Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΜΕΘΟΔΙΟΥ Επισκόπου Πατάρων.

Δημοσίευση από silver »

Μεθόδιος ο μακάριος του Θεού Ιερομάρτυς, παιδιόθεν αφιερωθείς εις τον Θεόν, έγινε σκεύος τίμιον και δοχείον του Παναγίου Πνεύματος· διο και την Αρχιερωσύνην θεία ψήφω λαβών, καλώς και θεοφιλώς εποίμανε το εμπιστευθέν αυτώ ποίμνιον και με τους λαμπρούς και γλυκείς λόγους του εφώτισε και εγλύκανε τα των Ορθοδόξων πληρώματα. Βλέπων δε την κακοδοξίαν και απάτην των οπαδών του Ωριγένους, οι οποίοι τότε επεπόλαζον, ως άριστος ποιμήν κατέφλεξεν αυτήν τω θείω πυρί της διδασκαλίας του, ολιγοστεύσας το σκότος αυτής δια της θείας χάριτος και δια της αυτού σοφίας. Όθεν και η των λόγων αυτού αστραπή και η της γνώσεως σάλπιγξ εξήλθον εις πάσαν την γην· ο δε μισόκαλος εχθρός, μη υποφέρων την αντίστασιν και παρρησίαν του θείου τούτου πατρός, ώπλισε τους υπηρέτας του όπως θανατώσωσι τον Άγιον. Μαρτυρικώς λοιπόν αποκεφαλισθείς και θανατωθείς παρ’ αυτών ο μακάριος, όστις προ του μαρτυρίου και του θανάτου ήτο ενδεδυμένος νέκρωσιν ζωηφόρον, απήλθε προς την μακαρίαν και ατελεύτητον ζωήν, πρότερον μεν θυσιάζων και ιερουργών τον Αμνόν του Θεού, ύστερον δε αυτός θυσιασθείς και θυσία ζώσα εις τον Θεόν προσφερθείς. Διο και με διπλούς στεφάνους κατεκοσμήθη ο γενναίος της ευσεβείας πρόμαχος, επειδή εκτός του ότι ήτο Ιεράρχης, έλαβε και τέλος μαρτυρικόν και επορφύρωσε την ιερατικήν στολήν με αθλητικά αίματα. Ούτος ο θείος και του Θεού αληθής ιερεύς τε και Μάρτυς αφήκεν εις ημάς συγγράμματα, τα οποία είναι γεννήματα της αυτού φιλοπονίας και περιέχουν παν είδος γνώσεως και ωφελείας, αλλά και δια τα μέλλοντα φανερώς και καθαρώς ο Άγιος ούτος προείπεν, ήτοι δια τας μετά ταύτα αλλαγάς και μεταβολάς των βασιλείων, δια τας καταδρομάς και πολέμους των εθνών, δια τας ερημώσεις και τους αφανισμούς πολλών τόπων και πόλεων, δια τους Ορθοδοξους και αιρετικούς βασιλείς, και περί του Αντιχρίστου και της βασιλείας του, και δια τον αφανισμόν και την πανωλεθρίαν πάσης σαρκός ανθρωπίνης.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ του εν Κιλικία.

Δημοσίευση από silver »


Ιουλιανός ο του Χριστού Μάρτυς κατήγετο εκ της πόλεως Αναζάρβου, ήτις ευρίσκεται εν τη Δευτέρα επαρχία της Κιλικίας. Ήτο δε υιός πατρός μεν βουλευτού Έλληνος, μητρός δε χριστιανής, υπό της οποίας εδιδάχθητην κατά Χριστόν ευσέβειαν. Αφού δε κατέγινεν εις την μελέτην των θείων Γραφών δεκαοκταετής προσήχθη εις τον ηγεμόνα Μαρκιανόν και μη πεισθείς να θυσιάση εις τα είδωλα, εδάρη εις διάφορα μέρη του σώματος, έπειτα δε ερρίφθη εις την φυλακήν. Συμβουλευθείς δε την μητέρα του τι να πράξη, παρεκινήθη υπ’ αυτής να μείνη στερεός εις την πίστιν του Χριστού μέχρι θανάτου. Όθεν ετέθη εντός σάκκου πλήρους άμμου, όφεων και φαρμακερών ερπετών, ούτω δε ερρίφθη εν μέσω του πελάγους και έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΥΣΕΒΙΟΥ Επισκόπου Σαμοσάτων.

Δημοσίευση από silver »

Ευσέβιος ο Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου, υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εν έτει τλη΄ (338), εχρημάτισε δε ζηλωτής διάπυρος της Ορθοδόξου πίστεως και με πολλήν ανδρείαν ψυχής και καταφρόνησιν των παρόντων κατεγίνετο δια την πρόοδον της ευσεβείας και Ορθοδοξίας, καίτοι ο βασιλεύς Κωνστάντιος ήτο εναντίος, ως άλλος ουδείς, Αρειανιστής ων. Όθεν όταν ηπείλησεν ο βασιλεύς ότι θέλει κόψει την δεξιάν χείρα του Αγίου, εάν δεν δώση το υπό του Μελετίου γενόμενον ψήφισμα, τότε ο Άγιος ήπλωσε και τας δύο χείρας του, θέλων να δείξη ότι μετά χαράς δέχεται και των δύο την εκκοπήν, παρά να παραδώση το ζητούμενον ψήφισμα, ομού δε με εκείνο να προδώση και την ευσέβειαν. Τούτον τον Άγιον πατέρα ημών Ευσέβιον, μετά τον Κωνστάντιον και Ιουλιανόν, εξώρισεν ο Ουάλης εκ του θρόνου του και κατεδίκασεν αυτόν να περιπατή εξόριστος κατά τον ποταμόν Δούναβιν. Αφού δε απέθανεν ο Ουάλης, επανήλθεν ο Άγιος εις την Επισκοπήν του εις Σαμόσατα, τα οποία ευρίσκονται εις την Συρίαν πλησίον του Ευφράτου ποταμού υπό τον Μητροπολίτην Εδέσσης. Μετά πολλούς δε αγώνας και νίκας, τους οποίους εποίησεν ο αοίδιμος έτι ζων υπέρ της Ορθοδοξίας, ηξιώθη και μαρτυρικού τέλους, διότι γυνή τις κακόδοξος, η οποία ηκολούθει την αίρεσιν του Αρείου, έλαβε κέραμον εκ τινος στέγης και εκτύπησεν την κεφαλήν του Αγίου, εκ δε του κτυπήματος εκείνου εθανατώθη ο του Χριστού ιεράρχης· πριν δε ή αποθάνη, εσυγχώρησε την φονεύσασαν αυτόν γυναίκα, μιμούμενος τον Δεσπότην του Χριστόν και τον πρωτομάρτυρα Στέφανον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου πλησίον των Αρκαδιανών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΑΓΡΙΠΠΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Αγριππίνα η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήτο γέννημα και θρέμμα της περιδόξου πόλεως Ρώμης, εκ νεότητός της δε παρέδωκεν εαυτήν εις τον Θεόν. Όθεν ευωδίαζε μεν τας καρδίας των πιστών, ως κήπος τις ηνθισμένος, ή ευωδέστατον ρόδον, απεδίωκε δε την δυσωδίαν των παθών, καθό στολίσασα την ψυχήν της η μακαρία με την παρθενίαν και καθαρότητα. Επειδή λοιπόν ηρραβωνίσθη πνευματικώς με τον Χριστόν, δια τούτο ανδρείως και θαρραλέως προσήλθεν εις το Μαρτύριον, παραδώσασα εαυτήν δια τον έρωτα και την αγάπην του Νυμφίου της Χριστού, εις πολλάς βασάνους και μαρτύρια. Διότι δαρείσα εις το στόμα, με τον δαρμόν αυτόν συνέτριψε τα νοητά οστά της ασεβείας, γυμνωθείσα δε εκ των ενδυμάτων της, την γύμνωσιν του εχθρού διαβόλου επόμπευσε, δεθείσα δε με δεσμά και δοκιμάσασα στρέβλας, πάσαν την πλάνην των Ελλήνων διέλυσε. Τελευταίον δε, εν μέσω των τοιούτων βασάνων, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού η αοίδιμος και ούτως έλαβε τον αμάραντον στέφανον της αθλήσεως. Λαβούσαι τότε κρυφίως το σώμα τής Μάρτυρος αι ευλογημέναι γυναίκες Βάσσα, Παύλα και Αγαθονίκη, διήρχοντο από τόπου εις τόπον και διαπεράσασαι πολλά πελάγη έφθασαν τελευταίον εις Σικελίαν και απεθησαύρισαν εκεί το άγιον λείψανον. Όθεν δεχθείσα τούτο η Σικελία παρευθύς ηλευθερώθη από του σκότους της πλάνης και των δαιμόνων. Αλλά και Αγαρηνοί ποτέ τολμήσαντες να λεηλατήσωσι το μέρος όπου ευρίσκετο ο Ναός της Αγίας, ηφανίσθησαν εντελώς. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι σήμερον λεπροί προσερχόμενοι εις το λείψανόν της καθαρίζονται και πάσα άλλη ασθένεια ιατρεύεται δια των πρεσβειών της.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Ιουνίου, το γενέσιον του τιμίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ιωάννης ο ένδοξος Προφήτης, Πρόδρομος και Βαπτιστής του Κυρίου, εμαρτυρήθη υπό του Δεσπότου Χριστού, ότι μεταξύ των γεννητών υιών των γυναικών αυτός είναι ο μεγαλύτερος πάντων, και ότι υπερβαίνει τους Προφήτας. Ούτος εσκίρτησεν ακόμη εν τη κοιλία της μητρός του, και εκήρυξεν εις όλους τους εν τη γη την παρουσίαν του Σωτήρος· ούτος προέδραμε και κατήλθεν εις τον Άδην, και ευηγγελίσατο την έλευσιν του Κυρίου. Ούτος υπήρξεν υιός Ζαχαρίου του Αρχιερέως και Ελισάβετ της στείρας, γεννηθείς δια Θείας επαγγελίας και υποσχέσεως· αυτός και την σιωπήν του πατρός του Ζαχαρίου έλυσεν όταν εγεννήθη και όλον τον κόσμον ενέπλησε χαράς. Δια τούτο και οι Άγγελοι σήμερον μετά των ανθρώπων ευφραίνονται, και όλη η Κτίσις χαράς επληρώθη. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον κακούμενον Φωρακίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΦΕΒΡΩΝΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Φεβρωνία η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήθλησεν επί του αυτοκράτορος Διοκλητιανού, ότε μέγας διωγμός ηγέρθη υπό τούτου κατά των Χριστιανών. Κατά τους χρόνους δηλαδή του βασιλέως αυτού, έζη εις την Ρώμην έπαρχος τις, ονόματι Άνθιμος, όστις είχεν υιόν καλούμενον Λυσίμαχον, τον οποίον είχεν αρραβωνιασμένον με την θυγατέρα ενός συγκλητικού, Προσφόρου ονόματι. Ούτος ο έπαρχος ησθένησε βαρύτατα, και προσκαλεσάμενος τον αδελφόν του, Σελήνον καλούμενον, είπεν αυτώ: «Εις τας χείρας σου παραδίδω τον υιόν μου Λυσίμαχον, τον οποίον έχε ως υιόν σου, και αυτός σε ως πατέρα του. και εάν αποθάνω, τελείωσον ως πρέπει χαρμοσύνως τους γάμους του». Ταύτα ειπών ο Άνθιμος, μετά τρεις ημέρας απέθανεν. Ο δε βασιλεύς προσεκάλεσε τον Λυσίμαχον, και του λέγει έμπροσθεν του θείου του: «Εγώ, νεανία, σκέπτομαι να σε κάμω έπαρχον δια την αγάπην του πατρός σου. Αλλά επειδή ήκουσα από τινας, ότι επλανήθης από την μητέρα σου και σέβεσαι τον Χριστόν, ανέμενα μέχρις ότου βεβαιωθώ περί τούτου. Λοιπόν τώρα απεφάσισα να σε στείλω εις την Ανατολήν, δια να καταπολεμήσης την πίστιν του Χριστού, όταν δε επιστρέψης να σε τιμήσω ως τον πατέρα σου». Ακούσας ταύτα ο νέος δεν ετόλμησε να αποκριθή, διότι ήτο περίπου είκοσι ετών. Ο δε θείος αυτού παρεκάλεσε τον βασιλέα να τον αφήση να τελειώσουν τους γάμους, κατόπιν δε να υπάγουν αμφότεροι. Ο δε είπεν αυτοίς· «υπάγετε εις την Ανατολήν πρότερον, να αφανίσετε τους Χριστιανούς, και όταν έλθητε, θα σας βοηθήσω και εγώ να εορτάσετε τα γαμήλια». Τότε πλέον δεν ετόλμησαν να είπουν λόγον δεύτερον, αλλά παραλαβόντες τα βασιλικά προστάγματα και πλήθος στρατιωτών, ανεχώρησαν δια την Ανατολήν και έφθασαν εις μίαν χώραν της Μεσοποταμίας Παλμύραν ονόματι. Ο δε Λυσίμαχος είχεν ανεψιόν, Πρίμον καλούμενον, τούτον δε ώρισεν επί κεφαλής των στρατιωτών κόμητα. Όσους εύρον λοιπόν εις την Μεσοποταμίαν Χριστιανούς εθανάτωσεν ο άσπλαγχνος Σελήνος, άλλους έκαιεν εις το πυρ, άλλους δε άλλως ασπλάγχνως ο κακότροπος απέκτεινεν. Όθεν εις όλην την Ανατολήν έτρεμον όλοι οι φιλόχριστοι τον μισόχριστον τούτον τύραννον, διότι είχε πολλήν ωμότητα και μισανθρωπίαν εκ φύσεως. Ο δε Λυσίμαχος ελυπείτο πικρώς δια ταύτα, διότι η μητέρα του ήτο Χριστιανή και τον είχε διδάξει την πίστιν μας. Όθεν μίαν νύκτα είπε προς τον Πρίμον ο Λυσίμαχος. «Ηξεύρεις καλά ότι η μήτηρ μου ήτο Χριστιανή, και εφρόντιζε πολύ να με οδηγήση εις τον Χριστόν, εγώ δε δια τον φόβον του πατρός μου και του βασιλέως δεν ηθέλησα να αρνηθώ την πίστιν μας. Πλην έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη θανατώσω Χριστιανόν, καθόσον μάλιστα και φίλος Χριστού με ηνάγκαζε να γίνω. Όθεν βλέπων τους Χριστιανούς, τους οποίους θανατώνει ο θείος μου, πονεί η ψυχή μου· και όσους φυλακίζει, θέλω να τους αφήσω να φεύγωσι». Ταύτην την παραγγελίαν έχων ο Πρίμος από τον Λυσίμαχον, δεν εφυλάκιζε πλέον Χριστιανούς, αλλά έδιδεν είδησιν εις τα Μοναστήρια να κρύπτωνται, δια να μη τους ευρίσκουν εύκολα οι διώκται. Υπήρχε δε εις την χώραν εκείνην ένα γυναικείον Μοναστήριον, το οποίον είχεν ασκητρίας πεντήκοντα, και είχον ηγουμένην μίαν ενάρετον, Βρυένην ονόματι, ήτις ήτο της Διακόνου Πλατωνίδος μαθήτρια, της οποίας τας αρετάς και τον κανόνα αόκνως εφύλαττεν. Όθεν είχον καλάς τάξεις εις εκείνο το Μοναστήριον, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, ανάγνωσιν και άλλα καλά έργα, όσον ηδύναντο. Ανάμεσα δε εις τας άλλας αδελφάς, ήσαν δύο εναρετώτεραι, Πρόκλα και Φεβρωνία καλούμεναι· και η μεν πρώτη ήτο είκοσι πέντε ετών, η δε Φεβρωνία είκοσι (ήτις ήτο ανεψιά της Βρυένης), και τόσον ήτο ωραία και εύμορφος, ώστε εις εκείνα τα μέρη δεν υπήρχεν άλλη ωραιοτέρα της· και τόσον κάλλος είχε και φαιδρότητα εις το πρόσωπον, ώστε δεν ήτο δυνατόν να την ιστορήση ζωγράφος καθώς ήτο εκ φύσεως. Είχε λοιπόν η Βρυένη μεγάλον φόβον και αγωνίαν, πως να φυλάξη την Φεβρωνίαν από τους ασεβείς ίνα μη την βιάσωσιν. Όθεν αι μεν άλλαι έτρωγον μίαν φοράν την ημέραν, αυτήν δε επρόσταξε να τρώγη μόνον κάθε δύο ημέρας μίαν φοράν, δια να μαρανθή το περισσόν