Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Ιανουαρίου, μνήμη της Οσίας ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Συγκλητική η μακαρία μήτηρ ημών κατήγετο από την Μακεδονίαν, οι δε πρόγονοι αυτής, ακούσαντες την φιλόθεον και φιλόχριστον γνώμην των Αλεξανδρέων, έφυγον από την Μακεδονίαν και ήλθον εις την Αλεξάνδρειαν· ευρίσκοντες δε εις αυτήν πίστιν απλήν με αγάπην αληθινήν, επροτίμησαν την ξενητείαν καλλίτερον από την πατρίδα των. Ήτο δε η Οσία αύτη και κατά το γένος περίφημος και ευτυχισμένη έχουσα όλα τα νομιζόμενα καλά της παρούσης ζωής· αλλά αυτή η μακαρία, και όταν ευρίσκετο ακόμη εις τας αγκάλας των γονέων της, ήτο όλη δεδομένη εις τον πόθον και την αγάπην του Θεού και δεν επεμελείτο τελείως το σώμα της, αλλ’ εφυλάττετο από τας ατάκτους ορμάς της φύσεως· διότι ήτο και πολύ ωραία εις το σώμα και πολλοί νέοι την εζήτουν εις γάμον, και δια τον πλούτον της και δια την κοσμιότητα των γονέων της και δια την καλλονήν της· και οι γονείς της ακόμη επαρακινούσαν την κόρην εις γάμον, δια να φυλαχθή δι’ αυτής η διαδοχή του γένους των. Η σώφρων όμως και ανδρεία εις το φρόνημα Συγκλητική ουδόλως επείθετο εις τους λόγους των γονέων της, αλλ’ όταν ήκουε γάμον σαρκικόν αυτή εφαντάζετο τον θεϊκόν γάμον και παρέβλεπε τους επιγείους νυμφίους, διότι απέβλεπεν εις μόνον τον ουράνιον νυμφίον Χριστόν, τον οποίον ηγάπησεν εξ όλης της ψυχής της και αυτόν μόνον εσυλλογίζετο και εφαντάζετο νύκτα και ημέραν. Όθεν ούτε τα πολυποίκιλα και χρυσοϋφαντα φορέματα ούτε κανένα άλλο κοσμικόν καλόν ηδυνήθη να διαλύση τον πόθον της ψυχής της, ούτε τα δάκρυα των γονέων της, ούτε οι παρακλητικοί λόγοι των συγγενών της εμαλάκωσαν ολότελα αυτήν· αλλ’ είχε τον λογισμόν της στερεόν ως αδάμαντα, και δεν επαρασάλευε τελείως τον νούν της από τον ποθούμενον Χριστόν, αλλ’ έκλεισε τας αισθήσεις του σώματός της και συνωμίλει με τον νοητόν Νυμφίον της, λέγουσα το λόγιον της ασματικής νύμφης: «Εγώ το αδελφιδώ μου και ο αδελφιδός μου εμοί». Και εάν εγίνοντο ομιλίαι κοσμικαί τας απέφευγε και δεν ήθελε να τας ακούη, αλλά εσυμμάζευε τον νουν της μέσα εις το βάθος της καρδίας της· ει δε και εγίνοντο ομιλίαι ψυχωφελείς, ήνοιγε τα ώτα της διανοίας της, δια να ακούση τα λεγόμενα και να τα δεχθή εις την ψυχήν της. Δεν ημέλει δε και την νηστείαν, το ωφέλιμον τούτο ιατρικόν του σώματος, αλλά τόσον την ηγάπα, ώστε δεν είχε καμμίαν άλλην αρετήν ίσην με αυτήν· διότι εστοχάζετο ότι αύτη είναι το θεμέλιον και η φύλαξις όλων των άλλων αρετών. Όταν δε καμμίαν φοράν ετύχαινεν ανάγκη να φάγη η μακαρία έξω από τον διωρισμένον καιρόν, ηλλοιώνετο εις την θεωρίαν και επάθαινε το εναντίον από εκείνο όπου παθαίνουν όσοι τρώγουν· εκιτρίνιζε το πρόσωπόν της και το σώμα της ελεπτύνετο, ότι με το να μην ευχαριστείτο η ψυχή της εις το παράκαιρον φαγητόν, ακολούθως δεν ευχαριστείτο εις αυτό ούτε το σώμα της, ούτε ετρέφετο, αλλά μάλιστα εξηραίνετο· διότι εκείνοι όπου τρώγουν με ηδονήν, έχουν και το σώμα των τρυφερόν και παχύ· εκείνοι δε όπου τρώγουν με αηδίαν, έχουν και την σάρκα ατροφικήν και λεπτήν· και μαρτυρούν την αλήθειαν ταύτην του λόγου μου οι άρρωστοι, οι οποίοι, διότι τρώγουν με αηδίαν, δια τούτο έχουν και το σώμα των λεπτόν και αδύνατον. Όθεν και η μακαρία Συγκλητική, επειδή προσεπάθει να αδυνατίζη το σώμα της, δια τούτο είχε την ψυχήν της δυνατήν· ότι κατά τον Απόστολον Παύλον «όσον ο έξω άνθρωπος φθείρεται και ασθενεί, τόσον ο ένδον ανακαινίζεται». Με τοιούτους λοιπόν αγώνας ηγωνίζετο η Οσία, χωρίς να την ηξεύρη κανείς. Όταν δε απέθανον οι γονείς της Οσίας, έλαβεν αύτη την αδελφήν της, η οποία ήτο τυφλή, και επήγεν εις ένα τόπον ενός συγγενούς της, μακράν από την Αλεξάνδρειαν, Ηρώον καλούμενον· αφού δε εμοίρασεν εις τους πτωχούς όλην την περιουσίαν, η οποία της έμεινεν, επροσκάλεσεν ένα από τους πρεσβυτέρους και εκάρη Μοναχή· με το κούρεμα δε αυτό εφανέρωνεν, ότι η ψυχή της έμενεν απέριττος και ελευθέρα από τας φροντίδας του κόσμου και συντόμως ειπείν, τότε έγινε Καλογραία. Όταν δε εμοίραζε τον πλούτον της εις τους πτωχούς, έλεγε· «Μεγάλον χάρισμα ηξιώθην να λάβω· και τι άξιον να ανταποδώσω εις εκείνον όπου μου το εχάρισε δεν έχω, διότι αν οι άνθρωποι εξοδεύουν όλον τον πλούτον των δια να λάβουν ένα πρόσκαιρον αξίωμα του κόσμου τούτου, πόσω μάλλον εγώ, δια την τόσην μεγάλην χάριν όπου ηξιώθην και έγινα Μοναχή, χρεωστώ να δώσω εις τον Δεσπότην μου Χριστόν, μαζί με τα νομιζόμενα υπάρχοντά μου, και το σώμα μου, όταν όλα αυτά είναι ιδικά Του. Του γαρ Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής»· με τοιαύτα λόγια ενεδύθη η Οσία την ταπεινοφροσύνην και ησύχαζεν. Επειδή δε και εις τους πόνους της ασκήσεως ήτο προγυμνασμένη η Οσία, όταν ήτο εις τον πατρικόν της οίκον, δια τούτο και όταν έγινε Μοναχή επρόκοπτεν εις τας αρετάς, διότι όσοι ήλθον εις τούτο το θείον μυστήριον της μοναδικής πολιτείας, χωρίς να είναι πρότερον γεγυμνασμένοι και χωρίς προμελέτην, αυτοί δεν προκόπτουν ουδέ επιτυγχάνουν το ζητούμενον πράγμα των Μοναχών, με το να μη έμαθον καταλεπτώς τι χρειάζεται η μοναδική πολιτεία και ποίον είναι το τέλος της. Και καθώς εκείνοι όπου μέλλουν να υπάγουν εις ένα δρόμον, πρώτον φροντίζουν δια να παραλάβουν όλα τα χρειαζόμενα εις τον δρόμον, έτσι και η Οσία αύτη πρώτον ητοίμασε τον εαυτόν της με τους παλαιούς αγώνας της ασκήσεως, και έπειτα αφόβως έκαμνε τον δρόμον της προς τα ουράνια· διότι αυτή με το να είχε προητοιμασμένα όλα όσα εχρειάζοντο, δια να τελειώση τον οίκον της ψυχής της, δια τούτο και έκτιζε στερεόν τον πύργον της. Και η μεν αισθητή κατοικία κατασκευάζεται με πέτρας και λάσπην και ξύλα και τας άλλας εξωτερικάς ύλας, αύτη δε η Οσία έκαμνε όλον το εναντίον· διότι δεν εσύναξε τας έξωθεν ύλας, αλλά διεμοίρασεν τα υπάρχοντά της εις τους πτωχούς, άφησε τον θυμόν και την μνησικακίαν, απέβαλε και τον φθόνον και την κενοδοξίαν, τοιουτοτρόπως δε έκτισε την κατοικίαν της επάνω εις την στερεάν πέτραν, και δια τούτο έγινεν ο πύργος της περίφημος και απείραστος. Και ίνα μη πολυλογώ, η μακαρία Συγκλητική και εις τας αρχάς ακόμη της ασκήσεώς της υπερέβαινε τας άλλας Μοναχάς, αι οποίαι είχον χρόνους πολλούς εις την άσκησιν, δια την πολλήν προθυμίαν και την ζέσιν του πνεύματός της. Την μεν λοιπόν πρακτικήν και ασκητικήν ζωήν της ημείς δεν ημπορούμεν να διηγηθώμεν, ότι αυτή δεν άφηνε κανένα να βλέπη την ζωήν της καιτα έργα της, διότι δεν ήθελε να έχη διαλαλητάς και κήρυκας των κατορθωμάτων της τους ανθρώπους, και δεν εφρόντιζε τόσον πως να κάμνη τα καλά έργα, όσον εφρόντιζε πως να τα κρύπτη από τους ανθρώπους· όχι διότι επόθει να μη τα ηξεύρουν οι άλλοι, αλλά διότι εκινείτο από την θείαν χάριν, να μη ζητή την ανθρωπίνην δόξαν, και είχε πάντοτε εις τον νουν της τον λόγον του Κυρίου όστις λέγει· «Μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου», και δια τούτο έκαμνε κρυφίως όλα τα κατορθώματά της. Από δε την πρώτην της ηλικίαν έως την μεσαίαν όχι μόνον απέφευγε τας συνομιλίας κάθε ανδρός, αλλά και αυτών ακόμη των γυναικών, δια να μη δοξάζεται από αυτάς, δια την υπερβολικήν άσκησιν όπου έκαμνε και δια να μη εμποδίζεται εις την αρετήν και ησυχίαν από τας συναναστροφάς των αδελφών και τας σωματικάς χρείας. Τοιουτοτρόπως επροφυλάσσετο από τας πρώτας επιβουλάς της ψυχής, και δεν άφηνε τον εαυτόν της να κρημνίζεται εις τας σωματικάς επιθυμίας· διότι καθώς ο κηπουρός κόπτει από το δένδρον τους καρπούς και κλάδους, έτσι και η Οσία έκοπτε τας ακάνθας των παθών από την διάνοιάν της, δια μέσου της νηστείας και προσευχής· αν δε εβλάστανεν εις αυτήν και ηύξανε κανένα πάθος, το έκοπτε με διαφόρους τιμωρίας και με πολυποικίλους πόνους, παιδεύουσα το σώμα της· ότι όχι μόνον με πείναν εβασάνιζε τον εαυτόν της, αλλά και με την δίψαν. Όταν δε είχε κανένα πόλεμον με τον διάβολον, πρώτον επεκαλείτο τον Δεσπότην Χριστόν εις βοήθειαν δια μέσου της προσευχής· (διότι δεν ηυχαριστείτο να εμποδίση την ορμήν του λέοντος διαβόλου με μόνην την άσκησιν) και ομού με την προσευχήν ήρχετο παρευθύς ο Κύριος, και έφευγεν ο εχθρός· όμως πολλάς φοράς επολυκαίριζεν εις τον πόλεμον ο εχθρός, ο δε Κύριος τον άφηνε να την πολεμή, δια να αυξήση την γύμνασιν της εναρέτου ψυχής της· αυτή δε στοχαζομένη ότι η πολυκαιρία του πολέμου τής προξενεί περισσότερα χαρίσματα, ενεδυναμώνετο περισσότερον εις την κατά του εχθρού νίκην, και όχι μόνον ενέκρωνε τον εαυτόν της με την ολιγότητα της τροφής, αλλά και έκοπτεν από εαυτήν κάθε δικαίαν ηδονήν· διότι έτρωγεν άρτον από πίτυρα, και πολλάκις δεν έπινε τελείως νερόν. Λοιπόν εφ’ όσον εκράτει ο πόλεμος, μετεχειρίζετο τοιαύτα όπλα, φορούσα ως θώρακα την προσευχήν, και ως περικεφαλαίαν την πίστιν, ηνωμένην με την ελπίδα και την αγάπην, προηγείτο όμως από όλα η πίστις, περισφίγγουσα όλους τους αρμούς της ψυχής της· είχε δε παρούσαν και την ελεημοσύνην, αν όχι ενεργητικώς, αλλ’ όμως προαιρετικώς. Οπόταν λοιπόν με αυτά ενικάτο ο εχθρός και έπαυεν ο πόλεμος, τότε και η Οσία έδιδεν άνεσιν εις τον εαυτόν της από την υπερβολικήν άσκησιν· και τούτο το έκαμνε δια να μη διαλυθούν από μιάς τα μέλη του σώματός της· ότι αν άφηνε τα μέλη της να διαλυθούν, ήτο σημείον ότι ενικήθη, διότι, όταν τα όπλα του στρατιώτου χαλασθούν, ποίαν ελπίδα έχει πλέον να νικήση εις τον πόλεμον; Καθώς έκαμαν μερικοί, οίτινες κατέφθειραν άμετρα και ασυλλόγιστα τον εαυτόν των με την νηστείαν, και ως να έκαμαν παραίτησιν από τον πόλεμον του εχθρού ηφάνισαν τον εαυτόν των. Αλλά η μακαρία Συγκλητική δεν έκαμνεν ούτω, αλλά όλα τα έκαμνε με διάκρισιν· και τον μεν εχθρόν επολέμει με την προσευχήν και με την άσκησιν, το δε σώμα της επεμελείτο πάλιν όταν έπαυεν ο πόλεμος. Διότι και οι ναύται όταν συναντήσουν τρικυμίαν μένουν νηστικοί, αγωνιζόμενοι κατά των κυμάτων. Αλλ’ όταν ελευθερωθούν από τον κίνδυνον, τότε φροντίζουν και δια την σύστασιν του σώματος, και δεν εξοδεύουν όλον τον καιρόν των εις την τρικυμίαν, αλλά μεταχειρίζονται την γαλήνην της θαλάσσης εις ανάπαυσιν από των προτέρων πόνων· όμως και τότε δεν μένουν αμέριμνοι, ούτε επιδίδονται εις βαθύν ύπνον, διότι εδοκίμασαν την παρελθούσαν τρικυμίαν και προετοιμάζονται και δια την μέλλουσαν· διότι αν και η τρικυμία έπαυσεν, όμως η θάλασσα δεν ωλιγόστευσε· και αν ο άνεμος εκόπασεν, αλλ’ ο αήρ όστις γεννά τον άνεμον είναι παρών. Τοιουτοτρόπως συμβαίνει και εις τα πνευματικά· διότι αν το πνεύμα το πονηρόν της επιθυμίας διώκεται από τους αγωνιστάς, ο διάβολος, όστις εξουσιάζει το πνεύμα το πονηρόν, δεν είναι μακράν· δια τούτο είναι ανάγκη να προσευχώμεθα πάντοτε, δια το αβέβαιον της θαλάσσης, και δια την αλμυράν και πικράν κακίαν του διαβόλου. Όθεν και η Οσία, επειδή εγνώριζε καλώς τας τρικυμίας της παρούσης ζωής και προέβλεπε τας ταραχάς των πονηρών πνευμάτων, δια τούτο επιμελώς εκυβερνούσε το πλοίον της ψυχής της με το πηδάλιον της εις τον Θεόν ευσεβείας και το ωδήγει ασφαλώς εις τον λιμένα της σωτηρίας, έχουσα άγκυραν βεβαιοτάτην την εις Θεόν πίστιν. Η ζωή λοιπόν της Οσίας ήτο αποστολική, επειδή συνίστατο από πίστιν και ακτημοσύνην και έλαμπεν από αγάπην και ταπεινοφροσύνην· αύτη η Οσία ετελείωσε το έργον του λόγου του ψαλμωδού, διότι επάτησε «επί την ασπίδα και τον βασιλίσκον, και όλην την δύναμιν του εχθρού». Αύτη ήκουσεν αρμοδίως από τον Κύριον το «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω», και μολονότι το ρητόν τούτο νοείται δια τα ουράνια χαρίσματα, όμως και εδώ ημπορεί να νοήται· ήτοι επειδή συ, ω Συγκλητική, ενίκησας εις τούτον τον υλικόν πόλεμον της σαρκός και του κόσμου, θέλεις νικήσει και τον άϋλον πόλεμον των πονηρών δαιμόνων, δια μέσου της ιδικής μου βοηθείας και υπερασπίσεως· ας γνωρίσουν αι αρχαί και εξουσίαι του σκότους το μεγαλείον της πίστεώς σου· διότι, αφού νικήσης τας εναντίας δυνάμεις των δαιμόνων, θέλεις πλησιάσει εις τας αγαθάς δυνάμεις των Αγγέλων. Με τοιούτον τρόπον ησύχαζεν η Οσία κατά μόνας και ειργάζετο τας εναρέτους πράξεις· εφ’ όσον δε παρήρχετο ο καιρός, ήνθιζον αι αρεταί της και η ευωδία των ενδόξων αγώνων της ηκούετο εις πολλούς· επειδή λέγει ο Κύριος· «Ουκ έστι κρυπτόν, ο ου μη φανερόν γενήσεται», διότι ο Θεός συνηθίζει να κηρύττη, με τους τρόπους όπου ηξεύρει, τα κατορθώματα εκείνων οι οποίοι τον αγαπούν, δια διόρθωσιν των ακουόντων· όθεν τότε, με φώτισιν του Θεού, ήρχισαν μερικαί Μοναχαί να πηγαίνουν εις την Οσίαν δια ψυχικήν ωφέλειαν, και διότι ελάμβανον μεγάλην ωφέλειαν από την συνομιλίαν της, επήγαιναν συχνότερα· μίαν δε ημέραν την ηρώτησαν να είπη εις αυτάς πως ημπορούν να τύχουν της σωτηρίας. Η δε Οσία, αναστενάξασα βαθέως και πολλά δακρύσασα, εσιώπα· όμως αι αδελφαί την εβίαζον να λαλήση τα μεγαλεία του Θεού, διότι και από μόνην την θεωρίαν της εκπληττόμεναι την εθαύμαζον. Επειδή δε η μακαρία εβιάζετο πολλά από τας αδελφάς, είπε το γραφικόν εκείνο λόγιον· «Μη βιάζου πένητα, πτωχός γαρ εστιν», αι δε αδελφαί την παρεκάλουν πλέον προθυμότερον, και της έλεγον, ότι λέγει ο Κύριος· «Δωρεάν έλαβες, δωρεάν δος» και «Πρόσεχε δια να μη καταδικασθής ως ο δούλος που έκρυψε το τάλαντον». Και η Οσία απεκρίθη· «Διατί, αδελφαί, φαντάζεσθε ότι εγώ η αμαρτωλή κάμνω ή λέγω τίποτε άξιον; Ημείς όλαι κοινόν διδάσκαλον έχομεν τον Κύριον, και όλαι ακούομεν τας θείας Γραφάς». Αι δε αδελφαί είπον· «Το ηξεύρομεν και ημείς, ότι ο Κύριός μας είναι διδάσκαλος και όλαι ακούομεν τας θείας Γραφάς· αλλά συ με την άγρυπνον σπουδήν σου επρόκοψας εις τας αρετάς, και δια τούτο είναι πρέπον εκείναι αι αδελφαί όπου επρόκοψαν εις τα καλά να συμβουλεύουν τας νεωτέρας· διότι και ο Κύριος ημών τούτο παραγγέλλει». Όθεν η μακαρία Συγκλητική τας ευσπλαγχνίσθη και επειδή εγνώρισεν, ότι εκείνα τα οποία θα έλεγεν, δεν προξενούν κανένα έπαινον εις αυτήν, αλλά εις τας αδελφάς προξενούν μεγάλην ωφέλειαν, ήρχισε να λέγη εις αυτάς ταύτα. «Τεκνία μου, όλοι και όλαι ηξεύρομεν να σωθώμεν, αλλά δια την αμέλειάν μας χάνομεν την σωτηρίαν μας· διότι πρέπει πρώτον να φυλάττωμεν εκείνα τα οποία εφανερώθησαν εις ημάς δια μέσου της χάριτος του Κυρίου, τα οποία είναι ταύτα: Να αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, και τον πλησίον σου ως τον εαυτόν σου. Από αυτά τα δύο φυλάττεται η αρχή του νόμου και εις αυτά επαναπαύεται το πλήρωμα της χάριτος. Ολίγα είναι τα λόγια αυτά, αλλά η δύναμίς των είναι μεγάλη και άπειρος, διότι όλα τα ψυχωφελή καλά από αυτάς τας δύο εντολάς είναι κρεμασμένα. Και το μαρτυρεί ο θείος Παύλος, όστις λέγει, ότι η αγάπη είναι τέλος του νόμου· όσα λοιπόν χρήσιμα λόγια ειπούν οι άνθρωποι, κατά χάριν του Αγίου Πνεύματος, όλα από την αγάπην αρχίζουν και εις αυτήν τελειώνουν· όθεν η σωτηρία είναι αυτή η διπλή αγάπη· πρέπει όμως να προσθέσω και τούτο, το οποίον είναι και αυτό εις την αγάπην· δηλαδή το να γνωρίζη κάθε μία από ημάς και να ποθή πάντοτε εκείνο όπερ είναι από τα μεγαλύτερα». Αι δε αδελφαί απορούσαν εις αυτό το οποίον είπε και την ερωτούσαν. Και η Οσία είπε· «Δεν ηξεύρετε την παραβολήν του σπόρου, την οποίαν είπεν ο Κύριος, ότι εκαρποφόρησεν άλλος εκατόν και άλλος εξήκοντα και άλλος τριάκοντα; Λοιπόν τα εκατόν είναι το τάγμα το ιδικόν μας, των Μοναχών· τα εξήκοντα είναι το τάγμα εκείνων οι οποίοι εγκρατεύονται και δεν υπανδρεύονται, και τριάκοντα είναι των υπανδρευομένων, όσοι ζουν με σωφροσύνην· και από τα τριάκοντα είναι καλόν να αναβαίνη κανείς εις τα εξήκοντα και από τα εξήκοντα εις τα εκατόν· διότι είναι ωφέλιμον το να προκόπτη τις από τα μικρότερα εις τα μεγαλύτερα· το δε να καταβαίνη από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα είναι κινδυνώδες· ότι εκείνος όστις κλίνει μίαν φοράν εις τα χειρότερα, δεν ημπορεί να σταθή εις τα ολίγα, αλλά κρημνίζεται ως εις βυθόν απωλείας. Μερικαί λοιπόν, αι οποίαι υπόσχονται να φυλάξουν παρθενίαν, επειδή είναι ασθενείς εις τον λογισμόν, προφασίζονται και λέγουν με τον εαυτόν των ή καλλίτερα να είπω με τον διάβολον, ταύτα: ημείς, εάν υπανδρευθώμεν και ζήσωμεν με σωφροσύνην, αξιωνόμεθα να συναριθμηθώμεν με το τάγμα των τριάκοντα· επειδή όλη η παλαιά Γραφή δεν απέβαλε την παιδοποιϊαν, αλλά την ήθελεν. Αυταί όμως όπου λέγουν ταύτα, ας ηξεύρουν ότι αυτή η πρόφασις είναι του διαβόλου. Διότι εκείνος όστις καταβαίνει από τα μεγαλύτερα εις τα μικρότερα, αυτός πλανάται από τον διάβολον· και καθώς ο στρατιώτης, ο οποίος θα αφήση την τάξιν, την οποίαν είχεν εις το μεγαλύτερον στράτευμα και υπάγη εις το μικρότερον, δεν λαμβάνει δια τούτο συγχώρησιν, αλλά τιμωρείται, ούτω τιμωρείται και εκείνος όστις καταβαίνει από το ανώτερον τάγμα των Παρθένων εις το κατώτερον των σωφρονούντων· δια τούτο πρέπει από τα μικρότερα να πηγαίνωμεν εις τα μεγαλύτερα και τούτο μας διδάσκει ο Απόστολος, όστις μας παραγγέλλει να λησμονώμεν τα όπισθεν και να πηγαίνωμεν εις τα έμπροσθεν. Λοιπόν ημείς όπου κρατούμεν το τάγμα των εκατόν, πρέπει να το ανακυκλώνωμεν πάντοτε και τριγύρω εις αυτό να εργώμεθα, και τέλος ποτέ να μη δίδωμεν εις τον αριθμόν. Διότι λέγει ο Κύριος· «Όταν πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν». Όθεν ημείς, αι οποίαι επροτιμήσαμεν το επάγγελμα της παρθενίας, πρέπει να φυλάττωμεν άκραν σωφροσύνην· διότι και εις τας κοσμικάς και υπανδρευμένας γυναίκας φαίνονται ότι πολιτεύονται με σωφροσύνην, αλλά μαζί με την σωφροσύνην ευρίσκεται εις αυτάς και αφροσύνη και αγνωσία, εφ’ όσον πορνεύουν με όλας τας αισθήσεις του σώματος. Διότι και βλέπουν άπρεπα και γελούν άτακτα και ακούουν άσχημα· ημείς δε αι Μοναχαί πρέπει να αφήνωμεν όλα τα άπρεπα και να προκόπτωμεν εις τας αρετάς και να εμποδίζωμεν από τα μάτια μας τας ματαίας θεωρίας, διότι λέγει η θεία Γραφή: «Οι οφθαλμοί σου ορθά βλεπέτωσαν»· και να χαλινώνωμεν την γλώσσαν μας από τα αισχρά λόγια· ότι είναι άτοπον, η γλώσσα μας, η οποία είναι όργανον των θεϊκών ύμνων και δοξολογεί τον Θεόν, να λαλή αισχρά και αδιάντροπα λόγια· και όχι μόνον πρέπει να μη λέγωμεν τα τοιαύτα λόγια, αλλά μηδέ να τα ακούωμεν, όταν τα λέγουν άλλοι. Αυτά δε όπου είπον είναι αδύνατον να τα φυλάττωμεν, εάν εξερχώμεθα συχνάκις έξω από τα κελλία μας, ότι δια μέσου των αισθήσεών μας εμβαίνουν μέσα μας οι κλέπται δαίμονες και τα πάθη και αν ακόμη δεν θέλωμεν. Διότι πως είναι δυνατόν να μη μαυρίζη μία οικία, ήτις έχει ανοικτά τα παράθυρα και τας θύρας της, εφ’ όσον υπάρχει καπνός έξω από αυτήν; Λοιπόν αναγκαίως πρέπει να μη πηγαίνωμεν εις τας πόλεις και εις τας εμποροπανηγύρεις. Διότι εάν θεωρώμεν βαρύ και άπρεπον το να ίδωμεν γυμνούς και αυτούς τους ιδίους αδελφούς και γονείς μας, πόσω μάλλον είναι άπρεπον και ψυχοβλαβές να βλέπωμεν εις τους δρόμους και εις τας αγοράς ανθρώπους ενδεδυμένους άπρεπα, λέγοντας πορνικά και άσχημα λόγια; Διότι από την θεωρίαν τούτων και την ακοήν έρχονται εις την ψυχήν φαντασίαι ψυχοβλαβείς και αισχραί. Αλλά και όταν ευρισκώμεθα μέσα εις τα κελλία μας, ουδέ εκεί δεν πρέπει να είμεθα αμέριμνοι, αλλά πρέπει να στεκώμεθα πάντοτε προσεκτικαί· διότι λέγει ο Κύριος· «Γρηγορείτε». Ότι όσον περισσότερον ζητούμεν να σωφρονώμεν και να παρθενεύωμεν, τόσον περισσότερον ενοχλούμεθα από δριμυτέρους και χειροτέρους λογισμούς, διότι καθώς λέγει ο Εκκλησιαστής· «Όποιος προσθέτει γνώσιν περισσοτέραν εις τον εαυτόν του, αυτός ακολούθως προσθέτει και περισσότερον κόπον», ότι όσον περισσότερον προκόπτουν εις την πάλην οι παλαισταί, τόσον ευρίσκουν και τους αντιπαλαιστάς αυτών δυνατωτέρους». Στοχάσου δε πόσον μακράν είσαι από την αληθινήν παρθενίαν και δεν θέλεις αμελήσει εις τον πόλεμον τον οποίον έχεις με τον εχθρόν. Διότι ει μεν και συ νικήσης την υλικήν πορνείαν και δεν πορνεύσης με το έργον, ο διάβολος προσπαθεί να σε κάμη να πορνεύης με τας αισθήσεις. Και με το να μένης εις το κελλίον σου και να μη βλέπης, μήτε να ακούης τα άπρεπα, πάλιν ο εχθρός αγωνίζεται να σε κάμη να πορνεύης με τας φαντασίας, τας οποίας σου φέρει, όταν είσαι έξυπνος και όταν κοιμάσαι· διότι αυτός ο μιαρός, κατοικών μέσα εις την καρδίαν, φέρει εις εκείνας, αι οποίαι ησυχάζουν, πρόσωπα ωραία και συνομιλίας παλαιάς, δια να ταράξη την σωφροσύνην· δια τούτο ημείς πρέπει να μη δίδωμεν προσοχήν εις τοιαύτα φαντάσματα του εχθρού· ότι γράφει ο Εκκλησιαστής· «Εάν αναβή εις τον νουν σου το πνεύμα και η ενέργεια του εξουσιάζοντος διαβόλου, συ δίωξε και μη αφήσης εις αυτό τον της καρδίας σου τόπον», ήτοι μη κάμης συγκατάθεσιν εις την ενέργειαν αυτήν του σατανά, διότι η συγκατάθεσις μόνη, την οποίαν κάμνει η παρθένος εις τοιαύτας αισχράς φαντασίας, είναι παρομοία με την πορνείαν των κοσμικών· «Ότι οι δυνατοί μέλλουν να εξετασθούν δυνατά», ως λέγει η θεία Γραφή. Λοιπόν ο αγών και ο πόλεμος, τον οποίον έχομεν με το δαιμόνιον της πορνείας, είναι μεγάλος και φοβερός, ότι το κεφάλαιον όλων των κακιών του εχθρού, τας οποίας μεταχειρίζεται, δια να απολέση την ψυχήν μας, είναι αυτό, και τούτο γανερώνων αινιγματωδώς ο Ιώβ έλεγε δια τον διάβολον, ότι έχει όλην του την δύναμιν εις τον ομφαλόν της κοιλίας· «Η δύναμις αυτού επ’ ομφαλού γαστρός». Όθεν με πολλάς και διαφόρους μηχανάς παρακινεί τους φιλοχρίστους εις την πορνείαν ο διάβολος· και πολλάκις ο δόλιος μεταστρέφει εις την ιδικήν του κακίαν και αυτήν την αδελφικήν και κατά Χριστόν αγάπην· διότι και αυτάς τας παρθένους που ηρνήθησαν τον γάμον και κάθε φαντασίαν του κόσμου, τας εγέλασε και τας εκρήμνισεν εις πορνείας δια μέσου αδελφικής αγάπης των ανδρών. Ομοίως και Μοναχούς, οι οποίοι έφυγαν κάθε αισχρόν και πορνικόν σχήμα, και αυτούς τους επλάνησε δια μέσου ευλαβικής συνομιλίας γυναικών και τους έρριψεν εις πορνείαν. Επειδή τούτο είναι το καθ’ αυτό έργον του διαβόλου, το να ενδύεται τα ξένα, ήτοι να υποκρίνεται τα θεία και πνευματικά, δια να σπείρη κρυφίως τα ιδικά του· δεικνύει επάνω ένασπόρον σίτου και υποκάτω έχει στημένην την παγίδα· και περί τούτου νομίζω, ότι λέγει και ο Κύριος· «Ότι έρχονται εις σας δαίμονες με ενδύματα προβάτων και έσωθεν είναι λύκοι άρπαγες. Λοιπόν τι να κάμωμεν ημείς εις αυτάς τας μηχανάς του διαβόλου δια να σωθώμεν; Πρέπει να γινώμεθα φρόνιμοι ως οι όφεις και απονήρευτοι ως αι περιστεραί, δηλαδή να μεταχειριζώμεθα φρονίμους στοχασμούς εναντίον των παγίδων, τας οποίας μάς στήνει ο διάβολος· διότι το γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, μας το είπεν ο Χριστός, δια να στοχαζώμεθα προσεκτικά να μη μας λανθάνουν αι τέχναι του πονηρού· ότι από το όμοιον γνωρίζει τις ταχέως το όμοιον· το δε ακέραιον της περιστεράς φανερώνει την καθαρότητατων έργων μας· λοιπόν κάθε καλόν έργον θέλει αποδιώκει το κακόν και δεν θέλει ενώνεσθαι με αυτό. Αλλά πως ημπορούμεν να φεύγωμεν εκείνο το οποίον δεν γνωρίζομεν; Δια τούτο πρέπει να προσέχωμεν καλά και να στοχαζώμεθα την πονηρίαν του εχθρού και να φυλαττώμεθα από την κακομηχανίαν του και τας τέχνας του, ότι λέγει ο θείος Πέτρος, ότι «Ο διάβολος περπατεί ως λέων, ζητών ποίον να καταπίη», και ο Προφήτης Αββακούμ λέγει: «Ότι τα φαγητά του είναι εκλεκτά»· όθεν είναι χρεία να αγρυπνώμεν και να προσέχωμεν πάντοτε, διότι και αυτός αγρυπνεί και μας πολεμεί και με τα έξωθεν πράγματα και περισσότερον με τους έσωθεν λογισμούς και έρχεται εις ημάς αφανώς και κρυφίως και νύκτα και ημέραν. Τι χρειαζόμεθα λοιπόν εις τούτον τον πόλεμον; Φανερόν είναι ότι χρειαζόμεθα άσκησιν κοπιαστικήν και καθαράν προσευχήν· αυτά δε τα δύο είναι τα γενικά και καθόλου ιατρικά, τα οποία πρέπει να μεταχειριζώμεθα εις κάθε ολέθριον λογισμόν, πρέπει όμως να μεταχειριζώμεθα και άλλας ειδικάς μηχανάς εις τον πόλεμον της σαρκός· και όταν μας έλθη κανένας αισχρός λογισμός, ημείς πρέπει να του αντιφέρωμεν άλλον εναντίον λογισμόν· αν δε ο εχθρός δείξη μέσα εις την φαντασίαν μας κανένα ωραίον πρόσωπον, πρέπει να το πολεμούμεν με τον ορθόν λογισμόν, ήτοι να εξορύσσωμεν τα μάτια εκείνου του προσώπου με τον νουν μας, να εκδέρωμεν την σάρκα από τας παρειάς του και να κόπτωμεν τα χείλη του· και τότε θέλει φανή το πρόσωπον εκείνο ως γυμνός σκελετός, ασχημότατον και φοβερόν· με τοιούτον τρόπον ας στοχάζεται ο λογισμός, τι είναι εκείνο όπερ επεθύμει πρωτύτερα και ούτω θέλει δυνηθή να φυλαχθή από την ψευδή απάτην του εχθρού, στοχαζόμενος ότι εκείνο όπερ επεθύμει δεν ήτο άλλο παρά ένα αίμα μεμιγμένον με φλέγμα βρωμερόν· τοιουτοτρόπως με τοιούτους λογισμούς πρέπει να αποδιώκωμεν από την σκέψιν μας την αισχράν εικόνα της αμαρτίας και με τον πάσσαλον να εκβάλλωμεν τον άλλον πάσσαλον, ήτοι τον δαίμονα της πορνείας. Προς τούτοις πρέπει να συλλογιζώμεθα καθόλου και όλον το σώμα εκείνου του υποκειμένου όπου αγαπώμεν, ότι αναβρύει από σήψεις και ύλας δυσώδεις και συντόμως ειπείν, πρέπει να το συλλογιζώμεθα πως είναι νεκρόν· και ούτω αποβάλλομεν από την καρδίαν μας την επιθυμίαν την οποίαν έχομεν εις αυτό· το δε μεγαλύτερον όπλον το οποίον δυνάμεθα α μεταχειρισθώμεν εις τον σαρκικόν πόλεμον είναι το να νικήσωμεν την κοιλίαν μας και τότε θέλομεν νικήσει και τα φθοροποιά πάθη, όσα ενεργούνται κάτω από την κοιλίαν». Με τοιαύτας σοφάς και ψυχωφελείς νουθεσίας ενουθέτει τας αδελφάς η μακαρία Συγκλητική, και εκείναι ερρίγουν εις τα θεία και πνευματικά της λόγια· μία δε από αυτάς ηρώτησε την Οσίαν, αν η ακτημοσύνη είναι τέλειον αγαθόν. Και απεκρίθη: «Και πολλά τέλειον αγαθόν είναι εις εκείνας αι οποίαι είναι δυναταί και ανδρείαι· διότι εκείναι αι οποίαι υπομένουν την ακτημοσύνην έχουν θλίψιν εις το σώμα, εις δε την ψυχήν έχουν άνεσιν· ότι καθώς τα ωραία και καινουργή φορέματα, όταν πατούνται και τρίβωνται, καθαρίζονται και ασπρίζουν, ούτω και μία ανδρεία ψυχή, όταν στενοχωρήται και θλίβεται με την θεληματικήν πτωχείαν, περισσότερον δυναμώνει και στερεώνεται· εκείνη όμως η οποία έχει ασθενή λογισμόν και είναι ολιγόψυχος, περισσότερον γίνεται αδύνατος και αστερέωτος· διότι εάν στενοχωρηθή ολίγον από την πτωχείαν, γίνεται χειροτέρα με το να μη υποφέρη το καλόν που προέρχεται από την ακτημοσύνην· ως τα τετριμμένα και παλαιά φορέματα, τα οποία δεν αντέχουν δια να πλυθούν, αλλά ξεσχίζονται και φθείρονται· και ο λευκαντής μεν είναι ο ίδιος εις τα ανθεκτικά και εις τα τετριμμένα φορέματα, αλλά το τέλος των φορεμάτων είναι διαφορετικόν, διότι τα ανθεκτικά καθαρίζονται και ανακαινίζονται, ενώ τα παλαιά ξεσχίζονται και φθείρονται. Λοιπόν ημπορεί να είπη τις ότι η ακτημοσύνη είναι ένας θησαυρός πολύτιμος εις την ανδρείαν ψυχήν. Διότι γίνεται ως εις χαλινός, όστις εμποδίζει τας πρακτικάς αμαρτίας· όμως εκείνος όπου επιθυμεί να την αποκτήση, πρέπει να γυμνασθή πρώτον εις την νηστείαν, εις την χαμαικοιτίαν και εις τας άλλας σκληραγωγίας του σώματος, και έπειτα να αποκτήση την ακτημοσύνην· εκείνος όστις δεν κάμη έτσι, ομοιάζει με εκείνον ο οποίος, χωρίς να προγυμνασθή, απορρίπτει παρευθύς τα χρήματα και ως επί το πλείστον έπειτα μετανοεί, διότι τα απέρριψε, επειδή τα χρήματα είναι όργανα της απολαυστικής ζωής. Όθεν απόβαλε πρώτον την γαστριμαργίαν και τα ηδονικά φαγητά και τα λοιπά απολαυστικά και αναπαυτικά του σώματος, και ούτω θέλεις δυνηθή να περικόψης με