ ούτε σχεδόν δια ζώα ήμερα, όμως από τας καταδρομάς τας οποίας κατά καιρούς ελάμβανον οι Χριστιανοί, τόσον από τα έθνη και τους βασιλείς, όσον και από τους αιρεσιάρχας της Εκκλησίας, έφευγον και εκρύπτοντο εις αυτά τα όρη και ούτως εκατοίκησαν τινές, ως είπομεν· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Ένα παιδίον ενός των ρηθέντων ποιμένων εφύλαττε τας αίγας του πατρός του, νύκτα δε τινα κοιμώμενον αντίπερα του σπηλαίου, όπου είναι τώρα το Μοναστήριον, δηλαδή εκεί όπου τώρα είναι το κοιμητήριον του Μοναστηρίου, εξαίφνης ακούει όπισθεν αυτού, εις τον άβατον αυτόν τόπον του σπηλαίου, γλυκεράς τινας ωδάς και πραείας φωνάς· όθεν από τον φόβον του εξύπνησε, και περιστρέφων το βλέμμα του εδώ και εκεί, ω του θαύματος! Βλέπει ένα φως, ως στύλον φωτεινόν, το οποίον έστεκεν από το ιερόν αυτό σπήλαιον έως τον ουρανόν. Και πρώτον μεν εστοχάσθη, μήπως είναι αυτό, το οποίον λέγομεν ουράνιον τόξον ή ίριδα· τούτο δε, το οποίον εστοχάσθη, ήτο περισσότερον Θεού οικονομία, δια να μην πάθη κακόν τι από τον φόβον του. Έπειτα πάλιν έλεγεν εις τον εαυτόν του, ότι αν το φαινόμενον είναι το συνηθισμένον ουράνιον τόξον, πρέπει να είναι καμαρωτόν, και όχι τόσον φωτεινόν, αλλ’ αυτό στέκει όρθιον από την γην έως εις τον ουρανόν με τόσην λαμπρότητα, και εκείνο μάλιστα το βλέπομεν οπόταν βρέχη, σήμερον όμως δεν έβρεξεν, αλλά και τώρα να οπού είναι ξαστεριά. Ούτω λοιπόν φεύγει έντρομον το παιδίον εκείνο από εκεί, και πηγαίνει εις τον πατέρα του και του λέγει τα οραθέντα. Ο δε πατήρ αυτού, νομίσας ταύτα ψεύδη, έλεγε του παιδαρίου του, ότι με το να φοβήται και από την σκιάν του, δια τούτο τα παθαίνει αυτά, αλλά δεν είναι τίποτε, και να μη φοβήται, το δε παιδίον αντέλεγεν εις αυτόν και τα οραθέντα εβεβαίωνε. Την ακόλουθον νύκτα επήρε το παιδίον ο Χριστιανός εκείνος, και επήγεν εις τον ίδιον τόπον να ιδή, αν είναι αληθή τα λεγόμενα· όθεν βλέπει οφθαλμοφανώς όσα και το παιδίον του είδε πρότερον, πλην ως άνθρωπος και αυτός εδειλίασε, και δεν επήγεν ευθύς να ιδή τι είναι εκεί εις το σπήλαιον, αλλ’ έφυγε δρομαίως με τον παίδα αυτού. Την άλλην ημέραν επήρε μεθ’ εαυτού και άλλους τινάς, και πρώτον μεν εστοχάσθησαν και είδον οφθαλμοφανώς το όραμα τούτο άπαντες. Έπειτα δε επήγαν προς εκείνο το μέρος ερευνώντες, εκεί δε, ω του μεγίστου μυστηρίου! Βλέπουσι την αγίαν Εικόνα εις ένα μέρος του σπηλαίου φεγγοβολούσαν και εξαστράπτουσαν. Όθεν προσκυνήσαντες αυτήν και ευφρανθέντες επί τω τοιούτω θησαυρώ, έστειλαν και έφεραν εργαλεία, και ήνοιξαν τον τόπον με σκοπόν να την έχουν εκεί πάντοτε προς παρηγορίαν των. Έφερον δε εκεί εις την Θεοτόκον κηρία και θυμιάματα καθ’ εκάστην ημέραν και την επροσκυνούσαν, ως έπρεπεν, έχοντες εις αυτήν πολλήν ευλάβειαν. Τίνι δε τρόπω ήλθεν αύτη εκεί, τούτο γινώσκει μόνος εκείνος, ο οποίος εις μίαν στιγμήν επήγε και τον Αββακούμ από τα Ιεροσόλυμα εις την Βαβυλώνα, όπου ήτο ο Δανιήλ, και πάλιν έφερεν αυτόν οπίσω. Τούτο είναι λοιπόν το πρώτιστον και μέγιστον θαύμα, το οποίον έδειξεν η Κυρία Θεοτόκος, και εφανερώθη η αγία Εικών, από το θαύμα δε τούτο εστάθη να ονομάζεται έως την σήμερον το Μοναστήριον αυτό Πυρσός, ήτοι λαμπάδα, και φως, δια το φως και τον πύρινον στύλον, ο οποίος εφάνη. Το δε Προυσός πάλιν όνομα οπού λέγεται, ορθώς έχει και τούτο· διότι έλαβε και ταύτην την επωνυμίαν, επειδή ήτο η Εικών πρότερον εις την Προύσαν, εξ ης και ήλθεν ενταύθα, ως είρηται, όθεν ως εκ της Προύσης λέγεται Προυσός. Μετ’ ολίγας ημέρας από λόγον εις λόγον ηκούσθη το γεγονός εις όλα τα πέριξ, τόσον ώστε έφθασε και εις την ακοήν του προειρημένου άρχοντος από τον οποίον εχάθη πρωτύτερα η αγία Εικών. Ούτος ως ήκουσεν, ότι με ένα τοιούτον ουράνιον στύλον ευρέθη μία Εικών της Θεοτόκου, δεν έχασε καιρόν, αλλ’ ευθύς επήρε τους δούλους του και τρέχει προς εκείνα τα μέρη, ζητών το ποθούμενον. Όθεν μετά δύο ημέρας έφθασεν εκεί, και ως είδε την αγίαν Εικόνα, ευθύς την ανεγνώρισε, και πίπτων κατά γης την επροσκύνησε, και εν αγαλλιάσει καρδίας κατησπάζετο αυτήν· έπειτα φιλοδωρήσας τους χωρικούς εκείνους ποιμένας δια την εύρεσιν, και ευχαριστήσας αυτούς, έλαβε την αγίαν Εικόνα και επέστρεψε δια τας Πάτρας. Οι δε ευλογημένοι εκείνοι ποιμένες, όσον εχάρησαν πρωτύτερα εν τη ευρέσει της θείας Εικόνος (ως ποτε οι προ αυτών εν τη γεννήσει του Ιησού), άλλο τόσον ελυπήθησαν τότε δια την υστέρησιν του τοιούτου θησαυρού και κατά του άρχοντος αδημονούσαν και εγόγγυζον. Ο δε έλεγε εις αυτούς· «Ω αδελφοί μου, μη γογγύζετε κατ’ εμού, διότι δεν έχετε κανένα δίκαιον· αφ’ ενός μεν διότι η ιερά αύτη Εικών είναι ιδική μου, και δια την εύρεσίν της ιδού οπού σας εφιλοδώρησα· αφ’ ετέρου δε διότι ο τόπος ούτος, και αν θέλω να κάμω Εκκλησίαν, δεν είναι ούτε δι’ Εκκλησίαν κατάλληλος, ούτε δια συνάξεις προσκυνητών επιτήδειος». Με τοιαύτα λόγια άφησεν αυτούς εκεί λυπημένους, αυτός δε επήρε την αγίαν Εικόνα και ανεχώρησεν, ως ανωτέρω είπομεν. Ερχόμενος δε έως εις υψηλόν τι σημείον της οδού, εκεί όπου είναι τώρα ερειπωμένον τι παρεκκλήσιον της Θεοτόκου, εκουράσθησαν όλοι. Όθεν έβαλον εντός αυτού την αγίαν Εικόνα και εκάθησαν να αναπαυθούν ολίγον· εκεί δε απεκοιμήθησαν, και αναστάντες δεν εύρον την αγίαν Εικόνα. Όθεν έβαλε κατά νουν ο άρχων, ότι οι χωρικοί εκείνοι ποιμένες τον παρηκολούθησαν και την έκλεψαν, ευθύς όθεν στρέφουσιν οπίσω τάχιστα. Ερχόμενος δε έως εις ένα τόπον στενόν, πλησίον του ποταμού, ήκουσε φωνήν, ήτις έλεγεν εις αυτόν· «Ω νεανία, σωθείης, ύπαγε εν ειρήνη και μη κοπιάζης, διότι εγώ καλλίτερα αναπαύομαι εδώ εις τους στενούς αυτούς τόπους με ανθρώπους χωρικούς και ποιμένας, παρά με πολιτικούς αιρεσιάρχας· ει δε και θέλης να μείνης μετ’ εμού, ελθέ εκεί όπου με εύρες, και τούτο θέλει σου είναι καλόν και ωφέλιμον». Ταύτην την φωνήν ουδείς άλλος ήκουσε πλην αυτού μόνου. Όθεν τους μεν αυτού δούλους ηλευθέρωσε και απέστειλεν εις τα ίδια, αυτός δε, παραιτήσας τα εν τω κόσμω άπαντα, επήρεν ένα δούλον του, όστις θεληματικώς τον ηκολούθησε, και