Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Πατρός ημών ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.

Δημοσίευση από silver »

Σωφρόνιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Δαμασκόν της Συρίας περί το έτος 580 από Χριστού, υπό γονέων ευσεβών και σωφρόνων, πατρός μεν Πλινθά, μητρός δε Μυρούς καλουμένων. Πεπροικισμένος δε ων παρά Θεού δια σπανίων προτερημάτων, και μάλιστα της ευφυϊας και της φιλομαθείας, κατέστη κάτοχος πολλών γνώσεων. Προς τούτοις, αν και κατώκει εντός της πόλεως, ήσκει την αρετήν και επεδίδετο εις την άσκησιν την κατορθουμένην εις τας ερήμους υπό των Ασκητών. Μετά ταύτα θέλων ο Άγιος να επιτύχη έτι ανωτέραν πνευματικήν κατάρτισιν μετέβη εις την Παλαιστίνην, εις το Μοναστήριον του Μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Ευρών δε εκεί κατά τον πόθον του άνδρα τινά, ονόματι Ιωάννην, επικαλούμενον Μόσχον, κάτοχον πάσης σοφίας εσωτερικής τε και εξωτερικής, συγκατώκησε μετ’ αυτού και έγινε Μοναχός εις την Μονήν αυτήν του Οσίου Θεοδοσίου. Εδιδάσκετο δε εκεί παρά του μακαρίου εκείνου Ιωάννου τα μαθήματα, τα οποία εκείνος εγνώριζε καλλίτερον, διδάσκων και αυτός αντιστρόφως εις εκείνον τας ιδικάς του γνώσεις. Επειδή δε και οι δύο ούτοι άνθρωποι του Θεού διεκαίοντο υπό του πόθου να επισκεφθώσι τα ονομαστά Μοναστήρια της Ανατολής και να γνωρίσωσιν εκ του πλησίον τους εις αυτά ασκουμένους μεγάλους Πατέρας του καιρού εκείνου δια να λάβωσι παρ’ αυτών ωφέλειαν πνευματικήν, εταξίδευσαν εις διάφορα μέρη, την Αίγυπτον, την Συρίαν, την Μικράν Ασίαν, την Κύπρον, την Σάμον και πολλά άλλα μέρη εις τα οποία υπήρχαν Μοναστήρια και Πατέρες ονομαστοί. Εις την Αλεξάνδρειαν εγνωρίσθησαν με τον τότε Πατριάρχην, τον αγιώτατον Ιωάννην τον Ελεήμονα (610 – 619), μετά του οποίου συνεδέθησαν δια στενής φιλίας. Εκεί εις την Αλεξάνδρειαν ευρισκόμενος ο θείος Σωφρόνιος έπαθεν επίχυσιν εις τους οφθαλμούς του και εθεραπεύθη δια θαύματος υπό των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, οι οποίοι ως μισθόν εζήτησαν παρ’ αυτού να συγγράψη τα θαύματα, όσα ετέλουν καθ’ εκάστην, όπερ και προθύμως δεχθείς ο Άγιος συνέγραψε ταύτα κατά την επιθυμίαν των Αγίων. Εις την Αλεξάνδρειαν ο θείος Σωφρόνιος μετά του μακαρίου Ιωάννου του Μόσχου παρέμειναν μέχρι του έτους χιδ΄ (614). Επειδή δε τότε ηπειλείτο εισβολή των Περσών εις Αίγυπτον και επειδή ήθελον να μεταβώσι και εις την Ρώμην προς προσκύνησιν του ιερού τάφου του πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων θείου Πέτρου και των άλλων Αγίων, έτι δε και δια να γνωρίσωσι και τους εκεί Αγίους Πατέρας, επήγαν εις την Ρώμην. Εκεί εις την Ρώμην ευρισκομένων των μακαρίων τούτων Πατέρων, συνέγραψεν ο Μόσχος, βοηθούμενος και υπό του θείου Σωφρονίου, το περίφημον Λειμωνάριον, βιβλίον το οποίον περιέγραφε πλείστας όσας θαυμαστάς ιστορίας από την ζωήν των Οσίων Πατέρων. Εις την Ρώμην δε ευρισκομένων εισέτι των Οσίων απήλθε προς Κύριον εν έτει χιθ΄ (619) ο μέγας την αρετήν Ιωάννης ο Ελεήμων. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Σωφρόνιος συνέθεσεν εις αυτόν επιτάφιον εγκωμιαστικόν λόγον, δια του οποίου απεκάλυψε τον άμετρον θησαυρόν της ελεημοσύνης και της ευσπλαγχνίας, τον οποίον είχεν εν τη ψυχή του ο τρισμακάριστος εκείνος άνθρωπος και βαρέως εθρήνησε την τούτου στέρησιν. Συνέγραψε δε και ο μακάριος Ιωάννης ο Μόσχος τον Βίον τού εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Ελεήμονος, τον οποίον όμως δεν επρόλαβε να τελειώση, διότι εν τω μεταξύ προέλαβε και αυτόν ο θάνατος κατά το ίδιον έτος 619 και ούτως ετελείωσε το έργον εκείνο ο θείος Σωφρόνιος. Μετά τον θάνατον του Ιωάννου Μόσχου παραλαβών ο θείος Σωφρόνιος το οσιακόν εκείνου Λείψανον κατά την παραγγελίαν, την οποίαν είχεν αφήσει εις αυτόν έτι ζων ο Ιωάννης, να ενταφιάση τούτο εις το όρος του Σινά, ήλθεν εις Παλαιστίνην. Μη δυνηθείς δε να μεταβή εις το Σινά λόγω των επιδρομών των Αράβων, ενεταφίασεν αυτό εις την Μονήν του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Μετά ταύτα, βλέπων ο Άγιος την Εκκλησίαν ταραττομένην από τας επιβουλάς των Μονοφυσιτών και των διαφόρων άλλων αιρετικών, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν, όπου προσεπάθησε να πείση τον τότε Πατριάρχην Κύρον, εργαζόμενον υπέρ της ενώσεως με τους Μονοφυσίτας, όπως παραμείνη πιστός εις τα θεσπισθέντα υπό της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή όμως εκείνος παρέμενεν αμετάπειστος, μετέβη και εις την Κωνσταντινούπολιν προς τον Πατριάρχην Σέργιον και τον αυτοκράτορα Ηράκλειον. Ευρών δε και τούτους τα αυτά φρονούντας και προσπαθούντας να αλλοιώσουν τα Ορθόδοξα δόγματα, διδάσκοντες μίαν εις Χριστόν θέλησιν, και δριμύτατα ενώπιον πάντων ελέγξας, επέστρεψε περίλυπος εις Ιεροσόλυμα. Όμως οι αγώνες του θείου Σωφρονίου δεν απέβησαν επί ματαίω. Όσον και αν οι αιρετικοί ήσαν οι ισχυροί της εποχής, η Ορθοδοξία εθριάμβευσεν. Η συνελθούσα μετά ταύτα, εν έτει χπ΄ (680), Αγία ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος τους μεν αιρετικούς Σέργιον και Πύρρον και Παύλον και Πέτρον τους Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως και Ονώριον της Ρώμης και Κύρον της Αλεξανδρείας, και τους συν αυτοίς αιρετικούς ανεθεμάτισε, τον δε θείον Σωφρόνιον, καθώς και τον αγιώτατον Μάξιμον τον Ομολογητήν και τους άλλους Ορθοδόξους αγωνιστάς εδικαίωσεν. Ούτω γενναίως υπέρ της Ορθοδοξίας ηγωνίζετο ο Άγιος και προ ακόμη της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, περιερχόμενος Ανατολήν και Δύσιν, κατά το υπόδειγμα των Αγίων Αποστόλων, τους μεν Ορθοδόξους στηρίζων εις την αλήθειαν της Πίστεως, τους δε αιρετικούς, οίτινες ήσαν τότε οι Μονοφυσίται, οι Μονοθεληταί και πλείστοι άλλοι, καυτηριάζων. Κατά την εποχήν εκείνην απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άγιος Μόδεστος 632 – 634, ότε επινεύσει του Παναγίου Πνεύματος εκλήθη να ανέλθη εις τον ευκλεέστατον θρόνον των Ιεροσολύμων ο διαπρύσιος ούτος της Ορθοδοξίας κήρυξ θείος Σωφρόνιος. Κλήρος και λαός, άρχοντες και αρχόμενοι της Αγίας Πόλεως αυτόν έκριναν κατάλληλον να αναλάβη την διακυβέρνησιν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων κατά τας δυσχερείς εκείνας περιστάσεις, καθ’ ας οι Άραβες εξωτερικώς και οι διάφοροι αιρετικοί εσωτερικώς ηπείλουν την Αγίαν Πόλιν. Όθεν δια την υπερβάλλουσαν αρετήν αυτού και τα σπάνια άλλα χαρίσματα, δια των οποίων ήτο πεπροικισμένος, την αγχίνοιαν, την μόρφωσιν, την διάκρισιν και τα άλλα όμοια, ανήλθεν επί του θρόνου της μητρός των Εκκλησιών εν έτει χλδ΄ (634) ο και προ της χειροτονίας του αξιώτατος Σωφρόνιος. Αφού δε τούτο εγένετο και αφού ετέθη ως αληθώς ο λύχνος επί την λυχνίαν και εφώτιζε πάντας τους εν τη οικία (Ματθ. ε:15), άπαντας δηλαδή τους πιστούς της αγιωτάτης αυτής Εκκλησίας, τις δύναται να διηγηθή με πόσην φροντίδα και με ποίους κόπους εποίμανε την θεόθεν δοθείσαν εις αυτόν ποίμνην; Διότι δεν διεξήγαγε πνευματικόν μόνον αγώνα κατά των αιρετικών Μονοθελητών, ως είπομεν, οι οποίοι ήρχισαν τότε να πληθύνωνται εις τας άλλας Εκκλησίας και τους οποίους άλλοτε μεν ανέτρεπε δια των θείων Γραφών και των Αποστολικών και Πατρικών παραδόσεων, άλλοτε δε τους ενίκα δια των ιδικών του διδασκαλιών, αλλ’ επί πλέον ο ιερός Σωφρόνιος είχε να αντιμετωπίση και σκληρόν κατά των βαρβάρων επιδρομέων πόλεμον. Διότι οι Άραβες, περικυκλώσαντες πανταχόθεν την Ιερουσαλήμ, μυρίας στερήσεις και κινδύνους προεκάλουν εις αυτήν και τέλος δια τας αμαρτίας του λαού κατέλαβον αυτήν εν έτει χλζ΄ (637). Αλλά και κατά τας πικροτέρας εκείνας στιγμάς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων ο θείος Σωφρόνιος σοφώς πολιτευθείς πολλά υπέρ διασώσεως αυτής δια καταλλήλων συνθηκών επέτυχεν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, καλώς και θεοφιλώς πολιτευσάμενος ο μακάριος και πολλούς εις την ευθείαν οδόν καθοδηγήσας και στόμα Θεού χρηματίσας, κατά τον Προφήτην Ιερεμίαν, και επί τρία έτη και μήνας τρεις ποιμάνας το ποίμνιον του Χριστού και πολλά συγγράμματα λόγου και μνήμης άξια αφήσας εις την Εκκλησίαν του Χριστού ο αοίδιμος ούτος Πατήρ και μέγας Πατριάρχης εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε την ια΄ (11ην) Μαρτίου του έτους χλη΄ (638), το επόμενον δηλαδή έτος από της καταλήψεως των Ιεροσολύμων υπό των Αράβων, την οποίαν βαρέως έφερεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ της Σιγριανής, του κειμένο

Δημοσίευση από silver »


Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει περί το έτος ψνθ΄ (759), βασιλεύοντος του δυσσεβούς και εικονομάχου βασιλέως Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ψμα΄ - ψοε΄ (741 – 775). Οι γονείς του υπήρξαν ευγενείς και πλούσιοι άρχοντες της Θεσσαλονίκης, και ο μεν πατήρ αυτού εκαλείτο Ισαάκ και ήτο στρατηγός εν τη αρχή των Αιγαιοπελαγιτών, η δε μήτηρ του ωνομάζετο Θεοδότη. Εν τη παιδική δε έτι ηλικία του Αγίου ευρισκομένου απέθανεν ο πατήρ αυτού, η δε μήτηρ του αναλαβούσα την εκπαίδευσιν αυτού εδίδαξεν εις αυτόν τα Ελληνικά γράμματα και την κατά Χριστόν διδασκαλίαν, δωδεκαετή δε έτι όντα τον ενύμφευσε και παρά την θέλησίν του μετά τινος εναρέτου, πλουσίας, ευγενούς και ωραιοτάτης νέας, ονόματι Μεγαλώ, μετά της οποίας και συνέζησεν επί οκτώ έτη. Επειδή όμως ο μακάριος Θεοφάνης ηγάπα την Μοναχικήν πολιτείαν και όλος ο πόθος του ήτο αφιερωμένος εις αυτήν, ουδόλως ηρέσκετο εις τα του γάμου. Μάλιστα έπεισεν εις τούτο και την ευλογημένην εκείνην Μεγαλώ και διήρχοντο τον βίον των εν παρθενία. Τούτο πληροφορηθείς ο πανθερός του ηνάγκαζε τον νέον να πράττη τα του γάμου. Και όχι μόνον ούτος αλλά και ο βασιλεύς μετά του οποίου, λόγω του αξιώματός του, συνεδέετο ο πενθερός του Οσίου επέδρα επί τον Όσιον προσπαθών να αποτρέψη αυτόν από του σκοπού του. Επειδή όμως ο Όσιος δεν επείθετο, τον απέστειλεν ο βασιλεύς εις το φρούριον της Κυζίκου, το οποίον τότε εκτίζετο, ίνα συμβοηθήση και αυτός, νομίζων ότι ούτω θα τον απέσπα από την αφοσίωσίν του προς τον Θεόν. Όμως ο Όσιος και εκεί μεταβάς την μεν εντολήν του βασιλέως εξετέλεσε δαπανήσας και εξ ιδίων του εξόδων, από δε του σκοπούτου ουδόλως απεμακρύνθη, αλλά γνωρισθείς και με τους εις τα μέρη εκείνα ασκουμένους Μοναχούς, θερμότερος εγίνετο εις τον πόθον τής τηρήσεως της καθαράς παρθενίας και της μοναχικής πολιτείας, μάλιστα δε εν τη περιοχή εκείνη και τον ασκητικόν αυτού ετέλεσε δίαυλον κατόπιν. Όταν δε ο Όσιος έφθασεν εις το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του, τότε και ο θηριώνυμος βασιλεύς Λέων ο Δ΄ και ο πενθερός τού Οσίου απέθανον και ούτως όχι μόνον ο Όσιος εις αυτό το άνθος της ηλικίας του έμεινεν ελεύθερος να πράξη κατά το θέλημά του, αλλά και η οικουμένη ολόκληρος απηλευθερώθη από της τυραννίας των Ισαύρων, διότι τα σκήπτρα της βασιλείας ανέλαβεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Ειρήνη μετά του υιού της Κωνσταντίνου του ΣΤ΄ εν έτει ψπ΄ (780). Όθεν, επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν κατά την επιθυμίαν του, δια τούτο διανείμας ο Όσιος την περιουσίαν του εις πτωχούς και πένητας και ελευθερώσας τους δούλους του, απεφάσισαν μετά της συζύγου του να αναχωρήσουν δια την Μοναχικήν πολιτείαν. Έδωσε λοιπόν τότε ο Όσιος και εις την σύζυγόν του χρήματα αρκετά, διότι είχον κληρονομήσει και οι δύο άφθονον περιουσίαν από τους γονείς των και έπραξαν κατά τον πόθον των. Και η μεν μακαρία Μεγαλώ εκουρεύθη Μοναχή εις εν Μοναστήριον της Πριγκηποννήσου μετονομασθείσα Ειρήνη Μοναχή, ο δε Όσιος, απελευθερωθείς πλέον πάσης φροντίδος και ταραχής, αφιέρωσεν εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις τον Κύριον. Μετέβη λοιπόν τότε ο μακάριος εις το όρος της Σιγριανής, όπου και εκάρη Μοναχός εις εν Μοναστήριον του Πολυχνίου ή Πολυχρονίου ονομαζόμενον, του οποίου Ηγούμενος ήτο ευσεβής τις Γέρων, ονόματι Χριστοφόρος, και κλεισθείς εντός κελλίου κατεγίνετο εις το εργόχειρον της καλλιγραφίας και με τον κόπον των ιδίων χειρών του όχι μόνον τα δι’ εαυτού αναγκαιούντα εξοικονόμει, αλλά και εις άλλους έδιδε τα χρειώδη. Κατά το διάστημα τούτο ανοικοδόμησε και την παλαιάν Μονήν της Σιγριανής, η οποία τότε ήτο κατεστραμμένη. Μετά ταύτα, αφού ήδη είχον παρέλθει εξ έτη, αναχωρήσας ο Όσιος εκ του Μοναστηρίου εκείνου ήλθεν εις την νήσον Κλώνυμον, ήτις κοινώς λέγεται Καλόλιμνος και υπόκειται εις τον Επίσκοπον Νικομηδείας. Εκεί, αφού έκτισε νέον μέγα Μοναστήριον, επανήλθεν εις το όρος της Σιγριανής, όπου και τους ασκητικούς αυτού αγώνας συνέχισεν. Ότε δε ο Όσιος ευρίσκετο εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του, ησθένησε προσβληθείς υπό λιθιάσεως των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως. Όθεν εκ τούτου παρέμενεν έκτοτε πάντοτε κλινήρης ο αοίδιμος. Μετά ταύτα εβασίλευσεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο εικονομάχος, εν έτει ωιγ΄ (813). Υπάρχων δε και ούτος βεβυθισμένος εις την πλάνην της εικονομαχίας προσεπάθει να σύρη και τον Άγιον εις την ιδικήν του πλάνην. Αλλ’ ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεοφάνης, όπως πάντοτε, ούτω και τώρα δεν εφάνη μικρόψυχος ούτε δειλός. Μολονότι δε ήτο ακίνητος εκ της σωματικής ασθενείας, ενεδυναμώθη όμως υπό της προθυμίας της ψυχής και υπό του ζήλου της Ορθοδοξίας. Όταν δε ο τύραννος διέταξε τον Άγιον να έλθη προς αυτόν, ειπών· «Ελθέ, ίνα ευχηθής υπέρ εμού, επειδή θα εκστρατεύσω κατά των Βουλγάρων», τότε ο Άγιος, αν και ευρίσκετο εν ακινησία, ως είπομεν, μετέβη από της Μονής μέχρι του αιγιαλού δι’ αμάξης και επιβιβασθείς εις πλοίον ήλθεν εις την Βασιλεύουσαν. Αλλ’ αν και ως πρόθυμος εργάτης της υπακοής έσπευσε να εκτελέση το προστασσόμενον και να παραστή εις τον τόπον εις τον οποίον εκαλείτο, όμως δεν ηθέλησε να αντικρύση τον βασιλέα κατά πρόσωπον. Ο δε βασιλεύς διεμήνυσεν εις αυτόν, ειπών· «Εάν συγκατανεύσης εις την παράκλησίν μου και πεισθής εις τους λόγους μου, γνώριζε ότι θέλω γίνει πρόξενος πολλών αγαθών εις σε και εις το Μοναστήριόν σου· εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης, θέλω σε κρεμάσει επί ξύλου και με το ιδικόν σου παράδειγμα θέλω τρομοκρατήσει και όσους άλλους δεν θα θελήσουν να υπακούσουν εις τους λόγους μου». Τότε ο Άγιος, υπό ζήλου θείου πλησθείς, ανταπήντησε· «Τας δωρεάς σου και τους θησαυρούς σου μη δώσης εις εμέ, το δε ξύλον, εις το οποίον θα με κρεμάσης, ή και το πυρ, ετοίμασον σήμερον, διότι αυτά επιθυμώ δια την του Χριστού μου αγάπην». Ταύτα ακούσας ο δυσσεβής βασιλεύς, παρέδωκε τον Άγιον εις τον Ιωάννην τον αποκαλούμενον Μάντιν, όστις εκαυχάτο δια τους λόγους και την σοφίαν του και ήτο κυριευμένος υπό της πλάνης των εικονομάχων. Διότι ενόμισεν ο ανόητος τύραννος, ότι εκείνος θα ηδύνατο να διαστρέψη τον Άγιον με τους λόγους του και τας μαγικάς τέχνας του. Ωδηγήθη λοιπόν τότε ο Άγιος εις το Μοναστήριον των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, το οποίον έκειτο πλησίον του βασιλικού παλατίου. Γενομένης δε εκεί πολλής συζητήσεως δια τας Αγίας Εικόνας, ήλθεν ο Όσιος εις φιλονικίαν με τον Ιωάννην. Κατανικήσας δε τούτον με την δύναμιν της σοφίας του κατεβρόντησεν αυτόν και τον κατέστησεν άφωνον, αποδείξας ούτως ότι είναι αμετάθετος εις το ορθόν της Πίστεως φρόνημα. Τοιουτοτρόπως απέστειλε κατησχυμμένον εις τον τύραννον τον υπηρέτην εκείνον του ψεύδους, όστις, αντί να αποκτήση δόξαν και υπόληψιν ρήτορος και σοφού, απέκτησε μάλλον υπόληψιν βαρβάρου και αγραμμάτου. Είπε δε ούτος προς τον βασιλέα· «Ευκολώτερον, βασιλεύ, δύναται τις να μαλακώση τον σίδηρον ή να μεταβάλη τον άνδρα τούτον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος φέρει τον Άγιον εις τα ανάκτορα, τα ονομαζόμενα του Ελευθερίου, και κλείει αυτόν εις εν οίκημα σκοτεινότατον· έπειτα διώρισε φύλακας, προς τους οποίους έδωκεν εντολήν να μη επιτρέψωσιν εις ουδένα να τον υπηρετήση. Ούτω λοιπόν κεκλεισμένος ο Άγιος διήλθεν εκεί δύο έτη. Υπομείνας δε γενναίος πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν, κατήσχυνε και εις τούτο τον τύραννον. Επειδή δε καθ’ εκάστην, αν και εξηναγκάζετο, δεν επείθετο ο Άγιος να υποταγή εις την κακοδοξίαν του τυράννου, δια τούτο εξορίζεται εις την νήσον Σαμοθράκην, την πλησιάζουσαν εις την νήσον Θάσον. Η εξορία αύτη επετάχυνε το τέλος του Αγίου, διότι μόνον εικοσιτρείς ημέρας μετά την εξορίαν έζησεν ο Άγιος εν τη νήσω ταύτη εν η και εν έτει ωιε΄ (815) ή κατ’ άλλους ωιη΄ (818), παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του οσίως και ειρηνικώς εις χείρας Θεού λαβών τον της ομολογίας αμάραντον στέφανον. Ούτως έως τέλους γενναίως ηγωνίσατο και υπέμεινεν ο μακάριος Θεοφάνης. Δια πόσων δε ευλογιών επλούτισε την Σαμοθράκην ο Άγιος και κατά τας ολίγας ημέρας της εκεί προσμονής του και μετά θάνατον και πόσας ιάσεις έλαβον οι εν τη Σαμοθράκη ασθενείς από του αγίου αυτού Λειψάνου καθ’ όσον χρόνον παρέμεινεν εκεί μέχρι της ανσκομιδής του παραλείπομεν να είπωμεν. Είτα εν έτει 822 ελθόντες οι μαθηταί του ανεκόμισαν το ιερόν αυτού Λείψανον και μετακομίσαντες αυτό το εναπέθεσαν εντός θήκης εις την Μονήν της Σιγριανής. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον το υπ’ αυτού συσταθέν εν τη Σιγριανή.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) του αυτού μηνός Μαρτίου, η ανακομιδή του ιερού Λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών ΝΙΚΗΦΟΡ

Δημοσίευση από silver »


