Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Απριλίου μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΑΝΤΙΠΑ Επισκόπου Περγάμου.

Δημοσίευση από silver »


Αντίπας ο Άγιος Ιερομάρτυς έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Δομετιανού, του κατά τα έτη 81 – 96 βασιλεύσαντος, σύγχρονος ων των Αγίων Αποστόλων. Υπήρχε δηλαδή κατά την εποχήν εκείνην κατά την οποίαν ο θείος Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος ήτο εξόριστος εις την Πάτμον, καθώς περί τούτου ο ίδιος ο Θεολόγος γράφει εις την Αποκάλυψιν, μάρτυρα πιστόν ονομάζων τον Αντίπαν. Διότι ούτω γράφει, ως εκ προσώπου του Χριστού λέγοντος προς τον Άγγελον της εν Περγάμω Εκκλησίας· «Και εν ταις ημέραις αις Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός, ος απεκτάνθη παρ’ υμίν, όπου ο σατανάς κατοικεί» (Αποκάλ. β:13). Ούτος λοιπόν ο μακάριος εχειροτονήθη υπό των Αγίων Αποστόλων Επίσκοπος Περγάμου, πολύ δε πρεσβύτης κατά την ηλικίαν συνελήφθη υπό των εν Περγάμω αθέων ειδωλολατρών, διότι φανέντες προς αυτούς οι παρ’ αυτών λατρευόμενοι δαίμονες, τους είπον, ότι δεν δύνανται να κατοικώσιν εις τον τόπον εκείνον, ούτε να δέχωνται τας προσφερομένας προς αυτούς θυσίας, επειδή τους διώκει εκείθεν ο Αντίπας. Ωδηγήθη λοιπόν ο Άγιος εις τον ηγεμόνα, ούτος δε προσεπάθει να πείση αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν λέγων, ότι τα αρχαιότερα είναι και τιμιώτερα και ότι κατά συνέπειαν, η μεν των ειδωλολατρών θρησκεία, ως παλαιά και ως αυξηθείσα δια μέσου των αιώνων, είναι τιμιωτέρα, η δε των Χριστιανών Πίστις, ως λαβούσα την αρχήν της κατά τα τελευταία έτη και γενομένη αποδεκτή παρ’ ολίγων τινών, είναι και ατιμοτέρα. Εις τούτον δε τον λόγον απεκρίθη ο Άγιος προσφυέστατα, φέρων προς απόδειξιν την ιστορίαν του Κάϊν. Διότι, είπε, καθώς ο αδελφοκτόνος Κάϊν εμισήθη από όλους τους μετά ταύτα ανθρώπους και πάντες τον αποστρέφονται αν και αυτός είναι αρχαιότερος κατά τους χρόνους από όλους τους μεταγενεστέρους, τοιουτοτρόπως και η ασέβεια των ειδωλολατρών είναι μισητή εις τους μεταγενεστέρους Χριστιανούς, αν και είναι κατά τους χρόνους αρχαιοτέρα. Τούτον τον λόγον ακούσας ο ηγεμών και οι ειδωλολάτραι ωργίσθησαν σφόδρα και έρριψαν τον Άγιον εντός χαλκίνου πεπυρακτωμένου βοός, εν αυτώ δε ευρισκόμενος ο Άγιος προσηύχετο προς τον Θεόν και εδοξολόγει την μεγάλην Αυτού δύναμιν, ευχαριστών, διότι ηξιώθη να πάθη δια την αγάπην Του. Μεταξύ δε των άλλων τα οποία προσηύχετο, εζήτησε και από τον Θεόν την χάριν, όπως πας ο ενθυμούμενος και επικαλούμενος το όνομά του ελευθερούται εκ των συνεχόντων αυτόν ασθενειών και παθών, μάλιστα δε εκ του ανυποφόρου πόνου των οδόντων· ηυχήθη ακόμη να λάβωσιν ούτοι συγχώρησιν από των αμαρτιών των, έτι δε να εύρωσιν εξιλασμόν παρά Θεού εν τη ημέρα της Κρίσεως όσοι εορτάζουν την μνήμην του. Επιτυχών λοιπόν της αιτήσεως ταύτης παρά Κυρίου, εξεδήμησε προς Αυτόν· το δε Άγιον αυτού Λείψανον ενεταφιάσθη εντός της Εκκλησίας της Περγάμου, όπου και αναβλύζει μύρα και ιατρείας πάντοτε. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και πανευφήμου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, παρά τη αγιωτάτη Μεγάλη Εκκλησία.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Απριλίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Επισκόπου Παρίου.

Δημοσίευση από silver »

Βασίλειος ο Όσιος Πατήρ ημών έζη κατά τους χρόνους των δυσσεβών εικονομάχων, δια δε την υπερβολικήν αρετήν του και την ένθεον ζωήν την οποίαν διήλθεν, έγινεν Επίσκοπος Παρίου· μη θελήσας δε να συμφωνήση εις την αίρεσιν των εικονομάχων και να υπογράψη εις την αθέτησιν των αγίων Εικόνων, διήλθεν ο αοίδιμος όλην την ζωήν του με θλίψεις διωγμούς και στενοχωρίας, φεύγων πάντοτε από τόπου εις τόπον και υπερμαχών μεν δια τα δόγματα των θείων Πατέρων, εναντιούμενος δε και μισών τας συναγωγάς των κακοδόξων. Όθεν τον Θεόν θεραπεύσας και ευάρεστος Αυτώ εις όλα φανείς, εκοιμήθη εν ειρήνη.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) Απριλίου μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΜΑΡΤΙΝΟΥ Πάπα Ρώμης.

Δημοσίευση από silver »

