Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Απριλίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων ΙΑΣΟΝΟΣ και ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ιάσων και Σωσίπατρος οι Άγιοι του Χριστού Απόστολοι εγένοντο απ’ αρχής γνήσιοι μαθηταί και ακόλουθοι του μακαρίου Αποστόλου Παύλου, έφθασαν δε και μέχρι των ημερών καθ’ ας εβασίλευεν ο Κερκυλλίνος εις την νήσον Κέρκυραν, φόρου τότε υποτελή υπάρχουσαν εις τους Ρωμαίους. Πολλοί δε τότε εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον, σκληρώς παρά τούτου βασανιζόμενοι, ανελάμβανον τον της αθανασίας αγώνα και κατηξιούντο των στεφάνων του Μαρτυρίου, μεταξύ των οποίων πρώτοι υπήρξαν οι ένδοξοι ούτοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος. Κατά την εποχήν εκείνην ο μακάριος Παύλος, το πολύτιμον σκεύος της εκλογής, το στόμα του Χριστού, το φως εις τον κόσμον, έως εσχάτων την οικουμένην άπασαν διατρέχων και τον λόγον της αληθείας πανταχού σπείρων, εξορίζων ούτω εκ της οικουμένης τον διάβολον ώστε ουδέν σημείον της γης να μείνη άνευ της γνώσεως της Πίστεως του Χριστού, έφθασε και εις την πόλιν της Θεσσαλονίκης. Απλώσας δε εις ταύτην τας μυστικάς σαγήνας της του Κυρίου διδασκαλίας, προ παντός άλλου εσαγήνευσε τον Ιάσονα και μετά τούτον τον Σωσίπατρον ορμηθέντα εξ Αχαϊας, τούτους δε αειλαμπείς φωστήρας ανέδειξε, την οικουμένην άπασαν καταυγάζοντας, των οποίων πλέξας και την αρχήν των εγκωμίων, έλεγεν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του· «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ιστ: 21). Διότι ούτοι, αν και δεν ετύγχανον συγγενείς αυτού εξ αίματος, συνεταυτίσθησαν προς αυτόν ένεκα της υπερβολικής των αρετής και της προς αυτόν αγάπης των, εξ ης υπήκουον εις όλα αυτού τα νεύματα. Ούτοι λοιπόν οι θείοι και πανάριστοι άνδρες Ιάσων και Σωσίπατρος, γενόμενοι εξ αρχής καρποφόρος αγρός του θείου Παύλου, ως προείπομεν, πάσαν την Δύσιν, εντός του σκότους της ασεβείας ευρισκομένην, κατεπλημμύρισαν δια του φωτός της του Χριστού αληθείας χωρίς να ολιγωρήσουν προ ουδενός κινδύνου, βίον μεν ακηλίδωτον διάγοντες, τον δε θείον λόγον κηρύσσοντες πανταχού. Και ο μεν τρισμακάριος Ιάσων είχεν εξ αρχής αναλάβει την διακυβέρνησιν της Μητροπόλεως Ταρσού, την οποίαν ως ιδιαιτέραν του πατρίδα του είχεν εμπιστευθή ο θείος Παύλος, ο δε μακάριος Σωσίπατρος της του Ικονίου Εκκλησίας την προστασίαν εκληρώσατο. Αφού δε επ’ αρκετόν χρόνον εποίμανον δια της Χάριτος του Κυρίου τας Εκκλησίας ταύτας και ηύξησαν ικανώς αυτάς δια των διδασκαλιών των, υπό θείου ζήλου κινούμενοι ήλθον αμφότεροι εις την Δύσιν. Αφιχθέντες λοιπόν εις την πόλιν των Κερκυραίων ανήγειραν έξω των τειχών της πόλεως ταύτης Ναόν του Θεού περικαλλή, επ’ ονόματος του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εις τον οποίον δοξολογούντες νύκτα και ημέραν τον Θεόν ωδήγουν πλείστους προς την αληθή Πίστιν. Όθεν, νύκτα τινά, ενώ οι Άγιοι προσηύχοντο και παρέτειναν επί μακρόν την ικεσίαν, προσελθόντες τινές των ειδωλολατρών είπον προς αυτούς· «Είπατέ μας, ω ξένοι, τις είναι αύτη η νέα διδαχή και ποία η Πίστις και η προσδοκία υμών; Διότι, καθώς φαίνεται, μεγάλα είναι ταύτα και θαυμαστά και τον ανθρώπινον νουν υπερβαίνοντα». Απήντησαν τότε οι Άγιοι· «Βεβαίως, αυτά τα οποία διδάσκομεν είναι μυστήρια του αληθούς Θεού, καθώς και η Πίστις την οποίαν κηρύσσομεν είναι αληθής και άμωμος». Εδείκνυον δε προς αυτούς οι Άγιοι τον Σταυρόν του Χριστού και το Ευαγγέλιον και έλεγον· «Η Πίστις ημών των Χριστιανών δεν κατανοείται δι’ αποδεικτικών λόγων, ως σεις νομίζετε, αλλά μάλλον δι’ έργων φανερών και αδιαψεύστων. Διότι αρχαιοτέρα είναι η δια των έργων πληροφορία παρά η δια των λόγων απόδειξις. Και όπου η ενεργός Πίστις εμφανίζεται, εκεί περιττή καθίσταται η δια των λόγων απόδειξις». Ταύτα λοιπόν και άλλα περισσότερα ακούοντες οι προσερχόμενοι επίστευον εις τον Σωτήρα Χριστόν, πειθόμενοι εις την διδασκαλίαν των Αγίων. Εβαπτίζοντο δε καθ’ εκάστην και προσετίθεντο εις τους του Κυρίου πιστούς πλήθη ανδρών και γυναικών, ώστε και αυτός ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, ακούσας τα γενόμενα και πληροφορηθείς περί των Αγίων, ηγανάκτησεν. Όθεν έστειλε τους ανθρώπους του και τους έφεραν ενώπιόντου. Λέγει δε προς αυτούς· Ειπέτε μοι, πόθεν είσθε; Και ποίος είναι εκείνος όστις σας εδίδαξε τοιαύτας διδασκαλίας, αντιθέτους των πατρώων συνηθειών και προσπαθείτε να εμποδίσετε τας των μεγίστων θεών θυσίας, επεκτείνοντες και μεγαλοποιούντες την λατρείαν του Εσταυρωμένου»; Οι δε Άγιοι απήντησαν· «Πόθεν είμεθα, δεν είναι ανάγκη να σου είπωμεν. Μαθηταί δε κατέστημεν των Αποστόλων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ιδού ευαγγελιζόμεθα προς πάντας τους ανθρώπους να απομακρύνωνται από των ματαίων και ψευδωνύμων θεών και να επιστρέψωσι προς τον αληθή Θεόν, τον ζώντα, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς είπε προς τους Αγίους· «Πεισθήτε εις εμέ και αφού αρνηθήτε εκείνον τον Χριστόν τον οποίον παραδέχεσθε, θυσιάσατε εις τους θεούς προς τους οποίους προσφέρει θυσίας άπασα η Οικουμένη και ούτω η ψυχή υμών ζήση εντίμως· ει δε μη, γνωρίσατε, ότι θέλετε δοκιμασθή δια βασάνων, των οποίων παρομοίας ούτε ηκούσατε, ούτε είδετε, τα δε σώματα υμών θέλω προσφέρει ως βοράν εις τα θηρία και εις τα όρνεα». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ακουσον, ω βασιλεύ· επί μεν των σωμάτων ημών έχεις εξουσίαν και ως θέλεις τιμώρησον ταύτα· μαστίγωσον, καύσον δια πυρός, ρίψον εις την θάλασσαν ή εφάρμοσον οίαν δήποτε άλλην απάνθρωπον τυραννίαν θέλεις επινοήσει. Επί δε των ψυχών μας εξουσίαν δεν έχεις. Διότι μόνος ο Θεός έχει ταύτην, ο εξουσιάζων πάσαν πνοήν». Ο βασιλεύς όμως ουδόλως υπεχώρει, αλλ’ επέμενε, προσπαθών έτι μάλλον να εξαναγκάση τους Αγίους να θυσιάσωσιν εις τους ανυπάρκτους θεούς. Είπον τότε προς τον βασιλέα μετά παρρησίας οι Άγιοι· «Εχθρέ πάσης δικαιοσύνης και αληθείας, υιέ διαβόλου, δεν εντρέπεσαι να ονομάζης θεούς, τους διαπράξαντας τα της αισχύνης έργα; Διότι, ποίον άρα γε έργον άξιον είδες πραχθέν εκ μέρους τούτων; Δεν είναι τα μεγαλύτερα τούτων έργα, δια τα οποία και υπερηφανεύονται, μέθαι, ασέλγειαι, καταπόσεις τέκνων, μαγείαι, παιδοκτονίαι και μύρια άλλα»; Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς σφοδρώς εξωργίσθη και διέταξε να κλείσουν τους Αγίους εις το δεσμωτήριον, έως ότου σκεφθή τι θέλει πράξει κατ’ αυτών. Εντός δε του δεσμωτηρίου, όπου εφυλάκισαν τους Αγίους, υπήρχον εγκάθειρτοι επτά λησταί, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος, Σατορνίνος ονομαζόμενος, καθ’ ην ώραν εισήρχοντο οι Άγιοι εις την φυλακήν, είδε νεανίαν ωραίον και ακτινοβολούντα, προηγούμενον αυτών. Αμέσως τότε ούτος προσελθών προς τους Αγίους ανεκοίνωσε το υπ’ αυτού οραθέν, ενώπιον πάντων. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Εάν τούτο είδες, άνθρωπε, τι εμποδίζει και σε να πιστεύσης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αποστείλαντα τον Άγγελον Αυτού δια την σωτηρίαν και την διαφύλαξιν των προς Αυτόν ελπιζόντων»; Ο Σατορνίνος τότε και οι λοιποί φυλακισμένοι, ονομαζόμενοι Ιακίσχολος,Φαυστιανός, Ιανουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράσιος και Μάμμος, απήντησαν· «Δούλοι του όντως αληθούς Θεού προσευχηθήτε υπέρ ημών, διότι ήδη αποθνήσκομεν, επειδή είναι ήδη οκτώ ημέραι, αφ’ ότου δεν ελάβομεν ουδόλως τροφήν». Οι δε Άγιοι, γονυπετήσαντες και προσευχηθέντες, είπον προς αυτούς· «Εάν πιστεύετε εξ όλης ψυχής εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον οποίον ημείς κηρύσσομεν, ούτε λιμός ούτε κίνδυνος ούτε άλλη τις θλίψις είναι δυνατόν να σας κυριεύση». Τότε ο Σατορνίνος και οι άλλοι εγκάθειρκτοι είπον ως εξ ενός στόματος· «Πιστεύομεν, κύριοι, ότι μέγας είναι ο Θεός υμών και αληθώς ηννοήσαμεν, ούτε ουδαμού αλλού δύναται να υπάρξη βοήθεια και σωτηρία, ει μη εις το όνομα Αυτού». Ότε δε και πάλιν προσηυχήθησαν οι Άγιοι, αίφνης επληρώθη η φυλακή αρρήτου ευωδίας, ωσάν να είχον ευρεθή εκεί όλα τα αρώματα, όλα τα κρίνα του αγρού, όλα τα ρόδα και παν εύοσμον άνθος. Έχαιρον λοιπόν άπαντες και ηγάλλοντο, ως να ευρίσκοντο εις θείον Παράδεισον. Ο δε δεσμοφύλαξ Αντώνιος, ο εμπεπιστευμένος εις την φύλαξιν των κρατουμένων, ευρίσκετο εξηπλωμένος επί της κλίνης του. Και ως ησθάνθη την ευωδίαν ταύτην, εξυπνήσας αμέσως και εγερθείς, διότι ήτο μεσονύκτιον, είδε δια τινος οπής λαμπρόν γως εντός της φυλακής και λευκήν περιστεράν υπεριπταμένην των Αγίων. Ήκουσε δε και φωνήν αναπεμπομένων ύμνων, ως να εψάλλοντο υπό πολλών. Εκπλαγείς δε εκ του παραδόξου τούτου θαύματος ήνοιξεν αμέσως τας θύρας της φυλακής και εισελθών έντρομος εγονυπέτησε προ των Αγίων, παρακαλών να αξιωθή και αυτός μετά των ληστών, τους οποίους εφρούρει, της δια του Αγίου Πνεύματος αναγεννήσεως. Κομισθέντος δε ύδατος, ο Άγιος Ιάσων προσέφερεν εις τον Αντώνιον και τους εν τη φυλακή κρατουμένους το λουτρόν της επουρανίου Χάριτος, αναδείξας αμέσως τους των δαιμόνων πρώην υπηρέτας υιούς Θεού και κληρονόμους δια της Χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά τινας ημέρας, πληροφορηθείς τα συμβάντα ο βασιλεύς, διέταξε να παρουσιασθή προ του βήματος αυτού ο Αντώνιος. Ευθύς δε ως ήλθον οι στρατιώται και έκυψαν ίνα ίδωσιν εντός της φυλακής, απέμειναν έκθαμβοι από τα θαυμάσια του Θεού τα οποία είδον. Διότι κατά την ώραν εκείνην είδον φοβερόν νεανίαν αποστράπτοντα, όστις εις με την δεξιάν αυτού χείρα εκράτει Σταυρόν, εις δε την αριστεράν ρομφαίαν. Είδον ακόμη οι στρατιώται εντός της φυλακής και ετέρους δέκα άνδρας έχοντας κεκοσμημένας τας κεφαλάς των δια χρυσών στεφάνων και ήκουσαν φωνήν, δια της οποίας ούτοι έψαλλον «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Μη τολμήσαντες δε να εισέλθουν, επέστρεψαν εις τον βασιλέα και ανέφεραν εις αυτόν όσα είδον και ήκουσαν εις την φυλακήν. Tαύτα ακούσας ο βασιλεύς και έκπληκτος γενόμενος, διότι ενόμισεν ότι εκ τινος μαγικής ενεργείας εγένοντο τα υπό των στρατιωτών οραθέντα, παρέμεινε σκεπτόμενος τι μέλλει να πράξη. Μετ’ ολίγον δε έστειλε και προσεκάλεσε ένα εκ των μάγων, προς τον οποίον είπεν· «Εάν υπάρχη εις σε δύναμίς τις παρά του Διός δωρηθείσα, εγέρθητι και στήθι αντιμέτωπος των εχθρών Ιάσονος και Σωσιπάτρου, οίτινες τερατουργούν δια μαγικών τεχνασμάτων. Διότι ανεστάτωσαν την πόλιν ημών, υποδυόμενοι ξένας μορφάς και ούτω πάντες ακολουθούσιν αυτούς». Απεκρίθη τότε ο μάγος προς τον βασιλέα·»Πρόσταξον μόνον, ω βασιλεύ, και όλαι αι επιθυμίαι σου τάχιστα θέλουσιν εκτελεσθή». Είπε τότε ο βασιλεύς· «Εκείνο το οποίον θέλεις να πράξης, πράξον τάχιστα». Τότε εκείνος ο πλάνος εζήτησε να του φέρωσι ζεύγος βοών, άροτρον και σίτον. Τούτων ταχέως προσκομισθέντων, λαβών το άροτρον ο γεωργός του ψεύδους και της εαυτού απωλείας, ηροτρίασε κατά τον τρόπον του τον αγρόν και παρευθύς έσπειρε τον σίτον και την ιδίαν στιγμήν εβλάστησεν ο σίτος και εσχημάτισε βλαστόν και στάχυν και ανεβλάστησε φύλλα εν τω βλαστώ και είραν εν τω στάχει. Ευθύς τότε εφάνη ο αγρός κατάλευκος και κατάλληλος προς θερισμόν. Θερίσας δε ο πλάνος τον σίτον και καθαρίσας μετέφερεν εις τον μύλον, παρουσία του βασιλέως. Τούτον δε αλέσας και ζυμώσας, έπλασεν άρτον επί της χειρός του. Ταύτα ιδών ο βασιλεύς, έμεινεν έκπληκτος. Αφού δε έφαγε τον άρτον, εφώναξεν ειπών· «Ω Ζευ, μέγιστε των θεών, μέγας είσαι πράγματι και δεν υπάρχει ισχυρός, εκτός σου, όστις παρέχεις εις τους φοβουμένους σε την δύναμιν εις μίαν ώραν να σπείρωσι, να θερίζωσι, να αλέθωσι και να παρασκευάζωσιν άρτον». Ταύτα αφού εφλυάρησεν ο βασιλεύς, εστράφη προς τους συγκεντρωθέντας και είπεν· «Ουδέποτε τοιούτον τι εγώ ήκουσα πραχθέν είτε παρά των αρχαιοτέρων είτε παρά των συγχρόνων. Πως δε πλανώνται τινές και ακολουθούσι τους θαυματοποιούς εκείνους, απορώ». Ταύτα ειπών ανεχώρησε· κατά δε την επομένην, εγερθείς λίαν πρωϊ εκ της κλίνης του και ακολουθούμενος υπό των δορυφόρων του, επορεύθη εις την φυλακήν και επρόσταξε να εξέλθη μόνον ο δεσμοφύλαξ Αντώνιος. Ως δε εκείνος εξήλθεν, ατενίσας προς αυτόν με φοβερόν και άγριον βλέμμα είπε· «Μιαρώτατε και ξένε της των θεών ευμενείας, τις πονηρός δαίμων, προς την κακήν μοίραν οδηγήσας, σε έπεισε να εγκαταλείψης τας παλαιάς συνηθείας και την προγονικήν ευδαιμονίαν και να εξοικειωθής προς την πλάνην των Χριστιανών; Ποίον δε έξιον λόγου θαύμα ιδών παρ’ εκείνων ετόλμησες να πράξης τούτο»; Ο Αντώνιος όμως ουδόλως απεκρίθη εις ταύτα, αλλ’ εποίησε το σημείον του Σταυρού εις το πρόσωπον του τυράννου. Ο δε τύραννος, πληρωθείς υπό θυμού, ευθύς επρόσταξε να αποκόψουν την δεξιάν χείρα του Αντωνίου. Τούτου δε γενομένου, λέγει ο βασιλεύς προς τον μακάριον τούτον· «Που είναι ο Θεός εκείνος τον οποίον σέβεσαι; Εάν αυτός είχε την δύναμιν να σώση τους εις αυτόν πιστεύοντας, ως συ πλανώμενος πιστεύεις, ασφαλώς θα ήθελε σώσει και σε τώρα από την παρούσαν ανάγκην σου». Ο δε Αντώνιος απεκρίθη· «Γνώριζε, βασιλεύ, ότι ουδέν είναι αδύνατον δια τον Θεόν μου, αλλά δια των βασάνων τούτων θέλει να με αποπλύνη από των πολλών μου αμαρτιών, τας οποίας εν αγνοία μου διέπραξα κατά τον μοχθηρόν τούτον βίον, με το να προσφέρω λατρείαν εις είδωλα κωφά και αναίσθητα και ούτω δια της υπομονής και της καρτερίας μου να μοι αποδώση τον στέφανον καταξιών με της μερίδος των σωζομένων. Διότι αυτός είναι μόνος Θεός ζων, αληθής, ισχυρός, εξουσιαστής, δημιουργός των όλων και σωτήρ πάντων των επικαλουμένων Αυτόν. Οι δε ιδικοί σου θεοί είναι κωφά και αναίσθητα βδελύγματα, καταφύγια ακαθάρτων δαιμονίων, μελλόντων να παραδοθώσιν εις το αιώνιον πυρ ομού μετά των σεβομένων αυτά, προς τα οποία όμοιοι θέλουν γίνει οι κατασκευάζοντες αυτά και οι εις ταύτα εμπιστευόμενοι». Τότε ο βασιλεύς, πλήρης οργής, είπε· «Λοιπόν, επειδή ούτος νομίζει ευδαίμονα και λίαν ποθητά τα υπό του δήθεν Αποστόλου του Εσταυρωμένου λεγόμενα, προστάσσω να αποκοπή και η αριστερά αυτού χειρ, και οι δύο πόδες του. και θα ίδωμεν αν έλθη, ίνα βοηθήση αυτόν ο Θεός αυτού». Αν και όμως εγένοντο τα προσταχθέντα μετά μεγίστης ταχύτητος, εν τούτοις ο Άγιος διετήρει την αυτήν υπομονήν, συμπεριφερόμενος