Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Αρχιδιακόνου, ΞΥΣΤΟΥ Πάπα Ρώμης και Ι

Δημοσίευση από silver »

Τη Ι΄ (10η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ Αρχιδιακόνου, ΞΥΣΤΟΥ Πάπα Ρώμης και ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ.

Λαυρέντιος, Ξύστος και Ιππόλυτος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ (250). Εκ τούτων ο μεν Άγιος Ξύστος κατήγετο εξ Αθηνών, εις τας οποίας εδιδάχθη τα μαθήματα της φιλοσοφίας· μεταβάς δε εις Ρώμην εχειροτονήθη Επίσκοπος, αφού εμαρτύρησεν ο Άγιος Στέφανος ο Πάπας της Ρώμης. Επειδή δε τότε προητοιμάζετο ο κατά των Χριστιανών διωγμός, διέταξεν ο Άγιος Ξύστος τον Αρχιδιάκονόν του Άγιον Λαυρέντιον να οικονομήση τα σκεύη της Εκκλησίας της Ρώμης, ο δε θείος Λαυρέντιος διεμοίρασε ταύτα εις τους πτωχούς. Όταν λοιπόν επανήλθεν εκ της Περσίας ο Δέκιος, ωδηγήθη έμπροσθεν αυτού ο Άγιος Ξύστος, και επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Χριστόν, αλλ’ ωμολόγησε παρρησία αυτόν Θεόν αληθινόν και δημιουργόν του παντός, απεκεφαλίσθη και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Είτα προσήχθη έμπροσθεν του βασιλέως και ο Αρχιδιάκονος Λαυρέντιος, παρά του οποίου εζήτει ο Δέκιος επιβλητικώς να λάβη τα σκεύη και τα χρήματα της Εκκλησίας. Όθεν ο Άγιος, ζητήσας αμάξας, επεβίβασεν επ’ αυτών τους πτωχούς και χωλούς και ταπεινούς εκείνους εις τους οποίους διεμοίρασε τα χρήματα, και έφερεν αυτούς εις τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς, ιδών αυτούς και οργισθείς, προσέταξε να μαστιγώσωσι τον Άγιον ισχυρώς, και έπειτα να ρίψωσιν αυτόν εις την φυλακήν. Εκεί δε ο Άγιος ευρισκόμενος ιάτρευεν όλους τους ασθενείς, τους προς αυτόν ερχομένους· βλέπων δε τας ιατρείας ταύτας ο τριβούνος Καλλίνικος, ο οποίος ήτο επιστάτης της φυλακής, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη. Μετά ταύτα παρέστη πάλιν εις τον βασιλέα ο Άγιος Λαυρέντιος, και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, εξήπλωσαν αυτόν επί εσχάρας πεπυρακτωμένης, υπό την οποίαν ευρίσκετο ανημμένον πυρ. Απλωθείς λοιπόν ο Άγιος εις αυτήν και ευχαριστήσας τω Θεώ παρέδωκε το πνεύμα, λαβών τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον, παραλαβών δε ο μακάριος Ιππόλυτος το άγιον αυτού λείψανον ενεταφίασεν εντίμως. Τούτο μαθών ο ασεβής βασιλεύς έστειλε και έφερε τον Άγιον Ιππόλυτον και προσέταξε να μαστιγώσωσι και αυτόν με σιδηράς κινάρας, και έπειτα να δέσωσιν εις ίππους αγρίους, υπό των οποίων συρόμενος με βίαν ο του Χριστού αθλητής εις πολύ διάστημα τόπου παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Η δε σύναξις τούτων και εορτή τελείται εις τόπον καλούμενον Τρίκογχον, παρά το Καπιτώλιον της Ρώμης. Λέγουσι δε, ότι μετά επτά ημέρας από του μαρτυρίου του Αγίου Ιππολύτου ο βασιλεύς Δέκιος και ο Ουαλεριανός μετέβησαν έφιπποι εις το θέατρον, ένθα απώλεσαν τας μιαράς των ψυχάς· και ο μεν Δέκιος εν τη ώρα του θανάτου του είπεν· «Ο Ιππόλυτος με έδεσε με πυρίνας αλύσεις και με σύρει». Ούτοι δε οι λόγοι εφανερώθησαν εις όλην την Ρώμην, δια δε της Ρώμης έμαθεν αυτούς άπασα η οικουμένη· όθεν και όλοι εστερεώθησαν εις την πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, η ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν Αγίοις

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, η ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν Αγίοις πατρός ημών ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ του θαυματουργού.

Σπυρίδων ο εν Αγίοις πατήρ ημών αείποτε πλείστα θαύματα επιτελεί, μεταξύ δε των υπερφυών θαυμάτων αυτού μέγα τω όντι και εξαίρετον είναι το κατά Αγαρηνών τερατούργημα, δια το οποίον άπασα η Κέρκυρα θαυμάζει και λαμπρά τη φωνή ανακηρύττει το παράδοξον· έχει δε η υπόθεσις ούτω. Πολέμου ποτέ γενομένου μεταξύ Ενετών και Ισμαηλιτών, μετά την άλωσιν της Πελοποννήσου, οι Αγαρηνοί εθεώρησαν καλόν να καταλάβουν και την Κέρκυραν. Ιδού λοιπόν κατά το χιλιοστόν επτακοσιοστόν δέκατον έκτον έτος από Χριστού, τη 24 του μηνός Ιουνίου, ενεφανίσθη εις τον λιμένα της πόλεως ισχυρός στόλος Ισμαηλιτών. Εκ του απροσδοκήτου τούτου κακού οι κάτοικοι της πόλεως της Κερκύρας κατελήφθησαν υπό θάμβους· πολυάριθμος δε στρατιά των επιδρομέων εξήλθεν εις την νήσον. Εσχεδίαζον δε να λεηλατήσουν αυτήν και να πολιορκήσουν την πόλιν δια ξηράς και θαλάσσης. Ήρχισε τότε άγριος πόλεμος, οι δε βάρβαροι κατέθλιβον τους Χριστιανούς δια πυρός και σιδήρου. Μετά δε σφοδράν μάχην, ήτις εκράτησεν επί πεντήκοντα ημέρας, η κυρία δύναμις των βαρβάρων εστράφη εναντίον της πόλεως της Κερκύρας. Τότε τα πλήθη των Ορθοδόξων, μη έχοντες άλλην ελπίδα, κατέφυγον εις τον προστάτην των Άγιον Ιεράρχην Σπυρίδωνα τον θαυματουργόν και δια στεναγμών και δακρύων, ημέραν τε και νύκτα παρεκάλουν αυτόν να τους προστατεύση και να τους απαλλάξη από τον προκείμενον κίνδυνον. Και πράγματι, ημέραν τινά, επανελθόντα τα στρατεύματα των Αγαρηνών εις τα ακραία τείχη της πόλεως, μετ’ ολίγον ουχί ολίγοι εξ αυτών ως κακοί κακώς απωλέσθησαν, κατασυντριβέντες οι άθλιοι δια πρεσβειών του θαυματουργού Ιεράρχου Σπυρίδωνος. Συνεπεία τούτου, εξαγριωθέντες έτι περισσότερον οι βάρβαροι, επήρχοντο κατά της Κερκύρας μετά μεγαλυτέρας σκληρότητος και εφόνευον απανθρώπως πάντας όσους ηδύναντο. Εις την κακίαν των δε ταύτην προσέθετον και απειλάς, ότι θα ενεργήσουν νέαν φοβεράν επιδρομήν κατά την οποίαν θα εξολοθρεύσουν πάντας, άλλους δι’ επωδύνου θανάτου και άλλους δια πικράς αιχμαλωσίας. Τότε οι δυστυχείς πολιορκημένοι επολλαπλασίασαν τας προσευχάς και τας δεήσεις αυτών, και ουδόλως έπαυον παρακαλούντες τον Άγιον δι’ ολονυκτίων δεήσεων να τους λυτρώση από τον κίνδυνον. Τότε εκεί όπου οι απηλπισμένοι Κερκυραίοι ανέμενον την παντελή καταστροφήν αυτών υπό των βαρβάρων, αίφνης, όρθρου έτι βαθέος, εμφανίζεται εις τους υπεναντίους ο μέγας πατήρ ημών Σπυρίδων, μετά πλήθους στρατιάς ουρανίου, κρατών εις τας χείρας αστραπόμορφον ξίφος και αποδιώκων αυτούς μετά θυμού. Το παράδοξον τούτο ιδόντες οι στρατιώται της δυνάμεως των Αγαρηνών και πανικοβληθέντες ετράπησαν εις φυγήν, σκοτισθέντες δε τους οφθαλμούς αλληλοεξωντώνοντο