Μαρτίνος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο της Ρώμης μακάριος Επίσκοπος, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κώνσταντος Β΄ του βασιλεύσαντος κατά τα έτη χμα΄ - χξη΄ (641- 668), όστις εφονεύθη εις τας εν Σικελία Συρακούσας, εντός του λουτρού του λεγομένου Δάφνη, δεχθείς τραύμα εις την κεφαλήν δια τινος κάδου, υπό του Ανδρέου Τρωϊλου. Ούτος λοιπόν ο θεσπέσιος Μαρτίνος, δια την Ορθόδοξον Πίστιν ωδηγήθη βιαίως από της Ρώμης εις την Κωνσταντινούπολιν, μετ’ άλλων δυτικών Επισκόπων, κατά προσταγήν του βασιλέως και πολλάς θλίψεις και κακοπαθείας υπέμεινε μετ’ εκείνων καθ’ οδόν ο μακάριος, έως ότου φθάσωσιν εις Κωνσταντινούπολιν. Επειδή δε ο μεν βασιλεύς υπερήσπιζε την δυσσεβή αίρεσιν των Μονοθελητών, ο δε Άγιος Μαρτίνος απεκήρυξε και ανεθεμάτισε τους Σέργιον, Πύρρον και Θεόδωρον τους Μονοθελητάς και εξέδωκεν όρον μετά της εν Ρώμη συναχθείσης Συνόδου, ο οποίος ανέτρεπε την αίρεσιν των Μονοθελητών, δια ταύτα, έστειλεν ο βασιλεύς και έφερον τον Άγιον εις την Κωνσταντινούπολιν, ως είπομεν, δέσας δε αυτόν και τους μετ’ αυτού Επισκόπους, ως κακούργους και ληστάς, με αλύσεις και δεσμά, εφυλάκισεν αυτούς εις το Πραιτώριον και εκεί τους αφήκε φυλακισμένους επί τρία ολόκληρα έτη. Έπειτα απέστειλεν αυτόν και τους συν αυτώ εξορίστους εις την πόλιν της Χερσώνος, την πλησιάζουσαν εις την Κριμαίαν· εκεί δε πολλά δεινά υπομείνας ο αοίδιμος και μαρτυρικώς την ζωήν του διανύσας, προς Κύριον εξεδήμησε. Το δε άγιον αυτού Λείψανον ενεταφιάσθη έξω της πόλεως Χερσώνος εν τω Ναώ της Υπεραγίας Θεοτόκου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) Απριλίου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΘΩΜΑΪΔΟΣ.

Δημοσίευση από silver »


Θωμαϊς η Αγία Μάρτυς εγεννήθη εις την Αλεξάνδρειαν, όπου και ανετράφη καλώς και εξεπαιδεύθη υπό των γονέων της. Έπειτα συζευχθείσα μετ’ ανδρός έζη εις τον οίκον της ηγαπημένη με τον άνδρα της και διάγουσα την ζωήν της με κοσμιότητα και σωφροσύνην. Επειδή δε συγκατώκουν μετά του πενθερού της, ημέραν τινά, καθ’ ην απουσίαζεν ο σύζυγός της, ο των ψυχών φθορεύς διάβολος ενέπνευσεν αισχρούς λογισμούς εις τον γέροντα κατά της νύμφης του Θωμαϊδος και επεδίωκε να συνέλθη μετ’ αυτής, μηχανευόμενος πάντα τρόπον, ίνα επιτύχη του μοχθηρού σκοπού του. Τούτο ιδούσα η μακαρία Θωμαϊς συνεβούλευε τον γέροντα και παρεκάλει αυτόν να αποβάλη της καρδίας του τοιούτον διαβολικόν λογισμόν. Όμως ματαίως εκοπίαζε, διότι ο κακογέρων εκείνος, τυφλωθείς υπό του διαβόλου, έλαβε το ξίφος του υιού του και κτυπήσας την νύμφην του εις θανατηφόρον μέρος, έσχισεν αυτήν και την εθανάτωσε. Και η μεν μακαρία Θωμαϊς παρέδωκε την ψυχήν της εις τον Θεόν και έγινε Μάρτυς δια την σωφροσύνην της, ο δε γέρων πάραυτα τυφλωθείς ολοσχερώς κατά τους σωματικούς του οφθαλμούς, περιεφέρετο ένθεν κακείθεν εντός της οικίας. Τότε έτυχε να υπάγωσι Χριστιανοί τινές προς αναζήτησιν του υιού του και εύρον νεκράν την μακαρίαν Θωμαϊδα, ερριμμένην χαμαί, το δε έδαφος της γης αιματοβαμμένον. Ταύτα εκείνοι ιδόντες, βλέποντες δε και τον γέροντα τριγυρίζοντα και περιπλανώμενον εδώ και εκεί, ηρώτων αυτόν ποίος εθανάτωσε την νύμφην του. Αποκαλύψας τότε ο γέρων την αλήθειαν και ειπών ότι αυτός, δια των χειρών του, την εφόνευσεν, επροθυμοποιείτο και παρεκάλει αυτούς να τον οδηγήσωσιν εις τον άρχοντα και εξουσιαστήν, όπως λάβη παρ’ αυτού την πρέπουσαν τιμωρίαν κατά τους πολιτικούς νόμους. Πεισθέντες λοιπόν εκείνοι τον παρουσίασαν εις τον εξουσιαστήν, ο οποίος, φανερωθείσης της αληθείας, διέταξε και απεκεφάλισαν αυτόν. Ταύτα μαθών ο Αββάς Δανιήλ, ο Πρώτος της Σκήτης, κατήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν και λαβών το Λείψανον της Αγίας Θωμαϊδος ανεβίβασεν αυτό εις την Σκήτην και απέθηκεν εν τω κοιμητηρίω των Πατέρων, επειδή έλαβε το μαρτυρικόν τέλος χάριν της σωφροσύνης. Εις δε αδελφός εκ της Σκήτης, ενοχληθείς υπό του πάθους της πορνείας, προσέτρεξεν εις τον τάφον της μακαρίας και χρισθείς με το έλαιον της κανδήλας της Αγίας έλαβεν ευλογίαν παρ’ αυτής, φανείσης εις αυτόν κατ’ όναρ· εξυπνήσας δε ηλευθερώθη ούτος εκ του πάθους. Έκτοτε λοιπόν και έως του νυν όλοι οι αδελφοί της Σκήτης έχουσι μεγάλον βοηθόν εις του πολέμους της σαρκός την μακαρίαν ταύτην Θωμαϊδα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Απριλίου, μνήμη του Αγίου Μάρτυρος ΚΡΗΣΚΕΝΤΟΣ.

Δημοσίευση από silver »


Κρήσκης ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς κατήγετο εκ των Μύρων της Λυκίας, εκ γένους λαμπρού και περιφανούς, ήτο δε κατά την ηλικίαν προβεβηκώς. Βλέπων δε εντεινομένην την ασέβειαν και αυξανομένην την θρησκείαν των ειδώλων και ότι πολλοί ήσαν οι δεδουλωμένοι εις την πλάνην και προσέφερον θυσίας εις τα άψυχα ξόανα, ζήλω θείω κινούμενος, ο μακάριος, ήλθεν εις το μέσον των ειδωλολατρών και ενουθέτει αυτούς να απέχωσι μεν από της πλάνης ταύτης, να επιστρέψωσι δε προς τον Θεόν, ο οποίος πιστεύεται υπό των Χριστιανών και είναι δημιουργός πάσης πνοής και χορηγός πάσης ζωής. Επειδή δε ο ηγεμών ωνόμασε τον Άγιον κακοδαίμονα και δυστυχή, διότι εθελουσίως ηθέλησε να δεχθή τας βασάνους, δια τούτο ο Άγιος απεκρίθη προς αυτόν, ότι το να πάσχη τις δια τον Χριστόν, τούτο φέρει ευτυχίαν και ευδαιμονίαν. Ερωτώμενος δε υπό του ηγεμόνος ποίον είναι το όνομά του και η πατρίς του, μίαν μόνην απάντησιν έδιδεν εις όλα τα ερωτήματα, ότι είναι Χριστιανός. Όθεν δεν κατεδέχθη ούτε με το ελάχιστον σχήμα να φανή ότι προσφέρει σέβας εις τα είδωλα, καθώς ο ηγεμών τον συνεβούλευεν, αλλ’ ωμολόγησε τον επί πάντων Θεόν παρουσία όλων. Έλεγε δε και τούτο· ότι το σώμα ουδέν δύναται να πράξη αφ’ εαυτού, άνευ της θελήσεως της ψυχής, ως παρά της ψυχής κινούμενον και κυβερνώμενον. Τούτων λοιπόν ένεκα πρώτον μεν εκρεμάσθη ο Άγιος και εξεσχίσθη, είτα δε αναφθείσης πυράς ερρίφθη εν αυτή, αλλά το πυρ ούτε καν τρίχα της κεφαλής του δεν ήγγισεν. Όθεν ευχαριστών παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του Οποίου έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Απριλίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΜΙΧΑΗΛ ο Βουρλιώτης, ο εν Σμύρνη μαρτυρήσας εν έτει αψοβ΄ (1