ως να έπασχε δι’ αλλοτρίου σώματος. Άγγελος δε Κυρίου εμφανισθείς εις αυτόν, τον ενεθάρρυνε παροτρύνων αυτόν θερμώς να υπομείνη ολίγον ακόμη. Ο δε μακάριος Αντώνιος πληρωθείς χαράς προσηύχετο λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι κατηξιώθην να πάσχω ταύτα υπέρ του αγίου ονόματός Σου και διότι έδειξας τα ελέη σου εις εμέ τον ανάξιον, αποστείλας τον Άγγελόν Σου ίνα με ενισχύση, παρασχών εις εμέ τον ανάξιον την δύναμιν και την ευψυχίαν να καταλύσω τελείως, Δέσποτα, το θράσος και τας τέχνας τούτου του παρανόμου. Διότι έχω την πεποίθησιν, ότι δεν παραλείπεις βοηθών και αντιλαμβανόμενος τους εν παντί τόπω προς Σε πιστεύοντας». Ταύτα αφού ήκουσεν ο βασιλεύς, καταληφθείς υπό θυμού μέχρι μανίας, είπεν· «Εγώ πολύ συντόμως θέλω εξαφανίσει την ανάμνησίν σου από της γης, ίνα μάθωσι πάντες, ότι εις άνθρωπον θνητόν έχεις τας ελπίδας σου και ουχί εις Θεόν». Ο δε μακάριος Αντώνιος απεκρίθη· «Θέλεις να αντιληφθής ιδίοις όμμασιν, αναιδέστατε και ακάθαρτε κύον, ότι τα πάντα είναι δυνατά εις τον Θεόν μου; Ιδού, βλέπε». Ενώ δε πάντες έστρεψαν τα βλέμματα προς αυτόν, αναβλέψας ούτος προς τον ουρανόν είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, πάταξον δια της ρομφαίας Σου τους αντιτασσομένους εις την δύναμίν Σου, όπως και δια της πείρας πεισθώσιν οι απειθείς ούτοι τα της μεγαλωσύνης Σου και της Βασιλείας Σου». Ευθύς δε ως είπε ταύτα, κρότος μέγας ηκούσθη και βροντή φοβερά, πυρ δε έπεσεν εξ ουρανού επί του παλατίου και κατέκαυσε την γυναίκα και τους δύο υιούς αυτού. Τότε φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας τους εν τη πόλει, πολλοί δε ένεκα του σημείου τούτου επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Και αυτός ακόμη ο βασιλεύς, φοβηθείς σφόδρα, έφυγεν εκ του παλατίου αυτού. Μη εννοήσας δε ο άθλιος την δύναμιν του Χριστού, διότι είχεν εσκοτισμένον τον νουν εκ της μέθης του διαβόλου, προσέταξε να φέρουν συρόμενον ενώπιόν του τον θείον Αντώνιον. Ως δε ωδηγήθη ο Άγιος προ αυτού, είπεν ο βασιλεύς προς τους παρευρισκομένους· «Είδετε πως αι μαγείαι του παμπονήρου τούτου και αυτά τα νέφη προσήγγισαν»; Είπε τότε ο Άγιος Αντώνιος· «Τα νέφη την προσταγήν του Δεσπότου αυτών εξετέλεσαν». Ο βασιλεύς ηρώτησε· «Λοιπόν και επί των νεφών συ κυριαρχείς»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Όχι εγώ, αλλά ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος». Αποπειραθείς δε εν τη οργή του ο τύραννος να αρπάση τον μακάριον, ίνα τον κατασπαράξη, εστάθη ανίκανος να πράξη τούτο, διότι αμέσως αι χείρες του παρέλυσαν. Εν απορία δε ευρισκόμενος, έδωσε προσταγήν να ρίψουν τον Άγιον συρόμενον έξω της πόλεως και ούτω να αποκεφαλισθή. Ο δε γενναίος Αντώνιος, μέλλων να απομακρυνθή του προσκαίρου τούτου βίου, προσηύχετο μετά δακρύων, λέγων· «Κύριε ο Θεός των δούλων Σου Ιάσονος και Σωσιπάτρου, δέξου εν ειρήνη το πνεύμα μου και ανάπαυσόν με εν σκηναίς των Δικαίων Σου». Αμέσως τότε ήλθε προς αυτόν φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Χαίρε Αντώνιε Αθλητά, καλώς ηγωνίσθης· μακάριος είσαι μεταξύ των ανθρώπων. Ελθέ λοιπόν, ίνα αναπαυθής εις την ητοιμασμένην σοι δόξαν και Βασιλείαν». Ενώ δε ο Άγιος έψαλλε το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος. Ανήρ δε τις, ευλαβής, Θεοδόσιος ονομαζόμενος, πρεσβύτης κατά την ηλικίαν, κρυπτόμενος δια τον φόβον του τυράννου, όστις παρετήρει προσεκτικώς τα συμβαίνοντα και έγραφε ταύτα, ήρπασε μεθ’ ετέρων αδελφών, δια νυκτός, το τίμιον Λείψανον του Αγίου και μετά της πρεπούσης τιμής έκρυψεν αυτό υπό την γην, εις το μέσον του Ναού του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετά δύο ημέρας επρόσταξεν ο βασιλεύς να παρουσιασθούν ενώπιόν του οι θείοι Απόσολοι Ιάσων και Σωσίπατρος. Ως δε ούτοι προσήλθον, είπε προς αυτούς· «Μη νομίσητε, ότι και η τωρινή δίκη θα είναι ομοία της προηγουμένης. Διότι ο γλυκύς τρόπος της ομιλίας μου ώξυνεν εις θρασύτητα την ανοησίαν σας, ώστε να γίνετε αίτιοι πολλών κακών και μεγάλης ταραχής εις την πόλιν. Προτού λοιπόν δοκιμάσετε τας σκληράς τιμωρίας, αίτινες εμπρέπουσιν εις την θρασύτητά σας ταύτην, προσπαθήσατε με πάντα τρόπον να εγκαταλείψετε την καινήν ταύτην και ματαίαν θρησκείαν και να παραδεχθήτε τους λόγους μου». Τότε οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Ημείς, ω βασιλεύ, δεν δυνάμεθα να εγκαταλείψωμεν την αληθή Πίστιν, την οποίαν εδιδάχθημεν υπό των Αγίων Αποστόλων του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και απομακρυνόμενοι εκ του φωτός να καταφύγωμεν εις το σκότος. Ένα Θεόν εγνωρίσαμεν, εις τρεις υποστάσεις υπάρχοντα και εις Αυτόν μόνον προσφέρομεν την αληθή προσκύνησιν, τον σεβασμόν και την ευχαριστίαν. Υπέρ λοιπόν ταύτης της Πίστεως, ήτοι της εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, της Μιάς και συμφυούς Θεότητος, απείλει, τιμώρει, σφάττε και πράξον ό,τι θέλεις. Διότι, ως είπεν ο διδάσκαλός μας, το να ζώμεν κατά Χριστόν και υπέρ Αυτού να αποθάνωμεν κέρδος και δόξα είναι δι’ ημάς». Ταύτα ο βασιλεύς ακούσας είπε προς τους Αγίους· «Ηκούσατε οποίας τιμωρίας υπέστη και εις οποίον θάνατον παρεδόθη προ δύο ημερών ο Αντώνιος ο δεσμοφύλαξ παρ’ υμών εξαπατηθείς»; Εις τους λόγους τούτους του βασιλέως απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ηκούσαμεν, ω βασιλεύ, και εδοξάσαμεν την δύναμιν του Χριστού, διότι δια της πίστεως και της υπομονής του κατενίκησε την μεγάλην και απάνθρωπον σκληρότητά σου, ως και την κακότροπον γνώμην σου και απήλαυσε τον στέφανον της αφθαρσίας, τον δωρηθέντα παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Λέγει ο βασιλεύς· «Ορθώς δεν είπον, ότι η γλυκύτης των λόγων μου παρασύρει υμάς εις θρασύτητα; Θυσιάσατε λοιπόν εις τους θεούς, διότι θέλω σας εξαφανίσει αμέσως δια σκληρών βασάνων. Σεις, εμπιστευόμενοι εις τας μαγείας σας, δια των οποίων πολλούς εξηπατήσατε, νομίζετε ότι θέλετε κατανικήσει και εμέ. Όμως δεν θα το κατορθώσετε. Διότι υπάρχουν εδώ και άλλοι ως σεις μάγοι, οίτινες δια της δυνάμεως των θεών κάμνουσι μεγαλύτερα σημεία από εκείνα, τα οποία δύνασθε σεις να πράξετε». Ηρώτησε τότε ο θείος Ιάσων· «Δυνάμεθα να ίδωμεν τούτους»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Βεβαιότατα». Λέγει τότε ο Άγιος· «Ας έλθουν λοιπόν, ω βασιλεύ, οι κατά σε τελούντες σημεία δια της δυνάμεως των θεών σου». Ο βασιλεύς τότε, πληρωθείς χαράς, είπε· «Αληθώς· με την δύναμιν των θεών καλώς είπες. Ας γίνη τούτο». Είπε δε ταύτα ο ανόητος, διότι ενόμιζεν, ότι δια μαγικών ενεργειών θέλει δυνηθή να κατανικήση την εις τους Αγίους ενοικούσαν θείαν Χάριν. Διέταξε λοιπόν και έφεραν τον μάγον εκείνον, όστις εις μίαν ώραν έσπειρεν, εθέρισε και κατά φαντασίαν κατεσκεύασεν άρτον. Ο δε του Χριστού Απόστολος ηρώτησε· «Ούτος είναι ο δια της δυνάμεως των θεών σου ενεργών τα παράδοξα»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Ναι, αυτός είναι». Ο δε Άγιος προσέθεσεν· «Αληθώς επλησίασεν η ημέρα της απωλείας αυτού, ίνα μετ’ αυτού εξαφανισθώσι τα εκ δαιμονικής ενεργείας τεχνάσματα, τα οποία συνήθιζε να κάμνη προς απάτην και απώλειαν των αστηρίκτων ψυχών». Ο δε βασιλεύς, νομίζων, ότι δι’ απορίαν λέγει ταύτα ο Άγιος, εμειδία και ενεθάρρυνε τον απατεώνα δια προτρεπτικών λόγων. Ευθύς λοιπόν ως εστάθη εις τον τόπον εκείνον ο του ψεύδους εργάτης, απήγγειλε δι’ αρμονικής φωνής παραδόξους τινάς λόγους, αμέσως δε μετά τούτο τα άλογα ζώα ήρχισαν να σκιρτούν. Αλλά και τα φυτά και οι λίθοι εκινούντο και εφαίνετο εις τους απατηθέντας, ότι όλα εχόρευον και ετυμπάνιζον. Εξεπλήσσοντο λοιπόν πάντες οι παρατηρούντες αυτά και εθαύμαζον. Ο δε μακάριος Ιάσων, εγγίσας τον μάγον, είπε· «Τι σκέπτεσαι, κάκιστε; Έκαμες όλας τας λαοπλάνους και ψευδείς σου θαυματοποιϊας ή έχεις κατά νουν και άλλας ακόμη χειροτέρας τούτων να επιδείξης»; Απεκρίθη ο μάγος· «Εάν και εις σας είναι δυνατόν να πράξητε παράδοξον τι δι’ έργου, αποδείξατε τούτο εις τον βασιλέα και πληροφορήσατε άπαντας τους παρόντας, ότι τα ιδικά σας έργα είναι μεγαλύτερα από αυτά. Διότι όπως είπατε και σεις, προτιμοτέρα είναι η πράξις από τους λόγους». Λέγει ο θείος Ιάσων· «Επειδή λοιπόν το έργον είναι προτιμότερον του λόγου, θέλεις δεχθή πραγματικήν τιμωρίαν, την οποίαν ούτε η λήθη θέλει δυνηθή να καλύψη ούτε ο χρόνος να αμαυρώση». Εκτείνας δε προς αυτόν τας χείρας, είπε· «Είθε να σε αφανίση ο Κύριος, απομακρύνων σε από του σώματός σου, καθώς και την ύπαρξίν σου εκ της γης των ζώντων». Ευθύς δε με τον λόγον ο μάγος εξεψύχησεν. Ίστατο δε νεκρός επί πολύ, ως λίθινος ανδριάς, παρά πάντων ορώμενος, συνενεκρώθησαν δε μετ’ αυτού και εξηφανίσθησαν πάντα τα της απάτης αυτού τεχνάσματα. Κατεσίγησε τότε η βοή του πλήθους και πάντα τα ορώμενα ως χορεύοντα έπαυσαν να κινούνται. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδόντες οι περιεστώτες, εν μια φωνή εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου· αληθώς μόνος ούτος είναι Θεός αληθινός, ο πράγματι ποιών θαυμάσια». Ο δε βασιλεύς, εξαγριωθείς και εν πλήρει αναισθησία ευρισκόμενος, διέταξε να κλεισθώσιν εις την φυλακήν οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος, διότι δεν ετόλμησε να τιμωρήση τούτους ιδιαιτέρως φοβούμενος τον Άγιον Ιάσονα μήπως, βασανιζόμενος, θαυματουργήση και μεταστρέψη ούτω την πόλιν άπασαν από της ειδωλολατρίας εις τον Χριστιανισμόν. Τον Σατορνίνον δε και τους μετ’ αυτού διέταξε να προσαγάγουν προς ανάκρισιν. Αλλ’ ο έπαρχος Καρπιανός, επεμβάς, είπε· «Δεν είναι δίκαιον, βασιλεύ, παρά τοιούτων οικτρών ανθρώπων, μάλιστα στασιαστών, να παρενοχλήται η εξουσία σου. Ουδέ είναι ούτοι άξιοι να ανακρίνωνται παρά βασιλικών δικαστηρίων. Αλλ’ εάν προστάσση η υμετέρα θειότης, εγώ θέλω τιμωρήσει τους αλιτηρίους τούτους». Η γνώμη αύτη ήρεσεν εις τον βασιλέα· όθεν διέταξε να γίνη ό,τι ο έπαρχος εζήτησε. Τότε ο Σατορνίνος συνεβούλευε και ενεθάρρυνε τους εν τη συνοδεία αυτού, λέγων· «Ας σπεύσωμεν, αδελφοί, ίνα τον προκείμενον εις ημάς αγώνα μετά προθυμίας φέρωμεν εις πέρας. Διότι ο Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς, καλεί ημάς εις τον Νυμφώνα Του. Ουδείς λοιπόν εξ υμών ας μη παραμείνη εξ αιτίας ραθυμίας εις την στρωμνήν του». Εγερθέντες τότε προσέσεσον γονυπετείς εις τους πόδας των Αγίων Αποστόλων και τους παρεκάλουν να προσευχηθώσιν υπέρ αυτών. Διότι επληροφορήθησαν, ότι την επαύριον θέλουσι παρουσιασθή δι’ εξέτασιν. Κλίναντες τότε οι Άγιοι τα γόνατα και προσευχηθέντες, αφού είπον το «Αμήν», εκάθισαν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ωμίλουν προς τούτους δια την μεγαλοπρέπειαν του Θεού. Ευθύς δε ως εξημέρωσεν, απέστειλεν ο έπαρχος Καρπιανός στρατιώτας τινάς εις την φυλακήν του δικαστηρίου, οίτινες ευθύς ως ήλθον, περιέβαλον τους τραχήλους των Αγίων δι’ αλύσεων και τους έσυραν δια μέσου της πόλεως, ουχί ως ληστάς, διότι τούτο το παρέβλεψαν, αλλ’ ως Χριστιανούς και υβριστάς των θεών, όπερ οι άφρονες εθεώρησαν βαρύτατον έγκλημα. Αφού λοιπόν προσήχθησαν οι μακάριοι ενώπιον του επάρχου, ήρχισεν εκείνος την εξέτασιν υποβάλλων αυτούς εις διαφόρους ερωτήσεις και τιμωρίας. Κατά την ώραν εκείνην η θυγάτηρ του βασιλέως Κερκύρα, παρθένος ούσα, περίπου δεκαπενταετής, κύψασα εκ των άνω θυρίδων των ανακτόρων και ιδούσα τους Αγίους δεδεμένους, ηθέλησε να πληροφορηθή τίνες ήσαν ούτοι και δια τίνα λόγον είναι περιδεδεμένοι δι’ αλύσεων. Μαθούσα δε παρά των θεραπαινίδων της ακολουθίας της, ότι είναι Χριστιανοί και ότι υπομένουσι ταύτα δια το όνομα του Χριστού, δια μεγάλης φωνής ανεβόησε· «Χριστιανή είμαι και εγώ και από της στιγμής ταύτης απαρνούμαι την θρησκείαν των ειδώλων και νυμφεύομαι μετά του Χριστού». Ευθύς δε, τρέξασα προς τον πατέρα της, είπε προς αυτόν· «Σου κάμνω γνωστόν, ω βασιλεύ, ότι δεν λατρεύω πλέον τους θεούς σου ουδέ προς τας ειδωλολατρικάς δοξασίας δίδω πλέον προσοχήν. Διότι είμαι κόρη του Χριστού και Αυτόν μόνον αναγνωρίζω ως Θεόν αληθινόν και Σωτήρα. Λοιπόν πράξε ό,τι θέλεις». Θαμβωθείς τότε ο βασιλεύς εκ της απροσδοκήτου ταύτης ομολογίας και μεταστροφής της κόρης, παρέμεινεν επί πολύ άλαλος προσβλέπων μόνον προς αυτήν. Ευθύς δε ως συνήλθεν εζήτει να πληροφορηθή την αιτίαν του πράγματος. Όθεν ηρώτησε την κόρην· «Μήπως και συ επίστευσες εις την διδασκαλίαν των μάγων εκείνων Ιάσονος και Σωσιπάτρου»; Η δε Κερκύρα απεκρίθη· «Ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου, τον οποίον ούτοι κηρύττουσιν εις την πόλιν ταύτην, αυτός εθώπευσε τους οφθαλμούς της καρδίας μου και με εφώτισεν, υποδείξας μοι την οδόν της αληθείας». Έκπληκτος τότε ο βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Και συ λοιπόν, τέκνον, προτιμάς να αποθάνης υπέρ ανθρώπου Εσταυρωμένου, όστις δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν Του»; Αλλ’ η παρθένος Κερκύρα απεκρίθη· «Οι υπέρ Χριστού αποθνήσκοντες, ω βασιλεύ, είναι μακάριοι· διότι ζώσιν εις τους αιώνας και μετ’ Αυτού βασιλεύουσιν εις την αϊδιον Βασιλείαν. Διότι Αυτός είναι η ζωή η αιώνιος και το φως το αληθινόν. Ένεκα τούτου και εγώ δεν παραιτούμαι από του να υποστώ οίαν δήποτε τιμωρίαν ή ακόμη και να αποθάνω υπέρ του ονόματος Αυτού». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς παρά της θυγατρός του λεγόμενα, εσκοτίσθη τον νουν και ηλλοιώθη το πρόσωπον αυτού. Ελυπείτο λοιπόν σφόδρα και ωργίζετο. Ωργίζετο μεν ως περιφρονηθείς, ελυπείτο δε ως ελθών εις αμηχανίαν. Διασπασθείς λοιπόν κατά την ψυχήν, προσεκάλεσε τον έπαρχον Καρπιανόν και συνεσκέφθη μετ’ αυτού δια τα περί την κόρην συμβάντα. Ο δε Καρπιανός είπε· «Παραχώρησον ολίγον χρόνον, βασιλεύ, εις την μαινομένην, ίνα παραδιδομένη εις ανάπαυσιν μεταβληθή προς το καλλίτερον». Η δε βασιλόπαις τον δοθέντα προς αυτήν καιρόν δι’ ανάπαυσιν διέθεσεν εις καλήν πράξιν. Διότι απεκδυθείσα τον πολύτιμον στολισμόν, τον οποίον έφερεν, ήτοι τους επί του μετώπου πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας, τα πολυτελή ενώτια, τα περιδέραια, τους δακτυλίους και το χρυσοκέντητον ένδυμα, ως και όλα τα άλλα, διένειμε ταύτα κρυφίως εις τους πτωχούς και γενναίως κατηύθυνεν εαυτήν προς τον δρόμον της αθλήσεως. Τούτο μαθών ο θεόμαχος πατήρ της και βρυχηθείς ως λέων, παρέδωκεν αυτήν εις τον έπαρχον, ορκίσας αυτόν ενώπιον των θεών να επιβάλη εις ταύτην δεινάς τιμωρίας, εάν δεν ήθελε να μεταπεισθή. Τότε ο έπαρχος τον μεν Σατορνίνον και τους μετ’ αυτού διέταξε να επαναφέρουν εις την φυλακήν. Παραλαβών δε εκ των χειρών του πατρός αυτής την αγίαν Κερκύραν, την ωδήγησεν εις τι χωρίον έξω της πόλεως, κείμενον επί χαμηλού γηλόφου. Τότε συνηθροίσθη εκεί πλήθος πολύ ώστε επλημμύρισεν εξ ανθρώπων ολόκληρον το χωρίον και εθρήνουν πάντες, άνδρες τε και γυναίκες, δια την κόρην. Διότι ήτο πράγματι άξιον θρήνων και συμπαθείας το θέαμα. Κόρη ωραιοτάτη, παρθένος αγνή, συγχρόνως δε εις το άνθος της ηλικίας της και θυγάτηρ βασιλέως, να σύρεται βιαίως υπό στρατιωτών, των μεν προπορευομένων, των δε ακολουθούντων και βιαζόντων αυτήν να βαδίζη ταχέως με τρόπον βάναυσον. Κατά πρώτον λοιπόν ο έπαρχος δια θωπευτικών λόγων προσεπάθει να καταστείλη το αήττητον θάρρος της Μάρτυρος. Όμως ουδέν επετύγχανεν. Ήρχισε λοιπόν να εκτελή την προσταγήν του βασιλέως. Τοσούτον δε κατέκοψεν αυτήν και τοσαύτα τραύματα της επροξένησεν, ώστε, εκ της του αίματος ροής, ενόμιζον οι ορώντες, ότι το τυπτόμενον δεν είναι σώμα ανθρώπινον αλλά σφάγιον εξ ου είχεν εκδαρή το δέρμα. Ιδούσα η Αγία εαυτήν ούτω περιτετυλιγμένην δια του ιδίου αυτής αίματος, εβόησε δια φωνής λεπτοτάτης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, διότι με κατηξίωσας σήμερον να λάβω το δια του αίματος Βάπτισμα. Ενίσχυσόν με λοιπόν, ίνα περατώσω τον δρόμον μου». Ο δε άρχων επέμεινε, λέγων προς την Μάρτυρα· «Εγκατάλειψον τας μωράς ταύτας και ματαίας κενολογίας και πρόσελθε ίνα θυσιάσης προς τους θεούς. Ελθέ δε εις γάμον μετ’ ανδρός και γενού κληρονόμος της βασιλείας του πατρός σου και μη εξαπατάσαι από τας διδασκαλίας των Χριστιανών, προξενούσα ούτω λύπην εις τον πατέρα σου και εντροπήν εις ολόκληρον το γένος σου. Μη θελήσης συ, τόσον ωραία νέα, να υποστής τον θάνατον των κακούργων». Αλλ’ η Αγία παρθένος απήντησε μετά θάρρους· «Εγώ, ω δικαστά, έχουσα εν ουρανοίς Νυμφίον αθάνατον, τον αιώνιον Βασιλέα, δεν δέχομαι ούτε θεούς νεκρούς πλέον να λατρεύσω, ούτε μετά φθαρτού ανδρός να συνοικήσω. Της δε προσκαίρου βασιλείας την δόξαν ουδόλως επιζητώ· οπλίσθητι λοιπόν, κατασκεύασον τον τροχόν, άναψον το πυρ, ετοίμασον τον σίδηρον, άνοιξον τον λάκκον, συμφωνούντος μετά σου και του πατρός μου. Εγώ, καθώς βλέπεις, και γυνή και μόνη και γυμνή και ξένη του κόσμου τούτου είμαι, εν μόνον όπλον κατέχουσα, τον Χριστόν μου και Θεόν, το οποίον ούτε δια των πληγών θραύεται, ούτε δια του σιδήρου τεμαχίζεται, ούτε δια του πυρός κατακαίεται». Ταύτα ακούσας ο ασεβής έπαρχος και εννοήσας, ότι δεν δύναται να μεταβάλη την γνώμην της κόρης, έκλεισεν αυτήν εις την φυλακήν και μεταβάς ταχέως προς τον βασιλέα είπε προς αυτόν· «Ας γνωρίζη η θειότης σου, ω βασιλεύ, ότι εις βαρείαν πλάνην περιέπεσεν η θυγάτηρ σου. Διότι ευκολώτερον είναι να απαλύνη κανείς σίδηρον, παρά να μεταβάλη την γνώμην εκείνης». Επί τω ακούσματι τούτω εθυμώθη σφόδρα ο βασιλεύς και ευθύς διέταξε τον έπαρχον να αποστείλη εις την φυλακήν αιθίοπα τινά, φοβερώτατον κατά την μορφήν, ευμεγέθη και περιβόητον δια τας ασωτίας του, ίνα διαφθείρη την Αγίαν παρθένον. Προνοία τότε του Πανσόφου Θεού άρκτος, άγνωστον πόθεν ελθούσα, εστάθη εις την είσοδον της φυλακής ως ασφαλής φρουρός της παρθενίας της. Ο δε αιθίοψ ευθύς ως απεστάλη έτρεχε χαίρων προς την φυλακήν· αλλά προτού εγγίση την θύραν, επετέθη κατ’ αυτού η άρκτος μετά φοβερού βρυχηθμού, και ρίψασα αυτόν κατά γης ήρχισε να τον κατασπαράττη κατατρώγουσα αυτόν δια των οδόντων της. Τότε η του Θεού παις Κερκύρα προστρέξασα είπε προς την άρκτον, ως εις χειραγωγούμενον αρνίον· «Σε ορκίζω εις την δύναμιν του Χριστού, άφες αυτόν ίνα ακούση τους λόγους μου». Τότε η άρκτος, ως εντραπείσα, άφησε τον άνθρωπον και απελθούσα εξηπλώθη επί της φωλεάς της. Ηρώτησε τότε η Αγία τον αιθίοπα· «Δια ποίον σκοπόν ήλθες εδώ»; Εκείνος απεκρίθη· «Ο έπαρχος Καρπιανός με απέστειλεν». Είπε πάλιν η Μάρτυς προς αυτόν· «Ιδού, το άλογον θηρίον, ευθύς ως ήκουσε το όνομα του Χριστού, ηυλαβήθη· και συ, λογικής φύσεως ων, εις τοιαύτας ασωτίας διάγεις, ω άθλιε»; Κατατρομάξας τότε ο αιθίοψ προσέπεσεν εις τους πόδας της παρθένου και είπε· «Σε παρακαλώ, πρόσταξόν με να εξέλθω εντεύθεν αβλαβής και πιστεύω εις τον Θεόν σου». Η δε Μάρτυς είπε· «Μη φοβού το θηρίον, αλλά την αμαρτίαν. Διότι το θηρίον τρώγει τας σάρκας τας δια του θανάτου διαλυομένας, η δε αμαρτία την αθάνατον ψυχήν καταστρέφει, αιωνίως ταύτην κολάζουσαν». Εζήτησε τότε ο αιθίοψ να του δοθή σημείον της Πίστεως και να απομακρυνθή. Η δε Αγία, λαβούσα ξύλον, κατεσκεύασεν αμέσως Σταυρόν και παρέδωσε τούτον εις τον αιθίοπα ειπούσα· «Τούτο είναι το σημείον της Πίστεως· πίστευε εις τον Χριστόν και θέλεις σωθή». Αφού δε ωνόμασε τούτον Χριστόδουλον, προσέταξε να απέλθη. Εκείνος δε ηρώτησε την Αγίαν· «Σε παρακαλώ, δέσποινα και κυρία, δίδαξόν με τι να αποκρίνωμαι εις τους ερωτώντας με». Απεκρίθη η Αγία· «Ουδέν έτερον να αποκρίνεσαι, ή τούτο μόνον. Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Λαβών λοιπόν ο Χριστόδουλος την τελειότητα της Πίστεως, έφυγεν εκείθεν. Κρατών δε τον Σταυρόν, διήρχετο δια μέσου της πόλεως, κηρύττων μετά παρρησίας τα θαυμάσια του Χριστού και κραυγάζων· «Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ερωτώμενος δε παρά πολλών τι σημαίνουσι ταύτα, ουδέν άλλο έλεγεν, ει μη μόνον τον λόγον τον οποίον έμαθε παρά της Αγίας παρθένου. Κατά δε την επομένην, ανεγερθέντος βήματος προ της πύλης της πόλεως, εκάθισεν επ’ αυτού ο έπαρχος, ίνα ανακρίνη. Προσέταξε λοιπόν να φέρουν ενώπιόν του αμέσως τον αιθίοπα, όστις πάραυτα ωδηγήθη κρατών τον Σταυρόν. Παρατηρήσας τότε τούτον ο έπαρχος αγρίως και μετά φθόνου, είπε· «Σκοτεινόμορφε και δυσειδέστερε παντός ζώου, τέρας φρικτόν και πρόσωπον ελεεινόν και μιαρώτατον, δεν είχες τίποτε άλλο να πράξης, παρά να συναρπαγής από την πλάνην της κατηραμένης εκείνης κόρης»; Αλλ’ ο Χριστόδουλος, υψώσας τον Σταυρόν δια της δεξιάς του χειρός, είπε· «Χριστόν ζητώ, Χριστόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ο άρχων τότε διέταξε να απλωθή αμέσως επί ξύλου και να κτυπηθή εις το μέσον της κεφαλής. Ευθύς δε εξετελέσθη η προσταγή του. Κτυπηθείς δε ο μακάριος και διογκωθείσης της κεφαλής του μέχρι των οφθαλμών, εβόησε δια φωνής μεγάλης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ. Ιδού, εν τω αίματί σου βαπτίζομαι· δέχθητι εν ειρήνη την ψυχήν μου». Αμέσως δε ετελειώθη. Ο δε άρχων, λαβών πέλεκυν, διεχώρισε δια τούτου αυτόν εις το μέσον και έρριψεν αυτόν έξω της πόλεως ίνα καταφαγωθή υπό των κυνών. Ταύτα αφού έπραξεν ο μυσαρός έπαρχος, ηγέρθη και μετά της συνήθους τάξεως μετέβαινεν εις την φυλακήν, όπου ευρίσκετο η Αγία Κερκύρα, η αμνάς του Χριστού. Ως δε έφθασεν εις το προαύλιον, ημποδίζετο να προχωρήση υπό της άρκτου. Διότι, εκπηδήσασα αύτη εκ των έσω, κατεδίωκεν αυτόν και τους συν αυτώ, μετ’ επιεικείας. Ευθύς τότε ελθών εις τον βασιλέα ανήγγειλε προς αυτόν τα γενόμενα. Τότε ο βασιλεύς έδωσεν εις αυτόν εξουσίαν να φονεύση την παρθένον, δι’ οίας ποινής θα έκρινε· όθεν εκείνος προσέταξε το πλήθος να μεταφέρωσι ξύλα πολλά και να κατακαύσωσι την Αγίαν μετά του θηρίου και της φρουράς. Τούτου δε γενομένου ταχέως και ενώ το πυρ υψούτο μετά θορύβου, το μεν θηρίον, υπό της προνοίας του Θεού διαφυγόν, επέστρεψεν εις τον τόπον του, η δε Αγία παρθένος, αν και εν τω μέσω της φοβεράς εκείνης πυράς ευρίσκετο, όμως εφυλάττετο αβλαβής υπό της θείας Χάριτος προσευχομένη και ευλογούσα τον Κύριον. Διότι θείος Άγγελος, σταλείς υπό του Θεού, μετέβαλε το πυρ και τας φλόγας εις δροσεράν πνοήν ανέμου σωτήριον, ως άλλοτε εν Βαβυλώνι δια τους Αγίους Τρεις Παίδας εγένετο. Μετά δε τρεις ημέρας, ότε μετά των ξύλων εσβέσθη το πυρ, ήλθεν ο βασιλεύς περίλυπος εις την φυλακήν και, συαθείς μακράν, έλεγε προς τους στρατιώτας· «Εισέλθετε και ερευνήσατε μήπως ανεύρετε Λείψανόν τι της ταλαιπώρου εκείνης, αν δε τυχόν ανεύρετε, θάψατε αυτό διότι είναι θυγάτηρ βασιλέως». Εισελθόντες δε οι στρατιώται είδον την Μάρτυρα του Χριστού καθημένην και εκτείνουσαν τας χείρας αυτής προς τον ουρανόν, ενώ Άγγελος Κυρίου φωταυγής περιέσκεπε ταύτην δια των πτερύγων του. Φοβηθέντες τότε έσπευσαν προς τον βασιλέα και ανήγγειλαν το παράδοξον θαύμα. Ο δε βασιλεύς, εκπλαγείς, επέτρεψε να την καλέσου. Εξελθούσα δε η Αγία Μάρτυς εστάθη προ του βασιλέως με θαρραλέαν ψυχήν και φαιδρόν πρόσωπον. Ατενίσας τότε ούτος αυτήν και επί πολύ προσηλωθείς εις το περιανθούν την Μάρτυρα κάλλος, ηρώτησε· «Συ είσαι, τέκνον μου, Κερκύρα»; Η Μάρτυς απεκρίθη· «Ιδικόν σου τέκνον θα είμαι εγώ, εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν». Αλλ’ ο εσκοτισμένος βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Ακόμη επιμένεις εις την απείθειάν σου και μετά την τοσαύτην των θεών ευεργεσίαν, αφού εκ του αδαμάστου πυρός δια της δυνάμεως των θεών εσώθης»; Η δε Αγία Μάρτυς, προσβλέψασα μετ’ οργής τον ασεβέστατον και παράνομον βασιλέα, είπε· «Τυφλέ, αναίσθητε, πεπωρωμένε και εστερημένε πάσης συνέσεως, δεν εντρέπεσαι να αποδίδης τα θαυμάσια και τα σημεία του Υψίστου Θεού εις τους ακαθάρτους δαίμονας; Οι θεοί σου ουδέ τους εαυτούς των δεν δύνανται να βοηθήσουν. Πως λοιπόν θα βοηθήσωσιν άλλους; Ας κλάψουν, ας λείψουν, ας εξαφανισθούν απ’ εμού οι θεοί σου, τα κωφά ταύτα και άψυχα ξόανα. Διότι βοηθός μου είναι ο Χριστός. Αυτός δε απέστειλε τον Άγγελόν Του και με έσωσεν εκ του πυρός. Πας δε ο πιστεύων εις Αυτόν, ουδέποτε θέλει καταισχυνθή». Εταράχθη τότε ο βασιλεύς και ηλλοιώθη το πρόσωπόν του. Προσκαλέσας δε τον έπαρχον, είπε προς αυτόν· «Παράλαβε ταύτην την αναίσχυντον και βλάσφημον και εξαφάνισον την ενθύμησίν της τάχιστα. Διότι εάν δεν στερήσης ταύτην αμέσως του βίου, θέλεις και συ γευθή πικρών βασάνων, επιπροσθέτως δε και η ζωή σου θέλει αφαιρεθή». Συλλαβών λοιπόν, εν τω άμα, την παρθένον ο έπαρχος, ωδήγησεν αυτήν έξω της πόλεως όπου κρεμάσας αυτήν με την κεφαλήν προς τα κάτω έθεσε κάτωθεν ταύτης πνιγηρούς καπνούς θείου. Κατόπιν, τοποθετήσας εκατέρωθεν τοξότας και λιθοβόλους, διέταξεν οι μεν να τοξεύωσιν, οι δε να λιθοβολούσι την Αγίαν. Ούτως η Αγία Μάρτυς Κερκύρα συνεπλήρωσε την μαρτυρίαν τής καλής ομολογίας. Ο δε προαναφερθείς πρεσβύτερος Θεοδόσιος, παραμείνας εις τον τόπον του Μαρτυρίου της Αγίας, ευθύς ως εγένετο νυξ και ανεχώρησαν πάντες, ανεσήκωσε το καρτερικόν και πολύαθλον σώμα και απέθεσε τούτο υποκάτω της γης πλησίον της πύλης της πόλεως. Ως επίσης και το του Χριστοδούλου, του αιθίοπος, όπερ ερευνήσας εύρε, διότι και τούτο είχε ριφθή εκεί και μέχρι τούδε διετηρείτο ακέραιον μη βλαβέν ούτε υπό των θηρίων ούτε υπό των ορνέων, κατέθεσε δε και τούτο εις τα δεξιά του τάφου της Αγίας Μάρτυρος Κερκύρας. Πολλοί δε των της πόλεως, κατά την νύκτα, έβλεπον εις τον τόπον εκείνον στήλην φωτός και ήκουον φωνήν υμνωδίας. Εθαύμαζον δε και έλεγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν. Πάντα δε ταύτα τα συμβάντα ανήγγειλεν ο Θεοδόσιος και οι άλλοι αδελφοί εις τους Αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρον παραμένοντας εις την φυλακήν. Διότι ουδείς εκ των πιστών ημποδίζετο παρ’ ουδενός να βλέπη τούτους. Κατόπιν ωδήγησαν έξω της πόλεως και τους περί τον Σατορνίνον, σκάψαντες δε λάκκον και στήσαντες λέβητας, έρριψαν εντός τούτων πίσσαν, έλαιον και κηρόν και αφού ήναψαν πυράν, έρριψαν εντός των λεβήτων τους Αγίους. Ούτω εν τω βρασμώ των λεβήτων ετελειούντο οι Άγιοι, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν. Ο δε μακάριος Σατορνίνος, ερχόμενος εις το Μαρτύριον, προσηύχετο λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο σώσας τον ληστήν, τον επί του Σταυρού Θεόν Σε ομολογήσαντα, σώσον και εμέ τον ανάξιον δούλον Σου και αποδεχόμενος την ομολογίαν μου της προ Σε Πίστεως, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία Σου». Ηκούσθη δε παρά πάντων φωνή άνωθεν λέγουσα· «Θάρρει και αγάλλου, Μάρτυς της αληθείας. Διότι εισηκούσθη η προσευχή σου. Δεύρο λοιπόν εις τους κόλπους του Αβραάμ μετά των φίλων σου και απολάμβανε του στεφάνου της αφθαρσίας». Ως δε η φωνή αύτη ηκούσθη, επίστευσε το πλείστον των πολιτών, πάντες δε ούτοι εβόων· «Ας ακούση ο βασιλεύς και πάντες οι μετ’ αυτού, όυι και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Ταύτα ιδών ο Άγιος Σατορνίνος ηγάλλετο τω πνεύματι· προσηυχήθη δε και πάλιν ειπών· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου. Ευλογώ, υμνώ και δοξάζω το όνομά Σου το Άγιον. Διότι ετάχυνας, ίνα δείξης εις εμέ, τον ανάξιον δούλον Σου, τα θαυμάσιά Σου». Βασανισθείς δε και αυτός ικανώς εντός του λέβητος, ετελειώθη μετά των άλλων Αγίων. Γυνή δε τις εκ των ευγενών, ονόματι Ματρώνα, μετά του Θεοδοσίου του πρεσβυτέρου και πάντων των εις Χριστόν πιστευσάντων, συναθροίσαντες μετά θάρρους τα ιερά των Αγίων Μαρτύρων Λείψανα, απέθεσαν ταύτα μετά ψαλμών και ύμνων και λαμπράς τελετής εις τύμβον τινά έξω της πόλεως κείμενον, αφού κατασυνέτριψαν τα είδωλα του εν αυτώ ειδωλείου. Μαθόντες δε και ταύτα οι εν τη φυλακή εγκεκλεισμένοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Όντως αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» (Ψαλμ. οστ: 10). Ο δε βασιλεύς Κερκυλλίνος, ο θεομάχος και παράνομος τύραννος, ο δεύτερος ούτος Φαραώ και της εκείνου καταδίκης δικαίως καταστάς συμμέτοχος, ιδών ότι το πλείστον του λαού επίστευσαν εις τον Χριστόν, πληροφορηθείς δε και τα γενόμενα, ότι δηλαδή εις τον ναόν των θεών του κατέθεσαν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και ότι κατέστρεψαν τα παρ’ αυτού λατρευόμενα είδωλα, εδαιμονίσθη εξ οργής. Και πρώτον εσκέφθη να κατακαύση δια πυρός τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και να διασκορπίση την τέφραν αυτών εις τους ανέμους, κατόπιν δε να καταστρέψη ολοσχερώς και πάντας τους πιστεύσαντας. Ταύτα μαθόντες οι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος προσηυχήθησαν προς τον Θεόν, λέγοντες· ¨Συ, Κύριε, Δέσποτα πάντων, ο συντρίβων εχθρούς εν τη συνάμει Σου, ο διασκορπίζων