Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΕΙΡΗΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ειρήνη, η Αγία Μεγαλομάρτυς, ήτο μονογενής θυγάτηρ Λικινίου του βασιλίσκου και Λικινίας. Εγεννήθη εις την πόλιν Μαγεδών και ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου (306 – 337), ωνομασθείσα πρότερον Πηνελόπη. Επειδή δε ήτο ωραία και υπερέβαλλε κατά το κάλλος όλας τας συγχρόνους της κόρας, ο πατήρ της ο οποίος εφοβείτο δι’ αυτήν την ενέκλεισεν εντός υψηλού πύργου, τον οποίον επί τούτο έκτισε. Συνέκλεισε δε μετ’ αυτής και δεκατρείς ωραίας θεραπαινίδας, εν μέσω των οποίων η Ειρήνη διήγε μετά πλούτου πολλού και έχουσα θρόνον, τράπεζαν και λυχνίαν κατεσκευασμένα εκ χρυσού. Όταν δε ωρίσθη παρά του πατρός της να μένη εν τω πύργω ήτο εξαετής και επαιδαγωγείτο και εδιδάσκετο υπό τινος γέροντος, Απελλιανού ονομαζομένου, τον οποίον ο πατήε της Λικίνιος διώρισεν, ίνα επιτηρή αυτήν. Μίαν ημέραν είδεν η Αγία περιστεράν εισελθούσαν εις τον πύργον και φέρουσαν κλάδον ελαίας εις το στόμα της, τον οποίον απέθεσεν επί της χρυσής τραπέζης. Καθ’ όμοιον τρόπον είδε και αετόν κρατούντα δια του ράμφους του στέφανον, πεπλεγμένον με άνθη, τον οποίον και ούτος αφήκεν επί της τραπέζης και έπειτα είδε κόρακα εισελθόντα εκ του άλλου παραθύρου και κρατούντα όφιν, τον οποίον απέθεσε και αυτός επί της χρυσής τραπάζης. Βλέπουσα δε ταύτα η μακαρία αύτη κόρη ηπόρει και εσυλλογίζετο τι άρα ταύτα δηλούσιν. Τότε ο γέρων Απελλιανός, ο διδάσκαλός της, εξήγησε ταύτα, ειπών προς αυτήν· «Η μεν περιστερά δηλοί την παιδείαν της γνώμης, ο δε κλάδος της ελαίας σημείον θαυμαστόν γεγονότων και τύπον βαπτίσματος, ο αετός, επειδή είναι βασιλεύς των πτηνών, προεικονίζει, δια του βασιλικού του στεφάνου, μέλλουσαν νίκην εις εκλεκτάς και αγαθάς πράξεις· ο δε κόραξ και όφις δηλούν, ότι θέλεις δοκιμάσει θλίψιν και ταλαιπωρίαν». Δια της εξηγήσεως ταύτης, την οποίαν έδωκεν ο Απελλιανός εν συντομία, απεκάλυπτε τον αγώνα του Μαρτυρίου, το οποίον έμελλεν η Αγία να τελειώση, δια την αγάπην της προς τον Θεόν. Τα δε εν συνεχεία εξιστορούμενα περί της Αγίας αυτής είναι πράγματι παράδοξα και υπερφυσικά. Λέγουσα, δηλαδή, ότι Άγγελος Κυρίου έδωκεν εις αυτήν το όνομα και αντί Πηνελόπης μετωνόμασεν αυτήν Ειρήνην και ακολούθως ότι Άγγελος Κυρίου τής εδίδαξε την του Χριστού πίστιν και προείπεν εις αυτήν, ότι πολλαί μυριάδες ψυχών θα σωθώσι δι αυτής και ότι θέλει έλθει προς αυτήν παραδόξως ο Απόστολος Τιμόθεος, ο του Παύλου μαθητής, όστις θέλει βαπτίσει αυτήν. Όταν δε όλα ταύτα επραγματοποιήθησαν, τότε η μακαρία Ειρήνη εκρήμνισε τα είδωλα του πατρός της, συντρίψασα ταύτα. Πρώτον λοιπόν εξητάσθη υπό του ιδίου πατρός της ο οποίος, ως είδεν ότι αύτη επέμενον εις την πίστιν του Χριστού, προσέταξε να την δέσωσι και ούτω δεδεμένην να την ρίψωσιν εις τους ίππους δια να την καταπατήσωσιν. Εις δε εκ των ίππων αυτών, αντί να βλάψη την Αγίαν, εξηγριώθη κατά του πατρός της, τον οποίον και έρριψε κατά γης συντρίψας την δεξιάν αυτού χείρα και αυτόν μεν εθανάτωσε, την δε Αγίαν εμακάρισε με ανθρωπίνην φωνήν. Λυθείσα η Μάρτυς εκ των δεσμών, παρεκλήθη υπό των παρεστώτων και προσευχηθείσα ανέστησε τον πατέρατης, ο οποίος επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά της συζύγου του και τριών άλλων χιλιάδων ανθρώπων, οίτινες άπαντες εδέχθησαν το Άγιον Βάπτισμα. Ο δε πατήρ της, εγκαταλείψας μετά ταύτα την βασιλείαν, κατώκησεν εις τον πύργον εκείνον, τον οποίον έκτισε δια την θυγατέρα του, και εκεί διήλθε το υπόλοιπον της ζωής του εν μετανοία. Αποθανόντος δε του πατρός της, εγένετο άλλος βασιλεύς, Σεδεκίας ονομαζόμενος, ο οποίος ηνάγκασε την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα. Επειδή όμως αύτη ουδόλως επείθετο, επρόσταξε και έρριψαν ταύτην την μακαρίαν πρηνή, εντός βαθυτάτου λάκκου, όπου ευρίσκοντο διάφορα ερπετά και δηλητηριώδεις όφεις. Η δε Αγία, αν και έμεινεν εκεί δεκατέσσαρας ημέρας, όμως εξήλθεν αβλαβής. Όθεν επριόνισαν τους πόδας αυτής, όμως δι’ επιστασίας θείου Αγγέλου κατέστη πάλιν υγιής. Έπειτα έδεσαν αυτήν εις τροχόν, το δε ύδωρ, το οποίον κάτω φερόμενον εκίνει τον τροχόν, εσταμάτησε πάραυτα, η δε Αγία έμεινεν ούτω τελείως αβλαβής. Εξ αιτίας δε του τοιούτου θαύματος επίστευσαν εις τον Χριστόν οκτώ χιλιάδες ψυχαί. Αφ’ ου δε ο βασιλεύς Σεδεκίας εξέπεσε της βασιλείας και ο υιός του Σαβώρ επολέμει τους εκθρονίσαντας τον πατέρα του, τότε η Αγία Ειρήνη συνήντησεν εκτός της πόλεως Μαγεδών τον Σαβώρ και το στράτευμα αυτού. Ως δε προσευχήθη, άπαντες ετυφλώθησαν και δεν έβλεπον που να υπάγωσι. Προσευχηθείσα δε πάλιν εδώρησεν εις αυτούς, δια της θείας Χάριτος, το φως των οφθαλμών των. Εκείνοι όμως οι αχάριστοι εκάρφωσαν τας πτέρνας της Αγίας και εφόρτωσαν αυτήν με σάκκον πλήρη άμμου, ούτω δε πεφορτωμένην την υπεχρέωσαν βιαίως να βαδίση εις απόστασιν τριών μιλίων. Επειδή δε αμέσως τότε η γη εσχίσθη εις δύο και εδέχθη εντός αυτής δέκα χιλιάδας απίστων, τούτου ένεκα προσήλθον εις την πίστιν του Χριστού έως τριάκοντα χιλιάδες άνθρωποι. Ο βασιλεύς όμως έμεινεν εν τη απιστία. Όθεν, ελθών Άγγελος Κυρίου, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσε. Τότε η Αγία, λαβούσα άδειαν, περιεπάτει ελευθέρως εντός της πόλεως και εποίει πολλά θαύματα. Πορευθείσα δε και εις τον πύργον, όπου ήτο ο πατήρ της μετά του Ιερέως Τιμοθέου, κατώρθωσε δια της διδασκαλίας της να προσέλθωσιν εις την πίστιν του Χριστού πέντε χιλιάδες ειδωλολατρών. Μετ’ αυτών δε επίστευσαν και τριάκοντα τρεις άνδρες, οι οποίοι ήσαν διωρισμένοι να φυλάττωσι τον πύργον, άπαντες δε ούτοι έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ήλθεν η Αγία εις την πόλιν την ονομαζομένην Καλλίνικον, όπου ήτο ο βασιλεύς Νουμεριανός, συγγενής των πρώην βασιλέων, και αφού παρουσιάσθη εις αυτόν, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν ενέκλεισαν αυτήν διαδοχικώς εντός τριών πεπυρωμένων χαλκίνων βοών, μεταθέτοντες αυτήν από του πρώτου εις τον δεύτερον και από του δευτέρου εις τον τρίτον. Ο δε τρίτος βους, καίτοι άψυχος ων, παραδόξως περιεπάτησε και έπειτα εσχίσθη. Όθεν εξήλθεν η Αγία εξ αυτού άφλεκτος και αβλαβής. Πολλοί δε άπιστοι, ιδόντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ήσαν δε ούτοι έως δέκα μυριάδες (100.000). Όταν δε ο βασιλεύς έμελλε να αποθάνη, παρήγγειλεν εις τον έπαρχον να τιμωρήση με διαφόρους βασάνους την Αγίαν· ο δε έπαρχος, δέσας την Μάρτυρα με αλύσεις, ήναψε μεγάλην πυράν κάτωθεν αυτής, αλλά κατελθών Άγγελος Κυρίου έσβεσε το πυρ και διεφύλαξε την Αγίαν αβλαβή. Όθεν ο έπαρχος, βλέπων τούτο, επίστευσεν εις τον Χριστόν μετά των οικείων του. Αλλ’ η φήμη των θαυμασίων τής Αγίας έφθασε και μέχρι του Σαβωρίου του των Περσών βασιλέως, όστις έζη κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τλ΄ (330), ούτος δε προσέταξε να αποκεφαλίσωσι την Μάρτυρα. Απεκεφαλίσθη λοιπόν η του Χριστού καλλίνικος Ειρήνη και ετέθη εντός τάφου, αλλά πάλιν ανεστήθη υπό θείου Αγγέλου, ο οποίος εμακάρισεν αυτήν, διότι εμαρτύρησεν υπέρ του Χριστού, ως επίσης και εκείνους όσοι επίστευσαν εις τον Χριστόν δι’ αυτής και όσους θα μνημονεύωσι το όνομά της, εορτάζοντες την ημέραν του Μαρτυρίου της. Αφού δε ανέστη, λέγεται ότι εισήλθεν εις την πόλιν την καλουμένην Μεσημβρίαν κρατούσα εις τας χείρας της κλάδον ελαίας και ούτω παρουσιάσθη εις τον βασιλέα, όστις, ιδών αυτήν, επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη υπό του Πρεσβυτέρου Τιμοθέου μετά πολλών μυριάδων ανθρώπων. Έπειτα μετέβη η Αγία εις την ιδίαν αυτής πόλιν Μαγεδών προς τους γονείς της και τον μεν πατέρα της επένθησεν, ως προαποθανόντα, αφού δε είδε και απεχαιρέτησε την μητέρα της, ανελήφθη υπό νεφέλης και έφθασεν εις την Έφεσον, όπου διέτριψεν επί τινα καιρόν, πλείστα θαύματα τελούσα και τιμωμένη ως εις Απόστολος. Μετά δε ταύτα συνήντησε και τον διδάσκαλον της Απελλιανόν. Αφού δε η Αγία εδίδαξε τους εν Εφέσω, παρέλαβε μεθ’ εαυτής μόνους εξ και τον Απελλιανόν και εξήλθε της πόλεως της Εφέσου· ευρούσα δε εκεί νεώρυκτον τάφον, εντός του οποίου ουδείς είχε ταφή, εισήλθεν εν αυτώ, επί του τάφου δε αυτού έθεσεν ο Απελλιανός λίθον. Διέταξε δε η Αγία, έτι ζώσα, ότι επί τέσσαρας ημέρας να μη κινήση κανείς τον λίθον, τον οποίον έμελλε να τοποθετήση επί του τάφου ο διδάσκαλός της. Μετά δε δύο ημέρας πορευθείς εις τον τάφον ο Απελλιανός, ω του θαύματος! εύρεν εγηγερμένον τον λίθον και μη υπάρχον εκεί το σώμα της Μάρτυρος. Ταύτα κατά μεν τους ταπεινούς και ασθενείς λογισμούς των ανθρώπων ίσως φανώσιν απίθανα, εις τον Θεόν όμως είναι τα πάντα δυνατά. Εκλήθη δε η Αγία ίνα δικασθή πρώτον μεν υπό του πατρός της Λικινίου, δεύτερον υπό του Σεδεκίου και Σαβώρ και Νουμεριανού υιού Σεβαστιανού, ως και υπό του επάρχου Βαύδωνος και Σαβωρίου του βασιλέως των Περσών. Αι δε πόλεις εις τας οποίας εμαρτύρησεν είναι αύται: Μαγεδών η πατρίς της, Καλλίνικος, Κωνσταντίνα και Μεσημβρία. [/b]
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου, Δικαίου, Πολυάθλου και Προφήτου ΙΩΒ.

