Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) του αυτού μηνός Μαρτίου, Προεόρτια του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου και μνήμη του

Δημοσίευση από silver »

Αρτέμων ο μακάριος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Σελευκείας της Πισιδίας, ένθα εγεννήθη και ανετράφη κατά τους χρόνους των ιερών Αποστόλων. Όθεν, όταν ο μακάριος Απόστολος Παύλος περιεπάτει εις εκείνα τα μέρη κηρύττων τον λόγον του Ευαγγελίου, εύρε τον Άγιον Αρτέμονα και κατέστησεν αυτόν Επίσκοπον, ποιμένα και διδάσκαλον της πόλεως εκείνης, επειδή δεν έπρεπεν ο λύχνος να κρύπτεται υπό τον μόδιον. Καλώς λοιπόν ποιμάνας το ποίμνιόν του ο Άγιος και γενόμενος εις πάντας τους έχοντας ανάγκην λιμήν σωτηρίας, των χηρών και των ορφανών προνοητής και των πτωχών βοηθός και ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, και με τοιαύτα θεάρεστα έργα διελθών την ζωήν του ο τρισόλβιος, εις γήρας βαθύ απήλθε προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) Μαρτίου, ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Ο Ευαγγελισμός του μεγάλου μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον και αειπάρθενον Μαρίαν ούτως εγένετο. Ο φιλάνθρωπος και ελεήμων Θεός, ο πάντοτε φροντίζων δια το γένος των ανθρώπων ως πατήρ φιλόστοργος, θεωρών το πλάσμα των χειρών Αυτού κατατυραννούμενον υπό του διαβόλου και κατασυρόμενον εις τα πάθη της ατιμίας και εις την ειδωλολατρίαν υποκείμενον, ηθέλησε να αποστείλη τον Υιόν Του τον μονογενή, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όπως λυτρώση αυτό από τας χείρας του διαβόλου. Επειδή δε ηθέλησε να είναι άγνωστον το μυστήριον τούτο, όχι μόνον εις τον σατανάν, αλλά και εις αυτάς τας ουρανίους Δυνάμεις, ενεπιστεύθη αυτό εις ένα των Αρχαγγέλων του, ήτοι εις τον ενδοξότατον Γαβριήλ. Προωκονόμησε δε να γεννηθή πρωτύτερα και η Αγία Παρθένος Μαρία και να φυλαχθή καθαρά, ως αξία του τοιούτου μεγάλου μυστηρίου και παγκοσμίου καλού. Όταν λοιπόν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ελθών ο Αρχάγγελος εις την πόλιν Ναζαρέτ, όπου έμενεν η Παρθένος Μαριάμ, είπεν αυτή· «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (Λουκ. α:28). Η δε Παρθένος, προτάξασα άλλους τινάς λόγους, είπε τελευταίον προς τον Άγγελον· «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. α:38). Ευθύς δε μετά τον λόγον τούτον συνέλαβεν υπερφυώς εν τη αχράντω κοιλία Αυτής τον Υιόν και Λόγον του Θεού, την ενυπόστατον σοφίαν και δύναμιν Αυτού, με την επισκίασιν Αυτού του ιδίου Λόγου του Θεού και με την επέλευσιν του Παναγίου Πνεύματος. Έκτοτε λοιπόν ετελέσθησαν μετ’ οικονομίας άπαντα τα μυστήρια του Θεού Λόγου δια την ημετέραν σωτηρίαν και απολύτρωσιν.

