Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Οκτωβρίου, των Αγίων Μαρτύρων ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, ΑΝΝΗΣ τε και ΕΛΙΣΑΒΕΤ, ΘΕΟΔΟΤΗΣ κ

Δημοσίευση από silver »

Αλέξανδρος ο Άγιος Μάρτυς ήτο Επίσκοπος και επειδή δια της διδασκαλίας του ωδήγει εις την πίστιν του Χριστού πολλούς Έλληνας και τους εβάπτιζεν, εκρατήθη από τον ηγεμόνα, από τον οποίον πολλάς τιμωρίας υπομείνας κατεξεσχίσθη και ηναγκάζετο να θυσιάση εις τα είδωλα, αλλά δεν επείσθη. Όθεν βλέπων την γενναιότητα και υπομονήν του ο στρατιώτης Ηράκλειος επίστευσεν εις τον Χριστόν· δια τούτο και αυτός σφόδρα τιμωρηθείς πρότερον, τελευταίον απεκεφαλίσθη και έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Επειδή δε ο Άγιος Αλέξανδρος εποίησεν εν θαύμα και προς τούτοις επειδή εφυλάχθη υγιής εκ των πληγών με την του Κυρίου Χάριν και βοήθειαν, τούτων ένεκα είλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού τέσσαρας γυναίκας, Θεοδότην και Γλυκερίαν, Άνναν και Ελισάβετ, αι οποίαι ήλεγξαν την πλάνην των ειδώλων και δια τούτο απεκεφαλίσθησαν. Ύστερον δε από όλους και ο Αλέξανδρος, κτυπηθείς δια μαζαίρας, ετελειώθη και εξεδήμησε προς Κύριον, λαβών παρ’ Αυτού της νίκης τον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και πρώτου Επισκόπου των Ιεροσολύμων ΙΑΚΩΒΟΥ του Αδε

Δημοσίευση από silver »

Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο θείος του Κυρίου Απόστολος και πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων, ήτο από την Ιουδαίαν, υιός ων του μνήστορος Ιωσήφ. Επειδή δε άλλο δεν είναι εις τους ζηλωτάς της ευσεβείας και εναρέτους γλυκύτερον, ως η του δικαίου ενθύμησις, η οποία τους ευφραίνει περισσότερον από ό,τι ο χρυσός τους φιλαργύρους ή τους φιληδόνους το κάλλος του σώματος και επειδή δεν είναι μόνον γλυκεία η του δικαίου ενθύμησις, αλλά και υπερλίαν ωφέλιμος, διότι εμφυτεύει εις τας ψυχάς κέντρον θεϊκού ζήλου και διεγείρει εις την μίμησιν αυτού τους εντυγχάνοντας, δια τούτο θα είπωμεν και ημείς ολίγα τινά δια τον αληθώς και δικαίως δίκαιον όντα και ονομαζόμενον θείον τούτον Ιάκωβον, όστις επλούτησε και της θείας ταύτης επωνυμίας, να λέγηται από όλους τους Αγίους διαφερόντως και εξαιρετώτερα Αδελφόθεος, διότι ουδείς άλλος ηξιώθη να ονομάζηται αδελφός του Χριστού ειμή μόνον αυτός ο αοίδιμος. Περί τούτου δε θα είπωμεν όσα εμάθομεν από τον Ηγήσιππον και τον Κλήμεντα. Ούτος ήτο, ως είπομεν, υιός του Ιωσήφ, όστις δια τας αρετάς του εμνηστεύθη και ηρραβωνίσθη δια νύμφην την προ του τόκου και εν τω τόκω και μετά τόκον αειπάρθενον Θεοτόκον· τούτον ωνόμαζον Ιοβλίαν το πρότερον, το οποίον σημαίνει εν τη Εβραϊκή γλώσση δίκαιον, διότι τόσον ενάρετα εβίου από βρέφους και τοσαύτην εγκράτειαν είχεν εις όλας του τας αισθήσεις και τα μέλη του, ώστε ήτο αληθώς ξένον θέαμα. Ο οφθαλμός έβλεπε πάντοτε δίκαια, όθεν και του θείου ελέους ήτο πάντοτε άξιος· η ακοή ήτο ηνεωγμένη εις τα σωτήρια αναγνώσματα, το στόμα είχε τον νόμον εντρύφημα, η δεξιά ετοίμη εις ελεημοσύνην και συμπάθειαν πάντοτε, η δε γαστήρ εγκρατεύετο από όλα τα περιττά και άχρηστα. Ούτε έφαγεν έμψυχον πράγμα εις όλην την ζωήν του, ήτοι κρέας, οψάριον, καρκίνον (κάβουραν) ή άλλο έχον πνοήν και ζωήν, ούτε οίνον έπιε ποτέ, μόνον με ύδωρ άδολον εθεράπευε την δίψαν του. Η τροφή του ήτο άρτος μόνον και δάκρυα. Τας δε μετανοίας, τας οποίας εποίει, εφανέρωναν τα μεμαραμμένα και εξηντλημένα γόνατα, των οποίων μόνον το δέρμα εφαίνετο μετά των οστών, εν ω η σάρξ του ήτο ηφανισμένη από την πολλήν εγκράτειαν. Το ένδυμά του ήτο ράσον τρίχινον, λινόν δε όταν εισήρχετο εις το ιερόν. Δεν ήτο εις αυτόν ουδεμία διαφορά ημέρας τε και νυκτός, αλλά και την νύκτα εποίει έργα φωτός άξια και την ημέραν πολλάκις διήρχετο την ζωήν με ησυχίαν εις προσευχήν ατάραχος, ηγαπημένος από τους συγγενείς και φίλους του και από τους ξένους και αλλοτρίους ευλαβούμενος, διότι ήτο τοσαύτη η αρετή του, ώστε όχι μόνον οι ευσεβείς και φίλοι του, αλλά και οι Έλληνες ετίμων αυτόν και τον είχον εις τοσαύτην ευλάβειαν, ώστε τινές απ’ εκείνους έχουσιν εις τα συγγράμματά των τας αρετάς του και τον επαινούσιν ως δίκαιον· αλλά και μεγάλην είχεν η πόλις την θλίψιν και την συμφοράν, οπόταν συνέβη το μίσος εκείνο το άδικον· και μαρτυρεί τον λόγον μου ο Ιώσηπος εις το εικοστόν της αρχαιολογίας σύγγραμμα, αλλά ας είπωμεν και τας λοιπάς αρετάς του Αποστόλου με βραχύτητα. Μετά την ενανθρώπησιν του Δεσπότου εγένετο των Ιεροσολύμων Επίσκοπος ο μέγας ούτος Ιάκωβος, όστις είχεν αληθώς τας δύο αρετάς, αίτινες άγουσι τον άνθρωπον εις τελείωσιν, θεωρίαν, δηλαδή, και πράξιν, από τας οποίας και αι άλλαι αρεταί ενδυναμούνται· ας εξετάσωμεν λοιπόν πρώτον την θεωρίαν, ήτις αναβιβάζει προς τον Θεόν τον ταπεινόν άνθρωπον. Ο Επίσκοπος πρέπει να έχη το θεωρητικόν πρότερον, καίτοι τινές λέγουσιν ότι το πρακτικόν είναι του θεωρητικού επίβασις. Από την αρχήν λοιπόν της Καθολικής Επιστολής του Αποστόλου τούτου φαίνεται, ότι ούτος ήτο θεωρητικός, ταπεινός και μέτριος· διότι υπογράφεται εν αυτή «Ιάκωβος, Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος» και τα λοιπά, από τα οποία γνωρίζεται η μεγάλη του ταπείνωσις, επειδή δεν λέγει καν ένα από τα τρία του μεγαλεία και αξιώματα, τα οποία είχεν, Επίσκοπος ή Απόστολος ή Αδελφόθεος, καθώς ο Παύλος προς Γαλάτας τον εμαρτύρησεν, αλλά γράφει το ταπεινότερον, δούλον Θεού εαυτόν ονομάζων, μιμούμενος εις την μετριότητα τον Διδάσκαλον. Γνωρίζων δε ως θεωρητικός και πάνσοφος, ότι η θλίψις φέρει προς αρετήν τον άνθρωπον και τον αναβιβάζει προς τον Θεόν με την κακοπάθειαν, παρακινεί τους πιστούς προς υπομονήν, λέγων ταύτα: «Όταν περιπέσητε εις διαφόρους πειρασμούς, αδελφοί μου, χαίρετε, ότι μακάριος όποιος υπομείνη πειρασμούς, διότι αυτός δόκιμος γενόμενος, θέλει λάβει τον στέφανον της ζωής». Ακολούθως διορθώνει την δεινήν ασθένειαν μερικών, οίτινες λέγουσιν ότι εκ φύσεως είναι το αμάρτημα και θεωρούν τον Θεόν αίτιον των κακών οι ασύνετοι, όθεν ως ιατρός άριστος εθεράπευσε και ταύτην την ασθένειαν λέγων: «Μηδείς πειραζόμενος λεγέτω ότι από Θεού πειράζομαι· ο γαρ Θεός απείραστός εστι κακών, πειράζει δε αυτός ουδένα, έκαστος δε πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος» (Ιακ. α: 13-14) και τα λοιπά όσα εκεί γράφει· ούτω λοιπόν αναμεταξύ Θεού και ανθρώπων ο δίκαιος δικαίως εδίκασε, μαρτυρήσας τον Θεόν αναίτιον των κακών και καταπείσας τους ανθρώπους να γνωρίζωσι την ραθυμίαν και ασθένειάν των, και να ταπεινώνωνται καθώς τους πρέπει, ζητούντες συγχώρησιν. Έπειτα πάλιν νουθετεί να μη καυχηθή κανείς, όταν κατορθώση το αγαθόν, επειδή χωρίς της θείας Χάριτος δεν ημπορούμεν να ποιήσωμεν καλόν τι έργον, διότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι καταβαίνον από του Πατρός των φώτων» (Ιακ. α: 17), αυτός ημάς παρακινεί εις ελεημοσύνην και συμπάθειαν λέγων, ότι όσοι δεν ποιούσιν εδώ ελεημοσύνην εις πένητας, ευρήσουσι τον Κριτήν ανελεήμονα την ώραν της κρίσεως και όσοι δεν φυλάττουσι τας εντολάς του Κυρίου δεν ωφελούνται μόνον με την πίστιν, ήτις χωρίς των έργων νεκρά λογίζεται· «η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστι» (Ιακ. β: 20), καθώς και το σώμα χωρίς της ψυχής μένει νεκρόν και ακίνητον· αυτός ημάς εδίδαξε να χαλιναγωγώμεν την γλώσσαν, να μη λέγωμεν ψεύματα ή καταλαλιάν και κατάκρισιν, και εξαιρέτως να φεύγωμεν την επιορκίαν, ως ψυχοβλαβεστέραν και χείρονα των άλλων αμαρτημάτων, όχι δε μόνον τούτο αλλά και αυτόν τον αληθινόν όρκον να μη τολμήση τις να ομόση ούτε εις τον ουρανόν, ούτε εις την γην, ούτε εις άλλο τι κτίσμα παρόμοιον και αολώς ειπείν τοσούτον ημάς εδίδαξεν εκείνη η γλυκυτάτη γλώσσα του Ιακώβου, ώστε όστις αναγνώση την Επιστολήν του ωφελείται θαυμασιώτατα. Τον θείον τούτον Ιάκωβον είχον όλοι οι Απόστολοι εις μεγάλην ευλάβειαν και τον λόγον του ως νόμον εφύλαττον, καθώς εις πολλούς τόπους των Πράξεων φαίνεται και εξόχως, όταν είχον οι Αντιοχείς την συζήτησιν δια τους Έλληνας, τους ερχομένους εις την πίστιν, εάν πρέπει να περιτέμνωνται και ότε έγραψαν δι’ αυτήν την υπόθεσιν εις τους Αποστόλους, οίτινες ήσαν εις τα Ιεροσόλυμα δια να την κρίνωσιν, δεν ετόλμησεν άλλος τις να ποιήση απόφασιν ειμή μόνον ο μέγας Ιάκωβος, ταύτα λέγων: «Εγώ κρίνω, να μη πειράζωμεν τους επιστρέφοντας, αλλά μόνον να απέχωσιν από πορνείας, από πνικτόν και ειδωλόθυτον»· ούτως είπε και ο λόγος του έργον εγένετο και εκείνο το οποίον εψήφισεν ο Ιάκωβος, έγινεν εις όλους τύπος απαρασάλευτος, διότι όλοι οι Απόστολοι τον ηυλαβούντο και τον ετίμων ως πάντων εξαιρετώτερον, καθώς δύναται να πιστωθή πας τις από τον θείον Λουκάν, όστις λέγει ταύτα περί αυτού: «Τη επαύριον μετέβησαν όλοι οι Απόστολοι με τον Παύλον προς τον Ιάκωβον και αυτός τους ησπάσθη και έκαστος διηγήθη όσα θαυμάσια εποίησεν ο Θεός εις τα έθνη με την διακονίαν των, οι δε ακούσαντες εδόξασαν τον Θεόν» και τα επίλοιπα. Ούτος λοιπόν ο μέγας και θείος Ιάκωβος ήτο Άγιος, από την κοιλίαν της μητρός του ηγιασμένος, καθώς λέγουσι τα ιερά βιβλία. Δια τούτο και μετά Χριστόν ευθύς πρώτος Αρχιετεύς εχειροτονήθη Ιεροσολύμων Επίσκοπος και μόνος εις τα άγια των αγίων εισήρχετο, ουχί άπαξ του ενιαυτού ως οι Ιουδαίοι, αλλά καθ’ εκάστην ως καθαρώτατος και ευρίσκετο γονυκλινής πάντοτε, ικετεύων τον Κύριον δια την σωτηρίαν του λαού, από τον Μωϋσήν περισσότερον, ώστε απεσκληρύνθησαν τα γόνατά του ως των καμήλων από το πολύ γονάτισμα, διότι ούτω παρέδωσεν ημίν ο Θεός γενόμενος άνθρωπος, να προσευχώμεθα πάντοτε. Δια την υπερβολήν λοιπόν της δικαιοσύνης του τον επωνόμαζον Δίκαιον και Ιοβλίαν, το οποίον δηλοί περιοχή του λαού και της δικαιοσύνης. Και ο μεν θείος Ιάκωβος ούτω θεαρέστως επολιτεύετο, τινές δε εκ των αιρετικών Ιουδαίων παρακινηθέντες εκ των λόγων του Ανάνου συνήχθησαν οι πάντολμοι κατά του Ιακώβου, και θέντες αυτόν εις το μέσον, του έλεγον να αρνηθή την πίστιν του Χριστού οι μισόχριστοι και τον ηρώτων λέγοντες: «Ειπέ ημίν, δίκαιε, ποία είναι η θύρα του Ιησού»; Ο δε ως δίκαιος δικαίαν εις τους αδίκους έδωκε την απόκρισιν λέγων· «Ούτος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο τω Πατρί ομοούσιος». Τινές δε απ’ εκείνους επίστευον εις τα του Δικαίου δίκαια και αληθέστατα λόγια, άλλοι δε ηναντιούντο και πλάνην ταύτα ενόμιζον, διότι οι αιρετικοί εκείνοι ούτε εις ανάστασιν επίστευον, καθώς λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, ούτε των πράξεων ανταπόδοσιν. Υπήρχε δε μέγας γογγυσμός εις τους άρχοντας των Ιουδαίων και έλεγον οι Φαρισαίοι και Γραμματείς, ότι εκινδύνευε να πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν άπαντες· απήλθον λοιπόν προς τον Ιάκωβον λέγοντες: «Παρακαλούμεν σε, Δίκαιε, δίδαξον τον λαόν, διότι επλανήθησαν και πιστεύουσιν εις τον Ιησούν, θαρρούντες ότι αυτός είναι ο Χριστός. Όθεν την ημέραν του Πάσχα, κατά την οποίαν θα συγκεντρωθώσι, κατάπεισον αυτούς, να μη πλανώνται πιστεύοντες εις ένα άνθρωπον· σε παρακαλούμεν, ποίησον την χάριν ταύτην, διότι ημείς μαρτυρούμεν ότι είσαι δίκαιος και δεν κρίνεις μεροληπτικώς. Δια τούτο σε παρακαλούμεν να ανέλθης εις το πτερύγιον του Ναού, δια να σε βλέπη όλος ο λαός και να ακούωσι τους δικαίους λόγους σου και εκεί δίδαξον αυτούς. Ούτω λοιπόν, όταν ήσαν όλοι οι άνθρωποι συνηγμένοι εξ όλων των φυλών και εθνών, Εβραίοι τε και Χριστιανοί, κατά την συνήθειαν, ανεβίβασαν οι ψευδείς και άδικοι τον δίκαιον και αψευδή, νομίζοντες ότι θέλει επαινέσει την γνώμην των και τον έστησαν εις το υψηλότερον μέρος του ιερού λέγοντες μεγαλοφώνως, δια να ακούσωσιν οι περιεστώτες άπαντες: «Ειπέ ημίν, Δίκαιε, επειδή εις σε όλοι πιστεύομεν, τι λέγεις δια τον Ιησούν, τον οποίον εσταύρωσεν ο Πιλάτος, ο δε λαός νομίζων ότι αυτός είναι ο Χριστός πλανάται και πιστεύει αυτόν ως Θεόν; Φανέρωσον ημίν και απάγγειλον την αλήθειαν». Τότε λοιπόν, επειδή ο καιρός εκάλει τον αριστέα να αντισταθή κατά του ψεύδους, δεν εδειλίασε πρόσκαιρον θάνατον, ώστε να προδώση την αλήθειαν, αλλά αφήκε την φωνήν, την ψυχήν και την γλώσσαν ελευθέραν λέγων: «Τι με ερωτάτε δια τον Ιησούν; Αυτός κάθηται εις τον ουρανόν εκ δεξιών της δυνάμεως του Πατρός αυτού, Αυτός πάλιν θα έλθη επί των νεφελών του ουρανού καθεζόμενος, να κρίνη με δικαιοσύνην την οικουμένην άπασαν». Με την μαρτυρίαν ταύτην του Ιακώβου επληροφορήθησαν πολλοί και έκραζον λέγοντες: «Ωσαννά τω υιώ Δαβίδ». Οι δε τυφλοί Φαρισσαίοι και Γραμματείς μετενόησαν πολλά, επειδή δεν είπεν ο δίκαιος τα άδικα λόγια, τα οποία τον συνεβούλευσαν. Όθεν ώρμησαν κατ’ επάνω του φωνάζοντες προς τον λαόν ταύτα: «Ως και ο Δίκαιος επλανήθη»· και αναβάντες εις το πτερύγιον, τον ήρπασαν ως θηρία άγρια και τον εκρήμνισαν εις την γην. Επειδή όμως δεν απέθανεν αμέσως ο μακάριος, αρχίζουσι να τον λιθοβολώσιν οι κάκιστοι, εκείνος δε εδέχετο τους λίθους ατάραχος, ως θησαυρόν πολυτίμητον και γονατίσας έλεγε: «Κύριε Θεέ Πάτερ, συγχώρησέ τους, διότι δεν γινώσκουσι τι ποιούσιν». Ω μακαρίας ψυχής! Ω θαυμασίας πραότητος! Καθώς είπεν ο Δεσπότης εις τον Σταυρόν και ο Πρωτομάρτυς αυτού και ανεξίκακος Στέφανος, ούτω και ο αδελφός του Ιάκωβος, δεικνύων γνησίαν την αδελφότητα, προσηύχετο δια τους φονείς και αγνώμονας, οίτινες, καίτοι ήκουον αυτόν ευχόμενον δι’ αυτούς, δεν ηυλαβήθησαν την μακροθυμίαν του οι αχάριστοι, αλλά ακόμη τον ελίθαζον. Ιερεύς δε τις, από τους υιούς του Ρηχάβ, εφώναζε λέγων· «Παύσασθε, τι ποιείτε, ταλαίπωροι; Υπέρ ημών εύχεται ο Δίκαιος, ημείς δε, ω άδικοι, τον λιθάζετε»; Τότε εις των φονέων εκείνων ήρπασε ξύλον δια του οποίου εστράγγιζε βαφεύς τις και απεσφόγγιζε τα ιμάτια και δι’ αυτού τον εκτύπησε δυνατά εις την κεφαλήν και εξέπνευσεν ο Δίκαιος, λαβόντες δε αυτόν οι φονείς τον ενεταφίασαν πλησίον του Ναού. Όσοι δε ήσαν εύσπλαγχνοι και καλόγνωμοι βαρέως έφερον αυτήν την μιαιφονίαν και έστειλαν κρυφίως προς τον Αγρίππαν γράμματα, όστις ήτο της τετραρχίας του Ηρώδου διάδοχος, παρακαλούντες αυτόν να προστάξη τον Άνανον, να μη τολμήση πλέον χωρίς την βουλήν εκείνου να συγκαλέση συνέδριον· ο δε βασιλεύς Αγρίππας εστέρησε της ιερωσύνης τον Άνανον, όστις δεν είχε παρά τρεις μόνον μήνας εις την αξίαν και έκαμεν άλλον εις τον τόπον εκείνου. Ουχί δε μόνον ταύτα, αλλά τόσα κακά έπαθον οι Ιουδαίοι μετά τον φόνον του Ιακώβου, ώστε δεν μας φθάνει η βίβλος αύτη καταλεπτώς να τα γράψωμεν, αλλά όστις θέλει να τα μάθη, ας αναγνώση τον ιστοριογράφον Ιώσηπον, όστις ήτο Ιουδαίος αψευδής και δεν έκρυψεν από την αλήθειαν τίποτε, ημείς δε εις το προκείμενον επανέλθωμεν. Ούτω λοιπόν δια Μαρτυρίου προσετέθη ο Μάρτυς εις τους Μάρτυρας και εις τους Δικαίους ο Δίκαιος, ο πρώτος όστις έλαβε μεταξύ των Επισκόπων τον στέφανον, διότι εις τους Διακόνους προέλαβεν ο Στέφανος, εις τους Αποστόλους ο Ζεβεδαίου Ιάκωβος και τώρα πάλιν εις τον πρώτον Αρχιερέα Χριστόν ο Αρχιερεύς ηκολούθησε, του οποίου κατ’ αλήθειαν πρέπουσιν όχι εις, αλλά πολλοί και διάφοροι στέφανοι, του Μαθητού, του Αρχιερέως, του Δικαίου, του Θεαδέλφου του Μάρτυρος και απλώς ειπείν, καθώς είχε με πάσαν αρετήν την ψυχήν του εστολισμένην, ούτω θέλει λάβει και την αμοιβήν πλουσίαν εις τον Παράδεισον, παρά του Δεσπότου Χριστού και Θεού ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί και ομοουσίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΑΡΕΘΑ και των συν αυτώ.

Δημοσίευση από silver »