Δημοσίευση από silver »


Ιώβ ο Άγιος Προφήτης ο Πολύαθλος κατήγετο εκ της χώρας της καλουμένης Αυσίτιδος, εκ των συνόρων της Ιουδαίας και Αραβίας, ήτο δε απόγονος των υιών του Ησαύ, του πρωτοτόκου υιού του Ισαάκ. Πέμπτος λοιπόν είναι ούτος από τον Αβραάμ. και ο μεν πατήρ του ωνομάζετο Ζαρέ, η δε μήτηρ του Βοσσόρα. Εκαλείτο δε ούτος πρότερον Ιωβάβ και προεφήτευσεν επί έτη τεσσαράκοντα πέντε, ακμάσας χίλια εννεακόσια είκοσι πέντε έτη προ της ελεύσεως του Χριστού. Δια τούτον τον Δίκαιον εζήτησεν ο διάβολος παρά του Θεού την άδειαν, ίνα τιμωρήση αυτόν και δια της τιμωρίας τον εξαναγκάση να αδημονήση και να βλασφημήση κατά του Θεού, επειδή ήκουσε του ιδίου του Θεού μαρτυρούντος, ότι είναι δίκαιος και ακατηγόρητος και υπερέχει όλων των τότε δικαίων. Όθεν ο Θεός επέτρεψε να δοθή ο Δίκαιος εις χείρας του. Ο δε διάβολος, λαβών την συγχώρησιν και την άδειαν ταύτην, εστέρησε τον δίκαιον όλων αυτού των κτημάτων και αφ’ ου τον κατεδυνάστευσε με λέπραν και με άλλας πληγάς και πάθη απαρηγόρητα, ανεχώρησε κατησχυμμένος. Επειδή με τας προσβολάς τοσούτων πειρασμών, τους οποίους επροξένησεν εις τον Δίκαιον, όχι μόνον δεν επέτυχε τον σκοπόν του, δηλαδή να τον κάμη να βλασφημήση κατά του Θεού, αλλά εις το αντίθετον έφθασεν αποτέλεσμα, διότι ο Δίκαιος Ιώβ έμεινε σταθερός και ακλόνητος εις τους πειρασμούς, αντί δε βλασφημιών ανέπεμπεν ευχαριστίας εις τον παντοδύναμον Θεόν. Όθεν ο Θεός, εις το τέλος των αγώνων του, ανεκήρυξε την δικαιοσύνην αυτού, λέγων· «Μη αποποιού μου το κρίμα· οίει δε με άλλως σοι κεχρηματικέναι ή ίνα αναφανής δίκαιος;» (Ιώβ μ:3). Δηλαδή, μη αποστραφής την τιμωρίαν ταύτην, την οποίαν σοι έδωκα, διότι μη νομίζης, ότι δια άλλον λόγον επέτρεψα να τιμωρηθής, ει μη ίνα φανής δίκαιος. Δια τούτο ο Θεός εχάρισεν εις τον Ιώβ όλα τα τέκνα και τα κτήματα, τα οποία επέτρεψε να στερηθή ούτος. Τα δε περί του Ιώβ κατά πλάτος και λεπτομερώς αναφέρονται εις το ιδιαίτερον και καθ’ αυτό βιβλίον του. Έζησε δε μετά την τιμωρίαν έτη εκατόν εβδομήκοντα, ώστε όλα τα έτη της ζωής του, τα προ και μετά την πληγήν, συμποσούνται εις διακόσια τεσσαράκοντα οκτώ.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Μαϊου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΝΕΙΛΟΥ του Νέου του και Μυροβλύτου, του εν

Δημοσίευση από silver »


