Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) του Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Ρωμαίας.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΘ΄ (29η) του Οκτωβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Ρωμαίας.

Αναστασία η Αγία Οσιομάρτυς του Χριστού η σήμερον εορταζομένη ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζη δε κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως και των διαδόχων αυτού Γάλλου και Βαλεριανού εν έτει σνστ΄ (256). Είναι δε και άλλη Μάρτυς Αναστασία η επιλεγομένη Φαρμακολύτρια, καταγομένη και αυτή από την Ρώμην, ακμάσασα κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, αλλά τα μεν περί αυτής ας ίδη πας τις εις την κβ΄ (22αν) του Δεκεμβρίου μηνός, ότε επιτελείται η μνήμη αυτής· ενταύθα δε να διηγηθώμεν τα περί της σήμερον εορταζομένης, ήτις τον Χριστόν εκ βρέφους ποθήσασα, ήρε τον ζυγόν αυτού τον χρηστόν και γλυκύτατον και εβάστασε το ελαφρόν αυτού φορτίον, ήτοι της μοναδικής πολιτείας, ύστερον δε ηξιώθη του Μαρτυρίου και υπέμεινε γενναίως και ανδρειότατα υπέρ της αγάπης του ουρανίου Νυμφίου αυτής διάφορα και πάνδεινα κολαστήρια· όθεν και υπ’ αυτού εδοξάσθη μεγάλως με τριπλούν στέφανον· ένα μεν δια την παρθενίαν αυτής, άλλον της ασκήσεως και έτερον τον του Μαρτυρίου, περί του οποίου θα διηγηθώμεν επιμελώς προς όφελος των αναγιγνωσκόντων. Αύτη η αξιέπαινος κόρη και της του Θεού και Σωτήρος ημών Χριστού Αναστάσεως επώνυμος απηρνήθη πατέρα, μητέρα και συγγενείς, εμίσησε πλούτον και δόξαν και πάσαν σωματικήν ηδυπάθειαν και εγκατέλιπεν άπαντα τα ρευστά και πρόσκαιρα αγαθά, δια να απολαύση τα αεί και πάντοτε διαμένοντα. Απήλθε λοιπόν εις το Μοναστήριον, όταν ήτο ετών είκοσι, και την εκούρευσεν ενάρετός τις και εγγράμματος Μοναχή, ονόματι Σοφία, ήτις εδίδασκεν αυτήν και ενουθέτει επιμελώς εις την μοναδικήν πολιτείαν. Η δε νεάνις, συνετή και εύτακτος, ωφελείτο διηνεκώς από τας νουθεσίας της διδασκάλου και εδείκνυε πολλήν αρετήν. Η δε Σοφία εδόξαζε τον Κύριον, βλέπουσα την πνευματικήν αυτής θυγατέρα να προκόπτη εις τον ένθεον έρωτα. Ο εχθρός όμως εφθόνει της κόρης την γενναιότητα και της έδωκεν εις την σάρκα μεγάλον και σφοδρότατον πόλεμον, ίνα την αναγκάση, εάν δυνηθή, να μισήση την μοναδικήν πολιτείαν ή καν να γίνη αμελής εις την άσκησιν. Αλλ’ η Αγία ποσώς δεν ώκνει εις τους πνευματικούς αγώνας, μάλιστα και προθυμοτέρα εγίνετο, όσον δε έβλεπε τον εχθρόν και επίβουλον, ότι την επολέμει δυνατά, τοσούτον και αυτή ανδρείως αντηγωνίζετο και ούτω κατά κράτος ενίκα και κατήσχυνε τον πειράζοντα. Βλέπων δε ο μισόκαλος ότι με τον τρόπον τούτον δεν ηδυνήθη να νικήση, επεχείρησε και άλλην επιβουλήν ο τρισάθλιος, ήτοι εφανέρωσεν αυτήν εις τους υπηρέτας της ασεβείας και διακόνους του, οίτινες είχον τον καιρόν εκείνον πόθον πολύν και επιμέλειαν να βασανίζωσι τους Χριστιανούς με διάφορα κολαστήρια. Δραμόντες λοιπόν ούτοι ανήγγειλαν προς τον ηγεμόνα Πρόβον, ότι η Αναστασία ούτε τους θεούς αυτών προσεκύνει, ούτε τους βασιλείς εσέβετο, αλλά εκήρυττε τον Χριστόν Θεόν αληθή και Ποιητήν πάσης της κτίσεως. Συνάξας λοιπόν ο Πρόβος πολυάνθρωπον θέατρον, προστάσσει να φέρωσιν εκεί την μακαρίαν, οι δε υπηρέται απήλθον ευθύς με μεγάλην ορμήν εις το Μοναστήριον και θραύσαντες τας θύρας εισήλθον μετά αναισχυντίας, ζητούντες την Αναστασίαν εξ ονόματος. Η δε διδάσκαλος αυτής Σοφία, ιδούσα την μανίαν των στρατιωτών, εγνώρισε την αιτίαν και τους παρεκάλεσε να αναμείνωσιν ολίγην ώραν. Λαβούσα δε την Αναστασίαν μετά δακρύων, απήλθον κρυφίως εις το θυσιαστήριον και λέγει προς αυτήν τοιαύτα έμπροσθεν της ιεράς Εικόνος του Δεσπότου Χριστού: «Εγώ, ηγαπημένη μου θύγατερ, από την ώραν, κατά την οποίαν σε ανεδέχθην, δεν ημέλησα ουδόλως να σε διδάσκω εις την κατά Θεόν πολιτείαν, και τώρα έφθασες εις ηλικίαν του πληρώματος του Χριστού. Ύπαγε λοιπόν προς αυτόν αγαλλιωμένη, διότι με αυτόν σε νυμφεύω σήμερον, εις αυτόν σε προσάγω και εις αυτόν σε παραδίδω να σε δεχθή δια νύμφην του άφθορον. Ιδού και Νυμφών ευπρεπής, και ο καλών αψευδής, και παρίστανται οι Άγιοι Άγγελοι να σε οδηγήσωσιν ως νύμφην Χριστού εις τους ουρανίους θαλάμους, να αγάλλησαι και να συνευφραίνησαι μετ’ αυτού πάντοτε, εις την ευφροσύνην εκείνην την ανεκλάλητον. Βάδισον την στενήν του Μαρτυρίου και τεθλιμμένην οδόν, ότι δι’ αυτής υπάγει εις την ευρυχωρίαν και την αιώνιον αναψυχήν η ψυχή σου· επειδή πρέπον είναι και δίκαιον όχι μόνον βασανιστήρια πάνδεινα να υπομείνωμεν δια την αγάπην του Χριστού, αλλά και αυτόν τον θάνατον να λάβωμεν αγαλλιώμενοι, διότι, εάν αυτός ο Κύριός μας και Δεσπότης απέθανε δι’ ημάς, πως να μη μιμηθώμεν και ημείς προθύμως τον εκείνου δια την σωτηρίαν μας θάνατον; Μάλιστα, ηγαπημένη μου θύγατερ, δεν λογίζεται θάνατος το να αποθάνης δια τον Χριστόν, αλλά ευφροσύνη, χαρά, ηδονή, λαμπρότης και αγαλλίασις, φως του φωτός τούτου γλυκύτερόν τε και ωραιότερον και διάβασις και μετάστασις από τα φθαρτά και πρόσκαιρα εις τα άφθαρτα και αιώνια, από τα λυπηρά και παμμόχθηρα, εις τα χρηστότερα και χαρμόσυνα. Τώρα υπάγεις, φιλτάτη μου, εις τα βέβαια και μόνιμα, τα διηνεκή και μηδέποτε λήγοντα, να συνευφραίνησαι μετά των φρονίμων Παρθένων εις εκείνην την άρρητον ηδονήν και άφραστον αγαλλίασιν, την αεί και πάντοτε διαμένουσαν. Μη δειλιάσης λοιπόν το αυστηρόν των τυράννων και το δριμύ των κολάσεων, διότι ο Δεσπότης Χριστός, ο Νυμφίος σου, θέλει σου παρασταθή δια να ελαφρύνη τους πόνους σου. Αν δε σε αφήση και ολίγον να κακοπαθήσης, δια να φανή η υπομονή σου και η δοκιμή της πίστεώς σου και δια να θαυμάσωσιν οι ορώντες την ανδρείαν και προθυμίαν σου, πάλιν δεν θέλει σε εγκαταλείψει έως τέλους· αλλ’ όταν αδυνατίσης, τότε θέλει σβεσθή η δριμύτης των πληγών και των πόνων σου και θέλει σου ανατείλει φως και παράκλησις, δόξα δε Κυρίου θέλει σε κυκλώσει». Ταύτα και έτερα πλείονα είπεν η πάνσοφος Σοφία προς την παρθένον. Αύτη δε της απεκρίθη λέγουσα· «Ποίησον δέησιν, μήτερ μου, και ικεσίαν προς τον Δεσπότην μας, να μου στείλη εξ ύψους δύναμιν και βοήθειαν, να μη δειλιάσω την των τυράννων ωμότητα, ότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σάρξ ασθενής, και χωρίς της θείας βοηθείας δεν κατορθούται το αγαθόν. Εύξαι λοιπόν θερμώς υπέρ εμού, μήτερ μου, και θέλω σπουδάσει, κραταιουμένη από την δύναμιν του Θεού και από τας ευχάς σου, να φυλάξω πάσας τας εντολάς απαρασαλεύτους». Ταύτα είπεν η παρθένος προς την διδάσκαλον, παρευθύς δε έδραμον οι στρατιώται και την ήρπασαν ως αρνίον από την μητέρα του και δένοντες αυτήν με σίδηρα, την επήγαν εις το κριτήριον χαίρουσαν· βλέποντες δε οι στρατιώται τοσαύτην ευκοσμίαν και ωραιότητα εθαύμαζον. Ο δε Πρόβος καθήσας εις το κριτήριον ηρώτησε την Αγίαν πως ωνομάζετο. Η δε απεκρίνατο: «Αναστασία καλούμαι, διότι ο Κύριος με ανέστησε, δια να καταισχύνω σήμερον σε και τον πατέρα σου τον διάβολον». Ταύτην την τραχείαν απόκρισιν ακούσας ο Πρόβος ηβουλήθη να καταμαλάξη με κολακείας το αυστηρόν αυτής και απότομον, μη γινώσκων ο ανόητος ότι η κόρη είχεν εις την πίστιν την ψυχήν στερεωτέραν αδάμαντος. Έλεγε λοιπόν προς αυτήν: «Άκουσόν μου, θύγατερ, επειδή σε συμβουλεύω προς το συμφέρον σου, και θυσίασον εις τους μεγάλους θεούς, να σε νυμφεύσω με πλουσιώτατον άρχοντα, να σου δώσω χρυσίον πολύ, αργύριον, ιμάτια λαμπρά, υπηρετών και αιχμαλώτων πληθύν, να γίνης εις μίαν στιγμήν ευγενής και περίδοξος. Γνώρισον λοιπόν το συμφέρον σου και πράξον άξια της ωραιότητος και της ψυχικής ευγενείας σου. Μη θελήσης να δοκιμάσης τον θυμόν μου και να μάθης πόσον μέγα κακόν είναι η ασέβεια, διότι εγώ (οι θεοί το γνωρίζουσι) σε λυπούμαι δια το κάλλος σου και ως να ήμην κατά σάρκα πατήρ σου φροντίζω δια το όφελός σου και σε συμβουλεύω το συμφέρον σου· εάν όμως δεν μου ακούσης, είναι ανάγκη να δοκιμάσης τον θυμόν μου και την αγριότητά μου, όπως είδες τώρα την ευμένειαν και ημερότητά μου και τότε θα μετανοήσης ανωφελώς». Ταύτα η Μάρτυς ακούσασα, ενεθυμήθη των μητρικών παραινέσεων της σοφής διδασκάλου Σοφίας και απεκρίθη ταπεινώς λέγουσα· «Δι’ εμέ, ω δικαστά, Νυμφίος, πλούτος και ζωή, είναι ο γλυκύτατος Χριστός, ο Δεσπότης μου, ο δε δι’ αυτόν θάνατος είναι δι’ εμέ και της ζωής τιμιώτερος. Δια τον Χριστόν μου πάντα τα ηδέα και απολαυστικά της γης κατεφρόνησα. Χρυσόν, άργυρον, λίθους πολυτίμους και τα λοιπά, τα οποία τιμώσιν οι φιλόσαρκοι, ως πηλόν λογίζομαι· πυρ δε και ξίφος και σίδηρον, μελών στέρησιν, πληγάς τε και μάστιγας και ει τι άλλο νομίζετε δια τιμωρίαν, εγώ τα έχω δια ηδονήν και αγαλλίασιν, αποβλέπουσα εις τον Δεσπότην Χριστόν και Σωτήρα μου. Όχι δε μόνον να πάθω τοιαύτα δεινά δι’ αγάπην του, αλλά και να αποθάνω μυριάκις επιθυμώ δι’ αυτόν. Μη υποκρίνεσαι λοιπόν ότι λυπείσαι την καλλονήν μου, η οποία μαραίνεται ως τα άνθη του αγρού, αλλά ποίησον παν ό,τι είναι εις την εξουσίαν σου, δια να μη παρέρχεται ο καιρός ματαίως, διότι εγώ ξυλίνους ή λιθίνους θεούς δεν θέλω προσκυνήσει ποτέ». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών εθυμώθη και προστάσσει πρώτον μεν να την δείρωσιν ανηλεώς εις το πρόσωπον, έπειτα δε να την γυμνώσωσι δια να την βλέπη όλον το θέατρον προς αισχύνην της. Εγλυμνωσαν λοιπόν εκείνο το πάγκαλον σώμα και εις τους Αγγέλους αιδέσιμον και το παρέστησαν ενώπιον πάντων χωρίς τινος σκεπάσματος δια να καταφρονηθή υπό πάντων. Τότε της λέγει ο άρχων: «Ούτω σου πρέπει δια την υπερηφάνειάν σου να διαπομπεύεσαι ενώπιον τοσούτων οφθαλμών ανδρών· αλλά καν τώρα ζήτησον την ευμένειαν των θεών και μη θελήσης να ίδης προώρως μαραινόμενον τοσούτον κάλλος και να απολεσθής αθλιώτατα, διότι, εάν δεν ποιήσης το θέλημά μου, ουδείς δύναται να σε λυτρώση από τας χείρας μου, αλλά θέλω σε κατακόψει εις λεπτά τεμάχια και θέλω σε ρίψει να σε φάγωσι τα άγρια θηρία». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Εγώ, ω ηγεμών, την γύμνωσιν ταύτην του σώματος δεν την έχω δι’ αισχύνην, αλλά δια καλλωπισμόν και μάλιστα λαμπρότατόν τε και ευπρεπέστατον· διότι, εκδυθείσα τον παλαιόν άνθρωπον, επιθυμώ να ενδυθώ τον νέον με δικαιοσύνην και αλήθειαν· όθεν είμαι έτοιμος να λάβω και αυτόν τον θάνατον, με τον οποίον με εφοβέρισας, διότι έχω αυτόν πολλά ποθεινότατον. Εάν δε και τα μέλη μου κατακόψης, ωμότατε δικαστά, και εκριζώσης την γλώσσαν, τους οδόντας και τους όνυχας, τότε μάλλον θα με ευεργετήσης περισσότερον. Όλην εμαυτήν χρεωστώ εις τον Δημιουργόν και Σωτήρα μου και τούτον ποθώ να δοξασθή εις όλα τα μέλη μου, έτι δε να παραστήσω αυτά εις αυτόν κεκαλλωπισμένα με τον στολισμόν της ομολογίας». Αυτά και έτερα όμοια είπεν η Αγία, δια να θυμωθή ο δικαστής, να μη την λυπηθή και την αφήση ατιμώρητον και στερηθή των στεφάνων της αθλήσεως. Θαυμάσας λοιπόν ο άρχων και όλον το θέατρον τοσαύτην παρρησίαν μιας παρθένου, αφήκε τας κολακείας και επιχειρίζεται τας τιμωρίας και δεινά κολαστήρια. Όθεν προστάσσει να καρφώσωσιν εις την γην τάσσαρας πασσάλους επάνω εις τους οποίους την ετάνυσαν και την εκρέμασαν αντιστρόφως και κάτωθεν μεν είχον πυρ με έλαιον, πίσσαν, θείον και άλλα όμοια, με τα οποία κατεφλέγοντο το στήθος, η κοιλία και τα σπλάγχνα της, άνωθεν δε την έδερον εις την ράχιν με ράβδους οι άσπλαγχνοι. Ούτω λοιπόν έπασχεν η αείμνηστος βασανιζομένη ώραν πολλήν, ήτο δε η ράχις και όλα τα νώτα της καταξεσχισμένα από τους ραβδισμούς· έμπροσθεν δε κατεφλέγοντο αι σάρκες, αι φλέβες και το αίμα, είχε δε τόσην οδύνην και πόνους, ώστε είναι αδύνατον να τα περιγράψη τις, αλλά και μόνον εις το άκουσμα τοιούτων βασάνων δειλιά και θαυμάζει πας άνθρωπος. Αλλ’ η Μάρτυς (ω ψυχής γενναίας όντως δια Χριστόν και αναγκων της φύσεως υψηλοτέρας!) με την ευχήν μόνην, ώσπερ με δρόσον τινά, έσβυνε την σφοδρότητα του πυρός ενθυμουμένη τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, επειδή είχεν πολλήν σύνεσιν και σοφίαν των θείων Γραφών και ούτως ελάφρυνε τας οδύνας της. Το δε άγριον και απάνθρωπον εκείνο θηρίον, ο βασιλεύς, ιδόν ότι δεν εδειλίασε τοσαύτας βασάνους, προστάσσει να την δέσωσιν εις τροχόν· και ευθύς εγένετο έργον ο λόγος του, γυρίζων δε ο τροχός δια τινος μηχανής συνέτριψε τα οστά της Αγίας, τα νεύρα και οι αρμοί ετανύοντο και όλη, φεύ! Η πλάσις του σώματος μετετοπίσθη από την φυσικήν αρμονίαν και έμεινεν ελεεινόν θέαμα. Η δε Μάρτυς πάλιν επεκαλείτο εκείνον, όστις ηδύνατο να την βοηθήση εν καιρώ θλίψεως και να την λυτρώση από τας χείρας των εχθρών, ταύτα λέγουσα· «Θεέ θεών, ο Κύριος των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίς της ψυχής μου και σωτηρία μου, μη μακρύνου απ’ εμού, ότι εξέλιπεν εις οδύνην η ζωή μου, εκολλήθη εις γην η γαστήρ μου «και τα οστά μου ωσεί φρύγιον συνεφρύγησαν» (Ψαλμ. ρα:4) και δος μοι βοήθειαν εν ώρα θλίψεως «ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν (Ψαλμ. ιζ: 33). Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας, ω ταχείας επισκοπής! Ω οξυτάτης λυτρώσεως! Ευθύς ευρέθη αύτη ελευθερωμένη εξ εκείνου του χαλεπού μηχανήματος και ίστατο έμπροσθεν του δικαστού υγιής εις όλον το σώμα άνευ ουδενός σημείου πληγής ή καύματος πυρός εις τας σάρκας της. Αλλ’ αυτός ο τετυφλωμένος δεν ηδυνήθη να αισθανθή την θαυματουργίαν της θείας δυνάμεως, μεμεθυσμένος από την ας΄ρβειαν και μανίαν και σκότος περικείμενος· όθεν εκρέμασε πάλιν αυτήν εις το ξύλον και με όνυχας σιδηρούς την κατέσχιζαν. Η δε Αγία προσηύχετο και ευθύς ήλθεν εξ ύψους βοήθεια, ητόνησαν οι δήμιοι και αύτη ίστατο ουδέ ποσώς οδυνωμένη. Απορών δε ο ηγεμών ηγείρετο πολλάκις από τον θρόνον του με πολλήν οργήν και θυμόν, μη γνωρίζων τι να πράξη. Ο διάβολος όμως, όστις του ωμίλει κρυφίως, του ενεθύμισε να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αύτη η τιμωρία είναι χαλεπή και δριμυτάτη, ακροαταί, διότι εις το μέρος αυτό είναι μάλιστα καθιδρυμένη και ερριζωμένη η καρδία. Αλλά η Μάρτυς, έχουσα μεγαλύτερον πάθος εις την καρδίαν δια τον έρωτα του Χριστού, κατεφρόνησε του μικρού και ελάσσονος. Ο δε τύραννος, ιδών ότι και ταύτην την χαλεπωτάτην βάσανον υπέμεινεν η Οσία, ηγωνίζετο ο αλιτήριος να νικήση την υπερβολήν της καρτερίας με την υπερβολήν των κολάσεων· όθεν ανέσπασεν αυτής όλους τους οδόντας και τους όνυχας. Η δε Αγία, ως να μη ησθάνετο πόνον τινά, ηυχαρίστει θερμότερον τον Κύριον, διότι ηξιώθη να γίνη συγκοινωνός αυτού εις τα Πάθη, ενύβριζε δε και τους θεούς του τυράννου, σκότος αυτούς και πλάνους και δαίμονας και απώλειαν ψυχής ονομάζουσα. Ταύτα μη υποφέρων να ακούη ο δικαστής (επειδή εις τους ασθενείς οφθαλμούς είναι μισητόν το φως το γλυκύτατον) κελεύει να ανασπάσωσι την γλώσσαν της Αγίας από την φάρυγγα. Η δε Μάρτυς ουδόλως εδειλίασε την τιμωρίαν ταύτην, μόνον εζήτησεν ολίγην διορίαν δια να αποδώση την πρέπουσαν προσευχήν με το όργανον της φωνής και να δοξάση τον Κύριον. Ευχαριστήσασα λοιπόν τον Θεόν εποίησε δέησιν εις αυτόν όπως την αξιώση να επιστέψη με ένδοξον τέλος το Μαρτύριόν της και όσοι ασθενείς την επικαλεσθώσιν εις βοήθειαν, να τους δίδη την θεραπείαν ως ιατρός παντοδύναμος. Ταύτα της Αγίας προσευξαμένης, ήλθε φωνή ουρανόθεν μαρτυρούσα την αποδοχήν των αιτημάτων της, ήτοι ότι θα γίνη το θέλημά της καθώς εζήτησε. Τότε η Μάρτυς ακούσασα την θείαν φωνήν εχάρη και λέγει εις τον δήμιον να τελέση το προσταττόμενον, εκείνος δε έκοψεν, οίμοι! με σίδηρον την θεολόγον εκείνην γλώσσαν, την φθεγγομένην τα θεία λόγια. Έτρεχον λοιπόν τα αίματα και εκοκκίνισαν τα ιμάτια της αμώμου νύμφης του Χριστού, ήτις από τον πόνον ολιγοψυχήσασα εζήτησεν ύδωρ και της το έδωκεν ευσεβής τις και ενάρετος Χριστιανός ονόματι Κύριλλος, όστις δια την μικράν αυτήν καλωσύνην του ψυχρού ποτηρίου απολαμβάνει αντιμισθίαν παρά Θεού τον στέφανον της αθλήσεως. Διότι μανθάνων ο Πρόβος, ότι ελυπήθη την Αγίαν και της έδωκεν ύδωρ, προσέταξε να κόψωσι τας κεφαλάς και των δύο και ούτως ετέλεσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου αμφότεροι. Έμεινε δε ερριμμένον ημέρας τινάς το λείψανον της Οσίας χωρίς ουδόλως να εγγίση εις αυτό πετεινόν ή θηρίον από θείαν νεύσιν και βούλησιν. Όχι δε μόνον τούτο, αλλά και θείος Άγγελος ουρανόθεν καταπέμπεται να αποδώση εις την διδάσκαλον αυτής Σοφίαν το άγιον λείψανον, η οποία προσηύχετο από την ώραν που έλαβον από τας αγκάλας της την Αναστασίαν και εδέετο προς τον Κύριον να την ενδυναμώνη έως τέλους, να μη νικηθή από κολακείας ή να δειλιάση τα κολαστήρια και ζημιωθή των στεφάνων. Ούτω λοιπόν προσευχομένη της Σοφίας μετά θερμών δακρύων και εξ όλης ψυχής, εφάνη εις αυτήν Άγιος Άγγελος, αφού ετελείωσεν η Αγία και απήλθεν εις τον ουράνιον θάλαμον να αγάλλεται αιώνια, όστις αναγγέλλει εις αυτήν το ποθούμενον τέλος της Οσιομάρτυρος Αναστασίας, το ευκταιότατον μήνυμα και ήδιστον και γλυκύτατον εις αυτήν άκουσμα· έτι δε και οδηγός αυτής γίνεται και της έδωκε το ποθεινότατον εις αυτήν και σεβάσμιον της Μάρτυρος λείψανον, εις το οποίον περιχυθείσα η μακαρία Σοφία και καταφιλούσα αυτό με θερμά δάκρυα και πολλήν αγαλλίασιν, έλεγε ταύτα: «Ποθεινόν μου και πολυέραστον τέκνον, το οποίον ανέθρεψα καλώς με κόπον πολύν, με ησυχίαν και άσκησιν, ευχαριστώ σοι, ότι δεν κατεφρόνησας τας επαγγελίας, δεν ηστόχησας τας νομοθεσίας, ουδέ παρείδες τας εντολάς, αλλά εφύλαξας τας υποσχέσεις και παρέστης εις Χριστόν τον Νυμφίον σου περιβεβλημένη παρθενίας ιμάτιον, πεποικιλμένη με του Μαρτυρίου τα στίγματα και εστολισμένη με στέφανον εκ λίθων τιμίων, τώρα δε κατοικείς εις τόπον σκηνής θαυμαστής, εις τον οίκον της δόξης Κυρίου και συν Αγγέλοις ευφραίνεσαι. Δια τούτο παρακαλώ σε, φιλτάτη μου θύγατερ και πνευματική μητέρα μου, γενού μοι της προσκαίρου ταύτης ζωής καλή γηροτρόφος και μεσίτις άμα και πρέσβυς προς τον Δεσπότην μας να με αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του». Αυτά και έτερα λέγουσα η φιλόπαις και φιλόθεος Σοφία ενηγκαλίζετο και καταφίλει το τίμιον λείψανον, αλλά δεν ηδύνατο να το εγείρη δια το γήρας· όθεν, ενώ εσυλλογίζετο περί τούτου, εφάνησαν αίφνης δύο άνδρες εις το είδος και τον τρόπον αιδέσιμοι, οίτινες ήγειραν το σεβάσμιον εκείνο και ιερλωτατον λείψανον και το επήγαν μετά της Σοφίας εις την Ρώμην και το απέθεσαν εντός αυτής λαμπρώς και εντίμως εις δόξαν Θεού Πατρός και Κυρίου Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τιμή και κράτος, συν Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα ΤΕΡΤΙΟΥ, ΜΑΡΚΟΥ, ΙΟΥΣΤΟΥ του και Ι

Δημοσίευση από silver »

Τη Λ΄ (30η) Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα ΤΕΡΤΙΟΥ, ΜΑΡΚΟΥ, ΙΟΥΣΤΟΥ του και ΙΗΣΟΥ λεγομένου και ΑΡΤΕΜΑ.

