Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (16η) του Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΓΓΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Αγγαίος ο Άγιος Προφήτης κατήγετο από την ιερατικήν φυλήν του Λευϊ, εγεννήθη δε εις την Βαβυλώνα, μετά την αιχμαλωσίαν των Ισραηλιτών. Νέος δε έτι ων, μετέβη εκ της Βαβυλώνος εις την Ιερουσαλήμ μετά των άλλων Ιουδαίων και προεφήτευσε μετά του Προφήτου Ζαχαρίου έτη τριάκοντα εξ, προλαβών την έλευσιν του Χριστού έτη τετρακόσια εβδομήκοντα. Φανερώς δε προεφήτευσε δια την από Βαβυλώνος επιστροφήν των Ιουδαίων και είδεν εκ μέρους την δευτέραν οικοδομήν του Ναού· αποθανων δε ετάφη ενδόξως πλησίων εις τους τάφους των ιερέων, καθότι και αυτός, ως είπομεν, ήτο από γένος ιερατικόν. Ούτος κατά τα χαρακτηριστικά του σώματος ήτο δασύς την κόμην, γέρων πολύ, στρογγύλον έχων το γένειον· κατά τον ηθικόν χαρακτήρα έντιμος, κατά την αρετήν περιφανής, αγαπώμενος παρά πάντων, τιμώμενος ως ένδοξος και μέγας Προφήτης. Αγγαίος δε ερμηνεύεται εορτή ή εορταζόμενος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Τριών Παίδων ΑΝΑΝΙΟΥ, ΑΖΑΡΙΟΥ, ΜΙΣΑΗΛ και ΔΑΝΙΗΛ του Προφήτου

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΖ΄ (17η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων Τριών Παίδων ΑΝΑΝΙΟΥ, ΑΖΑΡΙΟΥ, ΜΙΣΑΗΛ και ΔΑΝΙΗΛ του Προφήτου.

Δανιήλ ο μακάριος Προφήτης ήτο από την βασιλικήν φυλήν του Ιούδα, καταγόμενος από γένος ευρισκόμενον εις την βασιλικήν υπηρεσίαν και εγεννήθη εις Βηθαράν την ανωτέραν. Ενώ δε ακόμη ήτο νήπιον, απήχθη αιχμάλωτος εκ της Ιουδαίας εις την Βαβυλώνα και εκεί προεφήτευσεν έτη εβδομήκοντα· προέλαβε δε την Γέννησιν του Χριστού τετρακόσια εξήκοντα έτη. Ήτο δε ανήρ τοσούτον σώφρων, ώστε οι Ιουδαίοι ενόμιζον, ότι είναι ευνούχος. Επένθησε πολύ δια την αιχμαλωσίαν των ομοφύλων του Εβραίων, ενήστευε δε από πάσαν επιθυμητήν τροφήν· και ήτο μεν ξηρός κατά το σώμα, εφαίνετο όμως πολύ ωραίος με την Χάριν του Υψίστου Θεού. Οι δε Άγιοι ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΕΣ ήσαν Ιεροσολυμίται, υιοί πατρός μεν Εζεκίου του βασιλέως, μητρός δε Καλλινίκης. Ο δε πατήρ αυτών Εζεκίας ασθενήσας και ειπών προς τον Θεόν μετά δακρύων, ότι εφύλαξε τα αρεστά ενώπιον αυτού, έλαβε προσθήκην της ζωής του δεκαπέντε έτη. Όταν δε η αγία πόλις των Ιεροσολύμων εκυριεύθη υπό του Ναβουχοδονόσορος βασιλέως των Βαβυλωνίων και Ασσυρίων, απήχθησαν και ούτοι οι Τρεις Παίδες αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα μετά του Προφήτου Δανιήλ· εκεί δε κατεστάθησαν επιστάται των πραγμάτων του βασιλέως δια την αρετήν και φρόνησίν των και μάλιστα δια την μεσιτείαν του Δανιήλ. Επειδή δε κατεφρόνησαν την χρυσήν εικόνα του βασιλέως, την οποίαν προσέταξε να προσκυνώσιν όλοι οι λαοί εις την πεδιάδα Δεηρά, ερρίφθησαν εις κάμινον, επταπλασίως καιομένην, εντός της οποίας δροσιζόμενοι από καταβάντα θείον Άγγελον έψαλλον τον παγκόσμιον ύμνον, συγκαλούντες όλα τα κτίσματα εις δοξολογίαν Θεού. Τότε βλέπων ο βασιλεύς το παράδοξον τούτο θαύμα ωμολόγησεν, ότι είναι μέγας ο Θεός ο υπ΄ αυτών προσκυνούμενος. Ο δε θείος Δανιήλ, καίτοι συζήσας και συναναστραφείς μετά των ανωτέρω Αγίων Τριών Παίδων και γενόμενος αίτιος να τιμηθώσι δια της μεσιτείας του, ως είπομεν, εν τούτοις δεν ερρίφθη μετ΄ αυτών εις την κάμινον καθώς και η θεία Γραφή δεν αναφέρει τούτο. Η αιτία δε δια την οποίαν δεν ερρίφθη εις την κάμινον ο Δανιήλ είναι η εξής, όπερ συνάδει και με την αλήθειαν. Επειδή ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ ωνόμασε τον Δανιήλ Βαλτάσαρ, ως είναι γεγραμμένον· ¨Και ο βασιλεύς επέθηκεν όνομα αυτώ Βαλτάσαρ» (Δαν. ε: 12), το δε όνομα αυτό ήτο γνώρισμα εξόχου τιμής και όνομα του θεού αυτών, κατά το ρητόν «Έως ήλθε Δανιήλ, ου το όνομα Βαλτάσαρ, κατά το όνομα του θεού μου» (Δαν. δ: 5), τούτου ένεκα, ίνα μη φανή εις τους Πέρσας τους θεόν νομίζοντας το πυρ, ότι έσβεσε την φλόγα της καμίνου ο των Βαβυλωνίων θεός, ο καλούμενος Βαλτάσαρ, δια τούτο ωκονομήθη παρά της θείας Προνοίας να μη ριφθή εις την κάμινον μετά των Αγίων Τριών Παίδων ο Προφήτης Δανιήλ, ο έχων το όνομα τούτο· αλλ΄ ουδέ εις την ιστορίαν την περί της καμίνου λεγομένην αναφέρεται διόλου ο Δανιήλ. Οι δε Άγιοι Τρεις Παίδες, αφού ελυτρώθησαν παραδόξως και υπερφυσικώς από την κάμινον του πυρός, πάλιν αποκατεστάθησαν εις την προτέραν των δόξαν· και διανύσαντες την ζωήν των εντίμως, ετελεύτησαν εν ειρήνη καθώς και ο Προφήτης Δανιήλ. Λέγουσι δε τινες, ότι μετά τον θάνατον του Ναβουχοδονόσορος και των λοιπών βασιλέων, οι οποίοι ετίμων τους Αγίους Τρεις Παίδας, έγινεν άλλος βασιλεύς, Αττικός ονομαζόμενος. Ούτος εξετάσας τους τρεις Αγίους τούτους και ελεγχθείς υπ΄ αυτών δια την ασέβειάν του, προσέταξε να κοπή η κεφαλή του Αγίου Μισαήλ, την οποίαν εδέχθη ο Άγιος Αζαρίας απλώσας το φιβλατόριόν του, ήτοι τον επενδύτην του (διότι φίβλα λατινιστί λέγεται η πόρπη και το επανωφόριον)· ομοίως επρόσταξε να κοπή και η κεφαλή του Αγίου Αζαρίου, την οποίαν εδέχθη ο θείος Ανανίας, ύστερον δε και αυτός ο Ανανίας απεκεφαλίσθη. Λέγουσι δε και τούτο, ότι αφ΄ ου εκόπησαν αι τίμιαι κεφαλαί των Αγίων Τριών Παίδων τούτων, πάλιν προσεκολλήθησαν εις τα σώματά των και Άγγελος Κυρίου παρέλαβε τα αυτών λείψανα και τα μετέφερεν εις το όρος Γεβάλ, ένθα τα έθηκεν υποκάτω εις πέτραν. Αφ΄ ου δε παρήλθον τετρακόσια έτη, ανέστησαν και αυτοί, κατά την εκ του τάφου έγερσιν του Κυρίου, μετά των άλλων Προπατόρων, και ύστερον πάλιν απέθανον. Τούτων των τεσσάρων την μνήμην παρελάβομεν από τους θεοφόρους Πατέρας να εορτάζωμεν επτά ημέρας προ της κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, επειδή και αυτοί, ως νομίζω, κατήγοντο εκ της βασιλικής φυλής του Ιούδα, αφ΄ ης κατήγετο και ο Κύριος ημών κατά το ανθρώπινον. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ και των συν αυτώ.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΗ΄ (18η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ και των συν αυτώ.
H Αγία Μάρτυς Ζωή. Ο Άγιος Μάρτυς Τραγκυλίνος. Ο Άγιος Μάρτυς Κλαύδιος. Ο Άγιος Μάρτυς Τιβούρτιος. Ο Άγιος Μάρτυς Κάστουλος. Οι Άγιοι Μάρτυρες Μάρκος και Μαρκελλίνος.

Σεβαστιανός ο ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου και οι μετ΄ αυτού συναθλήσαντες και ανωτέρω αναφερόμενοι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τον καιρόν των αντιχρίστων βασιλέων Διοκλητιανού (284- 305) και Μαξιμιανού (286- 305), οίτινες υπερτέρησαν εις κακίαν και απανθρωπίαν πάντας τους προ αυτών βασιλείς, διότι τόσον διωγμόν εκίνησαν κατά των Χριστιανών οι άχρηστοι και ασύνετοι, ώστε δεν εχωρούσαν οι Άγιοι εις τα δεσμωτήρια. Ούτοι οι κάκιστοι τύραννοι είχον προστάξει πάντας τους υπ΄αυτούς ηγεμόνας και άρχοντας, να μη εξετάζουν άλλας αναγκαίας υποθέσεις των πόλεων ούτε δια φόνους, ούτε δι΄ άλλα πταίσματα, ή κρίσεις ετέρας, ειμή μόνον να αναζητούν και να καταδικάζουν τους Χριστιανούς με διάφορα παιδευτήρια και να τους βιάζουν με κάθε τρόπον να προδίδωσι την ευσέβειαν. Όθεν οι των ασεβών βασιλέων παρανομώτεροι υπηρέται και απάνθρωποι άρχοντες, δια να δείξουν προς εκείνους ευπείθειαν, εβασάνιζαν ποικιλοτρόπως τους ανευθύνους οι υπεύθυνοι, και άλλους έψηναν εις τους άνθρακας, άλλους ελιθοβόλουν και ετόξευον, άλλων διετρύπων με πυρωμένας σούβλας τους αστραγάλους και τα ωτία, άλλων ανέσπων τους οδόντας και τους όνυχας, άλλους έρριπτον εις ποταμούς και θαλάσσας, άλλους κατέκοπτον μεληδόν και εξέσχιζον τας σάρκας των και με ένα λόγον τους εβασάνιζαν τόσον, ώστε μόνον να ήκουε κανείς τας βασάνους αυτών συνεπόνει και έτρεμεν από τον φόβον. Οι μακάριοι, όμως, και γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί δεν εσκέπτοντο ουδόλως τον πρόσκαιρον θάνατον, δια να λυτρωθώσιν από τον αιώνιον· δεν ελυπούντο γυναίκας, τέκνα, γονείς και αδελφούς, ούτε τα ίδια σώματα, ακούοντες τον Δεσπότην Χριστόν λέγοντα· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος· και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος και ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ι: 37-38). Όθεν εδίδοντο προθύμως και εθελουσίως εις θάνατον, δια να ζήσουν αιώνια, καθώς έκαμαν και ούτοι οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι, ο αήττητος Σεβαστιανός και οι τούτου Συμμάρτυρες, τους οποίους δεν εχαύνωσε στοργή γονέων και συγγενών, ούτε φίλτρον τέκνων και γυναικών, οίτινες έκλαιον έμπροσθέν των γοερώς, δια να τους εμποδίσουν από τον θάνατον· αλλ΄ αυτοί οι γενναίοι και πάνσοφοι επροτίμησαν τον ένθεον έρωτα από την της σαρκός ηδυπάθειαν και την ρέουσαν απόλαυσιν, πόθω πόθον αντωσάμενοι και προσκαίρους μισήσαντες ηδονάς, ίνα τον ποθούμενον Χριστόν απολαύσωσιν εις αιώνα τον ατελεύτητον. Ακούσατε λοιπόν μετά πάσης προσοχής και ευλαβείας την ηδυτάτην ταύτην και ψυχωφελεστάτην διήγησιν. Ούτος ο πανσέβαστος Σεβαστιανός ήτο άνθρωπος περιφανής και περίβλεπτος εις την μεγαλόπολιν των Μεδιολάνων και εις τόσην ευλάβειαν τον είχον οι τύραννοι, ώστε τον είχον φίλον πιστότατον. Δια δε την ευταξίαν αυτού, και διότι ήτο από αίμα ευγενικόν και έκλαμπρον, τον εψήφισεν ο Διοκλητιανός προεστώτα παντός του στρατιωτικού καταλόγου, ήτοι στρατηγόν. Υπηρέτει λοιπόν το οφφίκιόν του προθύμως, Χριστιανός ων κρυφίως, εις δε το φαινόμενον εδεικνύετο ειδωλολάτρης, ουχί δια φόβον τινά των επαπειλουμένων κολαστηρίων, αλλά δια να βοηθή τους Αγίους, ασεβής αυτός νομιζόμενος, να τους ενθαρρύνη εις το Μαρτύριον, και να ελκύη πολλούς προς ευσέβειαν, επί όσον καιρόν θα ηδύνατο να καλύπτη την τοιαύτην υπόκρισιν· έπειτα δε, αφού γίνη γνωστόν ότι είναι Χριστιανός, να παρρησιασθή εις την ευσέβειαν και να λάβη του Μαρτυρίου τον στέφανον. Πολλάκις λοιπόν επήγαινεν εις τα δεσμωτήρια, εις τα οποία ήσαν φυλακισμένοι Χριστιανοί και τους ενουθέτει και τους παρεκίνει με λόγια πάνσοφα να φυλάττωνται ακριβώς και να μη δειλιώσι τα προσωρινά κολαστήρια, αλλά να καταφρονήσουν πάντα τα ηδέα της σαρκός ως ψυχοβλαβή και φθειρόμενα, δια να απολαύσωσι μετά θάνατον τα αθάνατα και αιώνια. Πολλούς όθεν εκ των Αγίων Μαρτύρων εστερέωσεν ο Σεβαστιανός με τους λόγους του, οίτινες εκινδύνευον να στερηθούν των στεφάνων της νίκης δι΄ αγάπην των φίλων και συγγενών ή εκ του φόβου των ποικίλων τιμωριών και τους έκαμε να μη δειλιάσωσιν, αλλά να χύσουν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των και εξόχως δύο περιφήμους αδελφούς, οίτινες ήσαν από τους πρώτους της Ρώμης, Μαρκελλίνος και Μάρκος καλούμενοι, πατρός μεν Τραγκυλίνου, μητρός δε Μαρκίας ονόματι, οι οποίοι, καθώς ήσαν αδελφοί κατά την σάρκα, ούτω και εις την ευσέβειαν είχον γνώμην στερεάν και ανίκητον. Τούτους εβασάνισε διαφόρως ο έπαρχος της πόλεως Χρωμάτιος με κολαστήρια πάνδεινα και δεν ηδυνήθη να τους νικήση ούτε με απειλάς τιμωτιών, ούτε με δώρα και κολακείας· όθεν κατεδίκασεν αυτούς εις θάνατον ο ασύνετος και προσέταξε να θανατωθούν εντός τριάκοντα ημερών, να δημευθή δε ολόκληρος η περιουσία των και να μη λάβουν εξ αυτής οι συγγενείς των τίποτε απολύτως, προσέταξε μάλιστα τούτους να πηγαίνουν καθ΄ εκάστην εις την φυλακήν προσπαθούντες να τους διαστρέψουν από την γνώμην των με λόγια παραπονετικά και δάκρυα. Ταύτην δε την διορίαν έδωκεν ο πονηρός έπαρχος, δια να δελεασθώσιν από τα δάκρυα των γυναικών και των τέκνων των και να αρνηθούν την ευσέβειαν. Καθ΄ όλας λοιπόν τας τριάκοντα εκείνας ημέρας είχον οι Μάρτυρες μεγάλον και άμετρον πόλεμον από τους συγγενείς και φίλους αυτών. Και πρώτον μεν εισελθών εις την φυλακήν ο πατήρ αυτών ωδύρετο δια την στέρησιν των τέκνων του λέγων προς αυτούς τοιαύτα παραπονετικά λόγια: «Ω τέκνα μου ηγαπημένα, δεν λυπείσθε το άθλιον γήρας μου; Ποίαν άλλην βακτηρίαν και βοήθειαν να εύρω; Τις να κληρονομήση το πράγμα μου; Συμπονέσατε και ευσπλαγχνισθήτε, τέκνα μου, εμέ τον δυστυχή, όστις σας ανέθρεψα· διατί υπάγετε θεληματικώς σας εις θάνατον; Διατί δεν λυπείσθε την νεότητά σας, το γήρας μου, τας γυναίκας και τα τέκνα σας, αίτινες θρηνούσιν ακαταπαύστως απαρηγόρητα; Διατί να στερηθήτε τα τερπνά του κόσμου, την γλυκυτάτην ζωήν και να φάγουν οι εχθροί σας τον πλούτον σας, εγώ δε να ζημιωθώ εν μια ημέρα το πράγμα, την ζωήν και τα τέκνα, το φως των οφθαλμών μου»; Αφού είπε ταύτα ο πατήρ, αρχίζει και η μήτηρ τον θρήνον απαρηγόρητα, ανασπώσα δε τας τρίχας της κεφαλής και τας σάρκας ξεσχίζουσα, εδείκνυε τους μαστούς της λέγουσα· «Σκεφθήτε, τέκνα μου φίλτατα, τους πόνους τους οποίους υπέφερα δια να σας γεννήσω, να σας θηλάσω και να σας αναθρέψω η τάλαινα». Τοιαύτα και έτι περισσότερα έλεγον οι γονείς, ίνα παρακινήσουν αυτούς εις συμπάθειαν. Αι γυναίκες πάλιν έκαμνον θρήνον αμέτρητον και βαστάζουσαι τα τέκνα εις τας αγκάλας των έλεγον ταύτα ολοφυρόμεναι. «Ω ομόζυγοι φίλτατοι, διατί φαίνεσθε προς ημάς και προς εαυτούς τόσον άσπλαγχνοι; Εάν είχατε τοιαύτην ανόητον γνώμην, να θανατωθήτε άωρα και άκαιρα, δια ματαίαν ελπίδα μελλούσης ζωής, την οποίαν δεν γνωρίζετε εάν είναι αληθής, διατί μας εβάλετε εις τα βάσανα; Πώς να ίδωμεν τον πικρόν και άδικον θάνατόν σας; Πώς να υπομείνωμεν την χηρείαν αι τάλαιναι; Πώς να θρέψωμεν τα τέκνα σας; Κάμετε εις ημάς ευσπλαγχνίαν και συμπονέσατε ημάς, εάν δεν λυπήσθε την σάρκα σας· και καν θανατώσατέ μας πρότερον, να μη ίδωμεν το τέλος σας, διότι μίαν ημέραν δεν θέλομεν ζήσει οπίσω σας, αλλά θέλομεν παρακαλέσει τους δημίους να κόψωσι και ημάς με το αυτό ξίφος ή εάν παρακούσωσι, καν ημείς να θανατωθώμεν ανηλεώς». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσι από το εν μέρος αι γυναίκες και από το έτερον οι συγγενείς και φίλοι έκαμον τους ακροατάς και εδάκρυσαν, εξόχως δε οι Μάρτυρες, ως άνθρωποι και αυτοί σάρκα φορούντες, συνεπόνεσαν τας γυναίκας και τα τέκνα των και εκ των οφθαλμών αυτών έρρεον κρουνηδόν τα δάκρυα. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός ταύτα βλέπων εφοβήθη, μήπως και νικηθώσιν από την χαυνότητα της σαρκός και προδώσωσι την ευσέβειαν· όθεν έκρινεν επιβεβλημένον εκ της ανάγκης ταύτης να φανερωθή ποίος ήτο και να κηρύξη την αλήθειαν, δια να στερεώση τους Μάρτυρας. Όθεν είπε ταύτα προς τους συγγενείς αυτών και ομαίμονας· «Ω άνθρωποι, εάν ήτο μόνον ο βίος ούτος και η ζωή μας αιώνιος, το πρέπον ήτο να εμποδίζετε τους συγγενείς σας από τον θάνατον· αλλ΄ επειδή αυτή η ζωή αφανίζεται και ως όνειρον παρέρχεται, μας αναμένει δε άλλη ζωή μετά θάνατον ατελεύτητος και πανευφρόσυνος, διατί να εμποδίζετε τους γενναίους αγωνιστάς και να γίνετε αίτιοι τοσαύτης ζημίας εις αυτούς; Όστις βασανισθή δια τον Χριστόν, κληρονομεί την ουράνιον Βασιλείαν και όποιος τον αρνηθή, υπάγει εις κόλασιν αιώνιον. Ναι, αψευδέστατα, τούτο είναι της Πίστεως ημών το κεφάλαιον και εγώ περί τούτου σας εγγυώμαι, διότι κατ΄ αλήθειαν αυτό μας πείθει να καταφρονώμεν τα γήϊνα, το ότι δηλαδή πορευόμεθα εις άλλην ζωήν αιώνιον, εις την οποίαν μέλλει να λάβη έκαστος τας αμοιβάς τών καμάτων του. Εις τον τόπον αυτόν υπάγουσι και ούτοι οι μακάριοι να αγάλλωνται με τον Χριστόν πάντοτε και τότε ενθυμούμενοι τους γονείς, τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, θα πρεσβεύουσιν εις τον Θεόν δια σας, να σας δώση παν αγαθόν και πάσαν μακαριότητα. Λοιπόν παύσατε τα δάκρυα δια να μη σμικρύνετε την προθυμίαν αυτών και μη νομίσητε ότι θα λείψωσιν από σας, εάν και προς ώρας τελειωθώσιν. Όχι κατά αλήθειαν, αλλά μάλιστα θέλουν είναι φύλακες και σωτήρες σας εις την ζωήν ταύτην από την σήμερον και θα παραστέκωσιν αοράτως, δια να σας φυλάττωσι, και πάλιν όταν τελειώση ο βίος σας, να σας υποδεχθούν εις εκείνας τας αιωνίους μονάς, να γίνητε κοινωνοί της ευφροσύνης και τερπνότητος αυτών». Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος προς τους συγγενείς των Μαρτύρων· έπειτα λέγει προς εκείνους· «Βλέπετε, στρατιώται του Χριστού γενναίοι, τα σοφίσματα του πονηρού, πως πάσχει να εμποδίση την σωτηρίαν σας; Εκείνο όπερ δεν ηδυνήθη να σας κάμη με τόσας βασάνους και παιδευτήρια, τα οποία σας έδωσαν οι εχθροί σας, δοκιμάζει να επιτύχη με τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων σας· αλλά σεις ως γνωστικοί εννοήσατε τας πανουργίας αυτού και γνωρίσατε, ότι με κάθε τρόπον και μηχανήν σας επιβουλεύεται ο αλιτήριος και μάλιστα τώρα, βλέπων ότι εφθάσατε εις το τέλος των αγώνων, μη υποφέρων την αισχύνην, διότι ενικήθη, σπουδάζει να σας κάμη να απολέσετε τον μισθόν του κόπου σας, αφού υπεμείνατε τόσους ξεσχισμούς και μάστιγας και να στερηθήτε τον Ποιητήν και Σωτήρα σας. Όθεν, τούτο γνωρίζοντες, σταθήτε ανδρείοι και μη λυπηθήτε την σάρκα, ήτις καν αύριον, καν μεθαύριον, μέλλει να γίνη σκωλήκων βρώμα. Ο πόνος είναι μίαν ημέραν, η δε ανταπόδοσις αιώνιος· ει δε και στραφήτε εις τα οπίσω και προτιμήσητε την πρόσκαιρον απόλαυσιν, αυτή μεν ως σκιά αφανίζεται, η δε παίδευσίς σας θέλει είναι ακατάπαυστος εις εκείνην την αιώνιον και ατελεύτητον κόλασιν».Ταύτα και πλείονα έτερα λέγοντος του Αγίου με μεγάλην και ρητορικήν φωνήν, ήλθε φως λαμπρότατον ουρανόθεν και τον εκύκλωσεν, εφάνη δε και νέος τις θαυμάσιος, όστις ίστατο πλησίον αυτού, του οποίου έλαμπε το πρόσωπον και τα ιμάτια τόσον, ώστε εξεπλάγησαν όσοι τον έβλεπον, γνωρίσαντες ότι τούτο ήτο έργον της άνωθεν Χάριτος, και εμαρτύρει ότι έλεγεν ο Σεβαστιανός την αλήθειαν. Επηκολούθησε δε και τεράστιον τι μνήμης άξιον, το οποίον έκαμε μάλιστα τους παρόντας και επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, ήτοι γυνή τις Ζωή καλουμένη, σύζυγος Νικοστράτου, όστις είχεν εις την οικίαν του τούς Αγίους να τους φυλάττη, έχουσα δεινήν ασθένειαν, δεν ήκουεν, ούτε να ομιλήση ποσώς ηδύνατο, και τότε εκ θείας δυνάμεως ήκουσε τα λόγια του Αγίου και της εφαίνοντο αληθέστατα και μη δυναμένη να τον ευφημήση με την γλώσσαν, έκαμε νεύματα με τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τους παρεστώτας, ότι ο Άγιος έλεγε την αλήθειαν· έπειτα προσεκύνησεν αυτόν με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο θέλημα Θεού να θεραπευθή η γυνή εκείνη, δια να πιστεύσουν όσοι ίδωσι τοιούτον θαυμάσιον, προσέταξεν αυτήν να συαθή εις το μέσον και της λέγει εις επήκοον πάντων· «Εις το όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού, ομίλησον». Και παρευθύς, ω του θαύματος! μείνασα υγιής από πάσαν ασθένειαν, ωμίλησεν ανεμποδίστως και εξεστησαν άπαντες, εξόχως δε ο Νικόστρατος, όστις δοξάζων τον Θεόν προσεκύνησε τους Αγίους, ζητών των προτέρων αγνοημάτων την συγχώρησιν και ανοίξας τας θύρας της φυλακής τους παρεκάλει να φύγωσι, προτιμών να θανατώση αυτόν η κρίσις, δια να συγχωρήση ο Δεσπότης τας αμαρτίας του. Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μη γένοιτο, αδελφέ, να ζημιωθώμεν τον της Αθλήσεως στέφανον. Ημείς θεληματικώς δια την αγάπην του Θεού και Σωτήρος μας λαμβάνομεν ως πολυτίμητον δώρον τον θάνατον. Λοιπόν ύπαγε, φέρε όλους τους φυλακισμένους εδώ δια να ίδουν και αυτοί και να στερεωθούν καλλίτερα, έπειτα παρρησιάσου εις τους διώκτας, δια να λάβης ενδοξότερον στέφανον». Ούτω λοιπόν εποίησεν ο Νικόστρατος, ο δε Σεβαστιανός τους εδίδασκε να μείνουν έως τέλους εις την Πίστιν ασάλευτοι, όσοι δε εξ αυτών ήσαν αβάπτιστοι να νηστεύσουν δύο τρεις ημέρας δια να λάβουν το άγιον Βάπτισμα. Μαθών ταύτα ο έπαρχος Χρωμάτιος εκάλεσε τον Νικόστρατον και τον ηρώτησε διατί έφερε τους δεσμίους όλους εις την οικίαν του· ο δε απεκρίνατο· «Δια να βλέπωσιν άπαντες τα κολαστήρια όργανα και τας πληγάς, τας οποίας λαμβάνουν οι άλλοι, να φοβούνται και να προσκυνούν τα είδωλα». Ταύτα ακούσας ο έπαρχος επήνεσεν αυτόν, ότι έκαμε φρόνιμα. Ο δε μακάριος Νικόστρατος είχεν εγκάρδιον τινα φίλον, Κλαύδιον καλούμενον, όστις ήτο κομενταρήσιος και επόθησε να τον κάμη και εκείνον Χριστιανόν· είπε λοιπόν προς αυτόν πολλούς ψυχωφελείς λόγους, επαινών τον Άγιον Σεβαστιανόν ως φιλόθεον, ότι αυτός ηρνήθη την φιλίαν των βασιλέων και κατεφρόνησε τοιαύτην δόξαν και πλούτον και δυναστείαν και ευρίσκετο με τους Χριστιανούς, παρακινών αυτούς προς την ευσέβειαν, όχι μόνον με λόγους, αλλά και με εξαίσια θαύματα. Ταύτα ακούσας ο Κλαύδιος ετρώθη την καρδίαν θεϊκόν έρωτα και δραμών εις τον οίκον του, επήρε τους δύο υιούς του, οι οποίοι ήσαν ασθενείς και είχον ο μεν εις ύδρωπα, ο δε άλλος λέπραν, και τους επήγεν εις την οικίαν του Νικοστράτου, παρακαλών τους Αγίους να τους θεραπεύσουν και ομολογών την ευσέβειαν. Ήσαν δε εκεί συνηγμένοι πλήθος πολύ κατηχούμενοι και τους εβάπτιζεν ενάρετος τις Ιερεύς ονόματι Πολύκαρπος, όστις εβάπτισε και τους δύο παίδας του Κλαυδίου και παρευθύς εθεραπεύθησαν όχι μόνον αυτοί, αλλά και όσοι είχον ασθένειαν, εμβαίνοντες εις την ιεράν κολυμβήθραν, εξήρχοντο υγιείς ψυχή τε και σώματι και πάντες εδόξαζον τον Θεόν, εξόχως δε ο Κλαύδιος, όστις εβαπτίσθη βλέπων εις τους υιούς αυτού τοιαύτην θαυμάσιαν θεραπείαν και ψυχοφελή ίασιν. Αφού δε παρήλθον αι τριάκοντα ημέραι της διορίας, προσκαλέσας τον Τραγκυλίνον ο έπαρχος και μη γνωρίζων ότι είχε γίνει Χριστιανός, ηρώτησεν αυτόν δια τους υιούς του, εάν εδέχοντο να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε απεκρίνατο· «Μακάριοι όντες εκείνοι, ότι εγνώρισαν την αλήθειαν και ωδήγησαν και εμέ τον ανάξιον να γνωρίσω τον παντοδύναμον Θεόν, τον οποίον προσκυνώ και σέβομαι εξ όλης μου της καρδίας». Λέγει ο έπαρχος· «Ετρελλάθης, ταλαίπωρε, και επίστευσες και συ εις την κακοδαίμονα ταύτην θρησκείαν; Τι έπαθες»; Του λέγει ο Τραγκυλίνος· «Αυτήν την γνώμην είχα και εγώ πρότερον, ω δικαστά, νομίζων τους Χριστιανούς πεπλανημένους και άφρονας· αλλά τώρα, βλέπων ότι και ο περιφανής Σεβαστιανός έγινε δούλος του Χριστού, καταφρονήσας τον πλούτον, την δόξαν και πάσαν απόλαυσιν και διδαχθείς υπ΄ αυτού ηννόησα την λήθειαν, γνωρίσας ότι η πίστις σας είναι ρυπαρά και βέβηλος, η δε των Χριστιανών σεμνή και σεβάσμιος». Λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Από ποία έργα επείσθης να προσκυνήσης Θεόν εσταυρωμένον και κακοθάνατον»; Ο δε απεκρίνατο· «Εάν ορίζης να ακροασθής με μακροθυμίαν, χωρίς να σκανδαλίζεσαι, θέλω σου αποδείξει αυτόν τον εσταυρωμένον Θεόν αληθή και Βασιλέα πάσης της κτίσεως». Ταύτα ακούων ο έπαρχος ήρχισεν να λαμβάνη θείον φωτισμόν εις την ψυχήν αυτού και λέγει προς τον Μάρτυρα· «Λέγε μοι, άνθρωπε, μετά παρρησίας τα του Θεού σου, διότι ποθώ να εννοήσω και εγώ την αλήθειαν». Ο δε Τραγκυλίνος απεκρίνατο· «Επειδή η καλωσύνη σου μού έδωκεν άδειαν, άκουσον δι΄ ολίγων λόγων το της θείας οικονομίας μυστήριον, να γνωρίσης ότι μόνον ο Χριστός είναι Θεός αληθέστατος». Ταύτα λέγων διηγήθη πως έκαμεν ο Θεός όλον τον κόσμον εκ του μη όντος και πως έπλασε τον άνθρωπον και πάλιν τον ανέπλασεν εις το είναι με το εκούσιον αυτού Πάθος· έπειτα ανελήφθη πάλιν εις τους ουρανούς μετά την τριήμερον Έγερσιν. Αφού δε είπεν ο τίμιος γέρων τα περί της Πίστεώς μας μυστήρια, λέγει και ταύτα· «Εάν δεν πιστεύης, εκλαμπρότατε έπαρχε, τα του Χριστού μου θαυμάσια, καν το εις εμέ γενόμενον πίστευσον, όστις ήμην, καθώς ηξεύρεις, έως προχθές παράλυτος και ακίνητος και τώρα τελείως εθερα[εύθην με την χάριν του θείου Βαπτίσματος». Ταύτα ακούων ο έπαρχος έμεινεν πολλήν ώραν άφωνος, γνωρίσας την αλήθειαν. Προσέταξεν δε να αναχωρήσουν όλοι εκείθεν, λέγει ταύτα προς τον Τραγκυλίνον· «Εγνώρισα, αδελφέ, ότι μεγάλη είναι η Πίστις των Χριστιανών και άλλος Θεός δεν είναι, μόνον εκείνος, τον οποίον αυτοί σέβονται. Εάν λοιπόν ποθής να γίνω συγκοινωνός σου εις ταύτην, φέρε μου αύριον δύο Χριστιανούς όσον δύνασαι κρυφίως ώστε να μη τους ίδη κανείς, δια να λάβω παρ΄ αυτών το άγιον Βάπτισμα». Απελθών λοιπόν ο Τραγκυλίνος ανήγγειλεν εις τους Αγίους την υπόθεσιν, οίτινες εχάρησαν μαθόντες ότι ο πρότερον διώκτης αυτών και αντίπαλος γίνεται εις ολίγον βοηθός της Πίστεως και συνήγορος. Όθεν ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ΄ όλην την νύκτα, εδοξολόγησαν τον Κύριον, την δε πρωϊαν λαβών ο Τραγκυλίνος τον Σεβαστιανόν και τον Πολύκαρπον, επήγαν εις τον έπαρχον, όστις ιδών αυτούς ηγέρθη μετά πάσης χαράς και πεσών εις τους πόδας αυτών εδέετο να του δώσουν την υγείαν της ψυχής και του σώματος, διότι όλον του το σώμα ήτο πρησμένον και φουσκωμένον τόσον, ώστε δεν ηδύνατο σχεδόν να περιπατήση. Οι δε είπον προς αυτόν ότι, εάν πιστεύση εις τον Χριστόν εξ όλης καρδίας, θέλει λάβει παρ΄ Αυτού την θεραπείαν του σώματος. Ο έπαρχος τότε λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθή, την δυσσέβειαν των ειδώλων αρνησάμενος, και όχι μόνον τούτο, αλλά και τα είδωλα, τα οποία είχεν εις το παλάτιον συντρίψας, έδωκεν εις τας χείρας των Αγίων να τα κάμουν ως βούλονται. Ο δε μακάριος Σεβαστιανός εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ο υιός τού επάρχου Τιβούρτιος ήτο ακόμη εις την Πίστιν αμφίβολος· όθεν εκράτησεν ένα είδωλον πολυτιμότερον από τ΄ άλλα και καλλιτεχνικώτερον, εις το οποίον ήτο ιστορημένη πάσα η αστρολογία και η των ουρανών κίνησις, και δια τούτο ελυπείτο ο Τιβούρτιος και δεν ήθελε να το καταστρέψη, έως να θεραπευθή ο πατήρ του πρότερον. Ο δε Άγιος του είπε να μη αμφιβάλλη ποσώς, αλλά να το συντρίψη και αυτό, και τότε θα ίδη του Θεού τα θαυμάσια. Ο δε Τιβούρτιος, ανάψας κάμινον, λέγει εις τους Αγίους· «Ιδού συντρίβω κατά το πρόσταγμά σας το ηγαπημένον μου τούτο είδωλον, με την εξής όμως συμφωνίαν: εάν δεν θεραπευθή ο πατήρ μου, θα σας ρίψω εις ταύτην την κάμινον». Ταύτα λέγοντος του Τιβουρτίου, τον ημπόδιζεν ο Χρωμάτιος συνιστών εις αυτόν να απέχη από τοιαύτην εγχείρησιν· αλλ΄ οι Άγιοι το έστερξαν μετά πάσης χαράς ελπίζοντες εις την θείαν δύναμιν. Ευθύς δε ως ελέπτυναν το μιαρόν εκείνο άγαλμα, φως θεϊκόν περιέλαμψε τον Χρωμάτιον, και εφάνη νεανίας τις λαμπρός και ωραιότατος, λέγων· «Μακάριος ει, ότι επίστευσας εις τον Χριστόν, όστις με απέστειλε να θεραπεύσω την ασθένειάν σου». Και με τον λόγον ευρέθη ούτος όλος υγιής, και επήδα ως έλαφος ο πρώην ακίνητος. Τότε ο Τιβούρτιος, καταπλαγείς από την τοιαύτην εξαίσιον θαυματουργίαν, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, ζητών το σωτήριον Βάπτισμα. Οι δε Άγιοι προκαθάραντες αυτούς δια νηστείας και προσευχής, εβάπτισαν άπαντας. Τότε ο έπαρχος, πριν μάθη ο βασιλεύς την υπόθεσιν, επώλησεν όλα του τα πράγματα κα εμοίρασε τα χρήματα εις τους πένητας, τους δούλους του ηλευθέρωσε, και πάντα τα εαυτού καλώς ωκονόμησεν· είτα επήγεν εις την των Χριστιανών συνοδείαν, και εδιδάσκετο τον λόγον της Πίστεως. Τούτο μαθών ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης Γάϊος (283- 296), απήλθε προς αυτόν αγαλλιώμενος, και ασπασάμενος, τον έπαρχον και τους λοιπούς αδελφούς συνηυφράνθη μετ΄ αυτών. Έπειτα γνωρίζων ότι η φήμη αύτη ηκούσθη και μετ΄ ολίγας ημέρας έμελλε να ψηφίσωσιν άλλον έπαρχον, όστις θα τους εθανάτωνε, τους συνεβούλευσε να διαμοιρασθώσιν εις δύο τάγματα, το μεν ένα τάγμα να μείνη εντός της πόλεως, δια να μαρτυρήσουν το συντομώτερον, το δε άλλο να υπάγωσιν έξωθεν αυτής δια να φυλαχθώσιν εις τόπον απόκρυφον, ίνα ίσως διαφύγωσι τον κίνδυνον. Τότε εφιλονίκουν οι μακάριοι Σεβαστιανός και Πολύκαρπος, θέλων έκαστος να παραμείνη εντός της πόλεως δια να λάβη τον της αθλήσεως στέφανον. Ο δε Αρχιεπίσκοπος προσέταξε να υπάγη έξω με τους αδελφούς ο Πολύκαρπος, να τους ποιμάνη ως Ιερεύς, ο δε Σεβαστιανός να μείνη εντός ως ισχυρός στρατιώτης, να προθυμοποιή και να ενδυναμώνη τους Μάρτυρας. Ούτως υπήκουσαν, και εξήλθε της πόλεως ο Πολύκαρπος με τους ημίσεις Χριστιανούς και τον πρώην έπαρχον Χρωμάτιον. Ο δε υιός του επάρχου Τιβούρτιος, φλεγόμενος από τον ένθεον έρωτα του Μαρτυρίου, παρεκάλει τον Γάϊον όπως τον συγχωρήση να μείνη εντός της πόλεως, ίνα λάβη ταχέως δια τον Χριστόν τον ποθούμενον θάνατον. Ιδών δε ο Αρχιερεύς την θερμότητα του νέου, του επέτρεψε, χειροτονήσας δε και τους Αγίους Μαρκελλίνον και Μάρκον Διακόνους, τον δε πατέρα αυτών Τραγκυλίνον Ιερέα, και ορίσας τον μακάριον Σεβαστιανόν βοηθόν και έκδικον της Εκκλησίας, έμεινε μετ΄ αυτών νουθετών και διδάσκων άπαντας, να είναι πρόθυμοι και ανδρείοι εις τους αγώνας, μη δειλιώντες τον θάνατον. Προσηύχοντο όθεν αδιαλείπτως οι Άγιοι, σχολάζοντες από πάσαν υπηρεσίαν σωματικήν και ωπλίζοντο μόνον με αγρυπνίας, νηστείας και άλλας αρετάς δια να είναι έτοιμοι προς την άθλησιν. Ήρχοντο δε και πολλοί άρρωστοι κρυφίως εις αυτούς και εθεραπεύοντο, και έτερα θαυμάσια έκαμναν αναρίθμητα, από τα οποία να είπωμεν εν εις πίστωσιν και των άλλων. Καταβαίνων ημέραν τινά από τον οίκον του ο μακάριος Τιβούρτιος, εύρεν εις την αγοράν άνθρωπον τινα, όστις εκρημνίσθη από τόπον υψηλόν, και συνετρίβησαν όλα του τα μέλη και τα οστά τοιουτοτρόπως, ώστε δεν είχον ελπίδα ζωής εις αυτόν, αλλά έσκαπτον την γην και ητοίμαζον τα εντάφια. Ο δε Τιβούρτιος σπλαγχνισθείς προσηυχήθη δι΄ αυτόν και υγιά αποκατέστησεν· όθεν εγερθείς περιεπάτει, μη έχων ουδέ μικρότατον λείψανον πληγής. Τότε λέγει ο Τιβούρτιος προς τους παρεστώτας, οίτινες έμειναν ως εκστατικοί, βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον· «Εάν θέλετε και σεις να κάμετε σημεία και τέρατα, πιστεύσατε εις τον Χριστόν, από τον οποίον και εγώ επήρα την δύναμιν». Οι δε επίστευσαν, και τους επήγε προς τον Γάϊον, λέγων· «Δέξου, Πάτερ τίμιε, αυτούς, τους οποίους δι΄ εμου ο Χριστός εκέρδησε σήμερον». Ο δε κατηχήσας αυτούς εβάπτισεν, ευχαριστών τον Θεόν, όστις τελεί εις τους επικαλουμένους αυτόν παράδοξα. Αλλά καιρός είναι να είπωμεν και το τέλος εκάστου των άνωθεν, δια να μη μακρύνωμεν πολύ την διήγησιν. Πρώτη λοιπόν πάντων υπάστη το Μαρτύριον η μακαρία Ζωή, διότι μεταβαίνουσα εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου δια να προσευχηθή, την συνέλαβον οι ερχόμενοι στρατιώται και δέσαντες αυτήν την προσήγαγον εις τον άρχοντα αυτών, όστις εδοκίμασε πολύ να την διαστρέψη με διάφορα παιδευτήρια, και μη δυνηθείς, έδωκε κατ΄ αυτής την απόφασιν, να την κρεμάσουν κατωκέφαλα, κάτωθεν δε να την καπνίζουν με ύλην βρωμεράν, έως ου να ξεψυχήση· έπειτα δένοντες λίθον μέγαν εις τον λαιμόν της, να την ρίψωσιν εις τον Τίβεριν· και ούτως ετέλεσαν εκείνοι το προστασσόμενον. Ταύτα μαθόντες οι Άγιοι έχαιρον μεν δια την δόξαν αυτής και μακαριότητα, εαυτούς δε εταλάνιζον, ότι δεν εσπούδασαν και αυτοί να την συνοδεύσουν. Έλεγε δε ο Τραγκυλίνος προς τον Σεβαστιανόν· «Βλέπεις, κύριέ μου, πως ανδρίζονται αι γυναίκες και τρέχουσαι προθυμότεραι από ημάς, προαρπάζουν τον στέφανον»; Ταύτα λέγων και θερμανθείς από τον ένθεον έρωτα, έδραμεν εις τον Ναόν των Αποστόλων ίνα προσευχηθή και συλλαβόντες αυτόν οι δήμιοι τον ελιθοβόλησαν, και τον έρριψαν εις τον ποταμόν προστάξει του άρχοντος. Ο δε Νικόστρατος, ο ανήρ της μακαρίας Ζωής, επήγε με τον Κλαύδιον εις τας όχθας του ποταμού, ζητούντες μήπως και εύρουν κανέν λείψανον των εκτελεσθέντων γίων. Οι δε ασεβείς δέσαντες και αυτούς τους παρέστησαν εις τον νέον έπαρχον, όστις βασανίσας αυτούς διαφόρως, και μη δυνάμενος να τους μεταστρέψη, το ανέφερε προς τον βασιλέα, όστις προσέταξε να τους δώσουν τρεις δαρμούς δυνατούς· έπειτα, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα, να τους ρίψουν και αυτούς εις τα ύδατα. Ούτως οι αοίδιμοι, αφού εδάρησαν τρεις φοράς ανηλεώς, ριφθέντες με λίθους μεγάλους εις τα ύδατα του Τιβέρεως, παρέδωκαν τας αγίας ψυχάς αυτών εις χείρας Θεού. Κουρτουάτος δε τις ανήρ δυσσεβής, προσποιούμενος ότι ήτο Χριστιανός, συνηνώθη με τους Αγίους, δια να τους προδώση ο αλιτήριος, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Και εν μια των ημερών, βλέπων τον Τιβούρτιον εις Ναόν τινα πρσευχόμενον, τον διέβαλεν εις τον έπαρχον· έπειτα επήγε και αυτός και προσηύχετο, τάχα ότι ήτο Χριστιανός, δια να μη φανή προδότης, και δια να περιπαίξη τους πιστούς πάλιν ύστερα. Εισελθόντες λοιπόν οι δήμιοι συνέλαβον και τους δύο, και τους επήγαν εις τον έπαρχον, όστις είπε προς τον προδότην· «Χριστιανός είσαι και συ, Κουρτουάτε»; Ο δε απεκρίνατο· «Ναι». Ο Άγιος όμως, γνωρίσας την υπόκρισιν, είπε προς αυτόν οργιζόμενος· «Μη περιγελάς τον εαυτόν σου δόλιε, ότι ο πόρνος και ο μέθυσος Χριστού μαθητής δεν γίνεται, ή νομίζεις ότι δεν γνωρίζω οποίος είσαι, και ότι συ με επρόδωσες εις θάνατον; Αλλά τούτο εγώ ολοψύχως ποθώ, να ενωθώ με τον Δεσπότην μου Χριστόν, τον εις εμέ ποθεινόν και γλυκύτατον, δια την αγάπην τού οποίου αφήκα θεληματικώς εις άλλους τον οίκον μου, πλούτον και συγγενείς και δόξαν απαρνησάμενος, και δεν φοβούμαι ούτε πυρ, ούτε διωγμούς, ούτε μάστιγας, αλλά πάντα ταύτα και έτι πλείονα είμαι έτοιμος να υπομείνω με την Εκείνου βοήθειαν». Ο δε έπαρχος είπε προς τον Άγιον· «Τούτον μεν άφες, Τιβούρτιε, και κάμε τον λόγον μου· λυπήσου την ευγένειάν σου και την νεότητα, να μη λάβης επονείδιστον θάνατον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Δεν είναι αισχύνη, ω δικαστά, να λατρεύω Θεόν αληθή και παντέλειον, αλλ΄ όσοι λατρεύουσι δαίμονας, αυτοί είναι ελεεινοί και πολλών θρήνων άξιοι». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος, προστάσει να φέρωσιν άνθρακας και του λέγει· «Έκλεξον εν εκ των δύο: ή προσκύνησον τους θεούς, ή είσελθε γυμνός τους πόδας εις τους άνθρακας». Ο δε Άγιος, ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, εστάθη επάνω εις τους ανημμένους άνθρακας λέγων· «Βλέπε τώρα της Πίστεώς μου την δύναμιν, και μάθε ότι αληθινός Θεός είναι εκείνος, τον οποίον εγώ σέβομαι· τούτου γενού και συ μαθητής, αφήνων την ασέβειαν». Βλέπων ο έπαρχος ότι ο Άγιος ίστατο αβλαβής επί ώραν πολλήν εις τους άνθρακας, και φοβούμενος μήπως κάμη και άλλην τινά θαυματουργίαν και σύρη πολλούς προς την ευσέβειαν, προστάσσει να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Τούτου δε γενομένου απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς ο Τιβούρτιος. Τότε έφεραν τον Κάστουλον, όστις είχε τους Αγίους εις την οικίαν του, και μετά πολλάς βασάνους τον έθαψαν ζώντα εις λάκκον και ούτως ετελειώθη. Έπειτα φέροντες τους γενναίους Μαρκελλίνον και Μάρκον εκάρφωσαν ήλους εις τους πόδας των, και τους εβίαζον να ίστανται όρθιοι εις αυτούς, δια να καρφώνωνται ούτοι περισσότερον και να τους δίδωσι δριμυτάτους πόνους. Οι δε αείμνηστοι πάσχοντες τοσούτον δυσφορωτάτην βάσανον, έψαλλον· «Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν»; (Ψαλμ. ρλβ: 1) και τα λοιπά του ψαλμού. Τότε τους εκέντησαν εις τας πλευράς με λόγχας ως τον Δεσπότην, εις τον οποίον παρέδωκαν τας αγίας των ψυχάς. Ούτω λοιπόν ετελειώθησαν όλοι οι άλλοι Άγιοι με διάφορα κολαστήρια, και εφέρθησαν προς τον Χριστόν ως αμώμητα θύματα. Τον δε γενναιότατον Σεβαστιανόν αφήκαν οι ασεβείς έως ύστερον, δια να τον βασανίσωσι διαφόρως, μήπως και τον καταπείσουν να αρνηθή την ευσέβειαν. Τούτον προσέταξεν ο Διοκλητιανός να φέρουν εις το κριτήριόν του και τούτου γενομένου του λέγει· «Σεβαστιανέ, εγώ σε ετίμησα τόσον, και σε έκαμα πρώτον από τους άρχοντας, συ δε, αχάριστε, ανέβης εις τόσην υπερηφάνειαν και αγνωσίαν, ώστε ούτε το κράτος μου, ούτε την ζωήν σου ποσώς συλλογίζεσαι»; Ο δε απεκρίνατο· «Τότε μεν, ω βασιλεύς, δεν εγνώριζα τον όντως αληθή Θεόν, δια τούτο ως ειδωλολάτρης ανόητος υπήκουον εις τα προστάγματά σου· αλλά τώρα, όπου εγνώρισα την αλήθειαν, κατεφρόνησα πλούτον και δόξαν και τα επίλοιπα, ως διαρρέοντα και ανάξια, ποθήσας τα άρρευστα και αεί διαμένοντα, τα οποία κληρονομούσιν όσοι τον Χριστόν αγαπήσωσι, διότι μανία μεγάλη και αγνωσία σας είναι να προσκυνήτε λίθους και ξύλα και άλλα βδελύγματα». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εθυμώθη και προστάσσει να δέσουν τον Άγιον εις πάσσαλον εις το μέσον του πεδίου ως στόχον και σημείον και να τον τοξεύωσιν από όλας τας πλευράς, έως να γεμίση βέλη όλον το σώμα του. Έτρεχον λοιπόν ποταμηδόν άπαντες να ίδωσι το φρικτόν θέαμα και όλοι συνεπόνεσαν και έκλαιον, βλέποντες τοιούτον νέον περιφανή τε και ωραιότατον να τον σύρουν και να τον βασανίζουν ως κακούργον οι δήμιοι. Αφού δε έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης, ενηγκαλίσθη ο Άγιος το ξύλον, εις το οποίον ήθελον να τον δέσουν, λέγων ταύτα προς τον Δεσπότην· Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου, ότι με ηξίωσας να σε μιμηθώ παραμικρόν. Συ, Θεέ μου, προσηλώθης εις το ξύλον του Σταυρού δι΄ αγάπην μου και εγώ αποθνήσκω σήμερον εις τούτο το ξύλον, δι΄ αγάπην Σου και την ιδικήν μου ωφέλειαν. Πρόσδεξαι όθεν την θυσίαν μου ταύτην δέομαι της σης αγαθότητος». Ταύτα λέγοντος του γενναίου Σεβαστιανού, τον εγύμνωσαν οι δήμιοι και τον έδεσαν εις το ξύλον· έπειτα έρριψαν κατ΄ αυτού τοσαύτα βέλη από παν μέρος εις όλον το σώμα, ώστε έμεινεν ελεεινόν και παράξενον θέαμα, διότι δεν διεκρίνετο ουδόλως σαρξ, αλλ΄ εφαίνετο από τα βέλη ως εχίνος ή ακανθόχοιρος και ούτως αφήκαν αυτόν οι υπηρέται και ανεχώρησαν, νομίσαντες ότι απέθανεν. Αφού δε ενύκτωσεν, επήγεν αρχόντισσά τις να λάβη το λείψανον αυτού και τον ευρίσκει ζώντα ακόμη· όθεν τον επήρεν εις την οικίαν της και εις ολίγας ημέρας με βότανά τινα έβγαλε τα βέλη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, και έμεινεν υγιής ο Άγιος. Ελθόντες δε τινές συγγενείς και φίλοι του να τον ίδωσιν, τον συνεβούλευσαν να αναχωρήση της πόλεως, δια να μη το μάθη ο βασιλεύς και του δώση χειρότερα παιδευτήρια και πικρότερα βάσανα. Ο δε μακάριος, επιποθών δια την αγάπην του Δεσπότου τον θάνατον, δεν ηθέλησε ν παραμερίση, αλλά μάλλον ακούσας, ότι ο Διοκλητιανός διήρχετο ημέραν τινά απ΄ εκεί πλησίον, εστάθη εις υψηλόν δωμάτιον. Ο δε βασιλεύς ιδών αυτόν εθαύμασε και προστάσσων να τον φέρουν πλησίον, είπε προς αυτόν· «Δεν είσαι συ ο Σεβαστιανός, τον οποίον προσέταξα να θανατώσουν»; Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι, βασιλεύς, και ανέστησέ με ο Κύριός μου εκ των νεκρών, δια να γνωρίσης ότι αυτός είναι ο αληθής Θεός ο τα πάντα δημιουργήσας και να μη σέβεσαι πλέον τους ακαθάρτους δαίμονας». Τότε προστάσσει ο ασεβής να τον ραβδίζουν δυνατά με ράβδους έως να συντριβώσιν όλαι αι σάρκες και τα οστά του και αποθάνη, έπειτα να τον ρίψουν την νύκτα εις τόπον τινά ακάθαρτον δια να μη τον εύρουν οι Χριστιανοί και καμνοντος πάλιν εκείνου θαυματουργίαν τινά επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Όθεν τελέσαντες οι δήμιοι ταχέως το προστασσόμενον παρέδωκεν ο Άγιος την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Κατά δε την νύκτα, φανείς ο Άγιος εις το όραμα εναρέτου και επιφανούς τινος γυναικός, Λουκίνης ονόματι, της λέγει· «Ύπαγε εις τον δείνα τόπον να εύρης το Λείψανόν μου και λάβε αυτό να το ενταφιάσης εις την καλουμένην Κρυπτήν, ήτις είναι εις τους πόδας των Αποστόλων». Η δε ευλαβής γυνή, ευθύς εγερθείσα, απήλθεν εις τον ρηθέντα τόπον και ευρούσα το σώμα του Μάρτυρος έλαβεν αυτό ευλαβώς, δεν μετείχε δε ποσώς το μακάριον του Αγίου Λείψανον από την ακαθαρσίαν εκείνην, αλλά μάλιστα ευωδίαζεν άμετρα και στολίζουσα αυτό επιμελώς το ενεταφίασε, προσμείνασα εις το μνήμα ημέρας τριάκοντα. Μετά ταύτα εβασίλευσεν εις ολίγον καιρόν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ήτο δε τότε ειρήνη εις τον κόσμον· όθεν η ευλαβής Λουκίνα έκτισεν Εκκλησίαν εις το όνομα του Αγίου και έζησε βίον θεάρεστον δίδουσα ελεημοσύνας πολλάς εις τους πένητας, κατά δε το τέλος της μέρος μεν του πλούτου της άφηκεν εις τους φτωχούς Χριστιανούς, όλον δε το επίλοιπον αφιέρωσεν εις τον ρηθέντα Ναόν, τον οποίον έκτισεν εις δόξαν Θεού και μνημόσυνον του Αγίου, όστις έκαμε και μετά το τέλος θαυμάσια, όχι μόνον εκεί εις την Ρώμην, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας· όθεν όλοι των τον έχουν εις μεγάλην ευλάβειαν· έκτισαν Εκκλησίας εις όλας τας πόλεις και χώρας και χαρμονικώς τον πανηγυρίζουσι δια τας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσε και μάλιστα εις την Παβίαν, εις την οποίαν ήτο καιρόν τινα μέγα θανατικόν και τον επεκαλέσθησαν οι πολίται να τους βοηθήση εις τοιαύτην ανάγκην και τόσον εθαυματούργησεν ο Κύριος εις αυτούς δια να δοξάση τον Άγιον, τον οποίον μετά δακρύων επεκαλούντο λιτανεύοντες ευλαβώς, ώστε έπαυσεν ευθύς ο λοιμός και εγνωρίσθη σαφέστατα. Ότι η πρεσβεία του Αγίου τους εβοήθησεν. Όθεν όχι μόνον εκεί τον πανηγυρίζουσιν, αλλά και εις όλας τας πόλεις και χώρας της Ιταλίας, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει τιμή, μεγαλοπρέπεια και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ και της Αγίας ΑΓΛΑΪΔΟΣ της Ρωμαίας.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΘ΄ (19η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΥ και της Αγίας ΑΓΛΑΪΔΟΣ της Ρωμαίας.

Βονιφάτιος ο Άγιος Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του αντιχρίστου βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284- 305), ήτο δε εις την Ρώμην δούλος της Αγλαϊδος, ήτις ήτο γυνή συγκλητική, θυγάτηρ Ακακίου ανθυπάτου Ρώμης. Αύτη δε η Αγλαϊς, ούσα από γένος λαμπρότατον, ήτο και ωραία εις το κάλλος του σώματος, αλλά και πλουσία πολύ από χρήματα, και από άλλα αγαθά πρόσκαιρα, εκ των οποίων ήτο παραδεδομένη εις τας σαρκικάς ηδονάς, καθώς δυστυχώς πράττουν οι περισσότεροι εκ των εχόντων ταύτα, διότι με το να έχουν πολλά, εκτελούν της σαρκός τα θελήματα. Ήτο δε ο Βονιφάτιος γνωστικός και ωραίος άνθρωπος, ελεήμων κατά πολλά και συμπαθής προς τους πένητας, η δε κυρία του Αγλαϊς είχε καταστήσει αυτόν οικονόμον της περιουσίας της και γραμματέα της. Ούτος λοιπόν, καθό άνθρωπος, ενικάτο από τον οίνον και από τον έρωτα της κυρίας του, επειδή εκείνη δεν είχεν άνδρα, και καθ΄ εκάστην ημάρτανον· πλην τόσον ήτο σπλαγχνικώτατος και φιλόξενος, ως άλλος ουδείς κατά αλήθειαν, και όταν έβλεπεν οδοιπόρους τινάς τους έπαιρνεν εις την οικίαν του και τους εφίλευε φιλοφρόνως ο φιλότιμος και φιλόχρηστος. Διψασμένους καθ΄ εκάστην επότιζε, γυμνούς ενέδυε, και πάντας τους ενδεείς επεμελείτο πλουσιοπαρόχως, καθώς το έχουν εκ φύσεως οι πορνεύοντες και δίδουν πολλάς ελεημοσύνας, μήπως και σβύσουν με το έλεος της συμπαθείας το πυρ της κολάσεως. Ήτο λοιπόν πολύς προς την αρετήν και θαυμάσιος ο γνωστικός Βονιφάτιος, μόνον δε η ακρασία και ακολασία του τον εκώλυε και δεν είχε το τέλειον ο μακάριος· αλλά εις ολίγον καιρόν τον ηξίωσεν ο Δεσπότης Χριστός (βλέπων την μεγάλην του αρετήν) να ξεπλύνη με το αίμα του Μαρτυρίου τον μολυσμόν της σαρκός και να γίνη όλως καθαρός και λαμπρότατος. Και ακούσατε οι αμαρτήσαντες, δια να γνωρίσετε, ότι πας ακόλαστος δύναται να απολαύση Βασιλείαν ουράνιον, αρκεί μόνον να κάμη αποχήν του κακού και ικανήν κατά την αμαρτίαν μετάνοιαν. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την νατολήν διωγμός μέγας κατά των Χριστιανών, η δε Αγλαϊς, η κυρία του Βονιφατίου, είχε πόθον πολύν να αποκτήση ιερά τινα Λείψανα Αγίων Μαρτύρων· όθεν είπε τον λογισμόν της προς εκείνον, γνωρίζουσα ότι αυτός ήτο πιστός και επιμελέστατος και άξιος να εκπληρώση τον ένθεον πόθον της. Είπε λοιπόν προς αυτόν η Αγλαϊς ταύτα· «Γνωρίζεις, αδελφέ, πόσας αμαρτίας επράξαμεν, και ποσάκις το κατ΄ εικόνα Θεού εμολύναμεν, και οποίαι τιμωρίαι μάς ναμένουν εις την αιώνιον κόλασιν· πλην ήκουσα από τινα ενάρετον και ευσεβή άνδρα, ότι όποιος τιμά τα άγια Λείψανα έχει μισθόν μέγαν παρά Θεού και αντάμειψιν. Λοιπόν καθώς ήσουν έως τώρα εις το κακόν πρόθυμος, ούτω πλήρωσόν μου και την επιθυμίαν ταύτην την ψυχωφελή και σωτήριον· ύπαγε σπουδαίως εις την Ασίαν, εις την οποίαν εμαρτύρησαν πολλοί Άγιοι, να φέρης όσα δυνηθής από τα τίμια αυτών και σεβάσμια Λείψανα, να τους οικοδομήσωμεν Ναούς, δια να έχωμεν την χάριν των εις την ψυχήν μας βοήθειαν». Ταύτα εκείνης ειπούσης υπεσχέθη ο Βονιφάτιος να τελέση μετά χαράς το προστασσόμενον. Όθεν έδωκε προς αυτόν άφθονα χρήματα δια να αγοράση ιερά Λείψανα και να διαμοιράση και εις πένητας. Απέστειλε δε μετά του Βονιφατίου και δώδεκα ιππείς, προς συνοδείαν αυτού, ως και σινδόνας, αρώματα, μύρα ευωδέστατα, και παν άλλο αρμόδιον προς τιμήν των αγίων Λειψάνων ως έπρεπεν. Όταν δε ο Βονιφάτιος απεχαιρέτησε την Αγλαϊδα, είπε προς αυτήν μειδιών· «Άραγε, δέσποινα, εάν επιτύχω να σου φέρουν το ιδικόν μου Λείψανον, καταδέχεσαι να τιμήσης αυτό ως άγιον»; Ταύτα μεν είπε χαριεντιζόμενος, ή ίσως να τον εφώτισεν ο Θεός και προείπεν εκείνο όπερ έγινε κατόπιν. Η δε Αγλαϊς απεκρίνατο· «Δεν είναι καιρός δι΄ αστεία, Βονιφάτιε, αλλ΄ ύπαγε κοσμίως και με ευλάβειαν να τελέσης το προστασσόμενον, συλλογιζόμενος ότι τα άγια Λείψανα, τα οποία μέλλεις να φέρης, δεν είμεθα άξιοι συ και εγώ να τα εγγίσωμεν ούτε καν να τα κυττάξωμεν με τους οφθαλμούς μας· άπελθε λοιπόν εις ειρήνην, και αυτός ο Θεός, όστις δι΄ ημάς έλαβε σάρκα και θάνατον, να μας συγχωρήση τα πταίσματα και να αποστείλη τον Άγγελον αυτού έμπροσθέν σου, να σου κατευθύνη τα διαβήματα». Αυτά τα λόγια ωφέλησαν πολύ τον Βονιφάτιον και έγινε προς τα θεία ευσεβέστερος. Όθεν ούτε κρέας έφαγε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην, ούτε οίνον εδοκίμασεν, αλλά ενθυμούμενος τας αμαρτίας του εφρόντιζε δια την ψυχικήν του σωτηρίαν και δεν επεμελείτο ουδόλως δια το σώμα, αλλά διήρχετο με πολλήν προσοχήν, και ευλάβειαν, αναλογιζόμενος τας πράξεις αυτού, διότι ο φόβος γεννά την προσοχήν, και αυτή την γαλήνην και την κατάστασιν εκείνην, με την οποίαν γνωρίζει έκαστος τας ασχημίας και ανομίας του, και ούτως έρχεται προς μετάνοιαν, καθώς έκαμε και ο σοφός την ψυχήν Βονιφάτιος, όστις, έχων πόθον να γίνη φίλος του Δεσπότου Χριστού, εγκρατεύετο από τα παχύτερα φαγητά και ενήστευε καθ΄ όλην την οδοιπορίαν εκείνην ευχόμενος. Αφού λοιπόν έφθασεν εις την Ασίαν ο Άγιος επήγεν εις την Ταρσόν της Κιλικίας, εις την οποίαν ηγωνίζοντο τότε πολλοί Μάρτυρες, και τους μεν άλλους συντρόφους του αφήκεν εις το ξενοδοχείον να αναπαύωνται, αυτός δε απήλθεν ευθύς εις το στάδιον και βλέπει τους Αγίους τιμωρουμένους με διάφορα κολαστήρια, και άλλους μεν ερράβδιζαν, άλλων δε έκοπτον τας χείρας και τους πόδας, και με ράβδους τους συνέτριβον τα οστά οι ανηλεείς και άσπλαγχνοι. Αλλά ταύτα πάντα πάσχοντες οι γενναιότατοι εκείνοι αγωνισταί έχαιρον, συλλογιζόμενοι την μέλλουσαν ανταπόδοσιν. Ταύτα βλέπων ο Βονιφάτιος και θαυμάζων την καρτερίαν και υπομονήν αυτών, εθερμάνθη προς τον όμοιον ζήλον και παρρησιάζει την ευσέβειαν αυτού λέγων· «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών, όστις βοηθεί τους Αγίους του». Ταύτα εκβοήσας μεγαλοφώνως, προσέπεσεν εις τους πόδας των Μαρτύρων, οίτινες ήσαν τον αριθμόν είκοσι, και καταφιλών τα εναπομείναντα μέλη του σώματός των, τους εμακάριζε δια τα βασανιστήρια τα οποία έλαβον και τους παρεκίνει και ηρέθιζεν εις τα μέλλοντα, να μη δειλιάσουν ολίγον πόνον, δια να εύρουν ευφροσύνην και ανάπαυσιν αιώνιον, τους παρεκάλει δε να κάμουν δι΄ αυτόν προς Κύριον δέησιν, να τους συνοδεύση εις το Μαρτύριον, δια να γίνη και της δόξης αυτών συμμέτοχος. Τούτον ιδών ο άρχων, ηρώτησεν αυτόν, τις και πόθεν ήτο και τι εζήτει. Ο δε απεκρίνατο· «Χριστιανός είμαι και ονομάζομαι Βονιφάτιος, ήλθον δε από την Ρώμην επιταυτού δια να μαρτυρήσω την αλήθειαν του Χριστού μου». Λέγει προς αυτόν ο τύραννος· «Πριν αφανίσω τας σάρκας σου και συντρίψω τα οστά σου, ποίησον το συμφέρον σου, προσκύνησον τους σπλαγχνικούς θεούς, δια να λάβης παρ΄ αυτών πολλάς ευεργεσίας, ημείς δε οι άρχοντες να σε τιμήσωμεν με πλούτον και δόξαν πολλήν». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ούτε καν να σου αποκριθώ είναι δίκαιον· μόνον τούτο σου λέγω, ότι είμαι Χριστιανός, και δος μοι όσας τιμωρίας βούλεσαι». Τότε τον ετάνυσαν και τον έδειραν τόσον δυνατά, ώστε εφαίνοντο τα οστά του. Ο δε Βονιφάτιος υπέμεινε τας πληγάς κυττάζων ακλινώς προς τους λοιπούς Μάρτυρας. Βλέπων δε αυτόν ο άρχων, ότι δεν εδειλίαζε ποσώς από την οδυνηράν ταύτην βάσανον, προστάσσει να τον αφήσουν ολίγον, και του λέγει· «Ας γίνουν εις σε, Βονιφάτιε, αυτά τα παθήματα μαθήματα, να κάμης το συμφέρον σου, πριν λάβης χειρότερα κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Δεν εντρέπεσαι να μου λέγης να προσκυνήσω θεούς αναισθήτους, ανόητε; Και νομίζεις ότι θέλεις με νικήσει με παιδευτήρια»; Ταύτα ακούων ο τύραννος εθυμώθη κατά του Μάρτυρος και προσέταξε να καρφώσουν καλάμους οξείς εις τους όνυχας αυτού. Είναι δε η βάσανος αύτη δριμυτάτη και πανώδυνος, τόσον ώστε όχι μόνον να πάθη τις αυτήν, αλλά και εις την ακοήν της δειλιά και τρέμει χωρίς να την δοκιμάση. Αλλ΄ ο Μάρτυς ταύτα πάσχων ύψωσε προς ουρανόν την διάνοιαν, και δεν εσκέπτετο ουδόλως την οδύνην ο αξιέπαινος. Όθεν ο δυσσεβής τύραννος, βλέπων ότι ματαίως εβασανίζετο και δεν ηδύνατο να νικήση τον Μάρτυρα, εύρεν άλλην χαλεπωτέραν βάσανον, και προστάσσει να ανοίξουν το στόμα του και να χύσουν εντός αυτού βρασμένον μόλυβδον. Ταύτα ακούσας ο Άγιος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τους οφθαλμούς λέγων· «Δέσποτά μου Ιησού Χριστέ, όστις με ενεδυνάμωσες να νικήσω τα πρότερα κολαστήρια, ελθέ και τώρα να με βοηθήσης, η παρηγορία και παράκλησίς μου, ελαφρύνων την εμήν οδύνην και κάκωσιν, και δος μοι νίκην κατά του σατανά και του άρχοντος, διότι, καθώς γνωρίζεις, δια την αγάπην σου βασανίζομαι». Ταύτα ειπών παρεκάλει τους Αγίους να κάμουν δι΄ αυτόν δέησιν, όπως τον ενδυναμώση ο Κύριος, όπερ και εγένετο και ηύχοντο οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες προς τον Θεόν δια τον Βονιφάτιον να του δώση νίκην, να τελειώση την άθλησιν. Όταν λοιπόν ανέλυσαν οι υπηρέται τον μόλυβδον και ήθελον να χύσουν αυτόν με την χώνην εις την κοιλίαν τού Μάρτυρος, ηγανάκτησαν οι παρεστώτες δια την ωμότητα του άρχοντος, όχι μόνον δια τον Βονιφάτιον, αλλά και δια τους άλλους Αγίους, τους οποίους εβασάνιζε με σκληρότατα κολαστήρια· όθεν μη υποφέροντες τοσαύτην θηριόγνωμον ψυχήν ανεβόησαν λέγοντες· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, μέγας είσαι, Χριστέ Βασιλεύ, εις σε και ημείς πάντες πιστεύομεν». Ταύτα λέγοντες, το μεν βωμόν όστις ήτο εκεί πλησίον κατέστρεψαν, τον δε άρχοντα ελιθοβόλησαν, τόσον ώστε εκινδύνευσε να απολεσθή από τους λίθους ο άθλιος· όθεν έφυγεν έντρομος και κατά πολλά αισχυνόμενος. Κατά δε την επομένην ημέραν εκάθησε πάλιν εις το κριτήριον ο αλιτήριος, δια να αποπλύνη δε την ύβριν της προηγουμένης ωνείδιζε τον Μάρτυρα χλευάζων τον Χριστόν, ότι ως ληστής και κακοποιός εσταυρώθη. Ο δε Άγιος ήλεγχε τον τύραννον περισσότερον, εκείνος δε μη υποφέρων την εξουδένωσιν κατεδίκασε τον Αθλητήν, να τον βάλουν εις λέβητα γεμάτον πίσσαν, να τον βράσουν έως να διαλυθή τελείως, ο Θεός όμως δεν ημέλησε να θαυματουργήση και τότε, αλλ΄ έστειλεν εξ ουρανού Άγγελον, ο οποίος τον μεν Άγιον ως και ποτε τους Αγίους Τρεις Παίδας αβλαβή διεφύλαξεν, η δε φλοξ εκχυθείσα κατέκαυσεν όσους επρόφθασε. Ταύτα βλέπων ο δυσσεβής τύραννος και φοβηθείς την δύναμιν του Χριστού, έτι δε και αισχυνόμενος να βλέπη τους θεούς του υβριζομένους από τον Βονιφάτιον, τον κατέκρινεν εις θάνατον να τον αποκεφαλίσουν ως υβριστήν των θεών και παραβάτην των βασιλικών διατάξεων. Ούτω λοιπόν έλαβον αυτόν οι δορυφόροι και τον επήγαιναν εις τον τόπον της καταδίκης αγαλλόμενον· ο δε Άγιος Μάρτυς εχαίρετο τόσον, ως να επήγαινεν εις ζωήν πανευφρόσυνον και όχι εις θάνατον. Φθάσαντες δε εις τον ωρισμένον τόπον εζήτησεν ολίγην διορίαν από τους στρατιώτας και σταθείς κατά ανατολάς, τοιαύτα προσηύξατο· «Κύριε και Θεέ μου, απόστειλον εις εμέ τα ελέη σου, παραστάσου και γενού βοηθός μου κατά την ώραν ταύτην, να μη με εμποδίση ο πονηρός δια τας αμαρτίας τας οποίας ετέλεσα πρότερον ο αφρονέστατος, αλλά παράλαβε την ταπεινήν μου ψυχήν εν ειρήνη, συναρίθμησον δε και εμέ τον ανάξιον δούλον σου μετ΄ εκείνων, οίτινες εφύλαξαν την πίστιν απ΄ αρχής έως τέλους. Λύτρωσον δε και το περιπόθητόν σου ποίμνιον, τον λαόν σου τον περιούσιον, από την ειδωλικήν δυσσέβειαν, ότι ευλογητός ει και μένων εις τους αιώνας». Ταύτα του Αγίου ευξαμένου έκοψαν την μακαρίαν αυτού κεφαλήν, έρρευσε δε από της τομής, ω του εξαισίου θαυματουργήματος! γάλα και αίμα· το μεν αίμα εις σημείον της φύσεως, το δε γάλα εις μαρτύριον της Πίστεως· όσοι δε έτυχον εκεί παρόντες εξέστησαν εις το μέγα τούτο θαυμάσιον και επίστευσαν εις τον Χριστόν άνδρες πεντακόσιοι πενήκοντα. Τοιούτον τέλος έλαβε δια τον αγαθοδότην Θεόν ο καλός Βονιφάτιος και ούτως ετελειώθη η προφητεία του αληθέστατα. Βλέποντες οι σύντροφοι και συνοδοιπόροι του Αγίου την παρατεινομένην απουσίαν αυτού και μη έχοντες ουδεμίαν περί τούτου πληροφορίαν, ενόμισαν ότι εχρόνιζεν εις κανέν οινοπωλείον ή ευρίσκετο εις οίκον τινά της απωλείας κατά την παλαιάν του συνήθειαν. Όθεν απελθόντες εζήτουν αυτόν, ερευνώντες εις όλην την πόλιν και ακριβώς εξετάζοντες, ιδόντες δε τον αδελφόν τού κομενταρησίου, ηρώτησαν αυτόν, εάν είδε ξένον τινά προχθές εις την αγοράν, όστις ήθελε ν΄ αγοράση πραγματείαν πολύτιμον, ο δε απεκρίνατο λέγων· «Είδα άνθρωπον τινα εις το στάδιον, όστις εμαρτύρησε δια ξίφους θάνατον προθύμως, αλλά δεν γνωρίζω εάν ήτο εκείνος τον οποίον ζητείτε· ειπέτε μοι όμως τα σημεία της μορφής του, να γνωρίσωμεν το βέβαιον, εάν ήτο εκείνος ή έτερος». Οι δε ιστόρησαν δια λόγου τον Βονιφάτιον λέγοντες, ότι ήτο νέος την ηλικίαν, ξανθός την τρίχα, την όψιν ωραίος και τα επόλοιπα της μορφής του σημεία και χαρακτήρας της όψεως. Ο δε είπε προς αυτούς · «Εκείνος ήτο κατ΄ αλήθειαν». Αυτοί όμως δεν επίστευον, γνωρίζοντες την προτέραν αυτού πολιτείαν την ασελγή και άσχημον· όθεν παραλαβών αυτούς τους ωδήγησεν εις το στάδιον και τους έδειξε το ιερόν του Μάρτυρος Λείψανον. Βλέποντες οι σύντροφοι του Αγίου το ιερόν αυτού σώμα χωρίς την κεφαλήν δεν τον ανεγνώρισαν, έως ου εύρον και την τιμίαν του κεφαλήν, την οποίαν σμίξαντες με το σώμα εβεβαιώθησαν, ότι αυτός εκείνος ήτο ο Βονιφάτιος· όθεν έλαβον φόβον πολύν και αγαλλίασιν εκθαμβούμενοι· εφοβούντο μεν, μήπως και κακίση δια την κατάκρισιν την οποίαν του έκαμαν, έχαιρον δε διότι ηξιώθησαν να απολαύσουν τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον. Έκλαιον λοιπόν από την χαράν των και εδέοντο του Αγίου να τους συγχωρήση το πταίσιμον. Ο δε Θεός, όστις δοξάζει τους Αγίους του, ενήργησε και άλλο θαυμάσιον και καθώς εκόλλησαν την τιμίαν κεφαλήν με το υπόλοιπον σώμα, ήνοιξεν ο Άγιος τους οφθαλμούς του και εκοίταξε τους συντρόφους του φιλικά και ήμερα με ευσπλαγχνίαν μεγάλην, φανερώνων ασφαλώς με το ιλαρόν εκείνο βλέμμα την αγάπην του και ότι τους συνεχώρησε το αμάρτημα και δεν ενεθυμείτ την προτέραν ύβριν ως αμνησίκακος. Οι δε ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον εξεθαμβήθησαν και χέοντες δάκρυα θερμά εκ των οφθαλμών των, έλεγον· «Δούλε του Θεού, μη ενθυμηθής τας ανομίας ημών και τον παραλογισμόν, τον οποίον κατά της θείας και ιεράς κεφαλής σου ελαλήσαμεν, αλλά συγχώρησον ημάς ως αμνησίκακος, ότι εξ αγνοίας ημάρτομεν». Έδωσαν λοιπόν φλωρία χρυσά πεντακόσια και αγοράσαντες το άγιον εκείνο και πολυτιμότατον Λείψανον και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις θήκην πολύτιμον και δεν εζήτησαν άλλο Λείψανον, έχοντες εκείνο του γνωρίμου και φίλου των. Καθώς δε ήρχοντο προς την Ρώμην, κατέβη Άγγελος εξ ουρανού προς την Αγλαϊδα και της λέγει· «Έγειραι να προϋπαντήσης τον ποτέ μεν δούλον σου, νυν δε αδελφόν ημών των Αγγέλων και συλλειτουργόν γενόμενον· υπόδεξαι τον πρότερον ικέτην και υπηρέτην σου και τώρα δεσπότην σου και τίμησον αυτόν ευλαβώς ως της ψυχής σου σωτήρα και της ζωής σου χρησιμώτατον φύλακα». Ταύτα ακούσασα η γυνή ηγέρθη έντρομος και συναθροίσασα τους πλέον επιφανείς και ευλαβεστέρους των Κληρικών, προϋπήντησαν με πολλήν τιμήν τον Άγιον, τον οποίον και απέθεσαν εις τόπον αρμόδιον, έξω της πόλεως πεντήκοντα στάδια. Έκτισε δε ύστερον εκεί η Αγλαϊς Ναόν περικαλλή και περίφημον, εις τον οποίον ετελέσθησαν και τελούνται έως την σήμερον παράδοξα θαύματα, δαίμονες διώκονται και νόσοι ανίατοι θεραπεύονται. Όχι δε μόνον από σωματικάς ασθενείας, αλλά και από ψυχικάς ιατρεύθησαν αναρίθμητοι. Η δε μακαρία Αγλαϊς μετετράπη θείαν αλλοίωσιν δια πρεσβειών του Αγίου· όθεν διαμοιράσασα όλον τον πλούτον της εις τους πτωχούς, επολιτεύθη το επίλοιπον της ζωής της τοσούτον σώφρονα και ενάρετα και με τοσαύτην σκληραγωγίαν και άσκησιν, ώστε επερίσσευσεν η αγιωσύνη την προτέραν φαυλότητα και τόσον ευηρέστησε τον Θεόν, ώστε της έδωκε χάριν να κάμνη θαυμάσια και εδίωκεν από τους ασθενείς τα δαιμόνια· έζησε δε μετά την καλήν αλλοίωσιν έτη δεκαπέντε, και τότε η μεν αγία ψυχή της απήλθε προς Κύριον, το δε μακάριον αυτής Λείψανον έβαλον ομού μετά του ηγαπημένου της Βονιφατίου, του θαυμαστού και τρισμάκαρος. Τοιούτον τέλος ηξιώθησαν να λάβουν δια τον Κύριον η Αγλαϊς και ο Βονιφάτιος, οίτινες πρότερον μεν ως άνθρωποι έπιπτον εις τα σαρκικά πάθη, ύστερον δε δια τον Χριστόν κατά των παθών ηγωνίσθησαν και κατεφρόνησαν νεανικώς και ανδρείως τας σαρκικάς ηδονάς και πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον, δια να απολαύσουν την αεί και πάντοτε διαμένουσαν· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς, Χάριτι και φιλανθρωπία Αυτού του Χριστού και Δεσπότου μας, Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τον αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΙΓΝΑΤΙΟΥ του Θεοφόρου, και Προεόρτια της κατά Σάρ

Δημοσίευση από silver »