Νείλος ο Όσιος Πατήρ ημών, ο εν τω όρει του Άθωνος ασκήσας ο και Μυροβλύτης λεγόμενος, ανέθαλε περί το τελευταίον τέταρτον του ιστ΄ αιώνος εν τη κωμοπόλει Άγιος Πέτρος της Κυνουρίας, γεννηθείς εξ ευσεβών γονέων. Είχε δε και θείον τινα Ιερομόναχον, ονόματι Μακάριον, όστις και παρέλαβε τούτον εκ νεαράς ηλικίας και καλώς εξεπαίδευσεν εις τα ιερά γράμματα και εις την άσκησιν της αρετής. Όταν δε ο θείος Νείλος ήλθεν εις ηλικίαν μετέβησαν μετά του θείου του Μακαρίου και ενετάχθησαν εις το εν Κυνουρία ευρισκόμενον Ιερόν Μοναστήριον, το καλούμενον Μαλεβή, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εις το Μοναστήριον αυτό ησύχασαν επί τινα καιρόν. Έπειτα ο θείος του Οσίου Νείλου Μακάριος, βλέπων τας αρετάς του νέου, προσεκάλεσε τον Αρχιερέα του τόπου και εχειροτόνησε τον Νείλον Ιεροδιάκονον κατόπιν δε και Ιερομόναχον εκεί εις το Μοναστήριον της Μαλεβή. Ποθούντες όμως να εύρουν θειοτέραν ζωήν, εγκατέλειψαν την πατρίδα των και φίλους και συγγενείς και μετέβησαν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος. Περιελθόντες δε τα εν τω όρει ιερά καταφύγια, ήλθον και κατώκησαν πλησίον του σπηλαίου, εις το οποίον ησκήτευσεν ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης. Καθώς λοιπόν η πατρίς του Οσίου εκαλείτο Άγιος Πέτρος, ούτω, κατ’ οικονομίαν Θεού, και εις τα όρια του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου κατώκησαν, ως μιμηταί και κληρονόμοι της εκείνου υψηλής και ισαγγέλου ασκητικής πολιτείας γενόμενοι. Ήτο δε τότε τελείως έρημος ο τόπος ούτος και εντελώς ακατοίκητος, διότι η Σκήτη, Καυσοκαλύβια καλουμένη, κατόπιν ιδρύθη, κατά το έτος 1740, αλλ’ ούτε τα κελλία της Κερασιάς ήσαν τότε, πλην των ησυχαστηρίων του Αγίου Συμεών μακράν απέχοντα το εν από του άλλου. Τούτον τον τόπον ιδόντες εχάρησαν και απελθόντες εις την Λαύραν του Αγίου Αθανασίου ηγόρασαν τον τόπον αντί ενός φλωρίου. Οπόσους δε κόπους κατέβαλον δια να καθαρίσουν τον τόπον από τους αγρίους θάμνους και τας ακάνθας φαίνονται εις την Διαθήκην του Αγίου Μακαρίου, από δε την επωνυμίαν του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου και από την ιδίαν πατρίδα των Οσίων, τον Άγιον Πέτρον, ωνομάσθη ο τόπος εκείνος Αγία Πέτρα. Έκτισαν δε και Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου της Υπαπαντής και επειδή εγνώριζον την τέχνην της ζωγραφικής, εζωγράφησαν τούτον και τον εκόσμησαν θαυμασίως. Ο δε θείος Νείλος, καταφλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, εζήτει τόπον ερημικώτερον και ευρών σπήλαιον κατάκρημνον και από τα δύο μέρη, φοβερόν εις την θέαν δια το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας και κατήλθεν εις αυτό. Έμεινε δε εκεί ο αείμνηστος, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και καταγινόμενος εις θεωρίας, άλλος δε κανείς δεν εγνώριζε τούτο, ειμή μόνος εκείνος, όστις τον ωδήγησεν εις αυτό. Εις αυτό δε και έμεινεν έως τέλους άγνωστος και αγωνιζόμενος ο μακάριος· οπόσα δε δάκρυα έχυσε και πόσους αγώνας, αγρυπνίας, γονυκλισίας, στάσεις και νηστείας υπέμεινε και πόσας φαντασίας και απειλάς εδοκίμασεν από τους δαίμονας, οίτινες προσεπάθουν να τον εκδιώξουν εκείθεν, πόσας δε πάλιν αγγελικάς οπτασίας και παρηγορίας είδεν, αδύνατον είναι να διηγηθή τις. Βλέπων λοιπόν ο Πανάγαθος Θεός την καρδίαν του και την υπομονήν του, εδόξασε τούτον δι’ οσίας κοιμήσεώς του, ήτις έγινε κατά το έτος από Χριστού αχνα΄ (1651) δωδεκάτην (12ην) του μηνός Νοεμβρίου. Το δε άγιον αυτού σώμα ενεταφιάσθη πλησίον του σπηλαίου και ανέβλυσε μύρον ευώδες, το οποίον έτρεχεν εκ του σπηλαίου έως κάτω εις την θάλασσαν. Διεδόθη λοιπόν η φήφη και ήρχαντο τα πλοία και ελάμβανον το μύρον, ως από κρήνης αρυόμενοι, το οποίον ιάτρευε πάσαν ασθένειαν. Ωνομάσθη δε ο τόπος ούτος Καραβοστάσιον. Εις το μέρος αυτό εστάθη παλαιότερον και το πλοίον, δια του οποίου ήλθεν εις Άγιον Όρος και ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης και δεν ηδύνατο να αποπλεύση εκείθεν, έως ότου οι ναύται εξήγαγον αυτού τον Άγιον, όστις ησκήτευσεν εκεί εις το σπήλαιόν του, ως διηγείται η ιστορία του. Ωνομάσθη δε ο Άγιος Νείλος και Μυροβλύτης, δια το μύρον, το οποίον, ως είπομεν, ανέβλυζεν εκ του αγίου Λειψάνου του. Ο δε τάφος του έμεινεν επί πολλούς χρόνους αγνοούμενος, δια την εξής αιτίαν. Μίαν φοράν ηθέλησαν δύο Μοναχοί κελλιώται να εύρουν το Λείψανον του Οσίου και ελθόντες με σκαπάνας ήρχισαν να σκάπτουν τον τόπον, ότε αίφνης έπεσεν άνωθεν του σπηλαίου πέτρα μεγάλη και συνέτριψε τον πόδα του ενός εξ αυτών, όστις εκ των πόνων εκοίτετο ως νεκρός. Ο δε άλλος, μη δυνάμενος να τον βοηθήση, ούτε να τον εκβάλη από τον τόπον εκείνον, εξεκίνησε να υπάγη δια να φέρη και άλλον αδελφόν μετά ημιόνου, ίνα τον παραλάβουν και παράσχουν βοήθειαν. Έμεινε λοιπόν μόνος ο αδελφός εκείνος, βοών και στενάζων. Εις μίαν στιγμήν εφάνη ο Όσιος Νείλος εις σχήμα Μοναχού, όστις τον ηρώτα τι έχει, τι εζήτει εκεί και τι του συνέβη. Ο δε αδελφός διηγήθη τον σκοπόν δι’ ον ήλθον και το συμβάν. Του λέγει τότε ο Άγιος· «Και πως ετόλμησες, πτωχέ, χωρίς την βουλήν του Αγίου να επιχειρήσης τοιούτον επικίνδυνον έργον; Αλλ’ ιδού ότι ο Άγιος σε θεραπεύει. Πρόσεξε δε εις το εξής, χωρίς το θείον θέλημα να μη αποτολμάς έργον υπέρ την δύναμίν σου». Ομού τότε με τον λόγον ήγγισε το συντριβέν σκέλος του αδελφού και ευθύς ούτος εθεραπεύθη, ο δε Άγιος έγινεν άφαντος. Πλησθείς δε χαράς ο αδελφός, εξεκίνησε προς το κελλίον του. Καθ’ οδόν συνήντησε τον έτερον Μοναχόν, όστις ήρχετο οδηγών τον ημίονον, εκείνος δε, ως τον είδεν υγιά, έμεινεν εκστατικός. Εδόξασαν λοιπόν τον Θεόν αμφότεροι και ηυχαρίστησαν μεγάλως τον Άγιον. Έκτοτε ουδείς άλλος ετόλμησε να επιχειρισθή τοιούτον τι. Κατά δε το έτος αωιε΄ (1815), Μοναχός τις καλούμενος Αιχμάλωτος, έπασχεν από δαιμόνιον χαλεπόν και σπάσιμον εις τα δίδυμα. Τούτον εθεράπευσεν ο Άγιος Νείλος, έδειξε δε εις αυτόν και πολλάς οπτασίας προειπών εις αυτόν και τα μέλλοντα να συμβώσι, τους κινδύνους δηλαδή εις τους οποίους έμελλε να υποπέση το Άγιον Όρος, την επανάστασιν, ήτις εξερράγη, την επίθεσιν των Αγαρηνών και άλλα πολλά προεφήτευσε, τα οποία σώζονται γεγραμμένα εις βιβλίον. Τούτον προσέταξεν ο Άγιος Νείλος να διορθώση την οδόν του σπηλαίου, δια να μεταβαίνουν οι αδελφοί να προσκυνώσι προς ψυχικήν των ωφέλειαν και να λειτουργήται η Εκκλησία αυτού, την οποίαν μόνος έκτισεν όταν έζη εκεί εις το σπήλαιον. Ακούσαντες λοιπόν οι Πατέρες τούτο συνέδραμον, καθαρίσαντες δε τον τόπον ηθέλησαν να κτίσουν και νέαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου. Ενώ δε έσκαπτον τα θεμέλια ευρέθη ο τάφος του Αγίου και τα πάνσεπτα Λείψανα αυτού, ευωδίαν άρρητον αναδίδοντα κατά το έτος αωιε΄ (1815), Μαϊου ζ΄ (7η), οπότε και καθωρίσθη να εορτάζεται και η μνήμη του. Επλήσθησαν λοιπόν τότε χαράς απείρου και αφού ειδοποίησαν εις την Λαύραν, ήλθον οι Πατέρες με λαμπάδας και θυμιάματα και μετεκόμισαν τα Λείψανα του Αγίου εις την Λαύραν, αφήσαντες την σιαγόνα μόνον εις το κελλίον προς αγιασμόν των προσερχομένων. Πολλά δε θαύματα έγιναν τότε εις πολλούς κατά την ανακομιδήν των ιερών Λειψάνων και πολλοί, οίτινες έλαβον μέρος εξ αυτών, ιάθησαν εκ διαφόρων ασθενειών. Τον δε τάφον του Αγίου εκαλλώπισαν όπισθεν του Αγίου Βήματος, ως φαίνεται σήμερον. Ιδού λοιπόν ότι και εις τας εσχάτας ταύτας ημέρας, μολονότι η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία ήτο αιχμάλωτος και υπήρχον πολλαί ανωμαλίαι, όμως εθριάμβευσε και θριαμβεύει κατά του αποστάτου Εωσφόρου και όλων των δυσμενών αυτού δαιμόνων, εγκαυχάται δε και δια νέους Αγίους, νέα δε νικηφόρα και λαμπρά τρόπαια εξαπλοί άνωθεν η τρισήλιος Θεαρχία, τας χρυσαυγιζούσας ακτίνας των ουρανίων χαρίτων της, δια μέσου των νεοφανών Αγίων εις όλα της οικουμένης τα πέρατα. Ιδού και ο ουρανός αντιβοά και ανακηρύττει εις όλα τα έθνη της Χριστιανικής ημών Ορθοδόξου Πίστεως την πολύφωτον χάριν και την του Ιερού Ευαγγελίου ακαταμάχητον αλήθειαν. Ιδού ότι και τώρα φράττονται τα απύλωτα στόματα των αιρετικών, οίτινες αλογίστως λέγουσιν, ότι απολέσαντες το βασίλειον, συναπωλέσαμεν άμα και την των Ιερών ανδρών θαυματουργίαν και την αγαθότητα του Θεού. Ιδού η αγαθότης του Θεού πλουσίως εκχεομένη εις τους αξίους της θείας αγαθότητος, διαλάμπει δε η Ορθόδοξος Εκκλησία δια της αγιότητος νέων ενδόξων Μαρτύρων και Μυροβλυτών Οσίων Πατέρων διαλαμψάντων δια των ενδόξων και υπερφυών κατορθωμάτων αυτών. Διότι «έως της συντελείας του αιώνος ουκ εκλείψουσι γενναίοι στρατιώται του Ιησού Χριστού», αλλ’ εκάστη γενεά και γενεά των πιστών Ορθοδόξων θέλει έχει τους εξ αυτής ιεροπρεπώς και θεοειδώς διαλάμποντας και ως πολυφώτους φωστήρας πάντα τον κόσμον καταυγάζοντας. Και ότι αληθές είναι το λεγόμενον, επιβεβαιούσι και άλλοι Άγιοι επί της των Αγαρηνών αιχμαλωσίας, μαρτυρικώς και ασκητικώς διαπομπεύσαντες των αοράτων δαιμόνων και ωμοτάτων τυράννων τας πονηράς φάλαγγας και κατατροπώσαντες κατά κράτος την σάρκα και τον κοσμοκράτορα, δια της αηττήτου δυνάμεως του Εσταυρωμένου και δια βραβείων νίκης και υπερφυσικών θεοσημειών της αγιότητος, οίτινες και ζώντες και μετά θάνατον διαπρέπουσι και εις αιώνα τον άπαντα θέλουσι διαπρέπει, ελέω και Χάριτι Θεού. Έτι δε επιβεβαιοί τούτο και ο σήμερον παρ’ ημών εορταζόμενος Πανόσιος και θαυματουργός Μυροβλύτης Νείλος το της κωμοπόλεως Άγιος Πέτρος της Κυνουριέων επαρχίας βλάστημα, γέννημα, θρέμμα και καύχημα και πάντων των απανταχού Ορθοδόξων φαιδρόν αγαλλίαμα και λαμπρόν εγκαλλώπισμα, του οποίου, αν θελήσωμεν να περιγράψωμεν τα κατορθώματα και να διηγηθώμεν τα όσα θαυμάσια τελεί, θέλει εγκαταλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους. Όθεν, όλα ταύτα αποσιωπώντες ως πολλά και αναρίθμητα, λέγομεν, ότι αρκούσιν όσα ηκούσατε εν συντόμω, ίνα πληροφορήσουν τας καρδίας των πιστών, ότι ο άπιστος και Θεόν εάν ίδη θαυματουργούντα, ως οι Ιουδαίοι τον Κύριον, ου μη πιστεύση, ως τετυφλωμένος τον νουν εκ του σκοτεινομόρφου σατανά, λόγω της εις τα πάθη υποδουλώσεως της φθειρομένης σαρκός. Τότε δε μόνον θέλει γνωρίσει την ασέβειαν και την πλάνην του, όταν θα συγκαταλεχθή μετά του απατήσαντος αυτόν, κατακαιόμενος εις το φοβερόν πυρ της αιωνίου κολάσεως, πλην ανωφελώς και ανοήτως. Με ποίους λοιπόν επαίνους σήμερον, Αγιώτατε Νείλε, θα ηθέλομεν δυνηθή να καταστρέψωμεν την ιερωτάτην σου κεφαλήν, έστω και αν είχομεν δέκα ρητορικά στόματα; Με ποίους εγκωμιαστικούς λόγους θέλομεν υμνολογήσει την υπεράνθρωπον και ισάγγελον πολιτείαν σου, την οποίαν εκαλλιέργησας δια τόσων λαμπρών πολυχρονίων ασκητικών αγώνων και κόπων; Ω! συ είσαι, κατ’ αλήθειαν, η παντοτεινή στήλη της ταπεινοφροσύνης, το θεμέλιον της μοναδικής πολιτείας, η αρραγής πέτρα της υπομονής και της καρτερίας, η δόξα της Εκκλησίας, των θλιβομένων η παραμυθία, των αμαρτωλών οδηγός εις μετάνοιαν, της Πελοποννήσου η σωτηρία, της πατρίδος σου Άγιος Πέτρος, η προστασία και παντός του κόσμου ο ακοίμητος προστάτης. Συ είσαι, αληθώς, το θησαυροφυλάκιον των πνευματικών χαρισμάτων, η ακένωτος πηγή των θαυμάτων, η αείρρους κρήνη των ιαμάτων, ο άοκνος εκπληρωτής πάντων των υπερφυών του Πνεύματος χαρίτων, ο συγκληρονόμος των υπερφώτων διαδημάτων, ο πανταχόθεν λαμπρυνόμενος με τας γλυκείας εκείνας ακτίνας των θείων απαυγασμάτων, το περιτείχισμα των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών, του όρους Άθω το κλέος, των πονηρών δαιμονίων ο διώκτης, των θείων μυστηρίων το αποθησαύρισμα και των δυστυχούντων η παρηγορία. Aλλά σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, Πάτερ ημών Αγιώτατε Νείλε, ευσπλαγχνίσθητι ημάς τους αμαρτωλούς και αναξίους δούλους σου και κατάπεμψον εφ’ ημάς τους ευλαβώς τιμώντας σε τα ελέη του Κυρίου τα πλούσια και την εξ ύψους χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, δια των προς Θεόν αγίων και ευπροσδέκτων πρεσβειών σου, ίνα δυνηθώμεν να νικήσωμεν και ημείς την σάρκα, τον κόσμον και τον πονηρόν κοσμοκράτορα και ούτω, απολυμαινόμενοι εκ των παθών, να λάβωμεν φωτισμόν των σωματικών και ψυχικών μας αισθήσεων, ώστε ο νους μας να μη εννοή άλλο τι, ει μη μόνον τα κάλλη του Παραδείσου και τους άθλους και τους αγώνας των Αγίων. Η φαντασία μας να μη ανέρχεται εις άλλο τι παρά μόνον εις την υπέρλαμπρον δόξαν της μελλούσης μακαριότητος. Παρακαλούμεν σε, Αγιώτατε Πάτερ, όπως διαφυλάξης τας αισθήσεις μας, ίνα μη αισθάνωνται άλλο τι, ει μη μόνον εκείνο το οποίον είναι το ακρότατον εφετόν. Οι οφθαλμοί μας να μη θεωρούσιν άλλο τι παρά μόνον την καλλονήν και ευπρέπειαν των ορωμένων κτισμάτων και δια μέσου αυτών τον τα πάντα δημιουργήσαντα, η ακοή μας να μη ακούη άλλο τι, ει μη μόνον τους ευαγγελικούς λόγους και τα θεία διδάγματα, η όσφρησίς μας να μη οσφραίνηται άλλο τι, ει μη μόνον την εκ των προσευχών και δοξολογιών πνευματικήν ευωδίαν και χάριν, η γεύσις μας να μη γεύηται μεθ’ ηδονής και ορέξεως άλλο τι, ει μη μόνον των Αχράντων Μυστηρίων, της τεθεωμένης Σαρκός και του Τιμίου Αίματος του Κυρίου μας. Η αφή των χειρών μας να μη άπτηται άλλων τινών, ει μη μόνον εκείνων όσα προς δόξαν του Κυρίου αποβλέπουσι και προς την του πλησίον οικοδομήν και ωφέλειαν. Ενίσχυσον ημάς, Άγιε του Θεού, όπως με τας πέντε του Θεού χάριτας συνενούμενοι, εν μεν τω παρόντι βίω διάγωμεν εν σώματι ως ασώματοι, εν δε τω μέλλοντι αιώνι να συναυλιζώμεθα μετά σου εις τον χορόν των Αγγέλων και πάντων των Αγίων και κατοπτριζόμενοι εκείνο το αμήχανον κάλλος της Αγίας Τριάδος να συνυμνολογούμεν και συνδοξάζωμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την μίαν Βασιλείαν και Κυριότητα, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΙΩΑΝΝΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ,

Δημοσίευση από silver »

ή η Σύναξις της εκπεμπομένης εκ του τάφου αυτού αγίας κόνεως, ήτοι του μάννα.