Αρέθας ο Άγιος Μάρτυς ήτο πρώτος της πόλεως Νεγράς εν Αιθιοπία, επί της βασιλείας του ευσεβεστάτου Ιουστίνου. Κατά δε τον πέμπτον χρόνον της βασιλείας τούτου, ήτοι εν έτει φκγ΄ (523), ότε εβασίλευεν εις την Αιθιοπίαν Ελεσβαάν ο περιβόητος και ονομαστός δια την δικαιοσύνην και ευσέβειαν, όστις είχε τα βασίλειά του κατεσκευασμένα εις πόλιν τινά καλουμένην Αύξουσαν, Εβραίος τις, ονόματι Δουνουάν, δυσσεβής λίαν και πολέμιος εχθρός των Χριστιανών, εξουσίαζε την Ευδαίμονα Αραβίαν (ήτις πάλαι ελέγετο Σαβά και κατόπιν Ομηρίτις). Ο δε χριστιανικώτατος Ελεσβαάν εχθρεύετο πολλά τον δυσσεβή Δουνουάν, επειδή εις όλον σχεδόν τον κόσμον εκηρύττετο ο Χριστός Θεός αληθέστατος και αυτός ο παμμίαρος ηρνείτο την Σάρκωσιν αυτού και ωμοφρόνει και συνεκοινώνει με τους προγόνους του, οίτινες εσταύρωσαν τον Χριστόν, έχων και αυτός ομοίαν προς αυτούς γνώμην μισόχριστον. Πολλάκις λοιπόν ο ευσεβής βασιλεύς Ελεσβαάν επολέμησε τον Εβραίον και τον ενίκησε τοσούτον, ώστε, ίνα μη τον πολεμή, έστερξε και τον επλήρωνε κεφαλικόν φόρον, αλλά πάλιν ύστερον εψεύσθη εις τας ομολογίας του ο άνομος· όθεν ο βασιλεύς συνήθροισε πολύ στράτευμα και τελείως τον εξησθένισε και την φυγήν αυτού προυκάλεσεν. Έπειτα αφήκεν εις την πόλιν πολλήν φρουράν, να την φυλάττωσι από τας πανουργίας του Εβραίου, και έστρεψεν εις την βασιλείαν του, αλλά πάλιν ο τρισκατάρατος εκείνος δεν έπαυσεν, αλλά συνήγαγε λαόν από διαφόρους τόπους, και πολεμήσας την Ομηρίτιδα, εφόνευσε τους φύλακας και έλαβε τυραννικώς την αρχήν, και όσους δεν ήθελον να αρνηθώσι τον Χριστόν τους εθανάτωνε με τόσην απανθρωπίαν και σκληρότητα, ώστε όλοι του υπετάσσοντο, τρέμοντες την άμετρον αυτού αγριότητα. Η δε Νεγρά, ήτις ήτο πόλις πολυάνθρωπος και εις την οποίαν ήτο πρώτος ο Αρέθας, ως είπομεν, υπέκειτο εις την Ομηρίτιδα, την οποίαν εξουσίαζεν ο Εβραίος, οι πολίται όμως αυτής ήσαν Χριστιανοί από τον καιρόν του βασιλέως Κωνσταντίου υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, όστις έστειλε τότε προς τους Ομηρίτας μεσίτας, με χαρίσματα προς τον βασιλέα των, και τους επέτρεψε να κτίσωσιν Εκκλησίαν εις την Νεγράν, εις την οποίαν έστειλεν από την Κωνσταντινούπολιν ιερόν και ενάρετον Αρχιερέα, την κλήσιν Θεόφιλον, δια να κυβερνά τους ευσεβείς και να τους ποιμαίνη θεαρέστως με την αρετήν και σοφίαν του. Οι δε Εβραίοι, φθονούντες τους Χριστιανούς, είπον προς τον βάρβαρον, όστις εξουσίαζε την χώραν, να μη επιτρέψη εις τους Χριστιανούς να κατοικήσωσιν εκεί, εάν δεν ποιήσωσι θαύμα τι. Ο θείος Θεόφιλος λοιπόν, έχων εις τον Θεόν την πίστιν ανόθευτον, ετέλεσεν όσα θαυμάσια του εζήτησαν. Όθεν από τον καιρόν εκείνον ελατρεύετο εις την πόλιν ταύτην ο αληθής Θεός, με Ορθοδοξίαν γνησίαν και πολλήν ευλάβειαν, φθονήσας δε ταύτα ο πονηρός διάβολος εισήλθεν εντός του Εβραίου και παρεκίνει αυτόν ίνα πολεμήση την πόλιν. Όθεν ως μισόχριστος εκ φύσεως, έτι δε και δια να λυπήση και τον ευσεβή βασιλέα Ελεσβαάν, έλαβε στρατόν πολύν και επολέμει την πόλιν Νεγράν, απειλών ότι θα θανατώση όλους τους κατοίκους αυτής, εάν δεν πατήσωσι τον Σταυρόν, τον οποίον είχον επάνω εις τα τείχη και να αρνηθώσι τον Χριστόν. Περιήρχοντο λοιπόν οι στρατιώται τούτου του μιαρού βασιλέως τα τείχη της πόλεως και εφώναζον προς τους έσω αυτής, ότι εάν υπακούσωσι και αρνηθώσι τον Χριστόν θα τους τιμήσωσι κατά πολλά και θα τους δώσωσι χαρίσματα πλούσια, ει δε και απειθήσωσι, θα τους κόψωσι με ξίφος και θα τους καύσωσιν εις το πυρ. Αυτός δε ο Δουνουάν έλεγε ταύτα με την μιαράν και πάντολμον γλώσσαν του: «Μη ελπίζετε εις τον Ιησούν, όστις δεν δύναται να σας λυτρώση από τας χείρας μου, διότι όλους θα σας διαπεράσω με το ξίφος, επειδή αφήκατε την μοναρχίαν και προσκυνείτε πολλούς θεούς, ανόητοι, δι αυτό μάλιστα θέλω να αρχίσω από τους Ιερείς, να σας κατακαύσω εξ αποφάσεως, καθότι δώδεκα μυριάδας στρατού έφερα εναντίον σας, και δεν σας παραιτώ πριν ή σας συμμορφώσω προς την θέλησίν μου, ειδεμή θα σας απολέσω άπαντας». Οι δε Χριστιανοί απεκρίθησαν: «Πολλά καυχάσαι, ω βασιλεύ, και καταλαλείς τον αληθή Θεόν ως αδύνατον, αλλά γνώριζε ότι θέλεις πάθει ως ο Ραψάκης του Σεναχειρείμ, όστις εφλυάρει κατά του Θεού ο ανόητος και έπειτα απώλεσε τόσας μυριάδας λαού και επέστρεψε κατησχυμμένος και άπρακτος· δια δε την πολυθεϊαν, δια την οποίαν κατηγόρησας, ημείς πιστεύομεν ευσεβέστατα καθώς από τους Αγίους Πατέρας ημών παρελάβομεν, ούτε περιορίζομεν με μοναρχίαν την θεότητα, ούτε πολυαρχίαν πιστεύομεν, αλλά την μίαν φύσιν διαιρούντες εις τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα. Ομολογούμεν ότι ο Υιός έγινεν άνθρωπος, καθώς προεκήρυξαν οι Προφήται, τον οποίον οι πατέρες σας εσταύρωσαν, διότι δεν ηννόησαν οι ανόητοι το της οικονομίας Μυστήριον, αλλ’ αυτός πάλιν ανέστη τριήμερος και αναληφθείς εις τους ουρανούς δοξάζεται συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι». Ταύτα τα ιερά λόγια μη υποφέρων ο μιαρός Εβραίος εκίνησεν όσον ηδύνατο πόλεμον και όσους Χριστιανούς εύρεν έξω της πόλεως, άλλους μεν αγρίως εφόνευσεν, άλλους δε ηχμαλώτισεν. Η Νεγρά όμως ήτο πόλις οχυρά και οι άνθρωποι αυτής επολέμουν ανδρείως. Όθεν μη δυνάμενος ο Εβραίος να νικήση με πόλεμον, έβαλεν εις τον νουν του να την κατακτήση με πανουργίαν ο δόλιος, και ομνύει εις τον αληθή Θεόν των Πατέρων του, όστις έδωκε τον Νόμον, ότι δεν θα ποιήση εις αυτούς ουδέν κακόν, μόνον να τον αφήσωσι να εισέλθη εντός αυτής δια να την ίδη ως εξουσιαστής και έπειτα θα στρέψη εις τα οπίσω· οι δε Χριστιανοί, πιστεύσαντες εις τον όρκον του Δουνουάν, είπον τοιαύτα προς Κύριον: «Δέσποτα Χριστέ Υιέ του Θεού, όστις είσαι κατά των επιόρκων ταχύς εκδικητής, εάν ψευσθώσιν οι πολέμιοι εις ταύτα, άπερ ώμοσαν, η Χάρις σου ας ποιήση εις αυτούς εκδίκησιν, διότι ημείς είμεθα έτοιμοι να ζημιωθώμεν όλην την περιουσίαν μας και αυτήν την ζωήν μάλλον ή να αρνηθώμεν το Πανάγιόν σου όνομα». Ταύτα ειπόντες ηνέωξαν τας θύρας της πόλεως και εισήλθεν ο πονηρός βασιλεύς ως λύκος εις το ποίμνιον, όστις βλέπων την θέσιν, το σχήμα και το πολυάνθρωπον της πόλεως, επήνεσεν αυτήν και τους άρχοντας· έπειτα εξήλθε με ιλαρόν πρόσωπον ευχαριστών ότι υπήκουσαν εις αυτόν, έσωθεν δε εις την καρδίαν εμελέτα κακά ο ψεύστης και δόλιος. Τη επαύριον προσεκάλεσεν ο μιαρός τους άρχοντας όλους και τους πλουσίους της πόλεως να εξέλθωσι και αυτοί και να θεωρήσωσι το στράτευμα, όπερ ήτο έξω της πόλεως. Όθεν εξήλθον οι τα πρώτα φέροντες, μεταξύ των οποίων και ο ηγεμών της χώρας Αρέθας, όστις ήτο τότε ανήρ λευκογένειος, ενάρετος και πολύ συνετός. Ο δε Εβραίος, καταφρονήσας τους όρκους, διέταξε και τους εφυλάκισαν όλους, γυμνώσας αυτούς από όλα των τα υπάρχοντα. Έπειτα ηρώτησε που είναι ο Παύλος, ο τούτων Επίσκοπος· και ακούσας ότι προ δύο ετών απέθανεν, υπάγει εις τον τάφον του και εξάγει το άγιον του λείψανον, καύσας δε αυτό εσκόρπισεν εις τον αέρα την στάκτην ο αλιτήριος. Όχι δε μόνον ταύτα έπραξεν, αλλά και όσοι Ιερείς, Μοναχοί και Μοναχαί ευρίσκοντο εις εκείνα τα όρια, τους έκαυσεν όλους ο άθλιος. Κατόπιν απέστειλε διαλαλητάς εις την χώραν, οίτινες εφώναζον, ότι όσοι αγαπώσι την ζωήν των, να αρνηθώσι τον Χριστόν και να ποιήσωσιν όσα οι Ιουδαίοι ποιούσι, διότι όσοι δεν έπραττον τούτο, θα τους εφόνευον. Τον δε μακάριον Αρέθαν συνεβούλευεν ο ανόητος τύραννος να αρνηθή τον Χριστόν, πολλάς λέγων κατά του Κυρίου φλυαρίας. Παρεκίνει δε τον Άγιον και τους άλλους να ποιήσωσι τον λόγον του, ειδεμή θα τους θανατώση με διάφορα κολαστήρια. Οι δε απεκρίθησαν: «Ημείς όλοι μίαν γνώμην έχομεν, να πάθωμεν δια την αγάπην του Χριστού σκληρά και πάνδεινα κολαστήρια και μη ενοχλήσαι να μας δοκιμάζης, αλλά γίνωσκε ότι δια τας βλασφημίας, τας οποίας τολμάς και λέγεις κατά του Χριστού, έτι δε και δια τους όρκους, τους οποίους εποίησας και δεν τους εφύλαξας, ανοσιώτατε, έχεις να λάβης ταχέως την ανταπόδοσιν». Ταύτα μεν είπεν ο Αρέθας προς τον μισόχριστον, όστις ευλαβηθείς την πολιτείαν του και την αξίαν του υπέμεινε την ύβριν, ελπίζων να τον διαστρέψη δια κολακειών και χαρισμάτων· αλλ’ αφού τον εδοκίμασε και δεν ηδυνήθη να τον καταπείση, αφήκεν αυτούς εις την φυλακήν δεδεμένους και τρέχει προς τας γυναίκας, τας Μοναχάς και τους παίδας, όσους εσύναξεν από τα περίχωρα και πρώτον μεν εδοκιμασε δια κολακειών, έπειτα εφοβέρισε να τους δώση πικρά κολαστήρια και να τας στερήση τέκνων τε και πραγμάτων και πάσης άλλης απολαύσεως και αυτής της ζωής, ήτις είναι εις όλους παμπόθητος. Αι δε Μοναχαί πανσόφως απεκρίθησαν εις αυτόν: «Ημείς, βασιλεύ, ούτε από τας δωρεάς σου έχομεν ανάγκην, ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμεθα, αλλά τον Σταυρόν, τον οποίον συ καταφρονείς, ημείς ευλαβώς προσκυνούμεν, εκείνον δε όστις εκρεμάσθη εις αυτόν δια την σωτηρίαν ημών ως Θεόν λατρεύομεν· διότι απρεπές και ανοίκειον είναι να παραδίδωνται οι άνδρες του λαού δια την Πίστιν εις θάνατον, ημείς δε, αίτινες είμεθα Μοναχαί και παρθένοι Χριστού, να προκρίνωμεν της σαρκός τα θελήματα». Ο δε βασιλεύς είπε: «Πολύ σας κατακρίνω και μέμφομαι, διότι αγαπάτε να ζημιωθήτε την απόλαυσιν της παρούσης ζωής δια την αγάπην ενός ανθρώπου πλάνου και γόητος, με την ελπίδα των ελπιζομένων αγαθών, άτινα δεν γινώσκετε εάν είναι αληθή ή ψευδή». Τινές δε γυναίκες δεν υπέφεραν την βλασφημίαν ταύτην, αλλά ύβρισαν τον βασιλέα, επικαλούμεναι τον Χριστόν εις εκδίκησιν· όθεν οργισθείς ο Εβραίος έδωκεν απόφασιν να αποκεφαλίσωσιν αυτάς, ομού με εκείνας τας οποίας έφερον από τα περίχωρα· ήτο λοιπόν θαύμα εξαίσιον, να τας βλέπωσιν οι παριστάμενοι να συναμιλλώνται ποία να προφθάση εις τον τόπον της καταδίκης και δεν εδειλίων ουδόλως τον θάνατον, τόσον ώστε και αυτός ο τύραννος εθαύμαζε. Διέβαλον δε τινες προς τον τύραννον και γυναίκα τινά χήραν ευγενή, πλουσίαν και πάγκαλον, νέαν εις τους χρόνους και εις την γνώσιν αμίμητον· ο δε δυσσεβής προστάσσει να του την φέρωσιν ουχί ως κατάδικον, αλλά εντίμως ως έπρεπεν, προς την οποίαν είπε ταύτα με νεύμα ήρεμον: «Η καλή σου φήμη σε μαρτυρεί γνωστικήν, ωραίαν και σώφρονα, καθώς το μαρτυρεί και η όψις σου, πως είσαι ευγενής, πλουσία και φρόνιμος. Λοιπόν μη γίνης ομοία των αγνώστων εκείνων γυναικών, τας οποίας δικαίως απέκτεινα, να προσκυνής δια Θεόν άνθρωπον φάγον και οινοπότην, τον οποίον δια τας πράξεις του εσταύρωσαν, αλλά συγκοινώνησον μεθ’ ημών, να διάγης με την βασίλισσάν μου μακαρίαν ζωήν και ευφρόσυνον». Αυτάς και ετέρας κολακείας έλεγεν ο παράφρων και δόλιος. Η δε φρόνιμος και άδολος απεκρίνατο, λέγουσα: «Αυτόν, όστις σου έδωκα την ζωήν και την βασιλείαν καταφρονείς, ταλαίπωρε; Ενώ δε θα έπρεπε να τον προσκυνής ως Θεόν αληθέστατον, συ τολμάς και τον υβρίζεις, αχάριστε; Δεν φοβείσαι μήπως έλθη πυρ από τον ουρανόν και σε κατακαύση, αναίσχυντε; Ποίαν τιμήν χρειάζομαι εγώ από σε; Μη γένοιτο να γίνω τοσούτον ανόητος να συναναστρέφωμαι με τους εχθρούς του Κυρίου μου». Θυμωθείς εις ταύτα ο τύραννος προσέταξε να εκδύσωσι την κεφαλήν αυτής και των θυγατέρων της, να τας πομπεύσωσιν ενώπιον όλου του λαού προς εντροπήν και καταφρόνησίν των· η δε γενναία γυνή εκείνη, ως είδε τας άλλας γυναίκας ότι έκλαιον δι’ αυτηήν, είπε προς αυτάς: «Βλέπω ότι μας λυπείσθε, διότι λαμβάνομεν καταφρόνησιν, αλλά μη πικραίνεσθε, διότι ημείς έχομεν δια τιμήν την ατιμίαν ταύτην και δεν αρνούμεθα τον ποιητήν και σωτήρα μας δια να προτιμήσωμεν τα πρόσκαιρα αγαθά υπέρ τα αληθινά και αιώνια. Εγώ δια τον Δεσπότην Χριστόν εφύλαξα σωφροσύνην και δεν υπανδρεύθην δεύτερον, διαμοίρασα εις πτωχούς τον άμετρον πλούτον μου και μου ήλθον πολλαί θλίψεις και συμφοραί, αλλά τας υπέμεινα ευχαρίστως και είμαι έτοιμος να πάθω επώδυνον θάνατον δια τον Δεσπότην μου, μεθ’ ου ενύμφευσα και ταύτας τας θυγατέρας μου· λοιπόν μη λυπήσθε δι’ εμέ, αλλά χαίρετε εις την χαράν μου και μιμηθήτε με, εάν ποθήτε την σωτηρίαν σας, φυλάττεσθε δε όσαι εις Χριστόν εβαπτίσθητε δια να μη σας πλανήση ο δείλαιος και σας κλέψη τον θησαυρόν της πίστεως. Όσαι δε είσθε Ιουδαίων ή Ελλήνων γυναίκες, αφήσατε την σκιάν του νόμου και τους μύθους των ειδώλων, γνωρίσατε την αλήθειαν και αναγεννήθητε με το Άγιον Βάπτισμα, ίνα εύρητε ζωήν την αιώνιον και μη απολέσητε τας ψυχάς σας εις την ασέβειαν». Αυτά και άλλα πολλά έλεγεν η Μάρτυς διδάσκουσα τας γυναίκας, τα οποία ανήγγειλαν οι περιεστώτες Ιουδαίοι προς τον βασιλέα, ούτος δε προσέταξε να την φέρωσιν εκεί και της λέγει: «Εγώ έδειξα εις σε φιλανθρωπίαν, δια να λυπηθής τας θυγατέρας σου και τας άλλας γυναίκας, αίτινες σε έκλαιον και να ποιήσης τον λόγον μου». Η δε απεκρίνατο· «Εάν σου ακούσω, ω βασιλεύ, τις θα με λυτρώση από το πυρ το αιώνιον»; Ούτως είπε και στραφείσα προς τον ουρανόν λέγει ταύτα: «Μη γένοιτο, Βασιλεύ αθάνατε, να απαρνηθώ Σε τον μονογενή Υιόν του Θεού και να υπακούσω εις αυτόν, όστις σε κατεφρόνησε». Ταύτην την παρρησίαν της Μάρτυρος δεν υπέμεινεν ο μιαρός τύραννος, αλλ’ απεκάλυψε το κάλυμμα της πραότητος και λέγει προς αυτήν με νεύμα άγριον: «Εγώ θα καταξεσχίσω τώρα τας σάρκας σου και θα χύσω τα μιαρά σπλάγχνα σου και ό,τι μείνη από το σώμα σου θα το δώσω εις τους κύνας να το φάγωσιν, αναίσχυντον γύναιον, να ίδω αν έλθη ο Ναζωραίος να σε λυτρώση από τας χείρας μου». Ταύτην την ύβριν του μιαρού δεν υπέμεινεν η πρώτη των θυγατέρων της Μάρτυρος, ήτις ήτο ετών δώδεκα· όθεν πληροί το στόμα της σιέλου και πτύει εις του τυράννου το πρόσωπον· οι δε παρεστώτες Ιουδαίοι, δια να χαρισθώσιν εις τον ασεβή, εθανάτωσαν αυτήν και την αδελφήν της δια της σπάθης και εμπλήσαντες τας χείρας από το αίμα των, το έφεραν εις την μητέρα αυτών, καθώς προσέταξεν ο τύραννος. Και αυτή (ω γενναίας και ανδρείας ψυχής!) εδοκίμασεν αυτό με ηδονήν και αγαλλίασιν πνεύματος και ύψωσε τους οφθαλμούς προς ουρανόν λέγουσα: «Ταύτην την θυσίαν μου, Δέσποτα Χριστέ, προσφέρω εις Σε και παριστώ ενώπιόν σου Μάρτυρας τας αμώμους αυτάς παρθένους και θυγατέρας μου, με τας οποίας συναρίθμησον και εμέ εις τον Νυμφώνα σου, να με δείξης μητέρα επί τέκνοις ευφραινομένην και χαίρουσαν». Τότε ο βασιλεύς, αφού εγνώρισε το στερρόν της καρδίας της, έδωκε και κατ’ αυτής την απόφασιν να την θανατώσωσιν. Την επομένην, καθίσας ο τύραννος εις τόπον υψηλόν, προσέταξε να φέρωσι τον Αρέθαν με τους συντρόφους του, οίτινες ήσαν τριακόσιοι τεσσαράκοντα, και λέγει προς αυτόν ο παμμίαρος: «Μιαρά κεφαλή, δια ποίαν αιτίαν ήλθες εις τόσην θρασύτητα, να γίνης αποστάτης μου και κατέπεισας την πόλιν ταύτην να σου υποτάσσωνται και να καταφρονήτε τους νόμους μου, προσκυνούντες ως Θεόν επικατάρατον τινα άνθρωπον; Ούτε τουλάχιστον τον πατέρα σου δεν εμιμήθης, όστις εξουσίαζε την Νεγράν πρότερόν σου και ήτο προς τους προ ημών βασιλείς υπήκοος; Γνώριζε ότι, εάν δεν βάλης γνώσιν, να αφήσης το πείσμα σου, ούτε το βαθύ γήρας, ούτε το διαπεπλασμένον σχήμα σου θέλουσι σε ωφελήσει τελείως, αλλά θα πάθης συ και όλη η συνοδεία σου όσα έπαθον εκείνοι, τους οποίους εφόνευσα πρότερον και δεν τους ωφέλησεν ουδόλως ο υιός της Μαρίας και του τέκτονος». Ο δε Γέρων επόνεσε εις τα υπερήφανα λόγια και βαθύ στενάξας απεκρίθη προς αυτόν και λέγει: «Δεν είσαι συ αιτία εις αυτά όσα λέγεις και έπραξας, αλλά οι συμπολίται μου, οίτινες εποίησαν παρακοήν εις το πρόσταγμά μου και σου ήνοιξαν τας θύρας της πόλεως, ύστερον δε κατεφρόνησας τας συνθήκας, ασεβή και παράνομε». Τότε εις των συγκαθέδρων του τυράννου, δια να δείξη τάχα προς εκείνον φιλίαν, λέγει προς τον Άγιον: «Διατί υβρίζεις τον βασιλέα; Δεν προστάσσει ο νόμος σας να τον τιμάτε, είτε καλός είναι, είτε φαύλος»; Λέγει προς αυτόν ο Άγιος: «Και συ δεν ήκουσας τι απεκρίθη προς τον Αχαάβ ο Ηλίας, ότε αυτός του είπε πως διέστρεφε τον Ισραήλ; Δεν τον διαστρέφω, είπεν, εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου. Γνώριζε ότι όστις είναι ευσεβής εις τον Θεόν και ελέγχει βασιλέα παράνομον, δεν αμαρτάνει. Σεις ανοίγετε το στόμα σας, πάντολμοι, και λαλείτε κατά του Θεού βλάσφημα, δεν αρκεί δε ότι σεις καταφρονείτε την μακροθυμίαν του, αλλά αναγκάζετε και ημάς εις τα όμοια. Συ δε, βασιλεύ, επειδή είσαι έτοιμος εις το κακόν και φύσει άδικος και μήτε εις τον Θεόν είσαι όσιος, μήτε εις τους ανθρώπους πράος και αληθής, αλλά ψεύδεσαι και επιορκείς, γνώριζε ότι ο Θεός σε εμίσησεν, ως ασεβή και άπιστον, και εις ολίγας ημέρας σου αφαιρεί την εξουσίαν αυτήν, την οποίαν έχεις αναξίως, ίνα την δώση εις καλόν και πιστόν άνθρωπον, να κρατύνη το γένος των Χριστιανών, να μεγαλύνη την βασιλείαν του και να υψώση την Εκκλησίαν αυτού, την οποίαν συ κατέκαυσας· ευτυχής δε εγώ, διότι όχι μόνον εις την παρούσαν ζωήν είχα ευδαιμονίαν και πάσαν αυτάρκειαν έως του νυν, ων ετών ενενηκονταπέντε, και είδον υιούς, θυγατέρας, εγγόνους και δισεγγόνους, αλλά και τώρα εις το βαθύ γήρας λαμβάνω δια τον Χριστόν μου μαρτυρικόν θάνατον και στέλλω προς τον Θεόν την πολυάνθρωπον ταύτην πόλιν και Έθνος ολόκληρον». Ταύτα ειπών ο Άγιος εστράφη προς τους Μάρτυρας και με το χαριέστατον εκείνο και γλυκύτατον πρόσωπον τους επροθυμοποίει προς το Μαρτύριον, με τοιαύτα σοφώτατα λόγια: «Άνδρες συμπολίται, συγγενείς τε και φίλοι μου, γνωρίζετε πόσα επάθομεν, δια να πιστεύσωμεν εις τούτον τον ψεύστην και επίορκον· τον ηκούσατε αυτήκοοι, πόσας βλασφημίας είπεν εις τον Θεόν ο υπερήφανος και πόσους εφόνευσεν αδίκως· πρέπον ήτο να μη τον είχομεν πιστεύσει εξ αρχής και θα τον ενικώμεν με την δύναμιν του Χριστού εις τον πόλεμον· αλλ’ επειδή εις τόσην ανάγκην ήλθομεν βιαζόμενοι ή να ποιήσωμεν του τυράννου το πρόσταγμα, πίπτοντες εις την ασέβειαν, ή να λάβωμεν θάνατον, ας προτιμήσωμεν το καλλίτερον· ας αγοράσωμεν με τον πρόσκαιρον θάνατον ζωήν την αιώνιον· και μη νομίση τις, ότι επειδή είμαι γέρων επιθυμώ τον θάνατον και δι’ αυτό παρακινώ και τους άλλους, διότι όλοι, νέοι και γέροντες, αποθνήσκομεν· λοιπόν άλλος θάνατος δεν είναι ενδοξότερος και ωφελιμώτερος από εκείνον του Μαρτυρίου, διότι δι’ αυτού μετέχομεν του πάθους του Χριστού και της δόξης αυτού κοινωνοί γινόμεθα· λοιπόν μη φανή τις εξ υμών ολιγόψυχος, μη δειλιάση ως δείλαιος, μη προτιμήση την παρούσαν ζωήν, την βραχυτάτην και πολυώδυνον, υπέρ την αιώνιον και ευφρόσυνον· ει δε και είναι τις τοιούτος, ας αναχωρήση από τον μαρτυρικόν αυτόν χορόν, ας μη ονομάζηται Χριστού δούλος, ας υπάγη εις την απώλειαν. Ναι, Χριστέ μου, Υιέ και Λόγε του Θεού αληθέστατε, όστις σε αρνηθή δια ζωήν πρόσκαιρον, ας στερηθή της αιωνίου και ας χάση και ταύτην ο δείλαιος και ας ανοίξη η γη να τον καταπίη ζώντα· όστις δε από τους συγγενείς και φίλους μου απαρνηθή τον ουράνιον Βασιλέα και ακολουθήση αυτόν τον φθαρτόν και δυσσεβή ως ανόητος, ας στερηθή και των προσκαίρων πραγμάτων και ας κατακριθή εις την αιώνιον κόλασιν». Το δε πλήθος του λαού ακούοντες ταύτα εφώναξαν όλοι με θερμότατα δάκρυα λέγοντες: «Έχε θάρρος, τίμιε Πάτερ, ουδείς είναι μεταξύ ημών, όστις θα χωρισθή της χορείας ημών, αλλά πάντες είμεθα πρόθυμοι να δεχθώμεν το μακάριον τέλος μετά σου». Τότε πάλιν λέγει εις αυτούς ο Άγιος: «Εγώ να σας προλάβω άπαντας, να γίνω οδηγός σας απλανής και σωτήριος, διότι καθώς εις όλα τα πρόσκαιρα μου δίδετε τα πρωτεία, ούτω και τώρα· μάλιστα δέομαι υμών να με συγχωρήσητε δια να υπάγω πρώτος προς τον Δεσπότην μου. Έτι δε και ταύτην την υστερινήν μου σας λέγω διάταξιν· όποιος από τους υιούς μου ή από τους άλλους μου συγγενείς απομείνη ζων, να κληρονομώσι τα πράγματά μου, μόνον εάν φυλάξωσι την Ορθόδοξον πίστιν του Χριστού· αφιερώ δε τρία πατρικά μου κτήματα αποτελούμενα από κήπους ωραιοτάτους εις την Καθολικήν Εκκλησίας (Μητρόπολιν), την οποίαν μέλλουσιν εντός ολίγου να οικοδομήσωσιν εις την πόλιν μας». Ταύτα ειπών ηυλόγησε τον λαόν και εδόξασε τον Κύριον· είτα λέγει προς τον τύραννον: «Επαινώ την μακροθυμίαν σου, ω βασιλεύ, διότι με υπέμεινας, καθώς οι νόμοι ορίζουσι, και δεν διέκοψες τον λόγον μου· επειδή δε εγνώρισας τον σκοπόν ημών, ότι είναι αδύνατον να αφήσωμεν την πίστιν μας, μη απολέσης τον καιρόν ματαίως, αλλά ποίησον εκείνο, όπερ μέλλει να γίνη ύστερον από όλα». Γνωρίσας λοιπόν ο βασιλεύς, ότι δεν ηδύνατο να τους απομακρύνη από την ευσέβειαν, διότι είχον γνώμην αμετάθετον, προσέταξε να τους υπάγωσιν εις ποταμόν τινα Ωδίαν καλούμενον και εκεί να τους αποκεφαλίσωσιν άπαντας, και φθάσαντες εις τον τόπον, εποίησαν χαίροντες και αγαλλιώμενοι την προσευχήν ταύτην: «Κύριε, Κύριε, η ελπίς της σωτηρίας ημών, ο σκεπάσας ημάς την ημέραν του πολέμου, οδήγησόν μας εις οδόν αιώνιον διότι δια την αγάπην σου αφήκαμεν όλα τα πρόσκαιρα: πλούτον, δόξαν, πατρίδα, συγγένειαν και τα επίλοιπα άπαντα, έτι δε και την ζωήν αυτήν δια Σε παραιτούμεθα, και ως πρόβατα σφαγής ελογίσθημεν· όθεν παρακαλούμεν Σε, ποίησον την εκδίκησιν του αίματος ημών και περιποιήθητι τα τέκνα ημών, ενδυνάμωσον την πόλιν σου ταύτην, ήτις καυχάται εις το τίμιον αίμα σου και εις τον Σταυρόν και το Πάθος σου· βλέπεις ότι οι εχθροί περιεκύκλωσαν αυτήν, αφήρεσαν τον στολισμόν της, το αγιαστήριόν σου εμόλυναν και τον άγιον Ναόν σου κατέκαυσαν. Σε παρακαλούμεν, Κύριε, ευδόκησον να υψωθή και πάλιν ούτος και δος τα σκήπτρα εις τους Χριστιανούς βασιλείς, τους οποίους εις το όνομά σου μεγάλυνον, εις όσους δε τιμήσωσι το Μαρτύριον ημών και εορτάσωσι πανηγυρικώς την μνήμην αυτού χάρισον εις αυτούς ζωήν απρόσκοπτον, αυτάρκειαν των αναγκαίων πραγμάτων και αμαρτημάτων συγχώρησιν· πρόσδεξαι δε ημάς τους Σε αγαπήσαντας εις την αιώνιον Βασιλείαν σου και μετά των δούλων σου συναρίθμησον». Ταύτα προσευχηθέντες οι Άγιοι εποίησαν τον τελευταίον ασπασμόν και εφίλησεν ο εις τον άλλον αγαλλιώμενοι έπειτα πρώτος από τους άλλους ο μακάριος Αρέθας, βασταζόμενος από άλλους, αποκεφαλίζεται, διότι δεν ηδύνατο από το γήρας να περιπατήση. Οι δε επίλοιποι έλαβον ευθύς ως μύρον πολύτιμον το άγιον αίμα του και χρισθέντες δι’ αυτού απεκεφαλίσθησαν και αυτοί άπαντες. Γυνή δε τις είχε παιδίον αρσενικόν, όπερ ήτο πέντε ετών, και ως ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος ίστατο εκεί πλησίον και τρέχει εις το λείψανον του Αγίου Αρέθα και αλείφεται αυτή και το τέκνον της από το αίμα του Μάρτυρος· είτα κατενύγη την ψυχήν από θείον έρωτα και κατηράτο μεγαλοφώνως τον τύραννον· οι δε στρατιώται, την ύβριν ακούσαντες, ήρπασαν αυτήν και την επήγαν εις τον βασιλέα, λέγοντες όσα κατ’ αυτού εκάλησεν, όστις χωρίς να εξετάση τελείως έδωκεν απόφασιν να την καύσωσιν· ανάψαντες λοιπόν την πυράν οι δήμιοι έδεσαν την Αγίαν χαίρουσαν. Το δε παιδίον εθλίβετο, ως το μικρόν πωλάριον, όπερ δεν υποφέρει να αποχωρισθή την μητέρα αυτού και στρέφον ένθεν κακείθεν τους οφθαλμούς, εφώναζε την μητέρα πολλάκις επικαλούμενον·έπειτα ιδόν τον τύραννον πίπτει εις τους πόδας αυτού, κλαίον και δεόμενον δια την μητέρα του ως ηδύνατο. Ο δε βασιλεύς το ωρέχθη, επειδή ήτο εύμορφον εις την όψιν και χαριέστατον, διότι, καίτοι ακόμη δεν ηδύνατο να ομιλήση καθαρώς, εν τούτοις η λαλιά του ήτο γλυκυτάτη· όθεν λαβών αυτό το εκάθισεν εις τα γόνατά του και του λέγει: «Ποίον αγαπάς από όλα τα πράγματα καλλίτερα»; Το δε παιδίον είπε: «Την μητέρα μου, και δι’ αυτήν ήλθον να σε παρακαλέσω να την λύσωσιν, δια να με λάβη και εμέ εις το Μαρτύριον, διότι πολλάκις εις αυτό με παρεκίνησε». Λέγει προς αυτό ο Εβραίος: «Και τι είναι αυτό το Μαρτύριον»; Τότε το βρέφος (ω των θαυμασίων σου Δέσποτα, όστις φωτιείς και συνετιείς τα νήπια) αποκρίνεται λέγον: «Να αποθάνω δια τον Χριστόν και πάλιν να ζήσω». Λέγει ο τύραννος: «Ποίος είναι αυτός ο Χριστός»; Το δε βρέφος απήντησεν· «Ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν, να σου τον δείξω». Ιδόν δε τότε το ευλογημένον εκείνο βρέφος, ότι οι δήμιοι ωδήγουν την μητέρα του εις το Μαρτύριον, έκλαυσε λέγον: «Άφες με να φθάσω την μητέρα μου». Ο δε απεκρίνατο· «Διατί την αφήκες και ήλθες προς εμέ; Μείνε μαζί μας και εγώ θα σου δώσω οπωρικά εύμορφα». Το δε κεχαριτωμένον και θεοφώτιστον βρέφος απεκρίθη και του λέγει: «Εγώ εθάρρουν ότι είσαι Χριστιανός και ήλθον να σε παρακαλέσω δια την μητέρα μου, αλλά μετά Ιουδαίου δεν θέλω να συνοικήσω τελείως, ούτε καταδέχομαι να λάβω από σε τίποτε, αλλ’ άφες με να υπάγω προς την μητέρα μου». Επειδή δε εθαύμαζεν ο βασιλεύς του παιδός την σύνεσιν, τον συνεβούλευσαν να το στείλη εις την βασίλισσαν, μήπως και το κολακεύση εκείνη και μείνη εις το παλάτιον· αλλά του παιδός η γνώσις ενίκησεν αυτών τας πανουργίας και τα μηχανήματα, διότι ούτε καν απόκρισιν έδωκεν, αλλά μόνον προς την μητέρα απέβλεπε· και όταν είδεν ότι την έρριψαν εις την φλόγα, επόνεσεν η ψυχή του, και καθώς ήτο εις τα γόνατα του βασιλέως έκυψε και τον εδάγκασεν όσον ηδύνατο δυνατώτερα εις τον μηρόν, ο δε τύραννος επόνεσε και το απέρριψε, προστάσσων άρχοντα τινά να το λάβη και να το βιάση να αρνηθή τον Χριστόν. Το δε παιδίον έφυγεν από εκείνον, όστις το έσυρε και τρέχον επήγεν εις την κάμινον και προθύμως, ω της θαυμαστής του παιδός γενναιότητος! Επήδησεν εις το μέσον και ενηγκαλίσθη την μητέρα χαίρον, κληρονομήσαν μετ’ αυτής τον στέφανον της αθλήσεως. Ιδόντες οι συγκλητικοί του βασιλέως τοιούτον θαυμάσιον, ευσπλαγχνίσθησαν τους Χριστιανούς και παρεκάλεσαν αυτόν να μη θανατώση άλλους, δια να μη αφανισθή τοιαύτη μεγάλη και πολυάνθρωπος πόλις ζημιωθή δε και αυτός τόσον κεφαλικόν φόρον, τον οποίον επλήρωνον· ενίκησε λοιπόν η φιλαργυρία την μισανθρωπίαν αυτού και ωμότητα, και λαβών αιχμαλώτους όλους τους νέους και τα κοράσια (οίτινες ήσαν πολλαί μυριάδες) απήλθεν εις τα βασίλεια αυτού, αφού εκυρίευσε τοιαύτην πόλιν περίφημον, την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός με το τίμιον αίμα αυτού εξηγόρασε και ήτις απέστειλε προς αυτόν τοσούτον πλήθος Μαρτύρων, τας νίκας αυτών και τους αγώνας εις την οικουμένην ανακηρύξασα. Καθ’ ον δε χρόνον επέστρεφεν ούτος εις τον τόπον του, εφαίνετο πυρ εις τον αέρα ημέρας πολλάς, τόσον ώστε όχι μόνον αυτός, αλλά και όλον το στράτευμα έτρεμον· έπειτα έβρεξε και έως εις την γην πυρ ως φλόγα, δια να φοβηθώσι και να επιστρέψωσιν εις την ευσέβειαν, αλλά πάλιν δεν εσωφρονίσθη ο αλιτήριος, αλλά μάλλον εμίσει τους πιστούς. Όθεν στέλλει ανθρώπους προς τον βασιλέα των Περσών, συμβουλεύων αυτόν να πράξη και εκείνος τα όμοια. Να φονεύση δηλαδή όλους τους Χριστιανούς, εάν επόθει να έχη βοηθόν τον ήλιον και τον μέγαν Θεόν των Ιουδαίων, τα αυτά έγραψε και προς τον αρχηγόν των Σαρακηνών Αλαμούνδαρον, υποσχόμενος να δώση εις αυτόν και αργύρια, εάν κινήση και αυτός διωγμόν κατά των Χριστιανών, οίτινες ευρίσκονται εις τους τόπους του. Τοσούτον εμίσει τους ευσεβείς ο ασεβής και μισόχριστος· ο δε Χριστός, ο υπ’ αυτού αδίκως και παραλόγως μισούμενος, εποίησε κατά του αδίκου δικαίαν εκδίκησιν και ακούσατε. Ο ευσεβής βασιλεύς των Χριστιανών Ιουστίνος έμαθε τα δεινά τα οποία διέπραξεν εις Νεγράν ο Ιουδαίος και γράφει προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Αστέριον, να παρακινήση τον βασιλέα των Αιθιόπων να κινήση κατά των Ομηριτών, ήτοι των Εβραίων, πόλεμον, έγραψε δε και ο ίδιος ο Ιουστίνος προς τον αυτόν βασιλέα των Αιθιόπων Ελεσβαάν, να καταβάλη όλην του την δύναμιν δια να εξολοθρεύση τον Εβραίον πριν εκείνος υπάγη κατ’ αυτού και πράξη και εκεί όσα κακά εις την Νεγράν ετέλεσεν· τα όμοια έγραψε και προς τον Αλαμούνδαρον και τον ηπείλησεν ο Ιουστίνος, εάν δεν πολεμήση τον Εβραίον, θα κινήση αυτός κατ’ εκείνου πόλεμον· ο Πατριάρχης λοιπόν της Αλεξανδρείας, όταν είδε τα βασιλικά γράμματα, εσύναξεν όλους τους Μοναχούς της Νιτρίας και τους άλλους Ερημίτας, και ποιήσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον, εδέοντο εις τον φιλάνθρωπον Κύριον να εξολοθρεύση τον τύραννον. Την πρωϊαν αποστέλλουσιν εις τον Ελεσβαάν τα γράμματα του Ιουστίνου, εκείνος δε ήτο και πρότερον ητοιμασμένος, διότι έμαθε τα γενόμενα και είχε συνηγμένους στρατιώτας μυριάδας δώδεκα, είχε δε κατασκευάσει πλοία εβδομήκοντα και άλλα εξήκοντα των εμπόρων, οίτινες έτυχον εκεί από τους Πέρσας, τους Αιθίοπας και από τας νήσους, έχων δε έτοιμα όσα εχρειάζετο, όταν ήθελε να κινήση με το στράτευμα, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν χωρίς αλουργίδα και στέφανον, αλλά ασκεπής με πολλήν ταπείνωσιν, και σταθείς έμπροσθεν του θυσιαστηρίου τοιαύτα προσηύχετο: «Ενθυμείσαι, Δέσποτα παντοδύναμε, πόσας θαυματουργίας ετέλεσας εις τους Ισραηλίτας και πόσας ευεργεσίας τους εποίησας, αυτοί όμως έγιναν εις όλα αχάριστοι· τούτων απόγονοι είναι και ούτοι οι ασεβείς, οίτινες εποίησαν εις τον λαόν σου τόσα κακά, και πάλιν απειλούσι να μας βλάψωσι χειρότερα. Όθεν παρακαλούμεν την Βασιλείαν σου, μη μνησθής των αμαρτιών μας και μας παραδώσης εις χείρας αυτών, αλλά βοήθησόν μας δια να μη καυχώνται αυτοί λέγοντες που είναι ο Εσταυρωμένος Θεός των Χριστιανών και δεν τους ελύτρωσε»; Ταύτα μετά δακρύων ευξάμενος ο Ελεσβαάν εξήλθεν από την χώραν και επήγεν ούτω ενδεδυμένος πενιχρά ιμάτια εις Ασκητήν τινα ενάρετον, όστις κατώκει εις κελλίον τι στενόχωρον έτη τεσσαράκοντα πέντε, και εγίνωσκε τα μέλλοντα, επήγε δε πεζοπορών δια να ερωτήση τον Όσιον, εάν θα νικήση εις τον πόλεμον· εισελθών λοιπόν εις το κελλίον του Αγίου έδωκεν εις αυτόν θυμιάματα αναμεμιγμένα με χρυσόν κεκρυμμένον, τα οποία έφερε μεθ’ εαυτού και προσκυνήσας αυτόν ηρώτησε την έκβασιν του πολέμου· ο δε Άγιος τον εγνώρισεν από θείαν Χάριν και ευλογήσας αυτόν, ηυχήθη λέγων: «Ύπαγε και ας είναι με την βασιλείαν σου ο Θεός, όστις επήκουσε τας ευχάς του Αρχιερέως Αλεξανδρείας, του Ιουστίνου τα δάκρυα και την δέησίν μου, και θα λάβης την νίκην υπ’ αυτού ενδυναμούμενος». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς απήλθεν αγαλλιώμενος και προστάσσων το στράτευμα να μη λάβωσιν ει μη μόνον είκοσιν ημερών τροφάς, εισήλθεν εις τα πλοία και επήγεν αυτός μεν δια θαλάσσης, δια δε ξηράς έστειλε χιλιάδας δεκαπέντε. Ο δε Εβραίος, ταύτα ακούσας, ητοιμάζετο και αυτός προς πόλεμον, διεμοίρασε δε και αυτός εις δύο μέρη το στράτευμα αυτού, δια να αποκρούση τους επερχομένους Χριστιανούς. Αφού λοιπόν ήλθεν ο Ελεσβαάν, επολέμησαν ανδρείως αμφότερα τα στρατεύματα· αλλά του Θεού βοηθούντος ενίκησαν οι Χριστιανοί και πρώτον μεν κατέλαβον την πόλιν των Ομηριτών, διότι ο Εβραίος ήτο εις τα στρατεύματα. Όθεν ο Ελεσβαάν έλαβε με το ήμισυ στράτευμα την χώραν και με το άλλο ήμισυ επολέμει με τον Εβραίον, τον οποίον ενίκησαν φονεύοντες όλους τους στρατιώτας του, τον δε Δουναάν δεν εφόνευσαν, αλλά τον απέκλεισαν εις την σκηνήν αυτού, έως ου έστειλαν μήνυμα εις τον Ελεσβαάν, όστις είχε φονεύσει όλους τους συγγενείς του Εβραίου άνδρας τε και γυναίκας και ακούσας δι’ εκείνον τον τρισκατάρατον, αφήκεν εις την πόλιν φύλακας και δραμών εις την σκηνήν εφόνευσεν αυτόν και όλους τους συγγενείς του, δοξάζων αγαλλιώμενος τον Θεόν, όστις τον ενεδυνάμωσε και εξεδικήθη τους αδίκως φονευθέντας Χριστιανούς. Είτα επιστρέψας εις την πόλιν Φαρή, εις την οποίαν είχεν ο Ιουδαίος τα βασίλεια, εφόνευσεν όλους όσοι έμειναν ακόμη ζώντες. Έκτισε δε εις την χώραν εκείνην Εκκλησίαν και υπηρέτει και αυτός κομίζων λίθους και άλλα βάρη. Έπειτα έστειλε γράμματα προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας, όστις χειροτονήσας Επίσκοπον, τον έπεμψεν εις τους Ομηρίτας· ούτος καθηγίασε την Εκκλησίαν την οποίαν έκτισαν και εβάπτισεν άπαντας, χειροτονήσας από τούτους Διακόνους και Πρεσβυτέρους. Τελέσας λοιπόν ο Επίσκοπος ό,τι ήτο χρήσιμον εις την πόλιν αυτήν επήγεν έπειτα εις την Νεγράν ομού με τον βασιλέα Ελεσβαάν και έκτισαν και εκεί κατά την προφητείαν του μακαρίου Αρέθα Εκκλησίαν, εις την οποίαν αφιέρωσαν πέντε υποστατικά βασιλικά και τα τρία, άτινα αφήκεν ο Άγιος, ως προείρηται· τότε συνήθροισεν ο βασιλεύς όλους τους διεσκορπισμένους και αιχμαλώτους Χριστιανούς και εψήφισε τον υιόν του Μάρτυρος Αρέθα αρχηγόν και ηγεμόνα της πόλεως, επεμελήθη δε των Αγίων Μαρτύρων τα λείψανα και τα έβαλεν εις τόπον τινά ασφαλή, να μη τα κλέψωσι. Κατόπιν επέστρεψεν εις τα βασίλεια και εχειροτόνησεν εις τους Ομηρίτας βασιλέα, θεοφιλή και ενάρετον άνθρωπον, την κλήσιν Αβράμιον, αφήσας δε εις τον Αρχιερέα μυρίους Χριστιανούς Αιθίοπας, απέρχεται εις τα ιδικά του βασίλεια με πλούτον αναρίθμητον χαίρων, από τον οποίον διεμοίρασεν εις τους στρατιώτας όσον τους έπρεπεν. Αφού εποίησεν ταύτα ο Ελεσβαάν, ως ευγνώμων δούλος προς τον Δεσπότην Χριστόν απέδωκεν εις Αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν και αποθέσας το βασιλικόν διάδημα, ήτοι το στέμμα, έστειλε τούτο με όλους τους λίθους και τους πολυτίμους μαργαρίτας εις τον Άγιον Τάφον του Χριστού ως δώρον, αυτός δε ενδυθείς τρίχινα έφυγε νύκτα τινά εις το όρος, εις το οποίον ήτο Μοναστήριον και εκλείσθη εις κελλίον τι μικρότατον, χωρίς να εξέλθη απ’ εκεί ουδέποτε, διελθών ασκητικήν ζωήν ο τρισόλβιος με τόσην ακτημοσύνην, ώστε δεν είχε παρά ψάθαν τινά και εν κοφίνιον, με άρτον μόνον και ύδωρ τρεφόμενος και με χλωρά χόρτα, τα οποία ήθελε φέρει τις. Δεν ηθέλησε δε να ίδη πλέον κοσμικόν τινά, όσον καιρόν έζησεν, ούτε αφήκε τον νουν του να πλανάται εις πρόσκαιρα πράγματα, αλλά μόνον τον Θεόν εστοχάζετο. Ούτω λοιπόν ασκητεύσας και τοσούτον θεαρέστως πολιτευσάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) του Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων και νοταρίων ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ και ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Μαρκιανός και Μαρτύριος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν νοτάριοι του Πατριαρχείου, όταν ο Άγιος Παύλος ο Ομολογητής και Ιερομάρτυς επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν, μετά τον θάνατον του Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου, εν έτει τλζ΄ (337), ο οποίος εξηπατήθη, φευ! Από τους Αρειανούς και έπεσεν εις την αίρεσιν αυτών. Τότε λοιπόν οι ευσεβέστατοι ούτοι του ρηθέντος Πατριάρχου νοτάριοι και γραμματικοί, αναγινώσκοντες εις τον λαόν τας Ιεράς βίβλους, διέλαμπον πανταχού με ευλάβειαν, με σεμνότητα τρόπων και με πάσαν αγιότητα και αρετήν, μάλιστα δε και εξαιρέτως με Ορθοδοξίαν. Αφ’ ου δε ο θείος Παύλος εξωρίσθη εις την Αρμενίαν και εκεί εδέχθη το μακάριον τέλος, πνιγείς από τους Αρειανούς, οι Άγιοι ούτοι νοτάριοι ήλεγχον παρρησία τους δυσσεβείς και εκήρυττον εις όλους, ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Όθεν, επειδή δεν επείσθησαν να προδώσωσι την ευσέβειαν ούτε με κολακείας και υποσχέσεις δωρεών, ούτε με απειλάς πληγών και βασάνων, δια τούτο θανατώνονται δια μαχαίρας και θάπτονται εις την θύραν της Κωνσταντινουπόλεως την καλουμένην Μελανδησίαν, εις την τοποθεσίαν του Δευτέρου. Ύστερον δε έκτισε Ναόν εκ θεμελίων εις το όνομά των ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου και πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος και θαυματουργού ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Δημήτριος ο Μεγαλομάρτυς και Αθλητής του Χριστού ήτο κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων σπδ΄ - τε΄ (284-305), κατήγετο δε από την Θεσσαλονίκη, ευσεβής ων ανέκαθεν εκ γονέων και διδάσκαλος της εις Χριστόν πίστεως. Όταν δε μετέβη εις την Θεσσαλονίκην ο καίσαρ τότε Μαξιμιανός Γαλέριος, ο μέγας Δημήτριος συνελήφθη και ερρίφθη εις την φυλακήν, διότι ήτο περιβόητος κατά τε την ευσέβειαν και την εις Χριστόν πίστιν. Επειδή δε ο βασιλεύς εκαυχάτο δι’ άνθρωπόν τινα, Λυαίον ονομαζόμενον, ο οποίος υπερέβαλλε τους άλλους κατά το μέγεθος του σώματος και κατά την ανδρείαν, και επειδή παρεκίνει τους Θεσσαλονικείς να εισέλθωσιν εις το στάδιον και να πολεμήσωσι με αυτόν, δια τούτο νέος τις, Χριστιανός κατά την πίστιν, ονομαζόμενος Νέστωρ, επήγε προς τον Άγιον Δημήτριον ευρισκόμενον εις την φυλακήν και είπε προς αυτόν· «Δούλε του Θεού, θέλω να πολεμήσω με τον Λυαίον. Όθεν παρακάλεσον τον Κύριον υπέρ εμού». Ο δε Άγιος εσφράγισε το μέτωπον αυτού και είπε: «Και τον Λυαίον θέλεις νικήσει και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσει». Όθεν εκ του λόγου τούτου του Αγίου λαβών θάρρος ο Νέστωρ και δύναμιν εις την ψυχήν του, ευθύς επήδησεν εις το στάδιον λέγων: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι!» και πολεμήσας με τον Λυαίον εθανάτωσεν αυτόν, καταβαλών ούτω και την υπερηφάνειαν εκείνου και το καύχημα του βασιλέως. Ο βασιλεύς λοιπόν αισχυνθείς ελυπήθη και ωργίσθη συγχρόνως, και επειδή έμαθεν, ότι ο Μέγας Δημήτριος παρεκίνησεν εις τούτο τον Νέστορα, έστειλε στρατιώτας και προσέταξεν αυτούς να κατατρυπήσωσι με λόγχας τον Άγιον εν τη φυλακή, διότι εγένετο αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Γενομένου δε τούτου, ευθύς ο Μέγας Δημήτριος παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού· πολλά δε θαύματα και ιατρείας παραδόξους εποίει μετά θάνατον. Έπειτα κατά προσταγήν του βασιλέως απεκεφαλίσθη και ο Άγιος Νέστωρ. Τοιουτοτρόπως έλαβε χώραν ο θάνατος του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και το νεκρόν αυτού λείψανον έκειτο κατά γης ερριμμένον· Χριστιανοί δε τινες, λαβόντες αυτό, το εκήδευσαν και ενεταφίασαν εις την γην. Δούλος δε τις του Αγίου, ονόματι Λούπος, ο οποίος ίστατο πλησίον του Αγίου ότε ελάμβανε τον υπέρ Χριστού μακάριον θάνατον, βαλών το αίμα του Μάρτυρος επάνω εις το του Αγίου επανωφόριον, ομοίως και τον δακτύλιον του Αγίου και χρίσας αυτόν με το αίμα του, εποίει δια μέσου αυτών πολλά θαύματα και τεράστια, ώστε ενεπλήσθη όλη η πόλις της Θεσσαλονίκης από την φήμην των τοιούτων θαυμάτων. Όθεν δεν ήτο δυνατόν να υπομένη τούτο ο φθόνος του διαβόλου, ουδέ να μη τα μάθη ο βασιλεύς· δια τούτο συνελήφθη ο καλός ούτος υπηρέτης Λούπος και εφονεύθη παρευθύς, γενόμενος και αυτός Μάρτυς του Ιησού Χριστού.
Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Μυροβλύτου.