επέστρεψεν εις τον Πυρσόν, ένθα ευρών την αγίαν Εικόνα εν τω ιδίω σπηλαίω, εγνώρισεν, ότι εκεί είναι θέλημα της Κυρίας Θεοτόκου δια να κατοικήση και αυτός. Όθεν ετοιμάσας έκτισε το παρεκκλήσιον της αγίας Εικόνος έσωθεν του σπηλαίου, εκεί δε πλησίον ησύχασε και αυτός ομού με τον δούλον του γενόμενοι αμφότεροι Μοναχοί, μετωνομάσθησαν δε ο μεν άρχων Διονύσιος, ο δε δούλος αυτού Τιμόθεος. Μετά ταύτα, ως λέγουσιν, έκτισε και εν κελλίον αντίπερα της Μονής· τούτο δε το έκαμε δια να ησυχάζη εκεί, επειδή εντός της Μονής, με το να έρχωνται πολλοί, του έδιδαν ταραχήν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευθείς ο ευλογημένος ούτος άρχων ανεπαύθη εν Κυρίω· και το μεν σώμα αυτού ετάφη παρά του μαθητού αυτού Τιμοθέου ένδοθεν του Ναού, τον οποίον αυτός ωκοδόμησεν, η δε μακαρία αυτού ψυχή απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς. Αλλ’ επειδή, όσον το δυνατόν, διηγήθημεν έως εδώ τα περί της ελεύσεως και ευρέσεως της αγίας Εικόνος, και της αρχής του Μοναστηρίου, θέλομεν τώρα διηγηθή και δύο ή τρία από τα παλαιά θαυμάσια, τα οποία κατά καιρούς ηκολούθησαν, συνεργούσης της θείας χάριτος δια μέσου της θεομητορικής αυτής Εικόνος. Διότι αδύνατον είναι να παραθέσωμεν ενταύθα όλα, αφού μόνον τα διασωθέντα αποτελούν βιβλίον ολόκληρον. Η δε Θεοτόκος δεν παύει θαυματουργούσα. Ταύτα δε ακούοντες ας ευχαριστήσωμεν την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, διότι ποιεί τοιαύτα τεράστια και υπερφυή θαυμάσια, και εις ημάς τους ογδοήτας ταλαιπώρους εις τους εσχάτους τούτους χρόνους, απού μόνον το όνομα έχομεν ως Χριστιανοί, τα δε έργα μας δεν διαφέρουσιν από τα των ασεβών και απίστων. Μίαν φοράν, από αμέλειαν του κανδηλανάπτου, ήναψεν η Εκκλησία της Μονής ταύτης του Προυσού χωρίς να το καταλάβουν οι πατέρες να ευγάλουν τίποτε από μέσα, αλλά ουδέ αυτήν την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Όταν δε είδαν και εκατάλαβαν την πυρκαϊάν, δεν ημπόρεσαν πλέον να εισέλθουν, διότι το πυρ περιεκύκλωσεν όλον τον Ναόν, οι δε πατέρες έκλαιον και ωδύροντο, και το περισσότερον εθρηνούσαν δια την αγίαν Εικόνα και την Βιβλιοθήκην· τόσον δε εκάη η Εκκλησία του καθολικού, ώστε δεν έμεινεν εις αυτήν ούτε ξύλον, ούτε βιβλίον, ούτε άλλο τίποτε, πλην πέτραι μόνον. Όταν δε κατέπαυσε το πυρ (ω του θαύματος!), βλέπουν την αγίαν Εικόνα και έστεκεν επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν του έσωθεν αυτής Παρεκκλησίου, χωρίς να βλαφθή τελείως από το πυρ. Όθεν εδόξασαν τον Θεόν και την Δέσποιναν Θεοτόκον, διότι εφύλαξεν αβλαβή την αγίαν της Εικόνα και το Παρεκκλήσιόν της. Την πυρκαϊάν δε ταύτην την μαρτυρεί και το ιερώτατον αυτό σπήλαιον, το οποίον στέκεται καταμαυρισμένον από το πυρ έως σήμερον. Ακούσατε δε και έτερον θαυμάσιον. Άνωθεν του τρούλλου της Εκκλησίας ταύτης ήτο πέτρα μεγαλωτάτη, κολλημένη ως ένα σώμα με το σπήλαιον, την οποίαν εσκέπαζεν ένας μεγάλος κισσός, όστις ήτο εκεί και την είχε περιπεπλεγμένην, ύστερον δε ο μεν κισσός εξηράνθη, η δε πέτρα έμεινε γυμνή. Μετά ταύτα έγινεν ένας σεισμός, και τότε ήνοιξε η πέτρα εκείνη, και ήτο ετοίμη να πέση και να χαλάση όλην την Εκκλησίαν. Βλέποντες δε οι πατέρες της Μονής τον τοιούτον κίνδυνον της Εκκλησίας, και μη δυνάμενοι να ποιήσωσιν άλλο τι, έψαλαν Παράκλησιν εις την Παναγίαν με πίστιν και ζέσιν καρδίας, ούτω δε έρριψαν όλην των την ελπίδα εις την Θεοτόκον και εκοιμήθησαν· το δε πρωϊ (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) βλέπουσι την πέτραν εκείνην ερριμμένην κάυωθεν της Εκκλησίας εκεί όπου οι τάφοι των Ιερομονάχων, χωρίς να εγγίξη τελείως εις τον Ναόν, εδόξασαν δε τότε τον Θεόν και την Πανάχραντον Θεοτόκον· ο δε τόπος εκείνος του σπηλαίου, όστις είχε την πέτραν, μόνος του φωνάζει και κηρύττει το θαύμα τούτο εις τους ορώντας έως την σήμερον. Τα δύο ταύτα θαυμάσια είναι παλαιότατα· ανεκαινίσθη δε το πυρποληθέν Καθολικόν από κτίσεως κόσμου εν 7095 ήτοι εν έτει 1587 κατά δε το 1754 έτος από Χριστού αύθις ανεκαινίσθη υπό του τότε Ηγουμένου Πελαγίου. Αλλ’ ας έλθωμεν και εις έτερον θαυμάσιον. Εις το δεξιόν μέρος της Εκκλησίας υπάρχει χάος φοβερώτατον, το οποίον καταλήγει κάτωθεν εις βαθύτατον λάκκον, εις αυτό δε το χάος όχι μόνον να πέση τις δεν μένει πλέον εις αυτόν ούτε σώμα, ούτε πνεύμα, αλλά και να πλησιάση και να ατενίση μόνον τα κάτωθεν, δεν υποφέρει τον φόβον και φεύγει οπίσω όλως έντρομος. Μίαν φοράν λοιπόν, κατά την ημέραν, κατά την οποίαν γίνεται Σύναξις της αυτής Μονής, έτυχε να στέκη εκεί πλησίον γυνή τις Ιερέως, ήτις εβαστούσε και το μικρόν της βρέφος εις τας χείρας· από δε το πλήθος του λαού εμποδισθείσα εκρημνίσθη εις εκείνο το θανατηφόρον χάος ομού με το βρέφος, και κατήντησεν έως κάτω εις τον λάκκον. Ως είδε δε ο λαός τούτο, άπαντες ελυπήθησαν, έπειτα έτρεξαν από άλλο μέρος οι συγγενείς της γυναικός, και εις Ιερομόναχος, δια να εύρουν καν τα λείψανα της τε γυναικός και του παιδίου να τα κηδεύσουν ως έπρεπεν. Αλλά (ευχαριστούμεν σε, Θεοτόκε), ως ήλθαν εις τον λάκκον (ω του θαύματος!) βλέπουσιν την νομιζομένην νεκράν καθημένην επάνω εις μίαν πέτραν και θηλάζουσαν το βρέφος αυτής, χωρίς να έχη υποστή ούτε παραμικράν βλάβην ούτε αυτή ούτε το βρέφος. Παραλαβόντες όθεν αυτήν ήλθον επάνω εις την Μονήν· ερωτωμένη δε πως εφυλάχθη αβλαβής, έλεγεν· «Ως έπεσα κάτω εις τον κρημνόν, άλλο δεν επρόφθασα να είπω, ειμί τούτο: «Παναγία μου Προυσιώτισσα, βοήθησόν μοι». Η δε Κυρία Θεοτόκος με εφύλαξε, καθώς βλέπετε, και εμέ και το τέκνον μου». Αναρίθμητα, ποικίλα και καταπληκτικά είναι τα θαύματα τα οποία έκαμε και εξακολουθεί καθημερινώς να κάμνη η Παναγία Προυσιώτισσα εις όσους με πίστιν και ευλάβειαν προστρέχουν να την προσκυνήσουν και εις όσους μεταφέρουν τον νουν των εις Αυτήν, όπου της γης και αν ευρίσκωνται. Εις Αυτήν όθεν ας προσφεύγωμεν πάντες οι εν ανάγκαις, ότι αυτή ως Μήτηρ Θεού δύναται όσα θέλει και βούλεται. Αυτής αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Επισκόπου Λουγδούνου.