Νικηφόρος ο εν Αγίοις Αγιώτατος Πατήρ ημών, ο τον ευκλεέστατον της περιφανούς Κωνσταντινουπόλεως κοσμήσας θρόνον, αφού σθεναρώς υπέρ της Αγίας Ορθοδοξίας και των σεπτών και αγίων Εικόνων ηγωνίσθη και δια τούτο υπό του εικονομάχου Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου εξωσθείς του Πατριαρχικού θρόνου εν έτει ωιε΄ (815), και μακράν της Κωνσταντινουπόλεως εξορισθείς και αφού επί δέκα τέσσαρα έτη υπέμεινε γενναίως εις την εξορίαν, μη αποδεχθείς ούτε την συμβιβαστικήν λύσιν, την οποίαν του προέτεινεν ο διαδεχθείς τον Λέοντα αυτοκράτωρ Μιχαήλ Β΄ (820 – 829), ως ασύμφωνον προς τας αποφάσεις της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου περί προσκυνήσεως των σεπτών Εικόνων, απήλθε προς Κύριον εν έτει ωκθ΄ (829) Ιουνίου β΄ (2α). Αφού δε παρήλθον έκτοτε έτη δεκατέσσαρα, καθηρέθη από τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ο ψευδοπατριάρχης, μάλλον δε μαντιάρχης, Ιωάννης ο παράνομος, ανεβιβάσθη δε εις τον θρόνον αυτής ο αγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος εν έτει ωμβ΄ (842). Ούτος λοιπόν, εκτός των άλλων αυτού αρετών και κατορθωμάτων, και την Ανακομιδήν του Ιερού Λειψάνου του Αγιωτάτου Νικηφόρου μετά χρόνους τέσσαρας από της αναρρήσεως αυτού εις τον θρόνον επέτυχεν, ειπών εις τους τότε βασιλείς Μιχαήλ Γ΄ (842-867) και Θεοδώραν, την μητέρα αυτού, τους εξής αξιομνημονεύτους λόγους· «Δεν είναι δίκαιον να μη κομισθή εις την Κωνσταντινούπολιν το τίμιον και ιερόν Λείψανον του αιδεσίμου και πανοσίου εν Πατριάρχαις Νικηφόρου, ο οποίος δια την Ορθόδοξον και αμώμητον Πίστιν εξωρίσθη από τον Πατριαρχικόν θρόνον και ετελείωσε την ζωήν του εις την εξορίαν». Εις τούτους λοιπόν τους λόγους πεισθέντες οι βασιλείς, απέστειλαν ευθύς ανθρώπους, ίνα φέρωσι το τίμιον του Αγίου Λείψανον εκ της Μονής του Αγίου Θεοδώρου, εις την οποίαν απέκειτο. Μετ’ αυτών δε μετέβη και ο ίδιος ο θείος Μεθόδιος, ον ηκολούθησαν και Ιερείς και Μοναχοί. Ευρόντες λοιπόν το τίμιον του Αγίου Λείψανον όλως άφθαρτον και ολόκληρον, διαφυλαχθέν εις διάστημα ετών δεκαεννέα, τα οποία είχον παρέλθει από της κοιμήσεως του Αγίου μέχρι της ανακομιδής του ιερού αυτού Λειψάνου, έβαλον αυτό εις το βασιλικόν πλοίον και το έφεραν εις την Κωνσταντινούπολιν με λαμπάδας και ύμνους πνευματικούς. Όταν δε το πλοίον διέπλεε το πέραμα της Ακροπόλεως, τότε ο βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος κρατούντες λαμπάδας προϋπήντησαν το άγιον Λείψανον και το ησπάζοντο. Είτα φέροντες τούτο επάνω εις τους ώμους των, απέθεντο εις την Μεγάλην Εκκλησίας. Εκεί δε, αφού ετέλεσαν αγρυπνίαν, το πρωϊ επήραν πάλιν αυτό εις τους ώμους των και το έφεραν εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων, κατά την τρισκαιδεκάτην (13ην) ταύτην του παρόντος μηνός, κατά την ιδίαν δηλαδή ημέραν καθ’ ην απήλθε και εις την εξορίαν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τοις ανωτέρω Αγίοις Αποστόλοις τοις Μεγάλοις.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Βενέδικτος ο Όσιος Πατήρ ημών, του οποίου το όνομα είναι λατινικόν και ερμηνεύεται Ευλογημένος, κατήγετο εκ της Νουρσίας, πόλεως της Ιταλίας, εν τη οποία εγεννήθη κατά το έτος υπ΄ (480) από Χριστού, εκ γονέων ευσεβών και πλουσίων. Βρέφος δε έτι ων απέμεινεν ορφανός, ανατραφείς μετά της διδύμου αδελφής του, ονόματι Σχολαστικής, από την ευσεβή τροφόν των. Από της μικράς ηλικίας ο Όσιος έδειξε θερμήν αγάπην προς πάσαν αρετήν, νεώτατος δε εστάλη εις την Ρώμην δια να επιδοθή εις την σπουδήν. Αλλ’ εκεί, φοβηθείς να μη παρασυρθή από τα κακά παραδήγματα των νέων, εγκατέλειψε την Ρώμην και επήγεν εις την περιοχήν των ορέων των καλουμένων σήμερον Σιμπρουϊνη (Simpruini), αλλά μη ικανοποιηθείς και εκεί ανεχώρησε δια τας αγρίας χαράδρας του όρους Σουβιάκου, όπου συνήντησε Μοναχόν τινα Ρωμανόν ονομαζόμενον, όστις αντιληφθείς την αθωότητα του νέου τον ηρώτησε τι ζητεί εις τα έρημα εκείνα μέρη. Απαντήσαντος δε του Οσίου ότι θέλει να ζήση ως ερημίτης, τον ενουθέτησεν ο Ρωμανός και του έδωσεν εν μικρόν κυάθιον και μίαν μηλωτήν, έδειξε δε εις αυτόν εν απρόσιτον σπήλαιον και του υπεσχέθη ότι θα κρατήση μυστικήν την εκεί παρουσίαν του και ότι θα του φέρη τρις της εβδομάδος άρτον, το οποίον και έπραττε καταβιβάζων αυτόν δια μικρού σχοινίου και ειδοποιών αυτόν δια μικρού τινος κώδωνος. Εις το σπήλαιον εκείνο ο Όσιος Βενέδικτος παρέμεινεν επί τρεις χρόνους προσευχόμενος θερμώς, έχων ως μόνην τροφήν τον άρτον τον οποίον του έφερεν ο Ρωμανός και αγριόχοτρα. Ημέραν δε τινά είδον κατά τύχην αυτόν νέοι τινές βοσκοί, οι οποίοι, βλέποντές τον ενδεδυμένον την μηλωτήν, εφοβήθησαν και ήθελον να φύγουν. Αλλ’ ο Όσιος με τόσον γλυκήν τρόπον τους ωμίλησε δια τον Θεόν, ώστε όχι μόνον έλαβον θάρρος, αλλά και επανήρχοντο εκεί δια να τον βλέπουν και να ακούουν τας συμβουλάς του. Αλλ’ ο μισόκαλος δαίμων, φθονήσας την πολιτείαν του Οσίου Βενεδίκτου, παροσεπάθησε να τον εμποδίση από τον καλόν δρόμον του και ενοχλών αυτόν κατά διάνοιαν, έλεγε· «Τι κάμνεις εις ταύτην την έρημον και δεν επιστρέφεις εις τον κόσμον»; Του παρουσίαζε δε και κατά φαντασίαν τα θεάματα, τα οποία έβλεπεν εις την Ρώμην και παλαιάς γυναικείας γνωριμίας. Ημέραν δε τινά παρουσιάσθη εις αυτόν ως πτηνόν μαύρον, το οποίον επέτα πέριξ αυτού και τον ηνώχλει. Ο Όσιος όμως απεδίωξε τούτο δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού. Τόσον τον προσέβαλεν άλλοτε δια των αισχρών λογισμών, ώστε ο Όσιος εξέβαλε την μηλωτήν και εκυλίετο εις τας ακάνθας, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός. Αφού δε ο δαίμων έφυγε νικηθείς, ησθάνθη ο Άγιος τον εαυτόν του απηλλαγμένον από σαρκικάς επιθυμίας. Άλλην φοράν, δύο Μοναχοί, οίτινες έζων εις τα σπήλαια του Βικοβάρο, οκτώ μίλια από το Σουβιάκον, ήλθον να τον εύρουν μετά τον θάνατον του Ηγουμένου των και τον παρεκάλεσαν να τους αναλάβη υπό την κηδεμονίαν του. Ο Όσιος Βενέδικτος είπε τότε προς αυτούς· «Ο σκληρός βίος μου δεν θα σας είναι υποφερτός· δεν είναι λοιπόν δυνατόν να συζήσωμεν». Αλλ’ εκείνοι τόσον επέμειναν, ώστε ηναγκάσθη να τους ακολουθήση. Οι νέοι όμως κανόνες τους οποίους ώρισεν εις αυτούς ο Όσιος τους εφάνησαν τόσον βαρείς, ώστε, δια να ελευθερωθούν από τον ζυγόν του, εδηλητηρίασαν το ποτόν του. Ενώ όμως ο Όσιος Βενέδικτος ηυλόγει τούτο ίνα το πίη, εθραύσθη το ποτήριον εις μύρια τεμάχια. Στραφείς τότε προς αυτούς, είπε με ιλαρότητα· «Ο Θεός να σας συγχωρήση. Σας προείπον ότι δεν δύνασθε να ζήσετε τον βίον κατά τον ιδικόν μου τρόπον. Όθεν σας παρακαλώ, εύρετε άλλον τινά Ποιμένα». Εγερθείς δε από την τράπεζαν, επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του. Αφού δε έμαθαν οι άνθρωποι το σπήλαιόν του από τους βοσκούς, πολλοί ήρχοντο από την Ρώμην δια να λάβουν τας συμβουλάς του. Αι δε καλλίτεραι οικογένειαι ήθελον να του εμπιστευθούν τα τέκνα των δια να τα εκπαιδεύση. Άνθρωπος δε τις, Εκυϊτιος καλούμενος, του παρέδωσε τον υιόν του ονόματι Μαύρον και έτερος ονόματι Τέρτουλος τον νέον Πλακίδιον. Αλλά και πολλοί άλλοι ήρχοντο από παντού ζητούντες να γίνουν μαθηταί του Οσίου. Τότε το Σουβιάκον έγινε κέντρον μοναχισμού και εκτίσθησαν δώδεκα Μοναστήρια έχοντα έκαστον δώδεκα Μοναχούς με ιδικόν των Προεστώτα, τον οποίον ώρισεν ο Όσιος, όλα όμως τα Μοναστήρια αυτά καθωδηγούντο από τον Όσιον Βενέδικτον Τρία δε Μοναστήρια ήσαν κτισμένα εις την κορυφήν του όρους, αλλά δεν είψον ύδωρ, οι δε Μοναχοί ελθόντες εις τον όσιον το παρεκάλουν να μεταφέρουν τα Μοναστήρια των εις άλλο μέρος. Κατά δε την ακόλουθον νύκτα μετέβη εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος και τοποθετήσας τρεις πέτρας εις εν σημείον διέταξε να σκάψουν εκεί και ευθύς, ως οι Μοναχοί έσχισαν ολίγον τον βράχον, ανέβλυσε πηγή ύδατος, η οποία τρέχει αφθόνως μέχρι της σήμερον. Ήτο δε τότε η Ιταλία υπό τους Γότθους. Εις δε εκ των βαρβάρων εκείνων παρεκάλεσε τον Άγιον να τον δεχθή εις την Μονήν. Εδέχθη λοιπόν τούτον ο Όσιος, αυτός δε επεδόθη με ζήλον εις τον μοναχικόν βίον και εντός ολίγου έγινε Μοναχός τέλειος. Ενώ δε ημέραν τινά έκοπτεν ούτος ξύλα πλησίον της λίμνης, εξέφυγεν από τας χείρας του ο πέλεκυς και έπεσεν εις το ύδωρ. Λυπηθείς δια τούτο ο Μοναχός εκείνος, διηγήθη εις τον υιόν του Εκυϊτίου Μαύρον, τον βοηθόν του Οσίου, τι του συνέβη, ο δε Μαύρος διεβίβασε τούτο εις τον Όσιον. Ήλθε τότε εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος Βενέδικτος και αφού εζήτησεν από τον Γότθον τον στειλεόν, κρατών αυτόν από την μίαν άκραν, εβύθισε την άλλην εις το ύδωρ και, προς μεγάλην έκπληξιν όλων, ανασυρθείς παρευθύς ο πέλεκυς προσηρμόσθη και πάλιν εις τον στειλεόν αυτού. Άλλοτε πάλιν, εις πρόσταγμα του Οσίου, ο Μαύρος εβάδισεν επάνω εις τα ύδατα και έσωσε τον Πλάκιδον, καθ’ ην στιγμήν εκινδύνευε να πνιγή. Ούτος αργότερον μετέβη εις την Γαλλίαν και ίδρυσεν εκεί μέγα Μοναστήριον. Κατά το έτος φκθ΄ (529) από Χριστού γεννήσεως, αναχωρήσας ο Όσιος από το Σουβιάκον, ένεκα σκανδάλων τινών, τα οποία προεκάλεσε φθονερός τις Κληρικός της περιοχής, μετέβη εις το όρος Κασσίνον, εκεί δε επάνω εις τα ερείπια παλαιού τινός ναού του Απόλλωνος έκτισεν Εκκλησίαν και ανήγειρε νέον μέγα Μοναστήριον εις κτήματα τα οποία προσέφερεν εις τον Όσιον ο πατήρ του Πλακίδου. Αν δε και εκεί πολύ εμόχθησεν ο δαίμων, ίνα εμποδίση την οικοδόμησιν του Μοναστηρίου τούτου, όμως εις μάτην απέβησαν αι τέχναι του, διότι ο Όσιος του Θεού Βενέδικτος ανθίστατο γενναίως, έχων πίστιν εις την προστασίαν του Θεού επί των πλασμάτων του. Όθεν μη δυνάμενος ο δαίμων να επιτύχη τίποτε εναντίον του Οσίου Βενεδίκτου έστρεψε την οργήν του εναντίον των μαθητών του. Εις δε Μοναχός, απατηθείς από την δολιότητα του μυσαρού δαίμονος, ηθέλησε να επιστρέψη εις τον κόσμον. Ματαίως προσεπάθει ο Όσιος να τον συγκρατήση· εκείνος παρακούων και περιφρονών τας συμβουλάς του Οσίου εξήλθεν από το Μοναστήριον. Αλλά, ω του θαύματος! έξω από το Μοναστήριον ενεφανίσθη δράκων φοβερός, όστις εζήτει να τον κατασπαράξη. Επιστρέψας τότε περίφοβος εις το Μοναστήριον, εζήτησε συγχώρησιν από τον Πνευματικόν του Πατέρα και ηυχαρίστησεν αυτόν, διότι δια των προσευχών αυτού είδεν οφθαλμοφανώς τον κίνδυνον εις τον οποίον εσύρετο. Άλλην φοράν ήλθεν εις την Μονήν, κλαίων με μεγάλον πόνον, εις πατήρ φέρων αποθαμμένον τον μονογενή υιόν του και αφού εζήτησε τον Όσιον, λέγει προς αυτόν με οδύνην· «Πάτερ, επίστρεψόν μου τον υιόν μου» Απεκρίθη δε προς αυτόν ο Όσιος· «Μήπως εγώ σου επήρα τον υιόν σου»; Αλλ’ ο δυστυχής εκείνος πατήρ λέγει πάλιν· «Απέθανε, Πάτερ, και σε παρακαλώ να τον αναστήσης». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αυτό το οποίον ζητείς, τέκνον μου, υπερβαίνει κατά πολύ τας δυνάμεις μου». Ο ταλαίπωρος όμως πατήρ θρηνών περισσότερον έλεγε με πόνον· «Δεν φεύγω, Άγιε του Θεού, από εδώ, εάν δεν μου τον επιστρέψης». Τότε ο Όσιος λυπηθείς τον δυστυχή εκείνον του λέγει· «Που είναι ο νεκρός σου»; Απεκρίθη ο πατήρ του νεκρού, πάντοτε κλαίων· «Εις την θύραν της Μονής». Τότε ο Όσιος Βενέδικτος ελθών εις την έξοδον της Μονής έκυψεν επί του νεκρού νέου και προσηυχήθη, λέγων· «Κύριε, μη στρέψης τα βλέμματά σου εις τας αμαρτίας μου, αλλά εις την πίστιν του ανθρώπου τούτου και επίστρεψε εις το σώμα αυτό την ψυχήν την οποίαν παρέλαβες». Και παρευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ήγειρε τον νέον και τον παρέδωσε ζώντα εις τον πατέρα του, όστις ανεχώρησε χαίρων και αγαλλόμενος. Αλλά και Μοναχόν φονευθέντα από κρημνισθέντα τοίχον ανέστησε κατ’ άλλην ημέραν ο Όσιος. Ακούσας δε ο βασιλεύς των Γότθων Τοτίλας τα όσα περί του Οσίου Βενεδίκτου ελέγοντο και θελήσας να τον δοκιμάση, ενέδυσε με τα βασιλικά ενδύματα τον υπασπιστήν του και τον έστειλε προ αυτού εις το όρος Κασσίνον με τους αυλικούς του, προς συνάντησιν του Οσίου Βενεδίκτου, αυτός δε ηκολούθει όπισθεν. Αλλ’ ο Όσιος Βενέδικτος, ελθών προς συνάντησίν του και γνωρίσας εκ της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος την αλήθειαν, είπε προς τον υποκρινόμενον τον βασιλέα· «Τέκνον μου, έκβαλε ταύτα τα ενδύματα, διότι δεν είναι ιδικά σου». Τότε ο υπασπιστής, μεγάλως εκπλαγείς, προσέπεσεν εις τους πόδας του Οσίου, ζητών συγχώρησιν, διότι ηθέλησε να εξαπατήση τόσον άγιον δούλον του Θεού.Κατόπιν στραφείς ο Όσιος προς τον πραγματικόν βασιλέα, όστις ήρχετο όπισθεν, λέγει προς αυτόν· «Βασιλεύ, έκαμες έως τώρα μεγάλα κακά και καιρός είναι να παύσης τας ανομίας σου. Θα εισέλθης δε εις την Ρώμην και θα βασιλεύσης εις αυτήν, μετά εννέα όμως χρόνους θα αποθάνης». Αύτη δε η πρόρρησις του Αγίου επηλήθευσεν ακριβώς. Εις την υπώρειαν του όρους Κασσίου έκτισεν ο Όσιος γυναικείαν Μονήν, εις την οποίαν εμόνασε και η αδελφή αυτού Σχολαστική, ταύτην δε μετέβαινε και έβλεπεν άπαξ του έτους. Κατά δε την τελευταίαν φοράν, όπου μετέβη και αφού επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, μετά τρεις ημέρας είδεν εν οράματι την ψυχήν της Σχολαστικής ανερχομένην εις τους ουρανούς με το σχήμα της περιστεράς. Είπομεν ανωτέρω με ποίον τρόπον συνέδεσεν ο Όσιος Βενέδικτος τον εαυτόν του με τον Θεόν και πως δια της αρετής και ασκήσεως επλουτίσθη παρ’ Αυτού με δύναμιν θαυμάτων και ιαμάτων, διότι και νεκρούς ανέσταινε και τα μέλλοντα προέλεγε και διελέγετο περί των απωτάτων σημείων ως να ήσαν παρόντα. Πρέπει όμως και τούτο να είπωμεν, ως αναγκαίον. Όταν ο Όσιος έμελλε να υπάγη προς Κύριον, επρόλαβε και διεμήνυσε τόσον εις τους μαθητάς του, όσοι ήσαν εκεί πλησίον του, όσον και εις τους μακράν διατελούντας, ότι θα απέλθη του κόσμου τούτου και ότι θα γίνη σημείον, δια του οποίου θα γνωρίσωσιν όλοι, ότι χωρίζεται από του σώματος. Προ εξ λοιπόν ημερών από της οσίας αυτού κοιμήσεως, επρόσταξεν ο Όσιος να ανοιχθή ο τάφος του και να είναι έτοιμος, ευθύς δε προσεβλήθη υπό σφοδρού πυρετού, όστις κατεξήραινε το σώμα του επί εξ ημέρας. Κατά δε την έκτην ημέραν επρόσταξε τους μαθητάς του να τον φέρωσιν εις την μικράν Εκκλησίας την οποίαν είχον και φθάσας εκεί εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ιστάμενος ανά μέσον των μαθητών του. Υπό τούτων λοιπόν βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και ούτως, άνω βλέπων και προσευχόμενος, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, την ιγ΄ (13ην) Μαρτίου του έτους φμβ΄ (542), άγων τότε το εξηκοστόν δεύτερον έτος της ηλικίας του. Κατά δε την ώραν εκείνην, καθ΄ ην εκοιμήθη ο Όσιος, εφάνη η εξής όρασις εις δύο αδελφούς, εκ των οποίων ο μεν εις ησύχαζεν εις κελλίον, ο δε άλλος κατώκει μακράν. Ούτοι λοιπόν οι δύο αδελφοί είδον εξαίφνης οδόν θαυμαστήν αρχομένην από το κελλίον τού Οσίου και φθάνουσαν μέχρι του ουρανού, κατ΄ ανατολάς. Ήτο δε η οδός εκείνη εστρωμένη όλη με λαμπρά και πολύτιμα μεταξωτά ιμάτια. Ίσταντο δε εν τη οδώ άνδρες τινές θαυμαστοί κατά την μορφήν και εξαίσιοι κρατούντες εις τας χείρας λαμπάδας, και βαστάζοντες τον Όσιον ανέβαινον κατά τάξιν εις τον ουρανόν, άλλος δε τις λευκοφόρος και φωτοφόρος, παραστάς εις τον Όσιον, ηρώτα τους βλέποντας την οπτασίαν ταύτην Οσίους, αν γνωρίζωσι τίνος είναι η θαυμαστή εκείνη οδός, την οποίαν βλέπουσι και θαυμάζουσιν. Αποκριθέντων δε των Οσίων, ότι δεν γνωρίζουσι, τότε ο φανείς εκείνος είπεν εις αυτούς· «Αύτη είναι η οδός, δια της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος αναβαίνει εις τον ουρανόν». Ελθόντες λοιπόν εις εαυτούς οι Όσιοι ηννόησαν, ότι απήλθεν ο Άγιος, καθώς είδον αυτόν τελειούμενον· εφανέρωνε δε η οπτασία αύτη την λαμπρότητα και την δορυφορίαν, της οποίας ηξιώθη ο Όσιος, όταν έμελλε να εκδημήση προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Μαρτίου, ο Άγιος Μάρτυς ΝΙΚΑΝΔΡΟΣ ο εν Αιγύπτω την δοράν αφαιρεθείς τελειούται.

