Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Νοεμβρίου, η Σύναξις των Αρχιστρατήγων ΜΙΧΑΗΛ και ΓΑΒΡΙΗΛ και των λοιπών Ασωμάτων και ουραν

Δημοσίευση από silver »

Τη Η΄ (8η) Νοεμβρίου, η Σύναξις των Αρχιστρατήγων ΜΙΧΑΗΛ και ΓΑΒΡΙΗΛ και των λοιπών Ασωμάτων και ουρανίων Ταγμάτων.

Εις την Σύναξιν των Εννέα Ταγμάτων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, Θρόνων, Κυριοτήτων, Δυνάμεων και Εξουσιών, Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων. Μιχαήλ ο ενδοξότατος και λαμπρότατος Ταξιάρχης των Ασωμάτων Δυνάμεων πολλάς και μεγάλας ευεργεσίας και χάριτας προσήνεγκεν εις το ανθρώπινον γένος, ως τούτο φαίνεται τόσον από την Παλαιάν Διαθήκην, όσον και από την νέαν Χάριν του Ευαγγελίου. Διότι αυτός εφάνη πρώτον εις τον Πατριάρχην Αβραάμ· έπειτα εις τον Λώτ, όταν ελύτρωσεν αυτόν μετά των θυγατέρων του από του θεοπέμπτου πυρός και της καταστροφής των Σοδόμων· μετά ταύτα εφάνη εις τον Πατριάρχην Ιακώβ, όταν ελύτρωσεν αυτόν από των φονικών χειρών του αδελφού του Ησαύ. Αυτός επροπορεύετο έμπροσθεν της παρεμβολής των υιών Ισραήλ, όταν ηλευθερώθησαν από της αιχμαλωσίας των Αιγυπτίων, και με τον στύλον του πυρός και της νεφέλης διηυκόλυνεν εις εκείνους της οδοιπορίας τα εμπόδια. Αυτός εφάνη εις τον μάντιν Βαλαάμ, όταν εκείνος εβάδιζε δια να καταρασθή τον Ισραηλιτικόν λαόν, φοβερίζων αυτόν και φανερά εμποδίζων από το τοιούτον κίνημα. Αυτός και προς τον Ιησούν του Ναυή ερωτήσαντα απεκρίθη: «Εγώ Αρχιστράτηγος Κυρίου νυνί παραγέγονα». Ούτος και εν τη ΝέαΧάριτι κατεξήρανε τους ποταμούς, τους οποίους απέλυσάν ποτε οι δυσσεβείς εναντίον του εν Χώναις Αγιάσματός του και εναντίον του θείου Ναού του. Και άλλα πολλά ιστορούνται δι’ αυτόν εις τας θεοπνεύστους Γραφάς·δια τούτο και ημείς προστάτην αυτόν και φύλακα της ζωής ημών προβαλλόμενοι, την πάνσεπτον αυτού πανήγυριν εορτάζομεν σήμερον, η οποία και Σύναξις ονομάζεται δια την επομένην αιτίαν. Ο δι’ υπερβολήν υπερηφανείας επαρθείς διάβολος κατά του πάντων Ποιητού και Δεσπότου και καυχησάμενος να αναβιβάση τον θρόνον του επί των νεφελών του ουρανού και να γίνη όμοιος τω Υψίστω, καθώς περί αυτού γράφει ο Ησαϊας (Ησαϊας ιδ: 14), ούτος, λέγω, άμα διελογίσθη και ηβουλήθη ταύτα, εξέπεσε της ουρανίου δόξης και του αρχαγγελικού αυτού αξιώματος, καθώς είπεν εν τοις Ευαγγελίοις ο Κύριος· «Εθεώρουν τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι:18). Ομοίως δε και το υποτασσόμενον εις αυτόν τάγμα των Αγγέλων απεσκίρτησεν από του Θεού δια υπερηφάνειαν, διο εξέπεσε και αυτό μετά του αρχηγού του διαβόλου, και έγιναν όλοι ομού σκοτεινοί αντί γωτεινών και δαίμονες αντί Αγγέλων. Τότε λοιπόν λέγεται, ότι ο μέγας ούτος Αρχιστράτηγος Μιχαήλ, βλέπων την ελεεινήν των Αγγέλων έκπτωσιν, ηννόησε την αιτίαν της τοιαύτης εκείνων πτώσεως, και με την υποταγήν και ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξεν ως δούλος ευχάριστος και ικέτης πιστός προς τον ιδικόν του Δεσπότην Θεόν, διεφύλαξε τόσον την ιδικήν του δόξαν και λαμπρότητα την παρά Θεού χαραχθείσαν, όσον και την δόξαν των άλλων Αγγελικών Ταγμάτων· όθεν δια την υποταγήν και ευγνωμοσύνην του ταύτην διωρίσθη παρά του παντοκράτορος Θεού πρώτος των Αγγελικών Τάξεων. Διότι συνάξας και ενώσας εις εν τους χορούς των Αγγέλων, εβόησεν εις αυτούς το «Πρόσχωμεν», ήτοι ας προσέξωμεν και ας εννοήσωμεν τι έπαθον ούτοι οι εκπεσόντες δαίμονες δια την υπερηφάνειάν των, οίτινες προ ολίγου ήσαν ομού με ημάς Άγγελοι, και ας συλλογισθώμεν τι μεν είναι ο Θεός, τι δε είναι ο Άγγελος· ο μεν Θεός δηλαδή είναι Δεσπότης και δημιουργός ημών των Αγγέλων, ημείς δε οι Άγγελοι είμεθα δούλοι και κτίσματα του Θεού. Και ούτως ανύμνησε και εδόξασε τον των απάντων Θεόν, αναβοήσας εκείνον βέβαια τον θείον και αγγελικόν ύμνον μεθ’ όλων των Αγγέλων· «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης αυτού». Το τοιούτον λοιπόν Μυστήριον εξ αρχαίας παραδόσεως παραλαβόντες ημείς, την παρούσαν εορτήν εορτάζομεν, Σύναξιν αυτήν ονομάζοντες των Αγγέλων, τουτέστι προσοχήν, ομόνοιαν και ένωσιν. Ομού δε με τον Αρχάγγελον Μιχαήλ εορτάζομεν σήμερον και τον ωραιότατον και χαριέστατον Αρχάγγελον Γαβριήλ, διότι και αυτός πολλάς ευεργεσίας εποίησεν εις το ανθρώπινον γένος, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Νέα Διαθήκη. Διότι εις μεν την προφητείαν του Δανιήλ φέρεται αυτολεξεί το όνομά του, όταν εξήγησεν εις τον Δανιήλ την όρασιν, την οποίαν είδε περί των βασιλέων Μήδων και Περσών και Ελλήνων, ως ο ίδιος λέγει· «Και εγένετο εν τω ιδείν με, εγώ Δανιήλ, την όρασιν και εζήτουν σύνεσιν, και ιδού έστη ενώπιόν μου ως όρασις ανδρός, και ήκουσα φωνήν ανδρός… και είπε· Γαβριήλ συνέτισον εκείνον την όρασιν. Και ήλθε και έστη…» (Δαν. η:15-16). Πάλιν δε, άλλην φοράν, ο αυτός Γαβριήλ εφανέρωσεν εις τον αυτόν Δανιήλ ότι μετά εβδομήκοντα εβδομάδας ετών, ήτοι μετά τετρακόσια ενενήκοντα έτη, μέλλει να έλθη ο Χριστός· «Και ιδού ανήρ Γαβριήλ, ον είδον εν τη οράσει εν τη αρχή, πετόμενος και ήψατό μου ωσεί ώραν θυσίας εσπερινής. Και συνέτισέ με» και τα λοιπά. (Δαν. θ: 21-22). Αυτός και πάλιν είναι όστις ευηγγέλισε και την γυναίκα του Μανωέ, ότι μέλλει να γεννήση τον Σαμψών. Αυτός είναι όστις ευηγγέλισε τον Ιωακείμ και την Άνναν, ότι μέλουν να γεννήσωσι την Κυρίαν και Δέσποινα Θεοτόκον. Εις δε την Νέαν Διαθήκην αυτός είναι ο ευαγγελίσας τον Ζαχαρίαν, σταθείς εκ δεξιών του θυσιαστηρίου του θυμιάματος, ότι θα γεννήση τον μέγαν Ιωάννην τον Πρόδρομον. Αυτός έτρεφε και την Αειπάρθενον Μαρίαν δώδεκα έτη μέσα εις τα Άγια των Αγίων με τροφήν ουράνιον. Αυτός δη αυτός, και ποίος αμφιβάλλει; Ευηγγέλισε την αυτήν Θεοτόκον, ότι μέλλει να γεννήση εκ Πνεύματος Αγίου τον Υιόν και Λόγον του Θεού. Αυτός εφάνη εις το όραμα του Ιωσήφ, ως πολλοί διατείνονται, και είπεν εις αυτόν να μη φοβηθή, αλλά να παραλάβη Μαριάμ την γυναίκα του, επειδή το εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματός εστιν Αγίου. Αυτός εφάνη και εις τους ποιμένας και ευηγγέλισεν αυτούς, ότι ετέχθη ο Σωτήρ του κόσμου Χριστός. Αυτός εν οράματι είπε και εις τον Ιωσήφ να λάβη το παιδίον και την Μητέρα αυτού και να φύγη εις την Αίγυπτον· και πάλιν αυτός ο ίδιος είπεν εις αυτόν να επιστρέψη εις την γην Ισραήλ. Πολλοί δε των ιερών Διδασκάλων και ασματογράφων γνωματεύουσιν ότι ο θείος Γαβριήλ ήτο ο λευχειμονών εκείνος Άγγελος, όστις κατελθών εκ του ουρανού απεκύλισε τον λίθον από της θύρας του μνημείου του ζωοδότου Ιησού, και εκάθητο επ’ αυτό και αυτός ήτο και ο ευαγγελίσας τας Μυροφόρους περί της Αναστάσεως του Κυρίου. Και δια να μη αναφέρωμεν όλα ακριβώς, λέγομεν ότι ο θειότατος Γαβριήλ υπηρέτησεν εις το Μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας του Θεού Λόγου απ’ αρχής έως τέλους· δια τούτο και η Εκκλησία του Χριστού παρέλαβε να συνεορτάζη αυτόν ομού με τον Αρχάγγελον Μιχαήλ και να επικαλήται την παρ’ αυτού χάριν και βοήθειαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Νοεμβρίου μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΤΡΩΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Ματρώνα η Οσία μήτηρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους των βασιλέων Μαρκιανού 450-457 και Λέοντος Α΄ του μεγάλου του καλουμένου Μακέλλη 457- 474. Αύτη εγεννήθη από γονείς ευγενείς και πλουσίους εις την Πέργην της Παμφιλίας, ήτις είναι χώρα κειμένη μεταξύ των Κιλίκων και Ισαύρων, πλουσία και πολυάνθρωπος, καθότι πάσα φυλή και εθνικότης εις ταύτην ευρίσκεται. Ανατραφείσα λοιπόν η μακαρία Ματρώνα επιμελώς έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον και επειδή ήτο ωραία πολύ και περίβλεπτος, την υπάνδρευσαν οι γονείς της μετά τινος νέου ευγενούς και πλουσίου, ομοίου αυτής Δομετιανού ονομαζομένου. Εκ του γάμου της αυτού απέκτησεν η Οσία και μίαν θυγατέρα, την οποίαν ωνόμασαν Θεοδότην, και τούτο φαίνεται ότι έγινε κατ’ οικονομίαν Θεού, επειδή έμελλε να αφιερωθή εις τον Θεόν μετά καιρόν η αοίδιμος. Αφού εγέννησεν η μακαρία Ματρώνα το θυγάτριον, διήγε πολιτείαν θαυμάσιον, έχουσα όλον της τον νουν εις τα θεία, τα οποία εμελέτα καθ’ εκάστην, τα δε προσωρινά και επίγεια αγαθά της εφαίνοντο (καθώς είναι κατά αλήθειαν) ως σκιά και ως όνειρον. Εύρε λοιπόν πρόφασιν τινά του ανδρός της, ότι είχεν ανάγκην να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν και ανεχώρησαν ομού, επειδή ο ανήρ της δεν ηθέλησε να την αφήση μόνην, διότι ήτο δεκαπέντε ετών νέα και ωραία. Αφού έφθασεν εις το Βυζάντιον, επήγε και προσεκύνησεν όλας τας ιεράς Εκκλησίας, έχουσα εις την συνοδείαν της γυναίκα τινά ευγενή, Ευγενίαν ονόματι, ήτις ήξευρεν όλα της τα μυστικά και την παρεκίνει εις τον θείον έρωτα περισσότερον. Επήγαιναν λοιπόν εις τας αγρυπνίας των εορτών συχνάκις και εδέετο του Θεού η Ματρώνα να την βοηθή δια να νικά το σκάνδαλον της σαρκός, ότι τον καιρόν εκείνον είχε μεγάλον και άγριον σαρκικόν πόλεμον, δια τον οποίον παρεκάλει πολλάκις τον Κύριον να της δίδη δύναμιν να καταβάλη τον πειράζοντα. Ο δε Δομετιανός βλέπων ότι έλειπεν η Ματρώνα τας περισσοτέρας νύκτας, εσκανδαλίζετο και έβαλλε κακούς λογισμούς, μήπως επήγαινεν εις εργασίαν κακήν και δεν την άφησε πλέον να εξέλθη από τον οίκον των. Όθεν είχε λύπην αμέτρητον, διότι υστερείτο της ιεράς των Χριστιανών συνάξεως και καθ’ ώραν προσηύχετο εις το Θεόν να την λυτρώση από τον άνδρα της, δια να του δουλεύση κατά μόνας, καθώς είχε διάθεσιν. Μετά βίας λοιπόν κατέπεισε τον ομόζυγον και έδωκε θέλημα, να ποιήση εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων αγρυπνίαν ολονύκτιον, έμεινε δε εκεί εις το κελλίον Μοναχής τινός εναρέτου, ήτις εκαλείτο Σωσάννα, και ήτο εις τον Ναόν από μικρά παρθενεύουσα. Έκαμαν λοιπόν ομού την αγρυπνίαν αι τρεις αύται και το πρωϊ εφανέρωσεν η Ματρώνα προς τας άλλας δύο την γνώμην της, ότι είχε πόθον να γίνη Μοναχή και να αφήση τον άνδρα της. Της λέγει η Ευγενία· «Και τι θα γίνη η θυγάτηρ σου»; Η δε απεκρίνατο· «Πρώτον την παραδίδω ως Θεοδότην εις τον Θεόν, και δεύτερον την αφήνω εις τας χείρας της ευλαβούς Σωσάννης, να έχη την φροντίδα ταύτης και έννοιαν». Ταύτα λέγουσα παρεκάλεσεν εξ όλης καρδίας τον Κύριον να την φωτίση και να την ενδυναμώση να ποιήση το συμφερώτερον, την δε ερχομένην νύκτα βλέπει εν οράματι ότι την κατεδίωκεν ο ανήρ της και την εφύλαξαν Μοναχοί τινές εις το Μοναστήριον. Από ταύτην την όρασιν εγνώρισεν ότι ήτο Θεού θέλημα να γίνη Μοναχή όθεν ευθύς έκειρε την κεφαλήν και ενδυθείσα ανδρικήν στολήν εφαίνετο ως ευνούχος κατά το σχήμα και δια να βεβαιωθή, εάν ήτο αυτή η πράξις θεάρεστος, επήγεν εις τον άνωθεν Ναόν των Αγίων Αποστόλων και ανοίξασα το ιερόν Ευαγγέλιον εύρεν ευθύς το ρητόν αυτό· «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Ταύτα ιδούσα εχάρη πολλά και αποχαιρετήσασα την διδάσκαλον αυτής Ευγενίαν απήλθεν εις την Μονήν εναρέτου τινός Γέροντος ονόματι Βασσιανού και είπεν ότι την ωνόμαζον Βαβύλαν· οι δε Μοναχοί την εδέχθησαν και τόσας αρετάς κατώρθωσεν, ώστε ήτο ο στολισμός και η ευπρέπεια των άλλων. Εθαύμαζαν δε όλοι πως ένας ευνούχος ενίκα αυτούς εις τον αγώνα και τους πόνους της ασκήσεως· ποτέ δεν εθυμώθη η μακαρία ούτε άλλον τινά εσκανδάλισεν, αλλά εις όλους υπετάσσετο με θαυμασίαν ταπείνωσιν· όθεν όλοι την είχον εις ευλάβειαν τιμώντες αυτήν ως διδάσκαλον, την πολιτείαν αυτής μιμούμενοι. Ολίγον όμως έλειψε να την γνωρίση ποτέ ότι ήτο γυναίκα Μοναχός τις, με τον οποίον έσκαπτον ομού τον κήπον, ονομαζόμενος Βαρνάβας, όστις ήτο ολίγος καιρός όπου ήλθεν από τα κοσμικά· όθεν ως απαίδευτος εστοχάσθη εις τα ώτα τον Βαβύλαν και βλέπων ότι ήσαν τρυπημένα, τον ηρώτησε την αιτίαν, η δε Οσία πανσόφος του απεκρίνατο λέγουσα· «Έπρεπεν, αδελφέ, να στοχάζεσαι κάτω την γην ως Μοναχός και να μη περιεργάζεσαι άλλο πρόσωπον· αλλά επειδή με ηρώτησες, θα σου ειπώ τούτου το αίτιον· η μήτηρ μου με ηγάπα πολύ και δια να με φιλοτιμήση, της εφάνη καλόν όταν ήμουν μικρός να κρεμάση εις τα ώτα μου χρυσά σκουλαρίκια». Ούτως η μακαρία την υποψίαν του Μοναχού διέλυσε με την γνωστικήν εκείνην απόκρισιν. Έπειτα ενεθυμείτο τα λόγια της Ευγενίας, ότι δύσκολον και ανάρμοστον πράγμα είναι να συναναστρέφεται η γυνή με τους άνδρας και αδύνατον να κρύπτεται μέχρι τέλους, όμως προσηύχετο πολλάκις προς τον Θεόν ταύτα λέγουσα· «Με το θέλημά σου, Κύριε, ενεδύθην το μοναχικόν τούτο σχήμα και προθύμως σου ηκολούθησα, καθώς με επρόσταξες. Λοιπόν μη με παρίδης την δούλην σου, αλλά ενδυνάμωσόν με, να τελειώσω τον πόθον μου καλώς έως τέλους». Ούτω λοιπόν εποίησεν έτη πολλά ανδρικώς αγωνιζομένη κατά του δαίμονος και ουδείς εγίνωσκεν ότι ήτο γυνή, έως ότου ηθέλησεν ο Θεός να το φανερώση εις τον Ηγούμενον, όστις είδεν εις το όραμά του ευπρεπή τινά εις την όψιν και ένθεον και του λέγει τρις· «Γίνωσκε, Βασσιανέ, ότι ο Μοναχός Βαβύλας είναι γυνή και υποκρίνεται τον ευνούχον δια να μη γνωρίζεται». Ομοίως και άλλος περιφανής και ευλαβής Μοναχός την κλήσιν Ακάκιος είδε και αυτός την όρασιν ταύτην. Το πρωϊ ηρώτησεν ο Βασσιανός την Οσίαν, βλέπων αυτήν με βλέμμα άγριον, πως ετόλμησε να κοινοβιάση με τόσους άνδρας, όπερ είναι πράγμα κινδυνώδες και δια τα δύο μέρη και ασυγχώρητον. Η δε απεκρίθη με πολλήν ταπείνωσιν και του είπε καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν. Νουθετήσας λοιπόν ο Ηγούμενος την Οσίαν, της παρήγγειλεν όσα έπρεπε να φυλάξη δια το Αγγελικόν σχήμα, το οποίον ενεδύθη και να έχη υπομονήν έως τέλους, δια να λάβη παρά Θεού τον στέφανον της ασκήσεως· λαβούσα δε η μακαρία από όλους συγχώρησιν ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις την αγαπημένην της Σωσάνναν, παρά της οποίας και έμαθε ότι από καιρόν ανεπαύθη η θυγάτηρ της· η δε μακαρία Ματρώνα ηυχαρίστησε τον Θεόν, διότι ελυτρώθη από την φροντίδα ταύτην δια να του δουλεύη αμέριστα και έμεινεν εκεί με την Σωσάνναν, εναρέτως πολιτευόμεναι. Ο δε Δομετιανός εζήτει την Οσίαν εις διαφόρους χώρας και Μοναστήρια· και επειδή η φήμη την έκαμε πανταχού περιβόητον, έμαθεν ότι εις την Μονήν του Βασσιανού εκρύπτετο και αφού επήγεν εκεί θυμωμένος, ύβριζε τους Μοναχούς με θυμόν άμετρον, ότι εχώριζαν τας γυναίκας από τους άνδρας των και τους έλεγε να του δώσουν την ηγαπημένην του ομόζυγον, οίτινες του εξήγησαν λέγοντες· «Ημείς, αδελφέ, μάρτυς ο Θεός, γυναίκα εδώ δεν έχομεν, επειδή είναι αφορισμός από τους Αγίους Πατέρας, ούτε ηξεύρομεν άλλο τι, ειμή μόνον ότι ήλθεν εδώ ευνούχος τις, Βαβύλας ονόματι, και αφού έκαμε ολίγον καιρόν ανεχώρησεν απ’ εδώ, λέγων ότι υπάγει εις τα Ιεροσόλυμα». Ανεχώρησε λοιπόν ο Δομετιανός πολύ λυπημένος, ότι δεν επέτυχε το ποθούμενον· ο δε Καθηγούμενος είχεν έννοιαν πολλήν δια την Ματρώναν, μήπως την εύρη ο άνδρας της και εμποδίση την σωτηρίαν της. Όθεν λέγει εις τους αδελφούς· «Νομίζω, αδελφοί, ότι μεγάλην αμαρτίαν θα έχωμεν, εάν δεν επιμεληθώμεν αυτήν την Μοναχήν, επειδή, ας είναι και γυνή, έκαμε πολύν καιρόν με ημάς και επιμελώς μας εδούλευσε». Τότε απεκρίθη Διάκονος τις καλούμενος Μάρκελλος και λέγει· «Εις την χώραν μας Έμεσαν είναι Ασκητήριον γυναικών, εις το οποίον έχω και εγώ αδελφήν Μοναχήν και αν θέλης, υπάγω να εύρω την Ματρώναν, να την αναπαύσω εις εκείνο το Μοναστήριον». Τότε ο προεστώς τον εσυγχώρησε και απελθών επήρεν αυτήν εις μίαν λέμβον και την επήγεν εις το ρηθέν Μοναστήριον, το οποίον ήτο εις την Έμεσαν της Συρίας, εις το οποίον τοσούτον επρόκοψε και τόσας αρετάς κατώρθωσεν, ώστε την είχον οι άλλαι αρχέτυπον και από αυτήν ελάμβανον όλαι παράδειγμα. Αλλά όσον εκείνη εταπεινώνετο και έκρυπτε την αρετήν της, τοσούτω μάλλον την εφανέρωνεν ο Κύριος, δια να λάμψη και εις άλλους το φως της και να ωφεληθώσι και έτεροι δια μέσου αυτής. Τον καιρόν εκείνον λοιπόν, ενώ εδούλευε γεωργός τις εις το χωράφιον, είδεν εις τόπον τινά να εξέρχεται από την γην φλόγα μεγάλη, ήτις δεν έσβηνε ποσώς· ο δε γεωργός, μη δυνάμενος να εννοήση την έννοιαν του φαινομένου, ανέφερε τούτο εις τον Επίσκοπον της πόλεως, όστις επήγε με τους κληρικούς και προσευξάμενοι έσκαψαν την γην και εύρον εις στάμνον όχι χρυσίον ή άλλον πρόσκαιρον πλούτον, τον οποίον ποθούν οι φιλάργυροι, αλλά δώρον ουράνιον και πολυτίμητον, την σεβασμίαν, λέγω, του Βαπτιστού κεφαλήν, την κοσμοχαρμόσυνον. Εις ταύτης την εύρεσιν όλοι οι ευλαβείς εσυνάχθησαν άνδρες και γυναίκες, Ιερείς και Μονάζοντες, να την ασπασθούν εις αγιασμόν της ψυχής των. Επήγε λοιπόν και η Ματρώνα με τας άλλας Μοναχάς και πλησιάσασα έλαβεν ολίγον άγιον μύρον με ένα λεπτόν μανδήλιον, όπερ ήγγιζεν εις την τιμίαν Κάραν. Έπειτα, ενώ ήθελε να εξέλθη από τον Ναόν, εις τον οποίον είχον την αγίαν Κάραν, συνωθείτο περί αυτήν ο λαός, και έκαστος εζήτει από την Ματρώναν να του εγγίζη με το μύρον εκείνο, ήσαν δε και άλλοι Ιερείς, οίτινες έλαβον από το μύρον και έχριον δι’ αυτού τον λαόν εις τα μέτωπα χάριν ευλογίας. Ήτο δε τότε τυφλός τις από την κοιλίαν της μητρός του, όστις αφήνων τους Ιερείς επλησίασε την Αγίαν και της λέγει να τον χρίση με το μύρον εκείνο δια τον Κύριον· η δε υπακούσασα, έχρισεν αυτόν εις τους τύπους των οφθαλμών και παρευθύς (ω εξαισίου θαυματουργήματος!) ο πρώην τελείως τυφλός εφωτίσθη και εκήρυττε την Αγίαν μεγαλοφώνως εις άπαντας, ώστε τινές ηννόησαν ότι αύτη ήτο η γυνή εκείνη, ήτις έκαμε τόσους χρόνους εις το των ανδρών Μοναστήριον. Αυτήν την φήμην ακούσας ο Δομετιανός έδραμεν εις την Μονήν των Μοναστριών, να ερευνήση εάν ήτο η γυνή του εκείνη την οποίαν εφήμιζον· αλλ’ επειδή αι Μοναχαί δεν επέτρεπον εις άνδρα να εισέλθη, προσεποιήθη ότι ήτο άλλος τις άνθρωπος και παρήγγειλε δι’ άλλων γυναικών να είπωσι της Ματρώνης να εξέλθη έως την θύραν να τον ευλογήση, επειδή είχεν εις αυτήν, δια την καλήν της φήμην, μεγάλην ευλάβειαν. Η δε μακαρία Ματρώνα εξετάσασα επιμελώς τας γυναίκας δια τα χαρακτηριστικά του ανδρός και την ηλικίαν του και γνωρίσασα ότι ήτο ο άνδρας της, του παρήγγειλε να υπομένη επτά ημέρας έξωθεν και τότε θέλει εξέλθει να ομιλήσωσιν. Ούτω λοιπόν αυτός μεν ανέμενε την διορίαν, ελπίζων να ίδη το ποθούμενον πρόσωπον, η δε μακαρία Ματρώνα έφυγε κρυφίως και απ’ εκεί χωρίς να πάρη άλλο τι, ειμή μόνον ολίγον άρτον και το τρίχινόν της ιμάτιον και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Μαθών τούτο ο Δομετιανός ελυπήθη πολύ και έδραμε πάλιν κατόπιν αυτής, μαθών δε από γυναίκας τινάς που ήτο, επήγε προς αυτήν, ήτις, ως το ήκουσεν, έδραμεν έμφοβος και εκρύβη εις ειδωλείον, όπερ ήτο εις την Βηρυττόν, προκρίνουσα κάλλιον να πέση εις θηρία και δαίμονας, οίτινες μόνον το σώμα έβλαπτον, παρά να την εύρη ο άνδρας της, όπερ έβλαπτε την ψυχήν και την αρετήν της. Έκαμε λοιπόν εις τον βωμόν ημέρας τινάς και ανεγίνωσκε την ακολουθίαν της, ήκουε δε πολλάκις και έψαλλαν μετ’ αυτής οι δαίμονες και έλεγον τους αυτούς ύμνους, τους οποίους εκείνη προσηύχετο· όθεν θαυμάζουσα εις τούτο, έκαμε προς Κύριον δέησιν, να της φανερώση τίνες ήσαν εκείνοι, οίτινες ηκούοντο ψάλλοντες. Τότε τους βλέπει φανερά βαστάζοντας πυρ και φωνάζοντας άτακτα, επιτιμήσασα δε αυτούς ως καπνόν διεσκόρπισεν. Όταν δε ήθελε διψήσει πολύ, εξήρχετο από το ειδωλείον και συνάγουσα χόρτα έτρωγε, να δροσίση ολίγον την γλώσσαν της· αλλά ο Κύριος, όστις έτρεφε με το μάννα τόσους χρόνους τον αχάριστον λαόν εις την έρημον, έδωκε και εις την δούλην του εκεί εις την ερημίαν ποτόν και τράπεζαν αυτοσχέδιον· εύρεν εις τόπον τινά καυσώδη ολίγην υγράν ανάδοσιν, εκεί δε έσκαψε με ένα λίθον οξύν και έκαμε μικρόν λάκκον, τον οποίον εύρε την επομένην γεμάτον ύδωρ γλυκύτατον· ευρίσκουσα δε και χόρτα βρώσιμα έτρωγεν ευχαριστούσα τον Κύριον. Ο δε δόλιος δαίμων, βλέπων την μεγάλην υπομονήν της Οσίας, εφθόνει την ωφέλειαν της ψυχής της και μεταμορφωθείς έγινε γυνή ωραία και εύμορφος και την συνεβούλευε τάχα δια το καλόν της, τοιαύτα λέγουσα· «Διατί, κυρία μου, να κατοικής εις τοιούτον τόπον σκοτεινόν και αφόρητον; Συ είσαι νέα, τρυφερά και ωραία, καλομαθημένη εις την ανάπαυσιν, εδώ δε είναι ερημία μεγάλη και δεν ευρίσκεις να φάγης τι. Όθεν φοβούμαι μήπως ασθενήσης από την πολλήν κακοπάθειαν και μετατραπή εις ακολασίαν η επιθυμία, την οποίαν έχεις τώρα εις την εγκράτειαν, να καταφρονήσης την άσκησιν. Λοιπόν κάμε την βουλήν μου, να σε υπάγω πλησίον εις την χώραν, να εύρης κελλίον ησυχαστικόν, εις το οποίον δύνασαι να αγωνίζεσαι καλλίτερα ευρίσκουσα όσα χρειάζεσαι προς κυβέρνησιν». Η δε Οσία εγνώρισε την επίβουλον ταύτην συμβουλήν ως φρόνιμος και δεν έλαβεν υπ’ όψιν τους λόγους και τα φλυαρήματα του δολίου. Ο πονηρός όμως δαίμων δεν έπαυσεν έως εδώ την κακίαν του, αλλά εσχηματίσθη ως γραία μάντισσα, και εξέβαλλε κατά φαντασίαν πυρ από τα όμματα, φοβερίζων αυτήν και λέγων άπρεπα λόγια· η δε Οσία ουδέ ποσώς τον εκύτταξεν, ούτε τας απειλάς του εσυλλογίζετο, εκείνος δε ηγριώνετο περισσότερον τοιαύτα φωνάζων· «Γνώριζε ότι, εάν και τώρα δεν σε ενίκησα, αλλά εις το γήρας σου θα σου δώσω δυνατώτερον πόλεμον και τόσον άγριον, ώστε να σε καταβάλω· αλλά και τώρα δεν θα σε αφήσω να ησυχάσης τελείως, αλλά θα σε εγκαλέσω εις τους εγχωρίους της Βηρυττού, ότι κατεφρόνησες τον ναόν των να σε διώξωσι». Ταύτα μεν έλεγεν αφρόνως και ματαίως καυχώμενος ο μισάνθρωπος, ο δε φιλάνθρωπος Θεός ενίσχυσε την δούλην του με θείαν οπτασίαν, και με παράκλησιν ηύφρανε την ψυχήν της, κατά τον θεοπάτορα όστις λέγει· «Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93:19). Το εσπέρας λοιπόν, όταν η Ματρώνα προσηύχετο, εφάνησαν εις αυτήν τρεις άνδρες και έψαλλαν ώραν πολλήν κλίνοντες συχνάκις τα γόνατα· η μεν λοιπόν Αγία τούτους ιδούσα εθαύμασε και ηρώτησε τίνες ήσαν· οι δε πράως και γαληνώς με σπλάγχνος απεκρίθησαν λέγοντες· «Εύχου προς τον Θεόν δι’ ημάς» και ούτως οι μεν έγιναν άφαντοι, η δε Οσία μάλλον εφημίζετο εις τα περίχωρα και πολλοί προσήρχοντο να την βλέπωσι και να ακούωσι τα θεία και θαυμάσια λόγια της από τα οποία μεγάλως ωφελούντο. Επήγε δε ποτέ προς την Οσίαν και μία γυνή έντιμος και σωφρονεστάτη, Σωφρόνη εις το όνομα. Πλην ήτο ειδωλολάτρις, ήλθε δε αύτη με άλλας τινάς, δια να συγκατοικήσουν με την Οσίαν και να μιμούνται την πολιτείαν της, αίτινες εις ολίγον καιρόν εβαπτίσθησαν, μεταξύ δε τούτων ήτο και παρθένος τις, των ειδώλων ιέρεια, ήτις, ακούσασα τας αρετάς της Οσίας, κατεφρόνησεν ως φρόνιμος τους ψευδωνύμους θεούς, και διαμοιράζουσα εις τους πτωχούς τον πλούτον της, έγινεν υπήκοος έως θανάτου της Ματρώνης. Όταν δε ήλθεν η ημέρα κατά την οποίαν ήθελαν να θυσιάσουν οι Έλληνες, μη ευρίσκοντες την ιέρειαν, εζήτουν αυτήν εις κάθε τόπον· οι δε γονείς της ερωτώντες έμαθον που ήτο η θυγάτηρ αυτών. Όθεν επήγαν και την ύβρισαν λέγοντες· «Διατί αφήκες την προτέραν σου τιμήν και ήλθες εις ταύτην την καταφρόνησιν, αφρονεστάτη, να φορής μαύρον πένθιμον ένδυμα; Γνώριζε ότι, εάν δεν έλθης το συντομώτερον να προσφέρης θυσίαν εις τους θεούς κατά την συνήθειαν, θα έλθη όλος ο λαός να σε καύσωσιν». Η δε μακαρία Ματρώνα είπε προς αυτούς με πραότητα· «Αφήτε την, διότι αυτή δεν είναι πλέον των θεών σας ιέρεια, αλλά του αληθινού και μόνου Θεού έγινε δούλη και νύμφη αμώμητος». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες, αυτοί μεν ανεχώρησαν, η δε κόρη προσπίπτουσα εις τους πόδας της Οσίας εδέετο να την αξιώση του ιερού Βαπτίσματος· η δε Αγία παρήγγειλε του Επισκόπου και ήλθε μεθ’ ενός Ιερέως και ενός Διακόνου και παρέδωκεν εις αυτόν την ιέρειαν να την βαπτίση, έπειτα δε πάλιν να της την φέρη. Είχε δε η Ματρώνα άλλας οκτώ συνασκητρίας, αίτινες ήλθον δια να την ίδωσι και έμειναν μετ’ αυτής, διότι τόσον ήτο γλυκομίλητος και γεμάτη ευωδίας θείας και Χάριτος, ώστε όστις ήκουε τους λόγους της δεν ηδύνατο να αναχωρήση από αυτήν. Αφού εβαπτίσθη η ιέρεια (την οποίαν Ευχήν επωνόμασαν), ήλθε πάλιν εις την Αγίαν και συνησκήτευον καθ’ εκάστην αγωνιζόμεναι. Είχε δε πόθον η Ματρώνα να εύρη και πάλιν τον Βασσιανόν, όστις ήτο εις την βασιλεύουσαν, αλλά εφοβείτο δια τον άνδρα της, όστις και αυτός εκεί ευρίσκετο, να μη τύχη και την γνωρίση· όθεν ηβουλήθη να υπάγη εις την Αλεξάνδρειαν ή Αντιόχειαν· και δια να γνωρίση ποίαν γνώμην να προτιμήση από ταύτας τας τρεις, έκαμνε προς Κύριον δέησιν, να της φανερώση το συμφερώτερον. Νύκτα δε τινά είδεν εις το όραμά της, ότι εφιλονικούσαν τρεις άνδρες, τις να την λάβη γυναίκα από τους τρεις· η δε Οσία ηρώτησε τα ονόματά των και είπον ότι ο νεώτερος ωνομάζετο Κωνσυαντίνος, ο άλλος Αλέξανδρος και ο τρίτος Αντίοχος. Εφάνη δε της Οσίας ότι είπε προς αυτούς· «Βάλετε κλήρους και ούτινος τύχη να με λάβη». Ούτω ποιήσαντες εκείνοι έπεσεν ο κλήρος εις τον Κωνσταντίνον, τότε δε εξύπνησεν η Οσία· όθεν από το όραμα ηννόησεν ότι ήτο θέλημα Θεού να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν· συμβουλευθείσα δε και τας άλλας Μοναχάς την ημπόδιζαν από τοιαύτην ποντοπορίαν, δια να μη την υστερηθώσι και κινδυνεύσουν εις ψυχικόν θάνατον· η δε Οσία ανέφερεν εις τον Επίσκοπον την γνώμην της και εκείνος της έστειλε δύο διακόνους γυναίκας εναρέτους, εις τας οποίας παρέδωκε τας Ασκητρίας να έχωσι την φροντίδα και την έννοιαν της ψυχής των, νουθετήσασα δε ταύτας πως να πορεύωνται, τας απεχαιρέτησε, λαβούσα μεθ’ εαυτής μόνον την Σωφρόνην· εισελθούσαι δε εις το πλοίον ανεχώρησαν. Εις ολίγας ημέρας έφθασαν εις το Βυζάντιον, διότι είχον καιρόν επιτήδειον, και εκεί εύρε τον Όσιον Βασσιανόν με τον Διάκονον Μάρκελλον, εις τους οποίους είπε καταέπτώς όσα της συνέβησαν. Ο δε Άγιος της εύρε κελλίον αρμόδιον να ησυχάση εκεί· έγραψε δε και ήλθον από την Βηρυττόν τινές από τας υποτασσομένας εις αυτήν, αίτινες συγκατώκησαν μετ’ αυτής, και όσον ηδύναντο κατά Θεόν ηγωνίζοντο, όχι δε μόνον αύται, αλλά και άλλαι πολλαί από το Βυζάντιον, ακούσασαι την φήμην της Ματρώνης, επήγαιναν εις αυτήν, να ακούωσι τα γλυκύτατα και νεκταρώδη ταύτης διδάγματα, δεν ήρχοντο δε μόνον πτωχαί γυναίκες, αλλά και αυτή η βασίλισσα Βερίνα, η σύζυγος του μεγάλου Λέοντος, το είχεν εις τιμήν της και καύχησιν να την συναντήση· όταν δε επήγε και συνωμίλησαν, λίαν θαυμάζουσα την ευλάβειαν και την αρετήν εκείνης, εδέετο να καταδεχθή δωρεάν από αυτήν, αλλά η μακαρία Ματρώνα δεν ηθέλησεν, έχουσα εις τον Θεόν τας ελπίδας της. Έκαμε δε και πολλά θαυμάσια η Οσία εκεί εις την βασιλεύουσαν ευρισκομένη, από τα οποία να είπωμεν ένα εις πίστωσιν των άλλων δια βραχύτητα. Γυνή τις ευγενής ομόζυγος του Σφωρακίου πατρικίου είχε δεινήν ασθένειαν και δαπανήσασα εις τους ιατρούς άφθονα χρήματα, δεν είδε καμμίαν ωφέλειαν. Τέλος ήκουσε δια την μακαρίαν Ματρώναν, ότι εθεράπευσε πολλούς ασθενείς όχι μόνον από σωματικήν, αλλά και από ψυχικήν ασθένειαν, καθοδηγήσασα τους ασεβείς εις ευσέβειαν. Τότε η Πατρικία έλαβεν εις την συνοδείαν της γυναίκα τινά ονόματι Ευφημίαν, ήτις της είπε ταύτα τα λόγια και ήτις ήτο γυνή του ηγεμόνος Ανθίμου, ηγαπημένη και γνώριμος της Ματρώνης, και απελθούσαι προς αυτήν, συνωμίλησαν ώραν πολλήν κατά την συνήθειαν. Λαβούσα δε η ασθενής την δεξιάν της Αγίας, ήγγισε με αυτήν εις το μέρος εις το οποίον είχε την ανίατον εκείνην ασθένειαν και παρευθύς την ελάφρυνεν η οδύνη και οι πόνοι της έπαυσαν. Τότε διηγήθη προς την Αγίαν καταλεπτώς την υπόθεσιν, εκείνη δε είπε προς την αρχόντισσαν· «Ο Κύριος, κυρία μου, να σε ιατρεύση ως παντοδύναμος, ότι εγώ δεν είμαι αξία να ποιήσω τοιούτον θαυμάσιον». Με τον λόγον τούτον ησθάνετο πάλιν η ασθενής ότι ελάφρυνεν η ασθένειά της· όθεν ηθέλησε να παραμείνη εκεί ημέρας τινάς, έως να θεραπευθή τελείως και προστάσσει να ξεστρώσουν τους ημιόνους, να τους φυλάξουν. Η δε Αγία της είπεν, ότι δεν είχον οίκον δεύτερον δια ζώα, αλλά μόνον εκείνον εις τον οποίον αυταί ανεπαύοντο και δια τον οποίον μάλιστα επλήρωναν και ενοίκιον. Ταύτα ακούσασα η αρχόντισσα εκείνη υπεσχέθη να χαρίση εις την Οσίαν οίκους πολλούς εις τόπον τινά ωραιότατον και όσας άλλας υπηρεσίας χρειάζεται να της κάμη επιμελέστατα· η δε Αγία γνωρίζουσα κατά πνεύμα, πόσαι ψυχαί έμελλε να σωθούν με τον τρόπον αυτόν, έστερξεν εις τούτο και έστειλε τον Διάκονον Μάρκελλον να τα ίδη, εάν ήσαν αρμόδια. Ιδών δε ο Διάκονος τον τόπον και τα κτίρια επήνεσε ταύτα πολύ της Αγίας, ειπών ότι ήσαν ταύτα εις τόπον πολύ ωραιότατον, πλησίον της θαλάσσης κείμενον, απέναντι δε τούτου, εις τα δεξιά μέρη, ήτο το Μοναστήριον του Βασσιανού· εδέχθη λοιπόν τότε την δωρεάν η Αγία, η δε ευλαβής ασθενής αφιέρωσε ταύτα με επίσημα γράμματα και παρευθύς ιατρεύθη τελείως, χωρίς να μείνη ποσώς λείψανον της ασθενείας της. Όθεν πάλιν ύστερα εδαπάνησεν αργύρια πάμπολλα, διορθώσασα τα κτίρια καλλίτερα και κοσμήσασα αυτά επιμελέστατα, έκτισεν δε και Ναόν εις μνημόσυνον της ψυχής της αιώνιον. Μετοικήσασα δε η Αγία εις τον τόπον εκείνον δεν ήλλαξε ποσώς την προτέραν διαγωγήν, αλλά μάλιστα και περισσότερον ηγωνίζετο και πολλάς ψυχάς ωφέλησεν. Ημέραν τινά έτυχε και διήρχοντο από το Μοναστήριον της Αγίας δύο αδελφαί κατά σάρκα, αίτινες επέστρεφον από την εορτήν του Αγίου Λαυρεντίου, ήσαν δε αύται περιφανείς λίαν και πλούσιαι· ως δε ήκουσαν την ψαλμωδίαν, εισήλθον να προσκυνήσωσιν· η μία δε από ταύτας, Αθανασία ονόματι, ηυλαβήθη πολύ την Ηγουμένην από τα ήθη, την ευταξίαν, την ευλάβειαν και τα γλυκύτατα λόγια αυτής και έβαλεν καλόν λογισμόν να γίνη μαθήτρια της Οσίας. Όθεν είπε ταύτα προς την αδελφήν της· «Ύπαγε, αδελφή μου, εις την οικίαν μας, ότι εγώ δεν με μέλει πλέον δια άνδρα και οίκον και συγγενείς, αλλά απαρνούμαι δια τον κτίστην τα κτίσματα και προκρίνω να ευρίσκωμαι εις τον οίκον του Θεού μάλλον ή να έχω εις τον κόσμον ευημερίαν και απόλαυσιν πρόσκαιρον». Η δε αδελφή της την ημπόδιζε λέγουσα, ότι αυτό δεν ήτο γνώσις, αλλά γνώμη παράλογος και νοός ελαφρότης, ήτις μετατρέπεται εις το εναντίον ύστερα. Τότε η Οσία επήνεσε τον σκοπόν της Αθανασίας ως φιλόχριστον, αλλά δεν εδέχθη ούτε αυτή να μείνη τότε αμέσως εις το Μοναστήριον και της λέγει· «Ύπαγε, τέκνον μου, να λάβης από τον άνδρα σου άδειαν, να εγκρατευθής από την μίξιν του αρκετόν χρόνον, να φυλάττης και τας τάξεις της πολιτείας μας πρότερον· και έπειτα, όταν δικιμάσης και ίδης ότι δύνασαι να υποφέρης τα βάρη του σχήματος, τότε να έλθης να σε κείρωμεν». Ταύτα ακούσασα η Αθανασία ελυπήθη, διότι δεν την εκράτησε, πλην δεν παρήλουσε της Οσίας το πρόσταγμα, αλλά διήγε σωφρόνως εγκρατευομένη βρωμάτων και πασών των κοσμικών απολαύσεων· και δια να μη την εμποδίζη ο άνδρας της, ανεχώρησεν εις μετόχιον τι έξω της χώρας, ένθα νηστεύουσα κατά μίμησιν της Ματρώνης προσηύχετο και ετέλει όσα είναι των Ασκητριών αρμόδια. Ο δε άνδρας της ήτο πολύ ακόλαστος, ευρίσκων δε την άδειαν, αφού έλειπεν η γυνή του, επώλει καθ’ εκάστην από τα πράγματά της και τα έτρωγεν· όθεν η Αθανασία ευρήκεν εις τούτο πρόφασιν εύλογον και τον εχωρίσθη, λαβούσα δε όλον το επίλοιπον πράγμα της το έδωκε της Ματρώνης λέγουσα· «Λάβε ταύτα να μου τα φυλάξης εις τον Παράδεισον και κυβέρνησον την ψυχήν μου, να μη κολασθώ η ταλαίπωρος». Η δε Αγία υπεδέχθη την Αθανασίαν, διελογίζετο δε τι να κάμη τα χρήματα και ερωτήσασα τον Βασσιανόν της είπε να τα κρατήση. Όθεν εδαπάνησε μέρος εξ αυτών εις υπηρεσίας της Μονής, κτίσασα γύρωθεν τειχόκαστρον, κελλία, όσα εχρειάζοντο, δευτέραν Εκκλησίαν και άλλα αναγκαία πράγματα, όσα δε αργύρια επερίσσευσαν, τα διεμοίρασεν εις τα γυναικεία Μοναστήρια της Ιερουσαλήμ, την οποίαν υπηρεσίαν έκαμεν επιμελώς ο άνωθεν Μάρκελλος. Ούτω λοιπόν η μακαρία Αθανασία καλώς τον ρέοντα πλούτον διασκορπίσασα, εκληρονόμησεν εις την Βασιλείαν των ουρανών τον αεί διαμένοντα και ζήσασα έτη δέκα πέντε εις την μοναδικήν πολιτείαν, δια της προσκαίρου κακοπαθείας ηξιώθη της ατελευτήτου μακαριότητος. Η δε αοίδιμος Ματρώνα αφού επλάτυνε το Μοναστήριον, εδέχετο και άλλας αδελφάς καθ’ εκάστην και επλήθυνε το λογικόν αυτής ποίμνιον, τας οποίας πολλάκις εδίδασκε και τας ενουθέτει πως να πορεύωνται, μετά την αναχώρησιν αυτής, την οποίαν αναχώρησιν και εγνώρισε πολλάς ημέρας πρωτύτερα·όθεν εκοπίαζεν εις τους αγώνας έτι περισσότερον, αν και ήτο γραία εκατόν ετών, όμως πάλιν δεν ημέλει ποσώς τον κανόνα της, αλλά έσπερνε τους καρπούς των αρετών με πόνον και κόπον προθύμως δια να θερίση πολυπλάσιον απόλαυσιν· ο δε πλουσιόδωρος βραβευτής ηθέλησε να της φανερώση εις έκστασιν προ της αυτής τελειώσεως, ποίαν απόλαυσιν έμελλε να κληρονομήση εις τον Παράδεισον. Είδε λοιπόν εις το όραμά της, ότι ευρίσκετο εις περιβόλιον πολύ ωραιότατον, έχον δένδρα διάφορα και βρύσεις γλυκυτάτων υδάτων, τόσον ώστε όστις έβλεπε τοιούτον τόπον τερπνόν και ευφρόσυνον, ελάμβανε πολλήν αγαλλίασιν. Εις τον τόπον αυτόν ήσαν γυναίκες τινές, των οποίων τα σημεία της αρετής εδεικνύοντο εις τα πρόσωπα, αύται δε της έδειξαν οικίαν με κάλλος και ωραιότητα άρρητον, τα οποία η χειρ ανθρώπου δεν ήτο δυνατόν να ποιήση, ούτε γλώσσα να διηγηθή· λέγουσι δε εις αυτήν αι νεάνιδες· «Αύτη η οικία αφιερώθη εις σε δια κατοικίαν». Όταν λοιπόν εξύπνησεν η Αγία ηννόησε την δήλωσιν της οπτασίας και ετοιμασθείσα, ως έπρεπεν, επήρεν από τας αδελφάς συγχώρησιν δια την αναχώρησιν και τελευταίαν αποδημίαν, και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, ζήσασα έτη εκατόν, από τα οποία μόνον δέκα πέντε επέρασεν εις τον κόσμον, τα δε επίλοιπα εδαπάνησεν εις πνευματικούς αγώνας, κατά δαιμόνων πολεμούσα γενναίως και ανδρικώτατα, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων πέντε Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, ΟΛΥΜΠΑ, ΡΟΔΙΩΝΟΣ, ΕΡΑΣΤΟΥ,

