Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Σεπτεμβρίου, οι Άγιοι Εικοσιέξ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΕΣ Ζωγραφίται,

Δημοσίευση από silver »

οι ελέγξαντες τους λατινόφρονας, τον τε βασιλέα Μιχαήλ και τον Πατριάρχην Βέκκον, επάνωθεν του Πύργου πυρί τελειούνται.

Επειδή το Άγιον Όρος πάντοτε και ήτο και είναι ο πρόβολος και το στήριγμα της πασχούσης εν τη Ανατολή Εκκλησίας, δια τούτο οι Λατίνοι, ίνα καταστρέψωσι το θεμελιώδες τούτο στήριγμα της Ορθοδοξίας, εισεπήδησαν ποτε και εις αυτό, πείθοντες δια λόγων, εξαπατώντες δια χρημάτων και υποσχέσεων, και καταναγκάζοντες δια των απειλών και της τυραννικής μέχρι μαρτυρίου βίας, όπως αναγνωρισθή και εν τω Αγίω Όρει η εξουσία του Πάπα της Ρώμης. Πλην όμως ολίγοι τινές δειλοκάρδιοι επείθοντο εις τούτο· οι δε πλείονες αυτών επεσφράγισαν δια του ιδίου αίματος την εαυτών ομολογίαν, και δια της σταθερότητος αυτών εξήλεγξαν την ιερόσυλον του Πάπα οικειοποίησιν της εξουσίας και του πεπλασμένου ονόματος ως τοποτηρητού του Χριστού, όστις εις και μόνος και ήτο και είναι και θα είναι εις τους αιώνας, η κεφαλή της Αγίας αυτού Εκκλησίας. Ίνα δε παρεκκλίνωσι οι Μοναχοί του Αγίου Όρους εις τα της Ρώμης και του Πάπα σαθρά δόγματα, συνήργει δυστυχώς και ο τότε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ ο Παλαιολόγος, και ο Πατριάρχης αυτής Ιωάννης Βέκκος. Ούτοι λοιπόν ήλθον εις το Άγιον Όρος μετά στρατιωτικής δυνάμεως, και αφού έπραξαν εκείνα τα οποία έπραξαν εις τας άλλας Μονάς, ήλθον τελευταίον και εις την Ιεράν Μονήν του Ζωγράφου, πυρ και μανίαν πνέοντες κατά των οικούντων αυτήν Μοναχών. Κατ’ εκείνον δε τον φρικτόν και φοβερόν δια το Άγιον Όρος καιρόν, πλησίον της Μονής Ζωγράφου ηγωνίζετο κατά μόνας εις Μοναχός, έχων συνήθειαν ιεράν να αναγινώσκη πολλάκις καθ’ εκάστην τον Ακάθιστον Ύμνον της Θεοτόκου ενώπιον της θείας Εικόνος αυτής. Εν μια λοιπόν των ημερών, ότε εις τα χείλη του Γέροντος αντηχούσεν ο Αρχαγγελικός ασπασμός της Υπεραγίας Παρθένου Μαρίας, το «Χαίρε», ακούει αίφνης ο Γέρων εκ της αγίας αυτής Εικόνος τους εξής λόγους· «Χαίρε και συ, Γέρων του Θεού»! ο δε Γέρων εγένετο έντρομος. «Μη φοβού», εξηκολούθησεν ησύχως η εκ της Εικόνος θεομητορική φωνή, «αλλ’ απελθών ταχέως εις την Μονήν, ανάγγειλον εις τους αδελφούς και εις τον Καθηγούμενον ότι οι εχθροί εμού τε και του Υιού μου επλησίασαν. Όστις λοιπόν υπάρχει ασθενής τω πνεύματι, εν υπομονή ας κρυφθή, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός· οι δε επιθυμούντες μαρτυρικούς στεφάνους ας παραμείνωσιν εν τη Μονή· άπελθε λοιπόν ταχέως». Υπακούσας ο Γέρων εις τε την φωνήν και την θέλησιν της Πανάγνου Δεσποίνης ημών, και καταλιπών την κέλλαν αυτού, έδραμεν όσον ηδύνατο ταχύτερον εις την Μονήν, ίνα παράσχη εις τους αδελφούς τρόπον και καιρόν να εμψυχωθώσι και να σκεφθώσιν ωρίμως έκαστος αυτών περί του προκειμένου κινδύνου· αλλά μόλις ο Γέρων έφθασεν εις την πύλην της Μονής, και ιδού βλέπει την εις το κελλίον αυτού αγίαν Εικόνα της Θεομήτορος, ενώπιον της οποίας ανεγίνωσκε προ ολίγου τον Ακάθιστον Ύμνον, και παρ’ αυτής ήκουσε την ανωτέρω φωνήν, ισταμένην επί των πυλών της Μονής. Όθεν μετά κατανύξεως και ευλαβείας πεσών ενώπιον αυτής και προσκυνήσας έλαβεν αυτήν· και ούτω ομού με την αγίαν Εικόνα παρουσιάσθη προς τον Καθηγούμενον. Ακούσαντες δε οι αδελφοί τον επικείμενον κίνδυνον εταράχθησαν μεγάλως· και οι μεν ασθενέστεροι αυτών ταχέως εκρύβησαν εις τα όρη και σπήλαια· είκοσι δε και εξ Μοναχοί, μετά των οποίων και ο Καθηγούμενος, έμειναν εις την Μονήν και εισήλθον εντός του Πύργου, αναμένοντες τους εχθρούς αυτών και προσδοκώντες τους μαρτυρικούς στεφάνους. Μετ’ ολίγον έφθασαν και οι Λατίνοι μετά των λατινοφρόνων, οίτινες κατ’ αρχάς δι’ όλης της δυνάμεως και της ρητορικής τέχνης των Δυτικών παρεκίνουν τους Μοναχούς, ίνα ανοίξωσιν εις αυτούς τας πύλας της Μονής και αναγνωρίσωσι τον Πάπαν κεφαλήν της οικουμενικής Εκκλησίας, υποσχόμενοι το έλεος αυτού του Πάπα και πλήθος χρυσίου· οι δε Μοναχοί ηρώτησαν από τον Πύργον τους Λατίνους, λέγοντες: «Και τις είπεν εις υμάς ότι ο ιδικός σας Πάπας είναι η κεφαλή της Εκκλησίας; πόθεν η τοιαύτη παρ’ υμίν διδασκαλία; Εις ημάς κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός! Ευκολώτερον ημείς αποφασίζομεν ίνα αποθάνωμεν ή να υποχωρήσωμεν, ώστε να μολυνθή ο ιερός ούτος τόπος υπό της ιδικής σας βίας και τυραννίας· δεν ανοίγομεν τας πύλας της Μονής. Αναχωρήσατε εντεύθεν»! Οι δε Λατίνοι εφώνησαν μανιωδώς· «Και λοιπόν, αφού το θέλετε, απαθάνετε». Και ευθύς συναθροίσαντες πλήθος φρυγάνων και ξύλων περί τον Πύργον, κατέκαυσαν αυτούς· και η μεν φλοξ εξαρθείσα υψηλά διεχύθη εις τον αέρα· οι δε Μοναχοί ουδόλως υποχωρήσαντες της πνευματικής αυτών κατοικίας, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον και ευχόμενοι υπέρ των εχθρών αυτών παρέδωκαν τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΙΩΑΝΝΟΥ,

Δημοσίευση από silver »

καταγομένου από της κώμης Κονίτσης της παλαιάς Ηπείρου και αθλήσαντος εν τω Βραχωρίω της Αιτωλίας εν έτει αωιδ΄ (1814) από Χριστού.

