Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Νοεμβρίου, οι Άγιοι Μάρτυρες ΕΛΠΙΔΙΟΣ, ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΕΥΣΤΟΧΙΟΣ πυρί τελειούνται.

Δημοσίευση από silver »

Ελπίδιος, Μάρκελλος και Ευστόχιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου, εν έτει τξα΄ (361). Εκ τούτων των Αγίων Μαρτύρων ο μακάριος Ελπίδιος ήτο μέλος της Συγκλήτου εμπεπιστευμένος τα μυστικά πράγματα του αποστάτου Ιουλιανού, νόμους δε γράφων εγνωρίσθη ότι είναι Χριστιανός. Παρασταθείς λοιπόν εις τον αποστάτην και μη πεισθείς να αρνηθή τον Χριστόν, ενεδύθη ένδυμα τραχέως υφασμένον με τρίχας αιγός, το οποίον είχε μεν καρφωμένους τριβόλους σιδηρούς, επάνω δε ηλείφετο με πίσσαν βραστήν και με αυτήν εστερεώνοντο οι τρίβολοι· έπειτα κτυπώμενον έξωθεν το ένδυμα εκείνο κατετρύπα τας έσωθεν σάρκας του Αγίου με τας αγκίδας των τριβόλων. Μετά ταύτα ερρίφθη ο Άγιος εντός λάκκου και κατεκάη εις τας σάρκας με ύδωρ ζέον, το οποίον εχύνετο εις όλον το σώμα του. Είτα τίθεται επί των καταξηρανθεισών σαρκών του έμπλαστρον κατεσκευασμένον μεν από πίσσαν και λίπος και από άλλα κολλητικά και καυστικά είδη, πυρωμένον δε ον καθ’ υπερβολήν. Ακολούθως δε ποτίζεται ποτά τινά δριμύτατα αναμεμιγμένα με θείον και άσφαλτον. Μετά ταύτα προσαχθέντων και των Αγίων Μαρτύρων Ευστοχίου και Μαρκέλλου, προσεδέθησαν εις αγρίους ίππους και ταύρους επί τω σκοπώ ίνα διασπαραχθώσιν υπ’ αυτών, αλλ’ όμω τα ζώα έμειναν ακίνητα υπό θείας Δυνάμεως. Όθεν κατεθλάσθησαν τα μέλη των με ραβδία χοντρά και ούτως ερρίφθησαν εις το πυρ, εις το οποίον ευρισκόμενοι παρέδωκαν οι αοίδιμοι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Λέγουσι δε ότι μετά ταύτα ενεταφιάσθησαν μεν αυτών τα τίμια λείψανα εις το Καρμήλιον όρος, ευθύς δε γενομένων αστραπών και βροντών παρεγένετο εκεί ο Δεσπότης Χριστός μετά των Αγγελικών Δυνάμεων και ησπάσατο τους Μάρτυρας. Και τον μεν Ευστόχιον και Μάρκελλον μετέθηκεν εις τόπον, τον οποίον Αυτός ηθέλησε, τον δε θαυμαστόν Ελπίδιον ανέστησε και ενδυναμώσας αυτόν απέστειλεν ίνα αγωνισθή εις το Μαρτύριον το δεύτερον. Τούτον βλέπων ο Ιουλιανός προσέταξε να απλωθή δεδεμένος από τα τέσσαρα άκρα και να δέρηται αδιακόπως· έπειτα να χύνηται όξος και άλας επί των πληγών του, αι οποίαι να τρίβωνται με πανία τρίχινα. Μετά ταύτα ηπλώθη ο του Χριστού Μάρτυς επί ανημμένων ανθράκων, από τους οποίους έβαλον και επ’ αυτής ακόμη της κεφαλής του. Είτα κρεμάται επί του βασανιστηρίου ξύλου και τίθεται επί των ώμων του σιδηρούς θυρεός, ο οποίος είχεν οπήν, εις το μέσον δε του θυρεού τούτου ετέθη σωρός ανημμένων ανθράκων, ίνα κατακαύση τα αισθητήριά του. Ακολούθως δε εκτυπήθη εις την κεφαλήν με κόρακα σιδηρούν. Επειδή δε εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής από όλα τα βασανιστήρια, πολλούς απίστους επέστρεψεν εις την πίστιν του Χριστού και κατέπεισε τούτους να συντρίψωσι τα είδωλα. Τελευταίον δε ριφθείς ο Μάρτυς εντός ανημμένης καμίνου, παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού και ούτως έλαβε παρ’ Αυτού της νίκης τον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Ματθαίος ο θείος Απόστολος ήτο από την Κανά της Γαλιλαίας, εις την οποίαν εποίησε το πρώτον θαύμα ο Κύριος, ήτο δε τελώνης την τάξιν, ήτοι ενοικιαστής των τελών και των φόρων, επάγγελμα το οποίον είχον οι Εβραίοι ως άδικον, διότι επλούτει από τας πολλάς αδικίας. Ούτος καθήμενος ποτε εις το τελωνείον ήκουσε τον Κύριον λέγοντα εις αυτόν· «Ακολούθει μοι». Όθεν κατ’ αυτήν την ώραν αφήκεν όλα και ηκολούθησε τον Κύριον, έκαμε δε εις τον οίκον του φιλοξενίαν μεγάλην εις αυτόν, καθώς το λέγει ο ίδιος εις το Ευαγγέλιόν του. Εκάλεσε δε και τους συγγενείς και φίλους του, δια να παρακινηθώσι και πιστεύσωσιν εις τον Χριστόν, καθώς και εκείνοι αδιστάκτως επίστευσαν. Έκτοτε δε συνηριθμήθη με τους λοιπούς Αποστόλους. Οι δε Γραμματείς και Φαρισαίοι, ως κακότροποι, κατέκρινον τον Δεσπότην, προς τους Μαθητάς αυτού λέγοντες· «Διατί τρώγει και πίνει με τελώνας και αμαρτωλούς ο Διδάσκαλός σας;» Ο δε Ιησούς, ταύτα ως καρδιογνώστης γινώσκων, έδωκεν άλλην ημέραν προς τους Μαθητάς και τους Φαρισαίους περί τούτου τοιαύτην δικαίαν απάντησιν λέγων· Οι υγιείς τον ιατρόν δεν χρειάζονται, αλλά μόνον οι ασθενείς· και «μάθετε τι εστιν, έλεον θέλω και ου θυσίαν· ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ:13). Έγινε δε αυτόπτης και κοινωνός εις όλα τα σημεία και θαύματα, τα οποία εποίησεν ο Κύριος προ της σωτηρίου Σταυρώσεως και μετά την ένδοξον Ανάστασιν. Μετά δε την του Παναγίου Πνεύματος κάθοδον απήλθον οι θείοι Απόστολοι, έκαστος κατά τον κλήρον όπου του έτυχε, να κηρύξουν εις τον κόσμον τον σωτήριον λόγον επιστρέφοντες τους Έλληνας· τότε και ο ιερώτατος Ματθαίος, αφ’ ου εδέχθη την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής και εσοφίσθη τα θεία, εδίδαξε πρώτον τους Εβραίους, διότι ήτο κατά πολλά ζηλωτής, έχων αγάπην εις αυτούς και επεθύμει να γνωρίσωσι την ευσέβειαν. Δια την οποίαν αιτίαν τους έγραψε πρώτος από τους άλλους το Άγιον Ευαγγέλιον εις Εβραϊκήν διάλεκτον, οκτώ έτη μετά την Ανάληψιν του Χριστού, αρχίζων από την γενεαλογίαν του Αβραάμ· και πρώτον μεν διηγείται την κατά Σάρκα του Χριστού Γέννησιν, την Βάπτισιν, τους πειρασμούς τους οποίους υπέστη, καθώς και την ιδικήν του πρόσκλησιν, ομολογών μόνος του, ότι ήτο αρχιτελώνης, δια κατηγορίαν εαυτού ως ταπεινόφρων και μέτριος· έστειλε δε αυτό εις τους νεοφωτίστους Ιουδαίους· διδάξας δε τους Πάρθους και Μήδους και συστησάμενος Εκκλησίας εις αυτούς και εις άλλα έθνη πολύγλωσσα, εβασανίσθη πολλά και εκακοπάθησεν από δίψαν και πείναν και μάστιγας, τα οποία όλα υπέμεινεν, έχων τον Θεόν βοηθόν του. Μετά ταύτα διενοήθη ο θείος Απόστολος να ησυχάση εις κανέν μέρος, διότι εβαρύνθη τους κόπους, τους κινδύνους και την κακοπάθειαν. Αναβάς λοιπόν εις τι όρος ησκήτευεν εκεί πολύν χρόνον, μονοχίτων και αίθριος, ήτοι χωρίς οίκον ή σπήλαιον, αλλά από μόνον τον ουρανόν σκεπόμενος. Ύστερον δε του εφάνη ως παιδίον ο Κύριος ημών, ο κατ’ αρχάς πλάσας τον άνθρωπον, και απλώσας την δεξιάν του χείρα, του έδωκε ράβδον λέγων· «Κατάβα εκ του όρους και ύπαγε εις Μυρμήνην, φύτευσε δε αυτήν εις το κατώφλιον του εκεί αγιάσματος, η οποία θέλει ριζωθή με την ιδικήν μου δύναμιν, να γίνη δένδρον πολύκαρπον. Από τους κλώνους του θα στάζη μέλι γλυκύτατον και θα εξέλθη βρύσις από την ρίζαν του, από το νερόν της οποίας λουόμενοι οι θηριόγνωμοι της χώρας άνθρωποι και από τον γλυκασμόν του δένδρου μεταλαμβάνοντες θέλουν γλυκανθή εις την αίσθησιν, να παύσουν από τας παρανομίας των». Τότε λαμβάνων με ευλάβειαν την ράβδον, την οποίαν του έδωκεν ο Κύριος, επήγαινεν εις το προκείμενον· και κατά την οδόν τον υπήντησεν η βασίλισσα της πόλεως εκείνης, Φουλβάνα ονόματι, μετά του υιού της και της νύμφης της, οίτινες αμφότεροι είχον δαιμόνια, τα οποία εφώναζον προς τον Απόστολον λέγοντα· «Ποίος σε ηνάγκασε να έλθης εδώ εις τον τόπον μας και σου έδωκε την ράβδον αυτήν εις αφάνισίν μας;» Ο δε Απόστολος, επιτιμήσας αυτά με πραείαν φωνήν, εθεράπευσε τους ατακτούντας εκείνους και τους έκαμε να τον ακολουθούν σωφρονισμένοι και εύτακτοι. Ο δε Επίσκοπος της πόλεως Πλάτων, μαθών την παρουσίαν του Αποστόλου, εξήλθε με τους Κληρικούς του όλους να τον προϋπαντήση ως έπρεπε· και πηγαίνοντες αμφότεροι εις την πόλιν, εφύτευσαν την ράβδον έμπροσθεν του λαού, τον Κύριον ευλογήσαντες. Τότε παρευθύς (ω του θαύματος!) ερρίζωσεν εκείνο το ξηρόν ξύλον και έκαμε κλάδους και καρπόν ώριμον, γλυκύτερον μέλιτος· από δε την ρίζαν εξήλθεν ύδωρ· και πάντες οι παρεστώτες εξέστησαν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον θέαμα, το οποίον ηκούσθη εις όλην την πόλιν. Και συντρέχον το πλήθος των πολιτών και της γλυκύτητος του καρπού μεταλαμβάνοντες, μετέβαλον εις ημερότητα και πραότητα την προτέραν ωμότητα. Μαθών δε και ο βασιλεύς τα γενόμενα, ημέρωσε την ψυχήν ολίγον· αλλά πάλιν ύστερον τον ηνάγκαζεν ο δαίμων να κατακαύση τον Απόστολον, διότι δεν εχώριζεν ουδόλως από τον ευεργέτην αυτής η βασίλισσα. Αλλά πάλιν ο Σωτήρ εφάνη νύκτα τινά προς τον Απόστολον λέγων· «Αν και ο βασιλεύς μελετά κακά δια σε, πλην μη φοβείσαι, έχων εμέ εις βοήθειάν σου». Ταύτην την οπτασίαν εφανέρωσε προς τον Επίσκοπον, ευχαριστών τον Κύριον. Έστειλε δε τότε ο βασιλεύς τέσσαρας στρατιώτας να τον συλλάβωσιν, οίτινες πλησιάσαντες αυτόν ετυφλώθησαν· και υποστρέψαντες ανήγγειλαν εις τον βασιλέα το γενόμενον. Ο δε εθυμώθη περισσότερον και απέστειλεν άλλους, οίτινες, όταν επλησίασαν, ήτο εκεί παρών ο Δεσπότης ως παιδίον ωραίον, του οποίου τας ακτίνας και την λαμπρότητα του φέγγους μη δυνάμενοι να βλέπωσι, επέστρεψαν άπρακτοι και είπον προς τον βασιλέα την όρασιν, εκείνος δε επήγε θυμωμένος από τον ευρετήν της κακίας να θανατώση με τας χείρας του τον Απόστολον. Αλλ’ ευθύς ως επλησίασεν ετυφλώθη. Όθεν έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, με ταπείνωσιν λέγων· «Συγχώρησόν μου την άγνοιαν και φώτισόν μου τους οφθαλμούς». Σπλαγχνισθείς αυτόν ο Απόστολος, και ποιήσας σταυρόν εις αυτόν τον εφώτισεν. Ο δε, αγνώμων προς τον ευεργέτην γενόμενος, επρόσταξε τους στρατιώτας να καρφώσουν εις την γην τας χείρας και τους πόδας του· έπειτα να βάλωσιν επάνω του σωρόν ξύλα, και άνωθεν να τον περιχύνωσι με έλαιον δελφίνος, πίσσαν και άσφαλτον, κάτωθεν δε να εκκαίωσι την φλόγα με κλήματα. Οι δε φονείς αρπάσαντες τον Άγιον τον έφερον ως θυσίαν εις ητοιμασμένον βωμόν, και καρφώνοντες αυτόν χαμαί ήναψαν τα ξύλα επάνω του. Τότε όμως θαυμασίως εδροσίσθη η εκ του πυρός συρίζουσα κάμινος και πλέον ουδόλως έκαιε. Το θαυμάσιον τούτο έκαμε τους περιεστώτας ειδωλολάτρας και ετρόμαξαν και εδόξαζον τον Θεόν του Αποστόλου μεγαλοφώνως, θαυμάζοντες. Ο δε βασιλεύς εταράχθη, και ηρώτησε διατί εφώναζον. Μαθών δε το γενόμενον, είπε ταύτα· «Θέλω να αποδείξω φανερωτέραν του ανδρός την ευσέβειαν, εάν είναι αληθή αυτό όπερ έγινε». Και συνάξας πολλά κάρβουνα από τα λουτρά απτόμενα και δεμάτια φρυγάνων, έβαλε τους χρυσούς του θεούς επάνω εις την κάμινον, εις την οποίαν ήτο ο Απόστολος, θέτων και τριγύρω της καμίνου άλλους ανδριάντας, ραίνων δε με την ξηράν ύλην εκείνον τον σωρόν των ανθρώπων, επεκαλείτο τους θεούς αυτού εις βοήθειαν, και προσευχομένου του Αποστόλου κάτωθεν, έγινε και άλλο θαύμα εξαίσιον. Ήτοι το πυρ έκλινε και εξεχύθη εις τους έξω ανδριάντας και τους έκανε στάκτην. Αφού λοιπόν κατέκαυσεν αυτούς έτρεξε και προς εκείνον τον υπερήφανον, όστις έφευγε φοβούμενος μήπως τον φθάση το πυρ. Επέστρεψε δε εις την κάμινον ζητών τον Απόστολον εις βοήθειαν. Ο δε Άγιος εποίησε προσευχήν απ’ εκεί και εσύρθη η φλόγα με βροντήν προς εαυτόν, και ούτως ελύτρωσε τον βασιλέα από τον κίνδυνον. Έπειτα λέγει ταύτα· «Κύριε, εις χείρας σου παραδίδω την ψυχήν μου» και απήλθεν εις την ουράνιον αγαλλίασιν. Το δε τίμιον αυτού και πάνσεπτον λείψανον έμεινεν αβλαβές από το πυρ και προστάσσει ο βασιλεύς να το βάλουν εις βασιλικήν κλίνην, αίροντες δε αυτό οι αυλικοί και προύχοντες εις τους ώμους των, το επήγαν εις τα βασίλεια. Επειδή όμως ο βασιλεύς δεν είχεν ακόμη την πίστιν σωστήν και ακεραίαν εις την ψυχήν του, αλλά χωλαίνουσαν, επρόσταξε να ποιήσωσι σιδηράν θήκην, εις την οποίαν εσφάλισε το λείψανον του Αγίου, λέγων ταύτα προς την σύγκλητον· «Εάν ο Θεός, τον οποίον εγνωρίσαμεν δια μέσου του, τον φυλάξη αβλαβή από τον βυθόν της θαλάσσης, καθώς και το πυρ δεν τον ήγγισε, αυτός είναι δυνατός Θεός και των στοιχείων εξουσιαστής και ανώτερος, και πρέπει να αρνηθώμεν τους θεούς μας, επειδή καν εαυτούς δεν ηδυνήθησαν να λυτρώσουν από το πυρ, αλλά κατεφλέχθησαν, και να σεβώμεθα χωρίς δισταγμόν και αμφιβολίαν τοιούτον Θεόν παντοδύναμον». Ταύτα ειπών προσέταξε και έρριψαν εκείνην την σιδηράν θήκην εις το πέλαγος· τούτου γενομένου φαίνεται την νύκτα ο Ευαγγελιστής εις τον Επίσκοπον, λέγων· «Ύπαγε προς τα ανατολικά του παλατίου να εύρης ομού με την θήκην και το εμόν λείψανον». Ο δε Αρχιερεύς απήλθε με τους εκλεκτούς και λογίους άνδρας εις τον υποδειχθέντα τόπον. Βλέποντες δε την λάρνακα ότι ήρχετο επάνω των υδάτων πλέουσα, ανευφήμησαν με ύμνους επινικίους τον Κύριον, όστις ελύτρωσε τον άξιον δούλον του εκ πυρός τε και ύδατος. Ταύτα βλέπων ο βασιλεύς απέρριψε την απιστίαν άπασαν, και παρεκάλει τον Αρχιερέα να του δώση συγχώρησιν και το Άγιον Βάπτισμα, όστις θεωρών την θερμότητα της προαιρέσεως αυτού του ανέγνωσε τους αφορισμούς κατά του δαίμονος πρότερον. Έπειτα, ότε τον εβάπτιζεν, ήκουσε φωνήν άνωθεν φερομένην, ήτις του έλεγε· «Μη ονομάσης αυτόν Φουλβιανόν, αλλά Ματθαίον». Τότε ο βασιλεύς αναγεννηθείς εις του Αποστόλου το όνομα, μετά την εβδόμην ημέραν της αυτού καθάρσεως συνέτριψε με την ψυχήν του πάντα τα είδωλα, όσα ήσαν εις όλους τους τόπους των, και επιμεληθείς το άγιον λείψανον ως έπρεπεν, έκαμεν όλους τους υπηκόους του και εβαπτίσθησαν. Ο δε Απόστολος εφάνη εις οπτασίαν, και λέγει ταύτα προς τον Επίσκοπον· «Χειροτόνησε τον βασιλέα Πρεσβύτερον και τον υιόν του Διάκονον και μετά τρία έτη θέλεις έλθει προς Κύριον και τότε ας γίνη ο συνώνυμός μου βασιλεύς Επίσκοπος και μετά την τελείωσιν αυτού ας γίνη ο υιός του διάδοχος». Αφού δε παρήλθον τα τρία έτη, απήλθεν ο Πλάτων προς Κύριον, αφήνων εις τον βασιλέα Ματθαίον τον θρόνον του, και αυτός πάλιν εις τον υιόν του, κατά την του Αποστόλου διάταξιν. Ταύτα τα οποία εγράψαμεν άνωθεν, ήτοι το Μαρτύριον του Ευαγγελιστού Ματθαίου, ηρανίσθημεν από τον Συναξαριστήν, τον οποίον έγραψε Νικηφόρος ο Ξανθόπουλος. Αλλά ο Μεταφραστής διηγείται με συντομίαν την υπόθεσιν λέγων, ότι «Αφού εδίδαξε τους Πάρθους, επήγεν εις διαφόρους πόλεις και χώρας κηρύττων και επιστρέφων πολλούς προς ευσέβειαν και τελευταίον απήλθεν εις Ιεράπολιν της Συρίας, ήτις είναι εις τον Ευφράτην ποταμόν, και αφού έφερε τους εγχωρίους εις την θεογνωσίαν, εβάπτισεν άπαντας, ωκοδόμησεν Εκκλησίας και διδασκαλεία, εχειροτόνησε Διακόνους, Ιερείς και Επισκόπους, εθεράπευσεν αναριθμήτους ασθενείς και δαιμονισμένους και άλλα διάφορα θαυμάσια έπραξε, και πολλά κοπιάσας δια την ευσέβειαν, ήλθεν εις το ποθούμενον τέλος πλήρης ημερών γενόμενος και ούτως απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον. Το δε ιερόν και πάνσεπτον αυτού λείψανον ενεταφίασαν με δόξαν και λαμπροφορίαν ανείκαστον». Τούτον τον μύστην και Ευαγγελιστην του Χριστού ας εορτάσωμεν και ημείς με καθαράν συνείδησιν μετανοούντες δια τας αμαρτίας ημών εξ όλης της καρδίας και μη είπη τις ότι έχει πολλάς ανομίας και ο Θεός δεν τον δέχεται. Διότι αφού τούτον τον τελώνην εδέχθη ο πολυέλεος και τον ανέδειξεν από αρχιτελώνην Απόστολον, πως να μη υποδεχθή και πάντας τους αμαρτήσαντας; Μη είπη δε τις ότι τον Ματθαίον προσεκάλεσεν, αλλ’ εμέ δεν δέχεται. Διότι δια τούτο υψώθη εις τον Σταυρόν, δια να τον βλέπωμεν όλοι και να ακούωμεν την φωνήν Του, Όστις μας προσκαλεί καθ’ εκάστην με ευσπλαγχνίαν άπειρον· έχει ανοικτάς τας αγκάλας να μας υποδεχθή, ως τον άσωτον υιόν· κλίνει την ακήρατον κορυφήν, δια να μας δώση της αγάπης το φίλημα. Ω πόσους προσκαλεί ο εύσπλαγχνος ιατρός, να τους θεραπεύση δωρεάν, και δια την αμέλειάν των δεν θέλουν να κοπιάσουν ολίγον τι. Οι τοιούτοι δεν μιμούνται τον Ματθαίον, ούτε τον εορτάζουσιν ως πρέπει, επειδή δεν τρέχουσιν ευθύς εις μετάνοιαν, αλλά βάλλουν καιρόν εις το μέσον διαφόρους αιτίας προφασιζόμενοι. Ο Απόστολος Ματθαίος, ευθύς ως τον προσεκάλεσεν ο Δεσπότης, δεν είπεν: «Άφες με να ετοιμάσω τα πράγματά μου· να κάμω λογαριασμόν με τους χρεώστας και τους μετ’ εμού συναλλασσομένους· να οικονομήσω τον πλούτον μου». Αλλά παρευθύς αφήκε κτήματα, χρήματα, φίλους, συγγενείς και τα λοιπά έρημα, δια να αποκτήση τον Ευαγγελικόν Μαργαρίτην, τον μόνιμον όντως και πολυτίμητον, τον οποίον και επέτυχε. Και αντί του φθειρομένου πλούτου, τον οποίον αφήκεν, απολαμβάνει τώρα τον αεί διαμένοντα. Ταύτα συλλογιζόμενος τώρα, ότε χρησιμεύει πολύ η μετάνοια, διορθωθήτε επιμελέστατα, και δότε όλας τας αδικίας και περισσότερα. Σκορπίσατε καλώς τα κακώς συναχθέντα, ως ο τρισόλβιος Ματθαίος πανσόφως εποίησε. Δότε αυτά εις τους αδελφούς του Δεσπότου μας, δια να σας τα ανταποδώση αυτός ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς των βασιλευόντων. Να συμβασιλεύσητε μετ’ Αυτού και πάντων των Αγίων, δοξάζοντες Αυτόν συν Πατρί και Πνεύματι· Ω πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις του Σου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ματθαίου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Νεοκαισαρείας του θαυματουργού.