Δημοσίευση από silver »

Τη Ι΄ (10η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων πέντε Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, ΟΛΥΜΠΑ, ΡΟΔΙΩΝΟΣ, ΕΡΑΣΤΟΥ, ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ και ΚΟΥΑΡΤΟΥ.

Ολυμπάς, Ροδίων, Έραστος, Σωσίπατρος και Κούαρτος οι Άγιοι Απόστολοι είναι εκ των Εβδομήκοντα και ο μεν Άγιος Απόστολος Ολυμπάς, περί του οποίου γράφει ο θείος Απόστολος Παύλος εν τη προς Ρωμαίους Επιστολή· «Ασπάσασθε Ολυμπάν» (Ρωμ. ιστ: 15) και ο Ροδίων ακολουθούντες τον Απόστολον Πέτρον αμφότεροι απεκεφαλίσθησαν εν τη Ρώμη υπό Νέρωνος του βασιλεύσαντος εν έτει νδ΄ (54). Ο δε Σωσίπατρος, περί του οποίου γράφει ο Παύλος εν τη προς Ρωμαίους Επιστολή· «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ιστ:21), χρηματίσας Επίσκοπος Ικονίου εν ειρήνη ανεπαύθη. Ο δε Έραστος, περί του οποίου γράφει ο αυτός Παύλος εν τη αυτή Επιστολή· «Ασπάζεται υμάς Έραστος ο οικονόμος της πόλεως» (Ρωμ. ιστ: 21) γενόμενος οικονόμος της εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας και μετά ταύτα χρηματίσας Επίσκοπος Νεάδος (ή Πανεάδος), εν ειρήνη ετελειώθη. Ο δε Κούαρτος περί του οποίου γράφει ο αυτός Παύλος· «Ασπάζεται υμάς Κούαρτος ο αδελφός» (αυτόθι), έγινεν Επίσκοπος Βηρυττού και πολλούς πειρασμούς δια την ευσέβειαν υπομείνας και πολλούς Έλληνας υποστρέψας προς Κύριον, ανεπαύσατο εν ειρήνη.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΜΗΝΑ, του εν τω Κοτυαείω.

Δημοσίευση από silver »

Μηνάς ο θαυμαστός ούτος Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει 296, ων κατά την αρετήν περιβόητος και λάμπων ώσπερ ήλιος. Πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, προγόνους δε και πατέρα είχεν ασεβείς κατά την θρησκείαν ειδωλολάτρας· και όμως από τοιούτους γονείς γεννηθείς ο Άγιος εχρημάτισε δούλος του Χριστού εκλεκτός. Αφού ανετράφη ο Άγιος και ήλθεν εις την ηλικίαν των ανδρών, απεγράφη εις την τάξιν των στρατιωτών, ευρισκόμενος εις τα βασιλικά στρατεύματα εις τα Νούμερα (στρατιωτικά τάγματα) τα ονομαζόμενα Ρουταλικά, υπό τον ηγεμόνα Αργυρίσκον, εν τω Κοτυαείω της Φρυγίας Σαλουταρίας, το οποίον τώρα τουρκιστί ονομάζεται Κιουτάϊ. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ο ταξίαρχος Φιρμηλιανός, συνάξας τους στρατιώτας του επήγεν εις την Μπαρμπαρίαν δια να την φυλάττη, εν μέσω δε εκείνων των στρατιωτών ήτο, ως είπον, και ο Άγιος Μηνάς. Διέφερε δε ο Άγιος των άλλων στρατιωτών, όχι μόνον εις το ανάστημα του σώματος, εις την ωραιότητα και εις την ανδρείαν, αλλά και εις την φρόνησιν· δια τούτο ήτο και γνώριμος εις τους πολλούς και είχεν όνομα επαινετόν. Ημέραν τινά, ευθύς ως ήκουσε τας διαταγάς του βασιλέως, δι’ ων παρηγγέλλοντο οι στρατιώται και ωδηγούντο εις το πως να συλλαμβάνωσι τους Χριστιανούς και να τους τυραννώσιν, εμίσησε τοσούτον το ασεβέστατον εκείνο πρόσταγμα, ώστε έρριψε την ζώνην την στρατιωτικήν, η οποία ήτο σημείον κατ’ εκείνον τον καιρόν εις τους στρατιώτας και ανέβη εις το όρος, όπερ ήτο άνωθεν του Κοτυαείου, ένθα ησκήτευε, προκρίνας κάλλιον να κατοική με τα θηρία, παρά να ευρίσκεται με τους εχθρούς του Χριστού ειδωλολάτρας. Εκεί διατρίψας ο Άγιος ικανόν καιρόν, εκαθάρισεν εαυτόν με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς. Αφού δε εστερέωσε και ενεδυνάμωσε την καρδίαν του με τον ένθεον ζήλον του Χριστού και ήναψε την ψυχήν του από την θείαν αγάπην, είδε και αποκάλυψιν, ότι καιρός είναι να μαρτυρήση. Όθεν ημέραν τινά, κατά την οποίαν είχον μεγάλην πανήγυριν οι ειδωλολάτραι, κατέβη από το βουνόν, και σταθείς εν μέσω αυτών ανεκήρυξε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Και μετά μεγάλης φωνής έκραξε λέγων· «Γνωρίσατε καλά, ότι εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός, αυτά δε άτινα σεις λατρεύετε είναι ξύλα κωφά και αναίσθητα». Όσοι ήκουσαν την φωνήν ταύτην όλοι συνηθροίσυησαν προς αυτόν να ίδωσι τις είναι, αφήσαντες τους χορούς και τα παιχνίδια της εορτής. Εθαύμαζον δε πως ετόλμησεν ούτος να παρουσιασθή εις τοσούτον πλήθος. Όσοι λοιπόν ήσαν κρυφοί Χριστιανοί εχάρησαν εις την παρρησίαν του Αγίου, οι δε ειδωλολάτραι, σύροντες και δέροντες έφερον τον Άγιον έμπροσθεν του ηγεμόνος της πόλεως, ονόματι Πύρρου, όστις εκάθητο εφ’ υψηλού θρόνου, δια να βλέπη το θέατρον. Ευθύς δε ως είδε τον Άγιον, ηυλαβήθη το σχήμα του και την ηλικίαν του, διότι ήτο τότε ο Άγιος έως πεντήκοντα ετών και είχε πρόσωπον και σχήμα άξιον ευλαβείας. Δια τούτο τον εξήταζε με ημερότητα, πόθεν είναι, τις είναι και από ποίαν θρησκείαν. Προς τούτον ο Άγιος απεκρίθη· «Πατρίδα μεν έχω την Αίγυπτον, καλούμαι δε Μηνάς· ήμην δε και ποτε στρατιώτης· αλλ’ όμως, επειδή είσθε ασεβείς και ειδωλολάτραι, άφησα την τιμήν σας και ήμην εις το όρος κεκρυμμένος Χριστιανός. Τώρα δε ήλθα να παρουσιασθώ ενώπιον πάντων και να ομολογήσω τον Χριστόν μου ως Θεόν αληθινόν, ίνα και αυτός με ομολογήση ως δούλον αυτού εν τη Βασιλεία των ουρανών, καθώς το λέγει και μόνος του· «όστις με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν τοις ουρανοίς». Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, μεγάλως οργισθείς προσέταξε να φυλακίσωσι τον Άγιον, ίνα συλλογισθή, πως θα τον θανατώση. Πρωϊας δε γενομένης αφού διελύθη η πανήγυρις της εορτής, διέταξε να εκβάλωσι τον Άγιον από την φυλακήν. Και πρώτον μεν κατήγγειλε μέγα έγκλημα κατά του Αγίου, ότι ετόλμησεν εις τοσούτον πλήθος να είπη τοιούτους λόγους· διότι καταφρόνησιν ιδικήν του είχε την παρρησίαν του Αγίου· έπειτα τον ωνείδιζεν, ότι άφησε την υπηρεσίαν τού βασιλέως. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ναι, ηγεμών· ούτω πρέπει να ομολογώμεν φανερά και παρρησία τον Χριστόν μου, διότι είναι φως και να μη φοβώμεθα, καθώς Εκείνος είπεν, «από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι:28), αλλά να τον κηρύττωμεν και στόματι και καρδία· διότι και ο Απόστολος Παύλος ούτω μας εδίδαξε λέγων· «Καρδία γαρ πιστεύετε εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείτε εις σωτηρίαν» (Ρωμ. ι:10). Ταύτα ως ήκουσεν ο ηγεμών, λέγει προς αυτόν· «Σε βλέπω, ω Μηνά, ότι δεν είσαι νέος μωρός, ώστε να μη γνωρίζης το συμφέρον σου· ιδού έχεις ηλικίαν γεροντικήν· μη λοιπόν κάμης ως μωρός και καταφρονήσης ταύτην την γλυκυτάτην ζωήν, προτιμών τον θάνατον. Συλλογίσου ως φρόνιμος το καλλίτερον και ελθέ ίνα γίνης συγκοινωνός μεθ’ ημών, έχε δε και την πρώτην σου τάξιν και, αν μας ακούσης, και ο βασιλεύς θέλει σε τιμήσει και οι θεοί θέλουσι σε συγχωρήσει, αν και τους ύβρισες χθες». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος πρώτον μεν εγέλασε δια τους λόγους του ηγεμόνος, έπειτα δε απεκρίθη και είπε· «Δεν είναι κανέν πράγμα, ω ηγεμών, ουδέ καμμία βάσανος ικανή να με χωρίση από την αγάπην του Χριστού μου· και εάν θέλης και με το έργον, κάμε οιανδήποτε παίδευσιν θέλεις και θα σοι οφείλω και χάριτας». Τότε ο Πύρρος με πολύν θυμόν λέγει εις τους στρατιώτας· «Συλλάβετε τον μιαρόν τούτον και τανύσατε αυτόν κατά γης εις τέσσαρα, έπειτα λάβετε νεύρα ωμά βοών και δέρετε αυτόν αλύπητα, έως ου απολαύση εκείνο όπερ ζητεί». Πριν δε ή τελειώση τον λόγον, παρευθύς το πρόσταγμα. Κατ’ εκείνην δε την ώραν έδειξεν ο Άγιος την υπομονήν του και την καρτερίαν του τόσον, ώστε εφαίνετο ότι άλλος επαιδεύετο· μάλιστα δε εφαίνετο όλως ευφραινόμενος· δις και τρις ηλλάχθησαν οι στρατιώται· τοσαύτην δε ανδρείαν έδειξεν, ώστε όλοι εθαύμαζον, όχι τοσούτον εις την πρώτην τόλμην του, όσον εις την τόσην υπομονήν. Φίλος δε τις παλαιός του Αγίου, στρατιώτης και αυτός, ονόματι Πηγάσιος, βλέπων το σώμα του Αγίου ότι μέλλει να σκορπισθή από τας πληγάς, επήγεν ως λυπούμενος προς τον Άγιον και του λέγει· «Δεν βλέπεις, ω άνθρωπε, ότι όλος διελύθης, ότι αι σάρκες σου κολλώνται εις τα λωρία και ότι εις ολίγην ώραν μέλλεις αδίκως να θανατωθής; Ειπέ ότι θυσιάζεις και ο Θεός σου θέλει σε βοηθήσει, διότι δεν το κάμνεις με την θέλησίν σου, αλλά μη θέλων δια τας αφορήτους πληγάς». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος εγύρισε με βλέμμα φοβερόν και του λέγει· «Απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. στ:9)· φύγε από εμέ, εχθρέ της αληθείας και ουχί φίλε μου· διότι εγώ εις τον Χριστόν μου εθυσίασα και θέλω θυσιάσει, ο οποίος είναι και βοηθός μου, και ταύτας τας πληγάς με δυναμώνει να τας υποφέρω ως τρυφήν και χαράν». Ταύτα βλέπων ο Πύρρος προσέταξε να τον δέσουν υψηλά τανυστόν εις ξύλον όρθιον και με σιδηρούς όνυχας να ξέωσι δυνατά το σώμα τού Αγίου, έως ου φανώσι και τα εντόσθιά του. Ταύτης της βασάνου γενομένης, είπεν ο θηριώνυμος ηγεμών, περιπαίζων τον Άγιον· «Εγνώρισας εις το σώμα σου, ω Μηνά, ολίγην παίδευσιν δια να φρονιμεύσης ή ακόμη θέλεις να σου προσθέσωμεν και άλλην τιμωρίαν εις χαράν σου και αγαλλίασιν;» Ο Μάρτυς είπεν· «Ω ανόητε, τι συλλογίζεσαι με τοιαύτα παιχνίδια να γυρίσης εμέ από την πίστιν μου ή με τοιαύτας βασάνους να διασείσης τον στερεόν πύργον της ομολογίας μου;» Ταύτα ως ήκουσεν ο Πύρρος διέταξε τους στρατιώτας του περισσότερον να ξέωσι τον Άγιον και προς αυτόν είπεν· «Άφες την κακήν επιμονήν, ω Μηνά, και υποτάγηθι εις τον μεγάλον βασιλέα Μαξιμιανόν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Δια να μη γινώσκης ποίος είναι ο βασιλεύς, τον οποίον ομολογώ εγώ, δια τούτο λέγεις να τον αρνηθώ και να υποταχθώ εις τον φθαρτόν και γήϊνον βασιλέα, αλλ’ εγώ δεν αρνούμαι τον αληθινόν Βασιλέα, όστις δίδει πνοήν και ζωήν εις πάντας τους εν τη γη και έδωκε και έχει εξουσίαν εις τους βασιλείς». Βλέπων ο δικαστής την επιμονήν του Αγίου ηθέλησε να προσελκύση αυτόν εντέχνως εις το θέλημά του· όθεν προσποιούμενος ότι δεν γνωρίζει τι λέγει ο Άγιος, είπε· «Και ποίος είναι αυτός, ω Μηνά, όστις δίδει την εξουσίαν εις τους βασιλείς και είναι και βασιλεύς πάσης κτίσεως;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Ο Ιησούς Χριστός είναι, ο του Θεού Υιός, ο πάντοτε ζων και διαμένων, εις τον οποίον υποτάσσονται πάντα εν τω ουρανώ και εν τη γη». Ο δικαστής είπε· «Και δεν ηξεύρεις, ω Μηνά, ότι δι’ αυτό το όνομα όπου λέγεις οργίζονται οι βασιλείς και προστάσσουσι να σας τιμωρώμεν ανηλεώς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Αν οργίζωνται οι βασιλείς, εμέ δεν με λυπεί, ουδέ τους συλλογίζομαι· ένα σκοπόν έχω· να αποθάνω εις την καλήν ταύτην ομολογίαν. Διότι, ως λέγει και ο Απόστολος Παύλος, «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα;» (Ρωμ. η:35). Ταύτα μεν ο Άγιος έλεγεν· ο δε τύραννος περισσότερον ωργίσθη και προστάσσει τους στρατιώτας να λάβωσι τριχίνους σάκκους, να τρίβωσι δυνατά το σώμα του Αγίου το εξεσμένον. Τούτου δε γενομένου ο Άγιος έλεγε· «Σήμερον αποδύομαι τους δερματίνους της αμαρτίας χιτώνας και ενδύομαι το φωτεινόν ένδυμα της Βασιλείας του Θεού». Πάλιν ο δικαστής, βλέπων ότι και ταύτην την βάσανον ο Άγιος ως παίγνιον υπολαμβάνει, προσέταξε να λάβωσι λαμπάδας ανημμένας και να κατακαίωσι κύκλωθεν το σώμα του Αγίου. Αλλά και εις αυτήν την βάσανον ο Άγιος έλεγεν: «Έχω τον Χριστόν μου βοηθόν, όστις είπε να μη φοβώμεθα από των αποκτεινόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι». Ταύτα ακούων ο δικαστής και βλέπων ότι δεν δύναται με άλλην βάσανον να ελκύση τον Άγιον προς αυτόν, προσέταξε να τον καταβιβάσωσιν από το ξύλον και να τον οδηγήσωσιν έμπροσθέν του· έπειτα του λέγει· «Ειπέ μοι, ω Μηνά, πόθεν σοι ήλθε η τοσαύτη σοφία των γραμμάτων, να αποκρίνεσαι ούτως, συ όστις ως στρατιώτης, ήσο συνειθισμένος εις πολέμους και φόνους;» Ο δε Άγιος, σοφιζόμενος υπό της Χάριτος του Θεού, απεκρίθη· «Ο Θεός μου, η αληθής σοφία του Πατρός, αυτός με εσόφισεν, ω δικαστά, να ελέγξω την αθεότητά σου. Διότι αυτός ούτως είπε· όταν υπάγητε έμπροσθεν βασιλέων και τυράννων δια το όνομά μου, μη μεριμνήσητε πως ή τι λαλήσητε· διότι θέλει δοθή εις ημάς, εν εκείνη τη ώρα, σοφία «η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ πάντες αντιστήναι οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκ. κα: 15). Ο ηγεμών είπε· «Εγνώριζεν ο Χριστός σας ότι μέλλετε οι Χριστιανοί να τινωρήσθε από ημάς;» Ο Άγιος απεκρίθη· «Επειδή είναι Θεός αληθής βεβαίως το εγνώριζε. Διότι είναι και καρδιογνώστης των ανθρώπων και προγνώστης των μελλόντων, εξ ου τα πάντα εγένοντο». Προς ταύτα ο δικαστής μη δυνάμενος να απαντήση είπεν· «Άφες τας ματαιολογίας και περισσολογίας, ω Μηνά, και έκλεξον εν εκ των δύο· ή την του Χριστού σου ομολογίαν ή την μεθ’ ημών διαγωγήν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Με τον Χριστόν μου και ήμην και είμαι και θα είμαι πάντοτε». Ο δικαστής είπε· «Σε λυπούμαι, ω Μηνά, να σε θανατώσω, τοιούτον άνθρωπον όντα· όμως έχε άδειαν δια μίαν ώραν να συλλογισθής το συμφερώτερόν σου». Ο Άγιος απεκρίθη· «Και δέκα έτη αν με αφήσης, ω δικαστά, εγώ άλλην βουλήν δεν μεταβουλεύομαι, μόνον τούτο ηξεύρω: να κηρύττω τον Χριστόν μου Θεόν αληθινόν, τους θεούς σας να τους ονομάζω, ως είναι, ξύλα κωφά και αναίσθητα και δαίμονες μάλλον ειπείν ακάθαρτοι ή θεοί». Τότε ο δικαστής, πολύ θυμωθείς, προσέταξε να ρίψωσιν εις την γην τριβόλια σιδηρά και επ’ αυτών να σύρωσι τον Άγιον γυμνόν επί ώραν ικανήν. Αλλ’ ο τρισόλβιος ύβριζε τους θεούς του. Ο δε ηγεμών, έτι πλέον οργιζόμενος, πάλιν προσέταξε με ράβδους ακανθώδεις να τον κτυπώσιν εις τον αυχένα και άλλοι να του δίδωσι ραπίσματα εις το πρόσωπον λέγοντες· «Τίμα τους θεούς και τους βασιλείς». Ταύτα πάντα ο Άγιος πάσχων έχαιρε ψάλλων· «Παρανόμους εμίσησα τον δε νόμον σου ηγάπησα» (Ψαλμ. ριη΄ 113). Εις δε εκ των στρατιωτών του ηγεμόνος, ονόματι Ηλιόδωρος, παρεστώς εκεί και βλέπων την τοσαύτην καρτερίαν του Αγίου, θέλων να φανή προς τον ηγεμόνα ως σύμβουλος καλός, του λέγει· «Αυθέντα, νομίζω ότι και σεις γνωρίζετε, ότι αυτό το μιαρόν γένος των Χριστιανών είναι πολύ φιλόνεικον και επίμονον και δεν καταπείθεται ευκόλως· όμως δια να απαλλαγής από τοιαύτην φροντίδα και αυτός να λάβη το πρέπον τέλος, πρόσταξε να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτα ως ήκουσεν ο δικαστής, βλέπων δε το αμετάθετον του Αγίου, έγραψε την απόφασιν ούτως· «Μηνάν τον Αιγύπτιον, όστις ύβρισε τους μεγάλους θεούς, προστάσσω να τον αποκεφαλίσωσι». Ταύτης της αποφάσεως εξενεχθείσης, πολλοί φίλοι του Αγίου προσελθόντες τον εκολάκευον λέγοντες· «Μη μας καταφρονήσης, ω Μηνά, ενθυμήθητι τους φίλους σου, τους οικείους σου, την τιμήν σου· μη προκρίνης τον θάνατον και καταφρονής την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν· μετενόησον, να σε έχωμεν πάλιν το καύχημά μας». Τοιαύτα και άλλα πλείονα έλεγον οι στρατιώται, νομίζοντες ότιθα δυνηθούν να μεταβάλουν τον σκοπόν του Αγίου. Αλλ’ ο Μάρτυς, ως δηλητήριον εχίδνης υπολαμβάνων τους τοιούτους λόγους των στρατιωτών, είπε· «Φύγετε απ’ εμού, θεομάχοι, και μάλλον τον εαυτόν σας καθοδηγήσατε, να επιστραφήτε από την πλάνην των ειδώλων· διότι εις ολίγον καιρόν παρέρχεται αύτη η πρόσκαιρος ζωή και θέλετε κληρονομήσει την ατελεύτητον κόλασιν και σεις και οι βασιλείς σας και οι άρχοντές σας». Τότε ιδόντες οι στρατιώται ότι δεν είναι δυνατόν να μεταστρέψωσι την γνώμην του Αγίου, τον έλαβον και τον ωδήγησαν έξω της πόλεως να τον αποκεφαλίσωσι. Πορευόμενος δε ο Άγιος είδε τινάς φίλους του, κεκρυμμένους Χριστιανους, και τους λέγει κρυφίως· «Σας παρακαλώ, μετά τον θάνατόν μου να λάβητε το σώμα μου να το υπάγητε εις την πατρίδα μου την Αίγυπτον». Φθάσας ο Άγιος εις τον τόπον της καταδίκης ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και δεόμενος έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα και Θεέ, ότι με κατηξίωσας να γίνω κοινωνός των παθημάτων σου· ότι δεν με παρέδωκας εις τα θηρία τα ανήμερα να με κερδήσωσιν· ότι με εφύλαξας έως νυν καθαρόν εις την ομολογίαν σου· αλλά και νυν, δέομαί σου και Σε ικετεύω, παράλαβε την ψυχήν μου εις την Βασιλείαν σου και δος την Χάριν σου και την βοήθειάν σου εις εκείνους οίτινες θα με επικαλούνται». Ταύτα ειπών ο Άγιος και κλίνας το γόνυ απετμήθη την κεφαλήν, κατά την ενδεκάτην του Νοεμβρίου. Μετά δε την αποτομήν της κεφαλής, λαβόντες ταύτην και το άλλο σώμα οι ειδωλολάτραι, παρέδωκαν εις το πυρ· και η μεν ψυχή του Αγίου επορεύθη εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους αναπαύσεως, εις χείρας Θεού ζώντος· το δε τίμιον και άγιον αυτού σώμα, παραδοθέν εις το πυρ, μέρος μεν κατεκάη, μέρος δε έμεινε, το οποίον τινές των κεκρυμμένων Χριστιανών και φίλων του Αγίου, λαβόντες κατά την παραγγελίαν του, δια μύρων και οθονίων εντυλίξαντες, απεκόμισαν εις την Αίγυπτον. Έλαβε δε Χάριν παρά Κυρίου ο Άγιος να ποιή εξαίσια θαύματα και να βοηθή τους εν ανάγκαις ευρισκομένους, από τα οποία θαύματα θα γράψωμεν ενταύθα ολίγα τινά προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων. Χριστιανός τις εκ Κωνσταντινουπόλεως, απελθών δια την πανήγυριν του Αγίου τούτου Μηνά, κατέλυσεν εις ξενοδοχείον· ο δε ξενοδόχος, γνωρίσας ότι ο ξένος είχε χρήματα, ηγέρθη κατά το μεσονύκτιον και εφόνευσεν αυτόν· είτα κατακόψας όλα τα μέλη του σώματός του, έβαλεν αυτά εντός σπυρίδος (ζεμπιλίου) και τα εκρέμασε προσμένων να εξημερώση. Ενώ λοιπόν ο φονεύς ήτο εις αγώνα και μέριμναν, πως, που και πότε να υπάγη να κρύψη τα μέλη του φονευθέντος, δια να μη τον αντιληφθή τις, ιδού φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Μηνάς, έφιππος ως στρατιώτης, και τον εξετάζει τι έγινεν ι εκεί καταλύσας ξένος· ο δε φονεύς βεβαιώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτε. Τότε ο Άγιος, καταβάς από τον ίππον, εμβήκεν εις το ενδότερον της οικίας και ευρών την σπυρίδα και καταβιβάσας αυτήν, βλέπει τον φονέα με φοβερόν και άγριον βλέμμα και λέγει· «Ποίος είναι ούτος;» Ο δε φονεύς, από τον φόβον του γενόμενος άφωνος ως εκστατικός, έρριψεν εαυτόν πτώμα ελεεινόν εις τους πόδας του Αγίου· ο δε Άγιος συναρμόσας όλα τα μέλη του φονευθέντος και προσευχηθείς, ανέστησε τον νεκρόν και είπεν εις αυτόν· «Δος δόξαν εις τον Θεόν». Ο δε νεκρός αναστηθείς ως εξ ύπνου και συλλογισθείς τα όσα έπαθεν από τον ξενοδόχον και πως ανεζωώθη πάλιν, εδόξασε τον Θεόν και ηυχαρίστει και προσεκύνει τον φαινόμενον στρατιώτην, όστις τον ανέστησεν. Αφού δε ο φονεύς εσηκώθη επάνω, επήρεν ο Άγιος από αυτόν τα χρήματα και τα έδωκεν εις τον αναστηθέντα άνθρωπον, λέγων προς αυτόν· «Ύπαγε, αδελφέ, εις την οδόν σου». Στραφείς δε προς τον φονέα έδειρεν αυτόν, καθώς του έπρεπε· κατόπιν νουθετήσας και προς τούτοις συγχωρήσας το σφάλμα του και υπέρ αυτού προσευχηθείς, ίππευσε και έγινεν άφαντος. Τότε εγνώρισεν εκείνος ότι ο Άγιος Μηνάς ήτο ο φανείς, εις του οποίου την πανήγυριν επήγαινεν ο ξένος εκείνος να προσκυνήση. Άλλος τις Χριστιανός πλούσιος υπεσχέθη να κάμη δίσκον αργυρούν εις την Εκκλησίαν του Αγίου· πορευθείς δε εις τον χρυσοχόον, είπεν εις αυτόν να κατασκευάση δύο δίσκους και να γράψη επάνω εις τον ένα το όνομα του Αγίου και εις τον άλλον το όνομα το ιδικόν του. Αφού δε κατεσκεύασεν αμφοτέρους, επειδή ο δίσκος του Αγίου εφαίνετο λαμπρότερος και ωραιότερος, ο Χριστιανός εκείνος εκράτησε δι’ εαυτόν τον δίσκον του Αγίου, χωρίς να συλλογισθή την επιγραφήν την οποίαν είχε και το όνομα του Αγίου. Ταξιδεύων δε εις την θάλασσαν, ενώ εδείπνει, έφερεν ο υπηρέτης εις την τράπεζαν τον δίσκον του Αγίου πλήρη από φαγητά· ο δε αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Χριστιανός έτρωγεν από τα φαγητά του δίσκου χωρίς καμμίαν ευλάβειαν. Αφού δε εσηκώθη η τράπεζα, επήρεν ο υπηρέτης τον δίσκον δια να πλύνη αυτόν εις την θάλασσαν, παρασυρθείς όμως ο δίσκος από τας χείρας του υπηρέτου, έπεσεν εις τον βυθόν της θαλάσσης· ο δε υπηρέτης, σύντρομος γενόμενος και πολύ φοβηθείς, προς τούτοις δε και όλος καταναρκωθείς και χαυνωθείς, θέλων να τον αρπάση, έπεσε και αυτός εις την θάλασσαν. Τούτο βλέπων ο αυθέντης του και ελεεινολογών εαυτόν έλεγεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άθλιον! Διότι επιθυμήσας τον δίσκον του Αγίου, ιδού μετά του δίσκου έχασα και τον δούλον μου. Αλλά εις σε, Κύριε Θεέ μου, υπόσχομαι, ότι αν εύρω μόνον το λείψανον του δούλου μου, θέλω δώσει εις τον Μάρτυρά σου Άγιον Μηνάν μετά του άλλου τούτου δίσκου και την τιμήν την οποίαν είχεν ο καταβυθισθείς του Αγίου δίσκος». Εξελθών λοιπόν από το πλοιάριον έβλεπεν εις την παραθαλασσίαν, προσμένων και ελπίζων να ίδη το ζητούμενον νεκρόν σώμα του δούλου του. Ενώ δε επρόσεχεν επιμελώς, ω του θαύματος! βλέπει τον υπηρέτην του ζώντα, όστις εξήρχετο από την θάλασσαν και κρατών εις τας χείρας του τον του Αγίου δίσκον· βλέπων δε αυτόν εξεπλάγη· όθεν έκραξε με μεγάλην φωνήν, κηρύττων το θαύμα του Αγίου. Οι δε επιβαίνοντες εις το πλοίον εξήλθον όλοι έξω και βλέποντες τον δούλον κρατούντα εις τας χείρας τον δίσκον εθαύμαζον πολύ και εδόξαζον τον Θεόν, ηρώτησαν δε αυτόν με τι τρόπον ελυτρώθη από την θάλασσαν. Ο δε δούλος διηγήθη λέγων· «Ευθύς άμα έπεσα εις την θάλασσαν, ήλθον τρεις άνθρωποι ωραίοι την όψιν, εκ των οποίων ο μεν εις, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν, ήτο ενδεδυμένος με στρατιωτικήν στολήν, ο άλλος ήτο νέος ωραίος και ο τρίτος Διάκονος. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι με επήραν από τον βυθόν της θαλάσσης και περιπατήσαντες μετ’ εμού χθες και σήμερον, ήλθομεν έως εδώ». Το θαύμα τούτο διεφημίσθη πανταχού και ένεκα τούτου μεγαλύνεται έως την σήμερον ο Χριστός, ο ούτω δοξάζων τους Αγίους του. Οι τρεις δε εκείνοι άνθρωποι, οίτινες εφάνησαν τότε και έσωσαν τον δούλον από τον βυθόν της θαλάσσης, ήσαν ο μεν μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν ο Άγιος Μηνάς, ο νέος ο Άγιος Βίκτωρ και ο Διάκονος ο Άγιος Βικέντιος, οι οποίοι εμαρτύρησαν και αυτοί κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, ήτοι ο μεν Άγιος Βίκτωρ κατά την 11ην Νοεμβρίου του έτους ρξ΄ (160), ο Άγιος Βικέντιος την 11ην Νοεμβρίου του έτους σλε΄ (235) και ο Άγιος Μηνάς την 11ην Νοεμβρίου του έτους 296, τιμώνται δε και οι τρεις κατά την σημερινήν ημέραν. Και γυνή τις ερχομένη εις τον Ναόν του Αγίου εβιάσθη καθ’ οδόν από τινα εις αισχράν πράξιν· όθεν επεκαλέσθη τον Άγιον να την βοηθήση· ο δε Άγιος δεν παρέβλεψεν αυτήν, αλλά και ταύτην εφύλαξε καθαράν και αμόλυντον και τον βιαστήν επόμπευσε και εθεάτρισε με τοιούτον τρόπον. Ο βιαστής δηλαδή εκείνος, δέσας το άλογόν του εις τον πόδα του, εβίαζε την γυναίκα· το δε άλογον ηγριώθη εναντίον του αυθέντου του, ώστε ουχί μόνον από την άτοπον πράξιν αυτόν ημπόδισεν, αλλά και έσυρεν αυτόν κατά γης και δεν εστάθη ειμή αφού έφθασεν εις τον Ναόν του Αγίου· εκεί δε με πολλάς και μεγάλας φωνάς εχρεμέτιζεν. Όθεν ηνάγκασε πολλούς ανθρώπους, οίτινες ήσαν τότε εκεί δια την εορτήν, να εξέλθωσιν έξω δια να ίδωσι τι συνέβαινε. Προσέτρεχε δε εις την Εκκλησίαν του Αγίου και άλλο πλήθος πολύ Χριστιανών. Ο δε δυστυχής εκείνος βλέπων αφ’ ενός μεν την συνάθροισιν του λαού και αφ’ ετέρου ότι ο ίππος εξηγριούτο κατ’ αυτού περισσότερον, και ότι δεν εβοηθείτο υπ’ ουδενός, εφοβήθη μήπως πάθη από τον ίππον κανέν κακόν μεγαλύτερον. Όθεν εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν έμπροσθεν όλων την αμαρτίαν του και ευθύς εστάθη ο ίππος με ημερότητα. Λύσας λοιπόν τον πόδα του από τον ίππον, εμβήκεν εις τον Ναόν του Αγίου και προσπεσών εις την αγίαν εικόνα του παρεκάλει αυτόν να μη τον αφήση να λάβη άλλοτε τοιούτον ή άλλον πειρασμόν. Άλλοτε πάλιν προσέμειναν εις τον Ναόν του Αγίου χωλός τις και γυνή άλαλος μετ’ άλλων πολλών ασθενών, δια να λάβωσιν ιατρείαν από τον Άγιον· κατά δε το μεσονύκτιον, ενώ όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, φαίνεται ο Άγιος εις τον χωλόν και του λέγει· «Τώρα, που είναι ησυχία, ύπαγε και κράτησον το επανωφόριον της βωβής γυναικός και θέλεις ιατρευθή». Απελθόντος δε του χωλού και πιάσαντος το επανωφόριον της βωβής, ευθύς εκείνη ταραχθείσα εφώναξε, κατηγορούσα τάχα τον χωλόν και με τον νόστιμον τούτον τρόπον ελύθη η γλώσσα της· ο δε χωλός πάλιν, εντραπείς από τα λόγια της βωβής, ευθύς εσηκώθη εις τους πόδας και ήρχισε να φεύγη. Γνωρίσαντες δε και οι δύο το εις αυτούς γενόμενον χαριέστατον θαύμα παρά του Αγίου, εδόξασαν τον Θεόν. Εβραίος τις, έχων φίλον Χριστιανόν, πολλάκις ενεπιστεύετο και άφηνεν εις αυτόν χρήματα ικανά, όταν έμελλε να υπάγη εις τόπον μακρινόν. Εις τούτον λοιπόν αφήκε μίαν φοράν παρακαταθήκην βαλάντιον με πεντακόσια νομίσματα· ο δε Χριστιανός έβαλε κατά νουν να αρνηθή την παρακαταθήκην αυτήν του Εβραίου, το οποίον και έθεσεν εις πράξιν. Ότε λοιπόν ήλθεν ο Εβραίος και εζήτησε τα χρήματά του, καθώς είχε συνήθειαν, ο Χριστιανός δεν έδιδε ταύτα προς αυτόν λέγων· «Συ δεν άφησες τίποτε εις εμέ κατά την φοράν ταύτην και τι ζητείς απ’ εμού;» Ο δε Εβραίος ανελπίστως ακούσας τούτο άλλος εξ άλλου έγινεν· ελθών δε εις εαυτόν, λέγει προς τον Χριστιανόν· «Άλλο δεν θέλει γίνει παρά όρκος δια να διαλύση την αμφιβολίαν ταύτην, επειδή και δεν ήτο κανείς μάρτυς παρών ότε σου παρέδωκα τα χρήματά μου, επειδή είχον εμπιστοσύνην ότι είσαι πιστός και αληθής άνθρωπος». Εζήτει όθεν ο Εβραίος να αποδειχθή δια μέσου του Αγίου Μηνά εκείνος όστις δεν αληθεύει. Επήγαν λοιπόν και οι δύο συμφώνως εις τον Ναόν του Αγίου Μηνά και παρευθύς ο Χριστιανός χωρίς αργοπορίαν εποίησεν όρκον και εβεβαίωσε την άρνησιν της παρακαταθήκης· αφού δε ο όρκος ετελείωσεν, εξήλθον και οι δύο από τον Ναόν και ίππευσαν, ο δε ίππος του Χριστιανού ητάκτει και εξηγριούτο εναντίον του αυθέντου του και δαγκάνων τον χαλινόν εφοβέριζεν, ότι θέλει προξενήσει εις τον αναβάτην του πικρόν θάνατον. Και κατά μεν το παρόν έρριψεν αυτόν εις την γην, πλην δεν τον έβλαψεν εις το σώμα· εχάθη δε μόνον το μανδήλιόν του ομού με το κλειδίον και την χρυσήν σφραγίδα του. Έπειτα πάλιν ιππεύσας επορεύετο μετά του Εβραίου, ο οποίος μη υποφέρων την ζημίαν, ελυπείτο πολύ καθ’ οδόν και εστέναζεν από βάθους καρδίας. Ενώ δε επορεύοντο εις την οδόν, θέλων ο Εβραίος να πιάση με το καλόν τον Χριστιανόν, μήπως μεταμεληθή και επιστρέψη τα χρήματα, λέγει προς αυτόν· «Επειδή ο τόπος ούτος, ω φίλε, είναι επιτήδειος, ας καταβώμεν από τα άλογα και ας φάγωμεν άρτον». Ότε όμως ήρχισαν να τρώγωσιν, ιδού μετ’ ολίγον βλέπει ο Χριστιανός τον δούλον του ελθόντα και κρατούντα δια μεν της μιας χειρός το βαλάντιον του Εβραίου, δια δε της άλλης το κλειδίον και το μανδήλιόν του· ιδών δε αυτά εξεπλάγη και είπε προς τον δούλον του· «Τι είναι τούτο;» Ο δε δούλος απεκρίθη· «Φοβερός τις ιππεύς ήλθεν εις την κυρίαν μου και δίδων εις αυτήν το κλειδίον με το μανδήλιόν σου, είπε: «Στείλε με ταχύτητα μεγάλην το βαλάντιον του Εβραίου, ίνα μη κινδυνεύση ο ανήρ σου». Όθεν εγώ λαβών τούτο από την κυρίαν μου ήλθον προς σε, καθώς προσέταξας». Τότε ο Εβραίος περιχαρής γενόμενος επέστρεψε μετά του Χριστιανού εις τον Ναόν και αυτός μεν παρεκάλει ίνα βαπτισθή, ο δε Χριστιανός εζήτει να λάβη συγχώρησιν δια τον ψευδή όρκον, τον οποίον εποίησε και παρώργισε τον Θεόν. Όθεν και οι δύο έλαβον εκείνο το οποίον εζήτησαν· και ο μεν Εβραίος έλαβε το Άγιον Βάπτισμα, ο δε Χριστιανός έλαβε την του όρκου συγχώρησιν και ούτως επέστρεψαν εις τα ίδια χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν. Κατά το έτος αωκστ΄ (1826), την εποχήν εκείνην του τρόμου και των σφαγών, καθ’ ην κατά πολλούς τρόπους επεβουλεύετο η ζωή των Χριστιανών, οι Τούρκοι του Ηρακλείου Κρήτης ενόμισαν ότι η καταλληλοτέρα περίστασις, ίνα κορέσωσι την φανατικήν αυτών μανίαν κατά των Χριστιανών, ήτο η ημέρα του Πάσχα, ιη΄ (18η) Απριλίου, ότε θα εύρισκον αυτούς συνηγμένους επί το αυτό εις τον Ιερόν Ναόν της Μητροπόλεως, τιμώμενον επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, και θα τους κατελάμβανον απαρασκεύους και ανικάνους να υπερασπίσωσιν εαυτούς. Ίνα δε παραπλανήσωσι την προσοχήν της εγχωρίου Διοικήσεως έβαλον πυρ εις διάφορα μέρη της πόλεως και προεκάλεσαν πυρκαϊάν εις συνοικίας μεμακρυσμένας της Μητροπόλεως. Και ήδη, αρξαμένης της ιεράς Λειτουργίας, ανεγινώσκετο το Ευαγγέλιον, ότε τα μανιώδη στίφη είχον περικυκλώσει τον Ιερόν Ναόν και ήσαν έτοιμα να ορμήσουν και αρχίσουν το αποτρόπαιον της σφαγής έργον. Αλλ’ αίφνης πολιός τις γέρων εμφανίζεται μεταξύ αυτών έφιππος περιτρέχων τον Ναόν και μετά γυμνού τού ξίφους αποδιώκων αυτούς. Ευθύς δε οι βάρβαροι περιδεείς ετράπησαν εις φυγήν, καταληφθέντες υπό φόβου ακατανοήτου, και ούτως εματαιώθη το καταχθόνιον αυτών σχέδιον δια της προστασίας του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, όστις ενεφανίσθη υπό το πρόσωπον του πολιού γέροντος. Οι δε επιδραμόντες Τούρκοι λόγω του νυκτερινού σκότους και της συγχύσεως αυτών εξέλαβον τον Άγιον ως τον πρώτον των προκρίτων, αποσταλέντα προς ματαίωσιν της σφαγής υπό του Διοικητού της πόλεως, προς τον οποίον διεμαρτυρήθησαν ακολούθως. Ουδέν όμως ούτος εγνώριζε σχετικώς, ο δε πρώτος των προκρίτων διεπιστώθη ότι δεν είχεν απομακρυνθή την νύκτα εκείνην του οίκου του. Εννόησαν όθεν τότε ότι επρόκειτο περί θαυματουργικής επεμβάσεως του Πολιούχου Αγίου Μηνά, κατέστησαν δε γνωστόν το θαύμα οι ίδιοι οι Τούρκοι. Έκτοτε ούτοι κατείχοντο υπό δέους και ευλαβείας απέναντι του Αγίου, τινές δε εξ αυτών προσέφερον ετησίως διάφορα δώρα εις τον Ναόν αυτού. Επί τη ευεργετική ταύτη θαυματουργία του Αγίου, συσκέψεως γενομένης κατόπιν μεταξύ των Επισκόπων Αρκαδίας Μαξίμου, Σητείας Μελετίου και Πέτρας Δωροθέου, εθεσπίσθη όπως ενιαυσίως τελήται εορτή τη Τρίτη της Διακαινησίμου προς δόξαν του Αγίου και διαιώνισιν του θαύματος, ήτις και τελείται εις τον παλαιόν Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα εγένετο το θαύμα. Κατά την εορτήν ταύτην, θεωρουμένην ως δευτέραν ετησίαν εορτήν του πολιούχου του Ηρακλείου Αγίου Μηνά, εκτίθεται εις προσκύνησιν ευθύς από του Εσπερινού το εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν φυλασσόμενον τίμιον και άγιον αυτού λείψανον. Ακούσατε όμως και άλλο θαύμα φοβερώτατον, το οποίον ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς ετέλεσεν εις τας ημέρας μας και του οποίου τα ευεργετικά αποτελέσματα απολαμβάνομεν όλοι οι Έλληνες, ακόμη δε και όλος ο κόσμος εκείνος, όστις ευρίσκετο τότε παρά το πλευρόν της δοκιμαζομένης πατρίδος μας. Όλοι γνωρίζομεν εις ποίαν δεινήν θέσιν ευρέθη η Ελλάς κατά την περίοδον του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου των ετών 1939 – 1946. Κατά την εποχήν εκείνην υποστάσα η Ελλάς την επίθεσιν των ασυγκρίτως μεγαλυτέρων δυνάμεων του άξονος, επολέμησε μεν ερρωμένως, και εφ’ όσον εμάχετο εναντίον των Ιταλών αντεπεξήρχετο νικηφόρως, όταν όμως επετέθησαν εναντίον αυτής και αι σιδηρόφρακτοι στρατιαί των Γερμανών του Χίτλερ, τότε αύτη εκάμφθη και κατεκτήθη υπό των εχθρών της Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων και Αλβανών και διεμελίσθη, διαμοιρασθείσα μεταξύ αυτών, είναι δε γνωστά τα αφάνταστα μαρτύρια, τα οποία υπέστησαν οι Έλληνες από τους βαρβάρους αυτούς κατακτητάς κατά την περίοδον εκείνην. Τότε ολίγος στρατός Ελληνικός διαφυγών την αιχμαλωσίαν διεπεραιώθη εις την Αίγυπτον, την πατρίδα του Αγίου Μηνά, και εκεί απετέλεσε τον πυρήνα του ανασυσταθέντος Ελληνικού στρατού, εκείθεν δε συνέχισε τον αγώνα του δια την απελευθέρωσιν της σκλαβωμένης πατρίδος. Και τις από ημάς δεν ενθυμείται μετά δέους την περίοδον εκείνην του φόβου και του τρόμου, κατά την οποίαν αι στρατιαί του Χίτλερ, με αρχηγόν τον περιβόητον εκείνον Ρόμμελ, καταλαβούσαι ολόκληρον σχεδόν την βόρειον Αφρικήν εβάδιζαν και κατά της Αλεξανδρείας; Και τις δεν ενθυμείται την περιώνυμον εκείνην μάχην του Ελ Αλαμέϊν του έτους 1942, κατά την οποίαν αι συμμαχικαί δυνάμεις, μεθ’ ων συνεμάχοντο και οι ολίγοι ελεύθεροι Έλληνες, ανέκοψαν την προέλασιν του Ρόμμελ και κατανικήσασαι τας δυνάμεις αυτού έτρεψαν αυτούς εις φυγήν και κατεδίωξαν έως ου άπαντας τους εχθρούς συνέλαβον αιχμαλώτους; Τις έτι δεν ενθυμείται ότι συνεχισθέντος από τότε του αγώνος εναντίον των τέως πανισχύρων εχθρών κατεβλήθησαν ούτοι τελείως εντός δύο ετών απελευθερωθεισών μαζί με την πατρίδα μας, την Ελλάδα, και όλων των χωρών εκείνων τας οποίας είχον καταλάβει οι τύραννοι; Και ποίος δεν γνωρίζει ότι, εάν δεν είχε γίνει η θαυμασία εκείνη μεταστροφή του πολέμου εις το Ελ Αλαμέϊν θα είμεθα σήμερον αιχμάλωτοι και δούλοι των εχθρών μας; Τις έκαμε το μεγάλον αυτό θαύμα; Τις άλλος από τον Άγιον Μεγαλομάρτυρα Μηνάν, τον προστάτην μας, και ακούσατε δια να λάβητε πολλήν την αγαλλίασιν. Το όνομα του Ελ Αλαμέϊν είναι Αραβική παραφθορά του ονόματος του Αγίου Μηνά, έλαβε δε το όνομα τούτο διότι εκεί, εις το Ελ Αλαμέϊν, υπάρχει Ναός του Αγίου Μηνά, λέγεται δε ότι εκεί υπήρξε και ο τάφος του Αγίου. Εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου Μηνά προσέτρεχον επί αιώνας ολοκλήρους προσκυνηταί από όλας τας παραμεσογείους χώρας και πλείστα θαύματα επετελούντο δια της χάριτος του Αγίου, σώζονται δε μάλιστα μέχρι σήμερον εις τα ερείπια του αρχαίου αυτού Ναού πολλαί παραστάσεις των διαφόρων θαυμάτων του Αγίου· μία μάλιστα εκ των παραστάσεων αυτών εικονίζει τον Άγιον Μηνάν οδηγούντα καμήλους καραβανίου τινός, το οποίον διέσωσεν από βέβαιον κίνδυνον. Όταν λοιπόν αι στρατιαί του Ρόμμελ εβάδιζον κατά της Αλεξανδρείας έφθασαν και εις το Ελ Αλαμέϊν, εις το οποίον εστρατοπέδευσαν την νύκτα εκείνην και την πρωϊαν ητοιμάζοντο να επιτεθούν κατά της πόλεως. Ο κόσμος ολόκληρος και περισσότερον ημείς οι υπόδουλοι τότε Έλληνες υπό δέους συνεχόμενοι ανεμέναμεν ως βεβαίαν την πτώσιν αυτής, μαζί με την οποίαν θα εχάναμεν και τας τελευταίας ελπίδας της απελευθερώσεώς μας ως και αυτά τα τελευταία υπολείμματα του ελευθέρου στρατού μας. Όμως ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς δεν αφήκε να γίνη η ολοκληρωτική αυτή καταστροφή, διότι ως Έλλην και αυτός Αιγυπτιώτης συνεπόνεσε τους πάσχοντας Έλληνας και τους συμμάχους αυτών και το μεσονύκτιον, καθ’ ην στιγμήν επρόκειτο να αρχίση η μάχη, ω εξαισίου θαυματουργήματος! Βλέπουν τινές ευσεβείς τον Άγιον Μηνάν εξερχόμενον εκ των ερειπίων του Ναού αυτού και οδηγούντα καμήλους, ως ακριβώς εν τη προρρηθείση τοιχογραφία εικονίζετο, εισχωρούντα δε ομού με αυτάς εις το στρατόπεδον των εχθρών. Είναι αδύνατον να περιγράψη τις τον πανικόν όστις κατέλαβεν από της ώρας εκείνης τους τέως πανισχύρους και αηττήτους εχθρούς, καθώς επίσης απερίφραπτος τυγχάνει η έκτασις της καταστροφής αυτών. Αρκεί δε μόνον να είπωμεν ότι από της ώρας εκείνης εσήμανε το τέλος της παντοδυναμίας αυτών και εντός ολίγου χρόνου κατενικήθησαν τελείως, απελευθερωθείσης ούτω και της ημετέρας πατρίδος. Το θαύμα τούτο εκτιμώντες και αυτοί οι αλλόδοξοι σύμμαχοι προσέφερον εις το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας τον τόπον εκείνον δια να ανακτισθή ο Ναός του Αγίου και να ιδρυθή εκεί και Μοναστήριον επ’ ονόματι αυτού εις ένδειξιν αιωνίου ευγνωμοσύνης προς τον Άγιον και δια να υμνολογήται εις αυτόν απαύστως δια την επιτελεσθείσαν εξαίσιον θαυματουργίαν, ο εν τοις Αγίοις αυτού ενδοξαζόμενος Θεός και ο ένδοξος αυτού Μεγαλομάρτυς Άγιος Μηνάς, ου ταις αγίαις πρεσβείαις λυτρωθείημεν και ημείς από πάσης περιστάσεως και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΝΕΙΛΟΥ του Ασκητού

Δημοσίευση από silver »

Νείλος ο πολύςκαι θαυμάσιος εις τους λόγους ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Μεγάλου και του υιού αυτού Αρκαδίου 370 – 408 ετύγχανε δε έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως χρηματίσας και μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ούτος λαβών δια γάμου σεμνήν γυναίκα, εγέννησε δύο τέκνα, εν άρρεν και το έτερον θήλυ. Έπειτα κατέπεισε την σύζυγόν του να αφήσωσι μεν και οι δύο την Κωνσταντινούπολιν, να υπάγωσι δε εις τα Μοναστήρια της Αιγύπτου. Πορευθέντες λοιπόν εκεί, εμοίρασαν οι δύο τα δύο τέκνα των και ο μεν θείος Νείλος έλαβε τον υιόν των Θεόδουλον, η δε σύζυγός του την θυγατέρα και ούτως εχωρίσθησαν απ’ αλλήλων. Λαβών δε ο Νείλος τον Θεόδουλον, μετέβη εις το Σίναιον όρος και διέμεινε μετά των εκεί Πατέρων. Ελθόντες δε αίφνης βάρβαροι εις τον τόπον εκείνον ηχμαλώτισαν ομού με άλλους Πατέρας και τον υιόν του Θεόδουλον, τον οποίον εθρήνει ως αιχμάλωτον ο Όσιος υπέρ το δέον, υπό της φυσικής φιλοστοργίας νικώμενος, καθώς αναφέρεται ο θρήνος ούτος εις το παρ’ αυτού συντεθέν σύγγραμμα. Αξιωθείς δε μετά ταύτα της θείας Ιερωσύνης, συνέθεσε λόγους ασκητικούς πλήρεις πάσης σοφίας και ωφελείας· ομοίως συνέγραψεν επιστολάς και κεφάλαια πάμπολλα και πολλούς δι’ αυτών παρεκίνησε να συζώσι με τον θείον έρωτα του Χριστού. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος, εν ειρήνη ανεπαύθη.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΓ΄ (13η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου.

Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο μέγας φωστήρ και μεγαλόφωνος της οικουμένης διδάσκαλος, κατήγετο από την μεγαλόπολιν Αντιόχειαν, εγεννήθη τω τνδ΄ (354) έτει, υιός ων γονέων πατρός μεν Σεκούνδου αρχιστρατήγου, μητρός δε Ανθούσης, οίτινες ήσαν αμφότεροι πλούσιοι ειδωλολάτραι πρότερον· όταν δε εγέννησαν τον Άγιον εβαπτίσθησαν και εγένοντο Χριστιανοί. Από τοιούτους γονείς γεννηθείς ο Άγιος, ότε ήτο παιδίον, εδείκνυεν οποίος θέλει καταστή εις το ύστερον· δεκαοκταετής δε γενόμενος, εβαπτίσθη δια χειρός του Αγίου Μελετίου, του τότε Πατριάρχου Αντιοχείας. Ευθύς λοιπόν κατά την αρχήν της ζωής του πολλήν αγάπην και έρωτα είχεν ο Άγιος ούτος εις τους λόγους και τα μαθήματα. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και ο μεν πατήρ του απέθανεν, η δε μήτηρ του έμεινε χήρα, νέα δε ούσα εικοσαετής, μόνον τον Άγιον είχε προς παρηγορίαν. Όθεν ανέτρεφεν αυτόν με μεγάλην επιμέλειαν και παρέδωκεν αυτόν προς μαθητείαν εις Λιβάνιον τον σοφιστήν και Ανδραγάθιον τον φιλόσοφον, διο εις ολίγον καιρόν διήλθεν όλην την σοφίαν των Ελλήνων και των Χριστιανών και έγινεν άκρος κατά την λογικήν και ρυτορικήν τέχνην και πάσαν επιστήμην. Αφού δε ετελείωσε τας σπουδάς του απεφάσισε να ακολουθήση την μοναχικήν πολιτείαν την οποίαν τόσον ηγάπα. Είχε δε ο Άγιος φίλον τινά, ονόματι Βασίλειον, ουχί τον Μέγαν Βασίλειον, διότι εκείνος ήτο παλαιότερος, αλλ’ έτερον εξ Αντιοχείας, όστις ήτο συμμαθητής και φίλος του Αγίου. Αυτόν συνεβουλεύθη ο Άγιος και έγινε Μοναχός, διότι υπεσχέθη και εκείνος να τον μιμηθή. Και τούτο το διηγείται ο ίδιος εις τους περί Ιερωσύνης λόγους του. Δια δε την πολλήν αρετήν του εξέλεξε Μοναστήριον το πλέον πτωχότερον και διήγε με περισσοτέραν σκληραγωγίαν, εις αυτό δε και ερρασοφόρησεν. Είχε δε ο Άγιος ακατάπαυστον την μελέτην των θείων Γραφών και εξήγει αυτάς προς ωφέλειαν των αναγινωσκόντων. Εκεί εις το Μοναστήριον έγραψε και τους περί Ιερωσύνης λόγους, εις τους οποίους εκθέτει με σαφήνειαν πόσον και μέγα σεβαστόν είναι το αξίωμα της Ιερωσύνης. Τότε προς χήραν πλουσίαν, η οποία εχήρευσε και ελυπείτο πολύ, έγραψε λόγον δια του οποίου την παρηγόρει και απεδείκνυε δια του λόγου, πως η χήρα είναι αξία επαίνου, εάν φυλάξη αύτη την προς τον πρότερον άνδρα αγάπην και τιμήν και δεν δευτεροϋπανδρευθή. Έγραψε δε και βιβλίον «Περί Παρθενίας», εις το οποίον επαινεί πολύ την παρθενίαν. Και προς τινα Σταγείριον ονόματι φίλον αυτού, ο οποίος εσεληνιάζετο, έγραψε λόγον δια του οποίου παρηγόρει αυτόν και απεδείκνυεν, ότι εάν ευχαρίστως υπομείνη το δαιμόνιον του σεληνιασμού, έχει πολύν μισθόν παρά Θεού. Έγραψε και δύο λόγους περί κατανύξεως, εκ των οποίων ο μεν επιγράφεται εις Δημήτριον, ο δε εις Στελέχιον. Έγραψεν επίσης λόγον προς τινα Θεόδωρον ονόματι, όστις υπέπεσεν εις αμαρτίαν, διδάσκων αυτόν να μη απογινώσκη, αλλά να μετανοήση εξ όλης ψυχής να σωθή. Με τους λόγους λοιπόν τούτους, αλλά και με τα έργα εδίδασκεν ο Άγιος, διότι πάντοτε προσηύχετο και πάσαν άλλην αρετήν μετεχειρίζετο, θέλων να είναι αυτός παράδειγμα των άλλων. Εις την ταπεινοφροσύνην δε ποίος άλλος τον έφθασεν; Είχε δε συνήθειαν εκάστην ημέραν να επισκέπτηται τους ασθενείς του Μοναστηρίου, να τους παρηγορή με τους γλυκείς του λόγους. Ποτέ επί της ζωής του δεν ώμοσεν εις το όνομα του Θεού, ουδέ εις άλλον είπε να ομόση· ποτέ δεν κατέκρινεν άνθρωπον τινα, ουδέ ψεύδος είπε· ποτέ δεν κατηράσθη τινά, ουδέ αργολογίαν ωμίλησεν, αλλ’ ουδέ άλλον εδέχετο να αργολογήση ή να είπη λόγον, ώστε να γελάση άνθρωπος. Λέγουσι δε ότι και τον ύπνον της νυκτός με κόπον πολύν απελάμβανε, διότι είχε σχοινίον κρεμάμενον από της στέγης και ήπλωνε τας χείρας του και το στήθος του εις εκείνο και ούτως ελάμβανε ολίγον ύπνον προς ανάπαυσιν της ανθρωπίνης φύσεως· ούτω διάγων ο Άγιος δεν ήτο δυνατόν να διαφύγη της προσοχής των Αδελφών του Μοναστηρίου, όθεν όλοι τον είχον ως Άγιον. Γέρων τις, το γένος Σύρος, ονόματι Ησύχιος, ενάρετος κατά πολλά, υπήρχε μεταξύ των Πατέρων του Μοναστηρίου. Αυτόν δια την υπερβολικήν του άσκησιν προσεπάθει ο Άγιος να μιμηθή εις την αρετήν. Ο Γέρων δε ούτος προσευχόμενος εις τον Θεόν κατά το μεσονύκτιον είδεν όραμα, το οποίον και να το είπη τις έχει κόπον και να το ακούση είναι φοβερόν, αλλά έχει και πολλήν ευφροσύνην και εις τον λέγοντα και εις τον ακούοντα. Ούτος λοιπόν είδεν ότι ανήρ τις λευκοφόρος, βοβερός κατά την όψιν, εφάνη ως να κατέβη από τον ουρανόν και εστάθη ενώπιον του Χρυσοστόμου προσευχομένου και αυτού, είχε δε ούτος χαρτίον τετυλιγμένον εις τας χείρας του. Ο Άγιος, καθώς τον είδεν, έπεσεν από τον φόβον του κάτω πρηνής και εκείνος τον ήγειρε και είπε· «Μη φοβού, αλλά θάρρει». Τον ηρώτησε τότε ο Άγιος ποίος είναι, ο δε είπεν· «Εγώ ήλθα εις σε, πεμφθείς από Θεού και δέξου τούτο, όπερ σου δίδω». Εφάνη λοιπόν εις αυτόν ότι του έδωκε το τετυλιγμένον χαρτίον, και του είπε· «Εγώ είμαι ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης και λάβε τούτο το χαρτίον, το οποίον σου δίδω· από σήμερον δε θα ανοιχθή η διάνοιά σου να εννοής την έννοιαν όλην της θείας Γραφής». Ο δε Άγιος έλεγεν· «Δεν είμαι άξιος εγώ τοιαύτης Χάριτος». Εκείνος δε ποιήσας εις αυτόν τον τύπον του Σταυρού και φιλήσας αυτόν και δίδων εις αυτόν θάρρος, ανελήφθη. Αυτά ιδών ο διορατικός εκείνος Γέρων, επί πολλάς ημέρας ήτο πεφοβισμένος και θαυμάζων το όραμα· βλέποντες δε αυτόν συλλογιζόμενον τινές των Μοναχών, τον ηρώτησαν και έμαθον την αιτίαν της οπτασίας. Τους είπε δε και τούτο ο Γέρων· «Τηρείτε σιωπήν, να μη το μάθη αυτός και φεύγων την τιμήν των ανθρώπων αναχωρήση από το Μναστήριόν μας». Οι δε Μοναχοί, εκπλαγέντες εις τους λόγους του Γέροντος, ανέμενον να ίδωσι το αποβησόμενον· διότι ήλπιζον, ότι μεγάλα και παράδοξα πράγματα θέλουσι συμβή εις τον Άγιον, τα οποία και ετελειώθησαν, καθώς θέλετε ακούσει μετ’ ολίγον. Άνθρωπός τις Αντιοχεύς, το γένος ευγενής, βαθύπλουτος, ησθένησε βαρέως· διότι το εν μέρος της κεφαλής του τόσον επόνεσεν, ώστε εξήλθεν ο εις των οφθαλμών του. Έδραμε λοιπόν ούτος εις το Μοναστήριον του Αγίου και πεσών εις τους πόδας του τον παρεκάλει να τον ιατρεύση. Ο δε Άγιος είπεν εις αυτόν· «Τούτο έπαθες, διότι δεν επίστευες εις τον Χριστόν εξ όλης σου ψυχής και διότι έχεις έργα αμαρτίας. Εάν με όλην σου την καρδίαν προσεύχησαι και υπόσχεσαι να λείψης από τα κακά, εύκολον είναι να ιατρευθής». Τότε μετά δακρύων ωμολόγησεν ο άρχων εκείνος τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και υπεσχέθη να λείψη από τας αμαρτίας· και κρατήσας το ράσον του Αγίου, έτριψεν την κεφαλήν του και παρευθύς και ο πόνος της κεφαλής έπαυσε και ο οφθαλμός του ιατρεύθη, ως πρότερον. Έτερος δε μέγας πλούσιος, Αρχέλαος ονόματι, ήτο εις την Αντιόχειαν ασθενής, πλην εκ τινων περιστάσεων, τας οποίας δεν πρέπει να είπη τις, εδαπάνησε χρήμα πολύ εις τους ιατρούς δια να θεραπευθή· α΄΄’α ο μεν πλούτος του ηλαττούτο, η δε ασθένεια ηύξανε. Μόλις δε ενεθυμήθη τον Άγιον και προσδραμών εις το Μοναστήριον έπεσεν εις τους πόδας του, ο δε Άγιος διδάξας αυτόν και παραινέσας να απέχη από αμαρτίας, εξ ων προέρχονται αι ασθένειαι του σώματος, του είπε να νιφθή δια του ύδατος όπερ έπιναν οι Πατέρες και παρευθύς, ότε ενίφθη, ω του θαύματος! ιατρεύθη. Αλλά τι το μετά ταύτα; Σκορπίσας ο Αρχέλαος τον πλούτον του εις τους πτωχούς, έγινε Μοναχός και έμεινεν εκεί εις το Μοναστήριον του Αγίου. Ταύτα ιδόντες και άλλοι πολλοί εποίησαν τα όμοια και σχεδόν επλησίαζε να γίνωσι Μοναχοί το ήμισυ της Αντιόχειας. Έτερος άνθρωπος, Εύκλεος ονόματι, φθόνω του διαβόλου τυφλωθείς τον ένα οφθαλμόν, έγινε Μοναχός εις το Μοναστήριον του Αγίου και ήτο εκεί εργαζόμενος την αρετήν. Ο δε Άγιος βλέπων ότι είναι λυπημένος δια τον ελλείποντα οφθαλμόν, του είπε· «Ο Θεός, αδελφέ, να σε ιατρεύση και να φωτίση τους οφθαλμούς της καρδίας σου και του σώματος». Και παρευθύς με τον λόγον ιατρεύθη ο οφθαλμός του ως και ο άλλος και εδόξασε τον Θεόν. Και γυνή τις από την Αντιόχειαν, Χριστίνα ονόματι, είχε πάθος αιμορροίας επτά έτη, ήτις είναι μεγάλη ασθένεια των γυναικών. Ταύτην ο ανήρ αυτής επιβιβάσας εις ζώον, την επήγεν εις το Μοναστήριον και κλαίων προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, ζητών ιατρείαν της γυναικός του. Ο δε Άγιος του είπε· «Διατί αφήκες τον Θεόν, τον δυνάμενον να δώση την υγείαν και ήλθες εις άνθρωπον αμαρτωλόν; Πλην ειπέ εις την γυναίκα σου, εάν γίνη συμπαθητική προς τας υπηρετρίας της και εάν δίδη ελεημοσύνην, συντόμως θέλει ιατρευθή». Ταύτα ως ήκουσεν η γυνή εκ του στόματος του ανδρός αυτής, υπέσχετο εξ όλης ψυχής να ποιήση αυτά και παρευθύς ιατρεύθη. Κατ’ εκείνον τον καιρόν λέων μέγας εφάνη εις την Αντιόχειαν και ήτο τόσον φοβερός, ώστε ούτε οι γεωργοί ετόλμων να υπάγωσιν εις τους αγρούς των, ούτε οι άνθρωποι να υπάγωσιν εις την εργασίαν των, διότι έτρεχε με μανίαν πολλήν και εφόνευεν οιονδήποτε και εάν εύρισκεν έμπροσθέν του· πολλοί δε πλησιόχωροι συναθροισθέντες δια να τον φονεύσωσιν, δεν ηδυνήθησαν, αλλά μάλιστα πολλοί εξ αυτών εφονεύθησαν. Όθεν εκ τούτου ηναγκάσθησαν οι άνθρωποι από του φόβου να αφήσουν τους αγρούς και τους αμπελώνας των, ως και οι έμποροι τας πραγματείας των. Τέλος ενθυμηθέντες τον Άγιον προσέτρεξαν εις το Μοναστήριον και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού εδέοντο κλαίοντες να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος τους είπε· «Δια να είσθε ολιγόπιστοι και δια να μη εργάζεσθε τας εντολάς του Χριστού, σας εγκατέλιπεν ο Θεός και πειράζεσθε. Πλην λάβετε τούτον τον Σταυρόν τον ξύλινον, και υπάγετε να τον στήσετε εις την οδόν έξω της πόλεως και θέλετε ίδει την δύναμιν του Χριστού». Έλαβον λοιπόν αυτοί τον Σταυρόν και τον έστησαν έξω εις την οδόν, και το πρωϊ, ω Χριστέ Βασιλεύ, ως θαυμαστά τα έργα σου! Ευρέθη ο λέων κείμενος νεκρός έμπροσθεν εκείνου του Σταυρού. Αλλά περί των θαυμάτων του Αγίου ας καταπαύσωμεν τον λόγον μας. Τέσσαρα έτη έμεινεν εις το Μοναστήριον εκείνο ο Άγιος, ούτω θαυματουργών και ούτω την αρετήν μετερχόμενος· αλλά μετά ταύτα, φεύγων τον έπαινον των ανθρώπων, επήγεν εις έρημον τόπον και ησκήτευεν επί δύο έτη· ούτε λύχνον είχεν, ούτε στρώμα, ούτε τράπεζαν, ούτε άλλο τι, όσα είναι προς παρηγορίαν των ανθρώπων. Ως μόνην δε τροφήν είχεν άρτον δίπυρον (παξιμάδι) και ύδωρ, το οποίον του επήγαινεν άνθρωπος γνωστός του, την δε ψύχραν της νυκτός και τον καύσωνα της ημέρας τόσον τας υπέμεινεν, ως να ήτο λίθινος· αλλ’ όμως επειδή και αυτός άνθρωπος ήτο και ο Θεός ήθελεν, ησθένησεν από πολλήν κακοπάθειαν και είχε πόνον πολύν εις τα νεφρά· εκ τούτου ηναγκάσθη να καταβή εις την πατρίδα του Αντιόχειαν· αυτό δε ήτο του Θεού οικονομία, να τεθή το φως επί την λυχνίαν και να λάμψη εις του κόσμου τα πέρατα. Ο δε Πατριάρχης της Αντιοχείας Μελέτιος, περί του οποίου προείπομεν ότι εβάπτισε τον Άγιον, τον εδέχθη μετά πάσης χαράς και τον εχειροτόνησεν αναγνώστην. Επειδή δε τον καιρόν εκείνον συνεκαλείτο η Αγία και Οικουμενική Β΄ Σύνοδος, ανέβη ο Πατριάρχης Μελέτιος εις την Κωνσταντινούπολιν ένθα και ετελεύτησεν, ο δε Άγιος, ευρών καιρόν, επήγεν εις την ηγαπημένην του ησυχίαν και εκείθεν επήγεν πάλιν εις το πρώτον του Μοναστήριον. Μετά τον θάνατον του Αγίου Μελετίου εγένετο Πατριάρχης Αντιοχείας ο Φλαβιανός, όστις, προσευχόμενος ποτε εις το κελλίον του, είδεν Άγγελον Κυρίου λέγοντα προς αυτόν· «Ύπαγε εις το Μοναστήριον όπου είναι ο Ιωάννης, και φέρε αυτόν εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου σου, να τον χειροτονήσης Ιερέα, διότι είναι δοχείον εκλεκτόν της κατοικίας του Θεού, ως ο Απόστολος Παύλος, και μέλλει να φωτίση την Οικουμένην όλην». Την νύκτα δε εκείνην εφάνη ο αυτός Άγγελος και προς τον Άγιον προσευχόμενον, και του είπεν· «Αύριον, ευθύς ως έλθη ο Πατριάρχης Φλαβιανός και σε ζητήση, να υπάγης μετ’ αυτού, διότι είναι θέλημα Θεού να δεχθής την Ιερωσύνην». Ο δε Άγιος εγίνωσκε μεν ότι από Θεού είναι η οπτασία, αλλ’ όμως είπε προς τον Άγγελον· «Δεν είμαι εγώ άξιος, Άγιε Άγγελε, δια τοιαύτας υπηρεσίας, διότι τούτο είναι υπεράνω της δυνάμεώς μου, μόνον συγχώρησόν μοι». Ο δε Άγγελος είπε· «Πράγματα τα οποία βούλεται ο Θεός να τελειώση, ποίος άνθρωπος δύναται διαφοροτρόπως να ποιήση;» Ταύτα ακούσας ο Άγιος, το πρωϊ συνάξας τους Πατέρας του Μοναστηρίου, τους είπε την οπτασίαν· εκείνοι δε ακούσαντες έκλαυσαν λυπούμενοι, διότι μέλλει να τους αφήση ο Άγιος. Αυτός δε με διδακτικούς λόγους τους παρηγόρησε και τους εδίδαξεν, όσα ήσαν τα συμφέροντα. Διδάσκοντος του Αγίου έφθασε και ο Πατριάρχης Φλαβιανός και ιδών τον Άγιον εχάρη, διότι δεν είχεν ίδει αυτόν άλλοτε και μετά χαράς του είπε· «Εγώ, ω τιμιώτατε και φιλοσοφώτατε άνθρωπε, είχα και πρότερον διάθεσιν και επιθυμίαν να σε απολαύσω και να ίδω την σεβασμίαν σου κεφαλήν, αλλ’ από πολλάς συγχύσεις της Εκκλησίας δεν έλαβον καιρόν· όμως ευχαριστώ τον Θεόν, όστις με ηξίωσε καν τώρα να σε ίδω, και μάλιστα διότι ο Θεός με έστειλε δια να σε οδηγήσω εις την Εκκλησίαν μου, καθόσον εφάνη εις εμέ Άγγελος Κυρίου και μου είπε να σε καλέσω να έλθης μετ’ εμού, να σε χειροτονήσω Ιερέα. Μη λοιπόν φανής εναντίος εις το θέλημα του Θεού». Τότε ο Άγιος τον παρεκάλεσε να μείνη εκεί να λειτουργήση την ημέραν εκείνην εις το Μοναστήριον, ίνα μεταλάβωσιν οι Άγιοι Πατέρες και να λάβουν και την ευλογίαν του. Ελητούργησε λοιπόν ο Πατριάρχης κατά την αίτησιν του Αγίου, το δε πρωϊ, όταν εκίνησεν ο Άγιος να υπάγη όπισθεν του Πατριάχου, έγινε πράγμα λύπης και δακρύων άξιον. Συνήχθησαν οι Πατέρες κύκλω του Αγίου και θρηνούντες μετά δακρύων παρεκάλουν να μη τους αφήση ορφανούς, ονομάζοντες αυτόν πατέρα και διδάσκαλον. Τέλος ιδών ο Πατριάρχης τα δάκρυά των, τους ωμίλησε λόγους παρηγορητικούς και απεχωρίσθησαν. Όταν δε ήκουσαν οι Αντιοχείς, ότι έρχεται ο Άγιος, εξήλθον πάντες οι κάτοικοι να προϋπαντήσουν τον Άγιον, δια να λάβωσι την ευχήν και ευλογίαν του, ουχί δε μόνον η Αντιόχεια, αλλά και όλα τα περίχωρα τον προϋπήντησαν μετά πίστεως. Κατά δε την ημέραν, κατά την οποίαν έμελλε να χειροτονηθή ο Άγιος, έγινε θαύμα παράδοξον, διότι όλοι οι Ιερωμένοι και οι καθαροί Χριστιανοί, οι ευρεθέντες εις την χειροτονίαν, είδον οφθαλμοφανώς περιστεράν λευκήν, ήτις επέτα εις το άγιον Βήμα· και όταν εξεφώνησεν ο Πατριάρχης το «Η θεία Χάρις» κ,τ.λ. κατέβη η περιστερά εκείνη και εκάθησεν εις την κορυφήν του Αγίου· ήτο δε αύτη η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος. Εγένετο η χειροτονία του Αγίου εις μεν Διάκονον κατά το έτος τοη΄ (378), Ιερέα κατά το έτος τπγ΄ (383) και αι δύο αύται χειροτονίαι ετελέσθησαν υπό του Πατριάρχου Αντιοχείας Φλαβιανού. Ποία δε ήσαν τα μετά την χειροτονίαν έργα του Αγίου; Διδαχαί καθ’ εκάστην, διδασκαλίαι, παραινέσεις προς τους Χριστιανούς, εξηγήσεις της θείας Γραφής, ερμηνείαι των απορρήτων, τόσον ώστε οι Αντιοχείς εκ της γλυκύτητος των λόγων οι μεν τον ωνόμαζον στόμα Χριστού, άλλοι δεύτερον Παύλον, άλλοι δε Χρυσόστομον, και αυτό το όνομα επεκράτησε, το Χρυσόστομος, και λέγεται έως σήμερον. Αλλά, ευλογημένοι Χριστιανοί, παρακαλώ την αγάπην σας, ακούσατε και μερικά θαύματα από όσα εποίησεν ο Άγιος τότε Ιερεύς ων και διδάσκων εις την Αντιόχειαν· διότι αμαρτίαν θέλομεν έχει, εάν διηγούμενοι περί της πολιτείας του Αγίου αφήσωμεν αυτά ανεκδιήγητα. Εις την Αντιόχειαν ήτο γυνή τις, Εύκλεια ονόματι, πλουσία και από γένος ευγενικόν, ήτις είχε πέντε υιούς· και οι μεν τέσσαρες απέθανον, ο δε πέμπτος εκινδύνευεν εκ πυρετού εις θάνατον· ακούουσα δε τους χρυσούς λόγους τους οποίους διηγείτο ο Άγιος πως η Χαναναία εκείνη, την οποίαν αναφέρει το άγιον Ευαγγέλιον, έπεσεν εις τους πόδας του Χριστού και εδεήθη να ιατρεύση την δαιμονιζομένην της θυγατέρα, έπεσε και αυτή εις τους πόδας του Αγίου και μετά δακρύων εδέετο να ποιήση έλεος εις τον μονογενή της υιόν. Ο δε Άγιος, γινώσκων ότι από αμαρτίας γονέων ησθένει ο υιός των, της είπε· «Γινώσκετε, ότι από τας ιδικάς σας αμαρτίας αφήρεσεν ο Θεός την ζωήν των άλλων τεσσάρων παίδων· και ιδού θέλει αποθάνει και αυτός ο πέμπτος, εάν δεν μετανοήσητε εξ όλης ψυχής, να αφήσητε τας προτέρας αμαρτίας· εάν υπόσχεσθε ενώπιον του Θεού να μετανοήσητε, θέλετε τον κερδήσει». Ταύτα ακούσαντες οι γονείς του παιδίου, μετά δακρύων υπεσχέθησαν να διορθώσωσι τα αμαρτήματά των· ο δε Άγιος προσέταξε να του φέρωσιν ύδωρ, το οποίον ευλογήσας έδωκε τρις και έπιε το παιδίον και παρευθύς ιατρεύθη. Ο έπαρχος του καιρού εκείνου της Αντιοχείας ήτο αιρετικός και θέλων να στερεώση τα δόγματα του αιρετικού Μαρκίωνος, ηνώχλει πολύ τους Χριστιανούς· ο δε Μαρκίων ήτο παλαιός αιρετικός, όστις εκτός των πολλών βλασφημιών, είχε και τούτο: εφρόνει ότι τέσσαρες θεοί είναι· ο εις είναι αγαθός και δεν δύναται άνθρωπος να τον γνωρίση και ονομάζεται Πατήρ· ο δεύτερος είναι εκείνος όστις εδημιούργησε τα τέσσαρα στοιχεία, την γην, τον αέρα, τον αιθέρα και το ύδωρ και ονομάζεται δημιουργός· ο τρίτος είναι δίκαιος και εδανείσθη από τον δεύτερον τα τέσσαρα στοιχεία και εποίησε τον κόσμον όλον και τον άνθρωπον, και ονομάζεται πονηρός· ο τέταρτος είναι ο Χριστός, κάτωθεν των άλλων τριών θεών. Τοιαύτας φλυαρίας έλεγεν ο μιαρός εκείνος Μαρκίων, τας οποίας ήθελεν ο έπαρχος να βεβαιώση. Αλλά τι ωκονόμησεν ο Θεός; Ησθένησεν η γυνή του από δυσεντερίαν· πολλοί ιατροί την επεσκέφθησαν, πολύ χρήμα κατηναλώθη προς ίασιν, πολλοί και εκ των αιρετικών εποίησαν προσευχήν, αλλά ματαίως. Τέλος ενεθυμήθησαν τον Άγιον, και ημέραν τινά, διδάσκοντος του Αγίου, επήραν την ασθενή βαστακτήν επί κραββάτου και την επήγαν εις την Εκκλησίαν. Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Διατί πεπλανημένοι όντες και μεμολυσμένοι από την μιαράν αίρεσιν του Μαρκίωνος ετολμήσατε να πατήσετε την καθαράν Εκκλησίαν του Χριστού και μάλιστα προσεκαλέσατε και τους μιαρούς των αιρετικών; Φύγετε μακράν από ημάς, δεν έχετε σεις μέρος εις τον Χριστόν». Ταύτα ακούσας ο έπαρχος εκείνος μετά της γυναικός του είπον· «Ημείς από τους γονείς μας κατά διαδοχήν έχοντες την θρησκείαν αυτήν , ενομίζομεν ότι ορθώς πιστεύομεν· επειδή δε μας λέγεις, ότι αιρετικοί είμεθα, αναθεματίζομεν από του νυν την τοιαύτην αίρεσιν και πιστεύομεν, ως πιστεύει η Αγία Εκκλησία των Χριστιανών». Τότε διέταξεν ο Άγιος να φέρωσιν ύδωρ, όπερ ηυλόγησε· και μόνον ως το έχυσαν επάνω εις την γυναίκα εκείνην, παρευθύς ιατρεύθη και επήγε βαδίζουσα υγιής εις τον οίκον της. Έκτοτε επίστευσεν ο άρχων εκείνος μετά της γυναικός του ορθοδόξως και ελεημοσύνας πολλάς εποίησαν εις ξένους, εις πτωχούς, εις νοσοκομεία, εις Εκκλησίας και εις άλλα θεάρεστα έργα. Οι δε Μαρκιωνισταί, ιδόντες ότι ιατρεύθη η γυνή του άρχοντος εκείνου και ότι απεστράφη την αίρεσίν των, αντί να μετανοήσωσι και αυτοί, ύβριζον και ωνόμαζον τον Άγιον μάγον και απατεώνα και αιρετικόν. Ο δε Άγιος, μη θέλων να ποιήση κακόν αντί κακού, μάλιστα ευεργεσίας τους εποίει διδάσκων αυτούς συνεχώς να αφήσωσι την αίρεσίν των και προλέγων, ότι εάν δεν μετανοήσωσι θέλουσιν όλοι απολεσθή· όπερ και εγένετο, διότι δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και γενομένου σεισμού μεγάλου το μεν συναγώγιον των Μαρκιανών εκρημνίσθη, πολλοί δε οίκοι αυτών ηφανίσθησαν, οι δε των Χριστιανών ουδεμίαν βλάβην υπέστησαν. Τούτου γενομένου οι μεν Χριστιανοί εστερεώθησαν εις την ευσέβειαν, οι δε αιρετικοί προσδραμόντες εις τους πόδας του Αγίου μετανοούντες εζήτουν συγχώρησιν. Από δε τα περίχωρα και από άλλους μακρινούς τόπους ήρχοντο οι Έλληνες και εβαπτίζοντο καθ’ εκάστην υπό του Αγίου πιστεύοντες εις τον Χριστόν· έτι δε και από αυτού του όρους της Κιλικίας του λεγομένου Αμανόν, του οποίου οι κάτοικοι ήσαν πρότερον μεν άγριοι ως θηρία ανήμερα και ειδωλολάτραι, ύστερον όμως τόσον κατενύχθησαν από την διδαχήν του Αγίου, ώστε ουχί μόνον εβαπτίσθησαν και εγένοντο Χριστιανοί, αλλά και Μοναχοί εγένοντο οι περισσότεροι εξ αυτών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν απέθανεν ο Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης ονόματι Νεκτάριος, ο οποίος ήτο διάδοχος του θρόνου του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Οι δε άρχοντες είχον μεγάλην φροντίδα ποίον να αναγορεύσωσι Πατριάρχην. Τέλος μετά πολλούς αγώνας και ίνα παύσωσι τα σκάνδαλα, πάντες συνεφώνησαν να φέρωσι τον Άγιον από την Αντιόχειαν να τον χειροτονήσωσι. Και παρευθύς με την θέλησιν του βασιλέως Αρκαδίου, υιού του μεγάλου Θεοδοσίου, ψήφω και αποφάσει πάντων των Αρχιερέων και αρχόντων, εστάλησαν διαταγαί εις τον Πατριάρχην Αντιοχείας Φλαβιανόν, αι οποίαι ανέφερον μεν και εδηλοποίουν τον θάνατον του Πατριάρχου Νεκταρίου, του έλεγον δε να στείλη τον Άγιον εις την Κωνσταντινούπολιν, να τον χειροτονήσωσι. Ταύτας τας διαταγάς ως ανέγνωσεν ο Πατριάρχης, τας έδωκε και εις χείρας του Αγίου· αυτός δε στενάξας εκ βάθους καρδίας, δακρύων είπε· «Ανάξιος είμαι εγώ τοιαύτης τιμής, διότι κίνδυνος μέγας είναι να φορτώση τις φορτίον μέγα εις πλοίον μικρόν. Μόλις θα δυνηθώ να σώσω εγώ την ιδίαν μου ψυχήν, τόσην δε μέριμναν της οικουμένης και την προστασίαν των ανθρωπίνων ψυχών, τις είναι άξιος να την αναδεχθή;» Ταύτα λέγοντος του Αγίου τις των περιεστώτων δεν εδάκρυσε; Παρηγορίαν δεν είχον τα δάκρυά των, συμφοράν μεγάλην ενόμιζον την στέρησιν του Αγίου. «Τον πατέρα μας, τον διδάσκαλόν μας, τον φωστήρα μας, τον διδάσκαλον της μετανοίας, τον κήρυκα της αληθείας, δεν τον αφήνομεν να τον πάρετε», έλεγον προς τους απεσταλμένους του βασιλέως. Ταύτα έλεγεν ο λαός και ώμνυον, ότι αν ήτο ανάγκη και το αίμα των να χύσουν, μόνον να μη τον αφήσωσι. Πολλά τους εδίδαξεν ο Πατριάρχης Φλαβιανός, πολλά τους είπε να μη φαίνωνται εναντίοι της βασιλικής διαταγής και της ψήφου των Αρχιερέων, αλλ’ εκείνοι ουδόλως επείθοντο, μόνον μία φωνή ηκούετο παρά πάντων, ότι με το θέλημά μας δεν προδίδομεν τον διδάσκαλόν μας· τέλος, ιδόντες οι βασιλικοί άνθρωποι την ορμήν του λαού και βλέποντες ότι και εις φόνους μέλλει να καταντήση η σύγχυσις, μάλιστα δε ότι ο Άγιος δεν εδέχετο, έστρεψαν οπίσω άπρακτοι. Ο δε βασιλεύς έγραψεν επιστολήν εις τον έπαρχον της Αντιοχείας διατάσσων όπως παντί τρόπω δυνηθή να στείλη τον Άγιον και δίχως την θέλησίν του κρυφίως από τον λαόν. Όθεν ημέραν τινά τον εκάλεσεν ο έπαρχος έξωθεν της πόλεως, δήθεν δια να τον συμβουλευθή περί τινων κατεπειγουσών υποθέσεων· έχων δε εκεί ετοίμους ίππους και ανθρώπους βασιλικούς, παρέδωκε τον Άγιον· και εκείνοι παραλαβόντες αυτόν και μετά σπουδής περιπατούντες, έφθασαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν ήκουσαν οι Αρχιερείς και οι λοιποί Κληρικοί ως και οι άρχοντες των ανακτόρων, ότι έρχεται ο Άγιος, εξήλθον εξ μίλια έξωθεν της πόλεως και προϋπήντησαν αυτόν μετά μεγάλης χαράς και τιμής. Έτυχε δε τότε εκεί ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, ο οποίος, ως λέγουσιν, ήτο ανεψιός της βασιλίσσης Ευδοξίας, της γυναικός του βασιλέως Αρκαδίου, και αυτός συνήργησε περισσότερον εις την χειροτονίαν του Αγίου· ανεβιβάσθη δε ο Άγιος εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως τη δεκάτη Πέμπτη Δεκεμβρίου του έτους 398. Τις να διηγηθή την χαράν ήτις έγινε την ημέραν εκείνην; Τις να παραστήση την συρροήν του λαού; Και οι Άγγελοι την ημέραν εκείνην εχάρησαν, βλέποντες τον άξιον ποιμένα καθήσαντα εν τω ύψει της του Χριστού Εκκλησίας· την δε επαύριον επήγεν ο βασιλεύς και πάντες οι άρχοντες του παλατίου και της πόλεως εις το Πατριαρχείον, ίνα ευλογηθώσιν υπό του Αγίου. Τότε ο Άγιος ηυχήθη όλους και τους ηυλόγησε, προς δε τον βασιλέα είπε· «Μέγα και φοβερόν είναι, ω βασιλεύ, το αξίωμα τούτο της Αρχιερωσύνης και χρειάζεται Άγγελον να το διακυβερνά· δια τούτο και εγώ εφοβούμην και εδειλίων, γνωρίζων εμαυτόν, ότι δεν είμαι άξιος να αναλάβω τοσαύτην μέριμναν ψυχών· όμως επειδή ο Θεός, δια τρόπων τους οποίους Αυτός γνωρίζει, ηξίωσεν εμέ τον ευτελή και ελάχιστον δούλον του τού αξιώματος τούτου του υψηλού, δέομαι και παρακαλώ την μεγαλειότητά σου να μη αποβή τούτο εις βάρος μου· διότι εγώ, έως ου ήμην έξω από την τοιαύτην τιμήν, και δεν είχον τόσας ψυχάς επάνω μου, εφρόντιζον να σώσω μόνον την ιδικήν μου ψυχήν· τώρα δε, επειδή εδέχθην τοσούτων ψυχών επιμέλειαν, ανάγκη είναι νύκτα και ημέραν να μη σιωπώ, αλλά ό,τι βλέπω παράνομον να το διορθώνω. Πρέπει όθεν και η μεγαλειότης σου, εάν ως άνθρωπος σφάλης εις τι, να δέχεσαι την διόρθωσιν και να μιμήσαι τον βασιλέα Δαβίδ, όστις εδέχθη την επιτίμησιν του Νάθαν και μετενόησε δια την αμαρτίαν του, την μοιχείαν και τον φόνον. Ομοίως άρχοντας και πτωχούς, ανάγκη είναι να τους διδάσκω και να τους διορθώνω. Μεγάλην αμαρτίαν θέλω έχει εις τον Θεόν, εάν ευρισκόμενος εις τούτο το ύψος της Αρχιερωσύνης σιωπώ, βλέπων τα παράνομα». Ταύτα και άλλα περισσότερα διδάσκοντος του Αγίου και του Θεού θέλοντος να δοξάση τον Άγιον και να φανερώση την αρετήν αυτού, τι θαύμα συνέβη; Άνθρωπος τις προ καιρού έχων πονηρόν δαιμόνιον, αιφνιδίως έπεσεν εν μέσω του λαού αφρίζων και κυλιόμενος· τούτο ιδόντες ο βασιλεύς και οι λοιποί παρεκάλεσαν τον Άγιον να κάμη έλεος εις εκείνον, και να δεηθή του Θεού περί της θεραπείας αυτού. Ο δε Άγιος δεηθείς του Θεού, και σφραγίσας αυτόν δια του τύπου του ζωοποιού Σταυρού, παρευθύς εποίησεν αυτόν υγιά. Ταύτα δε έγιναν κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν της χειροτονίας του. Ευρισκόμενος εις την Πατριαρχείαν ο Άγιος έγραψε λόγον, όστις επιγράφεται κατά Συνεισάκτων, ήτοι κατά των Αρχιερέων και Ιερέων εκείνων, οι οποίοι λόγω συγγενείας και υπηρεσίας είχον γυναίκας εις τας κατοικίας των να τους υπηρετώσι· και αποδεικνύει εκεί ο Άγιος, ότι όσοι ποιούσιν αυτό αμαρτάνουσι περισσότερον από εκείνους, οίτινες πορνεύουσι φανερά. Διότι εκείνοι μεν, ίσως ιδιώτες όντες και κοσμικοί, μόνον την ιδίαν αυτών ψυχήν βλάπτουσιν, ούτοι δε γίνονται πρόσκομμα και αιτία σκανδάλου προς όλον τον λαόν. Έπειτα έγραψε και κατά της αδίκου πλεονεξίας και κατηγορεί τους αρπάζοντας τα αλλότρια, τους αδικούντας, τους πλεονεκτούντας. Μετά ταύτα έγραψε κατά των ασώτων, οίτινες σκορπίζουσι τα υπάρχοντά των εις φαγοπότια και ασωτείας· εδίδασκε κατά της υπερηφανείας, της κενοδοξίας και της αργολογίας· ωνείδιζεν όλους εκείνους οίτινες εκαλλώπιζον εαυτούς και τους οίκους των, την δε αθάνατον ψυχήν των ημέλουν· κατεδίκαζε τους λαμβάνοντας όρκους αληθείς ή ψευδείς, εδίδασκε δε και παρεκίνει να μη κατακρίνη τις και να μη ψεύδηται. Περί δε της χριστομιμήτου ελεημοσύνης τι άλλο χρειάζεται να είπωμεν; Ότι καθ’ εκάστην εδίδασκε τους ανελεήμονας και τους ασυμπαθείς έπειθε με τους χρυσούς του λόγους και με το καλόν παράδειγμά του να αναγνωρίζωσιν ως κέρδος την προς τον πλησίον αγάπην· διότι τις άλλος επήνεσε τοσούτον την ελεημοσύνην, όπως αυτός; Τις άλλος ύψωσε την ταπείνωσιν; Άλλος τις την παρθενίαν ενεκωμίασε; Τις την σωφροσύνην; Τι να λέγω τα κατά μέρος; Ποταμοί ύδατος ζώντος έρρεον εκ του στόματος αυτού καθ’ εκάστην· όχι μόνον εις την Κωνσταντινούπολιν, αλλά και πανταχού της γης εξήπλωσε την διδαχήν του. Διότι μίαν φροντίδα είχεν ο Άγιος· πως να κερδήση ψυχάς, να τας παραδώση εις χείρας Θεού, τον δε φθαρτόν βίον ή τας πολυεξόδους τραπέζας ή τα πολυτελή ενδύματα τα εμίσει και τα κατηγόρει εις πάσαν διδαχήν. Mαθών ο Άγιος ότι εις τα μέρη της Φοινίκης, Τύρον, Σιδώνα, Γάζαν, Τρίπολιν και τα επίλοιπα, είναι άνθρωποι κατά πολλά βεβυθισμένοι εις την ειδωλολατρίαν και έχουσι πολλούς βωμούς ειδωλικούς, εποίησε παντοίους τρόπους δια να τους οδηγήση εις τον Χριστόν και να αφανίση εκ θεμελίων τους ναούς εκείνους· δια τούτο εδεήθη του βασιλέως και έστειλε στρατιώτας, οίτινες τους μεν ειδωλικούς ναούς εκρήμνισαν, Εκκλησίας δε και Μοναστήρια ωκοδόμησαν, εις δόξαν της Αγίας Τριάδος· μετά ταύτα έστειλε και κήρυκας Μοναχούς εις τα Μοναστήρια ταύτα, οι οποίοι επέστρεψαν τους Έλληνας εκείνους εις την Ορθοδοξίαν της του Χριστού πίστεως. Ομοίως ακούσας ότι και εις τα μέρη της Ουγγαρίας επλεόναζε το δηλητήριον της αρειανικής αιρέσεως, παρευθύς έστειλεν εκεί ανθρώπους Ορθοδόξους, γινώσκοντας την γλώσσαν αυτών, τους οποίους εχειροτόνησε Διακόνους και Ιερείς, οίτινες εντός ολίγου προσείλκυσαν αυτούς εις την Ορθοδοξίαν. Και οι Σκύθαι δε και οι Τάταροι ήσαν και αυτοί ειδωλολάτραι, αλλ’ ο Άγιος έστειλε και προς αυτούς κατηχητάς σοφούς, οίτινες τους προσήγαγον εις την πίστιν του Χριστού. Ομοίως και εις την Ανατολήν ήσαν πολλοί Μαρκιωνισταί, περί των οποίων έγραψεν εις τους πέριξ Αρχιερείς, να τους διδάσκωσι, και δια της διδασκαλίας βοηθούντος του Θεού απέπτυσαν την αίρεσιν. Είχε δε και ταύτην την συνήθειαν ο Άγιος· δεν εκάθητο εις τράπεζαν να φάγη, ούτε με άρχοντα, ούτε με άλλον άνθρωπον. Και τούτο εποίει δια δύο αιτίας: πρώτον μεν, διότι εκ νεαράς ηλικίας του ούτε οίνον έπινεν, ούτε στερεάν τινα τροφήν έτρωγε, ειμή μόνον τον χυλόν του κριθαρίου το οποίον έβραζε, εκ τούτου δε ησθένησεν ο στόμαχός του και δεν ηδύνατο να φάγη άλλην τροφήν· δεύτερον δε, διότι εάν ήθελε να συγκαταβή να τρώγη με πλουσίους, ανάγκη ήτο να φάγη και με πτωχούς· και δια τας δύο ταύτας αιτίας, λέγει ο Συμεών ο Μεταφραστής, ότι δεν ήθελεν ο Άγιος να συμφάγη μετά τινος ανθρώπου. Ήτο δε ο Άγιος πολύ επιτήδειος, όχι μόνον εις το να διδάξη δια λόγων, αλλά και εις το να νοήση ορθώς το πνεύμα της θείας Γραφής· ηγάπα να εξηγή τας Αγίας Γραφάς και να συγγράφη λόγους, εξόχως δε τας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου, τας οποίας τόσον είχε προθυμίαν να τας εξηγήση, ώστε πάντοτε εις τας διδαχάς του ανέφερε εκ των ρημάτων αυτού και πάντοτε εις το στόμα του ήτο ο Παύλος και αναπνοή του Χρυσοστόμου ο Παύλος ήτο· δια τούτο παρεκάλει πάντοτε τον Θεόν να του αποκαλύψη Μυστήριον τι, δια να βεβαιωθή, εάν η εξήγησις των Επιστολών ήρεσκεν εις τον Απόστολον Παύλον. Ακούσατε δε τι ωκονόμησεν ο Θεός. Ωργίσθη ποτέ ο βασιλεύς κατά τινος άρχοντος του Παλατίου, αφού δε του επήρε τα υπάρχοντά του όλα, ήθελε και να τον φονεύση. Εκείνος μη έχων που αλλού να καταφύγη, προσέδραμεν εις τον Άγιον, όστις κατά την ώραν εκείνην δεν τον είδεν αυτοπροσώπως, μαθών όμως ότι τον ζητεί ο άρχων αυτός του παρήγγειλε, ίνα υπάγη κατά την ώραν του αποδείπνου να συνομιλήσωσι· παρήγγειλε δε και εις τον μαθητήν του Πρόκλον, όστις έγινε μετά ταύτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ότι την ώραν κατά την οποίαν θα έλθη ο άρχων, να τον υπάγη κρυφίως εις το κελλίον του. Όταν λοιπόν ενύκτωσεν, επήγεν ο άρχων κατά την παραγγελίαν του Αγίου και ευρών τον Πρόκλον, του είπε να τον υπάγη εις το κελλίον του Αγίου· ο δε Πρόκλος επήγε να ειδοποιήση τον Άγιον περί του άρχοντος· εύρεν όμως κεκλεισμένην την θύραν· νομίζων δε ότι δεν θα ευρίσκετο κανείς εντός του κελλίου, παρετήρησεν από θυρίδα τινά δια να βεβαιωθή, και βλέπει, ότι ο μεν Άγιος εκάθητο και έγραφε, άνθρωπος δε τις φαλακρός, πλατυγένειος, ήτο άνωθεν των ώμων του Αγίου ολίγον εσκυμμένος και του ωμίλει εις το ωτίον. Τούτο ιδών ο Πρόκλος ενόμισεν ότι άνθρωπος τις ελθών έξωθεν ομιλεί μετά του Αγίου. Ανέμενε λοιπόν επί πολλήν ώραν να εξέλθη ο άνθρωπος εκείνος. Επειδή όμως έβλεπεν ότι εκείνος δεν εξήρχετο, επήγεν και είπεν εις τον άρχοντα, ότι δεν είναι δυνατόν να ίδη τον Άγιον, διότι άνθρωπος τις ομιλεί μυστικά με αυτόν· ο δε άρχων εκείνος ανέμενεν ολίγον· έχων δε μεγάλην ανάγκην να ίδη τον Άγιον, πάλιν έστειλε τον Πρόκλον να υπάγη. Μεταβάς λοιπόν και πάλιν και ιδών τον αυτόν άνθρωπον, επέστρεψε λυπημένος, διότι δεν εύρε καιρόν να εμβάση τον άρχοντα και διότι ο άνθρωπος εκείνος εισήλθε κρυφίως χωρίς να τον ερωτήση. Ανέμενε λοιπόν και πάλιν και στενοχωρούμενος υπό του άρχοντος επήγε να ίδη, αλλά και πάλιν ομοίως τον έβλεπεν, ομιλούντα μετά μεγάλης προσοχής εις το ωτίον του Αγίου, έως ου έφθασε και η ώρα του όρθρου και εσήμαναν. Τότε εγερθείς ο Άγιος επήγεν εις την Εκκλησίαν, μη γνωρίζων ούτε ότι ο άρχων εκείνος ήλθεν, ούτε την οπτασίαν την οποίαν έβλεπεν ο Πρόκλος. Την άλλην ημέραν επήγε πάλιν ο άρχων εκείνος, έχων μεγάλην ανάγκην να συναντήση τον Άγιον· ο δε Πρόκλος, ως επήγε να δώση είδησιν του Αγίου, πάλιν είδεν εκείνον τον φαλακρόν, τον οποίον έβλεπε και την προηγουμένην ημέραν και ωμίλει εις το ωτίον του Αγίου, ο δε Άγιος είχε μεγάλην προσοχήν να τον ακούη. Τότε ώμοσε καθ’ εαυτόν ο Πρόκλος, ούτε να φάγη, ούτε το όμμα του να κλείση, εάν μη φυλάξη να ίδη πόθεν εμβαίνει ο άνθρωπος εκείνος, και τις είναι και τι ζητεί. Την δε τρίτην νύκτα πάλιν επήγεν ο άρχων και ηνάγκαζε τον Πρόκλον να ομιλήση δια την υπόθεσίν του· αυτός δε του είπε· «Μη λυπήσαι, απόψε είναι μόνος, διότι εγώ είχα μεγάλην προσοχήν και άλλος τις δεν ήλθεν, όθεν υπάγω να το είπω». Επήγε λοιπόν αλλά και πάλιν, ω των θαυμασίων έργων του Θεού! είδε τον αυτόν άνθρωπον ομιλούντα ομοίως μετά του Αγίου. Ανέμενε πάλιν, αλλά εκείνος δεν εξήλθε παντελώς. Τότε επέστρεψε προς τον άρχοντα και του είπε· «Ύπαγε εις το καλόν και δέου του Θεού να σε βοηθήση εις την ανάγκην σου, διότι, καθώς βλέπω, δεν είναι δυνατόν να συνομιλήσης με τον Άγιον ούτε σήμερον, ούτε αύριον, έως ου να ποιήση ο Θεός οικονομίαν τινα δια σε». Όθεν επέστρεψεν ο Άρχων εις την οικίαν του λυπημένος δια την συμφοράν του. Πρωϊας γενομένης ενεθυμήθη ο Άγιος τον άρχοντα και ηρώτησε τον Πρόκλον λέγων· «Πως δεν ήλθεν ο άρχων εκείνος, όστις ήθελε να μου ομιλήση; Μήπως διώρθωσε την υπόθεσίν του;» Απεκρίθη ο Πρόκλος· «Ήλθε, Δέσποτά μου, και ανέμενε τρεις νύκτας εδώ, αλλά δεν ηδυνήθη να σε συναντήση». Ο δε Άγιος του λέγει· «Και διατί δεν ήλθες να μου είπης περί αυτού, καθώς σου παρήγγειλα;» Απεκρίθη ο Πρόκλος· «Ήλθον, Δέσποτά μου, πέντε και δέκα φοράς, αλλά δεν ήτο δυνατόν να σου ομιλήσω, διότι άνθρωπος τις σεβαστός φαλακρός ίστατο άνωθέν σου και σου ωμίλει εις το ωτίον και δεν ήθελον να σε διακόψω από την συνομιλίαν εκείνου, διότι έβλεπον ότι μετά μεγάλης προσοχής σου ωμίλει». Λέγει ο Άγιος· «Και ποίος ήτο εκείνος όστις μου ωμίλει;» Του λέγει ο Πρόκλος· «Δέσποτά μου, τον άνθρωπον εκείνον δεν τον γνωρίζω, αλλά συμπεραίνω ότι ομοιάζει προς τον Απόστολον Παύλον, του οποίου την εικόνα έχεις άνωθέν σου και την βλέπεις όταν γράφης». Τότε εγνώρισεν ο Άγιος ότι επήκουσεν ο Θεός την προσευχήν του και είναι θέλημα Θεού να εξηγήση τας Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου. Από τότε ο Άγιος συνέγραψε το βιβλίον όπερ ευρίσκεται έως σήμερον, ήτοι «Τας δεκατέσσαρας επιστολάς του Αποστόλου Παύλου», αι οποίαι είναι θησαυρός μέγας και πλούτος αδαπάνητος εις την Εκκλησίαν του Χριστού· διώρθωσε δε και την υπόθεσιν του άρχοντος εκείνου, διότι παρεκάλεσε τον βασιλέα και τον διώρισε πάλιν εις την προτέραν του τιμήν. Ούτος ο της Εκκλησίας λαμπρός αστήρ και της αρετής Διδάσκαλος, ζήλω θείω κινούμενος, ουδέ τους Ιερείς ημέλει να ελέγχη, όταν έπταιον· και όχι μόνον με λόγους τους ετιμώρει, αλλά και με έργα, διότι τους έκαμνεν αργούς και τους εξέβαλλεν έξω της του Χριστού Εκκλησίας, δια τούτο και εις τινας εφαίνετο βαρετός. Όταν δε ήρχισε να ελέγχη και τους άρχοντας, τότε πολλοί τον κατέκριναν και τον εφθόνουν. Αλλ’ αυτός εμιμείτο τον Προφήτην Δαβίδ, όστις λέγει· «Ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην» (Ψαλμ. ριη:46). Εκείνοι δε, κακοί όντες, άρπαγες και πλεονέκται, και αδικούντες τους πτωχούς και ορφανούς και χήρας, αντί να διορθωθώσι και να ευγνωμονώσι τον Άγιον, όστις τους έλεγε την αλήθειαν, τον κατέκρινον και τον έλεγον υπερήφανον και αναίσχυντον. Συνήθεια ήτο από τον καιρόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ότι όστις ήθελε πταίσει και γίνει άξιος φυλακής ή θανάτου, εάν προέφθανε και κατέφευγεν εις την Εκκλησίαν του Πατριαρχείου, δεν ετόλμα τις να εξαγάγη αυτόν έξω ή να του προξενήση κακόν τι· αύτη η συνήθεια επικρατεί και έως της σήμερον εις τα μέρη της Ιταλίας, και είναι πολύ επαινετή. Ο ύπατος του βασιλέως, Ευτρόπιος ονόματι, θέλων να εκδικηθή εχθρούς του τινάς, οίτινες του έπταισαν και κατέφυγον εις την Εκκλησίαν, παρεκίνησε τον βασιλέα Αρκάδιον και εξέδωκε διαταγήν, ίνα ο νόμος και η συνήθεια ακυρωθή και ίνα ο πταίστης τιμωρήται κατά το πταίσιμόν του. Αλλά δεν παρήλθεν ολίγος καιρός και έπταισεν ο Ευτρόπιος εις τον βασιλέα και εκινδύνευσεν εις θάνατον. Όθεν μη έχων άλλην καταφυγήν, έδραμεν εις την καταφρονηθείσαν παρ’ αυτού Εκκλησίαν, ίνα σωθή εκ του θανάτου. Βλέπων δε ο Άγιος ότι κατέφυγεν εις το θυσιαστήριον και ζητεί έλεος, και μόνον ότι δεν εξεψύχει από τον φόβον του, ανέβη εις τον άμβωνα υψηλά, δια να τον βλέπη το πλήθος του λαού, όπερ συνήχθη τότε και ήλεγξε τον Ευτρόπιον, διότι δια να εκδικηθή τους εχθρούς του παρεκίνησε τον βασιλέα και κατήργησε τον νόμον της καταφυγής και τα λοιπά, τα οποία φαίνονται εις τον προς Ευτρόπιον λόγον του. Ούτος ο λόγος του Αγίου εφάνη σκληρός εις τους Κληρικούς και άρχοντας και ωνείδιζον τον Άγιον ως ανελεήμονα και άσπλαγχνον. Έγινε δε και άλλη τοιαύτη υπόθεσις κατ’ εκείνας τας ημέρας και ηύξησαν οι κατήγοροι του Αγίου. Εντός της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν πολλοί Αρειανοί, ο δε Άρειος έλεγεν ότι ο Χριστός δεν είναι άναρχος και άκτιστος Θεός, αλλά κτίσμα και δούλος του Θεού. Ούτοι είχον και ιδίας Εκκλησίας και εποίουν διδαχάς καθ’ εκάστην, ώστε και πολλοί των Χριστιανών απατώμενοι εκ των λόγων των μιαρών Αρειανών εγίνοντο αιρετικοί. Τούτο βλέπων ο Άγιος να γίνεται εντός της πόλεως, ένθα είναι θρόνος βασιλικός και Πατριαρχικός, εζήτει κατάλληλον ευκαιρίαν να τους εκδιώξη από την πόλιν. Όταν λοιπόν ήλθεν η εορτή των Φώτων και επήγεν ο βασιλεύς εις την Εκκλησίαν, εστάθη ο Άγιος έμπροσθέν του και του λέγει· «Μεγαλειότατε, εάν ήθελε ρίψει τις λίθους ατίμους εις το μέσον των πολυτίμων λίθων και εις τους μαργαρίτας του στέμματός σου, άραγε ήθελες το υπομείνει;» Ο βασιλεύς απεκρίθη· «Καταφρόνησιν ήθελον το νομίσει». Ο δε Άγιος του λέγει· «Αλλά ο Βασιλεύς των βασιλέων Χριστός δεν αγανακτεί, να είναι οι μιαροί Αρειανοί εις το μέσον των Χριστιανών, να τους μιαίνωσι με τους βλασφήμους λόγους των; Πρέπει, ω βασιλεύ, ή να επιστρέψουν και αυτοί και να γίνωσιν Ορθόδοξοι ή να τους εκδιώξης εκ της Κωνσταντινουπόλεως». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς εδέχθη τον λόγον του Αγίου. Πρωϊας δε γενομένης, εκάλεσε τους πρώτους των Αρειανών και τους είπε την απόφασίν του ή να επιστρέψουν από την αίρεσίν των ή να εξέλθωσι της πόλεως, να κατοικήσωσιν εις τα προάστια. Τότε άλλοι μεν επέστρεψαν, μη θέλοντες να αφήσωσι τας οικίας των και τα κτήματά των, άλλοι δε εξήλθον της πόλεως και κατώκησαν εις τα περίχωρα αυτής, όμως ούτε εκεί ειρήνευον, αλλ’ όταν ήτο μεγάλη εορτή και έψαλλον οι Χριστιανοί εις την Κωνσταντινούπολιν, εισήρχοντο και αυτοί κρυφίως εις τους οίκους των αρχόντων, οίτινες ήσαν κεκρυμμένοι Αρειανοί και έψαλλον άσματα εναντία της Ορθοδοξίας, λέγοντες· «Που εισίν οι λέγοντες τα τρία μίαν δύναμιν;» Τούτο ως έμαθεν ο Άγιος, ζήλου θείου πλησθείς και φοβούμενος μήπως αυξήση ο μιασμός των αιρετικών, συνέθεσε και αυτός άλλα Τροπάρια εναντία των αιρετικών και τα έδωκεν εις τους Χριστιανούς να τα ψάλλωσι, τα οποία τα ωνόμαζον αντίφωνα. Απ’ αυτό ήναψεν περισσότερον ο φθόνος των αιρετικών και επλήθυνεν ο άγριος θυμός των· όθεν εγίνοντο φιλονικίαι και μάχαι από τας οποίας πολλοί ετραυματίζοντο, τέλος δε ηκολούθησαν και φόνοι εις αμφότερα τα μέρη. Ενώ δε ευνούχος τις της βασιλίσσης, ονόματι Βρίσων, έψαλλε με τους Χριστιανούς τα αντίφωνα, έρριψαν λίθους οι αιρετικοί και τον εφόνευσαν· τούτο μαθών ο βασιλεύς ημπόδισε τους αιρετικούς να ψάλλωσι τελείως εις την Κωνσταντινούπολιν. Όταν δε ελειτούργει ο Άγιος έβλεπε το Άγιον Πνεύμα, όπερ κατέβαινεν εις τα τίμια και άγια δώρα με σημείον, όπερ έβλεπε μόνον η καθαρά και αμόλυντος ψυχή του. Λειτουργούντος ποτέ του Αγίου μετά τινος Διακόνου, ούτος ατενίσας προς τον γυναικωνίτην είδε γυναίκα ωραίαν και εσκανδαλίσθη. Εννοήσας τούτο ο Άγιος, βλέπει ότι δεν κατήλθε το Άγιον Πνεύμα, κατά την συνήθειαν· τότε τον μεν Διάκονον διέκοψεν από την λειτουργίαν εκείνην και τότε είδε το Άγιον Πνεύμα· μετά δε ταύτα, δια να μη συμβή και άλλοτε, προσέταξε να κατασκευάσωσιν εις τον γυναικωνίτην δικτυωτά (καφάσια), ώστε αι γυναίκες να βλέπωσι προς το άγιον Βήμα, οι δε Κληρικοί να μη βλέπωσι προς τας γυναίκας. Ήτο δε τότε άνθρωπος τις πλούσιος, όστις ήτο Μακεδονιστής αυτός και η γυναίκα του. Μακεδονισταί δε ελέγοντο οι οπαδοί του αιρετικού Μακεδονίου του ποτέ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος εβλασφήμει εις το Άγιον Πνεύμα. Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός, ακούων την διδαχήν του Αγίου, επέστρεψεν εις το Ορθόδοξον δόγμα· η γυνή του όμως, με το στόμα μεν έλεγε ότι είναι Χριστιανή, εντός δε της καρδίας της εκράτει στερεώς την αίρεσιν. Όταν δε εις εορτήν τινα εκοινώνουν οι Χριστιανοί, αυτή επήγε κρυφίως εις τους ιερείς των πνευματομάχων και έλαβε τον άρτον εις χείρας της δια να κοινωνήση, διότι ούτως ήτο συνήθεια, έδιδον τον άρτον μόνον εις τας χείρας εκείνου όστις έμελλε να μεταλάβη και ύστερον του έδιδον τον οίνον εις το στόμα του. Αφού έλαβε τον άρτον εκείνη η γυνή, δεν τον έφαγεν, αλλά τον έδωκε κρυφίως της δούλης της, την οποίαν είχε μεθ’ εαυτής, να τον φυλάττη· εις δε την ώραν της λειτουργίας των Χριστιανών επήγε πάλιν εις το φανερόν με τον άνδρα της να κοινωνήση. Και ως ήλθεν η ώρα της κοινωνίας, έλαβε και αυτή μετά των άλλων τον άγιον Άρτον εκ της χειρός του Αγίου εις τας χείρας της, κατά την τότε συνήθειαν· έπειτα κρυφίως έλαβε πάλιν τον άρτον των αιρετικών· αφού δε τον έβαλεν εις το στόμα της, παρευθύς, ω του θαύματος! ο άρτος εκείνος έγινε λίθος εις το στόμα της. Τούτο ως είδεν η γυνή εφοβήθη και μετά φωνής μεγάλης διηγήθη το συμβάν και εξ όλης ψυχής επίστευσεν εις τον Χριστόν. Τότε ο Άγιος έβαλε την πέτραν εκείνην εις το σκευοφυλάκιον προς ενθύμησιν του θαύματος. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο άνθρωπος τις, Γαϊνάς ονόματι, εκ της Κελτίας ή της Αλαμανίας, βάρβαρος κατά την γλώσσαν και γνώμην, στρατιωτικός, ολίγον δε κατ’ ολίγον αναβιβαζόμενος εις τους βαθμούς της στρατιωτικής υπηρεσίας έγινε στρατηγός των πεζών και ιππέων στρατιωτών· ήτο δε Αρειανός και εβουλεύετο κρυφίως να λάβη την βασιλείαν· θέλων δε να εύρη πρόφασιν, ημέραν τινά εζήτησεν από τον βασιλέα Αρκάδιον να του δώση μίαν Εκκλησίαν εις το φανερόν εντός της Κωνσταντινουπόλεως, να ψάλλωσιν οι ομόφρονές του Αρειανοί. Ο δε βασιλεύς είπεν εις τον Άγιον, ότι καλόν είναι να ποιήσωμεν το ζήτημά του, ίσως τον φέρωμεν εις την αγάπην. Τότε ο Άγιος είπε· «Αρμόζει εις την Ορθοδοξίαν, ω βασιλεύ, να εκδιώξωμεν ευσεβείς Χριστιανούς, οίτινες κηρύττουσιν ορθοδόξως την Αγίαν Τριάδα, και να βάλωμεν αιρετικούς να βλασφημώσιν εις το ομοούσιον; Πως να το υπομείνη ο Θεός; Αλλ’ εάν φοβήσαι τον Γαϊνάν, πρόσταξον να έλθη εδώ έμπροσθέν σου, να του ομιλήσω εγώ, η δε μεγαλειότης σου να ακροάζησαι και θα ιδής πως θα τον πείσω να μη ζητή πράγματα υπέρ την δύναμίν του». Ήκουσεν ο βασιλεύς και εχάρη. Πρωϊας δε γενομένης εκάλεσε ενώπιόν του τον Γαϊνάν και τον Άγιον. Τότε ο μεν Γαϊνάς εζήτει πάλιν το πρώτον ζήτημα από τον βασιλέα, ο δε Άγιος λέγει προς τον βασιλέα· «Δεν είναι πρέπον, βασιλεύ, να χαρίζης εκείνο όπερ δεν ορίζεις· και αν θέλης να είσαι Χριστιανός ευσεβής, λείψον από τα εκκλησιαστικά πράγματα, ως ημείς οίτινες λείπομεν από τα κοσμικά· εις το κράτος της εξουσίας σου έδωκεν ο Θεός να ορίζη τον κόσμον, εις ημάς δε εχάρισε να ορίζωμεν τας Εκκλησίας. Πως λοιπόν ζητείς να χαρίσης πράγμα, όπερ δεν είναι εις την εξουσίαν σου;» Του λέγει ο Γαϊνάς· «Αλλά τόσον δεν αξίζω και εγώ, δια να έχω εξουσίαν να προσκυνώ εις μίαν Εκκλησίαν;» Απεκρίθη ο Άγιος· «Όλαι αι Εκκλησίαι ιδικαί σου είναι· αν θέλης να προσκυνής, δεν σε εμποδίζει τις». Λέγει ο Γαϊνάς· «Αλλ’ εγώ είμαι άλλης θρησκείας, και θέλω να έχω χωριστά Εκκλησίαν να προσκυνώ με τους ομοπίστους μου· έπειτα ουδέ δωρεάν σας ζητώ ταύτην την χάριν, αλλά πρέπει να μου την δώσητε, διότι εγώ πολλούς κινδύνους υπέμεινα δια το συμφέρον της πόλεως και πολλάς ανδραγαθίας εποίησα εις τους πολέμους, ως σεις οι ίδιοι γνωρίζετε». Απεκρίθη ο Άγιος· «Δεν σου πρέπει, ω Γαϊνά, να μας ονειδίζης δια τας ανδραγαθίας σου, διότι αν και εκοπίασας, ως λέγεις, εις τους πολέμους και εκινδύνευσας δια τον βασιλέα και την πόλιν, αλλά ιδέ πόσην τιμήν έχεις, εν ω δεν ήσουν αυτής άξιος· και συλλογίσου, τις ήσο πρότερον, και ποίαν θέσιν κατέχεις σήμερον· ησύχαζε λοιπόν με την αξίαν την οποίαν έχεις σήμερον και μη ζητείς πράγματα, τα οποία δεν σε ωφελούσι». Ταύτα ως ήκουσεν ο Γαϊνάς, τότε μεν δεν ωμίλησε, ως και ο βασιλεύς και οι άρχοντες, εθαύμασαν δε πως τον εφίμωσεν ούτω με ολίγους λόγους. Αφού δε παρήλθεν αρκετός καιρός, ετέλεσεν ό,τι είχε κατά νουν και έγινεν αποστάτης του βασιλέως, συνάξας δε ίδιον αυτού στρατόν, ελεηλάτει τα μέρη της Θράκης και της Μακεδονίας, τα οποία περιήρχετο ο Γαϊνάς αιχμαλωτίζων. Ο δε βασιλεύς, μη δυνάμενος να τον καταδιώξη δια πολλάς αιτίας, εσκέφθη να στείλη απεσταλμένους δια να ειρηνεύσωσιν αυτόν, αλλ’ ουδείς ετόλμα να υπάγη γνωρίζων αυτόν βάρβαρον και ανήμερον άνθρωπον. Τότε λέγει ο Άγιος προς τον βασιλέα· «Εγώ, βασιλεύ, υπάγω, να καταμαλάξω και να ημερώσω την ανήμερον ψυχήν του». Επήγε λοιπόν ο Άγιος έχων βοηθόν και φύλακα τον Θεόν· και όταν επλησίασεν εις την σκηνήν του Γαϊνά, και ως τον είδεν από το σχήμα και από το βάδισμα σεμνόν και ενθυμούμενος την παρρησίαν του, όλως ηλλοιώθη και παρευθύς ηγέρθη και προϋπήντησε τον Άγιον έξω από την σκηνήν, και την αγίαν του χείρα ησπάσθη, και το πρόσωπόν του έτριβε μετ’ αυτής θέλων να αγιασθή. Ομοίως δε και όλοι οι εκλεκτοί άρχοντές του προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, ζητούντες ευχήν και ευλογίαν. Τέλος ήλθον και εις συνομιλίαν και τόσον έσταξαν εκ του στόματός του λόγια χρυσά και γλυκύτερα μέλιτος, ώστε μετέστρεψε τον ποτέ λύκον Γαϊνάν εις ημερώτατον αρνίον και εποίησαν αγάπην μετά του βασιλέως. Γενομένου δε του Αγίου εγγυητού, τότε μεν ησύχασεν ο Γαϊνάς, ύστερον δε μετά καιρόν πάλιν μεταχειρισθείς τα πρότερά του έργα και λεηλατών τους τόπους, τους οποίους προείπομεν, συνελήφθη υπό του βασιλικού στρατεύματος και εφονεύθη, απολαβών εκείνο όπερ εζήτει. Σύνοδος συνήχθη ποτέ εις την Κωνσταντινούπολιν εξ είκοσιν εννέα Αρχιερέων από την Ανατολήν δια εκκλησιαστικάς υποθέσεις. Καθημένου του Αγίου κατά Σάββατον εις την Σύνοδον με τους Αρχιερείς, παρρησιάσθη εν μέσω αυτών ο Επίσκοπος Ουαλεντινουπόλεως, ονόματι Ευσέβιος, και έδωκεν εις τας χείρας του Αγίου λιβέλλους, κατηγορούντας τον Εφέσου Αντωνίνον· ώρκισε δε τον Άγιον εις το φοβερόν όνομα του Χριστού, να εξετάση λεπτομερώς την υπόθεσιν και να μη ποιήση φιλοπροσωπίαν. Ήσαν δε τα εγκλήματα εκείνα διηρημένα εις επτά κεφάλαια· πρώτον μεν, ότι τα σκεύη τα χρυσά και αργυρά της Μητροπόλεως τα έδωκεν ο Μητροπολίτης εκείνος Αντωνίνος εις χρυσοχόους και τα εποίησαν σκεύη προς χρήσιν αυτού και του υιού του, τον οποίον είχε κοσμικόν Διάκονον· β) ότι ήσαν μάρμαρά τινα εις την Εκκλησίαν και αυτός τα εξέβαλε και τα έβαλεν εις το λουτρόν του· γ) ότι ήσαν κιόνια τινα ευρισκόμενα παλαιόθεν εις την Εκκλησίαν, προς χρήσιν της Εκκλησίας, εάν ποτέ λάβη ανάγκην, αυτός δε τα έλαβε και τα έθηκεν εις τον οίκον τον οποίον έκτιζε δια τον υιόν του· δ) ότι ο υιός του κατηγορήθη και κατηγγέλθη ως φονεύς, και αυτός, ουδέ τον Θεόν φοβούμενος, ουδέ τους ανθρώπους εντρεπόμενος, δεν τον απέβαλεν από την θέσιν της Ιεροδιακονίας, αλλά τον συγχωρεί και λειτουργεί· ε) ότι πάλαι ποτέ η μήτηρ του Ιουλιανού του Παραβάτου, Βασιλική ονόματι, Χριστιανή ούσα, εχάρισεν εις την Μητρόπολιν χωρία, και αυτός τα επώλησε χωρίς άδειαν των Επισκόπων, δεν είναι δε γνωστόν που διετέθησαν τα χρήματα· στ) ότι την γυναίκα την οποίαν είχε πριν να γίνη Μητροπολίτης, πάλιν την εισάγει εις την Μητρόπολιν και συγκατοικεί μετ’ αυτής, εγέννησε δε και παιδίον· ζ) το μεγαλύτερον και χείριστον, ότι, όταν θα χειροτονήση Επίσκοπον, Ιερέα ή Διάκονον, λαμβάνει χρήματα και γίνεται σιμωνιακός. Αυτά τα επτά εγκλήματα, ως τα ανέγνωσεν ο Άγιος, είπε προς τον Επίσκοπον· «Αδελφέ Ευσέβιε, πάντοτε αι κατηγορίαι αίτινες γίνονται από λύπην δεν αποδεικνύονται ευκόλως· μήπως λοιπόν σε ελύπησεν ο Μητροπολίτης σου και τον κατηγορείς; Και εάν δεν το αποδείξης, θα τιμωρηθής· αλλά σε συμβουλεύω να λείψης από τοιαύτας κατηγορίας». Λέγει ο Επίσκοπος· «Δεν εγκαλώ τον Μητροπολίτην μου, Δέσποτα Άγιε, δια πάθος ή δι’ έχθραν, αλλά μόνον ένεκεν αληθείας, και σε ορκίζω εις τον Θεόν να εξετάσης άπαντα καταλεπτώς». Ήτο δε τότε ώρα της Λειτουργίας, και ο μεν Άγιος, νομίζων ότι προέρχονται από συκοφαντίας οι λόγοι, ηγέρθη να υπάγη εις την Εκκλησίαν· προσέταξε δε τον τότε Μητροπολίτην Ηρακλείας, Παύλον ονόματι φίλον όντα του Αντωνίνου, να τους συμφιλιώση, διότι ήτο και ο Αντωνίνος εκεί εις την Σύνοδον. Ο δε Επίσκοπος Ευσέβιος δεν ειρήνευεν, αλλά πάλιν έγραψεν άλλους λιβέλλους, και όταν εξήλθεν ο Άγιος από την λειτουργίαν, ενώπιον του λαού τους έδωκεν εις τας χείρας του και τον ώρκισεν εις την σωτηρίαν του βασιλέως να μη αμελήση να εξετάση την υπόθεσιν. Λέγει ο Άγιος· «Επίσκοπε, πριν να ακούσουν οι Αρχιερείς και ο λαός τα εγκλήματα, τα οποία γράφεις εδώ, σε συμβουλεύω να συνάψης φιλίαν με τον Μητροπολίτην σου, διότι έχεις ιατρείαν· όταν δε παρρησιασθώσι τα λόγια αυτά, δεν θα ημπορέσης να αποφύγης· αλλά εάν τα αποδείξης, θα παιδευθή εκείνος, εάν δε ευρεθής συκοφάντης, μέλλεις να καθαιρεθής». Εκείνος δε επέμενε και ηνάγκαζε τον Άγιον να τα αναγνώση εις τον λαόν. Ιδών ο Άγιος την επιμονήν του Επισκόπου, έδωκε τας κατηγορίας και τας ανέγνωσαν παρρησία· οι δε Αρχιερείς, ως ήκουσαν τας τοιαύτας κατηγορίας, είπον προς τον Άγιον· «Δεν στέργομεν, Δέσποτα Άγιε, να έχωμεν τοιούτον Αρχιερέα εγκληματικόν εις το μέσον ημών, μόνον σε παρακαλούμεν και ημείς να γίνη ακριβώς η εξέτασις δια το τελευταίον έγκλημα, το σιμωνιακόν· διότι εάν ευρεθή αυτό βέβαιον, τι τα θέλομεν τα άλλα, τα οποία είναι ακόλουθα; Διότι όστις καταφρονεί το μεγαλύτερον, ευκόλως δύναται να καταφρονήση και το μικρότερον». Η σκέψις αύτη ήρεσεν εις τον Άγιον· όθεν ήρχισαν να ποιώσι την εξέτασιν, αλλά τόσον ο Αντωνίνος, όσον και ο συγκατηγορούμενός του Επίσκοπος ηρνούντο διαρρήδην τας αποδιδομένας κατηγορίας. Όθεν ο Άγιος, ιδών ότι ευκόλως δεν ευρίσκεται η αλήθεια χωρίς μάρτυρας ή και αν προσεκαλούντο, θα ημποδίζοντο να είπωσι την αλήθειαν από τους ενδιαφερομένους δι’ αυτήν την υπόθεσιν, απεφάσισε να υπάγη ο ίδιος εις την Έφεσον να εξετάση δια να μη αφήση τους Αποστολικούς και Πατρικούς Κανόνας να καταφρονηθώσιν. Ο δε Αντωνίνος, γνωρίζων την ενοχήν του, παρεκάλεσε τον επίτροπον της βασιλείας, φίλον του όντα, να εμποδίση τον Άγιον να μη εξέλθη της Κωνσταντινουπόλεως, επί τη προφάσει, ότι επειδή τότε ακόμη έζη ο Γαϊνάς, λεηλατών τα μέρη της Θράκης και Μακεδονίας, ήτο ανάγκη να ευρίσκηται ο Πατριάρχης εκεί. Δια τούτο ενεποδίσθη ο Άγιος υπό του βασιλέως να εξέλθη. Όθεν έστειλε δύο Μητροπολίτας και ένα Επίσκοπον εκ της Συνόδου, να υπάγωσι να εξετάσωσι την υπόθεσιν, τους παρήγγειλε δε όπως, εάν εντός δύο μηνών δεν φέρη ο Ευσέβιος τους μάρτυρας έμπροσθέν των, να τον καθαιρέσωσιν ως συκοφάντην. Μετέβησαν λοιπόν οι προσδιορισθέντες Αρχιερείς εις την Έφεσον, δια να εξετάσωσι την υπόθεσιν. Ο Ευσέβιος όμως, λαβών δώρα παρά του Αντωνίνου, εποίησεν ειρήνην και αγάπην μετ’ αυτού· θέλων δε να μη φανή ψεύστης, αφήκε να παρέλθη καιρός εις την προσαγωγήν των μαρτύρων, όπως βαρυνθώσιν οι Αρχιερείς και επιστρέψωσιν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα ούτως θεωρηθή αυτός αναίτιος. Όθεν παρήλθον οι δύο μήνες και επλησίαζε να παρέλθη και τρίτος μην. Τέλος ιδόντες οι Αρχιερείς ότι ο Ευσέβιος εψεύσθη, τον καθήρεσαν, εκείνοι δε επέστρεψαν δια την Κωνσταντινούπολιν. Εν μέσω όμως της οδού φθάσας ο Ευσέβιος τους έλεγε να επιστρέψωσιν οπίσω, διότι είχεν ετοιμάσει τους μάρτυρας, αλλ’ επειδή ησθένησε δεν ηδυνήθη να έλθη εις Έφεσον έμπροσθέν των, να παρουσιάση τους μάρτυρας. Οι δε Αρχιερείς το μεν ένεκα του καύσωνος, το δε προβλέποντες και το ψεύδος του Ευσεβίου, δεν ηθέλησαν να επιστρέψωσιν εις την Έφεσον, αλλ’ επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν. Κατά το διάστημα τούτο απέθανεν ο Αντωνίνος, οι δε Χριστιανοί έστειλαν από την Έφεσον γράμματα προς τον Άγιον δεόμενοι να υπάγη έως εκεί, πρώτον μεν δια να διορθώση τους Επισκόπους, οι οποίοι παρεκινήθησαν από το κακόν παράδειγμα του Αντωνίνου και εμίαναν τας χείρας των με την σιμωνίαν, έπειτα δε να απαλλάξη τον λαόν εκείνον από την αίρεσιν των Αρειανών, οι οποίοι επλεόναζον εις τους τόπους εκείνους, προσέθετον δε όρκους φοβερούς και ανέθετον τον Άγιον εις τον Θεόν, εάν δεν θελήση να υπάγη. Ο δε του Θεού άνθρωπος επεβιβάσθη εις βασιλικόν πλοίον και μετά τρεις ημέρας εξήλθεν εις την πόλιν Απάμειαν την παραθαλασσίαν, εκεί εύρε Παύλον, Κυρίνον και Παλλάδιον τους Επισκόπους, οίτινες τον ανέμενον, καθώς τους παρήγγειλεν ο Άγιος· επήγε δε μετ’ αυτών πεζός εις την Έφεσον. Συνήχθησαν δε τότε εκεί και άλλοι Αρχιερείς περισσότεροι από εβδομήκοντα, οι οποίοι ήσαν από Λυδίαν, Φρυγίαν, Καρίαν και από άλλας επαρχίας της Ανατολής, θέλοντες να ίδωσι τον Άγιον και να ακούσωσι τους χρυσούς λόγους, οίτινες έρρεον από το στόμα του. Μεταξύ αυτών ήτο και ο Ευσέβιος, δεόμενος να συγχωρηθή από την αργίαν· οι δε Αρχιερείς έλεγον ότι δεν πρέπει, συκοφάντης ων και κατήγορος ψευδής του Μητροπολίτου αυτού, να έχη συγχώρησιν. Αυτός όμως έλεγεν· «Δεν είμαι συκοφάντης, αλλ’ εάν θέλητε παρουσιάζω τους μάρτυρας ή και αυτούς τους Επισκόπους, οίτινες του έδωκαν χρήματα». Τούτο εφάνη καλόν εις τους Αρχιερείς, ουχί πλέον δια τον Αντωνίνον, όστις απέθανεν, αλλά να ποιήσωσι λεπτομερώς την εξέτασιν δια τους υπ’ αυτού χειροτονηθέντας και να τους αφήσωσι να είναι υπόδικοι εις ανάθεμα. Ήρχισαν λοιπόν να ποιώσι την εξέτασιν· και πρώτον μεν ηρώτησαν τους Επισκόπους, αν έδωκαν χρήματα· επειδή δε εκείνοι ηρνούντο, έφερον τους μάρτυρας, οι οποίοι ελέγχοντες τους Επισκόπους και δεικνύοντες φανερά τους τόπους, τους χρόνους και την ποσότητα του χρυσίου, εφίμωσαν αυτούς και τους κατέστησαν αναπολογήτους. Μη έχοντες λοιπόν τι να είπωσιν οι Επίσκοποι εμαρτύρησαν και μόνοι των την αλήθειαν λέγοντες· «Ημείς ενομίζαμεν, ότι τοιαύτη είναι η συνήθεια των Μητροπολιτών, να λαμβάνωσι χρήματα δια τας χειροτονίας και δια τούτο τα εδώκαμεν δια να γίνωμεν Επίσκοποι και να απαλλαγώμεν και από τους φόρους και τας λοιπάς προς τον βασιλέα υποχρεώσεις. Εάν λοιπόν τώρα θέλητε να έχωμεν τον βαθμόν του Επισκόπου καλώς· ει δε μη, προστάξατε να μας δοθώσιν οπίσω τα αργύρια, τα οποία εδώκαμεν, διότι τινές εξ ημών επωλήσαμεν τα πολύτιμα κοσμήματα των γυναικών ημών και τα εδώκαμεν». Τότε τους λέγει ο Άγιος· «Δια μεν την απαλλαγήν των βασιλικών υποχρεώσεων, εγώ σας υπόσχομαι να ομιλήσω προς τον βασιλέα να απαλλαγήτε. Όσον δε αφορά την Αρχιερωσύνην, ουδείς νόμος σας δικαιώνει». Τότε λέγει και προς τους Αρχιερείς· «Φθάνει ότι τους παύομεν από την Αρχιερωσύνην, είναι όμως δίκαιον να μη αποστερηθώσιν οι πτωχοί και τα χρήματα, τα οποία έδωκαν και είναι εις χρέος· προσπαθήσατε με πάντα τρόπον από την περιουσίαν του Αντωνίνου και από τους κληρονόμους του να λάβωσι τα όσα έδωκαν». Τότε οι Αρχιερείς, τους μεν Επισκόπους εκείνους καθήρεσαν, εξ όντας τον αριθμόν, έδωκαν δε εις αυτούς από την περιουσίαν του Αντωνίνου όσα χρήματα έδωκεν έκαστος, χάριν δε οικονομίας τους επέτρεψαν να εισέρχωνται εις το Άγιον Βήμα να κοινωνώσι και ουχί έξω αυτού ως οι κοσμικοί. Εχειροτόνησαν δε και εις την Έφεσον Μητροπολίτην τον Διάκονον του Αγίου Ηρακλείδην, όστις κατήγετο από την νήσον Κύπρον. Ταύτα εποίησεν ο Άγιος καθ’ όλον εκείνον τον χειμώνα· το δε ερχόμενον έαρ επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν, εις την οποίαν έρρεε και πάλιν από το χρυσούν εκείνο στόμα ποταμός αέναος, ποτίζων την Εκκλησίαν. Συνήθειαν είχε πάντοτε ο Άγιος εις πάσαν του διδαχήν να κατηγορή τους φιλαργύρους, τους άρπαγας και τους αδικητάς· οι άρχοντες δε, όσοι ήσαν εις τα τοιαύτα πάθη ένοχοι, πάντοτε ελεγχόμενοι υπό της συνειδήσεώς των, εγόγγυζον και κατελάλουν τον Άγιον, τον κατέκρινον και εβαρύνοντο εις την διδαχήν του, αλλ’ ο Άγιος ουδένα ποτέ κατηγόρει εξ ονόματος. Άνθρωπος τις υπήρχεν εις την Κωνσταντινούπολιν, ονόματι Θεοδώριχος, πλούσιος κατά πολλά και πατρίκιος το αξίωμα. Τούτον εφθόνησεν η βασίλισσα και εβούλετο να δημεύση την περιουσίαν αυτού· πλην, επειδή εις το φανερόν ενετρέπετο να τον αδικήση, διότι δεν εύρισκε κατάλληλον αιτίαν, του παρήγγειλε να δανείση εις την βασιλείαν μέγα ποσόν υπερβαίνον την δύναμιν αυτού. Ο δε σκοπός της ήτο, εάν το δώση, να μη το του επιστρέψη και εάν δεν το δώση, να εύρη αιτίαν. Ο δε άρχων, προβλέπων το κακόν το οποίον έμελλε να συμβή εις αυτόν, επήγεν εις τον Άγιον και παρεπονέθη δια την αδικίαν, ήτις έμελλε να του γίνη. Τότε ο Άγιος κατέπεισε δι’ επιστολής την βασίλισσαν, και έκτοτε δεν επείραξε τον Θεοδώριχον. Μετά ταύτα λέγει ο Άγιος προς τον άρχοντα· «Εάν ήθελε λάβει η βασίλισσα την περιουσίαν σου, και αυτήν θα εστερείσο και ο Θεός χάριν δεν θα σου εχρεώστει· αλλ’ επειδή ο Θεός σε ηλευθέρωσεν από τον πειρασμόν της βασιλίσσης, πρέπει να μη φανής και συ αχάριστος προς τον ευεργέτην σου Θεόν, αλλά να τον ευχαριστήσης με ελεημοσύνην και οικτιρμούς πενήτων». Ήκουσεν ταύτα ο Θεοδώριχος και του ήρεσαν αι συμβουλαί του Αγίου και παρευθύς εχάρισε την περισσοτέραν του περιουσίαν εις το θησαυροφυλάκιον της Εκκλησίας, τόσον δε μόνον ολίγον εκράτησεν, όσον ίνα συντηρήται μετά της οικογενείας του. Τούτο ως έμαθεν η βασίλισσα εθυμώθη, ύβρισεν, ηπείλησε, τέλος έστειλε και επιστολήν ονειδιστικήν προς τον Άγιον, η οποία είχε τοιαύτην έννοιαν· «Δια τούτο εμεσολάβησας δια τον Θεοδώριχον, να μη λάβω την περιουσίαν του, δια να την λάβης συ; Και εγώ μεν γυνή ούσα, έπραξα καλλίτερα, από σε όστις είσαι Πατριάρχης, διότι εγώ δεν έλαβα τον πλούτον του, συ όμως και με τας δύο χείρας τον ήρπασας». Τοιαύτα λόγια έγραφεν η επιστολή της βασιλίσσης. Ο δε Άγιος, γνωρίζων τον εαυτόν του αναίτιον εις όσα τον διέβαλεν η βασίλισσα και θέλων να ημερώση τον θυμόν της, αντέγραψε προς αυτήν με τοιαύτην έννοιαν· «Γίνωσκε, ευσεβεστάτη βασίλισσα, τέκνον μου, ότι αν εγώ ηγάπων περιουσίαν, δεν ήθελον διαμοιράσει εις τους πτωχούς την πατρικήν μου κληρονομίαν, ήτις ήτο ουχί ολίγη και να ζητώ τώρα τα ξένα. Επειδή όμως δεν ενδιαφέρομαι δια πλούτον πρόσκαιρον και την πατρικήν μου κληρονομίαν κατεφρόνησα και άλλους διδάσκω να μη τον αγαπώσι. Περί δε του Θεοδωρίχου γνώριζε, ότι εγώ δεν έλαβον τον πλούτον του, ουδέ άλλος τις άνθρωπος, αλλά μόνος του τον εχάρισεν εις τους πτωχούς αδελφούς του Χριστού, και αν θέλης να τον λάβης, καθώς βλέπω τον σκοπόν σου, ποίησον όπως θέλεις· ο δε Χριστός είναι δίκαιος μισθαποδότης εκάστου ανθρώπου». Αυτά τα λόγια έγιναν δίστομος μάχαιρα εις την καρδίαν της βασιλίσσης και παρώργισαν αυτήν περισσότερον εις έχθραν κατά του Αγίου. Συνέβη δε και άλλη τις υπόθεσις μεταξύ του Αγίου και της βασιλίσσης, η οποία ηύξησεν έτι περισσότερον την έχθραν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια του βίου του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Δημοσίευση από silver »