Τέρτιος, Μάρκος, Ιούστος και Αρτεμάς οι ένδοξοι του Χριστού Απόστολοι είναι από τους Εβδομήκοντα, πεφωτισμένοι με την προς Θεόν πίστιν. Και ο μεν Τέρτιος έγινεν Επίσκοπος δεύτερος Ικονίου μετά τον Σωσίπατρον, του οποίου την έλλειψιν ούτος ανεπλήρωσε και τους υπό Σωσιπάτρου υπολειφθέντας απίστους ο Άγιος ούτος Τέρτιος ανεκαίνισε με το άγιον Βάπτισμα και θαυματουργός εξαίσιος έγινεν. Έγραψε δε και την προς Ρωμαίους του Αποστόλου Παύλου επιστολήν, καθώς το μαρτυρεί μόνος εις αυτήν λέγων· «Ασπάζομαι υμάς εγώ ο Τέρτιος, ο γράψας την επιστολην, εν Κυρίω» (Ρωμ. ιστ: 22).

Μάρκος δε, ο του Βαρνάβα ανεψιός εξ αδελφού, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εις τας Επιστολάς του (Β΄ Τιμ. δ:11, Φιλήμ. 23) και μάλιστα εις την προς Κολασσαείς λέγων· «Ασπάζεται υμάς… Μάρκος ο ανεψιός Βαρνάβα» (Κολας. δ: 10), ούτος λέγω, ο Μάρκος, έγινεν Επίσκοπος Απολλωνιάδος, και δια του Ευαγγελικού κηρύγματος εξωλόθρευσε των ειδώλων το σέβας.

Ιούστος δε όστις και Ιησούς ωνομάζετο, έγινεν Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως και δια των λόγων και των θαυμάτων, όσα ετέλεσεν, είλκυσεν εις την επίγνωσιν της αληθείας όλους τους εκείσε ευρισκομένους απίστους.

Αρτεμάς δε ο θείος Απόστολος έγινεν Επίσκοπος εις την Λύστραν, και ως Χριστού δόκιμος υπηρέτης διέλυσε πάσαν πλάνην και μηχανήν των δαιμόνων. Όθεν και οι τέσσαρες ούτοι Απόστολοι αγωνισθέντες δια την ευσέβειαν και περιπεσόντες εις πειρασμούς μεγάλους, εν ειρήνη παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων εξ Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα ΣΤΑΧΥΟΣ, ΑΠΕΛΛΟΥ, ΑΜΠΛΙΟΥ, ΟΥΡ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΛΑ΄ (31η) Οκτωβρίου, μνήμη των Αγίων εξ Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα ΣΤΑΧΥΟΣ, ΑΠΕΛΛΟΥ, ΑΜΠΛΙΟΥ, ΟΥΡΒΑΝΟΥ, ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ και ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ.

Στάχυς ο Άγιος Απόστολος ο πρώτος εκ των εξ τούτων Αγίων Αποστόλων έγινε πρώτος Επίσκοπος Βυζαντίου, από τον Πρωτόκλητον Ανδρέαν· ούτος δε έκτισεν Εκκλησίαν και εις την Αργυρούπολιν, ήτις έκειτο εντός της περιοχής εις την οποίαν ωκοδομήθη μετά ταύτα η Κωνσταντινούπολις και εκεί εδίδασκε τα εν αυτή συναγόμενα πλήθη των Χριστιανών. Διανύσας λοιπόν εις το αποστολικόν κήρυγμα δεκαέξ έτη ανεπαύθη εν Κυρίω, το δε ιερόν αυτού λείψανον ενεταφιάσθη εις την Αργυρούπολιν όπου και ευρίσκεται μέχρι σήμερον.

Απελλής, ο δεύτερος εκ των Αγίων τούτων Αποστόλων, έγινεν Επίσκοπος Ηρακλείας και πολλούς προσαγαγών εις τον Χριστόν έλαβε μακάριον τέλος.

Αμπλίας, ο τρίτος των Αγίων τούτων Αποστόλων, εχειροτονήθη Επίσκοπος Οδυσσουπόλεως από τον Πρωτόκλητον Ανδρέαν. Επειδή δε εκήρυττε τον Χριστόν, εκρήμνιζε δε τα είδωλα, δια τούτο εθανατώθη ο μακάριος δια του Μαρτυρίου και ούτω παρέδωκεν την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

Ουρβανός, ο τέταρτος των Αγίων τούτων Αποστόλων, εχειροτονήθη και αυτός από τον Άγιον Απόστολον Ανδρέαν Επίσκοπος Μακεδονίας, κηρύττων δε τον Χριστόν και επαναφέρων τους Έλληνας εις την ευσέβειαν εβασανίσθη πολυτρόπως υπ’ αυτών και τέλος εθανατώθη λαβών παρά του Αθλοθέτου Χριστού τον του Μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.

Νάρκισσος ο Άγιος Απόστολος, ο πέμπτος των σήμερον εορταζομένων, εχειροτονήθη Επίσκοπος Αθηνών· επειδή δε εδίδασκε την αλήθειαν του Ευαγγελίου, δια τούτο έλαβε διάφορα βάσανα και ούτω δια Μαρτυρίου ετελείωσε τον δρόμον της αποστολής του.