κάλλος της και να φαίνεται άσχημος. Η δε Φεβρωνία έκαμνε περισσότερον αγώνα, όσον ηδύνατο, και ούτε τον άρτον, ούτε το ύδωρ εχόρταινεν, αλλά μόνον δια να ζη. Ομοίως και τον ύπνον ελάμβανεν ολίγον, όχι εις στρώμα, αλλά εις σκαμνίον καθημένη ανεπαύετο, ή εις την ξηράν γην εκείτετο, δια να μη έχη ανάπαυσιν, ώστε να κοιμάται ολίγον και να βασανίζη το σώμα της. Όταν δε ήθελε τύχη να πειραχθή εις τον ύπνον της από τον διάβολον, εσηκώνετο ευθύς και παρεκάλει τον Θεόν με δάκρυα να διώξη απ’ αυτής τον πειράζοντα, και ανεγίνωσκε τας βίβλους επιμελέστατα, διότι εκ φύσεως ήτο φιλομαθής. Όθεν έγινε και πολυμαθής τόσον, ώστε την εθαύμαζεν η ηγουμένη, και πάντοτε αυτήν ώριζε να αναγινώσκη εις τας άλλας τα θεία λόγια. Όταν δε ήθελον έλθει εις την Μονήν κοσμικαί γυναίκες ευγενείς, την ετοποθέτουν από μέσα από το παραπέτασμα και ανεγίνωσκε, δια να μη την βλέπουν, ούτε αυτή να θεωρή ποσώς κοσμήματα, ούτε καν και εκείνην όπου την ανέθρεψεν. Ημέραν τινά ήλθε κόρη τις, από ευγενείς γονείς γεννηθείσα, Ιερεία ονόματι, της οποίας ο πατήρ ήτο Συγκλητικός, και αυτή είχε πόθον ανείκαστον να συνομιλήση με την Φεβρωνίαν. Και τόσον παρεκάλεσε την Ηγουμένην με δάκρυα, ώστε της επέτρεψε να εισέλθη εις τον παρθενώνα, αλλά με ένδυμα μοναχικόν. Αύτη δε έστερξε και εμαυροφόρεσε δια τον πολύν πόθον όπου είχε να συνομιλήση με την εκλεκτήν Φεβρωνίαν, την οποίαν εχαιρέτησεν· έπειτα την επρόσταξεν η Ηγουμένη να κάμη ανάγνωσιν από βιβλίον ψυχωφελέστατον. Και τόσον κατενύχθη η Ιερεία εις την διδασκαλίαν της Φεβρωνίας, ώστε επέρασαν όλην την νύκτα και αι δύο άγρυπνοι, χωρίς να κοιμηθώσιν ολότελα· και ούτε η μία εκουράσθη αναγινώσκουσα, ούτε η άλλη ενύσταξεν ακούουσα, αλλά μάλλον έκλαυσε τόσον, ώστε εβράχη η γη από τα περισσά δάκρυα, ότι εκείνη ήτο τέκνον Ελλήνων και ουδέποτε είχεν ακούσει παρομοίους λόγους. Όταν δε εξημέρωσε μετά βίας την κατέπεισεν η Ηγουμένη να υπάγη εις την οικίαν της. Ασπασθείσαι λοιπόν η μία την άλλην απεχαιρετίσθησαν πάλιν με δάκρυα. Τότε η Φεβρωνία ηρώτησε αδελφήν τινα, Θωμαϊδα ονόματι, να της ειπή τις ήτο εκείνη η κόρη, ήτις τοσαύτα δάκρυα έχυσε. Της λέγει η Θωμαϊς· «η Συγκλητική Ιερεία ήτο, κυρία μου». Λέγει η Φεβρωνία· «και διατί με παρεπλανήσατε και της ωμίλουν ως μοναχής»; Η δε είπεν· «ούτως η προεστώσα επρόσταξεν». Η δε Ιερεία, όταν έφθασεν εις τους γονείς της, τους ανήγγειλεν όσα ήκουσεν εις το Μοναστήριον. Και τόσον τους εδίδαξεν επιμελώς, ώστε τους κατέπεισε να λάβουν το σωτήριον βάπτισμα. Εκείνας τας ημέρας ησθένησεν η Φεβρωνία βαρύτατα, η δε Ιερεία ουδέ στιγμήν απεμακρύνθη από κοντά της, αλλ’ εκάθητο και την εφύλαττεν όσον καιρόν ήτο ασθενής. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν εις εκείνην την χώραν ο Σελήνος με τον Λυσίμαχον. Όθεν όλοι οι χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοί και Μοναχοί, άφηνον τα κελλία των και έφευγον εις τα όρη και τα σπήλαια, ως και αυτός ο Επίσκοπος της πόλεως, και εκρύπτοντο δια τον επικείμενον κίνδυνον. Τούτο και αι Μοναχαί της Μονής εκείνης ακούσασαι, ηρώτησαν την Ηγουμένην, εάν ήθελε να τας συγχωρήση να αναχωρήσωσιν ολίγον, έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος. Η δε σοφωτάτη Βρυένη ουτω φρονίμως αυταίς απεκρίνατο: «Ακόμη τον πόλεμον δεν είδετε και εδειλιάσατε; Μη, τέκνα μου, σας παρακαλώ· αλλ’ ας αποθάνωμεν δια τον Χριστόν, δια να συζήσωμεν Αυτώ αιωνίως». Ταύτα ακούσασαι αι αδελφαί, τότε μεν εσιώπησαν·τη δε επαύριον μία από αυτάς, Αιθερία ονόματι, είπεν εις τας άλλας. Δια την Φεβρωνίαν δεν μας συγχωρεί η Ηγουμένη να φύγωμεν και δια να μη χάση εκείνην θέλει να απολεσθώμεν όλαι. Προσήλθον λοιπόν όλαι εις την προεστώσαν λέγουσαι: «Συγχώρησόν μας να κρυβώμεν, ότι δεν είμεθα ημείς από τους κληρικούς και από τον Επίσκοπον καλύτεραι. Ηξεύρεις ότι είναι εδώ κορασίδες τινές, και κινδυνεύουν πρώτον μεν να τας μιάνουν οι στρατιώται, δεύτερον δε δεν ημπορούμεν να υπομείνωμεν τα κολαστήρια, και θέλομεν υστερηθή, αι τάλαιναι, και τον μισθόν της ασκήσεως. Λοιπόν, εάν ορίζης, ας πάρωμεν και την Φεβρωνίαν, να κρυβώμεν εις τινα τόπον». Η δε Φεβρωνία απεκρίνατο: «Ζη Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίον ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχήν μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπον τούτον, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότην μου». Η δε Ηγουμένη είπεν αυταίς: «Κάθε μία ηξεύρει το συμφέρον της, και κάμετε όπως θέλετε». Τότε μία προς μίαν εχαιρέτα την προεστώσαν και την Φεβρωνίαν και απήρχοντο. Η δε Πρόκλα, της Φεβρωνίας η σύντροφος, έπεσεν εις τον τράχηλον αυτής λέγουσα. Εύξαι δι’ εμέ, κυρία μου. Η δε απεκρίνατο. Φοβήθητι τον Θεόν καν συ, και μη με αφήσης μόνην, ότι από την ασθένειαν είμαι ακόμη αδύνατη, μη μου τύχη θάνατος, και δεν δύναται η Ηγουμένη ούτε καν να ενταφιάση το σώμα μου. Η δε Πρόκλα έστερξε να μείνη δια την αγάπην της· αλλά πάλιν ύστερον εδειλίασε και έφυγε την νύκτα κρυφίως. Τότε η Ηγουμένη βλέπουσα την γύμνωσιν του μοναστηρίου εισήλθεν εις την Εκλησίαν και έπεσε κατά γης κλαίουσα. Η δε Θωμαϊς την επαρηγόρει να έχη υπομονήν και ο Κύριος θέλει βοηθήσει ως παντοδύναμος. Λέγει η Βρυένη· δεν λυπούμαι δια τον εαυτόν μας· μόνον δια την Φεβρωνίαν πικραίνομαι, και δεν ηξεύρω που να την κρύψω, μη τύχη και την βιάσουν οι μισόχριστοι Έλληνες. Η δε Φεβρωνία, ακούσασα τον θρήνον της Ηγουμένης, ηρώτησε την Θωμαϊδα διατί έκλαιε. Λέγει εκείνη: «Δια σε φοβούμεθα, μη σε εύρη ψυχική τις βλάβη ή συμφορά, και προσεύχου εις τον Κύριον, ότι εάν έλθουν οι στρατιώται του τυράννου να μας πάρουν εις το κριτήριον, ημάς όπου εγηράσαμεν θα θανατώσωσιν, αλλά σε ως περικαλλή νεάνιδα θέλουν κρατήσει, ίνα σε εξαπατήσουν με κολακείας και πανουργίας να φθείρουν την παρθενίαν σου, ή να σε δυναστεύσουν με απειλάς και κολαστήρια να προδώσης και την ευσέβειαν. Όμως πρόσεχε δια την αγάπην του ουρανίου Νυμφίου σου, μη πλανηθής με χρυσόν ή άργυρον ή δια πολύτιμα ιμάτια και άλλα ρευστά και μάταια πράγματα, να προδώσης την τιμήν ή την ευσέβειαν, και ζημιωθής τον μισθόν των αγώνων σου, γενομένη παίγνιον των δαιμόνων· ότι δεν είναι από την παρθενίαν άλλο τιμιώτερον, της οποίας ο μισθός είναι πολύς και αμέτρητος η ανταπόδοσις. Ο δε ουράνιος Νυμφίος χαρίζει εις εκείνους, οι οποίοι τον ποθήσουν και δεν μολυνθώσιν, αθανασίαν αιώνιον. Λοιπόν φυλάγου να μη αθετήσης τους αρραβώνας και την υπόσχεσιν όπου έδωκες· ότι φοβερά είναι η ημέρα της κρίσεως, όταν έκαστος απολανβάνη κατά τα έργα του». Ταύτα η Φεβρωνία ακούσασα, απεκρίθη. «Καλά έκαμες να με νουθετήσης, ότι με τοιαύτα ψυχωφελή παραγγέλματα με εστερέωσες καλύτερα. Πλην εάν ήθελα, έφευγα και εγώ με τας άλλας· αλλ’ επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότην μου, εάν με αξιώση η Χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα». Όταν ήκουσε ταύτα η Βρυένη, ήρχισε και αυτή να την νουθετή ούτω λέγουσα: «Ενθυμήσου, τέκνον μου, πως σε επήρα από την τροφόν σου, όταν ήσουν ακόμη δύο χρόνων, σε ανέθρεψα, σου έμαθα τα γράμματα και σε εφύλαξα ως κόρην οφθαλμού έως σήμερον. Παρακαλώ σε λοιπόν, να μη αφήσης να σε μολύνωσι, να ζημιωθής όλους τους κόπους σου. Ενθυμήσου τους αγίους Μάρτυρας, όπου έλαβον τοσαύτα δεινά και φρικτά κολαστήρια και ούτως έλαβον από τον Δεσπότην Χριστόν της νίκης τον στέφανον, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία άνηβα. Ενθυμήσου την Λιβύην, της οποίας έκοψαν την κεφαλήν, και της Λεωνίδος, την οποίαν έκαυσαν, και της Ευτροπίης, η οποία με την μητέρα της εμαρτύρησαν, αν και ήτο μόνον χρόνων δώδεκα, όταν επρόσταξεν ο άδικος δικαστής να την τοξεύουν, χωρίς να την δέσουν, δια να δειλιάση τα βέλη και φύγη τον θάνατον· αυτή δε η αείμνηστος υπήκουσεν εις την μητέρα της, και εσταμάτησεν ακίνητος, δεχομένη τας πληγάς των βελών, έως ου εξεψύχησεν. Αυτή λοιπόν, ήτις ήτο παιδίον αμάθητον, έδειξε τόσην ανδρείαν και γενναιότητα, συ δε όπου εδίδασκες άλλας, να νικηθής υπό του εχθρού; Μη γένοιτο». Αυτά και έτερα λέγουσα, ενύκτωσε· το δε πρωϊ, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, έγινεν ειςτην πόλιν ταραχή μεγάλη και σύγχυσις, ότι ο Σελήνος επρόσταξε και έρριψαν εις τας φυλακάς πολλούς χριστιανούς και διαφόρως τους εβασάνισεν. Ανήγγειλαν λοιπόν εις αυτόν τινές Έλληνες δια το γυναικείον Μοναστήριον, ευθύς δε απέστειλε στρατιώτας, να φέρουν όσας εύρουν εις το κριτήριον. Έθραυσαν λοιπόν οι στρατιώται τας θύρας και εισελθόντες εύρον μόνον τας τρεις, στρατιώτης δε τις έσυρε το ξίφος να φονεύση την ηγουμένην. Η δε Φεβρωνία έπεσεν εις τους πόδας αυτών λέγουσα: «Σας εξορκίζω εις τον Θεόν, όστις κατοικεί εις τα ουράνια, να φονεύσετε πρώτον εμέ, δια να μη ίδω τον θάνατον της κυρίας μου». Τότε έφθασε και ο Πρίμος, όστις διώξας τους στρατιώτας έξω ηρώτησε την ηγουμένην, τι έγιναν αι Μοναχαί. Αύτη δε του είπεν ότι εφοβήθησαν και έφυγαν. Λέγει ο Πρίμος: Καλόν θα ήτο να εκρύπτεσθε και σεις, διότι εγώ σας λυπούμαι· και υπάγετε κάπου αλλού, αν στείλη ο ηγεμών άλλους στρατιώτας, ώστε να μη σας εύρωσιν. Ούτως ειπών επέστρεψεν εις το Πραιτώριον, και λέγει προς τον Λυσίμαχον: «Μετέβημεν εις το Μοναστήριον, και είδα μίαν νεάνιδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέραν, και είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος· «έχω εντολήν από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανόν. Πως λοιπόν να επιβουλευθώ τας δούλας του Χριστού; Σε παρακαλώ λοιπόν να τας διαφυλάξης εις την ευσέβειαν, ώστε να μη πέσουν εις τας χείρας του θείου μου». Εις όμως από τους κακίστους εκείνους στρατιώτας ανήγγειλεν εις τον Σελήνον, λέγων· ευρήκαμεν εις το Μοναστήριον νεάνιδα, ήτις όντως είναι ξένον θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτας να φέρουν την νέαν εις το κριτήριον. Απελθόντες λοιπόν ήρπασαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμόν, και την έσυρον. Η δε ηγουμένη και η Θωμαϊς ήθελον να υπάγουν μετ’ αυτής δια να την νουθετώσιν, αλλά οι στρατιώται δεν επέτρεψαν. Όθεν παρεκάλεσαν αυτούς, να τας αφήσουν να κάμουν προσευχήν προς Κύριον. Και απελθούσαι εις την Εκκλησίαν είπον εις την Φεβρωνίαν ταύτα, δια να την στερεώσουν καλύτερα. «Ιδού, ήδη πορεύεσαι εις τον αγώνα, νύμφη του Ουρανίου Βασιλέως, όστις στέκεται αοράτως και σε φυλάττει, και οι Άγγελοι κρατούσι της νίκης τον στέφανον. Λοιπόν μη φοβηθής τας βασάνους, μη λυπηθής το φθειρόμενον σώμα σου, το οποίον γίνεται αύριον εις τον τάφον άχρηστον και εις βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται· αλλά παράδωσέ το εις μάστιγας και κολαστήρια δια τον Κύριον, δια να ζήσης μετ’ Αυτού αιωνίως εις τον Παράδεισον. Ιδού ημείς μένομεν εδώ, αλλά δεν θα παύσωμεν προσευχόμεναι προς τον Θεόν υπέρ σου, ίνα σε ενδυναμώση να τελειώσης τον δρόμον της αθλήσεως». Η δε Οσία απεκρίθη λέγουσα: «Ελπίζω εις τον Θεόν, μητέρες μου πνευματικαί, να σας κάμω και εις τούτο υπακοήν, καθώς δεν σας παρήκουσα εις καμμίαν εντολήν ουδέποτε και έχω το θάρρος μου εις τον Χριστόν και εις την αειπάρθενον Θεοτόκον, να δείξω ανδρείον και γενναίον φρόνημα, ώστε να με ίδωσιν οι λαοί και να θαυμάσωσι, λέγοντες. Αληθώς αυτή η φυτεία είναι της μεγάλης Βρυένης ανάθρεμμα. Λοιπόν αφήτε με να υπάγω και εύχεσθε υπέρ εμού». Λέγει η Θωμαϊς: «Ζη Κύριος ο Θεός μου, έρχομαι και εγώ με ανδρικά φορέματα, δια να βλέπω τους αγώνας σου». Ιδούσα τότε η Βρυένη τους στρατιώτας ότι εβιάζοντο, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν λέγουσα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις εφάνης προς την δούλην σου Θέκλαν με το σχήμα του Παύλου και την ενεθάρρυνες, ούτω παραστάσου και φάνηθι και εις ταύτην την ταπεινήν, την ώραν του αγώνος αυτής και δος αυτή βοήθειαν». Ταύτα ειπούσα την ενηγκαλίσθη, την ησπάσθη και την απεχαιρέτησε κλαίουσα. Οι δε στρατιώται επήραν την Αγίαν, την οποίαν ηκολούθει κατόπιν η Θωμαϊς με ανδρικά φορέματα. Αλλά και άλλαι γυναίκες πολλαί κοσμικαί (αι οποίαι επήγαιναν εις το Μοναστήριον και τας εδίδασκεν) ηκολούθησαν τότε, δια να ίδουν τους αγώνας της Αγίας και έτυπτον τα στήθη, οδυνηρώς κλαίουσαι. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία, ως το έμαθεν, έκλαιεν εις τον οίκον της και έλεγε προς τους γονείς της κλαίουσα. Η αδελφή μου και διδάσκαλος Φεβρωνία κρίνεται και εγώ κάθημαι με άνεσιν; Ταύτα λέγουσα κατέπεισε τους γονείς να την αφήσουν, να υπάγη εις το θέατρον. Όθεν παρέλαβεν ως συνοδούς τινάς από τας δούλας της και μετέβη εις το θέατρον δακρύουσα. Αφού συνήχθη λοιπόν πλήθος πολύ εις το θέατρον, έφεραν την Αγίαν, όλοι δε ως είδον αυτήν την εσυμπόνεσαν. Ο δε ηγεμών την ηρώτησε, λέγων. «Εγώ είχα εις τον νουν μου να μη σου ομιλήσω παντελώς, αλλά το κάλλος σου και η ευγένεια του προσώπου σου κατέπαυσαν την πολλήν μου αγανάκτησιν. Λοιπόν όχι ως κατάκριτον σε ερωτώ, αλλ’ ως τέκνον μου αγαπητόν νουθετώ, και σε παρακαλώ να ακούσης τον λόγον μου. Μα τους θεούς, ηρραβωνίσαμεν μίαν πλουσίαν και ωραίαν κόρην του κυρίου μου Λυσιμάχου, εγώ και ο αδελφός μου Άνθιμος, ο πατήρ εκείνου· πλην σήμερον στέργω να λύσω εκείνον τον αρραβώνα, ίνα λάβης συ τούτον ως σύζυγον, όστις είναι ο περικαλλής και ωραιότατος ούτος νεανίας ο συγκάθεδρός μου. Και μη φοβηθής εάν είσαι πτωχή και άπορος από χρήματα, ότι εγώ δεν έχω τέκνα και σας χαρίζω όλον τον πλούτον μου, δια να με έχετε ως πατέρα, να έχης δόξαν αμέτρητον, να σε μακαρίζουν αι γυναίκες όλαι, και ο βασιλεύς αυτός θα σας δώση δώρα αναρίθμητα, όστις υπεσχέθη να κάμη Έπαρχον τον Λυσίμαχον, δεν υπάρχει δε άλλη αξία από ταύτην μεγαλυτέρα. Λοιπόν δος μου καλήν απόκρισιν να χαροποιήσης την ψυχήν μου. Διότι εάν δεν κάμης τον λόγον μου, τρεις ώρας δεν σε αφήνω να ζήσης εις τούτον τον κόσμον». Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω εις τους ουρανούς παστάδα αχειροποίητον, νυμφώνα ακατάλυτον, προίκα την βασιλείαν των ουρανών και Νυμφίον αθάνατον· όθεν δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπον. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζης με κολακείας και απειλάς να με δοκιμάζης, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε». Ακούσας ταύτα ο τύραννος εθυμώθη, και προστάζει να εκδύσουν την Αγίαν και να την παραστήσουν γυμνήν έμπροσθεν πάντων, δια να εντραπή την ασχημοσύνην της, να ταλανίση την αβουλίαν αυτής και απείθειαν, όταν συλλογισθή από ποίαν λαμπράν δόξαν εις πόσην ατιμίαν κατήντησεν. Όταν λοιπόν εξεγύμνωσαν αυτήν οι στρατιώται και την παρέστησαν ούτω γυμνήν, είπε προς αυτήν ο τύραννος. Βλέπεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και εις πόσην περιέπεσες καταφρόνησιν; Η δε απεκρίνατο. Εις είναι ο Δημιουργός, όστις μας έκαμεν εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Όθεν όχι μόνον υπομένω ταύτην την γύμνωσιν, αλλά και να κόψουν δια τον Χριστόν μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώση η χάρις Του να πάθω δια την αγάπην Του δεινά κολαστήρια. Λέγει τότε ο τύραννος: Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ηξεύρω πως κενοδοξείς δια το κάλλος σου και το έχεις εις έπαινον να σε βλέπωσι. Του λέγει η Αγία: Ο Χριστός μου ηξεύρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, και συ με λέγεις αναίσχυντον, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όστις θέλει να πολεμήση εις αγώνα ολύμπιον, δεν παλαίει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός εις τον αγώνα συμπλέκεται, δια να νικήση τον αντίπαλον. Ούτω και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωσιν, δια να πολεμήσω με τον διάβολον τον πατέρα σου. Θυμωθείς τότε ο ηγεμών επρόσταξε να τανύσωσι την Αγίαν τέσσαρες άνδρες, να ανάψουν πυρ κάτωθεν αυτής ίνα φλογίζεται και άνωθεν να την τύπτουν δυνατά εις την ράχιν ανηλεώς έτεροι τέσσαρες άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδεραν ώραν πολλήν οι άσπλαγχνοι, ερράντιζαν άλλοι με έλαιον το πυρ υποκάτω, δια να ανάπτη έτι μάλλον και να την φλογίζη χειρότερον. Ούτω λοιπόν δεινώς βασανιζομένης της Αγίας, εφώναζεν ο λαός, και εδέοντο λέγοντες: Σπλαγχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεάνιδα. Αλλά αυτός ο άσπλαγχνος δεν ηθέλησε· μάλιστα επρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατώτερα. Και όταν είδεν ότι έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και εφαίνετο ως νεκρά, επρόσταξε να την ρίψουν παράμερα. Η δε Θωμαϊς ενόμισεν ότι εξεψύχησεν· όθεν ωλιγοψύχησε και αυτή και έπεσεν εις τους πόδας της Ιερείας, ήτις έλεγε ταύτα κλαίουσα: Ουαί μοι, κυρία μου Φεβρωνία, ότι σήμερον υστερήθηκα της διδασκαλίας σου και ετελεύτησε και η Θωμαϊς δια σε. Ακούσασα δε η Φεβρωνία την φωνήν της Ιερείας, παρεκάλεσε τους στρατιώτας να την περιχύσουν με νερόν εις το πρόσωπον. Όταν δε τούτον εποίησαν, συνήλθεν η Φεβρωνία και εζήτησε να ίδη την Ιερείαν· ο δικαστής όμως δεν ηθέλησε, αλλά την εξήταζε πάλιν ο αλιτήριος λέγων: Πως σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία; Η δε απεκρίνατο· «εγνώρισες με την πρώτην δοκιμήν, ότι, του Χριστού βοηθούντος μοι, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τας βασάνους σου». Τότε πάλιν είπεν ο τύραννος: κρεμάσατέ την εις το ξύλον, και ξεσχίσατε δυνατά τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας, έπειτα καταφλέξατε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά αυτής. Τοσούτον λοιπόν εξέσχισαν την Αγίαν, ώστε έπιπτον εις την γην αι σάρκες της και το αίμα της έρρεε ποταμηδόν. Έπειτα φέροντες το πυρ κατέκαιον τα σπλάγχνα της. Η δε, ατενίσασα εις τον ουρανόν, έλεγεν: Ελθέ εις την βοήθειάν μου, Κύριε, και μη με παρίδης την δούλην σου. Ταύτα ειπούσα εσιώπησε, διότι εκαίετο υπό του πυρός. Πολλοί δε από τους παρεστώτας έφυγον δια την πολλήν του ηγεμόνος ωμότητα, οι δε επίλοιποι τον παρεκάλουν να την αποσύρουν από το πυρ και επήκουσεν· είπε δηλαδή και έσβυσαν την φωτιάν, αλλά την άφησαν ακόμη κρεμασμένην και την ηρώτα, εκείνη όμως δεν ηδύνατο να αποκριθή. Όθεν καταβιβάσαντες αυτήν την έδεσαν εις τον πάσσαλον, και προσκαλέσας ιατρόν ο τύραννος τον επρόσταξε να κόψη την γλώσσαν της να την καύσουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η δε Αγία εξέβαλεν ευθύς την εύλαλον γλώσσαν της, και ένευσε του ιατρού να την κόψη κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβεν ο ιατρός τον σίδηρον να την κόψη, αλλά ο λαός εφώναξαν, δεόμενοι του ηγεμόνος να τους κάμη την χάριν ταύτην, να την αφήση δια την ώραν. Ο δε ανήμερος επρόσταξε να αφήσουν την γλώσσαν και να ανασπάσουν τους οδόντας της. Ήρχισεν λοιπόν ο ιατρός να εκριζώνη τους οδόντας και όταν εξερρίζωσε τους δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγίαν ωλιγοψύχησεν η Αγία και προστάσσει τον ιατρόν ο τύραννος να παύση, της έδωκε δε βότανον θεραπευτικόν δια να σταματήση η ρύσις του αίματος. Τότε πάλιν την ηρώτα ο τύραννος· «τι λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς»; Η δε απεκρίνατο: Ανάθεμά σε, γέρον τρισκατάρατε· διατί δεν με θανατώνεις το γρηγορώτερον, ίνα απέλθω προς τον ηγαπημένον μου Χριστόν, αλλά εμποδίζεις τον δρόμον μου; Της λέγει ο τύραννος: Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντον γύναιον, και θα ταπεινώσω την αλαζονείαν σου. Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να καύσουν με πυρ το στήθος της. Η δε Αγία, όταν τους έκοπτον, είπε ταύτα: Κύριε ο Θεός μου, ίδε την θλίψιν μου, και ας έλθη η ψυχή μου εις χείρας σου. Τούτον μόνον είπεν, έπειτα εσιώπα. Και όταν έκαυσαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπον του στήθους της και επέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα εις αυτά τα εντόσθια. Οι μεν λοιπόν ορώντες ανεθεμάτιζον τον τύραννον και τους θεούς του, η δε Θωμαϊς και η Ιερεία εμήνυσαν εις την Ηγουμένην τα γενόμενα, δια να μη παύση την προσευχήν της υπέρ της μάρτυρος. Ακούσασα λοιπόν η Βρυένη τον φρικτόν αγώνα της Μάρτυρος, εβόα προς Κύριον λέγουσα: Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει την δούλην σου, και αξίωσόν με να την ίδω τελειωμένην εις την ομολογίαν σου, ίνα συναριθμηθή με τους αγίους σου Μάρτυρας. Ο δε παράνομος τύραννος κατεβίβασε την Αγίαν από τον πάσσαλον, δια να της δώση και άλλην κόλασιν, αλλά αυτή δεν ηδύνατο να σταματήση, ούτε καν να ομιλήση, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρά και άφωνος. Τότε λέγει ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχον: Διατί να απολεσθή αυτή η ωραιοτάτη κόρη ούτως ασπλάγχνως; Ο δε απεκρίνατο: Δια πολλών σωτηρίαν, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθή, ίνα λάβουν και άλλοι πολλοί από ταύτην καλόν υπόδειγμα. Η δε Ιερεία, όταν είδε ότι ο αλιτήριος Σελήνος εσκέπτετο να υποβάλη την Φεβρωνίαν και εις άλλα βασανιστήρια, εστάθη ενώπιον αυτού και τον ύβρισε λέγουσα: Δεν εχόρτασες εις τόσα κακά όπου έκαμες ταύτης της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; Ούτε ενεθυμήθης τα μέλη της μητρός που εθήλασες, ήτις κακώς σε εγέννησεν, αλλά έδειξες τόσην ασπλαγχνίαν εις αυτήν την ταπεινήν; Εύχομαι να μη σε συγχωρήση ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύση εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα. Ταύτα ακούσας ο άδικος δικαστής εθυμώθη, και επρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικον, ίνα την παιδεύση, διότι τον ύβρισεν. Εκείνη δε εισήρχετο εις το στάδιον χαίρουσα και έλεγε: Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινήν μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας. Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συνεβούλευσαν να μη κακοποιήση δημοσία την Ιερείαν, επειδή όλον το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, και όλη η πόλις, και όλη η πόλις απολείται. Ταύτα ακούσας ο τύραννος, δεν ετόλμησε να πράξη εις αυτήν άλλο τίποτε και μη δυνάμενος να εκδικηθή κατ’ αυτής δια την άνωθεν αιτίαν, επρόσταξε να κόψουν τας χείρας της Φεβρωνίας και τον ένα πόδα δια το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν και τας δύο χείρας της Μάρτυρος. Όταν δε έκοπτε τον πόδα ο δήμιος από τον αστράγαλον, δεν επέτυχεν ο πέλεκυς την άρθρωσιν και την εκτύπησε τρεις φοράς, έως ότου να τον κόψη ο άσπλαγχνος· όθεν όλον το σώμα τής μακαρίας συνεκλονίσθη από τον πόνον. Και επειδή ησθάνετο μεγάλους πόνους και άρρητον κάκωσιν, ήπλωσε και τον άλλον πόδα, και τον έβαλεν εις το ξύλον να τον κόψη και αυτόν, δια να ξεψυχήση και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέπων ο άδικος δικαστής, εσκληρύνθη περισσότερον, λέγων: Βλέπετε πόσην δύναμιν έχει αυτή η αναίσχυντος; Έπειτα είπε προς τον δήμιον: Κόψε τον και αυτόν. Όταν έκοψαν και τον άλλον πόδα, είπε προς τον Σελήνον ο Λυσίμαχος: Ας υπάγωμεν να γευματίσωμεν, και άφες αυτήν την ταλαίπωρον, επειδή τόσας κολάσεις της έδωκες. Ο δε απεκρίνατο: Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώση το πνεύμα της. Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώραν πολλήν, και εψυχορράγει πλέον η Αγία, ηρώτησε τους δημίους λέγων: ακόμη ζη αυτή η τρισκατάρατος; Οι δε είπον: Ναι. Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγίαν της κεφαλήν. Λαβών λοιπόν την σπάθην ο δήμιος και κρατήσας από την κόμην την Αγίαν, έκοψε την τιμίαν της κεφαλήν τη κε’ (25η) του Ιουνίου. Αφού ο παράνομος τύραννος ετελείωσε το θέλημά του υπήγε να φάγη· ο δε Λυσίμαχος έμεινε μέσα περίλυπος, και έχυνε δάκρυα από καρδίας δια την Μάρτυρα, την οποίαν δεν αφήκε τους Χριστιανούς να αρπάσουν (οι οποίοι διηγκωνίζοντο ίνα διαμοιρασθώσι το τίμιον λείψανον), αλλά επρόσταξε τους στρατιώτας να το φρουρούν, δια να της κάμη πολλήν τιμήν, να την ενταφιάση σώαν και ανελλιπή εις το άγιον αυτής Μοναστήριον. Ταύτα προστάξας δεν υπήγεν εις το γεύμα, αλλά εκλείσθη εις το δωμάτιόν του, και εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατον. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούσας ότι επικραίνετο ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλ’ έμεινε με πολλήν αδημονίαν περίλυπος. Και περιπατών ανήσυχος από το εν μέρος του παλατίου εις το άλλο, απώλεσε τας φρένας του, και κυττάζων προς τον ουρανόν εξέβαλλε φωνάς ατάκτους και ως ταύρος εμυκάτο, έκαμνε δε σημεία τινά ως των δαιμονιζομένων και εμαίνετο· έπειτα εκτύπησε την κεφαλήν του εις μίαν κολώναν· όθεν ο κακός κακώς εξέψυχε και έδωκε δικαίας δίκας ο άδικος δια την αδικοκρισίαν, την οποίαν κατά της δικαίας κόρης ετέλεσεν. Τότε έγινεν εις το πραιτώριον σύγχυσις, και τρέχοντες όλοι ίνα ίδωσι τον κακόν του θάνατον, επήγε και ο Λυσίμαχος. Και βλέπων τον Σελήνον νεκρόν, ηρώτησε τους στρατιώτας, και του ανήγγειλαν την υπόθεσιν. Τότε ο Λυσίμαχος έσεισε την κεφαλήν του ώραν πολλήν, ταύτα λέγων: Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις εξεδίκησε το δίκαιον αίμα της Φεβρωνίας, όπερ εχύθη αδίκως. Ταύτα ειπών εις επήκοον πάντων, προσεκάλεσε Πρίμον τον κόμητα, και του λέγει: Πρόσταξον ευθύς ξυλουργούς να κάμουν της Φεβρωνίας ένα γλωσσόκομον από ξύλα άσηπτα, και στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβον ή δειλίαν τινά εις την θανήν της Οσιομάρτυρος, επειδή ο θείος μου ετελεύτησε. Και όταν ο κόσμος συναχθή, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώται το άγιον λείψανον να το μεταφέρουν εις το Μοναστήριον της Βρυένης, και μη αφήσης τινά να αρπάση κανέν μέρος του αώματος, ή από τας αγίας σάρκας μέλος μικρότατον· ούτε σκύλον να αφήσης ή άλλο ζώον ακάθαρτον να λείξη ποσώς την γην, όπου εχύθη το τίμιον αίμα της· αλλά και αυτό το χώμα να υπάγης εις το ρηθέν Μοναστήριον. Τότε ο Πρίμος ετέλεσεν όσα επρόσταξεν ο Λυσίμαχος, και εσήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώται το άγιον λείψανον, αυτός δε ο Πρίμος εκράτησε την τιμίαν κεφαλήν, τας χείρας, τους πόδας, και τα άλλα μέλη εις την χλαμύδα του με ευλάβειαν. Και πηγαίνοντες εις το Μοναστήριον συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητον. Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιον λείψανον εις την Εκκλησίαν, αφήσας δε ο Πρίμος στρατιώτας να το φυλάττωσι, δια να μη αρπάση τις μέρος εξ αυτού, αυτός μεν έστρεψεν εις τον Λυσίμαχον, η δε Βρυένη ως είδεν ούτω κατακεκομμένον το σώμα της Μάρτυρος, ολιγοψυχήσασα έπεσεν εις την γην, και μετά ώραν πολλήν εσηκώθη και το ενηγκαλίζετο λέγουσα «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερον υστερήθημεν της γλυκυτάτης παρουσίας σου και δεν έχομεν άλλον διδάσκαλον να μας αναγινώσκη τας βίβλους τόσον επιμελέστατα». Τότε ήλθον και αι άλλαι Μοναχαί κλαίουσαι· αλλά πλέον από ταύτας εθρήνει η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκυτάτη μου Φεβρωνία, ποίαν αμοιβήν να σου δώσω, δια την μεγίστην ευεργεσίαν, όπουμου έκαμες να με εξαγάγης από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλήν του όφεως· ας φιλήσω τας πληγάς των αγίων μελών σου, δια των οποίων η ψυχή μου ιάθη· ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμίαν κορυφήν σου, ήτις έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και έτερα περισσότερα έλεγον όλαι αι αδελφαί, έως ου έφθασεν ο καιρός του εσπερινού, όπου είχον τάξιν να αναγινώσκουν την ακολουθίαν των, και τότε μάλλον επλήθυναν όλαι τα δάκρυα λέγουσαι: «Αδελφή Φεβρωνία, ο καιρός της προσευχής έφθασε, και σήκω να αναγνώσης την ακολουθίαν με την εύλαλον γλώσσάν σου». Τότε πάλιν η Θωμαϊς έλεγε ταύτα, πικρώς δακρύουσα: «Ηξεύρομεν όλαι ότι δεν παρέβης καμμίαν εντολήν της Ηγουμένης ουδέποτε, και τώρα διατί δεν μας υπακούεις, ηγαπημένη αδελφή και κυρία μας, να εγερθής να αναγνώσης την ενάτην, κατά το σύνηθες»; Ταύτα λέγουσαι, έγινε θρήνος και σύγχυσις. Και τότε ήνοιξεν την θύραν της Μονής να εισέλθουν, όσοι συνήχθησαν από τα περίχωρα, Ιερείς και μονάζοντες, οίτινες έκαμαν αγρυπνίαν ολονύκτιον ιστάμενοι έως το πρωϊ, με υμνωδίας τω Κυρίω ψάλλοντες. Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα: «Εγώ, ηγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνην του πατρός μου, με όλην την περιουσίαν του, και πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν». Του λέγει ο Πρίμος: «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανόν με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν ομού εις το Μοναστήριον με πλήθος λαού αναρίθμητον, και φέροντες το γλωσσόκομον έθεσαν εις αυτό το τίμιον λείψανον, και έβαλαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα εις τον τόπον του, ήτοι την κεφαλήν, τας χείρας και πόδας, τους δε οδόντας έθεσαν εις το στήθος της, δια να μη λείπη τίποτε· και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν εις τόπον επίσημον, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριον. Και πολύ πλήθος Ελλήνων επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και ηρνήθησαν τον κόσμον τελείως· ούτε έστρεψαν εις τον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν εις τον Αρχιμανδρίτην Μαρκελλίνον, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωήν των ασκητικώς, με πολιτείαν θεάρεστον. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώται, και ετελείωσαν τον βίον θεάρεστα. Ομοίως και η συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμον και εκουρεύθησαν εις το Μοναστήριον, εις το οποίον αφιέρωσαν όλον τον πλούτον των. Η δε μακαρία Ιερεία παρακάλεσε την Βρυένην, λέγουσα: «Δέομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχης αντί της Φεβρωνίας υποτακτικήν ίνα εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλην εις τον Ναόν ιερώς η Ιερεία και τον εστόλισε· και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε και εχρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομον, εις το οποίον εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέραν της εορτής αυτής, όταν έψαλλον αι Μοναχαί την αγρυπνίαν, εφαίνετο και αυτή εις το μέσον αυτών περί το μεσονύκτιον, και έστεκεν εις τον τόπον της, έως την τρίτην ευχήν και την έβλεπον όλαι αι Μοναχαί, αλλά δεν ετόλμα καμμία να την εγγίση ή να την ερωτήσουν ολότελα. Ότι τον πρώτον χρόνον, όπου την είδον, εφοβήθησαν όλαι αι Μοναχαί, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη εφώναξεν· ιδού η Φεβρωνία, το τέκνον μου. Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάση έγινε άφαντος. Όθεν από τότε δεν ετόλμα καμμία να την πλησιάση, μόνον την έβλεπον και έκλαιον από την χαράν εις την τοιαύτην θαυμάσιον οπτασίαν. Ο δε Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζεν εξ χρόνους ναόν περικαλλή εις το όνομα της Φεβρωνίας, και όταν τον ετελείωσε, συνεκάλεσε τους λοιπούς Επισκόπους εις την καθιέρωσιν αυτού. Και τελέσαντες αγρυπνίαν ολονύκτιον τη κε΄ Ιουνίου, οπότε ετελειώθη η Αγία, συνήχθη τόσος λαός, ώστε δεν τους εχώρει η Εκκλησία. Το πρωϊ, όταν ετελείωσαν την Ακολουθίαν, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι εις τοΜοναστήριον, να ζητήσουν το άγιον λείψανον της Αγίας, ίνα το φέρουν εις τον νέον Ναόν, τον οποίον της έκτισαν. Η δε Ηγουμένη και όλαι αι αδελφαί, ως ήκουσαν ταύτα, έπεσαν εις τους πόδας των Επισκόπων μετά δακρύων λέγουσαι: «Ελεήσατέ μας δια τον Κύριον, και μη μας υστερήσετε τοιαύτης παραμυθίας και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρόν μας». Τότε λέγει προς την Βρυένην ο Επίσκοπος: «Άκουσον, αδελφή. Συ ηξεύρεις καλά πόσον εσπούδασα και εβασανίσθην εξ χρόνους έως σήμερον με πολύν μου κόπον και έξοδον, εις δόξαν της Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσης να μείνη ο κόπος μου άκαρπος». Η δε Ηγουμένη απεκρίνατο: «Εάν αυτό το έργον αρέση της Αγίας και της αγιωσύνης σας, τις είμαι εγώ να το εμποδίσω; Υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την , εάν είναι Θεού θέλημα». Τότε επήγαν οι Αρχιερείς εις τον τάφον της Μάρτυρος, και ανεγίνωσκον τας ευχάς να σηκώσουν το γλωσσόκομον. Η δε Ιερεία εφώναζε λέγουσα: «Ουαί εις ημάς τας ταλαιπώρους, τι ορφανία και θλίψις μάς έρχεται σήμερον, να προδώσωμεν τον μαργαρίτην μας. Τι κάμνεις, κυρία Καθηγουμένη; Δια την Φεβρωνίαν απηρνήθην τον κόσμον όλον και κατέφυγα εις τας χείρας σας, και τώρα να υστερηθώ την εμήν αγαλλίασιν»; Λέγει η Βρυένη: «Τι θλίβεσαι, τέκνον μου; Εάν αρέση της Οσίας, υπάγει· ει δε και δεν είναι Θεού θέλημα, δεν δύνανται να την μεταφέρωσιν». Όταν δε επλήρωσαν την ευχήν οι Επίσκοποι και ήπλωσαν τας χείρας να σηκώσουν το άγιον λείψανον, γίνεται ευθύς εις τον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσον, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλιν όταν επέρασεν ολίγη ώρα και συνήλθον από τον φόβον, εξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν· ότι τοσούτον μέγας και φοβερός σεισμός έγινεν, ώστε εφαίνετο ότι ήθελενα πέση όλη η πόλις. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελεν η Αγία να φύγη από το Μοναστήριον. Όθεν αι μεν αδελφαί της Μονής εχάρησαν, οι δε πολίται ελυπήθησαν και μάλιστα ο ευλαβής Επίσκοπος, οίτινες παρεκάλεσαν την Ηγουμένην να τους δώση καν ένα μέλος από το άγιον λείψανον. Τότε η Βρυένη ήνοιξε το γλωσσόκομον και εξήλθε λάμψις ομοία με ακτίνα ηλίου και αστραπή πυρός από την Αγίαν. Καθώς λοιπόν ήπλωσε την δεξιάν η Βρυένη να πάρη την μίαν χείρα της Μάρτυρος να την δώση εις τον Επίσκοπον, ευθύς η χειρ της Ηγουμένης εμαράνθη και έμεινεν (ω του θαύματος!) ακίνητος, και δεν ηδύνατο να την αποσύρη από το γλωσσόκομον. Όθεν μετά δακρύων εβόα λέγουσα: «Δέομαί σου, Φεβρωνία τέκνον μου, μη μου οργισθής της ταπεινής, αλλά ενθυμήσου τους κόπους μου, και μη παραδειγματίσης το γήρας μου». Τότε λοιπόν εσυγχώρησεν αυτήν η Οσία, και ιάθη η χειρ αυτής. Όθεν επήρε μόνον ένα οδόντα από το στήθος της Μάρτυρος, και τον έδωκεν εις τον Επίσκοπον, τον οποίον επήραν με ευλάβειαν, ψάλλοντες δε όλοι με λαμπάδας και θυμιάματα, και φθάσαντες εις τον νέον Ναόν, τον έθεσαν εις το Άγιον Θυσιαστήριον. Ο δε παντοδύναμος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσιά του εις εκείνο το βραχύτατον μέρος του λειψάνου και εγίνοντο τερατουργήματα εξαίσια. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί ανωρθούντο, επεριπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο πανταχού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους εις άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπαύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ αι θαυματουργίαι, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρόν κάμνει εις όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, όστις εδόξασε την πανένδοξον και καλλίνικον αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασεν Αυτόν με τον αγώνα τήςφρικτής εκείνης αθλήσεως, δια της οποίας ηξιώθη τοσαύτης παρρησίας και χάριτος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα και τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΔΑΒΙΔ του εν Θεσσαλονίκη.