Δημοσίευση από silver »

Ειρηναίος ο ένδοξος Ιερομάρτυς, έτερος ούτος ων του ανωτέρω, ήκμασε κατά τους χρόνους Μάρκου Αυρηλίου, του και Αντωνίου καλουμένου και φιλοσόφου, εν έτει ρξ΄ (160), ήτο δε εκ των παλαιών ανδρών, διάδοχος των μακαρίων Αποστόλων και Επίσκοπος χρηματίσας της εν Γαλλία πόλεως Λουγδούνου, της σήμερον ονομαζομένης Λυώνος. Ούτος, καθ’ α λέγουσι, συνέγραψε πλείστα συγράμματα, βεβαιούντα την των Χριστιανών ορθήν πίστιν, εξ ων οι μεταγενέστεροι θείοι Πατέρες ηρανίσθησαν πολλάς ερμηνείας των θείων Γραφών. Διαδεχθείς εις την Επισκοπήν Λουγδούνου τον Ποθεινόν, όστις εμαρτύρησεν υπέρ Χριστού, ελύτρωσε πολλούς Έλληνας από της πλάνης των ειδώλων δια των λόγων και της διδασκαλίας του· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και πολλούς Μάρτυρας προσήγαγεν εις τον Χριστόν αθλήσαντας δια το όνομά του. Τέλος αποκεφαλισθείς και αυτός υπό του Σεβήρου, εν έτει σβ΄ (202), έτυχε του στεφάνου της αθλήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) του Αυγούστου, ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος ΚΟΣΜΑΣ, ο εν Αλβανία μαρτυρήσας κα

Δημοσίευση από silver »



Κοσμάς ο Άγιος Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος, ο αληθώς άνθρωπος του Θεού, διδάσκαλος και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου, κατήγετο από το μικρόν χωρίον της Αιτωλίας το ονομαζόμενον Μέγα Δένδρον. Ήτο υιός γονέων ευσεβών, παρά των οποίων ανετράφη και εξεπαιδεύθη εις τα γράμματα εν νουθεσία Κυρίου, κατά τον θείον Απόστολον. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν περίπου είκοσιν ετών, ήρχισε να διδάσκεται από τον Ιεροδιάκονον Ανανίαν, τον καλούμενον Δερβισάνον. Επειδή όμως κατά τους χρόνους εκείνους ήρχισε να ακμάζη και να φημίζεται μεγάλως και το σχολείον του Βατοπαιδίου εις το Άγιον Όρος, μετέβη εκεί, ίνα φοιτήση εις τούτο με άλλους αρκετούς συμπατριώτας του. Εκεί συνεπλήρωσε την μάθησιν υπό διδάσκαλον τον Παναγιώτην Παλαμάν. Μετά δε ταύτα εδιδάχθη και την Λογικήν από τον εκ Μετσόβου διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον, όστις ήτο εκεί σχολάρχης μετά τον σοφώτατον Ευγένιον. Ήτο δε ούτος ο Ιερομάρτυς Κοσμάς ακόμη τότε λαϊκός, καλούμενος Κώνστας. Αλλά αν και το σχήμα των λαϊκών έφερεν, εφαίνετο σεμνός, ως να έφερε το μοναχικόν σχήμα και κατά πάντα τρόπον ηγωνίζετο και ήσκει εαυτόν έως της τελειότητος. Επειδή δε κακή τη τύχη η σχολή εκείνη ηρημώθη, αναχωρησάντων των διδασκάλων, τότε και ο καλός και ενάρετος Κώνστας μετέβη εις την Ιεράν Μονήν του Φιλοθέου. Εκεί κατά πρώτον εκάρη Μοναχός λαβών το όνομα Κοσμάς, υπετάγη δε εις την άσκησιν και τους βαρυτάτους κόπους της μοναχικής πολιτείας μετά πάσης προθυμίας. Μετά δε ταύτα, εχούσης της Μονής ταύτης την ανάγκην εφημερίου, υπακούσας εις την σφοδράν προτροπήν των πατέρων και τας παρακλήσεις αυτών, εχειροτονήθη ιερομόναχος. Εξ αρχής δε ο μακάριος ούτος ανήρ, και έτι κοσμικός ων, πόθον είχε πολύν να ωφελήση τους αδελφούς Χριστιανούς με εκείνα τα οποία εδιδάχθη και έμαθε. Διο πολλάκις έλεγεν, ότι οι αδελφοί μας Χριστιανοί μεγάλην έχουσιν ανάγκην από λόγον Θεού. Και ότι χρέος βαρύτατον έχουν εκείνοι, οίτινες σπουδάζουν, να μη προστρέχουν εις τα παλάτια των αρχόντων και τας αυλάς των μεγιστάνων δια να αποκτήσωσι πλούτον και αξιώματα, αλλά πρωτίστως να διδάσκωσι τας χριστιανικάς αληθείας εις τους απλοϊκούς ανθρώπους, οίτινες ζώσιν εις την απαιδευσίαν και την άγνοιαν, δια να αποκτήσουν ούτω μισθόν ουράνιον και αμάραντον δόξαν. Αλλά αν και ο μακάριος Κοσμάς τοιαύτα επόθει και ζήλος πολύς εθέρμαινε την ιεράν αυτού καρδίαν, ίνα ωφελήση τους πολλούς, όμως, συλλογιζόμενος το πόσον είναι μέγα και δύσκολον το έργον του Αποστολικού κηρύγματος, ως ταπεινόφρων και μέτριος δεν ετόλμησε μόνος να αναλάβη το τοιούτον βαρύτατον έργον χωρίς να έχη την συγκατέθεσιν της θείας βουλήσεως. Όθεν, θέλων να δοκιμάση αν είναι τούτο θέλημα Θεού, ήνοιξε την Θείαν Γραφήν. Και, ω του θαύματος! Εύρεν ευθύς ενώπιόν του τον λόγον του Αποστόλου, λέγοντος: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά και το του ετέρου έκαστος» (Α΄ Κορ. ι:24). Ήτοι ας μη ζητή τις μόνον το ιδικόν του συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του. Φωτισθείς όθεν εκ τούτου και αποκαλύψας τον σκοπόν του και προς τους άλλους πνευματικούς πατέρας και λαβών παρ’ αυτών συγχώρησιν, ανεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα συναντήση εκεί και τον αυτάδελφόν του διδάσκαλον Χρύσανθον. Ούτος εδίδαξεν εις τον μακάριον Κοσμάν και ολίγην ρητορικήν τέχνην, ίνα ομιλή με ποιάν τινα μέθοδον. Αποκαλύψας όθεν τον λογισμόν του και εις τους εκεί ευλαβεστάτους Αρχιερείς και διδασκάλους και ευρών πάντας αυτούς παρακινούντας τούτον συμφώνως προς το θείον τούτο έργον, έλαβεν έγγραφον προς τούτο άδειαν παρά του τότε πατριαρχεύοντος Σεραφείμ του εκ Δελβίνου. Ούτως ο μακάριος ούτος Ιερομάρτυς Κοσμάς ήρχισε να κηρύττη το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών κατ’ αρχήν μεν εις τας εκκλησίας και τα χωρία της Κωνσταντινουπόλεως, εκείθεν δε μετέβη εις Ναύπακτον, Βραχώρι, Μεσολόγγιον και άλλους τόπους και πάλιν επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν. Όπου και συμβουλευθείς τον τότε Πατριάρχην Σωφρόνιον και λαβών παρ’ αυτού νέαν άδειαν και ευλογίαν ήρχισε και πάλιν να κηρύττη τον λόγον του Ευαγγελίου με περισσοτέραν θερμότητα και ζήλον. Περιελθών, όθεν, άπαντα σχεδόν τα Δουκάνησα και διδάξας τους Χριστιανούς να μετανοούν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας, επέστρεψεν εκείθεν εις το Άγιον Όρος. Ήτο δε τότε το έτος 1775. Αφού δε περιήλθεν όλας τας εκεί Μονάς και Σκήτας και εδίδαξε τους εις αυτάς ασκουμένους πατέρας, παρέμεινεν εκεί ολίγον καιρόν αναγιγνώσκων τα θεία βιβλία. Μη δυνάμενος δε ο Άγιος να παραμείνη περισσότερον εξ αιτίας της αγάπης, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν του δια την ωφέλειαν των Χριστιανών, καθώς πολλάκις ο ίδιος έλεγε τούτο εις τους πατέρας, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και εκκινήσας από τα έξω του Όρους χωρία, έφθασε κηρύττων εις την Θεσσαλονίκην, την Βέροιαν και εις ολόκληρον σχεδόν την Μακεδονίαν. Επροχώρησε δε έως τα μέρη της Χειμάρρας, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και έως