Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Μαΐου η Τρίτη εύρεσις της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτι

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΕ΄ (25η) Μαΐου η Τρίτη εύρεσις της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ.

Ιωάννου του Αγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού η τιμία Κεφαλή κεκρυμμένη ούσα το πρότερον από τους ανθρώπους και δις κατά το παρελθόν ευρεθείσα εχάθη και πάλιν. Μετά πολλούς δε χρόνους ανεφάνη και δια τρίτην φοράν εις τα Κόμανα της Καππαδοκίας αναδυθείσα εκ των κόλπων της γης, καθώς αναφαίνεται ο χρυσός εκ των μεταλλείων. Δεν ήτο όμως την φοράν αυτήν κεκλεισμένη εντός ληκύθου, ως ήτο κατά την προηγουμένην αυτής εύρεσιν, αλλ’ ευρίσκετο εντός αργυρού αγγείου και εις τόπον ιερόν. Απεκαλύφθη δε διά τινος Ιερέως. Όθεν από τα Κόμανα ανεκομίσθη εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο δε πιστότατος βασιλεύς και ο Πατριάρχης μεθ’ όλου του Ορθοδόξου Κλήρου και λαού υπεδέχθησαν ταύτην λίαν ασμένως και μετ’ ευλαβείας προσκυνήσαντες απέθεσαν εις τόπον ιερόν και σεβάσμιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Δημοσίευση από silver »

Τη αυτή ημέρα Τετάρτη του Παραλύτου, την της ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ εορτάζομεν εορτήν.

Την εορτήν ταύτην της Μεσοπεντηκοστής εορτάζομεν δια την τιμήν των δύο μεγάλων εορτών του Πάσχα και της Πεντηκοστής, επειδή αύτη τρόπον τινά είναι ως σύνδεσμος των δύο και μεγαλύνεται και λαμπρύνεται από των δύο τούτων τα μεγαλεία και τας λαμπρότητας. Επειδή όμως ο θείος Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει, ότι· «Της εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις το Ιερόν και εδίδασκε» (Ιωάν. ζ: 14) κ.τ.λ., η δε Εκκλησία συχνάκις ψάλλει, ότι το μέσον της εορτής επέστη, συμπεριλαμβάνει δε και το θαύμα του Παραλύτου, δια τούτο πρέπει να γνωρίζωμεν, ότι το θαύμα του Παραλύτου ο Χριστός ετέλεσεν εις τας ημέρας της Εβραϊκής Πεντηκοστής, ήτις ηριθμείτο από το νομικόν αυτών Πάσχα. Ετέλεσε δε το θαύμα αυτό ο Κύριος έτι επί της γης ευρισκόμενος, προτού να παραδοθή και να σταυρωθή. Το δε μέσον, όπερ λέγει ο Ευαγγελιστής, δεν εννοεί το μέσον της εβραϊκής Πεντηκοστής, αλλά της Σκηνοπηγίας, την οποίαν είχον οι Εβραίοι μεγάλην εορτήν ίσην με την του Πάσχα. Διότι ο Μωϋσής δια προστάγματος του Θεού, καθώς αναφέρεται εις το Λευϊτικόν, ενομοθέτησεν εις τους Εβραίους να κάμουν δέκα εορτάς καθ’ έκαστον χρόνον, των οποίων η πρώτη ήτο η του Πάσχα και η εσχάτη η της Σκηνοπηγίας. Περί της εορτής ταύτης της Σκηνοπηγίας προστάζει ο Μωϋσής ότι από τον πρώτον μήνα, όστις ήτο ο Μάρτιος, κατά τον οποίον εώρταζον το Πάσχα αριθμούντες μήνας επτά, εις τας δεκαπέντε του εβδόμου, όστις είναι ο παρ’ ημίν Σεπτέμβριος, να ποιώσιν εορτήν κατ’ έτος λεγομένην των σκηνών, προς ενθύμησιν, ότι εξελθόντες από την Αίγυπτον τεσσαράκοντα έτη παρέμειναν εν τη ερήμω κατοικούντες εις σκηνάς και όχι εις οικίας και πόλεις. Όθεν και προστάζει να εισέρχωνται και αυτοί εις σκηνάς και να λαμβάνωσι κλάδους χλοερούς και λυγάς εις σημείον και ενθύμησιν εκείνου του καιρού και της εν ερήμω κακοπαθείας. Την εορτήν ταύτην προστάζει να την επιτελώσιν οκτώ ημέρας, την δε πρώτην και την εσχάτην, ήτοι την ογδόην, να εορτάζωσι με πάσαν επισημότητα και παντελή αργίαν. Λέγει λοιπόν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ότι αφ’ ου εποίησε το εις τον Παράλυτον θαύμα, ανεχώρησεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν, παραχωρών εις τον φθόνον των Ιουδαίων, οι οποίοι από την λύσσαν των εμελέτησαν και να τον φονεύσουν. Έπειτα, αφού διηγείται πολλά και εξαίσια, τα οποία εν τω μεταξύ έπραξεν εις εκείνα τα μέρη ο Ιησούς, λέγει ότι έφθασε και η εορτή της Σκηνοπηγίας και ότι, αφού ανέβησαν εις τα Ιεροσόλυμα δια την εορτήν οι νομιζόμενοι αδελφοί Του, ύστερον ανέβη και Αυτός εις αυτά κατ’ αρχάς εν τω κρυπτώ. Έπειδή δε εγένετο συζήτησις περί Αυτού, εάν έλθη ή δεν έλθη εις την εορτήν, παρουσιάσθη τέλος εις όλους, κατά το μέσον της εορτής, καθώς ο Ευαγγελιστής ρητώς λέγει· «Ήδη δε της εορτής μεσούσης ανέβη ο Ιησούς εις το Ιερόν και εδίδασκεν» (Ιωάν. ζ:14), ότε και θαυμάζοντες οι Ιουδαίοι την σοφίαν των λόγων Αυτού, έλεγον· «Πως ούτος γράμματα οίδε, μη μεμαθηκώς»; (αυτ. 15). Ο δε Ιησούς ελέγξας πρότερον την απιστίαν και παρανομίαν αυτών, απέδειξεν έπειτα δια του Νόμου, ότι αδίκως ζητούσιν Αυτόν να αποκτείνωσιν ως του Νόμου δήθεν καταφρονητήν, επειδή εθεράπευσε τον Παράλυτον εν ημέρα Σαββάτου, διότι και ο Μωϋσής ενομοθέτησε να καταλύεται το Σάββατον, όταν πρόκειται περί της Περιτομής. Πολλά λοιπόν περί τούτου διδάξας αυτούς και αποδείξας εαυτόν δοτήρα του Νόμου και ίσον τω Πατρί, τέλος λιθοβολείται υπ’ αυτών κατά την τελευταίαν μεγάλην ημέραν της εορτής, αλλ’ ουδείς λίθος ήγγισεν Αυτόν εις το ελάχιστον. Φεύγων δε εκείθεν εύρε τον εκ γενετής τυφλόν, τον οποίον και εθεράπευσεν. Επειδή λοιπόν ελθών ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εν τη εορτή ταύτη έστη εν τω μέσω και εκήρυξε μεγάλη τη φωνή, λέγων· «Εάν τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ:37) · και επειδή δια της διδασκαλίας του ταύτης απέδειξε παρρησία, ότι Αυτός ήτο ο υπό του Μωϋσέως προφητευόμενος Μεσσίας, ήτοι ο ηλειμμένος υπό του Πατρός τω Πνεύματι, δια ταύτην την αιτίαν και έτι δια τα προειρημένα μεγαλεία, την παρούσαν επιτελούμεν εορτήν και Μεσοπεντηκοστήν αυτήν ονομάζομεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ του Ρώσου του νέου Ομολογητού κ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΖ΄ (27η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ του Ρώσου του νέου Ομολογητού και σημειοφόρου, όστις, πωληθείς ως αιχμάλωτος και εν τη κωμοπόλει Προκοπίω της εν τη Μικρά Ασία Καππαδοκίας αχθείς και ασκητικώς εκεί αγωνισάμενος, εκοιμήθη εν Κυρίω κατά το έτος αψλ΄ (1730)

