Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ και ΠΑΥΛΟΥ τ

Δημοσίευση από silver »

Τη Λ΄ (30η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ και ΠΑΥΛΟΥ του νέου.

Αλέξανδρος ο μακάριος πατήρ ημών, επειδή εξήσκει πάσαν αρετήν, εχρημάτισε πρωτοπρεσβύτερος του Αγίου Μητροφάνους Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τκε΄ (325), αντικατέστησε δε εις την εν Νικαία συγκροτηθείσαν αγίαν και Οικουμενικήν πρώτην Σύνοδον τον Άγιον Μητροφάνην, μη δυνηθέντα ένεκεν ασθενείας και γήρατος να παρευρεθή εις αυτήν. Εν ταύτη λοιπόν τη Συνόδω ο θείος Αλέξανδρος πολύ ηγωνίσθη υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως, ελέγχων ο τρισμακάριος την του Αρείου κακοδοξίαν. Αφού δε η Σύνοδος ετελείωσε, παρεκάλεσεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος όλους τους θεοφόρους εκείνους Πατέρας να έλθωσιν εις Κωνσταντινούπολιν, όπως ευλογήσωσιν αυτήν, τότε ούσαν νεόκτιστον. Τότε Άγγελος Κυρίου φανείς εις τον Άγιον Μητροφάνην είπεν εις αυτόν· «Επειδή συ πρεπόντως ευηρέστησας τω Θεώ, δια τούτο μετά δέκα ημέρας παραιτείς την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και πορεύεσαι εις τα ύψη να λάβης παρά Θεού τον στέφανον· τον δε θρόνον της Εκκλησίας θα λάβη αντί σου και θα τον στολίση Αλέξανδρος ο συλλειτουργός σου». Όθεν οι Άγιοι Πατέρες, τούτο μαθόντες, ηυφράνθησαν μετά του μακαρίου Μητροφάνους, τον οποίον αποθανόντα ενεταφίασαν, εχειροτόνησαν δε Πατριάρχην τον αοίδιμον τούτον Αλέξανδρον. Αφού δε απέθανεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, έμεινε διάδοχος της βασιλείας Κωνστάντιος ο υιός του, ο οποίος υπερησπίζετο την αίρεσιν του δυσσεβούς Αρείου, και εβίαζε τον Άγιον Αλέξανδρον τούτον να δεχθή τον Άρειον και να συγκοινωνήση μετ’ αυτού· ο δε Άγιος, μη καταπεισθείς, αλλά παρακαλέσας τον Θεόν, έμεινεν εύθυμος και αμέριμνος. Τότε ο Άρειος ηθέλησε να έμβη εις την του Χριστού Εκκλησίαν τυραννικώς και βιαίως με βασιλικήν εξουσίαν, αλλ’ εύρεν αυτόν η θεία δίκη, διότι εν ώρα φυσικής ανάγκης εχύθησαν τα εντόσθιά του και ούτως εξέψυχεν. Ο δε Άγιος Αλέξανδρος, ποιμάνας την του Χριστού Εκκλησίαν θεαρέστως επί εικοσιτρία έτη, απήλθε προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :]Τη ΛΑ΄ (31η) Αυγούστου, η ανάμνησις της εν τη αγία Σορώ καταθέσεως της ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ της Υπεραγίας Δεσ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΛΑ΄ (31η) Αυγούστου, η ανάμνησις της εν τη αγία Σορώ καταθέσεως της ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ, εν τω σεβασμίω αυτής Οίκω τω όντι εν τοις Χαλκοπρατείοις, ανακομισθείσης από της Επισκοπής Ζήλας επί Ιουστινιανού του βασιλέως, εν έτει φλ΄ (530), και η ανάμνησις θαύματος γεγονότος δια της επιθέσεως της Τιμίας Ζώνης επάνω εις την βασίλισσαν Ζωήν, την σύζυγον του εν βασιλεύσιν αοιδίμου Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως, εν έτει ωπστ΄ (886).

Καθ’ όλον το έτος είμεθα υπόχρεοι να ευχαριστώμεν και να δοξάζωμεν πρώτον μεν την υπερτάτην και Παναγίαν Τριάδα, Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Πανάγιον, τον ένα και μόνον Θεόν, όστις μας έπλασε και ανέπλασε δια την πολλήν αυτού ευσπλαγχνίαν και αγαθότητα· δεύτερον δε την Υπερένδοξον και Αειπάρθενον Θεοτόκον, δι’ ης απηλαύσαμεν και απολαμβάνομεν τόσα αγαθά, τα οποία υπερβαίνουσι κατά τον αριθμόν τα άστρα του ουρανού και την ψάμμον της θαλάσσης. Εάν όλους τους άλλους Αγίους εορτάζωμεν χαρμονικώς και εγκωμιάζωμεν, διότι εφάνησαν προς τον Δεσπότην ευγνώμονες, φυλάττοντες τα άγια και σωτήρια προστάγματά του, πόσω μάλλον πρέπει να εορτάζωμεν την Υπέραγνον του Θεού Μητέρα, ήτις δια την πολλήν αγιότητα, ταπεινοφροσύνην και καθαρότητά της, τον έκαμε και έκλινεν ουρανούς, και εσαρκώθη απ’ αυτής, ίνα σώση τον άνθρωπον ο φιλάνθρωπος; Δια τούτο και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας πρεπόντως εθέσπισαν να την εορτάζωμεν όχι μόνον εις τας μεγάλας της εορτάς, την Γέννησιν, τα Εισόδια, την Υπαπαντήν, τον Ευαγγελισμόν και την Κοίμησιν, αλλά και εις άλλας ημέρας καθ’ ας ετέλεσε διάφορα θαυμάσια και μάλιστα δια των αγίων της ιματίων, τα οποία έκαμαν πολλάκις σημεία και τέρατα. Και τι θαυμαστόν; Εάν οι δούλοι της, ενδυναμούμενοι υπ’ αυτής, ετέλεσαν τοιαύτα τερατουργήματα, αφού του Πέτρου η άλυσις και άλλων Αγίων δεσμά και σουδάρια εθαυματούργησαν, διατί και η Τιμία Ζώνη της υπερτίμου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, δι’ ης και τον Δεσπότην ίσως θα έζωσε, να μη κάμη θαύματα; Μη αμφιβάλλετε λοιπόν εις όσα εγράφησαν και θα γράφωνται ως προς τούτο, αλλά πιστεύετε ότι όσα θέλει και βούλεται δύναται να πραγματοποιή, ως Θεόν κυήσασα παντοδύναμον. Ας έχωμεν λοιπόν την Τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου εις ανείκαστον πίστιν και ευλάβειαν, προσευχόμενοι προς Αυτήν πολλάκις. Μάλιστα πρέπει να αγαλλιώμεθα και να χαίρωμεν, όταν ευχώμεθα προς τον Δεσπότην Χριστόν, και εις αυτήν την Υπέραγνον Μητέρα Του, καθώς τινες ευφραίνονται και καυχώνται έχοντες φίλον τον πρόσκαιρον βασιλέα και την βασίλισσαν, και κολακεύονται και δοξάζονται συνομιλούντες προς τοιαύτα πρόσωπα ένδοξα, ελπίζοντες να απολάβωσι παρ’ αυτών πλούσια δώρα και πρωτοκαθεδρίας. Εάν εις τους επιγείους άρχοντας έχετε τοσαύτην πίστιν, ω άνθρωποι, αν και σας ελέγχει ο Προφητάναξ Δαβίδ λέγων· «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία», πόσην πρέπει να έχωμεν ασυγκρίτω λόγω προς τον αδιάδοχον Βασιλέα και επουράνιον και προς την Αειπάρθενον Μητέρα του; Ας έχωμεν λοιπόν εις ευλάβειαν, εορτάζοντες και τας μικράς πανηγύρεις, και μάλιστα την σημερινήν, όπου είναι η τελευταία ημέρα του έτους, κατά την παλαιάν χρονολογίαν, καθώς και αύριον όπου είναι η πρώτη, ας την εορτάζωμεν μετ’ άλλων πολλών Αγίων, καθώς εν τω Συναξαρίω του μηνός Σεπτεμβρίου φαίνεται. Όθεν ας γράψωμεν εν συντομία τα θαυμάσια, άπερ ηκολούθησαν εις ταύτην την Τιμίαν Ζώνην της Θεοτόκου εις πίστωσιν των πολλών, άτινα ετέλεσεν η παντοδύναμος Κυρία και Παντάνασσα. Ο βασιλεύς Αρκάδιος, ο του Μεγάλου Θεοδοσίου υιός, ο βασιλεύσας εν έτει τριακοσιοστώ ενενηκοστώ πέμπτω (395), έκαμε παντοίους τρόπους δια του χρυσίου και της δυνάμεώς του της βασιλικής και έστειλε και έφερεν από τα Ιεροσόλυμα εις την Κωνσταντινούπολιν την Τιμίαν Ζώνην της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία εφυλάττετο εκεί ομού μετά της Τιμίας Εσθήτος της Θεοτόκου υπό μιάς παρθένου Ιουδαίας και την εναπέθεσεν εις λαμπράν θήκην, την οποίαν ωνόμασεν αγίαν Σορόν. Μετά δε παρέλευσιν ετών τετρακοσίων δέκα, Λέων ο Σοφός βασιλεύς ήνοιξε την αγίαν ταύτην Σορόν, χάριν της συζύγου του βασιλίσσης Ζωής, η οποία ηνωχλείτο από πνεύμα ακάθαρτον. Διότι είδεν αυτή κατ’ όναρ, ότι αν τεθή επάνω εις αυτήν η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου θα ελευθερωθή από του δαιμονίου. Ανοιχθείσης λοιπόν της αγίας θήκης και Σορού, ευρέθη η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου ακτινοβολούσα λαμπρότατα ως θεοϋφαντος, έχουσα δε και χρυσήν σφραγίδα και υπόμνημα σύντομον, το οποίον ανέφερε λεπτομερώς το έτος, την ινδικτιώνα και την ημέραν καθ’ ην ανεκομίσθη εις την βασιλεύουσαν η Αγία Ζώνη, και προσέτι ότι εναπετέθη εν τη θήκη και εσφραγίσθη δια χειρών του βασιλέως Αρκαδίου. Αφού λοιπόν προσκυνήσας ησπάσθη την αγίαν Ζώνην ο βασιλεύς, την ήπλωσεν ο τότε Πατριάρχης επί της πασχούσης βασιλίσσης, και ω του θαύματος! Πάραυτα ηλευθερώθη αύτη από του δαιμονίου. Όθεν άπαντες δοξάσαντες τον Θεόν και Σωτήρα Χριστόν και ευχαριστήσαντες την πανάχραντον Μητέρα Του, απέθεντο πάλιν την Τιμίαν Ζώνην εντός της αγίας Σορού, όπου υπήρχε και πρότερον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Σεπτεμβρίου αρχή της Ινδίκτου, ήτοι του νέου έτους.

Δημοσίευση από silver »

Η Αγία του Θεού Εκκλησία εορτάζει σήμερον την Ινδικτιώνα, δια τρεις αιτίας· πρώτον, επειδή αυτή είναι αρχή του χρόνου· δια τούτο δε και παρά των παλαιών Ρωμαίων πολλά ετιμάτο εξ αρχαίων χρόνων. Ινδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι την λατινικήν γλώσσαν, θέλει να είπη ορισμός. Και δεύτερον εορτάζει ταύτην η Εκκλησία, επειδή κατά την σημερινήν ημέραν μετέβη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Ιουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το βιβλίον του Προφήτου Ησαϊου, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκά δ: 16), το οποίον ανοίξας ο Κύριος ημών, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Ησαϊου, εις το οποίον είναι γεγραμμένα δια τον Ίδιον τα λόγια ταύτα· «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. δ: 18-19). Αφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Κύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, έκλεισε το βιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην· έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν· «Σήμερον πεπλήρωται η Γραφή αύτη εν τοις ωσίν υμών» (αυτ. 21). Όθεν ο λαός, ταύτα ακούων, εθαύμαζε δια τους κεχαριτωμένους λόγους, οίτινες εξήρχοντο από του στόματός του, ως γράφει ο αυτός Ευαγγελιστής Λουκάς (αυτ. 22). Είναι δε και Τρίτη αιτία, δια την οποίαν η Εκκλησία του Χριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Ινδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου έτους· ήτοι, ίνα δια μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, τας οποίας προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γίνη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση το νέον έτος, και χαρίση τούτο εις ημάς ευτυχές και πλήρες από όλα τα σωματικά αγαθά, και ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τον Θεόν με την φύλαξιν των εντολών του και ούτω να τύχωμεν των εν ουρανοίς αιωνίων αγαθών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Σεπτεμβρίου, Άθλησις του Αγίου και ενδόξου Μάρτυρος ΜΑΜΑΝΤΟΣ.

Δημοσίευση από silver »