Δημοσίευση από silver »


Μιχαήλ ο Άγιος Νεομάρτυς κατήγετο από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, ήτο δε χαλκουργός την τέχνην, νέος εις την ηλικίαν έως δέκα οκτώ ετών και ωραίος πολύ εις την όψιν. Απατηθείς δε ούτος από χαλκουργόν τινα Αγαρηνόν, ηρνήθη, φεύ! την Πίστιν του Χριστού, κατά το πρώτον Σάββατον των Νηστειών και υπηρέτει τον Αγαρηνόν με μισθόν. Όταν δε ήλθεν η Αγία Ανάστασις του Κυρίου, ακούων τους συνομηλίκους του και όλους τους Χριστιανούς να εορτάζουν την λαμπροφόρον ημέραν και να ψάλλουν με αγαλλίασιν και χαράν, εντός πανδοχείου τινός, το κοσμοπόθητον τροπάριον «Χριστός Ανέστη», ήλθεν εις αίσθησιν του κακού όπερ έπαθε και μετανοήσας καθ’ εαυτόν δια τούτο, εγκατέλειψε την υπηρεσίαν του και συνέψαλλε και αυτός μετά των άλλων το «Χριστός Ανέστη». Τούτο ακούοντες οι εκεί παρευρισκόμενοι, ημπόδιζον αυτόν λέγοντες, ότι είναι ανοίκειον εις Τούρκον να λέγη τοιούτους λόγους, οι οποίοι αρμόζουν μόνον εις τους Χριστιανούς. Ο δε Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ αποκριθείς είπεν· «Αύριον θέλετε ίδει ποίος θέλω γίνει». Το πρωϊ λοιπόν της επομένης μετέβη ο Άγιος εις τον κριτήν και λέγει προς αυτόν· «Εκείνος όστις εξαπατηθείς έδωσε χρυσάφι και επήρε μολύβι, είναι νόμιμον να δώση πάλιν το μολύβι και να πάρη το χρυσάφι, το οποίον έδωσεν, αφού η ανταλλαγή δεν έγινε δικαία και εν γνώσει, αλλά κατόπιν απάτης, καθ’ ο εν αγνοία διατελών;» Ο κριτής απεκρίθη· «Ναι». Τότε ο του Χριστού Μάρτυς λέγει προς αυτόν· «Λάβε λοιπόν συ το μολύβι, το οποίον μου έδωσες, ήτοι την ιδικήν του θρησκείαν, και λαμβάνω και εγώ πάλιν τον χρυσόν, τον οποίον σου έδωσα, ήτοι την των γονέων μου Αγίαν Πίστιν». Ούτω δε παρρησία έμπροσθεν του κριτού μουσελήμη και πάντων των συγκαθημένων ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν παντοδύναμον και κριτήν των απάντων. Θαυμάζοντες τότε όλοι την παρρησίαν του, έσπευδον να τον απατήσωσι με κολακείας και υποσχέσεις δωρεών μεγάλων, κατηγορούντες μεν τα του Χριστού, επαινούντες δε τον Μωάμεθ και μέγαν προφήτην αυτόν ονομάζοντες. Βλέποντες δε τον Μάρτυρα, ότι ίστατο στερεός εις την του Χριστού Πίστιν, έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν, μέχρι δευτέρας εξετάσεως. Μετά δε δύο ημέρας παρουσιασθείς και πάλιν ο Άγιος εις τον κριτήν και ομολογών τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, ως και πρότερον, κατεδικάσθη εις θάνατον. Απερχόμενος δε εις την σφαγήν ο μακάριος, εφαίνετο όλος χαίρων και αγαλλόμενος και ζητήσας συγχώρησιν με σχήμα και με λόγον από τους εκεί συνηθροισμένους Χριστιανούς, κλίνας την κεφαλήν ετελειώθη δια ξίφους και ούτως έλαβε παρά Χριστού του αληθινού Θεού τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Έκειτο δε το τίμιον αυτού Λείψανον επί τρεις ημέρας, κατά το διάστημα δε τούτο εφαίνετο λευκόν ως χιών. Μετά ταύτα ερρίφθη τούτο εις την θάλασσαν, η δε θάλασσα εξέβρασεν αυτό πλησίον της λεγομένης Φοινικιάς. Χριστιανοί δε τινές βαφείς ευρόντες το άγιον τούτο Λείψανον ομού με την τιμίαν Κεφαλήν, παρέλαβον αυτό μετ’ ευλαβείας και το έφεραν εις τον Ναόν της Αγίας Φωτεινής, όπου και ενεταφιάσθη εντίμως. Του Αγίου τούτου Μάρτυρος Μιχαήλ ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της των ουρανών Βασιλείας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) Μαϊου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΙΕΡΕΜΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ιερεμίας, ο θαυμάσιος του Κυρίου Προφήτης, ήτο ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, διότι ούτω λέγει περί αυτού ο Θεός· «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Ιερεμ. α: 5)· κατήγετο δε εκ της Αναθώθ και ήκμασε χκ΄ (620) έτη προ Χριστού. Ούτος ο Άγιος Προφήτης μετά την άλωσιν της Ιερουσαλήμ υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, κατήλθεν εις τας Τάφνας της Αιγύπτου, τας ελληνιστί ονομαζομένας Δάφνας και εκεί, προφητεύων, ελιθοβολήθη υπό του λαού του Ισραήλ, του καταφυγόντος εις Αίγυπτον, αποθανών δε ενεταφιάσθη εις τον τόπον του παλατίου του βασιλέως Φαραώ, οπότε οι Αιγύπτιοι εδόξασαν και ετίμησαν αυτόν, διότι ευηργετήθησαν παρ’ αυτού, επειδή, δια προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Αιγυπτίους, καθώς ενεκρώθησαν επίσης και τα θηρία, τα οποία ευρίσκονται εντός των υδάτων της Αιγύπτου και τα οποία οι μεν Αιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες κροκοδείλους. Εκ τούτου, όσοι Χριστιανοί ευρίσκονται μέχρι σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσερχόμενοι λαμβάνουν χώμα εκ του τάφου του Προφήτου και ιατρεύουν δι’ αυτού τα δήγματα των ασπίδων. Λέγεται δε ότι και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επεσκέφθη τον τάφον του Ιερεμίου και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα Λείψανά του εκ της Αιγύπτου εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Αλεξανδρείας, τα οποια κατέσπειρε πέριξ και εις όλα τα σημεία της πόλεως· δια δε τούτων εδίωξε μεν εκείθεν τας ασπίδας, αλλά μετέφερεν αντί εκείνων τους όφεις, οι οποίοι ονομάζονται αργαλοί και τους οποίους έφερεν εκ του Άργους, εξ ου και την επωνυμίαν ταύτην έλαβον. Είπε δε ο Ιερεμίας εις τους Ιερείς της Αιγύπτου, ότι μέλλει να γίνη σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Αιγύπτου και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος Παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή υπό Παρθένου εντός φάτνης. Εκ τούτου όθεν οι Αιγύπτιοι θεοποιούν και μέχρι της σήμερον παρθένον λεχώ και θέτοντες βρέφος εντός φάτνης προσκυνούσιν αυτό. Δια τούτο και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ηρώτησεν αυτούς διατί κάμνουσιν τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον τούτο είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, διότι παρέδωκεν αυτό εις τους Πατέρας των Προφήτης Όσιος· όθεν, προσέθετον, προσμένομεν να εκπληρωθή τούτο δια των έργων. Λέγεται δε περί του Προφήτου τούτου, ότι πριν ή καή ο Ναός των Ιεροσολύμων υπό του Ναβουζαρδάν, του αρχιμαγείρου του Ναβουχοδονόσορος, έλαβε την Κιβωτόν του Νόμου και τα εν τη Κιβωτώ Άγια και επεμελήθη να τεθώσιν υπό πέτραν, ειπών εις τους παρεστώτας· «Ο Κύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον ουρανόν και πάλιν θέλει έλθει εις το Σινά με δύναμιν και θέλει δοθή εις υμάς, τους εις Αυτόν πιστεύοντας, ως σημείον της παρουσίας του, το ότι τα έθνη πάντα θα προσκυνήσωσι Ξύλον». Είπε δε και τούτο: ότι την Κιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας ουδείς θέλει εκβάλει εκ της γης, ει μη ο Ααρών, ουδέ θέλει ανοίξει τις αυτήν, ούτε Ιερεύς, ούτε Προφήτης, ει μη ο Μωϋσής, ο εκλεκτός του Θεού. Εις δε την κοινήν Ανάστασιν, πρώτη θέλει αναστηυή η Κιβωτός και αφού αποκαλυφθή εκ της γης, θέλει αποτεθή εις το όρος Σινά και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθή εις αυτήν, όσοι προσμένουν να έλθη ο Κύριος και όσοι φεύγουν τον εχθρόν διάβολον, τον επιθυμούντα να θανατώση αυτούς. Επί της πέτρας δε εκείνης, ήτις εδέχθη την Κιβωτόν, έγραψεν ο Ιερεμίας δια του δακτύλου του το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το Ιεχωβά και έγιναν τα γράμματα εκείνα ως να εγλύφησαν με σμίλην και σίδηρον και ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο και ουδείς θέλει μάθει τον τόπον τούτον, ουδέ θέλει δυνηθή να αναγνώση το του Θεού όνομα μέχρι της ημέρας εκείνης. Η πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον, όπου το πρώτον κατεσκευάσθη η Κιβωτός υπό του Βεσελεήλ, μεταξύ των δύο ορέων, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Μωϋσέως και του Ααρών. Όθεν κατά την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ως νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, καθώς δηλαδή εφαίνετο νεφέλη εις τους Ισραηλίτας κατά την νύκτα και εφώτιζεν αυτούς. Ήτο δε ο Προφήτης Ιερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, έχων το γένειον άνω πλατύ και κάτω στενόν. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Ναόν του Αγίου Αποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον πλησίον της αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Β΄ (2α) Μαϊου, μνήμη της ανακομιδής του τιμίου Λειψάνου του εν Αγίοις Πατρός ημών ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του Μεγ

