Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Β΄ Θαύματα επιτελεσθέντα και υπό των δύο ομού Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.

Δημοσίευση από silver »


α΄. Το θαύμα της Μονής Δοχειαρίου.
Κατά τον καιρόν της βασιλείας Νικηφόρου Γ΄ του Βοτανειάτου 1078 – 1081 ήτο Μοναχός τις Ευθύμιος ονόματι εις το Άγιον Όρος, γνωστός και του Αγίου Αθανασίου, του κτίτορος της Λαύρας. Αυτός ο Ευθύμιος έκτισε μικράν Εκκλησίαν εις το Άγιον Όρος επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου, εκεί δε ησύχαζε με συνοδείαν εις θέσιν λεγομένην Δάφνην. Την εποχήν εκείνην αιχμαλωτίσαντες οι Σαρακηνοί πολλούς τόπους επήγαν και εις εκείνο το Μοναστήριον να το αιχμαλωτίσουν· όθεν οι Μοναχοί πάντες ανεχώρησαν εις τον λόγγον και εσώθησαν ομού με τον Ευθύμιον. Αφού δε ανεχώρησαν από εκεί οι Σαρακηνοί, εξήλθον οι Μοναχοί από τον λόγγον και είδον την ερήμωσιν του Μοναστηρίου, μη έχοντες δε τι να ποιήσωσι, περιεπάτουν ένθεν κακείθεν. Ο δε Ευθύμιος περιπατών έφθασεν έως εις την θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται νυν η Μονή του Δοχειαρίου και ιδών τον τόπον, ότι ήτο κατάλληλος προς κατοικίαν, έκτισε μικράν Εκκλησίαν, πάλιν επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου, εποίησε δε και τινα κελλία προς ανάπαυσιν των Μοναχών. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και τις άνθρωπος, Νικόλαος ονόματι, άρχων εκ της Κωνσταντινουπόλεως και συγγενής του Ευθυμίου, επεθύμησε να γίνη Μοναχός. Όθεν συνάξας όλην την περιουσίαν του, επήγεν εις το Μοναστήριον του Δοχειαρίου και εκουρεύθη, μετονομασθείς Νεόφυτος. Εις ολίγον καιρόν έγινε και Ηγούμενος του Μοναστηρίου δια την ενάρετον πολιτείαν του, ο δε θείος του Ευθύμιος ησύχαζε κατά μόνας. Αφού έγινεν Ηγούμενος ο Νεόφυτος, παρευθύς κατεδάφισε την μικράν εκείνην Εκκλησίαν και έκτισεν άλλην μεγαλυτέραν, όπως φαίνεται έως την σήμερον, έκτισε δε γύρωθεν και τειχόκαστρον μετά πύργου μεγάλου προς φύλαξιν του Μοναστηρίου· πλην εδαπανήθη ο πλούτος του και δεν έφθανε να ιστορηθή (εικονογραφηθή) η Εκκλησία· δια τούτο ήτο πολύ λυπημένος και παρεκάλει τον Θεόν να ευρεθή μέσον προς ιστόρησιν της Εκκλησίας. Ο δε Θεός επήκουσε την δέησίν του και έγινε τοιούτον θαύμα: Απέναντι του Αγίου Όρους έως εξήντα μίλια είναι νήσος, ονόματι Λόγγος· εις αυτήν την νήσον είχε το Μοναστήριον μετόχιον και πλησίον εις το μετόχιον ευρίσκετο στύλος αρχαίος και έγραφεν εις την κορυφήν του ούτω· «Όποιος με κτυπήση εις την κεφαλήν, θέλει εύρει χρυσίον πολύ». Πολλοί άνθρωποι έρριπτον λίθους εις την κορυφήν του στύλου και τίποτε δεν εύρισκον. Η επιγραφή όμως αύτη εννοούσε ότι εις την σκιάν της κορυφής του στύλου ήτο κρυμμένος θησαυρός εντός της γης· όταν δε ηθέλησεν ο Θεός να φανερωθή το χρυσίον εκείνο, ωκονόμησε και τοιούτον έργον. Εις το μετόχιον εκείνο του Μοναστηρίου ήτο νέος τις έως είκοσι ετών εργάτης με μισθόν, πολλάκις δε επήγαινε και αυτός εις τον στύλον εκείνον και εθαύμαζε την υπόθεσιν. Ημέραν τινά, κατά την ανατολήν του ηλίου, επήγεν ο νέος εις εκείνον τον στύλον και έβλεπε που κτυπά η σκιά του στύλου· και ως την είδεν, έσκαψεν ολίγον την γην και εύρε μαρμάρινον λίθον, κάτωθεν δε ήτο χάλκινον αγγείον μέγα, γεμάτον χρυσά νομίσματα. Ως είδεν ο νέος, ηλλοιώθη όλος και αμέσως πάλιν εκάλυψε την θέσιν και πηγαίνει εις το Μοναστήριον, λέγει δε του Ηγουμένου Νεοφύτου· «Δέσποτα άγιε, χρυσίον πολύ εύρον εις το μετόχι μας και στείλε μαζί μου Μοναχούς, να υπάγωμεν να το φέρωμεν εις το Μοναστήριον». Τότε εξέλεξεν ο Ηγούμενος τρεις Μοναχούς, τους φαινομένους ευλαβείς, και τους στέλλει με το πλοίον του Μοναστηρίου να φέρουν το χρυσίον. Επήγαν λοιπόν αυτοί και ευρόντες το χρυσίον το επήραν ομού με το δοχείον και τον λίθον, όστις το εκάλυπτεν. Ερχόμενοι όμως εις την θάλασσαν εδελεάσθησαν από τον θησαυρόν οι κακότροποι εκείνοι Μοναχοί και απεφάσισαν να τον κρατήσουν αυτοί. Όθεν λαμβάνουσι και δένουσι τον λίθον από τον λαιμόν του νέου και τον ρίπτουσιν εις την θάλασσαν, όταν ήρχισεν η εσπέρα. Ο νέος πίπτων εις την θάλασσαν επεκαλέσθη την βοήθειαν των Ταξιαρχών, παρευθύς δε οι δύο Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ εφάνησαν έμπροσθέν του ως αετοί χρυσόπτεροι και τον ήρπασαν από το βάθος της θαλάσσης, στιγνιαίως δε ευρέθη εις το μέσον της Εκκλησίας του Δοχειαρίου· οι δε Μοναχοί εκείνοι διεμοίρασαν τον θησαυρόν μεταξύ των, έπειτα επήγαν και τον έκρυψαν έξω του Μοναστηρίου, αυτοί δε έμειναν εις τον αρσανάν (νεωλκείον)· ο δε νέος από τον φόβον του δεν εκινήθη ποσώς και απεκοιμήθη εκεί εις τον Ναόν. Κατά τον όρθρον ηγέρθη ο κανδηλανάπτης και επήγε να ανάψη τας κανδήλας δια να ψάλουν την ακολουθίαν· βλέπων δε τον νέον εν μέσω της Εκκλησίας, ενόμισεν ότι ήτο φάντασμα και εστράφη εις τα οπίσω· αλλά κατόπιν επήγε πάλιν και είδε το αυτό. Τότε μετέβη εις τον Ηγούμενον και του λέγει· «Γέροντά μου, φάντασμα είναι εις την Εκκλησίαν και δεν δύναμαι να έμβω». Του λέγει ο Ηγούμενος· «Τι φοβείσαι; Κάμε τον Σταυρόν σου και ύπαγε με θάρρος». Επήγεν λοιπόν αλλά και πάλιν έβλεπε τον νέον· όθεν επέστρεψεν εις τον Ηγούμενον. Ως ήκουσε τούτο ο Ηγούμενος, ηγέρθη και επήγε με τον εκκλησιάρχην εκείνον εις την Εκκλησίαν, βλέπει δε καθαρώς ότι ήτο αληθινόν το βλεπόμενον, ο δε νέος εκοιμάτο επάνω εις τα μάρμαρα και είχε και τον λίθον δεδεμένον εις τον λαιμόν του. Τότε εκτύπησε με την ράβδον και τον εξύπνησε. Λέγει δε προς αυτούς ο νέος· «Είπέτε μοι, αδελφοί, που είμαι; Μοι φαίνεται ότι εις την θάλασσαν είμαι, ως με έρριψαν οι Μοναχοί». Ο δε Ηγούμενος του λέγει· «Δεν γνωρίζεις που είσαι; Ιδού το Μοναστήριον· ιδού η Εκκλησία του Δοχειαρίου· ιδού και εγώ ο Ηγούμενος Νεόφυτος· αλλά ειπέ εις ημάς πως ευρέθης εδώ;» Τότε τους λέγει ο νέος· «Αφήτε με ολίγην ώραν έως να έλθω εις εαυτόν». Αφού δε παρήλθεν αρκετή ώρα, διηγήθη τα όσα έπαθεν από τους Μοναχούς εκείνους. Τότε λέγει ο Ηγούμενος· «Συ μένε αυτού έως πρωϊας και ημείς να ψάλωμεν την ακολουθίαν έξω, έως να έλθουν από τον αρσανάν εις το Μοναστήριον και οι τρεις κακούργοι να ίδωσι το θαύμα». Πρωϊας γενομένης παρήγγειλεν ο Ηγούμενος εις τους τρεις εκείνους και ήλθον· έπειτα τους λέγει· «Πως εκάματε, πατέρες, δια το εύρημα;» Λέγουν εκείνοι· «Ψέμματα ήτο, Γέροντά μου, η υπόθεσις· μας ηπάτησεν ο νέος, και δια τούτο τον ηπειλήσαμεν και έφυγε». Τους λέγει ο Ηγούμενος· «Δόξα σοι ο Θεός· ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να ευχαριστήσωμεν το Θεόν». Και εισελθόντες βλέπουσι το παιδίον δεδεμένον από τον λαιμόν με τον λίθον κρεμασμένον. Και ως το είδον οι τρεις εκείνοι κακούργοι, από τον θαυμασμόν των έμειναν άφωνοι. Τότε τους ηπείλησεν ο Ηγούμενος και έφερον όλον τον θησαυρόν εις το Μοναστήριον, πάραυτα δε τους εδίωξεν από το Μοναστήριον και έκειρε Μοναχόν το παιδίον, εζωγράφησε δε και την Εκκλησίαν και την επωνόμασεν εις το όνομα των Αγίων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ.

β΄. Η εύρεσις του ύδατος του Δχειαρίου.
Και άλλο δε θαύμα εποίησαν οι Αρχάγγελοι εις το Μοναστήριον αυτό του Δοχειαρίου, το οποίον ακούσατε: Κατά τον χρόνον του βασιλέως Ανδρονίκου του Παλαιολόγου συνήχθησαν οι Μοναχοί δια να ποιήσωσιν έργον τι προς μεταφοράν του ύδατος, διότι ήτο τούτο τρία μίλια μακράν και έως να έλθη με αυλάκια εις το Μοναστήριον, εμολύνετο από την καύσιν του ηλίου και από το χώμα της γης και επροξένει πολλάς ασθενείας, προπάντων δε εις τους πόδας επροξένει ογκώσεις και ποδαλγίας· απεφάσισαν δε πάντες να ποιήσωσι σωλήνας μεγάλους και να σκάψωσι την γην βαθέως, έπειτα να καλύψωσι με χώμα τους σωλήνας να έρχεται το ύδωρ εις το Μοναστήριον. Και ως απεφάσισαν τούτο, Θεόδουλός τις Μοναχός, κτίστης, ανέλαβε την εργασίαν να την κάμη, εσυλλογίζετο δε την επαύριον να αρχίσουν το έργον. Κατά την νύκτα όμως εκείνην φαίνονται οι δύο Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ εις τον Θεόδουλον και του λέγουν· «Άνθρωπε, τι κοπιάζεις και δαπανάς ματαίως το Μοναστήριον; Γίνωσκε, ότι το ύδωρ είναι εντός του Μοναστηρίου». Εκείνος δε ως ήκουσε, του εφάνη ότι ηγέρθη και λέγει προς εκείνους· «Σας παρακαλώ, δείξατέ μου πού είναι;» Εκείνοι δε έλαβον αυτόν εκ της χειρός και του λέγουν· «Ελθέ να σου το δείξωμεν». Τότε τον επήγαν έως εις την θέσιν, εις την οποίαν είναι τώρα το πηγάδιον εις το Μοναστήριον, και λαμβάνουσι δικέλλιον και σκάπτουσιν· έπειτα του έδωσαν από το ύδωρ εκείνο και έπιε, του εφάνη δε πολύ γλυκύ. Πάραυτα εξύπνησεν ο Θεόδουλος και καλέσας τους αδελφούς τους λέγει· «Όρασιν είδα ταύτην την νύκτα καθ’ ύπνον, ότι ήλθον οι δύο Αρχάγγελοι και μου έδειξαν, ότι το ύδωρ είναι εις το Μοναστήριον. Όθεν έλθετε να σκάψωμεν εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον μου έδειξαν». Επήγαν λοιπόν και σκάψαντες, εφάνη παρευθύς φλέβα ύδατος· σκάψαντες δε βαθύτερον εύρον ύδωρ υγιέστατον και εδόξασαν τον Θεόν και τους αυτού Αρχαγγέλους. Υπάρχει δε τούτο μέχρι της σήμερον, το οποίον ωνόμασαν αγίασμα και όστις μετά πίστεως πίη εξ αυτού, ευρίσκει ίασιν από πάσαν ασθένειαν.


γ΄. Περί της οπτασίας γυναικός τινος καλουμένης Άννης.
Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο πλουσία τις ονόματι Άννα, η οποία ησθένησε πολύ έως εις θάνατον, κατά το διάστημα δε τούτο της ασθενείας της εβωβάθη, πάντες δε οι παρεστώτες ενόμιζον ότι απέθανεν. Επειδή δε ο άνδρας της έλειπεν εις την χώραν, του παρήγγειλαν να έλθη να θάψουν την Άνναν. Άφησαν λοιπόν όλην εκείνην την ημέραν την νομιζομένην νεκράν, η δε μήτηρ της και η αδελφή της εκάθηντο και έκλαιον, αναμένουσαι τον άνδρα της δια να έλθη. Το εσπέρας όμως η νομιζομένη νεκρά ήπλωσε τας δύο χείρας της και είπε· «Δόξα σοι, Παναγία μου Θεοτόκε». Και παρευθύς ηγέρθη και εφίλησε την μητέρα της και τας αδελφάς της, εκείναι δε την ηρώτησαν τι έπαθε, και διατί δεν ηδύνατο να τους ομιλήση. Πρωϊας γενομένης επήγαν τινές των συγγενών της και εκάλεσαν τον Πνευματικόν της να υπάγη εις την Άνναν. Επήγε λοιπόν ο Πνευματικός, όστις μετά πολλάς παραινέσεις μόλις και μετά βίας κατέπεισε την Άνναν να ομιλήση και του λέγει· «Δεν δύναμαι, άγιε Πνευματικέ, να σου παραστήσω όσα είδα παράδοξα θαύματα, πλην άκουσον όσα ενθυμούμαι: Εγώ εβωβάθην και ενεκρώθην, ως όλοι οι αποθαμμένοι, ήλουον όμως τους κλαυθμούς των συγγενών μου, αλλά να ομιλήσω δεν ηδυνάμην. Αφού δε παρήλθεν ώρα ικανή, ήκουα ως από μακρόθεν τας φωνάς των. Τότε είδα ως να ήλθον δύο άνδρες φοβεροί, οίτινες, ως μου εφαίνοντο, ήσαν οι δύο Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, των οποίων την λαμπρότητα αδύνατον είναι να διηγηθώ. Με επήραν λοιπόν αυτοί και με ανεβίβασαν εις το ύψος του ουρανού· εκείνα δε τα οποία είχα εγώ κατά νουν, αυτοί τα ηννόουν, εκείνα δε τα οποία διελογίζοντο εκείνοι, τα ηννόουν εγώ· ενεθυμούμην δε ότι εγώ είμαι αμαρτωλή και θέλω κολασθή, αυτοί δε εβούλοντο να με καταβιβάσουν εις τον άδην. Καθώς λοιπόν με ανεβίβασαν εις τον ουρανόν, είδα εκεί πλήθος Αγγέλων αναρίθμητον, οίτινες έψαλλον μεγαλοφώνως· «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαββαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου». Οι δε Αρχάγγελοι, οίτινες με εκράτουν, μου έλεγον να προσκυνήσω· εγώ δε από τον φόβον μου, πεσούσα προσεκύνησα, πλην ποίον προσεκύνησα δεν είδον. Εκεί δε όπου προσεκύνησα, ήκουσα φωνήν μεγάλην, ήτις είπεν· «Λάβετε αυτήν εις τα καταχθόνια». Και πάραυτα με ήρπασαν οι φοβεροί Αρχάγγελοι και με κατεβίβασαν εις τόπον φοβερόν και σκοτεινόν, εκεί δε με άφησαν οι Άγγελοι και πλέον δεν τους είδα». Ταύτα λέγουσα η Άννα έκλαιεν ενθυμουμένη την φρικτήν εκείνην κόλασιν· αναλαβούσα δε ολίγον συνέχισε λέγουσα· «Εις εκείνον τον τόπον ήτο πλήθος πολύ ανθρώπων, ηκούετο δε κλαυθμός γοερός εξ εκείνων με τους οποίους συνηριθμήθην, έκλαια δε και εγώ η αθλία διαλογιζομένη τις να με βοηθήση. Και έλεγα: Αλλοίμονον εις εμέ! Τι θα γίνω; Παναγία Θεοτόκε, βοήθει μοι και λύτρωσόν με από τούτον τον σκοτεινόν και φοβερόν τόπον, και αν ζήσω, να μετανοήσω με όλην μου την καρδίαν. Οι δε άλλοι αμαρτωλοί μού έλεγον· «Και συ ήλθες εδώ; Και δεν ήκουες όσα έλεγον τα βιβλία της Εκκλησίας μας; Δεν ήκουες τον λόγον του Ευαγγελίου, όστις έλεγε να μετανοήσης δια να μη κολασθής;» Και ησχυνόμην, Γέροντα, την πολλήν κατηγορίαν εκείνην· μετά δε παρέλευσιν ικανής ώρας, είδα πάλιν τους Αρχαγγέλους εκείνους, οίτινες ήλθον και μου λέγουν· «Εγείρου απ’ αυτού, η Παναγία Θεοτόκος σου χαρίζει την ζωήν σου, και ύπαγε να μετανοήσης δια τας αμαρτίας σου, και να ποιήσης αγάπην με τους ανδραδέλφους σου, ημείς δε θέλομεν πάλιν έλθει μετά δύο μήνας και θέλομεν σε λάβει οριστικώς, μόνον φρόντισον να ποιήσης έργα καλά, να σωθής», και με τον λόγον αυτόν ευρέθην πάλιν ζώσα εις το σώμα μου». Ταύτα ακούσας μετά προσοχής ο Πνευματικός της λέγει· «Και ποία ήτο η έχθρα, την οποίαν είχες με τους ανδραδέλφους σου;» Απεκρίθη η Άννα· «Έχθραν μεγάλην είχα με αυτούς· αλλά σε παρακαλώ, ειπέ εις τον άνδρα μου να με αφήση να γίνω Μοναχή, διότι κατά τον λόγον των Αρχαγγέλων, πάλιν αποθνήσκω μετά δύο μήνας». Ενώ δε συνωμίλει ο Πνευματικός με την Άνναν, έφθασε και ο ανήρ της, όστις ως είδεν αυτήν ζώσανε χάρη, ο δε Πνευματικός τού λέγει· «Η γυνή σου εξομολογείται πράγματα φοβερά και παράδοξα, σε παρακαλεί δε να την αφήσης να γίνη Μοναχή». Του λέγει ο ανήρ της· «Πως είναι δυνατόν, Πάτερ άγιε, να αφήσω εγώ την γυναίκα μου να γίνη Μοναχή, ήτις δεν είναι ακόμη είκοσι δύο ετών, εγώ δε να τρέχω εις την απώλειαν;» Του λέγει ο Πνευματικός· «Αυτή λέγει ότι μετά δύο μήνας αποθνήσκει και τι το όφελος;» Απεκρίθη ο άνδρας της· «Ασθενής είναι και παραληρεί, πλην εγώ δεν την αφήνω». Όθεν δεν την άφησε να γίνη Μοναχή και μετά δύο μήνας απέθανε. Έλεγεν δε η μήτηρ της μετά τον θάνατόν της, ότι αφ’ ότου είδε την οπτασίαν εκείνην, μόνον ολίγον άρτον έτρωγε μετά την ενάτην και γονυκλισίας πολλάς εποίει καθ’ εκάστην. Αυτά τα θαύματα, όσα διηγήθην, όλα οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι Αρχάγγελοι τα εποίησαν· είναι δε και άλλα πολλά θαύματα τα οποία καθ’ εκάστην ποιούν οι Αρχάγγελοι, πλην και από όσα διηγήθημεν αρκετόν είναι να δοξάσωμεν τον Θεόν και τους αυτού Αρχαγγέλους, ίνα αξιώση και ημάς ο Θεός της Βασιλείας αυτού. Αμήν. Ταις των σων Αρχαγγέλων και πασών των Αγγελικών Δυνάμεων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ και ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ονησιφόρος και Πορφύριος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους καιρούς του κατά των Χριστιανών διωγμού, όστις εγένετο επί της βασιλείας Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, εν έτει 290. Διαβληθέντες δε ως Χριστιανοί προς τους τυράννους και παρασταθέντες εις το βήμα, ωμολόγησαν με ανδρείαν μεγάλην τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ποιητήν ουρανού και γης. Όθεν δια την ομολογίαν των ταύτην υπέμειναν διάφορα βάσανα εις όλον το σώμα· έπειτα ηπλώθησαν επάνω εις εσχάρας πεπυρακτωμένας. Έχαιρον δε οι αοίδιμοι εις όλα ταύτα τα βασανιστήρια και ηυχαρίστουν τον Θεόν, βλέποντες δια μέσου αυτών την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών· όθεν δια τούτο ελαφρύνοντο και εκ των πόνων του σώματος. Οι δε σκληροί εκείνοι και δυσσεβέστατοι τύραννοι, βλέποντες τους Αγίους, ότι έχαιρον και έμενον ανώτεροι από τας βασάνους, εξήφθησαν περισσότερον· και δέσαντες τους τιμίους πόδας αυτών εις αγρίους ίππους, και έπειτα διώκοντες αυτούς επί πολλάς ώρας εντός ακανθών και τριβόλων και τόπων δυσβάτων, κατεξέσχισαν και διεσκόρπισαν τας σάρκας των γενναίων αγωνιστών, γενόμενοι ούτως αίτιοι να αναβώσιν αι των Αγίων ψυχαί εις τον ποθούμενον Κύριον. Τότε Χριστιανοί τινες κρυφίως λαβόντες τα άγια αυτών λείψανα, ενεταφίασαν αυτά εις χωρίον ονομαζόμενον Παγκεανών, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Θεόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων πέντε Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, ΟΛΥΜΠΑ, ΡΟΔΙΩΝΟΣ, ΕΡΑΣΤΟΥ,

Δημοσίευση από silver »

Ολυμπάς, Ροδίων, Έραστος, Σωσίπατρος και Κούαρτος οι Άγιοι Απόστολοι είναι εκ των Εβδομήκοντα και ο μεν Άγιος Απόστολος Ολυμπάς, περί του οποίου γράφει ο θείος Απόστολος Παύλος εν τη προς Ρωμαίους Επιστολή· «Ασπάσασθε Ολυμπάν» (Ρωμ. ιστ: 15) και ο Ροδίων ακολουθούντες τον Απόστολον Πέτρον αμφότεροι απεκεφαλίσθησαν εν τη Ρώμη υπό Νέρωνος του βασιλεύσαντος εν έτει νδ΄ (54). Ο δε Σωσίπατρος, περί του οποίου γράφει ο Παύλος εν τη προς Ρωμαίους Επιστολή· «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ιστ:21), χρηματίσας Επίσκοπος Ικονίου εν ειρήνη ανεπαύθη. Ο δε Έραστος, περί του οποίου γράφει ο αυτός Παύλος εν τη αυτή Επιστολή· «Ασπάζεται υμάς Έραστος ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. ιστ: 21) γενόμενος οικονόμος της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας και μετά ταύτα χρηματίσας Επίσκοπος Νεάδος (ή Πανεάδος), εν ειρήνη ετελειώθη. Ο δε Κούαρτος περί του οποίου γράφει ο αυτός Παύλος· «Ασπάζεται υμάς Κούαρτος ο αδελφός» (αυτόθι), έγινεν Επίσκοπος Βηρυττού και πολλούς πειρασμούς δια την ευσέβειαν υπομείνας και πολλούς Έλληνας υποστρέψας προς Κύριον, ανεπαύσατο εν ειρήνη.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΜΗΝΑ, του εν τω Κοτυαείω.

Δημοσίευση από silver »