Μάμας ο μέγας του Χριστού και περιβόητος Μάρτυς εγεννήθη εις Γάγγραν, πόλιν της Παφλαγονίας, εν έτει σξ΄ (260). Οι γονείς του ωνομάζοντο Θεόδοτος και Ρουφίνα, ήσαν δε αμφότεροι ευσεβείς και το γένος λαμπρότατοι, έχοντες την καταγωγήν από πατρικίων· ούτοι θερμήν έχοντες την εις Χριστόν αγάπην και μη δυνάμενοι να κρύπτουν τον μέγαν αυτών πόθον, εκήρυττον παρρησία την ευσέβειαν και πολλούς εις αυτήν παρεκίνουν και εστερέωναν. Όθεν μανθάνων ταύτα ο εξουσιαστής της πόλεως Γάγγρας Αλέξανδρος, επειδή είχε προσταγήν από τον βασιλέα, όπως θανατώνη δια βασανιστηρίων όσους Χριστιανούς δεν πείθονται να θυσιάσουν εις τα είδωλα, διέταξε και ωδήγησαν ενώπιόν του τον θείον Θεόδοτον, τον οποίον εβίαζε να θυσιάση εις τα είδωλα· εκείνος όμως ο μακάριος ουδέ καν να τον ακούη δεν εδέχετο· θέλων δε ο κριτής να τον τιμωρήση, ημποδίζετο, επειδή δεν είχεν εξουσίαν να παιδεύση εκείνους, οίτινες κατήγοντο από πατρικίους, εάν δεν έδιδεν ο βασιλεύς ειδικήν άδειαν. Τον απέστειλεν όθεν εις την Καισάρειαν της Καππαδοκίας εις τον ηγεμόνα Φαύστον, όστις ασεβής ων και πολλά σκληρός, ευθύς ως ήλθεν ο Θεόδοτος τον ενέκλεισεν εις την φυλακήν ομού με την σύζυγον αυτού Ρουφίναν, ήτις εκυοφόρει τότε τον μέγαν Μάμαντα. Ευρισκόμενοι αμφότεροι εις το δεσμωτήριον και φοβούμενος ο Θεόδοτος την ανθρωπίνην ασθένειαν και τας βασάνους, εδέετο του Θεού λέγων· «Κύριε ο Θεός των δυνάμεων, ο Πατήρ του αγαπητού σου Υιού, ευλογώ και δοξάζω Σε, ότι δια το όνομά σου ηξιώθην να ευρίσκωμαι εις την φυλακήν. Πλην δέομαί σου, Κύριε, δέξαι μου την ψυχήν εις τα δεσμά ταύτα, ο γινώσκων την ασθένειάν μου, μήποτε καυχήσεται ο εχθρός επ’ εμοί». Ταύτα εκείνος προσηύχετο, ο δε Θεός, όστις γινώσκει τα κρύφια της καρδίας, εδέχθη την καλήν του προαίρεσιν, και ευθύς τον ανέπαυσεν· η δε σύζυγός του Ρουφίνα εγέννησε την ημέραν εκείνην εντός του δεσμωτηρίου και ηπόρει μη γνωρίζουσα τι να πράξη· παρεκάλεσεν όθεν και αύτη να την αναπαύση ο Θεός, και ευθύς εισηκούσθη· το δε παιδίον εκείτετο μόνον εν τω μέσω των λειψάνων των γονέων του. Ο προνοητής όμως των όλων Θεός έστειλε τον Άγγελόν του εις σχήμα νεανίσκου και προσέταξε γυναίκα τινα περιφανεστάτην και ευσεβή, ονομαζομένην Αμμίαν και επιλεγομένην Ματρώναν, να ζητήση τα λείψανα των Αγίων· ευθύς δε ως τα εζήτησε, της εδώρησε ταύτα ο ηγεμών· αύτη δε τα μεν λείψανα έθαψε λαμπρώς και φιλοτίμως εις τον κήπον της, το δε βρέφος καταστήσασα θετόν αυτής τέκνον επεμελείτο και ηγάπα περισσότερον από γνήσιον υιόν της, επειδή μάλιστα δεν είχεν άλλο τέκνον, αλλ’ ούτε και άνδρα. Το δε βρέφος επειδή εκάλει συχνάκις την θετήν του μητέρα μάμα, όπερ κατά την λατινικήν γλώσσαν σημαίνει την μητέρα, δια τούτο ωνομάσθη Μάμας. Ότε δε εγένετο πέντε ετών, τον απέστειλεν η Αμμία εις το σχολείον δια να μορφωθή, επειδή δε είχε πόθον μεγάλον υπερέβη ταχέως άπαντας τους συνομηλίκους του. Κατά τας ημέρας εκείνας εβασίλευεν εις την Ρώμην ο Αυρηλιανός, όστις εβίαζε τους Χριστιανούς να θυσιάζουν εις τα είδωλα όχι μόνον τους άνδρας και τας γυναίκας, αλλά και αυτά τα μικρά παιδία, φανταζόμενος ότι δια την απαλότητα της ηλικίας των θέλουν αρνηθή ευκόλως την ευσέβειαν. Τα δε άλλ πιδία υπετάσσοντο εις το θέλημα του βασιλέως, όσα όμως ήσαν συμμαθηταί του Μάμαντος εμιμούντο και αυτά την γεροντικήν σύνεσιν και φρόνησιν αυτού, και δεν υπέφερον καν να ακούσουν τους λόγους των απίστων, επειδή εδιδάσκοντο καθ’ ημέραν από εκείνην την ευλογημένην θετήν μητέρα του Μάμαντος να σέβωνται μόνον τον αληθινόν Θεόν τον δημιουργόν του παντός, και εις εκείνον μόνον να προσφέρουν την λογικήν λατρείαν και προσκύνησιν, τους δε υπό των ασεβών ονομαζομένους θεούς, τους οποίους τιμώσι και σέβονται ούτοι, ν τους αποστρέφωνται ως πολλής αισχύνης και ατιμίας αξίους και να θεωρούν φλυαρίας τα μυθεύματα αυτών. Ότε δε ο Μάμας εγένετο ετών 15, ετελεύτησεν η θετή μήτηρ του Αμμία, ούτος δε κατέστη κληρονόμος απάσης της περιουσίας και των υπαρχόντων αυτής. Την ιδίαν αυτήν εποχήν, μετά τον Φαύστον, επί των ημερών του οποίου ως είδομεν εμαρτύρησαν οι γονείς τού Μάμαντος, εγένετο ηγεμών εις Καισάρειαν εις ονόματι Δημόκριτος, άνθρωπος κατά πολύ ασεβής, έχων ζήλον θερμότατον εις την λατρείαν των ειδώλων, όστις ευθύς ως έφθασε και επληροφορήθη περί του καλού Μάμαντος, ότι όχι μόνον δεν λατρεύει τους θεούς των, αλλ’ ότι και τους συνομηλίκους και συμμαθητάς του παρεμποδίζει και απομακρύνει από την λατρείαν των ειδώλων, εξηγριώθη και επρόσταξε να τον φέρουν ευθύς ενώπιόν του. Προσαχθείς όθεν ο θείος Μάμας προ του τυράννου τον ηρώτησεν ούτος αν είναι Χριστιανός, και εάν είναι αληθές ότι ούτε αυτός θυσιάζει εις τους θεούς ούτε τους συμμαθητάς του αφήνει να πείθωνται εις τους βασιλείς. Ο δε καλός Μάμας ουδόλως δειλιάσας, είπεν· «Εγώ, ω άρχον, σφοδρώς κατηγορώ το βαθύ σκότος της αγνωσίας σας, επειδή αφήσατε τον αληθή και ζώντα Θεόν και επιστεύσατε δαίμονας και είδωλα κωφά και αναίσθητα· δια τούτο ούτε εγώ ήθελον εγκαταλείψει ποτέ τον Χριστόν μου ούτε ήθελον αμελήσει να καθοδηγήσω εις την ευσέβειαν όσους δυνηθώ». Την παρρησίαν ταύτην του νέου θαυμάσας ο Δημόκριτος, αντελήφθη ότι είναι αδύνατον να καταπείση αυτόν με πραότητα· όθεν επρόσταξε τους παρεστώτας να τον οδηγήσουν εις τον βωμόν του θεού των Σεράπιδος, δια να θυσιάση και χωρίς την θέλησίν του· ο δε Μάμας δεν εφοβήθη παντελώς τας απειλάς του, αλλά του είπε· «Δεν έχεις εξουσίαν να τιμωρής, ούτε να απειλής εκείνον, όστις ανετράφη από μίαν τοιαύτην μεγίστην και περιφανεστάτην μητέρα, ως η Αμμία, και όστις εκληρονόμησεν από αυτήν τοσούτον πλούτον». Ο δε Δημόκριτος ακούσας ταύτα, και πληροφορηθείς από τους περιεστώτας λεπτομερώς τα περί της μακαρίας μμίας και του Μάμαντος, γνωρίζων δε ότι δεν επιτρέπεται να τιμωρή τους εκ πατρικίων άνευ αδείας του βασιλέως, τον απέστειλε σιδηροδέσμιον εις τον αυτοκράτορα Αυρηλιανόν, γράψας και τας πράξεις αυτού. Ο δε βασιλεύς λαβών και αναγνώσας τα γράμματα του Δημοκρίτου μετεχειρίσθη με μεγάλην πανουργίαν τον παίδα, διότι φέρων έμπροσθέν του αυτόν άλλοτε μεν τον εφοβέριζε, άλλοτε δε του υπέσχετο πλούσια δώρα και μεγάλας τιμάς, λέγων εις αυτόν· «Αν, ω καλέ νέε, θυσιάσης εις τον μεγάλον Σέραπιν, αφ’ ενός μεν θέλεις ανατραφή βασιλικώς, διαμένων ομού με ημάς εις τα ανάκτορα, αφ’ ετέρου δε πολλοί θέλουν σε θαυμάσει και επαινέσει». Ο δε καλός Μάμας ούτε από τας απειλάς εφοβείτο και εδουλώνετο ούτε από τας υποσχέσεις και κολακείας εμαλάσσετο ή εψύχετο ο ζήλος αυτού, ηύξανε δε μάλλον η προθυμία του περισσότερον και έλεγε· «Μη γένοιτο, ω βασιλεύ, να τιμήσω εγώ είδωλα κωφά και άψυχα! Θαυμάζω δε πως σεις εγίνατε τοσούτον παχείς και αναίσθητοι, και καταδέχεσθε να τιμάτε τοιαύτα ξυστά και χειροποίητα ξόανα! Παύσον όθεν τας απειλάς και τας μεγάλας υποσχέσεις, διότι τιμωρών θέλεις με ευεργετήσει, ευεργετών δε τώρα θέλεις με ζημιώσει κατά πολύ, επειδή ιδική μου τιμή και κέρδος είναι να αποθάνω δια τον Χριστόν». Θυμωθείς δια ταύτα ο Αυρηλιανός κατά του παιδός, διέταξε να δείρουναυτόν με ράβδους. Όθεν εξεσχίζετο το απαλόν και τρυφερόν σώμα του φρονιμωτάτου παιδός, ούτος δε υπομένων αγογγύστως του εφαίνετο πως πάσχει εν ονείρω. Ο δε βασιλεύς και εις ταύτην την ώραν των βασάνων μεγάλην προσπάθειαν κατέβαλε δια να αμβλύνη και μετατρέψη την γνώμην του παιδός, λέγων εις αυτόν· «Ειπέ μόνον με τα χείλη πως θυσιάζεις, και ευθύς θέλεις ελευθερωθή από πάσαν τιμωρίαν και βάσανον». Ο δε Μάμας είπεν· «Ουδέποτε, ω βασιλεύ, θέλω αρνηθή ούτε δια των χειλέων ούτε με την καρδίαν τον μόνον αληθινόν Βασιλέα Χριστόν, εάν και αναρίθμητα κατ’ εμού επινοήσης βασανιστήρια· αλλά μάλιστα πολύ σε ευχαριστώ, ότι δια μέσου των βασάνων αυτών με φιλιώνεις περισσότερον με τον ποθούμενόν μου Χριστόν· παρακαλώ δε να μη κουρασθούν αι χείρες των δημίων, αλλά να ενδυναμωθούν περισσότερον· διότι καθώς βλέπω γίνονται εις εμέ πρόξενοι μεγάλων αγαθών». Βλέπων ο Αυρηλιανός ότι εις ουδέν ελογίζετο ο Άγιος τας πληγάς και τας μάστιγας, τας οποίας του έδιδε, διέταξε ν τον απογυμνώσουν και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός ολόκληρον το σώμα του δια να αναλύη τούτο ολίγον κατ’ ολίγον, και ούτω με την βραδύτητα να αισθάνεται δριμύτερον και πικρότερον τον πόνον της βασάνου. Εγένετο όθεν και η σκληρά αύτη βάσανος εις τον ακατάβλητον παίδα και ήγγιζον αι ανημμέναι λαμπάδες το μαρτυρικόν του σώμα· αλλ’ όμως το πυρ ηυλβείτο τον αθλητήν και ίστατο ο Μάρτυς ατάραχος άνευ τινός πόνου ή βλάβης, ήναπτε δε μάλλον και εφλογίζετο από τον θυμόν του ο τύραννος βλέπων ταύτα. Προσέταξεν όθεν να δέρουν τον Μάρτυρα και να κτυπούν αυτόν με λίθους· ο Άγιος όμως έμενεν αβλαβής ωσάν να ελιθοβολείτο με άνθη και τριαντάφυλλα, και έχαιρε με τας ελπίδας τού μέλλοντος αιώνος. Απορών όθεν ο Αυρηλιανός, και μη γνωρίζων τι να πράξη, βλέπων δε τον Μάρτυρα αήττητον εις όλας τας βασάνους, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του μίαν σφαίραν μολυβδίνην και ούτω να τον ρίψωσιν εις το μέσον του πελάγους. Οδηγουμένου όθεν του Μάρτυρος εις την θάλασσαν, ιδού αίφνης Άγγελος Κυρίου εμφανισθείς καθ’ οδόν με μορφήν φοβεράν ηπείλησε δι’ ανθρωπίνης φωνής τους στρατιώτας, οίτινες φοβηθέντες αφήκαν τον Μάρτυρα και ανεχώρησαν, τον δε Μάρτυρα προσέταξεν ο Άγγελος να αναβή εις το όρος της Καισαρείας και να παραμείνη εκεί. Ελθών ο Μάμας εις το όρος έμεινεν εις αυτό, εντός δε τεσσαράκοντα ημερών έκτισε και Ναόν εις τον τόπον, εις τον οποίον είχε συνήθειαν να προσεύχεται. Αλλ’ επειδή έπρεπε, κθώς λέγει ο Απόστολος, να εργάζηται με τας ιδίας του χείρας, ήρχοντο εις τον Άγιον δια θείας δυνάμεως άγρια ζώα, και αμέλγων το γάλα εκείνων των οποίων ετρώγετο, το έκαμνε τυρόν, εβάσταζε δε δια τον εαυτόν του ολίγον, το δε επίλοιπον κατήρχετο εις την Καισάρειαν και το διένεμεν εις τους πτωχούς. Ηγεμόνευε δε τότε εις την Καππαδοκίαν έτερος ηγεμών ονόματι Αλέξανδρος, άνθρωπος κατά πολύ σκληρός και ασεβέστατος· επειδή δε η φήμη εκήρυττε πανταχού τον Μάμαντα, μαθών περί αυτού ο ηγεμών, έστειλεν ιππείς τινας δια να τον συλλάβουν και να τον φέρουν ενώπιόν του. Προγνωρίσας ο Μάρτυς δια της ενοικούσης εις αυτόν θείας Χάριτος την έλευσίν των εξήλθεν εις απάντησιν αυτών· συναντηθέντες δε και μη γνωρίζοντες οι στρατιώται τον Άγιον, ηρώτων αυτόν αν γνωρίζη που ευρίσκεται ο Μάμας, ο δε Μάρτυς είπεν εις αυτούς· «Κατά το παρόν, ω φίλοι, πρέπει να αναπαυθήτε· καταβήτε όθεν από τους ίππους σας και έλθετε μετ’ εμού να γευθώμεν τροφής, κατόπιν δε εγώ θέλω σας δείξει τον Μάμαντα». Εφιλοξενούντο όθεν ούτοι από τον Άγιον δια τυρού και άρτου και έτρωγον με μεγάλην όρεξιν, εκείνα τα οποία τους προσέφερεν ο καλός φιλευτής· ήλθον δε τότε κατά την συνήθειαν κι τα άγρια ζώα δια να αμελχθούν από τον Άγιον, τα οποία ευθύς ως είδον οι στρατιώται εφοβήθησαν κατά πολύ, και εγκαταλείποντες το φαγητόν προσέδραμον εις τον Μάρτυρα δι να τους βοηθήση· ο δε Άγιος τους ενεθάρρυνεν· είτα δε θέλων να τους απαλλάξη και από κάθε φροντίδα, τους είπεν· «Εγώ είμαι ο Μάμας, τον οποίον ζητείτε· όθεν σας παρακαλώ επιστρέψατε εις την Καισάρειαν και εγώ έρχομαι ταχέως». Οι στρατιώται ταύτα ακούσαντες εθαύμασαν και ανεχώρησαν ευθύς, πεισθέντες ότι τοιούτος άνθρωπος δεν θα τους έλεγε ποτέ ψεύματα. Ο δε απτόητος του Χριστού Μάρτυς Μάμας ανεχώρησεν από το όρος και έφθασε τους ιππείς στρατιώτας εις την θύραν της πόλεως, εις την οποίαν ούτοι ανέμενον· όθεν λαβόντες αυτόν τον ωδήγησαν εις τον Αλέξανδρον, όστις ευθύς ως τον είδε του είπε· «Συ είσαι ο περιβόητος μάγος Μάμας»; Ο δε Μάρτυς μετά συνέσεως είπεν· «Εγώ είμαι ο Μάμας, δούλος του Χριστού, του σώζοντος μεν εκείνους, οίτινες πιστεύουσιν εις Αυτόν κι ποιούσι το άγιον Αυτού θέλημα, παραδίδοντος δε εις αιώνιον πυρ τους μάγους και ειδωλολάτρας. Αλλ’ όμως δια ποίαν αιτίαν απέστειλες τους στρατιώτας και με έφεραν εδώ»; Ο δε ηγεμών είπε: «Διότι δεν δύναμαι να εννοήσω με ποίας μαγείας εξημερώνεις τα άγρια ζώα, και συναναστρέφονται μαζί σου, και τα προστάζεις ως να ήσαν λογικά»; Ο δε Μάρτυς, διακόπτων τον λόγον του, είπεν· «Όστις υπηρετεί τον μόνον αληθινόν και αιώνιον Θεόν καταφρονεί τας μαγείας και τα είδωλα. Πρέπει δε να θαυμάζης πως, αν και είναι άλογα και ανόητα ζώα, ευλαβούνται τον εμόν Δεσπότην και Θεόν και τιμώσι τους δούλους του, σεις όμως είσθε κατά πολύ αλογώτεροι και από αυτά· διότι έχοντες προ οφθαλμών και τοιούτον παράδειγμα, δεν θέλετε να γνωρίσετε την αλήθειαν». Ο δε ηγεμών, επειδή δεν ηδύνατο να αποκριθή, εβίαζεν έτι περισσότερον τον Μάρτυρα και έλεγε· «Διατί ήλθες εις τόσην αυθάδειαν και μωρίαν, ώστε να εναντιώνησαι εις τας βασιλικάς προσταγάς, και να υβρίζης και ημάς αναισχύντως; Αλλ’ όμως τα βασανιστήρια και αι τιμωρίαι θέλουν σε διδάξει το πρέπον». Και παρευθύς προσέταξε να τον κρεμάσουν και να τον ξεσχίζουν με δύναμιν. Ο δε καλλίνικος του Χριστού Μάρτυς και με όλον ότι εξεσχίζετο ούτω πικρώς, παρέμενεν όμως γενναίος ωσάν να μη ησθάνετο κανένα πόνον, εις τον ουρανόν μόνον ενατενίζων και εκείθεν την παρηγορίαν εκδεχόμενος· ο δε ηγεμών βλέπων την καρτερίαν τού νέου διέταξε να ξεσχίζουν έτι περισσότερον τον Μάρτυρα. Τότε ηκούσθη ουρανόθεν θεία φωνή και συν αυτή εμετριάσθησαν οι πόνοι του Αγίου και ανεδείχθη νικητής των βασάνων και των τιμωριών. Ταύτα πολλοί Χριστιανοί ακούσαντες και μαθόντες εστερεώνοντο περισσότερον εις την πίστιν του Χριστού. Ο δε Αλέξανδρος, βλέπων τον γενναίον Μάμαντα μη πτοούμενον εκ των σιδηρών ονύχων και των εκδορών, αυτός μάλλον από την μανίαν και οργήν περισσότερον εσπαράσσετο την καρδίαν, και τον μεν Άγιον κατέβασεν απ’ εκεί, ητοίμασαν δε κάμινον πυρός δια να τον ρίψουν εντός αυτής. Ητοιμάζετο όθεν η κάμινος, ο δε ηγεμών εσκέφθη να εγκλείση εν τω μεταξύ τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, ίνα στοχαζόμενος εκεί με περισσοτέραν προσοχήν τας βασάνους τας οποίας έλαβε, και την κάμινον, ήτις μέλλει να τον δεχθή, γίνη ίσως μαλακώτερος εις δευτέρας αποκρίσεις και αλλάξη γνώμην. Εφυλάκισαν όθεν τον Άγιον, αυτός δε εύρεν εκεί ετέρους τεσσαράκοντα Χριστιανούς εγκεκλεισμένους· προσευχηθείς δε εις τον Θεόν ελύθησαν τα δεσμά των, και ηνεώχθησαν αι θύραι της φυλακής, εκείνοι δε έφυγον άνευ τινός κόπου· ο δε Άγιος έμεινε μόνος εις την φυλακήν, ενισχυόμενος υπό θείου Αγγέλου δια τους αγώνας, εις τους οποίους έμελλεν εισέτι να αποδυθή. Κατά το διάστημα τούτο εκαύθη και η κάμινος. Ο δε ηγεμών, αφήνων όλας τας άλλας του φροντίδας, εκάλεσε πάλιν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και του είπε· «Βεβαίως αι φροντίδες, τας οποίας έχομεν εις άλλας υποθέσεις, και ο χρόνος, όστις παρήλθε, θα σου έδωσαν την ευχέρειαν να αναλογισθής το συμφέρον σου· ει δε και δεν εσυνετίσθης, βλέπε την κάμινον, εις την οποίαν ριπτόμενος κατά πολύ θέλεις κλαύσει ανωφελώς». Ο δε γενναίος Μάρτυς είπεν· «Εγώ, ω ηγεμών, και πρότερον σου απεκάλυψα την απόφασίν μου· τι κοπιάς όθεν άνευ λόγου; Ήρχισας, δώσε τέλος και μη βραδύνης να εκτελέσης εκείνα τα οποί ηπείλησς». Ακούσας ταύτα ο ηγεμών, τον έρριψεν ευθύς εις την κάμινον. Ο Πανάγαθος όμως Θεός, όστις εδρόσισε την κάμινον των τριών Παίδων, εκείνος ήτο και ώδε παρών αφανίζων του πυρός την ενέργειαν. Ο δε Μάρτυς συνανεστρέφετο με την φλόγα ωσάν να ευρίσκετο εις πολυανθή και δροσόλουστον κήπον· όθεν καθ’ όλον το διάστημα, κατά το οποίον ήτο εις την κάμινον, υμνολόγει και εδόξαζε τον Θεόν. Αφού δε εμαράνθη η φλοξ και εγένοντο και οι άνθρακες στάκτη, προσέταξε τους δημίους ο ηγεμών να εξαγ΄γουν εκ της καμίνου, εάν απέμεινε κανέν λείψανον μαρτυρικόν. Φθάσαντες δε αυτοί εις την κάμινον, ήκουσαν τον Μάρτυρα δοξολογούντα μεγαλοφώνως τον Θεόν· επιστρέψαντες δε εις τον ηγεμόνα, του ανήγγειλαν το υπερφυές εκείνο θαύμα· εκείνος όμως ο εσκοτισμένος την διάνοιαν είπεν· «Μάρτυς μου ο μέγας Σέραπις και όλοι οι άλλοι θεοί, τούτο είναι φανερά μαγεία». Τοσαύτην μωρίαν είχεν ο αναίσθητος! Το δε πλήθος, βλέπον τον αθλητήν όλως υγιά και αβλαβή, εδόξαζον, όσοι ήσαν δεκτικοί φωτός και αληθείας, τον Θεόν, τον ποιούντα τοιαύτα θαυμάσια. Ο δε κατά πάντα ανόητος ηγεμών, βλέπων εις το κριτήριόν του τον Μάρτυρα ιστάμενον απαθή και μη έχοντα ούτε τρίχα της κεφαλής του κεκαυμένην, τον ωνόμαζε μάγον και απατεώνα. Ο δε Μάρτυς ουδέ καν ηθέλησε να του αποκριθή. Προσέταξεν όθεν ο ασεβής τύραννος να ρίψουν τον Άγιον εις τα θηρία δια να τον κατασπαράξωσιν· ο δε Μάρτυς εβάδιζε και εις αυτήν την δοκιμασίαν μειδιών, ότε δε εισήλθον εις το στάδιον αφήκαν μίαν πάρδαλιν και μίαν άρκτον δια να επιτεθώσιν εναντίον αυτού, αλλ’ η μεν άρκτος πλησιάσασα τον προσεκύνει και εκυλίετο ευλαβώς έμπροσθεν των ποδών του, η δε πάρδαλις ελαφρώς, ηρέμως και ανενοχλήτως πηδήσασα εις τους ώμους του εσπόγγιζε και έλειχε με την γλώσσαν της τους ιδρώτας αυτού. Ούτω τα του ηγεμόνος θηρία συμπεριεφέρθησαν εις τον Μάρτυρα, το δε πλήθος βλέποντες την θείαν δύναμιν του Μάρτυρος εδοξολόγουν τον αληθή τούτου Θεόν. Ταύτα τα θαυμάσια αρκετά ήσαν και λίθους να μαλάξουν, ο ηγεμών όμως επί τοσούτον εσκληρύνετο. Όθεν εξαπέλυσεν εναντίον του Αγίου ένα λέοντα, ο οποίος όσον άλλοτε εξηγριώνετο εναντίον των ασεβών και τους έδιδε πικρόν θάνατον, τόσον ηρέμως και ταπεινώς επλησίασεν εις τον Άγιον Μάρτυρα. Απελπισθείς όθεν ο ηγεμών, προσέταξεν ανδρείον τινά από τους ανθρώπους του να θανατώση τον Άγιον, εκείνος δε λαβών με τας δύο του χείρας εν ακόντιον φέρον τρίλογχον σιδηράν περόνην διεπέρασε δια ταύτης από του ενός μέρους μέχρι του ετέρου τα σπλάγχνα του Αγίου. Ο δε τρισόλβιος Μάρτυς εβάστασε δια των χειρών του τα σπλάγχνα του, τα οποία εξεχύθησαν ομού με το αίμα του, μία δε γυνή ευσεβής έδραμε και έλαβε εις δοχείον εκ του μαρτυρικού εκείνου αίματος. Εβάδισε δε ο Μάρτυς ούτω κρατών με τας χείρας του τα σπλάγχνα του έως δύο στάδια. Φθάσας δε εις εν σπήλαιον, επειδή ήτο πλέον καιρός να δράμη εις τον αγωνοθέτην Χριστόν και να αναπαυθή εκ των κόπων, παρέδωκεν εκεί την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, ηκούσθη δε τότε και θεία φωνή καλούσα άνωθεν τον αθλητήν εις τας αϊδίους εκείνας σκηνάς και εις την εκείθεν λαμπρότητα και τρυφήν, εις τας οποίας και διέβη τη Δευτέρα του Σεπτεμβρίου μηνός, ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί, άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων, Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ, συνασκητού του Μεγάλου Ευθυμίου.