ΛΟΓΟΣ Β΄ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ
Εις τον Θείον Ευαγγελισμόν της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θετόκου και Αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.
«Ιδού συλλήψη εν γαστρί, και τέξη υιόν» (Λουκ. 1: 31).
Προβαίνει από την λαμπράν πύλην της ωραιοτάτης ανατολής εκείνη η λευκόμορφος μηνύτρια του Ηλίου, η ροδοδάκτυλος και φωσφόρος αυγή. Και ευθύς, όταν αρχίση εις το αργυροχρυσοσύνθετον πρόσωπον του ουρανού να ζωγραφίζεται η έλευσις του παμφαούς φωστήρος της ημέρας, τότε ο πολύμορφος χορός των αστέρων βιάζεται να φύγη το ταχύτερον, μετ΄ αυτών δε ολοσχερώς αφανίζεται το ζοφερώτατον σκότος της σκοτεινής νυκτός. Εναρμόνιος μουσική, με τα μελωδικά όργανα των πτηνών συντεθειμένη, αντηχεί εις τα χρυσοπράσινα δάση· οι άνθρωποι, βυθισμένοι εις βαθύτατον ύπνον, εγείρονται δια τας ποικίλας των ασχολίας. Και ήδη, ως χαριέστατος μηνυτής, εις όλον τον απέραντον Κόσμον ευαγγελίζεται· «Ιδού ημέρα ήγγικεν, ιδού εξέλαμψεν». Ομοίως κατά την σημερινήν ημέραν προβαίνει από εκείνην την ηλιοστάλακτον πύλην του ουρανού ο αγλαοπυρσόμορφος του Θεού Αρχάγγελος, ο λαμπρός και καθαρός Γαβριήλ. Και ευθύς ως με τον χαιρετισμόν «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου» (Λουκ. 1: 28), ζωγραφίζει εις την άμωμον γαστέρα της Θεομήτορος Μαριάμ την έλευσιν του αδύτου της δικαιοσύνης Ηλίου, τότε αρχίζει το ταχύτερον να φεύγη η αντίθετος πολυθεϊα των δολίων ειδώλων. Αφανίζονται ολοσχερώς τα σκοτεινότατα σύμβολα του παλαιού νόμου. Η ασύστατος χορεία των απίστων, μη υποφέρουσα το τηλαυγέστατον της αληθείας φως, κρύπτει με την σιωπήν το ασεβέστατον πρόσωπον. Τα στόματα των ιερών Διδασκάλων δεν παύουσι να ψάλλωσι μίαν ακατάπαυστον δοξολογίαν. Το ανθρώπινον γένος, βυθισμένον εις τον ύπνον της αγνωσίας, εγείρεται προς την χριστώνυμον πολιτείαν της Ορθοδόξου Πίστεως· και ήδη, με την θεόπνευστον σάλπιγγα ενός χαριεστάτου Ευαγγελισμού του θείου τούτου Αρχαγγέλου προς τον Κόσμον όλον, ευαγγελίζεται προς την Παρθένον · «Ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν (αυτόθι 31). Ω χαρά ανεκδιήγητος! Ω άφρατον θαύμα! Χαρά, επειδή σήμερον ο προαιώνιος Πατήρ ανοίγει τα σπλάγχνα Του και μας χαρίζει τον μονογενή του Υιόν· ο Υιός σαρκούται τη συνεργεία του Παναγίου Πνεύματος· το Πνεύμα εισέρχεται εις την Παρθένον και η Παρθένος συλλαμβάνει δι΄ ασπόρου συλλήψεως. Θαύμα, επειδή το αθάνατον ενούται με το θνητόν· το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος παραλαμβάνει την ανθρώπινον φύσιν και όχι η φύσις το πρόσωπον· το αϊδιον και το προσωρινόν εις την αυτήν υπόστασιν διαμένει. Χαρά, επειδή λύεται το κατάκριμα του πρωτοπλάστου Αδάμ και μας χαρίζεται η χάρις, δια την απόκτησιν εκείνου του Παραδείσου, από τον οποίον η παρακοή μας εξώρισε. Θαύμα, επειδή ο ασώματος, ο άσαρκος και άϋλος Θεός, σώμα, σάρκα και ύλην κατεδέχθη να λάβη, φυλάττων εις το αυτό υποκείμενον τελείαν ανθρωπότητα και τελείαν Θεότητα, άνευ μεταβολής της φύσεως, άνευ τροπής των ουσιών, άνευ συγχύσεως των προσώπων. Συ λοιπόν, ω άναρχε Υιέ και Λόγε του προανάρχου Πατρός, ο χαρακτήρ της αϊτητος αυτού και ζώσα πηγή της Σοφίας, Συ τώρα, με την θαυμαστήν σου παντοδυναμίαν, χάρισαι δύναμιν του νοός μου, νουν της ψυχής μου, ψυχήν εις τον λόγον μου και λόγους τω στόματί μου, δια να φανερώσω το σημερινόν μέγα μυστήριον. Συ, όστις εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτίζεις τους αίνους Σου, σόφισόν μου την αγύμναστον γλώσσαν και χύσον την χάριν της ευλογίας Σου εις τα χείλη μου, δια να ασπασθώ και εγώ με τον Γαβριήλ την Παρθένον, λέγων· «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου... Ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν» (αυτ. 28-31). Ο σοφός εκείνος Δημιουργός των απάντων Θεός, αφ΄ ου έπλασε τα άϋλα εκείνα τάγματα της ουρανίου Ιεραρχίας, αφ΄ ου εκύκλωσε με διαφόρους σφαίρας τον ουρανόν και ήναψε τους παμφαεστάτους αστέρας εις το γαληνότατον πρόσωπον, αφ΄ ου εθεμελίωσε την ασάλευτον γην, την εζωγράφησε με ευωδέστατα άνθη, την επλούτισε με γλυκυτάτους καρπούς και την επότισε με κρυσταλλίνας πηγάς καλλιρρόων υδάτων, αφ΄ ου εξαπέλυσεν εις τον αέρα τους ζεφύρους και τας αύρας, ελεύκανε με το φως την ημέραν και έβαλε με το σκότος την νύκτα, τέλος δε, αφ΄ ου με τόσον κάλλος και τάξιν εδημιούργησε του ουρανού και της Γης το ωραιότατον σύστημα, κατόπιν, χουν λαβών από της γης, έπλασε και εμόρφωσε τον πρώτον άνθρωπον, τον Αδάμ. Κατ΄ ιδίαν εικόνα τον εμόρφωσε τον πρώτον άνθρωπον, τον Αδάμ. Κατ΄ ιδίαν εικόνα τον ενεψύχωσε με την ζωοποιόν του πνοήν και τον έβαλεν εις τον Παράδεισον της τρυφής, δια να έχη εις όλον τον απέραντον Κόσμον, ως βασιλεύς, το σκήπτρον και το βασίλειον. Αλλ΄ επειδή «τω Αδάμ ουχ ευρέθη βοηθός όμοιος αυτώ, επέβαλεν ο Θεός έκστασιν επί τον Αδάμ και ύπνωσε και έλαβε μίαν των πλευρών αυτού και ανεπλήρωσε σάρκα αντ΄ αυτής και ωκοδόμησεν ο Θεός την πλευράν, ην έλαβεν από του Αδάμ, εις γυναίκα» (Γεν. 2: 20—22). Τοιουτοτρόπως πλασθέν τούτο το αγιώτατον ζεύγος, έλαμπεν ως Ήλιος και Σελήνη μέσα εις εκείνα τα αμάραντα κάλλη του Παραδείσου. Αλλά δεν παρήλθε πολύς καιρός και, κατά συνβουλήν της διαβολικής πλάνης, έπαθεν εκείνη την ζοφεράν και πανώλεθρον έλλειψιν· και ενώ εγνώριζεν όλα, δια να θελήση να μάθη περισσότερα, εις τοιαύτην αμάθειαν κατήντησεν, ώστε «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη 13, 21). Λοιπόν ο Αδάμ, αφ΄ ότου εδιώχθη από τον Παράδεισον της τρυφής και έπεσεν από την αθανασίαν εις τον θάνατον, έπρεπε να λάβη από την Εύαν το οστούν εκείνο, το οποίον κατά την πλάσιν της έδωκεν· αλλ΄ επειδή υπέπεσε και αυτή εις το ίδιον παράπτωμα και κατεδικάσθη εις την ιδίαν φθοράν δεν ηδύνατο να το δώση, ώστε έμεινεν εις την γυναίκα το χρέος. Τι όμως οικονόμησεν η άπειρος του Θεού ευσπλαγχνία, η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα; Ηυδόκησεν ο Θεός να πέμψη τον μονογενή Του Υιόν, ο οποίος, από το σκεύος της εκλογής νέος Αδάμ ονομάζεται, «ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού» (Α΄ Κορ. ιε: 47), του οποίου η μυστκή Εύα, η θεόπαις Μαριάμ, αποπληρώνει το δάνειον της Προμήτορος, δίδουσα την καθαράν Της σάρκα· «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιωάν. 1: 14). Τούτο ψάλλει και η θεόφθογγος Μούσα της Εκκλησίας, ο ιερός Θεοφάνης, εις τους ύμνους της Παρθένου, ως εκ προσώπου Αυτής, λέγων· «Της Εύας νυν, δι΄ εμού καταργείσθω κατάκριμα, αποδότω δι΄ εμού το οφείλημα σήμερον· δι΄ εμού το χρέος, το αρχαίον δοθήτω πληρέστατον» (Ωδή στ της εορτής). Θαυμαστή υπήρξεν η πλάσις της Προμήτορος, θαυμασιωτέρα όμως και μάλιστα χαριεστέρα είναι η παρούσα ανάπλασις του Υιού και Λόγου. Εκεί ο Αδάμ, αφ΄ ου από την πλευράν του ωκοδομήθη η Εύα, έμεινε σώος ως και πρότερον· εδώ η Παρθένος, αφ΄ ότου εξ Αυτής έλαβε σάρκα ο Υιός του Θεού, προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον Παρθένος έμεινεν. Εκεί ο ψυχοφθόρος διάβολος με το δηλητήριον της απάτης, «έσεσθε ως θεοί» (Γεν. 3: 5), όλον το ανθρώπινον γένος εθανάτωσεν· εδώ ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, με τον Ευαγγελισμόν «χαίρε», εκήρυξε την σωτηρίαν. Εκεί η Εύα, δια την μεγάλην της υπερηφάνειαν, προελθούσαν από το ξύλον της γνώσεως, έχασε την θείαν Χάριν· εδώ η Παρθένος, δια την βαθείαν Της ταπεινότητα, «Ιδού η δούλη Κυρίου» (Λουκ. 1: 38), έγινε Μήτηρ Θεού. Εκεί η Εύα ήκουσε το «Εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γεν. 3: 16)· εδώ η Παρθένος, «Ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν» (Λουκ. 1: 31). Ω θεία ανάπλασις! Ω αγία αποπλήρωσις! Ω ψυχωφελής Ευαγγελισμός! Θαυμάσατε, άνθρωποι, την άπειρον ευσπλαγχνίαν, την εύσπλαγχνον συγκατάβασιν του Θεού, όστις δεν ηρκέσθη να στολίση τον άνθρωπον με τόσας χάριτας, να τον πλουτίση με τόσας δόξας, να υποτάξη «υποκάτω των ποδών αυτού, πρόβατα και βόας απάσας, έτι δε και τα κτήνη του πεδίου, τα πετεινά του ουρανού και τους ιχθύας της θαλάσσης, τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασών» (Ψαλμ. 8: 7—9). Αλλ΄ επειδή, με την απατηλήν συμβουλήν του διαβόλου έπεσεν από την μακαριότητα εις τας δυστυχίας, από την αθανασίαν εις τον θάνατον, από τα χρυσανθέστατα κάλλη του Παραδείσου εις τας ακάνθας και τριβόλους της γης, απεφάσισεν ακόμη να πέμψη τον Μονογενή Του Υιόν, να πάρη φύσιν ανθρώπινον από μίαν γυναίκα, δια να τον αναβιβάση εις την προτέραν κατάστασιν, δια να τον υψώση εις την προτέραν τιμήν, δια να τω χαρίση την προτέραν αθανασίαν. «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν Αυτού τον μονογενή έδωκεν» (Ιωάν. 3: 16). Λοιπόν, ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, έπρεπε να λάβη τέλος η προ αιώνων βουλή και να πληρωθή αύτη η Θεία απόφασις. Αλλ΄ επειδή το μυστήριον ήτο τόσον υψηλόν, τόσον απόκρυφον, τόσον δυσκατανόητον, ώστε αν τυχόν η Παρθένος ήθελε συλλάβει απλώς και ως έτυχε τον Υιόν του Θεού, δίχως να φανερωθή πρότερον εις αυτήν ο τρόπος, δίχως να ετοιμασθή με τους λόγους Αγγέλου τινός δια την τοιαύτην άσπορον σύλληψιν, ήθελεν ευρεθή εις μέγαν φόβον και ταραχήν, δια τούτο, εις τοιούτον έργον, ως τοιούτος εξελέγει ο μέγας Στρατηγός των ουρανίων Δυνάμεων, ο αστραπόμορφος Γαβριήλ· «Εν δε τω μηνί τω έκτω απεστάλη ο Άγγελος Γαβριήλ υπό του Θεού» (Λουκ. 1: 26). Εισελθών δε με ευλάβειαν εις την οικίαν της Παρθένου, την ασπάζεται λέγων· «Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου» (αυτόθι 28). Ως να έλεγε· Προς Σε την καθαράν και αμόλυντον Παρθένον έρχομαι από τον ουρανόν ευαγγελιστής Άγγελος· εγώ είμαι εκείνος όστις, ομού με τα άϋλα τάγματα, παρίσταμαι εμπρός εις τον φοβερόν θρόνον του Θεού και με ακατάπαυστον δοξολογίαν υμνολογώ την Αγίαν Τριάδα· εγώ είμαι εκείνος όστις, εις τους γονείς Σου, τον Ιωακείμ και την Άνναν, εκήρυξα την σύλληψίν Σου και αφ΄ ότου Συ, ανατεθραμμένη όχι τόσον με επίγειον τροφήν, όσον με την χάριν του Πνεύματος, αφιερώθης εις τον Ναόν του Θεού, σε έτρεφα με ουράνιον άρτον· εγώ και τώρα πέμπτομαι από τον Ύψιστον Δημιουργόν μας και Πλάστην, δια να σου ευαγγελίσω εκείνην την προαιώνιον βουλήν, την οποίαν η άπειρός Του ευσπλαγχνία απεφάσισεν εις κοινήν ωφέλειαν του ανθρωπίνου γένους. Χαίρε λοιπόν, καθαρώτατον έσοπτρον της παρθενίας ·χαίρε, έμψυχε εικών του Θεού· χαίρε, θεότευκτον άγαλμα της καθαρότητος και θρόνε ηλιοστάλακτε, όπου μέλλει να καθίση ο Βασιλεύς των αιώνων·κεχαριτωμένη, έμψυχον πολυσύνθετον των αρετών και θαυμαστή ανακεφαλαίωσις όλων των χαρίτων». «Εις Σε, Παρθένε, βλέπω παρθενίαν τόσον καθαράν, όσον ούτε η γη έχει κρίνους, ούτε η θάλασσα μαργαρίτας, ούτε ο ουρανός καθαρούς τους αστέρας· εις Σε σοφίαν τόσον υπέρμετρον, ώστε με αυτήν φωτίζεται ο χορός όλος των ουρανίων ταγμάτων. Εις Σε ταπείνωσιν τόσον βαθείαν, ώστε εις τοιαύτην άβυσσον βυθίζεται πας νους· εις Σε αγάπην τόσον θερμήν, ώστε όσαι φλόγες ανάπτουσιν εις τας ψυχάς των άλλων δικαίων, όλαι φαίνονται μικροί σπινθήρε, παραβαλλόμεναι προς την φλόγα της ιεράς σου καρδίας. Εις Σε αγιότητα τόσον άκραν, ώστε κατά το ύψος υπερβαίνει τους ουρανούς· τι περισσότερον; «Ο Κύριος μετά Σου». Μετά Σου βλέπω συνδεδεμένον όλον το πλήρωμα της Θεότητος και εις Σε περιησφαλισμένα όλα τα χαρίσματα της Αγίας Τριάδος. «Ευλογημένη Συ εν γυναιξί» (Λουκ. 1: 28). Σε μόνην ηυλόγησε· Σε ηγίασε· Σε ηγάπησε· Σε από όλας τας γυναίκας εξέλεξεν ο Θεός, ως ιδικόν Του κατοικητήριον». «Όθεν, προσφέρων ο πανάγαθος Θεός εις Σε, κοσμοπόθητε Δέσποινα, όλους τους θησαυρούς της θείας