Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Ιουνίου, μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥΣ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.

Δημοσίευση από silver »


Μητροφάνης, ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ήκμασε κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου του Μεγάλου εν έτει τκ΄ (320) υιός ων Δομετίου, αδελφού Πρόβου, του βασιλεύσαντος εν έτει σοστ΄ (276). Είχε δε ο Δομέτιος δύο υιούς, τον Πρόβον και τον Μητροφάνη. Χρησάμενος δε ο Άγιος σώφρονα και ορθόν λογισμόν και θεωρήσας την θρησκείαν των ειδώλων ψευδή και πεπλανημένην, προσήλθεν εις την αληθή πίστιν του Χριστού και πορευθείς εις το Βυζάντιον συνανεστρέφετο μετά του Τίτου, του Επισκόπου Βυζαντίου, όστις ήτο ανήρ άγιος και θεοφόρος. Βλέπων δε τον Μητροφάνη όντα εστολισμένον δια πολλών αρετών, συνηρίθμησε τούτον μετά των Κληρικών, ήτοι εποίησεν αυτόν αναγνώστην. Αφ’ ου δε απέθανεν ο άγιος Τίτος, εγένετο Επίσκοπος του Βυζαντίου Δομέτιος, ο πατήρ του αγίου Μητροφάνους. Αποθανόντος δε του Δομετίου, διεδέχθη τον Επισκοπικόν θεόνον ο υιός αυτού Πρόβος και αφ’ ου εκείνος εκυβέρνησε την Εκκλησίαν επί δώδεκα έτη, απήλθε προς Κύριον, ότε ανήλθεν εις τον θρόνον του Βυζαντίου ο άγιος Μητροφάνης, ο του Πρόβου μεν αδελφός, του δε Δομετίου υιός. Τούτον τον θείον Μητροφάνην ευρών ο Μέγας Κωνσταντίνος Επίσκοπον εν τω Βυζαντίω κατενόησε την αρετήν του, την ευθύτητα της γνώμης και την αγιότητα αυτού. Όθεν, λέγεται, ότι όχι μόνον ηγάπησε τον τόπον εκείνον του Βυζαντίου δια την καλήν τοποθεσίαν του, δια την ευκρασίαν των τεσσάρων εποχών του ενιαυτού και διότι δεξιούται και υπηρετείται, ως υπό δύο χειρών, υπό τε της ξηράς και της θαλάσσης και διότι αυτός προκάθηται των δύο μερών της Οικουμένης, της Ευρώπης δηλαδή και της Ασίας, ου μόνον, λέγω, δια ταύτα ηγάπησεν ο Μέγας Κωνσταντίνος το Βυζάντιον, αλλ’ ουχ ήττον και δια την αρετήν και αγιότητα του θείου Μητροφάνους, του εν αυτώ επισκοπεύοντος. Όθεν εφάνη φιλότιμος εις τον τόπον εκείνον και χωρίς να φεισθή εξόδων έκτισε την θαυμαστήν μεγαλόπολιν Κωνσταντινούπολιν , ήτις διακρίνεται και υπερέχει όλων των πόλεων της οικουμένης και εκεί εγκαθίδρυσε τον θρόνον του μετακομίσας αυτόν εκ της αρχαίας Ρώμης. Όταν δε συνήλθεν εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος εν έτει τκε΄ (325), ο μακάριος ούτος Μητροφάνης, ένεκα του γήρατος και της πασχούσης υγείας του, δεν ηδυνήθη να μεταβή εις την Σύνοδον αυτοπροσώπως, διότι ήτο κλινήρης, απομαρανθείσης της φυσικής δυνάμεως του σώματός του. Απέστειλεν όθεν τοποτηρητήν εις την Σύνοδον τον πρώτον αυτού Πρεσβύτερον Αλέξανδρον, άνδρα τίμιον, τον οποίον αφήκε και διάδοχον του θρόνου εν έτει τκε΄ (325). Αφ’ ου δε διελύθη η Σύνοδος και επανήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετά των θεοφόρων Πατέρων, έλεγεν ο θείος Μητροφάνης, ότι απεκάλυψεν εις αυτόν ο Θεός να γίνωσι διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως ο ρηθείς πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος και μετ’ αυτόν ο Παύλος, ως αρέσκοντες τω Θεώ και ως άξιοι του Πατριαρχικού αξιώματος. Ούτω λοιπόν κοιμηθείς ο μακάριος Μητροφάνης απήλθε προς Κύριον. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία και εν τω σεβασμίω αυτού Ναώ, τω κειμένω πλησίον του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου, εν τω Επτασκάλω, όπου ευρίσκεται και το τίμιον και άγιον αυτού λείψανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΔΩΡΟΘΕΟΥ Επισκόπου Τύρου.

Δημοσίευση από silver »

Δωρόθεος ο αοίδιμος εγένετο Επίσκοπος της πόλεως Τύρου, κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού εν έτει τγ΄ (303), κατέχων καλώς άπαντα τα κεφάλαια της Παλαιάς και Νέας Γραφής. Και εν όσω μεν έζη ο Διοκλητιανός και ο Λικίνιος, ο Άγιος Ιερομάρτυς Δωρόθεος είχε φύγει από την Τύρον ένεκα του διωγμού και ευρίσκετο εις την Δυσσόπολιν, την ευρισκομένην εις τα μέρη της Θράκης. Αφού δε οι βασιλείς εκείνοι απέθανον, επανήλθε πάλιν εις την Τύρον και εποίμαινε την Αγίαν του Θεού Εκκλησίαν, μέχρι των χρόνων Ιουλιανού του Παραβάτου, εν έτει τξα΄ (361). Επειδή δε ο δυσσεβής Ιουλιανός δεν εφόνευε φανερά τους Χριστιανούς, όταν το πρώτον εβασίλευσεν, αλλά κρυφίως, τούτου ένεκα, ακούσας ο θείος ούτος Δωρόθεος την κακομηχανίαν αυτού, έφυγεν από την Τύρον και μετέβη πάλιν εις την ανωτέρω Δυσσόπολιν. Αλλ’ ουδέ εκεί ηδυνήθη να διαφύγη τον διωγμόν των ειδωλολατρών. Διότι συλληφθείς υπό των αρχόντων του Ιουλιανού, πολλάς τιμωρίας υπέστη εις το γεροντικόν αυτού σώμα ο αοίδιμος, επειδή ήτο τότε εκατόν επτά ετών. Όθεν εντός των βασάνων ευρισκόμενος παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, αφού πρότερον συνέγραψε πολλά ψυχωφελή συγγράμματα εις την Ελληνικήν και την Λατινικήν, μετά σπουδής φιλοπόνου και φυσικής επιτηδειότητος και τα οποία αφήκεν ως πατρικήν κληρονομίαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών Ιλαρίωνος του νέου, Ηγουμένου της Μονής των Δαλμάτων

Δημοσίευση από silver »


Ιλαρίων, ο Όσιος πατήρ ημών, ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Νικηφόρου του Πατρικίου εν έτει ωβ΄ (802) και Σταυρακίου, Μιχαήλ Ραγκαβέ και Λέοντος Αρμενίου του εικονομάχου. Κατήγετο δε εκ Καππαδοκίας, πατέρα μεν έχων Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε Θεοδοσίαν. Ο πατήρ αυτού ήτο γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή αυτός εχορήγει τον άρτον της βασιλικής τραπάζης. Αφού δε ο Όσιος εγεννήθη και απεγαλακτίσθη, εστάλη εις σχολείον δια να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Ότε δε έφθασεν εις την ηλικίαν των είκοσι χρόνων, εγκαταλείψας ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον και πάντα τον κόσμον, εγένετο Μοναχός εις το εν Κωνσταντινουπόλει Μοναστήριον, το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Κατόπιν αναχωρήσας εκείθεν, μετέβη εις το Μοναστήριον του Δαλμάτου και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι εγένετο μεγαλόσχημος. Όθεν τηρών υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχάζων, ειργάζετο ο αοίδιμος εις τον κήπον του Μοναστηρίου επί χρόνους δέκα. Αφού δε εκαθάρισε την ψυχήν του εξ όλων των παθών και ελάμπρυνεν αυτήν ως ήλιον δια των αρετών, εγένετο υπό της θείας χάριτος θαυματουργός διώξας από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, το οποίον ηνώχλει αυτόν. Δια τούτο ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εποίησεν αυτόν ιερέα, αν και μη θέλοντα. Ότε δε ο Ηγούμενος εκείνος ετελεύτησε, μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Μοναστήριον και διήλθεν εις τόπον καλούμενον Οψίκιον και εκείθεν μετέβη εις το Μοναστήριον των Καθαρών. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί του Μοναστηρίου του ανέφεραν εις τον τότε άγιον Νικηφόρον τον Πατριάρχην. Ο δε Πατριάρχης ανέφερε τούτο εις τον βασιλέα Νικηφόρον, παρακινήσας αυτόν να στείλη και να επαναφέρη τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις του Πατριάρχου και του βασιλέως, επέστρεψε και έγινεν Ηγούμενος και Αρχιμανδρίτης, καθώς ήτο η τοιαύτη εκεί συνήθεια, διορισθείσα υπό Συνόδου. Διήλθε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως τους πιστούς του Χριστού. Ότε δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Αρμένιος εν έτει ωιγ΄ (813) και ηθέτησε την προσκύνησιν των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων ωδηγήθη εις τον βασιλέα και ηναγκάζετο παρ’ αυτού, με διαφόρους λόγους, απειλάς και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας Εικόνας. Αλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν και ωνόμασεν άθεον και νέον παραβάτην Ιουλιανόν. Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς και απειλήσας ότι θα τω επιβάλη τιμωρίας πολλάς και φοβεράς έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν. Μετά παρέλευσιν αρκετού καιρού εκάλεσε πάλιν τον Όσιον έμπροσθέν του ο παράνομος βασιλεύς και επανέλαβε τους αυτούς λόγους, αλλά και πάλιν απέτυχεν. Κατόπιν παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Μελισσηνόν, τον και Κασσιτεράν ονομαζόμενον, δια να τον καταπείση δήθεν εκείνος. Επειδή όμως δεν εισηκούσθη παρά του Οσίου, επρόσταξε και έκλεισαν αυτόν εις σκοτεινήν φυλακήν, όπου πολλάς ημέρας εταλαιπωρήθη, προστάξας να μη δίδωσιν εις αυτόν ούτε άρτον, ούτε άλλο τι προς τροφήν. Τούτο μαθόντες οι Μοναχοί και μαθηταί του μετέβησαν εις τον βασιλέα, ειπόντες: Δος μας τον ποιμένα μας, ω βασιλεύς, και μετ’ ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. Ο βασιλεύς τότε, απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκε εις αυτούς τον Άγιον. Επειδή δε ο Άγιος ηργοπόρησεν εις το Μοναστήριόν του και λαβών ολίγην άνεσιν από της προτέρας ταλαιπωρίας ηλευθερώθη από την πείναν, την οποίαν εδοκίμασεν εις την φυλακήν, βλέπων ο βασιλεύς ότι οι Μοναχοί δεν θα εκπληρώσωσι την υπόσχεσίν των, αλλά ενέπαιξαν αυτόν, τους μεν Μοναχούς ετιμώρησε, τον δε Άγιον έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της πόλεως και εκεί τον εφυλάκισεν έξ μήνας, δια να ταλαιπωρηθή περισσότερον, επειδή ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου ήτο σκληρός, θηριώδης και άσπλαγχνος. Αφού παρήλθον οι εξ μήνες ο βασιλεύς επανέφερε πάλιν τον Άγιον εις τα βασίλεια και με κολακείας εδοκίμαζε να παρασύρη αυτόν. Αλλ’ επειδή και πάλιν ο Όσιος δεν εισήκουσεν, ο βασιλεύς επρόσταξε να φυλακίσωσι τον Όσιον εις το Μοναστήριον το ονομαζόμενον του Κυκλοβίου. Αφού δε παρήλθον δύο χρόνοι και εξ μήνες, εξέβαλεν εκείθεν τον Άγιον και εφυλάκισεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Νουμέρων. Κατόπιν επρόσταξε και έδειραν αυτόν αγρίως και κατόπιν εξώρισεν αυτόν εις το φρούριον το ονομαζόμενον Πριτόλιον. Αφού δε ο Λέων ο Αρμένιος εθανατώθη δια μαχαιρών εντός του ιδίου εκείνου Ναού, όπου δια πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την Εικόνα του Χριστού, έγινε βασιλεύς Μιχαήλ ο Τραυλός, εν έτει ωκ΄ (820). Τότε ο Άγιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την φυλακήν, εφιλοξενήθη υπό μιας χριστιανής εις το αγροκήπιόν της, ήτις και υπηρέτησεν αυτόν επί χρόνους επτά. Ως δε εβασίλευσεν ο υιός τού Τραυλού Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ (829), συνεκέντρωσεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους ομολογητάς των αγίων Εικόνων και εφυλάκισεν αυτούς. Τότε και ο μακάριος Ιλαρίων, εξετασθείς αν πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν και ελέγξας τον Θεόφιλον ως άθεον και απατεώνα, εδέχθη επί της ράχεως αυτού εκατόν δεκαεπτά ραβδισμούς και κατόπιν εξωρίσθη εις την νήσον Αφουσίαν, ήτις κείται πλησίον της νήσου Άλωνος, της τουρκιστί καλουμένης Πασά λιμάνι και υπόκειται εις τον Αρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Εκεί ο Όσιος, σκάψας πέτραν και κατασκευάσας μικρόν και στενώτατον κελλίον, δια δε της προσευχής αυτού κατορθώσας να αναβλύση εκ της γης ύδωρ, διήλθε χρόνους οκτώ. Αφ’ ου δε ετελεύτησεν ο Θεόφιλος και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα συνήθροισεν εις Κωνσταντινούπολιν άπαντας τους ομολογητάς και Οσίους Πατέρας τους ευρισκομένους εις την εξορίαν και αφού ανεστήλωσε και εκράτυνε την Ορθοδοξίαν δια της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων Εικόνων, τότε και ο Όσιος Ιλαρίων, ελευθερωθείς από την εξορίαν, ανέλαβε πάλιν το Μοναστήριόν του διαλάμπων εν αυτώ δια θαυμάτων. Τρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Κύριον εις ηλικίαν χρόνων εβδομήκοντα.


ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΤΗΣ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ -- ΗΤΟΙ ΤΩ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Τη αυτή ημέρα Σαββάτω προ της Πεντηκοστής μνήμην επιτελούμεν πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου.

Κατά το Σάββατον τούτο, όπερ προηγείται της Αγίας Πεντηκοστής, εθέσπισαν οι Άγιοι Πατέρες, ίνα επιτελώμεν μνήμην πάντων των απ’ αιώνος ευσεβώς τελευτησάντων ανθρώπων, καθώς τούτο διέταξαν να γίνεται και κατά το Σάββατον προ των Απόκρεω. Προσέταξαν δε τούτο υπό φιλανθρωπίας κινούμενοι, ίνα και όσοι δι’ οιανδήποτε αιτίαν δεν έτυχον των κατά μέρος συνήθων μνημοσύνων, συμπεριληφθώσιν εις τα κοινά ταύτα. Ταύτην δε την περί των μνημοσύνων διάταξιν παρέλαβον οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά παράδοσιν από τους Αγίους Αποστόλους, οίτινες εδίδασκον «ότι τα υπέρ των κεκοιμημένων γινόμενα μεγάλην προξενούσιν ωφέλειαν εις αυτούς», καθώς τούτο φαίνεται και από τας διαταγάς αυτών (Βιβλ. η΄ Κεφ. μβ: 42). Και ταύτα μεν περί του διατί επιτελούμεν τα υπέρ των κεκοιμημένων μνημόσυνα· διετάχθη δε παρά των Αγίων Πατέρων ίνα ταύτα επιτελούμεν και κατά την σήμερον, επειδή αύριον μέλλομεν να υποδεχθώμεν το Πανάγιον Πνεύμα και επειδή εκτενώς υπέρ ημών προς Κύριον δεόμεθα ίνα καταπέμψη και ημίν το Πανάγιον Αυτού Πνεύμα και φωτίζη και στηρίζη ημάς εις τον φόβον του Θεού, εις την τήρησιν των εντολών και καθοδηγή εις την απόκτησιν της αιωνίου ζωής, ούτω και υπέρ των κεκοιμημένων εκτενώς δεόμεθα ίνα αναπαύση αυτούς εις τα σκηνώματα Αυτού τα αγαπητά και παμπόθητα. Τούτο δε πράττοντες αφ’ ενός μεν δεικνύομεν την φιλοπατρίαν και φιλαδελφίαν ημών προς τους κεκοιμημένους πατέρας και αδελφούς ημών, αφ’ ετέρου δε εις αίσθησιν ερχόμεθα της ματαιότητος του κόσμου τούτου και μεγίστην προσποριζόμεθα την ωφέλειαν εν ταις ψυχαίς ημών, διότι τίποτε άλλο δεν εγείρει περισσότερον τους ραθύμους εις μετάνοιαν όσον η μνήμη του θανάτου και τίποτε άλλο δεν φέρει περισσότερον εις ημάς την μνήμην του θανάτου όσον η ενθύμησις των φιλτάτων μας προσώπων, τα οποία εκοιμήθησαν τον αιώνιον ύπνον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Ιουνίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΘΕΟΔΟΤΟΥ του εν Αγκύρα.

Δημοσίευση από silver »

Θεόδοτος ο άγιος Ιερομάρτυς διέμενεν εν Αγκύρα της Γαλατίας. Διαβληθείς δε εις τον ηγεμόνα Θεότεκνον, ότι εξαγαγών εκ της λίμνης τα σώματα των αγίων Παρθένων, τα οποία ερρίφθησαν εντός αυτής, έθαψεν αυτά, ωδηγήθη ενώπιόν του. Και επειδή είπε παρρησία ότι αυτός μεν είναι ιδιώτης και ταπεινός, ως προς την πίστιν όμως και την ομολογίαν του Χριστού είναι ανώτερος και ισχυρότερος των κοσμικών βασιλέων, εδάρη βαναύσως και κατόπιν κρεμασθείς επί ξύλου, εξεσχίσθη εις τας πλευράς. Τέλος απεκεφαλίσθη και ούτως έλαβεν, ο μακάριος, του μαρτυρίου τον στέφανον.