ευκολίαν την ύλην των πραγμάτων και των χρημάτων· διότι νομίζω, ότι είναι δύσκολον να ασκής μίαν τέχνην, και να σου λείπουν τα όργανα της τέχνης εκείνης· διότι εκείνος όστις αποβάλη το πρώτον, θέλει δυνηθή να αποβάλη και το δεύτερον· δια τούτο και ο Κύριος, συνομιλών με τον πλούσιον, δεν τον επρόσταξε παρευθύς να αποβάλη τον πλούτον, αλλά πρώτον τον ηρώτησεν εάν εφύλαξε τας εντολάς του παλαιού νόμου και ως διδάσκαλος ηρώτησεν αυτόν ως μαθητήν, αν ήξευρε να συλλαβίζη· αν εσυνήθισε να λέγη τας λέξεις και τα ονόματα. Έπειτα του είπε να διαβάζη με τελειότητα, ήτοι αφού ο πλούσιος του είπεν, ότι εφύλαξε τας εντολάς του νόμου, τότε του είπεν ο Κύριος· «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπέρχοντα και δος πτωχοίς, και δεύρο ακολούθει μοι», και νομίζω ότι αν εκείνος έλεγεν, ότι δεν έκαμεν εκείνα όπου τον ηρώτησε, δεν ήθελε τον παρακινήσει ο Κύριος εις την ακτημοσύνην· διότι πως ημπορεί να διαβάση παρευθύς με τελειότητα, εκείνος όστις δεν ηξεύρει να συλλαβίση; Καλή λοιπόν είναι η ακτημοσύνη δι’ εκείνους οι οποίοι ηγωνίσθησαν εις την σκληραγωγίαν, και έλαβον έξιν και ευκολίαν εις τα καλά· διότι αυτοί απέρριψαν όλα τα περιττά, και έχουν τον νουν των και την ελπίδα των εις μόνον τον Θεόν, ψάλλοντες το λόγιον του ψαλμού: «Οι οφθαλμοί ημών προς σε ελπίζουσι και συ δίδως την τροφήν τοις αγαπώσι σε εν ευκαιρία». Και κατ’ άλλον τρόπον λαμβάνουσιν ωφέλειαν οι ακτήμονες, διότι αυτοί με το να μη έχουν τον νουν των προσηλωμένον εις τα γήϊνα πράγματα, στοχάζονται μόνον τα ουράνια αγαθά, και δι’ εκείνα φροντίζουσι και τελειώνουν φανερά τον λόγον του Δαβίδ, όστις λέγει: «Κτηνώδης εγεννήθην παρά σοι, καγώ δια παντός μετά σου», διότι καθώς τα υποζύγια ζώα, όπου δουλεύουν εις τους ανθρώπους, αρκούνται εις μόνην την τροφήν την οποίαν τρώγουν και άλλο τίποτε δεν ζητούν, τοιουτοτρόπως και οι ακτήμονες δουλεύουν μόνον δια την καθημερινήν τροφήν και τα χρήματα καταφρονούν ως ουτιδανά και άχρηστα· οι ακτήμονες κρατούν στερεά το θεμέλιον της πίστεως· ότι δι’ αυτούς είπεν ο Κύριος το να μη μεριμνούν δια την αύριον και ότι τα πετεινά του ουρανού ούτε σπείρουν ούτε θερίζουν και ο πατήρ ο ουράνιος τρέφει αυτά, και εις ταύτα τα λόγια επίστευσαν· διότι εκείνος όπου τα είπεν είναι Θεός και λέγουν με παρρησιασμένην φωνήν το «επίστευσα διο ελάλησα». Αλλά και ο διάβολος περισσότερον νικάται από τους ακτήμονας, διότι δεν δύναται να τους βλάψη εις τίποτε, επειδή αι περισσότεραι θλίψεις και οι πειρασμοί ακολουθούν εις τους ανθρώπους δια την στέρησιν του πλούτου των· αλλ’ εις εκείνους οι οποίοι δεν έχουν τίποτε, ποία θλίψις ημπορεί να έλθη; Βέβαια ουδεμία· και ο εχθρός τι κακόν δύναται να κάμη εις αυτούς; Να καύση τα χωράφια τους; Δεν έχουν, να φθείρη τα ζώα των; Και που είναι; Να βλάψη τα άλλα πράγματά των; Και αυτά όλα τα παρήτησαν. Ώστε η ακτημοσύνη είναι μία σκληροτάτη τιμωρία δια τον διάβολον και ένας ανεκτίμητος θησαυρός της πολυτίμου και αθανάτου ψυχής μας. Όσον δε η ακτημοσύνη είναι μεγάλη και θαυμαστή αρετή, τόσον εκ του εναντίου η φιλαργυρία είναι μεγάλη κακία και μοχθηρά και, καθώς είπεν ο μακάριος Παύλος, ρίζα όλων των κακών· επειδή δια την επιθυμίαν του πλούτου γίνονται ψευδείς όρκοι, κλοπαί, αρπαγαί, πλεονεξίαι φθόνοι, φόνοι, μισαδελφίαι, πόλεμοι, ειδωλολατρίαι, και όλα τα επακόλουθα τούτων, ήτοι η υποκρισία, η κολακεία, αι απάται, και όλων τούτων των κακών αιτία είναι η φιλαργυρία· όθεν όχι μόνον ο Θεός παιδεύει τους φιλαργύρους, αλλά και αυτοί αφ’ εαυτών καταφθείρουν εαυτούς, με το να μη χορταίνουν ποτέ από τα αργύρια και με το να μη λαμβάνη ποτέ τέλος η φροντίδα των και η μέριμνα· δια τούτο η πληγή αύτη είναι εις αυτούς ανίατος· διότι πρώτον μεν εκείνος, όστις δεν έχει τίποτε, επιθυμεί ολίγα, έπειτα όταν αποκτήση τα ολίγα, επιθυμεί τα περισσότερα, και έχων εκατόν, επιθυμεί να έχη χίλια· και αν αποκτήση χίλια, ζητεί να αποκτήση άπειρα, και τοιουτοτρόπως, μη δυνάμενοι να εύρουν τέλος της επιθυμίας των και να αποκτήσουν όσα ποθούν, κλαίονται πάντοτε, ότι είναι πτωχοί· η δε φιλαργυρία έχει μαζί της πάντοτε και τον φθόνον· ο δε φθόνος φθείρει πρώτον εκείνον όπου τον έχει, ότι καθώς αι έχιδναι, όταν γεννώνται, φθείρουν τας ιδίας μητέρας των, διότι προτού να βλάψουν άλλους, τρώγουν τας κοιλίας αυτών και εξέρχονται, ούτω και ο φθόνος καταμαραίνει εκείνον όπου τον έχει, προτού ακόμη να βλάψη τους άλλους γείτονας αυτού. Μέγα κέρδος βέβαια θα ήτο δι’ ημάς τας Μοναχάς αν υπεμένομεν τόσους κόπους, δια να εύρωμεν το καθαρόν και άδολον αργύριον, ήτοι την Βασιλείαν των ουρανών, όσους κόπους ανυποφόρους υποφέρουν εκείνοι οίτινες ζητούν τα μάταια κέρδη του κόσμου τούτου, οι οποίοι δοκιμάζουν ναυάγια εις την θάλασσαν, απαντούν πειρατάς, ευρίσκουν κλέπτας εις την ξηράν, υπομένουν τρικυμίας και ανέμους μεγάλους, και όταν κερδίσουν, λέγουν ότι είναι πτωχοί, δια να μη τους φθονούν οι άλλοι. Ημείς δε αι Μοναχαί ουδόλως δοκιμάζομεν τοιούτους κινδύνους δια να κερδίσωμεν τ’ αληθινά και ουράνια κέρδη· ει δε και αποκτήσωμεν καμμίαν παραμικράν αρετήν, ευθύς μεγαλύνομεν τον εαυτόν μας, και επιδεικνυόμεθα εις τους ανθρώπους, ότι είμεθα ενάρετοι, και πολλάς φοράς δεν λέγομεν μόνον εκείνην την αρετήν την οποίαν εκάμαμεν, αλλά προσθέτομεν και εκείνας τας οποίας δεν εκάμαμεν και παρευθύς μας κλέπτει ο εχθρός και εκείνο το ολίγον καλόν το οποίον έχομεν. Και οι μεν κοσμικοί άνθρωποι και φιλάργυροι, όταν κερδαίνουν πολλά, επιθυμούν να έχουν περισσότερα. Και εκείνα τα οποία έχουν, τα θεωρούν ως μηδαμινά και ανάξια, και εξαπλώνουν την επιθυμίαν των εις εκείνα τα οποία δεν έχουν, και προσπαθούν με κάθε τρόπον να μη τους αντιληφθή τις ότι έχουν! Ημείς δε αι Μοναχαί κάμνομεν όλως το εναντίον, και κανένα καλόν δεν έχομεν, και κανένα δεν θέλομεν ν’ αποκτήσωμεν, και πτωχαί από αρετάς είμεθα και λέγομεν ότι είμεθα πλούσιαι· όθεν καλόν είναι εκείνος όστις ευτυχεί από καλά έργα να μη φανερώνη εις κανένα, διότι θέλει ζημιωθή πολλά· ότι και εκείνο το καλόν, το οποίον νομίζει πως έχει, θέλει αρθή από αυτόν. Λοιπόν πρέπει να κρύπτωμεν, όσον είναι δυνατόν, τας αρετάς όπου έχομεν· εκείναι δε αι οποίαι θέλουν να φανερώνουν εις τους άλλους τας αρετάς των, πρέπει να φανερώνουν εις εαυτάς και τα ελαττώματά των και τα πάθη των· ει δε και τα ελαττώματά των τα κρύπτουν από τους ανθρώπους δια να μη κατηγορηθούν από αυτούς, πολύ περισσότερον πρέπει να κρύπτουν τας αρετάς των, να μη τας φανερώνουν εις τους ανθρώπους, δια να μη τας αποξενώνουν από τον Θεόν. Εκείναι δε αίτινες είναι τη αληθεία ενάρετοι, κάμνουν όλως το εναντίον, διότι και τα μικρά πταίσματά των τα διηγούνται εις τους ανθρώπους με προσθήκην και εκείνων όσα δεν έπραξαν, δια να αποβάλουν την δόξαν των ανθρώπων, τα δε καλά έργα των τα κρύπτουν όσον δύνανται· διότι καθώς ο θησαυρός, όταν φανερωθή, κλέπτεται και χάνεται, ούτω και η αρετή, όταν δημοσιεύεται και φανερώνεται εις τους άλλους, αφανίζεται. Και καθώς ο κηρός τήκεται εις το πυρ, ούτω και ο έπαινος αδυνατίζει τον τόνον της ψυχής, ενώ ο ονειδισμός και η ύβρις δυναμώνει την ψυχήν και την φέρει εις μεγαλυτέραν αρετήν· ότι λέγει ο Κύριος: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε όταν λαλήσουν οι άνθρωποι εναντίον σας καμμίαν ψευδή κατηγορίαν», και ο Δαβίδ λέγει: «Εν θλίψει επλάτυνάς με και πάλιν ονειδισμόν προσεδόκησεν η ψυχή μου και ταλαιπωρίαν» και τα άλλα μύρια παρόμοια ρητά ευρίσκει τις εις την Αγίαν Γραφήν. Άλλη λύπη είναι ωφέλιμος και άλλη βλαβερά· και ωφέλιμος λύπη είναι όταν λυπήται τις δια τας ιδικάς του αμαρτίας, και δια τας αγνωσίας του πλησίον· όταν λυπήται φοβούμενος να μη εκπέση από τον καλόν σκοπόν τον οποίον έχει και όταν λυπήται και αναστενάζη δια να φθάση εις την τελείαν αρετήν, αυτά είναι τα είδη της γνησίας και ωφελίμου λύπης· είναι και άλλη λύπη βλαβερά, ήτις γίνεται από τον διάβολον, διότι και αυτός προξενεί εις την ψυχήν λύπην, γεμάτην όμως από ανοησίαν και χωρίς λογαριασμόν, η οποία ονομάζεται από μερικούς ακηδία· όθεν αυτό το δαιμόνιον της λύπης πρέπει να το αποδιώκωμεν με προσευχήν και ψαλμωδίαν. Λοιπόν ημείς αι Μοναχαί, αι οποίαι έχομεν τας καλάς μερίμνας και λύπας, δεν πρέπει να θεωρώμεν ότι υπάρχει τις εις τον κόσμον χωρίς μέριμναν και λύπην· διότι λέγει ο Προφήτης Ησαϊας: «Κάθε κεφαλή ευρίσκεται εις πόνον· και κάθε καρδία ευρίσκεται εις λύπην»· με τα οποία λόγια το Πνεύμα το Άγιον φανερώνει την Μοναχικήν ζωήν και την κοσμικήν· και αφ’ ενός μεν με τον πόνον της κεφαλής φανερώνει την ζωήν των Μοναχών· ότι καθώς η κεφαλή είναι το ηγεμονικόν μέρος του ανθρωπίνου σώματος, ούτω και η Μοναδική πολιτεία είναι ανωτέρω της πολιτείας των κοσμικών· διότι οι οφθαλμοί του σοφού (ήτοι το διορατικόν της ψυχής) εις την κεφαλήν αυτού ευρίσκονται, ως λέγει ο Σολομών· τον δε πόνον είπε, δια να φανερώση ότι κάθε αρετή με πόνους κατορθώνεται· αφ’ ετέρου δε με την λύπην της καρδίας φανερώνει την ακατάστατον και λυπηράν ζωήν των κοσμικών, ότι ο θυμός και η λύπη εις την καρδίαν ευρίσκονται· δια τούτο και όταν δεν δοξάζωνται από τους άλλους, λυπούνται· εάν επιθυμούν τα ξένα πράγματα, κατατήκονται· εάν είναι πτωχοί, αγανακτούν· εάν είναι πλούσιοι, παραφέρονται και παραλογίζονται, υψηλοφρονούν, ούτε ύπνον απολαμβάνουν, δια να φυλάξουν τα πλούτη των. Ας μη πλανηθώμεν λοιπόν ημείς αι Μοναχαί, νομίζουσαι ότι οι κοσμικοί δεν έχουν μαρίμνας και κόπους· διότι συγκρινόμενοι εκείνοι με ημάς περισσότερον κοπιάζουν και μάλιστα αι γυναίκες μεγάλα βάσανα υποφέρουν· διότι με πόνους και κινδύνους της ζωής των γεννούν, και με πολλάς κακοπαθήσεις ανατρέφουν τα τέκνα των και όταν ασθενούν αυτά συμπάσχουν και εκείναι και άλλα πολλά τοιαύτα δοκιμάζουν, χωρίς να ευρίσκουν τέλος εις τους πόνους των· διότι γεννώνται τα παιδιά των μυσαρά ή έχουν κακήν διεστραμμένην γνώμην, και πειράζουν με διαφόρους τρόπους τους γονείς των και πολλάς φοράς τους θανατώνουν με δόλον· όθεν ημείς, αι οποίαι ηξεύρομεν αυτά, ας μη πλανηθώμεν από τον εχθρόν και να στοχασθώμεν, ότι έχουν ζωήν αναπαυμένην και αμέριμνον ως υπανδρευμέναι· ότι αυταί και από τους πόνους του τοκετου βασανίζονται και αν είναι πάλιν στείραι κατατήκονται από τους ονειδισμούς και καταξηραίνονται· λέγω δε ταύτα εις σας δια τας μηχανάς του πονηρού· όμως αυτά τα οποία είπα δεν είναι αρμόδια εις όλας τας γυναίκας, αλλά εις μόνας τας Μοναχάς· διότι καθώς δεν αρμόζει εις όλα τα ζώα μία και η αυτή τροφή, ούτω και ο αυτός λόγος δεν συμφέρει εις όλους τους ανθρώπους· «Ότι τον νέον οίνον δεν πρέπει να τον βάλωμεν εις ασκούς παλαιούς», λέγει ο Κύριος ημών. Διότι με άλλον τρόπον πρέπει να λαλή τις εις τους τελείους και εις εκείνους οι οποίοι έφθασαν εις θεωρίαν και γνώσιν, και με άλλον εις τους αγωνιστάς και εκείνους οι οποίοι ευρίσκονται εις την πράξιν της αρετής και με άλλον τρόπον εις τους κοσμικούς· επειδή καθώς τα ζώα, άλλα είναι εις την γην και άλλα εις τα νερά, και άλλα εις τον αέρα, έτσι και οι άνθρωποι άλλοι βλέπουν εις τα υψηλά ως τα πετεινά, άλλοι έχουν μεσαίαν ζωήν, και άλλοι είναι βυθισμένοι μέσα εις τας αμαρτίας, ως οι ιχθείς· ημείς όμως αι Μοναχαί πρέπει να κάμωμεν πτερά ως αετοί δια να αναβώμεν εις τα υψηλά και να καταπατήσωμεν λέοντα και δράκοντα και να εξουσιάσωμεν τώρα εκείνον όστις ήτο μίαν φοράν εξουσιαστής· και τούτο θέλομεν το κατορθώσει, εάν προσφέρωμεν εις τον Χριστόν τον Σωτήρα μας όλον μας τον νουν και την διάνοιαν. Πλην πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι όσον ημείς αναβαίνομεν εις τα υψηλά, τόσον ο διάβολος σπουδάζει να μας εμποδίζη με τας παγίδας του· και τούτο δεν είναι θαυμαστόν· διότι αν και οι δαίμονες φθονούν και τα ευτελή και ουτιδανά πράγματα του κόσμου, και δεν αφήνουν τους ανθρώπους να παίρνουν τους θησαυρούς που είναι κρυμμένοι μέσα εις την γην, τι παράδοξον είναι αν φθονούν ημάς, αι οποίαι σπουδάζομεν να κερδίζωμεν τα ουράνια αγαθά; Δια τούτο πρέπει να οπλιζώμεθα με κάθε λογής τρόπον εναντίον των δαιμόνων· διότι και αυτοί από τα έξωθεν πράγματα μάς πολεμούν και με τους έσωθεν λογισμούς. Και καθώς το πλοίον ποτέ μεν ναυαγεί από τα έξωθεν κύματα της θαλάσσης, ποτέ δε από τα εσωτερικά ρήγματα του σκάφους, έτσι και ημείς άλλοτε αμαρτάνομεν με τα έξωθεν πρακτικά αμαρτήματα και άλλοτε με τους εσωτερικούς λογισμούς. Δια τούτο πρέπει να παρατηρούμεν και τους έξωθεν πολέμους των δαιμόνων και να αποβάλλωμεν και τας έσωθεν ακαθαρσίας των λογισμών και να είμεθα πάντοτε άγρυπνοι εις τους λογισμούς, διότι συχνά μας πολεμούν. Και εις τας τρικυμίας που έρχονται εις το πλοίον απ’ έξω φωνάζουν οι ναύται και πολλάς φοράς σώζονται με την βοήθεια των πλοίων, τα οποία είναι κοντά εις αυτό· όμως από εσωτερικόν ρήγμα πολλάκις πνίγονται και εις τον καιρόν που ησυχάζει η θάλασσα και οι ναύται είναι αμέριμνοι και κοιμώνται· δια τούτο πρέπει να έχωμεν τον νουν μας προσεκτικώτερον εις τους έσωθεν λογισμούς, διότι ο εχθρός, θέλων να κρημνίση τον οίκον της ψυχής μας, ή από τα θεμέλια τον κρημνίζει, ή αρχίζει να τον χαλά από την στέγην, και καταβαίνει κρημνίζων έως κάτω, ή εμβαίνει από τα παράθυρα, και δένει πρώτον τον νοικοκύρην και έπειτα κυριεύει όλα τα πράγματα του οίκου. Και το θεμέλιον της ψυχικής οικίας είναι τα καλά έργα, η σκέπη είναι η πίστις, και τα παράθυρα είναι αι αισθήσεις, δια μέσου δε τούτων όλων μας πολεμεί ο εχθρός. Όθεν, όποιος θέλει να σωθή, πρέπει να έχη πολλούς οφθαλμούς, ότι εις την παρούσαν ζωήν δεν ημπορούμεν να έχωμεν αμεριμνησίαν· διότι λέγει η Γραφή· «Εκείνος όπου στέκει ας προσέχη να μη πέση». Εις άδηλον θάλασσαν ταξιδεύομεν, θάλασσα είναι η παρούσα ζωή, τα δε μέρη της θαλάσσης άλλα είναι πετρώδη, άλλα γεμάτα από θηρία, και άλλα γαληνά και ήσυχα· ημείς αι Μοναχαί φαινόμεθα πως ταξιδεύοεν εις γαληνά και ήσυχα μέρη της ζωής ταύτης, οι δε κοσμικοί ταξιδεύουν εις τα κινδυνώδη μέρη· και ημείς ταξιδεύομεν την ημέραν, και οδηγούμεθα από τον νοητόν ήλιον της δικαιοσύνης Χριστόν· οι δε κοσμικοί ταξιδεύουν την νύκτα και φέρονται από την αγνωσίαν· με όλον τούτο εκείνοι όπου ταξιδεύουν σκοτεινά και εις μέρη κινδυνώδη ενδέχεται πολλάς φοράς να αγρυπνήσουν και να φωνάξουν προς τον Θεόν, και να σώση το πλοίον της ψυχής των· ημείς δε αι Μοναχαί, που ταξιδεύομεν εις την γαλήνην, ενδέχεται να καταβυθισθώμεν από την αμέλειάν μας, με το να αφήνωμεν από τας χείρας μας το πηδάλιον της δικαιοσύνης. Λοιπόν όποιος στέκει, ας προσέχη δια να μη πέση· διότι εκείνος όστις είναι πεσμένος, έχει μίαν φροντίδα· πως να εγερθή· εκείνος όμως όστις στέκει, πρέπει να φυλάττεται να μη πέση, ότι αι πτώσεις είναι διάφοροι· και εκείνοι όπου έπεσαν είναι υστερημένοι από το ορθόν στάσιμον, όμως κειτόμενοι κάτω δεν εβλάβησαν τόσον πολύ· εκείνος όμως όστις στέκει, ας μη κατηγορή τον πεσμένον, αλλά ας φοβήται δια τον εαυτόν του, μήπως εκείνος πίπτων συντριβή τελείως και καταντήση εις το κατώτερον βάθος του κρημνού· διότι συμβαίνει να μη ακουσθή η φωνή του από το πολύ βάθος του κρημνού και να μη εύρη βοήθειαν· διότι λέγει ο Δαβίδ· «Μη καταπιέτω με βυθός μηδέ συσχέτω επ’ εμέ φρέαρ το στόμα αυτού». Εκείνος δε όστις έπεσε πρωτύτερα από σε έμεινεν, αλλά συ πρόσεχε, να μη καταπέσης εις τον βυθόν και γίνης βορά των θηρίων· διότι εκείνος όστις είναι πεσμένος, δεν ασφαλίζει την θύραν της οικίας του, ήτοι δεν προσέχει· αλλά συ όπου στέκεις, μη νυστάξης τελείως, αλλά ψάλλε πάντοτε το λόγιον του ψαλμού: «Φώτισόν μου τους οφθαλμούς μήποτε υπνώσω εις θάνατον· μήποτε είπη ο εχθρός μου, ίσχυσα προς αυτόν», ας είσαι δε άγρυπνος παντοτεινά δια τον νοητόν λέοντα, όστις βρυχάται απειλητικώς κατεπάνω σου. Αυτά τα λόγια συμφέρουν εις εκείνον όστις στέκει δια να μη υπερηφανεύεται· και εκείνος, όπου έπεσεν, όταν επιστρέψη και αναστενάξη, θέλει σωθή, αλλ’ εκείνος όστις στέκει ας προσέχη καλά, διότι έχει διπλούν τον φόβον, ή να μη γυρίση πάλιν εις τα παλαιά πάθη όπου είχε, με το να ολιγοψυχήση εις καιρόν όπου τον πολεμεί ο εχθρός ή να μη απατηθή εκ της υπερηφανείας· επειδή και ο εχθρός ημών διάβολος ή όπισθεν τον σύρει εις τον εαυτόν του, όταν τον ίδη οκνηρόν και αμελή, ή όταν φαίνεται πως είναι επιμελής και τρέχει εις την άσκησιν, εμβαίνει λεπτώς και κρυφίως εις την ψυχήν του δια μέσου της υπερηφανείας και με τουτον τον τρόπον καταποντίζει αυτήν ολόκληρον· αυτό το όπλον, ήτοι η υπερηφάνεια, είναι το τελευταίον και ανώτατον από όλα τα κακά· και δια μέσου αυτού εκρημνίσθη από τους ουρανούς ο διάβολος, και με αυτό δοκιμάζει να κρημνίση τους πλέον προκομμένους εις την αρετήν. Διότι καθώς οι εμπειρότατοι πολεμισταί, αφού τελειώσουν όλα των τα βέλη, και ίδουν πως οι εχθροί ακόμη κυριεύουν, ανασπούν το δυνατώτερον όπλον, την μάχαιραν, ούτω και ο διάβολος, αφ’ ου ρίψη όλα του τα πρώτα όπλα, τότε μεταχειρίζεται ως τελευταίον όπλον την υπερηφάνειαν· και τα πρώτα όπλα και αι παγίδες αυτού είναι η γαστριμαργία, η φιληδονία, η πορνεία· διότι αυτά μάλιστα τα πάθη ακολουθούν εις την νεότητα των ανθρώπων· μετά ταύτα δε ακολουθεί εις αυτούς η φιλαργυρία, η πλεονεξία και τα όμοια με αυτά. Αφού δε η ψυχή νικήση αυτά τα πάθη και κυριεύση την κοιλίαν και όλας τας υπογαστρίους ηδονάς, και αφού καταφρονήση τα χρήματα, τότε ο δόλιος μένων έρημος από όλα του τα άλλα όπλα εμβάλλει κρυφίως εις την ψυχήν την άτακτον κίνησιν της υπερηφανείας· διότι την υψώνει και την κάμνει να υπερηφανεύεται απρεπώς εναντίον των άλλων αδελφών. Βαρύ κατά αλήθειαν και ολέθριον είναι το δηλητήριον τούτο της υπερηφανείας, με το οποίον ποτίζει ο εχθρός την ψυχήν, πολλούς δε εναρέτους εσκότισε με αυτό, και παρευθύς τους εκρήμνισεν, επειδή εμβάλλει κρυφίως εις την ψυχήν λογισμόν ψευδή και θανατηφόρον, και την κάμνει να φαντάζεται ότι εκατάλαβεν εκείνα που δεν ηξεύρουν οι άλλοι, ότι τους υπερβαίνει εις τας νηστείας, ότι έχει περισσοτέρας αρετάς. Προ τούτοις την κάμνει να λησμονή τας αμαρτίας της και να υψώνεται εναντίον των άλλων αδελφών, διότι της κλέπτει από την ενθύμησιν τα σφάλματά της, δια να μη είπη εκείνην την φωνήν του Δαβίδ, δια να ιατρευθή, ήτοι το «Σοι μόνω ήμαρτον, ελέησόν με»· ούτε την αφήνει να λέγη: «Εξομολογήσομαί σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου», αλλά καθώς αυτός ο διάβολος είπεν εν τη διανοία αυτού: «Αναβήσομαι και θήσω τον θρόνον μου υπεράνω των ουρανών», ούτω και τον υπερήφανον άνθρωπον τον κάμνει να φαντάζεται εαυτόν εις εξουσίαν, εις πρωτοκαθεδρίας, εις διδασκαλίας, εις χάριτας ιαμάτων και όποιος απατηθή από τον διάβολον τοιουτοτρόπως φθείρεται και αφανίζεται, διότι επληγώθη από πληγήν δυσίατον. Όταν λοιπόν έχη τις τοιούτους λογισμούς υπερηφανείας, πρέπει να μελετά πάντοτε το θείον λόγιον του Δαβίδ: «Εγώ ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος», και το άλλο του Αβραάμ: «Εγώ ειμί γη και σποδός», και το άλλο του Ησαϊου: «Πάσα δικαιοσύνη ανθρώπου ως ράκος αποκαθημένης». Και αν οι λογισμοί ούτοι της υπερηφανείας ενοχλούν την Μοναχήν εκείνην, ήτις ησυχάζει κατά μόνας, πρέπει να πηγαίνη εις το Κοινόβιον και να αναγκάζεται να τρώγη και δύο φοράς την ημέραν· ει δε και εκυριεύθη από το πάθος τούτο της υπερηφανείας δια την υπερβολικήν της άσκησιν, πρέπει να επιτιμάται σφοδρώς, και να ονειδίζεται από τας συνομήλικάς της Μοναχάς, ότι δεν κάμνει κανένα καλόν, και να κάμνη κάθε υπηρεσίαν· και να ακούη τους Βίους των μεγάλων Αγίων· προς τούτοις πρέπει και αι συνασκήτριαι αυτής να αυξήσουν τους αγώνας της ασκήσεως μερικάς ημέρας, δια να ίδη η υπερήφανος τας μεγάλας αρετάς εκείνων, να ταπεινωθή και να νομίζη τον εαυτόν της κατώτερον από εκείνας. Αίτιον δε της υπερηφανείας είναι η παρακοή· όθεν είναι δυνατόν να ιατρευθή η τοιαύτη ασθένεια με το εναντίον αυτής ιατρικόν ήτοι την υπακοήν· διότι λέγει ο Προφήτης Σαμουήλ: «Η υπακοή είναι καλλιτέρα από την θυσίαν». Πρέπει λοιπόν η Ηγουμένη να κρημνίζη την κενοδοξίαν εις τον πρέποντα καιρόν. Αν πάλιν είναι καμμία Μοναχή αμελής και ράθυμος, και οκνεί και βαρύνεται εις το να προκόψη εις την αρετήν, πρέπει η Ηγουμένη να την επαινή· και αν κάμνη ολίγον τι καλόν, πρέπει να δεικνύη ότι την θαυμάζει και να το μεγαλώνη· τα δε μεγάλα αυτής σφάλματα να τα λέγη ευτελή και παραμικρά. Διότι ο διάβολος, θέλων να διαστρέψη τα πάντα των μεν εναρέτων και αγωνιστών τα αμαρτήματα, σπουδάζει να τα κρύπτη απ’ αυτών δια να τους φέρη εις υπερηφάνειαν, των δε νεωτέρων και αρχαρίων εις την άσκησιν όλα τα αμαρτήματα τα βάλλει εμπρός εις τους οφθαλμούς των, δια να τους ρίψη εις απόγνωσιν. Εις άλλην πάλιν Μοναχήν λέγει ότι δεν υπάρχει καμμία συγχώρησις δια σε όπου επόρνευσες, εις άλλην ότι δεν είναι δυνατόν να τύχης σωτηρίας συ ήτις επλεονέκτησες. Όθεν η Ηγουμένη πρέπει να παρηγορή αυτάς, όπου πειράζονται τοιουτοτρόπως από τον εχθρόν και να λέγη εις αυτάς ότι και η Ραβά πόρνη ήτο, αλλ’ εσώθη με την πίστιν· και ο Απ. Παύλος διώκτης ήτο, αλλ’ έγινε σκεύος εκλογής· και ο Ματθαίος ήτο τελώνης, αλλ’ έγινεν Ευαγγελιστής και ο ληστής έκλεπτε και εφόνευεν, αλλά πρώτος αυτός ήνοιξε την θύραν του Παραδείσου· δια τούτο και συ, αδελφή μου, στοχάσου αυτούς και μη απελπίσης την ψυχήν σου. Εκείνας πάλιν τας ψυχάς που ενικήθησαν από την υπερηφάνειαν, πρέπει να τας διορθώνη τις και να τας ιατρεύη με τοιούτον τρόπον, να λέγη δηλονότι εις αυτάς: τι υπερηφανεύεσαι, αθλία ψυχή, ότι δεν τρώγεις κρέας; Άλλοι ουδέ ψάρι βλέπουν· ότι δεν πίνεις οίνον; Στοχάσου ότι άλλοι δεν τρώγουν ουδέ έλαιον· τι υπερηφανεύεσαι ότι νηστεύεις έως το βράδυ; Άλλοι διέρχονται δύο και τρεις ημέρας νηστικοί· τι υπερηφανεύεσαι ότι δεν λούεσαι; Πολλοί δια πάθος σωματικόν δεν λούονται ολότελα· αλλά θαυμάζεις τον εαυτόν σου ότι κοιμάσαι επάνω εις τρίχινον στρώμα· άλλοι κοιμώνται πάντοτε καταγής. Δεν κάμνεις κανένα πράγμα μεγάλον, διότι άλλοι τοποθετούν κάτωθεν πέτρας, δια να μη κοιμώνται με ηδονήν και άλλοι εκρέμασαν εαυτούς με σχοινιά όλην την νύκτα· ει δε και κάμης και συ όλα αυτά και κάμης ακροτάτην άσκησιν, μη υψηλοφρονήσης, ότι δαίμονες έκαμαν και κάμνουν περισσότερα από λόγου σου, διότι αυτοί ούτε τρώγουν, ούτε πίνουν ποτέ, ούτε κοιμώνται, ούτε υπανδρεύονται, αλλά εις τας ερήμους διατρίβουν· όθεν και συ, εάν κατοικής μέσα εις σπήλαιον, μη νομίσης ότι κάμνεις μεγάλο πράγμα. Με τοιούτους λογισμούς είναι δυνατόν να ιατρεύση τις τα εναντία πάθη, ήτοι την απελπισίαν και την υπερηφάνειαν· ότι καθώς το πυρ, όταν φυσάται δυνατά, σκορπίζεται και χάνεται, και πάλιν, όταν τελείως δεν φυσάται, φθείρεται και σβύνει, ούτω και η αρετή, εάν λάβη πολλήν και υπερβολικήν άσκησιν, αφανίζεται από την υπερηφάνειαν· και πάλιν, αν την αμελήσωμεν και δεν βιάσωμεν ολότελα τον εαυτόν μας, δια να ριπίση αυτήν το Άγιον Πνεύμα, σβύνει και αφανίζεται. Η ακονισμένη και κοπτερά μάχαιρα εύκολα στομώνεται από την πέτραν και η άσκησις η υπερβολική σύντομα χάνεται από την υπερηφάνειαν· Δια τούτο πρέπει να προφυλάττη ο άνθρωπος την ψυχήν από όλα τα μέρη, και όταν καίεται από την καύσιν της υπερηφανείας δια την άκραν της άσκησιν πρέπει να την φέρη υποκάτω εις τόπους σκιερούς, ήτοι να την ταπεινώνη εις την χάριν του Θεού και μερικάς φοράς πρέπει να κόπτη από την ψυχήν του και τα περιττά και εκείνα όπου είναι παραπάνω από τα διωρισμένα, δια να δυναμώνη περισσότερον η ρίζα και να βλαστάνη κλάδους καρποφόρους. Εκείνος όμως, όστις πολεμείται από την απελπισίαν, πρέπει να βιάζη τον εαυτόν του με τους λογισμούς που είπομεν ανωτέρω, δια να τρέχη εις τα άνω, ήτοι να ελπίζη εις το άπειρον έλεος του φιλανθρώπου Θεού ημών, διότι η ψυχή του είναι πεσμένη κάτω από τας αμαρτίας του. Καθώς δε οι επιτήδειοι γεωργοί, όταν ίδουν κανέν φυτόν αδύνατον και μικρόν, το ποτίζουν συχνά, και το επιμελούνται πολύ δια να αυξηθή, και αν ακόμη ίδουν κανένα βλαστόν να βλαστήση προ καιρού εις αυτό, το κόπτουν ως περιττόν, επειδή τότε το φυτόν αυτό ξηραίνεται σύντομα· και καθώς οι ιατροί μερικούς ασθενείς παρακινούν να τρώγουν πολύ και να περιπατούν, μερικούς δε τους εμποδίζουν να μη τρώγουν, ούτω πρέπει να κάμουν και οι ιατροί των ψυχών. Λοιπόν είναι φανερόν, ότι η ταπείνωσις είναι μεγαλυτέρα από όλας τας αρετάς· όθεν δύσκολον είναι να την αποκτήση τις. Διότι εάν δεν απορρίψη κάθε δόξαν, δεν είναι δυνατόν να επιτύχη τον θησαυρόν της ταπεινοφροσύνης· τόσον δε μεγάλη είναι η ταπεινοφροσύνη, ώστε και ο διάβολος, όστις μιμείται όλας τας αρετάς, την ταπεινοφροσύνην δεν την ηξεύρει ολότελα τι είναι. Δια τούτο και ο Απόστολος Πέτρος, γνωρίζων πόσον ασφαλής και στερεά είναι η ταπεινοφροσύνη, μας προστάζει να την εγκομβώσωμεν, ήτοι να την ενδυθώμεν σφικτά, και θέλει όλοι εκείνοι που κάμνουν τα καλά έργα να φορούν αυτήν ως ένδυμα· διότι καν νηστεύης, καν ελεής, καν διδάσκης, καν παρθένος και σώφρων είσαι, καν σοφός, πρέπει να έχης πάντοτε και την ταπεινοφροσύνην να σε φυλάττη ως τείχος δυνατόν και να συγκρατή όλας σου τας άλλας αρετάς. Δεν ακούεις και την υμνολογίαν των Αγίων τριών Παίδων, οίτινες έψαλλον εις την κάμινον της Βαβυλώνος, ότι δεν ενεθυμήθησαν εις αυτήν τας άλλας αρετάς, αλλά τους ταπεινούς τη καρδία μόνον συνηρίθμησαν με τους δοξολογούντας τον Κύριον, και δεν είπον ούτε δια τους σώφρονας, ούτε τους παρθένους, ούτε τους ακτήμονας; Διότι καθώς είναι αδύνατον να κατασκευασθή πλοίον χωρίς καρφία, ούτως είναι αδύνατον να σωθή τις χωρίς ταπεινοφροσύνην. Δια τούτο και ο Κύριος, θέλων να δείξη πόσον αγαθή και ψυχοσωτήριος είναι η ταπεινοφροσύνη, ενεδύθη αυτήν, όταν έγινεν άνθρωπος· όθεν και έλεγε: «Μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία». Στοχάσου ποίος είναι αυτός που λέγει ταύτα, και γενού και συ τέλειος μαθητής και μιμητής της ταπεινοφροσύνης Του· και ας γίνη εις σε αρχή και τέλος των αγαθών η ταπεινοφροσύνη. Και ταπεινοφροσύνη σημαίνει φρόνησις ταπεινή της ψυχής, και όχι σχήμα μόνον ταπεινόν και εξωτερικόν· ότι αν η ψυχή είναι ταπεινή, θέλει γίνει και το σώμα ταπεινόν. Αλλά λέγεις ότι έκαμες όλας τας εντολάς; Αυτό ο Κύριος το ηξεύρει, όμως προστάζει πάλιν να κάμης αρχήν εις το να δουλεύης· διότι λέγει ο Κύριος ημών: «Όταν πάντα ποιήσητε, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν». Κατορθώνεται δε η ταπεινοφροσύνη με ονειδισμούς, με ύβρεις, με πληγάς, όταν ακούσης να σε λέγουν ανόητον και τρελλόν, πένητα και πτωχόν, ασθενή και αδύνατον, απρόκοπτον εις τα έργα σου, ασυλλόγιστον εις τα λόγια σου, ευτελή εις το έξωθεν είδος και αδύνατον εις το σώμα· αυτά είναι τα νεύρα και η δύναμις της ταπεινοφροσύνης· αυτά ήκουσε και έπαθε και ο Κύριός μας· επειδή και Σαμαρείτην τον είπον, και δαιμονισμένον, και αφού Αυτός έλαβε δούλου μορφήν, και ερραπίσθη και ενεπαίχθη και πληγάς έλαβε, λοιπόν και ημείς πρέπει να μιμούμεθα ταύτην την έμπρακτον ταπεινοφροσύνην του Κυρίου· είναι όμως μερικοί, οίτινες υποκρίνονται με το εξωτερικόν σχήμα των πως είναι ταπεινοί, δια να δοξασθούν από τους ανθρώπους, αλλ’ ούτοι αναγνωρίζονται από τους καρπούς των έργων των· διότι εάν τύχη να υβρισθούν ολίγον τι, δεν το υποφέρουν, αλλά παρευθύς εκχέουν το δηλητήριόν των όπως οι όφεις».