Ιωάννης ο Ρώσος ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών και νέος Ομολογητής, ο φιλόστοργος και αναίμακτος του Χριστού Μάρτυς, συγκαλεί σήμερον ημάς, ω χριστεπώνυμον πλήρωμα, εις τον πανίερον αυτού Ναόν, προς εορτασμόν της ιεράς και χαριτωνύμου αυτού μνήμης. Διότι δια της άκρας αυτού καρτερίας και της αδιστάκτου και ευσεβούς αυτού πίστεως, όχι μόνον μέγας Ομολογητής ανεδείχθη, αλλά και θαυματουργός μέγιστος, καταπλήξας άπαντας δια των υπερφυών θαυμάτων του και της υψοποιού ταπεινώσεως αυτού και μετά των Αγίων Αγγέλων πέριξ του θρόνου της Μεγαλωσύνης παριστάμενος και αοράτος εν μέσω ημών ευρισκόμενος, πλουσιοπαρόχως παρέχει τας δωρεάς εις ημάς τους τιμώντας την ιεράν μνήμην αυτού. Ένεκα τούτου εις τον παρ’ ημών εορταζόμενον Άγιον Ιωάννην μεγάλη τιμή οφείλεται και βαθεία ευλάβεια. Διότι υπό τον ζυγόν απηνούς δεσπότου ευρισκόμενος και πολλάς παρ’ αυτού προπηλακίσεις και ύβρεις υπομένων και καθ’ εκάστην παρ’ αυτού εκβιαζόμενος, ίνα αρνηθή την Πίστιν αυτού, όχι μόνον αήττητος και αμετάτρεπτος έμεινεν, αλλ’ αν και εντός τοιούτων δεινών βασάνων και κινδύνων ευρισκόμενος, κατώρθωσε να φθάση εις την της αρετής τελειότητα. Τούτου λοιπόν του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου τον βίον και τα ένθεα κατορθώματα διηγούμεθα σήμερον, ω φιλόχριστοι ακροαταί, προς την υμετέραν αγάπην. Ο χαριτώνυμος Ιωάννης κατήγετο εκ τινος χωρίου της Μικράς Ρωσίας, γονείς έχων ευσεβείς και Ορθοδόξους, οίτινες κατά το Άγιον Βάπτισμα ωνόμασαν αυτόν Ιωάννην. Ανατραφείς δε παρ’ αυτών εκ νεαράς ηλικίας εις την ευσέβειαν και διδαχθείς επιμελώς τα περί της αμωμήτου ημών Πίστεως, εσπούδαζε καθ’ εκάστην να βελτιώση τον βίον αυτού, απέχων από τας κακάς συναναστροφάς και συνομιλίας των συνομηλίκων αυτού. Αγαπών δε καθ’ υπερβολήν τον Δημιουργόν του παντός Θεόν, εφρόντιζεν ίνα φυλάττη ακριβώς πάσας τας εντολάς Αυτού. Ως δε έφθασεν εις ηλικίαν, κατετάγη εις στρατιωτικήν υπηρεσίαν και έμεινεν εν αυτή έως ότου εξερράγη ο μέγας Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο επί του αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών Πέτρου Α΄ του Μεγάλου (1672 – 1725), ότε, εκστρατεύσας και ο γενναίος ούτος νεανίας Ιωάννης μετά των άλλων συστρατιωτών αυτού και νικηθέντες, ηχμαλωτίσθησαν παρά Τατάρων, οίτινες και τον επώλησαν εις τινα Οθωμανόν, ίππαρχον, όστις και έφερεν αυτόν εις την πατρίδα του εις την Μικράν Ασίαν, εις κωμόπολιν καλουμένην Προκόπιον, απέχουσαν της Καισαρείας δώδεκα περίπου ώρας. Κατά διατηρουμένην παράδοσιν πολλοί των συναιχμαλώτων του Αγίου Ιωάννου οι μεν δελεασθέντες εκ των επιγείων αγαθών, τα οποία προσέφερεν εις αυτούς ο κύριός των, οι δε υποχωρήσαντες προ των αυστηρών βασάνων, τας οποίας παρ’ αυτού υπέστησαν, εξώμοσαν, φεύ! και ηρνήθησαν την αγίαν Πίστιν των πατέρων αυτών. Αλλ’ ο ατρόμητος του Χριστού αθλητής Ιωάννης, τα μεν προσφερόμενα αυτώ αγαθά ουδόλως υπελόγιζεν, ως έχων τον νουν αυτού προσηλωμένον εις τον Εσταυρωμένον Σωτήρα του κόσμου και μεγαλοψύχως τας βασάνους υπομένων. Και ανθίστατο εις τον κύριόν του, λέγων εις αυτόν αποστολικώς· «Τις με χωρίσει της αγάπης του Χριστού μου; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. η:35). Έχω τελείαν πεποίθησιν εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον Μονογενή Υιόν του Θεού και ουδέν εκ τούτων θέλει με χωρίσει από της αγάπης Αυτού. Είσαι, του έλεγεν ακόμη, κύριος του σώματός μου, αλλ’ ουχί και της ψυχής μου. Και εάν μεν με αφήσης ελεύθερον, να εκτελώ τα καθήκοντα της θρησκείας μου, προθύμως θα υπακούσω εις τας προσταγάς σου. Εάν όμως θελήσης να με αποσπάσης από τους φιλοστόργους κόλπους της θρησκείας μου, είτε δι’ απειλών, είτε δι’ απατηλών υποσχέσεων, πλούτη, δόξης και ηδονών, γνώριζε, ότι ουδέν τούτων δύναται να με δελεάση και να κλονίση την πίστιν μου προς τον Σωτήρα μου Χριστόν. Και ως τοιούτος, έχων πάντοτε προ των οφθαλμών μου Αυτόν, τον αρχηγόν και Σωτήρα μου, όστις ως βασιλικήν κοιτίδα έσχε ποτέ την φάτνην εν Βηθλεέμ, ευχαρίστως θα αναπαυθώ εις την σκοτεινήν ταύτην γωνίαν του σταύλου σου, όπου με κατεδίκασες να διαμείνω, έχων δε υπ’ όψιν μου και τον κάλαμον δια του οποίου οι στρατιώται την ακήρατον Αυτού κορυφήν εκτύπησαν, προθύμως δέχομαι τους ραβδισμούς σου. Ενθυμούμενος δε πάντοτε και τον ακάνθινον στέφανον, τον οποίον επί της θείας Αυτού κορυφής επέθηκαν οι σταυρωταί Του, έτοιμος είμαι να υπομείνω και εγώ γενναίως το σιδηρούν τούτο κάλυμμα, το οποίον σεις πεπυρακτωμένον συνειθίζετε πολλάκις να φορήτε εις τας κεφαλάς εκείνων, οι οποίοι αρνούνται να υποδουλωθούν εις τα θελήματά σας. Τέλος τα μεγαλύτερα και δεινότερα των βασάνων πρόθυμος είμαι να υποστώ, εάν θελήσης εις ταύτα να με καθυποβάλης, τον Χριστόν μου όμως ουδέποτε αρνούμαι. Οι δίκαιοι αυτοί και πλήρεις θερμής χριστιανικής πίστεως λόγοι του Αγίου, ατρομήτως απευθυνόμενοι υπ’ αυτού προς τον κύριόν του, η εν ταπεινώσει διαγωγή αυτού και η λοιπή σώφρων εν γένει συμπεριφορά του, αίφνης του απηνούς αυτού δεσπότου την καρδίαν μετέβαλον και προς ευσπλαγχνίαν ταύτην έκαμψαν. Έκτοτε δε έπαυσε πλέον κατατυραννών αυτόν και αναγκάζων εις την της θρησκείας αυτού άρνησιν. Επέβαλε δε εις αυτόν μόνον ίνα κατοικήση εις τινα γωνίαν του σταύλου αυτού και να περιποιήται τους αγαπητούς εις αυτόν ίππους, όταν δε εξέρχεται έφιππος εις το χωρίον, να παρακολουθή αυτόν ως ιπποκόμος, κατά την συνήθειαν των δούλων. Ταύτα δε πάντα μετά μεγίστης ευχαριστήσεως δεχθείς ο Άγιος, εδόξαζεν ενδομύχως τον Κύριον, τον λυτρώσαντα αυτόν αοράτως του μεγίστου πειρασμού της αρνήσεως και κάμψαντα την καρδίαν του κυρίου του εις ευσπλαγχνίαν. Όθεν και έμεινεν εις τον σκοτεινόν και βραχώδη εκείνον σταύλον, επιμελούμενος με όλας του τας δυνάμεις τους ίππους του κυρίου του. Τις δύναται να διηγηθή λεπτομερώς τους σκληρούς αγώνας και τας ασκήσεις; Την πείναν και δίψαν, την οποίαν υπέμενεν ο αοίδιμος, τας ολονυκτίους γονυκλισίας και προσευχάς, την εν κοπρία μικράν αυτού ανάπαυσιν, ως ο μακάριος Ιώβ, γυμνός και ανυπόδητος, εν ώρα χειμώνος εξερχόμενος και τους όππους του κυρίου αυτού αόκνως περιποιούμενος; Ωσαύτως τας ύβρεις και τους χλευασμούς των συνδούλων αυτού ευχαρίστως δεχόμενος και παντί τρόπω υπηρετών αυτούς; Ακόμη δε τας ολονυκτίους στάσεις και αγρυπνίας, τας εν τω νάρθηκι του εκεί πλησίον Ιερού Ναού του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τελουμένας, εις τον οποίον κρυφίως δια νυκτός κατέφευγε και εδέετο του Θεού, ως ο άνθρωπος του Θεού Άγιος Αλέξιος, μεταλαμβάνων και των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων κατά παν Σάββατον. Δια τούτο και ο τα πάντα εφορών ακοίμητος οφθαλμός του Υψίστου Θεού, ο αντιδοξάζων τοε αυτόν αδιαλείπτως δοξάζοντας, τι περί αυτού ωκονόμησεν, ακούσατε. Καθώς ποτε δια του Προφήτου Ηλιού την Σαραφθίαν και δια Ιωσήφ του Παγκάλου τον Πετεφρήν, ούτω και δια του ευλογημένου τούτου Ιωάννου τον κύριον αυτού κατά πολύ επλούτισε και περιφανέστατον αυτόν μεταξύ των συμπολιτών αυτού ανέδειξεν. Όστις, αν και αλλόθρησκος, εγνώρισεν όμως εκ των πραγμάτων, ότι η τοιαύτη προς αυτόν ευτυχία και ο πολύς πλούτος εγένετο παρά Θεού, ευχαίς του αιχμαλώτου αυτού Ιωάννου. Το οποίον και αυτός προφορικώς τοις πάσιν εκήρυττε και γεγονός τι μετά ταύτα όλως παράδοξον και απροσδόκητον εβεβαίωσε. Τούτο δε είναι το εξής: Ο κύριος του Ιωάννου, ούτως ανελπίστως και καθημερινώς πλουτών και ευημερών εν πάσιν, εσκέφθη όπως, κατά θρησκευτικόν αυτού καθήκον, επισκεφθή την Μέκκαν. Και δη, μετά παρέλευσιν ολίγων μηνών, αναχωρήσας εκ Προκοπίου μετά μεγάλης πομπής, αφίκετο μετά πολλούς κόπους και οδοιπορικάς ταλαιπωρίας εις Μέκκαν. Μετά παρέλευσιν ολίγων εβδομάδων, η εν τη οικία αυτού διαμείνασα γυνή του, ως οικοδέσποινα, προσκαλέσασα εν τη οικία αυτής τους τε συγγενείς και φίλους, παρέθεσε τράπεζαν, όπως, ευφρανθέντες, ευχηθώσι περί της αισίας επανόδου του ταξιδεύοντος ανδρός της. Εις την τράπεζαν υπηρέτει και ο Άγιος Ιωάννης, ως δούλος, μετά μεγάλης προθυμίας και σεμνότητος. Όταν δε ούτος προσέφερεν εις αυτήν φαγητόν, το οποίον πάρα πολύ ήρεσεν εις τον απουσιάζοντα κύριόν του, η σύζυγος, ενθυμηθείσα τον σύζυγόν της, είπε προς τους προσκεκλημένους δεικνύουσα τον Άγιον· «Πόσον ήθελεν ευχαριστηθή και ευφρανθή ο κύριος αυτού, εάν συνευρίσκετο και εκείνος και συνέτρωγεν εις την τράπεζαν ταύτην το προσφιλές εις αυτόν φαγητόν τούτο»! Τότε ο Άγιος, ακούσας τον πόθον της κυρίας αυτού, έχων δε πίστιν εις τον θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Θεόν ημών, προσηυχήθη νοερώς και εζήτησε παρά της κυρίας του πινάκιον πλήρες τοιούτου φαγητού, όπως αποστείλη προς τον εν Μέκκα κύριον αυτού. Καταγελώντων δε πάντων επί τούτω και εξουθενούντων τον Άγιον, ως αδύνατα τάχα λέγοντα, επέτρεψεν εν τούτοις η κυρία αυτού, όπως δοθή εις αυτόν πινάκιον τοιούτου φαγητού, ήτο δε τούτο το εις τους Οθωμανούς προσφιλές πιλάφι, λέγουσα αστείως ότι, ως φαίνεται, πεινά ο αιχμάλωτος, δια τούτο ζητεί ίνα, προφάσει του κυρίου αυτού, φάγη αυτός μετ’ ανέσεως το φαγητόν. Αλλ’ ο Άγιος σιωπήσας και εξελθών της τραπέζης, κρατών το πινάκιον και εγκλεισθείς εις τον σκοτεινόν εκείνον σταύλον, εδέετο θερμώς εις τον πανάγαθον Θεόν, ίνα, όπως ποτέ εν Βαβυλώνι δια του Προφήτου Αββακούμ έφερεν αοράτως τροφήν εις τον εν τω λάκκω των λεόντων ευρισκόμενον Προφήτην Δανιήλ, ούτως, επακούσας της δεήσεως Αυτού, αποστείλη, ως γνωρίζει, το εις χείρας αυτού φαγητόν εις τον κύριον αυτού. Ούτω δε προσευχηθείς ο Άγιος επέστρεψε πάλιν, αναγγέλων, ότι το δοθέν εις αυτόν φαγητόν απέστειλεν εις τον κύριον αυτού. Πράγματι δε, παραδόξως, το πινάκιον μετά του περιεχομένου φαγητού ελήφθη παρά του κυρίου αυτού. Ταύτα του Αγίου ειπόντος, εκείνοι τότε μεν κατεγέλων αυτόν, λέγοντες ότι αυτός ο ίδιος έφαγε το φαγητόν και ψεύδεται, λέγων, ότι έδωσε τούτο εις τον κύριόν του. Ότε όμως επέστρεψεν ο κύριος του Ιωάννου, φέρων μεθ’ εαυτού και το προαναφερθέν πινάκιον, τότε επείσθησαν πάντες περί της αληθείας. Ανήγγειλε δε ούτος τότε παρρησία εις πάντας την υπόθεσιν ούτως πως: Την δείνα ημέραν περί το δειλινόν, ήτο δε ακριβώς η ημέρα και η ώρα κατά την οποίαν έλαβεν ο Άγιος το φαγητόν προς αποστολήν, επιστρέφων εκ του εν Μέκκα μεγάλου τεμένους εις το κατάλυμά μου δια να αναπαυθώ, μετ’ ολίγον εύρον αίφνης επί της τραπέζης πινάκιον σκεπασμένον, περιέχον φαγητόν ζεστόν και αχνίζον. Εκπλαγείς δε επί τούτω, διελογιζόμην και έλεγον, ποίος άραγε μου έφερε το φαγητόν τούτο προσφάτως εις το κεκλεισμένον δωμάτιόν μου. Και απορών, περιειργαζόμην το πινάκιον, ότε είδον αίφνης εις αυτό επιγραφήν με το όνομά μου. Όθεν, αφού έφαγον το φαγητόν, εκράτησα το πινάκιον. Αλλ’ αγνοώ ακόμη πως τούτο συνέβη. Η διήγησις αύτη του ιππάρχου εξέπληξεν άπαντασς. Ηνάγκασε δε συνεπώς την σύζυγον αυτού και πάντα άλλον να ομολογήσουν την αλήθειαν εις τον ίππαρχον, ήτοι την παρά του αιχμαλώτου αυτών Ιωάννου παράδοξον μετακόμισιν του φαγητού, λέγοντες προς αυτόν· «Ημείς τότε, ότε εδώσαμεν εις τον Ιωάννην το πινάκιον, διαβλέποντες το αδύνατον των υποσχομένων, ειρωνευόμεθα αυτόν. Τώρα βλέπομεν, ότι η πραγματοποίησις της υποσχέσεώς του οφείλεται εις θείαν δύναμιν». Και ήρχισαν όλοι ν’ αναφωνούν· «Αλλάχ! Αλλάχ!» Έκτοτε λοιπόν έπαυσαν χλευάζοντες και υβρίζοντες τον Άγιον. Θεωρούντες δε αυτόν ως Άγιον και δίκαιον άνθρωπον, ετίμων αυτόν καθ’ υπερβολήν. Έδωσαν δε εις αυτόν και ιδιαίτερον δωμάτιον εκτός του σταύλου, αφήσαντες αυτόν ελεύθερον. Αλλ’ ο Άγιος, ευχαριστών και αποφεύγων την ανθρωπίνην δόξαν, ηθέλησε μάλλον να διαμένη εις την σκοτεινήν εκείνην γωνίαν του σταύλου, όπου και ηγωνίζετο περισσότερον, δοξάζων τον Θεόν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως μετά ταύτα πολιτευσάμενος και ασκητικώς αγωνισάμενος ο Άγιος, μετά παρέλευσιν χρόνων τινών ασθενήσας, προεγνώρισε την τελευτήν του. Όθεν, προσκαλεσάμενος ένα των Ιερέων της κωμοπόλεως, παρεκάλεσεν αυτόν, όπως φέρη τα Άχραντα Μυστήρια και τον μεταλάβη. Ο δε Ιερεύς, φοβούμενος να μεταφέρη εις τον οίκον του ιππάρχου τα Θεία Μυστήρια, εσοφίσθη παρά της θείας Χάριτος τοιούτον τι και απεφάσισεν, όπως θέση ταύτα τολμηρώς εντός ενός μήλου και ούτω πορευθείς μεταλάβη τον Άγιον, προσφέρων εις αυτόν το μήλον. Τοιαύτην ιδίαν σκέψιν και οικονομίαν μετεχειρίσθη ο καλός εκείνος Ιερεύς, όπως αποφύγη τον διαγραφόμενον κίνδυνον. Όθεν ο μακάριος Ιωάννης μεταλαβών ούτω των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων και δοξάζων εγκαρδίως τον Θεόν, παρέδωκεν εις Αυτόν μετ’ ολίγον το πνεύμα του. Και ούτω μετέστη εκ της προσκαίρου αιχμαλωσίας και δεινής κακοπαθείας εις την ουράνιον ελευθερίαν και αιωνίαν αγαλλίασιν, τη κζ΄ (27η) Μαϊου του σωτηρίου έτους αψλ΄ (1730). Ακούσας δε ο κύριος αυτού ότι εκοιμήθη ο δούλος αυτού Ιωάννης, προσκαλεσάμενος τους προκρίτους Χριστιανούς της κωμοπόλεως και τους Ιερείς αυτών, επέτρεψεν εις αυτούς, όπως, παραλαβόντες ελευθέρως το σώμα, ενταφιάσωσιν αυτό κατά την Χριστιανικήν συνήθειαν. Θέλων δε να φανερώση προς πάντας οποίαν αγάπην είχε προς τον Ιωάννην, φέρων τότε πολύτιμον τάπητα επέθηκεν αυτόν επί του φερέτρου αυτού. Προσελθόντες δε οι Ιερείς μεθ’ όλων των Χριστιανών της κωμοπόλεως μετά πολλής ευλαβείας και κατανύξεως και μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων άραντες το πολύαθλον σώμα του Αγίου, εκήδευσαν αυτό ευλαβώς εν τω νεκροταφείω των Χριστιανών. Μετά παρέλευσιν τριών και ημίσεως ετών από της προς Κύριον εκδημίας του Αγίου, γέρων τις Ιερεύς βλέπει κατ’ όναρ τον Άγιον παροτρύνοντα αυτόν, να ποιήση ανακομιδήν του ιερού αυτού Λειψάνου. Αλλ’ ο Ιερεύς αμφέβαλλε περί της αληθείας του οράματος, διότι δεν είχον ακόμη αυτόν οι Χριστιανοί ως Άγιον. Αλλ’ ότε μετά ταύτα φως ουράνιον, κατερχόμενον επανειλημμένως περί το μεσονύκτιον επί του τάφου του Αγίου, εφώτιζεν αυτόν και έβλεπον τούτο πάντες ως στύλον πυρός, τούτο ηνάγκασε τον καλόν Ιερέα, όπως μαζί με άλλους Χριστιανούς κατέλθωσι μετά σπουδής και ανοίξωσι τον τάφον αυτού. Εγνώρισαν τότε, ότι το φαινόμενον εκείνο ουράνιον φως επί του μνήματος του Αγίου ήτο σημείον αναμφίβολον της αυτού αγιότητος. Ανοίξαντες λοιπόν τον τάφον, ευρίσκουσιν, ω του θαύματος! το του Αγίου σώμα ακέραιον όλως και αδιάφθορον, πλήρες πνευματικής χάριτος και ευωδίας. Όθεν μετά πάσης πνευματικής ευφροσύνης και ευλαβείας άραντες αυτό μετά ψαλμών και ύμνων και θυμιαμάτων, μετέφεραν εις το πλησίον του οίκου του κυρίου αυτού λελατομημένον εις βράχους Ιερόν Ναόν του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, όπου πρότερον ηγρύπνει προσευχόμενος ο Άγιος και κατέθεσαν αυτό εντός λάρνακος κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης. Ευθύς δε διαδοθείσης της φήμης της αγιότητος αυτού εν τοις πέριξ, ήρχισαν οι Χριστιανοί πανταχόθεν να έρχωνται εις Προκόπιον δια να προσκυνήσουν το ιερόν Λείψανον αυτού, προς ίασιν ψυχικών τε και σωματικών αυτών ασθενειών. Έκτοτε πλείστα όσα θαύματα ετέλεσε και τελεί το άγιον Λείψανον του Οσίου. Θα διηγηθώμεν δε τινά προς δόξαν Θεού και τιμήν του Αγίου. Κατά το έτος αωλβ΄ (1832) τουρκικά στρατεύματα υπό τον Οσμάν πασάν κατευθυνόμενα προς καταστολήν της εν Αιγύπτω εκραγείσης επαναστάσεως, ηθέλησαν να διανυκτερεύσουν εις Προκόπιον. Επειδή δε τότε πλείστοι των Οθωμανών κατοίκων του Προκοπίου, Γενίτσαροι όντες, εμίσουν πολύ τον Σουλτάνον, συνεφώνησαν άπαντες, όπως μη υποδεχθώσι τον Οσμάν πασάν εν τη κωμοπόλει των, ουδέ εις τα όρια αυτής. Εις μάτην τότε προσεπάθουν οι δυστυχείς Χριστιανοί συμπολίται αυτών να μεταπείσωσιν αυτούς. Αλλ’ ουδόλως εκείνοι επείθοντο εις ταύτα. Όθεν ιδόντες οι Χριστιανοί το αμετάθετον της γνώμης των Γενιτσάρων, κατέφυγον δια νυκτός συν γυναιξί και τέκνοις εις τα πέριξ της κωμοπόλεως χριστιανικά χωρία, προς διάσωσίν των, αφήσαντες εν αυτή τους γέροντας μόνονκαι τας γραίας. Πράγματι την επομένην ημέραν ηναγκάσθη ο Οσμάν πασάς να εισέλθη εξ εφόδου εις Προκόπιον και τότε ο υπ’ αυτόν στρατός επεδόθη αμέσως εις σφαγάς, αρπαγάς και βιαιοπραγίας. Διαρπάσαντες δε οι στρατιώται παν το προστυχόν, εισήλθον τέλος και εις τον ιερόν Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, ένθα συλήσαντες πρώτον τα ιερά σκεύη και τας κανδήλας, ήνοιξαν έπειτα και την λάρνακα του ιερού Λειψάνου του Αγίου, νομίσαντες ότι θα εύρουν θησαυρούς χρυσού ή αργύρου. Αποτυχόντες όμως των ελπίδων απεφάσισαν, όπως καύσωσι το ιερόν εκείνο σώμα, προς εμπαιγμόν και χλεύην μεν των Χριστιανών, προς εκδίκησιν δε της ιδίας αυτών αποτυχίας. Διο και εξαγαγόντες αυτό εις την έξωθεν του Ιερού Ναού αυλήν και περισυλλέξαντες φρύγανα ικανά και σχηματίσαντες δι’ αυτών πυράν μεγάλην, έρριψαν ανοσίως το τίμιον σώμα του Αγίου επί της πυράς. Το ιερόν όμως τούτο σώμα, δια της εν αυτώ οικούσης χάριτος, όχι μόνον αβλαβές όλως και άφλεκτον έμεινεν, αλλ’ ως αυτοί ούτοι οι αυτουργοί του ανοσιουργήματος διηγούντο ύστερον εις τους ομοφύλους αυτών, αίφνης φαινόμενος ζων ο Άγιος ηπείλησεν αυτούς και σφοδρώς κατεδίωξεν εκ της αυλής του Ναού. Ούτοι δε έντρομοι εκ τούτου και σχεδόν ημιθανείς εγκαταλείψαντες τα πάντα έφυγον εις τα ίδια. Ύστερον δε γέροντες Χριστιανοί, λαβόντες το ιερόν Λείψανον του Αγίου απέθεσαν και πάλιν αυτό εις την ιδίαν αυτού λάρνακα. Κατά το έτος αωμε΄ (1845), ότε εκτίσθη εν Προκοπίω έτερος μέγας Ναός, επ’ ονόματι του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου, ηθέλησαν οι Χριστιανοί της κωμοπόλεως, όπως μεταφέρωσι το ιερόν Λείψανον του Αγίου από τον παλαιόν Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις τον νέον. Όθεν, αποφασισθέντος τούτου, μετέφεραν οι Χριστιανοί την ιεράν λάρνακα, εναποθέσαντες αυτήν εις τον νέον Ναόν. Αλλά του Αγίου Ιωάννου μη εις τούτο, ως φαίνεται, αρεσκομένου, μετεκομίζετο παραδόξως δια νυκτός η λάρναξ αυτού κεκλεισμένων των θυρών του Ναού εις τον παλαιόν Ναόν, όπου και ζων ηγωνίζετο. Οι δε Χριστιανοί, ιδόντες τούτο και μη ως θαύμα εκλαμβάνοντες, μετεκόμισαν πάλιν την ιεράν λάρνακα εις τον Ιερόν Ναόν του εν Αγίοις Πατρός ημών Βασιλείου του Μεγάλου. Και τούτου δις και τρις γενομένου ευρίσκετο πάλιν την επαύριον η λάρναξ εις τον παλαιόν Ιερόν Ναόν. Έως ότου γνωρίσαντες την του Αγίου θαυματουργίαν και δια πολλών δεήσεων και παρακλήσεων δυσωπήσαντες αυτόν, συγκατετέθη τέλος ο Άγιος και μετέφεραν και πάλιν την ιεράν λάρνακα αυτού εις τον Ναόν του Αγίου Βασιλείου τιμωμένην και προσκυνουμένην παρά πάντων. Κατά το έτος αωξβ΄ (1862) εν ημέρα Σαββάτω, ενώ ήτο ακόμη πρωϊα και ετελείτο η θεία Λειτουργία, ευλαβής τις γυνή διηγείτο, ότι την προηγουμένην είδε κατ’ όναρ τον Άγιον Ιωάννην, ότι εξήλθεν εκ της λάρνακος αυτού και έτρεχε κρατών με τας δύο χείρας του την στέγην της Ελληνικής Σχολής, ήτις έμελλε να καταρρεύση. Ενώ δε ταύτα έλεγεν αύτη, αίφνης κρότος και θόρυβος ηκούσθη πολύς και οι εκκλησιαζόμενοι πάντες αμέσως εξήλθον του Ναού και είδον πράγματι ότι όλη η στέγη της Σχολής κατέπεσε. Δραμόντες δε πάντες μετά θρήνων και κλαυθμών και ανεγείραντες την καταπεσούσαν βαρείαν στέγην, εξέβαλον τους υπ’ αυτήν ταφέντας υπέρ τους είκοσι μαθητάς ζώντας, ω του θαύματος! και όλως υγιείς. Ερωτήσαντες δε τους μαθητάς πως τούτο εγένετο, απεκρίθησαν ούτοι ταύτα· «Αίφνης ακούσαντες τον σφοδρόν τριγμόν των δοκών της στέγης και ιδόντες τον επικείμενον δι’ ημάς κίνδυνον πάντες, ως εκ συνθήματος και ως υπ’ αοράτου χειρός οδηγούμενοι, κατήλθομεν εν μια στιγμή υπό τα θρανία εν φόβω και τρόμω. Πεσούσης τότε εν βοή της στέγης, αι μεν δοκοί ταύτης εστηρίχθησαν επί των αδυνάτων θρανίων, ημείς δε μείναντες υπό ταύτα αβλαβείς παρ’ ελπίδα διεφυλάχθημεν». Και ούτω, Χάριτι Θεού και δι’ αοράτου επιστασίας του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου, εσώθησαν τότε τόσα αθώα πλάσματα. Κατά δε το έτος αωοδ΄ (1874), δωδεκαετές κοράσιον εκ της γενεάς του ιππάρχου εκείνου, όστις διετέλεσεν αυθέντης του Αγίου, εγένετο αίφνης άφαντον. Οι δε γονείς αυτού, ζητούντες αυτό, ουδαμού εύρον. Τέλος κατέφυγον προς τον Άγιον, δεόμενοι όπως αποκαλύψη εις αυτούς τι εγένετο το θυγάτριον αυτών. Ο δε Άγιος, εμφανισθείς κατ’ όναρ εις την μητέρα του κορασίου, απεκάλυψεν, ότι η δείνα πτωχή γυνή εκ των ομοεθνών της, ειπών και το όνομα αυτής, προσκαλέσασα χθες το εσπέρας το κοράσιον εις την οικίαν αυτής, αφήρεσε πρώτον τα χρυσά ενώτια (σκουλαρίκια) και τα λοιπά πολύτιμα κοσμήματα αυτού. Κατόπιν έπνιξεν αυτό και έκρυψε το πτώμα αυτού εις την καπνοδόχον της οικίας της. Εγερθείσα τότε η γυνή εκείνη της κλίνης και δραμούσα μετά του συζύγου της και των λοιπών των εν τω οίκω εις την παρά του Αγίου υποδειχθείσαν οικίαν, εύρον το πτώμα της θυγατρός αυτών εις τον υποδειχθέντα τόπον. Η δε δολοφόνος συλληφθείσα ετιμωρήθη δεόντως παρά των Αρχών. Μεταξύ δε των άλλων πολλών θαυμάτων τα οποία ετέλεσεν ο Άγιος αναφέρονται και τα εξής: Μοναχός εξ Αγίου Όρους, μεταβάς εις προσκύνησιν του αγίου Λειψάνου του Οσίου και επιστρέφων, εσώθη εκ της επιδρομής ληστών τη επεμβάσει του Αγίου, όστις ενεφανίσθη εκ του μακρόθεν και προειδοποίησε τούτον περί του επαπειλούντος αυτόν κινδύνου. Ωσαύτως θαυματουργικώς έπεισε τους κατοίκους της κωμοπόλεως Προκοπίου να παραχωρήσωσι την χείρα του ιερού σκήνους εις το Ρωσικόν Μοναστήριον του Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος. Η αδελφότης της Ιεράς εκείνης Μονής εζήτησε το πρώτον ως ευλογίαν δια την Ιεράν Μονήν την χείρα του Αγίου. Αλλά το αίτημά των αυτό προσέκρουσεν εις την πείσμονα άρνησιν των κατοίκων. Αλλ’ ως είδομεν ανωτέρω, τη παρακλήσει και τη δεήσει της αδελφότητος, ένευσεν ο Άγιος εις τας καρδίας των κατοίκων, οι οποίοι επλήρωσαν τον πόθον των Μοναχών. Μετά την Μικρασιατικήν καταστροφήν το άγιο Σκήνωμα μετεφέρθη επιμελώς υπό των προσφύγων εκ Προκοπίου της Καππαδοκίας εις το Νέον Προκόπιον (πρώην Αχμέτ Αγά) της Ευβοίας, όπου και φυλάσσεται ως θησαυρός ανεκτίμητος, πλείστα όσα θαύματα καθ’ εκάστην επιτελούν. Κατά την ετήσιον μνήμην του Αγίου συρρέουν εκεί πλήθη πιστών προς προσκύνησιν και αγιασμόν των. Παράδειγμα αγιότητος και εναρέτου ζωής προς μίμησιν πρόκειται εις ημάς ο μακάριος ούτος Άγιος Ιωάννης, όστις εγένετο ένδοξος της Ορθοδοξίας πρόμαχος και αγωνιστής. Και ημείς τοιουτοτρόπως πολιτευόμενοι θα έχωμεν διαρκή την ευσεβή πεποίθησιν, ότι όχι μόνον θέλομεν διάγει κατά την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν ειρηνικώς, αλλά και μετά θάνατον θέλομεν αξιωθή της ουρανίου Βσσιλείας, τη πρεσβεία του Αγίου τούτου Ιωάννου, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΗ΄ (28η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ή Μήτρου του εκ Πελοποννήσου καταγομένου και αθλήσαντος εν έτει 1794 από Χριστού.