Δημοσίευση από silver »

Αθανάσιος, ο μέγας Πατήρ ημών, διήγεν αγγελικώς τον εν τη γη βίον, ως τούτο είναι εις πάντας γνωστόν. Διότι τους αγώνας τους οποίους ηγωνίσθη ο αξιομακάριστος ούτος δια την Ορθόδοξον Πίστιν, τους πολέμους και τας αντιστάσεις αυτού κατά των αιρετικών, τας συνεχείς και αδίκους εξορίας, τας οποίας υπέμεινεν, ως και τας συκοφαντίας, και τας ματαίας κατηγορίας, τας οποίας έλαβε παρά των κακοδόξων, ταύτα πάντα διηγούνται πολλοί ιστορικοί, πλατύτερον όμως διηγείται ταύτα ο Θεολόγος Γρηγόριος, γράφονται δε και εις το Συναξάριον της μνήμης αυτού, δια τούτο ολίγα τινά θέλομεν είπει εδώ προς υπενθύμισιν. Ο μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος, πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, γονείς δε πλουσίους και εναρέτους, πλησίον των οποίων ανετρέφετο. Όταν δε ήτο μικρόν παιδίον συνανεστρέφετο με άλλα παιδία, τα οποία έπαιζον παρά την ακτήν της θαλάσσης. Έπαιζον δε ποτε το ακόλουθον παιγνίδιον· άλλα μεν παιδία προσεποιούντο τους Ιερείς και άλλα τους Διακόνους, τον δε Αθανάσιον εχειροτόνησαν Αρχιερέα, προσέφερον δε προς αυτόν βρέφη τινά αβάπτιστα ακόμη, τα οποία ο Αθανάσιος εβάπτιζεν εις το ύδωρ της θαλάσσης. Τούτο ιδών κατά τύχην ο Αλέξανδρος, ο της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν πολύ, προγνωρίσας δε δια του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Αθανασίου ήτο προμήνυμα των πραγμάτων και αληθούς χειροτονίας, την οποίαν έμελλε να λάβη αργότερον, τα μεν παιδία δεν εβάπτισε δια δευτέραν φοράν, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Μύρον και ούτω τα συνεπλήρωσε, τον δε Αθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, ίνα διδαχθή παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Όταν δε ενηλικιώθη ο Άγιος, εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Αρχιεπισκόπου τούτου της Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Ότε δε εν έτει τκε΄ (325), επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Αλέξανδρος παρέλαβε μεθ’ εαυτού εις Κωνσταντινούπολιν τον Αθανάσιον ως συνεργόν και βοηθόν του και μετ’ αυτού απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Αρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Μετά ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και απέθανεν ο Αλέξανδρος. Όθεν εγένετο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο μέγας ούτος Αθανάσιος, εν έτος μετά την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκστ΄ (326). Οι περί τον αρειανόν όμως Επίσκοπον Ευσέβιον, μη υποφέροντες τον προβιβασμόν του θείου Αθανασίου, με τους δολερούς λόγους των έπεισαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον να εκδιώξη του θρόνου τον Αθανάσιον. Όθεν εξώρισε τούτον εις την Γαλλίαν. Ολίγον μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, ο δε Αθανάσιος, μεταβάς εις Ρώμην, συνωμίλησε μετά του Κωνσταντίνου και λαβών γράμματα παρ’ αυτού, επανήλθεν εις την επαρχίαν του την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο Ευσέβιος και οι ομόφρονές του δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι· δια τούτο πλάσαντες και συρράψαντες πρωτοφανείς συκοφαντίας, έπεισαν τον Κωνσταντίνον, τον δεύτερον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Τύρον και υπ’ αυτής να κριθή ο Αθανάσιος. Πολλά δε ήσαν τα εγκλήματα, τα οποία προέβαλον κατ’ αυτού οι Αρειανοί, αλλ’ εκ τούτων εν μόνον αναφέρομεν ενταύθα. Λαβόντες οι Αρειανοί χείρα νεκρού και ξηράναντες αυτήν, την έθεσαν εντός θήκης· έπειτα παρουσίασαν αυτήν εις την σύνοδον λέγοντες, ότι η χειρ αύτη είναι Αρσενίου τινός, τον οποίον έλεγον ότι εθανάτωσεν ο Αθανάσιος με μαγικόν τρόπον. Κατά θείαν δε πρόνοιαν, κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις Τύρον ο Αρσένιος, τον οποίον απέκρυπτον οι Αρειανοί, φοβούμενοι μήπως καταπέση η κατά του Αθανασίου συκοφαντία. Αλλ’ ο μέγας Αθανάσιος μαθών, ότι ευρίσκεται εκεί ο παρά των Αρειανών θρυλούμενος νεκρός Αρσένιος, συνήντησεν αυτόν και τον έπεισε να τον ακολουθήση και όταν έλθη η ημέρα κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή και να κριθή υπό της συνόδου ο Αθανάσιος, να παρουσιασθή και αυτός. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα παρέλαβεν ο Άγιος μεθ’ εαυτού και τον Αρσένιον, ενδεδυμένον όμως με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθή αμέσως, και μετέβη εις την σύνοδον. Κρινόμενος λοιπόν ο Αθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Αρσένιον, ηρώτησε τους παρόντας εις την σύνοδον, εάν τις εξ αυτών γνωρίζη τον Αρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί ότι τον γνωρίζουν, τότε παρουσίασεν αυτόν έμπροσθεν της συνόδου και ηρώτα αν αυτός είναι ο Αρσένιος. Οι δε γνωρίζοντες αυτόν απεκρίθησαν καταφατικώς. Έπειτα έδειξε τας δύο χείρας εκείνου και είπεν· «Ιδού η δεξιά χειρ, ιδού και η αριστερά, τας οποίας ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Αδάμ γεννηθέντες και ουδείς ας μη ζητή τρίτην χείρα του Αρσενίου». Καταισχυνθέντες εκ τούτου οι Αρειανοί, εξήλθον της συνόδου και παρώξυνον τον λαόν εις εξέγερσιν κατά του Αθανασίου. Τότε ο μακάριος Αθανάσιος εξήλθε κρυφίως της πόλεως της Τύρου και κατήλθεν εντός φρέατος σκοτεινού και ανύδρου, όπου εκρύβη επί εξ ολόκληρα έτη. Έπειτα, εξελθών εκείθεν, μετέβη εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Κώνστας, ο τρίτος υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όθεν συναντήσας τον βασιλέα και τον τότε Πάπαν Ιούλιον τον Α΄ διηγείτο μετά λύπης τα καθ’ εαυτόν· εκείνοι δε αφού παρέδωσαν εις τον Άγιον συστατικά γράμματα απέστειλαν αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο της Ανατολής βασιλεύς Κωνστάντιος, όστις, απατηθείς, εφρόνει τα των Αρειανών, προστάσσει άρχοντα τινά, Συριανόν ονόματι, να μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν και αφού θανατώση τον Άγιον, να αναβιβάση εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας κάποιον Γρηγόριον. Αλλ’ ο Αθανάσιος, διαφυγών τας χείρας του Συριανού, μετέβη πάλιν εις την Ρώμην προς τον Κώνσταντα. Ο Κώνστας τότε έγραψεν απειλητικώς προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Αθανάσιον, διότι εάν δεν πράξη τούτο, θέλει αποκαταστήσει αυτόν ο ίδιος δια των βασιλικών όπλων. Ταύτα τα γράμματα αφού έλαβεν ο Κωνστάντιος εφοβήθη και αποκατέστησεν, αν και ακουσίως, τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Όταν όμως μετ’ ολίγον απέθανεν ο Κώνστας, ανεκηρύθη δε αυτοκράτωρ ο Κωνστάντιος, απέστειλεν ανθρώπους ίνα συλλάβωσι τον Αθανάσιον. Τούτο προγνωρίσας ο Άγιος εξήλθε κρυφίως του Πατριαρχείου και κατέφυγεν εις γυναίκα τινά εστολισμένην με παρθενίαν και άλλας αρετάς, η οποία, μαθούσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν μετά χαράς και όχι μόνον τον υπηρέτει, αλλά και πάσαν άλλην περιποίησιν προσέφερεν εις τον Άγιον επί διάστημα εξ ολοκλήρων ετών. Ότε δε ο Κωνστάντιος ετελεύτησε και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Ιουλιανός, τότε εξήλθεν ευθύς ο Άγιος εκ της οικίας της παρθένου, κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Πόσον δε εχάρησαν όλοι οι Αλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον και πόσον έτρεχον και ηυχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος να είπω. Αλλά και ο Ιουλιανός, γενόμενος αυτοκράτωρ εν έτει τξα΄ (361), όλας μεν τας άλλας υποθέσεις ενόμισε δευτερευούσας, ως μόνην δε σοβαρωτέραν εθεώρησε το να εξώση τον Άγιον του θρόνου του, επί πλέον δε να του αφαιρέση και την ζωήν. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με την εντολήν να τον θανατώσωσιν. Αλλ’ αυτοί δεν εύρον τον Άγιον, διότι, εξελθών ούτος εν καιρώ νυκτός και πορευθείς εις τον ποταμόν Νείλον, εύρεν εκεί πλοιάριον, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθη, μετέβη εις την Θηβαϊδα. Επειδή δε κατέφθασαν κατόπιν αυτού οι διώκται του, απατήσας αυτούς επέστρεψεν εις την Αλεξάνδρειαν, και εκρύπτετο εις αυτήν έως ου έζη ο Ιουλιανός. Αφού δε και αυτός ο κακός σφαγεύς κακώς ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Ιοβιανός εν έτει τξγ΄ (363). Όμως ταχέως και αυτός ετελεύτησε, διότι εβασίλευσεν επτά μόνον μήνας και είκοσι δύο ημέρας, τούτον δε διεδέχθη ο βασιλεύς Ουαλεντιανός, διαμοιρασθείς την βασιλείαν μετά του αδελφού του Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364). Και ο μεν Ουαλεντιανός εβασίλευσεν εις την Δύσιν, ο δε Ουάλης εις την Ανατολήν. Ούτος δε ο Ουάλης, επειδή έπιε μέχρι κορεσμού από τα θολερά νάματα του Αρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων εβασάνιζε με διαφόρους τιμωρίας, ιδιαιτέρως δε δια τον Αθανάσιον κατέβαλε πάσαν σπουδήν και προθυμίαν να τον συλλάβη. Ταύτα μαθών ο Άγιος εκρύβη εντός του προγονικού του τάφου και ούτως εσώθη εκ των χειρών των φονέων. Επειδή δε ο Ουάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Αθανασίου, δια τούτο ακουσίως αφήκε τον Αθανάσιον να έχη την προστασίαν της Αλεξανδρείας και ούτως ο μακάριος Αθανάσιος μετά πολλούς άθλους και εξορίας και μετά τοσούτους διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε τεσσαράκοντα δύο ολόκληρα έτη, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του εν έτει τογ΄ (373) και απήλθε προς Κύριον.