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Συνέχεια από το προηγούμενο

Δημοσίευση από silver »

Από τους ψυχωφελείς τούτους λόγους της Αγίας εχαίροντο πολύ αι αδελφαί, αι οποίαι τους ήκουον, και πάλιν επρόσμεναν να ακούσουν και άλλους, και δεν εχόρταιναν από αυτούς· όθεν ακούραστος εδίδασκε πάλιν αυτάς και έλεγεν: «Μέγαν αγώνα έχουν εκείνοι, οίτινες προσέρχονται εις τον Θεόν δια μέσου του μοναδικού σχήματος, και πολύν κόπον δοκιμάζουν εις την αρχήν· κατόπιν όμως απολαμβάνουν χαράν ανεκδιήγητον· διότι, καθώς εκείνοι οίτινες θέλουν να ανάψουν πυρ, πρώτον καπνίζονται και δακρύουν, και κατόπιν ανάπτουν το πυρ, τοιουτοτρόπως πρέπει να κοπιάζωμεν και να δακρύωμεν και ημείς αι Μοναχαί δια να ανάψωμεν εις τον εαυτόν μας το θεϊκόν πυρ. Διότι λέγει ο Κύριος: «Πυρ ήλθον βαλείν εις την γην». Αλλά μερικοί δια την μικροψυχίαν των εδοκίμασαν μεν τον καπνόν, αλλά το πυρ δεν ήναψαν, διότι δεν είχον υπομονήν και μακροθυμίαν· μάλιστα διότι η αγάπη την οποίαν είχον εις τον Θεόν ήτο αδύνατος· δια ταύτα μέγας θησαυρός είναι η αγάπη του Θεού και δια τούτο έλεγε και ο Απόστολος: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» (Α΄ Κορινθ. ιγ:1). Όθεν μέγα αγαθόν είναι η αγάπη, καθώς επίσης μέγα κακόν είναι και ο θυμός, διότι σκοτίζει την ψυχήν και την αποθηριώνει και ούτω την καθιστά παράλογον. Δια τούτο και ο Κύριός μας, φροντίζων πάντοτε δια την σωτηρίαν μας, δεν άφησε κανένα μέσον της ψυχής μας ασκεπές και απροφύλακτον· και αν ο εχθρός μάς πολεμή με την πορνείαν, ο Κύριος μάς ώπλισε με την σωφροσύνην· αν μας πολεμή με την υπερηφάνειαν, η ταπεινοφροσύνη δεν είναι μακράν· αν μας βάλλη μίσος, η αγάπη ευρίσκεται πλησίον και αν μεταχειρίζηται πολλά όπλα ο εχθρός, όμως ο Κύριος μάς περιέφραξε με περισσότερα, τόσον δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, όσον και δια την νίκην κατά του εχθρού. Μέγιστον λέγω πάλιν κακόν είναι ο θυμός, διότι ο θυμός δεν εργάζεται δικαιοσύνην Θεού, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος· όθεν πρέπει να τον κυβερνώμεν καταλλήλως, διότι είναι χρήσιμος εις τον πρέποντα καιρόν· επειδή συμφέρει εις ημάς να θυμώνωμεν εναντίον των δαιμόνων, αλλά δεν συμφέρει να θυμώνωμεν εναντίον των ανθρώπων, έστω και αν μας πταίουν· αφ’ ου δε παύση ο θυμός, τότε να φροντίζωμεν να τους επαναφέρωμεν εις την μετάνοιαν. Πλην ο θυμός είναι ολιγώτερον κακόν από την μνησικακίαν η δε μνησικακία είναι βαρυτέρα από όλας τας αμαρτίας, επειδή ο θυμός θολώνει και σκοτίζει ολίγην ώραν την ψυχήν και ως καπνός διαλύεται, ενώ η μνησικακία εμπήγνυται ως καρφίον εις την ψυχήν και την κάμνει χειροτέραν από τα θηρία· και ο κύων όταν εξαγριωθή εναντίον ανθρώπου τινός, κολακευόμενος με την τροφήν, παύει την αγριότητα και ημερώνεται· αλλ’ εκείνος όστις κυριεύεται από την μνησικακίαν δεν πείθεται εις παρακλήσεις ούτε η πάροδος του χρόνου, όστις μεταβάλλει τα πάντα, δύναται να ιατρεύση το πάθος του μνησικάκου· δια τούτο οι μνησίκακοι είναι περισσότερον από όλους ασεβέστατοι και ανομώτατοι· επειδή δεν υπακούουσιν εις τον Σωτήρα Χριστόν, όστις λέγει: «Εάν ουν προσφέρης το δώρον σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρον σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρον σου» (Ματθ. ε:23), και ο Απόστολος λέγει: «Μη επιδυέτω ο ήλιος επί τω παροργισμώ του αδελφού σου». Καλόν όθεν είναι να μη θυμώνη ποτέ τις· ει δε και θυμωθή ούτε μίαν ολόκληρον ημέραν συγχωρεί ο θείος Παύλος να διαμένη εις το πάθος και να φυλάττη μνησικακίαν, επειδή είπε να μη βασιλεύη ο ήλιος πριν να έχη παρέλθει η κατά του αδελφού σου οργή· συ δε η Μοναχή τι προσμένεις έως να βασιλεύση ο καιρός της ζωής σου, και τότε να συμφιλιωθής με εκείνην όπου εσυγχύσθης; Δεν γνωρίζεις να ειπής τον λόγον του Κυρίου, ότι αρκετόν είναι εις την ημέραν η άλλη κακία της, και διατί αυτή να μας αφήση μαχομένας; Διατί μισείς εκείνην όπου σε ελύπησε; Δεν ήτο αύτη όπου σε ηδίκησεν, αλλ’ ο διάβολος· όθεν μίσησον την ασθένειαν, όπου πάσχει η αδελφή σου και όχι την αδελφήν ήτις ασθενεί. Τι καυχάσαι εις την κακίαν σου, δυνατέ; Δι’ εσένα τον μνησίκακον το λέγει ο Δαβίδ: «Ανομίαν όλην την ημέραν, αδικίαν ελογίσατο η γλώσσα σου»· όλον τον χρόνον της ζωής σου παρανομείς, διατί παρακούεις εις τον νόμον του Θεού; Σε προστάζει με το στόμα του θείου Παύλου να μη αφήνης να βασιλεύη ο ήλιος εις τον παροργισμόν σου· διατί δεν παύεις από του να βλασφημής και να υβρίζης τον αδελφόν σου; Δια τούτο δικαίως θέλεις τιμωρηθή από τον Θεόν, λέγει ο ίδιος Δαβίδ εκ Πνεύματος Αγίου: «Δια τούτο ο Θεός καθελεί σε εις τέλος· εκτίλαι σε…» δηλαδή θέλει σε κρημνίσει με τελειότητα, και θέλει σε ξερριζώσει και σε μετατοπίσει από τον οίκον σου, και την ρίζαν σου θέλει εγείρει από την γην των ζώντων· ακούεις; Αυτά είναι τα δώρα, όπου δίδει ο Θεός εις τον μνησίκακον, αυτά είναι τα χαρίσματα τα οποία λαμβάνει δια την κακίαν του. Πρέπει όθεν να φυλαττώμεθα πολύ από την μνησικακίαν, διότι από αυτήν ακολουθούν πολλά κακά, ήτοι φθόνος, λύπη, καταλαλιά κ.λ.π. και τούτων των παθών η κακία είναι θανατηφόρος και ας φαίνεται ότι είναι μικρά και ολίγη· επειδή πολλάκις η πορνεία, ο φόνος και η πλεονεξία, τα μεγάλα αυτά πάθη, ιατρεύθησαν με το σωτήριον ιατρικόν της μετανοίας· αλλ’ η υπερηφάνεια, η μνησικακία και η καταλαλιά, άτινα φαίνονται μικρά, αυτά εθανάτωσαν την ψυχήν, με το να ενεπάγησαν ως καρφία εις τα πλέον κινδυνώδη μέρη της ψυχής, θανατώνουν δε την ψυχήν όχι διότι κάμνουν μεγάλην πληγήν, αλλ’ επειδή αμελούν εκείνοι, οίτινες επληγώθησαν από αυτά, να θεραπεύσουν τας πληγάς των, νομίζοντες την καταλαλιάν και τα λοιπά ότι δεν είναι τίποτε και θεωρούντες αυτά μικρά αμαρτήματα δεν επιμελούνται να τα διορθώσουν και ολίγον κατ’ ολίγον διαφθείρονται από αυτά. Βαρύ κατ’ αλήθειαν και μισάνθρωπον αμάρτημα είναι η καταλαλιά, η οποία είναι ως τροφή και ανάπαυσις μερικών ανθρώπων· συ όμως μη παραδεχθής εις τον εαυτόν σου ακοήν ματαίαν, καθώς προστάσσει ο Θεός· και μη ακούης ξένα αμαρτήματα, αλλά φύλαττε την ψυχήν σου απέριττον και καθαράν από ταύτα· διότι, εάν δεχθής την βρωμεράν ακαθαρσίαν της καταλαλιάς, θέλεις προξενήσει εις την ψυχήν σου μολυσμούς με τους λογισμούς, και θέλεις μισήσει, χωρίς καμμίαν αιτίαν, εκείνους οίτινες συνομιλούν και συναναστρέφονται μετά σου. Και όταν καταμολυνθή η ακοή σου από τας κακολογίας των καταλάλων, τότε πλέον ουδένα διαχωρίζεις, αλλά όλους τους ανθρώπους τους νομίζεις τοιούτους, καθώς και ο οφθαλμός, όταν ιδή με πολλήν περιέργειαν κανέν χρώμα και το χορτάση, τότε πλέον δεν διακρίνει τα άλλα χρώματα, αλλά όσα βλέπει τα φαντάζεται όμοια με εκείνο. Δια τούτο πρέπει να φυλάττωμεν την γλώσσαν μας και την ακοήν μας, και ούτε να καταλαλώμεν κανένα, ούτε να ακούωμεν με πάθος τας καταλαλιάς, τας οποίας λέγουν άλλοι. Να έχωμεν δε πάντοτε κατά νουν το του Προφητάνακτος Δαβίδ: «Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού τούτον εξεδίωκον», και πάλιν: «Όπως αν μη λαλήση το στόμα μου έργα των ανθρώπων». Ούτε πρέπει να πιστεύωμεν εις εκείνα τα οποία λέγονται εναντίον των άλλων, ούτε να κατακρίνωμεν εκείνους οίτινες τα λέγουν· αλλά να κάμνωμεν και να λέγωμεν, καθώς μας προστάσσει η Αγία Γραφή: «Εγώ ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού». Δεν πρέπει επίσης να χαίρωμεν εις τας συμφοράς των άλλων, έστω και είναι πολύ αμαρτωλοί, ούτε να κάμνωμεν εκείνο το οποίον κάμνουν τινές ανόητοι, οίτινες, όταν βλέπουν κανένα, όστις δέρεται ή φυλακίζεται, λέγουν αμαθώς εκείνην την κοσμικήν παροιμίαν: «Όποιος στρώση κακά, κακά έχει να κοιμηθή». Συ δε η Μοναχή, η οποία ετακτοποίησες καλώς τας υποθέσεις σου, θαρρείς πως έχεις να αναπαυθής εις όλην την ζωήν σου; Και τότε πως θα συμφωνήσωμεν με τον λόγον τον οποίον λέγει η Αγία Γραφή, ότι ένα συναπάντημα είναι και εις τον δίκαιον και τον αμαρτωλόν; Όλοι οι άνθρωποι μίαν οδόν βαδίζομεν εις τούτον τον κόσμον, και αν διαφόρους πολιτείας έχωμεν, εν τούτοις δεν είναι αδύνατον να μη συναντήσωμεν και ημείς καμμίαν συμφοράν· πως λοιπόν συ χαίρεις εις τας συμφοράς των άλλων; Δεν πρέπει τις να μισή τους εχθρούς του, διότι ούτω μας διέταξεν ο Κύριος με την ιδίαν του φωνήν ειπών: «Εάν γαρ αγαπήσητε τους αγαπώντας υμάς, τίνα μισθόν έχετε; Ουχί και οι τελώναι το αυτό ποιούσι»; (Ματθ. ε:46), διότι το καλόν αφ’ εαυτού αγαπάται, επειδή αυτό άνευ κόπου ελκύει τους ανθρώπους εις την αγάπην του, το δε κακόν απαιτεί θείαν διδασκαλίαν και κόπον πολύν δια να εξαλειφθή· όμως την Βασιλείαν των ουρανών δεν την αποκτούν οι αμελείς και αμέριμνοι, αλλά οι σώφρονες και επιμελείς. Καθώς όμως δεν πρέπει να μισώμεν τους εχθρούς μας, τοιουτοτρόπως δεν πρέπει να αποφεύγωμεν και να εξουθενώμεν τους αμελείς και οκνηρούς, ως λέγουν μερικοί προβάλλοντες εκείνο όπου λέγει ο Προφήτης: «Μετά οσίου όσιος έσει και μετά στρεβλού διαστρέψεις», ισχυριζόμενοι ότι δια τούτο τους αποφεύγουν και αυτοί δια να μη γίνουν αμαρτωλοί· με τούτο όμως κάμνουν το εναντίον εκείνου το οποίον λέγει το Πνεύμα το Άγιον δια του Προφήτου· διότι δεν λέγει να διαστραφή τις από τους στρεβλούς, αλλά να διορθώνωμεν την στρεβλότητα αυτών· διότι το διαστρέψεις δηλοί, ότι θέλεις ελκύσει τους στρεβλούς με την γνώμην σου δια της συναναστροφής σου, και θέλεις τους μεταφέρει από τα κακά εις τα καλά. Εις τριών ειδών καταστάσεις ευρίσκονται οι άνθρωποι· η πρώτη είναι ακροτάτη εις την κακίαν· η Δευτέρα είναι μεσαία και κλίνει και εις τα καλά και εις τα κακά· η δε Τρίτη είναι υψωμένη εις μεγάλην αρετήν, και όχι μόνον ενδυναμώνει τον εαυτόν της εις τα καλά, αλλά ζητεί δια παντός τρόπου να οδηγή εις το καλόν και αυτήν την άκραν εις την κακίαν κατάστασιν. Όσοι λοιπόν είναι κακοί, όταν σμίξουν με τους χειροτέρους των εις την κακίαν, αυξάνουν περισσότερον εις αυτήν· οι μεσαίοι προσπαθούν να αποφεύγουν του κακούς, διότι φοβούνται να μη γίνουν και αυτοί κακοί με την συναναστροφήν των· επειδή είναι αστερέωτοι ακόμη εις τα καλά· οι δε τρίτοι, επειδή έχουν γνώμην σταθεράν και φρονήματα ανδρεία εις τα καλά, συναναστρέφονται και με τους κακούς δια να τους σώσουν. Παρ’ όλον δε ότι ονειδίζονται από εκείνους οίτινες τους βλέπουν να συναναστρέφωνται με κακούς και αμελείς, εν τούτοις αυτοί δέχονται ως επαίνους τας κατηγορίας των ανθρώπων και συμπληρώνουν αφόβως το θείον έργον, ήτοι την σωτηρίαν των αδελφών· διότι λέγει ο Κύριος: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, όταν παν πονηρόν ρήμα είπωσι καθ’ υμών οι άνθρωποι», και αυτό όπου κάμνουν αυτοί, είναι έργον του Δεσπότου Χριστού· διότι ο Κύριός μας συνέτρωγε με τους τελώνας και αμαρτωλούς και η γνώμη τούτων είναι περισσότερον φιλάδελφος παρά φιλάνθρωπος· δηλαδή αγαπούν τους αδελφούς των περισσότερον από τον εαυτόν των· διότι καθώς εκείνοι, οίτινες βλέπουν τας οικίας των γειτόνων των ότι καίονται, αφήνουν τας ιδικάς των οικίας και σπεύδουν να σώσουν τας των γειτόνων των από την πυρκαϊάν, έτσι και αυτοί, διότι βλέπουν τους αδελφούς των ότι αμαρτάνουν, καταφρονούν τον εαυτόν των και ονειδίζονται και κατηγορούνται από τους άλλους, και τα υποφέρουν όλα, δια να σώσουν τους κινδυνεύοντας αδελφούς των. Οι δε μεσαίοι, όταν ίδουν τον αδελφόν αυτών ότι καίεται από την αμαρτίαν, φεύγουν, διότι φοβούνται να μη κατακαύση και αυτούς η φλοξ της αμαρτίας. Οι δε πρώτοι, ως κακοί γείτονες, όταν ίδουν τους αδελφούς των ότι καίονται, ανάπτουν περισσότερον την πυρκαϊάν, προσφέροντες ως ξύλα την ιδικήν των κακίαν, δια να τους κατακαύσουν τελείως, και αντί να χύσουν νερόν να σβύσουν την φλόγα της αμαρτίας, ήτις καίει τους αδελφούς των, αυτοί ρίπτουν ξύλα εις την πυράν, ήτοι τους κάμνουν να αμαρτάνουν περισσότερον. Οι δε τρίτοι και καλοί άνθρωποι, τα ιδικά των αποκτήματα θεωρούν κατώτερα από την σωτηρίαν των αδελφών των και αυτά είναι τα δείγματα της αληθινής αγάπης, αυτά φυλάττουν την άδολον αγάπην. Και καθώς αι κακίαι ακολουθούν η μία την άλλην (διότι εις την φιλαργυρίαν ακολουθούν ο φθόνος, ο δόλος, η επιορκία, ο θυμός, η μνησικακία), ούτω και αι αρεταί ακολουθούν την αγάπην, ήτοι η πραότης, η μακροθυμία, η ανεξικακία, και το τέλειον αγαθόν, η ακτημοσύνη· διότι δεν υπάρχει τρόπος να αποκτήση τις την αγάπην, αν δεν αποκτήση πρώτον την ακτημοσύνην, επειδή ο Θεός μάς επρόσταξε να αγαπώμεν όλους τους ανθρώπους και όχι ένα μόνον· όθεν έχομεν χρέος να μη παραβλέπωμεν όλους εκείνους, οίτινες έχουν χρείαν, αλλά να τους βοηθώμεν· διότι εάν δεν δώσωμεν εις όλους, αλλά μόνον εις μερικούς, κλέπτεται η αγάπη μας και χάνεται, διότι δεν τους αγαπώμεν όλους. Το να επαρκή δε τις να δίδη εις όλους είναι αδύνατον εις άνθρωπον· ότι τούτο είναι έργον του Θεού μόνον· αλλά εάν είπη τις ότι όποιος δεν έχει τίποτα είναι πρέπον να αγωνίζηται εις το να αποκτήση δια να κάμη ελεημοσύνην, ας ηξεύρη ότι τούτο επροστάχθη εις τους κοσμικούς και όχι εις τους Μοναχούς· διότι η ελεημοσύνη δεν επροστάχθη από τον Θεόν τόσον δια να κυβερνηθούν οι πτωχοί, όσον δια να αποκτήσουν την αγάπην εκείνοι, οίτινες ελεούν· διότι ο Θεός, όστις κυβερνά τον πλούσιον, αυτός κυβερνά και τον πτωχόν. Ίσως όμως είπη τις: «Λοιπόν η ελεημοσύνη περιττώς επροστάχθη»; Μη γένοιτο! Αλλά η ελεημοσύνη γίνεται αρχή της αγάπης, εις εκείνους οι οποίοι δεν ηξεύρουν να την αποκτήσουν· ότι καθώς η περιτομή της ακροβυστίας, ήτο παράδειγμα της περιτομής των παθών της καρδίας, ούτω και η ελεημοσύνη κατεστάθη διδάσκαλος της αγάπης· όμως εις εκείνους, εις τους οποίους εδόθη η αγάπη από την χάριν του Θεού, εις αυτούς είναι περιττή η ελεημοσύνη. Λέγω δε αυτά, όχι δια να κατηγορήσω την ελεημοσύνην, αλλά δια να δείξω την καθαρότητα της ακτημοσύνης· λοιπόν το μικρότερον καλόν, ήτοι η ελεημοσύνη, ας μη γίνεται εμπόδιον εις το μεγαλύτερον καλόν της ακτημοσύνης, το οποίον είναι η αγάπη. Συ η Μοναχή εις ολίγον καιρόν, ή με ολίγον κόπον, κατώρθωσας το μικρόν καλόν· διότι όλα τα υπάρχοντα τα έδωκες εις τους πτωχούς, σπούδασον λοιπόν να κατορθώσης και το μεγαλύτερον, ήτοι την αγάπην· συ χρεωστείς να ειπής την ελευθέραν εκείνην φωνήν: «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι». Συ ηξιώθης να μιμηθής την παρρησιαστικήν γλώσσαν των Αποστόλων, δηλαδή του Πέτρου και Ιωάννου, οίτινες είπον: «Αργύριον και χρυσίον ουχ υπάρχει μοι»· διπλή ήτο η γλώσσα των δύο ενδόξων Αποστόλων ήτις είπε ταύτα, αλλά η πίστις των ήτο μονότροπος. Αλλά και από τους κοσμικούς η ελεημοσύνη δεν πρέπει να γίνεται απλώς και ως έτυχεν· διότι λέγει ο Δαβίδ: «Έλαιον δε αμαρτωλού μη λιπανάτω την κεφαλήν μου», όθεν εκείνος, όστις ελεεί, πρέπει να έχη γνώμην αβραμιαίαν, και να την κάμνη με δίκαιον τρόπον, καθώς έκαμνεν ο Αβραάμ· διότι όταν εφιλοξένει ο δίκαιος Αβραάμ, μαζί με τα φαγητά της τραπέζης, ετραπέζωνε και την γνώμην του, με το να θέλη να μοιρασθή με τους δούλους του μαζί το κέρδος της φιλοξενίας· κατά αλήθειαν, εκείνοι οι οποίοι φιλοξενούν τοιουτοτρόπως, έχουν να λάβουν μισθόν της ελεημοσύνης και αν είναι και εις το δεύτερον τάγμα· διότι ο Κύριος, όταν εδημιούργησε την οικουμένην, δύο τάγματα οικητόρων έβαλεν εις αυτήν· και εις εκείνους οι οποίοι διέρχονται την ζωήν των με σωφροσύνην διώρισε τον γάμον και την παιδοποιϊαν· εις εκείνους δε οίτινες διέρχονται την ζωήν καθαράν, επρόσταξε την παρθενίαν, δια να τους κάμη Ισαγγέλους, και εις τους υπανδρευμένους έδωκε νόμους και διδασκαλίας και εκδικήσεις κατά των αδίκων, εις δε τους λέγει: «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω». Εις εκείνους λέγει: «Εργάζου την γην». Εις τους Μοναχούς λέγει: «Μη μεριμνήσετε περί την αύριον», εις εκείνους έδωκε νόμον, εις ημάς δε τας Μοναχάς και Μοναχούς εφανέρωσε τας εντολάς Του δια της χάριτος». Ο Σταυρός είναι εις ημάς το τρόπαιον της νίκης, διότι το επάγγελμα και η υπόσχεσίς μας δεν είναι άλλο, παρά η άρνησις της ζωής και η μελέτη του θανάτου· λοιπόν καθώς οι νεκροί δεν ενεργούν με το σώμα τίποτε, ούτω και ημείς πρέπει να μη ενεργώμεν τίποτε με το σώμα· ότι όσα ήτο να κάμωμεν με το σώμα, τα εκάμαμεν όταν είμεθα παιδία άγνωστα, δια τούτο λέγει ο Απόστολος: «Εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω», ήτοι, δι’ εμέ ο κόσμος ενεκρώθη, και εγώ ενεκρώθην δια τον κόσμον. Ημείς ζώμεν με την ψυχήν μόνον, και με αυτήν πρέπει να δεικνύωμεν τας αρετάς, και με αυτήν να ελεώμεν, διότι μακάριοι είναι εκείνοι, οι οποίοι ελεούν με την ψυχήν· ότι καθώς λέγει ο Κύριος· εκείνος όστις επιθυμήση την ωραιότητα τινός, και χωρίς να πράξη την αμαρτίαν, κάμνειτην αμαρτίαν κρυφήν με την ψυχήν του, έτσι και εκείνος όστις ελεεί και λυπείται με την ψυχήν του, την ελεημοσύνην κάμνει, διότι η γνώμη του αναπληροί την πράξιν, και αν ελλείπη το αργύριον. Ημείς ετιμήθημεν με μεγαλυτέραν αξίαν από τους κοσμικούς, διότι καθώς οι αυθένται, όπου είναι εις τον κόσμον, έχουν διαφόρους υπηρέτας και άλλους στέλλουν εις τα κτήματά των, δια να εργασθούν την γην, και άλλους, τους πλέον καλλιτέρους, κρατούν εις τας οικίας των δια να τους υπηρετούν, ούτω και ο Κύριος του παντός τους υπανδρευμένους έβαλεν εις τον κόσμον, και εκείνους όπου είναι καλλίτεροι αυτών και έχουν αγαθήν προαίρεσιν, τους έβαλεν έμπροσθέν του δια να τον υπηρετούν, οι οποίοι είναι ξένοι προς όλα τα γήϊνα, διότι ηξιώθησαν να τρώγουν από την Δεσποτικήν τράπεζαν· αυτοί δεν φροντίζουν δια ενδυμασίαν, διότι είναι ενδεδυμένοι τον Χριστόν· πλην και των δύο τάξεων τούτων ένας είναι ο αυθέντης, ο Κύριος· και καθώς από τον αυτόν σίτον είναι και το άχυρον και ο καρπός, έτσι και από τον Θεόν είναι και οι κοσμικοί και οι Μοναχοί· και χρειάζονται και τα δύο ταύτα, και τα φύλλα δια φύλαξιν και χρείαν του καρπού, και ο καρπός δια να σπαρθή και να κάμη άλλον. Καθώς δεν είναι δυνατόν να είναι εν ταυτώ βοτάνη και καρπός, τοιουτοτρόπως δεν είναι δυνατόν να κάμωμεν και ημείς κανένα καρπόν ουράνιον, εάν έχωμεν την δόξαν την κοσμικήν· και καθώς εάν δεν πέσουν τα φύλλα και δεν ξηρανθή η καλάμη, δεν γίνεται ο στάχυς επιτήδειος εις θερισμόν, ούτω και ημείς, εάν δεν αποβάλωμεν την φαντασίαν των γηϊνων, την οποίαν έχομεν αντί φύλλων, και δεν ξηράνωμεν το σώμα μας ως καλάμην, και εάν δεν υψώσωμεν τον λογισμόν μας εις τον Θεόν, δεν είναι δυνατόν να γεννήσωμεν σπέρμα, ήτοι λόγον σωτηρίας. Κινδυνώδες πράγμα είναι το να διδάσκη τις προτού να γυμνασθή τας πρακτικάς αρετάς· διότι καθώς εκείνος όστις έχει οικίαν σαθράν, εάν δεχθή ξένους εις αυτήν, θέλει τους βλάψει με την κατακρήμνισιν, έτσι και αυτός, διότι δεν ωκοδόμησε στερεά την ιδικήν του οικίαν, ήτοι διότι δεν έμαθεν ενωρίτερα με την πράξιν τας αρετάς, απώλεσε μαζί με τον εαυτόν του και εκείνους όπου εδίδαξε· διότι οι τοιούτοι με τα λόγια επαρακίνησαν τους ανθρώπους εις την σωτηρίαν, και με τα κακά των έργα τους έβλαψαν περισσότερον· επειδή η διδασκαλία μόνη ομοιάζει με την ζωγραφίαν, η οποία γίνεται από χρώματα εξίτηλα, τα οποία διαλύει και εξαλείφει ολίγος καιρός με τας σταγόνας της βροχής και με την πνοήν των ανέμων· αλλά την διδασκαλίαν, ήτις γίνεται με τα έργα, δεν ημπορεί να την εξαλείψουν αιώνες ολόκληροι, ότι ο λόγος ο έμπρακτος τυπώνεται στερεά μέσα εις την ψυχήν, και ούτω χαρίζει εις τους ακροατάς παντοτεινόν και ανεξάλειπτον ομοίωμα του Χριστού και των αρετών αυτών· λοιπόν και ημείς πρέπει να μη κάμνωμεν την θεραπείαν της ψυχής εις την επιφάνειαν, αλλά να την στολίζωμεν όλως διόλου, και μάλιστα να φροντίζωμεν να καθαρίζωμεν το εσωτερικόν βάθος της. Εκουρεύσαμεν τας τρίχας της κεφαλής μας· ας αποβάλωμεν μαζί με αυτάς και τους σκώληκας, οίτινες ευρίσκονται εις την κεφαλήν μας· διότι αυτοί, όταν μείνουν μόνοι, χωρίς τας τρίχας, θέλουν μας κεντρίζει περισσότερον· και αι τρίχες της κεφαλής, τας οποίας εκόψαμεν, δηλούσι την κοσμικήν ζωήν, ήτοι τας τιμάς, τας δίξας, τα χρήματα, τα λαμπρά φορέματα, τα λουτρά και καλά φαγητά. Ταύτα όλα εφάνημεν, ότι τα απεβάλαμεν· αλλά ας απορρίψωμεν και τους ψυχοφθόρους σκώληκας, ήτοι την καταλαλιάν, την φιλαργυρίαν, το ψεύδος, τους όρκους και τα λοιπά πάθη, όσα ευρίσκονται εις την ψυχήν μας· και εφ’ όσον ήσαν σκεπασμένα αυτά από τας τρίχας, ήτοι από τας ύλας των κοσμικών πραγμάτων, δεν εφαίνοντο· τώρα δε, οπότε εξεσκεπάσθησαν από τας κοσμικάς ύλας, έγιναν φανερά· δια τούτο εις κάθε Μοναχόν ή Μοναχήν είναι φανερά και τα πλέον μικρότερα αμαρτήματα, καθώς και μέσα εις μίαν καθαράν οικίαν, ευθύς ως φανή εις κανένα μέρος και το παραμικρόν ζωϋφιον, γίνεται φανερόν εις όλους. Εις δε τους κοσμικούς φωλεύουν ως μέσα εις ακάθαρτα σπήλαια μεγάλοι και φαρμακεροί όφεις, και δεν φαίνονται, διότι είναι σκεπασμένοι με την πολλήν ύλην· όθεν ημείς πρέπει να καθαρίζωμεν τον οίκον της ψυχής μας, και να παρατηρούμεν προσεκτικά, να μη εισέλθη κανέν ψυχοφθόρον ζωϋφιον, ήτοι πάθος μέσα εις τα απόκρυφα μέρη της ψυχής μας, και να θυμιάζωμεν πάντοτε τους τόπους της καρδίας μας με το θείον θυμίαμα της προσευχής· ότι καθώς τα δριμύτερα θυμιάματα αποδιώκουν τα φαρμακερά θηρία, ούτω και η προσευχή μαζί με την νηστείαν αποδιώκουν τους κακούς λογισμούς. Όθεν ημείς αι Μοναχαί πρέπει να παραφυλάττωμεν τους λογισμούς όπου μας έρχονται· καθώς έκαμε και ένας ενάρετος Μοναχός, ο οποίος, καθήμενος εις το κελλίον του, επαραφύλαττε τους λογισμούς του και εμετρούσε ποίος ήρχετο πρώτος και ποίος δεύτερος, και πόσονκαιρόν εστέκετο ο καθένας απ’ αυτούς· ομοίως επαραφύλαττε και την άλλην ημέραν ποίος από τους λογισμούς ήλθεν ενωρίτερα. Και με αυτήν την παρατήρησιν ήξευρε με ακρίβειαν και την χάριν του Θεού και την ιδικήν του υπομονήν και δύναμιν, και την νίκην του εχθρού· ούτω ας κάμνωμεν και ημείς· διότι εάν οι πραγματευταί των προσκαίρων πραγμάτων του κόσμου λογαριάζουν κάθε ημέραν το κέρδος που πραγματοποιούν και όταν κερδήσουν περισσότερα χαίρονται και όταν ζημιωθούν λυπούνται, πόσω μάλιστα πρέπει να αγρυπνώμεν ημείς αι οποίαι πραγματευόμεθα τον αληθινόν θησαυρόν, και να ποθούμεν ν’ αποκτήσωμεν περισσότερα αγαθά; Ει δε και γίνη και ολίγη κλοπή από τον εχθρόν, πρέπει να λυπούμεθα και να κατακρίνωμεν τον εαυτόν μας, όχι όμως να απελπιζώμεθα και να τα ρίπτωμεν όλα κάτω, δια το πταίσμα εκείνο εις το οποίον υπεπέσαμεν χωρίς να θέλωμεν εξ αιτίας του πειρασμού· έχεις τα ενενήκοντα εννέα πρόβατα! Ζήτει και εκείνο όπου επλανήθη· μη φοβηθής δια το ένα που έχασες, και φύγης από τον Δεσπότην Θεόν, και απομακρυνθής από αυτόν, δια να μη σκλαβώση ο αιματοφάγος διάβολος όλον το πλήθος των πράξεών σου και το αφανίση δια μέσου της απελπισίας· λοιπόν μη αφήσης την τάξιν σου δια το ένα όπου έχασες· διότι ο Δεσπότης μας είναι αγαθός, και καλώς λέγει ο Δαβίδ: «Όταν πέση ο δίκαιος ου καταταραχθήσεται, ότι ο Κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτού». Όσα πράξωμεν ή κερδήσωμεν εις τούτον τον κόσμον, πρέπει να τα στοχαζώμεθα ότι είναι ολίγα, συγκρινόμενα με τον αιώνιον πλούτον της μελλούσης ζωής· διότι εις τούτον τον κόσμον ευρισκόμεθα ως μέσα εις άλλην κοιλίαν μητρός· και καθώς όταν είμεθα μέσα εις την κοιλίαν της μητρός μας, δεν