Ιωάννης ο Άγιος Νεομάρτυς εγεννήθη εις την κωμόπολιν Κόνιτσαν την εις την παλαιάν Ήπειρον κειμένην, η οποία είναι θρόνος του Βελλάς Επισκόπου υπό τον Μητροπολίτην Ιωαννίνων, ανετράφη δε εν αυτή από γονείς ασεβείς Μωαμεθανούς. Ο πατήρ αυτού ήτο εις των παρ’ αυτοίς εις άκρων τιμωμένων, δερβίσης δηλαδή και σέχης το αξίωμα· ομοίως και η μήτηρ αυτού εκ των απογόνων της Άγαρ. Αφού δε ο μακάριος ούτος εγένετο σχεδόν εικοσαετής την ηλικίαν, καταλιπών την γεννήσασαν αυτόν Κόνιτσαν, μετέβη εις την Μητρόπολιν των Ιωαννίνων, απολαμβάνων το σέβας των συμπολιτών του και αυτός ουχί ολιγώτερον από τον πατέρα του (διότι συνετάγη και αυτός εις το βδελυρόν εκείνο τάγμα των δερβίσηδων παρά του πατρός του σέχη). Διατρίψας δε εκεί εν Ιωαννίνοις ικανόν καιρόν, είτα ανεχώρησεν εκείθεν, και δια της Άρτης έφθασεν εις την κωμόπολιν της Αιτωλίας, Αγρίνιον, το παρ’ ημίν κοινώς λεγόμενον Βραχώριον, όπου κατώκησεν εις το αυθεντικόν οίκημα, το λεγόμενον Μουσελίμ σεράϊ. Το έτος εκείνο εξουσίαζε πάσαν την Αιτωλίαν και Ακαρνανίαν ο εν Βερατίω της Αλβανίας την ζωήν καταστρέψας ταμίας Ισούφ ο Άραψ, όστις γινώσκων τον πατέρα του νέου, μάλλον δε σεβόμενος αυτόν ως σέχην και αρχηγόν της θρησκείας των, τον εδέχθη μετ’ αγάπης πολλής και εις τιμήν τον κατέστησεν όχι ολίγην, ονομάζων αυτόν δερβίσην ιδικόν του. Όθεν και ο νέος έμεινεν παρ’ αυτώ αρκετόν καιρόν, και εις υπηρεσίας εστέλλετο ακαταπαύστως, διότι το έτος αυτό ήτο η εις την Επτάνησον Ιονικήν Πολιτείαν μεταξύ Τούρκων και Ρώσων μάχη, ότε και αντικρύ της νήσου Λευκάδος, ου μακράν της Αγίας Μαύρας, συνήφθησαν εις πόλεμον τα δύο στρατεύματα, ένθα έπεσον νεκροί υπέρ τους εκατόν πεντήκοντα Τούρκοι, τρεις δε μόνοι εκ των ημετέρων. Αρχιστράτηγος δε αυτών ήτο ο προρρηθείς Ισούφ. Ο δε τόπος εις τον οποίον συνεκροτήθη ο πόλεμος λέγεται Τεκές, όπου μετ’ ολίγον δι’ αδείας των τας νήσους κρατησάντων Βρεταννών εκτίσθη το εκεί φρούριον. Ο δε μακάριος ούτος νέος, αν και έζη εις την ασέβειαν και εις το σκότος της πλάνης, είχεν εν τούτοις το χριστιανικόν πολίτευμα έμφυτον, μεταχειριζόμενος πολλάκις τα νηστήσιμα βρώματα των Χριστανών και αγαπών την καθ’ ημάς πολιτείαν. Είχε δε εν τη καρδία και τον φόβον του έθνους, μήποτε φωραθείς υποπέση εις κίνδυνον. Συνέβη δε μετά παρέλευσιν διετίας να γίνη η αλλαγή των αρχών της Ακαρνανίας και Αιτωλίας· όθεν ο μεν Ισούφ απήλθεν εις Ιωάννινα προς τον ηγεμόνα, αντ’ αυτού δε έλαβε την εξουσίαν ο Σουλεϊμάν μπέης, Βρυώνης το επίθετον. Ο δε νέος ούτε τον διάδοχον της εξουσίας ηκολούθησεν, ούτε τον ίδιον αυθέντην Ισούφ, αλλ’ έμεινεν εις την επαρχίαν της Αιτωλίας, περιεφέρετο δε ενδεδυμένος δια χριστιανικών ιματίων το δε δερβίσικον κιουλιάφι ομού και τα λευκοπράσινα, τα οποία εφόρει πρότερον, απεκδυθείς και απορρίψας κατεπάτησε και μετά των Χριστιανών φυλάκων του γένους, των και καπεταναίων λεγομένων, εχριστιάνιζεν εν πάσι, στερούμενος μόνον το άγιον Βάπτισμα, το οποίον βουλόμενος προ πολλού να το αξιωθή εις τα μέρη αυτά, δεν έγινε δυνατόν να το απολαύση, επειδή εφοβούντο οι Χριστιανοί από το βάρβαρον της εξουσίας, ίνα μη υποπέσωσιν εις κίνδυνον, εάν γνωρισθή το πράγμα. Δια τούτο όθεν ο νέος διέβη εις την νήσον της Ιθάκης, όπου ανεγεννήθη δια του θείου τούτου Βαπτίσματος, μετονομασθείς Ιωάννης· και κατηχηθείς εκεί ικανώς παρά του Πνευματικού τον λόγον του Θεού και την Ορθόδοξον πολιτείαν, επανέστρεψεν εις το Ξηρόμερον. Ελθών δε εν τινι χωρίω, όπερ λέγεται Μαχαλάς, έμεινεν εις τάξιν δούλου παρά τω εκεί προϊσταμένω Πάνω Γαλάνη, και εν τω ιδίω χωρίω ενυμφεύθη, προφυλαττόμενος πάντοτε και προσέχων από τους Αγαρηνούς. Όθεν και το περισσότερον του καιρού παρέμεινε κρυπτόμενος, ασκών το επάγγελμα του αγροφύλακος, εξ ης αιτίας και σπανίως εφαίνετο εις το άνωθι χωρίον, μόλις δε εις σύναξιν πολλών. Κατά δε το 1813 έτος, μαθών ο πατήρ αυτού σέχης την άρνησιν της θρησκείας του Μωαμεθανισμού, θρηνήσας απαρηγόρητα επί τούτω, πέμπει δύο του τάγματός του δερβίσηδες, ίνα ελθόντες προσπαθήσωσι διαφόρως δια ταξιμάτων και υποσχέσεων ίσως απομακρύνουν αυτόν του Χριστιανισμού και τον επιστρέψωσιν εις την πλάνην των. Οίτινες ελθόντες και μαθόντες την οικίαν του κατέλυσαν εις αυτήν· αυτός δε ουδόλως βουληθείς να ίδη αυτούς ή ν’ ακούση τας μυθολογίας και φλυαρίας των, απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ’ αυτών, κατά τον Δαβίδ, και επί καθέδραν λοιπών ουκ εκάθισεν. Όθεν οι δερβίσηδες καταισχυνθέντες έτι μάλλον δια την καταφρόνησιν ταύτην ανεχώρησαν άπρακτοι. Τι δε μετά ταύτα ο μισόκαλος διάβολος κατά της μάνδρας του Χριστού, ως λέων ωρυόμενος, εμεθοδεύθη; Παρακινεί ένα Αγαρηνόν, όστις ήτο νεροκράτης εις το ειρημένον χωρίον Μαχαλάν, ίνα διαβάλη και κατηγορήση τον νέον εις τον εν Βραχωρίω μουσελίνην, ότι έγινε Χριστιανός, ων πρότερον Τούρκος και μάλιστα ενός περιφήμου σέχη και δερβίση υιός. Δεν αναβάλλει δε τελείως την ώραν ούτος, αλλά δι’ εγγράφου αναφοράς κάμνει γνωστόν τούτο εις τον μουσελίνην τον εκ Τεπελενίου Ελμάζαγα Μπόνον, προσθέτων και αυτός ο κατάρατος άπειρα τα εναύσματα, ίνα παρακινήση αυτόν εις περισσοτέραν οργήν. Ο δε μουσελίμης, ιδών τα περί του νέου γεγραμμένα, εταράχθη όλος από τον θυμόν, και μετακαλεσάμενος τον κριτήν και τον παρ’ αυτοίς νομοκράτορα μουφτήν, κοινολογεί την υπόθεσιν εις αυτούς. Όθεν και αυθημερόν αποστέλλει στρατιώτας δια να τον συλλάβουν, οίτινες επί προφάσει άλλη απαντήσαντες αυτόν, ευθύς χωρίς αναβολήν τον έδεσαν, και ούτω δέσμιον τον παρέστησαν εις το κριτήριον. Ηρώτησε λοιπόν αυτόν ο μουσελίμης το γένος, την πατρίδα, το όνομα και την θρησκείαν, και ο νέος εις όλα δι’ ενός λόγου απεκρίθη· «Είμαι Χριστιανός και ονομάζομαι Ιωάννης». «Δεν είσαι συ, ανταποκρίνεται ο μουσελίμης, ο δερβίσης, ο υιός του σέχη Κονίτσης»; «Ναι, εγώ, αλλά τώρα είμαι Χριστιανός και Χριστιανός μέλλω να αποθάνω». «Εγελάσθης από την γυναίκα, του λέγει ο μουσελίμης, και ήλλαξας την πίστιν σου· πλην τώρα ελθέ εις τον νουν σου, και κήρυξον παρρησία την ομολογίαν της παλαιάς πίστεώς σου της αληθινής, και τότε θα γνωρίσης καλώς πόσον θα τιμηθής από μέρους μου». «Μη πιστεύης, αγά μου, αποκρίνεται ο νέος, να ευρεθώ τόσον ανόητος και μωρός, ώστε να αφήσω την αγίαν πίστιν των Χριστιανών, και να τυφλωθώ πάλιν να έλθω εις τον βόρβορον του Μωαμεθανισμού. Μόλις έγινε δυνατόν να την γνωρίσω, και τώρα πως είναι τρόπος να την παραιτήσω; Ποτέ, ποτέ, μη γένοιτο εις εμέ τοιούτον κακόν». Ο δε μουσελίμης και οι περί αυτόν, θαυμάσαντες επί τη παρρησία του Μάρτυρος και οιονεί εντροπιασθέντες, δεν ηθέλησαν να εκταθώσιν εις πλειοτέρας ομιλίας. Όθεν ο μουσελίμης διέταξεν ευθύς να τον δέσουν και να τον ρίψουν εις την φυλακήν και εκεί να τον βασανίσουν πανδείνως και σκληρότατα, ως να εντρέπετο τάχα να τον τιμωρήση εις το φανερόν. Λαβόντες δε αυτόν οι υπηρέται ούτω δέσμιον, έθηκαν επί τον τράχηλον αυτού και την βαρυτάτην άλυσιν, περάσαντες τους πόδας αυτού εις το ξύλον. Αφήνω λοιπόν να φαντασθήτε, Χριστιανοί, τι άραγε έπαθεν ο ευλογημένος εκεί εις την φυλακήν από αυτούς τους σεσωματωμένους διαβόλους! Δεσμά δεινότατα, ραπίσματα, ραβδισμούς ανεικάστους, κολαφισμούς δια χειρών και ποδών, και όσα ακόλουθα εδίδαξεν αυτούς ο πατήρ αυτών σατανάς. Ο δε Μάρτυς ευχαριστών τον Θεόν υπέμεινε ταύτα ανδρείως, ψιθυρίζων πάντοτε· «Ο Θεός, βοήθησόν μοι». Μαθών δε ο μουσελίμης την αμετάθετον γνώμην του Μάρτυρος και φοβηθείς μη εντροπιασθή πλειότερον, αν τον παραστήση εις δευτέραν ανάκρισιν, συνεκάλεσεν εις συμβούλιον τους ουλεμάδες (σοφούς) του γένους του, ένθα απεφασίσθη ότι «ο άνθρωπος ούτος ουκ έξεστι ζην, δια την της θρησκείας του εξωμοσίαν και άρνησιν». Όθεν διέταξε την δια ξίφους αποκεφάλισίν του. Παραλαβόντες όθεν αυτόν οι δήμιοι μετά του αρχιφύλακος δέσμιον ως τον είχον, τον έφερον εις τον τόπον της καταδίκης εν τη πλατάνω, τη μέσον της λεωφόρου, όπου εζήτησε μεν ο Μάρτυς να τον λύσωσιν ολίγον δια να κάμη τον τύπον του Τιμίου Σταυρού, αλλά δεν επείσθησαν οι κατάρατοι. Εκβοήσας λοιπόν τότε ως ο του Ευαγγελίου ληστής το «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου», έκλινε την κεφαλήν και εδέχθη τον δια ξίφους θάνατον, κατά την κγ΄ (23ην) του Σεπτεμβρίου μηνός, ημέραν Τετάρτην, εν έτει από Χριστού γεννήσεως αωιδ΄ (1814). Το δε τίμιον σώμα πεσόν ύπτιον, δεν τολμά τις των Χριστιανών να το πλησιάση, επειδή και εδόθη προσταγή να μείνη εξ άπαντος άταφον, και να γίνη βορά κυνών· επομένως σύραντες οι δήμιοι αυτό εκείθεν το έρριψαν μαζί με την σφαδάζουσαν κεφαλήν εις ένα ρύακα, ου μακράν της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου. Μεσιτεία όμως τινών φιλοχρίστων έπειτα συνεχωρήθη από τον μουσελίμην να μεταφερθή ατίμως εις μέρος ουδέτερον, επί τη προφάσει ότι ούτε Τούρκος ούτε Χριστιανός ήτο ο Μάρτυς. Ευλαβεία δε τινες φερόμενοι, κρυφίως ορύξαντες λάκκον έθηκαν ευλαβώς μετά της κεφαλής το μαρτυρικόν λείψανον του Αγίου εν τινι αγρώ, ον οι Βραχωρίται έκτοτε τιμώσι και περιέπουσιν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Σεπτεμβρίου, μνήμη της Αγίας Πρωτομάρτυρος και Ισαποστόλου ΘΕΚΛΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Θέκλα η ένδοξος Πρωτομάρτυς και Ισαπόστολος του Χριστού, η πιστή του θείου Παύλου μαθήτρια, ήτο από το Ικόνιον της Μικράς Ασίας, θυγάτηρ ούσα ευγενούς τινος και επιφανούς Ελληνίδος γυναικός ονόματι Θεοκλείας, είχε δε και αρραβωνισθή με άνδρα τινά ονόματι Θάμυριν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν παρεγένετο από την Αντιόχειαν εις το Ικόνιον ο μέγας κήρυξ και ευαγγελιστής της αληθείας Παύλος, η πολύφθογγος σάλπιγξ του Χριστού, δια να κηρύξη τον σωτήριον λόγον, έχων εις την συνοδείαν του δύο άνδρας, Δημάν τε και Ερμογένην, οίτινες ήσαν πονηροί και υποκριταί, δεικνύοντες ότι τον ηυλαβούντο εις το φαινόμενον, ενώ η γνώμη των ήτο όλως διεστραμμένη. Ο δε θείος Παύλος, ως του Ιησού Χριστού μιμητής και αγαθός άνθρωπος, δεν είχε πανουργίαν τινά, αλλά τους ηγάπα ως αδελφούς και τους εδίδασκε πάσαν την ένσαρκον οικονομίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πως του απεκαλύφθη ο Κύριος ενώ εβάδιζε προς Δαμασκόν και πως επίστευσεν εις Εκείνον. Όταν λοιπόν έφθασαν εις την πόλιν του Ικονίου και το έμαθεν ο εκεί διαμένων ευσεβής και αγαθός άνθρωπος Ονησιφόρος, εξήλθεν ευθύς με την γυναίκα και τους παίδας αυτού ζητών τον Παύλον, τον οποίον δεν είδε ποτέ του, και μόνον από τον μαθητήν του Τίτον είχεν ακούσει τίνος είδους ήτο εις την θεωρίαν, δηλαδή μικρός το ανάστημα, φαλακρός εις την κεφαλήν, καμπυλομύτης και απλώς ειπείν όλος Πνεύματος Αγίου πεπληρωμένος και χάριτος. Ιδών λοιπόν αυτόν, τον εγνώρισεν από τα ρηθέντα σημεία, και εχαιρέτησεν αυτόν, λέγων: «Χαίροις, υπηρέτα του ευλογημένου Χριστού». Ο δε Παύλος απεκρίθη με σεμνόν και χαρούμενον πρόσωπον: «Η Χάρις του Θεού είη μετά του οίκου σου». Δημάς δε και Ερμογένης, οι άνωθι αναφερόμενοι, είπον εις αυτόν· «Άρα δεν είμεθα και ημείς δούλοι του Χριστού; Διατί μόνον αυτόν εχαιρέτησες»; Ο δε Ονησιφόρος από ταύτα τα λόγια εννοήσας την κακίαν αυτών είπεν· «Εγώ δεν βλέπω εις σας καρπόν δικαιοσύνης· όμως καλώς ήλθετε· κοπιάσατε και σεις έως τον οίκον μου να αναπαυθήτε». Απελθόντες δε, έβαλε τράπεζαν, και τους εφιλοξένησεν επιμελώς ο Ονησιφόρος· έπειτα ήρχισε να διδάσκη ο Απ. Παύλος το Ευαγγέλιον, λέγων· «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Μακάριοι οι σώφρονες και εγκρατείς, οίτινες δεν εμόλυναν την παρθενίαν αυτών· διότι οι τοιούτοι γίνονται Ναοί και οικητήρια του Παναγίου Πνεύματος. Μακάριοι οι το θείον του Χριστού δεξάμενοι Βάπτισμα και τηρούντες τα σώματα αυτών άσπιλα και καθαρά έως τέλους· διότι οι τοιούτοι θα αξιωθώσι μεγάλης δόξης εις τον Παράδεισον, και δεν θα δοκιμάσωσι βάσανόν τινα της αιωνίου κολάσεως». Τοιαύτα του Παύλου διδάσκοντος, μεταξύ των άλλων ακροατών ήτο και η Θέκλα, ήτις ίστατο εις το παράθυρον και ηκροάζετο του θείου Παύλου τα λόγια, αλλά το πρόσωπόν του δεν έβλεπεν· όμως με τα ζωήρρυτα εκείνα και γλυκύτατα λόγια ετρώθη την ψυχήν έρωτα θείον και υπερθαύμαστον, αλλοιωθείσα την καρδίαν τοιουτοτρόπως, ώστε ημέλησε πάσαν φροντίδα και μέριμναν σώματος, και ίστατο εις την θυρίδα τρία ημερονύκτια και τόσην γλυκύτητα ησθάνετο εις τα λόγια του Αποστόλου, ώστε έμενεν ώσπερ εις έκστασιν και ούτε ποσώς απεκρίνετο εις την μητέρα αυτής, ήτις επάσχισε πολλά να την ποσύρη από τον τόπον εκείνον, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν νομίζουσα η μήτηρ της, ότι παρεφρόνησε, παρήγγειλε του γαμβρού της, όντος μεγάλου άρχοντος, από τους πρώτους της πόλεως· ούτος δε απήλθεν ευθύς εις τον οίκον της πενθεράς αυτού, η οποία του είπε: «Γίνωσκε, ότι τρεις ημέρας καθέζεται η μνηστή σου εις το παράθυρον ακλινώς, ακροωμένη την διδαχήν αυτού του ξένου, και ούτε να φάγη ηθέλησεν, ούτε να πίη· ύπαγε, κάμε ό,τι δύνασαι να την εκβάλης απ’ εκεί συντομώτερα». Ο δε απελθών επάσχισε πολλά, και της είπε λόγια πρώτον παραπονετικά έρωτος και αισθηματικά, κατά την συνήθειαν των νέων, έπειτα βλέπων, ότι δεν τα έβαλε ποσώς εις τον νουν της, την εφοβέρισε με απήνειαν και πολλήν αυστηρότητα, να την κακοποιήση· αλλά εκείνη ίστατο στερεά ως αδάμας και ούτε καν λόγον ψιλόν απεκρίνετο εις αυτόν. Λοιπόν είχον όλοι οι συγγενείς θλίψιν πολλήν. Ο δε Θάμυρις εθυμώθη κατά του Παύλου, και απήλθε να τον κακοποιήση ως τούτου αίτιον. Καθ’ οδόν δε συνήντησε τους δύο πανούργους, Δημάν και Ερμογένην, και τους ηρώτησε τι άνθρωπος είναι ο Παύλος και ποία η διδασκαλία του. Οι δε απεκρίθησαν· «αυτός πόθεν είναι δεν ηξεύρομεν, μόνον διδάσκει, ότι όστις φυλάξη παρθενίαν μένει αθάνατος, και δια τα λόγια αυτά κάμνει τας γυναίκας και χωρίζονται από τους άνδρας αυτών, καθώς το έπαθεν η Θέκλα· αλλ’ ε΄ν θέλης να την φέρης εις το θέλημά σου, ύπαγε εις τον ηγεμόνα της πόλεως, διάβαλε τον Παύλον, να τον παιδεύση, καθώς του πρέπει, και τότε θέλει φοβηθή η μνηστή σου και θα υπακούση εις το συνοικέσιον». Εκάλεσε λοιπόν ο Θάμυρις αυτούς τους δύο, και τους εφίλευσεν εις το δείπνον, και το πρωϊ έδραμεν ως άγριον θηρίον μετά όχλου πολλού εις την οικίαν του Ονησιφόρου, και αρπάσας τον Παύλον τον επήγεν εις τον ηγεμόνα, λέγων ότι είναι κακοποιός άνθρωπος, και πλανά τας γυναίκας, και τας χωρίζει από τους άνδρας των. Ο δε άρχων είπεν εις τον Παύλον· «Ειπέ μας ποίος είσαι και ποία είναι η διδασκαλία σου»; Ο δε απεκρίθη· «Ο αληθής και ζωοποιός Θεός, όστις ποθεί την σωτηρίαν των ανθρώπων, με απέστειλε, να κηρύττω τον Υιόν αυτού Ιησούν Χριστόν, όστις έπαθε δια την αγάπην ημών, και μας παρήγγειλε να απέχωμεν από όλα τα πονηρά έργα, και να διάγωμεν εν παρθενία, σωφροσύνη τε και αγάπη προς αλλήλους. Λοιπόν, ω ανθύπατε, τι άδικον κάμνω να κηρύττω όσα ο Κύριος και ο Θεός με επρόσταξε»; Τότε ο ηγεμών διώρισε να τον βάλουν εις την φυλακήν δεδεμένον επί τινας ημέρας και να τον κρίνη έπειτα. Ταύτα μαθούσα η Θέκλα εξήφθη από θείον έρωτα, και απεφάσισε να μαρτυρήση δια την αγάπην του Χριστού. Λαβούσα όθεν τα χρυσά στολίδια και τους μαργαρίτας αυτής, απήλθεν εν ώρα μεσονυκτίου εις την φυλακήν, και τα έδωσε του δεσμοφύλακος δώρον, δια να την αφήση να ίδη τον Παύλον· όθεν αφήκεν αυτήν, και εισελθούσα εις την φυλακήν κατεφίλει τα δεσμά του Παύλου με πολλήν ταπείνωσιν και ευλάβειαν, δεομένη τούτου και ικετεύουσα να την διδάξη επιμελώς και να την οδηγήση προς την ευσέβειαν. Ο δε θείος Απόστολος έχων όλως την πίστιν εις τον Θεόν, ελάλει περί της ενσάρκου οικονομίας αυτού υψηλά νοήματα, και περί καταφρονήσεως κόσμου, παρακινών αυτήν προς σωφροσύνην και παρθενίαν σαρκός και πνεύματος. Η δε ηκροάζετο με τόσον πόθον, ώστε της εφαίνετο ο Απόστολος ώσπερ να ήτο αυτός ο Κύριος, και τα λόγια του εδέχετο εις την καρδίαν, και τα είχε γλυκύτερα της ανβροσίας και του νέκταρος. Το πρωϊ, όταν είδον οι συγγενείς αυτής, ότι έλειπεν από την οικίαν, έδραμον όλοι και την εζήτουν εις όλην την πόλιν, νομίζοντες ότι έφυγε με κακόν σκοπόν και αγάπην έρωτος. Ο δε Θάμυρις, ερευνών εις τόπους διαφόρους, έμαθε τέλος παρά τινος δούλου του, ότι ήτο εις την φυλακήν με τον ξένον δέσμιον. Όθεν απελθών και ευρών αυτήν καθεζομένην παρά τους πόδας του Παύλου με δεσμά πόθου συνδεδεμένην, εθυμώθη, και λαβών όχλον ικανόν, απήλθεν εις τον ανθύπατον και ανήγγειλε ταύτα. Ο δε εκέλευσε και έφεραν τον Απόστολον. Η δε ,άρτυς του Χριστού έμεινεν εις την φυλακήν και εκάθητο εις τον τόπον του Παύλου δια ευλάβειαν. Εις ολίγην ώραν παρουσίασαν και αυτήν εις το κριτήριον, και εβόησεν όχλος πολύς προς τον άρχοντα· «Φόνευσον τον μάγον αυτόν και γόητα»! Ο δε άρχων ήκουε τα λόγια του Παύλου ηδέως και εβούλετο να τον απολύση, αλλ’ εφοβείτο τον όχλον. Λοιπόν είπε προς την Θέκλαν· «Διατί δεν θέλεις τον μνηστήρα σου»; Αυτή δε ούτε τον ηγεμόνα εκοίταξεν, ούτε τινά απόκρισιν έδωκε, μόνον τον Παύλον έβλεπεν, ώσπερ να ήτο αυτός η αναψυχή της· όθεν η μήτηρ αυτής Θεόκλεια, από τον πολύν της θυμόν, εβόησε προς τον άρχοντα· «Καύσε την άνομον εις το μέσον του θεάτρου, δια να φοβηθούν αι άλλαι γυναίκες, να μη καταφρονώσι τους άνδρας των». Όταν λοιπόν είδεν ο άρχων, ότι όχι μόνον ο όχλος, αλλά και αυτοί οι συγγενείς της την κατέκριναν, έδωκε κατ’ αυτής την απόφασιν να την καύσωσι, τον δε Παύλον να φραγγελώσωσι και έπειτα να τον διώξουν έξω της πόλεως. Ταύτα κελεύσας ο ανθύπατος ανέστη του θρόνου και απήλθεν εις το θέατρον με τον δήμον όλον, ίνα ίδωσι της κόρης τον θ΄νατον, η οποία δεν εσκέπτετο τόσον εαυτήν όσον τον πνευματικόν της πατέρα· όθεν εκοίταξε πέριξ να τον ίδη. Τότε εμφανίζεται εις αυτήν ο Δεσπότης Χριστός εις σχήμα του Παύλου καθεζόμενος εν μέσω του όχλου. Τούτον ιδούσα έλαβε θάρρος εν εαυτή, λέγουσα κατά μόνας· «Επειδή είμαι ολιγόψυχος και ανυπόμονος, ήλθεν ο διδάσκαλός μου Παύλος να με ενθαρρύνη». Ταύτα σκεπτομένη βλέπει τον Κύριον ανερχόμενον εις τους ουρανούς. Λαβούσα όθεν βεβαίαν πληροφορίαν δια την διδασκαλίαν του Παύλου, επορεύετο γαλλιωμένη εις το μαρτύριον. Οι δε παίδες και αι νεάνιδες εσύναξαν ξύλα δια να την κατακαύσουν. Εγύμνωσαν όθεν αυτήν και την