Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ,

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΑ΄ (11η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος και Πανευφήμου ΕΥΦΗΜΙΑΣ, ότε τον τόμον του της πίστεως όρου των εξακοσίων τριάκοντα θεοφόρων Πατέρων, των εν Χαλκηδόνι συνελθόντων, τουτέστι της αγίας και Οικουμενικής Δ΄ Συνόδου εκράτυνεν.

Ευφημία η καλλίνικος Μάρτυς του Χριστού ήκμαζε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και Πρίσκου Ανθυπάτου Ρώμης, εν έτει σπη΄ (288), κατήγετο δε εκ Χαλκηδόνος, θυγάτηρ πατρός μεν Φιλόφρονος καλουμένου, μητρός δε Θεοδοσιανής. Διαβληθείσα λοιπόν ότι ωμολόγει τον Χριστόν, ετιμωρήθη δια τροχών και πυρός, και δια πολλών άλλων βασάνων· ύστερον δοθείσα εις τα θηρία, ίνα ταύτην σπαράξωσιν, έμεινεν εξ αυτών αβλαβής. Είτα εδήχθη υπό άρκτου, προσευχηθείσα δε παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού εν τω θεάτρω· το δε τίμιον αυτής λείψανον απετέθη εντός θήκης και ενεταφιάσθη εις τόπον τινά πλησίον της Χαλκηδόνος, όπου παρέμεινεν επ’ αρκετούς χρόνους, ιάσεις βρύον παντοδαπάς και θαύματα άπειρα επιτελούν. Μετά παρέλευσιν δε πολλού χρόνου, όταν εξηπλώθη η ευσέβεια εις τον κόσμον, έγινε τοιούτον παράδοξον. Εις τας ημέρας Θεοδοσίου του Μικρού, εν έτει 410, εις Μοναχός και Ιερεύς, Ευτυχής μεν κατά το όνομα δυστυχής δε κατά τον νουν, εγένετο αρχηγός αιρέσεως, ισχυριζόμενος ο φρενοβλαβής, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μίαν μόνην φύσιν, την της Θεότητος, και μίαν μόνην ενέργειαν, επίσης την της Θεότητος· καθηρέθη δε ούτος υπό του Αγίου Φλαβιανού, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πλην μεταχειριζόμενος ο άθλιος όργανα τους του βασιλέως αθέους ευνούχους, δεν έπαυε ταράττων την Εκκλησίαν και ενέδρας ποιών, έως ου ο βασιλεύς Θεοδόσιος ετελεύτησεν. Όταν δε ο Μαρκιανός εβασίλευσε μετά της Πουλχερίας, διέταξε να συγκροτηθή Οικουμενική Σύνοδος εις Χαλκηδόνα, κατά το έτος τετρακόσια πεντήκοντα εν (451) δια να εξετάση την υπόθεσιν. Συνελθόντες λοιπόν εν Χαλκηδόνι εξακόσιοι τριάκοντα Επίσκοποι συνεκρότησαν την Αγίαν Δ΄ Οικουμενικήν Σύνοδον. Τότε, αφού πολλά συνεζήτησαν, κατεδίκασαν και ανεθεμάτισαν τον Ευτυχή και τον τούτου ακόλουθον Διόσκορον ως και πάντας τους μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν επί Χριστού βλασφημούντας. Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν επείθοντο εις τα δόγματα της Αγίας Συνόδου, μετήλθον άλλον τρόπον οι άγιοι Πατέρες. Αμφότερα τα μέρη, το των Ορθοδόξων δηλαδή και το των κακοδόξων Μονοφυσιτών, έγραψαν τα υπ’ αυτών πιστευόμενα και κηρυττόμενα εις τόμον ξεχωριστόν έκαστον μέρος· ανοίξαντες δε την θήκην την περιέχουσαν το τίμιον λείψανον της Αγίας Ευφημίας, απέθεσαν τα δύο ταύτα βιβλία επί του στήθους της Αγίας εσφραγισμένα· ανοίξαντες δε πάλιν, μεθ’ ωρισμένας ημέρας, είδον και εξέστησαν· διότι τον μεν τόμον των αιρετικών εύρον ερριμμένον κάτωθεν των ποδών της Αγίας, τον δε τόμον των Ορθοδόξων, τον περιέχοντα τον όρον και την απόφασιν της Αγίας Συνόδου, κρατούμενον υπό της Μάρτυρος εις τας αγκάλας της. Τούτου δε γενομένου, εθαύμασαν άπαντες δια το τοιούτον παράδοξον· εκ τούτου οι μεν Ορθόδοξοι εστηρίχθησαν εις την πίστιν και εδόξασαν τον Θεόν, τον ποιούντα καθ’ εκάστην μεγάλα και παράδοξα θαύματα προς επιστροφήν και διόρθωσιν των πολλών, οι δε αιρετικοί Μονοφυσίται κατησχύνθησαν. Τούτο λοιπόν το χάριτας βρύον ιερόν λείψανον της Αγίας μετεκομίσθη ακέραιον εκ Χαλκηδόνος εις Κωνσταντινούπολιν, προ της αλώσεως αυτής, όπου και ο τότε αοίδιμος Πατριάρχης Κωνσταντίνος ήγειρε Ναόν προς τιμήν της Αγίας. Γενομένης δε της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων και μετατεθέντων πάντων των ιερών λειψάνων εν τω πανσέπτω Ναώ των Αγίων Αποστόλων, εις τον οποίον μετεφέρθη τότε και το Πατριαρχείον, μετετέθη εκεί και το λείψανον της Αγίας. Εκείθεν μετατεθέντος και πάλιν του Πατριαρχείου εις τον Ιερόν Ναόν της Παμμακαρίστου, μετεκομίσθη εκεί ομού μετά των λοιπών και το ιερόν λείψανον της Αγίας. Επειδή δε κατά τας πικράς εκείνας ημέρας της αιχμαλωσίας δεν έπαυον οι κατακτηταί να μεταχειρίζωνται κάθε είδους πικρίαν κατά των Χριστιανών, αρπάζοντες μεταξύ των άλλων τους ιερούς Ναούς και μετατρέποντες αυτούς εις τζαμία, ήρπασαν και τον Ναόν της Παμμακαρίστου και ως εκ τούτου το Πατριαρχείον μετεφέρθη εκ νέου εις τον πάνσεπτον Ναόν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, εν Φαναρίω, όπου και νυν ευρίσκεται. Μετηνέχθη τότε εκεί και το ιερόν λείψανον της Αγίας, όπερ θεία ευδοκία διασώζεται μέχρι της σήμερον, τιμώμενον και σεβόμενον όχι μόνον παρά των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, αλλά και παρά των ετεροδόξων, βρύον ιάματα εις τους μετ’ ευλαβείας προσερχομένους. Καθιερώθη δε το ιερόν λείψανον της Αγίας εν τω ρηθέντι πανσέπτω Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, εις το δεξιόν μέρος αυτού, το οποίον έγινε και παρεκκλήσιον επ’ ονόματι της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, ότε επί της πρώτης πατριαρχίας του τότε Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου ανωκοδομήθησαν εκ βάθρων τα Πατριαρχεία και αι λοιπαί εν τη πατριαρχική αυλή οικοδομαί. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρις της Αγίας κατά την ια’ (11ην) του Ιουλίου, καθ’ ην συναθροίζονται τα πλήθη των Ορθοδόξων, ανδρών τε και γυναικών της τε Κωνσταντινουπόλεως και των περιχώρων αυτής, και πολλοί των ετεροδόξων και οι μετ’ ευλαβείας προσερχόμενοι και ασπαζόμενοι το ιερόν αυτής λείψανον αξιούνται πολλών ιαμάτων.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Ιουλίου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΠΡΟΚΛΟΥ και ΙΛΑΡΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Πρόκλος και Ιλάριος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Τραϊανού και Μαξίμου ηγεμόνος, εν έτει ρστ΄ (106), κατήγοντο δε εκ της χώρας των Καλλίπων, κειμένης πλησίον της Αγκύρας. Συλληφθείς λοιπόν πρώτος ο Άγιος Πρόκλος και ομολογήσας τον Χριστόν ενώπιον του βασιλέως, παρεδόθη εις τον ηγεμόνα Μάξιμον όπως τιμωρηθή. Όθεν κατά προσταγήν του ηγεμόνος οι στρατιώται, καταξέσαντες πρώτον τον Άγιον, κατέκαυσαν έπειτα με ανημμένας λαμπάδας τα μέλη του, τα οποία είχον πληγωθή εκ των ξεσμών· μετά ταύτα δ’ εκρέμασαν αυτόν επί ξύλου και προσέθεσαν εις τον πόδα του πέτραν βαρείαν. Ύστερον απεφάσισεν ο ηγεμών να θανατωθή ο Άγιος δια βελών. Φερόμενος λοιπόν ο τρισμακάριος αθλητής εις τον τόπον της τιμωρίας συναντά καθ’ οδόν τον ανεψιόν του Ιλάριον, ο οποίος, επειδή εχαιρέτισε τον θείον του, συνελήφθη και αυτός υπό των Ελλήνων. Και ο μεν Άγιος Πρόκλος, καταπληγωθείς εκ της πληθύος των βελών, απήλθε προς Κύριον και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Ιλάριος, ερωτηθείς και ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, κρεμασθείς εδάρη, έπειτα εσύρθη κατά γης επί τρία μίλλια, έπειτα δε απεκεφαλίσθη και ενεταφιάσθη μετά του θείου του Αγίου Πρόκλου. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις το Μοναστήριον της Υπατίας, πλησίον εις τον τόπον τον λεγόμενον Ματρώνα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΙΟΥΣΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Ιούστος ο Άγιος, Ρωμαίος ων, ήτο στρατιώτης τεταγμένος εν τοις Νουμέροις υπό τον Κλαύδιον Τριβούνον, επανερχόμενος δε ποτε εκ του κατά των βαρβάρων πολέμου, τους οποίους επολέμησε μετά των συστρατιωτών του, και ελθών εις έκστασιν, βλέπει ένα σταυρόν κρυσταλλοειδή, εκ του οποίου εξήλθε φωνή, διδάξασα αυτόν το της ευσεβείας Μυστήριον. Όθεν μεταβάς εις Ρώμην, διεμοίρασε την περιουσίαν του εις τους πτωχούς, κατ’ ιδίαν δε ευρισκόμενος ηυφραίνετο δια την απόκτησιν της πίστεως του Χριστού. Αφού δε έγινε γνωστόν εις τον Τριβούνον Κλαύδιον, ότι ο Άγιος επίστευσεν εις τον Χριστόν, έλαβεν αυτόν εκείνος και τον συνεβούλευε να λυπηθή την νεότητά του και να αρνηθή την πίστιν του Χριστού· επειδή όμως δεν ηδυνήθη να τον πείση, έστειλεν αυτόν με γράμματα εις τον ηγεμόνα Μαγνέντιον. Ο δε ηγεμών, ερωτήσας τον Μάρτυρα και ευρών αυτόν επιμένοντα εις τον Χριστιανισμόν, προσέταξε να τον δείρωσιν ισχυρώς με ωμά βούνευρα, έπειτα να βάλωσιν εις μεν την κεφαλήν του περικεφαλαίαν σιδηράν πεπυρακτωμένην, εις δε τας μασχάλας του σφαίρας σιδηράς διαπύρους και εις τας χείρας του να προσαρμόσωσιν άλλας χείρας σιδηράς και ούτω να απλώσωσιν αυτόν επί πεπυρακτωμένης εσχάρας. Ταύτα πάντα υπέμεινε γενναίως ο Άγιος δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν· ύστερον δε ριφθείς εις κάμινον, εκεί παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, χωρίς να καή ούτε μία των τριχών του. Τελείται δε η αυτού σύναξις και εορτή εν τω Ορφανοτροφείω.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ του Αγιορείτου και σοφωτάτου

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΔ΄ (14η) Ιουλίου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ του Αγιορείτου και σοφωτάτου της Εκκλησίας διδασκάλου.