Τη Κ΄ (20η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΙΓΝΑΤΙΟΥ του Θεοφόρου, και Προεόρτια της κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Ιγνάτιος ο θείος και θεοφόρος Πατήρ ημών ήτο Επίσκοπος εις την Αντιόχειαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Τραϊανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 98-117. Τούτον λέγουσί τινες, ότι έλαβεν ο Δεσπότης Χριστός εις τας αγίας του χείρας, όταν ήτο ακόμη βρέφος μικρόν, και διδάσκων τον λαόν εις Ιεροσόλυμα, είπε προς αυτούς· «όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη Βασιλεία των ουρανών· και ος εάν δέξηται παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου εμέ δέχεται» (Ματθ. ιη: 4-5). Ταύτα λέγων ο Δεσπότης Χριστός εφανέρωσε σαφέστατα την μέλλουσαν προκοπήν του παιδός, εις την Αποστολικήν διδασκαλίαν. Ούτος λοιπόν ο μακάριος Ιγνάτιος έγινε μαθητής του θείου Ευαγγελιστού Ιωάννου ομού με τον ιερόν Πολύκαρπον, όστις έγινεν Επίσκοπος Σμύρνης. Χειροτονηθείς δε ο θείος Ιγνάτιος Ιερεύς από τους ιερούς Αποστόλους, εψηφίσθη υπό τούτων και Αντιοχείας Επίσκοπος και εξεπαιδεύθη παρά των ιδίων εις πάσαν αρετήν εμπρέπουσαν εις τους Ιερείς· συνεκοπίασε δε και ούτος πολύ και εβασανίσθη να κηρύττη τον λόγον της Πίστεως και συνεκακοπάθησεν ως ζηλωτής των Αποστόλων, διδάσκων τα έθνη και τέλειος διάκονος των του Χριστού μυστηρίων αναφανείς. Τον καιρόν εκείνον, νικήσας ο Τραϊανός τους Τατάρους, εκενοδόξησε και εκίνησε και κατά των Χριστιανών πόλεμον αγριώτατον, δια να τους εξαναγκάση να προσκυνήσουν τους θεούς του, περί των οποίων ενόμιζεν ότι τον εβοήθησαν και ενίκησεν. Έστειλε λοιπόν εις όλας τας πόλεις γράμματα, ότι όσοι Χριστιανοί δεν θέλουσι να θυσιάσωσι, να τους παιδεύουν πρώτον δριμύτατα και κατόπιν να τους θανατώνουν ανηλεώς. Ήτο δε τότε ο Τραϊανός εις την Αντιόχειαν και ητοιμάζετο εις πόλεμον και κατά των Περσών· ανήγγειλαν δε τινες εις αυτόν δια τον Ιγνάτιον, ότι εδίδασκε τους ανθρώπους να προσκυνώσι Θεόν νεώτερον εσταυρωμένον και κακοθάνατον, να φυλάττωσι παρθενίαν και να μισώσι πάσαν τρυφήν και ευμάρειαν του βίου τούτου, το δε χειρότερον, να καταφρονούν τους θεούς και τα δόγματα των βασιλέων. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς προσέταξε να φέρουν τον Άγιον εις το θέατρον, τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν· «Συ είσαι ο Ιγνάτιος εκείνος, όστις καταφρονείς τα προστάγματά μας και διαστρέφεις με την διδαχήν σου την Αντιόχειαν, παρακινών τους ανθρώπους να σέβωνται τον Χριστόν και να καταφρονώσι τους θεούς, αναιδέστατε»; Του λέγει ο Άγιος· «Φευ, πως ονομάζεις θεούς τα άψυχα είδωλ; Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Ιησούς Χριστός, ο μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, όστις όλον τον κόσμον εδημιούργησε και ο οποίος, εάν τον εγνώριζες, βασιλεύς, ήθελε στερεώσει τον θρόνον της βασιλείας σου και ήθελε λαμπρύνει το διάδημα της κεφαλής σου». Ακούσας ταύτα ο Τραϊανός λέγει προς τον Άγιον· «Ας αφήσωμεν την πολυλογίαν και προσκύνησον τους αθανάτους θεούς, να σε κάμω αρχιερέα του μεγάλου Διός, να σε ονομάσω πατέρα της βουλής και να σε τιμούν άπαντες». Λέγει ο Άγιος· «Θαυμαστή σου η επαγγελία και μεγαλόδωρος. Αλλά ποίαν ανάγκην έχω εγώ τοιαύτης τιμής, εφ΄ όσον είμαι Ιερεύς του Θεού του υψίστου και προσφέρω εις Αυτόν καθ΄ εκάστην θυσίαν αινέσεως; Είμαι δε έτοιμος να θυσιάσω δι΄ Αυτόν και τον εαυτόν μου ακόμη, λαμβάνων δια την αγάπην του θάνατον, καθώς αυτός ο αθάνατος εκουσίως έπαθε δι΄ εμέ. Λοιπόν καν εις θηρία με παραδώσης καν εις ξίφος, ή εις τον σταυρόν με προσηλώσης, ή εις άλλον πικρότερον θάνατον, ποτέ δεν θέλω προσκυνήσει τους δαίμονας, ουδέ θάνατον φοβούμαι ποσώς, ούτε ποθώ πράγματα πρόσκαιρα· αλλά μόνον τα μέλλοντα ως μένοντα επιποθώ, και αυτά μόνον ορέγομαι· όλη μου δε η σπουδή είναι να υπάγω προς τον ποθούμενον Χριστόν με πικρόν και επώδυνον θάνατον, επειδή και αυτός απέθανε δι΄ αγάπην μου». Τότε η σύγκλητος όλη είπε προς αυτόν δι΄ εμπαιγμόν· «Τι λέγεις; Ομολογείς και συ μεθ΄ ημών ότι ο Θεός σου απέθανε; Αφού λοιπόν αυτός έλαβεν επονείδιστον και κατησχυμμένον θάνατον, πως ημπορεί να ωφελήση τους δούλους του»; Πλήρης τότε πίστεως θερμοτάτης και Πνεύματος Αγίου ο θείος Ιγνάτιος απεκρίνατο· «Ο Ιησούς Χριστός ο Θεός μου και Κύριος, πρώτον μεν έγινεν άνθρωπος, και δια την σωτηρίαν ημών υπέμεινεν εκουσίως σταυρόν και θάνατον· αλλά την τρίτην ημέραν ανέστη, καταλύσας του διαβόλου την δύναμιν, και συναναστήσας ημάς από το πτώμα της αμαρτίας και αναβάς θεοπρεπώς εις τους ουρανούς (από τους οποίους κατέβη το πρότερον) συνανύψωσε και ημάς και μας εχάρισεν αγαθά περισσότερα. Οι ιδικοί σας όμως θεοί, ως κακούργοι και πονηροί, δεν δύνανται να σας δώσουν κανέν καλόν· μάλιστα δε σας έδωσαν πολλά βλαβερά και επιζήμια πράγματα· επειδή αυτοί δεν είναι θεοί, αλλά φθορείς και αμαρτωλοί άνθρωποι, οίτινες διήλθον την ζωήν των αισχρώς και ατίμως, και ως αίτιοι πολλών θανάτων παρεδόθησαν εις αθάνατον θάνατον. Καθώς εις τας βίβλους σας φαίνεται, ο μεν πρώτος από τους θεούς σας, κατά την πλάνην σας, ο και μεγαλύτερος νομιζόμενος, απέθανε εις την Κρήτην, και τον ενεταφίασαν εις εν όρος πλησίον του μεγάλου Κάστρου, το οποίον όρος έως την σήμερον δια τον τάφον αυτού ονομάζεται του Διός. Ο δε Ασκληπιός από αστραπήν κατακαυθείς εξέψυξε. Της Αφροδίτης ο τάφος εις την Πάφον έως την σήμερον φαίνεται και ο Ηρακλής υπό πυρός κατεκάη, ούτω δε και οι λοιποί διαφόρως ως φθορείς κκοί καώς απωλέσθησαν». Ταύτα του Θεοφόρου Ιγνατίου διηγουμένου, ο βασιλεύς και η σύγκλητος εφοβήθησαν μήπως εξελεγχθή η πλάνη αυτών περισσότερον, βεβαιωθή δε το σέβας του Χριστού. Όθεν προστάσσουν να τον φυλακίσουν έως της επομένης εξετάσεως. Καθ΄ όλην δε την νύκτα ο βασιλεύς διελογίζετο κατά ποίον τρόπον να λυτρωθή από τον Ιγνάτιον, δια να μη προσελκύση και άλλους Έλληνας εις την ιδικήν του Πίστιν ως λόγιος. Αποφασίζει όθεν να τον δώση εις τα θηρία να τον φ΄γωσι, δια να λάβουν από τούτον και άλλοι παράδειγμα. Την πρωϊαν ανεκοίνωσε την απόφασίν του ταύτην εις την σύγκλητον και όλοι επήνεσαν την βουλήν του βασιλέως, εζήτησαν όμως όπως αποσταλή εις την Ρώμην δεδεμένος και να τον ρίψουν βοράν εις τα εκεί θηρία, δια δύο αιτίας. Πρώτον μεν δια μα μη τον θανατώσουν εκεί εις την Αντιόχειαν και τον δοξάζουν οι φίλοι του, έχοντες τα οστά του εις αγιασμόν κατά την τάξιν και συνήθειαν αυτών. Δεύτερον δε δια να λάβη από την τοσαύτην οδοιπορίαν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, έτι δε να θνατωθή εις ξένην γην ως κακούργος και να μη αξιωθή επιμελείας τινός, ούτε και μετά την τελείωσιν μικράς ενθυμήσεως. Εξέβαλον λοιπόν αυτόν από την φυλακήν και πρώτον μεν εδοκίμασε πάλιν ο βασιλεύς με επαγγελίας αγαθών, με δωρεάς και χαρίσματα και με απειλάς τιμωριών και κολάσεων να μεταστρέψη την γνώμην του. Μη δυνάμενος όμως να σαλεύση ποσώς τον πύργον της ομολογίας του, έγραψεν ως άνωθεν την τελευταίαν απόφασιν. Δέσαντες λοιπόν αυτόν και με άλλας ακόμη αλύσεις, τον παρέδωκεν ο Τραϊανός εις εν στρατιωτικόν τάγμα, με την εντολήν να τον υπάγουν εις το θέατρον της Ρώμης, και όταν θα είχον μεγάλην πανήγυριν και θα ήτο λαός πολύς συνηγμένος εις αυτό, να τον ρίψουν εις τα άγρια θηρία, ούτως ώστε ενώπιον πάντων να τον σπαράξωσι. Ταύτα προστάξας δια τον Άγιον Ιγνάτιον ο βασιλεύς, ανεχώρησεν εκείθεν εκστρατεύσας κατά της Περσίδος. Λαβών ο θείος Ιγνάτιος την τελευταίαν εκείνην απόφασιν, ηυχαρίστει μεγαλοφώνως τον Κύριον και κάμνων προσευχήν παρεκάλεσε δια την Εκκλησίαν και παρέδωκεν εις τον Θεόν την ποίμνην του μετά δακρύων δεόμενος να τους περισκέπη και να τους διαφυλάττη έως τέλους εις την ευσέβειαν· έπειτα ηκολούθει τους στρατιώτας αγαλλιώμενος. Φθάσαντες δε εις την Σελεύκειαν εισήλθον εις πλοίον και διερχόμενοι από την Σμύρνην εχαιρέτησε τον ιερόν Πολύκαρπον και τους λοιπούς Επισκόπους και Ιερείς, οίτινες συνήχθησαν από πάσαν Εκκλησίαν της Ασίας, με τον σκοπόν να τον ίδουν και να απολαύσουν της γλυκυτάτης διδασκαλίας του, ασπαζόμενος δε άπαντας, τους παρήγγειλε να εύχωνται δι΄ αυτόν, όπως μη εμποδισθή ο δρόμος της αθλήσεώς του, αλλά να αξιωθή να τον φάγουν τα θηρία, δια να υπάγη ταχέως προς τον ποθούμενον. Ταύτα είπεν ο πάνσοφος, δια να γνωρίσουν τον πόθον τον οποίον είχε να λάβη τον θάνατον, να μη πικραίνωνται, διότι τους έβλεπεν ότι ήσαν περίλυποι και εφοβείτο μη στασιάσουν και τον αρπάσουν από τους στρατιώτας, εμποδίσουν δε ούτω την ποθουμένην οδοιπορίαν του· το αυτό εφοβείτο να μη κάμουν και εις την Ρώμην οι ευσεβείς. Όθεν προέλαβε και έστειλε και εις εκείνους επιστολήν. Αφού δε έστειλε την επιστολήν τον επήραν οι στρατιώται και επήγαιναν δια ξηράς, διαβαίνοντες πεζή από την Τρωάδα, Νεάπολιν, Φιλίππους, Μακεδονίαν και άλλας χώρας, εις τας οποίας εδίδασκε τον λόγον του Θεού, στηρίζων τους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους, νουθετών τους νεωτέρους και πάντας διασφαλίζων εις την ευσέβειαν. Διαπλεύσας λοιπόν ο Άγιος το Ανδριατικόν και Τυρρηνικόν πέλαγος έφθασεν εις την Ρώμην και παρεδόθη υπό των στρατιωτών εις τον έπαρχον της πόλεως, όστις ιδών τα γράμματα του βασιλέως, εφυλάκισεν επιμελώς τον Άγιον. Όταν δε είχον μεγάλην πανήγυριν, κατά την οποίαν ήσαν συνηγμένοι όλοι της πόλεως, όχι μόνον δια την εορτήν, αλλά και δια να ίδωσι τον Άγιον, διότι πανταχού περιέτρεχε η φήμη, ότι έφεραν τον Αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας να τον φάγωσι τα θηρία και δι΄ αυτό είχον συναχθή λαός αναρίθμητος να τον ίδουν, τότε φέροντες αυτόν οι στρατιώται, παρέστησαν εις το θέατρον. Στραφείς δε ο Άγιος προς το πλήθος του λαού είπε προς αυτούς με γενναίον και άτρεπτον φρόνημα· «Ω άνδρες Ρωμαίοι και θεαταί του αγώνος μου, να γνωρίζετε, ότι δεν έπραξα καμμίαν κακουργίαν, αλλ΄ ούτε και εις τίποτα έπταισα, δια να είμαι άξιος θανάτου· λαμβάνω όμως τούτον σήμερον εκουσίως χαίρων και αγαλλόμενος, δια να επιτύχω τον αληθή Θεόν, τον οποίον διψώ και επιποθώ να απολαύσω. Επειδή δε είμαι σίτος αυτού, αλέθομαι από τους οδόντας των θηρίων, δια να γίνω άρτος καθαρός και άμωμος». Ταύτα ειπόντος του Αγίου, αφήκαν τους λέοντας και τον κατέφαγον όλον, καθώς αυτός επόθει και παρεκάλεσεν. Αφήκαν μόνον τα μεγαλύτερα οστά, τα οποία, αφού διελύθη το θέατρον και ανεχώρησαν οι άνθρωποι, λαβόντες οι Χριστιανοί ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς εις τόπον επίσημον τη εικοστή του Δεκεμβρίου μηνός, περί το έτος 113, ύστερον δε πάλιν μετά καιρόν, τα επήγαν εις Αντιόχειαν. Λέγεται δε ότι μετά την αγίαν αυτού τελείωσιν έκλαιον οι πιστοί εις την στέρησιν αυτού και εθρήνουν απαρηγόρητα, σχολάζοντες εις τον τάφον του, αγρυπνούντες και υμνούντες αυτόν ακατάπαυστα. Ο δε Άγιος εφάνη εις αυτούς εν οράματι και ασπασάμενος αυτούς τους παρηγόρησε, λέγων να μη θρηνώσιν, αλλά μάλλον να χαίρωνται· ούτω δε κατεπράϋνε την οδύνην των. Άλλοι πάλιν τον είδον ιδρωμένον καθώς ήτο κατά τον αγώνα της αθλήσεως, να προσεύχεται δια την σωτηρίαν της πόλεως και δια τους Χριστιανούς άπαντας. Τοιούτος ήτο ο δια Χριστόν θείος έρως του Θεοφόρου Πατρός ημών Ιγνατίου, ως και οι δια τον Χριστόν αγώνες και το τέλος αυτού. Μαρτυρεί δε και ο Ειρηναίος ο Επίσκοπος Λουγδούνων, άνθρωπος πιστός και αξιόλογος, όστις τον ευφημίζει πολλά εις τα συγγράμματά του. Έτι δε και ο Ιερομάρτυς Επίσκοπος Σμύρνης Άγιος Πολύκαρπος εις μίαν Επιστολήν του γράφει ταύτα· «Παρακαλώ σας, αδελφοί, να έχετε υπακοήν και υπομονήν, καθώς είδετε εις τον μακάριον Ιγνάτιον και εις άλλους πολλούς, ως και εις αυτόν τον διδάσκαλον Παύλον και τους λοιπούς, οίτινες επίστευσαν· και δεν ηγωνίσθησαν μάταια, αλλά εις την πίστιν και δικαιοσύνην του Θεού εκοπίασαν, δεν ηγάπησαν δε τούτον τον απατεώνα κόσμον, αλλά τον Δεσπότην Χριστόν, με τον οποίον συνέπαθον. Όθεν και παρ΄ αυτού εδοξάσθησαν». Ούτω λοιπόν ο θείος Ιγνάτιος επιθυμήσας να γίνουν τα θηρία τάφος του, κατώκησε μάλιστα εις τας ψυχάς των φιλοθέων ανδρών και όλοι τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν. Έτι δε και ο βασιλεύς Τραϊανός ακούων μετά ταύτα τας αρετάς του Θεοφόρου Ιγνατίου και ότι γενναίως υπέμεινε το Μαρτύριον, με ιλαρόν και πασίχαρον πρόσωπον, ευχαριστών αυτόν διότι του έδωκε τοιαύτην ψήφον, να γίνη βορά των θηρίων, ηυλαβήθη πολύ όχι μόνον τον Ιγνάτιον, αλλά και πάντας τους Χριστιανούς, διότι εγκρατεύοντο από πάσαν πράξιν αισχράν, ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και άλλας αρετάς ετελούσαν οι αξιέπαινοι· ένεκα των οποίων μετενόησε δι΄ όλας τας προλαβούσας πράξεις του και έγραψε νόμον, να μη φονεύση πλέον Χριστιανόν κανείς από τους ηγεμόνας και άρχοντας αυτού. Όθεν όχι μόνον ζων ήτο ωφέλιμος εις τους Χριστιανούς ο θείος Ιγνάτιος, αλλά και μετά την τελευτήν αυτού έγινε καύχημα της εν Χριστώ ημών Πίστεως, ως ευσεβείας επίδοσις, τεθλιμμένων παράκλησις και προσκαίρου ζωής καταφρόνησις, εγκράτεια των βλαβερών, βίου καθαρότης και σφαλμάτων διόρθωσις, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ΄ ου δόξα τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Ιουλιανή η ένδοξος Μάρτυς του Κυρίου ήτο από την Νικομήδειαν και έζη κατά τους χρόνους του δυσσεβούς βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286- 305. Ήτο δε αύτη από γένος επιφανές και έκλαμπρον, ωραία την όψιν και τον τρόπον επαινετή και φιλάρετος, επάνω δε εις τας άλλας της αρετάς είχε και την ευσέβειαν, η οποία είναι το θαυμασιώτερον, διότι ο πατήρ αυτής και οι λοιποί συγγενείς της ήσαν Έλληνες ειδωλολάτραι, η δε μήτηρ της ούτε τα είδωλα εσέβετο, ούτε τον Χριστόν, αλλά ίστατο αμφίβολος. Επί πλέον ο πατήρ της Ιουλιανής εμίσει πολύ τους Χριστιανούς και τους εμάχετο σφόδρα. Αλλά η πάνσεμνος Ιουλιανή, ως γνωστική όπου ήτο εκ φύσεως, βλέπουσα την γην, τον ουρανόν, τον αέρα, την θάλασσαν και τα λοιπά του Κτίστου ποιήματα, εζήτει τον τούτων Δημιουργόν, έχουσα τον Παύλον διδάσκαλον και δια μέσου των κτισμάτων ηννόησε τον Ποιητήν η αοίδιμος· και έλεγε καθ΄ εαυτήν τοιαύτα ως πάνσοφος· «Εάν είναι εις μόνον Θεός αληθέστατος, αυτόν πρέπει να προσκυνώ και να σέβωμαι, τα δε είδωλα ως απολείας αίτια να βδελύσσωμαι». Ταύτα έλεγε, και τα έργα εις τους λόγους επηκολούθησαν· όθεν καταφρονούσα τας φροντίδας πάσας του σώματος, μόνον τα ψυχικά επόθει και καθ΄ εκάστην ανεγίνωσκε τας θείας Γραφάς, προσηύχετο και ει τι άλλο θεάρεστον εγνώριζε, το εποίει προθύμως. Ήτο δε τότε εις την Νικομήδειαν άρχων τις ονόματι Ελεύσιος, φίλος μέγας του βασιλέως και των δαιμόνων λάτρης επιμελέστατος, με τον οποίον είχον αρραβωνίσει οι γονείς της την Ιουλιανήν και εκείνος εβιάζετο να τελέσουν τους γάμους, μη γνωρίζων την γνώμην της· η δε Αγία του διεμήνυσε να μη έχη ελπίδα τινά εις αυτήν, ότι θα την λάβη γυναίκα του, εάν δεν γίνη πρότερον έπαρχος της πόλεως. Ταύτα μεν είπε, δια να εύρη πρόφασιν να εμποδίση τους γάμους, εάν δεν λάβη την αξίαν. Εάν δε πάλιν και γίνη έπαρχος, να του προβάλη και άλλην αξίωσιν, καθώς κατωτέρω φαίνεται σαφέστερον. Ο δε Ελεύσιος, επειδή ήτο εις την αγάπην αυτής αιχμάλωτος, έκαμεν ό,τι ηδύνατο και ηγόρασε την επαρχίαν με χρυσίον πολύ. Έπειτα της έστειλε μήνυμα, ότι έγινεν ο νυμφίος αυτής εις την αξίαν λαμπρότερος. Η δε πάλιν αντέγραψεν εις αυτόν λέγουσα· «Εάν δεν προσκυνήσης τον Θεόν και Δεσπότην μου, ζήτησε να εύρης άλλην ομόζυγον· διότι τούτο μόνον θέλω δια προίκα και νυμφικά μου χαρίσματα» . Ταύτα ακούσας εθυμώθη πολύ ο Ελεύσιος, και το ανήγγειλεν εις τον πατέρα της, τον οποίον μάλιστα και ηπείλησεν ότι θα κακοποιήση, εάν δεν την εξαναγκάση να ικανοποιήση τον πόθον του. Μαθών ταύτα ο πατήρ της Ιουλιανής ελυπήθη και έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του, δεν έδειξεν όμως αμέσως τον θυμόν του, αλλά εδοκίμασε πρότερον με κολακείας να διαστρέψη την Άγίαν και της λέγει· «Ειπέ μου, γλυκυτάτη μου θυγατέρα και φως των οφθαλμών μου, διατί δεν θέλεις να γίνη ο γάμος και καταφρονείς τον έπαρχον»; Η δε απεκρίνατο· «Εάν δεν γίνη πρότερον κοινωνός εις την δόξαν μου ο Ελεύσιος, δεν είναι πρέπον να τον λάβω σύζυγον· διότι πως είναι δυνατόν να ενωθώσι τα σώματά μας, αι δε ψυχαί μας να μάχωνται»; Ταύτα εθύμωσαν τον πατέρα της και της λέγει οργιζόμενος· «Εμωράνθης, ανόητη, και ποθείς να λάβης μύρια κολαστήρια; Σε διαβεβαιώ όμως ενώπιον των μεγάλων θεών Απόλλωνός τε και Αρτέμιδος, ότι θέλω δώσει το σώμα σου να το φάγουν οι κύνες και τα άγρια θηρία». Απάντησεν η Μάρτυς· «Μη αμελήσης, αλλά σύναξε όσα θηρία θέλεις και δος μου όσους θανάτους δυνηθής, διότι πολλήν ωφέλειαν θέλω λάβει, εάν πολλάκις αποθάνω δια τον Χριστόν μου και πολλάς αμοιβάς θέλω απολαύσει εις τον Παράδεισον». Τότε πάλιν ο δεινός εκείνος και άσπλαγχνος εδοκίμασε με κολακείας αλλά και άλλας απειλάς κολαστηρίων να την φέρη εις την γνώμην του, όμως δεν ηδυνήθη, διότι αυτή τον απέκοψεν από τον λόγον του λέγουσα· «Μήπως είσαι και συ ως τους θεούς σου αναίσθητος, και έχων ώτα δεν ακούεις τους λόγους μου; Εγώ σου είπα και σε εβεβαίωσα, ότι εάν δεν προσκυνήση τον Χριστόν, δεν συγκοινωνώ ποτέ με τον Ελεύσιον». Βλέπων ο πατήρ της Αγίας ότι με τους λόγους μόνον δεν κατορθώνει τίποτε, έκλεισεν αυτήν εις σκοτεινήν φυλακήν, κατά δε την νύκτα την ερωτούσαν και πάλιν εάν μετέβαλε γνώμην. Αλλ΄ αυτή απεκρίνατο στερεώτερα λέγουσα· «Δεν προσκυνώ γλυπτά και αναίσθητα ξόανα, αλλά μόνον τον Χριστόν μου, τον αληθή Θεόν προσκυνώ και σέβομαι». Τότε θυμωθείς ο πατήρ της αφήκε τους λόγους και ερχόμενος εις τα έργα έδειρε την Αγίαν όχι ως πατήρ, αλλά ως εχθρός και επίβουλος, ανηλεώς πολύ και ασπλάγχνως, έπειτα δε την παρέδωκεν εις τον μνηστήρα της, να την κάμη ως βούλεται. Λαβών εκείνος εις την εξουσίαν του την Αγίαν και βλέπων το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα την άφθαστον, κατεπραϋνθη εκ της επιθυμίας η οργή και η μανία αυτού και λησμονήσας τον θυμόν, τον οποίον είχε κατ΄ αυτής πρότερον, λέγει προς αυτήν με πολλήν ημερότητα· «Ποίησον το θέλημά μου, γλυκυτάτη μου νύμφη, και συμφώνησον να γίνης ομόζυγός μου ίνα λυτρωθής από τα κολαστήρια και εάν δεν θέλης να προσκυνήσης τους θεούς, ημείς εις τούτο δεν σε βιάζομεν· αρκεί μόνον να κάμωμεν τον γάμον». Η δε απεκρίνατο· «Ούτε κανένας λόγος, ούτε βάσανος, ούτε αυτός ο κίνδυνος του θανάτου θέλει με πείσει να συζευχθώ μετά σου, εάν δεν λάβης το θείον Βάπτισμα και δεν γίνης ως και εγώ Χριστιανός τέλειος». Ακούων τους λόγους τούτους της Μάρτυρος και φλεγόμενος εισέτι υπό της επιθυμίας, λέγει προς αυτήν ο έπαρχος με πραότητα· «Επ΄ αληθείας, φιλτάτη μου κόρη και πολυπόθητος, θα εδεχόμην να σου κάμω και τούτο το θέλημα δια την προς σε αγάπην μου, εάνδεν εκινδύνευεν η ζωή μου· διότι, εάν κάμω τοιούτον πράγμα, ευθύς ως το μάθη ο βασιλεύς όχι μόνον την επαρχίαν θέλει μού αφαιρέσει, αλλά θέλει μού δώσει και πικρότατον θάνατον». Απεκρίθη η Αγία· «Εάν συ φοβείσαι τον θνητόν και πρόσκαιρον βασιλέα, όστις δεν δύναται να σου εγγίση εις την ψυχήν, ειμή μόνον να παιδεύση το σώμα σου, πως εγώ να μη φοβηθώ τον αθάνατον και ουράνιον, τον Δεσπότην πάντων των βασιλέων, Όστις εξουσιάζει πάσαν πνοήν και ζωήν; Πως εγώ να καταφρονήσω τοιούτον Βασιλέα και να λάβω τον αντίδικον αυτού άνδρα; Εάν είχες συ δούλον τινά ηγαπημένον και έκαμνε γάμον με τους εχθρούς σου, δεν θα εσκανδαλίζεσο εναντίον του και δεν θα τον εμισούσες ως επίβουλον; Μη πλανάσαι λοιπόν και μη έχης καμμίαν ελπίδα εις εμέ. Μη χάνης τον καιρόν σου με το να με δοκιμάζης με κολακείας και απειλάς. Αλλά εάν θέλης, πρόσελθε συ εις τον Θεόν μου και πίστευσον, ή άλλως σφάξον με, καύσον με εις το πυρ, μάστιζε και κατάκοπτε τας σάρκας μου, βάλε θηρία να με σπαράξωσι και μηχανεύσου να μου δώσης τα δεινότερα κολαστήρια εξ όσων δύνασαι, διότι εγώ σε εμίσησα και νομίζω την μετά σου κοινωνίαν τάφον και θάνατον». Ταύτα ακούσας ο υπό του πυρός της επιθυμίας φλογιζόμενος έπαρχος εξεκαύθη υπό άλλου πυρός, του θυμού, έτι περισσότερον και έγινεν ως θηρίον ανήμερον, καθώς ο καταφρονηθείς έρως το έχει συνήθειαν. Προστάσσει όθεν να τανύσουν την Αγίαν με λωρία τέσσαρες άνδρες, άλλοι δε να την δέρουν ανηλεώς εις όλον το σώμα με ξηρά βούνευρα, έως να κουρασθώσιν οι μαστιγούντες. Τούτου γενομένου, αυτοί μεν απέκαμον δέροντες, η δε μακαρία εκείνη κόρη εστερεούτο έτι περισσότερον εις την γνώμην της και δεν εφοβήθη τας μάστιγας, ούτε ποσώς εδειλίασεν. Ο δε Ελεύσιος εκέλευσε να την αφήσουν, και της λέγει· «Αυτά, Ιουλιανή, είναι τα προοίμνια των βασάνων, τα οποία μέλλεις να λάβης, από ταύτα δε εννόησον και τα επίλοιπα, τα οποία σε αναμένουν, εάν έως τέλους απειθήσης, και τότε θέλεις μετανοήσει, αλλ΄ ανωφελώς». Η δε απεκρίνατο· «Ποίησον ει τι θέλεις, αναίσθητε και ανόητε, διότι καλλίτερον έχω να πάθω όλα του κόσμου τα βασανιστήρια, παρά να συγκοινωνήσω μετά σου». Τότε την εκρέμασαν από τας τρίχας της κεφαλής όλην την ημέραν, έως ου ανεσπάσθη το δέρμα της όλον και ανέβησαν αι οφρύες αυτής υπεράνω του μετώπου, τόσον ώστε έμεινεν ελεεινόν θέαμα· αλλά και πάλιν την παρεκάλει ο έπαρχος (καθώς ο έρως τον εξωθούσε) με διάφορα κολακεύματα. Βλέπων όμως ότι εκοπίαζε ματαίως και ανωφελώς, την εβασάνισε πάλιν χειρότερα, και πυρώσας σίδηρα, έβαλεν εν εις τας μασχάλας, άλλο εις τα πλευρά της και έτερον εις τους μηρούς της, δέσαντες δε εις τας σάρκας της τα πυρωμένα εκείνα σίδηρα, την έρριψαν εις την φυλακήν ανεπιμέλητον, ένθα οδυνωμένη σφοδρώς από την ανύποιστον εκείνην βάσανον, έκειτο εις την γην και προσηύχετο ταύτα λέγουσα· «Κύριέ μου Θεέ παντοκράτορ και παντοδύναμε, καθώς ελύτρωσες τον Προφήτην Δανιήλ, τους Αγίους Τρεις Παίδας και Θέκλαν την Πρωτομάρτυρα από το πυρ και τα θηρία και από πάσαν άλλην βάσανον, αυτός και τώρα παραστάσου και εις εμέ και λύτρωσόν με από τα πάνδεινα ταύτα κολαστήρια και από τον πολεμούντα με, Βασιλεύ αήττητε». Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας εφάνη προς αυτήν με μορφήν Αγγέλου ο διάβολος, λέγων· «Πολλά δεινά κολαστήρια έχει κατασκευασμένα δια σε ο έπαρχος, τα οποία δεν δύνασαι να υποφέρης. Λοιπόν όταν σε εκβάλωσιν απ΄ εδώ, ύπαγε εις τους βωμούς και θυσίασον». Ερωτήσασα δε αυτόν η Μάρτυς τις ήτο, απεκρίνατο· «Άγγελος είμαι του Θεού και με απέστειλε να σου είπω να κάμης τον λόγον του τυράννου, δια να μη αφανισθή κακώς το σώμα σου, ο δε Θεός είναι φιλάνθρωπος και θέλει σε συγχωρήσει δια την της σαρκός ασθένειαν». Η δε Μάρτυς εθαύμασε, Αγγέλου μεν μορφήν βλέπουσα, συμβουλήν δε δαίμονος ακούουσα. Όθεν βαθέως στενάξασα εδάκρυσε λέγουσα· «Κύριε και ποιητά των απάντων, τον οποίον υμνούσιν οι Άγγελοι και φρίττουσιν οι σκοτεινοί δαίμονες, μη με καταφρονήσης και με απατήση ο πονηρός διάβολος, αλλά δείξον μοι τις είναι ούτος, όστις με συμβουλεύει τοιαύτα, και προσποιείται ότι είναι δούλος και υπηρέτης σου». Ταύτα ειπούσα, ευθύς επήκουσεν ο επικαλούμενος και φωνή ουρανόθεν ηκούσθη λέγουσα· «Έχε θάρρος, Ιουλιανή, ότι εγώ είμαι μετά σου, και σου δίδω δύναμιν να νικήσης τον πειράζοντα, όστις θέλει σου ομολογήσει και την αλήθειαν». Με την φωνήν και το θαύμα ηκολούθησε πάραυτα, και της μεν Αγίας τα δεσμά ελύθησαν, ο σίδηρος των μηρών εξέπεσεν, ο δε φαινόμενος δαίμων εδέθη με τρόπον θαυμάσιον, τον οποίον επιλαβομένη ανδρείως η Μάρτυς εξήταζεν αυτόν ως δούλον κάκιστον, να είπη τις ήτο, διατί ήλθε και τις τον έστειλεν, ο δε δαίμων, υπό αοράτου δυνάμεως μαστιγούμενος, εφανέρωσεν ευθύς ο φιλοψευδής την αλήθειαν, ειπών ότι ήτο εις εκ των πρώτων δαιμόνων και εστάλη υπό του πατρός αυτού σατανά να την πλανήση, διότι και αυτή τον κατεπλήγωσε με τους ανδρείους αγώνας της. Εις το τέλος δε είπε και ταύτα ο αλιτήριος· «Εγώ την Εύαν ηπάτησα· τον Κάϊν αδελφοκτόνον απέδειξα· τον Ηρώδην βρεφοκτόνον κατέστησα, τον Ιούδαν προδότην και φονευτήν εαυτού κατήντησα· τους Ισραηλίτας ειδωλολάτρας εποίησα και τον σοφόν Σολομώντα εμώρανα και παίγνιον έρωτος κατέστησα». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, έπτυσεν αυτόν, τον δε Θεόν εδόξασεν, ευχαριστούσα ότι την ελύτρωσεν από τας κακουργίας εκείνου και όλας τας πληγάς αυτής εθεράπευσε. Τη επαύριον έστειλεν ανθρώπους ο έπαρχος να την φέρουν (εάν έζη ακόμη) εις το κριτήριον. Η δε Μάρτυς Ιουλιανή απήλθε χαίρουσα, ηκολούθει δε αυτήν και ο δαίμων αοράτως συρόμενος. Ο δε άρχων ιδών αυτήν όλως υγιά και τεθεραπευμένην, εξίστατο λέγων· «Ειπέ μας πότε και ποίος σου έμαθε τας μαντείας και τελείς τοιαύτα τερατουργήματα»; Απεκρίθη η Μάρτυς· «Αυτό δεν έγινεν από τέχνην ανθρωπίνην, αλλά από θείαν και άρρητον δύναμιν, ήτις κατήσχυνε και σε και τον σατανάν τον πατέρα σου, εμέ δε ανωτέραν της ιδικής σου και της εκείνου κακοτεχνίας απέδειξε· και ούτως εδώ μεν ο Χριστός την δύναμίν σας παντελώς εξενεύρισεν, εκεί δε σας έχει ητοιμασμένον πυρ φοβερόν και τάρταρον χαλεπόν, σκότος και σκώληκα και έτερα δεινά κολαστήρια». Ο δε έπαρχος ακούσας το πυρ, πυρ κατά της Αγίας ηυτρέπιζε πρόσκαιρον· και εκκαύσας κάμινον δυνατά με ξύλα και ετέραν εύκαυστον ύλην, έρριψαν εντός αυτής την αήττητον Μάρτυρα· ευθύς δε ως ερρίφθη εκείνη η μακαρία εις την κάμινον ύψωσε τα βλέμματα προς τον Θεόν και εδάκρυσεν, αι δε μικραί σταγόνες των δακρύων αυτής το πυρ εκείνο το φοβερόν και άμετρον έσβεσαν, ως να ήσαν αύται ποταμός μέγας και ακατάπαυστος. Βλέποντες ο λαός των Νικομηδέων, άνδρες τον αριθμόν πεντακόσιοι, τοιούτον φρικτόν θαυμάσιον, με μίαν φωνήν και γνώμην εβόησαν· «Εις είναι ο Θεός, ο Θεός της Μάρτυρος Ιουλιανής, τον οποίον και ημείς σεβόμεθα, καν με πυρ ή με ξίφος μάς θανατώσης». Τούτους προσέταξεν ο έπαρχος και απεκεφάλισαν άπαντας, έτι δε και γυναίκας εκατόν και τριάκοντα, αι οποίαι ομοίως τον Χριστόν Θεόν αληθή ωμολόγησαν· έπειτα βράζων από τον θυμόν του ο έπαρχος, έβαλε την Αγίαν εις λέβητα γεμάτον βρασμένον μόλυβδον. Η δε θεία Χάρις αυτήν μεν εφύλαξεν αβλαβή, τον δε μόλυβδον περιέχυσεν εις τα πρόσωπα των στρατιωτών με τρόπον θαυμάσιον, και όλους τους περιεστώτας εκύκλωσε παραδόξως ως η χαλδαϊκή κάμινος, και δικαίως τους αδίκους η θεία δίκη ενέπρησε και ως κακούς κακώς εθανάτωσεν. Ιδών δε τους δημίους αναλωθέντας δεινώς ο δεινός και δείλαιος εδαιμονίσθη από τον θυμόν, και ξεσχίζων τα ενδύματά του εβλασφήμει τους ανισχύρους και αναισθήτους θεούς ο τούτων αναισθητότερος, βλέπων ότι δεν ηδύνατο να νικήση μίαν τρυφεράν κορασίδα ασθενή και αδύνατον. Συλλογιζόμενος λοιπόν καθ΄ εαυτόν ο τύραννος, ότι και εάν της δώση και έτερα κολαστήρια, δεν την νικά, αλλά μάλιστα θέλουν πιστεύσει και άλλοι εις τον Χριστόν, και θέλει ζημιωθή και χλευασθή περισσότερον, έδωκε κατ΄ αυτής την τελευταίαν απόφασιν, να την αποκεφαλίσωσιν. Η δε καλλίνικος Ιουλιανή επορεύετο προς τον θάνατον χαίρουσα, με ηδονήν και αγαλλίασιν άμετρον, ότι ελυτρώνετο από τα λυπηρά του παρόντος ματαίου βίου και απήρχετο εις τα χαρμόσυνα και πανευφρόσυνα κάλλη του Παραδείσου. Εδίδασκε δε τους ακολουθούντας να προτιμούν την αγάπην του Χριστού από όλα τα πράγματα, και να είναι έτοιμοι να υπομείνουν όλα τα κολαστήρια και αυτόν ακόμη τον πανώδυνον θάνατον, ίνα αυτόν κερδήσωσι. Ταύτα δε λέγουσα, εσφράγισε και με τα έργα βεβαιότερα τα λεγόμενα, και φθάνουσα εις τον τόπον της καταδίκης, πρώτον μεν προσηυχήθη, έπειτα δε έκλινε τον αυχένα της προς τον δήμιον, χωρίς να δείξη σημείον λύπης ή σκυθρωπότητά τινα, αλλά με χαράν και ευφροσύνην και ούτως έκοψαν την τιμίαν αυτής κεφαλήν, την νικηφόρον και πολύαθλον. Γυνή δε τις Ρωμαία, Σοφία ονόματι, πλουσία και ένδοξος, έτυχεν εκεί εις την Νικομήδειαν δια τινα αναγκαίαν υπόθεσιν, και ιδούσα τα γενόμενα, επήρε το άγιον Λείψανον της Μάρτυρος και της έκτισεν εις την πατρίδα της Ναόν περικαλλέστατον, αντάξιον των άθλων και των αγώνων αυτής. Μετ΄ ολίγας ημέρας και ο μιαρός Ελεύσιος έλαβεν από την θείαν δίκην την δικαίαν ο άδικος παίδευσιν· διότι ενώ εταξίδευε δια θαλάσσης ομού με άλλους πολλούς έγινε τρικυμία μεγάλη, όλοι δε οι ταξιδεύοντες με το πλοίον εκείνο επνίγησαν και μόνον αυτός ηδυνήθη να σωθή, δια να λάβη περισσοτέραν παίδευσιν, διότι βαστών εν σανίδιον εξήλθεν εις τόπον τινά έρημον, και εκεί έγινε τροφή των θηρίων ο δείλαιος. Τοιούτον εστάθη της ωραίας και σώφρονος Ιουλιανής το του Μαρτυρίου στάδιον και τοιούτον τέλος δια τον Κύριον έλαβε, καταφρονήσασα τον Ελεύσιον, τον οποίον όταν ήτο ετών εννέα ηρραβωνίσθη· κατά δε το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας της ενυμφεύθη τον Δεσπότην Χριστόν, με το ένδοξον και πολύαθλον όντως Μαρτύριον αυτής, με τον οποίον συμβασιλεύει τώρα και συνευφραίνεται πάντοτε εκεί ένθα υπάρχει η ανέκφραστος ηδονή και άρρητος αγαλλίασις· της οποίας είθε να αξιωθώμεν και ημείς τη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φιλανθρωπία και Χάριτι· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Φαρμακολυτρίας.

