Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Τροπαιοφόρου.

Δημοσίευση από silver »


Γεώργιος ο ένδοξος και θαυμαστός και μέγας Μάρτυς του Χριστού ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305), κατήγετο δε εκ της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας. Γονείς του υπήρξαν περιφανείς και λαμπροί άρχοντες, διέλαμψε δε και ο ίδιος εις τα αξιώματα, πρότερον μεν έχων το αξίωμα του Τριβούνου, ύστερον δε, όταν έμελλε να μαρτυρήση, το του κόμητος (ήτοι επάρχου ή ηγεμόνος ή και στρατηλάτου). Όταν δε ο ασεβής Διοκλητιανός εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών και επρόσταξεν, όσοι μεν Χριστιανοί αρνούνται τον Χριστόν, να αξιούνται βασιλικών τιμών, όσοι δε δεν πείθονται να τον αρνηθώσιν, αυτοί να θανατώνωνται, τότε ο μέγας Γεώργιος, παρουσιασθείς προ του Διοκλητιανού, διεκήρυξεν εαυτόν Χριστιανόν και ήλεγξε την των ειδώλων πλάνην και ασθένειαν, μυκτηρίζων τους εις αυτά πιστεύοντας. Επειδή δε ούτε εις τας κολακείας και τας πολλάς υποσχέσεις του τυράννου επείσθη ο Άγιος, ούτε έδωκε προσοχήν εις τους φοβερισμούς και τας απειλάς του, αλλά πάντα ταύτα κατεφρόνησε, τούτου ένεκα εκτύπησαν πρώτον αυτόν εις την κοιλίαν με ακόντιον, το οποίον εκτύπησε μεν εις την σάρκα του Αγίου τόσον, ώστε έτρεξεν εκείθεν αίμα άφθονον, αλλ’ η αιχμή του εστριφογύρισεν, ο δε Άγιος εφυλάχθη αβλαβής· έπειτα δε δέσαντες αυτόν εις τροχόν, πέριξ του οποίου ήσαν εμπεπηγμένα κοπτερά σίδηρα, αφήκαν τον τροχόν να κυλίση εις κατηφορικόν τινα τόπον και εκ τούτου κατεκόπη εις πολλά τεμάχια το σώμα του Μάρτυρος, το οποίον όμως κατέστη πάλιν υγιές τη επιστασία θείου Αγγέλου. Όθεν παρέστη ο Άγιος και πάλιν εις τον Διοκλητιανόν και τον συγκάθεδρόν του Μαγνέντιον, οι οποίοι έτυχε τότε να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα και επειδή εφάνη σώος και αβλαβής μετά τοιαύτην φοβεράν βάσανον, τούτου ένεκεν πολλούς Έλληνες είλκυσεν εις την Πίστιν του Χριστού, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως ευθύς απεκεφαλίσθησαν. Τότε και η βασίλισσα Αλεξάνδρα προσήλθεν εις την Πίστιν του Χριστού και έμπροσθεν του ανδρός της Διοκλητιανού ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν. Επίστευσαν δε και άλλοι πολλοί εις τον Χριστόν, βλέποντες τον Άγιον τιθέμενον μεν εν λάκκω ασβέστου, μένοντα δε πάντη αβλαβή. Μετά ταύτα εκάρφωσαν εις τους πόδας του Αγίου υποδήματα σιδηρά και τον ηνάγκαζον να τρέχη. Είτα έδειραν αυτόν ασπλάγχνως με ξηρά βούνευρα. Ο δε Μαγνέντιος εζήτησε να ποιήση και άλλο σημείον ο Άγιος, ήτοι να αναστήση νεκρόν τινα, όστις προ πολλών ετών είχεν αποθάνει και είχεν ενταφιασθή εν τάφω εκεί έμπροσθέν του κειμένω. Όθεν προσηυχήθη ο Άγιος επί της πλακός του τάφου εκείνου και, ω του θαύματος! ανέστη ο νεκρός, όστις προσκυνήσας τον Άγιον, εδόξασε την θεότητα και την δύναμιν του Χριστού. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, ποίος είναι και πότε απέθανεν, ο δε νεκρός απεκρίθη, ότι είναι εκ των βιωσάντων προ της ελεύσεως του Χριστού εις τον κόσμον, ήτοι προ τριακοσίων ετών και επέκεινα και ότι δια την προς τα είδωλα πλάνην του κατεκαίετο εις το πυρ επί τοσαύτα έτη. Τούτο το θαύμα βλέποντες πολλοί Έλληνες επίστευσαν εις τον Χριστόν και ομοφώνως εδόξαζον τον Θεόν· εκ τούτων δε εις ήτο και ο γεωργός Γλυκέριος, του οποίου τον νεκρόν βουν ανέστησεν ο Άγιος και ο οποίος, επειδή εστερεώθη εις την Πίστιν του Χριστού ένεκα του τοιούτου θαύματος, κατεκόπη με τα ξίφη υπό των απίστων και έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον. Εκτός δε των ειρημένων και άλλοι πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν, όταν είδον, ότι ο Άγιος, εμβάς εις τον ναόν των ειδώλων, διέταξεν εν είδωλον να είπη, αν ο Χριστός είναι Θεός και εάν πρέπη να προσκυνώμεν Αυτόν, ο δε δαίμων, ο οποίος κατώκει εντός του ειδώλου, θρηνών και βιαζόμενος απεκρίθη, ότι ο Χριστός είναι ο μόνος Θεός. Όθεν δια τον λόγον τούτον εταράχθησαν όλα τα είδωλα και έπεσαν χαμαί και συνετρίβησαν. Τότε οι λατρευταί των δαιμόνων, μη δυνάμενοι πλέον να υποφέρωσι, συνέλαβον τον Άγιον και έφεραν αυτόν εις τον βασιλέα, ζητούντες να εκδώση ταχέως την κατ’ αυτού απόφασιν· προστάξαντος δε του βασιλέως να αποκεφαλισθή ο Άγιος μετά της βασιλίσσης Αλεξάνδρας, απεκεφαλίσθη μεν ο Άγιος, η δε Αγία Αλεξάνδρα, προσευχηθείσα εν τη φυλακή, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τελείται δε η του Αγίου Σύναξις εις τον αγιώτατον Ναόν αυτού, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Απριλίου μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΕΛΙΣΑΒΕΤ της Θαυματουργού.

Δημοσίευση από silver »


Ελισάβετ η Οσία Μήτηρ ημών η Θαυματουργός, εκ νεαράς ηλικίας υποβληθείσα εις ασκητικούς αγώνας, έλαβε παρά Κυρίου την Χάριν των ιαμάτων, θεραπεύουσα διάφορα πάθη και ασθενείας. Ταύτης της Οσίας η γέννησις εδηλώθη άνωθεν δια θείας αποκαλύψεως και προεμηνύθη παρά Θεού, ότι μέλλει να γίνη σκεύος εκλογής. Εφόρει δε η μακαρία ένα μόνον χιτώνα, ταλαιπωρουμένη υπό του ψύχους και παγετού του χειμώνος· δεν έπλυνε ποτέ το σώμα της δι’ ύδατος· ενήστευσε τεσσαράκοντα ημέρας· επί τρία έτη είχε τον νουν της όλως προσηλωμένον εις τον Θεόν και με τους σωματικούς οφθαλμούς της δεν έβλεπε τελείως το κάλλος και το μέγεθος του ουρανού· εθανάτωσε δια προσευχής της όφιν μέγιστον φαρμακερόν· δεν εγεύθη ελαίου εις διάστημα πολλών ετών· δεν εφόρεσεν υποδήματα εις τους πόδας της· και πλείστα άλλα θαυμάσια επετέλεσε. Μετά λοιπόν τους τοιούτους και τοσούτους αγώνας και αρετάς, θεαρέστως διαλάμπουσα, η τρισολβία, ανεπαύθη εν Κυρίω, χαρίζουσα μέχρι σήμερον εις τους μετά πίστεως προς αυτήν προστρέχοντας, χάριν πολλών δωρεών και ιαμάτων, διότι και χώμα μόνον εκ του τάφου αυτής λαμβανόμενον ιατρεύει πάσαν ασθένειαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Απριλίου μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΕΛΙΣΑΒΕΤ της Θαυματουργού.

Δημοσίευση από silver »


Ελισάβετ η Οσία Μήτηρ ημών η Θαυματουργός, εκ νεαράς ηλικίας υποβληθείσα εις ασκητικούς αγώνας, έλαβε παρά Κυρίου την Χάριν των ιαμάτων, θεραπεύουσα διάφορα πάθη και ασθενείας. Ταύτης της Οσίας η γέννησις εδηλώθη άνωθεν δια θείας αποκαλύψεως και προεμηνύθη παρά Θεού, ότι μέλλει να γίνη σκεύος εκλογής. Εφόρει δε η μακαρία ένα μόνον χιτώνα, ταλαιπωρουμένη υπό του ψύχους και παγετού του χειμώνος· δεν έπλυνε ποτέ το σώμα της δι’ ύδατος· ενήστευσε τεσσαράκοντα ημέρας· επί τρία έτη είχε τον νουν της όλως προσηλωμένον εις τον Θεόν και με τους σωματικούς οφθαλμούς της δεν έβλεπε τελείως το κάλλος και το μέγεθος του ουρανού· εθανάτωσε δια προσευχής της όφιν μέγιστον φαρμακερόν· δεν εγεύθη ελαίου εις διάστημα πολλών ετών· δεν εφόρεσεν υποδήματα εις τους πόδας της· και πλείστα άλλα θαυμάσια επετέλεσε. Μετά λοιπόν τους τοιούτους και τοσούτους αγώνας και αρετάς, θεαρέστως διαλάμπουσα, η τρισολβία, ανεπαύθη εν Κυρίω, χαρίζουσα μέχρι σήμερον εις τους μετά πίστεως προς αυτήν προστρέχοντας, χάριν πολλών δωρεών και ιαμάτων, διότι και χώμα μόνον εκ του τάφου αυτής λαμβανόμενον ιατρεύει πάσαν ασθένειαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΒΑΣΙΛΕΩΣ Επισκόπου Αμασείας.

Δημοσίευση από silver »