και αλληλοετραυματίζοντο. Έφυγον λοιπόν και συνετρίβησαν αποδιωχθέντες υπό του φόβου άνευ πολέμου ή πυρός ή μαχαίρας ή τινός διώκοντος, του θαυματουργού δε μόνον Σπυρίδωνος δι’ αοράτου δυνάμεως ανατρέψαντος τούτους και εκδιώξαντος εκ της νήσου. Ενώ δε τα στρατεύματα των πεζών και των ιππέων εδραπέτευον, απήρε και ο στόλος αυτών δια της κραταιάς δυνάμεως του Ιεράρχου και έμεινεν η πόλις της Κερκύρας ελευθέρα. Όταν λοιπόν ήρχισε να εξημερώνη και οι πολιορκημένοι ανέμενον την συνήθη μάχην, ουδένα εχθρόν έβλεπον, ούτε θόρυβόν τινα ήκουον, αλλά απόλυτον σιωπήν και ησυχίαν. Καταληφθέντες όθεν υπό περιεργείας εξήλθον των τειχών της πόλεως και ήλθον προς τας σκηνάς των αντιπάλων. Τότε μετά μεγάλης χαράς εγνώρισαν το εξαίσιον θαύμα και μετά πάσης ευφροσύνης σκιρτώντες ηγάλλοντο δια το καινόν και παράδοξον, διότι έβλεπον ότι οι Αγαρηνοί όχι μόνον έφυγον αλλά και πάντα τα πράγματά των εγκατέλειψαν. Φεύγοντες δε οι Αγαρηνοί ωμολόγουν ενώπιον πάντων ότι εδιώκοντο υπό σεβασμίου τινός Μοναχού, δηλαδή του Αγίου Σπυρίδωνος, και ενδόξου στρατιάς ουρανίου, οίτινες εφάνησαν εις τον αέρα και τους ηνάγκαζον να φεύγουν με μεγάλην ταχύτητα. Τότε μετά μεγάλης ευλαβείας έδραμον πάντες να αποδώσουν δόξαν και ευχαριστηρίους ωδάς εις τον θαυματουργήσαντα Ιεράρχην. Και αυτή δε η διοίκησις των Ενετών, η οποία εκυριάρχει τότε της νήσου, ανεγνώρισε και ανεκήρυξε τον Άγιον ρύστην και σωτήρα της νήσου και υπερασπιστήν των φιλοχρίστων δυνάμεων, και δια λιτών και υμνωδιών ευχαρίστως εδοξολόγησεν. Ω αψευδές δε τεκμήριον ευγνωμοσύνης και ευλαβείας κατασκευάσασα αργυράν πολυτελή κανδήλαν εξαιρέτου τέχνης, προσέφερεν αυτήν εις τον ιερόν αυτού Ναόν. Ταις του ημετέρου ποιμένος και προστάτου πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΩΤΙΟΥ και ΑΝΙΚΗΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ανίκητος και Φώτιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ (288), του Φωτίου όντος ανεψιού του Αγίου Ανικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν εδημηγόρησε κατά των Χριστιανών, παρούσης εκεί και της Συγκλήτου Βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον πολλά είδη βασανιστηρίων οργάνων, απειλήσας ο ασεβέστατος ότι θέλει εξαφανίσει παντοιοτρόπως, και εξ αυτών των άκρων της Οικουμένης, εκείνους, όσοι επικαλούνται το όνομα του Χριστού· όταν, λέγω, ο αλιτήριος εκείνος τύραννος εβλασφήμησε κατά της Θεότητος και δόξης του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρών και ο Μάρτυς του Χριστού Ανίκητος δεν εφοβήθη τας απειλάς του τυράννου, αλλά παρρησία ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, ήλεγξε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους οι των ειδώλων λάτραι τόσον πολύ τον έδειραν τον Άγιον, ώστε εκ των ραβδισμών έγιναν πληγαί και σχισίματα εις όλον το σώμα του, δια των οποίων εφαίνοντο τα οστά του. Έπειτα αφήκαν λέοντα κατ’ αυτού, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη, επειδή εκτός του ότι ο λέων ήτο μεγαλόσωμος και ώρμησε με λύσσαν και μανίαν, εβρυχήθη προς τούτοις και με φοβερόν και καταπληκτικόν βρυχηθμόν. Όταν όμως το θηρίον επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερον προβάτου, και λυπούμενον τον Μάρτυρα εσπόγγισε με τον δεξιόν του πόδα τον ιδρώτα, όστις έρρευσεν εις το πρόσωπόν του εκ του φόβου. Αφού λοιπόν ηυχαρίστησε τον Θεόν ο Άγιος, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, εκ του οποίου κατέπεσε το είδωλον του Ηρακλέους και έγινεν ως κονιορτός, αλλά και μέρος τι της πόλεως Νικομηδείας εκρημνίσθη και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν. Όθεν προσέταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσωσι τον Μάρτυρα. Επειδή δε ο επί τούτω στρατιώτης, επιχειρών να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διότι εκρατήθη η χειρ του και δεν ηδύνατο να καταβιβάση το ξίφος, μετέβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν και δέσας τον Άγιον εις τροχόν, έστρωσε πυρ υποκάτω. Κοπτομένων λοιπόν των μελών του αθλητού υπό του τροχού, και υπό του πυρός καιομένων, προσηυχήθη ούτος εις τον Θεόν· προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! Ελύθησαν τα δεσμά, ο τροχός εστάθη και το πυρ εσβέσθη. Τότε ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε πλησίον του Αγίου, και εναγκαλισάμενος αυτόν ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Εδέθη λοιπόν και αυτός μετά του θείου του με αλύσεις σιδηράς και ερρίφθησαν αμφότεροι εν τη φυλακή, έπειτα εξεσχίσθησαν, εκάησαν και υπό του δήμου ελιθοβολήθησαν εν τω θεάτρω. Εις όλας δε τας βασάνους ταύτας αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Χριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα εκ των ποδών και εσύρθησαν υπό ίππων αγρίων· μετά ταύτα πάλιν τους έδειραν δυνατά και με άλας και όξος έτριψαν τα πεπληγωμένα μέλη των, και ούτω ριφθέντες εν τη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα έτη. Αφού λοιπόν κατεξηράνθησαν ως εκ της πολυχρονίου κακοπαθείας της φυλακής, τότε ήναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Αντωνίνου και εκεί ενέκλεισε τους Αγίους, προσευχηθέντων δε των Μαρτύρων εσχίσθη η βάσις του λουτρού, και ανέβλυσε κάτωθεν πολύ ύδωρ, οι δε Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι όχι εντός λουτρού πεπυρακτωμένου, αλλά εις δροσερόν περιβόλιον. Ύστερον εσκέφθη ο ασεβής Διοκλητιανός και κατεσκεύασε κάμινον εις είδος χωνίου, εστερεωμένην επί σιδηρών στηλών. Εις ταύτην λοιπόν βληθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε ότι, αφού ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας, τα δε σώματα αυτών συρθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα ήσαν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη το πυρ ούτε καν τρίχα της κεφαλής των. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης και κτιτορίσσης της σεβασ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης και κτιτορίσσης της σεβασμίας Μονής του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού ΕΙΡΗΝΗΣ, της δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης ΞΕΝΗΣ Μοναχής.