Δημοσίευση από silver »

Αναστασία η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου Διοκλητιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284- 305), κατήγετο δε από την περίδοξον και μεγαλόπολιν Ρώμην, από γένος περιφανέστατον, ωραία την όψιν και ευπρεπέστατα εις τα ήθη και τάξεις κεκοσμημένη και με την ευγένειαν της ψυχής εστολισμένη υπέρ το κάλος του σώματος. Ο πατήρ της ωνομάζετο Πραιξτετάτος, είχε δε διδάσκαλον ενάρετόν τινα άνθρωπον ονόματι Χρυσόγονον, εκ του οποίου εδιδάχθη την ευσέβειαν και εγνώρισε τον αληθή Θεόν, τα δε αναίσθητα είδωλα απέβαλε και κατεφρόνησεν. Και ούτω μεν η Αγία επορεύετο· ο δε πατήρ αυτής την υπάνδρευσε χωρίς την θέλησίν της μετά τινος ειδωλολάτρου, Ποπλίωνος ή Πουπλίου καλουμένου, τον οποίον εμίσει η κόρη και προφασιζομένη ασθένειαν δεν εδέχθη την μετ΄ εκείνου κοινωνίαν διά τε την απιστίαν του, και την προς την παρθενίαν αγάπην της· καθ΄ εκάστην δε προσηύχετο εις τον Χριστόν φυλάττουσα πάσας τας εντολάς του. Εξαιρέτως δε ηγάπα πολύ την ταπείνωσιν. Όθεν πολλάκις εξεδύετο τα πολύτιμα και λαμπρά της ιμάτια και ενεδύετο πενιχρά δια να μη την γνωρίζωσιν, επήγαινε δε με την δούλην της εις τας φυλακάς και επεμελείτο τους Χριστιανούς, σπογγίζουσα τας πληγάς και τα αίματα αυτών. Ειργάζετο δε και πάσαν άλλην υπηρεσίαν η μακαρία ως να ήτο δούλη και καταφιλούσα εξ ευλαβείας τας πληγάς τών Μαρτύρων, τους ενουθέτει να μη δειλιάσωσι κολαστήρια πρόσκαιρα, αλλά να φυλάττουν στερεά την ευσέβειαν, τους έδιδε δε και τροφάς, ενδύματα και παν άλλο αναγκαίον του σώματος, ταύτα δε ετέλει κατά πάσας τας νύκτας κρυφίως, δίδουσα εις τους φύλακας χρήματα, δια να την αφήνουν να εισέρχεται. Ταύτα μαθών ο Ποπλίων την εφυλάκισε και ούτε αυτήν άφηνε να εξέρχεται ουδόλως, ούτε εις άλλην τινά να της ομιλήση τελείως επέτρεπεν. Όθεν ελυπείτο διότι δεν είχεν άδειαν να επιμελήται τους φυλακισμένους ως πρότερον, εξαιρέτως δε είχε θλίψιν απαραμύθητον δια τον διδάσκαλόν της Χρυσόγονον, όστις επήγαινε πρωτύτερα και την έβλεπε πολλάκις και συνεχαίροντο, τότε δε τον είχε και αυτόν φυλακισμένον ο βασιλεύς δια την ευσέβειαν. Όθεν δεν ηδύνατο να ίδη ή να παρηγορήση ο εις τον άλλον δια στόματος, αλλά μόνον γυναίκα τινά γραίαν έστειλε προς αυτόν η Αγία, και του διεμήνυσε να κάμη προς τον Θεόν δι΄ αυτήν δέησιν, να την λυτρώση από τα δεσμά, δια να θεραπεύη τους Μάρτυρας. Ο δε Χρυσόγονος τής απήντησε να έχη υπομονήν, διότι εις ολίγας ημέρας θέλει αποθάνει ο άνδρας της και θα μείνη εντελώς ελευθέρα, όπερ και εγένετο. Διότι ο βασιλεύς απέστειλεν αυτόν πρέσβυν εις τους Πέρσας και εφονεύθη καθ΄ οδόν. Όθεν λαμβάνουσα η Αγία ελευθερίν τελείαν, ετέλει ανεμποδίστως όσα εβούλετο, χαρίζουσα εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά της και παρακινούσα τους Αγίους Μάρτυρας να υπομένουν ανδρείως τα κολαστήρια. Ο δε δυσσεβής Διοκλητιανός ήτο τότε εις την Νίκαιαν, και τας μεν άλλας δημοσίας υποθέσεις δεν επεμελείτο τόσον, όσον εφρόντιζε να μη διαφύγη κανείς ευσεβής από τας χείρας του. Ανέφερον λοιπόν εις αυτόν, ότι εις την Ρώμην είχον πολλούς Χριστιανούς φυλακισμένους και τους εβασάνιζον διαφόρως, αλλ΄ ουδείς εξ αυτών κατεδέχετο να προσκυνήση τα είδωλα, έχοντες διδάσκαλον τινα την κλήσιν Χρυσόγονον, όστις τους παρεκίνει εις το Μαρτύριον. Τότε ο βασιλεύς προσέταξε τους μεν άλλους να βασανίσουν πολλά, έπειτα εάν δεν θυσιάσωσι να τους δώσουν πικρόν θάνατον, τον δε θείον Χρυσόγονον να φέρωσιν ενώπιόν του ως κατάδικον. Λαβόντες λοιπόν τούτον οι στρατιώται επήγαινον εις τον βασιλέα, ηκολούθει δε και η θαυμαστή Αναστασία, δεικνύουσα νικημένην την του γένους ασθένειαν από την ευγένειαν του φρονήματος. Όταν δε έφθασαν εκεί, είπε ταύτα ο βασιλεύς προς τον Χρυσόγονον· «Υπάκουσον εις το πρόσταγμά μου, θυσίασον εις τους θεούς να λυτρωθής από διάφορα κολαστήρια και να σε κάμω έπαρχον της Ρώμης». Ο δε Άγιος με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Ένα και μόνον Θεόν γνωρίζω, τον οποίον ομολογώ αληθέστατον και με το στόμα και με όλην την ψυχήν και καρδίαν μου· αυτόν λατρεύω και προσκυνώ και προκρίνω, ως πάντων των ηδέων ηδύτερον και πάσης ζωής ποθεινότερον, θεών δε πλήθος και μύθους και δαίμονας αποστρέφομαι και συμβουλεύω ομοίως την βασιλείαν σου να τους μισήσης ως αιτίους βλάβης και απωλείας ψυχών, τας δε τιμάς και τας δωρεάς, τας οποίας μού υπόσχεσαι, νομίζω σκιάν και όνειρα». Την παρρησίαν ταύτην του Αγίου θαυμάσας ο βασιλεύς, προσέταξε να τον αποκεφαλίσουν εις τόπον έρημον, τούτου δε γενομένου έρριψαν το Λείψανον αυτού εις παρακειμένην λίμνην. Εις εκείνα τα μέρη, εις τα οποία έρριψαν το Λείψανον του Χρυσογόνου, κατώκουν τρεις αδελφαί, Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη καλούμεναι, διέμενε δε εκεί και Ιερομόναχος τις ενάρετος, ονόματι Ζωϊλος, ο οποίος δια θείας αποκαλύψεως είδε που ευρίσκετο το Λείψανον του Αγίου Χρυσογόνου. Όθεν λαβών αυτό ως και την τιμίαν αυτού κεφαλήν με πολλήν ευλάβειαν, το απέκρυψεν εις το κελλίον του, και μετά ημέρας τριάκοντα φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Χρυσόγονος και του λέγει· «Γνώριζε, Ζωϊλε, ότι ο δυσσεβής βασιλεύς έμαθε περί των τριών αδελφών Ειρήνης, Αγάπης και Χιονίας και θέλει θανατώσει αυτάς εντός εννέα ημερών. Ιδού λοιπόν έρχεται η του Χριστού δούλη Αναστασία, να τας ενθαρρύνη προς το Μαρτύριον. Ετοιμάσου δε και συ δια την μέλλουσαν ζωήν, διότι εις ολίγας ημέρας έρχεσαι προς ημάς, να απολαύσης τους γλυκυτάτους καρπούς των πόνων σου». Την αυτήν οπτασίαν είδε και η παρθένος Αναστασία. Όθεν απήλθεν ευθύς εις το οικητήριον του Ζωϊλου χαίρουσα, ιδούσα δε εκεί τας τρεις Αγίας Παρθένους, ηρώτησε δια το ιερόν Λείψανον του Αγίου Χρυσογόνου. Αφού λοιπόν είδε και προσεκύνησε τούτο ευλαβώς, έλαβε τας Αγίας Παρθένους και απήλθεν εις άλλον τόπον, εδίδασκε δε καθ΄ οδόν αυτάς να μη δειλιάσουν τα των ασεβών κολαστήρια. Και ταύτα μεν έπραξαν αι Παρθένοι, ο δε θείος Ζωϊλος κατά την θείαν αποκάλυψιν απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον. Μαθών ο παράνομος βασιλεύς, εις ποίον τόπον ευρίσκοντο αι τρεις εκείναι Παρθένοι, προσέταξε να τας συλλάβουν και να τας φέρουν εις το θέατρον. Τούτου δε γενομένου πρώτον μεν ήρχισε να κολακεύη τας Αγίας με ημερότητα, εγκωμιάζων με λόγους την ωραιότητα τούτων και υποσχόμενος να τας υπανδρεύση πλουσίως και να χαρίση εις αυτάς μεγάλα δωρήματα, εάν προσκυνήσουν τα είδωλα. Η δε πρώτη κατά την ηλικίαν, ήτις εκαλείτο Αγάπη, δια να δείξη την προς τον αληθή Θεόν αγάπην αυτών, με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Μη βάλης ποσώς εις τον νουν σου, ω βασιλεύς, ότι θέλομεν φοβηθή δεινά κολαστήρια ή σκληρότατον θάνατον, ή ότι θα μας νικήση η λαμπρότης του γένους, ή θα λυπηθώμεν το κάλλος των σώματος ή ότι με κολακείας θέλεις αδυνατίσει την στερεότητά μας, να προδώσωμεν την ευσέβειαν. Μάλιστα όσον μάς βασανίσης χειρότερα, τόσον θέλεις μάς ωφελήσει περισσότερον». Ιδών ο Βασιλεύς την τοσαύτην παρρησίαν των Παρθένων εθαύμασεν, επειδή όμως είχεν υπηρεσίαν να υπάγη εις την Μακεδονίαν, τας εφυλάκισε και προσέταξε τον έπαρχον Δουλκίτιον να τας εξετάση με επιμέλειαν και να δώση εις αυτάς δεινά κολαστήρια. Η δε Αναστασία ηκολούθει τας Αγίας και επεμελείτο αυτάς, ως και τους άλλους Χριστιανούς εις όλα τα χρειαζόμενα, ως και ανωτέρω είπομεν. Ο δε πονηρός Δουλκίτιος ήτο ασελγής πολύ και ακόλαστος εις την πορνείαν ο μιαρώτατος, και επεθύμησε να μιάνη μίαν από τας τρεις παρθένους, βλέπων την πολλήν αυτών ωραιότητα. Όθεν μεμεθυσμένος καθώς ήτο από τον έρωτα και τον οίνον, απήλθε νύκτα τινά μόνος του εις την φυλακήν δια να πράξη το μελετώμενον. Αλλά Θεού θέλοντος έκαμε λάθος εις τον τόπον, και εισήλθεν εις εν μαγειτείον, εις το οποίον ήσαν χύτραι μουτζουρωμέναι, τας οποίας νομίζων ότι ήσαν τα κοράσια, τας ενηγκαλίζετο και εγένετο μαύρος από την μουτζούραν εις όλον το πρόσωπον. Έπειτα εξελθών έξω δια να υπάγη εις το παλάτιον, δεν τον εγνώριζε κανείς ότι είναι ο έπαρχος, μάλιστα ενόμιζον ότι ήτο παράφρων τις και δαιμονιζόμενος, και άλλοι μεν εγέλων, άλλοι δε τον έδερον· όταν δε έφθασεν εις το παλάτιον δεν τον άφησαν οι δορυφόροι να εισέλθη εντός αυτού, αλλά τον απεδίωκον και έσπρωχναν έξω αυτού και μάλιστα τον εγρονθοκόπησαν· διότι ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ότι αυτός ήτο ο έπαρχος· μόνον δε συγγενείς του τινές ιδόντες αυτόν τον εγνώρισαν μετά βίας και τον επήγαν εις την οικίαν του. Συνελθών δε ούτος από της μέθης, έλεγε ότι του έκαμαν οι Χριστιανοί μαγείαν και θυμωθείς κατ΄ αυτών έτι περισσότερον προσέταξε να φέρουν τας τρεις Παρθένους και να τας γυμνώσουν τελείως δια να τας διαπομπεύση εις εκδίκησιν της αισχύνης του. Αλλ΄ ω των παραδόξων πραγμάτων, δημιουργέ Κύριε! Ως έφεραν τας τιμίας Παρθένους και εδοκίμασαν να αφαιρέσουν τα υποκάμισά των, έγιναν ταύτα ως δέρματα και εκόλλησαν τόσον εις τας σάρκας αυτών, ώστε δεν ηδυνήθησαν τελείως να τον ξεσχίσουν οι δήμιοι, και πάντες εξέστησαν εις τοιούτον εξαίσιον θαύμα. Αλλά και έτερον θαύμα ηκολούθει τω θαύματι, διότι έμεινε τυφλός ο έπαρχος από ουράνιον δύναμιν, και ηναγκάσθησαν να τον σηκώσουν από τον θρόνον του ως άψυχον χόρτον και τον υπάγουν εις τον κράββατόν του· την δε επαρχίαν έλαβεν από τον βασιλέα άλλος, το όνομα Σισίνιος, όστις εδοκίμασε και αυτός να διαστρέψη τας Παρθένους με απειλάς και κολακείας. Βλέπων όμως ότι εις μάτην κοπιάζει δέρων τον αέρα, προσέταξε να καύσουν τας δύο αδελφάς, Αγάπην και Χιονίαν, την δε Ειρήνην αφήκεν, ως νεωτέραν, έχων εις αυτήν ολίγην ελπίδα ο δείλαιος. Ανάψαντες λοιπόν οι υπηρέται την κάμινον, έκαμαν αι Άγιαι προσευχήν κι ποιήσασαι το σημείον του Τιμίου Σταυρού επήδησαν εντός της παφλαζούσης φλογός αγαλλιώμεναι. Ο δε παντοδύναμος Θεός έλαβε τας ψυχάς αυτών χωρίς να πονέσωσι· διότι το πυρ ουδόλως έβλαψεν αυτάς, ούτε ετόλμησε να καύση καν τρίχα τινά της κεφαλής αυτών ή ιμάτιον. Όθεν η φιλομάρτυς Αναστασία επήρε τα ιερά αυτών Λείψανα και τα ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, δεομένη του Θεού καθ΄ εκάστην, να την αξιώση και αυτήν του Μαρτυρικού στεφάνου. Ο δε Σισίνιος εκολάκευε πάλιν την Ειρήνην να θυσιάση. Έπειτα, όταν είδεν ότι δεν επείθετο, την ηπείλησε και της λέγει· «Γνώριζε, ότι, εάν παρακούσης εις το πρόσταγμά μου, θέλω προστάξει να σε βάλουν εις τόπον τινά ατιμίας δημόσιον, εις τον οποίον θα έρχεται πας τις να σε πορνεύη, δια να φθαρή και να μολυνθή, κατά την Γραφήν σας, η ψυχή και το σώμα σου». Η δε απεκρίνατο· «Ελπίζω εις τον Δεσπότην μου να λυτρώση από τας παγίδας τούς πόδας μου και να φυλάξη την ψυχήν μου αμόλυντον· εάν δε πάλιν και μολυνθώ βιαίως και χωρίς την θέλησίν μου, δεν θα έχω εγώ αμαρτίαν, διότι ακουσίως μου έγινε». Τότε ο άρχων παρέδωκεν αυτήν εις τους στρατιώτας, να την υπάγουν εις πορνείον, δια να πηγαίνη εις αυτήν όστις θέλει. Ο Πανάγαθος όμως Θεός δεν ημέλησεν, αλλά έστειλεν ευθύς Αγίους Αγγέλους εις σχήμα στρατιωτών, οίτινες λαβόντες την Αγίαν την επήγαν επάνω εις εν όρος εις πείσμα του άρχοντος, όστις βλέπων τοιούτον θαυμάσιον δεν έπαυσε να πολεμά με τον Παντοδύναμον ο αδύνατος, αλλά έτρεχε προς το όρος έφιππος, δια να την πάρη βιαίως ο αφρονέστατος. Αλλά πάλιν θαύμα εις το θαύμα ηκολούθησε και έβλεπε μεν την κόρην από μακράν, αλλά να την πλησιάση δεν ηδύνατο· διότι θεία τις δύναμις αόρατος τον ημπόδιζεν, ως να ήτο έμπροσθεν αυτού τείχος απροσπέλαστον· και βλέπων δεν έβλεπεν, αλλά έκαμε τον γύρον του όρους ψηλαφών ανωφελώς και εβασανίζετο ματαίως έως εις το εσπέρας περιπλανώμενος. Τότε έρριψε στρατιώτης τις εν βέλος κατά της Μάρτυρος, το οποίον Θεού συγχωρήσαντος διεπέρασε την Αγίαν. Η δε Μάρτυς, ευχαριστήσασα τον Χριστόν, όστις την εφύλαξεν άμωμον, εναπέθεσεν εις χείρας Αυτού την μακαρίαν ψυχήν της, όταν δε ο άρχων ανεχώρησεν, λαβούσα η Αναστασία το Λείψανον ενεταφίασεν αυτό εντίμως και ευσεβώς ομού με τα Λείψανα των άλλων Αγίων Παρθένων αλείψασα τούτο με μυριστικά θυμιάματα. Ταύτα μαθών ο άρχων εφυλάκισε την Αναστασίαν, σκοπεύων να την βασανίση με κολαστήρια. Ακούσας όμως ότι ήτο από τας ευγενεστέρας της Ρώμης δεν ετόλμησε να την εγγίση, αλλά την έστειλεν εις τον βασιλέα, όστις εξήτασεν αυτήν τι έκαμε τον πατρικόν της πλούτον. Η δε απεκρίνατο· «Πρώτον διεμοίρασα όλα τα υπάρχοντά μου εις τους πτωχούς Χριστιανούς, έπειτα ήλθα να προσφέρω ολοψύχως εις τον Χριστόν το σώμα μου, ίνα θυσιασθή δια την αγάπην του, επειδή άλλο τι δεν εξουσιάζω να αφιερώσω εις τον Ποιητήν και Σωτήρα μου». Ο δε βασιλεύς, γνωρίσας το στερρόν της γνώμης της, δεν ηθέλησε να την βασανίση αυτός, δια να μη τον νικήση και τον καταισχύνη. Όθεν την παρέδωκεν εις τον έπαρχον, όστις λέγει προς αυτήν με ήπιον τρόπον· «Διατί δεν προσκυνείς τους θεούς, τους οποίους ο πατήρ σου εσέβετο»; Η δε απεκρίνατο· «Αυτούς μεν ελύτρωσα από τας αράχνας, τας μυίας και τα όρνεα, τα οποία τους ερρύπαιναν, παραδώσασα τούτους εις το πυρ· τας δε γαστέρας των πτωχών ενέπλησα δια βρωμάτων χρησιμοποιήσασα τα άχρηστα». Ο δε έπαρχος είπε μετά θυμού· «Μα τους θεούς, εγώ να παιδεύσω μεγάλως ταύτην την ιερόσυλον». Λέγει η Μάρτυς· «Θαυμάζω την γνώσιν σου, ω δικαστά, ότι την καλήν πράξιν καλείς ιεροσυλίαν. Εάν εκείνα τα άψυχα είχον αίσθησιν ή δύναμίν τινα, διατί δεν εβοηθούσαν τον εαυτόν τους, να μη τους συντρίψω ή να παιδεύσουν εμέ όταν τους έκαυσα»; Αφού λοιπόν ο έπαρχος εδοκίμασε με πολλάς κολακείας και απειλάς και δεν ενίκησε την Αγίαν, ανέφερεν εις τον βασιλέα τα γενόμενα, όστις παρέδωκεν αυτήν εις τον Αρχιερέα του Καπιτωλίου, Ουλπιανόν καλούμενον, όπως την καταπείση και προσκυνήση τα είδωλα, ως πολυμήχανος όπου ήτο εις το κακόν και σκληρότατος, ή άλλως να την θανατώση ανηλεώς. Λαβών εκείνος την Αγίαν εις την εξουσίαν του, προσεπάθησε να εξαπατήση αυτήν με διάφορα τεχνάσματα, μεταξύ των οποίων ήτο και το εξής. Ετοποθέτησεν εις το εν μέρος στολάς γυναικείας πολυτίμους, λίθους τιμίους, άνθη ευώδη, κλίνας αργυράς, στρώματα λαμπρά και άλλα ωραιότατα πράγματα· εις δε το άλλο στρεβλωτήρια και άλλα διάφορα κολαστήρια όργανα, δια να την εκφοβίση με ταύτα ή να την δελεάση με τα χαρμόσυνα. Αλλά διεψεύσθη εις τας ελπίδας του ο δείλαιος. Διότι η Αγία ουδόλως ενικήθη υπ΄ αυτών, αλλά έμεινε στερεά και ακλόνητος. Όθεν την εφυλάκισεν, δώσας εις αυτήν προθεσμίαν τριών ημερών να συλλογισθή το συμφέρον της. Η δε Αγία έλεγε προς αυτόν· «Μη χάνης τον καιρόν σου ματαίως, διότι καν τρία έτη διορίαν μου δώσης, καν περισσότερον, εγώ ένα Θεόν προσκυνώ, τον αιώνιον, δια τον Οποίον παραδίδω και την ψυχήν μου προθύμως εις θάνατον, τους δε θεούς σου καταφρονώ ομού με τα των βασιλέων προστάγματα». Έμεινε λοιπόν η Αγία εις την φυλακήν και επί τρεις ημέρας δεν εδοκίμασε βρώσιμόν τι. Κατά το διάστημα δε τούτο τρεις γυναίκες, εις το κακόν εξησκημέναι, αποσταλείσαι προς τούτο υπό του βασιλέως, προσεπάθουν να διαστρέψουν αυτήν, αλλ΄ εις μάτην εκοπίασαν μη δυνηθείσαι να σαλεύσουν ποσώς την πίστιν της Αγίας. Ο δε μιαρός δικαστής εκίνησε να υπάγη εις την φυλακήν, να μολύνη την αμόλυντον ο παμβέβηλος. Αλλά παρευθύς επληγώθη αοράτως από τον Κύριον, και έμεινεν όχι μόνον τυφλός, αλλά και από τους πόνους σφοδρώς οδυνώμενος, φωνάζων δε επεκαλείτο τους ανισχύρους θεούς του εις βοήθειαν. Όθεν συναθροισθέντες εις τας φωνάς του οι γείτονες τον έφεραν βαστακτόν εις τον οίκον του, αλλά δεν είχεν από τους πόνους ανάπαυσιν. Νομίζων δε, ότι θέλει εύρει θεραπείαν τινά, εάν κατέφευγεν εις τους μιαρούς ναούς των ειδώλων, προσέταξε και τον επήγαν εις ένα εξ αυτών, εκεί δε από τους πόνους βασανιζόμενος ο άδικος δικαστής κακώς εξέψυξεν. Μετά τον θάνατον εκείνου λυτρωθείσα εκ της φυλακής η Αγία, επήγεν εις άλλην χώραν, εις την οποίαν ήτο φυλακισμένη δια την πίστιν γυνή τις καλουμένη Θεοδότη, ήτις είχεν υποστή πολλά μαρτύρια από τον Λευκάδιον τον κόμητα της πόλεως· διηγουμένη δε η Αναστασία εις αυτήν όσα της έκαμαν, εστερέωσεν αυτήν περισσότερον. Ο δε Λευκάδιος, ταύτα μαθών, την μεν Αναστασίαν εφυλάκισε, την δε Θεοδότην έστειλε δεδεμένην εις τον ύπατον της Βιθυνίας με γράμματα, όστις την εβασάνισε διαφόρως και μη δυνάμενος να την νικήση, προσέταξε να φέρουν τους δύο παίδας της και ηπείλει και αυτούς να τους θανατώση, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε πρωτότοκος ονόματι Εύοδος απεκρίνατο· «Ημείς, ω ηγεμών, δεν φοβούμεθα κολαστήρια σώματος, επειδή αυτά μάς προξενούν ζωήν αιώνιον· μόνον δε τον αληθή Θεόν φοβούμεθα και τρέμομεν, όστις δύναται να κολάση δεινώς την ψυχήν και το σώμα εις την ατελεύτητον γέενναν». Βλέπων τον νέον ο άρχων είπε προς αυτόν· «Θαυμάζω πως έχεις τόσην μάθησιν, ενώ είσαι ολίγων ετών και συ ομιλείς τοσούτον ευκόλως και καλλίτερα από γέροντα». Ο δε απεκρίνατο· «Η μεν γλώσσα είναι ιδική μου, τα δε λόγια είναι του Κυρίου, όστις μας υπεσχέθη ότι, όταν μας φέρουν εις τα κριτήρια, θα ομιλή Εκείνος δι΄ ημάς». Τότε ο δυσσεβής προστ΄σσει να ραβδίσουν τον παίδα νηλεώς, έμπροσθεν της μητρός του, δια να πονέση τα σπλαγχνα βλέπουσα το τέκνον βασανιζόμενον. Η δε γενναία μήτηρ εχαίρετο και το παρεκίνει τοιαύτα λέγουσα· «Έχε υπομονήν, τέκνον μου· στέκου ανδρείος και υπόμεινον δια τον Χριστόν, να λάβης ένδοξον στέφανον». Όθεν ο άνομος δικαστής, θυμωθείς περισσότερον, παρέδωκεν αυτήν εις άνθρωπον ασελγή και ακόλαστον, ο οποίος ωνομάζετο Υρτακός και του έδωκεν εντολήν να την μιάνη υβριστικώς, ευθύς όμως ως ήγγισεν εις αυτήν ο παμμίαρος ηλλοιώθη όλον το πρόσωπον αυτού και έτρεχεν ως ποταμός το αίμα από την ρίνα του, εφώναζε δε προς τον ύπατον λέγων· «Ως έβαλα την χείρα μου εις την Θεοδότην έπαθα μεγάλο κακόν· διότι είδον νέον τινά ευπρεπή και λαμπρότατον, όστις μου έδωσε ράπισμα τοσούτον δυνατόν, ώστε συνέτριψε τους μυκτήρας μου». Αλλά και ταύτα ακούων εκείνος ο ασυνείδητος και τοιούτον θαυμάσιον βλέπων, δεν επίστευσεν, αλλ΄ εδοκίμαζε με απειλάς την Μάρτυρα λέγων· «Εάν δεν προσκυνήσης τους αθανάτους θεούς, θέλεις ίδει εσφαγμένα έμπροσθέν σου τα ηγαπημένα σου τέκνα». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Αυτό επιθυμώ και εγώ, να προπέμψω ζώσα προς τον Δεσπότην Χριστόν τα τέκνα μου, εις τον ασφαλή εκείνον και σωτήριον λιμένα και τότε να ακολουθήσω κατόπιν αυτών, να συνευφραινώμεθα πάντοτε». Ούτοι οι λόγοι διετάραξαν τον τύραννον και προστάσσει να τους καύσουν εις κάμινον, εις την οποίαν εισήλθον η μήτηρ με τα τέκνα αγαλλιώμενοι και ευχαριστούντες τον Κύριον, ούτω δε τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού εναπέθεντο. Τοιουτοτρόπως η μεν Θεοδότη συν τοις τέκνοις το μκάριον τέλος εδέχθησαν· η δε μακαρία Αναστασία ήτο φυλακισμένη από τον έπαρχον του Ιλλυρικού, όστις ακούσας ότι ήτο από πλουσίους γονείς και περίδοξος, εδοκίμασεν, ως φιλάργυρος, εάν δυνηθή, να κερδήση χρήματα τινα και της λέγει· «Εάν είσαι αληθής Χριστιανή, κάμε τον λόγον του Νυμφίου σου· καταφρόνησον όλα τα χρήματα και τα πράγματα, τα οποία έχεις και δος τα εις εμέ, να λυτρωθής από τας φροντίδας· όταν κάμης αυτό, μη φοβείσαι από εμέ κολαστήρια, προσκύνα δε τον Θεόν σου ως βούλεσαι». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Ο Κύριός μου προσέταξε να δίδωμεν εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά μας, συ δε είσαι πλούσιος και όστις σου δώση ελεημοσύνην είναι ανόητος. Όμως εάν σου τύχη πενία και απορία των αναγκαίων και σε ίδω χρειαζόμενον, τότε μετά χαράς να σε θρέψω πεινώντα, να σε ποτίσω διψώντα και να σε ενδύσω γυμνητεύοντα». Αυτά και πλείονα τούτων λεγούσης της Αγίας, τα οποία χάριν συντομίας παραλείπομεν, εθυμώθη ο τύραννος και φυλακίζει αυτήν, προστάσσων να μη της δώσουν να φάγη τίποτε, ειμή μόνον ολίγον τι μετά την δύσιν του ηλίου. Η Αγία όμως ούτε εκείνην την ολίγην τροφήν κατεδέχθη, έχουσα τον πόθον της όλον και τον έρωτα εις τον Χριστόν, τον οποίον είχε βρώσιν και πόσιν και του σκότους παράκλησιν. Έβλεπε δε και καθ΄ εκάστην νύκτα την μακαρίαν Θεοδότην την σύναθλον, ήτις επλήρωνε την καρδίαν της ευφροσύνης και αγαλλιάσεως και της έδιδε προς τους αγώνας προθυμίαν και δύναμιν· ερωτήσασα δε η Αναστασία την Θεοδότην, διατί ήρχετο προς αυτήν μετά θάνατον, απεκρίνατο· «Ο Θεός δίδει την χάριν ταύτην εις τους Μάρτυρας, να φανερώνωνται εις όσους φίλους των βούλονται, να συνομιλούν και να ευφραίνωνται». Μετά ημέρας τριάκοντα, νομίζων ο τύραννος, ότι από την πολλήν πείναν και κακοπάθειαν θα ησθένησεν η Αγία, έστειλεν ανθρώπους και την έφεραν ενώπιόν του, βλέπων δε αυτήν φαιδράν και πεπαρρησιασμένην περισσότερον παρά πρότερον, επλήσθη θυμού κατά των φυλάκων, νομίζων ότι αυτοί την επεμελήθησαν· όθεν εκδιώξας εκείνους έβαλεν άλλους να την φυλάττουν άλλας τόσας ημέρας, σφραγίσας και τας θύρας επιμελώς. Η δε Αγία πάλιν έμεινε προσευχομένη ημέραν και νύκτα προς τον Κύριον. Μετά τριάκοντα ημέρας εξέβαλε και πάλιν εκ της φυλακής την Αγίαν και προστάσσει να την καταβυθίσουν εις το μέσον της θαλάσσης ομού με άλλους πολλούς καταδίκους ειδωλολάτρας, μεταξύ δε αυτών ήτο και Χριστιανός τις Ευτυχιανός ονομαζόμενος, τον οποίον εβασάνισε πρότερον δια τον Χριστόν διαφόρως και του επήρεν όλα τα υπάρχοντά του. Έβαλον λοιπόν αυτούς οι στρατιώται εις λέμβον, εισήλθον δε και αυτοί εις άλλην λέμβον και αφού τους ωδήγησαν εις τα ανοικτά της θαλάσσης κατετρύπησαν εις πολλά σημεία την λέμβον των καταδίκων δια να βυθισθή. Αλλά ο Θεός έστειλε την μακαρίαν Θεοδότην, ήτις δεν αφήκε την λέμβον να βυθισθή, αλλ΄ εκράτει το τιμόνιον και την εκυβέρνα έως ου έφερεν αυτούς εις την ακτήν. Οι δε Έλληνες, οίτινες ήσαν εντός της λέμβου, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον εξέστησαν και πίπτοντες εις τους πόδας του Ευτυχιανού και της Αγίας εδέοντο να τους διδάξουν την ευσέβειαν. Τούτου γενομένου, επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, τον αριθμόν εκατόν είκοσι. Ταύτα μαθών μετά την τρίτην ημέραν ο έπαρχος, έστειλε στρατιώτας και έφεραν αυτούς εις το κριτήριον, τους παρεκάλεσε δε πολύ να επιστρέψουν εις την προτέραν πλάνην, υποσχόμενος να τους αφήση εκευθέρους και να τους δώση και πολλά χαρίσματα· αλλά δεν εδέχθησαν οι αείμνηστοι, ούτε ζωήν προέκριναν πρόσκαιρον, μόνον την αιώνιον επεπόθησαν. Δοκιμάσας λοιπόν αυτούς ο έπαρχος με διάφορα κολαστήρια και μη δυνηθείς να τους νικήση, απεκεφάλισεν άπαντας. Την δε μακαρίαν Αναστασίαν προσέταξε να δέσουν εις τους πασσάλους και να θέσουν πέριξ αυτής πυρ να την κατακαύσουν, τούτου δε γενομένου παρέδωκε και αύτη την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, τη κβ΄ (22) του μηνός Δεκεμβρίου. Γυνή δε τις την κλήσιν Απολλωνία, το γένος επίσημος, παρεκάλεσε την γυναίκα του επάρχου και της εχάρισε το ιερόν Λείψανον της Αναστασίας, το οποίον ενεταφίασεν ευλαβώς εις τον κήπον της. Μετά δε ταύτα έκτισε και Ναόν πολυτελή και περίβλεπτον εις το όνομα της Αγίας και την εώρταξε κατ΄ έτος πλουσιοπάροχα. Ύστερον μετά πολλά έτη έκτισαν εις Κωνσταντινούπολιν μεγαλοπρεπή Ναόν της Αγίας και έφεραν εκεί το σεβάσμιον αυτής και πολυτίμητον Λείψανον, το οποίον ήτο θησαυρός αγαθών, θαυμάτων πηγή και ρώσις ψυχής τε και σώματος εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητός τε και Βασιλείας, Η πρέπει πάσα τιμή, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΝΑΟΥΜ του Θαυματουργού, του φωτιστού

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΓ΄ (23η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΝΑΟΥΜ του Θαυματουργού, του φωτιστού και Ιεροκήρυκος της Βουλγαρίας.