Δημήτριος ο νεοφανής Μάρτυς του Χριστού ήτο από την Πελοπόννησον, ευσεβών γονέων υιός υπάρχων· ων δε μικρόν παιδίον, έως ένδεκα ετών, δια την νηπιοφροσύνην του ηπατήθη υπό των Αγαρηνών και ηρνήθη, φεύ! τον Χριστόν, γενόμενος Τούρκος. Αυξάνων δε εις την ηλικίαν προσεκολλήθη εις διαφόρους πασάδες, και μετά παρέλευσιν χρόνων προεβιβάσθη εις διάφορα οφφίκια, κατά την τάξιν αυτών, εις τρόπον ώστε έγινε και έπαρχος, απέκτησε δούλους πολλούς, πλούτον, υπάρχοντα και άλλα τοιαύτα αγαθά. Αλλά τι ηκολούθησεν εντεύθεν; Ελθών εις εαυτόν ο καλός Δημήτριος και ταύτα πάντα ως σκύβαλα λογισάμενος, ήρχισε να ενθυμήται την προγονικήν ευσέβειαν και Πίστιν όπου είχε, και πως κατήντησεν εις την απατηλήν θρησκείαν των Αγαρηνών, εις την οποίαν ευρίσκετο. Αναστενάξας δε από βάθους καρδίας μετά δακρύων είπεν εις τον εαυτόν του· «Ω της αγνωσίας μου του ταλαιπώρου! Ω της δυστυχίας σου, άθλιε Δημήτριε! Αχ! και πόσους χρόνους ευρίσκομαι εις τούτο το σκότος; Πως ηπατήθην και ηρνήθην τον Κύριόν μου; Αλλ’ όμως ας επιστρέψω πάλιν εις την αγίαν Πίστιν του Χριστού μου, όπου είναι αληθινή και ας αρνηθώ την ανόσιον και βδελυράν θρησκείαν των Αγαρηνών». Ταύτην λοιπόν την απόφασιν ποιήσας εις τον εαυτόν του, ενισχύθη με την Χάριν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, ελθών δε εις Τρίπολιν, επώλησεν όλα τα περί αυτόν ευρισκόμενα. Έπειτα επήγεν εις τους συγγενείς του, εξωμολογήθη εις Πνευματικόν Πατέρα την αμαρτίαν του, μετενόησεν ικανώς δια το μέγα κακόν όπου έπαθε, και κλαύσας πικρώς έκαμε την πρέπουσαν διόρθωσιν, κατά την ιεράν τάξιν της Εκκλησίας μας, πολιτευόμενος έκτοτε ως ευλαβής και θεοφοβούμενος Χριστιανός ολοκλήρους χρόνους δέκα. Μετά ταύτα πηγαίνων εις τον Μυστράν χάριν πραγματείας, εγνωρίσθη υπό τινων γνωρίμων του Αγαρηνών, οι οποίοι συνέλαβον αυτόν, τον έφερον εις την Τρίπολιν και τον παρουσίασαν εις τον τότε ηγεμόνα, φωνάζοντες και μαρτυρούντες κατ’ αυτού, ότι ηρνήθη τον Χριστόν και εδέχθη την ιδικήν των θρησκείαν, τώρα δε πάλιν επέστρεψε και έγινε Χριστιανός. Ο ηγεμών ηρώτησεν αυτόν διατί ήλλαξε την προτέραν του γνώμην, αρνηθείς την θρησκείαν των και εγένετο πάλιν Χριστιανός. Ο δε Μάρτυς του Χριστού με φωνήν λαμπράν απεκρίθη· «Εγώ ήμην Χριστιανός, αλλά από την νηπιοφροσύνην μου ηπατήθην από σας, ηρνήθην την Πίστιν μου, και έγινα Τούρκος. Ύστερα ηννόησα ότι η πρώτη μου Πίστις ήτο φως και το έχασα, και η ιδική σας είναι σκότος καθώς την εγνώρισα· όθεν ομολογώ τώρα έμπροσθέν σας, ότι έσφαλα πολύ όπου άφησα το φως και εδέχθην το σκότος. Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός θέλω να αποθάνω· πιστεύω Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον· δια την Πίστιν μου έτοιμος είμαι να πάθω κάθε βάσανον, και να χύσω το αίμα μου δια την αγάπην του Ιησού Χριστού του Σωτήρος μου». Ταύτα και άλλα τοιαύτα ωμολόγει ο μακάριος με γενναίον φρόνημα και με μεγάλην παρρησίαν. Εις δε εκ των εκεί ευρεθέντων αγάδων ηρώτησεν αυτόν λέγων· «Που είναι τα γένεια σου, έπαρχε»; Λέγων εις αυτόν και το τουρκικόν όνομα. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ δεν είμαι έπαρχος, Δημήτριος δε είναι το κύριον και αληθινόν μου όνομα, είμαι δε βαπτισμένος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος· δια δε τα γένεια όπου με ερωτάτε, τόσους χρόνους τα εδούλευσα, και καμμίαν προκοπήν δεν είδα, ουδέ παραμικράν ωφέλειαν εγνώρισα από αυτά, δια τούτο τα έκοψα ως άχρηστα, και τα έδωκα οπίσω εις τον αυθέντην όπου εκολάκευα ματαίως τόσους χρόνους». Τότε ο ηγεμών είπε προς αυτόν· «Εάν επιστρέψης πάλιν εις την ιδικήν μας θρησκείαν, έχομεν να σε αξιώσωμεν μεγάλης τιμής, και να σου δώσωμεν μεγάλα αξιώματα και χαρίσματα», νομίζων ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δελεάσματα έχει να αγκιστρεύση και να ελκύση τον ευλογημένον Δημήτριον εις απώλειαν· αλλ’ ο γενναίος εκείνος και ουρανόφρων, αποστρεφόμενος αυτά ως σκύβαλα, είπεν εις αυτούς· «Εγώ σας είπον, ότι είμαι Χριστιανός, και πιστεύω τον Ιησούν Χριστόν ως Θεόν αληθινόν, αυτά δε όπου μου υπόσχεσθε ας είναι δια σας, εγώ δεν τα χρειάζομαι». Τότε έβαλον αυτόν εις την φυλακήν, συνάξαντες δε ιμάμηδες και χοτζάδες τους έστειλαν εκεί, δια να τον διδάξουν τα ανόσια θρησκεύματα της πίστεώς των, και να προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον διαστρέψουν και να τον φέρουν εις την γνώμην των. Αλλ’ εκείνος ο μακάριος δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τα ψυχώλεθρα αυτών λόγια, και ήρχισε να εκφαυλίζη τον προφήτην των, τους νόμους των και την μυσαράν θρησκείαν των, ουτω δε επέστρεψαν κατησχυμμένοι και άπρακτοι. Όθεν ο ηγεμών, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης του, έδωκεν ορισμόν να αποκεφαλισθή ως υβριστής του Μωαμεθανισμού. Φέρεται λοιπόν από τους υπηρέτας του εξουσιαστού ο γενναίος του Χριστού Αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, δεδεμένος τας χείρας κατά το σύνηθες των καταδίκων. Ότε δε ο δήμιος ήθελε να αποτάμη την μαρτυρικήν αυτού κεφαλήν, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Δυστυχισμένε άνθρωπε, ειπέ την προτέραν ομολογίαν σου τώρα καν εις την εσχάτην σου ώραν, και ο Θεός είναι εύσπλαγχνος, και κάμνει έλεος εις την ψυχήν σου». Ο δε Μάρτυς ακούσας ταύτα εγέλασεν εις την απάτην της θρησκείας των, και εμπτύσας αυτόν ήρξατο να αναθεματίζη την ομολογίαν των και τους πιστεύοντας εις αυτήν, ομολογών πάλιν την Αγίαν Τριάδα, ότι είναι Θεός αληθινός, και ότι εις αυτόν έχει την ελπίδα πάσαν της σωτηρίας του. Είπε δε και προς τους παρεστώτας Χριστιανούς· «Εις από εσάς είμαι και εγώ· Δημήτριος είναι το όνομά μου και παρακαλείτε τον Κύριον δι’ εμέ». Τέλος προσευχηθείς μικρόν απεκεφαλίσθη τη κη΄ (28) του Μαϊου μηνός τη Κυριακή της Πεντηκοστής εν έτει από Χριστού 1794, ούτω δε έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου παρά του αθλοθέτου Χριστού του Θεού ημών. Την επομένην έλαβον οι Χριστιανοί το ιερόν του Αγίου Λείψανον με άδειαν της εξουσίας και το εκήδευσαν εντίμως και ευλαβώς εις τον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου. Η δε χειρ αυτού η δεξιά έμεινεν άκαμπτος παντελώς και αλύγιστος, έχουσα τους τρεις δακτύλους αυτής εις τύπον σταυρού, με το να ήτο δε εκτεταμένη έξω του τάφου προσεπάθησαν οι ενταφιασταί να την λυγίσουν με κάθε τρόπον, και μη δυνηθέντες, απεφάσισαν να την τσακίσουν με την αξίνην, και, ω του θαύματος! παρευθύς η χειρ εκείνη η τόσον άκαμπτος και ακίνητος ελύγισε και αυτομάτως έπεσεν επάνω εις το άγιον σώμα του καλλινίκου Μάρτυρος· ου ταις πρεσβείας αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΘ΄ (29η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ του κοινώς λεγομένου Νάννου, του εκ Θεσσαλονίκης, αθλήσαντος εν Σμύρνη εν έτει αωβ΄ (1802).