επιβουλάς εθνών και συσκοτίζων λογισμούς λαών και αρχόντων παρανομούντων, έγειρον την χείρα Σου κατά της υπερηφανείας των ασεβών και μη επιτρέψης εις αυτούς να βλάψουν τον λαόν σου τούτον, τον οποίον προσεκάλεσας ίνα έλθη εις επίγνωσίν Σου. Αλλά λύτρωσον αυτόν εκ των χειρών των ανόμων, προσφέρων προς αυτόν εις μεν την γην την βοήθειάν Σου, εις δε την θάλασσαν οδόν ασφαλή, ίνα γνωρίσωσι πάντες, ότι Συ μόνος είσαι Θεός, εν ουρανώ και επί της γης, ποιών τα θαυμάσια, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα». Ευθύς δε ως ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, μεθ’ όλης της συγκλήτου, ήλθον εις τον ναόν δια να κατακαύσουν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, ιδού εφάνη αίφνης φοβερώτατος δράκων και πάντες έτρεχον να σωθώσι δια της φυγής. Άπαντες δε οι πιστεύσαντες, φοβηθέντες εκ της απειλής του τυράννου, διεπέρασαν προς το παρακείμενον προς την πόλιν νησίδιον, όπου ανεγείραντες Ναόν, ύμνουν τον Θεόν, ευγνωμονούντες δια την παρ’ Αυτού σωτηρίαν και λύτρωσιν. Πληροφορηθείς δε τούτο ο αναίσθητος βασιλεύς, ουδόλως συνεταράχθη εκ του μεγέθους των λαβόντων χώραν θαυμασίων, αλλ’ αντετάχθη κατά της δικαίας κρίσεως του Χριστού και μη κατανοών την επικρεμαμένην δικαίαν κατ’ αυτού τιμωρίαν παρά του Δικαίου Κριτού, δι’ όσα, υπερηφάνως παρανομήσας, εν ασεβεία διέπραξεν, ώρμησε πλεύσας μετά πολλού στρατού κατά των πιστευσάντων. Ότε δε ευρίσκετο εν τω μέσω του πελάγους, ευθύς νέφη πυκνά ηγέρθησαν και σφοδρός άνεμος έπνεε, βρονταί δε και βοαί τρομακτικαί ηκούοντο. Ανεμοστρόβιλος δε σφοδρότατος εξερράγη και τα κύματα της θαλάσσης επέπιπτον μεθ’ ορμής επί των πλοίων, τρομακτικόν κίνδυνον απειλούντα. Τέλος, ω του θαύματος! Κατεποντίσθη ο ασεβής βασιλεύς μεθ’ όλου αυτού του στρατεύματος εις τον βυθόν της θαλάσσης, ως άλλοτε ο τύραννος Φαραώ, εκ τούτων δε πάντων ουδέ εις απέμεινεν. Τότε ο πιστός λαός, ιδόντες την καταστροφήν του παρανόμου βασιλέως και των στρατευμάτων αυτού, εν μια φωνή την επινίκιον ωδήν έψαλλον λέγοντες· «Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν» (Εξ. ιε:1). Πάντες δε έχαιρον δια τα υπό του Θεού δωρηθέντα προς αυτούς αγαθά. Εξελθόντες τότε της φυλακής οι Άγιοι του Κυρίου Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδίδασκον τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας στηρίζοντες τους πιστεύοντας. Ηφάνισαν δε και τον φανέντα δράκοντα δια προσευχής των. Τότε αντί του Κερκυλλίνου ανήλθεν εις τον θρόνον ο Δατιανός, όστις, πληροφορηθείς τα παρά των Αγίων Μαρτύρων γενόμενα και την επακολουθήσασαν ανάκρισιν αυτών, διέταξε να προσαχθούν ούτοι ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου είπε προς αυτούς· «Είπατέ μοι, πόθεν ευρόντες τοιαύτην θρασύτητα και τόλμην τοιαύτα διδάσκετε και αποτολμάτε; Διότι παρά πολλών ακούω δια τα παρ’ υμών πραττόμενα, τα οποία ουδόλως ανέχομαι, επειδή είναι αντίθετα προς τους αρχαίους θεούς και ξένα προς την των θεών πρόνοιαν. Διότι δεν μοι φαίνεται καθόλου καλόν να παραβλέψω την πατρώαν ευδαιμονίαν και αντ’ αυτής να εισαγάγω νέας δοξασίας, αναγνωρίζων τον Εσταυρωμένον Θεόν». Λέγει τότε προς τον βασιλέα ο Άγιος Ιάσων· «Εάν είχες καθαρά τα της ψυχής σου αισθήματα, κατάλληλα να διακρίνουν το καλόν και το κακόν, θα σου απεδεικνύομεν τον Εσταυρωμένον τούτον Θεόν αληθώς υπάρχοντα και Θεόν και Δεσπότην του σύμπαντως, εκουσίως μεν παθόντα δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, άφθαρτον δε απομείναντα λόγω της Θεότητος Αυτού». Ο βασιλεύς είπε πάλιν· «Πρέπον είναι να λατρεύετε και σεις τους υπό πάσης της οικουμένης αναγνωριζομένους και λατρευομένους θεούς, συμφώνως και προς εκείνα τα οποία παρέδωσαν εις ημάς οι θεολόγοι μας, Ορφεύς, Όμηρος, Ησίοδος, ως και οι άλλοι σοφοί. Εσχάτως δε φανέντα Θεόν και μάλιστα καταδικασθέντα και αποθανόντα και εις μνημείον κατατεθέντα, ούτε να προσκυνήτε, ούτε να σέβεσθε είναι πρέπον. Αφού λοιπόν εγκαταλείψετε τας ματαίας και αορίστους ταύτας φλυαρίας, πεισθήτε εις εμέ και θυσιάσατε εις τους θεούς. Εάν δε επιμείνετε να ομιλήτε ούτω, θέλετε με αναγκάσει να σας εξαφανίσω δια φρικτών βασάνων». Όμως οι Άγιοι δια γενναίου φρονήματος απήντησαν· «Εκείνο το οποίον πρόκειται να πράξης, πράξον το ταχύτερον· διότι ημείς δεν προσκυνούμεν νεκρά είδωλα, αλλά Χριστόν τον μονογενή Υιόν του Θεού, δι’ ου τα πάντα εγένοντο, συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, τον οποίον λατρεύομεν και προς τον οποίον προσφέρομεν την αληθινήν θυσίαν· τον Χριστόν, ενώπιον του οποίου παν γόνυ κάμπτεται, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογηθήσεται». Ο δε βασιλεύς είπε· «Δεν είναι ανάγκη να πολυλογή τις επ’ αυτών». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να φέρωσι βυτίον σιδηρούν και εντός αυτού να ρίψωσι στυππείον, πίσσαν και κηρόν και να κλείσωσιν εν αυτώ τον Άγιον Σωσίπατρον, ίνα ούτω δια του πυρός αναφλεγείς, λάβη το τέλος του βίου. Κατόπιν δε είπε προς τον Άγιον Ιάσονα· «Τας τιμωρίας, αίτινες σε αναμένουσι, πρέπει πρώτον εν τω κηρύγματί σου να αναφέρης ίνα, μετά ταύτα, ταύτας δοκιμάζων επιδείξης σταθερωτέραν την υπομονήν σου». Ο δε Άγιος Σωσίπατρος, σημειώσας εαυτόν δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, προσηυχήθη και ως είπε το Αμήν, εισήλθεν εντός του βυτίου. Ηνάφθη τότε η φλοξ και ούτως ο Άγιος Απόστολος Σωσίπατρος ετελειώθη εν Κυρίω κατά την κη΄ (28ην) του μηνός Απριλίου. Η δε φλοξ, διολισθήσασα και εις πολλούς μεταδοθείσα εκ των πέριξ ευρισκομένων κατέκαυσε τούτους, ενώ οι άλλοι ανέκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην Αυτού». Εθρήνουν δε άπαντες δια τον μακάριον Σωσίπατρον, λέγοντες· «Κακή η κρίσις του βασιλέως». Πάντες δε ομοίως εθρήνουν και εβόων. Ιδών τότε ο βασιλεύς την προς τον δίκαιον συμπάθειαν και μετανοήσας δι’ ό,τι έπραξεν, ήρχισε και αυτός να θρηνή. Κρεμάσας δε λίθον βαρύν επί του τραχήλου αυτού, εβόα λέγων· «Ο Θεός Ιάσονος και Σωσιπάτρου, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και συγχώρησον τας αμαρτίας μου. Άγιε Σωσίπατρε, δεήθητι προς τον Θεόν σου υπέρ εμού, ίνα μοι συγχωρήση την αμαρτίαν, την οποίαν έπραξα, αδίκως παραδώσας σε εις το πυρ». Στραφείς δε προς τον Άγιον Ιάσονα, είπεν· «Από τούδε Χριστιανός είμαι και εγώ και ακόλουθος της διδασκαλίας σου». Ο δε Άγιος Ιάσων, ευχαριστήσας τον Θεόν δια την τόσον ταχείαν του βασιλέως επιστροφήν, είπε προς τον λαόν· «Έλθετε, αδελφοί, ίνα κηδεύσωμεν το σώμα του τρισμάκαρος και Μάρτυρος Σωσιπάτρου και δοξάσωμεν την δύναμιν του Χριστού». Προσελθόντες δε εις τον τόπον όπου ήτο το Τίμιον Λείψανον εύρον αυτό σώον και ακέραιον και ουδέ θρίξ της κεφαλής του εβλάβη υπό του πυρός. Τούτο δε ιδόντες οι περιεστώτες περισσότερον εστηρίζοντο εις την Πίστιν. Κηδεύσαντες δε τούτο μετά της πρεπούσης τιμής, το απέθεσαν εις τόπον επίσημον, εις το προς βορράν μέρος της πόλεως, πλησίον του λιμένος. Μετά τούτο, ευθύς ο Άγιος Ιάσων επανέφερεν εις την πόλιν και τους εις το νησίδιον καταφυγόντας και πάντας τους διασκορπισθέντας συνήθροισε. Ευλογήσας δε κολυμβήθραν εβάπτισε τον βασιλέα, ονομάσας τούτον Σεβαστιανόν. Εβάπτισε δε και άπαντας τους πιστεύσαντας, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Από τότε δε εγίνοντο Χριστιανοί οι της νήσου Κερκύρας κάτοικοι και εβαπτίζοντο δια του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά δε ταύτα ήρχισαν να οικοδομούν ιερούς Ναούς εις την πόλιν και πάσαν την νήσον, καταστρέφοντες τα είδωλα και τα ιερά αυτών καταφρονούντες και απεχθανόμενοι. Και αυτός δε ο ίδιος ο βασιλεύς ωκοδόμησε τον Ναόν του Αγίου Ανδρέου του Αποστόλου εις τον αυτόν τόπον, όπου κατετέθη το Λείψανον του Αγίου Σωσιπάτρου. Ομοίως και την μεγάλην Εκκλησίαν αριστερά της οποίας ανεγείρας μικρόν κελλίον και εκεί κρυπτόμενος προσηύχετο, εντός δε τούτου και μετ’ ολίγον χρόνον, μακαρίως και ενδόξως τελειωθείς, ενεταφιάσθη υπό του Αγίου Ιάσονος μετά πάσης τιμής και ευλαβείας. Είχε δε η βασίλισσα, η του μακαρίου βασιλέως Σεβαστιανού σύζυγος, υιόν μονογενή, δωδεκαετή, όστις ασθενήσας απέθανε. Τότε η βασίλισσα προσελθούσα μετ’ αδιστάκτου πίστεως εις τον Άγιον Ιάσονα τον παρεκάλει λέγουσα· «Δούλε του Θεού του Υψίστου, γνωρίζω ότι όσα και αν ζητήσης παρά του Θεού, ανυπερθέτως θέλει σου δώσει αυτά. Μη λοιπόν αρνηθής να έλθης προς επίσκεψιν του αποθανόντος τέκνου μου και να προσευχηθής όπως αναστηθή τούτο. Διότι πιστεύω ότι δια της προσευχής σου θέλει αναστηθή». Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Ω γύναι, εζήτησας πράγμα το οποίον υπερβαίνει την ιδικήν μου δύναμιν. Αλλά τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστι» (Λουκ. ιη:27). Ηκολούθησε λοιπόν αυτήν ο Άγιος και σταθείς παράτην κλίνην του παιδός και προσευχηθείς, εκράτησε την χείρα τού νεκρού παιδίου και είπεν· «Ω τέκνον, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού εγέρθητι εκ της κλίνης». Αμέσως τότε ανεκάθησε το παιδίον και ήρχισε να ομιλή. Εξεπλάγησαν δε πάντες εκ του θαύματος τούτου και εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Πράγματι σημεία του αληθινού Θεού είναι ταύτα». Άλλη δε γυνή εκ των αρχόντων, ενοχλουμένη υπό ακαθάρτων πνευμάτων, ακούσασα, ότι ο Άγιος Ιάσων ήγειρεν εκ νεκρών τον θανόντα υιόν του βασιλέως, προσήλθε και αύτη και γονυπετήσασα παρεκάλει τον Άγιον να απομακρύνη απ’ αυτής τα εμφωλεύοντα εν αυτή πονηρά πνεύματα. Ο δε Άγιος Απόστολος του Χριστού, ως έχων την κατ’ αυτών εξουσίαν, απαγγείλας επ’ αυτής προσευχήν και σφραγίσας αυτήν δια του σημείου του Σταυρού, αμέσως απήλλαξε ταύτην των δαιμονίων. Ούτω η γυνή, ιατρευθείσα, ανεχώρησεν ευχαριστούσα τον Θεόν. Πολλούς δε νοσούντας και υπό δαιμόνων πάσχοντας καθ’ εκάστην εθεράπευε δια της υπό του Θεού δωρηθείσης προς αυτόν Χάριτος, οι δε θεραπευόμενοι εδιδάσκοντο να ευχαριστούσιν όχι τον Άγιον Ιάσονα, αλλά μόνον τον Κύριον, τον δωρήσαντα, δια της Αυτού φιλανθρωπίας, την Χάριν Του ταύτην προς τον Άγιον. Χαρά δε μεγάλη εγένετο εις πάσαν την νήσον, ανά πάσαν δε ημέραν η ευσεβής Πίστις επρόκοπτε, τα είδωλα περιεφρονούντο και ο Κύριος εδοξάζετο δια των τελουμένων θαυμάτων. Διότι πεπληρωμένος ο θείος ούτος ανήρ υπό Πνεύματος Αγίου και Χάριτος θείας πάντας είλκε προς εαυτόν, βαπτίζων, διδάσκων, νουθετών, παρακαλών, ενίοτε δε και επιτιμών και επιπλήττων. Αφού λοιπόν έζησεν επ’ αρκετόν, ούτω κατά Θεόν διάγων, νύκτα τινά, ενώ προσηύχετο, ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν προς αυτόν· «Χαίρε και ευγραίνου, δούλε αγαθέ και πιστέ. Ελθέ λοιπόν, ίνα απολαύσης την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Σωσιπάτρου, του αδελφού σου, εις τον αιώνα τον άπαντα». Ταύτην την φωνήν ως ήκουσεν ο μακάριος Ιάσων εχάρη χαράν μεγάλην και πεσών κατά γης ηυχαρίστει τον Θεόν. Κατόπιν ητοίμασε τον τάφον αυτού, πλησίον του τάφου του Αγίου Αποστόλου Σωσιπάτρου, παρήγγειλε δε εις τους αδελφούς να καταθέσωσιν εις αυτόν το Λείψανόν του μετάτην κοίμησίν του. Αφού δε προσεκάλεσε πάντας τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας ως και άπαντα τον λαόν, συνεβούλευσε τούτους να προσέχουν εαυτούς, να εμμένωσιν εις την Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να έχωσιν αγάπην και ομόνοιαν μεταξύ των, να κάμνουν ελεημοσύνας, να περιθάλπουν τους ασθενείς, να χαίρωσιν εν τη ελπίδι των μελλόντων και να ενθυμούνται πάντοτε τας εν ουρανώ μονάς. Ούτω εξαπλωθείς εις τον τόπον εις τον οποίον συνήθιζε να κατακλίνεται και εις ελαφράν νόσον περιπεσών, εκλήθη εις τον γλυκύν και μακάριον ύπνον την κθ΄ (29ην) του Απριλίου μηνός, αφού έζησε περί τα εξήκοντα έτη. Οι δε Ιερείς μετά παντός του πλήθους, αφού εκήδευσαν εντίμως το τίμιον Λείψανον του Αγίου Ιάσονος, κατέθεσαν τούτο πλησίον του Αγίου Σωσιπάτρου, συμφώνως προς την εντολήν, την οποίαν έδωσεν εις αυτούς ο Άγιος Ιάσων, παραμείναντες ούτω αμφότεροι οι Άγιοι κοινοί γύλακες και προς Θεόν μεσίται και δια τας μετέπειτα γενεάς πολύτιμος θησαυρός, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου ΙΑΚΩΒΟΥ, αδελφού Ιωάννου του Θεολόγου.

Δημοσίευση από silver »

Τη Λ΄ (30η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου ΙΑΚΩΒΟΥ, αδελφού Ιωάννου του Θεολόγου.

Ιάκωβος ο ένδοξος του Χριστού Απόστολος ήτο υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός πρεσβύτερος Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά δε την κλήσιν των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου προσεκλήθη υπ’ Αυτού του Κυρίου, ίνα μαθητεύση παρ’ Αυτώ μετά του αδελφού του Ιωάννου. Ευθύς λοιπόν αφήσαντες τον πατέρα και το πλοίον των, ως και όλα τα υπάρχοντά των, ηκολούθησαν τον Κύριον. Τόσον δε πολύ ηγάπησεν αυτούς ο Δεσπότης Χριστός, ώστε εις μεν τον ένα αδελφόν, τον Ιωάννην, προσέφερε το στήθος του, ίνα ανακλιθή επ’ αυτού, εις δε τον άλλον αδελφόν, τούτον δηλαδή τον θείον Ιάκωβον, έδωκε την τιμήν να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον Αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έπιεν. Αλλά και αυτοί οι μακάριοι τόσον πολύ ηγάπησαν τον Κύριον και τόσον ζήλον επέδειξαν δι’ Αυτόν, ώστε ηθέλησαν να καταβιβάσωσι πυρ εξ ουρανού, ίνα κατακαύσωσι τους Σαμαρείτας, διότι δεν επίστευσαν εις τον Κύριον αλλ’ ούτε και εδέχθησαν αυτόν (Λουκ. θ:54). Ίσως δε ήθελον πράξει τούτο, εάν ο Χριστός, η Αυτοαγαθότης, δεν ημπόδιζεν αυτούς. Δια ταύτα, λοιπόν, ο Κύριος παρελάμβανε πάντοτε μεθ’ εαυτού, κατ’ εξαίρεσιν, εις τας προσευχάς και εις τας άλλας οικονομίας του τούτους τους δύο Αποστόλους, ομού μετά του κορυφαίου Πέτρου, μυσταγωγών και αποκαλύπτων προς αυτούς τα υψηλότερα και μυστικώτερα δόγματα. Τα περί του μακαρίου τούτου Ιακώβου, πληροφορούμενος ο Ηρώδης ο Αγρίππας, ο του Αριστοβούλου υιός, του οποίου θείος ήτο ο Ηρώδης ο θανατώσας τον Πρόδρομον και μη υποφέρων να βλέπη αυτόν μετά τόσης παρρησίας διδάσκοντα το Ευαγγέλιον μετά το Πάθος και το σωτήριον κήρυγμα του Χριστού, εθανάτωσεν αυτόν δια μαχαίρας εν έτει από Χριστού μδ΄ (44ω). Ούτω μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον δεύτερον Μάρτυρα έστειλεν τούτον προς τον Χριστόν, ως γράφεται εις το βιβλίον των Πράξεων (ιβ: 2).