Δημοσίευση από silver »

Γρηγόριος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών της Νεοκαισαρείας το καύχημα ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού εν έτει σοε΄ (275), εκ γονέων Ελλήνων και απίστων ειδωλολατρών αναβλήσας, ώσπερ και το ρόδον εξ ακανθών εξέρχεται. Πολλάκις δε εξήλθον εξ απίστων γονέων παίδες πιστοί προς τον Θεόν και ευγνώμονες, οίτινες, δια την καλήν των προαίρεσιν, ως συνετοί και φρόνιμοι διέγνωσαν τον Ποιητήν της κτίσεως από τα πάνσοφα αυτού και θαυμάσια δημιουργήματα, καθώς ο μέγας Αβραάμ και έτεροι πλείστοι, οίτινες ευηρέστησαν αυτόν. Εξόχως όμως ευηρέστησε τον Θεόν ο μέγας ούτος Γρηγόριος, ο σήμερον παρ’ ημών ευφημούμενος, το της Νεοκαισαρείας μέγιστον θαύμα, ο όντως δούλος γνήσιος του Δεσπότου και της θαυματουργίας επώνυμος, όστις, επειδή ήτο καλής προαιρέσεως, εφύλαττε πάσας τας αρετάς. Δια τούτο ο ελεήμων Θεός τον εφώτισεν αοράτως και προς την αληθή πίστιν εχειραγώγησεν. Ούτος ο θαυμάσιος, όταν ήτο νέος, διέτριβε με τους άλλους παίδας εις το σχολείον, ως φιλομαθής και φρόνιμος, πλην δεν είχε τον πόθον του, ως οι άλλοι νέοι, εις παίγνια και άλλα μάταια πράγματα, αλλά μόνον εις την αρετήν ήτο ο νους του όλος δια να μάθη την των πραγμάτων επιστήμην και μη έχων νόμον εκ φύσεως, τα του νόμου εφύλαττε, σωφροσύνην, λέγω, εγκράτειαν, ταπείνωσιν και τα αυτών συνακόλουθα.
Αφού ετελεύτησαν οι γονείς του, έμεινεν ελεύθερος από παν εμπόδιον και σπουδάζων επιμελώς την έξω σοφίαν, εσοφίσθη μάλλον από την άνωθεν και εγνώρισεν ως ο Αβραάμ, ότι εάν τα αισθητά και ορώμενα πράγματα έχουσι τοσαύτην ευαρμοστίαν και σύνεσιν, πόσην θα έχουν εκείνα τα άφθαρτα και αόρατα, και ως πεπαιδευμένος εις πάσαν σοφίαν των Ελλήνων και των Αιγυπτίων ηννόησε το ασύμφωνον των δογμάτων αυτών· όθεν γίνεται μαθητής του Ευαγγελίου και προ του να αναγεννηθή με το άγιον Βάπτισμα διήγε βίον ενάρετον και πολιτείαν αμώμητον. Ήτο δε τότε εις την Αλεξάνδρειαν της Αιγύπτου, εις την οποίαν διέτριβον όσοι εποθούσαν να μάθουν φιλοσοφίαν ή ιατρικήν ή άλλην επιστήμην. Οι δε συμμαθηταί αυτού ηρεθίζοντο και εφθόνουν, βλέποντες εις ένα νέον τοσαύτην σωφροσύνην και κοσμιότητα και να υπερβαίνη εις την θαυμασίαν πολιτείαν τους γέροντας. Λοιπόν επαρακίνησαν πόρνην τινά ωραίαν, υποσχεθέντες να της δώσουν ποσότητα τινα αργυρίων, εάν διαβάλη αυτόν ότι την εμόλυνεν. Αύτη λοιπόν απήλθεν, όταν συνδιελέγετο με τους συμφοιτητάς αυτού και του εζήτησε τον μισθόν της δια την συνουσίαν, την οποίαν μετ’ αυτής δήθεν έκαμεν. Ο δε γενναίος αγωνιστής και άσειστος στύλος της σωφροσύνης, δεν εσαλεύθη ποσώς, δεν ηττήθη το σύνολον, δεν εταράχθη, δεν εθέλχθη υπό του κάλλους αυτής, αλλά ανδρείως αυτήν κατετρόπωσε και κατησχυμμένην εδίωξε. Φίλοι του δε τινες, οίτινες εγνώριζον πόσον εφύλαττε την σωφροσύνην, εσκανδαλίσθησαν και εξετάσαντες αυτήν επιμελώς μυστικά, έμαθον την αλήθειαν, ότι τόσα χρήματα της έταξαν οι νεώτεροι· όθεν δια να μη ζημιωθή, έσπευδε να δυσφημήση τον σώφρονα. Μαθών ταύτα ο ευλογημένος Γρηγόριος δεν εσκανδαλίσθη ποσώς κατά των συνφοιτητών, ούτε επροφασίσθη ως αναίτιος τούτου, αλλά έδωκεν εις αυτήν όσα χρήματα οι συκοφάνται της έταξαν, δια να μη έλθη πλέον να του δώση άλλην ενόχλησιν. Ότε δε έλαβεν η γυνή εις τας χείρας της τα αργύρια (ω του θαύματος!) εδαιμονίσθη η τάλαινα και πίπτουσα κατά γης έστρεφε τους οφθαλμούς, ανέσπα τας τρίχας και τας σάρκας εξέσχιζε και απλώς έμεινε φρικτόν θέαμα και δεν ελυτρώθη του δαίμονος, έως ου έκαμε προς Κύριον ευχήν ο συκοφαντούμενος να την ελεήση και ούτως εθεραπεύθη η πάσχουσα· και επιστρέψασα τα αργύρια, ωμολόγει εις πάντας εμφανώς την συκοφαντίαν, ευφημίζουσα τον ευλογημένον Γρηγόριον. Τοιαύτα είναι της νεότητος του μεγάλου Γρηγορίου τα διηγήματα, από τα οποία ημπορεί έκαστος να καταλάβη πόσα κατώρθωσεν ύστερον, αφού έλαβε το της αρχιερωσύνης αξίωμα. Αφού έμαθε την έξω σοφίαν και επαιδεύθη από τον σοφώτατον Ωριγένην την πολιτείαν του Δεσπότου Χριστού, την πάσης φιλοσοφίας και συνέσεως γέμουσαν, απήλθεν εις την πατρίδα του, δια να μεταδώση και εις άλλους τον πλούτον της σοφίας και γνώσεως αυτού. Πολλοί δε άρχοντες τον παρεκάλουν εις την Αλεξάνδρειαν και εκεί εις την πατρίδα του να διδάσκη τους παίδας αυτών, υποσχόμενοι εις αυτόν πλούτον πολύν και τιμήν ανείκαστον δια μισθόν. Αλλ’ αυτός ο θαυμάσιος, φοβούμενος μήπως και ζημιωθή τον ουράνιον δια τον επίγειον έπαινον, εμίσει πάσαν τιμήν και τύφον και πάντα τα ηδέα του κόσμου ως πρόσκαιρα και επόθησε τα αεί διαμένοντα· όθεν φυγαδεύων εμάκρυνεν από τας συγχύσεις και τους θορύβους των πόλεων· και καταλιπών πλούτον, αρχάς, συγγένειαν, φροντίδας και μερίμνας βιοτικάς και πάσαν άλλην σαρκός ηδυπάθειαν, εξήλθεν ως άλλος Μωϋσής εις την έρημον, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· όθεν και, ως εκείνος, ηξιώθη θείας οράσεως και εμυσταγωγήθη υπό της Θεομήτορος και του Ευαγγελιστού Ιωάννου τον όρον της αληθούς ημών πίστεως, ως κατωτέρω θέλομεν ιστορήσει σαφέστερον. Τον καιρόν εκείνον ήτο Αρχιεπίσκοπος Αμασείας ενάρετος τις ονόματι Φαίδιμος, όστις είχε χάριν από τον Θεόν και προέβλεπε τα μέλλοντα. Λοιπόν γνωρίζων οποίος μέλλει να κατασταθή ο Γρηγόριος, κατέβαλε πάσαν προσπάθειαν να τον χειροτονήση Αρχιερέα, δια να μη στερηθή η Εκκλησία τοιούτου αγαθού και θαυμασίου ποιμένος. Αλλ’ αυτός, όσον τον εζήτουν οι απεσταλμένοι, τοσούτον εκρύπτετο εις αβάτους τόπους και σπήλαια, φεύγων τον ανθρώπινον έπαινον και φοβούμενος μήπως το φορτίον της Αρχιερωσύνης και η φροντίς του ποιμνίου του εμποδίσωσι την φιλουμένην σοφίαν. Αφού δε μετήλθε πάσαν μέθοδον ο αοίδιμος Φαίδιμος να λάβη εις την Μητρόπολιν αυτού τον Γρηγόριον και δεν ηδυνήθη, επειδή ήτο μακράν απ’ εκεί τριών ημερών διάστημα, ορμώμενος από θείαν νεύσιν και βούλησιν, και πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, αναβλέψας προς τον Θεόν μετά δακρύων, εχειροτόνησε τον Άγιον Επίσκοπον της πατρίδος αυτού Νεοκαισαρείας, ήτις είχε λαόν πολύν, πλην όλοι ήσαν ειδωλολάτραι, όχι μόνον η πόλις, αλλά και τα περίχωρα άπαντα, και δεν επίστευον εις τον αληθή Θεόν, παρά μόνον δέκα επτά. Όθεν δια την αιτίαν ταύτην γνωρίζων από Πνεύμα Άγιον ο μέγιστος Φαίδιμος, ότι μέλλει να φωτίση αυτούς ο θείος Γρηγόριος, έκαμε πράγμα ασύνηθες και τον εχειροτόνησεν απόντα και μακράν ευρισκόμενον· και αποστείλας προς αυτόν την χειροτονίαν εγγράφως, τον ώρκιζεν εις τον Θεόν να μη γίνη παρήκοος, αλλά να δεχθή την αξίαν και να προσπαθήση όσον ηδύνατο να προσφέρη τους αναξίους προς Κύριον, όπως απολαύση τον μισθόν πολυπλάσιον εν τη ημέρα της κρίσεως. Ιδών λοιπόν ο μέγας Γρηγόριος την χειροτονίαν και γνωρίσας ότι ήτο εκ Θεού, την εδέχθη με πολλήν ταπείνωσιν. Πλην έκαμεν άγρυπνος ημέρας πολλάς, δεόμενος του Δεσπότου να του φανερώση σαφώς το της ευσεβείας μυστήριον, δια να μη λανθασθή και πέση εις τινα αίρεσιν, ότι τον καιρόν εκείνον ήσαν αιρέσεις διάφοροι και είχε πόθον να εύρη την όντως αλήθειαν. Ευχόμενος λοιπόν είδεν εις οπτασίαν ιεροπρεπή τινα και χαριέστατον Γέροντα και θαυμάζων αυτού την ευπρέπειαν, τον ηρώτησε ποίος ήτο και διατί ήλθεν. Ο δε απεκρίνατο· «Ο Κύριος με έστειλε να σου διαλύσω πάσαν αμφιβολίαν και να σου φανερώσω της ευσεβούς πίστεως την ακρίβειαν». Ταύτα ακούων μετά πλείστης αγαλλιάσεως παρά του γηραιού ο Γρηγόριος, είδε πλησίον του γυναίκα υπέρλαμπρον, από την οποίαν εξήρχετο, βαθείας ούσης νυκτός, φως υπέρλαμπρον, η οποία είπε ταύτα εις τον Γέροντα· «Ιωάννη, φίλε γνήσιε του Υιού και Θεού μου, φανέρωσον εις τον νέον τούτον το της αληθείας μυστήριον». Ο δε Ευαγγελιστής, υπακούσας εις το πρόσταγμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, έγραψε διδασκαλίαν περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος και την έδωκεν εις τον Γρηγόριον ήτις έλεγε ταύτα: «Εις Θεός Πατήρ Λόγου Ζώντος, Σοφίας υφεστώσης και δυνάμεως και χαρακτήρος αϊδίου. Τέλειος τελείου Γεννήτωρ, Πατήρ Υιού Μονογενούς και εις Κύριος εκ μόνου Θεός και Θεού Υιός. Χαρακτήρ και εικών Θεότητος, Λόγος ενεργός, Σοφία της των άλλων συστάσεως περιεκτική και Δύναμις της όλης κτίσεως ποιητική. Υιός αληθινός αληθινού Πατρός, αόρατος αοράτου, και άφθαρτος αφθέρτου, αθάνατος αθανάτου, και αϊδιος αϊδίου, και εν Πνεύμα Άγιον εκ Θεού την ύπαρξιν έχον, και δια Υιού πεφηνός (δηλαδή τοις ανθρώποις). Εικών του Υιού τελείου τελεία Ζωή, ζώντων Αιτία, Αγιότης αγιασμού χορηγός. Εν ω φανερούται Θεός ο Πατήρ. Επί πάντων και εν πάσι και Θεός ο Υιός, ο δια πάντων. Τριάς τελεία δόξη και αϊδιότητι και Βασιλεία, μη μεριζομένη μηδέ απολλοτριουμένη. Ούτε ουν κτιστόν τι ή δούλον εν τη Τριάδι, ούτε επείσακτον, ως πρότερον μεν ουχ υπάρχον, ύστερον δε επεισελθόν. Ούτε γαρ ενέλιπε ποτέ Υιόν Πατρί ούτε Υιώ το Πνεύμα, ούτε ηυξήθη μονάς εις δυάδα και δυάς εις Τριάδα· αλλ’ άτρεπτος και αναλλοίωτος η αυτή Τριάς αεί». Καθώς λοιπόν ο μέγας Μωϋσής ηξιώθη να λάβη παρά Θεού τα μυστήρια και έγινε νομοθέτης θεογνωσίας παντός του λαού, τοιαύτη οικονομία έγινε και εις τον μέγαν Γρηγόριον. Λαβών θάρρος και παρρησίαν από ταύτην την οπτασίαν, ετοιμάζεται προς το στάδιον και ακονίζεται προς τους αντιπάλους, έχων την συμμαχίαν της άνω δυνάμεως. Ήτο δε τότε η πόλις εκείνη όλη κατείδωλος, βεβυθισμένη εις την των δαιμόνων απάτην και καμμίαν Εκκλησίαν δεν είχον εις τον αληθή Θεόν, μόνον βωμούς και καθιδρύματα εκαλλώπιζαν σεβόμενοι άψυχα ξόανα και τελούντες εις αυτά μυσαράς εορτάς με παίγνια άσεμνα. Ταύτα γνωρίζων ο Άγιος εδεήθη του Κυρίου μετά δακρύων να τον ενδυναμώση να τους επιστρέψη προς την αλήθειαν. Έπειτα έχων θάρρος από την οραθείσαν οπτασίαν, εκίνησε να υπάγη προς την χώραν να κηρύξη την ευσέβειαν και ενώ απήρχετο ενύκτωσε και έβρεχε περισσώς. Όθεν μη έχων που αλλού να μείνη, εισήλθεν εις εν ειδωλείον επίσημον, εις το οποίον είχεν ο λαός μεγάλην ευλάβειαν και μάλιστα οι μιαροί ιερείς, οίτινες ελάτρευον εκείνους τους δαίμονας, οι οποίοι τους έδιδον χρησμούς και αποκρίσεις εις διάφορα ερωτήματα. Προσμείνας λοιπόν εις τον βωμόν εκείνον ο Άγιος με την συνοδείαν του, προσηύχετο όλην την νύκτα, κατά το σύνηθες, με ψαλμωδίας και υμνωδίας προς τον Δεσπότην Χριστόν και το πρωϊ ανεχώρησε. Μετά ταύτα επήγεν ο νεωκόρος να προσφέρη την βδελυράν θυσίαν εις τους δαίμονας, αλλά απόκρισιν τινά δεν έλαβεν· όθεν εξήλθε περίλυπος και τότε ενεφανίσθη ο δαίμων λέγων· «Ο Γρηγόριος έμεινεν αυτού και μας εδίωξε και δεν δυνάμεθα πλέον να έλθωμεν, ούτε να αποκριθώμεν ως πρότερον». Ο δε νεωκόρος εδοκίμασε πάλιν με θυσίας και προσφοράς να τους κάμη να έλθουν, αλλά δεν ηδυνήθη· όθεν απήλθε μετά θυμού πολλού προς τον Άγιον φοβερίζων να τον μαστιγώση και να τον παραδώση εις τον άρχοντα, επειδή Χριστιανός ων και εχθρός των θεών ετόλμησε να εισέλθη εις το ιερείον αυτών, να τους εξορίση από τον οίκον των. Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Ημείς προσκυνούμεν τον αληθή και όντως Θεόν και έχομεν εξουσίαν να διώκωμεν τους δαίμονας και πάλιν να τους προστάσσωμεν να έρχωνται». Ο δε νεωκόρος εθαύμασεν εις τούτο, και του λέγει· «Δείξε το με το έργον, κάμε τους πάλιν να εισέλθουν εις τον βωμόν και τότε να σου πιστεύσω». Έγραψε λοιπόν ο Άγιος εις τεμάχιον χάρτου ταύτα· «Γρηγόριος τω σατανά είσελθε». Τούτον τον χάρτην έβαλεν ο νεωκόρος εις τον βωμόν και εισήλθε πάλιν ο δαίμων και έδωκε καθώς και πρότερον απόκρισιν. Εκπλαγείς λοιπόν ο νεωκόρος από την εξουσίαν του Γρηγορίου, τρέχει παρευθύς και τον φθάνει έξω της πόλεως και τον παρακαλεί να του φανερώση το της θεογνωσίας μυστήριον, τις είναι ο Θεός εκείνος, όστις έχει υποχειρίους τους δαίμονας. Ο δε Άγιος του απέδειξε μα συντομίαν την ακρίβειαν της αληθούς ημών πίστεως. Τότε π νεωκόρος, θέλων να βεβαιωθή καλλίτερα, έδειξε του Αγίου ένα μέγαν λίθον ώς περ βουνόν, όστις ήτο εκεί πλησίον και δεν ήτο δυνατόν να σαλευθή με ανθρωπίνην δύναμιν, λέγων· «Εάν θέής να σου πιστεύσω, μετατόπισε τον λίθον αυτόν με την δύναμιν της πίστεώς σου, και να σου γίνω υπόδουλος δια παντός και υπήκοος». Ο δε μέγας αληθώς και πιστός του Χριστού θεράπων, μηδέν αναβαλλόμενος μηδέ διακρινόμενος, προστάσσει τον λίθον ως έμψυχον να υπάγη εις άλλον τόπον και παρευθύς (ω των θαυμασίων σου, Θεέ Παντοδύναμε!) εξερριζώθη ο λίθος και απήλθεν όπου ο Άγιος τον προσέταξε. Τότε βαπτισθείς ο νεωκόρος απηρνήθη πάντα τα εαυτού, γένος, οικίαν, γυναίκα, παίδας, φίλους, ιερωσύνην, χρήματα, κτήματα και πάσαν άλλην απόλαυσιν και γίνεται μαθητής του μεγάλου Γρηγορίου αντί λάτρης δαιμόνων το πρότερον. Ποίος φιλόσοφος ρήτωρ και εύγλωττος να μεγαλύνη τοιούτον τεράστιον; Δεν χρειάζεται με λόγια αύξησιν. Λίθος από τους λίθους μετατοπίζεται και γίνεται εις όσους προσκυνούν τους λίθους οδηγός εις σωτηρίαν και κήρυξ της αληθούς Πίστεως, όχι με φωνήν και λόγον κηρύττων την θείαν δύναμιν, αλλά δείχνων με την υπακοήν, την οποίαν έδειξεν, αληθή Θεόν τον υπό του Γρηγορίου καταγγελλόμενον, εις ον πείθεται πάσα υποχείριος κτίσις, όχι μόνον αισθητική και έμψυχος, αλλά και η άπνους τε και αναίσθητος· διότι ποίαν ακοήν έχει ο λίθος; Ποίαν διασκευήν άρθρων και μελών; Αλλά ταύτα ενήργησεν η του προστάξαντος δύναμις, την οποίαν κατανοήσας ο νεωκόρος εμίσησε την πλάνην των ανισχύρων δαιμόνων και επόθησε τον όντως Θεόν, συλλογιζόμενος ότι, εάν ο δούλος τοιαύτα ειργάζετο, ποία και πόσα δύναται να τελέση ο Κύριος και βασιλεύς απάσης της κτίσεως; Έχων λοιπόν τοιαύτην εξουσίαν κατά των δαιμόνων ο Άγιος εισήλθεν εις την πόλιν με παρρησίαν, όχι με ίππους και όπλα και πλήθος λαού, αλλά με αρετάς εν κύκλω δορυφορούμενος. Έδραμον λοιπόν όλοι οι πολίται να τον ίδουν ως θαυμάσιον, διότι ήκουσαν την τερατουργίαν και εξεπλάγησαν· και αυτοί μεν άπαντες τον εκύτταζαν ακλινώς, αυτός δε έβλεπε προς τα κάτω και δεν εστράφη ποσώς να ίδη κανένα· και τούτο τους έκαμε να τον θαυμάζωσι περισσότερον. Εις δε πιστός ανήρ και πλούσιος, ονόματι Μουσώνιος, τον επήρεν εις την οικίαν του να τον ξενίση. Ο δε Άγιος ωμίλησεν εις τον λαόν ολίγους τινάς ψυχωφελείς λόγους, παρακινών αυτούς προς ευσέβειαν, να απαρνηθούν την Ελληνικήν ματαιότητα, οίτινες ηυλαβήθησαν την ευταξίαν και σύνεσιν αυτού και απήλθον πολλοί εις τον οίκον του Μουσωνίου παρακαλούντες τον Άγιον να τους κατηχήση τον λόγον της Πίστεως. Ιδών λοιπόν αυτούς ο Άγιος προθύμους τους εθεράπευσε θαυμασίως· τούτο δε έκαμνε πάντας τους προσερχομένους εις αυτόν και επίστευον, διότι πιστότεροι είναι οι οφθαλμοί από τα ώτα. Καθ’ εκάστην λοιπόν επλήθυνεν ο αριθμός των πιστών θεία Χάριτι· και οι μεν νέοι εσωφρόνιζον, οι δούλοι υπετάσσοντο εις τους κυρίους αυτών και αυτοί πάλιν εκυβερνούσαν εκείνους φιλανθρωπότερα και απλώς έκαστος με την διδαχήν του Αγίου διωρθώνετο και έκτισαν Εκκλησίαν εις δόξαν Θεού, μεγάλην και εύμορφον. Μετά δε καιρόν έγινε μέγας σεισμός φοβερώτατος και όλα μεν τα παλάτια και τα άλλα μεγάλα κτίσματα, ειδωλεία και οικίαι όλης της πόλεως έπεσαν και μόνον η αγία του Χριστού Εκκλησία έμεινεν αβλαβής και ακίνητος και τούτο μάλλον τους εστερέωσεν εις την πίστιν. Τόσην ευλάβειαν είχον εις τον Άγιον, ώστε τον έβαλλον κριτήν όταν είχον διαφοράς προς αλλήλους και δεν επήγαιναν εις τους άρχοντας, βλέποντες ότι αυτός έκρινε δικαίως και φρονίμως. Ακούσατε δε μίαν κρίσιν την οποίαν έκαμε σολομώντειον. Δύο τινές αδελφοί, νέοι την ηλικίαν, εμοίρασαν το πράγμα του πατρός αυτών, όστις μεταξύ των άλλων είχε και μίαν λίμνην μεγάλην πολλά και πλουσίαν, την οποίαν ήθελεν έκαστος των αδελφών να λάβη· επειδή όμως δεν εσυμφώνησαν να την μοιράσωσιν, εφιλονείκουν εις τούτο καιρόν πολύν. Διώρισαν λοιπόν κριτήν τον Άγιον, όστις επήγε και ιδών αυτήν τους παρεκάλεσε να παύσουν την φιλονεικίαν και προς αλλήλους έχθραν, να αγαπά ο εις τον άλλον με αδελφικήν ειρήνην, ήτις είναι προτιμοτέρα του προσκαίρου κέρδους του προξενούντος τιμωρίαν αιώνιον. Αυτά και έτερα έλεγεν ο Άγιος, όσα ήσαν προς διαλλαγήν και ειρήνην αρμόδια, αλλά αυτοί δεν υπήκουσαν ως άτακτοι και ανήμεροι· τοσούτον δε εθυμώθησαν, ώστε ητοιμάσθησαν να πολεμήσουν εναντίον αλλήλων. Όταν λοιπόν επρόκειτο να κάμουν την μάχην και είχαν προς τούτο ητοιμασμένα τα όπλα και τους ανθρώπους, επήγε την εσπέραν της προτεραίας ο Άγιος εις την λίμνην και προσηύχετο όλην την νύκτα, δεόμενος του Παντοδυνάμου Θεού να ξηρανθή, δια να παύσουν τα σκάνδαλα. Το πρωϊ ευρέθη η λίμνη (βαβαί της θαυματουργίας!) ξηρά και άνυδρος και μήτε καν εις τους λάκκους έμεινεν όλως ρανίς ύδατος, αλλά εξηράνθη εις μίαν στιγμήν η τοσούτον μεγάλη λίμνη, η προ της ευχής πελαγίζουσα. Τούτου γενομένου ο με Άγιος απήλθεν εις το κελλίον του, οι δε αδελφοί έπαυσαν την μάχην και πλέον δεν ήλθαν εις σκάνδαλον. Ηκούσατε, αδελφοί, ποτέ τοιαύτα θαυμάσια; Έσχισεν ο Μωϋσής την Ερυθράν Θάλασσαν και επέρασεν όλος ο Ισραήλ· όθεν εθαυμαστώθη εις άπαντας και έως σήμερον απανταχού ευφημίζεται, αλλά τότε μεν, έως ότου επέρασεν ο λαός, εστέκετο η θάλασσα ωσεί τείχος εκατέρωθεν, έπειτα πάλιν έγινεν ως το πρότερον. Ομοίως ο Ιησούς του Ναυή προσέταξε τον Ιορδάνην και εσταμάτησεν, έως ου επέρασαν άπαντες, αλλά πάλιν μετά την περαίωσιν της Κιβωτού ηκολούθησεν ο ποταμός την οδόν του. Ο δε Γρηγόριος ετέλεσεν όντως θαυμασιώτερον και έγινεν η πρότερον ως θάλασσα κυματίζουσα λίμνη, χέρσος εύκαρπος και την έσπερναν ύστερον και αποδίδουσα τον καρπόν πολυπλάσιον, πλέον λίμνη δεν έγινεν, αλλ’ έμεινεν ούτως έως την σήμερον. Ακούσατε δε και έτερον του ρηθέντος θαυμασιώτερον. Εις το μέρος εκείνο της Νεοκαισαρείας είναι ποταμός μέγας και φοβερός, τον οποίον ονομάζουσι Λύκον δια τας πολλάς ζημίας τας οποίας κάμνει, όταν πλημμυρίση, εις τα περίχωρα. Πολλάκις λοιπόν συμβαίνει εν ώρα χειμώνος, όταν διέρχεται ολησίον της πόλεως όπου ο τόπος είναι πεδινός και στενοχωρούμενος από την