ΤΗ ΚΗΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Τη αυτή ημέρα, Κυριακή ογδόη από του Πάσχα, ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ εορτάζομεν, προσέτι δε και την του ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΕΠΙΔΗΜΙΑΝ

Την εορτήν ταύτην της Αγίας Πεντηκοστής εορτάζομεν σήμερον εις ανάμνησιν της εν τω κόσμω επιδημίας του Παναγίου Πνεύματος γενομένης πεντήκοντα ημέρας μετά την εκ νεκρών Ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καθ’ ην εξεπληρώθη η υπόσχεσις Αυτού προς τους Μαθητάς Του και έλαβε πέρας η ελπίς και η τελείωσις αυτών. Εορτάζομεν προσέτι την Αγίαν Πεντηκοστήν προς τιμήν του εβδομαδικού αριθμού, διότι, καθώς οι Εβραίοι αριθμούντες επτά εβδομάδας από του Πάσχα την ιδικήν των Πεντηκοστήν εορτάζουσιν, επειδή ότε επληρώθησαν πεντήκοντα ημέραι από το Πάσχα έλαβον τον Νόμον, ούτω και ημείς την από του Πάσχα Πεντηκοστήν εορτάζομεν καθότι αντί του Νόμου το Πανάγιον Πνεύμα εν αυτή τη Πεντηκοστή ημέρα ελάβομεν, νομοθετούν και οδηγούν ημάς εις πάσαν αλήθειαν και τα αρέσκοντα τω Θεώ διατάττον. Τρεις δε ήσαν αι παρ’ Εβραίοις μεγάλαι εορταί, το Πάσχα, η Πεντηκοστή και η Σκηνοπηγία· και το μεν Πάσχα εποίουν εις ανάμνησιν της απολυτρώσεως αυτών εκ της Αιγύπτου και διαβάσεως της Ερυθράς θαλάσσης, δηλαδή όταν εσχίσθη εις δύο η θάλασσα και διέβη όλος ο λαός εις το πέραν δια ξηράς. Εκ τούτου δε και Πάσχα καλείται, διότι πάσχα κατά την γλώσσαν των Εβραίων σημαίνει διάβασις. Εφανέρωνε δε εκείνη η διάβασις την από της σκοτεινής αμαρτίας διάβασιν της ανθρωπίνης φύσεως και επάνοδον αυτής εις το φως της αιωνίου ζωής. Την δε Πεντηκοστήν εώρταζον εις ανάμνησιν της εν τη Ερήμω κακοπαθείας και ότι, ως είπομεν, εν αυτή έλαβον τον Νόμον. Όπως δε εκείνοι ύστερον από την κακοπάθειαν και θλίψιν της ερήμου έφθασαν και εις την Γην της Επαγγελίας και τότε από των καρπών σίτου, οίνου και των άλλων αγαθών απήλαυσαν, ούτω και ημείς ομοίως δια πολλών θλίψεων εις την ουράνιον καταντώμεν μακαριότητα, κατά την αψευδή επαγγελίαν του Αρχηγού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Εδήλου δε η εν τη ερήμω κακοπάθεια των Εβραίων και η κατόπιν είσοδος αυτών εις την Γην της Επαγγελίας την ημετέραν εξ απιστίας κάκωσιν και την εις την Εκκλησίαν εισέλευσιν. Όπως δε εκείνοι εισελθόντες εις την Γην της Επαγγελίας μετέλαβον των επιγείων αγαθών ούτω και ημείς εισερχόμενοι εις την Εκκλησίαν μεταλαμβάνομεν του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος. Περί δε της εορτής της Σκηνοπηγίας αρκετά είναι εκείνα τα οποία είπομεν εις την Μεσοπεντηκοστήν. Όθεν περιττόν είναι να λέγωμεν και εδώ τα ίδια και μάλιστα αφού δεν υπάρχει ουδεμία ανάγκη. Επειδή λοιπόν το Πνεύμα το Άγιον εν αυτή τη ημέρα της Αγίας Πεντηκοστής εις τους Μαθητάς επεδήμησε, δια τούτο την Αγίαν Πεντηκοστήν εορτάζομεν. Επειδή δε οι θείοι Πατέρες έκριναν καλόν να ορίσουν την αύριον Δευτέραν ως ημέραν ιδιαιτέρας εορτής του Παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος προς τιμήν και δια το μεγαλείον του τρίτου τούτου προσώπου της Αγίας και ζωαρχικής Τριάδος, δια τούτο και ημείς γράφομεν εις το αυριανόν Συναξάριον όσα ανήκουσιν εις την επιδημίαν του Αγίου Πνεύματος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ

Δημοσίευση από silver »


«Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς και είπεν· η εμή διδαχή ουκ έστιν εμή, αλλά του πέμψαντός με. Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 16 – 17)

Υπομονή, εάν αμφιβάλλη ο άνθρωπος και απιστή δια πράγματα τα οποία ούτε ακούει συχνά ούτε βλέπει. Αλλά να ακούη καθ’ εκάστην από εν θεϊκόν στόμα ουράνιον διδασκαλίαν, να βλέπη έργα παράδοξα και πάλιν να απιστή; Τούτο δεν είναι ίδιον της ανθρωπίνης φύσεως, αλλ’ ίδιον ενός αναισθήτου και αψύχου λίθου, όστις ούτε βλέπει ούτε ακούει. Τοιούτοι δε είναι οι λιθοκάρδιοι Ιουδαίοι, οι οποίοι βλέποντες τον ουράνιον Διδάσκαλον εν τω μέσω του Ιερού διδάσκοντα και λέγοντα· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37), σχίζονται όλοι οι όχλοι από τον φθόνον, από την τύφλωσιν και ερχόμενοι προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, διαβάλλουσι τον Χριστόν ως παραβάτην του Νόμου. Σχίσμα λοιπόν εν τω όχλω εγένετο δι’ Αυτόν. Αυτή, Χριστιανοί μου ορθοδοξότατοι, είναι μία μεγάλη απιστία των παρανόμων Ιουδαίων, αλλ’ ημείς βλέποντες σήμερον τους μακαρίους Αποστόλους να κάθηνται εν τω υπερώω της Ιερουσαλήμ και να πιστεύουν αναμφιβόλως εις την επαγγελίαν, την οποίαν τους υπεσχέθη ο Δεσπότης Χριστός, ότι θα τους πέμψη έτερον Παράκλητον, την Χάριν του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος, καταλαμβάνομεν τους ακενώτους ποταμούς των χαρίτων, οίτινες ρέουσιν εκ της κοιλίας αυτών, ύδατος ζώντος και ποτίζουσι τας ψυχάς μας, πυρπολημένας ούσας το πρώτον από την φλόγα της ασεβείας. «Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν ο Κύριος, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. ζ: 38). Αυτήν την δρόσον, την οποίαν μας επότισε σήμερον η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, την θείαν και ουράνιον, υπόσχεται να σας αποδείξη συντόμως, διδασκομένη το πρώτον η αγύμναστος και αμαρτωλή γλώσσα μου απ’ αυτήν την μεταδοτικήν και φωτιστικήν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος. Δια να γνωρίσωμεν την ουράνιον δρόσον της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, με την οποίαν εποτίσαμεν την πεφλογισμένην ψυχήν μας, και επεστρέψαμεν από της αθεϊας εις την θεοσέβειαν, ας ανοίξωμεν πρώτον την Βίβλον της Γ΄ των Βασιλειών (ιη: 30 – 39) και ας θεωρήσωμεν εκεί τον καθρέπτην της ασεβείας, την οποίαν ελατρεύαμεν και κατεκαίαμεν την ψυχήν μας. Διότι οι πεπλανημένοι άνθρωποι του καιρού εκείνου προσεκύνουν εν μεγάλον είδωλον του Βάαλ. Μη υποφέρων δε την απιστίαν αυτών ο Προφήτης Ηλίας, ήλεγξε τον βασιλέα αυτών Αχαάβ και τον ηνάγκασε να συγκεντρώση όλους τους αντιπροσώπους του Ισραηλιτικού λαού εις το Καρμήλιον όρος. Ομού δε με αυτούς και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς της αισχύνης και τους τετρακοσίους ιερείς των δασών της Αστάρτης, οι οποίοι έτρωγον εις την τράπεζαν της Ιεζάβελ. Αφού δε συνεκεντρώθησαν όλοι, είπε προς αυτούς· «Έως πότε υμείς χωλανείτε επ’ αμφοτέραις ταις ιγνύαις; Ει έστι Κύριος ο Θεός, πορεύεσθε οπίσω Αυτού· ει δε ο Βάαλ, πορεύεσθε οπίσω Αυτού· και ουκ απεκρίθη ο λαός λόγον» (Γ΄ Βασιλειών ιη: 21). Τότε ο Προφήτης Ηλίας, αφού τους ήλεγξε δριμύτατα, εζήτησε να φέρουν δύο βόας και τον μεν ένα να θυσιάσωσιν εκείνοι τον δε άλλον μόνος ο Ηλίας, να επιθέσωσι δε τα τεμάχια αυτών εις ιδιαίτερα θυσιαστήρια, χωρίς να ανάψωσι πυρ, να παρακαλέσωσι δε εκείνοι όλοι ομού τον θεόν των τον Βάαλ και ο Ηλίας μόνος τον ιδικόν του Θεόν και όστις επακούση τας δεήσεις αυτών και εξαποστείλη το πυρ, αυτός θα είναι ο αληθής Θεός. Προσηύχοντο τότε οι ιερείς της αισχύνης και οι ιερείς των δασών και όλος ο λαός όλην την ημέραν, αλλ’ ουδεμίαν απάντησιν ελάμβανον εκ του ουρανού. Είπε τότε ο Προφήτης Ηλίας προς αυτούς· «Φύγετε τώρα να ετοιμάσω και εγώ το ολοκαύτωμά μου» (αυτ. 29). Αποσυρθέντων δε εκείνων, λέγει προς τον λαόν ο Ηλίας: πλησιάσατε προς εμέ. Και επλησίασαν όλοι οι αντιπρόσωποι του λαού προς αυτόν. Έλαβε τότε ο Ηλίας δώδεκα λίθους ισαρίθμους των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και έκτισε με τους λίθους αυτούς θυσιαστήριον επ’ ονόματι του Κυρίου επισκευάσας προηγούμενον θυσιαστήριον, το οποίον είχε καταστραφή. Έκαμεν επίσης γύρω τού θυσιαστηρίου τούτου αυλάκιον μέγα, το οποίον εχώρει είκοσι πέντε περίπου κιλά ύδατος. Έπειτα εστοίβαξε τεμάχια ξύλων επί του θυσιαστηρίου τούτου, το οποίον επιδιώρθωσε, και αφού ετεμάχισε τον προς ολοκαύτωσιν μόσχον, έθεσε τα τεμάχια του ζώου επάνω εις τα ξύλα. Αφού δε ετακτοποίησε τα τεμάχια των ξύλων και του μόσχου επί του θυσιαστηρίου είπε: Λάβετε τέσσαρας υδρίας πλήρεις ύδατος και χύσατε το ύδωρ αυτών επί του μόσχου, ο οποίος κείται προς ολοκαύτωσιν και εις τα τεμάχια των ξύλων. Έκαμαν δε εκείνοι, όπως είπεν εις αυτούς. Λέγει δε προς αυτούς πάλιν ο Ηλίας: Κάμετε το ίδιον δια δευτέραν φοράν. Εκείνοι επανέλαβον τούτο. Ο δε Ηλίας προσέθεσε: Χύσατε ύδωρ δια τρίτην φοράν. Έχυσαν λοιπόν εκείνοι ύδωρ και δια τρίτην φοράν. Τότε το ύδωρ έτρεχε γύρω του θυσιαστηρίου, το δε μέγα εκείνο αυλάκιον εγέμισεν ύδατος. Τότε ο Προφήτης Ηλίας προσηυχήθη και είπε: «Κύριε, ο Θεός του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, επάκουσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου σήμερον και στείλε πυρ επί του θυσιαστηρίου τούτου, ίνα μάθη όλος ο Ισραηλιτικός ούτος λαός, ότι συ είσαι ο πραγματικός Κύριος, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, και εγώ είμαι ο δούλος σου και ότι κατόπιν εντολής Σου έκαμα τα έργα ταύτα. Επάκουσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου και στείλε πυρ επί του θυσιαστηρίου, ίνα μάθη όλος ούτος ο λαός, ότι Συ είσαι ο πραγματικός Κύριος ο Θεός, ο οποίος δύνασαι να στρέψης την καρδίαν του λαού τούτου και πάλιν, ίνα ακολουθή Σε». Τότε έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού και κατέφαγε τα τεμάχια του προς ολοκαύτωσιν ζώου, καθώς και τα ξύλα και αυτό το ύδωρ, το οποίον ευρίσκετο εις το μεγάλο αυλάκιον. Ακόμη και τους λίθους κατέφαγε το πυρ, έγλειψε δε και αυτό το χώμα! Τότε όλος ο εκεί ευρισκόμενος λαός έπεσε και προσεκύνησαν εδαφιαίως και είπεν· «Αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός» (Γ΄ Βασ. ιη: 39). Ναι αυτός είναι ο πραγματικός Θεός! Ω πλάνη του Ισραήλ, να προσκυνώσι τον Βάαλ δια θεόν. Ω παράδοξος φλοξ και ύδωρ του Ηλιού! Διότι ημείς ως ειδωλολάτραι επροσκυνούσαμεν τα μιαρά και ακάθαρτα είδωλα του Βάαλ, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης, του Κρόνου, του Διός και άλλων μυρίων, ως θεούς. Μη υποφέρων δε ο μονογενής Υιός του Θεού την απιστίαν μας και κλίνων τους ουρανούς και σαρκωθείς δι’ ημάς μας φωνάζει να έλθωμεν από τα μιαρά θυσιαστήρια των βοών και ολοκαυτωμάτων, από την δίψαν και φλόγωσιν της αθεϊας, λέγων· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Προσέλθετε προς με, και προσήλθομεν πας ο λαός των Χριστανών προς Αυτόν. Έλαβον, λέγει ο ουράνιος οικοδόμος, δώδεκα λίθους, τους δώδεκα Αποστόλους μου και ιδού όπου οικοδομώ με αυτούς εν ονόματι του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος το θυσιαστήριον, την Αγίαν Μου Εκκλησίαν και κατασκευάζω κύκλωθεν αυτής την θάλασσαν, την κολυμβήθραν του αγίου Βαπτίσματος και χύνω επί τας πεφλογισμένας ψυχάς σας τας τέσσαρας υδρίας του σωτηρίου ύδατος, αίτινες τρέχουσιν από τας τέσσαρας πηγάς των Ευαγγελιστών μου. Πρώτη δρόσος και ουράνιος και θεία, να πιστεύητε εις μίαν θεότητα, εις μίαν ουσίαν, εις μίαν θέλησιν, εις μίαν ενέργειαν, εις μίαν δύναμιν, εις μίαν αρχήν, εις μίαν εξουσίαν, εις μίαν κυριότητα, εις μίαν Βασιλείαν, εν τρισί τελείαις υποστάσεσι γνωριζομένην τε και προσκυνουμένην εν μια προσκυνήσει. Εις ένα Πατέρα μου άναρχον, την των απάντων αρχήν και αιτίαν ουχί εκ τινος γεννηθέντα, αναίτιον δε και αγέννητον μόνον υπάρχοντα· πάντων μεν ποιητήν, εμού δε μόνου Πατέρα φύσει, του μονογενούς Υιού Αυτού και Προβολέα του Αγίου Πνεύματος· «Εάν τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Δευτέρα χύσις των σωτηρίων υδριών, ήτοι Δευτέρα δρόσος και ουράνιος και θεία, να πιστεύητε και εις εμέ τον Υιόν του Θεού, τον μονογενή, τον εκ Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων, ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, ως δι’ εμού και τα πάντα εγένετο· το απαύγασμα της δόξης, τον χαρακτήρα της του Πατρός μου υποστάσεως, την ζώσαν Σοφίαν και Δύναμιν, τον ενυπόστατον Λόγον, την ουσιώδη και τελείαν και ζώσαν Εικόνα του αοράτου Θεού, τον άναρχον κατά την θεότητα του Πατρός και τον χρονικόν κατά την ανθρωπότητα της μητρός, τον μίαν έχοντα υπόστασιν εν δυσί φύσεσι και ενεργείαις· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Τρίτη χύσις των τεσσάρων υδριών ήτοι δρόσος ουράνιος και θεία, να πιστεύητε και εις εν Πνεύμα Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, και εν Υιώ αναπαυόμενον και συνδοξαζόμενον, ως ομοούσιον τε και συναϊδιον· το του Θεού Πνεύμα, το ευθές, το ηγεμονικόν, την της σοφίας πηγήν και της ζωής και του αγιασμού, το άκτιστον, το πλήρες, το δημιουργόν, το παντοκρατορικόν, το παντουργόν, το παντοδύναμον, το δεσπόζον πάσης της κτίσεως, ου δεσποζόμενον· το πληρούν ου πληρούμενον· το θεούν, ου θεούμενον· το αγιάζον, ουχ αγιαζόμενον· το παράκλητον, ως τας των όλων παρακλήσεις δεχόμενον· το κατά πάντα ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, και δι’ εμού μεταδιδόμενον και μεταλαμβανόμενον υπό πάσης της κτίσεως. Ο Πατήρ αγέννητος, ο Υιός γεννητός, το Πνεύμα το Άγιον εκ μόνου του Πατρός εκπορευτόν· «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. ζ: 37). Αύται εισίν αι τρεις δρόσοι αι ουράνιοι, των τριών εκχύσεων από τας υδρίας των τεσσάρων Ευαγγελιστών, με τας οποίας επότισεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός τας καταφλογισμένας από την αθεϊαν ψυχάς μας. Αν λοιπόν και ημείς, Χριστιανοί Ορθοδοξότατοι, υπάρχοντες εξ αρχής εις μίαν μεγάλην πλάνην προσκυνούντες τα είδωλα τα κωφά και αναίσθητα δια θεούς, αν και κατεπυρπολούμεν την πεφλογισμένην ψυχήν μας εις τοιαύτην άσβεστον φλόγα της αθεϊας, και αν ύστερον εδροσίσαμεν την αθλίαν ψυχήν μας με τοιούτον σωτήριον ύδωρ της ευσεβείας, αν τέλος πάντων και εφωταγωγήθημεν εις τοιούτον τρισάκτινον φως της Αγίας Τριάδος, δυνάμεθα να μη είπωμεν ότι εφωταγωγήθημεν εις τοιαύτην ψυχικήν λάμψιν από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, το οποίον έλαβον σήμερον οι Απόστολοι από τον Χριστόν; Ίδετε ποίους και πόσους μεγάλους και σωτηριώδεις ποταμούς ηρδεύθημεν σήμερον εκ της διδασκαλίας και χάριτας των Αγίων Αποστόλων, διότι επιστεύσαμεν εις το κήρυγμα το οποίον τους εφώτισεν η θεία Χάρις του Παναγίου Πνεύματος να μας διδάξουν. «Ο πιστεύων εις εμέ, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιωάν. ζ: 38). Αλλ’ ω τρισάκτινε νοητέ Ήλιε, υπέρφωτε Θεέ, η υπερούσιος Ουσία, η υπέρθεος Θεότης, η υπεράρχιος Αρχή· προάναρχε και αναίτιε Πάτερ, πηγή αγαθότητος, άβυσσος ουσίας, λόγου, σοφίας, δυνάμεως, φωτός, πηγή γεννητική και προβλητική του κρυφίου αγαθού, ο του μονογενούς Υιού αϊδιος Γεννήτωρ και ο του Αγίου Πνεύματος δια λόγου εκφαντορικού Προβολεύς· Υιέ γεννητέ και ομοούσιε και σύνθρονε και ομόχρονε και ομόδοξε· η μόνη δύναμις του προανάρχου Πατρός, η προκαταρκτική της των πάντων ποιήσεως· η ζώσα σοφία και ισχύς και θέλησις, η απαράλλακτος Εικών του Θεού και Πατρός· Πνεύμα Άγιον εκ μόνου του Πατρός υποστατικώς εκπορευόμενον και δι’ Υιού τη κτίσει γνωριζόμενον· η εκφαντορική της μακαρίας Θεότητος δύναμις, η τελεσιουργική, η παρακλητική, η φωτιστική, η αγιαστική, η χορηγητική θεία Χάρις της ενιαίας και αμερούς και απλής θείας φύσεως· η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα· η εκ του πολυχρονίου σκότους της ασεβείας ημάς επιστρέψασα και προς το τρισάκτινον φως Σού της Αγίας Τριάδος οδηγήσασα, η την πεφλογισμένην ημών ψυχήν από την πυρκαϊάν της αθεϊας την σήμερον τη επιφοιτήσει της θείας Χάριτος καταδροσίσασα και προς την λάμψιν της υπερφώτου Ορθοδοξίας φωταγωγήσασα· επίβλεψον ουρανόθεν επί τον περιεστώτα λαόν Σου, το πλάσμα των χειρών Σου, τον βαπτισθέντα και πιστεύσαντα εν τη επικλήσει Σου της μακαρίας και αδιαιρέτου Τριάδος, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, του ενός τη φύσει Θεού, κατάπεμψον την Χάριν Σου εφ’ ημάς, καθώς ποτε επί των Αγίων Σου Αποστόλων και καταξίωσον πάντας ημάς καθώς εδώ εις την γην με την Χάριν Σου εφωταγώγησας την εσκοτισμένην ψυχήν μας και Σε εγνωρίσαμεν και Σε επιστεύσαμεν τρισυπόστατον αληθινόν Θεόν, πλάστην και δημιουργόν μας, ούτω και μετά θάνατον να αξιωθώμεν οι αμαρτωλοί να ίδωμεν το τρισάκτιστον φως της ανεκλαλήτου δόξης Σου, δια να προσκυνώμεν και να λατρεύωμεν Σε την μακαρίαν Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, τα αδιαίρετα και θεία πρόσωπα της μιάς φύσεως, εις α και βεβαπτίσμεθα και ελπίζομεν την σωτηρίαν ημών. Αμήν. Ταις των Αγίων Αποστόλων Σου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Ιουνίου, η ανακομιδή του λειψάνου του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Στρατηλάτου.