Η αρετή είναι όντως μέγα και ουράνιον πράγμα, ως έχον πηγήν και αρχήν τον Θεόν, και ως τιμώσα και δοξάζουσα τους φίλους και εργάτας αυτής. Δι’ αυτής ετιμήθησαν οι Άγιοι Προφήται, εμεγαλύνθησαν οι θεηγόροι Απόστολοι, ηνδραγάθησαν οι καλλίνικοι Μάρτυρες, ελαμπρύνθησαν οι θεοειδείς Ιεράρχαι και ωκειώθησαν τω Θεώ οι απ’ αιώνος θεοφόροι Πατέρες. Δια της αρετής ειργάσαντο «ξένα και παράδοξα» εν τω κόσμω οι αγαπήσαντες ολοψύχως τον Θεόν Άγιοι και ανεδείχθησαν πολύφωτοι φωστήρες, «λόγον ζωής επέχοντες» και φαίνοντες «από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών», προς φωτισμόν «των εν σκότει και σκιά θανάτου» κατά την θείαν ρήσιν και προς σωτηρίαν ψυχών αιώνιον. Η αρετή αναδεικνύει τον άνθρωπον μακάριον, Άγγελον επίγειον, πλήρη θείου φωτός, σιωπώντα και λαλούντα και ορώμενον, έμψυχον στηλογραφίαν παντός καλού και λυσιτελούς, κληρονόμον Θεού, συγκληρονόμον Χριστού. Της αρετής φίλος γνήσιος και αληθής εργάτης και μυσταγωγός και υποφήτης «έργω και λόγω» υπήρξε και ο θεοφόρος Νικόδημος, ο μέγας της Εκκλησίας και πολύσοφος διδάσκαλος, το θαύμα των εν Άθω μοναστών, ο φαεινός εωσφόρος της ουρανίου σοφίας και της εν Χριστώ ζωής, ο εν εσχάτοις λάμψας καιροίς και καταφωτίζων της οικουμένης τα πέρατα δια των θεοσόφων αυτού συγγραμμάτων· η εύηχος σάλπιξ του Αγίου Πνεύματος· η μελίρρυτος και σοφωτάτη γλώσσα, η εν «δυνάμει λόγου» διατρανούσα και αναπτύσσουσα τα ρήματα της αιωνίου ζωής και τα των Πατέρων συνεπτυγμένα νοήματα· της ασκητικής ζωής ο πρακτικώτατος υφηγητής· των πνευματικών αναβάσεων ο θεοειδής μυστογράφος και των εν αυταίς ελλάμψεων ο θείος εκφάντωρ· της Ορθοδόξου Εκκλησίας «ο στύλος και το εδραίωμα» και το εξαίρετον καύχημα, και πάσης αιρετικής και κακοφώνου διδαχής ο ισχυρότατος καθαιρέτης· ο πολυειδώς και πολυτρόπως δοξάσας τον Θεόν, και επαξίως παρά Θεού δοξασθείς. «Τους δοξάζοντάς με δοξάσω», λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ούτος ο πολύς εν σοφία και μέγας εν αρετή, ο περιφανής της Εκκλησίας φωστήρ και διδάσκαλος, το στόμα των πάλαι Οσίων διδασκάλων θείος Νικόδημος, εγεννήθη εν τη νήσω των Κυκλάδων Νάξω, κατά το σωτήριον έτος 1749, εκ γονέων ευσεβών και εναρέτων, Αντωνίου και Αναστασίας, το επίθετον Καλλιβούρση. Δια του αγίου Βαπτίσματος ωνόμασαν αυτόν Νικόλαον, και πρώτοι ούτοι εγαλούχησαν τον υιόν των δια των ζωηφόρων της πίστεως ναμάτων, εκ βρεφικής ηλικίας. Τρανή απόδειξις της θερμής των γονέων του Οσίου ευσεβείας, και μάλιστα της μητρός αυτού, είναι το γεγονός, ότι βραδύτερον αύτη εγένετο Μοναχή, άρασα τον ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν, μετονομασθείσα Αγάθη. Εξ απαλών ονύχων εφαίνετο ο Όσιος οποίος έμελλε να αποβή μετά ταύτα· διότι ήτο λίαν προσεκτικός και φρόνιμος, καίτοι εν παιδική ηλικία, αποφεύγων τας ματαίας συναναστροφάς, και παν δυνάμενον να επιφέρη βλάβην εις τον έσω άνθρωπον. Επιμέλεια ηθών, αγχίνοια έξοχος, τρόπων ευκοσμία, ζήλος περί τα καλά και ωφέλιμα, αγάπη προς την θύραθεν και την κατά Θεόν παιδείαν, ήσαν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νεαρού Νικολάου. Αλλά πλέον πάντων διεκρίνετο δια την μεγάλην οξύτητα του νοός, την ακριβή διορατικότητα, την λαμπράν ευφυϊαν και την απέραντον μνήμην, δι’ ων κατέπληττεν όχι μόνον τους συνομήλικας, αλλά και πάντας τους ορώντας τοσαύτα εξαίρετα προσόντα και αγλαά προτερήματα εν τοιαύτη νεαρά έτι ηλικία. Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εν τη Νάξω, εν τη ιδιαιτέρα αυτού πατρίδι Χώρα, παρά του ιερέως της ενορίας του, παρά του οποίου και εδιδάσκετο συγχρόνως την προς τον Χριστόν αγάπην και προς την αγίαν αυτού Εκκλησίαν, και παν ωφέλιμον και λυσιτελές, και τον οποίον ιερέα μετ’ ευλαβείας και προθυμίας εξυπηρέτει, διακονών κατά την τέλεσιν της θείας Λειτουργίας και τας λοιπάς ιεροπραξίας. Καταρτισθείς ούτω καταλλήλως ο μακάριος παρά του ευλαβούς ιερέως της ενορίας, εφοίτησεν ύστερον εις την εν Νάξω σχολήν, εν τη οποία εδιδάχθη τα θύραθεν και τα ιερά γράμματα παρά του εναρέτου και σοφού διδασκάλου του γένους Αρχιμανδρίτου Χρυσάνθου, αδελφού του θαυμαστού και περιβοήτου «εν λόγω και έργω και ανατροφή» ισαποστόλου και ιερομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Είναι δε γνωστόν, ότι εις την Νάξον, τη μερίμνη των λογίων Αρχιερέων Θεωνά, Αθανασίου, Ιωάσαφ και άλλων, είχεν ιδρυθή σχολή, η οποία από του 1770 και εντεύθεν ανεκαινίσθη. Από δε του 1781 εγκατεστάθη εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ένθα ελειτούργει μέχρι του 1821. Εις την σχολήν ταύτην εχρημάτισε διευθυντής ο ρηθείς Αρχιμανδρίτης Χρύσανθος ο Αιτωλός, και εδίδαξεν εν συνεχεία μέχρι του θανάτου αυτού, επισυμβάντος εν έτει αψπε΄ (1785). Τοιούτου διδασκάλου τυχών ο νεαρός Νικόλαος εξεπαιδεύθη θαυμασίως ως έδει και εξεκαύθη η φιλόθεος αυτού καρδία προς πλείονα παιδείαν και εκμάθησιν ανωτέρων γνώσεων. Άγων δε το 16ον έτος της ηλικίας, ωδηγήθη υπό του πατρός αυτού εις Σμύρνην, εις την λαμπράν Ελληνικήν σχολήν της πόλεως ταύτης, την ονομασθείσαν αργότερον και γενομένην περιάκουστον ως Ευαγγελικήν Σχολήν, και εισήχθη ως οικότροφος εν τω μαθητικώ αυτής κοινοβίω. Ενταύθα έσχε σπουδαιότερον διδάσκαλον, τον επιφανή κατά την εποχήν εκείνην δια την παιδείαν και ονομαστόν δια την αρετήν Ιερόθεον Βουλισμάν τον Ιθακήσιον, και παρέμεινεν εν τη σχολή επί 5 έτη. Προκόπτων ο μακάριος εις τα μαθήματα κατέπληττε τους πάντας δια τας θαυμασίας αυτού επιδόσεις, την πλουσιωτάτην μνήμην, την φωτεινήν κρίσιν, αλλά και δια την άκραν επιμέλειαν των ηθών και την χρηστότητα των τρόπων. Δι’ αυτόν θα ηδύνατο να λεχθή ό,τι ο Θεολόγος Άγιος Γρηγόριος είπε δια τον Μέγαν Βασίλειον. «Ποίον είδος ουκ επήλθε παιδεύσεως; Μάλλον δε ποίον ου μεθ’ υπερβολής ως μόνον; Ούτω μεν άπαντα διελθών, ως ουδείς εν· ούτω δε εις άκρον έκαστον, ως των άλλων ουδείς». Μαθητεύων εν τη σχολή ταύτη ο νεαρός Νικόλαος εγίνετο διδάσκαλος των συμμαθητών αυτού, αναλύων, αποσαφηνίζων και εκμανθάνων εις αυτούς όσα δεν κατώρθωναν κατά τας ώρας της διδασκαλίας να αντιληφθώσι και εννοήσωσι σαφώς. Δια την προθυμίαν του αυτήν, αλλά και δια την όλην καλωσύνην του και τα λοιπά περικοσμούντα αυτόν χαρίσματα, ετύγχανε κατ’ εξοχήν αγαπητός εκ μέρους των συμμαθητών του, ώστε να προθυμοποιούνται και επιδιώκουν ούτοι να τον αντικαθιστούν εις τας διαφόρους υπηρεσίας του οικοτροφείου, παρά τας διαμαρτυρίας και αντιρρήσεις του. Αυτός ούτος ο διδάσκαλος Ιερόθεος, εκτιμών την λαμπράν θεολογικήν και λοιπήν βαθείαν μόρφωσιν και αρετήν του Νικολάου, έγραφε βραδύτερον προς αυτόν, αναχωρήσαντα πλέον εκ της σχολής. «Ελθέ, υιέ μου, καν τώρα εις το γήρας μου, να σε αφήσω μετά θάνατον εις το σχολείον διδάσκαλον, ότι δεν έχω πλέον άλλον ωσάν σε όμοιον εις την προκοπήν». Εν τη σχολή ταύτη εδιδάχθη και εξέμαθε, πλην των εγκυκλίων μαθημάτων, των θεολογικών γραμμάτων και των αρχαίων Ελληνικών, την Λατινικήν, την Ιταλικήν και την Γαλλικήν γλώσσαν. Η δε επίδοσίς του και η γνώσις της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης είναι τω όντι σπανία, ήτις θαυμασίως διαλάμπει εις πάντα τα έργα αυτού. Εγένετο βαθύς κάτοχος αυτής, δυνάμενος να γράφη και να εκφράζηται εις οιανδήποτε μορφήν των ιστορικών φάσεων και παραλλαγών της γλώσσης ημών. Μετά της ιδίας ευχερείας, δια της οποίας εξήγει εις την απλοελληνικήν τα ιερά κείμενα προς κατανόησιν αυτών υπό του λαού, συνέτασσε και τα αρχαιοπρεπέστατα επιγράμματα εις την Ομηρικήν διάλεκτον. Κατά το 1770 εξ αιτίας των υπό των Τούρκων κατά των Χριστιανών εν Σμύρνη διωγμών και σφαγών, εξαγριωθέντων δια την πυρπόλησιν του στόλου αυτών υπό των Ρώσων παρά τον Τσεσμέν, ανεχώρησεν εκείθεν και επανήλθεν εις την πατρίδα αυτού Νάξον, ένθα ο τότε Μητροπολίτης Παροναξίας Άνθιμος Βαρδής προσέλαβεν αυτόν ως γραμματέα και ακόλουθόν του, έχων σκοπόν να προπαρασκευάση αυτόν αρμοδιώτερον «επί τα τελεώτερα της χάριτος» και εισαγάγη κατόπιν εις το ιερατικόν στάδιον, «εις διακονίαν Κυρίου». Επί 5 έτη έμεινε πλησίον του Ανθίμου εν Νάξω, όπου και τω εδόθη ευκαιρία να γνωρισθή μετά των οσιωτάτων και εναρέτων Αγιορειτών Ιερομονάχων Γρηγορίου και Νήφωνος και του Μοναχού Αρσενίου, ανδρών τη αληθεία τους πλείστους υπερεχόντων τη αρετή και σεμνότητι. Ούτοι αφηγήθησαν αυτώ τα της μαναχικής ζωής και αγγελικής πολιτείας των ασκητών εν Αγίω Όρει, και εμύησαν τα της νοεράς προσευχής, γνωρίσαντες τούτον κατάλληλον και επιδεκτικόν των μυστηρίων της μακαρίας ταύτης εργασίας. Εκ της συναναστροφής και συνομιλίας μετά των Οσίων τούτων ανδρών ηχμαλωτίσθη η καρδία του μακαρίου προς ένθεον ζήλον και ανεφλέγη προς πόθον της αγγελικής ζωής των μοναστών του Άθωνος. Επειδή δε πολλά είχεν ακούσει περί της αρετής και σοφίας του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου του Νοταρά, ήλθε και συνήντησεν αυτόν εις Ύδραν, διατρίβοντα εκεί, δια να ενισχυθή και φωτισθή παρ’ αυτού έτι περισσότερον εις την κατά Χριστόν ασκητικήν ζωήν, προς την οποίαν είχεν ήδη κατευθύνει όλην την ροπήν της ψυχής του. Εκ της αγίας αυτής συναντήσεως ανεπτύχθη στενός και ισόβιος εν Πνεύματι Αγίω σύνδεσμος και βαθεία αγάπη και εκτίμησις μεταξύ των δύο τούτων αγίων και θεοφόρων ανδρών. Εκεί εγνώρισεν επίσης τον περιβόητον δια την αρετήν αυτού Μοναχόν Σίλβεστρον τον Καισαρέα, έξω της νήσου εν κελλίω ερημικώ ασκούμενον, «τον υψίνουν και πλατύνουν, το μέλι της ησυχίας και θεωρίας τρεφόμενον», παρά του οποίου επί πλέον εξεκαύθη και ανεπτερώθη εις την αγγελικήν των Μοναχών πολιτείαν και διαγωγήν. Καιομένην έχων ήδη την καρδίαν προς την εν πνεύματι μακαρίαν ζωήν και τα τελειότερα του Πνεύματος χαρίσματα, λαβών συστατικά παρά του ρηθέντος Γέροντος Σιλβέστρου γράμματα, ανεχώρησεν εκ της Νάξου κατά το 1775 δια το Άγιον Όρος αρνησάμενος κόσμον και εαυτόν, κατά την του Κυρίου φωνήν, επιθυμών να άρη τον γλυκύν και χρηστόν του Σωτήρος Σταυρόν. Κατά την αναχώρησίν του εκ Νάξου συνέβη το εξής περιστατικόν, δεικνύον τον διάπυρον ζήλον του Νικολάου προς την μοναχικήν ζωήν. Κατελθών εις τον αιγιαλόν εύρεν ιστιοφόρον ετοιμαζόμενον προς αναχώρησιν δι’ Άγιον Όρος, και μεγάλως εδόξασε τον Θεόν επί τη εκπληρώσει του πόθου του. Παρεκάλεσε τότε τον πλοίαρχον να παραλάβη και αυτόν, όστις τω υπεσχέθη ότι την στιγμήν της αναχωρήσεως θα τον ειδοποιήση. Αλλά τις οίδε διατί, ανεχώρησε χωρίς να ειδοποιηθή ο Όσιος, όστις ιδών παρ’ ελπίδα το πλοίον αναχωρούν, ήρχισε να φωνάζη και να θρηνή διατί τον εγκατέλειψαν, και συγχρόνως έρριψεν εαυτόν εις την θάλασσαν, σκοπόν έχων να φθάση κολυμβών το αναχωρούν πλοίον. Ιδόντες τούτο οι ναύται επέστρεψαν και τον παρέλαβον και αποπλεύσαντες εκείθεν έφθασαν αισίως εις Άγιον Όρος. Aποβιβασθείς εν Αγίω Όρει ο Νικόλαος εχάρη χαράν μεγάλην σφόδρα, και ελθών κατά τας οδηγίας του ρηθέντος γέροντος Σιλβέστρου εις την Ιεράν και ευαγή Μονήν του Αγίου Διονυσίου, τιμωμένην επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, εύρεν εκεί πλείστους οσίους άνδρας, κεκοσμημένους πάση αρετή και σεμνότητι και ασκητικοίς χαρίσμασι, μεταξύ των οποίων τους Γέροντας Μακάριον μετά του πατρός αυτού, Αβράμιον και άλλους εν ευλαβεία και οσιότητι ασκουμένους τον πνευματικόν αγώνα, θαυμάσας δε την αρετήν αυτών, εκοινοβίασεν εν τη Ιερά και σεβασμία ταύτη Μονή. Ενταύθα πνέων θείου ζήλου προς την κατά Χριστόν οσίαν ζωήν, και αποβαλών πλήρως παν κοσμικόν φρόνημα και νόημα, εκάρη Μοναχός, λαβών το μικρόν σχήμα, και μετωνομάσθη από Νικολάου, όπου ωνομάζετο πρότερον Νικόδημος. Γνωρίσαντες οι αδελφοί της Μονής τα εξαίρετα χαρίσματα και την βαθείαν παιδείαν και γνώσιν του, έτι δε εκτιμήσαντες την θερμήν αυτού ευλάβειαν και την λοιπήν σπουδήν και προθυμίαν προς τους κανόνας και τας τάξεις της οσίας και σεμνής κοινοβιακής ζωής και το υποδειγματικόν αυτού ήθος, διώρισαν αυτόν αναγνώστην και γραμματέα της Μονής. Εν τη Ιερά ταύτη Μονή ο Όσιος Νικόδημος υπήρξε τύπος εν πάσιν απαράμιλλος, τόσον εν τη ανατεθείσα αυτώ διακονία, όσον και εν ταις πνευματικαίς πράξεσι, δια των οποίων ημέραν εξ ημέρας προήγετο «τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος», υποτάσσων την σάρκα τω πνεύματι και λαμπρύνων τον νουν δια της μελέτης του κρείττονος, και προετοιμάζων εαυτόν δια τους τελειοτάτους αγώνας της θεοποιού ησυχίας και της άκρας κατά Χριστόν φιλοσοφίας, εν οις ανεδείχθη δοκιμώτατος και μέγας εν έργω και λόγω επί τοσούτον, ώστε πάντες έχαιρον και εθαύμαζον. Κατά το 1777 επεσκέψατο το Άγιον Όρος ο Κορίνθου Άγιος Μακάριος, ο γνωρίσας τον ιερόν Νικόδημον εν Ύδρα, και αφού προσεκύνησε τας Ιεράς Μονάς, ήλθεν εις Καρυάς και κατέλυσεν εις το κελλίον «Άγιος Αντώνιος» του συμπολίτου αυτού Δαβίδ. Ενταύθα εκάλεσε τον μακάριον Νικόδημον και προέτρεψεν αυτόν να επιθεωρήση προς έκδοσιν τα ογκωδέστατα πνευματικά βιβλία «Φιλοκαλίαν» και «Ευεργετινόν», και το περί «Θείας και ιεράς Μεταλήψεως» πονημάτιον αυτού, δώσας τας αφορμάς εις τον Όσιον άνδρα να επιδοθή εις τους υψηλούς πνευματικούς αγώνας, οίτινες ανέδειξαν αυτόν φωστήρα της Εκκλησίας αειλαμπέστατον και οικουμενικόν της ευσεβείας διδάσκαλον. Και ήρχισεν από της «Φιλοκαλίας», την οποίαν αφού διεξήλθε, τακτοποιήσας όπου ήτο ανάγκη τας εν αυτή περιεχομένας πνευματικάς και υψηλάς διδασκαλίας, συνέταξε γλαφυρώς εκάστου Οσίου συγγραφέως εν συνόψει τον βίον και της όλης βίβλου το λαμπρόν προοίμιον. Ακολούθως διώρθωσε τον «Ευεργετινόν», συντάξας και αυτού το θαυμάσιον προοίμιον, και εν τέλει διώρθωσε και επλάτυνε το «Περί συνεχούς Μεταλήψεως», άτινα παραλαβών ο Άγιος Μακάριος απήλθε προς εκτύπωσιν εις Σμύρνην. Μετά την αναχώρησιν του Αγίου Μακαρίου, ο θείος Νικόδημος παρέμεινεν εις Καρυάς, φιλοξενούμενος εις το εκεί κελλίον της Μεγίστης Λαύρας, τιμώμενον επ’ ονόματι του Αγίου Γεωργίου και κοινώς επονομαζόμενον των «Σκουρταίων», μετά των οποίων και συνεδέθη δι’ αρρήκτου εν Χριστώ φιλίας και αγάπης, ένθα επί εν έτος αντέγραψε την «Αλφαβηταλφάβητον», βιβλίον συγγραφέν υπό του Οσίου Μελετίου του Γαλησιώτου και Ομολογητού, και περιέχον πνευματικά διδάγματα στιχηδόν, και είτα επανήλθεν εις την Μονήν αυτού. Αγωνιζόμενος ο θείος Πατήρ εν τη Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου τον καλόν της κατά Χριστόν ζωής και ασκήσεως αγώνα, και αναβάσεις καθ΄ εκάστην ημέραν εν τη καρδία αυτού ποιούμενος, ήκουσε την φήμην των αρετών του Κοινοβιάρχου Παϋσίου του Ρώσου, ευρισκομένου εις Μπογδανίαν (σημερινήν Ρουμανίαν), και έχοντος υπό τας πνευματικάς αυτού οδηγίας υπέρ τους χιλίους αδελφούς, τους οποίους συν τοις άλλοις εδίδασκε και την νοεράν πρσευχήν, απεφάσισε να μεταβή εκεί, ως άκρος εραστής της θεοποιού ταύτης νοεράς προσευχής. Αλλ’ αποπλεύσαντες του Άθωνος κατελήφθησαν υπό σφοδράς εν πελάγει τρικυμίας, κινδυνεύσαντες να πνιγώσι, και ηναγκάσθησαν να αλλάξουν κατεύθυνσιν, μετά πολλού δε κόπου προσήραξαν εις Θάσον, ένθα μετέβαλε σκοπόν. Επανελθών εις Άγιον Όρος, δεν μετέβη εις την Μονήν του Αγίου Διονυσίου, αλλά καταφλεγόμενος υπό του έρωτος της ησυχίας προς απερίσπαστον μελέτην των θείων Γραφών και αδιάλειπτον και αρρέμβαστον προσευχήν, ήλθε προσωρινώς εις το κελλίον των Σκουρταίων, μετά δε ταύτα εγκατεστάθη εν τινι δωματίω ησύχω και μεμονωμένω του κελλίου «Άγιος Αθανάσιος», όπου και ησύχασεν, επιδιδόμενος εις πνευματικάς μελέτας και αδιαλείπτους προσευχάς, δι ων ελαμπρύνετο ο νους του και ετρέφετο η ψυχή του, και εφαίνετο όλος θεοειδής και πλήρης ουρανίου γαλήνης και χάριτος. Ησχολείτο δε και εις αντιγραφήν κωδίκων προς πορισμόν των απαραιτήτως χρειωδών της ζωής. Εκεί συνέταξε τα ιδιόμελα και προσόμοια τροπάρια προς πλουτισμόν της ακολουθίας των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου, επ’ ονόματι των οποίων ετιμάτο ο Ναός του κελλίου. Μετά παρέλευσιν ολίγου καιρού ήλθεν εκ Νάξου και εγκατεστάθη εις την Σκήτην της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος (νυν Καψάλαν) ο λίαν ενάρετος Μοναχός Γέρων Αρσένιος ο Πελοποννήσιος, τον οποίον εγνώρισεν εν Νάξω ο θείος Νικόδημος, και εκ του στόματος του οποίου ήκουσε τα ουράνια και γλυκύτατα ρήματα περί της ασκητικής ζωής, και όλος ετρώθη εξ αυτών προς τα κρείττονα χαρίσματα. Μαθών την έλευσιν τούτου ο θείος Πατήρ, ήλθεν εις την Σκήτην του Παντοκράτορος, ευρών δε τούτον εγένετο υποτακτικός αυτού. Ενταύθα, εν τη Ιερά ταύτη Σκήτη, έστησεν ο αοίδιμος την παλαίστραν των ασκητικών αγώνων, αποδυθείς εις το μέγα στάδιον της ησυχίας, την οποίαν τοσούτον επόθει και ως διψώσα έλαφος επεδίωκε να εύρη. Ενταύθα, εν τη ποθητή ησυχία, ο θείος Πατήρ επεδόθη εξ ολοκλήρου εις τους μεγάλους πνευματικούς αγώνας της κατά Χριστόν ιεράς φιλοσοφίας, και «νυκτός και ημέρας μελετών εν τω νόμω του Θεού», και τας θεοπνεύστους Αγίας Γραφάς, και τους θεοσόφους Πατέρας της Εκκλησίας, επληρώθη θείας αγαλλιάσεως, και έγνω μυστήρια Θεού, ζων υπέρ τα ορώμενα. Τις να διηγηθή τους ενταύθα και απ’ εντεύθεν θείους αγώνας και καμάτους του μακαρίου Πατρός; Αρνησάμενος τελείως εαυτόν, και λιπών πάσαν φροντίδα περί τα υλικά, ενέκρωσεν ολικώς το φρόνημα της σαρκός δια της συντόμου νηστείας, της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, και των λοιπών κακουχιών της επιπόνου ασκητικής ζωής, δι’ ης όλος ελαμπρύνθη και ηγιάσθη. Εντεύθεν ως άλλος θεόπτης Μωϋσής ανήλθεν εις το όρος των αρετών, και εισήλθεν εις το υπέρφωτον γνόφον της εν Πνεύματι θεωρίας, και είδεν, ως ην ανθρώπω δυνατόν, τον αόρατον Θεόν, και ήκουσεν άρρητα ρήματα, και εδέχθη τον ενυπόστατον της χάριτος φωτισμόν και τας αϋλους ελλάμψεις και επιπνοίας του Παρακλήτου. Και εθεώθη κατά μέθεξιν, και εγένετο μακάριος και θεοειδέστατος, και Άγγελος μετά σώματος, και ένθους μύστης της ουρανίου γνώσεως, και εκφάντωρ ακριβέστατος της εν πνεύματι ζωής, διαπορθμεύων και σαφηνίζων ημίν δια «του λόγου της χάριτος» τους καρπούς και τα αγαθά αυτής, των οποίων ήτο πλήρης. Πληρωθείς εντεύθεν ο θείος Νικόδημος «χάριτος και σοφίας», και λαβών ουρανόθεν χάρισμα της διδασκαλίας, ανεδείχθη φαεινότατος φωστήρ της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέγας διδάσκαλος του Χριστιανικού πληρώματος και κράτιστος αντίπαλος πάσης αιρέσεως και ετεροδόξου διδαχής. Ως ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον και τρυφής, κατά τον Δαβίδ, χειμάρρους ανέβλυσεν εκ του μακαρίου του στόματος ο λόγος της χάριτος και οι ποταμοί της διδασκαλίας, καταδροσίζοντες και καταρδεύοντες τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και την λοιπήν του Χριστού αγίαν Εκκλησίαν. Η δε αγία του χειρ ανεδείχθη «κάλαμος γραμματέως οξυγράφου», συγγράψασα πλήθος ιερών συγγραμμάτων και αγίων βίβλων, και πλείστους πνευματικούς και γλυκείς ύμνους και ασματικάς ακολουθίας εις διαφόρους Αγίους. Ολόκληρον βιβλιοθήκην αποτελούσι τα ιερά αυτού συγγράμματα, θεολογικά, δογματικά, ερμηνευτικά και ηθικά, εν οις διαφαίνεται το ύψος και το βάθος της παντοδαπού θείας και ανθρωπίνης γνώσεως, και το χύμα της ουρανίου σοφίας. Μυρίους κόπους και ιδρώτας κατέβαλεν ο θεοφόρος Νικόδημος, συγγράφων νύκτα και ημέραν τας ιεράς του διδαχάς, προς ωφέλειαν του πλησίον και πλουτισμόν της Αγίας ημών Εκκλησίας, την οποίαν τοσούτον κατελάμπρυνε και κατεκόσμησεν εν εσχάτοις χρόνοις. Κατά το 1782 ο Γέρων Αρσένιος εκ της Σκήτης του Παντοκράτορος απήλθεν εις την απέναντι του Άθω νησίδα Σκυροπούλαν, τον οποίον ηκολούθησεν ο θείος Νικόδημος. Η διαβίωσις εκεί υπήρξε πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών. Εξ επιστολής την οποίαν έστειλεν εκείθεν εις τον εξάδελφόν του και Επίσκοπον Ευρίπου Ιερόθεον, πληροφορούμεθα δια το άγονον της νήσου, όπου μόνον «όρνεα, αι γρήες, ιχθυοφάγα, αιγιαλοίς και παραλίοις πέτραις ενδιαιτώμενα, νυκτινόμα και φωνήν απηχή αφιέντα, τοις κλαυθμηρισμοίς των νηπίων προσεοικυίαν» ήσαν οι μόνοι σύντροφοι. Και εκεί η ζωή του ήτο αγγελική και ουράνιος. Έζη ως άσαρκος και μόλις επήρκει, εργαζόμενος σκληρώς, εις τας στοιχειώδεις βιοτικάς ανάγκας. Και τούτο διότι προετίμησεν, όπως γράφει ο ίδιος, «τον εργατικόν και χειρωνακτικόν βίον, δικελλίτης γεγονώς και σκαπανεύς, σπείρων, θερίζων, και καθ’ εκάστην αλέθων και τάλλα πάντα ποιών, οις η πολύμοχθος χαρακτηρίζεται των ερημονήσων ζωή και πολυειδής περιπέτεια». Επί πλέον δε εκεί εστερείτο βιβλίων, αλλ’ έχαιρε «χαράν ανεκλάλητον και δεδοξασμένην», επιδιδόμενος εις την αδιάλειπτον νοεράν προσευχήν, δι’ ης κατενελάμπετο ο νους του και εδέχετο τας ουρανίους αποκαλύψεις και θείας μυήσεις της υπερκοσμίου σοφίας. Αλλά καίτοι εστερείτο πάντων, ζων ως Άγγελος, καίτοι αποφεύγων πάσαν επικοινωνίαν και φροντίδα μετά των έξω, δηλονότι του κόσμου, υπήκουσεν όμως εις την παράκλησιν του εξαδέλφου του Ιεροθέου, αποβλέπων εις την εκ τούτου ωφέλειαν, και έγραψε, κατά μικρά διαλείμματα «από της σκαφής και του χειρομύλωνος» θαυμάσιον πολυσέλιδον βιβλίον, πλήρες σοφίας θείας και ανθρωπίνης, κατωχυρωμένον δια πολλών μαρτυριών τόσον εκ των θείων Πατέρων, όσον και εκ των έξω σοφών, υπό τον τίτλον «Συμβουλευτικόν», καθό περιέχον συμβουλάς προς Αρχιερείς μεν ειδικώτερον, και προς πάντας τους πιστούς γενικώτερον. Το σοφόν τούτο σύγραμμα, εν ω διαπραγματεύεται παρί φυλακής αισθήσεων και του κατά τον έσω άνθρωπον αγώνος προς τελειοποίησιν, δεικνύει εξαιρετικώς την πλουσίαν εκ Θεού χάριν και την απέραντον μνήμην του μεγάλου τούτου πατρός, γράψαντος εν ερημονήσω, στερουμένου και αυτών των στοιχειωδών. Ο ίδιος θείος Πατήρ, χαριτολογών κάπως, έγραφε προς τον Ιερόθεον, ότι « κατά την εικόνα των αναμηρυκαζόντων ζώων… πάνθ’ όσα δι’ αναγνώσεως έφθη εντυπωθέντα τω, κατ’ Αριστοτέλη, αγράφω αβακίω της εμής φαντασίας, και κατά Πρόκλον, τοις ιεροίς σηκοίς του εμού νοός, ή μάλλον ειπείν το του θείου Δαβίδ, «άπερ εν τη καρδία μου έκρυψα θεία λόγια, όπως αν μη αμάρτω», ταύτα φημί (όσα δηλονότι τω προκειμένω σκοπώ συνετέλουν) αναπεμπάσας και μνημονεύσας, κατά την υπό των Πλατωνικών καλουμένην αναζωγράφησιν, τω ρυπώδει τουτωϊ Συμβουλευτικώ ενεχάραξα». Δια να τον ανακουφίση ολίγον εκ των στερήσεων της ερημικής ζωής ο Ιερόθεος του έστειλεν εις Σκυροπούλαν τροφάς, ενδύματα και σκεπάσματα, άτινα ευχαρίστων εδέχθη ο θείος Πατήρ. Κατά το 1783 επανήλθεν εις Άγιον Όρος και έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα παρά του οσιωτάτου Γέροντος Δαμασκηνού Σταυρουδά. Μετά πάροδον ολίγου καιρού εγκατεστάθη οριστικώς εις αγορασθείσαν καλύβην, ευρισκομένην άνωθεν του Κυριακού της Σκήτης του Παντοκράτορος, την λεγομένην του Θεωνά. Εν αυτή μετά εν έτος προσέλαβεν ως υποτακτικόν τον συμπολίτην αυτού Ιωάννην, μετονομασθέντα δια του αγγελικού σχήματος Ιερόθεον, όστις και υπηρέτησεν αυτόν επί έξ έτη. Ησυχάζων και εργαζόμενος εκεί το μέλι της αρετής, και καταλαμπόμενος υπό του φωτός του Αγίου Πνεύματος, συνέγραφε συνεχώς και εδίδασκε δια των σοφών και μελισταγών λόγων και πνευματικών νουθεσιών τους προσερχομένους