Αριστόβουλος, ο έκτος των Αγίων τούτων Αποστόλων, εχειροτονήθη και αυτός Επίσκοπος Βρεττανίας, ποιμαίνων δε το λογικόν του ποίμνιον και κηρύττων τον Χριστόν εις όλους, έτυχε των πόνων του μακαρίου τέλους.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Νοεμβρίου μνήμη των Αγίων και Θαυματουργών Αναργύρων ΚΟΣΜΑ και ΔΑΜΙΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Κοσμάς και Δαμιανός οι αυτάδελφοι Άγιοι Μάρτυρες, οι δια την δωρεάν παρ’ αυτών παρεχομένην ιατρείαν των ασθενών αποκληθέντες Ανάργυροι, ήσαν από τα μέρη της Ασίας, υιοί υπάρχοντες ευσεβούς τινός γυναικός ονόματι Θεοδότης, αποτελούν δε ούτοι την πρώτην συζυγίαν των φερόντων το όνομα Κοσμάς και Δαμιανός Αγίων Αναργύρων. Επειδή δε έχομεν τρεις συζυγίας Αγίων Αναργύρων φερόντων το αυτό όνομα Κοσμάς και Δαμιανός, δια τούτο και ίνα μη συγχυζώμεθα, όταν ακούωμεν τα ονόματα αυτών, θα είπωμεν πρώτον ολίγα τινά δια τας ετέρας δύο συζυγίας και είτα θα εισέλθωμεν εις το θέμα των σήμερον εορταζομένων Αγίων. Εκτός λοιπόν των σήμερον εορταζομένων, έχομεν ετέρους δύο Αγίους Αναργύρους, ονομαζομένους και αυτούς Κοσμάν και Δαμιανόν, οίτινες ήσαν από την Ρώμην και ήθλησαν επί της βασιλείας του Καρίνου εν έτει σπδ΄ (284). Ούτοι ήσαν ιατροί την τέχνην και εθεράπευον ανθρώπους και ζώα αμισθί· ομού δε με την θεραπείαν εδίδασκον και τον Χριστόν ως τον αληθή Θεόν. Τότε ο βασιλεύς Καρίνος, ως ήκουσε τα περί αυτών, τους προσεκάλεσεν ενώπιόν του, αυτοί δε προσελθόντες εις αυτόν μετά παρρησίας και κηρύξαντες ενώπιόν του τον Χριστόν ως αληθή Θεόν, τον έπεισαν και ούτως ο βασιλεύς από ειδωλολάτρης κατέστη Χριστιανός ένθερμος. Η δε πίστις του βασιλέως εις τον Χριστόν προήλθεν ως επί το πλείστον από θαύμα, το οποίον επ’ αυτού οι Άγιοι ούτοι Ανάργυροι εθαυματούργησαν· απειλήσας δηλαδή αυτούς, ότι θα τους καταστρέψη, αν εντός ολίγου δεν ασπασθώσι την ειδωλολατρίαν, παρευθύς ο λαιμός του εστράφη εις τα οπίσω, οι δε Άγιοι με την δύναμιν του Θεού τον επανέφερον εις την προτέραν του θέσιν. Εκ τούτου όθεν του θαύματος και εκ της ζωηράς των διδασκαλίας όχι μόνον ο βασιλεύς Καρίνος επίστευσεν εις τον Χριστόν, αλλά και πάντες οι παρευρισκόμενοι και πλήθος λαού. Μετά ταύτα δε ο διδάσκαλος της τέχνης των, φθονών αυτούς δια την τόσην περί την ιατρικήν ικανότητά των, εν ω αυτός δεν ηδύνατο ουδέ καν να παραβληθή, εβουλεύθη τον αφανισμόν των· συμφωνήσας όθεν με άλλους αυτού μαθητάς ομογνώμονας, ανεβίβασε τους Αγίους εις υψηλόν τι όρος, δήθεν ίνα συλλέξωσι βότανα θεραπευτικά, εκεί δε τους εθανάτωσαν δια λιθοβολισμών. Η μνήμη αυτών εορτάζεται την α΄ (1ην) του Ιουλίου μηνός (Τόμ. Ζ΄, έκδ. α΄ και β΄ σελ. 11).
Είναι και άλλοι δύο ακόμη Άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός ονομαζόμενοι, οι οποίοι κτήγοντο από την Αραβίαν, άριστοι όντες εις την ιατρικήν τέχνην. Ούτοι λοιπόν περιερχόμενοι χωρία και πόλεις εθεράπευον τους ασθενείς και συνάμα εκήρυττον το όνομα του Χριστού. Δια τούτο εις τον καιρόν των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού φθάσαντες μετά τριών εισέτι αδελφών εις πόλιν τινά της Λυκίας, Αιγάς λεγομένην, συνελήφθησαν υπό του αυθέντου της χώρας, Λυσίου καλουμένου, και εδάρησαν περισσώς. Επειδή δε ούτοι εξηκολούθουν κηρύσσοντες παρρησία τον Χριστόν, ερρίφθησαν υπό των τυράννων εις την θάλασσαν, αφού πρότερον αφού πρότερον προσέδεσαν δια σχοινίου εις τους τραχήλους των δύο βαρυτάτους λίθους. Άγγελος όμως Κυρίου τους εξέβαλε της θαλάσσης υγιείς, αλλά και πάλιν συλλαβών αυτούς ο Λυσίας τους έβαλεν εις κάμινον καλώς κεκαυμένην· εν τούτοις όμως και απ’ εκείνην, θεία συνδρομή, αβλαβείς διαφυλαχθέντες, εκαρφώθησαν επί Σταυρού, τέλος δε απεκεφαλίσθησαν επί του Σταυρού δια προσταγής του Λυσίου. Η δε ημέρα της τελευτής αυτών είναι η ιζ΄ (17η) του Οκτωβρίου μηνός. Ταύτα εν ολίγοις γράφπμεν ενταύθα δια τους άλλους Αγίους Αναργύρους, δια δε τους σήμερον εορταζομένους ας ετοιμάσωμεν εαυτούς, αδελφοί, ίνα ευφρανθώμεν εις την περί τούτων κατά πλάτος διήγησιν, τιμώντες αξίως την μνήμην αυτών δια της μελέτης των πλήρους αγάπης, φιλανθρωπίας και αγαθότητος έργων αυτών και ούτως αξιωθώμεν και της κατά το δυνατόν μιμήσεως αυτών. Πάντοτε δε χρεωστούμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, να μελετώμεν αγαθά, δια να μη ευρίσκη ο νους μας καιρόν να μελετά πονηρά, δεδομένου ότι ο νους του ανθρώπου δεν δύναται να μένη ήσυχος εφ’ όσον έγινεν εκ του Θεού αεικίνητος. Επειδή λοιπόν ο νους μας πρέπει να συλλογίζεται πάντοτε το αγαθόν, δια τούτο πρέπει να κατευθύνωμεν αυτόν εις την μελέτην και ακρόασιν των θείων λόγων, εις ύμνον και δοξολογίαν του Θεού, εις δεήσεις και προσευχάς, εις προαίρεσιν αγαθήν και εις το πως να τελειώσωμεν τα αρεστά εις τον Θεόν. Διότι η μεν ματαία μελέτη αναβλαστάνει έργα της ματαιότητος, κατεργάζεται δε και τον θάνατον της ψυχής· η δε αγαθή μελέτη δίδει καρπόν αγαθόν και ζωής και σωτηρίας γίνεται πρόξενος· όπως το εναντίον είναι απώλεια της ψυχής καθώς το λέγει και ο θείος Δαβίδ εις τον ριη΄ (118) Ψαλμόν· «Ει μη ότι ο νόμος σου μελέτη μου εστι, τότε αν απωλόμην εν τη ταπεινώσει μου» (Ψαλμ. ριη:92). Δια τούτο οφείλομεν πάντοτε να μελετώμεν τα αγαθά και να αναγινώσκωμεν τας Γραφάς και τους Βίους των Αγίων· διότι καθώς είπεν ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον: «Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (Ιωάν. ε: 39). Μη προφασιζώμεθα και λέγομεν, ότι δεν γνωρίζομεν γράμματα να αναγινώσκωμεν· εάν ημείς δεν γνωρίζωμεν, γνωρίζουσιν άλλοι, και όταν αναγινώσκουσιν εκείνοι, ημείς ας μη αμελώμεν· διότι ποίαν απολογίαν θέλομεν δώσει εις τον Θεόν, όταν δια μεν τον σωματικόν βίον διαπλέωμεν θαλάσσας, καταφρονούμεν κινδύνους, κλέπτας δεν φοβούμεθα, ψύχος και βροχήν δεν συλλογιζώμεθα και πάντα πειρασμόν υπομένωμεν, μόνον δια να κερδήσωμεν αγαθά υλικά, δια δε την ωφέλειαν της ψυχής μας να μη θέλωμεν ούτε καν εις την Εκκλησίαν να υπάγωμεν, ίνα ακούσωμεν από άλλους τον λόγον του Θεού; Καθώς δε κοπιάζουσιν όσοι σκάπτουν το βάθος της γης δια να εκβάλωσι τον άργυρον και τον χρυσόν, ούτω και ημείς χρεωστούμεν νύκτα και ημέραν να σπουδάζωμεν πως θα εύρωμεν το κέρδος της ψυχής μας. Πότε δε ευρίσκομεν το κέρδος της ψυχής μας; Όταν είναι εορτή Αγίου τινός, πρέπει να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, δια να ακούσωμεν λόγον Θεού και διδαχήν. Διότι δι’ αυτό ενομοθέτησαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας τας εορτάς των Αγίων, όχι δια να μένωμεν αργοί, αλλά να τρέχωμεν εις την Εκκλησίαν, να ακούωμεν διδαχήν, να ερωτώμεν αλλήλους τι εορτή είναι σήμερον; Τις Άγιος εορτάζεται; Πως ηγωνίσθη, πως ετελειώθη, πως εδοξάσθη εκ Θεού και ανθρώπων; Και ούτω με τας ερωτήσεις αυτάς και την μάθησιν να γινώμεθα μιμηταί κατά δύναμιν των έργων του Αγίου εκείνου. Μη εντρεπώμεθα, αδελφοί, να ερωτώμεν τους γινώσκοντας, δια να μανθάνωμεν πράγματα τα οποία δεν γνωρίζομεν· διότι και ο Μωϋσής ούτω λέγει εις το Δευτερονόμιον, εις την περικοπήν της β΄ ωδής: «Επερώτησον τον πατέρα σου και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου και ερούσι σοι» (Δευτ. λβ: 7). Υπάρχουν πολλοί Άγιοι της Εκκλησίας μας, πιστεύσατέ μοι, των οποίων ούτε το όνομα γνωρίζομεν, ούτε τα έργα· διατί; Διότι δεν φροντίζομεν να μανθάνωμεν τοιαύτα πράγματα, τα οποία είναι κέρδος της ψυχής μας, αλλά μόνον εις τας βιοτικάς μερίμνας έπεσεν όλως δι’ όλου ο νους μας· και αν μεν ακούσωμεν μυθιστόρημα, παρευθύς το μανθάνομεν και το ενθυμούμεθα, αν δε ακούσωμεν διήγησιν Αγίου τινός, παρευθύς την λησμονούμεν. Και θέλεις είπει: τι κέρδος έχω εις την ψυχήν μου, εάν ακούω την διδαχήν, έπειτα δε δεν κάμνω καθώς ακούω; Άκουσον, άνθρωπε· ειπέ μοι, εάν τις έχη δύο δοχεία παλαιά και βάλη εντός του ενός ύδωρ δια να το πλύνη, το δε ύδωρ εκείνο πάλιν το χύση, εις το έτερον δε δοχείον δεν βάλη παντελώς ύδωρ, ποίον ήθελεν είναι καθαρώτερον; Εκείνο το οποίον εδέχθη το ύδωρ, αν και αυτό εχύθη ή το άλλο το οποίον δεν εδέχθη παντελώς ύδωρ εντός αυτού; Φανερόν είναι ότι το πρώτον. Ομοίως είναι και ο άνθρωπος· εάν ακούση την διδαχήν και δεν τηρή, βεβαίως δεν ποιεί καλώς, όμως είναι καλλίτερος από εκείνον όστις δεν θέλει ακούσει τελείως. Διότι εκείνος μεν, όστις δεν ακούει διδαχήν, δεν γνωρίζει ποίον είναι το θέλημα του Θεού, δεν γνωρίζει ποία λέγεται αρετή και ποία είναι η κακία. Επειδή λοιπόν δεν εννοεί ποίον έργον είναι αρεστόν εις τον Θεόν δια να το κάμη και ποίον είναι το κακόν δια να το αποφύγη, δια τούτο εκείνος κολάζεται. Όστις όμως ακούει τον λόγον του Θεού πάντοτε, μεταμελείται, δια τας αμαρτίας του, ελέγχεται υπό της συνειδήσεως δι’ αυτάς και υπάρχει ελπίς να σωθή, εάν μετανοήση. Δια τούτο, ευλογημένοι Χριστιανοί, θα σας διηγηθώμεν ενταύθα τας πράξεις και τα κατορθώματα των Αγίων τούτων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού, των οποίων την μνήμην εορτάζομεν σήμερον, ίνα μιμούμενοι τας πράξεις αυτών φανώμεν και ημείς τέκνα άξια ενός και του αυτού επουρανίου πατρός του Θεού ημών. Ας προσηλώσωμεν λοιπόν τώρα τον νουν εις την διήγησιν των σήμερον εορταζομένων Αγίων Αναργύρων και ας ίδωμεν ποία έργα ούτοι ειργάσθησαν, πως επολιτεύθησαν και πως τέλος ετιμήθησαν υπό του Θεού και των ανθρώπων. Ούτοι λοιπόν οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός ωνομάσθησαν Ανάργυροι, ως είπομεν, διότι ιάτρευον τους ασθενείς, χωρίς να λαμβάνουν παρ’ αυτών καμμίαν ανταμοιβήν της εργασίας των, ούτε αργύρια ούτε άλλα δώρα. Η οικογένειά των ήτο ευκατάστατος και ο μεν πατήρ των κατ’ αρχάς ήτο Έλλην την θρησκείαν, ύστερον όμως, αφ’ ότου δηλαδή εγέννησε τους δύο τούτους Αγίους, απηρνήθη την μυσαράν ειδωλολατρίαν και ησπάσθη τον Χριστιανισμόν, μετά παρέλευσιν δε ολίγου χρόνου, κατά τον οποίον εβίωσεν εν αρετή και σωφροσύνη, παρέδωκε το πνεύμα εις τον Πλάστην καταλιπών τους δύο παίδας του εις την θείαν βοήθειαν και την προστασίαν της μητρός των. Η δε μήτηρ αυτών, Θεοδότη ονόματι και Χριστιανή παιδιόθεν, αφ’ ου απέμεινε χήρα, εσπούδαζε να αναθρέψη τους υιούς της έτι περισσότερον με την ευσέβειαν· διότι και αυτή η ιδία ήτο γυνή ενάρετος και δια τα πολλά και καλά προτερήματά της κατέστη το παράδειγμα όλων των τότε πλησίον της ευρισκομένων γυναικών. Οι δε δύο υιοί της εσπούδασαν καλώς την ιατρικήν τέχνην και ήρχισαν αμέσως το φιλανθρωπότατον έργον των· δεν προσεπάθουν όμως να θεραπεύωσι τόσον τα σώματα, όσον τας ψυχάς, κηρύττοντες πανταχού και πάντοτε το όνομα του Χριστού. Ούτω πολιτευόμενοι οι Άγιοι ηξιώθησαν και αποστολικών χαρισμάτων· διότι το χάρισμα, το οποίον έδωκεν ο Χριστός εις τους Αγίους Αποστόλους, να ιατρεύωσι κάθε είδος ασθενείας, το απέκτησαν και αυτοί· και δια τούτο άνευ βοτάνων, άνευ εμπλάστρων και άλλων θεραπευτικών μέσων, αλλά με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος εθεράπευον τους πάσχοντας. Τι δε να διηγώμαι την ταπείνωσιν, την ακτημοσύνην, την φιλανθρωπίαν και τας άλλας αρετάς, τας οποίας οι Απόστολοι ούτοι του Χριστού είχον; Διότι τόσον ταπεινοί ήσαν, ώστε τας πληγάς των ασθενών μόνοι των τας περιποιούντο· τοσαύτην δε ακτημοσύνην είχον, ώστε ουχί μόνον αργύρια ουδέποτε απέκτησαν, αλλ’ ούτε δεύτερον ένδυμα δεν εφόρεσάν ποτε, ουδέ σάκκον δεν έφερον καθ’ οδόν· δι’ ο και οι άνθρωποι δεν τους έκραζον ονομαστί, Κοσμάν δηλαδή και Δαμιανόν, αλλά Αναργύρους και το επίθετον τούτο ήτο δηλωτικόν και του γένους αυτών. Ελεημοσύνην δε και φιλανθρωπίαν τοσαύτην είχον, ώστε όχι μόνον ασθενείς ανθρώπους εθεράπευον, αλλά και τα άλογα ζώα, οσάκις τα έβλεπον άρρωστα τα ιάτρευον, ως τούτο θέλει γίνει φανερόν εις την συνέχειαν του λόγου μας. Εφέροντο δε ίσως και προς τους πλουσίους και προς τους πτωχούς, παρέχοντες εις όλους την θεραπείαν, ομοίως δε ιάτρευον τους ξένους ως και τους ιδίους. Άλλη τις προβατική κολυμβήθρα ήτο η οικία των, μάλλον δε υπερείχεν εκείνης· καθ’ ότι εκείνη μεν ένα τινά των αρρώστων εθεράπευε καθ’ όλον το έτος, εις δε την οικίαν των Αγίων πολλούς και διαφόρους έβλεπε τις θεραπευομένους καθ’ εκάστην ημέραν. Έχοντες δε οι Άγιοι τοσαύτην Χάριν Θεού και ιατρεύοντες πάσαν ασθένειαν δεν ενόμιζον ότι από την τέχνην των εγίνετο τούτο, αλλά της Χάριτος του Θεού ωνόμαζον το κατόρθωμα, επειδή εγνώριζον μεν των παλαιών ιατρών τα βιβλία, του Ιπποκράτους, του Γαληνού, του Διοσκορίδου και άλλων, αλλά δεν εχρειάζοντο και τόσον αυτά όσον το όνομα του Χριστού, έχοντες αυτό και μόνον εις τας θεραπείας των οδηγόν και βοηθόν. Και η μεν τέχνη της ιατρικής τυφλόν δεν δύναται να ιατρεύση, ουδέ χωλόν να περιπατήση, ουδέ νεκρόν να αναστήση. Αυτοί όμως με την δύναμιν του Χριστού όλα ταύτα ενήργουν· δια τούτο και οι άνθρωποι, ακούοντες από μακράν την τόσην θαυματουργόν αυτών δύναμιν, καθ’ εκάστην συνέτρεχον, φέροντες ασθενείς, τυφλούς, χωλούς, δαιμονιζομένους, κλινήρεις από πάσαν ασθένειαν· και εν τούτοις οι τοιούτοι δεν ανεχώρουν ανωφελώς, αλλ’ απήρχοντο χαίροντες και απολαμβάνοντες διπλήν την θεραπείαν, την του σώματος δηλαδή και την της ψυχής. Τα μεν λοιπόν θαύματα τούτων να διηγήται τις είναι κόπος πολύς, ευλογημένοι Χριστιανοί· εν τούτοις όμως δια παράδειγμα της θαυματουργίας των Αγίων θα σας διηγηθώ τώρα εν ή δύο μόνον θαύματα· τα δε επίλοιπα, αναρίθμητα όντα, θα αντιπαρέλθω προσωρινώς ίνα μη γίνη φορτικός ο λόγος μου. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήτο μία γυνή, ονόματι Παλλαδία, κατά πολλά ασθενής και κλινήρης, έως ου παντελώς δεν ηδύνατο επί πολλά έτη να κινηθή από τον τόπον της· αλλ’ οι Άγιοι ούτοι, άμα εισήλθον εις την οικίαν της, παρευθύς την ιάτρευσαν και τοσούτον ώστε ήθελέ τις νομίσει ότι παντελώς δεν είχεν υποπέσει εις ασθένειαν. Αύτη λοιπόν, θαυμάζουσα και χαίρουσα δια την μεγάλην και παράδοξον ταύτην των Αγίων θαυματουργίαν, θέλουσα δε να τους ανταμείψη με μικράν τινα δωρεάν, έλαβε τρία αυγά και τα παρουσίασεν ως ελάχιστον δώρον εις τους Αγίους· αλλ’ εκείνοι, ιδόντες αυτά, όχι διότι ήσαν ολίγα, αλλά μη θέλοντες καθ’ ολοκληρίαν να λάβωσι μισθόν δια την ιατρείαν, δεν τα εδέχθησαν. Ως δε είδεν η γυνή αύτη, ότι δεν εδέχθησαν οι Άγιοι την δωρεάν της, κατά πολλά ελυπήθη. Όθεν καιροφυλακτούσα και ευρούσα τον Άγιον Δαμιανόν, τον μικρότερον αδελφόν, προσήλθον εις αυτόν, και σταθείσα έμπροσθέν του είπε κλαίουσα· «Διατί έχετε εμέ την αθλίαν ως βδελυκτήν; Διατί με αποβάλλετε ως μιαράν; Διατί με αποστρέφεσθε την ταλαίπωρον και δεν θέλετε να λάβητε την παραμικράν δωρεάν μου; Ορκίζω σε εις τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, τον οποίον πιστεύω η αθλία, να μη με πικράνης την δούλην σου, αλλά να δεχθής το ελάχιστον τούτο χάρισμα ως μέγα». Αυτούς τους λόγους ακούσας ο Άγιος Δαμιανός, ελυπήθη την γυναίκα και έλαβε τα τρία εκείνα αυγά. Μετά τινας ημέρας ανέφερεν ο μακάριος Δαμιανός την υπόθεσιν ταύτην εις τον αδελφόν του, τον Άγιον Κοσμάν, ότι δηλαδή τον συνήντησεν η ιατρευθείσα εκείνη γυνή, ότι τον παρεκάλεσε, τον ώρκισε και ότι αυτός την ελυπήθη και τέλος έλαβε την δωρεάν της. Τούτο ως ήκουσεν ο Άγιος Κοσμάς πολύ ηγανάκτησεν, εστέναξε και έκλαιε τον αδελφόν του, ως υποπεσόντα εις μέγα αμάρτημα, εις το πάθος της φιλαργυρίας, περισσότερον δε τον επέπληττεν, ότι παρέβη την ρητήν συμφωνίαν των, να μη λαμβάνωσι δηλαδή ποτέ δώρα δια τας ιατρείας. Ουχί δε τόσον μόνον τον ωνείδισεν ο Άγιος Κοσμάς, αλλ’ είπε και τούτο, ότι μετά τον θάνατόν του να μη θάψωσι το σώμα του εκεί όπου θα θάψωσι και το του Δαμιανού. Τόσον βαρύ εφάνη τούτο εις τον Άγιον και τόσον επικράνθη, μη γνωρίζων τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, ότι δηλαδή έλαβε την δωρεάν δια τον όρκον της γυναικός, αλλά νομίζων ότι δια μισθόν ιατρείας έλαβε ταύτην. Εν τούτοις όμως ο καρδιογνώστης Θεός, όστις εγνώριζε καθαρώς τον σκοπόν του Αγίου Δαμιανού, δεν άφησε τον Άγιον Κοσμάν να είναι ούτω καταβεβλημένος υπό της λύπης κατά του αδελφού του, αλλά δι’ αποκαλύψεως φανείς εν οράματι ειρήνευσε την καρδίαν του, φανερώσας εις αυτόν τον σκοπόν του αδελφού του. και αυτός μεν ο θείος Κοσμάς, ιδών την τοιαύτην οπτασίαν, συνεφιλιώθη μετά του αδελφού αυτού, προς δε τους ανθρώπους δεν είπε την οπτασίαν, την οποίαν είδε. Δια τούτο και όταν ανεπαύθη εν Κυρίω ο Άγιος Κοσμάς, δεν ήθελον οι Χριστιανοί να θέσωσι το τίμιόν του λείψανον εκεί όπου έθεσαν και το του Αγίου Δαμιανού, κατά την παραγγελίαν του. Ακούσατε όμως τι ο Θεός παράδοξον θαύμα ωκονόμησεν επ’ αυτού· αλλ’ εν τούτοις αναμείνατε να μάθητε πρότερον περί της κοιμήσεως αυτών και μετά ταύτα ακούσατε και τα περί του θαύματος τούτου. Περιπατούντες οι Άγιοι, ως προείπον, και παρέχοντες αφθόνους ευεργεσίας εις τους ανθρώπους, έφθασαν και εις τινα χώραν της Ασίας Φερεμάν λεγομένην. Εκεί λοιπόν ησθένησεν ο Άγιος Δαμιανός, ο νεώτερος αδελφός, επειδή δε ήτο θέλημα Θεού να αναπαυθή από τα φθαρτά και να πορευθή εις τα άφθαρτα κάλλη του Παραδείσου, εκοιμήθη εν Κυρίω και την μεν αγίαν αυτού ψυχήν παρέλαβον Άγγελοι φωτεινοί, το δε τίμιον λείψανον κατετέθη υπό του Αγίου Κοσμά και άλλων πολλών Χριστιανών εκεί εις την προρρηθείσαν χώραν. Δεν παρήλθον δε πολλαί ημέραι, ότε εκοιμήθη και ο Άγιος Κοσμάς. Οι δε Χριστιανοί, ως προείπον, επειδή είχον παραγγελίαν του Αγίου, όπως μη βάλωσι το λείψανόν του εις τον αυτόν τόπον όπου και το του Αγίου Δαμιανού, δεν ήθελον να το θάψωσι πλησίον του αδελφού του. Αλλ’ ο των θαυμασίων Θεός ιδού τι ωκονόμησεν: Οι μεν Χριστιανοί ηπόρουν επί πολλήν ώραν περί του πρακτέου, αν δηλαδή έπρεπε να μη τον θάψωσι πλησίον του αδελφού του, κατά την παραγγελίαν, ή επειδή ήσαν αδελφοί σαρκικοί εκ μιάς και της αυτής κοιλίας γεννηθέντες να τεθώσι ο εις πλησίον του άλλου· ο δε Θεός φανερώνει ενώπιον των ανθρώπων κάμηλόν τινα, της οποίας τον πόδα είχε ποτε θεραπεύσει ο Άγιος Κοσμάς, βεβλαμμένον όντα, αυτή δε ελάλησεν ανθρωπίνως, ότι θέλημα Θεού είναι να ταφώσιν οι δύο αδελφοί πλησίον· και ταύτα ειπούσα απήλθεν εις το όρος· οι δε παρευρεθέντες Χριστιανοί, άμα είδον το παράδοξον τούτο θαύμα, με μεγάλην αυτών έκπληξιν έπραξαν όπως η κάμηλος είπεν. Ουδείς δε εξ υμών, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας μη απιστήση περί του θαύματος τούτου, διότι τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστι παρά τω Θεώ και όπου θέλει ο Θεός νικάται φύσεως τάξις. Εάν δε τις δεν βεβαιώνεται μόνον με τους λόγους τούτους εις το θαύμα, ας αναγνώση την Αγίαν Γραφήν εις το βιβλίον του Προφήτου Μωϋσέως, το οποίον ονομάζεται Αριθμοί, και θέλει εννοήσει από το κβ΄ κεφάλαιον, ότι και εις τους παλαιούς καιρούς ωμίλησεν η όνος του μάντεως Βαλαάμ, απ’ αυτό δε θα βεβαιωθή, ότι δεν είναι παράδοξόν τι, του Θεού θέλοντος, να ομιλήση η κάμηλος. Και ταύτα αρκούσι περί αυτού του θαύματος· ακούσατε δε τώρα και έτερον θαύμα γενόμενον κατά την κατάθεσιν του τιμίου λειψάνου του Αγίου Κοσμά. Γεωργός τις άνθρωπος, θερίζων τον αγρόν του, έπεσε την μεσημβρίαν υπό την σκιάν δένδρου τινός ίνα κοιμηθή. Πλην κατά δυστυχίαν, ως συμβαίνει πολλάκις, όφις εισελθών εντός του στόματός του και εισχωρήσας εις την κοιλίαν του έμελλε να καταφάγη τα σπλάγχνα του και ο ταλαίπωρος γεωργός εκινδύνευε να αποθάνη· λαβόντες όθεν αυτόν τινές των συγγενών του, τον έρριψαν επί του τάφου των Αγίων· και την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι και του δίδουσιν είδος τις ποτού καιτην επαύριον παρευθύς εξήμεσε τον όφιν, όστις ήτο είδος τέρατος. Ιδού δε και άλλο θαύμα προς δόξαν των Αγίων. Άνθρωπός τις Χριστιανός γέρων ησθένησε βαρείαν ασθένειαν· η δε ασθένειά του ήτο υδρωπικία, και επερίμενε τον θάνατον. Ακούων όμως τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων, τα οποία εγίνοντο καθ’ εκάστην εις τον Ναόν των, παρεκάλεσε τους συγγενείς του και τον επήγαν επί κραββάτου, ρίψαντες αυτόν έμπροσθεν της Εικόνος των Αγίων. Έμενε λοιπόν εκεί κείμενος ημέρας πολλάς και καμμίαν ωφέλειαν δεν έβλεπε, διότι δοκιμάζοντες οι Άγιοι την πίστιν του δεν τον ιάτρευον· αυτός δε βλέπων, ότι οι μεν άλλοι ασθενείς ερχόμενοι μετ’ αυτών ιατρεύοντο, αυτός δε τόσας ημέρας δεν ιατρεύετο, αντί να έχη υπομονήν και να δέεται περισσότερον των Αγίων, εκείνος εβλασφήμει κατά των Αγίων, ότι τον παραβλέπουσι και δεν τον ιατρεύουν σύντομα, από δε την απιστίαν του ημέραν τινά εμήνυσεν εις τους συγγενείς του να υπάγουν να τον πάρουν, ίνα αποθάνη τουλάχιστον εις τον οίκο του. Επήγαν λοιπόν και τον επήραν πάλιν επί κραββάτου. Πορευόμενος δε εις την οδόν, επειδή αύτη ήτο μακράν της χώρας, τον έβαλαν εις μέρος εις το οποίον ήσαν δένδρα και ύδωρ, να αναπαυθώσιν ολίγον. Εκεί λοιπόν καθεζόμενοι οι άνθρωποι εκείνοι, εκοιμήθησαν από τον κόπον της οδού, ο δε ασθενής από τον πόνον της ασθενείας μη δυνάμενος να κοιμηθή, έκειτο έξυπνος. Φαίνονται λοιπόν τότε οι Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός προς τον ασθενή εις σχήμα ανθρώπων διαβατών, και του λέγουν· «Τι έχεις, άνθρωπε, και είσαι ασθενής, και που υπάγεις»; Απεκρίθη εκείνος: «Την μεν ασθένειάν μου βλέπετε, διότι είναι φανερά, υπάγω δε εις τον οίκον μου να αποθάνω πλησίον των τέκνων μου». Του λέγουσιν οι Άγιοι· «Και διατί δεν επήγες εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων, όστις είναι εδώ πλησίον, να ιατρευθής; Δεν ακούεις πως έρχονται από πέντε και δέκα ημερών δρόμον οι ασθενείς και ιατρεύονται»; Απεκρίθη εκείνος· «Επήγα και εγώ και τώρα απ’ εκείθεν έρχομαι, αλλά δεν είδα καμμίαν βοήθειαν εις τον εαυτόν μου· ως εκ τούτου εβεβαιώθην, ότι είχον είπει οι άνθρωποι ψεύματα, ότι είναι θαυματουργοί οι Άγιοι Ανάργυροι, και απόδειξις ότι εμέ δεν ηδυνήθησαν να με ιατρεύσουν». Λέγουσιν οι Άγιοι· «Μη βλασφημής, ω άνθρωπε, εις την δύναμιν του Χριστού και την χάριν των Αγίων Αναργύρων, μόνον άκουσόν μας· επίστρεψε πάλιν εκεί όπου έκεισο και θέλεις ίδει την δύναμιν του Χριστού». Απεκρίθη ο ασθενής· «Και τις να με γυρίση πάλιν όπισθεν, αφού οι άνθρωποι ούτοι ηγανάκτησαν, όσον να με φέρουν εδώ»; Οι δε Άγιοι του λέγουν· «Αυτούς μεν άφησέ τους να αναπαύωνται, ημείς δε δια την αγάπην του Χριστού θα σε βαστάσωμεν να σε υπάγωμεν». Τον εσήκωσαν λοιπόν οι δύο Άγιοι Ανάργυροι με το ξυλοκράββατον και τον επήγαν έως εις τον Ναόν των, έπειτα τον άφησαν έμπροσθεν της Εικόνος αυτών και έγιναν άφαντοι. Μετά παρέλευσιν ώρας εξύπνησαν και οι συγγενείς του και μη ευρόντες αυτόν εκεί, επέστρεψαν εις τον Ναόν των Αγίων και τον εύρον. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνονται οι Άγιοι Ανάργυροι προς αυτόν, κρατούντες ξίφη εις τας χείρας, λέγει δε ο Κοσμάς προς τον Δαμιανόν· «Σχίσε την κοιλίαν του γέροντος δυνατά, διότι είναι και γέρων και βλάσφημος». Του εφάνη λοιπόν ότι τον έσχισε με το ξίφος εις το υπογάστριον· ο δε ασθενής από τον φόβον του εξύπνησε και βλέπει ότι αληθώς ήτο το υπογάστριον αυτού εσχισμένον, ως να ήτο από φλεβοτόμον, παρευθύς δε τόση ύλη και δυσωδία εξήλθεν, ώστε ελέπτυνε το σώμα του και ήλθεν εις την προτέραν του κατάστασιν. Και όχι μόνον τούτο ιάτρευσαν, αλλά και το τραύμα εκείνο, όπερ ήτο από την πληγήν του ξίφους, φανέντες προς αυτόν την δευτέραν νύκτα εθεράπευσαν. Ούτως απήλθεν ο άνθρωπος εκείνος εις τον οίκον του υγιής, περιπατών και δοξάζων τον Θεόν. Ακούσατε όμως και έτερον θαύμα των Αγίων. Άρχων τις των Χριστιανών βασιλέων είχεν ασθένειαν μεγάλην και αθεράπευτον, δυσουρίαν ονομαζομένην. Έχων λοιπόν την ασθένειαν αυτήν ο άρχων εκείνος, εξώδευσεν όλην αυτού την περιουσίαν, ίνα εύρη την θεραπείαν, αλλ’ εις μάτην. Αφ’ ου λοιπόν απηλπίσθη από τους ιατρούς όλους, ενεθυμήθη τους Αγίους Αναργύρους και είπε προς τους συγγενείς και φίλους του να τον υπάγωσιν εις την Εκκλησίαν των. Οι δε Άγιοι, ως φιλάνθρωποι και ελεήμονες, βλέποντες την ασθένειαν του άρχοντος, επιφαίνονται εις αυτόν δια νυκτός και λέγουσιν· «Ω άνθρωπε, λάβε ολίγας τρίχας από τον Κοσμάν και αφού κάψης αυτάς και τρίψης καλώς, πίε με ολίγον ύδωρ και θέλεις ιατρευθή». Ο δε άρχων εκείνος, άμα εξύπνησεν, εθαύμαζε τι να εδήλου το όραμα εκείνο· που να εύρη τον Κοσμάν να λάβη τας τρίχας; Επειδή ενόμιζεν ότι πραγματικώς δια τον Άγιον Κοσμάν έλεγον, όμως το τοιούτον είχεν άλλο νόημα και ακούσατε αυτό. Εις τας ημέρας εκείνας, πριν ήπροσπέση ο άρχων εκείνος εις τον Ναόν των Αγίων, Χριστιανός τις είχε χαρίσει εν πρόβατον εις τον Ναόν αυτών να το σφάξωσιν εις την εορτήν των· επειδή δε εν τω μεταξύ ήσαν ακόμη ημέραι τινές έως ότου έλθη η ημέρα της εορτής και πανηγύρεως των Αγίων, ετρέφετο το πρόβατον εις την αυλήν της Εκκλησίας και έγινε κατά πολλά ήμερον, οι δε υπηρέται της Εκκλησίας το ωνόμαζον Κοσμάν, δόντες εις αυτό το όνομα του Αγίου. Απ’ εκείνο λοιπόν το πρόβατον εννόουν λέγοντες να λάβη τρίχας, τας οποίας αφού καύση και τρίψη καλώς να τας πίη με ολίγον ύδωρ· ο άρχων όμως εκείνος ευλόγως ηπόρει τι εδήλου η οπτασία εκείνη, μη γνωρίζων ούτε το πρόβατον ούτε την ονομασίαν του. Αλλ’ ιδού πως ωκονόμησαν το πράγμα οι Άγιοι. Όταν ανέτειλεν η ημέρα, το πρόβατον εκείνο, οδηγούμενον εκ της χάριτος των Αγίων, επορεύθη και εστάθη ενώπιον του άρχοντος εκείνου, κράζον μεγαλοφώνως κατά την φωνήν των προβάτων, ώσπερ να εζήτει τι. Οι δε άλλοι ασθενείς και υπηρέταιτου άρχοντος, βλέποντες το πρόβατον ούτω στενοχωρούμενον και μεγαλοφώνως κράζον, εθαύμαζον, τι άραγε να εσήμαινε τούτο. Μεθ’ ικανήν δε ώραν, εις των Ιερέων της Εκκλησίας, ελθών και ιδών και αυτός το πρόβατον εις τοιαύτην κατάστασιν τω είπε· «Τι έχεις, Κοσμά, και κράζεις ούτω»; Τότε παρευθύς ως ήκουσε την λέξιν «Κοσμά» εις το πρόβατον, ως φρόνιμος διηγήθη την οπτασίαν εις τους περιεστώτας και ούτω λαβόντες το πρόβατον εκούρευσαν ολίγας τρίχας από του δέρματός του και τας οποίας, αφού τας έκαυσαν και τας έτριψαν καλώς, κατά την παραγγελίαν των Αγίων, τας έδωκαν εις τον άρχοντα, όστις μετ’ ολίγου ύδατος τας έπιε· παρευθύς δε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Υγιής εγένετο ο άνθρωπος και απήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν, τον θαυματουργούντα δια των πιστών αυτού δούλων. Ακούσατε προς περισσοτέραν δόξαν της Παναγίας Τριάδος, ευλογημένοι Χριστιανοί, και άλλο θαύμα επίσης μέγα. Άνθρωπος τις ήτο από τα μέρη της Ανατολής, πλούσιος και έρχων, ευλαβής δε και φοβούμενος τον Θεόν, ο οποίος είχε μεγάλην ασθένειαν εις την καρδίαν και τον στόμαχον, εκ νεαράς του ηλικίας· η δε ασθένειά του αύτη ήτο ανίατος και ούτε να φάγη όσον εχρειάζετο ηδύνατο, ούτε να πίη και τέλος εφαίνετο ως δαιμονισμένος. Απορών δε περί του πρακτέου, ήτο βυθισμένος εις μεγάλην στενοχωρίαν και λύπην, έχων μόνην παρηγορίαν και ελπίδα τον Θεόν. Ούτω λοιπόν διακείμενος ο άνθρωπος, και μη ευρίσκων ουδαμού ουδεμίαν ιατρείαν, προσέδραμεν εις τον Ναόν των Αγίων Αναργύρων. Μείνας δε εκεί ολίγας ημέρας και μη ιδών καμμίαν ωφέλειαν, ενόμισεν ότι δεν είναι θέλημα Θεού να ιατρευθή παντελώς. Όθεν απεφάσισε να απέλθη πάλιν εις τον οίκον του· εν τούτοις όμως την νύκτα προς την επαύριον ημέραν, ότε έμελλε να αναχωρήση, αφού πάντα τα προς την οδοιπορίαν αναγκαιούντα ητοιμάσθησαν, επιφαίνεται άνθρωπός τις εις τον ύπνον του και λέγει εις αυτόν: «Μη βιάζεσαι, άνθρωπε, να επιστρέψης εις τον οίκον σου, αλλά πρόσμενε ακόμη μέχρι της ερχομένης Κυριακής και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού και την δόξαν των πανευφήμων Αγίων Αναργύρων». Ως έφθασε λοιπόν η Κυριακή, πάλιν κατά την συνήθειάν του ο ασθενής έπεσε προς της Εικόνος των Αγίων, και προς το μεσονύκτιον βλέπει φανερώς, ότι εξήλθε του Αγίου Βήματος ο Άγιος Κοσμάς, ο μεγαλύτερος αδελφός, και περιήλθεν όλην την Εκκλησίαν επισκεπτόμενος τους ασθενείς, προς αυτόν δε τον ασθενή, ο οποίος έβλεπε την οπτασίαν, δεν έστρεψε παντελώς τον οφθαλμόν του· ενόμισε δε τότε ο άρχων εκείνος, ότι εις την επιστροφήν τουλάχιστον ο Άγιος θα τον έβλεπεν, αλλ’ εις μάτην. Τότε λοιπόν ιδών ο ασθενής ότι επλησίαζε να εισέλθη πάλιν εις το Άγιον Βήμα, ενώ αυτόν καθ’ ολοκληρίαν δεν τον παρετήρησε, προσέδραμεν εις τους πόδας του δεόμενος αυτού να τον ιατρεύση. Λέγει τότε εις αυτόν ο Άγιος· «Λάβε αυτό το γλύκισμα και αφού το φάγης θέλεις ιατρευθή». Ως έλαβε δε ο άρχων από τας χείρας του Αγίου το γλύκισμα εκείνο, πάλιν προσέπεσεν ενώπιόν του λέγων· «Παρακαλώ σε, Άγιε του Θεού, να ευδοκήσης να μη με πειράξη πλέον η επάρατος αύτη ασθένεια». Τότε απλώσας ο Άγιος την χείρα του επί του άρχοντος και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού είπεν: «Εις το όνομα του Θεού να μη σε πειράξη πλέον η τοιαύτη ασθένεια, σου παραγγέλλω όμως από τούδε και εις το εξής να μη γευθής ουδέποτε όσπρια, καθ’ όλην σου την ζωήν». Είχε δε ο άνθρωπος εκείνος, ως έλεγε, και άλλην ασθένειαν, και αύτη ήτο εκ διαλειμμάτων μονομερής πόνος των οδόντων του· παρεκάλεσεν όθεν τον Άγιον να ιατρεύση και αυτήν την ασθένειαν· ο δε Άγιος είπεν· «Αρκετή σου είναι η θεραπεία του στομάχου, αυτήν δε την μικράν ασθένειαν είναι θέλημα Θεού να την έχης· διότι «Ον αγαπά Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ:12). Ούτω λοιπόν τυχών ο άρχων εκείνος εντελούς ιατρείας του στομάχου επανήλθεν εις τον οίκον αυτού δοξάζων τον Θεόν και μεγαλύνων τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους. Ακούσατε δε και άλλο θαύμα, το οποίον θα διηγηθώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, και ούτως εις δόξαν του Θεού να περατώσω την περί των Αγίων τούτων διήγησιν. Άρχων τις ευγενής και χρηστός από την Φερεμάν, θέλων να πορευθή εις μακρινήν χώραν δι’ εμπορεύματα, έλαβε μεθ’ εαυτού την γυναίκα του και κατηυθύνθη εις τον τάφον των Αγίων Αναργύρων, όπου εκτείνας τας χείρας του προς τους Αγίους είπεν· «Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί, υπό την σκέπην σας αφήνω την γυναίκα ταύτην και η χάρις υμών να την περισκεπάση έως ότου επανέλθω». Ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού, παραγγείλας εις την γυναίκα, ότι εν όσω δεν βλέπει ίδιόν του γράμμα και τον δακτύλιόν του να μη πιστεύση καμμίαν περί αυτού είδησιν ως αληθή. Και ταύτα ειπών ο άρχων εκείνος εις την σύζυγόν του απήλθεν εις μεμακρυσμένην χώραν· ο δε εχθρός της αληθείας διάβολος φθονών τον άρχοντα, ότι ενεπιστεύθη την σύζυγον αυτού εις τους Αγίους και θέλων να τον κάμη να πικρανθή και να απιστήση, τι ετεχνεύθη; Έπλασε γράμματα κατά φαντασίαν, ως προερχόμενα από του άρχοντος εκείνου και προοριζόμενα δια την σύζυγόν του, έπλασε δε κατά φαντασίαν και τον δακτύλιόν του. Έλεγον δε τα γράμματα εκείνα, ίνα δήθεν αυτή μεταβή εσπευσμένως πλησίον του. Αφού λοιπόν ητοίμασεν όλα ταύτα ο δολερός διάβολος, μετεμορφώθη εις είδος αγωγέως και προσελθών εις την σύζυγον του άρχοντος ενεχείρισεν εις αυτήν τα γράμματα και τον δακτύλιον του συζύγου της, άτινα δήθεν παρέδωκεν εκείνος εις αυτόν δια να τα φέρη. Ιδούσα λοιπόν η γυνή και αναγνωρίσασα το γράμμα του συζύγου της, προς δε και τον δακτύλιόν του, απεφάσισε να απέλθη προς αυτόν, συνοδευομένη μάλιστα υπό του απεσταλμένου. Αλλά παρατηρήσατε πόσον ισχύει η πρεσβεία των Αγίων. Πορευόμενος ο μεταμορφωμένος δαίμων με την γυναίκα, ωδήγησεν αυτήν εις ένα μέγαν κρημνόν· εκεί δε ώθησεν αυτήν με σκοπόν να την θανατώση· εκείνη δε η αθλία, κρημνιζομένη από τοιούτον μέγαν κρημνόν, άλλο τι δεν ηδυνήθη να είπη ειμή μόνον: «Άγιοι Ανάργυροι, βοηθήσατέ με την δούλην σας». Και παρευθύς, ω του θαύματος! ευρέθη η γυνή εκείνη από τον κρημνόν εις τον οίκον αυτής. Ούτω λοιπόν ελευθερωθείσα της επιβουλής του πονηρού δαίμονος, εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Θεόν και τους αυτού θεράποντας Αγίους Αναργύρους Κοσμάν και Δαμιανόν. Αλλά και περί τούτου του θαύματος αν τις αμφιβάλλη, ας αναγνώση το βιβλίον του Προφήτου Δανιήλ δια να εννοήση ότι και ο Προφήτης Αββακούμ εν διαστήματι μιάς ημέρας από Ιερουσαλήμ ευρέθη εις την Βαβυλώνα, εν ω το διάστημα των δύο αυτών πόλεων είναι είκοσι και τεσσάρων ημερών (Δανιήλ ιβ’ , εν Βηλ και Δράκων, 33-39). Δια τα θαύματα τέλος των Αγίων Αναργύρων, ευλογημένοι Χριστιανοί, αρκετός είναι εις ημάς ο λόγος· τούτο δε μόνον θα σας αναφέρω, ότι είναι πρέπον να συλλογισθώμεν, ω ευσεβέστατοι Χριστιανοί, διατί μεν επί των αρχαίων καιρών οι άνθρωποι ηγίαζον ευκόλως, την σήμερον δε εποχήν δυσκόλως δυνάμεθα να εύρωμεν άνθρωπον ενάρετον. Μήπως άλλος Θεός ήτο τότε και άλλος τώρα; Μήπως τα έτη, οι μήνες, αι ημέραι και αι ώραι ήλλαξαν; Μήπως τα τέσσαρα στοιχεία της φύσεως μετεβλήθησαν, η γη δηλαδή, το ύδωρ, ο αήρ και ο αιθήρ; Μήπως άλλο Ευαγγέλιον ήκουσαν εκείνοι και άλλο ακούομεν ημείς; Ουχί, ουχί· όλα ευρίσκονται όπως ο Θεός απ’ αρχής εποίησεν αυτά και τοιαύτα θα διαμένωσι μέχρι της συντελείας του αιώνος. Τι λοιπόν είναι το αίτιον; Ημείς ηλλάξαμεν την γνώμην ημών, ημείς ηγριώθημεν και ημείς πταίομεν, διότι δεν παρακινούμεν ο εις τον άλλον εις εναρέτους πράξεις, αλλά αλληλοκτονούμεθα, αλληλοκλεπτόμεθα και μυρία όσα αντιχριστιανικά πράττομεν. Λέγετέ μοι, με τοιούτου είδους έργα είναι δυνατόν να ευαρεστήσωμεν τον Θεόν; Είναι δυνατόν να ονομασθώμεν τέκνα του; είναι δυνατόν να μιμηθώμεν τους Αγίους και να φανώμεν άξιοι απόστολοι και ημείς του Χριστού; Ουχί βεβαίως. Λοιπόν παρακαλώ υμάς, ευλογημένοι αδελφοί μου, δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του δι’ ημάς σταυρωθέντος, ας φροντίζωμεν και δια την ψυχήν ημών, η οποία δεν εξαγοράζεται με όλα τα πλούτη του κόσμου· ας συλλογιζώμεθα συνεχώς τα μέλλοντα· ας αποφεύγωμεν τα μάταια πράγματα και ας ζητώμεν τα αιώνια· ας μη δαπανώμεν την ζωήν ημών χάσκοντες δια τας ματαιότητας του κόσμου τούτου, αλλ’ ας την χρησιμοποιώμεν εις έργα θεάρεστα· ας μη ραθυμώμεν εις τα καλά· ας μη αναβάλλωμεν τας όσας καλάς πράξεις σκοπούμεν να πράξωμεν· σήμερον ενεθυμήθης να πράξης μίαν αγαθήν πράξιν, αν δύνασαι, σήμερον πράξον αυτήν· ου γαρ οίδας τι τέξεται η επιούσα. Έως πότε θα είμεθα οκνηροί και αμελείς εις τας παραγγελίας του Θεού; Δεν θα εξυπνήσωμεν ποτέ από τον βαθύν της ραθυμίας ύπνον; Δεν θα προσέχωμεν ποτέ να συλλογισθώμεν που είναι οι πάπποι ημών, που οι πατέρες ημών; Που είναι οι άρχοντες και βασιλείς; Που είναι οι δυνατοί της γης; Που οι πλούσιοι; Που οι εύμορφοι; Που οι υπερήφανοι; Που οι άδικοι; Που οι μέθυσοι; Που οι πόρνοι και τόσοι άλλοι; Δεν ήσαν και εκείνοι ποτε εις τον κόσμον; Δεν εχάρησαν; Δεν έκαμον τας ορέξεις των; Αλλά τώρα που ευρίσκονται; Χώμα μόνον και ουδέν πλέον, κόκκαλα ξηρά και εκείνα καταπατημένα. Τι ωφελήθησαν λοιπόν εκείνοι; ουδέν· εκτός εκείνων όσα επράχθησαν συμφώνως με τας εντολάς του Θεού· εκτός μόνον των αγαθών πράξεων. Ενώ από τα πλούτη, τα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα, τους εκτεταμένους αγρούς και τας ευφόρους αμπέλους, ουδέν εκέρδησαν. Μετά θάνατον ο άνθρωπος δεν φέρει μεθ’ εαυτού, ανερχόμενος εις τους ουρανούς, ίνα κριθή ενώπιον του αδεκάστου Κριτού, άλλο τι, ειμή μόνον τας καλάς και κακάς της ψυχής του πράξεις. Εν πράγμα είναι αθάνατον, η αρετή, τα δε άλλα είναι σκιά, καπνός, όνειρον. Λοιπόν ας εργασθώμεν τα καλά, ίνα κληρονομήσωμεν τα αθάνατα. Η ζωή ημών είναι πρόσκαιρος, αλλ’ η μέλλουσα είναι αιώνιος. Καθείς τέλος Χριστιανός ας κτίση τον οίκον της ψυχής του· ας βάλη θεμέλιον την εξομολόγησιν· ας τον τειχίση με τας αρετάς· ας τον σκεπάση με την χάριν του Θεού· προθυμίαν μόνον θέλει ο Θεός από τον άνθρωπον και Αυτός τον τελειοποιεί. Μη θαρρώμεν δε ότι άνευ του θελήματος του Θεού είναι δυνατόν να κατορθώσωμεν τι, διότι «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον (τον της ψυχής), εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμ. ρκστ: 1). Ας παρακινώμεν τέλος ο εις τον άλλον εις το αγαθόν, ίνα ούτως ενταύθα μεν διέλθωμεν ζωήν εύθυμον, ειρηνικήν, ανεπίδεκτον πάσης διαβολικής συνεργείας, εκεί δε αξιωθώμεν της βασιλείας του Χριστού· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΠΗΓΑΣΙΟΥ, ΑΦΘΟΝΙΟΥ, ΕΛΠΙΔΗΦΟΡΟΥ και ΑΝΕΜΠΟΔΙ