Δημοσίευση από silver »


Νίκανδρος ο Άγιος Μάρτυς έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284 – 305). Επειδή δε ήτο ανατεθραμμένος με την ευσέβειαν και προσκεκολλημένος εις την αγάπην των του Χριστού Μαρτύρων, δια τούτο έργον είχε να λαμβάνη κρυφίως τα ιερά Λείψανα των Μαρτύρων εκείνων, οι οποίοι απέθνησκον δια την ευσέβειαν και να ενταφιάζη αυτά εντίμως και σεβασμίως. Ιδών δε ποτε τα τίμια Λείψανα Αγίων τινών Μαρτύρων ερριμένα και ανεπιμέλητα, ήλθε δια νυκτός και λαβών αυτά τα ενεταφίασεν εις τόπον τινά ευλαβώς και κοσμίως. Ειδωλολάτρης όμως τις, κατά τύχην εκεί ευρεθείς, ιδών αυτόν τον διέβαλεν εις τον άρχοντα. Όθεν κρατηθείς ο Άγιος υπ’ εκείνου, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, διο και εξέδαραν αυτόν ως πρόβατον. Ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΣΑΒΙΝΟΥ του Αιγυπτίου.

Δημοσίευση από silver »

Σαβίνος ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς ήτο Αιγύπτιος την πατρίδα, καταγόμενος εξ Ερμουπόλεως της Αιγύπτου, έζησε δε κατά τους χρόνους Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284 – 305). Επειδή δε ο Άγιος εζητείτο υπό των ειδωλολατρών, αφ’ ενός μεν διότι μεγάλως υπελήπτοντο και εξετίμων αυτόν οι Χριστιανοί, αφ’ ετέρου δε διότι ήτο εκ του πρώτου γένους της πόλεως, προσέτι δε και διότι υπερείχε των άλλων κατά τον ζήλον της Πίστεως, δια τούτο και εκρύπτετο μετά των άλλων Χριστιανών εις οικίαν τινά έξω της πόλεως κειμένην. Ανακαλυφθείς δε υπό των διωκτών ο μακάριος και συλληφθείς ωδηγήθη προς τον ηγεμόνα της πόλεως Αρριανόν, ενώπιον του οποίου ομολογήσας την εις Χριστόν Πίστιν εκρεμάσθη και τόσον πολύ εξεσχίσθη τας σάρκας ο αοίδιμος, ώστε έρρευσαν εις την γην όλαι αι σάρκες του. Μετά τούτο έκαυσαν αυτόν με ανημμένας λαμπάδας· ύστερον δε δέσαντες εξ αυτού λίθον, τον έρριψαν εις τον Σκάμανδρον ποταμόν και ούτως έλαβεν ο μακάριος του Μαρτυρίου τον στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΛΕΞΙΟΥ του ανθρώπου του Θεού.

Δημοσίευση από silver »


