Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Ιουνίου, μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Δημοσίευση από silver »

Μητροφάνης, ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ήκμασε κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τκ΄ (320) υιός ων Δομετίου, αδελφού Πρόβου, του βασιλεύσαντος εν έτει σοστ΄ (276). Είχε δε ο Δομέτιος δύο υιούς, τον Πρόβον και τον Μητροφάνη. Χρησάμενος δε ο Άγιος σώφρονα και ορθόν λογισμόν και θεωρήσας την θρησκείαν των ειδώλων ψευδή και πεπλανημένην, προσήλθεν εις την αληθή πίστιν του Χριστού και πορευθείς εις το Βυζάντιον συνανεστρέφετο μετά του Τίτου, του Επισκόπου Βυζαντίου, όστις ήτο ανήρ άγιος και θεοφόρος. Βλέπων δε τον Μητροφάνη όντα εστολισμένον δια πολλών αρετών, συνηρίθμησε τούτον μετά των Κληρικών, ήτοι εποίησεν αυτόν αναγνώστην. Αφ’ ου δε απέθανεν ο άγιος Τίτος, εγένετο Επίσκοπος του Βυζαντίου Δομέτιος, ο πατήρ του αγίου Μητροφάνους. Αποθανόντος δε του Δομετίου, διεδέχθη τον Επισκοπικόν θεόνον ο υιός αυτού Πρόβος και αφ’ ου εκείνος εκυβέρνησε την Εκκλησίαν επί δώδεκα έτη, απήλθε προς Κύριον, ότε ανήλθεν εις τον θρόνον του Βυζαντίου ο άγιος Μητροφάνης, ο του Πρόβου μεν αδελφός, του δε Δομετίου υιός. Τούτον τον θείον Μητροφάνην ευρών ο Μέγας Κωνσταντίνος Επίσκοπον εν τω Βυζαντίω κατενόησε την αρετήν του, την ευθύτητα της γνώμης και την αγιότητα αυτού. Όθεν, λέγεται, ότι όχι μόνον ηγάπησε τον τόπον εκείνον του Βυζαντίου δια την καλήν τοποθεσίαν του, δια την ευκρασίαν των τεσσάρων εποχών του ενιαυτού και διότι δεξιούται και υπηρετείται, ως υπό δύο χειρών, υπό τε της ξηράς και της θαλάσσης και διότι αυτός προκάθηται των δύο μερών της Οικουμένης, της Ευρώπης δηλαδή και της Ασίας, ου μόνον, λέγω, δια ταύτα ηγάπησεν ο Μέγας Κωνσταντίνος το Βυζάντιον, αλλ’ ουχ ήττον και δια την αρετήν και αγιότητα του θείου Μητροφάνους, του εν αυτώ επισκοπεύοντος. Όθεν εφάνη φιλότιμος εις τον τόπον εκείνον και χωρίς να φεισθή εξόδων έκτισε την θαυμαστήν μεγαλόπολιν Κωνσταντινούπολιν , ήτις διακρίνεται και υπερέχει όλων των πόλεων της οικουμένης και εκεί εγκαθίδρυσε τον θρόνον του μετακομίσας αυτόν εκ της αρχαίας Ρώμης. Όταν δε συνήλθεν εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος εν έτει τκε΄ (325), ο μακάριος ούτος Μητροφάνης, ένεκα του γήρατος και της πασχούσης υγείας του, δεν ηδυνήθη να μεταβή εις την Σύνοδον αυτοπροσώπως, διότι ήτο κλινήρης, απομαρανθείσης της φυσικής δυνάμεως του σώματός του. Απέστειλεν όθεν τοποτηρητήν εις την Σύνοδον τον πρώτον αυτού Πρεσβύτερον Αλέξανδρον, άνδρα τίμιον, τον οποίον αφήκε και διάδοχον του θρόνου εν έτει τκε΄ (325). Αφ’ ου δε διελύθη η Σύνοδος και επανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετά των θεοφόρων Πατέρων, έλεγεν ο θείος Μητροφάνης, ότι απεκάλυψεν εις αυτόν ο Θεός να γίνωσι διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ο ρηθείς πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος και μετ’ αυτόν ο Παύλος, ως αρέσκοντες τω Θεώ και ως άξιοι του Πατριαρχικού αξιώματος. Ούτω λοιπόν κοιμηθείς ο μακάριος Μητροφάνης απήλθε προς Κύριον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία και εν τω σεβασμίω αυτού Ναώ, τω κειμένω πλησίον του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου, εν τω Επτασκάλω, όπου ευρίσκεται και το τίμιον και άγιον αυτού λείψανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΔΩΡΟΘΕΟΥ Επισκόπου Τύρου.

Δημοσίευση από silver »

Δωρόθεος ο αοίδιμος εγένετο Επίσκοπος της πόλεως Τύρου, κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού εν έτει τγ΄ (303), κατέχων καλώς άπαντα τα κεφάλαια της Παλαιάς και Νέας Γραφής. Και εν όσω μεν έζη ο Διοκλητιανός και ο Λικίνιος, ο Άγιος Ιερομάρτυς Δωρόθεος είχε φύγει από την Τύρον ένεκα του διωγμού και ευρίσκετο εις την Δυσσόπολιν, την ευρισκομένην εις τα μέρη της Θράκης. Αφού δε οι βασιλείς εκείνοι απέθανον, επανήλθε πάλιν εις την Τύρον και εποίμαινε την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν, μέχρι των χρόνων Ιουλιανού του Παραβάτου, εν έτει τξα΄ (361). Επειδή δε ο δυσσεβής Ιουλιανός δεν εφόνευε φανερά τους Χριστιανούς, όταν το πρώτον εβασίλευσεν, αλλά κρυφίως, τούτου ένεκα, ακούσας ο θείος ούτος Δωρόθεος την κακομηχανίαν αυτού, έφυγεν από την Τύρον και μετέβη πάλιν εις την ανωτέρω Δυσσόπολιν. Αλλ’ ουδέ εκεί ηδυνήθη να διαφύγη τον διωγμόν των ειδωλολατρών. Διότι συλληφθείς υπό των αρχόντων του Ιουλιανού, πολλάς τιμωρίας υπέστη εις το γεροντικόν αυτού σώμα ο αοίδιμος, επειδή ήτο τότε εκατόν επτά ετών. Όθεν εντός των βασάνων ευρισκόμενος παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, αφού πρότερον συνέγραψε πολλά ψυχωφελή συγγράμματα εις την Ελληνικήν και την Λατινικήν, μετά σπουδής φιλοπόνου και φυσικής επιτηδειότητος και τα οποία αφήκεν ως πατρικήν κληρονομίαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιλαρίωνος του νέου, Ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων

Δημοσίευση από silver »

Ιλαρίων, ο Όσιος πατήρ ημών, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου εν έτει ωβ΄ (802) και Σταυρακίου, Μιχαήλ Ραγκαβέ και Λέοντος Αρμενίου του εικονομάχου. Κατήγετο δε εκ Καππαδοκίας, πατέρα μεν έχων Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε Θεοδοσίαν. Ο πατήρ αυτού ήτο γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή αυτός εχορήγει τον άρτον της βασιλικής τραπάζης. Αφού δε ο Όσιος εγεννήθη και απεγαλακτίσθη, εστάλη εις σχολείον δια να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Ότε δε έφθασεν εις την ηλικίαν των είκοσι χρόνων, εγκαταλείψας ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον και πάντα τον κόσμον, εγένετο Μοναχός εις το εν Κωνσταντινουπόλει Μοναστήριον, το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Κατόπιν αναχωρήσας εκείθεν, μετέβη εις το Μοναστήριον του Δαλμάτου και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι εγένετο μεγαλόσχημος. Όθεν τηρών υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχάζων, ειργάζετο ο αοίδιμος εις τον κήπον του Μοναστηρίου επί χρόνους δέκα. Αφού δε εκαθάρισε την ψυχήν του εξ όλων των παθών και ελάμπρυνεν αυτήν ως ήλιον δια των αρετών, εγένετο υπό της θείας χάριτος θαυματουργός διώξας από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, το οποίον ηνώχλει αυτόν. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εποίησεν αυτόν ιερέα, αν και μη θέλοντα. Ότε δε ο Ηγούμενος εκείνος ετελεύτησε, μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Μοναστήριον και διήλθεν εις τόπον καλούμενον Οψίκιον και εκείθεν μετέβη εις το Μοναστήριον των Καθαρών. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του ανέφεραν εις τον τότε άγιον Νικηφόρον τον Πατριάρχην. Ο δε Πατριάρχης ανέφερε τούτο εις τον βασιλέα Νικηφόρον, παρακινήσας αυτόν να στείλη και να επαναφέρη τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις του Πατριάρχου και του βασιλέως, επέστρεψε και έγινεν Ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης, καθώς ήτο η τοιαύτη εκεί συνήθεια, διορισθείσα υπό Συνόδου. Διήλθε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως τους πιστούς του Χριστού. Ότε δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Αρμένιος εν έτει ωιγ΄ (813) και ηθέτησε την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων ωδηγήθη εις τον βασιλέα και ηναγκάζετο παρ’ αυτού, με διαφόρους λόγους, απειλάς και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας Εικόνας. Αλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν και ωνόμασεν άθεον και νέον παραβάτην Ιουλιανόν. Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς και απειλήσας ότι θα τω επιβάλη τιμωρίας πολλάς και φοβεράς έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά παρέλευσιν αρκετού καιρού εκάλεσε πάλιν τον Όσιον έμπροσθέν του ο παράνομος βασιλεύς και επανέλαβε τους αυτούς λόγους, αλλά και πάλιν απέτυχεν. Κατόπιν παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Μελισσηνόν, τον και Κασσιτεράν ονομαζόμενον, δια να τον καταπείση δήθεν εκείνος. Επειδή όμως δεν εισηκούσθη παρά του Οσίου, επρόσταξε και έκλεισαν αυτόν εις σκοτεινήν φυλακήν, όπου πολλάς ημέρας εταλαιπωρήθη, προστάξας να μη δίδωσιν εις αυτόν ούτε άρτον, ούτε άλλο τι προς τροφήν. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί και μαθηταί του μετέβησαν εις τον βασιλέα, ειπόντες: Δος μας τον ποιμένα μας, ω βασιλεύς, και μετ’ ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. Ο βασιλεύς τότε, απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκε εις αυτούς τον Άγιον. Επειδή δε ο Άγιος ηργοπόρησεν εις το Μοναστήριόν του και λαβών ολίγην άνεσιν από της προτέρας ταλαιπωρίας ηλευθερώθη από την πείναν, την οποίαν εδοκίμασεν εις την φυλακήν, βλέπων ο βασιλεύς ότι οι Μοναχοί δεν θα εκπληρώσωσι την υπόσχεσίν των, αλλά ενέπαιξαν αυτόν, τους μεν Μοναχούς ετιμώρησε, τον δε Άγιον έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της πόλεως και εκεί τον εφυλάκισεν έξ μήνας, δια να ταλαιπωρηθή περισσότερον, επειδή ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου ήτο σκληρός, θηριώδης και άσπλαγχνος. Αφού παρήλθον οι εξ μήνες ο βασιλεύς επανέφερε πάλιν τον Άγιον εις τα βασίλεια και με κολακείας εδοκίμαζε να παρασύρη αυτόν. Αλλ’ επειδή και πάλιν ο Όσιος δεν εισήκουσεν, ο βασιλεύς επρόσταξε να φυλακίσωσι τον Όσιον εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Κυκλοβίου. Αφού δε παρήλθον δύο χρόνοι και εξ μήνες, εξέβαλεν εκείθεν τον Άγιον και εφυλάκισεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Νουμέρων. Κατόπιν επρόσταξε και έδειραν αυτόν αγρίως και κατόπιν εξώρισεν αυτόν εις το φρούριον το ονομαζόμενον Πριτόλιον. Αφού δε ο Λέων ο Αρμένιος εθανατώθη δια μαχαιρών εντός του ιδίου εκείνου Ναού, όπου δια πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την Εικόνα του Χριστού, έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Τραυλός, εν έτει ωκ΄ (820). Τότε ο Άγιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την φυλακήν, εφιλοξενήθη υπό μιας χριστιανής εις το αγροκήπιόν της, ήτις και υπηρέτησεν αυτόν επί χρόνους επτά. Ως δε εβασίλευσεν ο υιός τού Τραυλού Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ (829), συνεκέντρωσεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους ομολογητάς των αγίων Εικόνων και εφυλάκισεν αυτούς. Τότε και ο μακάριος Ιλαρίων, εξετασθείς αν πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν και ελέγξας τον Θεόφιλον ως άθεον και απατεώνα, εδέχθη επί της ράχεως αυτού εκατόν δεκαεπτά ραβδισμούς και κατόπιν εξωρίσθη εις την νήσον Αφουσίαν, ήτις κείται πλησίον της νήσου Άλωνος, της τουρκιστί καλουμένης Πασά λιμάνι και υπόκειται εις τον Αρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Εκεί ο Όσιος, σκάψας πέτραν και κατασκευάσας μικρόν και στενώτατον κελλίον, δια δε της προσευχής αυτού κατορθώσας να αναβλύση εκ της γης ύδωρ, διήλθε χρόνους οκτώ. Αφ’ ου δε ετελεύτησεν ο Θεόφιλος και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα συνήθροισεν εις Κωνσταντινούπολιν άπαντας τους ομολογητάς και Οσίους Πατέρας τους ευρισκομένους εις την εξορίαν και αφού ανεστήλωσε και εκράτυνε την Ορθοδοξίαν δια της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την εξορίαν, ανέλαβε πάλιν το Μοναστήριόν του διαλάμπων εν αυτώ δια θαυμάτων. Τρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Κύριον εις ηλικίαν χρόνων εβδομήκοντα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Ιουνίου, μνήμη του αγίου Μάρτυρος Λυκαρίωνος.

Δημοσίευση από silver »

Λυκαρίων ο άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ της πόλεως του Ερμού της εν Αιγύπτω. Συλληφθείς δε δια την προς τον Χριστόν πίστιν αυτού ωδηγήθη εις το κριτήριον και παρασταθείς προ του άρχοντος εξηναγκάζετο να αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή όμως δεν επείσθη, ερρίφθη εντός σκοτεινής και δυσώδους φυλακής. Μετά τινας ημέρας εξήγαγον αυτόν εκείθεν και εξέσχισαν δια σιδήρων, καρφώσαντες κατόπιν επί σταυρού και πληγώσαντες όλα του τα μέλη. Μετά ταύτα έδειραν τον άγιον Μάρτυρα και εστρέβλωσαν και κατέκαυσαν τας πλευράς του, το δε στήθος αυτού κατέκαυσαν δια πεπυρωμένων σιδηρών ράβδων. Κατόπιν έριψαν αυτόν εντός ανημμένης καμίνου, όπου παραμείνας ο Άγιος επί τρεις ημέρας, διεφυλάχθη αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού. Μετά ταύτα ηνάγκασαν τον Άγιον να πίη φαρμακερά ποτά, τα οποία όμως έμειναν ανενέργητα. Όθεν, ένεκα του τοιούτου θαύματος, προσείλκυσεν ο Μάρτυς εις την πίστιν του Χριστού τον κατασκευάσαντα τα θανατηφόρα εκείνα δηλητήρια, όστις απεκεφαλίσθη και έλαβε παρά Κυρίου τον στέφανον του μαρτυρίου. Μετά ταύτα κατέκοψαν τα νεύρα του Μάρτυρος και εβύθισαν αυτόν εντός ζέοντος λέβητος. Ύστερον εξέδαρον το δέρμα της κεφαλής του και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν. Ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Ιουνίου, η ανακομιδή του λειψάνου του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου.

Δημοσίευση από silver »

Τη Η΄ (8η) Ιουνίου, η ανακομιδή του λειψάνου του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου.

Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, ο άγιος Μεγαλομάρτυς, ήκμασε κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως, εν έτει τκ΄ (320). Κατήγετο από τα Ευχάϊτα, τα εν τη Γαλατία, κατώκει δε εις την Ηράκλειαν την εν τω Ευξείνω Πόντω. Ήτο δε ωραίος κατά τον σωματικόν χαρακτήρα, αλλ’ ωραιότερος κατά την ψυχήν και εστολισμένος με λόγον, γνώσιν και σοφίαν, διό τινες ωνόμαζον αυτόν βρυορρήτορα. Αφ’ ου δε εδοκίμασε παν είδος βασάνου και τιμωρίας, ετελείωσε το μαρτύριον και η μεν αγία αυτού ψυχή απήλθε νικηφόρος εις τα ουράνια, το δε άγιον αυτού λείψανον έμεινεν εις την γην και αναβλύζει ρείθρα ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προς αυτό προστρέχοντας. Τούτου του αγίου λειψάνου την μετακομιδήν εορτάζομεν σήμερον, διότι μετεκομίσθη εκ της Ηρακλείας εις τα Ευχάϊτα και απετέθη εν τω πατρικώ οίκω καθώς ο ίδιος ο Μάρτυς παρήγγειλε περί τούτου εις τον ταχυγράφον αυτού Αύγαρον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Ιουνίου, μνήμη του εν Άγίοις πατρός ημών ΚΥΡΙΛΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας.

Δημοσίευση από silver »