Μηνάς ο θαυμαστός ούτος Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει 296, ων κατά την αρετήν περιβόητος και λάμπων ώσπερ ήλιος. Πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, προγόνους δε και πατέρα είχεν ασεβείς κατά την θρησκείαν ειδωλολάτρας· και όμως από τοιούτους γονείς γεννηθείς ο Άγιος εχρημάτισε δούλος του Χριστού εκλεκτός. Αφού ανετράφη ο Άγιος και ήλθεν εις την ηλικίαν των ανδρών, απεγράφη εις την τάξιν των στρατιωτών, ευρισκόμενος εις τα βασιλικά στρατεύματα εις τα Νούμερα (στρατιωτικά τάγματα) τα ονομαζόμενα Ρουταλικά, υπό τον ηγεμόνα Αργυρίσκον, εν τω Κοτυαείω της Φρυγίας Σαλουταρίας, το οποίον τώρα τουρκιστί ονομάζεται Κιουτάϊ. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ο ταξίαρχος Φιρμηλιανός, συνάξας τους στρατιώτας του επήγεν εις την Μπαρμπαρίαν δια να την φυλάττη, εν μέσω δε εκείνων των στρατιωτών ήτο, ως είπον, και ο Άγιος Μηνάς. Διέφερε δε ο Άγιος των άλλων στρατιωτών, όχι μόνον εις το ανάστημα του σώματος, εις την ωραιότητα και εις την ανδρείαν, αλλά και εις την φρόνησιν· δια τούτο ήτο και γνώριμος εις τους πολλούς και είχεν όνομα επαινετόν. Ημέραν τινά, ευθύς ως ήκουσε τας διαταγάς του βασιλέως, δι’ ων παρηγγέλλοντο οι στρατιώται και ωδηγούντο εις το πως να συλλαμβάνωσι τους Χριστιανούς και να τους τυραννώσιν, εμίσησε τοσούτον το ασεβέστατον εκείνο πρόσταγμα, ώστε έρριψε την ζώνην την στρατιωτικήν, η οποία ήτο σημείον κατ’ εκείνον τον καιρόν εις τους στρατιώτας και ανέβη εις το όρος, όπερ ήτο άνωθεν του Κοτυαείου, ένθα ησκήτευε, προκρίνας κάλλιον να κατοική με τα θηρία, παρά να ευρίσκεται με τους εχθρούς του Χριστού ειδωλολάτρας. Εκεί διατρίψας ο Άγιος ικανόν καιρόν, εκαθάρισεν εαυτόν με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς. Αφού δε εστερέωσε και ενεδυνάμωσε την καρδίαν του με τον ένθεον ζήλον του Χριστού και ήναψε την ψυχήν του από την θείαν αγάπην, είδε και αποκάλυψιν, ότι καιρός είναι να μαρτυρήση. Όθεν ημέραν τινά, κατά την οποίαν είχον μεγάλην πανήγυριν οι ειδωλολάτραι, κατέβη από το βουνόν, και σταθείς εν μέσω αυτών ανεκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Και μετά μεγάλης φωνής έκραξε λέγων· «Γνωρίσατε καλά, ότι εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός, αυτά δε άτινα σεις λατρεύετε είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Όσοι ήκουσαν την φωνήν ταύτην όλοι συνηθροίσυησαν προς αυτόν να ίδωσι τις είναι, αφήσαντες τους χορούς και τα παιχνίδια της εορτής. Εθαύμαζον δε πως ετόλμησεν ούτος να παρουσιασθή εις τοσούτον πλήθος. Όσοι λοιπόν ήσαν κρυφοί Χριστιανοί εχάρησαν εις την παρρησίαν του Αγίου, οι δε ειδωλολάτραι, σύροντες και δέροντες έφερον τον Άγιον έμπροσθεν του ηγεμόνος της πόλεως, ονόματι Πύρρου, όστις εκάθητο εφ’ υψηλού θρόνου, δια να βλέπη το θέατρον. Ευθύς δε ως είδε τον Άγιον, ηυλαβήθη το σχήμα του και την ηλικίαν του, διότι ήτο τότε ο Άγιος έως πεντήκοντα ετών και είχε πρόσωπον και σχήμα άξιον ευλαβείας. Δια τούτο τον εξήταζε με ημερότητα, πόθεν είναι, τις είναι και από ποίαν θρησκείαν. Προς τούτον ο Άγιος απεκρίθη· «Πατρίδα μεν έχω την Αίγυπτον, καλούμαι δε Μηνάς· ήμην δε και ποτε στρατιώτης· αλλ’ όμως, επειδή είσθε ασεβείς και ειδωλολάτραι, άφησα την τιμήν σας και ήμην εις το όρος κεκρυμμένος Χριστιανός. Τώρα δε ήλθα να παρουσιασθώ ενώπιον πάντων και να ομολογήσω τον Χριστόν μου ως Θεόν αληθινόν, ίνα και αυτός με ομολογήση ως δούλον αυτού εν τη Βασιλεία των ουρανών, καθώς το λέγει και μόνος του· «όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, μεγάλως οργισθείς προσέταξε να φυλακίσωσι τον Άγιον, ίνα συλλογισθή, πως θα τον θανατώση. Πρωϊας δε γενομένης αφού διελύθη η πανήγυρις της εορτής, διέταξε να εκβάλωσι τον Άγιον από την φυλακήν. Και πρώτον μεν κατήγγειλε μέγα έγκλημα κατά του Αγίου, ότι ετόλμησεν εις τοσούτον πλήθος να είπη τοιούτους λόγους· διότι καταφρόνησιν ιδικήν του είχε την παρρησίαν του Αγίου· έπειτα τον ωνείδιζεν, ότι άφησε την υπηρεσίαν τού βασιλέως. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ναι, ηγεμών· ούτω πρέπει να ομολογώμεν φανερά και παρρησία τον Χριστόν μου, διότι είναι φως και να μη φοβώμεθα, καθώς Εκείνος είπεν, «από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28), αλλά να τον κηρύττωμεν και στόματι και καρδία· διότι και ο Απόστολος Παύλος ούτω μας εδίδαξε λέγων· «Καρδία γαρ πιστεύετε εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείτε εις σωτηρίαν» (Ρωμ. ι:10). Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, λέγει προς αυτόν· «Σε βλέπω, ω Μηνά, ότι δεν είσαι νέος μωρός, ώστε να μη γνωρίζης το συμφέρον σου· ιδού έχεις ηλικίαν γεροντικήν· μη λοιπόν κάμης ως μωρός και καταφρονήσης ταύτην την γλυκυτάτην ζωήν, προτιμών τον θάνατον. Συλλογίσου ως φρόνιμος το καλλίτερον και ελθέ ίνα γίνης συγκοινωνός μεθ’ ημών, έχε δε και την πρώτην σου τάξιν και, αν μας ακούσης, και ο βασιλεύς θέλει σε τιμήσει και οι θεοί θέλουσι σε συγχωρήσει, αν και τους ύβρισες χθες». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος πρώτον μεν εγέλασε δια τους λόγους του ηγεμόνος, έπειτα δε απεκρίθη και είπε· «Δεν είναι κανέν πράγμα, ω ηγεμών, ουδέ καμμία βάσανος ικανή να με χωρίση από την αγάπην του Χριστού μου· και εάν θέλης και με το έργον, κάμε οιανδήποτε παίδευσιν θέλεις και θα σοι οφείλω και χάριτας». Τότε ο Πύρρος με πολύν θυμόν λέγει εις τους στρατιώτας· «Συλλάβετε τον μιαρόν τούτον και τανύσατε αυτόν κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και δέρετε αυτόν αλύπητα, έως ου απολαύση εκείνο όπερ ζητεί». Πριν δε ή τελειώση τον λόγον, παρευθύς το πρόσταγμα. Κατ’ εκείνην δε την ώραν έδειξεν ο Άγιος την υπομονήν του και την καρτερίαν του τόσον, ώστε εφαίνετο ότι άλλος επαιδεύετο· μάλιστα δε εφαίνετο όλως ευφραινόμενος· δις και τρις ηλλάχθησαν οι στρατιώται· τοσαύτην δε ανδρείαν έδειξεν, ώστε όλοι εθαύμαζον, όχι τοσούτον εις την πρώτην τόλμην του, όσον εις την τόσην υπομονήν. Φίλος δε τις παλαιός του Αγίου, στρατιώτης και αυτός, ονόματι Πηγάσιος, βλέπων το σώμα του Αγίου ότι μέλλει να σκορπισθή από τας πληγάς, επήγεν ως λυπούμενος προς τον Άγιον και του λέγει· «Δεν βλέπεις, ω άνθρωπε, ότι όλος διελύθης, ότι αι σάρκες σου κολλώνται εις τα λωρία και ότι εις ολίγην ώραν μέλλεις αδίκως να θανατωθής; Ειπέ ότι θυσιάζεις και ο Θεός σου θέλει σε βοηθήσει, διότι δεν το κάμνεις με την θέλησίν σου, αλλά μη θέλων δια τας αφορήτους πληγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος εγύρισε με βλέμμα φοβερόν και του λέγει· «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. στ:9)· φύγε από εμέ, εχθρέ της αληθείας και ουχί φίλε μου· διότι εγώ εις τον Χριστόν μου εθυσίασα και θέλω θυσιάσει, ο οποίος είναι και βοηθός μου, και ταύτας τας πληγάς με δυναμώνει να τας υποφέρω ως τρυφήν και χαράν». Ταύτα βλέπων ο Πύρρος προσέταξε να τον δέσουν υψηλά τανυστόν εις ξύλον όρθιον και με σιδηρούς όνυχας να ξέωσι δυνατά το σώμα τού Αγίου, έως ου φανώσι και τα εντόσθιά του. Ταύτης της βασάνου γενομένης, είπεν ο θηριώνυμος ηγεμών, περιπαίζων τον Άγιον· «Εγνώρισας εις το σώμα σου, ω Μηνά, ολίγην παίδευσιν δια να φρονιμεύσης ή ακόμη θέλεις να σου προσθέσωμεν και άλλην τιμωρίαν εις χαράν σου και αγαλλίασιν;» Ο Μάρτυς είπεν· «Ω ανόητε, τι συλλογίζεσαι με τοιαύτα παιχνίδια να γυρίσης εμέ από την πίστιν μου ή με τοιαύτας βασάνους να διασείσης τον στερεόν πύργον της ομολογίας μου;» Ταύτα ως ήκουσεν ο Πύρρος διέταξε τους στρατιώτας του περισσότερον να ξέωσι τον Άγιον και προς αυτόν είπεν· «Άφες την κακήν επιμονήν, ω Μηνά, και υποτάγηθι εις τον μεγάλον βασιλέα Μαξιμιανόν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δια να μη γινώσκης ποίος είναι ο βασιλεύς, τον οποίον ομολογώ εγώ, δια τούτο λέγεις να τον αρνηθώ και να υποταχθώ εις τον φθαρτόν και γήϊνον βασιλέα, αλλ’ εγώ δεν αρνούμαι τον αληθινόν Βασιλέα, όστις δίδει πνοήν και ζωήν εις πάντας τους εν τη γη και έδωκε και έχει εξουσίαν εις τους βασιλείς». Βλέπων ο δικαστής την επιμονήν του Αγίου ηθέλησε να προσελκύση αυτόν εντέχνως εις το θέλημά του· όθεν προσποιούμενος ότι δεν γνωρίζει τι λέγει ο Άγιος, είπε· «Και ποίος είναι αυτός, ω Μηνά, όστις δίδει την εξουσίαν εις τους βασιλείς και είναι και βασιλεύς πάσης κτίσεως;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ο Ιησούς Χριστός είναι, ο του Θεού Υιός, ο πάντοτε ζων και διαμένων, εις τον οποίον υποτάσσονται πάντα εν τω ουρανώ και εν τη γη». Ο δικαστής είπε· «Και δεν ηξεύρεις, ω Μηνά, ότι δι’ αυτό το όνομα όπου λέγεις οργίζονται οι βασιλείς και προστάσσουσι να σας τιμωρώμεν ανηλεώς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Αν οργίζωνται οι βασιλείς, εμέ δεν με λυπεί, ουδέ τους συλλογίζομαι· ένα σκοπόν έχω· να αποθάνω εις την καλήν ταύτην ομολογίαν. Διότι, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος, «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. η:35). Ταύτα μεν ο Άγιος έλεγεν· ο δε τύραννος περισσότερον ωργίσθη και προστάσσει τους στρατιώτας να λάβωσι τριχίνους σάκκους, να τρίβωσι δυνατά το σώμα του Αγίου το εξεσμένον. Τούτου δε γενομένου ο Άγιος έλεγε· «Σήμερον αποδύομαι τους δερματίνους της αμαρτίας χιτώνας και ενδύομαι το φωτεινόν ένδυμα της Βασιλείας του Θεού». Πάλιν ο δικαστής, βλέπων ότι και ταύτην την βάσανον ο Άγιος ως παίγνιον υπολαμβάνει, προσέταξε να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και να κατακαίωσι κύκλωθεν το σώμα του Αγίου. Αλλά και εις αυτήν την βάσανον ο Άγιος έλεγεν: «Έχω τον Χριστόν μου βοηθόν, όστις είπε να μη φοβώμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι». Ταύτα ακούων ο δικαστής και βλέπων ότι δεν δύναται με άλλην βάσανον να ελκύση τον Άγιον προς αυτόν, προσέταξε να τον καταβιβάσωσιν από το ξύλον και να τον οδηγήσωσιν έμπροσθέν του· έπειτα του λέγει· «Ειπέ μοι, ω Μηνά, πόθεν σοι ήλθε η τοσαύτη σοφία των γραμμάτων, να αποκρίνεσαι ούτως, συ όστις ως στρατιώτης, ήσο συνειθισμένος εις πολέμους και φόνους;» Ο δε Άγιος, σοφιζόμενος υπό της Χάριτος του Θεού, απεκρίθη· «Ο Θεός μου, η αληθής σοφία του Πατρός, αυτός με εσόφισεν, ω δικαστά, να ελέγξω την αθεότητά σου. Διότι αυτός ούτως είπε· όταν υπάγητε έμπροσθεν βασιλέων και τυράννων δια το όνομά μου, μη μεριμνήσητε πως ή τι λαλήσητε· διότι θέλει δοθή εις ημάς, εν εκείνη τη ώρα, σοφία «η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ πάντες αντιστήναι οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Ο ηγεμών είπε· «Εγνώριζεν ο Χριστός σας ότι μέλλετε οι Χριστιανοί να τινωρήσθε από ημάς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή είναι Θεός αληθής βεβαίως το εγνώριζε. Διότι είναι και καρδιογνώστης των ανθρώπων και προγνώστης των μελλόντων, εξ ου τα πάντα εγένοντο». Προς ταύτα ο δικαστής μη δυνάμενος να απαντήση είπεν· «Άφες τας ματαιολογίας και περισσολογίας, ω Μηνά, και έκλεξον εν εκ των δύο· ή την του Χριστού σου ομολογίαν ή την μεθ’ ημών διαγωγήν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Με τον Χριστόν μου και ήμην και είμαι και θα είμαι πάντοτε». Ο δικαστής είπε· «Σε λυπούμαι, ω Μηνά, να σε θανατώσω, τοιούτον άνθρωπον όντα· όμως έχε άδειαν δια μίαν ώραν να συλλογισθής το συμφερώτερόν σου». Ο Άγιος απεκρίθη· «Και δέκα έτη αν με αφήσης, ω δικαστά, εγώ άλλην βουλήν δεν μεταβουλεύομαι, μόνον τούτο ηξεύρω: να κηρύττω τον Χριστόν μου Θεόν αληθινόν, τους θεούς σας να τους ονομάζω, ως είναι, ξύλα κωφά και αναίσθητα και δαίμονες μάλλον ειπείν ακάθαρτοι ή θεοί». Τότε ο δικαστής, πολύ θυμωθείς, προσέταξε να ρίψωσιν εις την γην τριβόλια σιδηρά και επ’ αυτών να σύρωσι τον Άγιον γυμνόν επί ώραν ικανήν. Αλλ’ ο τρισόλβιος ύβριζε τους θεούς του. Ο δε ηγεμών, έτι πλέον οργιζόμενος, πάλιν προσέταξε με ράβδους ακανθώδεις να τον κτυπώσιν εις τον αυχένα και άλλοι να του δίδωσι ραπίσματα εις το πρόσωπον λέγοντες· «Τίμα τους θεούς και τους βασιλείς». Ταύτα πάντα ο Άγιος πάσχων έχαιρε ψάλλων· «Παρανόμους εμίσησα τον δε νόμον σου ηγάπησα» (Ψαλμ. ριη΄ 113). Εις δε εκ των στρατιωτών του ηγεμόνος, ονόματι Ηλιόδωρος, παρεστώς εκεί και βλέπων την τοσαύτην καρτερίαν του Αγίου, θέλων να φανή προς τον ηγεμόνα ως σύμβουλος καλός, του λέγει· «Αυθέντα, νομίζω ότι και σεις γνωρίζετε, ότι αυτό το μιαρόν γένος των Χριστιανών είναι πολύ φιλόνεικον και επίμονον και δεν καταπείθεται ευκόλως· όμως δια να απαλλαγής από τοιαύτην φροντίδα και αυτός να λάβη το πρέπον τέλος, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, βλέπων δε το αμετάθετον του Αγίου, έγραψε την απόφασιν ούτως· «Μηνάν τον Αιγύπτιον, όστις ύβρισε τους μεγάλους θεούς, προστάσσω να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτης της αποφάσεως εξενεχθείσης, πολλοί φίλοι του Αγίου προσελθόντες τον εκολάκευον λέγοντες· «Μη μας καταφρονήσης, ω Μηνά, ενθυμήθητι τους φίλους σου, τους οικείους σου, την τιμήν σου· μη προκρίνης τον θάνατον και καταφρονής την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν· μετενόησον, να σε έχωμεν πάλιν το καύχημά μας». Τοιαύτα και άλλα πλείονα έλεγον οι στρατιώται, νομίζοντες ότιθα δυνηθούν να μεταβάλουν τον σκοπόν του Αγίου. Αλλ’ ο Μάρτυς, ως δηλητήριον εχίδνης υπολαμβάνων τους τοιούτους λόγους των στρατιωτών, είπε· «Φύγετε απ’ εμού, θεομάχοι, και μάλλον τον εαυτόν σας καθοδηγήσατε, να επιστραφήτε από την πλάνην των ειδώλων· διότι εις ολίγον καιρόν παρέρχεται αύτη η πρόσκαιρος ζωή και θέλετε κληρονομήσει την ατελεύτητον κόλασιν και σεις και οι βασιλείς σας και οι άρχοντές σας». Τότε ιδόντες οι στρατιώται ότι δεν είναι δυνατόν να μεταστρέψωσι την γνώμην του Αγίου, τον έλαβον και τον ωδήγησαν έξω της πόλεως να τον αποκεφαλίσωσι. Πορευόμενος δε ο Άγιος είδε τινάς φίλους του, κεκρυμμένους Χριστιανους, και τους λέγει κρυφίως· «Σας παρακαλώ, μετά τον θάνατόν μου να λάβητε το σώμα μου να το υπάγητε εις την πατρίδα μου την Αίγυπτον». Φθάσας ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και δεόμενος έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα και Θεέ, ότι με κατηξίωσας να γίνω κοινωνός των παθημάτων σου· ότι δεν με παρέδωκας εις τα θηρία τα ανήμερα να με κερδήσωσιν· ότι με εφύλαξας έως νυν καθαρόν εις την ομολογίαν σου· αλλά και νυν, δέομαί σου και Σε ικετεύω, παράλαβε την ψυχήν μου εις την Βασιλείαν σου και δος την Χάριν σου και την βοήθειάν σου εις εκείνους οίτινες θα με επικαλούνται». Ταύτα ειπών ο Άγιος και κλίνας το γόνυ απετμήθη την κεφαλήν, κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Μετά δε την αποτομήν της κεφαλής, λαβόντες ταύτην και το άλλο σώμα οι ειδωλολάτραι, παρέδωκαν εις το πυρ· και η μεν ψυχή του Αγίου επορεύθη εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους αναπαύσεως, εις χείρας Θεού ζώντος· το δε τίμιον και άγιον αυτού σώμα, παραδοθέν εις το πυρ, μέρος μεν κατεκάη, μέρος δε έμεινε, το οποίον τινές των κεκρυμμένων Χριστιανών και φίλων του Αγίου, λαβόντες κατά την παραγγελίαν του, δια μύρων και οθονίων εντυλίξαντες, απεκόμισαν εις την Αίγυπτον. Έλαβε δε Χάριν παρά Κυρίου ο Άγιος να ποιή εξαίσια θαύματα και να βοηθή τους εν ανάγκαις ευρισκομένους, από τα οποία θαύματα θα γράψωμεν ενταύθα ολίγα τινά προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων. Χριστιανός τις εκ Κωνσταντινουπόλεως, απελθών δια την πανήγυριν του Αγίου τούτου Μηνά, κατέλυσεν εις ξενοδοχείον· ο δε ξενοδόχος, γνωρίσας ότι ο ξένος είχε χρήματα, ηγέρθη κατά το μεσονύκτιον και εφόνευσεν αυτόν· είτα κατακόψας όλα τα μέλη του σώματός του, έβαλεν αυτά εντός σπυρίδος (ζεμπιλίου) και τα εκρέμασε προσμένων να εξημερώση. Ενώ λοιπόν ο φονεύς ήτο εις αγώνα και μέριμναν, πως, που και πότε να υπάγη να κρύψη τα μέλη του φονευθέντος, δια να μη τον αντιληφθή τις, ιδού φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Μηνάς, έφιππος ως στρατιώτης, και τον εξετάζει τι έγινεν ι εκεί καταλύσας ξένος· ο δε φονεύς βεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε. Τότε ο Άγιος, καταβάς από τον ίππον, εμβήκεν εις το ενδότερον της οικίας και ευρών την σπυρίδα και καταβιβάσας αυτήν, βλέπει τον φονέα με φοβερόν και άγριον βλέμμα και λέγει· «Ποίος είναι ούτος;» Ο δε φονεύς, από τον φόβον του γενόμενος άφωνος ως εκστατικός, έρριψεν εαυτόν πτώμα ελεεινόν εις τους πόδας του Αγίου· ο δε Άγιος συναρμόσας όλα τα μέλη του φονευθέντος και προσευχηθείς, ανέστησε τον νεκρόν και είπεν εις αυτόν· «Δος δόξαν εις τον Θεόν». Ο δε νεκρός αναστηθείς ως εξ ύπνου και συλλογισθείς τα όσα έπαθεν από τον ξενοδόχον και πως ανεζωώθη πάλιν, εδόξασε τον Θεόν και ηυχαρίστει και προσεκύνει τον φαινόμενον στρατιώτην, όστις τον ανέστησεν. Αφού δε ο φονεύς εσηκώθη επάνω, επήρεν ο Άγιος από αυτόν τα χρήματα και τα έδωκεν εις τον αναστηθέντα άνθρωπον, λέγων προς αυτόν· «Ύπαγε, αδελφέ, εις την οδόν σου». Στραφείς δε προς τον φονέα έδειρεν αυτόν, καθώς του έπρεπε· κατόπιν νουθετήσας και προς τούτοις συγχωρήσας το σφάλμα του και υπέρ αυτού προσευχηθείς, ίππευσε και έγινεν άφαντος. Τότε εγνώρισεν εκείνος ότι ο Άγιος Μηνάς ήτο ο φανείς, εις του οποίου την πανήγυριν επήγαινεν ο ξένος εκείνος να προσκυνήση. Άλλος τις Χριστιανός πλούσιος υπεσχέθη να κάμη δίσκον αργυρούν εις την Εκκλησίαν του Αγίου· πορευθείς δε εις τον χρυσοχόον, είπεν εις αυτόν να κατασκευάση δύο δίσκους και να γράψη επάνω εις τον ένα το όνομα του Αγίου και εις τον άλλον το όνομα το ιδικόν του. Αφού δε κατεσκεύασεν αμφοτέρους, επειδή ο δίσκος του Αγίου εφαίνετο λαμπρότερος και ωραιότερος, ο Χριστιανός εκείνος εκράτησε δι’ εαυτόν τον δίσκον του Αγίου, χωρίς να συλλογισθή την επιγραφήν την οποίαν είχε και το όνομα του Αγίου. Ταξιδεύων δε εις την θάλασσαν, ενώ εδείπνει, έφερεν ο υπηρέτης εις την τράπεζαν τον δίσκον του Αγίου πλήρη από φαγητά· ο δε αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Χριστιανός έτρωγεν από τα φαγητά του δίσκου χωρίς καμμίαν ευλάβειαν. Αφού δε εσηκώθη η τράπεζα, επήρεν ο υπηρέτης τον δίσκον δια να πλύνη αυτόν εις την θάλασσαν, παρασυρθείς όμως ο δίσκος από τας χείρας του υπηρέτου, έπεσεν εις τον βυθόν της θαλάσσης· ο δε υπηρέτης, σύντρομος γενόμενος και πολύ φοβηθείς, προς τούτοις δε και όλος καταναρκωθείς και χαυνωθείς, θέλων να τον αρπάση, έπεσε και αυτός εις την θάλασσαν. Τούτο βλέπων ο αυθέντης του και ελεεινολογών εαυτόν έλεγεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άθλιον! Διότι επιθυμήσας τον δίσκον του Αγίου, ιδού μετά του δίσκου έχασα και τον δούλον μου. Αλλά εις σε, Κύριε Θεέ μου, υπόσχομαι, ότι αν εύρω μόνον το λείψανον του δούλου μου, θέλω δώσει εις τον Μάρτυρά σου Άγιον Μηνάν μετά του άλλου τούτου δίσκου και την τιμήν την οποίαν είχεν ο καταβυθισθείς του Αγίου δίσκος». Εξελθών λοιπόν από το πλοιάριον έβλεπεν εις την παραθαλασσίαν, προσμένων και ελπίζων να ίδη το ζητούμενον νεκρόν σώμα του δούλου του. Ενώ δε επρόσεχεν επιμελώς, ω του θαύματος! βλέπει τον υπηρέτην του ζώντα, όστις εξήρχετο από την θάλασσαν και κρατών εις τας χείρας του τον του Αγίου δίσκον· βλέπων δε αυτόν εξεπλάγη· όθεν έκραξε με μεγάλην φωνήν, κηρύττων το θαύμα του Αγίου. Οι δε επιβαίνοντες εις το πλοίον εξήλθον όλοι έξω και βλέποντες τον δούλον κρατούντα εις τας χείρας τον δίσκον εθαύμαζον πολύ και εδόξαζον τον Θεόν, ηρώτησαν δε αυτόν με τι τρόπον ελυτρώθη από την θάλασσαν. Ο δε δούλος διηγήθη λέγων· «Ευθύς άμα έπεσα εις την θάλασσαν, ήλθον τρεις άνθρωποι ωραίοι την όψιν, εκ των οποίων ο μεν εις, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν, ήτο ενδεδυμένος με στρατιωτικήν στολήν, ο άλλος ήτο νέος ωραίος και ο τρίτος Διάκονος. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι με επήραν από τον βυθόν της θαλάσσης και περιπατήσαντες μετ’ εμού χθες και σήμερον, ήλθομεν έως εδώ». Το θαύμα τούτο διεφημίσθη πανταχού και ένεκα τούτου μεγαλύνεται έως την σήμερον ο Χριστός, ο ούτω δοξάζων τους Αγίους του. Οι τρεις δε εκείνοι άνθρωποι, οίτινες εφάνησαν τότε και έσωσαν τον δούλον από τον βυθόν της θαλάσσης, ήσαν ο μεν μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν ο Άγιος Μηνάς, ο νέος ο Άγιος Βίκτωρ και ο Διάκονος ο Άγιος Βικέντιος, οι οποίοι εμαρτύρησαν και αυτοί κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, ήτοι ο μεν Άγιος Βίκτωρ κατά την 11ην Νοεμβρίου του έτους ρξ΄ (160), ο Άγιος Βικέντιος την 11ην Νοεμβρίου του έτους σλε΄ (235) και ο Άγιος Μηνάς την 11ην Νοεμβρίου του έτους 296, τιμώνται δε και οι τρεις κατά την σημερινήν ημέραν. Και γυνή τις ερχομένη εις τον Ναόν του Αγίου εβιάσθη καθ’ οδόν από τινα εις αισχράν πράξιν· όθεν επεκαλέσθη τον Άγιον να την βοηθήση· ο δε Άγιος δεν παρέβλεψεν αυτήν, αλλά και ταύτην εφύλαξε καθαράν και αμόλυντον και τον βιαστήν επόμπευσε και εθεάτρισε με τοιούτον τρόπον. Ο βιαστής δηλαδή εκείνος, δέσας το άλογόν του εις τον πόδα του, εβίαζε την γυναίκα· το δε άλογον ηγριώθη εναντίον του αυθέντου του, ώστε ουχί μόνον από την άτοπον πράξιν αυτόν ημπόδισεν, αλλά και έσυρεν αυτόν κατά γης και δεν εστάθη ειμή αφού έφθασεν εις τον Ναόν του Αγίου· εκεί δε με πολλάς και μεγάλας φωνάς εχρεμέτιζεν. Όθεν ηνάγκασε πολλούς ανθρώπους, οίτινες ήσαν τότε εκεί δια την εορτήν, να εξέλθωσιν έξω δια να ίδωσι τι συνέβαινε. Προσέτρεχε δε εις την Εκκλησίαν του Αγίου και άλλο πλήθος πολύ Χριστιανών. Ο δε δυστυχής εκείνος βλέπων αφ’ ενός μεν την συνάθροισιν του λαού και αφ’ ετέρου ότι ο ίππος εξηγριούτο κατ’ αυτού περισσότερον, και ότι δεν εβοηθείτο υπ’ ουδενός, εφοβήθη μήπως πάθη από τον ίππον κανέν κακόν μεγαλύτερον. Όθεν εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν έμπροσθεν όλων την αμαρτίαν του και ευθύς εστάθη ο ίππος με ημερότητα. Λύσας λοιπόν τον πόδα του από τον ίππον, εμβήκεν εις τον Ναόν του Αγίου και προσπεσών εις την αγίαν εικόνα του παρεκάλει αυτόν να μη τον αφήση να λάβη άλλοτε τοιούτον ή άλλον πειρασμόν. Άλλοτε πάλιν προσέμειναν εις τον Ναόν του Αγίου χωλός τις και γυνή άλαλος μετ’ άλλων πολλών ασθενών, δια να λάβωσιν ιατρείαν από τον Άγιον· κατά δε το μεσονύκτιον, ενώ όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, φαίνεται ο Άγιος εις τον χωλόν και του λέγει· «Τώρα, που είναι ησυχία, ύπαγε και κράτησον το επανωφόριον της βωβής γυναικός και θέλεις ιατρευθή». Απελθόντος δε του χωλού και πιάσαντος το επανωφόριον της βωβής, ευθύς εκείνη ταραχθείσα εφώναξε, κατηγορούσα τάχα τον χωλόν και με τον νόστιμον τούτον τρόπον ελύθη η γλώσσα της· ο δε χωλός πάλιν, εντραπείς από τα λόγια της βωβής, ευθύς εσηκώθη εις τους πόδας και ήρχισε να φεύγη. Γνωρίσαντες δε και οι δύο το εις αυτούς γενόμενον χαριέστατον θαύμα παρά του Αγίου, εδόξασαν τον Θεόν. Εβραίος τις, έχων φίλον Χριστιανόν, πολλάκις ενεπιστεύετο και άφηνεν εις αυτόν χρήματα ικανά, όταν έμελλε να υπάγη εις τόπον μακρινόν. Εις τούτον λοιπόν αφήκε μίαν φοράν παρακαταθήκην βαλάντιον με πεντακόσια νομίσματα· ο δε Χριστιανός έβαλε κατά νουν να αρνηθή την παρακαταθήκην αυτήν του Εβραίου, το οποίον και έθεσεν εις πράξιν. Ότε λοιπόν ήλθεν ο Εβραίος και εζήτησε τα χρήματά του, καθώς είχε συνήθειαν, ο Χριστιανός δεν έδιδε ταύτα προς αυτόν λέγων· «Συ δεν άφησες τίποτε εις εμέ κατά την φοράν ταύτην και τι ζητείς απ’ εμού;» Ο δε Εβραίος ανελπίστως ακούσας τούτο άλλος εξ άλλου έγινεν· ελθών δε εις εαυτόν, λέγει προς τον Χριστιανόν· «Άλλο δεν θέλει γίνει παρά όρκος δια να διαλύση την αμφιβολίαν ταύτην, επειδή και δεν ήτο κανείς μάρτυς παρών ότε σου παρέδωκα τα χρήματά μου, επειδή είχον εμπιστοσύνην ότι είσαι πιστός και αληθής άνθρωπος». Εζήτει όθεν ο Εβραίος να αποδειχθή δια μέσου του Αγίου Μηνά εκείνος όστις δεν αληθεύει. Επήγαν λοιπόν και οι δύο συμφώνως εις τον Ναόν του Αγίου Μηνά και παρευθύς ο Χριστιανός χωρίς αργοπορίαν εποίησεν όρκον και εβεβαίωσε την άρνησιν της παρακαταθήκης· αφού δε ο όρκος ετελείωσεν, εξήλθον και οι δύο από τον Ναόν και ίππευσαν, ο δε ίππος του Χριστιανού ητάκτει και εξηγριούτο εναντίον του αυθέντου του και δαγκάνων τον χαλινόν εφοβέριζεν, ότι θέλει προξενήσει εις τον αναβάτην του πικρόν θάνατον. Και κατά μεν το παρόν έρριψεν αυτόν εις την γην, πλην δεν τον έβλαψεν εις το σώμα· εχάθη δε μόνον το μανδήλιόν του ομού με το κλειδίον και την χρυσήν σφραγίδα του. Έπειτα πάλιν ιππεύσας επορεύετο μετά του Εβραίου, ο οποίος μη υποφέρων την ζημίαν, ελυπείτο πολύ καθ’ οδόν και εστέναζεν από βάθους καρδίας. Ενώ δε επορεύοντο εις την οδόν, θέλων ο Εβραίος να πιάση με το καλόν τον Χριστιανόν, μήπως μεταμεληθή και επιστρέψη τα χρήματα, λέγει προς αυτόν· «Επειδή ο τόπος ούτος, ω φίλε, είναι επιτήδειος, ας καταβώμεν από τα άλογα και ας φάγωμεν άρτον». Ότε όμως ήρχισαν να τρώγωσιν, ιδού μετ’ ολίγον βλέπει ο Χριστιανός τον δούλον του ελθόντα και κρατούντα δια μεν της μιας χειρός το βαλάντιον του Εβραίου, δια δε της άλλης το κλειδίον και το μανδήλιόν του· ιδών δε αυτά εξεπλάγη και είπε προς τον δούλον του· «Τι είναι τούτο;» Ο δε δούλος απεκρίθη· «Φοβερός τις ιππεύς ήλθεν εις την κυρίαν μου και δίδων εις αυτήν το κλειδίον με το μανδήλιόν σου, είπε: «Στείλε με ταχύτητα μεγάλην το βαλάντιον του Εβραίου, ίνα μη κινδυνεύση ο ανήρ σου». Όθεν εγώ λαβών τούτο από την κυρίαν μου ήλθον προς σε, καθώς προσέταξας». Τότε ο Εβραίος περιχαρής γενόμενος επέστρεψε μετά του Χριστιανού εις τον Ναόν και αυτός μεν παρεκάλει ίνα βαπτισθή, ο δε Χριστιανός εζήτει να λάβη συγχώρησιν δια τον ψευδή όρκον, τον οποίον εποίησε και παρώργισε τον Θεόν. Όθεν και οι δύο έλαβον εκείνο το οποίον εζήτησαν· και ο μεν Εβραίος έλαβε το Άγιον Βάπτισμα, ο δε Χριστιανός έλαβε την του όρκου συγχώρησιν και ούτως επέστρεψαν εις τα ίδια χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Κατά το έτος αωκστ΄ (1826), την εποχήν εκείνην του τρόμου και των σφαγών, καθ’ ην κατά πολλούς τρόπους επεβουλεύετο η ζωή των Χριστιανών, οι Τούρκοι του Ηρακλείου Κρήτης ενόμισαν ότι η καταλληλοτέρα περίστασις, ίνα κορέσωσι την φανατικήν αυτών μανίαν κατά των Χριστιανών, ήτο η ημέρα του Πάσχα, ιη΄ (18η) Απριλίου, ότε θα εύρισκον αυτούς συνηγμένους επί το αυτό εις τον Ιερόν Ναόν της Μητροπόλεως, τιμώμενον επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, και θα τους κατελάμβανον απαρασκεύους και ανικάνους να υπερασπίσωσιν εαυτούς. Ίνα δε παραπλανήσωσι την προσοχήν της εγχωρίου Διοικήσεως έβαλον πυρ εις διάφορα μέρη της πόλεως και προεκάλεσαν πυρκαϊάν εις συνοικίας μεμακρυσμένας της Μητροπόλεως. Και ήδη, αρξαμένης της ιεράς Λειτουργίας, ανεγινώσκετο το Ευαγγέλιον, ότε τα μανιώδη στίφη είχον περικυκλώσει τον Ιερόν Ναόν και ήσαν έτοιμα να ορμήσουν και αρχίσουν το αποτρόπαιον της σφαγής έργον. Αλλ’ αίφνης πολιός τις γέρων εμφανίζεται μεταξύ αυτών έφιππος περιτρέχων τον Ναόν και μετά γυμνού τού ξίφους αποδιώκων αυτούς. Ευθύς δε οι βάρβαροι περιδεείς ετράπησαν εις φυγήν, καταληφθέντες υπό φόβου ακατανοήτου, και ούτως εματαιώθη το καταχθόνιον αυτών σχέδιον δια της προστασίας του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, όστις ενεφανίσθη υπό το πρόσωπον του πολιού γέροντος. Οι δε επιδραμόντες Τούρκοι λόγω του νυκτερινού σκότους και της συγχύσεως αυτών εξέλαβον τον Άγιον ως τον πρώτον των προκρίτων, αποσταλέντα προς ματαίωσιν της σφαγής υπό του Διοικητού της πόλεως, προς τον οποίον διεμαρτυρήθησαν ακολούθως. Ουδέν όμως ούτος εγνώριζε σχετικώς, ο δε πρώτος των προκρίτων διεπιστώθη ότι δεν είχεν απομακρυνθή την νύκτα εκείνην του οίκου του. Εννόησαν όθεν τότε ότι επρόκειτο περί θαυματουργικής επεμβάσεως του Πολιούχου Αγίου Μηνά, κατέστησαν δε γνωστόν το θαύμα οι ίδιοι οι Τούρκοι. Έκτοτε ούτοι κατείχοντο υπό δέους και ευλαβείας απέναντι του Αγίου, τινές δε εξ αυτών προσέφερον ετησίως διάφορα δώρα εις τον Ναόν αυτού. Επί τη ευεργετική ταύτη θαυματουργία του Αγίου, συσκέψεως γενομένης κατόπιν μεταξύ των Επισκόπων Αρκαδίας Μαξίμου, Σητείας Μελετίου και Πέτρας Δωροθέου, εθεσπίσθη όπως ενιαυσίως τελήται εορτή τη Τρίτη της Διακαινησίμου προς δόξαν του Αγίου και διαιώνισιν του θαύματος, ήτις και τελείται εις τον παλαιόν Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα εγένετο το θαύμα. Κατά την εορτήν ταύτην, θεωρουμένην ως δευτέραν ετησίαν εορτήν του πολιούχου του Ηρακλείου Αγίου Μηνά, εκτίθεται εις προσκύνησιν ευθύς από του Εσπερινού το εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν φυλασσόμενον τίμιον και άγιον αυτού λείψανον. Ακούσατε όμως και άλλο θαύμα φοβερώτατον, το οποίον ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς ετέλεσεν εις τας ημέρας μας και του οποίου τα ευεργετικά αποτελέσματα απολαμβάνομεν όλοι οι Έλληνες, ακόμη δε και όλος ο κόσμος εκείνος, όστις ευρίσκετο τότε παρά το πλευρόν της δοκιμαζομένης πατρίδος μας. Όλοι γνωρίζομεν εις ποίαν δεινήν θέσιν ευρέθη η Ελλάς κατά την περίοδον του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου των ετών 1939 – 1946. Κατά την εποχήν εκείνην υποστάσα η Ελλάς την επίθεσιν των ασυγκρίτως μεγαλυτέρων δυνάμεων του άξονος, επολέμησε μεν ερρωμένως, και εφ’ όσον εμάχετο εναντίον των Ιταλών αντεπεξήρχετο νικηφόρως, όταν όμως επετέθησαν εναντίον αυτής και αι σιδηρόφρακτοι στρατιαί των Γερμανών του Χίτλερ, τότε αύτη εκάμφθη και κατεκτήθη υπό των εχθρών της Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων και Αλβανών και διεμελίσθη, διαμοιρασθείσα μεταξύ αυτών, είναι δε γνωστά τα αφάνταστα μαρτύρια, τα οποία υπέστησαν οι Έλληνες από τους βαρβάρους αυτούς κατακτητάς κατά την περίοδον εκείνην. Τότε ολίγος στρατός Ελληνικός διαφυγών την αιχμαλωσίαν διεπεραιώθη εις την Αίγυπτον, την πατρίδα του Αγίου Μηνά, και εκεί απετέλεσε τον πυρήνα του ανασυσταθέντος Ελληνικού στρατού, εκείθεν δε συνέχισε τον αγώνα του δια την απελευθέρωσιν της σκλαβωμένης πατρίδος. Και τις από ημάς δεν ενθυμείται μετά δέους την περίοδον εκείνην του φόβου και του τρόμου, κατά την οποίαν αι στρατιαί του Χίτλερ, με αρχηγόν τον περιβόητον εκείνον Ρόμμελ, καταλαβούσαι ολόκληρον σχεδόν την βόρειον Αφρικήν εβάδιζαν και κατά της Αλεξανδρείας; Και τις δεν ενθυμείται την περιώνυμον εκείνην μάχην του Ελ Αλαμέϊν του έτους 1942, κατά την οποίαν αι συμμαχικαί δυνάμεις, μεθ’ ων συνεμάχοντο και οι ολίγοι ελεύθεροι Έλληνες, ανέκοψαν την προέλασιν του Ρόμμελ και κατανικήσασαι τας δυνάμεις αυτού έτρεψαν αυτούς εις φυγήν και κατεδίωξαν έως ου άπαντας τους εχθρούς συνέλαβον αιχμαλώτους; Τις έτι δεν ενθυμείται ότι συνεχισθέντος από τότε του αγώνος εναντίον των τέως πανισχύρων εχθρών κατεβλήθησαν ούτοι τελείως εντός δύο ετών απελευθερωθεισών μαζί με την πατρίδα μας, την Ελλάδα, και όλων των χωρών εκείνων τας οποίας είχον καταλάβει οι τύραννοι; Και ποίος δεν γνωρίζει ότι, εάν δεν είχε γίνει η θαυμασία εκείνη μεταστροφή του πολέμου εις το Ελ Αλαμέϊν θα είμεθα σήμερον αιχμάλωτοι και δούλοι των εχθρών μας; Τις έκαμε το μεγάλον αυτό θαύμα; Τις άλλος από τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, τον προστάτην μας, και ακούσατε δια να λάβητε πολλήν την αγαλλίασιν. Το όνομα του Ελ Αλαμέϊν είναι Αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά, έλαβε δε το όνομα τούτο διότι εκεί, εις το Ελ Αλαμέϊν, υπάρχει Ναός του Αγίου Μηνά, λέγεται δε ότι εκεί υπήρξε και ο τάφος του Αγίου. Εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου Μηνά προσέτρεχον επί αιώνας ολοκλήρους προσκυνηταί από όλας τας παραμεσογείους χώρας και πλείστα θαύματα επετελούντο δια της χάριτος του Αγίου, σώζονται δε μάλιστα μέχρι σήμερον εις τα ερείπια του αρχαίου αυτού Ναού πολλαί παραστάσεις των διαφόρων θαυμάτων του Αγίου· μία μάλιστα εκ των παραστάσεων αυτών εικονίζει τον Άγιον Μηνάν οδηγούντα καμήλους καραβανίου τινός, το οποίον διέσωσεν από βέβαιον κίνδυνον. Όταν λοιπόν αι στρατιαί του Ρόμμελ εβάδιζον κατά της Αλεξανδρείας έφθασαν και εις το Ελ Αλαμέϊν, εις το οποίον εστρατοπέδευσαν την νύκτα εκείνην και την πρωϊαν ητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά της πόλεως. Ο κόσμος ολόκληρος και περισσότερον ημείς οι υπόδουλοι τότε Έλληνες υπό δέους συνεχόμενοι ανεμέναμεν ως βεβαίαν την πτώσιν αυτής, μαζί με την οποίαν θα εχάναμεν και τας τελευταίας ελπίδας της απελευθερώσεώς μας ως και αυτά τα τελευταία υπολείμματα του ελευθέρου στρατού μας. Όμως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς δεν αφήκε να γίνη η ολοκληρωτική αυτή καταστροφή, διότι ως Έλλην και αυτός Αιγυπτιώτης συνεπόνεσε τους πάσχοντας Έλληνας και τους συμμάχους αυτών και το μεσονύκτιον, καθ’ ην στιγμήν επρόκειτο να αρχίση η μάχη, ω εξαισίου θαυματουργήματος! Βλέπουν τινές ευσεβείς τον Άγιον Μηνάν εξερχόμενον εκ των ερειπίων του Ναού αυτού και οδηγούντα καμήλους, ως ακριβώς εν τη προρρηθείση τοιχογραφία εικονίζετο, εισχωρούντα δε ομού με αυτάς εις το στρατόπεδον των εχθρών. Είναι αδύνατον να περιγράψη τις τον πανικόν όστις κατέλαβεν από της ώρας εκείνης τους τέως πανισχύρους και αηττήτους εχθρούς, καθώς επίσης απερίφραπτος τυγχάνει η έκτασις της καταστροφής αυτών. Αρκεί δε μόνον να είπωμεν ότι από της ώρας εκείνης εσήμανε το τέλος της παντοδυναμίας αυτών και εντός ολίγου χρόνου κατενικήθησαν τελείως, απελευθερωθείσης ούτω και της ημετέρας πατρίδος. Το θαύμα τούτο εκτιμώντες και αυτοί οι αλλόδοξοι σύμμαχοι προσέφερον εις το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας τον τόπον εκείνον δια να ανακτισθή ο Ναός του Αγίου και να ιδρυθή εκεί και Μοναστήριον επ’ ονόματι αυτού εις ένδειξιν αιωνίου ευγνωμοσύνης προς τον Άγιον και δια να υμνολογήται εις αυτόν απαύστως δια την επιτελεσθείσαν εξαίσιον θαυματουργίαν, ο εν τοις Αγίοις αυτού ενδοξαζόμενος Θεός και ο ένδοξος αυτού Μεγαλομάρτυς Άγιος Μηνάς, ου ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης περιστάσεως και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας του Ελεήμο