Ειρήνη η αοίδιμος βασίλισσα εγεννήθη μεν υπό γονέων ευτυχών βασιλέων της Δύσεως, εκ νεαράς δε ηλικίας εδείκνυεν η μακαρία οποία μέλλει να γίνη ακολούθως, καθώς και τα εύκαρπα δένδρα δεικνύουσιν άμα τη αρχή της βλαστήσεώς των οποίους καρπούς μέλλουσι να αποφέρωσι· προκόπτουσα δε έγινεν εις όλους ονομαστή και περίφημος, διότι η αρετή συνηθίζει να φανερώνη τους μεταχειριζομένους αυτήν, καν εκείνοι ώσι κεκρυμμένοι εις γωνίαν τινά ή απόκεντρον τόπον. Επειδή δε τότε εζητείτο υπό των αοιδίμων βασιλέων Αλεξίου του Κομνηνού και της τούτου συζύγου Ειρήνης, οι οποίοι εν έτει αο΄ (1070) εβασίλευον, ωραία και ενάρετος κόρη, εύρον την αοίδιμον ταύτην Ειρήνην, ήτις συνεκέντρωνεν εις εαυτήν όλα τα καλά και ταύτην συνήψαν δια γάμου με τον θεοπάροχον αυτών βλαστόν και πορφυρογέννητον βασιλέα Ιωάννην. Όθεν τα πάντα επληρώθησαν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Εγέννησε λοιπόν η μακαρία αύτη με τον ρηθέντα Ιωάννην τέκνα οκτώ, τέσσαρα άρρενα και τέσσαρα θήλεα, τα οποία ανέθρεψε μεγαλοπρεπώς και βασιλικώς. Ύστερον δε, λογιζομένη τα γόητρα του κόσμου τούτου και αυτήν έτι την βασιλείαν ως μηδέν, έλεγε μυστικώς καθ’ εαυτήν το του Δαβίδ· «Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Όθεν δεν έπαυε νυχθημερόν η τρισολβία να λατρεύη τον Θεόν δια των μεσολαβήσεων και παρακλήσεών της εις τον βασιλέα προς βοήθειαν των δεομένων, υπερασπιζομένη μεν και παντοιοτρόπως ευεργετούσα τους χρείαν έχοντας, χαίρουσα δε περισσότερον εις το να δίδη αυτή και να ελεή τους πτωχούς, παρά εις το να λαμβάνη παρ’ άλλων. Αλλά και όσα χρήματα περιήλθον εις χείρας της προ του να στεφθή βασίλισσα, όλα τα διένειμεν εις τους πένητας ούσα προστάτις των ορφανών και χηρών και των Μοναστηρίων, τα οποία επλούτισε δια χρημάτων. Τας δε άλλας αρετάς αυτής πως δύναμαι να διηγηθώ ή πως να απεικονίσω την προότητα αυτής, το ήρεμον, την ταπεινοφροσύνην, την εις πάντας ευπροσηγορίαν, την χάριν, την ετοιμολογίαν, την μακροθυμίαν; Διότι ουδέποτε ωργίσθη η μακαρία ουδέ εκινήθη εις ύβριν κατά τινος ή εκδίκησιν, αλλά και αν έπρεπε να μειδιάση, το μειδίαμά της ώφειλε να είναι σεμνότατον. Πάντοτε επένθει και ελυπείτο εαυτήν, διότι πάντοτε είχε προ των χειλέων της τους πενθικούς ψαλμούς του Δαβίδ· επειδή δε εσεμνύνετο εις την εγκράτειαν, έχαιρε καταξηραίνουσα το σώμα της με ευτελή και αυτοσχέδια φαγητά, διότι προέκρινε να ζη ασκητικώς. Ταύτα πάντα όμως δεν ενόμιζεν η αξιέπαινος αποχρώντα όπως ευχαριστήση τον θεοφιλή σκοπόν της· όθεν αφού μετά ταύτα έγινε βασίλισσα, κατεφρόνησεν όλα τα της βασιλείας πράγματα και αυτά ακόμη τα της ζωής. Δια τούτο και την βασιλικήν Μονήν, την επονομαζομένην του Παντοκράτορος, αυτή έκτισεν η αοίδιμος εκ θεμελίων, ομοίως και τους νυν ορωμένους περικαλλείς Ναούς και τα ξενοδοχεία και γηροκομεία, τα οποία υπερέβησαν τους τε αρχαίους ναούς και τα αρχαία ξενοδοχεία και γηροκομεία, ως και τα νέα κατά την τοποθεσίαν και ωραιότητα. Μεγάλως δε συνέτεινε και συνήργησεν εις τας οικοδομάς και τεχνικάς συμμετρίας όλων των ανωτέρω κτιρίων ο νέος Βεσελεήλ, ο πάντιμος, λέγω, Νικηφόρος, ο οικειότατος άνθρωπος της μακαρίας ταύτης Ειρήνης, όστις μετά τοσαύτης σπουδής και προθυμίας επεμελήθη την τελείωσιν των ανωτέρω ευαγών οικοδομημάτων της, ώστε ουδέ ύπνον έδιδεν ο αοίδιμος εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του. Ταύτα λοιπόν πάντα τελειώσασα η αοίδιμος Ειρήνη τη συνεργεία του ρηθέντος Νικηφόρου, προυξένησεν εις την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν τερπνόν και χαροποιόν εγκαλλώπισμα, χαίρουσα μεν δια την τούτων επιτυχίαν και ωραιότητα, τω Θεώ δε δι’ αυτά ευχαριστούσα και υπέρ αυτών προσευχομένη. Επειδή δε η μακαρία αύτη εχρειάζετο μεγαλύτερον βοηθόν όπως εντελώς πραγματοποιήση τους θεαρέστους σκοπούς της, επέτυχε και τούτου ούτω πως. Λαβούσα ποτέ εκ της χειρός τον σύζυγον αυτής και βασιλέα, εισήλθεν εντός του περικαλλούς Ναού του Παντοκράτορος, τον οποίον αυτή έκτισεν· είτα πεσούσα κατά γης, και την κεφαλήν προσκολλήσασα εις το ιερόν έδαφος του Ναού, έλεγε μετά δακρύων· «Δέξαι, ω Δέσποτα, τον εκ Θεού κατασκευασθέντα Ναόν δια την χάριν Σου». Προσθέτουσα δε δάκρυα επί δακρύων, εβεβαίωνεν η μακαρία, ότι δεν θέλει εγερθή εκ του εδάφους, εάν δεν λάβη την βεβαιότητα της αιτήσεώς της. Αφού δε ήκουσε του βασιλέως, υποσχεθέντος ότι θέλει εκτελέσει την αίτησιν και επιθυμίαν της, ότι θέλει αγωνισθή, και υπέρ δύναμιν, να αφιερώση ιερά κειμήλια και κτήματα διάφορα εις τον Ναόν, ότι δια των κινητών και ακινήτων πραγμάτων και των ενιαυσίων προσόδων θέλει καταστήσει την σεβασμίαν ταύτην Μονήν εξέχουσαν και υπερτερούσαν των άλλων της πόλεως Μοναστηρίων, και ότι ο εν αυτώ σεβόμενος και τιμώμενος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το εξής θα είναι και θα ονομάζηται Παντοκράτωρ, ως και τη αληθεία είναι και ονομάζεται – ταύτα, λέγω, ακούσασα η αοίδιμος Ειρήνη, ηγέρθη εκ του εδάφους ευφροσύνης αρρήτου έμπλεως· όθεν και εις το εξής ηγαλλιάτο τω πνεύματι, επειδή απέβαλεν από του λογισμού της το βάρος και την φροντίδα του Μοναστηρίου. Δεν παρήλθε χρόνος πολύς και μεταβάσα η αοίδιμος αύτη εις την Βιθυνίαν, εκεί απήλθε προς τον Παντοκράτορα Κύριον, τον οποίον επόθησε, αφού προηγουμένως έλαβε το αγγελικόν σχήμα μετονομασθείσα Ξένη· το δε τίμιον αυτής λείψανον ενεταφιάσθη εις το παρ’ αυτής κτισθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Αφού δε ετελειώθη η υπόσχεσις, την οποίαν έδωκεν ο ευσεβής βασιλεύς, τότε και το Μοναστήριον του Παντοκράτορος ηυξήθη και επλατύνθη τόσον, ώστε επρώτευε μεταξύ όλων των Μοναστηρίων της Κωνσταντινουπόλεως. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο ευσεβέστατος και αοίδιμος βασιλεύς Ιωάννης αφήκε την επίγειον ταύτην βασιλείαν και μετέβη προς τον επουράνιον Δεσπότην και Βασιλέα Θεόν, το δε λείψανον αυτού ενεταφιάσθη εις το αυτό Μοναστήριον του Παντοκράτορος, το παρ’ αυτού αυξηθέν και λαμπρυνθέν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΜΙΧΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Μιχαίας ο Άγιος Προφήτης εις εκ των δώδεκα Προφητών, των μικρών λεγομένων, ήτο εκ της φυλής του Εφραίμ, υιός Ιωράμ, γεννηθείς εις τόπον λεγόμενον Μωρασθεί, προεφήτευσε δε έτη πδ΄ (84) και προέλαβε την έλευσιν του Χριστού έτη χστ΄ (606). Επειδή δε ήλεγχε τον βασιλέα Σαμαρείας Αχαάβ δια τας πολλάς και διαφόρους αμαρτίας του, εμισείτο παρ’ εκείνου, γνωρίζων δε τούτο ο Προφήτης ανεχώρει και ως επί το πλείστον έζη εις τα όρη, ίνα μη συναχώς εμφανιζόμενος και ελέγχων τον βασιλέα κινήση την οργήν αυτού και καταδικασθή εις θάνατον. Αφού δε απέθανεν ο Αχαάβ, ήλεγχεν ο Προφήτης τον υιόν του Αχαάβ, Ιωράμ ονομαζόμενον, δια τας παρανομίας εις τας οποίας και ούτος προέβαινεν, ακολουθών τα ίχνη του πατρός του. Ο δε Ιωράμ, νέος ων, δεν ηνείχετο τον έλεγχον του Προφήτου· όθεν συλλαβών αυτόν και κρεμάσας τον εθανάτωσε, το δε λείψανον αυτού έρριψεν εις τον εκεί πλησίον κρημνόν. Οι συγγενείς του όμως λαβόντες αυτό, το έθαψαν με τιμάς εις την πατρίδα του, την καλουμένην Μωραθή, εν τω κοιμητηρίω του Ενακείμ· ο δε τάφος αυτού είναι εγνωσμένος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) του Αυγούστου, η σεβασμία Μετάστασις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθέ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΕ΄ (15η) του Αυγούστου, η σεβασμία Μετάστασις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ηθέλησε να παραλάβη παρ’ εαυτώ την Μητέρα Του, τότε εφανέρωσεν εις αυτήν προ τριών ημερών δι’ Αγγέλου (όστις λέγουσιν ότι ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις ουρανόν μετάστασιν αυτής. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος είπε· «Τάδε λέγει ο Υιός σου – Καιρός είναι να παραλάβω πλησίον μου την Μητέρα μου – Όθεν μη ταραχθής δια τούτο, αλλ’ ευφροσύνως δέξαι το μήνυμα, επειδή μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον». Τούτο μαθούσα η Θεοτόκος εχάρη χαράν μεγάλην, και φλεγομένη υπό του πόθου να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη μετά σπουδής και προθυμίας εις το όρος των Ελαιών, ίνα προσευχηθή (διότι η πανύμνητος είχε τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνότατα εις το όρος τούτο). Εγένετο δε θαύμα παράδοξον κατά την εκεί ανάβασιν της Θεοτόκου, διότι έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, τα εν τω όρει πεφυτευμένα, ως να ήσαν έμψυχα και λογικά, και ούτω προσεκύνησαν και απέδωκαν, κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν και Δέσποιναν του κόσμου. Αφού δε η Πανάχραντος προσηυχήθη επ’ αρκετόν, επανήλθεν εις τα ίδια, και, ω του θαύματος! Παρευθύς εσείσθη όλη η οικία. Έπειτα ανάψασα η Δέσποινα φώτα πολλά και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενείς αυτής και γείτονας· καθαρίζει τον οίκον της, ευτρεπίζει την νεκρικήν κλίνην, και ετοιμάζει όλα τα προς την ταφήν αναγκαία. Φανερώνει δε και εις τας άλλας γυναίκας τους λόγους τους οποίους ελάλησε προς αυτήν ο Άγγελος περί της εις ουρανούς μεταστάσεώς της, και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων δεικνύει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, το οποίον έλαβε παρά του Αγγέλου· τούτο δε ήτο κλάδος φοίνικος. Αι προσκεκλημέναι γυναίκες, ακούσασαι το λυπηρόν τούτο μήνυμα, εθρήνουν και έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπον αυτών, οδυρόμεναι με φωνάς σπαρακτικάς, παύσασαι όμως τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίωσεν, ότι, και αφού μεταστή εις τους ουρανούς, θέλει διαφυλάττει όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον· όθεν δια των τοιούτων παραμυθητικών λόγων διεσκέδασε την υπερβάλλουσαν θλίψιν των. Έπειτα διώρισεν η Πάναγνος περί των δύο φορεμάτων της, να λάβωσι δηλαδή ανά εν εκάστη των δύο χηρών, αι οποίαι ήσαν σχετικαί προς αυτήν και φίλαι και ετρέφοντο παρ’ αυτής. Ενώ δε ταύτα διέτασσεν η πανάμωμος, ω του θαύματος! Ηκούσθη αίφνης ήχος δυνατής βροντής, και ευθύς συνεπυκνώθησαν εκεί πλείστα όσα νέφη, τα οποία αρπάσαντα εκ των περάτων της οικουμένης άπαντας τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μετά των Αποστόλων δε ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος, διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Ούτοι δε άμα μαθόντες την αιτίαν, δια την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως συνήχθησαν, έλεγον προς την Θεοτόκον ταύτα· «Σε, Δέσποινα, βλέποντες ημείς ζώσαν και διαμένουσαν εν τω κόσμω, παρηγορούμεθα, ως αν εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα τη βουλή του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα ουράνια, δια τούτο θρηνούμεν, ως βλέπεις, και δακρύομεν, καίτοι άλλως χαίρομεν δια τα επί σοι οικονομούμενα». Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπόν των. Τότε η Θεοτόκος απεκρίθη προς αυτούς· «Ω φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη μεταβάλλετε εις πένθος και λύπην την χαράν μου, αλλά ενταφιάσατε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το προετοιμάσει επί του νεκροκραββάτου». Όταν δε ετελείωσε τους λόγους τούτους, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος προσεκύνησεν αυτήν, ανοίξας δε το στόμα του την ενεκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια λέγων· «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής και του εμού κηρύγματος η υπόθεσις, διότι καίτοι εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, Σε όμως βλέπων ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον». Μετά ταύτα αποχαιρετά όλους η Παρθένος, ανακλίνεται επί του νεκροκραββάτου, σχηματίζει το πανάχραντον αυτής σώμα καθώς ηθέλησε, προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της δια την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου, πληροί τους Αποστόλους και Ιεράρχας εκ της ευλογίας του Υιού της, της δι’ αυτής διδομένης εις τους ανθρώπους, και ούτως αφήνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της την ολόφωτον και παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος ήρχισε πρώτος να εκφωνή εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι ήγειραν το νεκροκράββατον, και άλλοι μεν προεπορεύοντο κρατούντες λαμπάδας και φώτα και ψάλλοντες ύμνους, άλλοι δε παρηκολούθουν, προπέμποντες εις τον τάφον το θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος. Τότε δη και οι Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες εν Ουρανοίς, και αι φωναί των Ασωμάτων Δυνάμεων επλήρουν την ατμόσφαιραν. Όλα δε ταύτα μη υποφέροντες να βλέπωσι και να ακούωσιν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησάν τινας εκ του λαού και έπεισαν αυτούς να κρημνίσωσιν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επί του οποίου εφέρετο το ζωαρχικόν σώμα της Θεοτόκου· αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και ετιμώρησε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε εξ αυτών εστέρησεν όχι μόνον των οφθαλμών, αλλά και των χειρών του, καθότι αυτός μετά περισσοτέρας θρασύτητος ή οι άλλοι ώρμησε και ασεβώς ήγγισε την ιεράν εκείνην κλίνην· έμειναν δε κρεμασμέναι εις την κλίνην αι τολμηραί χείρες του, τας οποίας η σπάθη της θείας δίκης απέκοψεν. Έγινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα· πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και αποκατέστη υγιής, ως πρότερον, αλλά και εις τους άλλους, οι οποίοι ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας, διότι λαβών μικρόν τεμάχιον εκ του ιματίου της Θεοτόκου, και επιθέσας αυτό επί των τυφλωθέντων, ω του θαύματος! Ιάτρευσεν αυτούς εκ του πάθους της τυφλότητος και εκ του πάθους της απιστίας. Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή ενεταφίασαν το πάναγνον σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως, καθ’ όλον το χρονικόν τούτο διάστημα, τους ύμνους και τας μελωδίας των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε, κατά θείαν οικονομίαν, ως λέγεται, εις εκ των Αποστόλων (ο Θωμάς ως οι πλείστοι διϊσχυρίζονται) δεν παρευρέθη εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθε την τρίτην ημέραν, πολύ ελυπείτο επειδή δεν ηξιώθη να γίνη και αυτός αυτόπτης των όσων ηξιώθησαν να ίδωσιν οι λοιποί Απόστολοι· όθεν κοινή ψήφω οι Απόστολοι άπαντες ηνέωξαν τον τάφον, ίνα προσκυνήση το σώμα της Θεοτόκου ο καθυστερήσας Απόστολος. Τότε δε εξέστησαν άπαντες, διότι εύρον κενόν μεν τον τάφον, μόνον δε την σινδόνα περιέχοντα, ήτις έμεινε παραμυθία δια την μέλλουσαν λύπην των Αποστόλων και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου, επειδή και μέχρι σήμερον ο εν τη πέτρα εσκαμμένος τάφος αυτής φαίνεται και προσκυνείται κενός σώματος εις δόξαν και τιμήν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπους Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Κυρίου και Θεού και

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ εκ της Εδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον Βασιλίδα ανακομισθείσης.

Όταν ο Κύριος και Μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός επί της γης ευρισκόμενος εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια δια της αυτού αγαθότητος, - καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και ιερά Ευαγγέλια, - και η φήμη αυτών διεδίδετο εις όλα τα μέρη του κόσμου, τότε ο Τοπάρχης Εδέσσης, Αύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επεθύμησε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, ίνα ίδη τον Κύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δεν ηδύνατο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος αθεράπευτον, διότι λέπρα μαύρη εξανθήσασα εις όλον του το σώμα κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε, και προς τούτοις ετυράννει αυτόν και άλλη ασθένεια, η αρθρίτις (ούτως ονομαζομένη, διότι ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος)· και η μεν λέπρα προυξένει εις αυτόν ασχημίαν και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις πόνους δριμυτάτους. Όθεν δια τα δύο ταύτα πάθη δεν εξήρχετο του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του. Κατά δε τας ημέρας του σωτηρίου πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγραψεν επιστολήν προς τον Κύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν δια τινος Ανανίου, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Κυρίου, και το χρώμα των τριχών και του αγίου προσώπου του, και απλώς να εικονίση με πάσαν ακρίβειαν το χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν, διότι ήξευρεν άριστα την ζωγραφικήν τέχνην ο Ανανίας· η δε επιστολή του Αυγάρου περιείχε ταύτα:
Αύγαρος τοπάρχης πόλεως Εδέσσης, Ιησού Σωτήρι, αγαθώ ιατρώ αναφανέντι εν Ιεροσολύμοις.