Δημοσίευση από silver »

Τη Β΄ (2α) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΠΗΓΑΣΙΟΥ, ΑΦΘΟΝΙΟΥ, ΕΛΠΙΔΗΦΟΡΟΥ και ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ.

Ακίνδυνος ο Άγιος Μάρτυς και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες Άγιοι Μάρτυρες κατήγοντο από την Περσίαν, ήσαν δε εκ των πρώτων αρχόντων του βασιλέως των Περσών Σαβωρίου Β΄ του βασιλεύοντος εν έτει τλ΄ (330). Ει δε και οι Πέρσαι πρώτοι από τους άλλους λαούς εγνώρισαν τον σαρκωθέντα Χριστόν και με δώρα τον επροσκύνησαν και θεοπρεπώς τον ετίμησαν, εν τούτοις ύστερον και πάλιν απανθρώπως τους δούλους του εκόλασαν, καθώς από πολλών Αγίων Μαρτύρων φαίνεται, εξόχως δε από το Μαρτύριον των ώδε εγκωμιαζομένων Αγίων, το οποίον προσέξατε, ίνα πολλήν ωφέλειαν λάβητε. Κατά τον καιρόν κατά τον οποίον εβασίλευεν εις την Περσίδα ο προρρηθείς Σαβώριος, σκληρώς εβασάνιζε πάντας όσους εύρισκε να ομολογώσι τον Χριστόν, και διαφόρως τους επαίδευεν. Όθεν η Εκκλησία μας μεγάλην σύγχυσιν είχε τότε, διότι καθ’ εκάστην επρόδιδον τους χριστωνύμους οι άπιστοι, όπως επρόδωσαν και τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον, οίτινες εκρύπτοντο εις οίκον τινα και εδίδασκον τους Χριστιανούς να καταφρονούν τα βασιλικά προστάγματα, να ίστανται στερεοί εις την πίστιν και να μη συλλογίζωνται ουδόλως τα πρόσκαιρα κολαστήρια. Ταύτα μαθών ο Σαβώριος επρόσταξε, με μεγάλον θυμόν, να φέρουν τους Αγίους εις το κριτήριον, τούτου δε γενομένου ηρώτησεν αυτούς να είπωσι το γένος των και το επιτήδευμα. Οι δε κακάριοι εκείνοι άνδρες απεκρίθησαν, ότι επίστευον εις τον Δεσπότην Χριστόν, τον Ποιητήν απάσης της κτίσεως. Ταύτα ακούσας ο τύραννος απεκρίνατο· «Εγώ άλλο σας ηρώτησα, και σεις αυθάδεις μου λέγετε άλλην υπόθεσιν· ίδετε το γρηγορώτερον να θυσιάσετε εις τους θεούς, διότι ύστερον θέλετε κλαύσει ανωφελώς». Λέγει εις αυτόν ο Ανεμπόδιστος· «Έπρεπε να μη σου αποκριθώμεν τελείως εις τοιαύτην παράλογον προσταγήν, αλλά δια τον ζήλον της προς τον Χριστόν πίστεως άκουσον ολίγους τινάς και ωφελίμους λόγους· μη ερωτάς δια το γένος και την πατρίδα μας· μόνον τούτο ήξευρε, ότι ένα Θεόν γινώσκομεν και πιστεύομεν τρισυπόστατον, όστις όλον τον κόσμον εδημιούργησεν· αυτοί δε οι ψευδώνυμοί σας θεοί είναι ανύπαρκτοι και της ειδωλολατρίας δαιμονικά και άψυχα ξόανα, προξενούντα αιώνιον κόλασιν και πυρ ατελεύτητον εις τους εις αυτά πιστεύοντας». Εις ταύτα θυμωθείς περισσότερον ο τύραννος ηπείλει να τους δώση πικρότατον θάνατον. Οι Άγιοι όμως απεκρίθησαν γενναιοφρόνως, ότι δι’ αγάπην Χριστού ήσαν έτοιμοι να λάβουν διάφορα κολαστήρια, ως ψυχοσωτήρια και ωφέλιμα. Τότε προστάσσει ο τύραννος να τους ραβδίσουν εις όλον το σώμα τέσσαρες άνδρες, έως να κουρασθώσιν οι δέροντες. Οι δε Άγιοι τοσούτον ανηλεώς ραβδιζόμενοι δεν εψηφούσαν ποσώς τας μάστιγας, αλλ’ είχον τον νουν των εις τον Θεόν και εις την γλώσσαν την υμνωδίαν, ευχαριστούντες Αυτόν δια τα λυπηρά αυτά τα οποία έπασχον. Βλέπων δε ο τύραννος, ότι οι μεν ραβδίζοντες εκουράσθησαν και τους διεδέχθησαν έτεροι, οι δε μαστιγούμενοι είχον τόσην υπομονήν, ώσπερ να ήσαν άλλοι οι πάσχοντες, εξίστατο και εσκοτίσθη ο νους του τοσούτον από την έκπληξιν, ώστε έπεσε κατά γης ως τεθνηκώς, έπειτα, αφού συνήλθε, προστάσσει να τους κρεμάσουν με σχοινία εις τον αέρα και να τους κατακαίωσιν, έως να ξεψυχήσουν εις ταύτην την βάσανον· αλλά και τότε οι Άγιοι εφάνησαν δυνατώτεροι παντός σιδήρου και του αδάμαντος και υπομένοντες ώραν πολλήν την κατάφλεξιν, προσηύχοντο προς τον Κύριον λέγοντες· «Χριστέ ο Θεός ο φωτισμός μας, όστις δια την αγάπην μας εσταυρώθης και υβρίσθης, μακρόθυμε, λύτρωσέ μας από τας επινοίας του κακοτέχνου τυράννου, δια να γνωρίσουν άπαντες, ότι συ είσαι Θεός εις τους ουρανούς τα πάντα δυνάμενος, συν τω Ανάρχω σου Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι δοξαζόμενος». Ταύτα προσευξάμενοι οι Άγιοι εφάνη εις αυτούς ο Δεσπότης Χριστός ως άνθρωπος, και ευθύς τα δεσμά ελύθησαν, το πυρ τους εδρόσιζεν, αυτοί δε σώοι και αβλαβείς εις τον βασιλέα με πρόσωπον φαιδρόν παρεστάθησαν. Ο δε, ως ασύνετος και εις τον νουν βεβλαμμένος, δεν ηυλαβήθη τοιούτον θαυμάσιον, αλλά ωνείδιζε τους Αγίους ως μάγους και γόητας και τους συνεβούλευε πάλιν να αρνηθούν την αληθινήν πίστιν και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε Ακίνδυνος απεκρίνατο· «Ημείς μεν γοητείαν τινά δεν ηξεύρομεν, αλλ’ η δύναμις του Χριστού εργάζεται τοιαύτα θαυμάσια· αλλά συ, επειδή νομίζεις φαντασίαν την αλήθειαν ως φρενόληπτος, να μείνης κωφός και άλαλος δια να καταλάβης εμπράκτως και να δοκιμάσης την δύναμιν του Θεού εις τον εαυτόν σου». Ταύτα ο Άγιος λέγων, εγένετο παρευθύς έργον ο λόγος του, και έμεινεν ο βασιλεύς κωφός, ως οι θεοί του, και άλαλος και μόνον με το νεύμα εσημείωνεν ει τι εβούλετο. Οι δε Άγιοι, ελέγχοντες την αγνωσίαν του, έλεγον προς εκείνον περιγελώντες αυτόν· «Ιδού ημείς υπάγομεν εις τον οίκον μας καταφρονούντες το σον δικαστήριον και δεν μας λέγεις, αν θέλης τίποτε»; Ταύτα ειπόντες προσεποιούντο ότι φεύγουσιν, ο δε αναίσθητος τύραννος, βλέπων αυτούς συνεχώς, εδείκνυε με νεύμα εις τους υπηρέτας να τους δέσουν, δια να μη φύγωσιν· αλλ’ εκείνοι δεν κατελάμβανον τι επρόσταζεν· όθεν ως δαιμονισμένος εξέσχιζε τα ιμάτιά του και τα έρριπτε κατά γης ο ασύνετος. Οι δε Άγιοι ελυπήθησαν δια την μωρίαν αυτού και των άλλων και εδέοντο του Θεού να φωτίση τα όμματα της καρδίας αυτών να τον γνωρίσωσιν· ούτω λοιπόν ευχόμενοι, εφάνη στρατός ουράνιος, εξαστράπτοντες ως τον ήλιον, οι δε ασεβείς μη δυνάμενοι να βλέπουν την λάμψιν και την ωραιότητα των Αγγέλων έπεσον εις την γην εκπληττόμενοι. Ο δε υιός της απωλείας δεν επίστευσεν εις τόσα θαυμάσια, αλλ’ ως φρενόληπτος εστέναζε δεινώς και εκτύπα αθλίως το πρόσωπόν του. Βλέπων ο Ακίνδυνος την τοιαύτην του τυράννου κατάστασιν, ελυπήθη ως φιλάνθρωπος και εδάκρυσεν εις τόσην πώρωσιν, στραφείς δε λέγει προς αυτόν· «Επειδή δεν καταλαμβάνεις του Θεού την παιδείαν, ασύνετε, αλλά μένεις θεληματικώς εις την κακίαν σου, έχε καν την λαλιάν σου ακώλυτον». Ούτως ειπόντος του Αγίου ελύθη ο βασιλεύς από τα δεσμά της αφωνίας, έμεινεν όμως και πάλιν εις τον δεσμόν και την τυφλότητα της ψυχής· απειλών δε ότι θα παιδεύση τους υπηρέτας, επειδή δεν ηννόησαν να κάμουν εκείνο, το οποίον τους είπε με νεύμα, προστάσσει να φέρωσι σιδηρούς κραββάτους, κάτωθεν δε αυτών να βάλουν πυρ με λίπος, πίσσαν και ρητίνην, τους δε Αγίους να δέσουν επί των κραββάτων με αλύσεις και να τους καύσωσιν. Οι δε Μάρτυρες αγαλλόμενοι ανέβησα εις την κλίνην και καταφλεγόμενοι επί ώρας πολλάς, έψαλλον πάλιν ως πρότερον λέγοντες· «Επύρωσας ημάς, ως πυρούται το αργύριον» (Ψαλμ. ξε: 10), αλλά δεόμεθά σου, ίδε την ταπείνωσίν μας· δος ημίν δύναμιν να υπομείνωμεν τας τιμωρίας και φώτισον τους περιεστώτας να σε γνωρίσωσι». Ταύτα ειπόντες ήκουσαν εκ του ουρανού φωνήν λέγουσαν· «Επειδή με τα έργα την πίστιν εβεβαιώσατε, ας γίνη το θέλημά σας, καθώς εζητήσατε». Και ούτω κατά την φωνήν και τα πράγματα ηκολούθησαν, και εβόησαν όσοι την ήκουσαν λέγοντες· «Ένας είναι ο παντοδύναμος και αήττητος Θεός, Αυτός τον οποίον σέβονται οι Μάρτυρες ούτοι και μακάριοι όσοι δι’ Αυτόν κατακριθώσιν εις θάνατον, ότι με την πρόσκαιρον αυτήν βάσανον υπάγουν εις αγαλλίασιν αιώνιον». Ταύτα λέγοντες παρεκάλεσαν τους Αγίους να δεηθώσι προς τον Θεόν, να τους δώση τελείαν των αμαρτημάτων αυτών συγχώρησιν. Προσευξαμένων δε των Αγίων, έγιναν αίφνης βρονταί φοβεραί, αστραπαί και βροχή μεγάλη τοσούτον, ώστε ετρόμαξαν οι αντίδικοι και εσκορπίσθησαν έμφοβοι· οι δε πιστεύσαντες έμειναν με τους Αγίους, οι οποίοι τους επαρηγορούσαν να μη φοβώνται, αλλά να έχουν εις τον αληθή Θεόν τας ελπίδας των. Δοξάσαντες λοιπόν τον Κύριον άπαντες, ήλθον ουράνιοι Άγγελοι και ενέδυσαν στολάς λευκάς τους πιστεύσαντας, με τας οποίας εσημείωναν την της ψυχής καθαρότητα. Ο δε βασιλεύς, ως τυφλός και ανόητος, παρεκίνει πάλιν τους Αγίους να αρνηθούν την ευσέβειαν και να προσκυνήσουν τους δαίμονας. Ο δε Άγιος Ακίνδυνος απεκρίνατο· «Ημείς ένα Θεόν γινώσκομεν εις τους ουρανούς και Αυτόν μόνον λατρεύομεν, όστις είναι μόνος αληθής και παντοδύναμος και χαρίζει εις τους Χριστιανούς Βασιλείαν αιώνιον, τους δε απίστους κατακρίνει εις πυρ ατελεύτητον». Λέγει προς αυτούς ο βασιλεύς· «Έναν θεόν σας συμβουλεύω και εγώ να λατρεύετε και ας υπάγωμεν εις τον ναόν του, να τον προσκυνήσετε μετ’ εμού». Αφού λοιπόν μετέβησαν εις τον βωμόν, εβόησε ταύτα ο βασιλεύς· «Μεγάλη η του θεού Διός αήττητος δύναμις». Είτα προστάσσει τους Αγίους να τον προσκυνήσουν και αυτοί μετά δεήσεως. Οι δε εγονάτισαν και προσεκύνησαν τον αληθή Θεόν, καθώς έπρεπε και παρευθύς εγένετο σεισμός τοσούτον μέγας, ώστε εκρημνίσθη το είδωλον και κατερράγη. Ο δε βασιλεύς εξελθών έντρομος και κάθιδρως από του φόβου, λέγει προς τους Αγίους· «Αυτά εθάρρουν εγώ από σας και σας έφερον εις το ιερείον, πάντολμοι»; Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς δεν σου εψεύσθημεν, αλλά τον αληθή Θεόν επροσκυνήσαμεν, καθώς είπομεν». Τότε προσέταξε και έφεραν τρία μεγάλα χαλκώματα, τα οποία εγέμισαν μόλυβδον και ανάψαντες πυρ υποκάτω αυτών, έβραζεν ο μόλυβδος, τους δε Αγίους έδεσαν γυμνούς από την μέσην με άλυσιν και τους εισήγαγον βραδέως εις τον βράζοντα μόλυβδον καταβιβάζοντες αυτούς μέχρι του βυθού του χαλκώματος, είτα δε πάλιν τους έβγαζαν, και ούτω τους εβασάνιζαν ώραν πολλήν με τοιαύτην φρικώδη και πολυώδυνον κόλασιν· οι δε μακάριοι Μάρτυρες έψαλλον έκαστος κατά την επωνυμίαν αυτού ύμνον αρμόδιον και ο μεν θείος Πηγάσιος έλεγεν: «Ότι παρά σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. λε:10). Ο δε Ανεμπόδιστος: «Οι πόδες μου ανεμποδίστως εν ευθύτητι έστησαν» και ο Ακίνδυνος: «Κίνδυνοι άδου εύρηκαν ημάς, αλλά καν δια πυρός ήλθομεν, Αυτός, Κύριε, έφερες ημάς εις αναψυχήν και άνεσιν». Βλέπων ο πεπωρωμένος βασιλεύς ότι ουδόλως έβλαπτεν ο μόλυβδος τους Αγίους, ήλθε πλησίον αυτού και λαμβάνων μόνος του την άλυσιν, εβύθισε με ορμήν και κακότητα τους Αγίους εις το χάλκωμα, ο δε μόλυβδος εχύθη έξωθεν και κατέκαυσε τας χείρας του βασιλέως. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Δικαίως έπαθες, διότι έπασχες να θανατώσης ημάς άδικα, όθεν πρεπόντως επέπεσε κατά της κεφαλής σου ο πόνος σου, και αξίους τους καρπούς των έργων σου ετρύγησας, άθλιε». Ταύτα λέγοντες ελύθησαν αι αλύσεις παραδόξως και έμειναν αβλαβείς οι Άγιοι. Τούτο το θαυμάσιον βλέπων υπηρέτης τις, το όνομά του Αφθόνιος, τοιαύτα μεγαλοφώνως εβόησε· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών· γίνωσκε, βασιλεύ, ότι Αυτόν προσκυνώ και εγώ, όστις δύναται και κάμνει τοιαύτα τεράστια». Ο δε τύραννος ελυπήθη εις τούτο και εδοκίμαζε με κολακείες να επαναφέρη αυτόν εις την ασέβειαν, υποσχόμενος εις αυτόν τιμάς και δωρήματα. Ο μακάριος όμως Αφθόνιος άφθονα και πλουσίως ευφήμησε την δύναμιν του Χριστού και λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε την αγαθότητα και φιλοτιμίαν αυτού, λέγων· «Εμέ είναι ο πόθος μου να γίνω στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, όστις είναι ελεήμων και πλουσιόδωρος και δίδει μεγάλας δωρεάς εις τους δούλους Αυτού και τους τιμά αιωνίως ως παντοδύναμος». Γνωρίσας λοιπόν ο τύραννος το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, εκέλευσε να τον αποκεφαλίσωσιν· ο δε μακάριος Αφθόνιος εδόξασε τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι με έσωσας δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου· όθεν η ψυχή μου θέλει αινεί και δοξάζει το όνομά σου αιώνια». Στραφείς δε προς τους Αγίους είπε προς αυτούς· «Εγώ μεν, κύριοι και δεσπόται μου ποθούμενοι, υπάγω προς την σωτήριον οδοιπορίαν χαίρων, δέομαι δε και παρακαλώ την συμπαθή και φιλάνθρωπον ψυχήν σας, να μη ενθυμηθήτε τας θλίψεις και βασάνους τας οποίας σας έδωκα, από τον τύραννον προστασσόμενος, αλλά μάλιστα παρακαλέσατε τον κοινόν Δεσπότην να μη με χωρίση από την συνοδείαν σας, ως οικτίρμων και πολυέλεος, αλλά να με αξιώση να τον δοξάσω μεθ’ ημών αιώνια ευφραινόμενος». Οι δε απεκρίθησαν· «Ύπαγε, αδελφέ, αγαλλόμενος. Μακάριος συ, όστις θέλεις παρασταθή εις την Αγίαν Τριάδα πρώτος από όλους μας, να απολαύσης τας αμοιβάς του κόπου σου με δόξαν αιώνιον· όθεν μάλλον ημείς έχομεν χρείαν ευχής από σε, να παρακαλέσης τον Κύριον να μας αξιώση να τελειώσωμεν και ημείς τον δρόμον της αθλήσεως ακινδύνως και ανεμποδίστως, και να αξιωθώμεν μετά σου ίσων βραβείων και Χάριτος». Ταύτα ειπόντες, ενηγκαλίσθη αυτούς ο Αφθόνιος και ράνας εις τους τραχήλους αυτών αγαλλιάσεως δάκρυα, τους κατεφίλησεν όλους και τους απεχαιρέτησεν. Έπειτα φθάσας εις τον ωρισμένον τόπον έλαβε το ποθούμενον τέλος ο τρισμακάριος. Οι δε παρευρεθέντες Χριστιανοί έλαβον το τίμιον αυτού και άγιον λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς καθώς έπρεπε. Μετά ταύτα είπε προς τους Αγίους ο τύραννος· «Μη νομίσητε ότι θέλω σας δώσει ίσον θάνατον ως του Αφθονίου, αλλά θα σας αφανίσω με διάφορα κολαστήρια». Ούτως είπε και προστάσσει να φέρουν θυλάκους, ήτοι δέρματα βοών, εις τα οποία έβαλαν τους Αγίους και τους έρριψαν εις τα ύδατα· αλλά και πάλιν ουδόλως εβλάβησαν, μάλιστα δε εσχίσθησαν τα δερμάτια, και εφάνη εις το μέσον αυτών ο Άγιος Αφθόνιος εξαστράπτων· και εξελθόντες εις την γην, επήγαν και οι τρεις εις τον τύραννον, όστις ιδών αυτούς ενόμισεν ότι δεν τους έρριψαν ακόμη οι δήμιοι. Όθεν εθυμώθη κατ’ αυτών και εκέλευσε να ρίψουν εκείνους εις το ύδωρ, αφού κόψουν τας χείρας των. Οι δε δήμιοι επίστευσαν εις τον Χριστόν, ακούσαντες τοιαύτην απόφασιν και προσευξάμενοι έλεγον· «Πρόσδεξαι και ημών τας ψυχάς, πολυέλεε Κύριε, και συναρίθμησόν μας τους αναξίους με τους Αγίους Σου Μάρτυρας», και ούτως εδέχθησαν το μακάριον τέλος τον αριθμόν τέσσαρες. Ο δε θεομισής και παράνομος τύραννος εφυλάκισε τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον· αυτός δε έμεινεν εις τόσην λύπην και σκότωσιν, επειδή δεν ηδυνήθη να τους θανατώση, ώστε δεν έφαγε τίποτε, συνάξας δε τους άρχοντας ενεκάλει αυτούς ότι δεν τον εβοήθουν, συμπονούντες και αυτοί δια την τοιαύτην καταφρόνησιν των πατρώων θεών, αλλά τον άφησαν μόνον και εκινδύνευσε. Τότε απεκρίθη ο πρώτος της συγκλήτου, Ελπιδηφόρος καλούμενος, ο οποίος ήτο πιστός Χριστιανός κεκρυμμένος, τότε δε επαρρησιάσθη και ωνείδισε τον βασιλέα άφοβα, και ουχί μόνον αυτός, αλλά και άλλος νέος τις συγκλητικός, την κλήσιν Φιλόλογος, τον εξύβρισε, μη φοβηθείς ουδόλως την βασιλικήν εξουσίαν και έλεγε προς τους άλλους άρχοντας· «Δεν πρέπει, αδελφοί μου ηγαπημένοι, να υποτασσώμεθα εις ένα βασιλέα παράφρονα». Τότε ο τύραννος θυμωθείς προστάσσει τους στρατιώτας να φονεύσουν και τους δύο τούτους, οίτινες τον ύβρισαν. Φίλος δε τις μεγάλος του Σαβωρίου, την κλήσιν Καλλίστρατος, παρεκάλει αυτόν να παύση τον θυμόν και να μη προστάσση παράνομα πράγματα· ομοίως και πάντες οι λοιποί παρρησιασθέντες είπον εις αυτόν· «Γίνωσκε, βασιλεύς αθλιώτατε, ότι ημείς ουδόλως συγκοινωνούμεν εις την ιδικήν σου ασέβειαν». Ταύτα ειπόντες ανεχώρησαν, αυτός δε έμεινεν εις την σκότωσιν, ως υιός του δαίμονος· και το πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον, εκέλευσε να κάμωσι τρεις λάκκους και να βάλουν εις αυτούς θηρία και ερπετά και να ρίψουν εντός αυτών τους Μάρτυρας. Τούτου δε γενομένου ίσταντο εκείνοι αβλαβείς εις το μέσον των θηρίων ψάλλοντες· «Ο Θεός, ο Θεός ημών, εδίψησέ σε η ψυχή ημών», αλλά ποίησον μεθ’ ημών κατά την σην επιείκειαν, και ανάγαγε ημάς εκ λάκκου ταλαιπωρίας, ότι το έλεός σου χρηστόν και η αγαθότης σου ανείκαστος». Ταύτα ευξάμενοι, ήλθον ουρανόθεν λαμπροφορούντες Άγιοι Άγγελοι και δεν αφήκαν τα θηρία ουδόλως να εγγίσωσι τους Αγίους, αλλά τους εξήγαγον του λάκκου υγιείς και αβλαβείς. Ο δε ανόητος βασιλεύς και των θηρίων αναισθητότερος δεν κατεπράϋνε καθόλου την θηριώδη γνώμην του, αλλά προστάσσει πάλιν να τους κρεμάσωσι και να καταξεσχίσουν τας σάρκας των· βλέπων δε ότι κατακοπτόμενοι ώρας πολλάς δεν επτοούντο την βάσανον, αλλά γενναίως υπέμενον, εκέλευσε να τους καταβιβάσουν και να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς. Επήγαιναν λοιπόν οι Άγιοι αγαλλιώμενοι να λάβουν τον ποθούμενον θάνατον· όσοι δε εφωτίσθησαν υπ’ αυτών εις την θεοσέβειαν, ηκολούθουν αυτούς δεόμενοι να τους διδάξουν, δια να στερεωθούν εις την πίστιν καλλίτερα· τινές δε απήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι πολλοί από τους άρχοντας ηκολούθουν οπίσω αυτών, και δεν τους άφηναν να υπάγουν εις τον τόπον της καταδίκης, αλλά ημπόδιζον την θανάτωσιν αυτών. Όθεν ο βασιλεύς έστειλε πολλούς στρατιώτας να τους χωρίσωσιν, οι δε ευλαβείς εκείνοι ηκολούθουν τους Αγίους, το πρόσταγμα του τυράννου εις ουδέν λογιζόμενοι και επροτίμων να αποθάνωσι κάλλιον ή να φανή ότι εδειλίασαν. Ο δε τύραννος επρόσταξε να του φέρωσι τον Ελπιδηφόρον, όστις ήτο ο λογιώτερος εξ αυτών και εις τον ζήλον της ευσεβείας θερμότερος, ο οποίος είπε προς τους Μάρτυρας· «Δεηθήτε του Θεού δι’ εμέ, αδελφοί και Πατέρες μου και οδηγοί μου προς την ευσέβειαν, να με συναριθμήση με την αγίαν σας συνοδείαν». Είπον δε εις αυτόν οι Άγιοι· «Μη λυπήσαι, αδελφέ φίλτατε, αλλά έχε θάρρος, διότι πρότερον από ημάς υπάγεις εις τον ουράνιον Βασιλέα να αγάλλεσαι». Ηκολούθουν δε τον Ελπιδηφόρον άλλοι τρεις έχοντες ομοίαν γνώμην και προαίρεσιν, προς τους οποίους είπεν ο τύραννος· «Τι επάθατε, ανόητοι, και αφήνοντες τους πατρώους θεούς, εκολλήθητε με τους πλάνους αυτούς και γόητας; Γινώσκετε ότι, εάν δεν έλθετε εις την προτέραν ευσέβειαν, θέλω σας δώσει πικρότατον θάνατον». Ο δε μακάριος Ελπιδηφόρος απεκρίθη γενναίως· «Ημείς δεν προσκυνούμεν ψευδείς θεούς, ούτε εις τα πρόσταγμά σου πειθόμεθα, και κάμε ό,τι αν βούλεσαι». Λέγει εις αυτούς ο τύραννος: «Επειδή εσυγκοινωνήσατε με τους ασεβείς τούτους, εγώ θα σας υστερήσω του ποθουμένου εις το πείσμα σας και θα σας δώσω όμοιον θάνατον». Ταύτα ειπών, προσέταξε να αποκεφαλίσουν αυτούς, και όσους άλλους εύρουν εις την ευσέβειαν· εθανάτωσαν λοιπόν την ημέραν εκείνην άνδρας τριακοσίους, οίτινες άπαντες προετίμησαν να αποθάνωσι μάλλον δια τον Χριστόν ή να έχωσιν απόλαυσιν πρόσκαιρον, εις τούτο δε ήτο αιτία ο Ακίνδυνος, όστις τους παρεκίνει να μη δειλιάσωσιν. Αφού δε εθανάτωσαν τους άλλους, προσεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον Ακίνδυνον με τους άλλους δύο Συναθλητάς του και λέγει προς αυτούς με προσποιητήν πραότητα και σκολιότητα της αλώπεκος· «Διατί, φίλοι μου, έχετε τόσον πείσμα και προτιμάτε υπέρ την γλυκυτάτην ζωήν τον πικρότατον θάνατον; Μάρτυς μου ο γλυκύς εις όλους και παμπόθητος ήλιος· πολύ λυπούμαι να σας θανατώσω δια το νέον της ηλικίας σας, την οποίαν και τα θηρία ευσπλαγχνίζονται. Λοιπόν σας συμβουλεύω, προς το συμφέρον σας, κάμετε το θέλημά μου, διότι σας αγαπώ ως τέκνα μου και θέλω σας αξιώσει μεγάλων τιμών και απείρων χαρισμάτων». Οι δε απεκρίθησαν: «Μη μας λυπείσαι, ούτε να πειραχθής να μας δώσης δωρήματα, ότι ποτέ δεν θέλεις δυνηθή να κλίνης εις το θέλημά σου την γνώμην μας, ούτε με απειλάς και φοβερισμούς των κολάσεων, ούτε με υποσχέσεις δωρημάτων. Μάλιστα λύπην έχομεν, ότι δεν λαμβάνομεν μυρίους θανάτους δια την αγάπην του Χριστού και Σωτήρος μας. Λοιπόν μη αργήσης να μας αποφασίσης ως βούλεσαι, διότι ο χορός των Αγίων μάς αναμένει μετά θάνατον». Θυμωθείς τότε ο τύραννος και λύσας την προσποιητήν ημερότητα απεκρίνατο: «Μα τους θεούς, δεν θα απολαύσετε την επιθυμίαν σας». Ταύτα ειπών πρόσταξε να τους φυλακίσουν με αλύσεις και όλην την νύκτα εμελέτα, πως να τους θανατώση ο δείλαιος· το δε πρωϊ προστάσσει να ανάψωσι κάμινον να τους ρίψουν εντός αυτής, έως να γίνουν στάκτη τελείως· αφού δε τους έφεραν εις το θέατρον, είπε προς αυτούς ο Σαβώριος· «Ιδού της απειθείας σας τα επίχειρα (δεικνύων με την χείρα την κάμινον), την οποίαν σεις εξεκαύσετε». Ο δε Ακίνδυνος, κατανοήσας το κακότεχνον του τυράννου, ανταπεκρίθη εις αυτόν και λέγει: «Καλά σου επροφήτευσε το όνομα η μητέρα σου και σε εκάλεσε Σαβώριον, όπερ σημαίνει πατέρα δαιμόνων, αλλά συ είσαι το εναντίον, υιός του ανθρωποκτόνου δαίμονος, επειδή τελείς τα έργα του και χαίρεσαι ως αυτός εις τα ανθρώπινα αίματα». Τούτον τον πικρόν λόγον ακούσας ο δυσσεβής εταράχθη και φωνήσας την μητέρα αυτού, την ηρώτησε να είπη της επωνυμίας αυτού την δήλωσιν. Η δε απεκρίνατο· «Γνωρίζω ότι αυτό είναι το πατρικόν σου όνομα, αλλά δεν ηξεύρω την σημασίαν αυτού». Λέγει ο τύραννος· «Οι κακοδαίμονες ούτοι μου λέγουσιν, ότι δηλοί η επωνυμία μου, ότι είμαι πατήρ δαιμόνων· εάν δε ούτως έχη η αλήθεια, θέλω σε θανατώσει πρότερον με πικρόν θάνατον». Η δε εμειδίασε λέγουσα· «Την αλήθειαν είπον». Τότε εθυμώθη πολύ ο ασεβής και αστοχήσας την μητρώαν αγάπην, την οποίαν και τα άλογα ζώα ευλαβούνται εκ φύσεως, ύψωσε τας χείρας κατ’ αυτής και την εγρόνθιζεν ο απάνθρωπος, πληρώσας ούτως αυτήν δια τους πόνους τους οποίους εδοκίμασε να γεννήση αυτόν τον άσπλαγχνον. Η δε γραία προσπίπτουσα εις τους πόδας των Αγίων έλεγε· «Σώσατε, δούλοι του όντως Θεού, το γήρας μου, διότι βλέπω ότι εγέννησα τον διάβολον». Ο δε τύραννος είπεν εις τους Μάρτυρας· «Τι κάμνομεν; Όσον ίστασθε εις την κακίαν ασάλευτοι, τόσω μάλλον εξάπτει η κάμινος περισσότερον». Οι δε απεκρίθησαν· «Δια την μητέρα σου φρόντισον και μη σε μέλει ποσώς δι’ ημάς, επειδή ακριβώς μας εγνώρισες· δι’ αυτήν κάμε προς Κύριον δέησιν, να σου αφεθή το ανόμημα». Λέγει ο τύραννος· «Αυτή πάλιν θέλει κάμει προς τους θεούς δέησιν, να με συγχωρήσουν ως εύσπλαγχνοι». Η δε γηραιά, τας χείρας υψώσασα προς ουρανόν, τοιαύτα προσηύχετο·»Χριστέ Μονογενές Υιέ του Θεού, μη συγχωρήσης την ασέβειαν του υιού μου, ούτε εις τούτον τον κόσμον, ούτε εις τον μέλλοντα». Ο δε ασεβής είπεν εις αυτήν· «Το γήρας σε έβγαλεν από τον νουν σου, ως φαίνεται, και δι’ αυτό με καταράσαι, αναίσχυντε». Τότε η γνωστική γραύς συνετώς απεκρίνατο· «Εάν εγώ η μήτηρ σου είμαι παράφρων, συ όστις εγεννήθης από εμέ δεν έχεις γνώσιν τελείως, αλλά τον αληθή Θεόν βάλλω μάρτυρα, όστις βλέπει τα πάντα, και προφητεύω εις σε, ότι δεν θέλεις φύγει την δικαίαν κρίσιν του». Ταύτα της μακαρίας λεγούσης, έμεινεν ο μιαρός άφωνος, έπειτα είπεν εις τους υπηρέτας· «Τους μεν δυσσεβείς αυτούς ρίψατε εις την κάμινον, αυτήν δε αφήτε να υπάγη όπου αν βούλεται». Η δε αοίδιμος έλεγε· «Ζη Κύριος ο Θεός, να μη ξεχωρίσω από τους Αγίους του Μάρτυρας, ούτε εις την ζωήν ταύτην, ούτε και μετά θάνατον». Όταν δε οι Άγιοι επλησίασαν εις την κάμινον, προσηύξαντο λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ευχαριστούμεν σοι, ότι μας ενεδυνάμωσες να τελέσωμεν τον αγώνα δια την αγάπην σου και δεν μας αφήκες να γίνωμεν θήραμα των εχθρών μας, αλλά ελύτρωσες την ψυχήν μας από τας παγίδας του δαίμονος. Λοιπόν και τώρα ενδυνάμωσόν μας να υπομείνωμεν και τούτο το πυρ με ανδρείαν και γενναιότητα και παράστηθι, όταν η ψυχή χωρισθή εκ του σώματος, ότι εις σε θαρρούντες εισερχόμεθα εις την φλόγα ταύτην με την ελπίδα σου». Βλέποντες δε οι στρατιώται την αφόρητον εκείνην πύρωσιν εδειλίασαν, και δεν ετολμούσαν να πλησιάσωσι. Λέγουν εις αυτούς οι Άγιοι· «Τι ίστασθε μετά φρίκης τοσούτον έντρομοι και δεν μας ρίπτετε εις την κάμινον; Εάν το ομόδουλον τούτο πυρ το ουδαμινόν και πρόσκαιρον φοβείσθε τοσούτον, πως δεν τρομάζετε της γεέννης το ατελεύτητον»; Οι δε είπον· «Και πως δυνάμεθα να εκφύγωμεν εκείνην την κόλασιν;» Λέγουν οι Άγιοι· «Όσοι πιστεύσουν εις Χριστόν τον αληθή και μόνονΘεόν λυτρώνονται της κολάσεως». Λέγουν εις αυτούς οι στρατιώται· «Οπόταν σας εβασανίζαμεν, καθώς επροστάχθημεν, είχομεν άμετρον τρόμον εις την καρδίαν μας, ώσπερ να μας επερίμενε κακόν χαλεπώτατον και τώρα όπου μας εδιδάξατε εγνωρίσαμεν εις την ψυχήν ευφροσύνην και ελπίδα σωτηρίας. Λοιπόν τελειώσατε εις ημάς όσα η πίστις σας απαιτεί, δια να γίνωμεν δούλοι γνήσιοι του ουρανίου Βασιλέως, ότι την φθαρτόν τούτον εσιχάθημεν ως παράνομον». Εις ταύτα επληρώθησαν ευφροσύνης αμέτρου οι Άγιοι λέγοντες· «Αινέσωμεν συμφώνως τον Κύριον, ότι αγαθός· πρόσδεξαι, Δέσποτα, σήμερον εκείνους τους οποίους επροσκάλεσες την ενδεκάτην ώραν εις τον αμπελώνα του μαρτυρίου σου, και δος αυτοίς τον μισθόν άξιον της αμετρήτου σου αγαθότητος, συναριθμών αυτούς με τους προτελευτήσαντας Μάρτυρας». Από ταύτα λαβόντες θάρρος οι στρατιώται και ποιήσαντες αντί όπλων την σφραγίδα του Χριστού εις το μέτωπον, επήδησαν όλοι τον αριθμόν εικοσιοκτώ με την μακαρίαν μητέρα του βασιλέως και έπεσαν εις την βροντώσαν εκείνην και φλογίζουσαν κάμινον αγαλλιώμενοι και ψάλλοντες με τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον, τελέσαντες τον μακάριον δρόμον της αθλήσεως τη Δευτέρα Νοεμβρίου. Εφαίνετο δε και χορός Αγγέλων με τους Αγίους εντός της καμίνου ψάλλοντες, έως ου λαβόντες τας μακαρίας αυτών ψυχάς παρέστησαν εις τον Δεσπότην Χριστόν. Ο τόπος δε όλος επληρώθη ευωδίας αρρήτου τοσαύτης, ώστε οι παρεστώτες Χριστιανοί εθαύμαζον, οίτινες τα ιερά και τίμια λείψανα, ως έπρεπεν, ευλαβώς ενεταφίασαν, εις Δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Ομοουσίου Θεότητος. Αμην.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Νοεμβρίου, εορτάζομεν τα Εγκαίνια του Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ του εν Λύδδη,