και αυτής της Άρτης και της Πρεβέζης. Εκείθεν δε έπλευσεν εις την Αγίαν Μαύραν και εις την Κεφαλληνίαν. Οπόθεν δε και αν διήρχετο ή όπου μετέβαινεν, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, οίτινες ήκουον μετά κατανύξεως και ευλαβείας την χάριν και την γλυκύτητα των λόγων του και ακολούθως εγένετο συνομιλία, εκ της οποίας επήρχετο μεγάλη η ωφέλεια των ψυχών. Ήτο δε η διδασκαλία αυτού, καθώς ημείς αυτήκοοι εγενόμεθα, απλουστάτη, ως εκείνη των αλιέων· ήτο γαλήνιος και ήσυχος και εφαίνετο πλήρης της χάριτος, της ιλαρότητος και της ενθέου γλυκύτητος του Αγίου Πνεύματος. Μάλιστα δε εις την Κεφαλληνίαν μέγαν καρπόν ψυχικής ωφελείας απέδωσεν ο ιερός ούτος διδάσκαλος με τον σπόρον της θείας διδασκαλίας του. Αλλά και ο Θεός, ο τα πάντα κυβερνών και οικονομών, συνήργει άνωθεν και εβεβαίωνε τους λόγους του Αγίου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, με τα ακόλουθα σημεία και θαύματα, καθώς άλλοτε δια των τοιούτων θαυμάτων εβεβαίου το κήρυγμα των θείων αυτού Αποστόλων. Ούτω εις την νήσον ταύτην έζη πτωχός τις ράπτης, όστις είχε την δεξιάν του χείρα από χρόνων πολλών ακίνητον και άχρηστον. Ούτος όθεν, καταφυγών εις τον Άγιον, παρεκάλει να τον ιατρεύση. Ο Άγιος τότε παρεκίνησεν αυτόν να προστρέξη με ευλάβειαν εις την διδασκαλίαν του και ο Θεός θέλει τον ευσπλαγχνισθή. Υπήκουσεν ο πτωχός ράπτης και αφού ήκουσεν ευλαβώς της διδασκαλίας αυτού, ω του θαύματος! Την επομένην ημέραν ιατρεύθη τελείως. Άλλος πάλιν παράλυτος, μαθών τούτο το παράδοξον, παρεκάλει και τον μετέφερον επί της κλίνης του, κατά την ώραν της διδασκαλίας του Αγίου. Και ούτος, ω του θαύματος! Μετ’ ολίγας ημέρας ιάθη τελείως και εδόξαζε τον Θεόν και ηυχαρίστει τον Άγιον. Εις το κάστρον της Άσσου διέμενεν εις ευγενής, όστις είχε δεινήν ασθένειαν των ώτων και επί πολλούς χρόνους ήτο τελείως κωφός. Ούτος μεταβαίνων με ευλάβειαν και πίστιν εκεί όπου εδίδασκεν ο Άγιος, ήρχισεν ευθύς να ακούη, ιαθείς τελείως. Εις την Κεφαλληνίαν υπάρχει χωρίον, ονομαζόμενον Κουρουνός. Εκ του χωρίου τούτου διερχόμενος ο Άγιος εν καιρώ θέρους, εδίψασε και εζήτησεν ύδωρ δια να πίη από εν ξηροπήγαδον. Οι άνθρωποι είπον εις τον Άγιον ότι δεν ήτο εύκολον, διότι το ξηροπήγαδον δεν είχεν ύδωρ. Αλλά δια να κάμουν υπακοήν, ανέσυραν από το βάθος του πηγαδίου ύδωρ γεμάτον λάσπην. Και ευθύς ως ο Άγιος έφερε τούτο εις το στόμα του και έπιεν ολίγον, ευθύς το ξηροπήγαδον τούτο παραδόξως ανέβλυσεν ύδωρ καθαρόν και άφθονον και έκτοτε είναι πάντοτε πλήρες καθ’ όλον τον χρόνον και ιαματικόν δια ασθενείας. Εξ αιτίας του πλήθους του λαού, το οποίον συνηθροίζετο κατά τας διδασκαλίας του Αγίου, ουδεμία Εκκλησία εχώρει και ούτω εξ ανάγκης εδίδασκεν εις τας πεδιάδας. Εις τον τόπον λοιπόν όπου έμελλε να διδάξη, έλεγε πρώτον και κατεσκεύαζαν ένα μεγάλον ξύλινον Σταυρόν. Κατόπιν ακουμβούσεν επί του στηθέντος Σταυρού το σκαμνίον, το οποίον, ως λέγουσιν, κατεσκεύασε δι’ αυτόν, ως θρονίον, ο Κουρτ πασάς, επί του οποίου ανερχόμενος εδίδασκεν. Και μετά το πέρας της διδασκαλίας το μεν σκαμνίον διέλυε και το έφερε μεθ’ εαυτού, όπου και αν μετέβαινεν, ο δε Σταυρός έμενεν εκεί εις παντοτεινήν ενθύμησιν του κηρύγματός του. Και εις τους τόπους, όπου ήσαν στημένοι οι Σταυροί, ο Θεός ενήργει πολλά θαύματα. Ούτω εις το μέσον της αγοράς του Αργοστολίου, πόλεως της Κεφαλληνίας, όπου ο Άγιος έστησεν ένα τοιούτον Σταυρόν, ανέβλυσεν ύδωρ θαυμάσιον και άφθονον, το οποίον εξακολουθεί να φαίνεται έως την σήμερον, χωρίς ποτέ να ολιγοστεύη. Από της Κεφαλληνίας ο Άγιος έπλευσεν εις την Ζάκυνθον, συνοδευόμενος από δέκα καϊκια, πλήρη ευλαβών Κεφαλλήνων. Και αφού εδίδαξεν εκεί έως ολίγον, δεν ηυτύχησεν ο ευλογημένος. Όθεν επέστρεψε πάλιν εις την Κεφαλληνίαν και εκείθεν μετέβη εις Κορυφούς, όπου εδεξιώθησαν αυτόν πανδήμως και μάλιστα ο ηγεμών. Επειδή όμως πλήθος πολύ συνηθροίσθη εκ των χωρίων, ίνα ακούσουν την διδασκαλίαν του Αγίου, οι της πόλεως προεστώτες, τον φθόνον φοβούμενοι, παρεκάλεσαν τον Άγιον να αναχωρήση το ταχύτερον. Και ούτω ο ενάρετος και ευλογημένος Άγιος Κοσμάς, ίνα μη γίνη αίτιος σκανδάλων και ταραχών, αναχωρήσας εκείθεν μετέβη εις το αντίκρυ της Κερκύρας μέρος της Στερεάς, ήτοι της Αλβανίας, ονομαζόμενον Άγιοι Σαράντα. Εκεί εδίδασκε τους Χριστιανούς περιπατών και διερχόμενος από τας βαρβάρους εκείνας επαρχίας, όπου εκινδύνευε να απολεσθή τελείως η ευσέβεια και η χριστιανική ζωή ένεκα της αμαθείας, εις την οποίαν ευρίσκοντο οι εκεί Χριστιανοί, αλλά και από τα πολλά κακά τα οποία είχον καταπνίξει τούτους, ήτοι φόνους, κλοπάς και άλλας μυρίας παρανομίας, τόσον ώστε παρ’ ολίγον να ήσαν χειρότεροι κατά τας κακίας και τα αμαρτήματα από τους ασεβείς. Και εις τούτων των Χριστιανών τας διεφθαρμένας και εξηγριωμένας καρδίας εμφυτεύσας τον σπόρον του θείου λόγου ο ιερός Κοσμάς, κατώρθωσε, συνεργούσης της θείας χάριτος, να επιτύχη καρπόν αγλαόν. Διότι τους αγρίους αυτούς ημέρευσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους ασπλάγχνους και ανελεήμονας ανέδειξεν ευσπλάγχνους και ελεήμονας, τους ανευλαβείς μετέφερεν εις την ευσέβειαν, τους αμαθείς και αγροίκους εμόρφωσεν εις τα θεία γράμματα και ενουθέτησε να προσέρχωνται εις τας ιεράς Ακολουθίας και άπαντας εν γένει τους αμαρτωλούς επέστρεψεν εις βαθείαν μετάνοιαν και τελειοποίησιν, εις σημείον ώστε άπαντες οι Χριστιανοί έλεγον, ότι εις τον καιρόν των ανεφάνη εις νέος Απόστολος. Παντού δε οπόθεν διήλθεν ίδρυσε σχολεία δια του μέσου της διδασκαλίας αυτού, τόσον ανώτερα όσον και κοινά, ίνα φοιτούν εις αυτά τα παιδία και μανθάνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα και εκ τούτων να εδραιώνωνται εις την πίστιν και την ευσέβειαν, ως και να καθοδηγούνται εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν. Κατέπεισε δε τους πλουσίους και ηγόρασαν υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας χαλκίνας κολυμβήθρας και αφιέρωσε ταύτας εις τας Εκκλησίας εις μνημόσυνόν των, ίνα βαπτίζωνται κατά τον τύπον του Μυστηρίου τα παιδιά των Χριστιανών. Ομοίως κατέπεισε τους έχοντας τα μέσα και ηγόρασαν βιβλία Πατερικά και τοιαύτα με χριστιανικάς διδασκαλίας, κομβοσχοίνια, μικρούς σταυρούς, καλύμματα της κεφαλής και κτένια, εκ των οποίων τα μεν βιβλία διένειμεν εις εκείνους, οίτινες επεθύμουν την μάθησιν, τα