Ιωάννης ο Θεολόγος ο θείος Απόστολος και Ευαγγελιστής, ο ηγαπημένος του Κυρίου Μαθητής, εγεννήθη μεν εις Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, μετέστη δε προς Κύριον, κηρύττων τον λόγον του Θεού εν Εφέσω εις γήρας βαθύ επί των ημερών του βασιλέως Τραϊανού (98-117). Όταν δε ο μακάριος Ιωάννης επρόκειτο να μετατεθή από της παρούσης ζωής, εις εκείνην την αιωνίαν και άληκτον, προγνωρίσας τούτο δια της εν αυτώ ενοικούσης θείας Χάριτος, παραλαβών τους μαθητάς αυτού ήλθεν έξω της πόλεως Εφέσου εις σημείον όπου και υπέδειξεν ο ίδιος να ανοιγή ο τάφος του. Εισελθών δε εν αυτώ μόνος έτι ζων, εκοιμήθη εκεί εν Κυρίω. Έκτοτε ο τάφος ούτος ανεδείχθη άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ, επειδή ο Πανάγαθος και φιλάνθρωπος Κύριος ημών όχι μόνον εδόξασε τους Αγίους, τους δια την αγάπην Του προθύμως αγωνισθέντας, ήτοι τους ιερούς Αυτού Μαθητάς και Αποστόλους, τους Προφήτας και Μάρτυρας και όλους τους Αυτώ ευαρεστήσαντας, αξιώσας τούτους της Βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, αλλά και δια της δωρεάς θείων Χαρίτων και δια πολλών θαυμάτων λαμπρούς και τότε απέδειξεν, έτι δε και τώρα και πάντοτε αποδεικνύει και τους τόπους εκείνους, εις τους οποίους διέτριψαν ή ετάφησαν ούτοι.Τοιουτοτρόπως λοιπόν και εις τον τάφον του σήμερον εορταζομένου Ιωάννου του Θεολόγου εδωρήσατο την χάριν Αυτού και δια πολλών θαυμάτων εκόσμησε. Διότι ο τάφος του μεγάλου τούτου Ευαγγελιστού κατ’ έτος κατά την σημερινήν ημέραν αναβρύει αίφνης με θείον και παράδοξον τρόπον κόνιν, την οποίαν οι εγχώριοι ονομάζουσι μάννα και ταύτην οι λαμβάνοντες μεταχειρίζονται προς απολύτρωσιν από παντός πάθους, προς ιατρείαν ψυχών και προς υγείαν σωμάτων, δοξάζοντες τον Θεόν και τον Αυτού θεράποντα Ιωάννην. Μανθάνομεν δε εκ του εγκωμίου του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σωφρονίου προς τον Θεολόγον τούτον Ιωάννην, ότι πατήρ τούτου ήτο ο Ζεβεδαίος, μήτηρ δε αυτού η Σαλώμη, θυγάτηρ Ιωσήφ του μνηστευθέντος την Υπεραγίαν Δέσποινα Θεοτόκον. Διότι ο Ιωσήφ είχε τέσσαρας υιούς. Τον Ιάκωβον, τον Συμεών, τον Ιούδαν και τον Ιωσήν και τρεις θυγατέρας, ήτοι την Εσθήρ, την Μάρθαν και την Σαλώμην, ήτις εχρημάτισε σύζυγος μεν του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε του Ιωάννου. Εκ τούτου συνάγεται, ότι ο Κύριος ημών ήτο θείος του Ιωάννου, ως αδελφός λογιζόμενος Σαλώμης, της θυγατρός Ιωσήφ, του νομιζομένου ως πατρός του Κυρίου. Πρέπει δε να γνωρίζωμεν, ότι όταν παρεδόθη ο Κύριος ημών εις τους Ιουδαίους και εσταυρώθη, όλοι οι άλλοι Μαθηταί, φοβηθέντες, έφυγον, μόνος δε ο Ιωάννης ούτος ήτο παρών, ως αγαπητός και ως αγαπών τον Κύριον με τελείαν αγάπην, επειδή, κατ’ αυτόν τον ίδιον, «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ιωάν. δ:18). Μόνος δε ούτος πρώτος μετά του Πέτρου μετέβη εις τον τάφον. Μόνος ούτος έλαβε την Θεοτόκον εις τα ίδια. Μόνος ούτος εις την γην απέκτησε τρεις μητέρας. Πρώτην την Σαλώμην, υπό της οποίας σαρκικώς εγεννήθη, δευτέραν την Βροντήν, καθόσον υιόν βροντής ωνόμασεν αυτόν και τον αδελφόν του Ιάκωβον ο Κύριος, καθώς ο θείος Ευαγγελιστής Μάρκος λέγει· «Επέθηκεν αυτοίς ονόματα Βοανεργές, ο έστιν υιοί βροντής» (Μάρκ. γ:17). Και τρίτην μητέρα κατά χάριν και θέσιν απέκτησε, την Κυρίαν Θεοτόκον, κατά τον προς αυτόν ρηθέντα λόγον του Κυρίου, «Ιδού η μήτηρ σου» (Ιωάν. ιθ:27). Ο Θεολόγος ούτος ευρίσκετο μετά της Θεοτόκου έως της Αγίας Αυτής Κοιμήσεως. Μετά δε την Κοίμησιν αυτής έφυγεν εκ των Ιεροσολύμων και μετέβη εις την Έφεσον και άλλα μέρη, κηρύττων το θείον Ευαγγέλιον. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενος κατέστρεψε δια προσευχής του τον περίφημον ναόν της Αρτέμιδος και ηλευθέρωσεν εκ της πλάνης της ειδωλολατρίας, οδηγήσας εις το φως της θεογνωσίας, τεσσαράκοντα μυριάδας, ήτοι τετρακοσίας χιλιάδας ανθρώπων, οίτινες ελάτρευον την ψευδοθεάν Άρτεμιν. Ηλίβατον δε ωνομάζετο το όρος επί του οποίου είναι εκτισμένος ο Ναός Ιωάννου του Θεολόγου, κατά την παλαιάν Έφεσον. Προς δυσμάς του όρους τούτου ήτο και ο τάφος του Αγίου Αποστόλου Τιμοθέου. Ο δε τάφος Μαρίας της Μαγδαληνής και το σπήλαιον των Αγίων Επτά Παίδων ευρίσκονται εις το εκεί πλησίον όρος, το οποίον ονομάζεται Χειλετών ή Χειλέων. Της δε Αγίας Ερμιόνης, μιας των τεσσάρων Προφητίδων, θυγατέρων Φιλίππου, του εκ των επτά Διακόνων, ο τάφος κείται εις το εκεί γειτνιάζον όρος. Αλλά και τα Λείψανα Αυδάκτου Μάρτυρος και της αυτού θυγατρός Καλλισθένης ως και άλλων Μαρτύρων και Επισκόπων, Αρίστωνος, Αριστοβούλου και Παύλου του Ερημοπολίτου, εις εκείνο το όρος ευρίσκονται. Τελείται δε η του Αγίου τούτου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν και Αποστολικόν Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Έβδομον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΗΣΑΪΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ησαϊας ο μεγαλοφωνότατος Προφήτης κατήγετο εξ Ιερουσαλήμ, έζησε δε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μανασή, υιού Εζεκίου του βασιλέως, υπό του οποιου και κατεκόπη δια πρίονος και ετελείωσε την ζωήν του με τέλος μαρτυρικόν. Ενεταφιάσθη δε εις τον τόπον τον λεγόμενον Αρωήλ ή Ρογήλ, παρά τη διαβάσει του ύδατος, το οποίον ο μεν βασιλεύς Εζεκίας κατέχωσε και εξηφάνισεν, ο δε Θεός, ως σημείον δια τον Προφήτην τούτον Ησαϊαν, ανέβλυσε πάλιν εις την πηγήν του Σιλωάμ. Διότι, εν ω ούτος έμελλε να αποθάνη, αποκαμών υπό της δίψης, παρεκάλεσε τον Θεόν να αποστείλη εις αυτόν ύδωρ, ίνα πίη. Και ω του θαύματος! παρευθύς έστειλεν ο Θεός εις αυτόν ύδωρ ζων εκ της πηγής του Σιλωάμ και δια τούτο η πηγή αύτη ωνομάσθη Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται απεσταλμένος. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και πριν ορύξη ο Εζεκίας τους λάκκους, τα φρέατα και τας κολυμβήθρας εις την Ιερουσαλήμ, παρεκάλεσεν ο Ησαϊας τον Θεόν και ανέβλυσεν ολίγον ύδωρ εκ της πηγής ταύτης, ίνα μη αφανισθή η πόλις αύτη υπό της δίψης, ότε επολιορκείτο υπό των αλλοφύλων. Ηρώτων δε οι αλλόφυλοι πόθεν πίνουσιν ύδωρ οι Ιουδαίοι. Μαθόντες δε, ότι έπινον εκ της πηγής του Σιλωάμ, εκάθησαν πλησίον ταύτης και έπινον το ολίγον εκείνο ύδωρ. Αλλ’ όταν μετέβαινον οι Ιουδαίοι μετά του Ησαϊου εις την πηγήν ταύτην, τότε αίφνης ανέβρυεν ύδωρ πολύ. Δια τούτο και μέχρι σήμερον εξαίφνης, ως εκ θαύματος και άπαξ, αναβρύει το ύδωρ του Σιλωάμ, ίνα η αιφνίδιος αύτη ανάβλυσις υπομιμνήσκη το παλαιόν θαύμα. Επειδή λοιπόν η πηγή αύτη ανεφάνη δια προσευχής του Προφήτου Ησαϊου, ο λαός έθαψεν επιμελώς και ενδόξως το τίμιον αυτού Λείψανον πλησίον της πηγής ταύτης, ίνα, δια των πρεσβειών τούτου, έχωσι και μετά τον θάνατόν του την του ύδατος απόλαυσιν. Ο τάφος του Προφήτου Ησαϊου ευρίσκεται πλησίον των τάφων των βασιλέων και όπισθεν των μνημείων των Ιερέων, κατά το νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ. Κατά δε το ανατολικόν μέρος της Σιών, πλησίον της θύρας, εκ της οποίας εισέρχονται οι προερχόμενοι εκ Γαβαών, έκτισεν ο βασιλεύς Σολομών τον τάφον Δαβίδ, του πατρός του. Την θύραν ταύτην κατεσκεύασεν ο Σολομών ελικοειδή, ως το σχήμα του κοχλίου, ίνα μη την ευρίσκη ο καθείς ευκόλως. Δια τούτο και μέχρι σήμερον δεν γνωρίζουσιν αυτήν οι περισσότεροι Ιερείς, καθώς και ο λαός. Είχε δε την θύραν αυτήν κατασκευάσει κατ’ αυτόν τον τρόπον, διότι εκεί είχεν ο Σολομών αποτεθησαυρισμένον τον χρυσόν, τον οποίον έφερεν εκ της Αιθιοπίας, ως και τα πολύτιμα αρώματα. Επειδή δε ο βασιλεύς Εζεκίας υπέδειξε τον κεκρυμμένον τούτον θησαυρόν του Δαβίδ και του Σολομώντος εις τους Βαβυλωνίους, οίτινες, αφού είδον το θαύμα, το οποίον εγένετο κατά την ασθένειαν του Εζεκία, να στραφή, δηλαδή, ο ήλιος δέκα ώρας προς τα οπίσω και θαυμάσαντες, μετέβησαν, ίνα τον ίδωσιν, ο δε Εζεκίας ενθουσιασθείς από την επίσκεψιν αυτών εποίησε τούτο και τοιουτοτρόπως οι Βαβυλώνιοι εμίαναν δια της παρουσίας των τα οστά των τάφων των προ αυτού βασιλέων, δια τούτο, ωργίσθη ο Θεός κατά του Εζεκία και παρεχώρησε να αιχμαλωτισθή το σπέρμα του εις τους Βαβυλωνίους. Ήτο δε ο Προφήτης Ησαϊας τοιούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος. Είχε το γένειον μακρόν και οξύ και επλησίαζε να έλθη εις γεροντικήν ηλικίαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Ναώ του Αγίου Μάρτυρος Λαυρεντίου, όπου κατετέθη ύστερον το άγιον αυτού Λείψανον, αφ’ ου πρότερον μετεφέρθη εις Κωνσταντινούπολιν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Μαϊου μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΣΙΜΩΝΟΣ του Ζηλωτού.

Δημοσίευση από silver »


Σίμων ο Άγιος Απόστολος είναι ο ίδιος εκείνος όστις και Ναθαναήλ ονομάζεται, καταγόμενος εκ Κανά της Γαλιλαίας, λέγεται δε ότι ούτος ήτο και ο νυμφίος του εν Κανά γάμου, εις τον οποίον προσκληθείς ο Κύριος μετά των μαθητών Αυτού μετέβαλε το ύδωρ εις οίνον. Όθεν, ιδών ο Σίμων το θαύμα τούτο, αφήκε νύμφην και γάμον και οικίαν και ηκολούθησε τω Χριστώ, τω φίλω και θαυματουργώ και νυμφαγωγώ και Νυμφίω των καθαρών ψυχών. Επειδή δε ο Άγιος Σίμων ήτο εις εκ των Εβδομήκοντα Μαθητών και Αποστόλων του Χριστού, ευρίσκετο μετά των λοιπών Αποστόλων εν τω υπερώω, ένθα επλήσθη εκ της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όταν επεδήμησεν εν είδει πυρίνων γλωσσών κατά την ημέραν της Αγίας Πεντηκοστής. Περιελθών λοιπόν ούτος μετά ταύτα, ως Απόστολος, πλείστα μέρη της οικουμένης, απεκάλυπτε πανταχού την πλάνην της πολυθεϊας. Διήλθε δε όλην την Μαυριτανίαν και τας χώρας της Αφρικής, κηρύττων τον Χριστόν. Κατόπιν, ελθών και εις την Αγγλίαν και πολλούς απίστους φωτίσας δια του φωτός του Ευαγγελίου, εσταυρώθη υπό των ειδωλολατρών και τελειωθείς ενεταφιάσθη εκεί. Ζηλωτής δε ωνομάσθη, διότι είχε ζήλον πολύν, δηλαδή αγάπην, θερμήν και υοερβάλλουσαν, προς τον Παντοκράτορα Θεόν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΑΡΓΥΡΟΥ του Θεσσαλονικέως, αθλήσαντος εν έτει αωστ΄ (1