Ιωάννης ο χαριτώνυμος και νέος Μάρτυς του Χριστού, ο κοινώς λεγόμενος Νάννος, εγεννήθη εις την μεγαλούπολιν Θεσσαλονίκην· ο πατήρ του ωνομάζετο Ιωάννης, η δε μήτηρ του Θωμαϊς. Κατήγοντο δε ο μεν πατήρ αυτού από το χωρίον Γυναικόκαστρον το τότε ονομαζόμενον Αβρέτ – Ισσάρ, κείμενον εις την κοιλάδα του ποταμού Αξιού, τριάκοντα πέντε (35) χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκην, η δε μήτηρ του από άλλο χωρίον, Κολόβι ονομαζόμενον, κείμενον πλησίον του Πολυγύρου της Χαλκιδικής, πλην ανετράφησαν και οι δύο εις την Θεσσαλονίκην και εκεί υπανδρεύθησαν και ετεκνοποίησαν. Επειδή δε το ευλογημένον τούτο παιδίον εγεννήθη την παραμονήν της εορτής των Γενεθλίων του Τιμίου Προδρόμου, το ωνόμασαν οι γονείς του Ιωάννην. Μετά ταύτα ο πατήρ του, επειδή δεν εκέρδιζεν αρκετά από την τέχνην του εις την Θεσσαλονίκην, άφησεν εκεί την οικογένειάν του και εταξίδευσεν εις την Σμύρνην, όπου ήνοιξεν υποδηματοποιείον, εργαζόμενος δε την τέχνην του έστελλε τα απαραίτητα εις τον οίκον του. Άλλοτε πάλιν επήγαινεν ο ίδιος προς επίσκεψιν της οικογενείας του, και αφού έμενεν εκεί ολίγον διάστημα, επέστρεφε πάλιν εις την Σμύρνην. Όταν ο πρώτος του υιός Θεόδωρος εμεγάλωσε, τον επήρε μαζί του εις την Σμύρνην, και τον έμαθε την τέχνην του. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν και ο Ιωάννης, περί του οποίου είναι ενταύθα ο λόγος μας, τον επήρε και αυτόν, και τον έμαθε την ιδίαν τέχνην. Ο πρώτος αδελφός, ο Θεόδωρος, εγνώριζε γράμματα· επειδή δε ήτο ευσεβής και φιλόστοργος υιός, οσάκις εύρισκε καιρόν, ανεγίνωσκε Βίους Αγίων και άλλα ψυχωφελή βιβλία. Ο δε ευλογημένος Ιωάννης, αν και ήτο αγράμματος, είχεν όμως μεγάλην αγάπην εις την ακρόασιν των αναγινωσκομένων, και με πολλήν προσοχήν ήκουεν όσα ανεγίνωσκεν ο αδελφός του. Ιδιαιτέρως κατενύγετο ο Ιωάννης από την ακρόασιν των Βίων των Αγίων και συχνά εξεδήλωνε ζωηράν την επιθυμίαν να κάμνη όλας εκείνας τας καλάς πράξεις που ήκουεν από τα ιερά αναγνώσματα. Δι’ αυτού του τρόπου ο Ιωάννης καθημερινώς επρόκοπτεν εις την αγάπην και την άσκησιν της αρετής. Eφαίνετο λοιπόν απ’ αρχής νέος χαριτωμένος, στολισμένος με όλας εκείνας τας αρετάς, με τας οποίας χαρακτηρίζονται και γνωρίζονται οι άνθρωποι του Θεού, δια τούτο και παρά πάντων επηνείτο δια την ταπεινοφροσύνην του, ηγαπάτο δια την σωφροσύνην του και εθαυμάζετο δια το μνημονικόν του. Διότι έχων εκ φύσεως ισχυράν μνήμην, επλούτιζε την διάνοιαν και την ψυχήν του από τας θείας εννοίας, αι οποίαι περιείχοντο εις τας αναγνώσεις που ήκουε, και ήτο άμεμπτος και ανεπίληπτος κατά πάντα ο νεανίας, και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Και κατά μεν το ανάστημα ήτο μέτριος, κατά δε την όψιν ωραιότατος. Αλλά και η όλη σωματική του διάπλασις ήτο σύμμετρος και αρμονική, ώστε έχαιρε κανείς να τον βλέπη, και συνεπέραινεν, ότι ασφαλώς μέσα εις το ωραίον εκείνο σώμα θα κατώκει ενάρετος και ευσεβής ψυχή. Τοιούτος ήτο κατά τα σωματικά χαρίσματα ο Ιωάννης. Αλλά και από απόψεως ψυχικών αρετών ουδόλως υστέρει ο μακάριος Ιωάννης: Ήτο ταπεινός, σώφρων, εύτακτος, φιλακροάμων των θείων λοχίων και φιλόκαλος, και μολονότι εξ ανάγκης συνανεστρέφετο μέσα εις την αγορά με διαφόρους ανθρώπους, αυτός έμενεν αμίαντος. Η δε θεία αγάπη, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν του, τον έκαμνε να μισή, ως εχθρούς του Θεού, όλους τους ετεροδόξους και αλλοπίστους, μάλιστα δε το γένος των Αγαρηνών, με «τέλειον μίσος», δαβιτικώς ειπείν (Ψαλμ. ρλη΄ :22). Δια τούτο κατά τας εορτάς, οπότε δεν ειργάζετο, έμενεν εις τον οίκον του και καθ΄ όλην την ημέραν ήτο αφωσιωμένος ή εις την ακρόασιν των θείων λόγον ή εις την εν εαυτώ μελέτην των γραφικών νοημάτων που εγνώριζεν. Ούτω λοιπόν καλώς και θεοφιλώς διέβαινε την νεανικήν του ηλικίαν ο καλός Ιωάννης, μετά του πατρός του και του αδελφού του, διότι καθώς εμαρτυρούντο ήσαν και εκείνοι καλοί Χριστιανοί. Ούτως είχον τα πράγματα έως ότου εν έτει αωβ΄ (1802), Μαϊου γ΄ (3), ημέρα Σάββατον, τον έστειλεν ο πατήρ του με υποδήματα εις τον κληρυκα της αγοράς, όπου ήτο το εργαστήριόν των, δύο και τρεις φοράς, την τρίτην όμως φοράν δεν εγύρισεν οπίσω πλέον. Ο πατήρ και ο αδελφός και οι εξάδελφοί του, βλέποντες την αργοπορίαν του, ενόμισαν ότι συνελήφθη από τον εισπράκτορα του χαρατσίου και εφυλακίσθη. Έδραμον λοιπόν εις την φυλακήν και επειδή δεν εύρον αυτόν εκεί, έτρεξαν εις άλλα μέρη, όπου ενόμιζον ότι ήτο δυνατόν να τον εύρουν, και επειδή δεν ήτο ούτε εκεί, διηρωτώντο τι να συνέβη εις αυτόν. Περί την εσπέραν επληροφορήθησαν με κατάπληξιν ότι, φευ! ετούρκευσεν ο Ιωάννης. Η είδησις επλήγωσε την καρδίαν των συγγενών του, οι οποίοι ήρχισαν να οδύρωνται δια την μεγάλην και ανέλπιστον συμφοράν των. Οδύρεται ο πατήρ δια τον υιόν· θρηνεί ο αδελφός τον αδελφόν· κλαίουν οι εξάδελφοι τον εξάδελφον· και πάντες οι γνωστοί και φίλοι συλλυπούνται και συμπάσχουσιν, αλλά δεν απελπίζονται παντελώς. Δεν πείθονται όμως εύκολα ότι εκείνος ο φιλόθεος νέος, ο καλοήθης, ο θερμός των καλών εραστής, ο διάπυρος ζηλωτής της ευσεβείας και θανάσιμος εχθρός της ασεβείας των Αγαρηνών, εγκατελείφθη υπό του Θεού, ώστε να πέση τόσον αιφνιδίως εις το βάραθρον της απωλείας. Τρέχουν εις το τουρκικόν εργαστήριον, όπου έμαθον ότι ευρίσκεται. Και πράγματι τον βλέπουν εκεί, αλλ’ ούτε καν να πλησιάσουν δεν τους αφήνουν οι εχθροί της Πίστεως, και με ύβρεις πολλάς και με ξύλα εις τας χείρας τους εξεδίωκον λέγοντες, ότι είναι ιδικός των, και ότι καμμίαν σχέσιν δεν είχον πλέον με εκείνον. Δεν ημπόρεσεν ο δυστυχής πατήρ να είπη άλλο εις τον αρνητήν υιόν, παρά μόνον μίαν ερώτησιν: «Τι έκαμε τα υποδήματα που του είχε δώσει». Και αφού έμαθε που τα άφησεν, ανεχώρησε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς και αναστεναγμούς εις τα χείλη, και πόνον ανείκαστον εις την καρδίαν. Χριστιανοί αδελφοί, δεν λυπείσθε τούτον τον δυστυχή πατέρα; Δεν συμπονείτε την συμφοράν του; Δεν θρηνείτε την απώλειαν του υιού; Που τώρα τα θεία εκείνα νοήματα των καθημερινών αναγνώσεων, τας οποίας εμελέτα αδιαλείπτως; Που ο Ζήλος της Πίστεως; Που η προς τον Χριστόν αγάπη; Δεν απορείτε δια την ανέλπιστον και εξαφνικήν του μεταβολήν; Αλλά θαρσείτε, θαρσείτε· ας μη περάση από τον νουν σας κανείς άτοπος λογισμός περί του Ιωάννου· ο Ιωάννης εξακολουθεί να είναι Ιωάννης, δηλαδή κεχαριτωμένος, διότι η θεία Χάρις ενοικεί εις αυτόν, και ουδόλως απεχωρίσθη απ’ αυτού. Ιδού ο καρπός των θείων νοημάτων· ιδού η προς τον Χριστόν αγάπη· η αγάπη του Χριστού ήναψεν εις την καρδίαν του, και θέλει να του προσφέρη τον εαυτόν του θυσίαν, με τον μαρτυρικόν θάνατόν του. Και επειδή με άλλον τρόπον δεν ηδύνατο να κάμη τούτο, προσεποιήθη, ότι τουρκεύει, δια να εύρη αφορμήν· και καθώς λέγει ο θείος Παύλος· «Εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδήσω» (Α΄ Κορ. θ:20). Ούτω και αυτός ο ευλογημένος· εγένετο τοις Αγαρηνοίς ως Αγαρηνός, όχι ίνα Αγαρηνούς κερδήση, αλλ’ ίνα τον Χριστόν κερδήση. Όθεν ούτε δάκρυα μετανοίας τον είδε τις να χύση, ούτε αναστεναγμόν να εκβάλη, ούτε καμμίαν σκυθρωπότητα εις το πρόσωπον να δείξη, επειδή εγνώριζεν εκείνος τι έχει μέσα η καρδία του, και ποίους θεϊκούς λογισμούς είχεν ο νους του, και ήτο παρόμοιον το έργον του με εκείνο των παλαιών Μαρτύρων, οίτινες υπέσχοντο εις τους τυράννους και προσεποιούντο ότι ήσαν έτοιμοι να προσκυνήσουν τα είδωλα, και έπειτα δια της δυνάμεως της προσευχής τα εκρήμνιζον εις την γην και τα συνέτριβον. Και ότι μεν είναι αληθές, ότι όχι δι’ άλλην αιτίαν, αλλά δια μόνον τον πόθον του υπέρ Χριστού Μαρτυρίου προσεποιήθη την άρνησιν, είναι φανερόν από τα προειρημένα καλά περί αυτού, και από τα ακόλουθα. Ότι δε ο φιλάνθρωπος Θεός δεν απέβλεπεν εις την νεανικήν του απλότητα, και εις το φαινόμενον άτοπον της αρνήσεως, αλλά εις την κεκρυμμένην ευσεβή και φιλόθεον γνώμην του, είναι ομοίως φανερόν από το ότι μετ’ ολίγας ημέρας τον ηξίωσε να λάβη κατά τον πόθον του του Μαρτυρίου τον στέφανον. Μη σας φανή παράδοξον, Χριστιανοί, πως εις νεανίας απλούς, αγράμματος, και συντόμως ειπείν «παπουτσής», ετόλμησε να κάμη τοιούτον κακόν, δια να κάμη άλλο μεγαλύτερον καλόν, το οποίον ήτο ο μαρτυρικός θάνατος. Μη σας φανή, λέγω, παράδοξον, διότι σχεδόν εν παρόμοιον ευρίσκομεν εις τας παλαιάς ιστορίας, ότι έκαμεν εκείνος ο Αποστολικός Άγιος Αυξίβιος. Οκτώ ημέραι επέρασαν αφ’ ότου ο Ιωάννης εχωρίσθη σωματικώς από τον πατέρα του· σωματικώς, δεν λέγω ψυχικώς. Και εκείνος μεν ο δυστυχής, ως άλλος Ιακώβ έκλαιε του υιού την στέρησιν· αυτός δε ο μακάριος, φανταζόμενος τους μαρτυρικούς στεφάνους και τα ανεκλάλητα κάλη της ουρανίου μακαριότητος, έχαιρε καθ’ εαυτόν και ηγάλλετο. Μετά τας οκτώ ημέρας συνηντήθη με ένα εξάδελφόν του, Χαριζάνην το όνομα· ο Χαριζάνης δεν γυρίζει να τον ίδη· δεν τον χαιρετά, αλλά με την κατήφειαν και την σκυθρωπότητα του προσώπου φανερώνει την λύπην της καρδίας του. Και αυτός όλος χαρά του λέγει· «Δεν με χαιρετάς, πλέον, εξάδελφε»; Απεκρίθη ο Χαριζάνης· «Συ Τούρκος, εγώ Χριστιανός, ποίον χαιρετισμόν να κάμωμεν»; Τι αποκρίνεται ο φαινόμενος Τούρκος; Εύρε καιρόν να φανερώση τον κρυπτόμενον Ιωάννην. «Δεν θα περάσουν, λέγει, δέκα πέντε ημέραι, και τότε θα ίδης ποίου είδους Τούρκος είμαι εγώ». Δέκα πέντε ημέρας εννοούσεν ο Άγιος από της αναχωρήσεώς του εκ της πατρικής του οικίας, αλλά τα πράγματα, ως φαίνεται, δεν συνέτρεξαν κατά τον σκοπόν του. Όθεν επέρασαν αι δέκα πέντε ημέραι, και έφθασεν η εικοστή Δευτέρα του μηνός Μαϊου, και τότε τον βλέπουν πάλιν εις τον δρόμον, ημέραν Πέμπτην, τινές συμπατριώται και συντεχνίται του Θεσσαλονικείς, και τον επείραξαν, λέγοντες προς αυτόν· «Συ ετούρκευσες, δεν αλλάζεις ρούχα; Που είναι τα ρούχα τα καλά όπου σου έκαμαν; Ακόμη είσαι με τα παπούτσια του πατρός σου»; Τους απεκρίθη εκείνος· «Παρήγγειλα να μου κάμουν ρούχα μπαρμπαρέσικα, και άρματα χρυσά, και έως την άλλην Κυριακήν θα τα φορέσω εις την αγοράν του Σοάν» (τόπος όπου εγίνοντο αι θανατικαί εκτελέσεις). Μετά την αναχώρησιν εκείνων, ο Ιωάννης επήγεν εις τινα άλλον συμπατριώτην του, Δημήτριον ονομαζόμενον, και εζήτει από αυτόν ένα Σταυρόν, πλην δε του έδωκεν εκείνος τον Σταυρόν, επειδή δεν γνώριζε τους σκοπούς του. Ήλθε λοιπόν προς αυτόν ο Ιωάννης και δευτέραν και τρίτην φοράν, και εζήτει τον Σταυρόν με θερμάς παρακλήσεις· τον απέβαλεν όμως ο Δημήτριος, χωρίς να του τον δώση. Αμέσως έπειτα ο Δημήτριος τρέχει εις τον πατέρα και εις τους λοιπούς συγγενείς του Ιωάννου, και τους αναγγέλλει την είδησιν ταύτην, και όλοι επαρηγορήθησαν ικανώς· επειδή και τα πρότερα εκείνα λόγια που είπεν εις τον εξάδελφόν του, ότι μετ’ ολίγας ημέρας θα ίδης ποίου είδους Τούρκος είμαι εγώ, και τα άλλα που είπεν εις τους συντεχνίτας του Θεσσαλονικείς, ότι παρήγγειλεν ενδύματα μπαρμπαρέσικα και χρυσόν οπλισμόν, τα οποία θα φορέση εις την αγοράν του Σοάν και ύστερον η ζήτησις του Σταυρού, και τα τρία σημεία αυτά τους έδωκαν πολλάς ελπίδας, ότι έχει