Εις την Αλεξάνδρειαν ήτο χήρα πλουσία, Καλλιτρόπη ονομαζομένη, ο δε έπαρχος του τόπου, Παυλάκιος ονόματι, θέλων να αδικήση αυτήν και να λάβη τον πλούτον της, αδίκως την εισήγαγεν εις δίκας και της αφήρεσε φλωρία πεντακόσια. Εκείνη δε, γυνή ούσα χήρα και έρημος, μη έχουσα τινά να την βοηθήση, εζήτει καιρόν επιτήδειον δια να λάβη οπίσω το δίκαιόν της. Μετά δύο έτη έπαυσεν ο βασιλεύς τον Παυλάκιον από την εξουσίαν, την οποίαν είχε και τον προσεκάλεσε να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν να δώση απολογίαν δια τα εισοδήματα τόσων ετών. Τότε εύρε καιρόν η χήρα εκείνη και ανέβη και αυτή εις την Κωνσταντινούπολιν να ζητήση το δικαίωμά της. Ανέφερε δε την υπόθεσίν της προς τον βασιλέα· ο δε βασιλεύς διέταξε τον Παυλάκιον να εξετάση περί της υποθέσεως της χήρας, μάλιστα δε παρήγγειλε και εις τον έπαρχον της πόλεως να επιβλέψη εις την υπόθεσιν, έως ου αποδοθώσι τα φλωρία. Ο έπαρχος όμως, ποιών φιλοπροσωπίαν, συμπεριεφέρθη εχθρικώτερον προς την γυναίκα παρά εις τον Παυλάκιον και εκινδύνευε να αδικηθή η χήρα εκείνη. Ταύτα βλέπουσα αυτή και μη έχουσα καταφύγιον έβαλε κατά νουν, ως γυνή, να δράμη εις την βασίλισσαν, ήτις ίσως, ως γυνή και εκείνη, ήθελε λυπηθή την ομοίαν της· και δεν εγνώριζεν η πτωχή, ότι φεύγουσα τον λύκον, θέλει πέσει εις την λέαιναν· διότι ως εύρεν αφορμήν με την αδικίαν της χήρας να χορτάση χρυσίου, συλλαμβάνει τον κακότυχον Παυλάκιον και του αφαιρεί εκατόν λίτρας χρυσίου, το οποίον συμποσούται εις οκτώ χιλιάδας και οκτακόσια φλωρία, διότι η λίτρα του χρυσίου αντιστοιχεί προς ογδοήκοντα οκτώ φλωρία. Τοσούτον χρήμα έλαβεν η αχόρταστος βασίλισσα, έπειτα έδωκεν εις την Καλλιτρόπην μόνον τριάκοντα εξ φλωρία λέγουσα αναισχύντως εις αυτήν· «Σε φθάνουσιν αυτά, ύπαγε και ειρήνευε». Ταύτα ως είδεν η πολύδακρυς χήρα, ήτις ήλπιζεν από την βασίλισσαν, ως ομόφυλον, να λάβη το δικαίωμά της, έκλαυσε και εδάρθη. Τέλος εσυλλογίσθη τον Άγιον και τρέχει εις τους πόδας του, κλαίει, οδύρεται, παραπονείται, λέγει το άδικόν της. Ήκουσεν ο συμπαθέστατος ποιμήν, ο κριτής των ορφανών, ο εκδικητής των χηρών και κατεμήνυσε τον Παυλάκιον· τον ονειδίζει ως άδικον, ως άρπαγα, ως πλεονέκτην· του λέγει να δώση τα πεντακόσια φλωρία της χήρας, εκείνος δε εδικαιολογήθη, ότι τα έλαβεν η βασίλισσα. Του λέγει ο Άγιος· «Εκείνα τα οποία εκ σου έλαβεν η βασίλισσα, ω Παυλάκιε, είναι δια τα αυθεντικά δικαιώματα, αλλά συ, αν δεν πληρώσης τα πεντακόσια φλωρία της χήρας, από εδώ δεν εξέρχεσαι». Παρευθύς διέταξε και τον έβαλαν εις την φυλακήν του Πατριαρχείου, κατά την τότε συνήθειαν των Χριστιανών βασιλέων. Η δε βασίλισσα, ως το έμαθε, παρήγγειλεν εις τον Άγιον να αφήση τον Παυλάκιον, διότι πολύ ετιμωρήθη. Ανταπήντησε δε προς αυτήν ο Άγιος· «Εάν θέλης να αφήσω τον Παυλάκιον και τον λυπείται η Μεγαλειότης σου, δος τα πεντακόσια φλωρία της χήρας, απ’ εκείνα τα πολλά όπου έλαβες εξ αιτίας αυτής· ει δε και δεν τα δώσης, ουδέ εγώ τον αφήνω, διότι δεν δύναμαι να παραβλέπω τα δάκρυα της χήρας· κάλλιον να παιδεύηται ο άδικος». Οι λόγοι ούτοι του Αγίου εδαιμόνισαν την βασίλισσαν και παρευθύς στέλλει δύο εκατοντάρχους με διακοσίους στρατιώτας, να υπάγωσιν εις το Πατριαρχείον και θέλοντος και μη θέλοντος του Αγίου να θραύσωσι την θύραν της φυλακής και να εκβάλωσι τον Παυλάκιον. Αλλά τις διηγήσεται του Θεού τα μεγαλεία ή ποίος λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων αυτού; Διότι ευθύς ως επλησίασαν οι στρατιώται προς την θύραν της φυλακής, είδον θέαμα φρικτόν και παράδοξον. Άγγελος Κυρίου ίστατο, ως αστραπή φοβερός, κρατών δίστομον ρομφαίαν εις την χείρα του και τους απεδίωξε. Τούτο ως είδον οι εκατόνταρχοι και οι στρατιώται επέστρεψαν μετά φόβου και τρόμου και είπον εις την βασίλισσαν το μυστήριον· εκείνη δε ακούσασα και φοβηθείσα, τότε μεν ησύχασε, την δε επαύριον εκάλεσεν άρχοντα τινα της πόλεως, Φρουμέντιον ονόματι, φίλον του Αγίου και του είπε· «Ύπαγε και ειπέ εις τον Δεσπότην μας, διατί είναι εναντίος της βασιλείας; Διατί παρέχει σκάνδαλα;» Τοιούτους και άλλους περισσοτέρους λόγους του παρήγγειλε να είπη. Επήγε λοιπόν ο άρχων εκείνος και τα είπε. Ακούσας δε ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ, ω Φρουμέντιε, ουδέ φιλόνικος είμαι, ουδέ τα σκάνδαλα αγαπώ· μόνον δεν δύναμαι να παραβλέπω τα δάκρυα της πτωχής χήρας, διότι έχει ορφανά τέκνα και απέμεινεν έρημος· αγαπώ δε και την ψυχήν της βασιλίσσης, ίνα μη κολασθή ως άδικος». Ταύτα και πλείονα τούτων ειπόντος του Αγίου, επέστρεψεν ο Φρουμέντιος, λάγων προς την βασίλισσαν· «Ευκολώτερον θέλει μαλάξει τις τον σίδηρον, παρά την γνώμην του Πατριάρχου». Τότε ως είδεν ο Παυλάκιος, ότι πλέον άλλην βοήθειαν δεν έχει, παρήγγειλεν εις τον οίκον του και έφερον τα ελλείποντα φλωρία της χήρας, και δους ταύτα, αφέθη της φυλακής. Η δε βασίλισσα πάλιν διεμήνυσεν εις τον Άγιον με ανθρώπους αυτής τα εξής· «Είπετε εις τον Δεσπότην μας να παύση από το πείσμα, όπερ έχει κατ’ εμού και να μη με κατακρίνη συχνάκις εις την διδαχήν του και ας λείπη από τα βασιλικά και κοσμικά πράγματα, καθώς λείπομεν και ημείς από τα Εκκλησιαστικά και ας έχη και αυτός εντροπήν προς ημάς, όπως τον τιμώμεν και ημείς και τον έχομεν πατέρα μας, εάν δε πράξη αλλέως, ας γνωρίζη, ότι δεν θέλω πλέον υπομείνει». Ως δε ήκουσεν ο Άγιος τους λόγους εκ στόματος των ανθρώπων εκείνων, στενάξας εκ βάθους καρδίας είπεν· «Εμέ λέγει να λείπω από τα βασιλικά και κοσμικά πράγματα; τόσον απέχω εγώ απ’ αυτά, όσον ο ουρανός από την γην· ή τόσον ενδιαφέρει εμέ δια τας βασιλικάς υποθέσεις, όσον ενδιαφέρει τους αποθαμένους δια τας υποθέσεις του κόσμου. Επειδή όμως είμαι επιτηρητής των ψυχών, δεν δύναμαι να σιωπώ, όταν βλέπω να γίνηται παρανομία· το δε όνομα της βασιλίσσης εγώ δεν το αναφέρω εις τας διδαχάς μου, ουδέ εις άλλον τινά είπον τι, αλλ’ όστις είναι πταίστης, μόνος του εγγίζεται· και τι του πταίω εγώ;». Ακούσαντες ταύτα οι απεσταλμένοι, δεν ετόλμησαν να υπάγωσιν αυτοπροσώπως να τα είπωσιν εις την βασίλισσαν, της έστειλαν μόνον εγγράφως την απάντησιν του Πατριάρχου, προσέθεσαν δε και τούτο, ότι όστις θέλει να καταπιασθή με τον Πατριάρχην Ιωάννην, ομοιάζει με εκείνον, όστις τοξεύει εις τον ουρανόν, διότι ουδεμία απειλή δύναται να σαλεύση την γμώμην του· μόνον δε τον Θεόν φοβείται, πάντα δε τα άλλα τα έχει ως παίγνιον. Αναγνούσα ταύτα η βασίλισσα επλήσθη θυμού και εσυλλογίζετο πως να εκδικηθή τον Άγιον, δια τα όσα υπενόει κατ’ αυτής· συνεφώνησαν δε και τινες Αρχιερείς και Διάκονοι και έγιναν εχθροί του Αγίου, ήσαν δε και άλλοι κρυφοί εχθροί, εξόχως όμως εφαίνοντο εις το φανερόν Θεόφιλος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, όστις, ως λέγουσιν, ήτο συγγενής της βασιλίσσης και πονηρός εις το άκρον, Ακάκιος ο Μητροπολίτης Βερροίας (νυν Χαλέπιον), Σεβηριανός Μητροπολίτης Γαβάλων, Αντίοχος Μητροπολίτης Πτολεμαϊδος (νυν Άκρα), αίτινες και αι τρεις είναι πόλεις της Συρίας· Κυρίνος Μητροπολίτης Χαλκηδόνος (το νυν Καδδί – Κιοϊ, κείμενον επί της Ασιατικής ακτής έναντι της Κωνσταντινουπόλεως). Μετ’ αυτών ήσαν και δύο Κληρικοί και πάντε Διάκονοι. Ο δε πρώτος κατήγορος του Αγίου ήτο ο Διάκονός του Ιωάννης ονόματι, τον οποίον είχεν αφορίσει ο Άγιος δια πολλάς αιτίας· αυτός δε έλεγεν ότι αδίκως τον αφώρισεν. Ο δε Αλεξανδρείας Θεόφιλος εγένετο εχθρός του Αγίου δια την εξής αιτίαν: Εις την Αλεξάνδρειαν ήτο Ιερεύς τις ονόματι Πέτρος, οικονόμος του Πατριάρχου Θεοφίλου· τούτον μισήσας δια τινα αιτίαν ο Θεόφιλος, εζήτει να εύρη έγκλημα να τον καθαιρέση. Επειδή όμως δεν ηδύνατο να εύρη σαρκικόν έγκλημα να τον κατηγορήση ο έτοιμος ευρετής εις πάσαν κακίαν, τον καθήρεσε διότι συνέφαγε μετά φυναικός πλουσίας, ούσης εκ της των Μανιχαίων αιρέσεως και μήπω βαπτισθείσης. Οι δε Μανιχαίοι έλεγον πολλάς βλασφημίας, εξόχως δε και ταύτας, ότι ο Θεός είναι αίτιος του κακού· ότι είναι δύο θεοί, ένας πονηρός και ένας αγαθός· ότι ο Θεός δεν έλαβεν ανθρωπίνην σάρκα· ότι ο μεν κάτω κόσμος είναι του πονηρού Θεού ποίημα, ο δε άνω κόσμος είναι κτίσμα του αγαθού· ότι ο Θεός της παλαιάς Γραφής δεν έχει την προορατικήν δύναμιν, διότι ερωτά τον Αδάμ, που ει; Ότι εύρεν ο Θεός την ύλην προϋπάρχουσαν και έκτισε τα κτίσματα όλα, ώσπερ ο τεχνίτης, όστις ευρίσκει ύλην και ποιεί έκαστον είδος και άλλας τοιαύτας βλασφημίας. Ο δε οικονόμος Πέτρος έλεγεν, ότι αύτη ήτο βαπτισμένη και απεδείκνυε μάρτυρα τον Άγιον Ισίδωρον την Πηλουσιώτην, όστις ήτο χειροτονημένος από τον μέγαν Αθανάσιον και ησύχαζεν εις το Πηλούσιον όρος, το οποίον είναι εις το στόμα του Νείλου ποταμού. Ο δε Πατριάρχης Θεόφιλος, θέλων να εκδικηθή τον Ισίδωρον, διότι ευρέθη εκεί μάρτυς προς υπεράσπισιν του οικονόμου, εσυλλογίζετο πως να εύρη αιτίαν να παιδεύση και αυτόν. Ποίαν λοιπόν αιτίαν εύρε κατ’ αυτού; Πλουσία τις, ονόματι Θεοδότη, αδελφή του διοικητού της Αλεξανδρείας Θεοδώρου, αποθνήσκουσα έδωκεν εις τον Ισίδωρον χίλια φλωρία ελεημοσύνην, προς αγοράν ενδυμάτων δια τας πτωχάς Μοναχάς, αίτινες ευρίσκοντο εις εκείνα τα μέρη. Ο δε Θεόφιλος, ως το έμαθεν, αδικητής ων και επιθυμών να σφετερισθή τα χρήματα εκείνα, κατηγόρησε τον Ισίδωρον, ότι δεν ερωτά τον Πατριάρχην, αλλά χωρίς την βουλήν του εκτελεί εκκλησιαστικάς υποθέσεις, τον προσεκάλεσε δε να έλθη. Ελθόντος τότε του Ισιδώρου, τον ηρώτησε δια τα φλωρία εκείνα, τι τα εποίησεν. Είπε δε ο Ισίδωρος ότι «καθώς μοι παρήγγειλεν η Θεοδότη, ηλέησα τας πτωχάς». Ο δε Θεόφιλος, όστις ενόμισεν ότι τα έχει ακόμη ο Ισίδωρος εις τας χείρας του, δια να τα λάβη αυτός, εθυμώθη πολύ και φανερά δεν ωμίλησε τι, κρυφίως δε εζήτει καιρόν προς τιμωρίαν. Γράφει λοιπόν ως από άλλου ανθρώπου πρόσωπον εις παλαιόν χαρτίον, το οποίον περιείχε κατά του Ισιδώρου κατηγορίαν, ότι δήθεν έκαμεν αρσενοκοιτίαν. Και ημέραν τινά, όταν ήτο η Σύνοδος συνηθροισμένη και ο Ισίδωρος εκεί, παρουσίασε το χαρτίον ο Θεόφιλος, λέγων προς τον Ισίδωρον· «Τούτο το γράμμα, Ισίδωρε, προ δεκαοκτώ ετών μοι το έδωκεν άνθρωπος τις κατά σου και εγώ τότε μεν κατά την ώραν το έβαλον εις το κιβώτιόν μου και το ελησμόνησα τόσον καιρόν, τώρα δε ζητών άλλα χαρτία, το εύρον και αυτό, και ας το ίδωσιν οι Πατέρες τι γράφει». Ήτο δε τότε ο Ισίδωρος ογδοήκοντα ετών άνθρωπος γέρων, ενάρετος, σοφός και Ασκητής και καν το γήρας του δεν εντρέπετο ο Θεόφιλος, αλλ’ έλεγε τοιαύτα λόγια. Ο μεν Ισίδωρος, αναίτιος ων, λέγει προς τον Πατριάρχην· «Λέγεις ότι το ελησμόνησας εις το κιβώτιόν σου· πως δεν ήλθε δεύτερον ο κατήγορός μου εκείνος να σου το υπενθυμίση τόσα έτη; Αλλ’ ας είναι και αυτό, αν δεν ήλθε τότε, ας έλθη τώρα, και ας με κατηγορήση». Ταύτα είπεν ο Ισίδωρος δικαίως απολογούμενος· ο δε Θεόφιλος τότε μεν άφησε την υπόθεσιν, την δε άλλην ημέραν εκάλεσε την αδελφήν του, την οποίαν είχεν εκεί και της έδωκε πολλά φλωρία, της παρήγγειλε δε να τα δώση εις νέον τινά ωραίον, τον οποίον εγίνωσκεν εκείνος, ότι επορεύετο εις το κελλίον του Ισιδώρου, να τον πείση δε να υπάγη εις την Σύνοδον, να ομολογήση ότι εποίησε μετ’ αυτού αμαρτίαν ο Ισίδωρος. Ο δε νέος λαβών το χρυσίον επήγε και είπε την υπόθεσιν εις την μητέρα του· εκείνη πορεύεται εις τον πνευματικόν της πατέρα, τον Ισίδωρον, και του λέγει την επιβουλήν του Πατριάρχου. Ο δε ακούσας έρριψε την ελπίδα του εις τον Θεόν, ο δε νέος εκείνος, φοβηθείς τον Θεόν, επήγε και επέστρεψεν οπίσω τα χρήματα, και ούτω κρυφίως η υπόθεσις έμεινε μετέωρος. Ο δε Θεόφιλος έχων τον διάβολον εις την καρδίαν του καθήρεσε τον Ισίδωρον, έως ου αποδειχθή η υπόθεσίς του. Τότε ο Ισίδωρος, βλέπων την κακίαν του Θεοφίλου και δίδων τόπον τη οργή, επήγεν εις το όρος της Νιτρίας και ησύχαζεν εκεί εις κελλίον εις το οποίον είχε μείνει και κατά τους χρόνους της νεανικής του ηλικίας. Κατά την εποχήν εκείνην συνέβη μεταξύ των Ασκητών του όρους της Νιτρίας συζήτησις τοιαύτη· οι μεν έλεγον ότι ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος, άλλοι δε ότι είναι ασώματος, χωρίς μορφήν και είδος ανθρώπου· διηρέθησαν λοιπόν ούτως εις δύο μέρη, έκαστον των οποίων ωνόμαζε το άλλο αιρετικόν και τ’ ανάπαλιν· ο δε Θεόφιλος, υπάρχων με το μέρος όπερ έλεγε τον Θεόν ασώματον, αφώριζε τους Μοναχούς, οίτινες έλεγον τον Θεόν ανθρωπόμορφον και εκήρυττε πανταχού να μη τους δέχωνται ως Χριστιανούς. Εκείνοι, αγράμματοι όντες και νομίζοντες ότι ορθώς πιστεύουσι, συνήχθησαν ημέραν τινά εις την Αλεξάνδρειαν, θέλοντες να φονεύσωσι τον Θεόφιλον ως αιρετικόν και βλάσφημον. Εκείνος δε, ως έμαθε την υπόθεσιν, εφοβήθη· εξήλθε λοιπόν και τους προϋπήντησε χαιρετών αυτούς και λέγων· «Είδον τα πρόσωπα υμών, Άγιοι Πατέρες, ως πρόσωπον Θεού». Τούτο ως ήκουσαν εκείνοι ημερώθησαν από την ορμήν την οποίαν είχον και λέγουσιν προς τον Πατριάρχην· «Επειδή είσαι και η Αρχιερωσώνη σου ομόφρων μεθ’ ημών, πρέπει να αναθεματίσης τον Φιλόσοφον, και τα βιβλία άτινα αναφέρουσιν, ότι ο Θεός είναι ανείδεος και άμορφος». Απεκρίθη ο Θεόφιλος· «Τι με εμποδίζει να μη αναθεματίσω εγώ τον Ωριγένην, όστις είναι εχθρός της πίστεως των Χριστιανών;» Ταύτα ακούσαντες τον άφησαν και διεσκορπίσθησαν εις τα κελλία των. Τοιούτος πολυμήχανος ήτο ο πονηρός Θεόφιλος και δεν ήτο ως Αρχιερεύς μιμητής του Χριστού, να ειρηνοποιήση αμφότερα τα μέρη με λόγους ορθοδόξους, να ορθοτομήση τον λόγον της αληθείας, να διδάσκη, ότι αληθώς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήτο ασώματος προ της Ενσάρκου Οικονομίας· αφ’ ου δε εσαρκώθη εκ της αγίας Θεοτόκου και εσταυρώθη και ετάφη και ανελήφθη, είναι τώρα εις τους ουρανούς με την αγίαν σάρκα εκείνην, εις και ο αυτός Υιός και Λόγος του Θεού, προσκυνούμενος υπό πάσης κτίσεως ορατής και αοράτου. Ούτως έπρεπε να τους διδάσκη, να είναι εν ειρήνη αμφότερα τα μέρη· αλλ’ εκείνος, ως όφις σκολιόβουλος, οτέ μεν εις το εν μέρος οτέ δε εις το άλλο μέρος εστρέφετο. Ακούσατε δε και άλλο συμβάν. Κατά τας ημέρας εκείνας τέσσαρες Μοναχοί και αδελφοί κατά σάρκα, πρώτοι και εις την μάθησιν και εις την αρετήν πάντων των κατά την Αίγυπτον Μοναχών, τους οποίους απεκάλουν δια το υψηλόν ανάστημά των Μακρούς (ωνομάζοντο δε Διόσκορος, Αμμώνιος, Ευθύμιος και Ευσέβιος), ούτοι ουχί μόνον εις τα μέρη της Αλεξανδρείας ήσαν επαινετοί, αλλά και αυτός ο Θεόφιλος κατ’ αρχάς τόσον τους ηγάπησεν, ώστε δεν εχωρίζετο απ’ αυτούς, συνομιλών και ακροαζόμενος τους γλυκείς των λόγους. Θέλων δε να δείξη την πολλήν αγάπην την οποίαν είχεν εις αυτούς, τον μεν Διόσκορον εχειροτόνησεν Επίσκοπον Ερμουπόλεως της Αιγύπτου, τον δε Αμμώνιον και Ευθύμιον Ιερείς και οικονόμους του Πατριαρχείου. Ούτοι μεν ενόσω έβλεπον τον Θεόφιλον ότι είχεν ολίγην καλωσύνην, συγκατώκουν μετ’ αυτού· βλέποντες δε ημέραν παρ’ ημέραν υποκριτήν, άδικον, πλεονέκτην και φιλάργυρον μάλλον ή φιλόθεον τον Θεόφιλον γινόμενον, έφευγον την μετ’ αυτού συγκοινωνίαν, ίνα μη φθείρωσι τα καλά των ήθη· ανεχώρησαν δε εξ Αλεξανδρείας και κατώκησαν εις το όρος της Νιτρίας και ησκήτευον εκεί. Ο δε Θεόφιλος, βλέπων ότι εγνώρισαν την κακήν του διαγωγήν και θέλων να τους εκδικηθή, έστειλεν επιστολάς προς τους ανθρωπομορφιανούς διαβάλλων αυτούς, ότι είναι ωριγενισταί και αιρετικοί και να μη τους έχωσι δια Χριστιανούς ουδέ εις την Εκκλησίαν να τους εμβάζωσι. Μετά ταύτα και προς τους άλλους ομόφρονάς του Επισκόπους έγραψε, να προσπαθήσωσι να εκδιώξωσι τους Μακρούς αδελφούς από το όρος. Εκείνοι δε, βλέποντες την τόσην μανίαν του Θεοφίλου, επήγον εις την Αλεξάνδρειαν δια να τον συναντήσωσι και ίδωσι τι είναι το τοσούτον μίσος προς αυτούς· ο δε Θεόφιλος, θυμού πλησθείς, εν ω ελειτούργει, λαμβάνει με το ωμοφόριόν του και τυλίσσει τον Αμμώνιον από τον λαιμόν, και με την μιαράν του χείρα του έδιδε πολλά ραπίσματα, λέγων προς αυτόν· «Αναθεμάτισον τον Ωριγένην». Γράφει δε και εις όλην του την επαρχίαν, να είναι καθηρημένοι και αναθεματισμένοι αυτοί και ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά χειροτονήσας και τινα Ιερέα ομόφρονα αυτού εις πενιχράν τινα Επισκοπήν, και άλλον Ιερέα ανάξιον και τρεις Διακόνους, τους έπεισε να γίνωσι κατήγοροι των τεσσάρων αδελφών εκείνων, έδωκε δε και εις αυτούς εγγράφους κατηγορίας κατ’ εκείνων των αδελφών και τους παρήγγειλεν, ότι όταν είναι Σύνοδος μεγάλη να τας δώσωσιν εις τας χείρας του ενώπιον του λαού. Αφ΄ ου δε έδωκαν εκείνοι τας κατηγορίας, ο Θεόφιλος εζήτησεν από τον Ηγεμόνα της Αλεξανδρείας εξουσίαν και στρατιώτας να εκδιώξη τους τέσσαρας εκείνους αδελφούς από τα σύνορα της Αλεξανδρείας. Πρώτον λοιπόν εδίωξε τον Επίσκοπον Διόσκορον από την Επισκοπήν του. Ζητών δε και τους άλλους τρεις αδελφούς και μη ευρίσκων αυτούς, διότι εκρύβησαν εις ξηροπήγαδον, έδωκε διαταγήν εις τους στρατιώτας να λεηλατήσωσι τα κελλία των Μοναχών, οίτινες συνήχθησαν εις την Αλεξάνδρειαν να τον φονεύσωσιν, προφασιζόμενοι ότι ζητούσι τους αδελφούς εκείνους. Και δια να μη είπωσιν ότι έκαμαν οι στρατιώται αρπαγήν, έβαλαν πυρ και κατέκαυσαν πολλά κελλία και Μοναχούς πολλούς, προσποιούμενοι ότι εσκόπουν να σβέσωσι την πυρκαϊάν. Μετά ταύτα εξήλθον οι αδελφοί εκείνοι γυμνοί από το ξηροπήγαδον και επήγαν εις τον Πατριάρχην των Ιεροσολύμων Σιλβανόν, να κλαύσωσι δια την προσγενομένην εις αυτούς αδικίαν. Ο δε Θεόφιλος, ευθύς ως έμαθεν ότι ευρίσκονται εις τα Ιεροσόλυμα, έγραψε εις τον Πατριάρχην ούτω: «Δεν πρέπει να δεχθής τους δεδιωγμένους και αφωρισμένους από εμέ, αλλ’ επειδή δεν εγνώριζες το τοιούτον, ιδού όπου σου γράφω να τους αποδιώξης». Ιδόντες δε οι Μοναχοί εκείνοι, ότι δεν έχουσιν άλλο καταφύγιον, ανεχώρησαν μετά πολλού κόπου και επήγαν εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εύρωσι τον θείον Χρυσόστομον, συνηκολούθουν δε και περί τους πεντήκοντα άλλοι Μοναχοί. Τούτους ιδών ο Άγιος ελυπήθη, και παρηγορήσας αυτούς δια λόγων ικανών, έδωκεν εις αυτούς τόπον και εισοδήματα να αναπαύωνται εις τον Ναόν της Αγίας Αναστασίας, τον οποίον, λέγουσιν, ότι τον έκτισεν ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος, όταν ήτο Πατριάρχης εις την Κωνσταντινούπολιν. Μετά τινας δε ημέρας, ακούσας ο Άγιος, ότι ήλθον εις τον βασιλέα άνθρωποί τινες του Θεοφίλου δι’ υποθέσεις ιδικάς των, τους εκάλεσε και τους ηρώτησεν, εάν γνωρίζωσι τους φυγάδας εκείνους από την Αλεξάνδρειαν. Οι δε είπον· «Και τους γνωρίζομεν και βεβαιούμεν ότι αδίκως αφωρίσθησαν». Έγραψε τότε ο Άγιος προς τον Θεόφιλον παρακαλών αυτόν να τους συγχωρήση· εκείνος δε τι ποιεί; Στέλλει τους ως άνω αναφερθέντας κατηγόρους των αδελφών εκείνων, τον Επίσκοπον, τον Ιερέα και τους τρεις Διακόνους να υπάγωσιν εις τον βασιλέα μετά των εγγράφων εκείνων καταγγελιών δι’ εγκλήματα δια τα οποία κατηγόρουν αυτούς και εις την Αλεξάνδρειαν και να τας είπωσι και εκεί φανερά, ίνα ο βασιλεύς τους εκδιώξη. Τότε, ως είδον οι αδελφοί εκείνοι ότι πανταχόθεν είναι εστενοχωρημένοι, και ουδέ εις την θάλασσαν συγχωρούνται να κατοικήσωσι, δεν ηδυνήθησαν πλέον να υπομείνωσιν, αλλά παρευθύς έγραψαν και αυτοί προς τον βασιλέα αναφοράν, η οποία είχε και ρητά και άρρητα εγκλήματα, άπερ ισχυρίζοντο ότι θα αποδείξωσι. Πάλιν έγραψεν ο Άγιος προς τον Θεόφιλον, λέγων· «Κάλλιον να τους συγχωρήσης, παρά να σε κατηγορήσωσι δια τόσας κατηγορίας». Εκείνος, ως είδε τα γράμματα του Αγίου, εθυμώθη κατ’ αυτού και του γράφει ούτω· «Νομίζω, ότι γινώσκεις τον Νόμον και τους Κανόνας της εν Νικαία Πρωτης Συνόδου, καθ’ ους πρέπει να κρίνωνται οι Μητροπολίται και οι Επίσκοποι εντός της δικαιοδοσίας των· ει δε και δεν γνωρίζεις τούτο, μάθε το από εμέ, διότι εγώ δεν έχω ανάγκην να με εξετάζη η Αρχιερωσύνη σου τι να πράξω, αλλ’ έχω εδώ Σύνοδον και Αρχιερείς και ας με εξετάσωσιν». Ταύτα ακούσαντες οι τέσσαρες αδελφοί εκείνοι και ιδόντες, ότι ουδέ από τον Άγιον ήτο δυνατόν να έχωσι βοήθειαν τινα, ηναγκάσθησαν να κατηγορήσωσι φανερά τον Θεόφιλον εις το πολιτικόν δικαστήριον. Ημέραν δε τινα, εξερχομένου του βασιλέως εκ της Εκκλησίας, του έδωκαν την αναφοράν εκείνην, την κατά του Θεοφίλου, και των πέντε συκοφαντών και ψευδοκατηγόρων, του Επισκόπου, του Ιερέως και των τριών Διακόνων· και παρευθύς εξεδόθη απόφασις βασιλική, ίνα τους μεν συκοφάντας φυλακίσωσιν, έως ου εξετασθώσι, τον δε Θεόφιλον καλέσωσι να έλθη, δια να εξετασθή υπό του Αγίου Χρυσοστόμου και της περί αυτόν Συνόδου. Απεστάλησαν δε και διαταγαί προς τον διοικητήν της Αλεξανδρείας, ότι απαραίτητος ανάγκη είναι να στείλη τον Θεόφιλον εις την Κωνσταντινούπολιν, εστάλησαν δε και άλλα γράμματα εις τον αδελφόν του βασιλέως Ονώριον, όστις εβασίλευεν εις την Ρώμην και εις τον Πάπαν Ιννοκέντιον, ίνα στείλωσιν Αρχιερείς και Επιτρόπους του Πάπα να εξετάσωσι μετά του Αγίου τα εγκλήματα του Θεοφίλου. Έως ου λοιπόν συναχθή η Σύνοδος, τους μεν κατηγόρους εφυλάκισαν οι έπαρχοι της πόλεως, έστειλαν δε και απεσταλμένον εις την Αλεξάνδρειαν να φέρη τον Θεόφιλον. Ιδών ο Θεόφιλος ότι η υπόθεσις απέβη κατά της κεφαλής του, ως πονηρότατος και εξαγοραστής του καιρού, ήνοιξε τους θησαυρούς, τους οποίους είχεν εξ αδικιών, και πρώτον μεν εδωροδόκησε τον απεσταλμένον, δια να μη τον ενοχλήση εις την οδόν, ουδέ να τον βιάζη. Έπειτα δε εσκέφθη να αγοράση και διάφορα δώρα και αρωματικά, να φιλοδωρήση με εκείνα τον βασιλέα και τους δικαστάς, διότι εγνώριζεν, ότι τα δώρα, κατά την Γραφήν, τυφλούσι τους οφθαλμούς των κριτών. Οι Αρχιερείς λοιπόν του Πάπα συνήχθησαν εις την Ρώμην και ανέμενον δευτέραν επιστολήν δια να αποφασίσουν ποίαν ημέραν θα αναχωρήσωσι· διότι δεν τους εφαίνετο καλόν να υπάγωσιν εις ξένον τόπον, να μένωσι πολύν καιρόν. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ηκούσθη λόγος ψευδής εις την ακοήν του Θεοφίλου, ότι ο μέγας Χρυσόστομος συνεχώρησε τον Διόσκορον και τους αδελφούς αυτού μετά των άλλων πεντήκοντα ακολούθων αυτών και ότι τους έδωκεν άδειαν να λειτουργώσι. Τούτο μαθών ο Θεόφιλος εχάρη τα μέγιστα, ως να εύρεν αιτίαν να εκδικηθή τον Άγιον· εμβάς δε εις πλοίον, διήλθε και από την νήσον Κύπρον, δια να εξαπατήση τον τότε Αρχιεπίσκοπον της Κύπρου Άγιον Επιφάνιον και να τον πείση να υπάγωσιν ομού εις Κωνσταντινούπολιν. Ούτος δε ο Άγιος Επιφάνιος ήτο άνθρωπος ουχί τόσον πεπαιδευμένος, αλλ’ όμως ενάρετος, απλούς και απονήρευτος. Ηπάτησε δε αυτόν με πονηρίαν ο Θεόφιλος, ότι πρέπει να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, ίνα καθαιρέση τον Χρυσόστομον ως ωριγενιστήν. Ταύτα ακούσας ο Επιφάνιος επίστευσεν εις τον υιόν του ψεύδους Θεόφιλον· όθεν έγραψε με την Σύνοδόν του εις τον Χρυσόστομον να αναθεματίση τον Ωριγένην και τα βιβλία του. Ο δε Ωριγένης ήτο Αλεξανδρεύς παλαιός και μέγας φιλόσοφος κατά τον καιρόν του Διοκλητιανού, ο οποίος έγραψε πολλά βιβλία και εξηγήσεις της Παλαιάς και Νέας Γραφής. Μεταξύ των βιβλίων του όμως ευρέθησαν και πολλαί κακοδοξίαι, διότι έλεγεν, ότι η κόλασις έχει τέλος, ότι οι δαίμονες μέλλουσι να γίνωσι πάλιν Άγγελοι, ότι υπάρχει μετεμψύχωσις. Επρέσβευε προϋπαρξιν των ψυχών, ήτοι ότι αι ψυχαί είναι όλαι δεδημιουργημέναι από του Θεού και μένουσιν εις τόπον ωρισμένον· όταν δε συλληφθή το βρέφος εις την κοιλίαν της γυναικός, εμβαίνει μία ψυχή απ’ εκείνας· ότι εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού αι ψυχαί δεν ανίστανται με το σώμα τούτο, αλλά με έτερον, ότι ο Αδάμ προ της παρακοής ήτο ασώματος. Αυτά και άλλα περισσότερα βλάσφημα λόγια ευρέθησαν εις τα βιβλία του Ωριγένους, τα οποία ανεθεμάτισαν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας ημών, και μάλιστα η μετά ταύτα συνελθούσα Αγία Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος, συγκληθείσα υπό του βασιλέως Ιουστινιανού του Α΄ εν έτει φνγ΄ (553) εντός της Κωνσταντινουπόλεως. Yπήρχε δε κατ’ εκείνον τον καιρόν εις την Κωνσταντινούπολιν άνθρωπος τις ονόματι Θεόγνωστος, άρχων και πλούσιος όχι μόνον κατά το σώμα, αλλά πολύ περισσότερον· κατά την ψυχήν ευσεβής και φοβούμενος τον Θεόν. Τούτον εφθόνησεν άλλος άρχων αρειανός και τον κατηγόρησεν εις τον βασιλέα, ότι υβρίζει τους βασιλείς. Κατέσχον όθεν την περιουσίαν του και την κατέστησαν βασιλικήν, αυτόν δε εξώρισαν εις την Θεσσαλονίκην, και όταν επορεύοντο εις την οδόν, ετελεύτησεν από την λύπην του. η δε γυνή του έμεινε χήρα και εστερήθη και τον πλούτον της, δια δε την πολλήν της λύπην επήγεν εις τον Άγιον· ο δε ως ευσυμπάθητος και ελεήμων την παρηγόρησεν, ουχί μόνον με λόγους, αλλά και με έργον, διότι της επέτρεψε να διατρέφηται από το ξενοδοχείον της Εκκλησίας ομού με τα τέκνα της. Δεν είχεν όμως εισέτι παρέλθει η πρώτη δυστυχία και της ηκολούθησε και άλλη συμφορά και ακούσατε. Καιρός ήτο τότε του τρυγητού των αμπέλων, εξήλθε δε η βασίλισσα εις τα βασιλικά αμπέλια· εις δε τα σύνορα εκείνα ήτο και αμπέλιον της χήρας ωραίον, πλησίον της τάφρου. Ιδούσα δε η βασίλισσα βοτρύδιον ωραίον εις το αμπέλιον της χήρας, το εζήλευσε και λαβούσα το έφαγεν· οι δε ευνούχοι της είπον ότι το αμπέλιον εκείνο ήτο ξένον, της χήρας γυναικός του Θεογνώστου. Απεκρίθη η βασίλισσα· «Τόσον το καλλίτερον, ας είναι και αυτό βασιλικόν». Διότι συνήθεια ήτο, ότι, όταν ορεχθή ο βασιλεύς οπωρικόν από περιβόλιον ή από άμπελον ξένην και το φάγη, να γίνηται βασιλικόν εκείνο το αμπέλιον ή περιβόλιον· ο δε ιδιοκτήτης ή να λαμβάνη άλλο αντί του ιδίου του ή την αξίαν του· δια ταύτην την παράνομον συνήθειαν είπεν η βασίλισσα να είναι βασιλικόν το αμπέλιον της χήρας και δια να εύρη και αιτίαν σκανδάλου κατά του Αγίου, διότι εγνώριζεν η βασίλισσα, ότι δεν ήθελεν υπομείνει ο Άγιος, αν το μάθη, όπερ και έγινεν. Ο δε Άγιος, ως το έμαθε, έγραψε προς την βασίλισσαν λόγους παραινετικούς και τακτικούς, υπενθυμίζων εις αυτήν τους νόμους των Αγίων Πατέρων, να μη αδικήση την πτωχήν χήραν. Η βασίλισσα όμως, συνηθισμένη εις αδικίας και πλεονεξίας, δεν ηγάπα την δικαιοσύνην του Θεού· μάλλον εθυμώθη κατά του Αγίου και με λόγους υβριστικούς του απήντησε λέγουσα· «Αγράμματε, δεν γνωρίζεις τους βασιλικούς νόμους, οι οποίοι λέγουσιν, ότι το αμπέλιον ή το περιβόλιον, εκ του οποίου θα φάγη ο βασιλεύς καρπόν, γίνεται βασιλικόν;» Αλλά και πολύλογον τον ωνόμαζε και υβριστήν και απαίδευτον εις την γλώσσαν και πολλά άλλα τοιαύτα. Ήτο δε τότε η εικοστή ενάτη του Αυγούστου, κατά την οποίαν επιτελούμεν την μνήμην της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου και τότε ωμίλησεν ο Άγιος τον περίφημον λόγον επ’ Εκκλησίας κατά των γυναικών, ου η αρχή λέγει: «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράττεται, πάλιν την κεφαλήν Ιωάννου ζητεί». Αυτός ο λόγος ήτο ξίφος δίστομον εις την σκληράν καρδίαν της βασιλίσσης, αλλ’ εις μάτην, διότι δεν ηθέλησε να δώση την άμπελον της χήρας· τότε ο Άγιος επήγε και μόνος του εις την βασίλισσαν και της λέγει· «Διατί, ευγενεστάτη, προστάζουσα τον κόσμον να μη αδική ο εις τον άλλον, συ μόνη σου αδικείς την πτωχήν χήραν;» Εκείνη δε απήντησεν· «Ούτω προστάζουσιν οι βασιλικοί νόμοι». Της λέγει ο Άγιος· «Άδικος νόμος είναι αυτός· αλλά κάμε καλόν και δος την άμπελον της πτωχής χήρας, δια να μη ομοιάσης με την Ιεζάβελ την γυναίκα του Αχαάβ, ήτις έλαβε αδίκως τον αμπελώνα και τον αγρόν του Ναβουθαί». Ακούσασα ταύτα η βασίλισσα εθυμώθη πολύ και λέγει· «Εγώ θα σε μάθω να ομιλής καλώς προς τους βασιλείς και ουδέ εις την χήραν θα δώσω τίποτε δια το αμπέλιον, αλλά δίχως αγοράς θα το λάβωμεν εις πείσμα σου». Ύβριζε δε και με φωνάς αγρίας ηπείλησε τον Άγιον· εκείνος δε, αντ’ ουδενός έχων τας απειλάς της, μάλλον τον φόβον του Θεού έχων προ οφθαλμών, εξήλθεν εκείθεν χαίρων ότι υβρίσθη υπέρ δικαιοσύνης. Δεν παρήλθον πολλαί ημέραι και ήλθεν η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, εις τας δέκα τέσσαρας του Σεπτεμβρίου· τότε παραγγέλλει ο Άγιος εις τους θυρωρούς της Εκκλησίας, όταν υπάγη η βασίλισσα, να την κλείσωσιν έξω, να μη την αφήσωσι να έμβη εις την Εκκλησίαν. Οι μεν άλλοι έτρεχον εις την Εκκλησίαν, ουχί μόνον χάριν της εορτής, αλλά περισσότερον δια να ακούσωσι τους γλυκείς λόγους του Αγίου· η δε Ευδοξία ηθέλησε να υπάγη και αυτή και όταν επλησίασεν εις την Εκκλησίαν με δορυφορίαν και τάξιν βασιλικήν, παρευθύς οι θυρωροί έκλεισαν τας θύρας της Εκκλησίας. Τούτο ιδούσα η βασίλισσα δεν ηδυνήθη να κρατήση τον θυμόν της, εξέβαλε φωνάς φοβεράς, παρέλαβε δε και μάρτυρας τους εκεί ευρεθέντας ανθρώπους, λέγουσα· «Ίδετε, γη και ουρανέ και σεις Χριστιανοί, τι ατιμίας υποφέρω εγώ από τον Πατριάρχην». Εις δε εκ των ευνούχων της ήγειρε την χείρα του να κτυπήση την θύραν και παρευθύς, ω του θαύματος! εξηράνθη η χειρ αυτού. Τούτο ως είδεν η βασίλισσα εφοβήθη, μήπως πέση και επ’ αυτήν η οργή του Θεού και επέστρεψεν εις τα βασίλεια· ο δε ευνούχος εκείνος μετά ταύτα προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και ιατρεύθη. Κατά δε το διάστημα των γεγονότων τούτων έφθασε και ο Άγιος Επιφάνιος εις την Κωνσταντινούπολιν μόνος, διότι ο Θεόφιλος ήρχετο δια ξηράς μέσω της Μικράς Ασίας δια να διαβάλη και άλλους Επισκόπους εναντίον του Χρυσοστόμου. Όταν δε ήλθεν ο Επιφάνιος, δεν επήγεν εις την πόλιν, αλλ’ έμεινεν εις το Μοναστήριον του Τιμίου Προδρόμου ευρισκόμενον προς το δυτικόν μέρος της Πόλεως, περί τα επτά μίλια μακράν, όπου και εγκατεστάθη. Ελειτούργησε δε και χωρίς να ερωτήση τον Άγιον και εχειροτόνησε Διάκονον. Μετά τινας ημέρας εισήλθεν εις την πόλιν, αλλά δεν επήγεν εις τον Πατριάρχην, τον θείον Χρυσόστομον, παραμείνας εις τον οίκον κοσμικού τινος και εκεί διέτριβε· συνάζων δε τον λαόν ανεγίνωσκε λόγους τινάς, τους οποίους συνέγραψε κατά Ωριγένους. Ο δε του Θεού άνθρωπος, ο θείος Χρυσόστομος, μηδαμώς εχθρευθείς τον Επιφάνιον, ούτε διότι χωρίς να ερωτηθή εποίησεν χειροτονίαν εις την δικαιοδοσίαν του, όπερ είναι παράνομον, ούτε διότι δεν επήγε να τον ίδη, του παρήγγειλε λέγων· «Λάβε τον κόπον, Άγιε Αρχιεπίσκοπε Κύπρου, και ελθέ να σε απολαύσωμεν, διότι σε έχομεν εις επιθυμίαν». Εκείνος δε του απήντησεν, ότι εάν δεν διώξης από την Κωνσταντινούπολιν τον Διόσκορον και τους άλλους ακολούθους του και εάν δεν βεβαιώσης εγγράφως τα βιβλία, άπερ έγραψα κατά Ωριγένους και είπης ότι είναι δεκτά, δεν συγκοινωνώ μετά σου». Πάλιν του παρήγγειλεν ο Άγιος, ότι, «Εάν δεν ίδω τα βιβλία σου καταλεπτ΄ς να τα ερευνήσω, απερισκέπτως δεν αποφασίζω». Και ο μεν μακάριος Επιφάνιος μετά του θείου Χρυσοστόμου αντήλλαξαν αυτούς τους λόγους. Η δε βασίλισσα, ως έμαθεν ότι ευρίσκονται εις δυσαρέσκειαν μεταξύ των, ημέραν τινά καλεί τον Επιφάνιον και του λέγει· «Βλέπεις, Τίμιε Πάτερ, ότι ο κόσμος όλος υποτάσσεται εις ημάς, μόνος δε ο Ιωάννης δεν θέλει να υποταχθή; Είναι δίκαιον να είναι αυτός Πατριάρχης, όστις είναι αιρετικός; Από σήμερον σου δίδω την εξουσίαν όλων των Εκκλησιών, να συνάξης Σύνοδον να τον καθαιρέσης». Ταύτα έλεγεν η βασίλισσα μετά μεγάλου θυμού, νομίζουσα ότι θέλει ελκύσει αυτόν προς εαυτήν. Ο δε Άγιος, βλέπων ότι δεν είναι κατά Θεόν οι λόγοι της, αλλά από κακίαν και έχθραν, την οποίαν έχει κατά του Χρυσοστόμου, λέγει προς αυτήν· «Μη βαρυνθής, τέκνον μου, εάν σου είπω λόγον σκληρόν. Εάν μεν ο Ιωάννης είναι, ως λέγεις, αιρετικός και τον καλέσωμεν εις την Σύνοδον και δεν παρουσιασθή, ίνα ευρεθή αθώος, πρέπει να καθαιρεθή· εάν δε, διότι σε ήλεγξεν εις κανέν παράπτωμα, όπου έσφαλες και συ ως άνθρωπος, θέλεις να τον καθαιρέσης, εγώ δεν επεμβαίνω· διότι οι βασιλείς πρέπει να μη είναι μνησίκακοι, αλλά να υπομένωσι και αυτοί ελεγχόμενοι, όταν σφάλωσιν, επειδή υπόκεινται εις τους νόμους των Αγίων Πατέρων». Ταύτα ακούσασα η βασίλισσα από του Αγίου το στόμα, μετά θυμού είπε προς τον Επιφάνιον· «Εάν δεν καθαιρεθή και εξορισθή ο Ιωάννης, εγώ ανοίγω τους ναούς των ειδώλων». Ακούσας τον τοιούτον λόγον ο Επιφάνιος απεκρίθη· «Αθώος είμαι εγώ από την τοιαύτην άδικον κρίσιν», και εξήλθεν εκείθεν. Τούτων ούτω γεγενημένων, φήμη ψευδής διεδόθη ότι ο Άγιος Επιφάνιος συνεφώνησε μετά της βασιλίσσης εις την καθαίρεσιν του Αγίου. Γράφει λοιπόν ο θείος Χρυσόστομος προς τον Άγιον Επιφάνιον ούτω· «Αδελφέ Επιφάνιε, ήκουσα ότι και συ συνεφώνησας εις την εξορίαν μου, αλλά γίνωσκε, ότι και συ δεν θέλεις ίδει πλέον τον θρόνον σου». Απήντησε και ο Επιφάνιος· «Αθλητά Ιωάννη, ας σε κρούουν και συ νίκα, πλην ουδέ συ θέλεις φθάσει εις τον τόπον της εξορίας σου». Αυτοί οι λόγοι ηλήθευσαν· διότι ο με Επιφάνιος, όταν επήγαινεν εις την Κύπρον, εν μέσω της οδού ετελεύτησεν. Ομοίως και ο Χρυσόστομος, όταν εξωρίσθη δια δευτέραν φοράν, δεν έφθασεν εις τον τόπον της εξορίας, αλλ’ εκοιμήθη εν τω μέσω της οδού, ως θέλετε ακούσει. Μετά ταύτα έφθασε και ο Πατριάρχης Θεόφιλος εις την Κωνσταντινούπολιν με πολύ θάρρος και πολλούς Επισκόπους, διότι τον ειδοποίησεν η βασίλισσα να μη φοβήται τα ιδικά του εγκλήματα, μόνον να ποιήση το θέλημά της, τουθ’ όπερ ο Θεόφιλος ήθελεν· έπειτα επήγεν εις την βασίλισσαν, ωμίλησε, συνεβουλεύθη και τέλος συνεφώνησε μεθ’ όλων των Επισκόπων του να καθαιρέσωσι τον Άγιον. Καθ’ εκάστην ημέραν εποίουν συμβούλια, έπλεκον ψευδοκατηγορίας, επενόουν εγκλήματα, έγραφον λιβέλλους, εμελέτων την καθαίρεσιν· εύρον δε και πρόφασιν σκανδαλώδη, ότι τους ύβρισεν ο Άγιος εις την διδαχήν του· διότι κατ’ εκείνας τας ημέρας εδίδαξεν ο Άγιος περικοπήν εκ της Τρίτης των Βασιλειών δι’ άλλην υπόθεσιν, ένθα έλεγεν ούτω· «Φέρετε προς με τους ιερείς της αισχύνης, οίτινες τρώγουσιν εις την τράπεζαν της Ιεζάβελ, να τους είπω ώσπερ ο Προφήτης Ηλίας· «Έως πότε θα είσθε χωλοί και κατά τους δύο πόδας; Εάν είναι θεός ο Βάαλ, «πορεύεσθε οπίσω αυτού» (Γ΄ Βασιλ. ιη:21), εάν δε δια σας θεός είναι η τράπεζα της Ιεζάβελ, τότε φάγετε και εξεμέσατε». Aυτούς τους λόγους ως ήκουσαν εκείνοι, εύρον αιτίαν ότι τους εχαρακτήρισεν ως ιερείς της αισχύνης, την δε βασίλισσα έλεγον ότι την είπεν Ιεζάβελ, προσέθετον δε και άλλα περισσότερα αφ’ εαυτών και τα ανέφεραν προς τον βασιλέα, παρακινούντες αυτόν προς οργήν. Ταύτα ακούων ο βασιλεύς Αρκάδιος, και βλέπων τους Αρχιερείς, μετέβαλε την ευλάβειαν, την οποίαν είχε πρότερον εις τον Άγιον και έδωσε πάσαν εξουσίαν εις τον Θεόφιλον και τους περί αυτόν Επισκόπους να εξετάσωσι τα κατά του Αγίου επιφερόμενα εγκλήματα· εύρε δε ο έτοιμος εις πάσαν κακίαν Θεόφιλος δύο Διακόνους καθηρημένους υπό του Αγίου, τον μεν ως μοιχόν, τον δε ως φονέα· αυτός τους συνεχώρησε, και τους έβαλε να γίνωσι κατήγοροι του Αγίου. Έγραψε δε και εγκλήματα και τους τα έδωκε να κατηγορήσωσι τον Άγιον, τα οποία ουδέν ίχνος αληθείας είχον, αλλ’ ήσαν πλήρη ψεύδους και συκοφαντίας. Απετελείτο δε το κατηγορητήριον τούτο από τεσσαράκοντα κεφάλαια, άτινα διελάμβανον τα εξής: α΄ Ότι έδειρε νέον τινά ονόματι Ευλάβιον, τον υιόν του Διακόνου Ιωάννου, όστις ήτο κατήγορος του Αγίου· β΄ Ότι άλλος τις Μοναχός, Ιωάννης και αυτός, τη αδεία του Χρυσοστόμου εδάρθη και εσύρθη και σίδηρα εφόρεσεν ως δαιμονιών· γ΄ Ότι επώλησε πολλά κειμήλια της Εκκλησίας· δ΄ Ότι επώλησε τα μάρμαρα της Αγίας Αναστασίας, τα οποία είχε χαρίσει ο Νεκτάριος δια στρώσιν της Εκκλησίας· ε΄ Ότι υβρίζει τους Κληρικούς ατίμους και διεφθαρμένους· στ΄ Ότι τον Άγιον Επιφάνιον έλεγε φλύαρον και δαιμονιώντα· ζ΄ Ότι επεβουλεύθη άνθρωπόν τινα Σεβηριανόν ονόματι, και έβαλεν ανθρώπους να τον φονεύσωσιν· η' Ότι έγραψεν βιβλίον, βρίθον εκ συκοφαντιών πολλών και ύβρεων κατά των Κληρικών· θ΄ Ότι κατέκρινε τρεις Διακόνους, Ακάκιον, Εδάφιον και Ιωάννην ότι έκλεψαν το ράσον του· έλεγε δε ότι δι’ άλλην υπόθεσιν το έκλεψαν, ήτις δεν δύναται να φανερωθή· ι΄ Ότι Αντώνιόν τινα, ενώ κατηγορήθη ως τυμβωρύχος και ότι έκλεψε τα κοσμήματα αποθανούσης γυναικός, αυτός τον εχειροτόνησεν Επίσκοπον· ια΄ Ότι κατά τας ημέρας της πατριαρχείας του Αγίου εγένετο σύγχυσις μεγάλη και φόνοι πολλοί υπό των στρατιωτών του βασιλέως, μεταξύ των οποίων ήτο και ο κόμης Ιωάννης, ενώ δε ουδείς εγνώριζε τους υποκινητάς των φόνων, ο Άγιος έδειξεν εις την βασιλείαν, ότι ο Ιωάννης ήτο ο αίτιος και τον απηγχόνισαν· ιβ΄ Ότι εμβήκεν εις την Εκκλησίαν και δεν προσεκύνησε· ιγ΄ Ότι δίχως θυσιαστηρίου εποίησε χειροτονίας Διακόνων και Ιερέων· ιδ΄ Ότι εν μια χειροτονία εποίησε τέσσαρας Επισκόπους· ιε΄Ότι όταν υπάγη γυνή να του ομιλήση, εξάγει όλους και μένει μόνος μετά της γυναικός· ιστ Ότι γυνή τις πλουσία ονόματι Θέκλα εδωρήσατο την κληρονομίαν της εις Εκκλησίαν και αυτός την έδωκεν εις τινα Θεόδουλον και την επώλησεν· ιζ΄ Ότι τα εισοδήματα της Εκκλησίας δεν γνωρίζουσι τι γίνονται· ιη΄ Ότι εχειροτόνησεν εις Ιερέα τον Διάκονόν του Σεραπίωνα, ο οποίος ήτο κατηγορημένος δι’ εγκλήματα· ιθ΄ Ότι έβαλε Χριστιανούς τινας εις την φυλακήν δια το πείσμα του, έως ου ετελεύτησαν εκεί, και καν να τους ενταφιάσωσι δεν αφήκεν· κ΄ Ότι τον Βερροίας Ακάκιον ύβρισε και δεν ηθέλησε ούτε καν να ομιλήση μετ’ αυτού· κα΄ Ότι Ιερέα τινά, ονόματι Πορφύριον, παρέδωκεν εις τον Ευτρόπιον να τον εξορίση· κβ΄ Ότι παρέδωκεν ομοίως και Ιερέα τινά ονόματι Βενέριον· κγ΄ Ότι έχει λουτρόν και εμβαίνει μόνος του και λούεται, και ο Ιερομόναχος Σεραπίων κλειδώνει το λουτρόν εκείνο, ώστε ουδείς είδε τι είναι μέσα εις το λουτρόν· κδ΄ Ότι εχειροτόνησε πολλούς δίχως συμμαρτυρίας των Κληρικών· κε΄ Ότι ποτέ του δεν έφαγε μετ’ άλλου τινός· κστ΄ Ότι όταν αποφασίζη εις το κριτήριον, δεν ζητεί μάρτυρας, αλλά μόνος του γίνεται κατήγορος, μάρτυς και κριτής, ως το έκαμε δήθεν εις τον Πρωτοδιάκονόν του, Μαρτύριον ονόματι, και εις τον Επίσκοπον Λυκίας Προαιρέσιον, τους οποίους καθήρεσε δίχως Συνόδου και μαρτύρων· κζ΄ Ότι εντός της Εκκλησίας, εις την ώραν του κοινωνικού, εκτύπησε δια γρόνθου τον Διάκονον Μέμνονα, και ρέοντος του αίματος εκ του στόματός του τον εκοινώνησε τα Άγια Μυστήρια· κη΄ Ότι δεν υπάγει εις το άγιον Βήμα, όταν τελειώση την θείαν Λειτουργίαν να εκδυθή την Αρχιερατικήν στολήν, αλλά καθήμενος έξω εις τον θρόνον του εκδύεται και του φέρουσι και γλυκίσματα εκεί και τρώγει· κθ΄ Ότι όταν χειροτονήση Μητροπολίτην, του χαρίζει και χρήματα· και τούτο πράττει δια να έχη τους Μητροπολίτας φίλους, να δέχωνται ό,τι τους λέγει· λ΄ Ότι εχειροτόνησε εις Έφεσον Μητροπολίτην τον Ηρακλείδην, ο οποίος ήτο ωριγενιστής, και κατηγορήθη και ως κλέπτης, ότι έκλεψε φόρεμα Διακόνου τινός ονόματι Ακυλίνου· λα΄ Ότι έδειρε τον μοναχόν Ιωάννην μετά του Σεραπίωνος, διότι ήλεγχε τους ωριγενιστάς ως αιρετικούς· λβ΄ Ότι λέγει, ότι αι τράπεζαι κατά τας οποίας οι άνθρωποι μεθύσκονται είναι εξωτικαί και θέλομεν να μας εξηγήση τι είναι αυταί αι εξωτικαί, τας οποίας οι Έλληνες είχον ως θεάς και η Εκκλησία μας δεν δέχεται αυτούς τους λόγους· λγ΄ Ότι δίδει άδειαν εις έκαστον να αμαρτάνη, διότι διδάσκει, λέγων: «Εάν πάλιν αμαρτήσης, πάλιν μετανόησον και οσάκις πταίσης, ελθέ εις εμέ, να σε θεραπεύσω· λδ΄ Ότι εβλασφήμησεν εις διδαχήν τινα και είπε, ότι δήθεν ο Χριστός προσηυχήθη και δεν εισηλούσθη παρά του Πατρός, διότι δεν προσηυχήθη ως έπρεπε· λε΄ Ότι εξεγείρει δια των λόγων του τους κοσμικούς να προκαλέσωσι σύγχυσιν, όταν συναχθή η Σύνοδος κατ’ αυτού, να δείρωσι τους Αρχιερείς· λστ΄ Ότι τους Έλληνας τους υπερασπίζεται εις πάσαν των υπόθεσιν και τους βοηθεί, εάν θελήση τις να τους πειράξη· λζ΄ Ότι δήθεν εις άλλων Μητροπολιτών Επαρχίας χειροτονεί αυτός χωρίς την θέλησίν των Επισκόπους και Ιερείς· λη΄ Ότι ποτέ του δεν αφήκε Κληρικόν τινα ή και Αρχιερέα να έμβη εις το κελλίον, εις το οποίον εκοιμάτο, να ιδή· λθ΄ Ότι αιχμαλώτους ξένους, οίτινες δεν ήσαν ελευθερωμένοι, εχειροτόνησεν Αρχιερείς· μ΄ Ότι δήθεν έδειρε με την χείρα του Επίσκοπόν τινα ονόματι Ισαάκιον. Αυτά τα τεσσαράκοντα εγκλήματα γράψας μόνος του ο Θεόφιλος, τα έδωκεν εις εκείνους τους κατηγόρους περί των οποίων προείπομεν, ως μη γνωρίζων αυτός δήθεν τίποτε, και τους παρήγγειλεν, όταν συναθροισθή η Σύνοδος των Αρχιερέων, να τα δώσουν εις τας χείρας του. Αυτός δε ανεχώρησεν εις Χαλκηδόνα και συνήγαγεν εκεί τους ομόφρονάς του Αρχιερείς, τους προρρηθέντας εχθρούς του Αγίου, ήτοι τον Βερροίας Ακάκιον, τον Γαβάλων Σεβηριανόν, τον Πτολεμαϊδος Αντίοχον, τον Χαλκηδόνος Κυρίνον και όλους τους ιδικούς του Επισκόπους, τους οποίους είχε φέρει εξ Αιγύπτου και άλλων τόπων· ήσαν δε όλοι τεσσαράκοντα πέντε, συνεκρότησαν δε Σύνοδον εις τι μετόχιον, ονομαζόμενον Δρυν, πλουσίου τινός ονόματι Ρουφίνου· έπειτα έγραψαν και γράμματα και έστειλαν προς τον Άγιον. Ο δε Άγιος έτυχε τότε εις το Πατριαρχείον και συνωμίλει μετά τεσσαράκοντα Αρχιερέων φίλων του, οίτινες έκλαιον δια την άδικον και παράνομον Σύνοδον του Θεοφίλου, και έλεγον, ότι κάλλιον είναι να αφήσωσι τους θρόνους των, παρά να συλλειτουργήσωσι με τους Αρχιερείς εκείνους ή να υπογράψωσιν εις την καθαίρεσιν του Αγίου. Ο δε Άγιος τους παρηγόρει, λέγων· «Εάν με αγαπάτε, συλλειτουργήσατε μεν μετ’ εκείνων, δια να μη γίνη σχίσμα εις την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν, εις δε την καθαίρεσίν μου μη υπογράψετε, διότι δεν γνωρίζω τι απ’ όσα με κατηγορούσι». Λέγοντος του Αγίου ταύτα, έφθασαν και οι απεσταλμένοι υπό της παρανόμου Συνόδου φέροντες την απόφασιν, ήτις διελάμβανε ταύτα: «Η Αγία Σύνοδος, η επί Δρυν αθροισθείσα, τω Ιωάννη»· ω της απωλείας! Μόνοι των ωνομάζοντο Άγιοι και την μικράν Σύνοδόν των Αγίαν ωνόμασαν, τον δε Άγιον ουδέ καν Πατριάρχην ωνόμασαν, αλλ’ απλώς Ιωάννην, προ της εξετάσεως οιούντες αυτοί την απόφασιν. Έγραφον δε εν συνεχεία τα εξής· «Λιβέλλους εδεξάμεθα κατά σου, πολλών αιτιαμάτων μεστούς· χρη ουν απαντήσαι σε τον υπέρ αυτών υφέξοντα λόγον», ήτοι, πρέπει να έλθης να δώσης απόκρισιν δια τα εγκλήματα ταύτα. Ο δε Άγιος έστειλε προς αυτούς τρεις Επισκόπους, Δημήτριον τον Πισινούντος, Ευλύσιον τον Απαμείας, Λουππικιανόν τον Απιαρίας και δύο Ιερείς, να είπωσι προς εκείνους τοιαύτα· «Εγώ δεν αποφεύγω από την Σύνοδόν σας, Άγιοι Αρχιερείς, έστω και εάν είσθε και άλλοι εκατόν, αλλά παραμερίζω από τον φανερόν εχθρόν μου, τον Θεόφιλον, ο οποίος, πριν απαντήση δια τα ίδια αυτού εγκλήματα, γίνεται κριτής εναντίον μου και ταύτα του νόμου εμποδίζοντος, καθό διακελεύοντες τον από της Αιγύπτου μη κρίνειν εις τα σύνορα της Θράκης». Οι μεν απεσταλμένοι υπό του Αγίου τοιαύτα είπον· οι δε λύκοι και οι ποιμένες, συλλαβόντες τους Αρχιερείς και Ιερείς εκείνους, τους έσυραν δέροντες και σχίσαντες τα ενδύματά των έβαλον έκαστον εις τα σίδερα, άτινα είχον ετοιμάσει δια τον Άγιον. Και δια να μη φαίνεται εις το φανερόν η κακουργία των, τους εφυλάκισαν εις κεκρυμμένον τόπον προς εκφόβισιν των άλλων, έπειτα εβιάσθησαν και υπέγραψαν και οι τεσσαράκοντα πέντε Αρχιερείς την καθαίρεσιν του Αγίου, ήρχισαν δε να υπογράφουν κατά την τότε συνήθειαν πρώτον οι μικρότεροι και τελευταίον οι μεγαλύτεροι· υπέγραψε δε πρώτος Επίσκοπος τις Γυμνάσιος ονόματι και τελευταίος ο κακούργος Αλεξανδρείας Θεόφιλος. Αφού δε υπέγραψαν εκείνην την ψευδοκαθαίρεσιν, απέστειλαν και εις τον βασιλέα αναφοράν, ήτις έλεγε ταύτα· «Γίνωσκε, κράτιστε βασιλεύ, ότι τον Ιωάννην τον καθηρέσαμεν δια πολλά και μεγάλα εγκλήματα, δι’ α δεν παρουσιάσθη να απολογηθή· όθεν δεν μένει άλλο παρά να διατάξη η βασιλεία σου όπως εξορισθή εις τόπον μακρινόν, δια να μη ποιή σκάνδαλα». Ταύτην την αναφοράν ιδών ο βασιλεύς και πιστεύσας εις αυτούς, ως τάχα εις Αρχιερείς, διέταξε να εξορίσουν τον Άγιον· και δια να μη γένηται σύγχυσις του λαού, διότι ώρμησεν ο λαός να φονεύσωσι τον Θεόφιλον, δια νυκτός έβαλον τον Άγιον εις βασιλικόν πλοίον, σύροντες αυτόν βιαίως, τον διεπέρασαν δε από το στενόν της πόλεως προς την Μαύρην Θάλασσαν, εις πόλιν ονομαζομένην Πραίνεστον. Μετά δε ταύτα έγραψεν ο Θεόφιλος γράμματα και προς τον Πάπαν Ρώμης Ιννοκέντιον, λέγων προς αυτόν, ότι καθήρεσαν τον Άγιον. Εκείνος δε προς μεν τον Θεόφιλον δεν απήντησεν, ως ανάξιον της αρχιερωσύνης, προς δε τον βασιλέα Αρκάδιον έγραψεν ονειδιστικούς και αφοριστικούς λόγους, ότι ήκουσε την γυναίκα του και εξώρισε τοιούτον φωστήρα της οικουμένης. Αφού λοιπόν εξώρισαν τον Άγιον, ηθέλησαν να καθαιρέσουν και τον Μητροπολίτην της Εφέσου Ηρακλείδην, τον οποίον είχε χειροτονήσει ο Άγιος, όταν επήγεν εις την Έφεσον. Επειδή δε δεν ήτο εκεί τότε παρών, δια τούτο δεν συνεφώνησαν οι Αρχιερείς· διότι οι μεν της Κωνσταντινουπόλεως έλεγον, ότι δεν πρέπει απόντα να τον καθαιρέσωμεν· οι δε Αλεξανδρείς αντέλεγον, ότι πρέπει να τον καθαιρέσωσι και εν απουσία του, διότι είναι ωριγενιστής· τέλος φιλονικούντα αμφότερα τα μέρη των Αρχιερέων, ήλθον και εις χείρας, οι δήθεν μιμηταί του Χριστού, όστις «λοιδορούμενος ουκ αντελοιδώρει», ηκολούθησαν δε και πληγαί και εκ των πληγών θάνατοι. Τις να ακούση τους τοιούτους προβατοσχήμους λύκους και να μη φρίξη; Αλλά ακούσατε και τι ακόμη έπραξεν ο θεομισής Θεόφιλος εναντίον των Μακρών αδελφών ήτοι του Διοσκόρου και των αδελφών του και των άλλων πεντήκοντα συνακολούθων των, ως και δια τα βιβλία του Ωριγένους, τα οποία τα ανεθεμάτισεν, ύστερα όμως εδέχθη· αλλά ταύτα μεν εγένοντο μετά ταύτα. Κατά δε την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν εξώρισαν τον Άγιον, σεισμός μέγας εγένετο καθ’ όλην την Κωνσταντινούπολιν και φόβος αόρατος επέπεσεν εις τα ανάκτορα του βασιλέως καθόσον ουδείς των εντός αυτών ηδυνήθη να κοιμηθή πλέον. Ο βασιλεύς δε μετανοών και κλαίων, διότι εξώρισε τον Άγιον, παρευθύς έγραψε προς αυτόν, δεόμενος και παρακαλών να επιστρέψη εις τον θρόνον του· έστειλε δε και απεσταλμένον ευνούχον τινα της βασιλίσσης, Βρίσωνα ονόματι, να τον φέρη, πριν ή ακόμη φθάση εις την Πραίνεστον και πάλιν έστειλεν άλλον, έως ου ιδών ο Άγιος την μετάνοιαν του βασιλέως, έστρεψεν οπίσω. Όταν δε έμαθεν ο λαός ότι έρχεται ο Άγιος, επλημμύρισαν το στενόν της πόλεως πέρασμα· έτρεχον άνδρες, γυναίκες, παιδία, να ίδωσι την αγγελικήν μορφήν του Αγίου Χριστομιμήτου και καλού Ποιμένος. Ελθών δε ο Άγιος, δεν ηθέλησε να έμβη μέσα εις την πόλιν, αλλ’ είπεν· «Ας έλθη Σύνοδος μεγαλυτέρα να με εξετάση πάλιν». Ο δε λαός ως ήκουσαν το τοιούτον, έκλαιον, εθρήνουν, παρεκάλουν αυτόν. Τέλος ιδών ο Άγιος την τοσαύτην ορμήν του λαού και του βασιλέως, εισήλθε μεν εις την πόλιν, εις δε τον θρόνον δεν ηθέλησε να καθήση, αλλ’ ο βασιλεύς και ο λαός δεν τον αφήκαν, θέλοντα δε και μη θέλοντα τον ανεβίβασαν εις τον θρόνον του, δεκάτην τρίτην έχοντος τότε του Νοεμβρίου· και πάλιν η Εκκλησία απέλαβε τον στολισμόν της, τον διδάσκαλον, τον άγρυπνον Ποιμένα και πάλιν αι διδαχαί έρρεον. Αλλά τι να σας είπω; Ω φθόνε, αρχηγέ των κακών, επίβουλε των καλών, συκοφάντα των αγαθών! Αλλά πως ίσχυσεν ο φθόνος; Ακούσατε. Εις την Κωνσταντινούπολιν, εκεί όπου είναι τώρα ο Ναός της Αγίας Σοφίας, ήτο πρότερον Ναός ρυθμού βασιλικής, τον οποίον έκτισεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και τον ωνόμαζον Σοφίαν. Έξω από τον Ναόν ήτο στήλη αργυρά της βασιλίσσης Ευδοξίας και συναζόμενα τα παιδία εκεί τας εορτάς έπαιζον και προεκάλουν μεγάλην σύγχυσιν, δεν άφηναν δε αι φωναί των να ακούεται η ψαλμωδία των Ιερέων. Ο μεν Άγιος εδίδασκε πάντοτε να παύσωσι τα παιδία τας φωνάς, αλλά τι να κάμη εις τόσον πλήθος παιδίων; Τέλος ωμίλησεν ότι δεν είναι πρέπον να ίσταται εκεί η εικών της βασιλίσσης και να γίνηται αιτία συγχύσεως και θορύβου, προέτεινε δε να την μεταθέσωσιν εις την αγοράν. Ακούσασα τούτο η βασίλισσα εδαιμονίσθη και πάλιν και έλεγεν ότι ήλθε πάλιν ο Άγιος εις την Κωνσταντινούπολιν να την ελέγξη. Τέλος εσύναξε πάλιν εις Σύνοδον τους προαναφερθέντας Αρχιερείς· εκείνοι όμως μη δυνάμενοι να εύρουν πταίσιμον τι, ίνα καθαιρέσωσι πάλιν τον Άγιον, επειδή τα πρώτα εγκλήματα δεν απεδείχθησαν, εκάλεσαν τον ευρετήν της κακίας Θεόφιλον, ίνα έλθη πάλιν και αυτός εις την Σύνοδόν των ή να τους εύρη τι κεφάλαιον νόμου, όπως δυνηθώσι να επιτύχωσι την θέλησιν της βασιλίσσης. Τότε ο Θεόφιλος στέλλει τρεις Επισκόπους του και τους δίδει κεφάλαιον τι, το οποίον είχον γράψει ποτέ οι αρειανοί, δια να καθαιρέσωσι τον μέγαν Αθανάσιον· επεκαλείτο δε και τον δ΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία Συνόδου, όστις λέγει ότι, «Όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος, δικαίως ή αδίκως καθαιρεθή και έλθη πάλιν εις τον θρόνον του δίχως Συνόδου Εκκλησιαστικής, εκείνον να μη τον ακούουν, εάν έχη και δικαίωμα τι να λέγη». Ταύτα έγραψε και απέστειλεν ο Θεόφιλος, θέλων να στερεώση την προτέραν του απόφασιν. Ο δε Άγιος απολογούμενος έλεγεν, ότι «Ουδέ εις την πρώτην εκείνην Σύνοδον με εδέχθητε να απολογηθώ, ουδέ τώρα με την θέλησίν μου ήλθα απρόσκλητος· αλλά καθώς εις την αρχήν με βασιλικήν διαταγήν αδίκως εξωρίσθην, ούτω πάλιν επανήλθον μετά βασιλικής προσταγής και ότι αυτό το κεφάλαιον δεν είναι δεκτόν, διότι το έγραψαν οι αρειανοί, δια να καθαιρέσωσι τον μέγαν Αθανάσιον». Ο βασιλεύς εκάλεσεν αμφότερα τα μέρη των Αρχιερέων και τους συμπαραστάτας του Αγίου και τους εναντίους αυτού και τους ηρώτησε, τι λέγουσι δια τούτο το κεφάλαιον του Νόμου. Οι δε βοηθοί του Αγίου έλεγον, ότι από τους αιρετικούς είναι συγγεγραμμένον και δεν είναι δεκτόν, οι δε έλεγον ότι από αγίους άνδρας είναι συντεθειμένον. Τέλος επειδή δεν είχον άλλο τι ίνα ισχύσωσι οι βοηθοί του Αγίου, είπον προς τον βασιλέα· «Ας γράψωσιν ούτοι, οίτινες λέγουσι ότι από τους Αγίους είναι γεγραμμένον το κεφάλαιον αυτό, ότι είναι της αυτής πίστεως και της αυτής φατρίας μετ’ εκείνων, οίτινες το έγραψαν και τότε δεχόμεθα να γίνηται η απόφασις παρ’ αυτών». Η γνώμη αύτη ήρεσεν εις τον βασιλέα, οι δε επίβουλοι του Αγίου εδέχθησαν μεν εις το φανερόν να υπογράψωσιν, ότι είναι της αυτής πίστεως και της αυτής μερίδος μετά των γραψάντων το κεφάλαιον αυτό, πλην φοβούμενοι ένεκεν αμφιβολίας, δεν ετόλμησαν να το τελειώσωσιν, ίνα μη ευρεθώσιν ύστερον αρειανοί και καθαιρεθώσιν. Ο δε βασιλεύς βαρυνθείς τα σκάνδαλα, διότι οι Αρχιερείς εκείνοι συχνάκις τον διέβαλον, όταν ήλθεν η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τελειωθέντος ενός έτους μετά την πρώτην εξορίαν, έστειλεν υπασπιστήν εις τον Άγιον και του είπε να μη διδάξη πλέον, ούτε να λειτουργήση. Απεκρίθη ο Άγιος· «Εγώ ετάχθην εκ Θεού ποιμήν εις τον λαόν τούτον, και έχω κρίμα με το θέλημά μου να τον αφήσω· αλλ’ αν θέλη ο βασιλεύς, ας με εμποδίση, να μη έχω αμαρτίαν εις τον Θεόν». Τότε έστειλεν άλλον απεσταλμένον ο βασιλεύς και εξέβαλε τον Άγιον βιαίως από τον θρόνον του· τόσην δε μόνον διορίαν του έδωκεν, να μένη εις το δωμάτιον του Πατριαρχείου, έως να σκεφθή ο βασιλεύς τι να αποφασίση. Αφού δε έφθασε το Μέγα Σάββατον, ο βασιλεύς εκάλεσε τους εναντίους του Αγίου Αρχιερείς και τους λέγει· «Τι λέγετε περί του Πατριάρχου Ιωάννου; Είναι δίκαιον να εξορισθή πάλιν ή όχι;» Λέγουσιν εκείνοι· «Άξιος εξορίας είναι, βασιλεύς». Λέγει ο βασιλεύς· «Αθώος να είμαι εγώ από την αμαρτίαν ταύτην». Απεκρίθησαν οι Αρχιερείς· «Επί την κεφαλήν ημών η του Ιωάννου καθαίρεσις», και τούτο ειπόντων εκείνων των μιαρών, διέταξεν ο βασιλεύς να εκτελεσθή η εξορία του. Παρευθύς λοιπόν έστειλαν πλήθος στρατιωτών να εκβάλωσι βιαίως τον Άγιον από το Πατριαρχείον. Αλλά τις δύναται να διηγηθή πόσα δυστυχήματα εγένοντο κατά την ημέραν εκείνην, πόσαι συγχύσεις, πόσοι φόνοι, διότι έτυχον και γυναίκες τινές γυμναί, αίτινες ήθελον να βαπτισθώσι κατ’ εκείνην την ημέραν, ως είχον τότε συνήθειαν να βαπτίζωνται το Μέγα Σάββατον και ιδούσαι τους στρατιώτας με τα ξίφη, άλλαι μεν δεν επρόφθασαν να ενδυθώσι τα φορέματά των, άλλαι δε κατεπατήθησαν υπό του λαού, ως και τα Άχραντα Μυστήρια, άτινα έτυχον κρατούντες οι Ιερείς και μεταλαμβάνοντες τον λαόν, εχύθησαν και κατεπατήθησαν υπό του λαού· και πάντων τούτων ήσαν αίτιοι οι μιμηταί του Άννα και Καϊάφα. Τούτων ούτω γεγενημένων, υπάγει φίλος τις του Αγίου και του λέγει· «Άγιε του Θεού, ο θεοκατάρατος Λούκιος, ο πρώτος των του βασιλέως στρατιωτών, ίσταται έξω της Εκκλησίας με πλήθος ωπλισμένων στρατιωτών· ει τις δε αντισταθή εις την διαταγήν του βασιλέως και ποιήση σύγχυσιν να μη σε εξορίσωσι, θα τον φονεύωσι· πριν λοιπόν γένηταί τι και συμβώσι και φόνοι, διάταξον ό,τι έχεις να ποιήσης». Τότε ο Άγιος υψώσας τας χείρας του εις τον Θεόν είπεν· «Εις χείρας σου παραδίδω, Θεέ του ουρανού και της γης, τον λαόν τούτον και την Εκκλησίαν ταύτην, να την φυλάξης αβλαβή από τας αιρέσεις». Και ταύτα ειπών ο Άγιος εξήλθε κρυφίως, αποχαιρετήσας ολίγους των συνευρεθέντων Επισκόπων και λαϊκών, διότι δεν τον αφήκαν να βραδύνη δια την σύγχυσιν του λαού. Αλλ’ οι εχθροί του Αγίου λυκοποιμένες επλήρωσαν δολοφόνον τινά να φονεύση τον Άγιον, καταβαίνοντα εις το πέρασμα· αλλ’ ακούσατε πως ο Θεός το εφανέρωσεν· είδον τινές τον δολοφόνον εκείνον με γυμνόν ξίφος· εκείνος δε θέλων να φύγη τας χείρας των στρατιωτών, άλλους μεν κατέκοψεν, άλλους δε ετραυμάτισε. Τέλος τον συνέλαβον και ερωτήσαντες αυτόν τι ήθελε το γυμνόν ξίφος, ωμολόγησε την υπόθεσιν. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός μη υπομένων την άδικον εξορίαν του Αγίου έδειξε μέγα θαύμα κατά την ημέραν εκείνην· πυρ εξήλθεν αοράτως από τον θρόνον εις τον οποίον ίστατο ο Άγιος και εδίδασκε και το πυρ εκείνο υψώθη πολύ έως ου ήναψε το σκέπασμα της Εκκλησίας· πνέοντος δε σφοδρού ανέμου δυτικού, έφθασεν η φλοξ έως εις τα ανάκτορα· και τι να λέγω καταλεπτώς; Εντός τριών ωρών, έως να την σβέσωσιν οι στρατιώται, πλήθος οικοδομημάτων κατεκάησαν και επί πολλά έτη δεν ηδυνήθησαν οι βασιλείς να τα ανακτίσουν εις το αρχαίον κάλλος. Αφού επέρασαν οι στρατιώται του βασιλέως τον Άγιον εις την Ανατολήν, τον έβαλαν εις ζώον και τον επήγαν εις τι χωρίον της Αρμενίας, Κουκουσόν ονομαζόμενον, τα δε κακά και τους πειρασμούς όσα οι στρατιώται του έκαμον κατά την οδόν, κατ’ εντολήν της βασιλίσσης και των λυκοποιμένων, τις λόγος είναι ικανός να διηγηθή; Γνωρίζοντες ότι ο Άγιος δεν έτρωγεν άλλο τι, ειμή τον χυλόν της κριθής, δεν ήθελον να του δώσουν καν ψωμί καθαρόν να φάγη, αλλά του έδιδον ξηρόν και μουχλιασμένον· ποτόν δε, ζεστόν ύδωρ και ταύτα καίοντος του ηλίου· αφήνομεν δε χάριν συντομίας τας άλλας κακοπαθείας· εις δε την Κουκουσόν όταν επήγεν ο Άγιος εθαυματούργησεν, εξ ου επίστευσαν οι άνθρωποι του τόπου εις τον Χριστόν, ειδωλολάτραι υπάρχοντες πρότερον. Άνθρωπός τις ήτο εις την Κουκουσόν, ειδωλολάτρης κατά την θρησκείαν, παραλυτικός έτη οκτώ, κατά τα οποία δεν περιεπάτησε τελείως· οι άνθρωποι της Κουκουσού, έχοντες ακούσει περί του Αγίου ότι εποίει θαύματα εις την Κωνσταντινούπολιν, επήγαν προς αυτόν και εκείνον τον παραλυτικόν. Τότε ηρώτησεν ο Άγιος τον ασθενή· «Ποίον Θεόν λατρεύεις;» Εκείνος είπε· «Τον ήλιον». Του λέγει ο Άγιος· «Και πως δεν σε ιατρεύει ο θεός σου;» Απεκρίθη ο ασθενής· «Δεν δύναται διότι έχει και άλλον θεόν παραπάνω του». Του λέγει ο Άγιος· «Τότε διατί δεν πιστεύεις εκείνον τον Θεόν, τον μεγαλύτερον του ηλίου;» Απεκρίθη ο ασθενής· «Δεν τολμώμεν να τον ονομάσωμεν εκείνον τον Θεόν, διότι όποιος είναι αμαρτωλός και ονομάση εκείνον τον Θεόν κατακαίεται». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και γνωρίζων ότι ως πεπλανημένος ομιλεί, του λέγει· «Εάν πιστεύσης εις τον Θεόν, τον οποίον εγώ κηρύττω, δεν θέλεις κατακαή, αλλά μάλλον θέλεις φωτισθή και θέλεις ιατρευθή ψυχικώς και σωματικώς». Αποκριθείς δε εκείνος είπε· «Πιστεύω εις τον Θεόν σου εξ όλης μου της ψυχής»· τότε ο Άγιος ποιήσας προσευχήν προς τον Θεόν, τον ιάτρευσεν από την ασθένειάν του. Τούτο ιδόντες οι άνθρωποι του τόπου εκείνου και όσοι ήσαν εις τα περίχωρα επίστευσαν εις τον Χριστόν, συν γυναιξί και τέκνοις, και εβαπτίσθησαν υπό του Αγίου. Εχειροτόνησε δε εκεί ο Άγιος Επισκόπους και Ιερείς, δι’ αγιασμόν του λαού, ανθρώπους, οίτινες εγνώριζον και την Ελληνικήν και την Αρμενικήν γλώσσαν, διότι Αρμενιστί ωμίλουν εις την Κουκουσόν· έπειτα τους έβαλε και μετεγλώττισαν την Παλαιάν και Νέαν Διαθήκην και την τάξιν της θείας Λειτουργίας και ψαλμωδίας. Αλλ’ ο μεν Άγιος τοιαύτα κατορθώσας εκεί εχαίρετο δοξάζων τον Θεόν· η δε παράνομος βασίλισσα μηδέ τότε δεν εχόρτασεν· αλλ’ ακούσασα ότι έχει μικράν παρηγορίαν εκεί ο Άγιος, έστειλε πάλιν διαταγήν να τον εξορίσουν και από εκεί εις άλλην πόλιν έτι μακρύτερον κειμένην καλουμένην Αραβισσόν· μετά δε ημέρας τινάς, ως έμαθε ότι και εκεί έχει ανάπαυσιν, διέταξε πάλιν να τον εξορίσουν εις την Πιτυούντα, η οποία ήτο εις σκληρόν τόπον προς τα νοτιοανατολικά της Μαύρης Θαλάσσης. Ως δε ήρχισε την οδοιπορίαν ο Άγιος, εις το μέσον του δρόμου ητόνησεν από τους πολλούς κόπους και ως φαίνεται ήτο θέλημα Θεού να υπάγη προς ον επόθει· δια τούτο νύκτατινά είδε καθ’ ύπνον τους Αποστόλους Πέτρον και Ιωάννην τον Θεολόγον, λέγοντας προς αυτόν· «Χαίρε και ευφραίνου, Ιωάννη, διότι μέλλεις να έλθης μεθ’ ημών εις την Βασιλείαν των ουρανών· φάγε δε και τούτο όπερ σου δίδομεν, το οποίον ως το φάγης πλέον δεν θέλεις χρειασθή άλλο φαγητόν, έως ου φάγης μεθ’ ημών άφθαρτον τροφήν». Έφαγεν ο Άγιος καθ’ ύπνους και το φαγητόν έγινε στερέωμα του σώματός του. Ταύτα δε διηγήθησαν μετά τον θάνατον του Αγίου δύο Ιερομόναχοι και εις Διάκονος μαθηταί του, οίτινες τον ηκολούθησαν μέχρι θανάτου. Βαδίζοντες δε προς την Πιτυούντα οι υπηρέται του βασιλέως, οι οποίοι επήγαιναν τον Άγιον, έτι περισσότερον τον εκακοποίησαν· τον έσυρον πεζόν, τροφήν δεν του έδιδον, ούτε ύδωρ να πίη· όπου ήτο σκιά δεν ήθελον να σταθμεύσωσιν· μάλλον δε όταν έκαιεν ο ήλιος πολύ ή έπιπτε βροχή, τότε τον εβίαζον να περιπατή· ο σκοπός των ήτο να αποκάμη από τους κόπους, να αποθάνη γρήγορα, όπερ και έγινε· διότι από τους τόσους πειρασμούς αποκαμών ο Άγιος, δεν έφθασεν εις την Πιτυούντα, καθώς προείπε και ο Άγιος Επιφάνιος, αλλά πολύ προ της Πιτυούντος ήτο άλλη πόλις, Κόμανα λεγομένη· εκεί εσταύθμευσαν αργά, εις τον Ναόν του Αγίου Βασιλίσκου, ο οποίος ήτο Αρχιερεύς, εμαρτύρησε δε εις την Νικομήδειαν κατά τον καιρόν του βασιλέως Μαξιμιανού. Δια νυκτός δε εφάνη ο Άγιος Βασιλίσκος λέγων εις τον Άγιον καθ’ ύπνους· «Θάρσει, αδελφέ Ιωάννη, η αυριανή ημέρα θέλει μας ενώσει». Αλλά και πριν να έλθη ο Άγιος να σταθμεύση εκεί, μίαν ημέραν πρότερον εφάνη ο Άγιος Βασιλίσκος εις τον Εφημέριον της Εκκλησίας και του είπε· «Ετοίμασε τόπον δια τον αδελφόν Ιωάννην, διότι έρχεται αύριον». Όταν δε εξημέρωσεν, ο μεν Άγιος παρεκάλει τους στρατιώτας να αναμένουν εκεί την ημέραν εκείνην, εκείνοι δε δεν ηθέλησαν· αλλά κινήσαντες εις πείσμα του Αγίου, επεριπατούσαν βιαζόμενοι. Περιπατήσαντες δε όλην την ημέραν εις αγνώστους τόπους και αβάτους, πάλιν το εσπέρας, ώσπερ υπό Θεού τυφλωθέντες, εστάθμευσαν εις τον Ναόν του Αγίου Βασιλίσκου, διότι εκεί ήτο θέλημα Θεού να τελευτήση ο Άγιος. Κατά την νύκτα εκείνην εγνώρισεν ο Άγιος ότι έφθασεν η ώρα του θανάτου του και εκάλεσε τους δύο Ιερομονάχους και τον Διάκονόν του και τους είπε την υπόθεσιν· έπειτα μετέλαβε και μετά ταύτα κράξας φωνή μεγάλη «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», εξέπνευσε την 14ην Σεπτεμβρίου του έτους υζ΄ (407), ζήσας τα πάντα έτη εξήκοντα τρία. Κατετέθη δε το τίμιον αυτού λείψανον πλησίον του Αγίου Ιερομάρτυρος Βασιλίσκου, πολλών θαυμάτων πηγάς αναβλύζον. Διετέλεσε δε ο Άγιος εξ μόνον έτη εν τη Αρχιερωσύνη. Επωνομάσθη Χρυσόστομος διότι εσαφήνισε την θείαν Γραφήν, ως ουδείς ποτε των άλλων της Εκκλησίας Πατέρων. Τα σωζόμενα αυτού έργα είναι 1447 Λόγοι και 249 Επιστολαί. Εικοσιδύο Διδάσκαλοι της Εκκλησίας έπλεξαν εγκώμιον εις αυτόν. Λέγουσι δε ότι μετά τον θάνατον της Ευδοξίας, δια να αποδειχθή η αδικία την οποίαν έκαμεν εις τον μέγαν Χρυσόστομον, εκινείτο και έτρεμεν ο τάφος της εις διάστημα τριάκοντα ετών. Ότε δε ανεκομίσθη το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολιν και απετέθη, όπου τώρα είναι, τότε και ο τάφος εκείνης εστάθη και πλέον δεν έτρεμεν. Αυτή είναι η πολιτεία του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ευλογημένοι Χριστιανοί· αυτός είναι ο Βίος του· αυταί αι πράξεις του, επαινεταί μεν υπό των ανθρώπων, δυσκατόρθωτοι δε εις τους βουλομένους να μιμηθούν ταύτας. Γένοιτο δε και ημείς, βοηθούσης της θείας Χάριτος, να γίνωμεν μιμηταί της θεαρέστου πολιτείας αυτού και να αξιωθώμεν της επουρανίου Βασιλείας εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ενός εκ των ιβ΄ (12) Αποστόλων.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΔ΄ (14η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ενός εκ των ιβ΄ (12) Αποστόλων.