Αλέξιος ο του Θεού άνθρωπος και πιστότατος θεράπων ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, εκ της οποίας ως άνθος πανευώδες και μυρίπνοον αναβλαστήσαν την οικουμένην κατεμύρισε με την ισάγγελον ζωήν και πολιτείαν αυτού, την οποίαν μετά πολλής της προσοχής ακούσατε, ίνα μεγάλην την ωφέλειαν και την ευφροσύνην απολαύσητε και μάλιστα κατά τας ημέρας ταύτας της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τας οποίας ιδιαιτέρως οφείλομεν να σχολάζωμεν εις την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την προσευχήν και την μελέτην των κατορθωμάτων των Αγίων, εξ ης και ημείς εις την κατά το δυνατόν μίμησιν αυτών παρακινούμεθα. Διότι ιδού έφθασεν ο καιρός της εγκρατείας, αγαπητοί. Το στάδιον ηνεώχθη. Ο αγωνοθέτης και Βασιλεύς Χριστός ίσταται άνωθεν βλέπων την προθυμίαν των αθλητών. Οι Άγιοι Άγγελοι κρατούσι τα στέφη και βραβεία πολύτιμα, δια να ανταμείψουν όσους νομίμως αθλήσουσι και νικήσουν ανδρείως τον αποστάτην και υπερήφανον δαίμονα. Όστις δε αγωνισθή γενναίως λαμβάνει όχι τιμήν πρόσκαιρον και ευμάραντον στέφανον, αλλά δόξαν αιώνιον και αμοιβήν ατελεύτητον. Διότι οι βασιλείς της γης, όταν γυμνάζουν τους στρατιώτας, αθλοθετούσιν εν και μόνον επίκαιρον χάρισμα, το οποίον αξίζει φέρ’ ειπείν εκατόν φλωρία και το λαμβάνει ένας μόνον, εκείνος όστις ήθελεν αναδειχθή ανδρειότερος και ισχυρότερος από όλους τους άλλους στρατιώτας. Ο επουράνιος όμως Βασιλεύς χαρίζει εις ημάς μακαριότητα ατελεύτητον, την οποίαν κληρονομούμεν όλοι, όσοι πολεμήσωμεν γενναίως και δεν δειλιάσωμεν. Αυτός μας προσκαλεί σήμερον δια του ιερού Ευαγγελίου, λέγων· «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η:34). Τουτέστιν δεν βιάζει κανένα, επειδή εχάρισεν εις ημάς το αυτεξούσιον, αλλά προσκαλεί ημάς ως εύσπλαγχνος και διψά την σωτηρίαν μας. Δια τούτο περαιτέρω μας νουθετεί πόσον κέρδος έχει εκείνος, όστις ήθελεν απαρνηθή την σάρκα και τας επιθυμίας αυτής και ήθελε μιμηθή το Πάθος Του, λέγων ότι όστις κερδίση όλον τον κόσμον, όπερ είναι σχεδόν αδύνατον και υποταχθώσιν εις αυτόν όλαι αι ηγεμονίαι και τα βασίλεια, έπειτα δε κολασθή η ψυχή του, δεν ωφελήθη τίποτε. Επειδή λοιπόν περισσότερον όφελος απολαμβάνει ο μικρότερος δούλος του Χριστού από τον μεγαλύτερον και πλουσιώτερον βασιλέα της γης, έπρεπε και ημείς να καταφρονώμεν όλα τα πρόσκαιρα, τουτέστιν αγρούς, οικίας, τιμάς και χρήματα, και να ακολουθώμεν τον Δεσπότην Χριστόν, όστις μας ανταποδίδει, δι’ ολίγον ημών κόπον, τοσαύτην απόλαυσιν. Αλλά οι οκνηροί και ράθυμοι αμελούσιν ως φιλόσαρκοι λέγοντες, ότι παρήλθεν ο καιρός των αγώνων, η φύσις ησθένησε και δεν ημπορούμεν πλέον να φυλάξωμεν εγκράτειαν καθώς οι προγενέστεροι. Αύτη είναι πρόφασις δαιμονική. Διότι εις πάντα καιρόν ημπορούμεν να αγωνισθώμεν, αρκεί να θελήσωμεν. Έχομεν περί τούτου τοσούτων Αγίων υποδείγματα, νεωτέρων και παλαιοτέρων, ώστε είναι πολλή ημών αισχύνη και καταφρόνησις αυτά τα οποία λέγομεν. Διότι βλέπομεν ευγενείς υιούς και απογόνους βασιλέων, να καταφρονώσι πλούτον, τιμήν και πάσαν σαρκικήν ηδυπάθειαν. Ακόμη δε και τους φιλτάτους αυτών γονείς, το δε θαυμασιώτερον, την ηγαπημένην ομόζυγον, δια την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος ημών. Το εθελούσιον τούτο διαζύγιον υπέμειναν και άλλοι τινές δούλοι του ουρανίου Βασιλέως Χριστού και απεξενώθησαν πασών των σαρκικών απολαύσεων, προτιμώντες τον ένθεον έρωτα. Όμως περισσότερον από τους άλλους κατώρθωσε τούτο ο πτωχός τω σώματι, τη δε ψυχή πλουσιώτατος ούτος Αλέξιος, ο άνθρωπος όντως του Θεού και δούλος αυτού γνησιώτατος, όστις έμεινε τόσους χρόνους εις την οικίαν του αγνοούμενος και υπό των δούλων του εμπαιζόμενος. Αλλά ταύτα πάντα υπέμεινεν ο γενναίος συλλογιζόμενος την πλουσίαν αμοιβήν και τον πολυτίμητον στέφανον, τον οποίον έμελλε να του αποδώση ο Βασιλεύς της δόξης εις τον Παράδεισον. Δι’ αυτό και απηρνήθη τελείως τον έξω άνθρωπον και σηκώσας τον σωτήριον σταυρόν των θλίψεων, ηκολούθησε τον Δεσπότην αγαλλόμενος. Όθεν, δια της προσκαίρου κακοπαθείας και θλίψεως, απολαμβάνει τώρα αιώνιον ευφροσύνην και άρρητον αγαλλίασιν, τιμήν και δόξαν και Βασιλείαν αδιάδοχον. Ταύτα δε πάντα δικαίως και πρεπόντως απήλαυσεν ο μακάριος Αλέξιος, διότι νόμος του Θεού απαράβατος είναι ότι εκείνος, όστις θέλει νικήσει την φιλαυτίαν της σαρκός με όλον αυτής τον στρατόν, δηλαδή όλα τα πάθη του σώματος και υποταχθή τω πνεύματι κατά την Ευαγγελικήν πρόσταξιν, αυτός είναι άξιος επαίνων και εγκωμίων, περισσότερον από τον βασιλέα Αλέξανδρον, τους Καίσαρας και τους λοιπούς μονάρχας, οίτινες εξουσίασαν τον κόσμον άπαντα. Διότι εκείνοι εξουσίασαν πόλεις και τόπους και εφόνευσαν ανθρώπους, δι’ ολίγον καιρόν. Οι ενάρετοι όμως δούλοι του Θεού νικώσι τα πάθη της σαρκός και φονεύουσι δαίμονας. Όθεν και δικαίως περά Θεού αντιδοξάζονται, απολαμβάνοντες παρ’ Αυτού Βασιλείαν αδιάδοχον, μένουσαν εις τον αιώνα. Τούτου του θαυμασίου Αλεξίου τον Βίον, αγαπητοί αδελφοί, επιθυμώ να σας διηγηθώ σήμερον και προσέχετε, ώστε πολύ να ωφεληθήτε. Διότι ουδείς έτερος Βίος Αγίου είναι ωραιότερος τούτου και κατανυκτικώτερος. Κατά τους χρόνους των ευσεβεστάτων βασιλέων Αρκαδίου (395 – 408) και Ονωρίου (395 – 423), ήτο εις την Ρώμην άρχων τις ονόματι Ευφημιανός, πρώτος της Συγκλήτου και φρόνιμος άνθρωπος, πλουσιώτατος από σωματικά αγαθά, κατά δε την ψυχήν πλουσιώτερος και πολύ ενάρετος και θαυμάσιος, το δε σπουδαιότερον ήτο επιμελής και άοκνος εργάτης του μυστικού αμπελώνος του Σωτήρος Χριστού, του οποίου πάσας τας εντολάς εφρόντιζε να φυλάττη αυστηρών, ιδίως δε την ελεημοσύνην, εις την οποίαν ήτο αμίμητος, με το να προσφέρη καθ’ εκάστην αφθόνως, εις τους έχοντας ανάγκην, τον πλούτον του. Έτρεφε τους πεινώντας, ενέδυε τους γυμνούς, υπεδέχετο τους ξένους και τους εφιλοξένει ευεργετών αυτούς πλουσιοπαρόχως και, απλώς ειπείν, ο ευλογημένος τούτου οίκος ήτο δια τους πένητας λιμήν και καταφύγιον. Είχε δε και υπηρέτας πολλούς χρυσοζώνους και ενδεδυμένους ιμάτια λαμπρά και πολύτιμα. Αυτός δε ο αείμνηστος έτρωγε πάντοτε μετά την ενάτην ώραν, μίαν φοράν την ημέραν, αφού πρώτον έφερεν από την αγοράν όσους πτωχούς εύρισκε και ετοιμάζων την τράπεζαν, τους υπηρέτει μόνος, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Συγγενείς δε τινές και φίλοι του Ευφημιανού κατέκριναν αυτόν πολλάκις ως απερίσκεπτον και του έλεγον, ότι δεν ήτο πρέπον να υπηρετή τους πένητας μόνος εις τόσον επιφανής άρχων, αλλά να προστάσση να τελώσιν οι δούλοι τα απαιτούμενα. Ο άρχων όμως Ευφημιανός απεκρίνετο πανσόφως προς αυτούς ταύτα και με ταπείνωσιν· «Αυτοί είναι οι αδελφοί του Κυρίου μου, Όστις δια του Ιερού Αυτού Ευαγγελίου παραγγέλλει εις ημάς να τους αγαπώμεν, δι όσην δε ευεργεσίαν προσφέρομεν εις αυτούς, θάλει και Εκείνος ανταποδώσει εις ημάς την Χάριν Του πλουσιοπαρόχως». Ήτο δε και η σύζυγός του, Αγλαϊς ονόματι, γυνή ευλαβής και καλόγνωμος και ούτως επορεύοντο και οι δύο αμέμπτως εις τον καλόν δρόμον της αρετής. Είχον όμως αμφότεροι λύπην μεγάλην, διότι δεν απέκτησαν παιδίον δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Όθεν εδέοντο του Δεσπότου Χριστού, μετά πίστεως, να τους δώση τέκνον. Ο δε Κύριος επήκουσε την δέησιν αυτών και η Αγλαϊς συλλαβούσα εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασαν Αλάξιον. Έγινε λοιπόν χαρά μεγάλη εις την οικίαν εκείνην και άμετρος αγαλλίασις. Αφ’ ου δε απεγαλάκτισαν το παιδίον, το εξεπαίδευον εις τα γράμματα, τα οποία μετά μεγάλης επιμελείας εμάνθανεν, έως ότου ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν. Επειδή δε ο ευλογημένος Αλέξιος ήτο οξύς κατά τον νουν και ευφυής, έμαθεν εις ολίγον καιρόν όλην την εκκλησιαστικήν ιστορίαν, γραμματικήν και άλλα όσα ήρμοζον. Εκ της μαθήσεως λοιπόν ταύτης και των αναγνωσμάτων έγινε σοφώτατος. Εννοήσας λοιπόν ο μακάριος Αλέξιος την ματαιότητα και την αστάθειαν του κόσμου, ως και ότι η ψυχή είναι αθάνατος, απεφάσισε να απαρνηθή τα παρόντα αγαθά του βίου, ως πρόσκαιρα και ευμάραντα, δια να κληρονομήση τα άφθορα και αιώνια. Ταύτα μελετών καθ’ εκάστην ο εκ Θεού πεφωτισμένος και πάνσοφος, ενεδύθη ράσον τρίχινον κρυφά από τους γονείς του, το οποίον εφόρει κατά σάρκα, έξωθεν δε εφόρει τα μεταξωτά και χρυσοϋφαντα δια να μη τον υποψιασθούν. Οι δε γονείς του, αγνοούντες την ένθεον αυτού γνώμην, εσκέπτοντο να τον υπανδρεύσουν, ποθούντες να ίδωσιν απογόνους εξ αυτού. Ερευνώντες λοιπόν εις όλην την Ρώμην, εύρον ωραίαν τινά και πάγκαλον κόρην, ομοίαν αυτού κατά τον πλούτον και ευγενή, από γένος βασιλικόν και περίφημον. Ο Αλέξιος όμως είχε την καρδίαν του ολοψύχως αφιερωμένην εις τα ουράνια και ουδόλως εσκέπτετο τα επίγεια πράγματα. Καθ’ εκάστην προσηύχετο μυστικά προς τον κρυφιογνώστην Θεόν και έχυνεν ως ποταμόν τα δάκρυα, δεόμενος αυτού να τον λυτρώση από τας παγίδας του κοσμοκράτορος και να τον φωτίση να κάμη το συμφερώτερον εις την ψυχήν του. Και ταύτα μεν έλεγε καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα, ευχόμενος ο μακάριος, κατά δε την ημέραν μετέβαινεν εις τας Εκκλησίας δια να προσκυνήση, δίδων εις τους πτωχούς ελεημοσύνας, φανερά και κρυφίως, δια να παρακαλώσι τον Κύριον να τον οδηγήση εις τόπον σωτηρίας. Εις τους γονείς του δε έλεγεν, ότι δεν ήθελε να υπανδρευθή δια να μη έχη φροντίδας και μερίμνας. Αυτοί όμως τον επίεζον να τους ακούση,επειδή η νύμφη ήτο εκλεκτή και δεν θα εύρισκον κατόπιν άλλην ομοίαν αυτής. Όθεν, ακουσίως και μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τους γονείς του, εδέχθη μεν κατά το φαινόμενον και εγράφη το συνοικέσιον, αλλά κατά διάνοιαν εμελέτα να φύγη εις ξένον τόπον, δια να φυλάξη την παρθενίαν του άφθορον. Όταν λοιπόν έφθασεν η ημέρα των γάμων, μετέβησαν εις τον Ναόν του Αγίου Βονιφατίου και εστεφάνωσαν το ανδρόγυνον μετά χορών και τυμπάνων, όλην δε την ημέραν οι άρχοντες του παλατίου και οι συγγενείς και φίλοι του ανδρογύνου διεσκέδαζον, κατά την συνήθειαν, εις την οικίαν του γαμβρού. Κατά δε το εσπέρας, μετά το δείπνον, ηυχήθησαν οι συγγενείς και φίλοι τους νεονύμφους, οι δε γονείς των τους συνώδευσαν μέχρι του νυμφικού θαλάμου και τους απεχαιρέτησαν. Αφού λοιπόν ο νέος έμεινε μόνος με την νύμφην, προσηύχετο ώραν πολλήν, έως ου εκοιμήθησαν όλοι οι της οικίας και τότε τυλίξας το δακτυλίδιον και την ζώνην του, τα οποία ήσαν πολύτιμα, έδωκε ταύτα εις την κόρην, λέγων εις αυτήν· «Φύλαξον ταύτα προσεκτικά, φιλτάτη μου, και ο Θεός να είναι αναμέσον ημών, έως ότου οικονομήση η Χάρις Του εις ημάς τίποτε άλλο καλλίτερον». Ταύτα ειπών απήλθεν εις το δωμάτιόν του, λαβών δε χρυσόν, πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας, όσα ηδύνατο, και εκδυθείς τα χρυσοϋφαντα, εφόρεσε πτωχά και εσχισμένα ιμάτια και εξελθών εκ της πόλεως κατήλθεν εις την παραλίαν. Εκεί, Θεού ευδοκούντος, ευρίσκει πλοίον, το οποίον έφευγε κατά την ώραν εκείνην δια την Συρίαν. Εισελθών λοιπόν εις το πλοίον έφθασεν εις την Λαοδίκειαν, και εξελθών συνέχισε τον δρόμον του δια ξηράς προς την Έδεσσαν, όπου εύρε Ναόν, εις τον οποίον είχον την αχειροποίητον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού, την ιδίαν εκείνην την οποίαν Αυτός ο Κύριος έστειλεν εις τον Αύγαρον δια του Αποστόλου Ανανία. Ταύτην ιδών ο Αλέξιος πολύ ηυφράνθη και μοιράσας εις πτωχούς τον χρυσόν και τους πολυτίμους λίθους, έμεινεν εις εκείνον τον Ναόν, ενδεδυμένος ως πένης με παλαιά και άχρηστα ιμάτια, δια να βλεπη καθ’ εκάστην τον πολυπόθητον χαρακτήρα της του Δεσπότου μορφής, ζητών δε ελεημοσύνην από τους ευσεβείς Χριστιανούς, εξώδευεν από αυτήν ολίγα δι’ άρτον προς τροφήν του, τα δε υπόλοιπα έδιδεν εις τους πτωχούς. Όλην την νύκτα προσηύχετο και πάσαν Κυριακήν μετελάμβανε. Τόσον δε εταλαιπωρήθη από την πολλήν εγκράτειαν, ώστε ηφανίσθη η ωραιότης του προσώπου του, η όψις του εμαύρισεν, η σάρξ εξηράνθη, οι οφθαλμοί εκοιλάνθησαν και μόνον το δέρμα και τα οστά του εφαίνοντο. Οι δε γονείς αυτού, όταν εξημέρωσε και δεν είδον τον Αλέξιον εις τον θάλαμον, αλλ’ ήτο η νύμφη μόνη σκυθρωπή και περίλυπος και επληροφορήθησαν παρ’ αυτής την ανέλπιστον αναχώρησιν του υιού των, έδερον τα στήθη, πικρώς ολολύζοντες. Βλέποντες όμως ότι τα δάκρυα μόνα δεν ωφελούσαν εις τίποτε, έστειλαν προς αναζήτησίν του ανθρώπους εις διαφόρους τόπους και πόλεις δια να ερευνήσουν επιμελώς προς ανεύρεσίν του. Ούτοι δε οι άνθρωποι, απελθόντες μετά σπουδής και ερευνώντες με προσοχήν πόλεις και τόπους διαφόρους, δεν ηδυνήθησαν να μάθουν τίποτε περί αυτού. Τινές δε εξ αυτών μετέβησαν και εις την Έδεσσαν και ηρώτησαν. Αλλά κανείς δεν ήτο δυνατόν ποτέ να εννοήση, ότι ο τόσον πτωχός και ρακένδυτος εκείνος ξένος ήτο ο αναζητούμενος. Μάλιστα και ελεημοσύνην έδωσαν εις αυτόν οι δούλοι του, χωρίς κανείς να τον αναγνωρίση λόγω του πτωχικού του ενδύματος και της αδυναμίας του σώματος. Ο δε Αλέξιος, κατανυγείς τη καρδία, εδάκρυσε, δοξάζων δε τον Θεόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, όπου με ηξίωσες να λάβω από τους δούλους μου έλεος». Αφ’ ου λοιπόν οι απεσταλμένοι ηρεύνησαν πολλούς τόπους και Μοναστήρια αναρίθμητα, επέστρεψαν εις την Ρώμην. Τότε περισσότερον επληρώθη θρήνων και οδυρμών όχι μόνον ο οίκος του Ευφημιανού, αλλά σχεδόν ειπείν, άπαξ ο τόπος και αι οικογένειαι της πόλεως, ως και αυτό ακόμη το παλάτιον. Όλοι οι φίλοι και συγγενείς του εθρήνουν και οι άνδρες και αι γυναίκες και οι ανήλικοι παίδες. Οι γονείς του έκλαιον απαρηγόρητα, όλοι της οικογενείας εμαυροφόρεσαν και μάλιστα η μήτηρ αυτού, ήτις εκλείσθη εις εν δωμάτιον, έκλεισε την θύραν και τα παράθυρα, εξεδύθη τα μαλακά ιμάτια και ενεδύθη τρίχινα άχρηστα· έβαλε στάκτην εις την κεφαλήν και εκοιμάτο εις μίαν ψάθαν χωρίς καμμίαν επιμέλειαν, θρηνούσα καθ’ εκάστην του φιλτάτου υιού την στέρησιν. Η δε άχαρος και άμοιρος νύμφη εθρήνει ελεεινότερα την δυστυχίαν και την χηρείαν της, την ταχίστην και απροσδόκητον και, απλώς ειπείν, δεν έμεινε κανείς χωρίς δάκρυα εις την οικογένειαν την πρώην μεν περιχαρή και πανευφρόσυνον, νυν δε περίλυπον και πανώδυνον. Ούτως αυτοί μεν είχον την σαρκικήν θλίψιν θρηνούντες απαρηγόρητα, ο δε μακάριος Αλέξιος έχαιρε ψυχικώς εις τον ξένον τόπον, δοξάζων τον Κύριον, όστις τον ελύτρωσεν από τας φροντίδας του βίου και τον διεφύλαξεν αγνώριστον, δια να μη εμποδισθή ο πόθος του. Έμεινε λοιπόν ο μακάριος Αλέξιος εις τον νάρθηκα του Ναού εκείνου της Υπεραγίας Θεοτόκου δέκα επτά χρόνους, διάγων πολιτείαν θαυμασίαν. Όθεν οι εγχώριοι τον ετίμων ως Άγιον, βλέποντες τον ένθεον βίον του. Φοβούμενος όμως μη υστερηθή της ουρανίου δόξης δια την πρόσκαιρον δόξαν την οποίαν του προσέφερον, εμελέτησε να φύγη εις τόπον άγνωστον. Απελθών λοιπόν εις λιμένα, εύρε πλοίον το οποίον εταξίδευε προς τα μέρη της Κιλικίας και εισήλθεν εις αυτό, έχων γνώμην να μεταβή εις την Ταρσόν, όπου ήτο Ναός του Αγίου Παύλου περίφημος. Ενώ όμως έπλεον, εσηκώθη αντίθετος άνεμος. Περιφερόμενοι δε τήδε κακείσε έφθασαν εκόντες άκοντες, μετά πολλάς ημέρας, εις την Ρώμην. Τούτο δε ήτο οικονομία Θεού και το εγνώρισεν ο Άγιος. Όθεν δια να μη βαρύνη άλλον τινά, εσκέφθη να μείνη εις την οικίαν του άγνωστος, μέχρι τέλους της παροικίας του, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Μεταβάς λοιπόν εις την Εκκλησίαν έκαμε προσευχήν εις τον Θεόν, παρακαλών, όπως τον ενδυναμώση να φέρη εις καλόν τέλος το μελετώμενον. Αφού δε προσεκύνησεν εις πολλάς Εκκλησίας ήλθεν εις τον οίκον του πατρός του, όστις κατ’ εκείνην την ώραν ήρχετο από το παλάτιον με πολλήν συνοδείαν, κατά την αξίαν του, βαλών δε εις αυτόν έως την γην μετάνοιαν, είπε προς αυτόν· «Παρακαλώ την ευγένειάν σου, κάμε έλεος εις εμέ τον ξένον και άπορον. Άφες με να καθήσω εις μίαν γωνίαν του παλατίου σου, να τρέφωμαι από τα ψιχία, όπου πίπτουσιν εκ της τραπέζης των δούλων σου και ο Θεός να ευλογήση δια την καλωσύνην ταύτην τον οίκον σου και να σου δώση την ουράνιον Βασιλείαν. Εάν δε έχης συγγενή τινά εις την ξενιτείαν, να σε αξιώση ο Κύριος να τον ίδης, ως επιθυμεί η καρδία σου». Ταύτα ακούσας ο άρχων εδάκρυσεν ενθυμηθείς τον υιόν του και ευσπλαγχνισθείς επήρε τον πένητα, καλέσας δε ένα εκ των πλέον επιμελών δούλων του, παρέδωκεν εις αυτόν τον Αλέξιον, προστάξας να μη έχη άλλην φροντίδα και μέριμναν παρά μόνον να επιμελήται τον ξένον εκείνον εις ό,τι χρειάζεται. Τότε ο δούλος ωδήγησεν ευθύς τον Αλέξιον εις εν κελλίον μικρόν, το οποίον ήτο εις την αυλήν έναντι του δωματίου της συζύγου του. Έμεινε λοιπόν εις αυτό ο Αλέξιος, ο δε Ευφημιανός έστελλε προς αυτόν καθ’ εκάστην φαγητά από την τράπεζαν, ο δε Άγιος όμως