Κύριλλος ο Άγιος και Μέγας της Εκκλησίας διδάσκαλος ήτο κατά την πατρίδα Αλεξανδρεύς, από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, ανεψιός εξ αδελφής Θεοφίλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας· ανατραφείς δε ελευθερίως, έγινε δοκιμώτατος εις την φιλοσοφίαν και την αρετήν· ήτο πλήρως ησκημένος εις τα Ελληνικά και Ρωμαϊκά βιβλία και πεπαιδευμένος τόσον εις όλην την έξω σοφίαν, όσον και εις την έσω πνευματικήν· εσχόλαζε πάντοτε εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Όθεν και ο θείος του Θεόφιλος, βλέπων εις αυτόν τόσον μεγάλην σοφίαν και αρετήν, συνηρίθμησε τούτον εις τον Κλήρον της Εκκλησίας, χειροτονήσας Αρχιδιάκονον. Και λοιπόν ήτο τότε ο Άγιος πεφυτευμένος εις τον λειμώνα της Εκκλησίας του Χριστού, ως ευωδέστατον και ωραιότατον κρίνον, το οποίον ήνθει μεν με την καθαρότητα και τας λοιπάς αρετάς, ευωδίαζε δε όλον το πλήρωμα των πιστών με την οσμήν της θείας σοφίας του. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Θεόφιλος, όλοι ομοφώνως κληρικοί τε και λαϊκοί εψήφισαν δια Πατριάρχην της Αλεξανδρείας τον θείον Κύριλλον, ο οποίος ευθύς ως ανέβη εις τον θρόνον εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, τους ονομαζομένους Νοβατιανούς· οι δε Νοβατιανοί ούτοι, παρομοιάζοντες με τους Φαρισαίους, ωνόμαζον εαυτούς καθαρούς και δικαίους· εφόρουν δε λευκά ενδύματα, δια να δείξουν τάχα δια τούτου την καθαρότητα του βίου των· εδογμάτιζον ότι ο μετά το βάπτισμα υποπίπτων εις θανάσιμον αμαρτίαν, ούτος δεν πρέπει να έρχεται εις την Εκκλησίαν· έλεγον δε ότι κατ’ ουδένα άλλον τρόπον δεν συγχωρείται η θανάσιμος αμαρτία, εάν δεν μεταβαπτισθή ο άνθρωπος· δεν συνεχώρουν τον δεύτερον γάμον, ονομάζοντες αυτόν μοιχείαν, ενώ εβάπτιζον δια δευτέραν φοράν τους καλώς και ορθοδόξως βεβαπτισμένους· και άλλα ακόμη αιρετικά φρονήματα είχον οι τοιούτοι· ωνομάσθησαν δε Νοβατιανοί από κάποιον Νοβάτον, αρχηγόν του σχίσματος τούτου, ο οποίος ιερεύς ων εις την Ρώμην, επί Δεκίου του βασιλέως, επεθύμει να γίνη Πάπας. Επειδή όμως ο δυστυχής αυτός Νοβάτος μετά τον θάνατον του δια Χριστόν μαρτυρήσαντος Πάπα Φαβίνου δεν έγινε Πάπας, ως ήλπιζε και επεθύμει, αλλ’ έγινεν ο μακάριος Κορνήλιος, δια ταύτην την αφορμήν απεσχίσθη από την Εκκλησίαν ο υπερήφανος και έγινεν εχθρός όχι μόνον του θείου Κορνηλίου αλλά και της ορθής πίστεως. Διότι ο μεν θείος Κορνήλιος εδέχετο πάλιν εις την Εκκλησίαν τους χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων ηρνήθησαν πρότερον τον Χριστόν, εις τον καιρόν του διώκτου Δεκίου, ύστερον δε μετανοούντες επέστρεφον εις την πίστιν του Χριστού μετά δακρύων· καθώς και ο Χριστός εδέχθη τον Απόστολον Πέτρον, όστις τρις τον ηρνήθη πρότερον, ύστερον δε μετά δακρύων μετενόησεν. Ο δε σχισματικός και υπερήφανος Νοβάτος, όχι μόνον δεν εδέχετο εις την μετάνοιαν τους τοιούτους αρνησιχρίστους, αλλά και τον Πάπαν Κορνήλιον κατηγόρει, ονομάζων αυτόν κοινωνόν και σύντροφον των ειδωλολατρών· και ούτω χωρισθείς από αυτού, και άλλους ομόφρονας αποκτήσας, έγινεν ως άλλος Πάπας εις την Ρώμην· και εκείθεν εξηπλώθη η αίρεσις αύτη και το σχίσμα, μέχρι και της Αλεξανδρείας. Τους τοιούτους λοιπόν σχισματοαιρετικούς απεδίωξεν ο Άγιος Κύριλλος, ως είπομεν, ευθύς ως έγινε Πατριάρχης ομού με τον Επίσκοπόν των Θεόπεμπτον. Μετά ταύτα επεκαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, δια να διώξη από την εκεί κατοικίαν των και τους δαίμονας. Πλησίον δηλαδή της Αλεξανδρείας, έως δώδεκα στάδια, ευρίσκεται τόπος ονομαζόμενος Κάνωβος, και πλησίον εκείνου είναι άλλος τόπος ονομαζόμενος Μανούθιν, εις τον οποίον ήτο βωμός παλαιός, κατοικητήριον των δαιμόνων. Όθεν όλος ο τόπος εκείνος ήτο φοβερώτατος από το πλήθος των εκεί κατοικούντων ακαθάρτων πνευμάτων. Δια τούτο και όταν έζη ο Πατριάρχης Θεόφιλος πολλάκις ηθέλησε να καθαρίση τον τόπον εκείνον από τους δαίμονας και να τον κάμη κατοικητήριον άγιον, ίνα δοξολογήται ο Θεός, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθη, αφ’ ενός μεν διότι εύρισκε πολλά εμπόδια, αφ’ ετέρου δε διότι ηκολούθησε κατόπιν ο θάνατός του. Ο δε του Θεοφίλου διάδοχος τρισμακάριστος Κύριλλος εφρόντισε περί τούτου, και προθύμως εδέετο του Θεού, να του δώση θείαν βοήθειαν και δύναμιν, δια να διώξη από τον τόπον εκείνον τα ακάθαρτα πνεύματα. Όθεν φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτόν Άγγελος Κυρίου και του λέγει να φέρη εις τον τόπον εκείνον τα τίμια λείψανα των αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου και ούτω θέλει αναχωρήσει από εκεί η δύναμις των δαιμόνων. Ο δε Άγιος χωρίς αργοπορίαν έκαμε το πρόσταγμα του Αγγέλου, και ευθύς ως έφερεν εις τον τόπον εκείνον τα λείψανα των αγίων Αναργύρων, και έκτισεν εκεί Ναόν εις το όνομά των, ω του θαύματος! εξεδιώχθησαν απ’ εκεί τα ακάθαρτα πνεύματα, και έγινεν ο τόπος εκείνος πηγή αναβλύζουσα ιάματα, εκ της χάριτος των αγίων Αναργύρων. Αφ’ ου δε ο Άγιος εδίωξεν από τον τόπον της Αλεξανδρείας τους αοράτους και νοητούς δαίμονας, έλαβε την φροντίδα να διώξη και τους ορατούς και αισθητούς, οίτινες ήσαν οι μισόχριστοι Εβραίοι, οι οποίοι κατώκουν εις την Αλεξάνδρειαν έκπαλαι, από τον καιρόν όπου εκτίσθη η πόλις αύτη από τον Μέγαν Αλέξανδρον, και με την πολυκαιρίαν έγιναν πλήθος πολύ και δεν έπαυον, κατά την συνήθειαν την οποίαν έχει το φιλοτάραχον τούτο γένος, να επιβουλεύωνται κρυφά και φανερά τους Χριστιανούς, δια το άσπονδον μίσος που τρέφουν κατά του Χριστού και των Χριστιανών και πολλάς συγχύσεις και ταραχάς, αλλά και αιματοχυσίας και φόνους επροξένουν οι μιαροί. Προσκαλεσάμενος λοιπόν ο Άγιος τους πρώτους της συναγωγής των, τους συνεβούλευσε να εμποδίσουν το έθνος των από τας μιαράς αυτάς πράξεις και να το σωφρονίσουν· εκείνοι δε οι κατάρατοι όχι μόνον δεν εσωφρονίσθησαν, αλλά και χειρότεροι έγιναν, και ακούσατε: Εις την Αλεξάνδρειαν υπήρχε παμμεγέθης και ωραιότατος Ναός, ο οποίος, επειδή εκτίσθη από τον Επίσκοπον Αλέξανδρον ωνομάζετο Ναός του Αλεξάνδρου· οι αλιτήριοι λοιπόν Εβραίοι, θέλοντες να κακοποιήσουν τους Χριστιανούς, ωπλίσθησαν όλοι και μίαν νύκτα εξεχύθησαν εις την πόλιν και τρέχοντες ανά τας οδούς με αλαλαγμούς, εφώναζον κάτω από τους οίκους των Χριστιανών: Καίεται ο Ναός του Αλεξάνδρου. Οι δε Χριστιανοί, ακούσαντες, έδραμον εν σπουδή δια να σβέσουν την πυρκαϊάν. Οι Εβραίοι τότε επετέθησαν κατά των Χριστιανών, και άλλους έκοπτον με τα ξίφη, άλλους εφόνευον με ακόντια, άλλους έσφαζον με μαχαίρας και άλλους εθανάτωνον με ό,τι όπλον είχεν ο καθείς· ώστε εν εκείνη τη νυκτί εφονεύθη μέγα πλήθος Χριστιανών. Tην πρωϊαν, μαθών το συμβεβηκός ο Άγιος Κύριλλος, υπερβολικά ελυπήθη και εζήτει την τιμωρίαν των Εβραίων από τον έπαρχον της πόλεως, Ορέστην ονομαζόμενον· αλλά ο έπαρχος, μολονότι ήτο Χριστιανός, επειδή είχε κάποιαν εχθρότητα κατά του Αγίου, εβοήθει τους Εβραίους και υπερήσπιζε τους φονείς. Ο δε θείος Κύριλλος, ζήλου θείου πλησθείς, παραλαβών μεθ’ εαυτού πλήθος Χριστιανών, ήλθεν ο ίδιος εις την περιοχήν που κατώκουν και τους μεν Εβραίους εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν, τας δε κατοικίας των εκρήμνισε και την συναγωγήν των κατέκαυσε. Τούτο μαθών ο Έπαρχος επλήσθη θυμού κατά του Πατριάρχου και ήρχισε να κακοποιή τους συγγενείς και φίλους του Αγίου, ώστε και τον γραμματικόν Ιέρακα, άνδρα ονομαστόν και τίμιον, έδειρεν ασπλάγχνως και εξεγύμνωσεν εις το θέατρον. Από τότε ανεφύη μεταξύ του Αγίου και του επάρχου μεγάλη διχόνια και ασυμφωνία· διότι ο μεν Άγιος υπερήσπιζε τους Χριστιανούς, ο δε έπαρχος τους Εβραίους. Όθεν και οι δύο έγραψαν, ο καθ’ εις χωριστά, προς τον βασιλέα Θεοδόσιον τον Μικρόν περί της υποθέσεως ταύτης και επερίμεναν τας διαταγάς του αυτοκράτορος. Εν τω μεταξύ δε τούτω συνέβη και έτερον γεγονός εις την Αλεξάνδρειαν, όπερ έγινεν αιτία φόνων και μεγάλης συγχύσεως. Είναι δε τούτο το εξής: Εις την πόλιν της Αλεξανδρείας έζη μία παρθένος φιλόσοφος, ονομαζομένη Υπατία, λίαν δε ενάρετος, θυγάτηρ Θέωνος του φιλοσόφου, από τον οποίον διδασκομένη την φιλοσοφίαν εκ νεαράς της ηλικίας τοσούτον επρόκοψεν, ώστε υπερέβαλλεν εις την σοφίαν όλους τους φιλοσόφους του τότε καιρού, καθώς δι’ αυτήν γράφει και ο σοφός Συνέσιος, ο της Κυρήνης Επίσκοπος, και εγκωμιάζει αυτήν. Αύτη εφύλαττε καθαράν παρθενίαν και δεν ηθέλησε να υπανδρευθή, κυρίως δια να δύναται απερίσπαστος να καταγίνεται εις τα βιβλία τής φιλοσοφίας. Όθεν οι μεν σπουδαίοι άνδρες έσπευδον εις την Αλεξάνδρειαν από κάθε μέρος δια να ίδουν και ακούσουν την σοφίαν τής φιλοσόφου ταύτης Υπατίας. Οι δε κληρικοί και άρχοντες και πας ο λαός ετίμων αυτήν και ήκουον με αγάπην τας ψυχωφελείς αυτής συμβουλάς και νουθεσίας. Αυτή λοιπόν η φιλόσοφος και παρθένος, επιθυμούσα να ειρηνεύση προς αλλήλους τον Πατριάρχην και τον έπαρχον, μετέβαινε με πολλήν πραότητα και ταπείνωσιν, πότε εις τον ένα και πότε εις τον άλλον και δια των σοφών και φρονίμων λόγων της κατέπεισε και τους δύο να ειρηνεύσουν. Αλλ’ αν και ο αγιώτατος Πατριάρχης και προ τούτου ακόμη εζήτει να ειρηνεύση μετά του επάρχου, εκείνος όμως, κακότροπος και μνησίκακος ων, ούτε να ακούση ήθελε δια την συνδιαλλαγήν με τον Πατριάρχην. Εις το σημείον τούτο ευρίσκοντο αι σχέσεις του επάρχου προς τον Πατριάρχην, όταν ημέραν τινά επέστρεφεν η φιλόσοφος αύτη με την άμαξάν της εις τον οίκον της. Τότε τινές στασιώδεις και μισούντες την ειρήνευσιν του επάρχου και του Πατριάρχου, ώρμησαν έξαφνα εναντίον της και σύραντες αυτήν βιαίως έξω από την άμαξαν, και σχίσαντες τα ενδύματά της, τόσον σκληρώς και απανθρώπως εκτύπησαν αυτήν, ώστε την εθανάτωσαν· και δεν ικανοποιήθη μέχρι τούτου η κακία των, αλλά, ω της απανθρωπίας και θηριώδους αυτών ασπλαγχνίας! και εις το νεκρόν σώμα της παρθένου ορμήσαντες, κατέκοψαν αυτό εις κομμάτια και εν τόπω καλουμένω Κηνάρω τα λείψανα τούτου κατέκαυσαν. Ταύτην την ελεεινήν τραγωδίαν και συμφοράν μαθόντες όλοι οι Αλεξανδρινοί ελυπήθησαν εις το έπακρον, και μάλιστα οι σπουδαίοι και σοφοί. Την ταραχήν ταύτην μαθόντες και οι εν τω όρει της Νητρίας κατοικούντες Μοναχοί και πλησθέντες ζήλου συνήχθησαν έως πεντακόσιοι· και δη κατελθόντες εις την Αλεξάνδρειαν προς βοήθειαν και υπεράσπισιν του Πατριάρχου ευρίσκουσι κατά τύχην εις τον δρόμον τον έπαρχον καθήμενον εις άμαξαν και αμέσως ήρχισαν να φωνάζουν, υβρίζοντες αυτόν και ονομάζοντές τον Έλληνα και ειδωλολάτρην· (επειδή Έλλην πρότερον ων, είχε λάβει προ ολίγου το Βάπτισμα εις την Κωνσταντινούπολιν). Ένας δε από τους Μοναχούς, ο πλέον θυμώδης, έρριψε λίθον κατά του επάρχου και έπληξε τούτον εις την κεφαλήν. Συναχθέν δε πλήθος λαού, εχώρισε τους Μοναχούς από τον έπαρχον· αλλ’ οι υπηρέται του επάρχου συνέλαβον ένα Μοναχόν ονόματι Αμμώνιον και τον έφεραν εις τον έπαρχον, ο οποίος υποπτευόμενος, ότι ο Άγιος εκίνησε τους Μοναχούς κατ’ αυτού, ήναψεν από τον θυμόν και τόσον σκληρά εβασάνισε τον Αμμώνιον, εν μέσω της πόλεως, έως ότου τον εθανάτωσεν. Όπερ μαθών ο Άγιος ελυπήθη, και αποστείλας έλαβε το σώμα του Μοναχού και το ενεταφίασε με την πρέπουσαν τιμήν. Τα συμβεβηκότα ταύτα έδωκαν θάρρος εις τους Εβραίους, τους οποίους είχεν εκδιώξει από την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος, ως είπομεν· και πρώτον μεν αυτοί εσύστησαν εκεί όπου ευρίσκοντο νέαν Συναγωγήν. Έπειτα, οι χριστοκτόνοι και θεοκτόνοι, απετόλμησαν να κάμουν και τούτο το ανομώτατον έργον, προς ύβριν και καταισχύνην του Χριστού και των Χριστιανών. Αφού δηλαδή κατεσκεύασαν ένα υψηλόν σταυρόν, συνέλαβον το παιδίον χριστιανού τινός, και γυμνώσαντες αυτό το εσταύρωσαν εις τον Σταυρόν, προσδέσαντες με λεπτά σχοινία. Είτα αφ’ ου το κατεγέλασαν επί πολύ, το ενέπτυσαν εις το πρόσωπον και το περιέπαιζον, όπως έκαμαν οι πατέρες των εις τον Κύριον. Τέλος πάντων τόσον πολύ το έδειραν, ώστε το εθανάτωσαν· και ούτω το ευλογημένον εκείνο παιδίον έγινε κοινωνός και μιμητής των παθών του Κυρίου. Ταύτα πάντα μαθών τα ανέφερεν ο θείος Κύριλλος εις τον βασιλέα, ο οποίος, αν και εβράδυνε να ενεργήση, έκρινεν όμως εν δικαιοσύνη· και τους μεν αρχηγούς των Εβραίων επρόσταξε και ετιμώρησαν αυστηρώς, τον δε έπαρχον Ορέστην κατεβίβασεν από το αξίωμάτου. Όθεν αφού ησύχασεν από τας ανωτέρω ταραχάς και τα σκάνδαλα ταύτα ο Άγιος, εποίμαινε το λογικόν του ποίμνιον επιμελώς και θεαρέστως, ως ποιμήν αληθινός, η δε Εκκλησία επί τι διάστημα απελάμβανεν ειρήνην και ησυχίαν. Αλλ’ ο εχθρός της ειρήνης και αληθείας και όλων ομού των καλών διάβολος δεν άφησε να χαίρεται την ειρήνην ταύτην ο Άγιος και οι λοιποί χριστιανοί επί πολύν καιρόν. Αλλά εκίνησε πόλεμον μέγαν και ταραχήν εις όλην την του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν, με την βλάσφημον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου, κατά της οποίας έπρεπε να αγωνισθή ο της ευσεβείας υπέρμαχος θείος Κύριλλος, διότι ο δυσσεβής ούτος Νεστόριος, αφ’ ου εφέρθη από την Αντιόχειαν εις την Κωνσταντινούπολιν και έγινε Πατριάρχης μετά τον Σισίννιον, εις μεν την αρχήν της Πατριαρχείας του εφαίνετο ευσεβής εις την πίστιν και ουδέν αντίθετον κατά της ευσεβείας έλεγεν, αν και κατά την καρδίαν ήτο αιρετικός ο ταλαίπωρος, ονομάζων τον μεν δεσπότην Χριστόν άνθρωπον μόνον ψιλόν και όχι Θεόν, την δε Κυρίαν Θεοτόκον ωνόμαζεν όχι Θεοτόκον, αλλά Χριστοτόκον. Την αίρεσιν ταύτην εδίδαξαν πρώτοι οι ομόφρονες του Νεστορίου, ο Επίσκοπος Δωρόθεος, όστις ήτο και συγκάτοικός του και ο πρεσβύτερος Αναστάσιος, αυτοί πρώτοι ήρχισαν να σπείρουν την αίρεσιν ταύτην ως ζιζάνιον εν μέσω του σίτου. Διότι ο μεν Δωρόθεος εν τη Καθολική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, διδάσκων τον λαόν εις μίαν εορτήν, εξεφώνησε τούτον τον βλάσφημον λόγον και είπεν· «όστις ονομάση την Μαρίαν Θεοτόκον, ανάθεμα έστω». Ο δε Αναστάσιος πάλιν, κηρύττων εις τον λαόν, είπεν: «Ας μη ονομάση τις Θεοτόκον την Μαρίαν· διότι η Μαρία ήτο άνθρωπος γένους θηλυκού· από ανθρώπου σώμα, πως είναι δυνατόν να γεννηθή Θεός»; Τους βλάσφημους τούτους λόγους ως ήκουσεν ο λαός, ήρχισαν να ταράττωνται, και δια να πληροφορηθούν περισσότερον ηρώτησαν και τον Πατριάρχην Νεστόριον περί τούτων. Τότε εκείνος ο μιαρός και ιουδαιόφρων δεν ηδυνήθη πλέον να κρύπτη εις την καρδίαν του το δηλητήριον της αιρέσεως, αλλά φανερά ήμεσε τας βλασφημίας ταύτας κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, λέγων· «εγώ δεν θέλω να ονομάσω Θεόν, εκείνον όστις συνελήφθη εις την κοιλίαν γυναικός, και επρόσμενεν αριθμόν ημερών και μηνών, έως ου να γεννηθή· ούτε Θεοτόκον θέλω να ονομάσω γυναίκα, ήτις εγέννησεν άνθρωπον με σάρκα εκ της ιδίας της φύσεως». Από τότε λοιπόν και ύστερα ήρχισαν να γίνωνται φιλονικίαι και διαιρέσεις περί τούτου ανάμεσα εις τον λαόν και άλλοι μεν ηναντιώνοντο εις την αίρεσιν του Νεστορίου και τον απεστρέφοντο, άλλοι δε συνεφώνουν με αυτόν και εδέχοντο την δυσσέβειάν του. Ου μόνον δε εις την Κωνσταντινούπολιν εγίνοντο αυταί αι διαιρέσεις, αλλά και εις όλην σχεδόν την Οικουμένην, και εις κάθε τάγμα των Ορθοδόξων· επειδή ο ανθρωπολάτρης Νεστόριος ομού με τους ακολούθους του έγραψεν εις βιβλία την αίρεσίν του και διέσπειρε πανταχού, έως και εις αυτάς τας ερήμους, όπου κατώκουν Μοναχοί· και τόσους πολλούς παρέσυρεν ο τρισκατάρατος εις την πλάνην ταύτην, κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς, ώστε καθώς πρότερον ο Άρειος συνετάραξε την Εκκλησίαν του Χριστού και διέσπασε την ενότητα της πίστεως, ούτω και ο Νεστόριος διεχώρισε το πλήρωμα της Εκκλησίας εις πολλά μέρη. Ταύτα πάντα μαθών εις την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος Κύριλλος υπερβολικά ελυπήθη. Και καθ’ ο μεν δούλος πιστός του Χριστού και της Θεοτόκου απεδύθη εις τον αγώνα δια την προάσπισιν της αληθούς πίστεως, καθό δε ποιμήν αληθινός, ητοιμάσθη δια να αποδιώξη τον νοητόν λύκον από την μάνδραν των λογικών προβάτων. Και πρώτον μεν έγραψε γράμματα προς τον Νεστόριον συμβουλευτικά, με τα οποία εν αγάπη αδελφική συνεβούλευεν αυτόν να εγκαταλείψη τα τοιαύτα αιρετικά φρονήματα, και με την μεταβολήν του εις την ευσέβειαν να διορθώση εκείνους όπου παρέσυρεν εις την δυσσέβειαν. Ο δε δυσσεβής Νεστόριος, λαμβάνων τα γράμματα του Αγίου, όχι μόνον δεν διωρθώθη, αλλά και χειρότερος έγινε, και εσπούδαζε να εξαπλώση πλατύτερα την αίρεσίν του· και τους μεν εναντιουμένους εις την πλάνην του Κληρικούς και Μοναχούς εβασάνιζε διαφοροτρόπως, κατά δε του θείου Κυρίλλου εθυμώνετο με μεγάλην υπερηφάνειαν, ωνόμαζεν αυτόν αιρετικόν και πολλάς ψευδείς και αδίκους συκοφαντίας έλεγε κατ’ αυτού και τας διέσπειρεν εις τον λαόν. Όθεν ο Άγιος Κύριλλος, βλέπων αδιόρθωτον τον Νεστόριον, έγραψε προς αυτόν αυστηρώς, στηλιτεύων την αίρεσίν του· έγραψε δε και εις τον κλήρον της Κωνσταντινουπόλεως και εις το παλάτιον του βασιλέως, έπειτα έγραψεν εις τον Πάπαν Κελεστίνον, και εις τους άλλους Πατριάρχας· ομοίως έγραψε και εις διαφόρους πόλεις και χώρας προς τους Επισκόπους και ηγεμόνας και άρχοντας, αλλά και εις πολλούς ερημίτας και Μοναχούς δεν ημέλησε να γράψη ο τρισμακάριστος, αποδεικνύων από τας θείας Γραφάς πόσον ολεθρία και ψυχοβλαβής είναι η πλάνη του Νεστορίου, και παρεκίνει όλους να φυλάττωνται από την αίρεσιν ταύτην, ως από δηλητηρίου θανατηφόρου. Τέλος πάντων επειδή η αίρεσις του Νεστορίου καθ’ ημέραν ηύξανε και εις το χείρον επρόκοπτε, τα σχίσματα της Εκκλησίας εγίνοντο μεγαλύτερα και πολλοί από τους Επισκόπους διεφθάρησαν από την λύμην της αιρέσεως. Δια τούτο ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος ο Μικρός, θέλων να διορθώση ταύτα τα σκάνδαλα και να καθαρίση την Εκκλησίαν του Χριστού και τον σίτον της Πίστεως από τας ακάνθας και τα ζιζάνια της πλάνης του Νεστορίου, προστάσσει να συναχθή εις την Έφεσον Τρίτη Σύνοδος Οικουμενική, εν έτει υλα΄ (431). Συνήχθησαν λοιπόν από όλην την οικουμένην Επίσκοποι διακόσιοι και επέκεινα· και όσοι δεν ηδύναντο να μεταβούν αυτοπροσώπως, ένεκα διαφόρων εμποδίων, ούτοι έστειλαν τοποτηρητάς ιδικούς των. Όθεν και ο τότε Πάπας Κελεστίνος, επειδή δεν ηδύνατο να μεταβή εις την Έφεσον δια το γήρας και την ασθένειαν, έγραψεν εις τον Άγιον Κύριλλον να κρατήση τον τόπον του εις την Σύνοδον. Όθεν ηγεμόνες της Συνόδου ταύτης ήσαν, πρώτος ο Άγιος Κύριλλος, και ως τοποτηρητής του Πάπα και ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Δεύτερος ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, και τρίτος Μέμνων ο Εφέσου. Πρωτοκάθεδρος λοιπόν ευρισκόμενος εις την Οικουμενικήν ταύτην Σύνοδον ο Άγιος Κύριλλος εκήρυξεν ομού με τους άλλους Πατέρας και εδογμάτισεν, ότι ο μεν Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι εις κατά την υπόστασιν, τέλειος Θεός ο αυτός, και τέλειος άνθρωπος ο αυτός, και ουχί άλλος και άλλος· η δε πανάχραντος Παρθένος, η κατά σάρκα τούτον γεννήσασα, είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος. Έγινεν όθεν μεγάλη χαρά εις όλους τους Ορθοδόξους, και όλος ο λαός της πόλεως Εφέσου πανηγυρικώς εκρότησε και έλεγαν ομοφώνως: ουχί μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, καθώς έλεγον παλαιά, αλλά μεγάλη η πανάχραντος Παρθένος Μαρία η Θεοτόκος. Τον δε μιαρόν Νεστόριον, ως αιρετικόν και βλάσφημον, ανεθεμάτισαν και καθήρεσαν οι Πατέρες της Συνόδου ταύτης. Αλλ’ επειδή αυτός δεν ησύχαζεν, αλλά εκήρυττε πάλιν την αίρεσίν του, συνήργησαν και εξωρίσθη πρώτον εις την Θάσον, κατά τον Θεοφάνη, έπειτα εις την όασιν της Αραβίας την λεγομένην τουρκιστί Ίπριμ· εκεί δε ευρισκόμενος ο αλιτήριος ετιμωρήθη δια τας βλασφημίας του, διότι εσάπησε και εφαγώθη απόσκώληκας η βλάσφημος γλώσσα του, κατά τον Ευάγριον· ομοίως εσάπησε και όλον το σώμα του, κατά τον Κεδρηνόν και τον Νικηφόρον. Εν δε τη Άνω Θηβαϊδι, φοβερόν και επώδυνον θάνατον ο άθλιος εδοκίμασε, παρόμοιον του Αρείου. Πηγαίνων εις το αναγκαίον, ήρχισε να βλασφημή κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, δια τούτο Άγγελος Κυρίου επάταξεν αυτόν, και εξεχύθησαν όλα του τα σπλάγχνα μέσα εις το αγγείον της