Φίλιππος ο θείος του Κυρίου Απόστολος ήτο εις εκ των δώδεκα, εκ Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπολίτης Ανδρέου και Πέτρου. Από μικρός εδόθη εις τα μαθήματα, έχων δε πόθον πολύν εις τον Νόμον, εσχόλαζεν εις τα μαθήματα του Μωϋσέως, διότι τοιαύτην είχον τότε οι διδάσκαλοι των Ιουδαίων συνήθειαν και εμάνθανον πρώτον τους νέους αυτάς τας βίβλους, έπειτα τους ηρμήνευον και έτερα όσα ηδύναντο. Από ταύτα λοιπόν ηννόησεν ο Φίλιππος όλας τας ρήσεις, όσαι διελάμβανον περί της ελεύσεως του Χριστού και τας εφύλαττεν εις την καρδίαν του· δια τούτο και καθ’ όλην την ζωήν του διέμεινε παρθένος. Όταν λοιπόν εύρεν αυτόν ο Δεσπότης Χριστός εις την Γαλιλαίαν μετά το βάπτισμα και τον προσεκάλεσε να τον ακολουθήση, δεν έβαλε καιρόν εις το μέσον, αλλά γνωρίσας, ότι αυτός ήτο ο Μεσσίας, τον οποίον ανέμενον, τον ηκολούθησε προθύμως και δεν εξεχώρισεν από αυτόν, γνωρίζων ότι εύρε τον πολύτιμον Μαργαρίτην. Έχων δε πόθον να προσαγάγη προς τον Σωτήρα και τους φίλους του ως καλοπροαίρετος άνθρωπος, ευρίσκει τον Ναθαναήλ, όστις ήτο φίλος του, ακριβής του Νόμου διδάσκαλος, και του λέγει· «Ον έγραψε Μωϋσής εν τω νόμω και οι Προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιωάν. α:46). Με ταύτα και έτερα τα οποία είπεν, ωδήγησε προς τον Δεσπότην τον φίλον του. Φαίνονται δε και άλλα πολλά εις το ιερόν Ευαγγέλιον, με τα οποία ημπορεί να εννοήση έκαστος τούτου του Αποστόλου την ευγνωμοσύνην και υπακοήν προς τον Διδάσκαλον, του οποίου έγινε κοινωνός εις όλους τους κόπους έως την σωτήριον Σταύρωσιν· όθεν και της Αναστάσεως απήλαυσε και της θεοπρεπούς Αναλήψεως και της παρουσίας του Παναγίου Πνεύματος. Μετά ταύτα βάλλοντες οι θείοι Απόστολοι κλήρους, δια να ίδωσι που είναι θέλημα Θεού να πορευθή έκαστος δια να κηρύξη το σωτήριον Ευαγγέλιον, απήλθον άλλος εις την Ανατολήν, άλλος εις τα Εσπέρια, έτερος εις τα Βόρεια και άλλος εις τα Νότια μέρη· του δε θείου Φιλίππου έλαχε ο κλήρος της Ασίας, εις την οποίαν επήγε προθύμως κηρύττων τον Χριστόν εις όλας τας πόλεις και χώρας, τελών σημεία και θαύματα άπειρα, δια τα οποία, του Θεού συνεργούντος, πολλοί επίστευσαν και πανταχού έκτισεν Εκκλησίας, τα ειδωλεία ηφάνιζε, και εχειροτόνει Αρχιερείς. Είχε δε εις την συνοδείαν του τον Απόστολον Βαρθολομαίον και την σαρκικήν του αδελφήν, Μαριάμνην ονόματι, οίτινες τον ακολουθούσαν, υπηρετούντες αυτόν και συγκοινωνούντες εις όλα τα λυπηρά και χαρμόσυνα και πολλούς πειρασμούς και θλίψεις εις διαφόρους χώρας από τους απίστους υπέμειναν, μαστιγούμενοι, ραβδιζόμενοι, λιθαζόμενοι και ποικιλοτρόπως βασανιζόμενοι. Από τας κακοπαθείας ταύτας και τας θλίψεις τας οποίας ο θείος ούτος Απόστολος Φίλιππος υπέμεινε, θα είπωμεν ενταύθα ολίγα τινά, ως επίσης και ολίγα θαυμάσια, εκ των πολλών τα οποία ετελέσθησαν δια μέσου του, ίνα δια τούτων διαπιστωθώσιν αναμφιβόλως και τα επίλοιπα, έπειτα δε θέλομεν γράψει και το μακάριον τέλος, το οποίον έλαβεν εις την Ιεράπολιν της Φρυγίας. Ούτος ο λαμπρότατος αστήρ και μέγας του Κυρίου Απόστολος αφού εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις τας πόλεις της Λυδίας και της Μυσίας, συνοδευόμενος, ως είπομεν, και υπό του Αποστόλου Βαρθολομαίου και της αδελφής του Μαριάμνης και αφού υπέστησαν πολλάς κακοπαθείας υπό των απίστων, δερόμενοι, ραβδιζόμενοι, φυλακιζόμενοι και λιθοβολούμενοι, εύρον έπειτα και τον ηγαπημένον Μαθητήν και Θεολόγον Ιωάννην κηρύττοντα και αυτόν τον Χριστόν εις την Ασίαν, ότε και η του ανθυπάτου Νικάνωρος γυνή επίστευσεν εις τον Χριστόν, και η του Στάχυος οικία εκάη υπό του ανθυπάτου και του λαού των Ελλήνων. Αλλά και προς τους Πάρθους επήγεν ο Άγιος και κλίνων τα γόνατα εζήτει από τους ουρανούς θείαν επίσκεψιν· και ευθύς είδεν αετόν με χρυσάς πτέρυγας, όστις εικόνιζε τον Χριστόν εσταυρωμένον· όθεν λαμβάνων από την όρασιν ταύτην θάρρος και δύναμιν, επήγαινεν εις το κήρυγμα πρόθυμος· μετέβη δε και εις την χώραν των Κανδάκων. Ανέβη δε ποτε εις πλοίον, δια να διαπεραιωθή προς την Άζωτον· κατά δε την νύκτα εκείνην έγινε μεγάλη τρικυμία· επειδή δε ήτο και σκότος βαθύ ευρίσκοντο εις μέγαν κίνδυνον, τότε όμως εφάνη φωτοφανής τύπος του Σταυρού, όστις εφώτισε το σκότος της νυκτός και διεσώθησαν οι κινδυνεύοντες. Φθάσαντες εις την Αζώτιδα γην εξήλθεν ο Φίλιππος και κατέλυσεν εις τον οίκον, του οποίου οι οικήτορες είχον θυγατέρα, ήτις είχεν εις τον οφθαλμόν ασθένειαν και εκινδύνευε να απολέση το φως της· ακούσαντες δε το κήρυγμα του Αποστόλου επίστευσαν εις τον Χριστόν όλοι και έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ο πατήρ της κόρης εζήτησε χάριν από τον Φίλιππον, να θεραπεύση τον οφθαλμόν της. Ο δε Απόστολος λέγει προς την κόρην· «Μόνη σου θέλω να θεραπεύσης το πάθος σου, Χαριτίνη, και χαρίζω την δύναμιν όχι μόνον εις σε, αλλά και εις όσους έλαβον το Άγιον Βάπτισμα να τελήτε θαυμάσια· το πρωϊ λοιπόν βάλε την δεξιάν σου εις τον οφθαλμόν σου, επικαλουμένη του Δεσπότου Χριστού το σωτήριον όνομα να λάβης την ίασιν». Ούτω λοιπόν ποιήσασα εθεραπεύθη η Χαριτίνη ευχαριστούσα τον Κύριον και τότε δεν εξεχώρισεν από τον Απόστολον. Αναχωρήσας εκείθεν ο θείος Απόστολος μετέβη μετά της συνοδείας του εις την Ιεράπολιν κηρύττοντες τον Κύριον· οι δε εντόπιοι ήθελον να φονεύσωσι τον Απόστολον, με πρόφασιν να μη απατηθούν αι γυναίκες των και τους χωρισθώσι καθώς και άλλων πολλών επλανήθησαν. Άρχων δε τις σεβαστότερος των άλλων και τιμής άξιος ελύτρωσε τον θείον Φίλιππον από τον λιθασμόν, λέγων ταύτα προς τους συμπολίτας του· «Αδελφοί, ακούσατε την συμβουλήν μου· μη κάμετε αδικίαν τινά κατά τούτου του ξένου, αλλ’ ας δοκιμάσωμεν την διδασκαλίαν του, εάν είναι προς ψυχικήν σωτηρίαν». Εις τους λόγους τούτους του άρχοντος δεν ηδυνήθησαν να εναντιωθώσιν, επειδή ήτο επίσημος, αυτός δε πρώτος από τους άλλους προσέπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου παρακαλών αυτόν να μείνη εις την οικίαν του· και πηγαίνοντες μαζί, εσκανδαλίσθη η γυνή του άρχοντος Μάρκελλα, ζητουσα λύσιν του συνοικεσίου και να της επιστρέψη την προίκα οπίσω, εάν δεν εκβάλη από την οικίαν των τον Φίλιππον, ο οποίος βλέπων τον άρχοντα περίφοβον, του έδωκε θάρρος να ίσταται εις την πίστιν, αυτός δε προσευχόμενος έκαμεν εκείνην, ήτις εσκανδαλίζετο, δούλην του ανδρός αυτής και υπήκοον και του έλεγεν· «Από που ήλθεν ούτος ο θαυμάσιος άνθρωπος; Ω! πόσον είναι οι λόγοι του γλυκύτατοι και επαινετή των ηθών αυτού η κατάστασις». Ο δε άρχων είπε προς αυτήν· «Μεγάλου Θεού κήρυξ είναι, ω γύναι, και αιωνίου Βασιλείας πρόξενος και ας πιστεύσωμεν εις αυτόν»· προσπίπτοντες λοιπόν εις τον Απόστολον, εβαπτίσθησαν με όλον τον οίκον των· με εκείνους δε και πολλοί άλλοι από τους γείτονας. Ο δε ευρετής της κακίας, βλέπων νενικημένον εαυτόν, παρεκίνησε τινας να καύσουν τον οίκον του άρχοντος· τούτο γνωρίσας ο Απόστολος δια Πνεύματος Αγίου, εξήλθε προς αυτούς άφοβα· και κρατήσαντες αυτόν ως θηρία ανήμερα, τον επήγαν εις το δικαστικόν βουλευτήριον, του οποίου ο έξαρχος, ονομαζόμενος Αρίσταρχος, είπε ταύτα προς αυτόν μετά θυμού· «Γνωρίζω ότι καυχάσαι δια τας μαγείας σου· αλλά εάν δεν ρίψης αυτάς από επάνω σου, θέλω σε θανατώσει με λιθασμόν πικρότατον· περί δε του σταυρωθέντος Θεού σου θέλομεν εξετάσει με τον καιρόν ύστερα». Ταύτα λέγων τον ήρπασεν από τας τρίχας της κεφαλής και τον περιέπαιζε σύρων αυτόν από του ενός μέρους εις το άλλο και βασανίζων. Ο δε Απόστολος, δια να σωφρονίση την αταξίαν του Αριστάρχου, ίσως δε και δια να γνωρίσουν οι παρεστώτες, ότι είναι δυνατού Θεού υπηρέτης, εβόησε μεγαλοφώνως, δια να τον ακούσουν άπαντες, λέγων· «Συ, Κύριε, όστις έπλασας τας καρδίας μας και γνωρίζεις τας κινήσεις και διανοήματα αυτών, πλήρωσόν μου τον λόγον τούτον, όστις εξέρχεται χωρίς οργήν από την καρδίαν μου και ας γίνη προς σωφρονισμόν των άλλων παράλυτος η άτακτος αύτη χειρ, ήτις ετόλμησε να απλωθή επί της κεφαλής την οποίαν ηγίασες». Ούτως είπε και ευθύς ο λόγος έργον εγένετο και όχι μόνον εξηράνθη η χειρ του, αλλά ετυφλώθη και ο εις οφθαλμός του, ο προς το μέρος εκείνο, εκωφώθη δε και από τα δύο ώτα και έμεινε άλαλος τελείως. Ταύτα βλέποντες οι παρεστώτες εξέστησαν και παρεκάλουν αυτόν με φόβον να συγχωρήση τον πταίσαντα, ο δε Απόστολος λέγει προς αυτούς· «Αι διαστροφαί των μελών δεν δύνανται να βοηθηθούν από άνθρωπον, διότι ένας είναι ο διορθωτής αυτών, ο Δημιουργός, όστις εξ αρχής συνήρμοσεν εκ της γης τον άνθρωπον και εάν δεν πιστεύσητε εις εκείνον ομού με αυτόν, όστις έπαθε, δεν λαμβάνει την θεραπείαν του». Κατά την ώραν εκείνην έτυχε και επήγαιναν να ενταφιάσουν νεκρόν και λαμβάνοντες την κλίνην εκείνοι, οίτινες ήσαν με τον Αρίσταρχον, έλεγον εις τον Απόστολον περιγελώντες αυτόν· «Εάν αυτόν τον νεκρόν αναστήσης, όλοι να προσκυνήσωμεν τον Θεόν σου ομού με τον Αρίσταρχον». Ο δε Άγιος, βλέπων προς τους ουρανούς, έκαμε προσευχήν ολίγην ώρα, έπειτα εκάλεσε τον νεκρόν με πραείαν φωνήν εξ ονόματος λέγων· «Θεόφιλε, ο Χριστός σε προστάσσει, έγειραι και λάλει ό,τι θέλεις χωρίς εμπόδιον». Τότε παρευθύς ο νεκρός (ω του θαύματος!) ηγέρθη και προσέπεσεν εις τον Απόστολον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι την ώραν ταύτην από πολλά κακά με ελύτρωσες, διότι με έσυρον δυναστικώς τινές μαύροι και άσχημοι, δια να με ρίψουν εις τον ολέθριον τάρταρον, το οποίον και θα εγίνετο, εάν δεν ήθελες προφθάσεινα με λυτρώσης τον άθλιον». Τούτο το παράδοξον έκαμεν όλους και ετρόμαξαν, θαυμάζοντες ότι ήξευρε και το όνομα του αποθαμένου, τον οποίον δεν είδε πρωτύτερα και τον ανέστησε πάραυτα. Απορρίψαντες λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι πάσαν αμφιβολίαν και πάντα δισταγμόν, επίστευσαν εις τον Χριστόν λέγοντες· «Αυτός τον οποίον κηρύττεις, θαυμασιώτατε, είναι ο μόνος αληθής και παντοδύναμος Θεός, όστις τελεί τοιαύτα παράδοξα, εις αυτόν δε προσέχομεν άπαντες και αδιστάκτως πιστεύομεν». Τότε καταπαύσας με την χείρα του τον θόρυβον, προσέταξε τον προρρηθέντα άρχοντα να κάμη το σημείον του σταυρού εις τον Αρίσταρχον, επικαλούμενος την Παναγίαν Τριάδα, ποιήσας δε εκείνος το προστασσόμενον εθεραπεύθη τελείως ο Αρίσταρχος· τότε πάντες έλαβον το σωτήριον Βάπτισμα, μεταξύ δε των πρώτων ήτο και ο Πρέφεκτος, ο πατήρ του αναστάντος εκ νεκρών, όστις ήτο από τους προεστώτας της πόλεως. Ούτος, πιστεύσας ολοψύχως εις τον Χριστόν, έδωκεν εις τον Απόστολον τους δώδεκα χρυσούς θεούς, τους οποίους είχε, να τους διαμοιράση εις τους πένητας· όχι δε μόνον ταύτα, αλλά καλώς δαπανήσας και τα επίλοιπα πράγματά του, εφύλαξεν έως τέλους την πίστιν και ετελείωσε τον βίον θεάρεστα· ο δε Απόστολος, καταρτίσας όλους εκείνους και στερεώσας εις την Ορθόδοξον πίστιν, εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον προρρηθέντα άρχοντα τον άνδρα της Μαρκέλλας· ωσαύτως εχειροτόνησε Πρεσβυτέρους και Διακόνους και προσέταξε να κτίσουν Εκκλησίας, τας οποίας καθιέρωσε, διδάξας δε άπαντας τους ηυχήθη και ανεχώρησε δια να κηρύξη τον Χριστόν και εις άλλας πόλεις της Φρυγίας. Αναχωρήσας εκείθεν ο θείος Φίλιππος μετέβη εις πόλιν τινά της Φρυγίας πολυάνθρωπον και περίφημον, ήτις ήτο και πρωτεύουσα των άλλων πόλεων. Βλέπων δε ότι αύτη ήτο εις τοσαύτην αγνωσίαν βεβυθισμένη, ώστε όλοι οι εν αυτή κατοικούντες προσεκύνουν δια θεόν μίαν έχιδναν μεγάλην και φοβεράν εις την όρασιν, ελυπήθη βαθύτατα δια την απώλειαν των ανθρώπων αυτών, τους οποίους εμώρανεν επί τοσούτον ο διάβολος, όστις κατώκει έσωθεν του θηρίου εκείνου και τους έφερεν εις τοιαύτην αναισθησίαν, ώστε να του δίδουν θυσίαν ανθρώπους οι απάνθρωποι. Τρωθείς λοιπόν την ψυχήν από θείον έρωτα δια την σωτηρλιαν αυτών επλησίασεν εις το θηρίον ο μέγας Απόστολος και ποιήσας προσευχήν προς τον Θεόν σύντομον, επεκαλέσθη του Δεσπότου Χριστού το φοβερόν και άστεκτον εις τους δαίμονας όνομα και παρευθύς εθανάτωσε την έχιδναν εκείνην, ήτις ήτο αιτία της των πολλών απωλείας και έμεινεν αύτη νεκρά, φοβερόν παρέχουσα εις τους παρεστώτας θέαμα. Αφού λοιπόν ο Άγιος ελύτρωσε τον λαόν από τοιούτον κακόν, τους εδίδαξε τον αληθή Θεόν, όστις είναι ο μόνος ποιητής απάσης της κτίσεως, ο δημιουργήσας όλον τον κόσμον, ορατόν και αόρατον, και όστις έπλασε τον άνθρωπον, τον οποίον αμαρτήσαντα ανέπλασε με την συγκατάβασιν της θείας αυτού ενανθρωπήσεως και την σωτήριον Σταύρωσιν και Ανάστασιν αυτού και εις ουρανούς ανεβίβασε. Τους εδίδαξεν επίσης ότι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέλλει να έλθη και πάλιν το δεύτερον, να αναστήση όλον το γένος της ανθρωπότητος και να αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα του· όσοι δε είναι βεβαπτισμένοι εις το όνομά Του και φυλάττουσι τα άγια προστάγματά Του θα κληρονομήσωσιν ευφροσύνην αιώνιον, όσοι δε πάλιν αθευήσωσι τον Νόμον Του, θα κατακριθώσιν εις ατελεύτητον κόλασιν. Με ταύτα και άλλα σωτήρια λόγια κατήχησε τον λαόν ο Απόστολος, όσους δε είδεν ότι εδέχθησαν εις την ψυχήν τον λόγον της πίστεως τους εβάπτισε, εχειροτόνησε δε εις αυτούς Αρχιερείς και Πρεσβυτέρους. Τελέσας λοιπόν ο θείος Απόστολος όσα ήσαν χρειαζόμενα, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον, να πίη και αυτός το ψυχοσωτήριον του Μαρτυρίου ποτήριον. Ευρισκόμενος λοιπόν τότε εις Ιεράπολιν τον κατέκριναν εις τους άρχοντας, οίτινες συλλαβόντες αυτόν τον εβασάνισαν διαφοροτρόπως και πικρώς τον ερράβδισαν· έπειτα δένοντες αυτόν από τους αστραγάλους τον εκρέμασαν κατακέφαλα, ήσαν δε τότε εκεί η αδελφή του Μαριάμνη και ο Απόστολος Βαρθολομαίος, ότι ομού εκοπίαζον εις τον μυστικόν αμπελώνα, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον· κρεμάσαντες λοιπόν και τον Βαρθολομαίον ομοίως, εσταύρωσαν τον Φίλιππον· η δε Μαριάμνη, αν και δεν της εποίησαν κακόν εις την σάρκα, αλλά η ψυχή της συνέπασχε και επόνει, βλέπουσα τον αδελφόν της τοιουτοτρόπως βασανιζόμενον. Καθ’ ον δε χρόνον ταύτα επράττοντο, εξεδίκησεν ο παντοδύναμος Θεός τον φίλον του Φίλιππον, και αίφνης έγινε σεισμός εις όλην την χώραν αυτήν φοβερώτατος, εβυθίσθη δε τόπος πολύς και πολλοί απωλέσθησαν. Ταύτα βλέποντες εκείνοι και υπό του φόβου και της λύπης συνεχόμενοι ηννόησαν την ανομίαν των και προσελθόντες εις τους Αγίους μετά δακρύων, εδέοντο να τους συγχωρήσωσι το πταίσιμον. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι ολοψύχως μετενόησαν, τους ευσπλαγχνίσθη ο Κύριος ως φιλάνθρωπος και παύων τον σεισμόν τους ελύτρωσεν απ’ εκείνον τον επώδυνον κίνδυνον, τους έδειξε δε και οπτασίαν θαυμάσιον, σημείον θειοτέρας δυνάμεως· και είδον κλίμακα, από την γην έως τα ουράνια και τους εδείκνυε την άνοδον· τούτο έγινεν εις τους απίστους οδός σωτήριος και ομολογούντες τον Χριστόν Θεόν αληθή, κατεβίβασαν τον Βαρθολομαίον απ’ εκεί όπου εκρέματο, όταν δε ηθέλησαν να ξεκαρφώσωσιν από τον Σταυρόν και τον Φίλιππον, αυτός δεν ηθέλησε, γνωρίζων ότι εις ολίγην ώραν έμελλε να υπάγη προς τον ποθούμενον· όθεν από τον Σταυρόν ούτω καθηλωμένος εδίδασκε τον λαόν νουθετών αυτούς να πιστεύσωσι καθαρά προς τον όντως Θεόν, και να φυλάττωσιν όλα του τα προστάγματα. Ταύτα λέγων ο Άγιος εποίησε δέησιν δι’ αυτούς και ούτως απήλθε προς Κύριον· το δε τίμιον και άγιον λείψανον αυτού ενεταφίασαν ευλαβώς ο Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη τη δεκάτη Τετάρτη του Νοεμβρίου μηνός, ψάλλοντες ωδάς κατά την τάξιν και ύμνους προς τον Θεόν, δοξάζοντες Αυτόν και πανηγυρίζοντες τον Απόστολον. Έπειτα έμειναν ολίγας ημέρας και εστερέωσαν εις την πίστιν τους Ιεραπολίτας καλλίτερα· ο δε Άγιος Απόστολος Βαρθολομαίος, καταστήσας τον Στάχυν Επίσκοπον Ιεραπόλεως και εξελθών ταύτης επορεύθη μετά της Μαριάμνης εις άλλας πόλεις και χώρας κηρύττοντες το του Χριστού Ευαγγέλιον, ότι Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Νοεμβρίου, οι Άγιοι Μάρτυρες ΕΛΠΙΔΙΟΣ, ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΕΥΣΤΟΧΙΟΣ πυρί τελειούνται.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΕ΄ (15η) Νοεμβρίου, οι Άγιοι Μάρτυρες ΕΛΠΙΔΙΟΣ, ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΕΥΣΤΟΧΙΟΣ πυρί τελειούνται.