αδελφούς, εκ των οποίων πλείστοι κατώκησαν εις τας πέριξ Καλύβας, δια να βλέπουν το χάριεν αυτού πρόσωπον και ακούουν την ουράνιον διδασκαλίαν του, διότι ως ελκύει ο μαγνήτης τον σίδηρον, ούτως είλκυε τους πάντας η επανθούσα χάρις εν τω Αγίω Νικοδήμω. Εκεί τη προτροπή του δια δευτέραν φοράν ελθόντος εις Άγιον Όρος, εν έτει αψπδ΄ (1784), αγαπητού του Μητροπολίτου Κορίνθου Αγίου Μακαρίου διώρθωσε και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου. Επίσης συνέθεσε το «Εξομολογητάριον», συνέλεξε και εκαλλώπισε το «Θεοτοκάριον», ομοίως τον «Αόρατον πόλεμον», το «Νέον Μαρτυρολόγιον» και τα «Πνευματικά Γυμνάσματα». Βιβλία πλήρη χάριτος θείας και ουρανίου σοφίας, διδάσκοντα αποχήν αμαρτίας και ειλικρινή μετάνοιαν, τους ποικίλους τρόπους προς απόκρουσιν των καθ’ ημών επιθέσεων του μισοκάκου εχθρού και τας ιεράς γυμνασίας της κατ’ ευσέβειαν πολιτείας. Κατ’ αυτόν τον καιρόν, τη προτροπή του σοφού διδασκάλου Αθανασίου του Παρίου, διδάσκοντος τότε εν Θεσσαλονίκη, και του Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως Λεοντίου, περισυνέλεξεν εκ των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους και ητοίμασε προς έκδοσιν τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά «μετά πολλού κόπου και εν τρισίν όλοις τεύχεσιν απαρτίσας, και πλείσταις σημειώσεσιν, ως έθος αυτώ, προσεπαυξήσας και κατακαλλύνας απέστειλεν εις Βιέννην δια να τυπωθώσιν εις το τυπογραφείον των αδελφών Μαρκίδου Πουλίου». Δυστυχώς όμως τα πολύτιμα αυτά χειρόγραφα απωλέσθησαν. Διότι το τυπογραφείον αυτό κατεστράφη και διηρπάγη υπό των Αυστριακών, εξ αιτίας μερικών επαναστατικών προκηρύξεων, κατ’ άλλους μεν του Ρήγα του Φεραίου, κατ’ άλλους δε του Ναπολέοντος, προς Έλληνας, αι οποίαι είχον τυπωθή εκεί. Μεταξύ των διαρπαγέντων υπό της εξουσίας και κατακρατηθέντων αντικειμένων ήσαν και τα χειρόγραφα του Οσίου Νικοδήμου. Όταν δε ο εν Θεσσαλονίκη πρόκριτος Νάνος Καυτάτζογλου έμαθε παρά των εν Βιέννη ομογενών την απώλειαν των ιερών αυτών συγγραμμάτων, την κατέστησε γνωστήν εις τον θείον Νικόδημον, ο οποίος «κλαίων και οδυρόμενος», ως λέγει ο «παράδελφός» του Ευθύμιος, «δεν ηθέλησε να σταθή μίαν ώραν εις την καλύβαν του». Απήλθε δε εις το κελλίον των λίαν αγαπητών του αδελφών Σκουρταίων, δια να εύρη παρ’ αυτών παρηγορίαν. Τοσούτον ελυπήθη ο μακάριος δια την απώλειαν των εν λόγω θαυμαστών αυτών συγγραμμάτων, αναλογιζόμενος οίου καλού θα εστερούντο οι ευσεβείς Χριστιανοί. Μετά ταύτα ήλθεν εις Άγιον Όρος ο διδάσκαλος Ιερομόναχος Αγάπιος εκ Δημητσάνης Πελοποννήσου, μετά του οποίου συμφωνήσας ο θείος Νικόδημος, αποβλέπων εξ ολοκλήρου εις την ωφέλειαν του πλησίον, ήρχισε την εργασίαν δια την συστηματικήν κατάταξιν και ερμηνείαν των ιερών της Εκκλησίας Κανόνων, απαραίτητον προς οδηγίαν και φωτισμόν των ιερωμένων αλλά και παντός ευσεβούς. Το πολύτιμον αυτό σύγγραμμα, το οποίον, βοηθούμενος και υπό του ανωτέρω ιεροδιδασκάλου Αγαπίου, μετά πολλών κόπων έφερεν εις πέρας, το ωνόμασε «Πηδάλιον», ως κυβερνών και κατευθύνον την Εκκλησίαν του Χριστού, είναι δε πεπλουτισμένον, πλην της ερμηνείας εκάστου κανόνος, δια πλήθους σχολίων και σημειώσεων, προς ακριβή γνώσιν του κανονικού δικαίου και του πνεύματος των ιερών Κανόνων. Αμέσως μετά το πέρας του έργου τούτου το απέστειλεν ο θείος πατήρ δια του Αγαπίου εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να εγκριθή υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Μετά εν έτος ο Πατριάρχης Νεόφυτος, λαβών «την καλήν περί του βιβλίου μαρτυρίαν» και παρά των εν Χίω ευρισκομένων Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και Αθανασίου του Παρίου, προς ους είχε στείλει το βιβλίον, ζητών και εκείνων την έγκρισιν, έδωσε την Συνοδικήν έγκρισιν και δια του Αγίου Μακαρίου το επέστρεψεν εις τον θείον Νικόδημον. Αλλ’ ούτος ο μακάριος, πάμπτωχος καθώς ήτο, δεν ηδύνατο ποτέ να εκδώση το Πηδάλιον, όπως άλλωστε και τα άλλα βιβλία του. Δια τούτο έγινεν έρανος μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους, τα δε συλλεγέντα χρήματα μετά των χειρογράφων εδόθησαν εις τον αρχιμανδρίτην Θεοδώρητον τον εξ Ιωαννίνων, παρακληθέντα να φροντίση δια την εκτύπωσιν του Πηδαλίου εν Βενετία. Αλλ’ εδώ νέα πικρία επεφυλάσσετο δια τον ιερώτατον άνδρα Όσιον Νικόδημον. Ο Θεοδώρητος απεδείχθη, κατά τον χαρακτηριαμόν του Ευθυμίου, «δόλιος» και «ψευδάδελφος». Διότι εκ των επεξηγηματικών σημειωμάτων και σχολίων του θείου Πατρός εν αυτώ προς τους Κανόνας, άλλα μεν αυθαιρέτως αφήρεσεν, άλλα ηλλοίωσε και τινα ιδικά του προσέθεσεν, εις υποστήριξιν πεπλανημένων δοξασιών και ξένων και οθνείων προς το πνεύμα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας φρονημάτων, παραποιήσας και καταστρέψας το έργον εις δεκαοκτώ και πλέον σημεία. Όταν ο ιερός Νικόδημος είδε την παραποίησιν και διαστρέβλωσιν ταύτην, προς βλάβην των ευσεβών Χριστιανών, κατεθλίβη και επικράνθη μεγάλως. Δεν ηδύνατο εκ τούτου να εύρη ησυχίαν, και έλεγε μετά δακρύων εις τους αδελφικούς του φίλους Σκουρταίους, ότι «το είχε κάλλιον πολλάκις να τον εκτύπα (ο Θεοδώρητος) εις την καρδίαν με μάχαιραν, παρά να προσθέση ή αφαιρέση εις το βιβλίον του». Ελυπείτο ο μακάριος βαθύτατα, αναλογιζόμενος την βλάβην και τον σκανδαλισμόν ον θα προεξένουν εις τας ευσεβείς ψυχάς αι ετεροδιδασκαλίαι αύται εις εν τοιούτον Κανονικόν βιβλίον. Μετά το συμβάν τούτο παρέμεινεν εις το κελλίον των Σκουρταίων επί δύο μήνας, μετέπειτα δε εκοινοβίασεν εις τον γέροντα Σίλβεστρον Καισαρέα, έχοντα το Παντοκρατορινόν κελλίον «Άγιος Βασίλειος», ένθα και συνέχισε τους πνευματικούς αυτού αγώνας και την γονιμωτάτην συγγραφικήν εργασίαν. Εκεί συνέγραψε την «Χρηστοήθειαν», βιβλίον διδακτικώτατον, διορθούν τα ήθη των ευσεβών Χριστιανών και διδάσκον αποχήν εκ πάσης πλάνης και μαγείας και γοητείας. Επίσης διώρθωσε τα «εγκώμια του επιταφίου». Μετ’ ολίγον καιρόν απεχώρησεν εκ του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, λόγω δυσφορίας του υποτακτικού του Γέροντος Σιλβέστρου, και εισήλθεν εις την ΙεράνΜονήν του Παντοκράτορος. Αλλ’ ο έρως της ησυχίας και της ερημικής ζωής, δι’ ης ηξιούτο υψηλών θεωριών, δεν τον αφήκεν ενταύθα επί πολύ. Απεχώρησε της Μονής Παντοκράτορος και εγκατεστάθη εις μικράν ησυχαστικήν καλύβην, απέναντι του κελλίου του Αγίου Βασιλείου, όπου έζη ασκητικώτατα, ως ξένος και πάροικος επί της γης και σαρκοφόρος άγγελος, μη έχων ουδέ τον επιούσιον άρτον, συνετηρείτο δε υπό των πνευματικών και αγαπητών αυτού αδελφών Σκουρταίων. Η ασκητική και ισάγγελος αύτη ζωή του Οσίου διδασκάλου και μεγάλου πατρός Νικοδήμου κατέπληττε τους πάντας. «Η ζωοτροφία του, λέγει ο παράδελφός του Ευθύμιος, ποτέ μεν ήτο ορύζιον νερόβραστον, ποτέ δε νερόμελον· τον δε περισσότερον καιρόν ελαίαι και μουσκεμμένα κουκκιά ήτο το προσφάγιόν του. Οπότε δε του ετύγχανον οψάρια, τα έδιδε κανενός γειτόνου του και τα εμαγείρευε και έτρωγον μαζί. Ομοίως και οι γείτονές του, ηξεύροντες ότι δεν μαγειρεύει, πολλάκις του επήγαινον μαγείρευμα». Οι αδελφοί Σκουρταίοι, βλέποντες την σκληροτάτην ζωήν του, εν τη οποία κατεπονείτο αγωνιζόμενος και συγγράφων, συχνάκις τον εκάλουν να συντρώγη μετ’ αυτών, προς ανακούφισιν του καταπεπονημένου σώματός του. Αλλά και κατά την ώραν του φαγητού, οσάκις ηρωτάτο επί πνευματικών ζητημάτων, «ήρχιζε να λέγη, από δε το λέγειν ελησμονούσε την πείναν, τόσον ώστε πολλάς φοράς τον επρόσταζεν ο μακαρίτης ο Γέροντάς μας να σιωπήση, δια να φάγη». Τόσον ήτο θεόληπτος και θεοφορούμενος και τόσον πολύ ηυφραίνετο η καρδία του εις την μελέτην και ανάλυσιν των θείων λόγων. Εν ταύτη τη Καλύβη εκάθηρε και εκαλλώπισε το «Ευχολόγιον», το δεύτερον «Εξομολογητάριον», ηρμήνευσε τας δεκατέσσαρας Επιστολάς του Αγίου Αποστόλου Παύλου και τας επτά «Καθολικάς», μετέφρασε και εσχολίασε την «Ερμηνείαν των Ψαλμών» Ευθυμίου του Ζυγαδηνού, και τας εννέα Ωδάς, ονομάσας το βιβλίον «Κήπον των χαρίτων». Έργα ογκωδέστατα, περιέχοντα θησαυρόν θεολογικών νοημάτων και ηθικών διδαγμάτων και παντοδαπήν διδασκαλίαν ευσεβείας, τα οποία μελετών πας ευσεβής καρπούται βελτίωσιν ζωής και αληθή φωτισμόν. Αλλά τι να είπωμεν περί των πειρασμών και διωγμών και συκοφαντιών, τας οποίας υπέστη ο μέγας ούτος της Εκκλησίας φωστήρ; Αγωνιζόμενος τον καλόν της αρετής αγώνα και συγγράφων τη οδηγία του Αγίου Πνεύματος τα ιερά του βιβλία, ποικιλοτρόπως εφθονήθη και επειράσθη τόσον υπό απαιδεύτων και αμαθών ανθρώπων, όσον και υπό των νοητών εχθρών. Και περί μεν των απαιδεύτων και αμαθών αδελφών ουδείς λόγος, διότι ο θείος Πατήρ εθεώρει αυτούς ως γνησίους αδελφούς και μεγάλους ευεργέτας, υπομένων τα πάντα και συγχωρών εκ καρδίας. Οι δε νοητοί εχθροί, μη δυνάμενοι να πειράξουν αυτόν κατ’ άλλον τρόπον, όταν ηγρύπνει και έγραφεν ήρχοντο έξωθεν του παραθύρου του κελλίου του και εψιθύριζον και εθορύβουν, αλλ’ ούτος ενδεδυμένος την χάριν του Αγίου Πνεύματος ουδεμίαν σημασίαν έδιδε, πολλάκις δε εγέλα εις τας ανοήτους και αηδείς αυτών πράξεις. Εν μια νυκτί, ευρισκόμενος ακόμη εις Σκυροπούλαν, ήκουσε ψιθυρισμούς έξω της καλύβης του μετά κρότου δυνατού, νομίσας ότι κατέπεσε τοίχος τις ευρισκόμενος πλησίον της καλύβης, αλλά την πρωϊαν εύρεν αυτόν ως ήτο πρότερον. Και ενταύθα πολλάκις τα όμοια τω συνέβαινον. Ποτέ ηθέλησε να ακούση τι λέγουν και ήκουσεν ευκρινώς την φωνήν: «Αυτός ο γράψας». Ενίοτε δε εκτύπων κατ’ επανάληψιν την θύραν της καλύβης. Όταν εξήγει τον 34ον ψαλμόν εις τον στίχον «Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα, και Άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς», προεξένησαν τόσον κρότον και θόρυβον, ώστε ενόμισεν ότι διήλθεν εκ της καλύβης του στρατός πολύς μετά πατάγου, και ότι κατέπεσεν ο εκεί πλησίον ευρισκόμενος τοίχος. Αλλά ταύτα πάντα ήσαν κατά φαντασίαν, προς εκφοβισμόν του θείου και μακαρίου Πατρός. Αλλ’ ούτος, όστις πρότερον ήτο τόσον δειλός, ως λέγει ο ρηθείς Ευθύμιος, ώστε όταν εκοιμάτο εις το κελλίον αυτού άφηνε την θύραν του δωματίου ανοικτήν δια να λαμβάνη ισχύν τρόπον τινα εκ των παρακειμένων αδελφών, όταν εξήλθεν εις την ησυχίαν τόσον ηνδρειώθη και ενεδυναμώθη υπό της χάριτος του Κυρίου, ώστε πάντα ταύτα και πάσαν άλλην μανιώδη του εχθρού επίθεσιν εθεώρει ως αθύρματα και «βέλη νηπίων». Τοιουτοτρόπως διήνυε τον ανάντη αλλά καλλιστέφανον της ασκήσεως αγώνα ο τρισαριστεύς μέγας Νικόδημος, αντιμετωπίζων πλείστας δυσχερείας και ποικίλους πειρασμούς, εν οις εδοκιμάσθη «ως χρυσός εν χωνευτηρίω» και έλαμψεν υπέρ ήλιον η δικαιοσύνη αυτού. Κατά τα τελευταία έτη της επιγείου ζωής του, ίσως προς περισσότερον άνετον επίδοσιν εις τας συγγραφάς του και μελέτην των εις διαφόρους Μονάς αποκειμένων χειρογράφων κωδίκων, ίσως και δια να μη επιβαρύνη τα αυτά συνεχώς πρόσωπα με την λιτοτάτην ασκητικήν συντήρησίν του, πιθανόν δε και διότι προσεκαλείτο και παρ’ άλλων αδελφών του Αγίου Όρους, ήλλαξεν επανειλημμένως τόπον παραμονής. Αλλά και κατά τα έτη αυτά ηγωνίσθη ως και πρότερον υπερανθρώπως, γράφων και κινούμενος εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ και λέγων μετά Παύλου· «Ζω ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Επτά έτη προ της μακαρίας μεταστάσεώς του είχεν ως αντιγραφέα των έργων του τον Μοναχόν Κύριλλον, αδελφόν το πρώτον της εν Ευρυτανία Μονής Προυσσού, και επί δέκα εννέα έτη Ιερομόναχον εν Αγίω Όρει. Εις κτηματολόγιον της Ιεράς Μονής Προυσσού, εις την σελίδα 925, ο εν λόγω Ιερομόναχος Κύριλλος γράφει τα εξής: «των δέκα εννέα ετών, όπου κατά το Άγιον Όρος ησύχαζον, επτά έτη εξ αυτών διήλθον υπό την υποταγήν του αοιδίμου τούτου ανδρός, καλλιγραφία χρώμενος, όθεν και των αυτού ποιημάτων τα πλείστα ιδίαις χερσί καλλιέγραψα». Παραθέτει δε κατάλογον δέκα επτά εκδεδομένων έργων του Αγίου Νικοδήμου, και πενήντα οκτώ ανεκδότων, δια τα οποία λέγει· «ταύτα εισιν άπερ ιδίοις όμμασιν είδον, και δια της επιταγής του ιδίου ανδρός αντέγραψα…. αωιε΄ μαρτ. η΄εν Πυρσώ». Η φήμη των αρετών και της σοφίας του μεγάλου τούτου Πατρός εξήλθε ταχέως και διεδόθη πανταχού, και πλείστοι πανταχόθεν έχοντες πνευματικήν ανάγκην συνέρρεον προς αυτόν, δια να εύρωσι ψυχικήν παρηγορίαν, ως διηγείται ο παράδελφός του Ευθύμιος· «όλοι οι πληγωμένοι εκ των αμαρτιών άφησαν τους Αρχιερείς και πνευματικούς, και όλοι έτρεχον εις τον ρακενδύτην Νικόδημον, δια να εύρουν την ιατρείαν των και παραμυθίαν των θλίψεών των, όχι μόνον από τα Μοναστήρια και Σκήτας και κελλία, αλλά και πολλοί Χριστιανοί ήρχοντο από διαφόρους χώρας, να ιδούν και παρηγορηθούν εις τας θλίψεις των από τον Νικόδημον». Η συνεχής όμως και τόσον γόνιμος αύτη εργασία, η έντονος εξ άλλου προθυμία του να καθοδηγή δια πνευματικών συνομιλιών και συμβουλών και παραινέσεων τόσον τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, όσον και τους έξωθεν πανταχόθεν συρρέοντας Χριστιανούς, και επί τούτοις η σύντονος δια αενάων προσευχών, αγρυπνιών και λοιπών ασκητικών καμάτων επίδοσίς του εν τη μακαρία κατά Χριστόν ζωή, έκαμψαν την αντοχήν του σώματός του και εκλόνισαν την υγείαν του, οπότε ηναγκάσθη να καταφύγη εις το κελλίον του ζωγράφου Κυπριανού. Ενταύθα, παρ’ όλους τους κόπους και τας ασθενείας του σώματός του, εξηκολούθει τους τιμίους αγώνας ως καλός της αληθείας αγωνιστής, άνω έχων το φρόνημα, και τα άνω ποθών και ζητών νύκτα και ημέραν. Κατά δε τα τελευταία έτη της μακαρίας ζωής του συνέταξε τον τρίτομον «Συναξαριστήν», ηρμήνευσε και ανέλυσεν εις ογκώδες θεολογικώτατον βιβλίον, «Εορτοδρόμιον» επικαλούμενον, τους ασματικούς Κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, επίσης και εις άλλο βιβλίον επιγραφόμενον «Νέα Κλίμαξ» τους αναβαθμούς της Οκτωήχου. Έργα θαυμαστά και ως ειπείν «θεοπαράδοτα», αποπνέοντα την μυστικήν ευωδίαν της πολυποικίλου σοφίας του Αγίου Πνεύματος, της οποίας έμψυχον θησαυροφυλάκιον υπήρχεν. Εν τέλει συνέταξεν «Ομολογίαν της εαυτού πίστεως» εις αναίρεσιν ανευλαβών και ασυστάτων κατηγοριών, αι οποίαι είχον διατυπωθή υπό τινων φθονερών και κακοβούλων Μοναχών του Αγίου Όρους κατά του μεγίστου τούτου εν αρετή και περιβλέπτου εν σοφία. Αλλ’ τιςνα διηγηθή τας διαβολάς, τας θλίψεις και τους πειρασμούς του μακαρίου Νικοδήμου υπέρ των υγιών και αληθών της Εκκλησίας ημών παραδόσεων; Υπέρ αυτών ηγωνίσθη καρτεροψύχως, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν δια την τήρησιν αυτών και μάλιστα δια την τέλεσιν των μνημοσύνων των τεθνεώτων κατά την ημέραν του Σαββάτου, καθώς ώρισεν απ’ αρχής η Αγία ημών Εκκλησία, και δια την αναζωογόνησιν μιας αληθούς πνευματικής ζωής μεταξύ των Μοναχών του Αγίου Όρους και του λοιπού Ορθοδόξου πληρώματος. Λόγω τούτου κατεδιώχθη αμειλίκτως ο δίκαιος υπό των «ψευδαδέλφων» υποκρινομένων ευλάβειαν, και εσυκοφαντήθη απηνώς «υπό χειλέων αδίκων λαλούντων αδικίαν εν υπερηφανεία και εξουδενώσει», ως οι Μεγάλοι της Εκκλησίας ημών Πατέρες Άγιος Αθανάσιος, Άγιος Χρυσόστομος, Άγιος Φώτιος, των οποίων μιμητής και ζηλωτής και κατά τον λόγον εφάμιλλος ετύγχανε. Τότε δια την συνείδησιν των απλουστέρων αδελφών ηναγκάσθη να γράψη την, ως ανωτέρω είπομεν, «Ομολογίαν», η δε Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους υπεραμυνομένη της αθωότητος και δικαιοσύνης του μεγάλου διδασκάλου εξέδωκεν εγκύκλιον επιστολήν, σφοδρώς ελέγχουσα και επιτιμώσα τους τα ζιζάνια σπείροντας εν τω νοητώ της Εκκλησίας αγρώ. Όλη η αγία ζωή του Οσίου πατρός ηναλώθη εις υψηλούς πνευματικούς αγώνας και εις συγγραφήν ιερών βιβλίων. Η χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία ενώκει εις την καθαράν καρδίαν του, έρρεε και εχύνετο άφθονος εκ του στόματός του, ως από πηγής πλουσίας, ευφραίνουσα πάντας. Μίαν και μόνην φροντίδα και έννοιαν έσχε καθ’ όλην την οσίαν ζωήν του, την εξυπηρέτησιν του θείου θελήματος και την ωφέλειαν του πλησίον. Και εις αμφότερα ανεδείχθη καθ’ όλα απαράμιλλος, και των πάλαι Αγίων ισοστάσιος και χαρακτήρ. Εδέχθη παρά Κυρίου το τάλαντον, και ηύξησεν αυτό μυριοπλασίως, ως ευγνώμων δούλος και πιστός θεράπων. Έζησεν ως Άγγελος, και υπήρξεν Όσιος και Άγιος, και θεόσοφος θεολόγος, ταμείον ακένωτον του Παρακλήτου, θεοειδής και φωτεινός πνευματικός σύμβουλος από του Πατριάρχου μέχρι του απλουστέρου πιστού, ακτινοβολών την χάριν του Χριστού, δόξα της Εκκλησίας και μέγα καύχημα του Αγιωνύμου Όρους. Ήτο τον τρόπον απλούς και ανεξίκακος, το ήθος γλυκύς και χαρίεις, ακτήμων, πράος και ταπεινότατος. Η ταπείνωσίς του ήτο βαθυτάτη έργω και λόγω. Οσάκις ομιλεί περί εαυτού λέγει: «Εγώ ειμι το έκτρωμα». «Εγώ ειμι ο τεθνηκώς κύων», «Εγώ ειμι το ουδέν», «ο κεχριαίος», «ο άσοφος, ο απαίδευτος». Αντί υποδημάτων έφερε πάντοτε «τσαρούχια». Δεν είχε δεύτερον ράσον, αλλ’ ούτε μόνιμον, ως ανωτέρω είδομεν, κατοικίαν. Κατοικία του θεοφόρου διδασκάλου ήτο όλον το Άγιον Όρος, εξ ου έλαβε και την κατ’ εξοχήν επωνυμίαν Αγιορείτης. Διανύων το τελευταίον στάδιον της επιγείου ζωής του, και αισθανόμενος τον εαυτόν του περισσότερον καταβεβλημένον, επανήλθεν εις το κελλίον των αγαπητών του Σκουρταίων, όπου και εδέχθη τας αδελφικάς εκείνων περιποιήσεις. Ήγγιζε πλέον η εκ του κόσμου τούτου αποδημία αυτού, διότι η υγεία του, λόγω των πολλών κόπων, είχε κλονισθή ανεπανορθώτως. Ο οργανισμός είχεν εξαντληθή. Οι οδόντες του είχον πέσει. Η ακοή του είχε γίνει βαρεία. Μετά δυσκολίας εκινείτο. Την 5ην Ιουλίου του 1809 επεσκέφθη, χάριν αναψυχής, την Ιεράν Μονήν Κουτλουμουσίου. Οι Πατέρες περιχαρείς εδέχθησαν τον θείον διδάσκαλον, και περί την εσπέραν απερχόμενον απεχαιρέτησαν αυτόν μετά σεβασμού και πολλής ευλαβείας, προπέμψαντες εις το κελλίον των Σκουρταίων, με την ελπίδα ότι πάλιν θα τον έβλεπον εις την Μονήν των. Αλλά δεν τον επανείδον εκεί. Διότι, κατά την εσπέραν της ημέρας, καθώς κατήρχετο του ημιόνου έξω του κελλίου προσεβλήθη υπό ημιπληγίας. Και όπως διηγείται ο Ευθύμιος, «επιάσθη η δεξιά του χειρ, την δε άλλην ημέραν επιάσθη η γλώσσα του, και βρέχων αυτήν με το νερόν ωμίλει ολίγον και μετ’ ολίγον πάλιν επιάνετο». Προησθάνετο ο θείος Πατήρ ότι εγγίζει πλέον το ποθητόν τέλος και έχαιρε, διότι και αυτός, κατά το παράδειγμα του θεηγόρου Παύλου, «επεθύμει αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Προετοιμαζόμενος δια την εντεύθεν αποδημίαν ο θείος Πατήρ, έκαμε γενικήν εξομολόγησιν, εζήτησε και ετέλεσεν Ευχέλαιον, και καθημερινώς μετείχε των Αχράντων Μυστηρίων. Την 13ην Ιουλίου εβάρυνεν ακόμη περισσότερον η κατάστασίς του. Με μόλις ακουομένην φωνήν απηύθυνε, με μικράς διαλείψεις, θερμήν προσευχήν προς τον Χριστόν, ειπών εις τους παρεστώτας αδελφούς· «Δεν μπορώ, Πατέρες μου, να προσευχηθώ νοερώς, και προσεύχομαι με το στόμα». Ηυχαρίστει συνεχώς τους αδελφούς δια την αγάπην και τους κόπους, εις τους οποίους είχον υποβληθή και υπεβάλλοντο δι’ αυτόν. Κρατών δε εις τας οσίας χείρας του τα τίμια λείψανα του Αγίου Μακαρίου Κορίνθου και του Οσίου Ιερομονάχου Παρθενίου Σκούρτα εψιθύριζε: «Σεις ήλθετε εις τον ουρανόν και αναπαύεσθε δια τας αρετάς όπου εκατορθώσατε εις την γην, και ήδη κατατρυφάτε την δόξαν του Κυρίου μας, και εγώ πάσχω εξ αμαρτιών μου. Διο, παρακαλώ σας, Πατέρες μου, ικετεύσατε τον Κύριόν μας, να ελεήση και εμέ και να με αξιώση αυτού, όπου είσθε σεις». Τοιουτοτρόπως διήλθεν ολόκληρον την ημέραν. Την νύκτα εβάρυνε περισσότερον. Εζήτησε και εκοινώνησε πάλιν. Εσταύρωσε τότε τας χείρας, ήπλωσε τους πόδας, ηρέμησε πλήρως, και συνεχώς προσηύχετο, εις ερώτησιν δε των παρισταμένων αδελφών: «διδάσκαλε, ησυχάζεις»; Εκείνος ηρέμα απήντησε: «Τον Χριστόν έβαλα μέσα μου, και πώς να μη ησυχάσω»; Περιστοιχιζόμενος υπό αγαπητών αδελφών, τον Κύριον ημών και τα ουράνια αγαθά συνεχώς φανταζόμενος, και εν υπερτάτη γαλήνη, τη 14η Ιουλίου, ημέρα Τετάρτη του έτους 1809, εν ηλικία 60 ετών, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ζώντος, τον Οποίον εκ νεότητος ηγάπησε και Αυτώ εαυτόν αφιέρωσε. Και, όπως πάλιν ιστορεί ο Ευθύμιος, «ανατέλλοντος του ηλίου εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλειψεν ο στύλος ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις την ευσέβειαν, εκρύφθη η νεφέλη η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών, επένθησαν οι φίλοι και όλοι οι Χριστιανοί, εκ των οποίων εις Χριστιανός, αν και αγράμματος, είπε τοιούτον λόγον: Πατέρες μου, καλλίτερον ήτο να απέθνησκον σήμερα χίλιοι Χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος». Το πανόλβιον σώμα του θεοφόρου Πατρός και Αγίου διδασκάλου ετάφη εις το εν Καρυαίς Λαυριωτικόν Κελλίον των Σκουρταίων, ένθα οσίως εκοιμήθη. Ενταύθα, εν τω αυτώ κελλίω, φυλάσσεται ήδη ευλαβώς η τιμία κάρα του, θείαν ευωδίαν αγιότητος αποπνέουσα και αγιάζουσα τους μετά πίστεως προσκυνούντας αυτήν. Μεγάλως ελύπησε τους πάντας ο θάνατος του Αγίου Νικοδήμου, τόσον τους εν Αγίω Όρει Μοναχούς, όσον και τους εν τω κόσμω ευσεβείς Χριστιανούς, και πάντες εθρήνησαν την μετάστασιν αυτού, διότι ήτο κοινός απάντων διδάσκαλος και παρήγορος, και μάλιστα κατά τους χαλεπούς και ζοφερούς της δουλείας χρόνους. Αλλ’ η μακαρία αυτού ψυχή συνηριθμήθη μετά των Οσίων και θεολόγων και διδασκάλων και πάντων των Αγίων, ως Οσίου και θεολόγου και διδασκάλου και Αγίου. Ήδη δε απολαύων της αιωνίου χαράς, εν τω φωτί της δόξης του Κυρίου, εν τη Εκκλησία των πρωτοτόκων, εν ταις λαμπρότησι των Αγίων, βλέπει ανακεκαλυμμένως, πρόσωπον προς πρόσωπον, όπερ πρότερον εν εσόπτρω και αινίγμασι και σκιαίς εώρα, και θεούται κατά θείαν μέθεξιν, και πρεσβεύει πάντοτε υπέρ του Αγιωνύμου Όρους και παντός του Ορθοδόξου Χριστιανικού πληρώματος, ως συμπαθέστατος πάντων πατήρ και διδάσκαλος. Aλλ’, ω Πάτερ μου, Πάτερ θεόπνευστε και οικουμενικέ της αληθείας διδάσκαλε, εξαίρετον του Αγιωνύμου Όρους καύχημα, φαεινότατε εωσφόρε της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Πανόσιε και Πανάγιε Νικόδημε· δίδου ημίν φωτισμόν ταις πρεσβείαις σου προς εκπλήρωσιν του θείου θελήματος, κατεύθυνον τα διαβήματα ημών προς τας τρίβους της εναρέτου ζωής, επισκίασον ημάς τη χάριτί σου, και συνέτισον ημών τον νουν του συνιέναι τας θεοσόφους διδαχάς σου, ίνα εν αυταίς εύρωμεν μετάνοιαν, ίασιν, χαράν, ειρήνην, χρηστότητα, αγαθωσύνην, πραότητα, αγάπην, και ει τι αγαθόν και καλόν και σωτήριον, και εν τέλει ζωήν αιώνιον, οι ειλικρινώς αγαπώντες σε και καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν επικαλούμενοι την πατρικήν σου χάριν και βοήθειαν. Και πρέσβευε πάντοτε προς Κύριον υπέρ πάντων ημών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουλίου, του Αγίου και Ισαποστόλου βασιλέως των Ρώσων ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ του εκχριστιανίσαντος τ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΕ΄ (15η) Ιουλίου, του Αγίου και Ισαποστόλου βασιλέως των Ρώσων ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ του εκχριστιανίσαντος την Ρωσίαν εν ειρήνη τελειωθέντος.