Δημοσίευση από silver »


Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, ο άγιος Μεγαλομάρτυς, ήκμασε κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως, εν έτει τκ΄ (320). Κατήγετο από τα Ευχάϊτα, τα εν τη Γαλατία, κατώκει δε εις την Ηράκλειαν την εν τω Ευξείνω Πόντω. Ήτο δε ωραίος κατά τον σωματικόν χαρακτήρα, αλλ’ ωραιότερος κατά την ψυχήν και εστολισμένος με λόγον, γνώσιν και σοφίαν, διό τινες ωνόμαζον αυτόν βρυορρήτορα. Αφ’ ου δε εδοκίμασε παν είδος βασάνου και τιμωρίας, ετελείωσε το μαρτύριον και η μεν αγία αυτού ψυχή απήλθε νικηφόρος εις τα ουράνια, το δε άγιον αυτού λείψανον έμεινεν εις την γην και αναβλύζει ρείθρα ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προς αυτό προστρέχοντας. Τούτου του αγίου λειψάνου την μετακομιδήν εορτάζομεν σήμερον, διότι μετεκομίσθη εκ της Ηρακλείας εις τα Ευχάϊτα και απετέθη εν τω πατρικώ οίκω καθώς ο ίδιος ο Μάρτυς παρήγγειλε περί τούτου εις τον ταχυγράφον αυτού Αύγαρον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΝ

Δημοσίευση από silver »

Τη αυτή ημέρα, Δευτέρα της Πεντηκοστής, αυτό το ΠΑΝΑΓΙΟΝ και ζωοποιόν και παντοδύναμον ΠΝΕΥΜΑ εορτάζομεν, το τρίτον πρόσωπον της ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, το ομότιμον και ομοούσιον και ομόδοξον τω Πατρί και τω Υιώ.

Τριάς υπάρχει η Αγία η παρ’ ημών των Ορθοδόξων Χριστιανών πιστευομένη και λατρευομένη Θεότης, μίαν έχουσα την δύναμιν, μίαν την σύνταξιν και μίαν την προσκύνησιν. Ομοούσιος και αδιαίρετος εν τρισί προσώποις γνωριζομένη, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και η μεν του Ανάρχου Πατρός υπόστασις ήτο γνωστή εις τους ανθρώπους από της αρχής αυτών, διό και οι Εβραίοι ως Πατέρα ετίμων και ελάτρευον τον Θεόν με νομικάς θυσίας και εορτάς. Η δε του Συνανάρχου Υιού υπόστασις εγνωρίσθη μετά ταύτα δια της χρονικής κατά Σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατελθόντος εις τον κόσμον δθα την σωτηρίαν ημών των αμαρτωλών. Η δε του τρίτου προσώπου της Παναγίας Τριάδος υπόστασις, ήτοι το Πνεύμα το Άγιον, έμεινε και αυτό άγνωστον και αφανέρωτον εις τον κόσμον· διο και κατά τούτο έλεγε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης· «Ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον» (Ιωάν. ζ: 39), όχι ότι έως τότε ακόμη δεν ήτο τούτο, άπαγε της βλασφημίας· διότι το Πνεύμα το Άγιον ήτο πάντοτε και είναι συνάναρχον και συναϊδιον τω Πατρί και τω Υιώ· αλλ’ «ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον», δηλαδή ακόμη δεν είχε φανερωθή κοινώς εις τον κόσμον. Ακόμη δεν είχον μάθει οι άνθρωποι, ότι είναι άλλος Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον. Κατά δε την ημέραν της Αγίας Πεντηκοστής, συμφώνως προς την αγίαν επαγγελίαν του Σωτήρος, κατήλθεν εις τους Μαθητάς του Χριστού το Πνεύμα το Άγιον εις σχήμα πυρίνων γλωσσών και εκάθισεν επάνω εις τας κεφαλάς αυτών. Τότε όλοι ενεπλήσθησαν από την ακένωτον Χάριν και σοφίαν του Θεού και ελάλουν παράδοξα και εξαίσια πράγματα και προεφήτευσαν. Επειδή λοιπόν δια τούτων όλων εγνωρίσθη ότι είναι και εν άλλο πρόσωπον και μία άλλη υπόστασις, εκτός του Πατρός και του Υιού, δια τούτο οι θείοι Πατέρες εθέσπισαν όπως εκτός της χθεσινής εορτής της Κυριακής της Αγίας Πεντηκοστής επιτελούμεν κατά την σήμερον, ημέραν Δευτέραν, ετέραν ξεχωριστήν εορτήν προς τιμήν του νυν φανερωθέντος Παναγίου και ζωοποιού Πνεύματος, ως οδηγού και συνεργού και συναιτίου της σωτηρίας μας. Λέγει λοιπόν ο θείος Λουκάς, ότι δεξάμενοι οι Άγιοι Απόστολοι την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, ελάλουν και ετέρας γλώσσας, «καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ. β: 40), και το πλήθος το οποίον ήτο παρόν, ήκουον εις έκαστος κατά την ιδίαν αυτού διάλεκτον. Τούτο το θαύμα τινές εξήγησαν, ότι λαλούντων των Αποστόλων την ιδικήν των πάτριον φωνήν, ήτοι την Εβραϊκήν, οι άνθρωποι οίτινες ήσαν εκεί συνηγμένοι από διάφορα μέρη του κόσμου, Πάρθοι και Μήδοι και Μεσοποταμίται, έκαστος με την ιδικήν του γλώσσαν και όχι την Εβραϊκήν, τους ήκουον, ήτοι κατενόουν τι έλεγον. Αλλ’ ο Θεολόγος Γρηγόριος και μετ’ αυτού οι άλλοι πάντες λέγουσιν, ότι η εξήγησις αύτη δίδει το θαύμα εις τους ακούσαντας και όχι εις τους Αποστόλους, καθώς ήτο η αλήθεια. Διότι οι Άγιοι Απόστολοι εκτός από άλλα χαρίσματα έλαβον και το χάρισμα να ομιλούν όλας τας γλώσσας. Δια τούτο δε και ήτο μέγα το θαύμα του Αγίου Πνεύματος, διότι εκείνοι οίτινες δεν εγνώριζον άλλην γλώσσαν ειμή μόνον την Εβραϊκήν, κατ’ εκείνην την ημέραν αίφνης ελάλουν τας διαφόρους γλώσσας και ήκουον πάντες όσοι είχον συναχθή από τα τετραπέρατα του κόσμου δια το Πάσχα εις την Ιερουσαλήμ. Εσυνάζοντο δε τότε όλοι εκεί, διότι δεν ήτο συγκεχωρημένον εις αυτούς να εορτάζουν το Πάσχα εις άλλον τόπον, εκτός από την Ιερουσαλήμ. Ωμίλει λοιπόν έκαστος εκ των Αποστόλων τας ξένας γλώσσας· εις τούτο δε πρεπόντως η Χάρις του Αγίου Πνεύματος ενήργησε, διότι έμελλον να εξέλθωσι δια να κηρύξωσι την Πίστιν εις τα έθνη τα αλλόγλωσσα και έπρεπε να κηρύττουν εις αυτά όχι με την Εβραϊκήν, την οποίαν δεν εγνώριζον εκείνοι, αλλά με την ιδικήν των με την οποίαν εγεννήθησαν. Εν είδει δε γλωσσών κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον, ίνα φανερωθή ότι ίδιον και οικείον του Ζώντος Λόγου είναι το Πνεύμα το Άγιον, ή ότι και οι Απόστολοι με γλώσσαν έμελλον να διδάξουν και να ελκύσουν τον κόσμον προς επίγνωσιν και ενότητα, το εναντίον του μερισμού των γλωσσών επί της πυργοποιϊας. Πύριναι δε ήσαν αι γλώσσαι εκείναι ίνα δήλον γένηται, ότι ο Θεός είναι πυρ καταναλίσκον. Συγχρόνως δε και την κάθαρσιν εδήλου, ότι καθαρτικόν είναι το πυρ. Εν εορτή δε μεγάλη έγινεν η του Αγίου Πνεύματος επιφοίτησις και μάλιστα μεγάλην και επίσημον, δια να γίνη πανταχού το πράγμα εξακουστόν, επειδή ήτο άπειρον πλήθος ανθρώπων απανταχόθεν συναθροισθέντων και να θαυμάσωσι βλέποντες και ακούοντες τα παράδοξα, ίνα και οι ίδιοι αντί των Αποστόλων επιστρέφοντες εις τας πατρίδας αυτών γίνωσι κήρυκες της αληθείας. Παρατηρούσι δε καλώς και τούτο οι Άγιοι Πατέρες, ότι ωσεί πυρός, ήτοι ως πυρός, είπεν ο ιερός Λουκάς, δια να μη νομίση τις, ότι πυρός φύσιν έχει το Πνεύμα το Άγιον· άπαγε. Μη στοχασθή τις υλικόν τι ή σωματικόν περί του Αγίου Πνεύματος, αλλ’ ούτως εφάνη, δια τα ανωτέρω αίτια. Εις τας κεφαλάς δε των Αποστόλων εκάθισε, διότι και η χειροθεσία εις την κεφαλήν γίνεται· και η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος Διδασκάλους και Ποιμένας του κόσμου όλου τους Αποστόλους εχειροτόνησε. Και τούτο δε χωρίς άλλο πρέπει να γνωρίζωμεν, ότι την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος έλαβον οι Απόστολοι και όχι την υπόστασιν. Διότι η υπόστασις ου πέμπεται, λέγει ο θείος Χρυσόστομος. Ο δε Χριστός υπεσχέθη να πέμψη εις τους Μαθητάς Του το Πνεύμα το Άγιον και το έπεμψεν, ήτοι την Χάριν, αλλά πολύ διαφορετικώτερον απ’ εκείνο το οποίον εδίδετο εις τους Προφήτας. Διότι οι Άγιοι Απόστολοι εδέχθησαν όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, από τα οποία εν ή δύο μόνον εις τους παλαιούς Προφήταςεδίδοντο. Άλλως δε Παράκλητος ονομάζεται το Πνεύμα το Άγιον· διότι και ο Χριστός Παράκλητος και είναι και λέγεται, καθώς τον ονομάζει και ο Απόστολος. Παράκλητος αφ’ ενός μεν διότι παραμυθείται και αναψύχει ημάς, αφ’ ετέρου δε διότι εντυγχάνει υπέρ ημών προς τον Θεόν· άλλως δε, διότι ομοούσιον είναι τω Υιώ και τω Πατρί.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Ιουνίου, μνήμη του εν Άγίοις πατρός ημών ΚΥΡΙΛΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας.

Δημοσίευση από silver »