ακαθαρσίας του, και εκεί κακώς ο κακός εξεψύχησεν, ως διηγείται τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός. Τοιαύτας μεν ατιμίας και τιμωρίας έλαβεν ο ιουδαιόφρων και αιρετικός Νεστόριος. Ο δε Άγιος Κύριλλος έλαβε μεγάλας τιμάς και προνόμια από την Αγίαν και Οικουμενικήν τρίτην Σύνοδον ταύτην. Διότι καθώς διηγείται ο υπερφυής Ιωάννης ο Ζωναράς εις το θαυμαστόν εγκώμιον, το οποίον πλέκει εις τον Άγιον τούτον Κύριλλον, εν χειρογράφοις σωζόμενον, οι Πατέρες της τρίτης Συνόδου εχάρισαν εις τον θείον Κύριλλον τα προνόμια ταύτα· δηλαδή το να ονομάζεται κριτής της οικουμένης, και να φορή εις την κεφαλήν, όταν λειτουργή, ένα οθόνιον λεπτόν, ως μανδήλιον· δηλοί δε το μεν κριτής της οικουμένης, την θαυμασίαν και οικουμενικήν κρίσιν, που έκαμεν ο Άγιος ενώσας όλην την οικουμένην δια της Ορθοδοξίας, ήτις είχε διασπασθή από την αίρεσιν του Νεστορίου, το δε λεπτόν οθόνιον δηλοί την λεπτότητα του νοός και των φρενών του Αγίου, με την οποίαν εσύστησε και εδογμάτισε την καθ’ υπόστασιν ένωσιν. Επειδή δια του όρου τούτου παριστάνεται εν ταυτώ και το εν πρόσωπον του Χριστού, και αι δύο φύσεις αυτού. Ωνομάσθη δε και Πάπας ο θείος Κύριλλος, ίσως διότι είχε τον τόπον του Πάπα Κελεστίνου εν τη Τρίτη ταύτη Συνόδω, αν και άλλοι άλλως ερμηνεύουσι τα ανωτέρω προνόμια. Δι’ ο και πάντες οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, οι του Αγίου Κυρίλου διάδοχοι, επεκράτησε να ονομάζωνται και αυτοί Πάπαι και κριταί της οικουμένης, και να φορούν όταν λειτουργούν δύο Μίτρας και δύο επιτραχήλια. Ίσως εις δήλωσιν του λεπτού εκείνου οθονίου, όπερ εχάρισεν εις τον Άγιον Κύριλλον η Σύνοδος. Ταύτα λοιπόν δια βραχέων αφορώντα την πολιτείαν του Αγίου Κυρίλλου. Αλλά δεν ηκολούθησαν ούτω: διότι, έως ότου να συστήση ο Άγιος Κύριλλος την προρρηθείσαν Σύνοδον και δι’ αυτής να συστήση και να στερεώση την Ορθόδοξον Πίστιν, πολλούς κόπους και πειρασμούς εδοκίμασεν, ο αοίδιμος, και πολλάς συκοφαντίας αδίκους και καταδρομάς έλαβεν από τους αιρετικούς, τους ομόφρονας του Νεστορίου· διότι εκείνοι βοηθούμενοι από τους κοσμικούς άρχοντας, έκαμαν ιδικόν των συνέδριον, και εκήρυξαν ψευδώς τον θείον Κύριλλον αιρετικόν και ομόφρονα του Απολλιναρίου, ο οποίος ηρνείτο την αληθινήν ανθρωπότητα του Χριστού· επειδή έλεγεν ότι ο Χριστός δεν έχει νουν, αλλά η θεότης ανεπλήρωνε τον τόπον του νοός. Όθεν ακολούθως κατεδίκασαν τον Άγιον Κύριλλον ως αιρετικόν, και τον διέβαλον εις τον βασιλέα με τας επιστολάς των, και τόσον υπερίσχυσαν αι διαβολαί και κατηγορίαι των, ώστε παρώξυναν και τον βασιλέα εις οργήν κατά του Αγίου· δι’ ο και εις την φυλακήν ενεκλείσθη ο Άγιος, και σίδηρα εφόρεσεν υπέρ της αληθείας αγωνιζόμενος εις την Έφεσον, ομού με τον Εφέσου Μέμνονα. Ύστερον δε ο βασιλεύς εξετάσας λεπτομερώς και μαθών τόσον τας ψευδείς κατηγορίας των αιρετικών, όσον και την αθωότητα του Αγίου, τους μεν αιρετικούς εταπείνωσε και εξώρισε, τον δε Άγιον Κύριλλον, ομού με τους ομόφρονάς του, εις τους θρόνους των εστερέωσε, και την υπομονήν αυτού και πραότητα με εγκώμια εμακάρισε. Δια να εννοήση δε ο καθείς πόσον μισητή υπήρξε δια την Μητέρα του Θεού η βλάσφημος αίρεσις του Νεστορίου, κατά της οποίας τόσον ηγωνίσθη ο θείος Κύριλλος, καλόν είναι να αναφέρωμεν εδώ, ως εν παρεκβάσει, την ιστορίαν την οποίαν διηγούνται οι πατέρες του Λειμωναρίου Σωφρόνιος και Ιωάννης, οι οποίοι γράφουν ούτως: Επήγαμεν εις τον αββάν Κυριακόν τον πρεσβύτερον της Λαύρας του Καλαμώνος, ήτις κείται πλησίον του Ιορδάνου, ο οποίος μας είπε ταύτα. Εν μια των ημερών είδον καθ’ ύπνους την Κυρίαν Θεοτόκον με λαμπρόν και φωτεινόν πρόσωπον, ενδεδυμένην με πορφυρούν ιμάτιον και ακολουθουμένην από δύο ιεροπρεπείς άνδρας, η οποία εστέκετο έξω από το κελλίον μου· εγώ δε εγνώρισα ότι είναι η Δέσποινα Θεοτόκος, και ότι οι δύο άνδρες οι συν Αυτή ήταν οι Άγιοι Ιωάννης ο Βαπτιστής και Ιωάννης ο Θεολόγος. Όθεν εξήλθον από το κελλίον μου και προσκυνήσας την Κυρίαν Θεοτόκον, παρεκάλουν Αυτήν να εισέλθη δια να ευλογήση το κελλίον μου· η δε Θεοτόκος δεν έστεργε παντελώς· επειδή δε εγώ πολλήν ώραν παρεκάλουν Αυτήν λέγων, «μη αποστραφήτω, ω Δέσποινα, ο δούλος Σου εντροπιασμένος από Σου και ωνειδισμένος» και άλλα παρόμοια, Εκείνη βλέπουσα προς εμέ απεκρίθη μοι λέγουσα· «έχεις τον εχθρόν μου μέσα εις το κελλίον σου και πως ζητείς να εισέλθω εις συτό»; Και τούτο ειπούσα έγινε άφαντος. Εξυπνήσας εγώ ήρχισα να κλαίω και να λυπούμαι δια τον λόγον τούτον της Θεοτόκου· και επειδή άλλος τις δεν ήτο μέσα εις το κελλίον μου, ειμή μόνος εγώ, εσυλλογιζόμην μήπως έσφαλα εις κανέν πράγμα με τον λογισμόν μου εις την Θεοτόκον, και δια τούτο με απεστράφη· αλλά δεν εύρισκα τον εαυτόν μου να έπταισεν εις Αυτήν. Εν απορία λοιπόν και λύπη ευρισκόμενος, έλαβον βιβλίον να αναγνώσω, δια να παρηγορηθώ· ήτο δε το βιβλίον Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων, το οποίον είχα ζητήσει προσωρινώς από αυτόν· αναγινώσκων δε αυτό, ευρίσκω κατά το τέλος του βιβλίου δύο βλάσφημους λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Αμέσως ηννόησα ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου, τον οποίον είχον εις το κελλίον μου, και παρευθύς το επέστρεψα εις εκείνον, όστις μου το έδωκεν, ειπών αυτώ: λάβε το βιβλίον σου, αδελφέ, διότι από αυτό περισσότερον εζημιώθην παρά ωφελήθην. Εκείνος δε ερωτήσας και μαθών την αιτίαν της ζημίας ταύτης παρ’ εμού, διηγηθέντος την οπτασίαν, ενεπλήσθη από θείον ζήλον, και παρευθύς έκοψεν από το βιβλίον τους δύο εκείνους βλασφήμους λόγους και τους έκαυσεν εις το πυρ, δια να μη ευρίσκεται εις το κελλίον του ο εχθρός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Δεν πρέπει και τούτο να σιωπήσωμεν εδώ· ότι ο Άγιος Κύριλλος, ο τόσον άκρος φίλος του Χριστού και τόσον μέγας εις την αγιότητα, είχεν όμως και κάποιον παράπτωμα εις τον εαυτόν του, όχι από κακίαν και γνώσιν, αλλ’ από πρόληψιν και άγνοιαν της αληθείας· διότι μόνον του Θεού είναι ίδιον το αναμάρτητον, ως λάγει ο Θεολόγος Γρηγόριος· οι δε Άγιοι, όσον και αν είναι Άγιοι, υπόκεινται όμως, ως άνθρωποι, εις την ανθρωπίνην ασθένειαν και εις κάποια πάθη ανθρώπινα, έστω και παραμικρά· «άπτεται γαρ ου μόνον των πολλών, αλλά και των αρίστων ο μώμος, ως μόνου του Θεού το παντελώς άπταιστον και ανάλωτον πάθεσιν» (Επιτάφ. εις τον Μ. Βασίλειον). Όθεν και ο άγιος Κύριλλος, ως άνθρωπος, είχε πάθος τι ανθρώπινον αλλά πάλιν διώρθωσε το τοιούτον πάθος με θαυμάσιον τρόπον· ποίον δε ήτο το πάθος; Και ποία εστάθη η τούτου διόρθωσις; Ακούσατε: Ο μέγας Κύριλλος, έχων συγγενή και θείον τον Πατριάρχην Θεόφιλον, τον εχθρόν του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και πιστεύων ως αληθείς τας ψευδείς κατηγορίας που έλεγον κατά του Χρυσοστόμου οι εχθροί του, όχι από κακίαν, αλλά από απλότητά του και ακακίαν, καθώς είναι γεγραμμένον «άκακος ανήρ πιστεύει παντί λόγω», από αυτά, λέγω, τα δύο αίτια, έφθασε να λάβη ο θείος Κύριλλος κακήν υπόληψιν εναντίον του αγιωτάτου και θείου πατρός ημών Χρυσοστόμου. Όθεν εθυμώνετο κατ’ αυτού, όχι μόνον όταν έζη ακόμη ο θείος Χρυσόστομος, αλλά και αφ’ ου ετελεύτησε. Δια τούτο ουδέ το όνομά του ήθελε να μνημονεύη εις τα δίπτυχα μετά των άλλων ευσεβών Πατριαρχών, καθώς ήτο συνήθεια. Έγραψεν εις τον θείον Κύριλλον ο μετά τον Αρσάκιον γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αττικός, ομολογών ότι και αυτός υπήρξεν ένας από τους εχθρούς του Χρυσοστόμου· αλλ’ ύστερον, στοχαζόμενος το ανέγκλητον και αθώον του αγίου εκείνου ανδρός, μετενόησε δια το πρότερον σφάλμα του και συνηρίθμησε το όνομα του Χρυσοστόμου ομού με τους Αγίους, και το εμνημόνευεν· συνεβούλευε δε και τον Άγιον Κύριλλον αδελφικώς και τον παρεκάλει να κάμη και αυτός το ίδιον, να γράψη το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα δίπτυχα και να τον μνημονεύη· αλλ’ ο θείος Κύριλλος δεν εισήκουε την παραίνεσιν ταύτην, μη θέλων τάχα να κατηγορήση την κατά του Χρυσοστόμου επί Θεοφίλου γενομένην Σύνοδον. Έγραψε μετά ταύτα εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, συγγενής αυτού ων και πρεσβύτερος την ηλικίαν, και παρρησία μετά πολλού θάρρους συνεβούλευεν αυτόν, ότι αδίκως και παραλόγως οργίζεται κατά του απταίστου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και ότι δεν πρέπει να καταδικάζη τις άνθρωπον, εάν πρώτον δεν εξετάση εν πάση λεπτομερεία την κατ’ αυτού αιτίαν και το σφάλμα τού ανθρώπου εκείνου· διότι ο Θεός, αν και γνωρίζει τα πάντα προ του να γίνουν και προβλέπει τα μέλλοντα ως ενεστώτα, όμως λέγει η Αγία Γραφή, ότι κατέβη από τον ουρανόν μόνος Του εις τας πόλεις των Σοδόμων, ίνα ίδη, αν αληθώς ήμαρτον οι Σοδομίται ή όχι, δια να ηξεύρη· «κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα· καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται· ει δε μη, ίνα γνω». Τούτο δε εποίησεν ο Παντέφορος Κύριος δια να μας δώση παράδειγμα, να μη πιστεύωμεν αμέσως και αβασανίστως εις τας διαβολάς των κατηγόρων, αλλά μόνοι μας να εξετάζωμεν πρότερον, έως ου να βεβαιωθώμεν εάν όντως έχη η αλήθεια, καθώς ακούομεν. «Λοιπόν και συ (έλεγε προς τον θείον Κύριλλον) πρέπει πρώτον να στοχάζεσαι, και έπειτα να οργίζεσαι, εάν εύρης εύλογον αιτίαν της οργής· διότι πολλοί από εκείνους οι οποίοι ήσαν μετά σου εις την εν Εφέσω Σύνοδον, φανερά σε κατηγορούν, ότι αδίκως θυμώνεσαι κατά του αθώου Ιωάννου, και ότι με το να είσαι συγγενής του Θεοφίλου μιμείσαι κατά πάντα την κατάστασιν εκείνου. Επειδή καθώς εκείνος εδημοσίευσε την μωρίαν του φανερά, διώκων από τον θρόνον του τον άπταιστον και άγιον και ηγαπημένον του Θεού Ιωάννην, ούτω και συ κάμνεις κατηγορών και διαβάλλων την δόξαν του διωγμένου, μολονότι ούτος έχει πλέον απέλθει εκ του προσκαίρου τούτου βίου». Και πάλιν ο αυτός Ισίδωρος έγραψεν άλλην επιστολήν εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και του λέγει ταύτα· «Με φοβίζουν τα παραδείγματα άτινα αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν, και με βιάζουν να σοι γράψω εκείνα τα οποία κρίνω απαραίτητα. Εάν εγώ είμαι πατήρ σου, ως με ονομάζεις, φοβούμαι την καταδίκην, την οποίαν έλαβεν ο Ηλί ο ιερεύς εις τον παλαιόν νόμον, διότι δεν επετίμησε καθώς έπρεπε τους υιούς του, όταν ήμαρτον. Εάν δε πάλιν εγώ είμαι υιός σου, καθώς μόνος μου το ηξεύρω, φοβούμαι μη με καταλάβη η παίδευσις εκείνη, την οποίαν έλαβεν ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ, όστις αν και ηδύνατο να εμποδίση τον πατέρα του, ο οποίος εζήτει μαγείας, όμως δεν τον ημπόδισεν από την αμαρτίαν· δια τούτο πρώτος εκείνος εφονεύθη εις τον πόλεμον. Λοιπόν δια να μη καταδικασθώ εγώ, σου λέγω εκείνα τα οποία θα συντελέσουν εις ωφέλειάν σου· και δια να μη καταδικασθής και συ, από τον απροσωπόληπτον και δίκαιον κριτήν, άκουσόν μου. Απόρριψον τον θυμόν τον οποίον έχεις κατά του αποθανόντος, και μη συγχύζης την Εκκλησίαν των ζώντων και προξενής εις αυτήν ταραχάς». Και πάλιν εις άλλο μέρος της επιστολής του λέγει: «Με ρωτάς διατί και πως εξωρίσθη ο Ιωάννης; Πλην εγώ καταλεπτώς δεν θέλω σού αποκριθή, δια να μη φαίνωμαι ότι ονειδίζω και κατακρίνω τους άλλους· τούτο μόνον σοι λέγω, ότι παράνομοι πολλοί, αδίκως κατ’ εκείνου ετελείωσαν την κακίαν των, και με ολιγολογίαν σου φανερώνω την κατάστασιν της Αιγύπτου, εις την οποίαν γειτονεύεις. Η Αίγυπτος τον Μωϋσήν ηρνήθη, και εις τον Φαραώ εδούλευσε· τους ταπεινούς επλήγωσε με μάστιγας, τους κοπιώντας Ισραηλίτας εβασάνισε. Πόλεις τής έκτιζαν, και αυτή τον μισθόν των εργατών δεν επλήρωσεν. Εις ταύτα και τα τοιαύτα έργα η Αίγυπτος σχολάζουσα, εφύτρωσε τον Θεόφιλον, όστις ετίμα τον χρυσόν ως θεόν· αυτός με τους ομόφρονάς του εμίσησε και ελύπησε τον ηγαπημένον άνθρωπον του Θεού και θεοκήρυκα Ιωάννην. Αλλ’ ο οίκος του Δαβίδ αυξάνει μάλλον και στερεώνεται, ο δε οίκος του Σαούλ ελαττώνεται και ολιγοστεύει, καθώς βλέπεις». Ταύτα τα γράμματα του Αγίου Ισιδώρου αναγνώσας ο θείος Κύριλλος, ήρχισε να γνωρίζη το σφάλμα του και να διορθώνεται. Πλην τότε το εγνώρισε καθαρά και τότε εντελώς διωρθώθη, αφ’ ου είδε την ακόλουθον οπτασίαν. Εφάνη εις τον ύπνον του Αγίου Κυρίλλου μίαν φοράν, ότι ευρίσκετο εις ένα τόπον ωραιότατον και γεμάτον από χαράν ανεκλάλητον, εις τον οποίον έβλεπε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, και άλλους θαυμαστούς και ενδόξους άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης. Ομοίως έβλεπεν εις αυτόν και πολλούς αγίους της νέας χάριτος του Ευαγγελίου. Εις τον τόπον δε εκείνον έβλεπε και ένα Ναόν φωτεινότατον, του οποίου η ωταιότης ήτο ανερμήνευτος· μέσα δε εις τον Ναόν ήκουε πλήθος πολύ να ψάλλουν μελωδικώτατα. Εισελθών δε και ο Άγιος εις τον Ναόν, όλος μεν έγινεν έκθαμβος εις τον νουν από την θεωρίαν των εκεί, όλος δε εγέμισεν από χαράν και γλυκύτητα εις την καρδίαν, διότι έβλεπεν εκεί την Κυρίαν Θεοτόκον, περικυκλωμένην από πλήθος αγίων Αγγέλων και λάμπουσαν από δόξαν άρρητον γύρωθεν, έβλεπε δε και τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, όστις εστέκετο πλησίον της Θεοτόκου με μεγάλην τιμήν, και ήστραπτεν από φως θαυμαστόν ως Άγγελος Θεού, κρατών εις τας χείρας και το βιβλίον των διδαχών του· ήσαν δε μαζί με τον Χρυσόστομον και άλλοι πολλοί ένδοξοι άνδρες, παραστεκόμενοι εις αυτόν ως υπηρέται, όλοι ωπλισμένοι και τάχα ως ητοιμασμένοι δια να κάμουν εκδίκησιν. Ταύτα βλέπων ο θείος Κύριλλος ηθέλησε να πλησιάση ίνα προσκυνήση την Κυρίαν Θεοτόκον και δη και έδραμε προς αυτήν, δια να την προσκυνήση· αλλ’ ευθύς ο Άγιος Ιωάννης με τους δορυφόρους του έδραμεν εναντίον του με θυμόν και όχι μόνον τον ημπόδισεν από το να πλησιάση την Θεοτόκον, αλλά και από τον Ναόν εκείνοντον απεδίωξεν. Ο δε Άγιος Κλυριλλος, καθ’ ον χρόνον εστέκετο έντρομος, συλλογιζόμενος δια ποίον λόγον ωργίζετο κατ’ αυτού ο Χρυσόστομος και τον εδίωκεν από τον Ναόν, ιδού ακούει από την Δέσποιναν, ήτις εμεσίτευε και έλεγε προς τον Ιωάννην να τον συγχωρήση και από τον Ναόν εκείνον να μη τον αποδιώξη, επειδή όχι από κακίαν, αλλ’ από άγνοιαν έλαβε κατ’ αυτού κακήν υπόληψιν· «σύγγνωθι…. Αγνοία γαρ την περί σου φαύλην υπόληψιν προσεκτήσατο· και δηλώσει τω ταύτην μετά την επίγνωσιν αποκτήσασθαι». Ο δε Ιωάννης υπεκρίνατο, ότι δεν έστεργε να τον συγχωρήση. Τότε λέγει προς τον Ιωάννην η Θεοτόκος: δια την αγάπην μου συγχώρησέ τον· επειδή πολλά ηγωνίσθη δια την τιμήν μου, καταισχύνας τον υβριστήν μου Νεστόριον και εμέ Θεοτόκον ανακηρύξας εις τους ανθρώπους. «Σύγγνωθι εμού γε ένεκα· πολλά γαρ διαπεπόνηκεν υπέρ εμού, Νεστόριον καταισχύνας τον υβριστήν, καμέ Θεοτόκον ανακηρύξας». Ταύτα ως ήκουσεν από την Θεοτόκον ο Χρυσόστομος, ευθύς κατεπράϋνε, και εναγκαλισάμενος τον Άγιον Κύριλλον, ως φίλος φίλον, φιλικώς και γλυκερώς εν αγάπη αυτόν ησπάζετο, και ούτως ειρήνευσαν και εφιλιώθησαν οι δύο άγιοι προς αλλήλους εν τη οπτασία εκείνη, δια μεσιτείας της Θεοτόκου. Εξυπνήσας λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος, και συλλογιζόμενος με ακρίβειαν την οπτασίαν ταύτην, μετενόει πολύ, και μόνος τον εαυτόν του κατηγόρει, πως είχε πάθος τόσον καιρόν μάταιον και ασυλλόγιστον εναντίον αγίου ανδρός τόσον ευαρέστου τω Θεώ. Και ευθύς συναθροίσας όλους τους Επισκόπους της Αιγύπτου έκαμεν εορτήν και πανήγυριν μεγάλην του Χρυσοστόμου, έγραψε το όνομά του εις τα δίπτυχα και το εμνημόνευε μετά των άλλων αγίων, εμακάριζεν αυτόν κατ’ έτος με εγκωμιαστικούς λόγους, έγραψε τον βίον του εις σχέδια, από τα οποία μετά ταύτα συνέγραψε τον βίον του Χρυσοστόμου, τον ευρισκόμενον εις τα Χρυσοστομικά, Γεώργιος ο Αλεξανδρείας. Και ούτω απηλλάγη από τον μώμον αυτόν η αγιότης του θείου Κυρίλλου. Από τότε λοιπόν και ύστερα επέρασεν τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής του ο μακάριος Κύριλλος με πολιτείαν θαυμασίαν, ποιμαίνων το λογικόν αυτού ποίμνιον εις νομάς ζωηφόρους, πάντας οδηγών εις την οδόν της σωτηρίας, και με μεγάλην σοφίαν και ποιμαντικήν επιστήμην ελευθερώνων από την πλάνην του διαβόλου τους πεπλανημένους. Ταύτης δε της σοφίας και επιστήμης του απόδειξις αρκετή είναι το ακόλουθον διήγημα, το οποίον θέλομεν προσθέσει εδώ, δια περισσοτέραν ευφροσύνην των ευσεβών ακροατών, και ούτω να δώσωμεν τέλος του λόγου. Διηγείται ο αββάς Δανιήλ εις το Πατερικόν, ότι εις τα κατώτερα μέρη της Αιγύπτου έζη γέρων τις όσιος, άγιος μεν κατά την πολιτείαν, κατά δε τον νουν απλούς και απαίδευτος· όθεν δια την απλότητά του εφρόνει και έλεγεν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού· τούτο ανήγγειλάν τινες εις τον Άγιον Κύριλλον, ο οποίος προσκαλεσάμενος τον Γέροντα εκείνον, και μαθών ότι ποιεί σημεία και θαύματα και ό,τι ζητήση από τον Θεόν τού το φανερώνει ο Θεός, μετεχειρίσθη τοιαύτην σοφίαν και λέγει προς τον Γέροντα με πραότητα. «Αββά, ένας λογισμός μου λέγει ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού, και άλλος πάλιν λογισμός μού λέγει, ότι δεν είναι υιός του Θεού, αλλά άνθρωπος και αρχιερεύς του Θεού, και έχω περί τούτου αμφιβολίαν. Όθεν περί τούτου σε έκραξα και σε παρακαλώ να παρακαλέσης τον Θεόν, να σου αποκαλύψη το αληθές, δια να το φανερώσης και εις εμέ». Ο δε γέρων τούτο ακούσας, ελπίζων εις την πολιτείαν του, απεκρίθη με θάρρος και παρρησίαν: άφες με, Δέσποτα, να παρακαλέσω τον Θεόν τρεις ημέρας περί τούτου· και ό,τι μοι αποκαλύψη ο Θεός θέλω το φανερώσει και εις την μεγάλην αγιωσύνην σου. Και λοιπόν πηγαίνων ο γέρων εις το κελλίον του, εκλείσθη τρεις ημέρας και παρεκάλει θερμώς τον Κύριον να του φανερώση περί του Μελχισεδέκ. Αποκαλυφθείσης δε της αληθείας εκ Θεού, επανήλθε προς τον Άγιον Κύριλλον και του λέγει· άνθρωπος είναι, Δέσποτα, ο Μελχισεδέκ, και όχι υιός του Θεού. Ο δε Άγιος του είπε· και πόθεν το ηξεύρεις, πάτερ; Ο γέρων απεκρίθη· ο Θεός μου εφανέρωσεν όλους τους Πατριάρχας ένα καθ’ ένα, από του Αδάμ έως του Μελχισεδέκ, τους οποίους είδον όλους διερχομένους έμπροσθέν μου· και όταν ήλθεν ο Μελχισεδέκ να περάση, μου είπεν Άγγελος Κυρίου· ιδού, ούτος είναι ο Μελχισεδέκ· επληροφορήθην λοιπόν, Δέσποτα, ότι ούτως είναι. Τότε ο Άγιος Κύριλλος, ευχαριστήσας τον Κύριον, εχάρη πολύ, ότι ηλευθέρωσεν από την πλάνην τον γέροντα, και απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Απελθών δε ο γέρων εκήρυξεν εις όλους, ότι ο Μελχισεδέκ είναι άνθρωπος και όχι υιός του Θεού· με τοιαύτην σοφίαν και μέθοδον του Αγίου ωδηγήθη ο απλούς γέρων εις την επίγνωσιν της αληθείας. Αφ’ ου δε ο Άγιος Κύριλλος έζησεν εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας χρόνους ολοκλήρους τριάκοντα και έγραψε πολλά βιβλία ψυχωφελή και ορθόδοξα, από τα οποία τα πλέον εξαίρετα είναι οι θησαυροί και τα ονομαζόμενα Γλαφυρά εις την Παλαιάν Γραφήν, και αφ’ ου εκαθάρισεν εις τας ημέρας του την Εκκλησίαν του Χριστού από τας αιρέσεις, παρέδωκε την αγίαν ψυχήντου εις χείρας Θεού, κατά την ενάτην του Ιουνίου, εις την οποίαν εορτάζεται η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη αυτού. Παρεστάθη δε μόνη αυτή η Κυρία Δέσποινα Θεοτόκος εις τον θάνατον του Αγίου Κυρίλλου, και επεσκέφθη τον δούλον της μετά επιμελείας· ότι και αυτός εις την ζωήν του την εδούλευσε πιστώς και ηγωνίσθη πολλά δια την τιμήν Της ο τρισμακάριστος. Και τώρα ευρίσκεται εις τους ουρανούς και συναγάλλεται με όλους τους χορούς των Αγγέλων, με Πατριάρχας, με Προφήτας, με Αποστόλους, με Ιεράρχας, και με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους· εξαιρέτως δε και μάλιστα με τον άκρον και ηγαπημένον φίλον του τον θείον Ιωάννην τον Χρυσόστομον και παρίσταται αμέσως εις τον θρόνον Χριστού του Θεού και της παναχράντου αυτού Μητρός, υπέρ ων υπερεμάχησε και εκακοπάθησε και την Παναγίαν και Ομοούσιον Τριάδα ακαταπαύστως παρακαλεί δι’ όλους τους Χριστιανούς, ίνα και αυτοί τύχωσι της Βασιλείαςτων Ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω πρέπει πάσα δόξα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Ιουνίου, ο Άγιος Ιερομάρτυς Τιμόθεος Επίσκοπος Προύσης ξίφει τελειούται.