Αυτού παντοδυναμίας, Σε έδειξεν εις τον Κόσμον ως το θαυμαστότατον και εξαισιώτατον πλάσμα της παντοκρατορικής Του χειρός. Δια τούτο και εγώ περιχαρώς Σου λέγω· «ιδού συλλήψη εν γαστρί» (Λουκ. 1: 31). Μολονότι Παρθένος είσαι καθαρά και δεν εγνώρισας άνδρα, όμως δίχως σποράν, δίχως συνουσίαν τινός, θέλεις συλλάβει εις την αγίαν σου γαστέρα τον Υιόν του Θεού· και εις τον κύκλον της ιεράς σου κοιλίας θέλεις χωρέσει εκείνον, τον οποίον δεν χωρούσιν οι ουρανοί. Και τέξη Υιόν! Όταν δε έλθη ο διατεταγμένος καιρός της γεννήσεως, δίχως βλάβην της γαστρός, δίχως φθοράν της παρθενίας σου, ανάμεσα εις τα σκότη της νυκτός, θέλει γεννηθή από Σε απάτωρ, Εκείνος, όστις γεννάται αμήτωρ από τον Θεόν εν ταις λαμπρότησι των Αγίων. Εις την υπόστασιν και διπλούς την φύσιν· όλος εις τον ουρανόν εν δεξιά του Πατρός, όλος και εις την γην εις τας ιεράς σου αγκάλας. «Και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν» (αυτόθι 31). Κατόπιν δε από οκτώ ημέρας, δια να πληρώση τον νόμον ο αρχηγός του νόμου, θέλει περιτμηθή ως Βρέφος· και επειδή μέλλει να είναι ο Σωτήρ του ανθρωπίνου γένους, θέλει ονομασθή Ιησούς, όπερ ερμηνεύεται «σωτηρία» «Ούτος έσται μέγας» (αυτόθι 32). «Αφ΄ ου θέλει αρχίσει να εξαπλώνη ούτος ο άδυτος Ήλιος τας ακτίνας της Θείας Του παντοδυναμίας, ούτος διώκων την ψευδώνυμον των ειδώλων πολυθεϊαν, θέλει κάμει να λάμωη εις τας ημαυρωμένας ψυχάς των ανθρώπων το ζωηφόρον φως της αληθινής Πίστεως. Καίτι δε μικρόν Βρέφος, όμως ως κραταιότατος λέων, με βροντόφωνον διδασκαλίαν μέλλει να ελέγξη την μωράν σοφίαν των Ιουδαίων· να φυγαδεύση την ασέβειαν και να απειλήση όλον τον Άδην. Και όταν θέλει ανοίξει τους θησαυρούς της ουρανίου δυνάμεως, τότε θέλει μεταβάλει τα ύδατα εις νέκταρα΄ θέλει χαρίσει εις τους τυφλούς το φως, εις τους χωλούς την ανόρθωσιν, εις τους αρρώστους την υγείαν και εις τους νεκρούς την ζωήν. Το όνομά Του θέλουσι τρέμει οι δαίμονες· εις τους λόγους Του θέλουν υπακούει τα στοιχεία και η φύσις θέλει βάλει άνω κάτω τους νόμους της εις παν Του πρόσταγμα. «Και Υιός Υψίστου κληθήσεται» (Λουκ. 1: 32). Αν δε παρά τα τόσα θαύματα, το δυσκολόπιστον γένος των Ιουδαίων δεν θέλει Τον πιστεύσει ως Θεόν αληθινόν, θέλει καταβή το Πνεύμα το Άγιον εις τον Ιορδάνην και παρρησία εις όλους θέλει Τον κηρύξει Υιόν Θεού, συναϊδιον, σύνθρονον και συνάναρχον με τον Πατέρα». «Και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυϊδ του Πατρός Αυτού» (αυτόθι). «Τέλος πάντων, επάνω εις ένα σταυρόν, ως εις βασιλικόν θρόνον καθεζόμενος ακανθοστεφανωμένος Βασιλεύς, θέλει δώσει την φοβεράν απόφασιν εναντίον του ψυχοφθόρου διαβόλου και με την τελευταίαν του αναπνοήν, εμψυχώνων τον τεθαμμένον Αδάμ, θέλει τον εγείρει από τον θάνατον εις την προτέραν αθανασίαν. «Και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας και της Βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος» (αυτόθι 33). Δεν θέλει δε παρέλθει πολύς χρόνος και ως εξουσιαστής ζωής και θανάτου, συντρίβων τας σιδηράς πύλας του Άδου και θανατώνων τον ίδιον τον θάνατον, θέλει αναστηθή τροπαιοφόρος και θέλει πετάξει ένδοξος εις τους ουρανούς, όπου, καθεζόμενος εν δεξιά του Πατρός, θέλει βασιλεύσει εις τους αιώνας και της Βασιλείας του δεν θέλει υπάρξει τέλος. Τοιούτον αγιώτατον καρπόν θέλει βλαστήσει η άσπορος και καθαρωτάτη κοιλία Σου· τοιούτον ευλογημένον Υιόν θέλεις γεννήσει Συ η ευλογημένη Μήτηρ· και θέλεις τον γεννήσει μένουσα παρθένος, ως πρότερον. Και μη θαυμάζης εις τούτο, διότι εκείνος ο ίδιος Θεός, ο οποίος έκαμε και εβλάστησε, δίχως να ποτισθή, η ράβδος του Ααρών, όστις έκαμε και ανέβλυσε δροσερόν ύδωρ από την ξηράν πέτραν εις την έρημον και ευρέθησαν γεγραμμέναι, άνευ χειρός ανθρώπου, αι πλάκες της Διαθήκης, Εκείνος θέλει Σε φυλάξει παρθένον καθαράν μετά την γέννησιν». Ούτοι οι λόγοι του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, αν και εμήνυον χαράς ευαγγέλια, εν τούτοις εις την καρδίαν της Παρθένου επροξένησαν μεγάλην ταραχήν. Όμως, ως σοφή και συνετή, πρώτον καταστέλλει την καρδίαν αυτής από του φόβου, ως λέγει ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, «Ως εν αταραξία γενομένη δέξηται την θείαν απόκρισιν· και ως ουκ απιστήσασα, αλλ΄ επιζητούσα να μάθη τον τρόπον του πράγματος, είπε προς τον Άγγελον· «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λουκ. 1: 34). Συ, ω θεοειδέστατον πνεύμα, όπερ φέρον μορφήν ανθρώπου μοι ομιλείς λόγους υπέρ άνθρωπον, ειπέ μοι πως είναι δυνατόν να γεννήση παρθένος; Πως είναι δυνατόν να υπάρχη μετ΄ εμού ο Κύριος; Ο Κύριος μετ΄ εμού; Ο Θεός εκείνος ο ύψιστος και απερίγραπτος, όστις ποτέ δεν ήρχισε και ποτέ δεν θέλει τελειώσει, ο άναρχος και ατελεύτητος· εκείνη η καθαρωτάτη ουσία, η οποία ποτέ δεν εγεννήθη και πάντοτε ζη και ποτέ δεν γηράσκει ούτε αποθνήσκει·εκείνος, λέγω, θέλει ενωθή μετ΄ εμού της ταπεινής γυναικός, ήτις άλλο δεν είμαι, παρά μία ψυχή ριζωμένη εις θνητόν σώμα, γυμνόν όνομα, σκιά ενός σώματος, το οποίον ολίγον ζη και πολύ πάσχει; «Πως έσται μοι τούτο», να είναι μετ΄ εμού του φθαρτού χορταρίου σμιγμένον το πυρ της Θεότητος; Με το πλάσμα ο Πλάστης; Με μίαν παρθένον ο Υιός του Θεού; Και εκείνο το οποίον περισσότερον συγχύζει τον νουν μου και ρίπτει εις άβυσσον τον λογισμόν μου, είναι αυτό το οποίον μοι λέγεις, ότι μέλλω να γεννήσω παρθένος. Και τις είδε ποτέ καρπόν δίχως ρίζαν; Γέννημα δίχως σπόρον; Ποταμόν δίχως πηγήν; Υιόν δίχως πατέρα; Μητέρα δίχως άνδρα; Πως έσται τούτο; Επεί άνδρα ου γινώσκω. Εξήγησέ μου, ω Άγγελε, το μυστήριον· ειπέ μοι ταύτης της ασπόρου συλλήψεως τον τρόπον. Πως έσται τούτο; Απεκρίθη ο Άγγελος· «Μη εξετάζης, ω Παρθένε, του μυστηρίου τον τρόπον. Όσον ούτος κατανοείται, τόσον διαμένει απόρρητος· και όσον πολυπραγμονείται, τόσον συγχύζει τον νουν. Τούτο μόνον σοι λέγω, ότι «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε» (Λουκ. 1: 35). Το Πνεύμα το Άγιον, το αγαθόν, το ηγεμονεύον, η νοερά πηγή της σοφίας, ο των χαρισμάτων θησαυρός, όστις κάμνει τους Προφήτας, όστις τελειοί τους Διδασκάλους, εκείνος θέλει εισέλθει εις την ιεράν σου γαστέρα με θαυμαστήν ενέργειαν και από τα παρθενικά σου σπλάγχνα θέλει θρέψει το πανάχραντον Σώμα του θεανθρώπου Λόγου΄ «και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι» (αυτόθι)· η δύναμις του Θεού θέλει σε ενδυναμώσει, θέλει σε αγιάσει, δια να γίνης δοχείον χωρητικόν της Θεότητος. Ούτως είναι διατεταγμένον εις το μέγα συμβούλιον του ουρανού, εις την γερουσίαν των μακαρίων Αγγέλων. Ούτως ο προαιώνιος Πατήρ προώρισεν, από Σε την Παρθένον να λάβη ομοίωμα ανθρώπου ο Θεός, δια να αποκαταστήση την χαμένην εικόνα της ανθρωπότητος». Με τοιούτους και ομοίους θείους λογισμούς καταπειθομένη η Παρθένος, ήνοιξε, τέλος πάντων, εκείνα τα νεκταρώδη χείλη και με τοιαύτην ταπείνωσιν απεκρίθη προς τον Γαβριήλ. «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1: 38). Ωσάν να ήθελεν είπει· «Ω Αρχάγγελε, επειδή είσαι αγγελιοφόρος του αληθινού Θεού, εξ ανάγκης και οι λόγοι σου είναι αληθινοί΄ εις την γαλακτομελιρρέουσαν γλώσσαν σου δεν είναι δυνατόν να ευρίσκεται πικρόν δηλητήριον απάτης. Όθεν, αν και δεν είμαι αξία να βαστάσω τον τα πάντα βαστάζοντα, να γεννήσω τον Ποιητήν μου και να γίνω μήτηρ του Πλάστου, όμωςμε πάσαν ταπείνωσιν προσπίπτω και ας γραφή εις εμέ ο θείος Λόγος. Πόκος είμαι κενός, ας καταβή εις εμέ η δρόσος του Παναγίου Πνεύματος. Παρθένος είμαι καθαρά, ας πάρη από εμέ σάρκα ανθρώπινον ο προαιώνιος Θεός΄ «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (αυτόθι). Ω βάθος ταπεινώσεως, όπερ μας αναβιβάζει εις τους ουρανούς! Ω θαυμαστή δύναμις μιας παρθένου Κόρης, ήτις με εν «γένοιτο» κάμνει τον Θεόν και ανταλλάσσει με την γην τους αστέρας! Αλλά δια ποίαν αφορμήν, πανακήρατε Κόρη, θεόσοφε Μαριάμ, τώρα, ότε υψώθης εις τόσην μεγαλειότητα και τιμήν, ρίπτεσαι εις τόσην ταπείνωσιν; Τάχα δεν έπρεπε να δοξασθής, αφού έγινες δοχείον χωρητικόν της Θεότητος και θρόνος ηλιοστάλακτος του Βασιλέως της δόξης; Συ τώρα είσαι Μήτηρ Θεού και πως καλείσαι δούλη Κυρίου; «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (αυτόθι). Αλλά φαίνεταί μοι ευλόγως να μοι αποκρίνεται η Παρθένος΄ ότι επειδή με αυτήν κατώκει ο Κύριος, όστις υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσιν χάριν, πρεπόντως εταπεινώθη· και γνωρίζουσα, ότι εγγύς ο Κύριος τοις συντετριμμένοις τη καρδία, έπρεπε να ετοιμασθή με πάσαν ταπείνωσιν, δια να δεχθή τον θείον Λόγον. Απελλής ελέγετο εκείνος ο περίφημος ζωγράφος, όστις όσας εικόνας έκαμε, τόσα θαύματα αφήκε. Μέσα δε εις τα άλλα, τα οποία με τόσον κάλλος και επιμέλειαν εζωγράφησεν, εζωγράφησε και ένα στάχυν και επάνω εις αυτόν μίαν περιστεράν τόσον πιστά, ώστε η ιδία φύσις εκοκκίνησε νικημένη από την τέχνην. Όμως περισσότερον κατηγορίαν παρά τιμήν επροξένησεν εις τον Απελλήν αυτή η θαυμαστή ζωγραφία. Επειδή, όσοι την έβλεπον, αν και εθαύμαζον την ωραιότητα των χρωμάτων, την συμμετρίαν των γραμμών, όμως το είδος μόνον εμέμφοντο λέγοντες· «Δεν είναι δυνατόν εις μικρός στάχυς ορθός να βαστάζη μίαν περιστεράν, δίχως να κλίνη από το βάρος· «Ουχ οίόν τε άσταχυν ακλινή βαστάζειν περιστεράν». Στάχυς φθαρτός, χορτάρι της γης είναι ο άνθρωπος· «Άνθρωπος ωσεί χόρτος» (Ψαλμ. ρβ 15), περιστερά είναι το Πανάγιον Πνεύμα· «και (είδε) το Πνεύμα ωσεί περιστεράν καταβαίνον επ΄ αυτόν» (Μάρκ. 1: 10). Όταν ο άνθρωπος ίσταται ορθός και σοβαρός με την υπερηφάνειαν, δεν ημπορεί ποτέ να ευρίσκεται μετ΄ αυτού η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, επειδή «Ακάθαρτος παρά Θεώ παρά Θεώ πας υψηλοκάρδιος»(Παρ. ιστ: 5). Δια τούτο λοιπόν η παναμώμητος Κόρη, ακούσασα από τον Άγγελον, το Πνεύμα το Άγιον· «Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε» (Λουκ. 1: 35), πρεπόντως, με πάσαν ταπείνωσιν, απεκρίθη· «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (αυτόθι 38) και μετά τούτους τους γλυκείς λόγους, ως με χρυσήν άλυσον, έσυρεν από τον ουρανόν εις την γην τον Υιόν του Θεού και με μεταφοράν όχι πλέον ακουστήν, τον μετέφερεν από τον κόλπον του Πατρός εις τα παρθενικά και αμόλυντα αυτής σπλάγχνα. Όθεν, ο ίδιος ο Θεός, δια στόματος του Προφητάνακτος, λέγει· «Τα λόγια σου υπέρ μέλι τω στόματί μου» (Ψαλμ. ριη: 103) «αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου» (Ψαλμ. μβ: 3)· όπου όρος άλλο δεν είναι παρά η ηγιασμένη γαστήρ της Θεομήτορος·το μαρτυρεί ο ίδιος ο Δαυϊδ· «Το όρος ο ηυδόκησεν ο Θεός κατοικείν εν αυτώ» (Ψαλμ. ξζ: 17), και ο Αββακούμ « Ο Θεός από Θαιμάν ήξει και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος» (Αβ. 3: 3). Τούτο το απόκρυφον μυστήριον της θείας οικονομίας προεικόνιζον οι τύποι και τα αινίγματα και αι ρήσεις των πνευματοφόρων Πατέρων και Προφητών· τούτο προεμήνυεν η βάτος, ην είδεν ο Μωϋσής· «Παρελθών όψομαι το όραμα το μέγα τούτο» (Εξ. 3:3). Τι; Ότι η βάτος καίεται και «ου κατακαίεται» (αυτόθι). Επειδή η Παρθένος έλαβεν εν εαυτή το πυρ της Θεότητος, δίχως βλάβην της καθαράς της παρθενίας. Τούτο η κλίμαξ του Ιακώβ, «ης η κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν και οι Άγγελοι του Θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ΄ αυτήν» (Γεν. Κη:12)΄ επειδή, δια μέσου της Μαρίας, ο Θεός κατήλθεν εις την γην και έγινεν άνθρωπος θνητός και ο άνθρωπος ανήλθεν εις τους ουρανούς και απέκτησε την προτέραν αθανασίαν. Τούτο ο αχειρότμητος λίθος του Δανιήλ΄ «Εθεώρεις, Βασιλεύ, έως απεσχίσθη λίθος εξ όρους άνευ χειρός» (Δαν. 2: 34), επειδή, από τας καθαράς σάρκας