Κύριλλος ο Άγιος και Μέγας της Εκκλησίας διδάσκαλος ήτο κατά την πατρίδα Αλεξανδρεύς, από γονείς ευσεβείς και ευγενείς, ανεψιός εξ αδελφής Θεοφίλου Πατριάρχου Αλεξανδρείας· ανατραφείς δε ελευθερίως, έγινε δοκιμώτατος εις την φιλοσοφίαν και την αρετήν· ήτο πλήρως ησκημένος εις τα Ελληνικά και Ρωμαϊκά βιβλία και πεπαιδευμένος τόσον εις όλην την έξω σοφίαν, όσον και εις την έσω πνευματικήν· εσχόλαζε πάντοτε εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Όθεν και ο θείος του Θεόφιλος, βλέπων εις αυτόν τόσον μεγάλην σοφίαν και αρετήν, συνηρίθμησε τούτον εις τον Κλήρον της Εκκλησίας, χειροτονήσας Αρχιδιάκονον. Και λοιπόν ήτο τότε ο Άγιος πεφυτευμένος εις τον λειμώνα της Εκκλησίας του Χριστού, ως ευωδέστατον και ωραιότατον κρίνον, το οποίον ήνθει μεν με την καθαρότητα και τας λοιπάς αρετάς, ευωδίαζε δε όλον το πλήρωμα των πιστών με την οσμήν της θείας σοφίας του. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Θεόφιλος, όλοι ομοφώνως κληρικοί τε και λαϊκοί εψήφισαν δια Πατριάρχην της Αλεξανδρείας τον θείον Κύριλλον, ο οποίος ευθύς ως ανέβη εις τον θρόνον εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν τους αιρετικούς και τους σχισματικούς, τους ονομαζομένους Νοβατιανούς· οι δε Νοβατιανοί ούτοι, παρομοιάζοντες με τους Φαρισαίους, ωνόμαζον εαυτούς καθαρούς και δικαίους· εφόρουν δε λευκά ενδύματα, δια να δείξουν τάχα δια τούτου την καθαρότητα του βίου των· εδογμάτιζον ότι ο μετά το βάπτισμα υποπίπτων εις θανάσιμον αμαρτίαν, ούτος δεν πρέπει να έρχεται εις την Εκκλησίαν· έλεγον δε ότι κατ’ ουδένα άλλον τρόπον δεν συγχωρείται η θανάσιμος αμαρτία, εάν δεν μεταβαπτισθή ο άνθρωπος· δεν συνεχώρουν τον δεύτερον γάμον, ονομάζοντες αυτόν μοιχείαν, ενώ εβάπτιζον δια δευτέραν φοράν τους καλώς και ορθοδόξως βεβαπτισμένους· και άλλα ακόμη αιρετικά φρονήματα είχον οι τοιούτοι· ωνομάσθησαν δε Νοβατιανοί από κάποιον Νοβάτον, αρχηγόν του σχίσματος τούτου, ο οποίος ιερεύς ων εις την Ρώμην, επί Δεκίου του βασιλέως, επεθύμει να γίνη Πάπας. Επειδή όμως ο δυστυχής αυτός Νοβάτος μετά τον θάνατον του δια Χριστόν μαρτυρήσαντος Πάπα Φαβίνου δεν έγινε Πάπας, ως ήλπιζε και επεθύμει, αλλ’ έγινεν ο μακάριος Κορνήλιος, δια ταύτην την αφορμήν απεσχίσθη από την Εκκλησίαν ο υπερήφανος και έγινεν εχθρός όχι μόνον του θείου Κορνηλίου αλλά και της ορθής πίστεως. Διότι ο μεν θείος Κορνήλιος εδέχετο πάλιν εις την Εκκλησίαν τους χριστιανούς εκείνους, οι οποίοι δια τον φόβον των βασάνων ηρνήθησαν πρότερον τον Χριστόν, εις τον καιρόν του διώκτου Δεκίου, ύστερον δε μετανοούντες επέστρεφον εις την πίστιν του Χριστού μετά δακρύων· καθώς και ο Χριστός εδέχθη τον Απόστολον Πέτρον, όστις τρις τον ηρνήθη πρότερον, ύστερον δε μετά δακρύων μετενόησεν. Ο δε σχισματικός και υπερήφανος Νοβάτος, όχι μόνον δεν εδέχετο εις την μετάνοιαν τους τοιούτους αρνησιχρίστους, αλλά και τον Πάπαν Κορνήλιον κατηγόρει, ονομάζων αυτόν κοινωνόν και σύντροφον των ειδωλολατρών· και ούτω χωρισθείς από αυτού, και άλλους ομόφρονας αποκτήσας, έγινεν ως άλλος Πάπας εις την Ρώμην· και εκείθεν εξηπλώθη η αίρεσις αύτη και το σχίσμα, μέχρι και της Αλεξανδρείας. Τους τοιούτους λοιπόν σχισματοαιρετικούς απεδίωξεν ο Άγιος Κύριλλος, ως είπομεν, ευθύς ως έγινε Πατριάρχης ομού με τον Επίσκοπόν των Θεόπεμπτον. Μετά ταύτα επεκαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, δια να διώξη από την εκεί κατοικίαν των και τους δαίμονας. Πλησίον δηλαδή της Αλεξανδρείας, έως δώδεκα στάδια, ευρίσκεται τόπος ονομαζόμενος Κάνωβος, και πλησίον εκείνου είναι άλλος τόπος ονομαζόμενος Μανούθιν, εις τον οποίον ήτο βωμός παλαιός, κατοικητήριον των δαιμόνων. Όθεν όλος ο τόπος εκείνος ήτο φοβερώτατος από το πλήθος των εκεί κατοικούντων ακαθάρτων πνευμάτων. Δια τούτο και όταν έζη ο Πατριάρχης Θεόφιλος πολλάκις ηθέλησε να καθαρίση τον τόπον εκείνον από τους δαίμονας και να τον κάμη κατοικητήριον άγιον, ίνα δοξολογήται ο Θεός, αλλ’ όμως δεν ηδυνήθη, αφ’ ενός μεν διότι εύρισκε πολλά εμπόδια, αφ’ ετέρου δε διότι ηκολούθησε κατόπιν ο θάνατός του. Ο δε του Θεοφίλου διάδοχος τρισμακάριστος Κύριλλος εφρόντισε περί τούτου, και προθύμως εδέετο του Θεού, να του δώση θείαν βοήθειαν και δύναμιν, δια να διώξη από τον τόπον εκείνον τα ακάθαρτα πνεύματα. Όθεν φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτόν Άγγελος Κυρίου και του λέγει να φέρη εις τον τόπον εκείνον τα τίμια λείψανα των αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου και ούτω θέλει αναχωρήσει από εκεί η δύναμις των δαιμόνων. Ο δε Άγιος χωρίς αργοπορίαν έκαμε το πρόσταγμα του Αγγέλου, και ευθύς ως έφερεν εις τον τόπον εκείνον τα λείψανα των αγίων Αναργύρων, και έκτισεν εκεί Ναόν εις το όνομά των, ω του θαύματος! εξεδιώχθησαν απ’ εκεί τα ακάθαρτα πνεύματα, και έγινεν ο τόπος εκείνος πηγή αναβλύζουσα ιάματα, εκ της χάριτος των αγίων Αναργύρων. Αφ’ ου δε ο Άγιος εδίωξεν από τον τόπον της Αλεξανδρείας τους αοράτους και νοητούς δαίμονας, έλαβε την φροντίδα να διώξη και τους ορατούς και αισθητούς, οίτινες ήσαν οι μισόχριστοι Εβραίοι, οι οποίοι κατώκουν εις την Αλεξάνδρειαν έκπαλαι, από τον καιρόν όπου εκτίσθη η πόλις αύτη από τον Μέγαν Αλέξανδρον, και με την πολυκαιρίαν έγιναν πλήθος πολύ και δεν έπαυον, κατά την συνήθειαν την οποίαν έχει το φιλοτάραχον τούτο γένος, να επιβουλεύωνται κρυφά και φανερά τους Χριστιανούς, δια το άσπονδον μίσος που τρέφουν κατά του Χριστού και των Χριστιανών και πολλάς συγχύσεις και ταραχάς, αλλά και αιματοχυσίας και φόνους επροξένουν οι μιαροί. Προσκαλεσάμενος λοιπόν ο Άγιος τους πρώτους της συναγωγής των, τους συνεβούλευσε να εμποδίσουν το έθνος των από τας μιαράς αυτάς πράξεις και να το σωφρονίσουν· εκείνοι δε οι κατάρατοι όχι μόνον δεν εσωφρονίσθησαν, αλλά και χειρότεροι έγιναν, και ακούσατε: Εις την Αλεξάνδρειαν υπήρχε παμμεγέθης και ωραιότατος Ναός, ο οποίος, επειδή εκτίσθη από τον Επίσκοπον Αλέξανδρον ωνομάζετο Ναός του Αλεξάνδρου· οι αλιτήριοι λοιπόν Εβραίοι, θέλοντες να κακοποιήσουν τους Χριστιανούς, ωπλίσθησαν όλοι και μίαν νύκτα εξεχύθησαν εις την πόλιν και τρέχοντες ανά τας οδούς με αλαλαγμούς, εφώναζον κάτω από τους οίκους των Χριστιανών: Καίεται ο Ναός του Αλεξάνδρου. Οι δε Χριστιανοί, ακούσαντες, έδραμον εν σπουδή δια να σβέσουν την πυρκαϊάν. Οι Εβραίοι τότε επετέθησαν κατά των Χριστιανών, και άλλους έκοπτον με τα ξίφη, άλλους εφόνευον με ακόντια, άλλους έσφαζον με μαχαίρας και άλλους εθανάτωνον με ό,τι όπλον είχεν ο καθείς· ώστε εν εκείνη τη νυκτί εφονεύθη μέγα πλήθος Χριστιανών. Tην πρωϊαν, μαθών το συμβεβηκός ο Άγιος Κύριλλος, υπερβολικά ελυπήθη και εζήτει την τιμωρίαν των Εβραίων από τον έπαρχον της πόλεως, Ορέστην ονομαζόμενον· αλλά ο έπαρχος, μολονότι ήτο Χριστιανός, επειδή είχε κάποιαν εχθρότητα κατά του Αγίου, εβοήθει τους Εβραίους και υπερήσπιζε τους φονείς. Ο δε θείος Κύριλλος, ζήλου θείου πλησθείς, παραλαβών μεθ’ εαυτού πλήθος Χριστιανών, ήλθεν ο ίδιος εις την περιοχήν που κατώκουν και τους μεν Εβραίους εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν, τας δε κατοικίας των εκρήμνισε και την συναγωγήν των κατέκαυσε. Τούτο μαθών ο Έπαρχος επλήσθη θυμού κατά του Πατριάρχου και ήρχισε να κακοποιή τους συγγενείς και φίλους του Αγίου, ώστε και τον γραμματικόν Ιέρακα, άνδρα ονομαστόν και τίμιον, έδειρεν ασπλάγχνως και εξεγύμνωσεν εις το θέατρον. Από τότε ανεφύη μεταξύ του Αγίου και του επάρχου μεγάλη διχόνια και ασυμφωνία· διότι ο μεν Άγιος υπερήσπιζε τους Χριστιανούς, ο δε έπαρχος τους Εβραίους. Όθεν και οι δύο έγραψαν, ο καθ’ εις χωριστά, προς τον βασιλέα Θεοδόσιον τον Μικρόν περί της υποθέσεως ταύτης και επερίμεναν τας διαταγάς του αυτοκράτορος. Εν τω μεταξύ δε τούτω συνέβη και έτερον γεγονός εις την Αλεξάνδρειαν, όπερ έγινεν αιτία φόνων και μεγάλης συγχύσεως. Είναι δε τούτο το εξής: Εις την πόλιν της Αλεξανδρείας έζη μία παρθένος φιλόσοφος, ονομαζομένη Υπατία, λίαν δε ενάρετος, θυγάτηρ Θέωνος του φιλοσόφου, από τον οποίον διδασκομένη την φιλοσοφίαν εκ νεαράς της ηλικίας τοσούτον επρόκοψεν, ώστε υπερέβαλλεν εις την σοφίαν όλους τους φιλοσόφους του τότε καιρού, καθώς δι’ αυτήν γράφει και ο σοφός Συνέσιος, ο της Κυρήνης Επίσκοπος, και εγκωμιάζει αυτήν. Αύτη εφύλαττε καθαράν παρθενίαν και δεν ηθέλησε να υπανδρευθή, κυρίως δια να δύναται απερίσπαστος να καταγίνεται εις τα βιβλία τής φιλοσοφίας. Όθεν οι μεν σπουδαίοι άνδρες έσπευδον εις την Αλεξάνδρειαν από κάθε μέρος δια να ίδουν και ακούσουν την σοφίαν τής φιλοσόφου ταύτης Υπατίας. Οι δε κληρικοί και άρχοντες και πας ο λαός ετίμων αυτήν και ήκουον με αγάπην τας ψυχωφελείς αυτής συμβουλάς και νουθεσίας. Αυτή λοιπόν η φιλόσοφος και παρθένος, επιθυμούσα να ειρηνεύση προς αλλήλους τον Πατριάρχην και τον έπαρχον, μετέβαινε με πολλήν πραότητα και ταπείνωσιν, πότε εις τον ένα και πότε εις τον άλλον και δια των σοφών και φρονίμων λόγων της κατέπεισε και τους δύο να ειρηνεύσουν. Αλλ’ αν και ο αγιώτατος Πατριάρχης και προ τούτου ακόμη εζήτει να ειρηνεύση μετά του επάρχου, εκείνος όμως, κακότροπος και μνησίκακος ων, ούτε να ακούση ήθελε δια την συνδιαλλαγήν με τον Πατριάρχην. Εις το σημείον τούτο ευρίσκοντο αι σχέσεις του επάρχου προς τον Πατριάρχην, όταν ημέραν τινά επέστρεφεν η φιλόσοφος αύτη με την άμαξάν της εις τον οίκον της. Τότε τινές στασιώδεις και μισούντες την ειρήνευσιν του επάρχου και του Πατριάρχου, ώρμησαν έξαφνα εναντίον της και σύραντες αυτήν βιαίως έξω από την άμαξαν, και σχίσαντες τα ενδύματά της, τόσον σκληρώς και απανθρώπως εκτύπησαν αυτήν, ώστε την εθανάτωσαν· και δεν ικανοποιήθη μέχρι τούτου η κακία των, αλλά, ω της απανθρωπίας και θηριώδους αυτών ασπλαγχνίας! και εις το νεκρόν σώμα της παρθένου ορμήσαντες, κατέκοψαν αυτό εις κομμάτια και εν τόπω καλουμένω Κηνάρω τα λείψανα τούτου κατέκαυσαν. Ταύτην την ελεεινήν τραγωδίαν και συμφοράν μαθόντες όλοι οι Αλεξανδρινοί ελυπήθησαν εις το έπακρον, και μάλιστα οι σπουδαίοι και σοφοί. Την ταραχήν ταύτην μαθόντες και οι εν τω όρει της Νητρίας κατοικούντες Μοναχοί και πλησθέντες ζήλου συνήχθησαν έως πεντακόσιοι· και δη κατελθόντες εις την Αλεξάνδρειαν προς βοήθειαν και υπεράσπισιν του Πατριάρχου ευρίσκουσι κατά τύχην εις τον δρόμον τον έπαρχον καθήμενον εις άμαξαν και αμέσως ήρχισαν να φωνάζουν, υβρίζοντες αυτόν και ονομάζοντές τον Έλληνα και ειδωλολάτρην· (επειδή Έλλην πρότερον ων, είχε λάβει προ ολίγου το Βάπτισμα εις την Κωνσταντινούπολιν). Ένας δε από τους Μοναχούς, ο πλέον θυμώδης, έρριψε λίθον κατά του επάρχου και έπληξε τούτον εις την κεφαλήν. Συναχθέν δε πλήθος λαού, εχώρισε τους Μοναχούς από τον έπαρχον· αλλ’ οι υπηρέται του επάρχου συνέλαβον ένα Μοναχόν ονόματι Αμμώνιον και τον έφεραν εις τον έπαρχον, ο οποίος υποπτευόμενος, ότι ο Άγιος εκίνησε τους Μοναχούς κατ’ αυτού, ήναψεν από τον θυμόν και τόσον σκληρά εβασάνισε τον Αμμώνιον, εν μέσω της πόλεως, έως ότου τον εθανάτωσεν. Όπερ μαθών ο Άγιος ελυπήθη, και αποστείλας έλαβε το σώμα του Μοναχού και το ενεταφίασε με την πρέπουσαν τιμήν. Τα συμβεβηκότα ταύτα έδωκαν θάρρος εις τους Εβραίους, τους οποίους είχεν εκδιώξει από την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος, ως είπομεν· και πρώτον μεν αυτοί εσύστησαν εκεί όπου ευρίσκοντο νέαν Συναγωγήν. Έπειτα, οι χριστοκτόνοι και θεοκτόνοι, απετόλμησαν να κάμουν και τούτο το ανομώτατον έργον, προς ύβριν και καταισχύνην του Χριστού και των Χριστιανών. Αφού δηλαδή κατεσκεύασαν ένα υψηλόν σταυρόν, συνέλαβον το παιδίον χριστιανού τινός, και γυμνώσαντες αυτό το εσταύρωσαν εις τον Σταυρόν, προσδέσαντες με λεπτά σχοινία. Είτα αφ’ ου το κατεγέλασαν επί πολύ, το ενέπτυσαν εις το πρόσωπον και το περιέπαιζον, όπως έκαμαν οι πατέρες των εις τον Κύριον. Τέλος πάντων τόσον πολύ το έδειραν, ώστε το εθανάτωσαν· και ούτω το ευλογημένον εκείνο παιδίον έγινε κοινωνός και μιμητής των παθών του Κυρίου. Ταύτα πάντα μαθών τα ανέφερεν ο θείος Κύριλλος εις τον βασιλέα, ο οποίος, αν και εβράδυνε να ενεργήση, έκρινεν όμως εν δικαιοσύνη· και τους μεν αρχηγούς των Εβραίων επρόσταξε και ετιμώρησαν αυστηρώς, τον δε έπαρχον Ορέστην κατεβίβασεν από το αξίωμάτου. Όθεν αφού ησύχασεν από τας ανωτέρω ταραχάς και τα σκάνδαλα ταύτα ο Άγιος, εποίμαινε το λογικόν του ποίμνιον επιμελώς και θεαρέστως, ως ποιμήν αληθινός, η δε Εκκλησία επί τι διάστημα απελάμβανεν ειρήνην και ησυχίαν. Αλλ’ ο εχθρός της ειρήνης και αληθείας και όλων ομού των καλών διάβολος δεν άφησε να χαίρεται την ειρήνην ταύτην ο Άγιος και οι λοιποί χριστιανοί επί πολύν καιρόν. Αλλά εκίνησε πόλεμον μέγαν και ταραχήν εις όλην την του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν, με την βλάσφημον αίρεσιν του δυσσεβούς Νεστορίου, κατά της οποίας έπρεπε να αγωνισθή ο της ευσεβείας υπέρμαχος θείος Κύριλλος, διότι ο δυσσεβής ούτος Νεστόριος, αφ’ ου εφέρθη από την Αντιόχειαν εις την Κωνσταντινούπολιν και έγινε Πατριάρχης μετά τον Σισίννιον, εις μεν την αρχήν της Πατριαρχείας του εφαίνετο ευσεβής εις την πίστιν και ουδέν αντίθετον κατά της ευσεβείας έλεγεν, αν και κατά την καρδίαν ήτο αιρετικός ο ταλαίπωρος, ονομάζων τον μεν δεσπότην Χριστόν άνθρωπον μόνον ψιλόν και όχι Θεόν, την δε Κυρίαν Θεοτόκον ωνόμαζεν όχι Θεοτόκον, αλλά Χριστοτόκον. Την αίρεσιν ταύτην εδίδαξαν πρώτοι οι ομόφρονες του Νεστορίου, ο Επίσκοπος Δωρόθεος, όστις ήτο και συγκάτοικός του και ο πρεσβύτερος Αναστάσιος, αυτοί πρώτοι ήρχισαν να σπείρουν την αίρεσιν ταύτην ως ζιζάνιον εν μέσω του σίτου. Διότι ο μεν Δωρόθεος εν τη Καθολική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, διδάσκων τον λαόν εις μίαν εορτήν, εξεφώνησε τούτον τον βλάσφημον λόγον και είπεν· «όστις ονομάση την Μαρίαν Θεοτόκον, ανάθεμα έστω». Ο δε Αναστάσιος πάλιν, κηρύττων εις τον λαόν, είπεν: «Ας μη ονομάση τις Θεοτόκον την Μαρίαν· διότι η Μαρία ήτο άνθρωπος γένους θηλυκού· από ανθρώπου σώμα, πως είναι δυνατόν να γεννηθή Θεός»; Τους βλάσφημους τούτους λόγους ως ήκουσεν ο λαός, ήρχισαν να ταράττωνται, και δια να πληροφορηθούν περισσότερον ηρώτησαν και τον Πατριάρχην Νεστόριον περί τούτων. Τότε εκείνος ο μιαρός και ιουδαιόφρων δεν ηδυνήθη πλέον να κρύπτη εις την καρδίαν του το δηλητήριον της αιρέσεως, αλλά φανερά ήμεσε τας βλασφημίας ταύτας κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, λέγων· «εγώ δεν θέλω να ονομάσω Θεόν, εκείνον όστις συνελήφθη εις την κοιλίαν γυναικός, και επρόσμενεν αριθμόν ημερών και μηνών, έως ου να γεννηθή· ούτε Θεοτόκον θέλω να ονομάσω γυναίκα, ήτις εγέννησεν άνθρωπον με σάρκα εκ της ιδίας της φύσεως». Από τότε λοιπόν και ύστερα ήρχισαν να γίνωνται φιλονικίαι και διαιρέσεις περί τούτου ανάμεσα εις τον λαόν και άλλοι μεν ηναντιώνοντο εις την αίρεσιν του Νεστορίου και τον απεστρέφοντο, άλλοι δε συνεφώνουν με αυτόν και εδέχοντο την δυσσέβειάν του. Ου μόνον δε εις την Κωνσταντινούπολιν εγίνοντο αυταί αι διαιρέσεις, αλλά και εις όλην σχεδόν την Οικουμένην, και εις κάθε τάγμα των Ορθοδόξων· επειδή ο ανθρωπολάτρης Νεστόριος ομού με τους ακολούθους του έγραψεν εις βιβλία την αίρεσίν του και διέσπειρε πανταχού, έως και εις αυτάς τας ερήμους, όπου κατώκουν Μοναχοί· και τόσους πολλούς παρέσυρεν ο τρισκατάρατος εις την πλάνην ταύτην, κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς, ώστε καθώς πρότερον ο Άρειος συνετάραξε την Εκκλησίαν του Χριστού και διέσπασε την ενότητα της πίστεως, ούτω και ο Νεστόριος διεχώρισε το πλήρωμα της Εκκλησίας εις πολλά μέρη. Ταύτα πάντα μαθών εις την Αλεξάνδρειαν ο Άγιος Κύριλλος υπερβολικά ελυπήθη. Και καθ’ ο μεν δούλος πιστός του Χριστού και της Θεοτόκου απεδύθη εις τον αγώνα δια την προάσπισιν της αληθούς πίστεως, καθό δε ποιμήν αληθινός, ητοιμάσθη δια να αποδιώξη τον νοητόν λύκον από την μάνδραν των λογικών προβάτων. Και πρώτον μεν έγραψε γράμματα προς τον Νεστόριον συμβουλευτικά, με τα οποία εν αγάπη αδελφική συνεβούλευεν αυτόν να εγκαταλείψη τα τοιαύτα αιρετικά φρονήματα, και με την μεταβολήν του εις την ευσέβειαν να διορθώση εκείνους όπου παρέσυρεν εις την δυσσέβειαν. Ο δε δυσσεβής Νεστόριος, λαμβάνων τα γράμματα του Αγίου, όχι μόνον δεν διωρθώθη, αλλά και χειρότερος έγινε, και εσπούδαζε να εξαπλώση πλατύτερα την αίρεσίν του· και τους μεν εναντιουμένους εις την πλάνην του Κληρικούς και Μοναχούς εβασάνιζε διαφοροτρόπως, κατά δε του θείου Κυρίλλου εθυμώνετο με μεγάλην υπερηφάνειαν, ωνόμαζεν αυτόν αιρετικόν και πολλάς ψευδείς και αδίκους συκοφαντίας έλεγε κατ’ αυτού και τας διέσπειρεν εις τον λαόν. Όθεν ο Άγιος Κύριλλος, βλέπων αδιόρθωτον τον Νεστόριον, έγραψε προς αυτόν αυστηρώς, στηλιτεύων την αίρεσίν του· έγραψε δε και εις τον κλήρον της Κωνσταντινουπόλεως και εις το παλάτιον του βασιλέως, έπειτα έγραψεν εις τον Πάπαν Κελεστίνον, και εις τους άλλους Πατριάρχας· ομοίως έγραψε και εις διαφόρους πόλεις και χώρας προς τους Επισκόπους και ηγεμόνας και άρχοντας, αλλά και εις πολλούς ερημίτας και Μοναχούς δεν ημέλησε να γράψη ο τρισμακάριστος, αποδεικνύων από τας θείας Γραφάς πόσον ολεθρία και ψυχοβλαβής είναι η πλάνη του Νεστορίου, και παρεκίνει όλους να φυλάττωνται από την αίρεσιν ταύτην, ως από δηλητηρίου θανατηφόρου. Τέλος πάντων επειδή η αίρεσις του Νεστορίου καθ’ ημέραν ηύξανε και εις το χείρον επρόκοπτε, τα σχίσματα της Εκκλησίας εγίνοντο μεγαλύτερα και πολλοί από τους Επισκόπους διεφθάρησαν από την λύμην της αιρέσεως. Δια τούτο ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος ο Μικρός, θέλων να διορθώση ταύτα τα σκάνδαλα και να καθαρίση την Εκκλησίαν του Χριστού και τον σίτον της Πίστεως από τας ακάνθας και τα ζιζάνια της πλάνης του Νεστορίου, προστάσσει να συναχθή εις την Έφεσον Τρίτη Σύνοδος Οικουμενική, εν έτει υλα΄ (431). Συνήχθησαν λοιπόν από όλην την οικουμένην Επίσκοποι διακόσιοι και επέκεινα· και όσοι δεν ηδύναντο να μεταβούν αυτοπροσώπως, ένεκα διαφόρων εμποδίων, ούτοι έστειλαν τοποτηρητάς ιδικούς των. Όθεν και ο τότε Πάπας Κελεστίνος, επειδή δεν ηδύνατο να μεταβή εις την Έφεσον δια το γήρας και την ασθένειαν, έγραψεν εις τον Άγιον Κύριλλον να κρατήση τον τόπον του εις την Σύνοδον. Όθεν ηγεμόνες της Συνόδου ταύτης ήσαν, πρώτος ο Άγιος Κύριλλος, και ως τοποτηρητής του Πάπα και ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Δεύτερος ο Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, και τρίτος Μέμνων ο Εφέσου. Πρωτοκάθεδρος λοιπόν ευρισκόμενος εις την Οικουμενικήν ταύτην Σύνοδον ο Άγιος Κύριλλος εκήρυξεν ομού με τους άλλους Πατέρας και εδογμάτισεν, ότι ο μεν Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι εις κατά την υπόστασιν, τέλειος Θεός ο αυτός, και τέλειος άνθρωπος ο αυτός, και ουχί άλλος και άλλος· η δε πανάχραντος Παρθένος, η κατά σάρκα τούτον γεννήσασα, είναι κυρίως και αληθώς Θεοτόκος. Έγινεν όθεν μεγάλη χαρά εις όλους τους Ορθοδόξους, και όλος ο λαός της πόλεως Εφέσου πανηγυρικώς εκρότησε και έλεγαν ομοφώνως: ουχί μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, καθώς έλεγον παλαιά, αλλά μεγάλη η πανάχραντος Παρθένος Μαρία η Θεοτόκος. Τον δε μιαρόν Νεστόριον, ως αιρετικόν και βλάσφημον, ανεθεμάτισαν και καθήρεσαν οι Πατέρες της Συνόδου ταύτης. Αλλ’ επειδή αυτός δεν ησύχαζεν, αλλά εκήρυττε πάλιν την αίρεσίν του, συνήργησαν και εξωρίσθη πρώτον εις την Θάσον, κατά τον Θεοφάνη, έπειτα εις την όασιν της Αραβίας την λεγομένην τουρκιστί Ίπριμ· εκεί δε ευρισκόμενος ο αλιτήριος ετιμωρήθη δια τας βλασφημίας του, διότι εσάπησε και εφαγώθη απόσκώληκας η βλάσφημος γλώσσα του, κατά τον Ευάγριον· ομοίως εσάπησε και όλον το σώμα του, κατά τον Κεδρηνόν και τον Νικηφόρον. Εν δε τη Άνω Θηβαϊδι, φοβερόν και επώδυνον θάνατον ο άθλιος εδοκίμασε, παρόμοιον του Αρείου. Πηγαίνων εις το αναγκαίον, ήρχισε να βλασφημή κατά του Χριστού και της Θεοτόκου, δια τούτο Άγγελος Κυρίου επάταξεν αυτόν, και εξεχύθησαν όλα του τα σπλάγχνα μέσα εις το αγγείον