Λόγος Εγκωμιαστικός εις τον Μέγαν Ιεράρχην Αθανάσιον.
Αρχίζει επάνω εις το στερέωμα η πνοή του ανέμου να συναθροίζη τα πυκνά και σκοτεινά νέφη, όχι μόνον δια να καλύψη με την φοβεράν ταύτην θύελλαν τας φεγγοβόλους αστραπάς του ηλίου, αλλά (μη υποφέρουσα από τον φθόνον να βλέπη εκείνην την ηλιοστάλακτον λάμψιν) μηχανάται με μαύρα και σκοτεινά παραπετάσματα και να αρπάση, αν ήτο δυνατόν, όλην την ακτινοβολούσαν και λάμπουσαν μορφήν του προσώπου του. Αρχίζει λοιπόν εδώ κάτω εις την επιφάνειαν του νοητού ουρανού το πονηρόν πνεύμα του διαβόλου να πλέκη εν πυκνόν και σκοτεινόν νέφος, ζοφωδέστερον τούτο του Άδου, όχι μόνον δια να καλύψη με την συσκότισιν ταύτην τας φεγγοβόλους ακτίνας του ανατέλλοντος ηλίου, του Αθανασίου, αλλά μη υποφέρων από τον φθόνον του να βλέπη την λάμψιν της Ορθοδοξίας ακτινοβολούσαν εκ των λόγων της διδασκαλίας του, προσπαθεί με τα μαύρα και σκοτεινά παραπετάσματα των αιρέσεων να του αρπάση, αν ήτο δυνατόν, όλην την φεγγοβόλον και απαυγάζουσαν πνοήν της ζωής του. Αλλά καθώς με την πρώτην ριπήν του ανέμου διασκορπίζονται και αφανίζονται εντός ελαχίστου χρόνου τα σύννεφα του ουρανού και ακτινοβολεί πάλιν ο ήλιος εις όλον το σύμπαν, ούτω και υπό της θείας Δυνάμεως διασκορπίζονται και αφανίζονται εν συντόμω τα νέφη, αι αιρέσεις του μιαρού διαβόλου, ακτινοβολεί δε πάλιν ο Αθανάσιος με τας αστραπάς των διδασκαλιών του, πάσι τοις ανθρώποις το της Ορθοδοξίας τιμαλφέστατον φως· «Ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη· ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε:14-15). Αλλά που είναι αι επίβουλοι και εχθρικαί σου δυνάμεις, σκοτεινόμορφε και φθονερέ διάβολε, δια των οποίων ωπλίσθης εναντίον του ανδρικωτάτου Αθανασίου; Που είναι τα κατασκότεινα και ζοφερά σου τεχνάσματα και αι πανουργίαι, δια των οποίων εβιάσθης όχι μόνον να κρύψης τον λαμπρότατον τούτον λύχνον της ευσεβείας υπό τον μόδιον, αλλά και να τον σβέσης τελείως εντός του σκότους της απιστίας; Που είναι αι απατηλαί αιρέσεις σου, δια των οποίων ηγωνίζεσο, ω μιαρέ, να στερήσης τον Υιόν του Θεού από την θείαν ουσίαν και φύσιν του Πατρός; Εσβέσθησαν, απωλέσθησαν και ηφανίσθη με κρότον το ανόσιον εφεύρημά σου της βλασφημίας και «απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου» (Ψαλμ. θ:7). Διότι ο Αθανάσιος, έστω και αν δεν είναι το φως του κόσμου, ακτινοβολεί όμως το ανέσπερον φως της θεολογίας του και απαυγάζει την λαμπροτάτην ακτίνα, τον θείον Λόγον, όστις και ομοούσιος και ομόδοξος είναι μετά του προανάρχου Πατρός· «Υμείς εστέ το φως του κόσμου» (Ματθ. ε:14). Όθεν δια τοιούτον θεολόγον της Εκκλησίας μας, ω ευσεβείς Χριστιανοί, δια τοιούτον λαμπρότατον φωστήρα, τον Αθανάσιον, ανάγκη ήτο σήμερον να ομιλήση ή εις βροντόφωνος θεολόγος και ρήτωρ των θείων Ευαγγελιστών, οι οποίοι, ως δεδιδαγμένοι και πεφωτισμένοι εξ Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της πηγής της θείας σοφίας, θα ηδύναντο να τον εγκωμιάσουν ή αυτό το Πανάγιον και τελεταρχικόν Πνεύμα, το οποίον εκένωσεν όλους τους ποταμούς της σοφίας και της συνέσεως αυτού εις την μακαρίαν ψυχήν του Αθανασίου. Αλλ’ επειδή και εγώ ο αμαθής και αμαρτωλός ανέλαβον τούτο το υπέρ την δύναμίν μου, να ευφημήσω δηλαδή τον μέγαν τούτον φωστήρα, τα μεν άλλα θεολογικά προτερήματα του Αγίου αφήνω να ανομολογούσιν οι διδάσκαλοι και οι θεολόγοι της Εκκλησίας μας, τούτο δε μόνον υπόσχομαι· δια πρεσβειών του Αγίου να αποδείξω εις την υμετέραν αγάπην, ότι αν και με όλα τα σκότη του Άδου επολέμησεν ο διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου, πάλιν φεγγοβόλος και ακτινοβολούσα λάμπει η Ορθοδοξία. Ευθύς ότε ο μέγας φωστήρ και της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος ήρχισε να εξαπλώνη τας χρυσολαμπούσας ακτίνας της Ορθοδοξίας από αυτής έτι της νεαράς του ηλικίας και ήρχισε να βαπτίζη, παίζων, τους συνομηλίκους αυτού παίδας, παις ων και αυτός, εν τη των Αλεξανδρέων πόλει, ήρχισε και ο μιαρός διάβολος από τα κατασκότεινα βασίλεια του Άδου να φθονή, να αφρίζη και να εξαποστέλλη μαύρους καπνούς και σκοτεινά νέφη, δια να αμαυρώση όχι μόνον την φεγγοβόλον ψυχήν εκείνου, αλλά και δια να θανατώση με τα βέλη των αιρέσεων