Δημοσίευση από silver »

Τη Γ΄ (3η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ, συνασκητού του Μεγάλου Ευθυμίου.

Θεόκτιστος, ο Όσιος και μέγας πατήρ ημών, επειδή παιδιόθεν ηγάπησε τον Θεόν, δια τούτο αφήκε την πατρίδα και τους συγγενείς του, και μετέβη εις τους ιερούς και Αγίους Τόπους της Ιερουσαλήμ· φθάσας δε εις την Λαύραν την επονομαζομένην Φαράν, ήτις ήτο μακράν από τα Ιεροσόλυμα εξ μίλια, εύρεν εν κελλίον, μέσα εις το οποίον κλείσας τον εαυτόν του, ανδρείως ηγωνίζετο εναντίον των παθών και δαιμόνων· τότε δε και ο μέγας Ευθύμιος αφήσας τον κόσμον ήλθε και κατώκησε μετά του Οσίου τούτου Θεοκτίστου και ησύχαζεν· ο έρως όθεν, ον είχον και οι δύο δια να αποκτήσουν τας αυτάς αρετάς, και η κοινωνία των αυτών ασκητικών αγώνων, τόσον ήνωσαν με τον δεσμόν της αγάπης τους δύο τούτους Οσίους, ώστε ο εις ευρίσκετο μέσα εις την ψυχήν του άλλου και εις όλα τα πράγματα και οι δύο είχον τα αυτά φρονήματα, και οι δύο εποίουν τα αυτά έργα. Δια τούτο και μετά την απόδοσιν της εορτής των Θεοφανείων είχον συνήθειαν και οι δύο να απέρχωνται εις την ένδον βαθυτέραν έρημον και εκεί έμενον ησυχάζοντες έως εις την εορτήν των Βαϊων· και τότε επέστρεφον πάλιν έκαστος εις το κελλίον του. Αφού δε διήλθον ούτω επί πέντε έτη, εξήλθον και πάλιν τον πέμπτον χρόνον εις την έρημον κατά τον συνηθισμένον καιρόν, και ευρόντες μέγα σπήλαιον κατά τον βορεινόν κρημνόν τού εκείσε ευρισκομένου Ξηροποτάμου, έκαμαν εκεί την κατοικίαν των· και εις πολύ διάστημα καιρού έζων μόνον με αγρίας βοτάνας, έως ου η αρετή των και άσκησις κατέστησαν αυτούς φανερούς εις τους ανθρώπους· όθεν και παρεκινήθησαν τινές και έφερον εις αυτούς τας αναγκαίας τροφάς. Επειδή δε προσέτρεξαν πολλοί αδελφοί από διαφόρους τόπους και επεθύμουν να ζήσουν ομού με τους Οσίους, τούτου ένεκα έγινεν εκεί Κοινόβιον, του οποίου ήτο προεστώς ο μέγας Θεόκτιστος έως τέλους της ζωής του. Όθεν και έγινεν αίτιος σωτηρίας εις πολλούς ανθρώπους, τόσον με την πειθώ των γλυκυτάτων λόγων του, όσον και με τον καθαρόν και ασκητικόν βίον του· ο δε Άγιος Ευθύμιος ησύχαζεν εις εν κελλίον, το οποίον ήτο πλίγον μακράν από το Κοινόβιον του Θεοκτίστου· πλησίον δε εις το κελλίον έκτισε και ο θείος Ευθύμιος μεγάλην Λαύραν· και όσοι ήρχοντο εις αυτόν δια να γίνουν Μοναχοί, τους έστελλεν εις το Κοινόβιον του μεγάλου Θεοκτίστου, καθώς ύστερα από πολλούς χρόνους έστειλεν εις αυτό και τον Όσιον και Ηγιασμένον Σάββαν, όστις προσελθών εις τον Ευθύμιον παρεκάλει αυτόν να τον δεχθή· έστειλε δε τούτον ο Ευθύμιος εις τον μέγαν Θεόκτιστον, διότι ο Σάββας ήτο ακόμη νέος και αγένειος· όθεν τον διώρισε να ζη εις την υποταγήν του Θεοκτίστου και να μανθάνη παρ’ αυτού τα της μοναδικής φιλοσοφίας μαθήματα. Εγένετο όθεν και ο Άγιος ούτος Θεόκτιστος μέγας και ονομαστός ες όλους, καθώς εγένετο μέγας και ο Άγιος Ευθύμιος, και εδείχθη εις τους ανθρώπους τύπος και κανών πάσης αρετής· φθάσας δε εις βαθύ γήρας, και πλήρης ημερών γενόμενος, έπεσεν εις βαρείαν ασθένειαν, από την οποίαν απήλθεν προς Κύριον· εκηδεύθη δε και ετάφη οσίως το όσιον αυτού λείψανον από χείρας Οσίων, δηλαδή τόσον του μεγάλου Ευθυμίου, όστις τότε ήτο ενενήκοντα ετών, όσον και του εν Αγίοις Πατριάρχου Ιεροσολύμων Αναστασίου, κατά την τρίτην του παρόντος μηνός εν έτει υνα΄ (451).
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΒΑΒΥΛΑ, Επισκόπου Αντιοχείας, και των συν αυτώ Τ

Δημοσίευση από silver »

Τη Δ΄ (4η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΒΑΒΥΛΑ, Επισκόπου Αντιοχείας, και των συν αυτώ Τριών Παίδων.