της ακαθαρσίας του, και εκεί κακώς ο κακός εξεψύχησεν, ως διηγείται τούτο ο Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γερμανός. Τοιαύτας μεν ατιμίας και τιμωρίας έλαβεν ο ιουδαιόφρων και αιρετικός Νεστόριος. Ο δε Άγιος Κύριλλος έλαβε μεγάλας τιμάς και προνόμια από την Αγίαν και Οικουμενικήν τρίτην Σύνοδον ταύτην. Διότι καθώς διηγείται ο υπερφυής Ιωάννης ο Ζωναράς εις το θαυμαστόν εγκώμιον, το οποίον πλέκει εις τον Άγιον τούτον Κύριλλον, εν χειρογράφοις σωζόμενον, οι Πατέρες της τρίτης Συνόδου εχάρισαν εις τον θείον Κύριλλον τα προνόμια ταύτα· δηλαδή το να ονομάζεται κριτής της οικουμένης, και να φορή εις την κεφαλήν, όταν λειτουργή, ένα οθόνιον λεπτόν, ως μανδήλιον· δηλοί δε το μεν κριτής της οικουμένης, την θαυμασίαν και οικουμενικήν κρίσιν, που έκαμεν ο Άγιος ενώσας όλην την οικουμένην δια της Ορθοδοξίας, ήτις είχε διασπασθή από την αίρεσιν του Νεστορίου, το δε λεπτόν οθόνιον δηλοί την λεπτότητα του νοός και των φρενών του Αγίου, με την οποίαν εσύστησε και εδογμάτισε την καθ’ υπόστασιν ένωσιν. Επειδή δια του όρου τούτου παριστάνεται εν ταυτώ και το εν πρόσωπον του Χριστού, και αι δύο φύσεις αυτού. Ωνομάσθη δε και Πάπας ο θείος Κύριλλος, ίσως διότι είχε τον τόπον του Πάπα Κελεστίνου εν τη Τρίτη ταύτη Συνόδω, αν και άλλοι άλλως ερμηνεύουσι τα ανωτέρω προνόμια. Δι’ ο και πάντες οι Πατριάρχαι Αλεξανδρείας, οι του Αγίου Κυρίλου διάδοχοι, επεκράτησε να ονομάζωνται και αυτοί Πάπαι και κριταί της οικουμένης, και να φορούν όταν λειτουργούν δύο Μίτρας και δύο επιτραχήλια. Ίσως εις δήλωσιν του λεπτού εκείνου οθονίου, όπερ εχάρισεν εις τον Άγιον Κύριλλον η Σύνοδος. Ταύτα λοιπόν δια βραχέων αφορώντα την πολιτείαν του Αγίου Κυρίλλου. Αλλά δεν ηκολούθησαν ούτω: διότι, έως ότου να συστήση ο Άγιος Κύριλλος την προρρηθείσαν Σύνοδον και δι’ αυτής να συστήση και να στερεώση την Ορθόδοξον Πίστιν, πολλούς κόπους και πειρασμούς εδοκίμασεν, ο αοίδιμος, και πολλάς συκοφαντίας αδίκους και καταδρομάς έλαβεν από τους αιρετικούς, τους ομόφρονας του Νεστορίου· διότι εκείνοι βοηθούμενοι από τους κοσμικούς άρχοντας, έκαμαν ιδικόν των συνέδριον, και εκήρυξαν ψευδώς τον θείον Κύριλλον αιρετικόν και ομόφρονα του Απολλιναρίου, ο οποίος ηρνείτο την αληθινήν ανθρωπότητα του Χριστού· επειδή έλεγεν ότι ο Χριστός δεν έχει νουν, αλλά η θεότης ανεπλήρωνε τον τόπον του νοός. Όθεν ακολούθως κατεδίκασαν τον Άγιον Κύριλλον ως αιρετικόν, και τον διέβαλον εις τον βασιλέα με τας επιστολάς των, και τόσον υπερίσχυσαν αι διαβολαί και κατηγορίαι των, ώστε παρώξυναν και τον βασιλέα εις οργήν κατά του Αγίου· δι’ ο και εις την φυλακήν ενεκλείσθη ο Άγιος, και σίδηρα εφόρεσεν υπέρ της αληθείας αγωνιζόμενος εις την Έφεσον, ομού με τον Εφέσου Μέμνονα. Ύστερον δε ο βασιλεύς εξετάσας λεπτομερώς και μαθών τόσον τας ψευδείς κατηγορίας των αιρετικών, όσον και την αθωότητα του Αγίου, τους μεν αιρετικούς εταπείνωσε και εξώρισε, τον δε Άγιον Κύριλλον, ομού με τους ομόφρονάς του, εις τους θρόνους των εστερέωσε, και την υπομονήν αυτού και πραότητα με εγκώμια εμακάρισε. Δια να εννοήση δε ο καθείς πόσον μισητή υπήρξε δια την Μητέρα του Θεού η βλάσφημος αίρεσις του Νεστορίου, κατά της οποίας τόσον ηγωνίσθη ο θείος Κύριλλος, καλόν είναι να αναφέρωμεν εδώ, ως εν παρεκβάσει, την ιστορίαν την οποίαν διηγούνται οι πατέρες του Λειμωναρίου Σωφρόνιος και Ιωάννης, οι οποίοι γράφουν ούτως: Επήγαμεν εις τον αββάν Κυριακόν τον πρεσβύτερον της Λαύρας του Καλαμώνος, ήτις κείται πλησίον του Ιορδάνου, ο οποίος μας είπε ταύτα. Εν μια των ημερών είδον καθ’ ύπνους την Κυρίαν Θεοτόκον με λαμπρόν και φωτεινόν πρόσωπον, ενδεδυμένην με πορφυρούν ιμάτιον και ακολουθουμένην από δύο ιεροπρεπείς άνδρας, η οποία εστέκετο έξω από το κελλίον μου· εγώ δε εγνώρισα ότι είναι η Δέσποινα Θεοτόκος, και ότι οι δύο άνδρες οι συν Αυτή ήταν οι Άγιοι Ιωάννης ο Βαπτιστής και Ιωάννης ο Θεολόγος. Όθεν εξήλθον από το κελλίον μου και προσκυνήσας την Κυρίαν Θεοτόκον, παρεκάλουν Αυτήν να εισέλθη δια να ευλογήση το κελλίον μου· η δε Θεοτόκος δεν έστεργε παντελώς· επειδή δε εγώ πολλήν ώραν παρεκάλουν Αυτήν λέγων, «μη αποστραφήτω, ω Δέσποινα, ο δούλος Σου εντροπιασμένος από Σου και ωνειδισμένος» και άλλα παρόμοια, Εκείνη βλέπουσα προς εμέ απεκρίθη μοι λέγουσα· «έχεις τον εχθρόν μου μέσα εις το κελλίον σου και πως ζητείς να εισέλθω εις συτό»; Και τούτο ειπούσα έγινε άφαντος. Εξυπνήσας εγώ ήρχισα να κλαίω και να λυπούμαι δια τον λόγον τούτον της Θεοτόκου· και επειδή άλλος τις δεν ήτο μέσα εις το κελλίον μου, ειμή μόνος εγώ, εσυλλογιζόμην μήπως έσφαλα εις κανέν πράγμα με τον λογισμόν μου εις την Θεοτόκον, και δια τούτο με απεστράφη· αλλά δεν εύρισκα τον εαυτόν μου να έπταισεν εις Αυτήν. Εν απορία λοιπόν και λύπη ευρισκόμενος, έλαβον βιβλίον να αναγνώσω, δια να παρηγορηθώ· ήτο δε το βιβλίον Ησυχίου πρεσβυτέρου Ιεροσολύμων, το οποίον είχα ζητήσει προσωρινώς από αυτόν· αναγινώσκων δε αυτό, ευρίσκω κατά το τέλος του βιβλίου δύο βλάσφημους λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Αμέσως ηννόησα ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου, τον οποίον είχον εις το κελλίον μου, και παρευθύς το επέστρεψα εις εκείνον, όστις μου το έδωκεν, ειπών αυτώ: λάβε το βιβλίον σου, αδελφέ, διότι από αυτό περισσότερον εζημιώθην παρά ωφελήθην. Εκείνος δε ερωτήσας και μαθών την αιτίαν της ζημίας ταύτης παρ’ εμού, διηγηθέντος την οπτασίαν, ενεπλήσθη από θείον ζήλον, και παρευθύς έκοψεν από το βιβλίον τους δύο εκείνους βλασφήμους λόγους και τους έκαυσεν εις το πυρ, δια να μη ευρίσκεται εις το κελλίον του ο εχθρός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Δεν πρέπει και τούτο να σιωπήσωμεν εδώ· ότι ο Άγιος Κύριλλος, ο τόσον άκρος φίλος του Χριστού και τόσον μέγας εις την αγιότητα, είχεν όμως και κάποιον παράπτωμα εις τον εαυτόν του, όχι από κακίαν και γνώσιν, αλλ’ από πρόληψιν και άγνοιαν της αληθείας· διότι μόνον του Θεού είναι ίδιον το αναμάρτητον, ως λάγει ο Θεολόγος Γρηγόριος· οι δε Άγιοι, όσον και αν είναι Άγιοι, υπόκεινται όμως, ως άνθρωποι, εις την ανθρωπίνην ασθένειαν και εις κάποια πάθη ανθρώπινα, έστω και παραμικρά· «άπτεται γαρ ου μόνον των πολλών, αλλά και των αρίστων ο μώμος, ως μόνου του Θεού το παντελώς άπταιστον και ανάλωτον πάθεσιν» (Επιτάφ. εις τον Μ. Βασίλειον). Όθεν και ο άγιος Κύριλλος, ως άνθρωπος, είχε πάθος τι ανθρώπινον αλλά πάλιν διώρθωσε το τοιούτον πάθος με θαυμάσιον τρόπον· ποίον δε ήτο το πάθος; Και ποία εστάθη η τούτου διόρθωσις; Ακούσατε: Ο μέγας Κύριλλος, έχων συγγενή και θείον τον Πατριάρχην Θεόφιλον, τον εχθρόν του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και πιστεύων ως αληθείς τας ψευδείς κατηγορίας που έλεγον κατά του Χρυσοστόμου οι εχθροί του, όχι από κακίαν, αλλά από απλότητά του και ακακίαν, καθώς είναι γεγραμμένον «άκακος ανήρ πιστεύει παντί λόγω», από αυτά, λέγω, τα δύο αίτια, έφθασε να λάβη ο θείος Κύριλλος κακήν υπόληψιν εναντίον του αγιωτάτου και θείου πατρός ημών Χρυσοστόμου. Όθεν εθυμώνετο κατ’ αυτού, όχι μόνον όταν έζη ακόμη ο θείος Χρυσόστομος, αλλά και αφ’ ου ετελεύτησε. Δια τούτο ουδέ το όνομά του ήθελε να μνημονεύη εις τα δίπτυχα μετά των άλλων ευσεβών Πατριαρχών, καθώς ήτο συνήθεια. Έγραψεν εις τον θείον Κύριλλον ο μετά τον Αρσάκιον γενόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αττικός, ομολογών ότι και αυτός υπήρξεν ένας από τους εχθρούς του Χρυσοστόμου· αλλ’ ύστερον, στοχαζόμενος το ανέγκλητον και αθώον του αγίου εκείνου ανδρός, μετενόησε δια το πρότερον σφάλμα του και συνηρίθμησε το όνομα του Χρυσοστόμου ομού με τους Αγίους, και το εμνημόνευεν· συνεβούλευε δε και τον Άγιον Κύριλλον αδελφικώς και τον παρεκάλει να κάμη και αυτός το ίδιον, να γράψη το όνομα του Χρυσοστόμου εις τα δίπτυχα και να τον μνημονεύη· αλλ’ ο θείος Κύριλλος δεν εισήκουε την παραίνεσιν ταύτην, μη θέλων τάχα να κατηγορήση την κατά του Χρυσοστόμου επί Θεοφίλου γενομένην Σύνοδον. Έγραψε μετά ταύτα εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, συγγενής αυτού ων και πρεσβύτερος την ηλικίαν, και παρρησία μετά πολλού θάρρους συνεβούλευεν αυτόν, ότι αδίκως και παραλόγως οργίζεται κατά του απταίστου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και ότι δεν πρέπει να καταδικάζη τις άνθρωπον, εάν πρώτον δεν εξετάση εν πάση λεπτομερεία την κατ’ αυτού αιτίαν και το σφάλμα τού ανθρώπου εκείνου· διότι ο Θεός, αν και γνωρίζει τα πάντα προ του να γίνουν και προβλέπει τα μέλλοντα ως ενεστώτα, όμως λέγει η Αγία Γραφή, ότι κατέβη από τον ουρανόν μόνος Του εις τας πόλεις των Σοδόμων, ίνα ίδη, αν αληθώς ήμαρτον οι Σοδομίται ή όχι, δια να ηξεύρη· «κραυγή Σοδόμων και Γομόρρας πεπλήθυνται προς με, και αι αμαρτίαι αυτών μεγάλαι σφόδρα· καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών την ερχομένην προς με συντελούνται· ει δε μη, ίνα γνω». Τούτο δε εποίησεν ο Παντέφορος Κύριος δια να μας δώση παράδειγμα, να μη πιστεύωμεν αμέσως και αβασανίστως εις τας διαβολάς των κατηγόρων, αλλά μόνοι μας να εξετάζωμεν πρότερον, έως ου να βεβαιωθώμεν εάν όντως έχη η αλήθεια, καθώς ακούομεν. «Λοιπόν και συ (έλεγε προς τον θείον Κύριλλον) πρέπει πρώτον να στοχάζεσαι, και έπειτα να οργίζεσαι, εάν εύρης εύλογον αιτίαν της οργής· διότι πολλοί από εκείνους οι οποίοι ήσαν μετά σου εις την εν Εφέσω Σύνοδον, φανερά σε κατηγορούν, ότι αδίκως θυμώνεσαι κατά του αθώου Ιωάννου, και ότι με το να είσαι συγγενής του Θεοφίλου μιμείσαι κατά πάντα την κατάστασιν εκείνου. Επειδή καθώς εκείνος εδημοσίευσε την μωρίαν του φανερά, διώκων από τον θρόνον του τον άπταιστον και άγιον και ηγαπημένον του Θεού Ιωάννην, ούτω και συ κάμνεις κατηγορών και διαβάλλων την δόξαν του διωγμένου, μολονότι ούτος έχει πλέον απέλθει εκ του προσκαίρου τούτου βίου». Και πάλιν ο αυτός Ισίδωρος έγραψεν άλλην επιστολήν εις τον αυτόν θείον Κύριλλον και του λέγει ταύτα· «Με φοβίζουν τα παραδείγματα άτινα αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν, και με βιάζουν να σοι γράψω εκείνα τα οποία κρίνω απαραίτητα. Εάν εγώ είμαι πατήρ σου, ως με ονομάζεις, φοβούμαι την καταδίκην, την οποίαν έλαβεν ο Ηλί ο ιερεύς εις τον παλαιόν νόμον, διότι δεν επετίμησε καθώς έπρεπε τους υιούς του, όταν ήμαρτον. Εάν δε πάλιν εγώ είμαι υιός σου, καθώς μόνος μου το ηξεύρω, φοβούμαι μη με καταλάβη η παίδευσις εκείνη, την οποίαν έλαβεν ο Ιωνάθαν ο υιός του Σαούλ, όστις αν και ηδύνατο να εμποδίση τον πατέρα του, ο οποίος εζήτει μαγείας, όμως δεν τον ημπόδισεν από την αμαρτίαν· δια τούτο πρώτος εκείνος εφονεύθη εις τον πόλεμον. Λοιπόν δια να μη καταδικασθώ εγώ, σου λέγω εκείνα τα οποία θα συντελέσουν εις ωφέλειάν σου· και δια να μη καταδικασθής και συ, από τον απροσωπόληπτον και δίκαιον κριτήν, άκουσόν μου. Απόρριψον τον θυμόν τον οποίον έχεις κατά του αποθανόντος, και μη συγχύζης την Εκκλησίαν των ζώντων και προξενής εις αυτήν ταραχάς». Και πάλιν εις άλλο μέρος της επιστολής του λέγει: «Με ρωτάς διατί και πως εξωρίσθη ο Ιωάννης; Πλην εγώ καταλεπτώς δεν θέλω σού αποκριθή, δια να μη φαίνωμαι ότι ονειδίζω και κατακρίνω τους άλλους· τούτο μόνον σοι λέγω, ότι παράνομοι πολλοί, αδίκως κατ’ εκείνου ετελείωσαν την κακίαν των, και με ολιγολογίαν σου φανερώνω την κατάστασιν της Αιγύπτου, εις την οποίαν γειτονεύεις. Η Αίγυπτος τον Μωϋσήν ηρνήθη, και εις τον Φαραώ εδούλευσε· τους ταπεινούς επλήγωσε με μάστιγας, τους κοπιώντας Ισραηλίτας εβασάνισε. Πόλεις τής έκτιζαν, και αυτή τον μισθόν των εργατών δεν επλήρωσεν. Εις ταύτα και τα τοιαύτα έργα η Αίγυπτος σχολάζουσα, εφύτρωσε τον Θεόφιλον, όστις ετίμα τον χρυσόν ως θεόν· αυτός με τους ομόφρονάς του εμίσησε και ελύπησε τον ηγαπημένον άνθρωπον του Θεού και θεοκήρυκα Ιωάννην. Αλλ’ ο οίκος του Δαβίδ αυξάνει μάλλον και στερεώνεται, ο δε οίκος του Σαούλ ελαττώνεται και ολιγοστεύει, καθώς βλέπεις». Ταύτα τα γράμματα του Αγίου Ισιδώρου αναγνώσας ο θείος Κύριλλος, ήρχισε να γνωρίζη το σφάλμα του και να διορθώνεται. Πλην τότε το εγνώρισε καθαρά και τότε εντελώς διωρθώθη, αφ’ ου είδε την ακόλουθον οπτασίαν. Εφάνη εις τον ύπνον του Αγίου Κυρίλλου μίαν φοράν, ότι ευρίσκετο εις ένα τόπον ωραιότατον και γεμάτον από χαράν ανεκλάλητον, εις τον οποίον έβλεπε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, και άλλους θαυμαστούς και ενδόξους άνδρας της Παλαιάς Διαθήκης. Ομοίως έβλεπεν εις αυτόν και πολλούς αγίους της νέας χάριτος του Ευαγγελίου. Εις τον τόπον δε εκείνον έβλεπε και ένα Ναόν φωτεινότατον, του οποίου η ωταιότης ήτο ανερμήνευτος· μέσα δε εις τον Ναόν ήκουε πλήθος πολύ να ψάλλουν μελωδικώτατα. Εισελθών δε και ο Άγιος εις τον Ναόν, όλος μεν έγινεν έκθαμβος εις τον νουν από την θεωρίαν των εκεί, όλος δε εγέμισεν από χαράν και γλυκύτητα εις την καρδίαν, διότι έβλεπεν εκεί την Κυρίαν Θεοτόκον, περικυκλωμένην από πλήθος αγίων Αγγέλων και λάμπουσαν από δόξαν άρρητον γύρωθεν, έβλεπε δε και τον Άγιον Ιωάννην τον Χρυσόστομον, όστις εστέκετο πλησίον της Θεοτόκου με μεγάλην τιμήν, και ήστραπτεν από φως θαυμαστόν ως Άγγελος Θεού, κρατών εις τας χείρας και το βιβλίον των διδαχών του· ήσαν δε μαζί με τον Χρυσόστομον και άλλοι πολλοί ένδοξοι άνδρες, παραστεκόμενοι εις αυτόν ως υπηρέται, όλοι ωπλισμένοι και τάχα ως ητοιμασμένοι δια να κάμουν εκδίκησιν. Ταύτα βλέπων ο θείος Κύριλλος ηθέλησε να πλησιάση ίνα προσκυνήση την Κυρίαν Θεοτόκον και δη και έδραμε προς αυτήν, δια να την προσκυνήση· αλλ’ ευθύς ο Άγιος Ιωάννης με τους δορυφόρους του έδραμεν εναντίον του με θυμόν και όχι μόνον τον ημπόδισεν από το να πλησιάση την Θεοτόκον, αλλά και από τον Ναόν εκείνοντον απεδίωξεν. Ο δε Άγιος Κλυριλλος, καθ’ ον χρόνον εστέκετο έντρομος, συλλογιζόμενος δια ποίον λόγον ωργίζετο κατ’ αυτού ο Χρυσόστομος και τον εδίωκεν από τον Ναόν, ιδού ακούει από την Δέσποιναν, ήτις εμεσίτευε και έλεγε προς τον Ιωάννην να τον συγχωρήση και από τον Ναόν εκείνον να μη τον αποδιώξη, επειδή όχι από κακίαν, αλλ’ από άγνοιαν έλαβε κατ’ αυτού κακήν υπόληψιν· «σύγγνωθι…. Αγνοία γαρ την περί σου φαύλην υπόληψιν προσεκτήσατο· και δηλώσει τω ταύτην μετά την επίγνωσιν αποκτήσασθαι». Ο δε Ιωάννης υπεκρίνατο, ότι δεν έστεργε να τον συγχωρήση. Τότε λέγει προς τον Ιωάννην η Θεοτόκος: δια την αγάπην μου συγχώρησέ τον· επειδή πολλά ηγωνίσθη δια την τιμήν μου, καταισχύνας τον υβριστήν μου Νεστόριον και εμέ Θεοτόκον ανακηρύξας εις τους ανθρώπους. «Σύγγνωθι εμού γε ένεκα· πολλά γαρ διαπεπόνηκεν υπέρ εμού, Νεστόριον καταισχύνας τον υβριστήν, καμέ Θεοτόκον ανακηρύξας». Ταύτα ως ήκουσεν από την Θεοτόκον ο Χρυσόστομος, ευθύς κατεπράϋνε, και εναγκαλισάμενος τον Άγιον Κύριλλον, ως φίλος φίλον, φιλικώς και γλυκερώς εν αγάπη αυτόν ησπάζετο, και ούτως ειρήνευσαν και εφιλιώθησαν οι δύο άγιοι προς αλλήλους εν τη οπτασία εκείνη, δια μεσιτείας της Θεοτόκου. Εξυπνήσας λοιπόν ο Άγιος Κύριλλος, και συλλογιζόμενος με ακρίβειαν την οπτασίαν ταύτην, μετενόει πολύ, και μόνος τον εαυτόν του κατηγόρει, πως είχε πάθος τόσον καιρόν μάταιον και ασυλλόγιστον εναντίον αγίου ανδρός τόσον ευαρέστου τω Θεώ. Και ευθύς συναθροίσας όλους τους Επισκόπους της Αιγύπτου έκαμεν εορτήν και πανήγυριν μεγάλην του Χρυσοστόμου, έγραψε το όνομά του εις τα δίπτυχα και το εμνημόνευε μετά των άλλων αγίων, εμακάριζεν αυτόν κατ’ έτος με εγκωμιαστικούς λόγους, έγραψε τον βίον του εις σχέδια, από τα οποία μετά ταύτα συνέγραψε τον βίον του Χρυσοστόμου, τον ευρισκόμενον εις τα Χρυσοστομικά, Γεώργιος ο Αλεξανδρείας. Και ούτω απηλλάγη από τον μώμον αυτόν η αγιότης του θείου Κυρίλλου. Από τότε λοιπόν και ύστερα επέρασεν τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής του ο μακάριος Κύριλλος με πολιτείαν θαυμασίαν, ποιμαίνων το λογικόν αυτού ποίμνιον εις νομάς ζωηφόρους, πάντας οδηγών εις την οδόν της σωτηρίας, και με μεγάλην σοφίαν και ποιμαντικήν επιστήμην ελευθερώνων από την πλάνην του διαβόλου τους πεπλανημένους. Ταύτης δε της σοφίας και επιστήμης του απόδειξις αρκετή είναι το ακόλουθον διήγημα, το οποίον θέλομεν προσθέσει εδώ, δια περισσοτέραν ευφροσύνην των ευσεβών ακροατών, και ούτω να δώσωμεν τέλος του λόγου. Διηγείται ο αββάς Δανιήλ εις το Πατερικόν, ότι εις τα κατώτερα μέρη της Αιγύπτου έζη γέρων τις όσιος, άγιος μεν κατά την πολιτείαν, κατά δε τον νουν απλούς και απαίδευτος· όθεν δια την απλότητά του εφρόνει και έλεγεν, ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού· τούτο ανήγγειλάν τινες εις τον Άγιον Κύριλλον, ο οποίος προσκαλεσάμενος τον Γέροντα εκείνον, και μαθών ότι ποιεί σημεία και θαύματα και ό,τι ζητήση από τον Θεόν τού το φανερώνει ο Θεός, μετεχειρίσθη τοιαύτην σοφίαν και λέγει προς τον Γέροντα με πραότητα. «Αββά, ένας λογισμός μου λέγει ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού, και άλλος πάλιν λογισμός μού λέγει, ότι δεν είναι υιός του Θεού, αλλά άνθρωπος και αρχιερεύς του Θεού, και έχω περί τούτου αμφιβολίαν. Όθεν περί τούτου σε έκραξα και σε παρακαλώ να παρακαλέσης τον Θεόν, να σου αποκαλύψη το αληθές, δια να το φανερώσης και εις εμέ». Ο δε γέρων τούτο ακούσας, ελπίζων εις την πολιτείαν του, απεκρίθη με θάρρος και παρρησίαν: άφες με, Δέσποτα, να παρακαλέσω τον Θεόν τρεις ημέρας περί τούτου· και ό,τι μοι αποκαλύψη ο Θεός θέλω το φανερώσει και εις την μεγάλην αγιωσύνην σου. Και λοιπόν πηγαίνων ο γέρων εις το κελλίον του, εκλείσθη τρεις ημέρας και παρεκάλει θερμώς τον Κύριον να του φανερώση περί του Μελχισεδέκ. Αποκαλυφθείσης δε της αληθείας εκ Θεού, επανήλθε προς τον Άγιον Κύριλλον και του λέγει· άνθρωπος είναι, Δέσποτα, ο Μελχισεδέκ, και όχι υιός του Θεού. Ο δε Άγιος του είπε· και πόθεν το ηξεύρεις, πάτερ; Ο γέρων απεκρίθη· ο Θεός μου εφανέρωσεν όλους τους Πατριάρχας ένα καθ’ ένα, από του Αδάμ έως του Μελχισεδέκ, τους οποίους είδον όλους διερχομένους έμπροσθέν μου· και όταν ήλθεν ο Μελχισεδέκ να περάση, μου είπεν Άγγελος Κυρίου· ιδού, ούτος είναι ο Μελχισεδέκ· επληροφορήθην λοιπόν, Δέσποτα, ότι ούτως είναι. Τότε ο Άγιος Κύριλλος, ευχαριστήσας τον Κύριον, εχάρη πολύ, ότι ηλευθέρωσεν από την πλάνην τον γέροντα, και απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Απελθών δε ο γέρων εκήρυξεν εις όλους, ότι ο Μελχισεδέκ είναι άνθρωπος και όχι υιός του Θεού· με τοιαύτην σοφίαν και μέθοδον του Αγίου ωδηγήθη ο απλούς γέρων εις την επίγνωσιν της αληθείας. Αφ’ ου δε ο Άγιος Κύριλλος έζησεν εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας χρόνους ολοκλήρους τριάκοντα και έγραψε πολλά βιβλία ψυχωφελή και ορθόδοξα, από τα οποία τα πλέον εξαίρετα είναι οι θησαυροί και τα ονομαζόμενα Γλαφυρά εις την Παλαιάν Γραφήν, και αφ’ ου εκαθάρισεν εις τας ημέρας του την Εκκλησίαν του Χριστού από τας αιρέσεις, παρέδωκε την αγίαν ψυχήντου εις χείρας Θεού, κατά την ενάτην του Ιουνίου, εις την οποίαν εορτάζεται η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη αυτού. Παρεστάθη δε μόνη αυτή η Κυρία Δέσποινα Θεοτόκος εις τον θάνατον του Αγίου Κυρίλλου, και επεσκέφθη τον δούλον της μετά επιμελείας· ότι και αυτός εις την ζωήν του την εδούλευσε πιστώς και ηγωνίσθη πολλά δια την τιμήν Της ο τρισμακάριστος. Και τώρα ευρίσκεται εις τους ουρανούς και συναγάλλεται με όλους τους χορούς των Αγγέλων, με Πατριάρχας, με Προφήτας, με Αποστόλους, με Ιεράρχας, και με όλους τους απ’ αιώνος Αγίους· εξαιρέτως δε και μάλιστα με τον άκρον και ηγαπημένον φίλον του τον θείον Ιωάννην τον Χρυσόστομον και παρίσταται αμέσως εις τον θρόνον Χριστού του Θεού και της παναχράντου αυτού Μητρός, υπέρ ων υπερεμάχησε και εκακοπάθησε και την Παναγίαν και Ομοούσιον Τριάδα ακαταπαύστως παρακαλεί δι’ όλους τους Χριστιανούς, ίνα και αυτοί τύχωσι της Βασιλείαςτων Ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού· Ω πρέπει πάσα δόξα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουνίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ και ΒΑΡΝΑΒΑ.