Δημοσίευση από silver »

Τιμόθεος ο Άγιος Ιερομάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του παραβάτου Ιουλιανού, εν έτει τξα΄ (361), καλώς κυβερνών την Εκκλησίαν του και τον λαόν αυτής ποιμαίνων εις νομάς σωτηρίους. Είχε δε ο Άγιος δύναμιν και χάριν παρά Θεού, με την οποίαν εποίει διάφορα θαύματα· όθεν και ένα μεγάλον δράκοντα εθανάτωσεν, ο οποίος κατώκει εις εν σπήλαιον εν τη δημοσία οδώ, αναμέσον εις τα θερμά νερά της πόλεως Προύσης, όπου ήτο φυτευμένον κυπαρίσσιον πολλά χαριέστατον και ωραίον. Όθεν ο δράκων εκείνος, έχων εντός του την κακίαν του νοητού και ανθρωποκτόνου δράκοντος διαβόλου, εξήρχετο από το σπήλαιον και εφαρμάκωνε με μόνον το φύσημά του όχι μόνον τους ανθρώπους, όσοι διέβαινον από τον τόπον εκείνον, αλλά και τα κτήνη και τα ζώα. Δια τούτο έκαμεν άβατον τον δρόμον τον μεταξύ της Προύσης και των θερμών νερών, κανείς δε δεν ετόλμα να περάση εκείθεν. Κατ’ εκείνον τον καιρόν βασίλισσά τις χριστιανή, η οποία κατώκει εις την Απολλωνίδα, την εν Βιθυνία ευρισκομένην, ήλθεν εις την τοποθεσίαν της Προύσης. Μαθόντες δε τον ερχομόν της οι πλησίον κατοικούντες αδελφοί, ηθέλησαν να αποστείλουν αυτή ως δώρον ιεράς τινας ευλογίας, θέσαντες δε αυτάς εις εν ιερόν κάλυμμα τας έστειλαν δια μέσου του Αγίου τούτου Τιμοθέου. Ότε δε έφθασεν ο Άγιος εις την κυπάρισσον, εσηκώθη ο δράκων εναντίον του· ο δε Άγιος, εκβαλών τας ευλογίας από το ιερόν κάλυμμα και θέσας αυτάς εις την άκραν του παλλίου του (ήτοι του επανωφορίου), ετύλιξε και έσφιγξε το ιερόν εκείνον κάλυμμα· είτα με την χείρα του το εσφενδόνισεν επάνω εις τον δράκοντα και αφήσας αυτόν ακίνητον ανεχώρησεν. Αφού δε έδωκε τας ευλογίας εις την βασίλισσαν, επέστρεψεν οπίσω, και ω του θαύματος! βλέπει τον δράκοντα νεκρόν, και εδόξασε τον Θεόν· λαβών δε το ιερόν εκείνο κάλυμμα, το οποίον είχεν εκσφενδονίσει κατά του δράκοντος, έφερεν αυτό εις την Μητρόπολίν του. Τούτο το θαύμα εφημίσθη πανταχού, διο οι άνθρωποι εσέβοντο τον Άγιον ως δούλον και φίλον Θεού. Τότε λοιπόν ο παραβάτης Ιουλιανός, μανθάνων δια το θαύμα τούτο και δια τα άλλα όσα ετέλει ο Άγιος, απέστειλεν άνθρωπον, ο οποίος εβίαζεν τον Άγιον να αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε μακάριος Τιμόθεος, ομολογήσας αυτόν Θεόν αληθινόν, απεκεφαλίσθη και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται δε η αυτού σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Ναόν, τον ευρισκόμενον εις το ευαγές ξενοδοχείον, το οποίον κείται εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουνίου, η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω «Άδην», ήτοι η υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουνίου, η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω «Άδην», ήτοι η υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ παράδοσις του ύμνου «Άξιόν Εστιν».