δε καλύμματα, υπέρ τας τεσσαράκοντα χιλιάδας, εις τας γυναίκας, ίνα σκεπάζουν την κεφαλήν των και τα κτένια εις εκείνους, οίτινες υπέσχοντο να αφήσουν το γένειον και να διάγωσι βίον ενάρετον και χριστιανικόν. Τα δε κομβοσχοίνια και σταυρίδια διένειμεν εις τον πολύν λαόν δια να συγχωρώσι τους αγοράσαντας. Είτα δε ο Άγιος μεθ’ εαυτού τεσσαράκοντα έως πεντήκοντα Ιερείς, οίτινες ηκολούθουν αυτόν και όταν έφθανεν εις τινα τόπον παρήγγελλε κατά πρώτον εις τους Χριστιανούς να εξομολογηθούν, να νηστεύουν και να τελούν αγρυπνίαν με μεγάλην λαμπρότητα και φωτοχυσίαν. Διότι είχεν επίτηδες κατεσκευασμένα ξύλινα μανουάλια, χωρούντα έκαστον εκατόν κηρία και κατόπιν διένειμε δωρεάν εις άπαντας κηρία. Μεθ’ ο παρήγγελλεν εις τους Ιερείς και ανεγίγνωσκον το Άγιον Ευχέλαιον και εχρίοντο πάντες οι Χριστιανοί, εις το τέλος δε έκαμνε διδασκαλίαν. Επειδή δε ηκολούθουν τον Άγιον λαός πολύς, έως και δύο και τρεις χιλιάδες ψυχών, επρόσταζεν αφ’ εσπέρας και ητοίμαζον σάκκους πλήρεις άρτου και μεγάλας χύτρας με εβρασμένον σίτον και μετέφερον ταύτα εις τον δρόμον, οπόθεν ήθελε διέλθει το πλήθος των ανθρώπων και εκείθεν έτρωγον πάντες και συνεχώρουν ζώντας και τεθνεώτας. Ενήργησε δε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, και εκεί εις την Αλβανίαν, καθώς και εις άλλους τόπους, τοιαύτα θαυμάσια. Τούρκος τις αξιωματικός, παρακινούμενος υπό Εβραίων ή ομοφύλων του, ή υπό του διαβόλου, τόσον μίσος ησθάνθη κατά του Αγίου, ώστε μίαν ημέραν ίππευσε τον ίππον του και έτρεχεν ίνα προλάβη τον Άγιον και τον κακοποιήση. Αλλά ο ίππος καλπάζων έρριψε τούτον χαμαί, εξ ου και συνετρίβη ο δεξιός του πους. Επιστρέψας δε κακήν κακώς εις την οικίαν του, εύρε τον υιόν του νεκρόν. Μετανοήσας όθεν πικρώς έγραψεν επιστολήν εις τον Άγιον εις την οποίαν ωμολόγει το σφάλμα του και εζήτει παρ’ αυτού συγχώρησιν. Οι πρώτοι αγάδες των Φιλιατών, εκ της μεγάλης φήμης του Αγίου υποκινούμενοι, μετέβησαν ίνα ίδουν αυτόν και ακούσουν την διδασκαλίαν του. Επειδή δε ήτο καιρός του θέρους, εκοιμήθησαν έξω εις τον κάμπον. Και περί το μεσονύκτιον είδον φως λαμπρότατον, ουράνιον, ως νέφος, το οποίον εσκέπασε τον τόπον εκείνον όπου εκάθητο ο Άγιος, σημείον το οποίον διηγήθησαν εις τους Χριστιανούς. Όθεν το πρωϊ εζήτησαν από τον Άγιον να δώση εις αυτούς την ευχήν του από την καρδίαν του και όχι μόνον από τα χείλη του. Άλλος Τούρκος αξιωματικός εκ Καβαϊας υπέφερεν από δεινήν ασθένειαν, εκ της οποίας δεν ηδύνατο να ουρήση. Ούτος μαθών τα υπό του Αγίου τελούμενα θαυμάσια έστειλε προς αυτόν τον υπηρέτην του, παρακαλών όπως ο Άγιος τον επισκεφθή, ίνα, τη τούτου μεσιτεία, ο Θεός τον ιατρεύση. Αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε να μεταβή, ονομάζων εαυτόν αμαρτωλόν. Ο Τούρκος όμως και πάλιν απέστειλε τον υπηρέτην του με έν αγγείον πλήρες ύδατος, παρακαλών τον Άγιον να ευλογήση το ύδωρ. Τότε ο Άγιος, βλέπων την μεγάλην του Τούρκου ευλάβειαν, διεμήνυσεν εις αυτόν να υπακούση εις δύο συμβουλάς του: Να μη πίνη ρακί και να διανείμη το δέκατον του πλούτου του εις τους πτωχούς. Αφού δε ο Τούρκος υπεσχέθη ότι θα πράξη ταύτα, ο Άγιος ηυλόγησε το ύδωρ, το οποίον πίνων ο ασθενών ιατρεύθη τελείως εις τέσσαρας ημέρας. Όθεν έκτοτε έκαμνε μεγάλας ελεημοσύνας εις τους πτωχούς. Προς το Φανάρι, εις τόπον λεγόμενον Λυκουρίσι, ο Τούρκος εξουσιαστής ιδών τον Σταυρόν, τον οποίον αφήκεν εκεί ο Άγιος, όταν εδίδαξεν, ως προείπομεν, ανέσυρεν αυτόν και τον μετέφερεν εις την οικίαν του με σκοπόν να υποστηλώση τον ξύλινον σκελετόν της κλίνης του, που είχεν εις το φυλάκιον του αγρού του. Αλλ’ ευθύς ως ανέσυρε τον Σταυρόν, ω του θαύματος! Εγένετο ωσάν φοβερός σεισμός και ο εξουσιαστής, μη δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, έπεσε κατά γης κυλιόμενος επί ώραν πολλήν, αφρίζων και τρίζων τους οδόντας ως δαιμονιζόμενος. Μετά δε ώραν πολλήν ανεσηκώθη από δύο Τούρκους εκείθεν διερχομένους, και αφού συνήλθεν ηννόησεν, ότι τούτο το σημείον ήτο οργή Θεού δια την αφροσύνην του να εκριζώση τον Σταυρόν. Ευθύς τότε μετέβη μόνος του και εστερέωσε και πάλιν τον Τίμιον Σταυρόν εις τον τόπον όπου ευρίσκετο πρότερον, καθ’ εκάστην δε μετέβαινεν και ησπάζετο αυτόν με βαθείαν ευλάβειαν. Όταν δε αργότερον ο Άγιος διήλθε και πάλιν εκείθεν, έτρεξεν ούτος ο Τούρκος και προσεκύνησεν αυτόν, διηγούμενος δε το θαύμα παρουσία πάντων εζήτει ταπεινώς συγχώρησιν. Ο Άγιος ήλεγχε τας γυναίκας εκείνας που φέρουν στολίδια και επιτηδεύονται εις το να επιδεικνύωνται, συν τω χρόνω δε κατέπεισε ταύτας δια των διδασκαλιών του να απορρίψουν ταύτα και να σωφρονούν, τόσον ώστε μερικαί εξ αυτών εφόρουν πλέον μελανά ενδύματα. Όμως γυνή τις πλουσία εις την Κόριτζαν είχε παιδίον του οποίου την κεφαλήν εστόλιζε με πολλά φλωριά και άλλα περιττά κοσμήματα. Την γυναίκα ταύτην πολλάκις συνεβούλευσεν ο Άγιος να διαμοιράση ταύτα εις τα πτωχά παιδιά, εάν θέλη να ζήση το τέκνον της. Αλλ’ εκείνη δεν υπήκουσεν εις την τοιαύτην συμβουλήν, ότε ο Άγιος είπεν εις αυτήν, ότι εάν δεν παύση να στολίζη το τέκνον της με αυτά τα περιττά και ανόητα πράγματα, θέλει στερηθή τούτο ταχέως. Και επειδή και εις την τοιαύτην συμβουλήν εκείνη δεν συνεμορφώθη, την επομένην ημέραν εύρε το τέκνον της νεκρόν εις την κλίνην του. Και τότε εγνώρισεν, ότι δια την απείθειάν της ο Θεός την ετιμώρησεν. Εκεί οπόθεν διήρχετο ο Άγιος εδίδασκε τους Χριστιανούς να μη κάμνουν εμπόριον την Κυριακήν, ούτε άλλας εργασίας, αλλά να προσέρχωνται προθύμως εις τας Εκκλησίας δια να ακούουν τας ιεράς Ακολουθίας και τους θείους λόγους. Πλην όμως πολλοί, παρακούσαντες εις την τοιαύτην του Αγίου συμβουλήν, ετιμωρήθησαν παρά Θεού με διαφόρους τιμωρίας. Ούτω, εις τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες, έως μιας ώρας απόστασιν από της Άρτης, πραγματευτής τις, όστις παρήκουσε και ετόλμησε να εμπορευθή Κυριακήν, έπαθε την χείραν του, ήτις εξηράνθη και έμεινε παράλυτος. Σπεύσας δε προς τον Άγιον και ζητήσας συγχώρησιν δια την αμαρτίαν, έτυχε ταύτης και μετ’ ολίγας ημέρας η χειρ του ιατρεύθη. Ομοίως και εις την Πάργαν καταστηματάρχης τις, θελήσας να πωλήση μερικόν εμπόρευμα την Κυριακήν, έπαθε παράλυσιν της χειρός του, αφού δε ωμολόγησε την αμαρτίαν του ενώπιον του Αγίου, είδε την ποθουμένην της χειρός του ίασιν. Εις το Ξηρόμερον