«Ήκουσα τα περί Σου φημιζόμενα θαύματα και τας ιατρείας, τας υπό Σου γινομένας, άνευ ιατρικών βοτάνων, διότι, ως η φήμη διαλαλεί, Συ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπωσι, τους χωλούς να περιπατώσι· Συ καθαρίζεις τους λεπρούς· Συ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας· Συ ιατρεύεις τους πάσχοντας από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας· Συ και νεκρούς ανιστάς. Όθεν εγώ ακούσας περί Σου όλα τα θαυνάσια ταύτα, εσυλλογίσθην εν εκ δύο τούτων, ή ότι Συ, ο τοιαύτα ποιών, είσαι Υιός του Θεού, ή ότι είσαι Θεός. Δια τούτο λοιπόν έγραψα προς Σε, και Σε παρακαλώ να κάμης τον κόπον και να έλθης προς με, ίνα ιατρεύσης το πάθος μου. Ήουσα δε και τούτο, ότι οι Ιουδαίοι γογγύζουσι κατά Σου, και έχουσι σκοπόν να Σε κακοποιήσωσιν· η δε πόλις μου Έδεσσα, ούσα μεν μικροτάτη, αλλά σεμνή, θα εξαρκέση εις αμφοτέρους ημάς ίνα κατοικώμεν εν αυτή με ειρήνην». Ο Ανανίας λοιπόν, ελθών εις την Ιερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Κύριον την ανωτέρω επιστολήν, έπειτα δε ενατένιζεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς και μετά προσοχής μεγάλης· μη δυνάμενος δε να πλησιάση εις τον Κύριον, δια το πολύ πλήθος του λαού, το οποίον εκεί συνέρρεεν, ανέβη και εκάθισεν επί πέτρας, η οποία εξείχεν ολίγον της γης, και ούτω δια μεν του βλέμματος έβλεπεν εις το πρόσωπον του Κυρίου, δια δε της χειρός ήγγιζεν εις την κέραμον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν. Δεν ηδύνατο όμως να ιστορήση ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον, διότι άλλοτε μεν αυτό εφαίνετο με άλλην θεωρίαν, άλλοτε δε πάλιν μετέβαλλεν όψιν. Τότε ο Κύριος, ο των καρδιών εξεταστής και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Ανανίου, εζήτησε νερόν ίνα νιφθή, νιψάμενος δε έλαβεν ύφασμα δεδιπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό εσπόγγισε το θείον και άχραντον αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! Παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο μανδήλιον το θεανδρικόν αυτού πρόσωπον· όθεν λαβών αυτό το έδωκεν εις τον Ανανίαν λέγων· «Απόδος τούτο εις εκείνον όστις σε έστειλεν». Έγραψε δε και Επιστολήν εις τον Αύγαρον, ήτις είναι η επομένη εν μεταφράσει.

Η προς τον Αύγαρον επιστολή του Κυρίου
«Μακάριος είσαι, ω Αύγαρε, επειδή, χωρίς να με ίδης, επίστευσας εις εμέ. Είναι δε γεγραμμένον περί εμού, ότι εκείνοι μεν οι οποίοι με είδον οφθαλμοφανώς δεν πιστεύουσιν εις εμέ, ίνα οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες ζήσωσιν. Ως προς εκείνο το οποίον μοι γράφεις επιστολιμαίως, ότι να έλθω προς σε, ήξευρε ότι πρέπει να τελειώσω τα έργα δια τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον υπό του Πατρός μου, και αφ’ ου ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους Ουρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι αποστείλει έναν μαθητήν μου, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος το μεν πάθος σου θέλει ιατρεύσει, ζωήν δε αιώνιον και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει εις σε και εις τους μετά σου· αλλά και εις την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν εχθρός τις».
Εν τω τέλει δε της ανωτέρω επιστολής έβαλε σφραγίδας επτά, αι οποίαι ήσαν σημαδευμέναι με εβραϊκά γράμματα, μεθερμηνευόμενα ούτω: «Θεού θέα θείον θαύμα». Δεξάμενος δε ο Αύγαρος τον Ανανίαν περιχαρώς έπεσε και προσεκύνησε την αγίαν και άχραντον Εικόνα του Κυρίου με πίστιν και πόθον πολύν· και ούτω πάραυτα ιατρεύθη από της ασθενείας του, μόνον δε έμεινεν εις το μέτωπόν του ολίγον τι εκ της λέπρας. Μετά δε το σωτήριον πάθος και την Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου, επήγεν ο Απόστολος Θαδδαίος εις την Έδεσσαν και εβάπτισε τον Αύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· άμα δε εξήλθεν ο Αύγαρος εκ της αγίας κολυμβήθρας εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, ήτις είχε μείνει εις το μέτωπόν του. Έκτοτε δε ετίμα ο Αύγαρος και εσέβετο δια παντός τρόπου τον θείον χαρακτήρα του Κυρίου και το ομοίωμα· θέλων δε να τιμώσι και να προσκυνώσιν αυτόν ομοίως όλοι οι κάτοικοι της Εδέσσης, δια τούτο εις τα άλλα καλά τα οποία έπραξε προσέθηκε και τούτο: Αρχαίος τις και λαμπρός πολίτης της Εδέσσης Έλλην έστησε τον ανδριάντα αυτού επί της δημοσίας θύρας της πόλεως. Όθεν οι μέλλοντες να εισέλθωσιν εν τη πόλει ώφειλον να προσκυνώσι πρώτον τον ανδριάντα και να εύχωνται εκείνον του οποίου ήτο το άγαλμα, και έπειτα να εισέρχωνται. Τούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο Αύγαρος και εξαφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού προσκολλήσας αυτήν επί σανίδος και καλλωπίσας· έγραψε δε επ’ αυτής και ταύτα: «Χριστέ ο Θεός ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ». Εξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι πας ο εισερχόμενος δια της πύλης εκείνης εν τη πόλει της Εδέσσης έπρεπε πρώτον να αποδίδη σέβας και προσκύνησιν εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν Εικόνα του Κυρίου. Εφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αύτη και ο νόμος μέχρι τέλους της ζωής του Αυγάρου και του υιού του· αφ’ ου δε ο έγγονος τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν και επανεστράφη θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επί της θύρας της Εδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν και να κρημνίση την του Χριστού Εικόνα· τούτο δε γνωρίσας δια της θείας αποκαλύψεως ο τότε της Εδέσσης Επίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Επειδή δε ο άνωθεν της θύρας τόπος ήτο κοίλος, κατεσκευασμένος με θόλον εν σχήματι κυλίνδρου, ήναψε μεν ο Επίσκοπος έμπροσθεν της αγίας Εικόνος του Χριστού λύχνον, έβαλε δε έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους και χρίσας με άσβεστον, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και