Συνήθειαν έχουσιν οι βασιλείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, όταν θέλωσι να φιλεύσωσι τους φίλους των, να μη υπηρετώσιν οι ίδιοι, αλλά να θέτωσιν ιδίους των ανθρώπους εμμίσθους υπηρέτας, οίτινες υπηρετούσιν εις την τράπεζαν εκείνην. Ούτως ομοιάζει και η σημερινή εορτή· τράπεζα είναι και η εορτή του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, συμποσιάρχης είναι ο Άγιος Δημήτριος και υμείς είσθε οι προσκεκλημένοι φίλοι του Αγίου, εγώ δε ο ταπεινός δούλος Χριστού είμαι υπηρέτης της τραπέζης αυτής· λοιπόν ο Άγιος του Χριστού Δημήτριος φιλεύει ημάς την σήμερον, όχι με τροφήν φθαρτήν και πρόσκαιρον, την οποίαν σήμερον γευόμεθα και αύριον πεινώμεν, αλλά με τροφήν άφθαρτον και αιώνιον, ήτις ποτέ δεν ελαττούται, ουδέ ατιμάζεται, την οποίαν τροφήν και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει «άρτον ουρανού» και «άρτον Αγγέλων» (Ψαλμ. οζ:24-25), διότι αύξεται η ψυχή του ανθρώπου εξ αυτής της τροφής, ως και το σώμα εκ του άρτου· αύξεται δε η ψυχή όχι εις ποσότητα, δηλαδή εις μάκρος ή πλάτος ή βάθος, αλλά κατά την πρόοδον της εις το αγαθόν θελήσεως αυτής δια της θελήσεως του Θεού. Διο και ο Μωϋσής εις το Δευτερονόμιον λέγει: «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι τω εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Δευτ. η: 3) και το άγιον Ευαγγέλιον αγαθήν μερίδα την ονομάζει. Τι άλλο καλλίτερον τροφής αθανάτου, τι άλλο είναι τιμιώτερον τραπέζης αγίας; Θαυμάσια μεν και καλά είναι τα φαγητά της βασιλικής τραπέζης, αλλά θαυμασιώτεροι και καλλίτεροι είναι οι λόγοι της σημερινής εορτής. Δεύτε λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, πανηγυρίσωμεν, χαρώμεν και τραφώμεν από την βασιλικήν τράπεζαν, ας χορτάσωμεν από τα φαγητά του βασιλέως, ας ανοίξωμεν τους οφθαλμούς και τα ώτα μας να ακούσωμεν και να εννοήσωμεν θείους και αγίους λόγους· και καθώς άνθρωπός τις συλλέγει εκ πολλών ανθέων και ποιεί ωραίον στέφανον, είτα τον χαρίζει εις άλλον φίλον του και εκείνος ευχαριστείται δια την χάριν του στεφάνου, ούτως ας ποιώμεν και ημείς από πάντα θείον λόγον, τον οποίον ακούομεν εις την Εκκλησίαν· ας συλλέγωμεν όπως στολίσωμεν και στεφανώσωμεν την ψυχήν ημών και ποιήσωμεν αυτήν αξίαν της Βασιλείας των ουρανών. Πόθεν δε να στολίσωμεν την ψυχήν ημών; Από την θείαν διδασκαλίαν της Εκκλησίας ημών και από τας εορτάς· διότι δι’ ουδενός άλλου μεταβάλλεται ο άνθρωπος από το κακόν εις το αγαθόν παρά από τον λόγον του Θεού και την διδασκαλίαν, από τας διηγήσεις των Βίων των Αγίων ανδρών μάλιστα δε, όταν διηγήται τις Μάρτυρος έργα και θαύματα, τότε ο άνθρωπος ευφραίνεται και χαίρει περισσότερον. Μία λοιπόν από τας μαρτυρικάς διηγήσεις είναι και η σημερινή, την οποίαν μέλλω να διηγηθώ. Τούτου ένεκα σας παρακαλώ να ετοιμάσητε τον εαυτόν σας, ίνα ακούσητε καλώς τους λόγους μου, δια να ευφρανθήτε και ίνα λάβητε τον μισθόν και εκ Θεού και από τον σήμερον εορταζόμενον Άγιον. Τριακόσια σχεδόν έτη μετά την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εβασίλευον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ο Διοκλητιανός και Μαξιμιανός Ερκούλιος, το ζεύγος του διαβόλου, είχον δε ούτοι ορίσει Καίσαρα, όστις εξουσίαζε όλα τα μέρη της Ελλάδος, έτερον Μαξιμιανόν τον επιλεγόμενον Γαλέριον, ούτος δε είχε σύζυγόν του την θυγατέρα του Διοκλητιανού Βαλερίαν, ήτο δε ούτος άνθρωπος ασεβής και ουδόλως ήθελε να ακούση το όνομα του Χριστού. Όπου δε ευρίσκετο Χριστιανός τις, προσεπάθει παντοιοτρόπως να τον θανατώση. Πολλοί δε από τους Χριστιανούς επήγαινον πλέον εις αυτόν θεληματικώς και εμαρτύρουν δια την αγάπην του Χριστού. Εις από τους Χριστιανούς εκείνους ήτο και ο Άγιος Δημήτριος· αυτός ήτο από την μεγαλούπολιν Θεσσαλονίκην και οι γονείς αυτού ήσαν από τους πρώτους και επισήμους άρχοντας των Μακεδόνων. Τον ετίμων δε και τον υπελήπτοντο όχι τόσον δια την υπεροχήν του γένους του, όσον δια την αρετήν και την αγαθότητα της ψυχής του· επειδή δεν εφαίνετο καλλίτερος μόνον κατά την ευγένειαν των ηθών και των τρόπων του από όλους τους άλλους ευγενείς και φρονίμους του καιρού εκείνου, αλλ’ ακόμη και κατά την σωματικήν ωραιότητα ήτο ο ωραιότερος από όλους τους πμηλίκους του. ήτο δε εκ φύσεως αγαθός και είχε προαίρεσιν αγαθωτάτην. Εκ παιδικής του ηλικίας εδείκνυεν οπόσον μέγας ήθελε κατασταθή με τον καιρόν. Όταν δε ο Άγιος εμεγάλωσεν, εφαίνετο έτι ευγενέστερος και τιμιώτερος. Κατεγίνετο κυρίως να μανθάνη το καλόν και να γυμνάζηται εις τα έργα του πολέμου, διότι η πολεμική τέχνη ετίμα πολύ τους νέους του καιρού εκείνου. Και είχε μεν ανθηράν ηλικίαν και δύναμιν ακουστήν, αλλά περισσότερον τον επήνουν δια τας ψυχικάς του αρετάς, επειδή ήτο φρόνιμος και εγκρατής, ηγάπα δε την δικαιοσύνην και απεστρέφετο την αδικίαν. Τόσην δε καλήν φήμην είχεν αποκτήσει δια τας αρετάς του εις όλην την περιφέρειαν του βασιλέως Μαξιμιανού Γαλερίου, ώστε ο βασιλεύς αυτός εξ οικείας προαιρέσεως τον ετίμησεν εξαιρετικώς από όλους τους άλλους άρχοντας της Θεσσαλονίκης με το αξίωμα του δουκός, ήτοι τον διώρισε στρατηγόν όλης της Θεσσαλίας, διότι ήκουεν ότι ήτο φρόνιμος και ανδρείος εις τους πολέμους και ήνωνε την φρόνησιν και την ανδρείαν μετά της στρατηγικής εμπειρίας. Πριν δε ή αξιωθή ο Άγιος αυτής της τιμής από τον βασιλέα Μαξιμιανόν, προσεποιείτο ότι ήτο ειδωλολάτρης· όταν όμως έλαβε τον βαθμόν αυτόν ευθύς ενεφανίσθη ως Χριστιανός. Δεν έχαιρε δε τόσον δια την τιμήν αυτήν, την οποίαν έλαβεν από τον βασιλέα, όσον κατεγίνετο να αυξήση τας αρετάς της ψυχής του. Ημέραν και νύκτα δεν έπαυε να διδάσκη τον λόγον του Θεού και την εις Χριστόν πίστιν. Εδίδασκε δε όχι κρυφίως φοβούμενος να μη το μάθη ο βασιλεύς, αλλ’ εξ εναντίας φανερώτατα. Το δε κυριώτερον αυτού έργον ήτο να σπείρη επιτηδείως τον σπόρον της ευσεβείας εις τας ψυχάς εκείνων, οι οποίοι τον ήκουον, όταν εδίδασκε, και προς τους οποίους έλεγεν, ότι ο άνθρωπος επλάσθη από τον Θεόν και ετιμήθη παρ’ αυτού, ήτοι τον έβαλεν εις τον Παράδεισον δια να χαίρη και να εντρυφά εκεί και ότι ο διάβολος από φθόνον τον ηνάγκασε να παραβή την εντολήν του Θεού, δια το οποίον ο Θεός οργισθείς τον εξώρισεν από τον Παράδεισον. Έλεγεν ακόμη, ότι αυτός ο ίδιος Θεός και πλάστης, θέλων να αναβιβάση πάλιν τον άνθρωπον εις την πρώτην αυτού τιμήν, κατέβη επί της γης και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας και έγινε τέλειος άνθρωπος, καθώς είμεθα και ημείς· μόνον αμαρτωλός δεν ήτο· ότι εσταυρώθη και εθανατώθη, ότι ανελήφθη εις τους Ουρανούς και ότι αυτός μέλλει επ’ εσχάτων να έλθη πάλιν, ίνα κρίνη τους ανθρώπους όλους και να αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα του. ταύτα λέγων και διδάσκων συνεχώς ο Άγιος Δημήτριος εύρισκε πολλούς, οι οποίοι εδέχοντο και έβαλλον εις πράξιν την διδασκαλίαν του· διότι πολλοί από τους Έλληνας, άμα ήκουον τους λόγους αυτού, επέστρεφον εις την θεογνωσίαν, και τα μεν είδωλα κατεφρόνουν και απεστρέφοντο, τον δε αληθινόν Θεόν ωμολόγουν και επίστευον. Καίτοι δε καθ’ ημέραν εκαρποφόρει η διδασκαλία του αύτη, αυτός εν τοσούτω δεν έπαυεν από του να διδάσκη και ουδέν άλλο διελογίζετο ειμή ότι, αν δεν κατορθώση να επιστρέψωσιν όλοι οι Θεσσαλονικείς και να πιστεύσψσιν εις τον Χριστόν, τίποτε δεν ωφελείτο ουδέ εκέρδισεν απέναντι της υπολήψεως της οποίας έχαιρεν. Ο εχθρός όμως της αληθείας διάβολος, όστις φθονεί πάντοτε το συμφέρον της ψυχής του ανθρώπου, βλέπων ότι οι μεν Χριστιανοί επληθύνοντο ακαταπαύστως, οι δε ειδωλολάτραι ηλαττούντο, εφθόνησε και προσεπάθει παντοιοτρόπως να παρακωλύση το κήρυγμα του Αγίου. Πλην, δια να επιτύχη εντελώς τον σκοπόν του, δεν εύρισκεν άλλο μέσον καταλληλότερον, παρά εάν κατώρθωνε να θανατωθή ο Άγιος. Αυτό δε τούτο το οποίον διελογίζετο, το κατώρθωσεν επί τέλους, ως θέλομεν ίδει ακολούθως. Ο βασιλεύς Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθας και τους Σαυρομάτας εις την εξουσίαν της Ρωμαϊκής βασιλείας, επιστρέφων νικητής και τροπαιούχος και θυσιάζων εις τα είδωλα εις όσας πόλεις διέβαινεν, ήλθε και εις την Θεσσαλονίκην. Τότε τινές από τους ειδωλολάτρας της πόλεως ταύτης, έχοντες εν τη καρδία αυτών τον διάβολον και θέλοντες να τιμηθώσιν από τον βασιλέα δια την προς αυτόν αγάπην, επήγαν εις αυτόν και του είπον: «Πολυχρονεμένε βασιλεύ, ο Θεός να αυξάνη την βασιλείαν σου· σε παρακαλούμεν να μας επιτρέψης να αναφέρωμεν λόγον τινά προς την ενδοξότητά σου και ας μη φανώμεν ασεβείς άνθρωποι, επειδή διαβάλλομεν τον αυθέντην ημών, διότι ημείς, θέλοντες περισσότερον το συμφέρον της βασιλείας σου από το συμφέρον αυτού, ομολογούμεν την αλήθειαν. Γνώρισον λοιπόν, ότι ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη από την ενδοξότητά σου με τον βαθμόν του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, ηρνήθη την πάτριον θρησκείαν και πιστεύει τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Και δεν ηυχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά καθήμενος και εις το δικαστήριόν του κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν δια Θεόν αληθινόν· καθ’ εκάστην δε, ακούοντες οι άνθρωποι τους πεπλανημένους λόγους αυτού, αφήνουσι την θρησκείαν των και γίνονται Χριστιανοί.». Ο βασιλεύς, ακούσας τους λόγους τούτους, κατ’ αρχάς μεν ελυπήθη, διότι θα έχανε τοιούτον άνθρωπον· έπειτα όμως, θέλων να μάθη και ο ίδιος την αλήθειαν, προσέταξε να φέρωσιν αυτόν έμπροσθέν του. Επορεύθησαν λοιπόν παρευθύς οι άνθρωποι εκείνοι και εύρον τον Άγιον καθήμενον και διδάσκοντα τον λόγον του Θεού, αρπάζοντες δε αυτόν αμέσως ως ανήμεροι λέοντες τον παρουσίασαν ενώπιον του βασιλέως. Ο Άγιος όμως, επειδή ήτο πρόθυμος εξ αρχής να μαρτυρήση δια το όνομα του Χριστού, ούτε αντεστάθη εις τους ανθρώπους εκείνους, ούτε τον βασιλέα εφοβήθη, αλλ’ έστη έμπροσθεν αυτού τοσούτον χαίρων και ευφραινόμενος, ώστε το πρόσωπον αυτού εφαίνετο λαμπρότατον και χαριέστατον από χαράν. Ο βασιλεύς λοιπόν είπε προς τον Άγιον Δημήτριον: «Τοιαύτην τιμήν ανέμενον εγώ να δώσης εις εμέ; Ούτως ήλπιζον να με τιμάς και σε ανεβίβασα εις τοιούτον βαθμόν; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ ούτε εν μίλιον δεν εξήλθες της πόλεως δια να με προϋπαντήσης»; Ακούσας ταύτα ο Άγιος απεκρίθη· «Βασιλεύ, εγώ τιμώ την βασιλείαν σου, τιμώ όμως περισσότερον σου τον Θεόν του ουρανού και της γης, όστις είναι Βασιλεύς όλου του κόσμου». Ο δε βασιλεύς τον ηρώτησε: «Και ποίος είναι ο Θεός σου και Βασιλεύς»; Ο Άγιος απεκρίθη: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο βασιλεύς του είπε πάλιν: «Λοιπόν αυτόν πιστεύεις συ και δια τούτο δεν καταδέχεσαι ημάς, ανάξιε της τιμής; Και τι καλόν είδες από τον Χριστόν σου και τον έχεις Θεόν και Βασιλέα; Δεν είναι θεοί ο Ζεύς, ο Απόλλων και οι επίλοιποι, αλλ’ ο Χριστός σου είναι Θεός; Δεν σε ετίμησα εγώ και σε διώρισα ηγεμόνα όλης της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις εις ημάς, αχάριστε άνθρωπε; Τοιούτος φαίνεσαι προς τους μεγάλους θεούς και προς ημάς; Εγώ λοιπόν να σου ανταποδώσω κατά την μιαράν σου γνώμην· να βασανισθής και να τιμωρηθής με μυρίας βασάνους και τιμωρίας, δια να μάθης οποίος είμαι εγώ και ποίος είσαι συ, και τι δύναται ο Θεός σου να ποιήση υπέρ σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη: «Βασιλεύ, τας τιμωρίας και τας βασάνους, με τας οποίας με απειλείς, εγώ τας θεωρώ ως χαράν και αγαλλίασιν και ευεργεσίαν μου· διότι αυταί θέλουσι προξενήσει εις εμέ την Βασιλείαν των ουρανών και τιμήν ακατάπαυστον». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύ από το στόμα του Αγίου, κατ’ αρχάς μεν εθυμώθη υπερβολικώς κατ’ αυτού, έπειτα όμως, θέλων να ταπεινώση την γνώμην του, προσέταξε να τον φυλακίσωσι συλλογιζόμενος ότι, αν καταφρονηθή και φυλακισθή, θ’ αναγκασθή να μεταβάλη γνώμην. Έλαβον λοιπόν οι στρατιώται τον Άγιον και τον ωδήγησαν εις την φυλακήν, ουχί την καθ’ αυτό φυλακήν, αλλ’ εις τόπον ακάθαρτον· ήτοι λουτρόν μέγα και παλαιόν, πλησίον του τόπου εις τον οποίον εκάθητο ο βασιλεύς. Εις τα υπόγεια δε του λουτρού εκείνου, εις τα οποία εχύνοντο τα ακάθαρτα περιττώματα, εκεί τον ενέκλεισαν. Εισερχόμενος δε ο Άγιος εις το μέρος εκείνο, είδεν έμπροσθέν του σκορπίον μέγαν, όστις υψώνων το κέντρον του επεζήτει να τον κεντήση. Παρευθύς δε ο Άγιος εποίησε το σημείον του Σταυρού και είπεν: «Εις το όνομα του Χριστού, όστις είπε να πατώμεν «επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι: 19). Αυτό είπε και επάτησε τον σκορπίον εκείνον, και πάραυτα εμφανισθείς Άγγελος Κυρίου επάνωθεν αυτού, κρατών στέφανον χρυσούν, είπε προς αυτόν· «Χαίρε, Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, θάρρει, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Ταύτα δε ειπών έβαλε τον στέφανον εις την κεφαλήν του Αγίου Μάρτυρος. Οι μεν στρατιώται λοιπόν, αφού ενέκλεισαν τον Άγιον εις την φυλακήν, επέστρεψαν εις τον βασιλέα ευχαριστημένοι, διότι εξετέλεσαν την προσταγήν αυτού. Ο δε Άγιος απέμεινε κεκλεισμένος εις τα υπόγεια του λουτρού, εστερημένος μεν από συναναστροφήν ανθρώπων, αλλ’ όμως από την βοήθειαν του Θεού παρηγορούμενος και ενισχυόμενος. Είχε δε και χαράν και λύπην δι’ όσα συνέβησαν εις αυτόν, χαράν μεν, διότι τον ηξίωσεν ο Θεός και παρουσιάσθη Χριστιανός ενώπιον του βασιλέως· λύπην δε, διότι δεν ετελειούτο ταχέως, δια να υπάγη εις την Βασιλείαν των ουρανών. Πλην και ούτως ηυχαρίστει τον Θεόν και εδίψα την ώραν του θανάτου του. και όσον μεν επεθύμει ο Μαξιμιανός να έχη όλους τους ανθρώπους υπηκόους του, άλλο τόσον και ο Άγιος επεθύμει να μαρτυρήση δια το όνομα του Χριστού. Ο παρανομώτατος ούτος βασιλεύς, χαίρων εις τας θυσίας των ειδώλων και αγαπών να βλέπη αιματοχυσίας και φόνους ανθρώπων, προσέταξε τότε να εκτελέσωσι τον αγώνα του πεντάθλου· διότι οι βασιλείς των Ελλήνων, τον παλαιόν καιρόν, αυτήν την συνήθειαν είχον. Εις οιανδήποτε πόλιν επορεύοντο κατά πρώτην φοράν, έβαλον τους ανθρώπους και έτρεχον, επάλαιον, έρριπτον τον λίθον, επίδων και εσκόπευον με τα δόρατα εις σημεία προσδιωρισμένα. Αυτά δε τα πέντε αγωνίσματα ωνόμαζον πένταθλον· και όστις ήθελε νικήσει εις εν από αυτά τα πέντε αγωνίσματα του πεντάθλου, ετίμων αυτόν οι βασιλείς και δώρα έδιδον εις αυτόν. Αυτά λοιπόν τα πέντε αγωνίσματα ηθέλησεν ο βασιλεύς να τελεσθούν και κατά την ημέραν εκείνην. Αυτός λοιπόν εκάθησεν εις τόπον υψηλόν, ίνα βλέπη τους αγωνιζομένους, οι δε άνθρωποι έπαιζον και ηγωνίζοντο έκαστος κατά το αγώνισμα το οποίον προετίμα. Εις δε εξ εκείνων, οίτινες επάλαιον, ήτο άνθρωπος τις του βασιλέως, όστις ωνομάζετο Λυαίος και όστις ήτο από πόλιν τινά της Σκυθίας ονομαζομένην Ουάνδηλα. Αυτός ήτο υψηλότατος και ισχυρότατος και ο βασιλεύς τον είχε μεθ’ εαυτού, ίνα προξενή εις αυτόν τιμήν και έπαινον. Αυτός λοιπόν ο Λυαίος, ως τεχνίτης εις την πάλην και δυνατός, ενίκα πολλούς ανθρώπους, ο δε βασιλεύς βλέπων αυτόν έχαιρε μεγάλως και εχάριζεν εις αυτόν πλούσια δώρα. Αλλ’ ακούσατε και το τέλος αυτού πως συνέβη. Νέος τις της Θεσσαλονίκης, ωραιότατος εις την όψιν, ο Άγιος Νέστωρ, όστις ήτο εν τω κρυπτώ Χριστιανός και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέπων τον Λυαίον ότι φονεύει τους ανθρώπους και ότι ο βασιλεύς ευχαριστείται και υπερηφανεύεται εις την νίκην αυτού, αλλά και θέλων να ίδη την δύναμιν του αληθινού Χριστού του Θεού, επήγεν εις το λουτρόν εκείνο, εις το οποίον ήτο κεκλεισμένος ο Μέγας Δημήτριος και είπε προς αυτόν· «Δούλε του αληθινού Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αυθέντα μου, ο μιαρός βασιλεύς χαίρει μεγάλως εις τας πράξεις του ασεβεστάτου Λυαίου, η ψυχή μου ορέγεται να παλαίσω μετ’ αυτού, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείον του Σταυρού του Χριστού εις το μέτωπον του Νέστορος, και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε και τον Λυαίον θέλεις νικήσει, και υπέρ του Χριστού θέλεις μαρτυρήσει». Ανεχώρησε λοιπόν ο Νέστωρ από την φυλακήν και επήγεν εις τον τόπον ένθα ετελείτο ο αγών της πάλης και παρευθύς εφώναξεν εις το μέσον: «Ω Λυαίε, έλα να παλαίσωμεν οι δύο». Ο δε βασιλεύς, όστις εκάθητο εις το υψηλότερον μέρος και εθεώρει τους ανθρώπους πως ηγωνίζοντο, ευθύς ως είδε τον Νέστορα, νέον εις την ηλικίαν, είκοσι περίπου ρτών, εμήνυσεν εις αυτόν να υπάγη έμπροσθέν του και του είπε: «Νεανία, δεν ελυπήθης την ζωήν σου, αλλ’ ήλθες να παλαίσης με τον Λυαίον; Δεν τον βλέπεις πόσους ενίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Πως αποτολμάς να εκτεθής εις τοιούτον κίνδυνον; Δεν λυπείσαι την ωραιότητά σου και την νεότητά σου; Μήπως αναγκάζεσαι από πτωχείαν να επιθυμής τον θάνατόν σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακής μετά του Λυαίου δια να μη θανατωθής, αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνον να μη απολέσης την ζωήν σου». Ακούσας ταύτα ο μακάριος Νέστωρ απεκρίθη συγκεκαλυμμένως προς τον βασιλέα: «Βασιλεύ, εγώ πτωχός δε είμαι, ουδέ καταφρονώ την ζωήν μου, αλλά και πλούτον έχω και την ζωήν μου αγαπώ· θέλω όμως να παλαίσω μετά του Λυαίου, δια να λάβω τιμήν· διότι, και αν είμαι πλούσιος, τιμήν όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλλίτερος από τον Λυαίον, δια τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Ως είδεν ο βασιλεύς ότι δεν υπακούει, τον αφήκεν. Ο δε Άγιος Νέστωρ, ευθύς ως επλησίασεν εις τον Λυαίον, έρριψε το επανωφόριόν του και έκραξεν: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι». Ευθύς δε ως είπε τον λόγον τούτον, εξήγαγε το εγχειρίδιόν του και εκτύπησε τον υπερήφανον Λυσαίον εις το μέσον της καρδίας, ευθύς δε ούτος έπεσε κατά γης νεκρός. Ο δε βασιλεύς, ιδών ότι εφονεύθη ο Λυαίος, ελυπήθη εις τόσον βαθμόν, ως να είχεν εκπέσει από την βασιλείαν του. Εκάλεσε λοιπόν τον Νέστορα και του είπε: «Νεανία, με ποίας μαγείας ενίκησας τον Λυσίον; Αυτός εφόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατωτέρους από σε, και συ πως τον εθανάτωσες»; Ο Άγιος Νέστωρ απεκρίθη: «Εγώ, βασιλεύ, με τας μαγείας δεν ενίκησα τον Λυαίον, αλλά με την δύναμιν του Χριστού, του αληθινού Θεού». Όταν ήκουσεν ο μιαρός βασιλεύς αυτούς τους λόγους εθυμώθη υπερβαλλόντως και προσέταξεν ένα εκ των αρχόντων αυτού, Μαρκιανόν ονομαζόμενον, να εκβάλη τον Νέστορα έξω από την χρυσήν λεγομένην πύλην και να τον αποκεφαλίση με το εγχειρίδιόν του. Και ούτως ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ, κατά τον λόγον του Αγίου Δημητρίου. Μετά ταύτα ηγέρθη παρευθύς ο βασιλεύς λυπημένος και επήγεν εις το παλάτιόν του, λέγων καθ’ εαυτόν: «Μα την δύναμιν των μεγάλων θεών, από μαγείας εφονεύθη σήμερον ο φίλος μου Λυαίος». Ευθύς δε ως έμαθεν, ότι κατόπιν οδηγιών του Αγίου Δημητρίου εφονεύθη, προσέταξε τους στρατιώτας του να υπάγωσι και να φονεύσωσι τον Άγιον εντός των υπογείων εκείνων στοών του λουτρού. Επήγαν λοιπόν οι στρατιώται και ελόγχευσαν αυτόν με τας λόγχας των εις όλον το σώμα. Η πρώτη δε λόγχευσις, την οποίαν έδωκαν εις αυτόν, ήτο εις την δεξιάν του πλευράν, εις το ίδιον μέρος που ελόγχευσαν και τον Χριστόν επί του Σταυρού, διότι ως είδεν αυτούς ο Άγιος ύψωσε μόνος του την δεξιάν του χείρα δια να τον λογχεύσωσι. Τοιούτο Μαρτύριον έλαβεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, και ούτως ετελειώθη κατά την σήμερον. Τινές δε ευλαβείς Χριστιανοί εισελθόντες κρυφίως, δια τον φόβον του βασιλέως, εις το λουτρόν εκείνο, εις το οποίον έκειτο το λείψανον του Αγίου, το ενεταφίασαν εις το ίδιον αυτό μέρος εις το οποίον και ετελειώθη. Φίλος δε τις του Αγίου, Λούπος ονομαζόμενος, παριστάμενος εις τον θάνατον αυτού, εξέβαλε το δακτυλίδιον του Αγίου από τον δεξιόν δάκτυλον και έλαβε και το μανδήλιον και το επανωφόριόν του εκ των ώμων του και τα έβαψεν εις το αίμα του και δι’ αυτών εποίει θαύματα πολλά· αρρώστους ιάτρευε και άλλους ανθρώπους δαιμονιζομένους και πάσχοντας από πάσαν ασθένειαν εθεράπευεν. Ο δε βασιλεύς, ευθύς ως έμαθε ταύτα, απέστειλε στρατιώτας και απεκεφάλισαν αυτόν εις τόπον τινά λεγόμενον Τριβουνάλιον. Ακούσατε όμως και ολίγα τινά εκ των θαυμάτων του Αγίου, ευλογημένοι Χριατιανοί, δια να γνωρίσητε την χάριν με την οποίαν ετίμησεν αυτόν ο Θεός δια την καθαράν του πολιτείαν και την μαρτυρικήν θυσίαν του. Μετά τον θάνατον του Αγίου, θέλων ο Θεός να τον δοξάση εις όλον τον κόσμον, ωκονόμησε και εξήρχετο μύρον από το σώμα του τόσον πολύ, ώστε παρ’ όλον ότι και οι εντόπιοι και οι από άλλα μακρινά μέρη ερχόμενοι ελάμβανον τούτο, όχι μόνον δεν εξηντλείτο, αλλά μάλλον ηύξανε πρεσβείαις του Αγίου. Είχεν όμως το μύρον τούτο και την δύναμιν να προξενή μεγάλας ιατρείας και δια τούτο οι άνθρωποι ελάμβανον αυτό μετά μεγάλης πίστεως και το έπινον. Ασκητής δε τις, κατοικών ποτε εις όρος τι, όπερ ονομάζεται του Χολομώντος, ακούσας ότι ο Άγιος αναβλύζει μύρον άφθονον από τον τάφον, δεν το επίστευε και συνελογίζετο, ότι εις το μέρος εκείνο υπάρχουν και άλλοι Άγιοι, οι οποίοι υπέμειναν περισσότερα Μαρτύρια δια το όνομα του Χριστού, όμως δεν ανέβλυσαν μύρον, και αυτός δια ποίον Μαρτύριόν του εδοξάσθη τόσον από τον Θεόν; Λοιπόν ο Θεός θέλων να τον βεβαιώση, ότι είναι αληθές το πράγμα, τι ωκονόμησεν; Μίαν νύκτα, αφού ανέγνωσεν ο Ασκητής εκείνος την ακολουθίαν του, έπεσε να κοιμηθή και εφάνη εις αυτόν ως να ευρέθη εις την Θεσσαλονίκην, μέσα εις την Εκκλησίαν του Αγίου Δημητρίου, και εκεί είδεν έμπροσθέν του άνθρωπον, όστις εκράτει τας κλείδας του τάφου του Αγίου προς τον οποίον είπε: «Άνοιξόν μοι να προσκυνήσω». Του ήνοιξε λοιπόν εκείνος και εισήλθε μέσα εις το κουβούκλιον να προσκυνήση· εν ω δε προσεκύνει, είδεν ότι όλος ο τάφος ήτο βεβρεγμένος από μύρον και ευωδίαζε και είπε προς τον φύλακα του τάφου: «Σε παρακαλώ, ελθέ να σκάψωμεν εδώ να ίδωμεν πόθεν έρχεται το μύρον». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν ως να έφερον εργαλεία και ήρξαντο να σκάπτωσι και ενώ έσκαπτον εύρον μέγα τι μάρμαρον, το οποίον με πολύν κόπον ήγειραν, και παρευθύς εφάνη το σώμα του Αγίου λαμπρόν κατά πολλά και ωραίον, εκ του οποίου ανέβλυζε μύρον άφθονον εκχυνόμενον από τας οπάς, τας οποίας ήνοιξαν εις το σώμα του Μάρτυρος αι λόγχαι των ακοντίων. Τοσούτον δε πλήθος μύρου εξήρχετο, ώστε περιερράνθη και ο φύλαξ του τάφου. Ο δε Ασκητής από τον τρόμον του, φοβούμενος να μη πνιγή, έκραξε μεγαλοφώνως: «Άγιε Δημήτριε, βοήθει». Μετά την φωνήν αυτήν, ω του θαύματος! συνήλθεν εις εαυτόν και είδεν ότι ήτο βεβρεγμένος όλος από το μύρον και αυτός και τα ενδύματά του. Τούτο το θαύμα είδεν ο Ασκητής και ηγέρθη παρευθύς από το όρος, εις το οποίον ησκήτευε, και ήλθεν εις την Θεσσαλονίκην, κηρύττων το θαύμα του Αγίου και δοξάζων τον Θεόν· έμεινε δε εκεί εις τον Ναόν ικανάς ημέρας και κατόπιν επέστρεψεν εις το ασκητήριόν του, λέγων: «Μέγας, αληθώς, είναι ο Άγιος Δημήτριος». Μετά τον θάνατον του βασιλέως Μαξιμιανού εβασίλευσεν ο μέγας Κωνσταντίνος ο ευσεβέστατος και χριστιανικώτατος. Κατά το διάστημα λοιπόν της βασιλείας του διώρισε στρατηγόν τινα εις την Μεγάλην Βλαχίαν, ονομαζόμενον Λεόντιον, όστις ησθένησεν εις την Θεσσαλονίκην τόσον βαρέως, ώστε προετίμα μάλλον να αποθάνη παρά να ζη. Πολλοί ιατροί τον επεσκέφθησαν, αλλά κανείς δεν ηδύνατο να τον ιατρεύση, και μάλιστα εχειροτέρευεν. Εκινδύνευε λοιπόν ο Λεόντιος μεγάλως και κανένα ιατρόν ικανόν δεν εύρισκεν· άμα έμαθεν όμως ότι ο τόπος, εις τον οποίον έκειτο το λείψανον του Αγίου Δημητρίου, ποιεί θαύματα, επήγε βασταζόμενος και προσέπεσεν εις τον τάφον του Αγίου, αμέσως δε, Θεού βοηθεία, ιατρεύθη. Όθεν μετά τούτο εξώδευσεν ικανά χρήματα και έκτισε τον Ναόν αυτόν, ο οποίος είναι εις την Θεσσαλονίκην του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ακολούθως δε, όταν ηθέλησε να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον τον έστειλεν ο βασιλεύς, ηθέλησε να λάβη μέρος από το λείψανον του Αγίου δια να κτίση και εκεί Εκκλησίαν. Ο δε Άγιος Δημήτριος εφάνη εις τον ύπνον του και του είπε: «Να μη με διαχωρίσης, αλλά να με αφήσης ακέραιον εις την πατρίδα μου». Όθεν δεν ετόλμησεν ο άρχων να πειράξη διόλου το λείψανον του Αγίου, αλλά έλαβε μόνον χώμα από τον τάφον αυτού, εύρε δε και τον δακτύλιον και το μανδήλιον του Αγίου, τα οποία, ως προείπομεν, είχεν ο Λούπος και τα έλαβε θέσας αυτά εις κιβώτιον. Φθάσας δε εις τον Δούναβιν, τον εύρε πλημμυρισμένον και δεν ηδύνατο να διέλθη αυτόν· όθεν ηπόρει τι να πράξη· πρώτον μεν διότι είχε καθυστέρησιν, επειδή έμεινεν επί πολύν καιρόν εις την Θεσσαλονίκην και δεύτερον, διότι δεν ηδύνατο να διέλθη τον ποταμόν. Την νύκτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Μη λυπήσαι, Λεόντιε, αύριον να λάβης το κυτίον αυτό το οποίον έχει το δακτυλίδιόν μου και το μανδήλιόν μου, και κρατών αυτά εις την χείρα σου να διέλθης αφόβως τον ποταμόν, το αυτό δε να κάμωσι και όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους έχεις μετά σου, και θέλετε διέλθει Θεού βοηθεία αβλαβείς». Τη επαύριον το πρωϊ αφύπνωσεν ο άρχων και έπραξεν όπως προσέταξεν αυτόν ο Άγιος Δημήτριος και αφού επήγεν εις την επαρχίαν του, έκτισεν εκεί και άλλον Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου. Κατά τους χρόνους των Χριστιανών βασιλέων ήτο Επίσκοπος τις εις τινα πόλιν της Αφρικής, ημέραν δε τινά εμβήκεν εις πλοίον ίνα υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν. Καθ’ οδόν, συνεργεία σατανική, πειρατικά πλοία συνέλαβον το πλοίον εκείνο και επήραν τους ανθρώπους αιχμαλώτους και τον Επίσκοπον εκείνον εκόμισαν και τον επώλησαν εις την Ανατολήν, εις άρχοντα Αγαρηνόν, ο οποίος, καθό κακός και ανήμερος άνθρωπος, προσέταξεν αυτόν να μεταφέρη κόπρον εις τας αμπέλους και εις τους κήπους αυτού. Πολλάκις φέρων ο Επίσκοπος το κοφίνιον εις την κεφαλήν του, έλεγε δακρύων: «Αλλοίμονον εις εμέ! Που είναι καιρός κατά τον οποίον εκράτουν εις την κεφαλήν τα Άχραντα Μυστήρια και τώρα πως κατήντησα»; Ημέραν λοιπόν και νύκτα παρεκάλει τον Θεόν να τον ελευθερώση από την αιχμαλωσίαν εκείνην. Μίαν δε νύκτα εφάνη άνωθεν αυτού ο Άγιος Δημήτριος καθήμενος επί λευκού ίππου και είπε προς αυτόν: «Τι έχεις και κλαίεις»; Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Τι έχω με ερωτάς; Δεν βλέπεις πόσα κακά συμβαίνουσιν εις εμέ τον δυστυχή; Την ημέραν είμαι εις την εργασίαν και την νύκτα εις τα σίδηρα. Τι καλόν έχω ο ελεεινός και να μη κλαίω»; Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Έλα, ίππευσον εις τα όπισθεν του ίππου μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Αυθέντα, δεν δύναμαι να εγερθώ, διότι είμαι δεδεμένος». Είπε προς αυτόν πάλιν ο Άγιος: «Εγείρου, αφού σου λέγω». Ηγέρθη λοιπόν ο Επίσκοπος και ίππευσε και θαυμασίως ευρέθησαν αμφότεροι έφιπποι έξω της Θεσσαλονίκης. Αφού ευρέθησαν εκεί, είπεν ο Άγιος προς τον Επίσκοπον: «Εγώ έχω εδώ οικίας και είμαι κύριος αυτής της πόλεως· λοιπόν υπάγω πρότερον και συ ερώτησον και ελθέ κατόπιν μου». Απεκρίθη ο Επίσκοπος: «Και πως να ερωτώ, αυθέντα»; Είπε προς αυτόν ο Άγιος: «Ερώτησον που είναι αι οικίαι Δημητρίου του κυρίου της Θεσσαλονίκης και ερωτών ούτω θέλεις με εύρει και εγώ θέλω σε προπαρασκευάσει, να υπάγης και έως εις τον τόπον σου». Αυτά είπε προς αυτόν ο Άγιος· έπειτα προσεποιήθη ότι εισήλθεν εις την πόλιν. Ελθών λοιπόν ο Επίσκοπος προ της θύρας των τειχών της πόλεως, ηρώτα, καθώς είπεν εις αυτόν ο Άγιος, οι δε θυρωροί τον περιεγέλων, λέγοντες προς αυτόν: «Ημείς Δημήτριον κύριον δεν έχομεν». Άλλοι δε συνετοί, άμα ήκουσαν την ερώτησιν του Επισκόπου, ηννόησαν ότι θαυμα τι ετέλεσεν εις αυτόν ο Μέγας Δημήτριος, διότι καθ’ εκάστην εθαυματούργει ο Άγιος εις τους αιχμαλώτους. Ηρ’ωτησαν λοιπόν αυτόν τι άνθρωπος ήτο· και αυτός είπεν εις αυτούς την υπόθεσιν, ότι δηλαδή ήτο αιχμάλωτος εις την Ανατολήν και ότι εφάνη εις αυτόν στρατιώτης τις, όστις τον ηλευθέρωσε και τον έφερεν έως εκεί. Τότε είπον προς αυτόν οι άνθρωποι: «Έλα να σε υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να τον γνωρίσης». Καθώς λοιπόν επήγαν εις την Εκκλησίαν και είδεν από μακράν την εικόνα του, εγνώρισεν αυτόν και τον ενηγκαλίσθη, κλαίων δε έλεγε: «Αυτός είναι ο στρατιώτης, όστις με ηλευθέρωσεν». Ο δε Αρχιερεύς της Θεσσαλονίκης, άμα έμαθε τα γενόμενα, εφωδίασε τον Επίσκοπον εκείνον με τα αναγκαιούντα έξοδα, ίνα υπάγη εις την Αφρικήν. Ανεχώρησε λοιπόν ο Επίσκοπος και αφού ευώδωσεν αυτόν ο Θεός, έφθασεν υγιής και καλώς έχων εις την επαρχίαν του. Εκεί δε επώλησε τα υπάρχοντά του δια να κτίση Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου Δημητρίου. Ήρχισε λοιπόν και την ετελείωσε και μόνον ο άμβων έλειπεν· δι’ ο ελυπείτο πολύ, διότι δεν εύρισκε κατάλληλα μάρμαρα να τον κατασκευάση. Συνέπεσεν όμως τον καιρόν εκείνον να ανεγείρη άρχων τις εις την Κωνσταντινούπολιν Εκκλησίαν εις το όνομα των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου και έστειλεν ανθρώπους του με πλοίον να υπάγωσιν εις την Ανατολήν να συνάξωσι μαρμαρίνους κίονας (κολώνας). Κατά δε τας ημέρας εκείνας, κατά τας οποίας ελυπείτο ο Επίσκοπος δια τον άμβωνα, έφθασε και το πλοίον εκείνο και ηγκυροβόλησεν εις τον λιμένα της Αφρικανικής ταύτης πόλεως. Την νύκτα λοιπόν εκείνην εφάνη ο Άγιος Δημήτριος εις τον Επίσκοπον και είπε προς αυτόν: «Κάτω εις τον λιμένα ήλθε πλοίον, το οποίον έχει μεγάλα και θαυμαστά μάρμαρα· όθεν ύπαγε να αγοράσης από εκείνα». Το πρωϊ ηγέρθη ο Επίσκοπος με πολλήν χαράν και επήγεν εις τον λιμένα και είπε προς τον πλοίαρχον: «Ήκουσα, αυθέντα, ότι έφερες μάρμαρα και σε παρακαλώ να μου πωλήσης από αυτά, ίνα τελειώσω Εκκλησίαν τινά, την οποίαν κτίζω». Ο πλοίαρχος απεκρίθη προς αυτόν: «Δεν έχω τίποτε, δέσποτά μου». Ο Επίσκοπος επέστρεψε πάλιν πικρανθείς. Και την δευτέραν νύκτα πάλιν εφάνη ο Άγιος και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε και ζήτησον να σου δώση, διότι αυτός έχει στήλας, όπως τας ζητείς». Επήγε λοιπόν ο Επίσκοπος και ο πλοίαρχος ηρνήθη πάλιν. Κατά δε την τρίτην νύκτα φαίνεται και πάλιν ο Άγιος και λέγει προς αυτόν: «Ύπαγε και ειπέ φανερά εις τον πλοίαρχον: Συ έχεις τόσα μάρμαρα και εξ αυτών είναι τόσα πορφυρά και τόσα πράσινα και τόσα λευκά, τόσα γαλανά και τόσα άλλου είδους, και σκοπεύεις να υπάγης εις Κωνσταντινούπολιν δια την Εκκλησίαν των Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου· πρέπει όμως να γνωρίζης, ότι η Εκκλησία εκείνη ετελειώθη, διότι ήργησας πολύν καιρόν και ο άρχων, όστις σε έστειλεν, εύρεν εκεί άλλα μάρμαρα και έκτισε την Εκκλησίαν όπως την ήθελεν. Αν λοιπόν υπάγης εκεί, χάριν δεν θα σου γνωρίζωσι και θα απολέσης και τον κόπον σου. Δια τούτο πώλησον αυτά προς εμέ εις την τιμήν των να σου οφείλω χάριν και εγώ και ο Μέγας Δημήτριος, του οποίου την Εκκλησίαν ανεγείρω». Το πρωϊ επήγεν ο Επίσκοπος εις τον λιμένα με μεγάλην χαράν και είπε προς τον πλοίαρχον τους λόγους του Αγίου. Εκείνος δε, άμα ήκουσεν αυτούς, ηγέρθη παρευθύς και εξεφόρτωσε το πλοίον του και άλλα μεν επώλησεν εις τον Επίσκοπον, άλλα δε εχάρισεν εις τον Άγιον δια ψυχικήν του σωτηρίαν. Ούτως ετελείωσεν ο Επίσκοπος την Εκκλησίαν του Αγίου, δοξάζων τον Θεόν και τον Μέγαν Δημήτριον. Συνέβη ποτέ καθ’ όλην την Θεσσαλίαν τόσον μεγάλη πείνα, όσην δεν ενεθυμούντο ποτέ οι άνθρωποι του τόπου εκείνου. Λοιπόν όλα τα μέρη της Θεσσαλίας εμαστίζοντο από την πείναν, ιδίως όμως και αυτή η Θεσσαλονίκη εκινδύνευε να αφανισθή. Αλλ’ ο Μέγας Δημήτριος, ο έτοιμος βοηθός των Χριστιανών, δεν αφήκε τον τόπον εκείνον να αφανισθή· αλλά τι ενήργησε; Πλοίαρχος τις, ο οποίος εμπορεύετο σίτον, εφόρτωσε το πλοίον του κατ’ εκείνον τον καιρόν δια να μεταφέρη αυτόν εις την Ευρώπην. Την νύκτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος εις τον ύπνον αυτού και είπεν προς αυτόν: «Τον σίτον αυτόν που μελετάς να τον υπάγης»; Ο πλοίαρχος απεκρίθη· «Εις την Ευρώπην σκοπεύω να τον μεταφέρω, αν θέλη ο Θεός». Ο Άγιος του είπε πάλιν: «Άκουσόν μου· να τον φέρης εις την Θεσσαλονίκην, να τον πωλήσης όπως θέλεις, διότι είναι πολύ πείνα και ακρίβεια· και ιδού λάβε τρία φλωρία ως αρραβώνα και φέρε αυτόν εκεί να λάβης και το υπόλοιπον της αξίας του». Το πρωϊ αφυπνώσας ο πλοίαρχος είδεν εις την χείρα του τα τρία φλωρία· είπε δε προς τους άλλους ναύτας: «Απόψε είδα εις τον ύπνον μου ένα στρατιώτην νέον, ο οποίος μου είπε να υπάγωμεν τον σίτον εις την Θεσσαλονίκην, και ιδού μου έδωσε και τρία φλωρία ως αρραβώνα. Θέλετε λοιπόν να τον μεταφέρωμεν εκεί; Διότι, ως μου είπεν ο φανείς, μεγάλη πείνα είναι εις εκείνον τον τόπον και θέλομεν πορισθή πλείον κέρδος παρά εις την Ευρώπην, επειδή προς αυτήν πλέουσι και άλλα πλοία φορτωμένα με σίτον, ενώ εις την Θεσσαλονίκην μόνον ημείς πλέομεν»; Ήκουσαν λοιπόν οι ναύται τους λόγους τούτους του πλοιάρχου και επροθυμοποιήθησαν όλοι να υπάγωσιν εις την Θεσσαλονίκην· αλλ’ ο διάβολος, θέλων να παρεμποδίση την καλωσύνην του Αγίου, διήγειρεν εις την θάλασσαν τόσον μεγάλην τρικυμίαν, ώστε εκινδύνευσε το πλοίον και άπαξ και δις. Πλην ο Μέγας Δημήτριος, οσάκις κατελαμβάνοντο υπό τρικυμίας, παρίστατο έμπροσθεν αυτών και τους ενεθάρρυνε και εις το πέλαγος οφθαλμοφανώς εφαίνετο και εδείκνυεν εις αυτούς τον δρόμον. Έφθασαν τέλος πάντων δια βοηθείας του Αγίου εις την Θεσσαλονίκην, οι δε Θεσσαλονικείς, άμα ήκουσαν ότι ήλθε πλοίον με σίτον, εδόξασαν όλοι τον Θεόν και έδραμον άνδρες και γυναίκες εις τον λιμένα· όθεν επωλήθη ο σίτος όπως ήθελεν ο Θεός και ο πλοίαρχος. Εδόξασαν λοιπόν τον Θεόν, όστις δεν εγκαταλείπει ουδένα από εκείνους οίτινες ελπίζουσιν εις Αυτόν. Ο πλοίαρχος διηγήθη ακολούθως προς τους Θεσσαλονικείς το όραμά του, και αυτοί εγνώρισαν ότι ο Μέγας Δημήτριος είναι εκείνος, όστις σκέπει και διαφυλάττει την πόλιν εκείνην, την πατρίδα του. Ο μέγας βασιλεύς Ιουστινιανός διενοήθη ποτέ να λάβη μέρος από το λείψανον του Αγίου, δια να το έχη εις αγιασμόν και ψυχικήν σωτηρίαν. Εκτός δε τούτου, επειδή είχεν ανεγείρει τότε εις την Κωνσταντινούπολιν τον Ναόν της Αγίας Σφίας, ήθελε να υπάρχη εντός αυτού και μέρος του λειψάνου του Αγίου ομού με τα άλλα, τα οποία είχε συνηγμένα εκεί. Έπεμψε λοιπόν ανθρώπους της εμπιστοσύνης του να υπάγωσιν εις Θεσσαλονίκην και να σκάψωσι τον τάφον, έως ου εύρωσι το σώμα του Αγίου, και αφού το εύρωσι να κόψωσι μέρος από αυτό και να το φέρωσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Έφθασαν λοιπόν οι βασιλικοί εκείνοι άνθρωποι φέροντες δώρα του βασιλέως προς τον Άγιον και με διαταγάς προς τους ανθρώπους, οίτινες εφύλαττον την Εκκλησίαν, δια την παραλαβήν του Αγίου λειψάνου. Οι δε Θεσσαλονικείς είπον προς αυτούς: «Ημείς δεν τολμώμεν να ποιήσωμεν τοιαύτην πράξιν. Αλλά σεις, εάν αποτολμάτε, ιδού ο τάφος εις τας χείρας σαι είναι, πράξατε ως θέλετε». Ήρχισαν λοιπόν οι βασιλικοί άνθρωποι και έσκαπτον τον τάφον του Αγίου, όταν δε έφθασαν πλησίον εις την λάρνακα, παρευθύς, ω του θαύματος! φλοξ μεγάλη εξήλθεν από εκεί και εκινδύνευον να κατακαώσι και φωνή ηκούσθη, η οποία έλεγε: «Περισσότερον μη σκάψητε». Τότε, άμα είδον οι βασιλικοί άνθρωποι το τοιούτον θαύμα, έπεσον κατά γης με τα πρόσωπα, δεόμενοι του Αγίου, ίνα μη κατακαώσιν. Έπειτα δε από ικανήν ώραν ηγέρθησαν και έλαβον μόνον χώμα από τον τάφον του Αγίου και το έφεραν εις τον βασιλέα, διηγούμενοι εις αυτόν το παράδοξον θαύμα, το οποίον είδον. Από τα τοιαύτα λοιπόν θαύματα του Αγίου και από άλλα περισσότερα, τα οποίαεγίνοντο καθ’ εκάστην ημέραν, συνηθροίζετο πλήθος πολύ ανθρώπων κατ’ έτος από τα περίχωρα και από άλλας πόλεις και ετέλουν πανήγυριν εις την Θεσσαλονίκην κατά την σημερινήν ημέραν κστ΄ (26ην) Οκτωβρίου. Οι δε Σαρακηνοί, το σκληρόν τούτο και απάνθρωπον γένος, άμα έμαθον ότι οι Χριστιανοί πανηγυρίζουσι κατά την ημέραν της εορτής του Αγίου και είναι αμέριμνοι, εσκέφθησαν να έλθωσι κρυφίως την εσπέραν της ημέρας εκείνης, κατά δε την νύκτα, ξημερώνοντας του Αγίου Νέστορος, να κυριεύσωσι την πόλιν, όπερ και έπραξαν· ήλθον λοιπόν και ηγκυροβόλησαν δια νυκτός έξω του τείχους, θέλοντες, όταν ησυχάση ο κόσμος, να εισέλθωσιν από του τείχους κρυφίως και άλλους μεν να φονεύσωσιν, άλλους δε να αιχμαλωτίσωσιν. Αλλά και ο εχθρός της αληθείας διάβολος, φθονών τους Θεσσαλονικείς δια την αγάπην την οποίαν είχον προς τον Άγιον και θέλων να τους παρακωλύση και να τους παραδώση εις αφανισμόν, τι ενήργησεν; Ακούσατε. Αφού ετελείωσε ο εσπερινός του Αγίου Μάρτυρος Νέστορος, ολίγον αργά, και επήγαν οι άνθρωποι εις τας οικίας των να ησυχάσωσι και να χαρώσιν, επήρε φωτιά το κουβούκλιον, το οποίον ήτο εις τον τάφον του Αγίου· οι δε άνθρωποι, άμα είδον ότι η Εκκλησία των παρεδόθη εις τας φλόγας, έδραμον να σβέσωσι την πυρκαϊάν και άλλοι μεν έσβενον το πυρ, άλλοι δε ήρπαζον από τον άργυρον και το χρυσίον το οποίον εχωνεύετο. Τότε, ως είδεν ο φύλαξ της Εκκλησίας, ότι ώρμησαν οι άνθρωποι να αρπάσωσι τον άργυρον, όστις ήτο εις τον τάφον του Αγίου, χωρίς να γνωρίζη τίποτε δια τους Σαρακηνούς, και θέλων μόνον να τους σκορπίση από την Εκκλησίαν, με νεύσιν βεβαίως του Αγίου, όστις κατηύθυνεν αοράτως αυτόν, έκραξε μεγαλοφώνως· «Ω Θεσσαλονικείς, δράμετε εις τα τείχη, διότι ήλθον πολέμιοι να σας κυριεύσωσιν». Οι δε Θεσσαλονικείς, άμα ήκουσαν τους λόγους τούτους, επειδή εφοβούντο πάντοτε την αιχμαλωσίαν, έτρεξαν να ίδωσιν αν αληθώς ήσαν εχθροί, οίτινες μόλις είχον αρχίσει να βάλωσι κλίμακας εις τα τείχη δια να εισέλθωσιν εις το φρούριον. Ιδόντες λοιπόν το αιφνίδιον τούτο κακόν, το οποίον συνέβη εις αυτούς, άλλοι μεν έδραμον να αρπάσωσιν όπλα, άλλοι δε επεκαλούντο τον Άγιον. Και όντως ο Άγιος, καθό έτοιμος βοηθός, πάραυτα εφάνη εις τα τείχη και μόνος του κατέκοψε πολλούς των Σαρακηνών, οι δε άλλοι, άμα είδον το θαύμα, έφυγον εις τα οπίσω, διηγούμενοι την συμφοράν των. Τόσον πολύ ηγάπα ο Άγιος τους Θεσσαλονικείς και τόσον τους επεμελείτο, ώστε πολλάκις τους έσωσεν από αιχμαλωσίαν, από θανατικόν, από πείναν και από άλλα συμβεβηκότα και διαφόρους κινδύνους. Εις άλλον καιρόν είχον υπάγει οι Άβαροι, το κακόν αυτό γένος, να κυριεύσωσι την Θεσσαλονίκην· εβασίλευε δε τότε εις την Κωνσταντινούπολιν ο αυτοκράτωρ Μαυρίκιος, τον οποίον εφόνευσεν ο τύραννος Φωκάς. Λοιπόν έστειλε στράτευμα αρκετόν εις βοήθειαν των Θεσσαλονικέων· παρά ταύτα όμως οι Άβαροι δεν απεμακρύνοντο, αλλ’ απέκλεισαν τους Θεσσαλονικείς και τους ηνώχλουν. Κατά τας ημέρας εκείνας ήτο άνθρωπός τις ενάρετος, όστις εφύλαττε τον τάφον του Αγίου, ο οποίος είχε χρηματίσει πρωτοσπαθάριος του βασιλέως, τότε δε ήτο Μοναχός εις την Εκκλησίαν του Αγίου. Αυτός λοιπόν είδε μίαν των νυκτών, ότι ως να ήλθον δύο άνθρωποι νέοι και ευπρεπείς, οίτινες είπον προς αυτόν να υπάγη εις τον Ναόν και να είπη εις τον Άγιον να εξέλθη δια να συνομιλήσωσι μετ’ αυτού. Επήγε λοιπόν και το είπεν εις τον Άγιον και του εφάνη ως να εξήλθε και τους εχαιρέτησεν. Είπον δε προς τον Άγιον οι δύο εκείνοι νέοι: «Διατάσει ο Βασιλεύς την αγιωσύνην σου να αφήσης την πόλιν αυτήν και να υπάγης προς αυτόν, διότι θέλει να την παραδώση εις τας χείρας των Αβάρων». Τότε, άμα ήκουσεν ο Άγιος τον λόγον αυτόν, ελυπήθη και εστενοχωρήθη και κύψας την κεφαλήν του επί πολλήν ώραν εδάκρυσε τόσον, ώστε βλέπων αυτόν ο πρωτοσπαθάριος εκείνος τόσον λυπημένον, είπε προς τους απεσταλμένους· «Αν εγνώριζον ότι ήθελε λυπηθή τόσον πολύ ο αυθέντης μου από το μήνυμά σας, δεν θα τον εκάλουν να έλθη έξω». Μετά παρέλευσιν ώρας ικανής ήγειρεν ο Άγιος την κεφαλήν αυτού και είπε προς τους άνδρας εκείνους: «Αληθώς ούτως εφάνη αρεστόν εις τον Κύριον και Δεσπότην των όλων, να παραδώση εις χείρας αμαρτωλών ανθρώπων τοιαύτην πόλιν, αφ’ ου έχυσε το αίμα του επί του Σταυρού, δια να την εξαγοράση από την αιχμαλωσίαν του διαβόλου»; Απεκρίθησαν οι απεσταλμένοι· «Ούτω μας προσέταξεν». Είπε πάλιν προς αυτούς ο Άγιος: «Σας παρακαλώ, υπάγετε να είπητε εις τον Βασιλέα τούτους τους λόγους· «Γνωρίζω τους οικτιρμούς σου, φιλάνθρωπε Κύριε, διότι αείποτε νικώσι την οργήν σου, την οποίαν ημείς αυξάνομεν με τας αμαρτίας μας, γνωρίζω ότι έθου την ψυχήν σου δια τους αμαρτωλούς και ότι έχυσας το Άγιόν σου αίμα επί του Σταυρού δια τας αμαρτίας ημών. Επειδή όμως κατέστησας εμέ φύλακα και επιτηρητήν εις την πόλιν ταύτην, Σε, Κύριέ μου, πρέπει να μιμηθώ και εγώ και να θύσω την ψυχήν μου δι’ αυτούς, εάν δε απολεσθώσιν αυτοί, να απολεσθώ και εγώ, διότι και αυτοί, αν και είναι αμαρτωλοί, εις το όνομά σου πιστεύουσι, συ δε είσαι Θεός των μετανοούντων· δια τούτο μη οργισθής εναντίον αυτών». Απεκρίθησαν οι άνδρες και είπον προς αυτόν: «Θα είπωμεν αυτά εις τον αποστείλαντα ημάς Κύριον, μη τύχη όμως και δυσαρεστηθή εναντίον σου»; Είπε προς αυτούς πάλιν ο Άγιος: «Ούτω να του είπητε». Αφού είπε ταύτα, εφάνη ως να εισήλθεν εις το κουβούκλιόν του και να έκλεισε τας θύρας. Το όραμα τούτο διηγήθη ο πρωτοσπαθάριος εκείνος προς τους Θεσσαλονικείς και πάντες επείσθησαν ότι μετ’ αυτών είναι η βοήθεια του Αγίου. Τούτο δε, ευσεβείς Χριστιανοί, θέλετε το βεβαιωθή έτι μάλλον και από την επομένην διήγησιν. Αφού οι βάρβαροι Άβαροι εκυρίευσαν πολλούς τόπους και ηρήμωσαν αυτούς, εβάδισαν και κατά της Θεσσαλονίκης, όντες έως εκατόν χιλιάδες τον αριθμόν. Άμα δε έφθασαν εκεί, αμέσως επολιόρκησαν το φρούριον και στήσαντες κλίμακας ανέβησαν επάνω εις τα τείχη. Τότε ο Άγιος εφάνη εν τω άμα ως ωπλισμένος στρατιώτης και επιπεσών κατ’ αυτών κατέσφαξε πολλούς εξ αυτών· οι δε λοιποί φοβηθέντες έφυγον μακράν από το φρούριον· εκεί έκαμον σκηνάς και έμειναν εν αυταίς. Αλλά και εκεί ευρισκόμενοι προητοίμαζον πάντα τα του πολέμου αναγκαία· έκτισαν δε και πύργους ξυλίνους, υψηλοτέρους από τους πύργους του φρουρίου· έφεραν δε και πέτρας πολλάς και καταλλήλους και ούτως έβαλον εις τους πύργους άνδρας τεχνίτας να σφενδονίζωσι τας πέτρας εκείνας εντός του φρουρίου, τόσον δε πυκνά επετροβόλουν, ώστε εκρήμνισαν τους προμαχώνας των τειχών, άπαντες δε οι εις το φρούριον ευρισκόμενοι εφοβούντο και έτρεμον δια τον μέγαν κίνδυνον, όστις τους ηπείλει. Οι Θεσσαλινικείς, βλέποντες το μέγαν κίνδυνον και μη δυνάμενοι να αντισταθώσιν εις τους πολεμίους, αφιέρωσαν όλην αυτών την ελπίδα εις τον Άγιον και αυτόν παρεκάλουν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος ως έτοιμος βοηθός πάραυτα τους εβοήθησε κατά τον ακόλουθον παράδοξον τρόπον: Παρεκίνησε τους Θεσσαλονικείς και ανέβησαν εις τα υψηλότερα μέρη του φρουρίου δια να αντιπαραταχθώσιν εις τους εχθρούς· εφάνη δε και ο Άγιος εν τω μέσω αυτών και λαβών μικράν τινα πέτραν, έγραψεν εις αυτήν: «Εν τω ονόματι Ιησού του Θεού ημών, Άγιε Δημήτριε, βοήθει» και έπειτα έρριψεν αυτήν. Άμα δε ερρίφθη ο πολλής τιμής άξιος εκείνος λίθος, όστις έφερε το όνομα του Αγίου και ήτο ενδεδυμένος με θείαν χάριν, επήγε κατ’ ευθείαν εις τους μεγάλους σωρούς των πετρών, τας οποίας είχον οι εχθροί συνηθροισμένας και δεισκόρπισεν αυτάς και όλας αυτών τας μηχανάς κατασυνέτριψεν. Ο δε κόπος και αι τέχναι των βαρβάρων τούτων εστάφησαν επί τας κεφαλάς των, όλαι δε αυτών αι προσπάθειαι και ενέργειαι απέβησαν μάταιαι. Οι δε Θεσσαλονικείς, βλέποντες την δειλίαν των βαρβάρων και ενθαρρυθέντες εσφενδόνιζον πέτρας ακαταπαύστως από τα τείχη του φρουρίου. Βλέποντες λοιπόν οι βάρβαροι τας μεν πέτρας μικράς, την δε δύναμιν αυτών μεγάλην, εθαύμαζον και ηπόρουν· όθεν έλαβον εις τας χείρας των από τας πέτρας εκείνας και είδον ότι ήσαν επάνω εις αυτάς γράμματα. Ηρώτησαν τότε ένα, τον οποίον είχον αιχμαλωτίσει εις τα περίχωρα, τι λέγουσι τα γράμματα εκείνα. Αυτός δε εξήγησεν εις αυτούς τι εσήμαινον και ούτοι εθαύμασαν και ηπόρησαν εις την δύναμιν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, του οποίου μόνον το όνομα επικαλούμενον βοηθεί τοιουτοτρόπως! Τότε λοιπόν έπαυσαν προς καιρόν από του να πολεμώσιν. Πλην μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού, συνάξαντες και πάλιν οι βάρβαροι εκείνοι περισσότερα στρατεύματα, ήλθον κατά της Θεσσαλονίκης. Αίφνης όμως εφάνη και ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος ως να εξήρχετο από το φρούριον με στρατεύματα αμέτρητα. Αυτοί δε, άμα τον είδον, έφευγον εις τα οπίσω και χωρίς να τους διώκη κανείς. Άφησαν δε τας τροφάς των, τας σκηνάς των και τα άρματά των και ούτως ελυτρώθη η πόλις από τον μέγαν και φρικτόν εκείνον κίνδυνον και εδόξασαν άπαντες τον Θεόν και εμεγάλυνον τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον, δια το θαύμα το οποίον έδειξε, διότι καθώς ο Ιησούς του Ναυή, ο αρχηγός του πάλαι Ισραηλιτικού στρατού, έστησε τον ήλιον μέχρις ότου εφόνευσε τον Αμαλήκ και το στράτευμα αυτού όλον, ούτω και ο Μάρτυς του Χριστού με την πέτραν, εις την οποίαν είχε το όνομά του γεγραμμένον, ανέστρεψεν επί τας καφαλάς των εχθρών τας πέτρας τας οποίας έρριπτον κατά της πατρίδος του. και ηδύνατο μεν ο Άγιος και δι’ άλλου τρόπου να λυτρώση την πατρίδα του, ήτοι να φοβίση τους εχθρούς και να ενθαρρύνη τον λαόν του να κατακόψωσι και να αφανίσωσι τους εχθρούς, πλην ούτως ηθέλησεν ο Άγιος δια να δείξη την μεγάλην παρρησίαν, την οποίαν είχε προς τον Θεόν, διότι με την πέτραν εποίησε τοιούτον θαύμα. Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ ο Κομνηνός, ο οποίος εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ειρηνικώς τριάκοντα οκτώ έτη και ο οποίος κατά το διάστημα της βασιλείας του εταπείνωσεν όλους τους εχθρούς και συνήθροισε πλούτον πολύν, ο αυτοκράτωρ αυτός ήτο άνθρωπος πεπαιδευμένος και φρόνιμος και εις την κυβάρνησιν του Κράτους αυτού εφάνη δοκιμώτερος από τινας των προκατόχων αυτού βασιλέων. Ούτος ηγάπα καθ’ υπερβολήν τον καλλωπισμόν της πόλεως, ως επίσης και την ιδίαν εαυτού ευπρέπειαν, όπως και ο Σολομών. Επειδή λοιπόν ηγάπα να ενδύηται μεγαλοπρεπώς, προσέταξε να του κατασκευάσωσι μανδύαν τινά πολυποίκιλτον τον οποίον ήθελε να φορή μόνον εις τας μεγάλας εορτάς και όταν ήρχοντο προς αυτόν πρέσβεις από τα άλλα έθνη του κόσμου, ίνα τον προσκυνήσωσιν. Είχε δε προστάξει και έβαλον εις αυτόν και από το έμπροσθεν και το όπισθεν μέρος μαργαριτάρια ακριβά και τον εκέντησαν με λίθους πολυτίμους, οι πλείστοι των οποίων ήσαν από τον λεγόμενον ανθρακίτην λίθον. Άμα δε ούτος συνετελέσθη μετά της προσηκούσης επιμελείας και ακριβείας, οι λίθοι εφαίνοντο ως ανημμένοι άνθρακες και το όλον ωμοίαζε προς ουρανόν, διότι οι πολύτιμοι εκείνοι λίθοι έφεγγον ως τα ουράνια άστρα. Εφύλαξε λοιπόν αυτόν ο βασιλεύς εις το θησαυροφυλάκιόν του και είχε σκοπόν να τον φορέση δια πρώτην φοράν κατά την εορτήν του Πάσχα. Το εσπέρας λοιπόν του Μεγάλου Σαββάτου τον εξήγαγον του θησαυροφυλακίου και τον ετοποθέτησαν εις τον εξώτερον θάλαμον του κοιτώνος του βασιλέως, δια να τον έχωσιν έτοιμον κατά την ώραν της Αναστάσεως να τον φορέση ο βασιλεύς. Αλλά (θαυμάσια τα τεράστιά σου, θαυματουργέ Δημήτριε!) την ώραν εκείνην επήρεν ο Άγιος τον μανδύαν εκείνον από το βασιλικόν παλάτιον, τον έφερεν εις τον τάφον του και τον ήπλωσεν από την κεφαλήν του έως των ποδών, όταν δε έφθασεν η ώρα της Αναστάσεως εγένετο σύγχυσις και ταραχή μεγάλη εις τα ανάκτορα δια τον μανδύαν εκείνον και οι θησαυροφύλακες εγένοντο ως νεκροί από τον φόβον των. Μαθών ο βασιλεύς το συμβάν τούτο και εξετάζων τους ανθρώπους, έμαθεν ότι τα μεν κλείθρα εύρον απαραβίαστα και όλα τα ενδύματα ήσαν εκεί, μόνον δε ο μανδύας εκείνος έλειπεν. Όθεν ησύχασεν αναμένων την έκβασιν. Ο δε υπηρέτης, ο οποίος εφύλαττε τον τάφον του Αγίου, ελθών να ανοίξη το κουβούκλιον, είδεν αίφνης επάνω εις τον τάφον τον μανδύαν εκείνον, ο οποίος έφεγγε, και κυριευθείς από φόβον εστάθη επί ικανήν ώραν θαυμάζων εις αυτό. Έπειτα έτρεξε μετά σπουδής και διηγήθη το περιστατικόν τούτο εις όλους· ήλθον λοιπόν άπαντες οι πρόκριτοι της πόλεως εκείνης και ιδόντες τον αξιοθαύμαστον εκείνον μανδύαν εξεπλάγησαν, ηννόησαν δε ότι το πράγμα εκείνο ήτο βασιλικόν. Έγραψαν λοιπόν αμέσως προς τον βασιλέα επιστολήν, την οποίαν έπεμψαν δια ταχυδρόμων επίτηδες και εν αυτή τη επιστολή εξέθετον το είδος και την ποιότητα του ενδύματος εκείνου. Μαθών ο βασιλεύς τον ερχομόν των απεσταλμένων εκείνων εξήτασεν αυτούς να του είπωσιν ακριβώς την ημέραν και την ώραν κατά την οποίαν ευρέθη ο μανδύας ηπλωμένος εις τον τάφον του Αγίου. Εκ της εξετάσεώς του αυτής έμαθεν ο βασιλεύς, ότι ούτος ευρέθη εις τον τάφον του Αγίου ακριβώς την ώραν κατά την οποίαν και οι θησαυροφύλακες αυτού τον είχον τοποθετήσει εις τον εξωτερικόν κοιτώνα αυτού. Όθεν θαυμάσας ο βασιλεύς εκήρυττεν εις την πόλιν το παράδοξον εκείνο θαύμα, το οποίον εποίησεν ο Άγιος. Μετά παρέλευσιν δε τινων ημερών ο βασιλεύς είπε προς τους μεγιστάνας αυτού: «Ο Άγιος Δημήτριος ονειδίζει ημάς δια την αμέλειαν και αγνωμοσύνην μας, διότι αυτός μεν εις πολλούς πολέμους κατά των εχθρών πολλάκις μας εβοήθησε και κατασυνέτριψεν αυτούς, ενώ ημείς έως τώρα ούτε καν με ελάχιστα αφιερώματα δεν ηυχαριστήσαμεν αυτόν, δια τούτο και αυτός ηθέλησε να λάβη ως ενέχυρον τον μανδύαν μου μέχρις ότου αποδώσωμεν εις αυτόν το οφειλόμενον. Αλλά, πολλή σου η δόξα, μεγαλομάρτυς και θαυματουργέ Δημήτριε Μυροβλύτα· διότι και από τους εχθρούς μάς ελευθερώνεις και μας βοηθείς, συγχρόνως δε μας ελέγχεις ως αχαρίστους». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς αμέσως έγραψε χρυσόβουλλον, δια του οποίου αφιέρου εις τον εν Θεσσαλονίκη Ναόν του Αγίου Δημητρίου την πόλιν Μελιδόνιον, μετά πολλών αγρών και αμπελώνων αυτής, παρεκάλει δε εις το χρυσόβουλλον τον Άγιον να τον συγχωρήση δια την επιδειχθείσαν αγνωμοσύνην του. Προς το ανατολικόν μέρος της πόλεως Θεσσαλονίκης υπάρχει τόπος τις πολύ ωραίος, ο οποίος έχει λειβάδια τερπνά, αέρα εύκρατον και πολλά καρποφόρα δένδρα· έχει δε κατ’ εξοχήν μίαν βρύσιν πολύ ωραίαν, εξ ης αναβρύει ύδωρ γλυκύ και ψυχρόν από πέτραν τινά εσχισμένην από αμνημονεύτων αιώνων. Εις τον ωραίον και κεχαριτωμένον αυτόν τόπον παρεκινήθη άρχων τις Χριστιανός να ανεγείρη μίαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου Δημητρίου· έκτισε δε καλύβας τινάς πέριξ αυτής εις τας οποίας κατώκησαν Μοναχοί. Εις την Εκκλησίαν αυτήν δια θαυματουργίας του Αγίου ανέβλυζεν ύδωρ ωραιότατον. Εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν είχε σταλή άλλοτε υπό του βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως άρχων τις, ίνα εξουσιάζη και να επιτηρή την πόλιν αυτήν. Ο άρχων αυτός ήτο δίκαιος εις τας κρίσεις του, ελεήμων, συμπαθής και σωφρονέστατος· αλλά συνέβη να περιπέση εις ασθένειαν μεγάλην, ήτις βαθμηδόν τον κατέστησε παράλυτον, εις τρόπον ώστε μετά παρέλευσιν χρόνου εσάπησαν αι σάρκες του και ανέλυσαν ως κηρίον· εδοκίμαζε δε πόνους τρομερούς και αλγεινούς και καθ’ εκάστην περιέμενε να αποθάνη. Νύκτα λοιπόν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος Δημήτριος, ο άμισθος ιατρός και είπε προς αυτόν: «Ύπαγε εις την Εκκλησίαν μου, η οποία είναι έξω από την πόλιν και ονομάζεται Πηγή. Λάβε από την βρύσιν αυτήν ύδωρ και νίψον τας χείρας, τους πόδας και όλον το σώμα σου και θέλεις θεραπευθή πάραυτα. Εγώ δε όστις σου λέγω αυτά είμαι ο Δημήτριος, ο οποίος φυλάττω την πόλιν». Εξυπνήσας ο παράλυτος εκείνος άρχων διηγήθη εις όλους το όραμα το οποίον είδε. Τον ήγειραν λοιπόν και τον έθηκαν εις κράββατον και τον εκόμισαν εις την βρύσιν εκείνην (ήτις δικαίως δύναται να ονομασθή άλλη βρύσις του Σιλωάμ, κατά την θείαν Γραφήν). Άμα δε έφθασε και έπλυνεν όλον το σώμα του εις το όνομα του Αγίου, αμέσως ιάθη εντελώς όλος και εγερθείς επορεύθη εις την πόλιν κηρύττων και μεγαλύνων το θαύμα όπερ εγένετο εις αυτόν. Επειδή δε ο άρχων εκείνος ιατρεύθη καθ’ όλα τα μέλη και τους αρμούς του σώματός του, ο λαός από της ώρας εκείνης ωνόμασε την βρύσιν αυτήν Αρμουμένην. Εις τα μέρη της Καππαδοκίας, εις χωρίον τι ονομαζόμενον Δρακοντιάνα, ήτο γεωργός τις, ο οποίος εκαθάριζε τον αγρόν του δια να ποιήση αλώνιον. Εκεί δε όπου εκαθάριζεν αυτόν, εύρεν εις μέρος τι πολλάς πέτρας, τας οποίας ξεκολλών απ’ εκεί είδε θεμέλια παλαιά, τα οποία εφαίνετο ότι ήσαν από πολλών χρόνων κεχωσμένα υπό την γην. Ήρχισε λοιπόν να σκάπτη και να χαλά τα θεμέλια εκείνα, αλλ’ αίφνης εφάνη νέος τις ωραιότατος, έφιππος ως στρατιώτης, ο οποίος είπε προς αυτόν: «Ω άνθρωπε, διατί χαλάς τον οίκον μου, όπως ποιήσης αυτόν αλώνιον; Γίνωσκε ότι, αν ποιήσης αυτό, θέλεις πάθει μέγα κακόν. Εγώ όστις σου ομιλώ είμαι ο Δημήτριος από την Θεσσαλονίκην, ο οποίος τιμώμαι εδώ». (Διότι εκεί εις την Καππαδοκίαν ετίμων μεγάλως τον Άγιον Δημήτριον). Ακούσας ο γεωργός τους λόγους εξεπλάγη και παρ’ ολίγον να παραφρονήση και από τον φόβον του επήγεν εις τον οίκον του. Ιδόντες αυτόν οι συγγενείς του ούτω συγχυσμένον και ερωτήσαντες αυτόν έμαθον το συμβάν εις αυτόν. Αμέσως λοιπόν επήγαν εις το μέρος εκείνο, το οποίον καθαρίσαντες εύρον παλαιά θεμέλια ασβεστωμένα και εκ τούτων ηννόησαν, ότι υπήρχε ποτέ εις τον τόπον εκείνον Εκκλησία του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Μετά δε ταύτα έκτισαν Εκκλησίαν όπως ηδυνήθησαν ωραίαν και θαυμαστήν, εντός δε αυτής έβαλον μέγαν Σταυρόν, ώστε κατά μεν το φαινόμενον ήτο ο τροπαιοφόρος Σταυρός, κατά δε το νοούμενον εσήμαινε τον Μάρτυρα, δια να έχωσιν όσοι προσκυνούσιν εκεί διπλήν την βοήθειαν της δυνάμεως και από τον Τίμιον Σταυρόν και από τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον· διότι και ο Άγιος με την δύναμιν του Σταυρού ενίκησε την πλάνην των ειδώλων και ο Σταυρός δια του Μαρτυρίου του Αγίου ανυψώθη έτι μάλλον. Εζωγράφησαν δε εις μίαν και την αυτήν Εικόνα τον Σταυρόν και τον Άγιον, λέγοντες: «Επειδή δια του Μαρτυρίου ο Άγιος συνεσταυρώθη με τον Χριστόν, δια τούτο είναι εζωγραφημένος ομού εν μια Εικόνι». Εκ τούτου δε ωνόμασαν την Εκκλησίαν εκείνην του Αγίου Δημητρίου του Σταυρικού. Εις την Εκκλησίαν δε αυτήν ετελούντο καθ’ εκάστην πολλά θαύματα υπό της Χάριτος του Αγίου. Εις την Αυλώνα ήτο αυθέντης τις, Μαριανός ονομαζόμενος. Αυτός λοιπόν ησθένησε τόσον βαρέως, ώστε εκινδύνευεν από ώρας εις ώραν ν’ αποθάνη· πολλοί δε ιατροί τον επεσκέφθησαν και κανείς δεν ηδυνήθη να τον ιατρεύση· έπασχε δε καθ’ όλον το σώμα από λέπραν και ανέδιδε δυσωδίαν. Νύκτα λοιπόν τινά εφάνη ο Μέγας Δημήτριος και είπε προς αυτόν: «άνθρωπε, διατί βασανίζεσαι ούτω και εξοδεύεσαι εις μάτην; Συ άλλως δεν δύνασαι να ιατρευθής, μόνον ελθέ εις την Θεσσαλονίκην και πρόσπεσον εις τον τάφον μου μετά πίστεως και θέλεις ιδεί την δύναμιν του Θεού». Επήγε λοιπόν ο αυθέντης εκείνος Μαριανός και προσέπεσεν εις τον τάφον του Αγίου και δια νυκτός βλέπει πάλιν τον Άγιον και του εφάνη ως να έλαβεν έλαιον από την κανδήλαν του και τον έχρισε, παρευθύς δε με το χρίσμα εκείνο του αγίου ελαίου, το οποίον είδεν, εθεραπεύθη. Εις τον Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου ήτο εν άλλη εποχή άνθρωπος τις, Ονησιφόρος ονομαζόμενος, ο οποίος είχε την υπηρεσίαν να ανάπτη και να σβύνη τας λαμπάδας, τας οποίας έφερον οι Χριστιανοί εις τον τάφον του Αγίου· και όμως συνεργεία του μισοκάλου δεν τας άφηνε να καίωνται, αλλά τας έσβυνε ταχέως και τας έπαιρνε. Νύκτα τινά λοιπόν εφάνη ο Άγιος εις τον ύπνον αυτού και του είπεν: «Αδελφέ Ονησιφόρε, δεν αρέσκει εις εμέ αυτό το οποίον πράττεις εις τας λαμπάδας· γνώριζε ότι και τον εαυτόν σου βλάπτεις και εκείνους οίτινες φέρουσιν αυτάς· διότι όσον περισσότερον καίονται αι λαμπάδες έμπροσθεν της Εικόνος, τόσον περισσότερον ολιγοστεύουσιν αι αμαρτίαι εκείνου όστις τας φέρει. Όταν όμως τας αφαιρούν, και εκείνος ο οποίος τας φέρει χάνει τον μισθόν του και εκείνος ο οποίος τας αφαιρεί θα έχη κόλασιν εις την ψυχήν του». Ταύτα άμα ήκουσεν ο Ονησιφόρος ενεποδίσθη προς ώραν από του να αμαρτάνη, αλλά πάλιν μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών επανέλαβε την κακήν αυτήν πράξιν του. Νύκτα δε τινά επήγε Χριστιανός τις δύο λαμπάδας μεγάλας και ωραίας να τας ανάψη έμπροσθεν της Εικόνος του Αγίου· μόλις δε τας είχεν ανάψει και προσκυνήσας παρεμέρισεν ολίγον, ο Ονησιφόρος επήγε να τας σβέση· αλλ’ αμέσως ο Άγιος, θέλων να τον εκφοβίση, είπε προς αυτόν μετά φοβεράς φωνής: «Πάλιν ούτω πράττεις, Ονησιφόρε;» Τότε, άμα ήκουσεν αυτήν την φωνήν ο Ονησιφόρος, τρομάξας έπεσε κατά γης με το πρόσωπον και εκείτετο ως νεκρός, ώστε ο Ιερεύς της Εκκλησίας επήγεν και τον ήγειρεν· όταν δε ήλθεν εις τον εαυτόν του, εξωμολογήθη παρρησία την αμαρτίαν του. κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλε να κυριευθή η Θεσσαλονίκη από τους Αγαρηνούς, πορευόμενοί τινες ευλαβείς Χριστιανοί εις την Θεσσαλονίκην, δια την εορτήν του Αγίου, έφθασαν εις την βασιλικήν οδόν, η οποία είναι εις το Βαρδάριον· εκεί είδον οφθαλμοφανώς τινα ως στρατιώτην, ο οποίος ήρχετο από την Θεσσαλονίκην και άλλον ως Αρχιερέα, ο οποίος ήρχετο από τον δρόμον της Λαρίσης, οίτινες αμφότεροι συνηντήθησαν και κατά πρώτον μεν απετάθη ο στρατιώτης και είπε προς τον Αρχιερέα: «Χαίρε, Αρχιερεύ του Θεού Αχίλλιε». Είπε και ο Αρχιερεύς: «Χαίρε και συ, στρατιώτα του Χριστού Δημήτριε». Οι δε Χριστιανοί εκείνοι, άμα ήκουσαν τα ονόματα ταύτα, έστησαν παράμερα μετά φόβου δια να ίδωσι το τέλος. Είπε πάλιν ο στρατιώτης προς τον Αρχιερέα· «Πόθεν έρχεσαι, Αρχιερεύ του Θεού, και που υπάγεις;» Τότε εδάκρυσεν ο Άγιος Αχίλλιος και είπε προς αυτόν: «Δια τας αμαρτίας και τας ανομίας του κόσμου προσέταξεν ο Θεός να εξέλθω από την Λάρισαν, την οποίαν εφύλαττον, διότι θα παραδοθή εις τας χείρας των Αγαρηνών και ιδού εξήλθον και υπάγω όπου με προστάζει. Και συ λοιπόν, πόθεν έρχεσαι; Ειπέ μοι σε παρακαλώ!» Τότε εδάκρυσε και ο Άγιος Δημήτριος και είπε προς αυτόν: «Και εγώ το αυτό έπαθον, Αρχιερεύ Αχίλλιε· πολλάκις εβοήθησα τους Θεσσαλονικείς και από αιχμαλωσίας του ελύτρωσα και από θανατικόν και από ασθένειαν· πλην τώρα από τας πολλάς των αμαρτίας και ανομίας απέστη ο Θεός απ’ αυτούς και με προσέταξε να τους αφήσω, να παραδοθώσιν εις τας χείρας των Αγαρηνών. Δια τούτο υπήκουσα εις την προσταγήν του και ιδού εξήλθον και υπάγω όπου με προστάζει». Ταύτα ειπόντες αμφότεροι έκυψαν τας κεφαλάς των κάτω εις την γην και έκλαυσαν· έπειτα δε από πολλήν ώραν εφιλήθησαν και απεχαιρετίσθησαν και πάραυτα εγένοντο άφαντοι. Τούτο το θαύμα ιδόντες οι Χριστιανοί εκείνοι δεν απετόλμησαν να υπάγωσιν εις την Θεσσαλονίκην, αλλ’ έστρεψαν εις τα οπίσω διηγούμενοι το θαύμα. Δεν παρήλθε μην και η Θεσσαλονίκη εκυριεύθη και ελεηλατήθη από τους Τούρκους, ως και η Λάρισα. Αυτό είναι το Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου και μερικά εκ των θαυμάτων αυτού, τα οποία διηγήθημεν εν συντόμω. Πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ακούομεν τα Μαρτύρια των Αγίων Μαρτύρων, να μιμώμεθα και τα έργα αυτών, ίνα ο Θεός ευφραίνηται εις τα έργα ημών και οι Άγιοι χαίρωσιν εις τας εορτάς ημών και ημείς αξιωθώμεν της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΝΕΣΤΟΡΟΣ.

Δημοσίευση από silver »


Νέστωρ ο Άγιος Μάρτυς ήτο από την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην, έζη δε κατά τας ημέρας των δυσσεβών βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού κατά το αυτό έτος κατά το οποίον εμαρτύρησεν ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος. Ήτο δε τότε ο μακάριος ούτος Νέστωρ πολύ νέος, άγων την ηλικίαν εκείνην, κατά την οποίαν αρχίζουσι να φύωνται αι τρίχες του πώγωνος, γλυκύς εις την θεωρίαν, ωραίος εις το κάλλος και γνώριμος του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Βλέπων δε ο μακάριος Νέστωρ ότι ο βασιλεύς Μαξιμιανός έχαιρε και ηγάπα βάρβαρόν τινα, Λυαίον ονομαζόμενον, και ότι εκαυχάτο μεγάλως εις την ανδρείαν του βαρβάρου εκείνου και εις τας νίκας, τας οποίας έκαμνε με όσους επάλαιεν, όστις και πολλούς Χριστιανούς εθανάτωσεν, εμίσησε την τοιαύτην υπερηφάνειαν του Λυαίου. Βλέπων δε και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, έλαβε θάρρος, ότι αν μόνον θωρακισθή με τας ευχάς εκείνου και πολεμήση τον βάρβαρον Λυαίον, θέλει βεβαίως τον νικήσει. Όθεν προστρέχει εις τον Μέγαν Δημήτριον, εις την φυλακήν τότε ευρισκόμενον, και πεσών εις τους πόδας αυτού λέγει: «Δούλε του Θεού Δημήτριε, εγώ είμαι πρόθυμος να μονομαχήσω με τον Λυαίον· δια τούτο εύξαι υπέρ εμού επικαλούμενος το όνομα του Χριστού». Ο δε Άγιος, σφραγίσας αυτόν με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, του είπε: «Και τον Λυαίον θέλεις νικήσει και δια τον Χριστόν θέλεις μαρτυρήσει». Ούτω λοιπόν με τας ευχάς του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου καθοπλισθείς ο γενναίος Νέστωρ εισήλθεν εντός του σταδίου αφόβως, και αφ’ ου εξέπληξε τον Μαξιμιανόν δια της ωραίας του όψεως, συνωμίλησε μετ’ αυτού ειπών όσα εις τον Βίον του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου είδομεν, είπεν· «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι», και πολεμήσας με τον Λυαίον, κτυπά τούτον κατάκαρδα με την μάχαιράν του και τον φονεύει πάραυτα, πληγώνει δε ενταυτώ και τον βασιλέα με πληγήν ψυχικήν, διότι προυξένησεν εις αυτόν λύπην απαρηγόρητον· ένεκα του οποίου οργισθείς ο τύραννος προσέταξεν ο μεν Άγιος Δημήτριος να κατατρυπηθή με λόγχας, ο δε Άγιος Νέστωρ να θανατωθή με ξίφος. Και ούτως έλαβον αμφότεροι παρά Χριστού τους στεφάνους του Μαρτρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) του Οκτωβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, του

Δημοσίευση από silver »

Αθανάσιος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο λαμπρότατος της οικουμένης φωστήρ και του Δεσπότου Χριστού δούλος γνήσιος, ήτο εξ Αδριανουπόλεως. Ο πατήρ αυτού εκαλείτο Γεώργιος και η μήτηρ Ευφροσύνη, αμφότεροι ευσεβείς, ευγενείς και ενάρετοι. Από τοιούτους λοιπόν γονείς γεννηθείς, ωνομάσθη ο παις Αλέξιος εις το άγιον Βάπτισμα και από μικρός εδείκνυε οποίος τις έμελλε να κατασταθή, διότι ουδόλως εδόθη εις παιγχνίδια, κατά την των νέων συνήθειαν, ούτε επόθησε ρευστά και μάταια πράγματα, αλλά όλη του η σπουδή ήτο εις την ακολουθίαν της Εκκλησίας και εις την των γραμμάτων μάθησιν. Δεν συνανεστρέφετο με ατάκτους νέους, δια να μη φθαρώσιν εις κακάς ομιλίας τα ήθη τα χρηστά, τα οποία είχεν ο τρισμακάριος· μάλιστα όπου έβλεπεν ευλαβή τινα και ενάρετον, τον συνανεστρέφετο και συνωμίλει μετ’ αυτού, ίνα λαμβάνη ψυχικήν ωφέλειαν. Τελευτήσαντος δε του πατρός αυτού, έμεινεν ορφανόν το παιδίον, και προέκοπτεν εις την αρετήν περισσότερον· εις ολίγον δε καιρόν, από την συνεχή μελέτην των θείων Γραφών εκαρποφόρησε πολλήν σοφίαν και σύνεσιν, και ήτο τοσούτον γνωστικός εις τας συνομιλίας, ώστε όλοι τον εθαύμαζον, ότι, καίτοι νέος, υπερτέρει πάντας τους γέροντας εις την φρόνησιν. Όσον λοιπόν προέκοπτεν εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανε και εις την της ψυχής αρετήν και κατάστασιν και έβαλεν εις τον νουν του να απαρνηθή τελείως του πλάνου αυτού κόσμου την ματαιότητα ως ψευδή και επίκηρον, να ποθήση την άνω σοφίαν, να αξιωθή της ουρανίου μακαριότητος· και εις τούτο παρεκινήθη πρώτον μεν από την ρήσιν του Ιερού Ευαγγελίου, την λέγουσαν: «Όστις αγαπά περισσότερον από εμέ τον πατέρα του και την μητέρα του, δεν είναι άξιος δούλος μου», δεύτερον δε από τον Βίον και την Πολιτείαν του θαυμαστού Αλυπίου του Κιονίτου, τον οποίον αναγινώσκων μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και βλέπων, ότι αυτός κατεφρόνησεν όλα του κόσμου τα χαρμόσυνα και την μητέρα του, ήτις ήτο και αυτή χήρα και τον είχε μοναδικήν παρηγορίαν, ετρώθη και ούτος την καρδίαν από τον θείον και γλυκύτατον έρωτα και καταφρονεί την πατρίδα, τους συγγενείς και φίλους και την φιλτάτην μητέρα του, την τεθλιμμένην και χήραν, και πορεύεται εις την Θεσσαλονίκην, εις την περιφέρειαν της οποίας ευρίσκετο θείος τις του Αγίου Μοναχός εις πλούσιον τι Μοναστήριον, εις το οποίον μεταβάς εκάρη Μοναχός και μετωνομάσθη Ακάκιος. Εκείθεν, βλέπων ότι οι αδελφοί εκείνοι δεν είχον την πρέπουσαν σπουδήν εις την μοναδικήν ακρίβειαν, δια την φροντίδα και προσπάθειαν την οποίαν είχον εις τα υλικά και πρόσκαιρα, λαβών συγχώρησιν ανεχώρησεν, αφ’ ου έβγαλε το γένειον και επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, και προσκυνήσας όλα τα άγια Μοναστήρια και τα λοιπά ασκητήρια και ησυχαστήρια, ελάμβανε πολλήν ωφέλειαν, διότι καθώς η φίλεργος μέλισσα περιέρχεται τα λειάδια και συνάγει το γλυκύ μέλι από διάφορα άνθη και βότανα, ούτω και ο Άγιος ελάμβανεν από τους εναρέτους παραδείγματα ψυχικής ωφελείας και τα εθησαύριζεν εις την καρδίαν αυτού επιμελέστατα, και τόσον ηγάπησε την σωματικήν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, ώστε δεν εφόρει υποδήματα, αλλά περιεπάτει ανυπόδητος. Ούτε δύο ράσα δεν απέκτησεν, αλλά μονοχίτων διήγε τας ημέρας και νύκτας ο τρισμακάριος· μάλιστα και από μέσα κατά σάρκα εφόρει τρίχινα, δια να βασανίζηται περισσότερον. Την δε κοιλίαν και τον λαιμόν τοσούτον επαίδευεν, ώστε μόνον άρτον και ύδωρ ελάμβανε, και αυτά με πολλήν εγκράτειαν, και δεν εχόρτασε πώποτε, και ούτω διήλθεν όλην του την ζωήν ως Άγγελος. Δεν ένιψε ποτέ την κεφαλήν ή τους πόδας του, μήτε ποτέ ίππευσεν, ούτε καν ύστερον όταν αρχιεράτευσεν, εκοιμάτο δε χαμαί με πολλήν κακοπάθειαν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν όλα τα του Άθωνος Μοναστήρια, επήγεν εις του Εσφιγμένου και εκοινοβίασε, τόσους δε κόπους και αγώνας ετέλεσεν, ώστε είναι αδύνατον καταλεπτώς να τους γράψωμεν· μόνον από τα πολλά να γράψωμεν ολίγα, δια να καταλάβητε κατά την παροιμίαν από του κρασπέδου το ιμάτιον, όπως διηγείτο ταύτα ευλαβής τις Ιερομόναχος, όστις επήγεν από την Μονήν του Στουδίου εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως και επήγε και εις την Μονήν του Εσφιγμένου, εις την οποίαν έμαθεν από τους Μοναχούς τας θαυμασίας αρετάς του Οσίου, ότι διήλθεν εκεί δύο έτη υπηρέτης της τραπέζης και υπηρέτει τους αδελφούς με πολλήν επιμέλειαν και δεν είχε κελλίον ή κλίνην χωριστήν ή καν ψαθίον, ούτε κατά το έαρ, ούτε τον χειμώνα, ότε ενσκήπτει το ψύχος, διότι εις τον τόπον εκείνον έπιπτον πολλά χιόνια και το ψύχος ήτο άμετρον, αλλά εκοιμάτο κατά γης ολίγον διάστημα, έπειτα ηγείρετο και εθυμίαζε προσευχόμενος και ηγρύπνει όλην την επίλοιπον νύκτα στιχολογών το ψαλτήριον και λέγων· «Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον του μελετάν το λόγιά σου» (Ψαλμ. ριη: 148), και άλλα παρόμοια. Ούτε τον είδε τις να φάγη καθήμενος, αλλ’ ίστατο όρθιος και έτρωγε τας ψίχας, αίτινες έμενον εις την τράπεζαν και έλεγεν ότι και τα κανάρια τρέφονται με τας ψίχας, αίτινες πίπτουσιν από την των κυρίων των τράπεζαν. Μήτε δε έλαιον και οίνον εδοκίμασεν επί τρία έτη, κατά τα οποία παρέμεινεν εις το Μοναστήριον, ούτε άλλην τινά σωματικήν παράκλησιν· μάλιστα, εν ω εμαγείρευε πολύ επιτηδείως, το είχε μεγάλην χαράν να αναπαύση τους αδελφούς και αυτός να εγκρατεύηται, δια να λάβη πλουσίαν την ανταπόδοσιν εις την Βασιλείαν εκείνην την αεί διαμένουσαν, είχε δε και τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς αυτού πάντοτε· διότι βλέπων αυτό το πρόσκαιρον πυρ δι’ ου εμαγείρευεν, ενεθυμείτο εκείνο το άσβεστον της γεέννης και έκλαιεν. Δια τας αρετάς του λοιπόν τον εσέβοντο όλοι μετά πολλής ευλαβείας και τον ετίμων ως έπρεπεν· όθεν φοβούμενος μήπως και στερηθή της ουρανίου δόξης δια την πρόσκαιρον, έφυγεν από το Μοναστήριον και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Προσκυνήσας δε τους Αγίους Τόπους και την έρημον του Ιορδάνου, απήλθεν εις το όρος του Λάτρου, ένθα κατώκουν άγιοι άνθρωποι και προσμείνας εκεί πολύν καιρόν εις κελλίον τι αναχωρητικόν και ωφεληθείς πολλά απ’ εκείνους τους Αγίους Πατέρας, επήγε και εις το βουνόν του Αυξεντίου, όπου ευρίσκοντο αναρίθμητοι Ασκηταί και μάλιστα ο εξακουστός Ηλίας, Νείλος ο Ιταλός, και ο Λεπεντριανός Αθανάσιος, μεθ’ ων συνωμίλησεν, ωφεληθείς και ωφελήσας. Απήλθε δε και εις το όρος Γαλήσιον, όπου ήτο του μακαρίου Λαζάρου το Μοναστήριον, ειε το οποίον, αφού υπέμεινε χρόνους οκτώ υπηρετών τους αδελφούς εις όλας τας χρείας επιμελέστατα, εγένετο μεγαλόσχημος μετονομασθείς αντί Ακάκιος, Αθανάσιος, έπειτα τον εχειροτόνησαν και μη θέλοντα Διάκονον και Πρεσβύτερον, τον έκαμαν τυπικάρην και εκκλησιάρχην και υπηρέτησεν αυτό το διακόνημα με πολλήν επιμέλειαν ως άλλος ουδείς. Αναγνώσας δε τα βιβλία άπαντα τρις και τετράκις και λαβών από ταύτα πολλήν ωφέλειαν, εθησαύρισε πλούτον πολύν σοφίας και γνώσεως, αναβάσεις καθ’ εκάστην εν τη καρδία τιθέμενος. Όθεν ως άξιος και θείας θεωρίας ηξιώθη, και τον προσεκάλεσεν ο Δεσπότης Χριστός να ποιμάνη τα λογικά του πρόβατα και ακούσατε φρικτήν οπτασίαν και θαυμασίαν διήγησιν. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος να προσέρχηται εις την Εκκλησίαν προ του όρθρου και να προσεύχηται εις τον νάρθηκα. Νύκτα δε τινα, όταν ηύχετο έναντι του Εσταυρωμένου Χριστού με δάκρυα, εξήλθε φωνή γλυκυτάτη από την Εικόνα λέγουσα: «Επειδή με αγαπάς, Αθανάσιε, θέλεις μοι ποιμάνει λαόν περιούσιον». Ταύτα ακούσας έπεσε χαμαί από τον φόβον του και μετά φρικτής και αρρήτου χαράς εδοξολόγει μετά δακρύων τον Κύριον. Ποιήσας εις το του εκκλησιάρχου διακόνημα έτη δέκα ο Άγιος, ενεθυμείτο την της ησυχίας γλυκύτητα και ελυπείτο, διότι δεν ηδύνατο ν’ αγωνίζηται. Αναχωρήσας όθεν εκείθεν ήλθε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ευρίσκων τόπον ερημικόν και απόκεντρον έμεινεν εκεί, μηδέν έχων δια παραμυθίαν τινά του σώματος, ήτοι τροφάς ή ενδύματα· πλην απολαμβάνων το μέλι της ποθουμένης του ησυχίας ηυφραίνετο κατά την ψυχήν, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· πλην επειδή έτυχον και εκεί εις το Όρος σκάνδαλα από τον μισόκαλον διάβολον, ανεχώρησεν εκείθεν και επήγεν εις το όρος του Γάνου και ευρών τόπον ήσυχον κατά τον πόθον του, κατώκησεν εκεί και εντός ολίγου χρόνου συνήχθησαν και άλλοι πλησίον του, διότι η αρετή του Οσίου τους είλκυεν ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, τους οποίους ασμένως υποδεχόμενος και παιδεύων ικανώς εις την τάξιν της μοαδικής πολιτείας τους κατέστησε σκεύη εκλεκτά των χαρισμάτων του θείου Πνεύματος. Από τους μαθητάς του Αγίου ήτο και ο θαυμαστός Θεοφάνης και ο κλεινός Θεοδώρητος και άλλοι πολλοί εις την αρετήν περιβόητοι. Όχι δε μόνον εις τα περίχωρα του Όρους ήτο ακουστός ο Άγιος, αλλά και εις τα βασίλεια· όθεν έτρεχον προς αυτόν καθ’ εκάστην πλήθος πολύ δια να ακούσωσι την μελίρρυτον εκείνην γλώσσαν και να ίδωσι το γαληνόν και αγγελοειδές αυτού πρόσωπον, τους οποίους ιλαρώς υποδεχόμενος έτρεφε τας ψυχάς των δια πνευματικών νουθεσιών και θεσπεσίων παραβολών και ενθέων διηγημάτων, ως έμπειρος ιατρός και πάνσοφος. Όχι δε μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες πολλαί συνήγοντο προς αυτόν, τας οποίας κατέπεισε και απηρνήθησαν τα πρόσκαιρα δια να κληρονομήσωσι τα αιώνια. Έγινε λοιπόν και γυναικών Μοναστήριον εκεί εις την έρημον και το εκυβέρνα ο Άγιος, πολλαί δε από εκείνας ηγίασαν. Αλλ’ ας γράψωμεν και δια ποίου τρόπου εγένετο Πατριάρχης ο Άγιος, το οποίον ο Θεός ωκονόμησε δια να λάβη η Εκκλησία ειρήνην και γαλήνην από την ταραχήν την οποίαν είχε πρότερον από τον πρώην Πατριάρχην Ιωάννην Βέκκον, τον οποίον δικαίως καθήρεσαν, ως ματαιόφρονα και μισόχριστον. Ο βασιλεύς, όστις ήτο τότε Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος, ως ευσεβής και φιλόχριστος, συνήγαγε τους Κληρικούς και Αρχιερείς και τους είπεν, εάν θέλωσι, να ψηφίσωσιν αρχιποιμένα της πόλεως τον Άγιον Αθανάσιον, οίτινες όλοι το έστερξαν. Όθεν έστειλεν Αρχιερείς τινας και άρχοντας να τον φέρωσιν εντίμως, ως έπρεπεν. Φθάσαντες οι απεσταλμένοι εις τον Άγιον, του έδωκαν τα βασιλικά γράμματα και τον παρεκάλουν ώραν πολλήν να μη γίνη παρήκοος. Ο δε απεκρίνατο· «Σας παρακαλώ, Άγιοι Αρχιερείς και εντιμότατοι άρχοντες, να εύρητε άλλον τινά, όστις να είναι ικανός και άξιος, διότι εγώ συνήθισα εις την έρημον και δεν υποφέρω την σύγχυσιν». Ταύτα λέγοντος του Οσίου δια ταπείνωσιν, τον παρεκάλουν επί ώραν πολλήν να τους υπακούση δια τον Κύριον· έπειτα, ως είδον ότι ουδαμώς ήθελε, του ωμίλησαν αυστηρότερα λέγοντες: «Εάν δεν μας ακούσης, να βοηθήσης την Εκκλησίαν τώρα όπου είναι ανάγκη μεγάλη, να ωφελήσης πολλάς ψυχάς, θέλεις δώσει λόγον εις τον Θεόν την ώραν της κρίσεως». Τότε ο Άγιος, ενθυμηθείς την οπτασίαν, την οποίαν είδεν εις το Γαλήσιον και φοβηθείς μήπως φεύγων το αξίωμα της Αρχιερωσύνης δια ταπείνωσιν, κατακριθή υπό του Θεού ως παρήκοος, συγκατετέθη να αναβή εις τοιαύτην αξίαν υπερτάτην και πορευθείς εις τον βασιλέα, εγένετο δεκτός περιχαρώς από όλην την σύγκλητον και χειροτονηθείς εκάθησεν εις τον θρόνον ως άξιος εν έτει 1289, Οκτωβρίου ιδ΄ (14η). Ευρών δε ο Άγιος την Εκκλησίαν κεχερσωμένην και πολύ βεβλαμμένην από τους αιρετικούς, εκοπίασε πολλά με επιμέλειαν να την καλλιεργήση, να εκριζώση τα ζιζάνια και όταν εδίδασκε κατηγόρει τους αδίκους και άρπαγας, ως άλλος Χρυσόστομος, και δεν εντρέπετο δυνάστην και πλούσιον ούτε αυτόν τον αυτοκράτορα, έχων βοηθόν του τον Παντοκράτορα. Και τους μεν ευλαβεστέρους διώρθωνε με παραίνεσιν, τους δε απειθείς και ανυποτάκτους επαίδευε με αυστηρά επιτίμια. Ο μεν λοιπόν Άγιος εκοπίαζε νύκτα και ημέραν και ηγωνίζετο να φυλάξη από λύκους αισθητούς και νοητούς το ποίμνιον του Χριστού αβλαβές, ο δε μισόκαλος, μη υποφέρων να βλέπη το αγαθόν, εποίησε τρόπον να στερήση την ποίμνην του Χριστού από τοιούτον ποιμένα σοφώτατον· λοιπόν όσοι ήσαν άδικοι άρχοντες και Κληρικοί ανυπότακτοι εμίσησαν τον Άγιον, τους ελέγχους μη υποφέροντες και τον ενεκάλεσαν εις τον βασιλέα, ότι ήτο πολύ σκληρός και ανήμερος και δεν τον ήθελαν δια ποιμένα, εζήτουν δε να τους χειροτονήση άλλον συγκαταβατικώτερον και φιλάνθρωπον. Αυτά και άλλα περισσά φληναφήματα λέγοντες, δεν τους ήκουσεν ο βασιλεύς γινώσκων του Αγίου την ενάρετον πολιτείαν και καθαρότητα, αλλά όσον παρήρχετο ι καιρός αυτοί οι άδικοι εξηγριούντο και εμίσουν τον δίκαιον, και πολλοί Αρχιερείς ηνώθησαν με τους άρχοντας και τον ενεκάλουν συχνάκις οι άγνωστοι· όθεν ο βασιλεύς, ίνα τους ειρηνεύση, διεμήνυσεν εις τον Άγιον να δώση εν ειρήνη την παραίτησίν του, ούτος δε έγραψε προς αυτόν επιστολήν ούτω λέγουσαν: «Εγώ, βασιλεύ κράτιστε, δεν έλαβον την προστασίαν και φροντίδα της Εκκλησίας ίνα σιωπώ και παραβλέπω τα των ανθρώπων σφάλματα, αλλά να τους ελέγχω, δια να διορθώνωνται, διότι φοβερά κατάκρισις αναμένει τους προεστώτας, οίτινες δεν ελέγχουν τους αμαρτάνοντας και αυτοί, αντί να με ευχαριστώσι, με εμίσησαν και πονηρά αντί αγαθών μοι ανταπέδωσαν. Επειδή λοιπόν μισούσι την ιατρείαν και με διώκουσιν αδίκως, παραιτούμαι καγώ του θρόνου, λέγων· Κλήρω ανυποτάκτω και λαώ απειθεί αποτάσσομαι και τω Θεώ υποτάσσομαι και δέομαι αυτού να κυβερνήση υμάς προς το συμφέρον, καθώς γινώσκει, πρεσβείαις της Θεοτόκου και των Αγίων». Ταύτα γράψας ανεχώρησε παρευθύς και πορευθείς εις το Μοναστήριόν του, έμεινεν εκεί και διήγεν εναρετώτερα παρά πρότερον, διήλθε δε άλλα δέκα έτη εκεί μετά την παραίτησιν, εναρέτως πολιτευόμενος και προλέγων ως προφήτης τα μέλλοντα και πολλάκις διεμήνυσεν εις τον βασιλέα προρρήσεις τινάς, αι οποίαι καθώς έγραψεν ετελειώθησαν, καθώς εις τας επιστολάς αυτού φαίνεται, τας οποίας εδώ δια συντομίαν δεν γράφομεν, όστις δε θέλει, ας τας αναγνώση, να καταλάβη πόσης χάριτος έγινεν άξιος από τον Θεόν ο θεόπνευστος και πόσων θεωριών και αποκαλύψεων εγένετο μέτοχος. Μετά την τούτου παραίτησιν εχειροτονήθη Πατριάρχης ενάρετος τις και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, Ιωάννης ονομαζόμενος· πλην από την πολλήν του πραότητα και απλότητα δεν επαίδευε τους κακούς ανθρώπους, οίτινες έβλαπτον την Εκκλησίαν του Θεού οι θεόργιστοι· μείνας δε εκεί εννέα έτη, εβαρύνθη τας συγχύσεις και δους την παραίτησιν αυτού ανεχώρησε και ούτω πάλιν έμεινεν η Εκκλησία χηρεύουσα. Ο δε πιστότατος βασιλεύς είχε πόθον να εύρη άξιον άνθρωπον, να τον χειροτονήση ποιμένα της πόλεως. Εκείνας δε τας ημέρας ήτο εκεί εις την πόλιν ενάρετός τις άνθρωπος, Μηνάς καλούμενος, προς τον οποίον έγραψεν ο Όσιος Αθανάσιος, ότι την δείνα ημέραν μέλλει να γίνη μέγας σεισμός εις την βασιλεύουσαν και ούτως εγένετο, καθώς ο Άγιος προεφήτευσε. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς έκρινεν ότι αυτός ήτο άξιος να επανέλθη εις την Πατριαρχείαν ως και πρότερον· όθεν έστειλεν ανθρώπους και τον έφεραν ακουσίως από το Μοναστήριον και με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν τον εκάθισαν εις τον θρόνον το δεύτερον. Κατά την δευτέραν αυτού Πατριαρχείαν εφάνη ο Άγιος με τα έργα υπέρ το πρώτον λαμπρότερος και όλων των εντολών πληρωτής ακριβέστατος, εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας άγρυπνος, αδικουμένων και καταπονουμένων προστάτης θερμότατος, χηρών και ορφανών βοηθός και επίκουρος, και πάντων των εν ανάγκαις αντιλήπτωρ και βοηθός άοκνος· εξαιρέτως δε ήτο εις τους πεινώντας και πένητας τοσούτον συμπαθής και εύσπλαγχνος, ώστε εκένου τα αγγεία του σίτου και των οσπρίων και τα διεμοίραζεν εις τους πένητας, διότι κατ’ εκείνας τας ημέρας είχε γίνει πείνα μεγάλη και φοβερά, τόσον ώστε δεν είχε γίνει άλλη τοιαύτη πρότερον· όθεν άλλο δεν ηκούετο πανταχού, ειμή μόνον στεναγμοί και δάκρυα, και από την πείναν πολλοί απέθανον. Ο δε Άγιος πρώτον μεν με διδαχάς παρεκίνει τους πλουσίους να απλώσωσι τας χείρας εις βοήθειαν προς τους πένητας, έπειτα και αυτός κατέστησεν επιστάτας πιστούς και ευλαβείς ανθρώπους εις τόπους πολλούς της πόλεως, και έβραζον σίτον και όσπρια, και εμοίραζον εις τους πτωχούς, και οίνον και ενδύματα και άλλα αναγκαία του σώματος· ούτω λοιπόν ποιήσας ημέρας πολλάς ιάτρευσε της πείνης την συμφοράν και τον κίνδυνον. Αφ’ ου λοιπόν έμεινε το δεύτερον οκτώ έτη εις τον θρόνον, ζων κατά Θεόν και εναρέτως πολιτευόμενος, του ήλθον πάλιν νεώτερα σκάνδαλα από τον φθονερόν δαίμονα, όστις παρακίνησέ τινας κακοτρόπους να κακοποιήσωσι τον Άγιον οι εναγείς και παμμίαροι. Και επειδή δεν ηδυνήθησαν να του εύρουν εις την πολιτείαν έγκλημα, διότι ήτο πολύ ενάρετος, τον εσυκοφάντησαν εις την πίστιν, ότι είχεν αίρεσιν· και τι τους εσόφισεν ο ευρετής της κακίας διάβολος; Έκρυψαν Εικόνα τινά της Θεοτόκου υποκάτω του Πατριαρχικού θρόνου εις το υποπόδιον, έπειτα τον κατηγόρησαν πως ήτο εικονομάχος, επιδεικνύοντες την Εικόνα, την οποίαν δήθεν ανεύρον. Αφ’ ου όμως εξήτασαν ακριβώς την υπόθεσιν, εγνωρίσθη η αλήθεια και τους μεν κακούργους επαίδευσαν, τον δε Άγιον ελύτρωσαν· ούτος δε εδοκίμασε να δώση πάλιν την παραίτησιν, ίνα φύγη τα σκάνδαλα, αλλά ο βασιλεύς δεν έστερξεν· όθεν έμεινεν ολίγας ημέρας και κατόπιν επήγε πάλιν εις το Μοναστήριον αυτού και ησύχαζε, ήτο δε τότε το έτος 1310. Λυτρωθείς λοιπόν από την φροντίδα του κόσμου και σύγχυσιν ενήστευεν, ηγρύπνει και προσηύχετο περισσότερον, και λεπτυνθείς ο νους του έγινεν αγγελικός και ουράνιος· όθεν και παρά Θεού ηξιώθη πολλών οπτασιών και αποκαλύψεων, και πολλά πράγματα προεφήτευσε, τα οποία όλα κατά την πρόρρησίν του εγένοντο και όλοι τον εθαύμαζον και τον εσέβοντο· αλλά ας είπωμεν ολίγα τινά εις πίστωσιν των άλλων από τα πολλά του θαυμάσια, και ούτω να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Μαθητής τις του Αγίου, την κλήσιν Υάκινθος, έπαθεν εις τον λαιμόν πάθος ανίατον, όπερ οι Έλληνες λέγουν καρκίνον. Πολλάκις λοιπόν παρεκάλεσε τον Άγιον να τον αφήση να υπάγη εις ιατρόν ή να ποιήση αυτός προς Κύριον δέησιν, να του δώση την ίασιν, ο δε Άγιος τον ενουθέτησε να έχη υπομονήν ως ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, οίτινες υπέμειναν πολλά πάθη και ηυχαρίστουν τον Κύριον· τότε ο πτωχός Υάκινθος ενεθυμήθη την πίστιν της αιμορροούσης, περί ης γράφει το Ιερόν Ευαγγέλιον· όθεν μιμούμενος αυτήν ο θαυμάσιος, επήγεν όπισθεν του Αγίου, και πίπτων κατά γης μετά δακρύων και πίστεως και λαμβάνων το άκρον του ιματίου αυτού, το ήγγισεν εις το πάθος του και παρευθύς, ω του θαύματος! κατά την πίστιν αυτού ιατρεύθη. Άλλοτε πάλιν ο αυτός Υάκινθος ανέβη εις την στέγην του κελλίου, ίνα ποιήση υπηρεσίαν τινά, και από συνεργίαν δαίμονος εκρημνίσθη και έκειτο ως τεθνηκώς· ο δε Άγιος με την προσευχήν τον ανέστησε και κατέστησεν υγιά ως το πρότερον. Δύο Μοναχαί από το γυναικείον Μοναστήριον έπεσον εις ασθένειαν βαρείαν, μεγάλην και ανίατον· επειδή δε παρήλθε πολύς καιρός και δεν ηδύναντο να υπομένουν τους πόνους και την κακοπάθειαν, διεμήνυσαν ταύτα προς τον Άγιον: «Δεόμεθά σου, Παναγιώτατε Δέσποτα, να ποιήσης ευχήν προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, να μας ελαφρύνη από την ασθένειαν ή να μας αναπαύση ως εύσπλαγχνος». Ο δε Άγιος απεκρίνατο λέγων· «Εγώ ήθελα να βασανισθήτε ακόμη πρόσκαιρα, δια να λάβητε μισθόν περισσότερον εις την αιώνιον ανάπαυσιν, αλλ’ επειδή πλέον δεν υποφέρετε, δεήθητε ταύτην την νύκτα της Παναγίας Θεοτόκου και αύριον θεραπεύεσθε». Ούτως είπεν ο ταπεινόφρων δια να φύγη τον έπαινον, και ο λόγος του έργον εγένετο, και το πρωϊ υγιείς ευρέθησαν δια της του Θεού φιλανθρωπίας και Χάριτος, πορευθείσαι δε απήλθον προς τον Άγιον και απέδωσαν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, δια να μη φανώσι προς τοσαύτην ευεργεσίαν αχάριστοι· αλλά ακούσατε και άλλα παραδοξότερα, ίνα δοξάσητε τον φιλάνθρωπον Κύριον. Όταν ήτο Πατριάρχης ο Άγιος και ήτο η μεγάλη πείνα, ως άνωθεν είπομεν, προσέταξεν ο Άγιος ένα υποτακτικόν, τον οποίον είχεν, ευλαβή και ενάρετον, την κλήσιν Χριστόδουλον, να διαμοιράση τον σίτον, τον οποίον είχεν εις το Πατριαρχείον, εις τα γυναικεία Μοναστήρια, τα οποία ήσαν από τα άλλα πτωχότερα, δίδων ανά τριάκοντα κοιλά εις έκαστον Μοναστήριον· ο δε Χριστόδουλος εβεβαίωνεν, ότι δεν έφθανεν, διότι ήτο πεντήκοντα κοιλά ο σίτος, τον οποίον είχον εις την αποθήκην των· ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Μη περιττολογής, ολιγόπιστε, αλλά ύπαγε και ποίησον καθώς σε προσέταξα». Απήλθε λοιπόν ο Χριστόδουλος και εποίησε καθώς του είπεν ο Άγιος, και αφ’ ου διεμοίρασε τον σίτον, ευλόγησεν ο Κύριος τον επίλοιπον, όστις έμεινε και ευρέθη περισσότερος παρά πρότερον· όθεν ο Χριστόδουλος, κατανοήσας το μέγα θαυμάσιον, έβαλε μετάνοιαν εις τον Άγιον να του συγχωρήση το αμάρτημα, ούτος δε τον προσέταξε πάλιν να δίδη των πτωχών όσον χρειάζονται και να μη λυπήται τελείως και όσον αυτός διεμοίραζε τον σίτον εις τους πτωχούς τόσον ο Θεός τον επλήθυνε με τρόπον θαυμάσιον εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν· τούτο δε το θαύμα εγένετο και άλλοτε, ότι κατά την πλουσίαν του γνώμην του ανταπέδιδεν ο πλουσιόδωρος Κύριος. Ημέραν τινά εφυλάκισαν Χριστιανόν τινα δια χρέος άδικα και τον έβαλαν εις την άλυσιν· ο δε Άγιος, ως φιλάνθρωπος και συμπαθέστατος, τον ελυπήθη και πορευόμενος εις την φυλακήν με τους ανθρώπους του, εξέβαλεν από τα δεσμά τον άνθρωπον και τον έφερεν εις το Πατριαρχείον, λυτρώσας αυτόν, χωρίς να δειλιάση βασιλικήν τινα εξουσίαν ή άρχοντας. Εκτός δε των άλλων αρετών, είχεν ο Άγιος την υψοποιόν ταπείνωσιν, όχι μόνον έσωθεν εις την καρδίαν, αλλά και έξωθεν· όθεν ποτέ του δεν εφόρεσε πολύτιμον ιμάτιον, αλλά πενιχρόν και ευτελέστατον, πολλάκις δε τινες κακόφρονες τον ωνείδιζον, ότι κατεφρόνει την αξίαν με την ευτέλειαν του ενδύματος, ο δε απεκρίνετο ούτω λέγων· «Δεν είναι εντροπή μήτε όνειδος να φορή τις πενιχρά ιμάτια, αλλά μάλλον επαίνου άξιον· μόνον η αμαρτία είναι αξία ονειδισμού και καταφρονήσεως, ημείς δε πράττομεν τα εναντία· όταν αμαρτάνωμεν, δεν φοβούμεθα, τα δε ευτελή ενδύματα εντρεπόμεθα; Όστις αγαπά τον Θεόν, πρέπει να ποιή εκείνου το θέλημα και να μη είναι ανθρωπάρεσκος, αλλά ταπεινός και μέτριος εις το φαγητόν, εις τα ενδύματα, εις τας πράξεις του και τα νοήματα, ίνα μη παροργίζη τον Κύριον». Αυτά και άλλα παρόμοια λέγων ενουθέτει και τους άλλους να ταπεινώνωνται, τούτο δε έπραττε και ο ίδιος και δεν υψηλοφρόνει ποτέ του ο παναοίδιμος. Ούτω θεαρέστως πολιτευόμενος ο Άγιος, ηξιώθη εις το τέλος της παροικίας του να ίδη και πάλιν τον Δεσπότην Χριστόν ως και πρότερον· ήτοι ιστάμενος ημέραν τινά εις προσευχήν κατά την συνήθειαν, βλέπει τον Χριστόν έχοντα τας χείρας ηπλωμένας εις τον Σταυρόν, και του λέγει ονειδιστικώς· «Διατί αφήκες μόνα και αποίμαντα τα πρόβατα, άπερ ενεπιστεύθην εις τας χείρας σου, και αρπάζουσιν αυτά οι λύκοι και τα τρώγουν; Εγώ όστις είμαι Θεός κατεδέχθην να φορέσω σάρκα και να σταυρωθώ δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, και συ δεν υπέμεινας το βάρος της συκοφαντίας, αλλά ανεχώρησας από την Εκκλησίαν, ως στρατιώτης δειλός και μικρόψυχος»; Ταύτα ακούσας, από τον φόβον και τρόμον έπεσεν εις την γην οδυρόμενος και εξωμολογείτο επί ώραν πολλήν δεόμενος να του συγχωρήση το της μικροψυχίας ανόμημα και τοσούτον έκλαυσε πικρώς, ώστε έβρεξε την γην με δάκρυα και δεν ηγέρθη έως ου έλαβε πληροφορίαν της συγχωρήσεως· μετά δε την οπτασίαν ηγωνίζετο περισσότερον μόνος μόνω τω παντεπόπτη Θεώ προσευχόμενος και παρ’ αυτού αναμένων τας αμοιβάς των αγώνων του. Αλλ’ επειδή έφθασεν ο καιρός να μεταστή ο Άγιος εκ του προσκαίρου και φθαρτού τούτου βίου και να υπάγη προς τον ποθούμενον, συναθροίσας τους μαθητάς αυτού τους εδίδαξεν ικανώς όσα έπρεπε να φυλάξωσι προς σωτηρίαν της ψυχής των, δια να αξιωθώσι της αιωνίου μακαριότητος, και εξαιρέτως να βιάζη έκαστος εαυτόν, δια να αποκτήση τας τρεις εκείνας αρετάς, χωρίς των οποίων δεν σώζεταί τις, καθώς και πρότερον πολλάκις τους ενουθέτησεν ούτω λέγων· «Ας σπουδάση έκαστος να φυλάξη εξ όλης ψυχής του τας τρεις ταύτας μεγάλας αρετάς, ως χριστομιμήτους και χρησιμωτέρας από όλας τας άλλας κατά αλήθειαν· ήτοι την ταπεινοφροσύνην, την αγάπην και την ελεημοσύνην, με τας οποίας η Αγία Τριάς δοξάζεται. Εγκρατεύεσθε έκαστος κατά την δύναμιν αυτού, να μη τρώγη τις περισσότερον από μίαν φοράν την ημέραν, καθώς έχομεν παράδοσιν από τους Αγίους Πατέρας, και μη δέχεσθε τους ρυπαρούς και ακαθάρτους λογισμούς, οίτινες μολύνουσι την ψυχήν». Αυτά και έτερα λέγων, και ζήσας έτη ρ΄ (100) ζωήν μακαρίαν και υπερθαύμαστον, παρέδωκε την οσίαν αυτού ψυχήν τη κη΄ (28) του Οκτωβρίου εις τας αχράντους χείρας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Νοεμβρίου μνήμη των Αγίων και Θαυματουργών Αναργύρων ΚΟΣΜΑ και ΔΑΜΙΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Κοσμάς και Δαμιανός οι αυτάδελφοι Άγιοι Μάρτυρες, οι δια την δωρεάν παρ’ αυτών παρεχομένην ιατρείαν των ασθενών αποκληθέντες Ανάργυροι, ήσαν από τα μέρη της Ασίας, υιοί υπάρχοντες ευσεβούς τινός γυναικός ονόματι Θεοδότης, αποτελούν δε ούτοι την πρώτην συζυγίαν των φερόντων το όνομα Κοσμάς και Δαμιανός Αγίων Αναργύρων. Επειδή δε έχομεν τρεις συζυγίας Αγίων Αναργύρων φερόντων το αυτό όνομα Κοσμάς και Δαμιανός, δια τούτο και ίνα μη συγχυζώμεθα, όταν ακούωμεν τα ονόματα αυτών, θα είπωμεν πρώτον ολίγα τινά δια τας ετέρας δύο συζυγίας και είτα θα εισέλθωμεν εις το θέμα των σήμερον εορταζομένων Αγίων. Εκτός λοιπόν των σήμερον εορταζομένων, έχομεν ετέρους δύο Αγίους Αναργύρους, ονομαζομένους και αυτούς Κοσμάν και Δαμιανόν, οίτινες ήσαν από την Ρώμην και ήθλησαν επί της βασιλείας του Καρίνου εν έτει σπδ΄ (284). Ούτοι ήσαν ιατροί την τέχνην και εθεράπευον ανθρώπους και ζώα αμισθί· ομού δε με την θεραπείαν εδίδασκον και τον Χριστόν ως τον αληθή Θεόν. Τότε ο βασιλεύς Καρίνος, ως ήκουσε τα περί αυτών, τους προσεκάλεσεν ενώπιόν του, αυτοί δε προσελθόντες εις αυτόν μετά παρρησίας και κηρύξαντες ενώπιόν του τον Χριστόν ως αληθή Θεόν, τον έπεισαν και ούτως ο βασιλεύς από ειδωλολάτρης κατέστη Χριστιανός ένθερμος. Η δε πίστις του βασιλέως εις τον Χριστόν προήλθεν ως επί το πλείστον από θαύμα, το οποίον επ’ αυτού οι Άγιοι ούτοι Ανάργυροι εθαυματούργησαν· απειλήσας δηλαδή αυτούς, ότι θα τους καταστρέψη, αν εντός ολίγου δεν ασπασθώσι την ειδωλολατρίαν, παρευθύς ο λαιμός του εστράφη εις τα οπίσω, οι δε Άγιοι με την δύναμιν του Θεού τον επανέφερον εις την προτέραν του θέσιν. Εκ τούτου όθεν του θαύματος και εκ της ζωηράς των διδασκαλίας όχι μόνον ο βασιλεύς Καρίνος επίστευσεν εις τον Χριστόν, αλλά και πάντες οι παρευρισκόμενοι και πλήθος λαού. Μετά ταύτα δε ο διδάσκαλος της τέχνης των, φθονών αυτούς δια την τόσην περί την ιατρικήν ικανότητά των, εν ω αυτός δεν ηδύνατο ουδέ καν να παραβληθή, εβουλεύθη τον αφανισμόν των· συμφωνήσας όθεν με άλλους αυτού μαθητάς ομογνώμονας, ανεβίβασε τους Αγίους εις υψηλόν τι όρος, δήθεν ίνα συλλέξωσι βότανα θεραπευτικά, εκεί δε τους εθανάτωσαν δια λιθοβολισμών. Η μνήμη αυτών εορτάζεται την α΄ (1ην) του Ιουλίου μηνός (Τόμ. Ζ΄, έκδ. α΄ και β΄ σελ. 11).
