Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΔΕΚΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ των εν τη Κρήτη μαρτυρησάντων.

Δημοσίευση από silver »

Θαυμαστή και αξιέπαινος είναι η περιβόητος Κρήτη, δια τε το κάλλος και το μέγεθος αυτής, δια τα τείχη και τους λιμένας της, δια την κράσιν και υγείαν του κλίματός της, ως και την αφθονίαν και πλουσιότητα των καρπών της, αλλ΄ ημείς θέλομεν διηγηθή την αληθινήν της αξίαν και ωραιότητα, τον χορόν, λέγω, των θείων Μαρτύρων, τους Δέκα του Χριστού στεφανίτας, οι οποίοι από αυτήν εγεννήθησαν και εις αυτήν υπέρ Χριστού γενναίως εμαρτύρησαν, καθώς θέλει το φανερώσει ο λόγος. Όταν εβασίλευσεν εις την Ρώμην ο ασεβέστατος Δέκιος, εν έτει σν΄ (250) κατέστησεν ανθύπατον εις την Κρήτην άλλον τινά Δέκιον ομώνυμόν του και ομότροπον, όστις ευθύς ως έφθασεν εις την Κρήτην ήρχισε να βασανίζη ανηλεώς και πολυτρόπως τους Χριστιανούς, είτα δε και πικρώς να τους θανατώνη. Ανεζητούντο λοιπόν και ανευρίσκοντο πάντες οι Χριστιανοί και εφέροντο προς αυτόν, ομού δε με τούτους ήτο και ο ιερός ούτος χορός, οίτινες ήσαν από διαφόρους πόλεις της Κρήτης, από μεν την Μητρόπολιν Γορτύνης ήσαν πέντε, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος και ο Ευνικιανός· από δε την Κνωσόν ήτο ο Ζωτικός, από τον λιμένα του Πανόρμου ήτο ο Αγαθόπους, από την Κυδωνίαν ο Βασιλείδης και από το Ηράκλειον ο Ευάρεστος και ο Πόμπιος, άπαντες όμως έσπευδον να φθάσουν εις μίαν πόλιν, την ουράνιον· όθεν ευθύς ως παρεστάθησαν ούτοι εις τον ηγεμόνα, έδειξαν προθύμως πάσαν γενναιότητα και ανδρείαν, και εις λόγους και εις έργα ανδρείως και αφόβως, πάσαν βάσανον και τιμωρίαν υπομείναντες, επί τριάκοντα ημέρας μαστιγούμενοι, στρεβλούμενοι, κατά γης συρόμενοι, λιθοβολούμενοι, εμπτυόμενοι και καταφρονούμενοι. Αλλά ταύτα ήσαν δι΄ εκείνους ως προγυμνάσματα των μετέπειτα μεγαλυτέρων βασάνων, τα οποία ακούσατε. Κατά την εικοστήν του παρόντος μηνός, καθίσας ο δικαστής εις το κριτήριον έφερε τους Αγίους τούτους Δέκα Μάρτυρας ενώπιόν του και βλέπων αυτούς αγρίως και φονικώς είπε· «Διατί η τοσαύτη σας αγνωσία, και ούτε με την πολυκαιρίαν, ούτε με τας νουθεσίας εμάθετε το συμφέρον σας; Όμως χωρίς να πολυλογώμεν και χωρίς βίαν, προσφέρατε την διατεταγμένην θυσίαν εις τους θεούς, ειδεμή εντός ολίγου θέλετε εννοήσει τι θέλει σας προξενήσει η απείθειά σας αυτή». Προς ταύτα οι Μάρτυρες απεκρίναντο· «Ημείς, ω άρχων, και με πολλά λόγια και με έργα, αλλά και με την πολυκαιρίαν εδείξαμεν την γνώμην μας, ότι ουδέποτε θέλομεν θυσιάσει εις τους θεούς σου και ότι κανέν πράγμα δεν θέλει δυνηθή ποτέ να μας καταπείση εις αυτό, ούτε θέλομεν δειλιάσει εις τας βασάνους σου, αλλά τόσον περισσότερον θέλομεν σε ευχαριστεί όσον πικρότερα μας βασανίσης». Ο άρχων είπεν· «Έως ότου θα είμαι εγώ και θα βλέπω καταφρονουμένην την δύναμιν των μεγάλων θεών από σας τους αναισχύντους, οίτινες ούτε τους θεούς φοβείσθε ούτε τους παρεστώτας εντρέπεσθε, πολλούς όντας τε και σοφούς, οι οποίοι προσκυνούσι και λατρεύουσι πρώτον μεν τον Δία, έπειτα την Ήραν και την Ρέαν και τους λοιπούς άπαντας, δεν θέλω σταματήσει από του να σας βασανίζω, έως ότου να σβέσω την αυθάδειάν σας, δια να φοβηθούν και άλλοι, αν τύχουν, ως και σεις απειθείς· διότι όσα επάθετε έως τώρα, ήσαν μόνον σκιαί κολάσεων». Προς ταύτα πάλιν οι Μάρτυρες είπον· «Ω άρχων, περί μεν του Διός και της Ήρας και της μητρός των της Ρέας μη μας λέγης τίποτε. Διότι ημείς από τους πρωτυτέρους μας γνωρίζομεν και το γένος του Διός και την τύχην και την πατρίδα· τον δε τάφον του, αν θέλης, να σου τον δείξωμεν, διότι και αυτός ο Ζεύς κρητικός ήτο και έγινε τύραννος εις τα χωρία· τόσον δε ήτο ασελγής, ώστε όχι μόνον με γυναίκας, αλλά και με άρρενας έκαμνε συχνά και ακαταπαύστως τας ασχημίας του, γόης και πανούργος ων· δια τούτο και τινές ομοιοπαθείς του, μιμούμενοι τας κακίας του (διότι το κακόν πολύ ευκόλως το μιμούνται), τον εκήρυξαν θεόν και του έκτισαν ναούς και θυσιάζουσι, δια να φαίνωνται ότι μιμούνται θεϊκά έργα και να μη εντρέπωνται». Ταύτα λέγοντος του θείου χορού εκείνου, εθυμώθη πολύ και ο ηγεμών και όλος ο λαός, και ώρμησαν να τους ξεσχίσουν με τας χείρας των· ο Δέκιος όμως τους ημπόδισε δια να τους δώση πικρότερον θάνατον. Ευθύς δε ήρχισε να βασανίζη τους Αγίους με διαφόρους και πολυτρόπους βασάνους, και άλλου μεν κρεμασθέντος εξέσχιζαν με σιδηρούς όνυχας τας σάρκας και έπιπτον εις την γην. Άλλου δε με ξύλα και λίθους οξείς συνέτριβον τα πλευρά ομού με τα οστά. Άλλων δε με βάρος μολύβδου, και άλλων άλλως τυπτομένων και μαστιγουμένων οδυνηρώς, υπέφερον ταύτα πάντα γενναίως οι μακάριοι και έχαιρον δια τας πληγάς, τας οποίας ελάμβανον. Βλέποντες οι παριστάμενοι την μεγάλην υπομονήν και ανδρείαν των Αγίων, οι μεν Χριστιανοί εστερεούντο εις την πίστιν και την ευσέβειαν περισσότερον, οι δε ασεβείς ειδωλολάτραι χαιρέκακοι και άσπλαγχνοι όντες εχαίροντο, διότι ετιμωρούντο οι Άγιοι, και παρεκίνουν τον κριτήν και τους δημίους εις περισσότερον θυμόν· εβόα δε και ο κήρυξ· «Λυπηθήτε την ζωήν σας, καταπεισθήτε εις τους εξουσιαστάς, θυσιάσατε εις τους θεούς». Οι Μάρτυρες όμως και εις τοσαύτα δεινά ευρισκόμενοι παρέμενον ακλόνητοι, και όλοι με μίαν φωνήν εβόησαν· «Χριστιανοί είμεθα, και Χριστού σφάγια, αν δε το εκάλει η ανάγκη και ήτο τούτο δυνατόν και μυρίας φοράς προθύμως αποθνήσκομεν δια την αγάπην του Χριστού μας». Ο δε πρόθυμος υπηρέτης του σατανά Δέκιος, βλέπων το ανίκητον και αμετάθετον της γνώμης των Μαρτύρων, προσέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Έφεραν λοιπόν τους Μάρτυρας εις τόπον Αλώνιον λεγόμενον, πλησίον της πόλεως, φθάσαντες δε οι Άγιοι εφιλονίκουν ποίος να θανατωθή πρώτος, δια να λάβη και πρώτος τον στέφανον. Έπαυσε δε την φιλονικίαν ταύτην ο μακάριος Θεόδουλος, ειπών, ότι ο έσχατος είναι πρώτος και τιμιώτερος, εάν και δεν φοβηθή βλέπων τον θάνατον των προτέρων. Ο λόγος ούτος του Θεοδούλου ήρεσεν εις όλους τους Αγίους· όθεν εδόθησαν από κοινού εις προσευχήν, λέγοντες· «Ευλογητός Κύριος, ος ουκ έδωκας ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών» (Ψαλμ. ρκγ΄: 6), και τα επίλοιπα του Ψαλμού. Πηγαίνοντες δε οι μακάριοι εις τον τόπον της εκτελέσεως προσηύχοντο λέγοντες· «Σπλαγχνίσου, Κύριε, τους δούλους Σου και δέξαι το αίμα ημών, εις τιμήν και δόξαν του Αγίου Σου Ονόματος. Στερέωσον, Κύριε, τους ευσεβείς αδελφούς μας Χριστιανούς και εξάγαγε από του σκότους της αγνωσίας την επίγειον ταύτην πατρίδα ημών και οδήγησον πάντας τους εν ταύτη οικούντας και πάντας τους δούλους Σου εις Σε το αϊδιον φως, αιώνιε Βασιλεύ». Ούτως εκάστου προσευξαμένου έκοψαν οι δήμιοι τας ιεράς και καλλινίκους κεφαλάς αυτών. Αναχωρησάντων δε των δημίων, τινές από τους ευσεβείς, λαβόντες τα ιερά αυτών Λείψανα, τα ενεταφίασαν τιμίως. Μετά ταύτα, όταν η ευσέβεια επλήθυνε σχεδόν εις όλην την οικουμένην, ήλθεν από τα βασίλεια ο αγιώτατος Πατριάρχης Παύλος έχων εις την συνοδείαν του και άλλους εγκρίτους άνδρας και ήνοιξε τον τάφον των γίων, εύρε δε τα ιερά και άγια αυτών Λείψανα, ω της δυνάμεώς σου, Χριστέ Βασιλεύ! ως ζώντα ένδροσα και ανθηρά, και λαβών αυτά τα έφερεν εις την Βασιλίδα των πόλεων και τα ενεταφίασαν εκεί, ένθα ήσαν τεθαμμένα και τα ιερά και μαρτυρικά Λείψανα των Αγίων Νηπίων, ίνα ως κοινοί σωτήρες και άγρυπνοι φύλακες διαφυλάττωσιν ημάς από όλα τα λυπηρά. Αυτών ταις αγίαις πρεσβείαις τύχοιμεν και των αιωνίων αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Δεκεμβρίου, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ και μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥ

Δημοσίευση από silver »