σκοπόν να μαρτυρήση. Όθεν λέγει ο πατήρ προς τον Δημήτριον· «Ύπαγε και ειπέ εις αυτόν, ότι εάν μετενόησε και έχει σκοπόν να μαρτυρήση, να μη ζητή Σταυρόν, αλλά την δύναμιν του Σταυρού, και το όνομα του Θεού ας επικαλεσθή εις βοήθειάν του, και άλλο τίποτε δεν χρειάζεται». Εις τας είκοσι πέντε του Μαϊου, ημέραν της εβδομάδος Κυριακήν, επήγε πάλιν ο Ιωάννης εις τον γνώριμόν του Δημήτριον, και του εζήτει τον Σταυρόν, και αυτός του είπε, ότι τον εύχεται ο πατήρ του και τα άλλα όσα του παρήγγειλεν εκείνος· ο δε ευλογημένος Ιωάννης ταύτα ακούσας εχάρη καθ’ υπερβολήν, και λέγει προς τον Δημήτριον· «Ούτως είπεν ο πατήρ μου, έχε υγείαν». Και παρευθύς ανεχώρησε και επήγεν εις το εργαστήριον του αγά του. Ο αγάς τον έστειλεν εις τον οίκον του με το συνηθισμένον οψώνιον, και ο Ιωάννης πηγαίνων εις τον κατηραμένον εκείνον οίκον, εξεδύθη τα τουρκικά φορέματα, και ενεδύθη τα πρότερα χριστιανικά, και εν ταυτώ τρέχει αμέσως εις το κριτήριον, και παρρησιάζεται με φορέματα χριστιανικά, και σαρίκι τούρκικον εις την κεφαλήν. Τι δε είπε κατά της αντιχρίστου θρησκείας, και τι υπέρ της αγίας Πίστεως του Χριστού, και πως έκαμε την Χριστιανικήν του ομολογίαν, δεν ευρέθη εκεί Χριστιανός τις να ακούση και να μας τα φανερώση· άλλο δεν εκηρύχθη έξω υπό των ασεβών, παρά μόνον ότι έλεγε· «Δεν θέλω να ονομάζωμαι Μεχμέτης, αλλά Ιωάννης». Εκείθεν τον στέλλει ο κριτής εις την φυλακήν και παρευθύς διεδόθη η φήμη πανταχού, ότι εν παιδίον νέον μεταβαίνει να μαρτυρήση, και τους μεν Χριστιανούς εχαροποίησεν η όντως χαροποιός αυτή είδησις, τους δε Αγαρηνούς ελύπησε και εσύγχυσε. Την τρίτην έγινε συνέλευσις εις το διοικητήριον και συνήχθησαν εκεί όλοι, ο διοικητής, δύο ψευδομάρτυρες και όλοι οι αγάδες και επίσημοι της Σμύρνης, ωσάν να ήτο καμμία μεγάλη βασιλική υπόθεσις. Ο Μάρτυς μανθάνει εις την φυλακήν το παράνομον συνέδριον εκείνο, και αφού εζήτησε δια προσευχής την εξ ύψους βοήθειαν, διεμήνυσεν εις τον πατέρα του, με τον υπηρέτην της φυλακής, Χατζή Σταυρινόν καλούμενον, να υπάγη εις την φυλακήν και να τον ευχηθή. Θέλει ο ευλογημένος πατήρ· καταφλέγονται τα πατρικά σπλάγχνα του, να αποχαιρετήση τον υιόν, και να του δώση τον τελευταίον ασπασμόν, αλλά φοβείται. Και λοιπόν, με κατανυκτικά δάκρυα εις τους οφθαλμούς, του παρήγγειλε με τον Χατζή Σταυρινόν τα ακόλουθα· «Ας έχη την ευχήν του Χριστού και της Παναγίας και εμού του αμαρτωλού· η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να τον ενδυναμώση να λάβη εκείνο όπου ποθεί. Ναπροσέχη όμως να μη αναφέρη εξεταζόμενος ούτε πατέρα ούτε αδελφόν, ούτε κανένα άλλον συγγενή, δια να μη τους ακολουθήση κανείς πειρασμός ή άλλο κακόν». Εν τω μεταξύ αυτό συνεσκέφθη και συνεβουλεύσατο και το πονηρόν των Αγαρηνών συνέδριον· και εκβαλόντες τον Μάρτυρα εκ της φυλακής, τον παρέστησαν εις δευτέραν εξέτασιν. Ηρωτήθη εκεί ο Μάρτυς, εξητάσθη ενώπιον πάντων, ωμολόγησε παρρησία την αγίαν Πίστιν του Χριστού, ηρνήθη αφόβως την εναντίαν. Όλοι οι επίσημοι Αγαρηνοί παρεκάλουν, με δουλοπρεπή ταπείνωσιν, τον «παπουτσήν» Ιωάννην και τον εκολάκευον και του υπέσχοντο μύρια αγαθά, άλλος ενδήματα, άλλος χρήματα και ιδιαιτέρως ο Φράγκος αντιπρόσωπος, ως Θεσσαλονικεύς, περισσότερον τον εκολάκευεν, ως οικείον τάχα και συμπατριώτην του, και κοντά εις τα άλλα που του υπέσχοντο του έταζον να τον κάμουν και αγάν. Και όλοι συλλυπούμενοι και συμπονούντες τάχα, του έλεγον να λυπηθή την νεότητά του και την ζωήν του, επειδή, εάν δεν τους υπακούση, εξάπαντος θα θανατωθή. Και ταύτα μεν έλεγον εκείνοι· τι δε απήντησεν ο θεόφρων και ουρανόφρων Ιωάννης; Δεν επρόσεχε παντελώς εις τας κολακείας των· δεν είχεν τον νουν του εις των γηϊνων και φθαρτών τας υποσχέσεις, αλλά έχων εστραμμένους τους λογισμούς του εις των ουρανίων και ακηράτων αγαθών την απόλαυσιν, εστέκετο σιωπών έμπροσθέν των, ως άλλος απλούστατος Μαρδάριος ο Ιωάννης, ότι καθώς εκείνος, όταν τον ηρώτα ο τύραννος, άλλο δεν απεκρίνετο, παρά «Χριστιανός είμαι», ούτω και ο μακάριος ούτος, άλλο δεν έλεγεν, όταν τον εβίαζον να αποκριθή, παρά τούτο· «Χριστιανός είμαι, την πρώτην μου Πίστιν πιστεύω, Ιωάννης θέλω να ονομάζωμαι και όχι Μεχμέτης». Τέλος πάντων, βλέποντες το αμετάθετον της γνώμης του, έλεγον ο καθείς την γνώμην του, τι να κάμουν περί του Μάρτυρος. Τότε προσέρχεται εις το μέσον Σουλεϊμάν αγάς ο διοικητής, και εμπνευσθείς ασφαλώς υπό του διαβόλου, λέγει προς τους άλλους· «Να σας είπω εγώ· ούτοι οι Έλληνες είναι πεισματάρηδες, και αφού αποφασίσουν να κάμνουν εν πράγμα, πρώτον αποφασίζουν τον θάνατόν των, και έπειτα το επιχειρούν· Λοιπόν εις μάτην κοπιάζομεν· αλλά ηξεύρετε τι να κάμνωμεν; Υπάρχει πλοίον έτοιμον δια το Αλγέριον. Ας τον βάλωμεν μέσα εις αυτό με τους άλλους τριακοσίους Τούρκους, και ούτω θέλων και μη θέλων θα μείνη Τούρκος. Τι ημπορεί να κάμη εις το Αλγέρι»; Αυτά είπε το σατανικόν εκείνο στόμα και όλοι συνεφώνησαν, και ως θαυμαστόν σύμβουλον τον επήνεσαν. Ταύτα ακούσας ο Ιωάννης εφοβήθη, μήπως ματαιωθή με τον τρόπον αυτόν το Μαρτύριον. Δια να αποφύγη λοιπόν τον κίνδυνον αυτόν ο ευσεβής Ιωάννης, εμιμήθη τον μακάριον εκείνον Αυξίβιον, και λέγει εις τους κριτάς του· «Δότε μοι διορίαν, να συλλοδισθώ τι να κάμω». Αυτά μηχανάται ο Ιωάννης, και ο Θεός μωραίμνει όλους εκείνους, και μετά χαράς εδέχθησαν την πρότασίν του και του εχάρισαν δύο ημέρας διορίαν να συλλογισθή, χωρίς να συλλογισθούν, οι ανόητοι, ότι καλά, του δίδομεν διορίαν όμως το καράβι φεύγει τώρα· εάν μένη εις την αυτήν γνώμην και μετά την διορίαν των δύο ημερών, τι θα κάμωμεν έστερον; Η θαυμαστή συμβουλή του Σουλεϊμάν αγά μένει ματαία. Ο Θεός, ο μωραίνων τους σοφούς εν τη πανουργία αυτών, εμώρανε και εκείνους, καθώς είπον, και ουδόλως εσυλλογίσθησαν τούτο, αλλά τον έστειλαν εις την φυλακήν, χωρίς να έχη εκεί την παραμικράν ενόχλησιν. Εισελθών εις την φυλακήν ο Μάρτυς, λέγει μετ’ ολίγην ώραν εις καλόν τινά Χριστιανόν, δούλον του κονακίου· «Αδελφέ, παρακαλώ σε κάμε μου την χάριν, και ύπαγε εξέτασον καλώς και μάθε, πότε φεύγει το καράβι, όπου έχει τους Μπαρμπαρέσους»; Του λέγει ο Χριστιανός, αγνοών τον σκοπόν του Μάρτυρος· «Δεν βλέπεις την δυστυχίαν σου, μόνον θέλεις να ηξεύρης πότε φεύγουν οι Μπαρμπαρέσοι»; Του λέγει πάλιν ο Μάρτυς· «Αδελφέ, είσαι Χριστιανός; κάμε μου αυτήν την ευεργεσίαν δια τον Χριστόν, επειδή εγώ φοβηθείς να μη με βάλουν μέσα εις το καράβι αυτό και με στείλουν εις τους τόπους της ασεβείας, και χάσω την ελπίδα μου, εζήτησα διορίαν, δήθεν δια να συλλογισθώ τι να κάμω· δια τούτο ύπαγε, μάθε ακριβώς, και ειπέ μοι, διότι εάν μείνη εδώ έως αύριον, θα ζητήσω πάλιν νέαν διορίαν, έως ότου φύγη». Την εσπέραν εκείνην επέστρεψεν ο Χριστιανός, και του έφερε την ευχάριστον είδησιν ότι έφυγε το καράβι. Και τούτο ακούσας εχάρη πολύ ο Ιωάννης, και δοξάσας τον Θεόν, ηυχαρίστησε τον Χριστιανόν. Την αυτήν εσπέραν ο στρατιωτικός διοικητής έβαλεν εις την φυλακήν ναυτικόν τινά ξένον και πτωχόν, διότι εφόρει κόκκινα υποδήματα. Ερωτά ο Μάρτυς τον ναυτικόν, δια ποίαν αιτίαν τον έβαλαν εις την φυλακήν. Και εκείνος με αστειότητα του αποκρίνεται· «Ο διοικητής ελπίζει να πάρη από εμέ κανέν φιλοδώρημα και δια τούτο με εφυλάκισεν, επειδή εφόρουν κόκκινα υποδήματα, και δεν γνωρίζει ο δυστυχής, ότι όχι μόνον φιλοδώρημα δεν παίρνει, αλλά και θα με τρέφη εν όσω με κρατεί εδώ, επειδή εγώ είμαι πάντοτε με τα καράβια και φορώ κόκκινα υποδήματα. Εάν δε είχον χρήματα, θα ηγόραζον εν ζεύγος καινούργια».Ταύτα ειπών ο ναυτικός, ηρώτησε τον Μάρτυρα· «Αλλά συ, αδελφέ, πως είσαι φυλακισμένος»; Του διηγήθη τότε ο Μάρτυς την υπόθεσιν όλην και εθαύμασεν ο άνθρωπος, και όχι πλέον με αστειότητα, αλλά με θαυμασμόν και έκπληξιν έλεγεν· «Αδελφέ, η υπόθεσίς σου είναι μεγάλη και το έργον σου φοβερόν». Τότε ο Μάρτυς του έδωκε το χρηματοφυλάκιόν του με χρήματα αξίας επτά γροσίων, λέγων: «Λάβε τούτο, αδελφέ, να περάσης μερικάς ημέρας εις την ανάγκην σου. Λάβε και το μανδήλιον τούτο, δια να με ενθυμήσαι». Λέγει προς τον Μάρτυρα ο ναυτικός· «Τι κάμνεις; Και συ πτωχός είσαι, και δίδεις εις εμέ τας μικράς οικονομίας σου»; Δεν μου χρειάζονται, αποκρίνεται ο Μάρτυς, επειδήεγώ αύριον σου αφήνω υγεία. Επέρασε λοιπόν όλην εκείνην την νύκτα ο Μάρτυς με προσευχάς και μετανοίας. Την Πέμπτην, δύο ώρας προ της μεσημβρίας, έγινε πάλιν συνέλευσις μεγάλη επάνω εις το κριτήριον, και όλοι είχον καλάς ελπίδας, ότι ίσως μετενόησεν ο Μάρτυς, και ούτω θα τον εκέρδιζον εις την πίστιν των. Έφεραν λοιπόν εκεί τον Μάρτυρα, δια τρίτην εξέτασιν. Αλλ’ όταν ήκουσαν παρ’ αυτού, ευθύς εξ αρχής, ότι εσυλλογίσθη καλώς, και ότι άλλο δεν έκρινεν εύλογον, παρά να είναι Χριστιανός και να ονομάζηται Ιωάννης, εθλίβη υπερβολικώς η καρδία των και εσκυθρώπασαν. Ο δε κριτής, γνωρίζων ότι τα λόγια είναι μάταια, ήρχισε τα έργα. Και, ω του ζήλου και της φιλοτιμίας του! Ευθύς εμέτρησε πεντακοσίων γροσίων φλωρία, και κατά μίμησιν τούτου όλοι οι άλλοι έρριψαν άσπρα πολλά εις το μέσον, μάλιστα δε δεισιδαίμων τις πραγματευτής Μπαρμπαρέσος, κοντά εις τα πεντακόσια μετρητά όπου εμέτρησεν, έστειλε και έφεραν μίαν ενδυμασίαν μπαρμπαρέσικην, ολόχρυσον και πολύτιμον. Ας συλλογισθή έκαστος μοναχός του τα πολλά παρακινήματα και τας πολυειδείς κολακείας όπου του έλεγον. Ο δε Μάρτυς εσιώπα και μόνα τα ουράνια είχε κατά νουν, και εις τόσα όπου είπον όλοι εκείνοι, άλλο δεν είπε, παρά τα ακόλουθα· «Αλλοίμονον εις σας, όπου έχετε τώρα την δόξαν, την εξουσίαν και τα πλούτη, εις δε την άλλην ζωήν θα καταδικασθήτε εις την αιώνιον κόλασιν· εγώ άλλο δεν θέλω παρά να είμαι Χριστιανός και να ονομάζωμαι με το χριστιανικόν μου όνομα Ιωάννης». Ποικίλαι και πολυειδείς αι μηχαναί και πανουργίαι του αρχεκάκου εχθρού! Δεν τους ετάραξεν ο λόγος ούτος, ο οποίος έπρεπε να τους πληγώση κατάκαρδα, αλλά με πραότητα και ειρήνην του λέγουν· «Συ έξελθε απ’ εδώ Μεχμέτης, και πήγαινε όπου θέλεις, και όπως θέλεις ονομάζου, και ουδείς δεν θα σε εμποδίση». Τούτο βεβαίως ήτο πονηρία και δόλος του εχθρού, δια να τον εμποδίση από το Μαρτύριον. Ομοίως και οι υπάλληλοι του κριτού, του έλεγον· «Λυπήσου την ζωήν σου και την νεότητά σου. Φύγε από εδώ, και όπου θέλεις ύπαγε, και ό,τι θέλεις γενού, μόνον φύγε από εδώ Μεχμέτης, δια να μη θανατωθής». Αλλά σταθερώς πάντοτε ο Ιωάννης απεκρίνετο· «Όχι· εγώ θέλω να εξέλθω απ’ εδώ, υπάρχων και ονομαζόμενος Ιωάννης». Ταύτα πάντα είναι βεβαίως εκτός πάσης αμφιβολίας, διότι δεν τα διέδωσε συγγενής ή φίλος του Μάρτυρος ή καν Ορθόδοξος, αλλά αιρετικός εχθρός της Πίστεως, Καθολικός (οίδε γαρ και πολέμιος αρετήν ανδρός θαυμάζειν), όστις ήτο διερμηνεύς Μοσχοβίτης, και έτυχεν εκεί παρών δι’ άλλην υπόθεσιν. Τελευταίον βλέποντες εκείνοι το αμετάθετον της γνώμης του Ιωάννου ηγανάκτησαν, και του λέγουν· «Μη νομίσης ότι θα σε θανατώσωμεν ευθύς δια να απαλλαγής. Όχι! Θα σε βασανίσωμεν τόσον, έως ότου να αποθάνης εις τα βάσανα». Με τον λόγον τούτο επρόσταξεν ο κριτής τινά, όστις έσυρε το γιαταγάνι του, και με