Δημοσίευση από silver »

Ιωάννης ο εν Αγίοις πατήρ ημών Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Ελεήμων εγεννήθη εν έτει φνε΄ (555) εις την νήσον Κύπρον, εις την οποίαν και ανετράφη ως περ φυτόν ευθαλές και εστολισμένον δια της αρετής. Ο πατήρ αυτού ήτο ενάρετος άνθρωπος και επιφανής, Επιφάνιος το όνομα, όστις δια τας αρετάς του έγινεν έπαρχος εις την αυτήν νήσον. Η δε γυνή αυτού Κοσμία πρεπόντως είχε και το σωματικόν κάλλος ομού με την ψυχικήν ωραιότητα, και ωμοίαζεν εις τας αρετάς του ανδρός της. Έχων λοιπόν ο Ιωάννης τοιούτους γεννήτορας δεν παρήλλαξεν από αυτούς, αλλά μάλλον εσπούδαζε να τους στολίση με τας πράξεις περισσότερον, δια να γνωρίζεται από τον καρπόν το δένδρον και όχι απ’ εκείνο ο καρπός να στολίζεται, αλλά μάλιστα δια το παιδίον ο πατήρ να σεμνύνεται. Αφού δε έφθασεν ο Άγιος εις μέτρον ηλικίας και επαιδεύθη καλώς τα ιερά γράμματα, τον ενύμφευσαν οι γονείς του παρά την θέλησίν του και δια να μη γίνη των γονέων παρήκοος επήρε γυναίκα και διήγε με σωφροσύνην και εγκράτειαν. Αναγκαζόμενος δε υπό των συγγενών, εγέννησε και παιδία, τα οποία μετ’ ολίγον ετελεύτησαν άωρα, ομοίως και η γυνή αυτού απήλθε προς Κύριον, ο δε Ιωάννης, ως ευγνώμων ψυχή, ηυχαρίστησε πολλά και εδόξασε τον Θεόν, όστις και τα έδωκε και τα έλαβεν. Έκαμνε δε αιτίαν αρετής ταύτην την υπόθεσιν, συλλογιζόμενος ότι η στέρησις των τέκνων και της γυναικός τον ελύτρωσαν από την του βίου φροντίδα και μέριμναν, και καθ’ εκάστην προσήδρευε τω Θεώ· όθεν και τα σπλάγχνα της θείας χρηστότητος διανοίγονται εις αυτόν. Δια τούτο και αυτός, εκείνα κατά το δυνατόν εκμιμούμενος, ανοίγει τα σπλάγχνα και όλας τας θύρας και δίδει χείρα βοηθείας εις τους δεομένους, διαμοιράζων αφθόνως όλον τον πλούτον του και χαρίζων εις όλους τα χρειαζόμενα. Δια την πράξιν του δε ταύτην έγινεν εις τους πάντας γνωστός και επίδηλος, ουχί μόνον εις τους ιδιώτας και τους άρχοντας, αλλά και έως εις την Κωνσταντινούπολιν και εις αυτόν τον βασιλέα Ηράκλειον έφθασεν η φήμη του, ήτο δε τότε το έτος χι΄ (610). Κατά τον καιρόν εκείνον ευρίσκετο χηρεύουσα από Πατριάρχην η Αλεξάνδρεια, ο δε λαός όλος επεθύμει να αξιωθή ενός τοιούτου καλού ποιμένος· όθεν παρεκάλεσαν τον βασιλέα να ψηφίση τον Ιωάννην Αρχιεπίσκοπον, ο δε βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους εις την Κύπρον και τον έφεραν, τον παρεκάλεσε δε να δεχθή την αξίαν, αλλ’ αυτός προφασιζόμενος έλεγεν, ότι δεν ήτο άξιος τοιούτος άνθρωπος να δεχθή τόσον βάρος και μεγαλείον επάνω του. Άρχων δε τις, Νικήτας ονόματι, Πατρίκιος την αξίαν, αδελφός κατά πνεύμα του Ιωάννου και φίλος του ακριβώτατος, είχε θάρρος πολύ προς τον βασιλέα, γνωρίζων δε την μεγάλην αρετήν του ανδρός και αξιώτερον πάντων παρεκίνησε τον βασιλέα να τον αναβιβάση εις τον θρόνον βιαίως, εάν δεν θελήση να δεχθή με την θέλησίν του. Μετά βίας λοιπόν κατεπείσθη ο Ιωάννης να δεχθή την αξίαν ταύτην, δια να μη γίνη παρήκοος εις την θέλησιν του λαού και του βασιλικού προστάγματος. Γίνεται λοιπόν του θρόνου του Αποστόλου Μάρκου διάδοχος το χι΄ (610) έτος, εις μεν τον καιρόν υστερώτερος, εις δε τον βίον και εις τας αρετάς όμοιος αυτού, καθώς τα κατορθώματα άτινα έκαμεν, αφού έλαβε την αξίαν, θέλουν δηλώσει σαφέστερον. Ευθύς λοιπόν, αφού ανέβη εις τον θρόνον, ηγωνίζετο δια παντός να ανακαινίση το κήρυγμα του Αποστόλου Μάρκου, ήτοι να στερεώση την Ορθόδοξον πίστιν, τα δε ζιζάνια των αιρετικών να εκριζώση τελείως. Ήσαν δε τότε ακόμη τινές υποστηρίζοντες την αίρεσιν του μονοφυσίτου Πατριάρχου Πέτρου του Κναφέως, όστις ετόλμησε να βάλη προσθήκην τινά βλάσφημον εις τον Τρισάγιον Ύμνον, λέγων: «Άγιος αθάνατος, ο σταυρωθείς δι’ ημάς». Αλλ’ ο Άγιος εξέβαλε το βλάσφημον τούτο, δογματίζων απαθή και αθάνατον την θεότητα και εδίδαξε το ποίμνιον αυτού να φρονή και να πιστεύη ούτως. Όταν δε έλαβε το αξίωμα, εύρε μόνον επτά ορθοδόξους Ναούς, τους οποίους εδεκαπλασίασεν, ήτοι έκτισεν άλλους εξήκοντα τρεις. Είχε δε μεγάλην σπουδήν και φροντίδα να επιστρέφη προς την ευσέβειαν όσους ήσαν ηπατημένοι εις αίρεσιν τινά. Εδείκνυε δε και εις τας χειροτονίας ζήλον θερμότατον, ούτως ώστε να γίνωνται αύται χωρίς τινος πληρωμής, άνευ δε δοκιμασίας να μη χειροτονήσουν ποτέ τινα. Προ πάντων δε επεμελείτο την προστασίαν των αδικουμένων, προστάσσων τους κριτάς να μη προδίδουν δια προσωποληψίαν το δίκαιον, αλλά με ζυγόν δικαιοσύνης να σταθμίζουν τας κρίσεις, χωρίς να παρασύρωνται ούτε από φιλίαν ούτε από έχθραν προς τινα, αλλά να κρίνωσι δίκαια. Ταύτα μεν πάντα επεμελείτο ο Άγιος, εξαιρέτως όμως εσπούδαζε να σπλαγχνίζεται τους ενδεείς και να θεραπεύη τους πένητας, χωρίς να λυπήται ουδόλως τα χρήματα, αλλά εκένωνε τα ταμεία και τα έδιδεν ελεημοσύνην. Έκτισε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, πτωχοτροφεία και ευποιϊας και καλωσύνας έκαμεν αναριθμήτους, δίδων καθημερινώς σιτηρέσια δια να κυβερνώσι τους δεομένους και τόσην είχεν εις ταύτα επιμέλειαν, ώστε και των πτωχών και απόρων γυναικών, αίτινες δεν είχον καν μίαν καλύβην να γεννώσιν, ούτε προς θεραπείαν τι επιτήδειον, έδωκεν επτά οικίας εις διαφόρους τόπους της πόλεως, με κλίνας, στρώματα και τροφάς και παν άλλο χρειαζόμενον. Όσοι δε κληρικοί ήσαν πτωχοί, ελάμβανον παρ’ αυτού τα προς την χρείαν και ουχί μόνον εις αυτούς έδιδεν, αλλά και εις τους Επισκόπους, εις όσους δηλονότι δεν έφθανον αι δαπάναι να πορεύωνται. Αλλά τι ταύτα πάντα προς την μεγάλην θάλασσαν της πλουσίας αυτού προαιρέσεως και το αχανές εκείνο πέλαγος της χρηστότητος; Κατά αλήθειαν, άλλος Νείλος ήτο εις τοσούτον αναρίθμητον έλεος, όχι μόνον ποτίζων ως εκείνος την Αίγυπτον, αλλά και πάσαν την κτίσιν σχεδόν δροσίζων· διότι ποίος πτωχός και άπορος ήρχετο προς αυτόν και ανεχώρει με κενάς τας χείρας και στυγνόν πρόσωπον χωρίς να απολαύση πλουσίας χρηστότητας; Τον καιρόν εκείνον ελεηλάτησαν την Συρίαν οι Πέρσαι και ηχμαλώτισαν λαόν αμέτρητον, από τους οποίους ηδυνήθησαν και έφυγον πολλοί άρχοντες ομού και αρχόμενοι, ως και Κληρικοί και Επίσκοποι, οίτινες ακούσαντες την φήμην του Πατριάρχου έδραμον ώσπερ εις λιμένα και καταφυγήν μόνιμον, ζητούντες ικανήν ελεημοσύνην, τους οποίους όλους ο πλούσιος εκείνος και αστενοχώρητος εστιάτωρ εδέχθη με ιλαρώτατον πρόσωπον, τους παρηγόρησεν ως πατήρ φιλότεκνος και πλουσίως και δαψιλώς ηλέησεν, ουχί ως ξένους και παροίκους, αλλ’ ως αδελφούς του και τέκνα, χαρίζων εις αυτούς τα προς την χρείαν και μη αποβλέπων προς το πλήθος των δεομένων, αλλά προς τον πλουσιόδωρον Θεόν, τον ανοίγοντα χείρα και εις παν ζώον ευδοκίαν μεταδίδοντα· τους δε πληγωμένους έβαλεν εις πανδοχεία, προστάσσων τους πανδοχείς να τους επιμεληθούν με ιατρείας αναγκαίας και να μη τους βιάσουν να αναχωρήσουν χωρίς να θέλωσι μόνοι των. Εις δε τους υγιείς επρόσταξε να δίδεται καθ’ εκάστην ωρισμένον ποσόν, των δε γυναικών να δίδεται το διπλούν, λέγων ότι αι γυναίκες έπρεπε να ενισχύωνται περισσότερον, διότι δεν δύνανται να γυρίζουν εις διαφόρους τόπους χωρίς κίνδυνον και με τόσην ευκολίαν, ώσπερ οι άνδρες. Ήρχοντο δε και τινες νέαι, αι οποίαι εφορούσαν στολίδια κατά την συνήθειαν των γυναικών, ήσαν δε καλά ενδεδυμέναι, τας οποίας βλέποντες οι διανομείς του Πατριάρχου είπον προς αυτόν· «Δέσποτα Άγιε, νομίζομεν ότι δεν πρέπει να δίδωμεν ελεημοσύνην εις τας τοιαύτας γυναίκας». Ο δε Άγιος τους παρετήρησε με αυστηρόν βλέμμα λέγων προς αυτούς· «Εάν θέλετε να διαμοιράζετε του Χριστού τον πλούτον, κάμνετε με απλότητα την εντολήν αυτού την λέγουσαν· «Τω αιτούντί σε δίδου» (Ματθ.ε:42), εάν δε ερευνάτε τίνος να δίδετε και τίνος ουχί, γινώσκετε ότι μήτε ο Θεός, μήτε εγώ έχομεν χρείαν από υπηρέτας τοιούτους. Εάν ήσαν ιδικά μου αυτά τα χρήματα, τα οποία δίδετε, ίσως ήθελα τα λυπηθή· αλλ’ επειδή είναι χαρίσματα και δωρεαί του Δεσπότου, πρέπον είναι εις το πράγμα του να φυλάττεται το πρόσταγμά του απαρασάλευτα». Νουθετήσας λοιπόν αυτούς, είπε ταύτα προς εκείνους οίτινες εκάθηντο πλησίον αυτού και εθαύμαζον την εύσπλαγχνον γνώμην του. «Όταν ήμην ετών δέκα πέντε, είδα την νύκτα εις το όραμά μου μίαν ωραιοτάτην κόρην υπέρ τον ήλιον λάμπουσαν, ήτις ήτο εστολισμένη θαυμασιώτατα έχουσα εις την κεφαλήν στέφανον από κλάδον ελαίας· στάσα δε αύτη έμπροσθεν της κλίνης μου, με ήγγισεν εις το πλευρόν και εξύπνησα· ιδών δε Αύτη έμπροσθεν της κλίνης μου, με ήγγισεν εις το πλευρόν και εξύπνησα· ιδών δε αυτήν και οφθαλμοφανώς, ηγέρθην της κλίνης μου ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού και της λέγω· «Τις είσαι; Και πως ετόλμησες να έλθης εδώ να με εξυπνήσης;» Η δε εμειδίασεν ολίγον και μοι λέγει· «Εγώ είμαι η πρώτη θυγάτηρ του Μεγάλου Βασιλέως». Ταύτα ακούσας εγώ την προσεκύνησα με ευλάβειαν. Η δε πάλιν μοι είπε· «Εάν φιλιωθής μετ’ εμού, εγώ θα σε υπάγω έμπροσθεν του Βασιλέως, να σε αγαπήση πολλά, ότι άλλος τις δεν έχει τόσην παρρησίαν προς αυτόν, ως εγώ, ήτις τον έκαμα και κατέβη από τους ουρανούς εις την γην και έλαβε σάρκα δια να λυτρώση τον άνθρωπον». Συλλογιζόμενος δε εγώ περί του ποία να ήτο η φανείσα, εγνώρισα ότι ήτο η ελεημοσύνη, ήτις έκαμε τον Πανάγαθον Θεόν να σαρκωθή δια την ημετέραν αγάπην. Τότε λοιπόν έσπευσα προς την Εκκλησίαν, επειδή ήτο η ώρα του Όρθρου, καθ’ οδόν δε με υπήντησε πτωχός τις και παγωμένος από το ψύχος. Εγώ δε εκδύομαι ευθύς το ιμάτιον, όπερ εφόρουν, και δίδω αυτό εις αυτόν· δια να γνωρίσω δε εάν ήτο η οπτασία την οποίαν είδα αληθινή, δεν ήμουν ακόμη εις την Εκκλησίαν φθασμένος και έρχεται προς με άνθρωπος τις ενδεδυμένος στολήν λευκήν, και δίδει μοι εκατόν χρυσά νομίσματα, τυλιγμένα εις μανδήλιον, λέγων μοι· «Δέξαι ταύτα και διαμοίρασέ τα ως βούλεσαι». Μόλις εγώ έλαβα αυτά, έγινεν αφανής εκείνος όστις τα έδωκε. Τότε εγώ είπον· «Αληθής ήτο η οπτασία μου», από τότε δε και έμπροσθεν, όταν έδιδα ελεημοσύνην τινά, έλεγον προς τον εαυτόν μου· «τώρα να ιδώ, εάν μου δώση ο Κύριος εκατονταπλασίονα κατά την υπόσχεσιν». Ούτω λοιπόν δοκιμάζων τον Θεόν, εβεβαιώθην με το έργον μυριάκις και ελάμβανα περισσότερα από όσα έδιδα· όθεν καταμεμφόμενος έλεγον προς τον εαυτόν μου· «Παύσαι, ψυχή μου, και μη πειράζεις τον απείραστον, μόνον δούλευσε αυτόν εν απλότητι, επειδή τόσας φοράς επιστώθης την αλήθειαν». Λοιπόν δεν θέλω πλέον να ακροασθώ τους ολιγοπίστους υπηρέτας μου, αλλά να δίδω εκάστου ελεημοσύνην αφθονοπάροχα». Βλέπων ξένος τις την άμετρον χρηστότητα του Αγίου, ηθέλησε να τον δοκιμάση. Όταν λοιπόν επήγαινε να επισκεφθή τους ασθενείς εις το νοσοκομείον, είχε δε συνήθειαν να κάμνη τούτο ο Άγιος τρις της εβδομάδος, τον υπήντησεν ο ξένος εκείνος εις τον δρόμον, λέγων προς αυτόν· «Ελέησόν με, Δέσποτα, τον αιχμάλωτον». Ο δε Άγιος είπεν εις τον διανομέα να του δώση εξ νομίσματα. Λαβών δε αυτά ήλλαξε το ένδυμά του και προλαμβάνει εις άλλον τόπον τον Άγιον, ζητών και πάλιν ελεημοσύνην και λέγων, ότι είχε μεγάλην ανάγκην. Ο δε διανομεύς επλησίασε και λέγει εις τον Άγιον· «Εκείνος όστις έλαβε τα εξ νομίσματα είναι, Δέσποτα». Ο δε Άγιος προσεποιήθη ότι δεν τον ήξευρε και του έδωσεν άλλα εξ, τα οποία, αφού έλαβεν εκείνος επέστρεψε και πάλιν μετ’ ολίγην ώραν μετασχηματισμένος ζητών και πάλιν ελεημοσύνην. Ο δε υπηρέτης είπε προς τον Άγιον· «Εκείνος ο πρώτος είναι, όστις ήλθε δις και σε ηπάτησεν ως πονηρός». Τότε ο πραότατος Πατριάρχης δεν εσκανδαλίσθη ουδαμώς κατά του πτωχού, αλλά θέλων να νικήση τον εαυτόν του και να μη αμελήση της ελεημοσύνης το έργον, είπεν εις τον υπηρέτην· «Δος του δύο φοράς περισσότερα, από όσα του έδωσες πρότερον, μήπως είναι ο Δεσπότης μου Ιησούς και ήλθε με πτωχικόν σχήμα να με δοκιμάση». Είχε δε κάμει και τούτο ο Ιωάννης ευθύς ως έγινε Πατριάρχης· προσεκάλεσε τους οικονόμους της Εκκλησίας, όσοι είχον αξιώματα, και είπε προς αυτούς εις επήκοον πάντων· «Αδελφοί, δεν μου φαίνεται πρέπον να φροντίζωμεν δι’ άλλα πράγματα πριν ή φροντίσωμεν δια τον Χριστόν μας. Υπάγετε λοιπόν, ερευνήσατε εις όλην την πόλιν και φέρατέ μου γεγραμμένα πάντων των κυρίων μου τα ονόματα». Οι δε ακούσαντες διηπόρουν και εθαύμαζον, μη δυνάμενοι να εννοήσουν τον λόγον του, εζήτησαν δε να τους εξηγήση των λεγομένων την ακρίβειαν. Ο δε Ιωάννης είπεν· «Εκείνους τους οποίους σεις καλείτε πτωχούς, τούτους εγώ ονομάζω αυθέντας και αντιλήπτορας, ότι αυτοί δύνανται να μας βοηθήσουν και να μας δώσουν βασιλείαν την επουράνιον». Πορευθέντες λοιπόν κατέγραψαν όλους τους πένητας και ευρέθησαν επτά χιλιάδες και πεντακόσιοι, εις τους οποίους προσέταξε να δίδουν καθ’ εκάστην ημέραν ικανήν ελεημοσύνην, να πορεύωνται εις τας ανάγκας των. Τη επαύριον έστειλεν ανθρώπους να εξετάσουν όλα τα μέτρα, τα ζύγια και τα σταθμά της πόλεως, δια να είναι όλα όμοια και δίκαια, με τα οποία να πωλώσι και να αγοράζωσιν· έδωκε δε και πρόσταγμα γραπτώς, όπερ διελάμβανε ταύτα· «Ιωάννης ελάχιστος και ανάξιος δούλος των δούλων του Ιησού Χριστού, προστάσσω εις όσους είναι υπό την ποίμνην μου να μη έχωσι σταθμά και μέτρα διάφορα, διότι τα μισεί ο Κύριος, αλλά με τα αυτά και να πωλούν και να αγοράζωσιν· ει τις δε ευρεθή παραβάτης τούτου μου του προστάγματος, να είναι εστερημένος από όλα του τα υπάρχοντα, τα οποία να διαμοιράζωνται εις πτωχούς· διότι, καθώς λέγει ο Απόστολος, οι προεστώτες και ποιμένες χρεωστούν να δώσουν απολογίαν δια τας ψυχάς τών υπ’ αυτών ποιμαινομένων Χριστιανών. Επειδή λοιπόν έγινα με Πρόνοιαν Θεού ποιμήν σας, θέλω δια παντός τρόπου σας εκβάλει πάσαν αιτίαν και πρόφασιν αμαρτίας και να σας φέρω εις πολιτείαν ενάρετον». Έχων δε πόθον να μετέχη όσον ηδύνατο της μοναδικής τελειότητος έκτισεν, ευθύς ως έγινε Πατριάρχης, δύο Μοναστήρια εις τιμήν και μνήμην της Υπεραγίας Θεοτόκου και συνάξας Μοναχούς να κατοικούν εις αυτά, είπε προς αυτούς: «Εγώ θα μεριμνώ και θα φροντίζω να σας χορηγώ όλα τα αναγκαία του σώματος, δια να μη δίδεται ο νους σας εις τα βιοτικά και αμελήτε την ακολουθίαν και τον κανόνα σας· μη έχετε λοιπόν καμμίαν φροντίδα δια ζωοτροφίαν και ένδυμα, ειμή μόνον να προσεύχεσθε δια την ψυχήν μου και ας λογίζεται η κοινοβιακή Ακολουθία, την οποίαν αναγινώσκετε όλοι ομού εις την Εκκλησίαν, εις ψυχικήν μου ωφέλειαν, των δε προσευχών, τας οποίας κάμνετε κατά μόνας, ας είναι μισθός ιδικός σας». Τούτο δε είπεν ο πάνσοφος δια να τους κάμη να προσεύχωνται ακατάπαυστα και να μη δαπανώσιν άκαιρα και εν αμελεία τον βίον των. Μετά ταύτα ακούσας, ότ τινές κριταί της Εκκλησίας έκαμαν αδικοκρισίαν με χρήματα αδικούντες πρωχούς, ήλεγξεν αυτούς και τους παρήγγειλε να μη ακουσθή πλέον όμοιόν τι δι’ αυτούς και δια να τους νικήση με το καλόν και να τους εκβάλη πάσαν αιτίαν αδικίας, τους ηύξησε τον μισθόν και την πληρωμήν, την οποίαν ελάμβανον, δια να έχωσιν αυτάρκειαν, προστάσσων να μη δέχωνται ουδόλως δώρον, ενθυμούμενοι το ρητόν της Γραφής, όπερ λέγει, ότι το πυρ θέλει κατακαύσει εκείνους, οι οποίοι λαμβάνουν δώρα και κρίωουσιν άδικα. Ούτω λοιπόν διδαχθέντες υπ’ αυτού διωρθώθησαν τόσον, ώστε έστρεψαν οπίσω το ύστερον μίσθωμα. Μαθών δε ο Άγιος ότι τινές πτωχοί εδυναστεύοντο από άλλους, και θέλοντες να παρρησιασθούν έμπροσθεν αυτού να τους εγκαλέσουν, δεν τους άφηναν οι υπηρέται να εισέλθουν, αλλά τους εδίωκον έξω, διενοήθη ο τρισμακάριος να θεραπεύση την αδικίαν ταύτην τοιουτοτρόπως. Επρόσταξε να βάλλουν τον θρόνον του έξω της Εκκλησίας εις τον φόρον τρις της εβδομάδος και καθεζόμενος επερίμενεν έως την ώραν του γεύματος, δια να έρχωνται οι πτωχοί και άποροι μόνοι των, να λέγουν το δίκαιόν των· και δια να μη εντρέπωνται ούτε να φοβούνται, δεν ήθελε την ώραν εκείνην να είναι πλησίον αυτού οι υπηρέται, ειμή μόνον ευλαβής τις και ενάρετος άνθρωπος, δια να προσκαλή έκαστον να έρχεται. Έπειτα, αφού ήθελεν ακούσει την αίτησιν του πτωχού, εάν είχε δίκαιον, επρόστασσε τους υπηρέτας να κάμωσι την δικαιοσύνην, πριν έλθη η ώρα του γεύματος. Όθεν άπαντες εθαύμαζον, βλέποντες τοιαύτην νέαν συνήθειαν, την οποίαν άλλος τις δεν έκαμε πρότερον, και ηρώτων την τούτου αιτίαν· ο δε απεκρίνατο ταύτα· «Εάν ημείς οι ανάξιοι έχωμεν άδειαν να εισερχώμεθα πάσαν ώραν εις την Εκκλησίαν και να ιστάμεθα ενώπιον του Δεσπότου, δεόμενοι και παρακαλούντες αυτόν με τόσην αυθάδειαν να μας δίδη ταχέως τα αιτούμενα, πόσω μάλλον είμεθα και ημείς χρεώσται να ακούωμεν τας δεήσεις των συνδούλων μας και να τους βοηθώμεν κατά δύναμιν, ενθυμούμενοι τον δεσποτικόν λόγον· «Εν ω μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται υμίν;» (Ματθ. ζ:2). Ούτω λοιπόν ποιήσας ο αγιώτατος Πατριάρχης έτυχεν ημέραν τινά, καθεζόμενος εις τον άνωθεν διατεταγμένον τόπον έως την τρίτην ώραν της ημέρας, δεν είδε να έλθη κανείς να αναφέρη κατά τινος εγκαλέσιμον· όθεν ηγέρθη του θρόνου περίλυπος. Κληρικός δε τις ενάρετος, Σωφρόνιος το όνομα, ηρώτησε την αιτίαν της σκυθρωπότητος. Ο δε απεκρίνατο· «Διότι σήμερον δεν εκοπίασα, ούτε τινά μισθόν απέκτησα, επειδή δεν ήλθε τις να ζητήση δικαιοσύνην· δια τούτο είμαι περίλυπος, διότι δεν έκαμα ευεργεσίαν τινά εις τους αδελφούς μου». Ο δε ιερός Σωφρόνιος, πεφωτισμένος υπό Θεού, απεκρίνατο· «Μάλιστα πρέπει να χαρής, Δέσποτα Άγιε, βλέπων ότι ειρήνευσες την ποίμνην σου, και δεν ευρίσκεται μάχη ουδόλως εις το μέσον των, αλλά έκαμες τους επιγείους ανθρώπους να διάγουν πολιτείαν ισάγγελον». Ταύτα ακούων ο Άγιος παρηγορήθη και ατενίσας προς τον ουρανόν είπεν· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι έκαμες εμέ τον ανάξιον Αρχιερέα του λαού σου και έδωκές μου Χάριν να κυβερνώ εν ειρήνη την Εκκλησίαν σου». Ταύτην δε την ενάρετον συνήθειαν εκράτησεν ο Κωνσταντίνος, ο υιός του Ηρακλείου, όστις ήτο κατά πνεύμα υιός του Αγίου, τον οποίον εμιμείτο και αυτός και έκρινε τα δίκαια των πτωχών με τον άνωθεν τρόπον, καθ’ όλον τον καιρόν της βασιλείας του. Έμπορός τις εκινδύνευσεν εις την θάλασσαν και απώλεσεν όλον το πράγμα του. Μόνον το πλοίον του έμεινε κενόν, όστις ακούων τας ελεημοσύνας, τας οποίας έδιδεν ο μακάριος Ιωάννης, επήγεν εις αυτόν, μετά δακρύων δεόμενος να τον βοηθήση. Ο δε Άγιος του έδωκε πέντε λίτρας χρυσίου, με το οποίον ηγόρασε πραγματείαν και απήλθεν εις το ταξίδιον. Αλλά πάλιν έχασεν ό,τι και αν είχε και μετά βίας έσωσε το πλοίον του. Έχων δε θέρρος εις την ευσπλαγχνίαν του Πατριάρχου, έδραμεν εις εκείνον και του λέγει τα συμβάντα. Ο δε είπε προς αυτόν· «Πίστευσόν μοι, τα χρήματα άτινα ήνωσες με τα ιδικά μου ήσαν αδίκως κερδημένα· όθεν με δικαίαν κρίσιν του Θεού έχασες με εκείνα και αυτά τα οποία σου εχάρισα». Ούτως είπε και του έδωσεν άλλας δέκα λίτρας χρυσίου, λέγων να μη τα ενώση με άλλα χρήματα, αλλά μόνα αυτά να ενδύση εις πραγματείαν. Ο δε ούτως έκαμεν· αλλά πάλιν, ενώ ο δυστυχής αυτός εταξίδευεν, έπνευσεν εναντίος άνεμος τόσον χαλεπός, ώστε συνετρίβη το πλοίον εις τινα βράχον και έχασεν όλον το φορτίον και το πλοίον, μόνον οι άνθρωποι εσώθησαν· ο δε πραγματευτής ησθάνθη τόσην λύπην, ώστε εκινδύνευσεν εις θάνατον, ούτε