είχομεν τέτοιαν ζωήν, οποίαν έχομεν τώρα, ουδέ ημπορούσαμεν να κάμωμεν εκείνα όπου κάμνομεν τώρα, ότι τότε δεν εβλέπαμεν τον ήλιον ούτε κανένα άλλο φως, καθώς λοιπόν όταν ευρισκόμεθα εις την κοιλίαν της μητρός μας, υστερούμεθα από πολλά πράγματα του κόσμου τούτου, έτσι πάλιν και τώρα που ευρισκόμεθα εις τούτον τον κόσμον, υστερούμεθα από πολλά αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών. Δια τούτο καθώς απηλαύσαμεν τα πράγματα του κόσμου, ούτω ας αγαπήσωμεν να απολαύσωμεν και τα ουράνια αγαθά· καθώς είδομεν εδώ τούτο το αισθητόν φως, τοιουτοτρόπως ας ποθήσωμεν να ίδωμεν και τον νοητόν Ήλιον της Δικαιοσύνης. Την άνω Ιερουσαλήμ ας στοχαζώμεθα πατρίδα και μητέρα ιδικήν μας, και τον Θεόν ας ονομάζωμεν Πατέρα μας· ας ζήσωμεν εδώ με σωφροσύνην, δια να επιτύχωμεν την αιώνιον ζωήν. Καθώς δε τα βρέφη, τα οποία είναι μέσα εις την κοιλίαν της μητρός των, όταν γίνουν τέλεια και γεννηθούν, από την ολιγωτέραν τροφήν και ζωήν, την οποίαν είχον, φέρονται εις μεγαλυτέραν και καλλιτέραν, ούτω και οι δίκαιοι αναχωρούν από ταύτην την ζωήν και πηγαίνουν εις την ουράνιον και καλλιτέραν ζωήν, κατά το γεγραμμένον: «Εκ δυνάμεως εις δύναμιν». Οι δε αμαρτωλοί παραδίδονται από το σκότος του κόσμου τούτου εις το σκότος του άδου, ως τα βρέφη τα οποία αποθνήσκουν μέσα εις την κοιλίαν της μητρός αυτών· διότι οι αμαρτωλοί και όταν ακόμη είναι εις την γην νεκρώνονται από το πλήθος των αμαρτιών, και όταν αποθάνουν καταβαίνουν εις τόπους σκοτεινούς και ταρταρώδεις. Τρεις φοράς γεννώμεθα εις την παρούσαν ζωήν· μίαν φοράν όταν εξερχώμεθα από την κοιλίαν της μητρός μας, και από την γην ερχόμεθα πάλιν εις την γην· αι δε λοιπαί δύο γεννήσεις μάς αναβιβάζουν από την γην έως τον ουρανόν, από τας οποίας η μία είναι εκ της θείας χάριτος, η οποία έρχεται εις ημάς δια του θείου Βαπτίσματος, και την ονομάζομεν αληθώς παλιγγενεσίαν και αναγέννησιν, και η Τρίτη είναι εκείνη, ήτις γίνεται εις ημάς δια της μετανοίας, των δακρύων και των καλών αγώνων, εις την οποίαν ευρισκόμεθα τώρα και ημείς. Όθεν ημείς, αι οποίαι επλησιάσαμεν εις τον αληθινόν Νυμφίον Χριστόν, έχομεν χρέος να στολίσωμεν τον εαυτόν μας πλέον καλλίτερα· και αν αι νύμφαι του κόσμου, αι οποίαι πρόκειται να λάβουν άνδρα θνητόν, σπουδάζουν να λουσθούν και να αλειφθούν με μύρα και να στολισθούν με διάφορα στολίδια δια να αρέσουν εις τους άνδρας των, πόσω μάλλον πρέπει να στολισθώμεν ημείς, αι οποίαι ενυμφεύθημεν τον ουράνιον νυμφίον, και να λουσθώμεν από τας ακαθαρσίας των αμαρτιών μας δια μέσου των αγώνων της ασκήσεως, και να ενδυθώμεν τα πνευματικά φορέματα. Εκείναι στολίζουν το σώμα των με τα γήϊνα άνθη, ημείς ας λαμπρύνωμεν την ψυχήν μας με τας αρετάς, και ας βάλωμεν εις την κεφαλήν μας τον τριπλούν στέφανον, την πίστιν, λέγω, την ελπίδα και την αγάπην, αντί πολυτίμων λίθων. Ας στολίσωμεν τον τράχηλόν μας με την ταπεινοφροσύνην ως με αξιοτίμητον στολισμόν· και αντί ζώνης, ας ζωσθώμεν την σωφροσύνην, και ας φορέσωμεν την ακτημοσύνην, ως φόρεμα. Εις δε την τράπεζάν μας ας προσφέρωμεν τα άφθαρτα φαγητά, τα οποία είναι αι προσευχαί και οι ψαλμοί· αλλά καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος, ας μη νικώμεν μόνον την γλώσσαν μας, αλλά να έχωμεν και τον νουν μας, και να νοούμεν εκείνα όπου λέγομεν· ότι πολλάς φοράς προσεύχεται το στόμα, και η καρδία και ο νους συλλογίζονται άλλα. Πρέπει δε να προσέχωμεν ημείς, αι οποίαι ήλθομεν εις τους θείους γάμους, να μη είμεθα πτωχαί από λαμπάδας, ήτοι αρετάς· διότι θέλει μας μισήσει ο νυμφίος μας Χριστός, και δεν θέλει μας δεχθή τελείως, εάν δεν κάμωμεν εκείνα, τα οποία του υπεσχέθημεν. Ποίαι είναι αι υποσχέσειςτας οποίας εδώσαμεν; Το να φροντίζωμεν ολιγώτερον δια το σώμα, και περισσότερον δια την ψυχήν μας, και αυτήν να ποτίζωμεν, διότι καθώς είναι αδύνατον να αναβιβάση τις ομού δύο κάδους γεμάτους νερόν ταυτοχρόνως από το φρέαρ, επειδή καθώς περιστρέφεται ο τροχός καταβιβάζει εις το πηγάδι τον ένα κάδον κενόν, και αναβιβάζει τον άλλον γεμάτον, ούτω ακολουθεί και εις ημάς, όταν έχωμεν όλην την φροντίδα δια την ψυχήν μας· τότε γεμίζει από τας αρετάς , και υψώνεται ορεγομένη τα υψηλά· το δε σώμα μας γίνεται ελαφρόν δια μέσου της ασκήσεως, και δεν βαρύνει την ψυχήν εις τα γήϊνα· και τούτο μαρτυρεί ο Απόστολος, όστις λέγει: «Όσον ο έξωθεν ημών άνθρωπος φθείρεται, τοσούτον ο ένδον ανακαινούται». Αν ευρίσκεσαι εις Κοινόβιον, μη μεταλλάξης τον τόπον, διότι έχεις να λάβης μεγάλην βλάβην· ότι καθώς το πτηνόν, το οποίον εγκαταλείπει τα ωά του, τα κάμνει άγονα, ούτω και η Μοναχή ή ο Μοναχός, όστις μεταβαίνει από τόπου εις τόπον, ψυχραίνεται και νεκρώνεται από την πίστιν. Ας μη σε πλανέση η τροφή των πλουσίων και η απόλαυσις των φαγητών, ως να έχη κάποιαν χρησιμότητα. Εκείνοι τιμούν την τέχνην των μαγείρων όπου κατασκευάζουν ηδονικά και νόστιμα φαγητά· συ νίκησον τα πολλά και ηδονικά των φαγητά με την νηστείαν, και με τα ευτελή φαγητά· διότι λέγει ο Σολομών: «Ψυχή εν πλησμονή ούσα, κυρίοις εμπαίζει, τη δε ούση εν ενδεία και τα πικρά γλυκέα φαίνεται»· μη λοιπόν χορτάσης όχι μόνον από ευτελή φαγητά αλλά ούτε και από άρτον και τότε δεν θέλεις επιθυμήσει τον οίνον. Τρία είναι τα κεφαλαιώδη και πρώτα κακά του εχθρού, από τα οποία κατάγεται κάθε άλλη κακία· επιθυμία, ηδονή και λύπη· αυτά δε ακολουθούν το εν το άλλο, και το ένα συνεπιφέρει το άλλο· και το να νικήση τις την ηδονήν, είναι δυνατόν· το δε να νικήση την επιθυμίαν είναι αδύνατον, διότι η ηδονή γίνεται δια μέσου του σώματος, η δε επιθυμία αρχίζει από την ψυχήν. Η λύπη πάλιν γίνεται και από τα δύο· και εάν συ δεν αφήσης να ενεργήση εις τον εαυτόν σου η επιθυμία, θέλεις αποδιώξει και την ηδονήν και την λύπην· ει δε και αφήσης να προκύψη η επιθυμία, αύτη θέλει φέρει ηδονήν, η δε ηδονή λύπην, και τότε τα τρία αυτά ομού δεν θα αφήσουν τελείως την ψυχήν να ανανήψη, διότι λέγει η Γραφή: «Μη δως ύδατι διέξοδον». Δεν συμφέρουν όλα εις όλους, αλλά έκαστος ας πληροφορήται από τον ιδικόν του νουν· εις άλλους συμφέρει να ευρίσκωνται εις Κοινόβιον, και εις άλλους πάλιν είναι ωφέλιμον να κάθηνται κατά μόνας· διότι καθώς τα φυτά, άλλα μεν βλαστάνουν περισσότερον εις υγρούς τόπους, και άλλα πάλιν διαμένουν περισσότερον εις τους ξηρούς, καθώς και οι άνθρωποι, άλλοι υγιαίνουν εις τους υψηλούς τόπους, και άλλοι εις τους χαμηλούς, έτσι και κάθε Μοναχός ή Μοναχή, όπου τον συμφέρει ας καθήση· διότι πολλοί ευρίσκονται μέσα εις πολιτείας και με το να εφαντάζοντο τα της ερήμου και διήγον ενάρετον ζωήν, εσώθησαν· και πολλοί πάλιν ευρίσκοντο εις τα βουνά, και διότι έπραττον τα έργα των λαϊκών απολέσθησαν· όθεν είναι δυνατόν να είναι τις με πολλούς, και να μονάζη με την γνώμην· και πάλιν εκείνος όστις είναι αμελής Μοναχός δύναται να διατρίβη με τον νουν του μαζί με πολλούς. Πολλά είναι τα κέντρα του διαβόλου, και αν δεν δυνηθή να βλάψη τινά με την πτωχείαν, προσφέρει εις αυτόν τον πλούτον, δια να τον απολέση με αυτόν, να τον βλάψη· εάν δεν τον βλάψη με τους ονειδισμούς και τας ύβρεις, του προβάλλει επαίνους και δόξας· εάν νικηθή δια μέσου της υγείας του ανθρώπου, του δίδει ασθένειαν· διότι όταν δεν δυνηθή να βλάψη την ψυχήν με τα χαροποιά, δοκιμάζει να την βλάψη με τα λυπηρά και με τους ακουσίους πόνους· επειδή προξενεί εις τον άνθρωπον ασθενείας βαρείας κατά θείαν συγχώρησιν, δια να τον κάμη να μικροψυχήση, και τοιουτοτρόπως να θολώση την προς τον Θεόν αγάπην του. Όθεν, συ αγαπητέ ανίσως και κατακαίεται το σώμα σου και κατακόπτεται από θερμασίας σφοδράς, και πάσχεις δίψαν αθεράπευτον και ακράτητον, ει μεν είσαι αμαρτωλός και πάσχεις ταύτα, ενθυμήσου την αιώνιον κόλασιν και το άσβεστον πυρ, και τα βάσανα του άδου τα ανυπόφορα, και δεν θέλεις μικροψυχήσει εις τα παρόντα βάσανα, τα οποία πάσχεις, αλλά θέλεις χαρή μάλιστα, ότι σε επεσκέφθη ο Θεός, και θέλεις ευχαριστεί Αυτόν, λέγων το επαινετόν εκείνο λόγιον του Δαβίδ: «Παιδεύων επαίδευσέ με ο Κύριος, και τω θανάτω της αμαρτίας ου παρέδωκέ με»· διότι δια μέσου των ασθενειών αποβάλλεις τον μολυσμόν των αμαρτιών σου, καθώς ο σίδηρος αποβάλλει την σκωρίαν δια του πυρός· ει δε και είσαι δίκαιος και ασθενείς, ήξευρε, ότι προκόπτεις από τα μικρότερα εις τα μεγαλύτερα καλά· και αν είσαι χρυσός, γίνεσαι λαμπρότερος δια μέσου του πυρός των θλίψεων· αν εδόθη άγγελος Σατάν εις την σάρκα σου, αξιώνεσαι να γίνης όμοιος με τον Απόστολον Παύλον και πρέπει να χαίρεσαι· αν βασανίζεσαι με θερμασίαν ή παιδεύεσαι με ρίγος, σε προσμένει η αναψυχή και η ανάπαυσις· καθώς λέγει η θεία Γραφή: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν»· έτυχες το πρώτον; Πρόσμενε και το δεύτερον· εάν δε είσαι πτωχός, και κοπιάζης και πάσχης, λέγε τα λόγια του Προφήτου: «Πένης και πτωχός, και αλγών ειμί εγώ»· με αυτά τα τρία θέλεις γίνει τέλειος· ότι λέγει ο ψαλμωδός: «Εν θλίψει επλάτυνάς με»· με τούτους λοιπόν τους αγώνας ας γυμνασθώμεν περισσότερον, διότι βλέπομεν έμπροσθέν μας τον εχθρόν όστις μας πολεμεί. Ας μη λυπηθώμεν, ότι δια την ασθένειαν του σώματός μας δεν ημπορούμεν να σταθώμεν εις την προσευχήν, ή να ψάλλωμεν με φωνήν, ότι η στάσις και η νηστεία και η χαμαικοιτία και κάθε άλλη σκληραγωγία του σώματος γίνεται δια τας αισχράς επιθυμίας και ηδονάς· ανίσως δε και η ασθένεια ενέκρωσεν αυτάς, λοιπόν ο κόπος της νηστείας και των λοιπών είναι περιττός. Αλλά τι λέγω περιττός; Τα ολέθρια πάθη κοιμίζονται από την ασθένειαν περισσότερον, ωσάν από μεγαλύτερον και δυνατώτερον ιατρικόν· και η ασθένεια είναι η μεγαλυτέρα άσκησις, και πρέπει να την υπομένωμεν και να ευχαριστούμεν και δοξολογούμεν τον Θεόν· αν υστερηθούμεν το φως των οφθαλμών, ας μη μας βαρυφανή· διότι απεβάλαμεν τα όργανα της ακορέστου επιθυμίας των ορατών, και βλέπομεν με τους νοητούς οφθαλμούς της ψυχής την δόξαν του Κυρίου· αν γίνωμεν κωφοί, ας ευχαριστήσωμεν, διότι απηλλάγημεν από την ματαίαν ακοήν· αν παρέλυσαν αι χείρες μας από την ασθένειαν, τα εσωτερικά χέρια της ψυχής να έχωμεν ευτρεπισμένα εις τον πόλεμον κατά του εχθρού· αν η νόσος κυριεύη όλον μας το σώμα, αλλά η υγεία της ψυχής αυξάνει περισσότερον. Αν ευρισκώμεθα εις Κοινόβιον, ας προτιμήσωμεν την υπακοήν περισσότερον από την άσκησιν· διότι η άσκησις προξενεί πολλάκις υπερηφάνειαν, η δε υπακοή ταπεινοφροσύνην· ότι είναι και από τον εχθρόν άσκησις υπερβολική, διότι όσοι ακούουν την διδασκαλίαν του διαβόλου, αγωνίζονται υπερβολικά. Και πως ημπορούμεν να διακρίνωμεν την θεϊκήν και βασιλικήν άσκησιν από την τυραννικήν και δαιμονιώδη; Είναι φανερόν ότι θέλομεν την γνωρίσει από την συμμετρίαν. Όλος ο καιρός της ζωής σου, ας είναι Κανών της νηστείας· μη νηστεύης τέσσαρας ή πέντε ημέρας, και τας άλλας καταλύεις με πλήθος φαγητών· ότι η αμετρία είναι φθοροποιός· μη εξοδεύσης μίαν φοράν όλα σου τα άρματα, και έπειτα εις τον καιρόν του πολέμου ευρεθής γυμνός, και νικηθής εύκολα από τον εχθρόν· τα άρματα τα ιδικά μας είναι το σώμα μας, η δε ψυχή είναι ο στρατιώτης· λοιπόν επιμελού και τα δύο καθώς απαιτεί η χρεία, και όταν είσαι νέος και υγιής, νήστευε, διότι θέλει έλθη το γήρας μαζί με ασθένειαν· δια τούτο όσον δύνασαι, σύναξον τροφάς δια να τας εύρης, όταν αδυνατήσης· νήστευε με λογαριασμόν και ακρίβειαν, δια να μη έμβη κρυφίως ο εχθρός εις την πραγματείαν και το κέρδος της νηστείας σου, με το μέσον της αδιακρισίας· ότι δια τούτο, καθώς νομίζω, είπεν ο Κύριος: «Γίνεσθε δόκιμοι τραπεζίται», ήτοι γνωρίζετε με ακρίβειαν το βασιλικόν νόμισμα. Διότι είναι και άλλα νομίσματα παραχαραγμένα, και η φύσις του χρυσού είναι η αυτή, όμως διαφέρει κατά το χάραγμα και την σφραγίδα. Και ο χρυσός όπου λέγω είναι η νηστεία, η εγκράτεια, η ελεημοσύνη· αλλ’ όμως και οι Έλληνες μεταχειρίζονται τας αρετάς ταύτας, και οι αιρετικοί, και βάλλουν εις αυτάς την ιδικήν των σφραγίδα· όθεν ημείς πρέπει να προσέχωμεν και να αποφεύγωμεν αυτούς ως παραχαράκτας, δια να μη περιπέσωμεν εις αυτούς αγυμνάστως και ζημιωθώμεν. Λοιπόν πρέπει να δεχώμεθα με ακρίβειαν τον Σταυρόν του Κυρίου τυπωμένον με τας θεϊκάς αρετάς, ήτοι με πίστιν ορθήν και με έργα σεμνά. Πρέπον είναι ημείς αι Μοναχαί να κυβερνώμεν με κάθε διάκρισιν την ψυχήν μας, και εάν είμεθα εις Κοινόβιον να μη ζητούμεν το ιδικόν μας θέλημα, αλλά να υποτασσώμεθα εις την πνευματικήν μας μητέρα, την Ηγουμένην· ημείς παρεδώκαμεν τον εαυτόν μας εις εξορίαν, ήτοι εξήλθομεν έξω από τα σύνορα των κοσμικών πραγμάτων· ας μη ζητήσωμεν πάλιν τα αυτά· εκεί εις τον κόσμον είχομεν δόξαν, εδώ ας έχωμεν χρείαν και του άρτου· εκεί εις τον κόσμον, εκείνοι,οίτινες πταίουν, βάλλονται εις φυλακήν και μη θέλοντες· και ημείς εδώ ας φυλακίσωμεν θεληματικώς τον εαυτόν μας, δια τας αμαρτίας μας, δια να αποδιώξη την μέλλουσαν κόλασιν η θεληματική φυλακή μας. Αν νηστεύης, μη προφασισθής ότι ησθένησες, δια να καταλύσης, ότι και εκείνοι όπου δεν νηστεύουν, πίπτουν εις τας αυτάς ασθενείας· ήρχισες το καλόν; Μη το αφήσης με το να σε εμποδίζη ο εχθρός, αλλά υπόμεινον, δια να καταργήσης τον διάβολον με την υπομονήν σου, διότι και εκείνοι οι οποίοι αρχίζουν να ταξιδεύουν, όταν εύρουν επιτήδειον άνεμον, απλώνουν τα ιστία και τρέχουν· και πάλιν όταν εύρουν εναντίον άνεμον, δεν τα καταβιβάζουν ευθύς, αλλά υπομένουν ολίγον, ή και μονάχα πολεμούντες με την τρικυμίαν, και κάμνουν το ταξίδιόν των· έτσι και ημείς, όταν τύχη να μας ακολουθήση τρικυμία, ας απλώσωμεν τον Σταυρόν αντί ιστίου, ας κάμωμεν αφόβως το ταξίδιόν μας. Αυτά ήσαν τα διδάγματα, ή καλλίτερα να ειπώ τα έργα της παναρέτου Συγκλητικής· και άλλα πολλά και μεγάλα έργα και λόγια εγνωρίσθησαν και εδιδάχθησαν από αυτήν, προς ωφέλειαν εκείνων οι οποίοι τα ήκουσαν και τα είδον, τα οποία δεν είναι ικανή γλώσσα ανθρώπου να τα διηγηθή δια το πλήθος. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μη υποφέρων να βλέπη το τοσούτον πλήθος των καλών, κατετρώγετο και εστοχάζετο με τι τρόπον να ημπορέση να θολώση την λαμπρότητα των προτερημάτων της. Και λοιπόν εζήτησε, κατά θείαν συγχώρησιν, αυτήν την γενναιοτάτην παρθένον, δια να αγωνισθή με αυτήν τον τελευταίον αγώνα, και με τόσην έχθραν την επολέμησεν, ώστε δεν ήρχισε την πληγήν από τα έξωθεν μέλη του σώματός της, αλλά πληγώνων τα εντόσθιά της τής επροξενούσεν εκ βάθους πόνον σφοδρόν, ώστε ήτο απαρηγόρητος από την βοήθειαν των ανθρώπων· και πρώτον επλήγωσε τον πνεύμονά της, το αναγκαιότατον εις την ζωήν μέλος της· έπειτα κατ’ ολίγον ήναπτε την κακίαν του με ασθενείας ολεθρίας, διότι ημπορούσεν εις ολίγον καιρόν να της προξενήση τον θάνατον, αλλ’ ο κατάρατος έδειξε την κακία του εις αυτήν με πολυκαιρίαν και με πολλάς πληγάς, ως αιμοβόρος φονεύς· επειδή ανέλυσε ολίγον κατ’ ολίγον τον πνεύμονά της, και την έκαμε να τον πτύση έξω όλον με τα αιματώδη πτύσματα· έπασχεν ακόμη και από θερμασίαν παντοτεινήν, η οποία έφθειρε το σώμα της ως κηρόν. Ήτο δε τότε η Αγία ογδοήκοντα χρόνων, όταν ο διάβολος έφερεν εις αυτήν τα πάθη του Ιώβ· ότι τας αυτάς πληγάς μετεχειρίσθη και εις αυτήν, θέλων να της προξενήση πλέον βαρυτέρους πόνους. Διότι ο Ιώβ τριάκοντα πέντε χρόνους έκαμεν εις την πληγήν, εις δε την Οσίαν ταύτην αφαιρών ο εχθρός από κάθε δέκα χρόνους ένα, εσύναψεν αυτούς εις τας πληγάς του ιερού σώματός της· διότι τρεις και ήμισυν χρόνους επολέμησε τον εχθρόν η μακαρία δια μέσου των ενδόξων πόνων της. Και εις μεν τον Ιώβ ήρχισεν ο διάβολος τας πληγάς από τα έξω, εις δε την Οσίαν ήρχισεν από τα έσω, τα εντόσθια· όθεν νομίζω πως δεν εκακοπάθησαν τόσον οι γενναίοι του Χριστού Μάρτυρες, όσον εκακοπάθησεν η αοίδιμος Συγκλητική, διότι εκείνους τους επολέμησεν από τα έξω, και μολονότι τα παιδευτήρια εκείνων ήσαν μάχαιραι και πυρ, όμως ήσαν μαλακώτερα από τα βασανιστήρια της Οσίας· ότι ως ανημμένη κάμινος κατέφλεγε τα σπλάγχνα της, ανάπτων ολίγον κατ’ ολίγον το πυρ από τα εντόσθια· το οποίον είναι κατά αλήθειαν τιμωρία βαρεία και απάνθρωπος, διότι και οι εξουσιασταί, όταν θέλουν να τιμωρήσουν κανένα άνθρωπον βαρύτερα και σκληρότερα, τον καίουν με ολίγην πυράν, και κατ’ ολίγον τον φθείρουν. Τοιουτοτρόπως και ο εχθρός, ανάπτων την θερμασίαν από τα εντόσθια τής Οσίας, την ετιμωρούσεν ακατάπαυστα νύκτα και ημέραν. Υπέφερε δε η Αγία μεγαλοψύχως και ταύτην την πληγήν και δεν εκατάπιπτεν, ουδέ ωλιγοψυχούσεν, αλλά πάλιν επολεμούσε τον πολεμούντα εχθρόν, και πάλιν με τας ψυχωφελείς διδασκαλίας ιάτρευεν εκείνους, οι οποίοι επληγώνοντο από αυτόν και έσωζε τας ψυχάς των ως από το στόμα του λέοντος. Μερικούς δε πάλιν εφύλαττεν ατρώτους, διότι τους υπεδείκνυε τας παγίδας του διαβόλου, και τους έκαμνεν ελευθέρους από την αμαρτίαν· και έλεγεν η θαυμασία, ότι δεν πρέπει ποτέ να είναι αμέριμνοι αι ψυχαί, αι οποίαι είναι αφιερωμέναι εις τον Θεόν· και όταν αυταί ησυχάζουν, ο εχθρός τρίζει τους οδόντας του, και νικώμενος από αυτάς λυπείται, παραμερίζει ολίγον, όμως παρακολουθεί πότε να αμελήσουν ολίγον τι, και τότε έρχεται εναντίον των, και με εκείνα εις τα οποία εκείναι έχουν αμεριμνησίαν, με εκείνα τα ίδια τας απατά. Αδύνατον είναι να μη έχουν μικρόν τινα σπινθήρα καλού και οι πολλά κακοί, όπως επίσης και εκείνοι οι οποίοι είναι πολλά καλοί θα έχουν κάποιον κακόν, και πάντοτε ευρίσκεται μέρος καλού εις τους κακούς και μέρος κακού εις τους καλούς· όθεν πολλάς φοράς συμβαίνει να είναι τις γεμάτος από κάθε πάθος αισχρόν, όμως να είναι ελεήμων και πάλιν πολλάς φοράς ευρίσκεται εις αυτούς και καταλαλιά και φιλαργυρία· δια τούτο δεν πρέπει να αμελή τις και να καταφρονή τα μικρά, ως να μη ημπορούν να τον βλάψουν· διότι και ολίγον νερόν με την πολυκαιρίαν τρυπά την πέτραν. Λοιπόν τα μεγάλα καλά έρχονται εις τους ανθρώπους από την θείαν χάριν· τα φαινόμενα μικρά πάθη εδιδάχθημεν να τα πολεμούμεν ημείς εξ ιδίων, και όποιος πολεμήση το μεγάλον με την χάριν του Θεού και καταφρονήση τα μικρά, θέλει ζημιωθή μεγάλως· διότι ο Κύριος ημών, ως γνήσιος Πατήρ μας, όταν ημείς τα πνευματικά τέκνα του αρχίσωμεν να περιπατούμεν, μας δίδει την χείρα Του, δια να μη πέσωμεν, και λυτρώνων ημάς από τους μεγάλους κινδύνους, μας αφήνει να κινούμεθα μόνοι μας εις τους μικρούς κινδύνους, δια να δείξη εις ημάς ότι έχομεν ελευθερίαν γνώμην, να περιπατούμεν με τα ιδικά μας πόδια· ότι όποιος νικάται από τα μικρά, πως ημπορεί να φυλάξη τον εαυτόν του από τα μεγάλα; Βλέπων δε πάλιν ο μισόκαλος την Οσίαν πως ηνδρειώνετο εναντίον του, του εκακοφαίνετο, και στοχαζόμενος ότι η τυραννική του εξουσία ενικάτο από την Οσίαν, εμεθοδεύθη άλλον τρόπον κακίας, και επλήγωσε τα όργανα της φωνής της Αγίας, δια να εμποδίση τον προφορικόν λόγον της, νομίζων, ότι με τούτον τον τρόπον θέλει κάμει τας αδελφάς, όπου επήγαιναν εις την Οσίαν, να μείνουν πεινασμέναι από λόγον Θεού· αλλά αν και υστέρησε την ακοήν αυτών από τους λόγους της Οσίας, όμως τας έκαμε να λάβουν μεγάλην ωφέλειαν με την μεγαλυτέραν αίσθησιν των οφθαλμών, ότι διότι έβλεπαν αυτάς τας πληγάς τής Οσίας εδυναμώνοντο περισσότερον εις την αρετήν· διότι αι σωματικαί πληγαί της Αγίας ιάτρευσαν τας πληγωμένας ψυχάς, και η μεγαλοψυχία και υπομονή της μακαρίας εγένετο εις εκείνας, όπου την έβλεπαν, προφύλαξις και ιατρεία. Επλήγωσε δε την Οσίαν ο εχθρός με τούτον τον τρόπον· επόνεσε ένα μεγάλο δόντι της Αγίας, και από το δόντι εσάπη παρευθύς το ούλον της, και έπεσε μόνον το δόντι· το δε σάπισμα εβόσκησεν όλην της την σιαγόνα επί τοσούτον, ώστε μετά δύο μήνας διετρήθη το οστούν και εξήρχετο εξ αυτού δυσοσμία βαρυτάτη, εκ της οποίας δεν ηδύναντο αι αδελφαί, αίτινες την υπηρετούσαν, να υποφέρουν και ηναγκάζοντο να απομακρύνωνται απ’ αυτής, ότε δε παρίστατο ανάγκη να έλθουν πλησίον της, έκαιον θυμιάματα δια την αφόρητον εκείνην δυσωδίαν, αφού δε την επεριποιούντο και πάλιν απεμακρύνοντο. Η δε μακαρία Συγκλητική έβλεπε φανερά τον εχθρόν, όστις την επολέμει, και δια τούτο δεν επέτρεπε να της προσφέρουν ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν, αι δε αδελφαί υην παρεκάλουν να αλείφη τουλάχιστον την πληγήν με μύρα δια την ιδικήν των ασθένειαν, αλλά δεν εδέχετο· διότι εστοχάζετο, ότι με την βοήθειαν, την οποίαν ελάμβανεν από τους ανθρώπους, εξέπιπτεν από τον ένδοξον αγώνα, τον οποίον είχε με τον εχθρόν. Αι δε αδελφαί εκάλεσαν ένα ιατρόν, δια να την καταπείση αυτός, εις το να δεχθή τινά θεραπείαν. Όμως η Οσία δεν έστεργε λέγουσα· «Τι βλέπετε το φαινόμενον και δεν ζητείτε το κρυπτόμενον; Τι ερευνάτε το γενόμενον, και δεν θεωρείτε εκείνον όστις το ενεργεί»; Ο δε ιατρός τής είπε: «Δεν ζητούμεν να σε ιατρεύσωμεν ή να σε παρηγορήσωμεν, αλλά να θάψωμεν, κατά την συνήθειαν, το μέρος εκείνο, όπερ απεξενώθη από το υπόλοιπον σώμα σου και ενεκρώθη εκ της σήψεως, δια να μη ασθενήσουν αι αδελφαί, αίτινες σε υπηρετούν· εκείνο το οποίον κάμνουν εις τους νεκρούς, αυτό κάμνω τώρα και εγώ· βρέχω εις οίνον, αλόην με σμύρναν και μυρσίνην, και τα βάλλω επάνω εις το μέρος το οποίον εσάπη». Ακούσασα ταύτα η Οσία εδέχθη την συμβουλήν, διότι ελυπήθη τας αδελφάς, αίτινες την υπηρετούσαν. Τις δεν έφριξε βλέπων την ανυπόφορον εκείνην πληγήν; Τις δεν ωφελήθη στοχαζόμενος την υπομονήν της Οσίας ή τις δεν ενεδυναμώθη, κατανοών την ήτταν και την πτώσιν την οποίαν έλαβεν ο διάβολος από αυτήν; Διότι ο μιαρός επλήγωσε την Αγίαν εις εκείνο το μέρος, από το οποίον έτρεχεν η σωτηριώδης και γλυκυτάτη πηγή των λόγων, η δε υπερβολική του κακία εδίωξε κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν και ως θηρίον αιμοβόρον ώρμησε δια να σπαράξη το θήραμα, πλην ζητών αυτός να φάγη, έγινε φαγητόν, διότι συνελήφθη εις το άγκιστρον από την ασθένειαν του σώματος και βλέπων την Οσίαν, ότι ήτο γυνή, την κατεφρόνει ως μέρος αδύνατον, μη γνωρίζων το ανδρικόν της φρόνημα· έβλεπε το σώμα της ασθενές, αλλά δεν ηδύνατο ο τυφλός να ίδη τον γενναιότατον λογισμόν της. Τρεις μήνας λοιπόν ηγωνίσθη η Οσία με τον αγώνα τούτον, και διεκρατείτο από την θείαν δύναμιν, διότι η φυσική δύναμίς της ηλαττούτο, επειδή ούτε να φάγη τροφήν ηδύνατο από την υπερβολικήν σήψιν και δυσισμίαν, ούτε να κοιμηθή από τους πολλούς πόνους. Όταν δε επλησίασε το τέλος της νίκης, είδε θείας οπτασίας και επιστασίας Αγγέλων, και Παρθένους Αγίας, είδε και ελλάμψεις θείου φωτός, και τόπον Παραδείσου· αφού δε είδε ταύτα, τα απεκάλυψεν εις τας αδελφάς, αίτινες ήσαν εκεί, και τας συνεβούλευσε να υπομένουν ανδρείως τας προσωρινάς θλίψεις και να μη ολιγοψυχούν· προείπε δε εις αυτάς, ότι μετά τρεις ημέρας θέλει χωρισθή από το σώμα. Και δεν προείπεν μόνον την ημέραν, αλλά και την ώραν κατά την οποίαν έμελλε να τελευτήση· όταν δε έφθασεν η προκαθορισθείσα παρ’ αυτής ημέρα και ώρα απήλθεν η μακαρία Συγκλητική προς τον Κύριον και έλαβε παρ’ Αυτού δια βραβείον και στέφανον των αγώνων της την Βασιλείαν των ουρανών, ης γένοιτο καταξιωθήναι πάντας ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Ιανουαρίου, τα ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΣΤ΄ (6η) Ιανουαρίου, τα ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Θεοφάνεια