Η Σύναξις αύτη και εορτή του Αρχαγγέλου Γαβριήλ έλαβε χώραν εν τω Αγίω Όρει του Άθω, εν τινι κελλίω του Μοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζομένω «Άξιόν εστιν», και εις τόπον καλούμενον Άδειν· γίνεται δε δια το εξής θαύμα. Κατά την Σκήτην του Πρωτάτου την ευρισκομένην εις τας Καρυάς, πλησίον της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μέγας, όστις είχε κελλία διάφορα, εν τινι των οποίων, τιμωμένω επ’ ονόματι της Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως, κατώκει γέρων και ενάρετος Ιερομόναχος μετ’ άλλου υποτακτικού. Επειδή δε επεκράτει συνήθεια να γίνηται αγρυπνία καθ’ εκάστην Κυριακήν εν τη ρηθείση Σκήτη του Πρωτάτου, κατά τινα εσπέραν Σαββάτου, θέλων να υπάγη ο προρρηθείς γέρων εις την αγρυπνίαν, λέγει εις τον μαθητήν αυτού: Τέκνον, εγώ μεν υπάγω μόνος, ίνα ακούσω την αγρυπνίαν κατά το σύνηθες, συ δε παράμεινον εις το κελλίον και ως δύνασαι ανάγνωθι την ακολουθίαν σου. Αφού παρήλθεν η εσπέρα, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου, και ο αδελφός δραμών και ανοίξας, βλέπει ότι ήτο ξένος τις Μοναχός, άγνωστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών έμεινεν εν τω κελλίω κατά την νύκτα εκείνην. Κατά την ώραν δε του Όρθρου αναστάντες έψαλλον και οι δύο την ακολουθίαν· όταν δε έφθασαν εις την Τιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Μοναχός έψαλλε μόνον «Την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ» και καθ’ εξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Αγίου Κοσμά του Ποιητού, ο δε ξένος εκείνος μοναχός, άλλως αρχόμενος του ύμνου, έψαλλεν ούτως: «Άξιον εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θεού ημών», είτα συνάψας και το «Την Τιμιωτέραν» μέχρι τέλους. Ακούσας τούτο ο εντόπιος Μοναχός εθαύμασε και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον· ημείς ψάλλομεν μόνον «Την Τιμιωτέραν», το δε «Άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι πρόγονοι ημών· αλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην και γράψον και εις εμέ τον ύμνον τούτον, ίνα τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. Ο δε αποκριθείς, φέρε μοι, είπε, μελάνην και χάρτην, ίνα τον γράψω· και ο εντόπιος, δεν έχω, λέγει, ούτε μελάνην ούτε χάρτην. Φέρε μοι λοιπόν, είπε, πλάκα. Ο δε Μοναχός δραμών εύρε πλάκα και την έφερεν εις αυτόν. Λαβών δε ταύτην ο ξένος έγραψεν επ’ αυτής δια του δακτύλου του τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «Άξιόν εστιν» και, ω του θαύματος! τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επί της σκληράς πλακός, ως να εγράφησαν επί κηρού απαλωτάτου· είτα ειπών εις τον αδελφόν, από του νύν και εις το εξής ούτω να ψάλλητε υμείς και όλοι οι Ορθόδοξοι, έγινεν άφαντος. Ήτο δε ούτος Άγιος Άγγελος απεσταλμένος παρά Θεού, ίνα αποκαλύψη τον αγγελικόν τούτον ύμνον και δια την Μητέρα του Θεού πρεπωδέστατον. Αφού επανήλθεν εκ της αγρυπνίας ο γέρων και εισήλθεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλλη το «Άξιόν εστιν», καθώς ο Άγγελος παρήγγειλεν εις αυτόν, και ακολούθως δεικνύει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα· ο δε ταύτα ακούσας και ιδών έμεινεν εκστατικός δια το τοιούτον θαυμάσιον. Λαβόντες λοιπόν και οι δύο την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα μετέφεραν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν εις τε τον πρώτον του Αγίου Όρους και εις τους λοιπούς γέροντας της κοινής Συνάξεως, διηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα· οι δε δοξάσαντες ομοφώνως τον Θεόν και ευχαριστήσαντες την Κυρίαν ημών Θεοτόκον δια το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Κωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον Βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς δια γραμμάτων άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου θαυματουργήματος. Από της εποχής εκείνης ο μεν αρχαγγελικός ούτος ύμνος διεδόθη εις όλην την οικουμένην, ίνα ψάλληται εις την Θεομήτορα υφ’ όλων των Ορθοδόξων, και υπ’ αυτών έτι των παίδων· η δε Αγία Εικών της Θεοτόκου η ευρισκομένη εις την Εκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εις το οποίον εγένετο το τοιούτον θαύμα, μετεφέρθη υπό των Πατέρων του Αγίου Όρους εις την μεγαλοπρεπή Εκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται μέχρι σήμερον, ενθρονισμένη επί του ιερού συνθρόνου εντός του Αγίου Βήματος, επειδή ενώπιον της εικόνος ταύτης εψάλη το πρώτον υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Το δε κελλίον έλαβε την επωνυμίαν «Άξιόν εστιν» και ο λάκκος εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται ονομάζεται παρά πάντων μέχρι σήμερον Άδειν, ο εστί ψάλλειν, διότι εν αυτώ εψάλη πρώτον ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος. Ότι το θαύμα τούτο είναι παλαιότατον, και ότι ο φανείς Άγγελος ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, μαρτυρεί και το εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις γεγραμμένον, κατά την παρούσαν ημέραν, ούτω: «Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Διότι τούτου χάριν οι τότε πατέρες ετέλουν σύναξιν και λειτουργίαν κατ’ ενιαυτόν εις τον ρηθέντα λάκκον, τιμώντες και δοξάζοντες τον Αρχάγγελον Γαβριήλ, όστις καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου και τροφεύς και διακονητής και χαροποιός Αυτής Ευαγγελιστής, ούτως υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως εις αυτόν μόνον και πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας. Και πάλαι μεν ο Δεσπότης των όλων Θεός έδωκε τας δέκα εντολάς εις τους Εβραίους γεγραμμένας επάνω εις τας δύο λιθίνας πλάκας. Τώρα δε ο άρχων των του Θεού Αγγέλων έδωκεν εις όλους τους Ορθοδόξους τον πλέον γλυκύτερον και ερασμιώτερον ύμνον της Μητρός του Θεού, γεγραμμένον εις λιθίνην πλάκα, με τον αρχαγγελικόν αυτού δάκτυλον. Βλέπε δε και πως επληρώθη η προφητεία του θείου Γαβριήλ, όστις είπεν, ότι θα ψάλλωσι τον ύμνον τούτον όλοι οι ορθόδοξοι· διότι τόσον κοινός και τόσον ποθεινός εγένετο ο αγγελοσύνθετος ούτος ύμνος (Ώστε τέσσαρας ύμνους έχομεν εν τη καθ’ ημάς Ανατολική Αγία του Χριστού Εκκλησία υπό Αγγέλων υμνηθέντας το πρώτον. Το Δόξα εν Υψίστοις Θεώ. Το, Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ· και το Τρισάγιον, ήτοι το Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς. Ένα δε εις την Θεοτόκον, τον παρόντα.) εις όλους τους ορθοδόξους, ώστε και αυτά τα μικρά παιδάρια των Χριστιανών ηξεύρουν και τον ψάλλουν μεγαλοφώνως την σήμερον με μεγάλην χαράν της καρδίας των, εις δόξαν της Θεοτόκου, ης ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ του Αιγυπτίου.

Δημοσίευση από silver »