μόνον εκάστην Κυριακήν, μετά την κοινωνίαν των Θείων Μυστηρίων, έτρωγεν άρτον και έπινεν ύδωρ και αυτά από ολίγον μόνον, δια να μη αποθάνη από την άμετρον εγκράτειαν· προσηύχετο δε καθ’ όλην την νύκτα και το περισσότερον της ημέρας. Βλέπων δε ο μισάνθρωπος και φθονερός δαίμων την θαυμαστήν καρτερίαν αυτού, έτριζε τους οδόντας και εκίνησε κατ’ αυτού δεινούς και μεγάλους πολέμους, δια να τον κάμη να χάση την υπομονήν την οποίαν είχε τόσον μάλιστα σταθεράν. Και πρώτον μεν ηνάγκαζε τους δούλους να τον ενοχλώσιν· άλλοι ύβριζον αυτόν και τον ερράπιζον· έτεροι έχυναν επάνω του τα αποπλύματα των αγγείων και άλλας πολλάς αταξίας του έκαμναν, οι αναίσχυντοι. Αλλά ταύτα όλα υπέμεινεν ο αήττητος, γνωρίζων ότι εκ δαιμονικής ενεργείας εγίνοντο ταύτα. Ουδέποτε δε εγόγγυσεν, ούτε είπε λόγον κατ’ αυτών απρεπή, μόνον τον Δεσπότην Χριστόν παρεκάλει να του δίδη μέχρι τέλους υπομονή, δια να μη ζημιωθή τον μισθόν της ανταποδόσεως. Όχι δε μόνον τον πόλεμον τούτον είχεν ο Όσιος, αλλά και άλλον χαλεπώτερον. Το παράθυρον του δωματίου της νύμφης έβλεπεν εις το κελλίον του Οσίου· αύτη δε, ως νέα Ρουθ, δεν ηθέλησε να υπάγη εις τον οίκον του πατρός της, αλλά μετά της πενθεράς της εκάθηντο κλαίουσα πολλάκις και οδυρόμεναι, η μεν την χηρείαν, η δε την του μονογενούς και φιλτάτου υιού στέρησιν και ούτε το διάστημα του χρόνου, ούτε άλλαι παρηγορίαι, όπου τους έλεγον οι φίλοι και συγγενείς, ηδύναντο να καταπραϋνουν τον πόνον των. Όσον όμως παρήρχετο ο καιρός και δεν εμάνθανον τίποτε δια τον ηγαπημένον των, τοσούτον αι καρδίαι των τον επεθύμουν. Εκεί λοιπόν καθήμενος ο Άγιος ήκουε την ομόζυγον αυτού να λέγη μοιρολογούσα κατά την των γυναικών συνήθειαν· «Ουαί και αλλοίμονον εις εμέ την άχαρον νύμφην και δυστυχή ζωντοχήραν. Φεύ! εις εμέ την αθλίαν και κακοδαίμονα. Εις ποίον τόπον να ευρίσκεται ο ηγαπημένος σύντροφός μου; Τι έγινες, νυμφίε μου φίλτατε; Πως εφάνης τοσούτον σκληρός προς εμέ την τάλαιναν; Τι κακόν σου έπταισα και με απηρνήθης; Δια ποίαν αιτίαν τοσούτον με εμίσησες; Εάν είχες γνώμην να με αφήσης, διατί με έβαλες εις τα βάσανα και θλίβομαι τόσους χρόνους δια την αγάπην σου, άσπλαγχνε; Αλλ’ ούτε και εν γράμμα έστειλες να μάθω πως διάγεις εις τους ξένους τόπους και που ευρίσκεσαι ή να μου παραγγείλης πως να πορεύωμαι. Δεν επέδειξες ουδεμίαν φροντίδα δι’ εμέ, μόνον με ενυμφεύθης ματαίως και άκαρπα. Έπειτα έφυγες και με απεχθάνεσαι, ωσάν να ήμην προδότης. Αλλά συ μεν εφάνης προς εμέ τόσον σκληρός και άπονος, εγώ όμως θα κάμω όλως το αντίθετον. Θα μιμηθώ την άμωμον και άδολον τρυγόνα, ήτις, όταν χάση τον σύντροφον αυτής, δεν κάθεται πλέον εις χλωρόν κλάδον, ούτε πίνει ποτέ ύδωρ καθαρόν, ούτε κελαδεί· μοιρολογεί μόνον την τύχην της και καμμίαν χαράν δεν απολαμβάνει, αλλά λυπείται τόσον, έως ότου αποθάνη από την θλίψιν της. Ούτω θα πράξω και εγώ η κακότυχος, η τεθλιμμένη και άμοιρος. Θα θρηνώ καθ’ εκάστην και θα μοιρολογώ τον σύντροφόν μου, έως ότου σχηματίσω ποταμόν εκ των δακρύων μου και τότε να αποθάνω από τον πόνον και την θλίψιν μου». Αυτά μεν έλεγε βοώσα η ομόζυγος. Η δε Αγλαϊς περισσότερα τούτων εβόα, οδυρομένη τους πόνους και τα βάσανα όπου υπέμεινεν, όταν τον εκράτει εις την μήτραν της, όταν τον εγέννησεν, όταν τον ανέτρεφεν, ενώ εκείνος την απηρνήθη και της έδωκε περισσοτέρους πόνους παρά όταν τον εγέννησεν. Αυτά όλα ήκουεν ο αήττητος αγωνιστής και επόνει μεν η καρδία του και ελυπείτο την μητέρα και την ομόζυγον. Επί πλέον δε και ο πανούργος δαίμων ήνοιγεν εναντίον αυτού μέγαν πόλεμον. Αλλ’ ο Άγιος, ενθυμούμενος τους Ευαγγελικούς λόγους, τους λέγοντας· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». (Ματθ. ι: 37) και τα σχετικά προς ταύτα, απέναντι της σαρκικής αγάπης ετοποθέτει τον ένθεον έρωτα και υπέμενε την φλόγα της καρδίας, ο καρτερόψυχος, πόθω πόθον αντωσάμενος. Έπραττε δε τούτο όχι διότι ήτο άσπλαγχνος προς τους γεννήτορας, αλλά διότι ήτο μάλιστα προς τον Ποιητήν και Σωτήρα υπήκοος, προς τον οποίον πολλάκις μετά δακρύων εδέετο να του δίδη υπομονήν μέχρι τελους. Ομοίως προσηύχετο και δια τους γονείς αυτού και την σύζυγον, να τους ενισχύη, δια να μη αποθάνουν προώρως από την θλίψιν των. Έμεινε λοιπόν ο αείμνηστος εις τον πατρικόν οίκον αγνώριστος, ούτως ευτελής και ταλαιπωρούμενος, από τον εχθρόν πολεμούμενος, από την αγάπην των συγγενών εκκαιόμενος και από τους δούλους εμπαιζόμενος, όχι δέκα ημέρας ή εκατόν, αλλά χρόνους δεκαεπτά ολοκλήρους, ο όντως αδαμάντινος και ουχί εκ σαρκός. Και τότε του απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι την επομένην Παρασκευήν έμελλε να αναπαυθή από τους κόπους και τα βάσανα. Τότε εζήτησεν από τον δούλον, όστις τον υπηρέτει, να του φέρη χαρτίον και μελάνην, έγραψε δε επ’ αυτού τα κατ’ αυτόν, προς μεγαλυτέραν δε πιστοποίησιν έγραψε και τινας απορρήτους λόγους, τους οποίους είπεν εις την νύμφην, όταν της έδωκε την ζώνην αυτού και το δακτυλίδιον, ως και έτερα τινά απόκρυφα πράγματα, τα οποία μόνον οι γονείς του εγνώριζον. Εις το τέλος δε έγραψε και ταύτα· «… Δέομαι και σας παρακαλώ, φίλτατοι γονείς μου και σεμνοτάτη συμβία μου, να μη μνησικακήσητε εναντίον μου, επειδή σας έδωσα τοσαύτην θλίψιν και βάσανον, διότι και εγώ ελυπούμην δια τον πόνον σας και πολλάκις έκαμα δέησιν δια σας, ίνα ο Κύριος σας δίδη υπομονήν και να σας αξιώση της Βασιλείας Του· ελπίζω δε εις την ευσπλαγχνίαν Αυτού να εκπληρώση το ζητούμενον, επειδή και εγώ δι’ αγάπην του εφάνην προς σας τόσον άσπλαγχνος και προς τον εαυτόν μου σκληρότερος. Αλλά περισσότερον πρέπει να υπακούση καθείς τον Ποιητήν και Σωτήρα αυτού, παρά τους γονείς του και όσον περισσότερον σας ελύπησα, τόσον θέλετε έχει μισθόν περισσότερον». Ταύτα γράψας ο Άγιος έμεινε προσευχόμενος μέχρι της ώρας της μεταστάσεως αυτού. Ήτο δε τότε Αρχιεπίσκοπος εις την Ρώμην ο Ιννοκέντιος, ενώ δε ούτος ελειτούργει ημέραν τινά εις την Εκκλησίαν των Αγίων Αποστόλων, παρόντος του βασιλέως Ονωρίου και των λοιπών της συγκλήτου, ήκουσαν φωνήν άνωθεν του θυσιαστηρίου λέγουσαν· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Ταύτα ακούοντες οι παρεστώτες ετρόμαξαν και πίπτοντες κατά γης εβόων· «Κύριε ελέησον». Μετ’ ολίγην δε ώραν ηκούσθη και πάλιν φωνή λέγουσα· «Τη Παρασκευή πρωϊ ο Άνθρωπος του Θεού εξέρχεται εκ του σώματος και ζητήσατε αυτόν του ποιήσαι υπέρ της πόλεως δέησιν , όπως μείνητε ανενόχλητοι». Λοιπόν τη Πέμπτη εσπέρας συνηθροίσθησαν άπαντες εις τον ρηθέντα Ναόν του Αγίου Πέτρου και ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ’ όλην την νύκτα, εδέοντο να τους φανερώση ο Κύριος που να εύρωσι τον δούλον Του. Ήσαν δε παρόντες ο Πατριάρχης, ο βασιλεύς και παρ’ αυτόν ο Ευφημιανός, το πρωϊ δε ήλθε φωνή άνωθεν, λέγουσα· «Εις τον οίκον του Ευφημιανού υπάρχει ο Άνθρωπος του Θεού». Τότε λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Εις την οικίαν σου έχεις κεκρυμμένον τοιούτον πολύτιμον θησαυρόν και δεν μας τον εφανέρωσες»; Ο δε Ευφημιανός απεκρίνατο· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν γνωρίζω μέχρι σήμερον τίποτε· αλλά θα ερωτήσω τους δούλους μου, να εύρωμεν αυτόν τον οποίον επιθυμούμεν». Απελθών λοιπόν ο Ευφημιανός εις τον οίκον του ητοίμασε πολυτελή καθίσματα δια τον βασιλέα, τον Πατριάρχην και τους άλλους άρχοντας, οίτινες θα ήρχοντο εις τον οίκον του. Έπειτα όλοι οι δούλοι του εξήλθον με λαμπάδας και θυμιάματα, δια να τους υποδεχθούν καθώς ήρμοζεν. Ερωτήσας δε ο Ευφημιανός τους δούλους, εάν εγνώριζον ενάρετον τινά άνθρωπον, ο υπηρέτης του Αλεξίου απήντησεν· «Υποπτεύομαι, κύριέ μου, ότι εκείνος ο ξένος είναι, τον οποίον με επρόσταξες να υπηρετώ, διότι μεγάλας αρετάς και θαυμάσια πράγματα βλέπω εις εκείνον τον άνθρωπον. Νηστεύει καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος και καθ’ εκάστην Κυριακήν μεταλαμβάνει των θείων Μυστηρίων. Έπειτα τρώγει δύο ουγγίας άρτον και πίνει ολίγον ύδωρ. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τρέφεται πάντοτε· τα δε φαγητά, τα οποία του στέλλεις από την τράπεζάν σου, τα δίδει εις άλλους πτωχούς. Μένει δε και άγρυπνος καθ’ όλας τας νύκτας προσευχόμενος. Το δε θαυμασιώτερον, υπομένει αταράχως τας ύβρεις όπου του κάμνουν οι αναίσχυντοι δούλοι σου και τον ερράπισαν πολλάκις εκ δαιμονικής συνεργείας, ενώ άλλοτε πλύνουν τα σκεύη και χύνουν επάνω του ακάθαρτον νερόν δια να τον κάμουν να οργισθή. Αλλ’ αυτός ο ευλογημένος τα υπομένει όλα χωρίς να οργίζεται ουδόλως». Ακούσας ταύτα ο Ευφημιανός έτρεξε προςτο κελλίον του Αγίου και έκρουσε την θύραν καλών αυτόν. Όμως αν και εκάλεσε τούτον τρεις φοράς, ο Άγιος δεν απεκρίνετο. Εισελθών τότε εις το κελλίον εύρεν αυτόν κείμενον και έχοντα σκεπασμένον το πρόσωπον, εις δε την δεξιάν αυτού χείρα εκράτει το χειρόγραφον, το οποίον εδοκίμασε να πάρη, αλλά δεν ηδυνήθη. Επιστρέψας λοιπόν μετά σπουδής ανήγγειλεν εις τον βασιλέα τα γενόμενα, ούτος δε επρόσταξε να ευτρεπίσουν κλίνην πολύτιμον και να θέσουν επ’ αυτής το άγιον Λείψανον. Έπειτα, αποκαλύψαντες το πρόσωπον αυτού, είδον ότι έλαμψεν ως Άγγελος, τόσον ώστε μετά βίας ηδύναντο να το αντικρύζωσι. Τότε ο βασιλεύς μετά του Πατριάρχου εγονάτισαν και ασπασάμενοι το άγιον Λείψανον, είπεν ο βασιλεύς προς τον Άγιον με ταπείνωσιν· «Δεόμεθά σου, δούλε Χριστού, να μας δώσης τον χάρτην αυτόν, να μάθωμεν ποίος είσαι. Ναι, Άνθρωπε του Θεού επουράνιε, μη παραβλέψης την αίτησίν μας ταύτην, διότι είμεθα αρχηγοί του λαού, αν και αμαρτωλοί, εγώ και ο Αρχιερεύς ούτος, ο του Δεσπότου Χριστού γνήσιος δούλος». Ταύτα αφού είπον μετά δακρύων, αφήκεν εις αυτούς το γράμμα ο Όσιος. Ούτοι δε λαβόντες αυτό εχάρισαν και γενομένης σιωπής ανέγνωσαν αυτό λαμπρά τη φωνή εις επήκοον πάντων. Ταύτα ακούων ο Ευφημιανός και βεβαιωθείς από τους μυστικούς λόγους, όπου ήσαν γεγραμμένοι, ότι αυτός ήτο ο Αλέξιος, έκλαυσε πικρώς και αναστάς διέρρηξε τα ιμάτιά του, ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής του, εκτύπα το στήθος του, ρίψας δε εαυτόν επάνω εις το ιερόν Λείψανον, έρραινε τούτο με ποταμόν δακρύων, στενάζων εκ βάθους καρδίας. Εφώναζε δε ταύτα· «Οίμοι, γλυκύτατον τέκνον μου! Διατί μου έδωσες τοσαύτην θλίψιν και βάσανον; Ουαί μοι τω τάλανι! Διατί με ελύπησες τοσούτον και με επίκρανες; Τόσους χρόνους με έβλεπες καθ’ εκάστην δια σε μαυροφορεμένον και εκ καρδίας στενάζοντα και δεν μου το ωμολόγησες; Ω αγάπη μου! Ω παραμυθία του γήρατός μου και ανάπαυσις. Ουαί εις εμέ τον τεθλιμμένον και άχαρον. Τι πρώτον να πράξω ο κακότυχος; Να πανηγυρίσω την εύρεσίν σου, ή να πενθήσω τον θάνατόν σου; Η φύσις με αναγκάζει να χύνω δάκρυα, αλλά αμαρτία είναι να κλαίη κανείς των Αγίων την κοίμησιν». Ενώ δε έλεγε ταύτα και άλλα περισσότερα με γοεράς κραυγάς, ήκουσαν αι γυναίκες την σύγχυσιν και μαθούσαι ότι αυτός ήτο ο προσφιλής Αλέξιος έτρεξαν έξω της οικίας ανυπόδητοι και χωρίς κάλυμμα της κεφαλής από την βίαν των. Αλλ’ επειδή το πλήθος ήτο πολύ και δεν ηδύναντο να το διασχίσουν, εδέετο η μήτηρ, ήτις προεπορεύετο της νεάνιδος, τοιαύτα λέγουσα, με φωνάς απηλπισμένας· «Δότε μοι τόπον, να ίδω το αγαπημένον μου τέκνον. Δότε μοι τόπον δια τους οικτιρμούς του Θεού, ω άνθρωποι, ν’ αποχαιρετήσω τον μονογενή υιόν μου, το φως των οφθαλμών μου. Δότε μοι τόπον, φιλόχριστοι, να ασπασθώ το ιδικόν μου γέννημα». Ως δε έφθασεν εις το τίμιον εκείνο και άγιον Λείψανον, έρριψεν εαυτήν επάνω αυτού και με πόθον καταφιλούσα αυτό εβόα, λέγουσα· «Οίμοι, γλυκύτατέ μου υιέ, διατί μου έδωκες τόσην θλίψιν και δεν με ελυπήθης, την τάλαιναν; Ω τέκνον μου ποθεινότατον, πως είχες ψυχήν και με ήκουες καθ’ εκάστην ημέραν κατακοπτομένην δια σε και δεν με συνεπόνεσες την δυστυχή; Ω της σης καρτερίας και γενναιότητος! Και πως υπέφερες, ευγενέστατε, τόσους χρόνους υπό των δούλων σου υβριζόμενος και περιφρονούμενος; Διατί δεν μου εφανερώθης, να παύσουν αι θλίψεις μου και οι πόνοι μου»; Ενώ δε η μήτηρ εθρηνολόγει, ήρχισε να κλαίη γοερώς και η ομόζυγος, ήτις έλεγε τόσα μοιρολόγια, εκτραγωδούσα την συμφοράν της και την χηρείαν της, ώστε όχι μόνον οι άνθρωποι και τα άλογα ζώα, αλλά και αυτά τα αναίσθητα κτίσματα, τολμώ να είπω, την συνεπόνεσαν και εδάκρυσαν μετ’ αυτής. Εθρήνει, λέγω, απαρηγόρητα, καταφιλούσα το ιερόν Λείψανον και έπλυνεν αυτό με τον ποταμόν των δακρύων της· έτυπτε το στήθος· ανέσπα την κόμην, εξέσχιζε τας παρειάς της και ταύτα μεγαλοφώνως εκραύγαζεν· «Οίμοι, φιλέρημέ μου τρυγών. Διατί τοσούτον με εμίσησες και εις τέλος με εηκατέλειψες; Τι κακόν σού επροξένησα και με απηρνήθης την τάλαιναν; Τοσούτους χρόνους ήκουες την θρηνολογίαν και δεν μου εφανερώθης, ούτε καθόλου με συνεπόνεσες; Αλλοίμονον εις εμέ την δυστυχή και ταλαίπωρον! Ουαί εις εμέ την αθλίαν και κακοδαίμονα! Ύπανδρος σήμερον και χήρα εφάνην η άμοιρος. Δια τί λοιπόν να πρωτοθρηνήσω η κακότυχος; Διότι εύρον τον ηγαπημένον νυμφίον μου, ή διότι εχωρίσθην από τον σύντροφόν μου και απέμεινα έρημος»; Και πάλιν έλεγε· «Τριάκοντα τέσσαρας χρόνους επερίμενα να υποδεχθώ τον άνδρα μου και σήμερα τον βλέπω καθώς δεν επεθύμουν. Την ώραν αυτήν εφάνην ψευδονύμφη και χήρα η άμοιρος. Δεν καρτερώ πλέον να ίδω τον νυμφίον μου, η κακότυχος. Ω ήλιε λαμπρότατε, ω σελήνη, ω αστέρες πολύφωτοι, σκοτίσθητε σήμερον σας παρακαλώ και συνθλιβήτε με εμέ. Ω ουρανέ και γη! Ω πτηνά και φυτά, βοηθήσατέ με να θρηνήσω την χηρείαν και την ερημίαν μου. Ω πηγαί και θάλασσαι, δανείσατε ύδωρ εις την κεφαλην μου και δότε εις τους οφθαλμούς μου τόσα δάκρυα όσα να είναι αρκετά δια να δυνηθώ να κλαύσω την δυστυχίαν μου. Ω σύντροφέ μου φίλτατε, ας ήτο δυνατόν να έβγαζα την ώραν ταύτην την ψυχήν και την καρδίαν μου, δια να γνωρίσης τον πόθον μου της ταλαιπώρου και τότε δεν θα εχρειαζόμην φωνάς και δάκρυα, δια να μαρτυρώσι τον πόνον μου. Ω Χριστέ μου γλυκύτατε, δέομαι και παρακαλώ την Χάριν Σου, παράλαβε την αθλίαν ψυχήν μου και κατάταξον αυτήν μετά του νυμφίου μου, ίνα ομού Σε προσκυνώμεν και δοξάζωμεν». Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγον οι γονείς με την νύμφην των, πενθούντες απαρηγόρητα, οι δε συγγενείς και φίλοι δεν ηδύναντο να τους χωρίσουν από το άγιον Λείψανον. Ο δε βασιλεύς και ο Πατριάρχης μετά πολλήν ώραν τους έσυραν βιαίως και αφού εκείνοι παρεμέρισαν, επρόσταξαν να σηκώσουν με την κλίνην τον Άγιον και να τον φέρουν εις το κέντρον της πόλεως δια να τον ασπασθή όλος ο λαός εις συγχώρησιν αμαρτημάτων. Τότε έγιναν εκεί εξαίσια θαύματα. Κωφοί ελάλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονιώντες ιάθησαν, λεπροί εκαθαρίσθησαν και πάσα άλλη ασθένεια από τους πάσχοντας έφυγε, με μόνον τον ασπασμόν του αγίου Λειψάνου. Ταύτα ιδόντες οι παρεστώτες εθαύμασαν και ηύξησαν την ευλάβειαν. Όθεν, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης ανεσήκωσαν την κλίνην μετ’ ευλαβείας δια να την μεταφέρουν εις την Εκκλησίαν. Κατά δε την διαδρομήν ηκολούθουν οι γονείς με την νύμφην των κλαίοντες, οι δε όχλοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε περιέσφιγγον την κλίνην και ημπόδιζον τον βασιλέα και τον Αρχιερέα, οίτινες την εκράτουν, να περιπατήσουν. Όθεν επρόσταξαν τους υπηρέτας να ρίψουν εις την γην νομίσματα χρυσά και αργυρά δια να απασχοληθή ο λαός με τα χρήματα και να μη εμποδίζουν το Λείψανον. Αλλά τόσην ευλάβειαν είχον τα πλήθη, ώστε κανείς δεν έστρεψε το βλέμμα προς τα χρήματα. Μόνον εις τον Άγιον είχον τον πόθον των. Τότε ο Αρχιερεύς τους υπεσχέθη ότι δεν θα τον θάψη έως ότου τον ασπασθούν όλοι, ίνα αγιασθούν δια της Χάριτος αυτού. Μετά βίας λοιπόν τους κατέπεισε και αφού έκαμαν τόπον έφεραν το άγιον Λείψανον εις την Εκκλησίαν, όπου το άφησαν επί μίαν εβδομάδα. Καθ’ όλας δε αυτάς τας ημέρας παρεστέκοντο εις τον Άγιον οι γονείς με την νύμφην των άσιτοι, κλαίοντες ακαταπαύστως. Έπειτα επρόσταξεν ο βασιλεύς και κατεσκεύασαν αργυρούν γλωσσόκομον εις το οποίον εναποθέσαντες το τίμιον Λείψανον ενεταφίασαν αυτό. Είτα επετέλεσαν λαμπράν πανήγυριν. Και τότε ανέβλυσεν ο τάφος μύρον ευωδέστατον, όσοι δε ασθενείς εχρίσθησαν εξ αυτού ιατρεύθησαν. Εκοιμήθη δε ο Όσιος τη ιζ΄ (17η) του Μαρτίου μηνός, έτει από Χριστού τετρακοσιοστώ και δεκάτω, εν τοις χρόνοις Ονωρίου βασιλέως Ρώμης και Ιννοκεντίου Αρχιεπισκόπου, βασιλεύοντος δε της Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου Β΄ του υιού Αρκαδίου. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της ομοουσίου Τριάδος και αδιαιρέτου Θεότητος. Η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Μαρτίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΚΥΡΙΛΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.