της Παρθένου εγεννήθη η μυστική πέτρα, ήτοι ο Χριστός, δίχως συνουσίαν ανθρώπου. Τούτο είδε καθαρά ο Προφήτης Ιερεμίας εις τον οίκον εκείνου του τεχνίτου, όστις επάνω εις ένα τροχόν έκαμνε διάφορα αγγεία και επειδή συνετρίβη εν εκ τούτων, πάλιν το έπλασεν ωραιότερον΄ «και κατέβην εις τον οίκον του κεραμέως και ιδού αυτός εποίει έργον επί των λίθων΄ και έπεσε το αγγείον ο αυτός εποίει εν ταις χερσίν αυτού, και πάλιν αυτός εποίησεν αυτό αγγείον έτερον, καθώς ήρεσεν ενώπιον αυτού ποιήσαι» (Ιερ. 18: 3- 4). Ποίος άλλος είναι ο τεχνίτης, ει μη ο Παντοκράτωρ Θεός και Πατήρ; «ης τεχνίτης και δημιουργός, ο Θεός» (Εβρ. 11: 10). Ποίος άλλος τροχός ει μη ο προαιώνιος Λόγος δια του οποίου εδημιούργησεν ο Πατήρ όλα τα κτίσματα; «Πάντα δι΄ αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδ΄ εν, ο γέγονεν» (Ιωάν. 1: 3). Λοιπόν επειδή εν από ταύτα τα αγγεία, τα οποία είναι ο προπάτωρ Αδάμ, με την παρακοήν συνετρίβη και αθλίως απημαύρωσε την θείαν Εικόνα, δια τούτο σήμερον πάλιν ανακαινίζει αυτό ο Κύριος ωραιότερον με την ανάπλασιν του νέου Αδάμ, «Ο πρώτος άνθρωπος εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος άνθρωπος ο Κύριος εξ ουρανού» (Α Κορ, 15: 47), κηρύττει η θεόπνευστος σάλπιγξ της Εκκλησίας. Τούτο εσήμαινε το τόξον εκείνο, περί ου ο Θεός εις τον Νώε, ότι αφ΄ ότου θέλει φανή εις τα νέφη, τότε μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου θέλει υπάρξει σύμβασις και αγάπη΄ «το τόξον μου τίθημι εν τη νεφέλη και έσται εις σημείον διαθήκης αναμέσον εμού και της γης» (Γεν. 9: 13). Όθεν, σήμερον, ότε εφάνη το μυστικόν τόξον, ότε εσαρκώθη ο Υιός και Λόγος του Θεού, σήμερον εβεβαιώθη η αγάπη μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου΄ «αυτός γαρ εστιν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. 2: 14). Τούτο και ο Γαβριήλ εις την Παρθένον ευαγγελίζεται λέγων΄ «ιδού συλλήψη εν γαστρί, και τέξη υιόν» (Λουκ. 1: 31). Τώρα εννοώ εκείνο το θαυμαστόν τέρας, το οποίον, δια να ιατρευθή ο αρρωστημένος βασιλεύς, έδειξεν ο Θεός εις τον Προφήτην Ησαϊαν εις το ηλιακόν ωρολόγιον. Έκειτο εις βασιλικήν κλίνην βεβαρημένος από θανατηφόρον ασθένειαν ο βασιλεύς Εζεκίας και ακούων από τον Προφήτην την φοβεράν απόφασιν του θανάτου του, «έκλαυσε κλαυθμώ μεγάλω» λέγει η Αγία Γραφή, ή διότι δεν εγνώριζεν άλλην ιατρείαν από τα ίδια του δάκρυα, ή τάχα ήλπιζε με εκείνα τα πικρά ύδατα των οφθαλμών του, να σβήση την φλόγα του πυρετού, όστις του έτηκε την καρδίαν. Αλλά εν μέσω τούτων των σκοτεινών νεφών της λύπης, έλαμψε το χαριέστατον σημείον της θεραπείας του΄ και τούτο ήτο ο Ήλιος, ο οποίος, στρέψας προς τα οπίσω εννέα γραμμάς εις μίαν μεγίστην σκιάν, από ταύτην πάλιν ανέτειλε και με την νέαν ανατολήν εχάρισε την υγείαν του Εζεκίου (Δ΄ Βασ. κ: 1-11, Ησ. λη 1-8). Εζεκίας άρρωστος είναι το ανθρώπινον γένος το οποίον, ησθενημένον από την απιστίαν προς τον Θεόν, έκειτο εις βαθύτατον λήθαργον μιας πεισματικής αμαρτίας΄ πλην θεωρούν την ελεεινήν κατάστασιν εις την οποίαν κατήντησεν, ήγειρε τέλος πάντων τα όμματα προς τον ουρανόν και ολοψύχως έκραξεν΄ «Έως πότε, Κύριε, επιλήση μου εις τέλος, έως πότε αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ΄ εμού;» (Ψαλμ. 12: 1). Και πάλιν΄ «ίασαί με, Κύριε, και ιαθήσομαι» (Ιερ. 17: 14). Ελθέ, Κύριε, εις το σώσαι ημάς. Και τότε ο προαιώνιος Πατήρ, όστις δεν ηδύνατο να βλέπη την ιδίαν εικόνα και ομοιότητα εις τας χείρας του Διαβόλου, έδειξε το χαριέστατον σημείον της ανθρωπίνης σωτηρίας και είναι τούτο ο μυστικός Ήλιος της δικαιοσύνης, ο μονογενής Του Υιός, ο οποίος, στρέφων προς τα οπίσω εννέα γραμμάς, ήτοι κατερχόμενος από τα εννέα τάγματα των μακαρίων Αγγέλων, ήλθεν εις την μεγάλην σκιάν, εις την γαστέρα της Αειπαρθένου Μαρίας, καθώς το μαρτυρούσιν οι αγγελικοί εκείνοι λόγοι΄ «και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι» (Λουκ. 1: 35). Από ταύτην μετ΄ ολίγον χρόνον μέλλει να ανατείλη ως Ήλιος και με την νέαν του ανατολήν θέλει μας θεραπεύσει παντός είδους ασθένειαν και θέλει ζωοποιήσει ημάς νεκρούς όντας τη αμαρτία, κατά το σκεύος της εκλογής «νεκρούς μεν είναι τη αμαρτία» (Ρωμ. 6: 11) «εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον Υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον Κόσμον, ίνα ζήσωμεν δι΄ αυτού» (Καθ. Επιστ. Ιωάν. 4: 9). Και ο Αρχάγγελος΄ «Ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη Υιόν» (Λουκ. 1: 31). Χαίρε, χαίρε λοιπόν, φύσις ανθρώπινος, επειδή σήμερον άρχεται το κεφάλαιον της σωτηρίας σου΄ σήμερον δίδεται το τέλος των παθών σου· σήμερον σοι ανοίγεται εκείνη η λαμπρά πύλη του Παραδείσου, την οποίαν σου έκλεισεν η παρακοή΄ σήμερον απολαμβάνεις την ατελεύτητον εκείνην μακαριότητα, την οποίαν σε εστέρησεν η απάτη του διαβόλου. Πάλιν το σκότος λύεται· πάλιν το φως φανερώνεται· πάλιν η Αίγυπτος με τα νέφη σκοτίζεται· πάλιν ο Ισραήλ με τον στύλον φωτίζεται. Που τώρα η αντίθεος των ειδώλων πολυθεϊα; Που των εθνικών τα μιαρά θυσιάσματα; Που του διαβόλου η παγκόσμιος καταδυναστεία; «Τα αρχαία παρήλθεν ιδού γέγονε τα πάντα καινά»· το γράμμα παραχωρεί, το πνεύμα πλεονάζει, η σκιά παρέρχεται, η αλήθεια έρχεται. Χαίρε, επειδή τώρα του πρωτοπλάστου Αδάμ λύεται το αμάρτημα· των αμαρτημάτων το σκότος διώκεται΄ ο διωγμός των μακαρίων ψυχών από τον επίγειον Παράδεισον τελειώνει ·το τέλος των παθών, μας χαρίζεται και η χάρις προς την απόκτησιν της αιωνίου μακαριότητος, μας αποδίδεται. Τώρα η Θεότης ενούται με την ανθρωπότητα, ο άνθρωπος με τον Θεόν, η πίστις με την καρδίαν΄ και Συ, μυριοχαριτωμένη Κόρη, ήτις μας επλούτισας με τόσας δόξας, μας εδόξασας με τόσας τιμάς, μας ετίνησας με τόσας χάριτας, επίστρεψε, παρακαλούμεν Σε, τους ευσπλάγχνους σου οφθαλμούς προς ημάς τους ταπεινούς και ανάξιους δούλους Σου, οίτινες, ως ποτε οι Έλληνες του Απόλλωνος, Σοι προσφέρομεν αντί εκατόμβης τον εαυτόν μας. Γνωρίζομεν, ναι, ότι κανέν πράγμα δεν σου συγχύζει την παναγίαν ψυχήν, ει μη η μελωδία των ιδίων σου επαίνων· όμως δια να μη φανώμεν τελείως αχάριστοι εις τας απείρους χάριτας, δια των οποίων το γένος μας όλον επλούτισας, δέχθητι τουλάχιστον να Σε ασπασθώμεν και ημείς με εκείνον τον Αγγελικόν ασπασμόν, το, χαίρε το πάσης χαράς προοίμιον. Χαίρε λοιπόν, θεόνυμφε Μαριάμ, πορφυρογέννητε Βασίλισσα των Αγγέλων. Χαίρε, αργυροχρυσόχοε κρίνε της καθαρότητος. Χαίρε, ευανθέστατε Παράδεισε μακαρίων ηδονών. Χαίρε, παστάς χρυσοπόρφυρε του Ουρανίου Νυμφίου. Χαίρε Συ, ήτις ως βασιλικόν βλάστημα εκ της ρίζης του Ιεσσαί γεννημένη από άκαρπον κοιλίαν, πρώτον είδες το φως της μακαριότητος, από το του Ηλίου· πρώτον εστάθης πολίτισσα του ουρανού με την ψυχήν, παρά της γης με το σώμα΄πρώτον θυγάτηρ του προαιωνίου Πατρός, παρά του Ιωακείμ και της Άννης· και πριν να πατήσης την γην, κατεπάτησες την κεφαλήν του ιοβόλου δράκοντος. Χαίρε Συ, ήτις με θαυμάσιον τρόπον συλληφθείσα από άγονον μήτραν, έλαμψας εις την κοιλίαν της Μητρός, ως μαργαρίτης εις κόχλον. Εγεννήθης ως όρθρος, στολισμένη με άνθη ουρανίων αρετών, ηύξανες ως Ήλιος, στεφανωμένη με τας ακτίνας της θείας Χάριτος΄ και έζησες ως φοίνιξ, μονοφυές θαύμα της φύσεως εν γεννητοίς γυναικών. Χαίρε Συ, ήτις μόνη από όλας τας γυναίκας κατηξιώθης να γίνης Μήτηρ του Θεού και να βαστάσης εις τον κύκλον της καθαράς Σου γαστρός Εκείνον, ο οποίος εις την παντοδύναμον παλάμην Του βαστάζει όλον τούτον τον οικουμενικόν κύκλον. Χαίρε... Αλλά τι να είπω περισσότερον; Και ποίος ρήτωρ, έστω και αν έχη εις το στόμα του όλον τον χρυσόροουν ποταμόν της ευγλωττίας, δύναται ποτέ να διηγηθή τας δόξας εις τας οποίας Σε ύψωσεν ο Θεός; Ή τας χάριτας με τας οποίας ο ουρανός σε επλούτισε; Ποία ανθρωπίνη γλώσσα ημπορεί να εξηγήση τα μεγαλεία με τα οποία εστόλισε την ιεράν σου ψυχήν το Πανάγιον Πνεύμα; Τόσον είναι βαθύ και άπλευστον των απείρων Σου επαίνων το πέλαγος, ώστε εις αυτό και ο νους των μακαρίων Αγγέλων βυθίζεται. Δια τούτο και εγώ, Κεχαριτωμένη Παρθένε, αντιπαρέρχομαι με σιωπήν τας θαυμαστάς Σου αρετάς, θαυμάζων αυτάς μόνον με την διάνοιαν. Και πίπτων εις τους παναχράντους Σου πόδας, άλλο δεν επιθυμώ από Σε, παρά την άμαχόν Σου προστασίαν, προς βοήθειαν του φιλοχρίστου στρατού, προς διωγμόν και εξολόθρευσιν του αντιθέου τυράννου. Έως πότε, πανάμωμε και πανακήρατε Κόρη, το δύστηνον γένος των Ελλήνων θέλει ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφόρου δουλείας; Έως πότε να του πατή τον ευγενικόν λαιμόν ο βάρβαρος Θραξ; Έως πότε έχουσι να βασιλεύωνται από την ημισέληνον αι χώραι εκείναι, εις τας οποίας ανέτειλεν εις ανθρωπίνην μορφήν, από την ηγιασμένην Σου γαστέρα, ο μυστικός της δικαιοσύνης Ήλιος; Ω Παρθένε! Ενθυμήσου, πως εις την Ελλάδα πρότερον, παρά εις άλλον τόπον, έλαμψε το ζωηφόρον φως της αληθινής Πίστεως. Το ελληνικόν γένος εστάθη το πρώτον, όπου ήνοιξε τας αγκάλας, και εδέχθη το θείον Ευαγγέλιον του μονογενούς Σου Υιού· το πρώτον, όπου Σε εγνώρισε δι΄ αληθινήν Μητέρα του θεανθρώπου Λόγου· το πρώτον, οπού αντεστάθη εις τους τυράννους, οι οποίοι με μύρια βάσανα εγύρευαν να εκριζώσωσιν από τας καρδίας των πιστών το σεβάσμιόν Σου όνομα. Τούτο έδωσεν εις τον Κόσμον τους Διδασκάλους, οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας των εφώτισαν τας ημαυρωμένας διανοίας των ανθρώπων. Τούτο έδωσε τους Ποιμένας, οι οποίοι με την ποιμαντικήν ράβδον εξώρισαν τους αιμοβόρους λύκους από το Εκκλησιαστικόν ποίμνιον. Τούτο έδωσε τους γεωργούς, οι οποίοι με το άροτρον του Σταυρού, και με τον ιδρώτα του προσώπου εγεώργησαν τας καρδίας, και σπέρνοντες τον Ευαγγελικόν σπόρον, εθέρισαν τας ψυχάς δια την ουράνιον αποθήκην. Τούτο τους Μάρτυρας έδωσε, οι οποίοι με το ίδιον αίμα των έβαψαν την πορφύραν της Εκκλησίας. Λοιπόν, εύσπλαγχνε Μαριάμ, παρακαλούμέν Σε, δια το Χαίρε εκείνο το οποίον επροξένησεν εις ημάς την χαράν΄ δια τον Αγγελικόν εκείνον Ευαγγελισμόν, όστις εστάθη της σωτηρίας ημών το προοίμιον· χάρισαι εις αυτό την προτέραν τιμήν· ανάσυρε αυτό από την κοπρίαν της δουλείας εις τον θρόνον του βασιλικού αξιώματος· από τα δεσμά εις το σκήπτρον, από την αιχμαλωσίαν εις το βασίλειον. Και αν αυταί αι φωναί μας δεν Σε παρακινούν εις ευσπλαγχνίαν, ας Σε παρακινήσωσιν αυτά τα πικρά δάκρυα, τα οποία τρέχουν από τους οφθαλμούς μας. Αλλ΄ ανίσως και αυτά δεν φθάνωσι, ας Σε παρακινήσωσιν αι φωναί και αι παρακλήσεις των Αγίων Σου, οι οποίοι ακαταπαύστως φωνάζουσιν από όλα τα μέρη της δυστήνου Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτην΄ φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρον· φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχειαν· φωνάζει ο Διονύσιος από τας Αθήνας΄ φωνάζει ο Πολύκαρπος από την Σμύρνην· φωνάζει η Αικατερίνη από την Αλεξάνδρειαν΄ φωνάζει ο Χρυσόστομος από την βασιλεύουσαν Πόλιν΄ και δεικνύοντές Σου την σκληροτάτην τυραννίδα των αθέων Αγαρηνών, ελπίζουσιν από την άκραν Σου ευσπλαγχνίαν του Ελληνικού Γένους την απολύτρωσιν. Αποδέξου λοιπόν, Παναγία Παρθένε, τα δάκτυά μας, τα οποία συνοδεύουσι το μυστήριον, το οποίον ετελειώθη εις Σε. Διότι καθώς τα δάκρυα τρέχουν χωρίς να βλάψουν τους οφθαλμούς, ούτω και ο θείος Λόγος προήλθεν από την καθαράν Σου μήτραν, δίχως φθοράν της Παρθενίας Σου. Δώσε τόσην δύναμιν εις τους ευσεβείς, εναντίον των ανθρωποκτόνων και αιμοβόρων βαρβάρων, ώστε να σβυσθή τελείως το φως της ημισελήνου, όπως λάμψη έτι περισσότερον του μυστκού Ηλίου η ζωοποιός ακτίς και δοξασθή από όλους το Άγιόν Σου όνομα, συν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