έρριψαν εις το μέσον της φλογός. Ο δε ηγεμών, ιδών ταύτης το κάλλος και την ωραιότητα, εξεπλάγη και ελυπείτο σφόδρα, διότι έμελλε να απολεσθή τοιαύτη παρθένος υπέρκαλος και τόσον επόνεσεν η ψυχή του, ώστε εδάκρυσεν. Η δε μεγαλόψυχος κόρη, έχουσα έσω αυτής τον ένθεον έρωτα, όστις κατέκαιε την καρδίαν της, δεν εδειλία πυρ ένυλον και ομόδουλον, αλλ’ ίστατο άφοβος, και είχε τας χείρας και τα όμματα υψωμένα προς τον ουρανόν, προσευχομένη νοερώς και αναμένουσα εκείθεν την βοήθειαν· όθεν δεν απέτυχε της ελπίδος, αλλ’ εδροσίζετο μάλλον υπό του πυρός και δεν κατεφλέγετο. Έτι δε και βρονταί φοβεραί και αστραπαί εγένοντο εις τον αέρα, και ήλθε σκότος μέγα, συγχρόνως δε βροχή ραγδαία και χάλαζα τοσαύτη εις το θέατρον, ώστε εφόνευσε πολλούς ποθούντας να ίδωσι ταύτης την απώλειαν, το δε πυρ κατεσβέσθη και οι όχλοι διεσκορπίσθησαν. Η δε Αγία του Χριστού Μάρτυς μείνασα μόνη έβαλε τα ιμάτιά της και ανεχώρησεν εκείθεν, ζητούσα τον Παύλον, και ερωτώσα να μάθη που ευρίσκετο. Ο δε θείος Παύλος, αφού τον εμαστίγωσαν και τον έξωσαν της πόλεως, απήλθε μετά του Ονησιφόρου, της γυναικός και των τέκνων αυτού, και εκρύβησαν εις ένα παλαιόν τάφον, νηστικοί τρεις ημέρας. Εν δε παιδίον του Ονησιφόρου είπε προς τον Παύλον· «Κύριε, ο πατήρ μας δεν φροντίζει πλέον δι’ ημάς, και ιδού αποθνήσκομεν από την πείναν· λοιπόν βοήθησέ μας». Ο δε Παύλος, εκδυθείς το επανωφόριόν του, του το έδωσε να το πωλήση, δια να αγοράση άρτους. Απελθών λοιπόν ο νέος εις την αγοράν, και ιδών την Αγίαν υγιά και ελευθέραν, εθαύμασε, διότι ενόμιζεν ότι πλέον είχε γίνει πυρίκαυστος. Όθεν την ηρώτησε περί τούτου· η δε είπεν εις αυτόν ότι ο Κύριος την ελύτρωσε και εζήτει τον Απόστολον. Ο δε νέος είπεν· «Ακολούθει μοι, να σου δείξω αυτόν, όστις έχει τώρα ημέρας εξ νηστικός και προσεύχεται εις τον Θεόν δια σε». Η δε απελθούσα, εύρεν αυτόν γονυκλινή και λέγοντα ταύτα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, παρακαλώ την Χάριν σου, βοήθησον την δούλην σου Θέκλαν, και φύλαξον αυτήν, ίνα μη εγγίση αυτήν το πυρ». Αυτή δε ακούσασα ταύτα απ’ έξω του τάφου, εβόησε λέγουσα· «Ευλογητός ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην, διότι με ελύτρωσες του πυρός, ίνα ίδω τον Απόστολόν σου». Ο δε ακούσας την φωνήν και ιδών αυτήν, ηγαλλιάσατο λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου καρδιογνώστα, ότι επήκουσας της δεήσεώς μου». Ευφρανθέντες λοιπόν άπαντες εφιλεύθησαν άρτον και ύδωρ και ολίγα χόρτα και ενδυναμωθέντες ή μάλλον ειπείν από την θείαν Χάριν και δύναμιν, ήτις έτρεφε και υπέρ πάντα τα βρώματα, εδόξασαν τον Θεόν. Μετά την ευχαριστίαν είπεν η Αγία προς τον Απόστολον· «Δέομαί σου να κόψης τας τρίχας της κεφαλής μου, δια να ενδυθώ ανδρικήν στολήν και να σε ακολουθήσω όπου απέλθης». Ο δε είπεν εις αυτήν· «Ο καιρός είναι αισχρός, και οι άνθρωποι εις το κακόν πρόθυμοι, και συ ωραία την όψιν· λοιπόν φοβούμαι μη σου τύχη άλλος πειρασμός χειρότερος του προτέρου και δεν δυνηθής να τον υπομείνης». Η δε απεκρίθη· «Μόνον σημείωσον εις εμέ την σφραγίδα του Χριστού, και ελπίζω εις αυτόν, μη μου άψηται ουδεμία βάσανος». Ο δε είπεν αυτή· «Μακροθύμησον, και θα έλθη εις σε η δωρεά του Θεού». Έπειτα λέγει του Ονησιφόρου· «Υπάγετε εις την οικίαν σας, και ευχαριστώ την αγάπην σας, εγώ δε υπάγω όπου με προστάξη ο Κύριος». Αποχαιρετήσας λοιπόν αυτούς, απήλθεν ο Παύλος εις ντιόχειαν, ακολουθούσης αυτόν της Αγίας· και καθώς εισήλθον εις την πόλιν, τους υπήντησεν ο πρώτος των μεγιστάνων, το όνομα Αλέξανδρος, πολύς εις την κακίαν και εις την πολιτείαν άσωτος, όστις, ιδών την Θέκλαν τοσούτον ωραίαν, εμέθυσεν εξ έρωτος και λέγει του Παύλου· «Λάβε, άνθρωπε, όσα χρήματα θέλες απ’ εμού, και δός μοι την κόρην αυτήν». Ο δε απεκρίθη: «Εγώ, κυριέ μου, δεν την ηξεύρω, ούτε την ορίζω». Ο δε Αλέξανδρος, ως παρρησίαν πολλήν έχων και ηγεμών υπάρχων της πόλεως, ήρπασε την κόρην με αναισχυντίαν και κατεφίλει αυτήν. Η δε έσπρωχνεν αυτόν ανδρείως και έλεγε μεγαλοφώνως· «Μη δυναστεύης την δούλην του Θεού, αναιδέστατε, ότι εγώ είμαι πρώτη των Ικονίων, και διότι δεν θέλω να υπανδρευθώ με έδιωξαν της πόλεως». Ταύτα λέγουσα και σύρουσα το ιμάτιόν του το εξέσχισε, και κατήσχυνεν αυτόν ενώπιον πάντων. Ο δε εντραπείς, εφοβέρισεν αυτήν λέγων, ότι, εάν δεν του υπακούση θα την δαβάλη εις τον ανθύπατον να την θανατώση, όπερ και εγένετο. Κατέκριναν λοιπόν αυτήν να την ρίψουν εις τα θηρία ως ιερόσυλον, καθό τολμήσασαν να σχίση του ηγεμόνος το ιμάτιον. Η Αγία εζήτησε χάριν παρά του ανθυπάτου, να την παραδώση εις χείρας τινός γυναικός εντίμου, να την φυλάττη αμόλυντον έως την τρίτην ημέραν, οπότε ήθελε να θηριομαχήση. Ο δε υπήκουσε και παρέδωκεν αυτήν μιάς γυναικός χήρας ευγενεστάτης και πλουσίας, Τρυφαίνης ονόματι, της οποίας απέθανε προ ολίγου μία θυγάτηρ, Φαλκονίλλα ονομαζομένη. Έλαβε λοιπόν την Θέκλαν η Τρύφαινα και τόσον την ηγάπησεν εκείνας τας τρεις ημέρας, βλέπουσα τοιούτον αγγελικόν πρόσωπον και ακούουσα τοιαύτα μελίρρυτα λόγια, ώστε επόνει η ψυχή της να την χωρισθή, και έκλαιεν όταν την ωδήγουν εις τον τόπον της καταδίκης. Καταφρονήσασα δε την αξίαν του γένους της, ηκολούθησε και αυτή με άλλας γυναίκας, και επήγαν εις το θέατρον να ίδωσι το αποβησόμενον. Έκλαιον δε αι νεάνιδες πάσαι, και εσυμπονούσαν αυτήν, και κατελάλουν την αδικοκρισίαν ταύτην. Οι δε υπηρέται έδεσαν την Μάρτυρα και την έρριψαν εις το μέσον των θηρίων, όπου ήτο μία λέαινα αγριωτάτη πάντων, η οποία, ως έφθασε πλησίον της Αγίας, μετέβαλε την αγριότητα εις πραότητα και έλειχε με την γλώσσαν τους πόδας της. Ήτο δε η επιγραφή της καταδίκης αύτη: «Ως ιερόσυλος κατεδικάσθη εις θάνατον». Ταύτα βλέπων ο μεν όχλος εξίσταντο λέγοντες· «αδίκως κατεκρίθη η ανεύθυνος»· η δε Τρύφαινα, ενδυναμωθείσα υπό της θείας Χάριτος, εισήλθεν ανδρείως εις τα θηρία και λαβούσα την Μάρτυρα απήλθον εις την οικίαν της αγαλλιώμεναι. Την νύκτα εκείνην βλέπει εν οράματι την θυγατέρα της η Τρύφαινα κατ’ οικονομίαν Θεού και φιλανθρωπίαν ανείκαστον, ήτις λέγει εις αυτήν· «Μήτερ μου, αγάπα αυτήν την ξένην Θέκλαν, και έχε την αντ’ εμού θυγατέρα σου, ότι είναι δούλη του Θεού, και δύναται να κάμη δέησιν και να με βάλη ο Κύριος εις τον τόπον των Δικαίων». Έξυπνος δε γενομένη η Τρύφαινα, είπε της Αγίας· «Τέκνον μου δεύτερον, κάμε μου παρακαλώ σε την καλωσύνην αυτήν, και δεήσου του Χριστού σου να αναπαύση την θυγατέρα μου εις ζωήν την αιώνιον, ότι μου το εζήτησε δια οράματος». Τότε η Αγία ευθύς άρασα τας χείρας και την φωνήν εις ουρανούς, είπε: «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, Υιέ του αληθούς και ζώντος Θεού, επάκουσόν μου της δούλης σου, και ανάπαυσον την Φαλκονίλλαν εις την ζωήν την αιώνιον, κατά το θέλημά σου το άγιον». Εχαίρετο όθεν η Τρύφαινα ακούουσα ταύτα, ελυπείτο όμως δια την Θέκλαν και έκλαιε, μαθούσα ότι ήρχετο πάλιν ο Αλέξανδρος δια να την συλλάβη και να την θανατώσουν. Πράγματι δε εις ολίγην ώραν έφθασε λέγων ταύτα: «Κυρία, ο ανθύπατος κάθηται εις το κριτήριον, και όλος ο δήμος συνήχθη να ίδωσι της Θέκλης τον θάνατον. Λοιπόν απόστειλον αυτήν τάχιστα». Η δε υβρίσασα αυτόν, απεδίωξεν άπρακτον. Μετά δε ολίγον διάστημα ήλθον οι υπηρέται του ανθυπάτου, να την αρπάσουν βιαίως. Η δε Τρύφαινα, μη δυναμένη ν’ αντισταθή, έλαβεν αυτήν εκ της χειρός, και απήρχετο κλαίουσα και λέγουσα ταύτα· «Οίμοι τη αθλία! Προ ολίγων ημερών συνώδευσα εις τον τάφον την Φαλκονίλλαν μου, και πάλιν τώρα στερούμαι σε την δευτέραν φιλτάτην μου θυγατέρα». Η δε Αγία, βλέπουσα της Τρυφαίνης την ευσπλαγχνίαν τε και συμπάθειαν, εδάκρυσε λέγουσα· «Κύριέ μου και Βασιλεύ, εις τον οποίον πιστεύω, απόδος τον μισθόν άξιον της Τρυφαίνης, διότι τοσούτον με ηγάπησε και εφύλαξε την παρθενίαν μου». Θόρυβος δε και βοή μεγάλη εγένετο, όταν ήρπασαν οι δήμιοι την Θέκλαν· και γυμνώσαντες αυτήν έρριψαν εις τα θηρία, και απέλυσαν κατ’ αυτής λέοντας και άρκτους φοβεράς. Η δε λέαινα εκείνη η αγριωτάτη εστάθη πλησίον της Αγίας, απαντώσα τα άλλα θηρία, και δεν τα άφηνε να την εγγίσωσι. Τότε μία άρκτος μεγάλη έδραμε να ξεσχίση την Μάρτυρα, η δε λέαινα ηναντιώθη ισχυρώς και την εθανάτωσε. Ταύτα ιδών ο Αλέξανδρος έρριψεν έσω εις τον λάκκον ένα λέοντ μεγαλώτατον και φοβερόν, όστις ήτο συνηθισμένος να τρώγη ανθρώπους, και τότε τον είχεν από σκοπού νηστικόν επί πολλάς ημέρας. Η δε λέαινα πάλιν επανέστη κατά του λέοντος και επολέμησαν ώραν πολλήν τοσούτον ισχυρώς και ανδρείως, ώστε εξέψυχαν και τα δύο την αυτήν ώραν. Ταύτα βλέπων ο ηγεμών εκέλευσε να βάλουν και άλλα θηρία πολλά· αλλά μάτην εκοπίαζεν ο δύστηνος, ότι όλα εστέκοντο ως αρνία ήμερα έμπροσθεν της Αγίας. Λαβόντες όθεν εκείθεν την Αγίαν την ωδήγησαν εις μίαν βαθυτάτην και φοβεράν λίμνην, εντός της οποίας ήσαν φώκαι πολλαί. Η δε Αγία, ως είδε την λίμνην, έπεσε εις αυτήν λέγουσα ταύτα: «Εις το όνομά σου, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, λαμβάνω σήμερον το άγιον Βάπτισμα». Αι δε γυναίκες έκλαιον νομίζουσαι ότι θα φαγωθή από τας φώκας, και θ’ αφανισθή τοσούτον κάλλος, και την παρεκίνουν να μη εισέλθη· αλλ’ ευθύς κατήλθεν εξ ύψους θεία βοήθεια, εν είδει πυρός και αστραπών, εκ του οποίου ενεκρώθησαν αι φώκαι, νεφέλη δε εσκέπασε την Θέκλαν δια να μη την βλέπουν γυμνήν οι περιεστώτες. Έρριψαν δε εις την λίμνην άλλα θηρία αγριώτατα, αλλά αι γυναίκες έρριψαν έσω νάρδον, κασίαν και άμωμον, δια να αποκοιμηθούν τα θηρία από την ευωδίαν των μύρων και να μη την βλάψωσιν, όπερ και εγένετο. Τότε ο Αλέξανδρος είπε προς τον ανθύπατον· «Έχω δύο ταύρους αγριωτάτους και φοβερωτάτους, και ας την δώσωμεν εις αυτούς να την θανατώσουν». Ο δε απεκρίθη· «Κάμε ό,τι θέλεις εις αυτήν συ, ότι εγώ πλέον δεν βάλλω χείρα επ’ αυτής». Δέσαντες λοιπόν αυτήν την έβαλον εις τους ταύρους, τους οποίους κατέκαιον με πεπυρωμένα σίδηρα και τους εκέντων δια να αγριεύσουν χειρότερα· αλλά και τότε αυτοί μεν έμειναν άπρακτοι, τα δε δεσμά της Αγίας ελύθησαν, το πυρ εσβέσθη και αυτή ίστατο αβλαβής. Η δε Τρύφαινα, βλέπουσα όλα ταύτα τα μαρτύρια και τας θλίψεις, ελιποθύμησε και έπεσεν εις την γην ως νεκρά. Ο δε Αλέξανδρος εφοβήθη, διότι η Τρύφαινα ήτο συγγενής τού Καίσαρος, και λέγει εις τον ανθύπατον· «Κέλευσον να εκβάλωσιν έξω την Θέκλαν, και ας υπάγη όπου θέλει, να μη το μάθη ο βασιλεύς δια την Τρύφαιναν και μας θανατώση». Προσκαλέσας δε ο άρχων την Αγίαν, είπεν εις αυτήν· «Τις είσαι; Δια ποίαν αιτίαν δεν σε έβλαψαν τα θηρία»; Η δε απεκρίθη· «Δούλη είμαι Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού, όστις έχει ζωής και θανάτου την εξουσίαν, και όστις πιστεύει εις αυτόν, δεν του εγγίζει τις βάσανος, ο δε απιστήσας λαμβάνει τον αιώνιον θάνατον». Ταύτα ακούσας ο άρχων εκέλευσε και την ενέδυσαν. Η δε είπεν εις αυτόν: «Ο Θεός να σε ενδύση σωτηρίαν εν ημέρα κρίσεως». Τότε έγραψε γράμμα ο άρχων προς τους Ικονίους λέγων: «Σας χαρίζω την θεοσεβή Θέκλαν». Εχάρησαν όθεν πάσαι αι γυναίκες, και φωνή μεγάλη εδόξαζον τον Κύριον, λέγουσαι: «Εις Θεός μέγας ο λυτρώσας εκ τόσων κινδύνων την δούλην Του». Η δε Τρύφαινα συνελθούσα ενηγκαλίσατο την Θέκλαν αγαλλομένη και λέγουσα· «Τώρα πιστεύω, ότι ζη και η θυγάτηρ μου Φαλκονίλλα. Ελθέ λοιπόν εις τον οίκον μου, φίλτατον τέκνον, να σου γράψω όλα μου τα υπάρχοντα». Έμειναν δε ομού ημέρας τινάς, διδάσκουσαι τον σωτήριον λόγον, και επέστρεψαν πολλάς εις θεογνωσίαν αληθινήν. Η Θέκλα όμως δεν ηδύνατο να υπομένη την του Αποστόλου στέρησιν, αλλά απέστειλεν εις διαφόρους τόπους ζητούσα τούτον και μαθούσα ότι εδίδασκεν εις τα Μύρα της Λυκίας, ενεδύθη ανδρικήν στολήν και λαβούσα μετ’ αυτής πολλούς νέους απήλθε προς αυτόν μετά πόθου και θερμού πνεύματος. Ο δε Παύλος, ιδών αυτήν εξαίφνης με τόσον πλήθος ανδρών, εθαύμασεν, ακούων μάλιστα όσα έπαθεν εις Αντιόχειαν. Η Θέκλα είπεν εις τον Απόστολον περί της Τρυφαίνης και του πολλού χρυσίου και αργυρίου, τα οποία διεμοίραζεν εις πτωχούς Χριστιανούς. Αφού δε ηυφράνθησαν πνευματικώς ημέρας τινάς, ο Παύλος λέγει εις αυτήν· «Γινώσκω, φιλτάτη μου θύγατερ, ότι ελυπήθης, διότι σε εγκατέλειψα· αλλά ήξευρε, ότι δια το συμφέρον σου το έκαμα, δια να μη θαρρής εις εμέ, αλλά εις τον Κύριον να ελπίζης εξ όλης καρδίας σου και όχι εις φίλους και συγγενείς σου· και ούτως εγένετο και εφάνης ανωτέρα τόσων βασάνων με την δύναμιν και βοήθειάν Του». Η δε απεκρίθη· «Την αυτήν γνώμην είχον και εγώ, μάρτυς μου ο Κύριος, ότι το έκαμες δια το όφελός μου και δεν εφοβούμην καμμίαν βάσανον. Μόνον δια την παρθενίαν μου ελυπούμην, μήπως και πάθω βιαίως τίποτε· αλλά ο Δεσπότης μου Χριστός, ο εκ της Αειπαρθένου γεννηθείς, με εφύλαξε καθαράν και άμωμον». Τότε της είπεν ο Απόστολος: «Θέλημα του Κυρίου είναι να υπάγης ταχέως εις την πατρίδα σου». Η δε, ως μαθήτρια καλή και υπήκοος δεν ηθέλησε να εναντιωθή ποσώς εις το πρόσταγμά του, αλλά κλίνασα την κεφαλήν προσεκύνησε, και ευλογηθείσα παρ’ αυτού ανεχώρησε, και απήλθεν εις Ικόνιον εις την οικίαν του Ονησιφόρου, και πίπτουσα εις το έδαφος, όπου πρώην εκάθητο διδάσκων ο θείος Απόστολος, κατέβρεχεν αυτό δια θερμών δακρύων εξ ευλαβείας λέγουσα· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου, διότι εφώτισάς με εις τούτον τον οίκον και εγνώρισά Σε. Συ μόνος είσαι Θεός αληθής, ότι εκ του πυρός και εκ των θηρίων με έσωσας, και σοι μόνω πρέπει δόξα τε και προσκύνησις εις τους αιώνας· αμήν». Ο Ονησιφόρος και πάντες οι μετ’ αυτού ηυφράνθησαν, ακούσαντες τα κατ’ αυτήν, και εδόξασαν τον Κύριον. Η δε Μάρτυς, ευρούσα νεκρόν τον Θάμυριν, την δε μητέρα της έτι ζώσαν, απήλθε προς αυτήν, και επάσχισε πολύ να την επιστρέψη προς την ευσέβειαν, αλλά δεν ηδυνήθη. Όθεν εξελθούσα της πόλεως, επήγεν εις το μνημείον όπου ήτο ο Παύλος κεκρυμμένος μετά του Ονησιφόρου, και προσευχομένη εδέετο του Κυρίου να την οδηγήση όπου είναι ευάρεστον. Έπειτα ανεχώρησεν εις την Σελεύκειαν πλησίον, επάνω εις εν όρος λεγόμενον Καλαμών, εις το οποίον την ωδήγησε μία νεφέλη φωτεινή· όθεν εννοήσασα ότι ήτο θέλημα του Κυρίου να κατοικήση εις εκείνο το όρος, ένθα εύρε και σπήλαιον, εισήλθεν εντός αυτού και διέτριψεν εκεί έτη πολλά, υπομείνασα διαφόρους και χαλεπούς πειρασμούς υπό των δαιμόνων, αλλά νικήσασα αυτούς Χάριτι και βοηθεία του Θεού. Εξήλθε δε η φήμη της Αγίας εις τόπους και πόλεις και ήρχοντο προς αυτήν γυναίκες πολλαί, και διδασκόμεναι τα προς σωτηρίαν άφηναν την δόξαν του κόσμου και ήρχοντο εκεί και ησκήτευον. Όχι δε μόνον τας ψυχάς εθεράπευεν η μακαρία, αλλά και τα σώματα, ει τι πάθος είχον, ιάτρευε δια της παρρησίας της προς Κύριον, και ήτο θαύμα εξαίσιον, ότι μόλις ως επλησίαζεν ο ασθενής εις το σπήλαιον, ευθύς εθεραπεύετο. Τυφλοί ανέβλεπον, χωλοί περιεπάτουν και παράλυτοι ηγείροντο και δαιμονιώντες εθεραπεύοντο, και πάντες οι εν Σελευκεία οικούντες ηυχαρίστουν, ευρόντες ιατρόν τοσούτον εύσπλαγχνόν τε και άμισθον και μόνον οι ιατροί εσκανδαλίζοντο, ότι εις την Θέκλαν έτρεχον οι άρρωστοι πάντες, και επομένως εκινδύνευον να πτωχεύσωσι. Φθονήσαντες λοιπόν και πολλά θυμωθέντες, συμβούλιον έλαβον λέγοντες· «Αύτη η παρθένος είναι ιέρεια της μεγάλης Αρτέμιδος και δια την παρθενίαν της βοηθεί η θεά και τελεί τοιαύτα θαύματα· ας την μολύνωμεν σαρκικώς, να χάση ταύτην την χάριν». Ταύτα διασκεψάμενοι οι παμμίαροι, επλήρωσαν νέους τινάς ακολάστους να την βιάσωσιν, οίτινες απήλθον ευθύς εις το σπήλαιον, και έκρουσαν την θύραν· όθεν εξήλθεν η Αγία, γινώσκουσα εκ θείας Χάριτος την αιτίαν, δι’ ην εκείνοι οι αναίσχυντοι ήλθον εκείσε· πλην ηρώτησεν αυτούς τι εζήτουν. Οι δε είπον εις αυτήν ότι να κοιμηθώσι μετ’ αυτής παρεγένοντο. Η δε την αναισχυντίαν αυτών ακούσασα, είπεν· «Εγώ είμαι γραία δούλη ταπεινή του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, και εάν βουληθήτε και πράξητε πονηρόν εις εμέ, ζημίαν πολλήν θα πάθητε». Οι δε απεκρίθησαν· «Αδύνατον είναι να επιστρέψωμεν άπρακτοι». Ταύτα λέγοντες απεπειρώντο να την προσελκύσωσιν, η δε είπεν εις αυτούς εν ταπεινώσει· «Κ΄μετε υπομονήν, τέκνα μου, ολίγον, να ίδητε την δόξαν του Θεού». Ταύτα ειπούσα και εις τους ουρανούς τα όμματα άρασα ηύξατο· «Κύριε Παντοκράτορ, ο μόνος δυνατός και οίκτίρμων, η ελπίς των απηλπισμένων, η των αβοηθήτων βοήθεια, ο εκ πυρός και θηρών, Θαμύριδός τε και Αλεξάνδρου και βυθού διασώσας με, και ευδοκήσας εν εμοί να δοξασθή το Σον Πανάγιον όνομα, ρύσαι με εκ των χειρών των ανόμων τούτων, και μη αφήσης να υβρίσωσι την παρθενίαν μου, την οποίαν εις σε αφιέρωσα, ότι σε επιποθώ, Νυμφίε μου άμωμε, και σε προσκυνώ συν τω ανάρχω σου Πατρί και τω Αγίω σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας· αμήν». Τότε γίνεται φωνή ουρανόθεν προς αυτήν λέγουσα· «Μη φοβού, Θέκλα δούλη μου αληθής, μετά σου γαρ ειμι· ιδού αυτή η πέτρα, η οποία είναι έμπροσθέν σου, ανοίγεταί σοι, ίνα είναι κατοικία σου αιώνιος». Τότε η Μάρτυς, ως είδε την πέτραν διανοιγείσαν, ευθύς εισήλθεν εις το σχίσμα, η δε πέτρα πάλιν εκλείσθη ως πρότερον και δεν εφαίνετο ποσώς ρήγμα. Εκείνοι δε οι βέβηλοι τούτο το θαύμα ορώντες εξεπλήττοντο, και μη δυνάμενοι τι άλλο να κάμωσιν, ήρπασαν το ωμόφορον αυτής, και έσχισαν μέρος τι ολίγον, και τούτο κατά θείαν οικονομίαν, άμα μεν εις πίστιν του γενομένου, άμα δε εις ευλογίαν και παραμυθίαν των μεταγενεστέρων ευσεβών τε και φιλοχρίστων. Ήτο δε η Αγία δέκα οκτώ ετών όταν ήρχισε το μαρτύριον, έκαμε δε την οδοιπορίαν εις τας περιόδους και εις την άσκησιν επί έτη εβδομήκοντα δύο (72), ώστε ήτο ενενήκοντα (90) ετών, όταν απήλθε προς Κύριον. Τοιούτον ήτο το τέλος της Πρωτομάρτυρος και Ισαποστόλου Θέκλης, τοιούτος ο Βίος, τα έπαθλα, και το υπέρ του Κυρίου μαρτύριον. Αυτήν ας έχωμεν και ημείς άγρυπνον αεί των ψυχών ημών φύλακα, και πρέσβυν ευπρόσωπον προς Θεόν, και οξείαν εν κινδύνοις αντίληψιν. Ης ταις πρεσβείαις και των αιωνίων τύχοιμεν αγαθών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα και το κράτος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Σεπτεμβρίου, μνήμη της Οσίας μητρός ημών ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ, θυγατρός Παφνουτίου του Αιγυπτίου.