εξίσωσε το τείχος εις ομαλήν επιφάνειαν· ούτω δε μη φαινομένης πλέον της Εικόνος του Κυρίου, απετράπη ο δυσσεβής του σκοπού του και δεν εκρήμνισεν αυτήν. Έκτοτε παρήλθε τοσούτος χρόνος, ώστε δεν ενεθυμείτο τις πλέον που ήτο κεκρυμμένη η αγία Εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, επί Ηρακλείου βασιλέως Ρωμαίων, εν έτει από Χριστού χιε΄ (615), επολέμει τας πόλεις της Ασίας, έφθασε μέχρις Εδέσσης· κατ’ αυτής δε πάντα λίθον κινήσας, έρριψεν εις φόβον και αγωνίαν τους κατοίκους, οι οποίοι προσφυγόντες εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά θερμών δακρύων και συντριβής καρδίας εύρον εν ακαρεί σωτηρίαν ούτω πως. Νύκτα τινά φαίνεται εις τον Επίσκοπον, Ευλάβιον ονομαζόμενον, γυνή τις ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις αυτόν, ότι πολύ καλώς θέλει πράξει, εάν λάβη την επί της θύρας της πόλεως κεκρυμμένην αχειροποίητον Εικόνα του Χριστού, δείξασα και τον τόπον δια της χειρός της. Ο δε Επίσκοπος, ελθών επί τόπου και σκάψας, ω του θαύματος! Εύρε την μεν θείαν Εικόνα του Κυρίου σώαν και αδιάφθορον, τον δε λύχνον ανημμένον μετά πεντακόσια και επέκεινα έτη· αλλά και εις την κέραμον την οποίαν ο τότε Επίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου Μανδηλίου εύρεν εκτετυπωμένην άλλην Εικόνα του Κυρίου, απαράλλακτον με την εν τω αγίω Μανδηλίω. Αμφότερα δε ταύτα τα θεία εκτυπώματα και τας Εικόνας του Κυρίου βλέποντες οι της Εδέσσης πολίται ενεπλήσθησαν άπαντες πνευματικής ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Λαβών λοιπόν ο Επίσκοπος την αγίαν Εικόνα του Κυρίου και λιτανείαν ποιήσας, επήγεν εις το μέρος της πόλεως, όπου έξωθεν έσκαπτον οι Πέρσαι· τούθ’ όπερ εννόησαν εκ του ήχου των χαλκών οργάνων. Όταν δε επλησίασεν εκεί ο Επίσκοπος, έρριψεν έλαιον εκ του λύχνου εις την ητοιμασμένην υπό των Εδεσσηνών πυράν, και παρευθύς η φλοξ ανάψασα εξηφάνισεν όλους τους Πέρσας· αλλά και εις το πυρ, το οποίον ανάψαντες έξω της Εδέσσης οι Πέρσαι έτρεφον με άπειρα ξύλα αποκοπέντα από των εκεί πλησίον δένδρων, άμα επλησίασεν ο Επίσκοπος μετά της θείας Εικόνος, ευθύς ηγέρθη σφοδρός άνεμος, και στρέψας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και κατέκαιεν. Όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι. Επειδή δε εις την βασιλεύουσαν των πόλεων συνέτρεχον όλα τα καλά, ήτο δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εν αυτή συν τοις άλλοις και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος Εικών του Κυρίου, δια τούτο ο τότε βασιλεύς των Ρωμαίων Ρωμανός (ο νέος δηλαδή, ο του Πορφυρογεννήτου Κωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά το εννεακοσιοστόν πεντηκοστόν ένατον έτος, και καλούμενος νέος προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Ρωμανού, όντος γέροντος) κατέβαλε μεγάλην προσπάθειαν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου ταύτης Εικόνος την Βασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν Εικόνα του Κυρίου παρά του εκείσε ευρισκομένου Αμηρά, δους εις αυτόν, χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα χιλιάδας αργύρια και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχη αιχμαλώτους· όχι δε μόνον ταύτα εποίησεν, αλλά και βεβαίως έδωκεν υποσχέσεις ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής δεν θα πολεμώσι τα στρατεύματα των Ρωμαίων τους Σαρακηνούς. Με ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε της αιτήσεως, εκτελέσας όλα όσα υπεσχέθη. Όθεν επειδή ενέδωκεν ο Αμηράς να αποσταλή εις τον Ρωμανόν η θεία Εικών, ο Σαμοσάτων Επίσκοπος και ο Εδέσσης και άλλοι τινές ευλαβείς, λαβόντες το άγιον Εικόνισμα του Κυρίου (και την Χριστόγραφον Επιστολήν) ήρχισαν την οδοιπορίαν δια την Κωνσταντινούπολιν· πολλά δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν των Οπτημάτων, εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον καλούμενον του Ευσεβίου, πολλοί ασθενείς προστέξαντες μετά πίστεως εις τον άγιον Χαρακτήρα του Κυρίου ιατρεύθησαν από τας διαφόρους ασθενείας των. Τότε δε προσήλθε και εις δαιμονιζόμενος, ο οποίος ταύτα προεφήτευσε λέγων· «Απόλαβε, ω Κωνσταντινούπολις, δόξαν, τιμήν και χαράν, και συ, Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου». Πάραυτα δε ιατρεύθη ο άνθρωπος από το δαιμόνιον το οποίον τον επείραζε.Κατά δε το στυξζ΄ (6467) έτος από κτίσεως κόσμου, εν τη δεκάτη Πέμπτη του Αυγούστου μηνός, εν έτει δε από Χριστού εννεακοσιοστώ πεντηκοστώ ενάτω, επί Ρωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω Αρχιερείς εις Κωνσταντινούπολιν και επήγαν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, φέροντες μεθ’ εαυτών και την αγίαν Εικόνα του Κυρίου, η οποία σεβασμίως και περιχαρώς προσεκυνήθη υπό τε των βασιλέων, των αρχόντων και του λοιπού λαού. Την δε επαύριον, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην του Αυγούστου, σηκώσαντες την αγίαν Εικόνα επί των ώμων των ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος και οι νεάζοντες βασιλείς (διότι ο Ρωμανός ασθενών δεν παρευρέθη), καθώς και όλη η Γερουσία μεθ’ όλου του εκκλησιαστικού πληρώματος, προέπεμψαν την αγίαν Εικόνα μετά της πρεπούσης δορυφορίας έως εις την καλουμένην Χρυσήν Πύλην. Έπειτα λαβόντες πάλιν αυτήν εκείθεν με ψαλμούς και ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδων και φώτα, την μετέφεραν εις τον περιώνυμον και μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Ναόν· αφού δε και εκεί εποίησαν την αρμόζουσαν τάξιν, ανέβησαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εισελθόντες εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, ενταύθα απέθεσαν το άγιον και τίμιον εκτύπωμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις δόξαν των Χριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της πόλεως και της των Χριστιανών καταστάσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΜΥΡΩΝΟΣ.

Δημοσίευση από silver »

Μύρων ο ένδοξος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου και Αντιπάτρου άρχοντος της επαρχίας Αχαϊας εν έτει σν΄ (250), πρεσβύτερος το αξίωμα, αγαθός την γνώμην, εντίμου καταγωγής, πλούτον έχων πολύν και παρά Θεού και ανθρώπων φιλούμενος. Επειδή λοιπόν ο ρηθείς Αντίπατρος μετέβη εις την Εκκλησίαν κατά την ημέραν των Χριστουγέννων, επί τω σκοπώ να συλλάβη και να τιμωρήση πολλούς Χριστιανούς, ο Άγιος ούτος Μύρων, ζήλου θείου πλησθείς, ύβρισε τον Αντίπατρον και ένεκα τούτου εκρέμασαν αυτόν και εξέσχισαν. Είτα τον έρριψαν εντός καμίνου, ήτις τόσον πολύ ηνάφθη, ώστε ο κτύπος του πυρός ηκούετο εις πολύ διάστημα τόπου· αλλ’ όμως η κάμινος τον μεν Άγιον δεξαμένη εφύλαξεν αυτόν αβλαβή, το δε πυρ κατέκαυσεν εκατόν πεντήκοντα απίστους. Ύστερον ηνάγκασαν τον Άγιον να θυσιάση εις τα είδωλα και επειδή δεν επείσθη, απέσπασαν το δέρμα του εις λωρίδας από των ώμων μέχρι των ποδών του, μίαν εκ των οποίων λαβών ο Μάρτυς την έρριψεν εις το πρόσωπον του Αντιπάτρου· αφ’ ου δε εξέδαρον αυτόν, πάλιν εξέσχισαν τας εκδεδαρμένας σάρκας του. Μετά ταύτα έδωκαν τον Άγιον εις βοράν των θηρίων, αλλ’ εκείνα τον διεφύλαξαν σώον και αβλαβή, τουθ’ όπερ ιδών ο Αντίπατρος δεν υπέφερε την εντροπήν και ηυτοχειριάσθη. Ο δε Άγιος μεταφερθείς ει την Κύζικον, εκεί εδέχθη παρά του Ανθυπάτου την του θανάτου απόφασιν· όθεν αποκεφαλισθείς, απέλαβεν ο μακάριος τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΛΩΡΟΥ και ΛΑΥΡΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Φλώρος και Λαύρος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν μεν αδελφοί δίδυμοι, λιθοξόοι την τέχνην, εκμαθόντες αυτήν παρά του Αγίου Πατρόκλου και του Αγίου Μαξίμου, μαρτυρησάντων και αυτών δια τον Χριστόν. Αφού δε οι διδάσκαλοι ούτοι εμαρτύρησαν, αφήκαν την εν Βυζαντίω διατριβήν και απήλθον εις το Ιλλυρικόν (την Σλαβονίαν), εις την χώραν της Δαρδανίας και εις πόλιν Ουλπιανά καλουμένην· εκεί δε ευρισκόμενοι ηρεύνων ίνα εύρωσι μεταλλικάς πέτρας, παρά τω ηγεμόνι Λουκίωνι, όπου και ειργάζοντο την τέχνην των. Είτα αστάλησαν παρ’ αυτού εις τον Λικίνιον, ο οποίος ήτο υιός της βασιλίσσης Ελπιδίας· ο δε, δώσας χρήματα εις τους Αγίους, διέταξεν αυτούς να κτίσωσι ναόν των ειδώλων, τον οποίον εσχεδίασεν επί διαγράμματος και χάρτου. Λαβόντες δε τα χρήματα οι Άγιοι, τα διεμοίρασαν εις τους πτωχούς, και την μεν νύκτα κατεγίνοντο εις την προς Θεόν προσευχήν, την δε ημέραν εργαζόμενοι την τέχνην των κατεσκεύαζον μετά σπουδής τον ναόν. Αφού δε εις ολίγας ημέρας επερατώθη το έργον, συμβοηθούντος εις τους Αγίους θείου Αγγέλου και ενδυναμώνοντος αυτούς, τότε ο ιερεύς των ειδώλων Μερέντιος επίστευσεν εις τον Χριστόν· τούτου δε ο υιός Αθανάσιος είχε πιστεύσει πρότερον, επειδή οι Άγιοι ήνοιξαν τον τυφλόν οφθαλμόν του. Συναθροίσαντες δε οι Άγιοι τους πτωχούς εκείνους εις τους οποίους είχον διανείμει τα χρήματα, έδεσαν δια της βοηθείας εκείνων τα είδωλα από του τραχήλου με σχοινία και τα εκρήμνισαν εις την γην. Είτα μετατρέψαντες τον ναόν των ειδώλων εις Ναόν άγιον του αληθινού Θεού και ανάψαντες φώτα πολλά, ενεκαινίασαν αυτόν και αφιέρωσαν εις τον Χριστόν, επιλέγοντες και το Τροπάριον των εγκαινίων, «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, Αποστόλων καύχημα, Μαρτύρων αγαλλίαμα, Τριάς η ομοούσιος» προπορευομένου και του Τιμίου Σταυρού. Ταύτα μαθών ο Λικίνιος προσέταξε να αναφθή κάμινος, εντός της οποίας να ριφθώσιν όσοι πτωχοί άλαβον τα χρήματα και συνέτριψαν τα είδωλα· όθεν ριφθέντες οι μακάριοι εις αυτήν παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον του Μαρτυρίου τους στεφάνους. Οι δε Άγιοι Φλώρος και Λαύρος εδέθησαν εις τροχόν αμάξης, και εδάρησαν· έπειτα έστειλεν αυτούς ο Λικίνιος εις τον ηγεμόνα Λύκωνα, ο οποίος, δεξάμενος τους Μάρτυρας, τους έκλεισεν εντός βαθέος και ανύδρου φρέατος. Κλεισθέντες δε εν αυτώ οι Άγιοι, πρώτον μεν παρεκάλεσαν τον Θεόν υπέρ των Χριστιανών όσοι θα τους ενθυμώνται και θα τους εορτάζωσι, δεύτερον δε υπέρ ευσταθείας και ειρήνης του κόσμου, και τρίτον ίνα παύση ο κατά των Χριστιανών διωγμός· μετά δε ταύτα παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ανέβησαν νικηφόροι εις τα ουράνια. Αφού δε παρήλθε χρόνος πολύς ανεκομίσθησαν εκ του φρέατος τα τίμια αυτών λείψανα και εναπετέθησαν με τιμήν εντός θηκών· αναβλύζουσι δε μύρα και διάφορα θαύματα ενεργούσιν εις τους μετά πίστεως τούτοις προστρέχοντας. Τελείται δε η των Αγίων τούτων σύναξις και εορτή εις τον Άγιον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εν τω Ναώ του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Φιλίππου εν Κωνσταντινουπόλει.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΝΔΡΕΟΥ του Στρατηλάτου, και των συν αυτώ τ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΝΔΡΕΟΥ του Στρατηλάτου, και των συν αυτώ τελειωθέντων Δισχιλίων Πεντακοσίων Ενενήκοντα Τριών.

Ανδρέας ο ένδοξος Μάρτυς και Στρατηλάτης ήκμασε κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου Μαξιμιανού, εν έτει σπθ΄ (289), στρατιώτης ων εν τη Ανατολή, υπό τον Αντίοχον αρχιστράτηγον του βασιλικού στρατού. Αποσταλείς δε υπ’ αυτού μετ’ άλλων συστρατιωτών, ίνα πολεμήση τους Πέρσας, οίτινες, διαβάντες τα όριά των και ελθόντες εις τα όρια των Ρωμαίων, ελεηλάτουν αυτά και ηφάνιζον, επεκαλέσθη τον Χριστόν, πείσας δε και τους συντρόφους του να επικαλεσθώσιν Αυτόν, ενίκησε τους Πέρσας και τους κατετρόπωσεν. Όθεν ένεκα της ανελπίστου ταύτης νίκης προσείλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού τους στρατιώτας του. Διαβληθέντες λοιπόν ο τε Άγιος και οι τούτου σύντροφοι προς τον αρχιστράτηγον αυτών Αντίοχον, παρεστάθησαν όλοι προς αυτόν και ωμολόγησαν την του Χριστού πίστιν· διο τον μεν Άγιον Ανδρέαν ήπλωσαν επί σιδηράς πεπυρωμένης κλίνης, των δε συντρόφων του τας χείρας εκάρφωσαν επί τετραγώνων ξύλων. Είτα κατά προσταγήν του Αντιόχου εδίωξαν τους Αγίους εκ των ορίων της χώρας εκείνης χίλιοι άλλοι στρατιώται, τους οποίους κατηχήσας ο Άγιος Ανδρέας ωδήγησε και τούτους εις την πίστιν του Χριστού. Τούτο δε μαθών ο Αντίοχος κατεδίωξεν όλους, προστάξας να θανατώσωσιν αυτούς τε και τους εξ αρχής όντας συντρόφους του Αγίου, ως και αυτόν τον ίδιον πανένδοξον Ανδρέαν και ούτως έλαβον όλοι τους στεφάνους της αθλήσεως.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”