Είναι και άλλοι δύο ακόμη Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός ονομαζόμενοι, οι οποίοι κτήγοντο από την Αραβίαν, άριστοι όντες εις την ιατρικήν τέχνην. Ούτοι λοιπόν περιερχόμενοι χωρία και πόλεις εθεράπευον τους ασθενείς και συνάμα εκήρυττον το όνομα του Χριστού. Δια τούτο εις τον καιρόν των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού φθάσαντες μετά τριών εισέτι αδελφών εις πόλιν τινά της Λυκίας, Αιγάς λεγομένην, συνελήφθησαν υπό του αυθέντου της χώρας, Λυσίου καλουμένου, και εδάρησαν περισσώς. Επειδή δε ούτοι εξηκολούθουν κηρύσσοντες παρρησία τον Χριστόν, ερρίφθησαν υπό των τυράννων εις την θάλασσαν, αφού πρότερον αφού πρότερον προσέδεσαν δια σχοινίου εις τους τραχήλους των δύο βαρυτάτους λίθους. Άγγελος όμως Κυρίου τους εξέβαλε της θαλάσσης υγιείς, αλλά και πάλιν συλλαβών αυτούς ο Λυσίας τους έβαλεν εις κάμινον καλώς κεκαυμένην· εν τούτοις όμως και απ’ εκείνην, θεία συνδρομή, αβλαβείς διαφυλαχθέντες, εκαρφώθησαν επί Σταυρού, τέλος δε απεκεφαλίσθησαν επί του Σταυρού δια προσταγής του Λυσίου. Η δε ημέρα της τελευτής αυτών είναι η ιζ΄ (17η) του Οκτωβρίου μηνός. Ταύτα εν ολίγοις γράφπμεν ενταύθα δια τους άλλους Αγίους Αναργύρους, δια δε τους σήμερον εορταζομένους ας ετοιμάσωμεν εαυτούς, αδελφοί, ίνα ευφρανθώμεν εις την περί τούτων κατά πλάτος διήγησιν, τιμώντες αξίως την μνήμην αυτών δια της μελέτης των πλήρους αγάπης, φιλανθρωπίας και αγαθότητος έργων αυτών και ούτως αξιωθώμεν και της κατά το δυνατόν μιμήσεως αυτών. Πάντοτε δε χρεωστούμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να μελετώμεν αγαθά, δια να μη ευρίσκη ο νους μας καιρόν να μελετά πονηρά, δεδομένου ότι ο νους του ανθρώπου δεν δύναται να μένη ήσυχος εφ’ όσον έγινεν εκ του Θεού αεικίνητος. Επειδή λοιπόν ο νους μας πρέπει να συλλογίζεται πάντοτε το αγαθόν, δια τούτο πρέπει να κατευθύνωμεν αυτόν εις την μελέτην και ακρόασιν των θείων λόγων, εις ύμνον και δοξολογίαν του Θεού, εις δεήσεις και προσευχάς, εις προαίρεσιν αγαθήν και εις το πως να τελειώσωμεν τα αρεστά εις τον Θεόν. Διότι η μεν ματαία μελέτη αναβλαστάνει έργα της ματαιότητος, κατεργάζεται δε και τον θάνατον της ψυχής· η δε αγαθή μελέτη δίδει καρπόν αγαθόν και ζωής και σωτηρίας γίνεται πρόξενος· όπως το εναντίον είναι απώλεια της ψυχής καθώς το λέγει και ο θείος Δαβίδ εις τον ριη΄ (118) Ψαλμόν· «Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστι, τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου» (Ψαλμ. ριη:92). Δια τούτο οφείλομεν πάντοτε να μελετώμεν τα αγαθά και να αναγινώσκωμεν τας Γραφάς και τους Βίους των Αγίων· διότι καθώς είπεν ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: «Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (Ιωάν. ε: 39). Μη προφασιζώμεθα και λέγομεν, ότι δεν γνωρίζομεν γράμματα να αναγινώσκωμεν· εάν ημείς δεν γνωρίζωμεν, γνωρίζουσιν άλλοι, και όταν αναγινώσκουσιν εκείνοι, ημείς ας μη αμελώμεν· διότι ποίαν απολογίαν θέλομεν δώσει εις τον Θεόν, όταν δια μεν τον σωματικόν βίον διαπλέωμεν θαλάσσας, καταφρονούμεν κινδύνους, κλέπτας δεν φοβούμεθα, ψύχος και βροχήν δεν συλλογιζώμεθα και πάντα πειρασμόν υπομένωμεν, μόνον δια να κερδήσωμεν αγαθά υλικά, δια δε την ωφέλειαν της ψυχής μας να μη θέλωμεν ούτε καν εις την Εκκλησίαν να υπάγωμεν, ίνα ακούσωμεν από άλλους τον λόγον του Θεού; Καθώς δε κοπιάζουσιν όσοι σκάπτουν το βάθος της γης δια να εκβάλωσι τον άργυρον και τον χρυσόν, ούτω και ημείς χρεωστούμεν νύκτα και ημέραν να σπουδάζωμεν πως θα εύρωμεν το κέρδος της ψυχής μας. Πότε δε ευρίσκομεν το κέρδος της ψυχής μας; Όταν είναι εορτή Αγίου τινός, πρέπει να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, δια να ακούσωμεν λόγον Θεού και διδαχήν. Διότι δι’ αυτό ενομοθέτησαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας τας εορτάς των Αγίων, όχι δια να μένωμεν αργοί, αλλά να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, να ακούωμεν διδαχήν, να ερωτώμεν αλλήλους τι εορτή είναι σήμερον; Τις Άγιος εορτάζεται; Πως ηγωνίσθη, πως ετελειώθη, πως εδοξάσθη εκ Θεού και ανθρώπων; Και ούτω με τας ερωτήσεις αυτάς και την μάθησιν να γινώμεθα μιμηταί κατά δύναμιν των έργων του Αγίου εκείνου. Μη εντρεπώμεθα, αδελφοί, να ερωτώμεν τους γινώσκοντας, δια να μανθάνωμεν πράγματα τα οποία δεν γνωρίζομεν· διότι και ο Μωϋσής ούτω λέγει εις το Δευτερονόμιον, εις την περικοπήν της β΄ ωδής: «Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σοι» (Δευτ. λβ: 7). Υπάρχουν πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας, πιστεύσατέ μοι, των οποίων ούτε το όνομα γνωρίζομεν, ούτε τα έργα· διατί; Διότι δεν φροντίζομεν να μανθάνωμεν τοιαύτα πράγματα, τα οποία είναι κέρδος της ψυχής μας, αλλά μόνον εις τας βιοτικάς μερίμνας έπεσεν όλως δι’ όλου ο νους μας· και αν μεν ακούσωμεν μυθιστόρημα, παρευθύς το μανθάνομεν και το ενθυμούμεθα, αν δε ακούσωμεν διήγησιν Αγίου τινός, παρευθύς την λησμονούμεν. Και θέλεις είπει: τι κέρδος έχω εις την ψυχήν μου, εάν ακούω την διδαχήν, έπειτα δε δεν κάμνω καθώς ακούω; Άκουσον, άνθρωπε· ειπέ μοι, εάν τις έχη δύο δοχεία παλαιά και βάλη εντός του ενός ύδωρ δια να το πλύνη, το δε ύδωρ εκείνο πάλιν το χύση, εις το έτερον δε δοχείον δεν βάλη παντελώς ύδωρ, ποίον ήθελεν είναι καθαρώτερον; Εκείνο το οποίον εδέχθη το ύδωρ, αν και αυτό εχύθη ή το άλλο το οποίον δεν εδέχθη παντελώς ύδωρ εντός αυτού; Φανερόν είναι ότι το πρώτον. Ομοίως είναι και ο άνθρωπος· εάν ακούση την διδαχήν και δεν τηρή, βεβαίως δεν ποιεί καλώς, όμως είναι καλλίτερος από εκείνον όστις δεν θέλει ακούσει τελείως. Διότι εκείνος μεν, όστις δεν ακούει διδαχήν, δεν γνωρίζει ποίον είναι το θέλημα του Θεού, δεν γνωρίζει ποία λέγεται αρετή και ποία είναι η κακία. Επειδή λοιπόν δεν εννοεί ποίον έργον είναι αρεστόν εις τον Θεόν δια να το κάμη και ποίον είναι το κακόν δια να το αποφύγη, δια τούτο εκείνος κολάζεται. Όστις όμως ακούει τον λόγον του Θεού πάντοτε, μεταμελείται, δια τας αμαρτίας του, ελέγχεται υπό της συνειδήσεως δι’ αυτάς και υπάρχει ελπίς να σωθή, εάν μετανοήση. Δια τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, θα σας διηγηθώμεν ενταύθα τας πράξεις και τα κατορθώματα των Αγίων τούτων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, των οποίων την μνήμην εορτάζομεν σήμερον, ίνα μιμούμενοι τας πράξεις αυτών φανώμεν και ημείς τέκνα άξια ενός και του αυτού επουρανίου πατρός του Θεού ημών. Ας προσηλώσωμεν λοιπόν τώρα τον νουν εις την διήγησιν των σήμερον εορταζομένων Αγίων Αναργύρων και ας ίδωμεν ποία έργα ούτοι ειργάσθησαν, πως επολιτεύθησαν και πως τέλος ετιμήθησαν υπό του Θεού και των ανθρώπων. Ούτοι λοιπόν οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός ωνομάσθησαν Ανάργυροι, ως είπομεν, διότι ιάτρευον τους ασθενείς, χωρίς να λαμβάνουν παρ’ αυτών καμμίαν ανταμοιβήν της εργασίας των, ούτε αργύρια ούτε άλλα δώρα. Η οικογένειά των ήτο ευκατάστατος και ο μεν πατήρ των κατ’ αρχάς ήτο Έλλην την θρησκείαν, ύστερον όμως, αφ’ ότου δηλαδή εγέννησε τους δύο τούτους Αγίους, απηρνήθη την μυσαράν ειδωλολατρίαν και ησπάσθη τον Χριστιανισμόν, μετά παρέλευσιν δε ολίγου χρόνου, κατά τον οποίον εβίωσεν εν αρετή και σωφροσύνη, παρέδωκε το πνεύμα εις τον Πλάστην καταλιπών τους δύο παίδας του εις την θείαν βοήθειαν και την προστασίαν της μητρός των. Η δε μήτηρ αυτών, Θεοδότη ονόματι και Χριστιανή παιδιόθεν, αφ’ ου απέμεινε χήρα, εσπούδαζε να αναθρέψη τους υιούς της έτι περισσότερον με την ευσέβειαν· διότι και αυτή η ιδία ήτο γυνή ενάρετος και δια τα πολλά και καλά προτερήματά της κατέστη το παράδειγμα όλων των τότε πλησίον της ευρισκομένων γυναικών. Οι δε δύο υιοί της εσπούδασαν καλώς την ιατρικήν τέχνην και ήρχισαν αμέσως το φιλανθρωπότατον έργον των· δεν προσεπάθουν όμως να θεραπεύωσι τόσον τα σώματα, όσον τας ψυχάς, κηρύττοντες πανταχού και πάντοτε το όνομα του Χριστού. Ούτω πολιτευόμενοι οι Άγιοι ηξιώθησαν και αποστολικών χαρισμάτων· διότι το χάρισμα, το οποίον έδωκεν ο Χριστός εις τους Αγίους Αποστόλους, να ιατρεύωσι κάθε είδος ασθενείας, το απέκτησαν και αυτοί· και δια τούτο άνευ βοτάνων, άνευ εμπλάστρων και άλλων θεραπευτικών μέσων, αλλά με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος εθεράπευον τους πάσχοντας. Τι δε να διηγώμαι την ταπείνωσιν, την ακτημοσύνην, την φιλανθρωπίαν και τας άλλας αρετάς, τας οποίας οι Απόστολοι ούτοι του Χριστού είχον; Διότι τόσον ταπεινοί ήσαν, ώστε τας πληγάς των ασθενών μόνοι των τας περιποιούντο· τοσαύτην δε ακτημοσύνην είχον, ώστε ουχί μόνον αργύρια ουδέποτε απέκτησαν, αλλ’ ούτε δεύτερον ένδυμα δεν εφόρεσάν ποτε, ουδέ σάκκον δεν έφερον καθ’ οδόν· δι’ ο και οι άνθρωποι δεν τους έκραζον ονομαστί, Κοσμάν δηλαδή και Δαμιανόν, αλλά Αναργύρους και το επίθετον τούτο ήτο δηλωτικόν και του γένους αυτών. Ελεημοσύνην δε και φιλανθρωπίαν τοσαύτην είχον, ώστε όχι μόνον ασθενείς ανθρώπους εθεράπευον, αλλά και τα άλογα ζώα, οσάκις τα έβλεπον άρρωστα τα ιάτρευον, ως τούτο θέλει γίνει φανερόν εις την συνέχειαν του λόγου μας. Εφέροντο δε ίσως και προς τους πλουσίους και προς τους πτωχούς, παρέχοντες εις όλους την θεραπείαν, ομοίως δε ιάτρευον τους ξένους ως και τους ιδίους. Άλλη τις προβατική κολυμβήθρα ήτο η οικία των, μάλλον δε υπερείχεν εκείνης· καθ’ ότι εκείνη μεν ένα τινά των αρρώστων εθεράπευε καθ’ όλον το έτος, εις δε την οικίαν των Αγίων πολλούς και διαφόρους έβλεπε τις θεραπευομένους καθ’ εκάστην ημέραν. Έχοντες δε οι Άγιοι τοσαύτην Χάριν Θεού και ιατρεύοντες πάσαν ασθένειαν δεν ενόμιζον ότι από την τέχνην των εγίνετο τούτο, αλλά της Χάριτος του Θεού ωνόμαζον το κατόρθωμα, επειδή εγνώριζον μεν των παλαιών ιατρών τα βιβλία, του Ιπποκράτους, του Γαληνού, του Διοσκορίδου και άλλων, αλλά δεν εχρειάζοντο και τόσον αυτά όσον το όνομα του Χριστού, έχοντες αυτό και μόνον εις τας θεραπείας των οδηγόν και βοηθόν. Και η μεν τέχνη της ιατρικής τυφλόν δεν δύναται να ιατρεύση, ουδέ χωλόν να περιπατήση, ουδέ νεκρόν να αναστήση. Αυτοί όμως με την δύναμιν του Χριστού όλα ταύτα ενήργουν· δια τούτο και οι άνθρωποι, ακούοντες από μακράν την τόσην θαυματουργόν αυτών δύναμιν, καθ’ εκάστην συνέτρεχον, φέροντες ασθενείς, τυφλούς, χωλούς, δαιμονιζομένους, κλινήρεις από πάσαν ασθένειαν· και εν τούτοις οι τοιούτοι δεν ανεχώρουν ανωφελώς, αλλ’ απήρχοντο χαίροντες και απολαμβάνοντες διπλήν την θεραπείαν, την του σώματος δηλαδή και την της ψυχής. Τα μεν λοιπόν θαύματα τούτων να διηγήται τις είναι κόπος πολύς, ευλογημένοι Χριστιανοί· εν τούτοις όμως δια παράδειγμα της θαυματουργίας των Αγίων θα σας διηγηθώ τώρα εν ή δύο μόνον θαύματα· τα δε επίλοιπα, αναρίθμητα όντα, θα αντιπαρέλθω προσωρινώς ίνα μη γίνη φορτικός ο λόγος μου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο μία γυνή, ονόματι Παλλαδία, κατά πολλά ασθενής και κλινήρης, έως ου παντελώς δεν ηδύνατο επί πολλά έτη να κινηθή από τον τόπον της· αλλ’ οι Άγιοι ούτοι, άμα εισήλθον εις την οικίαν της, παρευθύς την ιάτρευσαν και τοσούτον ώστε ήθελέ τις νομίσει ότι παντελώς δεν είχεν υποπέσει εις ασθένειαν. Αύτη λοιπόν, θαυμάζουσα και χαίρουσα δια την μεγάλην και παράδοξον ταύτην των Αγίων θαυματουργίαν, θέλουσα δε να τους ανταμείψη με μικράν τινα δωρεάν, έλαβε τρία αυγά και τα παρουσίασεν ως ελάχιστον δώρον εις τους Αγίους· αλλ’ εκείνοι, ιδόντες αυτά, όχι διότι ήσαν ολίγα, αλλά μη θέλοντες καθ’ ολοκληρίαν να λάβωσι μισθόν δια την ιατρείαν, δεν τα εδέχθησαν. Ως δε είδεν η γυνή αύτη, ότι δεν εδέχθησαν οι Άγιοι την δωρεάν της, κατά πολλά ελυπήθη. Όθεν καιροφυλακτούσα και ευρούσα τον Άγιον Δαμιανόν, τον μικρότερον αδελφόν, προσήλθον εις αυτόν, και σταθείσα έμπροσθέν του είπε κλαίουσα· «Διατί έχετε εμέ την αθλίαν ως βδελυκτήν; Διατί με αποβάλλετε ως μιαράν; Διατί με αποστρέφεσθε την ταλαίπωρον και δεν θέλετε να λάβητε την παραμικράν δωρεάν μου; Ορκίζω σε εις τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, τον οποίον πιστεύω η αθλία, να μη με πικράνης την δούλην σου, αλλά να δεχθής το ελάχιστον τούτο χάρισμα ως μέγα». Αυτούς τους λόγους ακούσας ο Άγιος Δαμιανός, ελυπήθη την γυναίκα και έλαβε τα τρία εκείνα αυγά. Μετά τινας ημέρας ανέφερεν ο μακάριος Δαμιανός την υπόθεσιν ταύτην εις τον αδελφόν του, τον Άγιον Κοσμάν, ότι δηλαδή τον συνήντησεν η ιατρευθείσα εκείνη γυνή, ότι τον παρεκάλεσε, τον ώρκισε και ότι αυτός την ελυπήθη και τέλος έλαβε την δωρεάν της. Τούτο ως ήκουσεν ο Άγιος Κοσμάς πολύ ηγανάκτησεν, εστέναξε και έκλαιε τον αδελφόν του, ως υποπεσόντα εις μέγα αμάρτημα, εις το πάθος της φιλαργυρίας, περισσότερον δε τον επέπληττεν, ότι παρέβη την ρητήν συμφωνίαν των, να μη λαμβάνωσι δηλαδή ποτέ δώρα δια τας ιατρείας. Ουχί δε τόσον μόνον τον ωνείδισεν ο Άγιος Κοσμάς, αλλ’ είπε και τούτο, ότι μετά τον θάνατόν του να μη θάψωσι το σώμα του εκεί όπου θα θάψωσι και το του Δαμιανού. Τόσον βαρύ εφάνη τούτο εις τον Άγιον και τόσον επικράνθη, μη γνωρίζων τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, ότι δηλαδή έλαβε την δωρεάν δια τον όρκον της γυναικός, αλλά νομίζων ότι δια μισθόν ιατρείας έλαβε ταύτην. Εν τούτοις όμως ο καρδιογνώστης Θεός, όστις εγνώριζε καθαρώς τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, δεν άφησε τον Άγιον Κοσμάν να είναι ούτω καταβεβλημένος υπό της λύπης κατά του αδελφού του, αλλά δι’ αποκαλύψεως φανείς εν οράματι ειρήνευσε την καρδίαν του, φανερώσας εις αυτόν τον σκοπόν του αδελφού του. και αυτός μεν ο θείος Κοσμάς, ιδών την τοιαύτην οπτασίαν, συνεφιλιώθη μετά του αδελφού αυτού, προς δε τους ανθρώπους δεν είπε την οπτασίαν, την οποίαν είδε. Δια τούτο και όταν ανεπαύθη εν Κυρίω ο Άγιος Κοσμάς, δεν ήθελον οι Χριστιανοί να θέσωσι το τίμιόν του λείψανον εκεί όπου έθεσαν και το του Αγίου Δαμιανού, κατά την παραγγελίαν του. Ακούσατε όμως τι ο Θεός παράδοξον θαύμα ωκονόμησεν επ’ αυτού· αλλ’ εν τούτοις αναμείνατε να μάθητε πρότερον περί της κοιμήσεως αυτών και μετά ταύτα ακούσατε και τα περί του θαύματος τούτου. Περιπατούντες οι Άγιοι, ως προείπον, και παρέχοντες αφθόνους ευεργεσίας εις τους ανθρώπους, έφθασαν και εις τινα χώραν της Ασίας Φερεμάν λεγομένην. Εκεί λοιπόν ησθένησεν ο Άγιος Δαμιανός, ο νεώτερος αδελφός, επειδή δε ήτο θέλημα Θεού να αναπαυθή από τα φθαρτά και να πορευθή εις τα άφθαρτα κάλλη του Παραδείσου, εκοιμήθη εν Κυρίω και την μεν αγίαν αυτού ψυχήν παρέλαβον Άγγελοι φωτεινοί, το δε τίμιον λείψανον κατετέθη υπό του Αγίου Κοσμά και άλλων πολλών Χριστιανών εκεί εις την προρρηθείσαν χώραν. Δεν παρήλθον δε πολλαί ημέραι, ότε εκοιμήθη και ο Άγιος Κοσμάς. Οι δε Χριστιανοί, ως προείπον, επειδή είχον παραγγελίαν του Αγίου, όπως μη βάλωσι το λείψανόν του εις τον αυτόν τόπον όπου και το του Αγίου Δαμιανού, δεν ήθελον να το θάψωσι πλησίον του αδελφού του. Αλλ’ ο των θαυμασίων Θεός ιδού τι ωκονόμησεν: Οι μεν Χριστιανοί ηπόρουν επί πολλήν ώραν περί του πρακτέου, αν δηλαδή έπρεπε να μη τον θάψωσι πλησίον του αδελφού του, κατά την παραγγελίαν, ή επειδή ήσαν αδελφοί σαρκικοί εκ μιάς και της αυτής κοιλίας γεννηθέντες να τεθώσι ο εις πλησίον του άλλου· ο δε Θεός φανερώνει ενώπιον των ανθρώπων κάμηλόν τινα, της οποίας τον πόδα είχε ποτε θεραπεύσει ο Άγιος Κοσμάς, βεβλαμμένον όντα, αυτή δε ελάλησεν ανθρωπίνως, ότι θέλημα Θεού είναι να ταφώσιν οι δύο αδελφοί πλησίον· και ταύτα ειπούσα απήλθεν εις το όρος· οι δε παρευρεθέντες Χριστιανοί, άμα είδον το παράδοξον τούτο θαύμα, με μεγάλην αυτών έκπληξιν έπραξαν όπως η κάμηλος είπεν. Ουδείς δε εξ υμών, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας μη απιστήση περί του θαύματος τούτου, διότι τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστι παρά τω Θεώ και όπου θέλει ο Θεός νικάται φύσεως τάξις. Εάν δε τις δεν βεβαιώνεται μόνον με τους λόγους τούτους εις το θαύμα, ας αναγνώση την Αγίαν Γραφήν εις το βιβλίον του Προφήτου Μωϋσέως, το οποίον ονομάζεται Αριθμοί, και θέλει εννοήσει από το κβ΄ κεφάλαιον, ότι και εις τους παλαιούς καιρούς ωμίλησεν η όνος του μάντεως Βαλαάμ, απ’ αυτό δε θα βεβαιωθή, ότι δεν είναι παράδοξόν τι, του Θεού θέλοντος, να ομιλήση η κάμηλος. Και ταύτα αρκούσι περί αυτού του θαύματος· ακούσατε δε τώρα και έτερον θαύμα γενόμενον κατά την κατάθεσιν του τιμίου λειψάνου του Αγίου Κοσμά. Γεωργός τις άνθρωπος, θερίζων τον αγρόν του, έπεσε την μεσημβρίαν υπό την σκιάν δένδρου τινός ίνα κοιμηθή. Πλην κατά δυστυχίαν, ως συμβαίνει πολλάκις, όφις εισελθών εντός του στόματός του και εισχωρήσας εις την κοιλίαν του έμελλε να καταφάγη τα σπλάγχνα του και ο ταλαίπωρος γεωργός εκινδύνευε να αποθάνη· λαβόντες όθεν αυτόν τινές των συγγενών του, τον έρριψαν επί του τάφου των Αγίων· και την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι και του δίδουσιν είδος τις ποτού καιτην επαύριον παρευθύς εξήμεσε τον όφιν, όστις ήτο είδος τέρατος. Ιδού δε και άλλο θαύμα προς δόξαν των Αγίων. Άνθρωπός τις Χριστιανός γέρων ησθένησε βαρείαν ασθένειαν· η δε ασθένειά του ήτο υδρωπικία, και επερίμενε τον θάνατον. Ακούων όμως τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων, τα οποία εγίνοντο καθ’ εκάστην εις τον Ναόν των, παρεκάλεσε τους συγγενείς του και τον επήγαν επί κραββάτου, ρίψαντες αυτόν έμπροσθεν της Εικόνος των Αγίων. Έμενε λοιπόν εκεί κείμενος ημέρας πολλάς και καμμίαν ωφέλειαν δεν έβλεπε, διότι δοκιμάζοντες οι Άγιοι την πίστιν του δεν τον ιάτρευον· αυτός δε βλέπων, ότι οι μεν άλλοι ασθενείς ερχόμενοι μετ’ αυτών ιατρεύοντο, αυτός δε τόσας ημέρας δεν ιατρεύετο, αντί να έχη υπομονήν και να δέεται περισσότερον των Αγίων, εκείνος εβλασφήμει κατά των Αγίων, ότι τον παραβλέπουσι και δεν τον ιατρεύουν σύντομα, από δε την απιστίαν του ημέραν τινά εμήνυσεν εις τους συγγενείς του να υπάγουν να τον πάρουν, ίνα αποθάνη τουλάχιστον εις τον οίκο του. Επήγαν λοιπόν και τον επήραν πάλιν επί κραββάτου. Πορευόμενος δε εις την οδόν, επειδή αύτη ήτο μακράν της χώρας, τον έβαλαν εις μέρος εις το οποίον ήσαν δένδρα και ύδωρ, να αναπαυθώσιν ολίγον. Εκεί λοιπόν καθεζόμενοι οι άνθρωποι εκείνοι, εκοιμήθησαν από τον κόπον της οδού, ο δε ασθενής από τον πόνον της ασθενείας μη δυνάμενος να κοιμηθή, έκειτο έξυπνος. Φαίνονται λοιπόν τότε οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός προς τον ασθενή εις σχήμα ανθρώπων διαβατών, και του λέγουν· «Τι έχεις, άνθρωπε, και είσαι ασθενής, και που υπάγεις»; Απεκρίθη εκείνος: «Την μεν ασθένειάν μου βλέπετε, διότι είναι φανερά, υπάγω δε εις τον οίκον μου να αποθάνω πλησίον των τέκνων μου». Του λέγουσιν οι Άγιοι· «Και διατί δεν επήγες εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων, όστις είναι εδώ πλησίον, να ιατρευθής; Δεν ακούεις πως έρχονται από πέντε και δέκα ημερών δρόμον οι ασθενείς και ιατρεύονται»; Απεκρίθη εκείνος· «Επήγα και εγώ και τώρα απ’ εκείθεν έρχομαι, αλλά δεν είδα καμμίαν βοήθειαν εις τον εαυτόν μου· ως εκ τούτου εβεβαιώθην, ότι είχον είπει οι άνθρωποι ψεύματα, ότι είναι θαυματουργοί οι Άγιοι Ανάργυροι, και απόδειξις ότι εμέ δεν ηδυνήθησαν να με ιατρεύσουν». Λέγουσιν οι Άγιοι· «Μη βλασφημής, ω άνθρωπε, εις την δύναμιν του Χριστού και την χάριν των Αγίων Αναργύρων, μόνον άκουσόν μας· επίστρεψε πάλιν εκεί όπου έκεισο και θέλεις ίδει την δύναμιν του Χριστού». Απεκρίθη ο ασθενής· «Και τις να με γυρίση πάλιν όπισθεν, αφού οι άνθρωποι ούτοι ηγανάκτησαν, όσον να με φέρουν εδώ»; Οι δε Άγιοι του λέγουν· «Αυτούς μεν άφησέ τους να αναπαύωνται, ημείς δε δια την αγάπην του Χριστού θα σε βαστάσωμεν να σε υπάγωμεν». Τον εσήκωσαν λοιπόν οι δύο Άγιοι Ανάργυροι με το ξυλοκράββατον και τον επήγαν έως εις τον Ναόν των, έπειτα τον άφησαν έμπροσθεν της Εικόνος αυτών και έγιναν άφαντοι. Μετά παρέλευσιν ώρας εξύπνησαν και οι συγγενείς του και μη ευρόντες αυτόν εκεί, επέστρεψαν εις τον Ναόν των Αγίων και τον εύρον. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι προς αυτόν, κρατούντες ξίφη εις τας χείρας, λέγει δε ο Κοσμάς προς τον Δαμιανόν· «Σχίσε την κοιλίαν του γέροντος δυνατά, διότι είναι και γέρων και βλάσφημος». Του εφάνη λοιπόν ότι τον έσχισε με το ξίφος εις το υπογάστριον· ο δε ασθενής από τον φόβον του εξύπνησε και βλέπει ότι αληθώς ήτο το υπογάστριον αυτού εσχισμένον, ως να ήτο από φλεβοτόμον, παρευθύς δε τόση ύλη και δυσωδία εξήλθεν, ώστε ελέπτυνε το σώμα του και ήλθεν εις την προτέραν του κατάστασιν. Και όχι μόνον τούτο ιάτρευσαν, αλλά και το τραύμα εκείνο, όπερ ήτο από την πληγήν του ξίφους, φανέντες προς αυτόν την δευτέραν νύκτα εθεράπευσαν. Ούτως απήλθεν ο άνθρωπος εκείνος εις τον οίκον του υγιής, περιπατών και δοξάζων τον Θεόν. Ακούσατε όμως και έτερον θαύμα των Αγίων. Άρχων τις των Χριστιανών βασιλέων είχεν ασθένειαν μεγάλην και αθεράπευτον, δυσουρίαν ονομαζομένην. Έχων λοιπόν την ασθένειαν αυτήν ο άρχων εκείνος, εξώδευσεν όλην αυτού την περιουσίαν, ίνα εύρη την θεραπείαν, αλλ’ εις μάτην. Αφ’ ου λοιπόν απηλπίσθη από τους ιατρούς όλους, ενεθυμήθη τους Αγίους Αναργύρους και είπε προς τους συγγενείς και φίλους του να τον υπάγωσιν εις την Εκκλησίαν των. Οι δε Άγιοι, ως φιλάνθρωποι και ελεήμονες, βλέποντες την ασθένειαν του άρχοντος, επιφαίνονται εις αυτόν δια νυκτός και λέγουσιν· «Ω άνθρωπε, λάβε ολίγας τρίχας από τον Κοσμάν και αφού κάψης αυτάς και τρίψης καλώς, πίε με ολίγον ύδωρ και θέλεις ιατρευθή». Ο δε άρχων εκείνος, άμα εξύπνησεν, εθαύμαζε τι να εδήλου το όραμα εκείνο· που να εύρη τον Κοσμάν να λάβη τας τρίχας; Επειδή ενόμιζεν ότι πραγματικώς δια τον Άγιον Κοσμάν έλεγον, όμως το τοιούτον είχεν άλλο νόημα και ακούσατε αυτό. Εις τας ημέρας εκείνας, πριν ήπροσπέση ο άρχων εκείνος εις τον Ναόν των Αγίων, Χριστιανός τις είχε χαρίσει εν πρόβατον εις τον Ναόν αυτών να το σφάξωσιν εις την εορτήν των· επειδή δε εν τω μεταξύ ήσαν ακόμη ημέραι τινές έως ότου έλθη η ημέρα της εορτής και πανηγύρεως των Αγίων, ετρέφετο το πρόβατον εις την αυλήν της Εκκλησίας και έγινε κατά πολλά ήμερον, οι δε υπηρέται της Εκκλησίας το ωνόμαζον Κοσμάν, δόντες εις αυτό το όνομα του Αγίου. Απ’ εκείνο λοιπόν το πρόβατον εννόουν λέγοντες να λάβη τρίχας, τας οποίας αφού καύση και τρίψη καλώς να τας πίη με ολίγον ύδωρ· ο άρχων όμως εκείνος ευλόγως ηπόρει τι εδήλου η οπτασία εκείνη, μη γνωρίζων ούτε το πρόβατον ούτε την ονομασίαν του. Αλλ’ ιδού πως ωκονόμησαν το πράγμα οι Άγιοι. Όταν ανέτειλεν η ημέρα, το πρόβατον εκείνο, οδηγούμενον εκ της χάριτος των Αγίων, επορεύθη και εστάθη ενώπιον του άρχοντος εκείνου, κράζον μεγαλοφώνως κατά την φωνήν των προβάτων, ώσπερ να εζήτει τι. Οι δε άλλοι ασθενείς και υπηρέταιτου άρχοντος, βλέποντες το πρόβατον ούτω στενοχωρούμενον και μεγαλοφώνως κράζον, εθαύμαζον, τι άραγε να εσήμαινε τούτο. Μεθ’ ικανήν δε ώραν, εις των Ιερέων της Εκκλησίας, ελθών και ιδών και αυτός το πρόβατον εις τοιαύτην κατάστασιν τω είπε· «Τι έχεις, Κοσμά, και κράζεις ούτω»; Τότε παρευθύς ως ήκουσε την λέξιν «Κοσμά» εις το πρόβατον, ως φρόνιμος διηγήθη την οπτασίαν εις τους περιεστώτας και ούτω λαβόντες το πρόβατον εκούρευσαν ολίγας τρίχας από του δέρματός του και τας οποίας, αφού τας έκαυσαν και τας έτριψαν καλώς, κατά την παραγγελίαν των Αγίων, τας έδωκαν εις τον άρχοντα, όστις μετ’ ολίγου ύδατος τας έπιε· παρευθύς δε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Υγιής εγένετο ο άνθρωπος και απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν, τον θαυματουργούντα δια των πιστών αυτού δούλων. Ακούσατε προς περισσοτέραν δόξαν της Παναγίας Τριάδος, ευλογημένοι Χριστιανοί, και άλλο θαύμα επίσης μέγα. Άνθρωπος τις ήτο από τα μέρη της Ανατολής, πλούσιος και έρχων, ευλαβής δε και φοβούμενος τον Θεόν, ο οποίος είχε μεγάλην ασθένειαν εις την καρδίαν και τον στόμαχον, εκ νεαράς του ηλικίας· η δε ασθένειά του αύτη ήτο ανίατος και ούτε να φάγη όσον εχρειάζετο ηδύνατο, ούτε να πίη και τέλος εφαίνετο ως δαιμονισμένος. Απορών δε περί του πρακτέου, ήτο βυθισμένος εις μεγάλην στενοχωρίαν και λύπην, έχων μόνην παρηγορίαν και ελπίδα τον Θεόν. Ούτω λοιπόν διακείμενος ο άνθρωπος, και μη ευρίσκων ουδαμού ουδεμίαν ιατρείαν, προσέδραμεν εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων. Μείνας δε εκεί ολίγας ημέρας και μη ιδών καμμίαν ωφέλειαν, ενόμισεν ότι δεν είναι θέλημα Θεού να ιατρευθή παντελώς. Όθεν απεφάσισε να απέλθη πάλιν εις τον οίκον του· εν τούτοις όμως την νύκτα προς την επαύριον ημέραν, ότε έμελλε να αναχωρήση, αφού πάντα τα προς την οδοιπορίαν αναγκαιούντα ητοιμάσθησαν, επιφαίνεται άνθρωπός τις εις τον ύπνον του και λέγει εις αυτόν: «Μη βιάζεσαι, άνθρωπε, να επιστρέψης εις τον οίκον σου, αλλά πρόσμενε ακόμη μέχρι της ερχομένης Κυριακής και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού και την δόξαν των πανευφήμων Αγίων Αναργύρων». Ως έφθασε λοιπόν η Κυριακή, πάλιν κατά την συνήθειάν του ο ασθενής έπεσε προς της Εικόνος των Αγίων, και προς το μεσονύκτιον βλέπει φανερώς, ότι εξήλθε του Αγίου Βήματος ο Άγιος Κοσμάς, ο μεγαλύτερος αδελφός, και περιήλθεν όλην την Εκκλησίαν επισκεπτόμενος τους ασθενείς, προς αυτόν δε τον ασθενή, ο οποίος έβλεπε την οπτασίαν, δεν έστρεψε παντελώς τον οφθαλμόν του· ενόμισε δε τότε ο άρχων εκείνος, ότι εις την επιστροφήν τουλάχιστον ο Άγιος θα τον έβλεπεν, αλλ’ εις μάτην. Τότε λοιπόν ιδών ο ασθενής ότι επλησίαζε να εισέλθη πάλιν εις το Άγιον Βήμα, ενώ αυτόν καθ’ ολοκληρίαν δεν τον παρετήρησε, προσέδραμεν εις τους πόδας του δεόμενος αυτού να τον ιατρεύση. Λέγει τότε εις αυτόν ο Άγιος· «Λάβε αυτό το γλύκισμα και αφού το φάγης θέλεις ιατρευθή». Ως έλαβε δε ο άρχων από τας χείρας του Αγίου το γλύκισμα εκείνο, πάλιν προσέπεσεν ενώπιόν του λέγων· «Παρακαλώ σε, Άγιε του Θεού, να ευδοκήσης να μη με πειράξη πλέον η επάρατος αύτη ασθένεια». Τότε απλώσας ο Άγιος την χείρα του επί του άρχοντος και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού είπεν: «Εις το όνομα του Θεού να μη σε πειράξη πλέον η τοιαύτη ασθένεια, σου παραγγέλλω όμως από τούδε και εις το εξής να μη γευθής ουδέποτε όσπρια, καθ’ όλην σου την ζωήν». Είχε δε ο άνθρωπος εκείνος, ως έλεγε, και άλλην ασθένειαν, και αύτη ήτο εκ διαλειμμάτων μονομερής πόνος των οδόντων του· παρεκάλεσεν όθεν τον Άγιον να ιατρεύση και αυτήν την ασθένειαν· ο δε Άγιος είπεν· «Αρκετή σου είναι η θεραπεία του στομάχου, αυτήν δε την μικράν ασθένειαν είναι θέλημα Θεού να την έχης· διότι «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ:12). Ούτω λοιπόν τυχών ο άρχων εκείνος εντελούς ιατρείας του στομάχου επανήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν και μεγαλύνων τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους. Ακούσατε δε και άλλο θαύμα, το οποίον θα διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και ούτως εις δόξαν του Θεού να περατώσω την περί των Αγίων τούτων διήγησιν. Άρχων τις ευγενής και χρηστός από την Φερεμάν, θέλων να πορευθή εις μακρινήν χώραν δι’ εμπορεύματα, έλαβε μεθ’ εαυτού την γυναίκα του και κατηυθύνθη εις τον τάφον των Αγίων Αναργύρων, όπου εκτείνας τας χείρας του προς τους Αγίους είπεν· «Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί, υπό την σκέπην σας αφήνω την γυναίκα ταύτην και η χάρις υμών να την περισκεπάση έως ότου επανέλθω». Ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού, παραγγείλας εις την γυναίκα, ότι εν όσω δεν βλέπει ίδιόν του γράμμα και τον δακτύλιόν του να μη πιστεύση καμμίαν περί αυτού είδησιν ως αληθή. Και ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος εις την σύζυγόν του απήλθεν εις μεμακρυσμένην χώραν· ο δε εχθρός της αληθείας διάβολος φθονών τον άρχοντα, ότι ενεπιστεύθη την σύζυγον αυτού εις τους Αγίους και θέλων να τον κάμη να πικρανθή και να απιστήση, τι ετεχνεύθη; Έπλασε γράμματα κατά φαντασίαν, ως προερχόμενα από του άρχοντος εκείνου και προοριζόμενα δια την σύζυγόν του, έπλασε δε κατά φαντασίαν και τον δακτύλιόν του. Έλεγον δε τα γράμματα εκείνα, ίνα δήθεν αυτή μεταβή εσπευσμένως πλησίον του. Αφού λοιπόν ητοίμασεν όλα ταύτα ο δολερός διάβολος, μετεμορφώθη εις είδος αγωγέως και προσελθών εις την σύζυγον του άρχοντος ενεχείρισεν εις αυτήν τα γράμματα και τον δακτύλιον του συζύγου της, άτινα δήθεν παρέδωκεν εκείνος εις αυτόν δια να τα φέρη. Ιδούσα λοιπόν η γυνή και αναγνωρίσασα το γράμμα του συζύγου της, προς δε και τον δακτύλιόν του, απεφάσισε να απέλθη προς αυτόν, συνοδευομένη μάλιστα υπό του απεσταλμένου. Αλλά παρατηρήσατε πόσον ισχύει η πρεσβεία των Αγίων. Πορευόμενος ο μεταμορφωμένος δαίμων με την γυναίκα, ωδήγησεν αυτήν εις ένα μέγαν κρημνόν· εκεί δε ώθησεν αυτήν με σκοπόν να την θανατώση· εκείνη δε η αθλία, κρημνιζομένη από τοιούτον μέγαν κρημνόν, άλλο τι δεν ηδυνήθη να είπη ειμή μόνον: «Άγιοι Ανάργυροι, βοηθήσατέ με την δούλην σας». Και παρευθύς, ω του θαύματος! ευρέθη η γυνή εκείνη από τον κρημνόν εις τον οίκον αυτής. Ούτω λοιπόν ελευθερωθείσα της επιβουλής του πονηρού δαίμονος, εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Θεόν και τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους Κοσμάν και Δαμιανόν. Αλλά και περί τούτου του θαύματος αν τις αμφιβάλλη, ας αναγνώση το βιβλίον του Προφήτου Δανιήλ δια να εννοήση ότι και ο Προφήτης Αββακούμ εν διαστήματι μιάς ημέρας από Ιερουσαλήμ ευρέθη εις την Βαβυλώνα, εν ω το διάστημα των δύο αυτών πόλεων είναι είκοσι και τεσσάρων ημερών (Δανιήλ ιβ’ , εν Βηλ και Δράκων, 33-39). Δια τα θαύματα τέλος των Αγίων Αναργύρων, ευλογημένοι Χριστιανοί, αρκετός είναι εις ημάς ο λόγος· τούτο δε μόνον θα σας αναφέρω, ότι είναι πρέπον να συλλογισθώμεν, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, διατί μεν επί των αρχαίων καιρών οι άνθρωποι ηγίαζον ευκόλως, την σήμερον δε εποχήν δυσκόλως δυνάμεθα να εύρωμεν άνθρωπον ενάρετον. Μήπως άλλος Θεός ήτο τότε και άλλος τώρα; Μήπως τα έτη, οι μήνες, αι ημέραι και αι ώραι ήλλαξαν; Μήπως τα τέσσαρα στοιχεία της φύσεως μετεβλήθησαν, η γη δηλαδή, το ύδωρ, ο αήρ και ο αιθήρ; Μήπως άλλο Ευαγγέλιον ήκουσαν εκείνοι και άλλο ακούομεν ημείς; Ουχί, ουχί· όλα ευρίσκονται όπως ο Θεός απ’ αρχής εποίησεν αυτά και τοιαύτα θα διαμένωσι μέχρι της συντελείας του αιώνος. Τι λοιπόν είναι το αίτιον; Ημείς ηλλάξαμεν την γνώμην ημών, ημείς ηγριώθημεν και ημείς πταίομεν, διότι δεν παρακινούμεν ο εις τον άλλον εις εναρέτους πράξεις, αλλά αλληλοκτονούμεθα, αλληλοκλεπτόμεθα και μυρία όσα αντιχριστιανικά πράττομεν. Λέγετέ μοι, με τοιούτου είδους έργα είναι δυνατόν να ευαρεστήσωμεν τον Θεόν; Είναι δυνατόν να ονομασθώμεν τέκνα του; είναι δυνατόν να μιμηθώμεν τους Αγίους και να φανώμεν άξιοι απόστολοι και ημείς του Χριστού; Ουχί βεβαίως. Λοιπόν παρακαλώ υμάς, ευλογημένοι αδελφοί μου, δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του δι’ ημάς σταυρωθέντος, ας φροντίζωμεν και δια την ψυχήν ημών, η οποία δεν εξαγοράζεται με όλα τα πλούτη του κόσμου· ας συλλογιζώμεθα συνεχώς τα μέλλοντα· ας αποφεύγωμεν τα μάταια πράγματα και ας ζητώμεν τα αιώνια· ας μη δαπανώμεν την ζωήν ημών χάσκοντες δια τας ματαιότητας του κόσμου τούτου, αλλ’ ας την χρησιμοποιώμεν εις έργα θεάρεστα· ας μη ραθυμώμεν εις τα καλά· ας μη αναβάλλωμεν τας όσας καλάς πράξεις σκοπούμεν να πράξωμεν· σήμερον ενεθυμήθης να πράξης μίαν αγαθήν πράξιν, αν δύνασαι, σήμερον πράξον αυτήν· ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα. Έως πότε θα είμεθα οκνηροί και αμελείς εις τας παραγγελίας του Θεού; Δεν θα εξυπνήσωμεν ποτέ από τον βαθύν της ραθυμίας ύπνον; Δεν θα προσέχωμεν ποτέ να συλλογισθώμεν που είναι οι πάπποι ημών, που οι πατέρες ημών; Που είναι οι άρχοντες και βασιλείς; Που είναι οι δυνατοί της γης; Που οι πλούσιοι; Που οι εύμορφοι; Που οι υπερήφανοι; Που οι άδικοι; Που οι μέθυσοι; Που οι πόρνοι και τόσοι άλλοι; Δεν ήσαν και εκείνοι ποτε εις τον κόσμον; Δεν εχάρησαν; Δεν έκαμον τας ορέξεις των; Αλλά τώρα που ευρίσκονται; Χώμα μόνον και ουδέν πλέον, κόκκαλα ξηρά και εκείνα καταπατημένα. Τι ωφελήθησαν λοιπόν εκείνοι; ουδέν· εκτός εκείνων όσα επράχθησαν συμφώνως με τας εντολάς του Θεού· εκτός μόνον των αγαθών πράξεων. Ενώ από τα πλούτη, τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, τους εκτεταμένους αγρούς και τας ευφόρους αμπέλους, ουδέν εκέρδησαν. Μετά θάνατον ο άνθρωπος δεν φέρει μεθ’ εαυτού, ανερχόμενος εις τους ουρανούς, ίνα κριθή ενώπιον του αδεκάστου Κριτού, άλλο τι, ειμή μόνον τας καλάς και κακάς της ψυχής του πράξεις. Εν πράγμα είναι αθάνατον, η αρετή, τα δε άλλα είναι σκιά, καπνός, όνειρον. Λοιπόν ας εργασθώμεν τα καλά, ίνα κληρονομήσωμεν τα αθάνατα. Η ζωή ημών είναι πρόσκαιρος, αλλ’ η μέλλουσα είναι αιώνιος. Καθείς τέλος Χριστιανός ας κτίση τον οίκον της ψυχής του· ας βάλη θεμέλιον την εξομολόγησιν· ας τον τειχίση με τας αρετάς· ας τον σκεπάση με την χάριν του Θεού· προθυμίαν μόνον θέλει ο Θεός από τον άνθρωπον και Αυτός τον τελειοποιεί. Μη θαρρώμεν δε ότι άνευ του θελήματος του Θεού είναι δυνατόν να κατορθώσωμεν τι, διότι «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον (τον της ψυχής), εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμ. ρκστ: 1). Ας παρακινώμεν τέλος ο εις τον άλλον εις το αγαθόν, ίνα ούτως ενταύθα μεν διέλθωμεν ζωήν εύθυμον, ειρηνικήν, ανεπίδεκτον πάσης διαβολικής συνεργείας, εκεί δε αξιωθώμεν της βασιλείας του Χριστού· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΜΑΡΚΙΑΝΟΥ του εν τη Κύρω.