Δημοσίευση από silver »

Ευφροσύνη η Οσία μήτηρ ημών εγεννήθη εν Αλεξανδρεία κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοδοσίου του Μικρού εν έτει υι΄ (410). Ο πατήρ της, ονόματι Παφνούτιος, ήτο εις εκ των πλουσιωτέρων και περιφανεστέρων ανδρών της Αλεξανδρείας, έζη δε μετά της γυναικός του εν πολλή αρετή και ευσεβεία. Ούτοι, πριν αποκτήσουν την Ευφροσύνην, ελυπούντο πολύ, διότι δεν είχον κληρονόμον, και καθ’ εκάστην εδέοντο του Θεού με νηστείας, αγρυπνίας, ελεημοσύνας και άλλα όμοια, να δώση εις αυτούς τέκνον. Και η μεν γυνή προσηύχετο εις τον οίκον αυτών μιμουμένη την πάλαι Άνναν, και έλεγε ταύτα δακρύουσα· «Κύριε Σαβαώθ, εάν επιβλέψης επί την δούλην σου και μοι δώσης τέκνον, υπόσχομαι να σου το αφιερώσω ως δώρον τέλειον». Ο δε Παφνούτιος, μεταβαίνων εις ιερά φροντιστήρια, παρεκάλει τους εναρέτους Μοναχούς να δέωνται του Θεού δι’ αυτό. Ακούσας δε ούτος ότι εις εν Μοναστήριον υπήρχεν ενάρετός τις και άγιος Γέρων, έχων προς Θεόν πολλήν παρρησίαν και βίου καθαρότητα, μετέβη εκεί και ασπασάμενος τον Ηγούμενον είπεν εις αυτόν· «Επίβλεψον επ’ εμέ, τίμιε Πάτερ· ίδε την ταπείνωσίν μου, διάλυσον το νέφος της αθυμίας μου δια του φωτός των προσευχών σου, και δεήθητι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να μου δώση τεκνογονίαν, ότι εγώ και η γυνή μου πολλήν θλίψιν έχομεν». Ταύτα ειπών μετά δακρύων, τον ελυπήθη ο άγιος Γέρων συμπαθώς· όθεν ποιήσας ευχήν πολλάκις προς Κύριον δι’ αυτόν, επήκουσεν ο ελεήμων Θεός, και συλλαβούσα η γυνή του Παφνουτίου γεννά θυγάτριον ωραιότατον. Έγινε τότε κοινή χαρά εις αυτόν τον οίκον και πολλή αγαλλίασις, και διότι έλυσε την λύπην αυτών και κατήφειαν ωνόμασαν αυτήν Ευφροσύνην, την οποίαν ο Παφνούτιος ως καρπόν ευχής έτρεφε με αρετήν μάλλον παρά με σαρκικά και πρόσκαιρα βρώματα, και της ηρμήνευε τα ιερά γράμματα, νουθετών αυτήν καθ’ εκάστην εις τας εντολάς του Κυρίου, ήτις όσον ηύξανεν εις την σωματικήν ηλικίαν, τοσούτον επλήθυνε και εις την της ψυχής ωραιότητα. Όταν η Ευφροσύνη έγινε δωδεκαετής, εκοιμήθη η μήτηρ της. Αυτή όμως, ποθούσα τον αληθή Νυμφίον, επεμελείτο το κάλλος της αρετής. Οι δε τα σωματικά μόνα φρονούντες γείτονες, βλέποντες την του σώματος ωραιότητα, τα χρηστά ήθη, την ευταξίαν αυτής και ευγένειαν, εζήτησαν να συμπενθερεύσουν με τον Παφνούτιον. Ο δε υπεσχέθη αυτήν ενός μεγάλου και πλουσίου άρχοντος, και ήξευρε μεν της κόρης την φιλόθεον γνώμην, την οποίαν είχε, να δουλεύση τω Δεσπότη Χριστώ, όμως διότι ήτο ο συμπένθερος εξ ευγενών, απεφάσισε το συνοικέσιον. Ο δε Κύριος, ο αληθής Νυμφίος της κόρης, ζηλών εζήλωσε και αρπάσας αυτήν εκ μέσου αυτών εις βίον κρείττονα και πολιτείαν ισάγγελον καθωδήγησε· και ακούσατε, να λάβητε πολλήν αγαλλίασιν. Όταν έφθασε το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας της η Ευφροσύνη και ήθελον να τελέσουν τους γάμους, λαβών αυτήν ο πατήρ της απήλθεν εις το ρηθέν Μοναστήριον, λέγων ταύτα προς τον Ηγούμενον· «Ιδού, Πάτερ τίμιε, σου παρουσιάζω τον καρπόν της σης ευχής και δεήσεως, να την ευχηθής, διότι την υπάνδρευσα, και θα την στείλω ταχέως εις τον νυμφίον της, και νουθέτησον αυτήν, πώς να ευαρεστήση τω Θεώ». Είπε λοιπόν εις αυτήν ο Ηγούμενος σωτήρια λόγια και ψυχωφελή επί τρεις ημέρας ενώπιον του Παφνουτίου. Εν τούτω δε τω μεταξύ έβλεπεν η Ευφροσύνη την ευταξίαν των αδελφών και την ευλάβειαν εις τας ψαλμωδίας και προσευχάς και ετέρας υπηρεσίας του Πνεύματος, και έλεγε καθ’ εαυτήν ταύτα· «Όντως μακάριοι οι άνθρωποι ούτοι, οίτινες διάγουσιν εις την ζωήν ταύτην δια τον Κύριον πολιτείαν ισάγγελον, και μετά θάνατον πάλιν υπάγουσι να αγάλλωνται αιωνίως εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Μετά τρεις ημέρας, θέλοντος να αναχωρήση του Παφνουτίου, προσέπεσεν η κόρη εις τους πόδας του Ηγουμένου να την ευλογήση. Αυτός δε γνωρίσας με τους διορατικούς οφθαλμούς της ψυχής του την γνώμην της κόρης, έκαμε την κατάλληλον ευχήν, λέγων· «Ο Θεός, τέκνον μου, να οικονομήση το συμφέρον της ψυχής σου, να σε στερεώση εις τον φόβον του, και να σε αξιώση μετά των εκλεκτών αυτού της ουρανίου μακαριότητος». Δια των λόγων τούτων του Ηγουμένου ήναψεν εις την ψυχήν της έτι μάλλον ο θείος έρως· επιστρέψασα δε εις την οικίαν της έλεγε καθ’ εαυτήν· «Μακάριοι οι μισούντες τον πρόσκαιρον κόσμον, και δουλεύοντες τω Θεώ δια την ψυχήν των, ότι πολλήν παρ’ Αυτού την αμοιβήν θα απολαύσωσι». Μελετώσα δε ταύτα διηνεκώς, δεν επεμελείτο ποσώς να στολίση και να καλλωπίση το σώμα, ούτε καν με ύδωρ θερμόν να νίψη το πρόσωπον, αλλά μάλιστα με νηστείας και δάκρυα εφαίδρυνε την της ψυχής ωραιότητα. Όλα της τα στολίδια και περιδέραια και βραχιόλια και ενώτια και δακτυλίδια και πάντα τον χρυσόν και άργυρον διεμοίρασεν εις τους πτωχούς. Δεν εφόρει μεταξωτά ιμάτια, ούτε μαλακά, αλλά τρίχινα· δεν συνωμίλει με φιλοκόσμους και φιληδόνους γυναίκας, ούτε ποσώς ήθελε να ακούση λόγια άσεμνα και άχρηστα παραμύθια, αλλά μόνον όταν ήρχετο εις την οικίαν της Πνευματικός ή Μοναχός, διελέγετο και ήκουε τα θεία διδάγματα. Ότε δε ποτε είχον εορτήν εις το ειρημένον Μοναστήριον και ετέλουν μνημόσυνον των κτιτόρων, εκάλεσαν και τον Παφνούτιον, όστις απελθών έμεινεν εκεί τρεις ημέρας· όθεν εύρεν άδειαν η Ευφροσύνη να εκτελέση εκείνο το οποίον επόθει. Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν, κατά θείαν οικονομίαν και πρόνοιαν, από τινα σκήτην εις Πνευματικός ενάρετος. Τούτον εκάλεσεν η Ευφροσύνη, χάριν εξομολογήσεως, και είπεν εις αυτόν όλον της τον πόθον, τον οποίον είχε να απαρνηθή τον κόσμον δια την αγάπην του Κυρίου ημών, και τον ηρώτησε, πώς να πράξη εις αυτήν την περίστασιν. Ο δε απεκρίθη· «Γινώσκεις, ω θύγατερ, ότι ο Κύριος λέγει εις το ιερόν Ευαγγέλιον· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». Αφού λοιπόν αυτός ο φιλόστοργος Δεσπότης ήναψε την καρδίαν σου εις τον θείον αυτού και σωτήριον έρωτα, σπεύσον, όσον δύνασαι το συντομώτερον, άρον τον Σταυρόν και ακολούθησον Αυτόν προ του να ψυχρανθή ο πόθος σου. Μη αφήσης να φθείρη την παρθενίαν σου φθαρτός άνθρωπος, αλλά νυμφεύσου τον ουράνιον Βασιλέα, να αγάλλεσαι μετ’ Αυτού εις ζωήν την αιώνιον». Η δε Ευφροσύνη, ως ήκουσεν αυτά, εχάρη πάρα πολύ και παρεκάλεσεν αυτόν να την αξιώση του Αγγελικού Σχήματος. Ο δε προθύμως εξετέλεσε το ζητούμενον, και επιτελέσας ευχήν, εκούρευσεν αυτήν και την ενέδυσε το μοναχικόν σχήμα, δεόμενος του Θεού να την αξιώση να τελειώση τον πόθον της. Ούτω ποιήσας, αυτός μεν απήλθεν εις το ασκητήριόν του, εκείνη δε εσυλλογίζετο που να υπάγη και πώς να κρυφθή, δια να μη την εύρωσιν οι συγγενείς της και την εμποδίσωσι. Ταύτα διαλογιζομένη έκρινεν ότι εάν απέλθη εις Παρθενώνα ή Μοναστήριον γυναικών, ήτο ενδεχόμενον να την εύρωσιν· όθεν εκδυθείσα την ιδίαν στολήν, απέρριψεν ομού με τον χιτώνα και την γυναικείαν ασθένειαν, και ενδύεται εις σχήμα ανδρός ιμάτιον σωτηρίου, διαφεύγει της προσοχής των δούλων αυτής, εγκαταλιμπάνει οικίαν λαμπράν, άργυρον, χρυσόν, μαργαρίτας και πάσαν απόλαυσιν, έτι δε απαρνείται πατέρα, μνηστήρα και συγγενείς, καταφρονεί σαρκός ηδυπάθειαν και ηδονάς του παρόντος βίου, και αναλαμβάνει τον Σταυρόν του Χριστού τον γλυκύτατον, απελθούσα εις εκείνο το Μοναστήριον αυτήν ταύτην την ημέραν, καθ’ ην απ’ εκεί ανεχώρησεν ο Παφνούτιος. Ο δε Προεστώς την ηρώτησε κατά την τάξιν πόθεν ήτο και τι εζήτει. Η δε απεκρίθη· «Σμάραγδος ονομάζομαι, δέσποτα, και είμαι ευνούχος εκ του παλατίου του βασιλέως Θεοδοσίου· επειδή δε εβαρύνθην τους θορύβους και την σύγχυσιν του βίου, ακούσας δε και την καλήν φήμην και τας αρετάς της αγιωσύνης σας, ήλθον να σας παρακαλέσω να με δεχθήτε εις την συνοδείαν σας». Ο δε θεοφιλής Προεστώς ευφρανθείς εις τους λόγους της και βλέπων του ήθους την ευκοσμίαν, είπεν εις αυτήν· «Ιδού το Μοναστήριον, τέκνον, και αν σου αρέση, παράμεινον· πλην επειδή είσαι πολύ νέος και δεν γνωρίζεις την των Μοναχών κατάστασιν, πρέπει να σου δώσωμεν ένα Γέροντα, εις τον οποίον να υποταχθής, έως να μάθης της πολιτείας αυτής την ακρίβειαν». Η δε έκλινε την κεφαλήν και υπεσχέθη να κάμνη αόκνως πάντα τα προσταττόμενα, όχι μόνον του Γέροντος, εις τον οποίον θα υπετάσσετο, αλλά και πάσης της αδελφότητος. Εκάλεσεν όθεν ο Ηγούμενος ένα σοφό εις τα θεία και ενάρετον Γέροντα, ονόματι Αγάπιον, ευρισκόμενον εις το άκρον της απαθείας και λέγει εις αυτόν· «Δέξου τον νέον αυτόν εις την κέλλαν σου υποτακτικόν, και κάμε τρόπον να γίνη εναρετώτερός σου». Υπετάσσετο δε η Ευφροσύνη εις τον Γέροντα με πολλήν προθυμίαν και φρόνησιν. Ο δε εχθρός και επίβουλος δαίμων εφθόνησεν, ότι μία απαλή κόρη τον ενίκησε και εμηχανάτο να σμικρύνη τον πόθον της, και ποτέ μεν της ενεθύμιζε την αγάπην του πατρός της και τον πόθον του μνηστήρος, ποτέ δε την δόξαν του κόσμου, τον πλούτον και την λοιπήν της σαρκός τρυφήν. Ιδών δε ότι δεν ηδύνατο να χαυνώση τον τόνον της αρετής, έτρωσε τους άλλους Μοναχούς εις έρωτα του κάλλους της, και βλέποντες αυτήν εσκανδαλίζοντο. Όθεν εφανέρωσαν ταύτα εις τον Προεστώτα, όστις διέταξεν τον Σμάραγδον να ησυχάζη εις εν κελλίον αναχωρητικόν, και ούτε αυτός να υπάγη αλλαχού ούτε άλλον αδελφόν να υποδέχεται εις την κέλλαν του, ούτε να συνομιλή με τινα το σύνολον, αλλά να αναγινώσκη μόνος του την ακολουθίαν, και ο Αγάπιος να του κομίζη τα προς την χρείαν, ου μόνον τα πνευματικά, αλλά και τα σωματικά, τουτέστι τροφάς και ενδύματα. Εχάρη λοιπόν η μακαρία, ότι ελυτρώθη πάσης ενοχλήσεως, και επλεόναζε μάλλον εις τον προς Χριστόν έρωτα, προσθέτουσα νηστείαν εις τας νηστείας, και δι’ αγρυπνιών και προσευχών αγωνιζομένη περισσότερον, ώστε εθαύμαζεν ο Αγάπιος και το διηγείτο εις πάσαν την αδελφότητα. Ο δε πατήρ αυτής, επανελθών εις την οικίαν εκ της Μονής και μη ευρών την φιλτάτην του θυγατέρα, έκαμε μεγάλην εξέτασιν εις τους δούλους και τας παιδίσκας, ερωτών μήπως και απήλθεν εις τινα των συγγενών της. Αι δε απεκρίθησαν· «Χθες μετά το δείπνον έκλεισε την θύραν του κοιτώνος αυτής και εκοιμήθη κατά το σύνηθες, σήμερον δε το πρωϊ εισήλθομεν και δεν την ευρήκαμεν». Ευθύς δε έστειλε να ερωτήση, μήπως την επήρεν ο αρραβωνιστικός της, ο οποίος ακούσας το αιφνίδιον αυτό μήνυμα εταράχθη, και δραμών εις τον Παφνούτιον, τον εύρε να ξεσχίζη με τους όνυχας τας σιαγόνας του και να ανασπά το γένειον, λέγων· «Οίμοι! Τέκνον μου φίλτατον, πώς να υπομείνω την στέρησίν σου; Άλλο τέκνον δεν έχω, να λαμβάνω μικράν παράκλησιν. Εγώ σε ανέτρεφον με πόθον πολύν, δια να έχω βακτηρίαν και βοήθειαν εις το γήρας μου, και συ με εγκατέλειψας τον τρισάθλιον; Οίμοι! Ποίος εσκότισε το φως των οφθαλμών μου; Ποίος επήρε τον πλούτον μου; Ποίος λύκος ήρπασε την αμνάδα μου; Ω Ευφροσύνη, η χαρά της ψυχής, η πνοή και ζωή μου και άνεσις! Τις ετόλμησε να εγγίση εις το ευγενικόν σου και ωραιότατον πρόσωπον»; Αλλά και ο μνηστήρ αυτής εθρήνει έτι περισσότερον. Βλέποντες δε ότι τα δάκρυα δε τους έδιδον καμμίαν ωφέλειαν, έστειλαν πεζούς και ιππείς εις πάσαν χώραν και πόλιν να ερευνήσωσιν, εις την Λιβύην, την Παλαιστίνην και την Αίγυπτον, και απανταχού εις λιμένας και Μοναστήρια και εις πάντας τους κρυψώνας, αλλά μάτην εκοπίαζον, ότι ο Κύριος την εσκέπαζε και δεν αφήκε να φανερωθή, όπως μη εμποδισθή ο σωτήριος πόθος της. Αφού δε απηλπίσθησαν δια την εύρεσιν αυτής, επλήσθη έτι μάλλον η οικία θρήνων και οδυρμών, και οσάκις έβλεπεν ο Παφνούτιος κανέν κόσμημα αυτής ή ιμάτιον ηύξανε τον οδυρμόν και τα δάκρυα. Έδραμε δε και εις τον αγιώτατον Ηγούμενον του Μοναστηρίου εκείνου να του αναγγείλη την συμφοράν του, έχων εις αυτόν ελπίδα, ότι καθώς το πρώτον δια των προσευχών αυτού του εχάρισεν ο Κύριος την Ευφροσύνην, ούτω πάλιν ηδύνατο να του φανερώση τι έγινεν. Έρχεται λοιπόν προς αυτόν, και πίπτων εις τους πόδας αυτού εβόησεν· «Οίμοι, Πάτερ, απώλεσα τον καρπόν των ευχών σου! Εχάθη η Ευφροσύνη από τον οίκον μου, και δεν ηξεύρει κανείς των δούλων τι έγινεν. Όταν ήλθον εδώ εις την εορτήν σας, την ημέραν αυτήν εστερήθην το φως των οφθαλμών μου. Λοιπόν δέομαί σου, κάμε μου την χάριν, σχολάσατε πάσαν υπηρεσίαν της Μονής δι’ αγάπην μου, και κάμετε κοινώς άπαντες εις τον Δεσπότην παράκλησιν, να μου αποκαλύψη τι έγινεν η χαρά μου και η της ψυχής μου απόλαυσις». Δακρύσας όθεν και σπλαγχνισθείς αυτόν ο Όσιος συνάγει πάσαν την αδελφότητα, διηγείται την θλίψιν του φίλου των, και προστάσσει να νηστεύσωσιν όλην την εβδομάδα και να προσεύχωνται, έως να αποκαλύψη εις τινα ο Κύριος εις ποίον τόπον ευρίσκεται το ζητούμενον. Ούτω λοιπόν εποίησαν, αλλά ουδεμίαν οπτασίαν είδον, διότι η Οσία Ευφροσύνη εδέετο αφ’ ετέρου να μη την φανερώση ποσώς ο Κύριος. Όθεν παρεχώρησεν ο ελεήμων και πολυεύσπλαγχνος Κύριος να βασανίζηται ο Παφνούτιος μάλλον και να πενθή οδυρόμενος, παρά να παρηγορήση αυτόν και να λυπήση την ψυχήν εκείνην, η οποία τον επόθησε, και δι’ αγάπην του κατεφρόνησε πατρικήν αγάπην και πάσαν απόλαυσιν. Λέγει δε ο Όσιος εις τον Παφνούτιον· «Μη λυπήσαι, τέκνον μου, μήτε αγενώς και αφρόνως να οδύρησαι, ώσπερ οι άπιστοι οι μη έχοντες άλλην μακαριότητα, ειμή μόνον την της παρούσης ζωής· αλλά πίστευσόν μοι τω γέροντι, ότι εις αγαθήν οδόν και θεοφιλή απήλθεν η θυγάτηρ σου, ότι εάν δεν συνέβαινεν ούτω, δεν θα μας κατεφρόνει ο Κύριος, αλλά θα μας εδείκνυε τι εγένετο· όθεν, δια να μη εμποδίση την σωτηρίαν της, την σκεπάζει. Λοιπόν ευχαρίστει και προσκύνει την Βασιλεία Του, ελπίζω δε εις ολίγον καιρόν να την ίδης εις την ζωήν ταύτην, εάν είναι εις ωφέλειαν της ψυχής σου· ει δε μη θα συναντηθήτε εις την ουράνιον του Χριστού Βασιλείαν, δια να συναγ΄λλεσθε αιωνίως». Παρηγορηθείς όθεν ο Παφνούτιος ολίγον απήλθεν, αλλά και πάλιν ήρχετο πολλάκις εις την Μονήν, δια να βλέπη τους αγίους άνδρας εκείνους και να λαμβάνη μικράν παρηγορίαν από τους θείους αυτών λόγους. Ημέραν τινά λέγει ο Ηγούμενος εις τον Παφνούτιον· «Θέλεις να ίδης ένα αδελφόν όπου έχομεν, νέον την ηλικίαν, εις δε την αρετήν λίαν θαυμάσιον, ονόματι Σμάραγδον, όστις είναι από ευγενούς οικογενείας και εγκατέλειψε τον πλούτον και την δόξαν του κόσμου και τόσον αγωνίζεται εις τας εντολάς του Κυρίου, ώστε δεν είναι άλλος τις όμοιός του»; Ταύτα ακούσας εχάρη ο Παφνούτιος και οδηγηθείς υπό του Αγαπίου, απήλθεν εις το κελλίον εκείνου. Η δε Ευφροσύνη, ως είδε τον πατέρα της, έτρεξαν τα δάκρυά της ποταμηδόν, αλλ’ αυτός δεν την εγνώρισεν, ότι από την πολλήν νηστείαν και κακοπάθειαν ήτο η μορφή της ενηλλαγμένη και οι χαρακτήρες της όψεως μεταβεβλημένοι, ενόμιζε δε ότι τον ελυπήθη δια την συμφορ΄ν του και έκλαυσεν. Αφ’ ου δε έπαυσαν τα δάκρυα έκαμεν ευχήν κατά την συνήθειαν, και είτα λέγει εις τον Παφνούτιον· «Πίστευσόν μοι, άνθρωπε, ότι εάν ήτο η θυγάτηρ σου εις οδόν απωλείας, δεν θα κατεφρόνει ο ελεήμων Θεός τας ευχάς και τας ελεημοσύνας και τα δάκρυα σου και τας δεήσεις ημών των αμαρτωλών του τε Καθηγουμένου και ημών πάντων δι’ αγάπην σου· αλλά πιστεύω εις τον Θεόν, ότι εξελέξατο την αγαθήν μερίδα, υπακούσασα τω προστάγματι του Δεσπότου, λέγοντος εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, και ουκ αποτασσόμενος πάσι τοις εαυτού, ουκ έστι μου άξιος». Όθεν μη λυπού, αλλ’ έχε υπομονήν. Δυνατός είναι ο Θεός να σου φανερώση τι έγινεν. Ενθυμήσου του Πατριάρχου Ιακώβ, όστις κλαύσας τον υιόν του Ιωσήφ ως νεκρόν πολυετώς, ηξιώθη να τον ίδη ανελπίστως εις τοσαύτην δόξαν, όθεν μετέστρεψε την λύπην εις αγαλλίασιν. Έχε και συ την ελπίδα σου εις τον Κύριον, και σε βεβαιώ, εν φόβω Θεού, να ίδης την θυγατέρα σου πριν αποθάνης». Ταύτα ειπούσα απέλυσεν αυτόν. Ο δε απελθών είπε προς τον Ηγούμενον· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε Πάτερ, ότι τόσον ηυφράνθην με τους λόγους του Οσίου Σμαράγδου, ώσπερ να είδον τρόπον τινά αυτό τούτο το τέκνον μου». Έκαμε λοιπόν η Ευφροσύνη αγνώριστος εις το Μοναστήριον χρόνους οκτώ και τριάκοντα, και τότε ησθένησε. Ο δε Παφνούτιος έτυχεν εκεί εκ θείας Προνοίας, και ιδών κλινήρη τον Σμάραγδον, έκλαυσε πικρώς λέγων· «Οίμοι τω αθλίω! Τις να με παρηγορήση εις το γήρας μου; Τριάκοντα και οκτώ έτη είναι όπου έχασα το τέκνον μου, και κανείς δεν μοι έδωσε θάρρος και ελπίδα ότι θα το ίδω, αλλά μόνον συ, φίλτατε αδελφέ, τώρα δε ούτε εκείνο βλέπω, ούτε σε έχω πλέον, όστις ήσο παρηγορία της λύπης μου. Τώρα απελπίζομαι κι δεν πιστεύω να ίδω πλέον την θυγατέρα μου». Η δε είπεν εις αυτόν· «Διατί θλίβεσαι τόσον και απελπίζεσαι; Έχε υπομονήν, και υπόμεινον άλλας τρεις ημέρας, να ίδης του Θεού τα θαυμάσια». Έμεινε λοιπόν ο Παφνούτιος, νομίζων ότι ο Κύριος απεκάλυψεν εις τον Σμάραγδον το ζητούμενον, και δια τούτο του είπε να μείνη τρεις ημέρας. Όταν έφθασεν η τελευταία ώρα της Οσίας Ευφροσύνης, εκάλεσεν αύτη τον Παφνούτιον και του είπεν· «Επειδή ο Παντοδύναμος Θεός ωκονόμησε τα κατ’ εμέ ως ηθέλησε και με ηξίωσε να τελειώσω την καλήν μου πρόθεσιν, τώρα δε απέρχομαι εις την αιώνιον αγαλλίασιν δια να λάβω τον ητοιμασμένον μοι στέφανον, σήμερον θέλω να σε απαλλάξω της φροντίδος. Όθεν γίνωσκε, ότι εγώ είμαι η θυγάτηρ σου, και δια να μη με εμποδίσης ήλλαξα σχήμα, και με εβοήθησεν ο Θεός, και ωκονόμησε να μη με γνωρίσης, και πάλιν τώρα σε έφερε, δια να με ίδης, να παρηγορηθής και να ενταφιάσης το σώμα μου. Όταν ήλθον εδώ εις την Μονήν, υπεσχέθην του Ηγουμένου, ως έχουσα πλούτον πολύν, εάν υποφέρω έως τέλους, να αφιερώσω αυτόν εις την Μονήν. Λοιπόν δέομαί σου, εκπλήρωσον την υπόσχεσίν μου, δος εις τους Πατέρας όσα ήθελες να δώσης εις εμέ, ότι είναι πολλοί ενάρετοι άνθρωποι». Ταύτα δε ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν αυτής εις χείρας Θεού. Ο Παφνούτιος, εκπλαγείς δια το απροσδόκητον του πράγματος, έπεσεν εις την γην ως νεκρός άφωνος και άλαλος. Ο δε Αγάπιος, ακούσας τα διατρέξαντα, έδραμε και τον ερράντισε με ολίγον ύδωρ εις το πρόσωπον, αφού δε συνήλθε, τον ηρώτησε τι έπαθεν. Ο δε έκλαιε λέγων· «Άφες με να ξεψυχήσω, ότι είδον θαύμα εξαίσιον». Είτα αναστάς, έβρεχε το άγιον λείψανον με την ροήν των δακρύων και έλεγεν· «Οίμοι, τέκνον γλυκύτατον! Διατί δεν μοι το ωμολόγησες πρότερον, δια να έλθω και εγώ να γίνω ο άθλιος συνεργάτης σου, αλλ’ έθλιψας τοσούτον τα σπλάγχνα μου; Οίμοι τω αθλίω και άφρονι! Πως είχον εις τας χείρας μου το ζητούμενον και δεν το ηννόησα; Τι να πράξω σήμερον; Να εορτάσω και να ευφρανθώ ότι σε εύρον, ή να θρηνήσω τον θάνατόν σου υπό πατρικών σπλάγχνων νικώμενος; Αλλ’ αμαρτία είναι να κλαίη τις εκείνους, οι οποίοι λυτρώνονται από την λυπηράν ζωήν ταύτην και υπάγουσιν εις κρείττονα και αιώνιον. Μακαρία συ και όντως αοίδιμος, ότι σοφώς και τεχνηέντως ενίκησας τας πανουργίας και τας ενέδρας του δαίμονος και απολαύεις τον Παράδεισον. Η μεν φύσις με αναγκάζει να κλαίω, αλλά θρηνούντα με χαρά διαδέχεται μετατρέπουσα εις ευφροσύνη τα δάκρυα, και επιποθώ να αναχωρήσω του σώματος, να έλθω εις τον Παράδεισον, να αγαλλώμεθα πάντοτε, καθώς ελπίζω εις την φιλανθρωπίαν του Θεού, να με αξιώση δια των σων ευχών και δεήσεων». Ταύτα ιδών ο Αγάπιος, ηννόησεν ότι ο Σμάραγδος ήτο η θυγάτηρ του Παφνουτίου, και σπεύσας το ανήγγειλεν εις τον Προεστώτα και εις πάσαν την Αδελφότητα. Όθεν έδραμον όλοι και διηγωνίζοντο ποίος να πλησιάση πρότερον εις εκείνο το άγιον λείψανον, όπως το ασπασθή δι’ ευλάβειαν. Εις δε Ασκητής, έχων τον ένα οφθαλμόν τυφλόν, ασπασθείς την Αγίαν, ω του θαύματος! ευρέθη με δύο οφθαλμούς και από το τεράστιον αυτό κατεννόησαν πόσης παρρησίας ηξιώθη προς Κύριον, και ηύξησαν μάλιστα την προς αυτήν ευλάβειαν και δοξολογήσαντες ικανώς, ενεταφίασαν εντίμως, ως έπρεπεν, εκείνο το ιερώτατον λείψανον, έλαμψε δε το πρόσωπον της Αγίας ως ο ήλιος. Ο δε Παφνούτιος από τότε δεν ανεχώρησε της Μονής, αλλά διεμοίρασεν όλα του τα υπάρχοντα εις πτωχούς, εις σχολεία και εις Εκκλησίας και κατώκησεν εις το Μοναστήριον, γενόμενος δε Μοναχός, έμεινεν εις το κελλίον της Ευφροσύνης, εις την αυτήν ψάθην κατακλινόμενος. Επέζησε δε ως Μοναχός δέκα έτη εναρετώτατα και ευσεβέστατα. Μετά δε την τελευτήν τούτου, τον ενεταφίασαν εις το μνημείον της Ευφροσύνης, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, ω πρέπει τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Τη ΚΣΤ΄ (26Η) Σεπτεμβρίου, η Μετάστασις του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΙΩΑΝΝΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ιωάννης ο Θεολόγος ο ιερός Ευαγγελιστής και θείος Απόστολος του Κυρίου κατήγετο εκ Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, υιός ων του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης, ήτις ήτο θυγάτηρ Ιωσήφ του Μνήστορος της Θεοτόκου. Διότι ο Ιωσήφ είχε τέσσαρας υιούς, Ιάκωβον, Ιωσήν, Ιούδαν και Σίμωνα (ή Συμεών) και θυγατέρας τρεις, την Εσθήρ, την Μάρθαν και την Σαλώμην, ήτις ήτο γυνή μεν του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε του Ιωάννου τούτου. Όθεν εκ τούτου έπεται, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήτο θείος του Ιωάννου, ως νομιζόμενος αδελφός Σαλώμης, της θυγατρός Ιωσήφ, μητρός δε Ιωάννου· ο δε Ιωάννης ήτο ανεψιός του Κυρίου. Συνεβοήθει δε ο θείος Ιωάννης τον πατέρα του Ζεβεδαίον εις την αλιευτικήν τέχνην ως και ο αδελφός του Ιάκωβος, διότι ο πατήρ των ήτο αλιεύς και πτωχός άνθρωπος, ότε δε εκλήθη παρά Κυρίου, αφήκε τον πατέρα ομού και το πλοίον του, και ηκολούθησε τον καλέσαντα Κύριον, και τους νόμους αυτού ακριβώς εδιδάχθη. Δια τούτο εγκαταλείψας την αλιείαν των αφώνων ιχθύων, εδιδάχθη πώς να ελκύση δια της διδασκαλίας τας λογικάς ψυχάς των ανθρώπων. Μετεχειρίζετο δε ο θείος Ιωάννης άκραν εγκράτειαν εις όλα τα βλάπτοντα την ψυχήν, δια τούτο και ωκειώθη όλως προς την παρθενίαν. Εκ τούτου δε απέκτησε και το να ονομάζεται παρθένος εξαιρέτως και περισσότερον από όλους τους άλλους ανθρώπους, έτι δε και δια τούτο ηγαπήθη κατ’ εξαίρεσιν από τον Βασιλέα Χριστόν, εις τρόπον ώστε μόνος αυτός έλαβε την ονομασίαν του ηγαπημένου. Όθεν και όταν ο Κύριος ανέβη εις το Θαβώριον Όρος δια να μεταμορφωθή, ανέβη ομού και ο ηγαπημένος ούτος Ιωάννης, και είδε την εκείσε δειχθείσαν εκ μέρους του Θεού Λόγου Θεότητα, και ήκουσε την φωνήν την λέγουσαν: «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα· αυτού ακούετε». Και εν τω Μυστικώ Δείπνω αυτός πλησίον του ηγαπημένου του Διδασκάλου εκάθισεν. Αυτός και επάνω εις το στήθος του ανέπεσε δια την πολλήν αγάπην, την οποίαν είχε προς αυτόν· αυτός ηρώτησεν Αυτόν λέγων: «Κύριε, τις εστιν ο παραδιδούς σε»; Αυτός εζήτησε και να καθίση εκ δεξιών του Διδασκάλου του, δεικνύων ούτω φανερώς το προς Αυτόν διάπυρον φίλτρον του. Αλλά και όταν συνελήφθη ο Κύριος υπό των Ιουδαίων, ο θείος ούτος Ιωάννης ηκολούθει αυτόν, και εμβήκεν εις την αυλήν του Αρχιερέως, καθό γνωστός του· και όταν εσταυρώθη, αυτός παρίστατο εις τον Σταυρόν μετά της Θεομήτορος. Και η μεν Θεοτόκος ήκουσε παρ’ Αυτού το «Γύναι, ίδε ο υιός σου», ούτος δε ο Ιωάννης ήκουσε το «Ιδού η μήτηρ σου». Τούτου δε του λόγου τι άλλο ημπορεί να γίνη μακαριώτερον; Όθεν από εκείνης της ώρας έλαβεν αξιοπρεπώς εις τον οίκον του την Μητέρα και Παρθένον, ο κατά την ψυχήν και το σώμα Παρθένος. Και όταν δε ο Κύριος ανέστη, αυτός προλαβών τον κορυφαίον Πέτρον, και παρακύψας πρώτος εις τον τάφον, είδε τα εντάφια, και τον ποθούμενον έβλεψε, και παρ’ Αυτού αυτός το εμφύσημα δέχεται και της οικουμένης όλης προβάλλεται Απόστολος. Αυτός και αναληφθέντα είδε τον Κύριον. Αυτός έπειτα και την του Παρακλήτου επιφοίτησιν εν είδει πυρίνων γλωσσών εδέχθη μετά των άλλων συμμαθητών, εν τη ημέρα της Πεντηκοστής. Αυτός τελευταίον και μέχρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου έμεινεν εις Ιερουσαλήμ, υπηρετών αυτήν εις όλα τα χρειαζόμενα. Μετά την της Υπεραγίας Θεοτόκου σεβασμίαν εις ουρανούς Μετάστασιν εξήλθε και ο θείος ούτος Απόστολος εις το κήρυγμα, και μετέβη εις τους τόπους της Μικράς Ασίας, ήτις του έλαχεν εις τον κλήρον δια να κηρύξη την του Σωτήρος θείαν ενανθρώπησιν και να καλέση τους ανθρώπους εις μετάνοιαν και εις την πίστιν του Χριστού. Και ταύτα μεν λέγομεν συνοπτικώς δια την προ της εξόδου εις το κήρυγμα ζωήν του θείου τούτου Αποστόλου. Τα δε περί της εν γένει δράσεώς του κατά τας περιοδείας του, και όσα εδίδαξε και όσα υπέστη, καθώς και περί του πως συνέγραψε το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον και τα περί της θείας αυτού μεταστάσεως, θέλετε μάθει κατά πλάτος από αυτόν τούτον τον μαθητήν και συνέκδημον του θείου Ιωάννου, τον Απόστολον Πρόχορον, όστις συνέγραψε ιδιαίτερον βιβλίον υπό τον τίτλον «Αι Περίοδοι του γίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ηγαπημένου Ιωάννου του Θεολόγου». Τας περιόδους ταύτας καταχωρίζομεν κατωτέρω, εν συνεχεία του παρόντος και δια πρώτην φοράν εν τω Συναξαριστή, μεταγλωττισμένας δε εις γλαφυρόν και απλούν ύφος, χάριν της των πολλών ωφελείας. Ότι δε και ο θείος Ιωάννης εγεύθη το ποτήριον του θανάτου, μανθάνομεντούτο από πολλάς μαρτυρίας. Και ο μεν Πολυκράτης, ο της Εφέσου Επίσκοπος, γράφων προς τον Βίκτωρα Ρώμης, ούτω λέγει αυτολεξεί: «Και γαρ κατά την Ασίαν (την Μικράν δηλαδή) μεγάλον στοιχείον εκοιμήθη, το οποίον και θα αναστηθή εν τη εσχάτη ημέρα της παρουσίας του Κυρίου ημών, Ιωάννης, λέγω, ο επιστήθιος μαθητής του Χριστού· ο οποίος εφόρει εις το μέτωπον ως αρχιερεύς και το πέταλον του παλαιού νομικού αρχιερέως (επάνω εις το οποίον ήτο γεγραμμένον το τετραγράμματον όνομα του Θεού, το καλούμενον Ιεχωβά, όπερ δηλοί, Κύριος, κατά τους Εβδομήκοντα), και ο οποίος Ιωάννης έγινε διδάσκαλος εις την Έφεσον». Ο δε Ιππόλυτος, ο ιερός Πάπας της Ρώμης, διηγούμενος δια το κήρυγμα και δια την τελείωσιν των Αποστόλων, λέγει και περί του θείου τούτου Αποστόλου: «Ιωάννης ο αδελφός του Ιακώβου (του Μεγάλου δηλαδή, του όντος εκ των δώδεκα Αποστόλων), κηρύττων εις την Μικράν Ασίαν τον λόγον του Ευαγγελίου, εξωρίσθη κατά την νήσον Πάτμον. Και από εκεί πάλιν ανακαλείται υπό Νερούα του αυτοκράτορος, του βασιλεύσαντος εν έτει 96. Και έρχεται εις την Έφεσον, και εκεί τελευτά. Τούτου το λείψανον ζητηθέν από τους κατοίκους της Εφέσου, δεν ευρέθη». Αλλά και ο του Μεγάλου Γρηγορίου του Θεολόγου αδελφός, ο Καισάριος, ερωτηθείς περί τούτου επί του εν Κωνσταντινουπόλει Απορρήτου, ταύτα απεκρίθη. «Ο Μέγας ούτος Ιωάννης εις το τέλος του Ευαγγελίου του γράφει ταύτα· «Και τούτο ειπών ο Ιησούς, λέγει αυτώ (τω Πέτρω δηλαδή), ακολούθει μοι. Επιστραφείς δε ο Πέτρος βλέπει τον μαθητήν, ον ηγάπα ο Ιησούς, ακολουθούντα… και λέγει αυτώ· Κύριε, ούτος δε τι; Λέγει αυτώ ο Ιησούς· εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; Συ ακολούθει μοι. Εξήλθε νουν ο λόγος ούτος εις τους αδελφούς, ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει». (Ιωάννου κβ: 19-23). Εκ τούτου, όθεν, του ρητού πρόφασιν λαβόντες τινές, είπον, ότι το «εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι» ερρήθη από τον Κύριον περί της Δευτέρας Του Παρουσίας. Όθεν και νομίζουν, ότι ο Ιωάννης ακόμη δεν εδοκίμασε θάνατον, αλλά μετετέθη ζων ως ο Ενώχ και ο Ηλίας. Πλην δεν είναι αύτη η αλήθεια· διότι δεν είπεν ο Χριστός το «εάν αυτόν θέλω μένειν» αινιγματωδώς, τάχα ότι μέλλει να ζη ο Ιωάννης, αλλ’ είπεν αυτό απλώς και αισθητώς και αρμοδίως εις την τότε εργασίαν των μαθητών. Ότε δηλαδή ευρών αυτούς ο Κύριος αλιεύοντας επί της Τιβεριάδος συνέφαγε και διελέχθη με όλους τους εκεί ευρεθέντας Αποστόλους, τότε ο Πέτρος θέλων να έχη συνακόλουθον και τον Ιωάννην, δια την αγάπην ην είχεν εις αυτόν, δια τούτο λέγει προς τον διδάσκαλον Χριστόν: «Ούτος δε τι»; Εφανέρωσε δε ο Κύριος την αιτίαν, δια την οποίαν δεν ήθελε να συνακολουθήση και ο Ιωάννης, απολογησάμενος και ειπών: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε»; Τουτέστιν, εάν θέλω να μένη επί του αλιεύματος ο Ιωάννης, και ν’ αλιεύη έως ου εγώ επανέλθω ώδε, τι προς σε; Επειδή λοιπόν ο Χριστός εις ουδέν άλλο μέρος εφανέρωσεν, ότι δεν θα αποθάνη ο Ιωάννης, δια τούτο φανερόν είναι, ότι και αυτός ομοίως με τους άλλους Αποστόλους απέθανε· μαρτυρεί δε τον θάνατόν του και ο τάφος του, από τον οποίον εξέρχεται και κόνις λεπτή εις ιατρείαν πολλών ασθενειών. Και ο μεν Καισάριος ταύτα απεκρίθη εις εκείνους, οι οποίοι ευλαβώς τον ηρώτησαν. Ο δε την γλώτταν χρυσούς Ιωάννης εις πολλά μέρη των γλυκυτάτων λόγων του αποδεικνύει, ότι απέθανεν ο Ιωάννης. Πρώτον μεν εν τω Ευαγγελίω περί τούτου διερμηνεύων και λέγων, ότι το μεν να μένη ο Ιωάννης δεν είπεν ο Κύριος δια να μη αποθάνη· αλλά δια να μη είναι ηνωμένος ο Ιωάννης με τον Πέτρον, εις τον καιρόν του κηρύγματος, αλλά να μένη χωριστά κηρύττων εις τους τόπους τους πέριξ της Γαλιλαίας. Επειδή δηλαδή ο Χριστός έβλεπε τον Πέτρον, ότι εφρόντιζε πολύ περί του Ιωάννου, και δεν ήθελε να χωρισθή από αυτόν, και δια τούτο έκαμε και την υπέρ αυτού ερώτησιν, ειπών: «Ούτος δε τι»; Τουτέστι, διατί δεν θα πορευθή και αυτός εις την αυτήν οδόν του κηρύγματος, καθώς και εγώ; διατί δεν θα γίνη και αυτός συγκοινωνός με ημάς της επιστασίας των προβάτων; Διατί δεν θα προχειρισθή και αυτός οικονόμος των λογικών ψυχών; Ταύτα, λέγω, ειπόντος του Πέτρου, είπεν ο Κύριος: «εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε»; Είπε δε ταύτα, αφ’ ενός μεν, ίνα χωρίση αυτούς από την προς αλλήλους άκαιρον ταύτην προσπάθειαν και ένωσιν, εξ άλλου δε ίνα δείξη, ότι όσον και αν αγαπήση ο Πέτρος τον Ιωάννην, αλλ’ όμως δεν φθάνει ποτέ την αγάπην εκείνην, την οποίαν έχει ο Κύριος προς αυτόν. Και τρίτον διδάσκει τον Πέτρον με τα λόγια ταύτα ο Κύριος, ότι δεν πρέπει να πολυπραγμονή προπηδών εις τας ερωτήσεις. Και κατ’ άλλον δε λόγον. Δεν έπρεπεν εις τους Αποστόλους όπου εδέχθησαν την επιστασίαν της Οικουμένης, να είναι πάντοτε σωματικώς ηνωμένοι· αλλά ο μεν εις Απόστολος να υπάγη εις ένα τόπον δια να κηρύξη, ο δε άλλος εις άλλον. Δια τούτο λέγει προς τον Πέτρον: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; Συ ακολούθει μοι». Ως να έλεγε σχεδόν τούτο. Έργον σοι ενεπιστεύθη, ω Πέτρε. Τούτο λοιπόν εργάζου και τελείωνε. Και ακολούθει εις εμέ, όστις σε στέλλω εις το κήρυγμα, και σοι εγχειρίζω όλην την Οικουμένην. Τούτον δε τον Ιωάννην, εάν θέλω να μένη ώδε πέριξ εις τους τόπους της Γαλιλαίας, και να μη τον στείλω μετά σου, τι προς σε; Ήτοι τι φροντίζεις συ περί τούτου; Το δε έως έρχομαι, τούτο δηλοί, αντί του έως θελήσω να αποστείλω αυτόν εις το κήρυγμα. Διότι, σε μεν, ω Πέτρε, τώρα σε εκπέμπω εις αυτό, και εις την προστασίαν της Οικουμένης· διο και ακολούθει μοι, ήτοι πείθου εις τους λόγους μου. Ο δε Ιωάννης ας μένη ώδε έως ου πάλιν έλθω και εκπέμψω και αυτόν, καθώς και σε. Ούτω μεν ερμηνεύων ο θείος Χρυσόστομος εις την ερμηνείαν του ιερού Ευαγγελίου το ανωτέρω ρητόν, δεικνύει φανερώτατα, ότι ο Θεολόγος Ιωάννης απέθανεν. Εν δε τη υποθέσει της προς Εφεσίους επιστολής του Μεγάλου Παύλου αυτολεξεί τούτο φανερώνει λέγων: «Και ο μακάριος δε Ιωάννης ο Ευαγγελιστής πολύ εκεί (εν τη Εφέσω δηλαδή) διέτριψε. Και γαρ εκεί ετελεύτησεν». Αλλά και εις τους κβ΄ και κστ΄ λόγους αυτού ερμηνεύων την προς Εβραίους επιστολήν και εις τον οστ΄ λόγον της ερμηνείας του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, περί τούτου διαλαμβάνων, φανερώνει ότι ο Ιωάννης απέθανεν. Επειδή λοιπόν φανερώτατα λέγει ο θείος Χρυσόστομος, και οι ανωτέρω ρηθέντες αξιόπιστοι και άγιοι άνδρες, ότι ο Ιωάννης απέθανε, ποίος είναι εκείνος όστις δεν θα συμφωνήση με αυτούς; Ή ποίος θα νομίση περί τούτου κατ’ άλλον τρόπον;
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΚΑΛΛΙΣΤΡΑΤΟΥ και των συν αυτώ τεσσαράκοντα εννέα