Βασιλεύς ο ένδοξος του Χριστού Ιερομάρτυς ήτο Επίσκοπος Αμασείας της εν τω Ευξείνω Πόντω ευρισκομένης ζων κατά τους χρόνους του Λικινίου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τη΄ - τκγ΄ (308 – 323), γαμβρού εξ αδελφής όντος του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου. Και ήτο μεν το όνομά του Βασιλεύς, ανταξίως δε προς το όνομα επολιτεύθη ο μακάριος, διο και νυν εν ουρανοίς βασιλεύει αιωνίως. Και εκείνοι μεν οίτινες έτυχον επιγείου δυνάμεως και ανέλαβον βασιλικά ηνία και σκήπτρα, όταν καταλάβουν πόλιν τινά, αφού μάλιστα καταγάγουν νικηφόρον θρίαμβον, ευθύς ως εισέλθωσι νικηταί εξωραϊζουσι και κοσμούσι την πόλιν και λαμπροτέραν αυτήν παρουσιάζουσι. Διότι τοιαύτα οι επί της γης βασιλείς προσφέρουσιν εις τας υποτασσομένας πόλεις. Αλλά περί των εν Θεώ βασιλευσάντων και ασάλευτον Βασιλείαν παραλαβόντων, ως ο καλλίνικος και μέγας Ιεράρχης Βασιλεύς, τι θα ηδύνατο τις να είπη; Μήπως δεν προσέφερεν ούτος μεγαλύτερα και θειότερα πράγματα εις την πόλιν της οποίας κατά πρώτον επεσκόπευσε, κατανικήσας τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους; Μήπως και δεν αποδεικνύεται ότι, αφού κατεπάτησε τον αρχέκακον τύραννον, έτι αιμόφυρτος εκ του νικηφόρου αίματος και κατέρυθρος εκ του αιματωμένου κονιορτού, κατακοντίζων διέλυσε τους κοινούς υπερηφάνους και ανήλθε θαυματουργήσας υπέρ φύσιν; Τούτο λοιπόν βεβαίως πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι μεγαλύτερα και πλείονα των επιγείων βασιλέων εδώρησεν ο θεοφόρος Βασιλεύς, ο ανελθών και εις τον της Σινώπης θρόνον, ότε δια θαλάσσης έπλευσε παραδόξως μετά τον μαρτυρικόν άθλον και προσωρμίσθη εις τον λιμένα αυτής. Αλλ’ εις το σημείον τούτο φθάσας του λόγου, έκρινα καλόν να επιστρέψω εις την αρχήν, ίνα λογικήν καταστήσω την διήγησιν. Μετά την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την εκ δεξιών του Πατρός καθέδραν Αυτού, κατελθών εξ ουρανού ο Παράκλητος εν είδει πυρίνων γλωσσών, αφού κατέστησε τους θείους Αποστόλους ως βασιλείς της γης, άλλον αλλαχού εξαπέστειλε· τούτο δε προφητεύων ο θείος Δαβίδ παλαιόθεν, προέλεγεν· «Εν τω διαστέλλειν τον Επουράνιον βασιλείς επ’ αυτής, χιονωθήσονται εν Σελμών» (Ψαλμ. ξζ:15), ονομάζων επουράνιον το Άγιον Πνεύμα και την Ιερουσαλήμ Σελμών. Βασιλείς δε οίτινες χιονωθήσονται εν Σελμών, νοούνται σαφώς οι ως βασιλείς τότε προβληθέντες θείοι Απόστολοι. Εκ τούτων λοιπόν των ούτω προχειρισθέντων υπό του Αγίου Πνεύματος, ο μεν Πέτρος έλαχε να πεμφθή προς τους εκ περιτομής, ο Παύλος προς τους εν ακροβυστία και οι άλλοι εις άλλο έθνος και τόπον της Οικουμένης. Επειδή δε ο Εύξεινος Πόντος και η Καππαδοκία συνδέονται ανέκαθεν και οδικώς και δια θαλάσσης μετά της Παλαιστίνης και πολλοί Καππαδόκαι ήρχοντο εις Ιεροσόλυμα, ως δυνάμεθα να βεβαιωθώμεν και εκ του γεγονότος ότι κατά την επιφοίτησιν του Παναγίου Πνεύματος εν τη Πεντηκοστή παρέτυχον και πολλοί Καππαδόκαι εις τα Ιεροσόλυμα, συνεπεία τούτου και η εν τω Πόντω Αμάσεια ευρέθη ουχί μακράν της ακτίνος δράσεως του θείου Αποστόλου Πέτρου. Ήτο άλλωστε αύτη πόλις αρχαιοτάτη και επίσημος πολλούς μέλλουσα να προσφέρη καρπούς εις τον Γεωργόν του κόσμου Ιησούν Χριστόν. Έλαμπον λοιπόν αι ακτίνες του θείου Πέτρου εις την Αμάσειαν και πρότερον, λαμπρότερον όμως εξέλαμψαν, ότε διήλθε δια ταύτης και εδίδαξεν εις αυτήν. Δεικνύεται δε μέχρι τούδε και τόπος εις Αμάσειαν, όστις Καθέδρα των Αποστόλων καλείται, επειδή ο Κορυφαίος των Αποστόλων παρέμεινεν εις Αμάσειαν αγιάσας τον τόπον και εν ταύτη πρώτος εδίδαξε και εφώτισε. Κατόπιν δε αναχωρών εκείθεν, ως αναφέρεται, κατέστησεν Επίσκοπον Νικήτιον τινά καλούμενον, αγγελικόν κατά τε τον τρόπον και τον βίον υπάρχοντα. Των δε ενδιαμέσων Επισκόπων την μνήμην ημαύρωσεν ο χρόνος, διότι ενεωτέριζον εν πλάνη και εξήπτων τους εν ταύτη ευωχουμένους με το να λυμαίνωνται τα σπέρματα της ευσεβείας. Μετ’ ολίγα όμως έτη, Φαίδιμος ο Αμασείας Επίσκοπος, κεκοσμημένος δι’ αποστολικών χαρισμάτων και αρετών, ο και αυτής της προφητικής χάριτος μη στερούμενος, ο εξ επιπνοίας του Αγίου Πνεύματος και δι’ οφθαλμού προγνώσεως το μέλλον προορών, εχειροτόνησε τον περιβόητον δια τα θαύματά του θείον Γρηγόριον Επίσκοπον Νεοκαισαρείας. Έως τότε λοιπόν, ενώ η πόλις αύτη εν θυέλλη χειμώνος ειδωλολατρίας εδοκιμάζετο, καθώς και άλλαι πλησιόχωροι και απομεμακρυσμέναι πόλεις, ο Αποστολικός Φαίδιμος κατεκόσμησε ταύτας δι’ Αγίων Επισκόπων, συμβαλών ούτω τα μέγιστα εις το κήρυγμα των Αποστόλων. Κατόπιν δε πάλιν, όταν η ασέβεια, η ειδωλομανία, ενεδυναμώθη και εξετροχιάσθη και άγριοι διωγμοί υπό των βασιλέων επεβάλλοντο, εκορυβαντία δε η των ξοάνων θρησκεία, η χώρα της Ποντικής και της Αμασείας έμεινεν αγεώργητος θείου λόγου. Αλλ’ ο ουράνιος Γεωργός ανεύρεν άξιον γεωργόν, ίνα εκπροσωπήση Αυτόν, δυνάμενον δια της θείας γνώσεως να καλλιεργήση χέρσους ψυχάς, να σπείρη ουράνιον σπόρον και να αποδώση εν προς τριάκοντα και εξήκοντα προς τοις εκατόν. Τις δε ούτος; Ο εξ αυτού του ιδίου ονόματος το έργον καταδεικνύων, ο περιώνυμος Βασιλεύς, ο εν Ιεράρχαις και Αθληταίς περιβόητος, εν Αμασεία γεννηθείς και ανατραφείς και ταύτην έχων μαίαν και τροφόν, μετέπειτα δε κοσμήσας ποιμαντικώς και νέον Παράδεισον καταστήσας ταύτην, δια των ναμάτων του Πνεύματος και δια θειοτέρων διδασκαλιών, νουθεσιών, μαρτυρικών αγώνων και παντοίων ψυχικών κοσμημάτων. Ούτος λοιπόν ο θείος Ποιμήν και Αθλοφόρος, όταν, ως δι’ ουρανίου ψήφου, ανέλαβε να διακυβερνήση τα πηδάλια της Αμασείας και των ανατολικών ταύτης μερών, συνέβη ό,τι θα συνέβαινεν εις ένα τόπον, όταν ευρίσκωνται εις αυτόν αλώπεκες και τσακλαλια και διάφορα άλλα άγρια ζώα. Όλα αυτά, δηλαδή, φωνάζουν και δημιουργούν φόβον και τρόμον εις τους ακροωμένους, ευθύς όμως ως εμφανισθή εκεί λέων γενναίος και δια του λεοντείου βρυχηθμού του δονήση τον τόπον, όλα ταύτα εξαφανίζονται κρυπτόμενα εις τας σκοτεινάς φωλεάς των. Ούτω και τα νοητά θηρία και αι πανούργοι των δαιμόνων αλώπεκες, μη υποφέροντες το γενναίον φρόνημα, το ανδρείον ψυχικόν παράστημα και τα θαλερά επιχειρήματα και προτερήματα του ιερού τούτου Βασιλέως, απεμακρύνοντο εις όρη και ερημίας και τόπους ανύδρους δια της θείας προσταγής. Διότι υπό θείας και βασιλικής ορμής υποκινούμενος ο Άγιος έσπευδε πανταχού, στηρίζων τους ευσεβείς, επιστρέφων τους πλανωμένους και καταστρέφων τα επιχειρήματα της πλάνης. Άλλοτε μεν ως υπόπτερος εις Άγκυραν, άλλοτε δε εις Νεοκαισάρειαν σπεύδων. Ταχέως προστρέχων και Ιεράς Συνόδους συγκροτών προς καθαίρεσιν της ειδωλομανίας, επιλαμβανόμενος του θείου κηρύγματος και τους μαρτυρικώς αγωνιζομένους εβοήθει διδάσκων, νουθετών, προπαρασκευάζων και δια τους αγώνας ενθαρρύνων. Διότι ο αλαζών Διοκλητιανός πρότερον, και εν συνεχεία ο Μαξιμιανός και ο Μαξιμίνος, τα σκεύη του διαβόλου, κατεκρεούργουν τα των Χριστιανών πλήθη, επειδή δεν υπετάσσοντο εις τον σεβασμόν των ξοάνων, ουδέ προσεβάλλοντο υπό των μιασμάτων αυτών. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον ηγωνίζετο ο αριστεύς, απαλείφων την πλάνην και πληθύνων την ευσέβειαν. Ο δε αρχέκακος και αποστάτης δράκων δεν υπέφερεν ουδέ ηνείχετο ταύτα. Τα πάντα λοιπόν εμηχανεύετο και ετεχνούργει, ίνα απομακρύνη εκ του μέσου τον Ιεράρχην Βασιλέα, ούτως ώστε να αρχίση ενεργητικώτερον τας μιαράς αυτού τέχνας. Εύρε λοιπόν προς τον σκοπόν του κατάλληλον όργανον τον Λικίνιον. Ούτος δε ο Λικίνιος, λύκος πράγματι και κατά το όνομα και κατά την αιμοβόρον ορμήν, υποκρινόμενος πρότερον ότι είναι Χριστιανός, συνήψε γάμον μετά της αδελφής του σεβαστού και μεγάλου βασιλέως Κωνσταντίνου, γενόμενος ούτω της βασιλείας συμμέτοχος όταν ακόμη παρέμενεν εν Ρώμη, σβεσθέντων των πρώην τυράννων. Επειδή δε εις εκ τούτων, ο Μαξιμίνος Δαϊας, απομείνας ως βασιλεύων εις Νικομήδειαν εθέριζε τους Χριστιανούς ως χόρτον, υπό θείου ζήλου κινηθείς ο Κωνσταντίνος απέστειλε κατ’ αυτού τον Λικίνιον, όστις δια φρικτών όρκων και βεβαιώσεων υπεσχέθη, ότι δεν θα απομακρυνθή από της αμώμου Πίστεως των Χριστιανών. Αλλ’ ηπατήθη ο Κωνσταντίνος, αιθίοπα εμπιστευόμενος και πάρδαλιν παροτρύνων να αποβάλη το ένστικτον. Διότι, όταν ακόμη εδεσμεύετο δια της προς τον Χριστόν συμμαχίας, κατεπολέμησε τον Μαξιμίνον, όστις μη δυνάμενος να πολεμήση προς τον Λικίνιον υπέκυψεν ως προς επικρατέστερον και δια φυγής εσώθη εκ των χειρών του, αλλά δεν κατώρθωσε να διαφύγη και την τα πάντα συνέχουσαν παλάμην του Θεού, υπό της οποίας και επαξίως ετιμωρήθη δια τας ευθύνας των παγκάκων και αθεμίτων αυτού πράξεων. Εις Νικομήδειαν λοιπόν μετά την νίκην του ταύτην κατεσκήνωσε και της Ανατολής επεκράτησεν ο μιαρός Λικίνιος, αλλ’ ουδέ την ευημερίαν έφερεν εις αυτήν, ουδέ την προς τον βοηθήσαντα Θεόν συμμαχίαν διετήρησεν, αλλ’ ως χοίρος εις βόρβορον κατεκυλίσθη και εις τον κρημνόν της ειδωλολατρίας κατεκρημνίσθη και εις βάθη παντοίων ρυπαροτήτων και μιασμάτων κατεποντίσθη. Τότε ο αλαζών και δεισιδαίμων ούτος, τελείως δέσμιος ων των επιθυμιών του διαβόλου, οδηγούμενος δε ως ο ενεργών εντός αυτού δαίμων προσέταττεν, εκίνησε σφοδρότερον τον κατά των Χριστιανών διωγμόν. Ούτω το της ασεβείας πυρ καθ’ άπασαν την υπ’ αυτόν περιοχήν εξαπέλυσε και τους υπηκόους απανθρώπως κατέστρεφε, όσα δε κατά των Χριστιανών εμηχανεύθη και όσους Αγίους Μάρτυρας παρεσκεύασεν, άπασαι αι ιστορίαι και τα βιβλία γράφουσι. Μεταξύ δε τούτων και τον Βασιλέα, τον θείον Ιεράρχην, απεπειράθη να ωθήση προς το της απωλείας του βάραθρον, καθώς ο ίδιος ενόμιζεν. Όμως φρικτώς απέτυχεν η τοιαύτη απόπειρα, διότι ο πόθος του ούτος διεψεύσθη και αι ελπίδες του εσβέσθησαν. Ως εξής δε συνέβησαν τα πράγματα. Η σύζυγος του Λικινίου Κωνσταντία είχε θεραπαινίδα τινά, Γλαφύραν ονόματι, ωραίαν μεν κατά την μορφήν, ωραιοτέραν δε κατά την ευσέβειαν και την ψυχήν. Ταύτης ηράσθη ο Λικίνιος, ενεπιστεύθη δε εις τινα των υπηρετών την περί τούτου επιθυμίαν του. Ούτος όμως, ως έχων μετά ταύτης γνωριμίαν, ενεπιστεύθη εις αυτήν το μυστικόν, εκείνη δε ως ιόν όφεως έκρινε τούτο. Απεστράφη λοιπόν τον Λικίνιον, αφ’ ενός, διότι υποσχομένη την παρθενίαν της εις τον Θεόν ήθελε να διατηρήση αγνόν τον εαυτόν της, εκ δευτέρου δε, υποπτευομένη την κυρίαν μήπως υπό του κέντρου της ζηλοτυπίας κεντουμένη διατεθή κακώς έναντι αυτής, ενεπιστεύθη εις αυτήν το μυστικόν. Η δε Κωνσταντία παραδεχθείσα την αθωότητα της κόρης, διεχειρίσθη τεχνηέντως το ζήτημα. Έπλασε δηλαδή μύθον, ότι η Γλαφύρα, καταληφθείσα υπό σφοδράς επιληψίας, αίφνης απέθανε. Δια μυστικού δε τρόπου παρεσκεύασε την φυγάδευσίν της. Αφού λοιπόν εδώρησεν εις αυτήν πολλά χρήματα και πράγματα, καθώς και εις εκείνους οίτινες θα εφυγάδευον μετ’ εμπιστοσύνης αυτήν από της Νικομηδείας, απέστειλε ταύτην, συμφώνως προς την επιθυμίαν της, προς τα μέρη της Ανατολής. Η δε μακαρία Γλαφύρα, συμπαίζουσα και αύτη εις το τέχνασμα, ενεδύθη ανδρικά ενδύματα και εμφανισθείσα ως νεανίας, δικαστής δήθεν το επάγγελμα, επορεύθη μετά των μετ’ αυτής ταχέως και μετ’ αγωνίας προς Ανατολάς φθάσασα εις Αμάσειαν. Εκεί, αφού ανεπαύθη εκ της αγωνίας και της κοπώσεως της ταχείας οδοιπορίας, περιειργάσθη τον τόπον και εφάνη εις αυτήν αρεστός τόσον λόγω του ήθους των εν αυτή κατοικούντων Χριστιανών, όσον και διότι έκρινεν αυτόν κατάλληλον ίνα κρυβή ως εσκέπτετο και χαθούν τα ίχνη της. Ευρούσα δε και ευσεβείς Χριστιανούς, εξ ων πρώτος ήτο τις ονόματι Κόϊντος, κατέλυσεν εις τον οίκον αυτού, ούτος δε και την ωδήγησεν εις τον Ισαπόστολον και θείον Ιεράρχην Βασιλέα, ίνα παρά τούτου χειραγωγηθή πληρέστερον εις την οδόν της ευσεβείας. Ο δε θείος Βασιλεύς, ιδών και υιοθετήσας αυτήν και στηρίξας εις την Πίστιν και τον φόβον του Θεού, παρεσκεύασεν αυτήν, ίνα καταστή σκεύος εκλογής. Επειδή λοιπόν ένεκα του κρατούντος εκεί σκότους της ασεβείας δεν υπήρχεν εις την Αμάσειαν Ναός προς προσευχήν, λαβών ο Άγιος άδειαν ωκοδόμησε Ναόν δια της βοηθείας και της ολοψύχου προαιρέσεως της Γλαφύρας, ήτις και αφειδώς προσέφερε την δαπάνην δια την ανέγερσιν αυτού. Όχι δεν μόνον τούτο, αλλά και την κυρίαν αυτής επληροφόρησε τα καθ’ εαυτήν δια γραμμάτων και ότι παραμένει φιλοξενουμένη εις Αμάσειαν, της οποίας Ιεράρχης τυγχάνει ανήρ Ισαπόστολος, ονομαζόμενος Βασιλεύς, εζήτη δε παρά ταύτης να αποστείλη χρήματα δια την συμπλήρωσιν και τον καλλωπισμόν του Ναού. Τα γράμματα όμως ταύτα, εκ κακούργου προθέσεως, παρεδόθησαν εις τον Λικίνιον, όστις, μαθών ούτω ότι η Γλαφύρα ζη και παραμένει εις Αμάσειαν, ευθύς έξαλλος γενόμενος, ήναψεν όλος εκ θυμού και έρωτος και ως αγέλην ορνέων έστειλε τους ανθρώπους του, ίνα αρπάσωσιν αυτήν, προσέτι δε να φέρουν και τον Βασιλέα τάχιστα προς αυτόν αλυσόδετον, επειδή και πρότερον ο διώκτης εξανίστατο κατ’ αυτού ως πανταχόθεν πληροφορούμενος, ότι ο Άγιος Βασιλεύς φέγγει ως λύχνος φωτεινός εις τους Χριστιανούς και ενισχύει τούτους εις την Πίστιν των, την δε των ειδωλολατρών θρησκείαν καταπολεμεί. Φθάσαντες λοιπόν οι παρά του Λικινίου σταλέντες στρατιώται εις Αμάσειαν, την μεν Γλαφύραν δεν ανεύρον, διότι είχεν εκδημήσει προς Κύριον, λυτρωθείσα ούτω των του Λικινίου δεσμών, τον δε Ιεράρχην Βασιλέα, δέσαντες δι’ αλύσεων, έσυραν ως σφάγιον προς σφαγήν. Ηκολούθουν δε τον Ποιμένα, ως αρνία, δύο Κληρικοί, Διάκονοι, Θεότιμος και Παρθένιος ονομαζόμενοι. Αφού δε έφθασαν εν σπουδή εις την Νικομήδειαν, διότι εκεί παρέμενεν ο Λικίνιος, ενέκλεισαν τον Μάρτυρα εις την φυλακήν, τους δε Διακόνους εφιλοξένησεν ο καλός Νικομηδεύς Ελπιδοφόρος, ευσεβάστατος Χριστιανός, κατοικών πλησίον της φρουράς. Ένεκα τούτου είχε και γνωρίμους τους δεσμοφύλακας, τους οποίους δια δώρων κατέστησεν έτι περισσότερον φίλους και οικείους. Ούτω κρυφίως επεσκέπτετο τον Άγιον και εξοικονόμει τα προς χρείαν εις αυτόν, απολαμβάνων της αυτού ευλογίας. Μετ’ ολίγας δε ημέρας, ολίγον πριν ή παρουσιασθή ο Μάρτυς ενώπιον του Λικινίου, εν βαθεία νυκτί, ηξιώθη ο μακάριος και θείας οπτασίας και φωνήν ήκουσεν άνωθεν ούτω λέγουσαν· «Ευθύς ως ανατείλη ο ήλιος θέλεις οδηγηθή προς τον Λικίνιον και τότε αφού αριστεύσης κατά της δεισιδαίμονος πλάνης θέλεις τελειωθή δια ξίφους και θέλεις καταβυθισθή εις τον βυθόν της θαλάσσης, αποδιδόμενος ούτω προς τον ποθούμενον, άφθαρτος και αλώβητος. Τότε τον θρόνον της Επισκοπής μέλλει να διαδεχθή ο Καλλιστράτου Ευτύχιος». Αφού λοιπόν ο του Χριστού θείος Ιερομάρτυς ηξιώθη της θείας ταύτης θεοφανείας, προσεκάλεσε τους Διακόνους και τον φιλόξενον Ελπιδοφόρον, οίτινες και προσήλθον ευθύς προς αυτόν. Ως δε εισήλθον εις την φυλακήν, ήρχισεν ο θείος ανήρ να ψάλλη τους μεσονυκτικούς ύμνους. Ενώ δε η υμνωδία επροχώρει, ως εν εκστάσει, σύννους και πλήρης δακρύων, αναπετάσας προς τον ουρανόν τας χείρας, προσηυχήθη τρις μετά κατανύξεως ούτω λέγων· «Κατασκηνώσω εις τα έσχατα της θαλάσσης και γαρ εκεί η χειρ σου οδηγήσει με και καθέξει με η δεξιά σου, Κύριε» (Ψαλμ. ρλη:9-10). Ταύτα δε εκείνου προσευχομένου εξεπλήσσοντο οι Διάκονοι και ο Ελπιδοφόρος και προέβλεπον ήδη την δια της αθλήσεως τελείωσιν του διδασκάλου. Ούτος δε ο θείος ανήρ, ευθύς ως ετελείωσε την προσευχήν του, συνεβούλευε νουθετών τούτους και λέγων· «Μη εκπλαγήτε, ω τέκνα, με εκείνα δια των οποίων ο Κύριος οικονομεί τα καθ’ ημάς, παρά τα απερίγραπτα κρίματά μας. Ουδέ δειλιάσετε δι’ εκείνο το οποίον θέλει συμβή εις εμέ. Διότι ο Δεσπότης με προκαλεί πλησίον του δι’ αθλήσεως, μετά δε το τέλος μου η θάλασσα θέλει υποδεχθή το σκήνος μου. Σεις δε, αφού λάβητε την Πίστιν ως συνοδοιπόρον και τας ευχάς μου, ευθύς ως επανακάμψετε εις την πατρίδα, στηρίξατε τους αδελφούς, ίνα μη επιπνέων ο άνεμος της ασεβείας κλονήση τινάς και απομακρύνη από της οδού της Πίστεως και του εναρέτου βίου. Θέλει δε αποδοθή προς σας και το αθλοφόρον σκήνος μου, σώον και ολόκληρον, την δε Επισκοπήν θέλει διαδεχθή ο του Καλλιστράτου Ευτύχιος. Διότι ταύτα παρουσιασθείς μοι απεκάλυψεν ο Κύριος». Ενώ δε ούτοι κατελυπούντο θρηνούντες, παρήρχετο η ώρα. Ως δε εξημέρωσεν, ηρπάγη ο Άγιος υπό των δημίων και ωδηγήθη προ του βήματος του Λικινίου. Παρατηρήσας δε τον Άγιον ο τύραννος και εκπλαγείς εκ της σεμνότητός του, κατηγόρει τούτον ουχί δι’ αυστηράς φωνής δια την μακαρίαν Γλαφύραν, διότι την εδέχθη και διότι δεν κατεμήνυσε ταύτην αμέσως. Του δε Αγίου ευστόχως αποκριναμένου, επειδή κάλλιστα και τας θείας Γραφάς εγνώριζε και σοφός ήτο, ηπόρησεν ο μιαρός Λικίνιος και διέταξε να εκβάλουν έξω τον Άγιον. Δια δε του επάρχου της πόλεως διεμήνυσεν εις αυτόν, ότι τον απαλλάσει δια την κατηγορίαν ταύτην και του παρέχει πλήρη αμνηστίαν, τον αποκαθιστά δε και εις την τάξιν του βασιλικού πατρός και αρχιερέα των θεών τον διορίζει και μυρίας όσας ευεργεσίας θέλει προσφέρει εις αυτόν, έτι δε και πλούτον άφθονον, εάν ήθελε πεισθή να σεβασθή τους θεούς τους οποίους αυτός και άπαντες οι υπήκοοί του σέβονται. Εάν δε απειθήση, ας αιτιάται τον εαυτόν του, ως θέλοντα να καταστρέψη τον βίον του δια πικρού θανάτου. Προς ταύτα ο Μάρτυς δια γενναίου και βασιλικού φρονήματος απήντησε· «Θαυμάζω την διάκρισιν και σύνεσιν υμών, πως εις τοιούτον παράλογον λογισμόν εξετράπητε, νομίζοντες θεούς τους διαπράττοντας τα άτιμα της εντροπής έργα, τα οποία ουδέ δια λόγου είναι τις δυνατόν να ιστορήση, να υπερηφανεύεσθε δε δι’ αυτούς, αποδίδοντες εις τούτους όνομα θείον και προσκυνούντες και λατρεύοντες αυτούς, τους οποίους και να ενθυμήται τις απλώς είναι κολάσιμον και ανίερον. Εάν δε εθελοκακούντες και δια τον εαυτόν σας αδιαφορείτε και τα πράγματα συσκοτίζετε και τους ανοήτους εξαπατάτε, ακούσατε αυτούς τούτους τους ιδικούς σας ποιητάς και μάλιστα τον πρώτον θεοκήρυκα και θεολόγον υμών Ησίοδον, οποία περί των πρώτων και κορυφαίων θεών σας διηγείται εν τη Θεογονία αυτού. Ο μεν Κρόνος, λέγει, αφού εφόνευσε τάχιστα τον πατέρα του Ουρανόν, εβασίλευσεν αντ’ αυτού. Κατέτρωγε δε τα τέκνα του δια να μη ανδρωθούν και του πάρουν την βασιλείαν. Ο δε Ζεύς, όστις ήτο υιός του Κρόνου, διεσώθη από της μανίας του πατρός του, δι’ απάτης της μητρός του Ρέας, ήτις αντί του Διός έδωσεν εις τον Κρόνον λίθον περιτυλιγμένον εις τα σπάργανα, τον οποίον και κατέπιεν, φυγαδεύσασα δε ακολούθως τον Δία αφήκεν αυτόν εις σπήλαιον της Κρήτης όπου ανετράφη υπό αιγός. Αφού λοιπόν ηνδρώθη ο Ζεύς, συλλαβών τον πατέρα του και κλείσας αυτόν εις το δεσμωτήριον, κατέλαβεν αυτός την αρχήν. Ενυμφεύθη δε ο Ζεύς σας αυτός πολλάς και μάλιστα τελευταίαν την Ήραν την αδελφήν του. Φιλήδονος δε ως ήτο, εγέμισε με τέκνα τον ουρανόν. Άλλα μεν εξ ομοτίμων προς αυτόν θεών, καθ’ υμάς, αποκτήσας, άλλα δε εκ του θνητού και επιγείου γένους, άλλοτε μεταβαλλόμενος εις χρυσίον, άλλοτε εις ταύρον, άλλοτε εις αετόν και πάντοτε διάφορος της πρώτης αυτού μορφής. Τοιούτος υπήρξεν ο ύπατος και άριστος των θεών σας, ο τας μεγάλας βροντάς κάμνων και αστράπτων Ζεύς, του οποίου δείκνυται πελώριος τάφος εις Κρήτην όπου ετυράννησεν απανθρώπως. Τι δε ήθελεν είπει τις περί του Ποσειδώνος του κατασκευάζοντος πλίνθους πλησίον του Λαομέδοντος της Φρυγίας; Του ανθρακέως και πλήρους αιθάλης (καπνιάς) Ηφαίστου του χωλού; Του Άρεως του απερισκέπτου μοιχού; Του της απωλείας υιού Απόλλωνος; Του αρχικλέπτου Ερμού; Του θηλυπρεπούς Διονύσου; Του τριάστρου Ηρακλέους, του οποίου σύμβολα της θεότητος ήσαν αι πεντήκοντα του Θεστείου θυγατέρες και το όρος της Οίτης, όπου τον βίον τραγικώς πυρποληθείς κατέστρεψεν, αφού πρώτον εχειροδίκησε κατά των τέκνων του; Ταύτα δε τα ολίγα λέγω περί των αρρένων θεών σας· ούτοι είναι οι κομπασμοί των σοφών σας, το δε φρικτότερον και ανόσιον, να καταβιβάζετε το υπερκόσμιον όνομα της θεότητος και τον προς ταύτην σεβασμόν εις ηδυπαθή θηλυπρέπειαν και να σέβεσθε θεούς θηλείας όπως την Ρέαν και την Ήραν τας αμαρτωλάς, την ξενοτόκον Άρτεμιν, την μοιχαλίδα Αφροδίτην και χιλιάδων άλλων κιναίδων ανδρών συρφετόν. Πως λοιπόν ταύτα δεν είναι απόδειξις εσχάτης ανοησίας και φοβεράς μανίας και αθεϊας; Πρέπει λοιπόν τούτους τους θεούς να λατρεύωμεν και παρά τούτων τα προς σωτηρίαν να ζητώμεν; Και να παραδεχώμεθα τούτους ως αρχηγούς σωφροσύνης και διδασκάλους αρίστους και σωτήρας ψυχών, ως τα πάντα ευτάκτως και σωτηρίως κυβερνώντας, αυτούς, οίτινες, δια μυρίων επαναστάσεων, πολέμων και ταραχών τα πάντα επιτυγχάνουσι; Να παραδεχώμεθα θεούς τους προς αλλήλους στασιάζοντας; Ώστε, λοιπόν, προς τούτους ο βασιλεύς διατάσσει να προσέλθωμεν και ως θεούς να πιστεύωμεν και δια θυσιών να εξυμνούμεν και δι’ ιερατικών οργίων να θεραπεύωμεν; Άπαγε! Ουδέ να ακούσω επιθυμώ τον ανόσιον τούτον τρόπον του σεβασμού. Διότι ο δια τούτων ευχαριστούμενος είναι ανάγκη να είναι κατώτερος των σεβαζομένων και θερμότερος ζηλωτής των πράξεών των, των αξιοκατακρίτων, γενικώς δε ειπείν μετ’ αυτών να κολάζεται. Δι’ όλα αυτά οικτείρω υμάς και τον βασιλέα, τον παραβάντα φρικτούς όρκους και αθετήσαντα υποσχέσεις τας οποίας έδωσε προς τον σεβαστόν Κωνσταντίνον. Οικτείρω τον αρνηθέντα τον ζώντα και αϊδιον και άφθαρτον Θεόν, τον και την βασιλείαν προς αυτόν δωρήσαντα και προδήλως παραχωρήσαντα νίκην λαμπράν, ότε κατά του Μαξιμίνου επολέμησεν, ευθύς όμως μετά ταύτα υποταχθέντα και υποδουλωθέντα εις εκείνους τους οποίους προείπον ψευδωνύμους και κιβδήλους θεούς, τους οποίους, εάν ανανήφων αρνηθή και προσέλθη εις τον όντως Θεόν, δεν θέλει ούτος απομακρύνει αυτόν, ως εύσπλαγχνος. Αι υπέρ του τοιούτου Παναγάθου Θεού απειλούμεναι παρ’ υμών τιμωρίαι, χαρά παρ’ εμού και αγαλλίασις λογίζονται, ως και ο παρ’ υμών φρικτός νομιζόμενος θάνατος. Διότι ούτος ταχέως εκ των κακών του βίου θέλει με απολυτρώσει και προς τον ποθούμενον Κύριον, τον οποίον εκ σπαργάνων μητρός ηγάπησα, θέλει με αποστείλει. Τας δε παρ’ υμών προτεινομένας υψηλάς τιμάς, ως σκύβαλα και έτι τούτων ευτελεστέρας υπολογίζω. Ταύτα λοιπόν αφού αναφέρης εις τον βασιλέα (συνέχισε λέγων ο Άγιος εις τον έπαρχον), βεβαίωσον και τούτο, να μη ελπίζη τίποτε πλέον να ακούση παρ’ εμού και ας μη νομίζη ότι θέλω πράξει τι εξ εκείνων τα οποία προστάσσει. Ας πράξη λοιπόν αυτό το οποίον επιθυμεί». Καταταραχθείς λοιπόν εκ των λόγων τούτων του Αγίου ο έπαρχος και ουδέ το στόμα δυνηθείς να ανοίξη, μετέβη προς τον Λικίνιον και ανέφερε ταύτα συμπληρώσας ότι «Τείχος αδαμάντινον προσεβάλομεν, είναι δε ευκολώτερον να πείση εκείνος ημάς ή αυτός να πεισθή παρ’ ημών». Καταπλαγείς τότε ο Λικίνιος και φοβούμενος την του Μάρτυρος παρρησίαν, μήπως ταύτα λέγων δημοσία διαπομπεύση την των βεβήλων θεών ασεβή θρησκείαν και τοιουτοτρόπως πολλούς εκ της των ειδωλολατρών θρησκείας αποσπάση, εσκέφθη να αποφασίση ευθύς κατά του Αγίου τον θάνατον. Όμως είπεν εις τον έπαρχον· «Πάλιν δια της πείρας σου πρόσφερον κολακείας και δείξον τρυφερότητα και πάλιν περισσότερον επίμεινε, μήπως παραδιδόμενος εις περισσοτέρας δωρεάς αναγκασθή να υποκύψη εις το παρ’ ημών επιδιωκόμενον. Εάν δε παραμείνη απειθών όλως διόλου, απόκοψον δια ξίφους την επίμονον αυτού κεφαλήν και ρίψον αυτήν ατιμωτικώς εις την θάλασσαν μακράν του αμοίρου σώματος, ώστε ούτε νομίμως να ταφή, ούτε οι Χριστιανοί χαίροντες να λάβωσι τούτο και να το τιμήσωσι μετά μεγάλου σεβασμού». Ταύτα ο έπαρχος διεβίβασεν εις τον Άγιον. Αλλ’ αν και μετεχειρίσθη τρόπον θωπευτικόν, ο του Χριστού Αθλητής έμενεν άκαμπτος· μάλλον δε και θερμότερος εδεικνύετο, εις το να ποθή διακαώς το Μαρτύριον. Δια τούτο μη υπομένων πλέον ο έπαρχος και αφού εμαστίγωσε πρότερον τον Άγιον, απήγγειλε την του θανάτου απόφασιν. Ο δε Άγιος Μάρτυς Βασιλεύς πλήρης ευφροσύνης προσήρχετο προς το Μαρτύριον, απελευθερούμενος του παρόντος βίου ως από δεσμωτηρίου και εις κατάλληλον στιγμήν ανέπεμψε προς Κύριον ευπρόσδεκτον ψαλμωδίαν και ευχαρίστως ύμνει τον Θεόν, τον ούτω, κατά το συμφέρον εις αυτόν, πάντα οικονομήσαντα. Κατόπιν, σταθείς εις θέσιν προσευχής, ως φιλόστοργος πατήρ και υπέρ πάντα άλλον φιλότεκνος ηυχήθη το ποίμνιον δια των εξής λόγων· «Κύριε ο Θεός μου, ο δια του λόγου τα σύμπαντα δημιουργήσας, τα τε ορατά και τα αόρατα και δια του ρήματος της δυνάμεώς Σου σοφώς συγκρατών και σωτηρίως διακυβερνών, επάκουσόν μου της δεήσεως και διαφύλαξον από παντός κινδύνου το πιστόν σου ποίμνιον τούτο, του οποίου κατέστησάς με Ποιμένα καθώς και πάσαν την περιοχήν ταύτην και ρύσαι αυτούς από πάσης ματαιότητος των ειδώλων, αιρετικής φλυαρίας και δαιμονικών τεχνασμάτων. Λύτρωσαι αυτούς από πάσης κακώσεως, πάσης θεηλάτου οργής και πάσης μάστιγος και κατάστησον αυτόν λαόν ευαρεστούντα Σοι, ίνα εν αυτοίς δοξάζηται το πανάγιόν Σου όνομα, ότι Σοι η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Ταύτα δε ειπών και ασπασάμενος δι’ αγίου φιλήματος τους Κληρικούς και τον Ελπιδοφόρον είπεν εν χαρά εις τον δήμιον· «Πράξον, ω φίλε, το προσταχθέν σοι». Ούτω χαίρων αποτμηθείς, εξεδήμησε προς Κύριον ο μακάριος Βασιλεύς. Αλλά και μετά το τέλος του μακαρίου ανδρός ο διώκτης τύραννος δεν ηρέμησεν, αλλ’ ώρισεν, ίνα το καλλίνικον σώμα ατίμως απορριφθή εις την θάλασσαν μόνον και μακράν από της πόλεως, ίνα μη εύρωσιν αυτό οι Χριστιανοί και δεόντως το τιμήσωσι. Τούτο όμως ούτως ωκονόμησεν ο Κύριος, ίνα και η θάλασσα και η των υδάτων φύσις αγιασθή δια τούτου, καθό προμιανθείσα δι’ αμαρτωλών αιμάτων. Δια ταύτα λοιπόν εθλίβοντο βαθύτατα οι Κληρικοί, μάλιστα δε διότι ουδέ να τον θάψουν κατηξιώθησαν, ουδέ την θεολόγον να παραλάβωσι Κάραν, ίνα έχωσι ταύτην ως Λείψανον σωτήριον και πάντων των δυσχερών συμβάντων ιερόν προφυλακτήριον, αλλά και η πατρίς μεγίστην προστασίαν και σκέπην. Όμως ο Κύριος δεν αφήκε τούτους απαραμυθήτους. Διότι αμέσως κατά την επομένην νύκτα, θείος Άγγελος εφάνη τρις προς τον Ελπιδοφόρον και ανήγγειλε προς τούτον ότι ο Επίσκοπος και Μάρτυς Βασιλεύς παρευρίσκεται εις Σινώπην και εκεί σας αναμένει. Θαυμάζων τότε ο Ελπιδοφόρος έσπευσε και ανεκοίνωσε προς πάντας την οπτασίαν ταύτην, άπαντες δε αφού ήκουσαν ταύτα ανέπνευσαν και της πολλής αθυμίας απηλλάγησαν. Επειδή δε και ο Διάκονος Παρθένιος παρόμοια είδε καθ’ ύπνον, αδιστάκτως ενεπιστεύθησαν εις την θείαν ταύτην οπτασίαν και επιβάντες πλοίου εξ Αμισού ήλθον εις Σινώπην και παρεκάλουν έτι θερμότερον τον Θεόν να υποδείξη εις τούτους το υπό της ψυχής των ποθούμενον, καθοδηγών αυτούς εις τον τόπον εις τον οποίον ευρίσκετο ο προσφιλής των. Διο και της προσευχής των δεν απέτυχον. Διότι και ο άλλοτε επιφανείς εις τον Ελπιδοφόρον θείος Άγγελος, εφάνη και πάλιν και υπέδειξε τον τόπον προς το ακρωτήριον της Σινώπης. Εις το ακρωτήριον αυτό, κάτω από την επιφάνειαν της θαλάσσης ευρίσκετο, ως πολύτιμος μαργαρίτης, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού Βασιλεύς. Απλώσαντες δε εκείνοι τα της πίστεως δίκτυα, ανείλκυσαν εκ του βυθού το ιερόν Λείψανον άρτιον, ολόκληρον, άφθαρτον, ω του θαύματος! εφαίνετο δε τούτο ως να εκοιμάτο, πεπληρωμένον υπάρχον θείας Χάριτος, η δε ιερά αυτού κεφαλή ήτο προσηρμοσμένη εις το καλλίνικον σώμα και μόνον ως ερυθρά ταινία εφαίνετο η τομή. Τα πάντα τότε επληρώθησαν ευωδίας αρρήτου κατά πολύ ευωδεστέρας πολυτίμων μύρων και αρωμάτων και παντός άλλου αρώματος εξ όσων η Ινδική χώρα και η πλουσία Ανατολή παράγει. Ταύτα δε, αν και το μαρτυρικόν και αθλοφόρον σώμα παρέμεινεν επί τόσας ημέρας εντός της θαλασσίας φθοράς και εν τω μέσω των κητών της θαλάσσης. Αλλ’ υποχωρούν τα στοιχεία και η θάλασσα και τα θηρία προ των θεραπόντων του Θεού και τα υπέρ την φύσιν υπηρετούσιν. Παραλαβόντες λοιπόν το πάντιμον σκήνος οι ιεροί μαθηταί και ο φιλομάρτυς Ελπιδοφόρος, μετά χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και εντίμως κηδεύσαντες, απέθεσαν τούτο εντός ξυλίνης λάρνακος, μετεκόμισαν δε τούτο εις την πατρίδα των, την ποίμνην του Αγίου, κατέθεντο δε τούτο εν τάφω εις τον πρώην παρ’ αυτού ανεγερθέντα Ναόν, διασφαλίσαντες αυτό ως θησαυρόν αναφαίρετον, πολυτίμων λίθων διαφανέστερον και χρυσού καθαρού τιμαλφέστερον. Αυτός είναι ο Βίος, οι λόγοι, οι αγώνες, οι άθλοι και η μακαρία τελείωσις του θείου Πατρός ημών Βασιλέως. Ούτω η γη και η θάλασσα του Ευξείνου και της Προποντίδος δι’ αυτού ηγιάσθη, αι δε δύο πόλεις η Αμάσεια και η Σινώπη, αγιασμού εξαιρέτου απήλαυσαν. Η Σινώπη, η μετά τον εξαίσιον και φρικτόν ανάπλουν προσδεχθείσα τον καλλίνικον και ως δια βασιλικής αλουργίδος και κοσμήματος δια τούτου κατακοσμηθείσα, δια της αμάχου δε προστασίας τούτου περιτειχιζομένη και η Αμάσεια η τούτον γεννήσασα και διαθρέψασα, η υπ’ αυτού ποιμανθείσα και της ποιμαντικής τούτου απολαμβάνουσα και το θείον σκήνος εγκολπωθείσα. Επί πλέον δε πλουτίζουσα δια του πλούτου του παμμεγίστου Ιεράρχου, του πολιούχου, του αγρύπνου φύλακος, του της χαραυγής νοητού αστέρος, του ακόμη περισσότερον από τον αισθητόν αστέρα ψυχάς διαφωτίζοντος και καταλάμποντος. Διότι του μεν αισθητού αστέρος η νυξ ή μικρόν τι νέφος επισκιάζει το φως, του δε νοητού τούτου αστέρος, του Ιερομάρτυρος Βασιλέως, άσβεστοι και αειλαμπείς είναι αι ακτίνες και ανέσπεροι αι μαρμαρυγαί. Ουδείς δε ας μη εκπλήσσεται δια τα εν τη θαλάσση παραχωρηθέντα εις τον Μάρτυρα. Διότι, εν συγκρίσει προς την δημιουργίαν του ουρανού και του ηλίου, της σελήνης και των αστέρων, της γης και της θαλάσσης και του μεγέθους των απεράντων πόντων, ως και προς την πρωμένην μεγαλοπρέπειαν, το ως προς τον Άγιον Βασιλέα ιστορούμενον θαύμα, παιδιά λογίζεται μεταξύ των έργων του Θεού, του τα πάντα καθοδηγούντος δια μόνου του θελήματός Του και προς την θέλησίν Του κατευθύνοντος, προς τον οποίον παρευρισκόμενος νυν ο πράγματι ουράνιος ούτος Ιερεύς, προσφέρει θυσίαν ανάλογον προς τους Αγγέλους, επί του νοερού θυσιαστηρίου, θυσίαν την οποίαν πάντοτε θερμώς επεθύμησεν. Αλλ’, ω ιερά κεφαλή, των Ιερομαρτύρων το εγκαλλώπισμα, τους την πανένδοξόν σου πανήγυριν επιτελούντας και την άθλησίν σου διακηρύττοντας, την οποίαν ο Ύψιστος εδόξασε δια της σεπτής Αυτού Αναστάσεως, σκέπε δια του ελέους σου, παρακαλών τον Κύριον χάριν αυτών, τον δοξάσαντά σε και δι’ ουρανίου στεφάνου στεφανώσαντα· Ω τιμή και δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰ

Δημοσίευση από silver »

ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ
Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ, τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν
δι' ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε.

Κοντάκιον
Ἦχος β'
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.

Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.


----------
Τη ΚΖ΄ (27η) Απριλίου μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΣΥΜΕΩΝ συγγενούς, ήτοι αδελφού, του Κυρίου, Επισκόπου Ιεροσολύμων. Συμεών ο Άγιος Ιερομάρτυς ήτο υιός Ιωσήφ του Μνήστορος, εις εκ των τεσσάρων υιών τους οποίους εγέννησε με την προτέραν αυτού γυναίκα, ήτοι τους Ιάκωβον, Ιωσήν, Ιούδαν και Σίμωνα, τουτέστι τούτον τον Συμεών, επειδή το Σίμων του Συμεών είναι υποκοριστικόν όνομα. Διότι ούτω και ο Απόστολος Πέτρος εν τη αρχή της δευτέρας Καθολικής αυτού Ε[ιστολής και Σίμων και Συμεών γράφεται (Β΄ Πέτρου α:1). Τούτον λοιπόν τον Συμεών ή Σίμωνα οικειοποιήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και Θεός και καταδέχθη να ονομάζεται αδελφός Αυτού κατά σάρκα, καθόσον ο Ιωσήφ ενομίζετο υπό των αγνοούντων ως Πατήρ Του. Εκείνος έχρισε τούτον και Ιερέα, ίνα κηρύττη την επί της γης παρουσίαν Αυτού και, μετά τον αδελφόθεον Ιάκωβον, έγινεν ούτος δεύτερος Πατριάρχης των Ιεροσολύμων, ως γνήσιος μαθητής του Χριστού και ουχί ως μισθωτός. Αφ’ ου δε μετέβαλε τον εαυτόν του εις ναόν του Αγίου Πνεύματος, κατεκρήμνισε τους ναούς των ειδώλων και τους πεπλανημένους ειδωλολάτρας και Ιουδαίους ωδήγησεν, εις το φως της θεογνωσίας. Πολλάς δε και διαφόρους βασάνους υπομείνας δια την του Χριστού Πίστιν, τελευταίον εσταυρώθη, εις ηλικίαν ετών εκατόν είκοσι και ούτως από του Σταυρού ανήλθεν προς τον παρ’ αυτού ποθούμενον Χριστόν, ίνα λάβη τον αμάραντον στέφανον της δόξης. Εσταυρώθη δε επί της βασιλείας Τραϊανού (98 – 117) και δη εν έτει 98ω.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ • Μᾶς λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:

Δημοσίευση από silver »


Ἔφθασε λοιπὸν ἡ πολυπόθητη καὶ σωτήρια γιορτή, ἡ ἀναστάσιμη ἡμέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, ἡ ἀφορμὴ τῆς καταλλαγῆς, ἡ κατάργηση τῶν πολέμων, ἡ κατάλυση τοῦ θανάτου, ἡ ἧττα τοῦ διαβόλου. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἀναμείχτηκαν μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ προσφέρουν τώρα πιὰ τὶς ὑμνῳδίες τους μαζὶ μὲ τὶς ἀσώματες δυνάμεις. Σήμερα καταλύθηκε ἡ τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ ᾅδη ἐξαφανίστηκε. Σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο νὰ ἀναφωνήσουμε πάλι «ποῦ σου θάνατε τὸ κέντρον; ποῦ σου ᾅδη τὸ νῖκος;». Ἀπὸ θνητοὶ γίναμε ἀθάνατοι, ἀπὸ νεκροὶ ἀναστηθήκαμε καὶ ἀπὸ νικημένοι γίναμε νικητές. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ νεκρὸς οὐδείς ἐπὶ μνήματος. «Μετὰ τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, πῆγαν οἱ Ἰουδαῖοι στὸν Πιλᾶτον καὶ εἶπαν (Ματθ. κζ´ 63 - 65): «Κύριε ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι· Κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. Ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. Οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας». Πράγματι ὁ Πιλᾶτος τοὺς ἔδωσε 100 στρατιῶτες, μὲ τὸν Ἅγιο Λογγῖνο ἑκατόνταρχο. Πενήντα ἐφύλαγον ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ πενήντα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Αὐτοὶ δὲ ἐσφράγισαν τὸν Τάφο. Τί φοβήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι; Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τὸν προφήτη Ἰωνᾶ. «Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται παρὰ μόνον τὸ σημεῖον τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ». Δηλαδὴ καθὼς ὁ προφήτης Ἰωνᾶς ἦταν μέσα στὴν κοιλία τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύκτες ἔτσι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ μείνη μέσα στὸν τάφο καὶ στὰ βάθη τῆς γῆς τρία ἡμερονύκτια. Ὅπως ἀναφέρεται στὸν «Θησαυρὸ» τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ Ὑποδιακόνου: Ὅταν τὰ μεσάνυκτα ἔγινε τρομερὸς σεισμὸς Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐράνο καὶ κύλισε τὸν λίθο ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ Τάφου, οἱ δὲ φύλακες ἀπὸ τὸ φόβο τους ἔφυγαν. Τότε βρῆκαν εὐκαιρία οἱ Μυροφόρες καὶ πῆγαν μὲ τὰ μύρα στὸν Τάφο. Καὶ πρώτη ἡ ὁποία «ἐγνώρισε» τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ κυρία Θεοτόκος καὶ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ ἀμφισβητῆται ἡ Ἀνάσταση λόγω τῆς παρουσίας τῆς Παναγίας Μητρός Του, γιὰ τοῦτο λέγουν οἱ Εὐαγγελιστὲς ὅτι στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ μόνον ἐφάνη. Ποιὲς εἶναι οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ποὺ πῆγαν στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὰ μύρα; Ἀναφέρεται ὅτι πολλὲς εἶναι οἱ Μυροφόρες, ἀλλὰ οἱ κυριότερες εἶναι ἑπτά. Πρώτη εἶναι ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία ἀπὸ τὴν ὁποία ἔβγαλε ὁ Κύριος ἑπτὰ δαιμόνια. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου πῆγε στὴν Ρώμη ὅπου θεράπευσε τὸ μάτι τοῦ βασιλέως Τιβερίου καὶ αὐτός ἀπὸ αὐτὴν τὴν εὐεργεσία ἐφόνευσε τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ αὐτὸν τὸν Πιλᾶτο. Ἀπέθανε στὴν Ἔφεσο, ὅπου τὴν ἐνταφίασε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Δεύτερη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σαλώμη, ἡ ὁποία λέγεται ὅτι ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος. Τρίτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Ἰωάννα, γυναίκα τοῦ Χουζᾶ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίτροπος καὶ οἰκονόμος στὸν οἶκο τοῦ βασιλέως Ἡρῴδη. Τέταρτη Μυροφόρος ἦταν ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία ἄλειψε τὸν Χριστὸ μὲ τὸ μύρο, ὅταν ἀνέστησε τὸν Λάζαρο. Πέμπτη εἶναι ἡ ἀδελφή της Μάρθα. Ἕκτη Μυροφόρος εἶναι ἡ Μαρία ἡ γυναίκα τοῦ Κλωπᾶ ἢ Κλεόπα, τὴν ὁποίαν ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης τὴν ὀνομάζει ἀδελφή τῆς Θεοτόκου. Ἕβδομη Μυροφόρος εἶναι ἡ Σωσσάνα. Οἱ Μυροφόρες λοιπὸν ἦσαν αὐτὲς ποὺ πρῶτες πῆγαν στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου, ἐμίλησαν μὲ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ἦταν στὸν Τάφο καὶ ἀνήγγειλαν στοὺς Ἀποστόλους τήν Ἀνάσταση. Ἡ παραμονὴ τοῦ Κυρίου στὸν Ἅδη ἦταν τριήμερος. Ὅπως λέγουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἡ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου μετρᾶται ὡς μία ἡμέρα, διότι ἔτσι μετροῦσαν τὰ ἡμερονύκτα οἱ Ἑβραῖοι... Ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τῆς Παρασκευῆς μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τοῦ Σαββάτου ἡ δεύτερη ἡμέρα· καὶ ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου τοῦ Σαββάτου, ὁπότε ἀρχίζει τὸ ἡμερονύκτιο τῆς Κυριακῆς μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τρίτη ἡμέρα. Λοιπὸν ἂς ἑορτάσουμε σήμερα, ἂς τιμήσουμε τὸν Χριστὸ τὸν σήμερον ἀναστάντα ὄχι μὲ χορούς, ὄχι μὲ μέθες καὶ ἀργολογίες, ὄχι μὲ παιγνίδια καὶ τραγούδια καὶ μὲ ὅσα χαίρεται ὁ δαίμων, ὅταν τὰ κάνουμε, ὄχι μὲ ἐξόδους κακὲς καὶ πολυφαγίες, ἀλλὰ μὲ εὐχαριστία, μὲ δοξολογία, μὲ καθαρὰ καρδία, καὶ μὲ ὅσα χαίρεται ὁ Θεός. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς π. Μᾶρκος ἡ νηστεία τελείωσε, ἀλλὰ ὄχι ἡ ἐγκράτεια. Τοὺς πτωχοὺς ἂς θρέψουμε, τοὺς γυμνοὺς ἂς ἐνδύσουμε, τοὺς διψασμένους ἂς ποτίσουμε, τοὺς ἀσθενεῖες ἂς κοιτάξουμε, τοὺς φυλακισμένους ἂς κυβερνήσουμε. Τότε νὰ ποῦμε ὅτι ἐπανηγυρίσαμε· τότε νὰ καυχηθοῦμε ὅτι ἑορτάσαμε· τότε νὰ δεχθῆ ὁ Θεὸς καὶ τὴν ἑορτή μας· τότε νὰ χαροῦν οἱ Ἄγγελοι, τότε νὰ λυπηθοῦν οἱ δαίμονες.