ετόλμησε πλέον να υπάγη εις τον Πατριάρχην. Ο Θεός όμως, όστις οικονομεί τα πάντα προς το συμφέρον του ανθρώπου, απεκάλυψεν εις τον Άγιον την υπόθεσιν. Όθεν έστειλε και τον έφεραν, και δια να τον παρηγορήση λέγει προς αυτόν· «Μη λυπείσαι, τέκνον μου, και ελπίζω ότι από την σήμερον θα σε ελεήση ο Θεός και δεν θα ζημιωθής πλέον εις το πέλαγος, διότι ήτο από αδικίας καμωμένον το πλοίον και το έχασες». Ταύτα ειπών, έδωσεν εις αυτόν εν πλοίον της Εκκλησίας φορτωμένον πλήρες με δύο μυριάδας κιλά σίτου, και του λέγει· «Ύπαγε εις το ταξίδιον και πολύ κέρδος θέλεις κάμει με του Θεού την βοήθειαν». Εξερχόμενος λοιπόν ο πραγματευτής από τον λιμένα, εταξίδευεν είκοσιν ημερονύκτια χωρίς να ίδουν γην ούτε ήξευραν καθόλου που επήγαιναν, ουδέ τι άνεμος τους έπνεε, μόνον ο πλοίαρχος έβλεπε τον Πατριάρχην καθήμενον εις το τιμόνι και του έλεγε να μη φοβήται, ότι καλά εταξίδευον. Μετά ημέρας είκοσιν έφθασαν εις τας νήσους της Βρεταννίας, εις τας οποίας ήτο μεγάλη πείνα, μαθών δε ο άρχων, ότι ήσαν φορτωμένοι με σίτον, εδόξασε τον Θεόν και είπεν εις τον έμπορον, εάν ήθελε να του δώση ένα φλωρί εις το κιλόν ή να ζυγίσουν τον σίτον και να του δώσουν ίσον βάρος κασσιτέρου, ήτοι καλάϊ. Ο δε έμπορος επήρε το ήμισυ εις χρήμα και το έτερον ήμισυ εις κασσίτερον και ούτως ανεχώρησαν από την Βρεταννίαν και ταξιδεύοντες έφθασαν εις την Δεκάπολιν. Εκεί έγινεν ένα εξαίσιον θαύμα και εκπλήξεως άξιον και εις πολλούς ολιγοπίστους απίστευτον, ήτοι εξήλθεν ο πλοίαρχος εις την άνωθεν χώραν και επώλησεν ενός χρυσοχόου φίλου του πεντήκοντα λίτρας απ’ εκείνον τον κασσίτερον. Ο δε χρυσοχόος, θέλων να τον δοκιμάση εις την πυράν, είδεν ότι ήτο άργυρος άδολος· όθεν ενόμισεν ότι του το έδωκεν ο φίλος του δια να τον ίδη εάν ήτο πιστός και λαβών τον άργυρον επήγεν εις το πλοίον και του λέγει· «Πότε με ηύρες ψεύστην ή άδικον και ήλθες σήμερον να με δοκιμάσης, δίδων μου άργυρον αντί κασσιτέρου;» Ο δε θαυμάσας είπε προς αυτόν· «Πίστευσόν μοι, ότι δια κασσίτερον σου το έδωκα· αλλ’ εάν ο παντοδύναμος Θεός, ο ποιήσας το ύδωρ οίνον, έκαμε και αυτό το θαυμάσιον δια προσευχής του Πατριάρχου, του οποίου είναι όλον το φορτίον και το πλοίον, τι θαυμαστόν; Αλλά δια να πιστωθής την αλήθειαν, ας υπάγωμεν να σου δείξω και το υπόλοιπον». Απελθόντες λοιπόν, το εύρον αργύριον άδολον. Τούτο δεν είναι απίστευτον, επειδή εκείνος ο Θεός, όστις έκαμε πρότερον άλλα θαυμασιώτερα, ο αυτός ηδυνήθη εν ευκολία να κάμη και τούτο, δια να πλουτίση τον δούλον Του Ιωάννην και να κυβερνήση τον πτωχόν εκείνον πραγματευτήν, όστις εζημιώθη. Άλλην φοράν πάλιν επήγεν εις άνθρωπος εις τον Άγιον, δεόμενος αυτού να τον ελεήση, τον οποίον ελυπήθη πολύ διότι ήτο άρχων πρότερον και επτώχευσεν· όθεν είπεν εις τον διανομέα να του δώση δέκα πέντε λίτρας χρυσίου. Εκείνος δε πηγαίνων να φέρη τα χρήματα, συνεβουλεύθη με τον οικονόμον και άλλους και δεν έδωσαν ειμή πέντε λίτρας, διότι τους εφάνη πολύ να δώσωσι δέκα πέντε. Ήτο δε τότε ο Άγιος εις την Εκκλησίαν, διότι ήτο ημέρα Κυριακή πρωϊ και ενώ εξήλθε, τον υπήντησε χήρα τις γυνή πλουσιωτάτη και του δίδει ένα γράμμα εις το οποίον έγραφεν, ότι του εχάριζε πεντακοσίας λίτρας χρυσίου δια την ψυχήν της. Τούτο βλέπων ο Άγιος εγνώρισε με την Χάριν του προορατικού, την οποίαν είχε, την αιτίαν του πράγματος και λέγει εις τους υπηρέτας· «Πόσον χρυσίον εδώσατε εις τον πτωχόν εκείνον, όπου σας είπα;» Οι δε απεκρίθησαν· «Όσον επρόσταξες». Ο δε Άγιος εφώνησε τον πτωχόν και τον ηρώτησεν έμπροσθεν αυτών πόσον έλαβεν. Ο δε ωμολόγησε την αλήθειαν. Τότε δεικνύει ο Άγιος εις αυτούς το γράμμα της γυναικός και τους λέγει με αυστηρότητα· «Ο Θεός να σας συγχωρήση δια τας χιλίας λίτρας χρυσίου, τας οποίας ένεκα ημών έχασα σήμερον, διότι, εάν εδίδετε όσα σας είπα εκείνου του πτωχού, μου έδιδεν η γυνή εκείνη άλλας χιλίας λίτρας χρυσίου και δια να βεβαιωθήτε την αλήθειαν ειπέτε της γυναικός να έλθη εδώ». Η δε ήλθεν ευθύς βαστάζουσα το χρυσίον. Λέγει προς αυτήν ο Άγιος· «Παρακαλώ σε, ειπέ μου την αλήθειαν, είχες γνώμην να μου δώσης περισσότερα χρήματα;» Η δε μετά φόβου πολλού απεκρίνατο· «Επ’ αληθείας, Δέσποτα Άγιε, χιλίας πεντακοσίας λίτρας έγραψα με το χέρι μου εις τον χάρτην, τον οποίον σου έδωσα· έπειτα τον ανέγνωσα, εάν έχη σφάλμα τι, και βλέπω μόνον πεντακοσίας γεγραμμένας· το πως έγινε τούτο δεν γνωρίζω, ότι τον χάρτην δεν έδωσα εις χείρας άλλου· όθεν θαυμάζουσα περί τούτου, ενόμισα ότι ο Θεός δεν ήθελε να δώσω περισσότερα». Ταύτα ακούσαντες οι διανομείς του Αγίου έπεσαν εις τους πόδας αυτού ζητούντες συγχώρησιν, εκείνος δε τους προσέταξε να μη κάμουν πλέον παρακοήν, αλλά να ποιώσι το προστασσόμενον. Βλέπων ο ηγεμών της Αλεξανδρείας, ονόματι Νικήτας Πατρίκιος, την άμετρον ελεημοσύνην και την μεγαλόδωρον προαίρεσιν του Αγίου και φθονήσας, διότι εσκόρπιζεν εις τους πτωχούς τον θησαυρόν της Εκκλησίας αφθονοπάροχα, παρακινηθείς δε και από τινας κακούς ανθρώπους, απήλθεν εις το Πατριαρχείον και λέγει προς τον Άγιον· «Το βασίλειον έχει μεγάλην ανάγκην από χρυσίον, επειδή δε εξοδεύεις τοσούτον ασκόπως τον θησαυρόν της Εκκλησίας, καλύτερον είναι να τον δλωσης εις ωφέλειαν του κοινού παρά να τον διασκορπάς ματαίως». Ο δε Άγιος δεν εσκανδαλίσθη ουδόλως εις τούτο, αλλ’ απεκρίθη με πραότητα· «Δεν μου φαίνεται δίκαιον όσα είναι αφιερωμένα εις τον επουράνιον Βασιλέα να δοθώσιν εις τον επίγειον, διότι λογίζεται ιεροσυλία· αλλ’ αν σου αρέση να το κάμης δυναστικώς, εγώ δεν εναντιούμαι, ούτε με το θέλημά μου σου δίδω τι και κάμε ως βούλεσαι». Τότε ο άρχων προσέταξε τους ανθρώπους του και επήραν τα χρήματα, αφήκαν δε μόνον εκατόν λίτρας χρυσίου δια τα απαραίτητα έξοδα. Κατερχόμενοι από το Πατριαρχείον συνηντήθησαν καθ’ οδόν μετά τινων ανθρώπων, οίτινες εβάσταζον κεράμια γεμάτα μέλι, τα οποία έστελλον από την Αφρικήν εις τον Άγιον, εγράφετο δε επί του σκεπάσματος εκείνων των δοχείων: «Μέλι εξαίρετον», εις άλλα δε πάλιν εγράφετο: «Μέλι άκαπνον». Ταύτα ιδών ο Πατρίκιος και γνωρίζων ότι ο Ιωάννης δεν είχε μνησικακίαν τινά, εζήτησεν από τον Άγιον να του στείλη ολίγον μέλι, το οποίον του εχρειάζετο. Φθάσαντες εις τον Άγιον οι απεσταλμένοι, παρέδωσαν τα κεράμια, τα οποία ανοίξαντες εύρον όλα, ω του θαύματος! γεμάτα χρυσίον άδολον, ότι κατά την πλουσίαν αυτού προαίρεσιν του έδιδε και τας αντιδόσεις ο πλουσιόδωρος Κύριος, καθώς γράφεται εις την ζ΄ Ωδήν του Κανόνος αυτού: «Μέλιτος γεύσις ηδυτάτη, μετενήνεκται εις δόκιμον χρυσόν σοι· τη πλουσία σου γαρ προσέχων προαιρέσει, ο ποιητής πλουσίας σοι χορηγεί τας αντιδόσεις». Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδών ο Άγιος μεγάλως ηυχαρίστησε τω Κυρίω και έστειλεν εις τον Πατρίκιον εν κεράμιον με επιστολήν, ήτις έγραφε ταύτα· «Ο Θεός, όστις λέγει εις την Γραφήν προς τον δούλον αυτού· εγώ δεν θέλω σε εγκαταλείψει (Δευτ. λα:6), επειδή αψευδής είναι, μου ανταπέδωκε τάχιον άλλα χρήματα, αντί εκείνων άπερ μου επήρεν η ενδοξότης σου, και από τούτο το κεράμιον να βεβαιωθής την αλήθειαν. Γίνωσκε λοιπόν ακριβώς ότι φθαρτός άνθρωπος δεν θέλει δυνηθή ποτ΄ποσώς να πτωχύνη τον Θεόν των απάντων, όστις δίδει πνοήν και τροφήν των λογικών και αλόγων ζώων». Απελθόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι εύρον τον άρχοντα εις την τράπεζαν, όστις βλέπων ότι εβαστούσαν εν κεράμιον, είπε προς αυτούς· «Εσκανδαλίσθη ο Δεσπότης, δια τούτο μου έστειλε τοσούτον ολίγον δώρημα». Αλλά ύστερα, αφού εξεσκέπασε το αγγείον και ανέγνωσε την επιστολήν, κατενύχθη τη καρδία και λέγει ταύτα μετά δακρύων· «Ζη Κύριος ο Θεός, ουδέ ο ταπεινός Νικήτας, ως αμαρτωλός και φθαρτός άνθρωπος, δεν θέλει πειράσει τον Θεόν πώποτε». Αφήνει όθεν ευθύς το γεύμα και με ζέσιν πίστεως, λαμβάνων όλα τα χρήματα, τα οποία επήρε της Εκκλησίας και το κεράμιον πλήρες, ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά και από ιδικά του τριακοσίας λίτρας χρυσίου, επήγε μόνος του και πεσών εις τους πόδας του Πατριάρχου με πολλήν ταπεινότητα εδέετο να τον συγχωρήση και να τον κανονίση ως βούλεται. Ο δε Άγιος εθαύμασε πολύ εις την ταχείαν αλλοίωσιν και μετάνοιαν ταύτην του ηγεμόνος και υποδεχόμενος αυτόν ιλαρώς τον συνεχώρησε, και απ’ εκείνης της ώρας έγιναν μεγάλοι φίλοι. Αλλ’ ο Θεός, όστις επείραξε πάλαι τον Αβραάμ, δια να φανερωθή εις τον κόσμον όλον η πίστις του, ηθέλησε να πειράξη και τον δούλον αυτού Ιωάννην, δια να γνωρίσουν όλοι την αρετήν του και να τον θαυμάσουν ως νέον Ιώβ. Λοιπόν είχεν ο Άγιος πλοία δεκατρία μεγάλα, ων έκαστον εχώρει δέκα χιλιάδες μόδια, φορτωμένα δε όλα με ακριβήν πραγματείαν. Όταν λοιπόν ήσαν εις το πέλαγος του Αδρίου εσηκώθη τόσον μεγάλη τρικυμία και ταραχή ανέμων, ώστε δια να σωθούν οι άνθρωποι έρριψαν όλον το φορτίον εις το πέλαγος, το οποίον ήξιζε τρεις χιλιάδας τριακοσίας λίτρας χρυσίου. Οι υπεύθυνοι των πλοίων ωδήγησαν αυτά κενά εις τον λιμένα της Αλεξανδρείας, οι δε ίδιοι κατέφυγαν εις τον Ναό του Κυρίου φοβούμενοι να μη τους βάλη ο Πατριάρχης εις φυλακήν, δια να του πληρώσουν τα χρήματα, τούτο δε έκαμαν, διότι κατά την συνήθειαν του καιρού εκείνου δεν συνελαμβάνοντο οι χρεοφειλέται, οίτινες κατέφευγον εις την Εκκλησίαν. Ο δε Άγιος τους έστειλεν επιστολήν, γράφων ταύτα: «Αδελφοί μου αγαπητοί, εις τον Ιώβ γέγραπται ότι «ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο· ως τω Κυρίω έδοξεν, και ούτω εγένετο· είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον» (Ιώβ α:21). Έλθετε έξω, τέκνα μου, και μη λυπείσθε, μόνον ελπίσατε εις τον πανάγαθον Κύριον και η Χάρις του θέλει μας κυβερνήσει». Ήλθον δε και τινες φίλοι του ηγαπημένοι να τον παρηγορήσουν δια την μεγάλην ζημίαν ταύτην· αλλ’ ο Άγιος προελάμβανε τον λόγον, ώσπερ να μη ήτο ιδική του η ζημία και έλεγε· «Μη σκανδαλίζεσθε, τέκνα μου, μηδέ λυπείσθε δι’ αυτό, το οποίον μου συνέβη, ότι ιδικόν μου είναι το πταίσιμον, επειδή υπερηφανευόμην εις τα αγαθά, τα οποία ο Κύριος μου εδάνεισεν· όθεν πιστεύω, ότι θέλουσα η Χάρις του να με κάμη να μη κενοδοξώ ότι δίδω ελεημοσύνην, επαραχώρησε να μου έλθη η συμφορά αύτη, δια να ταπεινωθώ. Εγώ λοιπόν είμαι αίτιος δύο κακών, ενός μεν, διότι εστερήθην του μισθού της ελεημοσύνης δια την υπερηφάνειαν μου· άλλου δε, ότι δι’ αυτήν πάλιν έγινα πρόξενος απωλείας τοσούτων χρημάτων και τώρα είναι επάνω μου το κρίμα όλων εκείνων των πτωχών, οίτινες ήθελον κυβερνηθή με αυτά· πλην ελπίζω εις τον πανάγαθον Κύριον, ότι δια την ανάγκην των πτωχών αδελφών μου δεν θέλει μας εγκαταλείψει, ότι αυτός ο Θεός, όστις ήτο τον καιρόν του Ιώβ, και του επολλαπλασίασε τα αγαθά, εκείνος είναι και τώρα και ούτως ελπίζω να κάμη και εις ημάς». Αυτά και έτερα πλείονα έλεγε προς εκείνους, οίτινες ήρχοντο χάριν παρακλήσεως, και όλοι ανεχώρουν με πολλήν ωφέλειαν ψυχικήν, δια την υπομονήν αυτού και άκραν ταπείνωσιν. Και όντως εις ολίγον καιρόν ανταπέδωκεν ο πλουσιόδωρος ευεργέτης τούτου του νέου Ιώβ δύο φοράς τόσα, όσα του επήρε, καθώς αυτός επροφήτευσεν.. όθεν ευχαριστήσας τον Κύριον έγινε προς τους ενδεείς ευσπλαγχνικώτερος, και μαθών ότι άνθρωπος τις ευρίσκετο εις πτωχείαν πολλήν και εντρέπετο να ζητήση παρρησία εις τους ανθρώπους, επήγε κρυφίως μόνος του ο Άγιος και του δίδει δύο λίτρας χρυσίου, δια το οποίον ευχαρίστησε πολλά ο πτωχός και του λέγει, ότι θα είναι χρεοφειλέτης του πάντοτε εις τοσαύτην ευεργεσίαν, επειδή κατεδέχθη να υπάγη μόνος εις την οικίαν του και ότι θα εντρέπεται πάντοτε να τον ίδη εις το πρόσωπον. Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Σιώπα, μη λέγης τοιαύτα, ότι ακόμη δεν έχυσα το αίμα μου δια σε, καθώς ο Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς». Έφευγον δε τότε από την Περσίαν πλήθος πολύ δια τον διωγμόν, ως άνωθεν εόπομεν, και ήρχοντο εις την Αλεξάνδρειαν, όπου τους υπεδέχετο ο Πατριάρχης με ευσπλαγχνίαν μεγάλην. Δια τούτο εδυστύχησεν ο κόσμος ολίγον καιρόν και έγινε μεγάλη ακρίβεια, διότι ο Νείλος δεν εξεχείλισε τον χρόνον εκείνον να ποτίση την γην και έμειναν άνυδρα τα χωράφια. Αφού λοιπόν εδαπάνησεν όλον τον θησαυρόν της Εκκλησίιας ο Πατριάρχης και χιλίας λίτρας χρυσίου, το οποίον εδανείσθη και το διεμοίρασεν όλον εις τους πτωχούς, επλήθυνεν η πείνα περισσότερον και δεν εύρισκε πλέον να δανεισθή, διότι έκαστος εφρόντιζε δι’ εαυτόν. Ήτο δε τότε εκεί εις την Αλεξάνδρειαν κληρικός τις πλουσιώτατος δίγαμος, όστις είχε πόθον να γίνη Ιεροδιάκονος, αλλ’ επειδή ο νόμος δεν τον συνεχώρει να ιερωθή δια τον δεύτερον στέφανον, ενόμισεν ότι θα καταπείση τον Άγιον με αργύρια, δια την πολλήν του ανάγκην, να του δώση την ποθουμένην αξίαν. Λοιπόν έστειλεν εις αυτόν γράμμα με τον υιόν του και έλεγε ταύτα· «Δέσποτά μου παναγιώτατε, ήκουσα ότι δια την παίναν, ήτις ήλθε δια τας αμαρτίας μας, δεν έχεις να βοηθής τους πτωχούς κατά την συνήθειαν και δεν μου φαίνεται πρέπον να έχω απόλαυσιν και αφθονίαν εγώ ο ανάξιος δούλος σου, και συ ο Δεσπότης μου να ευρίσκεσαι εις απορίαν. Λοιπόν έχω σίτον πολλάς χιλιάδας μόδια, και εκατόν πενήντα λίτρας χρυσίου, τα οποία όλα σου χαρίζω, να με χειροτονήσης Διάκονον και γνωρίζεις ότι συγχωρεί ο Απόστολος να γίνη εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις». Λαβών την επιστολήν ταύτην ο Άγιος εκάλεσε τον δίγαμον και ήλεγξεν αυτόν μυστικά δια να μη τον καταισχύνη έμπροσθεν των ανθρώπων και του λέγει· «Ο πανάγαθος Θεός θέλει κυβερνήσει τους πτωχούς, καθώς τους έτρεφε πριν γεννηθώμεν εγώ και συ· μόνον ας φυλάττωμεν τας εντολάς του, και αυτός όστις ηυλόγησε τους πέντε άρτους και τους επλήθυνεν εις την έρημον, δύναται να ευλογήση και σήμερον δέκα μόδια σίτου, τον οποίον έχω ακόμη εις την σιταποθήκην μου να αρκέση εις όλον το πλήθος του λαού. Εις σε δε, τέκνον, αρμόζει ο λόγος τον οποίον είπεν ο Πέτρος προς Σίμωνα ότι· «Ουκ έστι σοι μερίς ουδέ κλήρος εν τω λόγω τούτω» (Πράξ. η:21). Ταύτα ειπών ο Άγιος απέπεμψεν αυτόν άπρακτον, και ευθύς έφθασαν εις τον λιμένα δύο πλοία μεγάλα της Εκκλησίας πλήρη σίτου, τα οποία είχε στείλει εις την Σικελίαν και είχον χιλιάδας πολλάς. Τότε ο Άγιος έπεσε κατά γης μετά δακρύων και αγαλλιάσεως λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι δεν αφήκες τον δούλον σου να πωλήση την χάριν της Ιεροδιακονίας. Ευλογητός ει, Κύριε, ότι οι εκζητούντές σε και τας εντολάς σου φυλάττοντες «ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού» (Ψαλμ. λγ:11). Τον καιρόν εκείνον της σιτοδείας εχρεώστει ικανά αργύρια ένας πτωχός και τον έπνιγαν οι δανεισταί να τα δώση· όθεν επήγεν εις πλούσιόν τινα, και τον παρεκάλεσε να του δανείση πεντήκοντα λίτρας χρυσίου με τόκον. Ο δε άρχων υπεσχέθη μεν να του δώση, αλλά μόνον με λόγον το είπεν· έπειτα παρήρχοντο αι ημέραι και οι δανεισταί δεν του έδιδαν διορίαν· όθεν απήλθεν εις τον Πατριάρχην, και είπεν εις αυτόν την υπόθεσιν. Ο δε Άγιος δεν τον αφήκε να τελειώση τον λόγον και του λέγει· «Εγώ, τέκνον μου, να σου δανείσω όσα χρειάζεσαι» και ευθύς του έδωσε τα αργύρια. Τοσούτον ευσπλαγχνικός ήτο, ώστε δεν ηδύνατο να ίδη τινά τεθλιμμένον κλαίοντα και να μη συγκλαύση μετ’ αυτού. Ο δε Θεός έδειξεν οπτασίαν εις τον ρηθέντα πλούσιον, δια να του φανερώση πόσον μέγαν μισθόν εζημιώθη, διότι δεν εδάνεισε του πτωχού το χρυσίον, καθώς το έταξεν. Είδε λοιπόν καθ’ ύπνον ο πλούσιος αυτός Ιερέα ιστάμενον εις το Ιερόν, εις τον οποίον έφερον πολλάς προσφοράς, δι’ εκάστην δε προσφοράν που του έδιδεν έκαστος ελάμβανεν εκατόν. Ο δε Πατριάρχης ίστατο όπισθεν του Ιερέως. Τότε του εφάνη ότι ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Λάβε τας προσφοράς εκείνας και δος αυτάς του Ιερέως, δια να λάβης και συ εκατόν εις την μίαν». Ο δε άρχων ημέλησε να υπάγη· όθεν ο Πατριάρχης έδραμε και λαβών τας προσφοράς έδωσεν αυτάς του Ιερέως, όστις του ανταπέδιδε δι’ εκάστην προσφοράν εκατόν τοιαύτας. Εξυπνήσας ο άρχων δεν ηδύνατο να εννοήση της οπτασίας την δήλωσιν, πλην ενεθυμήθη τον πτωχόν εκείνον, όστις εζήτει το δάνειον και καλεί αυτόν να έλθη εκεί. Ο δε απελθών είπεν εις αυτόν, ότι ο Πατριάρχης του επήρε τον κόπον και τον μισθόν, διότι δεν ηδύνατο πλέον να υπομένη, επειδή οι δανεισταί τον εβίαζον. Ο δε απεκρίνατο· «Την αλήθειαν είπες, ότι μου επήρε τον μισθόν ο Πατριάρχης και το είδον εις οπτασίαν». Ουαί λοιπόν εις εκείνους, οίτινες δύνανται να κάμουν καλόν και αμελούσιν οι άφρονες! Ακούσατε δε και δια την ανεξικακίαν αυτού και πόσην σπουδήν είχε δια να μη είναι τις σκανδαλισμένος μαζί του και πόσον εταπεινώνετο, δια να φέρη τον αμαρτωλόν εις μετάνοιαν. Δύο από τους κληρικούς του εσκανδαλίσθησαν και εδάρησαν, τους οποίους δικαίως αφώρισε· και ο μεν εις εδέχθη κατά το πρέπον το επιτίμιον, ως ευλαβής όπου ήτο, και διορθωθείς έλαβε παρ’ αυτού την συγχώρησιν. Ο δε έτερος δεν έλαβεν υπ’ όψιν τον αφορισμόν, αλλά διήγεν αμελώς, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και ως υπερήφανος ηπείλει να ζημιώση τον Άγιον. Ούτος δε ήτο εις από εκείνους, οίτινες συνεβούλευαν τον Πατρίκιον να λάβη τα χρήματα της Εκκλησίας. Βλέπων λοιπόν ο ανεξίκακος Ιωάννης την ασέβειαν του κληρικού, ότι έμενεν εις τον αφορισμόν εκουσίως, μηδόλως δια την ψυχήν του φροντίζων, επικραίνετο πολύ, διότι ο καταχθόνιος λύκος έμελλε να φάγη το πρόβατόν του και εμελέτα να τον νικήση με την ταπείνωσιν. Κυριακήν δε τινα κατά την οποίαν ελειτούργει ο Άγιος, όταν έφθασεν εις το μέσον της ιερουργίας, ενεθυμήθη τον αφωρισμένον κληρικόν και της δεσποτικής εντολής, ήτις κελεύει να αφήσωμεν το δώρον εις το θυσιαστήριον, όταν ενθυμηθώμεν ότι έχομεν μετά τινος σκάνδαλον και να υπάγωμεν πρώτον να τον ειρηνεύσωμεν και έπειτα να προσφέρωμεν την θυσίαν. Όθεν έστειλεν ανθρώπους να εύρωσι τον κληρικόν εκείνον ταχέως, να τον φέρουν , δια να τον απαλλάξη από τας χείρας του δαίμονος. Αφού λοιπόν ήλθεν ο ζητούμενος, εξήλθεν από το Άγιον Βήμα ο Πατριάρχης ενδεδυμένος την αρχιερατικήν στολήν και πίπτει εις τους πόδας του λέγων· «Αδελφέ, συγχώρησόν μοι δια τον Κύριον». Ο πρώην δε ασύνετος ούτος και άνους, βλέπων την ιεράν κεφαλήν εκείνην κειμένην εις τους πόδας του, ετρομοκρατήθη φοβηθείς μήπως έλθη πυρ εκ των ουρανών και τον κατακαύση· όθεν έπεσε και αυτός μετά δακρύων επί της γης και εξομολογούμενος εζήτει την των αγνοημάτων συγχώρησιν. Ο δε Πατριάρχης είπεν· «Ο Θεός να μας συγχωρήση και τους δύο, ω τέκνον μου». Έπειτα τον επήρεν αγαλλιώμενος και εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα μετά καθαράς συνειδήσεως, και τότε είπε με παρρησίαν προς τον Κύριον· «Άφες ημίν, Δέσποτα, τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Ματθ. στ:12). Ο δε κληρικός μετετράπη από τούτο το παράδειγμα εις χρηστότητα, και έγινε μέτριος τόσον, ώστε εις ολίγον καιρόν ηξιώθη και της Ιερωσύνης.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Τη ΙΓ΄ (13η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπ. Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου.