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΙΕΡΕΜΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ιερεμίας, ο θαυμάσιος του Κυρίου Προφήτης, ήτο ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, διότι ούτω λέγει περί αυτού ο Θεός· «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Ιερεμ. α: 5)· κατήγετο δε εκ της Αναθώθ και ήκμασε χκ΄ (620) έτη προ Χριστού. Ούτος ο Άγιος Προφήτης μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, κατήλθεν εις τας Τάφνας της Αιγύπτου, τας ελληνιστί ονομαζομένας Δάφνας και εκεί, προφητεύων, ελιθοβολήθη υπό του λαού του Ισραήλ, του καταφυγόντος εις Αίγυπτον, αποθανών δε ενεταφιάσθη εις τον τόπον του παλατίου του βασιλέως Φαραώ, οπότε οι Αιγύπτιοι εδόξασαν και ετίμησαν αυτόν, διότι ευηργετήθησαν παρ’ αυτού, επειδή, δια προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Αιγυπτίους, καθώς ενεκρώθησαν επίσης και τα θηρία, τα οποία ευρίσκονται εντός των υδάτων της Αιγύπτου και τα οποία οι μεν Αιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες κροκοδείλους. Εκ τούτου, όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται μέχρι σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσερχόμενοι λαμβάνουν χώμα εκ του τάφου του Προφήτου και ιατρεύουν δι’ αυτού τα δήγματα των ασπίδων. Λέγεται δε ότι και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επεσκέφθη τον τάφον του Ιερεμίου και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα Λείψανά του εκ της Αιγύπτου εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Αλεξανδρείας, τα οποια κατέσπειρε πέριξ και εις όλα τα σημεία της πόλεως· δια δε τούτων εδίωξε μεν εκείθεν τας ασπίδας, αλλά μετέφερεν αντί εκείνων τους όφεις, οι οποίοι ονομάζονται αργαλοί και τους οποίους έφερεν εκ του Άργους, εξ ου και την επωνυμίαν ταύτην έλαβον. Είπε δε ο Ιερεμίας εις τους Ιερείς της Αιγύπτου, ότι μέλλει να γίνη σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Αιγύπτου και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος Παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή υπό Παρθένου εντός φάτνης. Εκ τούτου όθεν οι Αιγύπτιοι θεοποιούν και μέχρι της σήμερον παρθένον λεχώ και θέτοντες βρέφος εντός φάτνης προσκυνούσιν αυτό. Δια τούτο και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ηρώτησεν αυτούς διατί κάμνουσιν τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον τούτο είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, διότι παρέδωκεν αυτό εις τους Πατέρας των Προφήτης Όσιος· όθεν, προσέθετον, προσμένομεν να εκπληρωθή τούτο δια των έργων. Λέγεται δε περί του Προφήτου τούτου, ότι πριν ή καή ο Ναός των Ιεροσολύμων υπό του Ναβουζαρδάν, του αρχιμαγείρου του Ναβουχοδονόσορος, έλαβε την Κιβωτόν του Νόμου και τα εν τη Κιβωτώ Άγια και επεμελήθη να τεθώσιν υπό πέτραν, ειπών εις τους παρεστώτας· «Ο Κύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον ουρανόν και πάλιν θέλει έλθει εις το Σινά με δύναμιν και θέλει δοθή εις υμάς, τους εις Αυτόν πιστεύοντας, ως σημείον της παρουσίας του, το ότι τα έθνη πάντα θα προσκυνήσωσι Ξύλον». Είπε δε και τούτο: ότι την Κιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας ουδείς θέλει εκβάλει εκ της γης, ει μη ο Ααρών, ουδέ θέλει ανοίξει τις αυτήν, ούτε Ιερεύς, ούτε Προφήτης, ει μη ο Μωϋσής, ο εκλεκτός του Θεού. Εις δε την κοινήν Ανάστασιν, πρώτη θέλει αναστηυή η Κιβωτός και αφού αποκαλυφθή εκ της γης, θέλει αποτεθή εις το όρος Σινά και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθή εις αυτήν, όσοι προσμένουν να έλθη ο Κύριος και όσοι φεύγουν τον εχθρόν διάβολον, τον επιθυμούντα να θανατώση αυτούς. Επί της πέτρας δε εκείνης, ήτις εδέχθη την Κιβωτόν, έγραψεν ο Ιερεμίας δια του δακτύλου του το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το Ιεχωβά και έγιναν τα γράμματα εκείνα ως να εγλύφησαν με σμίλην και σίδηρον και ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο και ουδείς θέλει μάθει τον τόπον τούτον, ουδέ θέλει δυνηθή να αναγνώση το του Θεού όνομα μέχρι της ημέρας εκείνης. Η πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον, όπου το πρώτον κατεσκευάσθη η Κιβωτός υπό του Βεσελεήλ, μεταξύ των δύο ορέων, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Μωϋσέως και του Ααρών. Όθεν κατά την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ως νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, καθώς δηλαδή εφαίνετο νεφέλη εις τους Ισραηλίτας κατά την νύκτα και εφώτιζεν αυτούς. Ήτο δε ο Προφήτης Ιερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, έχων το γένειον άνω πλατύ και κάτω στενόν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Ναόν του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον πλησίον της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Μαϊου, μνήμη της ανακομιδής του τιμίου Λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του Μεγ

Δημοσίευση από silver »

Τη Β΄ (2α) Μαϊου, μνήμη της ανακομιδής του τιμίου Λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας.

Αθανάσιος, ο μέγας Πατήρ ημών, διήγεν αγγελικώς τον εν τη γη βίον, ως τούτο είναι εις πάντας γνωστόν. Διότι τους αγώνας τους οποίους ηγωνίσθη ο αξιομακάριστος ούτος δια την Ορθόδοξον Πίστιν, τους πολέμους και τας αντιστάσεις αυτού κατά των αιρετικών, τας συνεχείς και αδίκους εξορίας, τας οποίας υπέμεινεν, ως και τας συκοφαντίας, και τας ματαίας κατηγορίας, τας οποίας έλαβε παρά των κακοδόξων, ταύτα πάντα διηγούνται πολλοί ιστορικοί, πλατύτερον όμως διηγείται ταύτα ο Θεολόγος Γρηγόριος, γράφονται δε και εις το Συναξάριον της μνήμης αυτού, δια τούτο ολίγα τινά θέλομεν είπει εδώ προς υπενθύμισιν. Ο μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος, πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, γονείς δε πλουσίους και εναρέτους, πλησίον των οποίων ανετρέφετο. Όταν δε ήτο μικρόν παιδίον συνανεστρέφετο με άλλα παιδία, τα οποία έπαιζον παρά την ακτήν της θαλάσσης. Έπαιζον δε ποτε το ακόλουθον παιγνίδιον· άλλα μεν παιδία προσεποιούντο τους Ιερείς και άλλα τους Διακόνους, τον δε Αθανάσιον εχειροτόνησαν Αρχιερέα, προσέφερον δε προς αυτόν βρέφη τινά αβάπτιστα ακόμη, τα οποία ο Αθανάσιος εβάπτιζεν εις το ύδωρ της θαλάσσης. Τούτο ιδών κατά τύχην ο Αλέξανδρος, ο της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν πολύ, προγνωρίσας δε δια του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Αθανασίου ήτο προμήνυμα των πραγμάτων και αληθούς χειροτονίας, την οποίαν έμελλε να λάβη αργότερον, τα μεν παιδία δεν εβάπτισε δια δευτέραν φοράν, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Μύρον και ούτω τα συνεπλήρωσε, τον δε Αθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, ίνα διδαχθή παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Όταν δε ενηλικιώθη ο Άγιος, εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Αρχιεπισκόπου τούτου της Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Ότε δε εν έτει τκε΄ (325), επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Αλέξανδρος παρέλαβε μεθ’ εαυτού εις Κωνσταντινούπολιν τον Αθανάσιον ως συνεργόν και βοηθόν του και μετ’ αυτού απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Αρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Μετά ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και απέθανεν ο Αλέξανδρος. Όθεν εγένετο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο μέγας ούτος Αθανάσιος, εν έτος μετά την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκστ΄ (326). Οι περί τον αρειανόν όμως Επίσκοπον Ευσέβιον, μη υποφέροντες τον προβιβασμόν του θείου Αθανασίου, με τους δολερούς λόγους των έπεισαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον να εκδιώξη του θρόνου τον Αθανάσιον. Όθεν εξώρισε τούτον εις την Γαλλίαν. Ολίγον μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, ο δε Αθανάσιος, μεταβάς εις Ρώμην, συνωμίλησε μετά του Κωνσταντίνου και λαβών γράμματα παρ’ αυτού, επανήλθεν εις την επαρχίαν του την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο Ευσέβιος και οι ομόφρονές του δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι· δια τούτο πλάσαντες και συρράψαντες πρωτοφανείς συκοφαντίας, έπεισαν τον Κωνσταντίνον, τον δεύτερον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Τύρον και υπ’ αυτής να κριθή ο Αθανάσιος. Πολλά δε ήσαν τα εγκλήματα, τα οποία προέβαλον κατ’ αυτού οι Αρειανοί, αλλ’ εκ τούτων εν μόνον αναφέρομεν ενταύθα. Λαβόντες οι Αρειανοί χείρα νεκρού και ξηράναντες αυτήν, την έθεσαν εντός θήκης· έπειτα παρουσίασαν αυτήν εις την σύνοδον λέγοντες, ότι η χειρ αύτη είναι Αρσενίου τινός, τον οποίον έλεγον ότι εθανάτωσεν ο Αθανάσιος με μαγικόν τρόπον. Κατά θείαν δε πρόνοιαν, κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις Τύρον ο Αρσένιος, τον οποίον απέκρυπτον οι Αρειανοί, φοβούμενοι μήπως καταπέση η κατά του Αθανασίου συκοφαντία. Αλλ’ ο μέγας Αθανάσιος μαθών, ότι ευρίσκεται εκεί ο παρά των Αρειανών θρυλούμενος νεκρός Αρσένιος, συνήντησεν αυτόν και τον έπεισε να τον ακολουθήση και όταν έλθη η ημέρα κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή και να κριθή υπό της συνόδου ο Αθανάσιος, να παρουσιασθή και αυτός. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα παρέλαβεν ο Άγιος μεθ’ εαυτού και τον Αρσένιον, ενδεδυμένον όμως με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθή αμέσως, και μετέβη εις την σύνοδον. Κρινόμενος λοιπόν ο Αθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Αρσένιον, ηρώτησε τους παρόντας εις την σύνοδον, εάν τις εξ αυτών γνωρίζη τον Αρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί ότι τον γνωρίζουν, τότε παρουσίασεν αυτόν έμπροσθεν της συνόδου και ηρώτα αν αυτός είναι ο Αρσένιος. Οι δε γνωρίζοντες αυτόν απεκρίθησαν καταφατικώς. Έπειτα έδειξε τας δύο χείρας εκείνου και είπεν· «Ιδού η δεξιά χειρ, ιδού και η αριστερά, τας οποίας ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Αδάμ γεννηθέντες και ουδείς ας μη ζητή τρίτην χείρα του Αρσενίου». Καταισχυνθέντες εκ τούτου οι Αρειανοί, εξήλθον της συνόδου και παρώξυνον τον λαόν εις εξέγερσιν κατά του Αθανασίου. Τότε ο μακάριος Αθανάσιος εξήλθε κρυφίως της πόλεως της Τύρου και κατήλθεν εντός φρέατος σκοτεινού και ανύδρου, όπου εκρύβη επί εξ ολόκληρα έτη. Έπειτα, εξελθών εκείθεν, μετέβη εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Κώνστας, ο τρίτος υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όθεν συναντήσας τον βασιλέα και τον τότε Πάπαν Ιούλιον τον Α΄ διηγείτο μετά λύπης τα καθ’ εαυτόν· εκείνοι δε αφού παρέδωσαν εις τον Άγιον συστατικά γράμματα απέστειλαν αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο της Ανατολής βασιλεύς Κωνστάντιος, όστις, απατηθείς, εφρόνει τα των Αρειανών, προστάσσει άρχοντα τινά, Συριανόν ονόματι, να μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν και αφού θανατώση τον Άγιον, να αναβιβάση εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας κάποιον Γρηγόριον. Αλλ’ ο Αθανάσιος, διαφυγών τας χείρας του Συριανού, μετέβη πάλιν εις την Ρώμην προς τον Κώνσταντα. Ο Κώνστας τότε έγραψεν απειλητικώς προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Αθανάσιον, διότι εάν δεν πράξη τούτο, θέλει αποκαταστήσει αυτόν ο ίδιος δια των βασιλικών όπλων. Ταύτα τα γράμματα αφού έλαβεν ο Κωνστάντιος εφοβήθη και αποκατέστησεν, αν και ακουσίως, τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Όταν όμως μετ’ ολίγον απέθανεν ο Κώνστας, ανεκηρύθη δε αυτοκράτωρ ο Κωνστάντιος, απέστειλεν ανθρώπους ίνα συλλάβωσι τον Αθανάσιον. Τούτο προγνωρίσας ο Άγιος εξήλθε κρυφίως του Πατριαρχείου και κατέφυγεν εις γυναίκα τινά εστολισμένην με παρθενίαν και άλλας αρετάς, η οποία, μαθούσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν μετά χαράς και όχι μόνον τον υπηρέτει, αλλά και πάσαν άλλην περιποίησιν προσέφερεν εις τον Άγιον επί διάστημα εξ ολοκλήρων ετών. Ότε δε ο Κωνστάντιος ετελεύτησε και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Ιουλιανός, τότε εξήλθεν ευθύς ο Άγιος εκ της οικίας της παρθένου, κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Πόσον δε εχάρησαν όλοι οι Αλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον και πόσον έτρεχον και ηυχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος να είπω. Αλλά και ο Ιουλιανός, γενόμενος αυτοκράτωρ εν έτει τξα΄ (361), όλας μεν τας άλλας υποθέσεις ενόμισε δευτερευούσας, ως μόνην δε σοβαρωτέραν εθεώρησε το να εξώση τον Άγιον του θρόνου του, επί πλέον δε να του αφαιρέση και την ζωήν. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με την εντολήν να τον θανατώσωσιν. Αλλ’ αυτοί δεν εύρον τον Άγιον, διότι, εξελθών ούτος εν καιρώ νυκτός και πορευθείς εις τον ποταμόν Νείλον, εύρεν εκεί πλοιάριον, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθη, μετέβη εις την Θηβαϊδα. Επειδή δε κατέφθασαν κατόπιν αυτού οι διώκται του, απατήσας αυτούς επέστρεψεν εις την Αλεξάνδρειαν, και εκρύπτετο εις αυτήν έως ου έζη ο Ιουλιανός. Αφού δε και αυτός ο κακός σφαγεύς κακώς ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Ιοβιανός εν έτει τξγ΄ (363). Όμως ταχέως και αυτός ετελεύτησε, διότι εβασίλευσεν επτά μόνον μήνας και είκοσι δύο ημέρας, τούτον δε διεδέχθη ο βασιλεύς Ουαλεντιανός, διαμοιρασθείς την βασιλείαν μετά του αδελφού του Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364). Και ο μεν Ουαλεντιανός εβασίλευσεν εις την Δύσιν, ο δε Ουάλης εις την Ανατολήν. Ούτος δε ο Ουάλης, επειδή έπιε μέχρι κορεσμού από τα θολερά νάματα του Αρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων εβασάνιζε με διαφόρους τιμωρίας, ιδιαιτέρως δε δια τον Αθανάσιον κατέβαλε πάσαν σπουδήν και προθυμίαν να τον συλλάβη. Ταύτα μαθών ο Άγιος εκρύβη εντός του προγονικού του τάφου και ούτως εσώθη εκ των χειρών των φονέων. Επειδή δε ο Ουάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Αθανασίου, δια τούτο ακουσίως αφήκε τον Αθανάσιον να έχη την προστασίαν της Αλεξανδρείας και ούτως ο μακάριος Αθανάσιος μετά πολλούς άθλους και εξορίας και μετά τοσούτους διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε τεσσαράκοντα δύο ολόκληρα έτη, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του εν έτει τογ΄ (373) και απήλθε προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Μαϊου, μνήμη των Αγίων ενδόξων Μαρτύρων ΤΙΜΟΘΕΟΥ και ΜΑΥΡΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Τη Γ΄ (3η) Μαϊου, μνήμη των Αγίων ενδόξων Μαρτύρων ΤΙΜΟΘΕΟΥ και ΜΑΥΡΑΣ.