Ευγενία η ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 180- 192. Ο πατήρ της ωνομάζετο Φίλιππος και ήτο έπαρχος Αλεξανδρείας, επιφανής και πλουσιώτατος, η δε μήτηρ της εκαλείτο Κλαυδία, είχε δε και αδελφούς δύο Αβίταν και Σέργιον καλουμένους. Ήτο δε η μακαρία Ευγενία κατά το όνομα και την ψυχήν ευγενεστάτη, εις το κάλλος ωραία και πάγκαλος και εις την πολιτείαν θαυμάσιος. Ο δε Φίλιππος έχων την εξουσίαν πάσης της Αιγύπτου, αν και ήτο ειδωλολάτρης, όμως είχε γνώμην καλήν και εκυβέρνα τον λαόν δικαίως· ηγάπα τους καλούς ανθρώπους, τους δε κακούς επαίδευεν αυστηρώς και μάλιστα τους μάντεις και τους Ιουδαίους, τους οποίους ουδόλως ήθελε να ακούση, αλλά τους εδίωκεν από όλην την επαρχίαν του και πολλούς δικαίως εφόνευσε, τους δε Χριστιανούς δεν εμίσει τόσον, διότι εγνώριζεν ότι ήσαν σώφρονες και ενάρετοι, και δι΄ αυτό τους ηυλαβείτο· όμως δια το πρόσταγμα του βασιλέως δεν τους άφηνε να κατοικώσιν εντός της πόλεως, μόνον δε έξω του τείχους τούς είχεν αφήσει τόπον τινά, εις τον οποίον διέμενον και επορεύοντο ως ήθελαν. Έβαλε λοιπόν ο πατήρ της την Ευγενίαν εις τα γράμματα ως φιλάρετος και εμάνθανε Ρωμαϊκά και Ελληνικά, ήτο δε αύτη τόσον ευφυής εις τον νουν, ώστε όταν έφθασεν εις το δέκατον πέμπτον έτος έγινε σοφωτάτη και όλοι την εθαύμαζον. Ακούων δε την αγαθήν αυτής φήμην εις ευγενέστατος και ένδοξος άρχων, όστις ήτο ύπατος την αξίαν εις την Ρώμην, ονομαζόμενος Ακυλίνος, εζήτησεν από τον πατέρα της να του την δώση δια γυναίκα, εκείνος δε ηρώτησεν αυτήν να είπη την γνώμην της, εάν έστεργε να κάμουν τους γάμους. Η δε απεκρίθη, ότι δεν ήθελε να φθείρη την παρθενίαν της, αλλ΄ επόθει να μείνη έως τέλους σώφρων και άμωμος· επειδή δε ήτο φιλομαθής, ανεγίνωσκε πολλάκις και τα των Χριστιανών βιβλία και της εφαίνοντο αληθέστερα από των ειδωλολατρών. Ημέραν δε τινα έτυχον εις τας χείρας της αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου, τας οποίας ανέγνωσεν επιμελώς και κατενύχθη πολύ, διότι εγνώρισεν ότι εις είναι ο αληθής Θεός, όστις εδημιούργησε τον κόσμον όλον εκ του μη όντος· όθεν επίστευσεν εις αυτόν πεφωτισμένη εκ θείου Πνεύματος. Εις το φανερόν όμως δεν επεδείκνυε την γνώμην της δια τον φόβον των γονέων της. Ημέραν δε τινα παρεκάλεσε τούτους να την αφήσουν να υπάγη έξωθεν της πόλεως να ίδη τους τόπους των, δια να λάβη ολίγην άνεσιν. Μη έχοντες δε εις αυτήν υποψίαν τινά οι γονείς της, της έδωσαν άδειαν να υπάγη όπου επεθύμει. Ανέβη λοιπόν εις άμαξαν ομού με τους ευνούχους αυτής Πρωτάν και Υάκινθον, οίτινες ήσαν εις τα Ελληνικά γράμματα πεπαιδευμένοι, διότι ακολουθούντες και φυλάττοντες την Αγίαν ήσαν μετ΄ αυτής ανά πάσαν ώραν και ήκουον τα μαθήματα. Αφού δε εξήλθον της πόλεως επήγαν εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον οι Χριστιανοί Εκκλησίαν και έψαλλον, κατ΄ ευδοκίαν δε Θεού έτυχον εκεί όταν έλεγον το εξής ρητόν του Προφήτου· «Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια. Ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν». Ακούσασα ταύτα η Ευγενία εστέναξεν εκ βάθους καρδίας δια την πατρώαν πλάνην, έπειτα λέγει προς τους ευνούχους· «Αδελφοί μου ηγαπημένοι, γνωρίζω ότι και σεις είσθε πεπαιδευμένοι ικανώς εις τα δόγματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και των λοιπών φιλοσόφων και ποιητών, πλην αυτά όλα είναι μυθολογίαι, επειδή άλλοι εξ αυτών λέγουν ότι δεν υπάρχει Θεός, άλλοι δε πάλιν, ότι είναι πολλοί θεοί άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι μικρότεροι, φλυαρήματα δηλαδή, από τα οποία δύναται να γνωρίζη έκαστος φρόνιμος άνθρωπος, ότι όλοι όσοι πιστεύουσιν εις αυτά πλανώνται, και μόνον ούτοι οι Χριστιανοί γνωρίζουν την αλήθειαν καθώς φαίνεται και εις τα βιβλία των με μαρτυρίας αξιοπίστους, το βεβαιώνουν δε και με την πολιτείαν αυτών την ουράνιον, διάγοντες με σωφροσύνην, πτωχείαν και ταπείνωσιν. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους θέλω και εγώ να γίνω Χριστιανή και αν σας φαίνεται εύλογον, συγκοινωνήσατε και σεις εις την γνώμην μου, εάν ποθείτε την σωτηρίαν σας, εγώ δε θέλω σας έχω όχι ως δούλους, αλλά ως ηγαπημένους μου αδελφούς, να έχωμεν ένα ποιμένα τον κοινόν Δεσπότην και Πατέρα Θεόν, τον δημιουργόν πάσης της κτίσεως». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα, εύρεν ετοίμους και αυτούς εις την σωτήριον αυτήν συμβουλήν και εδέχθησαν, υποσχόμενοι να μη αποχωρισθούν ποτέ απ΄ αυτής. Αφού λοιπόν ενύκτωσε, κατέβησαν ησύχως εκ της αμάξης και ανεχώρησαν. Οι δε δούλοι, οίτινες προεπορεύοντο της αμάξης, δεν τους ηννόησαν ένεκεν του σκότους της νυκτός ή και κατ΄ οικονομίαν Θεού, αλλ΄ επήγαιναν έμπροσθεν ανύποπτοι, τα δε ζώα ηκολούθουν αυτούς. Αφού δε η Ευγενία μετά των ευνούχων της περιεπάτησεν ικανώς και έφθασαν εις τόπον τινά ήσυχον, είπε προς αυτούς· «Ήκουσα ότι εδώ πλησίον υπάρχει Μοναστήριον και είναι συνηγμένοι πολλοί Χριστιανοί, έχοντες Επίσκοπόν τινα ονόματι Έλενον πολύ ενάρετον, όστις έχει ορίσει προεστώτα τινα, Θεόδωρον το όνομα, να κυβερνά την Μονήν και να οδηγή τους αδελφούς εις την οδόν της σωτηρίας, έκαμαν δε αμφότεροι απείρους θαυματουργίας εις ασθενείς και τελούσι πολλάκις αγρυπνίας ολονυκτίους εις ψαλμωδίαν και δόξαν Θεού, αλλά γυναίκα ουδόλως συγχωρούσι να εισέλθη εις την Μονήν. Λοιπόν κουρεύσατέ μου την κόμην, να ενδυθώ δε και ανδρικά ενδύματα και να υπάγωμεν ομού να μας συναριθμήσουν με την αγίαν ταύτην αδελφότητα». Ο λόγος ούτος της Αγίας ήρεσεν εις αυτούς και ευθύς εξετέλεσαν το πρόσταγμα. Πηγαίνοντες δε προς την Μονήν αυτήν του Θεοδώρου, βλέπουν τον Επίσκοπον Έλενον, όστις ήρχετο από την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου με πλήθος πολύ Χριστιανών ψάλλοντες ταύτα· «Η οδός των δικαίων κατηυθύνθη· η οδός των Αγίων ητοιμάσθη». Τούτο ηύθησε τον πόθον της κόρης και εθερμάνθη εις θείον έρωτα περισσότερον· όθεν ενωθείσα με τους Χριστιανούς, επορεύετο προς την προαναφερθείσαν Μονήν. Ηρώτησε δε και τινα, Ευτρόπιον ονόματι, ποίος ήτο ο γηραιός, όστις εβάδιζεν έμπροσθεν από τους άλλους. Ο δε απεκρίνατο· «Αυτός είναι ο αγιώτατος Έλενος, όστις έχει κάμει πολλάς θαυματουργίας, εβάστα δε πολλάκις και ανημμένα κάρβουνα εις τα ενδύματά του, τα οποία ουδόλως εβλάβησαν υπό του πυρός, προ ολίγων δε ημερών ευρέθη μάντις τις Ζαρέας καλούμενος, όστις παρεπλάνει τον λαόν λέγων ότι ήτο απεσταλμένος από τον Θεόν δια να διδάσκη και να ευεργετή τους ανθρώπους, εκατηγόρει δε τον Έλενον ότι είναι ψεύστης. Ταύτα έλεγεν ο πανούργος δια να διαστρέφη τους Χριστιανούς από την ευθείαν οδόν εις την απώλειαν, αφαιρών απ΄ αυτών την προς τον Προεστώτα ευλάβειαν. Είπον δε τινες εκ του λαού προς τον Έλενον· «Δέσποτα ή δέξου τον Ζαρέαν συγκοινωνόν, εφ΄ όσον λέγει ότι είναι απεσταλμένος από τον Δεσπότην Χριστόν ή έλεγξον αυτόν να καταισχυνθή ενώπιον πάντων». Συνδιελέχθησαν λοιπόν ημέραν τινά και βλέπων ο Αρχιερεύς Έλενος, ότι ο Ζαρέας με αυθάδειαν και αναισχυντίαν εφιλονίκει οξέως κατά της αληθείας, εναντιούμενος με στροφάς λόγων και πανουργεύματα, προσέταξε και ήναψαν μεγάλην πυράν, είπε δε προς τον Ζαρέαν· «Ας εισέλθωμεν αμφότεροι εις το πυρ, και όστις από τους δύο μείνη άφλεκτος υπό του πυρός, εκείνον να πιστεύσωμεν ότι είναι απεσταλμένος παρά Χριστού του Θεού». Ο δε Ζαρέας είπε προς αυτόν· «Είσελθε πρώτος συ, όστις το επρότεινες, και έπειτα εισέρχομαι και εγώ». Προσευξάμενος λοιπόν ο Έλενος και σφραγίσας εαυτόν, εισήλθεν αφόβως εις το μέσον του πυρός και ίστατο ώραν πολλήν, χωρίς να καή ουδόλως ούτε καν τρίχα της κεφαλής αυτού. Ο δε Ζαρέας έφριξε και εφοβήθη ταύτα βλέπων και προσεπάθει να φύγη· αλλά τον ήρπασεν ο λαός και τον έρριψαν εις την φλόγα· όθεν ευθύς ήρχισε να καταφλέγεται και εβόα μετά δακρύων τόσον, ώστε τον ελυπήθη ο Άγιος και τον εξέβαλεν ημιθανή από της πυράς, αποδιώξας αυτόν κατησχυμμένον έξω της πόλεως. Ταύτα η Ευγενία ακούσασα εχάρη και εξεπλήττετο, παρεκάλεσε δε τον Ευτρόπιον να είπη του Επισκόπου να τους δεχθή και αυτούς εις την αγίαν του ποίμνην να γίνουν Μοναχοί. Ο δε είπε προς αυτήν· «Άφες να αναπαυθή ολίγον, διότι είναι κατάκοπος από την οδοιπορίαν και κατόπιν του ομιλούμεν». Αφού λοιπόν έφθασαν εις το Μοναστήριον και ελειτούργησεν ο Έλενος, εκοιμήθη και βλέπει καθ΄ ύπνον γλυπτόν είδωλον γυναικός, το οποίον ετίμων οι άνθρωποι και το προσεκύνουν ως θεόν. Ο δε Έλενος, λυπηθείς, είπε προς το είδωλον· «Συ είσαι κτίσμα και δούλη Θεού ως και ημείς, διατί λοιπόν δέχεσαι να σε προσκυνώσιν οι άνθρωποι ως θεάν»; Η δε γυνή εκείνη ακούσασα ταύτα, έφυγεν από τους ανθρώπους, οίτινες την εσήκωναν και πλησιάσασα τον Έλενον είπε προς αυτόν· «Δεν αποχωρίζομαι από σου, έως να με υπάγης εις τον Κτίστην μου». Ταύτα ιδών καθ΄ ύπνον ο Έλενος, διεγερθείς εθαύμαζε. Τότε φθάνει και ο Ευτρόπιος και λέγει προς αυτόν· «Τρεις άνδρες αδελφοί κατά τε την ψυχήν και το σώμα απηρνήθησαν τα είδωλα και παρακαλούν να τους βαπτίσης και να τους κουρεύσης, δια να μείνουν εις την ποίμνην σου ταύτην έως θανάτου. Επειδή όμως είναι πολύ νέοι εις την ηλικίαν και έχουν μεγάλην αγάπην προς αλλήλους, σε παρακαλούν μετά δακρύων να μη τους χωρίσης ποσώς, αλλά να είναι ομού πάντοτε εις πάσαν υπηρεσίαν». Ταύτα ο μακάριος Έλενος ακούσας, ηννόησε το όνειρον και λέγει εις τον Ευτρόπιον να φέρη προς αυτόν τους νέους. Ιδών δε αυτούς ηρώτησε πόθεν ήσαν και τι εζήτουν. Η δε Ευγενία απεκρίνατο· «Από την Ρώμην είμεθα, αγιώτατε Πάτερ, αδελφοί κατά σάρκα· ο εις καλείται Πρωτάς, ο άλλος Υάκινθος και εγώ Ευγένιος». Ακούσας ταύτα ο Έλενος εκοίταξε την Αγίαν με ιλαρόν νεύμα και της λέγει· «Ευλόγως ωνομάσθης Ευγένιος, επειδή έχεις γνώμην και φρόνημα ανδρικόν και αρρενωπόν εις την πράξιν, ο Κύριος να σε αξιώση να νικήσης την φύσιν με την πρόθεσιν και να σε ενδυναμώση να τελειώσης εις την καλήν αυτήν γνώμην, επειδή δια την αγάπην του ήλλαξες σχήμα και όνομα και φαίνεσαι άνδρας, γυνή ούσα εκ φύσεως. Ταύτα σοι είπον, όχι δια να καταφρονήσω την γυναικείαν φύσιν, ούτε δια να φανερώσω το μυστήριόν σου, αλλά δια να γνωρίσης ότι ο Θεός φροντίζει περί της σωτηρίας σου και μου απεκάλυψε όλην την αλήθειαν. Αγωνίσου λοιπόν να δείξης το ευγενές της ψυχής μάλλον ή του σώματος, διότι και τούτο μου απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι προητοίμασες τον εαυτόν σου καθαρόν δοχείον, τηρούσα την παρθενίαν σου άσπιλον και άμωμον την καρδίαν σου, την μεν δόξαν του βίου αδοξίαν νομίζουσα, τον δε πλούτον πενίαν και λύπας τας ηδονάς, μόνην ποθήσασα του Παραδείσου την αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν». Προς δε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον είπεν· «Ο Κύριος μού εφανέρωσε και δια σας, ότι είσθε δούλοι την τύχην, την δε γνώμην ελεύθεροι και διατηρείτε αδέσποτον της ψυχής το αξίωμα· όθεν και ο Χριστός λέγει προς σας· Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, αλλά φίλους (Ιωάν. ιε: 15). Μακάριοι σεις ότι δεν ημποδίσατε την κυρίαν σας από τον καλόν σκοπόν, αλλά την συνωδεύσατε προθύμως· διο και τους στεφάνους θέλετε λάβει εκ Θεού ίσους και οι τρεις να συνευφραίνεσθε πάντοτε εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Ταύτα είπεν ο Έλενος προς αυτούς μυστικά χωρίς να το ακούση άλλος τις, ούτε καν ο Ευτρόπιος, βαπτίσας δε και τους τρεις τους έκαμε και Μοναχούς, και τους κατέταξεν εις το Μοναστήριον. Όταν δε επέστρεψεν η άμαξα εις το παλάτιον, έδραμον όλοι οι δούλοι και οι συγγενείς να προϋπαντήσουν την κυρίαν αυτών, και ανελθόντες εις την άμαξαν βλέπουσι ταύτην έρημον της κόρης και την καθέδραν κενήν. Τότε ήρχισαν τα δάκρυα, έτυπτον τας όψεις και ωλοφύροντο. Έκλαιον πάντες οι δούλοι και οι γνωστοί της, και μάλιστα οι γονείς και οι αδελφοί της εφώναζον ελεεινώς, έξαινον τας παρειάς, έβαλλον κόνιν εις την κεφαλήν των, έπιπτον εις την γην, τύπτοντες το στήθος και βοώντες πικρώς οι γονείς την θυγατέρα, οι αδελφοί την αδελφήν, οι δούλοι την δέσποιναν. Ουδείς παρέμεινεν άτρωτος από την λύπην, ουδείς από θλίψεως ελεύθερος· άπασα η Αλεξάνδρεια εθρήνει απαραμύθητα. Επειδή δε έβλεπον τα δάκρυα ανωφελή, έστειλαν πανταχού ανθρώπους να την εύρωσιν· ηρώτησαν γεωργούς, πραγματευτάς, μάντεις, εγγαστριμύθους και πάντα άνθρωπον, αλλ΄ άπασαι αι προσπάθειαι αυτών απέβησαν εις μάτην. Βλέπων ο Φίλιππος ότι η θυγάτηρ του δεν ανευρίσκετο, εκάλεσε τους ιερείς των ειδώλων και τους προσέταξε να κάμουν δέησιν εις τους θεούς, να τους φανερώσουν τι έγινε, ειπών ότι, εάν την εύρωσι, θα τους δώση μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, ει δ΄ άλλως, εάν γνωρίσωσι που ευρίσκεται και δεν του ειπούν την αλήθειαν, θα τους θανατώση ανηλεώς. Βλέποντες εκείνοι ότι εκοπίαζον εις μάτην και ανωφελώς, συνεφώνησαν όλοι και είπον, ότι οι θεοί, ορεχθέντες το κάλλος της, την ήρπασαν εις τους ουρανούς και την εθέωσαν. Ταύτα πιστεύσας ο έπαρχος επαρηγορήθη και προσέταξεν ευθύς και της έκαμαν άγαλμα χρυσούν, ήτοι είδωλον και όλοι την επροσκύνουν ως νέαν θεάν, κάμνοντες εις αυτήν και θυσίαν οι άγνωστοι. Η δε μακαρία Ευγενία, λαβούσα το άγιον Σχήμα, είχε τοσαύτην αρετήν εις την ψυχήν, ώστε υπερέβη όλους τους αδελφούς εις την άσκησιν καθώς και εις την αξίαν και ευγένειαν της σαρκός ήτο υπερτέρα η αοίδιμος. Εις την ακολουθίαν και σύναξιν εισήρχετο πρώτη πάντων και εξήρχετο υστερωτέρα. Είχεν αγάπην προς πάντας και άκραν ταπείνωσιν, και απλώς ετήρει πάσας τας δεσποτικάς εντολάς και υποσχέσεις της μοναδικής Πολιτείας απαρασαλεύτως, δια τας οποίας αρετάς της την ηξίωσεν ο παντοδύναμος Θεός εις ολίγον καιρόν να κάμνη θαυματουργίας και τέρατα, θεραπεύουσα πάσαν νόσον και πάσαν κάκωσιν από τους πάσχοντας, όσοι δε ασθενείς ήρχοντο εις την Μονήν εκείνην ελάμβανον την ποθουμένην υγείαν. Οι δε Πρωτάς και Υάκινθος όσον ηδύναντο ηγωνίζοντο εις την αρετήν να την μιμηθώσι. Κατά δε το τρίτον έτος της εις την Μονήν προσελεύσεως της Αγίας ετελεύτησεν ο Προεστώς της Μονής και πάντες οι αδελφοί, βλέποντες τας αρετάς αυτής και αγνοούντες το κρυπτόμενον, την περεκάλουν να γίνη Ηγούμενος αυτών. Η δε εφοβείτο να λάβη την αξίαν καθό γυνή υπάρχουσα και πάλιν εδειλία να γίνη παρήκοος απάσης της αδελφότητος. Εφάνη λοιπόν εις αυτήν εύλογον να ανοίξη το ιερόν Ευαγγέλιον να συμβουλευθή τι να κάμη. Εύρε λοιπόν ευθύς ως το ήνοιξε τον λόγον εκείνον, τον οποίον είπεν εις τους Αποστόλους ο Κύριος· «Ει τις θέλει να είναι πρώτος εις σας, ας γίνη μικρότερος και πάντων διάκονος» (Μαρκ. Θ: 35). Ταύτα ιδούσα εδέχθη την προστασίαν· αλλά έκαμνε πάλιν όλας τας ευτελεστέρας υπηρεσίας· έφερεν ύδωρ, εσάρωνε την Μονήν, έκοπτε ξύλα και έκαμνεν όσα ήσαν διακονήματα των μικροτέρων. Είχε δε την κέλλαν αυτής πλησίον εις την θύραν δια ταπείνωσιν και ούτε εις τας σωματικάς υπηρεσίας εβαρύνετο, ούτε ημέλει τας ψυχικάς, αλλ΄ εκυβέρνα την ποίμνην θαυμασιώτατα και τοσαύτας ανδραγαθίας και αγώνας θεαρέστους ετέλεσεν, ώστε είναι αδύνατον να τους γράψωμεν· μόνον ένα να είπωμεν, όστις ήτο αιτία και εγνωρίσθη, τα δε άλλα ας αφήσωμεν, διότι μακραίνομεν πολύ την διήγησιν. Ήτο εις την Αλεξάνδρειαν γυνή τις ονόματι Μελανθία, πλουσία πολύ και πολυτάλαντος από χρηματικήν περιουσίαν, από δε αρετήν και φόβοβ Θεού πτωχή τε και άπορος· αύτη ησθένησε βαρέως από τεταρταίον ρίγος, και ακούσασα την φήμην του Ευγενίου, ότι ήτο ενάρετος και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν, απήλθεν εις το Μοναστήριον και προσπεσούσα εζήτει θερμώς την ελευθερίαν από της μάστιγος. Ευσπλαγχνισθείσα λοιπόν αυτήν η Οσία, την ήλειψεν άγιον έλαιον και παρευθύς εθεραπεύθη και όλη υγιής ανεχώρησεν· απελθούσα δε εις εν κτήμα αυτής ευρισκόμενον πλησίον του Μοναστηρίου, εγέμισε δια χρυσών νομισμάτων τρία αργυρά ποτήρια και τα έστειλεν εις την Ευγενίαν ως δώρα προς την Μονήν δια ευχαριστίαν της ευεργεσίας. Η Αγία όμως επέστρεψε ταύτα εις την Μελανθίαν , λέγουσα ότι δεν είναι ωφέλιμον εις τους Μοναχούς να έχουν αργύρια· όθεν ας τα διαμοιράση εις πτωχούς και πένητας. Τότε η Μελανθία επήγε μόνη της εις την Μονήν, και παρεκάλεσε πολύ την Οσίαν να αποδεχθή τα δώρα της, αύτη δε δια να μη την λυπήση εδέχθη το χάρισμα. Από τότε επήρε συνήθειαν η Μελανθία να συχνάζη εις την Μονήν, από την πολλήν ευλάβειαν και αγάπην, την οποίαν είχε προς τον Ηγούμενον, τον οποίον βλέπουσα πολλάκις και νομίζουσα (καθώς ενόμιζον και πάντες οι αδελφοί) ότι ήτο άνδρας, μετέβαλε την πνευματικήν αγάπην εις σαρκικόν έρωτα, νικηθείσα υπό του κάλλους και της νεότητος αυτής. Κατά μικρόν λοιπόν εθέλγετο την ψυχήν η Μελανθία, και όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τοσούτον ήναπτεν εντός αυτής η φλόγα της επιθυμίας περισσότερον. Όθεν διελογίζετο τι να κάμη δια να επιτύχη του πόθου της, νομίζουσα ότι δεν ήτο δυνατόν να την καταφρονήση ο νομιζόμενος Ευγένιος, εάν του φανερώση την προς αυτόν έρωτά της, αλλ΄ ως άνθρωπος και αυτός σάρκα φορών θέλει συγκαταβή εις την αμαρτίαν. Προσποιείται όθεν και πάλιν ασθένειαν, νομίζουσα ότι δεν την εθεράπευσεν ο Ευγένιος δια της αρετής και της αγιότητος αυτού, αλλά με τέχνην μαντείας και βότανα. Έστειλε λοιπόν άνθρωπον από το προαναφερθέν κτήμα της, το οποίον ήτο πλησίον της Μονής, ως ανωτέρω είπομεν, εγχειρίσασα εις αυτόν και επιστολήν προς τον Ηγούμενον, εις την οποίαν έγραφε μετά πολλής ικεσίας και παρακλήσεως να κοπιάση έως εκεί, να ίδη την ασθένειάν της. Η Αγία,θέλουσα να τηρήση την εντολήν του Θεού και την προς τον πλησίον αγάπην και μη εννοήσασα τον δόλον και την πανουργίαν αυτής, απήλθε προς επίσκεψίν της. Αφού δε εισήλθεν εις το δωμάτιον, εξέβαλεν έξω τους δούλους της η Μελανθία, είτα δε λέγει προς τον Ευγένιον· «Φίλτατε και ηγαπημένε μου Ευγένιε, γνώριζε, ότι από την ώραν εκείνην, όπου εθεράπευσες την ασθένειάν μου, ετρώθη η καρδία μου εις τον έρωτά σου. Όθεν μη δυναμένη να εύρω άλλην βοήθειαν, ετόλμησα να σου φνερώσω το πάθος μου, και αν σου αρέση λάβε με εις γυναίκα σου και κατά τον νόμον θέλεις κυριεύσει όλον τον πλούτον μου, χρυσόν, άργυρον, αγρούς, κτήνη και σκλάβους πολλούς, με τους οποίους θέλεις έχει και εμέ δούλην σου, επειδή είμαι έρημος ανδρός και παίδων και συγγενών, να απολαύσης δε και συ την ηδονήν της σαρκός, και να μη απολέσης, με την νηστείαν και άσκησιν, τοσούτον κάλλος και ωραιότητα». Αυτά και περισσότερα λέγουσα η Μελανθία και εσκοτισμένη υπάρχουσα τον νουν, όπως και κατά το όνομα, έπασχε να μολύνη την άμωμον. Η δε Ευγενία, μετά θυμού πολλού απεκρίνατο· «Παύσαι, ω γύναι, μη ξερνάς τον ιόν του παλαιού δράκοντος, διότι εγώ δεν θέλω φθείρει την παρθενίαν μου ουδέποτε. Όχι, Παναγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, δεν ψεύδομαι εις τας συνθήκας, τας οποίας σου έδωσα. Ο γάμος μου είναι ο πόθος του Χριστού, ο πλούτος μου τα ουράνια αγαθά, και η γνώσις της αληθείας η κτήσις μου». Ταύτα ακούσασα η άσεμνος Μελανθία εθυμώθη πολύ ότι την κατεφρόνησε, και εφοβήθη μήπως και δημοσιεύση την αναισχυντία αυτής ο Ευγένιος· όθεν έδραμεν ευθύς εις την Αλεξάνδρειαν, και απελθούσα εις τον έπαρχον Φίλιππον, διέβαλε την ανεύθυνον, ειπούσα αντιστρόφως την υπόθεσιν, ότι δηλαδή «Νεανίας τις την μεν όψιν περικαλλής, τον δε τρόπον λίαν ασελγής, και υποκρινόμενος ευλάβειαν Χριστιανικήν, ήλθε προς με, νομίσας ότι είμαι καμμία άσεμνος, και πρώτον μεν εδοκίμασε με λόγια δολερά, έπειτα έβαλε και τας χείρας επάνω μου να με βιάση ο πάντολμος, και εάν δεν εφώναζα να έλθη μία εκ των δούλων μου δρομαίως, ήθελε μιάνει και εμέ ο ανόσιος, καθώς και άλλας πολλάς εξηπάτησεν». Ούτως η αναιδής Μελανθία ετόλμησε να κατηγορήση αδίκως εκείνην, ήτις δεν έπταισεν. Ακούσας ταύτα ο έπαρχος εθυμώθη καταπολλά και προστάσσει να φέρωσι δεδεμένους, όχι μόνον τον Προεστώτα, αλλά και πάντας τους αδελφούς της Μονής, οίτινες ήσαν τον αριθμόν τριακόσιοι και πάντας τους εφυλάκισαν, έως να δώση κατ΄ αυτών την απόφασιν να τους θανατώσωσιν. Αύτη η φήμη απήλθεν εις τα περίχωρα και συνήχθησαν από διαφόρους τόπους άνδρες τε και γυναίκες να ίδουν τον πανώδυνον αυτών θανατον. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα, και ήσαν άπαντες εις το θέατρον, έφεραν τον Ηγούμενον δεδεμένον με βαρυτάτας αλύσεις, εφώναζον δε όλοι κοινώς ότι ήτο άξιος θανάτου. Ητοίμαζον μάλιστα θηρία, στρέβλας, τροχούς, πυρ και διάφορα άλλα κολαστήρια. Τότε λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Τοιαύτας πράξεις κελεύει ο Χριστός σας να κάμνετε, πάντων ανθρώπων ανοσιώτατε, όχι μόνον μυστικά και απόκρυφα, αλλά και εις το φανερόν να πορνεύετε, δυναστεύοντες τας τιμίας γυναίκας; Ποίαν ψυχήν και καρδίαν είχες, πάντολμε, όταν ενώ εισήλθες ως ιατρός και αυτουργός θαυμάτων εις την οικίαν τοιαύτης γυναικός ευγενεστάτης και σώφρονος, έπειτα απεπειράθης να την βιάσης με τοσαύτην αναισχυντίαν, ως να ήτο μία των επί της σκηνής καταφρονημένη και άσεμνος»; Ταύτα ειπόντος του επάρχου μετά θυμού απεκρίθη προς αυτόν η Οσία και είπε· «Δεν προστάσσει ο Θεός μου τοιαύτα, αλλά μάλλον νομοθετεί υψηλά και αξιέραστα πράγματα, ωκονόμησε δε να συγκατοικώ με τούτους τους εναρέτους άνδρας, δια να φυλάξω την παρθενίαν μου άσπιλον, καθώς έως την σήμερον ευρίσκομαι, ως θέλετε γνωρίσει τούτο εντός ολίγου· πλην έπρεπεν, ω έπαρχε, να μη πιστεύσης την κατηγορίαν τοσούτον εύκολα, μήτε να κάμης ευθύς την κατάκρισιν, αλλά πρώτον να ακούσης τα δύο μέρη, και κατόπιν να αποφασίσης κατά το δίκαιον· όμως πριν αντιπαραταχθώμεν με την κατήγορον, δέομαι και παρακαλώ την ευγένειάν σου να μου κάμης την χάριν ταύτην· εάν μεν εγώ έπταισα εις αυτό το οποίον εγκαλούμαι, δος μοι την πρέπουσαν παίδευσιν· ει δε και φανή ψευδής η συκοφαντία, και η Μελανθία πταίσασα, να μη της δώσης ουδεμίαν τιμωρίαν, διότι ο νόμος μας κελεύει να μη αποδώσωμεν κακόν αντί κακού, αλλά μάλιστα να ευεργετώμεν τους θλίβοντας· δια τούτο λοιπόν σε παρακαλώ, εάν θέλης να μάθης την αλήθειαν, να μου υποσχεθής αυτό το οποίον σου ζητώ, και τότε μόνον του το πράγμα θέλει μαρτυρήσει σαφώς και θα γνωρίσετε οφθαλμοφανώς άπαντες την αλήθειαν». Τότε ο έπαρχος ώμοσε λέγων· «Μα την σωτηρίαν των θεών και την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν των αυτοκρατόρων μου, υπόσχομαι να φυλάξω την αίτησιν». Στραφείσα τότε η Ευγενία προς την Μελανθίαν είπε προς αυτήν· «Εάν, ω γύναι, λανθάνης τους ανθρώπους, άραγε θα δυνηθής να ψευσθής και ενώπιον του Θεού, όστις κολάζει την συκοφαντίαν και φανερώνει την αλήθειαν; Δεν σε τύπτει καν η συνείδησίς σου να κάμης τόσους φόνους δια την κακήν σου επιθυμίαν, να απολεσθούν οι ανεύθυνοι»; Η δε Μελανθία δεν μετενόησεν ουδόλως, ούτε την θείαν δίκην εφοβείτο, αλλά έφερε και τινα δούλην της εις μαρτυρίαν, η οποία εβεβαίωσεν όσα είπεν η κυρία της. Ο δε έπαρχος διαταραχθείς, ωνείδισε μεγάλως την Ευγενίαν, και της λέγει μετ΄ οργής και ύβρεως· «Τι αποκρίνεσαι εις τοσαύτας κατηγορίας, αναίσχυντε»; Βλέπουσα τότε η Αγία ότι όλοι επίστευον εις τους λόγους της Μελανθίας και ήθελον να θανατώσουν αδίκως τοσούτους δικαίους και ανευθύνους Ασκητάς, έτι δε διαλογιζομένη και την μορφήν ήτις προσήπτετο εις το άγιον Σχήμα των Μοναχών, είπε ταύτα μεγαλοφώνως· «Καιρός είναι να φανερωθή η αλήθεια· εγώ είχα πόθον, μάρτυς μου ο Θεός, να υπομείνω τον πειρασμόν τούτον έως τέλους και να μη ομολογήσω την αλήθειαν δια να λάβω τον στέφανον της υπομονής από τον Δεσπότην Χριστόν την ημέραν της Κρίσεως· αλλά δια να μη καταισχυνθή το άγιον Σχήμα, θα ομολογήσω εκείνο, το οποίον ουδείς γνωρίζει, ειμή μόνον ο Κύριος. Τοσαύτη είναι η δύναμις του Χριστού, ώστε και γυναίκες πολλαί ενίκησαν την γυναικείαν φύσιν, και εδούλευσαν εις τον Κύριον με ανδρικόν σχήμα, δια να πολεμήσουν τον δαίμονα ευκολώτερα. Αυτάς εμιμήθην και εγώ και ενεδύθην ανδρώαν στολήν, δια να φύγω τας ενέδρας του κόσμου». Ούτως είπε και έσχισε το ιμάτιον αυτής άνωθεν έως την μέσην, επιδείξασα φανερώς ότι ήτο γυνή κατά αλήθειαν. Έπειτα λέγει προς τον Φίλιππον· «Γνώριζε, ότι είμαι η θυγάτηρ σου Ευγενία, συ δε ο πατήρ μου, και η γυνή σου Κλαυδία η μήτηρ μου, αδελφοί μου δε οι συγκάθεδροί σου Αβίτας και Σέργιος, ούτοι δε είναι οι ευνούχοι Πρωτάς και Υάκινθος, οίτινες συνεκοινώνησαν εις την γνώμην μου και απηρνήθημεν πάσαν δόξαν του κόσμου και σαρκικήν ηδυπάθειαν, ως και σας τους φιλτάτους γονείς μου δια την αγάπην του Κτίστου μου». Πόσην χαράν και αγαλλίασιν νομίζετε, ω ακροαταί, να έλαβον την ώραν εκείνην όχι μόνον οι συγγενείς της, αλλά και πάσα η Αλεξάνδρεια; Τολμώ ειπείν, ότι και οι λίθοι από την χαράν των εδάκρυσαν. Έπεσον επί τον τράχηλον αυτής οι γονείς της Φίλιππος και Κλαυδία και οι αδελφοί της Αβίτας και Σέργιος εκχέοντες κρουνούς δακρύων, και λέγοντες· «Αυτή είναι η θυγάτηρ ημών, το φως των οφθαλμών μας, η ηδονή και η αγαλλίασις της ψυχής μας, την οποίαν ενομίζομεν καθώς μας είπον οι ψευδοϊερείς των ειδόλων ότι ήρπασαν οι θεοί και είχομεν πολλήν θλίψιν δια την υστέρησιν αυτής». Ταύτα ειπόντες την ανεβίβασαν εις την αρχοντικήν καθέδραν, και εβόησαν άπαντες· «Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός». Τότε όσοι Χριστιανοί ήσαν εκεί συνηγμένοι δια να ενταφιάσουν τα Λείψανα των Οσίων, τους οποίους ήθελον να θανατώσουν οι ειδωλολάτραι, ακούοντες τα γενόμενα, επήδησαν εις το μέσον, και μεγαλοφώνως εκραύγαζον· «Τις θεός μέγας, ως ο Θεός ημών, ο ανακαλύπτων απόκρυφα και τους σοφούς δια της ιδίας αυτών πανουργίας καταισχύνων»; Ο δε έπαρχος, ενδύσας την Αγίαν βιαίως στολήν λαμπράν χρυσοϋφαντον, την ανεβίβασεν εις θρόνον υψηλόν, να την ίδουν όλοι να ευφρανθώσι τω πνεύματι. Εν ω δε χρόνω ταύτα εγίνοντο, ο παντοδύναμος και δικαιοκρίτης Θεός, ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, ρίψας πυρ ουρανόθεν κατέκαυσε την Μελανθίαν και όλον τον οίκον της εκ θεμελίων· όθεν πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν δια τούτο το θαυμάσιον. Έγινε λοιπόν εορτή και πανήγυρις πανευφρόσυνος υπό των Χριστιανών, διότι έπαρχος εβαπτίσθη και έδωκε διαταγήν να κατοικούν οι Χριστιανοί ανεμποδίστως εντός της πόλεως και να έχωσι τους Ναούς, την τιμήν και τα εισοδήματα, τα οποία είχον πρότερον, δια να συγκατατεθούν δε οι βασιλείς και να βεβαιώσουν το πρόσταγμα τούτο, τους έγραψεν ότι πολλήν ωφέλειαν και μεγάλον κέρδος θέλει έχει το κράτος από τους Χριστιανούς εκ των φόρων και των εν γένει εμπορικών συναλλαγών, εάν τους επιτρέψουν να κατοικώσιν εντός της πόλεως. Οι δε Σεβήρος και Αντωνίνος οι βασιλείς επεκύρωσαν το πρόσταγμα του Φιλίπου. Ούτω λοιπόν οι Χριστιανοί αφέθησαν ελεύθεροι και η Αλεξάνδρεια ήνθει πάλιν εις την ευσέβειαν. Ο εχθρός όμως της αληθείας φθονήσας ηρέθισεν ειδωλολάτρας τινάς της πόλεως να διαβάλουν προς τους βασιλείς τον Φίλιππον και ούτως εποίησαν. Απήλθον εις την Ρώμην και λέγουν προς αυτούς· «Ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Φίλιππος εκυβέρνα επί δέκα έως σήμερον έτη καλά και θεάρεστα τον λαόν, τώρα όμως δεν γνωρίζομεν τι έπαθε και αφήσας το πάτριον σέβας των μεγίστων θεών, προσκυνεί αυτόν, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, τιμά δε περισσότερον τους Χριστιανούς παρά ημάς τους λατρευτάς των μεγίστων θεών. Όθεν κινδυνεύει να απολεσθή η θρησκεία μας, εάν δεν βοηθήσετε σύντομα». Ταύτα οι βασιλείς ακούσαντες, έγραψαν ούτω προς τον Φίλιππον· «Ο προ ημών θειότατος Αύγουστος, γνωρίζων σε θεραπευτήν των θεών σπουδαίον και επιμελέστατον, σου εχάρισεν αυτήν την αρχήν να την έχης αδιαδόχως εις όλην την ζωήν σου και σε ετίμησεν ως βασιλέα μάλλον ή ως έπαρχον, να εξουσιάζης όλην την Αίγυπτον, και πάλιν ημείς σε εστερεώσαμεν δίδοντές σου τιμήν μεγαλυτέραν· αλλά ταύτα τα αξιώματα ωρίσαμεν να έχης, έως ότου ήσουν φίλος των θεών, τώρα όμως όπου ηλούσαμεν ότι έγινες καταφρονητής αυτών και ημών παρήκοος, προστάσσομεν ή να τιμάς τους θεούς ως το πρότερον ή να είσαι εστερημένος πάσης αξίας και να ζημιωθής όλον τον πλούτον σου». Ταύτα αναγινώσκων ο Φίλιππος προσεποιήθη ότι ησθένησε και πωλήσας όλα του τα υπάρχοντα, διεμοίρασεν εις δύο τα χρήματα, δίδων τα ημίση εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και τα άλλα ημίση εις τους πένητας. Ήτο δε ο Φίλιππος εις την Ελληνικήν γλώσσαν πεπαιδευμένος, αλλά και εις τον βίον θεοφιλέστατος και φιλοσοφώτατος και εις την πίστιν στερεός και θερμότατος· όθεν κοινή γνώμη όλων των Χριστιανών της Αλεξανδρείας εχειροτόνησαν αυτόν Επίσκοπον. Ταύτα μαθόντες οι βασιλείς έστειλαν άλλον έπαρχον ονόματι Τερέντιον και του παρήγγειλαν, εάν δυνηθή με τρόπον απόκρυφον να φονεύση τον Φίλιππον, δια να μη γίνη εις τον λαόν σύγχυσις. Λαβών λοιπόν την αρχήν ο Τερέντιος έδωκε χρήματα εις ανθρώπους τινάς, να προσποιηθώσιν ότι είναι Χριστιανοί, και να τον φονεύσωσιν, εκείνοι δε εισελθόντες εις τον Ναόν, εις τον οποίον ήτο, έσφαξαν αυτόν προσευχόμενον. Τότε ο έπαρχος φοβηθείς να μη τον φονεύση ο λαός, εφυλάκισε τους φονείς εκείνους, προσποιούμενος, ότι δεν ήτο εις τούτο αίτιος. Έπειτα όμως από ολίγον ήλθον βασιλικά γράμματα και τους ηλευθέρωσεν. Ο δε μακάριος Φίλιππος έζησε μετά την πληγήν τρεις ημέρας, καθώς εδεήθη του Θεού, δια να στερεώση μάλλον εις την Πίστιν τούς αρχαρίους, τους οποίους και εδίδαξεν ικανώς, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, ζήσας μετά την χειροτονίαν εν έτος και μήνας τρεις και τον ενεταφίασαν εντίμως έσω της πόλεως εις μίαν Εκκλησίαν, την οποίαν είχεν ο ίδιος οικοδομήσει. Η δε μακαρία Κλαυδία έκτισεν εκεί πλησίον ξενοδοχείον και αφιέρωσεν άπειρα χρήματα εις ανάρρωσιν των ασθενούντων και κυβέρνησιν των ξένων. Είτα λαβούσα τους παίδας αυτής και την Ευγενίαν απήλθεν εις την πατρίδα των. Οι δε Ρωμαίοι τους υπεδέχθησαν ευμενώς και εχειροτόνησαν τον μεν Αβίταν ανθύπατον της Καρθαγένης, τον δε Σέργιον βικάριον της Αφρικής. Η δε Κλαυδία με την Ευγενίαν, τον Πρωτάν και τον Υάκινθον έμειναν εις την οικίαν αυτών, εναρέτως διάγοντες εν προσευχή και νηστεία. Ήρχοντο δε προς αυτούς και αι θυγατέρες των αρχόντων, τας οποίας ενουθέτει η Ευγενία προς παρθενίαν και θεοσέβειαν, και πολλάς προς σωτηρίαν ωδήγησεν. Ήτο δε τότε και τις νεάνις θαυμαστή εις το κάλλος, από γένος βασιλικόν, Βασίλλα ονόματι, μεμνηστευμένη με μέγαν τινά άρχοντα Πομπήϊον καλούμενον. Αύτη η νεάνις είχεν πόθον πολύν να συναντήση την Ευγενίαν, διότι ήκουσε την θεάρεστον αυτής πολιτείαν και επεθύμει να γίνη Χριστιανή. Οι δε συγγενείς αυτής την εφύλαττον ακριβώς και δεν την άφηναν να εξέλθη ουδόλως έξω της οικίας έως να την λάβη ο άνδρας της. Έστειλε λοιπόν γράμμα η Βασίλλα προς την Ευγενίαν κρυφίως με δούλον της πιστόν, Πορθμέα καλούμενον, παρακαλούσα και ικετεύουσα, όπως αποστείλη εις αυτήν γραπτώς τα Άρθρα της Πίστεως. Η δε Ευγενία γνωρίζουσα πόση διαφορά υπάρχει από την γραφήν, έως την ζώσαν φωνήν, έστειλε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον με δουλικόν σχήμα ως δώρον προς αυτήν ή μάλλον ειπείν επιστολήν έμψυχον, δια να την καθοδηγήσουν προς την ευσέβειαν. Τούτους υποδεξαμένη η Βασίλλα ασμένως, τους προσεκύνει ως Αποστόλους Κυρίου. Μαθών δε τα κατ΄ αυτήν Κορνήλιος ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης απήλθε νύκτα τινά κρυφίως και την ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Ούτω λοιπόν η Βασίλλα και η Ευγενία συνεδέθησαν εις φιλίαν δια Χριστόν με δεσμόν αχώριστον, και μη δυνάμεναι να συναντώνται σωματικώς, συνωμιλούσαν νοερώς καθ΄ εκάστην και συνευφραίνοντο. Ω! πόσας των παρθένων η Βασίλλα και η Ευγενία και πόσας χήρας η σεμνή Κλαυδία και πόσους άνδρας οι Πρωτάς και Υάκινθος προσήγαγον εις τον Χριστόν! Κατ΄ εκείνας τας ημέρας έγιναν βασιλείς οι Βαλλεριανός και Γαλλιηνός, οίτινες εκίνησαν διωγμόν μέγαν κατ΄των Χριστιανών και δεν ετόλμα να φανερωθή ο Αρχιεπίσκοπος Άγιος Κορνήλιος (251-253), μόνον δε απόκρυφα απήρχετο και εκοινώνει την Βασίλλαν και την Ευγενίαν, αίτινες έκαμαν τρόπον και συνηντήθησαν και ηυφράνθησαν εν Κυρίω. Έπειτα λέγει η Ευγενία· «Γνώριζε, φιλτάτη μου αδελφή, ότι εις ολίγας ημέρας λαμβάνεις του Μαρτυρίου τον στέφανον». Ομοίως και η Βασίλλα είπε προς αυτήν· «Χθες μου απεκάλυψε της αναξίας ο Δεσπότης μας Χριστός, ότι έχει δια σε ητοιμασμένα δύο στέφανα, εν δια τους πολλούς αγώνας και κινδύνους, τους οποίους διήλθες εις την Αίγυπτον, και έτερον δια τον θάνατον, τον οποίον μέλλεις να λάβης εδώ εις την πατρίδα σου δι΄ αγάπην του». Ταύτα ειπούσα ησπάσθησαν αλλήλας και μετά δακρύων πολλών απεχαιρετίσθησαν. Επειδή λοιπόν έμελλε να λάβη τέλος η πρόρρησις των Αγίων, απήλθε μία δούλη της Βασίλλας και λέγει προς τον Πομπήϊον· «Γνώριζε, ότι εάν δεν σπεύσης το ταχύτερον να λάβης με βασιλικήν εξουσίαν την αρραβωνιαστικήν σου Βασίλλαν, δεν την βλέπεις πλέον να έλθη εις την οικίαν σου, διότι έγινε Χριστιανή αυτή και ο θείος της Έλενος από τους λόγους της Ευγενίας, ήτις έστειλε προς αυτήν δύο ευνούχους εις δουλικόν σχήμα και αυτοί την διέστρεψαν και εμάγευσαν τόσον, ώστε τους έχει ως θεούς και τους σέβεται». Ταύτα ακούσας από την πονηράν δούλην ο Πομπήϊος, εθυμώθη και δραμών παρευθύς εις τον θείον τής Βασίλλας λέγει προς αυτόν· «Πρέπει να κάμωμεν τους γάμους το γρηγορώτερον, δια να λάβω την γυναίκα μου· ει δ΄ άλλως γνώριζε, ότι έχεις αντίδικον και εχθρόν σου θανάσιμον εμέ και τους καίσαρας». Ο δε Έλενος απεκρίνατο· «Εγώ ήμην επίτροπος της κόρης έως ου αύτη ήτο ανήλικος· εφ΄ όσον όμως τώρα ήλθεν εις ηλικίαν νόμιμον, δεν είναι πλέον εις το θέλημά μου, αλλά κάμνει ό,τι βούλεται». Ταύτα ακούσας ο Πομπήϊος έδραμεν εις τον οίκον της Βασίλλας και κρούσας την θύραν εζήτει να εισέλθη. Αυτή δε του εμήνυσε με την δούλην της να υπάγη εις την οδόν αυτού, διότι εκείνη δεν συγκατατίθεται να υπανδρευθή, αλλά θα μείνη παρθένος έως τέλους αυτής. Ταύτην την απροσδόκητον απόφασιν ακούων ο Πομπήϊος εδαιμονίσθη από τον θυμόν και πρώτον μεν έδραμεν εις τους συμβούλους και τους επήρε να υπάγουν ομού εις τους βασιλείς και πεσών εις τους πόδας αυτών, ωλοφύρετο την συμφοράν αυτού, ως να ήτο κοινή απάσης της πόλεως, λέγων ταύτα· «Εγέρθητε, θειότατοι αύγουστοι, ίνα μη απολεσθήτε σεις και οι θεοί σας και αποδιώξετε τον νεώτερον Θεόν, τον οποίον έφερεν η Ευγενία από την Αίγυπτον, διότι κινδυνεύει να αφανισθή η δόξα σας, επειδή οι Χριστιανοί καταφρονούσι τους βασιλείς και τους νόμους, τους δε ευμενείς και σωτήρας θεούς ατιμάζουσιν· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον πάντων, εμποδίζουσι τους νόμους των γάμων και κωλύουσι τας συζυγίας, χωρίσαντες τας νυμφευθείσας γυναίκας από τους άνδρας των. Λοιπόν τι άλλο μέλλει να γίνη εις ολίγον καιρόν, εάν στερεωθή ο νόμος αυτός, παρά να αφανισθώσιν αι επαρχίαι και τα βασίλεια»; Τους λόγους τούτους του Πομπηϊου εβεβαίωνον και οι σύμβουλοι· ως εκ τούτου εθυμώθη ο βασιλεύς και δίδει ευθύς γραφικώς την απόφασιν, ότι «ή να λάβη η Βασίλλα τον Πομπηϊον άνδρα της ή να την θανατώσωσιν. Η δε Ευγενία ή να θυσιάση εις τους θεούς, ή να αποθάνη αυτή και πάντες οι Χριστιανοί με διάφορα κολαστήρια». Ταύτην την απόφασιν ακούσασα η όντως βασίλισσα εκείνη εις την ψυχήν και το όνομα Βασίλλα, η εκλεκτή νύμφη του Χριστού, εβόησε λέγουσα· «Εγώ ενυμφεύθην τον Βασιλέα των βασιλευόντων και Δημιουργόν των απάντων· όθεν δεν καταδέχομαι να συγκοινωνήσω με φθαρτόν άνθρωπον, ούτε υποτάσσομαι εις βασιλικόν πρόσταγμα». Ταύτα της Αγίας ειπούσης απέκοψαν ευθύς οι απεσταλμένοι την τιμίαν αυτής κεφαλήν και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα λαβόντες οι δήμιοι τον Πρωτάν και τον Υάκινθον τους επήγαν βιαίως εις τον ναόν του Διός να κάμουν θυσίαν. Ενώ δε αυτοί ίσταντο προσευχόμενοι εις τον αληθινόν Θεόν, έπεσε το είδωλον έμπροσθεν αυτών και συνετρίβη· όθεν προστάσσει ο έπαρχος της Ρώμης Νικίτιος και έκοψαν τας κεφαλάς των. Τότε έφεραν την Ευγενίαν και της λέγει · «Πόθεν εμάθετε ακριβώς την μαγικήν τέχνην να εξουσιάζετε τους μεγάλους θεούς»; Η δε απεκρίνατο· «Αληθώς είπες, ω έπαρχε, ότι ημείς οι Χριστιανοί εν ευκολία κυριεύομεν τους θεούς σας, το δε ότι με τέχνην μαντείας πράττομεν τα θαυμάσια είναι ψεύδος, διότι ημείς με την άμαχον δύναμιν του μόνου Θεού τελούμεν όσα βουλόμεθα· αλλ΄ οι θεοί σας είναι πονηροί δαίμονες και δεν δύνανται να ευεργετήσουν εκείνους οίτινες τους σέβονται, ούτε να κακοποιήσουν ημάς οι οποίοι τους υβρίζομεν». Τότε κελεύει ο έπαρχος να την υπάγουν εις τον ναόν της Αρτέμιδος, να ακολουθή δε και ο δήμιος με την σπάθην και εάν δεν προσκυνήση, να την θανατώση το συντομώτερον. Φθάσασα η Ευγενία εις τον ναόν εστάθη προ των ειδώλων εις σχήμα προσευχής λέγουσα· «Ο Θεός ο αιώνιος, όστις με ηξίωσες να γεννηθώ, να ανατραφώ και να διαφυλαχθώ παρθένος νύμφη του Μονογενούς σου Υιού έως σήμερον, αυτός και τώρα τέλεσον παράδοξα, δια να δοξασθώσιν οι δούλοι σου και να αισχυνθώσιν οι προσκυνούντες γλυπτά βδελύγματα». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, έγινε σεισμός μέγας και έπεσεν όλος ο ναός, το είδωλον της Αρτέμιδος συνετρίβη και τα άλλα εξετινάχθησαν εδώ και εκεί. Εξίσταντο οι ορώντες και οι μεν γνωστικοί έλεγον, ότι ήτο θαυματουργία και έργον θείας δυνάμεως, οι δε άφρονες μαντείαν ενόμιζον τα γενόμενα. Μαθών ταύτα ο βασιλεύς, εκέλευσε να δέσουν εις τον τράχηλον της Αγίας λίθον μέγαν και να την ρίψουν εις τον βυθόν του Τιβέρεως. Τούτου γενομένου, ο μεν λίθος ελύθη, η δε Αγία περιεπάτει ως ποτε ο μέγας Πέτρος επάνω εις τα ύδατα. Τότε την έρριψαν εις μίαν ανημμένην κάμινον, αλλ΄ εις μάτην εκοπίαζον, διότι το ομόδουλον πυρ έχασε την φύσιν του και εδρόσιζε μάλλον αυτήν και αβλαβή διεφύλαξε. Μη γνωρίζοντες λοιπόν οι δυσσεβείς με ποίον τρόπον οδυνηρόν να θανατώσωσι την Αγίαν, την έβαλαν εις φυλακήν σκοτεινήν και βαθυτάτην, έως να τελευτήση από την πείναν, αγνοούντες οι μάταιοι, ότι μετ΄ αυτής ήτο ο Κύριος του φωτός και εξήστραπτεν όλον το δεσμωτήριον, της προσεκόμιζον δε οι Άγγελοι τροφήν ουράνιον, καθ΄ ημέραν ένα άρτον γλυκύτερον της αμβροσίας και της χιόνος λευκότερον και (το μεγαλύτερον) ήλθε και αυτός ο Βασιλεύς των Αγγέλων να την επισκεφθή, και της λέγει· «Ευγενία, εγώ είμαι ο καταδεχθείς Σταυρόν και θάνατον δια σε, καθώς και συ δι΄ αγάπην μου υπομένεις τοιαύτα δεινά κολαστήρια· όθεν πολλών χαρίτων και μεγίστης δόξης θέλω σε αξιώσει εις την αιώνιον Βασιλείαν μου. Έχε δε και τούτο σύμβολον της τιμής, την οποίαν θέλεις απολαύσει εις τους ουρανούς, να χωρίσης από τον πρόσκαιρον αυτόν και επίκηρον κόσμον και να έλθης εις την άνω ζωήν κατ΄ αυτήν ταύτην την ημέραν κατά την οποίαν εγεννήθην ως άνθρωπος». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης ανήλθεν εις ουρανούς. Οι δε ασεβείς απέστειλαν τον δήμιον, όστις κατέσφαξε την Αγίαν εντός της φυλακής τη κε΄ (25) του Δεκεμβρίου, κατ΄ αυτήν την κυρίαν ημέραν της του Χριστού Γεννήσεως. Η δε μήτηρ και οι αδελφοί της ενεταφίασαν εντίμως το ιερόν αυτής Λείψανον εις εν εκ των αγρών των έξωθεν της πόλεως εις τόπον καλούμενον Ρωμαίαν Οδόν, εις τον οποίον αυτή πρότερον είχε τεθαμμένα ΄λλων Αγίων Λείψανα. Ούτω λοιπόν η Ευγενία σεμνώς και ευγενώς ζήσασα με θαυμαστήν και αξιέπαινον πολιτείαν ηξιώθη και μεγίστης δόξης παρ΄του Κυρίου και Θεού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Η δε μήτηρ της Αγίας ίστατο κλαίουσα εις τον τάφον ημέρας πολλάς, νύκτα δε τινα εμφανίζεται εις το όραμα της μητρός της τοσούτον λελαμπρυσμένη και εστολισμένη, ώστε δεν ηδύνατο η Κλαυδία να την ίδη εις το πρόσωπον· ήσαν δε και άλλαι παρθένοι εις την συνοδείαν αυτής, και της λέγει· «Διατί κλαίεις και κόπτεσαι, μήτερ μου, δι΄ ημάς και δεν ευφραίνεσαι μάλλον και αγάλλεσαι; Γνώριζε, ότι εις πολλήν και άπειρον ευφροσύνην με ηξίωσεν ο Κύριος και ευρίσκομαι με τους Αγίους Μάρτυρας μαζί με τον πατέρα μου Φίλιππον συμβασιλεύοντες μετά του Χριστού, όστις εις ολίγας ημέρας λμβάνει και σε εις την συνοδείαν μας· παρακίνησον δε τους αδελφούς μου να φυλάξουν ακριβώς την πίστιν του Χριστού, δια να σώσουν και αυτοί την ψυχήν των». Ταύτα ακούσασα η μήτηρ και ιδούσα τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες συνώδευον την Ευγενίαν, εχάρη λίαν και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Καλώς λοιπόν οικονομήσασα τα εαυτής πάντα και διαμοιράσασα εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά της, ανεπαύσατο και αυτή εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η κατά Σάρκα ΓΕΝΝΗΣΙΣ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Η Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ούτως εγένετο. Βλέπων ο φιλάνθρωπος Θεός ότι το γένος των ανθρώπων ετυραννείτο υπό του διαβόλου, ευσπλαγχνίσθη, και αποστείλας τον Άγγελον αυτού Γαβριήλ διεμήνυσε δι΄ αυτού εις την Θεοτόκον το «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου»· ειπούσης δε Αυτής το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ευθύς συνελήφθη εν τη αχράντω και παρθενική μήτρα Αυτής ο Υιός και Λόγος του Θεού και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Όταν δε ήγγιζον προς το συμπληρούσθαι οι εννέα μήνες από της Συλλήψεως, τότε εξεδόθη διάταγμα υπό του Καίσαρος Αυγούστου, ίνα απογραφή όλη η οικουμένη, ήτις ήτο υπό την εξουσίαν του· ταύτην δε την απογραφήν ίνα ενεργήση, απεστάλη ο ηγεμών Κυρήνιος εις τα Ιεροσόλυμα. Τότε λοιπόν ανέβη και Ιωσήφ ο Μνήστωρ και φύλαξ της Θεοτόκου μετ΄ Αυτής εις την Βηθλεέμ, ίνα απογραφώσιν εκεί. Μέλλουσα δε να γεννήση η Παρθένος, δεν εύρε τόπον προς κατοικίαν, δια τον πολύν λαόν, όστις συνήχθη εκεί, και ο οποίος προλαβών κατώκησεν εις όλας τας οικίας της Βηθλεέμ. Δια τούτο εμβήκεν εντός πτωχικού σπηλαίου, ένθα εγέννησεν αφθόρως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και σπαργανώσασα ως βρέφος τον Κτίστην των απάντων, έθηκεν αυτόν εις την φάτνην (Λουκ. β: 7) των αλόγων ζώων, διότι έμελλε να ελευθερώση ημάς από την αλογίαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Δεκεμβρίου, η Σύναξις της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Λεχώ άμωμον ανδρός μη γνούσαν λέχος,
Δώροις αμώμοις δεξιούμαι τοις λόγοις.
Μολπήν Αγνοτάτην λεχοί εικάδι έκτη αείδω.