Δημοσίευση από silver »

Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο μέγας φωστήρ και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος, κατήγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, εγεννήθη τω τνδ΄ (354) έτει, υιός ων γονέων πατρός μεν Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης, οίτινες ήσαν αμφότεροι πλούσιοι ειδωλολάτραι πρότερον· όταν δε εγέννησαν τον Άγιον εβαπτίσθησαν και εγένοντο Χριστιανοί. Από τοιούτους γονείς γεννηθείς ο Άγιος, ότε ήτο παιδίον, εδείκνυεν οποίος θέλει καταστή εις το ύστερον· δεκαοκταετής δε γενόμενος, εβαπτίσθη δια χειρός του Αγίου Μελετίου, του τότε Πατριάρχου Αντιοχείας. Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του πολλήν αγάπην και έρωτα είχεν ο Άγιος ούτος εις τους λόγους και τα μαθήματα. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ο μεν πατήρ του απέθανεν, η δε μήτηρ του έμεινε χήρα, νέα δε ούσα εικοσαετής, μόνον τον Άγιον είχε προς παρηγορίαν. Όθεν ανέτρεφεν αυτόν με μεγάλην επιμέλειαν και παρέδωκεν αυτόν προς μαθητείαν εις Λιβάνιον τον σοφιστήν και Ανδραγάθιον τον φιλόσοφον, διο εις ολίγον καιρόν διήλθεν όλην την σοφίαν των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινεν άκρος κατά την λογικήν και ρυτορικήν τέχνην και πάσαν επιστήμην. Αφού δε ετελείωσε τας σπουδάς του απεφάσισε να ακολουθήση την μοναχικήν πολιτείαν την οποίαν τόσον ηγάπα. Είχε δε ο Άγιος φίλον τινά, ονόματι Βασίλειον, ουχί τον Μέγαν Βασίλειον, διότι εκείνος ήτο παλαιότερος, αλλ’ έτερον εξ Αντιοχείας, όστις ήτο συμμαθητής και φίλος του Αγίου. Αυτόν συνεβουλεύθη ο Άγιος και έγινε Μοναχός, διότι υπεσχέθη και εκείνος να τον μιμηθή. Και τούτο το διηγείται ο ίδιος εις τους περί Ιερωσύνης λόγους του. Δια δε την πολλήν αρετήν του εξέλεξε Μοναστήριον το πλέον πτωχότερον και διήγε με περισσοτέραν σκληραγωγίαν, εις αυτό δε και ερρασοφόρησεν. Είχε δε ο Άγιος ακατάπαυστον την μελέτην των θείων Γραφών και εξήγει αυτάς προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων. Εκεί εις το Μοναστήριον έγραψε και τους περί Ιερωσύνης λόγους, εις τους οποίους εκθέτει με σαφήνειαν πόσον και μέγα σεβαστόν είναι το αξίωμα της Ιερωσύνης. Τότε προς χήραν πλουσίαν, η οποία εχήρευσε και ελυπείτο πολύ, έγραψε λόγον δια του οποίου την παρηγόρει και απεδείκνυε δια του λόγου, πως η χήρα είναι αξία επαίνου, εάν φυλάξη αύτη την προς τον πρότερον άνδρα αγάπην και τιμήν και δεν δευτεροϋπανδρευθή. Έγραψε δε και βιβλίον «Περί Παρθενίας», εις το οποίον επαινεί πολύ την παρθενίαν. Και προς τινα Σταγείριον ονόματι φίλον αυτού, ο οποίος εσεληνιάζετο, έγραψε λόγον δια του οποίου παρηγόρει αυτόν και απεδείκνυεν, ότι εάν ευχαρίστως υπομείνη το δαιμόνιον του σεληνιασμού, έχει πολύν μισθόν παρά Θεού. Έγραψε και δύο λόγους περί κατανύξεως, εκ των οποίων ο μεν επιγράφεται εις Δημήτριον, ο δε εις Στελέχιον. Έγραψεν επίσης λόγον προς τινα Θεόδωρον ονόματι, όστις υπέπεσεν εις αμαρτίαν, διδάσκων αυτόν να μη απογινώσκη, αλλά να μετανοήση εξ όλης ψυχής να σωθή. Με τους λόγους λοιπόν τούτους, αλλά και με τα έργα εδίδασκεν ο Άγιος, διότι πάντοτε προσηύχετο και πάσαν άλλην αρετήν μετεχειρίζετο, θέλων να είναι αυτός παράδειγμα των άλλων. Εις την ταπεινοφροσύνην δε ποίος άλλος τον έφθασεν; Είχε δε συνήθειαν εκάστην ημέραν να επισκέπτηται τους ασθενείς του Μοναστηρίου, να τους παρηγορή με τους γλυκείς του λόγους. Ποτέ επί της ζωής του δεν ώμοσεν εις το όνομα του Θεού, ουδέ εις άλλον είπε να ομόση· ποτέ δεν κατέκρινεν άνθρωπον τινα, ουδέ ψεύδος είπε· ποτέ δεν κατηράσθη τινά, ουδέ αργολογίαν ωμίλησεν, αλλ’ ουδέ άλλον εδέχετο να αργολογήση ή να είπη λόγον, ώστε να γελάση άνθρωπος. Λέγουσι δε ότι και τον ύπνον της νυκτός με κόπον πολύν απελάμβανε, διότι είχε σχοινίον κρεμάμενον από της στέγης και ήπλωνε τας χείρας του και το στήθος του εις εκείνο και ούτως ελάμβανε ολίγον ύπνον προς ανάπαυσιν της ανθρωπίνης φύσεως· ούτω διάγων ο Άγιος δεν ήτο δυνατόν να διαφύγη της προσοχής των Αδελφών του Μοναστηρίου, όθεν όλοι τον είχον ως Άγιον. Γέρων τις, το γένος Σύρος, ονόματι Ησύχιος, ενάρετος κατά πολλά, υπήρχε μεταξύ των Πατέρων του Μοναστηρίου. Αυτόν δια την υπερβολικήν του άσκησιν προσεπάθει ο Άγιος να μιμηθή εις την αρετήν. Ο Γέρων δε ούτος προσευχόμενος εις τον Θεόν κατά το μεσονύκτιον είδεν όραμα, το οποίον και να το είπη τις έχει κόπον και να το ακούση είναι φοβερόν, αλλά έχει και πολλήν ευφροσύνην και εις τον λέγοντα και εις τον ακούοντα. Ούτος λοιπόν είδεν ότι ανήρ τις λευκοφόρος, βοβερός κατά την όψιν, εφάνη ως να κατέβη από τον ουρανόν και εστάθη ενώπιον του Χρυσοστόμου προσευχομένου και αυτού, είχε δε ούτος χαρτίον τετυλιγμένον εις τας χείρας του. Ο Άγιος, καθώς τον είδεν, έπεσεν από τον φόβον του κάτω πρηνής και εκείνος τον ήγειρε και είπε· «Μη φοβού, αλλά θάρρει». Τον ηρώτησε τότε ο Άγιος ποίος είναι, ο δε είπεν· «Εγώ ήλθα εις σε, πεμφθείς από Θεού και δέξου τούτο, όπερ σου δίδω». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν ότι του έδωκε το τετυλιγμένον χαρτίον, και του είπε· «Εγώ είμαι ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης και λάβε τούτο το χαρτίον, το οποίον σου δίδω· από σήμερον δε θα ανοιχθή η διάνοιά σου να εννοής την έννοιαν όλην της θείας Γραφής». Ο δε Άγιος έλεγεν· «Δεν είμαι άξιος εγώ τοιαύτης Χάριτος». Εκείνος δε ποιήσας εις αυτόν τον τύπον του Σταυρού και φιλήσας αυτόν και δίδων εις αυτόν θάρρος, ανελήφθη. Αυτά ιδών ο διορατικός εκείνος Γέρων, επί πολλάς ημέρας ήτο πεφοβισμένος και θαυμάζων το όραμα· βλέποντες δε αυτόν συλλογιζόμενον τινές των Μοναχών, τον ηρώτησαν και έμαθον την αιτίαν της οπτασίας. Τους είπε δε και τούτο ο Γέρων· «Τηρείτε σιωπήν, να μη το μάθη αυτός και φεύγων την τιμήν των ανθρώπων αναχωρήση από το Μναστήριόν μας». Οι δε Μοναχοί, εκπλαγέντες εις τους λόγους του Γέροντος, ανέμενον να ίδωσι το αποβησόμενον· διότι ήλπιζον, ότι μεγάλα και παράδοξα πράγματα θέλουσι συμβή εις τον Άγιον, τα οποία και ετελειώθησαν, καθώς θέλετε ακούσει μετ’ ολίγον. Άνθρωπός τις Αντιοχεύς, το γένος ευγενής, βαθύπλουτος, ησθένησε βαρέως· διότι το εν μέρος της κεφαλής του τόσον επόνεσεν, ώστε εξήλθεν ο εις των οφθαλμών του. Έδραμε λοιπόν ούτος εις το Μοναστήριον του Αγίου και πεσών εις τους πόδας του τον παρεκάλει να τον ιατρεύση. Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Τούτο έπαθες, διότι δεν επίστευες εις τον Χριστόν εξ όλης σου ψυχής και διότι έχεις έργα αμαρτίας. Εάν με όλην σου την καρδίαν προσεύχησαι και υπόσχεσαι να λείψης από τα κακά, εύκολον είναι να ιατρευθής». Τότε μετά δακρύων ωμολόγησεν ο άρχων εκείνος τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και υπεσχέθη να λείψη από τας αμαρτίας· και κρατήσας το ράσον του Αγίου, έτριψεν την κεφαλήν του και παρευθύς και ο πόνος της κεφαλής έπαυσε και ο οφθαλμός του ιατρεύθη, ως πρότερον. Έτερος δε μέγας πλούσιος, Αρχέλαος ονόματι, ήτο εις την Αντιόχειαν ασθενής, πλην εκ τινων περιστάσεων, τας οποίας δεν πρέπει να είπη τις, εδαπάνησε χρήμα πολύ εις τους ιατρούς δια να θεραπευθή· α΄΄’α ο μεν πλούτος του ηλαττούτο, η δε ασθένεια ηύξανε. Μόλις δε ενεθυμήθη τον Άγιον και προσδραμών εις το Μοναστήριον έπεσεν εις τους πόδας του, ο δε Άγιος διδάξας αυτόν και παραινέσας να απέχη από αμαρτίας, εξ ων προέρχονται αι ασθένειαι του σώματος, του είπε να νιφθή δια του ύδατος όπερ έπιναν οι Πατέρες και παρευθύς, ότε ενίφθη, ω του θαύματος! ιατρεύθη. Αλλά τι το μετά ταύτα; Σκορπίσας ο Αρχέλαος τον πλούτον του εις τους πτωχούς, έγινε Μοναχός και έμεινεν εκεί εις το Μοναστήριον του Αγίου. Ταύτα ιδόντες και άλλοι πολλοί εποίησαν τα όμοια και σχεδόν επλησίαζε να γίνωσι Μοναχοί το ήμισυ της Αντιόχειας. Έτερος άνθρωπος, Εύκλεος ονόματι, φθόνω του διαβόλου τυφλωθείς τον ένα οφθαλμόν, έγινε Μοναχός εις το Μοναστήριον του Αγίου και ήτο εκεί εργαζόμενος την αρετήν. Ο δε Άγιος βλέπων ότι είναι λυπημένος δια τον ελλείποντα οφθαλμόν, του είπε· «Ο Θεός, αδελφέ, να σε ιατρεύση και να φωτίση τους οφθαλμούς της καρδίας σου και του σώματος». Και παρευθύς με τον λόγον ιατρεύθη ο οφθαλμός του ως και ο άλλος και εδόξασε τον Θεόν. Και γυνή τις από την Αντιόχειαν, Χριστίνα ονόματι, είχε πάθος αιμορροίας επτά έτη, ήτις είναι μεγάλη ασθένεια των γυναικών. Ταύτην ο ανήρ αυτής επιβιβάσας εις ζώον, την επήγεν εις το Μοναστήριον και κλαίων προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, ζητών ιατρείαν της γυναικός του. Ο δε Άγιος του είπε· «Διατί αφήκες τον Θεόν, τον δυνάμενον να δώση την υγείαν και ήλθες εις άνθρωπον αμαρτωλόν; Πλην ειπέ εις την γυναίκα σου, εάν γίνη συμπαθητική προς τας υπηρετρίας της και εάν δίδη ελεημοσύνην, συντόμως θέλει ιατρευθή». Ταύτα ως ήκουσεν η γυνή εκ του στόματος του ανδρός αυτής, υπέσχετο εξ όλης ψυχής να ποιήση αυτά και παρευθύς ιατρεύθη. Κατ’ εκείνον τον καιρόν λέων μέγας εφάνη εις την Αντιόχειαν και ήτο τόσον φοβερός, ώστε ούτε οι γεωργοί ετόλμων να υπάγωσιν εις τους αγρούς των, ούτε οι άνθρωποι να υπάγωσιν εις την εργασίαν των, διότι έτρεχε με μανίαν πολλήν και εφόνευεν οιονδήποτε και εάν εύρισκεν έμπροσθέν του· πολλοί δε πλησιόχωροι συναθροισθέντες δια να τον φονεύσωσιν, δεν ηδυνήθησαν, αλλά μάλιστα πολλοί εξ αυτών εφονεύθησαν. Όθεν εκ τούτου ηναγκάσθησαν οι άνθρωποι από του φόβου να αφήσουν τους αγρούς και τους αμπελώνας των, ως και οι έμποροι τας πραγματείας των. Τέλος ενθυμηθέντες τον Άγιον προσέτρεξαν εις το Μοναστήριον και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού εδέοντο κλαίοντες να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος τους είπε· «Δια να είσθε ολιγόπιστοι και δια να μη εργάζεσθε τας εντολάς του Χριστού, σας εγκατέλιπεν ο Θεός και πειράζεσθε. Πλην λάβετε τούτον τον Σταυρόν τον ξύλινον, και υπάγετε να τον στήσετε εις την οδόν έξω της πόλεως και θέλετε ίδει την δύναμιν του Χριστού». Έλαβον λοιπόν αυτοί τον Σταυρόν και τον έστησαν έξω εις την οδόν, και το πρωϊ, ω Χριστέ Βασιλεύ, ως θαυμαστά τα έργα σου! Ευρέθη ο λέων κείμενος νεκρός έμπροσθεν εκείνου του Σταυρού. Αλλά περί των θαυμάτων του Αγίου ας καταπαύσωμεν τον λόγον μας. Τέσσαρα έτη έμεινεν εις το Μοναστήριον εκείνο ο Άγιος, ούτω θαυματουργών και ούτω την αρετήν μετερχόμενος· αλλά μετά ταύτα, φεύγων τον έπαινον των ανθρώπων, επήγεν εις έρημον τόπον και ησκήτευεν επί δύο έτη· ούτε λύχνον είχεν, ούτε στρώμα, ούτε τράπεζαν, ούτε άλλο τι, όσα είναι προς παρηγορίαν των ανθρώπων. Ως μόνην δε τροφήν είχεν άρτον δίπυρον (παξιμάδι) και ύδωρ, το οποίον του επήγαινεν άνθρωπος γνωστός του, την δε ψύχραν της νυκτός και τον καύσωνα της ημέρας τόσον τας υπέμεινεν, ως να ήτο λίθινος· αλλ’ όμως επειδή και αυτός άνθρωπος ήτο και ο Θεός ήθελεν, ησθένησεν από πολλήν κακοπάθειαν και είχε πόνον πολύν εις τα νεφρά· εκ τούτου ηναγκάσθη να καταβή εις την πατρίδα του Αντιόχειαν· αυτό δε ήτο του Θεού οικονομία, να τεθή το φως επί την λυχνίαν και να λάμψη εις του κόσμου τα πέρατα. Ο δε Πατριάρχης της Αντιοχείας Μελέτιος, περί του οποίου προείπομεν ότι εβάπτισε τον Άγιον, τον εδέχθη μετά πάσης χαράς και τον εχειροτόνησεν αναγνώστην. Επειδή δε τον καιρόν εκείνον συνεκαλείτο η Αγία και Οικουμενική Β΄ Σύνοδος, ανέβη ο Πατριάρχης Μελέτιος εις την Κωνσταντινούπολιν ένθα και ετελεύτησεν, ο δε Άγιος, ευρών καιρόν, επήγεν εις την ηγαπημένην του ησυχίαν και εκείθεν επήγεν πάλιν εις το πρώτον του Μοναστήριον. Μετά τον θάνατον του Αγίου Μελετίου εγένετο Πατριάρχης Αντιοχείας ο Φλαβιανός, όστις, προσευχόμενος ποτε εις το κελλίον του, είδεν Άγγελον Κυρίου λέγοντα προς αυτόν· «Ύπαγε εις το Μοναστήριον όπου είναι ο Ιωάννης, και φέρε αυτόν εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου σου, να τον χειροτονήσης Ιερέα, διότι είναι δοχείον εκλεκτόν της κατοικίας του Θεού, ως ο Απόστολος Παύλος, και μέλλει να φωτίση την Οικουμένην όλην». Την νύκτα δε εκείνην εφάνη ο αυτός Άγγελος και προς τον Άγιον προσευχόμενον, και του είπεν· «Αύριον, ευθύς ως έλθη ο Πατριάρχης Φλαβιανός και σε ζητήση, να υπάγης μετ’ αυτού, διότι είναι θέλημα Θεού να δεχθής την Ιερωσύνην». Ο δε Άγιος εγίνωσκε μεν ότι από Θεού είναι η οπτασία, αλλ’ όμως είπε προς τον Άγγελον· «Δεν είμαι εγώ άξιος, Άγιε Άγγελε, δια τοιαύτας υπηρεσίας, διότι τούτο είναι υπεράνω της δυνάμεώς μου, μόνον συγχώρησόν μοι». Ο δε Άγγελος είπε· «Πράγματα τα οποία βούλεται ο Θεός να τελειώση, ποίος άνθρωπος δύναται διαφοροτρόπως να ποιήση;» Ταύτα ακούσας ο Άγιος, το πρωϊ συνάξας τους Πατέρας του Μοναστηρίου, τους είπε την οπτασίαν· εκείνοι δε ακούσαντες έκλαυσαν λυπούμενοι, διότι μέλλει να τους αφήση ο Άγιος. Αυτός δε με διδακτικούς λόγους τους παρηγόρησε και τους εδίδαξεν, όσα ήσαν τα συμφέροντα. Διδάσκοντος του Αγίου έφθασε και ο Πατριάρχης Φλαβιανός και ιδών τον Άγιον εχάρη, διότι δεν είχεν ίδει αυτόν άλλοτε και μετά χαράς του είπε· «Εγώ, ω τιμιώτατε και φιλοσοφώτατε άνθρωπε, είχα και πρότερον διάθεσιν και επιθυμίαν να σε απολαύσω και να ίδω την σεβασμίαν σου κεφαλήν, αλλ’ από πολλάς συγχύσεις της Εκκλησίας δεν έλαβον καιρόν· όμως ευχαριστώ τον Θεόν, όστις με ηξίωσε καν τώρα να σε ίδω, και μάλιστα διότι ο Θεός με έστειλε δια να σε οδηγήσω εις την Εκκλησίαν μου, καθόσον εφάνη εις εμέ Άγγελος Κυρίου και μου είπε να σε καλέσω να έλθης μετ’ εμού, να σε χειροτονήσω Ιερέα. Μη λοιπόν φανής εναντίος εις το θέλημα του Θεού». Τότε ο Άγιος τον παρεκάλεσε να μείνη εκεί να λειτουργήση την ημέραν εκείνην εις το Μοναστήριον, ίνα μεταλάβωσιν οι Άγιοι Πατέρες και να λάβουν και την ευλογίαν του. Ελητούργησε λοιπόν ο Πατριάρχης κατά την αίτησιν του Αγίου, το δε πρωϊ, όταν εκίνησεν ο Άγιος να υπάγη όπισθεν του Πατριάχου, έγινε πράγμα λύπης και δακρύων άξιον. Συνήχθησαν οι Πατέρες κύκλω του Αγίου και θρηνούντες μετά δακρύων παρεκάλουν να μη τους αφήση ορφανούς, ονομάζοντες αυτόν πατέρα και διδάσκαλον. Τέλος ιδών ο Πατριάρχης τα δάκρυά των, τους ωμίλησε λόγους παρηγορητικούς και απεχωρίσθησαν. Όταν δε ήκουσαν οι Αντιοχείς, ότι έρχεται ο Άγιος, εξήλθον πάντες οι κάτοικοι να προϋπαντήσουν τον Άγιον, δια να λάβωσι την ευχήν και ευλογίαν του, ουχί δε μόνον η Αντιόχεια, αλλά και όλα τα περίχωρα τον προϋπήντησαν μετά πίστεως. Κατά δε την ημέραν, κατά την οποίαν έμελλε να χειροτονηθή ο Άγιος, έγινε θαύμα παράδοξον, διότι όλοι οι Ιερωμένοι και οι καθαροί Χριστιανοί, οι ευρεθέντες εις την χειροτονίαν, είδον οφθαλμοφανώς περιστεράν λευκήν, ήτις επέτα εις το άγιον Βήμα· και όταν εξεφώνησεν ο Πατριάρχης το «Η θεία Χάρις» κ,τ.λ. κατέβη η περιστερά εκείνη και εκάθησεν εις την κορυφήν του Αγίου· ήτο δε αύτη η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Εγένετο η χειροτονία του Αγίου εις μεν Διάκονον κατά το έτος τοη΄ (378), Ιερέα κατά το έτος τπγ΄ (383) και αι δύο αύται χειροτονίαι ετελέσθησαν υπό του Πατριάρχου Αντιοχείας Φλαβιανού.
Ποία δε ήσαν τα μετά την χειροτονίαν έργα του Αγίου; Διδαχαί καθ’ εκάστην, διδασκαλίαι, παραινέσεις προς τους Χριστιανούς, εξηγήσεις της θείας Γραφής, ερμηνείαι των απορρήτων, τόσον ώστε οι Αντιοχείς εκ της γλυκύτητος των λόγων οι μεν τον ωνόμαζον στόμα Χριστού, άλλοι δεύτερον Παύλον, άλλοι δε Χρυσόστομον, και αυτό το όνομα επεκράτησε, το Χρυσόστομος, και λέγεται έως σήμερον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ενός εκ των ιβ΄ (12) Αποστόλων.