Δημοσίευση από silver »


Αργυρός, ο νέος του Χριστού Αθλητής, ήτο από την Απονομήν της Θεσσαλονίκης. Τα ονόματα των γονέων του και της οικογενείας του δεν εγνώσθησαν. Προ του Μαρτυρίου του παρέμενεν ούτος εις την Θεσσαλονίκην και ήτο υπηρέτης ράπτου τινός. Ήτο όμως νέος χαριτωμένος, καθώς τον περιέγραψαν αξιόπιστοι άνθρωποι εκ Θεσσαλονίκης, οίτινες τον εγνώρισαν, τούτο δε είναι εκτός πάσης αμφιβολίας, διότι δια την αρετήν του ταύτην ο Θεός τον ηξίωσε της μαρτυρικής χάριτος, την δε αιτίαν του υπέρ Χριστού Μαρτυρίου του και τον τρόπον με τον οποίον ηξιώθη του μακαρίου τέλους θέλομεν διηγηθή ενταύθα με συντομίαν, κατά τας εγγράφους πληροφορίας αξιοπίστων ανθρώπων της Θεσσαλονίκης. Χριστιανός τις από τον Σωχόν της Θεσσαλονίκης ευρίσκετο κεκλεισμένος εις την φυλακήν της Θεσσαλονίκης δια παράπτωμα τι και μη έχων να πληρώση την ποσότητα των χρημάτων, τα οποία του εζήτει ο πασάς, τον ηπείλει εκείνος ότι θα τον κρεμάση. Ούτος δε, ως άφρων, φοβηθείς τον θάνατον, ω της εκείνου αθλιότητος! Είπεν ότι τουρκεύει. Κατόπιν της υποσχέσεώς του ταύτης τον εξήγαγον εκ της φυλακής και μετά την άρνησιν της θειοτάτης και αγιωτάτης μας Πίστεως και την ομολογίαν, φεύ τω αθλίω! Της των Αγαρηνών αντιχρίστου πλάνης, τον έφεραν εις τι καφενείον, εις θέσιν λεγομένην Ταχτάκαλα, δια να τον νουθετήσουν! Τούτο ιδών ο παντός αργύρου και χρυσού και παντός λίθου τιμίου πολύ, μάλλον δε ασυγκρίτως, τιμιώτερος Αργυρός και υπό θείου ζήλου θερμανθείς κατά την ψυχήν και την καρδίαν και όλως ένθους και θεόληπτος γενόμενος, απορρίψας πάντα φόβον και αυτήν έτι την γλυκυτάτην ζωήν καταφρονήσας, εισήλθε μετά μεγάλης θαυμαστής ανδρείας και γενναιότητος εντός του καφενείου, εις το οποίον ήτο ο ελεεινός αρνησίχριστος τριγυρισμένος υπό πλήθους αγριωτάτων γενιτσάρων, και σταθείς έμπροσθεν του αρνητού, είπε προς αυτόν, με παρρησίαν πολλήν, ενώπιον όλων, χωρίς να υπολογίση ουδένα· «Τι κακόν έκαμες, αδελφέ, να αρνηθής τον Χριστόν, τον Ποιητήν και Σωτήρα μας! Τι μέγα κακόν έκαμες, ταλαίπωρε, εις την ψυχήν σου να την παραδώσης εις την κόλασιν, ήτις είναι αιώνιος και ατελεύτητος θάνατος, δια να αποφύγης τούτον τον πρόσκαιρον θάνατον; Ελθέ, ελθέ, αδελφέ, εις αίσθησιν. Ελθέ εις τον εαυτόν σου και μετανόησον και ομολόγησον πάλιν τον Χριστόν. Θα σε θανατώσουν; Απόθανε, πρόσφερε το αίμα σου δια τον Χριστόν, διότι χρέος έχομεν όλοι να αποθάνωμεν δια την αγάπην Του, όταν είναι ανάγκη, διότι και Εκείνος εθυσιάσθη δια την ιδικήν μας αγάπην». Εύγε του θείου σου ζήλου, εραστά του Χριστού θερμότατε, αργυρώνυμε Μάρτυς και την ψυχήν αδαμάντινε, εύγε της ανδρείας σου, εύγε της ακαταπλήκτου και θαυμαστής παρρησίας σου! Τούτους δε μόνον τους ιερούς και σωτηρίους λόγους επρόφθασε να είπη, Χριστιανοί αδελφοί, ο μακάριος Αργυρός. Κατόπιν ηκολούθησεν εκείνο το οποίον ο καθείς δύναται να συμπεράνη. Ευθύς ώρμησεν εναντίον του Αγίου όλον εκείνο το πλήθος των φοβερών γενιτσάρων και έδειραν τούτον αγρίως, αλαλάζοντες με βαρβάρους ιαχάς. Πρέπον λοιπόν είναι να είπωμεν και περί του ευλογημένου τούτου νεανίου, εκείνο το οποίον είπε προφητικώς ο Δαβίδ δια τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν· «Συνήχθησαν επ’ εμέ μάστιγες και ουκ έγνω» (Ψαλμ. λδ:15). Ασφαλώς δε ήθελον θανατώσει τον Άγιον, εάν δεν ήρχετο εις αυτούς ο λογισμός να μεταστρέψουν τούτον, από την ιδικήν μας ευσέβειαν, εις την ιδικήν των μιαράν ασέβειαν. Η ελπίς λοιπόν αύτη συνέστειλε τας χείρας των από τον δαρμόν και εστάθησαν τριγύρω του, κρατούντες γυμνάς μαχαίρας και πιστόλια και κραυγάζοντες· «Ή ειπέ, ότι τουρκεύεις ή ταύτην την στιγμήν σε θανατώνομεν». Ταύτα μεν έπραττον εκείνοι. Ο δε του Χριστού Αθλητής, ως βέλη νηπίων τας πληγάς και την απειλήν αυτών λογιζόμενος, χωρίς ουδόλως να δειλιάση, εφώναξεν ότι είναι Χριστιανός και την Πίστιν του δεν την αρνείται ό,τι και αν του κάμουν και μάλιστα, ότι έχει τούτο προς δόξαν και τιμήν του, πολύ δε επιθυμεί να αποθάνη δια την Πίστιν και την αγάπην του Χριστού. Κατόπιν τούτου έσυραν τον Άγιον με πολλήν μανίαν και αγριότητα και τον ωδήγησαν εις τον κριτήν, καταγγείλαντες το τόλμημά του. Έδειραν δε τούτον και εκεί ασπλάγχνως και ανηλεώς, βιάζοντες δια παντός τρόπου να αρνηθή την ιδικήν του Αγίαν Πίστιν και να ομολογήση την ιδικήν των θρησκείαν. Βλέποντες όμως, ότι ματαίως εκοπίαζον, διότι η γνώμη του ήτο στερεά και ακλόνητος, έπαυσαν τους δαρμούς και ήρχισαν κολακεύοντες και υποσχόμενοι δώρα και αξιώματα, με την πονηράν ελπίδα, μήπως δυνηθούν να τον απατήσουν και να μεταβάλουν την γνώμην του. Αλλά μη δυνηθέντες ούτε με τούτον τον τρόπον, τον έρριψαν, ως ήτο καταπληγωμένος, εις την φυλακήν, έως ότου εξετασθή δια δευτέραν φοράν. Μετά δύο ημέρας εξήγαγον πάλιν τον Άγιον και τον εδοκίμαζον. Ιδόντες δε οι γενίτσαροι, ότι ούτος έμενε σταθερός και αμετάτρεπτος εις την Πίστιν του, εζήτησαν από τον κριτήν να κρεμασθή. Ο κριτής όμως δεν εύρισκεν εύλογον να εκδώση τοιαύτην απόφασιν, λέγων ότι δεν είναι το έγκλημά του δια θάνατον. Επειδή, ως έλεγεν, ούτω απαιτεί κάθε θρησκεία, να είναι δηλαδή ζηλωταί και θερμοί υπέρμαχοι αυτής όλοι εκείνοι, οίτινες την παραδέχονται και τοιούτον ζήλον, τοιαύτην αγάπην, πρέπει να δεικνύη κάθε άνθρωπος δια την πίστιν του, ως εδείκνυεν ούτος. Λοιπόν, είπεν, αν αληθώς είσθε και σεις ζηλωταί θερμοί της πίστεώς σας, μη ζητείτε να θανατωθή, χωρίς να είναι ένοχος θανάτου και μας βαρύνη η τοιαύτη τιμωρία του, αλλά προσπαθήσατε, όσον είναι δυνατόν, να τον φέρετε εις την πίστιν μας δια να τον κερδίσωμεν. Ταύτα είπεν ο κριτής. Εκείνοι όμως εταράχθησαν και ως θηρία εξηγριώθησαν κατ’ αυτού, φωνάζοντες· «Τι λέγεις; Τον εχθρόν της πίστεώς μας δικαιώνεις; Είναι καλόν, το κρίνεις εύλογον, να επαινή την ιδικήν του πίστιν και να υβρίζη και να βλασφημή, παρουσία μας, την πίστιν μας; Δεν κρίνεις τούτο άξιον θανάτου»; Ταύτα αφού ήκουσεν εκείνος, εσυλλογίσθη ολίγον και έπειτα είπεν· «Επειδή λοιπόν εβλασφήμησε την πίστιν μας, ένοχος είναι και ιδού δίδω και εγώ απόφασιν να κρεμασθή». Μετά τούτο παρέλαβον τον Άγιον οι θηριώδεις γενίτσαροι και τον εκρέμασαν εις τόπον λεγόμενον Καμπάν. Ούτως ο καλλίνικος του Χριστού Αθλητής Αργυρός έλαβε του Μαρτυρίου τον ακήρατον στέφανον, εις τους αωστ΄ (1806) χρόνους από Χριστού, την 11ην του μηνός Μαϊου, ημέραν Παρασκευήν, ηλικίας τότε έως δέκα οκτώ (18) ετών, συναγάλλεται δε νυν μετά των άλλων του Χριστού ενδόξων Μαρτύρων, επειδή έδειξε την απαιτουμένην παρά Θεού διπλήν αγάπην, προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Προς μεν τον πλησίον, επειδή δια την αγάπην και την σωτηρίαν εκείνου του αθλίου αρνησιχρίστου εξέθεσε την ιδικήν του ζωήν εις προφανή κίνδυνον, προς δε τον Θεόν έδειξε τελειοτάτην και ασύγκριτον αγάπην, επειδή απέθανεν υπέρ Αυτού. «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. ιε:13). Παρόμοιον προς το Μαρτύριον του καλλινίκου Αργυρού ήτο και το προ αυτού γεγονός, εν τη αυτή πόλει (κατά το έτος 1777), του φιλοχρίστου Χριστοδούλου. Διότι και εκείνος, δια να επιστρέψη άλλον αρνησίχριστον εκ της πλάνης οδού αυτού, ηγωνίσθη και τον στέφανον της αθλήσεως έλαβεν. Πολλοί, ως λέγουσι, παρετήρησαν και δεν είδον εις το νεκρόν σώμα του ευλογημένου Αργυρού κανέν σημείον εξ εκείνων, τα οποία φαίνονται εις άλλους κρεμασθέντας, αλλά εφαίνετο τούτο ως ζωντανόν και κοιμώμενον. Εθαύμασαν δε και δια τούτο και παράδοξον εφάνη εις αυτούς πως, ευθύς την επομένην ημέραν, εξεκρέμασαν τούτο και δεν το άφησαν εκεί κρεμάμενον επί τρεις ημέρας, κατά την επικρατούσαν τότε παρά τοις Αγαρηνοίς συνήθειαν. Ποία όμως ήτο η αιτία αγνοείται. Ταύτα επληροφορήθημεν και ταύτα εγράψαμεν δια την άθλησιν του αοιδίμου Αθλητού Αργυρού, εις δόξαν Χριστού, του την ανθρωπίνην ασθένειαν συντρέχοντος. Αυτώ γαρ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Μαϊου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΓΕΡΜΑΝΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Δημοσίευση από silver »