Ελπίδιος, Μάρκελλος και Ευστόχιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου, εν έτει τξα΄ (361). Εκ τούτων των Αγίων Μαρτύρων ο μακάριος Ελπίδιος ήτο μέλος της Συγκλήτου εμπεπιστευμένος τα μυστικά πράγματα του αποστάτου Ιουλιανού, νόμους δε γράφων εγνωρίσθη ότι είναι Χριστιανός. Παρασταθείς λοιπόν εις τον αποστάτην και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, ενεδύθη ένδυμα τραχέως υφασμένον με τρίχας αιγός, το οποίον είχε μεν καρφωμένους τριβόλους σιδηρούς, επάνω δε ηλείφετο με πίσσαν βραστήν και με αυτήν εστερεώνοντο οι τρίβολοι· έπειτα κτυπώμενον έξωθεν το ένδυμα εκείνο κατετρύπα τας έσωθεν σάρκας του Αγίου με τας αγκίδας των τριβόλων. Μετά ταύτα ερρίφθη ο Άγιος εντός λάκκου και κατεκάη εις τας σάρκας με ύδωρ ζέον, το οποίον εχύνετο εις όλον το σώμα του. Είτα τίθεται επί των καταξηρανθεισών σαρκών του έμπλαστρον κατεσκευασμένον μεν από πίσσαν και λίπος και από άλλα κολλητικά και καυστικά είδη, πυρωμένον δε ον καθ’ υπερβολήν. Ακολούθως δε ποτίζεται ποτά τινά δριμύτατα αναμεμιγμένα με θείον και άσφαλτον. Μετά ταύτα προσαχθέντων και των Αγίων Μαρτύρων Ευστοχίου και Μαρκέλλου, προσεδέθησαν εις αγρίους ίππους και ταύρους επί τω σκοπώ ίνα διασπαραχθώσιν υπ’ αυτών, αλλ’ όμω τα ζώα έμειναν ακίνητα υπό θείας Δυνάμεως. Όθεν κατεθλάσθησαν τα μέλη των με ραβδία χοντρά και ούτως ερρίφθησαν εις το πυρ, εις το οποίον ευρισκόμενοι παρέδωκαν οι αοίδιμοι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Λέγουσι δε ότι μετά ταύτα ενεταφιάσθησαν μεν αυτών τα τίμια λείψανα εις το Καρμήλιον όρος, ευθύς δε γενομένων αστραπών και βροντών παρεγένετο εκεί ο Δεσπότης Χριστός μετά των Αγγελικών Δυνάμεων και ησπάσατο τους Μάρτυρας. Και τον μεν Ευστόχιον και Μάρκελλον μετέθηκεν εις τόπον, τον οποίον Αυτός ηθέλησε, τον δε θαυμαστόν Ελπίδιον ανέστησε και ενδυναμώσας αυτόν απέστειλεν ίνα αγωνισθή εις το Μαρτύριον το δεύτερον. Τούτον βλέπων ο Ιουλιανός προσέταξε να απλωθή δεδεμένος από τα τέσσαρα άκρα και να δέρηται αδιακόπως· έπειτα να χύνηται όξος και άλας επί των πληγών του, αι οποίαι να τρίβωνται με πανία τρίχινα. Μετά ταύτα ηπλώθη ο του Χριστού Μάρτυς επί ανημμένων ανθράκων, από τους οποίους έβαλον και επ’ αυτής ακόμη της κεφαλής του. Είτα κρεμάται επί του βασανιστηρίου ξύλου και τίθεται επί των ώμων του σιδηρούς θυρεός, ο οποίος είχεν οπήν, εις το μέσον δε του θυρεού τούτου ετέθη σωρός ανημμένων ανθράκων, ίνα κατακαύση τα αισθητήριά του. Ακολούθως δε εκτυπήθη εις την κεφαλήν με κόρακα σιδηρούν. Επειδή δε εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής από όλα τα βασανιστήρια, πολλούς απίστους επέστρεψεν εις την πίστιν του Χριστού και κατέπεισε τούτους να συντρίψωσι τα είδωλα. Τελευταίον δε ριφθείς ο Μάρτυς εντός ανημμένης καμίνου, παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού και ούτως έλαβε παρ’ Αυτού της νίκης τον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »


Ματθαίος ο θείος Απόστολος ήτο από την Κανά της Γαλιλαίας, εις την οποίαν εποίησε το πρώτον θαύμα ο Κύριος, ήτο δε τελώνης την τάξιν, ήτοι ενοικιαστής των τελών και των φόρων, επάγγελμα το οποίον είχον οι Εβραίοι ως άδικον, διότι επλούτει από τας πολλάς αδικίας. Ούτος καθήμενος ποτε εις το τελωνείον ήκουσε τον Κύριον λέγοντα εις αυτόν· «Ακολούθει μοι». Όθεν κατ’ αυτήν την ώραν αφήκεν όλα και ηκολούθησε τον Κύριον, έκαμε δε εις τον οίκον του φιλοξενίαν μεγάλην εις αυτόν, καθώς το λέγει ο ίδιος εις το Ευαγγέλιόν του. Εκάλεσε δε και τους συγγενείς και φίλους του, δια να παρακινηθώσι και πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, καθώς και εκείνοι αδιστάκτως επίστευσαν. Έκτοτε δε συνηριθμήθη με τους λοιπούς Αποστόλους. Οι δε Γραμματείς και Φαρισαίοι, ως κακότροποι, κατέκρινον τον Δεσπότην, προς τους Μαθητάς αυτού λέγοντες· «Διατί τρώγει και πίνει με τελώνας και αμαρτωλούς ο Διδάσκαλός σας;» Ο δε Ιησούς, ταύτα ως καρδιογνώστης γινώσκων, έδωκεν άλλην ημέραν προς τους Μαθητάς και τους Φαρισαίους περί τούτου τοιαύτην δικαίαν απάντησιν λέγων· Οι υγιείς τον ιατρόν δεν χρειάζονται, αλλά μόνον οι ασθενείς· και «μάθετε τι εστιν, έλεον θέλω και ου θυσίαν· ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ:13). Έγινε δε αυτόπτης και κοινωνός εις όλα τα σημεία και θαύματα, τα οποία εποίησεν ο Κύριος προ της σωτηρίου Σταυρώσεως και μετά την ένδοξον Ανάστασιν. Μετά δε την του Παναγίου Πνεύματος κάθοδον απήλθον οι θείοι Απόστολοι, έκαστος κατά τον κλήρον όπου του έτυχε, να κηρύξουν εις τον κόσμον τον σωτήριον λόγον επιστρέφοντες τους Έλληνας· τότε και ο ιερώτατος Ματθαίος, αφ’ ου εδέχθη την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής και εσοφίσθη τα θεία, εδίδαξε πρώτον τους Εβραίους, διότι ήτο κατά πολλά ζηλωτής, έχων αγάπην εις αυτούς και επεθύμει να γνωρίσωσι την ευσέβειαν. Δια την οποίαν αιτίαν τους έγραψε πρώτος από τους άλλους το Άγιον Ευαγγέλιον εις Εβραϊκήν διάλεκτον, οκτώ έτη μετά την Ανάληψιν του Χριστού, αρχίζων από την γενεαλογίαν του Αβραάμ· και πρώτον μεν διηγείται την κατά Σάρκα του Χριστού Γέννησιν, την Βάπτισιν, τους πειρασμούς τους οποίους υπέστη, καθώς και την ιδικήν του πρόσκλησιν, ομολογών μόνος του, ότι ήτο αρχιτελώνης, δια κατηγορίαν εαυτού ως ταπεινόφρων και μέτριος· έστειλε δε αυτό εις τους νεοφωτίστους Ιουδαίους· διδάξας δε τους Πάρθους και Μήδους και συστησάμενος Εκκλησίας εις αυτούς και εις άλλα έθνη πολύγλωσσα, εβασανίσθη πολλά και εκακοπάθησεν από δίψαν και πείναν και μάστιγας, τα οποία όλα υπέμεινεν, έχων τον Θεόν βοηθόν του. Μετά ταύτα διενοήθη ο θείος Απόστολος να ησυχάση εις κανέν μέρος, διότι εβαρύνθη τους κόπους, τους κινδύνους και την κακοπάθειαν. Αναβάς λοιπόν εις τι όρος ησκήτευεν εκεί πολύν χρόνον, μονοχίτων και αίθριος, ήτοι χωρίς οίκον ή σπήλαιον, αλλά από μόνον τον ουρανόν σκεπόμενος. Ύστερον δε του εφάνη ως παιδίον ο Κύριος ημών, ο κατ’ αρχάς πλάσας τον άνθρωπον, και απλώσας την δεξιάν του χείρα, του έδωκε ράβδον λέγων· «Κατάβα εκ του όρους και ύπαγε εις Μυρμήνην, φύτευσε δε αυτήν εις το κατώφλιον του εκεί αγιάσματος, η οποία θέλει ριζωθή με την ιδικήν μου δύναμιν, να γίνη δένδρον πολύκαρπον. Από τους κλώνους του θα στάζη μέλι γλυκύτατον και θα εξέλθη βρύσις από την ρίζαν του, από το νερόν της οποίας λουόμενοι οι θηριόγνωμοι της χώρας άνθρωποι και από τον γλυκασμόν του δένδρου μεταλαμβάνοντες θέλουν γλυκανθή εις την αίσθησιν, να παύσουν από τας παρανομίας των». Τότε λαμβάνων με ευλάβειαν την ράβδον, την οποίαν του έδωκεν ο Κύριος, επήγαινεν εις το προκείμενον· και κατά την οδόν τον υπήντησεν η βασίλισσα της πόλεως εκείνης, Φουλβάνα ονόματι, μετά του υιού της και της νύμφης της, οίτινες αμφότεροι είχον δαιμόνια, τα οποία εφώναζον προς τον Απόστολον λέγοντα· «Ποίος σε ηνάγκασε να έλθης εδώ εις τον τόπον μας και σου έδωκε την ράβδον αυτήν εις αφάνισίν μας;» Ο δε Απόστολος, επιτιμήσας αυτά με πραείαν φωνήν, εθεράπευσε τους ατακτούντας εκείνους και τους έκαμε να τον ακολουθούν σωφρονισμένοι και εύτακτοι. Ο δε Επίσκοπος της πόλεως Πλάτων, μαθών την παρουσίαν του Αποστόλου, εξήλθε με τους Κληρικούς του όλους να τον προϋπαντήση ως έπρεπε· και πηγαίνοντες αμφότεροι εις την πόλιν, εφύτευσαν την ράβδον έμπροσθεν του λαού, τον Κύριον ευλογήσαντες. Τότε παρευθύς (ω του θαύματος!) ερρίζωσεν εκείνο το ξηρόν ξύλον και έκαμε κλάδους και καρπόν ώριμον, γλυκύτερον μέλιτος· από δε την ρίζαν εξήλθεν ύδωρ· και πάντες οι παρεστώτες εξέστησαν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον θέαμα, το οποίον ηκούσθη εις όλην την πόλιν. Και συντρέχον το πλήθος των πολιτών και της γλυκύτητος του καρπού μεταλαμβάνοντες, μετέβαλον εις ημερότητα και πραότητα την προτέραν ωμότητα. Μαθών δε και ο βασιλεύς τα γενόμενα, ημέρωσε την ψυχήν ολίγον· αλλά πάλιν ύστερον τον ηνάγκαζεν ο δαίμων να κατακαύση τον Απόστολον, διότι δεν εχώριζεν ουδόλως από τον ευεργέτην αυτής η βασίλισσα. Αλλά πάλιν ο Σωτήρ εφάνη νύκτα τινά προς τον Απόστολον λέγων· «Αν και ο βασιλεύς μελετά κακά δια σε, πλην μη φοβείσαι, έχων εμέ εις βοήθειάν σου». Ταύτην την οπτασίαν εφανέρωσε προς τον Επίσκοπον, ευχαριστών τον Κύριον. Έστειλε δε τότε ο βασιλεύς τέσσαρας στρατιώτας να τον συλλάβωσιν, οίτινες πλησιάσαντες αυτόν ετυφλώθησαν· και υποστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα το γενόμενον. Ο δε εθυμώθη περισσότερον και απέστειλεν άλλους, οίτινες, όταν επλησίασαν, ήτο εκεί παρών ο Δεσπότης ως παιδίον ωραίον, του οποίου τας ακτίνας και την λαμπρότητα του φέγγους μη δυνάμενοι να βλέπωσι, επέστρεψαν άπρακτοι και είπον προς τον βασιλέα την όρασιν, εκείνος δε επήγε θυμωμένος από τον ευρετήν της κακίας να θανατώση με τας χείρας του τον Απόστολον. Αλλ’ ευθύς ως επλησίασεν ετυφλώθη. Όθεν έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, με ταπείνωσιν λέγων· «Συγχώρησόν μου την άγνοιαν και φώτισόν μου τους οφθαλμούς». Σπλαγχνισθείς αυτόν ο Απόστολος, και ποιήσας σταυρόν εις αυτόν τον εφώτισεν. Ο δε, αγνώμων προς τον ευεργέτην γενόμενος, επρόσταξε τους στρατιώτας να καρφώσουν εις την γην τας χείρας και τους πόδας του· έπειτα να βάλωσιν επάνω του σωρόν ξύλα, και άνωθεν να τον περιχύνωσι με έλαιον δελφίνος, πίσσαν και άσφαλτον, κάτωθεν δε να εκκαίωσι την φλόγα με κλήματα. Οι δε φονείς αρπάσαντες τον Άγιον τον έφερον ως θυσίαν εις ητοιμασμένον βωμόν, και καρφώνοντες αυτόν χαμαί ήναψαν τα ξύλα επάνω του. Τότε όμως θαυμασίως εδροσίσθη η εκ του πυρός συρίζουσα κάμινος και πλέον ουδόλως έκαιε. Το θαυμάσιον τούτο έκαμε τους περιεστώτας ειδωλολάτρας και ετρόμαξαν και εδόξαζον τον Θεόν του Αποστόλου μεγαλοφώνως, θαυμάζοντες. Ο δε βασιλεύς εταράχθη, και ηρώτησε διατί εφώναζον. Μαθών δε το γενόμενον, είπε ταύτα· «Θέλω να αποδείξω φανερωτέραν του ανδρός την ευσέβειαν, εάν είναι αληθή αυτό όπερ έγινε». Και συνάξας πολλά κάρβουνα από τα λουτρά απτόμενα και δεμάτια φρυγάνων, έβαλε τους χρυσούς του θεούς επάνω εις την κάμινον, εις την οποίαν ήτο ο Απόστολος, θέτων και τριγύρω της καμίνου άλλους ανδριάντας, ραίνων δε με την ξηράν ύλην εκείνον τον σωρόν των ανθρώπων, επεκαλείτο τους θεούς αυτού εις βοήθειαν, και προσευχομένου του Αποστόλου κάτωθεν, έγινε και άλλο θαύμα εξαίσιον. Ήτοι το πυρ έκλινε και εξεχύθη εις τους έξω ανδριάντας και τους έκανε στάκτην. Αφού λοιπόν κατέκαυσεν αυτούς έτρεξε και προς εκείνον τον υπερήφανον, όστις έφευγε φοβούμενος μήπως τον φθάση το πυρ. Επέστρεψε δε εις την κάμινον ζητών τον Απόστολον εις βοήθειαν. Ο δε Άγιος εποίησε προσευχήν απ’ εκεί και εσύρθη η φλόγα με βροντήν προς εαυτόν, και ούτως ελύτρωσε τον βασιλέα από τον κίνδυνον. Έπειτα λέγει ταύτα· «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδω την ψυχήν μου» και απήλθεν εις την ουράνιον αγαλλίασιν. Το δε τίμιον αυτού και πάνσεπτον λείψανον έμεινεν αβλαβές από το πυρ και προστάσσει ο βασιλεύς να το βάλουν εις βασιλικήν κλίνην, αίροντες δε αυτό οι αυλικοί και προύχοντες εις τους ώμους των, το επήγαν εις τα βασίλεια. Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν είχεν ακόμη την πίστιν σωστήν και ακεραίαν εις την ψυχήν του, αλλά χωλαίνουσαν, επρόσταξε να ποιήσωσι σιδηράν θήκην, εις την οποίαν εσφάλισε το λείψανον του Αγίου, λέγων ταύτα προς την σύγκλητον· «Εάν ο Θεός, τον οποίον εγνωρίσαμεν δια μέσου του, τον φυλάξη αβλαβή από τον βυθόν της θαλάσσης, καθώς και το πυρ δεν τον ήγγισε, αυτός είναι δυνατός Θεός και των στοιχείων εξουσιαστής και ανώτερος, και πρέπει να αρνηθώμεν τους θεούς μας, επειδή καν εαυτούς δεν ηδυνήθησαν να λυτρώσουν από το πυρ, αλλά κατεφλέχθησαν, και να σεβώμεθα χωρίς δισταγμόν και αμφιβολίαν τοιούτον Θεόν παντοδύναμον». Ταύτα ειπών προσέταξε και έρριψαν εκείνην την σιδηράν θήκην εις το πέλαγος· τούτου γενομένου φαίνεται την νύκτα ο Ευαγγελιστής εις τον Επίσκοπον, λέγων· «Ύπαγε προς τα ανατολικά του παλατίου να εύρης ομού με την θήκην και το εμόν λείψανον». Ο δε Αρχιερεύς απήλθε με τους εκλεκτούς και λογίους άνδρας εις τον υποδειχθέντα τόπον. Βλέποντες δε την λάρνακα ότι ήρχετο επάνω των υδάτων πλέουσα, ανευφήμησαν με ύμνους επινικίους τον Κύριον, όστις ελύτρωσε τον άξιον δούλον του εκ πυρός τε και ύδατος. Ταύτα βλέπων ο βασιλεύς απέρριψε την απιστίαν άπασαν, και παρεκάλει τον Αρχιερέα να του δώση συγχώρησιν και το Άγιον Βάπτισμα, όστις θεωρών την θερμότητα της προαιρέσεως αυτού του ανέγνωσε τους αφορισμούς κατά του δαίμονος πρότερον. Έπειτα, ότε τον εβάπτιζεν, ήκουσε φωνήν άνωθεν φερομένην, ήτις του έλεγε· «Μη ονομάσης αυτόν Φουλβιανόν, αλλά Ματθαίον». Τότε ο βασιλεύς αναγεννηθείς εις του Αποστόλου το όνομα, μετά την εβδόμην ημέραν της αυτού καθάρσεως συνέτριψε με την ψυχήν του πάντα τα είδωλα, όσα ήσαν εις όλους τους τόπους των, και επιμεληθείς το άγιον λείψανον ως έπρεπεν, έκαμεν όλους τους υπηκόους του και εβαπτίσθησαν. Ο δε Απόστολος εφάνη εις οπτασίαν, και λέγει ταύτα προς τον Επίσκοπον· «Χειροτόνησε τον βασιλέα Πρεσβύτερον και τον υιόν του Διάκονον και μετά τρία έτη θέλεις έλθει προς Κύριον και τότε ας γίνη ο συνώνυμός μου βασιλεύς Επίσκοπος και μετά την τελείωσιν αυτού ας γίνη ο υιός του διάδοχος». Αφού δε παρήλθον τα τρία έτη, απήλθεν ο Πλάτων προς Κύριον, αφήνων εις τον βασιλέα Ματθαίον τον θρόνον του, και αυτός πάλιν εις τον υιόν του, κατά την του Αποστόλου διάταξιν. Ταύτα τα οποία εγράψαμεν άνωθεν, ήτοι το Μαρτύριον του Ευαγγελιστού Ματθαίου, ηρανίσθημεν από τον Συναξαριστήν, τον οποίον έγραψε Νικηφόρος ο Ξανθόπουλος. Αλλά ο Μεταφραστής διηγείται με συντομίαν την υπόθεσιν λέγων, ότι «Αφού εδίδαξε τους Πάρθους, επήγεν εις διαφόρους πόλεις και χώρας κηρύττων και επιστρέφων πολλούς προς ευσέβειαν και τελευταίον απήλθεν εις Ιεράπολιν της Συρίας, ήτις είναι εις τον Ευφράτην ποταμόν, και αφού έφερε τους εγχωρίους εις την θεογνωσίαν, εβάπτισεν άπαντας, ωκοδόμησεν Εκκλησίας και διδασκαλεία, εχειροτόνησε Διακόνους, Ιερείς και Επισκόπους, εθεράπευσεν αναριθμήτους ασθενείς και δαιμονισμένους και άλλα διάφορα θαυμάσια έπραξε, και πολλά κοπιάσας δια την ευσέβειαν, ήλθεν εις το ποθούμενον τέλος πλήρης ημερών γενόμενος και ούτως απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον. Το δε ιερόν και πάνσεπτον αυτού λείψανον ενεταφίασαν με δόξαν και λαμπροφορίαν ανείκαστον». Τούτον τον μύστην και Ευαγγελιστην του Χριστού ας εορτάσωμεν και ημείς με καθαράν συνείδησιν μετανοούντες δια τας αμαρτίας ημών εξ όλης της καρδίας και μη είπη τις ότι έχει πολλάς ανομίας και ο Θεός δεν τον δέχεται. Διότι αφού τούτον τον τελώνην εδέχθη ο πολυέλεος και τον ανέδειξεν από αρχιτελώνην Απόστολον, πως να μη υποδεχθή και πάντας τους αμαρτήσαντας; Μη είπη δε τις ότι τον Ματθαίον προσεκάλεσεν, αλλ’ εμέ δεν δέχεται. Διότι δια τούτο υψώθη εις τον Σταυρόν, δια να τον βλέπωμεν όλοι και να ακούωμεν την φωνήν Του, Όστις μας προσκαλεί καθ’ εκάστην με ευσπλαγχνίαν άπειρον· έχει ανοικτάς τας αγκάλας να μας υποδεχθή, ως τον άσωτον υιόν· κλίνει την ακήρατον κορυφήν, δια να μας δώση της αγάπης το φίλημα. Ω πόσους προσκαλεί ο εύσπλαγχνος ιατρός, να τους θεραπεύση δωρεάν, και δια την αμέλειάν των δεν θέλουν να κοπιάσουν ολίγον τι. Οι τοιούτοι δεν μιμούνται τον Ματθαίον, ούτε τον εορτάζουσιν ως πρέπει, επειδή δεν τρέχουσιν ευθύς εις μετάνοιαν, αλλά βάλλουν καιρόν εις το μέσον διαφόρους αιτίας προφασιζόμενοι. Ο Απόστολος Ματθαίος, ευθύς ως τον προσεκάλεσεν ο Δεσπότης, δεν είπεν: «Άφες με να ετοιμάσω τα πράγματά μου· να κάμω λογαριασμόν με τους χρεώστας και τους μετ’ εμού συναλλασσομένους· να οικονομήσω τον πλούτον μου». Αλλά παρευθύς αφήκε κτήματα, χρήματα, φίλους, συγγενείς και τα λοιπά έρημα, δια να αποκτήση τον Ευαγγελικόν Μαργαρίτην, τον μόνιμον όντως και πολυτίμητον, τον οποίον και επέτυχε. Και αντί του φθειρομένου πλούτου, τον οποίον αφήκεν, απολαμβάνει τώρα τον αεί διαμένοντα. Ταύτα συλλογιζόμενος τώρα, ότε χρησιμεύει πολύ η μετάνοια, διορθωθήτε επιμελέστατα, και δότε όλας τας αδικίας και περισσότερα. Σκορπίσατε καλώς τα κακώς συναχθέντα, ως ο τρισόλβιος Ματθαίος πανσόφως εποίησε. Δότε αυτά εις τους αδελφούς του Δεσπότου μας, δια να σας τα ανταποδώση αυτός ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς των βασιλευόντων. Να συμβασιλεύσητε μετ’ Αυτού και πάντων των Αγίων, δοξάζοντες Αυτόν συν Πατρί και Πνεύματι· Ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις του Σου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”