Δημοσίευση από silver »


Φλιλιππος ο θείος του Κυρίου Απόστολος ήτο εις εκ των δώδεκα, εκ Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπολίτης Ανδρέου και Πέτρου. Από μικρός εδόθη εις τα μαθήματα, έχων δε πόθον πολύν εις τον Νόμον, εσχόλαζεν εις τα μαθήματα του Μωϋσέως, διότι τοιαύτην είχον τότε οι διδάσκαλοι των Ιουδαίων συνήθειαν και εμάνθανον πρώτον τους νέους αυτάς τας βίβλους, έπειτα τους ηρμήνευον και έτερα όσα ηδύναντο. Από ταύτα λοιπόν ηννόησεν ο Φίλιππος όλας τας ρήσεις, όσαι διελάμβανον περί της ελεύσεως του Χριστού και τας εφύλαττεν εις την καρδίαν του· δια τούτο και καθ’ όλην την ζωήν του διέμεινε παρθένος. Όταν λοιπόν εύρεν αυτόν ο Δεσπότης Χριστός εις την Γαλιλαίαν μετά το βάπτισμα και τον προσεκάλεσε να τον ακολουθήση, δεν έβαλε καιρόν εις το μέσον, αλλά γνωρίσας, ότι αυτός ήτο ο Μεσσίας, τον οποίον ανέμενον, τον ηκολούθησε προθύμως και δεν εξεχώρισεν από αυτόν, γνωρίζων ότι εύρε τον πολύτιμον Μαργαρίτην. Έχων δε πόθον να προσαγάγη προς τον Σωτήρα και τους φίλους του ως καλοπροαίρετος άνθρωπος, ευρίσκει τον Ναθαναήλ, όστις ήτο φίλος του, ακριβής του Νόμου διδάσκαλος, και του λέγει· «Ον έγραψε Μωϋσής εν τω νόμω και οι Προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιωάν. α:46). Με ταύτα και έτερα τα οποία είπεν, ωδήγησε προς τον Δεσπότην τον φίλον του. Φαίνονται δε και άλλα πολλά εις το ιερόν Ευαγγέλιον, με τα οποία ημπορεί να εννοήση έκαστος τούτου του Αποστόλου την ευγνωμοσύνην και υπακοήν προς τον Διδάσκαλον, του οποίου έγινε κοινωνός εις όλους τους κόπους έως την σωτήριον Σταύρωσιν· όθεν και της Αναστάσεως απήλαυσε και της θεοπρεπούς Αναλήψεως και της παρουσίας του Παναγίου Πνεύματος. Μετά ταύτα βάλλοντες οι θείοι Απόστολοι κλήρους, δια να ίδωσι που είναι θέλημα Θεού να πορευθή έκαστος δια να κηρύξη το σωτήριον Ευαγγέλιον, απήλθον άλλος εις την Ανατολήν, άλλος εις τα Εσπέρια, έτερος εις τα Βόρεια και άλλος εις τα Νότια μέρη· του δε θείου Φιλίππου έλαχε ο κλήρος της Ασίας, εις την οποίαν επήγε προθύμως κηρύττων τον Χριστόν εις όλας τας πόλεις και χώρας, τελών σημεία και θαύματα άπειρα, δια τα οποία, του Θεού συνεργούντος, πολλοί επίστευσαν και πανταχού έκτισεν Εκκλησίας, τα ειδωλεία ηφάνιζε, και εχειροτόνει Αρχιερείς. Είχε δε εις την συνοδείαν του τον Απόστολον Βαρθολομαίον και την σαρκικήν του αδελφήν, Μαριάμνην ονόματι, οίτινες τον ακολουθούσαν, υπηρετούντες αυτόν και συγκοινωνούντες εις όλα τα λυπηρά και χαρμόσυνα και πολλούς πειρασμούς και θλίψεις εις διαφόρους χώρας από τους απίστους υπέμειναν, μαστιγούμενοι, ραβδιζόμενοι, λιθαζόμενοι και ποικιλοτρόπως βασανιζόμενοι. Από τας κακοπαθείας ταύτας και τας θλίψεις τας οποίας ο θείος ούτος Απόστολος Φίλιππος υπέμεινε, θα είπωμεν ενταύθα ολίγα τινά, ως επίσης και ολίγα θαυμάσια, εκ των πολλών τα οποία ετελέσθησαν δια μέσου του, ίνα δια τούτων διαπιστωθώσιν αναμφιβόλως και τα επίλοιπα, έπειτα δε θέλομεν γράψει και το μακάριον τέλος, το οποίον έλαβεν εις την Ιεράπολιν της Φρυγίας. Ούτος ο λαμπρότατος αστήρ και μέγας του Κυρίου Απόστολος αφού εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις τας πόλεις της Λυδίας και της Μυσίας, συνοδευόμενος, ως είπομεν, και υπό του Αποστόλου Βαρθολομαίου και της αδελφής του Μαριάμνης και αφού υπέστησαν πολλάς κακοπαθείας υπό των απίστων, δερόμενοι, ραβδιζόμενοι, φυλακιζόμενοι και λιθοβολούμενοι, εύρον έπειτα και τον ηγαπημένον Μαθητήν και Θεολόγον Ιωάννην κηρύττοντα και αυτόν τον Χριστόν εις την Ασίαν, ότε και η του ανθυπάτου Νικάνωρος γυνή επίστευσεν εις τον Χριστόν, και η του Στάχυος οικία εκάη υπό του ανθυπάτου και του λαού των Ελλήνων. Αλλά και προς τους Πάρθους επήγεν ο Άγιος και κλίνων τα γόνατα εζήτει από τους ουρανούς θείαν επίσκεψιν· και ευθύς είδεν αετόν με χρυσάς πτέρυγας, όστις εικόνιζε τον Χριστόν εσταυρωμένον· όθεν λαμβάνων από την όρασιν ταύτην θάρρος και δύναμιν, επήγαινεν εις το κήρυγμα πρόθυμος· μετέβη δε και εις την χώραν των Κανδάκων. Ανέβη δε ποτε εις πλοίον, δια να διαπεραιωθή προς την Άζωτον· κατά δε την νύκτα εκείνην έγινε μεγάλη τρικυμία· επειδή δε ήτο και σκότος βαθύ ευρίσκοντο εις μέγαν κίνδυνον, τότε όμως εφάνη φωτοφανής τύπος του Σταυρού, όστις εφώτισε το σκότος της νυκτός και διεσώθησαν οι κινδυνεύοντες. Φθάσαντες εις την Αζώτιδα γην εξήλθεν ο Φίλιππος και κατέλυσεν εις τον οίκον, του οποίου οι οικήτορες είχον θυγατέρα, ήτις είχεν εις τον οφθαλμόν ασθένειαν και εκινδύνευε να απολέση το φως της· ακούσαντες δε το κήρυγμα του Αποστόλου επίστευσαν εις τον Χριστόν όλοι και έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ο πατήρ της κόρης εζήτησε χάριν από τον Φίλιππον, να θεραπεύση τον οφθαλμόν της. Ο δε Απόστολος λέγει προς την κόρην· «Μόνη σου θέλω να θεραπεύσης το πάθος σου, Χαριτίνη, και χαρίζω την δύναμιν όχι μόνον εις σε, αλλά και εις όσους έλαβον το Άγιον Βάπτισμα να τελήτε θαυμάσια· το πρωϊ λοιπόν βάλε την δεξιάν σου εις τον οφθαλμόν σου, επικαλουμένη του Δεσπότου Χριστού το σωτήριον όνομα να λάβης την ίασιν». Ούτω λοιπόν ποιήσασα εθεραπεύθη η Χαριτίνη ευχαριστούσα τον Κύριον και τότε δεν εξεχώρισεν από τον Απόστολον. Αναχωρήσας εκείθεν ο θείος Απόστολος μετέβη μετά της συνοδείας του εις την Ιεράπολιν κηρύττοντες τον Κύριον· οι δε εντόπιοι ήθελον να φονεύσωσι τον Απόστολον, με πρόφασιν να μη απατηθούν αι γυναίκες των και τους χωρισθώσι καθώς και άλλων πολλών επλανήθησαν. Άρχων δε τις σεβαστότερος των άλλων και τιμής άξιος ελύτρωσε τον θείον Φίλιππον από τον λιθασμόν, λέγων ταύτα προς τους συμπολίτας του· «Αδελφοί, ακούσατε την συμβουλήν μου· μη κάμετε αδικίαν τινά κατά τούτου του ξένου, αλλ’ ας δοκιμάσωμεν την διδασκαλίαν του, εάν είναι προς ψυχικήν σωτηρίαν». Εις τους λόγους τούτους του άρχοντος δεν ηδυνήθησαν να εναντιωθώσιν, επειδή ήτο επίσημος, αυτός δε πρώτος από τους άλλους προσέπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου παρακαλών αυτόν να μείνη εις την οικίαν του· και πηγαίνοντες μαζί, εσκανδαλίσθη η γυνή του άρχοντος Μάρκελλα, ζητουσα λύσιν του συνοικεσίου και να της επιστρέψη την προίκα οπίσω, εάν δεν εκβάλη από την οικίαν των τον Φίλιππον, ο οποίος βλέπων τον άρχοντα περίφοβον, του έδωκε θάρρος να ίσταται εις την πίστιν, αυτός δε προσευχόμενος έκαμεν εκείνην, ήτις εσκανδαλίζετο, δούλην του ανδρός αυτής και υπήκοον και του έλεγεν· «Από που ήλθεν ούτος ο θαυμάσιος άνθρωπος; Ω! πόσον είναι οι λόγοι του γλυκύτατοι και επαινετή των ηθών αυτού η κατάστασις». Ο δε άρχων είπε προς αυτήν· «Μεγάλου Θεού κήρυξ είναι, ω γύναι, και αιωνίου Βασιλείας πρόξενος και ας πιστεύσωμεν εις αυτόν»· προσπίπτοντες λοιπόν εις τον Απόστολον, εβαπτίσθησαν με όλον τον οίκον των· με εκείνους δε και πολλοί άλλοι από τους γείτονας. Ο δε ευρετής της κακίας, βλέπων νενικημένον εαυτόν, παρεκίνησε τινας να καύσουν τον οίκον του άρχοντος· τούτο γνωρίσας ο Απόστολος δια Πνεύματος Αγίου, εξήλθε προς αυτούς άφοβα· και κρατήσαντες αυτόν ως θηρία ανήμερα, τον επήγαν εις το δικαστικόν βουλευτήριον, του οποίου ο έξαρχος, ονομαζόμενος Αρίσταρχος, είπε ταύτα προς αυτόν μετά θυμού· «Γνωρίζω ότι καυχάσαι δια τας μαγείας σου· αλλά εάν δεν ρίψης αυτάς από επάνω σου, θέλω σε θανατώσει με λιθασμόν πικρότατον· περί δε του σταυρωθέντος Θεού σου θέλομεν εξετάσει με τον καιρόν ύστερα». Ταύτα λέγων τον ήρπασεν από τας τρίχας της κεφαλής και τον περιέπαιζε σύρων αυτόν από του ενός μέρους εις το άλλο και βασανίζων. Ο δε Απόστολος, δια να σωφρονίση την αταξίαν του Αριστάρχου, ίσως δε και δια να γνωρίσουν οι παρεστώτες, ότι είναι δυνατού Θεού υπηρέτης, εβόησε μεγαλοφώνως, δια να τον ακούσουν άπαντες, λέγων· «Συ, Κύριε, όστις έπλασας τας καρδίας μας και γνωρίζεις τας κινήσεις και διανοήματα αυτών, πλήρωσόν μου τον λόγον τούτον, όστις εξέρχεται χωρίς οργήν από την καρδίαν μου και ας γίνη προς σωφρονισμόν των άλλων παράλυτος η άτακτος αύτη χειρ, ήτις ετόλμησε να απλωθή επί της κεφαλής την οποίαν ηγίασες». Ούτως είπε και ευθύς ο λόγος έργον εγένετο και όχι μόνον εξηράνθη η χειρ του, αλλά ετυφλώθη και ο εις οφθαλμός του, ο προς το μέρος εκείνο, εκωφώθη δε και από τα δύο ώτα και έμεινε άλαλος τελείως. Ταύτα βλέποντες οι παρεστώτες εξέστησαν και παρεκάλουν αυτόν με φόβον να συγχωρήση τον πταίσαντα, ο δε Απόστολος λέγει προς αυτούς· «Αι διαστροφαί των μελών δεν δύνανται να βοηθηθούν από άνθρωπον, διότι ένας είναι ο διορθωτής αυτών, ο Δημιουργός, όστις εξ αρχής συνήρμοσεν εκ της γης τον άνθρωπον και εάν δεν πιστεύσητε εις εκείνον ομού με αυτόν, όστις έπαθε, δεν λαμβάνει την θεραπείαν του». Κατά την ώραν εκείνην έτυχε και επήγαιναν να ενταφιάσουν νεκρόν και λαμβάνοντες την κλίνην εκείνοι, οίτινες ήσαν με τον Αρίσταρχον, έλεγον εις τον Απόστολον περιγελώντες αυτόν· «Εάν αυτόν τον νεκρόν αναστήσης, όλοι να προσκυνήσωμεν τον Θεόν σου ομού με τον Αρίσταρχον». Ο δε Άγιος, βλέπων προς τους ουρανούς, έκαμε προσευχήν ολίγην ώρα, έπειτα εκάλεσε τον νεκρόν με πραείαν φωνήν εξ ονόματος λέγων· «Θεόφιλε, ο Χριστός σε προστάσσει, έγειραι και λάλει ό,τι θέλεις χωρίς εμπόδιον». Τότε παρευθύς ο νεκρός (ω του θαύματος!) ηγέρθη και προσέπεσεν εις τον Απόστολον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι την ώραν ταύτην από πολλά κακά με ελύτρωσες, διότι με έσυρον δυναστικώς τινές μαύροι και άσχημοι, δια να με ρίψουν εις τον ολέθριον τάρταρον, το οποίον και θα εγίνετο, εάν δεν ήθελες προφθάσεινα με λυτρώσης τον άθλιον». Τούτο το παράδοξον έκαμεν όλους και ετρόμαξαν, θαυμάζοντες ότι ήξευρε και το όνομα του αποθαμένου, τον οποίον δεν είδε πρωτύτερα και τον ανέστησε πάραυτα. Απορρίψαντες λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι πάσαν αμφιβολίαν και πάντα δισταγμόν, επίστευσαν εις τον Χριστόν λέγοντες· «Αυτός τον οποίον κηρύττεις, θαυμασιώτατε, είναι ο μόνος αληθής και παντοδύναμος Θεός, όστις τελεί τοιαύτα παράδοξα, εις αυτόν δε προσέχομεν άπαντες και αδιστάκτως πιστεύομεν». Τότε καταπαύσας με την χείρα του τον θόρυβον, προσέταξε τον προρρηθέντα άρχοντα να κάμη το σημείον του σταυρού εις τον Αρίσταρχον, επικαλούμενος την Παναγίαν Τριάδα, ποιήσας δε εκείνος το προστασσόμενον εθεραπεύθη τελείως ο Αρίσταρχος· τότε πάντες έλαβον το σωτήριον Βάπτισμα, μεταξύ δε των πρώτων ήτο και ο Πρέφεκτος, ο πατήρ του αναστάντος εκ νεκρών, όστις ήτο από τους προεστώτας της πόλεως. Ούτος, πιστεύσας ολοψύχως εις τον Χριστόν, έδωκεν εις τον Απόστολον τους δώδεκα χρυσούς θεούς, τους οποίους είχε, να τους διαμοιράση εις τους πένητας· όχι δε μόνον ταύτα, αλλά καλώς δαπανήσας και τα επίλοιπα πράγματά του, εφύλαξεν έως τέλους την πίστιν και ετελείωσε τον βίον θεάρεστα· ο δε Απόστολος, καταρτίσας όλους εκείνους και στερεώσας εις την Ορθόδοξον πίστιν, εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον προρρηθέντα άρχοντα τον άνδρα της Μαρκέλλας· ωσαύτως εχειροτόνησε Πρεσβυτέρους και Διακόνους και προσέταξε να κτίσουν Εκκλησίας, τας οποίας καθιέρωσε, διδάξας δε άπαντας τους ηυχήθη και ανεχώρησε δια να κηρύξη τον Χριστόν και εις άλλας πόλεις της Φρυγίας. Αναχωρήσας εκείθεν ο θείος Φίλιππος μετέβη εις πόλιν τινά της Φρυγίας πολυάνθρωπον και περίφημον, ήτις ήτο και πρωτεύουσα των άλλων πόλεων. Βλέπων δε ότι αύτη ήτο εις τοσαύτην αγνωσίαν βεβυθισμένη, ώστε όλοι οι εν αυτή κατοικούντες προσεκύνουν δια θεόν μίαν έχιδναν μεγάλην και φοβεράν εις την όρασιν, ελυπήθη βαθύτατα δια την απώλειαν των ανθρώπων αυτών, τους οποίους εμώρανεν επί τοσούτον ο διάβολος, όστις κατώκει έσωθεν του θηρίου εκείνου και τους έφερεν εις τοιαύτην αναισθησίαν, ώστε να του δίδουν θυσίαν ανθρώπους οι απάνθρωποι. Τρωθείς λοιπόν την ψυχήν από θείον έρωτα δια την σωτηρλιαν αυτών επλησίασεν εις το θηρίον ο μέγας Απόστολος και ποιήσας προσευχήν προς τον Θεόν σύντομον, επεκαλέσθη του Δεσπότου Χριστού το φοβερόν και άστεκτον εις τους δαίμονας όνομα και παρευθύς εθανάτωσε την έχιδναν εκείνην, ήτις ήτο αιτία της των πολλών απωλείας και έμεινεν αύτη νεκρά, φοβερόν παρέχουσα εις τους παρεστώτας θέαμα. Αφού λοιπόν ο Άγιος ελύτρωσε τον λαόν από τοιούτον κακόν, τους εδίδαξε τον αληθή Θεόν, όστις είναι ο μόνος ποιητής απάσης της κτίσεως, ο δημιουργήσας όλον τον κόσμον, ορατόν και αόρατον, και όστις έπλασε τον άνθρωπον, τον οποίον αμαρτήσαντα ανέπλασε με την συγκατάβασιν της θείας αυτού ενανθρωπήσεως και την σωτήριον Σταύρωσιν και Ανάστασιν αυτού και εις ουρανούς ανεβίβασε. Τους εδίδαξεν επίσης ότι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέλλει να έλθη και πάλιν το δεύτερον, να αναστήση όλον το γένος της ανθρωπότητος και να αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα του· όσοι δε είναι βεβαπτισμένοι εις το όνομά Του και φυλάττουσι τα άγια προστάγματά Του θα κληρονομήσωσιν ευφροσύνην αιώνιον, όσοι δε πάλιν αθευήσωσι τον Νόμον Του, θα κατακριθώσιν εις ατελεύτητον κόλασιν. Με ταύτα και άλλα σωτήρια λόγια κατήχησε τον λαόν ο Απόστολος, όσους δε είδεν ότι εδέχθησαν εις την ψυχήν τον λόγον της πίστεως τους εβάπτισε, εχειροτόνησε δε εις αυτούς Αρχιερείς και Πρεσβυτέρους. Τελέσας λοιπόν ο θείος Απόστολος όσα ήσαν χρειαζόμενα, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον, να πίη και αυτός το ψυχοσωτήριον του Μαρτυρίου ποτήριον. Ευρισκόμενος λοιπόν τότε εις Ιεράπολιν τον κατέκριναν εις τους άρχοντας, οίτινες συλλαβόντες αυτόν τον εβασάνισαν διαφοροτρόπως και πικρώς τον ερράβδισαν· έπειτα δένοντες αυτόν από τους αστραγάλους τον εκρέμασαν κατακέφαλα, ήσαν δε τότε εκεί η αδελφή του Μαριάμνη και ο Απόστολος Βαρθολομαίος, ότι ομού εκοπίαζον εις τον μυστικόν αμπελώνα, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον· κρεμάσαντες λοιπόν και τον Βαρθολομαίον ομοίως, εσταύρωσαν τον Φίλιππον· η δε Μαριάμνη, αν και δεν της εποίησαν κακόν εις την σάρκα, αλλά η ψυχή της συνέπασχε και επόνει, βλέπουσα τον αδελφόν της τοιουτοτρόπως βασανιζόμενον. Καθ’ ον δε χρόνον ταύτα επράττοντο, εξεδίκησεν ο παντοδύναμος Θεός τον φίλον του Φίλιππον, και αίφνης έγινε σεισμός εις όλην την χώραν αυτήν φοβερώτατος, εβυθίσθη δε τόπος πολύς και πολλοί απωλέσθησαν. Ταύτα βλέποντες εκείνοι και υπό του φόβου και της λύπης συνεχόμενοι ηννόησαν την ανομίαν των και προσελθόντες εις τους Αγίους μετά δακρύων, εδέοντο να τους συγχωρήσωσι το πταίσιμον. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι ολοψύχως μετενόησαν, τους ευσπλαγχνίσθη ο Κύριος ως φιλάνθρωπος και παύων τον σεισμόν τους ελύτρωσεν απ’ εκείνον τον επώδυνον κίνδυνον, τους έδειξε δε και οπτασίαν θαυμάσιον, σημείον θειοτέρας δυνάμεως· και είδον κλίμακα, από την γην έως τα ουράνια και τους εδείκνυε την άνοδον· τούτο έγινεν εις τους απίστους οδός σωτήριος και ομολογούντες τον Χριστόν Θεόν αληθή, κατεβίβασαν τον Βαρθολομαίον απ’ εκεί όπου εκρέματο, όταν δε ηθέλησαν να ξεκαρφώσωσιν από τον Σταυρόν και τον Φίλιππον, αυτός δεν ηθέλησε, γνωρίζων ότι εις ολίγην ώραν έμελλε να υπάγη προς τον ποθούμενον· όθεν από τον Σταυρόν ούτω καθηλωμένος εδίδασκε τον λαόν νουθετών αυτούς να πιστεύσωσι καθαρά προς τον όντως Θεόν, και να φυλάττωσιν όλα του τα προστάγματα. Ταύτα λέγων ο Άγιος εποίησε δέησιν δι’ αυτούς και ούτως απήλθε προς Κύριον· το δε τίμιον και άγιον λείψανον αυτού ενεταφίασαν ευλαβώς ο Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη τη δεκάτη Τετάρτη του Νοεμβρίου μηνός, ψάλλοντες ωδάς κατά την τάξιν και ύμνους προς τον Θεόν, δοξάζοντες Αυτόν και πανηγυρίζοντες τον Απόστολον. Έπειτα έμειναν ολίγας ημέρας και εστερέωσαν εις την πίστιν τους Ιεραπολίτας καλλίτερα· ο δε Άγιος Απόστολος Βαρθολομαίος, καταστήσας τον Στάχυν Επίσκοπον Ιεραπόλεως και εξελθών ταύτης επορεύθη μετά της Μαριάμνης εις άλλας πόλεις και χώρας κηρύττοντες το του Χριστού Ευαγγέλιον, ότι Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΕ΄ (15η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και Ομολογητών ΓΟΥΡΙΑ, ΣΑΜΩΝΑ και ΑΒΙΒΟΥ. Γουρίας και Σαμωνάς οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν από τα όρια της πόλεως Εδέσσης, έζων δε κατά τον ένατον χρόνον της βασιλείας του Διοκλητιανού, εν έτει τγ΄ (303), ότε είχεν εγερθή μέγας και φοβερός κατά των Χριστιανών διωγμός. Τον καιρόν εκείνον οι ευλαβείς και ενάρετοι ούτοι άνδρες κατώκουν μακράν από τας πόλεις, σπουδάζοντες μόνον πως να αρέσωσιν εις τον Θεόν και φυλάσσοντες αυτού τα προστάγματα άπαντα· εις δε την αγάπην και εγκράτειαν ήτο ο Γουρίας τόσον επιμελητής άοκνος, ώστε οι εγχώριοι τον επωνόμαζον εγκρατή, ομοίως και ο Σαμωνάς είχεν όλον τον πόθον του εις τον Θεόν, τον Γουρίαν μιμούμενος. Τους Αγίους τούτους διέβαλον εις τον ηγεμόνα της Εδέσσης Αντωνίνον ότι εδίδασκον τους ανθρώπους να μη υποτάσσωνται εις τα βασιλικά προστάγματα και να πιστεύωσιν εις τον Χριστόν, καταφρονούντες προσωρινά κολαστήρια· ο δε δικαστής προσέταξε να φυλακίσωσι τους δύο τούτους άνδρας, ως και όσους άλλους εύρωσιν ομολογούντας το όνομα του Χριστού, εξετάζων δε αυτούς διαφόρως ερράβδισε και εβασάνισεν άπαντας, εξαιρέτως δε τους Αγίους τούτους οδηγήσαντες εις το κριτήριον τους παρεκίνει ο τύραννος να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, δια να μη λάβωσιν επώδυνον θάνατον· «Μη γένοιτο, να αφήσωμεν την αληθινήν πίστιν, δια μέσου της οποίας ευρίσκομεν ζωήν αιώνιον και να προσκυνήσωμεν έργα χειρών ανθρώπων και άχρηστα ξόανα». Ο δε ηγεμών είπε· «Σας συμβουλεύω δια το καλόν σας να εκτελέσετε την προσταγήν του βασιλέως». Λέγει προς αυτόν ο Γουρίας· «Ποτέ εις τον αιώνα δεν απαρνούμεθα την πίστιν μας, ούτε θα υποταχθώμεν εις του φθαρτού βασιλέως το θέλημα, ότι ημείς έχομεν Πατέρα εις τους ουρανούς, του οποίου ποιούμεν το πρόσταγμα και όστις είναι πάντων των βασιλέων Δεσπότης και Κύριος. Δια την αγάπην του αληθινού αυτού Κυρίου μας καταφρονούμεν όλα τα σαρκικά θελήματα, και είμεθα έτοιμοι να λάβωμεν πρόσκαιρον θάνατον, δια να δοξασθώμεν εις την Βασιλείαν αυτού και να ζώμεν αιώνια». Ταύτα και άλλα πλείονα διαλεχθείς με τους Αγίους ο ηγεμών και μη δυνάμενος να τους φέρη εις την γνώμην του, τους εφυλάκισεν έως εις δευτέραν εξέτασιν. Ο δε βασιλεύς έστειλεν εκείνας τας ημέρας εις την Έδεσσαν ως επίτροπόν του τον ηγεμόνα της Αντιοχείας Νουσούνιον, να εξετάση όσους εύρη Χριστιανούς και να τους θανατώση με πάνδεινα κολαστήρια, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα· έφερον λοιπόν τον Σαμωνάν και τον Γουρίαν πρώτους από τους άλλους εις το κριτήριον· ο δε Μουσούνιος τους εφόβισε με πολλούς λόγους, ότι θα τους δώση διαφόρους βασάνους, θα ξεσχίση τας σάρκας των έως να φανούν τα εντόσθια, θα χύση μόλυβδον από το στόμα να γεμίση την κοιλίαν των και άλλας πολλάς απειλάς τους είπε, δια να τους κάμη να δειλιάσωσιν· ο δε Σαμωνάς απεκρίνατο· «Ημείς φοβούμεθα και τρέμομεν τον ακοίμητον σκώληκα και το πυρ εκείνο το άσβεστον, τα οποία κολάζουν σώμα και ψυχήν αιώνια, ενώ τα ιδικά σας κολαστήρια μόνον το σώμα βλάπτουσιν ολίγον, την δε ψυχήν εκλαμπρύνουσι και όσον μας βασανίσης δριμύτερα, τόσον μας ωφελείς περισσότερον και μας προξενείς ανεκδιήγητον απόλαυσιν και αιώνιον αγαλλίασιν». Όταν είδεν ο ηγεμών την στερράν και αμετάθετον γνώμην αυτών, αφήκε τους λόγους και αρχίζει τα κολαστήρια· προστάσσει δε Ανουϊνον τον κομενταρήσιον να τους κρεμάση από την μίαν χείρα, εις δε τους πόδας αυτών να δέση λίθον βαρύτατον δια να κατασπάσουν τα νεύρα και οι αρμοί και να έχουν πόνον δριμύτατον. Τούτου γενομένου εκρέμαντο ώρας πέντε υπομένοντες καρτερικώς τοιαύτην πανώδυνον βάσανον, χωρίς να φωνάξουν ή να στενάξουν τελείως, αλλ’ ώσπερ να ήσαν άλλοι οι πάσχοντες, αυτοί δε να τους έβλεπον. Αφού λοιπόν παρήλθον αι πέντε ώραι, τους ηρώτησαν πάλιν εάν έστεργον να τελέσουν το πρόσταγμα του βασιλέως, και ιδόντες αυτούς ότι δεν ηδύναντο να αποκριθώσιν από τους πόνους, τους κατεβίβασαν και τους ενέκλεισαν εις ζοφεράν φυλακήν, την οποίαν ωνόμαζον σκοτεινόν λάκκον, καθώς ήτο κατά αλήθειαν, ότι φως ημέρας ουδόλως εφαίνετο εκεί, σφαλίσαντες δε εις το ξύλον τους πόδας των, παρήγγειλαν των φυλάκων να μη τολμήση τις να τους δώση ψιχίον άρτου ή ρανίδα ύδατος. Έκαμαν λοιπόν εις τον ζοφερόν αυτόν τόπον από τας αρχάς του Αυγούστου έως τας δέκα του Νοεμβρίου, από την πείναν και δίψαν και άλλας στενοχωρίας βασανιζόμενοι, και τότε τους έφερον εις τον ηγεμόνα, όστις τους λέγει· «Δεν εσωφρονίσθητε τόσον καιρόν, να εννοήσητε το συμφέρον σας;» Οι δε απεκρίθησαν· «Πολλάκις σου είπομεν την γνώμην μας, και μη χάνης τον καιρόν ματαίως, αλλά κάμε καθώς ο βασιλεύς σε προσέταξε». Τότε κελεύει να κλίνουν τον ένα πόδα του Σαμωνά από το γόνατον, και τούτου γενομένου εκρέμασε κατακέφαλα από τον κεκλιμένον πόδα τον Άγιον, και έδεσαν βάρος σιδήρου εις το κάτω μέρος του ποδός του, δια να κατασπάση η κλείδωσις, τον δε Γουρίαν δεν ετιμώρησε, διότι τον είδεν εις την όψιν χλωμόν και αδύνατον, όχι ότι τον ελυπήθη, αλλά φοβούμενος μη αποθάνη εις τα παιδευτήρια και δεν τον φέρη εις την πλάνην του. Ο μεν Σαμωνάς λοιπόν εκρέματο ώρας τέσσαρας σφοδρώς και δεινώς οδυνώμενος υπό της χαλεπής εκείνης βασάνου και πικρώς πιεζόμενος· οι δε στρατιώται συμπονούντες τον συνεβούλευον να υπακούση εις τον άρχοντα, δια να λυτρωθή της κολάσεως· αλλ’ ο Άγιος ποσώς δεν τους απεκρίνετο, μόνον βλέπων εις τον ουρανόν τοιαύτα εκ βάθους καρδίας προσηύχετο· «Κύριε ο Θεός, όστις εθαυμάστωσας τον Δανιήλ εις τους λέοντας και τους τρεις Παίδας νικητάς της φλογός ανέδειξας, αυτός και τώρα, πολυέλεε, όστις ηξεύρεις την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως, επίβλεψον προς ημάς και φύλαξον εις ημάς το φως των προσταγμάτων σου άσβεστον, και αξίωσόν μας να απολαύσωμεν την αιώνιόν Σου μακαριότητα, ότι ευλογημένος είσαι αεί και πάντοτε». Ταύτα τα οποία έλεγεν ο Άγιος έγραφε γραμματεύς τις, όστις παρίστατο εις το μαρτύριον, οι δε τύραννοι καταβιβάσαντες τον Άγιον, τους εφυλάκισαν ως και πρότερον, και την ιε΄ (15) του αυτού μηνός καθήσας το πρωϊ ο ηγεμών εις τον θρόνον, έφερον τους Αγίους βαστάζοντες, διότι δεν ηδύναντο να περιπατήσουν από τας πληγάς και την λοιπήν κακοπάθειαν· και ερωτήσας αυτούς εάν ήθελον να προσκυνήσουν τα είδωλα δια να μην λάβουν πικρότατον θάνατον, του απεκρίθησαν λέγοντες· «Ημείς άλλο δεν ποθούμεν, μόνον αυτό, όπερ μας φοβερίζεις, και κάμε το, ότι πολύ θα σε ευχαριστούμεν δια την τοιαύτην μεγάλην χάριν, με την οποίαν μας κάμνεις κληρονόμους δια θανάτου της αθανάτου ζωής και ατελευτήτου μακαριότητος». Τότε ο μεν ηγεμών, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης αυτών, έγραψε την απόφασιν, να τους βάλουν εις άμαξαν και να τους υπάγουν μακράν της πόλεως, εκεί δε να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς. Οι δε Άγιοι εχάρησαν πολύ, δοξάζοντες τον Θεόν, διότι τους έδωκεν έως τέλους δύναμιν· φθάσαντες δε εις τον ωρισμένον τόπον, εξήλθον από το άρμα αγαλλιώμενοι και λαβόντες από τους δημίους διορίαν, έκαμαν την προσευχήν ταύτην οι ταπεινόφρονες: «Ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πρόσδεξαι τας ψυχάς ημών με ειρήνην και αξίωσόν μας της Βασιλείας Σου». Τότε στραφείς ο Σαμωνάς λέγει προς τον δήμιον· «Κάμε, αδελφέ, το πρόσταγμα του αυθέντου σου». Και κλίναντες τα γόνατα, αποκεφαλίζονται κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του δουκός Αντωνίνου εν έτει τγ΄ (303). Τούτο είναι το μαρτύριον των μακαρίων Σαμωνά και Γουρία. Ας είπωμεν δε τώρα ολίγα τινά και δια τον μακάριον Άβιβον, όστις ήτο εις τα έτη υστερώτερος, αλλ’ εμαρτύρησε τη αυτή ημέρα, ιε΄ (15η) του Νοεμβρίου, όπως και οι άλλοι δύο ως άνωθεν είπομεν.