Ναούμ ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήκμαζε κατά τους χρόνους Μιχαήλ Γ΄ βασιλέως του Βυζαντίου, του υιού Θεοφίλου του Εικονομάχου, βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωμβ΄ - ωξζ΄ (842-867), ότε και οι Άγιοι Κύριλλος, Μεθόδιος και Κλήμης διέτριβον εις Βουλγαρίαν αγωνιζόμενοι εις το να φωτίσωσι, δια της Πίστεως του Χριστού και της Ορθοδοξίας, το πεπλανημένον έθνος των Βουλγάρων. Εις τούτους τους πρώτους φωτιστάς της Βουλγαρίας γενόμενος κατά πάντα ακόλουθος ο θείος ούτος Ναούμ περιήρχετο μετ΄ αυτών όλας τας πόλεις της Βουλγαρίας, κηρύττων τον λόγον της ευσεβείας, τυπτόμενος, λοιδορούμενος, θλιβόμενος και διωγμούς και μάστιγας υπομένων υπό των απίστων και εχθρών του Χριστού. Επειδή δε οι ανωτέρω Πατέρες, ο θείος δηλαδή Κύριλλος και οι Μεθόδιος και Κλήμης οι Ισαπόστολοι, ηθέλησαν να μεταγλωττίσωσι την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην εκ της Ελληνικής εις την Βουλγαρικήν, με τα στοιχεία εκείνα τα οποία εφεύρον εις κατάληψιν των Βουλγάρων, έκριναν εύλογον να αναφέρωσι περί του έργου αυτού και εις τον τότε Πάπαν της Ρώμης Ανδριανόν, ίνα λάβη το έργον αυτών και εξ εκείνου το κύρος και την βεβαίωσιν. Όθεν μετέβησαν εις Ρώμην έχοντες μεθ΄ εαυτών και τον θεσπέσιον τούτον Ναούμ, και έγιναν δεκτοί με μεγάλην τιμήν και φιλοφροσύνην από τον ρηθέντα Πάπαν. Έδειξε δε εκεί ο Θεός δια των ανωτέρω δούλων του πολλά θαύματα, εκ των οποίων και εξ άλλων αποκαλύψεων εγνώρισεν ο Πάπας, ότι το έργον το οποίον εποίησαν της μεταγλωττίσεως ήτο εκ Θεού· μάλιστα δε παραβάλλων το Ελληνικόν κείμενον των Γραφών με το Βουλγαρικόν, εύρεν αυτά σύμφωνα κατά πάντα. Όθεν εβεβαίωσε και εκύρωσε την μεταγλώττισιν ταύτην και εψήφισεν, ίνα αύτη δοθή εις μάθησιν των Βουλγάρων, προς περισσοτέραν κατάληψιν της ευσεβείας. Ο δε Άγιος ούτος Ναούμ, καθό νεώτερος των ανωτέρω Αγίων και θερμότερος κατά τον ζήλον, ηγωνίζετο περισσότερον, υπηρετών προθύμως εις όλα τα παρ΄ αυτών προστασσόμενα. Όταν δε έμελλον να αναχωρήσωσιν από την Ρώμην, εποίησε δι΄ αυτών ο Θεός πολλά θαύματα, διότι όσοι ασθενείς προσέτρεξαν εις αυτούς εθεραπεύθησαν με τρόπον θαυμάσιον· ήτοι όταν ενητένιζον τους Αγίους εις τους οφθαλμούς, ηλευθερώνοντο, τόσον δηλαδή ήσαν χαριτωμένοι οι Άγιοι, ώστε και δύναμις ιαματική επήγαζεν εκ των οφθαλμών των. Όταν λοιπόν οι Άγιοι ούτοι Πατέρες επεράτωσαν το έργον των, ο μεν θείος Κύριλλος, ο αρχηγός της μεταγλωττίσεως των Γραφών, έμεινεν εις την Ρώμην και φθάσας εις έσχατον γήρας, απήλθε προς Κύριον· ο δε ιερός Μεθόδιος, παραλαβών τους μαθητάς του, μεταξύ των οποίων ήτο και ο θείος ούτος Ναούμ, απεφάσισε να επιστρέψη πάλιν εις Βουλγαρίαν. Επανερχόμενος δε ούτος επορεύθη εις την γην των Γερμανών, οίτινες είχον πολλάς αιρέσεις ως και αυτήν ακόμη την του Απολλιναρίου, εβλασφήμουν δε και κατά του Αγίου Πνεύματος. Επειδή λοιπόν ο θείος Μεθόδιος μετά του Οσίου τούτου Ναούμ ηγωνίζοντο να προσελκύσωσι αυτούς εις την Ορθοδοξίαν, οι βάρβαροι εκείνοι ετιμώρησαν τους Αγίους με δαρμούς και ξεσχισμούς και με άλλα βάσανα και ύστερον τους έρριψαν εις την φυλακήν. Ενώ δε προσηύχοντο εις αυτήν οι Άγιοι, ω του θαύματος! έγινε σεισμός μέγας, εκ του οποίου εσαλεύθη μεν όλος ο τόπος και εκρημνίσθησαν πολλαί οικίαι των δυσσεβών εκείνων, ελύθησαν δε τα δεσμά και αι θύραι της φυλακής ηνεώχθησαν· όθεν εξελθόντες οι Άγιοι επορεύοντο χαίροντες καθ΄ οδόν, ως ποτε οι θείοι Απόστολοι, διότι ηξιώθησαν να ατιμασθώσι δια το Πνεύμα το Άγιον. Αφιχθέντες λοιπόν εις την Βουλγαρίαν, εγένοντο δεκτοί από τον αρχηγόν των Βουλγάρων Μιχαήλ, ο οποίος διεμοίρασεν αυτούς εις τας πέριξ χώρας, όπως κηρύττωσι το όνομα του Χριστού και την Βουλγαρικήν εξήγησιν των θείων Γραφών. Τότε ο θείος Κλήμης, συμπαραλαβών τον Άγιον τούτον Ναούμ, περιήρχετο διαφόρους τόπους της Βουλγαρίας, μάλιστα δε την Διάβυαν, την Μοισίαν και την Παννονίαν, ήτοι την σημερινήν Ουγγαρίαν, κηρύττων τον λόγον της ευσεβείας, και απ΄ αυτού δεν εχωρίσθη ο θείος Ναούμ έως εσχάτης του αναπνοής, συμβοηθών αυτόν, ως ο Ααρών εβοήθει τον Μωϋσήν. Διατρίβων λοιπόν ο Άγιος Ναούμ εις την ρηθείσαν Διάβυαν και εκεί ζήσας επί τινα χρόνον οσίως και θεαρέστως, απήλθε προς Κύριον, αφήνων το ιερόν αυτού Λείψανον θησαυρόν θαυμάτων ακένωτον εις τους μετά πίστεως προς αυτό προστρέχοντας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Δεκεμβρίου, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ και μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΔ΄ (24η) Δεκεμβρίου, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ και μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥΓΕΝΙΑΣ. Ευγενία η ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 180- 192. Ο πατήρ της ωνομάζετο Φίλιππος και ήτο έπαρχος Αλεξανδρείας, επιφανής και πλουσιώτατος, η δε μήτηρ της εκαλείτο Κλαυδία, είχε δε και αδελφούς δύο Αβίταν και Σέργιον καλουμένους. Ήτο δε η μακαρία Ευγενία κατά το όνομα και την ψυχήν ευγενεστάτη, εις το κάλλος ωραία και πάγκαλος και εις την πολιτείαν θαυμάσιος. Ο δε Φίλιππος έχων την εξουσίαν πάσης της Αιγύπτου, αν και ήτο ειδωλολάτρης, όμως είχε γνώμην καλήν και εκυβέρνα τον λαόν δικαίως· ηγάπα τους καλούς ανθρώπους, τους δε κακούς επαίδευεν αυστηρώς και μάλιστα τους μάντεις και τους Ιουδαίους, τους οποίους ουδόλως ήθελε να ακούση, αλλά τους εδίωκεν από όλην την επαρχίαν του και πολλούς δικαίως εφόνευσε, τους δε Χριστιανούς δεν εμίσει τόσον, διότι εγνώριζεν ότι ήσαν σώφρονες και ενάρετοι, και δι΄ αυτό τους ηυλαβείτο· όμως δια το πρόσταγμα του βασιλέως δεν τους άφηνε να κατοικώσιν εντός της πόλεως, μόνον δε έξω του τείχους τούς είχεν αφήσει τόπον τινά, εις τον οποίον διέμενον και επορεύοντο ως ήθελαν. Έβαλε λοιπόν ο πατήρ της την Ευγενίαν εις τα γράμματα ως φιλάρετος και εμάνθανε Ρωμαϊκά και Ελληνικά, ήτο δε αύτη τόσον ευφυής εις τον νουν, ώστε όταν έφθασεν εις το δέκατον πέμπτον έτος έγινε σοφωτάτη και όλοι την εθαύμαζον. Ακούων δε την αγαθήν αυτής φήμην εις ευγενέστατος και ένδοξος άρχων, όστις ήτο ύπατος την αξίαν εις την Ρώμην, ονομαζόμενος Ακυλίνος, εζήτησεν από τον πατέρα της να του την δώση δια γυναίκα, εκείνος δε ηρώτησεν αυτήν να είπη την γνώμην της, εάν έστεργε να κάμουν τους γάμους. Η δε απεκρίθη, ότι δεν ήθελε να φθείρη την παρθενίαν της, αλλ΄ επόθει να μείνη έως τέλους σώφρων και άμωμος· επειδή δε ήτο φιλομαθής, ανεγίνωσκε πολλάκις και τα των Χριστιανών βιβλία και της εφαίνοντο αληθέστερα από των ειδωλολατρών. Ημέραν δε τινα έτυχον εις τας χείρας της αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου, τας οποίας ανέγνωσεν επιμελώς και κατενύχθη πολύ, διότι εγνώρισεν ότι εις είναι ο αληθής Θεός, όστις εδημιούργησε τον κόσμον όλον εκ του μη όντος· όθεν επίστευσεν εις αυτόν πεφωτισμένη εκ θείου Πνεύματος. Εις το φανερόν όμως δεν επεδείκνυε την γνώμην της δια τον φόβον των γονέων της. Ημέραν δε τινα παρεκάλεσε τούτους να την αφήσουν να υπάγη έξωθεν της πόλεως να ίδη τους τόπους των, δια να λάβη ολίγην άνεσιν. Μη έχοντες δε εις αυτήν υποψίαν τινά οι γονείς της, της έδωσαν άδειαν να υπάγη όπου επεθύμει. Ανέβη λοιπόν εις άμαξαν ομού με τους ευνούχους αυτής Πρωτάν και Υάκινθον, οίτινες ήσαν εις τα Ελληνικά γράμματα πεπαιδευμένοι, διότι ακολουθούντες και φυλάττοντες την Αγίαν ήσαν μετ΄ αυτής ανά πάσαν ώραν και ήκουον τα μαθήματα. Αφού δε εξήλθον της πόλεως επήγαν εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον οι Χριστιανοί Εκκλησίαν και έψαλλον, κατ΄ ευδοκίαν δε Θεού έτυχον εκεί όταν έλεγον το εξής ρητόν του Προφήτου· «Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια. Ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν». Ακούσασα ταύτα η Ευγενία εστέναξεν εκ βάθους καρδίας δια την πατρώαν πλάνην, έπειτα λέγει προς τους ευνούχους· «Αδελφοί μου ηγαπημένοι, γνωρίζω ότι και σεις είσθε πεπαιδευμένοι ικανώς εις τα δόγματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και των λοιπών φιλοσόφων και ποιητών, πλην αυτά όλα είναι μυθολογίαι, επειδή άλλοι εξ αυτών λέγουν ότι δεν υπάρχει Θεός, άλλοι δε πάλιν, ότι είναι πολλοί θεοί άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι μικρότεροι, φλυαρήματα δηλαδή, από τα οποία δύναται να γνωρίζη έκαστος φρόνιμος άνθρωπος, ότι όλοι όσοι πιστεύουσιν εις αυτά πλανώνται, και μόνον ούτοι οι Χριστιανοί γνωρίζουν την αλήθειαν καθώς φαίνεται και εις τα βιβλία των με μαρτυρίας αξιοπίστους, το βεβαιώνουν δε και με την πολιτείαν αυτών την ουράνιον, διάγοντες με σωφροσύνην, πτωχείαν και ταπείνωσιν. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους θέλω και εγώ να γίνω Χριστιανή και αν σας φαίνεται εύλογον, συγκοινωνήσατε και σεις εις την γνώμην μου, εάν ποθείτε την σωτηρίαν σας, εγώ δε θέλω σας έχω όχι ως δούλους, αλλά ως ηγαπημένους μου αδελφούς, να έχωμεν ένα ποιμένα τον κοινόν Δεσπότην και Πατέρα Θεόν, τον δημιουργόν πάσης της κτίσεως». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα, εύρεν ετοίμους και αυτούς εις την σωτήριον αυτήν συμβουλήν και εδέχθησαν, υποσχόμενοι να μη αποχωρισθούν ποτέ απ΄ αυτής. Αφού λοιπόν ενύκτωσε, κατέβησαν ησύχως εκ της αμάξης και ανεχώρησαν. Οι δε δούλοι, οίτινες προεπορεύοντο της αμάξης, δεν τους ηννόησαν ένεκεν του σκότους της νυκτός ή και κατ΄ οικονομίαν Θεού, αλλ΄ επήγαιναν έμπροσθεν ανύποπτοι, τα δε ζώα ηκολούθουν αυτούς. Αφού δε η Ευγενία μετά των ευνούχων της περιεπάτησεν ικανώς και έφθασαν εις τόπον τινά ήσυχον, είπε προς αυτούς· «Ήκουσα ότι εδώ πλησίον υπάρχει Μοναστήριον και είναι συνηγμένοι πολλοί Χριστιανοί, έχοντες Επίσκοπόν τινα ονόματι Έλενον πολύ ενάρετον, όστις έχει ορίσει προεστώτα τινα, Θεόδωρον το όνομα, να κυβερνά την Μονήν και να οδηγή τους αδελφούς εις την οδόν της σωτηρίας, έκαμαν δε αμφότεροι απείρους θαυματουργίας εις ασθενείς και τελούσι πολλάκις αγρυπνίας ολονυκτίους εις ψαλμωδίαν και δόξαν Θεού, αλλά γυναίκα ουδόλως συγχωρούσι να εισέλθη εις την Μονήν. Λοιπόν κουρεύσατέ μου την κόμην, να ενδυθώ δε και ανδρικά ενδύματα και να υπάγωμεν ομού να μας συναριθμήσουν με την αγίαν ταύτην αδελφότητα». Ο λόγος ούτος της Αγίας ήρεσεν εις αυτούς και ευθύς εξετέλεσαν το πρόσταγμα. Πηγαίνοντες δε προς την Μονήν αυτήν του Θεοδώρου, βλέπουν τον Επίσκοπον Έλενον, όστις ήρχετο από την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου με πλήθος πολύ Χριστιανών ψάλλοντες ταύτα· «Η οδός των δικαίων κατηυθύνθη· η οδός των Αγίων ητοιμάσθη». Τούτο ηύθησε τον πόθον της κόρης και εθερμάνθη εις θείον έρωτα περισσότερον· όθεν ενωθείσα με τους Χριστιανούς, επορεύετο προς την προαναφερθείσαν Μονήν. Ηρώτησε δε και τινα, Ευτρόπιον ονόματι, ποίος ήτο ο γηραιός, όστις εβάδιζεν έμπροσθεν από τους άλλους. Ο δε απεκρίνατο· «Αυτός είναι ο αγιώτατος Έλενος, όστις έχει κάμει πολλάς θαυματουργίας, εβάστα δε πολλάκις και ανημμένα κάρβουνα εις τα ενδύματά του, τα οποία ουδόλως εβλάβησαν υπό του πυρός, προ ολίγων δε ημερών ευρέθη μάντις τις Ζαρέας καλούμενος, όστις παρεπλάνει τον λαόν λέγων ότι ήτο απεσταλμένος από τον Θεόν δια να διδάσκη και να ευεργετή τους ανθρώπους, εκατηγόρει δε τον Έλενον ότι είναι ψεύστης. Ταύτα έλεγεν ο πανούργος δια να διαστρέφη τους Χριστιανούς από την ευθείαν οδόν εις την απώλειαν, αφαιρών απ΄ αυτών την προς τον Προεστώτα ευλάβειαν. Είπον δε τινες εκ του λαού προς τον Έλενον· «Δέσποτα ή δέξου τον Ζαρέαν συγκοινωνόν, εφ΄ όσον λέγει ότι είναι απεσταλμένος από τον Δεσπότην Χριστόν ή έλεγξον αυτόν να καταισχυνθή ενώπιον πάντων». Συνδιελέχθησαν λοιπόν ημέραν τινά και βλέπων ο Αρχιερεύς Έλενος, ότι ο Ζαρέας με αυθάδειαν και αναισχυντίαν εφιλονίκει οξέως κατά της αληθείας, εναντιούμενος με στροφάς λόγων και πανουργεύματα, προσέταξε και ήναψαν μεγάλην πυράν, είπε δε προς τον Ζαρέαν· «Ας εισέλθωμεν αμφότεροι εις το πυρ, και όστις από τους δύο μείνη άφλεκτος υπό του πυρός, εκείνον να πιστεύσωμεν ότι είναι απεσταλμένος παρά Χριστού του Θεού». Ο δε Ζαρέας είπε προς αυτόν· «Είσελθε πρώτος συ, όστις το επρότεινες, και έπειτα εισέρχομαι και εγώ». Προσευξάμενος λοιπόν ο Έλενος και σφραγίσας εαυτόν, εισήλθεν αφόβως εις το μέσον του πυρός και ίστατο ώραν πολλήν, χωρίς να καή ουδόλως ούτε καν τρίχα της κεφαλής αυτού. Ο δε Ζαρέας έφριξε και εφοβήθη ταύτα βλέπων και προσεπάθει να φύγη· αλλά τον ήρπασεν ο λαός και τον έρριψαν εις την φλόγα· όθεν ευθύς ήρχισε να καταφλέγεται και εβόα μετά δακρύων τόσον, ώστε τον ελυπήθη ο Άγιος και τον εξέβαλεν ημιθανή από της πυράς, αποδιώξας αυτόν κατησχυμμένον έξω της πόλεως. Ταύτα η Ευγενία ακούσασα εχάρη και εξεπλήττετο, παρεκάλεσε δε τον Ευτρόπιον να είπη του Επισκόπου να τους δεχθή και αυτούς εις την αγίαν του ποίμνην να γίνουν Μοναχοί. Ο δε είπε προς αυτήν· «Άφες να αναπαυθή ολίγον, διότι είναι κατάκοπος από την οδοιπορίαν και κατόπιν του ομιλούμεν». Αφού λοιπόν έφθασαν εις το Μοναστήριον και ελειτούργησεν ο Έλενος, εκοιμήθη και βλέπει καθ΄ ύπνον γλυπτόν είδωλον γυναικός, το οποίον ετίμων οι άνθρωποι και το προσεκύνουν ως θεόν. Ο δε Έλενος, λυπηθείς, είπε προς το είδωλον· «Συ είσαι κτίσμα και δούλη Θεού ως και ημείς, διατί λοιπόν δέχεσαι να σε προσκυνώσιν οι άνθρωποι ως θεάν»; Η δε γυνή εκείνη ακούσασα ταύτα, έφυγεν από τους ανθρώπους, οίτινες την εσήκωναν και πλησιάσασα τον Έλενον είπε προς αυτόν· «Δεν αποχωρίζομαι από σου, έως να με υπάγης εις τον Κτίστην μου». Ταύτα ιδών καθ΄ ύπνον ο Έλενος, διεγερθείς εθαύμαζε. Τότε φθάνει και ο Ευτρόπιος και λέγει προς αυτόν· «Τρεις άνδρες αδελφοί κατά τε την ψυχήν και το σώμα απηρνήθησαν τα είδωλα και παρακαλούν να τους βαπτίσης και να τους κουρεύσης, δια να μείνουν εις την ποίμνην σου ταύτην έως θανάτου. Επειδή όμως είναι πολύ νέοι εις την ηλικίαν και έχουν μεγάλην αγάπην προς αλλήλους, σε παρακαλούν μετά δακρύων να μη τους χωρίσης ποσώς, αλλά να είναι ομού πάντοτε εις πάσαν υπηρεσίαν». Ταύτα ο μακάριος Έλενος ακούσας, ηννόησε το όνειρον και λέγει εις τον Ευτρόπιον να φέρη προς αυτόν τους νέους. Ιδών δε αυτούς ηρώτησε πόθεν ήσαν και τι εζήτουν. Η δε Ευγενία απεκρίνατο· «Από την Ρώμην είμεθα, αγιώτατε Πάτερ, αδελφοί κατά σάρκα· ο εις καλείται Πρωτάς, ο άλλος Υάκινθος και εγώ Ευγένιος». Ακούσας ταύτα ο Έλενος εκοίταξε την Αγίαν με ιλαρόν νεύμα και της λέγει· «Ευλόγως ωνομάσθης Ευγένιος, επειδή έχεις γνώμην και φρόνημα ανδρικόν και αρρενωπόν εις την πράξιν, ο Κύριος να σε αξιώση να νικήσης την φύσιν με την πρόθεσιν και να σε ενδυναμώση να τελειώσης εις την καλήν αυτήν γνώμην, επειδή δια την αγάπην του ήλλαξες σχήμα και όνομα και φαίνεσαι άνδρας, γυνή ούσα εκ φύσεως. Ταύτα σοι είπον, όχι δια να καταφρονήσω την γυναικείαν φύσιν, ούτε δια να φανερώσω το μυστήριόν σου, αλλά δια να γνωρίσης ότι ο Θεός φροντίζει περί της σωτηρίας σου και μου απεκάλυψε όλην την αλήθειαν. Αγωνίσου λοιπόν να δείξης το ευγενές της ψυχής μάλλον ή του σώματος, διότι και τούτο μου απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι προητοίμασες τον εαυτόν σου καθαρόν δοχείον, τηρούσα την παρθενίαν σου άσπιλον και άμωμον την καρδίαν σου, την μεν δόξαν του βίου αδοξίαν νομίζουσα, τον δε πλούτον πενίαν και λύπας τας ηδονάς, μόνην ποθήσασα του Παραδείσου την αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν». Προς δε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον είπεν· «Ο Κύριος μού εφανέρωσε και δια σας, ότι είσθε δούλοι την τύχην, την δε γνώμην ελεύθεροι και διατηρείτε αδέσποτον της ψυχής το αξίωμα· όθεν και ο Χριστός λέγει προς σας· Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, αλλά φίλους (Ιωάν. ιε: 15). Μακάριοι σεις ότι δεν ημποδίσατε την κυρίαν σας από τον καλόν σκοπόν, αλλά την συνωδεύσατε προθύμως· διο και τους στεφάνους θέλετε λάβει εκ Θεού ίσους και οι τρεις να συνευφραίνεσθε πάντοτε εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Ταύτα είπεν ο Έλενος προς αυτούς μυστικά χωρίς να το ακούση άλλος τις, ούτε καν ο Ευτρόπιος, βαπτίσας δε και τους τρεις τους έκαμε και Μοναχούς, και τους κατέταξεν εις το Μοναστήριον. Όταν δε επέστρεψεν η άμαξα εις το παλάτιον, έδραμον όλοι οι δούλοι και οι συγγενείς να προϋπαντήσουν την κυρίαν αυτών, και ανελθόντες εις την άμαξαν βλέπουσι ταύτην έρημον της κόρης και την καθέδραν κενήν. Τότε ήρχισαν τα δάκρυα, έτυπτον τας όψεις και ωλοφύροντο. Έκλαιον πάντες οι δούλοι και οι γνωστοί της, και μάλιστα οι γονείς και οι αδελφοί της εφώναζον ελεεινώς, έξαινον τας παρειάς, έβαλλον κόνιν εις την κεφαλήν των, έπιπτον εις την γην, τύπτοντες το στήθος και βοώντες πικρώς οι γονείς την θυγατέρα, οι αδελφοί την αδελφήν, οι δούλοι την δέσποιναν. Ουδείς παρέμεινεν άτρωτος από την λύπην, ουδείς από θλίψεως ελεύθερος· άπασα η Αλεξάνδρεια εθρήνει απαραμύθητα. Επειδή δε έβλεπον τα δάκρυα ανωφελή, έστειλαν πανταχού ανθρώπους να την εύρωσιν· ηρώτησαν γεωργούς, πραγματευτάς, μάντεις, εγγαστριμύθους και πάντα άνθρωπον, αλλ΄ άπασαι αι προσπάθειαι αυτών απέβησαν εις μάτην. Βλέπων ο Φίλιππος ότι η θυγάτηρ του δεν ανευρίσκετο, εκάλεσε τους ιερείς των ειδώλων και τους προσέταξε να κάμουν δέησιν εις τους θεούς, να τους φανερώσουν τι έγινε, ειπών ότι, εάν την εύρωσι, θα τους δώση μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, ει δ΄ άλλως, εάν γνωρίσωσι που ευρίσκεται και δεν του ειπούν την αλήθειαν, θα τους θανατώση ανηλεώς. Βλέποντες εκείνοι ότι εκοπίαζον εις μάτην και ανωφελώς, συνεφώνησαν όλοι και είπον, ότι οι θεοί, ορεχθέντες το κάλλος της, την ήρπασαν εις τους ουρανούς και την εθέωσαν. Ταύτα πιστεύσας ο έπαρχος επαρηγορήθη και προσέταξεν ευθύς και της έκαμαν άγαλμα χρυσούν, ήτοι είδωλον και όλοι την επροσκύνουν ως νέαν θεάν, κάμνοντες εις αυτήν και θυσίαν οι άγνωστοι. Η δε μακαρία Ευγενία, λαβούσα το άγιον Σχήμα, είχε τοσαύτην αρετήν εις την ψυχήν, ώστε υπερέβη όλους τους αδελφούς εις την άσκησιν καθώς και εις την αξίαν και ευγένειαν της σαρκός ήτο υπερτέρα η αοίδιμος. Εις την ακολουθίαν και σύναξιν εισήρχετο πρώτη πάντων και εξήρχετο υστερωτέρα. Είχεν αγάπην προς πάντας και άκραν ταπείνωσιν, και απλώς ετήρει πάσας τας δεσποτικάς εντολάς και υποσχέσεις της μοναδικής Πολιτείας απαρασαλεύτως, δια τας οποίας αρετάς της την ηξίωσεν ο παντοδύναμος Θεός εις ολίγον καιρόν να κάμνη θαυματουργίας και τέρατα, θεραπεύουσα πάσαν νόσον και πάσαν κάκωσιν από τους πάσχοντας, όσοι δε ασθενείς ήρχοντο εις την Μονήν εκείνην ελάμβανον την ποθουμένην υγείαν. Οι δε Πρωτάς και Υάκινθος όσον ηδύναντο ηγωνίζοντο εις την αρετήν να την μιμηθώσι. Κατά δε το τρίτον έτος της εις την Μονήν προσελεύσεως της Αγίας ετελεύτησεν ο Προεστώς της Μονής και πάντες οι αδελφοί, βλέποντες τας αρετάς αυτής και αγνοούντες το κρυπτόμενον, την περεκάλουν να γίνη Ηγούμενος αυτών. Η δε εφοβείτο να λάβη την αξίαν καθό γυνή υπάρχουσα και πάλιν εδειλία να γίνη παρήκοος απάσης της αδελφότητος. Εφάνη λοιπόν εις αυτήν εύλογον να ανοίξη το ιερόν Ευαγγέλιον να συμβουλευθή τι να κάμη. Εύρε λοιπόν ευθύς ως το ήνοιξε τον λόγον εκείνον, τον οποίον είπεν εις τους Αποστόλους ο Κύριος· «Ει τις θέλει να είναι πρώτος εις σας, ας γίνη μικρότερος και πάντων διάκονος» (Μαρκ. Θ: 35). Ταύτα ιδούσα εδέχθη την προστασίαν· αλλά έκαμνε πάλιν όλας τας ευτελεστέρας υπηρεσίας· έφερεν ύδωρ, εσάρωνε την Μονήν, έκοπτε ξύλα και έκαμνεν όσα ήσαν διακονήματα των μικροτέρων. Είχε δε την κέλλαν αυτής πλησίον εις την θύραν δια ταπείνωσιν και ούτε εις τας σωματικάς υπηρεσίας εβαρύνετο, ούτε ημέλει τας ψυχικάς, αλλ΄ εκυβέρνα την ποίμνην θαυμασιώτατα και τοσαύτας ανδραγαθίας και αγώνας θεαρέστους ετέλεσεν, ώστε είναι αδύνατον να τους γράψωμεν· μόνον ένα να είπωμεν, όστις ήτο αιτία και εγνωρίσθη, τα δε άλλα ας αφήσωμεν, διότι μακραίνομεν πολύ την διήγησιν. Ήτο εις την Αλεξάνδρειαν γυνή τις ονόματι Μελανθία, πλουσία πολύ και πολυτάλαντος από χρηματικήν περιουσίαν, από δε αρετήν και φόβοβ Θεού πτωχή τε και άπορος· αύτη ησθένησε βαρέως από τεταρταίον ρίγος, και ακούσασα την φήμην του Ευγενίου, ότι ήτο ενάρετος και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν, απήλθεν εις το Μοναστήριον και προσπεσούσα εζήτει θερμώς την ελευθερίαν από της μάστιγος. Ευσπλαγχνισθείσα λοιπόν αυτήν η Οσία, την ήλειψεν άγιον έλαιον και παρευθύς εθεραπεύθη και όλη υγιής ανεχώρησεν· απελθούσα δε εις εν κτήμα αυτής ευρισκόμενον πλησίον του Μοναστηρίου, εγέμισε δια χρυσών νομισμάτων τρία αργυρά ποτήρια και τα έστειλεν εις την Ευγενίαν ως δώρα προς την Μονήν δια ευχαριστίαν της ευεργεσίας. Η Αγία όμως επέστρεψε ταύτα εις την Μελανθίαν , λέγουσα ότι δεν είναι ωφέλιμον εις τους Μοναχούς να έχουν αργύρια· όθεν ας τα διαμοιράση εις πτωχούς και πένητας. Τότε η Μελανθία επήγε μόνη της εις την Μονήν, και παρεκάλεσε πολύ την Οσίαν να αποδεχθή τα δώρα της, αύτη δε δια να μη την λυπήση εδέχθη το χάρισμα. Από τότε επήρε συνήθειαν η Μελανθία να συχνάζη εις την Μονήν, από την πολλήν ευλάβειαν και αγάπην, την οποίαν είχε προς τον Ηγούμενον, τον οποίον βλέπουσα πολλάκις και νομίζουσα (καθώς ενόμιζον και πάντες οι αδελφοί) ότι ήτο άνδρας, μετέβαλε την πνευματικήν αγάπην εις σαρκικόν έρωτα, νικηθείσα υπό του κάλλους και της νεότητος αυτής. Κατά μικρόν λοιπόν εθέλγετο την ψυχήν η Μελανθία, και όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τοσούτον ήναπτεν εντός αυτής η φλόγα της επιθυμίας περισσότερον. Όθεν διελογίζετο τι να κάμη δια να επιτύχη του πόθου της, νομίζουσα ότι δεν ήτο δυνατόν να την καταφρονήση ο νομιζόμενος Ευγένιος, εάν του φανερώση την προς αυτόν έρωτά της, αλλ΄ ως άνθρωπος και αυτός σάρκα φορών θέλει συγκαταβή εις την αμαρτίαν. Προσποιείται όθεν και πάλιν ασθένειαν, νομίζουσα ότι δεν την εθεράπευσεν ο Ευγένιος δια της αρετής και της αγιότητος αυτού, αλλά με τέχνην μαντείας και βότανα. Έστειλε λοιπόν άνθρωπον από το προαναφερθέν κτήμα της, το οποίον ήτο πλησίον της Μονής, ως ανωτέρω είπομεν, εγχειρίσασα εις αυτόν και επιστολήν προς τον Ηγούμενον, εις την οποίαν έγραφε μετά πολλής ικεσίας και παρακλήσεως να κοπιάση έως εκεί, να ίδη την ασθένειάν της. Η Αγία,θέλουσα να τηρήση την εντολήν του Θεού και την προς τον πλησίον αγάπην και μη εννοήσασα τον δόλον και την πανουργίαν αυτής, απήλθε προς επίσκεψίν της. Αφού δε εισήλθεν εις το δωμάτιον, εξέβαλεν έξω τους δούλους της η Μελανθία, είτα δε λέγει προς τον Ευγένιον· «Φίλτατε και ηγαπημένε μου Ευγένιε, γνώριζε, ότι από την ώραν εκείνην, όπου εθεράπευσες την ασθένειάν μου, ετρώθη η καρδία μου εις τον έρωτά σου. Όθεν μη δυναμένη να εύρω άλλην βοήθειαν, ετόλμησα να σου φνερώσω το πάθος μου, και αν σου αρέση λάβε με εις γυναίκα σου και κατά τον νόμον θέλεις κυριεύσει όλον τον πλούτον μου, χρυσόν, άργυρον, αγρούς, κτήνη και σκλάβους πολλούς, με τους οποίους θέλεις έχει και εμέ δούλην σου, επειδή είμαι έρημος ανδρός και παίδων και συγγενών, να απολαύσης δε και συ την ηδονήν της σαρκός, και να μη απολέσης, με την νηστείαν και άσκησιν, τοσούτον κάλλος και ωραιότητα». Αυτά και περισσότερα λέγουσα η Μελανθία και εσκοτισμένη υπάρχουσα τον νουν, όπως και κατά το όνομα, έπασχε να μολύνη την άμωμον. Η δε Ευγενία, μετά θυμού πολλού απεκρίνατο· «Παύσαι, ω γύναι, μη ξερνάς τον ιόν του παλαιού δράκοντος, διότι εγώ δεν θέλω φθείρει την παρθενίαν μου ουδέποτε. Όχι, Παναγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, δεν ψεύδομαι εις τας συνθήκας, τας οποίας σου έδωσα. Ο γάμος μου είναι ο πόθος του Χριστού, ο πλούτος μου τα ουράνια αγαθά, και η γνώσις της αληθείας η κτήσις μου». Ταύτα ακούσασα η άσεμνος Μελανθία εθυμώθη πολύ ότι την κατεφρόνησε, και εφοβήθη μήπως και δημοσιεύση την αναισχυντία αυτής ο Ευγένιος· όθεν έδραμεν ευθύς εις την Αλεξάνδρειαν, και απελθούσα εις τον έπαρχον Φίλιππον, διέβαλε την ανεύθυνον, ειπούσα αντιστρόφως την υπόθεσιν, ότι δηλαδή «Νεανίας τις την μεν όψιν περικαλλής, τον δε τρόπον λίαν ασελγής, και υποκρινόμενος ευλάβειαν Χριστιανικήν, ήλθε προς με, νομίσας ότι είμαι καμμία άσεμνος, και πρώτον μεν εδοκίμασε με λόγια δολερά, έπειτα έβαλε και τας χείρας επάνω μου να με βιάση ο πάντολμος, και εάν δεν εφώναζα να έλθη μία εκ των δούλων μου δρομαίως, ήθελε μιάνει και εμέ ο ανόσιος, καθώς και άλλας πολλάς εξηπάτησεν». Ούτως η αναιδής Μελανθία ετόλμησε να κατηγορήση αδίκως εκείνην, ήτις δεν έπταισεν. Ακούσας ταύτα ο έπαρχος εθυμώθη καταπολλά και προστάσσει να φέρωσι δεδεμένους, όχι μόνον τον Προεστώτα, αλλά και πάντας τους αδελφούς της Μονής, οίτινες ήσαν τον αριθμόν τριακόσιοι και πάντας τους εφυλάκισαν, έως να δώση κατ΄ αυτών την απόφασιν να τους θανατώσωσιν. Αύτη η φήμη απήλθεν εις τα περίχωρα και συνήχθησαν από διαφόρους τόπους άνδρες τε και γυναίκες να ίδουν τον πανώδυνον αυτών θανατον. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα, και ήσαν άπαντες εις το θέατρον, έφεραν τον Ηγούμενον δεδεμένον με βαρυτάτας αλύσεις, εφώναζον δε όλοι κοινώς ότι ήτο άξιος θανάτου. Ητοίμαζον μάλιστα θηρία, στρέβλας, τροχούς, πυρ και διάφορα άλλα κολαστήρια. Τότε λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Τοιαύτας πράξεις κελεύει ο Χριστός σας να κάμνετε, πάντων ανθρώπων ανοσιώτατε, όχι μόνον μυστικά και απόκρυφα, αλλά και εις το φανερόν να πορνεύετε, δυναστεύοντες τας τιμίας γυναίκας; Ποίαν ψυχήν και καρδίαν είχες, πάντολμε, όταν ενώ εισήλθες ως ιατρός και αυτουργός θαυμάτων εις την οικίαν τοιαύτης γυναικός ευγενεστάτης και σώφρονος, έπειτα απεπειράθης να την βιάσης με τοσαύτην αναισχυντίαν, ως να ήτο μία των επί της σκηνής καταφρονημένη και άσεμνος»; Ταύτα ειπόντος του επάρχου μετά θυμού απεκρίθη προς αυτόν η Οσία και είπε· «Δεν προστάσσει ο Θεός μου τοιαύτα, αλλά μάλλον νομοθετεί υψηλά και αξιέραστα πράγματα, ωκονόμησε δε να συγκατοικώ με τούτους τους εναρέτους άνδρας, δια να φυλάξω την παρθενίαν μου άσπιλον, καθώς έως την σήμερον ευρίσκομαι, ως θέλετε γνωρίσει τούτο εντός ολίγου· πλην έπρεπεν, ω έπαρχε, να μη πιστεύσης την κατηγορίαν τοσούτον εύκολα, μήτε να κάμης ευθύς την κατάκρισιν, αλλά πρώτον να ακούσης τα δύο μέρη, και κατόπιν να αποφασίσης κατά το δίκαιον· όμως πριν αντιπαραταχθώμεν με την κατήγορον, δέομαι και παρακαλώ την ευγένειάν σου να μου κάμης την χάριν ταύτην· εάν μεν εγώ έπταισα εις αυτό το οποίον εγκαλούμαι, δος μοι την πρέπουσαν παίδευσιν· ει δε και φανή ψευδής η συκοφαντία, και η Μελανθία πταίσασα, να μη της δώσης ουδεμίαν τιμωρίαν, διότι ο νόμος μας κελεύει να μη αποδώσωμεν κακόν αντί κακού, αλλά μάλιστα να ευεργετώμεν τους θλίβοντας· δια τούτο λοιπόν σε παρακαλώ, εάν θέλης να μάθης την αλήθειαν, να μου υποσχεθής αυτό το οποίον σου ζητώ, και τότε μόνον του το πράγμα θέλει μαρτυρήσει σαφώς και θα γνωρίσετε οφθαλμοφανώς άπαντες την αλήθειαν». Τότε ο έπαρχος ώμοσε λέγων· «Μα την σωτηρίαν των θεών και την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν των αυτοκρατόρων μου, υπόσχομαι να φυλάξω την αίτησιν». Στραφείσα τότε η Ευγενία προς την Μελανθίαν είπε προς αυτήν· «Εάν, ω γύναι, λανθάνης τους ανθρώπους, άραγε θα δυνηθής να ψευσθής και ενώπιον του Θεού, όστις κολάζει την συκοφαντίαν και φανερώνει την αλήθειαν; Δεν σε τύπτει καν η συνείδησίς σου να κάμης τόσους φόνους δια την κακήν σου επιθυμίαν, να απολεσθούν οι ανεύθυνοι»; Η δε Μελανθία δεν μετενόησεν ουδόλως, ούτε την θείαν δίκην εφοβείτο, αλλά έφερε και τινα δούλην της εις μαρτυρίαν, η οποία εβεβαίωσεν όσα είπεν η κυρία της. Ο δε έπαρχος διαταραχθείς, ωνείδισε μεγάλως την Ευγενίαν, και της λέγει μετ΄ οργής και ύβρεως· «Τι αποκρίνεσαι εις τοσαύτας κατηγορίας, αναίσχυντε»; Βλέπουσα τότε η Αγία ότι όλοι επίστευον εις τους λόγους της Μελανθίας και ήθελον να θανατώσουν αδίκως τοσούτους δικαίους και ανευθύνους Ασκητάς, έτι δε διαλογιζομένη και την μορφήν ήτις προσήπτετο εις το άγιον Σχήμα των Μοναχών, είπε ταύτα μεγαλοφώνως· «Καιρός είναι να φανερωθή η αλήθεια· εγώ είχα πόθον, μάρτυς μου ο Θεός, να υπομείνω τον πειρασμόν τούτον έως τέλους και να μη ομολογήσω την αλήθειαν δια να λάβω τον στέφανον της υπομονής από τον Δεσπότην Χριστόν την ημέραν της Κρίσεως· αλλά δια να μη καταισχυνθή το άγιον Σχήμα, θα ομολογήσω εκείνο, το οποίον ουδείς γνωρίζει, ειμή μόνον ο Κύριος. Τοσαύτη είναι η δύναμις του Χριστού, ώστε και γυναίκες πολλαί ενίκησαν την γυναικείαν φύσιν, και εδούλευσαν εις τον Κύριον με ανδρικόν σχήμα, δια να πολεμήσουν τον δαίμονα ευκολώτερα. Αυτάς εμιμήθην και εγώ και ενεδύθην ανδρώαν στολήν, δια να φύγω τας ενέδρας του κόσμου». Ούτως είπε και έσχισε το ιμάτιον αυτής άνωθεν έως την μέσην, επιδείξασα φανερώς ότι ήτο γυνή κατά αλήθειαν. Έπειτα λέγει προς τον Φίλιππον· «Γνώριζε, ότι είμαι η θυγάτηρ σου Ευγενία, συ δε ο πατήρ μου, και η γυνή σου Κλαυδία η μήτηρ μου, αδελφοί μου δε οι συγκάθεδροί σου Αβίτας και Σέργιος, ούτοι δε είναι οι ευνούχοι Πρωτάς και Υάκινθος, οίτινες συνεκοινώνησαν εις την γνώμην μου και απηρνήθημεν πάσαν δόξαν του κόσμου και σαρκικήν ηδυπάθειαν, ως και σας τους φιλτάτους γονείς μου δια την αγάπην του Κτίστου μου». Πόσην χαράν και αγαλλίασιν νομίζετε, ω ακροαταί, να έλαβον την ώραν εκείνην όχι μόνον οι συγγενείς της, αλλά και πάσα η Αλεξάνδρεια; Τολμώ ειπείν, ότι και οι λίθοι από την χαράν των εδάκρυσαν. Έπεσον επί τον τράχηλον αυτής οι γονείς της Φίλιππος και Κλαυδία και οι αδελφοί της Αβίτας και Σέργιος εκχέοντες κρουνούς δακρύων, και λέγοντες· «Αυτή είναι η θυγάτηρ ημών, το φως των οφθαλμών μας, η ηδονή και η αγαλλίασις της ψυχής μας, την οποίαν ενομίζομεν καθώς μας είπον οι ψευδοϊερείς των ειδόλων ότι ήρπασαν οι θεοί και είχομεν πολλήν θλίψιν δια την υστέρησιν αυτής». Ταύτα ειπόντες την ανεβίβασαν εις την αρχοντικήν καθέδραν, και εβόησαν άπαντες· «Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός». Τότε όσοι Χριστιανοί ήσαν εκεί συνηγμένοι δια να ενταφιάσουν τα Λείψανα των Οσίων, τους οποίους ήθελον να θανατώσουν οι ειδωλολάτραι, ακούοντες τα γενόμενα, επήδησαν εις το μέσον, και μεγαλοφώνως εκραύγαζον· «Τις θεός μέγας, ως ο Θεός ημών, ο ανακαλύπτων απόκρυφα και τους σοφούς δια της ιδίας αυτών πανουργίας καταισχύνων»; Ο δε έπαρχος, ενδύσας την Αγίαν βιαίως στολήν λαμπράν χρυσοϋφαντον, την ανεβίβασεν εις θρόνον υψηλόν, να την ίδουν όλοι να ευφρανθώσι τω πνεύματι. Εν ω δε χρόνω ταύτα εγίνοντο, ο παντοδύναμος και δικαιοκρίτης Θεός, ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, ρίψας πυρ ουρανόθεν κατέκαυσε την Μελανθίαν και όλον τον οίκον της εκ θεμελίων· όθεν πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν δια τούτο το θαυμάσιον. Έγινε λοιπόν εορτή και πανήγυρις πανευφρόσυνος υπό των Χριστιανών, διότι έπαρχος εβαπτίσθη και έδωκε διαταγήν να κατοικούν οι Χριστιανοί ανεμποδίστως εντός της πόλεως και να έχωσι τους Ναούς, την τιμήν και τα εισοδήματα, τα οποία είχον πρότερον, δια να συγκατατεθούν δε οι βασιλείς και να βεβαιώσουν το πρόσταγμα τούτο, τους έγραψεν ότι πολλήν ωφέλειαν και μεγάλον κέρδος θέλει έχει το κράτος από τους Χριστιανούς εκ των φόρων και των εν γένει εμπορικών συναλλαγών, εάν τους επιτρέψουν να κατοικώσιν εντός της πόλεως. Οι δε Σεβήρος και Αντωνίνος οι βασιλείς επεκύρωσαν το πρόσταγμα του Φιλίπου. Ούτω λοιπόν οι Χριστιανοί αφέθησαν ελεύθεροι και η Αλεξάνδρεια ήνθει πάλιν εις την ευσέβειαν. Ο εχθρός όμως της αληθείας φθονήσας ηρέθισεν ειδωλολάτρας τινάς της πόλεως να διαβάλουν προς τους βασιλείς τον Φίλιππον και ούτως εποίησαν. Απήλθον εις την Ρώμην και λέγουν προς αυτούς· «Ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Φίλιππος εκυβέρνα επί δέκα έως σήμερον έτη καλά και θεάρεστα τον λαόν, τώρα όμως δεν γνωρίζομεν τι έπαθε και αφήσας το πάτριον σέβας των μεγίστων θεών, προσκυνεί αυτόν, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, τιμά δε περισσότερον τους Χριστιανούς παρά ημάς τους λατρευτάς των μεγίστων θεών. Όθεν κινδυνεύει να απολεσθή η θρησκεία μας, εάν δεν βοηθήσετε σύντομα». Ταύτα οι βασιλείς ακούσαντες, έγραψαν ούτω προς τον Φίλιππον· «Ο προ ημών θειότατος Αύγουστος, γνωρίζων σε θεραπευτήν των θεών σπουδαίον και επιμελέστατον, σου εχάρισεν αυτήν την αρχήν να την έχης αδιαδόχως εις όλην την ζωήν σου και σε ετίμησεν ως βασιλέα μάλλον ή ως έπαρχον, να εξουσιάζης όλην την Αίγυπτον, και πάλιν ημείς σε εστερεώσαμεν δίδοντές σου τιμήν μεγαλυτέραν· αλλά ταύτα τα αξιώματα ωρίσαμεν να έχης, έως ότου ήσουν φίλος των θεών, τώρα όμως όπου ηλούσαμεν ότι έγινες καταφρονητής αυτών και ημών παρήκοος, προστάσσομεν ή να τιμάς τους θεούς ως το πρότερον ή να είσαι εστερημένος πάσης αξίας και να ζημιωθής όλον τον πλούτον σου». Ταύτα αναγινώσκων ο Φίλιππος προσεποιήθη ότι ησθένησε και πωλήσας όλα του τα υπάρχοντα, διεμοίρασεν εις δύο τα χρήματα, δίδων τα ημίση εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και τα άλλα ημίση εις τους πένητας. Ήτο δε ο Φίλιππος εις την Ελληνικήν γλώσσαν πεπαιδευμένος, αλλά και εις τον βίον θεοφιλέστατος και φιλοσοφώτατος και εις την πίστιν στερεός και θερμότατος· όθεν κοινή γνώμη όλων των Χριστιανών της Αλεξανδρείας εχειροτόνησαν αυτόν Επίσκοπον. Ταύτα μαθόντες οι βασιλείς έστειλαν άλλον έπαρχον ονόματι Τερέντιον και του παρήγγειλαν, εάν δυνηθή με τρόπον απόκρυφον να φονεύση τον Φίλιππον, δια να μη γίνη εις τον λαόν σύγχυσις. Λαβών λοιπόν την αρχήν ο Τερέντιος έδωκε χρήματα εις ανθρώπους τινάς, να προσποιηθώσιν ότι είναι Χριστιανοί, και να τον φονεύσωσιν, εκείνοι δε εισελθόντες εις τον Ναόν, εις τον οποίον ήτο, έσφαξαν αυτόν προσευχόμενον. Τότε ο έπαρχος φοβηθείς να μη τον φονεύση ο λαός, εφυλάκισε τους φονείς εκείνους, προσποιούμενος, ότι δεν ήτο εις τούτο αίτιος. Έπειτα όμως από ολίγον ήλθον βασιλικά γράμματα και τους ηλευθέρωσεν. Ο δε μακάριος Φίλιππος έζησε μετά την πληγήν τρεις ημέρας, καθώς εδεήθη του Θεού, δια να στερεώση μάλλον εις την Πίστιν τούς αρχαρίους, τους οποίους και εδίδαξεν ικανώς, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, ζήσας μετά την χειροτονίαν εν έτος και μήνας τρεις και τον ενεταφίασαν εντίμως έσω της πόλεως εις μίαν Εκκλησίαν, την οποίαν είχεν ο ίδιος οικοδομήσει. Η δε μακαρία Κλαυδία έκτισεν εκεί πλησίον ξενοδοχείον και αφιέρωσεν άπειρα χρήματα εις ανάρρωσιν των ασθενούντων και κυβέρνησιν των ξένων. Είτα λαβούσα τους παίδας αυτής και την Ευγενίαν απήλθεν εις την πατρίδα των. Οι δε Ρωμαίοι τους υπεδέχθησαν ευμενώς και εχειροτόνησαν τον μεν Αβίταν ανθύπατον της Καρθαγένης, τον δε Σέργιον βικάριον της Αφρικής. Η δε Κλαυδία με την Ευγενίαν, τον Πρωτάν και τον Υάκινθον έμειναν εις την οικίαν αυτών, εναρέτως διάγοντες εν προσευχή και νηστεία. Ήρχοντο δε προς αυτούς και αι θυγατέρες των αρχόντων, τας οποίας ενουθέτει η Ευγενία προς παρθενίαν και θεοσέβειαν, και πολλάς προς σωτηρίαν ωδήγησεν. Ήτο δε τότε και τις νεάνις θαυμαστή εις το κάλλος, από γένος βασιλικόν, Βασίλλα ονόματι, μεμνηστευμένη με μέγαν τινά άρχοντα Πομπήϊον καλούμενον. Αύτη η νεάνις είχεν πόθον πολύν να συναντήση την Ευγενίαν, διότι ήκουσε την θεάρεστον αυτής πολιτείαν και επεθύμει να γίνη Χριστιανή. Οι δε συγγενείς αυτής την εφύλαττον ακριβώς και δεν την άφηναν να εξέλθη ουδόλως έξω της οικίας έως να την λάβη ο άνδρας της. Έστειλε λοιπόν γράμμα η Βασίλλα προς την Ευγενίαν κρυφίως με δούλον της πιστόν, Πορθμέα καλούμενον, παρακαλούσα και ικετεύουσα, όπως αποστείλη εις αυτήν γραπτώς τα Άρθρα της Πίστεως. Η δε Ευγενία γνωρίζουσα πόση διαφορά υπάρχει από την γραφήν, έως την ζώσαν φωνήν, έστειλε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον με δουλικόν σχήμα ως δώρον προς αυτήν ή μάλλον ειπείν επιστολήν έμψυχον, δια να την καθοδηγήσουν προς την ευσέβειαν. Τούτους υποδεξαμένη η Βασίλλα ασμένως, τους προσεκύνει ως Αποστόλους Κυρίου. Μαθών δε τα κατ΄ αυτήν Κορνήλιος ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης απήλθε νύκτα τινά κρυφίως και την ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Ούτω λοιπόν η Βασίλλα και η Ευγενία συνεδέθησαν εις φιλίαν δια Χριστόν με δεσμόν αχώριστον, και μη δυνάμεναι να συναντώνται σωματικώς, συνωμιλούσαν νοερώς καθ΄ εκάστην και συνευφραίνοντο. Ω! πόσας των παρθένων η Βασίλλα και η Ευγενία και πόσας χήρας η σεμνή Κλαυδία και πόσους άνδρας οι Πρωτάς και Υάκινθος προσήγαγον εις τον Χριστόν! Κατ΄ εκείνας τας ημέρας έγιναν βασιλείς οι Βαλλεριανός και Γαλλιηνός, οίτινες εκίνησαν διωγμόν μέγαν κατ΄των Χριστιανών και δεν ετόλμα να φανερωθή ο Αρχιεπίσκοπος Άγιος Κορνήλιος (251-253), μόνον δε απόκρυφα απήρχετο και εκοινώνει την Βασίλλαν και την Ευγενίαν, αίτινες έκαμαν τρόπον και συνηντήθησαν και ηυφράνθησαν εν Κυρίω. Έπειτα λέγει η Ευγενία· «Γνώριζε, φιλτάτη μου αδελφή, ότι εις ολίγας ημέρας λαμβάνεις του Μαρτυρίου τον στέφανον». Ομοίως και η Βασίλλα είπε προς αυτήν· «Χθες μου απεκάλυψε της αναξίας ο Δεσπότης μας Χριστός, ότι έχει δια σε ητοιμασμένα δύο στέφανα, εν δια τους πολλούς αγώνας και κινδύνους, τους οποίους διήλθες εις την Αίγυπτον, και έτερον δια τον θάνατον, τον οποίον μέλλεις να λάβης εδώ εις την πατρίδα σου δι΄ αγάπην του». Ταύτα ειπούσα ησπάσθησαν αλλήλας και μετά δακρύων πολλών απεχαιρετίσθησαν. Επειδή λοιπόν έμελλε να λάβη τέλος η πρόρρησις των Αγίων, απήλθε μία δούλη της Βασίλλας και λέγει προς τον Πομπήϊον· «Γνώριζε, ότι εάν δεν σπεύσης το ταχύτερον να λάβης με βασιλικήν εξουσίαν την αρραβωνιαστικήν σου Βασίλλαν, δεν την βλέπεις πλέον να έλθη εις την οικίαν σου, διότι έγινε Χριστιανή αυτή και ο θείος της Έλενος από τους λόγους της Ευγενίας, ήτις έστειλε προς αυτήν δύο ευνούχους εις δουλικόν σχήμα και αυτοί την διέστρεψαν και εμάγευσαν τόσον, ώστε τους έχει ως θεούς και τους σέβεται». Ταύτα ακούσας από την πονηράν δούλην ο Πομπήϊος, εθυμώθη και δραμών παρευθύς εις τον θείον τής Βασίλλας λέγει προς αυτόν· «Πρέπει να κάμωμεν τους γάμους το γρηγορώτερον, δια να λάβω την γυναίκα μου· ει δ΄ άλλως γνώριζε, ότι έχεις αντίδικον και εχθρόν σου θανάσιμον εμέ και τους καίσαρας». Ο δε Έλενος απεκρίνατο· «Εγώ ήμην επίτροπος της κόρης έως ου αύτη ήτο ανήλικος· εφ΄ όσον όμως τώρα ήλθεν εις ηλικίαν νόμιμον, δεν είναι πλέον εις το θέλημά μου, αλλά κάμνει ό,τι βούλεται». Ταύτα ακούσας ο Πομπήϊος έδραμεν εις τον οίκον της Βασίλλας και κρούσας την θύραν εζήτει να εισέλθη. Αυτή δε του εμήνυσε με την δούλην της να υπάγη εις την οδόν αυτού, διότι εκείνη δεν συγκατατίθεται να υπανδρευθή, αλλά θα μείνη παρθένος έως τέλους αυτής. Ταύτην την απροσδόκητον απόφασιν ακούων ο Πομπήϊος εδαιμονίσθη από τον θυμόν και πρώτον μεν έδραμεν εις τους συμβούλους και τους επήρε να υπάγουν ομού εις τους βασιλείς και πεσών εις τους πόδας αυτών, ωλοφύρετο την συμφοράν αυτού, ως να ήτο κοινή απάσης της πόλεως, λέγων ταύτα· «Εγέρθητε, θειότατοι αύγουστοι, ίνα μη απολεσθήτε σεις και οι θεοί σας και αποδιώξετε τον νεώτερον Θεόν, τον οποίον έφερεν η Ευγενία από την Αίγυπτον, διότι κινδυνεύει να αφανισθή η δόξα σας, επειδή οι Χριστιανοί καταφρονούσι τους βασιλείς και τους νόμους, τους δε ευμενείς και σωτήρας θεούς ατιμάζουσιν· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον πάντων, εμποδίζουσι τους νόμους των γάμων και κωλύουσι τας συζυγίας, χωρίσαντες τας νυμφευθείσας γυναίκας από τους άνδρας των. Λοιπόν τι άλλο μέλλει να γίνη εις ολίγον καιρόν, εάν στερεωθή ο νόμος αυτός, παρά να αφανισθώσιν αι επαρχίαι και τα βασίλεια»; Τους λόγους τούτους του Πομπηϊου εβεβαίωνον και οι σύμβουλοι· ως εκ τούτου εθυμώθη ο βασιλεύς και δίδει ευθύς γραφικώς την απόφασιν, ότι «ή να λάβη η Βασίλλα τον Πομπηϊον άνδρα της ή να την θανατώσωσιν. Η δε Ευγενία ή να θυσιάση εις τους θεούς, ή να αποθάνη αυτή και πάντες οι Χριστιανοί με διάφορα κολαστήρια». Ταύτην την απόφασιν ακούσασα η όντως βασίλισσα εκείνη εις την ψυχήν και το όνομα Βασίλλα, η εκλεκτή νύμφη του Χριστού, εβόησε λέγουσα· «Εγώ ενυμφεύθην τον Βασιλέα των βασιλευόντων και Δημιουργόν των απάντων· όθεν δεν καταδέχομαι να συγκοινωνήσω με φθαρτόν άνθρωπον, ούτε υποτάσσομαι εις βασιλικόν πρόσταγμα». Ταύτα της Αγίας ειπούσης απέκοψαν ευθύς οι απεσταλμένοι την τιμίαν αυτής κεφαλήν και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα λαβόντες οι δήμιοι τον Πρωτάν και τον Υάκινθον τους επήγαν βιαίως εις τον ναόν του Διός να κάμουν θυσίαν. Ενώ δε αυτοί ίσταντο προσευχόμενοι εις τον αληθινόν Θεόν, έπεσε το είδωλον έμπροσθεν αυτών και συνετρίβη· όθεν προστάσσει ο έπαρχος της Ρώμης Νικίτιος και έκοψαν τας κεφαλάς των. Τότε έφεραν την Ευγενίαν και της λέγει · «Πόθεν εμάθετε ακριβώς την μαγικήν τέχνην να εξουσιάζετε τους μεγάλους θεούς»; Η δε απεκρίνατο· «Αληθώς είπες, ω έπαρχε, ότι ημείς οι Χριστιανοί εν ευκολία κυριεύομεν τους θεούς σας, το δε ότι με τέχνην μαντείας πράττομεν τα θαυμάσια είναι ψεύδος, διότι ημείς με την άμαχον δύναμιν του μόνου Θεού τελούμεν όσα βουλόμεθα· αλλ΄ οι θεοί σας είναι πονηροί δαίμονες και δεν δύνανται να ευεργετήσουν εκείνους οίτινες τους σέβονται, ούτε να κακοποιήσουν ημάς οι οποίοι τους υβρίζομεν». Τότε κελεύει ο έπαρχος να την υπάγουν εις τον ναόν της Αρτέμιδος, να ακολουθή δε και ο δήμιος με την σπάθην και εάν δεν προσκυνήση, να την θανατώση το συντομώτερον. Φθάσασα η Ευγενία εις τον ναόν εστάθη προ των ειδώλων εις σχήμα προσευχής λέγουσα· «Ο Θεός ο αιώνιος, όστις με ηξίωσες να γεννηθώ, να ανατραφώ και να διαφυλαχθώ παρθένος νύμφη του Μονογενούς σου Υιού έως σήμερον, αυτός και τώρα τέλεσον παράδοξα, δια να δοξασθώσιν οι δούλοι σου και να αισχυνθώσιν οι προσκυνούντες γλυπτά βδελύγματα». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, έγινε σεισμός μέγας και έπεσεν όλος ο ναός, το είδωλον της Αρτέμιδος συνετρίβη και τα άλλα εξετινάχθησαν εδώ και εκεί. Εξίσταντο οι ορώντες και οι μεν γνωστικοί έλεγον, ότι ήτο θαυματουργία και έργον θείας δυνάμεως, οι δε άφρονες μαντείαν ενόμιζον τα γενόμενα. Μαθών ταύτα ο βασιλεύς, εκέλευσε να δέσουν εις τον τράχηλον της Αγίας λίθον μέγαν και να την ρίψουν εις τον βυθόν του Τιβέρεως. Τούτου γενομένου, ο μεν λίθος ελύθη, η δε Αγία περιεπάτει ως ποτε ο μέγας Πέτρος επάνω εις τα ύδατα. Τότε την έρριψαν εις μίαν ανημμένην κάμινον, αλλ΄ εις μάτην εκοπίαζον, διότι το ομόδουλον πυρ έχασε την φύσιν του και εδρόσιζε μάλλον αυτήν και αβλαβή διεφύλαξε. Μη γνωρίζοντες λοιπόν οι δυσσεβείς με ποίον τρόπον οδυνηρόν να θανατώσωσι την Αγίαν, την έβαλαν εις φυλακήν σκοτεινήν και βαθυτάτην, έως να τελευτήση από την πείναν, αγνοούντες οι μάταιοι, ότι μετ΄ αυτής ήτο ο Κύριος του φωτός και εξήστραπτεν όλον το δεσμωτήριον, της προσεκόμιζον δε οι Άγγελοι τροφήν ουράνιον, καθ΄ ημέραν ένα άρτον γλυκύτερον της αμβροσίας και της χιόνος λευκότερον και (το μεγαλύτερον) ήλθε και αυτός ο Βασιλεύς των Αγγέλων να την επισκεφθή, και της λέγει· «Ευγενία, εγώ είμαι ο καταδεχθείς Σταυρόν και θάνατον δια σε, καθώς και συ δι΄ αγάπην μου υπομένεις τοιαύτα δεινά κολαστήρια· όθεν πολλών χαρίτων και μεγίστης δόξης θέλω σε αξιώσει εις την αιώνιον Βασιλείαν μου. Έχε δε και τούτο σύμβολον της τιμής, την οποίαν θέλεις απολαύσει εις τους ουρανούς, να χωρίσης από τον πρόσκαιρον αυτόν και επίκηρον κόσμον και να έλθης εις την άνω ζωήν κατ΄ αυτήν ταύτην την ημέραν κατά την οποίαν εγεννήθην ως άνθρωπος». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης ανήλθεν εις ουρανούς. Οι δε ασεβείς απέστειλαν τον δήμιον, όστις κατέσφαξε την Αγίαν εντός της φυλακής τη κε΄ (25) του Δεκεμβρίου, κατ΄ αυτήν την κυρίαν ημέραν της του Χριστού Γεννήσεως. Η δε μήτηρ και οι αδελφοί της ενεταφίασαν εντίμως το ιερόν αυτής Λείψανον εις εν εκ των αγρών των έξωθεν της πόλεως εις τόπον καλούμενον Ρωμαίαν Οδόν, εις τον οποίον αυτή πρότερον είχε τεθαμμένα ΄λλων Αγίων Λείψανα. Ούτω λοιπόν η Ευγενία σεμνώς και ευγενώς ζήσασα με θαυμαστήν και αξιέπαινον πολιτείαν ηξιώθη και μεγίστης δόξης παρ΄του Κυρίου και Θεού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Η δε μήτηρ της Αγίας ίστατο κλαίουσα εις τον τάφον ημέρας πολλάς, νύκτα δε τινα εμφανίζεται εις το όραμα της μητρός της τοσούτον λελαμπρυσμένη και εστολισμένη, ώστε δεν ηδύνατο η Κλαυδία να την ίδη εις το πρόσωπον· ήσαν δε και άλλαι παρθένοι εις την συνοδείαν αυτής, και της λέγει· «Διατί κλαίεις και κόπτεσαι, μήτερ μου, δι΄ ημάς και δεν ευφραίνεσαι μάλλον και αγάλλεσαι; Γνώριζε, ότι εις πολλήν και άπειρον ευφροσύνην με ηξίωσεν ο Κύριος και ευρίσκομαι με τους Αγίους Μάρτυρας μαζί με τον πατέρα μου Φίλιππον συμβασιλεύοντες μετά του Χριστού, όστις εις ολίγας ημέρας λμβάνει και σε εις την συνοδείαν μας· παρακίνησον δε τους αδελφούς μου να φυλάξουν ακριβώς την πίστιν του Χριστού, δια να σώσουν και αυτοί την ψυχήν των». Ταύτα ακούσασα η μήτηρ και ιδούσα τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες συνώδευον την Ευγενίαν, εχάρη λίαν και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Καλώς λοιπόν οικονομήσασα τα εαυτής πάντα και διαμοιράσασα εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά της, ανεπαύσατο και αυτή εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η κατά Σάρκα ΓΕΝΝΗΣΙΣ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η κατά Σάρκα ΓΕΝΝΗΣΙΣ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Η Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ούτως εγένετο. Βλέπων ο φιλάνθρωπος Θεός ότι το γένος των ανθρώπων ετυραννείτο υπό του διαβόλου, ευσπλαγχνίσθη, και αποστείλας τον Άγγελον αυτού Γαβριήλ διεμήνυσε δι΄ αυτού εις την Θεοτόκον το «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου»· ειπούσης δε Αυτής το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ευθύς συνελήφθη εν τη αχράντω και παρθενική μήτρα Αυτής ο Υιός και Λόγος του Θεού και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Όταν δε ήγγιζον προς το συμπληρούσθαι οι εννέα μήνες από της Συλλήψεως, τότε εξεδόθη διάταγμα υπό του Καίσαρος Αυγούστου, ίνα απογραφή όλη η οικουμένη, ήτις ήτο υπό την εξουσίαν του· ταύτην δε την απογραφήν ίνα ενεργήση, απεστάλη ο ηγεμών Κυρήνιος εις τα Ιεροσόλυμα. Τότε λοιπόν ανέβη και Ιωσήφ ο Μνήστωρ και φύλαξ της Θεοτόκου μετ΄ Αυτής εις την Βηθλεέμ, ίνα απογραφώσιν εκεί. Μέλλουσα δε να γεννήση η Παρθένος, δεν εύρε τόπον προς κατοικίαν, δια τον πολύν λαόν, όστις συνήχθη εκεί, και ο οποίος προλαβών κατώκησεν εις όλας τας οικίας της Βηθλεέμ. Δια τούτο εμβήκεν εντός πτωχικού σπηλαίου, ένθα εγέννησεν αφθόρως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και σπαργανώσασα ως βρέφος τον Κτίστην των απάντων, έθηκεν αυτόν εις την φάτνην (Λουκ. β: 7) των αλόγων ζώων, διότι έμελλε να ελευθερώση ημάς από την αλογίαν.