Βαβύλας ο ιερώτατος και θαυμάσιος Μάρτυς, διαδεχθείς κατά τον Ευσέβιον (βιβλ. στ΄ κεφ. κθ΄) τον Ζεβίνον, αρχιεράτευεν εις τον αγιώτατον θρόνον της Αντιοχείας κατά τας ημέρας του ασεβεστάτου Νουμεριανού, όστις δεξάμενος την βασιλείαν από τον πατέρα του Κάρον, εν έτει σπγ΄ (283), διεδέχθη και όλην την ασέβειαν εκείνου. Ευθύς όθεν ως εβασίλευσεν ο μιαρός εκείνος εκίνησε μέγαν διωγμόν εναντίον των Χριστιανών, και τους εθανάτωνε με πικρότατον θάνατον. Ελθών δε ο ασεβής ούτος και εις την Αντιόχειαν, έκαμνε και εκεί τας ακαθάρτους θυσίας του εις τον μιαρόν ναόν της Δάφνης, ως ο πατήρ του σατανάς τον εδίδαξεν, ηθέλησε δε να μιάνη και Εκκλησίαν των Χριστανών εισερχόμενος εις αυτήν. Ούτος ο μιαρός εκτός των άλλων κακών έκαμε και τούτο· τον υιόν του βασιλέως των Περσών, τον οποίον είχε λάβει ως όμηρον δια την μετά των Περσών ειρήνην και τον οποίον έφερε μαζί του, αθετών πάντα νόμον ανηλεώς κατέσφαξεν, ούτω δε μεμολυσμένος από τον φόνον και από τας θυσίας των ειδώλων ηθέλησε να υπάγη να μολύνη και την Εκκλησίαν των Χριστιανών, νομίζων τούτο μέγα κατόρθωμα προς θεραπείαν των δαιμόνων. Ο δε θείος Βαβύλας, ακούσας και μαθών τον μιαρόν σκοπόν τού βασιλέως, εσύναξε το πλήθος των ευσεβών και ενδυναμώσας αυτό με ευχάς και δεήσεις προς τον Θεόν, παρεκίνησε τους πιστούς να αντισταθούν ομού με αυτόν και να μη αφήσουν ούτε τον βασιλέα ούτε τους ανθρώπους του να έμβουν εις την Εκκλησίαν. Τότε με μίαν ορμήν οι Χριστιανοί, απωθούντες στρατιώτας, δορυφόρους και αξιωματικούς, τους έρριψαν ατίμως και με πληγάς εις την γην· και αυτόν δε τον ίδιον τον βασιλέα, ως επλησίασεν εις την Εκκλησίαν, τον ωνείδισεν ο Άγιος και απλώσας την δεξιάν χείρα εις το στήθος του, του ημπόδισε την είσοδον. Τότε ο τύραννος, θαυμάσας την παρρησίαν του Αγίου και ευλαβηθείς την μεγάλην φήμην, έτι δε φοβηθείς και εκ του πλήθους μήπως γίνη αποστασία, επρόσταξε με ησυχίαν να επιστρέψωσιν εις το παλάτιον. Την άλλην ημέραν, αποστείλας ο βασιλεύς στρατιώτας, έφερε τον Άγιον ενώπιόν του και λέγει προς αυτόν μετ’ οργής· «Αθλιώτατε πάντων ανθρώπων, πως ετόλμησες να εμποδίσης την εξουσίαν μου από την είσοδον της Εκκλησίας σου; Εις ποίον εθάρρησας και ύβρισας και ητίμασας το κράτος μου; Ή δεν γνωρίζεις πόσον κακόν ανυπόφορον είναι να υβρίση τις και να καταφρονήση βασιλικήν μεγαλειότητα»; Ο δε Άγιος του λέγει· «Εγώ, βασιλεύ, ποτέ μου δεν εθάρρησα ούτε ήλπισα εις καμμίαν επίγειον δύναμιν, όλον μου δε το θάρρος και η ελπίς ήτο και είναι εις τον ουράνιον Βασιλέα, τον αληθινόν Θεόν, αυτός και με κατέστησε ποιμένα προβάτων λογικών και δεν μου επιτρέπει να κοιμώμαι εις την επιδρομήν του λύκου. Εγώ γνωρίζω κάλλιστα, ότι είναι μεγάλη τόλμη και αυθάδεια να υβρίζη τις τον βασιλέα· δεν ύβρισα λοιπόν την βασιλεία σου, αλλά σε ημπόδισα από την ύβριν όπου έμελλες να κάμης εις τα άγια· και εις τούτο μάλιστα, βασιλεύ, έπρεπε να μοι γνωρίζης μεγάλην χάριν, ότι σε ημπόδισα από τοιούτον κακόν και βλαβερόν επιχείρημα, δια το οποίον ήθελες περιπέσει εις οργήν θεϊκήν και να καταντήσης εις τα βάραθρα πικροτάτων τιμωριών». Τότε λέγει προς τον Άγιον ο βασιλεύς· «Αντί να ζητής μέ ταπείνωσιν συμπάθειαν δι΄ εκείνα εις τα οποία αυθαδίασες εις το κράτος μου, συ ακόμη μας χλευάζεις και περιγελάς»; Και ο Άγιος απεκρίθη· «Εγώ όχι την βασιλείαν σου, αλλά ούτε τον πλέον μικρότατον δεν είμαι ικανός να περιγελάσω, επειδή πας άνθρωπος είναι πλάσμα και εικών του Θεού. Αλλ’ όταν ο κίνδυνος είναι δια τον Θεόν…» Περικόψας όμως ο τύραννος τον λόγον του Αγίου του λέγει· «Άφες τους πολλούς αυτούς λόγους και εάν θέλης να σε συμπαθήσω δια το τόλμημά σου εκείνο, θυσίασον εις τους αθανάτους θεούς». Ο Άγιος όμως συνέχισε την απολογίαν του εις την πρώτην κατηγορίαν του βασιλέως, τελειώσας δε την απολογίαν προσέθεσεν, ότι τώρα πλέον είναι έτοιμος να υποστή δια την τιμήν του Θεού οιονδήποτε κίνδυνον. Δια δε την θυσίαν αποκριθείς ο Μάρτυς είπε· «Δεν είναι δυνατόν, βασιλεύ, να φήσω τον ζώντα Θεόν και να λατρεύσω είδωλα, τα οποία και να ονομάση μόνον θεούς αισχύνεται εκείνος, όστις θέλει να είναι ευσεβής». Του λέγει και πάλιν ο τύραννος· «Εκείνα τα οποία έλεγον πρότερον, αυτά σου λέγω και τώρα· άφες την πολυλογίαν και θυσίασε εις τους θεούς, ει δε και δεν κάμης τον λόγον μου, θέλει σε αφανίσει το κράτος μου». Προς ταύτα απεκρίθη ο Αθλητής· «Εγώ, βασιλεύ, πολλά επεθύμουν να σε εξαγάγω από το σκότος αυτό το οποίον εκάλυψε τον νουν σου, μήπως ήθελες απαλλαγή, ταλαίπωρε, από εκείνας τας αιωνίους κολάσεις, αι οποίαι σε αναμένουν. Αλλά τώρα βλέπω, ότι δεν φθάνει ότι έχεις να υπάγης συ εις την απώλειαν, αλλά προσπαθείς να απολέσης και άλλους και αυξάνεις το πυρ της γεέννης εναντίον σου, άθλιε· όμως φοβερόν είναι το να πέση τις εις χείρας Θεού ζώντος, να αποφύγη δε κανείς την οργήν Του είναι παντελώς αδύνατον». Εις τους λόγους τούτους του Μάρτυρος θαυμάσας ο βασιλεύς την παρρησίαν και σύνεσιν αυτού, με πραότητα τον ηρώτησε λέγων· «Ω διδάσκαλε των παιδίων, ημπορείς να μου ερμηνεύσης τι πράγμα είναι ο Θεός»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Αδύνατον είναι, ω βασιλεύ, να εξηγήση άνθρωπος, αλλ’ ούτε και Άγγελος, οποίας φύσεως είναι ο Θεός, διότι είναι ανεκδιήγητος, ακατάληπτος και εις ανθρωπίνους λογισμούς αχώρητος· αρχή και σύστασις των απάντων, βασιλεύς και Κύριος, δοτήρ παντός αγαθού και μηδενός δεόμενος. Πρώτον εποίησε τας αγγελικάς αϋλους δυνάμεις, δεύτερον εποίησε τον άνθρωπον και όλον τον φαινόμενον κόσμον και τον εστόλισε με μυρία και διάφορα αγαθά, έπλασε τον άνθρωπον και τον ετίμησε να εξουσιάση όλα τα κτίσματα του ορωμένου κόσμου, χαρίζων εις αυτόν ως βασιλέα βασίλειον προς κατοικίαν, το κάλλιστον πάντων των ποιημάτων, τον Παράδεισον. Και θέλων ακόμη ο Θεός να δείξη εις τον άνθρωπον εις πόσην τιμήν και αξίαν τον ηξίωσε και υπερέβη ασυγκρίτως τα επίλοιπα ζώα, τον επρόσταξε και έδωκεν εις έκαστον ζώον ίδιον όνομα· του έδωκε δε και την γυναίκα δια σύντροφον· και εδώ εφανέρωσεν άλλην υπεροχήν εις τον άνθρωπον, ότι δι’ αυτόν έπλασε την γυναίκα από την πλευράν αυτού». «Εκτός δε τούτων απάντων εχάρισεν ο Θεός, ως φύσει αγαθός, εις τον άνθρωπον το λογικόν με γνωστικάς δυνάμεις, με τα οποία χαρίσματα δύναται να συνομιλή με τον ίδιον ύψιστον Θεόν με καθαρότητα, καθώς οι Προφήται και αι μυριάδες των Αγίων· όμως ο πρώτος άνθρωπος περισσότερον επίστευσε τον εχθρόν του διάβολον, παρά τον Θεόν, όστις τον έπλασε και ετίμησεν. Επείσθη λοιπόν εις την ολέθριον συμβουλήν του εχθρού, παρέβη την ζωοπάροχον εντολήν του Θεού και ούτως εξέπεσεν, εδιώχθη του Παραδείσου και κατήντησεν από την αθανασίαν εις τον θάνατον. Τι μεγαλυτέρα αχαριστία εις τον άνθρωπον, από του να προτιμήση ένα και μόνον ρήμα της κακής συμβουλής τού εχθρού, περισσότερον από τα τόσα αγαθά τα οποία του εχάρισεν ο Θεός; Ήτο λοιπόν δίκαιον να τον εξαλείψη ευθύς ο Θεός, αλλά η αγαθότης του πάλιν τον ηλέησε και με τρόπους άκρας συμπαθείας τον έφερεν εις την αρχαίαν τιμήν· και έδειξεν ο Θεός, ότι ανίσως και μυρίας φοράς σφάλωμεν, πάλιν υτός, ως αγαθός, οικονομεί την σωτηρίαν μας». Ακούων ταύτα ο ασύνετος Νουμεριανός, αφ’ ενός μεν από φυσικήν παχύτητα του νοός, εξ ετέρου δε από προαίρεσιν πονηράν, και τρίτον από κακήν και ολέθριον συνήθειαν, δεν ήκουσε καν ολίγον τα λεγόμενα. Εντραπείς όμως τους παρεστώτας, προσεποιήθη ότι ηννόησε τα όσα ήκουσεν από τον Άγιον, και τον ηρώτησε πάλιν λέγων’ «Τι πράγμα είναι ο άνθρωπος»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο άνθρωπος, καθώς και πρότερον είπον, είναι από όλα τα πράγματα και ζώα του κόσμου τούτου τιμιώτατον, είναι ζώον ημερώτατον, μεταδοτικόν και ηγαπημένον το εν μετά του άλλου, παρ’ όλον ότι τινές άνθρωποι από κακήν προαίρεσιν γίνονται αγριώτεροι και των θηρίων». Εις τούτους πάλιν τους λόγους του Αγίου, ο ασύνετος βασιλεύς απεκρίθη λέγων· «Μα τους μεγάλους θεούς, ο Βαβύλας είναι σοφώτατος και αληθεύει η μεγάλη του φήμη· όμως εάν ήθελε θυσιάσει εις τους θεούς, ήθελε γίνει τέλειος κατά πάντα και ήθελε τιμηθή δια πολλών και μεγάλων αξιωμάτων». Ακούσας ταύτα ο Άγιος ηγανάκτησε μετά μεγάλης λύπης, επειδή αφού ήκουσεν ο μιαρώτατος κι ανάξιος βασιλεύς τοσούτους αληθείς και ιερούς λόγους, εξακολουθεί να αναγκάζη τον Άγιον εις το να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας. Όθεν λέγει προς τον βασιλέα: «Ποία είναι τα ταξίματά σου και τι αξίζουν τα ψευδή αγαθά σου ενώπιον της ευσεβείας, της οποίας δεν είναι καν εις το ολίγον αντάξιος ο κόσμος όλος και όστις υστερείται από την ευσέβειαν είναι πτωχός και δυστυχής, και εδώ και εις την άλλην ζωήν»; Ταύτα ακούσας ο ασεβής Νουμεριανός εδαιμονίσθη από τον μεγάλον θυμόν και ευθύς επρόσταξεν ένα μέγαν άρχοντα, ονόματι Ουϊκτωρίνον, όμοιόν του εις την ασέβειαν, και έβαλε σίδηρα εις τον λαιμόν του Αγίου και τον περιέφερεν εις όλην την χώραν, δια να εντραπή δήθεν και να υποταχθή εις τον βασιλέα. Όμως ο γενναίος του Χριστού αθλητής, φορών την άλυσιν και περιφερόμενος εις την χώραν, είχεν άμετρον χαράν εις την καρδίαν του, διότι δια τον γλυκύτατον Χριστόν θεατρίζεται εις τους ανθρώπους δια να θριαμβεύση ενώπιον των Αγγέλων. Βλέπων ο μιαρός βασιλεύς τον Άγιον εις τα δεσμά, τον εχλεύαζε λέγων: «Μα τους θεούς, Βαβύλα, πρέπουν εις του λόγου σου τα σίδηρα, ταδεσμά και η περιφορά σου ανά την χώραν». Λέγει εις αυτόν ο Άγιος: «Συ μεν νομίζεις ταύτα τα δεσμά περίγελων και χλεύην, εγώ όμως τα έχω τιμιώτερα και ενδοξότερα από ό,τι έχεις συ τα βασιλικά σου ενδύματα και απ’ αυτό το διάδημα, το οποίον φορείς εις την κεφαλήν σου». Λέγει πάλιν ο τύραννος: «Θυσίασε, ταλαίπωρε, να λυτρωθής από τα βάσανα και ν’ απαλλάξης και ημάς από τας φροντίδας· αλλ’ ως φαίνεται, αυτά τα παιδία, τα οποία σε ακολουθούσι, σε φέρουσιν εις υπερηφάνειαν και δεν ημπορείς να εννοήσης ποίον είναι το συμφέρον σου». Ηκολούθουν δε τότε τον Άγιον και εδιδάσκοντο υπ’ αυτού την ευσέβειαν τρία παιδία, αδελφοί κατά σάρκα, παιδία κατά την ηλικίαν, αλλ’ έχοντα φρόνημα γεροντικόν· διότι εξεπαιδεύοντο ομού με την ευσέβειαν και εις πάσαν αρετήν, τα οποία, αν και ευρισκομένου του διδασκάλου των εις τα δεσμά και εις κίνδυνον θανάτου, αυτά τα ευλογημένα δεν απεμακρύνοντο απ’ αυτού. Είπεν όθεν ο Άγιος προς τον τύραννον να δοκιμάση την γνώμην των παιδίων και να γνωρίση την γενναιότητα και την ένθεον κλίσιν την οποίαν έχουν εις αυτόν. Επρόσταξε τότε ο ασεβής και έφεραν τα παιδία εντός του θεάτρου και πρώτον τα ηρώτησεν εάν έχουν μητέρα, εκείνα δε απεκρίθησαν: «Έχομεν μητέρα, έχομεν και τον διδάσκαλόν μας Βαβύλαν, τον οποίον ευλαβούμεθα και αγαπώμεν και από την μητέρα μας περισσότερον. Διότι η μεν μήτηρ μας μάς εγέννησε κατά σάρκα, αλλ’ ο διδάσκαλός μας Βαβύλας μάς εγέννησε πνευματικώς, διότι και προς μάθησιν των καλών μάς παρακινεί και προς ευσέβειαν μάς εκπαιδεύει και προς ψυχικήν όλων σωτηρίαν μας οδηγεί». Ο δε παράνομος βασιλεύς έστειλεν ευθύς και έφεραν έμπροσθέν του την μητέρα των παιδίων και την ηρώτησε πως ονομάζεται, και εάν είναι μήτηρ εκείνων των παιδίων. Η δε απεκρίνατο, ότι ονομάζεται Χριστοδούλη και ότι ταύτα τα παιδία είναι καρπός της κοιλίας της, τα οποία αφιέρωσεν ως δώρα εις τον Θεόν, δια μέσου του αγίου διδασκάλου Βαβύλα και είμαι βεβαία, είπεν, ότι θέλει παρασταθή ομού με αυτά εις τα βασίλεια του ουρανού. Ταύτα ακούσας ο αχρείος Νουμεριανός ήναψεν όλος από τον θυμόν και προστάσσει τους υπηρέτας να την κτυπούν σκληρότατα εις το πρόσωπον και να λέγουν προς αυτήν: «Μάνθανε να μη ομιλής εμπρός εις τον βασιλέα με αυθάδειαν». Τα δε παιδία, βλέποντα μαστιγουμένην την μητέρα των, έκραζον: «Όντως απώλεσε τον νουν του ο βασιλεύς και διεφθάρη τας φρένας, επειδή με το να είπεν η μήτηρ μας την αλήθειαν, αδίκως μαστιγούται». Ταύτα ακούων ο ασύνετος βασιλεύς και ανακαινίσας τον θυμόν, προστάσσει να δώσουν εις τον πρώτον παίδα ραβδισμούς δώδεκα, και εις τον δεύτερον εννέα, και εις τον τρίτον επτά, κατά τους χρόνους της ηλικίας των· δερόμενα δε τα παιδία εδόξαζον τον Θεόν και επεθύμουν να είναι εις την φυλακήν ομού με τον διδάσκαλόν των Βαβύλαν. Καθίσας κατόπιν ο τύραννος εις το θέατρον και εκβαλών εκείθεν την μητέρα και τα παιδία, έφερεν εκ της φυλακής τον Άγιον Βαβύλαν, προς τον οποίον είπε ταύτα ο ανόητος: «Ιδού τώρα, Βαβύλα, ηφανίσθη η καύχησίς σου, εχάθη η έπαρσίς σου, την οποίαν είχες εις την γενναιότητα των παιδίων, είναι δε έτοιμα ταύτα να θυσιάσουν εις τους θεούς». Εγνώριζεν όμως ο Άγιος από Πνεύμα Άγιον, ότι ψεύδεται ο μάταιος βασιλεύς· όθεν του απεκρίθη λέγων: «Ψεύδεσαι, βασιλεύ, εις τον εαυτόν σου και ματαίως παρηγορείς την καρδίαν σου· διότι τα πρόβατα της ιδικής μου ποίμνης, τα αρνία του Χριστού μου, δεν θέλουν ακολουθήσει ποτέ ξένον ποιμένα, αλλ’ ούτε γνωρίζουν άλλην φωνήν, παρά μόνον εκείνου του ποιμένος, όστις εξ αρχής τα έθρεψε γνησίως εις νομήν σωτήριον, και ευκολώτερα ίσως ήθελε καταπείσει τις να αφήση το αρνίον την μητέρα του και να ακολουθήση λύκους, παρά τα ιδικά μου πρόβατα και αρνία να αφήσουν την ιδικήν μου μάνδραν και να υπάγουν εις άλλην». Τους πλήρεις παρρησίας λόγους τούτους του Μάρτυρος μη υποφέρων ο μιαρώτατος, προσέταξεν ευθύς και εκρέμασαν τον Άγιον εις ένα ξύλον, και άντικρυ εις αυτόν εκρέμασαν εις άλλο ξύλον και τα παιδία, και εξέσχιζον με σιδηρούς όνυχας τας σάρκας αυτών. Ξεόμενοι όθεν οι Άγιοι επί ώραν πολλήν, θεία δύναμις τούς ενίσχυε και τους έδιδε μάλιστα περισσοτέραν προθυμίαν εις το μαρτύριον. Όθεν εφαίνοντο οι τρισμακάριοι ωσάν να ήσαν πέτρινοι ανδριάντες και όχι σαρκικοί άνθρωποι. Τινές δε από τους παρεστώτας Έλληνας, υποκινούμενοι υπό του σατανά, ήρχοντο πλησίον του Αγίου και του έλεγον: «Έως πότε θα είσαι ανόητος, έως πότε θα γίνεσαι εχθρός του εαυτού σου, και τουλάχιστον η απαλή και τρυφερά ηλικία τούτων των παίδων δεν απαλύνει την σκληρότητα της καρδίας σου, να τα λυπηθής που μέλλουν να αφανισθούν τόσον πρόωρα εξ αιτίας σου»; Ακούων ο Άγιος τοιούτους ψυχοβλαβείς λόγους και στενάξας από ψυχής, λέγει προς αυτούς: «Ποίον σκοτεινότατον νέφος εσκότισε τον νουν σας, ταλαίπωροι; Ποίον είναι εκείνο το οποίον σάς εμάγευσε και επλανήθητε τόσον, ώστε εκάματε την λογικήν σας ψυχήν εντελώς άλογον; Εγίνατε σκώληκες βρωμεροί συρόμενοι εις τον βόρβορον της γης, και δεν δύνασθε πλέον με το λογικόν το οποίον σάς εχάρισεν ο Θεός να ενατενίσητε εις τον ουρανόν· εδέθητε χείρας και πόδας, και δεν δύνασθε να κινηθήτε εις τον δρόμον της σωτηρίας, αλλά σας σύρουσιν οι δαίμονες εις τον βόρβορον της απωλείας. Αφήνω κατά μέρος τον Νουμεριανόν, τον οποίον και μυριάκις μεγαλύτερος βασιλεύς από ό,τι είναι σήμερον εάν ήτο δεν ήθελε τον ωφελήσει τίποτε· διότι είναι άνθρωπος σκωληκόβρωτος και ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού· και μόνον δια την απώλειαν της ψυχής σας θρηνώ και οδύρομαι. Ο Θεός σάς ετίμησεν, άθλιοι, με το λογικόν, και σεις εγίνατε από τα άλογα ζώα αλογώτεροι, αφήσατε τον Θεόν, τον ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Βασιλέα πάσης της κτίσεως, και αφιερώσατε τον εαυτόν σας εις την ματαίαν και ψευδή σκιάν του Νουμεριανού, ο οποίος σήμερον ως άνθος του αγρού εξανθεί, αύριον δε θέλει πέσει εξ άπαντος εις τας χείρας του αθανάτου και φοβερού Βασιλέως Θεού, με του οποίου την δύναμιν ελαφρύνομαι και εγώ από τας τιμωρίας ταύτας και γίνομαι μάλιστα προθυμότερος εις το να λάβω με μεγάλον πόθον και άλλα βασανιστήρια περισσότερα δια την αγάπην Του». Και ταύτα μεν έλεγεν ο Άγιος προς τους παρόντας· τα δε ευλογημένα εκείνα παιδία, κρεμάμενα εις το ξύλον και κατεξεόμενα, είχον τους οφθαλμούς προσηλωμένους με χαρούμενον πρόσωπον προς τον διδάσκαλόν των Βαβύλαν. Ενώ δε έπιπτον τα μέλη των εις την γην, αυτά παρέμενον τελείως ατάραχα, ως να έπασχεν άλλος τις και ουχί αυτά. Μάλιστα δε και με ανδρικόν και γενναίον φρόνημα, ελέγχοντα τον τύραννον, έλεγον προς αυτόν υπέρ του διδασκάλου αυτών ταύτα· «Δεν εντρέπεσαι, ταλαίπωρε, να ατιμάζης τοιαύτην ιεράν και αιδέσιμον κεφαλήν; Υπάρχων συ υιός του σκότους, πως αποτολμάς να υβρίζης τον κήρυκα του φωτός; Δεν εντρέπεσαι, ανάξιε της βασιλείας, να γίνεσαι παίγνιον από ανήλικα παιδιά καθώς είμεθα ημείς; Συ μεν, ασύνετε, ταράττεσαι, δαιμονίζεσαι και κατακαίονται τα σπλάγχνα σου από τον παράλογον θυμόν, ημείς δε χαίρομεν και αγαλλόμεθα και τας πληγάς, τας οποίας μας δίδεις, τας νομίζομεν εις το σώμα μας ως τα ωραιότερα και τρυφερώτερα άνθη της ανοίξεως». Τότε ο παράνομος βασιλεύς επρόσταξε και κατεβίβασαν τον Άγιον και τα παιδία από το ξύλον· και τον μεν Άγιον απέστειλε δέσμιον εις την φυλακήν, τα δε παιδία, νομίζων ο μάταιος ότι δια το τρυφερόν της ηλικίας των θα τα φέρη εις το θέλημά του, τα παρέστησεν ενώπιόν του και ήρχισε με κολακευτικόν τρόπον να τα ονομάζη τέκνα αγαπητά και πως έχουν γνώσιν και γνώμην γενναίαν και ανδρικήν και υπέσχετο να δώση εις αυτά χρήματα άπειρα, δώρα βασιλικά και χαρίσματα μεγαλοπρεπή. Εκείνα δε τα ευλογημένα, τέκνα Αβραμιαία υπάρχοντα και γεννήματα ευχής και τα τρία, με μίαν γνώμην και γλώσσαν απεκρίθησαν προς τον τύραννον· «Δολιώτατε και πανούργε, προβάλλεις εις ημάς με τας κολακείας σου θνάσιμον δόλωμα, δια να μας συλλάβης ως πτηνά εις την παγίδα· μη γένοιτο να αρνηθώμεν την ευσέβειαν, δεν θέλομεν αθετήσει ποτέ την προς τον διδάσκαλόν μας Βαβύλαν κλήσιν και ευπείθειαν, με του οποίου τας ευχάς δεν θα δυνηθής να μας νικήσης, Νουμεριανέ, ούτε συ, ούτε άλλος τύραννος χειρότερος από σε». Ταύτα λέγοντες οι ευλογημένοι εκείνοι παίδες με θάρρος ισχυρόν προς τον τύραννον, επληροφορείτο ο Άγιος Βαβύλας και εχαίρετο όλως καθ’ υπερβολήν και εδόξαζεν αγαλλόμενος τον Θεόν, χωρίς δε πλέον αμφιβολίαν τινά, έλεγε ταύτα μεθ’ ηδονής κατ’ ιδίαν· «Ω μακάριοι και τρισμακάριοι ηγαπημένοι μου παίδες, η χαρά την οποίαν μοι προξενείτε με την καλήν και αθλητικήν σας ομολογίαν είναι η καλυτέρα ανταμοιβή των κόπων μου δια την εκπαίδευσιν εις τα καλά μαθήματα· τώρα τρυγώ τους καρπούς περισσοτέρους αφ’ ό,τι εκοπίασα εις την καλλιέργειαν. Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι με ηξίωσας να γίνω τοιούτων παίδων διδάσκαλος, όχι παίδων, αλλά τροπαιοφόρων, όχι νηπίων κατά την ηλικίαν, αλλά τελείων εις τας αρετάς». Προστάσσει δε πάλιν ο βασιλεύς να φέρουν ενώπιόν του τον Άγιον· τούτου δε γενομένου λέγει προς αυτόν· «Ταύτα τα παιδία φαίνεται να είναι ιδικά σου, Βαβύλα, επειδή ομοιάζουν με την γνώμην σου». Ο δε Άγιος απεκρίθη: «Ναι, βασιλεύ, ιδικά μου είναι δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ουχί όμως κατά σάρκα, ως η μιαρά σου διάνοια υπονοεί». Και ο τύραννος λέγει: «Αλλά διατί δεν θυσιάζεις εις τους θεούς, να λυτρωθής και συ και να μη έχωμεν και ημείς φροντίδας εις το εξής; ει δε και σε ηνωχλήσαμεν με τας τιμωρίας, τας οποίας σού εκάμαμεν πρότερον, δια τούτο δε εσκανδαλίσθης και σκληρυνθείσα η καρδία σου δεν αφήνει να καταπεισθής, ημείς θέλομεν σε ανταμείψει με βασιλικάς δωρεάς, πλουτοποιά χαρίσματα και αξιώματα τοιούτα, ώστε να λησμονήσης τελείως όσα υπέστης πρωτύτερα. Έπρεπέ σου μάλιστα, διδάσκαλε Βαβύλα, καθώς είσαι γέρων και γνωστικός, να συμβουλεύσης αυτά τα ανήλικα παιδία να θυσιάσουν, δια να μη μαρανθή προ του καιρού του το άνθος της ηλικίας των». Προς ταύτα ο μακάριος Βαβύλας αποκριθείς, είπε προς τον τύραννον· «Φαίνεται, ω βασιλεύ, πως άφησες τους πολέμους των βαρβάρων και των λοιπών πολεμίων, οίτινες αγωνίζονται να αφανίσουν και σε και το βασίλειόν σου· άφησες ακόμη κάθε είδους φροντίδα, την οποίαν πρέπει να έχουν οι βασιλείς δια το υπήκοον και εδόθης όλως διόλου εναντίον των Χριστιανών, και όλος ο σκοπός σου είναι δια να ευρίσκης αφορμήν να βασανίζης ανθρώπους δια να ικανοποιής τον παράλογον θυμόν σου και να θεραπεύης την φυσικήν απανθρωπίαν σου και αγριότητα». Εις ταύτα τα αληθή λόγια του Αγίου εφλογίσθη η ασύνετος καρδία του μιαρού βασιλέως από ασυλλόγιστον θυμόν και ευθύς επρόσταξε να θανατώσουν τους Μάρτυρας· οι οποίοι φερόμενοι εις τον θάνατον έχαιρον και ηγάλλοντο, ωσάν να μετέβαινον εις χαρμόσυνον πανήγυριν, καθ’ όλον δε το μήκος της διαδρομής εδοξολόγουν τον Θεόν ψάλλοντες· «Ευλογητός ο Θεός ο και πρότερον από στόματα νηπίων και θηλαζόντων αποδεχθείς ύμνον και δοξολογίαν· ιδού ότι και τώρα πάλιν θέλεις αποδεχθή από νήπια, αν και μη θηλάζοντα, και από γέροντα πολιόν θυσίαν εκ των ιδίων των αιμάτων». Δια τοιούτων και άλλων ασμάτων δοξολογούντες οι Άγιοι χαρμονικώς έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης· και πρώτον μεν βλέπων ο μακάριος Βαβύλας την προθυμίαν, την οποίαν είχον τα παιδία εις την τελευτήν, τα παρέστησεν εις τους δημίους και τα απεκεφάλισαν χαίροντα· και ιδών αυτά κατεσφαγμένα δια Χριστόν, ελάλησε μετ’ ευφροσύνης· «Ιδού εγώ και τα παιδία α μοι έδωκεν ο Θεός»· είτα μετά χαράς και ευχαριστίας προς τον Θεόν έκλινε την μακαρίαν κεφαλήν του και απεκεφαλίσθη και αυτός εν έτει σπγ΄ (283), ετάφη δε από τους Χριστιανούς καθώς ήτο με τας αλυσίδας εις τον λαιμόν και εις τους πόδας, όπως εις αυτούς παρήγγειλεν έτι ζων ο Άγιος, ούτω δε απέλαβε τον στέφανον του μαρτυρίου εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΖΑΧΑΡΙΟΥ πατρός του Προδρόμου.