---------
Τη ΚΗ΄ (28η) Απριλίου μνήμη των Αγίων Εννέα Μαρτύρων, των εν Κυζίκω μαρτυρησάντων, ΘΕΟΓΝΙΔΟΣ, ΡΟΥΦΟΥ, ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ, ΘΕΟΣΤΙΧΟΥ, ΑΡΤΕΜΑ, ΜΑΓΝΟΥ, ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ, ΘΑΥΜΑΣΙΟΥ και ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ.

Θέογνις ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς και οι μετ’ αυτού εν Κυζίκω συμμαρτυρήσαντες Άγιοι Μάρτυρες Ρούφος, Αντίπατρος, Θεόστιχος, Αρτεμάς, Μάγνος, Θεόδουλος, Θαυμάσιος και Φιλήμων κατήγοντο μεν εκ διαφόρων τόπων, συνελήφθησαν δε υπό των ειδωλολατρών εν Κυζίκω και ερωτηθέντες περί της του Χριστού Πίστεως, κατήσχυναν τον άρχοντα της Κυζίκου δια της γενναίας αυτών γνώμης, εμπαίξαντες την πλάνην των ειδώλων. Ετιμωρήθησαν τόυε με διαφόρους βασάνους, δεν εθυσίασαν όμως εις τα είδωλα, αλλά προσέφερον εαυτούς θυσίαν ζώσαν εις τον ζώντα Θεόν, αποκεφαλισθέντες δια ξίφους. Όθεν και μετά θάνατον εγένοντο άμισθοι ιατροί διαφόρων παθών εις τους μετά πίστεως προς τολυτους προσερχομένους.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Απριλίου, μνήμη των Αγίων Αποστόλων ΙΑΣΟΝΟΣ και ΣΩΣΙΠΑΤΡΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ιάσων και Σωσίπατρος οι Άγιοι του Χριστού Απόστολοι εγένοντο απ’ αρχής γνήσιοι μαθηταί και ακόλουθοι του μακαρίου Αποστόλου Παύλου, έφθασαν δε και μέχρι των ημερών καθ’ ας εβασίλευεν ο Κερκυλλίνος εις την νήσον Κέρκυραν, φόρου τότε υποτελή υπάρχουσαν εις τους Ρωμαίους. Πολλοί δε τότε εκ των πιστευόντων εις τον Κύριον, σκληρώς παρά τούτου βασανιζόμενοι, ανελάμβανον τον της αθανασίας αγώνα και κατηξιούντο των στεφάνων του Μαρτυρίου, μεταξύ των οποίων πρώτοι υπήρξαν οι ένδοξοι ούτοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος. Κατά την εποχήν εκείνην ο μακάριος Παύλος, το πολύτιμον σκεύος της εκλογής, το στόμα του Χριστού, το φως εις τον κόσμον, έως εσχάτων την οικουμένην άπασαν διατρέχων και τον λόγον της αληθείας πανταχού σπείρων, εξορίζων ούτω εκ της οικουμένης τον διάβολον ώστε ουδέν σημείον της γης να μείνη άνευ της γνώσεως της Πίστεως του Χριστού, έφθασε και εις την πόλιν της Θεσσαλονίκης. Απλώσας δε εις ταύτην τας μυστικάς σαγήνας της του Κυρίου διδασκαλίας, προ παντός άλλου εσαγήνευσε τον Ιάσονα και μετά τούτον τον Σωσίπατρον ορμηθέντα εξ Αχαϊας, τούτους δε αειλαμπείς φωστήρας ανέδειξε, την οικουμένην άπασαν καταυγάζοντας, των οποίων πλέξας και την αρχήν των εγκωμίων, έλεγεν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του· «Ασπάζονται υμάς Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου» (Ρωμ. ιστ: 21). Διότι ούτοι, αν και δεν ετύγχανον συγγενείς αυτού εξ αίματος, συνεταυτίσθησαν προς αυτόν ένεκα της υπερβολικής των αρετής και της προς αυτόν αγάπης των, εξ ης υπήκουον εις όλα αυτού τα νεύματα. Ούτοι λοιπόν οι θείοι και πανάριστοι άνδρες Ιάσων και Σωσίπατρος, γενόμενοι εξ αρχής καρποφόρος αγρός του θείου Παύλου, ως προείπομεν, πάσαν την Δύσιν, εντός του σκότους της ασεβείας ευρισκομένην, κατεπλημμύρισαν δια του φωτός της του Χριστού αληθείας χωρίς να ολιγωρήσουν προ ουδενός κινδύνου, βίον μεν ακηλίδωτον διάγοντες, τον δε θείον λόγον κηρύσσοντες πανταχού. Και ο μεν τρισμακάριος Ιάσων είχεν εξ αρχής αναλάβει την διακυβέρνησιν της Μητροπόλεως Ταρσού, την οποίαν ως ιδιαιτέραν του πατρίδα του είχεν εμπιστευθή ο θείος Παύλος, ο δε μακάριος Σωσίπατρος της του Ικονίου Εκκλησίας την προστασίαν εκληρώσατο. Αφού δε επ’ αρκετόν χρόνον εποίμανον δια της Χάριτος του Κυρίου τας Εκκλησίας ταύτας και ηύξησαν ικανώς αυτάς δια των διδασκαλιών των, υπό θείου ζήλου κινούμενοι ήλθον αμφότεροι εις την Δύσιν. Αφιχθέντες λοιπόν εις την πόλιν των Κερκυραίων ανήγειραν έξω των τειχών της πόλεως ταύτης Ναόν του Θεού περικαλλή, επ’ ονόματος του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εις τον οποίον δοξολογούντες νύκτα και ημέραν τον Θεόν ωδήγουν πλείστους προς την αληθή Πίστιν. Όθεν, νύκτα τινά, ενώ οι Άγιοι προσηύχοντο και παρέτειναν επί μακρόν την ικεσίαν, προσελθόντες τινές των ειδωλολατρών είπον προς αυτούς· «Είπατέ μας, ω ξένοι, τις είναι αύτη η νέα διδαχή και ποία η Πίστις και η προσδοκία υμών; Διότι, καθώς φαίνεται, μεγάλα είναι ταύτα και θαυμαστά και τον ανθρώπινον νουν υπερβαίνοντα». Απήντησαν τότε οι Άγιοι· «Βεβαίως, αυτά τα οποία διδάσκομεν είναι μυστήρια του αληθούς Θεού, καθώς και η Πίστις την οποίαν κηρύσσομεν είναι αληθής και άμωμος». Εδείκνυον δε προς αυτούς οι Άγιοι τον Σταυρόν του Χριστού και το Ευαγγέλιον και έλεγον· «Η Πίστις ημών των Χριστιανών δεν κατανοείται δι’ αποδεικτικών λόγων, ως σεις νομίζετε, αλλά μάλλον δι’ έργων φανερών και αδιαψεύστων. Διότι αρχαιοτέρα είναι η δια των έργων πληροφορία παρά η δια των λόγων απόδειξις. Και όπου η ενεργός Πίστις εμφανίζεται, εκεί περιττή καθίσταται η δια των λόγων απόδειξις». Ταύτα λοιπόν και άλλα περισσότερα ακούοντες οι προσερχόμενοι επίστευον εις τον Σωτήρα Χριστόν, πειθόμενοι εις την διδασκαλίαν των Αγίων. Εβαπτίζοντο δε καθ’ εκάστην και προσετίθεντο εις τους του Κυρίου πιστούς πλήθη ανδρών και γυναικών, ώστε και αυτός ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, ακούσας τα γενόμενα και πληροφορηθείς περί των Αγίων, ηγανάκτησεν. Όθεν έστειλε τους ανθρώπους του και τους έφεραν ενώπιόντου. Λέγει δε προς αυτούς· Ειπέτε μοι, πόθεν είσθε; Και ποίος είναι εκείνος όστις σας εδίδαξε τοιαύτας διδασκαλίας, αντιθέτους των πατρώων συνηθειών και προσπαθείτε να εμποδίσετε τας των μεγίστων θεών θυσίας, επεκτείνοντες και μεγαλοποιούντες την λατρείαν του Εσταυρωμένου»; Οι δε Άγιοι απήντησαν· «Πόθεν είμεθα, δεν είναι ανάγκη να σου είπωμεν. Μαθηταί δε κατέστημεν των Αποστόλων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και ιδού ευαγγελιζόμεθα προς πάντας τους ανθρώπους να απομακρύνωνται από των ματαίων και ψευδωνύμων θεών και να επιστρέψωσι προς τον αληθή Θεόν, τον ζώντα, τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην και την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς είπε προς τους Αγίους· «Πεισθήτε εις εμέ και αφού αρνηθήτε εκείνον τον Χριστόν τον οποίον παραδέχεσθε, θυσιάσατε εις τους θεούς προς τους οποίους προσφέρει θυσίας άπασα η Οικουμένη και ούτω η ψυχή υμών ζήση εντίμως· ει δε μη, γνωρίσατε, ότι θέλετε δοκιμασθή δια βασάνων, των οποίων παρομοίας ούτε ηκούσατε, ούτε είδετε, τα δε σώματα υμών θέλω προσφέρει ως βοράν εις τα θηρία και εις τα όρνεα». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ακουσον, ω βασιλεύ· επί μεν των σωμάτων ημών έχεις εξουσίαν και ως θέλεις τιμώρησον ταύτα· μαστίγωσον, καύσον δια πυρός, ρίψον εις την θάλασσαν ή εφάρμοσον οίαν δήποτε άλλην απάνθρωπον τυραννίαν θέλεις επινοήσει. Επί δε των ψυχών μας εξουσίαν δεν έχεις. Διότι μόνος ο Θεός έχει ταύτην, ο εξουσιάζων πάσαν πνοήν». Ο βασιλεύς όμως ουδόλως υπεχώρει, αλλ’ επέμενε, προσπαθών έτι μάλλον να εξαναγκάση τους Αγίους να θυσιάσωσιν εις τους ανυπάρκτους θεούς. Είπον τότε προς τον βασιλέα μετά παρρησίας οι Άγιοι· «Εχθρέ πάσης δικαιοσύνης και αληθείας, υιέ διαβόλου, δεν εντρέπεσαι να ονομάζης θεούς, τους διαπράξαντας τα της αισχύνης έργα; Διότι, ποίον άρα γε έργον άξιον είδες πραχθέν εκ μέρους τούτων; Δεν είναι τα μεγαλύτερα τούτων έργα, δια τα οποία και υπερηφανεύονται, μέθαι, ασέλγειαι, καταπόσεις τέκνων, μαγείαι, παιδοκτονίαι και μύρια άλλα»; Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς σφοδρώς εξωργίσθη και διέταξε να κλείσουν τους Αγίους εις το δεσμωτήριον, έως ότου σκεφθή τι θέλει πράξει κατ’ αυτών. Εντός δε του δεσμωτηρίου, όπου εφυλάκισαν τους Αγίους, υπήρχον εγκάθειρτοι επτά λησταί, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος, Σατορνίνος ονομαζόμενος, καθ’ ην ώραν εισήρχοντο οι Άγιοι εις την φυλακήν, είδε νεανίαν ωραίον και ακτινοβολούντα, προηγούμενον αυτών. Αμέσως τότε ούτος προσελθών προς τους Αγίους ανεκοίνωσε το υπ’ αυτού οραθέν, ενώπιον πάντων. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Εάν τούτο είδες, άνθρωπε, τι εμποδίζει και σε να πιστεύσης εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον αποστείλαντα τον Άγγελον Αυτού δια την σωτηρίαν και την διαφύλαξιν των προς Αυτόν ελπιζόντων»; Ο Σατορνίνος τότε και οι λοιποί φυλακισμένοι, ονομαζόμενοι Ιακίσχολος,Φαυστιανός, Ιανουάριος, Μαρσάλιος, Ευφράσιος και Μάμμος, απήντησαν· «Δούλοι του όντως αληθούς Θεού προσευχηθήτε υπέρ ημών, διότι ήδη αποθνήσκομεν, επειδή είναι ήδη οκτώ ημέραι, αφ’ ότου δεν ελάβομεν ουδόλως τροφήν». Οι δε Άγιοι, γονυπετήσαντες και προσευχηθέντες, είπον προς αυτούς· «Εάν πιστεύετε εξ όλης ψυχής εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον οποίον ημείς κηρύσσομεν, ούτε λιμός ούτε κίνδυνος ούτε άλλη τις θλίψις είναι δυνατόν να σας κυριεύση». Τότε ο Σατορνίνος και οι άλλοι εγκάθειρκτοι είπον ως εξ ενός στόματος· «Πιστεύομεν, κύριοι, ότι μέγας είναι ο Θεός υμών και αληθώς ηννοήσαμεν, ούτε ουδαμού αλλού δύναται να υπάρξη βοήθεια και σωτηρία, ει μη εις το όνομα Αυτού». Ότε δε και πάλιν προσηυχήθησαν οι Άγιοι, αίφνης επληρώθη η φυλακή αρρήτου ευωδίας, ωσάν να είχον ευρεθή εκεί όλα τα αρώματα, όλα τα κρίνα του αγρού, όλα τα ρόδα και παν εύοσμον άνθος. Έχαιρον λοιπόν άπαντες και ηγάλλοντο, ως να ευρίσκοντο εις θείον Παράδεισον. Ο δε δεσμοφύλαξ Αντώνιος, ο εμπεπιστευμένος εις την φύλαξιν των κρατουμένων, ευρίσκετο εξηπλωμένος επί της κλίνης του. Και ως ησθάνθη την ευωδίαν ταύτην, εξυπνήσας αμέσως και εγερθείς, διότι ήτο μεσονύκτιον, είδε δια τινος οπής λαμπρόν γως εντός της φυλακής και λευκήν περιστεράν υπεριπταμένην των Αγίων. Ήκουσε δε και φωνήν αναπεμπομένων ύμνων, ως να εψάλλοντο υπό πολλών. Εκπλαγείς δε εκ του παραδόξου τούτου θαύματος ήνοιξεν αμέσως τας θύρας της φυλακής και εισελθών έντρομος εγονυπέτησε προ των Αγίων, παρακαλών να αξιωθή και αυτός μετά των ληστών, τους οποίους εφρούρει, της δια του Αγίου Πνεύματος αναγεννήσεως. Κομισθέντος δε ύδατος, ο Άγιος Ιάσων προσέφερεν εις τον Αντώνιον και τους εν τη φυλακή κρατουμένους το λουτρόν της επουρανίου Χάριτος, αναδείξας αμέσως τους των δαιμόνων πρώην υπηρέτας υιούς Θεού και κληρονόμους δια της Χάριτος του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά τινας ημέρας, πληροφορηθείς τα συμβάντα ο βασιλεύς, διέταξε να παρουσιασθή προ του βήματος αυτού ο Αντώνιος. Ευθύς δε ως ήλθον οι στρατιώται και έκυψαν ίνα ίδωσιν εντός της φυλακής, απέμειναν έκθαμβοι από τα θαυμάσια του Θεού τα οποία είδον. Διότι κατά την ώραν εκείνην είδον φοβερόν νεανίαν αποστράπτοντα, όστις εις με την δεξιάν αυτού χείρα εκράτει Σταυρόν, εις δε την αριστεράν ρομφαίαν. Είδον ακόμη οι στρατιώται εντός της φυλακής και ετέρους δέκα άνδρας έχοντας κεκοσμημένας τας κεφαλάς των δια χρυσών στεφάνων και ήκουσαν φωνήν, δια της οποίας ούτοι έψαλλον «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου». Μη τολμήσαντες δε να εισέλθουν, επέστρεψαν εις τον βασιλέα και ανέφεραν εις αυτόν όσα είδον και ήκουσαν εις την φυλακήν. Tαύτα ακούσας ο βασιλεύς και έκπληκτος γενόμενος, διότι ενόμισεν ότι εκ τινος μαγικής ενεργείας εγένοντο τα υπό των στρατιωτών οραθέντα, παρέμεινε σκεπτόμενος τι μέλλει να πράξη. Μετ’ ολίγον δε έστειλε και προσεκάλεσε ένα εκ των μάγων, προς τον οποίον είπεν· «Εάν υπάρχη εις σε δύναμίς τις παρά του Διός δωρηθείσα, εγέρθητι και στήθι αντιμέτωπος των εχθρών Ιάσονος και Σωσιπάτρου, οίτινες τερατουργούν δια μαγικών τεχνασμάτων. Διότι ανεστάτωσαν την πόλιν ημών, υποδυόμενοι ξένας μορφάς και ούτω πάντες ακολουθούσιν αυτούς». Απεκρίθη τότε ο μάγος προς τον βασιλέα·»Πρόσταξον μόνον, ω βασιλεύ, και όλαι αι επιθυμίαι σου τάχιστα θέλουσιν εκτελεσθή». Είπε τότε ο βασιλεύς· «Εκείνο το οποίον θέλεις να πράξης, πράξον τάχιστα». Τότε εκείνος ο πλάνος εζήτησε να του φέρωσι ζεύγος βοών, άροτρον και σίτον. Τούτων ταχέως προσκομισθέντων, λαβών το άροτρον ο γεωργός του ψεύδους και της εαυτού απωλείας, ηροτρίασε κατά τον τρόπον του τον αγρόν και παρευθύς έσπειρε τον σίτον και την ιδίαν στιγμήν εβλάστησεν ο σίτος και εσχημάτισε βλαστόν και στάχυν και ανεβλάστησε φύλλα εν τω βλαστώ και είραν εν τω στάχει. Ευθύς τότε εφάνη ο αγρός κατάλευκος και κατάλληλος προς θερισμόν. Θερίσας δε ο πλάνος τον σίτον και καθαρίσας μετέφερεν εις τον μύλον, παρουσία του βασιλέως. Τούτον δε αλέσας και ζυμώσας, έπλασεν άρτον επί της χειρός του. Ταύτα ιδών ο βασιλεύς, έμεινεν έκπληκτος. Αφού δε έφαγε τον άρτον, εφώναξεν ειπών· «Ω Ζευ, μέγιστε των θεών, μέγας είσαι πράγματι και δεν υπάρχει ισχυρός, εκτός σου, όστις παρέχεις εις τους φοβουμένους σε την δύναμιν εις μίαν ώραν να σπείρωσι, να θερίζωσι, να αλέθωσι και να παρασκευάζωσιν άρτον». Ταύτα αφού εφλυάρησεν ο βασιλεύς, εστράφη προς τους συγκεντρωθέντας και είπεν· «Ουδέποτε τοιούτον τι εγώ ήκουσα πραχθέν είτε παρά των αρχαιοτέρων είτε παρά των συγχρόνων. Πως δε πλανώνται τινές και ακολουθούσι τους θαυματοποιούς εκείνους, απορώ». Ταύτα ειπών ανεχώρησε· κατά δε την επομένην, εγερθείς λίαν πρωϊ εκ της κλίνης του και ακολουθούμενος υπό των δορυφόρων του, επορεύθη εις την φυλακήν και επρόσταξε να εξέλθη μόνον ο δεσμοφύλαξ Αντώνιος. Ως δε εκείνος εξήλθεν, ατενίσας προς αυτόν με φοβερόν και άγριον βλέμμα είπε· «Μιαρώτατε και ξένε της των θεών ευμενείας, τις πονηρός δαίμων, προς την κακήν μοίραν οδηγήσας, σε έπεισε να εγκαταλείψης τας παλαιάς συνηθείας και την προγονικήν ευδαιμονίαν και να εξοικειωθής προς την πλάνην των Χριστιανών; Ποίον δε έξιον λόγου θαύμα ιδών παρ’ εκείνων ετόλμησες να πράξης τούτο»; Ο Αντώνιος όμως ουδόλως απεκρίθη εις ταύτα, αλλ’ εποίησε το σημείον του Σταυρού εις το πρόσωπον του τυράννου. Ο δε τύραννος, πληρωθείς υπό θυμού, ευθύς επρόσταξε να αποκόψουν την δεξιάν χείρα του Αντωνίου. Τούτου δε γενομένου, λέγει ο βασιλεύς προς τον μακάριον τούτον· «Που είναι ο Θεός εκείνος τον οποίον σέβεσαι; Εάν αυτός είχε την δύναμιν να σώση τους εις αυτόν πιστεύοντας, ως συ πλανώμενος πιστεύεις, ασφαλώς θα ήθελε σώσει και σε τώρα από την παρούσαν ανάγκην σου». Ο δε Αντώνιος απεκρίθη· «Γνώριζε, βασιλεύ, ότι ουδέν είναι αδύνατον δια τον Θεόν μου, αλλά δια των βασάνων τούτων θέλει να με αποπλύνη από των πολλών μου αμαρτιών, τας οποίας εν αγνοία μου διέπραξα κατά τον μοχθηρόν τούτον βίον, με το να προσφέρω λατρείαν εις είδωλα κωφά και αναίσθητα και ούτω δια της υπομονής και της καρτερίας μου να μοι αποδώση τον στέφανον καταξιών με της μερίδος των σωζομένων. Διότι αυτός είναι μόνος Θεός ζων, αληθής, ισχυρός, εξουσιαστής, δημιουργός των όλων και σωτήρ πάντων των επικαλουμένων Αυτόν. Οι δε ιδικοί σου θεοί είναι κωφά και αναίσθητα βδελύγματα, καταφύγια ακαθάρτων δαιμονίων, μελλόντων να παραδοθώσιν εις το αιώνιον πυρ ομού μετά των σεβομένων αυτά, προς τα οποία όμοιοι θέλουν γίνει οι κατασκευάζοντες αυτά και οι εις ταύτα εμπιστευόμενοι». Τότε ο βασιλεύς, πλήρης οργής, είπε· «Λοιπόν, επειδή ούτος νομίζει ευδαίμονα και λίαν ποθητά τα υπό του δήθεν Αποστόλου του Εσταυρωμένου λεγόμενα, προστάσσω να αποκοπή και η αριστερά αυτού χειρ, και οι δύο πόδες του. και θα ίδωμεν αν έλθη, ίνα βοηθήση αυτόν ο Θεός αυτού». Αν και όμως εγένοντο τα προσταχθέντα μετά μεγίστης ταχύτητος, εν τούτοις ο Άγιος διετήρει την αυτήν υπομονήν, συμπεριφερόμενος ως να έπασχε δι’ αλλοτρίου σώματος. Άγγελος δε Κυρίου εμφανισθείς εις αυτόν, τον ενεθάρρυνε παροτρύνων αυτόν θερμώς να υπομείνη ολίγον ακόμη. Ο δε μακάριος Αντώνιος πληρωθείς χαράς προσηύχετο λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ, διότι κατηξιώθην να πάσχω ταύτα υπέρ του αγίου ονόματός Σου και διότι έδειξας τα ελέη σου εις εμέ τον ανάξιον, αποστείλας τον Άγγελόν Σου ίνα με ενισχύση, παρασχών εις εμέ τον ανάξιον την δύναμιν και την ευψυχίαν να καταλύσω τελείως, Δέσποτα, το θράσος και τας τέχνας τούτου του παρανόμου. Διότι έχω την πεποίθησιν, ότι δεν παραλείπεις βοηθών και αντιλαμβανόμενος τους εν παντί τόπω προς Σε πιστεύοντας». Ταύτα αφού ήκουσεν ο βασιλεύς, καταληφθείς υπό θυμού μέχρι μανίας, είπεν· «Εγώ πολύ συντόμως θέλω εξαφανίσει την ανάμνησίν σου από της γης, ίνα μάθωσι πάντες, ότι εις άνθρωπον θνητόν έχεις τας ελπίδας σου και ουχί εις Θεόν». Ο δε μακάριος Αντώνιος απεκρίθη· «Θέλεις να αντιληφθής ιδίοις όμμασιν, αναιδέστατε και ακάθαρτε κύον, ότι τα πάντα είναι δυνατά εις τον Θεόν μου; Ιδού, βλέπε». Ενώ δε πάντες έστρεψαν τα βλέμματα προς αυτόν, αναβλέψας ούτος προς τον ουρανόν είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, πάταξον δια της ρομφαίας Σου τους αντιτασσομένους εις την δύναμίν Σου, όπως και δια της πείρας πεισθώσιν οι απειθείς ούτοι τα της μεγαλωσύνης Σου και της Βασιλείας Σου». Ευθύς δε ως είπε ταύτα, κρότος μέγας ηκούσθη και βροντή φοβερά, πυρ δε έπεσεν εξ ουρανού επί του παλατίου και κατέκαυσε την γυναίκα και τους δύο υιούς αυτού. Τότε φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας τους εν τη πόλει, πολλοί δε ένεκα του σημείου τούτου επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Και αυτός ακόμη ο βασιλεύς, φοβηθείς σφόδρα, έφυγεν εκ του παλατίου αυτού. Μη εννοήσας δε ο άθλιος την δύναμιν του Χριστού, διότι είχεν εσκοτισμένον τον νουν εκ της μέθης του διαβόλου, προσέταξε να φέρουν συρόμενον ενώπιόν του τον θείον Αντώνιον. Ως δε ωδηγήθη ο Άγιος προ αυτού, είπεν ο βασιλεύς προς τους παρευρισκομένους· «Είδετε πως αι μαγείαι του παμπονήρου τούτου και αυτά τα νέφη προσήγγισαν»; Είπε τότε ο Άγιος Αντώνιος· «Τα νέφη την προσταγήν του Δεσπότου αυτών εξετέλεσαν». Ο βασιλεύς ηρώτησε· «Λοιπόν και επί των νεφών συ κυριαρχείς»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Όχι εγώ, αλλά ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού του Ζώντος». Αποπειραθείς δε εν τη οργή του ο τύραννος να αρπάση τον μακάριον, ίνα τον κατασπαράξη, εστάθη ανίκανος να πράξη τούτο, διότι αμέσως αι χείρες του παρέλυσαν. Εν απορία δε ευρισκόμενος, έδωσε προσταγήν να ρίψουν τον Άγιον συρόμενον έξω της πόλεως και ούτω να αποκεφαλισθή. Ο δε γενναίος Αντώνιος, μέλλων να απομακρυνθή του προσκαίρου τούτου βίου, προσηύχετο μετά δακρύων, λέγων· «Κύριε ο Θεός των δούλων Σου Ιάσονος και Σωσιπάτρου, δέξου εν ειρήνη το πνεύμα μου και ανάπαυσόν με εν σκηναίς των Δικαίων Σου». Αμέσως τότε ήλθε προς αυτόν φωνή εξ ουρανού λέγουσα· «Χαίρε Αντώνιε Αθλητά, καλώς ηγωνίσθης· μακάριος είσαι μεταξύ των ανθρώπων. Ελθέ λοιπόν, ίνα αναπαυθής εις την ητοιμασμένην σοι