1. Ο πανηγυρικός ούτος λόγος εξεφωνήθη παρά του Ηλία Μηνιάτου εν Βενετία τω 1688, όντος έτι τούτου τροφίμου του εκεί περιφήμου Ελληνικού Φροντιστηρίου του εκ Κερκύρας Θωμά Φλαγγίνη, εξ ου πολλοί ένδοξοι άνδρες εξήλθον, μεγάλως συνεργήσαντες εις την ηθικήν αναγέννησιν της Ελλάδος. Ο Μηνιάτης ήγε τότε μόλις το 19ον έτος της ηλικίας του. Βραδύτερον εγένετο Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων, εκοιμήθη δε εν έτει 1714 εις ηλικίαν 45 ετών. Αι υπ΄ αυτού εκφωνηθείσαι κατά καιρούς ομιλίαι περισυλλεγείσαι εξεδόθησαν πλειστάκις εις τύπον υπό τον τίτλον "Διδαχαί", εξ ων παραληφθείς ο πανηγυρικός ούτος παρατίθεται ενταύθα ελαφρώς διασκευασμένος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Μαρτίου, την σύναξιν επιτελούμεν του Αρχαγγέλου ΓΑΒΡΙΗΛ, άνωθεν και εξ αρχής παραδεδομέν

Δημοσίευση από silver »