Η εν Αιγύπτω φυγή της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.
Η της Υπεραγίας Θεοτόκου φυγή εις Αίγυπτον εγένετο ότε ο Ηρώδης έδωκεν ορισμόν να θανατωθώσιν όλα τα νήπια όσα ήσαν εις την Βηθλεέμ. Τότε Άγγελος Κυρίου εφάνη κατ΄ όναρ εις τον Ιωσήφ λέγων· «Εγείρου, και παραλαβών το παιδίον και την Μητέρα του ύπαγε εις την Αίγυπτον» (Ματθ. β: 13). Κατέφυγε δε εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος ομού με το Βρέφος δια δύο αίτια, αφ΄ ενός μεν, ίνα πληρωθή το ρηθέν δια του Προφήτου Ωσηέ λέγοντος· «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ωσ. ια΄: 1), αφ΄ ετέρου δε, ίνα φιμωθή παν στόμα των αιρετικών. Διότι εάν δεν έφευγεν ο Κύριος, αλλ΄ ήθελε συλληφθή από τον Ηρώδην, εάν μεν εφονεύετο από εκείνον, βεβαίως ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων, εάν δε δεν εφονεύετο, αλλ΄ έμενεν άθικτος, ίνα τελειώση την οικονομίαν, βεβαίως ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατ΄ αλήθειαν, αλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν, επειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, όπως ήτο βεβαίως και η αλήθεια, ήθελε κοπή υπό του ξίφους. Εάν λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν και τούτο να είπωσιν, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Κύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι, μολονότι δεν έλαβον ουδεμίαν αιτίαν και αφορμήν, πόσω μάλλον το τοιούτον θα υπεστήριζον, εάν εύρισκον και αιτίαν; Δια τας ρηθείσας λοιπόν δύο αιτίας φεύγει ο Κύριος εις την Αίγυπτον, και προς τούτοις ίνα συντρίψη και τα εν Αιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ’ (27η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Στέφανος ο μακάριος Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος ήτο Ιουδαίος το γένος, μαθητής ως λέγουσί τινες Γαμαλιήλ του νομοδιδασκάλου, και πρώτος των επτά Διακόνων τους οποίους κατέστησαν οι Απόστολοι εν Ιεροσολύμοις εις την των πτωχών επιμέλειαν και την εις αυτούς διανομήν των ελεημοσυνών, πλήρης πίστεως και Πνεύματος Αγίου και ποιών σημεία και τέρατα εν τω λαώ (Πραξ. στ: 8 ). Γενομένης δε ποτέ συζητήσεως μεταξύ Ιουδαίων, Σαδδουκαίων, Φαρισαίων και Ελληνιστών περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άλλοι μεν έλεγον περί του Κυρίου ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι πλάνος και άλλοι ότι είναι Υιός Θεού· τότε ο αοίδιμος Στέφανος, σταθείς επί τόπου υψηλού, εκήρυξεν εις όλους τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, λέγων ούτω· «Άνδρες αδελφοί, διατί τόσον επληθύνθησαν αι κακίαι σας και είναι τεταραγμένη όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος δεν έλαβεν εις την καρδίαν του δισταγμόν ως προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, διότι αυτός είναι ο κλίνας τους ουρανούς και καταβάς δια τας αμαρτίας μας και γεννηθείς εκ της Παρθένου της Αγίας και καθαράς, της προ καταβολής κόσμου εκλελεγμένης, αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν, αυτός έκαμε να αναβλέψωσιν οι τυφλοί, αυτός εκαθάρισε τους λεπρούς και αυτός εδίωξε τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους». Ταύτα οι Ιουδαίοι ακούσαντες, έφεραν τον Άγιον εις το κριτήριον προς τους αρχιερείς, επειδή δεν ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την σοφίαν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, με την οποίαν ελάλει ο θείος Στέφανος (Πράξ. στ: 10). Έπειτα παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οίτινες εμαρτύρησαν κατά του Αποστόλου, ταύτα λέγοντες· «Ημείς ηκούσαμεν ότι ούτος ελάλει βλασφήμους λόγους εναντίον του θεϊκού Νόμου» (αυτόθι 11). Είπον δε και όσα άλλα διηγούνται αι ιεραί Πράξεις των Αποστόλων εν κεφαλαίω εβδόμω. Τότε όλοι οι καθεζόμενοι εις το κριτήριον έστρεψαν τα βλέμματά των επί του Στεφάνου και είδον το πρόσωπόν του τόσον λαμπρόν, ως να ήτο πρόσωπον Αγγέλου (Πράξ. στ: 15)· όθεν μη υποφέροντες την εντροπήν, ελιθοβόλησαν αυτόν ευχόμενον δι’ αυτούς και λέγοντα· «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. ζ: 60) και τοιαύτα ειπών εκοιμήθη. Αγ’ ου δε ο Πρωτομάρτυς με την νομιζομένην ιδικήν του πτώσιν κατεκρήμνησε τον αντίπαλον διάβολον και έδειξεν αυτόν πτώμα μέγιστον και εξαίσιον και αφ’ ου εκοιμήθη με τον γλυκύν ύπνον του Μαρτυρίου, έλαβον το ιερόν αυτού σώμα άνδρες ευλαβείς και έθηκαν αυτό εντός κιβωτίου κατεσκευασμένου εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας)· σφραγίσαντες δε αυτό, το απέθεσαν εις τα πλάγια μέρη του ναού. Τότε και ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο τούτου υιός Αβελβούλ επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό των Αποστόλων. Τελείται δε η σύναξις αυτού εις τον Μαρτυρικόν του Ναόν τον όντα εις τα Κωσταντιανά. Ελιθοβολήθη δε ο Άγιος Στέφανος το τρίτον, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους, έτος μετά την Ανάληψιν του Χριστού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΔΙΣΜΥΡΙΩΝ, ήτοι είκοσι χιλιάδων, ΜΑΡΤΥΡΩΝ, των εν Νικομηδεία