Βλαδίμηρος ο Ισαπόστολος Άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας και ηγεμών της Ρωσίας ήτο υιός του ηγεμόνος του Κιέβου Σβιατοσλάβ, γεννηθείς κατά το έτος 949. Η μήτηρ του εκαλείτο Μαλούσα, ήτο δε πρότερον οικονόμος της μητρός του Σβιατοσλάβ Αγίας βασιλίσης Όλγας, ήτις ησπάσθη πρώτη τον Χριστιανισμόν εν Ρωσία και ωδήγησε πολλούς ειε την ευσέβειαν. Ο Βλαδίμηρος μετά τον θάνατον του πατρός του κατεδιώχθη υπό των αδελφών του Γιαροπόλσκ και Ολιέγ και κατέφυγεν εις Σουηδίαν, βραδύτερον όμως κατανικήσας αυτούς κατέλαβε τον θρόνον του Κιέβου. Κατά την εποχήν εκείνην ο Βλαδίμηρος ήτο ακόμη ειδωλολάτρης, διότι και ο πατήρ του ελάτρευεν έως τέλους τα είδωλα, μη ακολουθήσας εις την πίστιν του Χριστού την μητέρα του Όλγαν, έλαβε δε πολλάς συζύγους, εκ των οποίων απέκτησε δώδεκα υιούς και ένδεκα θυγατέρας. Ούτος προτού να γίνη ακόμη Χριστιανός ανήγειρεν επί του λόφου του Κιέβου παρά την όχθην του Δνειπέρου μέγα είδωλον του Περούν, τον οποίον ελάτρευον ως θεόν της βροντής και αστραπής, όστις ήτο και ο κύριος θεός των Σλαύων, εις τον οποίον, όπως αναφέρουν τα αρχαία Ρωσικά χρονικά, εγίνοντο ανθρώπιναι θυσίαι. Κατά την εποχήν εκείνην υπήρχον εν Κιέβω δύο Ναοί, ο του Προφήτου Ηλιού και εις μικρός ξύλινος Ναός της Αγίας Σοφίας, οίτινες είχον ιδρυθή υπό της μάμμης του Αγίου βασιλίσσης Όλγας και των υπ’ αυτής οδηγηθέντων εις την πίστιν του Χριστού πρώτων Ρώσων Χριστιανών. Ο Βλαδίμηρος ήτο τότε πολύ μαχητικός και δραστήριος βασιλεύς. Επολέμησε κατά των χωριστών σλαυικών εθνών, του Λιθουανικού έθνους και των Βουλγάρων. Κατόπιν όμως φωτισθείς υπό της θείας χάριτος και δια των πρεσβειών και ικεσιών της μάμμης του Αγίας βασιλίσσης Όλγας επίστευσεν εις τον αληθινόν Θεόν. Τα αρχαία χρονικά αναφέρουν πολλά θαυμαστά γεγονότα περί της προσελεύσεως εις την αληθή πίστιν του Χριστού του Αγίου τούτου βασιλέως Βλαδιμήρου. Πολλοί τότε Χριστιανικοί λαοί, Έλληνες, Λατίνοι και άλλοι, έστειλαν προς αυτόν εις το Κίεβον Ιεραποστόλους, αλλ’ ούτος τους απέπεμψε και έστειλεν ιδικούς του απεσταλμένους εις τα Χριστιανικά κράτη, ίνα εκλέξουν τον λαόν εκ του οποίου θα εδέχετο ούτος το Χριστιανικόν Βάπτισμα. Ελθόντες τότε οι απεσταλμένοι του Βλαδιμήρου εις την Κωνσταντινούπολιν παρηκολούθησαν την θείαν λειτουργίαν και τας διαφόρους τελετάς εις την Αγίαν Σοφίαν. Τόσον δε βαθείαν εντύπωσιν έκαμον εις αυτούς, ώστε έμειναν κατάπληκτοι και έλεγον κατόπιν εις τον Βλαδίμηρον· «Ουκ ίσμεν ει εσμέν εν ουρανώ ή επί της γης». Δεν ημπορούσαμεν δηλαδή να ξεχωρίσωμεν αν ευρισκόμεθα εις τον ουρανόν ή επί της γης. Και προσέθετον: «Εάν η Ελληνική πίστις δεν ήτο αρίστη, η μάμμη σου, η οποία ήτο σοφωτάτη γυνή, δεν θα ησπάζετο αυτήν». Τότε ο Βλαδίμηρος πιστεύσας εις τον Χριστόν εβαπτίσθη εν Κιέβω το έτος 987. Ενυμφεύθη δε και την αδελφήν των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η΄ Άνναν. Κατεκρήμνισε τότε όλα τα είδωλα και εβάπτισεν εν πρώτοις τους κατοίκους του Κιέβου, εις τας εκβολάς του παραποτάμου του Δνειπέρου Βορυσθένους· εις το σημείον δε αυτό ηγέρθη και μνημείον εις ανάμνησιν του μεγάλου αυτού γεγονότος. Κατόπιν εβάπτισε και τους λοιπούς Ρώσους, μόνον δε εις την ηγεμονίαν του Νοβογορόδ συνήντησεν αντίστασιν εκ μέρους των ιερέων των ειδώλων. Ο Βλαδίμηρος έκτισεν εν Κιέβω και δύο ωραίας Εκκλησίας Δεσατίναϊα και Σπας-να-Μπερέτσοβε καλουμένας από τους επιχωρίους, αίτινες είναι αι αρχαιότεραι Εκκλησίαι που διετηρήθησαν μέχρι σήμερον. Ο Βλαδίμηρος μετά την βάπτισίν του μετέβαλεν εντελώς χαρακτήρα και έγινεν αληθινός Χριστιανός. Ο χρονογράφος Νέστωρ αναφέρει περί αυτού ότι εις την επικράτειάν του κατήργησε την θανατικήν ποινήν, επειδή τούτο απηγορεύετο υπό του Χριστιανισμού. Ο μακάριος Βλαδίμηρος εξετιμήθη πολύ υπό του Ρωσικού λαού, και τα Ρωσικά επικά άσματα «Μπιλίναι»τοποθετούν τούτον εις το κέντρον του έπους του Κιέβου. Ούτω θεαρέστως πολιτευόμενος ο Άγιος εκοιμήθη τη ιε΄ (15) Ιουλίου του έτους 1015. Και ο μεν μισθαποδότης Κύριος κατέταξε την μακαρίαν αυτού ψυχήν μετά των Αγίων, η δε Εκκλησία ονομάσασα αυτόν Ισαπόστολον Άγιον γεραίρει την μνήμην αυτού την 15ην Ιουλίου καθ’ ην παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΝΤΙΟΧΟΥ, αδελφού του Αγίου Μάρτυρος Πλάτωνος.

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΣΤ΄ (16η) Ιουλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΑΝΤΙΟΧΟΥ, αδελφού του Αγίου Μάρτυρος Πλάτωνος.

Αντίοχος ο Μάρτυς κατήγετο εκ της εν Καππαδοκία πόλεως Σεβαστείας, την ιατρικήν δε μετερχόμενος περιήρχετο τας πόλεις και ιάτρευσε τους ασθενούντας. Περιερχόμενος λοιπόν την χώραν της Γαλατίας και Καππαδοκίας και ιατρεύων πάσαν ασθένειαν, συνελήφθη υπό του ηγεμόνος Ανδριανού, εκρεμάσθη δε υπ’ αυτού επί ξύλου και εξεσχίσθη εις τα πλευρά, δοθείς είτα εις το πυρ. Επειδή όμως αι βάσανοι αύται δεν έβλαψαν αυτόν, τούτου ένεκα εφυλακίσθη, και την επιούσαν ερρίφθη εντός λέβητος πλήρους ζέοντος ελαίου, ο οποίος εκαίετο επτά ημέρας. Εξελθών δε ο Άγιος και εκείθεν δια της θείας χάριτος αβλαβής, εδόθη ίνα καταβροχθισθή υπό των θηρίων, αλλά και αυτά τον αφήκαν αβλαβή· είτα συντρίψας δια της προσευχής του όλα τα είδωλα και εις κόνιν αυτά μεταβαλών, απεκεφαλίσθη δια την αιτίαν ταύτην ο αοίδιμος και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Ιδών δε Κυριακός ο δήμιος, ο αποκεφαλίσας τον Άγιον, παράδοξον θαύμα, ήτοι να τρέξη εκ του λαιμού του αίμα και γάλα, ωμολόγησε παρρησία εαυτόν Χριστιανόν και εφώνησεν· «Ανάθεμα τω Αδριανώ και τοις ειδώλοις αυτού». Διο αποκεφαλισθείς και αυτός ανήλθεν εις ουρανούς, ίνα μετά του Αγίου Αντιόχου συναγάλληται.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Ιουλίου, μνήμη της Αγίας και καλλινίκου Μάρτυρος ΜΑΡΙΝΗΣ.

Δημοσίευση από silver »