Ονούφριος ο Όσιος και ασκητής ήκμασε κατά τον Δ΄ (4ον) από Χριστού γεννήσεως αιώνα. Ούτος ησύχαζε πρότερον εις Κοινόβιον κείμενον πλησίον της Ερμουπόλεως των Θηβών· ακούσας δε ύστερον την ήσυχον και ερημικήν ζωήν του Προφήτου Ηλιού και Ιωάννου του Βαπτιστού εξήλθε του Κοινοβίου και κατώκησεν εις την έρημον έτη εξήκοντα αποκεχωρισμένος των ανθρώπων. Τούτον εύρεν ο Μοναχός Παφνούτιος όστις έγραψε και τον βίον αυτού. Ησύχαζε δε τότε ο Παφνούτιος εις την Αίγυπτον, ότε εκ Θεού φωτισθείς απήλθεν εις την εσωτέραν έρημον. Και απελθών ηξιώθη να ίδη δια των ιδίων αυτού οφθαλμών όσα ο ίδιος περί του Οσίου Ονουφρίου έγραψε, λέγων ταύτα: Καθημένου ποτέ εν τω κελλίω μου, ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν μου, ίνα μεταβώ εις την εσωτέραν έρημον, ίνα εύρω οσίους άνδρας και λάβω την ευλογίαν αυτών. Εξελθών λοιπόν του Μοναστηρίου έλαβον μετ’ εμού ολίγους άρτους και ύδωρ, όσα ηδυνάμην, και αρξάμενος της οδοιπορίας με πόθον πολύν, επεριπάτησα ολίγας ημέρας. Και ευρών ένα κεκλεισμένον σπήλαιον, έκρουσα την θύραν, λέγων κατά την τάξιν το «Πάτερ, ευλόγησον». Μη ακούσας δε απόκρισιν, ήνοιξα την θύραν, και εισελθών εύρον άνθρωπον ιστάμενον όρθιον εις σχήμα προσευχομένου, και προσεγγίσας εις αυτόν έπεσε κατά γης. Το δε ένδυμά του ήτο από φύλλα φοίνικος και έγινεν από την πολυκαιρίαν ως στάκτη εις τας χείρας μου. Εγώ δε φοβηθείς προσηυχόμην, λέγων τον άμωμον και άλλους ψαλμούς, όσους εγνώριζον και ως ηδυνάμην, και όλην την νύκτα εδεόμην δια την ψυχήν του, ενταφιάσας αυτόν ως ημπόρεσα. Και το πρωϊ φράξας την είσοδον ανεχώρησα, και περιπατήσας τέσσαρας ημέρας δεν είχα πλέον άρτον. Και ασθενήσας από την πείναν έπεσον εις την γην ως απονεκρωμένος. Τότε βλέπω ενώπιόν μου ένα θαυμάσιον Άγγελον εις μορφήν ανθρώπου, ωραίον τε και υπέρλαμπρον, διο και πολύ εφοβήθην. Εκείνος δε πλησιάσας με χαριέστατον πρόσωπον, με ήγγισεν εις τας χείρας, τους πόδας και τα χείλη μου. Τότε έλαβον ισχύν και δύναμιν κατά τρόπον θαυμαστόν, και επεριπάτησα με την θείαν εκείνην βοήθειαν άλλας τέσσαρας ημέρας νήστις. Και πάλιν είδον ομοίως τον Άγγελον δύο φοράς, όστις με ενεδυνάμωσε καθ’ ον τρόπον και ανωτέρω είπον, και επεριπάτησα την δευτέραν φοράν και πάλιν ημέρας τέσσαρας, και την τρίτην ημέρας δέκα με την θείαν δύναμιν άσιτος. Έπειτα έφθασα πολύ κουρασμένος από την οδοιπορίαν εις τόπον, όπου ο Θεός με ωδήγησε. Και καθήσας ολίγον να αναπαυθώ, βλέπω μακρόθεν ερχόμενον προς με άνθρωπον φοβερόν την θέαν, γυμνόν το σώμα και δασύτριχον, καλυπτόμενον ως άγριον ζώον με τας τρίχας του. Εις δε την μέσην ήτο περιεζωσμένος με βλαστούς δένδρων. Ιδών λοιπόν αυτόν εφοβήθην, και αναβάς εις υψηλόν βράχον εκρύβην. Εκείνος δε ελθών, έπεσεν εις το κάτω μέρος της πέτρας εκείνης κεκοπιακώς από το καύμα του ηλίου. Έπειτα, αφ’ ου εξεκουράσθη ολίγον, εφώνησε λέγων: Κατάβηθι, δούλε του Κυρίου Παφνούτιε, μη φοβείσαι. Διότι και εγώ άνθρωπος αμαρτωλός είμαι δουλεύων τω Θεώ δια την σωτηρίαν της ψυχής μου εις ταύτην την έρημον. Τότε εγώ εχάρην, και κατελθών μετά σπουδής έπεσον εις τους πόδας αυτού ζητών συγχώρησιν και ευλογίαν την πρέπουσαν. Εκείνος τότε με εσήκωσεν εκ της γης, και ασπασάμενοι αλλήλους εκαθήσαμεν. Ήτο δε εξαιρέτως ταλαιπωρημένος από το γήρας και την εγκράτειαν, και αι τρίχες του ήσαν λευκαί ως το γάλα. Εγώ δε έχων πόθον να μάθω την πολιτείαν του και το όνομα, είπον αυτώ. Δέομαί σου, αγιώτατε Πάτερ, καθώς ο Κύριος απεκάλυψέ σοι τα κατ’ εμέ, ούτω και συ φανέρωσόν μοι πόθεν είσαι, τι σου το όνομα, και πότε ήλθες εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο. Το μεν όνομά μου είναι Ονούφριος, έχω δε εις τούτον τον τόπον χρόνους εβδομήκοντα με θηρία συνδιαιτώμενος, και με χόρτα και ύδωρ τρεφόμενος. Ούτε άλλον τινά άνθρωπον εώρακα ποτέ, μόνον σε τον οποίον έστειλεν ο Θεός, δια να ενταφιάσης το σώμα μου αύριον. Ο πατήρ μου ήτο βασιλεύς της Περσίας. Επειδή δε η μήτηρ μου ήτο στείρα, εδέοντο αμφότεροι του Θεού να τους δώση κλξρονομίαν. Και μετά πολλάς προσευχάς επήκουσεν αυτών ο Κύριος, και όταν συνέλαβεν η μήτηρ μου, έγινε χαρά μεγάλη εις το παλάτιον. Μετά την κύησιν είδεν ο πατήρ μου θείαν αποκάλυψιν, κελεύουσαν αυτόν να με ονομάση Ονούφριον εις το Άγιον Βάπτισμα· έπειτα να με οδηγήση εις ένα Μοναστήριον, το οποίον είναι εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου και το ονομάζουν ησυχαστήριον, και ούτως εποίησεν ο πατήρ μου. Και πορευόμενος με υπηρέτας προς Αίγυπτον μας συνώδευσεν από θείαν νεύσιν και βούλησιν έλαφος, η οποία με έτρεφε με το γάλα της καθ’ όλην εκείνην την οδοιπορίαν, προς θαυμασμόν και έκπληξιν πάντων. Φθάσαντες εις το ρηθέν Μοναστήριον, ανήγγειλεν ο πατήρ μου άπαντα εις τον Ηγούμενον, όστις είπεν αυτώ· εδώ ποσώς γυνή δεν επλησίασε πώποτε, και πως είναι δυνατόν να τραφή το παιδίον; Ο δε απεκρίνατο· καθώς ο Κύριος ωκονόμησε και μας συνώδευσεν εις όλον τον δρόμον η έλαφος, ήτις το έτρεφεν, ούτω πάλιν με το θείον πρόσταγμα θέλει έρχεσθαι και εδώ καθ’ εκάστην να το θηλάζη, έως να μεγαλώση. Ούτω λοιπόν έστερξεν ο Ηγούμενος και έμεινα εις εκείνο το Κοινόβιον· και ο μεν πατήρ μου απήλθεν εις τον οίκον του, η δε έλαφος ήρχετο καθ’ εκάστην ημέραν, έως τον τρίτον χρόνον, και με εθήλαζεν. Ήσαν δε πάντες οι Μοναχοί της Μονής εκείνης αγιώτατοι, πορευόμενοι εις πάσας τας εντολάς του Κυρίου άμεμπτοι· είχον όλοι μίαν ψυχήν και μίαν καρδίαν και αγάπην προς αλλήλους θαυμασίαν· ει τι ήρεσκεν εις τον ένα, έστεργον άπαντες· ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και την ημέραν έκαμνον με τόσην σιωπήν το εργόχειρον, ώστε ουδείς ετόλμα χωρίς ανάγκην να λαλήση λόγον βραχύτατον. Έμαθον λοιπόν παρ’ αυτών και εδιδάχθην την ιεράν Γραφήν, και της μοναχικής πολιτείας όλας τας τάξεις με πάσαν ακρίβειαν. Πολλάκις δε επαινούσαν τον Προφήτην Ηλίαν πως εδυναμώθη από τον Θεόν εις την έρημον με την υπομονήν και εγκράτειαν, και έλαβε χάριν παρά Θεού να ποιή θαυμάσια, και μάλιστα ότι δεν εδοκίμασεν ακόμη το πικρόν του θανάτου ποτήριον, αλλά μετέστη εις τον Παράδεισον σύσσωμος. Και πάλιν εις την Νέαν Διαθήκην τον υπέρτιμον Βαπτιστήν και Πρόδρομον, τον υπέρ πάντας τους αγίους χριστομαρτύρητον, τον οποίον επαινούσαν κατά πολύ. Ακούων όθεν καθ’ εκάστην τους Πατέρας όλου του Κοινοβίου να ευφημίζωσι τους τοιούτους, τους ηρώτησα: Λοιπόν οι αναχωρηταί έχουσιν παρρησίαν προς τον Θεόν περισσοτέραν; Οι δε είπον μοι· ναι, τέκνον, μεγαλύτεροι είναι από ημάς· ότι ημείς μεν βλέπομεν καθ’ εκάστην ο εις τον άλλον μας, αναγινώσκομεν την ακολουθίαν κοινώς με πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Όταν πεινάσωμεν, ευρίσκομεν την τράπεζαν ετοίμην. Εάν ασθενήση κάποιος από ημάς σωματικώς ή και ψυχικώς, τον βοηθούσι και υπηρετούσιν οι άλλοι με πολλήν επιμέλειαν, και απλώς ει τι άλλο χρειασθώμεν, ευρίσκομεν την αρμόζουσαν θεραπείαν. Αλλά εκείνοι οι ευλογημένοι ησυχασταί δεν έχουσιν εξ ανθρώπων τινά παράκλησιν, αλλά εις μόνον τον Θεόν ολοψύχως ελπίζουσιν. Εάν τους έλθη πειρασμός εκ του δαίμονος, δεν έχουν τινά να τους συμβουλεύση. Εάν πεινάσουν ή διψήσουν ή γυμνητεύσουν ή άλλο όμοιον χρειασθούν, δεν έχουν τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος. Αλλά και εις τας ακολουθίας και προσευχάς σχολάζουσι περισσότερον, μη έχοντες σωματικόν εργόχειρον, και οι Άγγελοι του Θεού καθ’ εκάστην διακονούσιν αυτοίς, και όταν εξέρχεται η ψυχή αυτών εκ του σώματος την λαμβάνουσι μετά πολλής ευλαβείας και την φέρουν ενώπιον της Παναγίας Τριάδος ψάλλοντες με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ταύτα ακούσας εγώ ο ελάχιστος από τους θεοφόρους Πατέρας ετρώθην εις την καρδίαν από τον πόθον και τον έρωτα της αναχωρήσεως, και καθ’ εκάστην ηύξανεν ο πόθος αυτός και ετήκετο η ψυχή μου δια την αγάπην της ησυχίας. Λοιπόν μίαν νύκτα έλαβον ολίγους άρτους και εξήλθον του Μοναστηρίου, δεόμενος του Θεού να με οδηγήση όπου είναι ευάρεστον αυτώ να οικήσω. Φθάσας δε εις την έρημον, έβαλα εις τον νουν μου να μείνω εκεί εις ένα όρος, και τότε βλέπω έμπροσθέν μου φως μέγα. Όθεν φοβηθείς εβουλήθην να επιστρέψω πάλιν εις το κοινόβιον. Αλλ’ ευθύς εφάνη εις εκείνο το φως ένας ωραιότατος άνθρωπος, θαυμάσιος την θέαν και ένδοξος, λέγων μοι. Μη φοβηθής, Ονούφριε· εγώ ειμι Άγγελος του Θεού, όστις με επρόσταξε να σε φυλάττω από την ώραν της γεννήσεως έως την τελευταίαν ημέραν σου. Πορεύου λοιπόν εις την προκειμένην οδοιπορίαν σου και μη δειλιάσης πανουργίας του δαίμονος, ούτε πειρασμούς ή άλλο συνάντημα. Ότι εγώ είμαι μαζί σου, να σε διαφυλάττω έως ότου παραστήσω την ψυχήν σου εις χείρας Θεού. Ταύτα μοι λαλήσας ο Άγγελος, με συνώδευσεν έως μίλια εβδομήκοντα, όπου ήτο ένα σπήλαιον και τότε αυτός μεν έγινεν άφαντος, εγώ δε κρούσας την θύραν του σπηλαίου, είδον να εξέρχεται εις γηραιός και χαριέστατος την θέαν και εξαιρέτως ενάρετος. Αφού προσεκύνησα αυτόν, με ησπάσατο λέγων. Καλώς ήλθες, τέκνον και αδελφέ συνεργάτα Ονούφριε· ο Κύριος να σε περισκέπη και να σε διαφυλάττη εις τον φόβον αυτού. Εισελθόντων λοιπόν εις το σπήλαιον, έμεινα παρ’ αυτώ ολίγας ημέρας διδασκόμενος διάφορα πράγματα και αφ’ ου με ενουθέτησε ικανώς όσα είναι αναγκαία δια την άσκησιν, είπε μοι: Ανάστηθι, τέκνον, ίνα σε οδηγήσω εις εν σπήλαιον ησυχαστικόν εις την εσωτέραν έρημον, εις το οποίον θέλει ο Κύριος να οικήσης μόνος σου, να πολεμήσης ανδρείως κατά του δαίμονος, ίνα λάβης της νίκης τα τρόπαια. Περιπατήσαντες ουν νυχθήμερα τέσσαρα, εφθάσαμεν εις μίαν καλύβην μικράν, ήτις είχε φοίνικα και βρύσιν ωραίαν, και λέγει μοι. Ούτος εστιν ο τόπος, τον οποίον σου ηυτρέπισεν ο Κύριος εις κατοίκησιν. Έμεινε λοιπόν μετ’ εμού ημέρας τριάκοντα, διδάσκων με πάσαν ακρίβειαν της μοναχικής παλαίστρας, και απελθών εις το σπήλαιον αυτού ήρχετο κάθε χρόνον και με επεσκέπτετο, έως ου απέθανεν εδώ και τον ενεταφίασα. Το δε όνομά του ήτο Ερμείας από την φυλήν του Ισάχαρ, καθώς μου είπε. Ταύτα ακούσας εγώ ο Παφνούτιος είπον αυτώ. Γνωρίζω, πάτερ αγιώτατε, ότι πολύν κόπον εδοκίμασας εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο· πίστευσόν μοι αγαπητέ, ότι τόσην βάσανον υπέμεινα ώστε απηλπίσθην έως θανάτου δια την πολλήν καύσιν του θέρους και την του χειμώνος ψυχρότητα, πείναν και άλλας στενοχωρίας του σώματος· διότι τα ιμάτιά μου εφθάρησαν από την ψύχραν, και έμεινα ολόγυμνος, ασθενήσας ημέρας πολλάς, και άλλους πειρασμούς και βάσανα έπαθα, ώστε δεν φθάνει γλώσσα να τα διηγηθή. Και πάντα ταύτα υπέμεινα καρτερικώς, στοχαζόμενος, καθώς είναι πρέπον να κάμνη έκαστος, τα ανεκλάλητα αγαθά, τα οποία ητοίμασεν ο Θεός δια τους αγαπώντας Αυτόν. Ο δε Κύριος, ιδών την πολλήν μου στενοχωρίαν, εκέλευσε και εφύτρωσαν τρίχες εις όλον το σώμα μου, και σκεπόμενος υπ’ αυτών δεν ησθανόμην πλέον το ψύχος ή άλλην βάσανον. Αλλά και καθ’ εκάστην ημέραν μου έφερεν άγιος Άγγελος ένα άρτον, δια να στηρίζωμαι και να δουλεύω τω Θεώ με περισσοτέραν θερμότητα. Ακούσας ταύτα περά του Οσίου εθαύμασα, και είπον αυτώ· πόθεν κοινωνείς των θείων Μυστηρίων; Ο δε απεκρίνατο. Πάσαν Κυριακήν έρχεται άγιος Άγγελος και μας μεταλαμβάνει όλους τους ερημίτας, και την ημέραν αυτήν καθ’ ην θα κοινωνήσωμεν, πληρούμεθα πάσης πνευματικής παρακλήσεως. Ούτε πεινώμεν ή διψώμεν ούτε πόνον ή άλλην θλίψιν αισθανόμεθα, και όταν κάποιος εξ ημών επιθυμήση να ίδη άνθρωπον, αναλαμβάνεται υπό των Αγγέλων εις τον παράδεισον, και θεωρών τοσαύτην λάμψιν και ωραιότητα των ουρανίων ταγμάτων εξίσταται, μετέχων εκείνου του θείου φωτός· χαίρει τω πνεύματι· ευφραίνεται και αγάλλεται περισσώς, τοσούτου αγαθού αξιούμενος, λησμονεί τελείως όλους του προτέρους κόπους και τας στενοχωρίας τας οποίας υπέμεινεν· εις δε το μέλλον εξάπτεται μάλλον ο πόθος του εις τον ένθεον έρωτα, και δουλεύει περισσότερον εξ όλης της ψυχής εις τους πνευματικούς αγώνας, δια ν’ αξιωθή να κληρονομήση αιωνίως τοσαύτην μακαριότητα. Ταύτα του αειμνήστου Ονουφρίου διηγουμένου μοι, ησθανόμην τοσαύτην γλυκύτητα, ώστε ελησμόνησα παντελώς τα λυπηρά της οδοιπορίας, την πείναν και δίψαν και όλον τον κόπον εις ουδέν λογισάμενος. Ενδυναμωθείς δε ψυχή τε και σώματι, είπον αυτώ μετ’ αγαλλιάσεως, Μακάριος εγώ, όστις ηξιώθην και είδον σε, και ήκουσα τους γλυκυτάτους λόγους σου. Ο δε είπε μοι. Ας καταπαύσωμεν τον λόγον, ω τέκνον, και ας υπάγωμεν ίνα ίδης την κατοικίαν μου. Περιπατήσαντες ουν τρία μίλλια, εφθάσαμεν εις μικράν καλύβην έχουσαν πηγήν και φοίνικα πλησίον αυτής, και ευξάμενοι εκαθήσαμεν τα περί Θεού διηγούμενοι. Της δε ημέρας τελειουμένης, περί την ηλίου δύσιν βλέπω εις το μέσον του κελλίου ένα άρτον μεγάλον και ωραιότατον. Ο δε Άγιος είπε μοι. Έγειρε, τέκνον μου, φάγε και πίε ει τι εξαπέστειλεν ο Κύριος, ότι πολύ είσαι ταλαιπωρημένος από την οδοιπορίαν και εάν δεν φάγης έχεις κίνδυνον. Εγώ δε είπον. Ζη Κύριος ο Σωτήρ ημών, ου ενώπιον παριστάμεθα, ου μη φάγω, εάν δεν φιλευθώμεν με αδελφικήν αγάπην αμφότεροι. Επί πολύ λοιπόν τον παρεκάλεσα και μετά βίας τον κατέπεισα. Ευλογήσας λοιπόν την τράπεζαν, έκοψε τον άρτον, και φαγόντες εις δόξαν Θεού εχόρτασα και μας απέμεινεν άρτος. Μετά την ευχαριστίαν επεράσαμεν όλην την νύκτα προσευχόμενοι. Πρωϊας γενομένης βλέπω την όψιν του προσώπου τού Αγίου χλωμήν και ενηλλαγμένην. Όθεν δειλιάσας, ηρώτησα το αίτιον τούτου. Ο δε λέγει μοι. Μη φοβηθής, αδελφέ, ότι ο περί πάντας αγαθός και ευσπλαγχνος Κύριος σε απέστειλε, να ενταφιάσης το σώμα μου. Ιδού γαρ σήμερον τελειώνει η παροικία μου και απελεύσεται η ψυχή μου εις την ανεκλάλητον ευφροσύνην της ουρανίου μακαριότητος, και ενθυμού όταν υπάγης εις την Αίγυπτον να κηρύξης εις τους μοναχούς, και εις όλους τους χριστιανούς, ότι εζήτησα ταύτην την χάριν παρά Θεού, όστις τελέση το μνημόσυνόν μου και εορτάση με, ή γράψη και κηρύξη τον βίον μου, καθώς σου τον εδιηγήθηκα, να μη του έλθη ποσώς εκ του διαβόλου πειρασμός. Εγώ δε είπον αυτώ. Μεγάλως επιθυμώ, πάτερ Άγιε, τούτον τον τόπον, και δος μοι την ευλογίαν σου, να τελέσω ενθάδε το υπόλοιπον της ζωής μου. Λέγει μοι· δεν σε απέστειλεν ο Κύριος να μείνης εδώ, αλλά μόνον να ενταφιάσης το σώμα μου και να ευφρανθής με τους Οσίους δούλους Αυτού, όσοι οικούσιν εις ταύτην την έρημον και να κηρύξης εις τον κόσμον τοις φιλοχρίστοις την πολιτείαν αυτών εις δόξαν Θεού, ίνα τους μιμηθώσι το κατά δύναμιν. Αφού ήκουσα ταύτα παράτου Αγίου έπεσον εις τους πόδας του λέγων. Γινώσκω, αγιώτατε Πάτερ, ότι όσα αιτήσεις τω Θεώ δώσει σοι δια τους πολλούς σου αγώνας. Δέομαι λοιπόν και παρακαλώ σε να με ευλογήσης να γίνω εις την αρετήν όμοιός σου, να λάβω παρά Θεού μετά σου την αυτήν δόξαν και όμοιον