τα Άγια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον εν πάσαις ταις αγίαις του Θεού Εκκλησίαις, την αγρυπνίαν τελούντες αφ’ εσπέρας. Επειδή, αφού παρήλθον τα τριάκοντα έτη της ηλικίας του, ηθέλησεν ο Κύριος να φανερωθή εις τους ανθρώπους, ότι είναι Θεός εν σώματι, και όταν ο Κύριος εβαπτίζετο από τον Ιωάννην, εμαρτυρήθη άνωθεν από τον Θεόν και Πατέρα με την φωνήν και την επέλευσιν του Αγίου Πνεύματος, ότι είναι Υιός γνήσιος και ομοούσιος αυτού, έκτοτε λοιπόν εγνωρίσθη εις όλους δια των θαυμάτων και της υψηλής του διδασκαλίας, ότι αυτός είναι βεβαίως ο Θεός των πατέρων ημών ο δια των Προφητών φανερώς κηρυττόμενος. Ήλθε δε εις το Βάπτισμα δι’ αιτίαν τοιαύτην. Όταν ο Κύριος έγινεν άνθρωπος δι’ ημάς, επλήρωσεν όλον τον Νόμον καθ’ όλον το διάστημα της ζωής του. Επειδή δε ο Ιωάννης ήλθεν εκ της ερήμου και εβάπτιζεν εις τον Ιορδάνην, κατά το γενόμενον εις αυτόν ρήμα του Θεού, ήτοι κατά το πρόσταγμα και τον Νόμον του Θεού, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκά γ:2), θέλων ο Κύριος να πληρώση και το ρήμα τούτο ως θείον Νόμον, προσήλθε μετά το τριακοστόν της ηλικίας του έτος εις τον Βαπτιστήν Ιωάννην ίνα βαπτισθή, ως οι λοιποί άνθρωποι, μολονότι δεν είχε χρείαν βαπτίσματος, καθό αναμάρτητος ων. Ο δε Ιωάννης, ευλαβούμενος τον Κύριον, και την ιδικήν του αναξιότητα λογιζόμενος, έλεγεν· «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Αλλ’ ο Κύριος θαρσοποιεί και παρακινεί τον Ιωάννην εις το να τον βαπτίση, δεικνύων εις αυτόν, ότι εκείνο το οποίον νομίζει απρεπές, αυτό μάλιστα είναι πρέπον, δηλαδή το να βαπτισθή ο Δεσπότης από τον δούλον. Δια τούτο και λέγει εις αυτόν· «Άφες άρτι, ούτω γαρ πρέπον ημίν εστι, πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Δικαιοσύνην δε εδώ ονομάζει ο Κύριος την πλήρωσιν όλων των εντολών, κατά τον θείον Χρυσόστομον (λόγος εις το Βάπτισμα), ωσάν να έλεγεν· «Επειδή εγώ επλήρωσα όλας τας άλλας εντολάς του θείου Νόμου, αύτη δε μόνη έμεινε, δια τούτο πρέπει να πληρώσω και ταύτην». Τότε λοιπόν έπαυσε από του να ανθίσταται ο Ιωάννης· όθεν βαπτισθείς υπ’ αυτού ο Κύριος, ευθύς ανέβη από του ύδατος, και ιδού ηνεώχθησαν αυτώ οι Ουρανοί, και είδεν ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού καταβαίνον ωσεί περιστεράν, και ερχόμενον εις τον Ιησούν· αλλά και φωνή εκ των Ουρανών ηκούσθη λέγουσα· «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα». Εκ τούτου λοιπόν εφανερώθη εις τους Ιουδαίους, ότι δεν ήτο ο Ιωάννης μεγαλύτερος του Χριστού, κατά την εσφαλμένην γνώμην, την οποίαν παρεδέχοντο περί αυτού το πλείστον μέρος, αλλά ήτο ασυγκρίτως πολύ κατώτερος του Χριστού και δούλος και υποχείριος αυτού. Δια τούτο και το Πνεύμα κατελθόν, απηύθυνε την φωνήν του Πατρός εις τον Ιησούν και οιονεί δακτυλοδεικτούν εφανέρωσεν ότι το «Ούτος εστιν ο Υιος μου ο αγαπητός» δεν ερρέθη δια τον Βαπτιστήν Ιωάννην, μολονότι αυτός είχε παρά πάσι πολλήν την δόξαν και το αξίωμα, αλλ’ ερρέθη δια τον βαπτιζόμενον Ιησούν. Τελειώσας λοιπόν ο Κύριος και τούτο το νομικόν πρόσταγμα του Βαπτίσματος, έλυσε την κατάραν, η οποία εδόθη εις τον Αδάμ δια την παράβασιν του Θείου Νόμου· και λυτρώσας ημάς εκ της καταδίκης, έπαυσεν εις το εξής πάντα νόμον τελετουργικόν, αναβιβάσας αυτόν εις το πνευματικώτερον και τελειότερον. Ακολούθως δε έπαυσε και το Ιουδαϊκόν βάπτισμα, και παρέδωκεν εις ημάς τους πιστεύοντας να βαπτιζώμεθα με το εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις γινόμενον Βάπτισμα, το οποίον έχει την χάριν του Αγίου Πνεύματος, της οποίας εστερείτο το Βάπτισμα του Ιωάννου. Βαπτισθείς δε ο Κύριος εις ένα και τον αυτόν ποταμόν, εις τον οποίον εβάπτιζε και ο Ιωάννης, επλήρωσε μεν το σκιώδες και ατελές Βάπτισμα, ήνοιξε δε τας θύρας του πνευματικού και θείου της Εκκλησίας Βαπτίσματος· το οποίον ημείς, αφ’ ου εβαπτίσθημεν, χρεωστούμεν εις το εξής να φυλάττωμεν την αυτού καθαρότητα άσπιλον και αμόλυντον από αμαρτίας δια της πληρώσεως των ζωοποιών εντολών, ίνα και της Βασιλείας των Ουρανών αξιωθώμεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Ιανουαρίου, η Σύναξις του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Τη Ζ΄ (7η) Ιανουαρίου, η Σύναξις του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού ΙΩΑΝΝΟΥ.

Συνέδραμε δε και η της παντίμου τούτου χειρός προς την Κωνσταντινούπολιν συνέλευσις.

Ιωάννου του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού την Σύναξιν και εορτήν παρελάβομεν άνωθεν και εξ αρχής να εορτάζωμεν τη επαύριον των Αγίων Θεοφανείων, ήτοι κατά την σήμερον, επειδή ούτος υπηρέτησεν εις το μυστήριον του Βαπτίσματος του Κυρίου· όθεν δια την αιτίαν ταύτην συναριθμείται και η εορτή αύτη με τας λοιπάς εορτάς του Προδρόμου, ίνα μηδέν σιωπήσωμεν από τα εκείνου θαυμάσια και υπερφυσικά χαρίσματα. Συνέβη δε να φθάση εις την Κωνσταντινούπολιν και κατά την παρελθούσαν εσπέραν των Αγίων Θεοφανείων η της τιμίας χειρός του Τιμίου Προδρόμου μετακομιδή, ήτις τοιουτοτρόπως εγένετο. Εις την πόλιν Σεβάστειαν, κατά την οποίαν λέγουσιν, ότι ετάφη το ιερόν του Τιμίου Προδρόμου σώμα, επήγεν ο Ευαγγελιστής Λουκάς, και λαβών την δεξιάν χείρα του προφητικού εκείνου σώματος έφερεν αυτήν εις την Αντιόχειαν, την πατρίδα του, όπου ετέλει αύτη πάμπολλα θαύματα, από τα οποία εν είναι και το ακόλουθον. Εις τα όρια της Αντιοχείας εφώλευεν εις δράκων, τον οποίον εθεοποίουν οι ειδωλολάτραι οι κατοικούντες την Αντιόχειαν, και ετίμων αυτόν κατ’ έτος με ανθρωποθυσίας. Συνέβη δε ποτε και έπεσεν ο κλήρος εις ένα Χριστιανόν να δώση το θυγάτριόν του εις τον δράκοντα, ο οποίος εξερχόμενος από την φωλεάν του και παρουσιάζων φοβερόν και φρικώδες θέαμα, ήνοιγε το στόμα του και εδέχετο μέσα τον προσφερόμενον άνθρωπον και τον εσπάραττε με τους οδόντας του. Δια τούτο ο πατήρ της κόρηςπαρεκάλει με θερμούς αναστεναγμούς και δάκρυα τον Θεόν και τον Τίμιον Πρόδρομον να ελευθερώσωσι την πατρίδα του από τοιούτον πικρόν φθορέα· παρακαλών δε εσοφίσθη να κάμη και εν τοιούτον επιχείρημα, καθότι ευκόλως ευρίσκει μηχανάς και τέχνας πας άνθρωπος εις ανάγκην ευρισκόμενος. Αυτός εζήτησε να προσκυνήση την αγίαν χείρα του Προδρόμου, και ασπαζόμενος αυτήν κόπτει κρυφίως με τους οδόντας του τον αντίχειρα, και τυχών του ποθουμένου εξέρχεται του ναού· ότε δε ήλθεν η ημέρα της θυσίας της θυγατρός του και ήτο παρόν πολύ πλήθος του λαού, ήλθε πλησίον εις τον δράκοντα και ο πατήρ κρατών ομού και την θυγατέρα του. Και καθώς είδε τον δράκοντα ότι ήνοιξε το στόμα του δια να καταπίη την θυγατέρα του, ρίπτει μέσα εις τον φάρυγγά του τον ιερόν δάκτυλον του Προδρόμου και, ω του θαύματος! ευθύς εθανατώθη ο δράκων. Τούτου δε γενομένου, ο μεν πατήρ παρέλαβε την θυγατέρα του ζωντανήν και επέστρεψεν εις τον οίκον του χαίρων και το παράδοξον διηγούμενος, το δε πλήθος του λαού, βλέποντες το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγησαν· όθεν και ηυχαρίστουν μεγάλως τον Θεόν και τον Τίμιον Πρόδρομον, και έκτισαν μέγιστον και ωραιότατον Ναόν εις το όνομά του. Λέγεται δε και τούτο ακόμη περί της αγίας ταύτης χειρός. Ότι κατά την ημέραν της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ήτοι κατά την ιδ΄ (14ην) του Σεπτεμβρίου, υψώνετο και η τιμία αύτη χειρ του Βαπτιστού και άλλοτε μεν εξήπλωνε τους δακτύλους της, άλλοτε δε τους συνέστελλε και με την έκτασιν ή συστολήν εφανέρωνε την μέλλουσαν ευτυχίαν ή δυστυχίαν. Δια τούτο και πολλοί βασιλείς είχον αγάπην και πόθον πολύν να αποκτήσωσι τον ιερόν αυτόν θησαυρόν, εξαιρέτως δε Κωνσταντίνος και Ρωμανός οι Πορφυρογέννητοι, ων ο μεν Κωνσταντίνος εβασίλευσεν εν έτει από Χριστού 912, ο δε Ρωμανός εν έτει 959. Ότε λοιπόν αυτοί εβασίλευον, δια τινος Διακόνου της Αντιοχείας, Ιώβ καλουμένου, μετεκομίσθη εις την Κωνσταντινούπολιν η τιμία αύτη χειρ, κατ’ αυτήν την εσπέραν των Θεοφανείων, κατά την οποίαν είναι παράδοσις να γίνεται ο αγιασμός εις τους Χριστιανούς, ήτοι κατά την παραμονήν των Θεοφανείων. Όθεν ο φιλόχριστος βασιλεύς (ο Κωνσταντίνος δηλαδή) μετά πόθου πολλού ταύτην κατησπάσατο και εις τα βασίλεια αυτού απεθησαύρισε. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τοις Φωρακίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Χοζεβίτου.

Δημοσίευση από silver »


Γεώργιος ο Όσιος πατήρ ημών ο Χοζεβίτης κατήγετο από εν χωρίον της Κύπρου· οι γονείς αυτού έζων εν ευσεβεία, είχον δε περιουσίαν μετρίαν. Ούτος είχε και αδελφόν μεγαλύτερον ονομαζόμενον Ηρακλείδην, ο οποίος, εν όσω έζων ακόμη οι γονείς αυτών, ήλθεν εις την αγίαν πόλιν Χριστού του Θεού ημών δια να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους, αφού δε κατέβη εις τον Ιορδάνην και προσεκύνησεν, επήγεν εις την λεγομένην Λαύραν του Καλαμώνος και εκεί έγινε Μοναχός. Ο δε ευλογημένος Γεώργιος παραμείνας μόνος πλησίον των γονέων του, ανετρέφετο διαλάμπων με πάσαν ευσέβειαν και σεμνότητα. Μετά ταύτα απέθανον οι γονείς αυτού και έμεινεν ο νέος ορφανός, παρέλαβε δε αυτόν μετά των πραγμάτων της κληρονομίας του ο θείος αυτού, ο οποίος είχε θυγατέρα μονογενή και εβούλετο να συζεύξη αυτόν μετ’ αυτής. Αλλ’ επειδή ο νέος απεστρέφετο τα κοσμικά και δεν ήθελε να υπανδρευθή, κατέφυγεν εις άλλον του θείον, ο οποίος ήτο Ηγούμενος εις Μοναστήριον, θέλων να ζήση την μοναχικήν πολιτείαν καθώς έπραξε και ο αδελφός αυτού Ηρακλείδης. Αλλ’ όταν έμαθεν ο θείος αυτού, ο οποίος κατείχε τα πράγματα της κληρονομίας του, ότι ευρίσκεται εκεί, ήλθε και εφιλονίκει με τον αδελφόν του δια να του αποδώση τον νέον. Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτόν: «Ούτ’ εγώ τον έφερα ενταύθα, ούτε εγώ τον αποδιώκω. Ηλικίαν έχει, ας εκλέξη αυτός το συμφέρον του». Όταν δε έμαθε ο νέος την μεταξύ των θείων του φιλονικείαν ένεκεν αυτού, εγκατέλειψε τα πάντα και έφυγε κρυφίως εκ της νήσου· και αφού ήλθεν εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ και προσεκύνησε τους Αγίους Τόπους Χριστού του Θεού ημών, κατέβη εις τον Ιορδάνην και εκεί προσευχηθείς επήγεν εις τον αδελφόν αυτού εις την Λαύραν του Καλαμώνος. Όταν είδεν αυτόν εκείνος πολύ νέον ακόμη και αγένειον, δεν ηθέλησε, συμφώνως προς τας εντολάς των Αγίων Πατέρων, να τον κρατήση εις την Λαύραν, αλλ’ ωδήγησεν αυτόν εις την Μονήν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την λεγομένην Χοζεβάν, και παρέδωσεν αυτόν εις τον Ηγούμενον, αυτός δε επέστρεψεν εις το κελλίον αυτού. Ο Ηγούμενος, αφού είδε την πολλήν σταθερότητα και μοναχικήν ευλάβειαν αυτού, μετ’ ολίγον καιρόν εκούρευσε και ενέδυσεν αυτόν το μοναχικόν σχήμα· και αφού προσεκάλεσεν ένα Μοναχόν γέροντα προκομμένον εις την άσκησιν, ο οποίος είχε και το διακόνημα του λεγομένου νεοκηπίου, τον παρέδωσεν εις αυτόν ως συμβοηθόν. Ο γέρων κατήγετο εκ Μεσοποταμίας, ήτο δε πολύ σκληρός. Μίαν ημέραν λοιπόν αποστέλλει τον νέον εις τον χείμαρρον δια να φέρη το ύδωρ, ο δε, αφού κατέβη, επέστρεψεν άπρακτος· διότι το ύδωρ ήτο συσσωρευμένον, αυτός δε, καθώς ήτο μετά των ενδυμάτων του, δεν ηδυνήθη από την συμπλοκήν των καλάμων και των ξύλων να φέρη τούτο· ο γέρων διέταξεν αυτόν να εκδυθή το ιμάτιόν του και να περιζωσθή το επανώρρασον και ούτω να υπάγη και φέρη το ύδωρ. Επειδή εβράδυνεν ο παις ειςτην έξοδον του ύδατος, ο γέρων έκρυψε το ιμάτιόν του και επήγεν εις την ώραν της τραπέζης· όταν δε ήλθεν ο παις και δεν εύρε μήτε τον γέροντά του μήτε το ιμάτιον, επήγεν εις την Μονήν χωρίς ζωστικόν· και αφού εκτύπησε την θύραν ήνοιξεν ο ξενοδόχος, ο οποίος όταν είδεν αυτόν γυμνόν ηρώτα την αιτίαν τούτου, ο δε εξήγησεν εις αυτόν το γεγονός· τότε ο ξενοδόχος έφερεν εις αυτόν ιμάτιον και αφού ενεδύθη, τον εισήγαγεν εις το Μοναστήριον. Ενώ δε κατήρχετο ο επιστάτης αυτού από την τράπεζαν του φαγητού, συνήντησεν αυτόν έμπροσθεν των τάφων των αγίων πέντε Πατέρων, οι οποίοι είναι κατατεθειμένοι εκεί· και ιδών αυτόν μετά θυμού και απειλής του έδωκε ράπισμα, λέγων: «Διατί άργησες»; Και παρευθύς εξηράνθη η χειρ αυτού όλη. Πεσών λοιπόν έμπροσθεν του παιδός παρεκάλει, λέγων: «Τέκνον, μη με φανερώσης μηδέ διαπομπεύσης· ήμαρτον, συγχώρησόν μοι και παρακάλεσον τον Κύριον υπέρ εμού ίνα ιατρευθώ». Ο δε είπε προς αυτόν μετά ταπεινώσεως και ευλαβείας: «Ύπαγε, πάτερ, και βάλε μετάνοιαν εις τους τάφους των Αγίων και αυτοί σε θεραπεύουσιν», ο δε επέμενε παρακαλών αυτόν, λέγων: «Εις σε ήμαρτον, συ παρακάλεσον υπέρ εμού». Τότε αφού έλαβεν ο παις την χείρα αυτού, επήγαν ομού εις τους τάφους των Αγίων και αφού έβαλον μετάνοιαν και προσηυχήθησαν, παρευθύς ιατρεύθη. Από τότε ο γέρων έγινε πράος και συγκαταβατικός και πολύ ευλαβής. Επειδή διεφημίσθη τούτο εις την αδελφότητα και πάντες εθαύμαζον και εδόξαζον τον Θεόν δια το γενόμενον παράδοξον θαύμα και μάλιστα υπό νέου και αρχαρίου, εφοβήθη ο παις το άγκιστρον της κενοδοξίας και εξελθών κρυφίως εκ της Μονής κατήλθεν εις την Λαύραν προς τον αδελφόν αυτού, μετά του οποίου και διέμεινεν εις την λεγομένην παλαιάν Εκκλησίαν. Εφύλαττον δε την διαγωγήν και πολιτείαν ταύτην· ουδέποτε εμαγείρευσαν δια τον εαυτόν των φαγητόν εψημένον εις το πυρ, ειμή μόνον εάν ήρχοντο επισκέπται προς αυτούς, αλλά παρήγγειλαν εις τον θυρωρόν του κάστρου να φυλάττη δι’ αυτούς από Κυριακής εις Κυριακήν τα χαλασμένα φαγητά του κάστρου και όσα έφερον εις αυτόν οι Πατέρες· και ταύτα λαμβάνοντες δια τούτων ετρέφοντο, η δε λεκάνη εις την οποίαν εβάλλοντο τα φαγητά ουδέποτε επλύνετο ή εξεκενούτο, αλλά και πλήθος σκωλήκων είχε και δυσωδίαν πολλήν, η οποία ανεδίδετο μακράν, εις ταύτα αρκούμενοι, οίνον δε ουδέποτε έπινον. Ήτο δε γεωργός τις από την Ιεριχώ, ο οποίος πολύ ηγαπάτο υπ’ αυτών. Ούτος είχε μονογενή υιόν νήπιον και τούτο απέθανεν. Έβαλε λοιπόν αυτό ο πατήρ αυτού εντός ζεμπιλίου και επάνωθεν αυτού ως δώρα ολίγους καρπούς εξ όσων εγεωργούσε και αφού εσκέπασεν αυτά με φύλλα αμπέλου, τα εσήκωσε και επήγεν εις την Λαύραν. Όταν εκτύπησε την θύραν του κελλίου, εξήλθεν ο αββάς Γεώργιος και ανοίξας εισήγαγεν αυτόν. Αφού εισήλθεν ο αγαπητός, έβαλε μετάνοιαν εις τον γέροντα και τοποθετήσας το ζεμπίλιον έμπροσθεν αυτών, παρεκάλει να ευλογήσωσι τους καρπούς της γεωργίας του, αυτός δε εξήλθεν έξω. Οι αδελφοί λαμβάνοντες εκ του ζεμπιλίου τους καρπούς, εύρον και το νήπιον νεκρόν· ιδών τούτο ο αββάς Ηρακλείδης εταράχθη και είπεν εις τον αδελφόν αυτού: «Κάλεσον τον άνθρωπον τούτον· πειρασμός ήλθεν εις ημάς σήμερον· διότι εξ όσων βλέπω ήλθον να πειράξωσιν ημάς τους αμαρτωλούς». Τότε ο Γεώργιος, όστις ήτο τότε τεσσαράκοντα περίπου ετών ή και περισσότερον, έβαλεν εις αυτόν μετάνοιαν και είπε: «Μη λυπήσαι, μήτε οργίζεσαι, πάτερ, αλλά ελθέ να παρακαλέσωμεν μετά πίστεως τον πολυεύσπλαγχνον και πανοικτίρμονα Θεόν· και εάν μεν παραβλέψη τας αμαρτίας ημών και ευσπλαγχνισθή και αναστήση το παιδίον, λαμβάνει αυτό ζων κατά την πίστιν αυτού και υπάγει· εάν δε δεν θέλη η αγαθότης αυτού να πράξη τούτο, τότε καλούμεν αυτόν και του λέγομεν ότι ημείς αμαρτωλοί άνθρωποι εις τοιαύτα μέτρα δεν εφθάσαμεν, ούτε έχομεν τοιαύτην παρρησίαν προς τον Θεόν». Ο γέρων επείσθη και εστάθησαν εις προσευχήν μετά δακρύων και συντετριμμένης καρδίας· ο δε παντελεήμων και φιλάνθρωπος Κύριος, όστις ποιεί το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, επήκουσεν αυτών και ανέστησε το παιδίον. Τότε προσεκάλεσαν τον πατέρα αυτού και είπον προς αυτόν: «Ιδού έχεις τον υιόν σου ζώντα δια της ευσπλαγχνίας του Θεού· βλέπε μη είπης παντάπασιν εις κανένα περί τούτου και βάλης ημάς εις κόπους και θλίψεις». Ο δε παραλαβών τον υιόν του ανεχώρησεν ευλογών και δοξάζων τον ευεργέτην και ελεήμονα και ζωοδότην Θεόν. Ούτω λοιπόν διήρχοντο την ζωήν αυτών μετά πάσης ευλαβείας και ειρήνης· ουδέποτε δε ήκουσε τις αυτούς ν’ αντιλέξωσιν ή μικροψυχήσωσι μεταξύ των, αλλ’ ούτε προς άλλον τινά· διότι ο γέρων είχε πολλήν ευλάβειαν και πραότητα, ο δε αββάς Γεώργιος υπακοήν πολλήν και ταπείνωσιν. Εις ηλικίαν εβδομήκοντα περίπου ετών ή και περισσότερον, ο αββάς Ηρακλείδης ετελείωσε τον παρόντα βίον, ανήρ αγαθός και πλήρης πίστεως και εστολισμένος με πάσας τας αρετάς, φημιζόμενος από όλους εις την πεδιάδα του Ιορδάνου, παρθένος, ησύχιος, ακτήμων, ελεήμων, εγκρατής υπέρ πάντα άλλον. Διότι την δίαιταν, την οποίαν προηγουμένως εγράψαμεν, ηκολούθησεν εις όλον τον χρόνον της ζωής αυτού, έτρωγε δε κάθε δύο ή τρεις ημέρας ή και μίαν φοράν την εβδομάδα· εις τοσαύτην δε αρετήν έφθασε με την δίαιταν ταύτην, ώστε εάν κάποτε εγίνετο χάριν αγάπης κοινή τράπεζα υπό των πατέρων και εβίαζον αυτόν, επήγανε μεν αλλ’ εάν δεν ανεμίγνυεν εκ του ιδικού του φαγητού εις το προσφάγιον, δεν ηδύνατο να φάγη. Εις ασθένειαν πάντως περιέπιπτε, διότι και βιαζόμενος πολλάκις τούτο έπασχεν. Είχε δε και την μητέρα των αρετών ήτοι την ταπεινοφροσύνην και δια τούτο ουδέπουε έστεργε να σταθή εις τον χορόν των Αγίων Πατέρων εις την ψαλμωδίαν, κρίνων τον εαυτόν του ανάξιον να σταθή μετ’ αυτών, αλλ’ εστέκετο πάντοτε εις την γωνίαν της Εκκλησίας φορών παλαιόρρασον και κουκούλιον εις την κεφαλήν του και εστιχολόγει τους ψαλμούς έως την ώραν της ακολουθίας μετά πολλών δακρύων, χωρίς να ομιλή ή μετεωρίζηται τελείως· όθεν και πολλά φημίζονται τα θαύματα, τα οποία ο Χριστός δι’ αυτού ετέλεσεν. Αλλ’ ούτος μεν ο αββάς Ηρακλείδης, αφού διέλαμψεν ούτω με σεμνήν και θεάρεστον πολιτείαν, ετελείωσε τον βίον με γήρας καλόν και ετάφη εκεί εις τους τάφους των Οσίων Πατέρων και μετά των χορών των Αγίων πρεσβεύει αδιαλείπτως εν παρρησία προς τον Θεόν υπέρ ημών και παντός του κόσμου. Ο δε αββάς Γεώργιος, αφού εγκαταλείφθη μόνος εις το κελλίον, ελυπείτο και ωδύρετο δια την κοίμησιν του αδελφού του, ηκολούθει δε γενναίως την πολιτείαν και την άσκησιν αυτού, αγαπώμενος υπό πάντων. Πολλάκις δε διηκόνησε τους Πατέρας μετά ειρήνης και ευλαβείας, διότι εδέχθη και την αξίαν της διακονίας, την οποίαν επετέλει μετά φόβου και κατανύξεως, και εστήριζε τους πάντας, λειτουργών πάντοτε και υπηρετών τους πάντας. Μίαν ημέραν εχρειάσθη να εξέλθη δια εργασίαν τινά. Όταν ήνοιξε την θύραν βλέπει λέοντα εξηπλωμένον έμπροσθεν αυτής· έχων δε την καρδίαν άφοβον, έσπρωξε τούτον με τον πόδα του και διέταξεν αυτόν να αφήση τόπον της θύρας δια να εξέλθη εις την κατεπείγουσαν χρείαν· ο λέων εσιγομούγκριζε φιλικώς και έσειε την ουράν, μη θέλων να σηκωθή. Ο αββάς Γεώργιος έσπρωξεν αυτόν δύο και τρεις φοράς με τον πόδα δια να δώση τόπον, επειδή δε αυτός δεν υπήκουεν είπεν ο Άγιος: Καλώς, επειδή δεν έχεις υπακοήν, κατά τον λόγον της Γραφής, «τας μύλας των λεόντων συνέθλασεν ο Κύριος», ευλογητός ο Θεός, άνοιξον το στόμα του δια να ίδωμεν. Ο δε λέων ήνοιξε μεγάλως το στόμα και αφήκεν αυτόν να ψηλαφά καθώς ήθελε· τότε έβαλεν ο Άγιος την χείρα εις το στόμα του θηρίου και αφού εψηλάφησεν, εβεβαίωνε λέγων: «Όπως τις ψηλαφά πάσσαλον σαλευόμενον εις τον τοίχον, ούτως είναι οι οδόντες του λέοντος». Τότε εσηκώθη ο λέων και έφυγεν, ο δε Άγιος εξήλθε και ετελείωσε την εργασίαν αυτού. Όταν απέθανεν ο κατ’ εκείνον τον καιρόν Ηγούμενος, έγινε μεγάλη ταραχή και διχόνοια εις την Λαύραν και εμοιράσθησαν εις δύο μερίδες δια την ανάδειξιν του νέου Ηγουμένου· ήρχισαν δε να χαλώσι τους νόμους του τόπου και τας συνηθείας των Πατέρων αυτών. Δια τούτο ελυπείτο και εστενοχωρείτο ο γέρων και παρακάλει εκτενώς τον Θεόν να τον πληροφορήση που είναι το θέλημά του να μεταβή· και βλέπει εις οπτασίαν δύο μεγάλα όρη φωτεινά, εκ των οποίων το εν ήτο πολύ υψηλότερον και φωτεινότερον του άλλου. Λέγει λοιπόν προς αυτόν εκείνος ο οποίος εδείκνυε την οπτασίαν: «Που επιθυμείς να ανέλθης και κατοικήσης»; Ο δε γέρων παρεκάλει εις το υψηλότερον· και λέγει ο φανείς προς αυτόν: «Ανάβα λοιπόν εις το Μοναστήριόν σου, εις το οποίον εκουρεύθης Μοναχός και κατοίκησε εις τα Κελλία». Παρευθύς δε αφού ανέβη, παρεκάλει τον Ηγούμενον του Χοζεβά να του δώση κατοικίαν εις τα Κελλία. Ήτο δε Ηγούμενος του Μοναστηρίου ο Λεόντιος, ανήρ αγαθός και πολύ ελεήμων και φιλόπτωχος· τοσούτον δε επρόκοψεν εις την αρετήν της ελεημοσύνης, ώστε μετά τον θάνατον αυτού είδεν αυτόν εις των γερόντων να ίσταται όλως ως πυρ έμπροσθεν του θυσιαστηρίου. Ο γέρων λοιπόν, όταν είδε τον μαθητήν του, εχάρη πολύ και παρευθύς έδωκεν εις αυτόν κελλίον, και ανελθών εκατοίκησεν εις τα κελλία του Χοζεβά. Ουδείς ηδυνήθη να μάθη την πολιτείαν αυτού καθ’ όλον τον καιρόν τον οποίον έμεινεν εις το κελλίον, πλην του ότι δεν απέκτησεν ούτε οίνον, ούτε έλαιον, ούτε άρτον, ούτε ένδυμα ειμή μόνον εν κοντόρρασον, το οποίον εφόρει εις την Εκκλησίαν. Περιερχόμενος δε τα δοχεία των απορριμμάτων εσύναζε τα ράκη και αφού συνέρραπτεν αυτά έκαμνε το ένδυμά του, από τα ίδια δε απετελείτο και η στρώσις αυτού. Παρεκάλει δε τους κατά καιρόν κελλαρίτας να φυλάττωσι δι’ αυτόν από Κυριακής εις Κυριακήν τα αποσπογγίσματα των τραπεζών των Πατέρων και των ξένων ό,τι και αν ήσαν, είτε λάχανα είτε όσπρια είτε όστρακα. Αφού ελάμβανε ταύτα, τα εκοπάνιζεν εντός λιθίνου γουδίου και έκαμνε σφαίρας, τας οποίας εξήραινεν εις τον ήλιον και εκ τούτων, αφού τα έβρεχε με ύδωρ, έτρωγε κάθε δύο ή και τρεις ημέρας, εάν και καθόλου εχρειάζετο να φάγη εις το κελλίον. Διότι το εσπέρας του Σαββάτου συνείθιζον οι κελλιώται ν’ ανέρχωνται εις το Κοινόβιον και να συμμετέχωσιν εις την ακολουθίαν και την λειτουργίαν των Αχράντων Μυστηρίων και εις την τράπεζαν μετά των εν τω Μοναστηρίω Πατέρων· και πιστεύσατέ μοι, τίμιοι πατέρες και αδελφοί, ότι εγώ ο ίδιος, όταν μετά την έφοδον των Περσών ανήλθομεν εις το Μοναστήριον, επήγον μετά τινων αδελφών εις τα κελλία και εύρομεν τα περισσεύματα των τοιούτων σφαιρών και πάντες εθαυμάσαμεν πως μετεχειρίζετο αυτάς. Όταν δε έφθασαν οι Πέρσαι έως την Δαμασκόν, ταραχή μεγάλη έγινεν εις την χώραν ταύτην. Ημέραν τινά εκάθητο ο Όσιος εις την πέτραν θερμαινόμενος εις τον ήλιον (διότι ήτο ισχνός από την υπερβολικήν εγκράτειαν), καιόμενος δε όλος από τον πόθον του πνευματικού έρωτος δια την εργασίαν του θείου θελήματος, παρεκάλει μετά συνεχών δακρύων τον φιλάνθρωπον Θεόν όπως ευσπλαγχνισθή τον λαόν αυτού· και ήλθε φωνή προς αυτόν: «Κατάβα εις την Ιεριχώ και βλέπεις τα έργα των ανθρώπων». Τότε εσηκώθη και αφού εύρε τινάς αδελφούς του Κοινοβίου, οι οποίοι κατέβαινον εις Ιεριχώ, κατέβη μετ’ αυτών. Όταν έφθασαν εις τους προ της πόλεως κήπους, εξαίφνης ακούει εις τον αέρα ταραχήν μεγάλην πλήθους ανθρώπων, οι οποίοι επολέμουν μεταξύ των και εκτύπων και εκραύγαζον ως εις μάχην. Υψώσας δε τους οφθαλμούς εις τον αέρα, βλέπει τούτον γεμάτον από Ινδούς, οι οποίοι συνεκρούοντο ως εις πόλεμον, η δε γη εσείετο και έτρεμε κάτωθεν των ποδών των. Τότε οι αδελφοί λέγουσι προς τον Όσιον: «Ελθέ, πάτερ, να εισέλθωμεν εις την πόλιν· διατί εστάθης τόσην ώραν και βλέπεις εις τον αέρα»; Ο δε λέγει προς αυτούς μετά δακρύων και θλίψεως: «Ας φύγωμεν, αδελφοί, και ας επιστρέψωμεν· ή δε βλέπετε και αισθάνεσθε ότι η γη σαλεύεται»; Και ως είπεν αυτά, ιδού εξαίφνης εξήλθον εκ της πόλεως έφιπποι τινές ωπλισμένοι και άλλοι τινές