Μαρίνα η μακαρία κόρη και καλλιπάρθενος Μάρτυς ήτο από την Αντιόχειαν της Πισιδίας, τον καιρόν Διοκλητιανού ή Κλαυδίου Καίσαρος εν έτει σο΄ (270), από γονείς περιφανείς. Ο πατήρ αυτής ήτο ιερεύς των ειδώλων επίσημος, και εις όλην την πόλιν αιδέσιμος, Αιδέσιος δε και το όνομα. Ήτο δε η κόρη μονογενής θυγάτηρ του πατρός αυτής, ολίγας δε ημέρας μετά την γέννησιν αυτής απέθανεν η μήτηρ της. Έδωκε τότε ο Αιδέσιος το βρέφος εις τινα γυναίκα, ίνα το θηλάζη, ήτις κατώκει έξω της πόλεως δεκαπέντε στάδια. Τούτο δε ίσως ήτο οικονομία Θεού, να δοθή εκεί έξωθεν το κοράσιον, ότι εκεί ήσαν Χριστιανοί· όταν δε ηλικιώθη ολίγον και ωμίλει, ήκουσεν από τινος τον λόγον της του Χριστού πίστεως· επειδή δε έτυχεν εκ φύσεως αγαθής ψυχής και καλής προαιρέσεως, έτι δε και συνετή περισσώς και φρόνιμος, εδέχθη τον σωτήριον λόγον εις την καρδίαν της ευθύς ως ήκουσεν ότι ο Χριστός είναι αγαθός Θεός, αιώνιος και πολυεύσπλαγχνος και έγινε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων άνθρωπος· σταυρωθείς δε εκουσίως ανέστη ενδόξως και ανελθών εις τους ουρανούς ετίμησε με την πατρικήν συνεδρίαν την φύσιν της ανθρωπότητος. Αυτά και έτερα όμοια ακούον το χαριτωμένον κοράσιον ερρίζωσεν εις την ψυχήν της ο σπόρος της πίστεως ως κόκκος σινάπεως, συνεργούσης της θείας χάριτος, με τον καιρόν δε απέδωκε τον καρπόν, ως εύκαρπος γη και καλλίστη, εκατονταπλάσιον, αυξάνουσα την ορθόδοξον πίστιν με το μαρτύριον, καθώς θέλετε ακούσει κατωτέρω σαφέστερον. Όσον επρόκοπτεν η κόρη εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανεν η γνώσις και φρόνησις αυτής, εφλόγιζε δε ο πόθος του Χριστού την καρδίαν της και καθ’ ημέραν προσηύχετο προς αυτόν, να την αξιώση να γίνη κοινωνός των Μαρτύρων και μέτοχος. Όχι δε μόνον εις την ψυχήν εμελέτα ταύτα η θεοφώτιστος, αλλά και δια του λόγου τα έλεγεν εις έκαστον, τον οποίον έβλεπε· ωμολόγει δε εις όλους ότι ήτο Χριστιανή, υβρίζουσα τα είδωλα. Δια ταύτα και ο ψευδώνυμος πατήρ αυτής, ο αναιδής Αιδέσιος, την εμίσησεν ολοψύχως, ακούσας την ομολογίαν αυτής και δεν ήθελε καν να την ίδη εις το πρόσωπον, αλλά την έκαμεν απόκληρον. Όσον δε την απεστρέφετο ο σαρκικός της πατήρ και επίγειος, τοσούτον ο ουράνιος και αιώνιος την εδέχετο, τον οποίον και αυτή ηγάπα εξ όλης καρδίας της, όσους δε έβλεπε να τους βασανίζουν και να τους φονεύουν δια το όνομά του ή τους έδερον, αυτή τους εσέβετο και επόθει να είναι μετ’ αυτών, και εμελέτα να μαρτυρήση και αυτή δια τον Χριστόν, όταν οικονομήση η χάρις του καθώς και εγένετο, διότι αφού με τον λόγον και τον λογισμόν επίστευσεν εις τον Χριστόν έπρεπε να τον δοξάση και με τα έργα, ήτοι να βασανισθή και αυτή, να δοκιμασθή εις την πίστιν, δια να συνδοξασθή εις την βασιλείαν αυτού με τους άλλους Μάρτυρας. Ο δε τρόπος της αθλήσεως της Αγίας ούτως εγένετο κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηλικίας της. Τον καιρόν εκείνον ήτο εις την Ανατολήν εις Έπαρχος, το όνομά του Ολύμβριος, άγριος και θηριόγνωμος άνθρωπος. Ούτος έτυχε και ήρχετο από τα μέρη της Ασίας, μεταβαίνων εις την Αντιόχειαν, και κατά τύχην είδεν εις τον δρόμον την καλλιπάρθενον Μαρίναν, ήτις επορεύετο εις το πατρικόν της ποίμνιον. Βλέπων δε το τόσον κάλλος αυτής και την ωραιότητα, ετρώθη εις την καρδίαν από σαρκικόν έρωτα, διότι ήτο η κόρη πολύ ωραία, έβαλε δε εις τον νουν του να την λάβη γυναίκα ο τρισκατάρατος· όθεν προσέταξε να του την φέρουν εις το κριτήριον. Καθώς λοιπόν την επήραν, προσηύχετο εις τον δρόμον να της δώση ο Κύριος σοφίαν και δύναμιν να φυλάξη έως τέλους την ευσέβειαν, να νικήση τα κολαστήρια και να στεφανωθή με τους Αγίους Μάρτυρας. Φθάσαντες εις το παλάτιον, την ερώτησεν ο άρχων να είπη το όνομα, το γένος και τον Θεόν τον οποίον επίστευεν. Η δε απεκρίνατο άφοβα· «Μαρίναν με λέγουσιν, είμαι ελευθέρων γονέων τέκνον, εύχομαι δε να γίνω δούλη του Θεού και Σωτήρος μου Ιησού Χριστού, όστις έκαμεν όλον τον κόσμον». Βλέποντες οι παρόντες τοσούτον κάλλος και ακούοντες τοιαύτην απόκρισιν εύτολμον εθαύμασαν. Πλην εφυλάκισαν αυτήν έως την άλλην ημέραν, κατά την οποίαν είχον εορτήν πάνδημον και επρόκειτο να έλθουν εις την θυσίαν άπαντες. Όταν λοιπόν συνήχθησαν δια την εορτήν έφεραν και την Αγίαν, ελπίζοντες, ότι θέλει θυσιάσει και αύτη, όταν ίδη αυτούς θυσιάζοντας. Αλλά ματαίως οι μάταιοι και αφρόνως εμελέτησαν. Διότι εκείνη ποσώς δεν ενικήθη ούτε με κολακείας, όσας της είπεν ο άρχων, υποσχόμενος εις αυτήν πλούσια χαρίσματα, ούτε τας απειλάς του ποσώς εφοβήθη, ότι την εφοβέριζε να της επιβάλη μύρια κολαστήρια. Αλλά με πολλήν παρρησίαν του απεκρίθη λέγουσα· «Μη έχης τινά ελπίδα ματαίως, ηγεμών, εις εμέ, να δειλιάσω ποσώς τα κολαστήρια, ότι δεν θέλει με χωρίσει από τον Χριστόν καμμία θλίψις, λιμός, πυρ, ξίφος και άλλη χαλεπωτέρα βάσανος, ούτε βίαιος και πολυώδυνος θάνατος· ούτε πάλιν απολαύσεις χρυσίου και άλλου πλούτου και τιμής θα με δελεάσωσιν, επειδή όλα ταύτα είναι φθαρτά και πρόσκαιρα, η δε ψυχή είναι αθάνατος και ποθεί τα αιώνια. Δια τούτο ημείς οι Χριστιανοί καταφρονούμεν ως φρόνιμοι τας παρούσας απολαύσεις, ως προσωρινάς και προσκαίρους, υπομένοντες τα λυπηρά και οδυνηρά της μιας ημέρας, δια να έχωμεν ζωήν αθάνατον μετά θάνατον και απόλαυσιν αιώνιον. Αν δε νομίζης ότι ψεύδομαι, εδώ είμαι, και δοκίμασόν με ίνα γνωρίσης και με το έργον την αλήθειαν. Δείρε με, σφάξον, κατάκαυσον, πνίξον και παίδευσόν με μέ κολαστήρια μύρια· όσον θέλεις με βασανίσει χειρότερα, τόσον περισσότερον θέλει με δοξάσει ο Χριστός εις την μέλλουσαν ζωήν και μακαριότητα. Πολλάκις δε μας δίδει και απ’ εδώ μικράν παράκλησιν εις αρραβώνα της μελλούσης αγαλλιάσεως και μας εξάγει από τον βυθόν της θαλάσσης, μας λυτρώνει από το πυρ και από άλλας κολάσεις εις αισχύνην σας και κατάκρισιν. Δεν λυπούμαι λοιπόν ζωήν πρόσκαιρον, αλλά παραδίδω προθύμως το σώμα εις τον θάνατον, δια τον αθάνατον Θεόν και Δεσπότην μου, καθώς και αυτός δια την αγάπην μου εσταυρώθη ο αναμάρτυτος». Αυτά και άλλα πλείονα ακούσας ο τύραννος, εξεμάνη από τον θυμόν η οργίλος και θηριώδης καρδία του. Πλην έχων ακόμη ολίγην ελπίδα να την δελεάση ως γυναίκα απλήν και απονήρευτον, δεν εφανέρωσε τον θυμόν του, αλλά την εκολάκευε λέγων· «Παρακαλώ, Μαρίνα, προσκύνησον τους θεούς, ίνα λυτρωθής από δεινά κολαστήρια, και σου υπόσχομαι να σε πάρω δια γυναίκα μου, να δοξασθής υπέρ όλας τας γυναίκας της πόλεως και να έχης πάσαν απόλαυσιν». Αυτά και έτερα παρόμοια εφλυάρει ο αφρονέστατος μάταια. Έπειτα βλέπων ότι τον ενέπαιζεν η Αγία και κατεφρόνει τους λόγους του, δεν ηδυνήθη πλέον να κρύψη την ένδοθεν θηριότητα, αλλά προστάσσει τους στρατιώτας να την γυμνώσουν και να την δείρουν με ραβδία σκληρά ασπλάγχνως· τόσον δε σκληρώς την έδειραν, ώστε εκοκκίνισεν η γη όλη από τα αίματα, διότι ήσαν τα ραβδία με ακάνθας και κατεξέσχιζαν τας σάρκας της. Η δε Μάρτυς υπέφερεν ανδρείως τους πόνους και ούτε εστέναξεν, ούτε εδάκρυσεν, ούτε καν σχήμα σκυθρωπότητος έδειξεν. Αλλ’ ώσπερ να εβασανίζετο άλλος και αυτή να επαραστέκετο, ούτως έστεκε στερεά και αήττητος, προς τον ουρανόν ατενίζουσα· νοερώς δε επεκαλείτο τον Θεόν εις βοήθειαν και με την δύναμιν αυτού υπέφερε τας πληγάς με ανδρείαν θαυμάσιον. Όταν την έδειραν ώραν πολλήν, επρόσταξεν ο τύραννος να την φυλακίσουν, όχι δια συμπάθειαν ο ασυμπαθής και απάνθρωπος, αλλά δια να μη αποθάνη από τας μάστιγας και ούτω πως δυνηθή να την βασανίση και δεύτερον. Την έκλεισαν λοιπόν εις ένα τόπον σκοτεινόν και απαραμύθητον. Και μεθ’ ημέρας τινάς την έφεραν πάλιν εις το κριτήριον· κρεμάσαντες δε αυτήν, κατεξέσχισαν τας πλευράς της με σιδηρούς όνυχας· και τόσον εξέσχισαν τας σάρκας της, ώστε ασχήμισε και έγινεν άχρηστον και άμορφον όλον το κάλλος του σώματος· ουχί δε μόνον ο κοινός λαός ελυπήθη και εσυμπόνεσε και εδάκρυσε δι’ αυτήν, αλλά και αυτός ο θηριώδης κολαστής απέστρεψεν απ’ αυτής το πρόσωπον μη υποφέρων να βλέπη την ασχημίαν της· τοσούτον έγινεν άμορφος η πρώην ωραιοτάτη και πάγκαλος. Είτα εφυλάκισαν και πάλιν την Αγίαν εις τον απαράκλητον εκείνον και άχαρον τόπον, αφήνοντες αυτήν άνευ τροφής και ανεπιμέλητον. Αλλ’ όσον ήτο διεφθαρμένον το σώμα της, τόσον η ψυχή της ανεκαινίσθη και εγένετο λαμπροτέρα, προσηύχετο δε ευχαριστούσα, ότι την ηξίωσεν ο Κύριος να βασανισθή δια την αγάπην του. Ο δε μισόκαλος και φθονερός διάβολος, βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να νικήση μίαν τρυφεράν κόρην ο υπηρέτης του, ήτοι ο άρχων της πόλεως και να την κάμη να προσκυνήση τους δαίμονας, ηβουλήθη να δοκιμάση μήπως και την νικήση αυτός ο αδύνατος. Μεταμορφωθείς λοιπόν εις σχήμα μεγάλου και φοβερού δράκοντος, όπως είναι εις τα έργα βλαπτικός και θανάσιμος, εφάνη ο πάντλμος έμπροσθεν της Αγίας ως φοβερόν και εξαίσιον θέαμα. Από το στόμα του και τους οφθαλμούς εξήρχετο πυρ και καπνός· οι οδόντες του ήσαν λευκοί, η δε γλώσσα του ήτο κόκκινη ως αίμα· εσφύριζε δε δυνατά και έκαμνεν ανήκαστον σύγχυσιν, και τοιαύτα σχήματα φοβερώτερα, ώστε ήθελε τρομάξει έκαστος βλέπων. Η Αγία όμως ουδόλως εφοβήθη να παύση την προσευχήν, από την οποίαν προσεπάθει να την εμποδίση ο κακομήχανος. Βλέπων δε ούτος ότι δεν εδειλίασεν, αλλά προσηύχετο αφόβως, έδραμεν εναντίον της και πλατύνας το στόμα και την κοιλίαν του εφάνη ότι την εκατάπιεν. Όταν η Αγία είδεν ότι την κατέπιεν ο δράκων έως την μέσην, καθώς της εφάνη, έγινεν από τον φόβον της έντρομος· ευθύς δε επικαλουμένη του Σωτήρος Χριστού το σωτήριον όνομα έκαμε σταυρόν με την δεξιάν της εις τα σπλάγχνα του δράκοντος, ο δε σταυρός έσχισε την κοιλίαν αυτού ως ρομφαία δίστομος. Και ο μεν δράκων, αφού διερράγη, έγινεν άφαντος, η δε Μάρτυς έμεινεν αβλαβής και έχαιρε ψάλλουσα προς τον Θεόν δοξολογίας και νικητήρια, έλεγε δε και διάφορα από την Γραφήν αρμόδια, ήτοι: «ο Θεός ουκ έστι πέρας της μεγαλωσύνης σου, θανατοίς και ζωογονείς, συνέτριψας την κεφαλήν του δράκοντος», και έτερα όμοια. Τότε πάλιν ο δαίμων, ως φιλόνεικος όπου είναι, δεν έπαυσε τας μηχανουργίας, αλλ’ ηθέλησε να δοκιμάση και με άλλον τρόπον να πολεμήση την Μάρτυρα. Μετασχηματισθείς εις άνθρωπον ο μισάνθρωπος, έγινε μαύρος ωσάν τον αιθίοπα· όθεν ο φοβερός εκείνος δράκων μεταβληθείς, εφαίνετο ως μαύρος τις κύων. Τότε η Μάρτυς, αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας και ευρούσα εκεί εν σφυρίον ερριμμένον, εκτύπησεν αυτόν εις την κεφαλήν και εις την ράχιν και τελείως αυτόν εταπείνωσε. Καθώς δε είναι εις τα έργα σκοτεινός και άσχημος, ούτως εφάνη και πάλιν τρέχων εναντίον της Αγίας, εκεί όπου έστεκε προσευχομένη. Την ήρπασεν από τας χείρας, και την εφοβέριζε με φωνάς μεγάλας, ότι θα την φονεύση, εάν δεν παύση την προσευχήν, ίνα μη του δίδη δι’ αυτής ενόχλησιν. Έως εδώ έκαμε, και άλλο περισσότερον δεν τον εσυγχώρησε να πράξη ο Κύριος· διότι εάν είχεν εξουσίαν περισσοτέραν θα την εθανάτωνεν. Αλλά δεν έχει αυτός ο ανίσχυρος δύναμιν αφ’ εαυτού να μας κακοποιήση χωρίς της θείας συγχωρήσεως. Πλην και τούτο το ολίγον δια κακόν του το έκαμεν ο ανόητος· ότι από το πρώτον του κακούργημα κατά της Αγίας και το του Θεού θαυματούργημα, επήρε θάρρος η Αγία κατά του πειράζοντος και αρπάσασα αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής τον εμαστίγωσεν. Αφού λοιπόν ενίκησε τον πολέμιον ανδρείως η πάνσεμνος και έγινεν άφαντος ο ανίσχυρος και αδύνατος, τότε ήλθον εις την Αγίαν ουρανόθεν τα νικητήρια και ευαγγέλια σωτήρια και χαρμόσυνα· ήτοι, εφάνη φως μέγα εκ του οποίου έλαμψεν όλον το δεσμωτήριον· το φως δε αυτό εξήρχετο από ένα Σταυρόν, όστις έφθανεν από την γην έως τον ουρανόν· επάνω δε του Σταυρού επέτα μία λευκή περιστερά καθαρά και άμωμος. Ταύτα μοι φαίνεται ότι εδήλουν το της Αγίας Τριάδος μυστήριον· το μεν φως εσήμαινε την δόξαν του Πατρός· ο Σταυρός τον εσταυρωμένον Χριστόν και η περιστερά το Πνεύμα το Άγιον. Καταβάσα δε η περιστερά ήλθε πλησίον της Αγίας και της λέγει· «Χαίρε, Μαρίνα, η λογική περιστερά του Θεού, ότι ενίκησας τον πονηρόν και τον εχθρόν κατήσχυνας· χαίρε δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας σου και εμίσησας πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και ευφραίνου, ότι έφθασεν η ημέρα να λάβης της νίκης τον στέφανον και να εισέλθης αξιόχρεως εστολισμένη με τας φρονίμους παρθένους εις τον νυμφώνα του νυμφίου και βασιλέως σου». Με τους λόγους τούτους, όπου ελαλήθησαν ουρανόθεν εις την Αγίαν, ανεκαινίσθη το σαρκίον αυτής με την δρόσον του Παναγίου Πνεύματος· όλαι δε αι πληγαί της τελείως εθεραπεύθησαν τόσον, ώστε ούτε σημείον τραύματος δεν έμεινε ποσώς εις το σώμα της. Όθεν ενεπλήσθη πλείστης χαράς και αγαλλιάσεως και εξωμολογείτο ευφραινομένη, μεγαλοφώνως λέγουσα· «Ευλογήσω σε, Κύριε, υμνήσω σε ο Θεός μου, και δοξάσω το όνομά σου, ότι έκαμες εις εμέ την αναξίαν δούλην σου θαυμάσια πράγματα. Υψώσω σε, Κύριε, και αινέσω σε, ότι ηλέησας και ιάτρευσας την ψυχήν και το σώμα μου, και δεν με παρέδωκας εις τας χείρας των εχθρών μου, αλλά και το υπέρογκον της φαντασίας του ολεθριωτάτου δράκοντος μου έδειξες, και τούτον με τους άλλους θανατηφόρους όφεις και δαίμονας εις τας αβύσσους εβύθισας. Τώρα δε πάλιν αγαλλιασθείσα τω πνεύματι επί σοι τω Θεώ και Σωτήρι μου, ζητώ άλλην μίαν χάριν από την αγαθοτάτην του χρηστότητα, να με αξιώσης να αναγεννηθώ με το λουτρόν του αγίου σου Βαπτίσματος, δια να τελειωθώ με το ύδωρ της παλιγγενεσίας, καθώς ηγιάσθην με το αίμα της αθλήσεως, να γίνω αξία της εισόδου των Αγίων σου· ότι συ είσαι μόνος Άγιος αληθώς και εν Αγίοις αναπαυόμενος και ενδοξαζόμενος, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν». Ούτω προσηύχετο καθ’ όλην την νύκτα η Αγία εις την φυλακήν αγαλλομένη και δοξάζουσα τον Θεόν. Το δε πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον ο έπαρχος έμπροσθεν όλου του λαού της πόλεως διέταξε και έφεραν εκεί την Μάρτυρα. Βλέπων δε ο έπαρχος όλην υγιά και φαιδράν εις το πρόσωπον, εθαύμασεν εις αυτήν και της λέγει· «Βλέπεις, Μαρίνα, πως οι μεγάλοι θεοί έχουν την φροντίδα σου, και σπλαγχνισθέντες εις το κάλλος σου σε ιάτρευσαν; Πρέπει και συ να μη φανής εις τους ευεργέτας αχάριστος, αλλά να τους δώσης αξίαν αντάμειψιν, να γίνης ιέρειά των, να θυσιάζης εις αυτούς ομού με τον πατέρα σου». Λέγει εις αυτόν η Αγία: «Εμέ δεν ιάτρευσαν οι αναίσθητοι και ανίσχυροι θεοί σου, αλλά ο αληθής και μόνος Θεός, όστις θεραπεύει ψυχάς και σώματα, τον οποίον θέλω λατρεύει πάντοτε. Τούτον πρέπει να γνωρίσης και συ και αυτόν μόνον να προσκυνής ως αθάνατον, να μισήσης δε των ειδώλων την πλάνην και ματαιότητα». Τότε προστάσσει ο τύραννος να γυμνώσουν την Αγίαν και να την κρεμάσουν εις το ξύλον, και να κατακαίουν με λαμπάδας πυρός τας πλευράς και το στήθος της. Υπέμενε δε η Αγία τας αλγηδόνας και τους πόνους ώραν πολλήν καταφλεγομένη· προσηύχετο δε με την καρδίαν ήσυχα, ευχαριστούσα τον Κύριον. Μετά ταύτα έφεραν εις το μέσον ένα μεγάλον λέβητα, τον οποίον εγέμισαν νερόν· καταβιβάσαντες δε από το ξύλον την Μάρτυρα, έδεσαν αυτήν ισχυρώς και την εβούτηξαν εις τον λέβητα κατακέφαλα, δια να πνιγή εις τα ύδατα. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζον οι ανόητοι, ότι όταν την εισήγον εντός εβόησε λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις έλυσας τα δεσμά του θανάτου και τους νεκρούς εξανέστησας, Συ, παντοδύναμε, επίβλεψον και εις την δούλην σου, και τα δεσμά μου διάρρηξον· ας γίνη δε τούτο το ύδωρ εις εμέ εις ζωήν αιώνιον και εις αναπλήρωσιν του επιθυμουμένου μου Βαπτίσματος, ίνα εκδυθώ τον παλαιόν και φθειρόμενον άνθρωπον και ενδυθώ τον καινόν και αθάνατον». Ούτω προσευχομένην έρριψαν την Αγίαν εις το σκεύος εκείνο του ύδατος· παρευθύς δε σεισμός μέγας εγένετο και εφάνη πάλιν η πρώτη περιστερά επάνω του ύδατος, βαστάζουσα εις το στόμα στέφανον. Αυτήν την ώραν εφάνη και ο πύρινος στύλος, επάνω δε τούτου Σταυρός κατά τον τύπον, όπως άνω εγράψαμεν. Τούτου γενομένου εξήλθεν η Αγία από τα ύδατα ελευθέρα, διότι όλα τα δεσμά της ελύθησαν, ίστατο δε με αγαλλίασιν άφραστον δοξάζουσα την Παναγίαν Τριάδα και εξ όλης ψυχής αυτήν εμεγάλυνεν, ότι εβαπτίσθη αμέσως υπ’ αυτής κατά τον πόθον της και υπερφυώς εφωτίσθη. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον έγινε τότε εις την Αγίαν, αλλά και έτερον εξαίρετον· ήτοι εκάθησεν η περιστερά εις την κεφαλήν της Μάρτυρος, βαστάζουσα εκείνον τον αμάραντον στέφανον και λέγει προς αυτήν με φωνήν γλυκυτάτην· «Ειρήνη σοι, δούλη του Θεού· έχε θάρρος, και δέξου από την δεξιάν του Υψίστου τούτον τον ουράνιον στέφανον». Ταύτα λέγουσα η θεία περιστερά, ω του θαύματος! Αναπτερίζει τας πτέρυγας, ώσπερ να εχαίρετο εις τα τελούμενα· τότε δε πετάξασα εκάθισεν επάνω εις τον φωτοφανή εκείνον Σταυρόν και λέγει πάλιν εις επήκοον πάντων προς την Αγίαν Μάρτυρα· «Ελθέ εις τας άνω Μονάς του Παραδείσου, Μαρίνα θεόνυμφε, να απολαύσης της αφθαρσίας τον στέφανον εις τα αγαπητά του Θεού σκηνώματα, να χαίρεσαι με τους Αγίους χορεύουσα και αναπαυομένη αιώνια». Αυτήν την θείαν φωνήν ακούσαντες όλοι της πόλεως έφριξαν και επίστευσαν ευθύς εις τον Χριστόν, άνδρες ομού και γυναίκες πλήθος αμέτρητον και εβόησαν μεγαλοφώνως, ότι ήσαν έτοιμοι να λάβουν δια τον Χριστόν, τον αληθή Θεόν, θάνατον. Ακούσας ο έπαρχος ότι ωμολογούσαν τον Χριστόν Θεόν και Βασιλέα, τους δε βασιλείς και τους θεούς εβλασφήμουν και ύβριζον, επρόσταξε να θανατώσουν όσους επίστευσαν, Εκείνοι δε οι μακάριοι έτρεχον εις την σφαγήν δια τον Χριστόν εκουσίως ως πρόβατα άκακα. Εφόνευσαν δε τότε οι ανήμεροι τύραννοι άνδρας χιλιάδας δεκαπέντε, χωρίς τας γυναίκας, όπου δεν τας εμέτρησαν. Όλοι δε ούτοι βαπτισθέντες με το άγιον αίμα των, δεν εχρειάσθησαν άλλο βάπτισμα· γενόμενοι δε θυσία και ολοκαύτωμα εις τον Θεόν, απήλθον εις την αιώνιον βασιλείαν οι τρισμακάριοι. Ο δε δυσσεβής Ολύμβριος, φοβούμενος μήπως και πιστεύσουν και οι επίλοιποι της πόλεως, εάν αφήση την Αγίαν ακόμη ζωντανήν, έδωκε κατ’ αυτής και μη θέλων την δια ξίφους απόφασιν. Καθώς δε επήραν αυτήν οι δήμιοι και την ωδήγησαν εις τον τόπον της καταδίκης, όπου και το ειρημένον πλήθος απεκεφάλισαν, παρεκάλεσεν η Αγία τον δήμιον, όπου ήθελε να την φονεύση, και του λέγει· «Περίμενε ολίγην ώραν δι’ εμέ, ω τέκνον μου, να ομιλήσω προς τους παρεστώτας ολίγους λόγους, να κάμω και την προσευχήν μου και τότε να κάμης το προστασσόμενον». Ούτως είπεν, έπειτα στρέφει προς το πλήθος το πρόσωπον λέγουσα: «Παρακαλώ σας, αδελφοί και φίλοι μου, ως αναξία δούλη του Υψίστου, ακούσατε νουνεχώς την μικράν μου ταύτην παραίνεσιν. Ηξεύρετε, ότι ένας είναι μόνον ο αληθινός Θεός εν Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι θεωρούμενος και προσκυνούμενος· όστις δε πιστεύει μόνον εις αυτόν σώζεται. Λοιπόν υπερβαίνοντες πάσαν την κτίσιν των ορωμένων και νοουμένων, υψώσατε τον νουν και γνωρίσατε τον Πατέρα των φώτων και τον μονογενή Υιόν και Λόγον αυτού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και το πανάγιον Πνεύμα· ότι αυτά τα τρία πρόσωπα είναι ένας Θεός αιώνιος, παντοδύναμος και ακατάληπτος και ουδείς σώζεται εις άλλο όνομα». Ταύτα η Μάρτυς προς τους παρόντας ομιλήσασα, ύψωσε προς τον ουρανόν τα όμματα της διανοίας τοιαύτα λέγουσα: «Άναρχε, αθάνατε, άχρονε, άκτιστε, ακατάληπτε και ανεξιχνίαστε Κύριε, Θεέ των όλων και δημιουργέ πάσης της κτίσεως, προνοητά και σωτήρ όλων, όπου εις Σε ελπίζουσιν, ευχαριστώ σοι, όπου με έφερες εις την ώραν ταύτην και ήγγισα εις τον στέφανον της δικαιοσύνης σου. Υμνώ και ευλογώ την αναρίθμητον ευσπλαγχνίαν και φιλανθρωπίαν σου, όπου ηθέλησες να με συντάξης με τους εκλεκτούς δούλους σου. Επίβλεψον και τώρα επ’ εμέ την ταπεινήν, Δέσποτα Θεέ, Κύριε του ελέους παντοκράτωρ και παντοδύναμε, επάκουσον της προσευχής μου, και πλήρωσόν μου τα αιτήματα εις έπαινον και τιμήν και δόξαν του υπεραγίου και προσκυνητού σου ονόματος, χάρισαι την άφεσιν των αμαρτιών όλων εκείνων, όπου θέλουν οικοδομήσει Εκκλησίαν εις το όνομα της δούλης σου, να λειτουργώσιν εις αυτήν προσευχόμενοι, ή γράφουσι το μαρτύριον της αθλήσεώς μου και το αναγινώσκουσι μετά πίστεως, μνημονεύοντες το όνομα της δούλης σου και καρποφορούσι το κατά δύναμιν· όλων αυτών, λέγω, όσοι θεραπεύσουν το οικητήριον του σώματός μου, όπου εμαρτύρησε δι’ αγάπην σου, συγχώρησον τας αμαρτίας κατά το μέτρον της πίστεως αυτών· και μη εγγίση χειρ κολαστήριος, ούτ πείνα, ουδέ θανατικόν, ή άλλη βλάβη ψυχής ή σώματος. Όσοι δε θέλουν με εορτάσει δοξολογούντες μετά πίστεως και σου ζητήσουν σωτηρίαν και έλεος δια μέσου μου, χάρισαί τους εις τούτον τον κόσμον τα αγαθά σου, να πορεύωνται προς αυτάρκειαν· αξίωσον δε αυτούς και της επουρανίου βασιλείας Σου. Ότι Συ Ει μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος, και των αγαθών δοτήρ εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα προσευχομένης της Μάρτυρος εγένετο πάλιν σεισμός, και έπεσον κατά γης πολλοί άνθρωποι, ομοίως και ο δήμιος, όπου έμελλε να την θανατώση, έπεσεν έντρομος. Ο δε Κύριος αυτός της επαραστάθη νοητώς με πλήθος πολύ Αγίων Αγγέλων, και της λέγει· «Έχε θάρρος, Μαρίνα, και μη φοβήσαι, ότι τας προσευχάς σου επήκουσα και πάντα όσα εζήτησας επλήρωσα και θα τα αποπληρώσω κατά καιρόν, καθώς και ήτησας· τώρα δε ήλθον να αναλάβω την ψυχήν σου εις τα ουράνια· μακαρία συ, ότι δια τους αμαρτωλούς παρεκάλεσας, εφάνης ενώπιόν μου άμωμος, και εύρες χάριν εις εμέ. Δι’ αυτό πολύς έσται ο μισθός σου εις τα ουράνια». Τότε η μακαρία ενεπλήσθη χαράς πολλής και αγαλλιάσεως και λέγει εις τον δήμιον· «Τελείωσον τώρα εις εμέ εκείνο, όπου σε επρόσταξαν». Αυτός δε έτρεμε και δεν ετόλμα να σηκώση το ξίφος. Αλλ’ η Αγία τον ενεθάρρυνε και μετά βίας τον κατέπεισε και απέτεμε την μακαρίαν της κεφαλήν τη δεκάτη εβδόμη του μηνός Ιουλίου. Τότε το μεν άγιον λείψανον παρέλαβον κρυφίως οι Χριστιανοί και ενεταφίασαν αυτό εντίμως ως έπρεπεν· η δε μακαρία αυτής ψυχή απήλθεν εις την ουράνιον εύκλειαν. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Ιουλίου, ο Όσιος ΠΑΜΒΩ εν ειρήνη τελειούται.

Δημοσίευση από silver »


Παμβώ ο Μέγας Όσιος ησκήτευεν εις το όρος της Νιτρίας. Εγένετο δε και διδάσκαλος Διοσκόρου του Επισκόπου και του Άμμωνος, και Ιωάννου του ανεψιού Δρακοντίου, του θαυμασίου εκείνου. Μεγάλα όντως και θαυμαστά ήσαν τα προτερήματα, οι αγώνες και τα κατορθώματα του τρισμάκαρος Οσίου Παμβώ. (Ενοχληθείς ποτε ο Όσιος Παμβώ υπό του δαίμονος της βλασφημίας, και παρακαλών υπέρ τούτου τον Θεόν, ήκουσε φωνήν άνωθεν λέγουσαν εις αυτόν· «Παμβώ, Παμβώ, μη αθύμει επί αλλοτρία αμαρτία, αλλά περί των σων φρόντισον πράξεων, τας δε του πονηρού βλασφημίας επ’ αυτόν κατάλιπε»). Και εις τα τόσα προτερήματα και τας αρετάς του, τοσούτον κατεφρόνει τα χρήματα, όσον ο Κύριος παρήγγειλε τοις Αποστόλοις να μη έχουν ράβδον ιδικήν των. Δια τούτον τον μακάριον Παμβώ διηγείτο η Αγία Μελάνη ταύτα· «Επειδή ήλθον, (λέγει η Αγία Μελάνη) από την Ρώμην εις την Αλεξάνδρειαν, και έμαθον δια τούτον τον Όσιον από τον μέγαν Ισίδωρον τον Ξενοδόχον, εζήτησα και μου έδωκεν οδηγούς και με έφεραν εις την έρημον προς αυτόν. Έφερα δε τότε μαζί μου πλούτον πολύν, έως τριακοσίας λίτρας αργύρου και τον παρεκάλεσα να τον λάβη, αυτός δε με μεγάλην φωνήν με ηυλόγησε λέγων· «Ο Θεός, τέκνον μου, να σου αποδώση τον μισθόν της ελεημοσύνης σου». Ευθύς τότε επρόσταξεν ο Όσιος τον οικονόμον να λάβη τα αργύρια και να τα μοιράση εις τα Μοναστήρια της Λιβύης, εις τα ησυχαστήρια και όπου αλλού ήτο ανάγκη, να μη κρατήση δε μήτε οβολόν δια τας ιδικάς των ανάγκας, μόνον να τα μοιράση όλα εις τους έχοντας ανάγκην. Ενώ δε εγώ επερίμενα να μου είπη λόγον επαινετικόν δια την τόσην ελεημοσύνην, μου είπεν· «Το τι και τι έδωκες ελεημοσύνην, εγώ δεν έχω ανάγκην να μάθω, μόνον εκείνος ο Κύριος, όστις διακρατεί και εξουσιάζει τα πάντα, και τα κυβερνά και προνοεί, εκείνος ηξεύρει και την ποσότητα των χρημάτων όπου έδωκες και θέλει σου αντιμετρήσει τον μισθόν της αγαθής προαιρέσεως». Αυτά και άλλα παρόμοια μοι είπεν ο Άγιος και καν την θήκην, εις την οποίαν ήσαν τα αργύρια, δεν κατεδέχθη να ιδή τελείως. Εκοιμήθη δε ούτος ο μακάριος Παμβώ χωρίς ουδόλως να ασθενήση ή να πονέση κανέν μέλος του· αλλά εκείνην την ώραν έπλεκε μίαν σπυρίδα, αφού δε την ετελείωσεν ανελλιπή, εστράφη προς με, (λέγει ο συγγράψας το Λαυσαϊκόν Επίσκοπος Ηρακλείδης) και μοι λέγει· «Λάβε, τέκνον, αυτήν την σπυρίδα δια να με ενθυμήσαι, διότι άλλο τίποτε δεν έχω να σου αφήσω». Και τούτο μόνον λέγων παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Κυρίου, εβδομήκοντα ετών γέρων. Έτυχεν ακόμη εκεί η Αγία Μελάνη, η οποία τον εκήδευσεν και τον ενεταφίασεν, επήρε δε εκείνην την σπυρίδα και την εφύλαττεν έως εις τον θάνατόν της. Έλεγον ακόμη δια τούτον τον θαυμάσιον Παμβώ, ότι την ώραν, καθ’ ην παρέδιδε την μακαρίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, ευρέθησαν εκεί ο Μακάριος ο πρεσβύτερος και ο Αμμώνιος, και οι δύο ούτοι θαυμάσιοι εις την αρετήν και ακουσμένοι αγωνισταί. Ήσαν ακόμη και άλλοι αδελφοί, εις τους οποίους είπε ταύτα· «Αφού ήλθα εις αυτήν την έρημον και έκτισα αυτό το κελλίον και κατώκησα, ποτέ δεν έλειψε το εργόχειρον από την χείρα μου, αλλ’ ούτε έλαβα καμμίαν χάριν από τινα, μέχρι και τεμαχίου άρτου. Έως τώρα δε οσάκις ωμίλουν ποτέ δεν μετενόησα. Τώρα υπάγω προς τον Θεόν με λογισμόν, πως δεν έβαλα ακόμη αρχήν εις την αρετήν, καθώς ήθελεν ο Θεός». Μας έλεγον δε ακόμη οι Πατέρες, ότι οσάκις ήθελον τον ερωτήσει ή δια κανένα νόημα της θείας Γραφής ή δια καμμίαν αρετήν πρακτικήν, ποτέ δεν απεκρίθη ευθύς. Αλλά έλεγεν· «Να συλλογισθώ, και με καιρόν ίσως και δυνηθώ, βοηθεία Θεού, να δώσω την απόκρισιν εις αυτό». Αυτόν τον ακριβή στοχασμόν του Οσίου, όπου είχεν εις τας ερωτήσεις, τον εθαύμασε και ο Μέγας Αντώνιος και άλλοι πολλοί μεγάλοι και αγιώτατοι Πατέρες.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΗ΄ (19η) Ιουλίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΘΕΟΔΩΡΟΥ του κατά την Λαύραν του Αγίου Σάββα ασκήσαντος, έπειτα γεγονότος Αρχιεπισκόπου Εδέσσης· ου τον βίον έγραψεν ο Επίσκοπος Εμέσσης Βασίλειος.