μία γυνή εζύμωσε την Κυριακήν. Αφού δε εξήγαγεν από τον φούρνον της εψημένους τους άρτους είδε τούτους ερυθρούς, ωσάν να τους είχε ζυμώσει με αίμα. Όθεν προσδραμούσα εις τον Άγιον και πεσούσα προ των ποδών αυτού έλαβε την συγχώρησιν, και έκτοτε δεν ειργάζετο πλέον ημέραν Κυριακήν. Εις άλλα δε μέρη, όπου δεν εδόθη ο πρέπων σεβασμός εις την τοιαύτην εντολήν του Αγίου, πολλά σημεία εγένοντο. Και βους έθανε τινός παρακούσαντος και ημίονος άλλου τινός και έτερος εδαιμονίσθη, άλλος δε εύρε το τέκνον του νεκρόν. Εις χωρίον της Καστοριάς, ονομαζόμενον Σέλτζα, μία γυνή, τρέφουσα ευλάβειαν προς τον Άγιον, έλαβε το ύδωρ δια του οποίου ένιψε ποτε το πρόσωπόν του ο Άγιος και διεφύλαξεν αυτό εντός υαλίνου δοχείου. Και ω του θαύματος! Επ’ αυτού του ύδατος εφύτρωσεν εν χόρτον με δύο μόνον φύλλα, το οποίον ηυξήθη και ηπλώθη εις όλην την επιφάνειαν του ύδατος τούτου χωρίς να έχη ρίζαν. Και το χρώμα αυτού ουδόλως ήλλαξεν, αλλ’ έμεινε δροσερόν επί ένα ολόκληρον χρόνον, πάντες δε όσοι το έβλεπον, εθαύμαζον. Και το ύδωρ πολλούς ασθενείς εθεράπευσεν, όπως έλεγεν η γυνή αύτη. Τοιαύτα και άλλα πάμπολλα θαυμάσια ενήργησε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, όστις κατά τους τότε καιρούς της ζοφεράς του Έθνους δουλείας περιώδευεν απανταχού της Ελλάδος στηρίζων τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον πίστιν, ώστε και η ιδέα της ελευθέρας πατρίδος να αναθερμαίνεται. Έλεγε δε πολλάκις ο Άγιος εις τας διδασκαλίας του, ότι προσεκλήθη δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου από τον ίδιον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και ότι δια την αγάπην του προς αυτόν μέλλει να χύση το αίμα του. Η δε πρόρρησίς του αύτη επραγματοποιήθη ως ακολούθως. Ο αποστολικός ούτος διδάσκαλος ποτέ δεν ήνοιξε το στόμα αυτού δια να είπη λόγον εναντίον των Εβραίων, ούτε εις την Θεσσαλονίκην, ούτε εις την Καστοριάν, ούτε εις τα Ιωάννινα ούτε εις άλλον τόπον όπου ήσαν Εβραίοι, μόνον δε τους Χριστιανούς εδίδασκε να πολιτεύωνται ως Χριστιανοί, να καλλιεργούν τας κατά Χριστόν αρετάς, να φυλάττουν προ παντός την αλήθειαν και να έχουν εμπιστοσύνην εις τους ηγήτορας τους οποίους έδωκεν ο Θεός. Καθώς και αυτοί οι Αλβανοί παρακολουθούντες τας διδαχάς του έξω εις τας πεδιάδας όπου εδίδασκε, τον ήκουον να λέγη ταύτα και τον εκήρυττον ως άνθρωπον του Θεού, τόσον ώστε και αυτός ο Κουρτ πασάς, ακούων της καλής του Αγίου φήμης, επρόσταξε και ήλθεν ο Άγιος ενώπιόν του. Τόσον δε ήρεσεν εις τον πασάν η ομιλία του Αγίου, ώστε και το θρονίον εκείνο, ως προείπομεν, εδώρησεν εις τον Άγιον, δια να ανέρχεται υψηλά και από ύψους να διδάσκει και ενέδυσε τούτο με βαρύ βελούδινον ύφασμα. Όμως το μισόχριστον γένος των Εβραίων, καθώς εις τους παρελθόντας καιρούς έδειξε πάντοτε πάσαν κακίαν κατά των Χριστιανών, ούτω και τώρα, δεν ηνείχοντο να κηρύττεται η πίστις και το θείον Ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού, και τινες Εβραίοι των Ιωαννίνων είπον εις τον πασάν, ότι ο ιερός ούτος Κοσμάς ήτο απεσταλμένος από τους Μοσκόβους δια να πείση τους υποδούλους Έλληνας να φεύγουν εις την Μοσχοβίαν. Αλλά η θεία Πρόνοια διεφύλαξε τότε τον Άγιον από την επικίνδυνον ταύτην επιβουλήν, όμως μεγάλη χρηματική ζημία εγένετο εις τους Χριστιανούς. Εκ του γεγονότος τούτου όθεν ο ιερός Κοσμάς ήρχισε να στηλιτεύη την πονηρίαν και το αδιάλλακτον μίσος των Εβραίων κατά των Χριστιανών. Και επειδή απεδείχθη ότι η κατηγορία αύτη ήτο πλαστή και συκοφαντία, μετέβη και πάλιν ο Άγιος εις Ιωάννινα. Και κατά πρώτον έπεισε τους Χριστιανούς να μεταφέρουν την λαϊκήν αγοράν από της Κυριακής εις το Σάββατον, πράγμα όπερ επροξένησεν εις τους Εβραίους μεγάλην ζημίαν. Κατόπιν εκήρυξε τούτους ως φανερούς εχθρούς των Χριστιανών και ότι είναι έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν να προξενήσουν κάθε κακόν εις αυτούς. Θέλων δε ο Άγιος να αφήσουν οι Χριστιανοί την συνήθειαν να φέρουν εις την κεφαλήν των τας μακράς φούντας και άλλα διάφορα εξαρτήματα της ενδυμασίας, τα οποία ηγόραζον από τους Εβραίους, συνεβούλευεν αυτούς ότι είναι ακάθαρτοι και ότι εκ τούτου οι θεοκτόνοι μολύνουσι ταύτα, ίνα μολύνωνται και οι Χριστιανοί και να μη αγοράζωσι πλέον ταύτα από τους Εβραίους. Όθεν εκείνοι, μη υποφέροντες πλέον να ακούουν τον Άγιον ελέγχοντα αυτούς, μετέβησαν εις τον Κούρτ πασάν και έδωσαν εις αυτόν πολλά χρυσά νομίσματα, δια να εξαφανίση τον Άγιον. Ο δε Κουρτ πασάς, αφού συνεβουλεύθη μετά του χότζα του, απεφάσισε να θανατώση δι’ αυτού τον ιερόν Κοσμάν, με τοιούτον τρόπον. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος Ιερομάρτυς Κοσμάς, όπου και αν μετέβαινε δια να διδάξη να λαμβάνη πρώτον την άδειαν από τον Αρχιερέα του τόπου ή από τους επιτροπεύοντας αυτόν. Συγχρόνως έστελλε Χριστιανούς να λαμβάνουν την άδειαν και από τους εξουσιαστάς του τόπου· ούτως ο Άγιος εκήρυττεν ανεμποδίστως. Μεταβάς, όθεν, εις εν χωρίον της Αλβανίας, λεγόμενον Κολικόντασι, έλαβε την πρέπουσαν άδειαν παρά του Αρχιερέως του τόπου. Αναζητών δε και τους εξουσιαστάς, έμαθεν ότι ο Κουρτ πασάς ώριζε τους τόπους εκείνους και ότι διέμενεν εις τι εκεί πλησίον χωρίον ονομαζόμενον Μπεράτι. Πληροφορηθείς συγχρόνως ότι και ο χότζας του αυτού πασά διέμενεν εκεί πλησίον, απέστειλε Χριστιανόν τινα και έλαβε την άδειαν και εκήρυξε. Πλην όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος, αλλ’ ηθέλησε να μεταβή μόνος του εις τον χότζαν, ίνα λάβη την συγκατάθεσιν, δια το ασφαλέστερον. Οι Χριστιανοί τότε προς στιγμήν τον ημπόδισαν, λέγοντες εις τον Άγιον, ότι ποτέ άλλοτε δεν έπραξε τοιούτον τι, να υπάγη δηλαδή εις τους Αγαρηνούς εξουσιαστάς αυτοπροσώπως, ίνα τύχη της αδείας του κηρύγματος. Όμως δεν ηδυνήθησαν να τον εμποδίσουν. Συμβουλεύων δε ούτος ο ένθερμος του Χριστού Μάρτυς να μη εξετάζουν εκείνοι περισσότερον, παρέλαβε μεθ’ εαυτού τέσσαρας Μοναχούς και ένα Ιερέα, ως διερμηνέα, και μετέβη εις συνάντησιν του χότζα. Ο χότζας τότε υπεκρίθη, ότι είχεν έγγραφον διαταγήν από τον Κουρτ πασάν, όστις τον εξουσιάζει, να αποστείλη τον Άγιον εις τον πασάν, δια να συνομιλήσουν μεταξύ των. Ευθύς τότε επρόσταξε τους ανθρώπους του να μη αφήσουν αυτόν να εξέλθη της αυλής του, έως ότου τον αποστείλη εις τον πασάν. Τότε ο ευλογημένος διδάσκαλος του θείου