Γαβριήλ του πανιέρου και θείου Αρχαγγέλου την Σύναξιν επιτελούμεν τη επαύριον του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου δια την κατά το θείον και άρρητον και υπερφυές τούτο μυστήριον της του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως υπούργησιν αυτού. Απεστάλη δε υπό του φιλαγάθου Θεού προς την Παρθένον Μαρίαν ο ιλαρώτατος και επιεικέστατος και θαυμάσιος Γαβριήλ, δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον, ίνα μη δηλαδή εκφοβήση την Παναγίαν Παρθένον, ούτε να εκπλήξη αυτήν, αλλ’ ίνα το απόρρητον παρ’ Αγγέλοις και ανθρώποις μυστήριον αποκαλύψη, μετά της προσηκούσης ευλαβείας και δι’ ειρηνικής και γλυκυτάτης ομιλίας προσκομίση εις αυτήν το «Χαίρε». Ο πανένδοξος ούτος Γαβριήλ εμφανισθείς πάλαι ποτέ και εις τον Προφήτην Δανιήλ υπέδειξεν εις αυτόν την λύσιν των φοβερών εκείνων ονείρων του Ναβουχοδονόσορος και φιλανθρωπία Θεού εβοήθησε και καθωδήγησεν αυτόν εις όλας τας δυσκόλους περιστάσεις τας οποίας διήλθεν. Αλλά και εις τον Προφήτην και Αρχιερέα Ζαχαρίαν, θυμιώντα ποτέ τον Ναόν, εκόμισε τα χαρμόσυνα ευαγγέλια, λέγων· «Μη φοβού, Ζαχαρία· διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι» (Λουκ. α:13). Επειδή δε ο Ζαχαρίας επέμεινεν απιστών και κωφεύων και σιωπών εις τους λόγους του θείου Αρχαγγέλου, εδέχθη παρ’ αυτού το επιτίμιον της απιστίας του και έμεινεν άλαλος μέχρις ου η Ελισάβετ έτεκεν τον Πρόδρομον της Χάριτος. διότι και τα άπειρα των θείων Αγγέλων τάγματα, όταν πρόκειται να αποσταλούν εις εκτέλεσιν διακονίας τινός δέχονται την προσταγήν παρά του Υψίστου Θεού δια θείων εμφάσεων και επιλάμψεων, αίτινες ηχούσιν εις τα ώτα αυτών και τας οποίας εμφάσεις οι ζωγράφοι ζωγραφίζουσιν ως ελικοειδείς τινας ταινίας επί των ωτίων των θείων Αρχαγγέλων. Διότι ούτε οι θείοι Άγγελοι και Αρχάγγελοι δύνανται να ίδουν κατ’ ουδένα τρόπον τον Θεόν, αν και ούτοι είναι άϋλοι κατά την φύσιν, είναι όμως περιγραπτοί, μόνος δε ο Θεός είναι απερίγραπτος, αόρατος και αψηλάφητος. Δια τούτο λοιπόν κατά την σήμερον ημέραν εορτάζομεν τον ιερόν και μέγαν άρχοντα των Αγγέλων Γαβριήλ ως Ταξιάρχην και Αρχιστράτηγον και υπουργόν και λειτουργόν της προς ημάς συγκαταβάσεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού του ζώντος εις τους αιώνας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Μαρτίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΜΑΤΡΩΝΗΣ της εν Θεσσαλονίκη.

Δημοσίευση από silver »

Ματρώνα η Αγία του Χριστού Μάρτυς ήτο υπηρέτρια Εβραίας τινός, Παντίλλης ονομαζομένης, η οποία ήτο σύζυγος του τότε αρχιστρατήγου της πόλεως Θεσσαλονίκης. Όταν δε η κυρία της μετέβαινεν εις την Συναγωγήν των Εβραίων, ηκολούθει μεν αυτήν και η Ματρώνα, δεν εισήρχετο όμως εν τη Συναγωγή, αλλ’ επιστρέφουσα μετέβαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών. Επειδή δε αντελήφθη τούτο η κυρία της, έδειρε ταύτην την μακαρίαν ανηλεώς και την έκλεισεν εις την φυλακήν. Εξαγαγούσα μετά ταύτα αυτήν και μη δυναμένη και πάλιν να μεταπείση αυτήν, την έδειρεν εκ νέου και είτα την έκλεισε και πάλιν εις την φυλακήν. Εκεί δε διανύσασα ημέρας πολλάς, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Λέγεται δε, ότι το άγιον αυτής Λείψανον ενεταφιάσθη εντίμως· η δε κυρία της Παντίλλα ωλίσθησεν εις εν τείχος και έπεσε κάτω εις εν υπολήνιον, ήτοι εις το κοινώς λεγόμενον πατητήρι, εις το οποίον χύνεται το γλεύκος και εκεί κατέστρεψε την ζωήν λαβούσα κατά το παρόν την αξίαν καταδίκην παρά Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου ΗΡΩΔΙΩΝΟΣ, ενός των Εβδομήκοντα Αγίων Αποστόλων.

Δημοσίευση από silver »

Ηρωδίων ο Άγιος του Χριστού Απόστολος ήτο εις εκ των Εβδομήκοντα Μαθητών του Κυρίου, ακολουθών τους Αγίους Αποστόλους και μάλιστα τον κορυφαίον Πέτρον, γενόμενος συνεργός του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Έπειτα χειροτονηθείς Επίσκοπος των Νέων Πατρών εδίδασκε και ωδήγει πολλούς εις την Πίστιν του Χριστού. Όθεν συλληφθείς υπό των ειδωλολατρών εν ταυτώ και των Ιουδαίων, εδάρη δυνατά, άλλων μεν δερόντων αυτόν, άλλων δε συντριβόντων το σώμα του δια λίθων και άλλων κτυπώντων αυτόν εις την κεφαλήν· τελευταίον δε κατέσφαξαν αυτόν οι θηριόγνωμοι και ούτως, ετελειώθη, παραδούς την ψυχήν του, ο τρισόλβιος, εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΜΑΡΚΟΥ Επισκόπου Αρεθουσίων, ΚΥΡΙΛΛΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Μάρκος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τζ΄ - τλζ΄ (307 – 337), ζήλω δε θείω κινηθείς εκρήμνισε ναόν τινα των ειδώλων και ανήγειρεν εις αυτόν Εκκλησίαν Χριστιανικήν. Όταν δε ο παραβάτης Ιουλιανός εβασίλευσε μετά ταύτα εν έτει τξα΄ (361) και απέδωκε πολλήν τιμήν εις τα είδωλα και παρρησίαν εις τους ειδωλολάτρας, όχι μόνον εις τον Άγιον Μάρκον πολλά κακά εποίησεν ο Αποστάτης, διότι ο Άγιος είχε κρημνίσει τον ναόν των ειδώλων και εις την θέσιν εκείνου είχεν οικοδομήσει Εκκλησίαν Θεού, αλλά και εις άλλους πολλούς, οίτινες και εκείνοι είχον κρημνίσει βωμούς των ειδώλων, τα αυτά έπραξεν. Ο δε Άγιος Μάρκος κατ’ αρχάς μεν εκρύβη εις τι μέρος, κατά την τούτο προστάσσουσαν εντολήν του Κυρίου· επειδή όμως αντ’ αυτού συνελήφθησαν άλλοι και ετιμωρούντο, τούτου ένεκα απεκαλύφθη και παρέδωκεν αυτός εαυτόν εις τους ειδωλολάτρας. Οι δε στρατιώται, κρατήσαντες αυτόν, τον εγύμνωσαν και κατάφερον εις το σώμα του πολλούς ραβδισμούς, ρίψαντες έπειτα αυτόν εντός βρομερών χανδάκων. Μετά δε ταύτα τον εξήγαγον εκείθεν και τον παρέδωκαν εις παιδία ίνα τον κατακεντώσι με βελόνας· έπειτα ποιήσαντες γάρον, έβρεξαν δι’ αυτού όλον το σώμα του Αγίου. Κατόπιν, χρίσαντες αυτόν δια μέλιτος και θέσαντες εντός καλάθου, τον εκρέμασαν με σχοινία έξω, εν ώρα μεσημβρίας, ίνα προσβάλληται πανταχόθεν υπό των ακτίνων του ηλίου και καταφλέγηται, προς τούτοις δε ίνα χρησιμεύση ως τροφή εις τας μελίσσας και τας σφήκας. Αλλ’ ο γενναίος μαχητής του Κυρίου Μάρκος υπέμεινεν ανδρείως τας βασάνους, ο μακάριος, όχι μόνον χάριν της ευσεβείας, αλλά και ίνα μη δώση ουδέ οβολόν εις τους ειδωλολάτρας, οίτινες εζήτουν παρ’ αυτού μικράν τινα βοήθειαν, όπως ανοικοδομήσωσι τον υπ’ αυτού κρημνισθέντα ναόν των ειδώλων, προς εξυπηρέτησιν της ασεβείας των· και δεν έδωκεν εις αυτούς ουδέ ολίγον τι ο Άγιος, επειδή, εάν έδιδε, θα εφαίνετο ότι προδίδει την Πίστιν και την ευσέβειαν. Όθεν με την άρνησιν ταύτην νικήσας τους ειδωλολάτρας, ενίκησεν αυτούς και δια της πράξεως. Διότι, βλέποντες εκείνοι την ανδρείαν και μεγαλοψυχίαν του θαυμαστού τούτου γέροντος Μάρκου, κατεβίβασαν μεν αυτόν από εκεί όπου τον είχον κρεμασμένον, αυτοί δε μεταστραφέντες εις τον Χριστιανισμόν προσήρχοντο προς αυτόν ως διδάσκαλον και εδιδάχθησαν παρ’ αυτού την ευσέβειαν, πιστεύσαντες εις τον Ιησούν Χριστόν. Κύριλλος δε ο μακάριος του Χριστού Μάρτυς ήτο Διάκονος εις την πόλιν της Φοινίκης επί της βασιλείας του παραβάτου Ιουλιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄ - τξγ΄ (361-363). Επειδή δε και ο θείος ούτος Κύριλλος πολλά είδωλα των δαιμόνων εκρήμνισε, συνελήφθη υπό των ειδωλολατρών και έλαβε παρ’ αυτών δεινόν και βίαιον θάνατον. Διότι έσχισαν την κοιλίαν αυτού και διεσκόρπισαν τα σπλάγχνα του, καταστήσαντες αυτόν ελεεινόν θέαμα. Λέγεται δε, ότι και τα σπλάγχνα του Αγίου έφαγον οι μιαροί εκείνοι, δια τούτο και έλαβον παρά Θεού ανταξίαν εκδίκησιν. Διότι, εν ω έτρωγον ταύτα, κατέπεσον οι οδόντες των και εκόπη η γλώσσα των και η οπτική δύναμις των οφθαλμών των εβλάβη. Αλλά και των κατά την σήμερον συνεορταζομένων Ιερωμένων ανδρών και Παρθένων γυναικών των εν Ασκάλωνι και Γάζη της Παλαιστίνης μαρτυρησάντων κατά τας αυτάς εκείνας ημέρας της βασιλείας του αποστάτου Ιουλιανού τας βασάνους, ας υπέστησαν υπό των αθέων ειδωλολατρών τις δύναται να διεκτραγωδήση; Διότι σχίσαντες, οι θηριώδεις και απάνθρωποι, τας κοιλίας των ανωτέρω αγίων ανδρών και γυναικών και βαλόντες εντός των κοιλιών των κριθήν, τας έρριψαν έμπροσθεν των χοίρων, ίνα τας φάγωσι. Τοιαύτα υπήρξαν τα δραματικά αποτελέσματα της ασεβούς βασιλείας του παραβάτου Ιουλιανού και των υποτασσομένων εις την βασιλείαν του. Αλλ’ εις μεν τους Μάρτυρας του Χριστού, αντί των εδώ προσκαίρων βασάνων, απεδόθη η αιώνιος μακαριότης, εις δε τον αίτιον τούτων ασεβέστατον Ιουλιανόν παρεσκευάσθη η γέεννα του πυρός και παρέμεινεν η αιώνιος καταισχύνη.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΩΑΝΝΟΥ του Συγγραφέως της Κλίμακος.

Δημοσίευση από silver »


Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών ο Σιναϊτης, ο αποκαλούμενος της Κλίμακος, υπήρξε μέγας Ασκητής και ασκητικός συγγραφεύς ακμάσας κατά τον ΣΤ΄ (6ον) μετά Χριστόν αιώνα. Ποία είναι η πρώτη πόλις η τον θείον τούτον άνδρα γεννήσασα και θρέψασα προ της αθλητικής και ασκητικής πολιτείας του δεν γνωρίζω να είπω μετά πεποιθήσεως και ακριβείας· όμως ο μέγας Απόστολος Παύλος εγνώρισε προ ημών την δευτέραν και αληθινήν αυτού πατρίδα, την ουράνιον Βασιλείαν, η οποία διατηρεί και τρέφει ήδη αυτόν εις την αθάνατον ζωήν (Φιλιπ. γ:20)· διότι κατοικεί πάντως και ούτος ο Όσιος εν ουρανοίς μετ’ εκείνων οίτινες ευφραίνονται νοερώς εν τη δόξη του Θεού και κορέννυται η ψυχή αυτού εκ των θείων και επουρανίων αγαθών, των οποίων εγένετο κληρονόμος δια τους κόπους του και απολαμβάνει ήδη ταύτα ομού μετά των Αγγέλων και των Αγίων, οίτινες χορεύουσιν εν τω Παραδείσω και αγάλλονται με παντοτεινήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Πως δε επέτυχε της τοιαύτης μακαριότητος ο αοίδιμος, τούτο ήδη θέλω διηγηθή προς υμάς χωρίς καμμίαν υπερβολήν, παρακαλώ όμως να ακροασθήτε με όλην υμών την προσοχήν και ευλάβειαν τα αξιάκουστα αυτού κατορθώματα δια να θαυμάσητε και δοξάσητε τον Θεόν και να τιμάτε αείποτε και τούτον τον πρόθυμον και πιστόν Αυτού θεράποντα ίνα λάβητε μισθόν ουράνιον. Ούτος ο κεχαριτωμένος Όσιος, ότε ήτο δεκαέξ ετών κατά την ηλικίαν του σώματος, αλλά χιλίων χρόνων γέρων κατά την ουράνιον φρόνησιν και την προς τον Θεόν ολόψυχον υπηρεσίαν, προσέφερεν εκουσίως εαυτόν εις τον Μέγαν Αρχιερέα, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ώσπερ καθαρόν και άκακον πρόβατον, ίνα τον θυσιάση κατά την ιδικήν Του θέλησιν και ευαρέσκειαν. Δραμών λοιπόν εις το Σίναιον Όρος, έκυψε τον αυχένα του εις τον ζυγόν του Χριστού, χαίρων και αγαλλόμενος και αναβιβάζων εκείθεν την ψυχήν του εις το επουράνιον Όρος και τον νουν αυτού προς τον αόρατον Θεόν, εξήφθη όλος και εδόθη εις την αγάπην Του και ανέβαινεν ως φλοξ προς Αυτόν η επιθυμία του και επελάθετο όλων των γηϊνων, μισήσας ταύτα ως θανασίμους εχθρούς του με τελείαν αποστροφήν. Και πρώτον μεν ηγάπησε την ξένην γην, ήτις προξενεί εις την ψυχήν ησυχίαν και ανάπαυσιν, απαλλάττουσα των κοσμικών φροντίδων και του θάρρους των συγγενών και φίλων, ενδυναμώνουσα και φυλάττουσα, ως ευγενεστάτην, ωραιοτάτην και κεκοσμημένην νεάνιδα και την κάμνει να ίσταται με εντροπήν και προσοχήν εις τα ίδια και να ταπεινοφρονή εις όλας αυτής τας ενεργείας. Έπειτα καταταγείς εις την μοναχικήν τάξιν, εξώρισε παρά πόδας από της ψυχής του το ίδιον θέλημα, με σκοπόν θεάρεστον δια να μη τον πλανήση, καθώς πλανώνται όσοι είναι αυτάρεσκοι και φίλαυτοι και θέλουσι να κάμνωσι τα θελήματα και τας ορέξεις των, οδηγούντες ούτω εαυτούς εις την απώλειαν. Κλίνας δε τον αυχένα του, ενεπιστεύθη εαυτόν θεαρέστως εις Πνευματικόν Πατέρα και διδάσκαλον, όστις τον υπεδέχθη, δια να τον οδηγή, ως τις κυβερνήτης άριστος, ίνα διαπλεύση ακινδύνως το βαθύ και χαλεπόν του βίου τούτου πέλαγος. Τόσον δε πολύ ενέκρωσε τους λογισμούς και τα πάθη του, ώστε εφαίνετο ως να είχεν αποθάνει ο τρισόλβιος· και με τόσην βαθυτάτην ταπείνωσιν υπετάσσετο εις εκείνα τα οποία επροστάσσετο, ως να είχε πράγματι μίαν ψυχήν άνευ ανθρωπίνης ορέξεως, λόγου και θελήσεως και όλως διόλου απεστερημένην της φυσικής αυτής ιδιότητος, ωσάν να ελέγομεν ανενέργητον εις τα εαυτής θελήματα, αν και υπήρχε διδάσκαλος άριστος και δόκιμος εις όλην την εγκύκλιον σοφίαν και την Ελληνικήν μάθησιν· πράγμα παράδοξον, το να ευρεθή τοιαύτη ταπείνωσις εις τους ευδοκιμούντας εις τα μαθήματα. Διότι η έπαρσις της φιλοσοφίας είναι μακράν, ως επί το πλείστον, της εν Χριστώ ταπεινώσεως· και όμως αυτός υπετάσσετο εις ένα ιδιώτην Γέροντα και εδιδάσκετο υπ’ αυτού την ουράνιον επιστήμην και αγγελικά μαθήματα. Λοιπόν, αφ’ ου επολιτεύθη ούτω δεκαεννέα χρόνους και εστολίσθη με τους πολυτίμους στεφάνους της μακαρίας υποταγής, απήλθε προς Κύριον ο Πνευματικός αυτού Πατήρ και προστάτης, ο οδηγήσας αυτόν εις τοιαύτην αγίαν και θεάρεστον κατάστασιν, ανελθών προς τον ποθούμενον υπ’ αυτού Θεόν, δια να στεφανωθή κατά τους κόπους του και να είναι μετά θάνατον, καθώς ήτο και ζων, μεσίτης προς Αυτόν και πρέσβυς θερμότατος υπέρ του μαθητού του. Θάψας λοιπόν αυτόν ούτος ο τρισευδαίμων υποτακτικός, με λύπην μεγάλην και διάπυρα δάκρυα, εξήλθε και αυτός έπειτα εις το της ησυχίας στάδιον κρατών εις τας χείρας του, ως όπλα δυνατά, τας ευχάς και τας παραγγελίας του ιδίου Γέροντος, δια να καταστρέψη με αυτάς την των δαιμόνων δύναμιν και να νικά την των παθών και των κακών επανάστασιν και ενόχλησιν, κατώκησε δε εις μεμονωμένον τι κελλίον μακράν του Καθολικού, ήτοι του Μοναστηρίου, έως πέντε μίλια, εις τόπον ονομαζόμενον σήμερον Θολάν. Εκεί διέτριψεν ο Όσιος χρόνους τεσσαράκοντα χωρίς να παραμελήση ουδ’ επί στιγμήν τον σκοπόν του, επειδή ήναπτε πάντοτε η καρδία του εκ της αγάπης του Θεού. Αλλά τις υπάρχει ικανός να πληροφορήση με την διήγησιν τους κόπους του, τους υπέρ φύσιν αγώνας του και τα μεγάλα έργα όπου ετέλεσεν εκεί με άκραν υπομονήν και γενναιότητα και όλως δε κρυφίως άνευ μάρτυρος τινός; Όμως από τινων φανερών πραγμάτων, ας αρχ΄σωμεν να αποκαλύψωμεν ελάχιστα την πανοσίαν και ασκητικήν ζωήν τούτου του τρισμάκαρος. Ούτος ο τρισόσιος έτρωγε μεν εκ πασών των τροφών, όσας συγχωρεί ο τύπος και η μοναχική διάταξις· όμως έτρωγε πολύ ολίγον, όσον μόνον χρειάζεται δια να ζη και όχι να κορέννυται. Τούτο δε νομίζω, ότι εποίει σιφώτατα, δια να μη επαίρεται ότι νηστεύει ο αξιοϋμνητος και κατ’ αυτόν τον τρόπον να καταβάλλη και να νικά το κέρας και την δύναμιν της υπερηφανείας δια να μη του προξενή ενόχλησιν. Και πάλιν με την ολιγίστην βρώσιν, την οποίαν έτρωγεν, εξέθλιβε και εχαλίνου την αχόρταστον δέσποιναν, την κοιλίαν, ήτις κινείται υπό της ορέξεως και ζητεί να κορέννυται πάντοτε από πολλά και ποικίλα βρώματα και ούτως εβόα προς αυτήν· «Πεφίμωσο, σιώπα και μη ζήτει πλείονα». Αλλά και με το ότι εκάθητο εις την έρημον και δεν είχε συναναστροφήν με ευειδή πρόσωπα, απέσβεσε την φλόγα της σαρκικής επιθυμίας και κατέστησεν αυτήν να αποτεφρωθή και να κατευνασθή τελείως. Εξωλόθρευσε δε ανδρικώτατα, ο ανδρείος, και την φιλαργυρίαν, ήτις εστί, κατά τον μακάριον Παύλον, ειδώλων προσκύνησις, με την ελεημοσύνην την οποίαν έδιδε και με το ολίγον και αναγκαίον πράγμα το οποίον εκράτει δι’ εαυτόν. Με την αδιάλειπτον δε του θανάτου ενθύμησιν εκέντα αείποτε την ψυχήν αυτού και την εβίαζε να αποδιώκη τον ακατάπαυστον θάνατον, τον εκ της οκνηρίας προξενούμενον εις τον άνθρωπον, εξαναγκάζων αυτήν να ασχολήται εις μόνα τα θεία έργα με πολλήν σπουδήν και ταχύτητα. Ομοίως έλυσε και ηφάνισεν από της καρδίας του τα δεσμά της ψυχοβλαβούς αγάπης των υλικών και προσκαίρων πραγμάτων, με τον δεσμόν της παρηγορητικής λύπης, των αϋλων και αιωνίων χαρισμάτων. Και με την μάχαιραν της πολυχρονίου εαυτού υπακοής, εις την οποίαν διέτριψε τοσούτους χρόνους, είχεν εσφαγμένην την τυραννίδα του θυμού και πεφονευμένην τελείως την εκ της οργής έξαψιν. Ομοίως σιωπών και μη εξερχόμενος της κέλλης του, εθανάτωσε την κενοδοξίαν και τον βλαβερόν έπαινον ως και την φαρμακεράν φήμην και την δόξαν των ανθρώπων, τα οποία αγρεύουσι και περιπλέκουσι την ψυχήν, καθώς αγρεύει και περιπλέκει η αράχνη με τον ιστόν της τας μυίας και άλλα ιπτάμενα ζωϋφια, εκμυζώσα το αίμα των και απορροφούσα, ώσπερ η βδέλλα, τον νουν, την προθυμίαν και όλην αυτής την σύστασιν, την οποίαν απονεκρώνουν και δεν αφήνουν να έχη πλέον την ζωήν, ήτοι τον Θεόν και τας αρετάς αυτής, αλλά τον πονηρόν διάβολον και τα έργα του. Εξηφάνισε δε παντελώς και το όγδοον κακόν, το θανάσιμον πάθος, τον φοβερόν λέοντα, την αντίθεον δηλαδή υπερηφάνειαν, ήτις είναι, κατά τους θείους Πατέρας, πάθος όγδοον. Διότι καθώς η Κυριακή είναι πρώτη και ογδόη εις τας ημέρας της εβδομάδος, ούτω και η υπερηφάνεια είναι αρχή και τέλος όλων των κακών και των θανασίμων αμαρτημάτων, πάντοτε δε ανθίσταται εις τον Θεόν και μάχεται με αυτόν τον ουράνιον και παντοδύναμον Βασιλέα. Αλλά ποία χαρίσματα έλαβεν εκ Θεού ο Άγιος, δια την καταστολήν και κατανίκησιν αυτής; Πάντως την μακαρίαν ταπείνωσιν, ήτις είναι ο ακρότατος και τελειότατος καθαρισμός του ανθρώπου· την οποίαν ήρχισε μεν δια της υπακοής του ο πεφωτισμένος εκ Θεού νέος Βεσελεήλ, την ετελείωσε δε ο Κύριος της επουρανίου Ιερουσαλήμ δια της παρουσίας Του. Διότι άνευ της υπακοής και της του Θεού βοηθείας, δεν είναι δυνατόν να καθαιρεθή και να νικηθή ο πονηρός διάβολος και η συμμορία του, ως και πάσαι αι διαβολικαί αυτού ενοχλήσεις και ενέργειαι. Αλλ’ εις ποίον μέρος του παρόντος λογοπεπλεγμένου στεφάνου να τάξω την αέναον πηγήν των δακρύων του; Πράγμα τω όντι πολύτιμον και ουχί εις πολλούς ευρισκόμενον, των οποίων δακρύων το εργαστήριον ευρίσκεται μέχρι της σήμερον. Τούτο δε ήτο σπήλαιον τι κείμενον εις μίαν βαθυτάτην χαράδραν υποκάτω εις τους πρόποδας του όρους· εις ένα κρημνώδη και πετρώδη τόπον και απέχον όχι μόνον της ιδικής του, αλλά και πάσης ετέρας κέλλας τοσούτον όσον να μη ακούεται το πένθος του, δια να αποφεύγη την κενοδοξίαν και τον βλαπτικώτατον έπαινον τον εκ των ακουόντων προερχόμενον. Όμως, αν και ηγωνίζετο να μη ακούεται εις τους ανθρώπους τούτο το θαυμάσιον έργον του πένθους του, εν τούτοις έφθανε μέχρι των πυλών του ουρανού με τους στεναγμούς και τους θρήνους του και με άλλα όμοια, δι’ ων ετιμώρει και επαίδευεν εαυτόν συχνάκις. Ούτως επένθει και εστέναζεν ο Όσιος καθώς θρηνούσι και στενάζουσιν οι δερόμενοι με ράβδους και κατακεντούμενοι και μελιζόμενοι με πεπυρωμένα σίδηρα και τους ιδίους οφθαλμούς αποστερούμενοι. Εχρησιμοποίει δε και τον ύπνον με μεγάλην εγκράτειαν ούτος ο γήϊνος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος, κοιμώμενος τοσούτον μόνον, όσον να μη βλαβή η ουσία του νοός του υπό της υπερβαλλούσης αγρυπνίας του· ώστε φαίνεται, ότι μίαν ώραν εκοιμάτο κατά την νύκτα, την δε λοιπήν μεθ’ όλης της ημέρας ειργάζετο και προσηύχετο. Πριν κοιμηθή προσηύχετο ώραν πολλήν και κατεγίνετο εις την ανάγνωσιν και εις την σύνθεσιν των βιβλίων του, χαλινών ούτω και εμποδίζων την οκνηρίαν και μη αφήνων ταύτην να εύρη θέσιν και ανάπαυσιν εις αυτόν. Όλος δε ο δρόμος του νοός του και η ζωή του ήτο προσευχή αέναος και έρως και αγάπη προς τον Θεόν ανείκαστος. Διότι μόνον τον Θεόν εφαντάζετο νύκτα και ημέραν και αυτόν έβλεπεν ακαταπαύστως εις τον διαυγέστατον καθρέπτην του λαμπρού νοός του και εις την τράπεζαν της καρδίας του, μη θέλων ή, καλύτερον ειπείν, μη δυνάμενος να λάβη κόρον και πλήρωσιν της αγάπης του, επειδή όσον πλησιάζει τις προς τον Θεόν, τόσον τον επιθυμεί και τον διψά περισσότερον. Δια τούτο πάντες επεθύμουν να ακούωσι πάντοτε των ψυχωφελών νουθεσιών του Αγίου, εκ των οποίων υπήρχε Μοναχός τις, ο καλούμενος Μωϋσής, όστις κεντρωθείς υπό του κέντρου ζήλου μεγάλου και άκρας αγάπης, την οποίαν έλαβε προς τούτον τον Θεοφόρον Πατέρα, παρεκάλεσεν αυτόν πολύ να τον δεχθή ως μαθητήν και υποτακτικόν αυτού και να τον στοιχειώση εις την αληθινήν και ουράνιον της Μοναχικής πολιτείας φιλοσοφίαν. Μετεχειρίσθη δε και μεσίτας δια τον σκοπόν τούτον πολλούς εκ των Πατέρων, ίνα μη αποτύχη η αίτησίς του. Εκβιασθείς λοιπόν υπό των πολλών αυτού δεήσεων, εδέξατο αυτόν ο μακάριος και εν μια των ημερών τον επρόσταξε να φέρη γην εξ άλλου λιπαρωτέρου και παχυτέρου τόπου δια να φυτεύσωσι και καλλιεργήσωσι λάχανα· διότι ο τόπος, εις τον οποίον κατώκουν, δεν ηδύνατο να τα θρέψη αφ’ εαυτού, ως ξηρός και ακαρποφόρητος. Απελθών λοιπόν ο Μωϋσής εποίει αόκνως την υπηρεσίαν του. Όμως επειδή ημέραν τινά έφθασεν η μεσημβρία και έκαιεν η μεγάλη του ηλίου θερμότης, θερμαίνουσα τον τόπον ως κάμινος, διότι ήτο ο έσχατος των μηνών του θέρους, ο Αύγουστος, κατεβλήθη ο Μωϋσής εκ του κόπου και αποκαμών εκ της μεταφοράς, έπεσε να αναπαυθή ολίγον υποκάτω μεγάλου τινός λίθου, όστις έμελλε να αποσπασθή μετ’ ου πολύ και να τον συντρίψη αιφνιδίως και ανελπίστως. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, όστις δεν βούλεται να λυπή τους γνησίους δούλους Του εις ουδέν, προέλαβε κατά την Αυτού συνήθειαν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον επικείμενον εκείνον του θανάτου κίνδυνον με τρόπον θαυμάσιον· και ακούσατε. Την ώραν όπου εκοιμάτο ο Μωϋσής υποκάτω του λίθου, προσηύχετο και ο Άγιος εις το κελλίον του, έχων τον νουν του αναπεπταμένον και προσηλωμένον εις τον Θεόν κατά την συνήθειάν του και εκεί ήλθεν εις αυτόν ολίγος λεπτότατος ύπνος· βλέπει δε, ότι τον εξύπνα ιεροπρεπής τις και σεβάσμιος άνθρωπος και τον ωνείδιζε, λέγων· «Ιωάννη, πως κοιμάσαι αμέριμνος, εν ω ο Μωϋσής κινδυνεύει να θανατωθή»; Τότε εγερθείς παρευθύς ο Άγιος, ήρξατο να προσεύχεται υπέρ του μαθητού του με πολλήν θερμότητα· ο δε Θεός υπήκουσεν εις αυτόν και ηλευθέρωσε τον Μωϋσήν από τον ανέλπιστον θάνατον. Διότι, ενώ εκοιμάτο και επλησίαζε να πέση ο λίθος επάνω του και να τον συντρίψη, ενόμισεν, ότι εφώναζεν εις αυτόν ο Όσιος να φύγη εκείθεν το συντομώτερον. Ευθύς τότε εγερθείς εκείνος έντρομος, επήδησεν εκ της σκιάς όπου εκάθευδε και αμέσως απεσπάσθη ο λίθος και εσκέπασε τον τόπον όπου έκειτο. Κατά δε την ώραν του Εσπερινού ήλθεν εις το κελλίον ο Μωϋσής και ερωτηθείς υπό του Οσίου, αν συνέβη εις αυτόν κανείς πειρασμός εν εκείνη τη ημέρα ή βλάβη ανέλπιστος, απεκρίθη εις αυτόν· «Κοιμώμενος, Πάτερ μου, βαθέως, εν τω μέσω της ημέρας, υποκάτω λίθου τινός πολύ μεγάλου, ενόμισα εις τον ύπνον μου, ότι μοι εφώναξες να εγερθώ εκείθεν και να φύγω το συντομώτερον. Όθεν, εις την στιγμήν ηγέρθην και έφυγον και ευθύς μετά την φυγήν μου απεσπάσθη ο λίθος και έπεσεν εις τον τόπον όπου ύπνωττον και παρ’ ολίγον, αν δεν εξύπνων εκ της φωνής σου, ήθελον ασφαλώς με συντρίψει ο λίθος». Ταύτα ο μέγας και ταπεινόφρων Ιωάννης ακούσας δεν εφανέρωσεν εις τον μαθητήν του το όραμα, το οποίον είδεν εις τον ύπνον του, ούτε ότι εδεήθη του Θεού υπέρ αυτού, αλλ’ ανύμνει και εδόξαζε τον πολυεύσπλαγχνον Κύριον με αποκρύφους φωνάς και ηυχαρίστει αυτόν, ως λυτρώσαντα τον μαθητήν του από τον αιφνίδιον θάνατον. Ήτο δε συγχρόνως και ιατρός άριστος εις τα αφανή της καρδίας τραύματα ούτος ο άνθρωπος του Θεού. Όθεν Μοναχός τις, Ισαάκ ονομαζόμενος, όστις εβασανίζετο δεινώς υπό του βάρους του φιλοσάρκου της πορνείας δαίμονος και εξηντλείτο υπό της λύπης του, έσπευσε ποτε δρομαίως προς τον μέγαν τούτον ιατρόν και ανέφερε τον έμφυτον και σαρκικόν αυτού πόλεμον, παρακαλών με στεναγμούς και θερμά δάκρυα να τον ελευθερώση εκ του πάθους του. Ο δε θείος Πατήρ, θαυμάσας την πίστιν και την μεγάλην αυτού ταπείνωσιν, είπε προς αυτόν· «Ας σταθώμεν, αδελφέ, εις προσευχήν αμφότεροι και ο αγαθός και πολυεύσπλαγχνος Κύριος δεν θέλει παραβλέψει την ταπεινήν ημών δέησιν, αλλά θέλει δώσει ημίν το ζητούμενον». Τούτου λοιπόν γενομένου, πριν επιτελεσθή η ικετήριος αυτών δέησις, εις καιρόν όπου ο ενοχλούμενος αδελφός έκειτο πρηνής και επί πρόσωπον εις την γην, ο Θεός εποίησε το θέλημα του ηγαπημένου δούλου του Ιωάννου, δια να αποδείξη και δια τούτου τον Προφήτην Δαβίδ αληθεύοντα, όστις λέγει· «Θέλημα των φοβουμένων αυτόν ποιήσει και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ: 19) και έφυγε από τον αδελφόν ο σκολιώτατος όφις εκείνος, ο διαβολικώτατος, λέγω, της πορνείας πόλεμος, μη υποφέρων να μαστίζηται με την ράβδον της καθαράς και ενεργητικής προσευχής του Αγίου. Ο δε αδελφός εκείνος, βλέπων εαυτόν ελεύθερον του λοιπού και όλως ανενόχλητον υπό του αφορήτου και χαλεπωτάτου εκείνου δαιμονίου της πορνείας, εξίστατο και έχαιρε δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών μεγάλως τον δούλον αυτού Ιωάννην ένεκα της χάριτος, την οποίαν έλαβε δια μεσιτείας του. Επειδή δε ήτο ανήρ ελλόγιμος και εις το διδάσκειν έμπειρος, μετεχειρίζετο τον λόγον της Χάριτος πλουσίως ο αοίδιμος και έχεεν αφθόνως και αόκνως τους ποταμούς της διδασκαλίας του εις εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, δια να λάβωσιν ωφέλειαν· όμως, φθονεροί τινες πονηροί άνθρωποι, κεντούμενοι υπό του φθόνου των και μηχανευόμενοι να εμποδίσωσι παντί τρόπω την πολλήν και μεγάλην ωφέλειαν, την οποίαν επροξένει εις άπαντας, ωνόμαζον αυτόν λάλον και φλύαρον. Ο δε Άγιος, γνωρίζων, ότι δύναται να υποφέρη πάντα πειρασμόν και να επιτύχη παν καλόν, με την δύναμιν του Χριστού, καθώς λέγει ο μακάριος Παύλος (Β΄ Κορ. ιβ:9-10) και αγαπών να διδάσκη και να ωφελή εκείνους, οίτινες προσήρχοντο προς αυτόν, όχι μόνον με τον λόγον, αλλά πολύ περισσότερον και με το έργον, δηλαδή δια της σιωπής του, εσιώπησε τελείως επί χρόνον πολύν και κατέπαυσεν εις το εξής το μελισταγές ρείθρον του διδασκαλικού λόγου του, ίνα διακόψη την αφορμήν των ζητούντων, κατά το γεγραμμένον, αφορμήν (Β΄ Κορ. ια:12), κρίνας κάλλιον να ζημιώση ολίγον τι τους εραστάς των καλών προς τους οποίους έμελλε πάντως να προξενήση και δια της σιωπής του ωφέλειαν παρά να κινήση καθ’ εαυτού εις πλείονα κατάκρισιν εκείνους τους αγνώμονας κριτάς και να τους κάμη να επιμείνωσιν εις την κακίαν των. Όθεν και εκείνοι οι κακότροποι, εντραπέντες δια την σιωπήν και την μεγάλην υπομονήν και ταπείνωσιν, την οποίαν έδειξεν ο Άγιος, και γνωρίζοντες πόσης βλάβης και ζημίας εγένοντο παραίτιοι εις τους άλλους, παρεκάλεσαν αυτόν να ανοίξη πάλιν την πηγήν της διδασκαλίας του και να ποτίζη τας διψώσας ψυχάς, ως συνήθιζε, να συγχωρήση δε και αυτών το αμάρτημα· αυτός δε, επειδή δεν έμαθε ποτέ να αντιλέγη και να εναντιούται, υπήκουσεν αμέσως και πάλιν ήρχισε να διδάσκη τα σωτηριώδη και ωφέλιμα, ως και πρότερον. Ούτω, θαυμάζοντες όλοι τας ενθέους πράξεις του και βλέποντες ότι υπερείχεν άπαντας εις όλα τα θεία χαρίσματα, έκρινον αυτόν άλλον νέον Μωϋσήν, φανέντα εκ Θεού κατά τας ημέρας των. Τον ανεβίβασαν λοιπόν βιαίως εις το ηγουμενικόν αξίωμα υψώσαντες τον λύχνον επί της λυχνίας δια να βλέπωσι το φως αυτού άπαντες και αναβαίνωσιν εις τα ουράνια (Ματθ. ε:15, Μάρκ. δ:21, Λουκ. η:16, ια:33). Και πράγματι δεν διεψεύσθησαν εκ της πραγματείας των, αλλ’ εξελέξαντο καλώς τον άξιον Ποιμένα και επέτυχον αυτόν κατά τον πόθον και την ελπίδα των. Διότι ανέβη και ούτος εις το Όρος και εισήλθεν εις τον άδυτον γνόφον (Έξοδ. κδ:18)· και διαβάς με τον νουν του τας ουρανίους βαθμίδας, φθάνει εις τον Θεόν με τον λογισμόν του και δέχεται παρ’ αυτού τον φωτισμόν και την θεοτύπωτον νομοθεσίαν και ανοίγει το στόμα του και ομιλεί τον λόγον του Θεού και λαμβάνει εις την ψυχήν του την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και εξηρεύξατο (εξέχεεν) άπειρα αγαθά (Ψαλμ. μδ:2) και σωτηρίους λόγους εκ του αγαθού θησαυρού της καρδίας του. Ούτω λοιπόν ετελείωσε την ζωήν αυτού ο μακάριος, καταγινόμενος εις την φροντίδα και οδηγίαν των νέων Ισραηλιτών, των πεφωτισμένων δηλαδή εκ Θεού Μοναχών, διαφέρων του Προφήτου Μωϋσέως εις εν μόνον πράγμα· ότι εκείνος μεν, δεν ηξεύρω πως, ημποδίσθη και δεν εισήλθεν εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, ούτος όμως ηξιώθη να αναβή ασφαλώς εις την θείαν και επουράνιον. Μαρτυρούσι τούτο οι πολλοί εκείνοι, οίτινες εσώθησαν και σώζονται μέχρι της σήμερον, αναγινώσκοντες τας πνευματικάς νουθεσίας και τας πράξεις του, μεταξύ των οποίων είναι και ο νέος Δαβίδ, ο μαθητής του, Μάρτυς αληθής της σοφίας και σωτηρίας την οποίαν επροξένει ο σοφός ούτος προς άπαντας. Μάρτυς έτι υπάρχει και ο καλός ημών Ποιμήν Ιωάννης, υπό του οποίου παρακληθείς ούτος ο μέγας κατένευσε προς ημάς με τον λογισμόν του και να κατέβη από το υψηλόν όρος της διδασκαλίας του, ως άλλος νέος θεόπτης Μωϋσής από το Σίναιον, όπου και ούτος είδε με τον νουν του τον Θεόν και έλαβεν, όπως εκείνος, παρ’ Αυτού τας θεογράφους πλάκας, τας ψυχωφελείς τουτέστι διδασκαλίας και τας παρέδωκεν εις ημάς, αίτινες περιέχουσι εξωτερικώς μεν διδάγματα και μαθήματα πρακτικά των καλών έργων και πράξεων, έσωθεν δε είναι πεπληρωμέναι θεωρητικών και ουρανίων νοημάτων, τα οποία βιάζουσιν ημάς να παριστάμεθα προς Θεόν ακαταπαύστως με τον νουν και την καρδίαν και με όλην ημών την ψυχήν και να λέγωμεν προς Αυτόν: Δια πρεσβειών του Οσίου και γνησίου δούλου Σου Ιωάννου, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΛΑ΄ (31η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΥΠΑΤΙΟΥ Επισκόπου Γαγγρών.