Δημοσίευση από silver »

Κύριλλος, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου, υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τλζ΄ - τξα΄ (337-361), ως υιός δε ευσεβών και Ορθοδόξων γονέων ανετράφη παρ’ αυτών και εξεπαιδεύθη εις τα ευσεβή και ορθά ιερά δόγματα. Αφ’ ου δε ο τότε Ιεροσολύμων Μάξιμος Γ΄ (333-348) απήλθε προς Κύριον, ο μακάριος ούτος Κύριλλος ανήλθεν εις τον θρόνον των Ιεροσολύμων, υπερμαχών των δογμάτων των Αγίων Αποστόλων και των Πατέρων. Κατά την εποχήν εκείνην ήκμαζε και ο αρειανός Ακάκιος, ο κατέχων τον θρόνον της εν Παλαιστίνη Καισαρείας, όστις, αν και απεκηρύχθη και καθηρέθη υπό της εν Σαρδική γενομένης Αγίας τοπικής Συνόδου, διότι δεν ήθελε να ομολογήση τον Υιόν ομοούσιον με τον Πατέρα, όμως δεν υπέκυψεν εις την συνοδικήν ταύτην καθαίρεσιν, αλλά τυραννικώς κατεκράτει τον θρόνον της Καισαρείας, διότι ήτο γνώριμος και φίλος του βασιλέως Κωνσταντίου, του φρονούντος εκ κουφότητος τα του Αρείου δόγματα. Ούτος λοιπόν, λαβών εξουσίαν παρά του βασιλέως, κατεβίβασεν εκ του θρόνου τον μακάριον τούτον Κύριλλον και εξώρισεν αυτόν από τα Ιεροσόλυμα. Ο δε θεσπέσιος Κύριλλος, πορευθείς εις την Ταρσόν της Κιλικίας συνανεστρέφετο μετά του εκεί θαυμαστού Επισκόπου Σιλβανού. Όταν δε συνεκροτήθη η εν Σελευκεία Σύνοδος, της οποίας μέλος απετέλεσε και ούτος ο Άγιος Κύριλλος, ο ρηθείς κακόδοξος Ακάκιος απεσκίρτησεν από της Συνόδου και μεταβάς εις την Κωνσταντινούπολιν διέβαλε τον θείον Κύριλλον και εξήψεν εις οργήν τον βασιλέα κατά του Αγίου, όστις κατεδίκασε τούτον εις εξορίαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Κωνστάντιος έλαβε την βασιλείαν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, εν έτει τξα΄ (361), ο οποίος θέλων να προσελκύση την εύνοιαν και αγάπην των Επισκόπων εκείνων, τους οποίους είχεν εξορίσει ο Κωνστάντιος, διέταξε να επανέλθωσιν όλοι οι εν εξορία εις τας επαρχίας των. Ούτω, μετά των άλλων, απέλαβε τον θρόνον των Ιεροσολύμων και ο Άγιος Κύριλλος. Ποιμάνας λοιπόν καλώς και θεοφιλώς το εμπιστευθέν αυτώ υπό του Χριστού ποίμνιον και καταλιπών εις την Εκκλησίαν του Χριστού, ως μνημόσυνον της αυτού σοφίας, τας φερομένας Κατηχήσεις του ομού με άλλους λόγους και ζήσας ολίγα έτη μετά την επιστροφήν του, ανεπαύθη εν Κυρίω δια μακαρίου αποδημίας. Ήτο δε κατά τα χαρακτηριστικά του σώματος μέτριος μεν κατά το ανάστημα, ωχρός κατά την κεφαλήν, ρίνα δε είχεν ολίγον μικράν· είχε το πρόσωπον τετράγωνον, τας δε οφρύς ευθείας και ίσας και το γένειον λευκόν, δασύ και εις δύο κεχωρισμένον, το δε ήθος του ωμοίαζε με ήθος αγροίκου χωρικού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Τορναρά μαρτυρήσαντος εν έτει αφξδ΄ (1