τον αθάνατον, κατά το όνομα και την πίστιν· «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τι κάμνομεν, ω σύντροφοί μου, έλεγεν ο μιαρός διάβολος εις τα πνεύματα, κάτω εις την άβυσσον της κολάσεως; Τι αναμένομεν; Δεν βλέπομεν τον Αθανάσιον πως αγωνίζεται και διδάσκεται εις τα σχολεία των φιλοσόφων, δια να καταυγάση από τους ιερούς άμβωνας την αίγλην της τρισυποστάτου Θεότητος και να ακτινοβολή με τας αστραπάς της φεγγοβόλου γλώσσης του ως μέλλων να διδάξη μονάδα εν τριάδι και τριάδα εν μονάδι, τρισυπόστατον Φύσιν και αδιαίρετον Ουσίαν; Δεν βλέπετε πως θέλει φωταγωγεί με την διδακτικήν του θεολογίαν, κηρύττων ομοούσιον και ομόδοξον και συναϊδιον τω Πατρί τον Υιόν του Θεού; Δεν βλέπετε πόσας ψυχάς θέλει σύρει από την κόλασιν εις τον Παράδεισον, αρπάζων ταύτας από την φάρυγγα και τους όνυχας ημών των νοητών δρακόντων, με το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας; Υπομένομεν, εξηκολούθει λέγων ο μιαρός, τοιαύτην ύβριν και ατιμίαν του Αθανασίου, να κηρύττη εκείνος άναρχον γέννησιν του Υιού μετά του Πατρός και χρονικήν μετά της μητρός, ουσίας και φύσεις δύο δογματίζων και θεολογών ο Αθανάσιος εν μια μόνη τη υποστάσει του Χριστού; Όχι, να μη νικήση ο Αθανάσιος και να καταισχυνθώμεν ημείς· ας τανύσωμεν το φαρμακερόν κατά του Αθανασίου τόξον μας, τον φίλον μας δηλαδή και υπηρέτην Άρειον, και ας οπλίσωμεν ισχυρώς τούτον με τα εχθρικά μας βέλη των σκοτεινών αιρέσεων, δια να θανατώσωμεν με ταύτα τον Αθανάσιον. Ας συλλογισθώμεν την αδικίαν αυτήν και ας γεννήσωμεν την ανομίαν μέσα εις την καρδίαν του Αρείου, ίνα δογματίζη και διδάσκη, ως άλλης φύσεως και ουσίας όντα τον Υιόν του Θεού και όχι ομοούσιον και ομόδοξον τω Πατρί, καθώς ευαγγελίζεται ο Αθανάσιος, δια να πνίξωμεν την ψυχήν του με την αίρεσιν ταύτην και να σύρωμεν πλήθη ανθρώπων αιρεσιαρχών κάτω εδώ εις την κόλασιν, ίνα συντροφεύωσιν ημάς. «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τοιουτοτρόπως αφού ωμίλησεν ο μιαρός διάβολος προς τους συντρόφους του κάτω εις τον Άδην, ευθύς απέστειλε τα πονηρά πνεύματα, δια να κατοικήσωσι μέσα εις την καρδίαν του Αρείου και να τον διδάξωσι την βλασφημίαν κατά του Υιού του Θεού. Τι δεν ενήργει δε τότε η πονηρία του διαβόλου δια του οργάνου της του Αρείου, με τον σκοπόν να σκοτίση την λάμψιν του Αθανασίου! Και τι δεν εμηχανάτο ο Άρειος δια να αποστομώση το θεολογικόν στόμα του Αθανασίου! Εβλασφήμει ο μιαρός, απέκοπτε το ομοούσιον, ανήρει τον Υιόν του Θεού, φευ! από την θείαν Ουσίαν και Φύσιν. Έλεγεν ότι κατά φαντασίαν μόνον εγένετο άνθρωπος και ότι δεν ήτο αληθής Θεός. Ύβριζεν, ητίμαζεν αφρόνως τον Αθανάσιον, έσυρε δια του λόγου του βασιλείς και Επισκόπους, λαϊκούς τε και Ιερείς. Εντεύθεν σκάνδαλα και ταραχαί, εντεύθεν μάχαι και θόρυβοι, εντεύθεν μεγάλη φλοξ και πυρ κατά της Εκκλησίας, αλλ’ όμως και εκ Θεού η Σύνοδος των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Πως λέγεις, αιρεσιάρχα, λέγει ο Αθανάσιος, ότι άλλης φύσεως είναι ο Πατήρ και άλλης ο Υιός; Και εάν συ, όστις είσαι πλάσμα Θεού, έχεις μίαν ουσίαν και φύσιν, αν και διηρημένην, με τον ίδιον πατέρα όστις σε εγέννησε και δια τούτο λέγεσαι άνθρωπος, ο Υιός του Θεού πως δεν έχει μίαν και την αυτήν ουσίαν και φύσιν μετά του προανάρχου αυτού Πατρός; Και αν ο Υιός του Θεού, κατά την μιαράν σου αίρεσιν, είναι άλλης φύσεως και ουσίας από τον Πατέρα, έπρεπε και συ, εφ’ όσον είσαι υιός του πατρός σου, να έχης άλλην φύσιν και ουσίαν εν τη ανθρωπίνη σου μορφή, από εκείνην του πατρός σου. Έπρεπεν ασφαλώς να είσαι ή εν άλογον ζώον ή εν δένδρον. Αλλά τι είπα ζώον και δένδρον; Έπρεπε να είσαι εις άλλος διάβολος, όστις διδάσκει την πονηράν σου ψυχήν τοιαύτην βλασφημίαν να εκφέρη κατά του Υιού του Θεού, προς τον οποίον διάβολον και εντός ολίγου θέλεις πορευθή δια να κληρονομήσης την αιώνιον κόλασιν. Ούτως επροφήτευσεν ο Άγιος κατά του Αρείου, ευθύς δε, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ ομοούσιε! Διερχόμενος από εν αποχωρητήριον, δια να αποβάλη την κόπρον του, έχυσεν ομού και τα έντερα, συναπολέσας και την βρωμεράν ψυχήν καθώς ο Ιούδας εντός του τενάγους της αιωνίου κολάσεως. Έψαλλε λοιπόν η θεολόγος γλώσσα του Αθανασίου πανεφροσύνως τον προφητικόν τούτον λόγον· «Ιδού οι εχθροί σου, (Κύριε, ιδού οι εχθροί Σου) απολούνται και διασκορπισθήσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. 