ΛΟΓΟΣ Α΄ Δαμασκηνού Μοναχού, του Υποδιακόνου και Στουδίτου
Λόγος πεζή φράσει εις την κατά Σάρκα. ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Αι εορταί της Εκκλησίας μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, ομοιάζουν ωσάν μεγάλον και υπέρλαμπρον κήπον, εις τον οποίον υπάρχουν όλα τα άνθη· εντός δε του κήπου αυτού κάθηται Βασιλεύς λαμπροφόρος, όστις προσκαλεί πάντας τους ανθρώπους και συνομιλεί μετ΄ αυτών· όσοι δε εισέλθουν εις αυτόν, έχουν μεν χαράν, διότι ωσφράνθησαν τα ωραία εκείνα άνθη, αλλά περισσότερον χαίρονται, διότι επλησίασαν τον Βασιλέα και συνωμίλησαν μετ΄ αυτού· ούτως είναι και αι εορταί και αι μνήμαι των Αγίων. Κήπος είναι η Εκκλησία μας η Αγία και θεοτίμητος· άνθη είναι αι πανηγύρεις των Αγίων όλων, είτε Μαρτύρων είπης, είτε Ιεραρχών, είτε Αποστόλων, είτε Προφητών, είτε άλλου τινός. Βασιλεύς δε μέγας ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι, ο λαμπρός, ο καθαρός, ο Σωτήρ του κόσμου, ο ιατρός των ανθρώπων, ο ζωοδότης των κτισμάτων όλων. Εις όλας λοιπόν τας εορτάς των Αγίων χαίρομεν και ευφραινόμεθα οι ευσεβείς Χριστιανοί, καθώς το λέγει και ο σοφός Σολομών· «Εγκωμιαζομένων δικαίων, ευφρανθήσονται λαοί» (Παρ. κθ: 2). Αλλά εις τας Δεσποτικάς εορτάς περισσότερον χαίρομεν, διότι βασιλική πανήγυρις είναι και η τιμή Βασιλέως γίνεται· διότι των δούλων αι τιμαί ολιγώτερον έχουν τον έπαινον και τα εγκώμια και τας πανηγύρεις· του βασιλέως δε η τιμή και η δόξα πρέπει να υπερβαίνη, διότι τότε πας άνθρωπος χρεωστεί να πανηγυρίζη, να χαίρη, να ευφραίνεται και να κάμνη όσα αρέσουν εις τον βασιλέα. Τοιαύτην εορτήν έχομεν και τοιαύτην ημέραν εορτάζομεν του Βασιλέως της ειρήνης και του κόσμου όλου, του ουρανίου, του αφθάρτου, του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ποία δε είναι και πως ονομάζεται; Χριστούγεννα· ως να είπωμεν, Θεού φανέρωσις· διότι σήμερον ο αόρατος φαίνεται, ο Θεός άνθρωπος γίνεται· ο Θεός, όστις αρχήν δεν έχει, σήμερον γεννάται εις χρόνον· τι άλλο περισσότερον; Τι άλλο παραδοξότερον; Ποίος να ακούση και να μη θαυμάση; Τις να το συλλογισθή και να μη καταπλαγή; Ότι ο Θεός γίνεται άνθρωπος; Πόθεν και διατί; Δια την ιδικήν μας σωτηρίαν· δια το ιδικόν μας καλόν· δια να μας ελευθερώση από του μιαρού διαβόλου τας χείρας. Διότι εξ αρχής ο Θεός τον Αδάμ όλον καλωσύνην τον έκαμεν, όλον καθαρότητα, όλον αγιότητα και του εχάρισε και δώδεκα δυνάμεις ψυχικάς, τας οποίας έχει έκαστος άνθρωπος. Εκ των δυνάμεων τούτων του ανθρώπου αι μεν τρεις λέγονται φυσικαί· διότι με αυτάς γεννάται και τρέφεται και αυξάνει ο άνθρωπος· και πρώτη μεν είναι η γεννητική δύναμις, ήτοι όπου γεννάται πας άνθρωπος και χωρίς να ήτο γίνεται και υπάρχει· Δευτέρα δύναμις είναι η θρεπτική, ήτοι όπου τρέφεται ο άνθρωπος· Τρίτη είναι η αυξητική, δηλαδή όπου αυξάνει ο άνθρωπος και έχει το φυσικόν να ανατρέφεται από ολίγον εις πολύ, από μικρός να γίνεται μέγας· αυτάς τας δυνάμεις τας έχουν και τα άλογα ζώα και τα φυτά, διότι και αυτά γίνονται και τρέφονται και αυξάνονται. Άλλαι δε τέσσαρες δυνάμεις λέγονται ζωτικαί, διότι με αυτάς ζη και αναζωούται ο άνθρωπος· και πρώτη μεν είναι η βούλησις· βούλησις δε είναι όταν ο άνθρωπος όλως διόλου βούλεται και θέλει το καλόν· όταν δε διαλέγη το καλίν από το κακόν, ή το κακόν από το καλίν, τότε εκείνη η δύναμις λέγεται προαίρεσις, ήτις είναι Δευτέρα δύναμις ζωτική· δια τούτο και περί του Χριστού λέγομεν ότι μόνον βούλησιν είχε· διότι δεν ήθελεν εκείνος ποτέ το κακόν, αλλά πάντοτε το καλόν εζήτει και ηγάπα. Τρίτη δύναμις ζωτική είναι ο θυμός ήτοι, ως ορίζει ο θεολόγος Γρηγόριος, να θυμώνωμεν κατά του διαβόλου και εναντίον αυτού να έχωμεν τον θυμόν μας, εκείνον να υβρίζωμεν, εκείνου να κάμνωμεν κακόν, διότι αυτός μας κατήντησεν εις ταύτην την κατηραμένην γην, δι΄ εκείνον λοιπόν μας έδωκεν ο Θεός τον θυμόν· όχι δια τον άνθρωπον, όστις είναι πλάσμα Θεού· όχι δια τον Χριστιανόν, ο οποίος έχει μίαν πίστιν με ημάς όχι να οργιζώμεθα κατά τινος χωρίς αφορμήν ή έστω και με αφορμήν· δι΄ αυτό λοιπόν μας έδωκεν ο Θεός τον θυμόν. Τετάρτη δύναμις είναι η επιθυμία· ήτοι να επιθυμούμεν το καλόν, να επιθυμούμεν την πρώτην μας πατρίδα, ήτοι την Βασιλείαν των ουρανών· αύται είναι αι τέσσαρες ζωτικαί δυνάμεις. Αι δε υπόλοιποι πέντε δυνάμεις λέγονται γνωστικαί· με αυτάς γνωρίζει ο άνθρωπος το κάθε τι· και πρώτη μεν είναι η αίσθησις· Δευτέρα, η φαντασία· Τρίτη, η δόξα· Τετάρτη, η διάνοια· και Πέμπτη, ο νους· και αίσθησις μεν είναι τα εξής: όρασις, όσφρησις, ακοή, γεύσις και αφή. Και όρασις μεν είναι η ικανότης να βλέπη ο άνθρωπος το κάθε τι και να το αντιλαμβάνεται· ακοή δε είναι, όταν και χωρίς να ίδη τι, αλλ΄ ακούει μόνον ή από άλλον άνθρωπον λόγον, ή οιονδήποτε ήχον, παρευθύς γνωρίζει τι είναι· όσφρησις δε είναι, όταν οσφραίνεται ο άνθρωπος και καταλαμβάνει τι είναι εκείνο, ή δυσώδες, ή ευώδες· γεύσις δε πάλιν είναι, όταν ο άνθρωπος βλέπη μεν τι, αλλά δεν καταλαμβάνει, εάν είναι πικρόν, ή γλυκύ, ειμή μόνον όταν το γευθή με το στόμα· αφή δε είναι όταν πιάνης τι, και καταλαμβάνεις εάν είναι υγρόν ή ξηρόν, ψυχρόν ή ζεστόν, βαρύ ή ελαφρόν, σκληρόν ή μαλακόν και τα τοιαύτα· αυτά λοιπόν τα πέντε λέγονται αισθήσεις. Φαντασία δε είναι, εκείνη δια της οποίας ό,τι και αν ίδη ο άνθρωπος, μετά μίαν ή δύο ή περισσοτέρας ημέρας το ενθυμείται και το φαντάζεται· αυτή η φαντασία ενεργεί και εις τα όνειρα του ανθρώπου με τον λόγον αυτού τον ενδιάθετον, διότι ο άνθρωπος δύο λόγους έχει, ένα τον προφορικόν, αυτόν δηλαδή δια του οποίου ομιλούμεν, και ακούει ο εις τον άλλον· και δεύτερον τον ενδιάθετον, και είναι εκείνος με τον οποίον μόνος του ο άνθρωπος καταλαμβάνει ό,τι και αν λέγη· με αυτόν τον λόγον και την φαντασίαν βλέπει και ομιλεί εις τον ύπνον του ό,τι και αν ίδη. Δεκάτη δε δύναμις της ψυχής, Τρίτη από τας γνωστικάς, είναι η δόξα, η οποία είναι διπλή, ή με απόδοσιν ή χωρίς απόδοσιν· ήτοι ήκουσέ τις ότι έγινεν έκλειψις του ηλίου, όμως δεν γνωρίζει από τι έγινεν η έκλειψις, τότε αυτό λέγεται άλογος δόξα, ήτοι χωρίς λόγου απόδοσιν· με απόδοσιν δε είναι η δόξα, όταν γνωρίζη ο άνθρωπος διατί έγινεν έκλειψις του ηλίου, ότι δηλαδή η σελήνη διήλθεν υποκάτω του ηλίου και απέκρυψε την λάμψιν του· δια τούτο γίνεται αυτή η έκλειψις· αυτή είναι η δόξα. Ενδεκάτη δύναμις είναι η διάνοια· διάνοια δε είναι, όταν επί παραδείγματι ακούων τις ότι εις βασιλεύς δυνατός με πολύ στράτευμα ενικήθη από άλλον βασιλέα ολιγοδύναμον, ίσταται και συλλογίζεται, εάν τούτο είναι αληθές, ή ψευδές· αυτή η συλλογή ονομάζεται διάνοια. Πάντα δε όσα κάμνουσι αι ένδεκα αύται δυνάμεις, τας οποίας προαναφέραμεν, όλα δια προσταγής του νοός τα κάμνουσι και είναι ο νους ως βασιλεύς επάνω εις αυτάς. Αυτός ο νους είναι η δωδεκάτη δύναμις της ψυχής. Μόνον όμως εις τα φανερά και ομολογούμενα πράγματα, τα οποία περιέπεσαν εις την αντίληψίν του δια των αισθήσεων, εις αυτά περιπατεί ο νους, ήτοι ότι ο Θεός είναι αγαθός, ότι ο ήλιος λάμπει, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός και τα τοιαύτα. Αυτάς τας δώδεκα δυνάμεις έδωκεν ο Θεός εις τον Αδάμ, να επιποθή το καλόν· να αγαπά το αγαθόν· να επιθυμή το δίκαιον· να συλλογίζεται το συμφέρον. Να γίνεται από του μη όντος εις το είναι· να τρέφεται σωματικά και ψυχικά· σωματικά μεν, με το φαγητόν· ψυχικά δε, με λόγον Θεού· να αυξάνη το σώμα του, και αι αρεταί να περισσεύουν ειςτην ψυχήν· να βούλεται το θέλημα του Θεού· να προκρίνη το καλόν από το κακόν· να οργίζεται κατά του διαβόλου· να επιθυμή την Βασιλείαν των ουρανών· να βλέπη το καλόν· να ακούη λόγον Θεού· να λαμβάνη τα καλά· να φαντάζεται την παλαιάν πατρίδα, ήτοι τον Παράδεισον· να δοξάζη τον Θεόν τον αγαθόν· να διανοήται τα ψυχικά, και να νοή ποίον το συμφέρον του. Δια ταύτα εχάρισεν ο Θεός εις τον Αδάμ τας δώδεκα αυτάς δυνάμεις· έπειτα του είπεν, ότι «Όλα είναι εις την εξουσίαν σου· δι΄ όλα σε αφήνω να εξετάζης την αρχήν των, μόνον τον Θεόν να μη θελήσης να ερευνήσης, πως έγινεν ή πως είναι»· αυτός όμως παρήκουσε την εντολήν του Θεού, και ηθέλησε να αναβή εκεί όπου δεν έφθανε, και να εννοήση τα ακατάληπτα· όθεν έγινε παραβάτης της εντολής, και εδιώχθη από τον Παράδεισον. Αυτή είναι η παράβασις του Αδάμ· εάν δε και αισθητά το μετρήσης, τίποτε δεν σφάλλεις, διότι ο Παράδεισος και το ξύλον εκείνο του γινώσκειν καλόν και πονηρόν διπλούν ήτο, και είναι όπως ο άνθρωπος, όστις είναι και αισθητός και νοητός· και από μεν το σώμα είναι αισθητός ήτοι βλεπόμενος, από δε την ψυχήν είναι νοητός· ούτω και το ξύλον εκείνο, και αισθητόν ήτο και νοητόν· και τούτο το βεβαιώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, λέγων· «Θεωρία γαρ ην το φυτόν, ως η εμή θεωρία». Ούτε δε ο Θεός το εφύτευσε κακά, ως έλεγεν ο θεόργιστος Πορφύριος, ούτε από φθόνον ο Θεός (άπαγε της βλασφημίας!) ημπόδισε τον Αδάμ, ίνα μη φάγη και γίνη ισόθεος· αλλά νόμον του έθεσε, να γνωρίζη ότι έχει άνωθεν αυτού αυθέντην τον Θεόν· εις τον Αδάμ όλα τα εχάρισεν, όλα τα επέτρεψε, μόνον δε εκείνην την μικράν εντολήν του ώρισεν ο Θεός να φυλάξη και αυτός ως δούλος και υπηρέτης του Θεού. Όμως αυτός δεν ήκουσε το πρόσταγμα του Θεού, αλλά του πλάνου όφεως, του διαβόλου, όστις τον εφθόνει. Δια τούτο λοιπόν εδιώχθη, και δια τούτο εξωρίσθη ο δάμ από τον πάντερπνον Παράδεισον, από τα μεγάλα εκείνα και θαυμαστά αγαθά, από την χαράν την αιώνιον, από την συνομιλίαν του Θεού, από την τιμήν, την οποίαν του εχάρισεν ο Θεός, και μόνος του επροξένησε το κακόν του και την απώλειαν, συμπαρασύρας μεθ΄ εαυτού και όλον το ανθρώπινον γένος. Ο δε Θεός, ως φύσει φιλάνθρωπος όπου είναι, πολλάκις επαίδευσε τον άνθρωπον με απειλάς, με πληγάς και με όσα άλλα ηθέλησε συμβάντα· αλλά πλέον δεν εμίσησε την αμαρτίαν, πλέον δεν ηθέλησεν ο άνθρωπος να κάμη το θέλημα του ποιητού του και Θεού; αλλά πάντοτε έκαμε το θέλημα της σαρκός του και του εχθρού του τού διαβόλου· η αδικία εβασίλευεν, η πορνεία επηνείτο, η μάχη και η έχθρα επερίσσευεν, η ασωτία εμακαρίζετο, η ειδωλολατρία επληθύνετο· τον Θεόν ουδείς ελάτρευε· τα είδωλα επροσκυνούντο, τα θελήματά του έκαστος εποίει. Όλα λοιπόν ταύτα εζήτουν ιατρείαν, εζήτουν θεραπείαν· αλλ΄ ουδείς ευρίσκετο άξιος ιατρός· ουδείς ηδύνατο να σώση το γένος των ανθρώπων από την κόλασιν, και όχι μόνον όλους τους ανθρώπους, αλλ΄ ούτε καν τον εαυτόν του δεν ηδύνατο να εξαγοράση τις από την κόλασιν· ύστερον το τόσον μέγα κακόν εζήτει και μεγάλην θεραπείαν, ήθελε και μεγάλην ιατρείαν, και την εύρεν. Αυτός ο Μονογενής Υιός του Θεού και Πατρός, ο Λόγος του Πατρός, ο Κτίστης και Ποιητής της ανθρωπίνης φύσεως, Αυτός ήλθε και εσαρκώθη εκ της Αγίας Παρθένου· Αυτός, όστις είναι Βασιλεύς, κατεδέχθη πτωχείαν, δια να πλουτίση ημάς, οίτινες είμεθα πτωχοί από καλά έργα, και υστερημένοι από το θέλημα του Θεού· επτώχευσε, δια να ολιγοστεύση τας αμαρτίας μας. Εις σπήλαιον εγεννήθη πτωχικόν δια να καθαρίση τας ψυχάς μας, αίτινες ήσαν σπήλαια και κατοικητήρια των κακών ληστών, των δαιμόνων· την γην ηγίασε, και τον αέρα εφώτισε· την μεν γην, μεμιασμένην ούσαν από τας προς τα είδωλα θυσίας των ανθρώπων· τον δε αέρα εσκοτισμένον όντα από τον καπνόν των θυσιών. Εις φάτνην εγεννήθη ο Κύριος της δόξης, δια να ελευθερώση ημάς από τα άλογα πάθη. Θαύμα όντως παράδοξον! Ο τέλειος Θεός βρέφος ατελές φαίνεται· ο άναρχος αρχήν δέχεται· ο αόρατος σήμερον φαίνεται ορατός· δια τούτο και παν ποίημα Θεού δορυφορεί τον γεννηθέντα· οι μεν ουρανοί δίδουσι τον αστέρα· οι Άγγελοι τον ύμνον· η γη το σπήλαιον· η έρημος την φάτνην· οι ποιμένες το θαύμα και οι άνθρωποι την Θεοτόκον Μαρίαν. Επειδή δε έμελλεν ο Θεός να φωτίση όλον τον κόσμον, δίδων εις όλα τα έθνη την θεογνωσίαν, δια τούτο και οι Μάγοι τα δώρα έφερον, φανέντες ούτω ως απαρχή όλων των εθνών· δια τούτο οι Άγγελοι μετά των ανθρώπων πανηγυρίζουσι και υμνούσιν, ως μη έχοντες άλλο τι τούτου μεγαλύτερον· οι δε Μάγοι από την Περσίαν τα δώρα φέρουσιν, ότι σήμερον αι προφητείαι των Προφητών εκπληρούνται, και οι λόγοι των τέλος δέχονται σήμερον. Η Παρθένος, την οποίαν προανήγγειλεν ο Προφήτης Ησαϊας, σήμερον τον Εμμανουήλ εγέννησεν· εκ Πνεύματος δε Αγίου συνέλαβε και τον γεννά, ως αυτός ηθέλησεν. Ο Προφήτης Ιερεμίας δια του γραμματέως του Βαρούχ την σήμερον ημέραν προεκήρυττε, λέγων· «Ούτος ο Θεός ημών, ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν· εξεύρε πάσαν οδόν επιστήμης και έδωκεν αυτήν Ιακώβ τω παιδί αυτού και Ισραήλ τω ηγαπημένω υπ΄ αυτού· μετά τούτο επί της γης ώφθη και εν τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. Γ: 35-37). Αυτήν την ημέραν προεφήτευε πάλιν ο Προφήτης Ησαϊας, λέγων· «Και εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται, και αναπαύσεται επ΄ αυτόν Πνεύμα του Θεού, Πνεύμα σοφίας και συνέσεως» (Ησ. ια: 1-2). Ράβδος μεν από του Ιεσσαί, η Παναγία Θεοτόκος είναι, ήτις ήτο από το γένος του Ιεσσαί· άνθος δε της ράβδου, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι, όστις εμύρισε και ευωδίασε το γένος των ανθρώπων. Αυτό πάλιν προέβλεπεν ο αυτός Προφήτης και έλεγε· «Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής Άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. Θ: 6). Δια την σημερινήν αγίαν ημέραν και ο Προφήτης Μιχαίας προεφήτευσε λέγων· «Και συ, Βηθλεέμ οίκος Ευφραθά, ολιγοστός ει του είναι εν χιλιάσιν Ιούδα· εκ σου μοι εξελεύσεται (ηγούμενος), του είναι εις άρχοντα του Ισραήλ και έξοδοι αυτού απ΄ αρχής, εξ ημερών αιώνος» (Μιχ. ε: 2). Αλλ΄ εις αυτό το ρητόν εναντιούνται οι φιλόνικοι Ιουδαίοι και λέγουν, ότι δια τον Ζοροβάβελ το λέγει αυτό ο Προφήτης Μιχαίας, όμως ψεύδονται εις αυτό· διότι αφ΄ ενός μεν ο Ζοροβάβελ δεν εγεννήθη εις την Βηθλεέμ, αλλά εις την Βαβυλώνα· αφ΄ ετέρου δε, ότι αι οδοί του δεν ήσαν από του αιώνος, ως ορίζει ο Προφήτης δια τον Χριστόν. Δια ταύτην την χαρμόσυνον ημέραν ο Προφήτης Δανιήλ προς τον βασιλέα Ναβουχοδονόσορα έλεγεν, ότι μέλλει να γεννηθή εις Βασιλεύς των βασιλέων όλων, όστις θα αφανίση και θα συντρίψη τας βασιλείας των ανθρώπων, οίτινες δεν τον προσκυνούσιν. Ουδείς των Προφητών παρέλειψε το να προφητεύση δια την σήμερον ημέραν· πλην ημείς, δια το συντομώτερον, τας μεν προφητείας ας αφήσωμεν, την δε υπόθεσιν της εορτής ας είπωμεν, ίνα μη αμελούντες καταναλώσωμεν τον καιρόν εις προφητείας και τα αναγκαιότερα αφήσωμεν. Άρχομαι λοιπόν απ΄ εδώ και δεν λέγω ιδικόν μου τίποτε, αλλά όσα ορίζει το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον· πλην αφήνω τα όσα είναι προγενέστερα της αγίας ταύτης ημέρας, ήτοι ότι ανετράφη η Παναγία Παρθένος εις τα Άγια των Αγίων· ότι έκαμεν εκεί δώδεκα έτη· ότι Άγγελος Κυρίου της επήγαινε τροφήν και τα τοιαύτα, διότι αυτά όλα δεν είναι υποθέσεις της παρούσης εορτής και δι΄ αυτό τα αφήνω, άρχομαι δε από τότε όπου ο δίκαιος Ιωσήφ εμνηστεύθη την Παρθένον Μαρίαν. Δεν παρήλθον λοιπόν από τότε πολλαί ημέραι και την είδεν έγκυον· ως δίκαιος δε όπου ήτο ο Ιωσήφ δεν ηθέλησε να την φανερώση εις τους ανθρώπους, αλλά έβαλε κατά νουν να την διώξη κρυφίως. Κατά δε την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν εσκέφθη το τοιούτον, εφάνη εις αυτόν ο Άγγελος Κυρίου Γαβριήλ, και του λέγει· «Ιωσήφ υιέ του Δαβίδ, μη φοβηθής τίποτε, μόνον παράλαβε την Μαρίαν και έχε αυτήν φυλαττομένην, διότι αυτή είναι έγκυος εκ Πνεύματος Αγίου, και μέλλει να γεννήση υιόν (το όνομά του Εμμανουήλ), συ δε να τον ονομάσης Ιησούν· διότι αυτός θέλει σώσει το γένος των ανθρώπων από τας αμαρτίας του» (Ματθ. α: 20-21). Όταν λοιπόν ηγέρθη ο Ιωσήφ από τον ύπνον του, έκαμε καθώς του ώρισεν ο Άγγελος. Κατά τας ημέρας εκείνας εξεδόθη διάταγμα από τον Αύγουστον Καίσαρα, να απογραφούν άπαντες οι άνθρωποι, έκαστος εις την πατρίδα αυτού, ίνα ο κόσμος όλος καταγραφή εις τον κώδικα του βασιλέως. Αυτή δε η απογραφή ήτο η πρώτη και η αρχή των απογραφών, γενομένη επί της εποχής κατά την οποίαν ο Κυρήνιος ώριζε την Συρίαν. Όλοι λοιπόν επήγαιναν εις την ιδίαν αυτών πόλιν και απεγράφοντο· όθεν επήγε και ο δίκαιος Ιωσήφ από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας, όπου διέμενεν, εις την Βηθλεέμ, να γραφή και αυτός και η μεμνηστευμένη του Παρθένος Μαρία, διότι ήσαν από το γένος του Δαβίδ. Όταν λοιπόν απεγράφη, έφθασε και ο καιρός να γεννήση η Παρθένος το Βρέφος. Και επειδή δεν είχον τόπον να καταλύσουν, εισήλθον εις σπήλαιον, το οποίον είχε χώρον πολύν και επέζευον εις αυτό οι διαβάται. Εκεί λοιπόν εγέννησεν η Κυρία Θεοτόκος τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και τον έθηκεν εις την υπάρχουσαν εκεί γάτνην των αλόγων ζώων. Ποιμένες δε ήσαν εκεί πλησίον, οίτινες αγρυπνούσαν την νύκτα εκείνην, φυλάττοντες τα πρόβατα, και παρευθύς Άγγελος Κυρίου επήγεν εκεί και φως πολύ έλαμψεν έμπροσθέν των· όθεν εφοβήθησαν φόβον μέγαν. Όμως ο θείος Άγγελος τους καθησύχασε λέγων· «Μη φοβείσθε. Μεγάλη χαρά γίνεται σήμερον εις τον κόσμον, διότι εγεννήθη ο Χριστός εις την πόλιν του Δαβίδ· και δια να βεβαιωθήτε, υπάγετε εις το σπήλαιον να εύρητε την Μητέρα του και αυτόν εσπαργανωμένον ως βρέφος» (Λουκ. β: 10-12). Αμέσως δε με την φωνήν του Αγγέλου, πλήθος πολύ Αγγέλων ηκούσθη, οίτινες έψαλλον: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (αυτ. 14). Οι Ποιμένες, ως ήκουσαν την φωνήν, είπον μεταξύ των· «Έλθετε να υπάγωμεν έως εις την Βηθλεέμ, δια να ίδωμεν αυτά τα οποία ηκούσαμεν» (αυτ. 15). Επήγαν λοιπόν και εύρον, καθώς τους είπεν ο Άγγελος. Βασιλεύοντος δε τότε του Ηρώδου, ήλθον τρεις Μάγοι από την Ανατολήν εις τα Ιεροσόλυμα και ηρώτησαν· «Που είναι ο γεννηθείς Βασιλεύς των Ιουδαίων; Διότι είδομεν τον αστέρα αυτού εις την Ανατολήν και ήλθομεν να τον προσκυνήσωμεν». Ως ήκουσε τούτο ο Ηρώδης εφοβήθη, και καλέσας τους Αρχιερείς και γραμματείς, τους ηρώτησε· «Που λέγουσιν αι Γραφαί, ότι μέλλει να γεννηθή ο Χριστός»; (Ματθ. β:4). Και του είπον· «Ο Προφήτης Μιχαίας λέγει· εις την Βηθλεέμ μέλλει να γεννηθή». Τότε καλέσας ο Ηρώδης κρυφίως τους Μάγους, τους είπε· «Υπάγετε, προσκυνήσατε αυτόν και εξετάσατε καλώς, όταν δε τον εύρητε, έλθετε να μου είπητε, δια να υπάγω και εγώ να τον προσκυνήσω» (Ματθ. β: 8). Αυτά δε έλεγεν ο μιαρός, όχι διότι επεθύμει να τον προσκυνήση, αλλά δια να αποστείλη να τον φονεύσουν, να μη βασιλεύση αυτός. Οι δε Μάγοι, ως ήκουσν τον λόγον του βασιλέως εξήλθον από την Ιερουσαλήμ και ακολουθήσαντες τον αστέρα επήγαν έως εκεί όπου εστάθη, ήτοι εις την Βηθλεέμ, επάνω εις το σπήλαιον· εισελθόντες δε και προσκυνήσαντες το Παιδίον, ήνοιξαν τους θησαυρούς των και έδωκαν εις την Θεοτόκον χρυσόν, λίβανον και σμύρναν. Άγγελος δε Κυρίου τους είπε δια νυκτός, να μη υπάγουσιν εις τον Ηρώδην. Όθεν ανεχώρησαν δι΄ άλλης οδού εις την πατρίδα των, εις την οποίαν όταν έφθασαν διηγούντο όσα είδον και ήκουσαν. Την μεν υπόθεσιν της εορτής μας της αγίας εν συντόμω και δι΄ ολίγων διηγήθημεν· έχομεν δε ζητήματα διάφορα εις την εορτήν αυτήν να είπωμεν· και πρώτον μεν και εξαιρετώτερον, διατί δεν εγεννήθη ο Πατήρ ή το Άγιον Πνεύμα, αλλά ο Υιός; Δεύτερον, διατί έτυχε τότε καιρός να απογραφή ο κόσμος; Τρίτον, τι καιρός του έτους και του μηνός ήτο; Τέταρτον, οι Μάγοι πόθεν ηννόησαν και ήλθον να προσκυνήσουν τον Χριστόν; Πέμπτον, τι εσήμαινον τα δώρα των; έκτον, πως ηννόησαν και έφερον τοιαύτα δωρήματα; Έβδομον που εύρον τον Χριστόν οι Μάγοι, εις το σπήλαιον ή εις άλλον τόπον, όγδοον, ο αστήρ όπου εφαίνετο, φυσικός αστήρ ήτο ως τους άλλους ή μόνο τότε εφάνη; Ένατον, ο αστήρ υτός πόσα έτη εφάνη πρωτύτερα από την Γέννησιν του Χριστού; Διότι αν ήθελε φανή ομού με την Γέννησιν, πως ήθελον έλθει τόσον γρήγορα οι Μάγοι να εύρουν τον Χριστόν εις το σπήλαιον; Και δέκατον, διατί δεν εσαρκώθη ο Χριστός πρωτύτερα, αλλά εις τον έσχατον καιρόν και άφησε τόσας ψυχάς ανθρώπων, οίτινες εγεννήθησαν έως τότε, να κολασθώσιν; Αυτά λοιπόν τα δέκα ζητήματα έχομεν να επιλύσωμεν εις την σημερινήν ημέραν· και αν τύχη να είναι και άλλα περισσότερα ζητήματα, πλην ημείς τα αναγκαιότερα λέγομεν· αλλά πριν να αρχίσωμεν να διαλύσωμεν τα ζητήματα αυτά, δέομαι και παρακαλώ την υμετέραν αγάπην, να μη αμελήτε και νυστάζετε· έπρεπε μεν και πρωτύτερα να τα είπωμεν, πλην η επισημότης της εορτής με ηνάγκασε και επερίσσευσα τον λόγον, τον δε καιρόν ωλιγόστευσα· αλλά και τώρα να τα λύσωμεν εν συντόμω. Αρχίζομεν δε το πρώτον και έχετε καλώς τον νουν σας, διότι θεολογίαν πολλήν έχει το ζήτημα αυτό, το οποίον έχει ούτως. Η Αγία Τριάς είναι άπειρος, ατελεύτητος, άφθαρτος, αϊδιος, αείποτε κανένα από ό,τι είναι εις τον κόσμον δεν της ομοιάζει· και πώς να της ομοιάση, όπου αυτή είναι η αιτία και η αφορμή και Ποιητής και παν ό,τι είπης του κόσμου; Ο δε κόσμος είναι φθαρτός, πρόσκαιρος, κτίσμα και δούλος και ποίημα αυτής· ονομάζεται δε Τριάς, διότι έχει τρία πρόσωπα· Μονάς δε ονομάζεται, ότι τα τρία αυτά πρόσωπα έχουν μίαν φύσιν· ως να είπης, τρεις άνθρωποι, οι οποίοι έχουν τρία πρόσωπα και μίαν φύσιν μόνον, κατά τούτο δε μόνον είναι όμοιοι, εις δε τα άλλα ουδέ ποσώς· διότι ο άνθρωπος είναι ιδιοθέλητος, ήτοι οι τρεις άνθρωποι αυτοί έκαστος έχει και θέλημα χωριστόν και άλλα έκαστος ιδιώματα, η δε Αγία Τριάς είναι ομότιμος. Ήτοι μίαν ισότητα τιμής έχουσι τα τρία πρόσωπα, αρχήν χρόνου και τέλος δεν έχουσι· τίποτε το ένα από το άλλο πρόσωπον δεν αλλάσουν, πλην του ότι ο μεν Πατήρ γεννά και εκπορεύει, ο δε Υιός γεννάται και το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται· και ο μεν Πατήρ είναι αγέννητος, διότι δεν εγεννήθη από τινα, ως ο νους του ανθρώπου, όπου άλλοθεν δεν γεννάται· ο δε Υιός και Λόγος είναι γεννητός, διότι εγεννήθη από του Πατρός, ως ο λόγος του ανθρώπου, όστις γεννάται από τον νουν· το δε Άγιον Πνεύμα ούτε γεννητόν είναι, ούτε αγέννητον· διότι αν ήτο γεννητόν, ήθελεν είναι Υιός· εάν δε ήτο αγέννητον, ήθελεν είναι Πατήρ· τι δε είναι; εκπορευτόν, διότι εκπορεύεται εκ του Πατρός του αγεννήτου και αναπαύεται εις τον γεννητόν Υιόν· ως το Πνεύμα το φυσικόν του ανθρώπου, ήτοι η αναπνοή. Έκαστον εκ των τριών τούτων προσώπων έχει δύο ονόματα· και ο μεν Πατήρ λέγεται και Πατήρ και Προβολεύς, ήτοι εκπορευτής· ο δε Υιός ονομάζεται και είναι Λόγος και Υιός· αλλά και το Πνεύμα το Άγιον και αυτό δύο ονόματα έχει, Πνεύμα και Πρόβλημα. Ο Πατήρ προς μεν τον Υιόν λέγεται Πατήρ, ότι αυτόν γεννά· προς δε το Πνεύμα λέγεται Προβολεύς, ότι αυτό προβάλλει, ήτοι εκπορεύει· ο δε Υιός προς μεν τον Πατέρα λέγεται Υιός, ότι του Πατρός είναι Υιός, προς δε το Πνεύμα λέγεται Λόγος, ότι του Πνεύματος είναι Λόγος· το δε Πνεύμα το Άγιον, προς μεν τον Λόγον λέγεται Πνεύμα, προς δε τον Πατέρα λέγεται Πρόβλημα, επειδή υπ΄ αυτού προβάλλεται ήτοι εκπορεύεται. Επειδή λοιπόν τα τρία αυτά άγια και σεβάσμια πρόσωπα έχουν έκαστον δύο ονόματα, απρεπές θα ήτο να σαρκωθή του Πατρός η υπόστασις και να ονομάζεται με τρία ονόματα, δηλαδή Πατήρ, Υιός, και Προβολεύς· και πάλιν μηδέ του Πνεύματος η υπόστασις ήτο πρέπον να σαρκωθή δια να μη ονομάζεται και αυτό με τρία ονόματα, Πνεύμα, Υιός και Πρόβλημα. Δια τούτο λοιπόν ηυδόκησεν ο Πατήρ, το Πνεύμα συνήργησε, και εσαρκώθη ο Υιός του Θεού και Πατρός, δια να έχη και μετά την γέννησιν πάλιν δύο ονόματα, ως και πριν να σαρκωθή, δηλαδή Υιός και Λόγος. Αυτός, όστις χωρίς μητέρα εγεννήθη από του Πατρός εν τοις ουρανοίς, Αυτός σήμερον κατεδέχθη χωρίς πατέρα να γεννηθή από την Αγίαν Παρθένον Μαρίαν και έγινεν όμοιος με ημάς, δια να μας σώση, άνθρωπος έγινε, να σώση τον άνθρωπον, Θεός έμεινε, δια να θεώση ημάς· έγινε θνητός κατά Σάρκα, δια να αθνατίση ημάς κατά την ψυχήν· ήτο Υιός Θεού, και ωνομάσθη Υιός ανθρώπου, δια να μας κάμη υιούς και κληρονόμους της Βασιλείας των ουρανών· δια τούτο εσαρκώθη ο Υιός και Λόγος, δια να μη περισσεύη όνομα εις την Αγίαν Τριάδα. Και το μεν πρώτον ζήτημα ήθελε και περισσότερον λόγον· πλην δια να είναι θεολογία η υπόθεσις, δια τούτο εν συντομία και δι΄ ολίγων το εδιαλύσαμεν, όχι διότι δεν έχει πλατύτερον λόγον το διάλυμα, αλλά διότι δεν δύνασθε να το εννοήσετε, καθώς είναι. Ας έλθωμεν και εις το δεύτερον ζήτημα, να διαλύσωμεν και αυτό· είναι δε τούτο, διατί έτυχε τοιούτος καιρός, να απογραφή ο κόσμος, όταν εγεννήθη ο Χριστός; Και λέγομεν εις αυτό, ότι σκοπός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ήτο να γεννηθή, δια να σώση το πλάσμα των χειρών του, ήτοι τον Αδάμ και το γένος του όλον· δια τούτο έτυχε και τοιούτος καιρός· όταν ο Αύγουστος ο Καίσαρ εβασίλευσεν εις την γην, τότε αι πολλαί βασιλείαι των ανθρώπων έπαυσαν από τον κόσμον· ούτω και όταν εγεννήθη ο Χριστός, έπαυσεν η πολυθεϊα από τον κόσμον, και εφάνη παρευθύς το φως, δια να προσκυνούσιν οι άνθρωποι ένα Θεόν αληθινόν· αι πόλεις όλαι υπετάχθησαν εις μίαν βασιλείαν, και τα έθνη τα οποία επίστευσαν εις τον Χριστόν, εις μίαν Βασιλείαν και εις ένα Βασιλέα, τον Χριστόν, υπετάχθησαν· εγράφησαν οι άνθρωποι όλοι εις εν κατάστιχον του βασιλέως Αυγούστου, εγράφησαν και οι Χριστιανοί εις την βίβλον την ουράνιον· ωνομάσθησαν οι άνθρωποι τον καιρόν εκείνον Αυγουστιανοί, ωνομάσθημεν και ημείς, όσοι επιστεύσαμεν τον Χριστόν, Χριστιανοί. Εγράφη δε ο Χριστός εις το διάταγμα του Αυγούστου δια δύο αιτίας· πρώτον μεν δια να μας δείξη να έχωμεν υποταγήν εις τους άρχοντας· καθώς ο ίδιος ώρισεν εις το θείον και ιερόν αυτού Ευαγγέλιον λέγων· «Απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι, και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. κβ: 21, Μάρκ. ιβ: 17, Λουκ. κ: 25)· και πάλιν ο Απόστολος Παύλος ύστερον