Δημοσίευση από silver »

Βαρθολομαίος ο Απόστολος ήτο εις εκ των δώδεκα κηρύξας το Ευαγγέλιον εις τους Ινδούς, τους ονομαζομένους Ευδαίμονας· και αφ’ ου παρέδωκεν εις αυτούς το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ύστερον εσταυρώθη παρά των απίστων εις την Ουρβανούπολιν, και τελειώνει ενδόξως τον δρόμον του Μαρτυρίου του. Το δε άγιον αυτού λείψανον, τεθέν εντός μολυβδίνου κιβωτίου και ριφθέν εν τη θαλάσση, ωδηγήθη υπό της θείας προνοίας εις την νήσον της Σικελίας Λιπάραν ονομαζομένην, ένθα και εξέβη. Φανερωθέν δε εις τους εκεί ενεταφιάσθη και αναβλύζει πολλών θαυμάτων και ιαμάτων πηγάς εις πάντας τους προστρέχοντας αυτώ μετά πίστεως, οίτινες τυγχάνοντες των αιτημάτων των επανέρχονται μετά χαράς εις τα ίδια. Βαρνάβας δε ο Άγιος ήτο εις εκ των εβδομήκοντα, ο οποίος έγινε του Αποστόλου Πέτρου συνέκδημος όστις και Ιωσής ονομάζεται· ερμηνεύεται δε το όνομα Βαρνάβας υιός παρακλήσεως. Ούτος κατήγετο μεν από της φυλής του Λευϊ, εγεννήθη δε και ανετράφη εν τη νήσω Κύπρω, διότι ούτω περί αυτού αι Πράξεις των Αποστόλων διαλαμβάνουσιν· «Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας από των Αποστόλων, ο εστι μεθερμηνευόμενον υιός παρακλήσεως, Λευϊτης, Κύπριος τω γένει» (Πράξ. δ: 36). Ούτος εκήρυξε πρώτον το Ευαγγέλιον του Χριστού εν Ιερουσαλήμ, Ρώμη και Αλεξανδρεία, κηρύττων δε και εν Κύπρω ελιθοβολήθη υπό των εκεί Ιουδαίων και Ελλήνων, και έπειτα παρεδόθη εις το πυρ. Τούτου τα άγια λείψανα συνέλεξε Μάρκος ο Απόστολος και Ευαγγελιστής και απέθεσεν αυτά εντός σπηλαίου, μεταβάς δε ούτος εις την Έφεσον ανήγγειλεν εις τον Παύλον την τελείωσίν του· ο δε Παύλος τούτο μαθών έκλαυσεν εφ’ ικανήν ώραν. Ούτος ο Άγιος Απόστολος Βαρνάβας λέγεται ότι ενεταφιάσθη ομού με το Άγιον Ευαγγέλιον το κατά Ματθαίον, το οποίον έγραψεν ιδίαις χερσί· ύστερον δε ευρέθη εις την Κύπρον το άγιον αυτό Ευαγγέλιον μετά του λειψάνου του Αποστόλου, όθεν και προνόμιον έλαβεν η νήσος της Κύπρου να μη υπόκειται εις ουδένα Πατριάρχην ή Μητροπολίτην, αλλά να είναι αυτοκέφαλος, και οι ταύτης Επίσκοποι να χειροτονώνται υπό του ιδίου αυτών Μητροπολίτου. Τελείται δε η σύναξις των Αγίων τούτων Αποστόλων εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και κορυφαίου Αποστόλου Πέτρου, κείμενον πλησίον της αγιωτάτης μεγάλης Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ του Αιγυπτίου.

Δημοσίευση από silver »