νέοι πεζοί και παίδες, οι οποίοι είχον κρεμασμένα ξίφη και λόγχας εις τας χείρας αυτών και περιέτρεχονεδώ και εκεί· εγνώρισαν λοιπόν οι αδελφοί ότι αύτη ήτο η σάλευσις της γης, την οποίαν έλεγεν ο γέρων, και επέστρεψαν εις το Μοναστήριον με φόβον μεγάλον, διότι διηγήθη εις αυτούς και την οπτασίαν την οποίαν είδεν εις τον αέρα. Ο γέρων, αφού ανήλθεν εις το κελλίον του, έκλαιε και ωδύρετο δια την ανευλάβειαν και κακοτροπίαν του λαού, μάλλον δε αγνωσίαν και ασέβειαν. Την επομένην ημέραν εξελθών εκ του κελλίου εκάθητο εις την πέτραν θερμαινόμενος εις τον ήλιον και παρεκάλει και ικέτευε τον Θεόν, λέγων: «Δέσποτα, ο Θεός των οικτιρμών και Κύριε του ελέους, όστις θέλεις να σωθώσι πάντες και να γνωρίσωσι την αλήθειαν, ύψωσον την ράβδον σου και παίδευσον τον λαόν τούτον, διότι περιπατεί με αγνωσίαν». Και εξαίφνης βλέπει ράβδον πυρός εις τον αέρα, η οποία εξετείνετο από της αγίας πόλεως έως των Βόστρων· και εγνώρισεν ο Άγιος, ότι θέλει παιδευθή βαρέως ο λαός και έκλαιε πάντοτε και ωδύρετο. Όταν λοιπόν έφθασεν η έφοδος των Περσών και περιεκύκλωσαν την αγίαν Πόλιν, τότε εξήλθον και οι αδελφοί του Κοινοβίου και οι κελλιώται, και οι μεν έφυγον εις την Αραβίαν μετά του Ηγουμένου, οι δε εισήλθον εις τα σπήλαια και άλλοι εκρύπτοντο εις τον καλαμώνα, μετά των οποίων ήτο και ο Όσιος ούτος γέρων· διότι πολύ τον παρεκάλεσαν οι αδελφοί και εξελθών εκρύπτετο μετ’ αυτών. Οι Σαρακηνοί ηρεύνων επιμελώς τον χείμαρρον και εξήταζον τους ορεινούς περί των υπαρχόντων αυτών· αφού δεν εύρον τον γέροντα και πολλούς άλλους Πατέρας, τους μετέφερον εις άλλον χείμαρρον· μεταξύ αυτών ήτο ο αββάς Στέφανος ο Σύρος, γέρων περίπου εκατόν και πλέον ετών, Άγιος και περιβόητος πατήρ, τον οποίον και εφόνευσαν εκεί, τους δε άλλους μετέφερον εις την αιχμαλωσίαν. Τον δε Άγιον Γεώργιον, επειδή είδον ακτήμονα και πολύ ισχνόν και ευλαβή, εσεβάσθησαν την πολιτείαν αυτού, μάλλον δε κινηθέντες και από τον Θεόν, αφού έδωσαν εις αυτόν ζεμπίλιον γεμάτον με άρτους και αγγείον με ύδωρ, τον απέλυσαν και είπον προς αυτόν: «Όπου θέλεις σώσε τον εαυτόν σου». Ο δε κατέβη εις τον Ιορδάνην δια νυκτός και περιήρχετο εκεί έως ότου επέρασαν οι Πέρσαι από την Ιεριχώ φεύγοντες εις Δαμασκόν, έχοντες μετ’ αυτών τους αιχμαλώτους της αγίας πόλεως· απ’ εκεί ανήλθεν εις την αγίαν πόλιν, όπου και έμεινεν έως ότου κατέβη πάλιν εις τον Χοζεβάν, και τότε δεν επήγε πλέον εις τα κελλία, αλλ’ έμεινεν εις Μοναστήριον όπου καθημερινώς εδίδασκε και εστερέωνε τους αδελφούς και πλείστα θαύματα επετέλεσε ως ταύτα περιγράφονται εις τον πλατύτερον Βίον του. Αλλ’ επειδή και αυτός άνθρωπος ήτο και έπρεπε να μεταβή προς τον ποθούμενον Κύριον, ησθένησεν ασθένειαν, από την οποίαν και εκοιμήθη. Την δε εσπέραν κατά την οποίαν ετελειώθη ο Όσιος, δια να δειχθή μετά πόσης πεποιθήσεως ανεχώρει προς τον Κύριον, κατ’ οικονομίαν Θεού έφθασε πλήθος ξένων εις την Μονήν και είχον πολύν περισπασμόν εις την υπηρεσίαν μου (λέγει ο συγγραφεύς της παρούσης Βιογραφίας και μαθητής του Οσίου Αντώνιος). Αδελφοί δε τινές εκ των καθημένων πλησίον του γέροντος, ανήλθον πολλάκις και μοι είπον: «Ο γέρων ζητεί σε, λέγων που είναι ο Αντώνιος; Καλέσατέ μοι αυτόν διότι τώρα μέλλω να τελειώσω». Εγώ δε εστενοχωρούμην και εκ των δύο, θέλων και την διακονίαν μου να εκτελέσω και πάλιν να κατέλθω εις τον γέροντα. Εγνώρισε τούτο ο γέρων δια του πνεύματος και μοι εμήνυσε: «Μη λυπήσαι μηδέ ταράσσεσαι, τέκνον, αλλά τελείωσον την διακονίαν σου και σε περιμένω έως ότου έλθης». Επειδή δε όταν εσηκώνοντο οι ξένοι από την τράπεζαν άλλοι έφθαναν, παρετάθη η ώρα σχεδόν μέχρι του μεσονυκτίου και ο γέρων επερίμενεν. Αφού λοιπόν ετελείωσα την διακονίαν μου και απέλυσα όλους τους ξένους, κατέβην προς αυτόν. Και όταν με είδεν, αφού με ενηγκαλίσθη και κατεφίλησε και ηυλόγησεν, εστράφη προς ανατολάς και λέγει: «Έξελθε, ψυχή μου, τώρα εν Κυρίω, έξελθε». Αφού δε είπε τον λόγον τούτον τρεις φοράς, παρέδωκε το πνεύμα εις τον εν αυτώ και μετ’ αυτού αγωνισάμενον Κύριον την καλήν ταύτην και σεμνήν πολιτείαν. Ούτω μετετέθη προς Κύριον, ωσάν να μετατοπίζηται τις βήμα ποδός, λίαν ειρηνικώς και ησύχως· και είναι φανερόν ότι εις χείρας Θεού αφήκε το πνεύμα, καθώς είναι γεγραμμένον: «Δικαίων ψυχαίεν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος», και πάλιν: «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των Οσίων αυτού». Εγώ δε ως εγνώρισα ότι παρέδωκε το πνεύμα, έπεσον εις το στήθος αυτού και εθρήνουν και έκλαιον την στέρησιν του Οσίου Πατρός. Και αφού εκηδεύσαμεν αυτόν με ψαλμούς και ύμνους και ωδάς πνευματικάς, τον κατεθέσαμεν εις τους τάφους των Οσίων Πατέρων, και τώρα ευρίσκεται μετά των χορών των Αγίων, και πρεσβεύει μετ’ αυτών υπέρ ημών και παντός του κόσμου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Tη Θ΄ (9η) Ιανουαρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Πολύευκτος ο Μάρτυς έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Ουαλεριανού εν έτει σνε΄ (255), στρατιώτης την τάξιν, εκ της πόλεως της Αρμενίας Μελιτηνής, ο οποίος και πρώτος εμαρτύρησεν εις την πόλιν αυτήν. Επειδή δηλαδή εξεδόθη νόμος ασεβής, ο οποίος προσέτασσε να αρνώνται οι Χριστιανοί τον Χριστόν, όσοι δε δεν πείθονται να λαμβάνωσι ζημίαν τον θάνατον, τούτου χάριν ο του Χριστού αθλητής Πολύευκτος, χωρίς να δειλιάση τελείως, εκήρυξε παρρησία τον Χριστόν, και με το πολύ θάρρος και την μεγαλοψυχίαν του συνέτριψε τα είδωλα τα παρά των ειδωλολατρών λατρευόμενα. Αν δε και ο πενθερός του συνεβούλευεν αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν, και η γυνή του εθρήνει και ωλοφύρετο δι’ αυτόν, όμως εκείνος ο καρτερόψυχος ούτε εις τας συμβουλάς του πενθερού του επείσθη, ούτε εις τους θρήνους της γυναικός του συνεκινήθη. Εφύλαττε δε βεβαίας τας συμφωνίας και υποσχέσεις, τας οποίας έδωκεν εις τον Άγιον Μάρτυρα Νέαρχον, τον φίλον του, όστις εφοβείτο και υπώπτευε μη εκκλίνη από την πίστιν του Χριστού. Όθεν μείνας στερεός και αμετασάλευτος εν τη ομολογία της πίστεως έλαβε τον δια ξίφους θάνατον και ούτως ο μακάριος ανήλθεν εις τα ουράνια. Τελείται δε η αυτού σύναξις εις τον μαρτυρικόν και αγιώτατον αυτού Ναόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Ιανουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Νύσσης.

Δημοσίευση από silver »

Γρηγόριος ο Επίσκοπος Νύσσης και εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, νεώτερος αυτού, λαμπρός και ούτος εις τους λόγους και ζηλωτής ένθερμος της Ορθοδόξου Πίστεως. Εγεννήθη κατά το έτος τλα΄ (331), εγένετο δε τω τοβ΄ (372) Επίσκοπος Νύσσης (ήτις κοινώς Νύσι ονομάζεται, πόλις με θρόνον Επισκόπου, υπό τον Καισαρείας, απέχουσα ταύτης εξήκοντα μίλια). Εξωρίσθη υπό του αρειανόφρονος Ουάλεντος τω 374, ανεκλήθη δε εις τον θρόνον αυτού τω 378 υπό Θεοδοσίου του Μεγάλου. Παρέστη εις την εν Αντιοχεία τοπικήν Σύνοδον, υπό της οποίας απεστάλη προς επίσκεψιν των της Αραβίας και Παλαιστίνης Εκκλησιών, υπό του Αρειανισμού μολυνομένων και σπαραττομένων· διο και προστάτης εχρημάτισε της του Χριστού Εκκλησίας. Ο θείος Γρηγόριος ήτο παρών και αυτός μετά των εκατόν πεντήκοντα Επισκόπων, οι οποίοι συνήχθησαν εις την εν Κωνσταντινουπόλει γενομένην Οικουμενικήν δευτέραν Σύνοδον κατά των πνευματομάχων εν έτει τπα΄ (381) και υπήρξεν υπέρμαχος μεν της Ορθοδόξου πίστεως, αντίμαχος δε της δυσσεβούς αιρέσεως των πνευματομάχων, κατατροπώσας αυτούς με γραφικάς αποδείξεις και με την δύναμιν των λόγων του, διότι μετελθών παν είδος λόγου και ευδοκιμήσας κατά την αρετήν, έλαβε και την νίκην. Ζήσας δε έτη ξε΄ (65) απεδήμησε προς τον Κύριον ποιμάνας καλώς το ποίμνιόν του, καταλιπών πολλά και αξιόλογα συγγράμματα· ετελεύτησε δε το έτος 396. Ήτο κατά τον χαρακτήρα του σώματος κατά πάντα όμοιος με τον αδελφόν του Μέγαν Βασίλειον, διέφερε δε μόνον κατά το λευκόν της κόμης και ήτο ολίγον τι χαριέστερος εκείνου. Τελείται δε η αυτού σύναξις εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ του Κοινοβιάρχου.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιανουαρίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ του Κοινοβιάρχου.
Θεοδόσιος ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών, ο και Κοινοβιάρχης καλούμενος, ήκμασε κατά τους χρόνους Λέοντος του μεγάλου εν έτει υν΄ (450), έφθασε δε και μέχρι των χρόνων Αναστασίου του Δικόρου του εν έτει 491 βασιλεύσαντος, κατήγετο δε από την ιδίαν χώραν, από την οποίαν κατήγετο και ο Μέγας Βασίλειος, δηλαδή την Καππαδοκίαν, από χωρίον Μωγαρισός καλούμενον. Εις αυτόν τον ταπεινόν και ευτελέστατον τόπον εγεννήθη ο υψηλός την αρετήν και θαυμάσιος Θεοδόσιος από γονείς φιλοθέους και ευσεβείς. Ο μεν πατήρ αυτού ωνομάζετο Προαιρέσιος και Ευλογία η μήτηρ του, η οποία εγένετο Μοναχή ύστερον από τον υιόν αυτών, όστις έγινεν ούτω πνευματικός της πατήρ. Και καθώς αυτή έδωκεν εις εκείνον το είναι κατά την σάρκα, ούτω και αυτός της επροξένησε το κατά πνεύμα ευ είναι, και της έδωκε πνευματικήν αναγέννησιν. Ανετράφη λοιπόν και ηύξησε κατά την σωματικήν και πνευματικήν ηλικίαν τούτο το ευγενές και μακάριον φυτόν με πολιτείαν θαυμαστήν εκ νεότητος δεικνύων οποίος έμελλε να κατασταθή εις το ύστερον. Επειδή δεν επεθύμησε ουδεμίαν σωματικήν απόλαυσιν, ούτε κανένα θέλημα άπρεπον, αλλά μόνον τους Αγίους Τόπους επόθησε να ιδή· και ο θείος ούτος έρως εις την καρδίαν αυτού ερρίζωσε τόσον, ώστε άλλο δεν εσυλλογίζετο. Ήτο δε εις την ανάγνωσιν της θείας Γραφής πολλά επιδέξιος, και αναγινώσκων εις την Γένεσιν ότι επρόσταξεν ο Κύριος τον Αβραάμ να ξενιτευθή από τους συγγενείς και φίλους του, έτι δε και το Ιερόν Ευαγγέλιον, όπου μας παραγγέλλει ο Δεσπότης να αφήνωμεν αδελφούς και γονείς, και όλα τα πράγματα δια την αγάπην του, εάν θέλωμεν να αξιωθώμεν της αιωνίου μακαριότητος, ανεφλέγετο μάλλον η καρδία του προς την στενήν οδόν, δια να εύρη ευρυχωρίαν εις τον αιώνα τον μέλλοντα. Όθεν έκαμε προσευχήν εις τον Κύριον, να τον οδηγήση προς σωτηρίαν, εκίνησε δε να υπάγη εις τα Ιεροσόλυμα, όταν ήτο εις τα έσχατα της ζωής του ο βασιλεύς Μαρκιανός και συνηθροίζετο κατά του ασεβούς Νεστορίου και των άλλων αιρετικών η Τετάρτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος. Φθάσας λοιπόν εις την Αντιόχειαν ο καλός Θεοδόσιος, επήγε να προσκυνήση τον Άγιον Συμεών τον Στυλίτην, να λάβη την ευλογίαν του και να τον συμβουλευθή τα σωτήρια, όταν δε επλησίαζεν εις τον στύλον, πριν να χαιρετήση ποσώς ούτος, εφώναξεν ο Συμεών από τον στύλον και του λέγει· «Καλώς ήλθες, άνθρωπε του Θεού Θεοδόσιε». Θαυμάζων δε ο Θεοδόσιος έπεσε κατά γης και επροσκύνησε τον Όσιον με ταπείνωσιν· έπειτα ανέβη εις τον στύλον, και εφίλησαν ο εις τον άλλον, και τότε του επροφήτευσεν ο μέγας Συμεών όσα έμελλε να κατορθώση έως το ύστερον, ήτοι πως είχε να εξουσιάση τόσα Κοινόβια, να αρπάση πολλάς ψυχάς από του διαβόλου τον φάρυγγα και τ’ άλλα όσα του συνέβησαν. Λοιπόν πτερωθείς την διάνοιαν και δυναμωθείς την ψυχήν με τας ιεράς ευχάς του Συμεώνος ο Θεοδόσιος, απήλθεν εις τα Ιεροσόλυμα και προσκυνήσας αγίως τα Άγια, εσυλλογίζετο πως να αρχίση την άσκησιν της θείας φιλοσοφίας· από την ερημιτικήν ζωήν, ή να κάμη με συνοδείαν πρότερον· και έλεγε ταύτα κατά διάνοιαν ο πάνσοφος· «Εάν οι στρατιώται του επιγείου βασιλέως δεν τολμώσι να υπάγουν κατά των εχθρών των εις τον πόλεμον, εάν δεν γυμνασθούν από τους πεπαιδευμένους στρατηγούς αυτών, να μάθουν την τέχνην της μάχης πρότερον, πως να υπάγω εγώ αμαθής και άπειρος, να προσπαλαίσω με τους ασάρκους και πονηρούς δαίμονας; Λοιπόν ας υπάγω να εύρω πνευματικούς Πατέρας, να διαγάγω αρκετόν καιρόν, να μάθω τας τάξεις και τότε θέλω κατοικήσει εις την έρημον». Ταύτα διελογίζετο σοφώτατα, επειδή ήτο εκ φύσεως φρόνιμος, γνωρίζων ότι αν δεν ασκηθή τις εις τον τεχνίτην και διδάσκαλον καλώς πρότερον, δεν γίνεται τέλειος. Προσελθών λοιπόν εις ένα μακάριον γέροντα, Λογγίνον ονόματι, όστις ήτο από τους άλλους Πατέρας εναρετώτερος τον καιρόν εκείνον και δοκιμώτερος, έκαμε μετ’ εκείνου καιρόν πολύν ομοδίαιτος και συγκάτοικος, όστις ήτο εις οίκον μικρόν, εις τον πύργον του Δαβίδ ησφαλισμένος, και εκεί ειργάζετο το γλυκύ μέλι της αρετής ο θαυμάσιος. Ο δε Θεοδόσιος παιδευθείς επιμελώς την διάκρισιν εις τοιούτον άκρον διδάσκαλον, επήγε και μόνος του εις ένα παλαιόν κάθισμα καθώς ο γέρων τον επρόσταξε, και αφού έκαμεν εκεί ολίγον καιρόν ηκούσθη πανταχού η φήμη του, επειδή η αρετή φανερώνει τον άνθρωπον καθώς η λαμπάς δεικνύει εις όλους τον φέροντα αυτήν. Λοιπόν επειδή εσύχναζον πολλοί και τον ηνώχλουν εμποδίζοντες την ποθουμένην εις αυτόν και γλυκυτάτην ησυχίαν, ανέβη εις την κορυφήν του όρους και έμεινεν εις ένα σπήλαιον, εις το οποίον έως την σήμερον ευρίσκεται το ιερόν αυτού λείψανον. Έχομεν δε και από τους παλαιούς Πατέρας παράδοσιν, ότι εις αυτό το άγιον σπήλαιον διενυκτέρευσαν οι τρεις μακάριοι Μάγοι, αφού επροσκύνησαν τον Κύριον και εκεί τους επρόσταξεν ο Άγγελος να επιστρέψουν από άλλην οδόν εις την χώραν των· ούτω δε και εποίησαν αφέντες τον Ηρώδην ως ληρώδη να θεομαχή αφρόνως ο ασυνείδητος. Εις τοιούτον λοιπόν ιερόν τόπον κατοικήσας ο Όσιος έβαλεν εις την φιλοσοφίαν πρώτον θεμέλιον πασών των αρετών το κεφάλαιον της μακαρίας αγάπης και ηγάπησε τον Κύριον με όλας τας ψυχικάς δυνάμεις και με όλην την καρδίαν αυτού, και όλην την θέλησιν, καταφρονήσας τα επίγεια άπαντα και μόνον αυτόν ποθήσας τον χορηγόν της ζωής και Σωτήρα παγκόσμιον. Ταύτας λοιπόν τας νοεράς ενεργείας της ψυχής κινών εμπράκτως ως πρακτικός της μουσικής εκυβέρνα το σώμα με πολλήν σοφίαν και σύνεσιν, έκαμνεν όσα ήσαν αρμόδια, έχων μόνον ένα σκοπόν, να μη πράττη τίποτε, που να μη είναι εις τον Θεόν ευάρεστον. Και ούτως εφάνη εις τους δια τον Θεόν κινδύνους ανδρείος και γενναιότατος, και δεν ενικάτο από τας απειλάς, ούτε με τας κολακείας κατεπείθετο, οπόταν δεν ήτο κατά Θεόν το προστασσόμενον. Διέκρινε δε τους λογισμούς της καρδίας με ακριβή στάθμην της γνώσεως, γνωρίζων τας τέχνας του κοσμοκράτορος του κόσμου τούτου με την σοφίαν του Παντοκράτορος Θεού. Ηγρύπνει πολλάκις, προσηύχετο πάντοτε και έχυνεν ως ποταμούς τα δάκρυα, διήρχετο πολλάς φοράς την νύκτα εις προσευχήν ιστάμενος, είχε πολλήν ταπείνωσιν πνεύματος, πραότητα και όλα τα συνακόλουθα. Εις δε την εγκράτειαν της σαρκός ήτο αυστηρότατος και άκαμπτος και ουδέποτε εχορτάσθη, αλλ’ έτρωγε τόσον μόνον όσον να μη του φέρη η πολλή νηστεία ασθένειαν· και πάλιν εκείνη η ολίγη τροφή δεν ήτο φαγητόν πλούσιον, αλλά μόνον φοίνικες ή κεράτια ή όσπρια βεβρεγμένα ή άγρια λάχανα. Και όταν δεν είχεν από ταύτα δια την ανυδρίαν του τόπου και στέρησιν, έβρεχε τους πυρήνας των φοινίκων και τους έτρωγε δια την ανάγκην και επορεύετο ως ηδύνατο. Δεν εδοκίμασε δε άρτον ολοκλήρους χρόνους τριάκοντα· και όσον ελιμοκτόνει το σώμα, τόσον έτρεφε την ψυχήν ημέραν και νύκτα μελετών τον νόμον του Κυρίου. Όθεν και ως δένδρον πεφυτευμένον εις τα ύδατα απέδιδε κατά καιρόν τον καρπόν αυτού πολύν και γλυκύτατον· και όχι μόνον κατά την νεότητα έζη με τόσην σκληραγωγίαν, αλλά έως το γήρας εφύλαττε την εγκράτειαν και έχαιρεν εις τους πόνους και κόπους, ως άλλοι εις τας ηδονάς του σώματος. Δια ταύτας όθεν τας αρετάς και χάριτας αυτού έλαμπεν από μακράν και εφαίνετο ως η πόλις που είναι κτισμένη εις την ακρώρειαν. Όθεν πολλοί συνήγοντο προς αυτόν, δια να τρέφωνται από το μέλι της αρετής αυτού και να προκόπτωσι, τους οποίους πρώτον μεν δεν ήθελε να δέχεται, δια να μη έχη εις την ησυχίαν ενόχλησιν, ύστερον όμως, βλέπων την προθυμίαν και καλήν προαίρεσιν αυτών, τους υπεδέχετο ηξεύρων πόσην κόλασιν έχει όστις αμελήση την προς τον πλησίον αγάπην και δεν αγαπά και αυτόν ως εαυτόν. Ενουθέτει λοιπόν αυτούς με λόγους και υποδείγματα ωφέλιμα, ίνα πολιτεύωνται θεάρεστα και ηξεύρων ότι η ενθύμησις του θανάτου είναι η αληθής φιλοσοφία και δύναται να κάμη τον άνθρωπον να διάγη εναρέτως, προσέταξε τους μαθητάς του να κτίσουν το κοιμητήριον, δια να βλέπη έκαστος τον τάφον, εις τον οποίον μέλλει να τεθή, ίνα ετοιμάζεται πρότερον. Αφού λοιπόν το ετελείωσαν, ηξεύρων ο Όσιος από θείαν χάριν το μέλλον, είπε προς τους μαθητάς· «Ιδού ο μεν τάφος είναι έτοιμος, αλλά τις από ημάς θα ενταφιασθή πρότερον;» Τότε εις Ιερομόναχος, ενάρετος πολλά και υποτακτικός τέλειος, την κλήσιν Βασίλειος, απεκρίνατο· «Εγώ, Διδάσκαλέ μου, θα τον εγκαινιάσω, με την ευχήν της αγιωσύνης σου». Ταύτα λέγων, επροσκύνησεν έως την γην, παρακαλών να τον συγχωρήση να εισέλθη και ούτως εγένετο. Αφού δε εισήλθεν εις τον τάφον ο Βασίλειος, επρόσταξεν ο Θεοδόσιος να του κάμνουν τα συνήθη μνημόσυνα και λειτουργίας έως ημέρας τεσσαράκοντα, και ούτως εποίησαν. Όταν δε έφθασεν η τελευταία ημέρα των τεσσαράκοντα (ω του θαύματος!) χωρίς καμμίαν ασθένειαν, ούτε καν να πονέση η κεφαλή του παραμικρόν, παρέδωκε τω Θεώ την μακαρίαν ψυχήν του ο Βασίλειος, τον οποίον έβλεπεν ο Άγιος ύστερον εις τον χορόν, ήτοι την ψυχήν του, και έψαλλε με τους άλλους πατέρας την ακολουθίαν από κοινού έως ημέρας τεσσαράκοντα. Τον ήκουε δε και ένας μαθητής του Οσίου, Αέτιος το όνομα, όστις ήτο από τους άλλους εναρετώτερος, και ηρώτησε τον Θεοδόσιον εάν ήκουε και αυτός τον Βασίλειον ψάλλοντα. Ο δε είπεν εις αυτόν· «Όχι μόνον τον ήκουσα, αλλά και τον είδον, και την νύκτα θα τον ίδης και συ, ως βούλεσαι». Καθώς λοιπόν έψαλλον εις την σύναξιν, είδεν ο Άγιος τον Βασίλειον και προσηυχήθη εις τον Θεόν, να φωτίση του Αετίου τα όμματα, να ίδη και αυτός τοιούτον μέγα μυστήριον. Τότε ηνοίχθησαν νοερώς του Αετίου οι οφθαλμοί και βλέπων φανερώς τον Βασίλειον, έδραμε πρόθυμος να τον εναγκαλισθή, αλλ’ εκείνος έγινεν άφαντος, ταύτα λέγων· «Σώζεσθε, πατέρες και αδελφοί, ότι πλέον εδώ δεν με βλέπετε». Τούτο πρώτον της αρετής του Αγίου Θεοδοσίου μαρτύριον, αλλά ακούσατε και δεύτερον. Έτος τι, το Άγιον και Μέγα Σάββατον, δεν είχον οι ευλογημένοι Πατέρες τίποτε βρώσιμον, ίνα ευφρανθώσι και αυτοί την Αγίαν Λαμπράν ως άνθρωποι· ήσαν δε τον αριθμόν δώδεκα, και ελυπούντο όχι τόσον ότι δεν είχον σωματικά βρώματα, αλλ’ ότι ουδέ άρτος δεν ευρίσκετο εις αυτούς να λειτουργήσουν και να κοινωνήσουν τα θεία μυστήρια. Ο δε Όσιος, βλέπων την στυγνότητα του προσώπου των, εγνώρισεν ότι εγόγγυζον κατ’ αυτού εις τας διανοίας των και λέγει προς αυτούς· «Ευτρεπίσατε την Αγίαν Τράπεζαν, και μη λυπείσθε, ότι εκείνος όστις έτρεφε τόσας μυριάδας λαού εις την έρημον, και ύστερον πάλιν εχόρτασε με πέντε άρτους τόσας χιλιάδας, θέλει αποστείλει και εις ημάς τους αναξίους βοήθειαν». Ούτως είπε και ο λόγος του έργον εγένετο, ότι καθώς απέστειλεν ο Θεός το πρόβατον εις τον Αβραάμ και το εθυσίασε, ούτω και τότε εξαπέστειλεν εις το Μοναστήριον άνθρωπον με δύο ημιόνους φορτωμένους άρτους, οίνον και άλλα αναγκαία του σώματος. Εχάρησαν λοιπόν οι Όσιοι δοξάζοντες τον ελεήμονα Κύριον, όστις δεν τους αφήκεν ερήμους, αλλά τους έθρεψε ψυχικώς και σωματικώς έως την Αγίαν Πεντηκοστήν προς αυτάρκειαν. Αλλά ας είπωμεν και άλλο παρόμοιον. Τον καιρόν εκείνον έζη πλούσιός τις πολλά εύσπλαγχνος, όστις έστελλεν ελεημοσύνας εις όλους τους ερημίτας, δια να παρακαλούν τον Κύριον δια την ψυχήν του, εις δε τον Άγιον Θεοδόσιον δεν έστειλεν από λησμοσύνην ή και διότι ήτο θέλημα Θεού δια να δοκιμάση τον δούλον του. Οι δε μαθηταί του Αγίου ηνώχλουν τον υπηρέτην του πλουσίου και του έλεγον να είπη εις τον κύριόν του και δι’ αυτούς, ότι δεν είχον ειμή μόνον ολίγα κεράτια. Ο δε Άγιος έλεγε προς αυτούς να μη λυπώνται, αλλά να ελπίζουν εις τον Θεόν, και αυτός, όστις τρέφει τους κόρακας, θέλει βοηθήσει αυτούς ως και πρότερον. Ταύτα λέγοντος, εις ολίγην ώραν είδον εις τον δρόμον άνθρωπον τινα με ζώον φορτωμένον, και ήθελε να το οδηγήση εις άλλον τόπον μακρύτερα, αλλά καθώς αντίκρυσε το Μοναστήριον, δεν ήθελε να προχωρήση πλέον το ζώον, μολονότι δε ο κύριός του το έτυπτεν, έστεκεν ως λίθος ακίνητον. Εκατάλαβε λοιπόν ο άνθρωπος, ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να υπάγη εκεί όπου εμελέτα, και αφήκε το ζώον να πηγαίνη όπου ήθελε, και αυτό έδραμεν εις του Αγίου Θεοδοσίου το Μοναστήριον· και όταν είδεν ο άνθρωπος ότι δεν είχον ουδέν βρώσιμον, εθαύμασε του Θεού την φιλανθρωπίαν, γνωρίζων ότι ήτο οικονομία Θεού η απείθεια του ζώου, δια να τραφώσιν οι ενάρετοι δούλοι του Θεού, ίνα δουλεύωσιν αυτόν· και από τότε τους έφερε τα αναγκαία του σώματος και ωκονομούντο. Καθ’ εκάστην λοιπόν επλήθυνεν ο αριθμός των αδελφών και συνήγοντο άνθρωποι χρήσιμοι και πλούσιοι. Όθεν ο Όσιος διελογίζετο τι να κάμη από τα δύο: να ησυχάζη μοναχός του ή να έχη τοσούτων αδελφών την μέριμναν. Και ενθυμούμενος τους λόγους του Οσίου Συμεών, εδέετο του Κυρίου να τον φωτίση ίνα γίνη το συμφερώτερον. Λαμβάνων δε το θυμιατήριον έθεσεν άνθρακας εσβεσμένους και από επάνω θυμίαμα, έπειτα δε επεριπάτει την έρημον τοιαύτα προς τον Θεόν ευχόμενος· «Κύριε και Θεέ μου, όστις έκαμες εις τον Ισραήλ τοσαύτα θαυμάσια και εβεβαίωσες με τοιαύτας τερατουργίας τον Μωϋσήν να αναλάβη την προστασίαν του λαού, έτι δε και της ευχής του Ηλιού επήκουσας, και έστειλες πυρ ουρανόθεν και κατέκαυσε την θυσίαν αυτού εις δόξαν σου, αυτός και τώρα, Παντοδύναμε Δέσποτα, επάκουσόν μου του δούλου σου, και δείξον ημίν σημείον, που είναι το θέλημά σου να κτίσωμεν Εκκλησίαν τω κράτει σου και Μοναστήριον ίνα κατοικώμεν και σε δοξάζωμεν». Ταύτα λέγων ο μακάριος εκράτει το θυμιατήριον, οι δε αδελφοί τον ηκολούθουν, αποφασισμένοι, εις όποιον τόπον ανάψουν μόνοι οι άνθρακες, να οικοδομήσουν την Μονήν, καθώς ο Άγιος συνεβούλευσεν. Επεριπάτησαν λοιπόν ώραν πολλήν, έως ου επέρασαν τους επιτηδειοτέρους τόπους έως την έρημον Κουτιλά, και τότε, αφού επέρασαν την λίμνην της Ασφαλτίτιδος, και δεν ήναψε το πυρ εις τους άνθρακας, εδέχθη να στρέψη οπίσω ο Άγιος, βλέπων ότι δεν ήτο Θεού θέλημα. Καθώς λοιπόν διέβη το σπήλαιον ολίγον διάστημα (ω Βασιλεύ αθάνατε, και τις αξίως αινέσει το κράτος σου!) καπνός εξήλθεν από τους άνθρακας και ευωδία άρρητος και θαυμάσιος. Όθεν χαράς απείρου πλησθέντες οι Μοναχοί, έθεσαν ευθύς εις δόξαν Θεού τα θεμέλια και ωκοδόμησαν σκηνήν αγίαν, αρετών καταγώγιον, και έγινε Ναός μέγιστος και θαυμάσιος και Μοναστήριον ευρύχωρον με κελλία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και παν άλλο χρειαζόμενον, δια να έχουν ανάπαυσιν όχι μόνον οι Μοναχοί, αλλά και οι κοσμικοί όσοι ήρχοντο να προσκυνήσουν δι’ ευλάβειαν, ότι ο μακάριος Θεοδόσιος ήτο περισσώς εύσπλαγχνος, και δεν εκυβέρνα μόνον εις τα ψυχικά τους ανθρώπους, αλλά και εις τα σωματικά εσπούδαζε να έχουν τα χρειαζόμενα. Λοιπόν ήρχοντο καθ’ εκάστην εις εκείνο το Μοναστήριον πτωχοί και άρρωστοι και από άλλας ανάγκας ταλανιζόμενοι, και όλους επεμελείτο ο συμπαθέστατος, και ουδείς ανεχώρει εκείθεν αβοήθητος, ότι ο Άγιος ήτο οφθαλμός τυφλών, γυμνών ένδυμα, αστέγων σκέπη, νοσούντων ιατρός, και υπηρέτης εις όλους τους ασθενούντας ψυχή τε και σώματι. Έπλυνε τας πληγάς και τα τραύματα του σώματος και παρηγόρει