Γερμανός ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει περί το έτος χν΄ (650) επί της βασιλείας του βασιλέως Κώνσταντος του Β΄ του βασιλεύσαντος κατά τα έτη χμα΄ - χξη΄ (641 – 668) εγγόνου όντος του βασιλέως Ηρακλείου. Ο πατήρ αυτού ήτο κατά την τάξιν πατρίκιος, δοξαζόμενος και τιμώμενος υπέρ πάντα άλλον εν τη βασιλική αυλή, Ιουστινιανός το όνομα, περιβόητος κατά την αρετήν, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλέως Ηρακλείου (610 – 641) έλαβε πολλάς δημοσίας εξουσίας· όθεν και εθαύμαζον αυτόν δια την ευσέβειάν του και την αρετήν του όλοι οι άρχοντες του βασιλέως. Ο δε του Ηρακλείου δισέγγονος Κωνσταντίνος Δ΄ ο Πωγωνάτος (668 – 685) φθονήσας αυτόν τον εθανάτωσε και εδικαιολογείτο λέγων, ότι εβουλεύθη να επαναστατήση κατά της βασιλείας του. Μετά τον φόνον του εξαιρέτου εκείνου συγκλητικού, ευθύς επρόσταξεν ο βασιλεύς να ευνουχίσωσι τον υιόν αυτού, τούτον δηλαδή τον μακάριον Γερμανόν, αν και είχεν υπερβή την ηλικίαν εκείνην κατά την οποίαν ήτο συνήθεια να ευνουχίζωνται. Κατόπιν δε και Κληρικόν της Μεγάλης Εκκλησίας, δια προσταγής του, εψήφισαν αυτόν. Τούτο δε έπραξεν ο Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, δια να μη δυνηθή πλέον ο Γερμανός να έλθη εις κοσμικήν τάξιν και εις το πατρικόν αυτού οφφίκιον, να γίνη δηλαδή συγκλητικός και να εκδικηθή το γένος του Πωγωνάτου δια τον φόνον του πατρός του. Διαβιών εν τω Κληρικώ τάγματι ο μακάριος Γερμανός, επολιτεύετο ως Άγγελος Θεού, επειδή εμίσησε πάσαν προσπάθειαν και ματαιότητα του κόσμου τούτου. Όθεν αφοσιωθείς εις την μελέτην και την θεωρίαν των θείων Γραφών καθώς και την αίνεσιν του Κυρίου εν τω στόματι αυτού διαρκώς διατηρών, εγένετο δοχείον του Αγίου Πνεύματος. Εκείθεν δε ήντλησε τα νάματα των ζωηρών και θεοπνεύστων διδαγμάτων, δια των οποίων επότιζε την Εκκλησίαν του Χριστού, χρηματίσας Ποιμήν αυτής και Διδάσκαλος. Δια του παραδείγματος δε της εναρέτου αυτού πολιτείας έλαμψεν ως λύχνος λαμπρότατος. Και πρώτον μεν εγένετο Επίσκοπος Κυζίκου, ηγωνίσθη δε τότε κατά της αιρέσεως των Μονοθελητών, συνεργαζόμενος μετά του τότε αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Κύρου (706 – 711), μετά του οποίου και συνεξωρίσθη υπό του κακοδόξου βασιλέως Φιλιππικού (711- 713) του τυράννου και διώκτου, όστις ταχέως ηφανίσθη μετ’ ήχου δια την πολλήν του κακίαν. Του δε αγιωτάτου Πατριάρχου Κύρου εις την εξορίαν αποθανόντος και του ψευδοπατριάρχου Ιωάννου (712 – 714) του αιρετικού καθαιρεθέντος, ούτος ο Άγιος Γερμανός προεβιβάσθη εις τον Πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψιε΄ (715). Η εκλογή του δεν εγένετο υπό του Πάπα Γρηγορίου του δευτέρου, ως ψευδώς λέγουσιν οι Παπικοί, αλλά υπό της συναθροισθείσης εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου επί της βασιλείας Αρτεμίου, του και Αναστασίου Β΄ ονομαζομένου, με πολλήν μάλιστα χαράν των Ορθοδόξων, ως αξίου και πλήρους της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ο χρονογράφος Θεοφάνης περιέσωσε το της εκλογής υπόμνημα, όπερ διαλαμβάνει επί λέξει τα εξής: «Ψήφω και δοκιμασία των θεοσεβεστάτων Πρεσβυτέρων και Διακόνων και παντός του ευαγούς Κλήρου και της Ιεράς Συγκλήτου και του φιλοχρίστου λαού της θεοφυλάκτου ταύτης και βασιλίδος πόλεως, η θεία Χάρις η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα, μετατίθεται Γερμανόν τον Οσιώτατον Μητροπολίτην και Πρόεδρον της Κυζίκου Μητροπόλεως εις Επίσκοπον ταύτης της θεοφυλάκτου και βασιλίδος των πόλεων». Όταν δε συνώδευον αυτόν μεταβαίνοντα εις την Καθολικήν Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, συνέτρεχεν ο λαός προς την Εκκλησίαν με πόθον πολύν, ίνα ίδουν τον νεοεκλεγέντα Πατριάρχην, επειδή ήτο ούτος περιφανής και ενάρετος. Διέπρεψε δε ο Άγιος εν τω θρόνω εν πάση αρετή και αγιότητι και προφητικού χαρίσματος ηξιώθη και τα μέλλοντα προέβλεπε και προέλεγε προφητικώς, εν των οποίων είναι και το εξής, το οποίον συνέβη τότε. Γυνή τις, ονόματι Άννα, έγκυος ούσα, επλησίασε προς τον Άγιον και εφώναξε προς αυτόν, μετά πίστεως ειπούσα· «Ευλόγησον, Δέσποτα, το συλληφθέν εν τη γαστρί μου». Ο δε Πατριάρχης, ατενίσας προς αυτήν και προβλέψας δια των διορατικών του οφθαλμών εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή, είπεν· «Ο Κύριος ας ευλογήση αυτό δια πρεσβειών του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Δια των λόγων τούτων προεφήτευσεν ο Άγιος, ότι θα γεννηθή παιδίον άρρεν, το οποίον θα λάβη το όνομα του Αγίου Στεφάνου. Την προφητείαν δε ταύτην επεβεβαίωσε και δια θαύματος. Διότι, ότε έλεγεν ο Άγιος τούτους τους λόγους, είδεν η γυνή εκείνη, καθώς κατόπιν η ιδία μεθ’ όρκου τους πάντας εβεβαίωσεν, ότι φλοξ πυρίνη εξήλθεν εκ του στόματος του Πατριάρχου και ως εκ τούτου επίστευσεν αύτη, ότι αψευδείς ήσαν οι λόγοι του. Πκηρωθεισών δε των ημερών εγέννησεν η Άννα άρρεν, το οποίον ωνόμασαν Στέφανον, κατά την προφητείαν του Αγίου. Ούτος δε είναι ο Στέφανος, όστις ελθών εις ηλικίαν, εμόνασεν εις το όρος του Αυξεντίου, ζήσας οσίως, μετέπειτα δε ωμολόγησε και εμαρτύρησε δια τας αγίας Εικόνας, εις τον καιρόν του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου. Αλλά και δια τον Κοπρώνυμον τούτον προεφήτευσεν ο Άγιος Γερμανόε, ότι έμελλε να γίνη φοβερός διώκτης και τύραννος των Ορθοδόξων. Διότι ο Λέων ο Ίσαυρος, ο πατήρ αυτού, αναλαβών την βασιλείαν των Ελλήνων, εγέννησεν υιόν, τον Κωνσταντίνον τούτον, τον αποκληθέντα Κοπρώνυμον. Επωνομάσθη δε ούτω, επειδή, βρέφος ων και βαπτιζόμενος από τον Άγιον Γερμανόν εν τη μεγάλη Εκκλησία, ενώ κατεδύετο εντός της αγίας κολυμβήθρας εκόπρισε με την φυσικήν του κόπρον. Τούτο ιδών ο Άγιος Γερμανός είπεν, ότι μεγάλα κακά θέλει προξενήσει κατά των Χριστιανών και πάσης της Εκκλησίας το παιδίον τούτο, όταν έλθη εις ηλικίαν. Διότι θέλει μιάνει τον αγιασμόν της Εκκλησίας δια της αιρέσεως και θέλει χύσει πολλά αίματα των ευσεβών δούλων του Χριστού. Πράγματι δε επηλήθευσεν η περί αυτού προφητεία του Αγίου, διότι ο Κοπρώνυμος ούτος πολλούς εβασάνισεν, ως σεβομένους τας αγίας Εικόνας, μεταξύ των οποίων και τον ειρημένον Άγιον Στέφανον. Η αίρεσις αύτη της εικονομαχίας ήρχισεν επί της βασιλείας Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717 – 741), πατρός του Κοπρωνύμου Κωνσταντίνου. Ο Λέων ούτος ωνομάζετο πρότερον Κόνων και ήτο στρατηγός των ανατολικών στρατευμάτων. Έπειτα εξηγέρθη κατά του βασιλέως Θεοδοσίου Γ΄ του Αδραμυττηνού (715 -717) και αρπάσας απ’ αυτού την βασιλείαν εβασίλευσε μόνος, ο ανόσιος, με την συνδρομήν των στρατιωτών. Εις την αρχήν της βασιλείας του ο Λέων εφαίνετο ευσεβής, αλλ’ ύστερον, κατά τον δέκατον χρόνον, εξήμεσε το δηλητήριον της κακής του αιρέσεως, της εικονομαχίας, και εξέδωκε δυσσεβές πρόσταγμα προς όλα τα μέρη της βασιλείας του, όπως πανταχού αι άγιαι Εικόνες απορρίπτωνται από τας Εκκλησίας του Θεού και καταπατούνται και καίωνται εις την πυράν. Ωνόμαζε δε ταύτας είδωλα ο δείλαιος και τους προσκυνούντας αυτάς ειδωλολάτρας. Κατ’ αυτού αντέστη ισχυρώς ο Άγιος Γερμανός μετά των άλλων Ορθοδόξων Αρχιερέων, οίτινες απέδειξαν την πλάνην της φθοροποιού ταύτης αιρέσεως. Έστειλε δε ο Άγιος και σοφούς άνδρας και διδασκάλους προς αυτόν, ίνα τον πληροφορήσωσιν. Άλλοτε πάλιν, ερχόμενος μόνος και συνομιλών μετ’ αυτού, τον ενουθέτει να σταματήση την κακίστην ταύτην αυθαιρεσίαν. Όμως δεν εισηκούετο. Μίαν φοράν δε είπε και τούτο προς τον βασιλέα· «Ηκούσαμεν προφητείαν αγίου τινός ανδρός, ότι μέλλει να βασιλεύση εις βασιλεύς ονόματι Κόνων και ότι αυτός θέλει εξεγερθή κατά των αγίων Εικόνων». Ο δε βασιλεύς απεκρίθη· «Πράγματι, εγώ είμαι ο Κόνων, επειδή ούτω με εκάλουν τα παιδία του τόπου μας. Μέλλει λοιπόν να επαληθεύση η προφητεία αύτη εις την βασιλείαν μου». Ο δε Άγιος Γερμανός απεκρίθη προς αυτόν· «Ουχί, δέσποτα, μη γένοιτο να εκτελέσης τοιούτο κακόν εις τας ημέρας της εξουσίας σου. Διότι ο θέλων να πράξη τοιαύτην κακίαν είναι αντίχριστος και εχθρός της ενσαρκώσεως του Χριστού. Ενθυμήσου, ω βασιλεύ, τους όρους τους οποίους υπεσχέθης να φυλάττης πριν λάβης την βασιλείαν και ότι ωρκίσθης να φυλάττης την αγίαν Πίστιν ημών άμωμον, κατά την παράδοσιν των Αγίων Αποστόλων και Θεοφόρων Πατέρων και ούτε να αφαιρέσης τι ούτε να προσθέσης». Ακούσας ο βασιλεύς τους λόγους τούτους του Αγίου, αφ’ ενός μεν εντροπιασθείς, εξ άλλου δε οργισθείς και ζητών αιτίαν να απομακρύνη τον Άγιον από τον θρόνον, όχι ως Ομολογητήν της αληθείας, αλλά με την συκοφαντίαν, ότι είναι ταραχοποιός και πρόξενος σκανδάλων, εύρε συνεργόν εις τον κακόν του σκοπόν μαθητήν τινά του Αγίου, Αναστάσιον ονόματι, την τάξιν Πρεσβύτερον, κατά δε τον τρόπον δεύτερον Ιούδαν και αυτόν εψήφισεν ο βασιλεύς Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, μετά την έξωσιν του Αγίου Γερμανού. Ο Αναστάσιος τότε υπεσχέθη εις τον βασιλέα να συμβοηθήση εις την κατάργησιν και συντριβήν των αγίων Εικόνων. Εχθρεύετο δε ο Αναστάσιος τον Άγιον και εβιάζετο να γίνη Πατριάρχης και να καταλάβη τον θρόνον του Αγίου Χρυσοστόμου και προ της εξορίας του Αγίου. Προβλέπων ο Άγιος την κακήν επιθυμίαν του Αναστασίου, προείδε και τα μέλλοντα να συμβώσιν εις αυτόν, τα οποία και προείπε. Διότι, μίαν ημέραν, ενώ ο Άγιος εισήρχετο εις το βασιλικόν παλάτιον, ο Αναστάσιος, ακολουθών όπισθεν αυτού, επάτησεν υπερηφάνως το άκρον του ενδύματος αυτού. Ο δε Άγιος, ατενίσας προς αυτόν, είπε· «Μη βιάζεσαι, διότι έρχεται η ώρα, κατά την οποίαν, δημοσίως προπηλακιζόμενον, μέλλουν να σε σύρουν επάνω εις τον όνον». Αλλ’ ο Αναστάσιος και οι μετ’ αυτού, ακούσαντες τούτο, δεν ηννόησαν το υπό του Αγίου λεχθέν. Ύστερον δε ενεθυμήθησαν τους λόγους τούτους, όταν το λεχθέν επηλήθευσεν. Ο δε Άγιος Γερμανός, πολεμών ανδρείως με την μάχαιραν του Αγίου Πνεύματος, ήτοι με τον λόγον του Θεού, ως καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού, δια την ευσέβειαν και την τιμήν των αγίων Εικόνων, εφίμωσε τους αιρετικούς και έλεγε ταύτα μετά παρρησίας προς τον βασιλέα: «Δεν αρμόζει εις σε, ω βασιλεύ, να υψωθής, απειθαρχών κατά του Θεού και Πλάστου σου, του δωρήσαντος εις σε την ζωήν και την βασιλείαν και, καθώς λέγει ο λόγος, κινείν σε τα ακίνητα. Ούτε αρμόζει εις σε να παραβαίνης τους όρους των Αγίων Πατέρων και όσα αυτοί εθέσπισαν και έθεσαν από τους παλαιούς καιρούς. Διότι εκ της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και εκ των παναχράντων αιμάτων της Υπεραγίας Θεοτόκου αι των δαιμόνων θυσίαι κατηργήθησαν και η ειδωλολατρία ηφανίσθη. Το δε ομοίωμα της ενανθρωπήσεως του Χριστού και της Αυτόν τεκούσης αφράστως, τα οποία γράφονται με χρώματα εις τας Εικόνας, ως και των Αγίων του Θεού αι ιστορίαι, παρεδόθησαν εις ημάς εκ των Αγίων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας ίνα σεβώμεθα ταύτα, καθώς και αυτοί παρέλαβον παρά των Αγίων Αποστόλων, είναι δε τώρα υπέρ τους επτακοσίους χρόνους, αφ’ ότου ο Κύριος ημών ήλθε προς ημάς, με την ημετέραν ανθρωπίνην εικόνα. Όθεν άνωθεν και εξ αρχής έλαβεν η Αγία Εκκλησία την ιστόρησιν των αγίων Εικόνων και την σεβασμίαν προσκύνησιν αυτών, αρχήν λαβούσα εξ εκείνης της αχειροποιήτου Εικόνος του Χριστού, την οποίαν μόνος του ο Σωτήρ απετύπωσεν εις το μανδήλιον και απέστειλεν εις τον Αύγαρον τον Εδεσσηνόν. Έπειτα, μετά την Ανάληψιν Αυτού, εκείνη η γυνή, ήτις, δια της ψηλαφήσεως της άκρας του ιματίου Αυτού ιατρεύθη από την αιμορραγίαν, ως σημείον ευχαριστίας κατεσκεύασε το ομοίωμα του Ιησού Χριστού εκ χαλκού. Μετέπειτα ο Άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς εζωγράφησε τρεις εικόνας της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν η Θεοτόκος έζη ακόμη επί της γης, τας οποίας ως είδεν η Παναγία Παρθένος είπε εν χαρά· «Η χάρις του Υιού μου και η ιδική μου ας είναι μετ’ αυτών. Ούτως, ω βασιλεύ, ήρχισε το ευσεβές έργον της ιστορήσεως των αγίων Εικόνων, ο στολισμός των Ναών του Θεού και των οίκων των Ορθοδόξων Χριστιανών. Τούτο δε και αι Άγιαι Οικουμενικαί Σύνοδοι εδέχθησαν και να σεβώμεθα και να προσκυνούμεν εκέλευσαν, όχι λατρευτικώς, καθώς φλυαρούσιν οι άφρονες, αλλά σχετικώς, εις το πρωτότυπον την προσκύνησιν απονέμοντες, καθώς λέγει ο Μέγας Βασίλειος και όχι θεοποιούντες τας Εικόνας. Γνώριζε λοιπόν, ω βασιλεύ, ότι εγώ, δια την τιμήν των αγίων Εικόνων, όχι μόνον να κακοπαθήσω, αλλά και να αποθάνω είμαι έτοιμος και μάλιστα δια την Εικόνα του Χριστού μου, όστις έχυσε το αίμα Του, ίνα ανακαινίση την πεσούσαν εικόνα της ψυχής μου. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι η Εικών του Χριστού φέρει το όνομα Αυτού του ιδίου Χριστού, όστις εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και επί της γης μετά των ανθρώπων έζησεν. Όθεν πρέπει έκαστος Ορθόδοξος Χριστιανός, καθώς δια το όνομα του Χριστού, ούτω και δια την αγίαν Εικόνα Του να αποθάνη. Και ο ατιμάζων την εικόνα, ατιμάζει τον ίδιον, εζωγραφημένον εις αυτήν. Ας μη γίνεται λοιπόν, ω βασιλεύ, η βασιλεία σου αίτιος τοιαύτης ατιμίας προς τον Δεσπότην Χριστόν, όπως δεν δέχεσαι και συ να καταπατήσουν το νόμισμα, το οποίον έχει την μορφήν σου. Και επειδή ούτως έχει το πράγμα, την αλήθειαν σου λέγω. Άκουσόν μοι ιλαρώς και μη ταράττης την Εκκλησίαν του Θεού. Διότι, εάν νομίζης ότι εγώ μόνον ούτω λογίζομαι, ρίψον με, ως τον Ιωνάν, εις την θάλασσαν. Γνώριζε όμως ότι όλη η οικουμένη μαρτυρεί μετ’ εμού και σέβεται την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, άνευ δε αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου μόνος εγώ καινόν τι περί Πίστεως ου νομοθετώ. Δια τούτο και η βασιλεία σου ας μη γίνεσαι άπιστος εις την αλήθειαν, ίνα μη συναριθμηθής με τους απίστους Εβραίους, οίτινες μισούν την εικόνα του Χριστού. Ενθυμήθητι δε και εκείνο το οποίον διηγήθημεν άλλοτε προς σε, με τόσας αξιοπίστους μαρτυρίας, το θαύμα, δηλαδή, το οποίον έγινεν εις την πόλιν Βηρυττόν, όπου εύρον μίαν εικόνα του Χριστού και την εκτύπησαν με την μάχαιραν εις την δεξιάν πλευράν και, ω του θαύματος! τόσον πολύ αίμα εξήλθεν, ώστε έρρεεν έξω της οικίας. Όμως όλοι δεν επίστευσαν, αλλά μερικοί. Μη θέλης λοιπόν να γίνης, μετά των απίστων, κληρονόμος της αιωνίου κολάσεως». Τότε ο βασιλεύς, ως ήκουσε τον τοιούτον έλεγχον του Πατριάρχου Γερμανού, θυμωθείς και μη έχων τι να αντείπη κατά της αληθείας, ήγειρε την χείρα του και κατέφερε ράπισμα ισχυρότατον κατά του Αγίου, ειπών εν οργή· «Φύγε, κακή κεφαλή, εξ οφθαλμών μου, μη χάσης και την ζωήν σου». Αλλά ο Άγιος υπέμεινε το ράπισμα ως ο Χριστός και ανεχώρησεν αποδιωγμένος. Ιδών ο βασιλεύς, ότι δεν ηδυνήθη να φέρη τον Πατριάρχην με την γνώμην του, εκάλεσε τον σοφώτατον γυμνασιάρχην και οικουμενικόν διδάσκαλον και ανέφερεν εις αυτόν την απόφασίν του, δια την κατάργησιν των αγίων Εικόνων. Τότε ο διδάσκαλος απήντησεν εις τον βασιλέα, βεβαιών όσα είπεν ο Πατριάρχης Γερμανός, προσθέσας και άλλας ιστορίας και θαύματα, τα οποία ενήργησαν αι άγιαι Εικόνες λόγω της θείας Χάριτος, ήτις κατοικεί εις αυτάς· και δια την προσκύνησιν αυτών εβεβαίωνεν, ότι είναι αρχαία παράδοσις, παραδοθείσα παρά των Αγίων Αποστόλων και ότι, προ της Αναλήψεως του Χριστού, ο Εδεσσηνός Αύγαρος, προσκυνήσας την αχειροποίητον Εικόνα του Κυρίου μετά πίστεως και ευλαβείας, ιατρεύθη εκ της λέπρας. Αλλ’ ο βασιλεύς ενόμιζε φλυαρίας τας νουθεσίας του διδασκάλου. Θέλων δε ο παράνομος τύραννος να αποδείξη το πείσμα του, επειδή εντός αυτού κατώκει ο διάβολος, επρόσταξε δια νυκτός το στράτευμά του και περιεκύκλωσαν το σχολείον, εντός του οποίου ευρίσκετο και ο διδάσκαλος και, βαλόντες πυρ πανταχόθεν, κατέκαυσαν αυτόν με την περίφημον Βιβλιοθήκην, ως και τους λοιπούς διδασκάλους και μαθητάς, όσοι ευρέθησαν εκεί, ώστε ουδέ εις εσώθη, ουδέ εν βιβλίον απέμεινε. Την δε πρωϊαν επρόσταξε να εκβάλουν τας αγίας Εικόνας από όλας τας Εκκλησίας και άλλας μεν να κατακαύσουν, άλλας δε να ρίψουν εις την θάλασσαν. Τότε, ιδών ο Άγιος Γερμανός, ότι ήρχισε να καταστρέφη τας αγίας Εικόνας, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν και, προσευχηθείς μετά πολλών δακρύων, έθεσε το ωμοφόριον αυτού επί της αγίας Τραπέζης του ιερού Βήματος και λαβών την Εικόνα του Χριστού την μεγάλην, ήτις ήτο εις το Πατριαρχείον, κατήλθεν εις τον αιγιαλόν, εις τόπον λεγόμενον του Μαντείου. Ο δε τότε Πάπας της Ρώμης, Γρηγόριος ονόματι, ήτο ευσεβής και άγιος άνθρωπος και προς εκείνον ηθέλησε να αποστείλη την αγίαν Εικόνα την οποίαν έλαβεν εκ του Πατριαρχείου, όπως φυλαχθή, επειδή εις την Ρώμην δεν εβασίλευεν ο Λέων ο Ίσαυρος. Έγραψε δε και γράμμα, εις τον οποίον έγραφεν ούτως· «Γερμανός ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προς σε τον Πάπαν της Ρώμης Γρηγόριον. Γνώριζε, ότι εδώ είναι μεγάλη σύγχυσις εις την Εκκλησίαν του Θεού, επειδή εξαπελύθη φοβερός διωγμός εναντίον των προσκυνούντων τας αγίας Εικόνας. Επειδή λοιπόν είναι μέγας ο κίνδυνος δια τας αγίας Εικόνας και επειδή εκεί υπάρχει ησυχία, σου αποστέλλω την αγίαν Εικόνα του Χριστού και δέξου αυτήν». Αφού δε έγραψε την επιστολήν, έσκαψεν όπισθεν της αγίας Εικόνος και ετοποθέυησε ταύτην, ασφαλίσας δε καλώς την θέσιν εις την οποίαν ετοποθέτησε την επιστολήν, εστάθη μετά πολλών δακρύων προσευχόμενος και δεόμενος εις τον Θεόν, ίνα καταπαύση την σύγχυσιν της Εκκλησίας απαλλάττων αυτήν από τον κακόν εκείνον βασιλέα και δίδων την ειρήνην εις τον κόσμον και άλλα πολλά. Αποτεινόμενος δε και προς την αγίαν Εικόνα είπε· «Δέσποτα Χριστέ, όστις είσαι εζωγραφημένος εις ταύτην την αγίαν Εικόνα, φύλαξον σεαυτόν και ημάς, διότι απολλύμεθα». Ούτως είπε και έρριψε την Εικόνα εις την θάλασσαν. Τότε, ω του θαύματος! Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά έκλινε η αγία Εικών, αλλά εστάθη ορθία και έτρεχεν ως καλός πεζοδρόμος· εντός δε μιας ημέρας έφθασεν έξω της Ρώμης, εις τον Τίβεριν ποταμόν. Κατά την νύκτα εκείνην ο Πάπας Γρηγόριος είδε καθ’ ύπνον Άγγελον Κυρίου λέγοντα· «Εγέρθητι, ίνα προϋπαντήσης τον Βασιλέα, διότι έρχεται». Εξυπνήσας δε ο Πάπας εσυλλογίζετο τις είναι ο βασιλεύς και ποίαν ώραν έρχεται. Και πάλιν, αφού έπεσεν ίνα κοιμηθή, είπεν εκ δευτέρου ο Άγγελος· «Ο Βασιλεύς των βασιλευόντων Χριστός ο Θεός έρχεται, κατάβα λοιπόν εις τον ποταμόν Τίβεριν και εκεί θέλεις Τον ίδη». Το πρωϊ εκάλεσεν ο Πάπας τους Κληρικούς κα τους άρχοντας και κατέβησαν εις τον ποταμόν μετά θυμιαμάτων και κηρών, εισελθών δε εις πλοιάριον, είδε την Δεσποτικήν Εικόνα, ήτις ίστατο ορθία εις τα ύδατα. Τότε λέγει ο Πάπας προς την Εικόνα· «Δέσποτα Χριστέ, εάν ήλθες προς ημάς, είσελθε μόνος Σου εις το πλοίον, επειδή εγώ είμαι ανάξιος να Σε παραλάβω». Ευθύς τότε η αγία Εικών εισήλθεν εις το πλοίον. Λαβών δε αυτήν ο Πάπας εύρε και το γράμμα. Όθεν απέθεσεν αυτήν εις την Εκκλησίαν, αφ’ ης δε ημέρας έφθασεν, έρρεεν απ’ αυτής αγίασμα, ύδωρ αλμυρόν, το οποίον πολλά θαύματα ετέλεσεν. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την υπόθεσιν του λόγου μας, ίνα διηγηθώμεν τα της εξορίας του Αγίου. Μετά την καύσιν του Διδασκαλείου και την απόρριψιν των αγίων Εικόνων, θυμομαχήσας ο παράνομος βασιλεύς απέστειλε στρατιώτας ωπλισμένους ως εις πόλεμον, οίτινες, αρπάσαντες τον Άγιον και δέροντες και ωθούντες αυτόν, εξεδίωξαν εκ του Πατριαρχείου με ύβρεις και πληγάς, εν έτει ψκθ΄ (729). Τότε έβλεπε κανείς όλην την Κωνσταντινούπολιν εν στεναγμοίς, εν λύπη και θλίψει πολλή, απάντων θρηνούντων και στεναζόντων δια την μεγάλην απιμίαν, την οποίαν προσήψαν προς τας αγίας Εικόνας, καταθρυμματίζοντες ταύτας πανταχού, ρίπτοντες αυτάς εις τον βόρβορον, καταπατούντες ταύτας και εις το πυρ κατακαίοντες. Το δε χείριστον πάντων δια την καταστροφήν τοσούτων βιβλίων και τον δια πυράς αφανισμόν τοιούτων θαυμαστών και σοφών διδασκάλων, έτι δε περισσότερον δια τον άδικον διωγμόν του αγιωτάτου Πατριάρχου Γερμανού. Μετά δε την εξορίαν αυτού ανεβίβασεν εις τον θρόνον τον προειρημένον Αναστάσιον, τον νέον προδότην Ιούδαν, τον συμφωνήσαντα μετά του Κόνωνος και επιβουλευθέντα τον Γέροντα αυτού. Διότι θέλων να ευχαριστήση τον βασιλέα, έρριψεν ευθύς έξω από την μεγάλην Εκκλησίαν τας αγίας Εικόνας και επρόσταξεν, ο τρισκατάρατος, να πράξουν πανταχού ομοίως. Εις την πύλην, την ονομαζομένην Χαλκήν, ήτο μία Εικών εκ φύλλου χρυσού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, την οποίαν παρεκίνησε τον βασιλέα να κρημνίση και κατακαύση. Αλλ’ ως ο σπαθάριος του βασιλέως ετοποθέτησε την κλίμακα και ανήλθε δια να κρημνίση εις την γην την αγίαν Εικόνα και είδον τούτο οι Χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, Μοναχοί και Μονάζουσαι, έδραμον, παρακαλούντες αυτόν να μη καταστρέψη ταύτην. Αυτός όμως δεν τους ήκουε. Τότε πάντες έρριψαν την κλίμακα κατά γης, ομού με τον σπαθάριον, ο οποίος, πεσών εις την γην, εθανατώθη. Έπειτα, ελθόντες εις το Πατριαρχείον, ελιθοβόλουν τον δυσσεβή και εικονομάχον Αναστάσιον, τον δε αντίχριστον βασιλέα κατηρώντο και ανεθεμάτιζον. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς ήναψεν από τον θυμόν και επρόσταξε να αποκεφαλίσωσιν όλους τους εκεί παρευρεθέντας, των οποίων τον αριθμόν μόνον ο Κύριος γνωρίζει, επειδή ήσαν πλήθος πολύ. Ο δε Άγιος Γερμανός, αφού εξεδιώχθη του Πατριαρχείου, ως είπομεν, ελθών κατώκησεν εις τον πατρικόν αυτού οίκον, όστις ήτο εις τόπον λεγόμενον Πλατάνιον. Εκεί ησύχαζε μετ’ άλλων πνευματικών ανδρών, τους οποίους είχεν εις την συνοδείαν αυτού, γινώσκων ότι ουδέν άλλο αναβιβάζει εις το πρωτότυπον όσον η κατά Θεόν αμεριμνησία και ησυχία. Αλλ’ ας διηγηθώμεν τώρα πως επηλήθευσεν η προφητεία του Αγίου δια τον προειρημένον Αναστάσιον. Αποθανόντος του ασεβούς Λέοντος του Ισαύρου, εβασίλευσε το κακόν κύημα, ο υιός αυτού Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος. Αυτόν εξώσας ο γαμβρός αυτού Αρτάβασδος εβασίλευσεν αντ’ αυτού δύο χρόνους, ο δε Πατριάρχης Αναστάσιος έστεψεν αυτόν βασιλέα. Εξ αυτού του γεγονότος ηκολούθησεν εμφύλιος πόλεμος, κατά τον οποίον, νικηθείς ο Αρτάβασδος ομού με τους δύο υιούς του, ετυφλώθη και εγένετο πάλιν εξουσιαστής της βασιλείας ο Κοπρώνυμος. Τον δε Πατριάρχην Αναστάσιον, ως συμφωνήσαντα μετά του Αρταβάσδου, επρόσταξεν ο βασιλεύς να δείρουν γυμνόν έμπροσθεν του λαού, αφού δε τούτο εγένετο, εκάθισαν αυτόν επί όνου με το πρόσωπον προς τα όπισθεν και τον εθεάτριζον εις όλην την πόλιν. Τότε επηλήθευσεν η προφητεία του Αγίου, προειπόντος· «Μη βιάζεσαι, διότι έρχεται η ώρα, κατά την οποίαν μέλλουν να σε σύρουν με βίαν δημοσίως εις το Δίππιον». Και πράγματι, ούτως ωνομάζετο ο τόπος εις τον οποίον εθεάτρισεν αυτόν ο Κοπρώνυμος. Έλαβε δε και κακόν τέλος, δια τας βλασφημίας τας οποίας εξεστόμισε κατά των αγίων Εικόνων και του Γέροντος αυτού, διότι, πεσών εις την ασθένειαν την λεγομένην χορδαψός, εξήμεσε κόπρον εκ του στόματός του, μετά της κόπρου δε απέρριψε και την αθλίαν αυτού ψυχήν. Ο δε Άγιος Γερμανός έζησεν εν ησυχία αρκετόν καιρόν, καταλιπών πλείστα συγγράμματα. Έγραψε δε και λόγον διηγηματικόν προς Άνθιμον Διάκονον, περί των μέχρι των χρόνων αυτού γενομένων Συνόδων και άλλα τινά έργα μεταξύ των οποίων είναι και διάφορα υμνολογικά, εις τας μεγάλας Δεσποτικάς και Θεομητορικάς εορτάς και εις μνήμας Αγίων τινών, ήτοι στιχηρά εις τα εσπέρια, τας λιτάς και τους αίνους, ως και λόγους πανηγυρικούς εις τινας εορτάς. Ευρίσκονται δε και εις την Σλαβονικήν γλώσσαν στίχοι κάλλιστοι και κατανυκτικώτατοι, δακρύων αφθόνων πρόξενοι δια τους θέλοντας αδιαλείπτως να πενθούσι δια τας αμαρτίας των. Ζήσας δε έτη ενενήκοντα, εξ ων επατριάρχευσε χρόνους δέκα τέσσαρας, μήνας πέντε και ημέρας επτά, ανεπαύθη εν Κυρίω περί το έτος ψμ΄ (740). Το δε άγιον αυτού Λείψανον όχι μόνον ότε εφέρετο δια να ενταφιασθή ηλευθέρωσε πολλούς από διαφόρους ασθενείας, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν αυτού αναβρύει καθ’ εκάστην ιατρείας εις τους μετά πίστεως προς αυτό προσερχομένους. Ενεταφιάσθη δε εις το ευαγές Μοναστήριον της Χώρας. Ου ταις πρεσβείαις τύχοιμεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Μαϊου, οι Άγιοι Οσιομάρτυρες Ιβηρίται ΜΟΝΑΧΟΙ οι τους Λατινόφρονας ελέγξαντες, τον βασιλ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΓ΄ (13η) Μαϊου, οι Άγιοι Οσιομάρτυρες Ιβηρίται ΜΟΝΑΧΟΙ οι τους Λατινόφρονας ελέγξαντες, τον βασιλέα φημί Μιχαήλ και τον Πατριάρχην Βέκκον, εν τη θαλάσση βληθέντες, τελειούνται.