Ονούφριος ο Όσιος και ασκητής ήκμασε κατά τον Δ΄ (4ον) από Χριστού γεννήσεως αιώνα. Ούτος ησύχαζε πρότερον εις Κοινόβιον κείμενον πλησίον της Ερμουπόλεως των Θηβών· ακούσας δε ύστερον την ήσυχον και ερημικήν ζωήν του Προφήτου Ηλιού και Ιωάννου του Βαπτιστού εξήλθε του Κοινοβίου και κατώκησεν εις την έρημον έτη εξήκοντα αποκεχωρισμένος των ανθρώπων. Τούτον εύρεν ο Μοναχός Παφνούτιος όστις έγραψε και τον βίον αυτού. Ησύχαζε δε τότε ο Παφνούτιος εις την Αίγυπτον, ότε εκ Θεού φωτισθείς απήλθεν εις την εσωτέραν έρημον. Και απελθών ηξιώθη να ίδη δια των ιδίων αυτού οφθαλμών όσα ο ίδιος περί του Οσίου Ονουφρίου έγραψε, λέγων ταύτα: Καθημένου ποτέ εν τω κελλίω μου, ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν μου, ίνα μεταβώ εις την εσωτέραν έρημον, ίνα εύρω οσίους άνδρας και λάβω την ευλογίαν αυτών. Εξελθών λοιπόν του Μοναστηρίου έλαβον μετ’ εμού ολίγους άρτους και ύδωρ, όσα ηδυνάμην, και αρξάμενος της οδοιπορίας με πόθον πολύν, επεριπάτησα ολίγας ημέρας. Και ευρών ένα κεκλεισμένον σπήλαιον, έκρουσα την θύραν, λέγων κατά την τάξιν το «Πάτερ, ευλόγησον». Μη ακούσας δε απόκρισιν, ήνοιξα την θύραν, και εισελθών εύρον άνθρωπον ιστάμενον όρθιον εις σχήμα προσευχομένου, και προσεγγίσας εις αυτόν έπεσε κατά γης. Το δε ένδυμά του ήτο από φύλλα φοίνικος και έγινεν από την πολυκαιρίαν ως στάκτη εις τας χείρας μου. Εγώ δε φοβηθείς προσηυχόμην, λέγων τον άμωμον και άλλους ψαλμούς, όσους εγνώριζον και ως ηδυνάμην, και όλην την νύκτα εδεόμην δια την ψυχήν του, ενταφιάσας αυτόν ως ημπόρεσα. Και το πρωϊ φράξας την είσοδον ανεχώρησα, και περιπατήσας τέσσαρας ημέρας δεν είχα πλέον άρτον. Και ασθενήσας από την πείναν έπεσον εις την γην ως απονεκρωμένος. Τότε βλέπω ενώπιόν μου ένα θαυμάσιον Άγγελον εις μορφήν ανθρώπου, ωραίον τε και υπέρλαμπρον, διο και πολύ εφοβήθην. Εκείνος δε πλησιάσας με χαριέστατον πρόσωπον, με ήγγισεν εις τας χείρας, τους πόδας και τα χείλη μου. Τότε έλαβον ισχύν και δύναμιν κατά τρόπον θαυμαστόν, και επεριπάτησα με την θείαν εκείνην βοήθειαν άλλας τέσσαρας ημέρας νήστις. Και πάλιν είδον ομοίως τον Άγγελον δύο φοράς, όστις με ενεδυνάμωσε καθ’ ον τρόπον και ανωτέρω είπον, και επεριπάτησα την δευτέραν φοράν και πάλιν ημέρας τέσσαρας, και την τρίτην ημέρας δέκα με την θείαν δύναμιν άσιτος. Έπειτα έφθασα πολύ κουρασμένος από την οδοιπορίαν εις τόπον, όπου ο Θεός με ωδήγησε. Και καθήσας ολίγον να αναπαυθώ, βλέπω μακρόθεν ερχόμενον προς με άνθρωπον φοβερόν την θέαν, γυμνόν το σώμα και δασύτριχον, καλυπτόμενον ως άγριον ζώον με τας τρίχας του. Εις δε την μέσην ήτο περιεζωσμένος με βλαστούς δένδρων. Ιδών λοιπόν αυτόν εφοβήθην, και αναβάς εις υψηλόν βράχον εκρύβην. Εκείνος δε ελθών, έπεσεν εις το κάτω μέρος της πέτρας εκείνης κεκοπιακώς από το καύμα του ηλίου. Έπειτα, αφ’ ου εξεκουράσθη ολίγον, εφώνησε λέγων: Κατάβηθι, δούλε του Κυρίου Παφνούτιε, μη φοβείσαι. Διότι και εγώ άνθρωπος αμαρτωλός είμαι δουλεύων τω Θεώ δια την σωτηρίαν της ψυχής μου εις ταύτην την έρημον. Τότε εγώ εχάρην, και κατελθών μετά σπουδής έπεσον εις τους πόδας αυτού ζητών συγχώρησιν και ευλογίαν την πρέπουσαν. Εκείνος τότε με εσήκωσεν εκ της γης, και ασπασάμενοι αλλήλους εκαθήσαμεν. Ήτο δε εξαιρέτως ταλαιπωρημένος από το γήρας και την εγκράτειαν, και αι τρίχες του ήσαν λευκαί ως το γάλα. Εγώ δε έχων πόθον να μάθω την πολιτείαν του και το όνομα, είπον αυτώ. Δέομαί σου, αγιώτατε Πάτερ, καθώς ο Κύριος απεκάλυψέ σοι τα κατ’ εμέ, ούτω και συ φανέρωσόν μοι πόθεν είσαι, τι σου το όνομα, και πότε ήλθες εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο. Το μεν όνομά μου είναι Ονούφριος, έχω δε εις τούτον τον τόπον χρόνους εβδομήκοντα με θηρία συνδιαιτώμενος, και με χόρτα και ύδωρ τρεφόμενος. Ούτε άλλον τινά άνθρωπον εώρακα ποτέ, μόνον σε τον οποίον έστειλεν ο Θεός, δια να ενταφιάσης το σώμα μου αύριον. Ο πατήρ μου ήτο βασιλεύς της Περσίας. Επειδή δε η μήτηρ μου ήτο στείρα, εδέοντο αμφότεροι του Θεού να τους δώση κλξρονομίαν. Και μετά πολλάς προσευχάς επήκουσεν αυτών ο Κύριος, και όταν συνέλαβεν η μήτηρ μου, έγινε χαρά μεγάλη εις το παλάτιον. Μετά την κύησιν είδεν ο πατήρ μου θείαν αποκάλυψιν, κελεύουσαν αυτόν να με ονομάση Ονούφριον εις το Άγιον Βάπτισμα· έπειτα να με οδηγήση εις ένα Μοναστήριον, το οποίον είναι εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου και το ονομάζουν ησυχαστήριον, και ούτως εποίησεν ο πατήρ μου. Και πορευόμενος με υπηρέτας προς Αίγυπτον μας συνώδευσεν από θείαν νεύσιν και βούλησιν έλαφος, η οποία με έτρεφε με το γάλα της καθ’ όλην εκείνην την οδοιπορίαν, προς θαυμασμόν και έκπληξιν πάντων. Φθάσαντες εις το ρηθέν Μοναστήριον, ανήγγειλεν ο πατήρ μου άπαντα εις τον Ηγούμενον, όστις είπεν αυτώ· εδώ ποσώς γυνή δεν επλησίασε πώποτε, και πως είναι δυνατόν να τραφή το παιδίον; Ο δε απεκρίνατο· καθώς ο Κύριος ωκονόμησε και μας συνώδευσεν εις όλον τον δρόμον η έλαφος, ήτις το έτρεφεν, ούτω πάλιν με το θείον πρόσταγμα θέλει έρχεσθαι και εδώ καθ’ εκάστην να το θηλάζη, έως να μεγαλώση. Ούτω λοιπόν έστερξεν ο Ηγούμενος και έμεινα εις εκείνο το Κοινόβιον· και ο μεν πατήρ μου απήλθεν εις τον οίκον του, η δε έλαφος ήρχετο καθ’ εκάστην ημέραν, έως τον τρίτον χρόνον, και με εθήλαζεν. Ήσαν δε πάντες οι Μοναχοί της Μονής εκείνης αγιώτατοι, πορευόμενοι εις πάσας τας εντολάς του Κυρίου άμεμπτοι· είχον όλοι μίαν ψυχήν και μίαν καρδίαν και αγάπην προς αλλήλους θαυμασίαν· ει τι ήρεσκεν εις τον ένα, έστεργον άπαντες· ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και την ημέραν έκαμνον με τόσην σιωπήν το εργόχειρον, ώστε ουδείς ετόλμα χωρίς ανάγκην να λαλήση λόγον βραχύτατον. Έμαθον λοιπόν παρ’ αυτών και εδιδάχθην την ιεράν Γραφήν, και της μοναχικής πολιτείας όλας τας τάξεις με πάσαν ακρίβειαν. Πολλάκις δε επαινούσαν τον Προφήτην Ηλίαν πως εδυναμώθη από τον Θεόν εις την έρημον με την υπομονήν και εγκράτειαν, και έλαβε χάριν παρά Θεού να ποιή θαυμάσια, και μάλιστα ότι δεν εδοκίμασεν ακόμη το πικρόν του θανάτου ποτήριον, αλλά μετέστη εις τον Παράδεισον σύσσωμος. Και πάλιν εις την Νέαν Διαθήκην τον υπέρτιμον Βαπτιστήν και Πρόδρομον, τον υπέρ πάντας τους αγίους χριστομαρτύρητον, τον οποίον επαινούσαν κατά πολύ. Ακούων όθεν καθ’ εκάστην τους Πατέρας όλου του Κοινοβίου να ευφημίζωσι τους τοιούτους, τους ηρώτησα: Λοιπόν οι αναχωρηταί έχουσιν παρρησίαν προς τον Θεόν περισσοτέραν; Οι δε είπον μοι· ναι, τέκνον, μεγαλύτεροι είναι από ημάς· ότι ημείς μεν βλέπομεν καθ’ εκάστην ο εις τον άλλον μας, αναγινώσκομεν την ακολουθίαν κοινώς με πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Όταν πεινάσωμεν, ευρίσκομεν την τράπεζαν ετοίμην. Εάν ασθενήση κάποιος από ημάς σωματικώς ή και ψυχικώς, τον βοηθούσι και υπηρετούσιν οι άλλοι με πολλήν επιμέλειαν, και απλώς ει τι άλλο χρειασθώμεν, ευρίσκομεν την αρμόζουσαν θεραπείαν. Αλλά εκείνοι οι ευλογημένοι ησυχασταί δεν έχουσιν εξ ανθρώπων τινά παράκλησιν, αλλά εις μόνον τον Θεόν ολοψύχως ελπίζουσιν. Εάν τους έλθη πειρασμός εκ του δαίμονος, δεν έχουν τινά να τους συμβουλεύση. Εάν πεινάσουν ή διψήσουν ή γυμνητεύσουν ή άλλο όμοιον χρειασθούν, δεν έχουν τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος. Αλλά και εις τας ακολουθίας και προσευχάς σχολάζουσι περισσότερον, μη έχοντες σωματικόν εργόχειρον, και οι Άγγελοι του Θεού καθ’ εκάστην διακονούσιν αυτοίς, και όταν εξέρχεται η ψυχή αυτών εκ του σώματος την λαμβάνουσι μετά πολλής ευλαβείας και την φέρουν ενώπιον της Παναγίας Τριάδος ψάλλοντες με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ταύτα ακούσας εγώ ο ελάχιστος από τους θεοφόρους Πατέρας ετρώθην εις την καρδίαν από τον πόθον και τον έρωτα της αναχωρήσεως, και καθ’ εκάστην ηύξανεν ο πόθος αυτός και ετήκετο η ψυχή μου δια την αγάπην της ησυχίας. Λοιπόν μίαν νύκτα έλαβον ολίγους άρτους και εξήλθον του Μοναστηρίου, δεόμενος του Θεού να με οδηγήση όπου είναι ευάρεστον αυτώ να οικήσω. Φθάσας δε εις την έρημον, έβαλα εις τον νουν μου να μείνω εκεί εις ένα όρος, και τότε βλέπω έμπροσθέν μου φως μέγα. Όθεν φοβηθείς εβουλήθην να επιστρέψω πάλιν εις το κοινόβιον. Αλλ’ ευθύς εφάνη εις εκείνο το φως ένας ωραιότατος άνθρωπος, θαυμάσιος την θέαν και ένδοξος, λέγων μοι. Μη φοβηθής, Ονούφριε· εγώ ειμι Άγγελος του Θεού, όστις με επρόσταξε να σε φυλάττω από την ώραν της γεννήσεως έως την τελευταίαν ημέραν σου. Πορεύου λοιπόν εις την προκειμένην οδοιπορίαν σου και μη δειλιάσης πανουργίας του δαίμονος, ούτε πειρασμούς ή άλλο συνάντημα. Ότι εγώ είμαι μαζί σου, να σε διαφυλάττω έως ότου παραστήσω την ψυχήν σου εις χείρας Θεού. Ταύτα μοι λαλήσας ο Άγγελος, με συνώδευσεν έως μίλια εβδομήκοντα, όπου ήτο ένα σπήλαιον και τότε αυτός μεν έγινεν άφαντος, εγώ δε κρούσας την θύραν του σπηλαίου, είδον να εξέρχεται εις γηραιός και χαριέστατος την θέαν και εξαιρέτως ενάρετος. Αφού προσεκύνησα αυτόν, με ησπάσατο λέγων. Καλώς ήλθες, τέκνον και αδελφέ συνεργάτα Ονούφριε· ο Κύριος να σε περισκέπη και να σε διαφυλάττη εις τον φόβον αυτού. Εισελθόντων λοιπόν εις το σπήλαιον, έμεινα παρ’ αυτώ ολίγας ημέρας διδασκόμενος διάφορα πράγματα και αφ’ ου με ενουθέτησε ικανώς όσα είναι αναγκαία δια την άσκησιν, είπε μοι: Ανάστηθι, τέκνον, ίνα σε οδηγήσω εις εν σπήλαιον ησυχαστικόν εις την εσωτέραν έρημον, εις το οποίον θέλει ο Κύριος να οικήσης μόνος σου, να πολεμήσης ανδρείως κατά του δαίμονος, ίνα λάβης της νίκης τα τρόπαια. Περιπατήσαντες ουν νυχθήμερα τέσσαρα, εφθάσαμεν εις μίαν καλύβην μικράν, ήτις είχε φοίνικα και βρύσιν ωραίαν, και λέγει μοι. Ούτος εστιν ο τόπος, τον οποίον σου ηυτρέπισεν ο Κύριος εις κατοίκησιν. Έμεινε λοιπόν μετ’ εμού ημέρας τριάκοντα, διδάσκων με πάσαν ακρίβειαν της μοναχικής παλαίστρας, και απελθών εις το σπήλαιον αυτού ήρχετο κάθε χρόνον και με επεσκέπτετο, έως ου απέθανεν εδώ και τον ενεταφίασα. Το δε όνομά του ήτο Ερμείας από την φυλήν του Ισάχαρ, καθώς μου είπε. Ταύτα ακούσας εγώ ο Παφνούτιος είπον αυτώ. Γνωρίζω, πάτερ αγιώτατε, ότι πολύν κόπον εδοκίμασας εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο· πίστευσόν μοι αγαπητέ, ότι τόσην βάσανον υπέμεινα ώστε απηλπίσθην έως θανάτου δια την πολλήν καύσιν του θέρους και την του χειμώνος ψυχρότητα, πείναν και άλλας στενοχωρίας του σώματος· διότι τα ιμάτιά μου εφθάρησαν από την ψύχραν, και έμεινα ολόγυμνος, ασθενήσας ημέρας πολλάς, και άλλους πειρασμούς και βάσανα έπαθα, ώστε δεν φθάνει γλώσσα να τα διηγηθή. Και πάντα ταύτα υπέμεινα καρτερικώς, στοχαζόμενος, καθώς είναι πρέπον να κάμνη έκαστος, τα ανεκλάλητα αγαθά, τα οποία ητοίμασεν ο Θεός δια τους αγαπώντας Αυτόν. Ο δε Κύριος, ιδών την πολλήν μου στενοχωρίαν, εκέλευσε και εφύτρωσαν τρίχες εις όλον το σώμα μου, και σκεπόμενος υπ’ αυτών δεν ησθανόμην πλέον το ψύχος ή άλλην βάσανον. Αλλά και καθ’ εκάστην ημέραν μου έφερεν άγιος Άγγελος ένα άρτον, δια να στηρίζωμαι και να δουλεύω τω Θεώ με περισσοτέραν θερμότητα. Ακούσας ταύτα περά του Οσίου εθαύμασα, και είπον αυτώ· πόθεν κοινωνείς των θείων Μυστηρίων; Ο δε απεκρίνατο. Πάσαν Κυριακήν έρχεται άγιος Άγγελος και μας μεταλαμβάνει όλους τους ερημίτας, και την ημέραν αυτήν καθ’ ην θα κοινωνήσωμεν, πληρούμεθα πάσης πνευματικής παρακλήσεως. Ούτε πεινώμεν ή διψώμεν ούτε πόνον ή άλλην θλίψιν αισθανόμεθα, και όταν κάποιος εξ ημών επιθυμήση να ίδη άνθρωπον, αναλαμβάνεται υπό των Αγγέλων εις τον παράδεισον, και θεωρών τοσαύτην λάμψιν και ωραιότητα των ουρανίων ταγμάτων εξίσταται, μετέχων εκείνου του θείου φωτός· χαίρει τω πνεύματι· ευφραίνεται και αγάλλεται περισσώς, τοσούτου αγαθού αξιούμενος, λησμονεί τελείως όλους του προτέρους κόπους και τας στενοχωρίας τας οποίας υπέμεινεν· εις δε το μέλλον εξάπτεται μάλλον ο πόθος του εις τον ένθεον έρωτα, και δουλεύει περισσότερον εξ όλης της ψυχής εις τους πνευματικούς αγώνας, δια ν’ αξιωθή να κληρονομήση αιωνίως τοσαύτην μακαριότητα. Ταύτα του αειμνήστου Ονουφρίου διηγουμένου μοι, ησθανόμην τοσαύτην γλυκύτητα, ώστε ελησμόνησα παντελώς τα λυπηρά της οδοιπορίας, την πείναν και δίψαν και όλον τον κόπον εις ουδέν λογισάμενος. Ενδυναμωθείς δε ψυχή τε και σώματι, είπον αυτώ μετ’ αγαλλιάσεως, Μακάριος εγώ, όστις ηξιώθην και είδον σε, και ήκουσα τους γλυκυτάτους λόγους σου. Ο δε είπε μοι. Ας καταπαύσωμεν τον λόγον, ω τέκνον, και ας υπάγωμεν ίνα ίδης την κατοικίαν μου. Περιπατήσαντες ουν τρία μίλλια, εφθάσαμεν εις μικράν καλύβην έχουσαν πηγήν και φοίνικα πλησίον αυτής, και ευξάμενοι εκαθήσαμεν τα περί Θεού διηγούμενοι. Της δε ημέρας τελειουμένης, περί την ηλίου δύσιν βλέπω εις το μέσον του κελλίου ένα άρτον μεγάλον και ωραιότατον. Ο δε Άγιος είπε μοι. Έγειρε, τέκνον μου, φάγε και πίε ει τι εξαπέστειλεν ο Κύριος, ότι πολύ είσαι ταλαιπωρημένος από την οδοιπορίαν και εάν δεν φάγης έχεις κίνδυνον. Εγώ δε είπον. Ζη Κύριος ο Σωτήρ ημών, ου ενώπιον παριστάμεθα, ου μη φάγω, εάν δεν φιλευθώμεν με αδελφικήν αγάπην αμφότεροι. Επί πολύ λοιπόν τον παρεκάλεσα και μετά βίας τον κατέπεισα. Ευλογήσας λοιπόν την τράπεζαν, έκοψε τον άρτον, και φαγόντες εις δόξαν Θεού εχόρτασα και μας απέμεινεν άρτος. Μετά την ευχαριστίαν επεράσαμεν όλην την νύκτα προσευχόμενοι. Πρωϊας γενομένης βλέπω την όψιν του προσώπου τού Αγίου χλωμήν και ενηλλαγμένην. Όθεν δειλιάσας, ηρώτησα το αίτιον τούτου. Ο δε λέγει μοι. Μη φοβηθής, αδελφέ, ότι ο περί πάντας αγαθός και ευσπλαγχνος Κύριος σε απέστειλε, να ενταφιάσης το σώμα μου. Ιδού γαρ σήμερον τελειώνει η παροικία μου και απελεύσεται η ψυχή μου εις την ανεκλάλητον ευφροσύνην της ουρανίου μακαριότητος, και ενθυμού όταν υπάγης εις την Αίγυπτον να κηρύξης εις τους μοναχούς, και εις όλους τους χριστιανούς, ότι εζήτησα ταύτην την χάριν παρά Θεού, όστις τελέση το μνημόσυνόν μου και εορτάση με, ή γράψη και κηρύξη τον βίον μου, καθώς σου τον εδιηγήθηκα, να μη του έλθη ποσώς εκ του διαβόλου πειρασμός. Εγώ δε είπον αυτώ. Μεγάλως επιθυμώ, πάτερ Άγιε, τούτον τον τόπον, και δος μοι την ευλογίαν σου, να τελέσω ενθάδε το υπόλοιπον της ζωής μου. Λέγει