πολλήν ορμήν και μανίαν τον έσπρωξε, κατεβάσαντες δε αυτόν κάτω, τον επήγαν εις την φυλακήν, δια να τον βασανίσουν. Αλλά πριν να τον φέρουν εις την φυλακήν, τον εγύρισαν οπίσω, και εις τον ίδιον καιρόν έστειλαν να φέρουν τον πατέρα του, δια να τον παρακινήση εκείνος να υπακούση εις αυτούς την ώραν εκείνην, και κατόπιν ας κάμη όπως θέλει, και όπου θέλει ας υπάγη. Πλην, επειδή ο πατήρ του εφοβείτο, και δεν ήθελε να υπάγη, ώρμησαν με θυμόν και μανίαν οι απεσταλμένοι να τον αρπάσουν και να τον φέρουν εκεί. Τούτο βλέποντες μερικοί γείτονες Τούρκοι εμεσίτευσαν και τον άφησαν. Αφού λοιπόν εγύρισαν οι απεσταλμένοι και είπον, ότι ο πατήρ του λέγει, ότι δεν έχει καμμίαν σχέσιν με αυτόν, και ότι δεν τον θεωρεί πλέον δια υιόν του, έγινε παρά πάντων απόφασις να αποκεφαλισθή. Παραλαβόντες λοιπόν αυτόν οι Αγαρηνοί έδεσαν οπίσω τας χείρας του, και τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης. Επροπορεύετο δε πάντοτε ο κήρυξ και εφώναζεν· «Ιδού πως τιμωρείται, όστις αρνείται την πίστιν ημών». Ο δε Ιωάννης, συρόμενος όπισθεν, εφώναζε και αυτός· «Συγχωρείτε με, Χριστιανοί, και ο Θεός συγχωρήσοι σας». Και ούτως ως λαμπρότατος αριστεύς έτρεχεν ο του Κυρίου αήττητος Μάρτυς εις το Σοάν – παζάρι δια να στήση τα τελευταία τρόπαια της νίκης του κατά των ορατών και αοράτων εχθρών, κατά τον εξ αρχής σκοπόν και πόθον του. Ο τόπος εκείνος είναι πλατύς και ευρύχωρος, και εν τούτοις ήτο γεμάτος από το πολύ πλήθος των προσδραμόντων δια να ίδουν το παράδοξον εκείνο θέαμα. Διότι οι μεν Αγαρηνοί έτρεξαν με πολύν ενθουσιασμόν, νομίζοντες ότι προσφέρουσιν λατρείαν εις τον Θεόν, χύνοντες το δίκαιον αίμα του Μάρτυρος, κατά την Ευαγγελικήν προφητείαν την λέγουσαν· «Έρχεται ώρα ίνα πας ο αποκτείνων υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ» (Ιωάννου ιστ: 2). Οι μεν Αγαρηνοί, λέγω, προσέδραμον, δια να ίδουν την εκδίκησιν της υβριζομένης θρησκείας των, οι δε Χριστιανοί δια να ίδουν την δύναμιν του Σταυρού, και την νίκην της θείας ημών Πίστεως, η οποία, κατά τον επιστήθιον Μαθητήν, ενίκησε τον κόσμον· «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α΄ Ιωάννου ε:4). Προσήλθον δε και Φράγκοι και Αρμένιοι και παντός γένους και πάσης φυλής άνθρωποι· και τόσον πλήθος εσυνάχθη, ώστε κτυπώντες με ξύλα το πλήθος εκείνοι οι βασανισταί του ευλογημένου Ιωάννου με δυσκολίαν κατώρθωσαν να παραμερίσουν το άπειρον εκείνο πλήθος και να φέρουν τον Μάρτυρα εις τον τόπον της καταδίκης. Παρετάχθησαν λοιπόν εκεί οι Αγαρηνοί με τους αρχηγούς των, δια να εμποδίζουν την ορμήν του πλήθους. Έπειτα λέγουν προς τον Μάρτυρα να γονατίση, αυτός δε με φαιδρόν και χαρωπόν πρόσωπον εγονάτισεν ευθύς. Και οι μεν Χριστιανοί με δάκρυα εις τους οφθαλμούς έλεγον μυστικά το «Κύριε, ελέησον», οι δε Αγαρηνοί με μεγάλην των απορίαν έβλεπον την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του Μάρτυρος. Τότε έσυρε το γιαταγάνι ο δήμιος, επέδειξε τούτο τρεις φοράς εις τον Μάρτυρα, το ήγγισεν εις τον λαιμόν του, αλλ’ εκείνος εγέλα. Κύπτει πάλιν και του ομιλεί τρεις φοράς μυστικά εις το ους, ο δε Μάρτυς με την ανάνευσιν της κεφαλής του εφανέρωνεν, ότι τα μυστικά εκείνα, τα οποία του έλεγεν εκείνος, δεν τα εδέχετο. Τότε ο δήμιος εκβάλλει μανδήλιον δια να δέση τους οφθαλμούς του, και παρευθύς καφεπώλης τις, Τούρκος, γονατίζει έμπροσθεν του Μάρτυρος, και δεικνύων ο κατάρατος πολλήν ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, του έλεγεν· «Έλα εις τον νουν σου, λυπήσου την ζωήν σου, την νεότητά σου· ειπέ μόνον με λόγον, ότι είσαι Τούρκος, και σώζεσαι». Αλλ’ ο Μάρτυς, με την ανάνευσιν της κεφαλής του, έλεγε πάλιν το όχι· τελευταίον του έδεσε τους οφθαλμούς ο δήμιος με το μανδήλιον, και εκείνος ο μακάριος έλεγε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου» (Λουκά κγ:42). Τούτο ειπών τρεις φοράς, απετμήθη την ιεράν αυτού κεφαλήν, και ανήλθε στεφανηφόρος εις την ουράνιον Βασιλείαν, ως Μάρτυς λαμπρότατος της αιωνίου αληθείας του Ιησού Χριστού. Εδόξασε δε τον Θεόν ο θείος ούτος και χαριτώνυμος Ιωάννης εις τους χιλίους οκτακοσίους δύο (1802) από Χριστού χρόνους, εις τας είκοσιν εννέα (29) του Μαϊου μηνός, ημέραν Πέμπτην. Και ο μεν αγών του Μάρτυρος έλαβε τέλος έως εδώ, έτερος όμως αγών ηνοίχθη εις τους Χριστιανούς, ότι όλον σχεδόν το συνηγμένον εκείνο πλήθος ώρμησαν να ίδουν το άγιον Λείψανον κείμενον, και όλοι ηγωνίζοντο να λάβουν τι των μαρτυρικών καλών, προς αγιασμόν των. Δίδοντες λοιπόν χρήματα άφθονα, άλλος έπαιρνεν από το αίμα του, άλλος από τας τρίχας του, άλλος από τα ενδύματά του, και άλλος από το σχοινίον με το οποίον έδεσαν τας χείρας του. Και τούτο εγίνετο έως την άλλην ημέραν. Αφού δε επώλησαν όλα τα άλλα, ήρχισαν να κόπτουν τα δάκτυλά του, και τα επώλουν. Τόση εστάθη η προθυμία των Χριστιανών, εις την καλήν αυτήν και σωτήριον πραγματείαν, ώστε, καθώς λέγεται, υπέρ τας τρεις χιλιάδας γροσίων εισέπραξαν οι τύραννοι. Έμενεν ακόμη η Αγία Κάρα, αλλ’ ηκούσθη, ότι είχον υπόσχεσιν να την πωλήσουν και αυτήν την νύκτα του Σαββάτου. Ομοίως εσκέπτοντο να κόψουν και τας χείρας και τους πόδας του κτυφίως, και να τα πωλήσουν εις τινας Χριστιανούς. Τούτο μαθών ευλαβής τις και φιλομάρτυς Χριστιανός Μοσχοβίτης, Παναγιώτης ονομαζόμενος, το επίθετον Παναγιωτόπουλος, δεν ενόμισε καλόν να τεμαχισθή το μαρτυρικόν Λείψανον. Όθεν έχων αυτός καλήν γνωριμίαν με τον κριτήν και με τους ανθρώπους του, εστοχάσθη να κάμη τρόπον, να λάβη ολόκληρον το σώμα και να το ενταφιάση· τούτο δε και εγένετο, ως επόθει, κατά τον ακόλουθον τρόπον. Επήγεν εις τον διοικητήν, με τον οποίον είχε μεγάλην φιλίαν από άλλας προλαβούσας υποθέσεις, και του λέγει· «Εγώ, φίλε μου ακριβέ, έχω εν κακόν ιδίωμα· όταν τύχη να ίδω κανένα αποκεφαλισμένον άνθρωπον, δεν ημπορώ πλέον να ησυχάσω ούτε νύκτα, ούτε ημέραν· ο ύπνος μου χάνεται, η όρεξίς μου κόπτεται, και δεν δέχομαι φαγητόν, σχεδόν δε κινδυνεύει και αυτή η ζωή μου· όθεν κάμνω όποιον τρόπον ημπορέσω, δια να θάψω τον νεκρόν εκείνον. Οιασδήποτε θρησκείας άνθρωπος και αν είναι, θα επιμεληθώ να τον θάψω, διότι διαφορετικά δεν ημπορώ να ησυχάσω. Λοιπόν έτυχε να ίδω και τώρα αυτόν όπου απεκεφαλίσθη, και πάσχω τα ίδια και χειρότερα. Σε παρακαλώ λοιπόν, αν με αγαπάς, καθώς είμαι βέβαιος ότι με αγαπάς, βοήθησόν μοι, να λάβω αυτό το Λείψανον να το θάψω, κοντά δε εις την φιλίαν μας θέλεις λάβει παρ’ εμού και εν καλόν φιλοδώρημα». Ταύτα ακούσας ο Αγαρηνός ευρέθη εις δύο στενά, κατά τον κοινόν λόγον· επειδή από το εν μέρος τον στενοχωρεί η φιλία, τον αναγκάζει και η φιλοδωρία, από το άλλο δεν ευρίσκει τρόπον εύκολον να δοθή το Λείψανον. Ο Παναγιώτης, βλέπων αυτόν διστακτικόν, του λέγει· «Μη στενοχωρήσαι, εγώ θα σου υποδείξω τον κατάλληλον τρόπον: Πήγαινε εις τον έπαρχον και ειπέ του ότι ήλθεν εις πραγματευτής Μοσχοβίτης, και δίδει τετρακόσια γρόσια, δια να πάρη αυτόν τον αποκεφαλισμένον να τον θάψη. Όταν θα ακούση αυτό εκείνος, θα ζητήση και δια λογαριασμόν του, και ευχαρίστησον αυτόν με όσα ημπορέσης. Έπειτα γύρισε εις τον κριτήν, και ειπέ του, πως ο έπαρχος έλαβε χρήματα και έδωκεν άδειαν να θάψουν αυτόν τον αποκεφαλισμένον, και όταν ζητήση και αυτός χρήματα, ειπέ του, πως ο φίλος μας ο Παναγιωτόπουλος θα τον αγοράση και πρέπει να δώσης άδειαν, και κοντά εις την χάριν όπου του κάμνεις, θέλεις λάβει και ικανήν φιλοδωρίαν». Με αυτόν τον τρόπον ημπόρεσεν ο Παναγιώτης και έλαβεν έγγραφον την άδειαν και από τον κριτήν και από τον έπαρχον και έθαψεν ευλαβώς το μαρτυρικόν Λείψανον. Πολύς καιρός επέρασεν έκτοτε, και όπου και αν ήθελεν υπάγει τις, τα περί του Μάρτυρος διηγήματα ήκουεν, όχι μόνον από τους Ορθοδόξους, αλλά και από Φράγκους και από Αρμενίους. Αλλά και αυτοί οι Τούρκοι έλεγον αναμεταξύ των ότι εις τοιούτος νέος, ο οποίος δεν ελυπήθη την νεότητά του, και δεν εφοβήθη τον θάνατον, βεβαίως Άγιος είναι, διότι απέθανε δια την Πίστιν του. Ακούσατε δε και εν αξιόλογον θαύμα, το οποίον ενήργησε κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Μάρτυς του Χριστού Ιωάννης. Νέος τις επήρε με βαμβάκι από το μαρτυρικόν αίμα, και είχε μεγάλην χαράν δια τούτο· το εφύλαττε δε με μεγάλην ευλάβειαν ως θησαυρόν ουράνιον. Η αδελφή του τον παρεκάλεσε πολλάκις να της δώση ολίγον αιματωμένον βαμβάκι, αλλά εκείνος κατ’ ουδένα τρόπον εδέχετο· τέλος όμως βιασθείς από τας πολλάς παρακλήσεις της έδωσε το ήμισυ. Λαβούσα εκείνη το ποθούμενον, εχάρη τα μέγιστα και αφού το επροσκύνησε και το ησπάσθη, το εκρέμασεν εις τα εικονίσματά της. Έλεγε δε εις τας περιοίκους· «Ας έχη δόξαν ο Κύριος, όπου ηυτύχησα και εγώ να λάβω από το αίμα του Μάρτυρος, μεγάλου πράγματος ηξιώθην»! Τότε γραία τις λέγει· «Κρίμα εις την ευλάβειάν σου, κόρη μου· θεωρείς Άγιον εκείνον; Απατάσαι». Η γυνή επίστευσεν εις της κακογραίας τα λόγια, και παρευθύς εψυχράνθη, απέβαλε την θερμήν ευλάβειαν όπου είχε, κατεβάζει το βαμβάκι από το εικονοστάσιον και το καίει. Αλλ’ ω του θαύματος! Παρευθύς την ώραν εκείνην ήρχισαν να μουδιάζουν τα χέρια της, να ατονούν, και μετά βίας τα εκινούσεν· συγχρόνως η συνείδησίς της την ελέγχει, αισθάνεται ότι από θείαν οργήν πάσχει, διότι έκαυσε το αίμα του Αγίου. Προσπαθεί να κρατήση το βρέφος της δια να το θηλάση, αλλά δεν ημπορεί, κοντά δε εις την παράλυσιν αρχίζουν και πόνοι· πρήσκεται και τέλος πίπτει εις το κρεββάτι. Στέλλουν οι ιδικοί της να καλέσουν ιατρόν, αλλ’ η ασθενής γνωρίζουσα πόθεν πάσχει δεν θέλει ιατρόν, αλλά Ιερέα, να της ψάλη αγιασμόν. Ο Ιερεύς, αφού προσεκλήθη δια τον αγιασμόν, μαθών το γεγονός, είπε να παρακαλέσουν όλοι θερμώς τον Μάρτυρα, και να ζητήσουν πάλιν από το αίμα του να την αλείψουν, μήπως και την συγχωρήση και την θεραπεύση· τούτο δε και εγένετο παραδόξως. Διότι ευθύς ως έφερεν η μήτηρ της το άλλο ήμισυ αιματωμένον αμβάκι, όπου είχεν ο υιός της, και την εσταύρωσαν, και όλοι κλαίοντες εζήτουν την θεραπείαν της από τον Μάρτυρα, θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού! ευθύς έπαυσαν οι πόνοι· ησθάνθη παρευθύς πως έλαβε δύναμιν· οι πόδες της εξεπρήσθησαν και έγινε τελείως υγιής. Αλλά και έτερον θαύμα ακούσατε: Πατήρ τις είχε παιδίον μικρόν, το οποίον έπασχε δεκαοκτώ μήνας, και δεν ηδύνατο να εγείρη την κεφαλήν του, αλλά την είχε πάντοτε σκυμμένην εις τα έμπροσθεν. Ακούσας δε το προαναφερθέν θαύμα του Αγίου, εσταύρωσε το παιδίον με το αίμα του Μάρτυρος όπου είχεν· έβαλε δε και εις νερόν το αιματωμένον βαμβάκι, και το επότισε, και, ω του θαύματος! παρευθύς ιατρεύθη από την ανίατον νόσον, από την οποίαν έπασχε δια της μαρτυρικής χάριτος του Αγίου ενδόξου Νεομάρτυρος και χαριτωνύμου Ιωάννου· ου ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν και ημείς των ψυχικών και σωματικών παθών, και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών, μετά των απ’ αιώνος τω Θεώ ευαρεστησάντων. Αμήν
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΣΑΚΙΟΥ ή ΙΣΑΑΚΙΟΥ, Ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων,