Ιβηρίται οι Όσιοι και Μάρτυρες ούτοι Πατέρες ηγωνίζοντο ασκητικώς εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων εν έτει ασπ΄ (1280), ότε ο βασιλεύς Μιχαήλ Η΄ ο Παλαιολόγος (1259 – 1289), ο Αζυμίτης και ο Πατριάρχης Ιωάννης ΙΑ΄ ο Βέκκος (1275 – 1282), οι Λατινόφρονες, περιήρχοντο τα διάφορα Μοναστήρια του Αγίου Όρους δια να πείσουν τους Μοναχούς να ακολουθήσουν την πλάνην των. Επειδή δε τούτους από παντού απέπεμπον, διότι ουδόλως επείθοντο οι Μοναχοί να ασπασθούν τα δόγματα των Λατίνων, δια τούτο πολλά δεινά επεσώρευσαν οι δείλαιοι εις το Άγιον Όρος και πολλούς Μοναχούς εβασάνισαν και απέκτειναν. Τους Λατινόφρονας τούτους, ελθόντας και εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, θείω ζήλω δια την Αγίαν Ορθοδοξίαν κινούμενοι, οι εν τη Μονή ενασκούμενοι Πατέρες δεν τους εδέχθησαν. Όθεν εκείνοι μένεα πνέοντες διέταξαν να συλληφθούν άπαντες. Τότε τους μεν καταγομένους εκ των μερών της Ιταλίας εκράτησαν ως σκλάβους, τους δε λοιπούς ανεβίβασαν εις το πλοίον της Μονής και αφού τους εξήγαγον του λιμένος τους παρέδωκαν εις τον βυθόν της θαλάσσης ομού με το πλοίον και ούτως έλαβον οι μακάριοι τον στέφανον του Μαρτυρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΘΕΡΑΠΟΝΤΟΣ.