μοι· δεν σε απέστειλεν ο Κύριος να μείνης εδώ, αλλά μόνον να ενταφιάσης το σώμα μου και να ευφρανθής με τους Οσίους δούλους Αυτού, όσοι οικούσιν εις ταύτην την έρημον και να κηρύξης εις τον κόσμον τοις φιλοχρίστοις την πολιτείαν αυτών εις δόξαν Θεού, ίνα τους μιμηθώσι το κατά δύναμιν. Αφού ήκουσα ταύτα παράτου Αγίου έπεσον εις τους πόδας του λέγων. Γινώσκω, αγιώτατε Πάτερ, ότι όσα αιτήσεις τω Θεώ δώσει σοι δια τους πολλούς σου αγώνας. Δέομαι λοιπόν και παρακαλώ σε να με ευλογήσης να γίνω εις την αρετήν όμοιός σου, να λάβω παρά Θεού μετά σου την αυτήν δόξαν και όμοιον στέφανον εις την αιώνιον ζωήν, καθώς εις ταύτην ηξιώθην και σε απήλαυσα. Ο δε απεκρίνατο. Ο Κύριος να μη σε λυπήση εις αυτό όπερ εζήτησας, αλλά να σε ευλογήση και να σε στηρίξη εις την αγάπην Του, να σε λυτρώση από πάσαν αμαρτίαν και πειρασμόν του αντικειμένου, και να τελειώση εις σε το έργον, το οποιον επόθησας. Οι Άγγελοί Του να σε σκεπάσωσι και να σε φυλάξωσιν από τας επιβουλάς του εχθρού, δια να μη εύρη ο ψυχοφθόρος ουδέν πταίσμα εις σε κατά την ώραν της κρίσεως, και η ευλογία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είη μετά σου εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Ταύτα ειπών και κλίνας τα γόνατα, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, λέγων μετά δακρύων. Ύψιστε Θεέ και αόρατε, ου η δύναμις ανεξιχνίαστος και η δόξα ακατανόητος και ανέκφραστος, και το έλεος άπειρον και αμέτρητον, υμνώ, ευλογώ, προσκυνώ και δοξάζω Σε, Ον επόθησα εκ νεότητός μου, και Σοι ηκολούθησα. Επάκουσόν μου, προς Σε γαρ εκέκραξα, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου, ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ’ έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου, τη Ση δεξιά σκέπασόν με, ίνα μη ταραχθή η ψυχή μου από τους δαίμονας, όταν εξέρχεται εκ του σώματος, αλλά παράλαβε αυτήν δι’ αγίων Αγγέλων Σου και κατάταξον αυτήν ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου Σου, ότι ευλογητός Ει και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Μνήσθητι, πανοικτίρμων και πολυέλεε, του πιστού λαού Σου· και όστις ευρεθή εις κίνδυνον θαλάσσης ή εις θυμόν δικαστού ή εις άλλην τινά στενοχωρίαν, και Σε επικαλεσθή λέγων: Παντοδύναμε Κύριε, δια πρεσβειών του δούλου σου Ονουφρίου ελέησόν με, παρακαλώ την βασιλείαν σου, καθώς μου έταξες, επάκουσον της δεήσεως αυτού. Ταύτα προσευξάμενος είπε: Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου, και ούτως έπεσεν ύπτιος εις την γην, και πάλιν προσηύχετο μυστικά. Το δε πρόσωπόν του έγινεν ως φως, και τότε ωσφράνθην τόσην ευωδίαν, ώστε έμεινα εξεστηκώς από την άρρητον εκείνην πνοήν του Παραδείσου και γλυκύτητα, ευθύς δε έγιναν βρονταί και αστραπαί φοβεραί. Τότε έπεσον από τον φόβον μου εις την γην και βλέπω ανεωγμένους τους ουρανούς, και πάσαν την στρατιάν των Αγγέλων ψάλλουσαν άνωθεν του Αγίου γλυκυτάτους ύμνους και μελωδικά άσματα ευτάκτως με λαμπάδας ανημμένας και χρυσά θυμιατά εις τας χείρας αυτών ως διάκονοι. Εις δε το μέσον αυτών εφάνη φως μέγα, και εκ του φωτός εξήλθε φωνή γλυκυτάτη λέγουσα. Δεύρο, ψυχή φιλτάτη μου, ίνα σε οδηγήσω εις εκείνην την ανάπαυσιν των δικαίων και την άρρητον αγαλλίασιν, την οποίαν επόθησας. Τότε εξήλθε του σώματος η μακαρία εκείνη ψυχή εν είδει λευκοτάτης περιστεράς, και λαβών αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τας παναχράντους χείρας Αυτού ανήλθεν εις τους ουρανούς με τους Αγίους Αγγέλους, ψάλλοντας με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Εγώ δε εγερθείς κατεφίλουν μετά δακρύων το ιερώτατον λείψανον, το οποίον εξήστραπτεν ως πολυτίμητος μαργαρίτης και ευωδίαζεν ως αρώματα. Οδυρόμενος ουν αμέτρως ώραν πολλήν, διότι εστερήθην τόσον τάχιστα τοιούτου πολυτίμου θησαυρού, τον οποίον με τόσον κόπον απέκτησα, διελογιζόμην πως να σκάψω την γην να τον κρύψω, αφού εργαλείον δεν είχον σιδηρούν. Τότε ήλθον δύο λέοντες, και πλησιάσαντες με πραότητα έλειχον τους πόδας αυτού, και έκαμνον σχήματα τινά πένθους και θλίψεως, ώσπερ να ήσαν λογικά κτίσματα. Εγώ δε είπον προς αυτούς: ηξεύρω, ότι ο Θεός σας έστειλε να ενταφιάσωμεν το άγιον λείψανον· επειδή και τα άλογα ζώα υμνούσι τον ποιητήν και υπακούουσιν εις Αυτόν. Και λαβών την ράβδον μου εσημείωσα εις την γην το μήκος του τάφου. Οι δε έσκαψαν με τους όνυχας αυτών και έκαμαν λάκκον. Αφού λοιπόν αφήρεσα το άλλο ήμισυ επανωφόριόν μου, το οποίον μού έμεινεν από τον προαναφερθέντα ερημίτην, και τυλίξας το άγιον λείψανον μετ’ ευλαβείας ενεταφίασα αυτό· οι δε λέοντες ποιήσαντες μετάνοιαν εις τον τάφον του Αγίου και εις εμέ τον ελάχιστον ανεχώρησαν. Έμεινα τότε εγώ κλαίων, συλλογιζόμενος την αναξιότητα και τας αμαρτίας μου, και έλεγον ταύτα. Ουαί μοι τω αθλίω και οκνηρώ. Πόσους δούλους επιμελείς και εναρέτους έχει ο Κύριός μου και στρατιώτας ανδρείους; Αλλ’ όμως εγώ, αμελής τε και ράθυμος, ποίαν απολογίαν θα δώσω τω κτίστη μου; Ποίον βραβείον και στέφανον νίκης να λάβω, αφού δεν επολέμησα ποτέ μου κατά του δαίμονος; Ταύτα λέγων διελογιζόμην να υπομείνω εις εκείνον τον τόπον και να αγωνίζωμαι. Αλλ’ ευθύς έγινε σεισμός, και πεσόντος του όρους εκείνου, εσκέπασεν όλον το σπήλαιον, την πηγήν και τον φοίνικα, και άπαντα ηφανίσθησαν. Εγώ δε το συμβάν θεασάμενος, ηννόησα ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να μείνω εκεί και έκλαιον. Επιφανείς δε έμπροσθέν μου ο προρρηθείς Άγγελος είπέ μοι. Μη κλαίης, αλλά χαίρε μάλλον, ότι ηξιώθης και είδες θαυμάσια. Πορευθείς λοιπόν εις Αίγυπτον, κήρυξον άπαντα τα περί του μακαρίου Ονουφρίου και των λοιπών, όσα είδες και θέλεις ίδει εις ταύτην την έρημον. Άπελθε λοιπόν εις ειρήνην παρά Θεού ενδυναμούμενος. Εκοιμήθη δε ο πανόλβιος Ονούφριος τη ιβ΄ (12η) Ιουνίου, εις δόξαν του Κυρίου υμών Ιησού Χριστού. Μετά ταύτα αναχωρήσας εκείθεν και περιπατήσας ημέρας τέσσαρας, έφθασα εις ένα κελλίον, και εισελθών εν αυτώ ουδένα εύρον εντός. Διο καθήσας περιέμενον τον οικήτορα, όστις ήλθε μετ’ ολίγην ώραν, και ήτο θαυμαστός την θέαν και σεβάσμιος, πολιός την τρίχα, ενδεδυμένος ιμάτιον πεπλεγμένον με φύλλα φοίνικος, το δε πρόσωπον αυτού εφαίνετο ως θείου Αγγέλου, και λέγει μοι. Ειρήνη σοι, αδελφέ μου και συνεργάτα Παφνούτιε, ο τον μακάριον ενταφιάσας Ονούφριον. Εγώ δε ταύτα ακούσας εθαύμασα και πεσών επί γης αυτώ προσεκύνησα. Ο δε είπέ μοι· ανάστα, τέκνον. Ο Κύριος σε ηξίωσε να απολαύσης τους φίλους Του, όστις και την έλευσίν σου μας απεκάλυψε. Γίνωσκε δε ότι εξήντα έτη έχομεν κατοικούντες εις ταύτην την έρημον και ουδένα είδομεν άλλον τινά άνθρωπον. Ούτω συνομιλούντων ημών, έφθασαν άλλοι τρεις γηραλέοι όμοιοι μετ΄αυτού εις το χρώμα και το ένδυμα, και ασπασάμενος αυτούς, εκαθήσαμεν εξηγούμενοι περί του μακαρίου Ονουφρίου και άλλων Αγίων. Έπειτα μου είπον: έγειρε, τέκνον, να φιλευθώμεν, ίνα στηριχθή η καρδία σου, ότι πολύν δρόμον επεριπάτησας, και ημείς τώρα χάριν σου συνήχθημεν, ίνα συνευφρανθώμεν ψυχή τε και σώματι. Εγερθέντες λοιπόν προσηυχήθημεν και ιδού βλέπω πέντε άρτους ζεστούς, ως να τους εξήγαγον εκείνην την ώραν από τον κλίβανον, έφερον δε και αυτοί άλλο είδος βρώσιμον, και εφάγαμεν προς αυτάρκειαν. Μετά την ευχαριστίαν μοι είπον. Ιδού σήμερον, ως ήκουσας, εξηκονταετή χρόνον έχομεν εις ταύτην την έρημον, και καθ’ εκάστην μάς έρχονται τέσσαρες άρτοι εκ θείου προστάγματος. Σήμερον δε χάριν σου ευρέθησαν πέντε. Και δεν ηξεύρομεν πόθεν φέρονται, μόνον αφού αναγνώσωμεν την ακολουθίαν του εσπερινού ευρίσκομεν αυτούς εις την τράπεζαν. Μετά ταύτα ετελέσαμεν αγρυπνίαν, όλην την νύκτα ευχόμενοι· και πρωϊας γενομένης τους παρεκάλεσα να μοι είπουν τα ονόματά των, πλην δεν ηθέλησαν, αλλ’ απεκρίθησαν· εκείνος όστις γινώσκει τα πάντα ηξεύρει και ημών τα ονόματα. Μόνον συγχώρησόν μας, και πρέσβευε ίνα ίδωμεν αλλήλους εις τον Παράδεισον. Ευλογηθείς λοιπόν παρ’ αυτών ανεχώρησα, και περιπατήσας ημέραν μίαν έφθασα εις τόπον πολύ ωραίον και επιτήδειον, ένθα ήτο σπήλαιον και πηγή ύδατος, και επότιζε διάφορα δένδρα από καρπούς φορτωμένα, ώστε εθαύμαζα δια το πλήθος και την ποικιλίαν αυτών. Ήσαν δε παντός είδους δένδρα, των οποίων η γεύσις των καρπών ήτο γλυκυτέρα του μέλιτος, και η ευωδία θαυμάσιος, τόσον ώστε μοι εφαίνετο ως να ευρισκόμην εις τον Παράδεισον. Ενώ λοιπόν εθαύμαζον την ωραιότητα αυτών, βλέπω τέσσαρας νέους ωραιοτάτους και ευειδείς, ενδεδυμένους δέρματα προβάτων, οίτινες πλησιάσαντες είπον μοι. Χαίροις, αδελφέ Παφνούτιε. Εγώ δε πεσών επί γης προσεκύνησα αυτούς. Αφού δε εκείνοι με ήγειραν εκαθήσαμεν συνομιλούντες. Ήσαν δε εις την όψιν τοσούτον ένδοξοι, ώστε ενόμιζα ότι ήσαν Άγγελοι εξ ουρανού κατερχόμενοι. Λαβόντες δε εκ των καρπών μου έδωσαν εις βρώσιν, δεικνύοντες ευσπλαγχνίαν και αγάπην πολλήν προς εμέ. Παρέμεινα δε εκεί ημέρας επτά, και ερωτήσας αυτούς πόθεν ήσαν, και πως ήλθον εις τον τόπον εκείνον, μοι απεκρίθησαν: Επειδή ο Κύριος σε απέστειλε, θα σου είπωμεν την αλήθειαν. Ημείς είμεθα από μίαν πόλιν καλουμένην Οξύρυχον. Οι γονείς μας είναι οι πρώτοι άρχοντες της πόλεως, βουλευταί την αξίαν, οίτινες μας έβαλαν εις τα γράμματα και αφού εμάθομεν τα κοινά, ηθέλησαν να μας στείλουν εις την σπουδήν, να μάθωμεν φιλοσοφικά. Και ημείς, αφού συνεσκέφθημεν, απεφασίσαμεν, του Θεού συνεργούντος, να μάθωμεν κάλλιον την σοφίαν Αυτού. Και ούτω ανεχωρήσαμεν κρυφίως από την πατρίδα μας και ήλθομεν εις την έρημον, έχοντες μεθ’ ημών ολίγους άρτους και ύδωρ μέτριον, τα οποία μας έφθασαν μίαν εβδομάδα. Έπειτα επεράσαμεν ημέρας πολλάς με πείναν και κακοπάθειαν, μη γνωρίζοντες τι να πράξωμεν και τότε βλέπομεν ενώπιον ημών άνδρα ένδοξον, ο οποίος μας έφερεν εις τούτον τον τόπον, και μας παρέδωκεν εις ένα άγιον γέροντα, όστις έζησεν ένα χρόνον διδάσκων ημάς πως να δουλεύωμεν τω Κυρίω. Και πληρωθέντος του χρόνου ετελειώθη ο Όσιος, και ιδού έχομεν εξ χρόνους ενταύθα, και δεν εφάγομεν άρτον ή άλλην τινά βρώσιν, ειμή μόνον από των καρπών τούτων των δένδρων. Τας πέντε ημέρας της εβδομάδος διαμένει έκαστος χωριστά ησυχάζων, το δε Σάββατον συναντώμεθα εδώ και διερχόμεθα τας δύο ημέρας αδελφικώς σιτιζόμενοι. Και πάλιν επιστρέφομεν εις την ησυχίαν, και ο εις δεν γνωρίζει του άλλου τους αγώνας και τα κατορθώματα. Εγώ δε είπον αυτοίς. Πόθεν κοινωνείτε των θείων μυστηρίων; Οι δε απεκρίθησαν· δια τούτο συναγόμεθα και ετοιμάσου να κοινωνήσης αύριον, ότε έρχεται Άγγελος Κυρίου και μας μεταλαμβάνει δια χειρός αυτού το άγιον Σώμα και Αίμα του Χριστού. Εγώ δε ακούσας εχάρην και εμείναμεν ψάλλοντες όλην την νύκτα, υμνούντες τον Βασιλέα Χριστόν. Το πρωϊ, όταν ήλθεν ο Άγγελος Κυρίου, ωσφράνθημεν οσμήν και ευωδίαν τερπνήν και θαυμάσιον, και επληρώθημεν ευφροσύνης εξ αυτού. Εγώ δε έμεινα εξεστηκώς, ως εάν ήμην εις τον Παράδεισον. Και ενδυναμωθείς τη καρδία υπό του Αγγέλου, ηγέρθην και κοινωνήσαντες δια χειρός αυτού, μας ηυλόγησε λέγων. «Γένοιτο εν υμίν το Σώμα τούτο και Αίμα του Δεσπότου Ιησού Χριστού του Θεού ημών τροφή άφθαρτος και ζωή αιώνιος». Και αποκριθέντες μετά φόβου είπομεν το Αμήν. Ήτο δε ημέρα Κυριακή, και εμείναμεν με χαράν μεγάλην εις τας καρδίας μας, και τότε είπε προς με ο Άγγελος. Άπελθε, Παφνούτιε, εις την Αίγυπτον, κήρυξον εις τους ευσεβείς πάντα όσα είδες και ήκουσας εις την έρημον, εξαιρέτως δε τα περί του Οσίου Ονουφρίου, τον οποίον σε ηξίωσεν ο Κύριος και απήλαυσες και συνηρίθμησέ σε μετά των Αγίων αυτού. Εγώ δε εζήτησα χάριν από τον Άγγελον να μοι συγχωρήση να κατοικήσω με τους Αγίους εκείνους έως το τέλος της ζωής μου και είπέ μοι. Καθώς ήρεσε τω Θεώ, ούτως είναι ανάγκη να γίνεται το άγιον Αυτού θέλημα, και οποίαν εργασίαν και πράξιν δυνηθή τις να τελέση κατά Θεόν πολιτευόμενος, λαμβάνει την αμοιβήν πολλαπλασίαν. Ύπαγε λοιπόν εις το κελλίον σου, επειδή ούτως ο Δεσπότης επρόσταξε. Και τον αυτόν μισθόν θέλεις απολαύσει εν ημέρα ανταποδόσεως, ώσπερ και αυτοί. Διότι είναι γεγραμμένον εις την βίβλον των Δικαίων το όνομά σου, ως είπόν σοι. Ταύτα ειπών ο Άγγελος άφαντος εγένετο. Οι δε αδελφοί ητοίμασαν τράπεζαν και εφάγομεν οπώρας εις δόξαν Θεού και όλην την ημέραν ησθανόμην την άρρητον εκείνην ευωδίαν. Την ακόλουθον νύκτα εποιήσαμεν αγρυπνίαν και το πρωϊ αποχαιρετήσας αυτούς τους παρεκάλεσα να μου είπουν τα ονόματά των. Οι δε απεκρίθησαν, ότι ο πρώτος εκαλείτο Ιωάννης, ο δεύτερος Ανδρέας, ο τρίτος Ηρακλαίμων, και ο άλλος Θεόφιλος. Οίτινες με συνώδευσαν πέντε μίλια, και τότε, ασπασάμενοι αλλήλους, επέστρεψαν εις το κελλίον των. Εγώ δε επορευόμην λυπούμενος άμα και ευφραινόμενος. Λύπην μεν είχον, ότι δεν ηξιώθην να οικήσω και εγώ εις τοιούτον τόπον ωραίον και πανευφρόσυνον. Χαράν δε πάλιν, ενθυμούμενος τας ευλογίας, ας έλαβον από τους οσίους δούλους του Χριστού, και από τον άγιον Άγγελον. Οδοιπορήσας λοιπόν ημέρας τρεις έφθασα εις την Αίγυπτον, και ευρών πολλούς αδελφούς φοβουμένους τον Κύριον ανεπαύθην μετ’ αυτών ημέρας δέκα, διηγούμενος εις αυτούς άπαντα τα άνωθεν ειρημένα. Οι δε ακούσαντες έκλαυσαν από την χαράν, ευχαριστούντες τον Κύριον. Ήσαν δε οι αδελφοί ούτοι φιλόχριστοι και φιλόξενοι, οίτινες έγραψαν σπουδαίως όσα ελάλησα, και τα έστειλαν εις όλην την Σκήτην, και τα ανέγνωσαν εις τους Αγίους Πατέρας, και πάντες εδόξασαν τον Θεόν. Έως εδώ είναι λόγοι του μακαρίου Παφνουτίου, ο οποίος, αφού έφθασεν εις το κελλίον του, έζησεν ολίγον καιρόν. Και τότε είδεν Άγιον Άγγελον λέγοντα αυτώ. Ελθέ, Όσιε του Θεού, εις τας ακινήτους σκηνάς ίνα αγάλλεσαι μετά των δικαίων, των τω Θεώ εν ερήμοις και όρεσιν ευαρεστησάντων. Ταύτα ακούσας ο Όσιος ηυχαρίστησε τω Κυρίω. Και ζήσας ολίγην ώραν απήλθε προς τον ποθούμενον, εις εκείνην την ανέκφραστον ηδονήν και άρρητον αγαλλίασιν, ης αξιωθείημεν και ημείς ταις των Οσίων Ονουφρίου και Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων πρεσβείαις. Ίνα συνευφραινώμεθα μετ’ αυτών εις αιώνα τον ατελεύτητον δοξάζοντες Πατέρα και Υιόν συν τω Αγίω Πνεύματι, την μίαν και μόνην Θεότητα.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”