Δημοσίευση από silver »

Δαβίδ ο πολυϋμνητος ούτος Πατήρ, επίγειος Άγγελος και επουράνιος άνθρωπος, εγεννήθη και ανετράφη εις την λαμπράν και μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην, και απαρνηθείς τον κόσμον και τα εγκόσμια εγκατέλιπε φίλους και συγγενείς, τιμήν και δόξαν πρόσκαιρον, χρήματα, κτήματα και πάσαν άλλην ευδαιμονίαν πρόσκαιρον, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, κατά την ευαγγελικήν παραγγελίαν, και ηκολούθησε τω Δεσπότη, σηκώσας τον Σταυρόν εκ νεότητος, επειδή ετρώθη βαθέως η καρδία του από τον ένθεον έρωτα. Έκοψε λοιπόν τας τρίχας της κεφαλής και έμεινεν εις το Μοναστήριον των Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου των Κουκουλιατών επονομαζόμενον, εις το οποίον ησύχαζεν αγωνιζόμενος υπέρ άνθρωπον, τηρών πάσαν αρετήν επιμελέστατα· εξαιρέτως δε ήσκει από όλας τας αρετάς την εγκράτειαν και ταπείνωσιν, γνωρίζων καλώς ότι ο χορτασμός της κοιλίας αποδιώκει την αγρυπνίαν και σωφροσύνην, και η κενοδοξία πάλιν αφανίζει όλας τας αρετάς παντελώς. Δια τούτο εσπούδαζε να αποκτήση την ταπεινοφροσύνην ως φρόνιμος. Αναγινώσκων δε ο Όσιος τας θείας Γραφάς ημέραν και νύκτα, εθαύμαζε τας αρετάς των Αγίων, των προ του νόμου, και μετά τον νόμον, πως τους εδόξασεν ο Θεός, διότι υπήκουον εις τας εντολάς Του και ευηρέστησαν Αυτώ ως έπρεπε. Και τον μεν Άβελ με την θυσίαν εθαυμάστωσε, τον δε Αβραάμ δια πίστεως, τον Ιωσήφ με την σωφροσύνην, τον Ιώβ με την υπομονήν, τον Μωϋσήν νομοθέτην ανέδειξε, τον Δανιήλ και τους τρεις παίδας εφύλαξεν αβλαβείς από το πυρ και τους λέοντας. Τούτων την πολιτείαν συλλογιζόμενος ο θαυμάσιος Δαβίδ εσπούδαζεν ολοψύχως να τους μιμήται το κατά δύναμιν δια να γίνη και συγκληρονόμος αυτών εις την Βασιλείαν την Ουράνιον. Αναγινώσκων δε και τους βίους των Οσίων, οι οποίοι ησκήτευσαν μετά την σάρκωσιν του Σωτήρος την σωτήριον, οίτινες ετέλεσαν τοιούτους θαυμασίους αγώνας και αριστείας, εξεπλήττετο· και μάλιστα τον θαυμαστορείτην Συμεών, και τον τούτου συνώνυμον, και τον Δανιήλ και Πατάπιον, τους στυλίτας, οι οποίοι διήλθον την ζωήν των υπαίθριοι και άστεγοι, υπό ανέμων, υετών και χιόνων βασανιζόμενοι, των οποίων τους βίους αναγινώσκων έκλαιε και τόσον κατενύγετο, ώστε έκαμεν απόφασιν να περάση ομοίαν στενοχωρίαν όσον καιρόν δυνηθή ο αείμνηστος, δια να εύρη ευρυχωρίαν μετά θάνατον. Μίαν ημέραν εθερμάνθη πολλά, και κατενύχθη η καρδία του· όθεν αναβάς εις μίαν αμυγδαλήν, ήτις ευρίσκετο εις το δεξιόν μέρος της Εκκλησίας, έμεινεν επάνω εις ένα κλάδον του δένδρου, εις το οποίον έκαμε μικράν κλίνην ως ηδυνήθη, και ησκήτευεν εκεί καρτερικώς με υπομονήν θαυμάσιον, από τους ανέμους και τας βροχάς και τας χιόνας βασανιζόμενος, από την καύσιν του ηλίου τον καιρόν του θέρους καταφλεγόμενος, και από άλλας πολλάς στενοχωρίας δεινώς οδυνώμενος. Ω της καρτερίας και θαυμασίας υπομονής της πολυάθλου και καθημερινής του Μάρτυρος· και πως υπέμεινε τόσην κακοπάθειαν ο αείμνηστος; Οι άλλοι στυλίται είχον και πλίγην τινά στερρότητα, διότι ήσαν οι στύλοι κτιστοί, και εστέκοντο· και πάλιν όταν εκοιμώντο, ή έκαμναν άλλην χρείαν αναγκαίαν, ήσαν ακίνητοι· αλλ’ ούτος ο αδαμάντινος εκινείτο επάνω εις τον κλάδον του δένδρου πάντοτε, μη έχων ποτέ άνεσιν, υπό των υετών και ανέμων βασανιζόμενος και υπό της χιόνος δεινώς οδυνώμενος. Τοσαύτα πάσχων ο καρτερόψυχος δεν ερραθύμησεν, ούτε ποσώς ωλιγοψύχησεν, ουδέ ηκηδίασεν, ούτε το αγγελοειδές αυτού πρόσωπον ηλλοιώθη, ούτε ήλλαξεν, αλλ’ ήτο το πρόσωπόν του ωραίον ως ρόδον. Όντως εις αυτόν τον τρισόλβιον επληρώθη εκείνο το προφητικόν λόγιον: «Δίκαιος ως φοίνιξ ανθήσει, και ωσεί κέδρος η εν τω Λιβάνω πληθυνθήσεται». Ότι εις τας πράξεις εξήνθησε και αυτός ως τον φοίνικα, και απέδιδε προς τον Θεόν καρπόν ευάρμοστον, υπέρ την αμυγδαλήν και τον φοίνικα γλυκύτερον και ωφελιμώτερον. Επειδή το μεν δένδρον έκαμνεν άνθη και καρπόν φθεορόμενον, εις τέρψιν και απόλαυσιν ανθρώπινπν, ο δε Όσιος με καρπούς θεωρίας και πράξεως ηύφραινε πάσαν ώραν τον Αγαθόν Θεόν, υμνολογών και δοξάζων ακαταπαύστως Αυτόν. Είχε δε ο Όσιος και τινας μαθητάς, οίτινες ήσαν εξαιρετικώς ευλαβείς και φιλόχριστοι, συγκοπιώντες μετ’ αυτού και συγκάμνοντες· πολλάκις δε τον παρεκάλουν δεόμενοι, να καταβή από το δένδρον, να του κτίσουν κελλίον, όπου του ήρεσεν, ήσυχον, δια να τους ποιμαίνη εις νομήν σωτήριον. Αλλ’ ούτος απεκρίνατο λέγων: «Αδελφοί και τέκνα μου, εγώ είμαι αμαρτωλός και ανάξιος άνθρωπος· αλλά ο Δεσπότης Χριστός, ο καλός ποιμήν όστις την ψυχήν Αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων, Αυτός να σας φυλάττη από τας επιβουλάς του δαίμονος, και να σας αξιώση της αιωνίου βασιλείας Του ως Υπεράγαθος. Ότι εγώ, ζη Κύριος ο Θεός μου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, δεν καταβαίνω από τούτο το δένδρον, έως να τελειώσουν τρεις χρόνοι, και τότε με την ιδικήν Του εντολήν· ότι χωρίς να είναι θέλημά Του, δεν καταβαίνω απ’ εδώ ολότελα». Αυτοί δε ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του, δεν του έδωσαν πλέον δια ταύτην την αιτίαν άλλην ενόχλησιν. Όταν λοιπόν ετελειώθησαν οι τρεις χρόνοι, εφάνη εις αυτόν Άγιος Άγγελος λέγων: «Δαβίδ, επήκουσε της δεήσεώς σου ο Κύριος, και σου δίδει την χάριν ταύτην, όπου πολλάκις εζήτησες, να είσαι ταπεινόφρων και μέτριος, να τον φοβήσαι και να τον λατρεύης με την πρέπουσαν ευλάβειαν. Κατέβα λοιπόν από το φυτόν και ησύχασον εις κελλίον, ευλογών τον Θεόν, έως να τελειώσης και άλλην οικονομίαν, τότε δε θέλεις εύρει ανάπαυσιν των σωματικών πόνων και ψυχικήν παράκλησιν». Όσην ώραν μεν ελάλει μετ’ αυτού ο Άγγελος, ηκροάτο μετά φόβου και τρόμου ο Όσιος. Έπειτα, όταν έγινεν άφαντος ο φανείς, ηυχαρίστει τον Κύριον ο Όσιος λέγων: «Ευλογητός ο Θεός, όστις εδέχθη την προσευχήν μου και με ηλέησε». Τότε προσκαλεσάμενος τους μαθητάς αυτού εφανέρωσε την οπτασίαν και τους είπε να ετοιμάσουν το κελλίον, κατά την δεσποτικήν εντολήν, ούτοι δε μετά σπουδής έκαμαν καθώς προσετάχθησαν και το εμήνυσαν εις τον αγιώτατον Αρχιεπίσκοπον Δωρόθεον, όστις επήρε τους ευλαβεστέρους κληρικούς χαρούμενος, αναβαίνων δε εις τον Όσιον τον ησπάσθη και τον κατέβασαν από το δένδρον με πολλήν ευλάβειαν· αφού δε ελειτούργησαν, τον έβαλαν εις το κελλίον αυτού, τελέσαντες μεγάλην πανήγυριν. Και ούτως αυτοί μεν επέστρεψαν αγαλλόμενοι, ο δε Όσιος έμεινεν εις το κελλίον ησυχάζων, ηυλόγει δε διηνεκώς και ακαταπαύστως τον Κύριον, ως και πρότερον, όστις τοσαύτην χάριν του εχάρισεν, ώστε εδίωκε δαίμονας, τυφλούς εφώτιζε και πάσαν άλλην ασθένειαν ανίατον ιάτρευε, τον Χριστόν επικαλούμενος. Από δε τα πολλά σημεία, όσα εποίησεν, να αναφέρωμεν δύο ή τρία εις πίστωσιν των άλλων, καθώς εκ των ονύχων ο λέων γνωρίζεται και εκ του κρασπέδου το ύφασμα. Νεανίας τις είχε δαιμόνιον και απήλθε μίαν ημέραν εις το κελλίον του Οσίου. Σταματήσας όθεν έξω της θύρας εφώναζε λέγων· «απόλυσόν με, Δαβίδ, δούλε του αιωνίου Θεού, ότι πυρ εξέρχεται από το κελλίον σου και με φλογίζει». Τότε ο Όσιος ήπλωσεν από την θυρίδα την χείρα του και εκράτησε τον νέον, λέγων: «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, σε προστάσσει να εξέλθης από το πλάσμα του, πνεύμα ακάθαρτον». Ταύτα ειπών, εσφράγισε τον νέον με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, και παρευθύς εξήλθεν ο δαίμων και έμεινεν υγιής ο άνθρωπος, πάντες δε οι παρόντες, ορώντες τοιούτον θαυμάσιον, εδόξασαν τον Θεόν, όστις δοξάζει όσους τον δοξάζουν με έργα θεάρεστα. Αλλά ακούσατε και άλλο παρόμοιον. Γυνή τις ήτο τελείως τυφλή και παντελώς δεν έβλεπεν. Ακούσασα λοιπόν τας αρετάς του Οσίου και θαυμασίου Δαβίδ, έλαβε χειραγωγόν και απελθούσα εις το κελλίον του έπεσεν εις την γην έξω της θύρας κλαίουσα και έλεγε ταύτα με πολλήν ταπείνωσιν: «Δούλε του ευλογημένου Χριστού, βοήθησόν μοι, μιμούμενος του Δεσπότου Χριστού την χρηστότητα, λύτρωσαί με από ταύτην την πολυώδυνον βάσανον και χάρισέ μου το φως των οφθαλμών μου, το χαρμόσυνον εις όλους και πανευφρόσυνον». Αυτά και έτερα λέγουσα με στεναγμούς και θερμότατα δάκρυα, εδάκρυσε και ο Όσιος συμπονών εις τον πόνον και εις την οδύνην της, ως συμπαθής, όπου ήτο και εύσπλαγχνος· έπειτα αφού έκαμεν ώραν πολλήν ευχήν προς Κύτιον, της είπε να σηκωθή από την γην, όπου εκείτετο κλαίουσα, και να πλησιάση εις το παράθυρον του κελλίου του· τότε ήπλωσε την δεξιάν του έξω του παραθύρου και σφραγίσας τους οφθαλμούς της ασθενούς δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, ηύξατο πάλιν προς Κύριον λέγων: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, όστις εσαρκώθης εκ της αειπαρθένου Μαρίας και εκ Πνεύματος Αγίου, δια να εξαγάγης από το σκότος τον άνθρωπον, φιλάνθρωπε, και να τον φέρης εις το φως το αιώνιον, και τον εκ γενετής τυφλόν εφώτισας, Αυτός και τώρα, Δέσποτα, φώτισον και την δούλην σου ταύτην, ως παντοδύναμος. Ότι Συ είσαι ο φωτισμός των ψυχών ημών και Σε δοξάζομεν πάντοτε συν τω Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι». Ταύτα ευξάμενος ο Όσιος, ω του θαύματος! εφωτίσθη παρευθύς η πρώην τυφλώττουσα και έβλεπε λαμπρά και καθαρά, ευχαριστούσα τον Όσιον και δοξάζουσα τον Κύριον. Ταύτην την μεγίστην τερατουργίαν ακούοντες οι Θεσσαλονικείς, τον είχεν η πόλις όλη εις μεγάλην ευλάβειαν και τον ετιμούσαν ως θείον Άγγελον. Όστις δε είχεν ασθένειαν τινά προσήρχετο προς αυτόν, και μόλις ήθελεν εγγίσει την δεξιάν εις τον άρρωστον, έφευγε παρευθύς πάσα ασθένεια και εσκορπίζετο, καθώς το σκότος υπό του φωτός διαλύεται. Πολλά λοιπόν και αναρίθμητα τελέσας θαυμάσια, εδοξάσθη πολλά από τους ανθρώπους και τον εσέβοντο άπαντες. Μετά χρόνους πολλούς ετελεύτησεν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Δωρόθεος, έγινε δε άλλος, Αριστείδης ονόματι, όστις ήτο και αυτός ενάρετος. Πλην εγίνοντο τον καιρόν εκείνον εκεί εις όλην την Θεσσαλίαν από τους βαρβάρους μεγάλαι ζημίαι και πολλή σύγχυσις. Όθεν ο έπαρχος του Ιλλυρικού έγραψεν εις τον Μητροπολίτην, να υπάγη εις τον βασιλέα, ή να στείλη προς αυτόν άνθρωπον τινά ενάρετον, να τον παρακαλέση να ψηφίση εις την Θεσσαλονίκην έπαρχον, δια την σύγχυσιν των βαρβάρων, διότι τότε δεν υπήρχεν εις Θεσσαλονίκην έπαρχος αλλά μόνον τοποτηρητής, υπήγοντο δε εις τον έπαρχον Σιρμίου. Αναγνώσας λοιπόν ο αγιώτατος Αριστείδης, ο της Θεσσαλονίκης Αρχιεπίσκοπος, την επιστολήν του επάρχου έμπροσθεν των κληρικών και των αρχόντων της πόλεως, τους είπε να ψηφίσουν κατάλληλον τινά και λόγιον άνθρωπον, να τον στείλουν εις τον βασιλέα δι’ αυτήν την υπόθεσιν. Τότε λοιπόν συναθροισθέντες εις την Εκκλησίαν όλοι της πόλεως εβόησαν από συμφώνου να στείλουν τον Όσιον Δαβίδ, δια να τον ευλαβηθή ο ευσεβέστατος βασιλεύς, ως ενάρετον και Άγιον άνθρωπον, και να εκτελέση την παράκλησίν των. Τούτο δε έγινε κατ’ οικονομίαν