Τιμόθεος και Μαύρα το αγιώτατον ζεύγος, η ξυνωρίς των Μαρτύρων η ένθεος, κατήγοντο εκ της Θηβαϊδος της Αιγύπτου, ήθλησαν δε επί της βασιλείας Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305) και Αρριανού ηγεμονεύοντος της εν Αιγύπτω Θηβαϊδος. Τούτων των πανενδόξων Αγίων Μαρτύρων το υπέρ του αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πανευφρόσυνον Μαρτύριον παραθέτομεν σήμερον εις την αγάπην σας. Μεγάλην πράγματι πρόνοιαν και ανεκδιήγητον κηδεμονίαν, αγαπητοί μου ακροαταί, έδειξεν ο μεγαλόδωρος Κύριος προς ημάς τους ανθρώπους, οίτινες ευρισκόμεθα υπό τον ήλιον ως και καθ’ ημέραν δεικνύει, καθώς ημπορούμεν να εννοήσωμεν και εξ αυτής της συνθέσεως των ουρανίων σωμάτων, εκ της απαθούς ουσίας και από της ακαταπαύστου κυκλικής κινήσεως. Όλα δε ταύτα μετέχουν τρόπον τινά της αιωνιότητος Αυτού, μεταδίδοντα μεταξύ των την αρμονίαν δια να μη έλθωσι λόγω του χρόνου εις τελείαν φθοράν. Ούτος δε ο Κύριος πλάττει με την παντοδυναμίαν Του, από μιας και της αυτής ύλης, διάφορα γένη και άπειρα είδη ατόμων κατά την ιδίαν Αυτού βούλησιν. Αν λοιπόν εις τας φθαρτάς και κατωτέρας ουσίας των γηϊνων όντων τόσην μεγάλην πρόνοιαν έδειξεν ο φιλάνθρωπος Θεός, πόσον ανωτέρα και ασύγκριτος είναι εκείνη την οποίαν έδειξεν εις τας υπερτάτας και πνευματικάς ουσίας, δηλαδή τας ψυχάς μας. Επειδή, μη ημπορούν το πέλαγος της ελεημοσύνης να υποφέρη τον αθάνατον θάνατον της ψυχής μας, τον οποίον επροξένησεν η παράβασις του Αδάμ, εχάρισεν εις ημάς την ουράνιον ζωήν, την οποίαν ουδείς όρος δύναται να εκφράση, διότι είναι αιώνιος. Ας εντρυφώμεν όθεν, κατά δύναμιν, εις αυτήν την γλυκείαν και φαιδράν λαμπρότητα της υπερουσίου εκείνης ουσίας και τριφαούς Θεότητος του Ενός και μόνου Θεού, ο οποίος είναι η αρχή και το τέλος παντός ορισμού. Προς τον οποίον όλοι τρέχομεν, εις αυτόν αναπαυόμεθα και εξ αυτού ελκόμεθα, ως ο σίδηρος σύρει τον μαγνήτην και το κέντρον τον κύκλον. Δια της προς Αυτόν λοιπόν αγάπης τρωθείσα η μακαρία αύτη δυάς, το άγιον ζεύγος, η θεία ξυνωρίς, το ευλογημένον, λέγω, ανδρόγυνον, Τιμόθεος ο λαμπρός ήρως και γενναίος οπλίτης του Ευαγγελίου της ειρήνης και Μαύρα η αρρενόφρων και πανσεβασμία, οι οποίοι, βλέποντες τότε την ευσέβειαν να μαστίζεται από τους ειδωλολάτρας, την απάτην να εγκωμιάζεται, τα όρη, τας κοιλάδας, τας οδούς, τον αέρα, να μολύνωνται από τας μιαράς θυσίας, τον ήλιον να αμαυρούται εκ του καπνού, την γην να μιαίνηται, τον ουρανόν να ατιμάζεται, τον δε Παντοκράτορα Θεόν, τον δοξαζόμενον από πάσαν πνοήν, να υβρίζηται εκ στόματος των ασεβών, ησθάνθησαν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες μεγάλην θέρμην αγάπης, ζήλου και ευλαβείας. Διότι δεν υπέφερον να βλέπουν να λατρεύεται η κτίσις αντί του Κτίσαντος· δεν ηνείχοντο να βλέπουν το φρικτόν εκείνο όνομα του Υψίστου να σμικρύνηται και να καταβιβάζηται εις αξίαν χρυσού και αργύρου, άτινα είναι έργα χειρών ανθρώπων· δεν ηδύναντο τέλος πάντων να βλέπουν τους λογικούς ανθρώπους εν σκότει διαπορευομένους και να πράττουν, να ενεργούν και να εργάζωνται ως ζώα άλογα κυβερνώμενοι με μόνην την παράλογον ορμήν και με εκείνον τον σφαλερόν λογισμόν κατά τον οποίον το πάθος, ακυβέρνητον και τυφλόν, παρασύρει εις την απώλειαν τον εσκοτισμένον νουν. Ενισχυθέντες όθεν και οπλισθέντες οι Άγιοι ούτοι δούλοι του Θεού δια της πανοπλίας του Αγίου Πνεύματος, ώρμησαν με μεγαλοψυχίαν εν τω μέσω της πλάνης της ειδωλολατρίας, την οποίαν ύβριζον αφόβως, ηφάνιζον την δύναμίν της και ενέκρωναν κατά κράτος τον εχθρόν διάβολον, πνίγοντες εντός των αθλητικών των αιμάτων και τούτον τον δόλιον και την απάτην, δια της οποίας όλον σχεδόν τον κόσμον παρέσυρεν. Αλλ’ όμως ίνα μάθητε, ευσεβείς ακροαταί, λεπτομερώς τα της ενθέου πολιτείας των Αγίων τούτων Μαρτύρων, ως και τον τρόπον της ενδόξου αθλήσεως αυτών, άρχομαι συν Θεώ και παρακαλώ όπως προσέξετε μετ’ ευλαβείας. Τιμόθεος ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού ήτο εκ χωρίου της Θηβαϊδος, Παναπέων ονομαζομένου, οι δε γονείς του ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Ευθύς λοιπόν ως απεγαλακτίσθη ο Άγιος, παρεδόθη από τους γονείς του εις ενάρετόν τινα και θεοσεβή διδάσκαλον, δια να μάθη τα ιερά γράμματα· όθεν, επειδή ήτο ευφυής, έμαθεν εις ολίγον διάστημα όσα του ήσαν αρκετά δια να εννοήση τον ποιητήν του και μόνον αληθινόν Θεόν, της ψυχής την ευγένειαν και αθανασίαν και του προσκαίρου τούτου κόσμου την φθοράν και την ματαιότητα. Ελθών δε εις ηλικίαν έλαβε κατά τους ιερούς νόμους της αγίας ημών Εκκλησίας και σύζυγον, την αοίδιμον και αξιέραστον Μαύραν, γυναίκα μεν κατά φύσιν, αρρενωπόν όμως φρόνημα έχουσαν, μετά της οποίας διάγων ο Άγιος αγίαν και μακαρίαν ζωήν, εθαυμάζετο από όλους τους ευσεβείς και διαρκώς ενεκωμιάζετο. Βλέπων δε ο Αρχιερεύς της Θηβαϊδος την θαυμαστήν πολιτείαν του Αγίου και ακούων πανθομολογούμενον τον ζήλον της ευσεβείας του, ετίμησε τούτον με το αξίωμα των Κληρικών, χειροτονήσας Ιερέα, ώρισε δε τούτον και διδάσκαλον ίνα διδάσκη εις τον λαόν του Χριστού την ευαγγελικήν διδασκαλίαν και να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την αλήθειαν δια να μη δειλιάζουν προ των διωγμών και των βασάνων, τα οποία τότε έκαμνον οι εχθροί της αληθείας προς τους ευσεβείς Χριστιανούς. Μιμούμενος όθεν ο Άγιος τον Διδάσκαλον Χριστόν, εδίδασκεν ακαταπαύστως τους ευσεβείς, ενουθέτει δι’ έργων και λόγων τους πάντας, εστήριζεν εις την Ορθόδοξον Πίστιν τους κλονιζομένους, συνεβούλευε και αυτούς τους ειδωλολάτρας να αφήσουν την πλάνην της θρησκείας των και να πιστεύσουν εις Ένα και μόνον αληθινόν Θεόν, εν τρισί προσώποις υπάρχοντα, ο οποίος εκ μόνης της ευσπλαγχνίας Αυτού έστειλε τον μονογενή Του Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις τον κόσμον, δια να εξαλείψη την πλάνην του δαίμονος, όστις εξαπατά τους ανθρώπους και ίνα δείξη προς ημάς οδόν σωτηρίας. Οι μεν Χριστιανοί, ταύτα ακούοντες, ηυφραίνοντο και εστερεούντο εις την ευσέβειαν, οι δε ειδωλολάτραι εγκατέλειπον την ασέβειαν και ερχόμενοι εις την Πίστιν του Χριστού, εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος. Δεν παρήλθον δε παρά μόνον είκοσιν ημέραι, αφ’ ότου ηνώθη, ευλογία Θεού, με την μακαρίαν Μαύραν ο Άγιος, ότε διεβλήθη εις τον ηγεμόνα της Θηβαϊδος Αρριανόν, ως Κληρικός και διδάσκαλος των Χριστιανών. Τότε εκείνος, ως σκεύος του διαβόλου και εχθρός των ευσεβών, ήναψεν όλος από παράλογον και θηριώδη θυμόν και ευθύς έστειλε τους υπηρέτας της πλάνης, οίτινες, αφού συνέλαβον τους Αγίους, τους ωδήγησαν προ του τυράννου, ο οποίος, χωρίς καμμίαν άλλην ερώτησιν και παρατηρών αυστηρώς προς τον Άγιον, επρόσταξεν ευθύς τούτον να υπάγη να του φέρη τα ιερά βιβλία εκ των οποίων εδίδασκε τους Χριστιανούς, με σκοπόν, ο υιός του διαβόλου, να τα κατακαύση, δια να μη δύναται πλέον ο Άγιος να στηρίζη τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον Πίστιν. Αλλ’ όμως ο μέγας στρατιώτης του επουρανίου Βασιλέως Τιμόθεος, χωρίς να δειλιάση ούτε προ των απειλών του τυράννου ούτε προ της αυστηρότητός του ουδέ προ αυτού του θανάτου, απεκρίθη με θάρρος και είπεν· «Ω ηγεμών, ποίος φρόνιμος πατήρ παρέδωκε, με την θέλησίν του, τα τέκνα του εις τον θάνατον; Αν λοιπόν ο φιλόπαις πατήρ, υποτασσόμενος εις τους νόμους της φύσεως, δεν παραδίδη εις θάνατον τα σαρκικά του τέκνα, πως εγώ θα παραδώσω τα πνευματικά μου τέκνα, τα ιερά μου βιβλία, εις τας μιαράς σου χείρας; Τούτο δεν θέλει γίνει ποτέ. Πρόθυμος δε είμαι να αποθάνω παρά να ακούσω τας αθέους σου προσταγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο παράνομος τύραννος εθυμώθη σφόδρα και προστάσσει να πυρακτώσουν εντός καμίνου σουβλία σιδηρά και δια τούτων, ούτω πεπυρακτωμένων, να τρυπήσουν τα ώτα του Μάρτυρος. Ο λόγος του λοιπόν έργον εγένετο. Ευθύς δε ως οι στρατιώται ενέβαλον ταύτα εις τας ακοάς του ενδόξου ήρωος, έπεσον χαμαί αι κόραι των οφθαλμών του. Αλλ’ ω της απεράντου καρτερίας του Αγίου! Ταύτην την πικράν τιμωρίαν υπομένων γενναίως ο μακάριος δια το όνομα του Χριστού, έλεγε το του μακαρίου Παύλου· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»; (Ρωμ. η:35). Δηλαδή, ω τύραννε πικρέ, νομίζεις ότι με τοιαύτας πικρίας θέλεις δυνηθή να με χωρίσης από τον Χριστόν μου; Πλανάσαι· επειδή από την αγάπην τού δεδοξασμένου μου Σωτήρος δεν με αποχωρίζει ούτε θλίψις ούτε στενοχωρία ούτε πείνα ούτε εξορία ούτε βάσανα ή φυλακαί ούτε αυτός ο θάνατος, διότι δεν είναι άξια τα παθήματα του νυν καιρού, ίνα παραβληθώσι προς την μέλλουσαν δόξαν. (Ρωμ. η: 18). Τούτου λεχθέντος υπό του Αγίου ήναψε πάλιν από θυμόν ο τύραννος και επρόσταξε να δέσουν τον Μάρτυρα επί τροχού δια να κατακοπούν τα μέλη του και ή να πεισθή να εκτελέση τα προστάγματα του Αρριανού ή να λάβη τον πρέποντα θάνατον. Οι υπηρέται λοιπόν της πλάνης έδεσαν τον Άγιον επί του τροχού, ως δε έστρεφον τούτον με ορμήν, τα καρφία τα οποία είχον εμπεπηγμένα εις αυτόν εξέσχιζον ανηλεώς τας σάρκας του Αθλοφόρου. Αλλά και πάλιν γενναίως υπέφερεν ο Άγιος, ψάλλων και λέγων· «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι» (Ψαλμ. ριζ:6). Και πάλιν· «Ου φοβηθήσομαι κακά ότι Συ μετ’ εμού ει» (Ψαλμ. κβ:4). Βλέπων όμως ο παράνομος την υπομονήν του Αγίου και ότι εις μίαν στιγμήν εμφανισθείς ο Χριστός τον ιάτρευσεν από τας πληγάς του χωρίς να απομείνη ουδέ το ελάχιστον σημείον εκ των προτέρων του πληγών και απορών τι να πράξη, προσέταξε να θέσουν μέγα τεμάχιον πανίου εντός του στόματος του Μάρτυρος, κατόπιν να δέσουν μίαν μεγάλην πέτραν εις τον λαιμόν του και να τον τριγυρίζουν εις όλην την χώραν· έπειτα δε να τον κρεμάσουν από εν δένδρον υψηλόν. Και εγένοντο μεν ταύτα, αλλ’ ο Άγιος τα υπέμεινε με γενναιότητα και έλεγεν εις τον τύραννον με θάρρος· «Ω τύραννε, μη νομίζης ότι με τοιαύτας τιμωρίας θέλεις δυνηθή να με κλονίσης από την Ορθόδοξον Πίστιν· εγώ ως απόλαυσιν δέχομαι τα βάσανά σου και με χαράν δέχομαι τας τιμωρίας σου, επειδή ταύτα μου παρέχουσιν αιώνιον ευφροσύνην και αθάνατον χαράν. Είθε δε και συ, ω τετυφλωμένε τύραννε, να ηδύνασο να ανοίξης τα όμματα της ψυχής, ίνα ίδης την αλήθειαν και ούτω εγκαταλείπων τον διάβολον να πιστεύσης εις τον μόνον αληθινόν και παντοδύναμον Θεόν». Ταύτα ακούσας ο τύραννος από του στόματος του Μάρτυρος λεγόμενα, εξεπλάγη με την παρρησίαν μετά της οποίας ωμίλει. Και οργισθείς, τον μεν Άγιον επρόσταξε και έκλεισαν εις την φυλακήν έως ότου εξετασθή δια δευτέραν φοράν , την δε Αγίαν Μαύραν εδοκίμαζε με κολακείας και γλυκείς δήθεν λόγους να εξαπατήση και να λατρεύση τα είδωλα. Την εκάλεσε λοιπόν και της είπεν· «Ω Μαύρα, συλλογίσου καλώς την νεότητά σου και την γλυκυτάτην σου ζωήν· ετοιμάσου αύριον και καλλωπίσου δια να προσφέρης την θυσίαν σου εις τους θεούς. Εάν με ακούσης, θέλεις λάβει από εμέ μεγάλας τιμάς και ευεργεσίας. Αν όμως παρακούσης την συμβουλήν μου, θέλω σου επιβάλει βασανισμούς και τιμωρίας, καθώς και εις τον άνδρα σου». Ταύτα ως ήκουσεν η Αγία, λεγόμενα από του μιαρού στόματος του τυράννου, απεκρίθη· «Ασεβέστατε και πάσης ανομίας πεπληρωμένε, ούτε τας ευεργεσίας σου θέλω ούτε τα είδωλά σου προσκυνώ ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμε, επειδή εγώ λατρεύω τον Χριστόν μου, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και πάντα τα ορατά και αόρατα. Εκείνον σέβομαι, Αυτόν προσκυνώ και δια την αγάπην Του είμαι ετοίμη να αποθάνω, δια να ζω μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον ουρανόν. Τα δε είδωλα, τα οποία συ προσκυνείς ως θεούς, περιγελώ, επειδή είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα, έργα χειρών ανθρώπων. Ακόμη και σε περιγελώ, διότι ευρίσκεσαι εις τοιαύτην ανόητον πλάνην». Ταύτα απροσδοκήτως ακούσας ο παράνομος ηγεμών ήναψε από τον θυμόν και έγινε ως άγριον θηρίον· όθεν ευθύς επρόσταξε τους στρατιώτας να κόψουν τας τρίχας της κεφαλής της Μάρτυρος. Μετά ταύτα επρόσταξε και έκοψαν τα δάκτυλα των χειρών της. Ταύτα δε ενώ έπασχεν η Αγία, εδέετο προς τον Θεόν λέγουσα· «Κύριε ο Θεός ημών, ο δια την ημετέραν σωτηρίαν κατελθών εκ των ουρανών και σταυρωθείς επί Ποντίου Πιλάτου δια την λύτρωσιν του κόσμου. Αυτός και νυν, Δέσποτα Παμβασιλεύ, επίβλεψον επ’ εμέ την δούλην σου και ενίσχυσόν με ίνα δια την αγάπην Σου υπομείνω έως τέλους τα μαρτύρια και ούτω γίνω κοινωνός των παθημάτων Σου και συμμέτοχος της Βασιλείας Σου. Αμήν». Καθ’ ον δε χρόνον ούτω προσηύχετο η Αγία, δεν έλειψεν ο έτοιμος βοηθός των προς Αυτόν ελπιζόντων Θεός από του να ενισχύση την Αγίαν δια να καταισχύνη τον διάβολον, τον άρχοντα του σκότους. Βλέπων λοιπόν την ανδρείαν της Μάρτυρος ο τύραννος, επρόσταξε να γεμίσουν δι’ ύδατος ένα μεγάλον λέβητα και αφού το βράσουν καλώς να ρίψουν εντός αυτού γυμνήν την Αγίαν, ίνα καή. Ο δε Θεός, όστις εδρόσισέ ποτε παραδόξως την κάμινον εις την Βαβυλώνα και διέσωσε τους Αγίους Τρεις Παίδας εκ της πυράς, Αυτός μετέβαλε και την θερμότητα του ύδατος εις την φυσικήν του ψυχρότητα. Όθεν διατηρηθείσα η Αγία τελείως αβλαβής, έψαλλεν ούτω· «Διήλθον δια πυρός και ύδατος και εξήγαγές με εις αναψυχήν» (Ψάλμ ξε:12). Τούτο ιδών ο ηγεμών ενόμισεν, ο ανόητος, ότι οι υπηρέται, δια να χαρισθούν της Μάρτυρος, δεν έκαυσαν, ωςδιετάχθησαν, το ύδωρ και δια τούτο δεν εκάη η Μάρτυς. Όθεν επλησίασε και είπε προς την Αγίαν· «Ράντισόν με, ω Μαύρα, δια να ίδω, άρα γε καίει το ύδωρ»; Η δε Αγία εγέμισε τας χείρας της από το ύδωρ τούτο και το έχυσεν επί της χειρός του τυράννου. Τότε εκείνος εδοκίμασε πόνον δριμύτατον και εξεδάρη όλη η χειρ του. Απελπισθείς λοιπόν ο υπηρέτης αυτόςτων δαιμόνων Αρριανός, επρόσταξεν ευθύς, χωρίς αργοπορίαν, να κατασκευάσουν δύο σταυρούς και επ’ αυτών να σταυρώσουν τους Αγίους. Ως δε ήκουσαν οι Άγιοι την απόφασιν του θανάτου των, ηυχαρίστουν αγαλλόμενοι τον Θεόν, όστις ηξίωσεν αυτούς να λάβουν σταυρικόν θάνατον δια την αγάπην Του, καθώς και Αυτός ο Θεάνθρωπος έχυσε το πανάχραντον Αίμα Του επί του Σταυρού δια την ιδικήν μας αγάπην και σωτηρίαν. Έλαβον τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί ενηγκαλίζοντο έκαστος τον σταυρόν του καταφιλούντες τούτους και εγκωμιάζοντες ως σωτήριον ξύλον. Κατόπιν έπεσον επ’ αυτών ως να έπιπτον επί ευόσμων και δροσερών ρόδων, επί των οποίων και εσταύρωσαν αυτούς οι στρατιώται του ηγεμόνος. Έμειναν δε εσταυρωμένοι επί εννέα ημέρας. Ο δε μακάριος Τιμόθεος παρώτρυνε από του σταυρού αυτού την ευλογημένην Μαύραν, λέγων ταύτα· «Μη δειλιάσωμεν, ω Μαύρα, τα προσωρινά βασανιστήρια, διότι ταύτα μας προσφέρουσιν αιώνιον δόξαν εν ουρανοίς· μικρός είναι ο πόνος, όμως μεγάλη η ανταπόδοσις· πικραί φαίνονται αι τιμωρίαι, αλλ’ είναι γλυκύς ο Παράδεισος και μίαν στιγμήν υπομένοντες, κερδίζομεν τον άπαντα αιώνα. Ο Δεσπότης μας Ιησούς, αναμάρτυτος ων, κατεδέχθη να σταυρωθή επί του ξύλου του Σταυρού προς σωτηρίαν ημών και ημείς τι θαυμαστόν είναι να γίνωμεν μιμηταί του Πάθους Του, δια να αξιωθώμεν να συνδοξασθώμεν μετ’ αυτού εις την δόξαν Του»; Ταύτας τας νουθεσίας έκαμνεν ο Μάρτυς εις την Αγίαν· ίσταντο δε και οι δύο ακλόνητοι και χαίροντες, τον νουν έχοντες εστραμμένον προς τον ουρανόν. Όμως δεν ήρκεσαν εις τον πονηρόν διάβολον όσα εμηχανεύθη κατά της Αγίας, ο μισάνθρωπος, δια του ασεβούς τυράννου, χρησιμοποιήσας τούτον ως όργανον της κακίας του και, συν τοις άλλοις, εφάνη και οφθαλμοφανώς εις την Αγίαν, όταν εκρέματο επί του σταυρού και της προσέφερε ποτήριον πλήρες από μέλι και γάλα παρακινών αυτήν να το πίη δια να μη φλογίζεται από την δίψαν. Η δε Αγία ηννόησε τας πονηράς τέχνας του. Αντί δε να υπακούση, έκαμε την προσευχήν της και ούτω έγινεν άφαντος ο πονηρός και ακάθαρτος δαίμων. Αλλ’ όμως ελπίζων ακόμη ο αρχέκακος, ότι ίσως με παρόμοιον τρόπον την απατήση, τι ετεχνούργησεν ο παγκάκιστος; Εφάνη εις την Αγίαν ότι την μετέφερεν ως εν εκστάσει εις ποταμόν, τον οποίον κατά φαντασίαν εσχεδίασεν ο διάβολος, όστις έρρεε μέλι και γάλα και με ταύτην την απάτην προσεπάθει να παγιδεύση την Αγίαν και να επιθυμήση την γεύσιν των. Αλλ’ αυτή η γενναία Μάρτυς πεφωτισμένη υπό της άνωθεν σοφίας του είπε· «Κατηραμένε διάβολε, αν και με τόσας τέχνας και επιβουλάς εδοκίμασες να με απατήσης, όμως εις τίποτε δεν επέτυχες· διότι εγώ, με την δύναμιν του Χριστού μου, εις όλα σε ενίκησα και δια τούτο δεν επιθυμώ τα μιαρά σου ποτά, επειδή εγώ πίνω από εκείνο το ουράνιον ποτήριον, το οποίον μοι προσφέρει ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός». Έφυγε λοιπόν εντροπιασμένος ο διάβολος, μη ημπορών να βλέπη νικημένον τον εαυτόν του από μίαν ασθενή και τρυφεράν γυναίκα. Τότε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έστειλεν Άγγελον εξ ουρανού , όστις ίστατο πλησίον της Αγίας και την ενεθάρρυνε. Λαβών δε αυτήν