Δημοσίευση από silver »

Τη Λ΄ (30η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΣΑΚΙΟΥ ή ΙΣΑΑΚΙΟΥ, Ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων, του Ομολογητού.

Ισαάκιος ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο Σύρος το γένος, ήκμασε δε κατά τας ημέρας του βασιλέως Ουάλεντος του Αρειανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξδ΄ - τοη΄ (364 – 378). Τότε επεκράτει η αίρεσις των Αρειανών, αι Εκκλησίαι των Ορθοδόξων είχον κλεισθή και όλοι εθρήνουν και ωδύροντο. Κατά δε το τελευταίον έτος της βασιλείας του Ουάλεντος (378) συνήχθη εις τον Δούναβιν πλήθος πολύ βαρβάρων Γότθων, οίτινες εμελέτων να ορμήσωσι κατά της Κωνσταντινουπόλεως, συνάξας δε ο Ουάλης στρατεύματα εκίνησε κατ’ αυτών. Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην ο Όσιος ούτος Ισαάκιος, ευρισκόμενος εις την Ανατολήν και πληροφορηθείς τα γενόμενα, ήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν και απαντήσας τον βασιλέα αναχωρούντα δια τον πόλεμον, είπε προς αυτόν· «Βασιλεύ, πρόσταξον να ανοιχθώσιν αι Εκκλησίαι των Χριστιανών, και εάν πράξης τούτο, θέλεις αναδειχθή νικητής κατά των εχθρών». Ο βασιλεύς όμως, πεπωρωμένος ων, ενόμισεν ως φλυαρίας τους λόγους του Οσίου. Όθεν την επιούσαν παρουσιάσθη εκ νέου ο Όσιος εις τον βασιλέα, και είπε και πάλιν προς αυτόν· «Βασιλεύ, άνοιξον τας Εκκλησίας, και θέλεις επανέλθει νικητής εν ειρήνη». Ο δε βασιλεύς, καταφρονήσας τον Όσιον, εξηκολούθει τον δρόμον του. Κατά την τρίτην ημέραν επήγε και δια τρίτην φοράν ο Όσιος προς τον βασιλέα, και κρατήσας τον χαλινόν του ίππου του, του ωμίλει άλλοτε μεν ελέγχων, άλλοτε δε παρακαλών αυτόν. Ομιλούντος δε εισέτι του Αγίου, έφθασαν εις βαθείαν και φοβεράν φάραγγα, η οποία ήτο πλήρης ακανθών οξυτάτων και τότε ο βασιλεύς ένευσεν εις τους στρατιώτας να ρίψωσι τον Άγιον εντός αυτής. Πεσών λοιπόν ο Άγιος επί των ακανθών, και νομίζων ότι ευρίσκεται επί απαλού στρώματος, ηυχαρίστει τον Κύριον. Και ιδού ευθύς ήλθον δύο λευκοφόροι και χαριέστατοι άνδρες, οι οποίοι ανεβίβασαν τον Άγιον από της φάραγγος αβλαβή, και στήσαντες αυτόν εις το μέσον της αγοράς και ενώπιον του βασιλέως, ανεχώρησαν. Βλέπων δε αυτόν ο βασιλεύς εξεπλάγη και είπε· «Δεν είναι ούτος εκείνος, όστις ερρίφθη εις την φοβεράν εκείνην φάραγγα»; Ο δε Άγιος είπε πάλιν εις τον βασιλέα· «Άνοιξον τας Εκκλησίας, σε παρακαλώ, και θα επανέλθης χαίρων εκ του πολέμου· εάν όμως δεν πράξης τούτο, ήξευρε, ότι, όταν ο πόλεμος συγκροτηθή μετά των βαρβάρων, συ θέλεις φύγει μεθ’ ενός άλλου, και θα κρυφθής εντός αχυρώνος, όπου θα καής υπό των εχθρών». Ο δε βασιλεύς, αν και πολύ εξεπλάγη και έφριξε δια τον Άγιον τούτον, όμως όχι ολιγώτερον και κατεφρόνησεν αυτόν, καθό ασύνετος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και τον παρέδωκεν εις δύο στρατιώτας, Σατόρνικον και Βίκτωρα ονομαζομένους, προστάξας αυτούς να τον φυλάττωσιν ασφαλώς έως ου επανέλθη εκ του πολέμου, ότε, είπε, θέλει θανατώσει αυτόν δια πυρός. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εάν συ επανέλθης εκ του πολέμου υγιής, δεν ελάλησεν εις εμέ ο Θεός». Όταν λοιπόν συνεκροτήθη ο πόλεμος, δεν ηδυνήθη να αντιστή ο βασιλεύς, αλλ’ έφυγεν ομού με τον πραιπόσιτον αυτού, ο οποίος πάντοτε παρεκίνει τον βασιλέα κατά των Χριστιανών, και μετ’ αυτού εκρύβη εντός αχυρώνος· οι δε βάρβαροι διώξαντες αυτούς κατόπιν, έβαλον πυρ εις τον αχυρώνα και κατέκαυσαν αυτόν ομού με τον βασιλέα και τον πραιπόσιτον. Τα στρατεύματα λοιπόν του βασιλέως επανελθόντα εκ του πολέμου και θέλοντα να πειράξωσι τον Όσιον, έλεγον προς αυτόν· «Ετοιμάσθητι να δώσης απολογίαν εις τον βασιλέα, όστις έρχεται να εκτελέση ό,τι προείπεν εναντίον σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Επτά ημέραι ήδη παρήλθον, αφ’ ότου εγώ ωσφράνθην την αποφοράν των κοκκάλων του, τα οποία κατεκάησαν επί του πυρός». Ταύτα οι στρατιώται ακούσαντες επλήσθησαν φόβου, επειδή ο Θεός εφανέρωσεν εις αυτόν όλα τα συμβάντα, και πεσόντες εις τους πόδας του Οσίου παρεκάλουν αυτόν να παραμείνη μονίμως εις την Κωνσταντινούπολιν. Ο δε Άγιος είπε· «Δότε μοι καιρόν επτά ημέρας να παρακαλέσω τον Θεόν, όπως μοι φανερώση αν τούτο είναι θέλημά Του». Παρακαλέσας δε τον Θεόν, έμαθεν ότι είναι θέλημά Του να μείνη εις την Κωνσταντινούπολιν, και ανήγγειλε τούτο εις τους παρακαλέσαντας. Όλοι λοιπόν οι πολίται ημιλλώντο να κτίσωσι Μοναστήριον προς κατοικίαν του Αγίου· εις δε εξ αυτών, Σατορνίλος ονομαζόμενος, φανείς προθυμότερος των άλλων, προέλαβε και έκτισε Μοναστήριον εις τόπον σεμνόν και αρμόδιον. Τότε ο Άγιος εισελθών εις αυτό, εδόξασε τον Θεόν· οι δε προρρηθέντες, οίτινες παρεκάλουν τον Άγιον, αφιέρωσαν εις το Μοναστήριον σιτηρέσια και αρκετά κτήματα. Όθεν συνήχθησαν εκεί πολλοί Χριστιανοί και έγιναν Μοναχοί σπουδάζοντες να ποιμαίνωνται υπό τοιούτου ποιμένος και διδασκάλου και να οδηγώνται εις την εργασίαν των εντολών του Θεού. Τραφείς λοιπόν ο Άγιος με γήρας καλόν, και την κοίμησιν αυτού εκ Θεού προγνωρίσας, συνήθροισεν όλους τους αδελφούς και τους κατήχησεν· είτα εκλέξας ένα εξ αυτών, Δαλμάτον ονομαζόμενον, κατέστησεν αυτόν Ηγούμενον εις αντικατάστασίν του, και ούτως απήλθε προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Μαΐου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΕΡΜΕΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ερμείας ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μάρκου Αυρηλίου, του και Αντωνίνου καλουμένου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ρξα΄ - ρπ΄ (161 – 180) στρατιώτης υπάρχων εις την πόλιν της Καππαδοκίας την λεγομένην Κόμανα, γέρων την ηλικίαν και λευκόθριξ. Ούτος λοιπόν δια την εις Χριστόν ομολογίαν και πίστιν συλληφθείς εφέρθη εις τον ηγεμόνα Σεβαστιανόν, και επειδή δεν ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα, πρώτον μεν συνέτριψαν τας σιαγόνας αυτού, εξέδαρον το δέρμα του προσώπου του και εξερρίζωσαν τους οδόντας του. Έπειτα ανάψαντες κάμινον, έρριψαν τον Άγιον εις αυτήν. Εξελθόντος δε του Μάρτυρος αβλαβούς εκ της καμίνου, έδωκαν εις αυτόν θανατηφόρα δηλητήρια, τα οποία, αν και ο Άγιος κατέπιεν, όχι μόνον αυτός έμεινεν ανώτερος πάσης βλάβης, αλλ’ είλκυσεν εις την Πίστιν του Χριστού και τον κατασκευάσαντα ταύτα μάγον, ο οποίος, ομολογήσας τον Χριστόν, απεκεφαλίσθη και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Του δε Αγίου Ερμεία συνέτριψαν τα νεύρα, έπειτα έβαλον αυτόν εις έλαιον βεβρασμένον, και εκέντησαν τους οφθαλμούς του· ύστερον εκρέμασαν αυτόν κατακέφαλα τρεις ημέρας, και τελευταίον απέκοψαν την τιμίαν αυτού κεφαλήν, απελθόντος ούτω του αοιδίμου στεφανηφόρου εις τα ουράνια.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Ιουνίου μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ του Φιλοσόφου.