πλήμμυραν των υδάτων υπερεκχειλίζει πλαγίως εξαίφνης και σκεπάζων αγρούς, αμπελώνας και οικοδομάς προξενεί μεγάλην ζημίαν, όχι μόνον εις τα φυτά και τα γεννήματα, αλλά και ζώα και ανθρώπους πολλούς εθανάτωσεν. Επειδή λοιπόν ηκούσθησαν πανταχού τα μεγάλα θαυμάσια, τα οποία ετέλει ο Άγιος, επήγαν προς αυτόν οι εγχώριοι μετά δακρύων δεόμενοι να τους βοηθήση εις την ανάγκην των. Ο δε ευσπλαγχνιστής αυτούς απήλθε πεζός μέχρι του ποταμού βαστών ράβδον εις την δεξιάν προς βοήθειαν. Βλέπων λοιπόν τοσαύτην ορμήν υδάτων εθαύμασε, διότι ήτο πλημμυρισμένος και όσον παρήρχετο η ώρα, τόσον επλήθυνε περισσότερον και έμελλε να κάμη μεγάλην ζημίαν εις ολίγον διάστημα. Τότε ο Άγιος ως ταπεινόφρων και μέτριος είπε προς αυτούς· «Αδελφοί, δεν δύναται ανθρωπίνη δύναμις να οροθετήση την βιαίαν ορμήν του ύδατος, μόνον δε εις το θείον πρόσταγμα υποτάσσονται πάντατα στοιχεία και υπακούουσι». Ταύτα ειπών ο Άγιος έλαβε θάρρος επικαλούμενος την εξ ύψους βοήθειαν μετά αδιστάκτου πίστεως και ούτως εφύτευσε την ράβδον του εις το χείλος του ποταμού λέγων· «Εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, σε προστάσσω να μη υπερβής τούτον τον όρον, ούτε να σκεπάσης την ράβδον μου και να ζημιώσης τους περιοίκους, αλλά να τρέχης εις την πορείαν σου». Ταύτα ειπών και πάλιν ευξάμενος, επέστρεφε δεικνύων με το έργον ότι η μέλλουσα θαυματουργία ήτο ενέργεια της θείας Δυνάμεως. Πράγματι εις ολίγας ημέρας θαύμα ηκολούθει τω θαύματι και πρώτον μεν ριζωθείσα η ράβδος δένδρον εγένετο, δεύτερον δε έγινεν όρος εκείνο το δένδρον και εμποδίζει τον ποταμόν της ατάκτου και ακατασχέτου ορμής και γίνεται έως την σήμερον το φυτόν εκείνο εις τους ορώντας ξένον θέαμα και διήγημα. Ότι όταν τύχη να πλημμυρίση ο Λύκος και κατέρχεται επικοχλάζων ωσάν βροντή φοβερά τραχυνόμενος, φθένων εις το δένδρον εκείνο του Γρηγορίου συστέλλει το ρείθρον κατά το μέσον, ώσπερ να φοβήται να πλησιάση εις το φυτόν και απομακρύνεται ευλαβούμενος και υπακούων εις του Αγίου το πρόσταγμα. Ω μέγα θαυμάσιον! Ω εξαίσιον τερατούργημα! Ω μεγίστη του Γρηγορίου η δύναμις ή μάλλον ειπείν του Θεού, όστις ενήργει εις εκείνον τα θαύματα, αντιδοξάζων τον αυτόν δοξάζοντα και προστάσσων τα στοιχεία να του υποτάσσωνται και να μετατρέπουν την φύσιν των. Όθεν έγινεν η λίμνη γη στερεά, και η ξηρά και άνικμος ράβδος δένδρον αειθαλές θαυμάσιον, το οποίον φυλάττει την επωνυμίαν έως την σήμερον και το ονομάζουν βακτηρίαν του Γρηγορίου πάντες οι του τόπου οικήτορες. Ποία άλλη θαυματουργία ηκούσθη εις τους Προφήτας προ του Νόμου ή μετά τον Νόμον παρόμοιος; Διέβη και ο Ηλίας τον Ιορδάνην και μετ’ αυτού ο Ελισσαίος ο κληρονόμος του, αλλά μόνον την ώραν εκείνην έγινε το θαυμάσιον και αφού επέρασαν οι Άγιοι, έκαμνεν ο ποταμός την πορείαν του. Ο δε Λύκος μίαν φοράν μόνον προσταχθείς από τον Γρηγόριον αναχαιτίζει το ρείθρον αεί και πάντοτε, εξαίσιον θέαμα εις τους ορώντας φαινόμενος. Ηκούσθη λοιπόν η φήμη αύτη εις τα περίχωρα και καθ’ εκάστην προσήρχοντο εις τον Χριστόν και εχειροτόνει ο Άγιος Ιερείς, τους οποίους έστελλεν εις τας κώμας και τας χώρας, ίνα κηρύττωσι την ευσέβειαν. Πλησίον της Νεοκαισαρείας υπήρχεν η πόλις Κόμανα. Οι δε προεστώτες της πόλεως ταύτης παρεκάλεσαν τον Άγιον να λάβη τον κόπον να έλθη έως εκεί, δια να διδάξη τον λαόν με την μελίρρυτον και πάνσοφον γλώσσαν του, και να τους χειροτονήση Αρχιερέα τινά ενάρετον. Απήλθε λοιπόν ο Άγιος με τους Κληρικούς και διδάξαντες αυτούς ικανών εστερεώθησαν εις την πίστιν έτι περισσότερον βλέποντες την ένθεον αυτού πολιτείαν και τας θαυματουργίας ας ειργάζετο. Θέλων δε να χειροτονήση τον Αρχιερέα, του έδωσαν ψήφους και δια να μη λανθασθή και χειροτονήση ανάξιόν τινα, ανέμενε να ίδη ουρανόθεν καμμίαν όρασιν και ηρώτα εάν ήτο κανείς από τους εψηφισμένους ενάρετος και έκαστος επήνει τον ιδικόν του. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Δεν πρέπει να βλέπετε μόνον τους ενδεδυμένους λαμπρά και πολύτιμα ιμάτια, διότι δυνατόν είναι και μεταξύ των ευτελών κατά το σχήμα να ευρεθή τις εναρετώτερος εις τον βίον και την ψυχήν υψηλότερος». Ταύτα ακούσας εις πρόκριτος πλούσιος, τον οποίον είχον οι περισσότεροι εψηφισμένον και ενόμιζεν, ότι εκείνος μέλλει να χειροτονηθή ως περιφανέστερος, εσκανδαλίσθη εις την δικαίαν του Αγίου απόκρισιν και λέγει ταύτα ειρωνευόμενος· «Λοιπόν, εάν προκρίνης ένα ευτελέστατον υπέρ τους εκλεκτούς της πόλεως, καλώς θα πράξης να χειροτονήσης τον ανθρακέα Αλέξανδρον». Τότε ο Άγιος, φωτισθείς εξ Αγίου Πνεύματος, προσέταξε να φέρωσι τον Αλέξανδρον, όστις ήτο μεν κρυφίως ενάρετος και φρόνιμος άνθρωπος και όντως φιλόσοφος, καθώς ύστερον εγνωρίσθη και ετελείωσε την ζωήν με μαρτύριον, έξωθεν δε εις το φαινόμενον ήτο ευτελής και άσημος, ερρυπωμένος τας χείρας και το πρόσωπον από τα κάρβουνα, τα οποία έκαμνε και παρημέλει εαυτόν επιταυτού ο αείμνηστος, διότι ήτο νέος την ηλικίαν και εύμορφος, τούτο δε έκαμνε δια να μη του τύχη από τινα πειρασμός και κινδυνεύση εις ψυχικόν θάνατον. Τούτον τον έσωθεν μεν περικαλλή και επιφανέστατον, έξωθεν δε ησβολωμένον και άσχημον, ιδόντες οι παρεστώτες εγέλασαν. Ο δε Άγιος εξετάσας αυτόν μυστικά, εγνώρισε την αλήθειαν και προστάσσει τους Κληρικούς να τον πλύνουν επιμελώς, να τον ενδύσουν την αρχιερατικήν στολήν αυτού και να τον φέρουν εις το συνέδριον, έπειτα έκαμε διδαχήν περί Ιερωσύνης προς τον λαόν, να υποτάσσωνται εις τον Αρχιερέα εις άπαντα. Τότε έφεραν εις το μέσον τον Αλέξανδρον και λέγει προς τον δήμον ο Άγιος· «Ιδού έχετε Αρχιερέα πανάριστον και δεν εσφάλατε ουδόλως εις την δικαίαν ταύτην κρίσιν, την οποίαν εκάματε, διότι με τους οφθαλμούς ελανθάνεσθε και με την γλώσσαν άκοντες ωμολογήσατε την αλήθειαν». Τότε εχειροτόνησεν αυτόν κατά τάξιν Αρχιερέα, προστάσσων αυτόν να κάμη και διδαχήν εις κοινήν ωφέλειαν. Ο δε Αλέξανδρος υπακούσας εδίδαξε με τόσην σοφίαν και σύνεσιν, ώστε εθαύμασαν άπαντες και επήνεσαν την δικαίαν ψήφον την οποίαν ετέλεσεν ο Άγιος. Τη επαύριον, όταν επέστρεφεν εις τον θρόνον του ο Άγιος, ιδόντες αυτόν δύο Εβραίοι εις την οδόν, συνεφώνησαν να τον περιπαίξουν γνωρίζοντες ότι ήτο πολύ ελεήμων και εύσπλαγχνος. Έπεσε λοιπόν ο εις ως αποθαμένος, ο δε έτερος προσεποιείτο ότι έκλαιε δια τον αιφνίδιον θάνατον του συγγενούς του. Ενώ λοιπόν επέρνα ο Άγιος, του είπεν ο Ιουδαίος· «Σπλαγχνίσου, Δέσποτα Άγιε, τούτον τον δυστυχή, όστις απέθανεν αιφνιδίως και δεν έχω καν ένα ιμάτιον να τον ενταφιάσω κατά το σύνηθες». Ο δε Γρηγόριος εξέβαλε τον έξωθεν μανδύαν, ήτοι την διπλοϊδα, και την ρίπτει επάνω εις τον ψευδόνεκρον. Αφού δε απεμακρύνθη ο Άγιος, μεταβαλών ο ψεύστης εκείνος τον θρήνον εις γέλωτα, εφώνει τον σύντροφον να εγερθή, ίνα το κέρδος μοιράσωσιν. Αλλ’ ω του θαύματος! ευρέθη νεκρός κατ’ αλήθειαν, και ούτε πλέον ποσώς ηγέρθη· όθεν μεταβαλών πάλιν τον γέλωτα εις αληθή θρήνον, ενεταφίασε τον συγγενή, διότι ο Θεός δεν θέλει να περιγελώσι τους δούλους του. Καιρόν δε τινα διαλεγόμενος ο Άγιος εις την αγοράν προς ωφέλειαν, εθαύμαζον οι ακούοντες τα διδάγματα. Τότε παιδίον τι είπεν εις αυτούς ότι «Ο διδάσκαλος δεν ομιλεί αφ’ εαυτού του τα λόγια, αλλά έτερος παρεστέκει εις αυτόν πλησίον και τον καθοδηγεί». Από τα λόγια ταύτα εγνώρισεν ο Άγιος ότι το παιδίον είχε δαιμόνιον και εκβαλών το ωμοφόριόν του, το έβαλεν εις το στόμα του παιδός και ευθύς το ετάραξεν ο δαίμων και πεσών κατά γης εκυλίετο αφρίζων το στόμα και τους οφθαλμούς διαστρέφων. Ο δε Άγιος τον ιάτρευσε και ηγέρθη ο παις τεθεραπευμένος. Εντός ολίγου καιρού από της χειροτονίας του Αγίου Γρηγορίου εκηρύχθη εις όλην την επαρχίαν αυτού το ιερόν Ευαγγέλιον και πάντες προσήλθον εις την αλήθειαν. Τους βωμούς των ειδώλων ηδάφισαν και πανταχού ωκοδόμησαν Εκκλησίας εις δόξαν Θεού. Αλλά δεν υπέφερεν ο φθονερός δαίμων να βλέπη την απάτην αυτού πεπατημένην και την αλήθειαν αναθάλλουσαν· όθεν πάλιν εξήγειρεν εις την Ρώμην ειδωλολάτρην ηγεμόνα, όστις έστειλε πανταχού προστάγματα εις τους άρχοντας, να κολάζουν τους Χριστιανούς, όσους δεν προσκυνήσουν τα είδωλα και να τους δίδουν σκληρότατον θάνατον. Λοιπόν ερευνώντες διαφόρους τόπους και Ασκητήρια, έσυρον τους πιστούς βιαίως να τελέσουν το προστασσόμενον και ήτο εις τον λαόν όλον μεγάλη σύγχυσις και επρόδιδεν ο εις τον άλλον συγγενείς και φίλοι δια να κερδίσωσι χρήματα. Βλέπων λοιπόν τον κίνδυνον και συμβουλευθείς μετά τινων Κληρικών, ανεχώρησε με τον μαθητήν του εις τι όρος, έως να παύσουν τα σκάνδαλα, όχι δια δειλίαν θανάτου, αλλά μόνον δια να φυλαχθή υγιής, να σωθούν και έτεροι δια μέσου του. Οι δε ασεβείς, οδηγηθέντες από τινα κάκιστον, επήγαν εις εκείνο το όρος ζητούντες τον Άγιον, όστις ιδών αυτούς από μακρόθεν, λέγει εις τον Διάκονόν του, όστις ήτο ο νεωκόρος· «Σταμάτησον, τέκνον, μετά πίστεως, ύψωσον τας χείρας προς τον ουρανόν και προσεύχου μετ’ εμού αδιστάκτως, μη σαλεύσης από τον τόπον σου, καν ιδής αυτούς πλησιάζοντας». Ούτω λοιπόν αυτοί μεν προσηύχοντο δεόμενοι του Κυρίου να τους φυλάττη από τον κίνδυνον, εάν ήτο ευάρεστον εις Αυτόν, ει δε και ήτο συμφερώτερον δια την ψυχήν των να αποθάνουν, να γίνη το θέλημά Του το Άγιον. Οι δε στρατιώται τους εζήτουν μετά μεγάλης επιμελείας εις όλον το όρος· αλλά ο Θεός τους εσκέπασε και δεν τους εγνώρισαν οι διώκοντες, νομίζοντες ότι ήσαν δένδρα· όθεν καταβαίνοντες εκ του όρους είπον ότι ηρεύνησαν επιμελώς και δεν είδον ουδένα άνθρωπον μόνον δύο δένδρα, το ένα από το άλλο ολίγον απέχοντα. Ταύτα ακούσας ο καταδότης κατενύχθη, κατανοήσας το γενόμενον θαυμάσιον και ανελθών έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου αιτών συγχώρησιν και πιστεύσας ολοψύχως εις τον Χριστόν εγένετο Χριστιανός ο πρώην διώκτης και ασεβέστατος. Αλλά ακούσατε και άλλο θαυμασιώτερον. Ούτος ο παναοίδιμος με τον προορατικόν της ψυχής οφθαλμόν έβλεπεν απ’ εκείνο το όρος όσα εγίνοντο εις το θέατρον, τους άθλους, λέγω και τα κολαστήρια, όσα ελάμβανον οι Μάρτυρες δια την ομολογίαν της πίστεως και υπέρ αυτών ολοψύχως εδέετο. Όθεν ενώ ηύχετο μίαν ημέραν, εδείκνυεν εις τους παρόντας ώσπερ να ήτο εις αγώνα, να έβλεπε ξένον θέαμα και ηκροάζετο με προσοχήν ήχον τινά εις το θέατρον· και αφού έμεινεν ούτως ώραν πολλήν ακλινής και ακίνητος, ανευφήμησε τον Θεόν λαμπρά τη φωνή, ταύτα λέγων· «Ευλογητός Κύριος, ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών» (Ψαλμ. ρκγ:6). Οι δε μαθηταί παρεκάλεσαν να τους φανερώση τι έβλεπεν εις εκείνην την όρασιν· ο δε είπεν προς αυτούς· «Πτώμα μέγα είδα την ώραν ταύτην και έπεσεν ο διάβολος νικηθείς από νεανίαν τινά ονόματι Τρωάδιον, όστις κατήγετο από ευγενείς ανθρώπους και τον έφερον οι δήμιοι εις τον άρχοντα, βιάζοντες αυτόν να απαρνηθή την ευσέβειαν. Αλλά με την θείαν Δύναμιν υπέμεινεν ανδρείως όλα τα κολαστήρια και νικήσας γενναίως τον αρχέκακον δαίμονα, έλαβε παρά Θεού τον της αθλήσεως στέφανον». Ταύτα ακούσας ο Διάκονος εξεπλάγη δια το μεγαλείον του θαύματος, επειδή ήτο υπέρ ανθρωπίνην φύσιν να βλέπη όσα εγίνοντο εις τόπον μακρινόν και να γνωρίζη σαφέστατα ως ενεστώσα τα πράγματα· όθεν παρεκάλεσεν αυτόν να τον συγχωρήση, να υπάγη εις τον τόπον, εις τον οποίον έγινε το θαυμάσιον, να βεβαιωθή την αλήθειαν. Λέγει του ο Άγιος· «Και δεν φοβείσαι να υπάγης εις το μέσον των φονευτών, μη σου τύχη κανέν κακόν εξ επηρείας του δαίμονος;» Ο δε είπε προς αυτόν· «Ελπίζω εις την δύναμιν των ευχών σου, να μη μου εγγίση ουδείς πολέμιος». Τότε ο Άγιος έκαμεν ευχήν δι’ αυτόν και του επέτρεψε να αναχωρήση, εκείνος δε μετά πίστεως απελθών έφθασε το εσπέρας έσω της πόλεως· επειδή δε η οδοιπορία ήτο μεγάλη και εκουράσθη, εθεώρησε καλόν να πλυθή εις λουτρόν, δια να ξεκουρασθή και να επιστρέψη την επομένην. Απελθών λοιπόν παρεκάλει τον υπηρέτην να του ανοίξη το λουτρόν. Ο δε απεκρίνατο· «Γνώριζε ότι όσοι εισέλθουν ενταύθα μετά την δύσιν του ηλίου αποθνήσκουσι, διότι κατοικεί εδώ εν δαιμόνιον, το οποίον τους πνίγει». Ο δε Διάκονος, έχων το θάρρος του εις τον Κύριον, ηνάγκασεν αυτόν και του ήνοιξεν. Έπειτα αυτός μεν εισήλθεν, ο δε υπηρέτης έφυγε μακράν απ’ εκεί, φοβούμενος να μη κινδυνεύση και αυτός ομοίως εις θάνατον. Όταν δε εισήλθεν ο Μοναχός εις τα ύδατα, κατεσκεύασεν ο δαίμων φοβερά και παντοδαπά φαντάσματα και εφαίνοντο έμπροσθεν αυτού θηρία και πετεινά διάφορα, πυρ και καπνός και άλλα φοβερά πράγματα, σεισμοί, ταραχαί, σπινθήρες φλογός και εδείκνυον ότι ήθελον να τον αφανίσουν, ποιήσας δε εκείνος την σφραγίδα του Τιμίου Σταυρού και τον Δεσπότην Χριστόν, δια πρεσβειών του διδασκάλου αυτού επικαλούμενος εις βοήθειαν, ενίκησεν άπαντα τα φαντάσματα και όταν εξήρχετο από το λουτρόν του έκαμαν πάλιν τα όμοια φόβητρα. Έπειτα εβόησε ταύτα με ανθρωπίνην φωνήν το δαιμόνιον· «Μη νομίσης, ότι με την δύναμίν σου έφυγες τον απαραίτητον θάνατον· ο Γρηγόριος σε ελύτρωσε». Διασωθείς λοιπόν με τοιούτον τρόπον εθαύμασε και διηγείτο την θαυματουργίαν του Αγίου ως και τας λοιπάς όσας επετέλεσεν· και ερευνήσας τα κατά την πόλιν των Μαρτύρων ανδραγαθήματα, εύρεν αληθέστατα όσα ο Άγιος προεφήτευσε· και καταπλαγείς έδραμε προς αυτόν εκδιηγούμενος άπαντα. Εις ολίγον καιρόν κατέπαυσε πάλιν ο διωγμός με του Θεού την βοήθειαν. Όθεν μεταβάς εις την πόλιν ο Όσιος εκυβέρνα την ποίμνην του θεάρεστα· προσέταξε δε να ερευνήσουν επιμελώς, ίνα εύρωσι τα λείψανα των Μαρτύρων, ίνα τους εορτάζωσιν, επειδή έχυσαν δια τον Δεσπότην Χριστόν το αίμα των. Πολιτευόμενος λοιπόν βίον άγιον και ποιμάνας καλώς τα λογικά πρόβατα ο θαυματουργός Γρηγόριος, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς το ποθούμενον. Προγνωρίσας δε την μετάστασιν αυτού, έβαλε πολλήν επιμέλειαν να μάθη πόσοι άνθρωποι μένουν εις την απιστίαν· και εξετάσαντες ακριβώς όχι μόνον εις την πόλιν, αλλά και εις πάντα τα της Νεοκαισαρείας περίχωρα, εύρον μόνον δεκαεπτά βεβυθισμένους εις την ασέβειαν. Τούτο μαθών ο Άγιος, ελυπήθη μεν ολίγον δια την εκείνων απώλειαν, ηυχαρίστησε δε τον Θεόν, όστις ενεδυνάμωσε και επίστευσαν οι επίλοιποι, έμειναν δε εις την πλάνην μόνον τόσοι, όσους εύρε πιστούς κατά την χειροτονίαν αυτού. Προσευξάμενος λοιπόν ικανώς εδέετο του Θεού να αξιώση τους πιστούς να τελειώσουν τον βίον ενάρετα. Έπειτα παρήγγειλεν εις τους κληρικούς να του κτίσωσι μεν τάφον ξεχωριστόν, να τον βάλουν όμως εις ξένον μνήμα, δια να τον έχουν διήγημα οι μεταγενέστεροι, λέγοντες, ότι ο Γρηγόριος ούτε ζων απέκτησε πράγμα ίδιον, ως πάροικος τε και παρεπίδημος, ούτε καν ενός νομίσματος χωράφιον εξουσίασεν, ούτε μετά θάνατον ηθέλησε να τον βάλουν εις τάφον ίδιον, αλλά εις αλλότριον, ως ξένον και άπορον, ότι άλλο δεν επόθει ο τρισμακάριος ειμή μόνον την πλουσίαν ακτημοσύνην και την επιστροφήν των Ελλήνων εις την ευσέβειαν και εις τούτο είχεν όλην του την σπουδήν. Εις την αρχήν μάλιστα, όταν έλαβε την αξίαν της αρχιερωσύνης, ετέλεσε την εξής θαυματουργίαν δια της οποίας επίστευσε πλήθος ανθρώπων. Συνήθειαν είχον εις την πόλιν εκείνην και ετελούσαν εορτήν πάνδημον, εις την οποίαν συναγόμενοι άπαντες εχόρευον με τραγούδια και άλλα όσα οι δαίμονες χαίρονται και τους οποίους επεκαλούντο εις βοήθειαν οι ανόητοι. Ο δε Άγιος ακούσας τας βλασφημίας εσκανδαλίσθη και τους ωργίσθη, ευθύς δε έπεσεν εις αυτούς τοσούτον θανατικόν, ώστε μετεστράφη όλη η χαρά των εις θρηνωδίαν απαραμύθητον, διότι κατέφλεγεν ως φλόγα πυρός τους οίκους αυτών η ασθένεια και δεν έφθαναν οι ζώντες να ενταφιάζουν τους αποθνήσκοντας. Γνωρίσαντες δε την αιτίαν της νόσου, έτρεχον προς τον Άγιον μετά δέους και ταπεινότητος ικετεύοντες να κάμη δέησιν προς τον Θεόν αυτού να παύση ο θάνατος και τότε να πιστεύσωσιν εις αυτόν. Ο δε ευσπλαγχνισθείς επήγαινεν εις τους οίκους των και καθώς εισήρχετο εις ενός εκάστου τον οίκον, ηφανίζετο η ασθένεια και ούτω πάντες εθεραπεύθησαν. Έδραμε λοιπόν αυτή η φήμη εις όλην την πόλιν και όλοι εφήμιζαν τον Γρηγόριον προσπίπτοντες εις αυτόν και ευχαριστούντες ως ιατήρα των παθών άμισθον και σωτήρα πάντων επιεικέστατον. Ούτως εφανερώθη δια των έργων η ευσέβεια και επίστευσαν εις τον Χριστόν, αφού είδον τοιούτον θαυμάσιον και εγνώρισαν ότι έκαμεν η ασθένεια περισσοτέραν ωφέλειαν από την υγείαν, επειδή όταν ήσαν εύρωστοι κατά το σώμα, ασθενούσαν κατά το πνεύμα και δεν ηδύναντο να γνωρίσωσι την αλήθειαν, δια δε της σωματικής ασθενείας ηννόησαν την πονηρίαν των ειδώλων και επίστευσαν εις τον αληθή Πανάγαθον Θεόν. Είναι και άλλα πολλά μνήμης άξια του μεγάλου Γρηγορίου υπερθαύμαστα και τεράστια, τα οποία χάριν συντομίας δεν εγράψαμεν, φθάνουσιν όμως τα ολίγα ταύτα, ίνα εννοήση έκαστος την προς το Θεόν παρρησίαν και δύναμιν του Αγίου. Ας μη απιστήση δε τις εις τα ρηθέντα τεράστια, ότι καθώς τα γράφει ο Άγιος Συμεών ο Μεταφραστής, ούτω και εγώ τα μετεγλώττισα συντομώτερα ολίγον δια βραχύτητα και όλοι γνωρίζουσιν ότι ουδέν ψευδές έγραψεν ούτος ο Άγιος. Αλλά τι θαυμαστόν αφού ο Δεσπότης ημών έταξεν εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, ότι όποιος έχει πίστιν εις Αυτόν, θα κάμη μεγαλύτερα θαύματα από όσα εκείνος ετέλεσεν; Ιδού λοιπόν επληρώθη του αληθεστάτου Χριστού η πρόρρησις εις τον μέγαν τούτον Γρηγόριον, όστις με την δύναμιν και βοήθειαν Εκείνου εποίησε τεράστια πάσαν ακοήν υπερβαίνοντα. Ούτος λοιπόν γενόμενος Επίσκοπος τω σμ΄ (240) έτει ως αληθής ποιμήν και ουχί μισθωτός ποιμάνας τα λογικά θρέμματα εν οσιότητι και δικαιοσύνη και μέγας γενόμενος εν σωφροσύνη και ακτημοσύνη και ταις λοιπαίς αρεταίς, ετελεύτησε τη ιζ΄ (17) Νοεμβρίου περί το έτος σοε΄ (275) και τον ενεταφίασαν εις ξένον μνημείον καθώς παρήγγειλεν. Η δε μακαρία ψυχή του απήλθεν εις την αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν Χάριτι και φιλανθρωπία Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΠΛΑΤΩΝΟΣ.

Δημοσίευση από silver »

Πλάτων ο μέγας και θαυμάσιος Μάρτυς ήτο από την Άγκυραν της Γαλατείας εν έτει 296, υιός γονέων ευγενών Ορθοδόξων, αδελφός δε του Αγίου Αντιόχου (ίσως του εορταζομένου κατά την εικοστήν τετάρτην του Δεκεμβρίου). Ούτος γεννηθείς και ανατραφείς με πάσαν σπουδήν και μάθησιν, εφαίνετο εις όλους συνετός και σοφώτατος. Μη υποφέρων δε να βλέπη την ασέβειαν αυξανομένην και την του Χριστού πίστιν σμικρυνομένην από τας τιμωρίας των δυσσεβών τυράννων, ηγωνίζετο ακαταπαύστως και ενεδυνάμωνε τους Χριστιανούς εις την ευσέβειαν. Όσοι δε ήσαν από αυτούς πτωχοί, τους εβοήθει εις τα προς την χρείαν πλουσιοπάροχα· επειδή δε ωμολόγει παρρησία τον Χριστόν έμπροσθεν εις όλους, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Αγριππίνον τον βικάριον, ήτοι επίτροπον, όστις πανούργος ων και δόλιος εις το να πλανήση ψυχάς, γινώσκων την πολλήν ελευθερίαν και σταθερότητα του Αγίου, δεν ηθέλησεν ευθύς με απειλάς να τον φοβίση, αλλ’ εδοκίμαζε με ημερότητα και απαλούς λόγους να ψυχραίνη κατ’ ολίγον την θερμότητα της πίστεώς του. Και είπε· «Λέγε μοι, ω άνθρωπε, πως όλος ο κόσμος ησυχάζει και φυλάττει την πατροπαράδοτον πίστιν και συ μόνος ατιμάζεις τους θεούς και καταδέχεσαι να προσκυνής Θεόν εσταυρωμένον; Αλλ’ ειπέ μοι την πατρίδα σου, το αξίωμα και το όνομά σου». Ακούσας ταύτα ο γενναίος Πλάτων είπεν εις τον ηγεμόνα· «Πατρίς μου και πίστις και όνομα είναι να ονομάζωμαι και να είμαι Χριστιανός. Αλλ’ εάν ζητής και το όνομα, όπερ έλαβον από τους γονείς μου, ονομάζομαι Πλάτων και είμαι από ταύτην την πόλιν, υπάρχω δε δούλος Χριστού, δια τον οποίον πρόθυμος είμαι να υπομείνω, αν τύχη, και δεσμά και μάστιγας και πολυώδυνον θάνατον». Ο δε βικάριος, θαρρών ακόμη να τον καταπείση, είπεν· «Εγώ βλέπω την μεγάλην σου σύνεσιν και θαρρώ να με ακούσης, διότι σου λέγω τα ωφέλιμα και μη προτιμήσης ατιμίαν αντί τιμής και αντί τρυφής και δόξης αισχύνην, να ίδης την καλήν σου νεότητα χαλεπώς βασανιζομένην. Διότι ηξεύρεις τι επρόσταξεν ο βασιλεύς να παθαίνουν όσοι τιμούν τον Εσταυρωμένον;» «Γινώσκω», είπεν ο του Χριστού δούλος. «Αλλ’ ο Χριστός μου είναι ασυγκρίτως δυνατώτερος και από τους βασιλείς σας και από τους θεούς σας τους δαίμονας, δια δε το καλόν μου ο αληθής Θεός θέλει φροντίσει. Γνώριζε δε και τούτο, ότι ούτε εις τα βασιλικά προστάγματα πείθομαι, ούτε την συμβουλήν σου ακούω· δια τούτο ετοιμάζου εναντίον μας και οργίζου όσον δύνασαι». Βλέπων ο Αγριππίνος το αμετάθετον της γνώμης του, ήρχισε τας βασάνους και ευθύς προσέταξε και τον εκρέμασαν εις τέσσαρα μέρη· είτα απλώσαντες αυτόν, τον έδερον δυνατά με βούνευρα δεκαέξ άνδρες, εναλλασσόμενοι από δύο δύο· ο δε Μάρτυς και ούτως ανηλεώς και απανθρώπως μαστιγούμενος υπέφερε με πραότητα και ηρεμίαν τα δεινά, θεία δε δύναμις τον ενεδυνάμωνεν άνωθεν και ευθύς ιάτρευε πάσαν πληγήν· ο δε Μάρτυς εφαίνετο εις όλους λαμπρός και χαρίεις, ώστε και αυτός ο τύραννος κατεπλάγη και εντραπείς τον εφυλάκισε δια να μη βλέπουν αυτόν και άλλοι και πιστεύσουν. Ηκολούθουν δε τον Μάρτυρα εις την φυλακήν και όσοι εδιδάχθησαν από αυτόν την πίστιν του Χριστού, επιθυμούντες προτιμότερον να φυλακισθούν ομού με τον Άγιον, παρά να χωρισθούν απ’ αυτού, διότι εστερεώθη η καρδία των εις την πίστιν του Χριστού περισσότερον από το θαύμα το οποίον είδον εις τον Μάρτυρα. Αφού ο Άγιος έφθασεν εις την πύλην της φυλακής, είπεν· «Άνδρες αδελφοί και σύντροφοι, αν θέλετε την Βασιλείαν του Κυρίου, ο μεν παρών καιρός, καθώς βλέπετε, είναι πλήρης δυστυχίας και θλίψεων, όστις όμως συλλογίζεται τα αιώνια και ανεκλάλητα αγαθά, δεν νομίζει τίποτε τα παρόντα πρόσκαιρα. Εάν δε βασανιζόμενος τις δια την πρόσκαιρον πατρίδα του λαμβάνει μεγάλην τιμήν, πόσην θέλει λάβει εκείνος όστις κακοπαθεί δια τον Θεόν;» Ταύτα ειπών και παραδίδων αυτούς εις τον Θεόν, τους είπε να απέλθωσιν. Εισελθών δε εκείνος εις την φυλακήν, προσηυχήθη εις τον Θεόν λέγων· «Κύριε ο Θεός, ο Κτίστης και Σωτήρ ημών, ο δια βάθος της φιλανθρωπίας ενδυθείς την φύσιν ημών και γινώσκων την προαίρεσίν μας, δος δύναμιν εις την ασθένειαν της σαρκός, διότι χωρίς σου, καθώς είπας, ουδέν δυνάμεθα να κατορθώσωμεν». Ταύτα ειπών ο μακάριος Πλάτων έλαβε παρά Χριστού εις την ψυχήν δύναμιν ακατάβλητον και εθερμάνθη έτι περισσότερον εις το μαρτύριον, ελυπείτο δε διότι δεν εβασανίζετο γρήγορα. Ύστερον από επτά ημέρας τον εκάλεσε πάλιν ο κριτής και του είπε να του δώση γυναίκα την ανεψιάν του, ωραιοτάτην ούσαν, εάν και μόνον θυσιάση, νομίζων ο μάταιος ότι θα προτιμήση ο Άγιος πράγματα μικρά και πρόσκαιρα. Αλλ’ επειδή ο μακάριος Πλάτων εβαρύνθη και εγέλασεν, ήρχιζε να τον φοβερίζη· βλέπων δε αυτόν άφοβον εις πάντα, εθυμώθη μεγάλως. Όθεν προσέταξε και τον έβαλαν επάνω εις κλίνην σιδηράν και ήναψαν πυράν πολλήν, άνωθεν δε τον έδερον με λεπτά ραβδία, δια να θανατωθή με πολύν πόνον το συντομώτερον· ταύτην την βάσανον και να την βλέπουν μόνον εφοβούντο οι παρόντες. Ο δε του Χριστού Μάρτυς εφαίνετο όχι ως φλεγόμενος, αλλ’ ως εις περιβόλια και ωραία άνθη αναπαυόμενος· εις δε από τους παρεστώτας, Σωφρόνιος ονόματι, κομενταρήσιος την αξίαν, είπε· «Θύσον άθλιε»· ο δε Μάρτυς του είπεν· «Εγώ θα θυσιάσω θυσίαν αινέσεως εις τον ιδικόν μου Χριστόν, όστις δύναται να με ελευθερώση από τας χείρας σας και από την πονηρίαν σας». Τότε ο κομενταρήσιος ήρχισε να βλασφημή κατά του Σωτήρος. Ο δε Άγιος είπε μεγαλοφώνως· «Διατί δεν αισχύνεσθε, ταλαίπωροι, να πιστεύετε θεούς, οίτινες είναι χειρότεροι και από τα άλογα ζώα, επειδή ούτε κινούνται, ούτε αισθάνονται διόλου και δεν ημπορούν να σας ωφελήσουν;» Ο δε ηγεμών και πάλιν εθάρρει να τον καταπείση, και του είπε· «Θυσίασον, άθλιε, με τον λόγον μόνον και ειπέ ότι μέγας θεός είναι ο Απόλλων και δια φιλανθρωπίαν να σε ελευθερώσω από τας βασάνους και να σε κάμω φίλον μου ακριβόν». Ο δε Μάρτυς, βλέπων αυτόν αγρίως, του είπε· «Μη γένοιτο εγώ, από τον φόβον των κολάσεών σου, να αρνηθώ τον δημιουργόν και Δεσπότην μου, λυπούμενος δε εδώ το σώμα μου, να φλογίζωμαι εκεί αιώνια· διότι δι’ εμέ ζωή είναι ο δια Χριστόν θάνατος. Δια τούτο και συ άφες το σκότος της ειδωλομανίας και δράμε εις το φως της αληθείας». Προς ταύτα ο Αγριππίνος, ως υιός του σκότους, μεγάλως ελυπήθη, διότι του είπε να αρνηθή τους θεούς του, και εσυλλογίζετο να εφεύρη βαρυτέρας τιμωρίας. Και τότε μεν προσέταξε να τον σηκώσουν από την κλίνην. Ήτο δε ο Άγιος ως εξ ύπνου εγερθείς όλος φαιδρός, λαμπρός και αβλαβής, εξήρχετο δε απ’ αυτού και τις ευωδία θαυμαστή και απόρρητος, πολλών απίστων ψυχάς παρακινούσα εις ευσέβειαν, οι οποίοι με μίαν γλώσσαν εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις ηλευθέρωσε τον δούλον του αβλαβή από ταύτην την ανυπόφορον φλόγα του πυρός». Ο δε τύραννος, επιθυμών να καταπείση τον Άγιον παρά μυρίους άλλους, του έλεγεν· «Αν δεν θέλης να θυσιάσης, βλασφήμησον μόνον τον Εσταυρωμένον, και ευθύς να ελευθερωθής». Ο δε σοφώτατος Μάρτυς είπεν· «Ω καρδία διεστραμμένη, τον Δεσπότην μου και Βασιλέα να βλασφημήσω, ο οποίος μου εχάρισε πνοήν και ζωήν και με ηλευθέρωσεν από την αμαρτίαν με το άγιον Βάπτισμα; Φεύγε απ’ εμού, εργάτα της ανομίας». Ο δε κριτής θυμωθείς περισσότερον δια ταύτα είπεν· «Εγώ ήμερα και φιλικά σου ωμίλησα, αλλ’ επειδή είσαι υβριστής και αυθάδης, εγώ θα σε σωφρονίσω με τα έργα». Και παρευθύς του εξέσχισε το ένδυμά του, και προσέταξε και έβαλον κάυωθεν των μασχαλών του σφαίρας σιδηράς πεπυρακτωμένας, αίτινες τόσον δυνατά έκαιον, ώστε ευθύς ήρχισε να εξέρχεται καπνός από το στόμα του και από την ρίνα του, διότι εκαίοντο τα τίμια μέλη του· ο δε Μάρτυς και ούτω βασανιζόμενος δεν εδειλίασεν. Ασεβής δε τις ιστάμενος πλησίον του είπε· «Θύσον, Πλάτων, μήπως και δεν ημπορέσης να υποφέρης έως τέλους τας τιμωρίας». Ο δε Μάρτυς ύβρισεν αυτόν και πλέον δεν τους ήκουσεν, αλλ’ έβλεπε μόνον προς τα άνω και απ’ εκεί ανέμενε παρηγορίαν λέγων· «Ίδε, Κύριε, και μη μακρύνης απ’ εμού, διότι θλίψις εγγύς, ότι πυρ και σίδηρος την ψυχήν μου διεμερίσαντο, αλλά συ είσαι Θεός μόνος ποιών θαυμάσια και σου εστι το κράτος εις τους αιώνας· αμήν». Ευθύς λοιπόν ο Θεός, όστις επακούει τους φοβουμένους αυτόν, έσεισε δυνατά τον τόπον εκείνον και όλοι εφοβήθησαν. Ο δε Αγριππίνος, ακόμη αναίσθητος ων, και πάλιν προσέταξε και του εξέδαρον όσας σάρκας έμειναν εις τα οστά του· ο δε γενναίος και αδαμάντινος Μάρτυς έψαλλεν εις επήκοον πάντων· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου… και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. λθ:1-3). Λαβών δε ο Μάρτυς τεμάχιον σαρκός, εξ εκείνων τας οποίας του έκοπταν, την έρριψεν εις το πρόσωπον του ηγεμόνος, λέγων εις αυτόν· «Δέξαι, αιμοβόρε σκύλε, και φάγε, επειδή ορέγεσαι ανθρωπίνας σάρκας». Προς ταύτα πολλά κατησχύνθη ο ηγεμών και μη γινάσκων τι να ποιήση, τον συνεβούλευσεν ο φίλος του διάβολος να τον τιμωρήση και πάλιν· όθεν προσέταξε να τον κρεμάσουν εις το ξύλον και να του ξεσχίσουν με σιδηρούς όνυχας όσας σάρκας του απέμειναν και ο κήρυξ εβόα· «Θύσον, ω Πλάτων, και ελευθερώσου από τας βασάνους». Ο Μάρτυς όμως ίστατο πάντοτε στερεός εις την ομολογίαν του χωρίς φόβον και δειλίαν. Ο δε Αγριππίνος περισσότερον θυμωθείς προσέταξε και του εξέσχισαν και το δέρμα του προσώπου του, τόσον ώστε εφάνησαν τα νεύρα, αι φλέβες και τα οστά· όμως το σχήμα του προσώπου δεν εχάθη. Αφ’ ου λοιπόν εχόρτασεν ο απάνθρωπος ηγεμών την ανήμερον ψυχήν του, κατεβίβασε τον Άγιον από το ξύλον και του είπεν ήμερα (ω της αναισχυντίας του ύστερον από τόσα βάσανα!) «Μη θελήσης, ω καλέ Πλάτων, να προτιμήσης θάνατον πικρόν αντί της γλυκυτάτης ταύτης ζωής και να βάλης όλους σου τους συγγενείς και ημάς εις θλίψιν απαρηγόρητον, διότι πολλά λυπούμεθα την νεότητά σου». Αλλ’ επειδή ο Μάρτυς ο αυτός ήτο πάντοτε, πάλιν εκρέμασε τον Αθλητήν και εξέσχιζον τους μηρούς, τα γόνατα και τα λοιπά μέλη έως εις τους αστραγάλους· αλλ’ επειδή και πάλιν ανίκητος ήτο, τον εκολάκευεν ο ηγεμών λέγων· «Έως πότε δεν πείθεσαι να θυσιάσης; Σε αγαπώμεν, διότι είσαι ομώνυμος του σοφού Πλάτωνος, και θαρρούμεν να του γίνης όμοιος και κατά την αρετήν και σοφίαν». Ο δε Μάρτυς, αμετάθετος ων, πάλιν εφυλακίσθη, προσέταξε δε ο τύραννος να του δίδουν τόσον ολίγον άρτον και ύδωρ, ώστε να μη αποθάνη, μη γινώσκων ο μάταιος, ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω» ζώσιν οι κατά Θεόν ζώντες, «αλλ’ επί παντί ρήματι» κατά το ιερόν λόγιον «εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ: 4 και Δευτ. η:3). Αφού δε παρήλθον δεκαοκτώ ημέραι, έφερεν έμπροσθέν του τον Μάρτυρα ο Αγριππίνος και τον ηρώτα εάν πιστεύη την πίστιν του βασιλέως (ω της μωρίας!). Ακόμη δεν είχε μάθει την γνώμην του Αγίου. Ο δε Μάρτυς έλεγεν· «Η ιδική μου ζωή είναι ο Χριστός, και ο δι’ Αυτόν θάνατος μέγιστον κέρδος». Μόλις λοιπόν τότε ο κριτής απεφάσισε να τον αποκεφαλίσουν· και φέροντες αυτόν οι δήμιοι εις τον διωρισμένον τόπον, είπε μεθ’ ηδονής και αρρήτου αγαλλιάσεως· «Κύριε, εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», και ευθύς έκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν, εις τας ιη΄ (18) του Νοεμβρίου, εν έτει 296. Τινές δε εξ εκείνων, οι οποίοι δια μέσου του επίστευσαν, λαβόντες το τίμιον αυτού σώμα, και τους πρέποντας ύμνους και ψαλμούς άσαντες, το ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Νοεμβρίου μνήμη του Αγίου Προφήτου ΑΒΔΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Αβδιού ο Προφήτης κατήγετο από την Συχέμ, εκ του αγρού Βαθαχαράμ, ήτο δε προ της Χριστού γεννήσεως έτει ω΄ (800). Το όνομά του ερμηνεύεται εις την Ελληνικήν γλώσσαν δούλος Κυρίου ή εξομολογούμενος. Ούτος υπηρέτει πρότερον εις τον βασιλέα της Σαμαρείας Αχαάβ και έπειτα εις τον βασιλέα Οχοζίαν, ότε απέστειλεν Οχαζίας προς τον ένδοξον και μέγαν Προφήτην Ηλίαν τους δύο πεντηκοντάρχους, όπως είπωσιν εις αυτόν να καταβή από το όρος και να υπάγη εις τον βασιλέα, οίτινες δια προσευχής του Προφήτου κατεκάησαν ομού με τους εκατόν ανθρώπους των, πεσόντος πυρός ουρανόθεν και κατακαύσαντος αυτούς· τρίτον δε πεντηκόνταρχον απέστειλε τούτον τον Προφήτην Αβδιού ο ίδιος Οχαζίας, ίνα προσκαλέση τον Ηλίαν και να τον φέρη εις τον βασιλέα. Τούτον τον Αβδιού, λυπηθείς ο Ηλίας, δεν κατέκαυσεν, επειδή προσήλθεν εις αυτόν μετά ταπεινώσεως και πεσών εις τους πόδας του παρεκάλεσεν αυτόν να μη τον κατακαύση, αλλά να καταβή και να υπάγη εις τον βασιλέα· ο και εποίησεν ο του Θεού Προφήτης, καθώς τούτο αναφέρεται εις το πρώτον κεφάλαιον της τετάρτης των Βασιλειών. Έκτοτε δε παραιτήσας τον βασιλέα και την δούλευσιν αυτού, ηκολούθει τον Ηλίαν και υπηρέτει αυτόν· και γενόμενος μαθητής του, προεφήτευσε πολλά. Ύστερον δε αποθανών, ετάφη εις τον τάφον των Πατέρων του.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Δεκαπολίτου.