δόξαν και Βασιλείαν». Ενώ δε ο Άγιος έψαλλε το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος. Ανήρ δε τις, ευλαβής, Θεοδόσιος ονομαζόμενος, πρεσβύτης κατά την ηλικίαν, κρυπτόμενος δια τον φόβον του τυράννου, όστις παρετήρει προσεκτικώς τα συμβαίνοντα και έγραφε ταύτα, ήρπασε μεθ’ ετέρων αδελφών, δια νυκτός, το τίμιον Λείψανον του Αγίου και μετά της πρεπούσης τιμής έκρυψεν αυτό υπό την γην, εις το μέσον του Ναού του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Μετά δύο ημέρας επρόσταξεν ο βασιλεύς να παρουσιασθούν ενώπιόν του οι θείοι Απόσολοι Ιάσων και Σωσίπατρος. Ως δε ούτοι προσήλθον, είπε προς αυτούς· «Μη νομίσητε, ότι και η τωρινή δίκη θα είναι ομοία της προηγουμένης. Διότι ο γλυκύς τρόπος της ομιλίας μου ώξυνεν εις θρασύτητα την ανοησίαν σας, ώστε να γίνετε αίτιοι πολλών κακών και μεγάλης ταραχής εις την πόλιν. Προτού λοιπόν δοκιμάσετε τας σκληράς τιμωρίας, αίτινες εμπρέπουσιν εις την θρασύτητά σας ταύτην, προσπαθήσατε με πάντα τρόπον να εγκαταλείψετε την καινήν ταύτην και ματαίαν θρησκείαν και να παραδεχθήτε τους λόγους μου». Τότε οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Ημείς, ω βασιλεύ, δεν δυνάμεθα να εγκαταλείψωμεν την αληθή Πίστιν, την οποίαν εδιδάχθημεν υπό των Αγίων Αποστόλων του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και απομακρυνόμενοι εκ του φωτός να καταφύγωμεν εις το σκότος. Ένα Θεόν εγνωρίσαμεν, εις τρεις υποστάσεις υπάρχοντα και εις Αυτόν μόνον προσφέρομεν την αληθή προσκύνησιν, τον σεβασμόν και την ευχαριστίαν. Υπέρ λοιπόν ταύτης της Πίστεως, ήτοι της εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, της Μιάς και συμφυούς Θεότητος, απείλει, τιμώρει, σφάττε και πράξον ό,τι θέλεις. Διότι, ως είπεν ο διδάσκαλός μας, το να ζώμεν κατά Χριστόν και υπέρ Αυτού να αποθάνωμεν κέρδος και δόξα είναι δι’ ημάς». Ταύτα ο βασιλεύς ακούσας είπε προς τους Αγίους· «Ηκούσατε οποίας τιμωρίας υπέστη και εις οποίον θάνατον παρεδόθη προ δύο ημερών ο Αντώνιος ο δεσμοφύλαξ παρ’ υμών εξαπατηθείς»; Εις τους λόγους τούτους του βασιλέως απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Ηκούσαμεν, ω βασιλεύ, και εδοξάσαμεν την δύναμιν του Χριστού, διότι δια της πίστεως και της υπομονής του κατενίκησε την μεγάλην και απάνθρωπον σκληρότητά σου, ως και την κακότροπον γνώμην σου και απήλαυσε τον στέφανον της αφθαρσίας, τον δωρηθέντα παρά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Λέγει ο βασιλεύς· «Ορθώς δεν είπον, ότι η γλυκύτης των λόγων μου παρασύρει υμάς εις θρασύτητα; Θυσιάσατε λοιπόν εις τους θεούς, διότι θέλω σας εξαφανίσει αμέσως δια σκληρών βασάνων. Σεις, εμπιστευόμενοι εις τας μαγείας σας, δια των οποίων πολλούς εξηπατήσατε, νομίζετε ότι θέλετε κατανικήσει και εμέ. Όμως δεν θα το κατορθώσετε. Διότι υπάρχουν εδώ και άλλοι ως σεις μάγοι, οίτινες δια της δυνάμεως των θεών κάμνουσι μεγαλύτερα σημεία από εκείνα, τα οποία δύνασθε σεις να πράξετε». Ηρώτησε τότε ο θείος Ιάσων· «Δυνάμεθα να ίδωμεν τούτους»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Βεβαιότατα». Λέγει τότε ο Άγιος· «Ας έλθουν λοιπόν, ω βασιλεύ, οι κατά σε τελούντες σημεία δια της δυνάμεως των θεών σου». Ο βασιλεύς τότε, πληρωθείς χαράς, είπε· «Αληθώς· με την δύναμιν των θεών καλώς είπες. Ας γίνη τούτο». Είπε δε ταύτα ο ανόητος, διότι ενόμιζεν, ότι δια μαγικών ενεργειών θέλει δυνηθή να κατανικήση την εις τους Αγίους ενοικούσαν θείαν Χάριν. Διέταξε λοιπόν και έφεραν τον μάγον εκείνον, όστις εις μίαν ώραν έσπειρεν, εθέρισε και κατά φαντασίαν κατεσκεύασεν άρτον. Ο δε του Χριστού Απόστολος ηρώτησε· «Ούτος είναι ο δια της δυνάμεως των θεών σου ενεργών τα παράδοξα»; Απεκρίθη ο βασιλεύς· «Ναι, αυτός είναι». Ο δε Άγιος προσέθεσεν· «Αληθώς επλησίασεν η ημέρα της απωλείας αυτού, ίνα μετ’ αυτού εξαφανισθώσι τα εκ δαιμονικής ενεργείας τεχνάσματα, τα οποία συνήθιζε να κάμνη προς απάτην και απώλειαν των αστηρίκτων ψυχών». Ο δε βασιλεύς, νομίζων, ότι δι’ απορίαν λέγει ταύτα ο Άγιος, εμειδία και ενεθάρρυνε τον απατεώνα δια προτρεπτικών λόγων. Ευθύς λοιπόν ως εστάθη εις τον τόπον εκείνον ο του ψεύδους εργάτης, απήγγειλε δι’ αρμονικής φωνής παραδόξους τινάς λόγους, αμέσως δε μετά τούτο τα άλογα ζώα ήρχισαν να σκιρτούν. Αλλά και τα φυτά και οι λίθοι εκινούντο και εφαίνετο εις τους απατηθέντας, ότι όλα εχόρευον και ετυμπάνιζον. Εξεπλήσσοντο λοιπόν πάντες οι παρατηρούντες αυτά και εθαύμαζον. Ο δε μακάριος Ιάσων, εγγίσας τον μάγον, είπε· «Τι σκέπτεσαι, κάκιστε; Έκαμες όλας τας λαοπλάνους και ψευδείς σου θαυματοποιϊας ή έχεις κατά νουν και άλλας ακόμη χειροτέρας τούτων να επιδείξης»; Απεκρίθη ο μάγος· «Εάν και εις σας είναι δυνατόν να πράξητε παράδοξον τι δι’ έργου, αποδείξατε τούτο εις τον βασιλέα και πληροφορήσατε άπαντας τους παρόντας, ότι τα ιδικά σας έργα είναι μεγαλύτερα από αυτά. Διότι όπως είπατε και σεις, προτιμοτέρα είναι η πράξις από τους λόγους». Λέγει ο θείος Ιάσων· «Επειδή λοιπόν το έργον είναι προτιμότερον του λόγου, θέλεις δεχθή πραγματικήν τιμωρίαν, την οποίαν ούτε η λήθη θέλει δυνηθή να καλύψη ούτε ο χρόνος να αμαυρώση». Εκτείνας δε προς αυτόν τας χείρας, είπε· «Είθε να σε αφανίση ο Κύριος, απομακρύνων σε από του σώματός σου, καθώς και την ύπαρξίν σου εκ της γης των ζώντων». Ευθύς δε με τον λόγον ο μάγος εξεψύχησεν. Ίστατο δε νεκρός επί πολύ, ως λίθινος ανδριάς, παρά πάντων ορώμενος, συνενεκρώθησαν δε μετ’ αυτού και εξηφανίσθησαν πάντα τα της απάτης αυτού τεχνάσματα. Κατεσίγησε τότε η βοή του πλήθους και πάντα τα ορώμενα ως χορεύοντα έπαυσαν να κινούνται. Τούτο το παράδοξον θαύμα ιδόντες οι περιεστώτες, εν μια φωνή εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου· αληθώς μόνος ούτος είναι Θεός αληθινός, ο πράγματι ποιών θαυμάσια». Ο δε βασιλεύς, εξαγριωθείς και εν πλήρει αναισθησία ευρισκόμενος, διέταξε να κλεισθώσιν εις την φυλακήν οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος, διότι δεν ετόλμησε να τιμωρήση τούτους ιδιαιτέρως φοβούμενος τον Άγιον Ιάσονα μήπως, βασανιζόμενος, θαυματουργήση και μεταστρέψη ούτω την πόλιν άπασαν από της ειδωλολατρίας εις τον Χριστιανισμόν. Τον Σατορνίνον δε και τους μετ’ αυτού διέταξε να προσαγάγουν προς ανάκρισιν. Αλλ’ ο έπαρχος Καρπιανός, επεμβάς, είπε· «Δεν είναι δίκαιον, βασιλεύ, παρά τοιούτων οικτρών ανθρώπων, μάλιστα στασιαστών, να παρενοχλήται η εξουσία σου. Ουδέ είναι ούτοι άξιοι να ανακρίνωνται παρά βασιλικών δικαστηρίων. Αλλ’ εάν προστάσση η υμετέρα θειότης, εγώ θέλω τιμωρήσει τους αλιτηρίους τούτους». Η γνώμη αύτη ήρεσεν εις τον βασιλέα· όθεν διέταξε να γίνη ό,τι ο έπαρχος εζήτησε. Τότε ο Σατορνίνος συνεβούλευε και ενεθάρρυνε τους εν τη συνοδεία αυτού, λέγων· «Ας σπεύσωμεν, αδελφοί, ίνα τον προκείμενον εις ημάς αγώνα μετά προθυμίας φέρωμεν εις πέρας. Διότι ο Χριστός, ο αιώνιος Βασιλεύς, καλεί ημάς εις τον Νυμφώνα Του. Ουδείς λοιπόν εξ υμών ας μη παραμείνη εξ αιτίας ραθυμίας εις την στρωμνήν του». Εγερθέντες τότε προσέσεσον γονυπετείς εις τους πόδας των Αγίων Αποστόλων και τους παρεκάλουν να προσευχηθώσιν υπέρ αυτών. Διότι επληροφορήθησαν, ότι την επαύριον θέλουσι παρουσιασθή δι’ εξέτασιν. Κλίναντες τότε οι Άγιοι τα γόνατα και προσευχηθέντες, αφού είπον το «Αμήν», εκάθισαν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ωμίλουν προς τούτους δια την μεγαλοπρέπειαν του Θεού. Ευθύς δε ως εξημέρωσεν, απέστειλεν ο έπαρχος Καρπιανός στρατιώτας τινάς εις την φυλακήν του δικαστηρίου, οίτινες ευθύς ως ήλθον, περιέβαλον τους τραχήλους των Αγίων δι’ αλύσεων και τους έσυραν δια μέσου της πόλεως, ουχί ως ληστάς, διότι τούτο το παρέβλεψαν, αλλ’ ως Χριστιανούς και υβριστάς των θεών, όπερ οι άφρονες εθεώρησαν βαρύτατον έγκλημα. Αφού λοιπόν προσήχθησαν οι μακάριοι ενώπιον του επάρχου, ήρχισεν εκείνος την εξέτασιν υποβάλλων αυτούς εις διαφόρους ερωτήσεις και τιμωρίας. Κατά την ώραν εκείνην η θυγάτηρ του βασιλέως Κερκύρα, παρθένος ούσα, περίπου δεκαπενταετής, κύψασα εκ των άνω θυρίδων των ανακτόρων και ιδούσα τους Αγίους δεδεμένους, ηθέλησε να πληροφορηθή τίνες ήσαν ούτοι και δια τίνα λόγον είναι περιδεδεμένοι δι’ αλύσεων. Μαθούσα δε παρά των θεραπαινίδων της ακολουθίας της, ότι είναι Χριστιανοί και ότι υπομένουσι ταύτα δια το όνομα του Χριστού, δια μεγάλης φωνής ανεβόησε· «Χριστιανή είμαι και εγώ και από της στιγμής ταύτης απαρνούμαι την θρησκείαν των ειδώλων και νυμφεύομαι μετά του Χριστού». Ευθύς δε, τρέξασα προς τον πατέρα της, είπε προς αυτόν· «Σου κάμνω γνωστόν, ω βασιλεύ, ότι δεν λατρεύω πλέον τους θεούς σου ουδέ προς τας ειδωλολατρικάς δοξασίας δίδω πλέον προσοχήν. Διότι είμαι κόρη του Χριστού και Αυτόν μόνον αναγνωρίζω ως Θεόν αληθινόν και Σωτήρα. Λοιπόν πράξε ό,τι θέλεις». Θαμβωθείς τότε ο βασιλεύς εκ της απροσδοκήτου ταύτης ομολογίας και μεταστροφής της κόρης, παρέμεινεν επί πολύ άλαλος προσβλέπων μόνον προς αυτήν. Ευθύς δε ως συνήλθεν εζήτει να πληροφορηθή την αιτίαν του πράγματος. Όθεν ηρώτησε την κόρην· «Μήπως και συ επίστευσες εις την διδασκαλίαν των μάγων εκείνων Ιάσονος και Σωσιπάτρου»; Η δε Κερκύρα απεκρίθη· «Ο Θεός των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου, τον οποίον ούτοι κηρύττουσιν εις την πόλιν ταύτην, αυτός εθώπευσε τους οφθαλμούς της καρδίας μου και με εφώτισεν, υποδείξας μοι την οδόν της αληθείας». Έκπληκτος τότε ο βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Και συ λοιπόν, τέκνον, προτιμάς να αποθάνης υπέρ ανθρώπου Εσταυρωμένου, όστις δεν ηδυνήθη να βοηθήση τον εαυτόν Του»; Αλλ’ η παρθένος Κερκύρα απεκρίθη· «Οι υπέρ Χριστού αποθνήσκοντες, ω βασιλεύ, είναι μακάριοι· διότι ζώσιν εις τους αιώνας και μετ’ Αυτού βασιλεύουσιν εις την αϊδιον Βασιλείαν. Διότι Αυτός είναι η ζωή η αιώνιος και το φως το αληθινόν. Ένεκα τούτου και εγώ δεν παραιτούμαι από του να υποστώ οίαν δήποτε τιμωρίαν ή ακόμη και να αποθάνω υπέρ του ονόματος Αυτού». Ταύτα ως ήκουσεν ο βασιλεύς παρά της θυγατρός του λεγόμενα, εσκοτίσθη τον νουν και ηλλοιώθη το πρόσωπον αυτού. Ελυπείτο λοιπόν σφόδρα και ωργίζετο. Ωργίζετο μεν ως περιφρονηθείς, ελυπείτο δε ως ελθών εις αμηχανίαν. Διασπασθείς λοιπόν κατά την ψυχήν, προσεκάλεσε τον έπαρχον Καρπιανόν και συνεσκέφθη μετ’ αυτού δια τα περί την κόρην συμβάντα. Ο δε Καρπιανός είπε· «Παραχώρησον ολίγον χρόνον, βασιλεύ, εις την μαινομένην, ίνα παραδιδομένη εις ανάπαυσιν μεταβληθή προς το καλλίτερον». Η δε βασιλόπαις τον δοθέντα προς αυτήν καιρόν δι’ ανάπαυσιν διέθεσεν εις καλήν πράξιν. Διότι απεκδυθείσα τον πολύτιμον στολισμόν, τον οποίον έφερεν, ήτοι τους επί του μετώπου πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας, τα πολυτελή ενώτια, τα περιδέραια, τους δακτυλίους και το χρυσοκέντητον ένδυμα, ως και όλα τα άλλα, διένειμε ταύτα κρυφίως εις τους πτωχούς και γενναίως κατηύθυνεν εαυτήν προς τον δρόμον της αθλήσεως. Τούτο μαθών ο θεόμαχος πατήρ της και βρυχηθείς ως λέων, παρέδωκεν αυτήν εις τον έπαρχον, ορκίσας αυτόν ενώπιον των θεών να επιβάλη εις ταύτην δεινάς τιμωρίας, εάν δεν ήθελε να μεταπεισθή. Τότε ο έπαρχος τον μεν Σατορνίνον και τους μετ’ αυτού διέταξε να επαναφέρουν εις την φυλακήν. Παραλαβών δε εκ των χειρών του πατρός αυτής την αγίαν Κερκύραν, την ωδήγησεν εις τι χωρίον έξω της πόλεως, κείμενον επί χαμηλού γηλόφου. Τότε συνηθροίσθη εκεί πλήθος πολύ ώστε επλημμύρισεν εξ ανθρώπων ολόκληρον το χωρίον και εθρήνουν πάντες, άνδρες τε και γυναίκες, δια την κόρην. Διότι ήτο πράγματι άξιον θρήνων και συμπαθείας το θέαμα. Κόρη ωραιοτάτη, παρθένος αγνή, συγχρόνως δε εις το άνθος της ηλικίας της και θυγάτηρ βασιλέως, να σύρεται βιαίως υπό στρατιωτών, των μεν προπορευομένων, των δε ακολουθούντων και βιαζόντων αυτήν να βαδίζη ταχέως με τρόπον βάναυσον. Κατά πρώτον λοιπόν ο έπαρχος δια θωπευτικών λόγων προσεπάθει να καταστείλη το αήττητον θάρρος της Μάρτυρος. Όμως ουδέν επετύγχανεν. Ήρχισε λοιπόν να εκτελή την προσταγήν του βασιλέως. Τοσούτον δε κατέκοψεν αυτήν και τοσαύτα τραύματα της επροξένησεν, ώστε, εκ της του αίματος ροής, ενόμιζον οι ορώντες, ότι το τυπτόμενον δεν είναι σώμα ανθρώπινον αλλά σφάγιον εξ ου είχεν εκδαρή το δέρμα. Ιδούσα η Αγία εαυτήν ούτω περιτετυλιγμένην δια του ιδίου αυτής αίματος, εβόησε δια φωνής λεπτοτάτης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, διότι με κατηξίωσας σήμερον να λάβω το δια του αίματος Βάπτισμα. Ενίσχυσόν με λοιπόν, ίνα περατώσω τον δρόμον μου». Ο δε άρχων επέμεινε, λέγων προς την Μάρτυρα· «Εγκατάλειψον τας μωράς ταύτας και ματαίας κενολογίας και πρόσελθε ίνα θυσιάσης προς τους θεούς. Ελθέ δε εις γάμον μετ’ ανδρός και γενού κληρονόμος της βασιλείας του πατρός σου και μη εξαπατάσαι από τας διδασκαλίας των Χριστιανών, προξενούσα ούτω λύπην εις τον πατέρα σου και εντροπήν εις ολόκληρον το γένος σου. Μη θελήσης συ, τόσον ωραία νέα, να υποστής τον θάνατον των κακούργων». Αλλ’ η Αγία παρθένος απήντησε μετά θάρρους· «Εγώ, ω δικαστά, έχουσα εν ουρανοίς Νυμφίον αθάνατον, τον αιώνιον Βασιλέα, δεν δέχομαι ούτε θεούς νεκρούς πλέον να λατρεύσω, ούτε μετά φθαρτού ανδρός να συνοικήσω. Της δε προσκαίρου βασιλείας την δόξαν ουδόλως επιζητώ· οπλίσθητι λοιπόν, κατασκεύασον τον τροχόν, άναψον το πυρ, ετοίμασον τον σίδηρον, άνοιξον τον λάκκον, συμφωνούντος μετά σου και του πατρός μου. Εγώ, καθώς βλέπεις, και γυνή και μόνη και γυμνή και ξένη του κόσμου τούτου είμαι, εν μόνον όπλον κατέχουσα, τον Χριστόν μου και Θεόν, το οποίον ούτε δια των πληγών θραύεται, ούτε δια του σιδήρου τεμαχίζεται, ούτε δια του πυρός κατακαίεται». Ταύτα ακούσας ο ασεβής έπαρχος και εννοήσας, ότι δεν δύναται να μεταβάλη την γνώμην της κόρης, έκλεισεν αυτήν εις την φυλακήν και μεταβάς ταχέως προς τον βασιλέα είπε προς αυτόν· «Ας γνωρίζη η θειότης σου, ω βασιλεύ, ότι εις βαρείαν πλάνην περιέπεσεν η θυγάτηρ σου. Διότι ευκολώτερον είναι να απαλύνη κανείς σίδηρον, παρά να μεταβάλη την γνώμην εκείνης». Επί τω ακούσματι τούτω εθυμώθη σφόδρα ο βασιλεύς και ευθύς διέταξε τον έπαρχον να αποστείλη εις την φυλακήν αιθίοπα τινά, φοβερώτατον κατά την μορφήν, ευμεγέθη και περιβόητον δια τας ασωτίας του, ίνα διαφθείρη την Αγίαν παρθένον. Προνοία τότε του Πανσόφου Θεού άρκτος, άγνωστον πόθεν ελθούσα, εστάθη εις την είσοδον της φυλακής ως ασφαλής φρουρός της παρθενίας της. Ο δε αιθίοψ ευθύς ως απεστάλη έτρεχε χαίρων προς την φυλακήν· αλλά προτού εγγίση την θύραν, επετέθη κατ’ αυτού η άρκτος μετά φοβερού βρυχηθμού, και ρίψασα αυτόν κατά γης ήρχισε να τον κατασπαράττη κατατρώγουσα αυτόν δια των οδόντων της. Τότε η του Θεού παις Κερκύρα προστρέξασα είπε προς την άρκτον, ως εις χειραγωγούμενον αρνίον· «Σε ορκίζω εις την δύναμιν του Χριστού, άφες αυτόν ίνα ακούση τους λόγους μου». Τότε η άρκτος, ως εντραπείσα, άφησε τον άνθρωπον και απελθούσα εξηπλώθη επί της φωλεάς της. Ηρώτησε τότε η Αγία τον αιθίοπα· «Δια ποίον σκοπόν ήλθες εδώ»; Εκείνος απεκρίθη· «Ο έπαρχος Καρπιανός με απέστειλεν». Είπε πάλιν η Μάρτυς προς αυτόν· «Ιδού, το άλογον θηρίον, ευθύς ως ήκουσε το όνομα του Χριστού, ηυλαβήθη· και συ, λογικής φύσεως ων, εις τοιαύτας ασωτίας διάγεις, ω άθλιε»; Κατατρομάξας τότε ο αιθίοψ προσέπεσεν εις τους πόδας της παρθένου και είπε· «Σε παρακαλώ, πρόσταξόν με να εξέλθω εντεύθεν αβλαβής και πιστεύω εις τον Θεόν σου». Η δε Μάρτυς είπε· «Μη φοβού το θηρίον, αλλά την αμαρτίαν. Διότι το θηρίον τρώγει τας σάρκας τας δια του θανάτου διαλυομένας, η δε αμαρτία την αθάνατον ψυχήν καταστρέφει, αιωνίως ταύτην κολάζουσαν». Εζήτησε τότε ο αιθίοψ να του δοθή σημείον της Πίστεως και να απομακρυνθή. Η δε Αγία, λαβούσα ξύλον, κατεσκεύασεν αμέσως Σταυρόν και παρέδωσε τούτον εις τον αιθίοπα ειπούσα· «Τούτο είναι το σημείον της Πίστεως· πίστευε εις τον Χριστόν και θέλεις σωθή». Αφού δε ωνόμασε τούτον Χριστόδουλον, προσέταξε να απέλθη. Εκείνος δε ηρώτησε την Αγίαν· «Σε παρακαλώ, δέσποινα και κυρία, δίδαξόν με τι να αποκρίνωμαι εις τους ερωτώντας με». Απεκρίθη η Αγία· «Ουδέν έτερον να αποκρίνεσαι, ή τούτο μόνον. Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Λαβών λοιπόν ο Χριστόδουλος την τελειότητα της Πίστεως, έφυγεν εκείθεν. Κρατών δε τον Σταυρόν, διήρχετο δια μέσου της πόλεως, κηρύττων μετά παρρησίας τα θαυμάσια του Χριστού και κραυγάζων· «Τον Χριστόν ζητώ, Αυτόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ερωτώμενος δε παρά πολλών τι σημαίνουσι ταύτα, ουδέν άλλο έλεγεν, ει μη μόνον τον λόγον τον οποίον έμαθε παρά της Αγίας παρθένου. Κατά δε την επομένην, ανεγερθέντος βήματος προ της πύλης της πόλεως, εκάθισεν επ’ αυτού ο έπαρχος, ίνα ανακρίνη. Προσέταξε λοιπόν να φέρουν ενώπιόν του αμέσως τον αιθίοπα, όστις πάραυτα ωδηγήθη κρατών τον Σταυρόν. Παρατηρήσας τότε τούτον ο έπαρχος αγρίως και μετά φθόνου, είπε· «Σκοτεινόμορφε και δυσειδέστερε παντός ζώου, τέρας φρικτόν και πρόσωπον ελεεινόν και μιαρώτατον, δεν είχες τίποτε άλλο να πράξης, παρά να συναρπαγής από την πλάνην της κατηραμένης εκείνης κόρης»; Αλλ’ ο Χριστόδουλος, υψώσας τον Σταυρόν δια της δεξιάς του χειρός, είπε· «Χριστόν ζητώ, Χριστόν ποθώ και Αυτόν προσκυνώ». Ο άρχων τότε διέταξε να απλωθή αμέσως επί ξύλου και να κτυπηθή εις το μέσον της κεφαλής. Ευθύς δε εξετελέσθη η προσταγή του. Κτυπηθείς δε ο μακάριος και διογκωθείσης της κεφαλής του μέχρι των οφθαλμών, εβόησε δια φωνής μεγάλης· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε Ιησού Χριστέ. Ιδού, εν τω αίματί σου βαπτίζομαι· δέχθητι εν ειρήνη την ψυχήν μου». Αμέσως δε ετελειώθη. Ο δε άρχων, λαβών πέλεκυν, διεχώρισε δια τούτου αυτόν εις το μέσον και έρριψεν αυτόν έξω της πόλεως ίνα καταφαγωθή υπό των κυνών. Ταύτα αφού έπραξεν ο μυσαρός έπαρχος, ηγέρθη και μετά της συνήθους τάξεως μετέβαινεν εις την φυλακήν, όπου ευρίσκετο η Αγία Κερκύρα, η αμνάς του Χριστού. Ως δε έφθασεν εις το προαύλιον, ημποδίζετο να προχωρήση υπό της άρκτου. Διότι, εκπηδήσασα αύτη εκ των έσω, κατεδίωκεν αυτόν και τους συν αυτώ, μετ’ επιεικείας. Ευθύς τότε ελθών εις τον βασιλέα ανήγγειλε προς αυτόν τα γενόμενα. Τότε ο βασιλεύς έδωσεν εις αυτόν εξουσίαν να φονεύση την παρθένον, δι’ οίας ποινής θα έκρινε· όθεν εκείνος προσέταξε το πλήθος να μεταφέρωσι ξύλα πολλά και να κατακαύσωσι την Αγίαν μετά του θηρίου και της φρουράς. Τούτου δε γενομένου ταχέως και ενώ το πυρ υψούτο μετά θορύβου, το μεν θηρίον, υπό της προνοίας του Θεού διαφυγόν, επέστρεψεν εις τον τόπον του, η δε Αγία παρθένος, αν και εν τω μέσω της φοβεράς εκείνης πυράς ευρίσκετο, όμως εφυλάττετο αβλαβής υπό της θείας Χάριτος προσευχομένη και ευλογούσα τον Κύριον. Διότι θείος Άγγελος, σταλείς υπό του Θεού, μετέβαλε το πυρ και τας φλόγας εις δροσεράν πνοήν ανέμου σωτήριον, ως άλλοτε εν Βαβυλώνι δια τους Αγίους Τρεις Παίδας εγένετο. Μετά δε τρεις ημέρας, ότε μετά των ξύλων εσβέσθη το πυρ, ήλθεν ο βασιλεύς περίλυπος εις την φυλακήν και, συαθείς μακράν, έλεγε προς τους στρατιώτας· «Εισέλθετε και ερευνήσατε μήπως ανεύρετε Λείψανόν τι της ταλαιπώρου εκείνης, αν δε τυχόν ανεύρετε, θάψατε αυτό διότι είναι θυγάτηρ βασιλέως». Εισελθόντες δε οι στρατιώται είδον την Μάρτυρα του Χριστού καθημένην και εκτείνουσαν τας χείρας αυτής προς τον ουρανόν, ενώ Άγγελος Κυρίου φωταυγής περιέσκεπε ταύτην δια των πτερύγων του. Φοβηθέντες τότε έσπευσαν προς τον βασιλέα και ανήγγειλαν το παράδοξον θαύμα. Ο δε βασιλεύς, εκπλαγείς, επέτρεψε να την καλέσου. Εξελθούσα δε η Αγία Μάρτυς εστάθη προ του βασιλέως με θαρραλέαν ψυχήν και φαιδρόν πρόσωπον. Ατενίσας τότε ούτος αυτήν και επί πολύ προσηλωθείς εις το περιανθούν την Μάρτυρα κάλλος, ηρώτησε· «Συ είσαι, τέκνον μου, Κερκύρα»; Η Μάρτυς απεκρίθη· «Ιδικόν σου τέκνον θα είμαι εγώ, εάν πιστεύσης εις τον Χριστόν». Αλλ’ ο εσκοτισμένος βασιλεύς λέγει προς αυτήν· «Ακόμη επιμένεις εις την απείθειάν σου και μετά την τοσαύτην των θεών ευεργεσίαν, αφού εκ του αδαμάστου πυρός δια της δυνάμεως των θεών εσώθης»; Η δε Αγία Μάρτυς, προσβλέψασα μετ’ οργής τον ασεβέστατον και παράνομον βασιλέα, είπε· «Τυφλέ, αναίσθητε, πεπωρωμένε και εστερημένε πάσης συνέσεως, δεν εντρέπεσαι να αποδίδης τα θαυμάσια και τα σημεία του Υψίστου Θεού εις τους ακαθάρτους δαίμονας; Οι θεοί σου ουδέ τους εαυτούς των δεν δύνανται να βοηθήσουν. Πως λοιπόν θα βοηθήσωσιν άλλους; Ας κλάψουν, ας λείψουν, ας εξαφανισθούν απ’ εμού οι θεοί σου, τα κωφά ταύτα και άψυχα ξόανα. Διότι βοηθός μου είναι ο Χριστός. Αυτός δε απέστειλε τον Άγγελόν Του και με έσωσεν εκ του πυρός. Πας δε ο πιστεύων εις Αυτόν, ουδέποτε θέλει καταισχυνθή». Εταράχθη τότε ο βασιλεύς και ηλλοιώθη το πρόσωπόν του. Προσκαλέσας δε τον έπαρχον, είπε προς αυτόν· «Παράλαβε ταύτην την αναίσχυντον και βλάσφημον και εξαφάνισον την ενθύμησίν της τάχιστα. Διότι εάν δεν στερήσης ταύτην αμέσως του βίου, θέλεις και συ γευθή πικρών βασάνων, επιπροσθέτως δε και η ζωή σου θέλει αφαιρεθή». Συλλαβών λοιπόν, εν τω άμα, την παρθένον ο έπαρχος, ωδήγησεν αυτήν έξω της πόλεως όπου κρεμάσας αυτήν με την κεφαλήν προς τα κάτω έθεσε κάτωθεν ταύτης πνιγηρούς καπνούς θείου. Κατόπιν, τοποθετήσας εκατέρωθεν τοξότας και λιθοβόλους, διέταξεν οι μεν να τοξεύωσιν, οι δε να λιθοβολούσι την Αγίαν. Ούτως η Αγία Μάρτυς Κερκύρα συνεπλήρωσε την μαρτυρίαν τής καλής ομολογίας. Ο δε προαναφερθείς πρεσβύτερος Θεοδόσιος, παραμείνας εις τον τόπον του Μαρτυρίου της Αγίας, ευθύς ως εγένετο νυξ και ανεχώρησαν πάντες, ανεσήκωσε το καρτερικόν και πολύαθλον σώμα και απέθεσε τούτο υποκάτω της γης πλησίον της πύλης της πόλεως. Ως επίσης και το του Χριστοδούλου, του αιθίοπος, όπερ ερευνήσας εύρε, διότι και τούτο είχε ριφθή εκεί και μέχρι τούδε διετηρείτο ακέραιον μη βλαβέν ούτε υπό των θηρίων ούτε υπό των ορνέων, κατέθεσε δε και τούτο εις τα δεξιά του τάφου της Αγίας Μάρτυρος Κερκύρας. Πολλοί δε των της πόλεως, κατά την νύκτα, έβλεπον εις τον τόπον εκείνον στήλην φωτός και ήκουον φωνήν υμνωδίας. Εθαύμαζον δε και έλεγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αντιδοξάζει τους δοξάζοντας Αυτόν. Πάντα δε ταύτα τα συμβάντα ανήγγειλεν ο Θεοδόσιος και οι άλλοι αδελφοί εις τους Αγίους Ιάσονα και Σωσίπατρον παραμένοντας εις την φυλακήν. Διότι ουδείς εκ των πιστών ημποδίζετο παρ’ ουδενός να βλέπη τούτους. Κατόπιν ωδήγησαν έξω της πόλεως και τους περί τον Σατορνίνον, σκάψαντες δε λάκκον και στήσαντες λέβητας, έρριψαν εντός τούτων πίσσαν, έλαιον και κηρόν και αφού ήναψαν πυράν, έρριψαν εντός των λεβήτων τους Αγίους. Ούτω εν τω βρασμώ των λεβήτων ετελειούντο οι Άγιοι, δοξάζοντες και υμνούντες τον Θεόν. Ο δε μακάριος Σατορνίνος, ερχόμενος εις το Μαρτύριον, προσηύχετο λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο σώσας τον ληστήν, τον επί του Σταυρού Θεόν Σε ομολογήσαντα, σώσον και εμέ τον ανάξιον δούλον Σου και αποδεχόμενος την ομολογίαν μου της προ Σε Πίστεως, μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία Σου». Ηκούσθη δε παρά πάντων φωνή άνωθεν λέγουσα· «Θάρρει και αγάλλου, Μάρτυς της αληθείας. Διότι εισηκούσθη η προσευχή σου. Δεύρο λοιπόν εις τους κόλπους του Αβραάμ μετά των φίλων σου και απολάμβανε του στεφάνου της αφθαρσίας». Ως δε η φωνή αύτη ηκούσθη, επίστευσε το πλείστον των πολιτών, πάντες δε ούτοι εβόων· «Ας ακούση ο βασιλεύς και πάντες οι μετ’ αυτού, όυι και ημείς Χριστιανοί είμεθα». Ταύτα ιδών ο Άγιος Σατορνίνος ηγάλλετο τω πνεύματι· προσηυχήθη δε και πάλιν ειπών· «Ευχαριστώ σοι, Κύριε ο Θεός μου. Ευλογώ, υμνώ και δοξάζω το όνομά Σου το Άγιον. Διότι ετάχυνας, ίνα δείξης εις εμέ, τον ανάξιον δούλον Σου, τα θαυμάσιά Σου». Βασανισθείς δε και αυτός ικανώς εντός του λέβητος, ετελειώθη μετά των άλλων Αγίων. Γυνή δε τις εκ των ευγενών, ονόματι Ματρώνα, μετά του Θεοδοσίου του πρεσβυτέρου και πάντων των εις Χριστόν πιστευσάντων, συναθροίσαντες μετά θάρρους τα ιερά των Αγίων Μαρτύρων Λείψανα, απέθεσαν ταύτα μετά ψαλμών και ύμνων και λαμπράς τελετής εις τύμβον τινά έξω της πόλεως κείμενον, αφού κατασυνέτριψαν τα είδωλα του εν αυτώ ειδωλείου. Μαθόντες δε και ταύτα οι εν τη φυλακή εγκεκλεισμένοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Όντως αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου» (Ψαλμ. οστ: 10). Ο δε βασιλεύς Κερκυλλίνος, ο θεομάχος και παράνομος τύραννος, ο δεύτερος ούτος Φαραώ και της εκείνου καταδίκης δικαίως καταστάς συμμέτοχος, ιδών ότι το πλείστον του λαού επίστευσαν εις τον Χριστόν, πληροφορηθείς δε και τα γενόμενα, ότι δηλαδή εις τον ναόν των θεών του κατέθεσαν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και ότι κατέστρεψαν τα παρ’ αυτού λατρευόμενα είδωλα, εδαιμονίσθη εξ οργής. Και πρώτον εσκέφθη να κατακαύση δια πυρός τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων και να διασκορπίση την τέφραν αυτών εις τους ανέμους, κατόπιν δε να καταστρέψη ολοσχερώς και πάντας τους πιστεύσαντας. Ταύτα μαθόντες οι εν τη φυλακή ευρισκόμενοι Άγιοι Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος προσηυχήθησαν προς τον Θεόν, λέγοντες· ¨Συ, Κύριε, Δέσποτα πάντων, ο συντρίβων εχθρούς εν τη συνάμει Σου, ο διασκορπίζων επιβουλάς εθνών και συσκοτίζων λογισμούς λαών και αρχόντων παρανομούντων, έγειρον την χείρα Σου κατά της υπερηφανείας των ασεβών και μη επιτρέψης εις αυτούς να βλάψουν τον λαόν σου τούτον, τον οποίον προσεκάλεσας ίνα έλθη εις επίγνωσίν Σου. Αλλά λύτρωσον αυτόν εκ των χειρών των ανόμων, προσφέρων προς αυτόν εις μεν την γην την βοήθειάν Σου, εις δε την θάλασσαν οδόν ασφαλή, ίνα γνωρίσωσι πάντες, ότι Συ μόνος είσαι Θεός, εν ουρανώ και επί της γης, ποιών τα θαυμάσια, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα». Ευθύς δε ως ο βασιλεύς Κερκυλλίνος, μεθ’ όλης της συγκλήτου, ήλθον εις τον ναόν δια να κατακαύσουν τα Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, ιδού εφάνη αίφνης φοβερώτατος δράκων και πάντες έτρεχον να σωθώσι δια της φυγής. Άπαντες δε οι πιστεύσαντες, φοβηθέντες εκ της απειλής του τυράννου, διεπέρασαν προς το παρακείμενον προς την πόλιν νησίδιον, όπου ανεγείραντες Ναόν, ύμνουν τον Θεόν, ευγνωμονούντες δια την παρ’ Αυτού σωτηρίαν και λύτρωσιν. Πληροφορηθείς δε τούτο ο αναίσθητος βασιλεύς, ουδόλως συνεταράχθη εκ του μεγέθους των λαβόντων χώραν θαυμασίων, αλλ’ αντετάχθη κατά της δικαίας κρίσεως του Χριστού και μη κατανοών την επικρεμαμένην δικαίαν κατ’ αυτού τιμωρίαν παρά του Δικαίου Κριτού, δι’ όσα, υπερηφάνως παρανομήσας, εν ασεβεία διέπραξεν, ώρμησε πλεύσας μετά πολλού στρατού κατά των πιστευσάντων. Ότε δε ευρίσκετο εν τω μέσω του πελάγους, ευθύς νέφη πυκνά ηγέρθησαν και σφοδρός άνεμος έπνεε, βρονταί δε και βοαί τρομακτικαί ηκούοντο. Ανεμοστρόβιλος δε σφοδρότατος εξερράγη και τα κύματα της θαλάσσης επέπιπτον μεθ’ ορμής επί των πλοίων, τρομακτικόν κίνδυνον απειλούντα. Τέλος, ω του θαύματος! Κατεποντίσθη ο ασεβής βασιλεύς μεθ’ όλου αυτού του στρατεύματος εις τον βυθόν της θαλάσσης, ως άλλοτε ο τύραννος Φαραώ, εκ τούτων δε πάντων ουδέ εις απέμεινεν. Τότε ο πιστός λαός, ιδόντες την καταστροφήν του παρανόμου βασιλέως και των στρατευμάτων αυτού, εν μια φωνή την επινίκιον ωδήν έψαλλον λέγοντες· «Άσωμεν τω Κυρίω ενδόξως γαρ δεδόξασται· ίππον και αναβάτην έρριψεν εις θάλασσαν» (Εξ. ιε:1). Πάντες δε έχαιρον δια τα υπό του Θεού δωρηθέντα προς αυτούς αγαθά. Εξελθόντες τότε της φυλακής οι Άγιοι του Κυρίου Απόστολοι Ιάσων και Σωσίπατρος, εδίδασκον τον λόγον του Θεού μετά παρρησίας στηρίζοντες τους πιστεύοντας. Ηφάνισαν δε και τον φανέντα δράκοντα δια προσευχής των. Τότε αντί του Κερκυλλίνου ανήλθεν εις τον θρόνον ο Δατιανός, όστις, πληροφορηθείς τα παρά των Αγίων Μαρτύρων γενόμενα και την επακολουθήσασαν ανάκρισιν αυτών, διέταξε να προσαχθούν ούτοι ενώπιόν του. Τούτου δε γενομένου είπε προς αυτούς· «Είπατέ μοι, πόθεν ευρόντες τοιαύτην θρασύτητα και τόλμην τοιαύτα διδάσκετε και αποτολμάτε; Διότι παρά πολλών ακούω δια τα παρ’ υμών πραττόμενα, τα οποία ουδόλως ανέχομαι, επειδή είναι αντίθετα προς τους αρχαίους θεούς και ξένα προς την των θεών πρόνοιαν. Διότι δεν μοι φαίνεται καθόλου καλόν να παραβλέψω την πατρώαν ευδαιμονίαν και αντ’ αυτής να εισαγάγω νέας δοξασίας, αναγνωρίζων τον Εσταυρωμένον Θεόν». Λέγει τότε προς τον βασιλέα ο Άγιος Ιάσων· «Εάν είχες καθαρά τα της ψυχής σου αισθήματα, κατάλληλα να διακρίνουν το καλόν και το κακόν, θα σου απεδεικνύομεν τον Εσταυρωμένον τούτον Θεόν αληθώς υπάρχοντα και Θεόν και Δεσπότην του σύμπαντως, εκουσίως μεν παθόντα δια την ιδικήν μας σωτηρίαν, άφθαρτον δε απομείναντα λόγω της Θεότητος Αυτού». Ο βασιλεύς είπε πάλιν· «Πρέπον είναι να λατρεύετε και σεις τους υπό πάσης της οικουμένης αναγνωριζομένους και λατρευομένους θεούς, συμφώνως και προς εκείνα τα οποία παρέδωσαν εις ημάς οι θεολόγοι μας, Ορφεύς, Όμηρος, Ησίοδος, ως και οι άλλοι σοφοί. Εσχάτως δε φανέντα Θεόν και μάλιστα καταδικασθέντα και αποθανόντα και εις μνημείον κατατεθέντα, ούτε να προσκυνήτε, ούτε να σέβεσθε είναι πρέπον. Αφού λοιπόν εγκαταλείψετε τας ματαίας και αορίστους ταύτας φλυαρίας, πεισθήτε εις εμέ και θυσιάσατε εις τους θεούς. Εάν δε επιμείνετε να ομιλήτε ούτω, θέλετε με αναγκάσει να σας εξαφανίσω δια φρικτών βασάνων». Όμως οι Άγιοι δια γενναίου φρονήματος απήντησαν· «Εκείνο το οποίον πρόκειται να πράξης, πράξον το ταχύτερον· διότι ημείς δεν προσκυνούμεν νεκρά είδωλα, αλλά Χριστόν τον μονογενή Υιόν του Θεού, δι’ ου τα πάντα εγένοντο, συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, τον οποίον λατρεύομεν και προς τον οποίον προσφέρομεν την αληθινήν θυσίαν· τον Χριστόν, ενώπιον του οποίου παν γόνυ κάμπτεται, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογηθήσεται». Ο δε βασιλεύς είπε· «Δεν είναι ανάγκη να πολυλογή τις επ’ αυτών». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς να φέρωσι βυτίον σιδηρούν και εντός αυτού να ρίψωσι στυππείον, πίσσαν και κηρόν και να κλείσωσιν εν αυτώ τον Άγιον Σωσίπατρον, ίνα ούτω δια του πυρός αναφλεγείς, λάβη το τέλος του βίου. Κατόπιν δε είπε προς τον Άγιον Ιάσονα· «Τας τιμωρίας, αίτινες σε αναμένουσι, πρέπει πρώτον εν τω κηρύγματί σου να αναφέρης ίνα, μετά ταύτα, ταύτας δοκιμάζων επιδείξης σταθερωτέραν την υπομονήν σου». Ο δε Άγιος Σωσίπατρος, σημειώσας εαυτόν δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού, προσηυχήθη και ως είπε το Αμήν, εισήλθεν εντός του βυτίου. Ηνάφθη τότε η φλοξ και ούτως ο Άγιος Απόστολος Σωσίπατρος ετελειώθη εν Κυρίω κατά την κη΄ (28ην) του μηνός Απριλίου. Η δε φλοξ, διολισθήσασα και εις πολλούς μεταδοθείσα εκ των πέριξ ευρισκομένων κατέκαυσε τούτους, ενώ οι άλλοι ανέκραζον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην Αυτού». Εθρήνουν δε άπαντες δια τον μακάριον Σωσίπατρον, λέγοντες· «Κακή η κρίσις του βασιλέως». Πάντες δε ομοίως εθρήνουν και εβόων. Ιδών τότε ο βασιλεύς την προς τον δίκαιον συμπάθειαν και μετανοήσας δι’ ό,τι έπραξεν, ήρχισε και αυτός να θρηνή. Κρεμάσας δε λίθον βαρύν επί του τραχήλου αυτού, εβόα λέγων· «Ο Θεός Ιάσονος και Σωσιπάτρου, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και συγχώρησον τας αμαρτίας μου. Άγιε Σωσίπατρε, δεήθητι προς τον Θεόν σου υπέρ εμού, ίνα μοι συγχωρήση την αμαρτίαν, την οποίαν έπραξα, αδίκως παραδώσας σε εις το πυρ». Στραφείς δε προς τον Άγιον Ιάσονα, είπεν· «Από τούδε Χριστιανός είμαι και εγώ και ακόλουθος της διδασκαλίας σου». Ο δε Άγιος Ιάσων, ευχαριστήσας τον Θεόν δια την τόσον ταχείαν του βασιλέως επιστροφήν, είπε προς τον λαόν· «Έλθετε, αδελφοί, ίνα κηδεύσωμεν το σώμα του τρισμάκαρος και Μάρτυρος Σωσιπάτρου και δοξάσωμεν την δύναμιν του Χριστού». Προσελθόντες δε εις τον τόπον όπου ήτο το Τίμιον Λείψανον εύρον αυτό σώον και ακέραιον και ουδέ θρίξ της κεφαλής του εβλάβη υπό του πυρός. Τούτο δε ιδόντες οι περιεστώτες περισσότερον εστηρίζοντο εις την Πίστιν. Κηδεύσαντες δε τούτο μετά της πρεπούσης τιμής, το απέθεσαν εις τόπον επίσημον, εις το προς βορράν μέρος της πόλεως, πλησίον του λιμένος. Μετά τούτο, ευθύς ο Άγιος Ιάσων επανέφερεν εις την πόλιν και τους εις το νησίδιον καταφυγόντας και πάντας τους διασκορπισθέντας συνήθροισε. Ευλογήσας δε κολυμβήθραν εβάπτισε τον βασιλέα, ονομάσας τούτον Σεβαστιανόν. Εβάπτισε δε και άπαντας τους πιστεύσαντας, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Από τότε δε εγίνοντο Χριστιανοί οι της νήσου Κερκύρας κάτοικοι και εβαπτίζοντο δια του Αγίου Βαπτίσματος. Μετά δε ταύτα ήρχισαν να οικοδομούν ιερούς Ναούς εις την πόλιν και πάσαν την νήσον, καταστρέφοντες τα είδωλα και τα ιερά αυτών καταφρονούντες και απεχθανόμενοι. Και αυτός δε ο ίδιος ο βασιλεύς ωκοδόμησε τον Ναόν του Αγίου Ανδρέου του Αποστόλου εις τον αυτόν τόπον, όπου κατετέθη το Λείψανον του Αγίου Σωσιπάτρου. Ομοίως και την μεγάλην Εκκλησίαν αριστερά της οποίας ανεγείρας μικρόν κελλίον και εκεί κρυπτόμενος προσηύχετο, εντός δε τούτου και μετ’ ολίγον χρόνον, μακαρίως και ενδόξως τελειωθείς, ενεταφιάσθη υπό του Αγίου Ιάσονος μετά πάσης τιμής και ευλαβείας. Είχε δε η βασίλισσα, η του μακαρίου βασιλέως Σεβαστιανού σύζυγος, υιόν μονογενή, δωδεκαετή, όστις ασθενήσας απέθανε. Τότε η βασίλισσα προσελθούσα μετ’ αδιστάκτου πίστεως εις τον Άγιον Ιάσονα τον παρεκάλει λέγουσα· «Δούλε του Θεού του Υψίστου, γνωρίζω ότι όσα και αν ζητήσης παρά του Θεού, ανυπερθέτως θέλει σου δώσει αυτά. Μη λοιπόν αρνηθής να έλθης προς επίσκεψιν του αποθανόντος τέκνου μου και να προσευχηθής όπως αναστηθή τούτο. Διότι πιστεύω ότι δια της προσευχής σου θέλει αναστηθή». Ο δε Άγιος είπε προς αυτήν· «Ω γύναι, εζήτησας πράγμα το οποίον υπερβαίνει την ιδικήν μου δύναμιν. Αλλά τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστι» (Λουκ. ιη:27). Ηκολούθησε λοιπόν αυτήν ο Άγιος και σταθείς παράτην κλίνην του παιδός και προσευχηθείς, εκράτησε την χείρα τού νεκρού παιδίου και είπεν· «Ω τέκνον, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού εγέρθητι εκ της κλίνης». Αμέσως τότε ανεκάθησε το παιδίον και ήρχισε να ομιλή. Εξεπλάγησαν δε πάντες εκ του θαύματος τούτου και εδόξαζον τον Θεόν λέγοντες· «Πράγματι σημεία του αληθινού Θεού είναι ταύτα». Άλλη δε γυνή εκ των αρχόντων, ενοχλουμένη υπό ακαθάρτων πνευμάτων, ακούσασα, ότι ο Άγιος Ιάσων ήγειρεν εκ νεκρών τον θανόντα υιόν του βασιλέως, προσήλθε και αύτη και γονυπετήσασα παρεκάλει τον Άγιον να απομακρύνη απ’ αυτής τα εμφωλεύοντα εν αυτή πονηρά πνεύματα. Ο δε Άγιος Απόστολος του Χριστού, ως έχων την κατ’ αυτών εξουσίαν, απαγγείλας επ’ αυτής προσευχήν και σφραγίσας αυτήν δια του σημείου του Σταυρού, αμέσως απήλλαξε ταύτην των δαιμονίων. Ούτω η γυνή, ιατρευθείσα, ανεχώρησεν ευχαριστούσα τον Θεόν. Πολλούς δε νοσούντας και υπό δαιμόνων πάσχοντας καθ’ εκάστην εθεράπευε δια της υπό του Θεού δωρηθείσης προς αυτόν Χάριτος, οι δε θεραπευόμενοι εδιδάσκοντο να ευχαριστούσιν όχι τον Άγιον Ιάσονα, αλλά μόνον τον Κύριον, τον δωρήσαντα, δια της Αυτού φιλανθρωπίας, την Χάριν Του ταύτην προς τον Άγιον. Χαρά δε μεγάλη εγένετο εις πάσαν την νήσον, ανά πάσαν δε ημέραν η ευσεβής Πίστις επρόκοπτε, τα είδωλα περιεφρονούντο και ο Κύριος εδοξάζετο δια των τελουμένων θαυμάτων. Διότι πεπληρωμένος ο θείος ούτος ανήρ υπό Πνεύματος Αγίου και Χάριτος θείας πάντας είλκε προς εαυτόν, βαπτίζων, διδάσκων, νουθετών, παρακαλών, ενίοτε δε και επιτιμών και επιπλήττων. Αφού λοιπόν έζησεν επ’ αρκετόν, ούτω κατά Θεόν διάγων, νύκτα τινά, ενώ προσηύχετο, ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν προς αυτόν· «Χαίρε και ευγραίνου, δούλε αγαθέ και πιστέ. Ελθέ λοιπόν, ίνα απολαύσης την ουράνιον Βασιλείαν μετά του Σωσιπάτρου, του αδελφού σου, εις τον αιώνα τον άπαντα». Ταύτην την φωνήν ως ήκουσεν ο μακάριος Ιάσων εχάρη χαράν μεγάλην και πεσών κατά γης ηυχαρίστει τον Θεόν. Κατόπιν ητοίμασε τον τάφον αυτού, πλησίον του τάφου του Αγίου Αποστόλου Σωσιπάτρου, παρήγγειλε δε εις τους αδελφούς να καταθέσωσιν εις αυτόν το Λείψανόν του μετάτην κοίμησίν του. Αφού δε προσεκάλεσε πάντας τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας ως και άπαντα τον λαόν, συνεβούλευσε τούτους να προσέχουν εαυτούς, να εμμένωσιν εις την Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, να έχωσιν αγάπην και ομόνοιαν μεταξύ των, να κάμνουν ελεημοσύνας, να περιθάλπουν τους ασθενείς, να χαίρωσιν εν τη ελπίδι των μελλόντων και να ενθυμούνται πάντοτε τας εν ουρανώ μονάς. Ούτω εξαπλωθείς εις τον τόπον εις τον οποίον συνήθιζε να κατακλίνεται και εις ελαφράν νόσον περιπεσών, εκλήθη εις τον γλυκύν και μακάριον ύπνον την κθ΄ (29ην) του Απριλίου μηνός, αφού έζησε περί τα εξήκοντα έτη. Οι δε Ιερείς μετά παντός του πλήθους, αφού εκήδευσαν εντίμως το τίμιον Λείψανον του Αγίου Ιάσονος, κατέθεσαν τούτο πλησίον του Αγίου Σωσιπάτρου, συμφώνως προς την εντολήν, την οποίαν έδωσεν εις αυτούς ο Άγιος Ιάσων, παραμείναντες ούτω αμφότεροι οι Άγιοι κοινοί γύλακες και προς Θεόν μεσίται και δια τας μετέπειτα γενεάς πολύτιμος θησαυρός, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Αποστόλου ΙΑΚΩΒΟΥ, αδελφού Ιωάννου του Θεολόγου.