εκ της χειρός ανεβίβασεν, ως εν εκστάσει, εις τον ουρανόν, εκεί δε έδειξεν εις αυτήν θρόνον υψηλόν εστολισμένον, και στολήν ωραίαν λευκήν, καθώς και στέφανον περίλαμπρον και της είπεν· «Όλα αυτά ητοίμασε προς χάριν σου ο Κύριος δια τας βασάνους τας οποίας υπομένεις συ δι’ αγάπην Του». Έπειτα την ανεβίβασεν εις τόπον υψηλότερον και της έδειξεν άλλον θρόνον και άλλην στολήν επίσης λευκήν και έτερον στέφανον ειπών· «Ταύτα προορίζονται δια τον σύζυγόν σου Τιμόθεον, είναι δε υψηλότερον ο ιδικός του τόπος, διότι αυτός εστάθη η αιτία της σωτηρίας σου». Τοιουτοτρόπως έλαβεν η Αγία πληροφορίαν περί της δόξης την οποίαν ητοίμασεν ο Κύριος δια τους Αγίους Αυτού Μάρτυρας, ελθούσα δε εις εαυτήν μετέδωσε ταύτα και εις τον μακάριον Τιμόθεον. Ούτως εν χαρά και αγαλλιάσει παρέδωκαν οι τρισόλβιοι τας μακαρίας αυτών ψυχάς εις χείρας του Κυρίου τη γ΄ (3η) του Μαϊου μηνός. Τότε τινές των εκεί ευσεβών Χριστιανών έδωσαν χρήματα προς τους στρατιώτας και αφού κατεβίβασαν εκ των σταυρών τα άγια αυτών Λείψανα, παρέλαβον ταύτα και έθαψαν εντίμως και ευλαβώς, δοξάζοντες τον Θεόν, όστις βοηθεί τους δούλους Αυτού να πατούν επί όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού, χωρίς ουδόλως να βλάπτωνται. Ω υπεράνθρωπος ανδρεία των στρατιωτών του Ευαγγελίου της ειρήνης! Ω έργα θαυμαστά και εξαίσια, τα οποία βλέποντες, όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι, εξεπλάγησαν! Πως η εκ πηλού φθαρτή ουσία ως άϋλος ενεκαρτέρησεν εις τας βασάνους και έμεινεν ως αδάμας αμάλακτος εις τον άκμονα των παθημάτων! Δια τούτο και ο στεφοδότης Χριστός, εις μεν τον ουρανόν τους εστεφάνωσεν ενδόξως δια του αμαράντου εκείνου στεφάνου της δόξης Αυτού, εις δε την γην, ήτις είναι ναός των Μαρτύρων, η κατοικούσα Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενεργεί δια τούτων των Αγίων Μαρτύρων άπειρα θαύματα, Ιατρεύει πυρέσσοντας, επαναδωρίζει την όρασιν εις τυφλούς, θεραπεύει παραλύτους, διώκει από τους πάσχοντας τα κακά της πονηρίας πνεύματα, εις δόξαν και καύχημα των ενδόξων Αθλοφόρων Αυτού. Εκ τούτων των θαυμάτων προσφέρομεν ολίγα τινά εις την υμετέραν αγάπην, εις δόξαν Θεού και των Αυτού θεραπόντων ενδόξων Αγίων Αθλητών, Τιμοθέου και Μαύρας. Εις το χωρίον Μαχαιράδον της νήσου Ζακύνθου ωκοδομήθη υπό των ευσεβών Χριστιανών περικαλλής Ναός επ’ ονόματι των Αγίων Μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας, εις τον οποίον τελούνται καθ’ εκάστην άπειρα θαύματα. Ούτω γυναίκα προσβαλλομένην υπό του πονηρού δαίμονος έφερον οι συγγενείς της εις τον Ναόν των Αγίων· επειδή δε εδοκίμαζεν ο δαίμων να πνίξη ταύτην την τρισαθλίαν εις τα ύδατα, την είχον δεδεμένην έμπροσθεν της εικόνος των Αγίων Μαρτύρων. Ημέραν δε τινά λυθείσα αύτη από των δεσμών, ερρίφθη υπό του δαίμονος εντός φρέατος, το οποίον ευρίσκεται πλησίον της Εκκλησίας και εκεί έμεινεν επί τρεις και πλέον ώρας. Ερευνώντες δε οι συγγενείς της, την εύρον, ω του θαύματος! επάνω εις το ύδωρ και την ηρώτων πως ουδέ καν εβράχη. Τότε η γυνή αύτη ωμολόγησε παρρησία, ότι η Αγία Μαύρα την εκράτει από τας τρίχας της κεφαλής και δεν την άφηνε να βυθισθή. Εξήγαγον λοιπόν αυτήν εκ του φρέατος και ευθύς ιατρεύθη και έφυγεν εις τον οίκον της δοξάζουσα τον Θεόν και την θαυματουργόν Μάρτυρα. Το αυτό θαύμα εγένετο και εις ένα νέον δαιμονιζόμενον. Ούτος ευθύς ως είδε μόνον την εικόνα της Αγίας απηλλάγη του δαιμονίου και ιαθείς εδόξαζεν ακαταπαύστως τον Θεόν κηρύττων πανταχού το υπερφυές θαύμα της Αγίας. Κατά το έτος 1801, την ημέραν της εορτής των Αγίων, εν ώρα του όρθρου και κατά την στιγμήν της δοξολογίας, ενώ πάντες οι Ιερείς ήσαν ενδεδυμένοι τας ιερατικάς των στολάς, πλήθος δε πολύ των Χριστιανών, εκ της πόλεως και των πέριξ χωρίων, είχον συναθροισθή δια να εορτάσουν την πανήγυριν των Αγίων και να ακολουθήσουν την λιτανείαν, ήτις, ως συνήθως, τελείται μετά τον όρθρον, ποσότης πυρίτιδος, την οποίαν είχον οι επιτηρηταί του Ιερού Ναού εντός κιβωτίου δια τον πανηγυρικόν εορτασμόν, άγνωστον πως, ήναψεν. Αλλ’ ω του θαύματος! Αν και η ποσότης της πυρίτιδος ήτο αρκετή δια να κατακρημνίση όχι μόνον την Εκκλησίαν, αλλά και ολόκληρον φρούριον, όμως μετά μίαν μεγάλην και ασυνήθιστον βροντήν και σεισμόν και ενώ οι ευρεθέντες έμειναν ως νεκροί και περιέμενον τον θάνατόν των, εσχίσθη το κιβώτιον εις τεμάχια τα οποία εξεσφενδονίζοντο ως κεραυνοί δεξιά και αριστερά. Όλα δε διηυθύνθησαν εν μια στιγμή εις τα παράθυρα και, θραύσαντα τους μοχλούς, έφυγον έξω μετά της φλογός, ως διωκόμενα υπό της Αγίας χωρίς να βλαβή ούτε ο Ναός ούτε κανείς εκ των παρευρισκομένων προσκυνητών. Τούτο το μέγα θαύμα ιδόντες οι Ιερείς και ο λαός, έκραζον όλοι ομοθυμαδόν· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστός εν τοις έργοις Σου, δόξα Σοι». Αλλά σταματώμεν εδώ την διήγησιν των θαυμάτων των Αγίων τούτων Μαρτύρων χάριν συντομίας, αποσιωπώντες τα άλλα, άτινα αενάως ενεργεί ο Θεός εις δόξαν των θεραπόντων Αυτού. Τούτο είναι το Μαρτύριον των ενδόξων Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας, ευλογημένοι Χριστιανοί. Τοιουτοτρόπως επολιτεύθησαν και ούτως ευηρέστησαν τον Θεόν. Δια τοιούτων αρετών ενίκησαν τον διάβολον και έστησαν κατά της πλάνης αυτού τα λαμπρά τρόπαια της νίκης αυτών. Ημείς δε αδελφοί, οίτινες εορτάζομεν την μνήμην αυτών, ας μη πανηγυρίζωμεν με χορούς και άσματα, επειδή ταύτα είναι του διαβόλου πανήγυρις. Ουδέ με πολυφαγίας, μέθην και ασελγείας, διότι ταύτα έκαμνον οι ειδωλολάτραι εις τας μιαράς των εορτάς, οι τυφλοί ούτοι και αναίσθητοι, οίτινες δεν ανέμενον κρίσιν και ανταπόδοσιν. Ημείς δε οίτινες εβαπτίσθημεν εις το όνομα της ομοουσίου Τριάδος και εφωτίσθημεν δια του ευαγγελικού φωτός της αγίας ημών Πίστεως, ας κάμνωμεν έργα άξια της Πίστεώς μας. Θέλετε, ευσεβείς Χριστιανοί, να εορτάσετε ταύτην την αγίαν εορτήν αξίως; Υπάγετε μετ’ ευλαβείας και πίστεως εις την Εκκλησίαν, άνδρες και γυναίκες, εστολισμένοι όχι με λαμπρά και πολυτελή ενδύματα, αλλά με συνείδησιν αγίαν και καθαράν, λησμονούντες τας έχθρας, τον φθόνον και πάσαν άλλην κακίαν κατά του πλησίον σας· αφού δε εξέλθετε από την Εκκλησίαν, κοιτάξετε δεξιά και αριστερά, καθώς έκαμνεν εκείνος ο Αβραάμ και αν ιδήτε γυμνόν, ενδύσατέ τον· αν ιδήτε πεινώντα, χορτάσατέ τον και αν ιδήτε ξένον, καλέσατε αυτόν εις την οικίαν σας. Τότε και τον Θεόν ευχαριστείτε και τους Αγίους ευφραίνετε, πανηγυρίζοντες, καθώς αρμόζει, την μνήμην των. Ας μη νομίζωμεν, αγαπητοί, ότι θα σωθώμεν με μόνην την Πίστιν χωρίς έργα, διότι, καθώς λέγει ο Απόστολος Ιάκωβος, όπως είναι αδύνατον να ζη το σώμα μας χωρίς ψυχήν (Ιακ. β:26), ούτω είναι αδύνατον να σωθώμεν και ημείς οι Χριστιανοί χωρίς τα χριστιανικά έργα. Έως πότε, αδελφοί, θα είσθε προσηλωμένοι εις την γην, χωρίς να υψώνετε τους οφθαλμούς σας προς τον ουρανόν, την αιώνιον πατρίδα μας; Δεν ακούετε τον μακάριον Παύλον, όστις μας διδάσκει λέγων· «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ:20); Δηλαδή, άνθρωπε, τι κοπιάς ημέραν και νύκτα εις ταύτην την πρόσκαιρον κατοικίαν σου, αφού σήμερον είσαι εδώ και αύριον μεταβαίνεις εις τον ουρανόν, όστις είναι η αιώνιος πατρίς σου; Εντροπή μεγάλη είναι εις ημάς, ευσεβείς Χριστιανοί, να μη έχωμεν άλλην φροντίδα από του να αγοράζωμεν τώρα τούτον τον αμπελώνα, αύριον εκείνον τον ελαιώνα, μεθαύριον εκείνην την οικίαν, χωρίς να συλλογιζώμεθα ότι και αν ακόμη ηθέλομεν γίνει άλλος Αλέξανδρος να εξουσιάσωμεν όλην σχεδόν την οικουμένην, όμως αύριον έρχεται το δρέπανον του θανάτου, το οποίον, αφού μας κόψη την ζωήν, άλλο τι δεν παραλαμβάνομεν μεθ’ εαυτών παρά μόνον τα εντάφιά μας. Επειδή, καθώς λέγει ο Προφήτης, γυμνοί εξήλθομεν εκ κοιλίας μητρός μας, γυμνοί και πάλιν καταβαίνομεν εις την κοιλίαν της μητρός μας γης (Ιώβ α:21). Εκείνα δε τα οποία με τόσους κόπους, ιδρώτας, ίσως δε και αδικίας και αρπαγάς απεκτήσαμεν, «τίνι έσται;» (Λουκά ιβ:20). Τα κληρονομούν πολλάκις οι εχθροί μας και εκείνοι τους οποίους δεν θέλομεν. Και αυτοί μεν απολαμβάνουν τους κόπους μας, ημείς δε κολαζόμεθα φρικτώς εντός της αιωνίου κολάσεως, ομού μετά του ασπλάγχνου εκείνου πλουσίου (Λουκά ιβ: 16-21), χωρίς ελπίδα ανέσεως. Αλλοίμονον! Όλοι σήμερον εξεκλίναμεν από την ευθείαν οδόν· πάντες επλανήθημεν και ηχρειώθημεν, ουκ έστι δε ο ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Πρώτον λοιπόν ο Κλήρος πρέπει να λάμπη δια της εναρέτου ζωής και να φωτίζη τους Χριστιανούς, καθώς μας παραγγέλλει και ο Κύριος εις το Άγιον Ευαγγέλιον, λέγων· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε:16). Αφού λοιπόν πρώτον ημείς οι Κληρικοί διάγωμεν ζωήν αξίαν του επαγγέλματος, ας μη ολιγωρούμεν να διδάσκωμεν εις τα λογικά ημών πρόβατα την ακτημοσύνην, την δικαιοσύνην, την ταπείνωσιν, την αγάπην προς πάντας, ως και όσα έργα αρέσκουσιν εις τον Θεόν. Επειδή, αν εις τον πόλεμον νικηθή ο αρχηγός του στρατεύματος και θανατωθή ούτος, τι θέλουσι γίνει οι στρατιώται; Δεν θα κινδυνεύσουν εις το έπακρον; Ή αν ο ποιμήν των προβάτων ήθελεν απειληθή, δεν θα κατεστρέφοντο τα πρόβατα; Ούτω και η ιδική μας οκνηρία και αμέλεια, αλλοίμονον! Πόσους στέλλει εις εκείνο το αφεγγές χάος του Άδου. Αν όμως έστω και μία ψυχή κολασθή εκ της ιδικής μας αμελείας, μέλλει να ζητήση ταύτην αδελφοί, από ημάς ο Δίκαιος Κριτής εν ημέρα Κρίσεως και θέλομεν τιμωρηθή αυστηρώς δια την αμέλειάν μας ταύτην. Τι θέλομεν γίνει αν έστω και εκ μικράς μας αμελείας στερηθούν της δόξης του Κυρίου τα πρόβατα, τα οποία μάς ενεπιστεύθη; Δια τούτο, από τούδε και εις το εξής, ας διδάσκωμεν με το έργον περισσότερον από τον λόγον τα λογικά μας πρόβατα, δια να ακούσωμεν εν εκείνη τη ημέρα· «Ευ δούλοι αγαθοί και πιστοί, εισέλθετε εις την χαράν του Κυρίου σας» (Ματθ. κε:21,23). Και σεις Μοναχοί και Μονάζουσαι, μη νομίσετε ότι η λευκή κόμη και το μαύρον ράσον σάς σώζουν, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος, αλλά η παρθενία, η ακτημοσύνη, η ταπείνωσις και μάλιστα η ελεημοσύνη προς τον πτωχόν και τον πένητα. Ταύτα τα έργα σάς οδηγούν μέχρι της θύρας του ουρανού και σας εισάγουν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Σεις δε, ω γυναίκες, αφήσατε τας μεταξύ σας κατακρίσεις, απομακρύνατε τους φθόνους, παύσατε τα σκάνδαλα. Και όταν προσέρχεσθε εις την Εκκλησίαν μη περιεργάζεσθε πως ενδύεται η μία και πως η άλλη, αλλά μετά φόβου Θεού και κατανύξεως να λατρεύετε και να υμνήτε τον Πανάγαθον Κύριον, παρακαλούσαι Αυτόν να συγχωρή τα σφάλματά σας και να ριζώνη τον φόβον Του εις τας καρδίας σας, προσφέρουσαι ούτω την πρέπουσαν πίστιν εις τον Χριστόν και την οφειλομένην υπακοήν εις τους νομίμους συζύγους σας, καθώς έκαμνον τον παλαιόν καιρόν αι άγιαι εκείναι γυναίκες. Ούτω μόνον θέλετε αξιωθή της ανεκφράστου χαράς. Και σεις, ω αδελφοί Χριστιανοί, μη εξοδεύετε τον καιρόν σας εις πάθη και ασωτείας· μη μολύνετε την ψυχήν σας με αρπαγάς, φόνους, ψευδομαρτυρίας, φόνους, καταλαλιάς, μοιχείας και με όσα μισεί ο Θεός και αγαπά ο εφευρέτης της κακίας διάβολος. Εκείνο δε το οποίον μισείτε να σας κάμνη άλλος, μη το κάμνετε σεις εις άλλον. Επειδή όχι μόνον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μάς παραγγέλλει εις το θείον Του Ευαγγέλιον, λέγων· «Πάντα ουν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Ματθ. ζ:12), αλλά και αυτός ο νόμος της φύσεως διδάσκει να μη πράττωμεν εκείνο που δεν θέλομεν να μας κάμουν· «Ο συ μισείς, ετέρω μη ποιήσεις» (Τωβ. δ: 15). Ταύτα αν φυλάξωμεν, αγαπητοί, θέλομεν διέλθει εδώ μεν την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν μας ειρηνικήν, ευτυχή και αλύπητον, εκεί δε θέλομεν αξιωθή της μακαρίας και αϊδίου ζωής του Παραδείσου, Χάριτι του ανάρχου Πατρός και του συναϊδίου αυτού Υιού και του Παναγίου και αγαθού και ζωοποιού Αυτού Πνεύματος, της μιάς Θεότητος, ης η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν
.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΠΕΛΑΓΙΑΣ της από Ταρσού.

Δημοσίευση από silver »

Πελαγία η αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305) βασιλεύσαντος, καταγομένη μεν εκ Ταρσού της Κιλικίας, κατοικούσα δε εις Ρώμην. Επειδή δε ο Ρώμης Επίσκοπος Λίνος, όστις και εχρημάτισε, μετάτον κορυφαίον Πέτρον, πρώτος Επίσκοπος της Ρώμης, εβάπτιζε δια του Αγίου Βαπτίσματος πολλούς ειδωλολάτρας, κάμνων ούτω τούτους Χριστιανούς, η μακαρία Πελαγία είδε κατ’ όναρ την μορφήν του Επισκόπου τούτου, όστις την παρεκάλει να υπάγη να την βαπτίση. Ως δε εξύπνησεν, εννόησε το όραμα και ζητήσασα άδειαν παρά της μητρός αυτής, ίνα δήθεν μεταβή εις την τροφόν της, προσήλθεν εις τον Επίσκοπον και εβαπτίσθη. Λαβούσα η Πελαγία το Άγιον Βάπτισμα παρέδωκεν ευθύς εις τον Επίσκοπον τον πολύτιμον αυτής ιματισμόν, ίνα διανείμη τούτον εις τους πτωχούς· αύτη δε πορευθείσα εις την τροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, με τα οποία ενεδύθη μετά το Άγιον Βάπτισμα, και μη γενομένη δεκτή παρ’ αυτής, επέστρεψεν έπειτα εις την μητέρα της με αυτήν την ταπεινήν ενδυμασίαν. Η δε μήτηρ της, ιδούσα ταύτην τόσον πτωχικώς ενδεδυμένην, ησθάνθη λύπην ανυπόφορον. Επειδή δε η μήτηρ της, αν και την παρεκίνει να αλλάξη τα φορέματα εκείνα και να αρνηθή τον Χριστόν, δεν ηδυνήθη να την καταπείση, δια τούτο απεκάλυψε το γεγονός εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις ήτο μνηστήρ της. Εκείνος τότε, λυπηθείς καθ’ υπερβολήν, διότι η Πελαγία ηθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, αυτοεχειριάσθη. Μαθών όθεν τούτο ο πατήρ του Διοκλητιανός και οργισθείς σφόδρα, συνέλαβε την Πελαγίαν και ενέκλεισεν αυτήν εντός πεπυρακτωμένου χαλκίνου βοός και ούτως η μακαρία έλαβε τον του Μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΕΙΡΗΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ειρήνη, η Αγία Μεγαλομάρτυς, ήτο μονογενής θυγάτηρ Λικινίου του βασιλίσκου και Λικινίας. Εγεννήθη εις την πόλιν Μαγεδών και ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337), ωνομασθείσα πρότερον Πηνελόπη. Επειδή δε ήτο ωραία και υπερέβαλλε κατά το κάλλος όλας τας συγχρόνους της κόρας, ο πατήρ της ο οποίος εφοβείτο δι’ αυτήν την ενέκλεισεν εντός υψηλού πύργου, τον οποίον επί τούτο έκτισε. Συνέκλεισε δε μετ’ αυτής και δεκατρείς ωραίας θεραπαινίδας, εν μέσω των οποίων η Ειρήνη διήγε μετά πλούτου πολλού και έχουσα θρόνον, τράπεζαν και λυχνίαν κατεσκευασμένα εκ χρυσού. Όταν δε ωρίσθη παρά του πατρός της να μένη εν τω πύργω ήτο εξαετής και επαιδαγωγείτο και εδιδάσκετο υπό τινος γέροντος, Απελλιανού ονομαζομένου, τον οποίον ο πατήε της Λικίνιος διώρισεν, ίνα επιτηρή αυτήν. Μίαν ημέραν είδεν η Αγία περιστεράν εισελθούσαν εις τον πύργον και φέρουσαν κλάδον ελαίας εις το στόμα της, τον οποίον απέθεσεν επί της χρυσής τραπέζης. Καθ’ όμοιον τρόπον είδε και αετόν κρατούντα δια του ράμφους του στέφανον, πεπλεγμένον με άνθη, τον οποίον και ούτος αφήκεν επί της τραπέζης και έπειτα είδε κόρακα εισελθόντα εκ του άλλου παραθύρου και κρατούντα όφιν, τον οποίον απέθεσε και αυτός επί της χρυσής τραπάζης. Βλέπουσα δε ταύτα η μακαρία αύτη κόρη ηπόρει και εσυλλογίζετο τι άρα ταύτα δηλούσιν. Τότε ο γέρων Απελλιανός, ο διδάσκαλός της, εξήγησε ταύτα, ειπών προς αυτήν· «Η μεν περιστερά δηλοί την παιδείαν της γνώμης, ο δε κλάδος της ελαίας σημείον θαυμαστόν γεγονότων και τύπον βαπτίσματος, ο αετός, επειδή είναι βασιλεύς των πτηνών, προεικονίζει, δια του βασιλικού του στεφάνου, μέλλουσαν νίκην εις εκλεκτάς και αγαθάς πράξεις· ο δε κόραξ και όφις δηλούν, ότι θέλεις δοκιμάσει θλίψιν και ταλαιπωρίαν». Δια της εξηγήσεως ταύτης, την οποίαν έδωκεν ο Απελλιανός εν συντομία, απεκάλυπτε τον αγώνα του Μαρτυρίου, το