της θείας Προνοίας, δια να πληρωθή του Αγγέλου η πρόρρησις, όστις είπεν εις τον Όσιον να καταβή από το δένδρον, δια να κάμη και άλλην οικονομίαν και τότε να απέλθη προς Κύριον. Λαβών λοιπόν ο Αρχιερεύς τους ευλαβεστέρους των Κληρικών και λαϊκών προσήλθον εις τον Όσιον και του ανήγγειλαν την υπόθεσιν, παρακαλούντες αυτόν να υπάγη εις τον αυτοκράτορα δια την άνωθεν αίτησιν. Ο δε Όσιος πρώτον μεν επροφασίσθη, ότι δεν ηδύνατο να υπάγη δια το γήρας· έπειτα βλέπων, ότι όλοι τον επίεζον να υπάγη, έστερξε δια να μη γίνη παρήκοος του Αρχιερέως και πάντων των παρακινούντων φιλοχρίστων πολιτών. Ενθυμηθείς τότε ο Όσιος του Αγγέλου την πρόρρησιν, λέγει ταύτα προς τον Αρχιεπίσκοπον: «Ας γίνη, Δέσποτα Άγιε, του Κυρίου το θέλημα. Πλην ηξεύρετε, ότι ο μεν βασιλεύς δι’ ευχών σας θέλει μου χαρίσει όσα του ζητήσω, του Θεού συνεργούντος μοι· αλλά τον Δαβίδ δεν θα τον επανίδετε πλέον ζωντανόν, ίνα συνομιλήσωμεν· διότι επιστρέφων προς σας από τα βασίλεια, όταν θα ευρίσκωμαι ακόμη εις απόστασιν ρκστ΄ (126) σταδίων από τούτο το πενιχρόν κελλίον μου, τότε θα απέλθω προς τον Δεσπότην μου». Ο δε Αρχιερεύς, νομίζων ότι το έλεγε δια πρόφασιν, δια να μη τον αναγκάσουν, τον εσυμβούλευσε πάλιν λέγων: «Μιμήσου λοιπόν τον ποιμένα μας Χριστόν και Διδάσκαλον, όστις εθανατώθη δι’ ημάς ως άνθρωπος και απέθανε. Απόθανε λοιπόν και συ δια τον λαόν σου, δια να λάβης από τους ανθρώπους ευχαριστίαν, από δε τον Δεσπότην Χριστόν δόξαν και έπαινον άπειρον, ως μιμητής του πάθους Του». Τότε εξερχόμενος από το κελλίον ο τρισμακάριος, τον επροσκύνησαν άπαντες, ότι η μορφή του ήτο εξαίσιον θέαμα, αι τρίχες της κεφαλής του έφθανον έως την ζώνην του, έως δε τους πόδας τα γένεια, το σεβάσμιον αυτού πρόσωπον ήτο ωραίον και εύμορφον, ώσπερ του Αβραάμ, βλέπων δε ο καθείς αυτόν τον εθαύμαζε. Λαβών λοιπόν δύο από τους μαθητάς του, Θεόδωρον και Δημήτριον, άνδρας ευλαβείς και εναρέτους, όχι μόνον εις την ψυχήν, αλλά και εις την μορφήν του σώματος ομοίους του, κατέβησαν εις τον λιμένα της πόλεως, και εισελθόντες εις το πλοίον ανεχώρησαν. Όταν δε έφθασαν εις το Βυζάντιον, ηκούσθη η φήμη εις όλην την πόλιν δια τον Όσιον. Ήτο δε τον καιρόν εκείνον Αυτοκράτωρ ο ευσεβής Ιουστινιανός, όστις έλειπε τότε εις άλλον τόπον· η δε βασίλισσα Θεοδώρα έστειλε κουβικουλαρίους και δορυφόρους και τον υπεδέχθη με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν· βλέπουσα δε το λαμπρόν εκείνο και αγγελόμορφον πρόσωπον με τοιαύτην πολιάν κόμην εθαύμασε και τον επροσκύνησε με πολλήν ταπείνωσιν, ζητούσα ευχήν και ευλογίαν από αυτόν, όστις ηυχήθη του βασιλέως και ταύτης και πάσης της πόλεως. Η ευσεβής λοιπόν βασίλισσα τον εδεξιώθη τόσον ασμένως και φιλοφρόνως, ώστε δεν δύναμαι να διηγηθώ πληρέστατα πόσην υποδοχήν του έκαμεν η αείμνηστος, νομίζουσα ότι Άγγελον Κυρίου εδέχθη και όχι άνθρωπον. Οπόταν δε και ο βασιλεύς επέστρεψε, του ανήγγειλεν η Αυγούστα δια τον Όσιον, λέγουσα: «Ο Πανάγαθος Θεός μάς ηυσπλαγχνίσθη, Δέσποτα, και έστειλε προς το κράτος σου τον Άγγελον αυτού σήμερον, όστις ήλθεν από την Θεσσαλονίκην και μου εφάνη ότι είδα τον Αβραάμ κατά αλήθειαν». Τη επαύριον επρόσταξεν ο βασιλεύς, όταν συνήχθη όλη η Σύγκλητος, να έλθη ο Όσιος, όστις έθεσεν εις τας παλάμας του αναμμένα κάρβουνα και θυμίαμα και εθυμίασε τον βασιλέα και όλην την Σύγκλητον, με τους μαθητάς του, χωρίς ποσώς να βλαβώσιν από το πυρ αι χείρες του, αν και επέρασε περισσότερον από μίαν ώραν έως να θυμιάση τον λαόν άπαντα. Τούτον το θαυμάσιον ορώντες εξέστησαν άπαντες. Εγερθείς δε από τον θρόνον ο βασιλεύς τον υπεδέχθη ασμένως με πολλήν ευλάβειαν και δεξάμενος τας αναφοράς τού Μητροπολίτου, επήκουσεν εις όλα ο ευσεβής και φιλόχριστος βασιλεύς, ψηφίσας την μεταφοράν της έδρας του επάρχου από το Σίρμιον εις Θεσσαλονίκην. Όχι δε μόνον όσα έγραφον τα γράμματα επλήρωσεν, αλλά και όσα άλλα εζήτησε δια στόματος ο Όσιος μετά πάσης προθυμίας εξετέλεσε και τα υπέγραψε κατά την τάξιν με ερυθρά γράμματα, τα οποία αυτοχείρως έδωκεν εις τον Όσιον και του λέγει· «εύχου, πάτερ τίμιε, δι’ εμέ». Ακολούθως απέλυσεν αυτόν με προπομπήν πολλήν, ως έπρεπεν. Αφού εξεπλήρωσε την αποστολήν του ο Όσιος έπλευσε προς την Θεσσαλονίκην, αλλά δεν έφθασεν εις την πόλιν, καθώς προεφήτευσεν· αλλ’ όταν ήτο εις τον τόπον του Φάρου, είπε προς τους μαθητάς αυτού ταύτα: «Τέκνα μου, ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, και ενταφιάσατε το λείψανόν μου εις το Μοναστήριον, όπου κατώκουν. Επιμελείσθε την ψυχήν σας, δια να εύρητε ανάπαυσιν αιώνιον». Αυτούς και άλλους ψυχωφελείς λόγους λέγων, έφθασαν εις το ακρωτήριον, όπου ονομάζεται Έμβολος, εφαίνετο δε απ’ εκεί το Μοναστήριόν του, το οποίον κυττάξας έκαμε την προσευχήν του και ασπασθείς τους μαθητάς του παρέδωκε τω Θεώ την ψυχήν ο τρισόλβιος. Έπνεε δε τότε, όταν εκοιμήθη ο Όσιος, ισχυρός άνεμος, ενώ δε έως τότε έπλεον ταχύτατα, τότε εσταμάτησε το πλοίον (ω του θαύματος) ώραν πολλήν παρ’ όλον τον άνεμον, ουδόλως σαλευόμενον. Ήλθε δε και ευωδία θυμιαμάτων ανείκαστος και φωναί εις τον αέρα ηκούοντο, αι οποίαι υμνούσαν μελωδικώς τον Κύριον. Αφού δε επέρασεν ώρα ικανή, έπαυσαν αι φωναί. Τότε και το πλοίον εκίνησε, δεν επήγεν όμως εις τον λιμένα κατά την συνήθειαν, αλλ’ ώρμησε προς το δυτικόν μέρος της πόλεως, εις τον τόπον, όπου έρριψαν οι ασεβείς πρότερον τα λείψανα των Αγίων Θεοδούλου και Αγαθόποδος. Τότε ως ήκουσαν του Οσίου την κοίμησιν και έλευσιν, εξήλθεν όλη η πόλις με τον Αρχιεπίσκοπον, βαστάζοντες δε με πολλήν ευλάβειαν το άγιον αυτού λειψανον ήλθον εις το Μοναστήριον, και του έκαμαν θήκην από ξύλα τετράγωνα, εις την οποίαν τον έβαλαν και εντίμως ενεταφίασαν. Έπειτα μετετόπισαν την έδραν του Επάρχου εκεί εις την Θεσσαλονίκην, κατά το βασιλικόν διάταγμα, τον δε Όσιον εώρταζον κάθε χρόνον εις το ρηθέν Μοναστήριον. Όταν δε επέρασαν χρόνοι ρν΄ (150) ήτο εκεί Ηγούμενος ενάρετος τις άνθρωπος, το όνομα Δημήτριος, όστις είχεν εις τον Όσιον πολλήν ευλάβειαν, έχων δε πόθον να λάβη μέρος από το άγιόν του λείψανον, να το έχη προς αγιασμόν, έβαλεν ανθρώπους και έσκαπτον τον τάφον. Παρευθύς όμως διερράγη η πλάξ εις τέσσαρα και βλέπων, ότι ο Άγιος δεν ήθελεν, αφήκε την προσπάθειαν. Ο δε μαθητής αυτού του Ηγουμένου, ονόματι Σέργιος, όστις έγινεν ομοίως Ηγούμενος, ύστερον δε δια τας αρετάς του και Θεσσαλονίκης Αρχιεπίσκοπος, ετίμα πολύ τον Όσιον, έχων αυτόν εις πολλήν ευλάβειαν, τον παρεκάλει δε πολλάκις προσευχόμενος να του συγχωρήση να λάβη ολίγον από το άγιόν του λείψανον. Πληροφορηθείς δε από τον Θεόν, ότι έστερξεν ο Όσιος, ανέχωσε τον τάφον, εξήλθε δε τότε ευωδία θαυμάσιος και βλέπων το λείψανον σώον ακόμη και ακέραιον, δεν ετόλμησε να λάβη εξ αυτού μέρος τι, ειμή μόνον ολίγας τρίχας από την κεφαλήν και από τα γένεια. Τα οποία εφύλαττεν ακριβώς και τα ησπάζοντο την ημέραν της εορτής αυτού οι φιλόχριστοι, ήτις τελείται τη κστ΄ (26) Ιουνίου, την οποίαν χαρμοσύνως πανηγυρίζουσι κάθε χρόνον, ευφημούντες τον Όσιον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΣΑΜΨΩΝ του Ξενοδόχου.

Δημοσίευση από silver »

Σαμψών, ο περιφανής ούτος και φιλόξενος ανήρ, ο εις πάσαν γην και θάλασσαν περιβόητος, ήτο από την πρεσβυτέραν Ρώμην, από ευγενείς γονείς και πλουσίους γεννηθείς και ανατραφείς με αυτάρκειαν πραγμάτων και με ενδύματα πλούσια. Επειδή δε οι γονείς του ήσαν από γένος βασιλικόν και είχον πολλά εισοδήματα, εξώδευον ελεύθερα δια να τον μάθουν γράμματα· όθεν έγινε τέλειος εις ολίγον καιρόν, όχι μόνον εις τα ποιητικά, αλλά και εις τα φιλοσοφικά, εσπούδασε δε και την ιατρικήν τέχνην και άλλα όσα του εφάνησαν αρμόδια. Περισσότερον δε από όλας τας επιστήμας επόθησε την ιατρικήν, ως φιλανθρωποτέραν και ψυχωφελεστέραν, διότι ήτο εκ φύσεως εύσπλαγχνος και εσυμπόνει τους ασθενείς και πένητας. Δια τούτο όθεν έμαθε την τέχνην αυτήν, δια να επιμελήται τους έχοντας ανάγκην, τους οποίους έπαιρνεν εις τον οίκον του, και όχι μόνον τους ιάτρευεν ως ιατρός, αλλά και ως δούλος τους υπηρέτει και εξώδευεν εξ ιδίων δια να τους τρέφη και να τους προμηθεύη ιατρικά και βότανα. Δια την εύσπλαγχνον όθεν γνώμην του τον ηξίωσεν ο Θεός να κάμνη από τότε θαυμάσια, και εθεράπευε πάσαν ασθένειαν. Αλλά και πάθη ανίατα και χαλεπά, όσα δεν ηδύναντο οι άλλοι ιατροίνα θεραπεύσουν, αυτός τα ιάτρευεν, όχι με την δύναμιν των βοτάνων και την ανθρωπίνην επιμέλειαν, αλλά με την θείαν βοήθειαν. Όμως από ταπεινοφροσύνην δεν εφανέρωνε την υπόθεσιν, ότι τους ιάτρευε με την θείαν χάριν, αλλά προσεποιείτο ότι έδιδον την θεραπείαν τα βότανα. Εις ολίγον καιρόν οι γονείς αυτού ετελεύτησαν· όθεν έμεινεν ελεύθερος, μη έχων δε εις την αρετήν πλέον κανένα εμπόδιον, επεμελείτο την φιλοξενίαν υπέρ το πρότερον· πωλήσας δε όλα τα πράγματα, τα οποία είχε κινητά και ακίνητα, έδωκε τα χρήματα εις τους πτωχούς, δια να τα λάβη εις την άλλην ζωήν να χαίρεται πάντοτε. Τόσας δε ελεημοσύνας έδιδεν, ώστε δεν έμεινε σχεδόν πτωχός εις εκείνην την πόλιν, όστις να μη λάβη πλουσίαν ελεημοσύνην από τας χείρας του. Υπεδέχετο ξένους, εν΄ρδυε γυμνούς, πεινώντας έτρεφεν, ασθενούντας ιάτρευε και πάσαν άλλην ευεργεσίαν έκαμνεν ο τρισόλβιος εις τους ενδεείς, υπηρετών αυτούς και βοηθών εις όλας τας ανάγκας των προς αυτάρκειαν. Ούτω λοιπόν διασκορπίσας θεαρέστως τον πλούτον δια τον Χριστόν ο χρηστός και εύχρηστος δούλος, εγυμνώθη από όλα τα πρόσκαιρα, και έμεινεν ως αετός υψιπέτης, ακτήμων και άοικος, μονοχίτων και ανάργυρος, δεν εκράτησε δε πλησίον του ειμή μόνον ένα δούλον, δια να τον βοηθή εις τους ασθενείς και να τους υπηρετώσιν αμφότεροι. Μετά ταύτα, δια να αποφύγη τον ανθρώπινον έπαινον, αφήκε την πατρίδα του και μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να επιμεληθή και εκεί τους ασθενούντας ο συμπαθέστατος. Έμεινε λοιπόν εις τινα οίκον πενιχρόν και πτωχόν ο πλούσιος την προαίρεσιν, συνήθροιζε δε εκεί τους ασθενείς και ξένους και πένητας, τους οποίους ιάτρευεν αναργύρως. Όχι δε μόνον εκείνους οίτινες είχον μικράς ασθενείας, ήτοι πληγάς, οιδήματα, πυρετούς και άλλα πάθη, όπου ιατρεύονται, αλλά και όσα οι άλλοι ιατροί δεν ετολμούσαν να αναλάβουν, ήτοι παραλύτους, δαιμονιζομένους, τυφλούς, και άλλα ανίατα πάθη ιάτρευεν. Όθεν διεδόθη η φήμη του Σαμψών εις όλην την πόλιν, και έτρεχον όλοι οι ασθενείς εις αυτόν και εθεραπεύοντο. Ταύτα μαθών ο αγιώτατος Μηνάς, όστις ήτο τότε οικουμενικός Πατριάρχης, εχειροτόνησε τον Σαμψών ιερέα, γνωρίσας την αρετήν αυτού, όστις ήτο όταν έλαβε την ιερωσύνην χρόνων τριάκοντα. Τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν ο μέγας Ιουστινιανός, όστις είχε χαλεπήν ασθένειαν εις τα υπογάστρια και επρήσθησαν τα αιδοία και η κοιλία του υπερμέτρως, τόσον δε πόνον είχεν, ώστε επεθύμει τον θάνατον. Συνήχθησαν λοιπόν εκεί όλοι