λόγου ηννόησεν ότι μέλλουν να τον θανατώσουν. Όθεν εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν, διότι ηξίωσεν αυτόν να περατώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με μαρτυρικόν θάνατον. Κατόπιν, στραφείς προς τους Μοναχούς, οίτινες συνώδευον αυτόν, είπεν εκείνο το ψαλμικόν: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν». Καθ’ όλην δε την νύκτα εκείνην εδοξολόγει τον Κύριον ψάλλων, χωρίς να δείξη παντάπασι σημείον λύπης δια την μέλλουσαν στέρησιν της ζωής αυτού, φαινόμενος μάλιστα χαριέστατος, ωσάν να ητοιμάζετο να μεταβή εις χαρμόσυνον και πανηγυρικήν τελετήν. Όταν δε εξημέρωσε, παρέλαβον τον Άγιον επτά Αγαρηνοί δήμιοι, και ανεβίβασαν αυτόν επί ίππου, υποκρινόμενοι, ότι θα οδηγήσουν δήθεν τούτον εις τον Κουρτ πασάν. Αλλ’ ως απεμακρύνθησαν περί τας δύο ώρας απόστασιν, έφερον αυτόν πλησίον ενός μεγάλου ποταμού και καταβιβάσαντες τον Άγιον Ιερομάρτυρα Κοσμάν εκ του ίππου απεκάλυψαν εις αυτόν την προσταγήν του Κουρτ πασά, να τον θανατώσουν. Ο Άγιος τότε εδέχθη μετά χαράς την τοιαύτην κατ’ αυτού απόφασιν και κλίνας τα γόνατα προσηυχήθη εις τον Θεόν, ευχαριστών και δοξάζων, διότι δια την προς Αυτόν αγάπην του ηξιώθη να θυσιάση την ζωήν του, καθώς η ψυχή του διακαώς επεθύμει πάντοτε. Έπειτα, εγερθείς, ηυλόγησε σταυροειδώς τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και ηυχήθη πάντας τους Χριστιανούς τους φυλάττοντας τας εντολάς του. Οι δε δήμιοι έσυραν αυτόν πλησίον ενός δένδρου και επεχείρησαν να δέσουν τας χείρας του. Ο Άγιος όμως ημπόδισε τους δημίους, ειπών ότι δεν μέλλει να αντισταθή, αλλά να κρατή εσταυρωμένας τας χείρας, ωσάν να ήσαν δεδεμέναι. Κατόπιν έγειρε την ιεράν κεφαλήν του επί του δένδρου και ούτως οι βάρβαροι έδεσαν τον λαιμόν αυτού με σχοινίον. Ευθύς δε ως έσφιξαν τούτο, το θείον αυτού πνεύμα ανήλθε προς τους ουρανούς. Ούτως ο τρισμακάριος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος ανήρ και του κόσμου κόσμος ο ευκοσμότατος, ηξιώθη να λάβη διπλούς τους στεφάνους της αθανασίας παρά Κυρίου. Και ως Ισαπόστολος και ως Ιερομάρτυς εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε ετών. Γυμνώσαντες δε οι δήμιοι το άγιον αυτού λείψανον, έσυραν τούτο προς τον ποταμόν και αφού έδεσαν μίαν βαρείαν πέτραν εις τον λαιμόν έρριψαν εντός του ύδατος. Οι δε Χριστιανοί, μαθόντες ταύτα, έτρεξαν ευθύς δια να ανασύρουν από τον ποταμόν το άγιον λείψανον. Αλλ’ αν και ηρεύνησαν με δίκτυα και με άλλους τρόπους, δεν ηδυνήθησαν να ανεύρουν τούτο. Πλην όμως, μετά τρεις ημέρας, Ιερεύς τις ευλαβής, παπά-Μάρκος ονομαζόμενος, εφημέριος του Μοναστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων του ονομαζομένου της Αρδευούσης, κειμένου πλησίον του χωρίου Κολικόντασι, εισελθών εις λέμβον και ποιήσας το σημείον του σταυρού, έπλεεν εις τον ποταμόν, ερευνών. Και μετ’ ολίγον, ω του θαύματος! Είδε το άγιον λείψανον, το οποίον έπλεεν επάνω εις τα ύδατα, όρθιον, ωσάν να ήτο ζωντανόν. Όθεν έσπευσεν εν τω άμη, ενηγκαλίσθη τούτο και το ανέσυρεν. Ευθύς δε ως ανεσήκωσε τούτο, αίμα πολύ έρρευσεν από το μελίρρυτον στόμα του Αγίου εντός του ποταμού, ενδύσας δε το σεπτόν αυτού λείψανον με το ράσον του, μετέφερεν αυτό ευλαβώς εις το ως άνω Μοναστήριον της Θεοτόκου και ενεταφίασεν εντίμως όπισθεν του Αγίου Βήματος. Μετά δε την τελευτήν του Αγίου τούτου Νέου Ιερομάρτυρος ταύτα τα θαυμάσια ηκολούθησαν. Ο Κουρτ πασάς μετενόησε βαθέως, διότι εξηπατήθη και δι’ εν μάταιον κέρδος εθανάτωσε τον αθώον τούτον και ειρηνικόν άνθρωπον. Όθεν διεμήνυσεν εις τον χότζαν του να ελευθερώση τους Μοναχούς, οίτινες είχον συνοδεύσει τον Άγιον, τους οποίους εκράτει προς φύλαξιν, και να μεταβούν ούτοι και να διαμένουν εις το, ως ελέχθη, Μοναστήριον της Θεοτόκου. Ούτοι, πράγματι, μεταβάντες εκεί, εύρον ενταφιασμένον το άγιον λείψανον και ίνα λάβουν μεγαλυτέραν την εντύπωσιν εκ του μαρτυρίου αυτού, εξέθαψαν τούτο, ομού μετ’ άλλων Ιερέων και Χριστιανών. Και τότε είδον τούτο το θαυμάσιον. Αν και το άγιον λείψανον ευρίσκετο επί τρεις ημέρας εντός των υδάτων του ποταμού, καθώς ο Ιωνάς εντός της κοιλίας του κήτους, όμως ουδεμίαν αλλοίωσιν ή δυσοσμίαν είχεν, αλλ’ ευωδίαζεν ολόκληρον και εφαίνετο ωσάν να εκοιμάτο. Και αφού ησπάσθησαν τούτο με βαθείαν ευλάβειαν, το ενεταφίασαν πάλιν. Εκείνην δε την στιγμήν έτυχε να ευρίσκεται εκεί δαιμονιζομένη τις γυνή, ήτις από τόπους μακρινούς ηκολούθει τον Άγιον ζώντα, ποθούσα την θεραπείαν της. Ευθύς δε ως είδεν ανοιγόμενον τον τάφον του Αγίου εταράχθη σφόδρα από το δαιμόνιον, μετ’ ολίγον δε ιατρεύθη τελείως, δοξάζουσα τον Θεόν και τον Άγιον. Αγαρηνός τις, εξ εκείνων οίτινες εθανάτωσαν τον Άγιον, έλαβε το επανωκαλύμμαυχον αυτού και επιστρέψας εις τον χότζαν ετοποθέτησε τούτο επί της κεφαλής του, περιγελών τον Άγιον. Ευθύς δε, δαιμονισθείς, απέρριψε τα ενδύματά του και έτρεχε γυμνός, φωνάζων ότι αυτός εθανάτωσε τον ασκητήν. Τούτο μαθών ο πασάς επρόσταξε και τον έκλεισαν εις την φυλακήν, όπου κακήν κακώς ετελεύτησεν. Αφού ο Άγιος έκαμε την τελευταίαν αυτού διδασκαλίαν εις το ως άνω χωρίον Κολικόντασι, αφήκεν εκεί, κατά την συνήθειάν του, ένα Σταυρόν εστημένον εις την γην. Και μετά την τελευτήν αυτού, οι Χριστιανοί έβλεπον καθ’ εκάστην νύκτα φως ουράνιον, το οποίον έλαμπεν άνωθεν του Σταυρού. Όθεν, κατά την ημέραν της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, μετέβησαν οι Ιερείς μετά του πλήθους των Χριστιανών και παρέλαβον τον Σταυρόν εκείνον, τον οποίον λιτανεύσαντες μετ’ ευλαβείας μετέφεραν και έστησαν όπισθεν του αγίου Βήματος της Εκκλησίας του Μοναστηρίου, πλησίον του τάφου του Αγίου εις παντοτεινήν ενθύμησιν του θαύματος. Όταν δε οι μαθηταί αυτού έλαβον την πλήρη ελευθερίαν από τον πασάν, έκαμαν ανακομιδήν του ιερού λειψάνου του Αγίου και τινες εξ αυτών παρέλαβον μέρη τούτου και διεσκορπίσθησαν εις διαφόρους τόπους. Πολλοί τότε ασθενείς εκ των τόπων αυτών έλαβον την ίασιν των ασθενειών των δια των αγίων εκείνων λειψάνων. Δύο δε μαθηταί του Αγίου μεταβάντες εις την νήσον της Ναξίας, ίνα αναγγείλουν τα του μαρτυρίου αυτού εις τον εκεί σχολάρχην ιεροδιδάσκαλον Χρύσανθον, τον αυτάδελφον του Αγίου, έτυχε να έχουν μεθ’ εαυτών ολίγας τρίχας από το γένειον του Αγίου. Τας οποίας μετ’ ευλαβείας λαβούσα γυνή τις εκ του ονομαζομένου Νεοχωρίου, και