Δημοσίευση από silver »


Καλλίστρατος ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο από της χώρας των Καρχηδονίων, της εν τη Αφρική ευρισκομένης, συναριθμούμενος εις το στρατιωτικόν τάγμα, το καλούμενον των Καλανδών, εν έτει σπη΄ (288). Πορευόμενος δε εις την Ρώμην μεθ’ όλου του στρατιωτικού τάγματος, μόνος αυτός έλαμπε μεταξύ των άλλων απίστων στρατιωτών, δια την πίστιν του Χριστού, καθώς και ο αστήρ λάμπει εν μέσω της σκοτεινής και ασελήνου νυκτός. Ήτο δε εκ προγόνων πεφωτισμένος εις την πίστιν του Χριστού ο μακάριος. Διότι εις εκ πατρός προπάππος του, πορευθείς εις Ιεροσόλυμα, ότε ήτο επί γης ο Κύριος, και θεωρήσας με τους ιδίους του οφθαλμούς τα θαυμάσια, άπερ εποίει, επίστευσεν. Όθεν επιστρέψας εις τον οίκον του, έδωκεν εις όλους τους συγγενείς και απογόνους του την καλήν ταύτην πραγματείαν και τον φωτισμόν της θεογνωσίας. Επειιδή δε ο του Χριστού Μάρτυς Καλλίστρατος εφανερώθη εις τους συστρατιώτας του ότι ήτο Χριστιανός, διαβάλλεται προς Περσεντίνον τον στρατηλάτην, ότε Διοκλητιανός και Μαξιμιανός οι βασιλείς εφέροντο μανικώς κατά των Χριστιανών. Παρασταθείς λοιπόν έμπροσθεν του Περσεντίνου και ερωτηθείς, ομολογεί παρρησία την εις Χριστόν ευσέβειαν. Όθεν εξαπλωθείς κατά γης, τόσον άσπλαγχνα εδάρη ο τρισόλβιος, ώστε έτρεχε το αίμα του ποταμηδόν. Έπειτα σύρεται ύπτιος επάνω εις λεπτά τεμάχια τούβλων και καταξεσχίζεται τας πρότερον πληγωθείσας σάρκας του. Είτα ποτίζεται δια χωνίου το ύδωρ μιας ολοκλήρου λεκάνης και φουσκώνεται ως ασκός. Μετά ταύτα τίθεται ο μακάριος μέσα εις ένα σάκκον και ρίπτεται εις το μέσον της θαλάσσης, θεωρούντος και του στρατηλάτου. Επειδή δε ο σάκκος εσχίσθη κατά θείαν δύναμιν, δια τούτο ο Άγιος εφέρθη υπό δύο δελφίνων υγιής έξω εις την παραλίαν. Τότε οι μετ’ αυτού όντες στρατιώται, τεσσαράκοντα εννέα τον αριθμόν, βλέποντες το τοιούτον θαυμάσιον, επίστευσαν και προσφέρονται εις τον Χριστόν δια μέσου του Αγίου. Όθεν όλοι αυτοί δέρονται και συντρίβονται τα μέλη των. Έπειτα ρίπτονται εις την φυλακήν, και εκεί διδάσκονται από τον Άγιον Καλλίστρατον τα δόγματα της θείας του Χριστού οικονομίας και τα περί κρίσεως και ανταποδόσεως, και περί άλλων αξίων μαθήσεως. Και προς τούτοις παρακινούνται από αυτόν εις το να υπομείνωσιν ανδρείως το μαρτύριον. Μετά δε μίαν ημέραν παρασταθέντες προς τον στρατηλάτην, και αποδειχθέντες πλέον άφοβοι ή πρότερον, δέρονται πάλιν. Είτα δεθέντες τας χείρας και τους πόδας, ρίπτονται μέσα εις την εκεί ευρισκομένην κολυμβήθραν, ήτις ωνομάζετο Ωκεανός. Ο δε Άγιος Καλλίστρατος προσηυχήθη να γίνη βάπτισμα εις αυτούς η κολυμβήθρα εκείνη. Και, ω του θαύματος! ευθύς ελύθησαν τα δεσμά, και εξήλθον οι Άγιοι από του αγιάσματος της κολυμβήθρας ενδεδυμένοι στολάς λαμπράς. Ο δε Μάρτυς Καλλίστρατος εφάνη φορών επί της κεφαλής του ευπρεπέστατον στέφανον. Ήκουσε δε και θείαν φωνήν, ήτις παρεθάρρυνεν αυτόν. Εκ δε της φωνής το εκεί πλησίον ευρισκόμενον είδωλον έπεσε κατά γης και διελύθη εις κονιορτόν. Δια τούτου δε του θαύματος πιστεύουσιν εις τον Χριστόν άλλοι εκατόν τριάκοντα πέντε στρατιώται. Φυλακισθέντων δε πάλιν των τεσσαράκοντα εννέα στρατιωτών ομού με τον Άγιον Καλλίστρατον, εφοβήθη ο στρατηλάτης μήπως κάμωσι και άλλα θαυμάσια, και πιστεύσωσι εις τον Χριστόν και άλλοι πολλοί· δια τούτο έπεμψε την νύκτα και κατέκοψεν εις λεπτά τεμάχια τα σώματα των Αγίων. Τούτων δε τα ιερά λείψανα κηδεύσαντες οι εκατόν τριάκοντα πέντε στρατιώται, έκτισαν εις αυτούς και Ναόν ωραιότατον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναιΤη ΚΗ΄ (28η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Δικαίου και Προφήτου ΒΑΡΟΥΧ. :

Δημοσίευση από silver »

Βαρούχ ο Δίκαιος και Προφήτης κατήγετο εκ της φυλής του Ιούδα ακμάσας περί το χστ΄ (606) π. Χ. Ο πατήρ του εκαλείτο Νήριος είχε δε και αδελφόν ονόματι Σαραίον, όστις ήτο αυλικός του βασιλέως Σεδεκίου· διδάσκαλον δε είχε τον μέγαν Προφήτην Ιερεμίαν. Τόσον δε πολύ ηγαπάτο από εκείνον, ώστε ενομίζετο πνοή και ανάπαυσις του Ιερεμίου. Και οι δύο ομού εγνωρίζοντο ως μία ψυχή, ηνωμένη εις δύο ιδιαίτερα σώματα, επειδή ένα και τον αυτόν αρχηγόν και ταξίαρχον είχον, το Πνεύμα το Άγιον· πλην ο Βαρούχ καθαρώτερα και φανερώτερα εκελάδησε τα περί της ενσάρκου του Κυρίου οικονομίας, λέγων· «Ούτος ο Θεός ημών ου λογισθήσεται έτερος προς αυτόν… Μετά τούτο επί της γης ώφθη, και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» και τα εξής (Βαρούχ γ: 35-37 ). Δύναται δε να εύρη και άλλα τούτου ρητά όστις φιλοπόνως αναγινώσκει την παλαιάν Γραφήν, τα οποία αποδεικνύουσι και παριστάνουσι καθαρώς ότι ο Βαρούχ είναι Προφήτης. Ούτος λοιπόν, θεοφιλώς πολιτευσάμενος, εν ειρήνη την ψυχήν του τω Κυρίω παρέδωκεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΚΥΡΙΑΚΟΥ του Αναχωρητού.