όλους να έχουν υπομονήν εις τας συμφοράς, δια να απολαύσουν Βασιλείαν την αεί διαμένουσαν. Τινές δε των Μοναχών, αμελείς, εγόγγυζον κατά των ξένων, και όχι μόνον δεν ήθελον να τους υπηρετήσουν, αλλά καν να τους βλέπουν δεν κατεδέχοντο οι κακόφρονες και μικρόψυχοι· και δεν έβαλλον εις τον νουν των, ότι ήσαν και αυτοί ομοιοπαθείς εκείνων και σύμψυχοι. Αλλά ο Άγιος υπηρέτει όλους μεγαλοψύχως με τους ευλαβεστέρους αδελφούς, και δεν έμεινεν εκεί ουδείς αμελούμενος δια πτωχείαν αυτού ή ευτέλειαν, αλλά μάλλον όσον ήτο τις ενδεής και ελαχιστότερος τόσον τον επεμελείτο καλλίτερα και δεν παρήρχετο ημέρα να μη φιλεύσουν εκατόν ξένους και περισσοτέρους εις εκείνο το Μοναστήριον. Όσον δε ηυσπλαγχνίζοντο τους πτωχούς και πένητας τόσον ο πλουσιόδωρος ευεργέτης ανταπέδιδεν εις αυτούς τας αμοιβάς, και δεν υστερήθησαν από τα αναγκαία του σώματος, καθώς θέλετε ακούσει εν συνεχεία. Κάποτε ήτο πείνα μεγάλη εις όλην εκείνην την γην, ότι ο Θεός ετιμώρει τους ανθρώπους δια τας αμαρτίας των. Λοιπόν, όταν ήλθεν η εορτή των Βαϊων, έτρεχον οι πτωχοί και συνήγοντο πλήθος αμέτρητον, ευρίσκοντες πρόφασιν δια την εορτήν, αλλά δια την πείναν επήγαινον το περισσότερον. Όθεν οι τραπεζάριοι, βλέποντες τόσον πλήθος ανθρώπων, εδειλίασαν μήπως δεν επαρκέση ο άρτος, και έδιδον εις έκαστον ανά μίαν λίτραν ήτοι ολιγώτερον του συνήθους. Ο δε Άγιος, ιδών αυτήν την ασυνήθη πράξιν, εμέμφθη την ολίγην πίστιν των Μοναχών, και προστάσει να ανοίξουν τας θύρας, να εισέλθουν όλοι εις την τράπεζαν, και θέτει όσα φαγητά είχον, λέγων προς τους ξένους· «Αδελφοί, φάγετε όλοι εις δόξαν Θεού, ως να χορτάσητε». Τότε οι μεν πένητες πλουσίως ετράφησαν και το κελλαρικόν εγέμισεν από άρτους περισσοτέρους ή όσους είχε πρότερον, ότι ο των θαυμασίων Θεός επλήθυνεν εκείνους τους ολίγους άρτους και εχόρτασαν οι ξένοι, καθώς και τους πεντάκις χιλίους με πέντε άρτους εχόρτασεν. Ύστερον λοιπόν επήγον οι υπηρέται εις την αρτοθήκην, να ιδούν εάν έμειναν ακόμη ολίγοι άρτοι να φάγουν και οι Μοναχοί και βλέποντες αυτήν γεμάτην εξέστησαν και εμακάριζον τον Άγιον, τον οποίον πρωτύτερον κατέκρινον και εγόγγυζον. Ούτω λοιπόν όχι μόνον αντήμειβεν ο πλούσιος Θεός τον Θεοδόσιον πολλαπλασίως δια την καλήν του προαίρεσιν, αλλά και περιβόητον τον έκαμε πανταχού και θαυμαζόμενον, ότι όσοι τον δοξάζουσι με τα έργα, τους δοξάζει και Αυτός. Άλλην φοράν πάλιν ήτο εορτή της Θεοτόκου χαρμόσυνος και συνήχθη πλήθος άπειρον, δια να ακούσουν την ακολουθίαν και δια να φιλευθούν και σωματικά κατά την συνήθειαν. Ήλθον λοιπόν τόσοι, ώστε δεν έφθανον οι Μοναχοί να τους υπηρετούν, ούτε είχον φαγητά να χορτάση καν το τρίτον μέρος των ξένων. Αλλ’ η άφθονος δεξιά του Θεού, ήτις τρέφει όλον τον κόσμον πλουσίως, επλήθυνε και τότε τους άρτους θαυμασιώτατα, και εχόρτασαν άπαντες, αλλά και τόσαι σπυρίδες επερίσσευσαν, ώστε έλαβον και εις τας οικίας των πολλά βρώματα και έμειναν εις το Μοναστήριον τόσα, ώστε έθετον πολλάς ημέρας εις την τράπεζαν προς αυτάρκειαν. Έχων δε πόθον ο Όσιος να οικοδομήση όλα τα χρειαζόμενα της Μονής, έκτισε τρεις οίκους μεγάλους, τον ένα δια να αναπαύωνται οι ξένοι Μοναχοί, οι οποίοι διήρχοντο εκείθεν από άλλας Μονάς ή χάριν προσκυνήσεως και επισκέψεως του Αγίου, και τους άλλους δύο δια τους κοσμικούς. Εις τον ένα να αναπαύωνται οι ευγενείς και επισημότεροι και εις τον άλλον οι ευτελέστεροι. Έκτισε δε και άλλο γηροκομείον δια τους ιδικούς του Μοναχούς εις τόπον αναχωρητικώτερον, ίνα όσοιγηράσουν ή ασθενήσουν να αναπαύωνται εις αυτό ολίγον από τους μακρούς κόπους της προτέρας ασκήσεως. Αλλά τις δύναται να διηγηθή κατά μέρος τας αρετάς του φιλοθέου τούτου Ποιμένος και της ιεράς αυτού ποίμνης τα κατορθώματα; Εξακοσίους ενενήκοντα τρεις μαθητάς ανέθρεψε, και προς Θεόν παρέπεμψεν, οίτινες ετέλεσαν τον βίον θεάρεστον· και άλλοι μεν ετελείωσαν την ζωήν εις την έρημον, άλλοι έγιναν Επίσκοποι, άλλοι Ηγούμενοι, όχι διότι εζήτουν αυτοί το αξίωμα, ως ποιούσι τινες ανόητοι σήμερον, οι οποίοι δίδουν αργύρια ίνα ηγουμενεύσουν εις Μοναστήρια πλούσια, αλλά οι άνθρωποι τους εψήφισαν και μη θέλοντας, όταν τους εγνώριζον ότι ήσαν άξιοι να κυβερνήσουν ψυχάς και να οδηγήσουν προς ζωήν την αιώνιον· έτεροι δε πάλιν από τους μαθητάς του ηρνήθησαν τον κόσμον ολότελα και έκαμαν άσκησιν χρόνους πολλούς έως ογδοήκοντα εις την έρημον. Και με το πλήθος των χρόνων και πλούτον πνευματικόν συνήθροισαν, και δια μέσου αυτών ο μακάριος Θεοδόσιος εγνωρίζετο εις όλους και εκηρύσσετο, και δεν έμεινε καμμία χώρα σχεδόν, ήτις να μη απήλαυσεν ωφέλειάν τινα από τον θαυμαστόν Θεοδόσιον. Εις όλην την οικουμένην διεδόθη η φήμη του και έτρεχον προς αυτόν πολλοί στρατιώται και πλούσιοι άρχοντες, καταφρονούντες τιμήν και δόξαν ως όνειρον και εγίνοντο μαθηταί αυτού, προτιμώντες αδοξίαν και πάσαν ευτέλειαν δια την εκείθεν μακαριότητα. Και πολλοί σοφοί και εγγράμματοι αφήκαν την σπουδήν των, τας πολιτείας και τους επαίνους πάσης ανθρωπίνης σοφίας, και προτιμήσαντες την δια Χριστόν μωρίαν, έγιναν μαθηταί του μεγάλου Θεοδοσίου, δια να παιδευθούν υπ’ αυτού εις άλλην σοφίαν υπεράνθρωπον, τους οποίους ο γνωστικός ποιμήν εποίμαινε και εκυβέρνα με πολλήν διάκρισιν, καθιστών ελαφρότερον εις τους αδυνάτους τον αγώνα και δια τους δυνατούς ορίζων κανόνας αυστηρούς. Πάντας δε επαίδευεν όχι με ράβδον, αλλά με λόγον ηρτυμένον άλατι. Και τόσον ήτο γνωστικός και πρακτικώτατος, ώστε και τα κινήματα του νοός εγνώριζε και έδιδε πολλήν ωφέλειαν τοις αδελφοίς και εις εαυτόν, επειδή όστις ευεργετεί τον πλησίον και τον οδηγεί εις σωτηρίαν ψυχής εαυτόν ωφελεί περισσότερον. Ανάμεσα δε εις τας λοιπάς αυτού αρετάς, ηγάπα πολύ ο Όσιος την ανάγνωσιν, και ποτέ δεν έλειπε το βιβλίον από τας χείρας του, ούτε όταν ήτο έρρωστος, ούτε εις το έσχατον γήρας του, αλλά ανεγίνωσκεν ημέραν και νύκτα, δια να ωφελήται από τα ιερά λόγια. Και κατά αλήθειαν άξιος ήτο να τον θαυμάζη πας τις, επειδή χωρίς να μάθη ρητορικήν εδίδασκε τόσον καλά από την χάριν του Παναγίου Πνεύματος, όχι με ανθρωπίνην σοφίαν, ώστε υπερέβαλλε τους ρήτορας. Είχε δε καλήν μνήμην και ανέφερε συχνάκις λόγους από τα ασκητικά του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποίον εμιμείτο εν πολλοίς, και εσπούδαζε να στολίζη την ψυχήν του με τους τρόπους εκείνου και την γλώσσαν με τους λόγους του· δια τούτο ενεθυμείτο από τα συγγράμματά του όσα ήτο δυνατόν να προθυμοποιήσουν τους αμελείς, από τα οποία ας αναφέρωμεν ολίγα δια ενθύμησιν. «Παρακαλώ σας, αδελφοί, δια την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, όστις εσταυρώθη δια τας αμαρτίας μας, ας φροντίσωμεν δια την ψυχήν μας, ας μετανοήσωμεν δια τας αμαρτίας μας τώρα που έχομεν καιρόν ευπρόσδεκτον, να μη κλαίωμεν τότε εις την γέενναν του πυρός ανωφελώς. Τώρα βοηθεί ο Θεός εκείνους που επιστρέφουσιν από την πονηράν οδόν και τότε εξετάζει τας πράξεις και τους λόγους και τας ενθυμήσεις ως κριτής αλάθητος και απολαμβάνει έκαστος κατά τας πράξεις του, άλλος ζωήν αιώνιον και άλλος ατελεύτητον κόλασιν». Με ταύτα και έτερα όμοια εδίδασκεν ο Όσιος τα λογικά πρόβατα και παρεκίνει να είναι έτοιμοι πάντοτε. Ήτο δε εις μεν όλα τα συμβάντα πραότατος, ταπεινός και ήμερος, όταν δε υπήρχε κίνδυνος δια την ευσέβειαν τότε εφαίνετο φιλόνεικος και ισχυρογνώμων ο ευσεβής Θεοδόσιος· και ήτο, κατά την Γραφήν, πυρ φλέγον, και μάχαιρα κόπτουσα, αφανίζων τα κακά ζιζάνια. Ούτως εφιλονείκησε με τον παράνομον βασιλέα Αναστάσιον, τον μεγάλον και άσπονδον εχθρόν της Οικουμενικής Αγίας τετάρτης Συνόδου, όστις ηκολούθει την αίρεσιν του δυσσεβούς Ετυχούς και Διοσκόρου και Σεβήρου, φρονούντων μίαν φύσιν εις Χριστόν οι άχρηστοι, ο οποίος βασιλεύς άλλους μεν Πατέρας εκολάκευε και συνετάσσοντο με την αίρεσιν και άλλους κατετυράννει ο αφρονέστατος. Όθεν εδοκίμασε να παρασύρη και τον σοφόν Θεοδόσιον με αργύρια ο φιλάργυρος. Έστειλε λοιπόν εις τον Όσιον δωρεάν χρυσίου λίτρας τριάκοντα και δια να μη καταλάβη ότι το έστειλε με πονηρίαν και το στρέψη οπίσω, εσκέπασε με δόλον το άγκιστρον και του εμήνυσε να το δεχθή, ίνα το εξοδεύση εις τους ασθενείς και πένητας. Ο δε Άγιος το μεν χρυσίον εδέχθη, δια να μη δώση πρόφασιν σκανδάλου, την δε μιαράν γνώμην εμίσησε και απέκρουσεν, ανατρέπων αυτήν με αληθείς αποδείξεις και παραδείγματα. Και έμεινε νικημένος ο βασιλεύς, ως να επολέμει η έλαφος με τον λέοντα, καθώς ο λόγος θέλει δηλώσει περαιτέρω. Αφού επέρασεν ολίγος καιρός, αφ’ ότου εφιλοδώρησε τον Άγιον με το χρυσίον ο βασιλεύς, έστειλεν ανθρώπους προς τον Όσιον να υπογράψη εις την άνωθεν αίρεσιν. Τότε ο Όσιος συνάγει όλους τους Πατέρας της ερήμου και με την γνώμην απάντων και θέλησιν, γράφει προς τον βασιλέα τοιαύτην απόκρισιν· «Επειδή μας εμήνυσες να κάμωμεν ένα από τα δύο ταύτα, ήτοι ή να συμφωνήσωμεν εις την των Ακεφάλων γνώμην, ή μένοντες εις τα ορθά των Πατέρων Δόγματα, να λάβωμεν βίαιον θάνατον, γίνωσκε ότι προτιμώμεν τον θάνατον και όχι μόνον ημείς δεν παρεκκλίνομεν ποσώς από την αλήθειαν, αλλά και όσους άλλους παρασύρετε και γίνουν ομόφρονές σας, ημείς αναθεματίζομεν, και εάν χειροτονήσετε τινά από τους Ακεφάλους ημείς δεν τον δεχόμεθα. Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να παραιτηθώμεν από την Ορθοδοξίαν έστω και μικρόν τι, αλλά καν τους Αγίους τούτους Τόπους ίδωμεν εις το πυρ παραδεδομένους, καν άλλο τι πάθωμεν, δεν αλλάσσομεν γνώμην, καν εις λεπτά τεμάχια τα σώματά μας ελεεινώς αν κατακόψωσιν, αλλά τας Αγίας τέσσαρας Συνόδους πιστεύομεν, από τας οποίας η πρώτη των τιη΄ (318) Πατέρων έγινε κατά του Αρείου, εις την Νίκαιαν, τον οποίον αναθεμάτισαν, ότι τον Υιόν του Θεού εδογμάτιζεν ο δυσσεβής της του Πατρός ουσίας αλλότριον· η Δευτέρα κατά Μακεδονίου, όστις εβλασφήμει εις το Πνεύμα το Άγιον· η Τρίτη κατά Νεστορίου συνηθροίσθη εις Έφεσον, όστις εφλυάρει κατά της οικονομίας του Χριστού μιαρά και άτοπα, η δε Τετάρτη των χλ΄ (630) Θεοφόρων Πατέρων εις την Χαλκηδόνα, οι οποίοι ομοφρονούντες με τους άλλους, αφώρισαν τον Ευτυχή και Νεστόριον, και μακράν της Εκκλησίας εδίωξαν και εκράτυναν την Αποστολικήν Πίστιν, δογματίζοντες ξένους της Εκκλησίας Χριστού τους αλλοτριόφρονας. Από ταύτην λοιπόν την Ορθόδοξον πίστιν δεν παρεκκλίνομεν ούτε προδίδομεν (άπαγε!) την ευσέβειαν, έστω και αν πρόκειται να μας δώσετε μυρίους θανάτους. Η δε ειρήνη του Θεού η πάντα νουν υπερέχουσα να είναι φύλαξ και οδηγός του κράτους σου». Ταύτην την επιστολήν δεξάμενος ο βασιλεύς, ηυλαβήθη τον Άγιον και του έστειλεν απόκρισιν προφασιζόμενος ότι αυτός εις εκείνο δεν έπαιεν, αλλά οι κακοί Αρχιερείς και κληρικοί, οι οποίοι, θέλοντες να φανώσι σοφοί, έκαμνον τα σκάνδαλα. Αυτά και άλλα γράψας ο βασιλεύς προς τον Όσιον, έπαυσε και δεν εβίαζε τινα εις την αίρεσιν. Αλλά μετά καιρόν ήλλαξε γνώμην και έστειλε πάλιν γράμματα κατά της ευσεβείας ο μάταιος. Ο δε γενναίος και ζηλωτής της ορθής πίστεως Άγιος Θεοδόσιος δεν εψήφισε τα γράμματα, αλλά ως λέων ώρμησε κατά των απεσταλμένων και συνάξας το πλήθος ανέβη εις τον άμβωνα και μεγαλοφώνως εβόησε· «Όστις εναντιωθή εις τας τέσσαρας Αγίας Οικουμενικάς Συνόδους και δεν τας τιμά ως και τα τέσσαρα Ευαγγέλια, να έχη το ανάθεμα». Ταύτα ειπών έδραμεν ως Άγγελος εις τας πλησίον χώρας και πόλεις ως στρατηγός, ακολουθούντων πολλών Μοναχών, και εστήριζε τους πιστούς, τους δε ραθύμους διήγειρε και όσους είχον αμφιβολίαν εις την Ορθόδοξον πίστιν εβεβαίωνε και τους επροθυμοποίει να μη φοβηθούν απειλάς τυράννου, αλλά να αποθάνουν εάν έλθη ανάγκη δια την ευσέβειαν. Εδίδασκε δε αυτούς ο Όσιος να γνωρίζουν ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι συγχρόνως Θεός και άνθρωπος εις μίαν υπόστασιν, ήτοι πρόσωπον, έχων φυσικήν την θεότητα και την ανθρωπότητα. Έφερε δε εις μαρτυρίαν την Αγίαν εκείνην και Οικουμενικήν Τετάρτην Σύνοδον, ήτις ανατρέπει αυτάς τας δύο αιρέσεις σαφέστατα, του δυσσεβούς Νεστορίου, όστις εμέριζε τον ένα Χριστόν εις δύο υιούς και δύο υποστάσεις ο ανόητος, και του Ευτυχούς και Διοσκόρου και Σεβήρου, οι οποίοι συγχέουσιν εις μίαν φύσιν του ενός Χριστού την θεότητα και ανθρωπότητα· ότι ο μεν Νεστόριος εφρόνει δύο φύσεις και υποστάσεις εις τον Χριστόν και δύο υιούς, ένα μεν τον εκ Πατρός γεννηθέντα Θεόν, και άλλον εκ της Αγίας Παρθένου. Ο δε Ευτυχής πάλιν και Διόσκορος και ο τούτων ομόφρων Σεβήρος, θέλοντες τάχα να πολεμήσουν αυτήν την του Νεστορίου σφαλεράν διαίρεσιν, έπεσαν πάλιν και αυτοί ανοήτως εις άλλην αίρεσιν, ονομάζοντες εις τον Χριστόν μίαν φύσιν θεότητός τε και ανθρωπότητος, και φρονούντες οι άφρονες παθητήν την θεότητα· ότι εάν έχη ο Χριστός μίαν φύσιν, καθώς αυτοί εφλυάρησαν, άρα και η θεότης εγνώρισε θάνατον. Αλλά ας εμφραγώσιν αυτών τα μιαρά στόματα, ότι αυτή η Αγία Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος εδογμάτισε να τιμώμεν δύο φύσεις θεότητός τε και ανθρωπότητος εις μίαν υπόστασιν ασυγχύτως, ατρέπτως και αχωρίστως ένα Υιόν εκ του Πατρός προαιώνιον κατά την θεότητα, ύστερον δε πάλιν γεννηθέντα εκ της Αγίας Παρθένου, με καινότερον νόμον κατά την ανθρωπότητα, όμοιον τω Πατρί κατά την ουσίαν αμήτορα και απάτορα. Με ταύτα και άλλα όμοια εδίδασκε με παρρησίαν το ποίμνιον ο σοφός Θεοδόσιος. Όθεν ο βασιλεύς κατ’ αυτού εθυμώνετο, και τον εξώρισεν αδίκως. Ο δε δικαιοκρίτης Θεός αφήρεσε την ζωήν εκείνου του παράφρονος, και επιστρέφοντος πάλιν του Οσίου εις τα ίδια έπαυσεν ο διωγμός της Εκκλησίας, και ησύχασαν τα σκάνδαλα. Και οι μεν αιρετικοί αρχιερείς κακοί κακώς των θρόνων εξώσθησαν, οι δε ευσεβείς απέλαβον τους θρόνους αυτών ως το πρότερον, και πολλοί απ’ αυτούς επήνεσαν τον μέγαν Θεοδόσιον δια την παρρησίαν την οποίαν έδειξε και δεν εψήφισε τα βασιλικά προστάγματα. Εξόχως δε οι Αρχιεπίσκοποι, ο Ρώμης Αγάπιος και ο Εφραίμ Αλεξανδρείας του έγραψαν γράμματα εγκωμιαστικά και πολύ τον ευφήμησαν. Αλλά ας είπωμεν και εν θαύμα· μίαν ημέραν ήσαν όλοι οι πρόκριτοι γέροντες της ερήμου και Μοναχοί επίσημοι συνηγμένοι εις το Ιερατείον, όπου ήτο συνήθεια έκπαλαι να υψώνουν τον Τίμιον Σταυρόν. Καθώς λοιπόν εκάθηντο, ήλθε γυνή τις, ήτις είχεν εις το στήθος δεινήν και ανίατον ασθένειαν, την οποίαν οι ιατροί καρκίνον ονομάζουσι και ο κοινός λαός την λέγει φάγουσαν, η οποία τρώγει την σάρκα του ασθενούς και δεν ημπορεί κανείς να την θεραπεύση με ανθρωπίνην ενέργειαν. Καθώς λοιπόν εισήλθεν η γυνή, ηρώτησεν ένα πνευματικόν Ισίδωρον, Ηγούμενον της Λαύρας Σουκά, εάν ήτο εκεί εις την ιεράν ταύτην Συνοδείαν ο θαυμαστός Θεοδόσιος· αυτός δε της τον λεδειξε δια του δακτύλου, και η ασθενής έδραμεν ως διψώσα έλαφος εις την πηγήν του ύδατος, και με πίστιν καθαράν γυμνώσασα το στήθος, έλαβεν ευλαβώς και ησύχως του Αγίου το καλυμμαύχιον, ενθυμουμένη την αιμορροούσαν, και ευθύς ως το ήγγισεν εις το στήθος της (ω της οξυτάτης θεραπείας!) ο πόνος ηφάνισται ως το σκότος, όταν έλθη το φως, και ως χόρτος εις το πυρ εξηλείφθη. Ο δε Όσιος στραφείς εις αυτήν είπε ταύτα με ταπείνωσιν· «Έχε θάρρος, θύγατερ, ο Δεσπότης μου Χριστός είπεν, ότι η πίστις σου σε έσωσεν». Ο δε μακάριος Ισίδωρος, όστις την είδε πρότερον πως ήτο και την επόνεσεν η ψυχή του, εξεσκέπασε τότε το στήθος της, και βλέπων ότι δεν έμεινε καν μικρόν σημείον της χαλεπής εκείνης ασθενείας έφριξε και πανταχού εκήρυττε το θαυμάσιον· ούτω φανερώνει ο Κύριος την αρετήν, όσον την κρύπτουσιν οι ενάρετοι, και τους ανακηρύττει πανταχού και τους ευφημίζουσιν. Αλλ’ ας είπωμεν και τα λοιπά τεράστια αυτού, ότι αμαρτία μεγάλη είναι να τα σιωπήσωμεν. Άλλην φοράν επήγεν εις την Βηθλεέμ χάριν προσκυνήσεως και επιστρέφων κουρασμένος από την οδοιπορίαν, διέμεινεν εις το κελλίον εναρέτου τινός ανθρώπου, Μαρκιανού καλουμένου, όστις ήτο πλήρης χαρίτων πνευματικών· και χαιρετήσαντες ο εις τον άλλον εν αγίω φιλήματι, συνωμίλουν ψυχωφελείς λόγους. Έπειτα, όταν ήλθεν η ώρα του δείπνου, ελυπείτο ο καλός Μαρκιανός, διότι δεν είχεν ούτε άρτον, ούτε σίτον εις το κελλίον του, μόνον ολίγην φακήν, από την οποίαν έβρασεν ίνα φιλευθούν ως ηδύναντο. Ο δε μακάριος Θεοδόσιος ηννόησεν ότι δεν είχον άρτους, και είπεν εις τον υποτακτικόν του να φέρη εκείνους, τους οποίους εκράτουν δια την πορείαν των, και ούτως εφιλοτίμησε μάλλον αυτός τους ξενίσαντας. Καθώς λοιπόν έτρωγον, είπεν ο Μαρκιανός προς τον Θεοδόσιον με χαρίεν πρόσωπον· «Μη μας μέμφεσθε, πατέρες, ότι δεν σας φιλεύομεν πλούσια, ως έπρεπεν, ότι σίτον ουδόλως έχομεν, και δι’ αυτό ούτε άρτον δεν εκάμαμεν». Ο δε θαυμαστός και μέγας Θεοδόσιος κυττάζων τα γένεια του Μαρκιανού, είδεν ένα κόκκον σίτου (δεν ηξεύρω πόθεν ευρέθη) εις τον πώγωνά του, και λαμβάνων αυτόν, του λέγει χαρούμενος· «Ιδού σίτος, διατί λέγεις ότι δεν έχετε;» Τότε ο Μαρκιανός έλαβε μετ’ ευλαβείας και πίστεως από την δεξιάν του Αγίου τον κόκκον του σίτου, και τον έρριψεν εις την αποθήκην, πιστεύων ότι χωρίς κόπον και πόνον θα έχη πολύν καρπόν με την ευχήν του Αγίου, καθώς και εγένετο. Και θέλων την επαύριον να ανοίξη την θύραν της αποθήκης (ω των απορρήτων θαυμασίων σου, Δέσποτα!) εύρεν αυτήν γεμάτην έως την στέγην και εξεπλάγησαν με τους συν αυτώ, τοιούτον ιδόντες τεράστιον. Στέλλει τότε ένα μαθητήν του ευθύς προς τον Άγιον να έλθη να ίδη το παράδοξον θέαμα. Όταν λοιπόν ήλθεν, ήνοιξαν ολίγον την θύραν με κόπον πολύν, και εχύνετο έξω ο ευλογημένος σίτος. Τούτο το θαύμα δεν είναι μικρότερον εκείνου, το οποίον έκαμεν ο Χριστός, πληθύνας τους άρτους και χορτάσας τόσον λαόν εις την έρημον. Αλλά μία χάρις ήτο και ομοία ενέργεια, επειδή εκεί το έκαμνεν η δύναμις του Δεσπότου, έχοντος υπηρέτας τους Αποστόλους, και εδώ πάλιν αοράτως ενήργησεν αυτός ο Κύριος δια μέσου του δούλου του, τον οποίον εδόξαζε δια την καλήν του προαίρεσιν. Αλλά ακούσατε και έτερον θαυμάσιον. Γυνή τις από την Αλεξάνδρειαν πλουσία, ευλαβής και φιλόθεος, είχεν υιόν μονογενή φίλτατον, όστις παίζων με τα άλλα παιδία έπεσεν εξ απροσεξίας ή και από δαιμονικής συνεργείας εις φρέαρ βαθύτατον· οι δε άνθρωποι, όπου έτυχον εκεί πλησίον, κατεβίβασαν τινας με τα σχοινία να τον ανασύρουν και να τον ενταφιάσουν, ότι κανείς δεν επίστευε ποτέ να ευρεθή ζωντανός και αβλαβής. Φθάσαντες εκείνοι κάτω, βλέπουν τον παίδα και εκάθητο (ω του θαύματος!) επάνω εις το ύδωρ, ώσπερ να τον εκράτει κάποιος δυνατός και δεν τον αφήκε να βραχή ολότελα. Τούτο το φρικτόν τεράστιον ιδόντες εξέστησαν, ότι ήτο Θεού πρόσταξις να γίνη τοιούτον θαυμάσιον. Όταν δε τον ανεβίβασαν και τον είδεν η μήτηρ του ζωντανόν, ενώ όλοι τον είχον δια πνιγμένον, ας μετρήση έκαστος πόσην αγαλλίασιν έλαβεν. Ερωτώμενος δε να είπη τον τρόπον, πως έγινε και δεν εβυθίσθη εις τα ύδατα, έλεγεν, ότι εις Μοναχός, γέρων εις την μορφήν και τα ιμάτια τοιούτος (και έλεγε τα χαρακτηριστικά όλα του Οσίου Θεοδοσίου), με εκράτει εις τας χείρας του και δεν με άφηνε να βυθισθώ. Οι δε παρεστώτες από τα σημεία, που είπεν, έκριναν, ότι ήτο ο Όσιος Θεοδόσιος. Τότε η φιλόθεος μήτηρ, δια να μη φανή προς τοιαύτην ευεργεσίαν αχάριστος, επήγεν εις το Μοναστήριον του Αγίου με το παιδίον, ίνα κάμη την πρέπουσαν ευχαριστίαν· το δε παιδίον, ευθύς ως είδε τον Άγιον, εφώναζε προς την μητέρα του λέγον· «Αυτός είναι όστις με εκράτει και δεν επνίγην». Τότε η γυνή έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου καταφιλούσα τούτους με θερμότατα δάκρυα και ευχαριστούσα τον Άγιον, τον οποίον ωνόμαζε σωτήρα της ζωής της, και της χαράς αυτής αίτιον, ότι εάν δεν ανεσύρετο ζωντανόν το παιδίον, θα απέθνησκε και εκείνη από την λύπην παράκαιρα, και διηγείτο εις όλους το θαύμα, καθώς το εγράψαμεν. Άλλη τις γυνή ήτο κακοτόκος, ήτοι δεν εγέννα τα τέκνα, αλλά απέθνησκον εις την κοιλίαν της και εκινδύνευε και αυτή να αποθάνη. Τούτο έπαθε πολλάκις και της έδιδον ποτά και εξήρχετο το βρέφος νεκρόν από την κοιλίαν της. Ακούσασα δε ποτε τας θαυματουργίας του Οσίου έδραμε προς αυτόν δεομένη με θερμότατα δάκρυα, να την βοηθήση να εύρη θεραπείαν εις την τοιαύτην δεινήν ασθένειαν, και λέγει προς τον Άγιον· «Πρόσταξόν με να δώσω το όνομά σου εις το τέκνον που θα πρωτογεννήσω, και τούτο μόνον ελπίζω να είναι η ιατρεία μου». Ο δε Άγιος έστερξε και λαβούσα την ευλογίαν του ανεχώρησε. Και όταν ήλθεν ο καιρός της εγέννησεν ανεμπόδιστα και ωνόμασε το παιδίον Θεοδόσιον, αφού δε το απεγαλάκτισε, το έφερεν εις τον Άγιον και το αφήκεν εις το Μοναστήριον, ίνα καθώς ήτο ο συνώνυμός του της ζωής αυτού αίτιος, ούτω να το διδάξη και να το οδηγήση προς την ζωήν την αιώνιον. Ομοίως και άλλη γυνή ήτο κακόγεννος ως η άνωθεν, και ο Άγιος με την προσευχήν του την ελύτρωσεν από τον κίνδυνον, και εγέννα ανεμπόδιστα, και το πρώτον της τέκνον ωνόμασε και αυτή κατά μίμησιν της άνωθεν Θεοδόσιον, και το αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον του Οσίου, το οποίον έγινε μετά χρόνους οικονόμος άριστος της Μονής του Οσίου. Παράδοξα τα λεγόμενα, παραδοξότερα όμως τα παραλειπόμενα. Εις μίαν εποχήν έπεσε πολλή ακρίδα και βρούχος εις τα χωράφια και κατέστρεφον τα γεννήματα και τα χόρτα, ο δε Άγιος ήτο γέρων και μη δυνάμενος να περιπατή, εστηρίζετο εις τους ώμους δύο Ιερομονάχων και επεριπάτει με πολύ δυσκολίαν δια να ευσπλαγχνισθή ο Θεός τον κόπον του, και να επακούση της δεήσεώς του. Φθάσας λοιπόν εις τον τόπον όπου εγίνετο το κακόν, έκαμε πρότερον δέησιν ικεσίας προς τον Θεόν, έπειτα λαμβάνει ένα βρούχον και μίαν ακρίδα εις χείρας του και λέγει ταύτα προς εκείνα, ώσπερ να ήσαν λογικά όντα· «Ο κοινός Δεσπότης σας προστάσσει να μη ζημιώνετε τους πτωχούς, να τρώγετε την ζωοτροφίαν των». Ταύτα ειπών ο Όσιος (ω θαυμασίου διηγήματος!) επαραμέρισεν όλον το πλήθος εκείνο της ακρίδος, και τ’ άλλα ζωϋφια, και δεν έκαμναν πλέον τινά ζημίαν, ούτε από τόπου εις τόπον μετέβαινον, αλλά εις όποιον κτήμα ήσαν, δεν εκάθιζον εις τα γεννήματα ή εις χόρτα βρώσιμα, ώσπερνα είχον φιλίαν με ταύτα, αλλά έτρωγον τας ακάνθας και άλλα άχρηστα χόρτα. Άλλην φοράν πάλιν ήτο εις άλλο χωρίον η αυτή ασθένεια, και ηφανίζοντο από το πλήθος της ακρίδος και εφθείροντο ολότελα τα γεννήματα, ο δε Άγιος εγέμισεν ένα αγγείον ελαίου και ποιών ευχήν εις αυτό το ηυλόγησε, και το στέλλει με ευλαβείς και φιλοθέους ανθρώπους εις το ρηθέν χωρίον και παρευθύς έφυγεν όλη η ακρίδα και ηφανίσθη. Άλλην φοράν δεν είχον χρήματα να αγοράσουν ενδύματα, και λέγει ο οικονόμος του προς τον Όσιον, ότι τον ηνώχλουν οι αδελφοί δια την γυμνότητα. Λέγει ο Άγιος· «Μη μεριμνάτε δια την αύριον και ο Κύριος μάς στέλλει βοήθειαν». Ούτως είπε και ο λόγος του έγινεν απόφασις· την άλλην ημέραν ήλθεν άνθρωπος τις, και φέρει ελεημοσύνην εκατόν χρυσά και τα εδαπάνησαν όλα εις τα ιμάτια. Καιρόν τινα επήγεν ο Άγιος εις τι χωρίον, Βόστρα καλούμενον, όπου ήτο εν Κοινόβιον, και είχεν εψηφισμένον Ηγούμενον ενάρετον τινα φίλον του Οσίου, Ιουλιανόν ονόματι, επήγε δε να ίδη τους Μοναχούς πως πορεύονται. Πλησίον δε εις το άνωθεν χωρίον ήτο άλλο Μοναστήριον, του οποίου οι Μοναχοί ηκολούθουν την αίρεσιν του Σεβήρου και εμίσουν τον Άγιον· όθεν ιδόντες αυτόν από μακράν