Άβιβος ο Άγιος Μάρτυς εγεννήθη εις χωρίον της Εμέσης καλούμενον Αποθελσαία· ήτο δε εις την αξίαν Ιεροδιάκονος κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως εν έτει τιστ΄ (316), όταν ηγεμόνευεν ο Λυσανίας εις την Έδεσσαν και ήτο εις τους Χριστιανούς διωγμός μεγαλώτατος· ο δε Άβιβος ηρμήνευε τας Αγίας Γραφάς διδάσκων τους πιστούς να φυλάττουν ακριβώς την ευσέβειαν. Ταύτα μαθών ο ηγεμών έστειλεν αναφοράν προς τον βασιλέα δια τον Άβιβον, εάν ήθελε να τον θανατώση, διότι δεν είχεν εξουσίαν τινά κατ’ αυτού πρότερον και εκείνος του έστειλε γραπτώς εξουσίαν, να ημπορή να παιδεύη όλους τους Χριστιανούς, όσοι δεν προσκυνήσουν τα είδωλα. Λαβών λοιπόν το γράμμα του Λικινίου ο Λυσανίας, έστειλε στρατιώτας να φέρουν τον Άβιβον, όστις ήτο με την μητέρα του και άλλους τινάς συγγενείς και φίλους του εις ένα μέρος της πόλεως και ηγωνίζετο δια την εκκλησιαστικήν κατάστασιν. Ακούσας δε ότι τον εζήτουν, επήγε μόνος του προς τον πρώτον της τάξεως ονομαζόμενον Θεότεκνον και του λέγει· «Εγώ είμαι εκείνος τον οποίον ζητείτε». Ο δε στρατηγός ήτο καλόγνωμος άνθρωπος, και λέγει εις τον Άγιον· «Ύπαγε φυλάξου τώρα όπου δεν γνωρίζει τις ότι σε εύρον και μη έχης δια την μητέρα και τους συγγενείς σου καμμίαν φροντίδα, διότι τούτο δεν θέλει τους λυπήση, μόνον τον εαυτόν σου φύλαξον». Και ταύτα μεν είπεν ο Θεότεκνος· ο δε θεοπόθητος Άβιβος επόθη να πάθη δια τον απαθή ημών Δεσπότην και Κύριον, και λέγει προς αυτόν· «Εγώ δεν παρουσιάζομαι δια την μητέρα και τους συγγενείς μου, αλλά δια την προς τον Χριστόν ομολογίαν έρχομαι εκουσίως να λάβω θάνατον, και εάν δεν θέλης συ να με δέσης, εγώ υπάγω προς τον ηγεμόνα αυτόκλητος». Τότε ο Θεότεκνος, δια να μη κινδυνεύση αυτός την ζωήν του, επήγε τον Άβιβον προς τον ηγεμόνα, όστις ερωτήσας αυτόν πως ονομάζεται, απεκρίνατο ότι ήτο Χριστού Διάκονος. Και ο μεν ηγεμών επρόσταξεν αυτόν να προσκυνήση τα είδωλα· ο δε Άγιος έλεγεν ότι δεν ήτο πρέπον να αφήση τον αληθή Θεόν και να προσκυνήση αναίσθητα και άψυχα πράγματα. Τότε δένοντες αυτόν από τους βραχίονας, τον εκρέμασαν εις ξύλον και με σιδηρούς όνυχας τον κατεξέσχιζον. Όθεν είχε διπλήν την οδύνην και βάσανον και περισσότερον πόνον είχεν εις τους βραχίονας από τον βίαιον βάρος, παρά από τους ξεσχισμούς των ονύχων, διότι εκινδύνευον να σπάσουν αι χείρες του· ο δε ηγεμών εκολάκευε τον Άγιον, αγάπην και ευσπλαγχνίαν υποκρινόμενος. Και πάλιν βλέπων ότι ήτο στερρός την γνώμην και αμετάτρεπτος, τον εφοβέριζε να του δώση δεινότερα κολαστήρια. Ο δε απεκρίνατο λέγων· «Δεν θέλει δυνηθή τις να με χωρίση από την πίστιν του Χριστού, ούτε να με κάμη να προσκυνήσω τους δαίμονας, έστω και αν μου έδιδε τα σκληρότερα κολαστήρια, εξ όσων ποτέ ηκούσθησαν». Ερωτήσας δε ο ηγεμών τίνα ωφέλειαν προξενούσιν εις τον άνθρωπον αι βάσανοι, αίτινες καταξεσχίζουν και αφανίζουν το σώμα, απεκρίθη ο Άγιος· «Δεν είναι μόνον ούτος ο κόσμος ο ορώμενος και πρόσκαιρος, αλλά και έτερος ωραιότερος και αιώνιος και όστις υπομείνη εδώ δια τον Χριστόν δεινά παιδευτήρια, απολαμβάνει εκεί πλουσίαν αντάμειψιν». Ταύτα και έτερα λέγων αληθέστατα ο ιερός Άβιβος, κατεγέλα ο ηγεμών ως ανοήτους τους λόγους του, και ποτέ μεν τον εκολάκευε, σκεπάζων με προσωπείον φιλανθρωπίας την απανθρωπίαν και θυμόν, ποτέ δε τον εφοβέριζε να του δώση πικρόν και πανώδυνον θάνατον. Βλέπων δε ότι ήτο στερεός εις την γνώμην και αμετάτρεπτος, έκαμεν απόφασιν να τον τελειώσουν δια πυρός, αλλά να είναι ολίγον το πυρ, δια να μη τον θανατώση πάραυτα, αλλά κατ’ ολίγον να αναλώση τας σάρκας του, δια να λάβη μεγάλην βάσανον. Λαβόντες λοιπόν αυτόν οι δήμιοι τον επήγαν έξω της χώρας, ηκολούθουν δε και οι συγγενείς μετά της μητρός του. Όταν λοιπόν ητοίμασαν τα ξύλα και ήναψαν το πυρ, έκαμε προσευχήν ο Άγιος και ηυλόγησεν αυτούς, εφίλησε δε την μητέρα και τους λοιπούς συγγενείς τε και φίλους του και ούτως έρριψαν αυτόν εις το πυρ οι δήμιοι και μετά ώραν πολλήν καταφλεγόμενος παρέδωκεν εις χείρας Θεού το πνεύμα του· το δε σώμα έλαβον οι συγγενείς του και αλείψαντες αυτό με αρώματα και ψάλλοντες Ύμνους και Ωδάς εις τον Κύριον, τον ενεταφίασαν ευλαβώς ομού με τα ιερά λείψανα των Αγίων Σαμωνά και Γουρία, εις δόξαν Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Τρισυποστάτου και αδιαιρέτου Τριάδος. Τοιούτον τέλος ηξιώθη ο ιερόςΆβιβος κατά τους χρόνους του Λικινίου εν έτει τιστ΄ (316), εις ολίγον δε καιρόν έπαυσεν ο κατά των Χριστιανών διωγμός, βασιλεύσαντος του μεγάλου Κωνσταντίνου, εις τας ημέρας του οποίου επαρρησιάσθη εις δόξαν Θεού η ευσέβεια. Αλλά δια να εννοήσητε πόσην παρρησίαν έχουσι προς Θεόν οι Άγιοι, θα γράψωμεν ένα μέγα θαύμα, το οποίον έτη πολλά μετά την τελείωσίν των ετέλεσαν. Οι Ούννοι, οίτινες ήσαν έθνος βάρβαρον, επολεμούσαν τους Χριστιανούς και πολλάς πόλεις εκυρίευσαν, εξόχως δε έφθασαν εις την Έδεσσαν και εκυρίευσαν τα περίχωρα. Οι δε βασιλείς των Χριστιανών έστειλαν πολλούς στρατιώτας εις βοήθειαν των Εδεσσηνών, δια να μη νικήσουν αυτούς οι εχθροί και διότι ήτο εκεί η αχειροποίητος εικών του Δεσπότου Χριστού, την οποίαν έστειλε προς τον Αύγαρον, γράφων ότι θέλει φυλάττει την χώραν των ανάλωτον να μη την νικήσουν οι βάρβαροι· μεταξύ δε των στρατιωτών εκείνων, τους οποίους έστειλαν οι βασιλείς, ήτο Γότθος τις, εις την γνώμην βάρβαρος, κακότροπος και ολέθριος· ούτος έμεινεν εις την οικίαν ευλαβούς και σώφρονος χήρας, Σοφίας ονόματι, ήτις είχε μονογενή θυγατέρα ωραιοτάτην, την οποίαν βλέπων ημέραν τινά ο άσεμνος ετρώθη την καρδίαν υπό έρωτος· όθεν προσποιούμενος, ότι ήτο πλούσιος και καλός άνθρωπος, παρεκάλεσε πολύ την μητέρα της κόρης με κολακείας και πανουργίας, να την δώση εις αυτόν δια γυναίκα του νόμιμον· η χήρα όμως ουδόλως εδέχετο. Όταν λοιπόν είδεν ο Γότθος ότι με την ταπείνωσιν δεν κατώρθωσε τίποτε, την εφοβέρισε να την κακοποιήση, εάν δεν κάμη τον λόγον του. Η δε είπε προς αυτόν· «Μη ελπίζης να σου δώσω την κόρην μου, ούτε με φοβερισμούς, ούτε με κολακείας ουδέποτε, διότι ανοησία μου μεγάλη θα είναι να δώσω το τέκνον μου εις βάρβαρον και άγνωστον άνθρωπον, όστις, όπως νομίζω, έχεις και γυναίκα καθώς μου είπεν άνθρωπος τις». Ο δε αναίσχυντος ώμοσεν εις το όνομα του Κυρίου ψευδώς ότι ήτο ακόμη ελεύθερος και ήθελε να κάμη την θυγατέρα της κυρίαν εις όλον τον πλούτον του· η Σοφία λοιπόν, ως γυνή ευκολόπιστος, επίστευσεν εις τους όρκους του ασεβούς και υψώσασα προς ουρανούς τας χείρας και τους οφθαλμούς έλεγε· «Δέσποτα Κύριε, μη παρίδης την ορφανήν ταύτην, την οποίαν υπανδρεύω με τον άγνωστον αυτόν στρατιώτην, εις τον οποίον την ενεπιστεύθην, έχουσα το θάρρος μου εις την Χάριν σου, να διαφυλάττης αβλαβή την ευλαβή δούλην σου από κάθε εναντίον συναπάντημα». Ταύτα λέγουσα ετέλεσαν τους γάμους, γράφοντες κατά λέξιν τα συνοικέσια και επειδή έκαμαν πολύν καιρόν οι ατρατιώται εις την Έδεσσαν, πολεμούντες τους βαρβάρους, εκυοφόρησεν η νύμφη, και πριν να γεννήση ητοιμάζοντο οι Χριστιανοί να επιστρέψουν εις τον τόπον των, επειδή ενίκησαν τους εχθρούς, οι οποίοι έφυγαν άπρακτοι. Θέλων λοιπόν τότε ο γαμβρός της να λάβη μαζί και την γυναίκα του, έκλαιεν η Σοφία τον χωρισμόν της θυγατρός της και τα σπλάγχνα εκόπτετο· μη δυναμένη δε να την χωρίση από τον άνδρα της κατά τον νόμον των γάμων, επειδή εδέχετο να την λάβη μεθ’ εαυτού, επήγαν και οι τρεις εις τον Ναόν των Αγίων Μαρτύρων Γουρία, Σαμωνά και Αβίβου και λέγει η Σοφία προς τον γαμβρόν της· «Έγγισον εις το μνημείον των Αγίων τας χείρας σου και υποσχέθητι ότι δεν θα διαπράξης καμμίαν απανθρωπίαν εναντίον της θυγατρός μου, αλλά ότι θα την αγαπάς ως γυναίκα σου πάντοτε και ούτω λάβε αυτήν». Τότε λέγει προς τους Αγίους ο αλιτήριος· «Από τας χείρας σας, Μάρτυρες του Χριστού, λαμβάνω την κόρην σήμερον και δίδω την αγιωσύνην σας εγγυητάς εις την μητέρα της, να μη την λυπήσω ουδέποτε». Όχι δε μόνον ταύτα είπεν ο ψεύστης εκείνος, αλλά και εις την θείαν Δύναμιν ώμοσε, να μη παραβή τους όρκους, αλλά να πληρώση τα υποσχόμενα. Τότε εναγκαλισθείσαι αλλήλας μητέρα και κόρη και καταφιλούσαι η μία την άλλην εχώρισαν· και η μεν Σοφία επέστρεψεν εις την οικίαν της, αύτη δε επήγε με τον σύζυγόν της, ο οποίος, όταν έφθασεν εις την χώραν του, ελησμόνησε τους όρκους ο δυσσεβής, καταφρονήσας την αγάπην της γυναικός, ούτε δε και τον Θεόν εφοβήθη ο άθλιος· αλλά όταν επλησίαζεν εις τον οίκον του την εγύμνωσεν από τα πλούσια ιμάτια και τα κοσμήματα, τα οποία εφόρει, και την ενέδυσεν ως αιχμάλωτον με παλαιά ενδύματα, λέγων· «Γνώριζε ότι έχω γυναίκα και τέκνα και φυλάττου να μη ομολογήσης εις ουδένα την υπόθεσίν μας, αλλά υπηρέτει ως δούλη προθύμως την γυναίκα μου, δια να μη κινδυνεύσης εις θάνατον». Ταύτα ανελπίστως η δυστυχής εκείνη ακούσασα έμεινε σχεδόν ως λίθος από την λύπην της η τάλαινα, βλέπουσα ότι ηπατήθη απ’ εκείνον τον ασεβέστατον και υστερήθη μητρός, πατρίδος, φίλων και συγγενών και εις τόσην αθυμίαν έπεσεν, ώστε εκινδύνευσε να ξεψυχήση. Πλην οι Άγιοι, τους οποίους έβαλεν η μητέρα της εγγυητάς, την εβοήθησαν και υπέμεινε την λύπην μεγαλοψύχως, ευχαριστούσα τον Κύριον· είτα λέγει ταύτα προς τον σύζυγον· «Αυτά είναι εκείνα τα οποία υπεσχέθης με όρκους, αχάριστε, και δεν εφοβήθης τους Αγίους, να γίνης τοιουτοτρόπως προδότης μου, να με λάβης από τας μητρικάς αγκάλας, και απηρνήθην τους συγγενείς και τα υπάρχοντά μου δια την ιδικήν σου αγάπην, αγνωμονέστατε, δια να με κάμης αιχμάλωτόν σου; Θαυμάζω πως δεν με εφόνευσες, άσπλαγχνε». Ταύτα ειπούσα προσηύχετο προς τον ουρανόν βλέπουσα και λέγουσα με θερμότατα δάκρυα· «Κύριε ο Θεός των πατέρων μου, ίδε την θλίψιν μου της ταλαιπώρου και λύτρωσαι από τα δεινά την αθλίαν ψυχήν μου, δια πρεσβειών των Αγίων Μαρτύρων σου, ότι μετά την βοήθειαν και Χάριν σου, έχουσα εις εκείνους το θάρρος μου, ηκολούθησα τον άγνωστον». Όταν έφθασαν εις τον οίκον του Γότθου και είδεν η γυνή του την ωραιότητα της κόρης, εζηλοτύπησε και τον ηρώτα πόθεν ήτο και τι την ήθελεν· ο δε απεκρίθη ότι την ςπήρεν από την Έδεσσαν αιχμάλωτον, δια να δουλεύη εις την οικίαν των· η δε νεάνις εσιώπα και εξετέλει ως δούλη προθύμως όλα τα προστασσόμενα, προς δε τους Αγίους έλεγεν εις την καρδίαν της πάντοτε· «Άγιοι Μάρτυρες, μη υπομείνετε τον δόλον, μήτε αφήσετε την κακουργίαν απαίδευτον, αλλά βοηθήσατε ταχέως την δούλην σας». Η δε κυρία της την προσέτασσεν εις βαρείας υπηρεσίας δια τον φθόνον της, δια να αποθάνη από την κακοπάθειαν και όσον επλησίαζεν ο καιρός να γεννήση, τόσον αυτή την εβασάνιζε χειρότερα, δια να αποθάνη το βρέφος εις την κοιλίαν της, αλλά ο Θεός την εφύλαξε. Γεννήσασα δε παιδίον αρσενικόν, ήτο του πατρός αυτού όμοιον· τούτο βλέπουσα η σύζυγος του Γότθου εζηλοτύπησε και εμελέτα να θανατώση το βρέφος η άδικος. Ημέραν λοιπόν τινά έστειλεν εις υπηρεσίαν την αντίζηλόν της και μείνασα μοναχή έβαλε δηλητήριον εις το στόμα του παιδίου και το απέκτεινεν· ελθούσα δε η μήτηρ αυτού εις ολίγον διάστημα, εύρε νεκρόν το βρέφος, έχον εις το στόμα του αφρούς. Όθεν επόνεσεν η ψυχή της και είχε θλίψιν ανείκαστον· πλην ως φρόνιμος δεν έδειξε τίποτε φανερά, αλλά εσύναξε τον αφρόν από το στόμα του παιδός εις ένα τεμάχιον δέρματος μαλλίνου και το εφύλαξεν επιμελώς δια να δοκιμάση την πράξιν εις την φονεύτριαν. Εις ολίγας ημέρας έκαμε δείπνον ο άνδρας της και εκάλεσε τους συγγενείς και φίλους του· η δε νεάνις, ευρίσκουσα καιρόν επιτήδιον, ηθέλησε να γνωρίση εάν εις τον θάνατον του παιδίου ήτο αιτία η ζηλοτυπούσα· και πλύνασα το μαλλί επιμελώς εις ποτήριον επότισε την κυρίαν της, δια να λάβη η άδικος δικαίως την ταυτοπάθειαν· ευθύς δε ως το έπιεν, έστρεψε, κατά το ψαλμικόν, κατά της κεφαλής της ο πόνος της και εις την κορυφήν της η αδικία της και πεσούσα εις την γην νεκρά ετρύγησε τους καρπούς των έργων της και όλοι οι συγγενείς μεγάλως εθλίβησαν. Αφού την έθαψαν είχον υποψίαν εις την αιχμάλωτον, ότι αυτή θα την εθανάτωσε και έλεγον να την φονεύσουν, αλλά μη έχοντες εξουσίαν να αποκτείνουν άνθρωπον, την έκλεισαν κρυφίως ζώσαν εις τον τάφον της αποθαμμένης κυρίας της, βάλλοντες φύλακας έξωθεν να βλέπουν τον τάφον επιμελέστατα· έχουσα λοιπόν διπλήν την οδύνην και βάσανον, την δυσωδίαν, δηλαδή, της νεκράς και το σκότος εις το οποίον ευρίσκετο, εθρήνει απαρηγόρητα λέγουσα· «Κύριε ο Θεός των Δυνάμεων, ο προσδεξάμενος ως ζώσαν θυσίαν τα των Αγίων Μαρτύρων σου αίματα, επίβλεψον επ’ εμέ, δος μοι βοήθειαν και λύτρωσόν με από τούτον τον κίνδυνον. Και σεις Άγιοι Ομολογηταί του Χριστού και Μάρτυρες, τους οποίους έβαλεν εγγυητάς προς την μητέρα μου ο άσπλαγχνος εκείνος και ασεβέστατος, προφθάσατε ταχέως και εκβάλετέ με από τον λάκκον τούτον τον σκοτεινότατον». Ταύτα λέγουσα βλέπει τρεις άνδρας εξαστράπτοντας, οίτινες μετέβαλον την δυσωδίαν εις ευωδίαν θαυμάσιον λέγοντες· «Μη φοβείσαι, ότι δεν αθετούμεν την εγγύησιν, αλλά ήλθομεν να σε υπάγωμεν αβλαβή και σώαν εις την μητέρα σου». Ταύτα ειπόντων απεκοιμήθη η γυνή και ελθούσα εις έκστασιν, ευρέθηκεν εις μίαν στιγμήν ως άλλος Αββακούμ ή ως ο Απόστολος Φίλιππος από τον τάφον (ω θαύματος αξίου της του Χριστού χρηστότητος και δυνάμεως!) εις την πατρίδα της Έδεσσαν. Όταν δε εξύπνησε το μεσονύκτιον, βλέπει ότι ήτο εις τον Ναόν των Αγίων Μαρτύρων, αυτούς δε έμπροσθεν αυτής ισταμένους και λέγοντας προς αυτήν· «Γνωρίζεις καλά που ευρίσκεσαι;» Η δε γυνή στρέφουσα το πρόσωπον από του ενός μέρους του ευκτηρίου εις το άλλο, εγνώρισε την Εκκλησίαν των Αγίων Μαρτύρων. Όθεν έχαιρε θαυμάζουσα και εσκίρτα τω πνεύματι και πίπτουσα εις τους πόδας των Αγίων ηυχαρίστει δια την χάριν δακρύουσα· οι δε είπον προς αυτήν· «Ιδού επληρώσαμεν την εγγύησιν· λοιπόν ύπαγε εν ειρήνη προς την μητέρα σου, δοξάζουσα τον Κύριον». Ταύτα λέγοντες έγιναν άφαντοι, η δε γυνή έμεινεν εις τον Ναόν αυτών ευχαριστούσα και κλαίουσα από την χαράν της, έλεγε δε ταύτα μεγαλοφώνως σκιρτώσα και χαίρουσα· «Ο Θεός ημών εν τω ουρανώ και εν τη γη πάντα, όσα ηθέλησεν, εποίησεν» (Ψαλμ. ριγ΄ 11), «θαυμάστωσον τα ελέη σου ο σώζων τους ελπίζοντας επί Σε» (Ψαλμ ιστ΄ 7). Αυτά και έτερα λέγουσα ήλθεν ο Ιερεύς ο εφημέριος της Εκκλησίας και ερωτήσας αυτήν δια την αιτίαν της τοσαύτης χαράς τε και θλίψεως, διηγήθη εκείνη εις τον Ιερέα ακριβώς την υπόθεσιν άπασαν· ο δε περισσώς εθαύμαζε και δεν επίστευε τοιούτο εξαίσιον τερατούργημα, έως ου εκάλεσε την μητέρα της και ήλθεν εις τον Ναόν, ήτις βλέπουσα απροσδοκήτως την θυγατέρα, ενηγκαλίσθησαν αλλήλας και από τα δάκρυα δεν ηδύναντο να ομιλήσωσι· μετά δε ώραν πολλήν συνήλθον ολίγον εις εαυτάς και ηρώτησεν η Σοφία την νεάνιδα τι έπαθε και πως ήτο ενδεδυμένη με τοιούτον ευτελέστατον δουλικόν ιμάτιον. Η δε είπε προς αυτήν όσα έπαθεν· έπειτα ευχαριστούσαν και αι δύο μετά θερμών δακρύων τον Κύριον και τους Αγίους του Μάρτυρας, οίτινες ετέλεσαν εις αυτάς τοιούτον θαυμάσιον. Επέρασαν δε όλην την ημέραν εκείνην εις τον Ναόν προσευχόμεναι και το εσπέρας επήγαν εις την οικίαν των και όσοι ήλουσαν αυτό το τεράστιον εδόξασαν τον Θεόν και τους Αγίους αυτού μεγαλύνοντες. Εις ολίγον καιρόν έστειλε πάλιν στράτευμα ο βασιλεύς εις την Έδεσσαν δια τους άνωθεν βαρβάρους, οίτινες την επολεμούσαν ως πρότερον· επήγε λοιπόν ο άνω ειρημένος Γότθος εις την οικίαν της πενθεράς αυτού με το θάρρος, νομίζων ότι δεν ήξευρε τίποτε, ήτις αποκρύψασα την θυγατέρα της εις δωμάτιον, υπεδέχθη τον γαμβρόν με φαινομενικήν ιλαρότητα και ερωτήσασα δια την συμβίαν αυτού πως είχεν, εκείνος της απεκρίθη ότι εγέννησεν αρσενικόν παιδίον και ήτο καλά με την θείαν βοήθειαν και άλλα τοιαύτα ψευδεπίπλαστα λόγια, τα οποία η ευλαβής Σοφία, μη δυναμένη να υπομείνη, ως μισούσα την πονηρίαν, απεκρίθη με θυμόν δίκαιον προς εκείνον τον άδικον λέγουσα· «Δόλιε και φονεύ, οποίαν ψυχήν είχες και έπραξες τόσας θλίψεις εις την γυναίκα σου; Αυτά μου ώμοσας και έβαλες εγγυητάς τους Αγίους, παμμίαρε; Αλλά δικαία η κρίσις του Θεού, όπου σε έφερε, δια να λάβης δικαίως την ταυτοπάθειαν». Ταύτα ειπούσα εκάλεσε την θυγατέρα της και του λέγει· «Την γνωρίζεις, κακούργε; Ενθυμείσαι ότι την ενεταφίασες ζώσαν, χωρίς ουδόλως να λυπηθής την φύσιν της ανθρωπότητος ή να ευλαβηθής τους Αγίους, εις τους οποίους ώμοσες, αναιδέστατε; Αλλά αυτοί ανελπίστως την ανεύθυνον διέσωσαν και σε τον υπεύθυνον έφερον, να λάβης την δικαίαν εκδίκησιν, άδικε». Ταύτα ακούσας και βλέπων την κόρην ο βάρβαρος έμεινεν από την εντροπήν και τον φόβον του άφωνος και δεν ετόλμα να εγείρη τους οφθαλμούς, ούτε μικράν απολογίαν ωμίλησεν, έχων έλεγχον αψευδή την πονηράν του συνείδησιν· τότε είχον ητοιμασμένους ανθρώπους από την Έδεσσαν και τον έδεσαν· ο δε υπογραφεύς υπέγραψε την υπόθεσιν έμπροσθεν του Επισκόπου της πόλεως και τον επήγαν εις τον στρατηλάτην, να του δώση την πρέπουσαν παίδευσιν, όστις ανακρίνας αυτόν έμπροσθεν της κόρης και ομολογήσαντα την κακουργίαν του, επειδή να την κρύψη δεν ηδύνατο, έδωκεν ο στρατηλάτης κατ’ αυτού την απόφασιν να τον αποκεφαλίσωσιν, έπειτα να κατακαύσωσιν το παμμίαρον σώμα του, ως ταφής ανάξιον· ο δε θεοφιλέστατος Επίσκοπος παρεκάλει τον στρατηλάτην να μη τον θανατώση, δια να μη υπάγη η ψυχή του εις την απώλειαν· ο δε απεκρίνατο, ότι εφοβείτο τους Μάρτυρας του Χριστού, τους οποίους έβαλεν εγγυητάς, να μη παιδεύσουν την ύβριν δικαίως εις εαυτόν δια να μη τολμήση και άλλος πλέον να πράξη τα όμοια· πλην δια την πολλήν ικεσίαν του Επισκόπου εμοίρασε την τιμωρίαν και δεν έκαυσαν το παμμίαρον λείψανον· μόνον έκοψαν δικαίως του αδίκου την κεφαλήν, εις εκπλήρωσιν της δικαιοσύνης του Θεού, και εις δόξαν της Υπερενδόξου, Υπερτίμου και Ομοουσίου Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Ματθαίος ο θείος Απόστολος ήτο από την Κανά της Γαλιλαίας, εις την οποίαν εποίησε το πρώτον θαύμα ο Κύριος, ήτο δε τελώνης την τάξιν, ήτοι ενοικιαστής των τελών και των φόρων, επάγγελμα το οποίον είχον οι Εβραίοι ως άδικον, διότι επλούτει από τας πολλάς αδικίας. Ούτος καθήμενος ποτε εις το τελωνείον ήκουσε τον Κύριον λέγοντα εις αυτόν· «Ακολούθει μοι». Όθεν κατ’ αυτήν την ώραν αφήκεν όλα και ηκολούθησε τον Κύριον, έκαμε δε εις τον οίκον του φιλοξενίαν μεγάλην εις αυτόν, καθώς το λέγει ο ίδιος εις το Ευαγγέλιόν του. Εκάλεσε δε και τους συγγενείς και φίλους του, δια να παρακινηθώσι και πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, καθώς και εκείνοι αδιστάκτως επίστευσαν. Έκτοτε δε συνηριθμήθη με τους λοιπούς Αποστόλους. Οι δε Γραμματείς και Φαρισαίοι, ως κακότροποι, κατέκρινον τον Δεσπότην, προς τους Μαθητάς αυτού λέγοντες· «Διατί τρώγει και πίνει με τελώνας και αμαρτωλούς ο Διδάσκαλός σας;» Ο δε Ιησούς, ταύτα ως καρδιογνώστης γινώσκων, έδωκεν άλλην ημέραν προς τους Μαθητάς και τους Φαρισαίους περί τούτου τοιαύτην δικαίαν απάντησιν λέγων· Οι υγιείς τον ιατρόν δεν χρειάζονται, αλλά μόνον οι ασθενείς· και «μάθετε τι εστιν, έλεον θέλω και ου θυσίαν· ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ:13). Έγινε δε αυτόπτης και κοινωνός εις όλα τα σημεία και θαύματα, τα οποία εποίησεν ο Κύριος προ της σωτηρίου Σταυρώσεως και μετά την ένδοξον Ανάστασιν. Μετά δε την του Παναγίου Πνεύματος κάθοδον απήλθον οι θείοι Απόστολοι, έκαστος κατά τον κλήρον όπου του έτυχε, να κηρύξουν εις τον κόσμον τον σωτήριον λόγον επιστρέφοντες τους Έλληνας· τότε και ο ιερώτατος Ματθαίος, αφ’ ου εδέχθη την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής και εσοφίσθη τα θεία, εδίδαξε πρώτον τους Εβραίους, διότι ήτο κατά πολλά ζηλωτής, έχων αγάπην εις αυτούς και επεθύμει να γνωρίσωσι την ευσέβειαν. Δια την οποίαν αιτίαν τους έγραψε πρώτος από τους άλλους το Άγιον Ευαγγέλιον εις Εβραϊκήν διάλεκτον, οκτώ έτη μετά την Ανάληψιν του Χριστού, αρχίζων από την γενεαλογίαν του Αβραάμ· και πρώτον μεν διηγείται την κατά Σάρκα του Χριστού Γέννησιν, την Βάπτισιν, τους πειρασμούς τους οποίους υπέστη, καθώς και την ιδικήν του πρόσκλησιν, ομολογών μόνος του, ότι ήτο αρχιτελώνης, δια κατηγορίαν εαυτού ως ταπεινόφρων και μέτριος· έστειλε δε αυτό εις τους νεοφωτίστους Ιουδαίους· διδάξας δε τους Πάρθους και Μήδους και συστησάμενος Εκκλησίας εις αυτούς και εις άλλα έθνη πολύγλωσσα, εβασανίσθη πολλά και εκακοπάθησεν από δίψαν και πείναν και μάστιγας, τα οποία όλα υπέμεινεν, έχων τον Θεόν βοηθόν του. Μετά ταύτα διενοήθη ο θείος Απόστολος να ησυχάση εις κανέν μέρος, διότι εβαρύνθη τους κόπους, τους κινδύνους και την κακοπάθειαν. Αναβάς λοιπόν εις τι όρος ησκήτευεν εκεί πολύν χρόνον, μονοχίτων και αίθριος, ήτοι χωρίς οίκον ή σπήλαιον, αλλά από μόνον τον ουρανόν σκεπόμενος. Ύστερον δε του εφάνη ως παιδίον ο Κύριος ημών, ο κατ’ αρχάς πλάσας τον άνθρωπον, και απλώσας την δεξιάν του χείρα, του έδωκε ράβδον λέγων· «Κατάβα εκ του όρους και ύπαγε εις Μυρμήνην, φύτευσε δε αυτήν εις το κατώφλιον του εκεί αγιάσματος, η οποία θέλει ριζωθή με την ιδικήν μου δύναμιν, να γίνη δένδρον πολύκαρπον. Από τους κλώνους του θα στάζη μέλι γλυκύτατον και θα εξέλθη βρύσις από την ρίζαν του, από το νερόν της οποίας λουόμενοι οι θηριόγνωμοι της χώρας άνθρωποι και από τον γλυκασμόν του δένδρου μεταλαμβάνοντες θέλουν γλυκανθή εις την αίσθησιν, να παύσουν από τας παρανομίας των». Τότε λαμβάνων με ευλάβειαν την ράβδον, την οποίαν του έδωκεν ο Κύριος, επήγαινεν εις το προκείμενον· και κατά την οδόν τον υπήντησεν η βασίλισσα της πόλεως εκείνης, Φουλβάνα ονόματι, μετά του υιού της και της νύμφης της, οίτινες αμφότεροι είχον δαιμόνια, τα οποία εφώναζον προς τον Απόστολον λέγοντα· «Ποίος σε ηνάγκασε να έλθης εδώ εις τον τόπον μας και σου έδωκε την ράβδον αυτήν εις αφάνισίν μας;» Ο δε Απόστολος, επιτιμήσας αυτά με πραείαν φωνήν, εθεράπευσε τους ατακτούντας εκείνους και τους έκαμε να τον ακολουθούν σωφρονισμένοι και εύτακτοι. Ο δε Επίσκοπος της πόλεως Πλάτων, μαθών την παρουσίαν του Αποστόλου, εξήλθε με τους Κληρικούς του όλους να τον προϋπαντήση ως έπρεπε· και πηγαίνοντες αμφότεροι εις την πόλιν, εφύτευσαν την ράβδον έμπροσθεν του λαού, τον Κύριον ευλογήσαντες. Τότε παρευθύς (ω του θαύματος!) ερρίζωσεν εκείνο το ξηρόν ξύλον και έκαμε κλάδους και καρπόν ώριμον, γλυκύτερον μέλιτος· από δε την ρίζαν εξήλθεν ύδωρ· και πάντες οι παρεστώτες εξέστησαν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον θέαμα, το οποίον ηκούσθη εις όλην την πόλιν. Και συντρέχον το πλήθος των πολιτών και της γλυκύτητος του καρπού μεταλαμβάνοντες, μετέβαλον εις ημερότητα και πραότητα την προτέραν ωμότητα. Μαθών δε και ο βασιλεύς τα γενόμενα, ημέρωσε την ψυχήν ολίγον· αλλά πάλιν ύστερον τον ηνάγκαζεν ο δαίμων να κατακαύση τον Απόστολον, διότι δεν εχώριζεν ουδόλως από τον ευεργέτην αυτής η βασίλισσα. Αλλά πάλιν ο Σωτήρ εφάνη νύκτα τινά προς τον Απόστολον λέγων· «Αν και ο βασιλεύς μελετά κακά δια σε, πλην μη φοβείσαι, έχων εμέ εις βοήθειάν σου». Ταύτην την οπτασίαν εφανέρωσε προς τον Επίσκοπον, ευχαριστών τον Κύριον. Έστειλε δε τότε ο βασιλεύς τέσσαρας στρατιώτας να τον συλλάβωσιν, οίτινες πλησιάσαντες αυτόν ετυφλώθησαν· και υποστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα το γενόμενον. Ο δε εθυμώθη περισσότερον και απέστειλεν άλλους, οίτινες, όταν επλησίασαν, ήτο εκεί παρών ο Δεσπότης ως παιδίον ωραίον, του οποίου τας ακτίνας και την λαμπρότητα του φέγγους μη δυνάμενοι να βλέπωσι, επέστρεψαν άπρακτοι και είπον προς τον βασιλέα την όρασιν, εκείνος δε επήγε θυμωμένος από τον ευρετήν της κακίας να θανατώση με τας χείρας του τον Απόστολον. Αλλ’ ευθύς ως επλησίασεν ετυφλώθη. Όθεν έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, με ταπείνωσιν λέγων· «Συγχώρησόν μου την άγνοιαν και φώτισόν μου τους οφθαλμούς». Σπλαγχνισθείς αυτόν ο Απόστολος, και ποιήσας σταυρόν εις αυτόν τον εφώτισεν. Ο δε, αγνώμων προς τον ευεργέτην γενόμενος, επρόσταξε τους στρατιώτας να καρφώσουν εις την γην τας χείρας και τους πόδας του· έπειτα να βάλωσιν επάνω του σωρόν ξύλα, και άνωθεν να τον περιχύνωσι με έλαιον δελφίνος, πίσσαν και άσφαλτον, κάτωθεν δε να εκκαίωσι την φλόγα με κλήματα. Οι δε φονείς αρπάσαντες τον Άγιον τον έφερον ως θυσίαν εις ητοιμασμένον βωμόν, και καρφώνοντες αυτόν χαμαί ήναψαν τα ξύλα επάνω του. Τότε όμως θαυμασίως εδροσίσθη η εκ του πυρός συρίζουσα κάμινος και πλέον ουδόλως έκαιε. Το θαυμάσιον τούτο έκαμε τους περιεστώτας ειδωλολάτρας και ετρόμαξαν και εδόξαζον τον Θεόν του Αποστόλου μεγαλοφώνως, θαυμάζοντες. Ο δε βασιλεύς εταράχθη, και ηρώτησε διατί εφώναζον. Μαθών δε το γενόμενον, είπε ταύτα· «Θέλω να αποδείξω φανερωτέραν του ανδρός την ευσέβειαν, εάν είναι αληθή αυτό όπερ έγινε». Και συνάξας πολλά κάρβουνα από τα λουτρά απτόμενα και δεμάτια φρυγάνων, έβαλε τους χρυσούς του θεούς επάνω εις την κάμινον, εις την οποίαν ήτο ο Απόστολος, θέτων και τριγύρω της καμίνου άλλους ανδριάντας, ραίνων δε με την ξηράν ύλην εκείνον τον σωρόν των ανθρώπων, επεκαλείτο τους θεούς αυτού εις βοήθειαν, και προσευχομένου του Αποστόλου κάτωθεν, έγινε και άλλο θαύμα εξαίσιον. Ήτοι το πυρ έκλινε και εξεχύθη εις τους έξω ανδριάντας και τους έκανε στάκτην. Αφού λοιπόν κατέκαυσεν αυτούς έτρεξε και προς εκείνον τον υπερήφανον, όστις έφευγε φοβούμενος μήπως τον φθάση το πυρ. Επέστρεψε δε εις την κάμινον ζητών τον Απόστολον εις βοήθειαν. Ο δε Άγιος εποίησε προσευχήν απ’ εκεί και εσύρθη η φλόγα με βροντήν προς εαυτόν, και ούτως ελύτρωσε τον βασιλέα από τον κίνδυνον. Έπειτα λέγει ταύτα· «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδω την ψυχήν μου» και απήλθεν εις την ουράνιον αγαλλίασιν. Το δε τίμιον αυτού και πάνσεπτον λείψανον έμεινεν αβλαβές από το πυρ και προστάσσει ο βασιλεύς να το βάλουν εις βασιλικήν κλίνην, αίροντες δε αυτό οι αυλικοί και προύχοντες εις τους ώμους των, το επήγαν εις τα βασίλεια. Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν είχεν ακόμη την πίστιν σωστήν και ακεραίαν εις την ψυχήν του, αλλά χωλαίνουσαν, επρόσταξε να ποιήσωσι σιδηράν θήκην, εις την οποίαν εσφάλισε το λείψανον του Αγίου, λέγων ταύτα προς την σύγκλητον· «Εάν ο Θεός, τον οποίον εγνωρίσαμεν δια μέσου του, τον φυλάξη αβλαβή από τον βυθόν της θαλάσσης, καθώς και το πυρ δεν τον ήγγισε, αυτός είναι δυνατός Θεός και των στοιχείων εξουσιαστής και ανώτερος, και πρέπει να αρνηθώμεν τους θεούς μας, επειδή καν εαυτούς δεν ηδυνήθησαν να λυτρώσουν από το πυρ, αλλά κατεφλέχθησαν, και να σεβώμεθα χωρίς δισταγμόν και αμφιβολίαν τοιούτον Θεόν παντοδύναμον». Ταύτα ειπών προσέταξε και έρριψαν εκείνην την σιδηράν θήκην εις το πέλαγος· τούτου γενομένου φαίνεται την νύκτα ο Ευαγγελιστής εις τον Επίσκοπον, λέγων· «Ύπαγε προς τα ανατολικά του παλατίου να εύρης ομού με την θήκην και το εμόν λείψανον». Ο δε Αρχιερεύς απήλθε με τους εκλεκτούς και λογίους άνδρας εις τον υποδειχθέντα τόπον. Βλέποντες δε την λάρνακα ότι ήρχετο επάνω των υδάτων πλέουσα, ανευφήμησαν με ύμνους επινικίους τον Κύριον, όστις ελύτρωσε τον άξιον δούλον του εκ πυρός τε και ύδατος. Ταύτα βλέπων ο βασιλεύς απέρριψε την απιστίαν άπασαν, και παρεκάλει τον Αρχιερέα να του δώση συγχώρησιν και το Άγιον Βάπτισμα, όστις θεωρών την θερμότητα της προαιρέσεως αυτού του ανέγνωσε τους αφορισμούς κατά του δαίμονος πρότερον. Έπειτα, ότε τον εβάπτιζεν, ήκουσε φωνήν άνωθεν φερομένην, ήτις του έλεγε· «Μη ονομάσης αυτόν Φουλβιανόν, αλλά Ματθαίον». Τότε ο βασιλεύς αναγεννηθείς εις του Αποστόλου το όνομα, μετά την εβδόμην ημέραν της αυτού καθάρσεως συνέτριψε με την ψυχήν του πάντα τα είδωλα, όσα ήσαν εις όλους τους τόπους των, και επιμεληθείς το άγιον λείψανον ως έπρεπεν, έκαμεν όλους τους υπηκόους του και εβαπτίσθησαν. Ο δε Απόστολος εφάνη εις οπτασίαν, και λέγει ταύτα προς τον Επίσκοπον· «Χειροτόνησε τον βασιλέα Πρεσβύτερον και τον υιόν του Διάκονον και μετά τρία έτη θέλεις έλθει προς Κύριον και τότε ας γίνη ο συνώνυμός μου βασιλεύς Επίσκοπος και μετά την τελείωσιν αυτού ας γίνη ο υιός του διάδοχος». Αφού δε παρήλθον τα τρία έτη, απήλθεν ο Πλάτων προς Κύριον, αφήνων εις τον βασιλέα Ματθαίον τον θρόνον του, και αυτός πάλιν εις τον υιόν του, κατά την του Αποστόλου διάταξιν. Ταύτα τα οποία εγράψαμεν άνωθεν, ήτοι το Μαρτύριον του Ευαγγελιστού Ματθαίου, ηρανίσθημεν από τον Συναξαριστήν, τον οποίον έγραψε Νικηφόρος ο Ξανθόπουλος. Αλλά ο Μεταφραστής διηγείται με συντομίαν την υπόθεσιν λέγων, ότι «Αφού εδίδαξε τους Πάρθους, επήγεν εις διαφόρους πόλεις και χώρας κηρύττων και επιστρέφων πολλούς προς ευσέβειαν και τελευταίον απήλθεν εις Ιεράπολιν της Συρίας, ήτις είναι εις τον Ευφράτην ποταμόν, και αφού έφερε τους εγχωρίους εις την θεογνωσίαν, εβάπτισεν άπαντας, ωκοδόμησεν Εκκλησίας και διδασκαλεία, εχειροτόνησε Διακόνους, Ιερείς και Επισκόπους, εθεράπευσεν αναριθμήτους ασθενείς και δαιμονισμένους και άλλα διάφορα θαυμάσια έπραξε, και πολλά κοπιάσας δια την ευσέβειαν, ήλθεν εις το ποθούμενον τέλος πλήρης ημερών γενόμενος και ούτως απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον. Το δε ιερόν και πάνσεπτον αυτού λείψανον ενεταφίασαν με δόξαν και λαμπροφορίαν ανείκαστον». Τούτον τον μύστην και Ευαγγελιστην του Χριστού ας εορτάσωμεν και ημείς με καθαράν συνείδησιν μετανοούντες δια τας αμαρτίας ημών εξ όλης της καρδίας και μη είπη τις ότι έχει πολλάς ανομίας και ο Θεός δεν τον δέχεται. Διότι αφού τούτον τον τελώνην εδέχθη ο πολυέλεος και τον ανέδειξεν από αρχιτελώνην Απόστολον, πως να μη υποδεχθή και πάντας τους αμαρτήσαντας; Μη είπη δε τις ότι τον Ματθαίον προσεκάλεσεν, αλλ’ εμέ δεν δέχεται. Διότι δια τούτο υψώθη εις τον Σταυρόν, δια να τον βλέπωμεν όλοι και να ακούωμεν την φωνήν Του, Όστις μας προσκαλεί καθ’ εκάστην με ευσπλαγχνίαν άπειρον· έχει ανοικτάς τας αγκάλας να μας υποδεχθή, ως τον άσωτον υιόν· κλίνει την ακήρατον κορυφήν, δια να μας δώση της αγάπης το φίλημα. Ω πόσους προσκαλεί ο εύσπλαγχνος ιατρός, να τους θεραπεύση δωρεάν, και δια την αμέλειάν των δεν θέλουν να κοπιάσουν ολίγον τι. Οι τοιούτοι δεν μιμούνται τον Ματθαίον, ούτε τον εορτάζουσιν ως πρέπει, επειδή δεν τρέχουσιν ευθύς εις μετάνοιαν, αλλά βάλλουν καιρόν εις το μέσον διαφόρους αιτίας προφασιζόμενοι. Ο Απόστολος Ματθαίος, ευθύς ως τον προσεκάλεσεν ο Δεσπότης, δεν είπεν: «Άφες με να ετοιμάσω τα πράγματά μου· να κάμω λογαριασμόν με τους χρεώστας και τους μετ’ εμού συναλλασσομένους· να οικονομήσω τον πλούτον μου». Αλλά παρευθύς αφήκε κτήματα, χρήματα, φίλους, συγγενείς και τα λοιπά έρημα, δια να αποκτήση τον Ευαγγελικόν Μαργαρίτην, τον μόνιμον όντως και πολυτίμητον, τον οποίον και επέτυχε. Και αντί του φθειρομένου πλούτου, τον οποίον αφήκεν, απολαμβάνει τώρα τον αεί διαμένοντα. Ταύτα συλλογιζόμενος τώρα, ότε χρησιμεύει πολύ η μετάνοια, διορθωθήτε επιμελέστατα, και δότε όλας τας αδικίας και περισσότερα. Σκορπίσατε καλώς τα κακώς συναχθέντα, ως ο τρισόλβιος Ματθαίος πανσόφως εποίησε. Δότε αυτά εις τους αδελφούς του Δεσπότου μας, δια να σας τα ανταποδώση αυτός ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς των βασιλευόντων. Να συμβασιλεύσητε μετ’ Αυτού και πάντων των Αγίων, δοξάζοντες Αυτόν συν Πατρί και Πνεύματι· Ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις του Σου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Νεοκαισαρείας του θαυματουργού.