Δημοσίευση από silver »


Δημήτριος ο του Χριστού Αθλητής και Νεομάρτυς συνανεστρέφετο συχνάκις με τους Τούρκους και συνομιλών μετ’ αυτών, ήλεγχε την πίστιν των. Ημέραν δε τινά υπό του φθόνου εκείνοι κινηθέντες τον εβίασαν να γίνη Τούρκος. Επειδή δε αυτός δεν ηθέλησε, τον έφεραν εις τον κριτήν και εμαρτύρησαν ψευδώς ότι δήθεν ύβρισε την πίστιν των. Ο δε κριτής ώρισε να τον δείρουν και να τον βασανίσουν ανηλεώς, έως ότου γίνη Τούρκος. Οι Τούρκοι τότε τον εβασάνισαν με μεγάλην σκληρότητα, αλλ’ ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του, δια προστάγματος του κριτού τον απεκεφάλισαν και έλαβεν ο μακάριος τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Μαρτίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΜΥΡΩΝ ο Κρής, ο μαρτυρήσας εν Κρήτη κατά το έτος 1793, αγχόνη τ

Δημοσίευση από silver »


Μύρων ο ένδοξος του Χριστού Μάρτυς κατήγετο από το Μέγα Κάστρον της Κρήτης, το επονομαζόμενον Κάντια, ευσεβών και ευγενών γονέων υιός υπάρχων, του οποίου ο πατήρ ωνομάζετο Δημήτριος. Ήτο δε παιδιόθεν, ο αοίδιμος, αγαθής προαιρέσεως και ηγάπα εκ φύσεως τα χρηστά και κόσμια ήθη, ήτο δε επίσης εραστής της παρθενίας και σωφροσύνης και, απλώς ειπείν, εκ νεαράς ηλικίας είχε καθ’ υπερβολήν φρονήματα γέροντος. Ήτο δε και κατά την όψιν πολύ ωραίος και ευειδής. Μαθών δε ο μακάριος την ραπτικήν τέχνην, εκάθητο εις το εργαστήριόν του και ειργάζετο με πολλήν σεμνότητα και ευταξίαν. Οι δε Αγαρηνοί, οίτινες ήσαν γείτονες εις το εργαστήριόν του, εζήτουν πάντοτε να έχουν συναναστροφήν με αυτόν· αλλ’ ο νέος εκάθητο σοβαρός και ήσυχος αποστρεφόμενος την συναναστροφήν και συνομιλίαν εκείνων. Όθεν μη υποφέροντες να βλέπουν εις τοιούτον ωραίον νέον τοιαύτην σωφροσύνην, σεμνότητα και φρόνησιν, ησθάνοντο μέγαν φθόνον κατ’ αυτού και εσκέπτοντο πως να τον κάμουν να αρνηθή την Πίστιν τού Χριστού και να γίνη Τούρκος. Μίαν των ημερών λοιπόν, τι μηχανεύονται οι επάρατοι; Ευρίσκουν παίδα τινά Τούρκον (Εν τω περιοδικώ «Χρυσαλλίς» των Αθηνών τόμ. Δ΄ 1836, σελ. 208 και εφεξ. Και εν τη Ιστορία του κατά την νήσον Κρήτην πολέμου, υπό Ζαχαρίου Πρακτικίδου, γράφεται και το όνομα του παιδός τούτου, Τζιφτόγλου καλουμένου, έτι δε και το οικτρόν τέλος αυτού επισυμβάν τη 13η Αυγούστου 1821), και πείθουσιν αυτόν να είπη, ότι ο νέος Μύρων τον εβίασεν εις την αισχράν πράξιν της αμαρτίας. Ταύτην λοιπόν την συκοφαντίαν πλάσαντες κατά του Αγίου, αρπάζουσιν αυτόν με μεγάλην μανίαν και τον οδηγούν εις τον κριτήν, φωνάζοντες και καταμαρτυρούντες ψευδώς, ότι απετόλμησε να βιάση παίδα Τούρκον. Ο δε κριτής ηρώτησε τον νέον, αν έχωνται αληθείας αυτά τα οποία εκείνοι εμαρτύρουν. Τότε ο Άγιος απεκρίθη, ότι αδίκως και ψευδώς τον κατηγορούν, επειδή αυτός τοιούτον πράγμα ποτέ δεν έκαμεν, αλλ’ ούτε εγνώριζε τίποτε περί τούτου. Οι δε συκοφάνται ίσταντο επί ποδός φωνάζοντες, ότι αληθώς τούτο εποίησε και ότι ή πρέπει να γίνη Τούρκος δια να απαλλαγή, ή μέλλει να υποστή ποινήν θανάτου. Ταύτα ακούσας ο κριτής είπεν εις τον Άγιον να κάμη εν εκ των δύο· ή να γίνη Τούρκος, ή να θανατωθή. Ο δε του Χριστού Μάρτυς απεκρίθη, με παρρησίαν, ότι δεν αρνείται ποτέ την Πίστιν του και το όνομα του Χριστού, αλλά είναι έτοιμος να δεχθή όσας τιμωρίας και αν του κάμουν δια την αγάπην Του και ότι Χριστιανός εγεννήθη και Χριστιανός θέλει να αποθάνη. Τότε ο κριτής, ως ήκουσε ταύτα, επρόσταξε και του έδωσαν αρκετούς ραβδισμούς, έπειτα δε τον έρριψαν εις την φυλακήν, μέχρις ότου εξετασθή δια δευτέραν φοράν. Ο δε Μάρτυς ίστατο γενναίως εις όλα ταύτα, χωρίς να φοβηθή ή να φανερώση εις το πρόσωπον καμμίαν αλλοίωσιν. Ωδηγήθη λοιπόν ο Άγιος πάλιν εις το δικαστήριον και πάλιν οι αυτοί μάρτυρες ίσταντο καταμαρτυρούντες. Ο δε κριτής υπέσχετο εις τον Μάρτυρα, ότι θέλει προσφέρει εις αυτόν πολλάς τιμάς και δωρήματα, αν υπακούση και γίνη Τούρκος· εάν δε παρακούση, θέλει τον καταδικάση εις επώδυνον θάνατον. Τινές δε εκ των εκεί παρεστώτων έλεγον εις τον Άγιον· «Λυπήσου, ω νέε, το κάλλος σου και ελθέ εις την πίστιν μας, δια να απολαύσης ζωήν ευτυχή και ένδοξον». Αλλ’ ο Αθλητής του Χριστού εις ουδέν τούτων έδιδε προσοχήν και ίστατο άκαμπτος, φωνάζων ότι ουδέν αλλάζει την Πίστιν του, αλλά θέλει να αποθάνη Χριστιανός. Όθεν, βλέπων ο κριτής το αμετάθετον της γνώμης του, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν του θανάτου. Οδηγούμενος δε ο Μάρτυς εις τον τόπον της καταδίκης, ο οποίος ήτο έξω του Κάστρου, όσους Χριστιανούς απήντα καθ’ οδόν τους εχαιρέτα λέγων· «Συγχωρείτε μοι, αδελφοί, και ο Θεός να σας συγχωρήση». Ηκολούθει δε και ο πατήρ του Αγίου, κλαίων και οδυρόμενος δια τον θάνατον του υιού του. όταν έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον, ο Μάρτυς εζήτησεν άδειαν και επλησίασε τον πατέρα του και πεσών κατεφίλησε τους πόδας του και τας χείρας του, λαβών δε την ευχήν και παρηγορήσας αυτόν να μη λυπήται δια τον θάνατόν του, διότι αδίκως και ψευδώς κατηγορήθη, επανήλθεν εις τους δημίους, ειπών εις αυτούς να εκτελέσουν το πρόσταγμα όπου έλαβον· εκείνοι τότε τυλίξαντες δια της αγχόνης τον λαιμόν του τον εκρέμασαν και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος Μύρων τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Ενώ δε ακόμη ο Μάρτυς εκρέματο, την νύκτα εκείνην είδον οφθαλμοφανώς οι φύλακες Τούρκοι, οίτινες εφύλαττον έξω της θύρας του Κάστρου, φως ουράνιον και θείον, το οποίον κατήλθεν εις το μαρτυρικόν Λείψανον, ούτοι δε εκήρυξαν τούτο εις πολλούς. Οι δε Χριστιανοί, τούτο ακούσαντες, εδόξασαν τον Θεόν, τον διξάζοντα τους Αγίους Αυτού, Ου τη φιλανθρωπία και Χάριτι, δια πρεσβειών του Νεομάρτυρος τούτου Μύρωνος, αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”