οι ιατροί της Πόλεως, οίτινες μόνον με λόγους υπέσχοντο να τον ιατρεύσουν, δια να τους δίδη πολύ χρυσίον και αργύριον, με το έργον όμως δεν του έδωσαν καμμίαν ωφέλειαν, αλλά μάλλον επλήθυνεν η ασθένεια και εκινδύνευεν ο ασθενής να αποθάνη. Βλέπων λοιπόν ούτος, ότι ανθρωπίνη τέχνη δεν έφθανε να του δώση την ποθουμένην υγείαν, οδυνώμενος υπό τον πόνων, εβόησε μετά δακρύων προς Κύριον, ζητών την εξ ύψους βοήθειαν. Τότε, επειδή μετά πίστεως και κατανύξεως ήτησε, του επήκουσεν ο εύσπλαγχνος Θεός, δείξας εις αυτόν καθ’ ύπνον πολλούς ιατρούς, ενδεδυμένους με ιερατικήν στολήν άπαντας. Πλησιάσας δε προς τον βασιλέα νέος τις με χρυσοϋφαντα και λαμπρά ιμάτια, του έδειξεν ένα απ’ εκείνους τους ιατρούς, ταπεινόν εις το σχήμα, εύτακτον, ευπρεπή και κόσμιον, λέγων εις αυτόν· «Κύτταξε καλά, βασιλεύ, να γνωρίσης εκείνον τον άνθρωπον, ότι αυτός μόνον δύναται να σε ιατρεύση και όχι έτερος». Τότε εξύπνησεν ο βασιλεύς, και πιστεύσας ως αληθινόν το όνειρον, εχάρη και προστάσσει να έλθουν όλοι οι ιατροί, τους οποίους παρετήρει επιμελώς, αλλά δεν έβλεπε το ποθούμενον. Όθεν έμεινε πάλιν απορών και περίλυπος, μεγάλα χαρίσματα υποσχόμενος εις εκείνον, όστις ήθελεν εύρει το ζητούμενον. Μετά βίας λοιπόν έμαθε την υπόθεσιν εις ιατρός, όστις εγνώριζε τον μακάριον Σαμψών, όχι μόνον από την αρετήν, αλλά και από τινα θαυμάσια όπου έκαμνεν. Όθεν ανέφερεν εις τον βασιλέα περί αυτού, όστις εχάρη ως το ήκουσε, και στείλας δορυφόρους έφεραν με πολλήν τιμήν τον Όσιον, τον οποίον ιδών ο βασιλεύς νε τόσην ευκοσμίαν και ταπεινότητα, έχοντα τα γένεια άλουστα και ανεπιμέλητα, τον εγνώρισε ότι ήτο αυτός εκείνος, τον οποίον είδεν εις το όνειρον. Όθεν από την χαρά του ελησμόνησε την ασθένειαν και πηδήσας από το στρώμα ενηγκαλίσθη ο περίβλεπτος βασιλεύς τον ευτελή και αχρείον εις το φαινόμενον, τον εφίλει εις το στόμα και εις όλην την καφαλήν γλυκύτατα, λέγων· «Συ είσαι, Πάτερ, κατά αλήθειαν, όστις μού έταξες εις το όνειρον να μου ιατρεύσης την ασθένειαν». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς επήρε τον Όσιον από την χείρα και εισήλθον εις τα εσώτερα βασίλεια και καθίσας αυτόν πλησίον του δεν εχόρταινε να τον τιμά, αλλά κατεφίλει την δεξιάν του και την ήγγιζεν εις όλον του το πρόσωπον χάριν ευλογίας και αγιότητος. Από την πολλήν του δε ευλάβειαν έκλαιεν ο ευσεβάστατος· ότι ο πάνος της ανάγκης τον εβίαζε να καταφρονή την μεγάλην αξίαν της βασιλείας και να ευτελίζη τον εαυτόν του. Πλην όμως η πολλή ταπείνωσις του βασιλέως ελύπησεν υπερμέτρως τον Όσιον, όστις εβαρύνθη την πολλήν τιμήν, όπου του έδιδε, και του λέγει· «Μη με εμβάλλης εις πειρασμόν, ω βασιλεύ, τον ταλαίπωρον, διότι είμαι αμαρτωλός και ανάξιος, έχων ανάγκην του ελέους του Δεσπότου Χριστού». Ταύτα ειπών έβαλε την χείρα του εις το σημείον όπου είχε το πάθος ο ασθενής και έγεινε τελείως υγιής. Ο δε ταπεινόφρων θεραπευτής, δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον, έβαλεν ολίγην αλοιφήν εις το πάθος, τάχα πως δεν ήτο αυτός αιτία της θεραπείας, αλλά το βότανον. Πλην όλοι εγνώρισαν αληθώς την υπόθεσιν, επειδή όχι μόνον αυτό ετέλεσεν, αλλά και άλλα θαύματα ο θαυμάσιος υστερώτερα και πρωτύτερα. Όταν εγνώρισεν ο βασιλεύς ότι ελυτρώθη τελείως από το πάθος εκείνο, έμεινε θαυμάζων και αγαλλόμενος. Όθεν θέλων να ανταμείψη την μεγίστην ταύτην ευεργεσίαν, έδιδεν εις τον Όσιον χρυσίον αμέτρητον και άλλα πολύτιμα πράγματα, όσα αγαπούν οι φιλόκοσμοι· ο δε μακάριος Σαμψών, έχων την πτωχείαν μακαριωτέραν παντός χρυσίου και πλούτου προσκαίρου, δεν το εδέχθη ποσώς, αλλά επιστρέψας αυτά εις τον βασιλέα, είπεν εις αυτόν· «Εκείνα όπου εμίσησα δια τον Χριστόν μου χαρίζεις; Είχα και εγώ από τους γονείς μου πολλά χρήματα και κτήματα, αλλά τα κατεφρόνησα, γνωρίζων ότι η πτωχεία είναι ωφελιμωτέρα. Πλην, αν ορίζη η βασιλεία σου, πρόσταξε τεχνίτας να κτίσουν Νοσοκομείον πλησίον εις τον οίκον μου, δια να εισάγω εκεί τους ξένους και ασθενείς, να τους ιατρεύω. Ότι τούτο θα καταστήση το όνομά σου αιώνιον, και θα προξενήση εις την ψυχήν σου πολλήν ωφέλειαν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εχάρη και προστάσσει να κτίσουν το Νοσοκομείον οι οικοδόμοι, οι οποίοι έκτιζαν και την Αγίαν Σοφίαν εκείνας τας ημέρας, το έκαμε δε ευρύχωρον πολύ και πλούσιον, καθώς το επεθύμει ο Άγιος. Όταν ετελείωσαν τούτο φιλοκάλως και μεγαλοπρεπώς, το ωνόμασε Νοσοκομείον Σαμψών του Ξενοδόχου, αφιέρωσε δε εις αυτό το Νοσοκομείον πολλά κτήματα και άλλας χορηγίας πλουσίας, δια να πληρώνωνται οι ιατροί, όσοι θα υπηρέτουν εκεί κατά καιρούς και δια να τρέφωνται οι ξένοι, οι πτωχοί και οι ασθενείς. Τούτο εκυβέρνα ο τρισμακάριος Σαμψών με πολλήν επιμέλειαν, καθ’ όλους τους χρόνους τους οποίους έζησεν, υπηρετών τους ασθενείς ως Άγγελους Κυρίου εις όλα τα χρειαζόμενα. Όταν δε εγήρασεν, ολίγον ασθενήσας, εκοιμήθη τον μακάριον ύπνον ιλαρός και πραότατος, γνωρίζων που επήγαινε και οποία αγαθά τον ανέμενον. Ότι η συνείδησις τού εναρέτου ανθρώπου αγάλλεται, όταν έχη αγαθάς ελπίδας να απολαύση την αμοιβήν των καμάτων του. Ομοίως και ο αμαρτωλός, όταν απέρχεται η ψυχή του από τούτον τον κόσμον, σκυθρωπάζει και θλίβεται άμετρα, τας ανομίας του ενθυμούμενος. Επειδή έκαστος είναι ανάγκη να θερίση ως έσπειρε, και να απολαύσωμεν όλοι κατά τον κόπον μας. Απήλθε λοιπόν η μακαρία εκείνη ψυχή εις τας αιωνίους μονάς, ευφραινομένη και χαίρουσα, το δε ιερόν αυτού και τίμιον λείψανον ενεταφίασαν εις τον μέγιστον ναόν του Αγίου Μωκίου του Μάρτυρος, ο οποίος ήτο και συγγενής του Οσίου, καθώς έλεγον εκείνοι όπου τους εγνώριζαν καλώς. Αλλά πως να μη περιγράψω τα τόσα θαυμάσια, όσα έκαμε και μετά θάνατον ο αείμνηστος; Αλλά και πάλιν τις δύναται να διηγηθή ανελλιπή άπαντα τα τελεσθέντα, τα οποία περισσεύουν το άπειρον πέλαγος; Πλην ας είπωμεν εκείνο όπερ έγινε τότε νεωστί εις τον καιρόν τού αυτού βασιλέως Ιουστινιανού, και το γνωρίζει όλη η Κωνσταντινούπολις. Πυρκαϊά ήναψεν από την Αγίαν Σοφίαν, ήτις κατέκαυσε τας πέριξ αυτής οικίας. Όταν δε έφθασε το πυρ έως τον λαμπρόν οίκον εκείνον του θείου Σαμψών, ήναψεν ολίγον εις την στέγην, όσον δε παρήρχετο η ώρα τόσον επλήθυνε και έμελλε να κατακαύση όλον τον οίκον εις ολίγον διάστημα. Τότε πολλοί φιλόχριστοι προσεπάθουν και εκοπίαζον με διάφορα μηχανήματα να σβύσουν το πυρ αλλά δεν ηδύναντο. Ο δε Όσιος, όστις ελυπείτο να αφανισθώσιν οι κόποι του, επρόφθασεν εμφανέστατα, έβλεπον δε αυτόν οι εναρετώτεροι, ότι επεριπάτει εις όλην την στέγην, προστάσσων με θυμόν το πυρ, το οποίον (ω του θαύματος!) υπεχώρει προς τα οπίσω. Έπειτα έκαμε προσευχήν ο Όσιος, ευθύς δε έμεινεν ο οίκος αβλαβής, εκτός από μέρος της στέγης, όπερ εκάη εις την αρχήν. Αλλά ας είπωμεν και έτερον. Άνθρωπός τις, καλούμενος Θεοδώρητος, κατέβαινεν από τινα σκάλαν, ολισθήσας δε εκρημνίσθη και εξήρθρωσε τον πόδα του· και τόσον πόνον ησθάνετο, ώστε έμεινεν άφωνος και ασάλευτος, κειτόμενος ως παραλυτικός εις τον κράββατον τρία ημερονύκτια ύπτιος, άγευστος, άδειπνος και άϋπνος, διότι ούτε να πίη νερόν, ούτε να ομιλήση ηδύνατο, αλλά ήτο ως άψυχος και αναίσθητος. Ούτως ευρισκόμενος ενεθυμήθη τον Όσιον Σαμψών, ότι έκαμνε θαυμάσια πολλά. Όθεν επεκαλέσθη τούτον με τον νουν του (επειδή με το στόμα δεν ηδύνατο να ομιλήση ουδόλως) ζητών την θεραπείαν του. Τότε ευθύς βλέπει τον Όσιον Σαμψών παρά τους πόδας του κραββάτου, όστις εψηλάφει τον αστράγαλόν του, λέγων· «Εγέρθητι, και δεν έχεις κακόν τίποτε». Τότε ο μεν Άγιος ανεχώρησεν, ο δε ασθενής ιατρεύθη, εγερθείς δε ενόμιζεν ότι ονειρεύεται, διότι το απροσδόκητον του θαύματος τον έκαμνε να διστάζη δια την θεραπείαν του. Αλλά όταν εψηλάφησε και τους δύο πόδας και τους εύρεν υγιείς, εθαύμασε και τρέχων προθύμως εις τον τάφον του Οσίου, τον ηυχαρίστει δοξάζων τον Κύριον. Αλλά ακουσατε και άλλο παρόμοιον, όπου συνέβη εις τον κύριον του άνωθεν Θεοδωρήτου, ήτοι εις τον Δρουγγάριον Λέοντα, όστις έπαθε δεινήν συμφοράν όταν ποτέ ήτο έφιππος, ο δε ίππος του τον εκτύπησεν εις τινα τοίχον και εθραύσθη το πόδι τού Λέοντος. Μη δυνάμενοι οι ιατροί να τον θεραπεύσουν απεφάσισαν, να κόψουν τον πόδα του, δια να μη κινδυνεύση να αποθάνη. Ήτο δε ημέρα Τετάρτη, όταν έκαμαν την απόφασιν. Κατά δε την ερχομένην νύκτα βλέπει τρεις ανθρώπους ο Θεοδώρητος εις τον ύπνον του, οίτινες είπον εις αυτόν ως προστάσσοντες· «ειπέ του δεσπότου σου, να μη αφήσουν τους ιατρούς να κόψουν τον πόδα του, ότι την Παρασκευήν έρχεται ο ξενοδόχος Σαμψών να τον θεραπεύση ανώδυνα». Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, είπεν εις τους ιατρούς ο Θεοδώρητος το όραμα· όθεν υπέμειναν, έως ότου ιδούν το αποβησόμενον. Κατά την Παρασκευήν εξημερώθη ο Λέων υγιέστατος και πάντες εθαύμασαν. Όχι μόνον δε ταύτην την ευεργεσίαν απήλαυσεν ο Λέων από τον Σαμψών, αλλά και άλλας δύο φοράς ιατρεύθη από δεινάς ασθενείας θαυμασιώτατα. Όθεν δια να μη φανή προς τον ευεργέτην αχάριστος, ανεκαίνισε τον οίκον του Αγίου, όστις ήτο πλέον παλαιός και εκινδύνευε να κρημνισθή, αυτός δε τον επανέκτισεν. Αλλά πως να σιωπήσω το παράδοξον, όπερ έκαμεν εις τον Γενέσιον ο θαυμάσιος; Ούτος ήτο ένας από τους Κληρικούς, και τον είχον εις το Πανδοχείον του Σαμψών νοσοκόμον· επειδή όμως δεν επεμελείτο τους ασθενείς ως έπρεπεν, αλλ’ ήτο αμελής και ράθυμος, εφάνη πρώτον νύκτα τινά προς αυτόν ο Άγιος και τον παρεκίνησε να φροντίζη καλώς τους ασθενείς, να μη υποφέρουν. Έπειτα, επειδή δεν εδιωρθώθη, εφάνη εις αυτόν και ολοφάνερα και τον έδειρε τόσον, ώστε έμεινε πληγωμένος και μελανός καθ’ όλον το σώμα, και από τον φόβον του άλαλος· επειδή δε δεν ηδύνατο να ομιλήση, του έδωσαν χάρτην και μελανοδοχείον να γράψη τι έπαθεν. Ούτος εσημείωσε με βραχυλογίαν την υπόθεσιν, την οποίαν ακούσας ο προαναφερθείς Δρουγγάριος έδραμεν εις το Νοσοκομείον προς τον Γενέσιον, και βλέπων αυτόν ότι ήτο βωβός και άλαλος, παρεκάλεσε τον Όσιον, λέγων ταύτα μετά αδιστάκτου πίστεως· «Άγιε του Θεού, γνωρίζεις εις πόσην ευλάβειαν σε έχω και πόσα εξώδευσα εις τούτον τον οίκον σου. Λοιπόν σε παρακαλώ και εγώ να δώσης την λαλιάν εις τον νοσοκόμον δι’ αγάπην μου, ίνα μας ειπή φανερά τι έπαθε, δια να δοξασθή ο Κύριος». Ταύτα ευξάμενος επέτυχε της αιτήσεως, ωμίλησε δε ο Γενέσιος, διηγούμενος εις όλους σαφώς την υπόθεσιν, όχι μόνον δια το ξενοδοχείον, καθώς είπομεν, αλλά και δια την οικίαν του Οσίου, εις την οποίαν κατώκει πρότερον, πριν να κτισθή εκείνο, την οποίαν ο Άγιος τον επρόσταξε να κάμουν Εκκλησίαν, όπερ και ετέλεσαν επιμελέστατα και την αφιέρωσαν εις το όνομά του. Εις ταύτην γίνονται καθ’ εκάστην εξαίσια θαύματα, από τα οποία να γράψωμεν ενταύθα δύο ή τρία εις πίστωσιν και των άλλων, δια να μη μακρύνωμεν κατά πολύ την διήγησιν. Άρχων τις ονόματι Ευστράτιος, την αξίαν Πρωτοσπαθάριος, φίλος