Δημοσίευση από silver »


Θεράπων ο Άγιος Ιερομάρτυς είναι άγνωστον πόθεν κατήγετο, εκ ποίων γονέων εγεννήθη και κατά ποίους χρόνους ή ποίων ηγεμόνων και βασιλέων ωμολόγησε τον Χριστόν και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Διότι τα υπομνήματα της ζωής του εξηφανίσθησαν υπό του πανδαμάτορος χρόνου. Ότι δε ούτος ησπάσθη την ζωήν των Μοναχών, τούτο δηλούσιν αι άγιαι Εικόνες αυτού, εις τας οποίας ιστορείται ως Μοναχός. Ότι δε ο Άγιος εχρημάτισεν Επίσκοπος Κύπρου και ότι προσεφέρθη εις τον Χριστόν δι’ αίματος και ετελείωσεν αγώνα μαρτυρικόν, ταύτα παρελάβομεν εξ αρχαίας φήμης, η οποία, κατά παράδοσιν, έφθασε μέχρις ημών και τόσον μάλλον πιστεύομεν, ότι είναι ταύτα αληθή, καθ’ όσον τα εδιδάχθημεν δια ζώσης φωνής παρά των προγενεστέρων και καλώς γνωριζόντων ταύτα. Το δε τίμιον αυτού Λείψανον μετεφέρθη εις την Κωνσταντινούπολιν, όταν οι Αγαρηνοί εμελέτων να λεηλατήσωσι την Κύπρον. Διότι εφάνη ο Άγιος εις τους έχοντας το ιερόν αυτού Λείψανον και διέταξε τούτους να το μεταθέσωσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Όθεν τώρα, εκεί όπου ευρίσκεται, αναβλύζει πάντοτε πηγάς θαυμάτων εις τους προστρέχοντας εις αυτό μετά πίστεως.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”