Δημοσίευση από silver »

Δισμύριοι όντες τον αριθμόν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες έλαβον τον στέφανον του Μαρτυρίου κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του ασεβούς Μαξιμιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄- τε΄ (286- 305). Τότε επιστρέφων ούτος νικητής από τον κατά των Αιθιόπων πόλεμον, ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα δια την νίκην αυτήν· επέμφθησαν λοιπόν από αυτόν γράμματα πανταχού παρακινητικά δια να έλθωσιν όλοι εις την Νικομήδειαν και να προσκυνήσωσι τους θεούς του. Εις την Νικομήδειαν ευρίσκετο τότε ενάρετός τις Επίσκοπος ονόματι Κύριλλος, όστις εκόσμει την επαρχίαν του με τον τρόπον μάλλον ή με τον θρόνον· έκτιζε Μοναστήρια, επεμελείτο τα Ασκητήρια και παν άλλο ψυχωφελές έργον ετέλει ως Ποιμήν αληθέστατος, και δεν εφοβείτο ουδόλως τυράννων ωμότητα, αλλά δια να αρπάση ψυχάς ανθρώπων από τον φάρυγγα του δαίμονος, εισήλθε πολλάκις εις κίνδυνον της ζωής του· όθεν και πολλούς εχειραγώγησε προς ευσέβειαν και από τους συγγενείς τούς εχώρισε, κατά τον δεσποτικόν λόγον τον λέγοντα· «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. ι: 34)· και πάλιν· «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!» (Λουκ. ιβ: 49). Τούτο το πυρ ανήφθη από τον καιρόν εκείνον κατ΄ αλήθειαν, και όσον εδίωκον την Εκκλησίαν του Χριστού οι κάκιστοι τύραννοι, τόσον μάλλον εκείνη ηνδρούτο και ηύξανε και ήνθει ως οι λειμώνες και τα δένδρα την άνοιξιν· και όχι μόνον ευτελείς και πένητες κατεφρόνουν την πρόσκαιρον ζωήν, αλλά και πλούσιοι και βασιλέων απόγονοι, άνδρες τε και γυναίκες, άφηνον τον πλούτον αυτών και εγίνοντο δούλοι Χριστού γνησιώτατοι και εξόχως η σήμερον εορταζομένη μετά των λοιπών συμμαρτύρων και προκειμένη αξίως εις έπαινον, η νύμφη Χριστού, η θαυμασία την πράξιν, Δόμνα η αξιέπαινος, επιφανής και περίδοξος, ήτις ανετράφη εις το παλάτιον του δυσσεβούς βασιλέως και αφιερώθη από τους γονείς της εις τους ναούς, οίτινες ήσαν εντός των βασιλικών ανακτόρων, εψηφισμένη πρώτη των ψευδωνύμων θεών ιέρεια δια να υπηρετή τα είδωλεία κατά την τάξιν των. Αλλά το καλόν δένδρον εζήτει και γην αγαθήν, να φυτευθή εις τον οίκον του Θεού, να αποδώση καρπόν αγαθόν. Αύτη λοιπόν ευρούσά ποτε τας Επιστολάς του μεγάλου Παύλου ανεγίνωσκε ταύτας μετά τοσαύτης προθυμίας, ώστε εφωτίσθη εις την αλήθειαν και ελυπείτο, διότι ευρίσκετο εις την πλάνην· εχαίρετο δε διότι επέτυχε τοιούτον θησαυρόν της ευσεβείας ψυχωφελέστατον και εθαύμαζε κατανοούσα την αληθεστάτην και άδολον πίστιν των Χριστιανών, την οποίαν ποθούσα να επιτύχη, συνεβουλεύθη θυγατέρα τινά άρχοντος, ήτις ήτο παρθένος Χριστιανή ενάρετος και την εδίδαξεν άπασαν την αλήθειαν. Νύκτα λοιπόν τινα, κατά την οποίαν οι άλλοι εκοιμώντο, απήλθεν εν ώρα μεσονυκτίου κρυφίως προς τον Αρχιερέα Κύριλλον, ζητούσα το άγιον Βάπτισμα. Ο δε αναγνώσας εις αυτήν τας θείας ευχάς, την εσφράγισε με το σημείον του Τιμίου Σταυρού και την εποίησε κατηχουμένην, προσέταξε δε Διάκονόν τινα ευλαβέστατον, ονόματι Αγάπιον, να τελέση εις αυτήν τα διατεταγμένα προ του θείου Βαπτίσματος και ούτως έμεινε προσευχομένη και νηστεύουσα κρυφίως από τους άλλους. Μόνον ευνούχος τις το εγνώριζεν, ονόματι Ίνδης, το μεν γένος βάρβαρος, εις δε το ήθος και τας πράξεις ευγενέστατος, ο οποίος όχι μόνον, ως και η Δόμνα, προσέδραμεν εις την Πίστιν, αλλά και πρώτος από τους άλλους δια τον Χριστόν εμαρτύρησεν. Όταν ήλθεν ο καιρός της προθεσμίας, εβαπτίσθησαν αμφότεροι και εκοινώνησαν του Δεσποτικού σώματος και αίματος. Αφού λοιπόν η μακαρία Δόμνα έλαβε το θεμέλιον της Πίστεως, τότε ήρχισε να κτίζη και τα επίλοιπα· και δια μεν τροφήν και πόσιν και ενδύματα ουδόλως επεμελείτο, μόνον δε με την ανάγνωσιν της θείας Γραφής ετρέφετο μάλλον ή με τροφήν σωματικήν· και όσα ανεγίνωσκεν, ετελείωνε πληρέστατα, δια να δικαιωθή παρά του Θεού. Βλέπουσα δε εις τας πράξεις των Αγίων Αποστόλων ότι όσοι επωλούσαν τα πράγματά των επήγαιναν και παρέδιδον εις αυτούς τα αργύρια, εσύναξε και αυτή όλον το χρυσίον και το αργύριον, ως και τα ενδύματα και ό,τι άλλα πολύτιμα πράγματα είχε και νύκτα τινά τα επήγε με τους δούλους της εις τον Άγιον Κύριλλον, να τα διαμοιράση εις πένητας· μετά δε ταύτα αυτή μεν επέστρεψε κρυφίως εις το παλάτιον, ο δε θείος Κύριλλος, αφού έδωκεν εις τους πτωχούς όσα του έφερεν η Δόμνα, απήλθε προς Κύριον, τελέσας μεγάλα θαυμάσια. Η δε μακαρία Δόμνα εφύλαττεν όσα της παρήγγειλεν ο θείος Κύριλλος και ενήστευον ομού με τον Ίνδην όλας τας ημέρας, προσηύχοντο, την δε εσπέραν έτρωγον άρτον μεθ΄ ύδατος, ευχαριστούντες τον Κύριον· και όσα τους έστελλον από την βασιλικήν τράπεζαν έδιδον εις τους πτωχούς, δια να φυλάττουν ομού ελεημοσύνην και εγκράτειαν. Ταύτα δε ετέλουν κρυφίως όσον ηδύναντο· αλλ΄ επειδή δεν είναι δυνατόν να τεθή ο λύχνος υπό τον μόδιον, εφανερώθησαν και αυτοί εις έλεγχον μεν των ασεβών, των δε εναρέτων παράδειγμα. Όθεν ευνούχός τις, ιδών αυτούς νύκτα τινά διανέμοντας τα φαγητά εις τους πένητας, ηννόησεν ως πονηρός ότι ενήστευον και τα ανήγγειλεν εις τον άρχοντα, όστις κατεσκεύαζε τα βασιλικά φαγητά. Ο δε άρχων αρπάσας ευθύς τας κλείδας από τας χείρας της Δόμνας και του Ίνδου, απήλθεν εις το κελλίον των και εύρε τον Τίμιον Σταυρόν και τας Πράξεις των Αποστόλων, αλλ’ άργυρον ή χρυσόν ή ιμάτιον πολύτιμον δεν εύρε ουδόλως, ούτε στρώσιν τινά δια να κοιμώνται, ειμή μόνον δύο ψάθας κατά γης, εις τας οποίας ανεπαύοντο οι μακάριοι, εν πήλινον θυμιατήριον, ένα λύχνον και εν Αρτοφόριον ξύλινον, εις το οποίον είχον την ιεράν προσφοράν και μετελάμβανον, λαβών δε τούτο εις χείρας του, ως και το βιβλίον των Πράξεων, ηρώτησε τους Αγίους τι έκαμαν τον χρυσόν, τον άργυρον και τα επίλοιπα, εκείνοι όμως ουδέν απεκρίθησαν. Βασανίζων λοιπόν τους Αγίους διαφόρως και μαστιγώνων τους φιλανθρώπους ο απάνθρωπος τύραννος ουδέν ωμολόγησαν, αλλ’ έμειναν σιωπώντες και δεν επτοήθησαν, ως να εδέροντο αδάμαντες. Όθεν θυμωθείς ο άρχων προστάσσει να τους σφαλίσουν εις άλλον τόπον, έως ου αναφέρη την υπόθεσιν εις τον βασιλέα. Όταν δε τους εξέβαλον από το δωμάτιον, επήρε κρυφίως η μεν Δόμνα την Βίβλον, ο δε Ίνδης το άγιον Αρτοφόριον εντός των ενδυμάτων των και δεν τους είδον· αυτά δε μόνον είχον παραμυθίαν εις την φυλακήν οι μακάριοι, άλλην δε τροφήν δεν τους έδωσαν οι άσπλαγχνοι· μόνον απ’ εκείνον τον ηγιασμένον Άρτον μετελάμβανον, διότι ο άσπλαγχνος άρχων διέταξε τους φύλακας να μη τους δώσουν ούτε καν ύδωρ να πίωσι, δια να αποθάνουν, διότι έδιδον αυτοί τας βασιλικάς τροφάς εις τους πένητας. Είχον όθεν τοσαύτην υστέρησιν των αναγκαίων και κακοπάθειαν, ώστε ησθένησεν η παρθένος ως καλομαθημένη όπου ήτο πρότερον. Αλλ’ ο προνοητής και κυβερνήτης των απάντων Θεός εφρόντιζε και δια τους δούλους του· όθεν νύκτα τινά ελθόντες Άγιοι Άγγελοι εγέμισαν την τράπεζαν φαγητά διάφορα και έλαμψεν όλος ο οίκος, έπειτα οι Άγγελοι ανέβησαν εις τους ουρανούς. Οι δε Άγιοι τρώγοντες ηυφράνθησαν, ευχαριστούντες τον Κύριον και έμειναν με πολλήν ηδονήν, όχι τόσον από τα βρώματα τα οποία έφαγον, όσον από την υπέρλαμπρον ωραιότητα των Αγγέλων την θαυμασίαν και πανευφρόσυνον. Τη επαύριον επήγεν ο άρχων να τους ίδη, εάν εστενοχωρήθησαν από την πείναν, να προσκυνήσουν τα είδωλα, και βλέπων αυτούς φαιδρούς την όψιν και χαριεστέρους εις την ψυχήν υπέρ το πρότερον, εθαύμασε και προστάσσει να τους δίδουν όσα εχρειάζοντο προς αυτάρκειαν, ήτοι βρώματα, ποτά και ενδύματα, καθώς ήσαν συνηθισμένοι πρότερον· αλλ’ αυτοί πάλιν εκράτουν τα αναγκαιότερα, τα δε επίλοιπα διεμοίραζαν εις τους πτωχούς και τόσον πλήθος πτωχών εσυνάζοντο, ώστε έδιδον όσα είχον και αυτοί έμενον ημέρας πολλάς τελείως άσιτοι. Μάλιστα και την ζώνην της, την οποίαν είχε πολύτιμον με μαργαρίτας ακριβούς κεκοσμημένην, την έστειλεν ημέραν τινά από την θυρίδα της φυλακής προς τον ευλαβέστατον Αγάπιον τον Διάκονον να την πωλήση και να δώση εις τους πτωχούς τα χρήματα, εκείνος δε ως πιστός οικονόμος ούτως εποίησεν. Η δε μακαρία Δόμνα έχουσα πόθον να λυτρωθή από την φυλακήν ηβουλήθη να δοκιμάση τέχνασμά τι μήπως και την αφήσουν να αναχωρήση, καθώς και έγινε, του Θεού τα πάντα οικονομήσαντος. Προσεποιήθη λοιπόν ότι εσεληνιάζετο, καθώς έκαμε και ο Προφήτης Δαβίδ, δια να φύγη από τον Σαούλ, να μη τον φονεύση. Ούτω και αυτή η πάνσοφος υποκρίνεται αφροσύνην και διαστρέφουσα τους οφθαλμούς εξέβαλλεν αφρούς από το στόμα και εκτύπα τας χείρας φωνάζουσα άτακτα, άλλας δε φοράς εγέλα ματαίως και άπρεπα. Ταύτα ακούσας από τους υπηρέτας ο άρχων επήγε να την ίδη, δια να διαπιστώση την αλήθειαν, έκαμε δε και πάλιν τα αυτά η Αγία και χειρότερα. Ο δε άρχων εφοβήθη, μήπως της τύχη και θάνατος, τότε όπου έλειπεν ο βασιλεύς εις πόλεμον· όθεν έβαλεν ανθρώπους να την φυλάττουν, δια να μη φονευθή και οργισθή ο βασιλεύς εναντίον του άρχοντος. Αυτή δε πάλιν υπεκρίνετο το κακόν περισσότερον και φωνάζουσα όλην την νύκτα, δεν έφηνε τους φύλακας να κοιμηθώσιν, εκείνοι δε δια να απαλλαγώσιν απ’ αυτήν συνεβούλευσαν τον άρχοντα να την στείλη εις τους Χριστιανούς, να την θεραπεύσουν, καθώς και άλλους πολλάκις ομοίους ασθενείς εθεράπευσαν. Όθεν ο άρχων υπήκουσε, δια να μη έχη και αυτός την φροντίδα της, ή και ο Θεός τον εφώτισε, και προσκαλέσας τον Άγιον Άνθιμον, όστις ήτο τότε Επίσκοπος της Νικομηδείας, τον παρεκάλεσε να πάρη την παρθένον εις τον οίκον του ομού με τον Ίνδην, δια να την φυλάττη, έως να απαλλαγή από της ασθενείας, του έδιδε δε και χρήματα δι΄ έξοδα. Ο Επίσκοπος όμως επήρε μεν αυτήν και τον Ίνδην μετά χαράς, αλλά τα αργύρια δεν ηθέλησε να δεχθή. Ενωθέντες λοιπόν οι Άγιοι μετά των άλλων Χριστιανών είχον τόσην αγαλλίασιν, ώστε δεν έπαυον οι μακάριοι ευχαριστούντες τον Κύριον, διότι τους έγινεν εις καλόν η υπόκρισις. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν ήλθε και ο δυσσεβής βασιλεύς νικητής από τον πόλεμον και νομίζων ο ανόητος, ότι οι τυφλοί θεοί του έδωκαν την νίκην, προσέταξε να συναχθή όλος ο λαός, να προσφέρουν εις αυτούς θυσίαν πλουσιοπαρόχως. Έπειτα αφού είδε συνηθροισμένους όλους τους κατοίκους της πόλεως ευφήμισεν ο βασιλεύς τους καταφρονημένους θεούς του τοιαύτα λέγων· «Βαβαί, πως τολμώσι τινές όπου αγαπούν το σκότος υπέρ το φως και λέγουσιν, ότι δεν είναι θεοί. Ω της αγνωσίας! Και δεν βλέπετε, άνθρωποι, πόσας νίκας μάς δίδουν και τρόπαια και πόσα αγαθά καθ΄ εκάστην μάς χαρίζουν; Τους διαφόρους, λέγω, καρπούς της γης, τα γεννήματα και τα λοιπά καλά, με τα οποία τρεφόμεθα»; Αυτά και έτερα βλάσφημα λέγων ο αφρονέστατος, δεν τα υπέμεινεν ο αληθής Θεός δια να μη καυχάται κατά της αληθείας το ψεύδος και δια να μη διαστραφούν και άλλοι προς την απώλειαν. Όθεν καθώς ο μωρός βασιλεύς ευφήμιζε τους ατίμους θεούς του, την μεσημβρίαν εν καιρώ του θέρους αίφνης έγιναν βρονταί και αστραπαί φοβεραί και σκότος βαθύτατον, εξέσπασε δε μέγας άνεμος και χάλαζα σφοδροτάτη, τόσον ώστε ετρόμαξαν άπαντες και άλλοι μεν έπεσον ημιθανείς από τον φόβον των και έτεροι κατεπλάκωσαν αλλήλους από την σπουδήν των να αναχωρήσωσι· διότι και φωνή ουρανόθεν ηκούσθη λέγουσα· «Ο Θεός εθυμώθη και σας ωργίσθη». Εγένετο δε κατά την ημέραν εκείνην μεγάλη ζημία και όχι μόνον κοινοί άνθρωποι απέθανον, αλλά και αυτός ο βασιλεύς εκινδύνευσεν, οι δε ποταμοί επλημμύρισαν τόσον από την πολλήν βροχήν, ώστε επήραν όλην την εσοδείαν των και την επήγαν εις την θάλασσαν. Αλλά πάλιν ο ασύνετος Μαξιμιανός έμεινεν εις την προτέραν ασέβειαν και ζητήσας την βίβλον, εις την οποίαν ήσαν γραμμένα τα ονόματα των ιερέων, οίτινες υπηρετούσαν τους δώδεκα θεούς, επειδή δεν εύρεν εκεί την Δόμναν και τον Ίνδην, ηρώτησε δι’ αυτούς· οι δε υπηρέται του είπον, ότι η Δόμνα ετρελλάθη και ο Ίνδης την εφύλαττε. Τότε ο βασιλεύς πολύ εθυμώθη κατά των Χριστιανών και παρήγγειλεν εις όλους τους άρχοντας να ποιήσωσιν ακριβή περί αυτών εξέτασιν και όσους ευρίσκουσι να τους θανατώνουν πικρότατα, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα. Έπειτα παρευθύς ήρχισε και αυτός να κολάζη δεινώς τους Χριστιανούς, δια να λάβουν από αυτόν παράδειγμα και οι άλλοι ηγεμόνες. Εβασάνιζε λοιπόν και έσυρε βιαίως προς την θρησκείαν του όσους Χριστιανούς εύρισκε, τους δε απειθούντας κακώς εθανάτωνε, ζητών δε και τον Ίνδην και τον αξιώτατον Μάξιμον, δεν τους εύρεν. Όθεν απήλθε μόνος του εις την Εκκλησίαν ως λύκος άρπαξ, με τους δορυφόρους του και με όλον τον στρατόν, δια να φοβηθούν οι Χριστιανοί, να κάμουν τον λόγον του· ήρχισε δε πρώτον με λόγους καλούς δια να τους κολακεύση να προσκυνήσουν· βλέπων όμως ότι δεν επείθοντο, τους ηπείλησεν, ότι θα τους δώση πικρότατα κολαστήρια εάν παρακούσουν. Τότε Ιερεύς τις σοφός και γλυκύτατος, Γλυκέριος ονόματι, έδωκεν εις αυτόν με παρρησίαν αφόβως την απόκρισιν λέγων· «Ημείς, βασιλεύ, ούτε τας δωρεάς σου υπολογίζομεν, ούτε τας απειλάς σου φοβούμεθα· διότι όλα τα πρόσκαιρα αγαθά, τα οποία σεις νομίζετε απολαυστικά, ημείς τα έχομεν ως όνειρον, τα δε λυπηρά και τας βασάνους τας λαμβάνομεν δια τον Χριστόν μας με πολλήν ηδονήν και άπειρον αγαλλίασιν, και αν δεν πιστεύης εις τους λόγους μας, θέλεις ίδει τούτο με το έργον, δια να λάβης πολλήν αισχύνην, όταν ίδης να σε νικήσουν γυναίκες και παίδες αδύνατοι. Καθ’ ον χρόνον συ καυχάσαι ότι ενίκησες τους εχθρούς σου, ημείς οι ολίγοι θα σε νικήσωμεν με του μεγάλου Θεού την βοήθειαν, του οποίου την δύναμιν έπρεπε προχθές να εννοήσης, αναίσθητε και λίθινε, όταν είδες τα φοβερά εκείνα σημεία των βροντών, των αστραπών και της χαλάζης, και εθανατώυησαν τόσοι άνθρωποι, οι δε καρποί σας δια τας βλασφημίας σου απωλέσθησαν. Μη έχης λοιπόν ελπίδα τινά εις ημάς, διότι ημείς έχομεν τους Αγγέλους και μας φυλάττουν, από τον Δεσπότην Χριστόν ουρανόθεν στελλόμενοι, καθώς έχεις και συ αυτούς τους δορυφόρους τριγύρω σου, θέλομεν δε σε νικήσει παραδοξότατα πίπτοντες και φονευόμενοι δια να στήσωμεν κατά των πολεμίων ημών αήτηττα και αθάνατα τρόπαια». Ταύτα ακούσας ανελπίστως ο υπερήφανος τύραννος, του εφάνη ωσάν να εσούβλιζέ τις με σπάθην την καρδίαν του και τοσούτον ωργίσθη, ωσάν να εθανατώθη, διότι τον ύβρισεν ούτως αφόβως ένας ευτελέστατος άνθρωπος· όθεν προστάσσει να τον φέρουν δεδεμένον εις το κριτήριον και να τον δέρουν οι δήμιοι, όσον δύνανται· τόσους δε ραβδισμούς του έδωσαν, ώστε αυτοί μεν εκουράσθησαν, εκείνος δε έμεινε τελείως άφωνος· μόνον τον Δεσπότην Χριστόν επεκαλείτο ως ηδύνατο λέγων· «Καθώς με εδυνάμωσες εις το λέγειν, Θεέ μου αληθινέ, ούτω και εις την πράξιν δος μοι δύναμιν, Πανάγαθε, να υπομείνω πολλά κολαστήρια, δια να λάβω την ανταπόδοσιν και τα βραβεία περισσότερα». Ταύτα εξήψαν τον θυμόν του βασιλέως περισσότερον και προστάσσει να τον δέρουν ακόμη ανελεημόνως· και τον εμαστίγωσαν τόσον, ώστε έμεινεν ως άπνους, διότι όλον του τα αίμα εξεχύθη, αι σάρκες του έπεσον και μόνον τα οστά έμειναν, ώστε και αυτοί οι άπιστοι τον συνεπόνεσαν· μόνον δε ο άσπλαγχνος βασιλεύς δεν εχόρτασεν. Ακούων δε αυτόν να δοξάζη και ούτως ημιθανής τον Χριστόν, μη υποφέρων την παρρησίαν του, επρόσταξε να τον καύσουν έξω της πόλεως. Φερθείς λοιπόν εις τον τόπον της καταδίκης, προσηύξατο δια τους ευσεβείς να τους φυλάττη ο Κύριος, και ευχαριστήσας αυτόν, διότι τον ηξίωσε τοιούτου τέλους, έκαμε τον σταυρόν του και ούτω πυρί ολοκαυτωθείς εγένετο θυσία ευπρόσδεκτος εις τον σταυρωθέντα Θεόν. Μετά ταύτα προστάσσει ο τύραννος να εύρουν τον Ίνδην, να τον φέρουν εις την υπηρεσίαν των θεών ως και πρότερον. Ούτος δεν κατεδέχθη ουδ’ επ’ ελάχιστον να τιμήση πλέον τα άτιμα είδωλα, αλλά μάλιστα και πολλούς πλανωμένους επέστρεψε προς ευσέβειαν, διότι ήτο λόγιος και φρόνιμος άνθρωπος και έσυρε πολλούς με την σοφίαν του, τους οποίους εδίδασκεν όσον ηδύνατο κρυφίως από τον βασιλέα και τους ωδήγει εις το ποίμνιον του Χριστού. Ύστερον όμως εφανερώθη με τοιούτον τρόπον. Ότε ήλθεν η εορτή των μιασμένων θεών, προστάσσει ο τύραννος να συναχθούν όλοι να τιμήσωσι τους δώδεκα θεούς, τους οποίους είχεν εις τα βασίλεια· τότε επήγαν οι επίλοιποι λευκοφορούντες να εορτάσωσι, μόνον δε ο Ίνδης εκάθητο μαυροφορεμένος εις μικρόν κελλίον, την απώλειαν των ασεβών οδυρόμενος. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, έστειλεν ανθρώπους και τον έφεραν εις το κριτήριον· ιδών δε αυτόν ούτω σκυθρωπόν και μελανοφορούντα, χωρίς να τον ερωτήση, εγνώρισε την υπόθεσιν· όθεν επρόταξε να τον βάλουν αλύσεις εις τον λαιμόν, εις τας χείρας και εις τους πόδας και να τον φυλακίσουν. Μετά ταύτα αναζητών ο τύραννος την Δόμναν έλεγε ταύτα ως μεθυσμένος και αφρονέστατος· «Που είναι η δούλη και ιέρεια των θεών Αρτέμιδος και Αθηνάς»; Εκείνοι δε είπον προς αυτόν την νομιζομένην έκστασιν των φρενών αυτής, ως ανωτέρω είπομεν. Όθεν κελεύει τού μεν ευνούχου Ίνδου να κόψουν την κεφαλήν, την δε Παρθένον να ζητήσωσιν επιμελώς εις τα ασκητήρια των Χριστιανών. Ταύτα μαθούσα η Προεστώσα του Ασκητηρίου ενέδυσεν αυτήν ανδρικήν στολήν και προσευχομένη δι’ αυτήν, την ηυχήθη να την διαφυλάξη ο Κύριος και μετά δακρύων απεχαιρετίσθησαν· απελθούσα δε εκρύβη εις σπήλαιον εντός του οποίου υπήρχεν ολίγον ύδωρ και με τα χόρτα τα οποία εύρισκεν έξωθεν αυτού επορεύετο. Ο δε μιαρός δεν έπαυεν ερευνών δι’ αυτήν, και ελύσσα κοινώς κατά πασών των Ασκητριών. Όθεν τα μεν ιερά Ησυχαστήρια των Παρθένων κατέστρεφεν άπαντα, αυτάς δε προς ύβριν αισχρώς, φευ! έσυρον και ήτο μεγάλη συμφορά. Όσαι ηδύναντο έφευγον εις τα όρη και σπήλαια, προτιμώσαι να κατοικούν με θηρία ανήμερα ή με ανθρώπους ακολάστους, οίτινες ήσαν των θηρίων αγριώτεροι. Ήτο δε τότε παρθένος τις ωραιοτάτη, Θεοφίλη καλουμένη, την οποίαν ιδόντες οι δήμιοι τοσούτον ωραίαν, ήρπασαν αυτήν και την έσυραν βιαίως εις το εργαστήριον της ύβρεως· η δε βλέπουσα προς ουρανόν εβόησε ταύτα δακρυρροούσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ μου, ο έρως, το φως, η πνοή και η αγάπη μου, ο φύλαξ της ζωής και παρθενίας μου, ίδε την νυμφευθείσάν σοι, Νυμφίε μου άμωμε, και λύτρωσέ με από τα θηρία ταύτα· μη αφήσης να διασπαράξουν την αμνάδα σου λύκοι άρπαγες, αλλά φύλαξον την παρθενίαν μου άσπιλον, εις δόξαν και αίνον του παντοδυνάμου σου ονόματος». Ταύτα προσηύχετο, όταν έβαλαν αυτήν εις το αισχρόν εκείνο εργαστήριον, εξάγουσα δε αυτή από το στήθος της το ιερόν Ευαγγέλιον, ανεγίνωσκεν. Εις δε από τους ασεβείς εκείνους εισήλθεν ως ζώον άλογον μεθυσμένος από την επιθυμίαν, καθώς όμως επλησίαζε δια να βάλη τας χείρας του επάνω της, του ήλθε κλόνος και τρόμος φοβερός και πίπτων εις την γην απέθανε. Μετά πολλήν ώραν, βλέποντες οι άλλοι ότι δεν εξήρχετο, ενόμιζον ότι ετέλει την επιθυμίαν του ως αχόρταγος. Όθεν εισερχόμενος ο δεύτερος είδε φως υπέρλαμπρον, από το οποίον εσκοτίσθησαν οι οφθαλμοί του και έμεινε τυφλός, το αυτό έπαθον και πάντες όσοι άλλοι ετόλμησαν να εισέλθωσι με γνώμην ακόλαστον. Οι δε επίλοιποι θαυμάδαντες εισήλθον, ουχί δια κακόν, αλλά μόνον δια να ίδωσι το αίτιον και καθώς εισήλθον, είδον νεανίαν ωραιότατον, εκ του προσώπου τού οποίου εξήρχοντο ακτίνες ως αστραπή και ετρόμαξαν βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον, εξελθόντες δε εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών» και πάντες επίστευσαν. Ταύτα μαθών ο ασεβής βασιλεύς έλεγεν, ότι οι Χριστιανοί μεταχειρίζονται μαντείας δια να επιτυγχάνουν εκείνα τα οποία θέλουν. Ο δε αστραπόμορφος του Κυρίου Άγγελος έφερε την παρθένον αμόλυντον έξω από το εργαστήριον εκείνο της αμαρτίας και προπορευόμενος αυτής με φως λαμπρότατον την ωδήγησεν εις την Εκκλησίαν και ειπών προς αυτήν «Ειρήνη σοι», ανεχώρησεν. Η δε μακαρία Θεοφίλη έμεινεν εκθαμβουμένη και χαίρουσα δια την παράδοξον θαυματουργίαν, ήτις εγένετο εις αυτήν και εκ της οποίας εφυλάχθη αμόλυντος. Εκτύπησε λοιπόν την θύραν της Εκκλησίας, έσωθεν της οποίας ήτο λαός πολύς και έψαλλον την νυκτερινήν Ακολουθίαν κατά την συνήθειαν. Ο δε υπηρέτης εξήλθε και ιδών την Αγίαν ανήγγειλε τούτο εις τους λοιπούς, οίτινες έδραμον άπαντες προς την Θεοφίλην θαυμάζοντες· διότι ήτο η μακαρία από γένος επίσημον, αλλά και εις την αρετήν ακόμη πλουσιωτέρα, ιδόντες δε αυτήν ανελπίστως εθαύμασαν, ακούοντες μάλιστα και όσα ο παντοδύναμος Θεός ετέλεσεν εις αυτήν θαυμασίως και από την χαράν των εδάκρυζον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριον, ετέλεσαν δε και παράκλησιν και ευχαριστίαν προς τον Θεόν δι΄ αυτήν ολονύκτιον άπαντες. Ο δε κάκιστος Μαξιμιανός δεν έπαυσε να βασανίζη τους Μάρτυρας, αλλά έστειλε τους υπηρέτας του να ερευνώσιν, ως τα λαγωνικά, κάθε τόπον απόκρυφον, να του φέρουν όσους Χριστανούς εύρωσιν. Ήτο δε ένας από τους άρχοντάς του εις την αξίαν πραιπόσιτος, την κλήσιν Δωρόθεος, εις μεν το γένος επιφανής, εις δε την πίστιν επιφανέστερος και άλλοι δύο, Μαρδόνιος και Μυγδόνιος καλούμενοι, τους οποίους κατέδωσάν τινες διαβολείς εις τον βασιλέα ως Χριστιανούς λέγοντες· «Εάν, ω βασιλεύ, αυτούς οίτινες κατοικούσιν εις τα βασίλεια και τιμώνται και τρέφονται από σε, δεν ημπορής να φέρης εις το θέλημά σου, πως θα νικήσης τους εχθρούς σου; Αυτοί οι φίλοι σου παρακινούν τους αλλοτρίους με λόγον και γράμματα να σε πολεμώσι, και πως λοιπόν να σε φοβηθούν οι εχθροί σου»; Εθυμώθη λοιπόν ο βασιλεύς και προστάσσει να φέρουν τους Αγίους εις το κριτήριον, τούτου δε γενομένου είπε προς αυτούς ο αλιτήριος· «Ω αχάριστοι, εγώ σας έδειξα τόσην αγάπην και φιλανθρωπίαν και σεις εγίνατε προς εμέ αγνωμονέστατοι; Λησμονήσαντες δε και τας πολλάς ευεργεσίας τας οποίας σας έκαμα, απηρνήθητε και τους σωτηρίους θεούς, αναιδέστατοι»; Οι δε Άγιοι εσιώπων, αφήνοντες αυτόν να εκβάλλη κραυγάς ως κύων άτακτος, αυτός όμως μάλλον ωργίζετο λέγων· «Με την βοήθειαν των αθανάτων θεών δεν θέλω σας συγχωρήσει, ούτε θα σας συμπονέσω τελείως, αλλά θα καταξεσχίσω τας σάρκας σας με διάφορα κολαστήρια· θα συντρίψω τα οστά σας και θ σας δώσω εις τα θηρία και εις τα πετεινά να σας φάγωσι, δια να φοβηθούν και οι άλλοι από το ιδικόν σας παράδειγμα». Ταύτα ακούοντες οι Άγιοι ουδόλως εφοβήθησαν, αλλά λύσαντες τας ζώνας και αποβάλλοντες τας χλαμύδας των, με μίαν γλώσσαν Χριστιανούς εαυτούς ωμολόγησαν και τα είδωλα χωρίς φόβον τινά εμυκτήρισαν. Τότε ο τύραννος προστάσσει να τανύσουν τους Αγίους χείρας και πόδας και να τους δέρουν ανελεήμονα με ωμά βούνευρα έως να δύση ο ήλιος. Τούτου γενομένου, η μεν γη από τα αίματα εκοκκίνισεν, οι δε Άγιοι γενναίως υπέφερον άλαλοι· μόνον δε με τον νουν εδόξαζον μυστικώς τον Κύριον. Έπειτα πάλιν τους εφυλάκισαν με αλύσεις εις τας χείρας και τους πόδας. Ο δε τύραννος όσον εύρισκε και άλλους πιστούς, τόσον ελύσσα κατά του Χριστού και εδαιμονίζετο, προστάσσων τους ηγεμόνας του να τελώσι τα όμοια. Όθεν καθ΄ εκάστην εστέλλοντο προς τον Χριστόν από τους αχρήστους τα εύχρηστα σκεύη και λογικά θύματα, με το Μαρτύριον φιλοθέως ολοκαυτούμενα. Κατά δε τας ημέρας εκείνας επλησίαζεν η εορτή των Χριστουγέννων· όθεν τινές μιαροί θεραπευταί των ειδώλων, δια να δείξουν προς τον δυσσεβή βασιλέα ευσέβειαν και ζήλον οι ασεβέστατοι, παρρησιάσθησαν προς αυτόν και του είπον· «Γνώριζε, βασιλεύ, ότι την δείνα ημέραν τελούσιν οι άχρηστοι Χριστιανοί σπουδαίαν πανήγυριν, μυθολογούντες, ότι κατά την ημέραν αυτήν εγεννήθη ο Θεός των ως άνθρωπος, συνάγονται δε εις την Εκκλησίαν των άπαντες. Λοιπόν, εάν ποθής να τελέσης κατ’ αυτών μεγίστην εκδίκησιν, μη αφήσης να φύγη το κυνήγιον από τας χείρας σου· διότι δεν ευρίσκεις πλέον άλλον καιρόν επιτηδειότερον. Όθεν απόστειλον στρατιώτας να τους κυκλώσουν δια να μη ημπορούν να φύγουν και εάν δεν δεχθούν να προσκυνήσωσι τους θεούς μας, να τους καύσουν άπαντας έσω της Εκκλησίας, δια να λυτρώσης την ποίμνην σου από την λώβην και βλάβην αυτών, να μη μας μιαίνωσι και να μη έχη και η βασιλεία σου φροντίδα και βάσανα δι’ αυτούς». Ταύτα ακούσας ο τύραννος ηυχαρίστησε τους διαβολείς εκείνους. Κατά δε την κυρίαν ημέραν των Χριστουγέννων προστάσσει ο τύραννος τους στρατιώτας να σωρεύσουν πέριξ της Εκκλησίας φρύγανα και πάσαν άλλην ύλην, ήτις να καίεται ευκόλως. Έξωθεν δε της πύλης του Ναού να στήσουν βωμόν κατά την πίστιν αυτών και να φωνάζουν μετά σαλπίγγων οι κήρυκες, διακηρύττοντες ότι όστις θέλει να λυτρωθή από τον θάνατον, ας θυσιάση εις τα είδωλα, διότι όσοι δεν θυσιάσουν θα καούν ανελεήμονα ομού με την Εκκλησίαν, δια να μη δυνηθή κανείς να διαφύγη. Αφού λοιπόν έγιναν όλα καθώς προσέταξεν ο βασιλεύς, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν ο κήρυξ λέγων· «Άνθρωποι, ο Μαξιμιανός ο δεσπότης της οικουμένης με έστειλε να σας είπω να προκρίνετε ένα από τα δύο· ή να προσκυνήσετε τους θεούς μας εις τον βωμόν, τον οποίον ητοιμάσαμεν έξωθεν του Ναού σας, ή να βάλωμεν πυρ εις αυτόν και να σας κατακαύσωμεν άπαντας». Τότε ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας, ο όντως αγαπών τον Θεόν και υπ’ αυτού ανταγαπώμενος Αγάπιος, θείω ζήλω κινούμενος και εξαφθείς την καρδίαν εκ του πυρός της θείας Χάριτος, ανήλθεν εις τον άμβωνα του Ναού και λέγει προς τον λαόν· «Ενθυμηθήτε, αδελφοί μου ομόψυχοι και φιλόχριστοι, ποσάκις εθαυμάσαμεν την ανδρείαν και την ευσέβειαν των Αγίων Τριών Παίδων, οίτινες ιστάμενοι εις το μέσον της φλογός και παραδόξως δροσιζόμενοι, προσεκάλουν προς υμνωδίαν του Κτίστου την κτίσιν άπασαν, και ποσάκις ταύτα ακούοντες εποθούμεν να γίνωμεν κοινωνοί της δόξης των· λοιπόν ας τους μιμηθώμεν τώρα, επειδή ο καιρός το εκάλεσεν. Εκείνοι ήσαν μόνον τρεις και δεν είχον εκ των προ αυτών παράδειγμα, ημείς δε είμεθα τόσον πλήθος και έχομεν όχι μόνον εκείνων, αλλά και ετέρων πολλών παραδείγματα. Τούτους λοιπόν και ημείς ας μιμηθώμεν και μη δειλιάσωμεν, διότι δεν είναι άξια προς την μέλλουσαν δόξαν τα παθήματα του καιρού τούτου. Ας λάβωμεν λοιπόν δια τον Δεσπότην μας πρόσκαιρον θάνατον, δια να ζώμεν αθάνατοι εις την Βασιλείαν του την αιώνιον. Εάν αυτός ο Δεσπότης εθυσιάσθη δι΄ ημάς τους αναξίους ο υπεράξιός τε και υπερούσιος, διατί και ημείς οι αμαρτωλοί και υπεύθυνοι να μη συγκοινωνήσωμεν εις το Πάθος του»; Ταύτα ειπών ο αείμνηστος προέτρεψε και παρεκίνησεν άπαντας να διψήσουν τον σωτήριον θάνατον, και πάντες μετ’ αυτού συμφώνως εβόησαν προς τον απεσταλμένον του βασιλέως ταύτα· «Χριστιανοί είμεθα, και τους ψευδωνύμους θεούς σας ου λατρεύομεν». Ταύτα μαθών ο βασιλεύς επρόσταξε να ανάψουν πυρ πέριξ του Ναού, να τους κατακαύσουν άπαντας. Οι δε έσωθεν του Ναού εγκεκλεισμένοι Χριστιανοί εβάπτισαν εν βία τους κατηχουμένους και χρίσαντες αυτούς δια του αγίου Μύρου, τους εκοινώνησαν τα θεία του Δεσπότου Μυστήρια. Εν τω μεταξύ τούτω εμεγάλωνε το πυρ, και κατέκαιε πέριξ την Εκκλησίαν άπασαν. Οι δε Άγιοι έψαλλον έσωθεν τον ψαλμόν των Αγίων Τριών Παίδων, καλούντες πάσαν την κτίσιν προς υμνωδίαν και δοξολογίαν του Θεού και ούτως ετελειώθησαν κατά την εικοστήν ογδόην του μηνός Δεκαμβρίου όντες τον αριθμόν χιλιάδες είκοσι. Πέντε δε ημέρας μετά την κατάπαυσιν του πυρός, επλησίασαν τινες δια να ίδωσι το αποτέλεσμα, διεπίστωσαν δε ότι όχι μόνον δεν εξήρχετο από των ερειπίων και η ελαχίστη δυσωδία, αλλά μάλλον ευωδία γλυκυτάτη και θαυμάσιος. Εξήρχετο δε και λάμψις ωραία ως ακτίς χρυσαυγίζουσα. Ο δε ανόητος τύραννος έχαιρε, νομίζων ότι ελυτρώθη από τους εχθρούς του, και ετέλεσε χαρμόσυνον εορτήν και πανήγυριν, εις τιμήν και μνήμην της ψευδωνύμου θεάς Δήμητρας, ωκοδόμησε δε και θέατρον μέγα. Όταν δε εγένετο εορτή πάνδημος εις την οποίαν ήτο συνηγμένος όλος ο λαός, ήτο δε εκεί και ο βασιλεύς και προσέφεραν οι ασύνετοι θυσίαν εις την βδελυράν των θεάν, ένας ευσεβής καλούμενος Ζήνων, ζήλου θείου πλησθείς, εστάθη εις το μέσον του πλήθους και εβόησε ταύτα προς τον βασιλέα λέγων· «Πλανάσαι, βασιλεύ, προσκυνών λίθους και ξύλα αναίσθητα, τα οποία οδηγούσι τους λατρευτάς αυτών εις απώλειαν. Μη είσαι, Μαξιμιανέ, τοσούτον ανόητος, αλλ’ ύψωσον τους σωματικούς και νοητούς οφθαλμούς σου εις τον ουρανόν, να εννοήσης τον Κτίστην των απάντων από τα κτίσματα αυτού». Ταύτα ακούσας ο τύραννος ηλλοιώθη την όψιν από τον θυμόν του ο λίθινος. Και προστάσσει να συντρίψουν με λίθους το στόμα και τας σιαγόνας του Ζήνωνος, και τόσον τον εκτύπων, ώστε του συνέτριψαν όλους τους οδόντας και τας σιαγόνας συνέθλασαν, εχύθη δε τοσούτον αίμα, ώστε έμεινεν ως νεκρός. Ούτω δε τετραυματισμένον τον εξέβαλαν έξω της πόλεως ολίγον ακόμη αναπνέοντα, και έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, καθώς ο βασιλεύς προσέταξε. Και ούτως ο γενναιότατος Ζήνων έλαβε χαίρων τον στέφανον του Μαρτυρίου. Τότε έφεραν εις το κριτήριον τον Δωρόθεον με την συνοδείαν του και ένα Διάκονον, με τον οποίον είχε στείλει προς τον Δωρόθεον την ημέραν εκείνην επιστολήν ο Επίσκοπος Άνθιμος, τον οποίον εφύλαξεν ο Θεός και δεν τον αφήκε να καή, δια να ωφελήση και άλλους ο τρισμακάριος. Ευρόντες λοιπόν οι στρατιώται έξωθεν της φυλακής τον Διάκονον με την επιστολήν τον επήραν και αυτόν με τους λοιπούς Αγίους εις το κριτήριον. Ο δε τύραννος αναγνώσας την επιστολήν, ήτις έγραφε κατηγορίας κατά των θεών και κατ’ αυτού, εθυμώθη. Και ηρώτα τον Διάκονον ποίος την έγραψε και που εκρύπτετο. Ο δε απεκρίνατο· «Ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος έγραψε την επιστολήν ως βοσκός των λογικών προβάτων. Τα δε λόγια είναι του Αρχιποίμενος Χριστού, όστις μας είπε να μη φοβούμεθα εκείνους, οίτινες μόνον το σώμα δύνανται να θανατώσουν, την δε ψυχήν δεν δύνανται να βλάψουν ουδόλως. Ιδού ήκουσες ποίος έγραψε την επιστολήν, αλλά που είναι δεν σου λέγω ούτε σε φοβούμαι». Μη υποφέρων ο τύραννος την παρρησίαν της αγίας γλώσσης εκείνης προσέταξεν ο ασεβής να την κόψωσιν, έπειτα να τον λιθοβολήσουν. Και ούτως έλαβε το μακάριον τέλος ο Διάκονος. Ο δε διάβολος όντως και όχι άνθρωπος Μαξιμιανός, όσον έβλεπε τους Αγίους, ότι δεν εφοβούντο τα κολαστήρια, τόσον τους εβασάνιζεν ο ασεβής περισσότερον. Έδειραν λοιπόν τον Δωρόθεον με τους άλλους τοσούτον, ώστε οι μεν δήμιοι εκουράσθησαν, οι δε Άγιοι μάλλον εστερεώνοντο και ωνείδιζον πικρότερα την ασέβειαν του τυράννου, όστις βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να τους νικήση με κολαστήρια, εβαρύνθη και δίδει κατ’ αυτών την εξής απόφασιν: Να αποκεφαλίσωσι τον Δωρόθεον, να καύσουν ζωντανόν τον Μαρδόνιον, να κάμουν λάκκον εις τον οποίον να καταχώσουν τον Μυγδόνιον, τους δε άλλους τρεις, αφού δέσουν λίθους του μύλου εις τους τραχήλους αυτών, να τους βυθίσωσι μακράν εις το πέλαγος ήτοι τον Ίνδην, τον Πέτρον και τον Γοργόνιον, ούτω δε ετελειώθησαν οι μακάριοι και καλλίνικοι ούτοι Άγιοι Μάρτυρες. Ταύτα μαθούσα η παρθένος Δόμνα εχάρη, μάλιστα δια τον ηγαπημένον Ίνδην, τον σύμπνουν αυτής όντως και σύμψυχον, ότι ηξιώθη να γίνη Μάρτυς του Χριστού. Επεθύμει δε και αυτή η αείμνηστος να επιτύχη το ίδιον και εδέετο καθ’ ώραν προς Κύριον, να την αξιώση μαρτυρικού θανάτου. Όθεν ο ουράνιος Νυμφίος δεν παρείδε την προσευχήν αυτής, παρ’ όλον ότι και χωρίς να κόψουν την κεφαλήν της αυτή ελογίζετο καθ’ εκάστην Μάρτυς εις την προαίρεσιν. Μάλιστα και η διαγωγή και σκληραγωγία τής ασκήσεως ήτο μέγα Μαρτύριον, διότι ήτο κρυμμένη υποκάτω της γης ως εις τάφον εις σκοτεινόν τόπον, εκεί δε διάγουσα έτρωγε μόνον χόρτα και έπινε μόνον ύδωρ η αείμνηστος, ήτις ήτο πρότερον καλομαθημένη εις το παλάτιον, αλλά πάντα τα ηδέα εκείνα δια τον Νυμφίον αυτής κατεφρόνησε, και καθ΄ εκάστην ελεύκαινε την παρθενικήν στολήν με δάκρυα. Όθεν και ο Θεός την ηξίωσε να την κοκκινίση με τα μαρτυρικά αίματα. Προσέχετε λοιπόν να γράψωμεν και αυτής το μακάριον τέλος και ούτω να τελειώσωμεν την γλυκυτάτην ταύτην διήγησιν. Όταν η Δόμνα ήκουσε δια τον Ίνδην, ότι τον εβύθισαν εις την θάλασσαν, κατήλθεν από το όρος εις την πόλιν με την ανδρικήν ενδυμασίαν, με την οποίαν την είχεν ενδύσει η πνευματική της μήτηρ Άγάπη. Μη γνωρίζουσα δε περί του τέλους αυτής, την ανεζήτει, εις δε Χριστιανός της είπεν ότι ετελείωσε και αυτή την ζωήν με Μαρτύριον εντός του Ναού, όταν τους έκαυσαν. Η δε Δόμνα ταύτα μαθούσα εδάκρυσε, διότι δεν ευρέθη και αυτή εις τοιούτον τέλος μακάριον. Επήγε λοιπόν εις τον καυθέντα Ναόν και έκλαυσε ικανώς. Έπειτα το δειλινόν κατήλθεν εις τον αιγιαλόν πεφωτισμένη εκ θείας Χάριτος. Εκεί εύρεν αλιείς τινας, οίτινες ητοιμάζοντο να ρίψουν τον γρύπον να ψαρεύσωσιν, ιδόντες δε αυτήν εζωσμένην ως άνδρα, είπον προς αυτήν· «Ελθέ, νεανία, μαζί μας να ρίψωμεν τα δίκτυα, να πάρης και συ οψάρια το μερίδιόν σου». Η δε Δόμνα εδέχθη και εισήλθον εις το πλοιάριον. Βλέποντες δε εκείνοι το ήθος αυτής, το κάλλος και την ευκοσμίαν της, την ηυλαβούντο θαυμάζοντες. Όταν δε έσυρον έξω τον γρύπον, ήτο βαρύς και δεν ηδύναντο να τον σύρωσι. Τον έφεραν λοιπόν μετά βίας εις την γην και τότε προς έκπληξιν αυτών και θαυμασμόν βλέπουσιν ομού με αναριθμήτους ιχθείς και τρία ανθρώπινα σώματα. Άφησαν λοιπόν αυτά εκεί και θέλοντες να υπάγουν εις άλλο μέρος να αλιεύσουν, έλεγον και της Αγίας να τους ακολουθήση. Αλλ’ αυτή δεν ηθέλησεν· όθεν δώσαντες εις αυτήν το μερίδιόν της εκ των ιχθύων, ανεχώρησαν. Μετά την αναχώρησιν εκείνων, εξετάζουσα η Αγί επιμελώς τα Λείψανα, εγνώρισε τον ηγαπημένον της Ίνδην. Όθεν κλαίουσα θερμώς μετ’ ευλαβείας κατεφίλει αυτό και εδόξαζε τον Θεόν, όστις της έστειλε τοιούτον δώρον πολύτιμον. Τότε βλέπει άλλην λέμβον, ήτις ήρχετο προς την γην. Όταν δε επλησίασεν, είπε προς τον λεμβούχον, τον οποίον εγνώρισεν από ένα λόγον ότι ήτο Χριστιανός, να εξέλθη έξω να του ομιλήση περί τινος υποθέσεως, εξήλθε δε εκείνος μετά χαράς και του έδειξε τα Λείψανα των Αγίων, λέγουσα καταλεπτώς τα της αθλήσεως και τελειώσεως αυτών. Ο δε ναύκληρος εχάρη, και φέρων σινδόνας καθαράς και στολάς λευκάς ετύλιξαν αυτά, και τα ενεταφίασαν έξωθι της πόλεως εις τον ποταμόν προς την θάλασσαν, εκεί όπου εδέχθη το τέλος και ο Δωρόθεος. Μετά ταύτα παρεκάλει ο ναύκληρος την Δόμναν, νομίζων ότι ήτο άνδρας, να υπάγη εις την οικίαν του, να την έχη ως αδελφόν του. Η δε απεκρίνατο· «Ευχαριστώ την καλήν σου προαίρεσιν. Αλλά εγώ δεν απομακρύνομαι από τα άγια ταύτα Λείψανα, διότι μετ΄ ολίγας ημέρας είναι και το τέλος μου, και θέλω να μείνη εδώ και το ιδικόν μου Λείψανον, ούτως ώστε να είναι και το σώμα μου συνδεδεμένον με αυτά, καθώς επίσης επιθυμώ και δια την ψυχήν μου να μη χωρίση από τας αγίας αυτών ψυχάς ουδέποτε». Έδωκε λοιπόν ο πλοίαρχος ως ευλαβής θυμιάματα και αργύρια πολλά εις αυτήν, να δαπανήση εις περιποίησιν των αγίων Λειψάνων και ούτως απήλθεν εις την οδόν του, λαβών μεθ’ εαυτού και τους ιχθείς της Αγίας χάριν φιλίας. Αυτή δε έμεινεν εκεί προσευχομένη και θυμιάζουσα ευλαβώς καθ’ εκάστην ώραν τα ιερά Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, χωρίς να απομακρυνθή ουδόλως απ’ αυτών. Μαθών ταύτα ο δυσσεβής Μαξιμιανός μεγάλως εγέλασεν, ο γέλωτος μάλλον και μυρίων δακρύων άξιος, λέγων· «Πρέπον είναι να λάβη και αυτή θάνατον όμοιον, επειδή τιμά τόσον τους κακούργους αυτούς μετά θάνατον και τους σέβεται η άγνωστος ανωφελώς». Ταύτα ειπών έστειλε τους δημίους να κόψουν την κεφαλήν αυτής, έπειτα δε να την καύσουν αμέσως. Τούτων γενομένων απήλθε και αυτή η μακαρία προς Κύριον. Ο δε σοφός και ιερός Άνθιμος, επιστρέψας πολλούς εις θεογνωσίαν με τα σοφά του διδάγματα και γράμματα και πολλούς παρακινήσας προς άθλησιν, έλαβε και αυτός το τέλος με το Μαρτύριον. Διότι ο τύραννος εξήτασεν ακριβώς έως ου τον εύρε· και δίδων εις αυτόν πικράς και διαφόρους βασάνους πρότερον, δεν ηδυνήθη να τον νικήση. Μάλιστα αυτός εκουράσθη περισσότερον να τον κολάζη με πολλά μηχανήματα παρά εκείνος υπομένων τους ραβδισμούς και τας μάστιγας. Όθεν έδωκε και κατ΄ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να κόψουν την τιμίαν του κεφαλήν, ούτω δε απήλθε και αυτός προς ον επόθησε Κύριον κοσμούμενος με διπλούν στέφανον, τον της Αρχιερωσύνης και τον της Αθλήσεως. Τούτων πάντων των Αγίων τελείται η μνήμη κατά την σήμερον μετά τα Χριστούγεννα, όπως και των Βρεφών, τα οποία ο Ηρώδης εφόνευσε. Διότι καθώς εκείνα, ούτω και ούτοι δια τον Χριστόν μέσον πυρός εμαρτύρησαν, δύο μυριάδες ήτοι είκοσι χιλιάδες ανώνυμοι Μάρτυρες, καθώς και οι ονομαστί αναφερόμενοι, περί των οποίων είπομεν ανωτέρω, ήτοι Γλυκέριος, Ζήνων, Θεόφιλος, Μαρδόνιος, Δωρόθεος, Ίνδης, Πέτρος, Μυγδόνιος, Αγάπη, Θεοφίλη και Δόμνα η πάντων περικαλλής και αοίδιμος εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΝΗΠΙΩΝ των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσά

Δημοσίευση από silver »


Τα Άγια ταύτα Νήπια εθανατώθηκαν υπό του Ηρώδου, ότε ούτος διεπίστωσεν ότι τον ενέπαιξαν οι Μάγοι, εις τους οποίους παρήγγειλε να επιστρέψωσι και να του αναγγείλωσι τα περί του γεννηθέντος Βασιλέως, τον οποίον εμήνυεν εις αυτούς ο Αστήρ, τον οποίον ηκολούθουν, ίνα και αυτός υπάγη να τον προσκυνήση. Επειδή λοιπόν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην, καθώς προσέταξεν αυτούς ο Άγγελος, αλλά δι’ άλλης οδού επανήλθον εις την χώραν των, τότε βλέπων ο Ηρώδης ότι ενεπαίχθη υπό των Μάγων, ωργίσθη και επικράνθη πολύ. Όθεν ενθυμούμενος εκείνο το οποίον είπον οι Μάγοι, ότι δηλαδή ο Αστήρ εφάνη προ χρόνου ολιγωτέρου των δύο ετών, έστειλε τους στρατιώτας του και εφόνευσαν όλα τα εν τη Βηθλεέμ βρέφη, όσα δηλαδή ήσαν ηλικίας κατωτέρας των δύο ετών, νομίζων ο μάταιος, ότι εάν θανατώση άπαντα τα βρέφη, ομού με τα άλλα θέλει θανατωθή βεβαίως και εκείνος, ο οποίος μέλλει να βασιλεύση, και επομένως δεν θέλει τον επιβουλευθή. Εις μάτην όμως εμόχθησεν ο ανόητος, αγνοών, ότι ο άνθρωπος ουδέποτε δύναται να εμποδίση την βουλήν του Θεού. Όθεν εις μεν τα Νήπια επροξένησε την Βασιλείαν των ουρανών, εις εαυτόν δε εγένετο ο άθλιος πρόξενος της αιωνίου κολάσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΥΣΙΑΣ της εν Θεσσαλονίκη.

Δημοσίευση από silver »


Ανυσία η Αγία του Χριστού Οσιομάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286 – 305 καταγομένη εκ Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων, μετά τον θάνατον των οποίων έζη η Αγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα και ευαρεστούσα τον Θεόν δια της πληρώσεως των θείων εντολών. Ταύτην την Αγίαν πορευομένην ποτέ εις την Εκκλησίαν, κατά το σύνηθες, απήντησε στρατιώτης τις ειδωλολάτρης και συλλαβών αυτήν την έσυρεν εις τους βωμούς των ειδώλων αναγκάζων αυτήν να θυσιάση εις τους δαίμονας. Επειδή δε η Αγία ωμολόγησε Θεόν τον Χριστόν και έπτυσεν εις το πρόσωπον του μιαρού εκείνου, ωργίσθη ο αλιτήριος και διεπέρασε την πλευράν της Αγίας δια του ξίφους του, λαβούσης ούτω της μακαρίας Ανυσίας τον αμάραντον του Μαρτυρίου στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Tη ΛΑ΄ (31η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Οσίας ΜΕΛΑΝΗΣ της Ρωμαίας.

Δημοσίευση από silver »