ήτις υπέφερεν από βαρυτάτην θανατηφόρον ασθένειαν, ω του θαύματος! Ευθύς ησθάνθη παράδοξον δύναμιν και μετ’ ολίγον επανήλθε και πάλιν τελείως η υγεία της. Αλλά και πολλαί στείραι γυναίκες λαμβάνουσαι επί τεσσαράκοντα ημέρας χώμα από τον τάφον του Αγίου μετ’ ευλαβείας και πίστεως επιτυγχάνουν της παρακλήσεως του να γεννούν τέκνα, με την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια πρεσβειών του Αγίου του Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) του Αυγούστου, η επάνοδος του λειψάνου του Αγίου ενδόξου Αποστόλου ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Βαρθολομαίος ο ένδοξος Απόστολος και του Χριστού Μαθητής, περιερχόμενος διαφόρους τόπους, εκήρυττε το όνομα του Ιησού Χριστού, τελευταίον δε φθάσας εις την μεγάλην Αρμενίαν, εκεί εσταυρώθη και απήλθε το πνεύμα του εις τα ουράνια. Το δε άγιον τούτου λείψανον εναποθέσαντες οι εκεί Χριστιανοί εντός θήκης λιθίνης το έκρυψαν εις την Ουρβανούπολιν, εξ αυτού δε επήγαζον διάφοροι ιατρείαι· όθεν οι λαοί συνέτρεχον εκεί και ελυτρώνοντο από τα πάθη και τας ασθενείας των. Ταύτα τα θαύματα και τας ιατρείας βλέποντες οι του διαβόλου υπηρέται, ελύσσων κατά της αγίας εκείνης λάρνακος και του εν αυτή περιεχομένου αποστολικού λειψάνου· τυχόντες δε ποτε ευκαιρίας έρριψαν εν τη θαλάσση την θήκην ταύτην μετά τεσσάρων άλλων, εμπεριεχουσών τα λείψανα των Μαρτύρων Παπιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου και Ακακίου. Τούτο δε ωκονόμησεν ο Θεός αφ’ ενός μεν ίνα δι’ αυτών αγιασθή η όχι ολίγη θάλασσα, την οποίαν διεπέρασαν, εξ άλλου δε ίνα και οι τόποι εις τους οποίους διεμοιράσθησαν τα άγια ταύτα λείψανα ευλογηθώσι. Διελθών λοιπόν το ιερόν λείψανον του Αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου τους μεγάλους κόλπους του Ευξείνου Πόντου, και παρατρέξαν τα στενά βάθη του Ελλησπόντου, έφθασεν εις το Αιγαίον πέλαγος και εκείθεν εις το Αδριατικόν, το οποίον άρχεται από των Κυθήρων και φθάνει μέχρι Βενετίας· αφήσας δε αριστερά την περιφανή και μεγάλην νήσον της Σικελίας, κατευωδώθη εις την νήσον την καλουμένην Λιπάραν, έχων συνοδοιπόρους του, καθ’ όλον αυτό το μεγάλο διάστημα, και τους τέσσαρας καλλινίκους Μάρτυρας τους εις τας τέσσαρας άλλας θήκας ευρισκομένους. Ούτοι δε οι τέσσαρες καλλίνικοι Μάρτυρες (ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και τις λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!), αφού συνώδευσαν τον Άγιον Απόστολον Βαρθολομαίον μέχρι του τόπου εκείνου, υπερτιμώντες αυτόν ως βασιλέα, επανήλθον και επήγεν έκαστος όπου ηυδόκησεν η θεία Πρόνοια· και ο μεν Μάρτυς Παπιανός εξήλθεν εις την Άμιλαν, πόλιν της Σικελίας, ο δε Μάρτυς Λουκιανός εις Μεσσήνην της αυτής Σικελίας, ο δε Γρηγόριος εις Κολίμην, πόλιν της εν Ιταλία Καλαβρίας, ο δε Άγιος Ακάκιος εις πόλιν καλουμένην Ασκάλους. Τότε λοιπόν απεκαλύφθη ο θείος Απόστολος Βαρθολομαίος δια θείας αποκαλύψεως εις τον Επίσκοπον της νήσου Λιπάρας, Αγάθωνα καλούμενον, ο οποίος έσπευσε να κατέλθη πάραυτα εις τον αιγιαλόν, ένθα ιδών το μέγα και φρικτόν τεράστιον, ήτοι την περιέχουσαν το αποστολικόν λείψανον θήκην, κατελήφθη εκ θάμβους και απορίας και ανεβόησε ταύτα μετ’ εκπλήξεως· «Πόθεν σοι, ω νήσος Λιπάρα, πόθεν σοι ο πλούτος και θησαυρός; Καθ’ υπερβολήν όντως εμεγαλύνθης! Πολύ τω όντι εδοξάσθης! Λοιπόν χόρευσον, σκίρτησον και υπόδεξαι με τας ιδίας σου χείρας τον θησαυρόν, βοώσα προς αυτόν· Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες ο Απόστολος του Κυρίου». Ταύτα και άλλα πολλά ο Επίσκοπος ειπών και εγκωμιάσας τον τε Άγιον Απόστολον και την νήσον Λιπάραν, κατέπαυσε τον λόγον. Επειδή δε έπρεπε να αποκατασταθή η ιερά θήκη του Αποστόλου εις τόπον ένδοξον, όπου έμελλε μετά ταύτα να ιδρυθή και Ναός εις δόξαν του πανευφήμου Αποστόλου, πολλοί μεν έσυρον εις ένα και άλλον τόπον την τιμίαν εκείνην και παμμεγέθη λάρνακα, αύτη όμως δεν μετεκινείτο ποσώς κατά την θέλησίν των, έως ότου ο μακάριος Αγάθων έδεσε, κατά θείαν αποκάλυψιν, αυτήν με σχοινία εις δύο δαμάλεις και την έσυρε δια των δαμάλεων εις τον τόπον εκείνον, όπου ήτο το θέλημα του Αγίου. Τούτου δε γενομένου, εις όλα τα άλλα θαύματα τα ενεργηθέντα υπό του Αποστόλου προσετέθη και τούτο, το οποίον φαίνεται ίσως απίστευτον εις τους απείρους των του Θεού θαυμάτων. Νησίδιον τι, Πρυχάνος ή Πυρπνόον (Βουλκάνος) κείται παρά τη νήσω Λιπάρα, το οποίον έχον πηγήν αναβράζουσαν νυχθημερόν θερμόν ύδωρ παρέβλαπτε δι’ αυτού την Λιπάραν, πολύ πλησίον κειμένην. Το νησίδιον λοιπόν τούτο, κατά την αυτήν ώραν, καθ’ ην εσύρετο υπό των δαμάλεων η θήκη του Αποστόλου, απεμακρύνθη υπό της θείας δυνάμεως μακράν της Λιπάρας περίπου επτά στάδια, ως φαίνεται μεμακρυσμένον μέχρι σήμερον· ούτω δε και την Λιπάραν δεν βλάπτει έκτοτε, και την δύναμιν και χάριν του λειψάνου του Αποστόλου πάντοτε ανακηρύσσει. Ω παραδόξων θαυμάτων! Ω υπερφυσικών τερατουργημάτων! Πότε ηκούσθησαν τοιαύτα θαύματα καθ’ όλην την υφήλιον; Όταν δε ο Επίσκοπος Αγάθων έκτισε Ναόν ωραιότατον εις το όνομα του Αποστόλου, απεθησαύρισεν εν αυτώ το σεβάσμιον και αποστολικόν λείψανον ομού με την λιθίνην λάρνακα. Τα δε καθ’ εκάστην εκεί τελούμενα θαύματα τις δύναται να διηγηθή; Μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου, ήτοι κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωκθ΄ (829) αλωθείσα η νήσος εκείνη, εις την οποίαν ήτο το του Αποστόλου λείψανον, υπό των Αγαρηνών ένεκα των αμαρτιών των κατοίκων, ηρημώθη και έμεινεν ακατοίκητος. Όθεν ο άρχων της πόλεως Βενεβέντου, μαθών τα τελούμενα θαύματα παρά του αποστολικού λειψάνου, και υπό ζεούσης προς τον Απόστολον του Κυρίου πίστεως κινούμενος, προσεκάλεσε τινας εκ της των Αμαλφηνών πόλεως και τους παρεκάλεσεν ίνα φέρωσιν εις αυτόν εκ Λιπάρας το πολύτιμον λείψανον. Τούτου δε γενομένου, επήγεν ο ρηθείς άρχων μακράν δια θαλάσσης εις προϋπάντησιν του Αποστόλου, έχων μεθ’ εαυτού και τον Επίσκοπον της πόλεως, και πολλούς άλλους κληρικούς τε και λαϊκούς· προπέμψας δε μετά πολλής τιμής και ευλαβείας το έγιον λείψανον μέχρι της πόλεως, απέθετο αυτό εν σεβασμιωτάτω τόπω, όπου ενεργεί καθ’ εκάστην διαφόρους ιατρείας και πολλά θαύματα εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτό, εις δόξαν του υπεραγάθου Θεού.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”