Ανήρ τις από την Έδεσσαν, Συμεών ονόματι, έλαβε γυναίκα καλουμένην Μαρίαν και διήγον εναρέτως αμφότεροι. Δεν απέκτησαν δε άρρεν τέκνον, μόνον μίαν θυγατέρα, ήτις εγέννησεν εμέ τον Εμέσσης Επίσκοπον χρηματίσαντα. Μετέβαινον λοιπόν λυπούμενοι οι εμοί προπάτορες πολλάκις εις τον Ναόν του Κυρίου, δεόμενοι να τους δώση υιόν και να του τον αφιερώσουν εκ νεότητος. Και μίαν ημέραν, όπου ήτο το πρώτον Σάββατον των αγίων Νηστειών, απήλθε πάλιν η γυνή με τον άνδρα της εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, και εδέοντο του Θεού να τους δώση υιόν ως άνωθεν. Κατά την επομένην νύκτα είδον αμφότεροι εις το ενύπνιόν των τον Άγιον Θεόδωρον, και έλεγε ταύτα προς τον Μέγαν Παύλον· «Ιδού, μαθητά του Κυρίου, πως παρακαλεί αυτό το ζεύγος, να γεννήσουν υιόν· λοιπόν δος εις αυτούς την αίτησιν, συ όστις έχεις μεγάλην παρρησίαν προς Κύριον». Ο δε απεκρίνατο· «Ο Κύριος θέλει δώσει εις αυτούς υιόν τάχιστα, και συ δος εις αυτόν την κλήσιν, ότι όντως δώρον Θεού έσται το τεχθησόμενον». Η μεν Μαρία εξύπνησε χαίρουσα, και έλεγε προς τον άνδρα το όραμα. Ο δε εβεβαίου, ότι είδε και αυτός τα όμοια. Εις ολίγας ημέρας συνέλαβεν η γυνή και εγέννησεν υιόν χωρίς λύπην και βάσανον. Όταν δε έγινε το τέκνον δύο ετών, το έφεραν εις τον Αρχιερέα και το εβάπτισεν, ονομάσας αυτό, ως δώρον Θεού, Θεόδωρον. Όταν δε έγινε πέντε ετών, τον έβαλαν εις τα γράμματα, εις τα οποία έκκαμε δύο έτη και καν ένα μάθημα δεν έμαθε. Τον ωνείδιζον λοιπόν οι γονείς και οι συσχολίται, ο δε διδάσκαλος τον ερράπιζεν, όλοι δε οι επίλοιποι τον ενέπαιζον. Όθεν μετέβη μίαν εορτήν, όταν έμελλε να λειτουργήση ο Αρχιερεύς, και εκρύβη πρότερον υποκάτω εις την αγίαν Τράπεζαν. Καθώς δε ελειτουργούσαν, απεκοιμήθη ο Θεόδωρος· και βλέπει ένα παιδίον ωραιότατον, το οποίον του έδιδε κηρόμελον, λέγον να γίνη Μοναχός και του έδωκε ράβδον ποιμαντικήν εις την χείρα του. Τότε ο Θεόδωρος εγνώρισεν, ότι ήτο ο Δεσπότης Χριστός, όστις τον εχειροτόνησεν Αρχιερέα με την ποιμαντορικήν ράβδον όπου του έδωκεν. Όθεν έπεσεν εις τους αγίους πόδας του, λέγων· «Ευλόγησόν με, Δέσποτα, να μάθω τα ιερά γράμματα». Και καθώς τον ηυλόγησεν ο Κύριος εξύπνησε και εβγήκεν από την αγίαν Τράπεζαν. Τότε τον ηρώτησεν ο Αρχιερεύς τι εζήτει εκεί και του είπεν όλην την αλήθειαν. Όθεν θαυμάζων ο Αρχιεπίσκοπος τον έκαμεν αναγνώστην· από ταύτην την ώραν επρόκοπτε με πόσην ευκολίας εις τα μαθήματα, ώστε δεν εχρειάζετο να του το ειπή δεύτερον ο διδάσκαλος, αλλά με μίαν φοράν το εμάνθανεν. Όθεν όλοι τον αγαπούσαν και τον εφήμιζον δια την φιλομάθειαν του. Έμαθε λοιπόν εις ολίγους χρόνους Γραμματικήν, Ρητορικήν και Φιλοσοφίαν θαυμασιώτατα. Όταν δε ήτο ετών δεκαοκτώ, οι γονείς του απέθανον. Ο δε νέος εμοίρασεν εις δύο όλην την περιουσίαν του, και έδωκε το ένα μέρος εις την αδελφήν αυτού, και μητέρα του, τα δε επίλοιπα εμοίρασεν εις πτωχούς, δεν εκράτησε δε τίποτε δια τον εαυτόν του, αλλ’ υπήγεν εις την Αγίαν Πόλιν, προσκυνήσας δε τον Τάφον του Κυρίου, έβρεχεν αυτόν με την ροήν των δακρύων του. Ομοίως και τον Γολγοθάν και όλους τους άλλους Αγίους Τόπους προσκυνήσας, ήλθεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, όπου παρεκάλεσε τον Καθηγούμενον Ιωάννην να τον κάμη Μοναχόν. Ούτος τον εδίδαξε πρότερον τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας με πάσαν ακρίβειαν, και κατόπιν τον έκειρεν, έμεινε δε εις την υπακοήν του υποστηρίζων το γήρας του γέροντος αυτού και ελαφρύνων τους πόνους του. Αυτός δε εβασάνιζε την σάρκα του με τας υπηρεσίας της Μονής και άλλας σκληραγωγίας, την δε ψυχήν έτρεφε με την μελέτην της θείας Γραφής και ανάγνωσιν. Όταν είχεν εις την υπακοήν χρόνους δώδεκα, ήλθεν εις το τέλος της ζωής ο γέρων αυτού Ιωάννης, ο της Λαύρας Ηγούμενος, ο δε Θεόδωρος του εζήτησε την ευλογίαν, ίνα μετά την εκείνου κοίμησιν απέλθη εις την ησυχίαν. Τότε ο γέρων τον ηυχήθη εξ όλης ψυχής και του ηυλόγησε την αναχώρησιν, λέγων· «Ύπαγε, τέκνον μου φίλτατον· εις τον Θεόν σε παραδίδω και Αυτός να σε οδηγήση εις το άγιόν Του θέλημα». Του υπέδειξε δε και το κελλίον εις το οποίον θα έμενε και ούτως ο μεν γέρων απήλθε προς Κύριον, ο δε νέος, τας ευχάς του πατρός ως όπλα λαμβάνων, εξήλθεν εις το της ησυχίας στάδιον. Έκαμε δε εις το κελλίον αυτό χρόνους είκοσι τέσσαρας αγγελικήν πολιτείαν διάγων. Δεν είχε ράσον δεύτερον ούτε σακκούλι, ούτε άλλο αγγείον σωματικόν τελείως, μόνον εις την πίστιν και αρετήν ήτο πλούσιος. Έτρωγεν άρτον ολίγον και ύδωρ σύμμετρον, εκοιμάτο δύο ώρας δια την ανάγκην της φύσεως και τότε ηγείρετο και έστεκεν εις την προσευχήν έως την τρίτην ώραν της ημέρας ασάλευτος, ώσπερ να ήτο χαλκούς ανδριάς και στήλη τις λιθίνη· αντιμαχόμενος δε καθ’ ημέραν με τα πνεύματα της πονηρίας, τα εδίωκε μακράν με τα βέλη της προσευχής ο μακάριος. Είχε δε και ένα συγγενή κατά σάρκα, νέον την ηλικίαν, εις δε την γνώσιν πρεσβύτερον. Ούτος ο καλός νεανίας ήτο εις την Έδεσσαν, και ακούσας τας αρετάς του Θεοδώρου επήγε και τον εύρε, πίπτων δε εις τους πόδας αυτού τον παρεκάλει να τον κουρεύση, να μείνη εις την συνοδείαν του. Ο δε Θεόδωρος εγνώρισε με την διορατικήν του Πνεύματος ενέργειαν την ευγένειαν της ψυχής του νέου, και τον εκουρευσεν ευθύς χωρίς δοκιμασίαν· ονομάσας δε αυτόν Μιχαήλ, τον ενέδυσε το μοναχικόν σχήμα. Έμεινε λοιπόν ο θαυμάσιος Μιχαήλ υποτασσόμενος εις όλα εις τον Γέροντά του, και έκαμνεν όσα εις εκείνον εφαίνοντο αρεστά. Είχον δε και εργόχειρον δια να φεύγουν οι κακοί λογισμοί και έπλεκαν ζεμπίλια. Τον καιρόν εκείνον ήλθεν ο βασιλεύς της Περσίδος Αδραμέλεχ με την γυναίκα του, Σεϊδην ονόματι, ως περιηγηταί εις τα Ιεροσόλυμα. Ο δε τίμιος Θεόδωρος έστειλε τον Μιχαήλ να πωλήση εις την Ιερουσαλήμ το εργόχειρόν των, να αγοράση παξιμάδια· ο δε επήγε λαμβάνων την ευχήν του γέροντος. Όταν δε επλησίασεν εις το ξενοδοχείον της Λαύρας του Αγίου Σάββα, εχαιρέτησε τους Μοναχούς, αφήσας δε εκεί τα σκεύη, επήγεν εις τον Άγιον Τάφον. Αφού λοιπόν προσεκύνησε μετά δακρύων πολλών κατέβη πάλιν εις το ξενοδοχείον· λαβών δε τα σκεύη επήγεν εις την αγοράν. Εκεί τον συνήντησεν ο ευνούχος της προρρηθείσης βασιλίσσης Σεϊδης και του λέγει· «Νεανίσκε, ακολούθει μοι, και εγώ αγοράζω αυτά όπου κρατείς και θα σου δώσω όσα χρήματα θέλεις». Ο δε Μιχαήλ, μη ηξεύρων ποσώς πανουργίαν, ηκολούθει ως αρνίον άκακον, έως ου έφθασαν εις την θύραν της νέας Αιγυπτίας· εισελθόντες δε εις την οικίαν, ανήγγειλεν ο ευνούχος εις την βασίλισσαν δια τον Μοναχόν και τον εκάλεσεν επάνω η πικρά λέαινα. Ήτις, ωε είδε τον νέον, ετρώθη εις την καρδίαν σατανικόν έρωτα, διότι ο Μιχαήλ ήτο είκοσιν ετών, πολλά ωραίος και μεγαλόκορμος, η δε ευπρέπεια του σώματος εφανέρωνε την της ψυχής ωραιότητα· μόνον ήτο χλωμός και αδύνατος από την πολλήν εγκράτειαν. Τότε ηρώτησεν αυτόν η βασίλισσα τις και πόθεν ήτο. Ο δε απεκρίνατο· «Μοναχός είμαι πτωχός, από την Μονήν του Αγίου Σάββα». Αύτη του λέγει· «Σε βλέπω αδύνατον και σε λυπούμαι· λοιπόν εάν είσαι δούλος ή αιχμάλωτος, να σε ελευθερώσω· αν είσαι ασθενής, να σε ιατρεύσω· ει δε και είσαι πτωχός, να σου δώσω όσον πλούτον χρειάζεσαι». Ταύτα ακούσας ο καλός νέος ύψωσεν εις τον ουρανόν την καρδίαν του και κατά νουν ευξάμενος απεκρίνατο· «Ήμην ένα καιρόν του κόσμου και του δαίμονος αιχμάλωτος, αλλά με την χάριν Χριστού του Θεού ελυτρώθην· δούλος ήμην της αμαρτίας, λαβών δε ο Δεσπότης δούλου μορφήν με ηλευθέρωσεν, ασθενούντα με εθεράπευσε, πτωχεύοντα Αυτός με επλούτησε και δεν χρειάζομαι τίποτε». Λέγει του πάλιν η δολία· «Ω νεανίσκε, χαρά εις εσέ, αν γίνης φίλος μου· πρόσεχε όμως να υπακούσης εις ό,τι σου λάγω, ίνα μη σε μισήσω και σε θανατώσω με πολλούς δαρμούς και δεινά κολαστήρια». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ έχω φίλον τον Θεόν και δεν καταδέχομαι την φιλίαν σου και όσας τιμωρίας μου δώσεις, τόσας τρυφάς μου προξενείς εις τον Παράδεισον». Λέγει του πάλιν η λέαινα· «Ω τρισάθλιε, ποίων αγαθών υστερείς τον εαυτών σου! Δεν είμαι ωραία και ποθητή και αξία πάσης επιθυμίας, ταλαίπωρε»; Λέγει ο Μιχαήλ· «Μάλιστα, είσαι άσχημη και βρωμισμένη υπέρ την κόπρον και τον βόρβορον». Τότε η ασπίς εκείνη εθυμώθη πολλά και προστάσσει να τον απλώσουν εις την γην οι δούλοι της, να τον δείρουν ανηλεώς, και καθώς τον ερράπιζον, αυτή του έλεγεν· «Επειδή τας μεγάλας μου τιμάς και δωρεάς δεν κατεδέχθης, εγώ θα σε θανατώσω κακώς πανάθλιε». Αυτός δε ο τρισμακάριος, ώρας πολλάς μαστιγούμενος, υπέμενεν ανδρείως τας οδύνας, με την ελπίδα των μελλουσών απολαύσεων. Αφού τον έδειραν όσον ήθελε, τον έστειλε με δύο ευνούχους δεδεμένον προς τον βασιλέα η παμβέβηλος και του έγραψεν αντιθέτως την υπόθεσιν, ούτω λέγουσα· «Ούτος ο δεινός και αναίσχυντος Μοναχός ετόλμησε να με υβρίση. Λοιπόν ή τούτον θανάτωσον ή εγώ θα αποθάνω από την θλίψιν μου». Ταύτα ο Πέρσης αναγινώσκων, εγνώρισεν ότι ψευδώς τον εσυκοφάντησεν η βασίλισσα. Πλην ως φιλογύναικος δεν ηθέλησε να λυπήση την σύζυγον και προστάσσει να φέρουν εκεί τον Όσιον, όστις εισήλθε χωρίς να τον προσκυνήση τελείως. Βλέπων ο βασιλεύς προς αυτόν με θυμόν, τον ηρώτησε λέγων· «Τι αποκρίνεσαι προς την κατηγορίαν ταύτην, αναίσχυντε; Εγώ νομίζω ότι είσαι πταίστης και υπεύθυνος αναπολόγητος». Ούτος είπε κεκαλυμμένως την υπόθεσιν, δια να μη ηξεύρουν οι παριστάμενοι την αιτίαν, ότι δια την γυναίκα του επρόκειτο. Ο δε Μιχαήλ απεκρίνατο· «Τρία πράγματα πρέπει να φυλάττη ο βασιλεύς υπέρ πάντα· φόβον Θεού, ελεημοσύνην εις τους ανθρώπους και δικαιοσύνην εις τας κρίσεις του». Ο βασιλεύς ικανοποιημένος από την συνετήν ταύτην απόκρισιν του Αγίου επρόσταξε και τον έλυσαν. Έπειτα τον ηρώτησε πόθεν ήτο· ο δε είπεν· «Από τον Άγιον Σάββαν». Λέγει προς αυτόν ο Πέρσης· «Με τα λόγια σου θέλω να σε κρίνω. Εσύ είπες ότι ο βασιλεύς πρέπει να κάμνη δικαιοσύνην· λοιπόν όταν μου τύχη τις κλέπτης ή μοιχός, τι ορίζουν οι νόμοι να κάμω εις αυτόν τον ένοχον»; Λέγει εις αυτόν ο Όσιος· «Άνθρωπός τις κατώκει πλησίον ενός βασιλίσκου δράκοντος, όστις μόνον με το βλέμμα του θανατοί τους ορώντας. Φεύγων λοιπόν τον πονηρόν γείτονα, έπεσεν εις ένα βλοσυρόν και φοβερόν λέοντα». Λέγει ο Πέρσης· «Γνωρίζω της παραβολής την δύναμιν, αλλά μη φοβηθής το βλοσυρόν του λέοντος, μόνον άκουσόν μου εις τούτο, όπου σε συμβουλεύω, διότι λυπούμαι την νεότητά σου να σου δώσω πρόωρον θάνατον, και θέλω να σε κάμω τέκνον μου, να σε τιμήσω περισσότερον από τους άρχοντάς μου, να ορίζης όλην την περιουσίαν μου, μόνον να αρνηθής την θρησκείαν σου». O δε απεκρίνατο· «Εγώ, βασιλεύς, είμαι δούλος του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, και δεν χωρίζω από την πίστιν των Χριστιανών ουδέποτε». Λέγει ο βασιλεύς· «Λοιπόν σου αρέσει αυτό το άσχημον σχήμα όπου φορείς και θλίβεις την σάρκα σου»; Λέγει εις αυτόν ο μακάριος Μιχαήλ· «Περισσότερον σεμνύνομαι εις τούτο και χαίρομαι, παρά συ εις τα πολύτιμα φορέματά σου». Θέλων τότε ο βασιλεύς να νικήση τον Μάρτυρα δια του λόγου, λέγει προς αυτόν· «Εγώ τας Γραφάς όλας ανέγνωσα, την Παλαιάν Διαθήκην και το Ευαγγέλιον, αλλά δεν σας προστάσσει να φεύγετε τον γάμον και τα κρέατα». Ο δε Μιχαήλ απεκρίνατο· «Εις δύο είναι μοιρασμένη η τάξις μας, μοναδικόν βίον και λαϊκόν· οι μεν λαϊκοί έχουν συγχώρησιν να τρώγουν κρέας και να έχουν γυναίκα νόμιμον, ημείς δε οι Μοναχοί απέχομεν από ταύτα, επειδή νεκροί εις τον κόσμον κατά την σάρκα λογιζόμεθα και δεν κοινωνούμεν γάμων, δια να μη φροντίζωμεν και μεριμνώμεν πώς να αρέσκωμεν του κόσμου και των γυναικών, καθώς είπεν ο Απόστολος, αλλά μόνον εις τον Κύριον να δουλεύωμεν». Λέγει του ο Πέρσης· «Ο Παύλος σας επλάνησε και ζημιώνεσθε και τους δύο κόσμους, την τε παρούσαν ζωήν και την μέλλουσαν». Λέγει ο Όσιος· «Εβλασφήμησας· ότι ο Παύλος μάλιστα έσωσε τα έθνη και μας εδίδαξε πώς να σωθώμεν, να απολαύσωμεν εκείνα τα αγαθά, όπου δεν είδε όμμα, ούτε νους να καταλάβη δύναται». Ο δε συγκοινωνός του βασιλέως ήτο Ιουδαίος και είπεν εις τον Μιχαήλ· «Ο Παύλος δεν ήτο Εβραίος»; Λέγει ο Μιχαήλ· «Ναι· αλλά εκήρυξε του Χριστού τα δόγματα και διδάγματα· και καταργήσας την σκιάν του παλαιού νόμου, έδειξε την χάριν της αληθείας, την οποίαν ο νόμος και οι Προφήται προεκήρυξαν». Λέγει του πάλιν ο βασιλεύς· «Κάμε τον λόγον μου, ομολόγησον τον Μωάμεθ προφήτην Χριστού και απόστολον, να σε κάμω τέκνον μου». Τότε ηρώτησεν ο Μιχαήλ τον βασιλέα λέγων· «Συ, βασιλεύς, ομολογείς τον Χριστόν Υιόν Θεού»; Ο δε είπε· «Ναι, και μαρτυρώ τούτο κατ’ αλήθειαν». Έπειτα λέγει και προς τον Εβραίον ο πάνσοφος· «Και συ, Ιουδαίε, μαρτυρείς, ότι με τον Λόγον του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν, και με το Πνεύμα του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών»; Και ο Εβραίος έστερξε λέγων· «Ούτως είναι η αλήθεια». Τότε ο Μάρτυς της αληθείας, πλησθείς Πνεύματος Αγίου, εβόησε λέγων· «Ιδού ότι σεις μαρτυρείτε την πίστιν μου αληθινήν, αν και καθώς πρέπει δεν πιστεύετε· αλλ’ εγώ δεν μαρτυρώ την πλάνην σας, άπαγε· ότι ο Μωάμεθ ούτε προφήτης είναι, ούτε απόστολος, αλλά πλάνος και απατεών, και του Αντιχρίστου πρόδρομος. Και συ, Ιουδαίε, γνώριζε πως ήλθεν ο Χριστός εις τον κόσμον, γεννηθείς εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Αειπαρθένου. Λοιπόν μη εκδέχεσαι πλέον δευτέραν γέννησιν, αλλά γίνωσκε βέβαια, ότι εκείνος, όπου περιμένεις, είναι ο παμμίαρος Αντίχριστος, του οποίου ωνομάσθη ο απατεών Μωάμεθ πρόδρομος». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, οι μεν Σαρακηνοί εθυμώθησαν, οι δε Χριστιανοί ηυφράνθησαν. Τότε του λέγει ο βασιλεύς οργιζόμενος· «Κάμε ένα από τα δύο ταύτα· ή αρνήσου την πίστιν σου, ή θα σου δώσω πικρόν θάνατον». Ο αθλητής απεκρίνατο· «Κάμε ένα από ταύτα τα τρία, ή άφες με να υπάγω εις τον γέροντά μου, επειδή ποσώς δεν έπταισα, ή στείλε με προς τον Χριστόν με το μαρτύριον, ή γίνου και συ Χριστιανός, να βασιλεύσης αιώνια εις τους ουρανούς». Θυμωθείς εις ταύτα ο τύραννος επρόσταξε να κάμουν ανθρακιάν μεγάλην, επάνω εις την οποίαν έστησαν γυμνόποδα τον Μάρτυρα, όστις έστεκεν ώραν πολλήν υπό του πυρός καταφλεγόμενος και δεν εσάλευσε τελείως, ούτε σκυθρωπόν σχήμα έδειξεν, αλλ’ είχε φαιδράν την όψιν με υπομονήν θαυμάσιον. Μετά ταύτα εξάγων αυτόν από την πυράν, επρόσταξεν ο τύραννος να φέρουν ένα φάρμακον, το οποίον εθανάτωνεν ευθύς τον άνθρωπον, όστις το έπινε. Και λέγει προς τον Όσιον· «Τώρα ήλθε το τέλος σου· λοιπόν ή κάμε τον λόγον μου ή πίε αυτό το θανάσιμον ποτήριον». Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ και προς δηλητήρια φάρμακα, και προς ξίφη, και πυρ, και πάσαν άλλην βάσανον είμαι έτοιμος, μόνον τον Χριστόν μου να μη υστερηθώ, όστις είναι η ζωή μου και άνεσις». Τότε ενώσαντες οι Σαρακηνοί το φάρμακον με ολίγον μέλι το έδωκεν ο βασιλεύς εις τον Μάρτυρα λέγων· «Λάβε το πικρόν του θανάτου με γλυκύτητα μέλιτος». Ο δε Μάρτυς έκαμε τον Σταυρόν εις το ποτήριον, και πίνων αυτό έμεινεν αβλαβής με την θείαν βοήθειαν. Όθεν θαυμάσας ο βασιλεύς ηθέλησε να δοκιμάση του φαρμάκου την δύναμιν και φέροντες ένα κατάδικον, τον οποίον ήθελε να θανατώση, του έδωκεν ο βασιλεύς από εκείνο το φάρμακον και ευθύς εκείνος εξέψυχε και ερράγη όλον το σώμα του. Ο δε Μάρτυς εστέκετο αβλαβής, δοξάζων τον Κύριον. Τότε οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν, οι δε Σαρακηνοί κατησχύνθησαν και εφώναζαν προς τον τύραννον· «Ή τούτον θανάτωσον ή όλους τους Χριστιανούς εξάλειψον». Όθεν επρόσταξε να τον αποκεφαλίσουν έξω της πόλεως. Και λαμβάνοντες αυτόν οι στρατιώται, ίνα τον οδηγήσουν εις τον τόπον της τελειώσεως, ηκολούθησαν όλος ο λαός, Χριστιανοί τε και Άραβες. Ο δε Μάρτυς, σταθείς κατ’ ανατολάς και υψώσας προς ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, ούτως ηύξατο: «Δέσποτα παντοκράτορ, Ύψιστε Βασιλεύ, Άγιε Αγίων, ευχαριστώ σοι ότι με ηξίωσας να τελειώσω τον αγώνα τούτον, και σε παρακαλώ να μη με κατασπάση εις τον βυθόν της απωλείας ο πονηρός δράκων, αλλ’ ας παραλάβουν την ψυχήν μου Άγιοι Άγγελοι, να την οδηγήσουν εις Μονάς αναπαύσεως· ότι Σε επεπόθησα, Κύριε, και Σε υμνώ και μεγαλύνω, τον Πατέρα και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, την μίαν βασιλείαν τε και θεότητα. Ότι Σου εστιν η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Και προσκυνήσας τω Θεώ έκλινε την κεφαλήν ο μακάριος και την απέκοψεν ο δήμιος. Ελθόντες δε οι Μοναχοί του Ξενοδοχείου της Λαύρας να πάρουν το άγιον αυτού λείψανον, οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων δεν το άφησαν λέγοντες· «Εδώ όπου εμαρτύρησε πρέπει να μείνη και το άγιόν του λείψανον εις αγιασμόν και ευλογίαν μας». Οι δε Μοναχοί αντέλεγον, ότι ήτο θρέμμα της ερήμου και τέκνον του Οσίου Σάββα, και πρέπει να ενταφιασθή εις την Λαύραν. Έκαμαν δε τόσην φιλονεικίαν, ώστε το έμαθεν ο βασιλεύς, και κρίνων δίκαια, επρόσταξε να τον πάρουν εις την Λαύραν. Αυτήν την ημέραν εφανέρωσεν ο Κύριος με αποκάλυψιν την άθλησιν του Οσίου προς τον μέγαν Θεόδωρον, όστις εχάρη πολύ και εδήλωσεν εις όλην την αδελφότητα λέγω· «Ο αδελφός μας Μιχαήλ ετελείωσε τον μαρτυρικόν αγώνα εις την Αγίαν Πόλιν σήμερον». Ευθύς δε έστειλε Μοναχούς να λάβουν το άγιον λείψανον. Οι δε απελθόντες επήραν αυτό την νύκτα, και το έφερναν προς την Λαύραν ψάλλοντες. Τότε έδειξεν ένα μέγα θαυμάσιον ο των θαυμασίων Θεός, ως πάντα δυνάμενος ήλθε δηλαδή από τον ουρανόν στύλος πύρινος, όστις εξέπεμπε φως άπειρον και έλαμπεν όλον εκείνο το περίχωρον, επροπορεύετο δε το φως εκείνο του μαρτυρικού σώματος τόσον ώστε και ο λαός της Αγίας Πόλεως έβλεπον εκείνον τον στύλον του πυρός όπου συνώδευσεν έως την Λαύραν το άγιον λείψανον. Τότε εξήλθε και ο Μέγας Θεόδωρος εις απάντησιν, χύνων ως ποταμόν τα δάκρυα, οι δε αδελφοί όλοι με τον Καθηγούμενον, κρατούντες λαμπάδας και θυμιάματα και ψάλλοντες ύμνους μαρτυρικούς και τροπάρια, το έφεραν εις το Κυριακόν. Ήτο δε εις την Λαύραν ένας αδελφός ασθενής, το όνομά του Γεώργιος, όστις έκειτο τρεις χρόνους ακίνητος, τον οποίον πολλάκις και ο Μιχαήλ υπηρέτησε. Τότε λοιπόν ούτος ο Γεώργιος παρεκάλει όλους τους Μοναχούς να τον σηκώσουν, να υπάγη και αυτός εις την Εκκλησίαν, να ασπασθή εις αγιασμόν το άγιον εκείνο λείψανον· αλλ’ ουδείς τον ήκουσεν, ότι έκαστος εφρόντιζε δια τον εαυτόν του. Λυπούμενος λοιπόν εις τούτο ο άρρωστος, είπε ταύτα μετά δακρύων και πίστεως· «Αδελφέ Μιχαήλ, εάν έτυχες παρρησίας προς Κύριον, ενθυμήσου και εμέ τον φίλον σου, και παρακάλεσον τον Δεσπότην μας να με δυναμώση να έλθω και εγώ να προσκυνήσω το άγιό σου λείψανον». Ταύτα λέγων (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ παντοδύναμε!) ευρέθη όλος υγιής, και επήδησεν όρθιος ο πρώην ακίνητος· τρέχων δε εις την Εκκλησίαν, κατησπάζετο τον Άγιον και έλεγε ταύτα κλαίων· «Αληθώς, αδελφέ ποθεινότατε, μεγάλην παρρησίαν εύρες προς Κύριον· όντως τελείαν έδειξας την αγάπην σου προς εμέ τον ταλαίπωρον· ζώντος σου, πολλάκις με υπηρέτησες, και μεταστάς προς τα ουράνια, εις μίαν στιγμήν με ιάτρευσες». Ενεταφίασαν λοιπόν εκείνο το τίμιον λείψανον εις την θήκην των λοιπών Οσίων Πατέρων, όσοι πρωτύτερα εμαρτύρησαν. Από τότε δε ηγωνίζετο περισσότερον ο Μέγας Θεόδωρος, αγρυπνών, νηστεύων και προσευχόμενος, και αναβάσεις εις την καρδίαν θέμενος και εις υψηλάς θεωρίας καθ’ εκάστην προκόπτων. Τον καιρόν εκείνον, όπου ήτο η αγία και μεγάλη Εβδομάς, ήλθεν ο Πατριάρχης της Αντιοχείας με τους Επισκόπους του δια χρείαν τινά εις Ιεροσόλυμα. Κθώς δε ήσαν ομού οι δύο Πατριάρχαι με τους Αρχιερείς των, ήλθον τινές Ιερείς τε και λαϊκοί από την Έδεσσαν, και έδωσαν γράμμα εις την Ιεράν Σύνοδον, και εδέοντο να τους δώσουν ένα Αρχιερέα γραμματισμένον και ενάρετον, διότι ετελεύτησεν από πολύν καιρόν ο Μητροπολίτης των και εσηκώθησαν πολλοί αιρετικοί διαστρέφοντες τον λαόν και οδηγούντες πολλούς εις απώλειαν. Τότε ο αγιώτατος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, πεφωτισμένος από τον Θεόν, είπε ταύτα· «Δεν είναι άλλος άξιος δια την υπηρεσίαν ταύτην ως ο θαυμαστός ησυχαστής Θεόδωρος, όστις ευρίσκεται εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, ευαγγελικώς πολιτευόμενος». Ως ήκουσε ταύτα η Ιερά Σύνοδος, όλοι έστερξαν και τον εψήφισαν Εδέσσης Αρχιεπίσκοπον. Ευθύς τότε του έγραψεν ο Ιεροσολύμων να έλθη εξ αποφάσεως εκεί εις την Σύνοδον, αλλά την αιτίαν δεν εφανέρωσεν. Όταν ήλθε, του ανήγγειλαν δια την θείαν βούλησιν. Έκλαυσε τότε πικρώς ο Όσιος και έλεγε· «Μη γένοιτο, Δεσπόται μου Άγιοι, να πάρω τόσον βάρος επάνω μου· ότι καθώς όταν βάλη τις πολύ φορτίον εις μικρόν πλοιάριον πνίγεται, ούτω και εγώ, εάν βάλετε τόσον βάρος εις την ψυχήν μου, κινδυνεύω εις θάνατον». Οι δε Αρχιερείς τον παρηγόρησαν και ενουθέτησαν να μη εναντιούται εις το Πνεύμα το Άγιον. Πολλά επάσχισαν δια να στέρξη, και δεν ηθέλησεν. Όθεν και μη θέλοντα τον εχειροτόνησαν και οι δύο όπου ελειτούργησαν ομού την μεγάλην Πέμπτην. Ο δε Θεός, δια να φανερώση ότι ήτο άξιος της αρχιερωσύνης, έδειξε την ώραν εκείνην ένα θαυμάσιον· ήλθε μία λευκή περιστερά, και εκάθησεν εις την ιεράν κεφαλήν του χειροτονουμένου. Ταύτην όχι μόνον οι Πατριάρχαι, αλλά και οι Επίσκοποι και οι Ιερείς την είδον και εχάρησαν, δοξάζοντες τον Κύριον. Μετά την ιερουργίαν τον εκράτησαν οι Πατριάχαι και εφιλεύθησαν, έμεινε δε εκεί έως την Λαμπράν όπου ελειτούργησε με τους Πατριάρχας, την δε Δευτέραν επήγεν εις την Λαύραν, όπου έκαμε τρεις ημέρας· και τότε, αποχαιρετήσας τους Πατέρας, επήγεν εις την Αγίαν Πόλιν, προσκυνήσας δε όλους τους Αγίους Τόπους εκίνησεν εις οδοιπορίαν με τους Εδεσσηνούς προς την Έδεσσαν· πάλιν δε εγύριζε την κεφαλήν και βλέπων την πόλιν έκλαιε, και ταλανίζων εαυτόν επορεύετο. Ήμην δε και εγώ ο Βασίλειος, όπου έγραψα ταύτα, με άλλους δύο αδελφούς εις την συνοδείαν του. Καθώς δε εφθάσαμεν εις τον ποταμόν Ευφράτην, εμείναμεν εις ένα τόπον χλοερόν· τότε ενθυμηθείς της Αγίας Πόλεως και της Λαύρας ανέγνωσε τον ψαλμόν τούτον με δάκρυα λέγων· «Επί των ποταμών Βαβυλώνος, εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν» και τα εξής. Ταύτα λέγων μετενόησε, και ήθελε να στρέψη πάλιν εις την Λαύραν. Καθώς όμως απεκοιμήθη ολίγον, είδεν όψιν θείαν και του λέγει· «Θεόδωρε, δεν πρέπει να μιμηθής τον οκνηρόν δούλον, όστις έκρυψε το τάλαντον, αλλά εκείνον, όστις εδιπλασίασε τα πέντε και έγινεν εξουσιαστής δέκα πόλεων. Σήκωσε και συ τον ζυγόν του Χριστού, τον οποίον σου έδωσαν». Εξυπνήσας ο Θεόδωρος εκατάλαβε την δύναμιν της οράσεως και έλεγε· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Από τότε εσπούδαζε να αυξήση το εμπιστευθέν εις αυτόν τάλαντον. Όταν δε εφθάσαμεν εις την Έδεσσαν, μας προϋπήντησαν όλοι της πόλεως με πολλήν ευλάβειαν, και μας υπεδέχθησαν ως έπρεπε. Την Κυριακήν ελειτούργησεν ο Άγιος και ηυλόγησε το ποίμνιον διδάξας τα προς σωτηρίαν, πάντες δε ηυφράνθησαν. Άλλην ημέραν εξήλθεν από την πόλιν ο Άγιος και βλέπων έξωθεν στύλους πολλούς ηρώτησε τις τους έστησε· και είπον: «Εις τον καιρόν του ευσεβούς βασιλέως Μαυρικίου τους έκτισαν, και κατώκησαν εις αυτούς πολλοί στυλίται». Ερωτήσας τότε εάν ήτο ακόμη τις, του είπον πως ήτο ένας μόνον, πολύ γέρων, ονόματι Θεοδόσιος, όστις από το πολύ γήρας παραλαλεί πολλάκις άκαιρα λόγια. Ταύτα ακούσας ο θείος Θεόδωρος εννόησεν ότι ήτο ενάρετος ο στυλίτης, και πηγαίνων εις αυτόν αυτός μόνος και χαιρετήσας αυτόν, τον παρεκάλεσε λέγων: «Δέομαί σου, Πάτερ τιμιώτατε, ειπέ μοι λόγον σωτηρίας και στήριξον την καρδίαν μου, ότι πολλά λυπείται δια το βάρος της Αρχιερωσύνης, όπου με εφόρτωσαν». Λέγει του ο Θεοδόσιος: «Εγώ να σοι είπω ει τι με φωτίσει ο Κύριος, αλλά πρόσεχε και φυλάττου να μη ομολογήσης τινός άλλου όσα σου είπω, έως να πάρη την ψυχήν μου ο Κύριος. Μη λυπήσαι δια την αρχιερωσύνην, όπου έλαβες, ότι όλα τα προσκόμματα θέλει ευοδώσει ο παντοδύναμος, να διασκεδάση από την Εκκλησίαν του όλους τους αιρετικούς, όσοι μελετώσι κατά σου δεινά και άδικα, και να σου δώση χάριν να επιστρέψης τον βασιλέα των Περσών εις την ευσέβειαν, όταν τον ιατρεύσης πρότερον από την σωματικήν ασθένειαν· εκείνος δε θέλει σου δώσει όσα χρειάζεσαι εις βοήθειαν». Τότε ο τίμιος Θεόδωρος ηρώτησε πάλιν τον Όσιον λέγων· «Λέγε μοι, Πάτερ πνευματικέ, πόσους χρόνους έχεις εις τούτον τον κίονα και τις ήτο η αιτία και ανέβης»; Ο δε Γέρων, εκ βάθους καρδίας στενάξας, απεκρίνατο· «Όταν ήμην νέος, έφυγα από τον κόσμον ομού με ένα αδελφόν μου μεγαλύτερον· και πηγαίνοντες εις Μοναστήριον, εκάμαμεν χρόνους· τότε με το θέλημα του πνευματικού μας Πατρός επήγαμεν εις την της Βαβυλώνος έρημον· εκεί δε ευρίσκοντες σπήλαια εμείναμεν, τρεφόμενοι από τα χόρτα και ακρόδρυα, ευχαριστούντες τον Κύριον. Όταν εκάμαμεν ικανόν καιρόν, είδον τον αδελφόν μου από μακράν ένα στάδιον, όπου εσύναζε χόρτα, και έκαμε τον Σταυρόν του, ώσπερ να έβλεπε πράγμα φοβερώτατον· φεύγων δε επήγεν εις το σπήλαιον και εκρύβη. Εγώ δε εθαύμασα και επήγα ύστερα κρυφίως από αυτόν, να ιδώ τι εφοβήθη· βλέπω τότε ένα σωρόν χρυσά φλωρία· και κάμνων τον Σταυρόν μου, έβγαλα το ράσον μου, και απλώσας αυτό εις την γην το εγέμισα όσα ηδυνάμην να σηκώσω. Χωρίς τότε να ομιλήσω του αδελφού επήγα εις την πόλιν, και αγοράζων ένα τόπον εύμορφον, με πηγάς και δένδρα περιτειχισμένον, έκτισα Εκκλησίαν πλουσίαν με κελλία, νοσοκομείον, ξενοδοχείον και ει τι άλλο έκαμνε χρεία δια Κοινόβιον. Αφού έβαλα αδελφούς και προεστώτα χρήσιμον, του έδωσα χίλια χρυσά δια τας χρείας του Μοναστηρίου, τα δε υπόλοιπα εμοίρασα εις πτωχούς άπαντα, χωρίς εγώ να κρατήσω καν ένα δηνάριον, ούτε να εξοδεύσω εις τρυφήν και τροφήν μου τίποτα, αλλά πάντα εις ιερών οίκων οικοδομάς και εις χείρας πενήτων τα εξώδευσα». Ταύτα λέγων ο Όσιος εκείνος Γέρων εθρήνει και εστέναζεν, σφογγίσας δε τα δάκρυά του συνέχισεν λέγων· «Επιστρέψας μετά ταύτα εις την έρημον, δια να εύρω τον αδελφόν μου, μου ήλθε λογισμός