Μελάνη η μακαρία μήτηρ ημών η σήμερον εορταζομένη ήτο γέννημα και θρέμμα της περιφήμου μεγαλοπόλεως Ρώμης, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το έτος τπγ΄ (383), καταγομένη από γένος περιφανέστατον. Οι γονείς της ήσαν οι πρώτοι της βουλής και από όλους τους άρχοντας πλουσιώτεροι, ευσεβείς και αυτοί και ενάρετοι. Όταν δε έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν νόμιμον και οι γονείς της εβούλοντο να την υπανδρεύσουν, τους παρεκάλεσε να μη της αναφέρουν πλέον υπόθεσιν γάμων. Αυτοί όμως είχον πόθον να κάμουν απόγονον, δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Όθεν και μη θέλουσαν την υπάνδρευσαν, όταν ήτο εις το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας της. Ο δε νυμφίος ήτο ετών δεκαεπτά, Απελλιανός ονομαζόμενος, καταγόμενος και αυτός από γένος των υπάτων ευγενικώτατον. Η δε θαυμασία Μελάνη και μετά τους γάμους είχεν όλον τον νουν της εις την παρθενίαν και επεθύμει πάρα πολύ να φέρη εις αυτήν την σώφρονα γνώμην και τον νυμφίον της και πολλά τον παρεκάλεσε, λέγουσα προς αυτόν τοιαύτα με θερμότατα δάκρυα· «Δέομαί σου, ηγαπημένε μου, να φυλάξωμεν σωφροσύνην απόκρυφα, χωρίς να ηξεύρη ο κόσμος τίποτε και χαρά εις την ψυχήν σου, εάν κατορθώσης τοιαύτην αρετήν θεάρεστον· εάν δε πάλιν δεν ημπορής συ να παρθενεύης δια το νέον της ηλικίας σου, πορεύου συ καθώς θέλεις και εμέ άφες εις την εξουσίαν μου και σου χαρίζω όλην την προίκα μου, δούλους, χρυσίον, ιμάτια και τα επίλοιπα άπαντα, όλα ταύτα σου δίδω, μόνον να μένω παρθένος εν ησυχία». Ο δε απεκρίντο· «Τώρα δεν ημπορούμεν να κάμωμεν καθώς λέγεις, έως να γεννήσωμεν κληρονομίαν δια τον πλούτον μας και τότε σου υπόσχομαι και εγώ επ’ αληθείας να συγκοινωνήσω εις την ευσεβή και αγαθήν γνώμην σου· διότι άπρεπον είναι να έχη η γυναίκα περισσότερον έρωτα εις τα θεία από τον άνδρα και τότε, καθώς εις τον γάμον, ούτω και εις την αγίαν διαγωγήν να συγκοινωνήσωμεν». Ούτω λοιπόν συμφωνήσαντες, έκαμαν μετά τον χρόνον παιδίον θηλυκόν· έπειτα διήγεν η Μελάνη πένθιμα ενδεδυμένη και ευτελέστατα και δεν ήθελε να βάλη λαμπρά ιμάτια, ούτε ενίφθη το πρόσωπον και ηγωνίζετο πολλά να καταπείση τον άνδρα της να εκπληρώση εκείνο το οποίον της υπεσχέθη· αλλ’ αυτός δεν ήθελεν έως να γεννήσουν και δεύτερον τέκνον· εβουλήθη λοιπόν να αναχωρήση κρυφίως από τους συγγενείς της και συμβουλευθείσα εναρέτους πνευματικούς Πατέρας, της είπον να έχη υπομονήν έως άλλον ένα χρόνον και τότε να γίνη του Κυρίου το θέλημα. Παρέμεινε λοιπόν δια να μη γίνη παρήκοος, αλλά ηγωνίζετο ως να ήτο εις Μοναστήριον· ενήστευεν, ηγρύπνει, εφόρει κατάσαρκα ράσα τρίχινα και ετέλει και άλλας αρετάς κρυφίως· μόνον δε μία θεία της εγνώριζε την υπόθεσιν και την συνεβούλευε να μη φορή τρίχινα, δια να μη της έλθη ασθένεια· αλλ’ αυτή εταλαιπωρείτο περισσότερον από την λύπην της· διότι δεν ηδύνατο να αναχωρήση, παρά την τόσην της κακοπάθειαν· όθεν εδέετο εις τον Θεόν καθ’ εκάστην να την αξιώση του ποθουμένου το γρηγορώτερον, όπως και εγένετο. Όταν λοιπόν επλησίασεν ο καιρός να γεννήση το δεύτερον τέκνον της και καθώς προσηύχετο όλην την νύκτα, τα εσπέρια του Αγίου Λαυρεντίου του Ιερομάρτυρος, της ήλθαν οι πόνοι της γέννας, αυτή όμως δεν έπαυε τας ευχάς, αλλά ίστατο γονυπετής όσον ηδύνατο, έως ου την έσφιγξαν περισσότερον και με οδύνας μεγάλας και ανείκαστον βάσανον εγέννησε παιδίον αρσενικόν, το οποίον ως εβαπτίσθη απήλθε προς Κύριον. Η δε μήτηρ έμεινε μετά τον τοκετόν εις οδύνην και εκινδύνευεν από τους πόνους εις θάνατον· ελθών δε ο άνδρας της και βλέπων αυτήν οδυνωμένην, την συνεπόνεσε και δραμών εις την Εκκλησίαν έκλαιε προς τον Δεσπότην ευχόμενος να την λυτρώση από τον χαλεπώτατον κίνδυνον· η δε Μελάνη εύρε τον καιρόν κατά τον σκοπόν της αρμόδιον και του είπε, εάν αγαπά την ζωήν της, να κάμη όρκον προς Κύριον, να φυλάξουν σωφροσύνην εις το εξής· ο δε παρευθύς έταξε του Θεού να την φυλάξη αψευδέστατα. Τότε η Μελάνη από την χαράν της ελησμόνησε την ασθένειαν και δυναμωθείσα υπό Θεού ηγέρθη της κλίνης ταχύτερον και διήρχετο μοναχικώς την ζωήν της, χωρίς επιμέλειαν τινα του σώματος· μόνον την ψυχήν της εστόλιζε. Τότε εκοιμήθη και το μονογενές και ποθητόν της θυγάτριον· όθεν εσυμφώνησεν ο άνδρας της και εσήκωσαν τον γλυκύν ζυγόν του Κυρίου τον ελαφρότατον. Εποθούσαν λοιπόν να απαρνηθώσι τον κόσμον και να υπάγουν εις Μοναστήριον· αλλ’ οι γονείς των δεν τους άφησαν· όμως ύστερον έβγαλεν από το μέσον παν εμπόδιον η άνωθεν δύναμις μετατρέπουσα την λύπην αυτών εις πολλήν αγαλλίασιν· διότι καθώς εμελετούσαν ταύτα αμφότεροι, ήλθεν εις αυτούς ευωδία από τον ουρανόν άρρητος, την οποίαν ούτε γλώσσα να την διηγηθή ούτε νους να την εννοήση δύναται, ήτις επλήρωσε τας ψυχάς των τοσαύτης ευφροσύνης και χάριτος, ώστε εστήριξαν εις τον Θεόν πάσαν μέριμναν να οικονομήση εις αυτούς καθώς βούλεται. Μετ’ ολίγον απέθανεν ο πατήρ της Μελάνης και έμεινεν αυτή του λοιπού ανενόχλητος· όθεν εξήλθον από την πόλιν, όταν ο μεν Απελλιανός ήτο ετών εικοσιτεσσάρων, αυτή δε είκοσι και απήλθον εις τόπον ησυχαστικόν και ατάραχον, εις τοιαύτην ηλικίαν εις την οποίαν ακμάζει η νεότης και ποθεί τα σωματικά και επίγεια, αυτοί δε οι αείμνηστοι κατεπάτησαν όλας τας ηδονάς και απολαύσεις της φθειρομένης σαρκός, δια να απολαύσουν την ανεκλάλητον αγαλλίασιν. Όταν λοιπόν έβλεπεν η πάνσοφος Μελάνη τον άνδρα της και έκλινεν ως νέος παρά μικρόν από την ακρίβειαν της μοναδικής διαγωγής, τον συνεβούλευε και τον διώρθωνεν, όταν δηλαδή τον έβλεπε να επιμεληθή την τροφήν αυτού ή το ένδυμα ή άλλο όμοιον, έως ότου τον έφερεν εις την αληθή φιλοσοφίαν την ζηλωτήν και σωτήριον. Επειδή δε ήσαν πολύ πλούσιοι από χρυσίον και εισοδήματα, δεν έπαυον καθ’ εκάστην να θεραπεύωσι ξένους, να φιλεύουν πεινώντας, να λυτρώνουν φυλακισμένους, να πληρώνουν το χρέος αυτών, να τους χαρίζουν και χρήματα να πορεύωνται και απλώς ειπείν όσους είχον λύπην τινά και συμφοράν τους επαραμυθούσαν και εβοηθούσαν εκείνους μεν προς αυτάρκειαν, αυτοί δε δεν εκράτουν δι’ εαυτούς τίποτε. Τας χριστομιμήτους ταύτας πράξεις βλέπων ο φθονερός διάβολος εκάκιζε, και παρεκίνησεν ένα αδελφόν, τον οποίον είχεν ο Απελλιανός, Σεβήρον ονομαζόμενον, και άλλοτε μεν του ήρπαζεν ένα αγρόν, ή καρπούς από την εσοδείαν, ή χρήματα, άλλοτε δε του έπαιρνε τινάς από τους δούλους του, και τους επλήρωνε να ομόσουν ψεύματα, ότι ήτο ιδικόν του τούτο ή το δείνα αμπέλιον ή περιβόλιον, και άλλας διαφόρους αδικίας τους έκαμεν. Αλλ’ αυτοί τα υπέμειναν όλα δια τον Κύριον, και εχαίροντο μάλιστα, τας συμφοράς του Ιώβ ενθυμούμενοι. Μόνον ελυπούντο, διότι έπαιρνεν ο άδικος εκείνος τον πλούτον, τον οποίον εποθούσαν να δώσουν εις τους πτωχούς. Ταύτα μαθούσα η ευσεβεστάτη βασίλισσα Βερίνα είχεν πόθον πολύν να τους ίδη, και πολλάκις έστειλε προς την Μελάνην παρακλήσεις να υπάγη εις τα βασίλεια. Όθεν, δια να μη φανή υπερήφανος, ότι δεν καταδέχεται την βασίλισσαν, εκίνησαν ομού με τον Απελλιανόν δια να υπάγουν αμφότεροι. Ήτο δε νόμος να μη τολμήση καμμία γυνή να εισέλθη, έχουσα την κεφαλήν σκεπασμένην εις τα βασίλεια. Αυτή δε του μεν πολιτικού νόμου καταφρονήσασα, του δε μακαρίου Παύλου την εντολήν επακριβώς διαφυλάττουσα, ούτε την κεφαλήν εξεσκέπασεν, ούτε τα ράσα της τα πενιχρά ήλλαξεν, αλλ’ ούτως ευτελέστατα ενδεδυμένη εισήλθεν εις τα βασίλεια, χωρίς να κοιτάξη τίποτε από τα πολύτιμα πράγματα, τα οποία ήσαν εκεί. Βλέπουσα η βασίλισσα τοσαύτην ταπείνωσιν, ηγέρθη από τον θρόνον δι’ ευλάβειαν και την εκάθισε πλησίον της, θαυμάζουσα την ευτέλειαν του ενδύματος και την επήνεσε λέγουσα· «Προ πολλού ήκουσα την καλήν φήμην των θεϊκών σου πράξεων, και ευχαριστώ τον Κύριον, διότι ηξιώθην να σε απολαύσω. Μακαρία συ, όπου εμακαρίσθης δικαίως από τον Κύριον». Ταύτα και έτερα λέγουσα, ηγέρθη πάλιν από τον χρυσόν θρόνον η βασίλισσα και την ενηγκαλίσθη και την κατεφίλει με πολλήν ευλάβειαν και κατάνυξιν, της υπεσχέθη δε να κάμη εις τον Σεβήρον εκδίκησιν, δια τας αδικίας τας οποίας τους έκαμεν. Η δε Αγία απεκρίθη· «Καλλίτερον να μας αδικούσι, δέσποινα, παρά ημείς να αδικήσωμεν, παρακαλώ δε την βασιλείαν σου, όπως μη τον ενοχλήσητε εις τίποτε. Όσα επήρεν έως τώρα, ας είναι συγχωρημένος· μόνον να μη μας πειράξη πλέον, διότι καλλίτερον είναι να τα δώσωμεν εις τους πτωχούς, παρά να τα παίρνη εκείνος άδικα». Έλαβον λοιπόν την βασιλικήν εξουσίαν, να πωλήσουν όλα τα υπάρχοντά των και να κάμουν καθώς επεθύμουν. Όχι δε μόνον εκεί εις την Ρώμην είχον πλούτον άπειρον, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας, εις δε την Βρεττανίαν θαυμασιώτερα, τα οποία όλα επώλησεν και τα ηγόρασαν οι άρχοντες, διότι τους παρακάλεσεν ο βασιλεύς, δια να λυτρωθή η μακαρία από πολλάς φροντίδας και μερίμνας και να δυνηθή να απολαύση κατά τον πόθον της. Είχον δε τοσαύτα πράγματα οι μακάριοι, ώστε δεν τους έφθανεν άλλος εις τον πλούτον, ειμή μόνον ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ· τόσον δε εισόδημα τους ήρχετο, ώστε εάν το είπω, θέλουσιν είπει τινές ότι λέγω πράγμα απίστευτον, αλλ’ εγώ το γράφω, καθώς πολλοί εμαρτύρησαν, λέγοντες, ότι δώδεκα μυριάδες λίτρα χρυσίου ήτο η κατ’ έτος εσοδεία των, τα οποία όλα εμοίρασαν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς οι τρισμακάριοι· αι δε οικίαι των ήσαν τόσον μεγάλαι, ώστε δεν ηδυνήθη κανείς Ρωμαίος να τας αγοράση· ύστερον δε, ότε έκαυσαν την Ρώμην οι βάρβαροι, τας επώλησαν με μικράν τιμήν και τα έδωκαν και αυτά εις τους πένητας. Εξεδήλωσε δε ακόμη την επιθυμίαν της η μακαρία Μελάνη να χαρίση εις την αδελφήν του βασιλέως μερικά από τα χρυσά κοσμήματά της, αλλ’ αυτή δεν ηθέλησε να κρατήση τίποτε λέγουσα· «Όστις λάβη από σας τίποτε, είναι πράγματι ιερόσυλος, επειδή όλα αυτά τα αφιερώσατε εις τον Θεόν». Έδιδον λοιπόν οι μακάριοι καθ’ ώραν εις τους έχοντας ανάγκην από όλα τα χρειώδη αφθόνως, τόσον ώστε δεν έμεινε σχεδόν χώρα και έθνος, που να μη έλαβεν ευεργεσίαν απ’ αυτούς και δια να είπωμεν με ένα λόγον, η ελεημοσύνη των έτρεχεν ως ποταμός εις όλην την γην και την θάλασσαν· η Φοινίκη, η Συρία, η Αίγυπτος, και παρ’ ολίγον όλη η οικουμένη ευηργετήθη απ’ αυτούς, αλλά και νήσους ακεραίας ηγόρασαν από τον βασιλέα και τας εχάρισαν εις Αγίους ανθρώπους και έδωκαν χρήματα εις Μοναχούς και Μοναχάς και έκτισαν Μοναστήρια· όλα δε τα πολύτιμα ιμάτιά των και τα ασημικά άπαντα αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας και τα άκαμαν κοσμήματα· έπειτα, αφού έδωσαν όσα είχον εις την Ιταλίαν, επήγαν και εις την Σικελίαν· αφ’ ενός μεν δια να δώσουν εκείνα, τα οποία εξουσίαζον, αφ’ ετέρου δε δια να ίδωσι τον αγιώτατον Παυλίνον, τον πνευματικόν των Πατέρα και άξιον Αρχιερέα. Αφού δε ανεχώρησαν από την Ρώμην, ο έπαρχος ως φιλάργυρος ήρπασε τας οικίας των και όσα πράγματα τους έμειναν αλλά παρευθύς τον εύρεν ο θυμός του Θεού· διότι συνέβη να γίνη πείνα κατ’ εκείνας τας ημέρας και δεν ευρίσκετο άρτος εις την αγοράν· όθεν εθυμώθησαν οι άνθρωποι και δραμόντες κατ’ αυτού όλον το πλήθος, εφόνευσαν βιαίως τον άθλιον· και πάλιν εις ολίγας ημέρας έδραμον βάρβαροι και ηρήμωσαν όσα ήσαν έξω της πόλεως, ούτως ώστε εφάνη ότι θέλημα Θεού ήτο και διεμοίρασαν τον πλούτον των πρότερον οι μακάριοι και τον εθησαύρισαν εις τον ουρανόν, από τον οποίον δεν κλέπτεται. Αφού δε ανεχώρησαν από την Μεσσήνην της Σικελίας, δια να υπάγουν εις την Λιβύην και την Καρχηδόνα, ηγέρθη μέγας και άγριος άνεμος και τους επείραζεν ημέρας τινάς, εκινδύνευον δε τόσον, ώστε εγνώρισεν η μακαρία Μελάνη, ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να υπάγουν εκεί όπου εβούλοντο. Όθεν προστάσσει τους ναύτας να στρέψωσι το πηδάλιον και να υπάγουν εκεί όπου επέτρεπεν ο άνεμος, ταξιδεύοντες δε με ούριον άνεμον, έφθασαν εις μίαν νήσον, την οποίαν είχον λεηλατήσει βάρβαροι και πολλούς ανθρώπους άνδρας τε και γυναίκας και παίδας ηχμαλώτισαν· δια να δώσουν δε οπίσω τους αιχμαλώτους εζήτουν τόσον χρυσόν, ώστε ήτο αδύνατον να ευρεθή εις την νήσον, ηπείλουν μάλιστα ότι αν δεν τους τον δώσουν ταχέως, αυτούς μεν θα κατακόψουν, την δε νήσον θα καύσωσι. Οι δε νησιώται ήσαν πτωχοί και δεν είχον να δώσουν τόσα αργύρια, αλλ’ ο παντοδύναμος Θεός τούς έστειλε θαυμασίως βοήθειαν, δια να μη απολεσθώσιν αδίκως· διότι η Αγία τους έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησαν και όχι μόνον το χρυσίον, το οποίον επήραν οι βάρβαροι έδωσεν, αλλά αφού ελύτρωσε τους αιχμαλώτους, τους εχάρισε και φλωρία χρυσά πεντακόσια, έτι δε και άρτους και έτερα βρώματα, δια να ευφρανθώσιν, ώστε να λησμονήσουν τας θλίψεις και συμφοράς τάς οποίας έπαθον. Ταύτην την αναγκαίαν ελεημοσύνην ποιήσαντες οι μακάριοι, έπλευσαν χωρίς λύπην πλέον, αλλά με αέρα γλυκύτατον και έφθασαν εις την Καρχηδόνα, δώσαντες και εκεί ελεημοσύνην αγρούς και χρήματα πάμπολλα· άλλα μεν αφιερούντες εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και έτερα εις πτωχούς διανέμοντες, έμειναν δε εις μίαν χώραν θαυμάσιον, εις την οποίαν ήτο εις Πνευματικός ενάρετος και εγγράμματος, την κλήσιν Αλύπιος, εις το Μοναστήριον του οποίου έμειναν μελετώντες τα ιερά λόγια και χαρίζοντες εις αυτήν την Μονήν πολύ χρυσίον και εισοδήματα· έκτισαν δε εκεί εις τα όρια της Μονής εκείνης άλλα δύο Μοναστήρια, τα οποία επροίκισαν με εσοδείας και χρήματα προς αυτάρκειαν και εις μεν τον εν κατώκησαν άνδρες ογδοήκοντα, εις δε το άλλο γυναίκες εκατόν και τριάκοντα. Εις την γυναικείαν ταύτην Μονήν έμεινε και η μακαρία Μελάνη, αλλά δεν ηθέλησε να γίνη Ηγουμένη, καθώς έπρεπεν, ως ευγενεστέρα πασών, πλουσιωτέρα, εγγράμματος και πάνσοφος όπου ήτο, λέγουσα εις τας αδελφάς, αίτινες την παρεκάλουν μετά δακρύων ως ευεργέτην και δέσποιναν να τας ποιμάνη, ότι δεν ήθελε να έχη φροντίδα και μέριμναν. Ούτω λοιπόν το ευλογημένον εκείνο ανδρόγυνον εμοίρασαν όλον τον πλούτον των εις χείρας πενήτων δια τον Κύριον και έμειναν ακτήμονες, δια να απολαύσουν άλλον πλούτον, τον οποίον να μη δύναται τις να τον κλέψη ουδέποτε. Ενήστευε δε η Αγία από όλα τα ηδονικά βρώματα και μόνον όταν έκλινε προς την δύσιν ο ήλιος έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν τροφήν ολίγην σκληράν και άχρηστον· σπανίως δε έβαλλεν ολίγον έλαιον εις το φαγητόν, οίνον όμως δεν έπινεν ουδόλως ειμή μόνον ύδωρ μετά μέλιτος. Και εις μεν την αρχήν έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν, έπειτα κάθε δύο ή τρεις ημέρας και ύστερον μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα και πάλιν δεν εσχόλαζεν από το εργόχειρον, αλλά την περισσοτέραν ημέραν έγραφε πάντοτε, επειδή ήτο άριστος καλλιγράφος και ταχυγράφος θαυμασία, τόσον ώστε δεν έγραφεν άλλος τις λαμπρότερα και γρηγορώτερα, και ποτέ δεν ησθένησεν από το εργόχειρον, αλλά με πολλήν προθυμίαν έγραφε το περισσότερον της ημέρας. Έπειτα, αφού εκουράζετο η χειρ της, ανεγίνωσκεν όσον ηδύνατο και πάλιν όταν εβαρύνοντο οι οφθαλμοί της από την ανάγνωσιν ηκροάζετο αγίων ανδρών ομιλίας ή προσηύχετο, την δε νύκτα μόνον δύο ώρας εκοιμάτο κατά γης εις ένα σάκκον τρίχινον, την δε επίλοιπον νύκτα ηγρύπνει και έλεγεν ότι πρέπει να αγρυπνώμεν πάντοτε, επειδή δεν ηξεύρομεν, κατά τον δεσποτικόν λόγον, ποίαν ώραν ο κλέπτης έρχεται. Εδίδασκε δε τας παρθένους η Οσία να μάχωνται κατά του ύπνου όσον ηδύναντο, λόγος αργός ποτέ να μη εξέλθη από το στόμα των, ούτε καν να γελάσωσιν ή να εισέλθη εις την ψυχήν των λογισμός άτοπος. Πολλάκις δε ενήστευε και την Κυριακήν, και μόνον εκάστην ογδόην ημέραν έτρωγεν, αλλά η Ηγουμένη την επέπληξε, λέγουσα ότι δεν έπρεπε να κάμνη την δεσποτικήν ημέραν ίσην με τας επιλοίπους, αλλά να μεταλαμβάνη τροφής και ελαίου ολίγου, εις δόξαν Θεού. Όθεν η Αγία έκοψε και εις τούτο το θέλημά της, δια να πληρώση τον λόγον του Απ. Παύλου, όστις λέγει· «Πείθεσθε τοις Ηγουμένοις» (Εβρ. ιγ: 17) και τα λοιπά. Αλλά τις δύναται να διηγηθή ικανώς τας αρετάς της μακαρίας εκείνης; Την κακοπάθειαν, τους κόπους και τους πόνους, το της αναγνώσεως σύντομον, των αναγνωσμάτων την έρευναν, και τας λοιπάς φιλοθέους πράξεις και εργασίας της; Έγραφε δε καθ’ εκάστην, ως είπομεν, και όσα εκέρδιζεν από το γράψιμον τα έδιδεν εις τους πτωχούς· πολλάκις δε ειργάζετο και κανέν ένδυμα, και το εχάριζεν εις ιερωμένους ανθρώπους δια να αφιερώνεται το ιερόν εις τόπον ιερόν τε και άγιον· εκοπίαζε πολύ εις την θείαν ανάγνωσιν, και εξόχως ανεγίνωσκε την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην τρις του έτους, όλας δε τας ακριβείς και ωφελίμους αυτών μαρτυρίας εφύλαττεν εις ενθύμησιν, και τας έστελλε και γραπτώς εις διαφόρους τόπους δια πολλών ωφέλειαν. Εγνώριζε δε η Οσία και την ελληνικήν γλώσσαν τόσον καλά, ώστε την ωμίλει ως και την ιταλικήν της πατρίδος της και δεν την εγνώριζον οι ακούοντες, όταν ωμίλει την γλώσσαν μας, ότι ήτο Ρωμαία, αλλά την ενόμιζον Ελληνίδα. Είχε δε ζήλον προς τον Χριστόν ανείκαστον, και εσπούδαζεν όσον ηδύνατο με έργα και δώρα και λόγους να προσελκύη τους νέους και τα κοράσια προς σωφροσύνην και άσκησιν· τους δε Σαμαρείτας και Έλληνας εδίδασκε πανσόφως, και τους ωδήγει εις την ευσέβειαν. Ούτω λοιπόν η μακαρία ως σοφός αλιεύς τας ψυχάς των ανθρώπων ηλίευεν, έκτισε δε και μίαν κιβωτόν ξυλίνην μικράν, στενήν μεν τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να γυρίση δεξιά ή αριστερά και χαμηλήν όσον δεν ηδύνατο να σταθή ορθία· εις ταύτην εσφαλίσθη, ως εις τον τάφον, αφήσασα μίαν μικράν θυρίδα, από την οποίαν ωμίλει ολίγους λόγους· η δε μήτηρ της ήτο ομού μετά της Αγίας συνοδοιπόρος, ποντοπόρος και συνεργάτις αυτής, και πολλήν ωφέλειαν έλαβεν απ’ αυτήν· απεκάλει δε εαυτήν μακαρίαν και τον Θεόν εδόξαζεν, ότι την ηξίωσε να γεννήση τοιούτον θυγάτριον, ήτις είχεν όλας τας αρετάς θησαυρισμένας εις εαυτήν· εξαιρέτως δε είχε την ταπείνωσιν, και με όλον ότι ήτο καθαρά και άμωμος, δεν ενόμιζε τον εαυτόν της δια τίποτε, αλλά είχε συντετριμμένην και ταπεινήν την διάνοιαν, από όλους τους αμαρτωλούς περισσότερον. Έκαμε λοιπόν η Οσία επτά έτη εις το ρηθέν Μοναστήριον και τότε της ήλθε λογισμός να ίδη τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως. Εισελθόντες λοιπόν εις το πλοίον έπλευσαν με τον Απελλιανόν και την μητέρα της χωρίς να λάβουν μεθ’ εαυτών τίποτε δι’ έξοδα ει μη μόνον από τα χρειαζόμενα ολίγα πράγματα, και αφού έφθασαν εις την αγίαν Γην, η μακαρία ησθένησεν, αλλά πάλιν ηγέρθη με την θείαν βοήθειαν, και απελθούσα εις τους Αγίους Τόπους προσεκύνησεν άπαντας, και συνομιλήσασα με πολλούς εναρέτους ανθρώπους έδωσε και επήρεν πολλήν ωφέλειαν. Εκαλλιγράφει δε και εκεί και εκέρδιζε την ζωοτροφίαν των, το δε εσπέρας εκλείετο εις τον Πανάγιον Τάφον, όπου έως την ώραν του όρθρου προσηύχετο, και τότε αφού ήρχοντο οι αδελφοί και ανεγίνωσκον την Ακολουθίαν, μετά την δοξολογίαν ανεπαύετο. Επειδή δε είχεν εισέτι ολίγην περιουσίαν εις την Ρώμην, έστειλε πιστόν άνθρωπον να την πωλήση και να της αποστείλη τα αργύρια, και ούτως εκείνος εποίησεν. Αφού δε έλαβε και ταύτα, άλλα μεν διεμοίρασεν εις πένητας, άλλα δε έδωσεν εις την μητέρα της, την οποίαν αφήκεν εκεί, διότι ήτο Γερόντισσα και της έκτισε κελλίον εις το όρος των Ελαιών, τα δε επίλοιπα έλαβον με τον Απελλιανόν και επήγαν εις Αίγυπτον, δια να ίδωσι και τους εκείσε Αγίους, να τους δώσουν βοήθειαν. Αφού δε εγύρισαν πολλά Ασκητήρια, εύρον άνδρα τινά μέγαν εις την φιλοσοφίαν και όντως θαυμάσιον, καλούμενον Ηφαιστίωνα. Τούτον παρεκάλουν να δεχθή ελεημοσύνην, αλλά δεν ηθέλησεν, η δε Αγία εκοίταξεν όλον το κελλίον και δεν εύρεν άλλο τίποτε, παρά μίαν ψάθην εις την οποίαν εκοιμάτο και μίαν σπυρίδα, εις την οποίαν είχεν ολίγον άλας· εις αυτό λοιπόν έβαλεν ολίγον χρυσίον και το εσκέπασε με το άλας δια να μη το εύρη επί ολίγας ημέρας· και ούτω λαβόντες συγχώρησιν, ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος από θείαν Χάριν ή και από την γνώσιν του ηννόησε την υπόθεσιν, και λαβών τα χρήματα έδραμε σπουδαίως και τους έφθασε, εφώναξε δε προς αυτούς από μακρόθεν· «Λάβετε τα χρήματα, διότι δεν τα χρειάζομαι». Οι δε απεκρίθησαν· «Δος τα εις άλλον τινά όποιος τύχη». Τους λέγει ο Όσιος· «Εδώ είναι έρημος, και δεν έρχεται κανείς, μόνον λάβετέ τα δι’ αγάπην Θεού, να μη με συγχύζουσιν». Όταν δε είδεν ο Ασκητής, ότι δεν ήθελαν να τα λάβωσι, τα έρριψεν εις τον ποταμόν και επέστρεψεν. Όχι δε μόνον τούτον τον θαυμάσιον Ηφαιστίωνα, αλλά και άλλους πολλούς εύρον, οι οποίοι δεν εδέχοντο χάρισμα, αλλά έφευγον από τον χρυσόν, ως από όφεις οι τρισμακάριοι. Αναχωρήσαντες δε και απ’ εκεί απήλθον εις Αλεξάνδρειαν και εις το όρος της Νιτρίας, να επισκεφθώσι και τους εκεί θαυμαστούς Αγίους Πατέρας, ήτοι τους Αββάδες Παμβώ, Σεραπίωνα, Παφνούτιον, Ισίδωρον τον Επίσκοπον Ερμουπόλεως και Διόσκορον, και εις ταύτην την έρημον εστάθη μετ’ αυτών μήνας εξ, δια να ίδη όλους τους Ασκητάς της ερήμου. Έπειτα αφού τους εξώρισεν ο έπαρχος της Αλεξανδρείας και Παλαιστίνης, όχι μόνον αυτούς, αλλά και άλλους, τον αριθμόν ρ΄ (100) μεταξύ των οποίων ήσαν Αρχιερείς δώδεκα (12), ηκολούθησεν αυτούς η Οσία Μελάνη με τους ανθρώπους της και τους υπηρέτει εις όλας τας ανάγκας, εξοδεύουσα από τον πλούτον αυτής, ο δε υπηρέτης του επάρχου την ημπόδιζεν. Όθεν μη δυναμένη να τους υπηρετή φανερά ενεδύθη ανδρικά ιμάτια και τους επεριποιείτο. Τούτο μαθών ο έπαρχος της Παλαιστίνης προσέταξε να την δείρουν και να την φυλακίσουν, διότι δεν εγνώριζε ποία ήτο, η δε Αγία διεμήνυσεν εις αυτόν τίνος ήτο γυνή και τίνος θυγάτηρ, αλλά δια την αγάπην του Χριστού ήτο ενδεδυμένη τόσον πενιχρά δια ταπείνωσιν. Ο δε έπαρχος ταύτα ακούσας και φοβηθείς, απέλυσεν αυτήν ζητών συγχώρησιν· της έδωσε δε και άδειαν να βοηθή τους Αγίους ως ήθελε και ούτω τους υπηρέτησεν έως ου ελυτρώθησαν από την εξορίαν οι Αγιοι με βασιλικόν πρόσταγμα και επέστρεψεν έκαστος εις το κελλίον του. Αφού λοιπόν η Αγία επεσκέφθη όλους τους Ασκητάς της Νιτρίας και εσύναξεν εξ εκάστου το άνθος της αρετής αυτού ως επιμελής μέλισσα, επέστρεψε με την συνοδείαν αυτής εις Ιεροσόλυμα και ευρούσα το κελλίον εκτισμένον, κατώκησεν εις αυτό η αοίδιμος. Ήρχισε δε από τα Φώτα την αναχώρησιν και ώρισε καθ’ εαυτής νόμον, να μη ίδη πλέον τινά, ούτε άλλος να την ίδη εκείνην, ειμή μόνον άπαξ της εβδομάδος οι τρεις ούτοι· η μήτηρ της, ο πρώην μεν άνδρας της τότε δε συνασκητής και εις τους αγώνας κοινωνός της και σύμπονος, και η αδελφή της, την οποίαν εδίδαξε και ενουθέτησε τόσον, ώστε την κατέπεισε και κατεφρόνησεν όλα τα βιοτικά και τας ηδονάς του σώματος και εμιμείτο αυτήν ως ηδύνατο. Τούτον τον επίπονον βίον διήλθεν η Μελάνη έτη δεκατέσσαρα και τότε η μήτηρ αυτής ετελεύτησεν· όθεν εξελθούσα ενεταφίασεν αυτήν ως έπρεπε και έκαμεν εκείνο το έτος εις άλλο κελλίον σκοτεινόν κλαίουσα καθ’ εκάστην, νηστεύουσα και αγωνιζομένη ανδρείως κατά του δαίμονος. Εξήλθεν λοιπόν η φήμη της εις όλον τον κόσμον, και συνήχθησαν όχι μόνον κοράσια, αλλά και γυναίκες αμαρτωλαί πρότερον και έγιναν Μοναχαί τον αριθμόν ενενήκοντα, αι οποίαι ηλλοιώθησαν την καλήν όντως και θαυμασίαν αλλοίωσιν. Έκτισε δε κελλία και έγινε Κοινόβιον τέλειον. Έγραψε δε νόμον να μη ομιλήσουν με άνδρα πώποτε, ούτε να εξέλθουν από το Μοναστήριον, ούτε να δεχθώσι δωρεάν τινα, αλλά μόνον από τον κόπον των και από ό,τι έχει το Μοναστήριον να πορεύωνται· έκαμε δε εις αυτάς και Προεστώσαν άλλην να τας ποιμαίνη, αυτή δε υπηρέτει ως δούλη, δια να δώση εις αυτάς καλόν παράδειγμα ταπεινώσεως. Όταν δε ήθελε κανονίσει η Ηγουμένη καμμίαν με κανόνα βαρύν και υπέρμετρον, λόγου χάριν να νηστεύη τόσας ημέρας, όταν εγνώριζεν η Αγία ότι δεν ηδύνατο η αδελφή να τον φυλάξη, της έβαλλε φαγητόν εις το κελλίον κρυφίως και ευρίσκουσα αυτό έτρωγεν ευχαριστούσα τον Κύριον και ούτω και εις άλλας υποθέσεις τας εβοήθει, ως πρακτική και πάνσοφος όπου ήτο, αλλά περισσότερον εσπούδαζε να τας βοηθή εις τα ψυχικά και τας εδίδασκε πολλάκις με ψυχωφελείς λόγους τοιαύτα λέγουσα· «Προ πάντων φυλάττετε, αδελφαί μου, την ψυχήν καθαράν και παρθένον από ρυπαρούς λογισμούς και φιλοδονίας διανοήματα· έπειτα εγείρεσθε εις προσευχήν το μεσονύκτιον και όταν προσεύχεσθε, έχετε τον νουν σας εις τα λεγόμενα και μη προσπαθήτε να τελειώνετε γρήγορα, αλλά αργώς με φόβον και τρόμον ιστάμεναι· διότι εάν όταν ομιλή τις με επίγειον βασιλέα ίσταται μετά μεγάλης προσοχής και ταπεινώσεως, πόσην προσοχήν και ταπείνωσιν πρέπει να έχωμεν εις την προσευχήν, όπου ομιλούμεν με τον φοβερόν Κριτήν και αθάνατον Βασιλέα; Επιμελείσθε, αδελφαί μου, τας ψυχικάς αρετάς υπέρ τας σωματικάς σπουδαιότερον και μάλιστα την αγάπην και την ταπείνωσιν· διότι όστις δεν έχει τας δύο αυτάς αρετάς δεν σώζεται, εάν αποκτείνη από την ασιτίαν την σάρκα του· διότι και οι δαίμονες αγρυπνούσι και νηστεύουσι πάντοτε, αλλά δια την μισανθρωπίαν αυτών και την υπερηφάνειαν έγιναν σκότος εκ φωτός οι τρισάθλιοι». Έλεγε δε και τούτο η Οσία· «Η ψυχή είναι ως νύμφη, αι δε αρεταί στολαί νυμφικαί, καλλωπίζουσαι τα μέλη του σώματος· η νηστεία δηλαδή είναι ο στολισμός των ποδών. Όμως είναι ανάγκη να μη έχη μόνον τους πόδας εστολισμένους η νεόνυμφος, αλλά πολύ περισσότερον τας χείρας, το πρόσωπον και τα επίλοιπα άπαντα. Ταύτα λέγω δια τινας αδελφάς τας οποίας βλέπω και νηστεύουσι μόνον σωματικώς, αλλά ψυχικώς δεν επιμελούνται αι άφρονες. Προσέχετε, αδελφαί μου, επιμελέστατα, να μη αποκλεισθώμεν έξω του νυμφώνος, ως μωραί και ασύνετοι· έχετε την υπακοήν η μία προς την άλλην και μη επαίρεσθε όταν σας επαινώσιν ούτε να κακίζετε, όταν σας υβρίζουν δικαίως ή αδίκως». Έλεγε δε προς αυτάς και τούτο το αληθινόν παράδειγμα· «Αδελφός τις επήγε να υποταχθή εις φρόνιμόν τινα Γέροντα, όστις τον προσέταξε να δείρη εν είδωλον, το οποίον έτυχε και ήτο εκεί πλησίον των, να το λακτίση και να το υβρίση, ως να του έπταισεν· ο δε νέος υπήκουσε. Τότε του λέγει ο Γέρων· «Εάν δύνασαι και συ να υπομείνης αταράχως, ως τον αδριάντα αυτόν, τας ύβρεις και τας μάστιγας χωρίς αντιλογίας, θέλεις σωθή, ει δ’ άλλως ύπαγε όπου βούλεσαι»· με τοιαύτα και έτερα πλείστα σοφώτατα λόγια εδίδασκε τας αδελφάς η αείμνηστος. Μετά ταύτα έκτισεν η Οσία Εκκλησίαν, δια να ακούωσι την θείαν λειτουργίαν· κατά δε τον καιρόν εκείνον ο κατά σάρκα μεν ομόζυγος και νυμφίος αυτής ηγαπημένος, κατά πνεύμα δε αδελφός της γενόμενος, ο Απελλιανός, ο αοίδιμος και όντως μακάριος, αφήκε τα πρόσκαιρα και απήλθεν εις τα ουράνια· η δε Οσία ηγωνίζετο έτι περισσότερον, έμεινε δε εις το ιερόν έτη τέσσαρα, αγωνιζομένη με νηστείας και προσευχάς όσον ηδύνατο. Είχε δε πόθον να κτίση και Μοναστήριον ανδρών αλλά δεν είχε χρήματα, επειδή όλα τα έδωσεν εις ελεημοσύνας, ο Θεός όμως εφώτισεν άρχοντα τινα και της εχάρισε χρήματα άμετρα και ούτως έκτισε το Μοναστήριον, το οποίον επλήρωσε Μοναχών κατά τον πόθον αυτής· έδωκε δε εις αυτούς νόμους πώς να πορεύωνται. Ενώ δε εμελέτα να ησυχάση, δια να λυτρωθή από τας φροντίδας, της ήλθον γράμματα να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου την εκάλει εις θείος της, Βουλοσιανός καλούμενος, όστις έγινεν έπαρχος της Ρώμης και επήγαινε τότε εις την βασίλισσαν Ευδοκίαν δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν, της έγραφε δε ότι είχε μέγαν πόθον να την ίδη να συνομιλήσωσιν. Η δε Αγία επόθει μεν και αυτή να υπάγη δια να τον επιστρέψη εις την ευσέβειαν, διότι ήτο Έλλην και μόνον δια τας ανδραγαθίας και τον πλούτον του τον έκαμαν έπαρχον, αλλά πάλιν εδειλία, μήπως και δεν ήτο Θεού θέλημα να καταφρονήση την ησυχίαν τότε εις το τέλος της, να υπάγη εις τα βασίλεια. Ηρώτησε λοιπόν περί τούτου Μοναχούς εναρέτους και την συνεβούλευσαν να μη αργοπορήση, διότι θα έκαμνε πολλήν ωφέλειαν· ανεχώρησε λοιπόν από την Ιερουσαλήμ και επορεύετο δια ξηράς, από όσας δε πόλεις και χώρας διήλθεν, εξήρχετο ο ευσεβής λαός μετά των Ιερέων και των Αρχιερέων καθώς και Μοναχοί και Μοναχαί με τιμήν πολλήν και την προσεκύνουν με τόσην ευλάβειαν, ως να ήτο ουράνιος. Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Χαλκηδόνα, εδειλία να υπάγη εις το Βυζάντιον, νομίζουσα άπρεπον πράγμα να εισέλθη εις τοιαύτην πόλιν πολυάνθρωπον και περίφημον μία Ασκήτρια· έμεινεν λοιπόν εις τον Ναόν της πανευφήμου Ευφημίας και προσηύχετο έως το μεσονύκτιον, να την φωτίση ο Κύριος να πράξη το συμφερώτερον, και τότε εξήλθεν ευωδία θαυμάσιος από τον τάφον της Μεγαλομάρτυρος και επλήρωσε την ψυχήν της Οσίας με ευφροσύνην και ηδονήν ανεκλάλητον· όθεν θάρρος λαβούσα, αφ’ ου εξημέρωσε, διήλθεν εις το Βυζάντιον και εύρε τον Βουλοσιανόν ασθενή βαρέως, όστις βλέπων το σχήμα και την μορφήν της εθαύμασε τοιαύτην μεταβολήν παράδοξον· διότι από την πολλήν άσκησιν και κακοπάθειαν ήτο η όψις της εξαίσιον θέαμα· όθεν από την πολλήν του κατάπληξιν εβόησε λέγων· «Ω Μελάνη ηγαπημένη μου! Πως σε ήξευρα και πως κατεστάθης, άσχημος και άμορφος η πρώην ωραία και πάγκαλος»! Τότε η πάνσοφος Μελάνη ευρίσκουσα εκ του λόγου του θείου της πρόφασιν, απεκρίνατο· «Λάβε λοιπόν και συ, μακάριε και προσφιλέστατε θείε μου, ψυχωφελές παράδειγμα από εμέ· διότι δεν θα κατεφρόνουν εγώ τόσην δόξαν, την οποίαν είχα και τόσον πλούτον αμέτρητον, και δεν θα εβασάνιζα την σάρκα μου άσπλαγχνα, εάν δεν ήλπιζα να απολαύσω τα μέλλοντα αγαθά, τα αληθινά και αιώνια, δια τα οποία όχι μόνον εγώ, αλλά και άλλαι πολλαί θυγατέρες βασιλέων κι πλούσιοι άρχοντες, ηγεμόνες και αυτοκράτορες, αφήκαν το βασίλειον ως ευμάραντον και απηρνήθησαν αυτά τα ρευστά και μάταια, δια να κληρονομήσουν τα άφθαρτα και αιώνια». Τοσούτον δε ενουθέτησε και εδίδαξε τον Βουλοσιανόν η Οσία, ώστε τον κατέπεισε με τα πάνσοφα και γλυκύτατα λόγια της να αρνηθή την ασέβειαν και ηδυνήθη μία γυναίκα αδύνατος, υπέρ τόσους μεγάλους άρχοντας και σοφούς διδασκάλους, οίτινες τον εδίδαξαν πρότερον και εξόχως ο μέγας Αυγουστίνος· αλλά και η μήτηρ αυτού του άρχοντος και αυτός ακόμη ο βασιλεύς της Ρώμης πολλά τον εδίδαξαν με νουθεσίας και παραδείγματα διάφορα, αλλά όλοι αυτοί δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσωσι τίποτε· μόνον η μακαρία Μελάνη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, τον έφερεν εις τοσαύτην μετάνοιαν, ώστε έκλαιε πικρώς την προτέραν του αγνωσίαν συλλογιζόμενος. Όθεν αφού τον κατήχησεν ικανώς και τον εστερέωσεν εις την Ορθόδοξον πίστιν, απήλθον εις τον Άγιον Πρόκλον, όστις ήτο τότε Αρχιεπίσκοπος και τον εβάπτισε, και μετανοήσας εξ όλης καρδίας δια τας αμαρτίας του παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ολίγας ημέρας ύστερον, ο δε Δεσπότης Χριστός τον συνηρίθμησε με τους εργάτας της ενδεκάτης ώρας ως πολυέλεος. Πρώτον λοιπόν καλόν το οποίον έκαμεν η Αγία εκεί εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο τούτο· να επιστρέψη προς θεογνωσίαν με ευκολίαν τον θείον της. Δεύτερον καλόν ήτο η κατά των αιρετικών νίκη της, διότι τότε ήτο φυτρωμένη εις τον καλόν σίτον και η του κατηραμένου και δυσσεβούς Νεστορίου αίρεσις, εις την οποίαν ήσαν βυθισμένοι πλήθος αμέτρητον. Η δε Αγία έκαμε τοιαύτην διάλεξιν με τους αιρετικούς, ώστε τους ενίκησε με την σοφίαν των λόγων της και διέλυσεν ως ιστόν αράχνης τα σοφίσματα ή μάλλον ειπείν τα φλυαρήματα εκείνων. Όθεν ο πονηρός διάβολος, τοιαύτην αισχύνην μη υποφέρων, μετεμορφώθη ως άνθρωπος, και εμφανισθείς εις αυτήν την εφοβέρισεν, ότι θα της κάμη όσα κακά δυνηθή. Απελθών λοιπόν εις τον βασιλέα και εις τους άλλους του παλατίου έλεγε πλείστα όσα ψεύματα δια την Αγίαν, ώστε να μη την έχουν ουδόλως εις ευλάβειαν. Έπειτα της προεκάλεσεν δεινήν ασθένειαν· η δε Αγία επικαλουμένη το όνομα του Χριστού ηφάνιζε τον πειράζοντα και έδιδεν εις τους ορώντας πολλήν ωφέλειαν με την αγγελικήν πολιτείαν της. Τρίτον δε καλόν ήτο ότι συνεβούλευσε την βασίλισσαν Ευδοκίαν να υπάγη να προσκυνήση τα Ιεροσόλυμα και άλλας ψυχωφελείς πράξεις να κάμη, εις όλα δε την ήκουσεν η βασίλισσα, διότι την ετίμα ως πνευματικήν της μητέρα. Ταύτα επιτυχούσα η μακαρία Μελάνη επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν της, μετά δε ταύτα δια την αγάπην της επήγεν εκεί η βασίλισσα και παρευρέθη εις τον εγκαινιασμόν της Εκκλησίας· έπειτα η μεν Ευδοκία προσκυνήσασα τους Αγίους Τόπους διεμοίρασεν ελεημοσύνην ανείκαστον και επέστρεψεν εις τα βασίλεια, η δε Αγία προεγνώρισεν εξ Αγίου Πνεύματος, ότι ήλθε το τέλος τής παροικίας της. Επήγε λοιπόν και απεχαιρέτησεν όλους τους σεβασμίους Τόπους, όταν δε ήλθεν η εορτή των Χριστουγέννων εισήλθεν η Οσία εις το άγιον Σπήλαιον και λέγει εις την αδελφήν της, ήτις την ηκολούθει, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον Ποθούμενον. Ταύτα ειπούσα εδεήθη προς τον Δεσπότην με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν, να λάβη την ψυχήν της ως εύσπλαγχνος. Τότε της ήλθεν ολίγη θέρμη, αι δε αδελφαί όλαι συνήχθησαν, τον αποχωρισμόν αυτής οδυρόμεναι, αυτή δε τας παρηγόρησε και τας εδίδαξε πώς να πορεύωνται· έπειτα έκαμεν ευχήν δι’ αυτάς και αυταί δι’ αυτήν και αποχαιρετήσασα όλας παρέδωκεν εις χείρας Χριστού το πνεύμα της, την τελευταίαν ημέραν του Δεκεμβρίου μηνός. Τότε ο Πατριάρχης και όλος ο Κλήρος κι ο λαός, συναχθέντες ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς το πάνσεπτον αυτής Λείψανον. Ο δε πανάγαθος Θεός εθαυμάστωσε την δούλην αυτού προ του τέλους και μετά θάνατον και ετέλεσε θαυμάσια· εθεράπευσε μίαν κόρην, ήτις είχε δεινόν δαιμόνιον και ήτο κλεισμένον το στόμα της τοιουτοτρόπως, ώστε ούτε να ομιλήση λόγον ούτε να φάγη ουδόλως ηδύνατο. Άλλη γυνή πάλιν ήτο έγκυος και απέθανε το βρέφος εις την κοιλίαν της, η δε Αγία έβαλεν επάνω εις την ασθενή την ζώνην της και ευθύς εγέννησε το νεκρόν παιδίον και η γυνή υγιής εγένετο. Αυτά και έτερα έκαμεν όταν έζη η Οσία, τα δε μετά θάνατον είναι αμέτρητα, τα οποία αφήκαμεν δια συντομίαν και από ταύτα ημπορεί να εννοήση έκαστος την προς τον Θεόν παρρησίαν της Οσίας και πόσον εισηκούετο η προσευχή της από τον Δεσπότην Χριστόν τον Νυμφίον της. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Ιανουαρίου την κατά σάρκα ΠΕΡΙΤΟΜΗΝ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡ

Δημοσίευση από silver »


Περιτομήν την κατά Σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον, αδελφοί, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού Νόμου, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής Περιτομής αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν Περιτομήν, ήτοι το άγιον Βάπτισμα. Ταύτην, την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί παρά των Αγίων Πατέρων να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος, ως και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην ως μίαν των Δεσποτικών εορτών δια τον ημάς τιμήσαντα Κύριον δια μέσου αυτής. Διότι, καθώς ο Κύριος κατεδέχθη δι’ ημάς την ένσαρκον αυτού Αγίαν Γέννησιν και έλαβεν όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως, όσα ήσαν όλως αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επησχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την Περιτομήν. Έλαβε δε ο Κύριος την Περιτομήν δια δύο αίτια· πρώτον μεν, διότι ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να είπωσιν, ότι δεν έλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν, αλλά κατά φαντασίαν (οι οποίοι ήσαν ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι), διότι πως ήθελε περιτμηθή, εάν δεν ελάμβανε σάρκα αληθινήν; Και δεύτερον, ίνα επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες κατηγόρουν τον Κύριον, ότι δεν φυλάττει το Σάββατον, και ότι παραβαίνει τον Νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν, διότι ο Κύριος εφύλαττε τον Νόμον έως και εις αυτήν την Περιτομήν. Δια τούτο λοιπόν μεθ’ ημέρας οκτώ από της εκ Παρθένου Γεννήσεώς του, ηυδόκησεν ο Κύριος να φερθή υπό της Μητρός Του και του Ιωσήφ εις τον διωρισμένον εκείνον τόπον, όπου ήτο συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, ένθα περιετμήθη και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς, το οποίον εκάλεσεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ότε ευηγγέλισετην Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Μετά δε την Περιτομήν ο Κύριος ευρίσκετο μετά των γονέων του και έζη ανθρωπίνως προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών· «Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. β:52).
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”