Δημοσίευση από silver »

Τη Γ΄ (3η) Νοεμβρίου, εορτάζομεν τα Εγκαίνια του Ναού του Αγίου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ του εν Λύδδη, ήτοι την ανακομιδήν και κατάθεσιν του αγίου σώματος αυτού.

Γεώργιος ο ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς πατρόθεν μεν κατήγετο εκ της Καππαδοκίας, μητρόθεν δε εκ της Παλαιστίνης· τυχών δε φύσεως και ανατρωφής καλής, καταγωγής δε ευγενούς, διότι οι γονείς του υπήρξαν έκπαλαι και εκ προγόνων ευγενείς και ευσεβείς, έγινε και εις τους πολέμους λαμπρότατος και επιτηδειότατος. Όθεν και όταν ήρχισε να αναδίδη τρίχας, έγινεν από τον βασιλέα Διοκλητιανόν Τριβούνος ονομαστότατος του Νουμέρου· έπειτα έγινε και κόμης δια την ανίκητον ανδρείαν του. Έως τότε όμως εκρύπτετο ότι είναι Χριστιανός. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις το εικοστόν έτος της ηλικίας του, απέθανεν ο πατήρ του εις τους αγώνας, τους οποίους υπέστη δια την ευσέβειαν· και λοιπόν παραλαβών την μητέρα του, ανεχώρησεν από την Καππαδοκίαν και επήγεν εις την Παλαιστίνην, την πατρίδα της μητρός του, εις την οποίαν είχε κτήματα πολλά και κληρονομίαν μητρικήν. Αφ’ ου δε η μήτηρ του ετελεύτησεν, έμειναν εις τον Άγιον χρήματα πάμπολλα· λαβών δε όλα τα χρήματα μεθ’ εαυτού, επορεύθη εις τον Διοκλητιανόν επιθυμών να λάβη μείζον αξίωμα. Βλέπων όμως την τοσαύτην μανίαν, την οποίαν έπνεεν ο τύραννος κατά των Χριστιανών, απεφάσισε να διανείμη εις τους πτωχούς και πένητας τα χρήματα, τα οποία είχε μεθ’ εαυτού, να κηρύξη δε τον εαυτόν του Χριστιανόν ενώπιον του Διοκλητιανού και της βουλής όλης, το οποίον και έπραξεν. Όθεν αφού διεμοίρασε ταχέως τα χρήματα, ηλευθέρωσε τους δούλους του και διέθεσε και τα εν Παλαιστίνη κτήματά του· τότε την τρίτην ημέραν μετά την άθεον του Διοκλητιανού απόφασιν (διότι βουλήν άνομον εβουλεύθη ο Διοκλητιανός και οι συν αυτώ να εξαφανίσωσιν από τον κόσμον τους Χριστιανούς), τότε, λέγω, αυτόκλητος παρέστη ο μέγας Γεώργιος εις το μέσον του βουλευτηρίου, παρόντος και του Διοκλητιανού, ανακηρύξας λαμπρώς τον Χριστόν Θεόν αληθινόν και Υιόν Θεού και ελέγχων των ειδώλων τον δόλον και την ματαιότητα. Όθεν ευθύς παραδίδεται ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής εις διάφορα και σχεδόν αμέτρητα βασανιστήρια, διότι με ακόντιον μεν κεντάται εις την κοιλίαν, τροχόν δε και βούνευρα πολλάκις δοκιμάζει, και εν λάκκω πλήρει τίθεται ασβέστου. Επειδή δε εφυλάχθη αβλαβής εξ όλων τούτων δια της θείας Χάριτος, είλκυσεν εις την πίστιν του Χριστού την γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδραν, ομοίως δε και γεωργόν, Γλυκέριον ονόματι, αναστήσας τον βουν του, και Αθανάσιον τινά, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών· και απλώς ειπείν, πλήθος σχεδόν άπειρον ανθρώπων επέστρεψεν εις τον Χριστόν με τα διάφορα θαύματα, όσα ετέλεσε δια του ονόματος του Χριστού. Αφού δε ταύτα ούτως εποίησε, ρίπτεται σιδηροδέσμιος εις την φυλακήν, κατά την νύκτα δε εκείνην φαίνεται ο Χριστός εις τον ύπνον του και ευαγγελίζεται εις αυτόν τα αγαθά άπερ έμελλε να κληρονομήση. Εξυπνήσας δε ο Άγιος μετά χαράς, ηυχαρίστει τον Θεόν, και παρεκάλεσε τον δεσμοφύλακα να αφήση τον υπηρέτην του να εισέλθη εις την φυλακήν, διότι επερίμενεν έξω (ούτος δε και το Μαρτύριον του Αγίου συνέγραψε με ακρίβειαν). Εισελθών λοιπόν ο υπηρέτης και βλέπων τον αυθέντην του εις τα δεσμά, επροσκύνησεν αυτόν και έπεσεν εις τους πόδας του κλαίων. Ο δε Άγιος τον ήγειρε, λέγων προς αυτόν να χαίρη· έπειτα διηγήθη εις αυτόν και το όραμα όπερ είδε, και ακολούθως προστάσσει αυτόν να λάβη, μετά τον θάνατόν του, το σώμα του και να το μετακομίση εις την Παλαιστίνην, ωσαύτως να λάβης και την διαθήκην την οποίαν συνέταξε πριν ή παρρησιασθή, παραγγείλας προς τούτοις εις αυτόν να έχη πάντοτε εις την ψυχήν του τον τού Θεού φόβον. Ο δε υπηρέτης, υποσχεθείς να φυλάξη τα παραγγελθέντα, εξήλθε της φυλακής. Κατά δε την ερχομένην ημέραν εφέρθη πάλιν ο Μάρτυς εις εξέτασιν και μη πεισθείς να θυσιάση εις τον Απόλλωνα, αλλά κρημνίσας μάλιστα δια προσευχής του τα εν τω ναώ τούτου είδωλα, δια ξίφους την κεφαλήν αποτέμνεται. Ο δε υπηρέτης του Αγίου λαβών το πολύτιμον αυτού λείψανον και την διαθήκην του, μετέβη εις την Παλαιστίνην, και εις αυτήν ενεταφίασεν ευλαβώς και εντίμως το ιερόν εκείνο σώμα μετ’ άλλων Χριστιανών, εξεπλήρωσε δε ευαρέστως όλα όσα είχε διατάξει ο Άγιος. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος και ιδού διέλαμψεν η ευσέβεια και ο μέγας και αοίδιμος Κωνσταντίνος, ο βασιλεύς και Ισαπόστολος, ανέλαβε της βασιλείας τα σκήπτρα. Τότε λοιπόν ευκαιρίαν λαβόντες οι της ευσεβείας και του Αγίου Μάρτυρος Γεωργίου φίλοι και ερασταί, κτίζουσι Ναόν χαριέστατον εν ταυτώ και ωραιότατον εις την Λύδδαν, και ανακομίσαντες από τον αφανή τόπον, εις τον οποίον ευρίσκετο πρότερον το πολύαθλον και Άγιον σώμα του Μάρτυρος, το πολλού φωτός άξιον, τούτο αποθησαυρίζουσιν εις τον παρ’ αυτών οικοδομηθέντα νεόκτιστον Ναόν· και συν τη καταθέσει του λειψάνου τελούσι του Ναού τα εγκαίνια, κατά την παρούσαν τρίτην ημέραν του Νοεμβρίου μηνός. Το δε του Αγίου λείψανον επήγαζεν αενάως κρουνούς θαυμάτων εις τους πιστώς εις αυτό πλησιάζοντας· διότι γνωρίζει ο Θεός να δοξάζη τους αυτόν δοξάζοντας. Έκτοτε λοιπόν η Αγία του Χριστού Εκκλησία εορτάζει ετησίως, κατά την σημερινήν ημέραν, την Ανακομιδήν του λειψάνου του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εις δόξαν και αίνεσιν Χριστού, του αληθινού Θεού ημών, και του αυτού Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ του Μεγάλου του εν τω Ολύμπω.