Δημοσίευση από silver »

Κυριακός ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Κόρινθον της Πελοποννήσου, το έτος υμη΄(448), βασιλεύοντος εν Κωνσταντινουπόλει του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μικρού· και ο μεν πατήρ του ήτο πρεσβύτερος της εν Κορίνθω Εκκλησίας, Ιωάννης ονόματι, η δε μήτηρ του εκαλείτο Ευδοξία, ήτο δε Επίσκοπος Κορινθίων ο από μητρός θείος του Πέτρος, όστις και τον έκαμεν Αναγνώστην. Αναγινώσκων λοιπόν συχνάκις ο μακάριος Κυριακός τας Ιεράς Γραφάς, εθαύμαζε πως ο Θεός εξ αρχής ωκονόμησε και εποίησε τα πάντα δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και πως υπερεδόξασε τους ευαρεστήσαντας αυτώ παλαιούς Δικαίους και Προφήτας· μάλιστα δε εξίστατο, συλλογιζόμενος τα όσα γράφει το Ιερόν Ευαγγέλιον. Ταύτα τούτου διανοουμένου διεθερμάνθη η καρδία του υπό θείου ζήλου, και απεφάσισε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, και εκεί να εφησυχάση. Νυχθημερόν δε τούτο μελετών ήκουσε Κυριακήν τινα επ’ Εκκλησίας το Ιερόν Ευαγγέλιον λέγον· «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ: 24)· ευθύς λοιπόν εξήλθεν ησύχως έξω, και επήγεν εις τας Κεγχρεάς, απ’ εκεί δε ευρών πλοίον ανεχώρησεν εις τα Ιεροσόλυμα· ήτο δε τότε δεκαοκταετής, επί του ενάτου έτους της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου. Φθάσας ο Κυριακός αισίως εις την αγίαν Πόλιν εύρε πρώτον τον μέγαν Ευστόργιον, όστις ήτο πεπλουτισμένος δια των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, παρά του οποίου μεγάλως ωφελήθη ψυχικώς, δεύτερον δε ακούων τας θαυμαστάς αρετάς του Μεγάλου Ευθυμίου έλαβε συγχώρησιν παρά του θείου Ευστοργίου και μετέβη προς αυτόν, γενόμενος δεκτός παρ’ αυτού περιχαρώς, και ενδυθείς το μοναχικόν σχήμα. Επειδή όμως εις την Λαύραν του ο Μέγας Ευθύμιος δεν εδέχετο νέους αγενείους, δια το ασκανδάλιστον των αδελφών, τον έστειλεν εις τον Όσιον Γεράσιμον τον εν τω Ιορδάνη, ο οποίος τον εδέχθη και τον έβαλεν εις το μαγειρείον, ένθα υπηρέτει τους αδελφούς προθυμότατα, τας δε νύκτας εξώδευεν εις τας θείας προσευχάς, ετρέφετο δε μόνον δι’ άρτου και ύδατος και ταύτα ανά δύο ημέρας· όθεν τοσούτον τον ηγάπησεν ο Όσιος Γεράσιμος, ώστε τον ελάμβανεν εις την έρημον Ρουβά πλησίον του κατά τον καιρόν της Τεσσαρακοστής, και τον είχε σύντροφον των πόνων και των αρετών του· εκεί δε ησυχάζων και ο μέγας Ευθύμιος τους μετελάμβανε τα θεία μυστήρια εκάστην Κυριακήν, έως την εορτήν των Βαϊων. Ότε δε μετ’ ολίγον είδεν εις οπτασίαν ο θείος Γεράσιμος την ψυχήν του θείου Ευθυμίου υπό Αγίων Αγγέλων προπεμπομένην και εις ουρανούς λαμπρώς ανερχομένην, συμπαραλαβών τον Κυριακόν απήλθεν εις την Λαύραν, αφού δε έθαψαν το σώμα του Αγίου Ευθυμίου μετά της πρεπούσης ευλαβείας, επέστρεψε πάλιν εις το Μοναστήριόν του. Κατά δε το ένατον έτος της εις την Ιερουσαλήμ μεταβάσεως του Κυριακού ετελεύτησε και ο θαυμαστός Γεράσιμος και ανέβη προς τον ποθούμενον Θεόν. Τότε ο Κυριακός, το εικοστόν έβδομον έτος της ηλικίας του άγων, επέστρεψεν εις την Λαύραν του Αγίου Ευθυμίου, όπου εγένετο δεκτός υπό του Καθηγουμένου αυτής Ηλιού και του εδόθη κελλίον, ένθα ησύχαζε, και πολλά επεμελήθη να κάμη την Λαύραν Κοινόβιον. Βλέπων όμως ο Όσιος ότι είχον έχθραν τα δύο Μοναστήρια, το του Αγίου Ευθυμίου και το του Θεοκτίστου, δια τινα αφιερώματα και χρήματα δωρηθέντα παρά του Τερέβωνος, εβαρύνθη τα καθημερινά σκάνδαλα, και αναχωρήσας εκείθεν επήγεν εις την Μονήν του Σουκά, εις την οποίαν διέμεινε πολλά έτη διακονών εις πολλάς διακονίας, εις τας οποίας εφάνη η πολλή του υπομονή και άκρα ταπείνωσις, και εδέχθη και το αξίωμα της ιερωσύνης ότε ήτο τεσσαράκοντα ετών· λέγουσι δε περί αυτού, ότι όχι μόνον δεν άφηνε να επιδύση ο ήλιος επί τω παροργισμώ του αδελφού του, αλλά και ούτε εθυμώθη ποτέ καθ’ όλου, ούτε ημέρα τον είδε ποτέ τρώγοντα. Κατά δε το εβδομηκοστόν έβδομον έτος της ηλικίας του, αφήσας το Μοναστήριον, ανεχώρησεν ο μακάριος Κυριακός εις την έρημον του Νατουφά, ακολουθούμενος υπό ενός υποτακτικού του. Επειδή όμως δεν εύρον ουδεμίαν τροφήν να παρηγορήσωσι την ανάγκην της φύσεως, εδεήθη του Θεού ο Κυριακός να γλυκάνη βότανα τινα, ονομαζόμενα σκιλλοκρόμμυδα και στραφείς προς τον μαθητήν του είπε· «Μάζευσε, τέκνον, αυτά τα βότανα, και βαλών άλας βράσε αυτά και ευλογητός ο Θεός, όστις θα μας χορτάση δι’ αυτών». Και ο Θεός επήκουσε της δεήσεώς του, και μετέβαλε την φυσικήν πικρίαν των βοτάνων εκείνων εις γλυκύτητα, κι ετρέφοντο οι μακάριοι δια των σκιλλοκρομμύδων επί τέσσαρα έτη. Αλλά καθώς λέγει ο θείος Δαβίδ· «Ουκ εγκαταλείψει Κύριος τους Οσίους αυτού». Διότι άνθρωπος τις εκ της χώρας των Θεκώων εκεί πλησίον, ακούων τας πράξεις του Κυριακού, εφόρτωσε το ζώον του άρτους ζεστούς και τους επήγεν εις τον Όσιον, προς τροφοδοσίαν αμφοτέρων. Ο δε μαθητής του ημέραν τινά, χωρίς να του είπη ο Όσιος, έβρασε πάλιν σκιλλοκρόμμυδα, και φαγών αυτά κρυφίως δεν υπέφερε την πικρότητά των, και ευθύς εσβέσθη η δύναμίς του και η φωνή του, και εκείτετο ως νεκρός· ο δε θείος Κυριακός προσευξάμενος υπέρ αυτού προς Κύριον τον ανέστησε, και μεταλαμβάνων αυτόν τα θεία μυστήρια υγιά εποίησεν. Αφού δε εξηντλήθησαν οι άρτοι, τους οποίους είχον, πάλιν διέταξεν ο Όσιος να βράση τα πρώτα εκείνα πικρά σκιλλοκρόμμυδα, και πάλιν ετρέφοντο δι’ εκείνων. Το δε πέμπτον έτος, καθ’ ον ησύχαζεν ο Όσιος εκεί, άνθρωπος τις από της άνωθεν χώρας των Θεκώων, έχων υιόν βασανιζόμενον υπό δαιμονίου χαλεπού, έφερεν αυτόν εις τον Άγιον, δεόμενος θερμώς να τον ελεήση· ο δε Όσιος, προσευξάμενος και χρίσας αυτόν ελαίω σταυροειδώς, τον ηλευθέρωσε της πικράς εκείνης μανίας. Ακουσθείσης δε της φήμης τούτου του θαύματος απανταχού, ήρχοντο πολλοί προς τον Όσιον, και τον ανησύχουν εις την προσευχήν του· δια τούτο έφυγεν εις την εσωτέραν έρημον του Ρουβά, και ετρέφετο εκεί πέντε έτη από ρίζας μελαγρίων, και από βλαστούς και κορυφάς βοτάνων, ως με βασιλικά φαγητά. Αλλ’ η χάρις των θαυμάτων του Οσίου και ταύτην την έρημον ως πόλιν απέδειξε· διότι όσοι είχον δαιμόνια ή άλλας ασθενείας έτρεχον προθύμως εις τον Όσιον, και ουδείς επέστρεφεν οπίσω λυπούμενος ή άπρακτος· και πάλιν βαρυνόμενος ο Όσιος Κυριακός δια το πλήθος των προσερχομένων, κατέφυγεν εις τα βαθύτατα και ενδότατα της ερήμου, εκεί όπου δεν επάτησε ποτέ ουδείς, εις το λεγόμενον Σουσακείμ. Αλλά και εκεί η χάρις του Οσίου και η πολλή πίστις των ευσεβών δεν τον άφηνον ανενόχλητον· διότι διατρίβοντος εκεί επί επταετίαν, συνέβη θανατικόν εις τους πλησίον τόπους· όθεν φοβηθέντες οι Μοναχοί της Λαύρας του Σουκά έδραμον προς τον Όσιον, δεόμενοι μετά κλαυθμών ίνα επανακάμψη μεθ’ εαυτών εις την Λαύραν και έχωσιν αυτόν βοήθειαν εις το θανατικόν· τους ελυπήθη όθεν η αγαθή και φιλάνθρωπος εκείνη ψυχή και επανήλθεν εις την Λαύραν, διαμείνας δε πέντε έτη εν τω κελλίω του μακαρίου Χαρίτωνος, επολέμησεν ανδρικώτατα εκείνους, οι οποίοι εφρόνουν τα δόγματα του Ωριγένους και τους ενίκησεν. Κατά την εποχήν εκείνην επήγεν από την Λαύραν του Μεγάλου Ευθυμίου εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα και ο θαυμάσιος Κύριλλος, εκείνος όστις έγραψε τους Βίους των Αγίων Σάββα και Ευθυμίου, ίνα ίδη τον Επίσκοπον Ιωάννην τον Ησυχαστήν, ο οποίος τον απέστειλε με γράμματα εις τον μακάριον τούτον Κυριακόν, δια να παρακαλέση τον Θεόν όπως νικηθούν οι αιρετικοί. Φθάσας λοιπόν ο Κύριλλος εις τον Όσιον Κυριακόν, του έδωσε την επιστολήν· ο δε αναγνώσας εδάκρυσεν από καρδίας και είπεν· «Ειπέ εις εκείνον, ο οποίος σε έστειλε, να μη λυπήται, διότι τάχιστα θα λάβωσι κακόν θάνατον και ο Νόννος και ο Λεόντιος και οι πρώτοι της αιρέσεως, οι δε ακόλουθοί των θα καταισχυνθώσι· και πάλιν η Εκκλησία θα ίδη ειρήνην και ανάπαυσιν, και ειπέ του ότι πολύ επεμελήθησαν να πλανήσωσι και εμέ τον ταπεινόν, αλλά δεν ηδυνήθησαν, διότι και όψις θεία μοι εφάνη και μοι εφανέρωσε την ακαθαρσίαν της αιρέσεώς των· και όχι μόνον εγώ ενίκησα την πονηρίαν των, Χάριτι Χριστού, αλλά και όλοι οι Μοναχοί της Μονής του Σουκά δια μέσου της συμβουλής μου». Μαθών δε ότι ο Κύριλλος ήτο από την Μονήν του Μεγάλου Ευθυμίου, του είπε περιχαρώς: «Ιδού, όπου είσαι και συγκοινοβιώτης μας, αδελφέ», και του διηγείτο περί του βίου του μακαρίου Ευθυμίου και του Σάββα καταλεπτώς, καθώς εκείνος ύστερον έγραψεν. Ούτω λοιπόν ο θείος Κυριακός ευφραίνων αυτόν με τοιαύτα διηγήματα τον απέλυσεν εν Κυρίω, εις ολίγον δε καιρόν έλαβε τέλος η πρόρρησις του Αγίου και ηφανίσθησαν οι αιρετικοί. Επειδή δε και πάλιν ήρχοντο πολλοί εις τον θείον Κυριακόν και του έδιδον ενόχλησιν, δια τούτο ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις τον Σουσακείμ, ων τότε ενενήκοντα εννέα ετών. Εις δε το όγδοον έτος της εκεί διαμονής του Κυριακού, επεθύμησεν ο Κύριλλος να τον ίδη· όθεν ελθών εις την Λαύραν του Σουκά, και ευρών τον μαθητήν του Οσίου, Ιωάννην, τον επήρε και επήγαν εις του Σουσακείμ, όπερ απείχε δεκατρία μίλια. Αφού δε επλησίασαν, τους απήντησεν εις λέων μέγας και φοβερός, και ευθύς ο Κύριλλος ετρόμαξε και εφοβήθη. Ο δε Ιωάννης του είπε· «Μη φοβού»· και ο λέων, ευθύς ως τους είδεν ότι επορεύοντο προς τον Όσιον, παρεμέρισε και επέρασαν αβλαβείς. Τούτους ιδούσα η ιερά εκείνη κεφαλή υπερεχάρη και είπε χαριέντως· «Ιδού και ο συγκοινοβιώτης μου Κύριλλος». Ο δε μαθητής Ιωάννης είπε και αυτός χαριέντως· «Αλλ’ ο λέων, Πάτερ, κατά πολλά τον εφόβισε, και δειλόν φανερώς τον απέδειξεν». Η δε ιλαρά γαληνιαία εκείνη ψυχή είπεν· «Αλλ’ όμως μη φοβείσαι, τέκνον, διότι ούτος ο λέων εδώ ευρίσκεται φύλαξ επιτήδειος των λαχάνων, και δεν αφήνει κανέν θηρίον να βλάψη αυτά». Κατόπιν τους διηγήθη πολλάς αρετάς των της ερήμου Πατέρων, δι’ ων παρεκίνησε και εστερέωσεν αυτούς κατά πολλά εις τον ζήλον της αρετής· έπειτα τους έβαλε και τράπεζαν, και ιδού έφθασε και ο λέων, και ο μεν Όσιος του έδωκεν ιδιοχείρως άρτον και τον έστειλε ν φυλάττη τα λάχανα, προς δε τους καθεζομένους είπε· «Καλόν φύλακα έχω, τέκνα, του κήπου, διότι ούτε άρκτον αφήνει, ούτε κανέν άλλο θηρίον να τον βλάψη, ούτε ληστήν, ούτε βάρβαρον». Έμειναν λοιπόν εκείνοι όλην την ημέραν και απήλαυσαν την διδασκαλίαν και ωφέλειαν των λόγων του, την δε άλλην ημέραν ευλογήσας αυτούς απέστειλεν εν ειρήνη. Ο δε λέων τους έκαμε πάλιν τόπον και επέστρεψαν εις τα ίδια χαίροντες. Επειδή δε ποτε έγινε μεγάλη ξηρασία, και δεν υπήρχε παντάπασιν ύδωρ, προσηύξατο εις τον Θεόν περί τούτου ο Όσιος και ευθύς εφάνη νέφος άνωθέν του και έβρεξεν ύδωρ πολύ, ώστε εγέμισαν αι στάμναι και τα κοιλώματα των πετρών, το οποίον έφθασεν αρκετά τον Όσιον. Καλόν δε είναι να διηγηθώμεν και τούτο: Εν ω ποτε απήρχοντο δύο μαθηταί του προς επίσκεψίν του, είδον κατά την οδόν ομοίωμα ανθρώπου· νομίσαντες δε ότι είναι ούτος Αναχωρητής (διότι πολλοί κατώκουν τότε την έρημον) έδραμον προς αυτόν, και πλησιάσαντες είδον σπήλαιον υποκάτω της γης, ο δε φανείς εκρύβη ένδον· ούτοι δε έμενον έξωθεν ζητούντες την ευλογίαν του. Εκείνος δε είπε· «Τι με θέλετε; Διότι εγώ είμαι γυνή, αλλά που υπάγετε»; Οι δε είπον· «Προς τον Αναχωρητήν Κυριακόν· αλλ’ ειπέ μας πως ονομάζεσαι, και πως και διατί ήλθες ενταύθα»; Η δε είπε· «Τώρα υπάγετε, και όταν γυρίσητε θα σας το είπω». Εκείνοι δε, επειδή δεν ήθελον να ναχωρήσωσιν, είπεν εις αυτούς· «Εγώ μεν λέγομαι Μαρία· η δε τέχνη μου ήτο να τραγουδώ· όθεν εσκανδάλιζον πολλών ψυχάς· παρεκάλουν λοιπόν τον Θεόν να με ελευθερώση από τας παγίδας του πονηρού, και ημέραν τινά κατανυγείσα κατέβην εις τον Σιλωάμ, και γεμίσασα τούτο το αγγείον νερόν, και βαλούσα εις την σπυρίδα ταύτην όσπρια, ήλθον ενταύθα, τα οποία ως βλέπετε δεν ωλιγόστευσαν έως τώρα, αλλ’ ούτε άνθρωπον είδον από τότε· πλην υπάγετε σεις τώρα, και πάλιν γυρίσατε απ’ εδώ να με ίδητε». Ταύτα ακούσαντες εκείνοι ανεχώρησαν και ελθόντες εις τον μακάριον Κυριακόν του είπον άπαντα. Ο δε εθαύμασε κατά το πρέπον και τους είπε και αυτός εις την επιστροφήν των να υπάγουν να την ίδουν· εκείνοι δε επιστρέψαντες, την εύρον νεκράν κειμένην εν τω σπηλαίω. Ελθόντες λοιπόν εις την Λαύραν του Σουκά, και λαβόντες τα προς ταφήν επιτήδεια, εγύρισαν εις το σπήλαιον, και τελέσαντες τα συνήθη, ενεταφίασαν το τίμιον λείψανον ένδον του σπηλαίου. Αλλά ας έλθωμεν εις τον λόγον μας. Αφού έκαμε λοιπόν οκτώ έτη εις τον Σουσακείμ ο μακάριος Κυριακός, και εσβέσθη τελείως η αίρεσις του Ωριγένους, ήλθον οι Μοναχοί της Λαύρας του Σουκά και τον επήγαν εις το σπήλαιον του Μεγάλου Χαρίτωνος, εις το οποίον μετέβαινε συχνά και ο μακάριος Κύριλλος ο τους Βίους συγγράψας των μεγάλων Οσίων Ευθυμίου και Σάββα, οδηγούμενος υπό του Οσίου Κυριακού, από τον οποίον και ελάμβανε μεγάλην ωφέλειαν και προκοπήν εις την αρετήν. Έζησε λοιπόν ο μέγας ούτος Κυριακός εκατόν οκτώ έτη, και μέχρι τέλους δεν συγκατέβη από την συνήθη του άσκησιν. Διότι όταν ήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν ήτο δέκα οκτώ ετών· διέτριψε δε πλησίον του Αγίου Γερασίμου του εν Ιορδάνη εννέα έτη, δέκα εις την Μονήν του Μεγάλου Ευθυμίου, τριάκοντα εννέα εις την Λαύραν του Σουκά υπηρετών τους αδελφούς, πέντε εις την έρημον Νατουφά από σκιλλοκρόμμυδα τρεφόμενος, άλλα πέντε εις του Ρουβά· εις τον Σουσακείμ επτά πρώτον, είτα εν τω σπηλαίω του Αγίου Χαρίτωνος πέντε· και πάλιν εις του Σουσακείμ οκτώ· κι πάλιν νέβη εις το σπήλαιον του Αγίου Χαρίτωνος δύο έτη προ της τελειώσεώς του. Και όμως εις τόσον βαθύ γήρας φθάσας, δεν έλειψε παντάπασιν από την στάσιν των θείων ύμνων, και την υπηρεσίαν των προσερχομένων εις αυτόν. Ήτο δε ο Άγιος ούτος πράος, ευκολοπλησίαστος, ιλαρός και γλυκύς, καταδεκτικόα, προλέγων τα μέλλοντα εκ θείας αποκαλύψεως, μεγαλόσωμος, έχων και κάποιαν ωραιότητα και φυσικήν χάριν, υψηλός, όρθιος κατά τον λαιμόν και το σώμα, διδασκαλικός τον τρόπον και την πίστιν ορθοδοξότατος, και διετήρει όλα τα μέλη του σώματος υγιά χωρίς καμμίαν βλάβην την από των γηρατείων προξενουμένην. Ασθενήσας δε ολίγον, ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις τον ποθούμενον Κύριον Ιησούν. Και τώρα είναι εις την ανάπαυσιν των Δικαίων, εις την λαμπρότητα των γγέλων, βλέπων όσα πάντοτε επόθει, και όλην την έλλαμψιν της Αγίας Τριάδος εισδεχόμενος, εν Αυτώ Χριστώ τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου τω ανάρχω Πατρί, και τω Παναγίω και ζωοποιώ Πνεύματι, δίξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας.

Δημοσίευση από silver »