Δημοσίευση από silver »

Γρηγόριος ο Όσιος Πατήρ ημών ο Δεκαπολίτης εγεννήθη κατά το δεύτερον ήμισυ του ογδόου αιώνος εις την Ειρηνούπολιν της εν Ισαυρία Δεκαπόλεως, εκ της οποίας έλαβε και την προσωνυμίαν Δεκαπολίτης· ο πατήρ αυτού ωνομάζετο Σέργιος, όστις ήτο αιχμάλωτος εις τα πάθη της σαρκός και δια την σωτηρίαν αυτού ουδόλως εφρόντιζεν, η δε μήτηρ αυτού, ονόματι Μαρία, ήτο ευσεβής, φιλόθεος και φιλότεκνος· όθεν έβαλε τον Γρηγόριον εις τα γράμματα και όταν επαιδεύθη ικανόν καιρόν και έμαθεν όσα του εφάνησαν χρειαζόμενα, εσύχναζεν εις την Εκκλησίαν με πολλήν ευλάβειαν και όσα λόγια ψυχωφελή και σωτήρια ήκουε τα εκαρπώνετο, ως γνωστικός και φρόνιμος· και υψώσας τον νουν και την διάνοιαν εις τα ουράνια, εμίσησε τελείως τα επίγεια και δεν έτρωγε ποσώς ηδονικά και εύμορφα βρώματα, αλλά ποταπά και άχρηστα και ταύτα όταν οι γονείς τον εβίαζον. Έπειτα έτρεχε πάλιν εις τον θείον Ναόν και ήκουε τα δαβιτικά μελωδήματα, με τα οποία ήναπτεν η ψυχή του προς τον ένθεον έρωτα· και πηγαίνων πολλάκις εις τόπον ήσυχον προσηύχετο μόνος εις μόνον τον Θεόν, δεόμενος να τον αξιώση να γίνη δούλος του γνήσιος· ήτο δε καλός τας χείρας και επιτήδειος και έκαμνεν εργόχειρα διάφορα, από τα οποία απελάμβανε την ζωοτροφίαν του και τα επίλοιπα έδιδεν εις τους πτωχούς· και οι μεν γονείς του τον εβίαζον να ενδύεται πλούσια και μαλακά φορέματα, αυτός όμως εφόρει πενιχρά και ήτο εύχρηστος εις τον Θεόν και παμπόθητος. Όταν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, τον υπάνδρευσαν οι γονείς του χωρίς την βουλήν του. Αυτός όμως, έχων πόθον να φυλάξη σωφροσύνην και παρθενίαν, έφυγε ο αξιάγαστος από την πόλιν κρυφίως και επήγεν εις εν Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο Ηγούμενος εις ενάρετος Επίσκοπος, όστις έκαμε τότε νεωστί παραίτησιν δια τους εικονομάχους, οίτινες επείραζαν τον καιρόν εκείνον οι φρενοβλαβείς τους ευσεβείς· όθεν δια να μη του δόδουν ενόχλησιν αφήκε τον θρόνον του και ευρίσκετο εις τα όρη και σπήλαια. Εις τούτον τον ενάρετον ποιμένα εξομολογηθείς ο Γρηγόριος εστερεώθη εις την καλήν γνώμην, την οποίαν είχε, να γίνη Μοναχός. Όθεν τον έστειλεν εκείνος εις τινας Μοναχούς εναρέτους, οι οποίοι ήσαν εις τόπον ησυχαστικώτερον και απόκρυφον. Εις ολίγον καιρόν απέθανεν ο Σέργιος ο πατήρ του, η δε μήτηρ εξετάσασα επιμελώς εύρε με κόπον πολύν το τέκνον της· αλλά δεν ημπόδισεν αυτόν από την σωτήριον οδόν, αλλά μάλιστα τον επήνεσε· μόνον μίαν χάριν του εζήτησε· να υπάγη εις άλλο Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο ο έτερος αδελφός του και να συναγωνίζωνται ομού, δια να έχη ο εις τον έτερον παραμυθίαν και βοήθειαν. Δια να κάμη λοιπόν το θέλημα της μητρός του ο Γρηγόριος επήγεν εις εκείνο το Μοναστήριον, του οποίου ο Καθηγούμενος ήτο αιρετικός ο άθλιος και οπόταν το ηννόησεν ο Άγιος, δεν το υπέμεινεν, ως ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος, αλλά τον ήλεγξε παρρησία έμπροσθεν όλης της αδελφότητος, εκείνος δε θυμωθείς έδειρε δυνατά τον Άγιον, ο οποίος έφυγε καθώς ήτο με τας πληγάς και επήγεν αιματωμένος εις έτερον Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο συγγενής τις της μητρός του Ηγούμενος, Συμεών ονομαζόμενος, όστις ήτο και Αρχιμανδρίτης εις όλα τα Μοναστήρια της Δεκαπόλεως. Δεχθείς λοιπόν εκείνος μετά πάσης χαράς τον Γρηγόριον τον επαίδευσεν εις πάσαν αρετήν, ως πρακτικός όπου ήτο και έμπειρος. Αφού έκαμεν εις εκείνην την αγίαν Μονήν έτη δέκα τέσσαρα, έγινεν εις όλους αιδέσιμος, και τον ηυλαβούντο ως ενάρετον και άγιον άνθρωπον, επειδή όλας τας αρετάς απέκτησε, και εξόχως την θεομίμητον υπακοήν και ταπείνωσιν· τότε λοιπόν γινώσκων ο Άγιος ότι ηδύνατο να κατοικήση και μόνος, παρεκάλεσε τον Αρχιμανδρίτην να του δώση συγχώρησιν, να καθήση εις κελλίον δια να μη έχη τινά φροντίδα τελείως. Ο δε Ηγούμενος, γνωρίζων ότι ήτο καλή η γνώμη του και ο σκοπός ένθεος, τον προσέταξε και επήγεν εις τι σπήλαιον, όπερ ήτο εις κρημνόν βαθύτατον. Εισελθών λοιπόν εις αυτό ο Άγιος χαίρων έμεινεν εκεί μόνος εις μόνον τον Θεόν προσευχόμενος· αλλά πάλιν εύρε και εκεί μεγάλην ενόχλησιν, ότι εις τον τόπον αυτόν κατώκουν πλήθος δαιμόνων, οίτινες εκάκισαν ιδόντες τον Άγιον και πολλά επάσχισαν να τον διώξουν με διάφορα μηχανεύματα. Και πρώτον μεν εφώναζον λέγοντες· «Έξελθε από την κατοικίαν μας, ότι πολλά κακά μέλλεις να πάθης από ημάς». Έπειτα έγιναν όλοι σκορπίοι και έτρεχον κατεπάνω του· αυτός δε ίστατο προσευχόμενος, όταν δε πάλιν εμετάνιζεν έως την γην, τον εδάγκανον εις τας χείρας. Ο Άγιος όμως, έχων εις τον Θεόν την ελπίδα του, δεν ελάμβανεν υπ’ όψιν τας πληγάς των ως νηπίων τοξεύματα· όθεν βλέποντες ότι δεν ηδύναντο οι αδύνατοι να τον διώξουν, εδιώχθησαν αυτοί. Μετ’ ολίγας ημέρας μετασχηματισθέντες πάλιν εις στρατιώτας οι δαίμονες ήλθον εις το σπήλαιον να τον φονεύσουν με τα ξίφη των, τα τόξα και τα κοντάρια, αυτός όμως έκαμε τον σταυρόν του και τους εδίωξε. Φεύγοντες εκείνοι κατησχυμμένοι εφώναζον· «Αφού μας εδίωξεν από τον τόπον μας ούτος ο άδικος, που να υπάγωμεν οι ταλαίπωροι;» Ταύτα λέγοντες διεσκορπίσθησαν, διότι η προσευχή του Αγίου ως φλόγα πυρός τους εφλόγιζε και έφευγον έντρομοι· αλλά πάλιν μεθ’ ημέρας τινάς εδοκίμασαν άλλην μηχανήν οι παμπόνηροι και ενώ ηύχετο νύκτα τινά εις τας εννέα του Μαρτίου, επήγαν με φως εξαστράπτοντες και του είπον ότι ήσαν οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες και ήλθον να του δώσουν Χάριν και δύναμιν κατά δαιμόνων· αυτός όμως τους εγνώρισε και επιτιμήσας αυτούς ηφανίσθησαν· όθεν ιδόντες ότι με άλλην μηχανήν δεν ηδύναντο να τον πολεμήσουν, του έδωσαν εις την σάρκα άγριον της πορνείας πόλεμον, και εκαίετο από τούτο το πάθος ώσπερ να τον εσούβλιζαν τινες με πεπυρακτωμένα σίδηρα· αλλά η θεία Χάρις του έδωσεν εις την ανάγκην ταύτην βοήθειαν και του εφάνη την νύκτα εις το όραμά του γυνή τις σεμνή και αιδέσιμος, ήτις ωμοίαζε με την μητέρα του και τον ηρώτησε ποίον ήτο το αίτιον της λύπης αυτού. Τότε έβαλεν ο Άγιος τον δάκτυλόν του εις τον ομφαλόν και της έδειξε το πάθος του, εκείνη δε έσχισε την κοιλίαν του και του εφάνη ότι εξήγαγε τεμάχιον εντέρου σαπημένον και του το έδειξε λέγουσα· «Ιδού ο πόνος σου έπαυσε, μη λυπήσαι λοιπόν, ότι δεν σου έρχεται πλέον σκάνδαλον». Ταύτα βλέπων εξύπνησε χαίρων, διότι εγνώρισεν ότι ο Κύριος του επήρε την πύρωσιν της σαρκός. Μετά ταύτα έχων πόθον να ίδη τον αδελφόν του, έστειλε τον υποτακτικόν του, όστις τον υπηρέτει όταν εχρειάζετο τι, να τον φέρη εις το σπήλαιον. Μένων δε μόνος είδεν έκστασιν θαυμάσιον, ότι ήλθεν εις αυτόν φως από τον ουρανόν υπέρλαμπρον με ευωδίαν ανεκδιήγητον, ήτις εγέμισε το σπήλαιον και εκράτησε πολλάς ημέρας. Καθώς δε ήλθεν ο υπηρέτης του και εκτύπησεν, ηρώτησεν αυτόν πως έστρεψε τόσον γρήγορα, επειδή του εφάνη ότι έλειψε μόνον μίαν ώραν· αυτός δε του είπεν ότι ήσαν ημέραι τέσσαρες και ήλθεν άπρακτος. Τότε ο Όσιος ηννόησε το θαυμάσιον και έκρινε δίκαιον να το φανερώση προς τον Καθηγούμενον. Όθεν του έστειλε γράμμα να υπάγη έως εκεί να του είπη λόγον σπουδαίον· ο δε Αρχιμανδρίτης επήγεν ευθύς εις το σπήλαιον, προς τον οποίον είπε ταύτα ο Άγιος με πραείαν λαλιάν και πολλήν ταπείνωσιν· «Είναι μία εβδομάς σήμερον, όπου ήλθεν από τον ουρανόν φως άρρητον, ως στύλος πύρινος, ενώ ηυχόμην μόνος δοξολογών τον Θεόν κατά το σύνηθες. Με περιεκύκλωσε δε το φως εκείνο από την κορυφήν έως τους πόδας θαυμασιώτατα με τόσην ευωδίαν, την οποίαν ακόμη αισθάνομαι και με την όρασιν αυτήν ιατρεύθην από δύο μεγάλας ασθενείας όπου είχον πρότερον, μίαν σωματικήν της αιμορροίας, και άλλην ψυχικήν, διότι είχον εις την σάρκα μέγα σκάνδαλον, και τώρα με την θείαν Χάριν εθεραπεύθην και έχω πολλήν ειρήνην εις την καρδίαν μου· δι’ αυτό λοιπόν σε εκάλεσα δια να με συμβουλεύσης ως πρακτικός, εάν ήτο από Θεού η όρασις, να μη έχω αμφιβολίαν ότι ήτο από συνεργίαν του δαίμονος δια να με πλανήση τον ανάξιον». Λέγει εις αυτόν ο Ηγούμενος· «Μη έχης εις αυτό αμφιβολίαν ή δειλίαν τελείως, ότι το φως εκείνο ήτο θεϊκόν, το οποίον με την ζωηφόρον ευωδίαν του εδίωξε την θανατηφόρον δυσωδίαν του αντικειμένου δαίμονος· λοιπόν αγωνίζου εις την άσκησιν όσον δύνασαι, γινώσκων ότι έχεις τον Θεόν εις βοήθειαν· διότι ούτω δοξάζει τους δούλους αυτού ο Κύριος με δόξαν ουράνιον και τους φανερώνει εις τον κόσμον ως αξίους της Βασιλείας του, δια να λαμβάνουν και άλλοι από τούτους παράδειγμα, να τους μιμούνται προς σωτηρίαν των». Ο δε Κύριος μη θέλων να είναι κεκρυμμένος υπό τον μόδιον ο λύχνος ούτος ο παμφαέστατος, τον προσεκάλεσεν ουρανόθεν, ως τον Πατριάρχην Αβραάμ, και του λέγει· «Γρηγόριε, εάν αγαπάς να φθάσης εις την τελειότητα, έξελθε από την γην σου και την συγγένειάν σου και ξενιτεύσου δια το συμφέρον σου». Εξελθών όθεν από το σπήλαιον επήγεν εις την Έφεσον να εύρη πλοίον δια την Κωνσταντινούπολιν, προκειμένου να υπάγη εκεί δια να ελέγξη τους αιρετικούς, οίτινες ήσαν τον καιρόν εκείνον. Ήσαν δε πολλά πλοία εκεί εις την Έφεσον, αλλ’ εφοβούντο τους πειρατάς, οίτινες ελυμαίνοντο το πέλαγος εκείνο και δεν ετολμούσαν να εξέλθουν· ο δε Άγιος τους εθάρρυνεν, υποσχόμενος να μη τους ίδωσι τελείως και ούτως εγένετο, ότι δια την δέησιν αυτού έκαμε καιρόν επιτήδειον και εταξίδευσαν πρίμα φθάσαντες ταχέως εις την Προικόννησον. Εκεί δε τον εδέχθη πτωχός τις εις τον οίκον του, αν και είχον οι βασιλείς γραμμένα φοβερά προστάγματα να μη υποδεχθή κανένας Μοναχόν, αλλ’ εκείνος τον εδέχθη δια τον Κύριον, ο οποίος ως πλουσιόδωρος του ανταπέδωκε τον μισθόν της φιλοξενίας, και εις ολίγας ημέρας επλούτησεν· όθεν θέλων να αναχωρήση ο Άγιος, έκλαιεν εκείνος φοβούμενος μήπως πτωχεύση πάλιν ως πρότερον· όθεν έφυγε κρυφίως. Θέλων δε ο Άγιος να υπάγη εις το Βυζάντιον, ημποδίσθη από τι συνάντημα. Όθεν γνωρίσας ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να υπάγη εκεί, απήλθεν εις την Αίνον και εκεί υπήντησε νέον τινά ιππέα, όστις επέζευσεν από το άλογον θυμωθείς από τον ανθρωποκτόνον δαίμονα και έδειρε τον Άγιον ονομάζων αυτόν προδότην ο άδικος· ο δε δίκαιος υπέμεινε τας πληγάς δεόμενος εις τον Θεόν να συγχωρήση εκείνον όστις τον έδειρεν· ούτος δε κατενύχθη βλέπων εις αυτόν τοσαύτην πραότητα και τον προσεκύνησε ζητών παρ’ αυτού συγχώρησιν· ο δε Άγιος τον ενουθέτησε να μη είναι πλέον τόσον θυμώδης κατά τινος και ωφελήσας αυτόν και δίδων συγχώρησιν ανεχώρησεν απ’ εκεί με πλοίον και επήγεν εις την Χριστόπολιν· εξελθών δε από το πλοίον επήγεν εις ένα ποταμόν, εις τον οποίον ήσαν κλέπται Σλαυίνοι, και ελήστευον όσους εύρισκον, τους οποίους ιδών ο Όσιος ουδέ ποσώς εδειλίασεν, αλλά και με αυτούς εκάθισεν, οι οποίοι τον ηυλαβήθησαν τόσον βλέποντες ότι δεν τους εφοβήθη, αλλά υπήγε με το θάρρος πλησίον των, οίτινες τον επέρασαν αντίπερα του ποταμού με την λέμβον των, και του έδειξαν τον δρόμον όστις επήγαινεν εις την Θεσσαλονίκην. Φθάσας εκεί ο Όσιος έκαμεν ολίγας ημέρας και αναχωρών απ’ εκεί απήλθε δια ξηράς εις την Κόρινθον, ζητών δε πλοίον δια την Σικελίαν, εύρεν έτοιμον, αλλά εφοβούντο οι ναύται, δια τους βαρβάρους, να διέλθουν το πέλαγος, ο δε Άγιος τους υπεσχέθη να μη πάθουν τι· όθεν πεισθέντες εις τον λόγον του απέπλευσαν. Φθάσαντες εις το Ρήγιον, έδιδαν τινές ευλαβείς άνθρωποι του Οσίου χρυσίου μέρος τι δι’ έξοδόν του, βλέποντες ότι δεν είχε τι· ο δε Άγιος χωρίς να είδε ποτέ του εκείνους, οίτινες του έδιδαν, εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ήτο από αδικίας το χρυσίον όπερ του εχάριζαν· όθεν δια να τους διδάξη να απέχουν από το άδικον, ήλεγξε την πράξιν και τον αδικητήν εφανέρωσεν εξ ονόματος λέγων· «Μη γένοιτο, ο Θεός να μη το δώση να φάγω κανέν νόμισμα από την μερίδα του Μερκουρά, διότι πολλά πτωχά και ορφανά εκρέμασε και επήρε το πράγμα των άδικα». Ούτος δε ο Μερκουράς, όταν έζη, ήτο πράκτωρ και γραμματικός της αυθεντίας, όστις αδικών τους πτωχούς έκαμεν αυθεντικόν το πράγμα των. Αναχωρήσας από το Ρήγιον ο Άγιος εξήλθεν εις την στερεάν, δια της οποίας διήρχετο η οδός προς την Ρώμην, εκεί δε πάλιν έκαμεν άλλο θαυμάσιον, διότι έπεσεν αδελφός τις από το πλοίον εις την θάλασσαν και έμελλε να πνιγή, αυτός δε μόνον με την προσευχήν του τον έφερεν εις την γην και εσώθη· φθάνων δε εις την Ρώμην, έκαμεν εις τι κελλίον μήνας τρεις ησυχάζων, χωρίς να τον γνωρίση τις, τον εφανέρωσεν όμως εις δαιμονιζόμενος, τον οποίον ο Άγιος εθεράπευσε διώξας τον δαίμονα. Μετά ταύτα βλέπων ότι οι άνθρωποι τον ετιμούσαν ως Άγιον, έφυγεν απ’ εκεί, και φθάνων εις την Σικελίαν εκλείσθη εις πύργον και ησύχαζεν· οι δε δαίμονες έβαλαν πυρ ημέραν τινά, και έκαυσαν την ψάθην εις την οποίαν έκειτο και ευρών δέρμα τι ανεπαύετο εις αυτό· αυτοί δε πάλιν έγιναν μυίαι μεγάλαι πλήθος αμέτρητον και τον επείραζαν, όταν εκοιμάτο ή ηύχετο, τους οποίους με την προσευχήν του εδίωξε και έγιναν άφαντοι. Ήτο δε εκεί εις τον πύργον γυνή τις πόρνη και όσους άνδρας έβλεπε, προσεπάθει να τους σύρη εις τον βόρβορον της πορνείας με μυρία μηχανήματα και μάλιστα τους ναύτας, οίτινες ήρχοντο από ξένον τόπον και δεν ήξευραν τας πανουργίας της. Της εβοήθει δε ο τόπος προς τούτο, ότι ο πύργος ήτο εις τον λιμένα, εις τον οποίον προσωρμίζοντο τα σκάφη· ο δε Άγιος ελάμβανε τους ταξιδεύοντας και τους ενουθέτει να φυλάττωνται από την πονηράν εκείνην γυναίκα, έπειτα εδίδασκε και αυτήν, ενθυμίζων τας πικράς τιμωρίας της αιωνίου κολάσεως· και τόσον ηγωνίσθη ο πάνσοφος, ώστε κατέπεισε με τους λόγους του την γυναίκα και έγινε Μοναχή, έγινε δε το πονηρόν εκείνο εργαστήριον Μοναστήριον. Φθονήσας εις τούτο το αγαθόν ο μισόκαλος διάβολος εκίνησε κατά του Αγίου φοβερώτατον δράκοντα, όστις εφώλευεν εις τον πύργον εκείνον και όστις έδραμεν ανοίγων το στόμα με ορμήν φοβεράν, να καταφάγη τον Άγιον· ο δε ουδόλως εδειλίασεν ούτε παρεμέρισεν, αλλά ίστατο χωρίς φόβον και του λέγει· «Αν σου έδωσεν ο Κύριος δύναμιν να με φάγης, μη ίστασαι· ει δε πάλιν και θέλεις να συγκατοικούμεν ομού, ειρήνευε· αν όμως δεν δύνασαι να βλέπης εκείνους, οίτινες φοβούνται τον Κύριον, ύπαγε εις την φωλεάν σου, να λυτρωθής από εμέ». Τότε ο δράκων (ω του θαύματος!), ώσπερ να επρόκειτο να τον δείρη ο Άγιος, έφυγεν άπρακτος, διότι τους αξίους δούλους του Θεού ευλαβείται και η άλογος φύσις. Μετά ταύτα ήλθε και γυνή δαιμονιζομένη, εκεί εις τον πύργον, και με την προσευχήν του εδίωξε το δαιμόνιον και άλλα πολλά θαυμάσια ετέλεσεν εις αυτόν τον τόπον, εξόχως δε εθεράπευσεν άνθρωπον, όστις είχε κακόν δαιμόνιον και πολύ άγριον, το οποίον εφώναζεν ονομάζον αυτόν Άγιον. Ο δε βλέπων ότι ο δαίμων τον εφανέρωσεν, εκείνον μεν εδίωξεν ιατρεύων τον άνθρωπον, αυτός δε έφυγεν απ’ εκεί, διότι τον εγνώρισαν και τον ετιμούσαν οι άνθρωποι. Περιπατών εις την οδόν επέρασεν από εν στράτευμα Σαρακηνών και φθάνων εις εν πηγάδιον, όπερ είχεν ύδωρ, εις απ’ εκείνους ηθέλησε να ποτίση τον ίππον του και ως είδε τον Άγιον εσήκωσε το κοντάρι να τον φονεύση ο άθλιος, αλλά παρευθύς εκρατήθη εις τον αέρα η χείρ του και μη δυνάμενος να την καταβιβάση ηκολούθει τον Όσιον παρακαλών αυτόν να του δώση την ίασιν· ο δε Όσιος εγγίσας εις την αυθάδη χείρα εκείνην την εθεράπευσε· και πηγαίνων παρεμπρός, τον υπήντησεν εις δαιμονιζόμενος δεινώς βασανιζόμενος, τον οποίον σπλαγχνισθείς ο Όσιος έκαμε προς τον Θεόν δέησιν και έφυγε το δαιμόνιον. Ύστερον πάλιν επήγεν εις την Θεσσαλονίκην το δεύτερον και έμεινεν εις την Μονήν του Αγίου Μηνά. Μη έχων δε κανέν είδος βρώσιμον να τρέφεται, ούτε ιμάτιον να σκεπάζεται, εφόρει μόνον ένα ιμάτιον, το οποίον είχεν ημέραν και νύκτα παραμυθίαν· όταν δε ήθελε πεινάσει, εξήρχετο από την Εκκλησίαν και όπου έβλεπε τινάς να τρώγουν εισήρχετο και αυτός εις την τράπεζάν των και έτρωγεν. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος επέρασεν ικανόν καιρόν· έπειτα πάλιν εμέμφετο εαυτόν εις ταύτην την πράξιν, νομίζων ότι ήτο αταξία να τρώγη ξένον κόπον ακόπως, χωρίς να τον προσκαλέσωσιν. Όθεν έκαμεν απόφασιν να μείνη εις τον άνωθι αναφερθέντα Ναόν άσιτος, έως να στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν. Ο πανάγαθος όμως Θεός, όστις έτρεφε τον Ηλίαν δια του κόρακος ως και άλλους πολλούς πολυτρόπως εναρέτους δούλους του, εφώτισε και τότε γυναίκα τινά φιλόθεον και του έφερε τροφήν καθ’ ημέραν. Ησυχάζων εκεί ήλθε πτωχή τις γυνή και του λέγει, ότι είχε μικράν οικίαν ήτις εχάλασεν, όθεν τον παρεκάλει να της βοηθήση να την ξανακτίσωσιν· ο δε είπεν εις αυτήν· «Ύπαγε, άρχισον το έργον και ο Θεός ο πατήρ των ορφανών σου στέλλει βοήθειαν». Η δε γυνή έσκαψε να βάλη τα θεμέλια και από τον τόπον εκείνον ανέβλυσε πίσσα πλήθος αμέτρητον, την οποίαν επώλησε και όχι μόνον την οικίαν της έκτισεν, αλλά και την ζωοτροφίαν της εκέρδιζε και επορεύετο προς αυτάρκειαν εις όλα τα χρειαζόμενα. Εις την πόλιν ταύτην ήτο αδελφός τις, όστις υπηρέτει τους πτωχούς επιτήδεια, του οποίου έδωκε τρεις χοίρους φιλόχριστος τις να τους διαμοιράση εις τους πένητας και αυτός εκράτησεν ένα δια τον εαυτόν του και τα επίλοιπα εμοίρασε· και την άλλην ημέραν επήγεν εις τον Ναόν αυτόν και τύπτων το στήθος εδέετο του Θεού να συγχωρήση τας αμαρτίας του, ο δε Όσιος, ως προορατικός, γνωρίσας τας πράξεις αυτού, επλησίασε και του λέγει· «Ματαίως και ανωφελώς τύπτεις το στήθος, ότι εάν δεν μοιράσης εις τους πτωχούς το κρέας, όπερ εκράτησες, δεν ακούει την προσευχήν σου ο Κύριος». Ακούσας δε εκείνος ταύτα εθαύμασε και ζητήσας από τον Όσιον συγχώρησιν ανεχώρησε και διεμοίρασε και το επίλοιπον. Ακούσατε όμως και άλλα θαυμασιώτερα, δια να γνωρίσητε πόσην χάριν είχεν από τον Θεόν και εγνώριζεν ως παρόντα τα μακράν και μέλλοντα. Μοναχός τις ήτο εκεί πλησίον του Αγίου Μηνά, όστις ησύχαζεν επάνω εις στύλον ποιών και εργόχειρον· ο δε Γρηγόριος, γνωρίσας από Πνεύμα Άγιον την ταχείαν αυτού μετάστασιν, του παρήγγειλε λέγων· «Άφες το εργόχειρον και φρόντισον δια το τέλος σου ότι επλησίασε». Και κατά τον λόγον του μετ’ ολίγας ημέρας απήλθε προς Κύριον. Άλλος τις Ιερομόναχος, την κλήσιν Θεόδουλος, ήλθε προς τον Όσιον χάριν ευλογίας και συγχωρήσεως· και όταν ανεχώρησε του είπεν ο Όσιος· «Πορεύου και ειπέ του Αββά σου να ανοίξη τον τάφον του», και εις ολίγας ημέρας ο Αββάς εκείνος εκοιμήθη. Ήσαν δε δύο άλλοι αδελφοί κατά σάρκα, γνώριμοι του Οσίου, τους οποίους συνεβούλευε να γίνουν Μοναχοί και αυτοί δεν απεφάσιζον προφασιζόμενοι διαφόρους αιτίας· λέγει ο Άγιος· «Κατά τον χρόνον τούτον είναι το τέλος σας» · και ούτως εγένετο. Μοναχός τις Ασκητής προσεποιείτο ότι είχε δαιμόνιον και έκαμνεν αταξίας δια να τον υβρίζουν και να τον δέρνουν οι άλλοι αδελφοί, οίτινες ήσαν πλησίον, οι οποίοι τον επήγαν δεδεμένον εις τον Όσιον, δια να διώξη τον δαίμονα. Ο δε Άγιος γνωρίσας την αλήθειαν ήλεγξε τον επίπλαστον σκοπόν του Μοναχού λέγων· «Ψεύματα προσποιείσαι, άθλιε, ότι έχεις δαιμόνιον και δεν σε ωφελεί αυτή η προσποίησις, μόνον άλλην αρετήν κάμε, εάν αγαπάς την σωτηρίαν σου και προσεύχου μάλλον να φεύγουν οι δαίμονες από σε». Εάν όμως θελήσωμεν να διηγηθώμεν όλα τα θαυμάσια, αφίνομεν τας αρετάς και τας χάριτας, τας οποίας είχεν από τον Θεόν ο θεόσοφος· λοιπόν απ’ αυτά τα ολίγα, άτινα εγράψαμεν, ας γνωρίση έκαστος πόσην παρρησίαν είχε προς τον Κύριον· όλας τας αρετάς εσύναξε και απέδειξε τον εαυτόν του οικητήριον του Παναγίου Πνεύματος και έφθασεν εις την κορυφήν των αρετών. Με την θείαν μελέτην ελέπτυνε την οδόν της ασκήσεως, αφανίζων όλα τα εμπόδια και προσκόμματα· με την αγρυπνίαν εδίωξε μακράν την αμέλειαν και τόσον εσκόρπισε το σκότος αυτής, ώστε ούτε εις τον ύπνον του δεν ηδυνήθη να του δείξη φαντασίαν τινά ο πολέμιος καθώς έχει συνήθειαν να ενυπνιάζη ο άφρων τους σώφρονας· αυτός όμως δεν ενυπνιάσθη ουδέποτε, διότι κατά την επωνυμίαν ήτο και η εργασία του γρήγορος εις όλας τας πράξεις και νοήματα αυτού, χωρίς ποσώς να νυστάζη εις όσα φέρουν ύπνον θανάσιμον· την δε εγκράτειαν, την φονεύτριαν των παθών και των ηδονών ελατήρα, τοσούτον εφύλαξεν, ώστε επέρνα σχεδόν ως άσαρκος Άγγελος και ετρέφετο με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος· ούτω δε εκαθάρισε την ψυχήν και το σώμα από όλα τα πάθη και έγινε της Ιερωσύνης άξιος. Χειροτονηθείς λοιπόν κατά τον Νόμον εχρημάτισεν Ιερεύς αμφιδέξιος ο Άγιος και ελειτούργει με συντετριμμένην καρδίαν και με πνεύμα ταπεινώσεως· είχε δε και την υπομονήν εις όλους τους πειρασμούς, όσοι συνέβαινον, με πολλήν πραότητα, τους προ Νόμου Πατέρας μιμούμενος, τον Ιώβ εις τα πάθη και τα βάσανα, τον Ιωσήφ εις τους πειρασμούς και τους άλλους άπαντας. Με την πολλήν του ταπείνωσιν εταπείνωσε τον υπερήφανον και απέρριψε τελείως τον τύφον της κενοδοξίας και πάσαν άλλην έπαρσιν, καθώς εμαρτύρει το ταπεινόν αυτού και ευτελέστατον ένδυμα, το απαρρησίαστον εν ταις συνομιλίαις, κατά τας οποίας ωμιλούσε με πολλήν πραότητα, εξ ου και την γην των πραέων εκληρονόμησε. Την δε αγάπην και συμπάθειαν τοσούτον απέκτησεν, ώστε δεν εσυλλογίζετο το κακόν τελείως, αλλά όλα τα επερχόμενα λυπηρά υπέμενεν ως χαρμόσυνα, φυλάττων έως τέλους την επαινετήν τοιαύτην δυάδα των αρετών αδιάπτωτον. Προ πάντων δε και εν πάσι και κατά πάντα εφύλαττεν ακριβώς την Ορθοδοξίαν δια λόγων και πράξεων έχων εις αυτήν ζήλον άπειρον και διάπυρον· και διώκων τους αιρετικούς όσον ηδύνατο, εδίδασκεν άπαντας με τους λόγους του και με γράμματα να προσκυνώσι τας αγίας Εικόνας και να τας σέβωνται κατά την της Εκκλησίας παράδοσιν, όχι λατρευτικώς, καθώς φλυαρούσιν οι άφρονες, αλλά σχετικώς εις τα πρωτότυπα την προσκύνησιν απονέμοντες· όθεν και πολλούς Χριστιανούς και πόλεις ολοκλήρους ελύτρωσεν από την πλάνην αυτήν και εις την Ορθόδοξον Πίστιν καθωδήγησε και τους κατέπεισε να χύσουν δια ταύτην την αιτίαν το αίμα των, αν παραστή ανάγκη, καθώς και αυτός ωμολόγει εις όλους, ότι ήτο έτοιμος δια τας αγίας Εικόνας να λάβη θάνατον και με την ομολογίαν ταύτην έγινε Μάρτυς εις την προαίρεσιν και χωρίς πληγάς και μώλωπας έλαβε τον αμάραντον στέφανον. Μεταξύ δε όλων των αρετών είχε και την αγίαν προσευχήν ακατάπαυστον, έχων τον νουν προς τον Θεόν προσηλωμένον πάντοτε, καθαρώς εις τον μόνον καθαρόν προσομιλών και ευφραινόμενος, τον οποίον ομού με τους Αγίους Αγγέλους υμνολογών και δοξάζων απελάμβανε από τούτον τον κόσμον τον αρραβώνα εκείνης της ανεκλαλήτου ηδονής της θείας μακαριότητος. Ούτω λοιπόν οσίως πολιτευόμενος και τα ουράνια επί της γης φανταζόμενος, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς το ποθούμενον· και ασθενήσας βαρέως από νόσον λιθιάσεως, έκειτο εις την κλίνην ακίνητος· όθεν εδέετο του Θεού θερμότατα, να του ελαφρύνη την ασθένειαν και να του δώση υδρώπικα να πρησθή και να σαπήση το σώμα του· ο δε ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν Θεός επήκουσε την δέησίν του και επήρε το πάθος του εκείνο, του έδωκε δε το έτερον όπερ εζήτησε· και τόσον επρήσθη το σώμα του, ώστε εφαίνετο ως ασκός γεμάτος άνεμον και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο· ούτω δε οδυνώμενος ανεχώρησεν από την Θεσσαλονίκην και μετέβη με κόπον πολύν εις Κωνσταντινούπολιν· βασανιζόμενος δε επί εν έτος από την δεινήν εκείνην ασθένειαν, προεγνώρισε την μετάστασιν αυτού και λέγει προς τους αδελφούς, οίτινες ήσαν εις την συνοδείαν του· «Υπάγετε εις το ξενοδοχείον, ότι μετά δώδεκα ημέρας είναι το τέλος μου». Ετοιμάσαντες λοιπόν την κλίνην, τον εσήκωσαν και τον επήγαν εκεί όπου τους προσέταξε. Κατά δε την δωδεκάτην ημέραν, κατά την οποίαν είχεν ο Νοέμβριος είκοσιν, απήλθεν η μακαρία ψυχή τού ουρανίου τούτου Πατρός εις τους ουρανούς ένθα απολαμβάνει πλουσίους τους καρπούς των αγώνων του. Όταν δε επήγαιναν να ενταφιάσουν το τίμιον και σεβάσμιον λείψανον αυτού, επλησίασεν εις αυτό ασθενής τις μετά πίστεως, όστις είχε δεινήν ασθένειαν και δεν ηδύνατο να σταθή όρθιος τελείως, αλλά έκυπτε χαμαί προς την γην το πρόσωπον· και μόλις ήγγισεν εις τον κράββατον, του εφάνη ότι έβαλε τις την χείρα του εις τα τούτου οπίσθια και στραφείς ηρώτα τον αδελφόν, όστις ήτο πλησίον του, αν εκείνος του ήγγισεν· ο δε είπεν όχι· όθεν εγνώρισεν ότι ήτο η δύναμις του Θεού η επισκιάζουσα τον Άγιον, ήτις και του έδωκεν ευθύς την ίασιν και έμεινεν όρθιος μη έχων ποσώς ασθενείας λείψανον. Έτερος δε ασθενής εβασανίζετο δεινώς από πνεύμα ακάθαρτον και εγγίζων εις τον τάφον του Αγίου, έφυγεν ευθύς το δαιμόνιον όπερ τον έθλιβεν. Άλλος τις αδελφός επειράζετο πολύ από το πάθος της πορνείας και τόσον πόλεμον και σκάνδαλον είχεν εις την σάρκα, ώστε εκινδύνευε να πέση εις απόγνωσιν· απελθών δε ούτος εις τον τάφον του Αγίου, εξωμολογήθη μετά δακρύων ζητών βοήθειαν· και παρευθύς (ω του θαύματος!) έπαυσεν ο πόλεμος και έμεινεν ο αδελφός του λοιπού άλυπος και απείραστος, δοξάζων τον Κύριον και ευχαριστών τον Άγιον. Φθάνουσιν αυτά τα ολίγα, τα οποία με συντομίαν εγράψαμεν, να φανερώσουν την αρετήν και παρρησίαν του Αγίου προς Κύριον, ότι εάν είχα δέκα γλώσσας και στόματα δεν θα με έφθαναν να τον ευφημίσω κατά το πρέπον προς αυτάρκειαν. Συ δε, ω μακάριε των Οσίων Πατέρων συμμέτοχε και των Αγίων Αγγέλων συνόμιλε, πρέσβευε πάντοτε υπέρ ημών των ικετών και δούλων σου, ως έχων παρρησίαν προς Κύριον και δίωκε πάντα πειρασμόν αφ’ ημών και πάσαν δυσχέρειαν· αποδίωξον με την ράβδον της προσευχής σου από την Εκκλησίαν του Θεού πάσαν αίρεσιν, ότι όσα θέλεις δύνασαι, επειδή ευρίσκεσαι εις το φως του Κυρίου εις τας ακηράτους μονάς αυλιζόμενος, φυλάξας την λαμπάδα της ασκητικής ευποιϊας ακοιμητον και απολαμβάνεις εκείνα τα άρρητα αγαθά της αιωνίου τρυφής και μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Νοεμβρίου, η εν τω Ναώ Είσοδος της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρί

Δημοσίευση από silver »

Η Είσοδος της Κυρίας Θεοτόκου εις τον νομικόν ναόν επροξένησεν εις τους Ορθοδόξους Χριστιανούς εορτήν θαυμαστήν και παγκόσμιον, επειδή εγένετο αύτη με παράδοξον τρόπον και ήτο προοίμιον του μεγίστου και φρικτού Μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, το οποίον δια της Θεοτόκου έμελλε να γίνη εις τον κόσμον. Έλαβε δε την αφορμήν η εορτή των Εισοδίων από την εξής υπόθεσιν: Η παναοίδιμος Άννα, επειδή όλην σχεδόν την ζωήν της διήλθε στείρα, χωρίς να γεννήση παιδίον, παρεκάλει τον Δεσπότην της φύσεως μετά του συζύγου της Ιωακείμ να χαρίση εις αυτούς τέκνον, και αν επιτύχωσι του ποθουμένου, ευθύς να αφιερώσωσιν αυτό εις τον Θεόν. Όθεν εγέννησεν η Άννα παραδόξως την πρόξενον γενομένην της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, την καταλλαγήν και φιλίωσιν του Θεού μετά των ανθρώπων, την αιτίαν της αναπλάσεως του πεσόντος Αδάμ και της τούτου εγέρσεως και θεώσεως· Αυτήν, λέγω, την Πανυπέραγνον και Δέσποινα Θεοτόκον Μαρίαν. Όταν λοιπόν η θεόπαις Μαριάμ έγινε τριών ετών, έλαβον Αυτήν οι γονείς της και την προσέφεραν κατά την σημερινήν ημέραν εις τον ναόν, και πληρούντες τας υποσχέσεις των, αφιέρωσαν την θυγατέρα αυτών εις τον χαρισάμενον ταύτην Θεόν. Παραδίδουσι δε Αυτήν εις τους Ιερείς και μάλιστα εις τον τότε αρχιερέα Ζαχαρίαν, ο οποίος ταύτην παραλαβών εισήγαγεν εις το ενδότατον του ναού, όπου μόνος ο αρχιερεύς άπαξ του έτους εισήρχετο και τούτο εποίησε κατά βούλησιν Θεού, Όστις έμελλε μετ’ ολίγον να γεννηθή εξ Αυτής, προς ανάπλασιν και σωτηρίαν του κόσμου. Εκεί λοιπόν η Παρθένος διέμεινε δώδεκα έτη, τρεφομένη μεν ξενοπρεπώς από τον Αρχάγγελον Φαβριήλ με τροφήν ουράνιον, αξιουμένη δε της του Θεού εμφανείας, έως ότου επλησίασεν ο καιρός του θείου Ευαγγελισμού και των ουρανίων και υπερφυσικών εκείνων μηνυμάτων, τα οποία εμήνυον, ότι ο Θεός ηυδόκησε να σαρκωθή εξ Αυτής φιλανθρώπως, ίνα αναπλάση τον φθαρέντα υπό της αμαρτίας κόσμον. Τότε δε η Θεοτόκος εξελθούσα από τα Άγια των Αγίων, παρεδόθη εις τον μνήστορα Ιωσήφ, ίνα εκείνος υπάρχη φύλαξ και μάρτυς της παρθενίας Αυτής και ίνα υπηρετήση τόσον εις τον άσπορον Τόκον Της, όσον και εις την φυγήν Της εις Αίγυπτον και εις την απ’ εκείνης επάνοδον εις την γην Ισραήλ.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΦΙΛΗΜΟΝΟΣ και των συν αυτώ ΑΡΧΙΠΠΟΥ, ΟΝΗΣΙΜΟΥ και ΑΠ

Δημοσίευση από silver »

Φιλήμων ο Άγιος Απόστολος και οι συν αυτώ Άγιοι Μάρτυρες ήσαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Νέρωνος, μαθηταί χρηματίσαντες του Αποστόλου Παύλου εν έτει νδ΄ (54), όστις αναφέρει περί αυτών εις την προς Φιλήμονα Επιστολήν λέγων· «Παύλος, δέσμιος Ιησού Χριστού, και Τιμόθεος ο αδελφός, Φιλήμονι τω αγαπητώ και συνεργώ ημών και Απφία τη αγαπητή και Αρχίππω τω συστρατιώτη ημών και τη κατ’ οίκον σου Εκκλησία». Πολλούς δε και άλλους επαίνους πλέκει εις τον μακάριον Φιλήμονα, τον οποίον εχειροτόνησε και Επίσκοπον των Γαζαίων. Χειροτονηθείς λοιπόν τούτων Επίσκοπος, απεμάκρυνεν εξ αυτών το σκότος της αγνωσίας και όλους εφώτισε με της θεογνωσίας το φως. Έπειτα επήγεν εις Κολοσσάς, αίτινες είναι πόλις της Φρυγίας πλησίον της Λαοδικείας και εκεί εκήρυξεν αρκούντως τον λόγον της αληθείας ομού με τον Άρχιππον και την Απφίαν. Επειδή δε οι Έλληνες ετέλουν εις την πόλιν εκείνην εορτήν της ψευδοθεάς αυτών Αρτέμιδος, οι δε ανωτέρω θείοι Απόστολοι έτυχε τότε να προσφέρωσιν εις την Εκκλησίαν δοξολογίαν εις τον αληθή Θεόν, τούτου ένεκα οι ειδωλολάτραι οργισθέντες ώρμησαν κατ’ αυτών και συλλαβόντες αυτούς μόνους (διότι οι άλλοι Χριστιανοί, οι μετ’ αυτών όντες, φοβηθέντες έφυγον) τους απήγαγον εις τον άρχοντα Ανδροκλήν. Πρώτος λοιπόν ο Άγιος Άρχιππος, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις το είδωλον το ονομαζόμενον Μηνάς, εδάρη πάραυτα και ερρίφθη εντός λάκκου, χωσθείς μέχρις οσφύος· έπειτα εκεντήθη με βελόνας από παιδία και τελευταίον ελιθοβολήθη και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ο δε Άγιος Φιλήμων και η Αγία Απφία, δαρέντες δυνατά με λυγαριάς και με διάφορα άλλα βάσανα βασανισθέντες, ετελείωσαν τον δρόμον του Μαρτυρίου. Ο δε Άγιος Ονήσιμος, διακομιστής της προς Φιλήμονα Επιστολής, ο και δούλος του Αγίου Φιλήμονος διατελών, αφού ο Απόστολος Παύλος απήλθε προς Κύριον, επέμφθη εκ της Ρώμης εις Ποτιόλους ως κατάδικος παρά του επάρχου Τερτύλλου· και εκεί πρώτον μεν δαρείς δυνατά, είτα δε συντριβείς εις τα σκέλη, αφήκε την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και απήλθεν εις την αιώνιον και ουράνιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Νοεμβρίου, μνήμη του εν Αγίοις πατρός ημών ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΥ Επισκόπου Ικονίου.