Δημοσίευση από silver »


Ιωαννίκιος ο θαυμάσιος και μέγας Πατήρ ημών εγεννήθη το εικοστόν τέταρτον και τελευταίον έτος Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, εν έτει ψμα΄(741), εις την επαρχίαν των Βιθυνών, εις χωρίον καλούμενον Μαρικάτον από ευσεβείς γονείς, οίτινες ωνομάζοντο ο μεν Μυριτρίκης, η δε Αναστασώ· γεννηθείς λοιπόν εξ αυτών ετρέφετο με θείαν παιδείαν μάλλον ή με τροφήν πρόσκαιρον· γράμματα μεν δεν ηθέλησε να μάθη, ως και ο Μέγας Αντώνιος, αλλ’ επειδή ήτο ρωμαλέος και μεγαλόσωμος τον έγραψαν εις τον στρατόν οι υπηρέται του βασιλέως, οίτινες εζήτουν ανθρώπους δια τον πόλεμον, επρόκοψε δε τόσον εις την μάχην, ώστε όλοι τον εθαύμαζον. Ήτο δε και επιμελής εις τα θεία προστάγματα, έχων εις την καρδίαν αυτού τον φόβον του Θεού πάντοτε. Φθονών όθεν αυτόν ο διάβολος, ότι εφύλαττεν ακριβώς τας εντολάς του Κυρίου, έπλεκε κατ’ αυτού παγίδας και πανουργίας και τον έρριψεν εις την αίρεσιν των εικονομάχων ο πολυμήχανος, η ασέβεια δε αύτη εκράτησε τον καιρόν εκείνον υπέρ τα εκατόν έτη, οι δε ακολουθούντες αυτήν δεν προσεκύνουν ουδόλως τας αγίας Εικόνας οι μωροί, έως ου απωλέσθησαν ελεεινώς οι αρχηγοί της ασεβείας αυτής και έλαβε την βασιλείαν η ευσεβής Ειρήνη η βασίλισσα, ήτις συνεκάλεσε κατά το έτος ψπγ΄ (783) την Αγίαν εβδόμην Οικουμενικήν Σύνοδον υπό της οποίας εθεσπίσθη και πάλιν να τιμάται και να προσκυνήται ο σεβάσμιος χαρακτήρ του Σωτήρος και των λοιπών Αγίων τα εκτυπώματα. Τινές όμως των Εικονομάχων, από την κακήν αυτών συνήθειαν, εδυστρόπουν και δεν προσεκύνουν αυτάς οι πεπλανημένοι και άγνωστοι. Εις δε από τούτους ήτο και ο μέγας ούτος Ιωαννίκιος. Επειδή όμως εν αγνοία ημάρτανε, δεν τον αφήκεν ο καρδιογνώστης Θεός να μείνη επί πολύν καιρόν εις την ασέβειαν, αλλά με τον εξής τρόπον πανσόφως τον εσαγήνευσεν. Ότε καιρόν τινα, επιστρέφων από τον πόλεμον, διήρχετο από τον Όλυμπον, τον εφώτισεν ο Κύριος να υπάγη πλησιέστερον του όρους δια να συνομιλήση μετά τινος εναρέτου Ασκητού και να λάβη την ευλογίαν του. περιπατών λοιπόν εις το δάσος του όρους εκείνου φαίνεται Ασκητής τις εις το σχήμα σεβάσμιος, και λέγει προς αυτόν πριν χαιρετηθώσι τελείως· «Εις μάτην κοπιάζεις, Ιωαννίκιε, να φυλάττης με τόσον πόνον την αρετήν και να μη προσκυνής του Δεσπότου Χριστού την Εικόνα, την οποίαν καταφρονείς αφρονέστατα». Ταύτα ακούσας ο μέγας μεγάλως εθαύμασε, το προορατικόν του ανδρός εκπληττόμενος, και πίπτων εις τους πόδας του Ασκητού εζήτει την των αγνοημάτων συγχώρησιν, υποσχόμενος να προσκυνή ευσεβώς εις το μέλλον τας του Χριστού και πάντων των Αγίων Εικόνας με μεγάλην ευλάβειαν. Από την ώραν εκείνην λοιπόν ηλλοιώθη θαυμασίαν αλλοίωσιν και εκοιμάτο κατά γης, εποίει μετανοίας αγρυπνών το πλείστον της νυκτός, προσηύχετο μετά δακρύων, δια να του συγχωρήση ο Κύριος όσα του έπταισεν εξ αγνοίας το πρότερον, και ενήστευε καθ’ εκάστην εγκρατευόμενος, όταν δε ελάμβανεν ανάγκην να συνδειπνήση με φίλους του, έτρωγε μεν από τα φαγητά, δια να μη γνωρίζεται η αρετή του, αλλά τόσον ολίγον εγεύετο, όσον μόνον να φαίνεται ότι δεν ενήστευε, και εις τοιαύτην διαγωγήν διήλθεν έτη εξ. Τον καιρόν εκείνον επολέμουν την Θράκην οι Βούλγαροι, ο δε βασιλεύς των Χριστιανών, κηρύξας τον πόλεμον, εξεστράτευσε κατ’ αυτών έχων μεθ’ εαυτού και τον μέγαν Ιωαννίκιον, ομού με τους λοιπούς ανδρείους. Και όταν είδεν ο μέγας αριστεύς Ιωαννίκιος, ότι ενικώντο οι Χριστιανοί και εγέμισαν από τους πεφονευμένους αι φάραγγες, έδραμεν ως άλλος Δαβίδ μυριάδας των αλλοφύλων φονεύων, και τόσην ανδρείαν έδειξεν εις αυτήν την μάχην, ώστε έστρεψαν οπίσω οι πρώην διώκοντες Βούλγαροι και τους κατέκοπτον ελεεινώς οι υπ’ αυτών διωκόμενοι. Απηλευθέρωσε δε από τας χείρας των εχθρών και μεγάλον τινά άρχοντα ο Άγιος, τον οποίον είχον δεδεμένον και έτρεχον σπουδαίως να τον κρατήσουν αιχμάλωτον. Την τοιαύτην ανάγκην βλέπων ο Άγιος εκτύπησεν εις το μέσον των εχθρών, και άλλους μεν εθανάτωσεν, άλλους δε επλήγωσεν· όθεν έφυγαν έμφοβοι, λύσας δε αυτός τον αιχμάλωτον τον απέστειλεν εις τον βασιλέα χαίροντα. Ιδών δε ούτος τοιαύτην ανδρείαν εις τον Ιωαννίκιον, τον επήνεσε και του έδωσε μέγα δώρον. Αυτός δε πάλιν, δια να μη φανή προς τον ευεργέτην αχάριστος, έδραμεν εις ανδρείον τινά Βούλγαρον, όστις ιστάμενος εις στενόν τινα τόπον εφόνευε πολλούς Χριστιανούς, ως δυνατός και ακαταγώνιστος, και κόψας την κεφαλήν εκείνου, όστις εθανάτωσε τόσους Χριστιανούς, την έδωκε του βασιλέως δώρον πολύτιμον. Αυτά τα προς τους ορατούς εχθρούς αγωνίσματα ήσαν προεικονίσματα κατά των αοράτων δαιμόνων, τα οποία έμελλε να τελέση ο γενναίος Ιωαννίκιος ύστερα. Όθεν ως φρόνιμος το εγνώρισε και επιστρέψας εις την οικίαν του εγκρατεύετο πάλιν ευχόμενος, ωπλίζετο δε κατά των δαιμόνων, ώσπερ το πρότερον, τοιαύτα κατά διάνοιαν λέγων· «Εάν έδειξα εις τους σωματικούς εχθρούς ανδρείαν και δύναμιν, διατί να μη πολεμήσω και τους αοράτους δαίμονας γενναιότερα;» Ταύτα μελετών ελυπείτο, ότι εζημιώθη τόσα έτη, μη εργασθείς δια τον Δεσπότην Χριστόν εκ νεότητος, αλλά εκινδύνευε την ζωήν δια τιμήν πρόσκαιρον, και ηύχετο ταύτα προς τον ουράνιον Βασιλέα, λέγων· «Συγχώρησόν μοι, εύσπλαγχνε Κύριε, τα πρότερα και υπόσχομαι να μη φροντίσω δια το σώμα πλέον από την σήμερον, αλλά να το υποτάξω τω Πνεύματι, και να δουλεύω καν τώρα και έμπροσθεν της Βασιλείας σου όσον δύναμαι». Ταύτα ευχόμενος και βλέπων τον Όλυμπον ωρέχθη την ησυχίαν και το ερημικόν αυτού. Όθεν απεφάσισε να διέλθη τον επίλοιπον καιρόν της ζωής του εις αυτόν ησυχάζων. Μεταβάς δε πρότερον εις την Κωνσταντινούπολιν, προσεκύνησεν όλους τους εκεί Ιερούς Ναούς και αποχαιρετήσας αυτούς καταφρονεί τιμήν πρόσκαιρον, απαρνείται πατέρα, μητέρα και όλην του την συγγένειαν, καταλιμπάνει πλούτον και τα λοιπά της σαρκός ποθητά, δια τον πόθον της ουρανίου μακαριότητος, και αναχωρήσας εκείθεν μετέβη εις την Μονήν των Αυγάρων, εξομολογηθείς δε εις τον Καθηγούμενον ταύτης Γρηγόριον, τον συνεβούλευσεν εκείνος να μη υπάγη τότε παρευθύς εις την άσκησιν, εάν δεν υπομείνη καιρόν τινα με συνοδείαν Μοναχών πρότερον, να μάθη τας τάξεις, την υπακοήν και την ταπείνωσιν και να συνειθίση τους πολέμους του δαίμονος, δια να μη ζημιωθή ως απαίδευτος. Ταύτην την καλήν συμβουλήν ακούσας ο Ιωαννίκιος, απήλθεν εις του Αντιδίου το Μοναστήριον και έκαμεν εκεί δύο έτη, μανθάνων ψαλμούς πεντήκοντα από το ψαλτήριον και πάσαν άλλην της μοναχικής παλαίστρας ακρίβειαν. Έχων όμως πόθον προς την ησυχίαν αμέτρητον, έλαβε μετά ταύτα από όλους τους αδελφούς συγχώρησιν και ανεχώρησε, φθάσας δε εις το ποθούμενον αυτού όρος, εδέετο του Θεού, όλην την εβδομάδα νήστις, να του φανερώση οδηγόν τινα απλανή και ενάρετον, δια να δυνηθή δια μέσου αυτού να εύρη την σωτηρίαν του. Την δε εβδόμην ημέραν ακούει φωνήν ο νέος ούτος Μωϋσής ουρανόθεν, ήτις του είπε να υπάγη εις το εσώτερον μέρος του όρους, δια να εύρη το ποθούμενον. Εισελθών όθεν εις το ενδότερον και ερευνήσας επιμελώς, εύρε δύο Μοναχούς ενδεδυμένους με ράσα τρίχινα, οίτινες έζων με τόσην ακτημοσύνην, ώστε ήσαν ως ασώματοι Άγγελοι, εσθίοντες μόνον χόρτα άγρια· τούτους ασπασάμενος με ευλάβειαν ο Ιωαννίκιος τους ηρώτησε να τον οδηγήσωσιν προςτον ποθούμενον, εκείνοι δε νουθετήσαντες αυτόν ικανώς εις όσα εχρειάζετο του επροφήτευσαν και όσα του συνέβησαν ύστερον, λέγοντες· «Όταν κάμης έτη πεντήκοντα εις την άσκησιν, εις το τέλος της ζωής σου θέλουν σε πειράξει τινές φθονεροί και βάσκανοι, αλλά ο πόνος αυτών θέλει επιστρέψει εις την κεφαλήν των αδίκων εκείνων δικαίως και θα τρυγήσουν τους πόνους αυτών, συ δε ουδέ το ελάχιστον δεινόν πρόκειται να πάθης». Ταύτα δε έγιναν όλα, καθώς θέλομεν γράψει κατωτέρω. Ταύτα προφητεύσαντες οι Όσιοι εκείνοι Ασκηταί του εχάρισαν χιτώνα τρίχινον, τον οποίον είχεν όπλον κατά των δαιμόνων ακαταμάχητον. Λαβών λοιπόν τας ευχάς των Αγίων εκείνων Γερόντων ο Όσιος επήγεν εις το όρος Τριχάλιξ ονομαζόμενον, εις το οποίον διήλθε διαγωγήν θαυμάσιον και έμενεν ύπαιθρος χωρίς να εισέλθη εις οίκον ή εις σπήλαιον, αλλά μόνον τον ουρανόν είχε στέγην, υπομένων τας βίας των ανέμων, των χιόνων και των υετών ο αήττητος. Ο δε Γρηγόριος, τον οποίον ανεφέραμεν ανωτέρω, επήγε να τον εύρη και βλέπων την πολλήν αυτού κακοπάθειαν, του έκαμε μικράν καλύβην να φυλάττεται από τας βροχάς και τας χιόνας και ούτως ανεπαύθη ολίγον καιρόν. Είτα πάλιν, επειδή τον έμαθον οι άνθρωποι και ερχόμενοι πολλάκις εκεί του έδιδαν ενόχλησιν, ανεχώρησεν εκείθεν ο μακάριος και μετέβη εις όρος τι παρά τον Ελλήσποντον κρημνώδες πολλά και δασύτατον, εις το οποίον έσκαψεν ολίγον εις τόπον, όστις ήτο αρμόδιος και έκαμεν υποκάτω της γης μικρόν λάκκον, όσον τον εχώρει, και εκεί κατώκησε, μη έχων ως ο Ηλίας τον κόρακα να του φέρη το σιτηρέσιον, αλλά βοσκόν τινα όστις έβοσκε τράγους. Τούτον παρεκάλεσεν ο Άγιος να του φέρη καθ’ έκαστον μήνα ολίγους άρτους και ύδωρ, αυτός δε προσηύχετο δια την ψυχήν του. Έκαμε λοιπόν τρία έτη εις εκείνον τον τόπον νύκτα και ημέραν ευχόμενος και έλεγε τον περισσότερον καιρόν την ευχήν ταύτην· «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι», και από τούτον τον Άγιον συνήθισαν και άλλοι Χριστιανοί ταύτην την ευχήν και την λέγομεν έως την σήμερον. Ημέραν τινά του ήλθε ο λογισμός να υπάγη εις τινα Ναόν ευρισκόμενον εις τα μέρη εκείνα, να προσκυνήση τον εις αυτόν τιμώμενον Άγιον, και εκεί έτυχε στρατιώτης τις φίλος του, όστις ιδών αυτόν τον εγνώρισεν από το μέγα ανάστημα του σώματος και τους χαρακτήρας της όψεως και επιπεσών εις τον τράχηλον του Αγίου από την χαράν του έχυνε δάκρυα, επειδή εύρε τον παλαιόν του φίλον Ιωαννίκιον. Αφού λοιπόν ανεγνωρίσθησαν και ωμίλησαν επ’ ολίγον, ενεχώρησεν ο άνθρωπος εκείνος δια να υπάγη προς τους άλλους φίλους του και να τους δώση είδησιν περί του που ευρίσκετο ο Ιωαννίκιος. Εκείνος όμως φεύγων τον ανθρώπινον έπαινον, επήγεν εις τα όρη της Κουντουρίας και εισερχόμενος εις Εκκλησίαν τινά, την οποίαν εύρεν εις την οδόν, έτυχεν εκεί ανδρόγυνον τι, το οποίον ήθελε να λειτουργήσωσιν, ιδόντες δε εκείνοι εξαίφνης τοιούτον άνδρα γιγαντιαίον, ανυπόδητον και μακρύμαλλον, εφοβήθησαν και έφευγον. Ο δε Άγιος με πραείαν και ήμερον φωνήν τους ηρώτησε να του δείξωσι την οδόν, εκείνοι δε του έδειξαν ποταμόν τινα, τον οποίον έμελλε να διαβή, όστις ήτο πλημμυρισμένος από τας βροχάς του χειμώνος και ήτο δυσκολοπέραστος· ο δε Όσιος ηγέρθη το μεσονύκτιον και ποιήσας ευχήν, (ω του θαύματος!) διέβη τον ποταμόν αβρόχως. Ούτω δε βαδίζων έφθασεν εις την Έφεσον και ελθών εις τον Ναόν του ηγαπημένου μαθητού Ιωάννου, αι θύραι αυτού ήνοιξαν μόναι των και αφού εποίησε την προσευχήν του, πάλιν εσφάλισαν. Επιστρέφων εκείθεν προς Κουντουρίαν ο Όσιος, τον υπήντησαν εις την οδόν δύο Μοναχαί, μήτηρ και θυγάτηρ, είχε δε η θυγάτηρ πειρασμόν, όστις την παρεκίνει προς πορνείαν και της έδιδε μεγάλον πολύ και ανυπομόνητον σκάνδαλον, τόσον ώστε η γραία δεν ηδύνατο πλέον να την εμποδίση από το κακόν με νουθεσίας και παραδείγματα· όθεν ιδούσα τον Όσιον, τον παρεκάλεσε να της αναγνώση ευχήν, να λυτρωθή από τον πειράζοντα. Ο δε Όσιος ως συμπαθής εσυμπόνεσε την κόρην και της λέγει να βάλη εις τον τράχηλόν του την χείρα της και τότε εποίησεν ευχήν προς Θεόν δεόμενος να λυτρωθή η κόρη από το σκάνδαλον και να υπάγη το κακόν εις τον Άγιον και ούτως αυτή μεν λυτρωθείσα τελείως του πειρασμού επέστρεψε σωφρονισμένη εις το Μοναστήριόν της, ο δε Άγιος έμεινεν εις μέγαν και δεινότατον πόλεμον. Εβασάνιζον λοιπόν τον Άγιον λογισμοί αισχροί και άπρεποι και τον παρεκίνουν εις πορνείαν, τόσον δε σκάνδαλον του έδωσαν, ώστε εισήλθεν εις σπήλαιον δια να εύρη θηρίον να τον φάγη και να διασωθή από τον ψυχικόν θάνατον. Έτυχε δε δράκων τις δεινός εις το σπήλαιον, τον οποίον πλησιάσας ο Όσιος τον παρεκάλει να τον φάγη προτιμών μάλλον τον θάνατον ή να μολύνη την ψυχήν με τους ατόπους λογισμούς και με τα άτακτα της σαρκός κινήματα. Ευθύς όμως ως επλησίασεν εις τον δράκοντα, εκείνος μεν ενεκρώθη, οι δε πονηροί λογισμοί ηφανίσθησαν και παν έτι θέλημα της σαρκός που τον επείραζεν εμαράνθη τελείως και από την ώραν εκείνην τον εφοβούντο όλα τα θηρία ορατά και αόρατα. Ημέραν τινά, καθώς ανεγίνωσκε τους ψαλμούς του Δαβίδ, είδε τινά, όστις μετέφερε σωρόν λίθων, από τους οποίους εξήλθε μέγας όφις φοβερός εις το είδος και κοκκινόμορφος· ο δε Άγιος κτυπήσας αυτόν με την ράβδον τον εθανάτωσεν. Και πάλιν άλλην φοράν τον χειμώνα εισήλθεν εις σκοτεινόν σπήλαιον, εις το οποίον είχε φωλεάν δράκων άγριος· ο δε Άγιος βλέπων τους οφθαλμούς του θηρίου να λάμπουν ενόμισεν ότι ήτο πύρ, το οποίον ήναψεν άλλος τις πρότερον· όθεν συνάξας ολίγα ξυλάρια, τα έβαλεν εις τα όμματα του δράκοντος να ανάψη πυράν να ζεσταθή, ο δε δράκων εσάλευεν· όθεν ηννόησεν ο Άγιος ότι ήτο θηρίον, όμως ουδόλως εδειλίασεν, αλλ’ εσύρθη παράμερα και δεν ετόλμησεν ο δράκων να τον εγγίση, επειδή είχε την θείαν Χάριν, ήτις τον εφύλαττεν. Είχε δε τότε εις την έρημον έτη δώδεκα· αλλ’ ακόμη δεν ήτο Μοναχός, ο τοσούτον εις την αρετήν θαυμάσιος, του ήλθε δε τότε φωνή άνωθεν, να υπάγη να κατοικήση εις τόπον τινά Εριστή καλούμενον και να ενδυθή το σχήμα των Μοναχών εις εκείνο το Ασκητήριον. Επήγε λοιπόν εκεί τον καιρόν του θέρους ο Όσιος και φανερώνει την θείαν αυτήν αποκάλυψιν εις τον Καθηγούμενον του Μοναστηρίου εκείνου ονόματι Στέφανον, όστις εδέχθη τον Άγιον και τον έκειρε κατά την τάξιν Μοναχόν. Αφού λοιπόν έλαβε το Άγιον σχήμα ο μονάζων και προ του σχήματος, επρόκοπτεν εις την αρετήν περισσότερον, προσθέτων πόνους και κόπους υπέρ τους πρότερον και ησφαλίσθη εις τόπον καλούμενον Κρίτημα, δεδεμένος εξ οργυιάς άλυσιν, παράμεινε δε εκεί έτη τρία και τότε του ήλθε λογισμός να υπάγη εις τόπον Χελιδόνα καλούμενον, να ομιλήση με τινα περιβόητον και άγιον άνδρα, την κλήσιν Γεώργιον. Όταν λοιπόν έφθασεν εις τον ποταμόν Γοράντην, εύρε δράκοντα εις το πέραμα και με την προσευχήν του τον εθανάτωσε, φθάσας δε εις τον μέγαν εκείνον Γεώργιον έμεινε μετ’ αυτού έτη τρία, και εκμαθών όλον το Ψαλτήριον επήγεν εις την Μονήν των Αυγάρων, με τινα μαθητήν την κλήσιν Παχώμιον και ανέβησαν εις το πλησίον όρος δια να ίδωσι κελλία τινά, τα οποία έκτιζον εκεί δια να κατοικούν όσοι επροτίμων την αναχώρησιν. Έτυχε δε εκεί τράγος τις υπέρ φύσιν πολλά μεγάλος, τον οποίον ιδόντες οι Μοναχοί, οίτινες επήγαν με τον Άγιον, ωρέχθησαν αυτόν και εμελέτων να τον κυνηγήσωσιν, δια να κάμουν ασκόν το δέρμα του. Ο δε Άγιος, ως προορατικός, γνωρίσας τους διαλογισμούς αυτών, εφώνησεν ένα την κλήσιν Σάββαν και του λέγει· «Ύπαγε να φέρης εδώ εκείνον τον τράγον». Ο δε απεκρίνατο· «Και εάν φύγη, πως να τον φέρω, αφού είναι άγριος;» Λέγει ο Άγιος· «Ύπαγε και ειπέ του τον λόγον μου και έρχεται πάραυτα». Τότε στραφείς προς τους άλλους τους ηρώτα εάν ήτο το δέρμα του τράγου χρήσιμον, οι δε είπον· «Ναι, είναι πολύ καλόν και χρήσιμον, δια τούτο από ώραν πολύν μελετώμεν, εάν δυνηθώμεν, να τον θηρεύσωμεν».Τότε ήλθεν ο Σάββας και τον ηκολούθει ο τράγος ως ήμερος· ο δε Άγιος δεικνύων και προς τα άλογα ζώα το φιλάγαθον, είπε προς αυτόν· «Ύπαγε, βόσκου κατά το σύνηθες», και ούτως εδίδαξε τους Μοναχούς, όχι μόνον συμπάθειαν, αλλά και την εκκοπήν του θελήματος. Εις εκείνο το όρος εις το οποίον ησκήτευεν ο Ιωαννίκιος, ήτο και άλλος Αναχωρητής, Γουρίας ονόματι, όστις ενομίζετο από τους άλλους εναρετώτατος· ούτος λοιπόν βλέπων τον μέγαν Ιωαννίκιον, ότι τον επερίσευεν εις όλα, εφθόνησε περισσότερον και τόσον τον εκυρίευσεν ο πατήρ του φθόνου, ώστε και εις φόνον ώρμησεν ο ανόητος και ακούσατε· μελετών εις την διάνοιαν αυτού ο παγκάκιστος Γουρίας, πως να φονεύση τον Όσιον, χωρίς να τον εννοήσουν οι άνθρωποι, έβαλε βουλήν να τον ποτίση δηλητήριον· προσποιούμενος λοιπόν ότι ήθελε να μιμήται την αρετήν εκείνου, επήγεν εις το κελλίον του, ο δε Όσιος τον υπεδέχθη ως απονήρευτος και έκαμαν ομού ημέρας πολλάς, έως ου εύρεν ο υποκριτής της αρετής καιρόν επιτήδειον να τελέση το μελετώμενον· ποτίσας λοιπόν αυτόν της επιβουλής το ποτήριον, ησθάνετο ο Άγιος εις τα εντόσθια αυτού πολλάς οδύνας, όμως ο Παντοδύναμος Θεός δεν τον αφήκεν επί πολλήν ώραν να τον κυριεύση το δηλητήριον, αλλ’ έστειλε τον Άγιον Ευστάθιον εν οράματι και τον εθεράπευσε, δίδων εις αυτόν τελείαν υγείαν ως πρότερον· δια δε την ευεργεσίαν ταύτην έκτισεν ύστερον ο Όσιος Εκκλησίαν του Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου, ήτις έως την σήμερον φαίνεται, από τότε δε έλαβεν έτι μεγαλυτέραν χάριν ο Όσιος, να τελή εις το πείσμα του Γουρία θαυμάσια. Νύκτα δε τινα είδεν οπτασίαν έξυπνος, ότι εξήρχετο βρύσις εις το ανατολικόν μέρος του τόπου, μέγα δε πλήθος προβάτων τυφλών έπιναν απ’ εκείνο το γλυκύτατον ύδωρ και εφωτίζοντο. Μη δυνάμενος να εννοήση την έννοιαν της οράσεως, ηρώτησεν εγχωρίους τινάς και του είπον, ότι εις εκείνον τον τόπον ήτο Ναός της Θεοτόκου το πρότερον· όθεν έκτισεν εκεί Ναόν ωραίον και πλούσιον, αλλά και Μοναστήριον ωκοδόμησε και συνήχθησαν πρόβατα λογικά, τα οποία ήσαν τυφλά εις την ψυχήν πρότερον και πίνοντες το γλυκύ νάμα της διδαχής του Οσίου εφωτίσθησαν ύστερα, καθώς η οπτασία εδήλωσε και καθοδηγούμενοι υπ’ αυτού ετέλεσαν τον βίον θεάρεστα. Όταν δε εκτίζετο η Εκκλησία επήλθε βροχή μεγάλη και εξήλθον από την γην ερπετά θανάσιμα, τα οποία έδακνον τους τεχνίτας και δεν ηδύναντο να κτίζωσιν. Ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν και έγινεν αυτοστιγμεί ο ουρανός καθαρός, ενώ πρότερον ήτο σκοτεινός από το πάχος των νεφελών και ούτως οι κτίσται ανεμποδίστως ειργάζοντο, υπηρέτει δε τούτους ανεμποδίστως ο Άγιος. Εγείρας δε ο Όσιος μέγαν λίθον κατά την διάρκειαν της οικοδομής εξήλθεν υποκάτωθεν αυτού μία έχιδνα και τον εδάγκασεν εις την χείρα, χύσασα και το δηλητήριόν της, αλλ’ αυτός ως άλλος Παύλος ετίναξε το θηρίον και αυτό μεν έπεσε κατά γης, ο δε Άγιος έμεινεν αβλαβής τελείως, και υπηρέτει τους τεχνίτας έως ου συνεπλήρωσαν άπασαν την οικοδομήν και μετά ταύτα πάλιν είχε τους οφθαλμούς αυτού πάντοτε προς τον Θεόν, όστις ενδυναμώνει τους δούλους του και τους δοξάζει, εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν. Τούτο δε εγένετο και εις τον Όσιον, όστις προσευχόμενος ύψωνεν όλον τον νουν του προς τα ουράνια, τα οποία εστοχάζετο και ουδαμώς εφρόνει τα επίγεια. Άλλος δε τις ενάρετος Ασκητής, την κλήσιν Ευστράτιος, εμιμείτο τούτον τον Όσιον και πολλάκις κρυπτόμενος τον έβλεπεν ευχόμενον, δια να λαμβάνη απ’ εκείνον παράδειγμα· ιδών δε ποτε αυτόν εις υψηλοτέραν θεωρίαν μετέωρον, ίστατο κεκρυμμένος έως το ύστερον και τον έβλεπε, διότι δεν επάτει ουδόλως εις την γην, αλλά καθώς ήτο η ψυχή του εις τα ουράνια, ούτω και το σώμα του ίστατο υψηλά από την γην μετέωρον· ταύτα ιδών ετρόμαξεν ο Ευστράτιος· ο δε Όσιος εννοήσας ότι τον είδε, τον εκανόνισε βαρύτατα ως περίεργον. Αλλά ακούσατε και τα επίλοιπα θαυμάσια αυτού. Γυνή τις είχε δαιμόνια πολλά και την παρεκίνουν εις αισχρουργίας και απρεπή πράγματα. Όθεν έδραμεν εις τον άμισθον ιατρόν Ιωαννίκιον να τον λυτρώση από τον κίνδυνον· ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν, να μη την πειράξουν πλέον οι δαίμονες, αλλά να μεταφέρουν εις εκείνον τον πόλεμον· ταύτα είπεν έχων εις τον Θεόν το θάρρος του, ο οποίος του έδιδε την βοήθειαν· ευθύς λοιπόν έφυγαν από την γυναίκα οι δαίμονες, ώσπερ να εξήρχοντο από την προσευχήν του Αγίου τόξα και ξίφη να τους εκάρφωναν· η γυνή λοιπόν απήλθεν υγιής εις τον οίκον της, ευχαριστούσα τον Άγιον· οι δε δαίμονες λαβόντες νέον τινά τον επήγαν το μεσονύκτιον εις τόπον κρημνώδη και δύσβατον δια να τον κρημνίσωσιν οι τρισκατάρατοι· ευρεθείς δε ο Άγιος εκεί την ώραν κατά την οποίαν τον ώθουν εις τον κατήφορον και αρπάσας αυτόν, εδίωξε τους υπευθύνους, τον δε ανεύθυνον κατηύθυνεν εις οδόν σωτηρίας αγαλλιώμενον. Άπαντες λοιπόν διηγούντο του Οσίου τα κατορθώματα, τας αρετάς του θαυμάζοντες και όντως θαυμάσια ήσαν τα έργα του και όλους τους μαθητάς ελύτρωσε πολλάκις από διαφόρους κινδύνους και από παγίδας και μηχανήματα δαιμόνων, ποτέ μεν το σημείον του Σταυρού χαράσσων, ποτέ δε και με την ράβδον αυτού εθανάτωνε θηρία και διεσκόρπιζε δαίμονας. Μετά καιρόν απήλθε πάλιν εις το όρος του Τριχάλικος να ησυχάση ολίγον καιρόν, διότι ήτο ο τόπος αυτός επιτήδειος προς άσκησιν· έμεινε λοιπόν εκεί πάλιν ύπαιθρος και άοικος, χωρίς τινα σωματικήν παραμυθίαν· ο δε Ηγούμενος της Μονής Αγαύρων Ευστράτιος, έχων πόθον να τον πλησιάση, επήγεν εκεί και τον ηρώτησεν, εάν έμελλε να ζήση ακόμη καιρόν πολύν ο βασιλεύς Λέων. Ταύτα είπε, διότι αυτός ο τύραννος ήτο μισόχριστος και εδέοντο του Θεού οι Ορθόδοξοι να τον εξολοθρεύση, ίνα μη τους πειράζη ο ασεβέστατος· ο δε Ιωαννίκιος απεκρίνατο ότι εις ολίγας ημέρας τον φονεύει ο Μιχαήλ, δια να λάβη αυτός το βασίλειον και ούτως εγένετο, καθώς προεφήτευσεν ο Άγιος· και εθαύμασεν ο Ευστράτιος και όσοι άλλοι το ήκουσαν, ότι εγνώριζεν όλα τα μέλλοντα. Περιπατών δε ποτε εις τόπον κρημνώδη και άβατον δια να υπάγη εις αναχωρητικόν σπήλαιον, έπεσεν η ράβδος από την χείρα του και επήγεν εις κατήφορον, εις τον οποίον δεν ηδύνατο να υπάγη άνθρωπος· ο δε Άγιος ελυπείτο, διότι δεν ηδύνατο να οδεύση χωρίς την ράβδον του, δια το τραχύ και άβατον του τόπου· κλίνας λοιπόν τα γόνατα, προσηύχετο εις τον Θεόν κατά την συνήθειαν, και τότε (ω του θαύματος!) επέταξεν η ράβδος ως πετεινόν εναέριον και έρχεται εις τας χείρας του· ευχαριστήσας λοιπόν τον Θεόν εβάδισεν εις την οδόν του. Φθάσας δε εις το σπήλαιον, το εύρε πλήρες δαιμόνων, οίτινες ιδόντες αυτόν εθυμώθησαν και δια να τον φοβίσουν έκαμον ταραχήν μεγάλην, έβρυχον, έσειον όλον το σπήλαιον και εδείκνυον ότι ήθελον να τον θανατώσουν, επειδή επήγε να τους εκβάλη από τον οίκον των. Ιδόντες όμως τέλος την γενναιότητα του Οσίου και ότι ουδόλως εφοβείτο τας κακουργίας των, ανεχώρησαν άκοντες από το σπήλαιον, ταύτα λέγοντες· «Τι ημίν και σοι; Ήλθες προ καιρού βασανίσαι ημάς;» και άλλα παρόμοια. Ούτω λοιπόν εις όσους τόπους επήγαινεν, ελύτρωνε τους εγχωρίους από πάσαν βλάβην ψυχής τε και σώματος, και όσοι εκατοικούσαν εις εκείνα τα όρια ευχαριστούσαν τον Όσιον, όστις εδίωξεν απ’ εκεί τους δαίμονας. Κόρη τις συγκλητικού τινος άρχοντος είχε χαλεπήν ασθένειαν και έκειτο ακίνητος και παράλυτος εις όλα τα μέλη της, ήτο δε αύτη ευσεβής και Ορθόδοξος, ο δε γαμβρός του Οσίου, όστις είχε την αδελφήν του γυναίκα ήτο Εικονομάχος, τον οποίον εδίδαξε πολλάκις ο Άγιος να γίνη Ορθόδοξος και αυτός δεν ηθέλησεν. Ο δε Όσιος ως ζηλωτής της ευσεβείας και συμπαθέστατος έκαμε προς τον Θεόν δέησιν να θεραπευθή μεν η κόρη εκείνη, ήτις ουδεμίαν είχε μετ’ αυτού συγγένειαν, αλλά μόνον διότι ήτο Ορθόδοξος, ο δε γαμβρός του να χάση το φως του, καθώς ήτο και εις την ψυχήν τετυφλωμένος και άγνωστος· και ούτως εγένετο, ως εζήτησε του Κυρίου ο Άγιος. Η μεν λοιπόν παράλυτος ηγέρθη, και δοξάζουσα τον Θεόν επέστρεψε περιπατούσα εις την οικίαν της, ο δε τυφλός την ψυχήν έμεινε τυφλός και κατά το σώμα, και πλέον δεν ιατρεύθη, καθώς και την ασθένειαν της ψυχής δεν απέρριψε· τοσούτον λοιπόν ήτο ζηλωτής της ευσεβείας και δίκαιος ο Ιωαννίκιος, ώστε τον μεν συγγενή του, όστις ήτο κακόδοξος, ετύφλωσε, την δε ξένην, ήτις ήτο Ορθόδοξος, εθεράπευσεν. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος, όταν ήρχοντο οι άνθρωποι να τον εύρωσιν, κατέβαινεν έως το κάτω μέρος του όρους και τους εδέχετο, δια να μη κουράζωνται εις τόσον ανήφορον. Ημέραν δε τινα επήγαν τινές Αρχιερείς να τον εύρωσι, μεταξύ των οποίων ήτο ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος, ο Νικαίας Πέτρος, και ο μέγας Θεόδωρος ο Στουδίτης, όστις είχεν εις την συνοδείαν του δύο αδελφούς του Μοναστηρίου του, Ιωσήφ και Κλήμεντα την κλήσιν. Κατέβη λοιπόν και τότε ο Όσιος να τους προϋπαντήση, και αφού εφιλεύθησαν πνευματικά και σωματικά, λέγει προς τον Ιωσήφ ο Όσιος· «Ετοιμάσου δια την έξοδον». Οι μεν λοιπόν ακροαταί δεν ηννόησαν τότε τούτον τον λόγον· αλλ’ όταν είδον, ότι μετά δέκα οκτώ ημέρας ο Ιωσήφ ετελεύτησεν, εθαύμασαν του Αγίου την πρόρρησιν. Ουχί δε μόνον το προορατικόν είχεν, αλλά και τας λοιπάς αρετάς, και εξόχως την συμπάθειαν, και κατά πολλά εφρόντιζε να ωφελή τους Χριστιανούς και να τους λυτρώνη από τας θλίψεις, τόσον ώστε και πολλάκις εξέθεσε την ψυχήν του εις κίνδυνον, ως χριστομίμητος, δια να λυτρώση τα πρόβατα. Δια τούτο και όταν μετά τον θάνατον του Μιχαήλ, όστις εβασίλευσε μόνον έτη τέσσαρα, έλαβεν ο Νικηφόρος το βασίλειον και οι Βούλγαροι νικήσαντες αυτόν συνέλαβον αιχμαλώτους πολλούς Χριστιανούς, ο φιλάνθρωπος Ιωαννίκιος τούτο μαθών είχε πόθον να τους λυτρώση από την σκοτεινήν φυλακήν, εις την οποίαν τους είχον σιδηροδεσμίους. Καταφρονήσας όθεν ησυχίαν και άσκησιν, δια να σώση ψυχάς από θάνατον, δεν εσυλλογίσθη ουδόλως τους κινδύνους της οδοιπορίας και την λοιπήν κακοπάθειαν, αλλά επήγε μόνος του εις την Βουλγαρίαν, όπου τους είχον, και προσευξάμενος έξω της φυλακής, ηνοίχθησαν αι θύραι και ελύθησαν αι αλύσεις, εξέβαλε δε τους δεσμίους, καθώς ο Χριστός ελύτρωσε από τον άδην τους προπάτορας, ωδήγει δε αυτούς όλην την νύκτα εις την οδοιπορίαν με φως θαυμάσιον ως άλλος Μωϋσής, και τους έφερεν εις τα όρια του Βυζαντίου, διδάσκων αυτούς καθ’ οδόν και νουθετών με σωτήρια λόγια, να μη γίνουν γενεά σκολιά ως οι πατέρες αυτών, παραπικραίνοντες τον λυτρωτήν Θεόν και Σωτήρα των, αλλά να ενθυμούνται τας ευεργεσίας πάντοτε. Οι δε λυτρωθέντες πολλάκις αυτόν παρεκάλεσαν, να τους είπη τις ήτο και δεν ήθελεν· ύστερον δε, όταν εχωρίσθησαν, τους ωμολόγησε το όνομά του, και τους είπε να γινώσκουν την Χάριν του Θεού, προς τον οποίον να μη φανώσιν αχάριστοι· και ούτως αυτοί μεν απήλθον εις τας οικίας των χαίροντες, ο δε Όσιος επήγεν εις την Σιγριανήν, να προσκυνήση το λείψανον του Αγίου Θεοφάνους. Επιστρέφων εκείθεν επέρασε το πλοίον από την Θάσον, η οποία νήσος ήτο πλήρης όφεων, οίτινες έβλαπτον πολύ τους οικήτορας. Όθεν εσυνάχθησαν όλοι ακούοντες ότι ήλθεν ο μέγας Ιωαννίκιος, ότι εις όλον σχεδόν τον κόσμον είχε διαθοθή η φήμη του, και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού, μετά δακρύων εδέοντο να τους βοηθήση δια τον Κύριον και να τους λυτρώση της βλάβης των όφεων· σπλαγχνισθείς λοιπόν επ’ αυτούς έκαμε προσευχήν ο Άγιος, και παρεθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξήλθον από τας φωλεάς των οι όφεις και επήδησαν αγεληδόν εις την θάλασσαν, ουδαμώς πλέον εμφανισθέντες. Τοιούτον τεράστιον βλέποντες οι της νήσου εγχώριοι ηυχαρίστησαν τον Όσιον ως έπρεπε, και ως Άγγελον τον εσέβοντο, μάλιστα ο Καθηγούμενος των Μοναχών, οίτινες ήσαν εκεί, ονόματι Δανιήλ, δεν εξεχώρισε πλέον από τον Όσιον, αλλά επήγε μαζί του, θέλων δε εκείνος να λάβη μεθ’ εαυτού αδελφόν τινα, την κλήσιν Ευθύμιον, είπε προς αυτόν ο Όσιος· «Μη κοπιάζης να έλθης μεθ’ ημών, αδελφέ Ευθύμιε, αλλά διόρθωσε την ψυχήν σου ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς Κύριον». Αναχωρήσαντες λοιπόν με τον Όσιον Δανιήλ επήγαν να κατοικήσουν εις μικρότατον σπήλαιον, εις το οποίον εφώλευε πονηρότατος δαίμων, όστις εφάνη προς αυτούς μαύρος και φοβερός, δια να τους εκφοβίση να φύγωσιν· ούτοι όμως ουδόλως επτοήθησαν. Βλέπων δε ο φθονερός όφις ότι δεν έφευγον, ετυλίχθη εις τους πόδας του Οσίου Δανιήλ, τον δε μέγαν Ιωαννίκιον επλήγωσεν εις την πλευράν και τόσον πόνον του έδωσεν, ώστε έκειτο μίαν εβδομάδα άφωνος. Και είτα ο μεν δαίμων έγινεν αφανής, οι δε Όσιοι έμειναν ανεπηρέαστοι με την Χάριν και την βοήθειαν του Θεού. Μετά ταύτα ο μεν μέγας Ιωαννίκιος επέστρεψε πάλιν εις το όρος του Τριχάλικος, τον δε Όσιον Δανιήλ παρεκίνησε να επιστρέψη εις το ποίμνιόν του, ένθα ήτο ανάγκη να ποιμαίνη τα πνευματικά του τέκνα. Ακούσαντες οι εγχώριοι την επάνοδον του μεγάλου Ιωαννικίου εχάρησαν τόσον όσον ελυπήθησαν πρότερον, όταν έφυγεν. Διαμείνας εις το όρος εκείνο επ’ αρκετόν καιρόν, εδίωξεν εκείθεν την κάμπην, ήτις έτρωγε τα λάχανα, επροφήτευσεν εις πολλούς τον θάνατον και άλλα θαυμάσια ετέλεσε. Κατόπιν επήγεν εις άλλο όρος τραχύ και άβατον, όπερ εκαλείτο του Κόρακος, εις το οποίον έμενον οι δύο εκείνοι Όσιοι, οίτινες, ως είπομεν ανωτέρω, του έδωσαν το τρίχινον ράσον και του είχον προφητεύσει ότι θέλει κατοικήσει και εις αυτό εις το ύστερον, ετέλεσε δε και εκεί πολλά θαυμάσια, τα οποία αφήνομεν δια συντομίαν και μόνον ένα να γράψωμεν εις πίστωσιν των άλλων. Εις το όρος αυτό του Κόρακος έβοσκον τα πρόβατά των ποιμένες τινές, οίτινες επειδή απώλεσαν αυτά περιήρχοντο το όρος προς ανεύρεσίν των. Βλέπων δε τούτους ο Άγιος, εκάλεσεν έκαστον εξ ονόματος, ενώ ουδέποτε άλλοτε τους είχεν ίδει, γνωρίσας δε με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος που ήσαν τα πλανώμενα πρόβατα, τους είπε και του τόπου το όνομα, ευρόντες δε αυτά εθαύμασαν και πολλά τον ηυχαρίστησαν. Έχοντες δε χαράν το να συνομιλούν με τοιούτον Άγιον, ήρχοντο πολλάκις να τον εύρουν, αλλ’ ο Άγιος όταν ήθελε τον έβλεπον, όταν όμως δεν ήθελεν, εγένετο ενώπιον αυτών αφανής. Ανελθών είτα εις το όρος του Αντιδίου, έκτισε και εκεί κελλίον μικρότατον, εις το οποίον κατώρθωσεν αρετάς μεγαλυτέρας, ταλαιπωρών την σάρκα με σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ήτο δε τότε ασθενής η σύζυγος του μαγίστρου Στεφάνου και έγινε φρενοβλαβής από μαντείας, τας οποίας της έκαμαν οι αιχμάλωτοι. Οι δε ιατροί μετεχειρίσθησαν πολλά φάρμακα, αλλά κανέν δεν την ωφέλησεν. Όθεν η ασθενής έδραμε προς τον Άγιον, όστις εποίησε παρευθύς προσευχήν και την ιάτρευσεν αμέσως. Είχε δε και υποτακτικόν παιδίον ο Άγιος, ονόματι Στέφανον, όστις ήτο δίκαιος και κατά πολλά ενάρετος, απελθών δε εις το κελλίον αυτού του είπεν ο Άγιος· «Ετοιμάζου, αδελφέ, προς την έξοδον». Ο δε Στέφανος απεκρίθη· «Ητοιμάσθην, διδάσκαλε, και το θεμέλιον της αρετής φιλοπονώτερον ωκοδόμησα». Ταύτα είπε και εις ολίγον διάστημα εκοιμήθη χαίρων, όστις και μετά θάνατον ετέλεσεν άπειρα θαύματα. Αλλά και άλλων πολλών τον θάνατον προεφήτευσεν ο Όσιος καθώς και ανωτέρω είπομεν και αναριθμήτους ασθενείς εθεράπευσε και άλλα πλείστα άξια διηγήσεως κατώρθωσεν, αλλά φθάνουν τα προγεγραμμένα να φανερώσουν την προς τον Θεόν παρρησίαν του, και ας βραχυλογήσωμεν την διήγησιν, δια να εύρωμεν την τελείωσιν. Τον καιρόν εκείνον ήτο ακόμη εις την Εκκλησίαν μεγάλη σύγχυσις από τον Εικονομάχον Θεόφιλον, ο δε προεστώς των Αγαύρων Ευστράτιος, απελθών, ηρώτησε τον Όσιον λέγων· «Ειπέ μας, δια τον Κύριον, έως πότε μέλλει να έχη η Εκκλησία μας σκάνδαλα;» Ο δε απεκρίνατο· «Εις ολίγας ημέρας χειροτονείται Πατριάρχης εις ενάρετος και εγγράμματος, την κλήσιν Μεθόδιος, αυτός δε μετά την οδυνηράν τελευτήν του Θεοφίλου, όστις μέλλει εντός ολίγου να αποθάνη, θέλει αποκαταστήσει την Ορθοδοξίαν και θέλει επαναφέρει εις την Εκκλησίαν την ομόνοιαν». Ούτως είπεν ο Άγιος, εις ολίγον δε καιρόν επληρώθησαν όσα επροφήτευσεν ο θεσπέσιος· και ο μεν Θεόφιλος ετελεύτησεν, η δε μακαρία Θεοδώρα και ο αοίδιμος Μιχαήλ, ο υιός της, έλαβον το βασίλειον και καθίσαντος εις τον θρόνον του ιερού Μεθοδίου, κατέπαυσαν όλαι αι ταραχαί των αιρετικών και ειρήνευσαν με την θείαν Χάριν τα σκάνδαλα. Μετά καιρόν εποίησαν οι Αγαρηνοί με τους Χριστιανούς πόλεμον και εφόνευσαν πολλούς, ως και πολλούς ηχμαλώτισαν, μεταξύ δε τούτων έτυχε και συγγενής τις του Αγίου. Αφού λοιπόν έκλεισαν εις την φυλακήν τους αιχμαλώτους οι Άραβες, επεκαλέσθησαν τον Ιωαννίκιον εις βοήθειαν, να λυτρώση καν τον συγγενή του από την κάκωσιν· και παρευθύς ευρέθη την ώραν του μεσονυκτίου εις το μέσον των δεσμίων ο Όσιος και λέγει εις ένα απ’ εκείνους· «Έγειραι και ας εγείρη έκαστος τον άλλον σας». Τότε αι αλύσεις ελύθησαν, αι θύραι μόναι των ηνεώχθησαν και εξήλθον ευθύς οι αιχμάλωτοι, οίτινες έτρεχον δρομαίοι προς τας οικίας των, αλλ’ εις την οδόν έδραμον κατ’ επάνων των κύνες δυνατοί και άγριοι και εκινδύνευσαν εις θάνατον. Αλλά και εκεί πάλιν επρόφθασεν ο κοινός ιατρός και βοηθός εις πάντας Ιωαννίκιος και ρίπτων αχλύν βαθείαν ως σύννεφον εις την όψιν των κυνών δεν έβλεπον· όθεν απήλθον οι άνθρωποι υγιείς εις τους συγγενείς των, οίτινες ενθυμούμενοι τοιαύτην μεγίστην ευεργεσίαν ηυχαρίστουν καθ’ όλην την ζωήν των τον Όσιον. Ο τοιούτος δε και τοσούτος φίλος του Χριστού γνησιώτατος, αφού ετέλεσε τοιαύτα θαυμάσια, όταν εγήρασε και έμελλεν εις ολίγας ημέρας να υπάγη προς τον ποθούμενον, του ήλθε μία θλίψις μεγάλη και συμφορά, από συνεργίαν του μισοκάλου και φθονερού δαίμονος, αλλά τούτο εγένετο κατ’ οικονομίαν Θεού, όστις πολλάκις τους Αγίους του παραδίδει εις τας χείρας εκείνων, οίτινες τους θλίβουσιν, όχι δια να τους πειράξη, αλλά δια να τους λαμπρύνη μάλιστα και να τους δοξάση περισσότερον. Μοναχός τις κατά το σχήμα, ονόματι Επιφάνιος, ήτο εις εκείνα το όρια, όστις είχε φήμην ψευδή και εφαίνετο ως ενάρετος, αλλ’ έσωθεν ήτο διάβολος και εμίσησε τόσον τον Άγιον, ώστε εβουλεύθη να τον αποκτείνη ο τρισκατάρατος και έβαλε πολλάκις πυρ να καύση το δάσος του όρους, δια να θανατώση τον Όσιον. Ο Άγιος όμως το εγνώριζεν από θείαν Χάριν και ανεχώρει πρότερον· ως πραότατος δε όπου ήτο και μαθητής του αμνησικάκου Χριστού, δεν έκαμε κακόν του εχθρού του, αλλά του έλεγε με ταπείνωσιν να του είπη εις τι του έπταισε και ήθελε να τον θανατώση. Εκείνος όμως τον ύβριζεν ο αναίσχυντος· έπειτα κρατών εις τας χείρας του ράβδον, ήτις είχεν εις την άκραν σουβλωτόν σίδηρον, τον εκτύπησε δι’ αυτού εις την κοιλίαν ο πάντολμος, αλλά με την βοήθειαν του Θεού έμεινεν αβλαβής και απαθής ο συμπαθής και παρεκάλει τον άθλιον Επιφάνιον να κάμουν αγάπην μεταξύ των, εκείνος όμως ο μισάνθρωπος δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινεν αδιάλλακτος. Τούτον δε τον πειρασμόν του επροφήτευσαν εκείνοι οι δύο Όσιοι, οίτινες του έδωσαν το τρίχινον, καθώς είπομεν. Ήτο δε τότε ο Άγιος πολύ γέρων και αδύνατος από τους κόπους της ασκήσεως· κτίσας δε κελλίον εις την Μονήν του Αντιδίου, ησύχαζεν εις αυτό· όταν δε επήγαινεν εις τους αδελφούς καμμίαν φοράν, τον έβλεπον όσοι ήθελεν εκείνος και εις τους άλλους ήτο αφανής. Κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας του ευσεβεστάτου Μιχαήλ του Γ΄, γνωρίσας από θείαν Χάριν την τελευτήν του Αγίου ο Πατριάρχης Μεθόδιος, επήγε να λάβη την τελευταίαν ευλογίαν. Αφού λοιπόν εχαιρέτησεν ο εις τον άλλον και συνωμίλησαν ώραν πολλήν ευφρανθέντες τω Πνεύματι, εκάλεσεν όλους τους Χριστιανούς, Κληρικούς και Μοναχούς, όσοι έτυχαν και τους παρήγγειλε να φυλάττουν ακριβώς την Ορθόδοξον πίστιν, να ευλαβούνται τον Αρχιερέα και να έχουν μεταξύ των την κατά Θεόν αγάπην και ομόνοιαν. Έπειτα λέγει προς τον Μεθόδιον· «Εγώ μεν υπάγω μετά δύο ημέρας, συ δε έρχεσαι εις ολίγον χρόνον να με εύρης καθώς ο Δεσπότης προώρισεν». Αυτά δε τα οποία προείπεν ο θαυμάσιος έγιναν· και αυτός μεν την τρίτην ημέραν, κατά την οποίαν είχε τέσσαρας ο Νοέμβριος, απήλθε προς τον ποθούμενον εν έτει ωμε΄ (845)· ο δε λαμπρώς εκλάμψας εις το Πατριαρχείον Μεθόδιος, οκτώ μόνον μήνας μετά την του Οσίου τελείωσιν, τη δεκάτη Τετάρτη του Ιουνίου εκοιμήθη και ούτος ο τρισμακάριος. Κατά την ώραν δε όπου ανεπαύθη ο μέγας ούτος Ιωαννίκιος είδον οι Μοναχοί του Ολύμπου στύλον πύρινον, του οποίου επροπορεύοντο Άγγελοι, οίτινες ήνοιγον του Παραδείσου τας πύλας, εις ον εισήλθεν ο Άγιος και προσεκύνησε την Παναγίαν Τριάδα αγαλλιώμενος· το δε άγιον αυτού και πανσεβάσμιον λείψανον ενεταφίασαν ευλαβώς ο Πατριάρχης μετά των παρευρεθέντων εκεί Κληρικών και Μοναχών, ετέλεσε δε τούτο και μετά θάνατον θαύματα, παραλύτους ιάτρευσε, δαιμόνια εξέβαλε και άλλα σημεία και τέρατα εποίησεν. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, ΕΡΜΑ, ΠΑΤΡΟΒΑ, ΛΙΝΟΥ, ΓΑΪΟΥ και Φ

Δημοσίευση από silver »

Τη Ε΄ (5η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, ΕΡΜΑ, ΠΑΤΡΟΒΑ, ΛΙΝΟΥ, ΓΑΪΟΥ και ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ.