έκρουσαν το ξύλον και συναχθέντες οι Μοναχοί εχλεύαζον τον Άγιον, έτι δε και γυνή τις κακότροπος τον εφώναζε πλάνον και άλλα όμοια. Όθεν δικαίως ο Όσιος τους κατηράσθη να μη απομείνη λίθος εις το Μοναστήριον· και η μεν αναίσχυντος εκείνη γυνή, η οποία ετόλμησε να τον υβρίση, εξέψυχε με χαλεπόν θάνατον. Αγαρηνοί δε επέδραμον μετ’ ολίγας ημέρας νύκτα τινά εις το άνωθεν Μοναστήριον των αιρετικών και αυτό μεν κατέκαυσαν, τους αθλίους δε εκείνους απήγαγον ως δούλους με όλα των τα πράγματα, ότι η κατάρα του Αγίου τους έφθασεν. Αλλά τούτο μεν είναι παιδεύσεως και σωφρονισμού διήγημα, άλλο δε να είπωμεν ωφελείας και χάριτος. Ο αρχηγός του βυζαντινού στρατεύματος, ήτοι ο Κόμης της Ανατολής, ονόματι Κήρυκος, ανδρείος εις τους πολέμους και εύτολμος, έμελλε να υπάγη κατά των Περσών με τους στρατιώτας του. Όθεν ως ευλαβής απήλθεν ειε τους Αγίους Τόπους πρότερον να προσκυνήση, ίνα τον βοηθήση ο Κύριος. Ακούσας δε την φήμην του Θεοδοσίου, επήγε και τον προσεκύνησε, ζητών την ευλογίαν του, εκείνος δε τον καθωδήγησε νε μη ελπίζη εις το ξίφος και το τόξον του, κατά τον θείον Δαβίδ, αλλά εις την θείαν δύναμιν. Αυτά λέγοντος του Οσίου και έτερα όμοια, κατενύγη ο Κόμης, και του εζήτησε το τρίχινον, όπερ εφόρει εκείνος εσωτερικώς, να το κρατή αντί ασπίδος και ως φυλακτήριον εις τον πόλεμον, ο δε Όσιος του το έδωκε βλέπων την πολλήν του ευλάβειαν. Ενδυθείς λοιπόν ο Κήρυκος ως θώρακα εκείνο το τρίχινον ένδυμα, και μεταβάς εις την Περσίαν έκαμεν ανδραγαθίας θαυμασίας, και επέστρεψε με τιμήν και δόξαν άπειρον. Δεν εφάνη δε προς τον ευεργέτην αχάριστος, αλλά επανήλθεν εις τον Όσιον, ταύτα λέγων· «Ευχαριστώ την αγιωσύνην σου, Πάτερ Αγιώτατε, διότι συ ήσο η αιτία της νίκης μου. Επειδή αφού ενεδύθην ως θώρακα το τρίχινον ένδυμά σου και συνεκροτήσαμεν πόλεμον, έγινε σκότος πολύ εις όλον τον τόπον, και δεν έβλεπον οι εχθροί μας ο εις τον άλλον, μόνον εγώ έβλεπον την αγιωσύνην σου, και με ωδήγεις εις τινας τόπους, όπου ενίκων τους εχθρούς μου θαυμασιώτατα, έως ότου τους εδίωξα τελείως». Όχι δε μόνον αυτόν τον Κήρυκον εβοήθησε θαυμασίως ο Όσιος, αλλά και πολλούς από διαφόρους κινδύνους ελύτρωσεν· άλλους μεν από τρικυμίαν εν θαλάσση, ενώ έμελλον να καταποντισθούν και κράζοντες αυτόν εις βοήθειαν, έπαυσεν η ταραχή των ανέμων και εσώθησαν. Άλλους δε πάλιν εφύλαξεν εις την ξηράν από άγρια θηρία, και δεν τους εσπάραξαν, καθώς τον είδον οι κινδυνεύοντες άλλοι καθ’ ύπνους και έτεροι έξυπνοι οφθαλμοφανώς, και τους εβοήθει με τρόπον θαυμάσιον. Όχι δε μόνον ανθρώπους ωφέλησεν, αλλά και άλογα ζώα ενίοτε ως φιλάγαθος. Κάποτε πάλιν επήγαινε πτωχός τις με τον όνον του εις υπηρεσίαν, καθ’ οδόν δε επετέθη εναντίον του λέων αγριώτατος. Τότε ο μεν άνθρωπος έφευγεν όσον ηδύνατο, και ο όνος ομοίως έτρεχε προς άλλην κατεύθυνσιν δια να γλυτώση από τον κίνδυνον. Τότε ο λέων αφήκε τον άνθρωπον, και έτρεχε με σπουδήν πολλήν να φάγη τον όνον, ο δε πτωχός εις την ανάγκην ταύτην ενεθυμήθη τον Όσιον Θεοδόσιον, και τον επεκαλέσθη εις βοήθειαν. Όθεν ευθύς ως είπε το όνομα του Αγίου, έπαυσεν ο θυμός του λέοντος, και αφήσας αμφοτέρους αβλαβείς ανεχώρησεν. Είχε δε και το προορατικόν και ήξευρε τα μέλλοντα σαφώς. Ημέραν δε τινα επρόσταξε προώρως να κτυπήσουν το σήμαντρον, και συναχθέντες οι αδελφοί ηρώτων αυτόν τι συνέβη και επρόσταξε να σημάνουν προ της κεκανονισμένης ώρας, αφού ήσαν δύο ώραι της ημέρας. Ο δε βαρέως στενάζων απεκρίνατο. «Ας κάμωμεν, Πατέρες, προς Κύριον δέησιν, ότι οργήν Θεού βλέπω και έρχεται από την Ανατολήν τάχιστα». Αυτοί δε, επειδή δεν έβλεπον τίποτε, δεν ελυπούντο την μέλλουσαν συμφοράν, ούτε μέριμναν είχον. Και την έκτην ημέραν ήλθε μήνυμα, ότι έπεσεν από μεγάλον σεισμόν η Αντιόχεια, κατά την ιδίαν εκείνην ώραν που είδε την οπτασίαν ο Όσιος, και τότε οι αδελφοί ενθυμηθέντες την πρόρρησιν αυτού εθαύμαζον. Ήτο δε και κατά πολλά ταπεινός, και δεν ενόμιζε τον εαυτόν του σημαντικόν. Όθεν βλέπων ποτέ δύο αδελφούς να δέρωνται, τους επρόσταξε να λύσουν την έχθραν κατά το δεσποτικόν πρόσταγμα και όταν είδεν ότι δεν ήθελον, υπό του θυμού νικώμενοι, έπεσεν εις τους πόδας αυτών και παρεκάλει ο Ποιμήν τα πρόβατα, ο Πατήρ τα τέκνα, ο Διδάσκαλος τους μαθητάς, ο ιατρός τους ασθενείς να θεραπεύση την πληγήν των, και δεν τον εισήκουον. Όθεν δια να τους νικήση, με άκραν ταπείνωσιν έβαλεν εις την γην την ιεράν αυτού κεφαλήν, και δεν εσηκώθη από το έδαφος, έως ου εμάλαξε το μίσος από την καρδίαν αυτών, και τους έκαμε και εφίλησαν ο ένας τον άλλον και εις το τέλος ειρήνευσαν. Αυτά και έτερα κατορθώσας ο θείος όντως Θεοδόσιος, επλησίασεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον. Λοιπόν τον εύρε μεγάλη ασθένεια, και τόσον δεινή, ώστε εκείτετο επί εν έτος με πολλάς οδύνας βασανιζόμενος, διεβρώθη δε το δέρμα της λαγόνος του από την αδυναμίαν και πολυκοιτίαν και δεν έμεινε παρά μόνον το οστούν, και ποτέ του δεν εγόγγυσεν ο αείμνηστος ούτε σχήμα ραθυμίας έδειξεν, ούτε λόγον πικρόν γογγυσμού ποσώς επρόφερεν, αλλά εδόξαζε μεγαλοψύχως τον Κύριον. Βλέπων δε αυτόν γέρων τις τοσούτον δεινώς οδυνώμενον, είπεν εις αυτόν· «Κάμε, Πάτερ, προς Κύριον δέησιν, να σε λυτρώση από την δεινήν ταύτην ασθένειαν». Ο δε Άγιος τον εκύτταξε λοξώς λέγων· «Μη λέγης τοιούτον λόγον άπρεπον, ότι πολλάκις ήλθε και εις εμέ τοιούτος λογισμός ψυχοβλαβέστατος και γνωρίσας ότι ήτο από τον δαίμονα τον εδίωξα, επειδή αφού πολλά καλά απήλαυσα εις την ζωήν ταύτην και έγινα πανταχού ονομαστός και περίφημος, το πρέπον είναι να κακοπαθήσω ολίγον δια να εύρω εις την άλλην ζωήν παράκλησιν, και να μη ακούσω την δεινήν εκείνην απόφασιν ως ο πλούσιος· «απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου». Έμεινε λοιπόν όλον τον καιρόν εκείνον της ασθενείας ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, και καθ’ ώραν προσηύχετο με όλην την ασθένειαν και δεν έλειπεν η ωδή από τα χείλη του, επροφήτευσε δε και πολλά πράγματα εις τους αδελφούς, τα οποία όλα ετελειώθησαν· όταν λοιπόν εγνώρισαν ότι επλησίασεν η τελευτή του, συνήχθησαν τα πνευματικά του τέκνα και ωδύροντο τοιούτου Πατρός την υστέρησιν· αυτός δε τους παρηγόρει και τους εδίδασκε να έχουν έως τέλους υπομονήν εις όσους πειρασμούς συμβαίνουσι και να υποτάσσωνται εις τους προεστώτας, οίτινες θέλουν ηγουμενεύσει και άλλα πολλά αναγκαία τους παρήγγειλεν· εξαιρέτως δε είπε ταύτα· «Εάν ιδήτε μετά την τελευτήν μου να αυξάνη το ποίμνιον, να πληθύνωνται οι Μοναχοί με την πάροδον του καιρού, έχετε καλάς ελπίδας, ότι θα τελειώσουν και τα επίλοιπα που σας είπα». Και ούτως εγένετο· ότι όχι μόνον ζώντος αυτού ήνθει το Μοναστήριον, αλλά και μετά την αποβίωσιν αυτού έμεινεν ως ήτο πρότερον Κοινόβιον άδολον κατά τας παραδόσεις και τάξεις που τους έδωκε, τας οποίας εφύλαξαν απαρασάλευτα. Όθεν πολλοί από τους μακαρίους εκείνους έκαμαν διάφορα θαύματα· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Όταν εγνώρισεν ο Άγιος, ότι μετά τρεις ημέρας έμελλε να υπάγη προς Κύριον, προσεκάλεσε τρεις Επισκόπους και ασπασάμενος αυτούς επήρε συγχώρησιν, οίτινες έκλαιον την τούτου υστέρησιν, νομίζοντες τον θάνατον εκείνου μεγάλην ζημίαν των. Εκείνος δε πάλιν έχαιρεν ενθυμούμενος ότι επήγαινε προς τον ποθούμενον Χριστόν, ίνα συναγάλλεται μετά των Αγγέλων αιωνίως. Μετά ταύτα εσήκωσε τας χείρας ολίγον και προσηύχετο μυστικά προς Κύριον, και συμπλέκων τας χείρας εις στήθος εις σχήμα Σταυρού, παρέδωκε την γενναίαν εκείνην ψυχήν (την οποίαν εφοβούντο οι δαίμονες) εις τας αχράντους χείρας του Παναγάθου Θεού, ζήσας χρόνους εκατόν πέντε· ο δε Θεός ετίμησε και την τελευτήν του δούλου του με ένα μέγα θαυμάσιον. Άνθρωπός τις από την Αλεξάνδρειαν, ονόματι Στέφανος, είχε πολύν καιρόν πονηρόν δαιμόνιον, και επήγεν εις τον Άγιον ζώντος αυτού, ίνα τον θεραπεύση, και δεν έτυχε θεραπείας· πλην ηξεύρων, ότι εάν δεν ισχύση η προσευχή του Αγίου να ιατρευθή, δεν είχεν ελπίδα εις άλλον τινά, δεν ανεχώρησεν από το Μοναστήριον, αλλά έμεινεν εκεί έως την τελείωσιν του Αγίου. Βλέπων λοιπόν ο Στέφανος νεκρόν τον Άγιον έκλαιεν επάνω εις το λείψανον πικρώς, ανέσπα τας τρίχας του, εκτύπα το πρόσωπον εις το έδαφος και έλεγε ταύτα προς τον Άγιον· «Ουαί μοι, ότι σήμερον εχάθη η ελπίς μου, η καταφυγή, η βοήθεια, ότι εις σε είχον το θάρρος μου, Άγιε, να με λυτρώσης τον άθλιον από τον πονηρόν δαίμονα, και τώρα τελείως απηλπίσθην ο δείλαιος· κάλλιον είναι να πέσω εις το πυρ ή εις την θάλασσαν, ή να συνταφώ μετά σου, παρά να με βασανίζη τοιούτος άσπλαγχνος τύραννος». Αυτά και άλλα πλείονα λέγων, ηνηγκαλίζετο τον Άγιον, χύνων ως ποταμόν τα δάκρυα. Τότε τον έρριψεν ο δαίμων, ίνα δείξη ότι χωρίς την θέλησίν του εξήρχετο, ότι η θεία δύναμις τον εδίωκεν. Έπειτα αφού τον ετάραξε πολλά, εξήλθε βιαίως ο τρισκατάρατος και έμεινεν υγιής ο Στέφανος και εδόξασε τον Κύριον. Ούτος ήτο ο θαυμάσιος και φοβερός εις πάντας Θεοδόσιος, εις τον οποίον όχι μόνον ζώντα αλλά και μετά θάνατον υπετάσσοντο η γη, ο ουρανός, ο αήρ, η θάλασσα και οι δαίμονες· όστις προσέτασσε τα θηρία της γης και δεν τον έβλαπτον, τον ουρανόν και έβρεχε, τον αέρα και παρέσυρε την ακρίδα εις την θάλασσαν και ησύχαζε, και τους δαίμονας και έφευγον από τους ανθρώπους έντρομοι. Εξήλθε λοιπόν η φήμη πανταχού ότι ο μέγας Θεοδόσιος υπάγει προς Κύριον και έτρεχον οι πιστοί πλήθος άπειρον, λαϊκοί, Μοναχοί, Ιερείς και Επίσκοποι και συνηγωνίζοντο και συνωθούντο να ασπασθούν όλοι το ιερόν λείψανον. Ήλθε δε και ο Αγιώτατος Πέτρος, όστις ήτο τότε Πατριάρχης εις τα Ιεροσόλυμα, και μετά βίας ηδυνήθησαν όλοι εκείνοι οι θαυμάσιοι Αρχιερείς να καταπείσουν το πλήθος του λαού να παραμερίσουν να ενταφιάσουν τον Άγιον· ότι έκαστος είχε πόθον να ασπασθή έστω και το ράσον του, ή τας τρίχας ή άλλο τι να λάβη προς ευλογίαν του. μετά πολλάς ώρας λοιπόν έκρυψαν εις την γην τον ουρανού άξιον και θησαυρόν πολύτιμον, και τελέσαντες όσα έπρεπε κατά την τάξιν της Εκκλησίας μας ανεχώρησαν, δοξάζοντες Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον, την μίαν Θεότητα· η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Ιανουαρίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΤΑΤΙΑΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Τατιανή η Μάρτυς κατήγετο εκ της αρχαίας Ρώμης, ακμάσασα κατά τους χρόνους του βασιλέως Αλεξάνδρου, εν έτει σκβ΄ (222), θυγάτηρ μεν πατρός πλουσίου και περιφανούς, ο οποίος τρις εγένετο ύπατος, διάκονος δε της Εκκλησίας κατά την τάξιν και το επάγγελμα. Αύτη λοιπόν, διότι ωμολόγει τον Χριστόν, ωδηγήθη έμπροσθεν του βασιλέως, και εισελθούσα μετ’ αυτού εις τον Ναόν των ειδώλων, δια προσευχής της κατεκρήμνισε τα είδωλα. Όθεν δέρουσι ταύτην εις το πρόσωπον και με σιδηράς αγκίδας σχίζουσι τα βλέφαρά της. Έπειτα κρεμώσιν αυτήν και καταξεσχίζουσι το σώμα της, και είτα ξυρίσαντες την κεφαλήν της δια καταισχύνην, ρίπτουσιν αυτήν εις το πυρ και δίδουσιν εις τα θηρία. Επειδή δε διεφυλάχθη από αυτά αβλαβής με την χάριν του Θεού, τούτου ένεκα απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβεν η αοίδιμος τον στέφανον του μαρτυρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Ιανουαρίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΕΡΜΥΛΟΥ και ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Έρμυλος και Στρατόνικος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν επί του δυσσεβούς Λικινίου, όστις είχε πολλήν σπουδήν εις την θυσίαν των ειδώλων ο δόλιος, τους δε Χριστιανούς εκόλαζεν άσπλαγχνα και διαφόρως αυτούς εβασάνιζεν, ίνα αρνηθούν την ευσέβειαν και τους εθανάτωνε χαλεπώτατα. Και όστις ήθελε καταμηνύσει προς τον βασιλέα τινά Χριστιανόν, ελάμβανεν απ’ αυτόν πολλήν την ανταμοιβήν. Όθεν όλοι Έλληνες εφρόντιζον να εύρουν Χριστιανούς, δια να φανούν προς τον βασιλέα ευγνώμονες και ευσεβείς προς τα είδωλα. Καθεζόμενος λοιπόν ποτέ εις τον θρόνον του ο δυσσεβής ούτος Λικίνιος, ήλθεν εις στρατιώτης και λέγει προς αυτόν· «Ηξεύρω ένα άνθρωπον, όστις είναι εις την τάξιν των Χριστιανών Διάκονος, ονόματι Έρμυλος, και περιγελά τους θεούς και την βασιλείαν σου». Ο δε Λικίνιος επρόσταξε να τον φέρωσιν ευθύς εις το θέατρον· και πηγαίνοντες οι στρατιώται, τον εύρον να προσεύχεται. Αναγγείλαντες λοιπόν εις αυτόν το βασιλικόν πρόσταγμα, ευθύς πρόθυμος ηκολούθησεν αυτούς, χωρίς να δείξη σημείον σκυθρωπότητος, μάλιστα δε και έχαιρεν, ότι έμελλε να πάθη δια τον Χριστόν κολαστήρια. Παραστήσαντες λοιπόν αυτόν εις το θέατρον, τον ηρώτησεν ο βασιλεύς, εάν ήτο Χριστιανός· ο δε απεκρίνατο· «Όχι μόνον με φωνήν λαμπράν και γνώμην στερράν ομολογώ, ότι είμαι Χριστιανός, αλλά και ότι αφιερώθην εις τον Θεόν, Διάκονος εκείνου γενόμενος». Λέγει προς αυτόν ο Λικίνιος· «Λοιπόν, διακόνησον εις τους θεούς, ίνα σε τιμήσω ως πρέπει». Ο δε απεκρίνατο· «Κωφός είσαι ή υποκρίνεσαι ότι είσαι μωρός και ανόητος; Εγώ σου είπα ότι είμαι του αοράτου θεού Διάκονος, και συ μου λέγεις να λατρεύσω λίθους και ξύλα κωφά και άψυχα είδωλα, έργα χειρών ανθρώπων, τα οποία όσοι έχουν γνώσιν και φρόνησιν καταφρονούσιν ως άξια γέλωτος, συ δε τα προσκυνείς ως πεπλανημένος και ανόητος;» Εις ταύτα εθυμώθη ο τύραννος και προστάσσει να τον κτυπούν εις τας σιαγόνας με χαλκά όργανα· ο δε κήρυξ έλεγε ταύτα μεγαλοφώνως· «Φύλαττε την γλώσσαν σου, Έρμυλε, και τίμα τον αυτοκράτορα, θυσίασε εις τους θεούς, ίνα αποφύγης τα βάσανα». Ο δε Μάρτυς υπέφερε τας μάστιγας και έχαιρεν ονειδίζων ως νικημένον τον τύραννον, και του έλεγεν· «Εγώ μεν λαμβάνω αυτάς τας μικράς πληγάς πρόσκαιρα, αλλά συ θέλεις κληρονομήσει αιώνιον κόλασιν, διότι αφήκες εκείνον όστις σε έπλασε και προσκυνείς κωφά και άλαλα ξόανα· και το χειρότερον, φθονείς και των άλλων την σωτηρίαν και προσπαθείς να τους ρίψης εις την απώλειαν». Αφού δε τον έδειραν ώραν πολλήν, επέρασεν ο θυμός του τυράννου, και προστάσσει να τον φυλακίσουν έως την τρίτην ημέραν, μήπως και έλθη εις μεταμέλειαν· ο δε Μάρτυς έψαλλε· «Κύριος εμοί βοηθός, και ου φοβηθήσομαι». Όταν δε εισήλθεν εις την φυλακήν έλεγεν· «Ο καθήμενος επί των Χερουβείμ εμφάνηθι, και ελθέ εις το σώσαι ημάς». Και ο μεν Μάρτυς υπέμεινε τα λυπηρά γενναίως δια τον Κύριον, εκείνος δε δεν ημέλησε να του στείλη ως φιλάνθρωπος την εξ ύψους βοήθειαν· και παρακινών αυτόν εις περισσοτέραν ανδρείαν, έστειλεν Άγγελον, και λέγει προς παράκλησίν του· «Έχε θάρρος και μη φοβηθής ποσώς, Έρμυλε· αγωνίζου και μη δειλιάσης, ότι εις ολίγας ημέρας θέλεις νικήσει τας μηχανάς του τυράννου, να λάβης εξ ουρανών λαμπρότερον του μαρτυρίου τον στέφανον». Ούτως οπλίζει ο Κύριος τον δούλον αυτού, δίδων κατά του τυράννου σωτηρίαν και δύναμιν. Μετά δε την τρίτην ημέραν, καθίσας εις το κριτήριον ο Λικίνιος, έφερε τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Εσωφρονίσθης ολίγον, Έρμυλε, να προσκυνήσης τους θεούς, να λυτρωθής από τους κινδύνους, ή ακόμη μένεις εις το πρώτον πείσμα σου ως υπερήφανος;» Ο δε απεκρίνατο· «Επειδή σου είπα από την πρώτην αρχήν την γνώμην μου, τι κοπιάς να με δοκιμάζης πάλιν, και χάνεις τον καιρόν άκαρπα; Εγώ τον Θεόν του ουρανού προσκυνώ, και γίνομαι θυσία δι’ αυτόν, από τον οποίον αναμένω μεγάλην βοήθειαν». Τότε είπε προς αυτόν ο τύραννος· «Τώρα θα ίδω εάν είναι δυνατός αυτός τον οποίον προσκυνείς εις τους ουρανούς και αν θα σε βοηθήση». Και ευθύς προστάσσει εξ άνδρας δυνατούς να τον απλώσουν εις την γην και να τον ραβδίζουν ασπλάγχνως. Και οι μεν φονείς εκείνοι έδερον αυτόν ωμότατα, φθαρτού βασιλέως κακώς υπακούοντες, ο δε Μάρτυς προς τον ουράνιον ηύχετο, και υπομένων ανδρείως τας βασάνους έλεγε· «Κύριε ο Θεός μου, όστις εμαστιγώθης από τον Πιλάτον δια την σωτηρίαν μου, αυτός και εμέ πάσχοντα δια την αγάπην σου ενδυνάμωσον, και αξίωσόν με να γίνω κοινωνός του πάθους σου και της σης λαμπρότητος». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, φωνή ηκούσθη λέγουσα· «Αμήν, Έρμυλε, μετά τρεις ημέρας θα λυτρωθής από τα λυπηρά και θα έλθης προς με, να σου ανταποδώσω πλουσίως τας αμοιβάς των πόνων σου». Αυτή η φωνή τον μεν Άγιον ενεθάρρυνε και έγινεν ανδρειότερος, τους δε στρατιώτας εφόβισε και έπεσον κατά γης έντρομοι· ομοίως και ο βασιλεύς με τους λοιπούς εδειλίασαν· πλην ως τετυφλωμένος από την ασέβειαν, δεν ηδυνήθη να καταλάβη την αλήθειαν, αλλά πάλιν εφυλάκισε τον Μάρτυρα· ο δε δεσμοφύλαξ, όστις επροστάχθη να φυλάττη τον Άγιον, ήτο φίλος του, ονόματι Στρατόνικος, όστις επίστευεν εις τον Χριστόν κρυφά, όμως δεν ετόλμα να παρρησιασθή το τέλος φοβούμενος, μόνον εσυμπόνει τον Άγιον και τον εβοήθει κρυφίως, ο οποίος έψαλλε πάλιν εις την φυλακήν ταύτα μετά πόθου και πίστεως· «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;» και τα λοιπά του ψαλμού. Και όταν τον ετελείωσεν, ήλθεν εις αυτόν φως άνωθεν θαυμασίως, δια να βεβαιώση το ψαλλόμενον· φωνή δε πάλιν ηκούετο ως και πρότερον και του έλεγε να μη φοβήται, ότι την τρίτην ημέραν υπάγει προς τα ουράνια. Την άλλην ημέραν καθίσας εις τον θρόνον ο τύραννος, έφερε τον Μάρτυρα, και λέγει προς αυτόν· «Πως σου εφάνη το σκοτεινόν δεσμωτήριον; Μετεμελήθης να κάμης το συμφέρον σου ή ακόμη χρειάζεσαι κολαστήρια;» Ο δε απεκρίθη με γλυκύτητα και φαιδρότητα· «Εμένα το σκοτεινόν εκείνο οικητήριον έγινε φωτός αμέτρου και αγαλλιάσεως πρόξενον, έχει δε εξ αυτού η ψυχή μου ηδονήν και ευφροσύνην απόρρητον, ελπίζων να απολαύσω ζωήν αιώνιον. Όμως εσέ θαυμάζω, ότι δεν αποτινάσσεις το σκότος της ψυχής σου να καταλάβης την αλήθειαν». Λέγει ο τύραννος· «Δεν έμαθες άλλο καλόν ειμή μόνον να υβρίζης, το οποίον είναι της γλώσσης ακολασία και ψυχής υπερηφάνεια άμετρος; Προσκυνείς τους θεούς, ή να σου δώσω ό,τι σου πρέπει, αναίσχυντε;» Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Είπον σοι, ω βασιλεύ, την απόκρισιν, και κάμε ό,τι βούλεσαι». Τότε θυμωθείς ο Λικίνιος προστάσσει να τον απλώσουν εις την γην ανάσκελα, και να δέρουν την κοιλίαν του γυμνήν με ράβδους τριγωνικάς. Αυτή δε η βάσανος είναι σκληρά και επώδυνος, ότι αι γωνίαι των ράβδων ήσαν ως ακονισμένη μάχαιρα, και κατεξέσχιζον τας σάρκας του. Ούτω λοιπόν δερόμενος άσπλαγχνα δεν είχεν άλλην παραμυθίαν, μόνον να λέγη του Χριστού το γλυκύτατον όνομα· «Κύριε, εις το βοηθήσαί μου σπεύσον» και άλλα όμοια. Ο δε Θεός ταχέως επήκουσε και παρεστάθη αοράτως και ανεκούφισε τους πόνους του, ευαγγελιζόμενος εις αυτόν την τελείωσιν. Ο δε τύραννος, όσον έβλεπε τον Μάρτυρα ότι υπέμενε με καρτερίαν την βάσανον, τόσον αυτός εθυμώνετο, ότι δεν ηδύνατο να τον νικήση, και προστάσσει να ξεσχίζουν με όνυχας αετού την κοιλίαν του, έως να φανώσι και τα εντόσθια· αλλά και ταύτην την βάσανον υπέμεινεν ο Άγιος τοιαύτα ευχόμενος· «Η καρδία μου και η σάρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» και άλλα παρόμοια. Ο δε καλός Στρατόνικος παρίστατο εκεί πλησίον, και εσπαράσσετο η καρδία του βλέπων τον φίλον του τοιαύτα πάσχοντα, και μη δυνάμενος να τον βοηθήση έκλαιεν. Όθεν τινές στρατιώται, ιδόντες τούτον ούτω συμπάσχοντα και δακρύοντα, ηννόησαν την αιτίαν και τον επρόδωσαν ως Χριστιανόν εις τον τύραννον, όστις ηρώτησεν αυτόν εάν ήτο φίλος του Ερμύλου και της αυτής γνώμης και πίστεως. Ο δε Στρατόνικος, κρίνων τον καιρόν εύκαιρον και αρμόδιον της ομολογίας, ομολογεί την ευσέβειαν, ελέγχει τον τύραννον αφόβως και περιπαίζει τα είδωλα. Τότε προστάσσει ο βασιλεύς να τον γυμνώσουν και να τον ραβδίζουν έως να ξεψυχήση από τας μάστιγας. Ο δε Στρατόνικος ούτως ασπλάγχνως μαστιγούμενος εκύτταζε προς τον φίλον του και λέγει· «Δεήσου εις τον Χριστόν να μου δώση βοήθειαν, Έρμυλε, ίνα δυνηθώ να νικήσω τον τύραννον και να λάβω τον στέφανον της αθλήσεως». Ταύτα λέγων ήλεγχε τον Λικίνιον, ότι τον εβίαζε να προσκυνήση τυφλούς θεούς και να αφήση τον όντως Θεόν, όστις μέλλει να κρίνη την οικουμένην άπασαν και να κολάση όσους τον αθετήσουν. Ο δε τύραννος, βλέπων ότι ήτο όλον του το σώμα μία πληγή, είπε να τον φυλακίσουν έως την αύριον, ελπίζων μήπως και μεταμεληθή από τον πόνον των πληγών, να προσκυνήση τα είδωλα. Ο δε Άγιος και φυλακισμένος προσηύχετο λέγων· «Κύριε, μη μνησθής ημών ανομιών αρχαίων, βοήθησον ημίν ένεκεν της δόξης του ονόματός σου». Τότε ήλθε φωνή θεία λέγουσα· «Τον δρόμον ετελειώσατε, την πίστιν εφυλάξατε, λοιπόν αύριον να λάβετε της δικαιοσύνης τον στέφανον». Όταν εξημέρωσεν, έφεραν πάλιν τον Έρμυλον εις εξέτασιν, και τον ηρώτα ο τύραννος, εάν ήθελε να θυσιάση εις τα είδωλα. Και αυτός του απεκρίθη τα πρότερα λέγων· «Καίε, τιμώρει, κόπτε, κάμνε ει τι θέλεις, ότι εγώ δεν φοβούμαι εκείνους οι οποίοι φονεύουσι το σώμα, την δε ψυχήν δεν δύνανταινα βλάψουν ουδόλως, αλλά μάλλον ωφέλειαν της δίδουσι». Τότε προστάσσει ο βασιλεύς να τον κρεμάσουν εις το ξύλον, να καταξεσχίζουν τας σάρκας του. Ο δε κατακοπτόμενος προσηύχετο, επικαλούμενος τον Θεόν εις βοήθειαν. Και ούτως ακούει φωνήν άνωθεν λέγουσαν· «Μη φοβείσαι· εγώ είμαι ο Θεός σου και σου δίδω βοήθειαν». Συνταραχθείς λοιπόν και φοβηθείς την φωνήν ο Λικίνιος, κατεβίβασεν από το ξύλον τον Άγιον, και προστάσσει να τον ρίψωσιν εις ένα ποταμόν, Ίστρον καλούμενον, δια να μη εύρουν οι Χριστιανοί το λείψανον, τον δε Στρατόνικον συνεβούλευεν ακόμη και εδοκίμαζε να φέρη εις την ασέβειαν, λέγων προς αυτόν· «Θύσον τουλάχιστον συ εις τους θεούς, να μη πάθης τα όμοια του φίλου σου». Ο Στρατόνικος απεκρίθη· «Εάν εκείνος απέθανε δια τον Χριστόν, πως να γίνω εγώ τόσον άθλιος και ανόητος να κάμω τον λόγον σου;» Λέγει ο τύραννος· «Λοιπόν θέλεις να συναποθάνης και συ με τον Έρμυλον;» Λέγει ο Άγιος· «Ναι, κατ’ αλήθειαν, ότι καθώς έχουν οι φίλοι κοινήν την χαράν και απόλαυσιν, ούτω πρέπει να έχωσι κοινάς και τας θλίψεις και βασάνους, μάλιστα ότι δεν είναι τιμιώτερον πράγμα ούτε γλυκύτερον από το να λάβωμεν δια τον Χριστόν μας θάνατον». Απελπισθείς λοιπόν ο βασιλεύς και δι’ αυτόν, και γνωρίζων ότι δεν αλλάσσειγνώμην, έδωκε την απόφασιν, να θανατώσουν και τους δύο με όμοιον θάνατον εις τα ποτάμια ύδατα, καθώς έμελλον να απολαύσουν εις τον παράδεισον ομοίους στεφάνους και κοινήν αγαλλίασιν. Όταν λοιπόν τους ωδήγουν εις τον θάνατον έλεγον· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Έχαιρον δε ως να ήσαν προσκεκλημένοι εις μεγάλην απόλαυσιν. Φθάσαντες εις τον ποταμόν τους έβαλαν εις μίαν σπυρίδα και τους εβύθισαν. Ο δε Ίστρος υπεδέχθη μεν τα άγια σώματα, δια να αγιασθώσι τα ύδατα αυτού, αλλά πάλιν ύστερον τα εξέβαλεν εις την γην, μη υποφέρων να έχη εις τον βυθόν αυτού κεκρυμμένον τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον, ταύτα του παναγάθου Θεού προστάσσοντος, δια να μη ζημιωθούν τούτου του αγαθού οι χριστεπώνυμοι. Μετά την τρίτην ημέραν λοιπόν εύρον τινές άνδρες θεοφιλείς εκείνα τα μαρτυρικά σώματα, και λαβόντες αυτά ευλαβώς έψαλαν ιερούς ύμνους και επιτάφια. Και τελέσαντες εις αυτά όσα ο νόμος διακελεύεται, τα ενεταφίασαν μακράν της πόλεως Σιγηδώνος δέκα οκτώ στάδια, εις ένα τόπον και τα δύο, καθώς και τους άθλους και τον θάνατον κοινούς υπέμειναν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”