στέφανον εις την αιώνιον ζωήν, καθώς εις ταύτην ηξιώθην και σε απήλαυσα. Ο δε απεκρίνατο. Ο Κύριος να μη σε λυπήση εις αυτό όπερ εζήτησας, αλλά να σε ευλογήση και να σε στηρίξη εις την αγάπην Του, να σε λυτρώση από πάσαν αμαρτίαν και πειρασμόν του αντικειμένου, και να τελειώση εις σε το έργον, το οποιον επόθησας. Οι Άγγελοί Του να σε σκεπάσωσι και να σε φυλάξωσιν από τας επιβουλάς του εχθρού, δια να μη εύρη ο ψυχοφθόρος ουδέν πταίσμα εις σε κατά την ώραν της κρίσεως, και η ευλογία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είη μετά σου εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Ταύτα ειπών και κλίνας τα γόνατα, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, λέγων μετά δακρύων. Ύψιστε Θεέ και αόρατε, ου η δύναμις ανεξιχνίαστος και η δόξα ακατανόητος και ανέκφραστος, και το έλεος άπειρον και αμέτρητον, υμνώ, ευλογώ, προσκυνώ και δοξάζω Σε, Ον επόθησα εκ νεότητός μου, και Σοι ηκολούθησα. Επάκουσόν μου, προς Σε γαρ εκέκραξα, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου, ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ’ έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου, τη Ση δεξιά σκέπασόν με, ίνα μη ταραχθή η ψυχή μου από τους δαίμονας, όταν εξέρχεται εκ του σώματος, αλλά παράλαβε αυτήν δι’ αγίων Αγγέλων Σου και κατάταξον αυτήν ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου Σου, ότι ευλογητός Ει και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Μνήσθητι, πανοικτίρμων και πολυέλεε, του πιστού λαού Σου· και όστις ευρεθή εις κίνδυνον θαλάσσης ή εις θυμόν δικαστού ή εις άλλην τινά στενοχωρίαν, και Σε επικαλεσθή λέγων: Παντοδύναμε Κύριε, δια πρεσβειών του δούλου σου Ονουφρίου ελέησόν με, παρακαλώ την βασιλείαν σου, καθώς μου έταξες, επάκουσον της δεήσεως αυτού. Ταύτα προσευξάμενος είπε: Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου, και ούτως έπεσεν ύπτιος εις την γην, και πάλιν προσηύχετο μυστικά. Το δε πρόσωπόν του έγινεν ως φως, και τότε ωσφράνθην τόσην ευωδίαν, ώστε έμεινα εξεστηκώς από την άρρητον εκείνην πνοήν του Παραδείσου και γλυκύτητα, ευθύς δε έγιναν βρονταί και αστραπαί φοβεραί. Τότε έπεσον από τον φόβον μου εις την γην και βλέπω ανεωγμένους τους ουρανούς, και πάσαν την στρατιάν των Αγγέλων ψάλλουσαν άνωθεν του Αγίου γλυκυτάτους ύμνους και μελωδικά άσματα ευτάκτως με λαμπάδας ανημμένας και χρυσά θυμιατά εις τας χείρας αυτών ως διάκονοι. Εις δε το μέσον αυτών εφάνη φως μέγα, και εκ του φωτός εξήλθε φωνή γλυκυτάτη λέγουσα. Δεύρο, ψυχή φιλτάτη μου, ίνα σε οδηγήσω εις εκείνην την ανάπαυσιν των δικαίων και την άρρητον αγαλλίασιν, την οποίαν επόθησας. Τότε εξήλθε του σώματος η μακαρία εκείνη ψυχή εν είδει λευκοτάτης περιστεράς, και λαβών αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τας παναχράντους χείρας Αυτού ανήλθεν εις τους ουρανούς με τους Αγίους Αγγέλους, ψάλλοντας με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Εγώ δε εγερθείς κατεφίλουν μετά δακρύων το ιερώτατον λείψανον, το οποίον εξήστραπτεν ως πολυτίμητος μαργαρίτης και ευωδίαζεν ως αρώματα. Οδυρόμενος ουν αμέτρως ώραν πολλήν, διότι εστερήθην τόσον τάχιστα τοιούτου πολυτίμου θησαυρού, τον οποίον με τόσον κόπον απέκτησα, διελογιζόμην πως να σκάψω την γην να τον κρύψω, αφού εργαλείον δεν είχον σιδηρούν. Τότε ήλθον δύο λέοντες, και πλησιάσαντες με πραότητα έλειχον τους πόδας αυτού, και έκαμνον σχήματα τινά πένθους και θλίψεως, ώσπερ να ήσαν λογικά κτίσματα. Εγώ δε είπον προς αυτούς: ηξεύρω, ότι ο Θεός σας έστειλε να ενταφιάσωμεν το άγιον λείψανον· επειδή και τα άλογα ζώα υμνούσι τον ποιητήν και υπακούουσιν εις Αυτόν. Και λαβών την ράβδον μου εσημείωσα εις την γην το μήκος του τάφου. Οι δε έσκαψαν με τους όνυχας αυτών και έκαμαν λάκκον. Αφού λοιπόν αφήρεσα το άλλο ήμισυ επανωφόριόν μου, το οποίον μού έμεινεν από τον προαναφερθέντα ερημίτην, και τυλίξας το άγιον λείψανον μετ’ ευλαβείας ενεταφίασα αυτό· οι δε λέοντες ποιήσαντες μετάνοιαν εις τον τάφον του Αγίου και εις εμέ τον ελάχιστον ανεχώρησαν. Έμεινα τότε εγώ κλαίων, συλλογιζόμενος την αναξιότητα και τας αμαρτίας μου, και έλεγον ταύτα. Ουαί μοι τω αθλίω και οκνηρώ. Πόσους δούλους επιμελείς και εναρέτους έχει ο Κύριός μου και στρατιώτας ανδρείους; Αλλ’ όμως εγώ, αμελής τε και ράθυμος, ποίαν απολογίαν θα δώσω τω κτίστη μου; Ποίον βραβείον και στέφανον νίκης να λάβω, αφού δεν επολέμησα ποτέ μου κατά του δαίμονος; Ταύτα λέγων διελογιζόμην να υπομείνω εις εκείνον τον τόπον και να αγωνίζωμαι. Αλλ’ ευθύς έγινε σεισμός, και πεσόντος του όρους εκείνου, εσκέπασεν όλον το σπήλαιον, την πηγήν και τον φοίνικα, και άπαντα ηφανίσθησαν. Εγώ δε το συμβάν θεασάμενος, ηννόησα ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να μείνω εκεί και έκλαιον. Επιφανείς δε έμπροσθέν μου ο προρρηθείς Άγγελος είπέ μοι. Μη κλαίης, αλλά χαίρε μάλλον, ότι ηξιώθης και είδες θαυμάσια. Πορευθείς λοιπόν εις Αίγυπτον, κήρυξον άπαντα τα περί του μακαρίου Ονουφρίου και των λοιπών, όσα είδες και θέλεις ίδει εις ταύτην την έρημον. Άπελθε λοιπόν εις ειρήνην παρά Θεού ενδυναμούμενος. Εκοιμήθη δε ο πανόλβιος Ονούφριος τη ιβ΄ (12η) Ιουνίου, εις δόξαν του Κυρίου υμών Ιησού Χριστού. Μετά ταύτα αναχωρήσας εκείθεν και περιπατήσας ημέρας τέσσαρας, έφθασα εις ένα κελλίον, και εισελθών εν αυτώ ουδένα εύρον εντός. Διο καθήσας περιέμενον τον οικήτορα, όστις ήλθε μετ’ ολίγην ώραν, και ήτο θαυμαστός την θέαν και σεβάσμιος, πολιός την τρίχα, ενδεδυμένος ιμάτιον πεπλεγμένον με φύλλα φοίνικος, το δε πρόσωπον αυτού εφαίνετο ως θείου Αγγέλου, και λέγει μοι. Ειρήνη σοι, αδελφέ μου και συνεργάτα Παφνούτιε, ο τον μακάριον ενταφιάσας Ονούφριον. Εγώ δε ταύτα ακούσας εθαύμασα και πεσών επί γης αυτώ προσεκύνησα. Ο δε είπέ μοι· ανάστα, τέκνον. Ο Κύριος σε ηξίωσε να απολαύσης τους φίλους Του, όστις και την έλευσίν σου μας απεκάλυψε. Γίνωσκε δε ότι εξήντα έτη έχομεν κατοικούντες εις ταύτην την έρημον και ουδένα είδομεν άλλον τινά άνθρωπον. Ούτω συνομιλούντων ημών, έφθασαν άλλοι τρεις γηραλέοι όμοιοι μετ΄αυτού εις το χρώμα και το ένδυμα, και ασπασάμενος αυτούς, εκαθήσαμεν εξηγούμενοι περί του μακαρίου Ονουφρίου και άλλων Αγίων. Έπειτα μου είπον: έγειρε, τέκνον, να φιλευθώμεν, ίνα στηριχθή η καρδία σου, ότι πολύν δρόμον επεριπάτησας, και ημείς τώρα χάριν σου συνήχθημεν, ίνα συνευφρανθώμεν ψυχή τε και σώματι. Εγερθέντες λοιπόν προσηυχήθημεν και ιδού βλέπω πέντε άρτους ζεστούς, ως να τους εξήγαγον εκείνην την ώραν από τον κλίβανον, έφερον δε και αυτοί άλλο είδος βρώσιμον, και εφάγαμεν προς αυτάρκειαν. Μετά την ευχαριστίαν μοι είπον. Ιδού σήμερον, ως ήκουσας, εξηκονταετή χρόνον έχομεν εις ταύτην την έρημον, και καθ’ εκάστην μάς έρχονται τέσσαρες άρτοι εκ θείου προστάγματος. Σήμερον δε χάριν σου ευρέθησαν πέντε. Και δεν ηξεύρομεν πόθεν φέρονται, μόνον αφού αναγνώσωμεν την ακολουθίαν του εσπερινού ευρίσκομεν αυτούς εις την τράπεζαν. Μετά ταύτα ετελέσαμεν αγρυπνίαν, όλην την νύκτα ευχόμενοι· και πρωϊας γενομένης τους παρεκάλεσα να μοι είπουν τα ονόματά των, πλην δεν ηθέλησαν, αλλ’ απεκρίθησαν· εκείνος όστις γινώσκει τα πάντα ηξεύρει και ημών τα ονόματα. Μόνον συγχώρησόν μας, και πρέσβευε ίνα ίδωμεν αλλήλους εις τον Παράδεισον. Ευλογηθείς λοιπόν παρ’ αυτών ανεχώρησα, και περιπατήσας ημέραν μίαν έφθασα εις τόπον πολύ ωραίον και επιτήδειον, ένθα ήτο σπήλαιον και πηγή ύδατος, και επότιζε διάφορα δένδρα από καρπούς φορτωμένα, ώστε εθαύμαζα δια το πλήθος και την ποικιλίαν αυτών. Ήσαν δε παντός είδους δένδρα, των οποίων η γεύσις των καρπών ήτο γλυκυτέρα του μέλιτος, και η ευωδία θαυμάσιος, τόσον ώστε μοι εφαίνετο ως να ευρισκόμην εις τον Παράδεισον. Ενώ λοιπόν εθαύμαζον την ωραιότητα αυτών, βλέπω τέσσαρας νέους ωραιοτάτους και ευειδείς, ενδεδυμένους δέρματα προβάτων, οίτινες πλησιάσαντες είπον μοι. Χαίροις, αδελφέ Παφνούτιε. Εγώ δε πεσών επί γης προσεκύνησα αυτούς. Αφού δε εκείνοι με ήγειραν εκαθήσαμεν συνομιλούντες. Ήσαν δε εις την όψιν τοσούτον ένδοξοι, ώστε ενόμιζα ότι ήσαν Άγγελοι εξ ουρανού κατερχόμενοι. Λαβόντες δε εκ των καρπών μου έδωσαν εις βρώσιν, δεικνύοντες ευσπλαγχνίαν και αγάπην πολλήν προς εμέ. Παρέμεινα δε εκεί ημέρας επτά, και ερωτήσας αυτούς πόθεν ήσαν, και πως ήλθον εις τον τόπον εκείνον, μοι απεκρίθησαν: Επειδή ο Κύριος σε απέστειλε, θα σου είπωμεν την αλήθειαν. Ημείς είμεθα από μίαν πόλιν καλουμένην Οξύρυχον. Οι γονείς μας είναι οι πρώτοι άρχοντες της πόλεως, βουλευταί την αξίαν, οίτινες μας έβαλαν εις τα γράμματα και αφού εμάθομεν τα κοινά, ηθέλησαν να μας στείλουν εις την σπουδήν, να μάθωμεν φιλοσοφικά. Και ημείς, αφού συνεσκέφθημεν, απεφασίσαμεν, του Θεού συνεργούντος, να μάθωμεν κάλλιον την σοφίαν Αυτού. Και ούτω ανεχωρήσαμεν κρυφίως από την πατρίδα μας και ήλθομεν εις την έρημον, έχοντες μεθ’ ημών ολίγους άρτους και ύδωρ μέτριον, τα οποία μας έφθασαν μίαν εβδομάδα. Έπειτα επεράσαμεν ημέρας πολλάς με πείναν και κακοπάθειαν, μη γνωρίζοντες τι να πράξωμεν και τότε βλέπομεν ενώπιον ημών άνδρα ένδοξον, ο οποίος μας έφερεν εις τούτον τον τόπον, και μας παρέδωκεν εις ένα άγιον γέροντα, όστις έζησεν ένα χρόνον διδάσκων ημάς πως να δουλεύωμεν τω Κυρίω. Και πληρωθέντος του χρόνου ετελειώθη ο Όσιος, και ιδού έχομεν εξ χρόνους ενταύθα, και δεν εφάγομεν άρτον ή άλλην τινά βρώσιν, ειμή μόνον από των καρπών τούτων των δένδρων. Τας πέντε ημέρας της εβδομάδος διαμένει έκαστος χωριστά ησυχάζων, το δε Σάββατον συναντώμεθα εδώ και διερχόμεθα τας δύο ημέρας αδελφικώς σιτιζόμενοι. Και πάλιν επιστρέφομεν εις την ησυχίαν, και ο εις δεν γνωρίζει του άλλου τους αγώνας και τα κατορθώματα. Εγώ δε είπον αυτοίς. Πόθεν κοινωνείτε των θείων μυστηρίων; Οι δε απεκρίθησαν· δια τούτο συναγόμεθα και ετοιμάσου να κοινωνήσης αύριον, ότε έρχεται Άγγελος Κυρίου και μας μεταλαμβάνει δια χειρός αυτού το άγιον Σώμα και Αίμα του Χριστού. Εγώ δε ακούσας εχάρην και εμείναμεν ψάλλοντες όλην την νύκτα, υμνούντες τον Βασιλέα Χριστόν. Το πρωϊ, όταν ήλθεν ο Άγγελος Κυρίου, ωσφράνθημεν οσμήν και ευωδίαν τερπνήν και θαυμάσιον, και επληρώθημεν ευφροσύνης εξ αυτού. Εγώ δε έμεινα εξεστηκώς, ως εάν ήμην εις τον Παράδεισον. Και ενδυναμωθείς τη καρδία υπό του Αγγέλου, ηγέρθην και κοινωνήσαντες δια χειρός αυτού, μας ηυλόγησε λέγων. «Γένοιτο εν υμίν το Σώμα τούτο και Αίμα του Δεσπότου Ιησού Χριστού του Θεού ημών τροφή άφθαρτος και ζωή αιώνιος». Και αποκριθέντες μετά φόβου είπομεν το Αμήν. Ήτο δε ημέρα Κυριακή, και εμείναμεν με χαράν μεγάλην εις τας καρδίας μας, και τότε είπε προς με ο Άγγελος. Άπελθε, Παφνούτιε, εις την Αίγυπτον, κήρυξον εις τους ευσεβείς πάντα όσα είδες και ήκουσας εις την έρημον, εξαιρέτως δε τα περί του Οσίου Ονουφρίου, τον οποίον σε ηξίωσεν ο Κύριος και απήλαυσες και συνηρίθμησέ σε μετά των Αγίων αυτού. Εγώ δε εζήτησα χάριν από τον Άγγελον να μοι συγχωρήση να κατοικήσω με τους Αγίους εκείνους έως το τέλος της ζωής μου και είπέ μοι. Καθώς ήρεσε τω Θεώ, ούτως είναι ανάγκη να γίνεται το άγιον Αυτού θέλημα, και οποίαν εργασίαν και πράξιν δυνηθή τις να τελέση κατά Θεόν πολιτευόμενος, λαμβάνει την αμοιβήν πολλαπλασίαν. Ύπαγε λοιπόν εις το κελλίον σου, επειδή ούτως ο Δεσπότης επρόσταξε. Και τον αυτόν μισθόν θέλεις απολαύσει εν ημέρα ανταποδόσεως, ώσπερ και αυτοί. Διότι είναι γεγραμμένον εις την βίβλον των Δικαίων το όνομά σου, ως είπόν σοι. Ταύτα ειπών ο Άγγελος άφαντος εγένετο. Οι δε αδελφοί ητοίμασαν τράπεζαν και εφάγομεν οπώρας εις δόξαν Θεού και όλην την ημέραν ησθανόμην την άρρητον εκείνην ευωδίαν. Την ακόλουθον νύκτα εποιήσαμεν αγρυπνίαν και το πρωϊ αποχαιρετήσας αυτούς τους παρεκάλεσα να μου είπουν τα ονόματά των. Οι δε απεκρίθησαν, ότι ο πρώτος εκαλείτο Ιωάννης, ο δεύτερος Ανδρέας, ο τρίτος Ηρακλαίμων, και ο άλλος Θεόφιλος. Οίτινες με συνώδευσαν πέντε μίλια, και τότε, ασπασάμενοι αλλήλους, επέστρεψαν εις το κελλίον των. Εγώ δε επορευόμην λυπούμενος άμα και ευφραινόμενος. Λύπην μεν είχον, ότι δεν ηξιώθην να οικήσω και εγώ εις τοιούτον τόπον ωραίον και πανευφρόσυνον. Χαράν δε πάλιν, ενθυμούμενος τας ευλογίας, ας έλαβον από τους οσίους δούλους του Χριστού, και από τον άγιον Άγγελον. Οδοιπορήσας λοιπόν ημέρας τρεις έφθασα εις την Αίγυπτον, και ευρών πολλούς αδελφούς φοβουμένους τον Κύριον ανεπαύθην μετ’ αυτών ημέρας δέκα, διηγούμενος εις αυτούς άπαντα τα άνωθεν ειρημένα. Οι δε ακούσαντες έκλαυσαν από την χαράν, ευχαριστούντες τον Κύριον. Ήσαν δε οι αδελφοί ούτοι φιλόχριστοι και φιλόξενοι, οίτινες έγραψαν σπουδαίως όσα ελάλησα, και τα έστειλαν εις όλην την Σκήτην, και τα ανέγνωσαν εις τους Αγίους Πατέρας, και πάντες εδόξασαν τον Θεόν. Έως εδώ είναι λόγοι του μακαρίου Παφνουτίου, ο οποίος, αφού έφθασεν εις το κελλίον του, έζησεν ολίγον καιρόν. Και τότε είδεν Άγιον Άγγελον λέγοντα αυτώ. Ελθέ, Όσιε του Θεού, εις τας ακινήτους σκηνάς ίνα αγάλλεσαι μετά των δικαίων, των τω Θεώ εν ερήμοις και όρεσιν ευαρεστησάντων. Ταύτα ακούσας ο Όσιος ηυχαρίστησε τω Κυρίω. Και ζήσας ολίγην ώραν απήλθε προς τον ποθούμενον, εις εκείνην την ανέκφραστον ηδονήν και άρρητον αγαλλίασιν, ης αξιωθείημεν και ημείς ταις των Οσίων Ονουφρίου και Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων πρεσβείαις. Ίνα συνευφραινώμεθα μετ’ αυτών εις αιώνα τον ατελεύτητον δοξάζοντες Πατέρα και Υιόν συν τω Αγίω Πνεύματι, την μίαν και μόνην Θεότητα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Ιουνίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΑΚΥΛΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ακυλίνα η Αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει 298 καταγομένη εκ της Βίβλου, πόλεως της Παλαιστίνης θυγάτηρ περιφανούς τινος άρχοντος, Ευτολμίου ονομαζομένου. Πενταετής εβαπτίσθη υπό του Επισκόπου Ευθαλίου, όταν δε έφθασεν εις το δέκατον έτος της ηλικίας της εδίδασκε τας ομήλικας αυτής κόρας να απέχωσι μεν από της πλάνης των ειδώλων, να προσέρχωνται δε εις την πίστιν του Χριστού· όθεν δια την αιτίαν ταύτην διεβλήθη εις τον ανθύπατον Ουλοσιανόν παρά τινος Νικοδήμου. Προσήχθη λοιπόν έμπροσθεν του ηγεμόνος, και ερωτηθείσα ωμολόγησε παρρησία το όνομα του Χριστού. Διο έδειραν αυτήν ασπλάγχνως και με σιδηράς βελόνας πυρακτωμένας διετρύπησαν τα ώτα της, ώστε έρρεον τα αίματα εκ της ρινός. Έπειτα λαβούσα την δια ξίφους απόφασιν, απεκεφαλίσθη και ούτως η μακαρία έλαβε παρά Κυρίου τον αμάραντον του μαρτυρίου στέφανον. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτής Ναόν, ο οποίος κείται πλησίον εις τον τόπον τον καλούμενον της Φιλοξένου, εν τω περιτειχίσματι.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”