Γρηγόριος ο της Μεγάλης Αρμενίας λαμπρότατος φωστήρ ήτο από γένος βασιλικόν υιός ων Ανάκ, Πάρθου το γένος, γεννηθείς περί το έτος σμ΄ (240). Ούτος ήτο συγγενής του βασιλέως της Αρμενίας Κουσαρώ, τον οποίον εθανάτωσε δια δόλου ο ίδιος ο Ανάκ, αποσταλείς και παρακινηθείς εις τούτο από τον Αρτασύραν βασιλέα των Περσών. Όθεν δια τον βασιλικόν τούτον φόνον εθανατώθη όλη η γενεά του Ανάκ, μόνος δε ο θείος Γρηγόριος ούτος και εις έτερος αδελφός του ελυτρώθη από του θανάτου, πεμφθείς παις μικρός εις την επικράτειαν των Ρωμαίων, δια μέσου συγγενούς των τινός. Ευρισκόμενος λοιπόν ο θείος ούτος πατήρ εν Καισαρεία της Καππαδοκίας, εμάνθανε και την άλλην παιδείαν των γραμμάτων και τα των Χριστιανών δόγματα και διδάγματα, και βαπτισθείς έγινε Χριστιανός. Επειδή δε εις των υιών τού φονευθέντος Κουσαρώ, Τιριδάτης ονομαζόμενος, διωχθείς εκ της Αρμενίας υπό του βασιλέως των Περσών, διέτριβεν εκεί συναριθμούμενος εις τους πρώτους άρχοντας των Ρωμαίων, δια τούτο ο θείος Γρηγόριος επήγε μετ’ αυτού προκρίνων θεληματικώς να τον υπηρετή. Όθεν κατά μεν τα άλλα πάντα εθεράπευε τον Τιριδάτην και τον ανέπαυεν, επειδή δε ήτο Χριστιανός, κατά τούτο μόνον πολλά τον ελύπει και τον παρώξυνεν. Επειδή δε ο Τιριδάτης έκαμε μίαν μεγάλην ανδραγαθίαν εις βοήθειαν των Ρωμαίων, δια τούτο εις ανταπόδοσιν της χάριτος εκείνης αποκατεστάθη υπ’ αυτών εις την αρχήν και εξουσίαν του πατρός του βασιλέως της Αρμενίας. Ανελθών ο Τιριδάτης εις τον θρόνον της Μεγάλης Αρμενίας, επέδειξε μεγάλον ζήλον προς τα είδωλα και επεθύμει να εύρη τρόπον, ώστε να πιστεύσωσιν εις αυτά όλοι οι υποκείμενοι εις αυτόν και μάλιστα οι επιφανέστεροι και χρησιμώτεροι των αρχόντων, μεταξύ των οποίων ήτο και ο θείος Γρηγόριος· όθεν καλέσας αυτόν μετεχειρίζετο πάντα τρόπον να τον καταστήση κοινωνόν της θρησκείας του, αλλ’ ο Άγιος, κρατών στερεώς την ευσεβή πίστιν, ωμολόγει παρρησία ότι ποτέ δεν θα την απαρνηθή. Βλέπων δε ο Τιριδάτης, ότι δεν υπετάσσετο, θυμωθείς του λέγει· «Εγώ σε ετίμησα, Γρηγόριε, και σε έχω συγκοινωνόν εις την τιμήν και τον πλούτον μου, και συ γίνεσαι προς τον ευεργέτην αχάριστος»; Ο δε Άγιος του λέγει· «Ο Δεσπότης Χριστός ο Βασιλεύς πάσης κτίσεως μας προστάσσει να υποτασσώμεθα εις τους επιγείους βασιλείς και άρχοντας (τα του Καίσαρος τω Καίσαρι) ως προς τας σωματικάς υπηρεσίας, αι οποίαι την ψυχήν δεν βλάπτουσι, καθώς είδες ότι σου υπήκουσα έως τώρα προθύμως εις τους πολέμους και τας άλλας χρείας της πόλεως και δεν ημέλησα πώποτε· αλλά τώρα, όπου με προστάσσεις και παρακινείς εις την ασέβειαν, δεν πρέπει να σου υποταχθώ, διότι αν πράξω ούτω, θέλει κατακριθή η ψυχή μου εις την αιώνιον κόλασιν». Ταύτα και έτερα λέγοντος προς αυτόν του Αγίου, εθυμώθη ο Τιριδάτης υπέρ το μέτρον· όθεν έβαλε και έδεσαν οπίσω τους αγκώνας του Αγίου και τεντώσαντες άνω και κάτω το στόμα του δια ξύλου, εφόρτωσαν εις τους ώμους του βώλους μεγαλωτάτους άλατος μεταλλικού, το οποίον εξάγεται εις την Αρμενίαν· έπειτα κρεμάσαντες τον Άγιον υψηλά δια σχοινίου τον ετιμώρουν πικρώς έως ημέρας επτά. Την δε εβδόμην τον κατεβίβασαν, και τον ηρώτησαν εάν έστεργε να θυσιάση εις τα είδωλα· και επειδή ποσώς δεν έστεργε, του έδωσαν δεινότερα κολαστήρια, τα οποία υπέμεινεν ανδρειότατα ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής. Είτα εκρέμασαν τον Άγιον αντιστρόφως από του ενός ποδός, και τον έδειραν ασπλάγχνως με ραβδία χονδρά ροζάρικα· κάτωθεν δε εκάπνιζον αυτόν με κόπρον βρωμερωτάτην, ώστε ουδέ να αναπνεύση ηδύνατο, αλλ’ ο τρισμακάριος υπέμενε ταύτα μεγαλοψύχως, ευχαριστών και δοξάζων τον Κύριον, και διδάσκων τους παρόντες την του Δεσπότου Χριστού ενανθρώπησιν και την δόξαν του Παραδείσου, η οποία αναμένει τους Χριστιανούς, και την αιώνιον κόλασιν της οποίας γίνονται κληρονόμοι όσοι αποθνήσκουσιν αμετανόητοι. Αφού λοιπόν άλλας επτά ημέρας εβασανίσθη ούτω, τον κατεβίβασαν, ελπίζοντες να τον φέρωσιν εις την μιαράν των γνώμην οι μάταιοι· και επειδή δεν έστεργε, πάλιν συνέσφιγξαν τας κνήμας του δια σανίδων και σχοινίων τόσον ισχυρώς, ώστε ένεκα της πολλής συνθλίσεως έσταζε το αίμα από τα άκρα των δακτύλων των ποδών του. Ύστερον εκάρφωσαν εις τα πέλματα των ποδών του σιδηρά καρφία, και τον ηνάγκασαν ούτω να τρέχη όσον ηδύνατο. Εις ταύτην την τιμωρίαν ησθάνετο οδύνην πολλήν ο τρισόλβιος, και εκοκκίνιζεν εκ της ροής των αιμάτων όλον το έδαφος· ο δε Τιριδάτης έβαλε πάλιν και τον έδειραν ωμότερον, απλώσαντες αυτόν υπτίως κατά γης. Έπειτα έθλιψαν την κεφαλήν του δια μηχανικού οργάνου και έβαλον εις τους ρώθωνας αυτού δια μιάς σύριγγος σαπωνόχωμα (σόδαν ή ποτάσσαν) και όξος δριμύ ηνωμένα μεθ’ άλατος και νίτρου, των οποίων εισήλθεν η δριμύτης έως εις αυτά τα βαθύτατα μέρη της κεφαλής και έως εις αυτόν τον εγκέφαλόν του. Είτα κατέκαιον την κεφαλήν του επί εξ ημέρας δια θυλάκου δερματίνου πλήρους θερμοτάτης στάκτης της καμίνου, εντός της οποίας έβαλον τον Άγιον· την δε εβδόμην, αφού τον εξήγαγον, είπεν ο Τιριδάτης προς καταφρόνησιν· «Τάχα επήγες εις τα βασίλεια του Χριστού σου, και απήλαυσας ολίγην από την θαυμασίαν εκείνην μακαριότητα»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ακόμη δεν υπάγομεν εις εκείνην την δόξαν και άρρητον αγαλλίασιν, παρά όταν έλθη ο Δεσπότης Χριστός εν τη Δευτέρα υτού Παρουσία, ίνα κρίνη άπαντας, και τότε οι μεν ευγνώμονες δούλοι του θα λάβωσι πλουσίαν την ανταπόδοσιν, συ δε, άθλιε, θα λάβης την τιμωρίαν, η οποία σου πρέπει κατά τας πράξεις σου». Θυμωθείς όθεν ο Τιριδάτης τα μέγιστα προσέταξε και εκρέμασαν τον Άγιον κατακέφαλα, και δια του αφεδρώνος έρριπτον άφθονον ύδωρ εντός της κοιλίας του προς καταισχύνην οι αλιτήριοι· μετά ταύτα τον εκολάκευσε πάλιν ο Τιριδάτης, είτα δε τον εφοβέρισε να τον θανατώση με δεινά κολαστήρια· επειδή δε ο Άγιος δεν επείθετο εις το να υπακούση, τον εκρέμασαν πάλιν και με σιδηρούς όνυχας εξέσχιζον τας πλευράς του ασπλάγχνως και έτρεχαν κρουνηδόν τα αίματα· κατόπιν έστρωσαν εις την γην σιδηρούς τριβόλους, επάνω εις τους οποίους σύροντες αυτόν υπτίως ολόγυμνον του έλεγον· «Που είναι τώρα ο Θεός σου, και δεν σε λυτρώνει από τας χείρας μας»; Πάλιν δε τον εφυλάκισαν και την επιούσαν ιδών ο Τιριδάτης αυτόν υγιά εις όλας του τας πληγάς, εθαύμασε και διέταξε να βάλωσι σιδηράς κνημίδας εις τα γόνατά του, σιδηρά υποδήματα εις τους πόδας του και να τον κρεμάσωσιν, Ούτω δε κρεμάμενος διέμενεν ο Άγιος τρεις ολοκλήρους ημέρας. Εν ω δε πάλιν περιεπαίζετο υπό του Τιριδάτου, διότι δεν του έδιδεν ο Χριστός βοήθειαν, είπεν εις αυτόν· «Εγώ έχω εις χαράν μου τα κολαστήρια ταύτα, διότι είναι ψυχοσωτήρια· αλλά συ επισωρεύεις εις την κεφαλήν σου πυρ καταφλέγον αιωνίως». Διο θυμωθείς σφόδρα ο Τιριδάτης λέγει· «Επειδή απειλείς να με καύσης δια πυρός ασβέστου, εγώ θα σε καύσω τώρα εις το πυρ το σβεννύμενον, ίνα σε διδάξω να μη είσαι τόσον αυθάδης και αναίσχυντος προς εμέ». Ανέλυσαν λοιπόν εντός χαλκώματος μόλυβδον και τον έχυσαν όλον βραστόν εις τον Άγιον, όστις υπέμεινε γενναίως και ταύτην την βάσανον, δοξάζων τον Κύριον. Ιδών ο Τιριδάτης, ότι με κολαστήρια δεν ηδύνατο να νικήση τον Άγιον, εδοκίμασε πάλιν δια κολακειών να τον διαστρέψη εις την ασέβειαν· αλλά εις από τους σατράπας και άρχοντας αυτού τον συνεβούλευσε λέγων· «Δεν είναι δίκαιον ούτε πρέπον, ω βασιλεύ, να ζήση πλέον ούτος ο άνθρωπος, ούτε να βλέπη τον ήλιον, επειδή είναι υιός του Πάρθου Ανάκ, όστις με δόλον εφόνευσε τον πατέρα σου, και κατέστησε την Αρμενίαν όλην αιχμάλωτον των Περσών». Ταύτα ακούσας ο Τιριδάτης εμίσησεν εξ όλης ψυχής τον Γρηγόριον, και διατάσσει να δέσουν τας χείρας, τους πόδας και τον τράχηλόν του, και να τον ρίψουν εις τον βαθύν βορβορώδη λάκκον (ήτοι εις ξεροπήγαδον) της πόλεως Αρταξά. Ούτος δε ο λάκκος, αδελφοί κι πατέρες, ήτο εν φοβερόν και ελεεινόν θέαμα, ότι τον είχον οι Αρμένιοι επί ταυτού κατεσκευασμένον, δια να ρίπτουν εκεί τους καταδίκους, κι ήτο γεμάτος όφεις θανατηφόρους και σκώληκας, και δυσωδίαν είχε πολλήν από την λάσπην των θηρίων, όπου δεν ήτο δυνατόν να υποφέρη τις εκεί καν μίαν ημέραν από την άμετρον δυσωδίαν. Εις τούτον τον φοβερόν και απαράκλητον λάκκον έκλεισαν τον θαυμάσιον και θείον Γρηγόριον, και έμεινεν εκεί εις τον δυσωδέστατον και σκοτεινόν εκείνον τόπον χρόνους ολοκλήρους δεκαπέντε, τρεφόμενος κρυφίως από μίαν γυναίκα χήραν, την οποίαν προσέταξεν Άγιος Άγγελος να καταβιβάζη καθ’ εκάστην ημέραν τεμάχιον άρτου, ίνα τρώγη ο Άγιος, δια να μη αποθάνη από την πείναν ούτε από άλλην τινά κάκωσιν, και ούτως ετρέφετο καθ’ όλον εκείνο το διάστημα. Επειδή δε ο βασιλεύς Τιριδάτης έχασε τας φρένας του και δαιμονισθείς έτρωγε τας σάρκας του, μεταβαλών δε την νθρωπίνην μορφήν εις μορφήν χοίρου, εβόσκετο μαζί με τους χοίρους εις τα βουνά (ω του παραδόξου τερατουργήματος! ), δια να μαρτυρήται με το έξω σχήμα η έσω της ψυχής σκληρότης και ο βόρβορος αυτής. (Μη δε απιστήση τις εις τούτο, ότι όπου Θεός ενεργεί, το αδύνατον αργεί, ότι ως Παντοδύναμος έκαμε και τούτο το θαυματούργημα καθώς το του Ναβουχοδονόσορος, και άλλα θαυμασιώτερα εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν). Ήτο λοιπόν εις την πόλιν της Αρμενίας θλίψις πολλή και στενοχωρία δια την χοιρείαν μορφήν του βασιλέως, και την άλλην των αρχόντων από την των δαιμόνων μάστιγα (διότι και οι άρχοντές του εδαιμονίσθησαν). Είχε δε ο Τιριδάτης αδελφήν Κουσαροδούκταν ονόματι, ήτις είδεν ενύπνιον και ήκουσε φωνήν λέγουσαν· «Εάν δεν εξέλθη ο Γρηγόριος από τον λάκκον, ούτε ο αδελφός σου ούτε οι άρχοντες θεραπεύονται». Την δε πρωϊαν επήγεν ευθύς εις την αγοράν και ανήγγειλε την οπτασίαν εις τους άρχοντας· οι δε νομίζοντες φαντασίαν το ενύπνιον, την εχλεύαζον λέγοντες, ότι ούτε καν οστούν του Γρηγορίου ευρίσκετο. Αλλά πάλιν και άλλας νύκτας ακούσασα εν οράματι τα όμοια, κατέπεισε τον λαόν, και έστειλαν ένα σατράπην, Αυτάϊαν καλούμενον, ελθών δε ούτος εις τον λάκκον, εφώνησε τον Γρηγόριον, όστις ευθύς απεκρίνατο· όθεν κρεμάσας σχοινία, τον παρεκάλεσεν ο άρχων να δεθή με ταύτα δια να τον σύρωσιν έξω, επειδή ο Θεός του ούτως επρόσταξεν. Εξελθών ο Άγιος του λάκκου και λουσάμενος ενεδύθη και τον έφεραν εις την πόλιν των· ο δε Τιριδάτης και οι άλλοι άρχοντες έπεσαν όλοι εις τους πόδας του δεόμενοι να τους λυτρώση της δαιμονικής μάστιγος. Αυτός δε ηρώτησεν αυτούς και του έδειξαν τον τόπον εις τον οποίον είχον ρίψει τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, τα οποία εύρον σώα και ακέραια και απείρακτα από τα πετεινά και θηρία και ευωδίαζον, και τα ενεταφίασαν εντίμως, ως έπρεπε, μετά πολυτίμων ιματίων, τα οποία τους έδωκεν ο βασιλεύς· και την άλλην ημέραν έκαμεν ευχήν υπέρ αυτών, ίνα τους συνετίση ο Κύριος (και μάλιστα τον βασιλέα) και εννοήσωσι το τηε θείας αυτού οικονομίας μυστήριον, έπειτα τους εδίδαξε και ικανώς ενουθέτησε να μισήσωσι τα πονηρά είδωλα, και να γνωρίσωσι τον μόνον Θεόν, όστις ως ελεήμων και παντοδύναμος τον εφύλαξε τόσα έτη εις τον λάκκον αβλαβή και απήμαντον, και να πιστεύσωσιν εις Αυτόν, ίνα μη κολασθώσιν αιωνίως· και τους υπεσχέθη ότι, εάν βαπτισθώσι, θα λάβωσι της ψυχής και του σώματος ίασιν· διηγήθη δε προς αυτούς και οπτασίαν θαυμάσιον, την οποίαν είδεν εις τον λάκκον, και δια της οποίας του εφανερώθη, πως έμελλον να πιστεύσωσιν εις τον Δεσπότην Χριστόν όλοι οι Αρμένιοι, προς λύτρωσιν από της αιωνίου κολάσεως, την οποίαν χάριν συντομίας παραλείπομεν. Αυτά και έτερα λέγων ο μέγας Γρηγόριος περί της Ορθοδόξου πίστεως, τους έπεισε και επίστευσαν άπαντες. Έκτισαν δε Εκκλησίαν πλουσίαν εις τιμήν της Οσίας Ριψιμίας και των λοιπών Οσιομαρτύρων, και έθεσαν εκεί τα τίμια λείψανα. Ο δε Τιριδάτης παρεκάλει τον Άγιον να τον μεταστρέψη από της φρικτής εκείνης χοιρείας μορφής εις το πρότερον είδος του· ει δε μη, καν τας χείρας μόνον και τους πόδας του, ίνα υπηρετή και αυτός κατά δύναμιν εις την οικοδομήν της Εκκλησίας, την οποίαν έκτιζον. Ελυπήθη λοιπόν ο Άγιος, και ποιήσας ευχήν υπέρ αυτού προς Κύριον, μετέστρεψεν εις την προτέραν μορφήν τας χείρας και τους πόδας του· όστις, ίνα μη φανή προς την ευεργεσίαν αχάριστος, έτι δε ίνα τύχη της συγχωρήσεως παρά των Αγίων Μαρτύρων, τας οποίας δεινότατα εκόλασεν άλλοτε, έσκαπτε μόνος του τον τόπον βαθύτατα όπου έμελλον να βάλωσι τας σορούς τας εμπεριεχούσας τα άγια των λείψανα και εσήκωνεν εις τον ώμον του τους βαρείς και μεγάλους λίθους, επειδή ήτο ανήρ ισχυρός. Η δε αδελφή του Κουσαροδούκτα και η βασίλισσα, Ασιχήνη ονόματι, ειργάζοντο και αυταί και εξήγον το χώμα δια των κρασπέδων των ιματίων των μετά πολλής ταπεινώσεως. Ο δε Άγιος, βλέπων την πολλήν αυτών ευλάβειαν, συνήγαγεν όλον το πλήθος της πόλεως, και έκαμαν κοινήν λιτανείαν προς Κύριον μετά δακρύων δεόμενοι, ίνα θεραπεύση τον βασιλέα, μεταστρέφων αυτόν εις την προτέραν μορφήν, και απολυτρών των δαιμόνων αυτόν τε και τους άλλους. Επακούσας δε αυτών ο Θεός, ο παντελεήμων και πανάγαθος, εξήγαγεν από του Τιριδάτου τον έξωθεν επικείμενον χοίρον και απεδίωξε τον ένδοθεν δαίμονα· και όχι μόνον έως εδώ έδειξε την φιλανθρωπίαν Αυτού ο πανοικτίρμων Θεός και πανάγαθος, αλλά και όλους τους άρχοντας και σατράπας ιάτρευσε και ηλευθέρωσεν από τους πονηρούς δαίμονας· και όσοι άλλοι ήσαν λεπροί, λωβοί και παράλυτοι ή άλλην ασθένειαν είχον, εθεραπεύθησαν άπαντες, όχι μόνον σωματικώς, αλλά και ψυχικώς, όπερ το συμφερώτατον· διότι ιδόντες τοιαύτα θαυμάσια, έδραμεν όλον το πλήθος του λαού, μυριάδες αναρίθμητοι, ζητούσαι το άγιον Βάπτισμα· οίτινες όλοι (και μάλιστα ο βασιλεύς και οι πρόκριτοι) ίνα φανερώσωσιν, ότι επίστευσαν ολοψύχως εις τον Χριστόν, εχάλασαν από τα θεμέλια όλους τους ναούς των ειδώλων, και λαβόντες από τα σκευοφυλάκια όλους τους θησαυρούς, ήτοι χρυσίον, αργύριον, σκεύη αργυρά και χρυσοϋφαντα ιμάτια, τα αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας, τας οποίας εις δόξαν Χριστού ωκοδόμησαν· και όχι μόνον τα κινητά, αλλά και τα ακίνητα, ήτοι χωράφια και άλλα όμοια, και έκαμαν την άτιμον ύλην και ανωφελή, ύλην ψυχωφελή και πολύτιμον. Ούτω λοιπόν του Δεσπότου Χριστού και Παντοδυνάμου Θεού συνεργούντος εδιώχθησαν εκείθεν οι ανίσχυροι δαίμονες, φοβούμενοι την αξουσίαν Αυτού, και τρέμοντες έφυγον απ’ εκείνα τα όρια. Και όχι μόνον η Αρμενία όλη επίστευσεν, αλλά και πολλά άλλα έθνη γειτνιάζοντα εγνώρισαν την αλήθειαν και εμίσησαν την προτέραν πλάνην και εβαπτίσθησαν, χάριτι όχι μόνον του μεγάλου Γρηγορίου, αλλά και του βασιλέως Τιριδάτου, όστις έγινεν εις τους άλλους καλόν παράδειγμα· διότι ενθυμούμενος πόσας αμαρτίας και πόσους φόνους έκαμεν εις τους Αγίους δούλους του Χριστού, ηγωνίζετο πάση δυνάμει να υπερβάλη δια των τελευταίων αγαθοεργιών του τας πρώτας κακοεργίας του, τας οποίας εν αγνοία έπραξε. Βλέποντες δε οι επίλοιποι άπαντες εζήλωσαν το καλόν, κατά το αρχαίον λόγιον, «φιλεί το αρχόμενον συνεξομοιούσθαι τοις άρχουσιν»· όθεν προϊόντος του χρόνου ηύξανε και η ευσέβειά των. Επειδή δε δεν είχον Αρχιερέα, έλαβον βουλήν αγαθήν να ψηφίσωσιν Αρχιερέα τον μέγαν Γρηγόριον, ίνα γίνη κυβερνήτης των ψυχών αυτών, να τους βαπτίση, να τους χειροτονήση Ιερείς και να οδηγήση αυτούς προς σωτηρίαν, διότι αυτός ήτο αίτιος και εγνώρισαν την αλήθειαν· αλλ’ ο Άγιος απεποιείτο δειλιών υπό ταπεινοφροσύνης και μετριοπαθείας να λάβη τοσούτων ψυχών φροντίδα και μέριμναν, γινώσκων ότι το φυτόν της πίστεως ήτο απαλόν, και εχρειάζετο πότισμα και επιμέλειαν μεγίστην. Πλην ο Κύριος έστειλεν ουρανόθεν Άγγελον προς τον βασιλέα Τιριδάτην και τον μέγαν Γρηγόριον, προστάσσων τον δεύτερον να λάβη την αξίαν ως άξιος, διο και έστερξεν ίνα μη γίνη του Θεού παρήκοος. Έστειλεν όθεν ο βασιλεύς τον θείον Γρηγόριον μετά δεκαέξ μεγιστάνων εις τον Μητροπολίτην Καισαρείας της Καππαδοκίας Λεόντιον, γράψας προς αυτόν και επιστολήν ταύτα λέγουσαν· «Σκότος πολύ της ασεβείας ετύφλωνεν ημάς πρότερον, και επομένως δεν ηδυνάμεθα να γνωρίσωμεν τον Δημιουργόν και κοινόν Δεσπότην της κτίσεως, έως ου Αυτός μάς εξαπέστειλεν ως άλλον ήλιον τον μέγαν Γρηγόριον και Παρθένους Αγίας, ίνα γνωρίσωμεν δια μέσου τούτων την Εκείνου φιλανθρωπίαν και χρηστότητα, ημείς δ’ εβασανίσαμεν αγριώτατα και τας τιμίας εκείνας Παρθένους και τον ιερόν τούτον Γρηγόριον, φονεύσαντες μάλιστα ελεεινώς (φευ!) αυτάς· επί τέλους δε ο θείος Γρηγόριος ενίκησε την ασπλαγχνίαν και ωμότητα ημών δια της αμάχου δυνάμεως του Θεού, του οποίου η άπειρος ευσπλαγχνία και των οικτιρμών η άβυσσος δεν μας αφήκε να απολεσθώμεν, και δια των διδασκαλιών και προσευχών αυτού τε και των Παρθένων εκείνων εδίωξε το σκότος των ψυχών ημών, και προς το φως της αληθείας μάς εχειραγώγησε. Τούτον λοιπόν τον της σωτηρίας ημών αίτιον, όστις τόσα αγαθά προυξένησεν εις ημάς, εψηφίσαμεν διδάσκαλον και ποιμένα μας, και ουχί μόνον ημείς, αλλά και ο Κύριος άνωθεν ταύτην την ψήφον επεσφράγισεν· όθεν στέλλομεν αυτόν εις την σην πανιερότητα, να μας τον χειροτονήσης Αρχιερέα και να μας τον στείλης ταχέως». Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Λεόντιος υπεδέχθη φιλοτίμως τους πρέσβεις και τον μέγαν Γρηγόριον και παρευθύς τον εχειροτόνησεν εν πολλή δόξη και τον έστειλεν εις τον Τιριδάτην. Επιστρέφων ο θείος Γρηγόριος εις την Μεγάλην Αρμενίαν συμπαρελάμβανεν άνδρας εναρέτους από τας πόλεις και χώρας, όθεν διήρχετο, και τους εδίδασκεν όσα εγνώριζεν ότι ήσαν χρήσιμα, ίνα τους χειροτονήση Ιερείς και ιεροδιδασκάλους. Ότε δ’ έφθασεν εις τα όρια της Αρμενίας του ανήγγειλαν οι εγχώριοι, ότι ήτο εκεί παρά τον ποταμόν Ευφράτην λαός ειδωλολατρικός έχων βωμόν των ειδώλων εις το όνομα του Ηρακλέους, εις τον οποίον εθυσίαζον εις τους δαίμονας και ότι οι Χριστιανοί δεν ηδύναντο να κρημνίσωσι τον βωμόν τούτον κωλυόμενοι υπό των διαφόρων φαντασιών και μηχανορραφιών του σατανά. Τότε ο Άγιος, ζήλω θείω κινούμενος, παρευθύς επήγεν εκείσε και έκαμε προς τον παντοδύναμον Θεόν δέησιν, και έπεσεν εκ θεμελίων ο ναός ο ειδωλολατρικός χωρίς να εγγίση χειρ ανθρώπου τελείως· και κτίσας Εκκλησίαν εις τον Κύριον την εθρονίασε και ενεκαινίασε δια των αγίων λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου και του Αγίου Αθηνογένους, εις την οποίαν ελειτούργησε και εβάπτισε τους σατράπας, τους οποίους είχεν εις την συνοδείαν του· μείνας δε εκεί ημέρας είκοσιν, εβάπτισεν ένδεκα μυριάδας ανθρώπων και εχειροτόνησεν Ιερείς τε και Διακόνους εις όλην την περίχωρον. Ο δε βασιλεύς Τιριδάτης, ακούσας ότι ήρχετο ο Άγιος, εξήλθε της πόλεως μεθ’ όλης της συγκλήτου και της αδελφής του και της βασιλίσσης, και φθάσαντες έως τας όχθας του Ευφράτου μετά πολλής ταπεινώσεως και ευλαβείας τον προσεκύνησαν και ηυφράνθησαν· αφού δε τους εδίδαξε και κατήχησε και τους έβαλε και ενήστευσαν τριάκοντα ημέρας προσευχόμενοι, έπειτα εβάπτισεν άπαντας, εν αρχή μεν τον βασιλέα, την αδελφήν του και την ομόζυγον, τας σατράπας και άρχοντας, έπειτα δε τον κοινόν λαόν άπαντα· και αφού έκτισεν εκεί παρά τον Ευφράτην ετέραν Εκκλησίαν, και ελειτούργησε, τους εκοινώνησε και έγιναν υιοί φωτός και ημέρας οι πριν εσκοτισμένοι και άφρονες. Ο δε παντοδύναμος Κύριος, ίνα στερεωθώσιν εις την πίστιν οι νεοφώτιστοι, έδειξε και εκεί, ότε εβαπτίζοντο, δύο μεγάλα και φρικτά θαύματα, ήτοι εστάθη ο ποταμός, και δεν έτρεχον τα ύδατα ως εις τον Ιορδάνην ποταμόν και εις την Ερυθράν θάλασσαν, εφαίνετο δε και μέγας στύλος φωτός εις τα ύδατα, εις τα οποία το πλήθος του λαού εβαπτίζετο, εις δε την κεφαλήν του στύλου ήτο Σταυρός λαμπρότατος και εξαστράπτων υπέρ τον ήλιον, τον οποίον έβλεπον όλην την ημέραν οι βαπτιζόμενοι, όντες τον αριθμόν μυριάδες δεκαπέντε και πλέον· έμεινε δε εκεί ο Άγιος ημέρας επτά βαπτίσας πλήθος αμέτρητον. Αφού ετακτοποίησεν όλους αυτούς ο θείος Γρηγόριος επήγεν εις τας άλλας πόλεις και χώρας της Αρμενίας εις τας οποίας έκτιζεν Εκκλησίας, και ελειτούργει απανταχού και εβάπτιζε και εχειροτόνει Ιερείς καθ’ εκάστην, και ωκοδόμει Μοναστήρια, Ησυχαστήρια και άλλα ψυχοσωτήρια οικήματα, εις τα οποία όλα είχε τον βασιλέα Τιριδάτην επιμελητήν και αντιλήπτορα βοηθόν, διότι εχάριζεν εισοδήματα πλούσια προς αυτάρκτη διατήρησιν Ιερέων τε και Μοναζόντων. Προς τούτοις δε και διδασκαλεία και παιδευτήρια ανήγειρεν, ίνα μανθάνωσιν οι παίδες τα ιερά γράμματα. Όθεν όχι μόνον η Αρμενία επίστευσεν εις τον Παντελεήμονα Θεόν, αλλά και Πέρσαι και Μήδοι και Ασσύριοι και άλλα έθνη υπέκλινον τους αυχένας αυτών υπό τον ζυγόν του Χριστού τον χρηστόν και γλυκύτατον· διότι η ευγνωμοσύνη του βασιλέως και η πλουσία μετάδοσις των χρημάτων προς τους ενδεείς και πένητας, και του Αρχιερέως η ευσπλαγχνία και συμπάθεια προς τους ασθενείς έσυρεν αυτούς προς την ευσέβειαν. Ότι ο μεν Αρχιερεύς ιάτρευε τους ασθενείς από πάσης ασθενείας, ο δε βασιλεύς έδιδεν ελεημοσύνας πλουσιοπαρόχους εις τους αναξιοπαθούντας, και απεφυλάκιζε τους χρεοφειλέτας, ξεσχίζων τα χρεόγραφα τα εις χείρας δανειστών και εξοφλών αυτά εκ του βασιλικού θησαυρού. Εκ της χρηστής όθεν διοικήσεως του Αγίου και του βασιλέως απέλαβε βαθείαν ειρήνην άπασα η Αρμενία και επολιτεύοντο οι άνθρωποι ως αρνία ήμερα, απταίστως, ευσεβώς και θεαρέστως· πολλοί δε εξ αυτών έγιναν και Μοναχοί, και κτίζοντες Μοναστήρια και Ησυχαστήρια απέδιδον εις τον ευεργέτην Θεόν τα ευχαριστήρια, και πολλά παιδία των πρώην απίστων συναγαγών ο μέγας Γρηγόριος επιμελώς τα εξεπαίδευσε και έγιναν τοσούτον ενάρετοι άνθρωποι, ώστε κατόπιν προεχειρίσθησαν και Επίσκοποι. Και εις μεν τον Ευφράτην εχειροτόνησεν Αρχιερέα τον Αλβίνον, εις δε την περίχωρον των Βασηνών τον Ευστάθιον και Βάσσον, και ίνα μη μακρηγορώ ένα προς ένα, εις ολίγα έτη εχειροτινήθησαν Αρχιερείς τετρακόσιοι. Τότε ο μέγας Γρηγόριος, έχων πόθον πολύν να υπάγη να ησυχάση εις τα υψηλότερα όρη της Αρμενίας, αφήκε τον Αλβίνον εις τα βασίλεια επίτροπόν του, ως απάντων εναρετώτατον, παραγγείλας εις αυτόν να επιμελήται το ποίμνιον ως να ήτο ο ίδιος. Ο δε βασιλεύς ελυπείτο δια την αναχώρησιν του Αγίου και τον παρεκάλει δακρύων να μη αποχωρισθώσιν αλλήλων, αλλ’ ο πόθος της ησυχίας ενίκα την δέησιν, και δεν έκαμε τον λόγον του· όθεν και μη θέλων επέτρεψε την αναχώρησιν. Λαβών λοιπόν ο Άγιος ολίγους μαθητάς απήλθε και κτίσας δι’ αυτών μικρόν οικητήριον εις εν σπήλαιον ησύχαζεν εκεί τρώγων μόνον άρτον μίαν φοράν ανά τεσσαράκοντα ημέρας. Προς παρηγορίαν δε της υπερβολικής λύπης του ο Τιριδάτης δια την του Αγίου στέρησιν, μαθόν ότι όταν ήτο νέος ο Γρηγόριος εγέννησε δύο παίδας εκ γυναικός νομίμου, ων ο μεν Ορθάνης ονόματι ήτο Ιερεύς, ο δε την κλήσιν Αριστάνης αγαπήσας την ερημικήν εκ νεότητος εμόναζε τρώγων μόνον χόρτα και φορών εν μόνον ιμάτιον, έστειλε τρεις άρχοντας εις την Καισάρειαν προς αναζήτησίν των απανταχού και ανεύρεσιν. Οι δε, απελθόντες ταχέως και ευρόντες τον μεν ένα διδάσκοντα τον λαόν, τον δε άλλον αγωνιζόμενον εις την έρημον, μετά μεγάλων παραινέσεων και παρακλήσεων συμπαρέλαβον και τους δύο και τους προσήγαγον εις τον βασιλέα, όστις τους υπεδέχθη χαίρων και παρεκάλεσε τον ιερόν Γρηγόριον να χειροτονήση τον υιόν του Αριστάνην Μητροπολίτην Αρμενίας, ως εικόνα εαυτού και αρχέτυπον. Ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο ο Αριστάνης πολύ ενάρετος, τον εχειροτόνησε παρευθύς· και πορευθείς μετ’ αυτού εις όλην την περίχωρον, εστήριξε καλλίτερα εις την ευσέβειαν· έπειτα απεχαιρέτησεν άπαντας, και ανελθών πάλιν εις το ασκητήριόν του, μετ’ ολίγον απεδήμησε προς Κύριον τη λ΄ (30) Σεπτεμβρίου ολίγον μετά το έτος τκε΄ (325) και απέλαβε παρ’ Αυτού πλουσίας τας αμοιβάς των αγώνων του. Τον καιρόν εκείνον και ο Μέγας Κωνσταντίνος, όστις έγινε βασιλεύς των Χριστιανών δια της θείας δυνάμεως και βοηθείας και κρημνίσας όλα τα ειδωλεία εκ θεμελίων, ωκοδόμησεν Εκκλησίας εις δόξαν Θεού, συνήγαγεν εις Οικουμενικήν Σύνοδον τους τιη΄ (318) Θεοφόρους Πατέρας προς στερέωσιν της ευσεβείας και εκρίζωσιν των ζιζανίων της ετεροδοξίας. Έλαμπον δε τότε οι δύο βασιλείς ως αστέρες λαμπρότατοι, ο μεν Τιριδάτης εις τους τόπους της Ανατολής, ο δε Μέγας Κωνσταντίνος εις τα εσπέρια· διότι και ο Τιριδάτης κατά αλήθειαν εφύλαττεν όλας τας αρετάς και τας εντολάς του Κυρίου απαρασαλεύτους, μάλιστα και αποκρύφως ηγωνίζετο, ενήστευε και ηγρύπνει ως τους Ασκητάς, μετά δακρύων του Κυρίου δεόμενος, ίνα συγχωρήση την προτέραν ασέβειάν του. Ήλθε λοιπόν εις την Αγίαν ταύτην Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον και αυτός ο Μητροπολίτης Αριστάνης και ο Τιριδάτης άμα λαβόντες τας επιστολάς του Μεγάλου Κωνσταντίνου και συνηυφράνθησαν μετ’ αλλήλων. Αφού δε η Σύνοδος εκείνη έληξεν, έλαβον τα θρησκευτικά δόγματα γεγραμμένα και τα εκόμισαν προς τους Αρμενίους, οίτινες τους υπεδέχθησαν χαίροντες, και τοιουτοτρόπως εστερεώθησαν περισσότερον εις την Ορθοδοξίαν και διέμεινεν εις την Αρμενίαν επί χρόνους πολλούς η ευσέβεια εις δόξαν της υπερουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού· ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Οκτωβρίου μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΑΝΑΝΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ανανίας ο του Χριστού Απόστολος έζη κατά τους χρόνους κατά τους οποίους και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ευρίσκετο σωματικώς επί της γης, διέμενε δε εις την Δαμασκόν. Ήτο δε τότε ηγεμών εις τα μέρη της Ανατολής άνθρωπος τις τύραννος και σκληρός, ονόματι Λουκιανός, όστις έτρεφε μεγάλην μανίαν κατά των Χριστιανών, προσπαθών να φαίνεται δια παντός τρόπου υπήκοος και ευπειθής εις τα προστάγματα των βασιλέων τα παράνομα και ασεβή. Όσοι λοιπόν ωμολόγουν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν Θεόν αληθή, τους ετιμώρει με διάφορα κολαστήρια, χρησιμοποιών ως όργανά του σκληρούς υπηρέτας, οι οποίοι ετιμώρουν τους Χριστιανούς άλλους μεν εις το πυρ καταφλέγοντες, άλλους εις ποταμούς και θαλάσσας βυθίζοντες, άλλους βοράν εις τα θηρία παραδίδοντες και άλλους ποικιλοτρόπως και απανθρώπως βασανίζοντες. Κατ’ εκείνον τον καιρόν λοιπόν ευρίσκετο και ο Άγιος Ανανίας ο Απόστολος εις την πόλιν της Δαμασκού, ως είπομεν, προς τον οποίον εμφανισθείς ο Κύριος εν οράματι, τον εκάλεσεν εξ ονόματος, λέγων· «Ανανία· ο δε είπεν· Ιδού εγώ, Κύριε· ο δε Κύριος προς αυτόν· Αναστάς πορεύθητι επί την ρύμην την καλουμένην ευθείαν, και ζήτησον εν οικία Ιούδα Σαύλον ονόματι, Ταρσέα· ιδού γαρ προσεύχεται και είδεν εν οράματι άνδρα ονόματι Ανανίαν εισελθόντα και επιθέντα αυτώ χείρα, όπως αναβλέψη. Απεκρίθη δε Ανανίας· Κύριε, ακήκοα από πολλών περί του ανδρός τούτου, όσα κακά εποίησε τοις Αγίοις σου εν Ιερουσαλήμ· και ώδε έχει εξουσίαν παρά των Αρχιερέων δήσαι πάντας τους επικαλουμένους το όνομά Σου. Είπε δε προς αυτόν ο Κύριος· Πορεύου, ότι σκεύος εκλογής μοι εστιν ούτος του βαστάσαι το όνομά μου ενώπιον εθνών και βασιλέων υιών τε Ισραήλ. Εγώ γαρ υποδείξω αυτώ όσα δει αυτόν υπέρ του ονόματός μου παθείν» (Πράξ. Θ: 10-16). Ταύτα μεν είπε προς τον Ανανίαν ο Κύριος. Ο δε Σαύλος ημέρας ολίγας πρότερον, έχων μίσος πολύ κατά των Μαθητών του Κυρίου, προσελθών εις τον Αρχιερέα «ητήσατο παρ’ αυτού επιστολάς εις Δαμασκόν προς τας συναγωγάς, όπως, εάν τινας εύρη» καθ’ οδόν «άνδρας τε και γυναίκας» (Πράξ. Θ:2), οδηγήση δεδεμένους εις Ιερουσαλήμ. Εν ω δε επορεύετο και προσήγγιζεν εις την Δαμασκόν, εξαίφνης περιήστραψεν αυτόν φως από του ουρανού· και πεσών επί την γην, ήκουσε φωνήν λέγουσαν προς αυτόν· «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις»; Είπε δε· «Τις ει, Κύριε»; Ο δε Κύριος είπεν· «Εγώ ειμι Ιησούς, ον συ διώκεις» (Πράξ. Θ: 4-5) «σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. κστ:14). Τρέμων τε και θαμβούμενος είπεν ο Σαύλος· «Κύριε, τι θέλεις να πράξω»; Και ο Κύριος είπε προς αυτόν· «Ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν και λαληθήσεταί σοι, τι σε δει ποιείν» (Πράξ. θ: 6). Οι δε άνδρες οι συνοδεύοντες αυτόν ίσταντο έκθαμβοι, ακούοντες μεν της φωνής, μηδένα δε θεωρούντες. «Ηγέρθη δε ο Σαύλος από της γης· ανεωγμένων τε των οφθαλμών αυτού, ουδένα έβλεπε. Χειραγωγούντες δε αυτόν εισήγαγον εις Δαμασκόν» (Πράξ. θ:8). Και ήτο εκεί ημέρας τρεις μη βλέπων, και ούτε έφαγεν, ούτε έπιεν. Τότε έφθασεν Ανανίας ο απεσταλμένος από τον Κύριον, ως ανωτέρω είπομεν, και έβαλεν επ’ αυτόν τας χείρας του λέγων· «Σαούλ αδελφέ, ο Κύριος απέσταλκέ με, Ιησούς ο οφθείς σοι εν τη οδώ η ήρχου, όπως αναβλέψης και πλησθής Πνεύματος Αγίου. Και ευθέως απέπεσον από των οφθαλμών αυτού ωσεί λεπίδες, ανέβλεψέ τε· και αναστάς εβαπτίσθη· και λαβών τροφήν, ενίσχυσεν» (Πράξ. θ: 17-18). Ούτω λοιπόν χειραγωγήσας ο Ανανίας τον μέγαν Παύλον προς την αλήθειαν, εν έτει λστ΄ (36) από Χριστού, και φωτίσας τους της ψυχής αυτού και του σώματος οφθαλμούς, και βαπτίσας αυτόν το τρίτον έτος μετά την Ανάληψιν του Κυρίου, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους, απήλθεν έπειτα εις την Βηθαγαυρήν της Ελευθερουπόλεως κηρύττων το άγιον Ευαγγέλιον, και ως έμπειρος αλιεύς έσυρε δια των δικτύων της διδασκαλίας του πολλούς προς την αληθινήν πίστιν του Χριστού και την ευσέβειαν. Τούτο μαθόντες οι υιοί του σκότους έδεσαν και απήγαγον αυτόν εις τον Λουκιανόν, τον ηγεμόνα της πόλεως ταύτης, ο οποίος, βλέπων αυτόν εις την όψιν ωραίον, εις την γλώσσαν σοφόν και ρήτορα, και εις τα ήθη συνετόν, γνωστικόν και πεπαιδευμένον, εθαύμασε, και κρύπτων την φυσικήν αγριότητα, υποκρίνεται χρηστότητα, λέγων προς αυτόν μετά πολλής ιλαρότητος· «Ποίησον, Ανανία, το πρόσταγμά μου, διότι προς το συμφέρον σου σε συμβουλεύω, αρνήσου τον Εσταυρωμένον, προσκύνησον τους ημετέρους θεούς, και μη θελήσης να γίνη η αξιοθέατος ωραιότης σου πυρός παρανάλωμα». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ προσκυνώ τον αληθινόν Θεόν, του οποίου υπηρέτης και διάκονος εγενόμην, χειραγωγήσας τον μέγαν Παύλον προς την ευσέβειαν, όστις και Σαύλος ωνομάζετο πρότερον περιπατών εις τον σάλον και τον κλύδωνα της αγνωσίας· αλλά τώρα ήλθεν εις τον λιμένα της του Χριστού πίστεως, γινώσκων ως πάνσοφος την αλήθειαν». Ο δε ηγεμών λέγει προς αυτόν· «Θαρρώ, ότι ελπίζεις εις την δύναμίν σου, και νομίζεις ότι δεν θα φοβηθής το δριμύ των κολάσεων· δια τούτο ετράπη εις αγνωσίαν η γνώσις σου και η φρόνησίς σου εις κουφότητα». Ταύτα ακούσας ο της αληθείας διδάσκαλος ύψωσε προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός των Δυνάμεων, μη αφήσης να με συλλάβη ο εχθρός εις τα δίκτυά του, αλλ’ αξίωσόν με να πάθω δια το όνομά σου, να γίνω κοινωνός του Παύλου εις την ουράνιον Βασιλείαν σου και να λάβω και εγώ με τους λοιπούς Μαθητάς σου τον στέφανον της αθλήσεως». Ταύτα ευξάμενον, εγύμνωσαν αυτόν οι υπηρέται και έδειραν ανηλεώς λέγοντες· «Υπάκουσον εις τα βασιλικά προστάγματα· θυσίασον εις τους θεούς, να λυτρωθής των κολάσεων». Ο δε Άγιος προσηύχετο νοερώς, υπομένων ανδρείως τα λυπηρά σιωπηλός και ατάραχος. Όταν δε απέκαμον οι υπηρέται ραβδίζοντες, τότε αφήκαν αυτόν και ήρχισε πάλιν να τον κολακεύη ο ηγεμών λέγων· «Λυπήθητι την ζωήν σου και μη θελήσης να απολεσθή η ωραιότης σου, διότι θέλω σου δώσει πικροτέρας κολάσεις και χαλεπώτερα παιδευτήρια». Ο δε Άγιος, έχων εις την καρδίαν του ένθεον έρωτα, απεκρίθη γενναίως και λέγει προς αυτόν· «Δεν εντρέπεσαι, άθλιε, άλλοτε μεν να με μαστιγώνης, άλλοτε δε να με κολακεύης, ώσπερ να ήμην βρέφος μωρόν και ανόητον; Ήξευρε ότι όχι μόνον εγώ δεν θυσιάζω ποτέ εις τους δαίμονας, έστω και αν μοι επιβάλης όλα του κόσμου τα παιδευτήρια, απαίδευτε, αλλά και όσους από σας δυνηθώ θέλω οδηγήσει να επιστρέψουν προς την ευσέβειαν». Ταύτα ακούσας ο άδικος δικαστής εθυμώθη και προστάσσει να γυμνώσουν εκ νέου τον Άγιον, και να ξεσχίζουν όλον το σώμα του με σιδηρούς όνυχας, να τον κατακαίουν δε με λαμπάδας πυρός δια να αναλυθώσιν ολίγον κατ’ ολίγον αι σάρκες αυτού και να αισθανθή έως της καρδίας αυτού τον πόνον και την βάσανον. Αλλ’ ο Άγιος τας μεν πληγάς εκ των σιδηρών ονύχων εις ουδέν ελογίζετο και ως να έπασχεν άλλος ούτως εφαίνετο· το δε πυρ αυτόν μεν εδρόσιζε, του δε τυράννου την καρδίαν μάλλον εφλόγιζε και ωργίζετο ο ασύνετος λέγων· «Έως πότε δεν θα υποτάσσεσαι εις το βασιλικόν πρόσταγμα, τιμών και συ τους θεούς, τους οποίους όλοι σέβονται»; Ο δε Άγιος λέγει προς αυτόν· «Τι επαναλαμβάνεις τους ιδίους λόγους, και επιστρέφεις εις τα ίδια, ως τα παιδία τα οποία παίζουν εις τον αγρόν; Γνώριζε βεβαίως και αλαλήτως, ότι ούτε δια δωρεών ούτε δι’ απειλών, ούτε δι’ άλλου τινός τρόπου θέλεις δυνηθή να με νικήσης. Μάλιστα λυπούμαι και κλαίω πικρώς και δια την απώλειάν σου, καθόσον δεν σε αρκεί το να ευρίσκεσαι εις την πλάνην μόνος συ, αλλά βιάζεις και τους άλλους παρασύρων εις την ασέβειαν. Δεν ηξεύρεις, ότι τα είδωλα, τα οποία σέβεσθε, είναι ξύλα, λίθοι και μέταλλα, από ανθρώπους γενόμενα; Πόση ατοπία και ασέβεια είναι λοιπόν να προσκυνήτε αντί του Δημιουργού το κτίσμα και δημιούργημα; Τις έχων γνώσιν θέλει προσκυνήσει τα έργα των χειρών αυτού πώποτε»; Θυμωθείς εις ταύτα ο της απωλείας υπόδουλος, επειδή δεν είχε πλέον ελπίδα τινά εις αυτόν, προσέταξε ο των λίθων αναισθητότερος να εκβάλωσι τον Άγιον έξω της πόλεως και να λιθοβολήσωσιν αυτόν. Ο δε Άγιος, απερχόμενος ίνα λάβη εις τον διατεταγμένον τόπον τον θάνατον, έλεγε ταύτα εις έλεγχον των παρανόμων εννόμως ευχόμενος· «θεοί οι τον ουρανόν και την γην ουκ εποίησαν, απολέσθωσαν εκ της γης» (Ιερ. ι:11). Καθ’ ον χρόνον λοιπόν ελίθαζον αυτόν δια πλήθους λίθων, είχε τας χείρας και τα όμματα υψωμένα προς ουρανόν λέγων· «Δέξαι, Κύριέ μου, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων, ως ευπρόσδεκτον θυσίαν μου την δια των λίθων τελείωσιν, και συναρίθμησόν με μετά των δούλων σου». Ταύτα ειπών, έλαβε τον μακάριον στέφανον παρά Χριστού του ουρανίου Βασιλέως αξιωθείς να βασιλεύη μετ’ Αυτού αιωνίως. Ήτο δε τότε η πρώτη του Οκτωβρίου μηνός. Το δε τίμιον αυτού και σεβάσμιον λείψανον έλαβον τινες φιλομάρτυρες και ενεταφίασαν με μεγάλην λαμπρότητα εις την Δαμασκόν εις τον πατρικόν αυτού κλήρον, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς εν Τριάδι Θεότητος. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”