Δημοσίευση από silver »

Μαρκιανός ο Όσιος πατήρ ημών πατρίδα είχε την Κύρον· αφήσας δε την πατρίδα και την περιφάνειαν του γένους του, επήγεν εις το μέσον της ερήμου, και κτίσας εκεί εν κελλίον μικρότατον τόσον όσον να σκεπάζη μόνον το σώμα του, εκλείσθη εντός αυτού ενδυθείς ράσα τρίχινα, όλον δε το φαγητόν του ήτο εκάστην εσπέραν τρεις ουγγίαι (=24 περίπου γραμμάρια) άρτου, έπινε δε τόσον ολίγον ύδωρ, όσον μόνον δια να ζη. Αφού δε επέρασεν ολίγος καιρός απέκτησε δύο μαθητάς, τον Ευσέβιον, όστις έγινε και κληρονόμος της καλύβης του, και τον Αγαπητόν, όστις την αγγελικήν αυτήν πολιτείαν μετεφύτευσεν εις την Απάμειαν. Έκτισαν δε και αυτοί μικράς καλύβας και ησύχαζον εις αυτάς. Ούτος ο Όσιος, έγκλειστος ων πάντοτε, δεν απέκτησε ποτέ λύχνον, αλλά φως θεϊκόν εφώτιζεν αυτόν κατά τον καιρόν της νυκτός και εδείκνυεν εις αυτόν την σύνθεσιν των γραμμάτων· όθεν έβλεπε και ανεγίνωσκε, διότι είχε μαζί του εν μικρόν Ψαλτήριον προς ανάγνωσιν. Επειδή δε μίαν φοράν εμβήκεν από την πλησίον έρημον μεγαλώτατος δράκων, όστις εφοβέριζεν ότι έχει να προξενήση θάνατον και φθοράν, δια τούτο εταράχθησαν οι Συνασκηταί του· ο δε Άγιος με τον δάκτυλόν του μεν ετύπωσε τον Σταυρόν εις τον δράκοντα, με το στόμα του δε ενεφύσησεν εις αυτόν και, ω του θαύματος! καθώς το άχυρον όσον μείνη εις χωράφιον μετά το θέρος διαλύεται από το πυρ, ούτω και ο δράκων εκείνος ευθύς διερράγη και διελύθη εις πλείστα τεμάχια. Εν μια δε των ημερών επήγεν εις αυτόν ο της Αντιοχείας Επίσκοπος Φλαβιανός και ο της Κύρου Επίσκοπος (ο Θεοδώρητος), και άλλοι τινές Επίσκοποι και ονομαστοί άνδρες και λόγιοι, οίτινες παρεκάλεσαν αυτόν, προτείναντες πολλά ρητά εκ της θείας Γραφής, να εξέλθη από το κελλίον του χάριν της των αδελφών ωφελείας, όμως ο Άγιος ουδέ να ακούση ταύτα υπέφερεν, αλλ’ έμεινεν εις το κελλίον του έγκλειστος. Ούτος επανέφερε πολλούς από διαφόρους αιρέσεις εις την αληθή και Ορθόδοξον πίστιν. Μίαν φοράν η κατά σάρκα αδελφή του Αγίου, λαβούσα από την πόλιν Κύρον φαγητά αρμόδια εις τοιούτον Ασκητήν, συμπαραλαβούσα δε και τον υιόν της, επήγεν εις τον Όσιον. Ο δε Όσιος την μεν αδελφήν δεν ηθέλησε να ίδη, τον δε υιόν της και ανεψιόν του εδέχθη μετά χαράς, χωρίς να λάβη από αυτόν κανέν δώρον. Ο δε ανεψιός του επέμενε παρακαλών αυτόν να δεχθή όσα του έφερεν. Όθεν ηρώτησεν αυτόν ο Όσιος· «Όταν ήρχεσθε προς εμέ, πόσα Μοναστήρια και καλύβας ασκητικάς επεράσατε; Και εις ποίους εδώσατε εκ των δώρων σας»; Ο δε ανεψιός απεκρίθη· «Εις κανένα δεν εδώσαμεν τίποτε». Τότε είπεν ο Όσιος· «Υπάγετε οπίσω έχοντες μεθ’ ημών όσα μοι εφέρατε, επειδή δια την φυσικήν συγγένειαν και όχι δια την αγάπην την προς Θεόν και οικειότητα ταύτα μοι εφέρατε». Ο θαυμάσιος ούτος Μαρκιανός έγινεν εις όλους μέγας και περιβόητος και ποθητός, όχι μόνον εις τους πλησιοχώρους, αλλά και εις τους μακράν κατοικούντας· επειδή δε έμαθεν ότι πολλοί εμάχοντο και εφιλονείκουν δια να λάβωσι το σώμα του αφού αποθάνη, είχον δε ήδη ετοιμάσει και θήκας δια να το βάλωσι και Ναούς ωκοδόμησαν εις το όνομά του, επειδή, λέγω, τούτο έμαθεν ο Όσιος, ώρκισε τον πρώτον του μαθητήν Ευσέβιον να κρύψη μετά θάνατον το σώμα του εις τόπον απόκρυφον, μακράν από την καλύβην του. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευσάμενος απήλθε προς Κύριον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών και νέου Ιερομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Νεαπολίτου.