Δημοσίευση από silver »

Αμφιλόχιος ο ιερός ανήρ και τω Θεώ καθηγιασμένος εγεννήθη από γονείς ευγενείς και επιφανείς εις την χώραν των Καππαδοκών και εμάνθανε τα γράμματα ομού με τον Μέγαν Βασίλειον και τον θείον Γρηγόριον, οίτινες ήσαν συμπατριώται του και έλαμψαν εις την φιλοσοφίαν και την αρετήν, ως και ο ίδιος ο Αμφιλόχιος γράφει σαφέστατα εις τας επιστολάς, όπου έστειλεν δια εκκλησιαστικά τινά ζητήματα προς τον Μέγαν Βασίλειον, όστις του απέστειλε τας λύσεις επί των ερωτήσεων, ας οι ευσεβείς φυλάττουν ως Κανόνα έως την σήμερον. Αφού λοιπόν ο Άγιος ούτος ηύξησε κατά την ηλικίαν, ως γνωστικός και θεοφοβούμενος εμίσησεν όλα τα εγκόσμια, προτιμήσας τον Χριστόν. Απηρνήθη ως ο μέγας Αβραάμ την πατρίδα· εγκατέλιπε συγγενείς, φίλους, πλούτον και όλα της σαρκός τα θελήματα και επήγεν εις την χώραν των Λυκαόνων, εις την οποίαν εύρε σπήλαιον ησυχαστικόν εις έρημον τόπον, κατά τον πόθον του , και έμεινεν εκεί κτίζων Εκκλησίαν επ’ ονόματι της Αειπαρθένου Θεοτόκου, και επολιτεύετο σχεδόν ως επουράνιος Άγγελος, με νηστείας, χαμευνίας, αγρυπνίας, με προσευχήν ακατάπαυστον και δάκρυα και με πάσαν άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν. Δεν επρόσεχεν εις τα επίγεια πράγματα, αλλ’ όλος μετάρσιος προς Θεόν και υψούμενος, βλέποντες δε αυτόν διαλάμποντα εις τοσαύτα ένθεα κατορθώματα, συνήγοντο πολλοί από τα περίχωρα και εγίνοντο μαθηταί αυτού τον κόσμον αποτασσόμενοι. Καθ’ ον δε χρόνον ευρίσκετο αγωνιζόμενος εις την άσκησιν, ετελεύτησεν ο Αρχιερεύς Ικονίου Ιωάννης ονόματι. Ο δε προνοητής των απάντων Θεός έστειλεν Άγγελον και λέγει προς τον Άγιον· «Αμφιλόχιε, ύπαγε εις την των Ικονέων Μητρόπολιν να γίνης βοσκός των λογικών μου προβάτων». Ο δε Άγιος ήκουσε μεν την θείαν φωνήν, αλλ’ ως ταπεινός δεν είχε προθυμίαν να υπάγη, νομίζων ότι δεν ήτο δια τοιαύτην υπηρεσίαν άξιος. Και την δευτέραν νύκτα ακούει την ομοίαν φωνήν του Αγγέλου. Και πάλιν είχεν αμφιβολίαν μήπως και ήτο απάτη του δαίμονος. Όθεν ήλθε και την τρίτην νύκτα και του λέγει· «Μη εναντιώνεσαι εις το θείον πρόσταγμα, Αμφιλόχιε, διότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος σε εψήφισεν Επίσκοπον». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Εάν είσαι Άγγελος του Θεού, μένε να ποιήσωμεν προσευχήν αμφότεροι». Ο δε εδέχθη. Εγερθείς λοιπόν ο Όσιος από την κλίνην, κλίνει την κεφαλήν εις προσευχήν ταύτα λέγων· «Άγιος, Άγιος, Άγιος, Κύριος Σαβαώθ» και τα επίλοιπα. Ο δε Άγγελος, κρατήσας από την χείρα τον Άγιον, επήγαν εις την Εκκλησίαν και ήνοιξαν αι θύραι μόναι των. Τότε έλαμψεν όλος ο Ναός από φως ουράνιον και πολλοί λευκοφόροι συνηθροίσθησαν, οι οποίοι επήραν εις το άγιον Βήμα τον Αμφιλόχιον και δίδοντες εις αυτόν Ευαγγέλιον, όπερ έφερον, είπον προς αυτόν· «Ας είναι ο Θεός μετά σου». Εις δε εξ αυτών, όστις εφαίνετο ανώτερος, είπε προς τους άλλους· «Ας ποιήσωμεν προσευχήν, δια να έλθη εις αυτόν η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος». Ευξάμενοι λοιπόν, και ειπόντες εις αυτόν· «Ειρήνοι σοι», ανεχώρησαν. Ήτο δε τότε μεσονύκτιον και έμεινεν ο Άγιος θαυμάζων τοιαύτα παράδοξα και κλίνας τα γόνατα δεν ηδύνατο να ομιλήση λόγον ουδόλως. Μόνον με τον νουν προσηύχετο, διαλογιζόμενος τίνα έκβασιν έμελλε να έχη η όρασις. Όταν δε ήλθεν η ώρα του όρθρου, επήγεν ο εκκλησιάρχης εις την κέλλαν του Οσίου να λάβη συγχώρησιν, να κτυπήση το σήμαντρον και δεν τον εύρεν. Είπε τότε εις τον Αρχιμανδρίτην , και εκείνος του είπε να σημάνη. Συναχθέντες δε οι αδελφοί έψαλλον. Ο δε Άγιος έκειτο άφωνος και μετά μίαν ώραν συνήλθεν από την έκστασιν και φωτισθείς την καρδίαν από την θείαν λάμψιν, ηγέρθη λελαμπρυσμένος εις το πρόσωπον με φως άρρητον και θαυμάσιον. Ουδείς δε από τους αδελφούς ετόλμα να τον ερωτήση τι έπαθε, μόνον έπεσον εις τους πόδας του ζητούντες ευλογίαν, κατά το σύνηθες. Ενώ δε ο Άγιος επήγαινεν εις το καλλίον του, τον υπήντησαν επτά Επίσκοποι, οίτινες είδον θείαν οπτασίαν, δια της οποίας προσετάγησαν να υπάγουν να τον χειροτονήσουν Ικονίου Επίσκοπον. Πλησιάσαντες λοιπόν εχαιρέτησαν αυτόν και τον ηρώτησαν λέγοντες· «Συ είσαι ο αφιερωμένος εις τον Θεόν Αμφιλόχιος;» Ο δε με ταπεινήν λαλιάν απεκρίνατο· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός και ανάξιος». Και λαμβάνοντες αυτόν, επήγαν εις την Εκκλησίαν να τελειώσουν εκείνο το οποίον τους προσέταξε το Πνεύμα το Άγιον. Όταν ενεδύθησαν τας αρχιερατικάς στολάς, ηννόησεν ο Άγιος τι ήθελον να πράξωσιν· όθεν ωμολόγησεν εις αυτούς φιλαλήθως την νυκτερινήν οπτασίαν, ότι Άγγελοι τον εχειροτόνησαν. Οι ταύτα ακούσαντες εξέστησαν δια το παράδοξον του πράγματος και εγνώρισαν ότι θέλημα Θεού ήτο βέβαια να γίνη η χειροτονία του. Τότε συναθροίσαντες όλους τους Επισκόπους και Κληρικούς της επαρχίας ανήγγειλαν την υπόθεσιν άπασιν. Όθεν όλοι με μίαν γνώμην και ψήφον κοινήν ανεβίβασαν αυτόν εις τον θρόνον ως άξιον το τογ΄ (373) έτος, κατά τους χρόνους των βασιλέων Ουαλεντινιανού και Ουάλεντος. Έφθασε δε μέχρι των χρόνων Θεοδοσίου του Μεγάλου και των υιών αυτού εν έτει 395. Παραλαβών λοιπόν την Εκκλησίαν, εποίμανε ταύτην θεάρεστα ποτίζων με ζωήρρυτα λόγια και με άρτον θεοσεβείας εκτρέφων τα λογικά πρόβατα. Κατ’ εκείνους τους χρόνους προσέταξεν ο Μέγας Θεοδόσιος να συναθροισθή εις την βασιλεύουσαν Σύνοδος, διότι η Εκκλησία εταράσσετο από την αίρεσιν του Μακεδονίου και του Ευνομίου· διότι οι μεν Ορθόδοξοι ωμολόγουν τον Υιόν ομοούσιον και ομόδοξον του Πατρός, οι δε αιρετικοί τον εφρόνουν μικρότερον και κτίσμα και υπό χρόνον. Αλλά συγκροτηθείσης τότε εν Κωνσταντινουπόλει της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου των 150 Αγίων Πατέρων εν έτει τπα΄ (381) με την θείαν Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, ενίκησαν οι Ορθόδοξοι δια μέσου Αμφιλοχίου του θαυμασίου, και ακούσατε να ευφρανθήτε τω πνεύματι. Αφού ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος έστειλε δόγμα να έλθουν οι εμπειρότεροι Αρχιερείς, ητοιμάσθη να πολεμήση ανδρείως τους εχθρούς της αληθείας ο ιερός Αμφιλόχιος. Και επειδή ήλθε βασιλική άμαξα να τον παραλάβη, επήρεν εις την συνοδείαν του τον Αρχιδιάκονον αυτού Θεόδουλον και του έδωκεν, όταν εξήρχοντο από την χώραν των Ικονιέων, εις λινόν μανδήλιον ανημμένους άνθρακας λέγων· «Φύλαττε τούτο έως την Κωνσταντινούπολιν». Καθ’ οδόν τον εφιλοξένησε γυνή τις φιλάρετος. Ήσαν δε τότε όλαι αι Εκκλησίαι κεκλεισμέναι και σφραγισμέναι. Τούτο ακούσας ο Άγιος, επήγε να τας προσκυνήση. Και ενώ έφθανεν εις εκάστην, ήνοιγον αι θύραι μόναι των, και εισερχόμενος προσηύχετο εις τον Θεόν, να στερεώση την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και να του δώση δύναμιν λόγου να υπερασπίση την αλήθειαν. Και ενώ ηύχετο, ήλθε προς αυτόν θείος Άγγελος και τον ενεδυνάμωσε προς τον πνευματικόν αυτόν πόλεμον. Αφού δε ο Άγιος προσεκύνησεν εις τους θείους Ναούς, επανήλθεν εις τον οίκον της άνωθεν γυναικός, ήτις τον εφιλοξένει. Ο δε δυσσεβής Ευνόμιος και οι ομόφρονές του, ως έμαθον που μένει ο Άγιος και ότι αι θύραι των Εκκλησιών ηνοίχθησαν εις αυτόν αυτομάτως, εφθόνησαν οι κατάρατοι και πηγαίνοντες εις την οικίαν, εις την οποίαν ήτο, είπεν εις αυτόν ο Ευνόμιος· «Συ είσαι ο περιώνυμος Αμφιλόχιος;» Ο δε απεκρίνατο· «Εγώ είμαι ο αμαρτωλός». Λέγει ο Ευνόμιος· «Διατί διαστρέφεις την Εκκλησίαν του Θεού;» Και ο Άγιος· «Εγώ δεν την διαστρέφω, αλλά συ και ο οίκος του πατρός σου σατανά». Λέγει πάλιν ο Ευνόμιος· «Εάν αυτά τα ευαγγελικά λόγια λέγουσιν, ότι ο Υιός είναι υστερώτερος από τον Πατέρα και μικρότερος, διατί σεις τον λέγετε σύγχρονον και ομοούσιον; Ο Θεολόγος Ιωάννης λέγει· «Εν αρχή ην ο Λόγος». Λοιπόν εάν ήτο εις την αρχήν, φανερόν είναι ότι είναι ύστερον από τον άναρχον Πατέρα, διότι πάσα αρχή γίνεται εν χρόνω, επειδή δε ο Πατήρ είναι υπέρχρονος, φανερόν είναι ότι ήτο καιρός όπου δεν ήτο ο Υιός». Ο δε Άγιος του λέγει· «Κακώς εννοείςτι σημαίνει το της αρχής όνομα· δια τούτο τον λόγον σου κακώς συνεπέρανας. Διότι, εάν ήτο Θεός ο Λόγος και προς τον Θεόν ήτο ο Λόγος και δι’ αυτού τα πάντα εγένοντο, εν από τα γενόμενα είναι και ο χρόνος. Λοιπόν, επειδή δια του Υιού, καθώς λέγει ο Απόστολος, τους αιώνας εποίησεν, άρα και ο Υιός υπέρχρονος είναι. Διότι πως είναι δυνατόν να είναι έν πράγμα, όπερ έγινε, πρωτύτερον απ’ εκείνον όστις το έκαμε; Λοιπόν άχρονος είναι και ο Υιός κατά την του Θεολόγου φωνήν αληθέστατα και του Πατρός ομοούσιος. Αλλ’ υμείς εξηγείτε τας ρήσεις της Γραφής κακά και διεστραμμένα· δι’ αυτό σμικρύνεις τον ομοούσιον, άσοφε· και καν αυτόν τον λόγον του Λόγου δεν ενθυμείσαι, όστις λέγει: «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί»· και εις πολλούς άλλους τόπους θέλεις ίδει, ότι ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατρός. Αλλά σεις διαστέφετε τας ρήσεις ως θέλετε και περιπίπτετε εις πολλάς βλασφημίας, ταλαίπωροι». Αυτά και άλλα πολλά (τα οποία αφήκα δια συντομίαν και διότι είναι κίνδυνος να παραστήση τις τα περί Θεού δύσληπτα εις απλήν φράσιν) λέγων ο πάνσοφος Αμφιλόχιος, έμεινεν ο Ευνόμιος άλαλος, μη έχων τι να απαντήση κατά της αληθείας ο ανόητος. Μόνον είπεν ότι «αύριον έμπροσθεν του βασιλέως θέλω σοι αποδείξει, ότι αυτά όπου είπες είναι φλυαρήματα». Ο δε Άγιος του λέγει· «Αύριον δεν θα φθάσης να έλθης εις την διάλεξιν»· και ούτως εγένετο. Διότι φθάνων εις τον οίκον του ο Ευνόμιος, του ήλθε κακοήθης πυρετός και έκειτο αναίσθητος. Ο δε Άγιος του Θεού εδέετο όλην την νύκτα να του δώση σοφίαν και φώτισιν, να βεβαιώση το ορθόδοξον της πίστεως. Πρωϊας δε γενομένης εκάλεσε τον Αρχιδιάκονον λέγων· «Σήμερον, τέκνον, ευρισκόμεθα εις κίνδυνον ή να ζήσωμεν ή ν’ αποθάνωμεν. Πλην ει τι σοι λέγω ποίησον και ο Θεός μάς δίδει βοήθειαν». Συνήθεια ήτο πάλαι, όταν εισήρχετο προς τον βασιλέα Επίσκοπος τις, να φωνάζη ο Διάκονος το «Ορθοί πάντες». «Τούτο λοιπόν ποίησον και συ όταν εισέλθωμεν εις το παλάτιον». Ο δε Θεόδουλος του λέγει· «Φοβούμαι, Δέσποτα, μη με φονεύση ο βασιλεύς». Λέγει ο Άγιος· «Ο Κύριος είπε, να μη φοβούμεθα εκείνους οίτινες μόνον το σώμα φονεύουσιν, αλλά την ψυχήν δεν δύνανται να βλάψωσι· μόνον εις εκείνον να υπακούωμεν, όστις δύναται να κολάση σώμα και ψυχήν εις την γέενναν». Λέγει ο Θεόδουλος· «Ας γίνη του Κυρίου το θέλημα». Όταν λοιπόν έφθασεν ο Άγιος εις το παλάτιον, ενεδύθη την αρχιερατικήν στολήν, λέγων προς τον Διάκονον· «Δος μοι την παρακαταθήκην, την οποίαν σου έδωκα, όταν εβγαίναμεν από την Μητρόπολιν». Τότε ο Θεόδουλος, ανελίξας το μανδήλιον, εύρεν ακόμη αναμμένα τα κάρβουνα (ω του θαύματος!) ούτε δε ποσώς έβλαψε το πυρ το μανδήλιον. Βάλλων δε ο Άγιος ευώδες θυμίαμα εις τους άνθρακας, επήγε προς τον βασιλέα. Εκεί ειπόντος του Διακόνου το «Ορθοί πάντες», οι μεν παρόντες εταράχθησαν και από τους θρόνους ηγέρθησαν, ο δε βασιλεύς εθυμώθη, μεμφόμενος ταύτην την πράξιν ως άκαιρον. Οι δε αρχηγοί της αιρέσεως, ευρίσκοντες αιτίαν αρμόδιον, είπον ταύτα εις τον αυτοκράτορα· «Δεν το είπομεν της μεγαλειότητός σου, ότι είναι φλύαρος και ανόητος;» Πλησιάσας δε ο Άγιος είπε· «Χαίροις, Μεγαλειότατε». Ο δε υιός αυτού Αρκάδιος εκάθητο εις το δεξιόν του μέρος και δεν προσεκύνησε και αυτόν, ούτε τον εχαιρέτησεν ως έπρεπεν, αλλά του είπε καταφρονητικώς· «Χαίροις και συ παιδίον». Τούτον τον λόγον ακούσας ο βασιλεύς ωργίσθη και λέγει προς τον Άγιον· «Πως εποίησες τοσαύτην ατιμίαν και καταφρόνησιν εις τον υιόν μου, ώσπερ να ήτο ευτελής και ποταπός άνθρωπος; Δεν είναι και αυτός βασιλεύς; Δεν φέρει αλουργίδα και στέφανον και τα άλλα της βασιλείας σημεία; Τώρα θα σε αποκεφαλίσω να λάβης την πρέπουσαν παίδευσιν». Ταύτα ακούων ο Άγιος απεκρίνατο ηρέμως λέγων· «Εάν συ, Μεγαλειότατε, όστις σήμερον είσαι και αύριον διαλύεσαι ως άνθρωπος, ηγανάκτησες, διότι δεν ετίμησα τον υιόν σου, νομίζων ιδικήν σου την εκείνου ύβριν και καταφρόνησιν, πόσω μάλλον οργίζεται ο αθάνατος Βασιλεύς, όταν οι ασεβείς τον Υιόν αυτού τον μονογενή και ομοούσιον καθυβρίζουν;» Ο δε βασιλεύς του λέγει ακόμη από τον θυμόν νικώμενος· «Διατί είσαι γέρων αναίσχυντος και έχεις ως οι κύνες αναίδειαν;» Και ο Άγιος· «Καλώς απεκρίθης, Μεγαλειότατε· διότι εις τους χρόνους είμαι γέρων, ανευλαβής εις τους ατάκτους και φαίνομαι ως κύων εις τους λύκους, οι οποίοι φθείρουν την Εκκλησίαν του Θεού και σπαράττουσι τα πρόβατα και δεν θέλω παύσει να τους γαυγίζω και να τους δαγκάνω, έως να τους αφανίσω με την θείαν βοήθειαν». Ταύτην την συνετήν και ευμήχανον απόκρισιν ακούσας ο βασιλεύς επράϋνε τον θυμόν του, διότι εγγίζουσα η θεία Χάρις εις την καρδίαν του, τον εφώτισε και ηννόησε του Αγίου τους λόγους· κατανυγείς δε τη καρδία ηγέρθη του θρόνου και ενηγκαλίσθη τον Άγιον καταφιλών αυτόν γλυκύτατα και λέγων· «Φρόνιμον πράξιν και συνετήν μηχανήν εσοφίσθης, από την θείαν ψήφον κεχειροτονημένε Αμφιλόχιε, διότι, εάν εγώ ο θνητός άνθρωπος, δια την ύβριν του υιού μου εσκανδαλίσθην, πως θα υπομείνη την ελάττωσιν του μονογενούς Υιού αυτού ο ουράνιος Βασιλεύς ο Θεός των Δυνάμεων;» Ταύτα λέγων ο μέγας Θεοδόσιος μετά δακρύων, ευθύς προσέταξεν να δείρουν δυνατά τους αιρετικούς όλους με τον αρχηγόν των Ευνόμιον και να τους πομπεύσουν επί των καμήλων εις το μέσον της πόλεως. Έπειτα να είναι καθηρημένοι από τους θρόνους και εξωρισμένοι άπαντες. Τον δε Αμφιλόχιον εκράτησεν ημέρας πολλάς εις το παλάτιον ακούων ευλαβώς την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του· πολλάκις δε του εζήτησε συγχώρησιν ο Άγιος να αναχωρήση, αλλά δεν ήθελε να τον αφήση ο ευσεβέστατος βασιλεύς· ο δε παρεκάλει αυτόν λέγων ότι «Ο βοσκός πρέπει να ευρίσκεται πλησίον εις τα πρόβατα». Τέλος, ως είδεν ο βασιλεύς τον μεγάλον πόθον, τον οποίον είχε να υπάγη εις τον θρόνον του, του είπε να ζητήση χάριν οποίαν βούλεται· ο δε απεκρίνατο· «Η χάρις την οποίαν εζήτουν από την βασιλείαν σου, μοι εδόθη Θεού συνεργούντος μοι· όθεν άλλο επίγειον χάρισμα δεν ζητώ από το κράτος σου». Ο δε βασιλεύς πάλιν τον ηνάγκασε να ζητήση χωρίς άλλο δώρημα τι. Όθεν, δια να μη τον λυπήση, του είπε να κτίση δύο Εκκλησίας εις το Ικόνιον, μίαν μεν εις το όνομα της του Θεού Σοφίας και άλλην του Βαπτιστού Ιωάννου. Τας οποίας υπεσχέθη να ανακοδομήση ο βασιλεύς και ούτως εποίησε. Δους δε εις αυτόν Σταυρόν χρυσούν, έχοντα εντός αυτού τίμιον ξύλον και αποχαιρετήσαντες αλλήλους, επέστρεψε πάλιν νήστις όλην την οδοιπορίαν έως ου επήγεν εις το κελλίον του και απέθεσεν εις το σπήλαιον του βασιλέως το δώρημα· και τελέσας αγρυπνίαν ολονύκτιον, την πρωϊαν ελειτούργησε και ούτως εισήλθεν εις το Ικόνιον. Μετά ταύτα έστειλεν ο βασιλεύς και έκτισε τρεις Ναούς, δύο τους οποίους εζήτησεν ο Άγιος και τον άλλον δια τον Αρχιδιάκονον Θεόδουλον· αφού δε οι Ναοί ετελειώθησαν, εκάλεσεν ο Αμφιλόχιος τον Μέγαν Βασίλειον να τους εγκαινιάση· καίτοι δε ήτο ασθενής, όμως δια την αγάπην του φίλου του επήγε, και καθιερώσας αυτούς, γίνεται πνευματική ευφροσύνη και Αγίου Πνεύματος επισκίασις. Μετά ταύτα παρήλθον δύο έτη και εκοιμήθη ο Μέγας Βασίλειος, επήγε δε και ενεταφίασεν αυτόν ο ιερός Αμφιλόχιος, όστις έγραψε και εγκώμιον εις αυτόν. Επιστρέψας μετά ταύτα εις την επαρχίαν του εδίδασκε πάλιν το ποίμνιόν του, ούτω δε αγωνιζόμενος και διδάσκων απήλθεν προς Κύριον και ο σοφός Αμφιλόχιος περί το έτος 395, ίνα λάβη την αμοιβήν των πολλών κόπων του· όλη δε η πόλις ελυπήθη, συμφοράν μεγάλην νομίζουσα την τούτου υστέρησιν. Έθαψαν λοιπόν εντίμως το τίμιον λείψανον, πολλά δάκρυα καταχέαντες· ο δε δοξάζων τους αυτόν αντιδοξάζοντας, εδόξασε τον αυτού θεράποντα και ετέλεσε και μετά θάνατον θαύματα, εις δόξαν Αυτού του μόνου αληθινού Θεού ημών.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Νοεμβρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Επισκόπου Ρώμης.