Δημοσίευση από silver »



Υπάτιος, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τζ΄ - τλζ΄ (307 – 337), υπήρξε δε εις εκ των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων των εν Νικαία το πρώτον συνελθόντων, εν έτει τκε΄ (325). Πατρίς τούτου υπήρξεν η Κιλικία της Μικράς Ασίας, εγένετο δε Επίσκοπος της πόλεως Γάγγραι της Παφλαγονίας. Λόγω δε της εναρέτου και ενθέου πολιτείας του μεγάλα ετέλεσε θαύματα και πολλά πλήθη εκ των απίστων προσέφερεν εις τον Χριστόν, οίκον δε κατασκευάσας υπεδέχετο τους εκ του γένους αυτού προστρέχοντας προς αυτόν. Ούτος ο Άγιος Ιερομάρτυς Υπάτιος ηφάνισε ποτέ δια του λόγου τους επιδραμόντας κατά της χώρας ασπάλακας (τυφλοπόντικας). Όταν δε περιεπάτει την νύκτα εφωτίζετο υπό θείου και λαμπρού φωτός και ύδωρ αλμυρόν εις γλυκύ μετέβαλεν. Εις τους χρόνους δε Κωνσταντίου, του υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέγας τις δράκων ελθών εκ τινος αγρίου τόπου εισήλθεν εις το βασιλικόν θησαυροφυλάκιον και τοσούτον φόβον λέγουσιν ότι επροξένει εις τους ανθρώπους, ώστε ουδείς ετόλμα να πλησιάση εις τον θησαυρόν· αν δε τολμηρός τις επλησίαζεν εκεί, ευθύς εθανατώνετο υπό του δράκοντος. Εκ του συμβάντος τούτου ο βασιλεύς ευρίσκετο εις απορίαν και ηγνόει τι να πράξη. Ακούσας δε την φήμην του Αγίου τούτου Υπατίου, έστειλεν εις αυτόν πρέσβεις και μεσίτας, δια των οποίων τον παρεκάλει να έλθη προς αυτόν. Ο δε Άγιος ελθών και βλέπων, ότι προϋπήντησεν αυτόν ο βασιλεύς με πάσαν τιμήν και ευλάβειαν και ότι είρπε προ των ποδών αυτού, ανήγειρεν αυτόν, ειπών· «Έχε θάρρος και μη λυπείσαι, ω βασιλεύ, διότι τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά εστι παρά τω Θεώ. Όθεν πίστευε και θάρρει εις τον Θεόν και μετ’ ολίγον θέλεις ίδει την ακαταμάχητον Αυτού δύναμιν». Ταύτα είπεν ο Άγιος. Ο δε βασιλεύς, δείξας μακρόθεν το θηρίον, είπε· «Μη απροσέκτως, ω Πάτερ, πλησιάσης εις τον δράκοντα, ίνα μη πάθης εκείνο όπερ και άλλοι έπαθον και θανατωθής υπ’ αυτού εξ αιτίας των ιδικών μας αμαρτιών». Ο Άγιος απεκρίθη· «Η ιδική μου προσευχή, ω βασιλεύ, ουδεμίαν έχει δύναμιν εις τοιαύτα μεγάλα θαυμάσια, η ιδική σου όμως πίστις και η του Κυρίου μεγάλη και ανίκητος δύναμις δύνανται να κατορθώσωσι το παν». Τότε πεσών ο Άγιος κατά γης, προσηυχήθη επί ικανήν ώραν, έπειτα δε εγερθείς, λέγει προς τον βασιλέα· «Πρόσταξον να αναφθή μεγάλη πυρά εν τω μέσω της αγοράς, εκεί όπου υπάρχει ανεγηγερμένη η στήλη του πατρός σου Κωνσταντίνου και εκείνοι οίτινες θα ανάψωσι το πυρ, ας περιμείνωσιν έως ου και εγώ υπάγω εκεί». Ταύτα ειπών ο Άγιος, επλησίασε μόνος εις τον θησαυρόν και ήνοιξε την θύραν, κρατών και ράβδον εις τας χείρας του, φέρουσαν επάνω τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Κτυπών δε δια της ράβδου τον δράκοντα, ουδέν επετύγχανεν. Ιδόντες δε τινες εκ του μακρόθεν, πεφοβισμένοι και έντρομοι, ενόμιζον, ότι εθανατώθη ο Άγιος Υπάτιος υπό του δράκοντος. Αλλ’ ο Άγιος, υψώσας τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν και τον Θεόν επικαλεσθείς, έβαλε την ράβδον του εις το στόμα του θηρίου και είπεν· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακολούθει μοι, ω θηρίον». Τότε ο δράκων, δαγκάσας την ράβδον του Αγίου, ηκολούθει αυτόν, ως αν εδιώκετο υπό τινος. Εξελθών λοιπόν ο Άγιος εκ του βασιλικού θησαυρού, διήλθεν όλην την αγοράν σύρων τον δράκοντα όπισθέν του και πάντας εξέπληξε. Διότι ο δράκων εκείνος ήτο φοβερόν και εξαίσιον θέαμα, έχων, ως έλεγον, μέγεθος εξήκοντα όλων πήχεων. Πλησιάσας δε εις την πυράν, είπε προς τον δράκοντα· «Εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, σε προστάσσω να έμβης εις το μέσον της πυράς». Ο δε φοβερός εκείνος δράκων, κυρτωθείς και εξαπλωθείς, ερρίφθη ενώπιον πάντων εν τω μέσω της πυράς και κατεκάη. Τότε όλοι οι βλέποντες εξεπλάγησαν και εδόξασαν τον Θεόν, επειδή ανέδειξεν εις τας ημέρας αυτών τοιούτον φωστήρα και θαυματουργόν Άγιον. Ο δε βασιλεύς, εκπλαγείς δια το παράδοξον, ετίμησεν υπερβαλλόντως τον Άγιον και προστάξας να ιστορήσωσι την εικόνα του εις σανίδα, έθηκεν αυτήν επί της θύρας του βασιλικού θησαυρού εις αποτροπήν παντός εναντίου, τον δε Άγιον κατασπασάμενος, απέστειλεν εις την επαρχίαν του. Απερχομένου δε του Αγίου εκ Κωνσταντινουπόλως δια τον θρόνον του, εν ευλογίαις Θεού, επειδή εφθονείτο υπό των δυσσεβών Ναυατιανών, οίτινες καθ’ εκάστην αυτόν επολέμουν και μάλιστα υπό των απίστων των κατοικούντων εις τα μέρη της επαρχίας του, καιροφυλακτήσαντες οι μιαροί, εις τινα τόπον κρημνώδη, όταν ο Άγιος διήρχετο εκείθεν, ώρμησαν αιφνιδίως κατ’ αυτού άνδρες τε και γυναίκες, ως θηρία ανήμερα και εκτύπων αυτόν, άλλος με ξύλον, έτερος με λίθον και άλλος με μάχαιραν, ρίψαντες έπειτα αυτόν από μεγάλου ύψους κάτω εις τον ποταμόν. Ο δε Άγιος, ημιθανής ευρισκόμενος, ήπλωσεν ολίγον τας αγίας του χείρας και υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, είπεν, ως άλλοτε ο Πρωτομάρτυς Στέφανος· «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Εν ω δε ο Άγιος ανέπνεεν ακόμη, γυνή τις μιαρά και ακάθαρτος, η οποία έπιεν όλον το ποτήριον της αιρέσεως, λαβούσα λίθον μέγαν, εκτύπησε τον Άγιον εις την μήνιγγα και ούτως η δυστυχής και αθλία εστέρησεν αυτόν της ολίγης εκείνης ζωής, ήτις τω αναπέμεινε. Και η μεν του Αγίου ψυχή παρεδόθη εις χείρας Θεού, η δε ταλαίπωρος εκείνη γυνή, κυριευθείσα υπό δαιμονίου, εκτύπα το στήθος της δια του ιδίου εκείνου λίθου, δια του οποίου εθανάτωσε τον Άγιον. Ομοίως δε και όλοι όσοι συνωμότησαν δια τον φόνον του, ετιμωρήθησαν υπό ακαθάρτων δαιμόνων, κρύψαντες δε το Λείψανον του Αγίου εντός αχυρώνος, ανεχώρησαν. Όμως ο γεωργός και κύριος του αχυρώνος, μεταβάς ίνα δώση άχυρα εις τα ζώα του, ήκουσεν ουράνιον δοξολογίαν και Αγγελικήν ψαλμωδίαν μέσα εκεί εις τον αχυρώνα. Όθεν ευρών το άγιον Λείψανον παρευθύς εφανέρωσε τούτο και εις τους άλλους. Μαθόντες τούτο οι Χριστιανοί, οι κατοικούντες τας Γάγγρας, συνεκεντρώθησαν εις τον αχυρώνα και αφ’ ου εθρήνησαν κοινώς δια την στέρησιν τοιούτου ποιμένος μετέφεραν το Άγιον αυτού Λείψανον εις τας Γάγγρας και ενεταφίασαν αυτό εν επισήμω τόπω. Η δε γυνή, η φονεύτρια του Αγίου, ηκολούθει όπισθεν του Αγίου Λειψάνου, κλαίουσα και τύπτουσα εαυτήν δια του ιδίου εκείνου λίθου, δια του οποίου εφόνευσε τον Άγιον. Δια τούτο, αφ’ ου ενεταφιάσθη το άγιον Λείψανον, ιατρεύθη η γυνή εκείνη εκ του δαιμονίου. Ομοίως ιατρεύθησαν και εκείνοι οίτινες έλαβον μέρος εις τον φόνον του Αγίου. Πλείστα δε άλλα θαύματα έγιναν και κατά τον ενταφιασμόν του Λειψάνου και μετά τον ενταφιασμόν, τα οποία όμως παραλείπομεν ως εκ της πληθύος και δια το δύσκολον της διηγήσεως αυτών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Απριλίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΜΑΡΙΑΣ της Αιγυπτίας.

Δημοσίευση από silver »

Μαρία η Οσία Μήτηρ ημών ήτο εκ της Αιγύπτου, ακμάσασα κατά τους χρόνους του μεγάλου Ιουστινιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Έζησε δε πρότερον αύτη ακολάστως και προκαλούσα εις όλεθρον ψυχικόν πολλούς ανθρώπους δια της αισχράς ηδονής, επί δεκαεπτά έτη, διότι παιδιόθεν εκρημνίσθη εις τας πονηράς πράξεις της σαρκός και έμεινεν εις αυτάς καθ’ όλον αυτό το διάστημα. Ύστερον επεδόθη η μακαρία εις άσκησιν και αρετήν, και τοσούτον υψώθη δια της απαθείας, ώστε περιεπάτει επί των υδάτων και των ποταμών, χωρίς να καταβυθίζηται και όταν προσηύχετο, ίστατο υπεράνω της γης, μετέωρος εις τον αέρα. Η δε αιτία της μεταβολής αυτής και μετανοίας είναι η εξής: Κατά την δεκάτην τετάρτην του Σεπτεμβρίου μηνός, όταν εις την Ιερουσαλήμ εγίνετο η Ύψωσις του Τιμίου Ξύλου του ζωοποιού Σταυρού, πολλοί Χριστιανοί συνέρρεον πανταχόθεν εις τα Ιεροσόλυμα, όπως ίδωσι το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού. Τότε επήγεν εκεί και η Οσία αύτη, ομού με ακολάστους και ασελγείς νέους, ζητούσα δε να εισέλθη εις τον Ναόν της Αγίας Αναστάσεως όπως ίδη τον ζωοποιόν Σταυρόν, ημποδίζετο αοράτως και δεν ηδύνατο ούτε να εισέλθη, ούτε να ίδη. Κατέστησε λοιπόν την Κυρίαν Θεοτόκον εγγυήτριαν, ότι εάν αφεθή να εισέλθη, και ίδη τον Σταυρόν του Κυρίου, θα φυλάξη εις το εξής σωφροσύνην και άλλην φοράν δεν θα μολύνη το σώμα της με επιθυμίας και ηδονάς. Όθεν, επιτυχούσα του ποθουμένου, δεν εψεύσθη εις την δοθείσαν υπόσχεσίν της, αλλά διελθούσα τον Ιορδάνην ποταμόν, μετέβη εις την έρημον και εκεί έζησεν η τρισολβία τεσσαράκοντα έτη χωρίς να ίδη άνθρωπον, μόνον δε τον Θεόν είχε θεατήν της· και τοσούτον ηγωνίσθη, ώστε ανέβη μεν υπεράνω της ανθρωπίνης φύσεως, απέκτησε δε ζωήν επί γης αγγελικήν τε και υπεράνθρωπον και ούτως εν ειρήνη απήλθε προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Απριλίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΤΙΤΟΥ του Θαυματουργού.

Δημοσίευση από silver »

Τίτος ο μακάριος και Άγιος Πατήρ ημών ηγάπησε τον Θεόν εκ νεαράς του ηλικίας. Μετέβη λοιπόν εις Κοινόβιον και έγινε Μοναχός και τοσούτον προέκοψεν εις την υπακοήν και ταπείνωσιν, ώστε υπερέβη όχι μόνον τους αδελφούς του Κοινοβίου εκείνου, αλλά και όλους τους άλλους συγχρόνους του Μοναχούς. Γενόμενος δε και Ηγούμενος και Ποιμήν των λογικών προβάτων του Χριστού, τοσαύτην αγάπην, πραότητα και συμπάθειαν είχεν ο τρισόλβιος εις το ποίμνιόν του, ώστε ουδείς άλλος τότε υπήρχεν όμοιος αυτού. Εφυλάχθη δε καθαρός κατά το σώμα και κατά την ψυχήν εκ νεαράς του ηλικίας, ως Άγγελος Θεού, αξιωθείς δια τούτο να γίνη και θαυματουργός. Ούτω λοιπόν ζήσας και αφήσας τους μαθητάς και συνασκητάς του εικόνα έμψυχον της αυτού αρετής και ασκητικής πολιτείας, απήλθε προς Κύριον.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”