Δημοσίευση από silver »

Γεώργιος ο Άγιος Πατήρ ημών και νέος Ιερομάρτυς του Χριστού, της Οσιότητος το πολύτιμον σκεύος, των Ιερέων η κοσμιότης και των Μαρτύρων ο ισοστάσιος, κατήγετο εκ της επαρχίας Νεαπόλεως, της ευρισκομένης εις την Μικράν Ασίαν, ήτις τουρκιστί λέγεται «Νεβ-Σεχήρ». Το όνομα του χωρίου, της ιδιαιτέρας δηλαδή πατρίδος αυτού, εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη, είναι εις ημάς άγνωστον. Δύο χωρία, το εν βορείως της Νεαπόλεως, λεγόμενον Ντάρ, και το άλλο νοτίως, ονόματι Κιόρε, διεκδικούν τον θείον τούτον άνδρα ως ίδιον βλαστόν, εις ποίον δε εκ τούτων εγεννήθη ή μάλλον εβλάστησεν ως φοίνιξ υψίκομος, κατά τον Δαβίδ, «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει» (Ψαλμ. 91:13), ακριβώς δεν γνωρίζομεν. Ήτο Ιερεύς και διέπρεπεν εν Νεαπόλει κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα, εφημερεύων εις τον εκείσε Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και διαλάμπων ως αληθής Ιερεύς και λειτουργός του Υψίστου, εν αληθεία και οσιότητι και δικαιοσύνη, πορευόμενος εν πάσαις ταις εντολαίς και δικαιώμασι του Κυρίου άμεμπτος. Ο βίος του ήτο ακηλίδωτος και άμωμος, βίος αληθούς Ιερέως, έχοντος το πολίτευμα εν ουρανοίς και σκοπόν θεμένου την επίγειον ζωήν, την εξυπηρέτησιν και ακριβή εκπλήρωσιν του θείου θελήματος, εις ο έταξεν ολοψύχως εαυτόν. Αγάπη, πραότης, ανεξικακία, ταπείνωσις, φιλαδελφία ήσαν τα χαρακτηριστικά της μακαρίας αυτού ψυχής, ήτις κοσμουμένη δια τοιούτων ευαγγελικών αρετών και θείων προτερημάτων, υπηρέτει μετά πάσης προθυμίας τον Θεόν, ιερουργών ως άλλος Άγγελος και παντοιοτρόπως ανακουφίζων και παραμυθούμενος, δια λόγου και έργου, τους καταδυναστευομένους και απηνώς καταδιωκομένους τότε αδελφούς ημών Έλληνας Χριστιανούς υπό των κρατούντων Αγαρηνών. Τοιουτοτρόπως πολιτευόμενος ο θείος Γεώργιος και φερωνύμως γεωργών τα θεία χαρίσματα και ευαρεστών εις τον Θεόν, ηξιώθη του μαρτυρικού τέλους ως εξής: Κατά το έτος 1797 προσεκλήθη εκ Νεαπόλεως, όπου ευρίσκετο ο Άγιος, υπό του χωρίου Μαλακοπή, απέχοντος εξ ώρας, δια να υπάγη και ιερουργήση εκεί, εις τινα μεγάλην εορτήν και αγιάση τους ευσεβείς Χριστιανούς, διότι ο Ιερεύς αυτών ησθένει ή, ως άδεται λόγος, εκρύπτετο φεύγων την μανίαν των Τούρκων, οίτινες λογω της τότεγενομένης επαναστάσεως του Ορλώφ είχον εγείρει τους φοβερούς διωγμούς Κατς – Κάτς. Εδέχθη ευχαρίστως ο θείος Γεώργιος την πρόσκλησιν των εν Μαλακοπή αδελφών Χριστιανών και ιππεύσας επί όνου, διότι ήτο γέρων και καχεκτικός, επορεύετο πρόθυμος την οδόν, χωρίς να σκεφθή τι το απευκταίον, ίνα ταχύτερον φθάση εις τον προορισμόν του. Αλλ’ αίφνης, ενώ επλησίαζε προς την Μαλακοπήν, παρά την θέσιν «Κόμπια – Ντερέ», ήτοι «ρεματιά», εμφανίσθησαν προ αυτού Τούρκοι ποιμένες λίαν εξηγριωμένοι, δια τους ους ανεφέραμεν λόγους και μάλιστα κατά των Κληρικών, οίτινες επιπεσόντες μετά μανίας κατά του πραοτάτου ανθρώπου του Θεού, του έχοντος και παρ’ αυτοίς τοις Τούρκοις φήμην Αγίου, ελήστευσαν αυτόν και εγύμνωσαν και τέλος εφόνευσαν, αποκόψαντες την τιμίαν αυτού κεφαλήν, το δε λείψανον γυμνόν και καθημαγμένον, απέρριψαν εις την παρακειμένην φάραγγα, ομού μετά της κεφαλής. Και τοιουτοτρόπως ο θείος πατήρ Γεώργιος, ο Όσιος θεράπων του Κυρίου και αληθής λειτουργός και υπηρέτης αυτού, «Ο πεπληρωμένος καρπών δικαιοσύνης», επεσφράγισε την καθαράν και ενάρετον αυτού πολιτείαν δια του μαρτυρικού τέλους, μισθόν λαβών της ιερουργίας την δι’ αίματος τελείωσιν και συνηριθμήθη μετά των Οσίων και Ιερομαρτύρων ως Όσιος και Ιερομάρτυς, καβών παρά Χριστού τον στέφανον της αθανάτου ζωής. Οι εν Μαλακοπή, μη γνωρίζοντες τα γεγονότα, ανέμενον την άφιξιν αυτού εναγωνίως, αλλ’ εις μάτην· ο αναμενόμενος ουδαμού ανεφαίνετο. Παρήλθον τρεις και τέσσαρες ημέραι, αλλ’ ο Ιερεύς δεν εφαίνετο ερχόμενος δια να αγιάση και παρηγορήση τους φοβισμένους και τεθλιμμένους Χριστιανούς. Ανησυχήσαντες τότε και οι εν Νεαπόλει δια την παρατεινομένην απουσίαν αυτού, εξήλθον εις αναζήτησίν του, πληροφορηθέντες δε και από τους εν Μαλακοπή ότι δεν μετέβη εκεί, ηρεύνησαν κατά την οδόν και έκπληκτοι ανεύρον παρά την προλεχθείσαν φαραγγώδη θέσιν το τίμιον αυτού λείψανον γυμνόν, και εκεί που πλησίον την ιεράν κεφαλήν του. Υπώπτευσαν τότε το τι συνέβη παρά των αγρίων εκείνων Τούρκων και οίας τιμωρίας και σκληρόν θάνατον υπέστη παρ’ αυτών ο ιερός ανήρ και θείος παρήγορος αυτών υπέρ της του πλησίον αγάπης και προς εκπλήρωσιν του ιερού καθήκοντος «ο τιθείς την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων», και μετά θρήνων και κλαυθμών δια την απώλειαν αυτού, αλλά και μετά πολλών προφυλάξεων, δια τον φόβον των εξηγριωμένων Τούρκων, εκήδευσαν εκεί όπου ανεύρον μετά πολλής σπουδής το τίμιον λείψανον και έθηκαν επί του τάφου πέτραν φέρουσαν κεχαραγμένην την εξής απλήν επιγραφήν: «Ιερεύς Γεώργιος». Παρήλθεν έκτοτε αρκετός καιρός, και το μεν σώμα του θείου Γεωργίου ανεπαύετο ένθα προχείρως εκηδεύθη, η δε μακαρία αυτού ψυχή ηγάλλετο μετά των Αγγέλων εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου, ότε εν μια νυκτί φαίνεται εν οράματι ο θείος Ιερομάρτυς εις τινα γυναίκα χήραν, ευλαβή και φοβουμένην τον Θεόν, εις την οποίαν διηγήθη το τι έπαθε καθ’ οδόν πηγαίνων εις Μαλακοπήν, ότι εληστεύθη και εφονεύθη παρά των αγρίων εκείνων Τούρκων. «Και τώρα, της λέγει, να εγερθής και να υπάγης αμέσως εις την Δημογεροντίαν, δια να έλθουν να με εύρουν εις το γνωστόν σας «Κόμπια – Ντερέ» πλησίον της Μαλακοπής». Αλλ’ η γυνή δεν έδωσε σημασίαν και προσοχήν εις το φανέν και το ίδιον όνειρον επανελήφθη μετά τινας ημέρας. Έντρομος ηγέρθη τότε η ευλαβής γυνή και μετέβη εις την οικίαν γνωστού της δημογέροντος, εις τον οποίον διηγήθη ό,τι είδε και της είπεν ο φανείς κατ’ επανάληψιν Όσιος και Ιερομάρτυς Γεώργιος. Εκ τούτου δεν ήτο πλέον δυνατόν να αναβάλουν οι ευσεβείς Νεαπολίται περισσότερον χρόνον την εκτέλεσιν του προστάγματος, αλλ’ έσπευσαν πάντες μετά προθυμίας εις το υποδειχθέν μέρος, έχοντες επί κεφαλής τον Ιερέα Νεόφυτον, Εφημέριον του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις τον οποίον Ναόν, ως προείπομεν, ήτο Εφημέριος και ο Ιερομάρτυς Γεώργιος, όστις Νεόφυτος διεδέχθη τον πατέρα του Ιερέα Βασίλειον, συνεφημέριον όντα του θείου Γεωργίου. Και σκάψαντες τον πρόχειρον εκείνον τάφον ανεύρον το τίμιον τού Αγίου λείψανον σώον και ακέραιον και άφθαρτον και πλήρες ουρανίου ευωδίας και Χάριτος, το οποίον αφού προσεκύνησαν μετ’ ευλαβείας, χαράς και μεγάλου θαυμασμού, δια την πλουσίαν ταύτην Χάριν, την οποίαν εκ Θεού έλαβε, το ετοποθέτησαν εντός ξυλίνης λάρνακος και το μετέφερον εις την οικίαν του προρρηθέντος Ιερέως Νεοφύτου, ως ηγιασμένον πλέον λείψανον. Προ αυτού έκαιε ακοίμητος κανδήλα και πλείστοι προσήρχοντο καθ’ εκάστην δια να ψάλωσι παρακλήσεις και δεηθώσι του Αγίου και αγιασθώσι δια της αγιαστικής Χάριτος της ενοικούσης εις το άγιον λείψανον και πολλαί θεραπείαι και ιάσεις και άλλα θαύματα εγίνοντο εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, εξ ων γράφομεν τινά. Ευρισκομένου, ως είπομεν, του ιερού λειψάνου εις την οικίαν του Ιερέως Νεοφύτου, προσήρχοντο πολλοί τόσον εντόπιοι όσον και ξένοι δια να ψάλουν παρακλήσεις και να λάβουν αγιασμόν εξ αυτού, αλλ’ η μεγάλη αύτη κίνησις περί το ιερόν λείψανον δεν ήρεσεν εις την Δημογεροντίαν, θεωρήσασαν τούτο ως εκμετάλλευσιν και παρεκάλεσαν τον εν λόγω Ιερέα Νεόφυτον να μεταφερθή τούτο εις τον Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ούτω και εγένετο και είχον δύο κλείδας, εκ των οποίων την μίαν εκράτει η Δημογεροντία, την δε άλλην ο ρηθείς Ιερεύς δια να έρχεται τακτικώς και να ανάπτη την κανδήλαν του. Αλλ’ η μεταφορά αύτη δεν ήρεσεν εις τον Άγιον, διότι μάλις παρήλθον ολίγαι ημέραι ησθένησαν όλα τα μέλη της Δημογεροντίας και είδον τον Άγιον εις τον ύπνον των να τους επιπλήττη, διατί να μεταφέρουν το ιερόν λείψανον εις την Εκκλησίαν και τους διέτασσε να το μεταφέρουν πάλιν εις το σκοτεινόν κελλί, εις το οποίον το είχε τοποθετήσει ο Ιερεύς Νεόφυτος, εντός της οικίας του. Έντρομοι την επομένην ημέραν προσεκάλεσαν τον ρηθέντα Ιερέα και παρεκάλεσαν αυτόν να μεταφερθή εν ιερά πομπή το λείψανον εις την προηγουμένην θέσιν του. Αμέσως δε κατόπιν όλοι οι εκ τούτου ασθενήσαντες εθεραπεύθησαν. Προσήρχετο δε πολλάκις εις την οικίαν του Ιερέως Νεοφύτου, ένθα το λείψανον του Αγίου, και ο Ιερεύς της Μαλακοπής, αμφότεροι δε εκαθάριζον την λάρνακα και ανεγίνωσκον την ακολουθίαν του αγιασμού· αλλ’ ημέραν τινά, κρυφίως του Παπα-Νεοφύτου, έλαβεν ο Ιερεύς εκείνος μικρόν οστούν εκ του ιερού λειψάνου δια φυλακτόν και ανεχώρησε. Μόλις όμως παρήλθον ολίγαι ημέραι, ησθένησε και αυτός και όλη η οικογένειά του, συγχρόνως δε ενεφανίσθη εις αυτόν καθ’ ύπνον ο Άγιος και τον επέπληττε δια την κλοπήν και τον διέτασσε να μεταφέρη το κλαπέν οστούν εις την θέσιν του. την επομένην, αν και ήτο και ασθενής, διήνυσε πορείαν εξ ωρών και ελθών εις Νεάπολιν ετοποθέτησε μετά φόβου και τρόμου το οστούν όθεν αφήρεσεν αυτό και προσηυχήθη μετ’ ευλαβείας ειπών και τα εξής· «Ω ευλογημένε Άγιε Γεώργιε! Δεν ήμην άξιος να κρατήσω και εγώ εν μικρόν τεμάχιον από το άγιον λείψανόν σου»; Είχον δε συνδεδεμένον με αλυσίδα οστούν του βραχίονος τού Αγίου με ένα οδόντα, άτινα ελάμβανον εις τας οικίας των όσοι είχον ασθενείς και εθεραπεύοντο. Ποτέ ευσεβής τις γυνή επιστρέφουσα τον οδόντα του Αγίου απώλεσε τούτον καθ’ οδόν, χωρίς να το αντιληφθή. Αλλά τις να διηγηθή τους θρήνους και οδυρμούς της ευσεβούς ταύτης γυναικός; Αλλ’ ω του θαύματος! μετά δύο ημέρας η γυνή αύτη, ενώ ανήρχετο την οδόν προς την οικίαν της, εύρε παρά πάσαν ελπίδα εντός των χαλίκων, έκθαμβος και περιχαρής, το τόσον μικρόν άγιον λείψανον και έθεσεν αυτό εις την θάσιν του. Ζωγράφος τις εκ του χωρίου Προκόπιον, επιθυμών να αποκτήση παιδίον, διότι ήτο άτεκνος, ακούσας τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου, λαβών την γυναίκα του ήλθον εις το ιερόν λείψανον και μετά θερμών προσευχών και νηστειών παρεκάλεσαν να τους δοθή παιδίον. Και υπεσχέθηκαν, αν γεννηθή άρσεν, να το ονομάσουν Γεώργιον, μετά εξ δε μήνας, οπότε θα αρχίση το παιδίον να περιπατή, να το λάβουν εις τας αγκάλας των, να φέρουν και μίαν στάμνον ελαίου, και πεζοπορούντες να έλθουν να προσκυνήσουν και πάλιν το ιερόν λείψανον. Εισήκουσεν ο Θεός της προσευχής των δια πρεσβειών του Αγίου και εγέννησαν ως επεθύμουν παιδίον, αλλ’ εκ της πολλής χαράς των ελησμόνησαν την υπόσχεσιν. Μετά εν έτος όμως ενεφανίσθη κατ’ όναρ εις τον ζωγράφον ο Άγιος και του υπενθύμισε το τάξιμον και μάλιστα είπεν· «Εάν δεν φέρετε το παιδίον εις το λείψανόν μου, θα το πάρω πίσω». Την πρωϊαν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, αμέσως παραλαμβάνει την γυναίκα του και το παιδίον και την στάμνον του ελαίου και πεζοπορήσαντες όλην σχεδόν την ημέραν, ήλθον και παρεκάλεσαν μετά θερμών δακρύων τον Άγιον να τους συγχωρήση. Ο αυτός, ως ζωγράφος, εζωγράφισε τον θαυματουργόν Άγιον καθώς τον είδεν εις τον ύπνον του και έφερε την εικόνα εκεί, την οποίαν πολλοί αντέγραψαν. Άλλη γυνή από το γένος Δεμερτσή Παντελή, εις κάθε εσπερινόν έφερεν εν ασθενές και αδύνατον παιδίον 3-4 ετών, μη δυνάμενον να περιπατήση. Νέος δε τις έως είκοσιν ετών, πάσχων από τετραετίας εκ των οφθαλμών και έχων φοβερούς πόνους, ήρχετο και αυτός καθημερινώς και εδέετο του Αγίου να τύχη ιάσεως. Τούτον ιδούσα η ανωτέρω γυνή εις την αυλήν της οικίας του Ιερέως Νεοφύτου, ένθα εφυλάσσετο το θαυματουργόν του Αγίου λείψανον, δεδεμένον τους οφθαλμούς και φωνάζοντα εκ των πόνων αχ! και ωχ! διενοήθη, ότι ούτος είναι τόσα έτη πλησίον του λειψάνου του Αγίου και δεν τον εθεράπευσε και τώρα θα θεραπεύση το παιδί μου; Ταύτα διενοήθη και επιστρέφουσα δια να φθάση εις την εξώθυραν, μόλις επάτησεν εις την πρώτην βαθμίδα της κλίμακος, ήτις είχε δώδεκα τοιαύτας, ωλίσθησε και εκυλίσθη έως κάτω μετά του μικρού και ασθενούς παιδός και έμεινεν αναίσθητος με κλειστούς οδόντας, ο δε μικρός υιός της εκάθητο εις μικράν εκείθεν απόστασιν και εγέλα χωρίς να πάθη τι. Αμέσως αι δύο γυναίκες του οίκου, η πρεσβυτέρα Ευγενία και η άλλη, Μαρία λεγομένη, έσπευσαν και μετά πολλού κόπου συνέφερον την λιπόθυμον εκ της πτώσεως γυναίκα, ήτις μόλις συνήλθεν εφώναξε το παιδί της, το ενηγκαλίσθη και διαρκώς έκλαιε φωνάζουσα· «Ήμαρτον, Θεέ μου, Άγιέ μου». Και αμέσως έσπευσεν εις το άγιον λείψανον μετά χαράς και θρήνων και δακρύων, διότι εσώθη ως εκ θαύματος εκ ταύτης της πτώσεως. Όταν ετελείωσε την προσευχήν της διηγήθη εις όλους παρρησία τι είχε διανοηθή, ο δε ασθενής υιός της εθεραπεύθη μετ’ ολίγον, χάριτι του Αγίου και θαυματουργού Γεωργίου, εντελώς, όστις μετά ταύτα, ως τέλειος πλέον ανήρ, ήτο γνωστός εις την Νεάπολιν ως τυρέμπορος. Αλλά και τινος Σαρρή Θωμά ο υιός ονόματι Ιωάννης, όταν ήτο ηλικίας δώδεκα ετών, έπαθεν εκ νευρασθενείας και ήτο πολύ επικίνδυνος. Εν τοιαύτη καταστάσει τον έδεσαν και τον μετέφερον εις τον Άγιον, όπου τον προσέδεσαν εις τους πόδας της λάρνακος και μετά τρεις ημέρας εθεραπεύθη τελείως. Και ούτος ήτο έμπορος εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά και εις συμβάντα λιμόν εις την επαρχίαν Καισαρείας, κατά τον οποίον εξέλιπον τα πάντα, η κανδήλα του Αγίου παραδόξως ανέβλυζεν έλαιον και έκαιε διαρκώς, εις έκπληξιν των ορώντων την θαυματουργόν του Αγίου Χάριν, δια της οποίας εδοξάσθη και επλουτίσθη παρά του Θεού. και άλλη γυνή τυχούσα επισκέψεως και θεραπείας παρά του Αγίου, ονόματι Μαρία Τοσούνογλου, διηγείται το εξής: «Όταν ήμην κοριτσάκι μόλις εξ ετώ, ησθένησα και με έστελναν εις την θείαν μου, κατοικούσαν κάτωθεν της οικίας του Ανέστη Χατζηπροδρόμου. Εκεί με παρέλαβον με αγάπην και στοργήν και με έβαλαν να κοιμηθώ πλάϊ εις την λάρνακα του ιερού λειψάνου και το πρωϊ που εξύπνησα ήμουν τελείως καλά». Είχον ποτέ μεγάλην ανομβρίαν εις την Νεάπολιν, οι δε ευσεβείς Νεαπολίται εν τοιαύτη ανάγκη κατέφυγον εις τον θαυματουργόν Ιερομάρτυρα Άγιον Γεώργιον και λαβόντες την τιμίαν κάραν του, εποίησαν μετ’ αυτής λιτανείαν μέχρι του μύλου, παρακαλέσαντες τον Άγιον μετά θερμών δεήσεων να βοηθήση αυτούς εις την προκειμένην δεινήν περίστασιν. Και ω του θαύματος! μετ’ ολίγην ώραν ήρχισε δυνατή βροχή και πάντες εθαύμασαν την εξαιρετικήν χάριν του Αγίου, και εδόξασαν τον Θεόν, τον δοξάζοντα θαυμαστώς τους Αγίους Αυτού. Προσκυνήσαντες δε μετ’ ευλαβείας την ιεράν του Αγίου κεφαλήν, μετέφερον αυτήν μετά ψαλμωδιών και δοξολογιών εις την θέσιν της. Αλλά και οι αείμνηστοι Μητροπολίται Καισαρείας Παϊσιος, Κλεόβουλος και Ιωάννης, οίτινες τακτικώς ήρχοντο εις Νεάπολιν, μετ’ ευλαβείας προσεκύνουν το ιερόν του Αγίου λείψανον και εθαύμαζον και ωμολόγουν την χάριν την οποίαν έλαβε παρά Θεού ο θείος πατήρ ημών Γεώργιος, αναδειχθείς θαυματουργός Άγιος της Ορθοδόξου ημών Αγίας Εκκλησίας. Ήλθε τέλος το έτος 1924, κατά το οποίον εγένετο η ανταλλαγή των πληθυσμών και οι Έλληνες της Καππαδοκίας ητοιμάζοντο να αναχωρήσουν εις την ελευθέραν Ελλάδα. Έκαστος ελάμβανεν ό,τι πολύτιμον είχε και ό,τι ηδύνατο να μεταφέρη. Ο τότε εφημέριος του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος εθεώρησεν ως πρώτον του καθήκον την ασφαλή μεταφοράν του ιερού και θαυματουργού και αφθάρτου λειψάνου του Αγίου Ιερομάρτυρος, ευρισκομένου μετά τον θάνατον του Ιερέως Νεοφύτου εις τον Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Λαβόντες λοιπόν το ιερόν λείψανον μετά των άλλων ιερών σκευών, το μετέφερον εις την παραλίαν της Μερσίνης και εκείθεν επεβιβάσθησαν του ατμοπλοίου. Αλλά κατά το μεσονύκτιον, ενώ έπλεον, το πλήρωμα του πλοίου ταράσσεται όλον, διότι είδον Ιερέα τινά να αναμιγνύεται εις τας μηχανάς του πλοίου, να περιφέρεται και να διατάσση όλας τας υπηρεσίας ως έχων εξουσίαν και εν τέλει να εξαφανίζεται. Την πρωϊαν μαθών ταύτα ο πλοίαρχος επλησίασε μετά πολλής ευγενείας τον Αρχιμανδρίτην Ιγνάτιον, διότι ενόμιζεν ότι ούτος είναι ο φανείς την νύκτα διατάσσων το πλήρωμα και λέγει προς αυτόν· «Σας παρακαλώ, Πάτερ μου, μη αναμιγνύεσαι άλλην φοράν εις τας υπηρεσίας του πλοίου, ως έπραξες την παρελθούσαν νύκτα, διότι μου παρεπονέθησαν οι ναύται ότι τους ηνώχλησες». Αλλ’ ο πατήρ Ιγνάτιος διεμαρτυρήθη εντόνως εις τον πλοίαρχον και διεβεβαίωσεν αυτόν ότι δεν έχει καμμίαν είδησιν εξ όσων του είπε και ότι όλην την νύκτα ήτο επί της κλίνης λίαν καταπεπονημένος εκ των πολλών στενοχωριών και των κόπων. Ήλθεν η επομένη νυξ και πάλιν εμφανίζεται ο ίδιος Ιερεύς, καθώς και την προηγουμένην νύκτα, διατάσσων και πάλιν γίνεται άφαντος. Ηναγκάσθη τότε ο πλοίαρχος να πλησιάση εκ δευτέρου τον Πατέρα Ιγνάτιον και να απευθύνη εις αυτόν δριμείας παρατηρήσεις, απειλών αυτόν, ως δημιουργούντα σύγχυσιν εις το πλήρωμα. Μετ’ ολίγον όμως εγείρεται μεγάλη τρικυμία και θαλασσοταραχή, ήτις και εξακολουθεί με μεγάλην έντασιν. Το πλοίον ταράσσεται κλυδωνιζόμεον υπό των αγρίων κυμάτων, το δε πλήρωμα είναι επί ποδός, προσέχων εις όλα τα σημεία δια να προλάβη απευκταίον τι. Και προς το εσπέρας η θύελλα μεγαλώνει, τα πάντα ανατρέπονται εν τω πλοίω και δεν είναι δυνατόν να δώσουν την εξήγησιν της συνεχούς θαλασσοταραχής. Εις τοιαύτην στιγμήν παρουσιάζεται ο Πατήρ Ιγνάτιος εις τον πλοίαρχον λέγων εις αυτόν, ότι εις την αποθήκην του πλοίου είναι και το ιερόν λείψανον του Αγίου Ιερομάρτυρος Γεωργίου. Πάραυτα κατέρχονται κάτω εις το πλοίον και ευρίσκουν εις την λάρνακα το ιερόν λείψανον αναποδογυρισμένον. Τότε μετ’ ευλαβείας πολλής ετοποθέτησαν το λείψανον εις την θέσιν του, η δε φοβερά θύελλα εκόπασε, και πάντες εδοξολόγησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν και τον θεράποντα αυτού Άγιον Γεώργιον, προ του λειψάνου του οποίου ο Αρχιμανδρίτης Ιγνάτιος έψαλε παράκλησιν. Φθάσαντες εις την ελευθέραν Ελλάδα, το ιερόν και θαυματουργόν λείψανον του Αγίου Ιερομάρτυρος παρεδόθη εις τους Νεαπολίτας, οι οποίοι το ετοποθέτησαν μετά σεβασμού και ευλαβείας, ως ιερόν κειμήλιον και άμισθον ιατρείον πάσης ασθενείας, εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Ευσταθίου εν Νέα Νεαπόλει Περισσού Αττικής, δεξιά της Σαφραμπόλεως και άνωθεν της Νέας Ιωνίας, ένθα ευρίσκεται, πηγάζον Χάριν θείαν και πλείστα ιάματα, και πληρούν τας αιτήσεις εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτό. Ενταύθα ενήργησε τα εξής θαύματα: Εις την Κοκκινιάν, Ταξιάρχου Μπλόκ αριθ. 22, κατοικεί νέα τις ονομαζομένη Μαρία Κουτλίδου, ηλικίας 17ετών. Αυτή ασθενήσασα εθεραπεύθη υπό του Αγίου ως εξής: Εκάθηντο μετά της μητρός της εις την Κοκκινιάν, αλλά κατά την εποχήν της κατοχής υπέφεραν πολύ και επείνασαν, και δια να σωθούν η μητέρα παρέλαβε την μικράν τότε Μαρίαν και μετέβησαν εις την Καρδίτσαν, εις τι εκεί Μοναστήριον, ένθα είχον αδελφήν Μοναχήν. Εκεί ήσαν καλά μέχρι του ανταρτοπολέμου, οπότε ήρχισαν φόνοι, απαγχονισμοί και τα τοιαύτα. Τότε η μικρά Μαρία τρομοκρατείται, όταν είδε να φονεύουν μίαν γυναίκα παραπλεύρως της, και έκτοτε δεν είχε διόλου ησυχίαν. Δια τούτο την εισήγαγον εις κλινικήν τινά του Βόλου ένθα παρέμεινεν εικοσιεπτά ημέρας, αλλά δεν ωφελήθη ποσώς. Την μετέφεραν εις τας Αθήνας και την είδον οι ενταύθα ιατροί, αλλά δυστυχώς άνευ αποτελέσματος και εδώ. Από την πολύ δύσκολον ταύτην θέσιν, εις ην ευρίσκοντο η μήτηρ μετά της πασχούσης θυγατρός της Μαρίας, την εξήγαγεν η κ. Κλεονίκη Αγγέλογλου, εκ Νεαπόλεως της Μικράς Ασίας, κάτοικος Κοκκινιάς, οδός Διαδόχου Παύλου αριθ. 22, διότι τας ωδήγησεν εις το ιερόν λείψανον του Αγίου και θαυματουργού Πατρός Γεωργίου και εκεί διενυκτέρευσαν. Καθώς εξημέρωνε κατά την επέτειον εορτήν του Αγίου Ευσταθίου η Μαρία εκοιμήθη, εν ω προσηύχοντο εκ βάθους καρδίας η μήτηρ της μετά της Αγγέλογλου. Εις τον ύπνον της η Μαρία εψιθύρισε προς την μητέρα της· «Ο Παπά-Γεώργιος, μητέρα, μού άλειψεν αλοιφή στο λαιμό μου». Η κόρη σου θα γίνη εντελώς καλά, είπε τότε η Αγγέλογλου. Κατά τον όρθρον 6ην π.μ. κατέλαβον την Μαρίαν δυνατοί σπασμοί και ρίγη. Η μήτηρ κλαίουσα θέλει να βοηθήση την πάσχουσαν δεινώς κόρην της, να την συγκρατήση. Αλλ’ η μικρά φωνάζει· «Μη με εγγίσης, διότι ο Παπά- Γεώργιος μου έβαλεν ένεσι στο χέρι μου». Γυμνώνουν και παρατηρούν το μέρος εκείνο και παραδόξως το βλέπουν κατακόκκινον, από εκείνην δε την στιγμήν η Μαρία εθεραπεύθη (19 Σεπτεμβρίου 1949). Έκτοτε δε κατ’ έτος η θεραπευθείσα υπάγει εις τον Ναόν του Αγίου Ευσταθίου και προσεύχεται προ του ιερού λειψάνου του θαυματουργού Ιερομάρτυρος. Επίσης δια της ιαματικής Χάριτος και ταχείας βοηθείας του Αγίου Γεωργίου εθεραπεύθη ο Αναστάσιος Στεφανίδης, κάτοικος Νέας Νεαπόλεως, Αγίας Λαύρας 40. Άπειροι είναι αι ιάσεις και τα θαύματα, άτινα ενήργησε και πάντοτε ενεργεί ο Ιερομάρτυς Άγιος Γεώργιος εις τους μετά πίστεως επικαλουμένους αυτόν, και ευλαβώς προσκυνούντας το σεπτόν αυτού λείψανον. Εδόξασε τον Θεόν δια του εναρέτου αυτού βίου και του μαρτυρικού τέλους, και αντεδοξάσθη παρά Θεού, του δοξάζοντος τους αυτόν δοξάζοντας, ως αψευδώς επηγγείλατο. Η ιερατική αυτού διακονία, η χρηστότης των τρόπων, η απλότης και σεμνότης του ήθους, και γενικώς η επίγειος αυτού ζωή και ο μαρτυρικός θάνατος, δια των οποίων εδόξασε τον εν Αγίοις δοξαζόμενον Θεόν, ανέδειξαν αυτόν λαμπρόν εν τοις Αγίοις αστέρα και θαυματουργόν Ιερομάρτυρα και κλέος και στήριγμα των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, και μάλιστα των τότε εν τη χαλεπή δουλεία ευρισκομένων κατά το γεγραμμένον «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού» (Ψαλμ. ξζ΄ 36). Δεύτε λοιπόν, οι ευσεβείς και Ορθόδοξοι Αθηναίοι και πάντες οι Έλληνες, μετά καθαράς καρδίας και αγνών χειλέων και πίστεως ανυποκρίτου, δεύτε προσκυνήσωμεν το σεπτόν λείψανον του θαυματουργού Ιερομάρτυρος Γεωργίου, το οποίον η θεία Πρόνοια εδωρήσατο εις ημάς ως θησαυρόν πολύτιμον και κειμήλιον τιμαλφέστατον και πηγήν αγιασμού. Δεύτε προσπέσωμεν και είπωμεν προς αυτόν· «Ω Άγιε Ιερομάρτυς και θαυματουργέ Γεώργιε, ως έχων παρρησίαν προς Χριστόν, πρέσβευε πάντοτε, δεόμεθα, υπέρ πάντων ημών, υπέρ της πόλεως ταύτης, υπέρ των ευσεβών συμπολιτών σου, και υπέρ πάσης της Ελλάδος, ίνα ήρεμον και ησύχιον βίον διάγωμεν και ευαγγελικώς πολιτευώμεθα, και εν τέλει αξιωθώμεν της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”