οποίον έμελλεν η Αγία να τελειώση, δια την αγάπην της προς τον Θεόν. Τα δε εν συνεχεία εξιστορούμενα περί της Αγίας αυτής είναι πράγματι παράδοξα και υπερφυσικά. Λέγουσα, δηλαδή, ότι Άγγελος Κυρίου έδωκεν εις αυτήν το όνομα και αντί Πηνελόπης μετωνόμασεν αυτήν Ειρήνην και ακολούθως ότι Άγγελος Κυρίου τής εδίδαξε την του Χριστού πίστιν και προείπεν εις αυτήν, ότι πολλαί μυριάδες ψυχών θα σωθώσι δι αυτής και ότι θέλει έλθει προς αυτήν παραδόξως ο Απόστολος Τιμόθεος, ο του Παύλου μαθητής, όστις θέλει βαπτίσει αυτήν. Όταν δε όλα ταύτα επραγματοποιήθησαν, τότε η μακαρία Ειρήνη εκρήμνισε τα είδωλα του πατρός της, συντρίψασα ταύτα. Πρώτον λοιπόν εξητάσθη υπό του ιδίου πατρός της ο οποίος, ως είδεν ότι αύτη επέμενον εις την πίστιν του Χριστού, προσέταξε να την δέσωσι και ούτω δεδεμένην να την ρίψωσιν εις τους ίππους δια να την καταπατήσωσιν. Εις δε εκ των ίππων αυτών, αντί να βλάψη την Αγίαν, εξηγριώθη κατά του πατρός της, τον οποίον και έρριψε κατά γης συντρίψας την δεξιάν αυτού χείρα και αυτόν μεν εθανάτωσε, την δε Αγίαν εμακάρισε με ανθρωπίνην φωνήν. Λυθείσα η Μάρτυς εκ των δεσμών, παρεκλήθη υπό των παρεστώτων και προσευχηθείσα ανέστησε τον πατέρατης, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά της συζύγου του και τριών άλλων χιλιάδων ανθρώπων, οίτινες άπαντες εδέχθησαν το Άγιον Βάπτισμα. Ο δε πατήρ της, εγκαταλείψας μετά ταύτα την βασιλείαν, κατώκησεν εις τον πύργον εκείνον, τον οποίον έκτισε δια την θυγατέρα του, και εκεί διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία. Αποθανόντος δε του πατρός της, εγένετο άλλος βασιλεύς, Σεδεκίας ονομαζόμενος, ο οποίος ηνάγκασε την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα. Επειδή όμως αύτη ουδόλως επείθετο, επρόσταξε και έρριψαν ταύτην την μακαρίαν πρηνή, εντός βαθυτάτου λάκκου, όπου ευρίσκοντο διάφορα ερπετά και δηλητηριώδεις όφεις. Η δε Αγία, αν και έμεινεν εκεί δεκατέσσαρας ημέρας, όμως εξήλθεν αβλαβής. Όθεν επριόνισαν τους πόδας αυτής, όμως δι’ επιστασίας θείου Αγγέλου κατέστη πάλιν υγιής. Έπειτα έδεσαν αυτήν εις τροχόν, το δε ύδωρ, το οποίον κάτω φερόμενον εκίνει τον τροχόν, εσταμάτησε πάραυτα, η δε Αγία έμεινεν ούτω τελείως αβλαβής. Εξ αιτίας δε του τοιούτου θαύματος επίστευσαν εις τον Χριστόν οκτώ χιλιάδες ψυχαί. Αφ’ ου δε ο βασιλεύς Σεδεκίας εξέπεσε της βασιλείας και ο υιός του Σαβώρ επολέμει τους εκθρονίσαντας τον πατέρα του, τότε η Αγία Ειρήνη συνήντησεν εκτός της πόλεως Μαγεδών τον Σαβώρ και το στράτευμα αυτού. Ως δε προσευχήθη, άπαντες ετυφλώθησαν και δεν έβλεπον που να υπάγωσι. Προσευχηθείσα δε πάλιν εδώρησεν εις αυτούς, δια της θείας Χάριτος, το φως των οφθαλμών των. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι εκάρφωσαν τας πτέρνας της Αγίας και εφόρτωσαν αυτήν με σάκκον πλήρη άμμου, ούτω δε πεφορτωμένην την υπεχρέωσαν βιαίως να βαδίση εις απόστασιν τριών μιλίων. Επειδή δε αμέσως τότε η γη εσχίσθη εις δύο και εδέχθη εντός αυτής δέκα χιλιάδας απίστων, τούτου ένεκα προσήλθον εις την πίστιν του Χριστού έως τριάκοντα χιλιάδες άνθρωποι. Ο βασιλεύς όμως έμεινεν εν τη απιστία. Όθεν, ελθών Άγγελος Κυρίου, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσε. Τότε η Αγία, λαβούσα άδειαν, περιεπάτει ελευθέρως εντός της πόλεως και εποίει πολλά θαύματα. Πορευθείσα δε και εις τον πύργον, όπου ήτο ο πατήρ της μετά του Ιερέως Τιμοθέου, κατώρθωσε δια της διδασκαλίας της να προσέλθωσιν εις την πίστιν του Χριστού πέντε χιλιάδες ειδωλολατρών. Μετ’ αυτών δε επίστευσαν και τριάκοντα τρεις άνδρες, οι οποίοι ήσαν διωρισμένοι να φυλάττωσι τον πύργον, άπαντες δε ούτοι έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ήλθεν η Αγία εις την πόλιν την ονομαζομένην Καλλίνικον, όπου ήτο ο βασιλεύς Νουμεριανός, συγγενής των πρώην βασιλέων, και αφού παρουσιάσθη εις αυτόν, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν ενέκλεισαν αυτήν διαδοχικώς εντός τριών πεπυρωμένων χαλκίνων βοών, μεταθέτοντες αυτήν από του πρώτου εις τον δεύτερον και από του δευτέρου εις τον τρίτον. Ο δε τρίτος βους, καίτοι άψυχος ων, παραδόξως περιεπάτησε και έπειτα εσχίσθη. Όθεν εξήλθεν η Αγία εξ αυτού άφλεκτος και αβλαβής. Πολλοί δε άπιστοι, ιδόντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ήσαν δε ούτοι έως δέκα μυριάδες (100.000). Όταν δε ο βασιλεύς έμελλε να αποθάνη, παρήγγειλεν εις τον έπαρχον να τιμωρήση με διαφόρους βασάνους την Αγίαν· ο δε έπαρχος, δέσας την Μάρτυρα με αλύσεις, ήναψε μεγάλην πυράν κάτωθεν αυτής, αλλά κατελθών Άγγελος Κυρίου έσβεσε το πυρ και διεφύλαξε την Αγίαν αβλαβή. Όθεν ο έπαρχος, βλέπων τούτο, επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά των οικείων του. Αλλ’ η φήμη των θαυμασίων τής Αγίας έφθασε και μέχρι του Σαβωρίου του των Περσών βασιλέως, όστις έζη κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλ΄ (330), ούτος δε προσέταξε να αποκεφαλίσωσι την Μάρτυρα. Απεκεφαλίσθη λοιπόν η του Χριστού καλλίνικος Ειρήνη και ετέθη εντός τάφου, αλλά πάλιν ανεστήθη υπό θείου Αγγέλου, ο οποίος εμακάρισεν αυτήν, διότι εμαρτύρησεν υπέρ του Χριστού, ως επίσης και εκείνους όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής και όσους θα μνημονεύωσι το όνομά της, εορτάζοντες την ημέραν του Μαρτυρίου της. Αφού δε ανέστη, λέγεται ότι εισήλθεν εις την πόλιν την καλουμένην Μεσημβρίαν κρατούσα εις τας χείρας της κλάδον ελαίας και ούτω παρουσιάσθη εις τον βασιλέα, όστις, ιδών αυτήν, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη υπό του Πρεσβυτέρου Τιμοθέου μετά πολλών μυριάδων ανθρώπων. Έπειτα μετέβη η Αγία εις την ιδίαν αυτής πόλιν Μαγεδών προς τους γονείς της και τον μεν πατέρα της επένθησεν, ως προαποθανόντα, αφού δε είδε και απεχαιρέτησε την μητέρα της, ανελήφθη υπό νεφέλης και έφθασεν εις την Έφεσον, όπου διέτριψεν επί τινα καιρόν, πλείστα θαύματα τελούσα και τιμωμένη ως εις Απόστολος. Μετά δε ταύτα συνήντησε και τον διδάσκαλον της Απελλιανόν. Αφού δε η Αγία εδίδαξε τους εν Εφέσω, παρέλαβε μεθ’ εαυτής μόνους εξ και τον Απελλιανόν και εξήλθε της πόλεως της Εφέσου· ευρούσα δε εκεί νεώρυκτον τάφον, εντός του οποίου ουδείς είχε ταφή, εισήλθεν εν αυτώ, επί του τάφου δε αυτού έθεσεν ο Απελλιανός λίθον. Διέταξε δε η Αγία, έτι ζώσα, ότι επί τέσσαρας ημέρας να μη κινήση κανείς τον λίθον, τον οποίον έμελλε να τοποθετήση επί του τάφου ο διδάσκαλός της. Μετά δε δύο ημέρας πορευθείς εις τον τάφον ο Απελλιανός, ω του θαύματος! εύρεν εγηγερμένον τον λίθον και μη υπάρχον εκεί το σώμα της Μάρτυρος. Ταύτα κατά μεν τους ταπεινούς και ασθενείς λογισμούς των ανθρώπων ίσως φανώσιν απίθανα, εις τον Θεόν όμως είναι τα πάντα δυνατά. Εκλήθη δε η Αγία ίνα δικασθή πρώτον μεν υπό του πατρός της Λικινίου, δεύτερον υπό του Σεδεκίου και Σαβώρ και Νουμεριανού υιού Σεβαστιανού, ως και υπό του επάρχου Βαύδωνος και Σαβωρίου του βασιλέως των Περσών. Αι δε πόλεις εις τας οποίας εμαρτύρησεν είναι αύται: Μαγεδών η πατρίς της, Καλλίνικος, Κωνσταντίνα και Μεσημβρία.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου, Δικαίου, Πολυάθλου και Προφήτου ΙΩΒ.

Δημοσίευση από silver »

Ιώβ ο Άγιος Προφήτης ο Πολύαθλος κατήγετο εκ της χώρας της καλουμένης Αυσίτιδος, εκ των συνόρων της Ιουδαίας και Αραβίας, ήτο δε απόγονος των υιών του Ησαύ, του πρωτοτόκου υιού του Ισαάκ. Πέμπτος λοιπόν είναι ούτος από τον Αβραάμ. και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Ζαρέ, η δε μήτηρ του Βοσσόρα. Εκαλείτο δε ούτος πρότερον Ιωβάβ και προεφήτευσεν επί έτη τεσσαράκοντα πέντε, ακμάσας χίλια εννεακόσια είκοσι πέντε έτη προ της ελεύσεως του Χριστού. Δια τούτον τον Δίκαιον εζήτησεν ο διάβολος παρά του Θεού την άδειαν, ίνα τιμωρήση αυτόν και δια της τιμωρίας τον εξαναγκάση να αδημονήση και να βλασφημήση κατά του Θεού, επειδή ήκουσε του ιδίου του Θεού μαρτυρούντος, ότι είναι δίκαιος και ακατηγόρητος και υπερέχει όλων των τότε δικαίων. Όθεν ο Θεός επέτρεψε να δοθή ο Δίκαιος εις χείρας του. Ο δε διάβολος, λαβών την συγχώρησιν και την άδειαν ταύτην, εστέρησε τον δίκαιον όλων αυτού των κτημάτων και αφ’ ου τον κατεδυνάστευσε με λέπραν και με άλλας πληγάς και πάθη απαρηγόρητα, ανεχώρησε κατησχυμμένος. Επειδή με τας προσβολάς τοσούτων πειρασμών, τους οποίους επροξένησεν εις τον Δίκαιον, όχι μόνον δεν επέτυχε τον σκοπόν του, δηλαδή να τον κάμη να βλασφημήση κατά του Θεού, αλλά εις το αντίθετον έφθασεν αποτέλεσμα, διότι ο Δίκαιος Ιώβ έμεινε σταθερός και ακλόνητος εις τους πειρασμούς, αντί δε βλασφημιών ανέπεμπεν ευχαριστίας εις τον παντοδύναμον Θεόν. Όθεν ο Θεός, εις το τέλος των αγώνων του, ανεκήρυξε την δικαιοσύνην αυτού, λέγων· «Μη αποποιού μου το κρίμα· οίει δε με άλλως σοι κεχρηματικέναι ή ίνα αναφανής δίκαιος;» (Ιώβ μ:3). Δηλαδή, μη αποστραφής την τιμωρίαν ταύτην, την οποίαν σοι έδωκα, διότι μη νομίζης, ότι δια άλλον λόγον επέτρεψα να τιμωρηθής, ει μη ίνα φανής δίκαιος. Δια τούτο ο Θεός εχάρισεν εις τον Ιώβ όλα τα τέκνα και τα κτήματα, τα οποία επέτρεψε να στερηθή ούτος. Τα δε περί του Ιώβ κατά πλάτος και λεπτομερώς αναφέρονται εις το ιδιαίτερον και καθ’ αυτό βιβλίον του. Έζησε δε μετά την τιμωρίαν έτη εκατόν εβδομήκοντα, ώστε όλα τα έτη της ζωής του, τα προ και μετά την πληγήν, συμποσούνται εις διακόσια τεσσαράκοντα οκτώ.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Μαϊου, εορτάζομεν την ανάμνησιν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη Ζ΄ (7η) Μαϊου, εορτάζομεν την ανάμνησιν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ επί Κωνσταντίου βασιλέως, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, εν έτει τμστ΄ (346).

Το Σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού ανεφάνη εις τον ουρανόν εν ταις ημέραις του βασιλέως Κωνσταντίου (337-361) υιού Κωνσταντίνου του Μεγάλου και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων, εν ημέραις της Αγίας Πεντηκοστής, τη εβδόμη (7η) του μηνός Μαϊου, εν έτει τμστ΄ (346), ώρα Τρίτη της ημέρας. Συνίστατο δε ο φανείς Τίμιος Σταυρός όλος εκ θείου φωτός, το οποίον έβλεπε πας ο λαός, εφαίνετο δε εξηπλωμένος επί του Αγίου Γολγοθά και από τούτου έως του Όρους των Ελαιών. Τόσον δε λαμπρός ήτο, ώστε με τας μαρμαρυγάς και την φωτοβολίαν του εσκέπαζε τας ακτίνας του ηλίου. Όθεν πάσα ηλικία νέων τε και γερόντων, ομού μετά των νηπίων και θηλαζόντων βρεφών έτρεξαν εις την Εκκλησίαν και με άμετρον χαράν και θερμήν κατάνυξιν κοινώς ανέπεμψαν εις τον Θεόν ευχαριστίαν και δόξαν, δια το παράδοξον τούτο θέαμα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΙΩΑΝΝΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη Η΄ (8η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΙΩΑΝΝΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ή η Σύναξις της εκπεμπομένης εκ του τάφου αυτού αγίας κόνεως, ήτοι του μάννα.

Ιωάννης ο Θεολόγος ο θείος Απόστολος και Ευαγγελιστής, ο ηγαπημένος του Κυρίου Μαθητής, εγεννήθη μεν εις Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, μετέστη δε προς Κύριον, κηρύττων τον λόγον του Θεού εν Εφέσω εις γήρας βαθύ επί των ημερών του βασιλέως Τραϊανού (98-117). Όταν δε ο μακάριος Ιωάννης επρόκειτο να μετατεθή από της παρούσης ζωής, εις εκείνην την αιωνίαν και άληκτον, προγνωρίσας τούτο δια της εν αυτώ ενοικούσης θείας Χάριτος, παραλαβών τους μαθητάς αυτού ήλθεν έξω της πόλεως Εφέσου εις σημείον όπου και υπέδειξεν ο ίδιος να ανοιγή ο τάφος του. Εισελθών δε εν αυτώ μόνος έτι ζων, εκοιμήθη εκεί εν Κυρίω. Έκτοτε ο τάφος ούτος ανεδείχθη άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, επειδή ο Πανάγαθος και φιλάνθρωπος Κύριος ημών όχι μόνον εδόξασε τους Αγίους, τους δια την αγάπην Του προθύμως αγωνισθέντας, ήτοι τους ιερούς Αυτού Μαθητάς και Αποστόλους, τους Προφήτας και Μάρτυρας και όλους τους Αυτώ ευαρεστήσαντας, αξιώσας τούτους της Βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, αλλά και δια της δωρεάς θείων Χαρίτων και δια πολλών θαυμάτων λαμπρούς και τότε απέδειξεν, έτι δε και τώρα και πάντοτε αποδεικνύει και τους τόπους εκείνους, εις τους οποίους διέτριψαν ή ετάφησαν ούτοι.Τοιουτοτρόπως λοιπόν και εις τον τάφον του σήμερον εορταζομένου Ιωάννου του Θεολόγου εδωρήσατο την χάριν Αυτού και δια πολλών θαυμάτων εκόσμησε. Διότι ο τάφος του μεγάλου τούτου Ευαγγελιστού κατ’ έτος κατά την σημερινήν ημέραν αναβρύει αίφνης με θείον και παράδοξον τρόπον κόνιν, την οποίαν οι εγχώριοι ονομάζουσι μάννα και ταύτην οι λαμβάνοντες μεταχειρίζονται προς απολύτρωσιν από παντός πάθους, προς ιατρείαν ψυχών και προς υγείαν σωμάτων, δοξάζοντες τον Θεόν και τον Αυτού θεράποντα Ιωάννην. Μανθάνομεν δε εκ του εγκωμίου του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου προς τον Θεολόγον τούτον Ιωάννην, ότι πατήρ τούτου ήτο ο Ζεβεδαίος, μήτηρ δε αυτού η Σαλώμη, θυγάτηρ Ιωσήφ του μνηστευθέντος την Υπεραγίαν Δέσποινα Θεοτόκον. Διότι ο Ιωσήφ είχε τέσσαρας υιούς. Τον Ιάκωβον, τον Συμεών, τον Ιούδαν και τον Ιωσήν και τρεις θυγατέρας, ήτοι την Εσθήρ, την Μάρθαν και την Σαλώμην, ήτις εχρημάτισε σύζυγος μεν του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε του Ιωάννου. Εκ τούτου συνάγεται, ότι ο Κύριος ημών ήτο θείος του Ιωάννου, ως αδελφός λογιζόμενος Σαλώμης, της θυγατρός Ιωσήφ, του νομιζομένου ως πατρός του Κυρίου. Πρέπει δε να γνωρίζωμεν, ότι όταν παρεδόθη ο Κύριος ημών εις τους Ιουδαίους και εσταυρώθη, όλοι οι άλλοι Μαθηταί, φοβηθέντες, έφυγον, μόνος δε ο Ιωάννης ούτος ήτο παρών, ως αγαπητός και ως αγαπών τον Κύριον με τελείαν αγάπην, επειδή, κατ’ αυτόν τον ίδιον, «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. δ:18). Μόνος δε ούτος πρώτος μετά του Πέτρου μετέβη εις τον τάφον. Μόνος ούτος έλαβε την Θεοτόκον εις τα ίδια. Μόνος ούτος εις την γην απέκτησε τρεις μητέρας. Πρώτην την Σαλώμην, υπό της οποίας σαρκικώς εγεννήθη, δευτέραν την Βροντήν, καθόσον υιόν βροντής ωνόμασεν αυτόν και τον αδελφόν του Ιάκωβον ο Κύριος, καθώς ο θείος Ευαγγελιστής Μάρκος λέγει· «Επέθηκεν αυτοίς ονόματα Βοανεργές, ο έστιν υιοί βροντής» (Μάρκ. γ:17). Και τρίτην μητέρα κατά χάριν και θέσιν απέκτησε, την Κυρίαν Θεοτόκον, κατά τον προς αυτόν ρηθέντα λόγον του Κυρίου, «Ιδού η μήτηρ σου» (Ιωάν. ιθ:27). Ο Θεολόγος ούτος ευρίσκετο μετά της Θεοτόκου έως της Αγίας Αυτής Κοιμήσεως. Μετά δε την Κοίμησιν αυτής έφυγεν εκ των Ιεροσολύμων και μετέβη εις την Έφεσον και άλλα μέρη, κηρύττων το θείον Ευαγγέλιον. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος κατέστρεψε δια προσευχής του τον περίφημον ναόν της Αρτέμιδος και ηλευθέρωσεν εκ της πλάνης της ειδωλολατρίας, οδηγήσας εις το φως της θεογνωσίας, τεσσαράκοντα μυριάδας, ήτοι τετρακοσίας χιλιάδας ανθρώπων, οίτινες ελάτρευον την ψευδοθεάν Άρτεμιν. Ηλίβατον δε ωνομάζετο το όρος επί του οποίου είναι εκτισμένος ο Ναός Ιωάννου του Θεολόγου, κατά την παλαιάν Έφεσον. Προς δυσμάς του όρους τούτου ήτο και ο τάφος του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου. Ο δε τάφος Μαρίας της Μαγδαληνής και το σπήλαιον των Αγίων Επτά Παίδων ευρίσκονται εις το εκεί πλησίον όρος, το οποίον ονομάζεται Χειλετών ή Χειλέων. Της δε Αγίας Ερμιόνης, μιας των τεσσάρων Προφητίδων, θυγατέρων Φιλίππου, του εκ των επτά Διακόνων, ο τάφος κείται εις το εκεί γειτνιάζον όρος. Αλλά και τα Λείψανα Αυδάκτου Μάρτυρος και της αυτού θυγατρός Καλλισθένης ως και άλλων Μαρτύρων και Επισκόπων, Αρίστωνος, Αριστοβούλου και Παύλου του Ερημοπολίτου, εις εκείνο το όρος ευρίσκονται. Τελείται δε η του Αγίου τούτου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν και Αποστολικόν Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Έβδομον.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”