Δημοσίευση από silver »


Ζαχαρίας ο θείος Προφήτης, επειδή εκήρυττε παρρησία την Θεοτόκον Μαρίαν, ότι αυτή είναι ομού Μήτηρ και Παρθένος και επειδή προσέταξε την Θεοτόκον, αφού εγέννησε τον Χριστόν, να μη εξέρχηται του τόπου εκείνου, όστις ήτο διωρισμένος εν τω ναώ να στέκωνται αι παρθένοι και προς τούτοις, επειδή ο υιός του Ιωάννης κατά τον καιρόν της βρεφοκτονίας εζητείτο και δεν ευρίσκετο, διότι εκρύπτετο πέραν του Ιορδάνου ποταμού εντός σπηλαίου ομού με την μητέρα του, δια ταύτας τας τρείς αιτίας φονεύεται εις το μέσον του θυσιαστηρίου από τους Ιουδαίους κατά προσταγήν του Ηρώδου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη στ΄ (6η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του εν Κολασσαίς της Φρυγίας γενομένου θαύματος παρά του Αρχιστρατήγου

Δημοσίευση από silver »

Τη στ΄ (6η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του εν Κολασσαίς της Φρυγίας γενομένου θαύματος παρά του Αρχιστρατήγου ΜΙΧΑΗΛ.