Ερμάς και οι λοιποί τέσσαρες Άγιοι Απόστολοι ήσαν από τους Εβδομήκοντα μαθητάς του Χριστού. Και ούτος μεν ο Ερμάς, τον οποίον αναφέρει ο θείος Απόστολος Παύλος εν τη προς Ρωμαίους Επιστολή (Ρωμ. ιστ:14), εχειροτονήθη Επίσκοπος Φιλίππων. Ο δε Πατρόβας, τον οποίον και αυτόν αναφέρει ο Απ. Παύλος εις την αυτήν Επιστολήν (Ρωμ. ιστ:14), λέγων, «Ασπάσασθε Πατρόβαν», έγινεν Επίσκοπος Ποτιόλων, πόλεως της Ιταλίας και πολλούς απίστους βαπτίσας προσήνεγκεν εις τον Χριστόν. Ο δε Λίνος, τον οποίον αναφέρει ο αυτός Απ. Παύλος εις την προς Τιμόθεον Επιστολήν λέγων· «Ασπάζεταί σε Λίνος και Κλαυδία» (Β΄ Τιμ. δ:21) εχειροτονήθη Επίσκοπος Ρώμης μετά τον κορυφαίον Απ. Πέτρον. Ο δε Γάϊος, τον οποίον αναφέρει ο ίδιος Απ. Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν λέγων· «Ασπάζεται ημάς Γάϊος ο ξένος μου» (Ρωμ. ιστ:23), και αυτός εγένετο Επίσκοπος Εφέσου μετά τον αγιώτατον Τιμόθεον. Ο δε Φιλόλογος, τον οποίον αναφέρει ο ίδιος Απ. Παύλος εις την ιδίαν Επιστολήν λέγων· «Ασπάσασθε Φιλόλογον και Ιουλίαν» (Ρωμ. ιστ:15), έγινεν Επίσκοπος της Σινώπης από τον πρωτόκλητον Ανδρέαν. Όλοι λοιπόν αυτοί οι Απόστολοι κατασταθέντες Επίσκοποι εις τας ανωτέρω πόλεις και επαρχίας και πολλούς πειρασμούς και θλίψεις υπομείναντες δια την ευσέβειαν, πολλούς απίστους προσήνεγκαν σεσωσμένους εις τον Χριστόν, και ούτως ετελειώθησαν εν Κυρίω.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΠΑΥΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Ο

Δημοσίευση από silver »

Τη ΣΤ΄ (6η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΠΑΥΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Ομολογητού και Ιερομάρτυρος.

Παύλος ο μέγας Ομολογητής και Μάρτυς κατήγετο από την Θεσσαλονίκην, εχρημάτισε δε νοτάριος, ήτοι γραμματεύς Αλεξάνδρου του Αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, και Διάκονος της Αγίας αυτής Εκκλησίας εν έτει τνα΄ (351). Τούτον λοιπόν εχειροτόνησαν οι Ορθόδοξοι Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου. Κωνστάντιος δε ο βασιλεύς, καθό Αρειανός, όταν επανήλθεν εκ της Αντιοχείας έξωσεν αυτόν από τον Πατριαρχικόν θρόνον, και αντί τούτου ανεκήρυξε Πατριάρχην τον Νικομηδείας Ευσέβιον, τον Αρειανόν. Ο δε Άγιος Παύλος μετέβη εις την Ρώμην και εκεί εύρε τον Μέγαν Αθανάσιον εκβεβλημένον όντα και αυτόν από τον θρόνον του. Δια γραμμάτων λοιπόν του βασιλέως Κώνσταντος απολαμβάνουσι και οι δύο τους θρόνους των, αλλά πάλιν εκβάλλονται υπό του ιδίου Κωνσταντίου τη εισηγήσει των Αρειανών. Τότε γράφει ο Κώνστας προς τον αδελφόν αυτού Κωνστάντιον, ότι «αν ο Αθανάσιος και ο Παύλος δεν απολάβωσι τους θρόνους των, θέλω έλθει μετά στρατιωτικής δυνάμεως εναντίον σου». Όθεν απέλαβε πάλιν τον θρόνον του ο μακάριος Παύλος. Μετά δε τον θάνατον του Κώνσταντος εξορίζεται ούτος εις Κουκουσόν της Αρμανίας, ένθα απεκλείσθη εντός οίκου τινός. Λειτουργών δε εις τον Θεόν την αναίμακτον λειτουργίαν επνίγη από τους Αρειανούς με το ίδιόν του ωμοφόριον και ούτω παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν ο τρισμακάριος εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Νοεμβρίου, μνήμη των Αγίων Τριάκοντα Τριών Μαρτύρων των εν Μελιτινή, ΙΕΡΩΝΟΣ και των λοιπών

Δημοσίευση από silver »


Ιέρων ο ανδρείος και γενναίος στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως Χριστού ήτο από τα Τύανα, ήτις είναι δευτέρα πόλις των Καππαδοκών· η μήτηρ αυτού εκαλείτο Στρατονίκη, γυνή θεοσεβής και φοβουμένη τον Κύριον. Τον καιρόν εκείνον εβασίλευον τα δύο ανήμερα και άς[λαγχνα θηρία, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός οι αντίχριστοι εν έτει 290, προς τους οποίους κατήγγειλάν τινες, ότι όλη η χώρα των Αρμενίων και Καππαδοκών καταφρονούσι τα προστάγματα αυτών, προσκυνούντες Θεόν νεώτερον· όθεν έστειλαν δύο άνδρας, σκολιούς τον τρόπον και πολυμηχάνους, τον μεν ένα Αγρικόλαον ονόματι εις την Καππαδοκίαν, τον δε έτερον Λυσίαν καλούμενον εις την Αρμενίαν ως αντιπροσώπους των, να τιμωρώσιν όσους δεν προσκυνούσι τα είδωλα και να εύρουν ανδρείους στρατιώτας δια τον πόλεμον. Φθάσαντες δε εις την Καππαδοκίαν ο λυσσώνυμος εζήτει να στρατολογήση τους επιτηδείους και περιβοήτους ανδρείους. Όθεν τινές ανέφεραν εις αυτόν δια τον γενναίον Ιέρωνα, ότι ήτο από τους άλλους πλέον δυνατός και γενναιότερος και εκείνος έστειλεν ευθύς στρατιώτας δια να του τον φέρωσιν. Εξελθόντες λοιπόν οι στρατιώται προς αναζήτησιν του Ιέρωνος εύρον αυτόν εις τον αγρόν του, εις τον οποίον έσκαπτεν· ιδών δε αυτούς ο Άγιος από μακρόθεν ηννόησεν, ότι τον εζήτουν δια τον πόλεμον· εκείνος δε μη θέλων, ως ευσεβής, να στρατευθή με ασεβείς, εξέβαλε την ξυλίνην λαβήν του σκαπτηρίου και ορμήσας μόνον με αυτήν ανά χείρας εναντίον των στρατιωτών, τους εκτύπησε με τόσην ανδρείαν, ώστε έφυγαν έμφοβοι με όλα των τα ξίφη και τα όπλα· αισχυνόμενοι δε αυτοί τους ανθρώπους και φοβούμενοι να είπωσιν εις τον άρχοντα, ότι τους έδειρεν ένας άοπλος με τεμάχιον ξύλου και τους κατήσχυνεν άπαντας, έλαβον και άλλους πολλούς εις βοήθειαν και επήγαν όλοι ομού να τον εύρωσιν· ούτος δε, πριν να φθάσωσιν, είχε και αυτός συνηγμένους άλλους δέκα οκτώ συγγενείς και φίλους του και εφύλαττον εντός σπηλαίου, εις το οποίον ελθόντες οι στρατιώται εστάθησαν έξωθεν φυλάττοντες να μη εξέλθωσι και διεμήνυσαν εις τον άρχοντα, να τους στείλη και άλλους ανθρώπους πολλούς, δια να μη δυνηθούν να διαφύγωσιν. Εκείνος δε έπεμψεν ικανούς και αδελφόν τινα του Ιέρωνος, Κυριακόν ονομαζόμενον, οίτινες απελθόντες εις το σπήλαιον ίσταντο έξωθεν και ουδείς ετόλμα να έμβη πρότερον· ο δε Κυριακός τους είπε να αποσυρθώσιν εκείνοι και αυτός θα οδηγήση τον Ιέρωνα με το καλόν και χωρίς πόλεμον εις το θέλημα του άρχοντος. Εισελθών λοιπόν ο Κυριακός κατέπεισε τον Άγιον με λόγους ταπεινούς και εξήλθεν, επήγαν δε ομού πρότερον εις τη μητέρα του, να τον ευχηθή και να του δώση συγχώρησιν. Η δε γραία ακούσασα, ότι έμελλε την ώραν ταύτην να παρασταθή ο υιός της εις τον δούκα κατάκριτος έκλαιεν, ονομάζουσα τούτον βακτηρίαν του γήρατός της και της δεινής χηρείας αυτής αναψυχήν και βοήθειαν, τοσούτον μάλλον καθ’ όσον ήτο τυφλή εις τους οφθαλμούς και εις αυτόν εστήριζε τας ελπίδας της, διότι την ηγάπα περισσότερον. Ο δε Άγιος την παρηγόρησε και ασπασάμενος αυτήν και τους συγγενείς του Ματρωνιανόν και Αντώνιον, οίτινες ήσαν αδελφοί, ως και έτερον συγγενή του, Ουϊκτωρα καλούμενον, απεχαιρέτησεν άπαντας και παραδοθείς εις τους στρατιώτας ανεχώρησαν οδεύοντες προς Μελιτινήν και το εσπέρας κατέλυσαν εις τινα τόπον έως την επομένην· κατ’ αυτήν δε την νύκτα του εφάνη λευκοφόρος τις, με φωνήν πραείαν και φιλάνθρωπον λέγων· «Χαίροις, Ιέρων. Ιδού λέγω σοι σωτηρίας ευαγγέλια· γίνωσκε ότι αύτη η οδός την οποίαν πορεύεσαι είναι καλή και ωφέλιμος, ότι δεν αγωνίζεσαι δια βασιλέα επίγειον, ούτε δια δόξαν επίκηρον, αλλά δια τον ουράνιον Βασιλέα υπερμαχείς και αυτός θέλει σε δοξάσει αιώνια». Ταύτα ειπών ο φαινόμενος έγινεν άφαντος, αφήνων εις την καρδίαν του ευφροσύνην ανεκδιήγητον. Εγερθείς την πρωϊαν ο Άγιος έλεγε προς τους συγγενείς και φίλους του αγαλλόμενος· «Εγνώρισα, αδελφοί, το περί εμέ της του Θεού οικονομίας μυστήριον. Λοιπόν υπάγω εις την προκειμένην μοι οδόν πρόθυμος, διότι ένας θησαυρός είναι μόνον, μία απόκτησις και ένας πλούτος, ο επουράνιος, ενώ ταύτα όλα τα πρόσκαιρα δεν ωφελούσι ουδόλως τον άνθρωπον, καν και όλον τον κόσμον αν κερδήση, ζημιωθή δε την ψυχήν του, της οποίας δεν είναι άλλο πράγμα ουδόλως τιμιώτερον. Φθάνει εις εμέ ο περασμένος καιρός της ζωής μου, τον οποίον ματαίως και ανωφελώς εδαπάνησα, και ας υπάγω καν τώρα προς τον Θεόν, να αγάλλωμαι με τους Αγίους δούλους του πάντοτε. Μίαν δε μόνον φροντίδα και μέριμναν έχω, την της μητρός μου, δια την πτωχείαν και ασθένειαν αυτής, διότι είναι χήρα, τυφλή και γερόντισσα και δεν έχει τινά να την επιμεληθή εις τας ανάγκας της. Πλην επειδή δια τον Δεσπότην Χριστόν υπάγω να λάβω θάνατον, αυτός ο πατήρ των ορφανών και κριτής των χηρών θέλει κυβερνήσει και αυτήν άπορον». Ταύτα λέγων εδάκρυσε δια την μητέρα του. Έπειτα ανεχώρησε με τους άλλους δια τον προορισμόν των. Φθάσαντες εις Μελιτινήν, εφυλάκισαν τον Άγιον με άλλους τριάκοντα τρεις, τους οποίους εστερέωσεν εις την πίστιν λέγων εις αυτούς τοιαύτα σωτήρια λόγια· «Ακούσατέ μου την συμβουλήν, αδελφοί και φίλοι μου. Αύριον μέλλει να μας βιάση ο αθεώτατος ηγεμών, να προσκυνήσωμεν τα αναίσθητα είδωλα και φυλάττεσθε, όσα κολαστήρια σας δώση, να μη δειλιάσητε, να προσφέρητε θυσίαν εις άψυχα κτίσματα, αλλά μάλλον εις τον αληθινόν Θεόν ας θύσωμεν θυσίαν αινέσεως, αυτόν ας παρακαλέσωμεν προσευχόμενοι, να μας δώση ως παντοδύναμος δύναμιν, να υπομείνωμεν τας βασάνους και να δώσωμεν εαυτούς εις τέλος μακάριον». Τότε όλοι επήνεσαν την γνώμην αυτού δεικνύοντες προθυμίαν θαυμάσιον. Την επομένην ανήγγειλαν περί αυτών εις τον τύραννον, ότι επίστευον εις τον Χριστόν, καταφρονούντες τα βασιλικά προστάγματα· όθεν θυμωθείς εκάθισεν εις υψηλόν θρόνον, και αφού έφερον τους Αγίους, είπε προς αυτούς οργιζόμενος· «Τις δαίμων σας ύψωσεν εις τόσην υπερηφάνειαν και ανοησίαν, ώστε να καταφρονήτε των αυτοκρατόρων τα δόγματα, τους δε μεγάλους θεούς να υβρίζητε;» Οι δε Άγιοι απεκρίθησαν· «Μάλιστα σεις είσθε όντως υπερήφανοι και ανόητοι, προσκυνούντες ξύλα, λίθους και άλλα βδελύγματα, αλλ’ ημείς, επειδή έχομεν γνώσιν και λογισμόν σώφρονα, φρονούμεν ορθώς και προσκυνούμεν τον αληθή Θεόν, όστις με ένα λόγον όλον τον κόσμον εδημιούργησεν». Τότε εις από τους παρεστώτας ειδωλολάτρας έδειξε τον Ιέρωνα εις τον άρχοντα λέγων· «Αυτός είναι, όστις έδειρε με το ξύλον τους στρατιώτας σου». Ο δε δούξ, στραφείς προς τον Άγιον, τον ηρώτησε πόθεν ήτο· ο δε απεκρίνατο, ότι ήτο από τα Τύανα. Και ο άρχων λέγει· «Συ είσαι όστις εναντιώνεσαι εις τα βασιλικά προστάγματα και επαιρόμενος εις την δύναμιν των χειρών σου έδειρες τους στρατιώτας μου;» Ο δε Άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν. Τότε ο τύραννος, αντί να επαινέση την ανδρείαν του Μάρτυρος, τον κατεφρόνησεν ο αφρονέστατος λέγων· «Αυτό ήτο θρασύτης και όχι ανδρεία σου, υπερήφανε, δια το οποίον προστάσσω να κόψουν από τον αγκώνα την άτακτον χείρα σου· αυτούς δε τους άλλους δείρατε άσπλαγχνα με βούνευρα». Ευθύς λοιπόν οι ανελεήμονες υπηρέται τα προσταχθέντα ετέλεσαν· οι δε Άγιοι υπέμειναν τας οδύνας αγαλλιώμενοι και ευχαριστούντες τον Θεόν, όστις τους ηξίωσε να μαστιγωθώσι δι’ αγάπην του. Αφού λοιπόν τους έδειραν ώραν πολλήν και έκοψαν την δεξιάν τού μακαρίου Ιέρωνος, τους έβαλαν πάλιν εις την φυλακήν, έως δευτέρας εξετάσεως. Εις δε απ’ εκείνους, Ουϊκτωρ ονόματι, συγγενής του Ιέρωνος, περί του οποίου προείπομεν, όστις είχε και αυτός συλληφθή, εδειλίασεν από τον πόνον των πληγών ο άθλιος, και φοβούμενος τα μέλλοντα βάσανα, εκάλεσε κρυφίως τον κομενταρήσιον και παρεκάλεσεν αυτόν με ταπείνωσιν, να τον αφήση να φύγη και να σβήση το όνομά του από την βίβλον, εις την οποίαν τους είχον γράψει και δια ταύτην την χάριν να του χαρίση ένα αγρόν, τον οποίον είχεν εις τους Κοράμους. Ο δε κομενταρήσιος μετά χαράς τον ελύτρωσε, διότι είχε και αυτός άλλους αγρούς πλησίον του άνωθι. Φεύγων λοιπόν ο Ουϊκτωρ την νύκτα εζημιώθη τον αγρόν και την ψυχήν του ο δείλαιος· και το πρωϊ, γνωρίσας το πραχθέν ο Ιέρων, πικρώς εθρήνει του συγγενούς την απώλειαν, λέγων· «Οίμοι, Ουϊκτωρ, και τι κακήν πραγματείαν έκαμες, να ανταλλάξης δια ζωήν βραχυτάτην την αιωνίζουσαν· δια μικράν άνεσιν εζημιώθης χαράν ατελεύτητον και ηδονήν ανεκλάλητον, και δια να φύγης μίαν ημέραν ολίγην κάκωσιν, μέλλει να πέσης εις χείρας Θεού, να φλογίζησαι εις το πυρ της γεένης αιωνίως, δυστυχέστατε». Αφού έκλαυσεν ο Άγιος ικανώς, εκάλεσε τους συγγενείς του Ματρωνιανόν και Αντώνιον, οίτινες παρηκολούθουν μακρόθεν τα γενόμενα και τους λέγει· «Ακούσατε την τελευταίαν μου διάταξιν, την οποίαν σας παρακαλώ να εκτελέσετε, όταν υπάγητε εις την χώραν μας. Αφήνω της αδελφής μου Θεοτιμίας το πράγμα, το οποίον έχω εις την Πεσδησίαν, να τρέφεται και να κάμνη κατ’ έτος το μνημόσυνον του Μαρτυρίου μου· τα δε επίλοιπά μου πράγματα αφήνω της μητρός μου άπαντα, δια να κυβερνηθή εις το γήρας της· έτι δε αφήνω εις αυτήν την δεξιάν μου χείρα, την οποίαν μου έκοψαν, να την έχη εις παραμυθίαν της αβλεψίας της. Ας στείλη δε και γράμμα παρακαλεστικόν δι’ εμέ προς τον μεγαλοπρεπέστατον Ρουστίκιον τον αυθέντην της Αγκύρας, να της δώση τον οίκον, όστις είναι εις την Καδεσάνην, να φυλάξη εκεί την χείρα μου». Ταύτα ο Άγιος συνταξάμενος ηυχαρίστει τον Κύριον χαίρων δια την ελπίδα της μελλούσης απολαύσεως. Την τετάρτην ημέραν έφεραν και πάλιν τους Αγίους εις εξέτασιν, επάσχισε δε πολλά ο λυσσώδης Λυσίας με κολακείας και πανουργίας να τους διαστρέψη εις την ασέβειαν, αλλά ματαίως εβασανίζετο· όθεν τους έδωκε ραβδισμόν ωμόν και πολλά ισχυρόν ο άσπλαγχνος, βλέπων δε ότι ήσαν εις την προτέραν γνώμην στερεοί και αμετακίνητοι, επρόσταξε να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς έξω της πόλεως. Οίτινες όταν επήγαινον εις τον τόπον της τελειώσεως έψαλλον τον άμωμον, και φθάσαντες εκεί εγονάτισαν, δεόμενοι του Θεού να υποδεχθή ευμενώς τας ψυχάς αυτών εις την εκείθεν μακαριότητα, και ούτω τους απεκεφάλισαν. Την δε νύκτα επήγαν τινές φιλόχριστοι και επήραν τα άγια λείψανα και εντίμως αυτά ενεταφίασαν. Ο δε Αντώνιος και ο Ματρωνιανός, οίτινες, ως είπομεν, παρηκολούθουν τα γενόμενα, έδιδαν αργύρια του δουκός, να τους δώση την κεφαλήν του Ιέρωνος, την οποίαν είχε κρατήσει και αυτός εζήτησε τόσον χρυσίον, όσον εζύγιζεν η τιμία κάρα· οι δε μη έχοντες τόσην ποσότητα έμενον περίλυποι. Αλλ’ ο εν απόροις πόρους ευρίσκων και εν ανάγκαις βοηθών τους εις Αυτόν πιστεύοντας, εφώτισε συγκλητικόν τινα πιστόν και φιλομάρτυρα, την κλήσιν Χρυσάφιον, να αγοράση την αγίαν κάραν και να οικοδομήση Ναόν εις τον Μάρτυρα. Προσελθών λοιπόν εις τον υπό της φιλαργυρίας λυσσώντα Λυσίαν εμέτρησεν εις αυτόν όσον επόθει χρυσίον ο Χρυσάφιος· όθεν όχι μόνον την τιμίαν κεφαλήν τού εχάρισεν, αλλά και άδειαν του έδωκε και έκτισε Ναόν περικαλλέστατον εις τον τόπον, εις τον οποίον ετελειώθησαν οι Άγιοι· εξήτασε δε ο φιλάργυρος Λυσίας να εύρη και την δεξιάν του Αγίου, ελπίζων να κερδήση και εξ αυτής χρήματα, αλλ’ οι σπουδαίοι Ματρωνιανός και Αντώνιος την επήραν κρυφίως την νύκτα και έφυγαν· οίτινες φθάσαντες εις την χώραν αυτών, έδωκαν εις την μητέρα του Αγίου το πολύτιμον εκείνο και πολυέραστον δώρον, διηγούμενοι κατά μέρος τους άθλους των Αγίων. Λαβούσα η γηραιά μήτηρ του Αγίου εις τας χείρας αυτής την χείρα του φιλτάτου υιού της και Μάρτυρος, έκλαιε από την χαράν της και αγαλλίασιν και καταφιλούσα ταύτην εσκίρτα και εδάκρυζε λέγουσα· «ω ποθεινότατον τέκνον μου, με πόσους πόνους σε εγέννησα και με πόσους κόπους και μόχθους σε ανέθρεψα, δια να σε έχω εις το γήρας μου βακτηρίαν και βοήθειαν, εις την θλίψιν και αθυμίαν μου αναψυχήν της ψυχής μου και άνεσιν, και χειραγωγίαν εις την ασθένειαν. Τώρα δε μου έδωσαν, αντί σου, μόνην την χείρα, μικρόν σου μέρος (φευ!) και βραχύτατον λείψανον, δια να έχω περισσοτέρους πόνους και πάθη ενθυμουμένη σε· αλλά τι λέγω; Διατί να κλαίω, ενώ έπρεπε μάλιστα να αγάλλωμαι, επειδή έγινα μήτηρ Αθλητού του Χριστού και γενναίου Μάρτυρος, τον οποίον ανέθρεψα και επαίδευσα εις την ευσέβειαν και τώρα ηξιώθην να τον ίδω τετελειωμένον δια την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος μας; Αλλά δέομαί σου, αγιώτατον τέκνον μου, να παρακαλής τον Δεσπότην Χριστόν, δια τον οποίον έλαβες πολυώδυνον θάνατον, να με λυτρώση το γρηγορώτερον από ταύτην την ζωήν την μοχθηράν και επίπονον και να συγκατατάξη μετά της ψυχής σου το πνεύμα μου». Ταύτα ειπούσα και άλλα πλείονα, έθεσε την αγίαν χείρα εις τον τόπον, εις τον οποίον ο Μάρτυς προσέταξε και ετελείωσεν όσα ο Άγιος παρήγγειλεν, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”