Δημοσίευση από silver »

Ιουστίνος ο Μάρτυς και φιλόσοφος κατήγετο από την Φλαβίαν Νεάπολιν της Συρίας, υιός Πρίσκου του Βακχείου, κατά τους χρόνους Μάρκου Αυρηλίου, του και Αντωνίνου και Φιλοσόφου καλουμένου, εν έτει ρξ΄ (160). Μεταβάς δε εις Ρώμην έδωκεν αναφοράν έγραφον εις τον ρηθέντα βασιλέα κατά της πλάνης των ειδώλων και απολογίαν υπέρ της πίστεως των Χριστιανών, δια των οποίων κρατύνει μεν και βεβαιώνει την πίστιν των Χριστιανών, κρημνίζει δε και αναιρεί την πλάνην των ειδώλων, φέρων αποδείξεις και μαρτυρίας εκ τε του ορθού και φυσικού λόγου, και εκ των θείων Γραφών. Όθεν δια τούτο φθονηθείς υπό του φιλοσόφου Κρήσκεντος, εδολοφονήθη υπ’ αυτού, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον της αθλήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Ιουνίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολο

Δημοσίευση από silver »

Τη Β΄ (2α) Ιουνίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως του Ομολογητού.

Νικηφόρος ο αγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εγεννήθη κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου του εικονομάχου, εν έτει ψνη΄ (758), γέννημα και θρέμμα της βασιλευούσης των πόλεων. Οι γονείς αυτού, Θεόδωρος και Ευδοκία ονομαζόμενοι, ήσαν ευγενείς και ονομαστοί, διότι ο πατήρ του ήτο απογραφεύς και νοτάριος των προσταγμάτων και διαταγών του βασιλέως. Διαβληθείς δε εις τον βασιλέα ότι προσκυνεί τας θείας Εικόνας, κατεξεσχίσθη δια δαρμών και μαστιγώσεων και εξωρίσθη εις την πόλιν Μύλασα, φρούριον οχυρόν και φοβερόν απομονωτήριον παραθαλάσσιον, κείμενον εις την εν τη Μικρά Ασία Καρίαν, με θρόνον Επισκόπου τετιμημένην, υπαγόμενον υπό τον Μητροπολίτην Σταυρουπόλεως. Μετά ταύτα, ανακληθείς εκ της εξορίας και μη υπακούσας εις τα παράνομα του βασιλέως προστάγματα, πάλιν εξωρίσθη εις την Νίκαιαν, όπου, διατρίψας επί έξ έτη, με πολλάς κακοπαθείας ετελείωσε την ζωήν του ο αξιομακάριστος. Ο δε υιός τούτου, ο τίμιος ούτος Νικηφόρος, αφ’ ότου σχεδόν εγεννήθη, εγαλουχήθη εντός των σπαργάνων της Ορθοδοξίας. Αφ’ ου δε διήλθε την νηπιακήν ηλικίαν και εξεπαιδεύθη καλώς εις τα Ιερά Γράμματα, εγένετο βασιλικός γραμματεύς. Κατόπιν θεωρήσας άπαντα τα του κόσμου ως σκύβαλα και υφάσματα της αράχνης, ανεχώρησεν εκ Κωνσταντινουπόλεως και μετέβη εις την Προποντίδα. Εκεί δε μόνος ευρισκόμενος, μόνω τω Θεώ προσείχε και εσχόλαζεν ασκούμενος εις πόνους και ταλαιπωρίας. Και επειδή ο μέγας Ταράσιος, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ετελεύτησεν, ο τότε βασιλεύς Νικηφόρος Πατρίκιος και Γενικός Λογοθέτης, ο εν έτει ωβ΄ (802) βασιλεύσας, επίεσε τον άγιον Νικηφόρον και εγένετο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, εν τω τετάρτω έτει της βασιλείας του, ήτοι εν έτει ωστ΄ (806), κατά την Κυριακήν του Πάσχα. Αναπαυθέντος δε μετ’ ολίγον του βασιλέως Νικηφόρου, διεδέχθη την βασιλείαν ο υιός του Σταυράκιος, εν έτει ωια΄ (811). Αποθανόντος δε και τούτου ταχέως, διότι δύο μήνας μόνον εβασίλευσε, διεδέχθη την βασιλείαν Μιχαήλ ο Κουροπαλάτης ο και Ραγκαβέ επονομαζόμενος, ο ευσεβέστατος εκείνος και αγαθός Αυτοκράτωρ. Τούτον δε καταβιβάσας εκ του βασιλικού θρόνου Λέων ο πέμπτος, ο Αρμένιος, εγένετο βασιλεύς εν έτει ωιγ΄ (813) και εκινήθη ο αλιτήριος κατά των αγίων Εικόνων και κατά της ευσεβούς ημών πίστεως. Όσους δε λόγους είπεν ελέγχων ο σεβάσμιος πατήρ και Άγιος ούτος Νικηφόρος προς τον δυσσεβή εκείνον βασιλέα δια την των αγίων Εικόνων προσκύνησιν, αδύνατον είναι να γράψη τις. Όθεν, οργισθείς ο θεομισής τύραννος, κατεβίβασε τον Άγιον εκ του Πατριαρχικού θρόνου, εξώρισεν αυτόν και εφυλάκισε, προστάξας να μη λάβη ο αοίδιμος ουδεμίαν παρ’ ουδενός παραμυθίαν. Ούτω λοιπόν έζησεν ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής, κακοπαθών και ταλαιπωρούμενος εν τη εξορία, έως ου ο δείλαιος βασιλεύς απώλεσε την ψυχήν του, κατακοπείς μεληδόν εντός αυτού του θυσιαστηρίου του εν τω Φόρω Ναού κατά την εορτήν των Χριστουγέννων υπό των οικείων του και μάλιστα υπό Μιχαήλ του Τραυλού. Ο δε μακάριος Νικηφόρος, καταπονηθείς εκ των πολυχρονίων ταλαιπωριών και εις το εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας του ευρισκόμενος, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Διότι εννέα έτη διήνυσεν εν τη πατριαρχεία, δεκατρία δε εν τη εξορία. Κατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτο κατά πάντα όμοιος προς τον άγιον Κύριλλον τον Αλεξανδρείας, εκτός της γενειάδος και της κόμης, την οποίαν ο μεν θείος Κύριλλος είχε βοστρυχοειδή, ο δε άγιος Νικηφόρος κατάλευκον. Αλλ’ ούτε την ρίνα είχεν ούτος μακράν, ούτε τα χείλη παχέα, ως είχε ταύτα ο μέγας Κύριλλος. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Ναόν των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων, όπου ευρίσκεται και το τίμιον αυτού λείψανον. Η δε ανακομιδή των αγίων αυτού λειψάνων εορτάζεται κατά την ιγ΄ (13ην) του μηνός Μαρτίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Αθανασίου του θαυματουργού.

Δημοσίευση από silver »

Αθανάσιος ο εν Αγίοις πατήρ ημών, ο πληρώσας δια θαυμάτων το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Τραϊανού, κατήγετο εκ της χώρας των Κιβυρραιωτών, υιός γονέων μετρίων κατά τον πλούτον και το γένος. Όταν δε ενηλικιώθη, εβδελύχθη τον κόσμον και εξήλθεν εις την έρημον, έχων, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, ένα μόνον χιτώνα. Μεταβαίνων δε από τόπου εις τόπον και συναντών πνευματικούς άνδρας παρεδειγματίζετο εκ των αρετών αυτών και ως μαγνήτης έσυρεν εις εαυτόν τας αρετάς των. Εις δε Μοναχός, ων πρότερον άρχων της βασιλικής Συγκλήτου, εμόναζεν εις ιδικόν του Μοναστήριον παρά τον ποταμόν Σάγαριν, εντός του οποίου ευρίσκοντο Μοναχοί σκληροί και απειθείς. Όθεν, αηδιάσας την τούτων διαγωγήν, εξήλθε του Μοναστηρίου του και μετέβαινεν εις τόπον μακρινόν. Συναντήσας δε, ενώ ωδοιπόρει, τον Όσιον Αθανάσιον, ωμίλησε προς αυτόν με τόσην ευλάβειαν, ως να επίστευεν ότι ο Όσιος επέμφθη παρά Θεού. Όθεν ωδήγησεν αυτόν εις το Μοναστήριόν του. Επειδή δε ο μακάριος Αθανάσιος ήτο έμπλεως πάσης αρετής, πνευματικώς δε ώριμος, μετέστρεψε τους σκληρούς εκείνους Μοναχούς εις τον φόβον του Θεού, άλλοτε μεν παραδειγματίζων και ωφελών δια μόνων των τρόπων αυτού, άλλοτε δε παρακαλών αυτούς ή διδάσκων. Ότε ο εν Αγίοις πατήρ ημών Αθανάσιος μετέβη εις το Μοναστήριον του Τραϊανού, εγένετο Μεγαλόσχημος και Ιερεύς. Όθεν έργον είχε να τελή την θείαν μυσταγωγίαν και να καλλιγραφή και να νηστεύη καθ’ εκάστην έως εσπέρας. Είχε δε πλήρη υπακοήν και εξωμολογείτο τους κρυφίους αυτού λογισμούς, διο και ηλευθερώθη εκ των παθών και έφθασεν εις την απάθειαν. Επειδή δε έγραψε βιβλία πολλά, εβλάβησαν οι οφθαλμοί του. Κλεισθείς όθεν εντός μικρού κελλίου παρεκάλει τον Κύριον, λέγων: «Κύριε, εάν είμαι άξιος, δώρησον εις εμέ το φως των οφθαλμών μου, καθώς είχον τούτο εξ αρχής, και όσα βιβλία έγραψα και όσα θέλω γράψει, τούτων την αξίαν να φάγουν οι πένητες». Η αίτησις αύτη του Οσίου εισηκούσθη άνωθεν. Όθεν όσα βιβλία έγραψεν εις χρόνους εικοσιοκτώ και όσα χρήματα συνέλεξεν εκ του εργοχείρου του τούτου, μέχρι οβολού διεμοίρασεν εις τους πτωχούς. Εις το διάστημα λοιπόν των εικοσιοκτώ τούτων χρόνων έδωσεν εις τους πτωχούς εννεακόσια φλωρία. Πάντοτε δε ο Άγιος Αθανάσιος έμενεν εντός της καλύβης του και δεν εξήρχετο, ουδέ έβλεπεν ή ωμίλει μετά τινος, εκτός μόνον του Σαββάτου και της Κυριακής. Όταν δε έφθασεν εις γήρας βαθύ απήλθε προς Κύριον, συνοδευόμενος εις τους ουρανούς υπό των ιερών Αποστόλων Ανδρέου και Ιωάννου, ως είδεν αυτούς εις πνευματικός και διορατικός Άγιος. Είδε δηλαδή ούτος δύο φοβερούς άνδρας αστραπηβόλους, εξελθόντας εκ των εσωτερικωτέρων θαλάμων του Κυρίου ημών και Δεσπότου Χριστού και προστάξαντας τους Αγίους Αποστόλους Ανδρέαν και Ιωάννην να επαναφέρουν πάλιν εις το Μοναστήριόν του εκείνον τον οποίον ωδήγουν και έβλεπε ταύτην την οπτασίαν, αντί εκείνου δε να λάβουν τον Όσιον Αθανάσιον τον Ηγούμενον του Μοναστηρίου του Τραϊανού. Όθεν ο ιδών την οπτασίαν ταύτην έστειλεν ευθύς εις το Μοναστήριον του Τραϊανού και εύρε τον μακάριον Όσιον Αθανάσιον τελειωθέντα, καθώς αυτόν ιδίοις όμμασιν είδεν. Όχι δε μόνον ζων πολλά προεφήτευσεν ο Όσιος Αθανάσιος, άτινα πάντα δια των έργων επηλήθευσαν, αλλά και μετά θάνατον αναρίθμητα θαύματα ετέλεσεν εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού, του θαυμαστού εν τοις Αγίοις Αυτού.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”