Δημοσίευση από silver »

Γρηγόριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών της Νεοκαισαρείας το καύχημα ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού εν έτει σοε΄ (275), εκ γονέων Ελλήνων και απίστων ειδωλολατρών αναβλήσας, ώσπερ και το ρόδον εξ ακανθών εξέρχεται. Πολλάκις δε εξήλθον εξ απίστων γονέων παίδες πιστοί προς τον Θεόν και ευγνώμονες, οίτινες, δια την καλήν των προαίρεσιν, ως συνετοί και φρόνιμοι διέγνωσαν τον Ποιητήν της κτίσεως από τα πάνσοφα αυτού και θαυμάσια δημιουργήματα, καθώς ο μέγας Αβραάμ και έτεροι πλείστοι, οίτινες ευηρέστησαν αυτόν. Εξόχως όμως ευηρέστησε τον Θεόν ο μέγας ούτος Γρηγόριος, ο σήμερον παρ’ ημών ευφημούμενος, το της Νεοκαισαρείας μέγιστον θαύμα, ο όντως δούλος γνήσιος του Δεσπότου και της θαυματουργίας επώνυμος, όστις, επειδή ήτο καλής προαιρέσεως, εφύλαττε πάσας τας αρετάς. Δια τούτο ο ελεήμων Θεός τον εφώτισεν αοράτως και προς την αληθή πίστιν εχειραγώγησεν. Ούτος ο θαυμάσιος, όταν ήτο νέος, διέτριβε με τους άλλους παίδας εις το σχολείον, ως φιλομαθής και φρόνιμος, πλην δεν είχε τον πόθον του, ως οι άλλοι νέοι, εις παίγνια και άλλα μάταια πράγματα, αλλά μόνον εις την αρετήν ήτο ο νους του όλος δια να μάθη την των πραγμάτων επιστήμην και μη έχων νόμον εκ φύσεως, τα του νόμου εφύλαττε, σωφροσύνην, λέγω, εγκράτειαν, ταπείνωσιν και τα αυτών συνακόλουθα. Αφού ετελεύτησαν οι γονείς του, έμεινεν ελεύθερος από παν εμπόδιον και σπουδάζων επιμελώς την έξω σοφίαν, εσοφίσθη μάλλον από την άνωθεν και εγνώρισεν ως ο Αβραάμ, ότι εάν τα αισθητά και ορώμενα πράγματα έχουσι τοσαύτην ευαρμοστίαν και σύνεσιν, πόσην θα έχουν εκείνα τα άφθαρτα και αόρατα, και ως πεπαιδευμένος εις πάσαν σοφίαν των Ελλήνων και των Αιγυπτίων ηννόησε το ασύμφωνον των δογμάτων αυτών· όθεν γίνεται μαθητής του Ευαγγελίου και προ του να αναγεννηθή με το άγιον Βάπτισμα διήγε βίον ενάρετον και πολιτείαν αμώμητον. Ήτο δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου, εις την οποίαν διέτριβον όσοι εποθούσαν να μάθουν φιλοσοφίαν ή ιατρικήν ή άλλην επιστήμην. Οι δε συμμαθηταί αυτού ηρεθίζοντο και εφθόνουν, βλέποντες εις ένα νέον τοσαύτην σωφροσύνην και κοσμιότητα και να υπερβαίνη εις την θαυμασίαν πολιτείαν τους γέροντας. Λοιπόν επαρακίνησαν πόρνην τινά ωραίαν, υποσχεθέντες να της δώσουν ποσότητα τινα αργυρίων, εάν διαβάλη αυτόν ότι την εμόλυνεν. Αύτη λοιπόν απήλθεν, όταν συνδιελέγετο με τους συμφοιτητάς αυτού και του εζήτησε τον μισθόν της δια την συνουσίαν, την οποίαν μετ’ αυτής δήθεν έκαμεν. Ο δε γενναίος αγωνιστής και άσειστος στύλος της σωφροσύνης, δεν εσαλεύθη ποσώς, δεν ηττήθη το σύνολον, δεν εταράχθη, δεν εθέλχθη υπό του κάλλους αυτής, αλλά ανδρείως αυτήν κατετρόπωσε και κατησχυμμένην εδίωξε. Φίλοι του δε τινες, οίτινες εγνώριζον πόσον εφύλαττε την σωφροσύνην, εσκανδαλίσθησαν και εξετάσαντες αυτήν επιμελώς μυστικά, έμαθον την αλήθειαν, ότι τόσα χρήματα της έταξαν οι νεώτεροι· όθεν δια να μη ζημιωθή, έσπευδε να δυσφημήση τον σώφρονα. Μαθών ταύτα ο ευλογημένος Γρηγόριος δεν εσκανδαλίσθη ποσώς κατά των συνφοιτητών, ούτε επροφασίσθη ως αναίτιος τούτου, αλλά έδωκεν εις αυτήν όσα χρήματα οι συκοφάνται της έταξαν, δια να μη έλθη πλέον να του δώση άλλην ενόχλησιν. Ότε δε έλαβεν η γυνή εις τας χείρας της τα αργύρια (ω του θαύματος!) εδαιμονίσθη η τάλαινα και πίπτουσα κατά γης έστρεφε τους οφθαλμούς, ανέσπα τας τρίχας και τας σάρκας εξέσχιζε και απλώς έμεινε φρικτόν θέαμα και δεν ελυτρώθη του δαίμονος, έως ου έκαμε προς Κύριον ευχήν ο συκοφαντούμενος να την ελεήση και ούτως εθεραπεύθη η πάσχουσα· και επιστρέψασα τα αργύρια, ωμολόγει εις πάντας εμφανώς την συκοφαντίαν, ευφημίζουσα τον ευλογημένον Γρηγόριον. Τοιαύτα είναι της νεότητος του μεγάλου Γρηγορίου τα διηγήματα, από τα οποία ημπορεί έκαστος να καταλάβη πόσα κατώρθωσεν ύστερον, αφού έλαβε το της αρχιερωσύνης αξίωμα. Αφού έμαθε την έξω σοφίαν και επαιδεύθη από τον σοφώτατον Ωριγένην την πολιτείαν του Δεσπότου Χριστού, την πάσης φιλοσοφίας και συνέσεως γέμουσαν, απήλθεν εις την πατρίδα του, δια να μεταδώση και εις άλλους τον πλούτον της σοφίας και γνώσεως αυτού. Πολλοί δε άρχοντες τον παρεκάλουν εις την Αλεξάνδρειαν και εκεί εις την πατρίδα του να διδάσκη τους παίδας αυτών, υποσχόμενοι εις αυτόν πλούτον πολύν και τιμήν ανείκαστον δια μισθόν. Αλλ’ αυτός ο θαυμάσιος, φοβούμενος μήπως και ζημιωθή τον ουράνιον δια τον επίγειον έπαινον, εμίσει πάσαν τιμήν και τύφον και πάντα τα ηδέα του κόσμου ως πρόσκαιρα και επόθησε τα αεί διαμένοντα· όθεν φυγαδεύων εμάκρυνεν από τας συγχύσεις και τους θορύβους των πόλεων· και καταλιπών πλούτον, αρχάς, συγγένειαν, φροντίδας και μερίμνας βιοτικάς και πάσαν άλλην σαρκός ηδυπάθειαν, εξήλθεν ως άλλος Μωϋσής εις την έρημον, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· όθεν και, ως εκείνος, ηξιώθη θείας οράσεως και εμυσταγωγήθη υπό της Θεομήτορος και του Ευαγγελιστού Ιωάννου τον όρον της αληθούς ημών πίστεως, ως κατωτέρω θέλομεν ιστορήσει σαφέστερον. Τον καιρόν εκείνον ήτο Αρχιεπίσκοπος Αμασείας ενάρετος τις ονόματι Φαίδιμος, όστις είχε χάριν από τον Θεόν και προέβλεπε τα μέλλοντα. Λοιπόν γνωρίζων οποίος μέλλει να κατασταθή ο Γρηγόριος, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν να τον χειροτονήση Αρχιερέα, δια να μη στερηθή η Εκκλησία τοιούτου αγαθού και θαυμασίου ποιμένος. Αλλ’ αυτός, όσον τον εζήτουν οι απεσταλμένοι, τοσούτον εκρύπτετο εις αβάτους τόπους και σπήλαια, φεύγων τον ανθρώπινον έπαινον και φοβούμενος μήπως το φορτίον της Αρχιερωσύνης και η φροντίς του ποιμνίου του εμποδίσωσι την φιλουμένην σοφίαν. Αφού δε μετήλθε πάσαν μέθοδον ο αοίδιμος Φαίδιμος να λάβη εις την Μητρόπολιν αυτού τον Γρηγόριον και δεν ηδυνήθη, επειδή ήτο μακράν απ’ εκεί τριών ημερών διάστημα, ορμώμενος από θείαν νεύσιν και βούλησιν, και πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, αναβλέψας προς τον Θεόν μετά δακρύων, εχειροτόνησε τον Άγιον Επίσκοπον της πατρίδος αυτού Νεοκαισαρείας, ήτις είχε λαόν πολύν, πλην όλοι ήσαν ειδωλολάτραι, όχι μόνον η πόλις, αλλά και τα περίχωρα άπαντα, και δεν επίστευον εις τον αληθή Θεόν, παρά μόνον δέκα επτά. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην γνωρίζων από Πνεύμα Άγιον ο μέγιστος Φαίδιμος, ότι μέλλει να φωτίση αυτούς ο θείος Γρηγόριος, έκαμε πράγμα ασύνηθες και τον εχειροτόνησεν απόντα και μακράν ευρισκόμενον· και αποστείλας προς αυτόν την χειροτονίαν εγγράφως, τον ώρκιζεν εις τον Θεόν να μη γίνη παρήκοος, αλλά να δεχθή την αξίαν και να προσπαθήση όσον ηδύνατο να προσφέρη τους αναξίους προς Κύριον, όπως απολαύση τον μισθόν πολυπλάσιον εν τη ημέρα της κρίσεως. Ιδών λοιπόν ο μέγας Γρηγόριος την χειροτονίαν και γνωρίσας ότι ήτο εκ Θεού, την εδέχθη με πολλήν ταπείνωσιν. Πλην έκαμεν άγρυπνος ημέρας πολλάς, δεόμενος του Δεσπότου να του φανερώση σαφώς το της ευσεβείας μυστήριον, δια να μη λανθασθή και πέση εις τινα αίρεσιν, ότι τον καιρόν εκείνον ήσαν αιρέσεις διάφοροι και είχε πόθον να εύρη την όντως αλήθειαν. Ευχόμενος λοιπόν είδεν εις οπτασίαν ιεροπρεπή τινα και χαριέστατον Γέροντα και θαυμάζων αυτού την ευπρέπειαν, τον ηρώτησε ποίος ήτο και διατί ήλθεν. Ο δε απεκρίνατο· «Ο Κύριος με έστειλε να σου διαλύσω πάσαν αμφιβολίαν και να σου φανερώσω της ευσεβούς πίστεως την ακρίβειαν». Ταύτα ακούων μετά πλείστης αγαλλιάσεως παρά του γηραιού ο Γρηγόριος, είδε πλησίον του γυναίκα υπέρλαμπρον, από την οποίαν εξήρχετο, βαθείας ούσης νυκτός, φως υπέρλαμπρον, η οποία είπε ταύτα εις τον Γέροντα· «Ιωάννη, φίλε γνήσιε του Υιού και Θεού μου, φανέρωσον εις τον νέον τούτον το της αληθείας μυστήριον». Ο δε Ευαγγελιστής, υπακούσας εις το πρόσταγμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, έγραψε διδασκαλίαν περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος και την έδωκεν εις τον Γρηγόριον ήτις έλεγε ταύτα: «Εις Θεός Πατήρ Λόγου Ζώντος, Σοφίας υφεστώσης και δυνάμεως και χαρακτήρος αϊδίου. Τέλειος τελείου Γεννήτωρ, Πατήρ Υιού Μονογενούς και εις Κύριος εκ μόνου Θεός και Θεού Υιός. Χαρακτήρ και εικών Θεότητος, Λόγος ενεργός, Σοφία της των άλλων συστάσεως περιεκτική και Δύναμις της όλης κτίσεως ποιητική. Υιός αληθινός αληθινού Πατρός, αόρατος αοράτου, και άφθαρτος αφθέρτου, αθάνατος αθανάτου, και αϊδιος αϊδίου, και εν Πνεύμα Άγιον εκ Θεού την ύπαρξιν έχον, και δια Υιού πεφηνός (δηλαδή τοις ανθρώποις). Εικών του Υιού τελείου τελεία Ζωή, ζώντων Αιτία, Αγιότης αγιασμού χορηγός. Εν ω φανερούται Θεός ο Πατήρ. Επί πάντων και εν πάσι και Θεός ο Υιός, ο δια πάντων. Τριάς τελεία δόξη και αϊδιότητι και Βασιλεία, μη μεριζομένη μηδέ απολλοτριουμένη. Ούτε ουν κτιστόν τι ή δούλον εν τη Τριάδι, ούτε επείσακτον, ως πρότερον μεν ουχ υπάρχον, ύστερον δε επεισελθόν. Ούτε γαρ ενέλιπε ποτέ Υιόν Πατρί ούτε Υιώ το Πνεύμα, ούτε ηυξήθη μονάς εις δυάδα και δυάς εις Τριάδα· αλλ’ άτρεπτος και αναλλοίωτος η αυτή Τριάς αεί». Καθώς λοιπόν ο μέγας Μωϋσής ηξιώθη να λάβη παρά Θεού τα μυστήρια και έγινε νομοθέτης θεογνωσίας παντός του λαού, τοιαύτη οικονομία έγινε και εις τον μέγαν Γρηγόριον. Λαβών θάρρος και παρρησίαν από ταύτην την οπτασίαν, ετοιμάζεται προς το στάδιον και ακονίζεται προς τους αντιπάλους, έχων την συμμαχίαν της άνω δυνάμεως. Ήτο δε τότε η πόλις εκείνη όλη κατείδωλος, βεβυθισμένη εις την των δαιμόνων απάτην και καμμίαν Εκκλησίαν δεν είχον εις τον αληθή Θεόν, μόνον βωμούς και καθιδρύματα εκαλλώπιζαν σεβόμενοι άψυχα ξόανα και τελούντες εις αυτά μυσαράς εορτάς με παίγνια άσεμνα. Ταύτα γνωρίζων ο Άγιος εδεήθη του Κυρίου μετά δακρύων να τον ενδυναμώση να τους επιστρέψη προς την αλήθειαν. Έπειτα έχων θάρρος από την οραθείσαν οπτασίαν, εκίνησε να υπάγη προς την χώραν να κηρύξη την ευσέβειαν και ενώ απήρχετο ενύκτωσε και έβρεχε περισσώς. Όθεν μη έχων που αλλού να μείνη, εισήλθεν εις εν ειδωλείον επίσημον, εις το οποίον είχεν ο λαός μεγάλην ευλάβειαν και μάλιστα οι μιαροί ιερείς, οίτινες ελάτρευον εκείνους τους δαίμονας, οι οποίοι τους έδιδον χρησμούς και αποκρίσεις εις διάφορα ερωτήματα. Προσμείνας λοιπόν εις τον βωμόν εκείνον ο Άγιος με την συνοδείαν του, προσηύχετο όλην την νύκτα, κατά το σύνηθες, με ψαλμωδίας και υμνωδίας προς τον Δεσπότην Χριστόν και το πρωϊ ανεχώρησε. Μετά ταύτα επήγεν ο νεωκόρος να προσφέρη την βδελυράν θυσίαν εις τους δαίμονας, αλλά απόκρισιν τινά δεν έλαβεν· όθεν εξήλθε περίλυπος και τότε ενεφανίσθη ο δαίμων λέγων· «Ο Γρηγόριος έμεινεν αυτού και μας εδίωξε και δεν δυνάμεθα πλέον να έλθωμεν, ούτε να αποκριθώμεν ως πρότερον». Ο δε νεωκόρος εδοκίμασε πάλιν με θυσίας και προσφοράς να τους κάμη να έλθουν, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν απήλθε μετά θυμού πολλού προς τον Άγιον φοβερίζων να τον μαστιγώση και να τον παραδώση εις τον άρχοντα, επειδή Χριστιανός ων και εχθρός των θεών ετόλμησε να εισέλθη εις το ιερείον αυτών, να τους εξορίση από τον οίκον των. Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ημείς προσκυνούμεν τον αληθή και όντως Θεόν και έχομεν εξουσίαν να διώκωμεν τους δαίμονας και πάλιν να τους προστάσσωμεν να έρχωνται». Ο δε νεωκόρος εθαύμασεν εις τούτο, και του λέγει· «Δείξε το με το έργον, κάμε τους πάλιν να εισέλθουν εις τον βωμόν και τότε να σου πιστεύσω». Έγραψε λοιπόν ο Άγιος εις τεμάχιον χάρτου ταύτα· «Γρηγόριος τω σατανά είσελθε». Τούτον τον χάρτην έβαλεν ο νεωκόρος εις τον βωμόν και εισήλθε πάλιν ο δαίμων και έδωκε καθώς και πρότερον απόκρισιν. Εκπλαγείς λοιπόν ο νεωκόρος από την εξουσίαν του Γρηγορίου, τρέχει παρευθύς και τον φθάνει έξω της πόλεως και τον παρακαλεί να του φανερώση το της θεογνωσίας μυστήριον, τις είναι ο Θεός εκείνος, όστις έχει υποχειρίους τους δαίμονας. Ο δε Άγιος του απέδειξε μα συντομίαν την ακρίβειαν της αληθούς ημών πίστεως. Τότε π νεωκόρος, θέλων να βεβαιωθή καλλίτερα, έδειξε του Αγίου ένα μέγαν λίθον ώς περ βουνόν, όστις ήτο εκεί πλησίον και δεν ήτο δυνατόν να σαλευθή με ανθρωπίνην δύναμιν, λέγων· «Εάν θέής να σου πιστεύσω, μετατόπισε τον λίθον αυτόν με την δύναμιν της πίστεώς σου, και να σου γίνω υπόδουλος δια παντός και υπήκοος». Ο δε μέγας αληθώς και πιστός του Χριστού θεράπων, μηδέν αναβαλλόμενος μηδέ διακρινόμενος, προστάσσει τον λίθον ως έμψυχον να υπάγη εις άλλον τόπον και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Θεέ Παντοδύναμε!) εξερριζώθη ο λίθος και απήλθεν όπου ο Άγιος τον προσέταξε. Τότε βαπτισθείς ο νεωκόρος απηρνήθη πάντα τα εαυτού, γένος, οικίαν, γυναίκα, παίδας, φίλους, ιερωσύνην, χρήματα, κτήματα και πάσαν άλλην απόλαυσιν και γίνεται μαθητής του μεγάλου Γρηγορίου αντί λάτρης δαιμόνων το πρότερον. Ποίος φιλόσοφος ρήτωρ και εύγλωττος να μεγαλύνη τοιούτον τεράστιον; Δεν χρειάζεται με λόγια αύξησιν. Λίθος από τους λίθους μετατοπίζεται και γίνεται εις όσους προσκυνούν τους λίθους οδηγός εις σωτηρίαν και κήρυξ της αληθούς Πίστεως, όχι με φωνήν και λόγον κηρύττων την θείαν δύναμιν, αλλά δείχνων με την υπακοήν, την οποίαν έδειξεν, αληθή Θεόν τον υπό του Γρηγορίου καταγγελλόμενον, εις ον πείθεται πάσα υποχείριος κτίσις, όχι μόνον αισθητική και έμψυχος, αλλά και η άπνους τε και αναίσθητος· διότι ποίαν ακοήν έχει ο λίθος; Ποίαν διασκευήν άρθρων και μελών; Αλλά ταύτα ενήργησεν η του προστάξαντος δύναμις, την οποίαν κατανοήσας ο νεωκόρος εμίσησε την πλάνην των ανισχύρων δαιμόνων και επόθησε τον όντως Θεόν, συλλογιζόμενος ότι, εάν ο δούλος τοιαύτα ειργάζετο, ποία και πόσα δύναται να τελέση ο Κύριος και βασιλεύς απάσης της κτίσεως; Έχων λοιπόν τοιαύτην εξουσίαν κατά των δαιμόνων ο Άγιος εισήλθεν εις την πόλιν με παρρησίαν, όχι με ίππους και όπλα και πλήθος λαού, αλλά με αρετάς εν κύκλω δορυφορούμενος. Έδραμον λοιπόν όλοι οι πολίται να τον ίδουν ως θαυμάσιον, διότι ήκουσαν την τερατουργίαν και εξεπλάγησαν· και αυτοί μεν άπαντες τον εκύτταζαν ακλινώς, αυτός δε έβλεπε προς τα κάτω και δεν εστράφη ποσώς να ίδη κανένα· και τούτο τους έκαμε να τον θαυμάζωσι περισσότερον. Εις δε πιστός ανήρ και πλούσιος, ονόματι Μουσώνιος, τον επήρεν εις την οικίαν του να τον ξενίση. Ο δε Άγιος ωμίλησεν εις τον λαόν ολίγους τινάς ψυχωφελείς λόγους, παρακινών αυτούς προς ευσέβειαν, να απαρνηθούν την Ελληνικήν ματαιότητα, οίτινες ηυλαβήθησαν την ευταξίαν και σύνεσιν αυτού και απήλθον πολλοί εις τον οίκον του Μουσωνίου παρακαλούντες τον Άγιον να τους κατηχήση τον λόγον της Πίστεως. Ιδών λοιπόν αυτούς ο Άγιος προθύμους τους εθεράπευσε θαυμασίως· τούτο δε έκαμνε πάντας τους προσερχομένους εις αυτόν και επίστευον, διότι πιστότεροι είναι οι οφθαλμοί από τα ώτα. Καθ’ εκάστην λοιπόν επλήθυνεν ο αριθμός των πιστών θεία Χάριτι· και οι μεν νέοι εσωφρόνιζον, οι δούλοι υπετάσσοντο εις τους κυρίους αυτών και αυτοί πάλιν εκυβερνούσαν εκείνους φιλανθρωπότερα και απλώς έκαστος με την διδαχήν του Αγίου διωρθώνετο και έκτισαν Εκκλησίαν εις δόξαν Θεού, μεγάλην και εύμορφον. Μετά δε καιρόν έγινε μέγας σεισμός φοβερώτατος και όλα μεν τα παλάτια και τα άλλα μεγάλα κτίσματα, ειδωλεία και οικίαι όλης της πόλεως έπεσαν και μόνον η αγία του Χριστού Εκκλησία έμεινεν αβλαβής και ακίνητος και τούτο μάλλον τους εστερέωσεν εις την πίστιν. Τόσην ευλάβειαν είχον εις τον Άγιον, ώστε τον έβαλλον κριτήν όταν είχον διαφοράς προς αλλήλους και δεν επήγαιναν εις τους άρχοντας, βλέποντες ότι αυτός έκρινε δικαίως και φρονίμως. Ακούσατε δε μίαν κρίσιν την οποίαν έκαμε σολομώντειον. Δύο τινές αδελφοί, νέοι την ηλικίαν, εμοίρασαν το πράγμα του πατρός αυτών, όστις μεταξύ των άλλων είχε και μίαν λίμνην μεγάλην πολλά και πλουσίαν, την οποίαν ήθελεν έκαστος των αδελφών να λάβη· επειδή όμως δεν εσυμφώνησαν να την μοιράσωσιν, εφιλονείκουν εις τούτο καιρόν πολύν. Διώρισαν λοιπόν κριτήν τον Άγιον, όστις επήγε και ιδών αυτήν τους παρεκάλεσε να παύσουν την φιλονεικίαν και προς αλλήλους έχθραν, να αγαπά ο εις τον άλλον με αδελφικήν ειρήνην, ήτις είναι προτιμοτέρα του προσκαίρου κέρδους του προξενούντος τιμωρίαν αιώνιον. Αυτά και έτερα έλεγεν ο Άγιος, όσα ήσαν προς διαλλαγήν και ειρήνην αρμόδια, αλλά αυτοί δεν υπήκουσαν ως άτακτοι και ανήμεροι· τοσούτον δε εθυμώθησαν, ώστε ητοιμάσθησαν να πολεμήσουν εναντίον αλλήλων. Όταν λοιπόν επρόκειτο να κάμουν την μάχην και είχαν προς τούτο ητοιμασμένα τα όπλα και τους ανθρώπους, επήγε την εσπέραν της προτεραίας ο Άγιος εις την λίμνην και προσηύχετο όλην την νύκτα, δεόμενος του Παντοδυνάμου Θεού να ξηρανθή, δια να παύσουν τα σκάνδαλα. Το πρωϊ ευρέθη η λίμνη (βαβαί της θαυματουργίας!) ξηρά και άνυδρος και μήτε καν εις τους λάκκους έμεινεν όλως ρανίς ύδατος, αλλά εξηράνθη εις μίαν στιγμήν η τοσούτον μεγάλη λίμνη, η προ της ευχής πελαγίζουσα. Τούτου γενομένου ο με Άγιος απήλθεν εις το κελλίον του, οι δε αδελφοί έπαυσαν την μάχην και πλέον δεν ήλθαν εις σκάνδαλον. Ηκούσατε, αδελφοί, ποτέ τοιαύτα θαυμάσια; Έσχισεν ο Μωϋσής την Ερυθράν Θάλασσαν και επέρασεν όλος ο Ισραήλ· όθεν εθαυμαστώθη εις άπαντας και έως σήμερον απανταχού ευφημίζεται, αλλά τότε μεν, έως ότου επέρασεν ο λαός, εστέκετο η θάλασσα ωσεί τείχος εκατέρωθεν, έπειτα πάλιν έγινεν ως το πρότερον. Ομοίως ο Ιησούς του Ναυή προσέταξε τον Ιορδάνην και εσταμάτησεν, έως ου επέρασαν άπαντες, αλλά πάλιν μετά την περαίωσιν της Κιβωτού ηκολούθησεν ο ποταμός την οδόν του. Ο δε Γρηγόριος ετέλεσεν όντως θαυμασιώτερον και έγινεν η πρότερον ως θάλασσα κυματίζουσα λίμνη, χέρσος εύκαρπος και την έσπερναν ύστερον και αποδίδουσα τον καρπόν πολυπλάσιον, πλέον λίμνη δεν έγινεν, αλλ’ έμεινεν ούτως έως την σήμερον. Ακούσατε δε και έτερον του ρηθέντος θαυμασιώτερον. Εις το μέρος εκείνο της Νεοκαισαρείας είναι ποταμός μέγας και φοβερός, τον οποίον ονομάζουσι Λύκον δια τας πολλάς ζημίας τας οποίας κάμνει, όταν πλημμυρίση, εις τα περίχωρα. Πολλάκις λοιπόν συμβαίνει εν ώρα χειμώνος, όταν διέρχεται ολησίον της πόλεως όπου ο τόπος είναι πεδινός και στενοχωρούμενος από την πλήμμυραν των υδάτων υπερεκχειλίζει πλαγίως εξαίφνης και σκεπάζων αγρούς, αμπελώνας και οικοδομάς προξενεί μεγάλην ζημίαν, όχι μόνον εις τα φυτά και τα γεννήματα, αλλά και ζώα και ανθρώπους πολλούς εθανάτωσεν. Επειδή λοιπόν ηκούσθησαν πανταχού τα μεγάλα θαυμάσια, τα οποία ετέλει ο Άγιος, επήγαν προς αυτόν οι εγχώριοι μετά δακρύων δεόμενοι να τους βοηθήση εις την ανάγκην των. Ο δε ευσπλαγχνιστής αυτούς απήλθε πεζός μέχρι του ποταμού βαστών ράβδον εις την δεξιάν προς βοήθειαν. Βλέπων λοιπόν τοσαύτην ορμήν υδάτων εθαύμασε, διότι ήτο πλημμυρισμένος και όσον παρήρχετο η ώρα, τόσον επλήθυνε περισσότερον και έμελλε να κάμη μεγάλην ζημίαν εις ολίγον διάστημα. Τότε ο Άγιος ως ταπεινόφρων και μέτριος είπε προς αυτούς· «Αδελφοί, δεν δύναται ανθρωπίνη δύναμις να οροθετήση την βιαίαν ορμήν του ύδατος, μόνον δε εις το θείον πρόσταγμα υποτάσσονται πάντατα στοιχεία και υπακούουσι». Ταύτα ειπών ο Άγιος έλαβε θάρρος επικαλούμενος την εξ ύψους βοήθειαν μετά αδιστάκτου πίστεως και ούτως εφύτευσε την ράβδον του εις το χείλος του ποταμού λέγων· «Εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σε προστάσσω να μη υπερβής τούτον τον όρον, ούτε να σκεπάσης την ράβδον μου και να ζημιώσης τους περιοίκους, αλλά να τρέχης εις την πορείαν σου». Ταύτα ειπών και πάλιν ευξάμενος, επέστρεφε δεικνύων με το έργον ότι η μέλλουσα θαυματουργία ήτο ενέργεια της θείας Δυνάμεως. Πράγματι εις ολίγας ημέρας θαύμα ηκολούθει τω θαύματι και πρώτον μεν ριζωθείσα η ράβδος δένδρον εγένετο, δεύτερον δε έγινεν όρος εκείνο το δένδρον και εμποδίζει τον ποταμόν της ατάκτου και ακατασχέτου ορμής και γίνεται έως την σήμερον το φυτόν εκείνο εις τους ορώντας ξένον θέαμα και διήγημα. Ότι όταν τύχη να πλημμυρίση ο Λύκος και κατέρχεται επικοχλάζων ωσάν βροντή φοβερά τραχυνόμενος, φθένων εις το δένδρον εκείνο του Γρηγορίου συστέλλει το ρείθρον κατά το μέσον, ώσπερ να φοβήται να πλησιάση εις το φυτόν και απομακρύνεται ευλαβούμενος και υπακούων εις του Αγίου το πρόσταγμα. Ω μέγα θαυμάσιον! Ω εξαίσιον τερατούργημα! Ω μεγίστη του Γρηγορίου η δύναμις ή μάλλον ειπείν του Θεού, όστις ενήργει εις εκείνον τα θαύματα, αντιδοξάζων τον αυτόν δοξάζοντα και προστάσσων τα στοιχεία να του υποτάσσωνται και να μετατρέπουν την φύσιν των. Όθεν έγινεν η λίμνη γη στερεά, και η ξηρά και άνικμος ράβδος δένδρον αειθαλές θαυμάσιον, το οποίον φυλάττει την επωνυμίαν έως την σήμερον και το ονομάζουν βακτηρίαν του Γρηγορίου πάντες οι του τόπου οικήτορες. Ποία άλλη θαυματουργία ηκούσθη εις τους Προφήτας προ του Νόμου ή μετά τον Νόμον παρόμοιος; Διέβη και ο Ηλίας τον Ιορδάνην και μετ’ αυτού ο Ελισσαίος ο κληρονόμος του, αλλά μόνον την ώραν εκείνην έγινε το θαυμάσιον και αφού επέρασαν οι Άγιοι, έκαμνεν ο ποταμός την πορείαν του. Ο δε Λύκος μίαν φοράν μόνον προσταχθείς από τον Γρηγόριον αναχαιτίζει το ρείθρον αεί και πάντοτε, εξαίσιον θέαμα εις τους ορώντας φαινόμενος. Ηκούσθη λοιπόν η φήμη αύτη εις τα περίχωρα και καθ’ εκάστην προσήρχοντο εις τον Χριστόν και εχειροτόνει ο Άγιος Ιερείς, τους οποίους έστελλεν εις τας κώμας και τας χώρας, ίνα κηρύττωσι την ευσέβειαν. Πλησίον της Νεοκαισαρείας υπήρχεν η πόλις Κόμανα. Οι δε προεστώτες της πόλεως ταύτης παρεκάλεσαν τον Άγιον να λάβη τον κόπον να έλθη έως εκεί, δια να διδάξη τον λαόν με την μελίρρυτον και πάνσοφον γλώσσαν του, και να τους χειροτονήση Αρχιερέα τινά ενάρετον. Απήλθε λοιπόν ο Άγιος με τους Κληρικούς και διδάξαντες αυτούς ικανών εστερεώθησαν εις την πίστιν έτι περισσότερον βλέποντες την ένθεον αυτού πολιτείαν και τας θαυματουργίας ας ειργάζετο. Θέλων δε να χειροτονήση τον Αρχιερέα, του έδωσαν ψήφους και δια να μη λανθασθή και χειροτονήση ανάξιόν τινα, ανέμενε να ίδη ουρανόθεν καμμίαν όρασιν και ηρώτα εάν ήτο κανείς από τους εψηφισμένους ενάρετος και έκαστος επήνει τον ιδικόν του. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Δεν πρέπει να βλέπετε μόνον τους ενδεδυμένους λαμπρά και πολύτιμα ιμάτια, διότι δυνατόν είναι και μεταξύ των ευτελών κατά το σχήμα να ευρεθή τις εναρετώτερος εις τον βίον και την ψυχήν υψηλότερος». Ταύτα ακούσας εις πρόκριτος πλούσιος, τον οποίον είχον οι περισσότεροι εψηφισμένον και ενόμιζεν, ότι εκείνος μέλλει να χειροτονηθή ως περιφανέστερος, εσκανδαλίσθη εις την δικαίαν του Αγίου απόκρισιν και λέγει ταύτα ειρωνευόμενος· «Λοιπόν, εάν προκρίνης ένα ευτελέστατον υπέρ τους εκλεκτούς της πόλεως, καλώς θα πράξης να χειροτονήσης τον ανθρακέα Αλέξανδρον». Τότε ο Άγιος, φωτισθείς εξ Αγίου Πνεύματος, προσέταξε να φέρωσι τον Αλέξανδρον, όστις ήτο μεν κρυφίως ενάρετος και φρόνιμος άνθρωπος και όντως φιλόσοφος, καθώς ύστερον εγνωρίσθη και ετελείωσε την ζωήν με μαρτύριον, έξωθεν δε εις το φαινόμενον ήτο ευτελής και άσημος, ερρυπωμένος τας χείρας και το πρόσωπον από τα κάρβουνα, τα οποία έκαμνε και παρημέλει εαυτόν επιταυτού ο αείμνηστος, διότι ήτο νέος την ηλικίαν και εύμορφος, τούτο δε έκαμνε δια να μη του τύχη από τινα πειρασμός και κινδυνεύση εις ψυχικόν θάνατον. Τούτον τον έσωθεν μεν περικαλλή και επιφανέστατον, έξωθεν δε ησβολωμένον και άσχημον, ιδόντες οι παρεστώτες εγέλασαν. Ο δε Άγιος εξετάσας αυτόν μυστικά, εγνώρισε την αλήθειαν και προστάσσει τους Κληρικούς να τον πλύνουν επιμελώς, να τον ενδύσουν την αρχιερατικήν στολήν αυτού και να τον φέρουν εις το συνέδριον, έπειτα έκαμε διδαχήν περί Ιερωσύνης προς τον λαόν, να υποτάσσωνται εις τον Αρχιερέα εις άπαντα. Τότε έφεραν εις το μέσον τον Αλέξανδρον και λέγει προς τον δήμον ο Άγιος· «Ιδού έχετε Αρχιερέα πανάριστον και δεν εσφάλατε ουδόλως εις την δικαίαν ταύτην κρίσιν, την οποίαν εκάματε, διότι με τους οφθαλμούς ελανθάνεσθε και με την γλώσσαν άκοντες ωμολογήσατε την αλήθειαν». Τότε εχειροτόνησεν αυτόν κατά τάξιν Αρχιερέα, προστάσσων αυτόν να κάμη και διδαχήν εις κοινήν ωφέλειαν. Ο δε Αλέξανδρος υπακούσας εδίδαξε με τόσην σοφίαν και σύνεσιν, ώστε εθαύμασαν άπαντες και επήνεσαν την δικαίαν ψήφον την οποίαν ετέλεσεν ο Άγιος. Τη επαύριον, όταν επέστρεφεν εις τον θρόνον του ο Άγιος, ιδόντες αυτόν δύο Εβραίοι εις την οδόν, συνεφώνησαν να τον περιπαίξουν γνωρίζοντες ότι ήτο πολύ ελεήμων και εύσπλαγχνος. Έπεσε λοιπόν ο εις ως αποθαμένος, ο δε έτερος προσεποιείτο ότι έκλαιε δια τον αιφνίδιον θάνατον του συγγενούς του. Ενώ λοιπόν επέρνα ο Άγιος, του είπεν ο Ιουδαίος· «Σπλαγχνίσου, Δέσποτα Άγιε, τούτον τον δυστυχή, όστις απέθανεν αιφνιδίως και δεν έχω καν ένα ιμάτιον να τον ενταφιάσω κατά το σύνηθες». Ο δε Γρηγόριος εξέβαλε τον έξωθεν μανδύαν, ήτοι την διπλοϊδα, και την ρίπτει επάνω εις τον ψευδόνεκρον. Αφού δε απεμακρύνθη ο Άγιος, μεταβαλών ο ψεύστης εκείνος τον θρήνον εις γέλωτα, εφώνει τον σύντροφον να εγερθή, ίνα το κέρδος μοιράσωσιν. Αλλ’ ω του θαύματος! ευρέθη νεκρός κατ’ αλήθειαν, και ούτε πλέον ποσώς ηγέρθη· όθεν μεταβαλών πάλιν τον γέλωτα εις αληθή θρήνον, ενεταφίασε τον συγγενή, διότι ο Θεός δεν θέλει να περιγελώσι τους δούλους του. Καιρόν δε τινα διαλεγόμενος ο Άγιος εις την αγοράν προς ωφέλειαν, εθαύμαζον οι ακούοντες τα διδάγματα. Τότε παιδίον τι είπεν εις αυτούς ότι «Ο διδάσκαλος δεν ομιλεί αφ’ εαυτού του τα λόγια, αλλά έτερος παρεστέκει εις αυτόν πλησίον και τον καθοδηγεί». Από τα λόγια ταύτα εγνώρισεν ο Άγιος ότι το παιδίον είχε δαιμόνιον και εκβαλών το ωμοφόριόν του, το έβαλεν εις το στόμα του παιδός και ευθύς το ετάραξεν ο δαίμων και πεσών κατά γης εκυλίετο αφρίζων το στόμα και τους οφθαλμούς διαστρέφων. Ο δε Άγιος τον ιάτρευσε και ηγέρθη ο παις τεθεραπευμένος. Εντός ολίγου καιρού από της χειροτονίας του Αγίου Γρηγορίου εκηρύχθη εις όλην την επαρχίαν αυτού το ιερόν Ευαγγέλιον και πάντες προσήλθον εις την αλήθειαν. Τους βωμούς των ειδώλων ηδάφισαν και πανταχού ωκοδόμησαν Εκκλησίας εις δόξαν Θεού. Αλλά δεν υπέφερεν ο φθονερός δαίμων να βλέπη την απάτην αυτού πεπατημένην και την αλήθειαν αναθάλλουσαν· όθεν πάλιν εξήγειρεν εις την Ρώμην ειδωλολάτρην ηγεμόνα, όστις έστειλε πανταχού προστάγματα εις τους άρχοντας, να κολάζουν τους Χριστιανούς, όσους δεν προσκυνήσουν τα είδωλα και να τους δίδουν σκληρότατον θάνατον. Λοιπόν ερευνώντες διαφόρους τόπους και Ασκητήρια, έσυρον τους πιστούς βιαίως να τελέσουν το προστασσόμενον και ήτο εις τον λαόν όλον μεγάλη σύγχυσις και επρόδιδεν ο εις τον άλλον συγγενείς και φίλοι δια να κερδίσωσι χρήματα. Βλέπων λοιπόν τον κίνδυνον και συμβουλευθείς μετά τινων Κληρικών, ανεχώρησε με τον μαθητήν του εις τι όρος, έως να παύσουν τα σκάνδαλα, όχι δια δειλίαν θανάτου, αλλά μόνον δια να φυλαχθή υγιής, να σωθούν και έτεροι δια μέσου του. Οι δε ασεβείς, οδηγηθέντες από τινα κάκιστον, επήγαν εις εκείνο το όρος ζητούντες τον Άγιον, όστις ιδών αυτούς από μακρόθεν, λέγει εις τον Διάκονόν του, όστις ήτο ο νεωκόρος· «Σταμάτησον, τέκνον, μετά πίστεως, ύψωσον τας χείρας προς τον ουρανόν και προσεύχου μετ’ εμού αδιστάκτως, μη σαλεύσης από τον τόπον σου, καν ιδής αυτούς πλησιάζοντας». Ούτω λοιπόν αυτοί μεν προσηύχοντο δεόμενοι του Κυρίου να τους φυλάττη από τον κίνδυνον, εάν ήτο ευάρεστον εις Αυτόν, ει δε και ήτο συμφερώτερον δια την ψυχήν των να αποθάνουν, να γίνη το θέλημά Του το Άγιον. Οι δε στρατιώται τους εζήτουν μετά μεγάλης επιμελείας εις όλον το όρος· αλλά ο Θεός τους εσκέπασε και δεν τους εγνώρισαν οι διώκοντες, νομίζοντες ότι ήσαν δένδρα· όθεν καταβαίνοντες εκ του όρους είπον ότι ηρεύνησαν επιμελώς και δεν είδον ουδένα άνθρωπον μόνον δύο δένδρα, το ένα από το άλλο ολίγον απέχοντα. Ταύτα ακούσας ο καταδότης κατενύχθη, κατανοήσας το γενόμενον θαυμάσιον και ανελθών έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου αιτών συγχώρησιν και πιστεύσας ολοψύχως εις τον Χριστόν εγένετο Χριστιανός ο πρώην διώκτης και ασεβέστατος. Αλλά ακούσατε και άλλο θαυμασιώτερον. Ούτος ο παναοίδιμος με τον προορατικόν της ψυχής οφθαλμόν έβλεπεν απ’ εκείνο το όρος όσα εγίνοντο εις το θέατρον, τους άθλους, λέγω και τα κολαστήρια, όσα ελάμβανον οι Μάρτυρες δια την ομολογίαν της πίστεως και υπέρ αυτών ολοψύχως εδέετο. Όθεν ενώ ηύχετο μίαν ημέραν, εδείκνυεν εις τους παρόντας ώσπερ να ήτο εις αγώνα, να έβλεπε ξένον θέαμα και ηκροάζετο με προσοχήν ήχον τινά εις το θέατρον· και αφού έμεινεν ούτως ώραν πολλήν ακλινής και ακίνητος, ανευφήμησε τον Θεόν λαμπρά τη φωνή, ταύτα λέγων· «Ευλογητός Κύριος, ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών» (Ψαλμ. ρκγ:6). Οι δε μαθηταί παρεκάλεσαν να τους φανερώση τι έβλεπεν εις εκείνην την όρασιν· ο δε είπεν προς αυτούς· «Πτώμα μέγα είδα την ώραν ταύτην και έπεσεν ο διάβολος νικηθείς από νεανίαν τινά ονόματι Τρωάδιον, όστις κατήγετο από ευγενείς ανθρώπους και τον έφερον οι δήμιοι εις τον άρχοντα, βιάζοντες αυτόν να απαρνηθή την ευσέβειαν. Αλλά με την θείαν Δύναμιν υπέμεινεν ανδρείως όλα τα κολαστήρια και νικήσας γενναίως τον αρχέκακον δαίμονα, έλαβε παρά Θεού τον της αθλήσεως στέφανον». Ταύτα ακούσας ο Διάκονος εξεπλάγη δια το μεγαλείον του θαύματος, επειδή ήτο υπέρ ανθρωπίνην φύσιν να βλέπη όσα εγίνοντο εις τόπον μακρινόν και να γνωρίζη σαφέστατα ως ενεστώσα τα πράγματα· όθεν παρεκάλεσεν αυτόν να τον συγχωρήση, να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον έγινε το θαυμάσιον, να βεβαιωθή την αλήθειαν. Λέγει του ο Άγιος· «Και δεν φοβείσαι να υπάγης εις το μέσον των φονευτών, μη σου τύχη κανέν κακόν εξ επηρείας του δαίμονος;» Ο δε είπε προς αυτόν· «Ελπίζω εις την δύναμιν των ευχών σου, να μη μου εγγίση ουδείς πολέμιος». Τότε ο Άγιος έκαμεν ευχήν δι’ αυτόν και του επέτρεψε να αναχωρήση, εκείνος δε μετά πίστεως απελθών έφθασε το εσπέρας έσω της πόλεως· επειδή δε η οδοιπορία ήτο μεγάλη και εκουράσθη, εθεώρησε καλόν να πλυθή εις λουτρόν, δια να ξεκουρασθή και να επιστρέψη την επομένην. Απελθών λοιπόν παρεκάλει τον υπηρέτην να του ανοίξη το λουτρόν. Ο δε απεκρίνατο· «Γνώριζε ότι όσοι εισέλθουν ενταύθα μετά την δύσιν του ηλίου αποθνήσκουσι, διότι κατοικεί εδώ εν δαιμόνιον, το οποίον τους πνίγει». Ο δε Διάκονος, έχων το θάρρος του εις τον Κύριον, ηνάγκασεν αυτόν και του ήνοιξεν. Έπειτα αυτός μεν εισήλθεν, ο δε υπηρέτης έφυγε μακράν απ’ εκεί, φοβούμενος να μη κινδυνεύση και αυτός ομοίως εις θάνατον. Όταν δε εισήλθεν ο Μοναχός εις τα ύδατα, κατεσκεύασεν ο δαίμων φοβερά και παντοδαπά φαντάσματα και εφαίνοντο έμπροσθεν αυτού θηρία και πετεινά διάφορα, πυρ και καπνός και άλλα φοβερά πράγματα, σεισμοί, ταραχαί, σπινθήρες φλογός και εδείκνυον ότι ήθελον να τον αφανίσουν, ποιήσας δε εκείνος την σφραγίδα του Τιμίου Σταυρού και τον Δεσπότην Χριστόν, δια πρεσβειών του διδασκάλου αυτού επικαλούμενος εις βοήθειαν, ενίκησεν άπαντα τα φαντάσματα και όταν εξήρχετο από το λουτρόν του έκαμαν πάλιν τα όμοια φόβητρα. Έπειτα εβόησε ταύτα με ανθρωπίνην φωνήν το δαιμόνιον· «Μη νομίσης, ότι με την δύναμίν σου έφυγες τον απαραίτητον θάνατον· ο Γρηγόριος σε ελύτρωσε». Διασωθείς λοιπόν με τοιούτον τρόπον εθαύμασε και διηγείτο την θαυματουργίαν του Αγίου ως και τας λοιπάς όσας επετέλεσεν· και ερευνήσας τα κατά την πόλιν των Μαρτύρων ανδραγαθήματα, εύρεν αληθέστατα όσα ο Άγιος προεφήτευσε· και καταπλαγείς έδραμε προς αυτόν εκδιηγούμενος άπαντα. Εις ολίγον καιρόν κατέπαυσε πάλιν ο διωγμός με του Θεού την βοήθειαν. Όθεν μεταβάς εις την πόλιν ο Όσιος εκυβέρνα την ποίμνην του θεάρεστα· προσέταξε δε να ερευνήσουν επιμελώς, ίνα εύρωσι τα λείψανα των Μαρτύρων, ίνα τους εορτάζωσιν, επειδή έχυσαν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των. Πολιτευόμενος λοιπόν βίον άγιον και ποιμάνας καλώς τα λογικά πρόβατα ο θαυματουργός Γρηγόριος, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς το ποθούμενον. Προγνωρίσας δε την μετάστασιν αυτού, έβαλε πολλήν επιμέλειαν να μάθη πόσοι άνθρωποι μένουν εις την απιστίαν· και εξετάσαντες ακριβώς όχι μόνον εις την πόλιν, αλλά και εις πάντα τα της Νεοκαισαρείας περίχωρα, εύρον μόνον δεκαεπτά βεβυθισμένους εις την ασέβειαν. Τούτο μαθών ο Άγιος, ελυπήθη μεν ολίγον δια την εκείνων απώλειαν, ηυχαρίστησε δε τον Θεόν, όστις ενεδυνάμωσε και επίστευσαν οι επίλοιποι, έμειναν δε εις την πλάνην μόνον τόσοι, όσους εύρε πιστούς κατά την χειροτονίαν αυτού. Προσευξάμενος λοιπόν ικανώς εδέετο του Θεού να αξιώση τους πιστούς να τελειώσουν τον βίον ενάρετα. Έπειτα παρήγγειλεν εις τους κληρικούς να του κτίσωσι μεν τάφον ξεχωριστόν, να τον βάλουν όμως εις ξένον μνήμα, δια να τον έχουν διήγημα οι μεταγενέστεροι, λέγοντες, ότι ο Γρηγόριος ούτε ζων απέκτησε πράγμα ίδιον, ως πάροικος τε και παρεπίδημος, ούτε καν ενός νομίσματος χωράφιον εξουσίασεν, ούτε μετά θάνατον ηθέλησε να τον βάλουν εις τάφον ίδιον, αλλά εις αλλότριον, ως ξένον και άπορον, ότι άλλο δεν επόθει ο τρισμακάριος ειμή μόνον την πλουσίαν ακτημοσύνην και την επιστροφήν των Ελλήνων εις την ευσέβειαν και εις τούτο είχεν όλην του την σπουδήν. Εις την αρχήν μάλιστα, όταν έλαβε την αξίαν της αρχιερωσύνης, ετέλεσε την εξής θαυματουργίαν δια της οποίας επίστευσε πλήθος ανθρώπων. Συνήθειαν είχον εις την πόλιν εκείνην και ετελούσαν εορτήν πάνδημον, εις την οποίαν συναγόμενοι άπαντες εχόρευον με τραγούδια και άλλα όσα οι δαίμονες χαίρονται και τους οποίους επεκαλούντο εις βοήθειαν οι ανόητοι. Ο δε Άγιος ακούσας τας βλασφημίας εσκανδαλίσθη και τους ωργίσθη, ευθύς δε έπεσεν εις αυτούς τοσούτον θανατικόν, ώστε μετεστράφη όλη η χαρά των εις θρηνωδίαν απαραμύθητον, διότι κατέφλεγεν ως φλόγα πυρός τους οίκους αυτών η ασθένεια και δεν έφθαναν οι ζώντες να ενταφιάζουν τους αποθνήσκοντας. Γνωρίσαντες δε την αιτίαν της νόσου, έτρεχον προς τον Άγιον μετά δέους και ταπεινότητος ικετεύοντες να κάμη δέησιν προς τον Θεόν αυτού να παύση ο θάνατος και τότε να πιστεύσωσιν εις αυτόν. Ο δε ευσπλαγχνισθείς επήγαινεν εις τους οίκους των και καθώς εισήρχετο εις ενός εκάστου τον οίκον, ηφανίζετο η ασθένεια και ούτω πάντες εθεραπεύθησαν. Έδραμε λοιπόν αυτή η φήμη εις όλην την πόλιν και όλοι εφήμιζαν τον Γρηγόριον προσπίπτοντες εις αυτόν και ευχαριστούντες ως ιατήρα των παθών άμισθον και σωτήρα πάντων επιεικέστατον. Ούτως εφανερώθη δια των έργων η ευσέβεια και επίστευσαν εις τον Χριστόν, αφού είδον τοιούτον θαυμάσιον και εγνώρισαν ότι έκαμεν η ασθένεια περισσοτέραν ωφέλειαν από την υγείαν, επειδή όταν ήσαν εύρωστοι κατά το σώμα, ασθενούσαν κατά το πνεύμα και δεν ηδύναντο να γνωρίσωσι την αλήθειαν, δια δε της σωματικής ασθενείας ηννόησαν την πονηρίαν των ειδώλων και επίστευσαν εις τον αληθή Πανάγαθον Θεόν. Είναι και άλλα πολλά μνήμης άξια του μεγάλου Γρηγορίου υπερθαύμαστα και τεράστια, τα οποία χάριν συντομίας δεν εγράψαμεν, φθάνουσιν όμως τα ολίγα ταύτα, ίνα εννοήση έκαστος την προς το Θεόν παρρησίαν και δύναμιν του Αγίου. Ας μη απιστήση δε τις εις τα ρηθέντα τεράστια, ότι καθώς τα γράφει ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, ούτω και εγώ τα μετεγλώττισα συντομώτερα ολίγον δια βραχύτητα και όλοι γνωρίζουσιν ότι ουδέν ψευδές έγραψεν ούτος ο Άγιος. Αλλά τι θαυμαστόν αφού ο Δεσπότης ημών έταξεν εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι όποιος έχει πίστιν εις Αυτόν, θα κάμη μεγαλύτερα θαύματα από όσα εκείνος ετέλεσεν; Ιδού λοιπόν επληρώθη του αληθεστάτου Χριστού η πρόρρησις εις τον μέγαν τούτον Γρηγόριον, όστις με την δύναμιν και βοήθειαν Εκείνου εποίησε τεράστια πάσαν ακοήν υπερβαίνοντα. Ούτος λοιπόν γενόμενος Επίσκοπος τω σμ΄ (240) έτει ως αληθής ποιμήν και ουχί μισθωτός ποιμάνας τα λογικά θρέμματα εν οσιότητι και δικαιοσύνη και μέγας γενόμενος εν σωφροσύνη και ακτημοσύνη και ταις λοιπαίς αρεταίς, ετελεύτησε τη ιζ΄ (17) Νοεμβρίου περί το έτος σοε΄ (275) και τον ενεταφίασαν εις ξένον μνημείον καθώς παρήγγειλεν. Η δε μακαρία ψυχή του απήλθεν εις την αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν Χάριτι και φιλανθρωπία Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”