υψηλοφροσύνης, λέγων ότι ο αδελφός μου δεν ήξευρε να οικονομήση καλά το χρυσίον, όπου εύρε, και εζημιώθη τον μισθόν· αλλ’ εγώ έκαμα καλά, όπου έπραξα πράγμα θεάρεστον. Ταύτα ο άφρων συλλογιζόμενος, ιδού είδα τον Άγγελον, όπου μας συνώδευσε την πρώτην φοράν, όταν επήγαμεν εις την έρημον και μου λέγει· «Τι κενοδοξείς; Και διατί αναβαίνουσι λογισμοί αυταρεσκείας εις την καρδίαν σου; Γίνωσκε ότι όλος ο κόπος και μόχθος σου του τόσου καιρού, αι οικοδομαί των Εκκλησιών και Μοναστηρίων και αι ελεημοσύναι, όπου εμοίρασες εις τους πένητας, δεν συγκρίνονται με το πήδημα του αδελφού σου, όταν εύρε το χρυσίον και το εκαταφρόνησε, δια να φυλάξη την εντολήν του Θεού, του οποίου εσπούδασε να αρέση με ακτημοσύνην παντέλειον· αλλ’ εσύ εφρόντισες να αρέσης τοις ανθρώποις. Δια τούτο η πράξις εκείνου ασυγκρίτως είναι θεαρεστοτέρα και δεν φθάνεις εσύ εις τα μέτρα του. Λοιπόν επειδή κατακαυχάσαι μάταια, να μη αξιωθής να ιδής το πρόσωπόν του όλην σου την ζωήν, ούτε να επιτύχης της συνομιλίας και συναυλίας μου, έως να κλαύσης επτά εβδομάδας χρόνους με πολλήν ταπείνωσιν». Μετά μικρόν λέγει πάλιν ο ΄Οσιος· «Αφού είπε ταύτα ο Άγγελος ανελήφθη. Εγώ δε επήγα εις το σπήλαιον του αδελφού μου, και δεν τον εύρον, και κλαίων τον εζήτουν μίαν εβδομάδα εις την έρημον, φωνάζων. Και την εβδόμην ημέραν μου ήλθε φωνή από τον Άγγελον, λέγουσα· «Ύπαγε εις την Έδεσσαν, ανάβα εις τον στύλον του Αγίου Γεωργίου, και εκεί μετανόησον θερμώς, έως να σε ελεήση ο Κύριος». Λοιπόν λυπούμενος και κλαίων αφήκα την κατοικίαν μου έρημον, και ήλθα εδώ, περιπατήσας ημέρας τεσσαράκοντα· ανελθών δε εις τούτον τον στύλον έμεινα ησυχάζων τεσσαράκοντα εννέα (49) χρόνους, πολλούς πολέμους και λογισμούς από τους δαίμονας δοκιμάσας. Τον πεντηκοστόν χρόνον, την νύκτα της Αγίας Αναστάσεως, έλαμψεν εις την καρδίαν μου φως γλυκύτατον και εσκόρπισε τα νέφη των παθών, επέρασα δε όλην εκείνην την νύκτα άγρυπνος με δάκρυα κατανύξεως. Κατά δε την τρίτην ώραν της ημέρας, καθώς ηυχόμην, ήλθεν Άγγελος και μου λέγει· «Ειρήνη σοι και σωτηρία από τον Κύριον». Εγώ δε είπον εις αυτόν· «Διατί με εγκατέλιπες και απέρριψάς με από προσώπου σου, εχώρισάς με από τον αδελφόν μου, και έπαθα τόσα βάσανα»; Είπεν ο Άγγελος· «Δια την υψηλοφροσύνην σου και την του αδελφού σου κατάκρισιν και εξουθένωσιν δεν εφαινόμην προς σε, πλην δεν σε αφήκα μοναχόν πώποτε, αλλ’ ιστάμην αοράτως φυλάττων σε, καθώς ο Κύριος με επρόσταξε. Τώρα δε, επειδή εταπεινώθης, σε ενεθυμήθη ο Κύριος και με έστειλε να είμαι ορατώς μαζί σου πάντοτε· σου δίδει δε χάριν να γνωρίζης τους δικαίους και αμαρτωλούς και να προβλέπης τα μέλλοντα. Ζη δε και ο αδελφός σου, και σπούδασον να ενωθήτε εις Βασιλείαν την αιώνιον». Ταύτα ακούσας από τον Γέροντα ο Αρχιερεύς εχάρη, ότι εύρε τοιούτον θησαυρόν πολύτιμον· και λαμβάνων συγχώρησιν, ανεχώρησε δοξάζων τον Κύριον. Εδίδασκε δε καθ’ εκάστην ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα και ανατρέπων τα των αιρετικών δόγματα με σοφώτατα συγγράμματα και διδάγματα· τους δε αιρεσιάρχας αυτών παρρησία ανεθεμάτισεν· όθεν εθυμώθησαν και ήλθον εις τόσην αναισχυντίαν οι τρισκατάρατοι, ώστε ενέπαιζον και ωνείδιζον τους Ορθοδόξους όταν έψαλλον. Ήσαν δε ούτοι Νεστοριανοί, οίτινες εβλασφήμουν την Θεοτόκον οι ασεβέστατοι, και Μανιχαίοι, οίτινες ομολογούσι δύο αρχάς εις την Θεότητα, μίαν αγαθήν και άλλην πονηράν, και προσκυνούσι τον Ήλιον και την Σελήνην, και φλυαρούσι και άλλα βλάσφημα. Ήσαν δε και του Σεβήρου οι ομόφρονες, οι οποίοι αυτοί όλοι εμίσησαν πολύ τον Θεόδωρον ως ζηλωτήν της ευσεβείας θερμότατον, και εσυμφώνησαν να τον φονεύσουν και να καταστρέψουν την Εκκλησίαν της Μητροπόλεως. Αλλ’ ο Θεός επαίδευσε τους αδίκους δίκαια· διότι εκείνοι μεν όπου εσήκωσαν χείρας να κτυπήσουν τον Άγιον δεν ηδυνήθησαν να τας κατεβάσουν, αλλ’ εμαράνθησαν και έμειναν ως παράλυτοι. Τους άλλους δε όπου ώρμησαν να κρημνίσουν την Εκκλησίαν, εξήλθε φλοξ από μέσα και τους έκαυσε τα πρόσωπα· όθεν έμειναν όλοι των άπρακτοι. Επειδή λοιπόν δεν ημπόρεσαν να τελέσουν αυτήν την επιβουλήν, ετράπησαν εις άλλην, δια να λυπήσουν τον Άγιον. Έδωσαν δώρα εις τους Αμιράδες, όπου ώριζαν τότε τας πόλεις της Συρίας, και επήραν τα κτήματα της Εκκλησίας, ήτοι χωράφια και άλλα ακίνητα, όπου οι πιστοί αφιέρωσαν. Βλέπων ο Άγιος τας αδικίας όπου του έκαμαν, έβαλε καλήν βουλήν να υπάγη εις τον βασιλέα όπου ώριζεν όλην την Συρίαν, να του είπη τας επιβουλάς των αιρετικών, να παιδεύση τους αδίκους δίκαια. Λοιπόν παίρνων εμέ και άλλους Ιερείς και διακόνους, και περιπατήσαντες ημέρας πολλάς, εφθάσαμεν εις την Συρίαν, εις την οποίαν ήτο βασιλεύς ένας καλόγνωμος, Μαυϊας ονόματι, όστις ήτο μεν Αγαρηνός, αλλά κριτής δίκαιος και ηγάπα τους Χριστιανούς δια την ενάρετον πολιτείαν των. Όταν λοιπόν εφθάσαμεν εκεί, επήγαμεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών, και μας υπεδέχθη ο Μητροπολίτης ασμένως· αφού δε εφιλεύθημεν, μας ηρώτησεν έμπροσθεν των πρώτων γραφέων του βασιλέως και του άρχοντος των ιατρών, όπου έτυχαν εκεί εις την Μητρόπολιν, επειδή ήσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, και μας είπε τι εζητούμεν. Ο δε Άγιος είπε την αιτίαν. Συμπονέσας δε ημάς ο Αρχιερεύς παρεκάλεσε τους γραφείς και τον Αρχίατρον να αναφέρουν εις τον βασιλέα δια τον της Εδέσσης Επίσκοπον. Οι δε είπον, ότι δεν ήτο καιρός δια τότε, επειδή ο βασιλεύς είχε δεινήν ασθένειαν, ήτις λέγεται ελληνικά καρκίνος και άνθραξ, όστις τρώγει την σάρκα και δεν έχει θεραπείαν. Το δε χειρότερον, ότιήτο εις τα βλέφαρα και ετυφλώθη το φως του, και δεν ηδύναντο οι ιατροί να του δώσουν τινά ωφέλειαν. Μάλιστα από ταύτην την ασθένειαν του ήλθε και πνευμονία και έμελλε να αποθάνη εις ολίγας ημέρας. Ταύτα ακούσας ο Άγιος είπε προς αυτούς· «Τις ηξεύρει, κύριοί μου, μήπως και τον ιατρεύσω με την θείαν βοήθειαν»; Του λέγει δε ο ιατρός· «Εάν κάμης εις αυτόν τόσην ευεργεσίαν, σου δίδει ό,τι του ζητήσης ως δώρημα». Απελθών εις τον βασιλέα είπεν εις αυτόν· «Ο Επίσκοπος της Εδέσσης ήλθεν εδώ, όστις είναι ιατρός θαυμάσιος, και προσκάλεσέ τον, ίσως και σου δώση την ίασιν». Αποστείλας τότε ο βασιλεύς ανθρώπους προσεκάλεσε τον Άγιον, όστις προσήλθε φέρων μεθ’ εαυτού από το χώμα του Αγίου Τάφου, και τον επότησε με νερόν της αγίας κανδήλας, έχρισε δε την κεφαλήν αυτού, τα βλέφαρα, την καρδίαν και τα μετέφρενα, τον Χριστόν επικαλούμενος. Ούτω ποιήσας, επρόσταξε και τον αφήκαν μοναχόν να κοιμηθή. Καθώς δε ύπνωσεν, έφυγεν ευθύς η ασθένεια (ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ παντοδύναμε!), τα οιδήματα και αι πληγαί από το πρόσωπον ηφανίσθησαν, οι οφθαλμοί εφωτίσθησαν, ο λαύρος πυρετός μετετράπη εις δρόσον γλυκυτάτην, ο πνεύμων εξεπρίσθη, και ανεκλήθη από τας πύλας του θανάτου ο απελπισθείς από όλους και ανεστήθη ο πρώην νεκρός νομιζόμενος. Ως εξύπνησεν ο βασιλεύς, βλέπων τοιούτον παράδοξον, εθαύμαζε πως ευρέθη εις μίαν στιγμήν όλως υγιής και άνοσος, ηυχαρίστει δε τον ιατρόν όσον ηδύνατο, και έκαμε μεγάλην τράπεζαν από την χαράν του, φιλεύων όλους τους μεγιστάνας και άρχοντας και πλήθος στρατιωτών. Δίδων δε του θαυματουργού Θεοδώρου βασιλικά και πολύτιμα χαρίσματα, τον ηρώτησε λέγων· «Τις είναι η αιτία, όπου ήλθες εδώ, άνθρωπε του Θεού και φως των οφθαλμών μου»; Ο δε Άγιος είπε την υπόθεσιν. Όθεν ο βασιλεύς, έχων πόθον άπειρον να χαροποιήση τον ευεργέτην του, έστειλεν ανθρώπους ευθύς προς τους Αμιράδες της Συρίας και της Αντιοχείας με απειλητικά γράμματα, να δώσουν όσα πράγματα της Εκκλησίας της Εδέσσης επήραν, τους δε αιρετικούς, όσοι δεν στέρξουν να γίνουν Ορθόδοξοι, να τους διώξουν έξω της πόλεως. Προς δε περισσοτέραν βεβαίωσιν, έστειλεν άλλον Αμιράν, προστάσσων να κάμη όσα γράφει απαρασάλευτα. Είτα λέγει προς την Επίσκοπον· «Ιδού έκαμα όσα με απρόσταξες· λοιπόν απόστειλον την συνοδείαν σου με τον Αμιράν, και συ πρόσμεινον με τον ανεψιόν σου, να συνευφρανθώμεν καλύτερα». Εστείλαμεν λοιπόν τρεις Ιερείς με τον Αμιράν· ως δε έφθασεν εις την Έδεσσαν, έδεσαν τους προεστούς των αιρετικών. Όταν δε ανεγνώσθη το πρόσταγμα του βασιλέως, εφοβήθησαν οι περισσότεροι και επίστευσαν, τους δε υπολοίπους εξώρισαν. Απέδωκαν δε και όλα τα πράγματα της Εκκλησίας και έγινεν ο χριστώνυμος λαός της Εδέσσης μία ποίμνη, με πολλήν ευφροσύνην και άπειρον αγαλλίασιν. Εν μια δε των ημερών είπε ταύτα ο βασιλεύς προς τον Επίσκοπον Θεόδωρον· «Ήθελα, φίλε ηγαπημένε μου, να είμεθα αχώριστοι πάντοτε εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα». Λέγει ο Άγιος· «Εν μέσω εμού και σου βλέπω θύραν ανοικτήν, εγώ δε είμαι από μέσα, συ όμως στέκεσαι έξωθεν και δεν θέλεις να έλθης· μετ’ ολίγον δε διάστημα κλείουν την θύραν και χωριζόμεθα». Ερωτήσας δε ο βασιλεύς να του διαλύση τις είναι η θύρα, είπεν ο Άγιος και άλλην παραβολήν· «Δύο άνθρωποι μετέβαινον εις μίαν πόλιν να ομιλήσουν του βασιλέως· ο ένας ήτο πτωχός και ο άλλος πλούσιος. Ούτος επεριπάτει οδόν ευρύχωρον, ο δε πτωχός στενήν και τεθλιμμένην· εσυμβούλευσε δε ο πτωχός τον πλούσιον λέγων. Η ημέρα είναι εις το τέλος και κλειδώνουσι τας μεγάλας θύρας της πόλεως, άφες λοιπόν αυτήν την οδόν και ελθέ μετ’ εμού, όπου ηξεύρω μίαν μικράν θύραν, εις την οποίαν κάθονται εντός πάντοτε άνθρωποι, και ανοίγουν καθενός όποιαν ώραν φθάση. Ο δε πλούσιος, συλλογιζόμενος της στενής οδού την κακοπάθειαν, επροτίμησε την ευρύχωρον· επειδή όμως ενύκτωσεν, έκλεισαν τας θύρας· όθεν έμεινε με την συνοδείαν του έξωθεν της πόλεως και τον έφαγαν τα θηρία. Ο δε πτωχός, ολίγον κακοπαθήσας, έφθασεν εις την θύραν και εισήλθε και τον εδέχθησαν εις πανδοχείον, όπου εύρε πάσαν ανάπαυσιν». Είπε δε και τρίτην παραβολήν ο Άγιος, την εξής· «Εάν σου έδειχνα μίαν βρύσιν αθανασίας, ικανήν να ανακαινίση την νεότητά σου, να γίνης εις την μορφήν εύμορφος και αθάνατος, πόσην χάριν μου εγνώριζες»; Ο δε βασιλεύς απεκρίνατο· «Εις όλα μου τα αγαθά θα σε έκαμνα συγκοινωνόν και συμμέτοχον». Τότε εξήγαγεν από το στήθος του ο Επίσκοπος το Ευαγγέλιον, λέγων· «Αύτη είναι η θύρα του Παραδείσου, η οδός της ζωής και η πηγή της αδανασίας, εάν ποθής να εύρης ζωήν αιώνιον, να μη αποθάνης ουδέποτε. Τις δε η θύρα, η οδός, η πηγή και ζωή η αιώνιος; Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, όστις έκαμε την οικουμένην άπασαν. Αυτός είναι Βασιλεύς αιώνιος. Αν έχης πόθον να βασιλεύσης αιώνια, γίνου δούλος εδώ πρόσκαιρα τοιούτου Θεού αγαθού και οικτίρμονος· άφες την μισητήν θρησκείαν του λαοπλάνου Μωάμεθ, όστις είναι του Αντιχρίστου πρόδρομος, και πίστευσον εις τον Χριστόν, να ιδής πόσης μακαριότητος αξιώνεσαι». Αυτά και άλλα πλείονα έλεγεν ο πάνσοφος Θεόδωρος, έφθασαν δε οι λόγοι του έως την καρδίαν του βασιλέως, συνεργούσης της θείας χάριτος, και κατανυγείς την ψυχήν παρεκάλεσε τον Επίσκοπον να του αναγνώση το Ευαγγέλιον. Ο δε προθύμως υπήκουσεν. Έπειτα του έγραψε το «Πιστεύω» εις την Συριακήν γλώσσαν και έκαμε κατηχούμενον αυτόν και άλλους τρεις δούλους πιστούς, όπου είχε, και τους ηγάπα υπέρμετρα. Μετά ταύτα προσεποιήθη ότι θα επήγαινε να κυνηγήση, και επήγαμεν εις την συνοδείαν του ο τε Αρχιερεύς και εγώ ο ανεψιός του Βασίλειος· φθάσαντες δε εις τον ποταμόν Τίγρητα, μας εξεχώρισεν ο βασιλεύς από την άλλην του συνοδείαν. Αφού δε εμείναμεν ημείς οι εξ μόνοι, εβάπτισε τον βασιλέα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, ονομάσας αυτόν Ιωάννην, τον οποίον εγώ ανεδέχθην. Έπειτα εβάπτισε τους άλλους τρεις ευγενείς παίδας, ανεδέχθη δε ο βασιλεύς τον πρώτον, εκείνος τον δεύτερον, τον δε τρίτον εγώ ο Βασίλειος. Κατόπιν επεστρέψαμεν εις τα βασίλεια, όπου ελειτούργησεν ο Ιεράρχης κρυφίως εις μίαν μικράν τράπεζαν, την οποίαν ηυτρεπίσαμεν και εκοινώνησεν αυτούς τα θεία Μυστήρια, έγινε δε εις όλον το παλάτιον χαρά μεγάλη και αγαλλίασις, και καθ’ εκάστην ενουθέτει τους νεοφωτίστους ο Θεόδωρος. Έκαμνε δε και σημεία μεγάλα εις τον λαόν και εξαίσια θαυμάσια, δια τα οποία οι μεν πιστοί έχαιρον, οι δε Ιουδαίοι και Ισμαηλίται εφθόνουν, βλέποντες πως εδίωκεν από τους ανθρώπους τα δαιμόνια, ιατρεύων πάσαν ασθένειαν ανίατον. Εξαιρέτως δε ένας αρχισυνάγωγος, νομομαθής και λόγιος, ή άλογος μάλλον ειπείν και ασύνετος, όστις, ως είδεν ανθούσαν την Εκκλησίαν μας, εθυμώθη παραλόγως ο αλογώτατος· προσελθών δε εις τον άρχοντα των δικαστών, τον επαρακίνησεν εις οργήν κατά των Χριστιανών με δωρήματα και τον εσυμβούλευσε να προστάξη να διαλεχθή ο Εβραίος με τους Χριστιανούς εις το παλάτιον περί πίστεως. Συναχθέντες λοιπόν εις τον βασιλέα οι κριταί με τον αρχιδικαστήν, καθώς και όλοι οι Χριστιανοί και Ιουδαίοι, είπε προς τον βασιλέα ο αρχισυνάγωγος· «Εις το μεγάλο βήμα της εξουσίας σου, βασιλεύ κράτιστε, ζητούμεν να γίνη εν μέσω ημών και των Χριστιανών διάλεξις, να βεβαιωθή η αλήθεια και να διωχθή το ψεύδος με δικαίαν ψήφον από το κράτος σου. Ότι δι’ αυτό και ο Θεός εμεγάλυνε των Περσών την δύναμιν, έβαλεν υποπόδιόν σου τους Γαλιλαίους, και δεσπόζεις τα Ιεροσόλυμα. Δια τούτο δεόμεθα να μας ακούσης μακροθύμως και να κάμης δικαίαν απόφασιν». Τότε είπε πολλάς βλασφημίας κατά του Χριστού ο άχρηστος, λέγων σαθρά τινα και ανίσχυρα λοιδορήματα. Έπειτα στραφείς προς τον Μητροπολίτην είπεν εις αυτόν· «Συ είσαι ο αρχηγός των Χριστιανών»; Ο δε μακάριος Θεόδωρος απεκρίνατο· «Ναι». Λέγει προς τον βασιλέα ο Εβραίος· «Αυτός λοιπόν ας μου αποκρίνεται». Λέγει ο Βασίλειος· «Δεν είσαι άξιος, ακάθαρτε και βέβηλε, να ακούης τον Άγιον, επειδή μέλλει να ιερουργήση σήμερον, αλλ’ εγώ ο μαθητής του σου αποκρίνομαι». Τότε ο Εβραίος, έχων το θάρρος του εις τα δώρα, όσα εις τον αρχιδικαστήν εχάρισε, δεν ήρχισεν από τας μαρτυρίας των Γραφών την διάλεξιν, αλλά με λόγια βλάσφημα κατά των Χριστιανών εμεγαλορρημόνει ο τρισκατάρατος, έχων τον αρχέκακον όφιν εις την καρδίαν του, όπου τον εδίδασκε, δια να διαστέψη τον βασιλέα από την ευσέβειαν. Ο δε Μέγας Θεόδωρος, πλησθείς Αγίου Πνεύματος, δεν τον αφήκε να πολυλογή, αλλά προστάσσων να σιωπήση είπεν εις αυτόν· «Εάν ήθελεςαναφέρει Μωσαϊκάς νομοθεσίας ή άλλας ρήσεις των προφητών, αγράμματε, ηθέλαμεν λύσει τα προβλήματα· αλλά επειδή ουδένα λόγον σοφόν ηξεύρεις, αλλά μόνον να λέγης βλασφημίας και άλλα όσα σου ερμηνεύει ο πατήρ σου ο διάβολος, να γίνουν την ώραν ταύτην τα χείλη σου άλαλα, επειδή ελάλησαν κατά του δικαίου Χριστού αναμίαν και ματαιότητα». Ευθύς τότε ο πρώην στρωμύλος και μεγαλορρήμων έγινε βωβός και άλαλος και δεν ηδύνατο να ομιλήση τελείως. Τότε οι μεν Ιουδαίοι κατησχύνθησαν, πολλοί δε από αυτούς, έτι δε και από τους Σαρακηνούς και Πέρσας, επίστευσαν εις τον Χριστόν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον. Ο δε βασιλεύς ωργίσθη κατά του Εβραίου ως βλασφήμου, και προστάσσει να τον δείρουν με βούνευρα και να φυλακισθή, τους δε άλλους Εβραίους να διώξουν με ραβδισμούς και αισχύνην πολλήν από το κριτήριον· τον δε αρχιδικαστήν δικαίως κατεδίκασε και τον εμέμφθη, ότι έκαμε του Εβραίου το θέλημα. Έχαιρε δε και ηγαλλιάτο τω πνεύματι εις τοιαύτην θαυματουργίαν και εβεβαιώθη εις την πίστιν του Χριστού καλλίτερα. Ο δε Ιουδαίος, όταν έμεινεν ημέρας τρεις εις το δεσμωτήριον, ήλθεν εις εαυτόν, γνωρίσας την πλάνην του· ότι ο πανοικτίρμων Θεός έβλυσε ρανίδα φιλανθρωπίας εις την καρδίαν του. Στέλλει λοιπόν γράμμα προς τον Μέγαν Θεόδωρον, υποσχεθείς να γίνη Χριστιανός και ζητών συγχώρησιν. Λοιπόν εξελθών από την φυλακήν, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, ζητών με νεύματα και σχήματα το άγιον Βάπτισμα, καθώς δε το ετελείωσε και έκαμεν υιόν φωτός τον εσκοτισμένον καλέσας αυτόν Σιμωνάν, όταν εξήρχετο από την ιεράν κολυμβήθραν ήλθεν εις αυτόν η θεία χάρις, ανοίξας δε το στόμα ελάλει, ευλογών τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, δοξάζων αυτόν συν τω ανάρχω Πατρί και τω ζωοποιώ Πνεύματι. Οι δε παρόντες, ορώντες τοιούτον θαυμάσιον, εξέστησαν. Ταύτα ακούσας και ο βασιλεύς προσεκάλεσεν αυτόν, και γνωρίσας ότι με όλην του την ψυχήν επίστευσε, τον εφιλοδώρησε πλουσιώτατα. Μετά ταύτα, όταν παρήλθεν ο χειμών, έλαβεν ο βασιλεύς Ιωάννης τον Μέγαν Θεόδωρον εις το δωμάτιόν του κρυφαίως και του λέγει· «Η ψυχή μου φοβείται, πάτερ πνευματικέ, όταν ενθυμηθώ τον θάνατον, μήπως και έλθη αιφνιδίως και με συλλάβη απροόπτως, με εκκόψη (φευ!) ως δένδρον άκαρπον και με εμβάλη εις το πυρ το ακοίμητον ως αμελή και απρόκοπτον. Επειδή δε έγινα Χριστιανός με την βοήθειαν του Θεού και την ιδικήν σου παρακίνησιν, δεν αναπαύεται η ψυχή μου να είμαι Χριστιανός μόνον κρυφίως, αλλά και να ομολογήσω εις το φανερόν τον Δεσπότην μου και να λάβω δια την αγάπην του θάνατον. Λοιπόν στήριξόν με μέ τας ευχάς και διδασκαλίας σου, και λάβε χρυσίον πολύ να το διαμοιράσης άλλο εις τον Άγιον Τάφον και εις τα λοιπά Μοναστήρια, έτερον δε εις πτωχούς ερημίτας και άλλους πένητας, με τας ευχάς των οποίων καθόπλισόν με. Όταν δε κάμης αυτήν την υπηρεσίαν και επιστρέψης εις την Εκκλησίαν σου, εάν ακούσης ότι είμαι ζων, ελθέ να με εύρης με την θείαν βοήθειαν. Ει δε μάθης ότι ετελειώθην, μη έλθης, αλλά μνημόνευέ με εις τας ιερουργίας σου. Ναι, δέομαι της αρχιερωσύνης σου, αγιώτατε πάτερ, μη λησμονήσης του τέκνου σου». Τότε ο Άγιος έκλαυσε και επήνεσε τον βασιλέα λέγων· «Καλότυχος συ, βασιλεύ, και μακάριος, ότι ως γνωστικός γνωρίζεις τα πράγματα και καταφρονείς τα παρόντα ως ρευστά και μάταια και φροντίζεις δια τα μέλλοντα ως ατελεύτητα. Χαίρε λοιπόν και αγάλλου, ότι πολύς είναι εις τους ουρανούς ο μισθός σου και πλουσία η ανταπόδοσις. Εγώ μεν θα κάμω την διακονίαν, καθώς ώρισες. Συ δε ανάθες εις τον Δεσπότην Χριστόν όλην την ελπίδα σου, όστις σε εφώτισε και εζώωσεν όπου ήσουν νεκρός με τα αμαρτήματα. Λοιπόν αγάπησον αυτόν εξ όλης ψυχής και δυνάμεως, καθώς και αυτός ο πολυεύσπλαγχνος μας ηγάπησε και εσταυρώθη δι’ ημάς. Μας διδάσκει δε και ο θείος Παύλος ούτω λέγων· «Ποία θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή μάχαιρα θα μας χωρίση από την αγάπην του Χριστού»; Τοιαύτας έχοντες επαγγελίας, αγαπητέ, μη δειλιάσωμεν να πάθωμεν εδώ πρόσκαιρα πολλάς κολάσεις δια την σωτηρίαν μας, αλλά ας υπομείνωμεν δια τον Δεσπότην μας άπαντα, δια να μας αξιώση της βασιλείας Του, να έχωμεν πάντοτε δόξαν έρρητον και ευφροσύνην ανέκφραστον». Ταύτα ακούσας ο μακάριος βασιλεύς επληρώθη την ψυχήν ηδονής πνευματικής και αγαλλιάσεως· ασπασθέντες δε ο ένας τον άλλον, και ευλογήσας ο Άγιος τον βασιλέα, απεχαιρετίσθησαν μετά δακρύων αγαλλιάσεως, εκείνος δε του έδωκε δέκα στατήρας χρυσίου, και άργυρον καθαρόν είκοσι, χρυσά κειμήλια, ήτοι άγια ποτήρια, θυμιατά και άλλα εκκλησιαστικά αγγεία, με τα οποία υπηρετούμεν την ιεράν λειτουργίαν, είχον δε ταύτα πολλούς πολυτίμους λίθους, όπου ήξιζαν εκατονταπλασίως από τον χρυσόν περισσότερα. Του έδωσε και ιερατικά πολλά χρυσοϋφαντα, και άλλα δώρα πολύτιμα, βασιλικής χειρός και πίστεως επάξια. Τα οποία όλα αυτά τα πολύτιμα δώρα του έδωκε με πόθον θερμόν και χείρα άφθονον, δια να τα εύρη εις τον Παράδεισον, παραγγείλας εις αυτόν να κρατήση δια την επισκοπήν του της Εδέσσης όσα χρειάζεται, τα δε επίλοιπα να δώση εις τον Ναόν της αγίας του Κυρίου Αναστάσεως και εις άλλας Εκκλησίας, καθώς και τα χρήματα. Μας έδωκε δε και στρατιώτας να μας συνοδεύσουν, δια να μη μας τύχη εις τον δρόμον από κλέπτας ενόχλησις. Εξελθόντες λοιπόν την νύκτα από την Βαβυλώνα επήγαμεν πρώτον εις την Έδεσσαν, έπειτα εις τα Ιεροσόλυμα, όπου εμοιράσαμεν τα δώρα του βασιλέως, κατά την αγίαν του πρόσταξιν εις όλα τα Μοναστήρια· πολλοί δε πτωχοί επλούτησαν και πολλά Μοναστήρια ανεκαινίσθησαν με την πλουσίαν εκείνην ελεημοσύνην του ευλογημένου βασιλέως. Όταν ο βασιλεύς έμαθεν ότι διεμοιράσαμεν όσα μας έδωκεν, έβαλεν αρίστην βουλήν να τελειώση την ζωήν με μαρτύριον. Όθεν πρώτον μεν διένειμε τον επίλοιπον πλούτον του όσον ηδύνατο κρυφίως εις τους πτωχούς Χριστιανούς δίδων και του Μητροπολίτου πολύν και άπειρον, να τον κάμη ως βούλεται. Έπειτα προσκαλεί τους άρχοντας και τους λέγει· «Εις ολίγας ημέρας αναχωρώ από τούτον τον κόσμον, όθεν συναχθήτε όλοι εις την πεδιάδα αύριον, να σας είπω την διαθήκην μου». Έστειλε δε και κήρυκας, προστάσσων να συναχθούν όλοι εις το ιπποδρόμιον. Αυτός δε όλην την νύκτα μετά δακρύων προσηύχετο, το δε πρωϊ πριν ακόμη εξημερώση είχεν Ιερέα έτοιμον, όστις λειτουργήσας εις το εσωτερικόν του δωμάτιον, εκοινώνησε με τους τρεις του παίδας τα Θεία Μυστήρια. Έπειτα δίδων του ιερέως εκείνου πλούσια δωρήματα, ανέβη εις τον καλύτερον ίππον του και εξήλθεν ούτω λαμπρώς εστολισμένος εκεί όπου ήτο όλος ο λαός συνηγμένος, Πέρσαι, Ισμαηλίται, Ιουδαίοι και οι ευσεβείς Χριστιανοί, καθώς αυτός επρόσταξε. Ανέβη δε εις υψηλόν τόπον, δια να ακούσουν τους λόγους του βασιλέως. Όταν έγινε πολύ σιγή, ηγέρθη από τον θρόνον ο βασιλεύς, και εβόησε μεγαλοφώνως, λέγων ταύτα προς τον λαόν ο αείμνηστος· «Ακούσατε Πέρσαι, Αγαρηνοί, Εβραίοι, και ο εκλεκτός λαός του Χριστού, εγώ είμαι Χριστιανός, Ιωάννης ονομαζόμενος. Πιστεύω δε εις Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την μίαν και τρισυπόστατον Θεότητα· ότι άλλη πίστις δεν είναι αληθινή ειμή αυτή μόνη. Επειδή δε ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός είπεν, ότι όποιος με ομολογήση έμπροσθεν των ανθρώπων, θα τον ομολογήσω και εγώ έμπροσθεν του Πατρός μου, δι’ αυτό τον ομολογώ και έμπροσθεν του ουρανού και της γης, Αγγέλων τε και ανθρώπων». Ταύτα ειπών εξήγαγεν από το στήθος του Σταυρόν πολύτιμον, ολόχρυσον, με πολυτίμους λίθους κατεσκευασμένον· υψώσας δε αυτόν κατά ανατολάς, επροσκύνησε τρις και τον εκαταφίλησε, λέγων· «Τον Σταυρόν σου προσκυνώ, Χριστέ, τον τίμιον, σε γινώσκω Θεόν και Κύριον και Σωτήρα μου, και σοι την δόξαν αναπέμπω, συν τω ανάρχω σου Πατρί, και τω Παναγίω και Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ομοίως και οι τρεις Παίδες τα αυτά συνωμολόγησαν». Ταύτα ακούσας ο λαός πρώτον μεν εξίσταντο και ίσταντο θαυμάζοντες. Έπειτα τους παρεκίνησεν ο διάβολος και έδραμον με μαχαίρας κατά του βασιλέως, να τον φονεύσωσιν. Οι δε τρεις δούλοι, ως πιστότατοι, τους ηναντιώθησαν ώραν πολλήν, όσον ηδύναντο, έως ου εφονεύθησαν οι τρισμακάριοι, τον Χριστόν επικαλούμενοι. Τότε, όταν απέκτειναν αυτούς οι μισόχριστοι, εκτύπησαν και τον φιλόχριστον βασιλέα με τα ξίφη και τας λόγχας. Εδέχετο δε ο μακάριος τας πληγάς χαίρων και λέγων ταύτα· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Ούτως μετέστη ο μακάριος Ιωάννης από την επίγειον και πρόσκαιρον βασιλείαν προς την ουράνιον και αιώνιον, ίνα συμβασιλεύση με τον αθάνατον βασιλέα αεί και πάντοτε. Είχε δε τότε ο Μάϊος τριάκοντα. Εκείνοι δε οι φονείς και αχόρταγοι δεν εχόρτασαν, όταν τον εφόνευσαν, αλλά εσπαθοκοπούσαν ακόμη και το άγιον λείψανον οι μισόχριστοι. Οι δε φιλόχριστοί, ιδόντες τοιαύτην μισανθρωπίαν, εφοβήθησαν και έφυγον. Το δε σώμα του Μάρτυρος έρριψαν κάτω, και το εφύλαττον δια να μη το λάβουν οι πιστοί να το θάψωσι. Τη επαύριον εφάνη την νύκτα ο Άγιος Μάρτυς εις τουςαρχισατράπας της πόλεως και με πολύν θυμόν τους ηπείλει λέγων· «Δότε το σώμα μου εις τον Μητροπολίτην των Χριστιανών να το κηδεύση, ειδέ μη σας φονεύω πάραυτα». Όταν εξύπνησαν, εδιηγείτο ένας του άλλου την όρασιν, και παρεκάλεσαν τον Μητροπολίτην να το λάβη. Ούτος δε έστειλεν ένα Επίσκοπον και το έφερεν εις την Μητρόπολιν. Έπειτα έλαβον και τα άλλα τρία των δούλων λείψανα και τα ενεταφίασαν εις την αγίαν Εκκλησίαν, δοξάζοντες και ευλογούντες τον Κύριον, όστις έδειξε πολλά σημεία και τέρατα εις τον τάφον του βασιλέως και Μάρτυρος. Δια τα οποία πολλοί από τους Πέρσας και Αγαρηνούς εβαπτίσθησαν, βλέποντες να γίνωνται καθ’ εκάστην μεγάλα θαυμάσια. Ο δε Μέγας Οεόδωρος διήγεν εις την Επισκοπήν του μεγάλην σκληραγωγίαν και άσκησιν, τρώγων μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα και όλας τας νύκτας ευχόμενος. Όθεν και ο Δεσπότης Χριστός έδιδεν εις αυτόν πλουσίαν την χάριν του και εθεράπευε πάσαν ασθένειαν. Ήρχοντο δε προς αυτόν από όλην την Συρίαν πλήθος ασθενών και τους ιάτρευεν εις μίαν στιγμήν δίχως βότανα, δωρεάν. Τα θαύματα ταύτα βλέποντες οι Ισμαηλίται επίστευον εις τον Χριστόν, καθ’ εκάστην δε επληθύνοντο οι ευσεβείς, οι δε ασεβείς ωλιγόστευον. Ούτω λοιπόν πολιτευσάμενος και διαλάμψας με ένθεα κατορθώματα και ποταμούς θαυμάτων τελέσας ο Μέγας Θεόδωρος, μετά τρεις χρόνους από της του βασιλέως Ιωάννου αθλήσεως ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον. Προγνωρίσας δε την μετάστασιν αυτού εσύναξεν όλα του τα λογικά πρόβατα, Ιερείς και λαϊκούς, και εδίδαξεν αυτούς να ίστανται εις την Ορθόδοξον πίστιν στερεοί και αμετακίνητοι, να έχουν προς αλλήλους αγάπην εν Χριστώ και ομόνοιαν, και απλώς ειπείν να φυλάττουν όλας τας εντολάς του Κυρίου, δια να εύρουν ζωήν αιώνιον. Ταύτα ειπών, ησπάσθη αυτούς και τους απεχαιρέτησε· πηγαίνων δε εις τα Ιεροσόλυμα εισήλθεν εις τον Ναόν της Αγίας Αναστάσεως και προσευχόμενος έβρεξε με τα δάκρυα το άγιον εκείνο έδαφος. Ομοίως και τον Άγιον Τάφον και όλους τους άλλους Ιερούς Τόπους αποχαιρετήσας με δάκρυα, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, όπου έζησεν άλλας τρεις εβδομάδας εις το ασκητικόν κελλίον του, φιλεύων τους αδελφούς με θεόσοφα λόγια. Ολίγον δε ασθενήσας, εκοινώνησε τα θεία Μυστήρια και λέγων· «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», απήλθεν εις τα ουράνια, τον ενεταφίασαν δε πλησίον του Οσιομάρτυρος Μιχαήλ του συγγενούς του, εις τας ιθ΄ (19) του Ιουλίου μηνός. Ετέλεσε δε και μετά την κοίμησιν θαυμάσια πάμπολλα, εις δόξαν και αίνεσιν του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα τιμή και προσκύνησις, συν τω ομοουσίω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20) Ιουλίου, η ως εις Ουρανόν πυρφόρος ανάβασις του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΗΛΙΟΥ του Θεσβίτου