εγκάρδιος του προαναφερθέντος Δρουγγαρίου, είχεν εις τον ένα οφθαλμόν δεινήν ασθένειαν, ήτις επροξένει οδύνην και πόνον ανείκαστον. Τούτον συνεβούλευσεν ο άνωθεν Λέων, λέγων· «Το νοσοκομείον χρειάζεται έλαιον, και αν δώσης αρκετόν δια την αγάπην του Αγίου, εγώ να είμαι εγγυητής του, να σου δώση την υγείαν». Ο δε Ευστράτιος έταξε να δώση το έλαιον, εάν λάβη την θεραπείαν και ευθύς έμεινεν υγιής και άνοσος. Έπειτα, όταν ιατρεύθη, εφάνη προς τον ευεργέτην αχάριστος και ελησμόνησε να δώση ο ανίλεως το έλαιον, δια το έλεος όπου έλαβεν. Ο δε Άγιος φαίνεται καθ’ ύπνον και του λέγει· «Εμέ περιπαίζεις, Ευστράτιε»; Ταύτα ακούσας εκείνος ηγέρθη από τον ύπνον όλος έντρομος, ευθύς δε έστειλε το έλαιον προς τον Λέοντα, παρακαλών αυτόν να δεηθή του Αγίου να τον συγχωρήση, επειδή εβράδυνε να στείλη το χρέος του. Έτερος τις Πρωτοσπαθάριος, Βάρδας ονόματι, είχεν εις την πλευράν δεινήν ασθένειαν, την οποίαν οι ιατροί ονομάζουσιν άνθρακα και τόσον ήπλωσε το κακόν, ώστε κατέλαβε όλην την πλευράν, έως το στήθος, επί του οποίου έκαμε πέντε οπάς και του επροξένει τόσον πόνον, ώστε επεθύμει τον θάνατον, οι δε ιατροί τον απεφάσισαν, μη έχοντες πλέον ελπίδας ζωής δι’ αυτόν. Τότε ήλθεν η εορτή του Αγίου, και μετέβαινον αφ’ εσπέρας να αγρυπνήσουν εις τον ναόν αυτού οι φιλόχριστοι, ο δε ασθενής έμεινεν εις την οικίαν του οδυνώμενος. Το πρωϊ τον είδεν ο οστιάριος Μιχαήλ ενδεδυμένον με λαμπρά ιμάτια και εστέκετο εις τον ναόν του Αγίου, χωρίς τινά ασθένειαν, θαυμάσας δε τον ηρώτησε πως έγινεν εις αυτόν τοιούτον φρικτόν και ταχύ θαυμάσιον. Ο δε απεκρίνατο αγαλλόμενος· «χθες βράδυ εκειτόμην εις την οικίαν μου περίλυπος, διότι δεν ήμην εις θέσιν να έλθω και εγώ εις την του Οσίου πανήγυριν. Ούτως έξυπνος ευρισκόμενος βλέπω γέροντα τινά Μοναχόν, όστις μου λέγει· «Έγειραι να υπάγης εις τον τάφον του Οσίου Σαμψών». Εγώ δε είπον· «Δεν δύναμαι να σηκωθώ, κύριε». Αυτός δε μου είπεν άλλας δύο φοράς να σηκωθώ, και έγινεν άφαντος. Εγώ δε ευρέθην υγιής και δεν ησθανόμην πλέον πόνον τινά εις το σώμα μου. Καλέσας τότε την σύζυγόν μου, της είπα να λύση τον επίδεσμον, τον οποίον είχον δεδεμένον εις το στήθος μου, εις αυτόν δε ευρέθη επικολλημένον οίδημα τι ως αμανίτης (μανιτάρι), το οποίον εβγήκεν από την πληγήν μου, και έμεινα υγιέστατος. Όθεν ήλθα να ευχαριστήσω τον Άγιον δια την τοιαύτην μεγάλην ευεργεσίαν, την οποίαν μου έκαμεν ο αείμνηστος». Ούτως ο Βάρδας διηγείτο μεγαλοφώνως εις όλους το θαυματούργημα. Οι δε ιατροί, οίτινες τον αφήκαν ως νεκρόν, τον εψηλαφούσαν εις την πλευράν και πάντες εξίσταντο. Άλλος τις, την κλήσιν Γεώργιος, υποτακτικός Μοναχού τινός, Εφραίμ ονόματι, είχεν ύδρωπα, και προσμείνας εις τον τάφον του Αγίου ημέρας πολλάς δεν είδε τινά ωφέλειαν. Όθεν απελπισθείς επέστρεψεν εις τον οίκον του Μοναχού Εφραίμ, όστις τον έστειλε και πάλιν, λέγων· «ύπαγε, προσκύνησον την εικόνα του Αγίου, και αλείψου από το έλαιον της κανδήλας, να λάβης την θεραπείαν σου». Τούτου γενομένου έγινεν υγιής ο ασθενής. Ομοίως και γυνή τις, Ειρήνη ονόματι, έπασχεν εξ υδρωπικίας. Νύκτα δε τινα εφάνησαν εις αυτήν τρεις άνθρωποι, ο Άγιος Σαμψών και οι θείοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, ότι με αυτούς τους Αγίους εφάνη πολλάκις εις τους ασθενείς ο Όσιος, όστις είπε της Ειρήνης· «τι έχεις και θλίβεσαι»; Η δε έδειξεν εις αυτόν την ασθένειαν. Τότε προστάσσει τον ένα ο Όσιος να σχίση με το νυστέριον το πάθος της, αύτη δε από τον πόνον όπου ησθάνθη, εξύπνησε, και βλέπει ότι ήτο αλήθεια το ορώμενον, έρρευσε δε από την πληγήν ύλη πολλή, και ούτως έμεινεν υγιής, δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Άγιον. Αρκούσιν αυτά τα ολίγα να μαρτυρήσωσι την παρρησίαν την οποιαν έχει προς τον Θεόν ο Όσιος. Μάλιστα δε εξέρχεται άγιον μύρον κάθε χρόνον κατά την εορτήν του από τον τάφον του, έως τινάς ημέρας και τούτο είναι πλέον ποθεινότερον και σεβασμιώτερον, παρά να έτρεχεν όλον τον χρόνον, ότι παν σπάνιον, επιθυμητόν και άριστον. Αλλ’ ω Πατέρων φιλόχριστε χριστομίμητε, ελεήμον και εύσπλαγχνε, δέομαί σου να θεραπεύσης και εμέ τον άχρηστον από τα πάθη της ψυχής μου, με τα οποία παρώργισα τον Δεσπότην μου· και να με αξιώσης δια πρεσβειών σου αγίων να κάμω ικανήν μετάνοιαν, όπως επιτύχω της αιωνίου μακαριότητος εν Χριστώ τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Ιουνίου, η εύρεσις των τιμίων λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων Αναργύρων ΚΥΡΟΥ και ΙΩΑΝΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Κύρος και Ιωάννης, οι Άγιοι του Χριστού Μάρτυρες και θαυματουργοί Ανάργυροι και ιατροί, ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 292, και ο μεν Άγιος Κύρος κατήγετο εκ της Αλεξανδρείας, ο δε Ιωάννης εκ της πόλεως Εδέσσης. Ούτοι λοιπόν ενωθέντες δια της ομοιότητος της γνώμης των περιήρχοντο και ιάτρευον πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Επειδή δε παρεκίνουν πολλούς να μαρτυρήσωσι, προσήχθησαν εις τον κατά τόπον άρχοντα, εις τον οποίον παραστάντες και ομολογήσαντες τον Χριστόν, υπεβλήθησαν εις διαφόρους τιμωρίας, έπειτα δε απεκεφαλίσθησαν και έλαβον τους στεφάνους του Μαρτυρίου. Τα δε τίμια αυτών λείψανα τότε μεν επιμελώς εκρύβησαν υπό των πιστών δια την επικρατούσαν ασέβειαν της ειδωλολατρείας, ύστερον δε επί της βασιλείας του Αρκαδίου, Πατριάρχου όντος εις την Αλεξάνδρειαν του Θεοφίλου, εν έτει υ΄ (400), ευρέθησαν αυτά, έκτοτε δε θεραπεύουσι διάφορα πάθη. Τούτων των αγίων λειψάνων την πανήγυριν πνευματικώς εορτάζομεν σήμερον, επειδή κατά την ημέραν ταύτην, κατά την οποίαν οι άσυλοι ούτοι θησαυροί εφανερώθησαν εκ της γης, αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων συνέδραμον, οίτινες πάσχοντες εκ διαφόρων ασθενειών ηξιώθησαν ιατρείας· διότι δαιμονισμένοι ηλευθερώνοντο, ασθενείς εθεραπεύοντο, τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν και απλώς ειπείν, παντός πάθους ιατρείαν εχάριζον εις όλους τους ανθρώπους τα άγια αυτών λείψανα. Όχι μόνον δε τότε τοιαύτα θαυμάσια εγίνοντο, αλλά και μέχρι της σήμερον όσοι μετά πίστεως προστρέχουσιν εις τα άγια λείψανα των Αναργύρων τούτων, παντός πάθους λαμβάνουσι την ίασιν. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον τόπον τον λεγόμενον του Φωρακίου και εις τας Αρκαδιανάς.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Ιουνίου, των Αγίων Αποστόλων και Κορυφαίων ΠΕΤΡΟΥ και ΠΑΥΛΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Πέτρος ο Κορυφαίος Απόστολος του Κυρίου ήτο αδελφός Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, καταγόμενος εκ πόλεως ευτελούς και μικράς, της Βηθσαϊδά, υιός Ιωνά, εκ της φυλής του Πατριάρχου Συμεών, κατά τους χρόνους Υρκανού Αρχιερέως των Ιουδαίων, ζων εν εσχάτη πενία, και δια των ιδίων αυτού χειρών ποριζόμενος τα προς το ζην αναγκαία. Αφού δε ο πατήρ του Ιωνάς ετελεύτησεν, ο μεν Πέτρος έλαβεν εις γυναίκα την θυγατέρα Αριστοβούλου, αδελφού Βαρνάβα του Αποστόλου και απέκτησε τέκνα, ο δε Ανδρέας έμεινεν εν παρθενία. Όταν δε ο Βαπτιστής Ιωάννης εκρατείτο υπό του Ηρώδου εν τη φυλακή, τότε ο Κύριος, ελθών εις την λίμνην Γεννησαρέτ, εύρε τον Ανδρέαν και Πέτρον, οίτινες διώρθωνον τα δίκτυά των και ούτως εκάλεσεν αυτούς· όθεν ευθύς τον ηκολούθησαν. Και λοιπόν, ο μεν Πέτρος εκήρυξε πρότερον το Ευαγγέλιον εις την Ιουδαίαν και Αντιόχειαν, έπειτα εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου και εις την Γαλατίαν και Καππαδοκίαν, Ασίαν και Βιθυνίαν· κατέβη δε έως και εις αυτήν την Ρώμην, ένθα νικήσας δια των θαυμάτων τον Σίμωνα μάγον, εσταυρώθη κατακέφαλα υπό του Νέρωνος, καθώς αυτός ο ίδιος Πέτρος εζήτησε, και ούτως έλαβε τον άφθαρτον στέφανον του μαρτυρίου. Ήτο δε ο θεσπέσιος Πέτρος κατά τον χαρακτήρα του σώματος λευκός κατά το χρώμα, ολίγον ωχρός, φαλακρός την κεφαλήν, σγουράν έχων την επίλοιπον κόμην· είχε τους οφθαλμούς κατ’ επιφάνειαν αιματώδεις και ομοίους με το χρώμα του οίνου, την κόμην λευκήν, το γένειον λευκόν και δασύ, την ρίνα μακράν και τας οφρύς ανεστραμμένας· ήτο μέτριος κατά το μέγεθος, έχων το σχήμα του σώματος όρθιον· ήτο συνετός και φρόνιμος, θείω δε ζήλω παρωξύνετο κατά της αδικίας· ήτο συγχωρητικός εις τους μετανοούντας, μετεβάλλετο ευκόλως, ταχέως δε και αφόβως ανεκάλει τας προτέρας του αποφάσεις. Παύλος δε ο θεσπέσιος, το σκεύος της εκλογής του Χριστού, η δόξα της Εκκλησίας, ο Απόστολος των Εθνών και του κόσμου παντός ο διδάσκαλος, ήτο Ιουδαίος το γένος, καταγόμενος εκ της φυλής του Βενιαμίν, Φαρισαίος δε κατά την αίρεσιν, μαθητής γενόμενος του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, και εις το άκρον γεγυμνασμένος τον του Μωϋσέως νόμον· κατώκει δε εις αυτό το όμμα της Κιλικίας, την Ταρσόν (εις χωρίον ονομαζόμενον Γίσχαλα). Ούτος λοιπόν διάπυρος ων εραστής του παλαιού νόμου, επολέμει την Εκκλησίαν του Χριστού, δια γνωματεύσεως δε αυτού εφονεύθη ο πρωτομάρτυς Στέφανος. Όταν δε επεγνώσθη παρά του Θεού, ετυφλώθη κατά τους οφθαλμούς εις το μέσον της ημέρας, και φωνήν ήκουσεν άνωθεν θεϊκήν, η οποία τον παρέπεμπεν εις τον Ανανίαν τον αρχαίον μαθητήν του Κυρίου, κατοικούντα εις την Δαμασκον· ούτος κατηχήσας και διδάξας τον Παύλον, εβάπτισεν αυτόν. Ο θεσπέσιος λοιπόν Παύλος, σκεύος εκλογής γενόμενος, διήλθεν όλην την οικουμένην, ως εάν είχε πτερά, και καταντήσας εις Ρώμην εδίδαξε πολλούς Έλληνας και τελευταίον εκεί ετελείωσε την ζωήν του, αποκεφαλισθείς υπό του βασιλέως Νέρωνος δια την ομολογίαν του Χριστού· λέγουσι δε ότι εκ της τομής του λαιμού του έτρεξεν αίμα ομού με γάλα. Καίτοι δε κατά τους χρόνους εμαρτύρησεν ο Παύλος μετά τον Πέτρον, τα άγια όμως αυτών λείψανα κατετέθησαν εν τω αυτώ τόπω. Ήτο δε ο μακάριος Παύλος κατά τον χαρακτήρα του σώματος φαλακρός την κεφαλήν, είχε τα όμματα χαροποιά και τας οφρύς κάτω νευούσας, το γένειον επιχαρίτως κατεβασμένον, την ρίνα κυρτήν και αρμόζουσαν εις όλον το πρόσωπόν του· ήτο εστολισμένος με μαύρας ομού και λευκάς τρίχας· ήτο κυρτός εις το σώμα, εύρωστος και μικρόσωμος, συνεσταλμένος κατά τα ήθη και φρόνιμος, πλήρης θείων χαρισμάτων· είχε σεμνά κινήματα και λόγους γλυκείς, προσείλκυε δε εις την αγάπην του όλους εκείνους όσοι προσέτρεχον εις αυτόν με την δύναμιν των θαυμάτων. Αμφότεροι ούτοι οι Κορυφαίοι Απόστολοι ήσαν πεπληρωμένοι εκ της θείας χάριτος του Αγίου Πνεύματος· τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εν τω σεπτώ Ναώ των Αγίων Αποστόλων των μεγάλων, ειςτο Ορφανοτροφείον και εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και πανευφήμου Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος είναι πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας, και εις όλας τας κατά τόπον αγίας του Χριστού Εκκλησίας.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”