Δημοσίευση από silver »


Ιάκωβος ο ένδοξος του Χριστού Απόστολος ήτο υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός πρεσβύτερος Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά δε την κλήσιν των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Πέτρου προσεκλήθη υπ’ Αυτού του Κυρίου, ίνα μαθητεύση παρ’ Αυτώ μετά του αδελφού του Ιωάννου. Ευθύς λοιπόν αφήσαντες τον πατέρα και το πλοίον των, ως και όλα τα υπάρχοντά των, ηκολούθησαν τον Κύριον. Τόσον δε πολύ ηγάπησεν αυτούς ο Δεσπότης Χριστός, ώστε εις μεν τον ένα αδελφόν, τον Ιωάννην, προσέφερε το στήθος του, ίνα ανακλιθή επ’ αυτού, εις δε τον άλλον αδελφόν, τούτον δηλαδή τον θείον Ιάκωβον, έδωκε την τιμήν να πίη το ποτήριον του θανάτου, το οποίον Αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έπιεν. Αλλά και αυτοί οι μακάριοι τόσον πολύ ηγάπησαν τον Κύριον και τόσον ζήλον επέδειξαν δι’ Αυτόν, ώστε ηθέλησαν να καταβιβάσωσι πυρ εξ ουρανού, ίνα κατακαύσωσι τους Σαμαρείτας, διότι δεν επίστευσαν εις τον Κύριον αλλ’ ούτε και εδέχθησαν αυτόν (Λουκ. θ:54). Ίσως δε ήθελον πράξει τούτο, εάν ο Χριστός, η Αυτοαγαθότης, δεν ημπόδιζεν αυτούς. Δια ταύτα, λοιπόν, ο Κύριος παρελάμβανε πάντοτε μεθ’ εαυτού, κατ’ εξαίρεσιν, εις τας προσευχάς και εις τας άλλας οικονομίας του τούτους τους δύο Αποστόλους, ομού μετά του κορυφαίου Πέτρου, μυσταγωγών και αποκαλύπτων προς αυτούς τα υψηλότερα και μυστικώτερα δόγματα. Τα περί του μακαρίου τούτου Ιακώβου, πληροφορούμενος ο Ηρώδης ο Αγρίππας, ο του Αριστοβούλου υιός, του οποίου θείος ήτο ο Ηρώδης ο θανατώσας τον Πρόδρομον και μη υποφέρων να βλέπη αυτόν μετά τόσης παρρησίας διδάσκοντα το Ευαγγέλιον μετά το Πάθος και το σωτήριον κήρυγμα του Χριστού, εθανάτωσεν αυτόν δια μαχαίρας εν έτει από Χριστού μδ΄ (44ω). Ούτω μετά τον Πρωτομάρτυρα Στέφανον δεύτερον Μάρτυρα έστειλεν τούτον προς τον Χριστόν, ως γράφεται εις το βιβλίον των Πράξεων (ιβ: 2).
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Μαϊου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΙΕΡΕΜΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ιερεμίας, ο θαυμάσιος του Κυρίου Προφήτης, ήτο ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, διότι ούτω λέγει περί αυτού ο Θεός· «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Ιερεμ. α: 5)· κατήγετο δε εκ της Αναθώθ και ήκμασε χκ΄ (620) έτη προ Χριστού. Ούτος ο Άγιος Προφήτης μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, κατήλθεν εις τας Τάφνας της Αιγύπτου, τας ελληνιστί ονομαζομένας Δάφνας και εκεί, προφητεύων, ελιθοβολήθη υπό του λαού του Ισραήλ, του καταφυγόντος εις Αίγυπτον, αποθανών δε ενεταφιάσθη εις τον τόπον του παλατίου του βασιλέως Φαραώ, οπότε οι Αιγύπτιοι εδόξασαν και ετίμησαν αυτόν, διότι ευηργετήθησαν παρ’ αυτού, επειδή, δια προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Αιγυπτίους, καθώς ενεκρώθησαν επίσης και τα θηρία, τα οποία ευρίσκονται εντός των υδάτων της Αιγύπτου και τα οποία οι μεν Αιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες κροκοδείλους. Εκ τούτου, όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται μέχρι σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσερχόμενοι λαμβάνουν χώμα εκ του τάφου του Προφήτου και ιατρεύουν δι’ αυτού τα δήγματα των ασπίδων. Λέγεται δε ότι και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επεσκέφθη τον τάφον του Ιερεμίου και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα Λείψανά του εκ της Αιγύπτου εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Αλεξανδρείας, τα οποια κατέσπειρε πέριξ και εις όλα τα σημεία της πόλεως· δια δε τούτων εδίωξε μεν εκείθεν τας ασπίδας, αλλά μετέφερεν αντί εκείνων τους όφεις, οι οποίοι ονομάζονται αργαλοί και τους οποίους έφερεν εκ του Άργους, εξ ου και την επωνυμίαν ταύτην έλαβον. Είπε δε ο Ιερεμίας εις τους Ιερείς της Αιγύπτου, ότι μέλλει να γίνη σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Αιγύπτου και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος Παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή υπό Παρθένου εντός φάτνης. Εκ τούτου όθεν οι Αιγύπτιοι θεοποιούν και μέχρι της σήμερον παρθένον λεχώ και θέτοντες βρέφος εντός φάτνης προσκυνούσιν αυτό. Δια τούτο και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ηρώτησεν αυτούς διατί κάμνουσιν τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον τούτο είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, διότι παρέδωκεν αυτό εις τους Πατέρας των Προφήτης Όσιος· όθεν, προσέθετον, προσμένομεν να εκπληρωθή τούτο δια των έργων. Λέγεται δε περί του Προφήτου τούτου, ότι πριν ή καή ο Ναός των Ιεροσολύμων υπό του Ναβουζαρδάν, του αρχιμαγείρου του Ναβουχοδονόσορος, έλαβε την Κιβωτόν του Νόμου και τα εν τη Κιβωτώ Άγια και επεμελήθη να τεθώσιν υπό πέτραν, ειπών εις τους παρεστώτας· «Ο Κύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον ουρανόν και πάλιν θέλει έλθει εις το Σινά με δύναμιν και θέλει δοθή εις υμάς, τους εις Αυτόν πιστεύοντας, ως σημείον της παρουσίας του, το ότι τα έθνη πάντα θα προσκυνήσωσι Ξύλον». Είπε δε και τούτο: ότι την Κιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας ουδείς θέλει εκβάλει εκ της γης, ει μη ο Ααρών, ουδέ θέλει ανοίξει τις αυτήν, ούτε Ιερεύς, ούτε Προφήτης, ει μη ο Μωϋσής, ο εκλεκτός του Θεού. Εις δε την κοινήν Ανάστασιν, πρώτη θέλει αναστηυή η Κιβωτός και αφού αποκαλυφθή εκ της γης, θέλει αποτεθή εις το όρος Σινά και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθή εις αυτήν, όσοι προσμένουν να έλθη ο Κύριος και όσοι φεύγουν τον εχθρόν διάβολον, τον επιθυμούντα να θανατώση αυτούς. Επί της πέτρας δε εκείνης, ήτις εδέχθη την Κιβωτόν, έγραψεν ο Ιερεμίας δια του δακτύλου του το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το Ιεχωβά και έγιναν τα γράμματα εκείνα ως να εγλύφησαν με σμίλην και σίδηρον και ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο και ουδείς θέλει μάθει τον τόπον τούτον, ουδέ θέλει δυνηθή να αναγνώση το του Θεού όνομα μέχρι της ημέρας εκείνης. Η πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον, όπου το πρώτον κατεσκευάσθη η Κιβωτός υπό του Βεσελεήλ, μεταξύ των δύο ορέων, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Μωϋσέως και του Ααρών. Όθεν κατά την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ως νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, καθώς δηλαδή εφαίνετο νεφέλη εις τους Ισραηλίτας κατά την νύκτα και εφώτιζεν αυτούς. Ήτο δε ο Προφήτης Ιερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, έχων το γένειον άνω πλατύ και κάτω στενόν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Ναόν του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον πλησίον της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας.

silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄(2α) Μαϊου, μνήμη της ανακομιδής του Λειψάνου του Αγίου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του Μεγάλου, Αρχιεπισκόπου Αλεξ

Δημοσίευση από silver »


Αθανάσιος, ο μέγας Πατήρ ημών, διήγεν αγγελικώς τον εν τη γη βίον, ως τούτο είναι εις πάντας γνωστόν. Διότι τους αγώνας τους οποίους ηγωνίσθη ο αξιομακάριστος ούτος δια την Ορθόδοξον Πίστιν, τους πολέμους και τας αντιστάσεις αυτού κατά των αιρετικών, τας συνεχείς και αδίκους εξορίας, τας οποίας υπέμεινεν, ως και τας συκοφαντίας, και τας ματαίας κατηγορίας, τας οποίας έλαβε παρά των κακοδόξων, ταύτα πάντα διηγούνται πολλοί ιστορικοί, πλατύτερον όμως διηγείται ταύτα ο Θεολόγος Γρηγόριος, γράφονται δε και εις το Συναξάριον της μνήμης αυτού, δια τούτο ολίγα τινά θέλομεν είπει εδώ προς υπενθύμισιν. Ο μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος, πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, γονείς δε πλουσίους και εναρέτους, πλησίον των οποίων ανετρέφετο. Όταν δε ήτο μικρόν παιδίον συνανεστρέφετο με άλλα παιδία, τα οποία έπαιζον παρά την ακτήν της θαλάσσης. Έπαιζον δε ποτε το ακόλουθον παιγνίδιον· άλλα μεν παιδία προσεποιούντο τους Ιερείς και άλλα τους Διακόνους, τον δε Αθανάσιον εχειροτόνησαν Αρχιερέα, προσέφερον δε προς αυτόν βρέφη τινά αβάπτιστα ακόμη, τα οποία ο Αθανάσιος εβάπτιζεν εις το ύδωρ της θαλάσσης. Τούτο ιδών κατά τύχην ο Αλέξανδρος, ο της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν πολύ, προγνωρίσας δε δια του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Αθανασίου ήτο προμήνυμα των πραγμάτων και αληθούς χειροτονίας, την οποίαν έμελλε να λάβη αργότερον, τα μεν παιδία δεν εβάπτισε δια δευτέραν φοράν, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Μύρον και ούτω τα συνεπλήρωσε, τον δε Αθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, ίνα διδαχθή παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Όταν δε ενηλικιώθη ο Άγιος, εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Αρχιεπισκόπου τούτου της Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Ότε δε εν έτει τκε΄ (325), επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Αλέξανδρος παρέλαβε μεθ’ εαυτού εις Κωνσταντινούπολιν τον Αθανάσιον ως συνεργόν και βοηθόν του και μετ’ αυτού απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Αρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Μετά ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και απέθανεν ο Αλέξανδρος. Όθεν εγένετο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο μέγας ούτος Αθανάσιος, εν έτος μετά την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκστ΄ (326). Οι περί τον αρειανόν όμως Επίσκοπον Ευσέβιον, μη υποφέροντες τον προβιβασμόν του θείου Αθανασίου, με τους δολερούς λόγους των έπεισαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον να εκδιώξη του θρόνου τον Αθανάσιον. Όθεν εξώρισε τούτον εις την Γαλλίαν. Ολίγον μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, ο δε Αθανάσιος, μεταβάς εις Ρώμην, συνωμίλησε μετά του Κωνσταντίνου και λαβών γράμματα παρ’ αυτού, επανήλθεν εις την επαρχίαν του την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο Ευσέβιος και οι ομόφρονές του δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι· δια τούτο πλάσαντες και συρράψαντες πρωτοφανείς συκοφαντίας, έπεισαν τον Κωνσταντίνον, τον δεύτερον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Τύρον και υπ’ αυτής να κριθή ο Αθανάσιος. Πολλά δε ήσαν τα εγκλήματα, τα οποία προέβαλον κατ’ αυτού οι Αρειανοί, αλλ’ εκ τούτων εν μόνον αναφέρομεν ενταύθα. Λαβόντες οι Αρειανοί χείρα νεκρού και ξηράναντες αυτήν, την έθεσαν εντός θήκης· έπειτα παρουσίασαν αυτήν εις την σύνοδον λέγοντες, ότι η χειρ αύτη είναι Αρσενίου τινός, τον οποίον έλεγον ότι εθανάτωσεν ο Αθανάσιος με μαγικόν τρόπον. Κατά θείαν δε πρόνοιαν, κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις Τύρον ο Αρσένιος, τον οποίον απέκρυπτον οι Αρειανοί, φοβούμενοι μήπως καταπέση η κατά του Αθανασίου συκοφαντία. Αλλ’ ο μέγας Αθανάσιος μαθών, ότι ευρίσκεται εκεί ο παρά των Αρειανών θρυλούμενος νεκρός Αρσένιος, συνήντησεν αυτόν και τον έπεισε να τον ακολουθήση και όταν έλθη η ημέρα κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή και να κριθή υπό της συνόδου ο Αθανάσιος, να παρουσιασθή και αυτός. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα παρέλαβεν ο Άγιος μεθ’ εαυτού και τον Αρσένιον, ενδεδυμένον όμως με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθή αμέσως, και μετέβη εις την σύνοδον. Κρινόμενος λοιπόν ο Αθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Αρσένιον, ηρώτησε τους παρόντας εις την σύνοδον, εάν τις εξ αυτών γνωρίζη τον Αρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί ότι τον γνωρίζουν, τότε παρουσίασεν αυτόν έμπροσθεν της συνόδου και ηρώτα αν αυτός είναι ο Αρσένιος. Οι δε γνωρίζοντες αυτόν απεκρίθησαν καταφατικώς. Έπειτα έδειξε τας δύο χείρας εκείνου και είπεν· «Ιδού η δεξιά χειρ, ιδού και η αριστερά, τας οποίας ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Αδάμ γεννηθέντες και ουδείς ας μη ζητή τρίτην χείρα του Αρσενίου». Καταισχυνθέντες εκ τούτου οι Αρειανοί, εξήλθον της συνόδου και παρώξυνον τον λαόν εις εξέγερσιν κατά του Αθανασίου. Τότε ο μακάριος Αθανάσιος εξήλθε κρυφίως της πόλεως της Τύρου και κατήλθεν εντός φρέατος σκοτεινού και ανύδρου, όπου εκρύβη επί εξ ολόκληρα έτη. Έπειτα, εξελθών εκείθεν, μετέβη εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Κώνστας, ο τρίτος υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όθεν συναντήσας τον βασιλέα και τον τότε Πάπαν Ιούλιον τον Α΄ διηγείτο μετά λύπης τα καθ’ εαυτόν· εκείνοι δε αφού παρέδωσαν εις τον Άγιον συστατικά γράμματα απέστειλαν αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο της Ανατολής βασιλεύς Κωνστάντιος, όστις, απατηθείς, εφρόνει τα των Αρειανών, προστάσσει άρχοντα τινά, Συριανόν ονόματι, να μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν και αφού θανατώση τον Άγιον, να αναβιβάση εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας κάποιον Γρηγόριον. Αλλ’ ο Αθανάσιος, διαφυγών τας χείρας του Συριανού, μετέβη πάλιν εις την Ρώμην προς τον Κώνσταντα. Ο Κώνστας τότε έγραψεν απειλητικώς προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Αθανάσιον, διότι εάν δεν πράξη τούτο, θέλει αποκαταστήσει αυτόν ο ίδιος δια των βασιλικών όπλων. Ταύτα τα γράμματα αφού έλαβεν ο Κωνστάντιος εφοβήθη και αποκατέστησεν, αν και ακουσίως, τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Όταν όμως μετ’ ολίγον απέθανεν ο Κώνστας, ανεκηρύθη δε αυτοκράτωρ ο Κωνστάντιος, απέστειλεν ανθρώπους ίνα συλλάβωσι τον Αθανάσιον. Τούτο προγνωρίσας ο Άγιος εξήλθε κρυφίως του Πατριαρχείου και κατέφυγεν εις γυναίκα τινά εστολισμένην με παρθενίαν και άλλας αρετάς, η οποία, μαθούσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν μετά χαράς και όχι μόνον τον υπηρέτει, αλλά και πάσαν άλλην περιποίησιν προσέφερεν εις τον Άγιον επί διάστημα εξ ολοκλήρων ετών. Ότε δε ο Κωνστάντιος ετελεύτησε και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Ιουλιανός, τότε εξήλθεν ευθύς ο Άγιος εκ της οικίας της παρθένου, κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Πόσον δε εχάρησαν όλοι οι Αλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον και πόσον έτρεχον και ηυχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος να είπω. Αλλά και ο Ιουλιανός, γενόμενος αυτοκράτωρ εν έτει τξα΄ (361), όλας μεν τας άλλας υποθέσεις ενόμισε δευτερευούσας, ως μόνην δε σοβαρωτέραν εθεώρησε το να εξώση τον Άγιον του θρόνου του, επί πλέον δε να του αφαιρέση και την ζωήν. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με την εντολήν να τον θανατώσωσιν. Αλλ’ αυτοί δεν εύρον τον Άγιον, διότι, εξελθών ούτος εν καιρώ νυκτός και πορευθείς εις τον ποταμόν Νείλον, εύρεν εκεί πλοιάριον, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθη, μετέβη εις την Θηβαϊδα. Επειδή δε κατέφθασαν κατόπιν αυτού οι διώκται του, απατήσας αυτούς επέστρεψεν εις την Αλεξάνδρειαν, και εκρύπτετο εις αυτήν έως ου έζη ο Ιουλιανός. Αφού δε και αυτός ο κακός σφαγεύς κακώς ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Ιοβιανός εν έτει τξγ΄ (363). Όμως ταχέως και αυτός ετελεύτησε, διότι εβασίλευσεν επτά μόνον μήνας και είκοσι δύο ημέρας, τούτον δε διεδέχθη ο βασιλεύς Ουαλεντιανός, διαμοιρασθείς την βασιλείαν μετά του αδελφού του Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364). Και ο μεν Ουαλεντιανός εβασίλευσεν εις την Δύσιν, ο δε Ουάλης εις την Ανατολήν. Ούτος δε ο Ουάλης, επειδή έπιε μέχρι κορεσμού από τα θολερά νάματα του Αρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων εβασάνιζε με διαφόρους τιμωρίας, ιδιαιτέρως δε δια τον Αθανάσιον κατέβαλε πάσαν σπουδήν και προθυμίαν να τον συλλάβη. Ταύτα μαθών ο Άγιος εκρύβη εντός του προγονικού του τάφου και ούτως εσώθη εκ των χειρών των φονέων. Επειδή δε ο Ουάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Αθανασίου, δια τούτο ακουσίως αφήκε τον Αθανάσιον να έχη την προστασίαν της Αλεξανδρείας και ούτως ο μακάριος Αθανάσιος μετά πολλούς άθλους και εξορίας και μετά τοσούτους διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε τεσσαράκοντα δύο ολόκληρα έτη, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του εν έτει τογ΄ (373) και απήλθε προς Κύριον.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”