λέγει· «Απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον, τον φόρον, τω το τέλος, το τέλος» (Ρωμ. ιγ: 7), ότι άνωθεν και εξ αρχής είναι νομοθετημένον να έχωμεν υποταγήν εις τους βασιλείς μας· δεύτερον δε, επειδή ημείς είμεθα δεδουλωμένοι εις τας χείρας του διαβόλου, υπετάχθη ο Χριστός δια να ελευθερώση ημάς· εγράφη εκείνος δια να διαγράψη ημάς από την υποταγήν του διαβόλου, και να γράψη τα ονόματά μας εις το βιβλίον, περί του οποίου ο Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Επί το βιβλίον σου πάντες γραφήσονται» (Ψαλμ. ρλη: 16). Εδουλώθη εκείνος δια να κάμη ημάς δούλους του θελήματός του, οίτινες είμεθα δεδουλωμένοι εις «πάθη ατιμίας» (Ρωμ. α: 26), καθώς λέγει ο θείος Παύλος ο Απόστολος· και πάλιν αλλαχού λέγει· «Ότε δε ήλθε το πλήρωμα (ήτοι το τέλος) του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ: 4-5). Δια τούτο λοιπόν έτυχε και τοιούτος κατάλληλος καιρός εις την Γέννησιν του Χριστού. Είπομεν το δεύτερον ζήτημα· τώρα δε να είπωμεν το τρίτον· είναι δε τούτο, τι καιρός του έτους και του μηνός ήτο, όταν εγεννήθη ο Χριστός; Και λέγομεν εις αυτό: Το έτος τέσσαρας καιρούς έχει· ένα, το έαρ· δεύτερον, το θέρος· τρίτον, το φθινόπωρον· και τέταρτον, τον χειμώνα. Και έαρ μεν είναι από τας 17 του Φεβρουαρίου, έως τας 18 του Μαϊου· από δε τας 18 του Μαϊου, έως τας 16 του Αυγούστου, ονομάζεται θέρος· από δε τας 16 του Αυγούστου, έως τας 14 του Νοεμβρίου, ονομάζεται φθινόπωρον· από δε τας 14 του Νοεμβρίου έως τας 17 του Φεβρουαρίου, ονομάζεται χειμών. Και εις μεν το έαρ είναι ζώδια, κριός, ταύρος, δίδυμοι· εις το θέρος είναι, καρκίνος, λέων, παρθένος· εις το φθινόπωρον είναι, ζυγός, σκορπίος, τοξότης· εις δε τον χειμώνα είναι, αιγόκερως, υδροχόος, και ιχθύες. Και πάλιν,ανωφερή μεν ζώδια είναι, κριός, δίδυμος, παρθένος, υδροχόος, ιχθύς, ίσως και τοξότης· κατωφερή δε είναι, λέων, σκορπίος, αιγόκερως· μεσαία δε είναι, ταύρος, καρκίνος, ζυγός. Τα τέσσαρα πάλιν στοιχεία του κόσμου έχουσι διαμοιρασμένα τα ζώδια· και ο μεν αιθέρας έχει τον λέοντα, τον σκορπίον, και τον αιγόκερων· ο αήρ έχει τον κριόν, την παρθένον και τον ζυγόν· το ύδωρ έχει τον καρκίνον, τον υδροχόον, και τους ιχθείς· η δε γη έχει ζώδια τον ταύρον, τον τοξότην και τον δίδυμον. Εγεννήθη λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τον Δεκέμβριον μήνα, όστις έχει ζώδιον τον υδροχόον, καιρόν δε τον χειμώνα, διότι έμελλεν ο Χριστός να καταπαύση τον κακόν χειμώνα της αμαρτίας, και να ανατείλη το έαρ της θεογνωσίας· να αφανίση τον πικρόν καιρόν της πλάνης του διαβόλου, και να δείξη την γλυκυτάτην άνοιξιν του θελήματός του· έμελλε να καταπαύση τον πολύν πόλεμον των ανθρώπων, και να κάμη ειρήνην εις τον κόσμον· να χαλάση τον μεσότοιχον της έχθρας, και να ενώση τα ουράνια με τα επίγεια, τους Αγγέλους με τους ανθρώπους· αληθώς κακός χειμών ήτο και πλέον δεν ηδύνατο να γίνη χειρότερος, οι άνθρωποι ήσαν χειμασμένοι από τους πειρασμούς του δαίμονος, και φως, ακτίνα, και ήλιον του αληθινου Φωτός, του Θεού, δεν έβλεπον, διότι οι άνθρωποι ουδόλως ηδύναντο να ίδουν το φως της θεογνωσίας. Δια να δείξη λοιπόν ο Χριστός το ερχόμενον της αληθείας έαρ, δια τούτο χειμών ήτο ο καιρός της σαρκώσεώς του. Νυξ δε ήτο, ως ορίζει το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, διότι οι Ποιμένες εφύλαττον φυλακάς της νυκτός, και τότε επήγαν και εύρον τον Χριστόν γεγεννημένον· νύκτα ήτο, ήτις έμελλε να περάση ομού με το πονηρόν σκότος της αμαρτίας, και να έλθη ημέρα η σωτήριος, κατά την οποίαν έμελλε να ανατείλη ο Ήλιος της δικαιοσύνης, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να λαμπρύνη και να φωτίση τους σκοτεινούς οφθαλμούς των αμαρτωλών ανθρώπων· διότι οι εσκοτισμένοι άνθρωποι έμελλον να ίδουν Θεού λαμπρότητα· ο Προφήτης Ησαϊας το λέγει· «Ο λαός, ο καθήμενος εν σκότει (της αγνοίας), ίδετε φως μέγα» (Ησαϊας θ: 2). Ποίος περιπατεί την ημέραν με φως; Ποίος έχει ανάγκην να ίδη κατά την ημέραν φως πυρός; Μόνον την νύκτα χρειάζεται φως· ούτω και τα έθνη τα εσκοτισμένα από τας αμαρτίας· εάν μεν ήσαν καλά τα έργα των, ήθελον λάμπει ως τον ήλιον, και δεν θα είχον ανάγκην να ίδουν το φως της θεογνωσίας. Επειδή όμως τα εσκοτισμένα έργα των ήσαν σκοτεινότερα από την νύκτα, εχρειάζοντο να ίδουν φως και λαμπρότητα Θεού, τούτο δε εσημείωνεν η Γέννησις του Κυρίου, ήτις έγινεν εις καιρόν χειμώνος. Αλλά βοηθεία Θεού εδιαλύσαμεν και το τρίτον ζήτημα· ας έλθωμεν δε και εις το επόμενον. Τέταρτον ζήτημα είναι το πόθεν οι Μάγοι ηννόησαν και ήλθον να προσκυνήσουν τον Χριστόν; Και λέγομεν εις αυτό: Ο Προφήτης Μωϋσής, όταν επορεύετο με τον λαόν προς την Γην της Επαγγελίας, ήτοι εις την Ιερουσαλήμ, από όπου και αν διήρχοντο εκυρίευον τον τόπον εκείνον· ηχμαλώτισε λοιπόν μεταξύ άλλων και τον Σηών τον βασιλέα των Αμορραίων και την πόλιν, ήτις ωνομάζετο Εσεβών. Επήγε και προς την Δύσιν, πλησίον εις την Ιεριχώ· εκεί δε ήτο βασιλεύς ονόματι Βαλάκ, υιός του Σεπφώρ. Αυτός, ως τους είδε, παρευθύς εφοβήθη και καλέσας τους γέροντας του παλατίου του, λέγει προς αυτούς· «Βλέπετε αυτό το πλήθος των Εβραίων; Εις ολίγας ημέρας θέλει μάς αφανίσει, μόνον σκεφθήτε να εύρωμεν τρόπον, να ελευθερωθώμεν από τας χείρας των». Έλαβον λοιπόν όλοι ομού με τον βασιλέα την εξής απόφασιν: Μάντις τις, Βαλαάμ ονόματι, υιός του Βεώρ, ήτο κατά τον καιρόν εκείνον, όστις ει τινα ήθελε καταρασθή, ήτο κατηραμένος, και ει τινα ήθελεν ευλογήσει, ήτο ευλογημένος· εις εκείνον λοιπόν τον Βαλαάμ απεφάσισαν να παραγγείλουν δια να καταρασθή τους Εβραίους. Παρευθύς τότε έστειλαν άρχοντας, να υπάγουν εις τον Βαλαάμ με χαρίσματα πολλά, δεόμενοι και παρακαλούντες αυτόν να υπάγη εις τον βασιλέα Βαλάκ. Ο δε μάντις είπε προς αυτούς· «Μείνατε εδώ την νύκτα ταύτην και εγώ θα ερωτήσω τον Θεόν απόψε και εάν με αφήση ο Θεός μου, θέλω έλθει μαζί σας». Ο Θεός όμως του είπεν, να μη υπάγη. Όθεν την πρωϊαν είπεν ο Βαλαάμ προς τους άρχοντας· «Δεν με αφήνει ο Θεός μου να έλθω μαζί σας»· και δεν επήγεν. Επέστρεψαν λοιπόν οι άρχοντες εις τον βασιλέα και του είπον τα γενόμενα. Τότε στέλλει εκ δευτέρου περισσοτέρους ανθρώπους με χρήματα και δωρήματα περισσότερα· αλλά και πάλιν τους είπεν ο Βαλαάμ· «Και αν ήθελε δώσει ο βασιλεύς την οικίαν του όλην γεμάτην χρυσίον, δεν εξέρχομαι έξω από του Θεού μου το θέλημα· μείνατε όμως και ταύτην την νύκτα εδώ, και κατά πως θέλει ορίσει ο Θεός μου θέλω είπει». Την νύκτα δε εκείνην του είπεν ο Θεός· «Ύπαγε, πλην εκείνο το οποίον θα σου είπω εγώ, εκείνο να κάμης». Ηγέρθη λοιπόν ο Βαλαάμ την πρωϊαν και εκίνησε με τους άρχοντας του βασιλέως να υπάγη· εις την οδόν όμως έτυχε και εχωρίσθη από τους άρχοντας, Άγγελος δε Κυρίου εστάθη έμπροσθεν εις την ημίονόν του και δεν την άφηνε να υπάγη παρέκει. Ο Βαλαάμ, μη βλέπων τον Άγγελον, ήρχισε να δέρη το ζώον δυνατά· αυτό δε άφησε την οδόν και επεριπάτει μέσα εις τους αγρούς· δέρων δε αυτό και πάλιν εισήλθεν εκείνο εις την οδόν· αλλά ο Άγγελος επήγε και εστάθη εις το μέσον δύο φραγμών, εκατέρωθεν των οποίων ήσαν άμπελοι και δεν άφηνε πλέον το ζώον να προχωρήση εμπροσθήτερα· προσπαθών όμως εκείνο να περάση εγδάρθη ο πους του Βαλαάμ από τον φραγμόν και έδειρε πάλιν το ζώον. Τότε ο ΄γγελος επήγε και εστάθη εις άλλον τόπον εμπροσθήτερα, από τον οποίον δεν ηδύνατο ούτε δεξιά ούτε αριστερά να περάση τις και από εκεί δεν το άφηνε να περάση ουδόλως· όθεν το ζώον από τον φόβον του εγονάτισε και πλέον δεν ήθελε να υπάγη παρέκει. Θυμωθείς τότε ο Βαλαάμ έλαβεν εν ρόπαλον και έδερε μετά σκληρότητος το ζώον, ο δε Θεός εις θαύμα μέγα ήνοιξε το στόμα τής ημιόνου, ήτις ωμίλησε και λέγει προς τον Βαλαάμ· «Τι έχεις με εμέ και με δέρεις»; Απεκρίθη ο Βαλαάμ· «Τι έχω; Έχεις τόσας φοράς, όπου δεν υπάγεις εις την οδόν σου, αλλά περιπατείς απ΄ εδώ και απ΄ εκεί· εάν δε είχον μαζί μου μάχαιραν, θα σε έσφαζον». Λέγει η ημίονος· «Δεν είχες εμέ εκ νεότητός σου; Είδες ποτέ να κάμω ούτως; Τώρα όμως ίσταται Άγγελος Κυρίου έμπροσθέν μου και δεν με αφήνει να περάσω». Κοιτάξας τότε ο Βαλαάμ είδε καθαρά τον Άγγελον· και ως τον είδεν, από τον φόβον του έπεσε και τον προσεκύνησε. Λέγει δε ο Άγγελος προς αυτόν· «Διατί έδερες τόσον την ημίονόν σου, ήτις δεν σου έπταισεν; Εγώ ήμην όστις δεν την άφηνα να προχωρήση και ηβουλόμην να σε φονεύσω, διότι δεν μου αρέσει η οδός σου». Απεκρίθη προς τον Άγγελον ο Βαλαάμ· «Έσφαλα, διότι δεν εγνώριζα, ότι συ εμποδίζεις την οδόν μου, αλλ΄ εάν δεν θέλης, δεν πηγαίνω». Λέγει ο Άγγελος· «Ύπαγε· μόνον ό,τι σου ειπώ, εκείνο νακάμης». Τότε αφήσας αυτόν ο Άγγελος συνηντήθη πάλιν ο Βαλαάμ με τους άρχοντας του βασιλέως. Όταν δε έφθασαν εις τον βασιλέα, εξήλθεν ο βασιλεύς και προϋπήντησε τον Βαλαάμ· είπε δε προς αυτόν· «Διατί δεν ήλθες, όταν το πρώτον σε εκάλεσα; Μήπως δεν είμαι άξιος να σε τιμήσω»; Απεκρίθη ο Βαλαάμ· «Ήλθον τώρα, και ό,τι με ορίση ο Θεός μου θέλω κάμει». Έμεινε λοιπόν εκεί κατ΄ εκείνην την νύκτα, την δε πρωϊαν ανεβίβασεν ο βασιλεύς Βαλάκ τον Βαλαάμ επάνω εις εν όρος, όπερ ωνομάζετο επί τω ονόματι του θεού του Βάαλ· λέγει δε ο Βαλαάμ· «Βασιλεύ, πρόσταξον να κάμουν εδώ επτά βωμούς, φέρε μου δε επτά μόσχους και επτά κριούς». Τούτου γενομένου εθυσίασεν ο Βαλαάμ προς τον Θεόν· έπειτα είπε προς τον Βαλάκ· «Επιμελήσου συ, βασιλεύ, την θυσίαν δια να παραμερίσω εγώ και να ερωτήσω τον Θεόν, ό,τι δε μου είπη, να κάμω». Αποσυρθέντος λοιπόν του Βαλαάμ ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν αυτού και επιστρέψας εύρε τον βασιλέα και τους άρχοντας των Μωαβιτών συνηγμένους και τους λέγει· «Ο βασιλεύς Βαλάκ με εκάλεσεν από την Μεσοποταμίαν, να καταρασθώ τους ανθρώπους αυτούς, τους Εβραίους, και να ευλογήσω τους Μωαβίτας· πως όμως να καταρασθώ αυτούς τους οποίους ηυλόγησεν ο Θεός; ή πώς να ευλογήσω εκείνους τους οποίους ο Θεός κατηράσθη; Πολύ είναι το σπέρμα του Ιακώβ και κατάραν ανθρώπου δεν δέχεται· διότι ο Θεός το ηυλόγησεν». Ως δε ήκουσεν ο βασιλεύς Βαλάκ τον λόγον αυτόν, λέγει προς τον Βαλαάμ· «Εγώ σε έφερα να τους καταρασθής, και συ τους ευλογείς»; Απεκρίθη ο Βαλαάμ· «Εγώ σου είπον πρωτύτερα, πως ό,τι μου ειπή ο Θεός μου, εκείνο θα ειπώ· τι λυπείσαι εις τους λόγους μου»; Τότε επήρεν ο Βαλάκ εις άλλον τόπον τον Βαλαάμ και έκαμεν εκεί θυσίαν, ως και την πρώτην· αλλ΄ ο Θεός ήνοιξε και πάλιν το στόμα του Βαλαάμ και είπε· «Εγείρου, βασιλεύ, να ακούσης τι λέγει ο Θεός· με έφερες να τους καταρασθώ και θέλημα Θεού δεν είναι· διότι ευλογημένοι είναι από του αιώνος αυτοί. Ο Θεός τους ηυλόγησεν, ο Θεός τους ηύξησεν, ο Θεός τους επλήθυνεν, ο Θεός τους επερίσσευσε· και τις άνθρωπος αποτολμά να τους καταρασθή; Θέλουσι φάγει ως λέοντες δυνατοί πολλά σώματα των εχθρών των». Ως ήκουσε τον λόγον αυτόν ο βασιλεύς Βαλάκ, εθυμώθη και λέγει προς τον Βαλαάμ· «Δι΄ άλλο σε εκάλεσα, και άλλο κάμνεις». Απεκρίθη ο Βαλαάμ· «Δεν τολμώ να εξέλθω έξω από του Θεού μου το θέλημα· αλλ΄ εκείνο το οποίον μού λέγει, εκείνο σου λέγω». Επήγε δε πάλιν ο βασιλεύς Βαλάκ εις άλλον τόπον, όστις ωνομάζετο Φογώρ, και έκαμεν εκεί άλλους βωμούς ως τους πρώτους, και εθυσίασε και άλλους μόσχους και κριούς. Ήνοιξε δε ο Θεός παρευθύς το στόμα του Βαλαάμ και είπε· «Λέγει ο Βαλαάμ ο υιός του Βεώρ, λέγει ο άνθρωπος, όστις είδε μυστήρια Θεού, ότι είναι πολύ ηυξημένον το γένος του Ιακώβ, και ο Θεός είναι με αυτό. Μέλλει δε να γεννηθή άνθρωπος από το γένος αυτό, ο οποίος θα κυριεύση πολύν κόσμον· ως λέων θέλει πέσει να κοιμηθή, και τις θέλει τολμήσει να τον εξυπνήση; Εκείνοι οίτινες υμνούσιν αυτόν, θέλουσιν είναι υμνημένοι, και εκείνοι οίτινες τον καταρώνται, θέλουσιν είναι κατηραμένοι· άστρον θέλει ανατείλει, και άνθρωπος θέλει γεννηθή, όστις θέλει συντρίψει τους βασιλείς, οίτινες δεν τον προσκυνούσιν». Ως ήκουσε πάλιν ο βασιλεύς τον λόγον αυτόν, εθυμώθη πολύ και λέγει προς τον Βαλαάμ· «Μεγάλην τιμήν εσκεπτόμην να σου δώσω, επειδή όμως μόνος σου έχασες την τιμήν, φύγε, να σώσης την ζωήν σου». Ηγέρθη λοιπόν ο Βαλαάμ παρευθύς και επέστρεψεν εις τον τόπον αυτού, οι δε Εβραίοι μετ΄ ολίγας ημέρας εκυρίευσαν τον τόπον εκείνον του Βαλάκ. Οι μάντεις δε, όσοι και αν εγεννήθησαν από τότε εις την Περσίαν, ανέμενον να ίδωσι το άστρον, να εννοήσωσιν ότι εγεννήθη ο μέγας Βασιλεύς εκείνος, τον οποίον προανήγγειλεν ο μάντις Βαλαάμ. Παρήλθον λοιπόν από τότε έτη χίλια οκτακόσια εβδομήκοντα, έως ου εγεννήθη ο Χριστός· οι δε Μάγοι, οίτινες ήσαν κατά τον καιρόν εκείνον, δια να ίδωσι την αλήθειαν του Βαλαάμ, έλαβον δώρα και ακολουθούσαν το άστρον να εύρωσι που εγεννήθη ο Βασιλεύς. Όθεν ακολουθούντες αυτό επήγαν μέχρι του σπηλαίου της Βηθλεέμ. Από ταύτην την αιτίαν επήγαν οι Μάγοι με τα δώρα προς τον Χριστόν. Ιδού λοιπόν ότι Θεού βοηθεία ετελειώσαμεν και το τέταρτον ζήτημα. Ενθυμείσθε τώρα τι είχομεν πέμπτον ζήτημα; Ιδού· τα δώρα, τα οποία επήγαν οι Μάγοι εις τον Χριστόν, τι εσήμαιναν; Και λέγομεν εις αυτό ολίγα, διότι εμεγεθύναμεν τον λόγον μας. Τα δώρα των Μάγων τα εξής εικόνιζον· το μεν χρυσίον εδείκνυεν, ότι είναι Βασιλεύς, διότι μόνον εις τον βασιλέα αρμόζει ο πολύς πλούτος και το χρυσίον. Τούτ΄ αυτό και ο Προφήτης Δαβίδ προεφήτευσε λέγων· «Βασιλείς Θαρσίς και αι νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι, και προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γης» (Ψαλμ. οα: 10). Και κατωτέρω πάλιν λέγει εις τον αυτόν Ψαλμόν· «και ζήσεται, και δοθήσεται αυτώ εκ του χρυσίου της Αραβίας» (αυτόθ. 15). Δια τούτο λοιπόν επήγαν εις τον Χριστόν δώρον το χρυσίον. Τον δε λίβανον τον επήγαν ως Θεόν, διότι εις άλλον δεν αρμόζει ο λίβανος, ειμή εις τον Θεόν. Ο Προφήτης Δαβίδ το μαρτυρεί και αυτό λέγων· «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου» (Ψαλμ. ρμ: 2). Πάλιν δε την σμύρναν επήγαν ως τριήμερον νεκρόν, όπου έμελλε να γίνη, διότι τον Χριστόν με σμύρναν τον ήλειψαν και τον έθηκαν εις τον τάφον, καθώς το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον μαρτυρεί. Αυτά προεσήμαινον τα δώρα των Μάγων. Έχομεν λοιπόν και την λύσιν του πέμπτου ζητήματος. Έκτον ζήτημα είναι· πόθεν οι Μάγοι εγνώρισαν και επήγαν τα δώρα ταύτα εις τον Χριστόν; Και αυτό φανερόν είναι, ότι από τους λόγους του Βαλαάμ, επειδή είπεν, ότι ως λέων θέλει πέσει να κοιμηθή· εκ τούτου το εγνώρισαν, διότι ο λέων τον βασιλέα ομοιοί, επειδή αυτός είναι βασιλεύς εις όλα τα θηρία. Θεόν δε τον ηννόησαν επειδή είπεν, ότι όστις τον υμνεί, θέλει είναι υμνημένος· ήτοι όστις τιμά τον Θεόν, τιμά και ο Θεός εκείνον· τούτο δε εις άλλον δεν ανήκει ειμή μόνον εις τον Θεόν· δια τούτο όθεν επήγαν το θυμίαμα ως Θεόν αληθινόν· θνητόν δε τον ηννόησαν, οπόταν είπεν, ότι θέλει πέσει να κοιμηθή. Όθεν εκ τούτου εγνώρισαν την ανθρωπίνην φύσιν του Κυρίου και επήγαιναν την σμύρναν. Είπομεν και την λύσιν του έκτου ζητήματος. Ας έλθωμεν τώρα και εις το έβδομον ζήτημα· τούτο δε είναι, αν οι Μάγοι, οίτινες εύρον τον Χριστόν, εις το σπήλαιον τον εύρον ή εις άλλον τόπον; Το ζήτημα τούτο απιτεί μεγαλυτέραν έρευναν, διότι ευρίσκονται τινές, οίτινες λέγουσιν, ότι δεν τον εύρον εις το σπήλαιον, αλλά εις την Αίγυπτον, εις την οποίαν τον είχε παραλάβει η Μήτηρ αυτού. Τούτο λέγει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης. Όμως ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ορίζει, ότι εις το σπήλαιον τον εύρον, εξηγεί δε ότι το σπήλαιον εκείνο ήτο εμπορείον, ήτοι τόπος εις τον οποίον κατέλυον οι έμποροι· εχρησιμοποίουν δε τούτο προς τον σκοπόν αυτόν, διότι ήτο μέγα και ηδύναντο να διαμένουν εκεί επί ικανάς ημέρας, επειδή από τον πολύν κόσμον δεν είχον που αλλού να μείνουν. Αλλά και ο Άγγελος, όστις είπεν εις τον Ιωσήφ να φύγη εις την έρημον, έρημον δε λέγω την Αίγυπτον, όχι ότι είναι έρημος από ανθρώπους, αλλά από Χάριν Θεού, εκεί εις το σπήλαιον τον εύρε. Όθεν φανερόν είναι, ότι εις το σπήλαιον εύρον τον Χριστόν οι Μάγοι. Ας έλθωμεν τώρα εις το όγδοον ζήτημα· ενθυμείσθε ποίον είναι τούτο, ή μήπως από το μήκος του λόγου το ελησμονήσατε; Νομίζω ότι ολίγοι θα το ενθυμείσθε· όθεν ας το επαναλάβω. Εζητήσαμεν να μάθωμεν αν ο αστήρ, όστις εφάνη εις τους Μάγους, φυσικός αστήρ ήτο ως τους άλλους, ή μόνον τότε εφάνη; Απαντώμεν δε εις τούτο, ότι ο αστήρ εκείνος δεν ήτο εξ αρχής ως τους άλλους αστέρας, διότι αν ήτο απ΄ εκείνους, ήθελε φανή και πρωτύτερα, ή εις άλλον καιρόν· όθεν ούτε αστήρ φυσικός ήτο, αλλά Άγγελος Κυρίου, όστις εφαίνετο εις σχήμα αστέρος και τους ωδήγει καθ΄ όλην την οδόν των. Ούτε πάλιν ήτο ζώδιον φυσικόν του ουρανού, ως λέγουσιν οι αστρονόμοι, αλλά τότε μόνον εφάνη από θελήματος Θεού, δια να εκπληρωθή ο λόγος του Βαλαάμ, και διότι Άγγελον αισθητώς δεν ηδύναντο οι Μάγοι να ίδωσιν. Αλλά ποίον να διαλύσω και ποίον να αφήσω; Από την πολλήν έννοιαν πίπτω εις απορίαν· ο λόγος με αναγκάζει να συνεχίσω και η αγάπη της εορτής με κάμνει να πολυλογώ· πλην ας διακόψω τον λόγον μου περί του ζητήματος τούτου και ας διαλύσω το επόμενον ζήτημα. Ένατον ζήτημα είναο; Ο αστήρ αυτός πόσα έτη εφάνη πρωτύτερα από την Γέννησιν του Χριστού; Διότι αν ήθελε φανή ομού με την Γέννησιν, πως ήθελον έλθει τόσον γρήγορα οι Μάγοι, να εύρουν τον Χριστόν εις το σπήλαιον; Λέγουν δε περί τούτου πολλοί εκ των Αγίων της Εκκλησίας μας, ότι σημείον φανερόν είναι η σφαγή των Νηπίων, τα οποία εφόνευσεν ο Ηρώδης· διότι εκείνος από δύο ετών και κάτω προσέταξε να φονεύσουν τα Νήπια· ο Χριστός δε τότε ακόμη ήτο εις το σπήλαιον· ώστε πρωτύτερα δύο έτη εφάνη ο αστήρ από την Γέννησιν του Χριστού και ωδήγει τους Μάγους από την Περσίαν έως εις την Βηθλεέμ. Θα ηδύναντο δε να έλθουν και ενωρίτερον των δύο ετών, αλλά Θεού οικονομία ήτο να αργήσουν, δια να διέλθωσι τόπους πολλούς, διηγούμενοι και λέγοντες, ότι Βασιλεύς μέγας εγεννήθη και υπάγομεν να τον προσκυνήσωμεν. Αλλά και άλλο σημείον μαρτυρεί, ότι δύο έτη προ της Γεννήσεως εφάνη ο αστήρ· διότι ο Άγγελος, όστις εφάνη εις τους Μάγους και τους είπε να μη επιστρέψουν εις τον Ηρώδην, εις το σπήλαιον τους εύρεν ακόμη· ώστε απεδείξαμεν, ότι δύο έτη προ της Γεννήσεως εφάνη ο αστήρ· αυτό δε ήτο το ένατον ζήτημα. Ας έλθωμεν τώρα να διαλύσωμεν και το δέκατον ζήτημα, το οποίον είναι: διατί δεν εσαρκώθη ο Χριστός πρωτύτερα, αλλά εις τον ύστερον καιρόν, αφήσας τόσας ψυχάς ανθρώπων να κολασθώσι; Τούτο ακόμη ας διαλύσωμεν και έπειτα να είπωμεν και τα επίλοιπα, να τελειώσωμεν τον λόγον, τον οποίον κατά πολύ εμακρύναμεν, και το οποίον δεν ήτο πρέπον· διατί όμως δεν ήτο πρέπον; Διότι η υπόθεσις της εορτής μας δεν είναι άγνωστος· όλοι γνωρίζετε ότι η Γέννησις του Χριστού είναι και ότι ο Χριστός εγεννήθη κατά την σήμερον, καθώς και ότι η σημερινή ημέρα είναι η απαρχή της σωτηρίας των ανθρώπων. Ημείς δε ας διαλύσωμεν το ζήτημα αυτό απ΄ εδώ. Πιστεύομεν και ομολογούμεν, ότι ο Θεός είναι φύσει αγαθός, εύσπλαγχνος, μακρόθυμος, ποτέ δεν θέλει το κακόν του ανθρώπου, ούτε παντάπασιν αγαπά το κακόν, αλλά μόνον το καλόν αγαπά, το αγαθόν θέλει, το συμφέρον της ψυχής του ανθρώπου οικονομεί· διότι είναι φύσει αγαθός δια παντός. Δι΄ αυτό και πρώτον εποίησε τους Αγγέλους τους οποίους έκαμε πνεύματα λογικά δια να αντιλαμβάνωνται και να μετέχωσι και αυτοί από την Χάριν και το φως του Θεού. Δεν ηρκέσθη όμως ο Θεός εις μόνους τους Αγγέλους, αλλ΄ έκαμε και όλον τον άλλον κόσμον, τον υλικόν, όστις είναι από τον ουρανόν έως την γην· και οι μεν Άγγελοι έχουν ομοιότητά τινα με τον Θεόν· ο άλλος όμως κόσμος ουδεμίαν ομοιότητα έχει προς Αυτόν· όθεν δι΄ αυτό τα δύο αυτά κτίσματα του Θεού ήσαν τελείως αμέτοχα το εν από του άλλου. Θέλων δε ύστερον ο Πανάγαθος Θεός να δείξη την άπειρον σοφίαν του, έκαμεν ένα πλάσμα, τον άνθρωπον, τον οποίον έκαμε να μετέχη και από τα δύο άλλα κτίσματά του, από πνεύμα δηλαδή και από ύλην, να είναι θνητός ομού και αθάνατος, αισθητός και νοητός, αισθητός από το σώμα και νοητός από την ψυχήν, να βασιλεύη εις τα κτίσματα του Θεού και να βασιλεύεται από τον Θεόν, να προσκυνή τον Θεόν και να προσκυνήται από τα ποιήματα του Θεού· να είναι θνητός δια να είναι εδώ ολίγον καιρόν, όταν δε αποθάνη, να γίνεται αθάνατος, να ζη δηλαδή αιωνίως· να αποθνήσκη το σώμα και να ζη η ψυχή· το σώμα να φθείρεται, η δε ψυχή να είναι αθάνατος, δια να υμνή τον Θεόν. Έκαμε δε ο Θεός τον Αδάμ και τον άφησεν εις την εξουσίαν του· μίαν μόνον εντολήν τον προσέταξε να φυλάττη και εκείνην μόνον δια να γνωρίζη ο Αδάμ, ότι έχει τον Θεόν υπεράνω αυτού. Είχεν ο Θεός καιρόν να αφήση τον Αδάμ δια να φάγη από το ξύλον εκείνο, αλλά δεν υπέμεινεν ο Αδάμ και παραβάς την εντολήν του Θεού εδιώχθη από τον Παράδεισον· ουδείς του έπταισεν· ουδείς τον εδίωξε· μόνος του από την αμαρτίαν του εδιώχθη· εξέπεσεν από την δόξαν του Θεού και κατήντησεν εις την γην αυτήν την κατηραμένην. Δεν ήρκεσε δε μόνον αυτό, αλλά και περισσότερα ακόμη μετεχειρίσθη ο άνθρωπος, πορνείας, ειδωλολατρίας, μοιχείας, φόνους, φθόνους, ζημίας και όσα κακά είναι του διαβόλου ευρήματα και νοήματα, όλα ο άθλιος άνθρωπος τα έκαμε· το δε χειρότερον, ότι και τον Θεόν δεν προσεκύνει, αλλ΄ εφεύρεν είδωλα κωφά και τυφλά, ξύλα και λίθους και άλλα αισθητά πράγματα, τα οποία ετίμα και εσέβετο ως θεούς. Ο δε Πανάγαθος Θεός, θέλων να επαναφέρη τον ταλαίπωρον άνθρωπον από την πλάνην, εδείκνυε πάντοτε κατά καιρούς σημεία πολλά· κατακλυσμόν έκαμεν εις όλον τον κόσμον, πόλεις κατέκαυσε, άλλα σημεία πολλά έδωκεν, αλλ΄ ο άνθρωπος δεν εννοούσε πλέον να επιστρέψη από τας αμαρτίας του· ανέμενεν ο Θεός να μετανοήση, αλλ΄ αυτός δεν μετενόει δια τα τόσα κακά, τα οποία έκαμε. Τέλος βλέπων ο Θεός, ότι δεν επιστρέφει πλέον ο άνθρωπος από τας κακίας του, κατήλθε μόνος του και εσαρκώθη από της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας· δεν κατήλθε δε πρωτύτερα, διότι δεν είχον εισέτι διέλθει όλοι οι Προφήται· ο κόσμος ακόμη δεν είχε διαλεχθή να φανή ποίος είναι ο καλός και ποίος ο κακός· ακόμη δεν είχον δοκιμασθή τελείως οι άνθρωποι· ακόμη ο Προφήτης Ιωάννης ο Πρόδρομος δεν ήτο γεγεννημένος· ο στρατιώτης ακόμη δεν είχεν έλθει· ο ετοιμαστής δεν είχεν ετοιμάσει· ο κήρυξ δεν είχε κηρύξει· ο διαλαλητής ακόμη δεν είχε διαλαλήσει, ότι έρχεται ο Χριστός· πρώτον περιπατεί ο διαλαλητής και διαλαλεί, ότι έρχεται ο βασιλεύς, και τότε φθάνει και ο βασιλεύς· ούτως ήτο και ο Τίμιος Πρόδρομος, ως κήρυξ· ο δε Χριστός είναι ο Βασιλεύς· δια τούτο λοιπόν ύστερον ήλθεν ο Χριστός και εσαρκώθη. Ο Άγιος Απόστολος Παύλος το μαρτυρεί, λέγων· «ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. δ: 4-5). Ιδού βοηθεία του γεννηθέντος Χριστού εδιαλύσαμεν και τα δέκα ζητήματα· φέρε λοιπόν να είπωμεν και τα επίλοιπα της εορτής. Δια την σημερινήν ημέραν ο Προφήτης Μωϋσής προφηρεύων έλεγε· «Προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναστήσει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε κατά πάντα» (Δευτ. ιη: 15), και ολίγον κατωτέρω, προσθέτει «και ο άνθρωπος, ος εάν μη ακούση όσα αν λαλήση ο Προφήτης εκείνος επί τω ονόματί μου, εγώ εκδικήσω εξ αυτού» (αυτόθι 19). Προφήτην έλεγε τον Χριστόν, καθότι είναι καρδιογνώστης και γνωρίζει, ως Θεός όπου είναι, τι μέλλει να γίνη ή διότι προεφήτευσεν ο Χριστός, ότι μέλλει να καταστραφούν τα Ιεροσόλυμα και ο Ναός, ως και κατεστράφησαν· ως εμέ δε λέγει, διότι και ο Χριστός άνθρωπος ήτο, κατά την ανθρωπίνην φύσιν, ως τον Μωϋσήν, πλην μόνον ότι ήτο χωρίς αμαρτίας, ή είπε τούτο διότι και ο Χριστός ενομοθέτησεν άλλον Νόμον, ως και ο Μωϋσής. Αυτό προέβλεπεν ο Δαβίδ ο βασιλεύς και έλεγε· «Καταβήσεται ως υετός επί πόκον, και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην» ( Ψαλμ. οα: 6). Αυτό προέβλεπεν ο Προφήτης Δανιήλ και έλεγε προς τον Ναβουχοδονόσορα· «και εν ταις ημέραις των βασιλέων εκείνων αναστήσει ο Θεός του ουρανού Βασιλείαν, ήτις εις τους αιώνας ου διαφθαρήσεται, και η Βασιλεία αυτού λαώ ετέρω ουχ υπολειφθήσεται· λεπτυνεί και λικμήσει πάσας τας βασιλείας, και αυτή αναστήσεται εις τους αιώνας» (Δαν. β: 44). Αυτό προέβλεπε και ο Προφήτης Αββακούμ, και έλεγεν· «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει, και ο Άγιος εξ όρους Φαράν κατατασκίου δασέος» (Αβ. γ: 3). Όρος κατάσκιον την Παναγίαν ονομάζει, ήτις ήτο εσκιασμένη όλη από τας Χάριτας του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό προεσήμανεν η Βάτος, την οποίαν είδεν ο Μωϋσής (Έξ. γ: 2)· διότι και η Παναγία εδέχθη το πυρ όλον της Θεότητος και έμεινεν ακατάφλεκτος. Αυτό προεσήμαινεν η Ράβδος του Ααρών (Αριθ. ιζ: 8), ήτις χωρίς τινα υγρότητα εβλάστησεν, διότι και η Παναγία χωρίς σποράν ανδρός εγέννησε σήμερον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αυτό προεσήμαινεν η Κλίμαξ του Ιακώβ (Γεν. κη: 12), διότι δια του τόκου της Παναγίας οι άνθρωποι αναβαίνουσιν εις την Βασιλείαν των ουρανών. Αυτό προεσήμαινεν η Κάμινος των Αγίων Τριών Παίδων (Δαν. γ: 19-29), διότι και η Κυρία Θεοτόκος δεν κατεκάη από το πολύ πυρ της Θεότητος. Αυτήν την αγίαν ημέραν όλοι οι Προφήται προεφήτευσαν, αν και εγώ χάριν συντομίας αντιπαρέρχομαι τους πολλούς. Δια τούτο και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας πανηγυρίσωμεν σήμερον, ας τιμήσωμεν την ημέραν την Δεσποτικήν, ας δοξάσωμεν τον Χριστόν, όχι με θυσίας ειδωλολατρικάς ή με χορούς ή μέθας και άσματα και όσα χαίρεται ο δαίμων, αλλά με ευχαριστίας, με δοξολογίας, με καθαράν καρδίαν και γενικώς με όσα χαίρεται και δοξάζεται ο Θεός· δια να αξιωθώμεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του σήμερον γεννηθέντος, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”