Δημοσίευση από silver »

Τη Κ΄ (20) Ιουλίου, η ως εις Ουρανόν πυρφόρος ανάβασις του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΗΛΙΟΥ του Θεσβίτου.

Ηλίας ο ένδοξος Προφήτης ήτο υιός Σωβάκ, καταγόμενος εκ Θέσβης, πόλεως της Γαλαάδ πέραν του Ιορδάνου, εκ της φυλής του Ααρών, η δε Θέσβη, εξ ης και θεσβίτης εκλήθη ο Άγιος, ήτο δεδομένη εις τους ιερείς. Όταν δε ούτος εγεννήθη, είδεν ο πατήρ του Σωβάκ οπτασίαν, ότι άνδρες λευκοφόροι τον ωνόμαζον Ηλίαν (όπερ δηλοί Θεός ή θείος, παραγόμενον εκ του Ηλί, το οποίον σημαίνει εβραϊστί Θεός), ότι τον εσπαργάνωναν με πυρ, και πυρ έδιδον εις αυτόν να φάγη. Όθεν μεταβάς εις την Ιερουσαλήμ εφανέρωσε την οπτασίαν ταύτην εις τους ιερείς, οι οποίοι είπον εις αυτόν δια χρηματισμού προφητικού και αποκαλύψεως ταύτα· «Μη φοβηθής, ω άνθρωπε, ότι η κατοίκησις του τέκνου θα είναι φως, ο λόγος του απόφασις, η ζωή του κατά Κύριον, και ο ζήλος του θα φανή ευάρεστος εις τον Θεόν, θέλει δε κρίνει τον Ισραήλ δια πυρός και μαχαίρας». Ούτος ο Άγιος ήκμασε περί τα εννεακόσια έτη προ της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και προεφήτευσεν έτη είκοσι πέντε (921- 896 π.Χ.), ας ίδωμεν δε ποία και πόσα έργα και θαύματα έκαμεν. Γράφει το βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης, όπερ ονομάζεται Βασιλειών Τρίτη, εις το τέλος του δεκάτου έκτου Κεφαλαίου, ότι εις την πόλιν Σαμάρειαν, καθώς και εις τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, εβασίλευεν εις βασιλεύς Αχαάβ ονομαζόμενος, υιός του Αμβρί. Ούτος ήτο ασεβής και δεν επίστευεν εις τον αληθινόν Θεόν, επήρε δε και γυναίκα την Ιεζάβελ, την θυγατέρα του βασιλέως των Σιδωνίων, Ιεθεβαάλ· τόσον δε εγκατέλειψε τον Θεόν, όστις εποίησε τον ουρανόν και την γην, ώστε έκαμε Ναόν ειδωλικόν, έστησε δε και μέγα είδωλον, ίνα προσκυνή τον θεόν των Ελλήνων, τον οποίον οι μεν Έλληνες ωνόμαζον Δία, οι δε Εβραίοι Βάαλ. Εις εκείνας τας ημέρας ήτο και ο Προφήτης Ηλίας, βλέπων δε τον βασιλέα ότι αφήκε τον αληθινόν Θεόν και προσκυνεί είδωλα κωφά και αναίσθητα, αυτός και ο λαός άπας, είπε· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, ενώπιον του οποίου παρίσταμαι εγώ· να μη γίνη πλέον δρόσος ουδέ βροχή εις την γην, ειμή μόνον πάλιν δια του λόγου μου». Αφού είπε ταύτα ήλθε λόγος Κυρίου προς τον Ηλίαν λέγων· «Φύγε απ’ εδώ κατά ανατολάς και κρύψου εις τον χείμαρρον όπου είναι απέναντι του Ιορδάνου ποταμού και ονομάζεται Χοράθ, θέλεις δε πίνει νερόν από τον ποταμόν και εγώ θέλω προστάξει τους κόρακας να σε τρέφουν εκεί». Τότε ο Προφήτης έκαμε κατά τον λόγον του Κυρίου, και εκάθισεν εις τον χείμαρον Χοράθ, οι δε κόρακες του έφερναν κάθε πρωϊ άρτον, το δε δειλινόν του έφερναν κρέας, έπινε δε και νερόν από τον λάκκον. Εάν δε ερωτήση τις διατί ο Θεός επρόσταξε τους κόρακας να τρέφουν τον Προφήτην και όχι άλλο πτηνόν, γνωρίσατε ότι οι κόρακες είναι κατά πολύ μισότεκνοι, διότι έχουν συνήθειαν, όταν βγάλουν τα πουλιά των, δεν τα τρέφουν καθώς και τα άλλα πτηνά, αλλά τα αφήνουσι μόνα εις την φωλεάν και αναχωρούν· εκείνα δε πεινώντα και ζητούντα τροφήν, κράζουν φωνάς προς τον Θεόν, ο δε Θεός ευσπλαγχνιζόμενος ταύτα στέλλει τα ζωϋφια τα μικρά, μυίας δηλονότι και ακρίδας και άλλα τοιαύτα, τα οποία πετούν πλησίον του στόματος των πτηνών εκείνων, τότε δε εκείνα αρπάζουν τα ζωϋφια και διατρέφονται έως ότου έρχονται εις ηλικίαν και πετώσιν. Ότι δε αληθής είναι ο λόγος ούτος και ο συγγραφεύς του Ιώβ βεβαιών τούτο λέγει εν τω τριακοστώ ογδόω Κεφαλαίω· «Τις δε ητοίμασε κόρακι βοράν; Νεοσσοί γαρ αυτού προς Κύριον κεκράγασι πλανώμενοι τα σίτα ζητούντες». Ομοίως δε και ο Προφήτης Δαυϊδ το λέγει εις τον ρμστ΄ (146) ψαλμόν: «Διδόντι τοις κτήνεσι τροφήν αυτών και τοις νεοσσοίς των κοράκων τοις επικαλουμένοις αυτόν». Επειδή λοιπόν, ως είπον, οι κόρακες είναι μισότεκνοι και δεν διατρέφουν τα παιδιά των, δια τούτο τους έστειλε και ο Θεός να διαθρέψουν τον Προφήτην, σημείον τούτο δεικνύον και λέγον προς τον Προφήτην, διότι και συ, ω Ηλία, είσαι ανελεήμων, ότι δεν λυπείσαι τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά με παρεκάλεσες να μη βρέξω ίνα αποθάνουν. Αυτό δε το άκαμεν ο Θεός, ως εύσπλαγχνος, ίνα λυπηθή ο Προφήτης τους ανθρώπους και ζητήση βροχήν από τον Θεόν. Αλλά ας έλθωμεν πάλιν εις την διήγησίν μας. Μετά τινας ημέρας εξηράνθη ο χείμαρρος και δεν είχε νερόν, διότι βροχή δεν έγινε παντελώς. Είπε πάλιν ο Θεός προς τον Ηλίαν· «Έγειραι και πορεύθητι εις πόλιν ονομαζομένην Σαρεφθά, ήτις είναι εις τα σύνορα της Σιδώνος, και εγώ θέλω προστάξει μίαν χήραν γυναίκα εκεί να σε διαθρέψη». Μετέβη λοιπόν ο Ηλιού και εστάθη έξω από την πύλην της πόλεως, βλέπει δε μίαν γυναίκα χήραν, ήτις συνέλεγεν ολίγα ξύλα και επέστρεφεν εις τον οίκον της· ο δε Προφήτης της είπεν· «Λάβε ολίγον ύδωρ εις αγγείον και φέρε μου να πίω». Πορευομένην δε να φέρη το ύδωρ εφώνησε πάλιν αυτήν ο Προφήτης λέγων· «Φέρε μου και ολίγον άρτον να φάγω». Απεκρίθη η γυνή· «Ζη Κύριος ο Θεός σου, άρτος δεν ευρίσκεται παρ’ εμοί, μόνον ολίγον άλευρον εις το καδίον μου, και ολίγον έλαιον εις το δοχείον και δια τούτο συλλέγω ολίγα ξύλα ίνα κάμω μικράν πήτταν, να φάγω εγώ και τα παιδιά μου και έπειτα να αποθάνωμεν από την πείναν». Ο δε Προφήτης λέγει εις αυτήν· «Έχε θάρρος, πορεύου και ποίησον καθώς λέγεις, αλλά φέρε εις εμέ πρώτον τεμάχιον άρτου και μετά ταύτα θέλεις φάγει και συ και τα παιδιά σου· διότι ούτω λέγει Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, από το καδίον δεν θέλει ολιγοστεύσει το άλευρον και από το δοχείον δεν θέλει λείψει το έλαιον έως τας ημέρας, καθ’ ας θα εξαποστείλη ο Θεός βροχήν εις την γην». Επήγε λοιπόν η γυνή και έκαμε κατά τον λόγον του Προφήτου, και απ’ εκείνης της ημέρας δεν έλειψεν ούτε το άλευρον από το καδίον ούτε το άλαιον από το δοχείον κατά τον λόγον του Κυρίου, όστις ελαλήθη δια στόματος του Προφήτου Ηλιού. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, πόσην ωφέλειαν προξενεί η ελεημοσύνη; Η γυνή εκείνη μήπως εγνώριζεν ότι είναι Προφήτης και Άγιος και του έδωκεν άρτον, τον οποίον, ούτως ειπείν, αφήρεσεν από το στόμα της και από το στόμα των τέκνων της; Ουχί· μόνον ως πτωχόν και συνάνθρωπον τον είδεν· αλλ’ επειδή ήτο ελεήμων και φιλόξενος, επροτίμησε κάλλιον να δώση εις τον πτωχόν και πεινασμένον να φάγη, παρά αυτή και τα παιδιά της. Που είναι να ακούσουν ταύτα τινές ανελεήμονες γυναίκες, όπου έρχεται ο πτωχός αδελφός του Χριστού εις την θύραν των και δεν αρκεί, ότι δεν δίδουν ολίγον άρτον, αλλά τον υβρίζουν και ονειδίζουν και με θυμόν πολύν τον αποδιώκουν; Εκείνη όμως η χήρα δεν έπραξεν ούτω, αλλά με ένα λόγον του Προφήτου εστέρησε τον εαυτόν της και το έδωκεν εις αυτόν· αλλά ιδέ και την ευλογίαν του Θεού την οποίαν απέκτησε. Πόσοι άρχοντες και αρχόντισσαι ήσαν τον καιρόν εκείνον με χιλιάδας φλωρία; Όμως απέθνησκον από την πείναν· η δε χήρα η πτωχή, με την φιλοξενίαν της, έτρωγε και έπινε με αυτάρκειαν· όχι δε μόνον αυτήν την ευλογίαν απέκτησεν, αλλά και τον υιόν της, ο οποίος απέθανε τας ημέρας εκείνας, τον ανέστησεν ο Προφήτης. Πως δε τον ανέστησεν; Ακούσατε. Ευρισκομένου του Αγίου εις τον οίκον της χήρας, ησθένησεν ο υιός της από ασθένειαν σοβαράν, έως ου απέθανε. Παρεπονέθη τότε προς τον Προφήτην η γυνή και είπεν· «Άνθρωπε του Θεού, ήλθες να αναμνήσης τας αμαρτίας μου εις τον Θεόν και να θανατωθή ο υιός μου»! Λέγει προς αυτήν ο Προφήτης· «Δος μοι τον υιόν σου». Έλαβε λοιπόν αυτόν από τας αγκάλας της και τον ανεβίβασεν εις το ανώγειον, όπου εκοιμάτο αυτός και τον έθεσεν επάνω εις την κλίνην του. Τότε τον ενεφύσησε τρις εις το πρόσωπον, είτα επεκαλέσθη τον Θεόν, και είπεν· «Ας επιστρέψη η ψυχή του παιδαρίου τούτου». Ούτω δε και εγένετο και ανέστη το παιδίον. Τότε το παρέδωκεν εις την μητέρα λέγων· «Ίδε, ζη ο υιός σου». Είπε δε η γυνή· «Τώρα εγνώρισα, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού, και λόγος Κυρίου αληθινός είναι εις το στόμα σου». Αφού δε παρήλθον τρία έτη, έγινε λόγος Κυρίου προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε και παρουσιάσθητι έμπροσθεν του Αχαάβ, ίνα δώς βροχήν επί πρόσωπον της γης». Παρουσιάσθη λοιπόν ο Προφήτης προςτον Αχαάβ, κατοικούντα εις την Σαμάρειαν· ήτο δε εκεί λιμός μέγας. Ο δε Αχαάβ εκάλεσε τον οικονόμον του, Αβδιού ονόματι, ο οποίος εφοβείτο τον Θεόν κατά πολλά· διότι η μεν Ιεζάβελ, η γυνή του Αχαάβ, εφόνευσε τους Ιερείς του Θεού του Υψίστου, εκείνος δε έλαβεν εκατόν άνδρας από αυτούς και τους έκρυψεν εις δύο σπήλαια, και τους έτρεφεν εκεί κρυφίως. Αυτόν λοιπόν εκάλεσε τότε ο Αχαάβ και του λέγει· «Ας εξέλθωμεν εις το πεδίον και εις τας πηγάς των υδάτων, μήπως εύρωμεν που χόρτον δια τους ίππους μας και τα ζώα μας, ώστε να μη εξολοθρευθώσι παντελώς». Διεμέρισαν δε την οδόν, και ο μεν Αχαάβ επορεύετο προς το ένα μέρος, ζητών βοσκήν δια τα ζώα, ο δε Αβδιού επήγεν εις άλλο μέρος. Εκεί ερχομένου του Προφήτου Ηλιού, απήντησεν αυτόν ο Αβδιού, ως δε τον είδεν, έπεσεν επί πρόσωπον αυτού και είπε· «Μη είσαι συ, κύριέ μου, ο Ηλιού»; Ο δε Προφήτης του λέγει· «Εγώ είμαι· μόνον ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ τον κύριόν σου, ότι θέλω να τον συναντήσω». Απεκρίθη ο Αβδιού· «Διατί, κύριέ μου, εκαταφρόνησες τόσον την ζωήν σου και θέλεις να θανατωθής; Ζη ο Θεός, δεν έμεινε βασιλεία ουδέ τόπος, όπου να μη έστειλεν ο Αχαάβ αναζητών σε· όσοι δε είπον, ότι δεν σε είδον, τους εθανάτωσε και τον τόπον των κατέκαυσε· συ δε τώρα μόνος σου ζητείς τον θάνατόν σου; Καλώς δε λέγεις, να υπάγω να του είπω, ότι επιθυμείς να τον συναντήσης· αλλά εάν έλθη πνεύμα Θεού και σε αρπάση και ελθών ο Αχαάβ δεν σε εύρη, δεν ηξεύρεις, ότι θα με θανατώση; Ή μήπως δεν γνωρίζεις ότι και εγώ φοβούμαι τον Θεόν, τον οποίον και συ προσκυνείς και ότι παρέλαβον εκατόν Ιερείς και τους έχω κεκρυμμένους εις δύο σπήλαια και τους τρέφω δια να μη τους φονεύση η Ιεζάβελ; Τώρα φοβούμαι να μη φονεύση η Ιεζάβελ και εμέ δια την ιδικήν σου αιτίαν». Απεκρίθη ο Προφήτης· «Ζη Κύριος ο Θεός των δυνάμεων, εις τον οποίον παρεστάθην σήμερον· πρέπει να παρουσιασθώ εις τον Αχαάβ». Επήγε λοιπόν ο Αβδιού και ευρών τον Αχαάβ του είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ερχόμενος δε ο Αχαάβ δια να συναντήση τον Προφήτην Ηλίαν, είδε μακρόθεν αυτόν και του είπε· «Συ είσαι, όστις διαστρέφεις τον λαόν»; Απεκρίθη ο Προφήτης· «Δεν τον διαστρέφω εγώ, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου, οίτινες αφήσατε Κύριον τον Θεόν και προσκυνείτε τον Βάαλ. Λοιπόν τώρα ύπαγε, στείλε και σύναξε όλους τους ιερείς των ειδώλων να έλθουν προς με εις το όρος Καρμήλιον, και τους τετρακοσίους πεντήκοντα ιερείς του Βάαλ και τους άλλους υπολοίπους ιερείς της αισχύνης, τους οποίους ωνόμαζον οι Έλληνες της Αφροδίτης, και τους τετρακοσίους ιερείς των Αλσών, δηλαδή των Ναών, οι οποίοι ευρίσκοντο υποκάτω των δένδρων, οι οποίοι τρώγουν τον άρτον της Ιεζάβελ· όλοι ας έλθουν εκεί». Τότε έστειλεν ο Αχαάβ και έφερεν όλους τους ιερείς εις το Καρμήλιον όρος. Αφού λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι, λέγει προς αυτούς ο Προφήτης· «Έως πόυε θα χωλαίνετε και από τους δύο πόδας; Εάν είναι Κύριος ο Θεός, υπάγετε με αυτόν». Ο δε λαός δεν απεκρίθη λόγον. Τους λέγει πάλιν ο Προφήτης· «Εγώ έμεινα μόνος Προφήτης Κυρίου του Θεού, οι δε ιερείς του Βάαλ και της αισχύνης και των Αλσών είναι χίλιοι διακόσιοι· φέρετε λοιπόν δύο βόας, ας πάρουν δε αυτοί τον ένα και εγώ τον άλλον και ας τον σφάξουν, πυρ όμως εις τον βωμόν να μη ανάψουν, να σφάξω δε και εγώ τον άλλον και να σωρεύσω ξύλα, πυρ δε και εγώ να μη ανάψω και ας κάμωμεν προσευχήν εις το όνομα του Θεού μας. Όποιος δε Θεός εισακούση και στείλη πυρ να κατακαύση τον βουν, εκείνος είναι Θεός αληθινός». Απεκρίθη τότε όλος ο λαός και είπε· «Καλοί και δίκαιοι είναι οι λόγοι ους ελάλησας». Τότε λοιπόν λέγει ο Προφήτης προς τους ιερείς της αισχύνης· «Λάβετε σεις πρώτον τον ένα, σφάξατέ τον και προσφέρετε θυσίαν εις τον Βάαλ, παρακαλέσατε δε τον θεόν σας να σας στείλη πυρ». Έλαβον λοιπόν τον βουν και τον έσφαξαν επί του βωμού, κατόπιν εκύκλωσαν γύρωθεν τον βωμόν, και από πρωϊας μέχρι μεσημβρίας έκραζον μεγαλοφώνως λέγοντες· «Επάκουσον ημών, Βάαλ, επάκουσον ημών εν πυρί». Αλλ’ ουδέ η ελαχίστη φωνή του θεού των ηκούετο, ουδ’ αυτός είχε ώτα να τους ακούση. Τότε λοιπόν ο Προφήτης κατεγέλασε και τους είπε· «Κράξατε περισσότερον, διότι ίσως κοιμάται ή δεν έχει καιρόν και δεν σας ακούει». Εκείνοι δε περιεφέροντο γύρωθεν του βωμού και έκραζον με φωνάς μεγάλας· έτυπτον δε τα στήθη των, μέχρις αιματώσεως, αλλά ματαίως εκοπίαζον, έως ου ήλθε το δειλινόν, αλλά δεν εφάνη κανέν σημείον. Τότε λέγει προς τους ιερείς ο Προφήτης· «Παραμερίσατε να κάμω και εγώ την προσευχήν μου». Έλαβε τότε δώδεκα λίθους, κατά τον αριθμόν των δώδεκα φυλών του Ισραήλ και έκτισε θυσιαστήριον δια τον Θεόν, έπειτα έκαμε λάκκον, ο οποίος εχωρούσε δύο φορτία σίτου, γύρωθεν του θυσιαστηρίου. Μετά ταύτα εμέλισε τον άλλον βουν και τον έβαλεν επάνω εις τα ξύλα τα ξηρά, και λέγει προς τον λαόν· «Λάβετε τέσσαρας κάδους ύδωρ και χύσατε επάνω εις τον βουν και εις τα ξύλα». Και εποίησαν ούτως· είπε πάλιν· «Χύσατε δεύτερον». Και εδευτέρωσαν. Λέγει πάλιν· «Χύσατε τρίτον». Έχυσαν τότε εκ τρίτου· το δε ύδωρ εκείνο επλήρωσε τον λάκκον και περιεχύθη γύρωθεν αυτού. Πλην μάθετε και τούτο, ότι αι τρεις φοραί όπου είπεν ο Προφήτης να χύσουν νερόν ήσαν εις τύπον της Αγίας Τριάδος, οι δε τέσσαρες κάδοι ήσαν εις τύπον των τεσσάρων Ευαγγελιστών, εδήλουν δε ότι η παναιτία και ζωαρχική Τριάς με το ύδωρ, ήτοι την διδαχήν των τεσσάρων Ευαγγελιστών, επότισε τας κεχερσωμένας ψυχάς των Εθνών. Αλλά ας έλθωμεν εις τον λόγον μας. Αφού λοιπόν ούτως εποίησεν ο λαός, ανέβλεψε ο Προφήτης εις τον ουρανόν και είπε· «Κύριε ο Θεός Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, επάκουσόν μου σήμερον εν πυρί, ίνα γνωρίση ο λαός ούτος, ότι συ είσαι Κύριος ο Θεός του Ισραήλ, και εγώ ειμί δούλος σου, και ότι δι’ εσέ έκαμα τα έργα ταύτα. Επάκυσόν μου, Κύριε, επάκουσόν μου εν πυρί, ίνα εννοήση ο λαός, ότι συ είσαι Θεός αληθινός, και συ επέστρεψας την καρδίαν του λαού τούτου οπίσω σου». Λέγοντος ταύτα του Προφήτου, παρευθύς έπεσε πυρ παρά Κυρίου εκ του ουρανού και κατέφαγε τον βουν, τα ξύλα και το ύδωρ, όπερ ήτο εις τον λάκκον, αλλά και αυτούς τους λίθους έως και το χώμα έγλειψε το πυρ. Τότε έπεσε πας ο λαός επί πρόσωπον αυτών και είπον· «Αληθώς Κύριος είναι ο Θεός· αυτός είναι Θεός αληθής». Είπε τότε ο Προφήτης προς τον λαόν· «Συλλάβετε τους ιερείς του Βάαλ, κανείς να μη μείνη από αυτούς». Συνέλαβον τότε αυτούς, ο δε Προφήτης τους κατεβίβασεν εις ένα ξηροπόταμον, όστις ονομάζεται χείμαρρος Κισσών, εκεί δε κατέσφαξεν αυτούς. Μετά ταύτα είπε προς τον Αχαάβ· «Ύπαγε, φάγε και πίε, ότι ακούω την βροχήν όπου έρχεται». Και ο Αχαάβ έπραξεν ως προσετάχθη· ο δε Προφήτης Ηλίας ανέβη εις το όρος, και κύψας επί την γην, έβαλε το πρόσωπόν του εν μέσω των γονάτων αυτού. Μετά δε ώραν εστράφη προς τον υπηρέτην του, όστις λέγουσιν, ότι ήτο ο Προφήτης Ιωνάς, ο υιός της χήρας, τον οποίον ανέστησεν ο Προφήτης Ηλίας, περί του οποίου προείπομεν, και του λέγει· «Βλέψον προς την θάλασσαν, ίνα ίδης τι έρχεται». Είδεν ο υπηρέτης, αλλ’ ουδέν εφάνη. Πάλιν λέγει ο Προφήτης· «Βλέψον έως επτά». Εποίησε καθώς προσετάχθη, την δε εβδόμην είδε νέφος μικρόν, ως πάτημα ανθρώπου, όπερ ηγείρετο από την θάλασσαν. Τότε λέγει ο Προφήτης εις εκείνον τον υπηρέτην του· «Ύπαγε και ειπέ εις τον Αχαάβ να ζεύξη την άμαξάν του, να προφθάση εις την οικίαν του, διότι θέλει κινδυνεύσει από την βροχήν». Εποίησε τότε ο βασιλεύς Αχαάβ ούτω· τόση δε πολλή βροχή ήλθεν, ώστε δεν επρόφθασε να υπάγη εις την Σαμάρειαν την πόλιν, εις τα βασίλειά του, αλλά εισήλθεν εις πόλιν τινα Ιεζράελ ονομαζομένην. Εις την πόλιν αυτήν εισήλθε και ο Προφήτης Ηλίας, φεύγων την πολλήν βροχήν όπου εγίνετο. Μετά τινας ημέρας, αφού έπαυσεν η βροχή, ήλθεν ο Αχαάβ εις την Σαμάρειαν και διηγήθη εις την γυναίκα του Ιεζάβελ πάντα όσα εποίησεν Ηλίας και ότι εφόνευσε τους ιερείς του Βάαλ. Η δε μιαρά εκείνη γυνή, ως ήκουσεν ότι ο Προφήτης Ηλίας εφόνευσε τους ιερείς, έστειλεν εις αυτόν ανθρώπους και είπον· «Εάν συ είσαι ο Ηλίας, και εγώ είμαι η Ιεζάβελ. Μάθε λοιπόν ότι εις αυτά που επέτρεψεν ο Θεός και έγιναν έχουν να προστεθούν και ταύτα· αύριον αυτήν την ώραν θα φονεύσω και εγώ σε, ως συ εφόνευσες εκείνους». Ταύτα ως ήκουσεν ο Προφήτης Ηλίας, άνθρωπος ήτο και αυτός, εφοβήθη και ηγέρθη να φύγη, φεύγων δε ήλθεν εις μίαν χώραν Βηρσαβεέ λεγομένην, ήτις ήτο εις τα σύνορα της Ιουδαίας. Εκεί αφήκε το παιδάριον, τον υπηρέτην, ο οποίος ήτο ο Ιωνάς, ως προείπον, αυτός δε επορεύθη εις την έρημον, μιάς ημέρας οδόν. Αγανακτημένος δε επήγε και εκάθησε κάτωθεν ενός δένδρου, το οποίον εβραϊστί μεν λέγεται Ραθμάν, ελληνιστί δε το λέγουν Άρκευθον, το οποίον γίνεται μόνον εις τον τόπον της Παλαιστίνης, είναι δε παρόμοιον ως κέδρος. Εκεί όπου εκάθητο στενοχωρημένος και απηλπισμένος και εζήτει από τον Θεόν τον θάνατον, απεκοιμήθη και ιδού Άγγελος Κυρίου ήλθε και ήγειρεν αυτόν λέγων· «Έγειραι και φάγε». Ηγέρθη ο Προφήτης και βλέπει ότι επάνω του μέρους της κεφαλής του ήτο μία πήττα άρτου από βρίζαν και δοχείον με ύδωρ. Έφαγε τότε και πάλιν απεκοιμήθη. Επήγε δε πάλιν ο Άγγελος εκ δευτέρου και του λέγει· «Έγειραι, φάγε και πίε, ότι πολλήν οδόν έχεις να περιπατήσης». Πάλιν δε ηγέρθη και έφαγε και έπιε. Με την δύναμιν του φαγητού εκείνου επεριπάτησεν ο Προφήτης Ηλίας τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας, έως ου επήγεν εις το όρος το λεγόμενον Χωρήβ, το οποίον λέγεται εις την Γραφήν και Σινά, διότι το Σίναιον όρος έχει δύο κορυφάς και η μεν μία κορυφή λέγεται Σινά, η δε άλλη λέγεται Χωρήβ, εις την οποίαν είδε και ο Μωϋσής την βάτον καιομένην και μη καταφλεγομένην. Εις αυτήν επορεύθη και ο Προφήτης και εισήλθεν εις ένα εκεί σπήλαιον, και ιδού λόγος Κυρίου εγένετο προς αυτόν λέγων· «Διατί ήλθες εδώ, Ηλία»; Είπεν ο Προφήτης· «Ηγάπησεν η ψυχή μου τον Παντοκράτορα Κύριον, διότι σε εγκατέλιπον οι υιοί του Ισραήλ, τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, τους Προφήτας σου εφόνευσαν, μόνον δε εγώ έμεινα Προφήτης μονώτατος και ζητούσι και την ιδικήν μου ζωήν να την αφαιρέσουν». Τότε ηκούσθη φωνή Κυρίου λέγουσα· «Να εξέλθης αύριον και να σταθής έμπροσθεν του Κυρίου εις το όρος τούτο. Και ιδού θέλει έλθει ο Κύριος. Θέλει δε γίνει τότε άνεμος δυνατός, να εξολοθρεύση τα όρη και τας πέτρας, αλλά δεν θέλει είναι εκεί ο Κύριος. Έπειτα θέλει γίνει σεισμός, αλλ’ ουδέ εκεί θέλει είναι. Μετά τον σεισμόν θέλει γίνει πυρ, αλλ’ ούτε εκεί θέλει είναι ο Κύριος. Μετά το πυρ θέλει γίνει φωνή πνοής λεπτής, εκεί θέλει είναι ο Κύριος». Τούτο προέλεγε την θεωρίαν, την οποίαν είδεν ο Προφήτης εις το όρος Θαβώρ, δηλαδή την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ακόμη δε ότι η φωνή εκείνη θέλει είναι ο Πρόδρομος Ιωάννης, ο οποίος ήτο η φωνή του Λόγου. Αλλά ταύτα έγιναν μετά ταύτα. Ως ήκουσεν ο Προφήτης τούτον τον λόγον του Κυρίου, εκάλυψε το πρόσωπόν του με την μηλωτήν του και εξήλθε και εστάθη εις την είσοδον του σπηλαίου. Τότε ιδού πάλιν φωνή εγένετο εκ Θεού προς αυτόν λέγουσα· «Τι περιμένεις εδώ, Ηλία»; Και είπεν ο Ηλίας τα ίδια όπου είπε και την πρώτην φοράν. Λέγει ο Κύριος· «Εγείρου και ύπαγε όπισθεν εις την οδόν σου, και να υπάγης εις την Δαμασκόν την πόλιν, να χρίσης τον Αζαήλ εις βασιλέα της Συρίας και τον Ιηού τον υιόν του Ναμεσσί να χρίσης εις βασιλέα επί τον Ισραήλ, και τον Ελισσαιέ, τον υιόν του Σαφάτ, όπου είναι από την χώραν την Αβελμανουλάν, να τον χρίσης εις Προφήτην, ίνα αντικαταστήση σε». Ανεχώρησε λοιπόν εκείθεν ο Προφήτης Ηλίας και ευρίσκει τον Ελισσαιέ, όστις εκαλλιέργει αγρόν. Παρευθύς έρριψε τότε ο Ηλίας την μηλωτήν του επάνω αυτού· ο δε Ελισσαιέ, καταλιπών τα πάντα, ηκολούθησεν έκτοτε τον Προφήτην Ηλίαν και εγένετο μαθητής και υπηρέτης αυτού. Μετά ταύτα ήτο άνθρωπος τις από τα περίχωρα της Σαμαρείας, ονόματι Ναβουθαί, όστις είχεν άμπελον πλησίον εις το αλώνιον του Αχαάβ, του βασιλέως της Σαμαρείας. Ο δε Αχαάβ, ζηλοτυπών την άμπελον εκείνην, είπεν εις τον Ναβουθαί· «Δος μοι την άμπελόν σου να κάμω κήπον λαχάνων, διότι είναι πλησίον εις τον οίκον μας, και να σου δώσω άλλην αντ’ αυτής. Ει δε και δεν θέλεις να λάβης άλλην άμπελον, λάβε χρήματα δια την τιμήν της». Του λέγει ο Ναβουθαί· «Να μη μου γίνη αύτη η εγκατάλειψις από τον Θεόν μου, να δώσω την πατρικήν μου κληρονομίαν εις άλλον άνθρωπον». Αποτυχών ο Αχαάβ, επέστρεψε λυπημένος εις τον οίκον του, και την εσπέραν από την λύπην του δεν έφαγε, αλλ’ εκοιμήθη νήστις. Η δε μιαρά γυνή αυτού Ιεζάβελ, ως είδεν αυτόν λυπημένον, τον ηρώτησε· «Τι έχεις, ω κύριέ μου, και είσαι ούτω πικραμένος»; Της λέγει εκείνος· «Εζήτησα από τον Ναβουθαί τον Ισραηλίτην την άμπελόν του να την μεταβάλω εις κήπον, και αυτός μοι απεκρίθη· «Να μη δώση ο Θεός να πωλήσω την πατρικήν μου κληρονομίαν». Του λέγει η μιαρά Ιεζάβελ· «Εγέρθητι, κύριέ μου, φάγε και χαίρου, και αύριον θα ενεργήσω εγώ, ώστε να κληρονομήσης χωρίς πληρωμήν την άμπελον του Ναβουθαί». Ο Αχαάβ την εσπέραν εκείνην επαρηγορήθη. Η δε μιαρά Ιεζάβελ γράφει το πρωϊ επιστολήν και σφραγίζει αυτήν με την σφραγίδα του Αχαάβ, απέστειλε δε ταύτην προς τους συμπολίτας του Ναβουθαί, τους εχθρούς του, λέγουσα εις αυτούς· «Να βάλετε ψευδο μάρτυρας κατά του Ναβουθαί, ότι ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και να τον λιθοβολήσετε». Εκείνοι δε, προς χάριν της βασιλίσσης, εψευδομαρτύρησαν κατά του Ναβουθαί και ελιθοβόλησαν αυτόν. Μετά ταύτα οι άνθρωποι εκείνοι έστειλαν μήνυμα εις την Ιεζάβελ, λέγοντες· «Καθώς διετάχθημεν, ούτως έγινεν· παρουσιάσαμεν μάρτυρας ότι ο Ναβουθαί ύβρισε τον Θεόν και τον βασιλέα και τον ελιθοβολήσαμεν, και ιδού απέμεινεν η κληρονομία του έρημος». Τότε η μιαρά εκείνη γυνή Ιεζάβελ, ως έγινε το θέλημά της, είπε προς τον άνδρα της, τον Αχαάβ· «Ιδού απέμεινεν η άμπελος του Ναβουθαί έρημος· όρισε λοιπόν να είναι της βασιλείας σου». Ενώ δε ανεχώρει ο Αχαάβ δια να υπάγη εις την άμπελον εκείνην, είπε Κύριος ο Θεός προς τον Προφήτην Ηλίαν· «Ύπαγε εις συνάντησιν του βασιλέως Αχαάβ της Σαμαρείας, όστις υπάγει να κληρονομήση τον αμπελώνα του Ναβουθαί, και ειπέ προς αυτόν· «Συ έρχεσαι να κληρονομήσης τον αμπελώνα του Ναβουθαί, αλλ’ ούτω λέγει Κύριος ο Θεός· «Εις τον τόπον όπου εχύθη το αίμα του Ναβουθαί, να χυθή και το ιδικόν σου, ως και της μιαράς Ιεζάβελ, της οποίας το αίμα να γλείψωσιν οι κύνες, διότι εζηλεύσατε την άμπελον του γείτονός σας και εκάματε πάντα τρόπον αδικίας δια να την κληρονομήσετε· και άνθρωπος από την γενεάν σου να μη μείνη ήσυχος εις την βασιλείαν». Ταύτα ακούσας ο Προφήτης επήγε καθώς προσετάχθη, και τα είπεν εις τον Αχαάβ. Ο δε Αχαάβ, ως ήκουσε ταύτα, έκλαυσε και ενεδύθη σάκκον, και ενήστευσε μετανοών δια την αμαρτίαν του. Ο δε Θεός εδέχθη την μετάνοιάν του, και πάλιν είπε προς τον Προφήτην· «Βλέπεις πως εμετανόησεν ο Αχαάβ; Δια τούτο δεν θα δώσω την οργήν μου εις τας ημέρας του, αλλά εις τας ημέρας του υιού αυτού». Τούτο δε και εγένετο αληθές κατά τον λόγον του Θεού. Διότι μετά τον θάνατον του Αχαάβ εβασίλευσεν εις την Σαμάρειαν ο υιός αυτού, Οχαζίας ονόματι, ο οποίος έπαυσε να προσκυνή τον μόνον αληθή Θεόν, και προσεκύνει τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, όπως και οι Έλληνες. Μίαν δε των ημερών, αφού πλέον είχεν αποθάνει ο Αχαάβ, πεσών ο νέος βασιλεύς Οχαζίας από τον εξώστην του παλατίου του, ησθένησε. Δεν εζήτησεν όμως ιατρείαν από τον Θεόν, όστις δίδει την υγείαν εις τους ασθενείς, αλλ’ είπεν εις τους ανθρώπους του· «Υπάγετε εις την πόλιν Ακκαρών, εκεί είναι μία μάντις του Βάαλ· εκείνην ερωτήσατε δια την ασθένειάν μου». Πορευομένων δε των ανθρώπων, Άγγελος Κυρίου ελάλησε προς τον Προφήτην Ηλίαν λέγων· «Ύπαγε εις συνάντησιν των ανθρώπων του Οχοζίου και ειπέ προς αυτούς· «Δεν είναι ο Θεός εις την Ιερουσαλήμ, όστις δίδει την υγείαν, αλλά ζητείτε μάντεις; Δια τούτο ούτω λέγει Κύριος ο Θεός: Από την κλίνην, όπου κατάκειται ο βασιλεύς, δεν θέλει εγερθή, αλλ’ εκεί θέλειαποθάνει». Επήγε τότε ο Προφήτης και είπε προς τους ανθρώπους του βασιλέως τον λόγον του Κυρίου, εκείνοι δε επιστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι εις άνθρωπος μας συνήντησε καθ’ οδόν, και μας είπε τούτους τους λόγους. Τους ηρώτησεν ο βασιλεύς· «Τι είδους άνθρωπος ήτο εκείνος»; Λέγουν αυτοί· «Άνθρωπος ήτο, με κόμην μακράν, είχε δε ζώνην δερματίνην εζωσμένην περί την οσφύν του». Λέγει ο βασιλεύς· «Ηλίας ο Θεσβίτης είναι· αλλά σπεύσατε, εις πεντηκόνταρχος να παραλάβη πεντήκοντα στρατιώτας και να υπάγη να τον φέρη». Επήγεν ο πεντηκόνταρχος εις το όρος και ευρών τον Προφήτην, είπε· «Άνθρωπε του Θεού, ο βασιλεύς σε καλεί να κατέλθης». Απεκρίθη ο Προφήτης και είπεν· «Εάν εγώ είμαι άνθρωπος του Θεού, να κατέλθη πυρ από τους ουρανούς να καταφάγη σε και τους ανθρώπους σου». Παρευθύς, με τον λόγον του Προφήτου, κατήλθε πυρ εξ ουρανού και κατέφαγε τον πεντηκόνταρχον και τους πεντήκοντα στρατιώτας αυτού. Ως έμαθεν ο βασιλεύς την υπόθεσιν, απέστειλε πάλιν δεύτερον πεντηκόνταρχον με άλλους πεντήκοντα ανθρώπους. Ομοίως όμως και εκείνους δια προσευχής κατέκαυσεν ο Προφήτης. Έστειλε τότε και τρίτον πεντηκόνταρχον, με άλλους τόσους ανθρώπους. Εκείνος δε ο τρίτος εστάθη από μακρόθεν, έπεσεν εις την γην και εδεήθη του Αγίου λέγων· «Άνθρωπε του Θεού, μη οργισθής εναντίον μου, όπως ωργίσθης κατά του πρώτου και δευτέρου πεντηκοντάρχου και των ανθρώπων αυτών, αλλά λυπήσου με, κατάβηθι, ίνα έλθης εις τον βασιλέα». Τότε Άγγελος Κυρίου είπε προς τον Προφήτην· «Μη φοβηθής, μόνον ύπαγε και μόνος σου εις τον βασιλέα Οχοζίαν». Επήγε λοιπόν ο Ηλίας και ήλεγξε τον βασιλέα, κατά την εντολήν του Κυρίου και εγένετο το τέλος αυτού, εν έτει 896 π.Χ. καθώς προείπεν ο Προφήτης Ηλίας. Μετά δε τον θάνατον τούτου εβασίλευσεν άλλος υιός του Αχαάβ, Ιωράμ ονόματι. Εις τας ημέρας τούτου του βασιλέως ηθέλησεν ο Θεός να πάρη τον Προφήτην Ηλίαν από της παρούσης προσκαίρου ζωής. Τότε παρέλαβεν ο Προφήτης Ηλίας τον μαθητήν του Ελισσαίον, και επήγαν εις τινα τόπον, ονομαζόμενον Γάλγαλα. Εκεί είπεν ο Ηλίας προς τον Ελισσαίον· «Κάθισε συ εδώ, διότι εμέ με απέστειλεν ο Θεός να υπάγω έως την πόλιν Βαιθήλ». Απεκρίθη ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Ήλθον τότε και οι δύο εις την Βαιθήλ· οι δε άνθρωποι όπου ήσαν εις την Βαιθήλ, τέκνα όντες των Προφητών, είπον προς τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον γέροντά σου»; Λέγει ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως την Ιεριχώ». Πάλιν λέγει ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Περιπατούντες δε οι δύο, ήγγισαν εις την Ιεριχώ. Πάλιν δε εκεί οι υιοί των Προφητών είπον εις τον Ελισσαίον· «Γνωρίζεις, ότι σήμερον ο Θεός θέλει να παραλάβη τον διδάσκαλόν σου»; Λέγει και προς εκείνους ο Ελισσαίος· «Και εγώ το γνωρίζω, μόνον σιωπάτε». Πάλιν εκ τρίτου είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Κάθισε εδώ, διότι ο Θεός με απέστειλεν έως τον Ιορδάνην ποταμόν, να υπάγω μόνος». Λέγει πάλιν ο Ελισσαίος· «Ζη Κύριος, και ζη η ψυχή σου, δεν θέλω σε αφήσει». Επορεύθηησαν τότε αμφότεροι εις τον Ιορδάνην ποταμόν. Μετ’ αυτών δε ηκολούθησαν και άλλοι πεντήκοντα άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν τέκνα των Προφητών. Τότε ο Προφήτης Ηλίας έβγαλε την μηλωτήν του και εκτύπησε τον ποταμόν, παρευθύς δε εσχίσθη εις το μέσον ο ποταμός και εγένετο οδός, από την οποίαν επέρασαν ως δια ξηράς εις το πέραν. Μετά ταύτα είπεν ο Ηλίας εις τον Ελισσαίον· «Ζήτησον να σου γίνη κανέν χάρισμα, πριν αναληφθώ από σου». Λέγει ο Ελισσαίος· «Ας γίνη η χάρις του Θεού, την οποίαν έχεις, διπλή εις εμέ». Απεκρίθη ο Ηλίας· «Μέγα χάρισμα εζήτησας, πλην, εάν με ίδης, όταν αναληφθώ, να γίνη εις σε ως εζήτησας· εάν δε δεν με ίδης, να μη γίνη». Εκεί τότε, καθώς ωμίλουν, ιδού εφάνη ως άρμα πύρινον και ίπποι πύρινοι, και ήρπασαν τον Προφήτην Ηλίαν και τον ανέβαζον ως εις τον ουρανόν. Ο δε Ελισσαίος βλέπων αυτόν υψούμενον, έκραξε μεγαλοφώνως· «Πάτερ, άρμα Ισραήλ, και ιππεύς αυτού»· όπερ ερμηνεύεται, ότι οι μεν βασιλείς των Εβραίων είχον ίππους και αμάξας και ίππευον ως εξουσιασταί, συ δε, ω Προφήτα, είσαι και άρμα και ιππεύς, και εξουσιαστής του Ισραήλ. Ταύτα λέγων ο Ελισσαίος εκράτησε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού και πλέον δεν τον είδεν. Ως δε ητοιμάζετο να περάση τον Ιορδάνην και ευρίσκετο εις το χείλος του ποταμού, έλαβε την μηλωτήν του Προφήτου Ηλιού, η οποία έπεσεν επάνωθεν αυτού και με εκείνην εκτύπησε το ύδωρ, αλλά δεν εσχίσθη. Τότε είπεν ο Ελισσαίος· «Που είναι ο Θεός Ηλιού του πατρός μου»; Και μετά το ειπείν τον λόγον, πάλιν δεύτερον εκτύπησε το ύδωρ και εσχίσθη εις δύο και διεπέρασε δια ξηράς εις το πέραν. Ιδόντες δε οι υιοί των Προφητών, οίτινες ήσαν εις την Ιεριχώ, ότι ούτως εθαυματούργησεν ο Ελισσαίος, είπον· «Ανεπαύθη το πνεύμα του Προφήτου Ηλιού επί τον Ελισσαίον». Τότε εξήλθον εις συνάντησίν του, και τον επροσκύνησαν έως την γην. Ήσαν δε τότε 895 χρόνοι προ Χριστού. Τα μεν έργα και θαύματα του Προφήτου ούτως έγιναν, ευλογημένοι Χριστιανοί, καθώς εν συντόμω τα ακούσατε. Ίσως δε να ερωτήση τις, ότι επειδή η Παλαιά Διαθήκη δεν γράφει, ότι απέθανεν ο Προφήτης ούτος, αλλά ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, άραγε απέθανε φυσικόν θάνατον, ως οι άλλοι άνθρωποι, οι τε δίκαιοι και οι αμαρτωλοί, ή είναι έως την σήμερον ζων; Εάν δε είναι ζων εις ποίον τόπον ευρίσκεται; Ή διατί είναι ζων και δεν απέθανε, και πότε θέλει αποθάνει; Προς αυτάς τας ερωτήσεις λέγομεν απόκρισιν όχι ιδικήν μας, αλλά της θείας Γραφής. Ο Προφήτης ούτος εφάνη μεν ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, καθώς το ηκούσατε, αλλά εις τον ουρανόν δεν ανέβη· δια τούτο λέγει και η Παλαιά Γραφή, ότι ανέβη ως εις τον ουρανόν, επειδή δεν είναι δυνατόν σώμα φθαρτόν να αναβή εις τον ουρανόν. Ουδέ άλλος τις ανέβη ποτέ εις τους ουρανούς μετά του σώματος, μόνον ο Χριστός, καθώς το λέγει και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εις το τρίτον αυτού Κεφάλαιον· «Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν ειμή ο εκ του ουρανού καταβάς, ο υιός του ανθρώπου, ο ων εν τω ουρανώ». Ο δε Απόστολος Παύλος, εν τη προς Εφεσίους Επιστολή, εις το τέταρτον Κεφάλαιον, τούτο αποδεικνύει λέγων· «Ο καταβάς, αυτός εστι (τουτέστι ο Χριστός) και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα». Άλλος τις εκτός από τον Χριστόν, ως είπον, δεν ανέβη εις τον ουρανόν. Αλλ’ ο Θεός, θέλων να φυλάξη τον Προφήτην Ηλίαν, δια να έλθη εις το τέλος του κόσμου να ελέγξη τον Αντίχριστον, δια τούτο άφησε μεν να φανή ότι ανελήφθη ως εις τον ουρανόν, πλην εδώ κάτω εις την γην ευρίσκεται ζων μετά του φθαρτού σώματος, αν και ημείς δεν τον βλέπομεν με τους αισθητούς οφθαλμούς ως ανάξιοι όντες της τοιαύτης θεωρίας. Εις ποίον δε τόπον ευρίσκεται ουδείς Άγιος, ούτε διδάσκαλος της Εκκλησίας μας το έγραψε, και δια τούτο μήτε ημείς δεν δυνάμεθα να αποφασίσωμεν περί του τόπου, τόσον δε μόνον γνωρίζομεν, ότι ο Θεός, όστις τον έτρεφε και άλλοτε δια κόρακος, αυτός δύναται και τώρα δι’ Αγγέλου να τον τρέφη μέχρι της συντελείας του κόσμου. Ότι δε είναι ακόμη ζων και ότι μέλλει να έλθη πάλιν σωματικώς μετά του δικαίου Ενώχ να ελέγξη τον Αντίχριστον και να διδάξη τον κόσμον να μη πιστεύσουν εις αυτόν τον πλάνον Αντίχριστον, και ότι τότε μέλλει να λάβη τον θάνατον εκ των χειρών του Αντιχρίστου, το λέγει και ο Προφήτης Μαλαχίας εις το τέταρτον Κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού· «Ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου την μεγάλην και επιφανή, ος αποκαταστήσει καρδίαν πατρός προς υιόν και καρδίαν ανθρώπου προς τον πλησίον αυτού, μη ελθών πατάξω την γην άρδην». Αλλά και ο Θεολόγος Ιωάννης εις το βιβλίον της Αποκαλύψεως αυτού, εις το ενδέκατον Κεφάλαιον πλέον καθαρώτατα και λεπτότερα το διηγείται, λέγων ούτως· «Και δώσω τοις δυσί μάρτυσί μου (δηλαδή εις τους Προφήτας Ηλίαν και Ενώχ), και προφητεύσουσιν ημέρας χιλίας διακοσίας εξήκοντα (ήτοι μόνον τρεις χρόνους και πέντε και ήμισυν μήνας), περιβεβλημένοι σάκκους. Ούτοι εισιν αι δύο ελαίαι και αι δύο λυχνίαι αι ενώπιον του Κυρίου της γης εστώσαι και ει τις αυτούς θέλει αδικήσαι, πυρ εκπορεύεται εκ του στόματος αυτών και κατεσθίει τους εχθρούς αυτών· και ει τις θέλει αυτούς αδικήσαι, ούτω δει αυτόν αποκτανθήναι. Ούτοι έχουσιν εξουσίαν τον ουρανόν κλείσαι, ίνα μη υετός βρέχει εν ταις ημέραις της προφητείας αυτών, και εξουσίαν έχουσιν επί των υδάτων στρέφειν αυτά εις αίμα, και πατάξαι την γην εν πάση πληγή, οσάκις εάν θελήσωσι. Και όταν τελέσωσι την μαρτυρίαν αυτών, το θηρίον το αναβαίνον εκ της αβύσσου ποιήσει μετ’αυτών πόλεμον και νικήσει αυτούς και αποκτενεί αυτούς. Και το πτώμα αυτών (ρίψει) επί της πλατείας της πόλεως της μεγάλης, ήτις καλείται πνευματικώς Σόδομα και Αίγυπτος, όπου και ο Κύριος αυτών εσταυρώθη. Και βλέπουσιν εκ των λαών και φυλών και γλωσσών και εθνών το πτώμα αυτών ημέρας τρεις και ήμισυ, και τα πτώματα αυτών ουκ αφήσουσι τεθήναι εις μνήμα. Και οι κατοικούντες επί της γης (ήτοι όσοι πιστεύσουν εις τον Αντίχριστον) χαίρουσιν επ’ αυτοίς, και ευφρανθήσονται και δώρα πέμψουσιν αλλήλοις, ότι ούτοι οι δύο Προφήται εβασάνισαν τους κατοικούντας επί της γης». (Αποκ. Ιωάν. ια: 3-10). Ιδού, βοηθεία Θεού, εδιαλύσαμεν τας απορίας μας. Πρέπει δε και τούτο να γνωρίζετε, ότι τα θαύματα, τα οποία ηκούσατε ότι έκαμεν ο Προφήτης Ηλίας, τα μαρτυρεί και το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, αλλά και οι Απόστολοι. Διότι ο μεν Ευαγγελιστής Λουκάς εις το τέταρτον Κεφάλαιον λέγει δια την Σαρεφθίαν χήραν ούτως, ως εκ προσώπου του Χριστού, προς τους Ιουδαίους· «Επ’ αληθείας δε λέγω υμίν, πολλαί χήραι ήσαν εν ταις ημέραις Ηλιού εν τω Ισραήλ, ότε εκλείσθη ο ουρανός επί έτη τρία και μήνας εξ, ως εγένετο λιμός μέγας επί πάσαν την γην, και προς ουδεμίαν αυτών επέμφθη Ηλίας, ειμή εις Σάραπτα της Σιδωνίας προς γυναίκα χήραν». Δια δε την προσευχήν όπου έκαμε και δεν έβρεξεν ο Θεός επί της γης τρεις χρόνους και εξ μήνας, ο Αδελφόθεος Ιάκωβος το λέγει εις το πέμπτον Κεφάλαιον της Καθολικής αυτού επιστολής ούτως· «Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ· και πάλιν προσηύξατο, και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής». Ότι δε και δια προσευχής κατεβίβασεν ο Προφήτης Ηλίας πυρ εξ ουρανού και έκαυσε τους δύο πεντηκοντάρχους μετά των στρατιωτών, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και τούτο το βεβαιώνει εις το ένατον Κεφάλαιον του Ευαγγελίου αυτού λέγων, ως από προσώπου των Αποστόλων προς τον Χριστόν· «Κύριε, θέλεις είπωμεν πυρ καταβήναι εξ ουρανού, και αναλώσαι αυτούς, ως και Ηλίας εποίησεν»; Αλλά και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν εις το ενδέκατον Κεφάλαιον λέγει τους λόγους του Προφήτου· «Κύριε, τους Προφήτας σου απέκτειναν, και τα θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, καγώ υπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου». Ταύτα είναι τα εξαίσια θαύματα τα οποία εν τη παρούσι ζωή ευρισκόμενος ετέλεσε ο Προφήτης Ηλίας. Όμως και μετά την ως εις ουρανούς ανάληψίν του δεν έπαυσεν ο Άγιος θαυματουργών και ελέγχων την παρανομίαν. Δια τούτο και όταν ο Ιωράμ ο βασιλεύς της Ιουδαίας, ο υιός του Ιωσαφάτ, αφήκε την λατρείαν του αληθινού Θεού και ελάτρευε τα είδωλα, τον ήλεγξε δριμύτατα δι’ επιστολής του την οποίαν του έστειλε δια θείου Αγγέλου οκτώ έως δέκα έτη από της αναλήψεώς του. (εις την Παλαιάν Διαθήκην βιβλίον β’ των Παραλειπομένων, Κεφάλαιον εικοστόν πρώτον στίχος 12 γράφονται δα την εν λόγω επιστολήν του Προφήτου Ηλία ταύτα: «Και ήλθεν αυτώ –τω Ιωράμ δηλαδή- εν φραφή παρά Ηλιού του Προφήτου λέγων· τάδε λέγει Κύριος Θεός Δαβίδ του πατρός σου…»). Τον απειλούσε δε δια της επιστολής ταύτης ότι θα ασθενήση, τούτο δε και εγένετο δια την αμετανόητον κατάστασίν του. Αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει ο Άγιος θαυματουργών και ευεργετών ημάς· ( Ο Ιερός Δοσίθεος Πατριάρχης Ιεροσολύμων εν τη Δωδεκαβίβλω αυτού –βιβλίον ΙΒ΄ κεφάλαιον β΄ παράγραφος β΄ σελίς 1192- διηγείται το εξής θαύμα, όπερ έλαβε χώραν κατά την εικοστήν Ιουλίου, ημέραν της εορτής του Αγίου με το παλαιόν Ορθόδοξον ημερολόγιον, εν Βελιγραδίω, παρόντος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Παϊσίου παρευρεθέντος εκεί κατά τινα μετάβασίν του, λέγων επί λέξει τα εξής: «… Ο ουν Παϊσιος από Ιασίου ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, είτα εις Ανδριανούπολιν, Φιλιππούπολιν, Σόφιαν και Βελιγράδιον, εν ω όντος αυτού του Πατριάρχου Παϊσίου, συνέβη γενέσθαι τοιούτον τι. Γυνή τις ορθόδοξος Λατινίδι γυναικί ζυμώσαι θελούση κατά την εικοστήν του Ιουλίου, εν η η του Ηλιού του Προφήτου εορτάζεται μνήμη, είπε· «Σήμερον εστίν η εορτή Ηλιού του Προφήτου, και μη άπτου έργων». Η δε Λατινίς υπολαβούσα έφη, ότι δέκα παρήλθον ημέραι από της εορτής Ηλιού του Προφήτου, και ούτως αμφότεραι αλλήλαις εφιλονείκουν, ει άρα αι δέκα ημέραι καλώς προσετέθησαν παρά των παπιστών, και ήρξατο η Λατινίς ζυμούσα. Και ω του θαύματος! Μετεβέβλητο εν ταις χερσίν αυτής το φύραμα εις λίθον, οίον εστι το κισσήριον, το κοινώς λεγόμενον πωρί, και ηκούσθη εις την Σερβίαν το πράγμα, και διένειμαν εαυτοίς τον λίθον οι άνθρωποι εις μαρτύριον και έλαβε και ο Παϊσιος μέρος εκ της πέτρας, όπερ έως του νυν κείται κρεμάμενον εις την εικόνα του Προφήτου εν τω κατά την Ιερουσαλήμ Μοναστηρίω αυτού. Είτα ο Παϊσιος απήλθεν εις Σέρρας, Θεσσαλονίκην και Βέροιαν και αύθις εις Κωνσταντινούπολιν, κακείθεν εις Ιεροσόλυμα…»· πρέπον δε είναι και ημείς, οίτινες ευεργετούμεθα υπό των Αγίων και ακούομεν τας διηγήσεις και τους λόγους αυτών, να σπουδάζωμεν πώς να γίνωμεν και μιμηταί τούτων, δια να τύχωμεν και ημείς της βασιλείας των ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και Αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”