Δημοσίευση από silver »

Κλήμης ο μακάριος Πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, έζησε δε κατά τους χρόνους Δομετιανού του εν έτει πα΄ (81) βασιλεύσαντος, και των διαδόχων αυτού Νέρβα και Τραϊανού, κατήγετο δε από γένος βασιλικόν, σοφώτατος υπάρχων καθώς εις τα συγγράμματα και τους λόγους του φαίνεται, επειδή έμαθεν όλην την ελληνικήν παιδείαν και έγινε θαυμαστός φιλόσοφος. Τον πατέρα του ωνόμαζον Φαύστον και Ματθιδίαν την μητέρα του. Ημέραν δε τινα ταξιδεύοντες μαζί με άλλους εναυγάγησαν. Διασωθείς δε αυτός υγιής με τρόπον θαυμάσιον, εύρε τον Απόστολον Πέτρον και εδιδάχθη υπ’ αυτού την αληθινήν του Χριστού πίστιν, γενόμενος κήρυξ του Ευαγγελίου επιμελέστατος· συνέγραψε δε και τας Διαταγάς των Αποστόλων. Ούτος εγένετο Επίσκοπος Ρώμης κατά το 91 έτος από Χριστού, τρίτος μετά την των Αποστόλων αναίρεσιν, ως καλός δε μαθητής του Πέτρου και άξιος του θρόνου διάδοχος εμιμείτο τας αρετάς του διδασκάλου του, τα ήθη, τους τρόπους και τα αγωνίσματα, διδάσκων Ιουδαίους και Έλληνας και γενόμενος «τοις πάσι… τα πάντα» (Α΄ Κορινθ. Θ:22), κατά τον θείον Παύλον, ίνα πάντας κερδήση και Χριστώ παραστήση με την ευσέβειαν· και τόσον ήτο ταπεινός και εις την διδαχήν γλυκύς και λόγιος, ώστε και αυτοί οι Έλληνες και Ιουδαίοι του είχον αγάπην πολλήν και ευλάβειαν, διότι δεν τους ήλεγχεν αποτόμως και αγρίως, αλλά με μεγάλην πραότητα και ταπείνωσιν έφερε τας αποδείξεις από τας βίβλους αυτών δια να είναι αξιοπιστότερος ο λόγος του, και δεν τους ελοιδόρει, ούτε ποσώς τους απεστρέφετο. Αλλά ως απολογούμενος έφερε μαρτυρίας από τας Γραφάς, αποδεικνύων εις αυτούς την αθλιότητα ενός εκάστου εκ των θεών των, ποίοι ήσαν και ποίας πράξεις ετέλεσαν και δια ποίαν αιτίαν οι άφρονες εκείνοι τους ενόμιζον θεούς. Εις το τέλος εκάστης διδαχής του εκήρυττε πάντοτε ο μακάριος Κλήμης την μεγάλην ευσπλαγχνίαν του αληθινού Θεού και το άπειρον αυτού έλεος, παρακινών αυτούς προς μετάνοιαν και υποσχόμενος εις αυτούς ότι η Βασιλεία των ουρανών είναι ανοικτή δια τους επιστρέφοντας, μόνον να παύσουν από τα πρότερα αμαρτήματα. Τους δε Ιουδαίους πάλιν ενεκωμίαζεν εις την αρχήν του λόγου, λέγων αυτούς εκλεκτόν λαόν του Θεού και περιούσιον, ως απογόνους του Αβραάμ, και άλλους επαίνους ομοίως· εις το τέλος δε επροτίμα την Νέαν Διαθήκην μη καταφρονών την Παλαιάν, δια να μη δώση εις αυτούς σκάνδαλον, αλλά ετελείωνε τον λόγον σοφώτατα και ούτως έκαμνεν εις όλους πολλήν ωφέλειαν, ελκύων έκαστον με την δεξιότητα των λόγων του προς ευσέβειαν. Προς τους Χριστιανούς δε πάλιν είχε πολλήν κηδεμονίαν, φροντίζων καθ’ εκάστην δια τους πένητας να μη τους λείψη τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος, τους οποίους όλους άνδρας τε και γυναίκας, χήρας και ορφανά της πόλεως έγραφεν εις χάρτην και έδιδεν εις έκαστον την πρέπουσαν ελεημοσύνην, να ζώσι με αυτάρκειαν. Ταύτα δε πράττων ο ευσπλαγχνος και χριστομίμητος Κλήμης ήτο εις όλους σεβαστός και παμπόθητος. Άρχων δε τις, Σισίνιος ονόματι, φίλος μεγάλος του βασιλέως Νερούα, τον εμίσησε και τον κατήγγειλεν, ότι διέστρεφε την τούτου ομόζυγον Θεοδώραν από το σέβας των ειδώλων και δεν επεμελείτο πλέον τα τέκνα και την οικίαν της, αλλά καθ’ εκάστην επήγαινεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών να ακούη τας διδασκαλίας των. Έχων λοιπόν αυτό το μίσος εις την καρδίαν του ο Σισίνιος, ωπλίζετο καθ’ εκάστην ημέραν υπό της αδίκου ζηλοτυπίας κεντούμενος και εμελέτα κατά της γυναικός επιβουλήν, όταν εύρη καιρόν επιτήδειον. Ημέραν λοιπόν τινά υποπτευθείς ότι αύτη ήτο εις την σύναξιν των Χριστιανών, επήγε και αυτός κρυφίως με τους δούλους του, να ίδη τι έκαμνεν εκεί η γυνή του. Καθώς δε εισήλθεν εις τον Ναόν, εις τον οποίον ο Άγιος προσηύχετο, παρευθύς έμεινε τυφλός και κωφός ο Σισίνιος. Όθεν είπε προς τους δούλους του· «Υπάγετέ με χειραγωγούντες εις την οικίαν μου, διότι αίφνης μου ήλθε κακόν τι και δεν βλέπω, ούτε ακούω τελείως». Οι δε δούλοι, λαβόντες αυτόν από την χείρα, εδοκίμαζον να εξέλθουν έξω της Εκκλησίας και δεν ηδύναντο, αλλά εγύριζαν εδώ και εκεί ανωφελώς. Διότι θεία Δύναμις τους ημπόδιζε, δια να σωφρονισθή ο ανόητος. Η δε Θεοδώρα, ως είδεν αυτούς, ηρώτησε την αιτίαν, και της είπον την αλήθειαν. Όθεν έκαμε προσευχήν μετά δακρύων προς Κύριον να του συγχωρήση την έξοδον· και ούτως εγένετο. Απελθόντες οι δούλοι εις την οικίαν, έβαλον εις το στρώμα τον Σισίνιον ούτω κωφόν και πάντυφλον. Έπειτα επέστρεψαν εις την Θεοδώραν και της ανήγγειλαν καταλεπτώς την υπόθεσιν, ήτις ελυπήθη ως συμπαθής και προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, μετά δακρύων δεομένη να θεραπεύση τον άνδρα της. Ο δε Κλήμης επήγεν εις τον οίκον του ασθενούς και δακρύσας επάνω αυτού προσηύξατο προς τον Θεόν λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ο διανοίξας τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, διάνοιξον τους οφθαλμούς και τα ώτα και του ανδρός τούτου, επειδή μας έταξες να λαμβάνωμεν όσα από την αγαθότητά σου ζητήσωμεν». Ταύτα του Αγίου ειπόντος, ο ασθενής ευθύς ιατρεύθη από την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών, αλλά η ψυχή του έμεινε πάλιν εις την προτέραν πλάνην, και νομίζων ότι ο Άγιος ήτο μάγος και του έκαμε γοητείαν τινά και ετυφλώθη το πρότερον, προσέταξε τους υπηρέτας του να τον δέσουν δια να ανταμείψη τοιουτοτρόπως την χάριν ο αχάριστος. Οι δε υπηρέται έλαβον τους ξυλίνους και λιθίνους θεούς αυτών νομίζοντες ότι αυτός είναι ο Άγιος και τους έδεσαν, διότι εμωράνθησαν υπό της θείας δίκης αυτοί και ο αυθέντης των και δεν έβλεπον τι έκαμναν· και ούτως ο μεν Σισίνιος, νομίζων ότι είδε τον Άγιον δεδεμένον, εκαυχάτο κατ’ αυτού ταύτα λέγων· «Εγώ θα απολέσω, ω Κλήμη, γρήγορα τας μαντείας σου δια να σωφρονίσω και άλλους γόητας». Ο δε Άγιος αβλαβής διαφυλαχθείς και ανέγγικτος, έλεγε ταύτα προς τον ανόητον· «Πεπώρωσαι την καρδίαν, ταλαίπωρε, και έδεσες τους θεούς τους οποίους προσεκύνεις πρότερον και αμύνεσαι κατ’ αυτών, αφρονέστατε!». Ούτω δε ειπών ηυλόγησε την Θεοδώραν και ανεχώρησε, προστάσσων αυτήν να προσεύχεται προς τον Θεόν δια τον άνδρα της ακατάπαυστα, να επιστρέψη προς την ευσέβειαν. Καθώς λοιπόν εκείνη μετά δακρύων εδέετο, της εφάνη προς εσπέραν άνθρωπός τις λευκοπώγων και αιδέσιμος, όμοιος του Αποστόλου Πέτρου, και της λέγει· «Δια σε ευεραπεύθη ο άνδρας σου, δια να αγιασθή και ο ανήρ χάριν της γυναικός, καθώς και ο αδελφός μου Παύλος προείπεν». Ούτως ειπών, έγινεν άφαντος ο φαινόμενος. Ο δε Σισίνιος, μεταμεληθείς θεία Χάριτι, εφώνησε την Θεοδώραν και της λέγει· «Πιστεύω εις τον Δεσπότην μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθή και μόνον Θεόν, τον οποίον παρακάλεσον με δάκρυα να μου συγχωρήση τα πρότερα αγνοήματα. Δεύτερον μεσίτευσον προς τον Αρχιεπίσκοπον, να μη ενθυμηθή την αχαριστίαν, την οποίαν έδειξα εις αυτόν, αλλ’ ως εύσπλαγχνου Θεού μαθητής να μου αφήση εκ καρδίας το πταίσιμον». Ταύτα ακούσασα η γυνή από την χαράν εδάκρυσε και σπεύσασα το ανήγγειλε προς τον Άγιον. Ο δε έδραμεν ευθύς εις τον οίκον του Σισινίου, ο οποίος τον υπεδέχθη με πολλήν ταπείνωσιν, και πίπτων μετά θερμών δακρύων εις τους πόδας του Αγίου έλεγε συντετριμμένος τω πνεύματι· «Ευχαριστώ τον αληθή και μόνον Θεόν και την σην Αγιότητα, ότι με την τύφλωσιν των αισθητών οφθαλμών εφώτισε την ψυχήν μου, να γνωρίσω την αλήθειαν, και ηννόησα ακριβώς την απάτην και ματαιότητα των Ελλήνων. Όθεν ολοψύχως αποδέχομαι της ευσεβείας το κήρυγμα». Ήτο δε τότε η εορτή του Πάσχα και έγινεν εις την οικίαν εκείνην μεγάλη πανήγυρις και εβαπτίσθησαν με τον Σισίνιον όλοι οι συγγενείς τε και φίλοι και δούλοι του άνδρες και γυναίκες ψυχαί τετρακόσιαι είκοσι τρεις, από τους οποίους ήσαν τινές φίλοι και γνώριμοι του βασιλέως. Ταύτα βλέπων ο πονηρότατος Πούπλιος, όστις ήτο κόμης εκείνον τον καιρόν, εδυστρόπει διότι ηύξανεν η ευσέβεια. Έβαλε λοιπόν κατά νουν να θανατώση τον Κλήμεντα, όστις ήτο εις ταύτα αίτιος· και διαφθείρας ανθρώπους τινάς με αργύρια, τους συνεβούλευσε να κάμουν στάσιν και σύγχυσιν προς τον έπαρχον και να τον παρακινήσουν να θανατώση το συντομώτερον τον Κλήμεντα. Απελθόντες λοιπόν εσυκοφάντησαν αυτόν ως πλάνον και γόητα, ότι εβλασφήμει τους θεούς και τους βωμούς εκ βάθρων κατηδάφιζε, προσκυνών Θεόν νεώτερον, του οποίου έκτιζε πανταχού Εκκλησίας και θυσιαστήρια. Έτεροι δε, οίτινες δεν επήραν αργύρια, επαινούσαν τον Άγιον, τας υαυματουργίας αυτού διηγούμενοι και τας ευεργεσίας τας οποίας έκαμεν ολοκλήρου της πόλεως. Βλέπων λοιπόν ο έπαρχος την μεγάλην φιλονικίαν του λαού και την στασίασιν εκάλεσε κρυφίως προς εαυτόν τον Άγιον και εδοκίμασε πολύ με κολακείας να τον διαστρέψη προς την ασέβειαν. Βλέπων δε ότι ήτο γενναίος και ανίκητος, ανέφερε προς τον νέον βασιλέα Τραϊανόν, όστις διεδέχθη τον αποθανόντα Νερούαν, ότι ήτο μεγάλη στάσις εις την πόλιν δια τον Κλήμεντα. Όθεν ο βασιλεύς έγραψε κατ’ αυτού απόφασιν να τον εξορίσουν «πέραν του Πόντου εις έρημόν τινα πόλιν» ευρισκομένην πλησίον της Χερσώνος. Ο δε έπαρχος ελυπείτο τον Άγιον να υπάγη εις τοιαύτην δεινήν εξορίαν και τον συνεβούλευσε να θυσιάση εις τα είδωλα· και ο Άγιος πάλιν από το άλλο μέρος εδοκίμασε πολλά δια των γλυκυτάτων λόγων του να επιστρέψη τον έπαρχον, όστις, όταν είδε το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, τον απεχαιρέτησε με στεναγμούς και δάκρυα λέγων· «Ο Θεός, τον οποίον λατρεύεις, να σου είναι βοηθός εις την δεινήν αυτήν εξορίαν». Ούτως είπε και ευτρεπίσας πλοίον, του έδωσεν όλα τα χρειαζόμενα και εναγκαλισθείς αυτόν και καταφιλήσας απέλυσεν. Ηκολούθησαν δε τον Άγιον πολλοί ευλαβείς και φθάσαντες εις την εξορίαν, εύρον δύο χιλιάδας Χριστιανούς, τους οποίους είχον καταδικασμένους να κόπτωσι μάρμαρα, οίτινες εις την παρουσίαν του μακαρίου Κλήμεντος εχάρησαν και προσκυνήσαντες αυτόν ησπάζοντο τας χείρας του με ευλάβειαν, διηγούντο δε τας συμφοράς και στενοχωρίας των, την των αναγκαίων υστέρησιν και το χειρότερον από όλα, ότι δεν είχον ύδωρ εις τοιαύτην εργασίαν κοπιαστικήν και πολύμοχθον, να δροσίσουν την δίψαν των, αλλά επήγαιναν και το έφεραν από μακράν τεσσαράκοντα πέντε στάδια. Συμπονέσας λοιπόν αυτούς εδάκρυσε και πολύ τους παρηγόρησε, λέγων ότι θέλημα Θεού ήτο να εξορισθή δια να συγκοινωνήση και αυτός εις τας βασάνους και τα παθήματα αυτών. Ταύτα ειπών προσέταξεν άπαντας να κάμωσι κοινώς προσευχήν μετ’ αυτού, δεόμενοι του παντοδυνάμου Θεού να τους δώση ύδωρ ως εύσπλαγχνος. Καθώς δε ο Άγιος ηύχετο, εκύτταξεν εις τα πέριξ και βλέπει μακρόθεν αρνίον, όπερ εσήκωνε τον δεξιόν του πόδα και του εδείκνυε την γην, ήτις ήτο έμπροσθεν αυτού, το οποίον αρνίον δεν το έβλεπεν άλλος τις, ειμή μόνον ο Άγιος, όστις επήγε με τρεις ανθρώπους και τους είπε να σκάψουν εις τον τόπον, εις τον οποίον το αρνίον ίστατο· και αφού έκαμαν μικρόν λάκκον, λαμβάνει τον σκαπτήρα ο Άγιος και κρούσας ελαφρά είπε ταύτα· «Εις το όνομα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού, να εξέλθη ύδωρ εις τούτον τον τόπον γλυκύτατον». Ούτως ειπών (ω των θαυμασίων σου Χριστέ Βασιλεύ Παντοδύναμε!) εξήλθε τόσον ύδωρ, ώστε έγινε ποταμός μέγας, και τοιούτον ύδωρ ηδύτατον, ώστε όλοι ηυφράνθησαν πίνοντες. Από το θαυμάσιον αυτό έλαβον οι εγχώριοι Έλληνες τόσην ευλάβειαν προς αυτόν, ώστε έτρεχον καθ’ εκάστην και ήκουον την γλυκυτάτην διδασκαλίαν του, επέστρεφον δε εις την ευσέβειαν πολλοί και εβαπτίζοντο εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κτίζοντες Εκκλησίας, τους δε βωμούς κρημνίζοντες· εντός δε ενός έτους, όπου έκαμεν εκεί ο Άγιος, έκτισεν εβδομήκοντα πέντε Ναούς· οι δε πιστεύσαντες κατέκαυσαν όλα τα σεβάσματα όσα είχον αφιερωμένα εις τους δαίμονας και πάσαν απάτην των δαιμόνων ηφάνισαν. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, έστειλεν ένα ηγεμόνα, Αφειδιανόν ονόματι, ίνα δια παντός τρόπου αφανίση την ευσέβειαν, φθάσας δε εις την Χερσώνα εβασάνισε πολλούς με διάφορα κολαστήρια. Έπειτα ιδών ότι ήσαν άπαντες σύμφωνοι να μαρτυρήσουν και λίαν πρόθυμοι, έβαλεν εις τον νουν του να θανατώση μόνον τον αίτιον. Έδωκε λοιπόν εις τον μακάριον Κλήμεντα δεινά κολαστήρια και πολλά τον επείραξεν. Έπειτα ιδών ότι όσον εκείνος έπασχε περισσότερον, τόσον μάλλον εστερεούντο οι επίλοιποι, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να δέσουν εις τον λαιμόν του άγκυραν και να τον βυθίσουν εις το πέλαγος, δια να μη εύρουν οι πιστοί το τίμιον αυτού λείψανον. Τούτο δε γενομένου ίστατο το πλήθος των Χριστιανών εις το πέλαγος και εθρήνουν ελεεινώς τον διδάσκαλον. Κορνήλιος δε και Φοίβος οι μαθηταί αυτού εφώναζαν πενθούντες απαραμύθητα και προσέαξαν τους λοιπούς να κάμουν όλοι προς τον Θεόν κοινήν παράκλησιν, ίνα εξέλθη εις την γην το λείψανον του Αγίου. Ενώ λοιπόν προσηύχοντο κλαίοντες, εθαυματουργήθη και τότε τέρας εξαίσιον του εν τη Ερυθρά Θαλάσση υπό Μωϋσέως τελεσθέντος παραδοξότερον. Και σύρεται μεν οπίσω η θάλασσα στάδια είκοσι, προσελθόντες δε δια ξηράς οι Χριστιανοί (ω της αρρήτου σου, Χριστέ, και παντοδυνάμου δυνάμεως!) ευρίσκουσι λίθον μέγαν πεπελεκημένον ως Εκκλησίαν και κατεσκευασμένον από την απόρρητον του Θεού σοφίαν με τέχνην εξαίσιον. Μέσα εις τον αχειροποίητον αυτόν Ναόν έκειτο λαμπρώς το άγιον λείψανον, πλησίον δε του λίθου έκειτο η βαρυτάτη εκείνη άγκυρα. Θέλοντες δε οι προαναφερθέντες μαθηταί του Αγίου Φοίβος και Κορνήλιος να εγείρουν το άγιον αυτού λείψανον, ήκουσαν ουρανόθεν φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Αφήτέ τον αυτού όπου ο Κύριος θαυμασίως τον ενεταφίασε, με την δύναμιν του οποίου καθ’ έκαστον έτος θέλει σύρεται οπίσω η θάλασσα εις τιμήν και μνήμην αυτού και θα ίσταται ούτως ημέρας επτά, δια να έρχωνται οι πιστοί να εορτάζωσι την πανήγυριν». Ταύτα ακούσαντες εδόξασαν τον Θεόν και ασπασάμενοι μόνον το σεβάσμιον λείψανον, υπέστρεψαν χαίροντες· όχι δε μόνον τότε έγινε τούτο το φρικτόν και θαυμάσιον τεράστιον, αλλά καθ’ έκαστον έτος κατόπιν εις την μνήμην του Ιερομάρτυρος εσύρετο ως άνωθεν είπομεν η θάλασσα, δίδουσα άδειαν εις τους πιστούς να εορτάζωσι την πανήγυριν, εις την οποίαν εγίνοντο μεγάλα θαυμάσια εις όλους τους κακώς έχοντας· όσοι δε έπιναν ύδωρ από το θαλάσιον εκείνο όπερ ήτο εις τον Ναόν αυτόν του Αγίου, εθεραπεύοντο από πάσαν ασθένειαν. Όθεν εις ολίγον καιρόν έγιναν όλοι Χριστιανοί, όσοι κατοικούσαν εις εκείνα τα μέρη, τοσαύτα και τοιαύτα θαυμάσια βλέποντες. Αλλά ακούσατε και άλλο των προειρημένων παραδοξότερον. Άνθρωπος τις θεοσεβής, έχων ευλάβειαν προς τον Άγιον, επήγε να τον προσκυνήση με την γυναίκα του, έχοντες και εν παιδίον μικρόν εις την συνοδείαν των. Ούτοι εσταμάτησαν εις τον Ναόν του Αγίου ευχόμενοι να πολυχρονίση το τέκνον των και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, όταν έμελλε να στρέψη πάλιν η θάλασσα εις τον τόπον της, έφυγαν οι γονείς του παιδίου με τους άλλους Χριστιανούς βιαστικοί δια να μη τους σκεπάση η θάλασσα και από την σύγχυσιν την πολλήν άφησαν εκεί το παιδίον και δεν εστοχάσθησαν ότι έλειπεν, έως ου εσκέπασαν τον τάφον τα ύδατα και τότε ζητούντες αυτό αντελήφθησαν ότι έμεινεν εις τον Ναόν του Αγίου. Όθεν μεγάλως και πολύ κλαύσαντες, επέστρεψαν εις την οικίαν των· και τότε ιδόντες τα ομάτια του φιλτάτου παιδός παντέρημα, ηύξησαν μάλλον τον θρήνον και εκόπτοντο απαραμύθητα. Όταν δε ήλθε πάλιν τον άλλον χρόνον η πανήγυρις του Αγίου, επήγαν και αυτοί να ερευνήσουν, μήπως και εύρουν τα οστά του αγαπημένου τέκνου των. Υπεχώρησαν λοιπόν πάλιν τα ύδατα κατά το σύνηθες και έδραμον πρότερον από όλους εις τον θεόκτιστον Ναόν εκείνον του Ιερομάρτυρος και φθάσαντες εκεί βλέπουσι το παιδίον (μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!) όπερ ίστατο πλησίον του Αγίου αγαλλόμενον. Ταύτα βλέποντες οι γονείς του παιδίου πρώτον μεν είχον αμφιβολίαν, μήπως και ήτο φάντασμα το φαινόμενον. Έπειτα κυττάζοντες επιμελέστερα, εγνώρισαν ότι εκείνο ήτο κατά αλήθειαν. Ενηγκαλίσθησαν λοιπόν αυτό και κατεφίλουν γλυκύτατα, από δε την πολλήν των χαράν εδάκρυζον. Έπειτα το ηρώτησαν ακριβώς τις το έτρεφε τόσον καιρόν και το εφύλαττεν εις την θάλασσαν από τους ιχθείς αβλαβές. Το δε παιδίον έδειξε δακτυλοειδώς τον Άγιον λέγον· «Ούτος με έτρεφεν επιμελώς και αβλαβή διεφύλαττε». Τότε οι γονείς, μεταβάλλοντες την προτέραν λύπην εις αγαλλίασιν, ηυχαρίστουν τον Κύριον λέγοντες· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού», και άλλα τοιαύτα. Έπειτα, αφού ετέλεσαν την εορτήν χαρμοσύνως, επέστρεψαν εις την οικίαν των, έχοντες συνοδοιπορούντα εκείνον όπερ ενόμιζον ιχθύων και άλλων ζώων θαλασσίων βρώμα γενόμενον και ούτε καν τεμάχιον οστού είχον ελπίδα να εύρωσι. Τοιουτοτρόπως ο Βασιλεύςτων βασιλευόντων Χριστός, ο κοινός απάντων Δεσπότης, τιμά τους δούλους του, όσοι δηλονότι εκακοπάθησαν δι’ αγάπην του και τους δοξάζει εις τούτον τον κόσμον με τοιαύτα φρικτά θαυμάσια και εις τον μέλλοντα πάλιν τους κάμνει συγκληρονόμους της αιωνίου Βασιλείας Του. Ης γένοιτο επιτυχείν και ημάς τη αυτού φιλανθρωπία και Χάριτι. Μεθ’ ου τω Πατρί δόξα άμα τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”