Μιχαήλ ο μέγας Αρχιστράτηγος του Θεού και πάλαι μεν, προ της ενσάρκου οικονομίας, είχεν ευσπλαγχνίαν και κηδεμονίαν προς το ανθρώπινον γένος και πολλάς ευεργεσίας έδειξεν εις αυτό, αλλά και μετά την επί γης ένσαρκον παρουσίαν του Θεού Λόγου πολύ μεγαλυτέραν ευσπλγχνίαν και αγάπην έδειξεν εις ημάς τους Χριστιανούς, τους καυχωμένους εις το όνομα του Χριστού. Όθεν από τότε και περισσοτέρας ευεργεσίας έκαμεν εις ημάς, μία των οποίων είναι και η εν Κολασσαίς της Φρυγίας γενομένη, της οποίας την ανάμνησιν εορτάζομεν σήμερον. Ακούσατε όμως απ’ αρχής την υπόθεσιν προς όφελος μεν ιδικόν σας, προς τιμήν δε και έπαινον του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ. Και δια τους άλλους Αγίους της Εκκλησίας μας να διηγήται τις, ευλογημένοι Χριστιανοί, και τα έργα των τα θεάριστα να αναφέρη εις ενθύμησιν, όχι μόνον είναι καλόν προς τον Θεόν, αλλά και προς ημάς τους Χριστιανούς είναι πολύ ωφέλιμον, επειδή η ενθύμησις των Αγίων είναι σημείον της αγάπης, την οποίαν έχομεν εις αυτούς, η δε αγάπη αυτή, την οποίαν έχομεν εις τους Αγίους, προς αυτόν τον Χριστόν τον αληθή Θεόν διαβαίνει, τον οποίον αυτοί οι Άγιοι εσπούδασαν να ευχαριστήσουν με τα έργα των, από τον Οποίον και αυτοί πάλιν αντεδοξάσθησαν. Καλόν όθεν είναι, και ωφέλιμον, να διηγήται τις και δια τους άλλους Αγίους· αλλά το να διηγήται περί των Αγίων Αγγέλων, να αναφέρη και τα θαύματά των, είναι πλέον ωφελιμώτερον δι’ έκαστον Χριστιανόν, διότι όσον αυτοί έχουν περισσοτέραν παρρησίαν προς τον Θεόν και εγγύτατα, ως άϋλοι και ασώματοι όπου είναι, τόσον και ημείς περισσοτέραν ωφέλειαν ψυχικήν απολαμβάνομεν από τας διηγήσεις τών θαυμάτων των. Αλλά των μεν άλλων Αρχαγγέλων, του Γαβριήλ δηλαδή και του Ραφαήλ, εις άλλας ημέρας είναι αι διηγήσεις των θαυμάτων των, σήμερον δε βούλομαι να διηγηθώ προς ημάς το θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, το οποίον έκαμεν εις τας Χώνας, και περί του οποίου είναι η πανήγυρίς μας. Αλλά πριν να αρχίσω την υπόθεσιν, σας παρακαλώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, ίνα μετά πάσης προθυμίας ακούσητε τους λόγους μου· διότι εγώ μεν βούλομαι να διηγηθώ απ’ αρχής καταλεπτώς πως έγινε το τοιούτον παράδοξον θαύμα παρά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, δια να μη γίνη ελλιπής ο λόγος μου· υμείς δε ακούσατε προθύμως, ίνα λάβητε και τέλειον τον μισθόν παρά του ρχιστρατήγου Μιχαήλ. Όταν το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εκ των ουρανών και εφώτισε τους Αποστόλους, τους Μαθητάς του Χριστού και κήρυκας του Ευαγγελίου, τους υπηρέτας της ιδικής μας σωτηρίας, τότε έκαστος εξ αυτών διεμοιράσθη εις τας πόλεις και εις τας χώρας του κόσμου, δια να μεταδώση το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Τότε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, τον οποίον μαρτυρεί το Άγιον Ευαγγέλιον, ότι τον ηγάπα ο Χριστός περισσότερον των άλλων Μαθητών, επήγε και αυτός εις μίαν πόλιν της Ασίας λεγομένην Έφεσον, η οποία είναι εις τα σύνορα της Ιωνίας και της Λυδίας. Εκεί εύρεν ανθρώπους πολύ πεπλανημένους, μη γινώσκοντας Θεόν αληθινόν, οι οποίοι ως βεβυθισμένοι εις την μαύρην νύκτα της αθεϊας και απιστίας έκαμνον θυσίας και ετίμων ως θεόν την μιαράν Άρτεμιν, η οποία εις τον παλαιόν καιρόν ήτο γυνή ανδρεία και κυνηγετική, οι δε Έλληνες του καιρού εκείνου οι πεπλανημένοι την ωνόμασαν θεάν και την προσεκύνουν και την ελάτρευον με μεγάλας θυσίας. Τοιούτους ανθρώπους πεπλανημένους ευρών εκεί ο Θεολόγος Ιωάννης τους ωδήγησε προς την ευσέβειαν με το φως της θεογνωσίας και τους επέτρεψε να γνωρίζουν μόνον αληθινόν Θεόν τον Χριστόν, καθώς το διηγείται το Ευαγγέλιόν του. Μετά την Έφεσον μετέβη εις άλλην πόλιν της Ασίας, λεγομένην Ιεράπολιν, η οποία είναι εις τα σύνορα της Φρυγίας και της Λυδίας και έχει πολλά θερμά ύδατα, δια να εύρη τον Απόστολον Φίλιππον, διότι αυτός εκεί εδίδασκε τότε. Οι δε άνθρωποι της Ιεραπόλεως πάλαι τόσον ήσαν τυφλοί και πεπλανημένοι, ότι την έχιδναν (τον όφιν τον θανατηφόρον) είχον δια θεόν και την προσεκύνουν. Βλέποντες οι Απόστολοι του Χριστού, Ιωάννης και Φίλιππος, την τοσαύτην πλάνην των ανθρώπων και θέλοντες να δείξουν ότι μάταιον πράγμα ήλπιζαν οι ταλαίπωροι Ιεραπολίται, εδεήθησαν προς τον αληθή Θεόν, τον Χριστόν, και παρευθύς ενεκρώθη το μέγα θηρίον εκείνο. Τούτο ως είδον οι μιαροί εκείνοι και πεπλανημένοι άνθρωποι, αντί να επιστρέψουν και να γνωρίσουν την αλήθειαν, εδαιμονίσθησαν σφόδρα κατά των Αποστόλων, διότι εθανάτωσαν τον θεόν των και ήθελαν να καταργήσουν τας πατροπαραδότους θρησκείας των και ορμήσαντες μετά μανίας μεγάλης και λύσσης, ήπλωσαν, σύραντες τον Άγιον Φίλιππον, και τον εκάρφωσαν εις τον σταυρόν και ούτω πικρώς και ανηλεώς βασανίζοντες αυτόν εθανάτωσαν. Και εκ της παρούσης μεν ζωής τούτον εξήγαγον, εις δε την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών παρέπεμψαν. Αλλά ο διδάσκαλος Χριστός δεν άφησεν άτιμον και άδοξον τον Μαθητήν του, αλλά επειδή τον είδεν ότι έγινε κοινωνός του πάθους του τον έκαμε και κοινωνόν της δόξης των θαυμάτων του· δια τούτο, αφού ο Απόστολος Φίλιππος παρέδωσε το πνεύμα του εις τον Σταυρόν, παρευθύς εσείσθη άρδην όλη η Ιεράπολις από τα θεμέλια, καθώς και η κτίσις πάσα εσαλεύθη, ότε αυτός ο Σωτήρ ημών Χριστός τον εκούσιον περί ημών κατεδέξατο θάνατον εν τω Σταυρώ. Τούτο ως είδον οι άθεοι Ιεραπολίται εφοβήθησαν φόβον μέγαν και μετενόησαν δια την ασέβειάν των και πεσόντες εις τους πόδας του Αποστόλου Ιωάννου εζήτουν συμπάθειαν. Βαπτίσας ουν ο Θεολόγος Ιωάννης αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και διδάξας αυτούς την αλήθειαν, επορεύθη εις έτερον τόπον, Χαιρέτοπον λεγόμενον, κείμενον πλησίον της Ιεραπόλεως, ομοίως δε και εκεί διδάξας και θαυματουργήσας έφερε τους Έλληνας εις θεογνωσίαν. Εκεί λέγουσιν ότι προεφήτευσεν ο Άγιος, ότι εις τους υστέρους καιρούς θα αναβλύση εις εκείνον τον τόπον μέγα αγίασμα, τιμώμενον εις το όνομα του ρχιστρατήγου Μιχαήλ, όπερ θα κάμνη παράδοξα θαύματα. Και ο μεν Θεολόγος Ιωάννης ταύτα προφητεύσας επορεύθη εις άλλας χώρας να διδάξη τον λόγον του Ευαγγελίου, μετά δε ολίγας ημέρας ύδωρ ανέβλυσεν εκ της γης εκείνης, το οποίον όστις έπινε μετά πίστεως παρευθύς ηλευθερούτο από πάσαν ασθένειαν. Τοσαύτα λοιπόν θαύματα και ιατρεία εγίνοντο καθ’ εκάστην εκεί, ώστε όχι μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και αυτοί οι άπιστοι Έλληνες επήγαιναν και έπιναν απ’ εκείνο το ύδωρ και εύρισκον ιατρείαν. Από τα άλλα πολλά θαύματα, όσα εγίνοντο τον καιρόν εκείνον εις τους αθέους Έλληνας, ακούσατε εν παράδοξον πως έγινεν. Άνθρωπός τις πλούσιος (Έλλην) εις την πόλιν της Λαοδικείας, η οποία και αυτή είναι εις τα σύνορα της Λυδίας, είχε θυγατέρα μονογενή, άλαλον δε και βωβήν από την κοιλίαν της μητρός της· όθεν είχε μεγάλην λύπην περί ταύτης, βλέπων αυτήν άλαλον και έδιδε σχεδόν ειπείν και αυτήν την ψυχήν του, μόνον να την ίδη να ομιλήση. Μίαν ημέραν λοιπόν είδεν οπτασίαν καλήν, ότι άνθρωπός τις του έλεγε καθ΄ ύπνον, να υπάγη εις το Αγίασμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και δεν θα γυρίση απ’ εκεί πικραμένος, αλλά και της θυγατρός του την ιατρείαν θα απολαύση και την σωτηρίαν της ψυχής του θα κερδήση. Τούτο δε το όραμα είδεν όχι διότι ήτο άξιος να βλέπη τοιαύτας οπτασίας, αφού ήτο εσκοτισμένος όλως διόλου εις την ασέβειαν της ειδωλολατρίας, αλλά ο Θεός, ο θέλων πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, θέλων με την θαυματουργίαν, η οποία έγινε μετά ταύτα εις την θυγατέρα του, να επιστρέψη και εκείνον και να στερεωθούν και άλλοι εις την ευσέβειαν, ωκονόμησε και είδε την τοιαύτην οπτασίαν. Ότε εξύπνησεν ο άνθρωπος εκείνος, μετά φόβου και τρόμου παραλαβών την θυγατέρα του, επήγεν εις το Αγίασμα του Αρχαγγέλου και εύρεν εκεί ανθρώπους πολλούς συνηθροισμένους, οι οποίοι έχοντες διαφόρους ασθενείας, μόνον ότι έπινον απ’ εκείνο το ύδωρ ή το έχυναν επάνω εις το σώμα των, παρευθύς ηλευθερώνοντο από ό,τι πάθος αρρωστίας είχον. Βλέπων ταύτα ο πατήρ της παιδός ηρώτησε τους ανθρώπους εκείνους τίνος όνομα αναφέρουσιν, όταν χύνωσιν επ’ αυτών ή πίνωσι το ύδωρ και ευρίσκουσι την ιατρείαν· οι δε είπον εις αυτόν· «Το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος, και του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ του δούλου αυτής αναφέρομεν». Ταύτα ως ήκουσε, μηδέν οκνήσας, αλλά πιστεύσας εξ όλης καρδίας και δεηθείς του Θεού, του εν Τριάδι υμνουμένου, και του Αρχαγγέλου αυτού Μιχαήλ, έλαβεν απ’ εκείνο το Αγίασμα μετά πίστεως και έδωκεν εις την θυγατέρα του και έπιε, παρευθύς δε, ω του θαύματος! όχι μόνον η παις ηλευθερώθη από τον δεσμόν της αφωνίας, αλλά και αυτός και αυτή εσώθησαν από τα δεσμά της απιστίας και ήρχισαν με φωνάς ευχαριστηρίους να δοξάζουν τον Θεόν και να μεγαλύνουν τον αυτού θεράποντα Μιχαήλ. Τι το μετά ταύτα; Εβαπτίσθη ο άρχων εκείνος και η θυγάτηρ αυτού και πάντες οι μετ’ αυτού και εγένοντο Χριστιανοί. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και Ναόν πολυτελή και πολυέξοδον έκτισεν εις το Αγίασμα εκείνο και το εσκέπασε με κτίσμα θολωτόν ωραιότατον, τόσον ώστε έλεγε μετά του Προφήτου Δαβίδ· «Κύριε ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου Σου». Και αυτός μεν ούτω πιστεύσας και τοιαύτας ανταμοιβάς αποδώσας εις τον Αρχάγγελον δια την ευεργεσίαν του, επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού, δοξάζων τον Θεόν όχι μόνον δια την θαυματουργίαν, την οποίαν είδεν εις την θυγατέρα του, αλλά πολύ περισσότερον δια την ιδικήν του επιστροφήν. Μετά δε πάροδον ενενήκοντα ετών, παιδίον τι, Άρχιππος ονόματι, εκ της πόλεως των Ιεραπολιτών ορμώμενον, από γονείς Ορθοδόξους και από ρίζαν αγαθήν αγαθόν βλάστημα, κατά το δέκατον έτος της ηλικίας αυτού, επήγεν εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου, ως να ωδηγείτο υπό της άνωθεν προνοίας και έγινε νεωκόρος της Εκκλησίας του Αγίου. Τόσην δε εγκράτειαν είχε και άλλας αρετάς, ώστε και χαρισμάτων θεϊκών ηξιώθη· διότι όχι μόνον του σώματος τας επιθυμίας εκράτει, τας βλαπτούσας την ψυχήν, αλλά ουδέ άρτον έτρωγεν ούτε εις λουτρόν ελούσθη ποτέ ούτε εις ανάπαυσιν της σαρκός εκοιμήθη, και ταύτα έπραττε το παιδίον ότε ακόμη ήτο ανήλικον. Και φαγητόν μεν έβραζε τας αγρίας βοτάνας δίχως άλας και έτρωγε μίαν φοράν την εβδομάδα, ποτόν δε είχε το εκ του αγιάσματος ύδωρ, δια ενδύματα δε είχε δύο σακκία τρίχινα, το μεν εν δια να το φορή, το δε άλλο να σκεπάζεται την νύκτα. Και κατ’ έτος ήλλασσε τα σακκία και εφόρει μεν εκείνο με το οποίον εσκεπάζετο, εσκεπάζετο δε με εκείνο όπερ εφόρει και ούτως ήσαν τα σακκία εκείνα πάντοτε και σκέπασμα και φόρεμα του Αρχίππου. Κάτωθι δε της στρωμνής του είχε πέτρας λαξευτάς εστρωμένας και εις το προσκεφάλαιόν του ήτο άλλο σακκί, γεμάτον ακάνθας και ούτως ελάμβανεν ολίγον ύπνον προς σύστασιν της ανθρωπίνης φύσεως. Αλλ’ η μεν δίαιτα του παιδίου εκείνου, έως ου ανεπτύχθη εις άνδρα και έως ότου εκοιμήθη εν Κυρίω, τοιαύτη ήτο, ας μη απιστή δε κανείς ακούων, ότι είχε τοιαύτην σκληροτάτην και υπερφυά δύναμιν, αλλά ας ενθυμηθή ότι εις οποίαν ψυχήν έμβη ο φόβος του Θεού και η αγάπη των μελλόντων αγαθών, όχι μόνον τόσα παρακινεί τον άνθρωπον να κάμνη, αλλά και περισσοτέρους πειρασμούς του σώματος καταπείθει αυτόν να υπομένη και να τους νομίζη δια τρυφήν και ανάπαυσιν. Και έχομεν παράδειγμα εις τούτο τους Μάρτυρας και Οσίους, οι οποίοι πάντα πειρασμόν και πάσαν ιδέαν βασάνων και θλίψεις και στενοχωρίας του σώματος υπέμειναν, μόνον δια να κερδήσουν την Βασιλείαν των ουρανών. Αλλά ας έλθωμεν εις τα επίλοιπα της ιστορίας. Ο εκκλησιάρχης εκείνος Άρχιππος, όστις είχε την τοιαύτην διαγωγήν, την οποίαν ηκούσατε, δεν έπαυε από του να έχη καθ’ εκάστην εις τους οφθαλμούς του το σωτήριον, όπερ είναι δεύτερον βάπτισμα, μετά συντετριμμένης δε καρδίας εμελέτα αείποτε εν τη καθαρά αυτού καρδία τον Θεόν τοιαύτα· «Να μη ίδωσιν οι οφθαλμοί μου τα αγαθά του κόσμου τούτου, μηδέ να συγχυσθή ο νους μου από πρόσκαιρον ματαιότητα, μόνον συ, Κύριε πολυέλαιε, πλήρωσον τους οφθαλμούς μου δακρύων πνευματικών, ταπείνωσον την καρδίαν μου και κατεύθυνον τα διαβήματά μου εις τον νόμον σου· διότι τι κέρδος έχω από το πήλινον σώμα τούτο, όπερ σήμερον μεν είναι, αύριον δε φθείρεται, το οποίον ώσπερ χλόη εξανθεί, κατά δε την εσπέραν απομαραίνεται; Εν μόνον είναι αιώνιον αγαθόν, η σωτηρία της ψυχής, όπερ χάρισαί μοι, Κύριε Παντοδύναμε». Ταύτα και τα τοιαύτα καθ’ εκάστην ημέραν μελετών και λέγων ο Άρχιππος είχε και τον Θεόν ευήκοον εις τας δεήσεις του· τα δε πλήθη των απίστων, τα οποία ήσαν πέριξ εις το Αγίασμα, βλέποντες τας καθ’ εκάστην ημέραν γινομένας θαυματουργίας, συγχρόνως δε φθονούντες και την ενάρετον πολιτείαν του Οσίου Αρχίππου και μη θέλοντες να βλέπωσιν αυτόν αθλητικώς αγωνιζόμενον, ελάλησαν πονηρά. Και μίαν ημέραν συναχθέντες ομοθυμαδόν έδραμον μετά μανίας πολλής κατά του Οσίου Αρχίππου, βουλόμενοι και αυτόν να θανατώσουν και το Αγίασμα παντελώς να εξαφανίσωσι. Σύραντες δε αυτόν από των τριχών της κεφαλής και του πώγωνος, οι μεν έτυπτον μετά ράβδων και ξύλων, οι δε προσεπάθουν να κατασκάψουν και να καταχώσουν το Αγίασμα. Αλλά, ω των ανεκδιηγήτων σου, Χριστέ, κριμάτων! Φλοξ εκείθεν εξελθούσα εφόβησε πάντας και προς φυγήν έτρεψεν· όθεν ως είδον το τοιούτον ανεχώρησαν άπρακτοι. Μετά ταύτα ηθέλησαν να κάμουν άλλην μηχανήν χειροτέραν, βουλόμενοι και τον Ναόν να αφανίσωσιν από θεμελίων και τον Όσιον κακώς να θανατώσωσι. Ποία δε ήτο η μηχανή; Πλησίον εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου, εις τον οποίον ήτο και το Αγίασμα, έτρεχε ποταμός από το αριστερόν μέρος, Χρύσος ονομαζόμενος· εκείνον τον ποταμόν ηβουλήθησαν οι άπιστοι Έλληνες να φέρωσι κατεπάνω του Αγιάσματος και της Εκκλησίας, δια να μιχθή το Αγίασμα με το ύδωρ του ποταμού και να μη γνωρίζηται πλέον παντελώς μηδέ οι Χριστιανοί πίνοντες να ιατρεύωνται. Ταύτα μεν εκείνοι εμελέτησαν και έκοψαν τον ποταμόν από την πρώτην αυτού ροήν, δια να έλθη κατά του Αγιάσματος. Αλλά τις λαλήσει τας δυναστείας του Κυρίου, και ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού; Ο ποταμός, ώσπερ να ήτο έμψυχος, εφοβήθη την χάριν του Αρχαγγέλου και παρευθύς εγύρισε προς τα δεξιά μέρη της Εκκλησίας, άλλο τόσον μακράν, όσον ήτο και πρωτύτερα από το αριστερόν μέρος· και είναι και έως την σήμερον ημέραν ούτω ρέων ο ποταμός εκείνος, εις πίστωσιν του θαύματος. Ως είδον οι ασεβέστατοι, ότι εις το εναντίον έγινε το επιχείρημά των και η αδικία, ως λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, εψεύσατο εαυτή, μετεχειρίσθησαν δευτέραν μηχανήν πλέον μεγαλυτέραν και φοβερωτέραν της προτέρας, την οποίαν και αυτήν άνωθεν και απ’ αρχής θα σας διηγηθώμεν. Δύο ποταμοί μεγάλοι αναβλύζοντες από ανατολών, ο μεν Λυκόκαστρος, ο δε Κούφος ονομαζόμενοι, έτρεχον κατά τον τόπον εκείνον· τρέχοντες δε προ της Εκκλησίας κεχωρισμένοι και περικυκλούντες τον Ναόν από μακρόθεν ως νήσον, μετά ταύτα ενούνται εις πολύ διάστημα και ως εις ποταμός διασχίζοντες την Λυκίαν εκχύνονται εις την θάλασσαν κατέναντι της νήσου Ρόδου. Αυτούς τους δύο ποταμούς ο φθονών εις τα αγαθά διάβολος, ο σπορεύς των ζιζανίων, τους συνεβούλευσε να στρέψουν κατεπάνω της Εκκλησίας και του Αγιάσματος του Αγίου, ώστε μηδέ ίχνος να φαίνηται πλέον ή σημείον, όπου ήτο το Αγίασμα· διότι ήτο και ο τόπος εύκολος, είχε δε και μεγάλην κατωφέρειαν, τόσον ώστε κατερχόμενον το ύδωρ με ορμήν να μη αφήση λίθον επί λίθου εις το μέρος εκείνο. Ήτο δε και πέτρα από μακρόθεν της Εκκλησίας, υψηλή κατά πολλά και μεγάλη, την οποίαν οι ασεβέστατοι επελέκησαν και έσκαψαν εις εν μέρος, δια να έρχεται το ρεύμα του ποταμού με θυμόν· έπειτα έκαμαν τάφρους μεγάλας και χανδάκια και περιέφραξαν τον τόπον εκείνον, ώστε να συναχθή το ύδωρ εις το μέρος της πέτρας και τότε να χαλάσουν την δέσιν, δια να έλθη το ρεύμα μετά μεγάλου θυμού να εξαλείψη και τον Ναόν και το Αγίασμα και τον Άρχιππον. Αλλά οι μεν μιαροί εκείνοι ούτως ηγωνίζοντο νύκτα και ημέραν, άνδρες, γυναίκες και παιδία, θέλοντες να εκπληρώσουν τον θυμόν των· ο δε του Θεού δούλος Άρχιππος, βλέπων την τοσαύτην μανίαν των ασεβών και ενθυμούμενος εις πόσον κίνδυνον έμελλε να καταντήση το πράγμα, κείμενος επί γυμνού του εδάφους εδέετο του Θεού και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ίνα μείνη η βουλή των ασεβών ματαία και ανενέργητος και ισχύση η δύναμις του Θεού περισσότερον, παρά τας βουλάς των πεπλανημένων ανδρών εκείνων. Και εκείνος μεν εδέετο του Θεού νύκτα και ημέραν. Αφού δε επέρασαν δέκα ημέραι και συνεκεντρώθη ύδωρ περισσόν, διέλυσαν οι άθεοι τον φραγμόν περί το μεσονύκτιον, δια να χυθή ο ποταμός έξαφνα και παρ’ ελπίδα του Αρχίππου, να γίνη δε και του τόπου και του Οσίου εν τω άμα ο όλεθρος· αυτοί δε εστάθησαν εις το αριστερόν του Ναού, περιμένοντες το αποβησόμενον. Ο Άρχιππος, ως ήκουσε την σύγχυσιν των ανθρώπων και την ταραχήν των υδάτων, πλέον προθυμότερον προσηύχετο, λέγων τα του Προφήτου Δαβίδ λόγια· «Επήραν οι ποταμοί, Κύριε, επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών» και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα προσευχομένου του Οσίου, θεία όρασις εφάνη, ώσπερ καταβάσα εκ των ουρανών, και εκάλει εξ ονόματος τον Άρχιππον. Αυτός δε μη δυνάμενος να ατενίζη προς το ορώμενον, έπεσεν επί πρόσωπον εις την γην. Τότε του είπεν ο λαλών· «Ανάστα εις τους πόδας σου και έλα εδώ έξω να ίδης την ακαταμάχητον δύναμιν του Θεού». Ανεθάρρησε τότε ο Άρχιππος εκ της φωνής και εξήλθε και είδε στύλον πυρός, φθάνοντα από της γης έως τον ουρανόν και φωνήν ήκουσεν απ΄ εκείθεν, ήτις του έλεγε να σταθή εις το αριστερόν μέρος και να μη φοβήται. Τότε ο φαινόμενος εσήκωσε την δεξιάν του και έκαμε τον τύπον του Σταυρού εις την πέτραν, την επάνωθεν της Εκκλησίας, λέγων· «Έως αυτού να είναι η κίνησίς σου». Και με το ακόντιον, το οποίον εφαίνετο βαστάζων εις την χείραν του, εκτύπησεν ισχυρώς τον τόπον και εσχίσθη η πέτρα από άνωθεν έως κάτω. Αλλ’ ω της δυνάμεώς σου, Χριστέ Βασιλεύ! «Είδοσαν αυτόν ύδατα», ως λέγει ο θείος Δαβίδ, «και εφοβήθησαν» και ως τείχος εστάθησαν. Πάλιν δε ποιήσαντος του Αρχαγγέλου το σημείον του Σταυρού και ειπόντος· «Χωνευθήτωσαν ενταύθα τα ύδατα», σεισμός μέγας και φοβερός εγένετο και το ύδωρ των ποταμών ευθέως κατεχώσθη εις την φάραγγα εκείνην την βαθυτάτην και είναι και έως την σήμερον ούτω φαινόμενοι οι ποταμοί εκείνοι και χωνευόμενοι εις την πέτραν, προς το άνωθεν μέρος της Εκκλησίας, ως προς το Βήμα· δια τούτο και ο τόπος εκείνος, πρώην ονομαζόμενος Κολασσαί, έκτοτε μετωνομάσθη Χώναι, δια την χώνευσιν των ποταμών εκείνων. Δια τοιαύτης βοηθείας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ελευθερωθείς ο Άρχιππος εκ του πικρού θανάτου, λαμπρά τη φωνή ύμνει και εδόξαζε τον Θεόν και τον αυτού λειτουργόν Αρχιστράτηγον Μιχαήλ μεγαλοφώνως εμεγάλυνε. Ζήσας δε εκεί ενιαυτούς εβδομήκοντα και καλώς και θεαρέστως πολιτευσάμενος και επαυξήσας τον κόπον της αρετής του, προς ον ηγάπα Χριστόν χαίρων ανέδραμεν, ώσπερ καλός γεωργός σπείρας εν δάκρυσι, ν’ απολαύση τους καρπούς των ιδρώτων αυτού ευφραινόμενος. Και άλλα δε θαύματα άπειρα εγίνοντο καθ’ εκάστην ημέραν εις το Αγίασμα εκείνο, τα οποία εάν θελήση να διηγηθή τις λεπτομερώς, θα ομοιάση εκείνον όστις βούλεται να μετρήση τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Αλλά η μεν διήγησις του θαύματος του γενομένου παρά του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ εις τας Χώνας, περί του οποίου είναι και η πανήγυρίς μας σήμερον, ούτως έγινεν, ευλογημένοι Χριστιανοί. Πρέπον δε είναι εις ημάς, οι οποίοι ακούομεν των Αγίων τας ιστορίας και τα θαύματα, να μη επιθυμώμεν όλως δι’ όλου τα γήϊνα, αλλά να αναβιβάζωμεν τον νουν μας προς μόνα τα ουράνια· γνωρίζω και εγώ βέβαια πως από γης επλάσθη το σώμα μας και αγαπώμεν τα γήϊνα. Αλλά όστις θέλει να φανή δόκιμος κατά την ημέραν εκείνην την φοβεράν της κρίσεως, δεν είναι πρέπον να συλλογίζηται τας αναπαύσεις του σώματος, επειδή είναι φθαρταί και πρόσκαιροι, αλλά της αθανάτου και αφθάρτου ψυχής την ανάπαυσιν πρέπει να αναζητή και να επιδιώκη πάντοτε. Πως δε γίνεται αύτη η ανάπαυσις της ψυχής, ας ακούσωμεν του Αποστόλου Παύλου λέγοντος εν τη προς Κορινθίους Δευτέρα επιστολή· «Εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς». Ποία δε είναι η επίγειος κατοικία του σκήνους μας; Το σώμα το φθαρτόν και πρόσκαιρον, όπερ είναι μεν ως οίκος της ψυχής, όταν δε θελήση ο τεχνίτης Θεός να το χαλάση, ουδείς δύναται να εναντιωθή εις Αυτόν. Ποίος δε είναι ο οίκος ο αχειροποίητος, ο αιώνιος εις τους ουρανούς; Η αιώνιος Βασιλεία, η παλαιά μας Πατρίς, το πολίτευμα των αγαθών Χριστιανών, περί του οποίου και αλλού λέγει: «Το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Δι’ αυτόν τον οίκον πρέπει όλως δι’ όλου να φροντίζωμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και να αγωνιζώμεθα, διότι εάν είχε κανείς δύο οίκους, ένα παλαιόν και σεσαθρωμένον, εκτισμένον από πλίνθους και ακάθαρτον κατά πολλά, και έτερον νέον και εύμορφον από λίθους πολυτίμους κατεσκευασμένον, ειπέτε μοι εις ποίον ηγάπα καλλίτερα να κατοική ο άνθρωπος εκείνος; Φανερόν είναι, ότι εις τον δεύτερον· ούτω και ημείς, επειδή συγκείμεθα από δύο πράγματα, και λεγόμεθα σύνθετοι από σώμα και ψυχήν, και το μεν σώμα είναι πρόσκαιρον οίκημα της ψυχής, η δε ψυχή λέγεται αιώνιος κατοικία του Θεού, δια τούτο πρέπει την αιώνιον κατοικίαν του Θεού να αγωνιζώμεθα πώς να καλλωπίσωμεν και όχι πώς να την χαλάσωμεν. Διότι όστις φθείρει τον ναόν του Θεού, ήτοι την ψυχήν του, φθερεί τούτον ο Θεός, ως ορίζει πάλιν ο αυτός Απόστολος Παύλος, εν τη προς Κορινθίους πρώτη επιστολή λέγων· «Ή ουκ οίδατε, ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστί εξ εαυτών»; Πότε δε μολύνεται το σώμα, ευλογημένοι Χριστιανοί, και γίνεται ανάξιον οίκημα του Αγίου Πνεύματος; Όταν ποιώμεν τα έργα της σαρκός. Ας ακούσωμεν του αυτού Αποστόλου λέγοντος εν τη προς Γαλάτας επιστολή: «Φανερά δε εστι τα έργα της σαρκός, άτινα εστι μοιχεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία, φαρμακεία, έχθρα, έρις, ζήλοι, θυμοί, ερίθειαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνος, φόνος, μέθαι, κώμοι και τα όμοια τούτοις»· αυτά είναι τα έργα της σαρκός, αυτά μολύνουσι το σώμα, αυτά μιαίνουσι την ψυχήν. Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν δια την πρόσκαιρον θεραπείαν του σώματος χάσωμεν την αιώνιον ανάπαυσιν της ψυχής; Τι το κέρδος μας, εάν δια ολιγοχρόνιον ανάπαυσιν του σώματος κολάσωμεν την ψυχήν μας αιωνίως; Τι ωφέλησαν τον πλούσιον εκείνον της ευαγγελικής παραβολής αι πολλαί χαραί και τα συμπόσια τα περισσά; Εις ουδέν. Ολίγας ημέρας εχάρη, αλλά απέθανε και επήγεν εις την φλόγα την ακατάπαυστον της κολάσεως· εδώ εχαίρετο και ηυφραίνετο, αλλά εκεί εθλίβετο· εδώ έτρωγε και έπινεν, αλλά εκεί παρεκάλει τον Αβραάμ να στείλη τον Λάζαρον, τον ποτέ καταπεφρονημένον πτωχόν, δια να βάψη τον δάκτυλόν του εις το ύδωρ του Παραδείσου, να στάξη καν μίαν σταγόνα εις την γλώσσαν του την καιομένην. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, τι απολαμβάνουσιν εκείνοι, οίτινες ζητούν την ανάπαυσιν του σώματος; Ενώ οι φροντίζοντες να ταλαιπωρούν το σώμα και να κόπτουν τα κακά των θελήματα, ουχί ούτως απολαμβάνουσιν, αλλά μάλλον ζωήν αιώνιον και χαράν παντοτινήν και Βασιλείαν ουρανών κληρονομούσι· μάρτυρα έχομεν τον θείον Απόστολον Παύλον, λέγοντα εν τη προς Κορινθίους πρώτη επιστολή: «Υπωπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ». Διατί, Παύλε; «Ίνα μη άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι», τουτέστι, δια τούτο ταλαιπωρώ το σώμα μου και ως δούλον το σύρω εις το θέλημα του Θεού, ίνα μη κηρύττων εις άλλους την οδόν της Βασιλείας των ουρανών, αυτός εγώ μένω αδόκιμος δηλαδή αποδοκιμασθώ ως ευρεθείς ανάξιος δι’ αυτήν, αυτό σημαίνει αδόκιμος. Ώστε θέλει να είπη ο θείος Απόστολος, ότι δια τούτο στενοχωρώ το σώμα μου, ίνα μη άλλοι σωθώσι και εγώ μη κριθείς άξιος, ως μη τηρήσας το θέλημα του Θεού, ευρεθώ έξω της Βασιλείας των ουρανών. Μέγα εμπόδιον είναι προς αρετήν, αδελφοί μου ηγαπημένοι, η θεραπεία του σώματος· διο λέγει πάλιν ο αυτός Απόστολος Παύλος εν τη προς Γαλάτας επιστολή· «Η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός»· ήτοι το σώμα και η ψυχή είναι εναντία πράγματα· διότι το μεν σώμα είναι γήϊνον, η δε ψυχή ουρανία· το μεν είναι φθαρτόν, η δε άφθαρτος· επιθυμεί πάντοτε το σώμα τα εναντία της ψυχής. Ποία; Την πολυφαγίαν, την πολυποσίαν, την αμαρτίαν, τα οποία είναι θάνατος νοητός της ψυχής· η δε ψυχή πάλιν αγαπά εγκράτειαν, νηστείαν, αρετάς, άτινα υπερβαρύνουσι την σάρκα. Επειδή επιθυμεί το εν τα εναντία του άλλου, ας αφήσωμεν λοιπόν το φρόνημα της σαρκός, η οποία είναι εχθρά εις τον Θεόν, ως διορίζει ο αυτός Απόστολος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή, και ας αποκτήσωμεν τα συμφέροντα της ψυχής. Ταύτα τα πράγματα ας φροντίσωμεν να κατορθώσωμεν, τα οποία ουδέ μετά τον θάνατόν μας χάνονται. Ας ίδωμεν τους εμπόρους τι κάμνουσι· κινδυνεύουσι νύκτα και ημέραν, θάλασσαν πλέουσι πολλάκις και τρικυμίας φοβεράς υπομένουσι, δεν φοβούνται πως θα πνιγώσι, δεν συλλογίζονται πως θα αιχμαλωτισθώσιν. Άλλοι δε πάλιν εις την στερεάν πεινώσι, κακοπαθούσι, ψύχη και παγετούς υπομένουσι, την καύσιν του ηλίου δέχονται, τους κλέπτας και τους ληστάς αψηφούν και ταύτα πάντα υπομένουσι, μόνον δια να αποκτήσουν κέρδος πρόσκαιρον και φθαρτόν. Ημείς δε, οίτινες ελπίζομεν να κερδήσωμεν Βασιλείαν ουρανών αιώνιον, οίτινες θαρρούμεν να απολαύσωμεν τα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν»· δια ταύτα, είπατέ μοι, δεν πρέπει να υπομένωμεν πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν; Ναι, λέγομεν· και τον θάνατον, το βαρύτατον πράγμα, πρέπει να τον νομίζωμεν ως χαράν και αγαλλίασιν, μόνον να μη στερηθώμεν των αιωνίων αγαθών. Διότι και οι Άγιοι οι παλαιοί ούτως επολιτεύθησαν· οι Μάρτυρες, αυτόν τον σκοπόν έχοντες, υπέμειναν τας βασάνους· οι Όσιοι, αυτά συλλογιζόμενοι, ενήστευσαν και εταλαιπώρησαν την σάρκα. Αυτά και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, συλλογιζόμενοι νύκτα και ημέραν, ας σπουδάσωμεν να εκκόψωμεν τα θελήματα του σώματος και να αυξήσωμεν της ψυχής τα συμφέροντα, ίνα και της Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Σεπτεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΩΖΟΝΤΟΣ.

Δημοσίευση από silver »


Σώζων ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο από την Λυκαονίαν (ήτις είναι μέρος της Καππαδοκίας, ήτοι της Καραμανίας και νεύει προς Νότον κατά την Κιλικίαν), ακμάσας εν έτει σπη΄ (288), ωνομάζετο δε πρότερον Ταράσιος, αλλ’ αφού πιστεύσας εις τον Χριστόν έλαβε το θείον Βάπτισμα, ομού με τον προτερινόν του ασεβή βίον απέρριψε και το πρώτον του όνομα και μετωνομάσθη Σώζων. Έζη δε εις την περιφέρειαν εκείνην μετερχόμενος το έργον ποιμένος προβάτων. Αλλ’ όμως εγένετο συνάμα έκτοτε και ποιμήν ανθρώπων· διότι εις όσους τόπους μετέβαινε με το ποίμνιόν του ίνα βασκήση αυτό, εις όλους τους ανθρώπους, τους οποίους συναντούσεν, ωμίλει τον λόγον της ευσεβείας κηρύττων τα σωτήρια του Ευαγγελίου διδάγματα, και πολλούς από εκείνους κατώρθωνε δια της διδασκαλίας του να οδηγή εις την μάνδραν του Χριστού. Ήτο δε ο λαμπρός αυτός αριστεύς της θείας πίστεως ιλαρός μεν και γλυκύτατος κατά τον χαρακτήρα και πράος, έχων το θέλημά του εστηριγμένον εις τον νόμον του Κυρίου, και επάνω εις αυτόν εμελετούσεν ημέραν και νύκτα και με αυτήν την πολιτείαν και ζωήν του αληθώς ηξιώθη να απολαύση ο τρισμακάριος τον μακαρισμόν του Προφητάνακτος Δαβίδ. Με τοιαύτην όθεν ζωήν διήγε πάντοτε ο μακάριος Σώζων, και ούτως επολιτεύετο εν τω κόσμω· έτυχε δε μίαν φοράν με το ποίμνιόν του εις ένα μέρος όπου υπήρχε πηγή δροσερά, πέριξ δε αυτής βαθεία και άφθονος χλόη, εις την οποίαν άφησε το ποίμνιόν του να βοσκήση. Εκεί δε όπου εκάθητο προσέχων το ποίμνιόν του, ήλθεν εις αυτόν γλυκύτατος ύπνος, και συνάμα μία οπτασία, η οποία τον εθάρρυνε και τον ενίσχυεν έτι μάλλον προς την ευσέβειαν και τον έκαμε θερμότερον και του έδωσε πολύ θάρρος. Είτα δε η οπτασία εκείνη του απεκάλυψε και μίαν χάριν, ήτις έμελλε να έλθη άνωθεν εκ των ουρανών εις εκείνον τον τόπον. Ήκουσε δηλαδή φωνήν, η οποία του έλεγεν, ότι αυτός εδώ ο τόπος και η χώρα θα αποβή εις ωφέλειαν πολλών ανθρώπων, διότι εδώ θα εύρουν την σωτηρίαν των και θα δοξάζουν την Αγίαν Τριάδα. Εγερθείς δε εκ του ύπνου ο καλός εκείνος ποιμήν, ο μακάριος Σώζων, έρχεται εις την Πομπηϊούπολιν, και αφού παρετήρησε καλά και είδεν ότι η ασέβεια και η ειδωλολατρία ευρίσκετο εκεί εις μεγάλην ακμήν και αύξησιν, η δε Χριστιανική πίστις και ευσέβεια προς τον αληθινόν Θεόν ήτο όλως διόλου παρημελημένη και περιφρονημένη, δεν υπέμεινεν αυτό, και δεν εβάσταξεν η ψυχή του, αλλ’ αμέσως μία μεγάλη και οξυτάτη ορμή και προθυμία εισέδυσεν εις την καρδίαν του, και εις πόνος τόσον δριμύς τον εκυρίευσεν όλον, ώστε ελθών πλησίον εις τον ναόν εκείνων των ασεβών, εις τον οποίον ίστατο το χρυσούν άγαλμα, κατέθραυσεν αμέσως την χρυσήν δεξιάν χείρα του, και αφού την επώλησεν εις τους χρυσοχόους αντί μεγάλης αξίας, εμοίρασεν όλα τα χρήματα, τα οποία έλαβεν, εις τους πτωχούς και ενδεείς της πόλεως εκείνης. Εις την πράξιν ταύτην προέβη ο μακάριος Σώζων κρυφίως, χωρίς να τον αντιληφθούν διόλου οι νεωκόροι, οι οποίοι ιδόντες τον ακρωτηριασμόν του αγάλματος, ήρχισαν πάραυτα να συλλαμβάνουν πολλούς ανθρώπους αθώους, οίτινες δεν είχον διαπράξει το έργον αυτό, και τους έσυρον εις το δικαστήριον ως ενόχους της ιεροσυλίας δια να δικασθούν και τιμωρηθούν, τους οποίους εθεώρησαν ως πλέον μιαρωτάτους από τους κακούργους όλους, όσους είχον κεκλεισμένους εις το δεσμωτήριον, επειδή δήθεν είχον διαπράξει μίαν μεγάλην ιεροσυλίαν και είχον βλάψει του θεού των το άγαλμα. Δεν ήθελε δε ουδείς να έλθη εις βοήθειαν των δυστυχών εκείνων αθώων, αλλά και όσοι ήσαν φίλοι των τους απεστρέφοντο, και οι δεσμοφύλακες ακόμη· διότι με αυτόν τον τρόπον φερόμενοι οι ασεβείς εκείνοι άνθρωποι ενόμιζον ότι θα φανούν ευχάριστοι εις τον θεόν των, εάν με σκληρότητα ήθελον φερθή προς τους συλληφθέντας. Αλλ’ όμως ο γενναίος αθλητής Σώζων, επιθυμών να παρουσιασθή και να ομολογήση την ευσέβειαν, απολύση δε ούτω και σώση τους αθώους εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήξευρον οι ταλαίπωροι κανέν από τα συμβάντα, εμφανίζεται εις τους νεωκόρους και αναγγέλλει ότι αυτός είναι ο αυτουργός της πράξεως, δια της οποίας αφήρεσε την χρυσήν χείρα τού αγάλματος. Ακούσαντες αυτά οι νεωκόροι τον συνέλαβον αμέσως και τον έφεραν εμπρός εις τον ηγεμόνα της Κιλικίας Μαξιμιανόν, όστις εδείκνυε μεγάλην σπουδήν δια την αύξησιν και επικράτησιν της ασεβείας, εκτελών αυστηρώς το βασιλικόν διάταγμα, το οποίον είχεν εκδοθή εκείνας τας ημέρας. Ούτος είχε διατάξει να προσφέρουν μεγαλοπρεπή και πολυδάπανον θυσίαν εις το χρυσούν αυτό άγαλμα, το οποίον ετιμάτο εις την πόλιν εκείνην, θέλων με τούτο να φανερώση επιδεικτικώς εις το πλήθος την δεισιδαιμονίαν του, την οποίαν είχεν εις τα είδωλα, και να φανή με αυτόν τον τρόπον αρεστός εις τον βασιλέα. Καθίσας όθεν ο ηγεμών επί βήματος υψηλού, διέταξε να του παρουσιάσουν τον Μάρτυρα, προς τον οποίον με πάσαν σοβαρότητα και υπερηφάνειαν και με ένα πολύ υπερφίαλον βλέμμα λέγει· «Πως ονομάζεσαι, ποία είναι η θρησκεία σου και από ποίαν χώραν είσαι»; Ο δε Μάρτυς απήντησεν· «Οι μεν γονείς μου, όταν εγεννήθην, Ταράσιον με ωνόμασαν, αλλά εις το θείον Βάπτισμα με μετωνόμασαν Σώζοντα· πατρίς μου δε είναι η Λυκαονία, διότι εκεί εγεννήθην· εις δε την πίστιν είμαι Χριστιανός και τον Χριστόν μόνον τον αληθινόν Θεόν προσκυνώ και λατρεύω, ο οποίος έκτισε τον ουρανόν και την γην». Ηρώτησε τότε ο Μαξιμιανός· «Ποία αφορμή σε έφερεν εδώ εις αυτήν την πόλιν»; Απήντησεν ο Σώζων· «Ποιμαίνω μίαν ποίμνην προβάτων και περιέρχομαι τον τόπον προς βοσκήν αυτών· οποιονδήποτε δε μέρος με χλόην άφθονον και με ύδατα διαυγή, το οποίον να είναι κατάλληλον προς βοσκήν εύρω, εις κάθε καιρόν του χρόνου, εις αυτό οδηγώ και τα πρόβατά μου να βοσκήσουν». Λέγει ο Μαξιμιανός· «Πως ετόλμησες να διαπράξης μίαν τόσον μεγάλην ασέβειαν και να αφαιρέσης την δεξιάν χείρα του θεού»; Εις ταύτα αποκριθείς ο Σώζων είπεν· «Ότι μεν αυτό το οποίον έπραξα δεν είναι κανέν τολμηρόν έργον ούτε τις θα ήθελε το θεωρήσει ως έγκλημα, μού φαίνεται ότι και ο ιδικός σου θεός το μαρτυρεί· διότι αυτός ούτε καμμίαν οργήν έδειξεν εναντίον μου, όταν του αφήρεσα την χείρα, ούτε ομιλεί καν όλως ούτε αγανακτεί, διότι έπαθέ τινα δεινήν ύβριν και καταισχύνην· αλλ’ ούτε υβρισθείς εποίησε κακόν τι εις εμέ τον υβρίσαντα αυτόν· εάν δε ίσως επί τέλους ήθελε λάβει φωνήν, μου φαίνεται ότι αυτός περισσότερον θα εγκαλέση σάς και φανερά θα σας κατηγορήση, ότι αφήσατε τον Δημιουργόν των όλων και προς την άψυχον ύλην, λίθους και ξύλα και μέταλλα στραφέντες, αυτά νομίζετε θεόν και αυτά λατρεύετε, και εφάνητε τω όντι αχάριστοι και αγνώμονες προς τον ευεργέτην». Λέγει ο ηγεμών· «Εάν αληθινά θέλης, όχι μόνον να λάβης συγχώρησιν δι’ όπερ έπραξας, αλλά προσέτι και αμοιβάς μεγάλας, άφησε αυτάς τας φλυαρίας και σώσον, Σώζον, τον εαυτόν σου, ελθέ να προσκυνήσης τους θεούς». Ο δε Μάρτυς είπε· «Και πως δεν θα είμαι εγώ πολύ περισσότερον αναισθητότερος και από αυτόν τον θεόν σας, αφού θα προτιμήσω να τιμώ αυτόν, ο οποίος ούτε τον εαυτόν του δεν ηδυνήθη να υπερασπίση, όταν κατησχύνθη από εμέ; Ούτε καμμίαν φωνήν άφησε, ούτε επροσκάλεσε κανένα εις βοήθειάν του, ούτε εάν ήθελε πάθει και το πλέον από όλα αθλιώτερον ήτο ικανός να διαμαρτυρηθή. Πρόσεχε λοιπόν, ω ηγεμών, μήπως με το να τιμάς και να πλάττης και κατασκευάζης εκάστην ημέραν θεούς, και να μεταπλάττης άλλους, πρόσεξε, λέγω, μήπως ούτω πράττων, κάμνεις χειροτεχνίαν την δημιουργίαν των θεών». Τότε ο Μαξιμιανός, αναβράσας από τον θυμόν του, παρέδωκε τον Μάρτυρα εις πικράς τιμωρίας και φοβερά βασανιστήρια. Και κατά πρώτον μεν έξεσαν το σώμα του με σιδηρούς όνυχας· η δεινοτάτη δε αύτη βάσανος έφθανε μέχρι των οστών του Μάρτυρος, όστις επεκαλείτο την βοήθειαν και συμμαχίαν του Θεού, με μεγάλην ιλαρότητα και απάθειαν υπομένων την σκληράν αυτήν τιμωρίαν ωσάν να είχε το σώμα του από σίδηρον και διέμενεν απαθέστερος και από αυτούς ακόμη τους ξέοντας. Τότε ο Μαξιμιανός ήρχισε να μεταχειρίζηται άλλα διαφόρου είδους βασανιστήρια, και διέταξε να φορέσουν εις τον Αθλητήν υποδήματα, τα οποία είχον εντός καρφία σιδηρά και τον αναγκάζουν να βαδίζη. Εκείνος δε ο μακάριος, μη αισθανόμενος διόλου τον πόνον, έτρεχεν ως να επατούσεν επάνω εις ρόδα· και καθώς έβλεπε να τρέχουν από τους κατατρυπηθέντας πόδας του άφθονα αίματα, ενόμιζεν ο αοίδιμος ότι περιβρέχεται από κανέν ευχάριστον και γλυκύτατον ύδωρ, τους δε χλευασμούς του τυράννου και τους εμπαιγμούς των παρεστώτων εθεώρει ως ευφημίας του και εγκώμια, και εφαίνετο ότι είναι στολισμένος ο Αθλητής με το αίμα καλύτερον και ευμορφότερον από ό,τι ήτο εστολισμένος ο ηγεμών με την χλαμύδα του αξιώματός του. Είτα ήρχισε και ο ηγεμών να τον εμπαίζη και του έλεγεν· «Αύριον όταν θα εξέλθη η θεά, να παίξης τον αυλόν, ω Σώζον, και σου ορκίζομαι ότι αυτή η ιδία θα σε απαλλάξη ευθύς από πάσαν τιμωρίαν και ποινήν, και θα σε αθωώση από το έγκλημά σου, το οποίον εναντίον της διέπραξας». Προς ταύτα ο Μάρτυς απήντησε· «Συ μεν λέγεις αυτά εις εμπαιγμόν και χλεύην ιδικήν μου, με το να σε παρακινή εις αυτό ο κακός δαίμων, τον οποίον φέρεις εις τα σπλάγχνα σου· εγώ δε, γνώριζε, ότι μετά από το μεγάλον καλόν, το οποίον ηξιώθην να απολαύσω, το άγιον Βάπτισμα, έπαιξα με χαράν τον αυλόν μου εις ένα αγρόν όπου εσύναζα τα πρόβατά μου εις βοσκήν, καλέσας αυτά με του αυλού τον ήχον, και τώρα άδω τω Κυρίω άσμα καινόν, κατά τον Προφητάνακτα, με το οποίον ευαγγελίζομαι την σωτηρίαν όλων των ανθρώπων, την οποίαν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ωκονόμησε γενόμενος άνθρωπος, σταυρωθείς και αναστάς· η δε ιδική σου θεά θα ίσταται ως ο όνος έναντι του αυλού, κατά την παροιμίαν, με το να είναι όλως διόλου άψυχος και αναίσθητος». Ακούσας ταύτα ο Μαξιμιανός έγινεν όλως διόλου θηρίον από τον θυμόν του εναντίον του Μάρτυρος, και διέταξε να τον μαστιγώσουν σκληρότερα από πρωτύτερα τόσον, ώστε, ως είπε, να σαλευθούν αι αρθρώσεις και αι συνδέσεις των οστών του με την βάσανον ταύτην και να διαλυθούν άπασαι αι αρμονίαι του σώματός του, και να εκχυθούν τα εντόσθιά του όλα ως το ύδωρ. Έπειτα διέταξε με μίαν φοβεράν απειλήν να ανάψουν πυράν, εντός της οποίας να ρίψουν ό,τι λείψανον ήθελεν απομείνει από τα μέλη του μετά την σκληροτάτην μαστίγωσιν, δια να κατακαή και να μη απολαύση ούτε την ταφήν την οποίαν απολαμβάνουν κοινώς όλοι οι άνθρωποι. Ταύτα διέταξεν ο Μαξιμιανός και όλα εγένοντο· και με τας φοβεράς πληγάς, τας οποίας έδιδον οι δήμιοι εις τον Μάρτυρα με τας μάστιγας, έπιπτον αι σάρκες του εις τεμάχια και απεγυμνώνετο η εσωτερική του σώματός του διάπλασις, ώστε να φαίνωνται τα εντόσθιά του. Ο δε γενναίος του Χριστού Αθλητής εφαίνετο ωσάν να ευρίσκετο εντός ωραιοτάτου τινός κήπου ή χλοερού τινος λειμώνος κόπτων άνθη εαρινά· επάνω δε εις την χαράν αυτήν και αγαλλίασιν παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας του Θεού. Αμέσως δε ήναψαν οι δήμιοι την πυράν· και καθώς η φλοξ αυτής ανέβαινεν υψηλά, αίφνης μια φοβερά βροντή ηκούσθη, η οποία επροξένησε φρίκην εις τους παρεστώτας και τρόμον, και συγχρόνως μια δυνατή βροχή με χάλαζαν κατέπεσεν, η οποία τους δημίους διεσκόρπισε και εγένοντο άφαντοι. Οι δε φιλομάρτυρες και μάλιστα οι πλέον θερμότεροι και επισημότεροι από τους Χριστιανούς, ευρόντες ευκαιρίαν κατάλληλον, επειδή δεν τους ημπόδιζε κανείς πλέον ούτε τους έβλεπε, μετά πολλής χαράς περισυνέλεξαν τα μαρτυρικά λείψανα. Εις το διάστημα αυτό επήλθε πλέον και η νυξ· αλλά και τούτο ακόμη δεν έφερε κανέν εμπόδιον εις το ευσεβές έργον των· διότι ακριβώς δεν ήτο νυξ και σκότος η νυξ εκείνη, διότι φως λαμπρότατον λάμπον θαυμασίως διηυκόλυνε τους ευσεβείς εκείνους και ευλαβείς Χριστιανούς, ώστε να διακρίνουν τα εναπομείναντα μέλη του Μάρτυρος και ούτω πολύ εύκολα με αυτήν την φωταυγίαν εσύναξαν άπαντα, τα οποία μετά πολλής ευλαβείας και κατανύξεως έθαψαν λαμπρώς τη εβδόμη του Σεπτεμβρίου μηνός. Το δε φως εκείνο, το οποίον τους ωδήγησεν εις την συλλογήν των ιερών μελών, ήλθε και άνω του τάφου και παρέμεινεν έως ου γίνη η ταφή όλων των λειψάνων· μετά δε την ταφήν, η νυξ πάλιν έλαβε την φυσικήν της σκοτίαν. Και ούτω δι’ όλων αυτών των σημείων ανεκηρύχθη ο λαμπρός στεφανίτης και Αθλητής Σώζων, εις δόξαν του Θεού και Πατρός και του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αγίου Πνεύματος της Παναγίας Τριάδος. Η πρέπει τιμή και κράτος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) η Γέννησις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ και αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »

Τη Η΄ (8η) η Γέννησις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ και αειπαρθένου ΜΑΡΙΑΣ.

Μαριάμ της Θεόπαιδος και Θεοτόκου τα άγια Γενέθλια εορτάζομεν σήμερον. Ταύτης ο πατήρ Ιωακείμ και η μήτηρ Άννα είλκον αμφότεροι το γένος από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ· όθεν ήσαν και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν ευγενέστατοι από όλους. Επειδή δε παρέμενον άτεκνοι και ωνειδίζοντο δια την ατεκνίαν των ταύτην, τούτου ένεκεν δεν έπαυον από του να προσφέρουν εις τον Θεόν διπλά τα δώρα των ως πλούσιοι και φιλόθεοι. Επειδή όθεν και οι δύο ελυπούντο δια το όνειδος της ατεκνίας, ο μεν Ιωακείμ επήγεν εις το όρος, η δε Άννα εισήλθεν εις τον κήπον και οι δύο ομού παρεκάλουν με δάκρυα τον Θεόν δια να χαρίση εις αυτούς καρπόν κοιλίας· δια τούτο και έτυχον του ποθουμένου, και εγέννησαν την Θεοτόκον Μαρίαν, την πάντων Αγίων Αγιωτάτην· και ούτω απέκτησαν μίαν καλλιτεκνίαν ασύγκριτον και εξοχωτάτην, ήτις υπερείχεν όλας τας καλλιτεκνίας των ανθρώπων· και μακάριοι όντες καθ’ εαυτούς δια την ενάρετον και θεοφιλή αυτών γνώμην, πολλώ μάλλον μακαριώτεροι έγιναν δια την ασύγκριτον χάριν και θείαν τεκνογονίαν ης ηξιώθησαν· επειδή από την ιδικήν των θυγατέρα, ήτοι την αειπάρθενον Μαριάμ, κατεδέχθη να γεννηθή ο Υιός του Θεού. Πως δε και η θεοπρομήτωρ Άννα κατήγετο από την βασιλικήν φυλήν του Δαβίδ λέγομεν με συντομίαν τα εξής: Εικοστός τρίτος από το γένος του Δαβίδ ευρίσκεται ο Ματθάν (ή ακριβέστερον ειπείν εικοστός έβδομος, κατά την γενεαλογίαν του Ευαγγελιστού Ματθαίου). Ούτος λοιπόν λαβών γυναίκα Μαριάμ την εκ της φυλής του Ιούδα καταγομένην, εγέννησεν υιόν τον Ιάκωβον, τον πατέρα Ιωσήφ του Μνήστορος, και τρεις θυγατέρας, Μαρίαν, Σοβήν και Άνναν. Και η μεν Μαρία γεννά Σαλώμην την μαίαν, η δε Σοβή γεννά την Ελισάβετ, η δε Άννα γεννά την Θεοτόκον· ώστε η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η Θεοτόκος είναι εγγοναί μεν του Ματθάν και Μαρίας της γυναικός αυτού, πρώται δε εξαδέλφαι μεταξύ των.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”