91: 10). «Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον, ον ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού, και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται» (Ψαλμ. ζ: 16-17). Αλλά αν έσθεσε το σκότος του διαβόλου, ο πονηρότατος Άρειος, και αν ήστραπτε πάλιν η μακαρία ψυχή του Αθανασίου το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως, νομίζετε ότι τόσον μόνον επολέμησεν ο μιαρός διάβολος, δια να αμαυρώση την λάμψιν της ψυχής του; Όχι· ακούσατε και θαυμάσατε. Επί τεσσαράκοντα δύο χρόνους επολέμησεν ο σκοτεινόμορφος δράκων τον Αθανάσιον εις την εξορίαν όπου τον έστελλε, δια μέσου του Ουαλεντιανού και του Ουάλεντος, των πονηρών βασιλέων, δια να του σβέση το φως της Ορθοδοξίας, το οποίον διεκήρυττεν. Αλλά πάλιν δεν επεκράτησεν ο μιαρός. Διότι με όλας τας εξορίας, μ’ όλον ότι κατεβίβαζε τον Αθανάσιον πολλάκις από του θρόνου του, με όλα τα βάσανα και τας ασθενείας τας οποίας επροξένει από τον φθόνον του, πάλιν ο Αθανάσιος έγραφε και απέστελλεν επιστολάς εις τας απανταχού Ορθοδόξους Εκκλησίας και Μοναστήρια. Έτρεχεν μακράν ως κεραυνός δια την Πίστιν από της Ανατολής έως της Δύσεως, ίνα μη κινδυνεύση η Εκκλησία και μυρίους συνήντα κινδύνους εις την γην και εις την θάλασσαν. Και δια να μη κλέψη η αρειανή ασέβεια το άκτιστον Φως και την ομοούσιον δόξαν του θείου Λόγου, δοκιμάζει ευχαρίστως τόσας ταλαιπωρίας, τόσα δριμύτατα πάθη, χωρίς να αλλάξη ποτέ όψιν και χωρίς να χάση ποτέ την έμφυτον γαλήνην του προσώπου του. Βλέπων δε πάλιν ο μιαρός διάβολος την τοιαύτην ανίκητον πάλην του Αθανασίου, οργίζεται, φρίττει και εκβάλλων εκ του στόματος καιόμενον θείον και σκότος, το εμφυσά με οργήν κατά του Αθανασίου. Τι ήτο λοιπόν τούτο το σκότος του διαβόλου; Κατά τον καιρόν ότε συνηθροίσθη η μιαρά σύνοδος κατά του αγιωτάτου Αθανασίου και ενώ συνέρραπτον οι κατήγοροι και εχθροί του τόσα εγκλήματα, δια να τον εξορίσουν από τον θρόνον του, προσέθετον πάλιν και ταύτα. Ότι ο Αθανάσιος, ως πόρνος, μοιχεύει μίαν γυναίκα και ως μάγος έκοψε την χείρα του Αρσενίου, δια να κάμνη με ταύτην τας μαγείας του. Ίδετε, Χριστιανοί, ίδετε, ω άρχοντες, δύο μελανά νέφη του διαβόλου, δύο συκοφαντίας, τόσον βαρείας, ώστε ελεεινήν εντύπωσιν κάμνουσιν, ως προερχόμεναι όχι τόσον από τους εχθρούς του Αγίου, όσον από την κόλασιν του Άδου. Δια να ίδωμεν λοιπόν το δίκαιον, δια να ίδωμεν προς τίνα θέλει στρέψει η δυσωδία αύτη των δύο εγκλημάτων, θέλω εξετάσει την υπόθεσιν, θέλω κρίνει την προ της τοιαύτης συνόδου κατάστασιν, δια να γνωρίσετε αν πταίη εις ταύτα ο Αθανάσιος. Ελθέ εδώ, μιαρώτατον γύναιον, άγριον και κακόν θηρίον, χαρά του Άδου και έμψυχον άγκιστρον του διαβόλου και ειπέ αν ο Αθανάσιος εκοιμήθη πράγματι, ή δεν εκοιμήθη, μετά σου! Και αν δεν εκοιμήθη, πρώτον, διατί με τόσην αυθάδειαν κατηγορείς τον άξιον Αρχιερέα εις μίαν σύνοδον των ιδίων του εχθρών; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού και τους κεραυνούς του ουρανού; Αν εκοιμήθη, πως δεν γνωρίζεις το πρόσωπον; Πως δεν διαχωρίζεις την φωνήν; Πως τον Τιμόθεον λέγεις Αθανάσιον και αναισχύντως ομνύεις ότι ο Αθανάσιος σου ήρπασε την παρθενίαν; Ω πονηρία κακής γυναικός! Είπατε τώρα, ω άρχοντες, εις ποίον έστρεψεν η δυσωδία του σκότους τούτου; Είδετε ότι δεν πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ίδετε και τον Αρσένιον, δια τον οποίον λέγουσιν οι κατήγοροι του Αγίου, ότι τον εφόνευσε και έκοψε την χείρα του, δια να κάμνει μαγείας και θέλετε ακόμη ιδή ότι δεν έπταισε και εις τούτο ο Αθανάσιος. Τι υλακτείτε τώρα και σεις από το άλλο μέρος, ω κέρβεροι του Άδου, εναντίον του Αθανασίου; Ποία θανατηφόρα δηλητήρια ρίπτετε, ω σατανικοί δράκοντες, δια να δηλητηριάσετε το γλυκύτατον όνομα του Αθανασίου, με το οποίον ο ένδοξος ούτος ήρως ποτίζει όλην την κτίσιν, την αμβροσίαν και το νέκταρ της διδασκαλίας του; Ο Αθανάσιος εθανάτωσε τον Αρσένιον και του έκοψε την δεξιάν χείρα, δια να κάμη με αυτήν μαγείας; Ψεύδεσθε, ω πλάνοι· διότι τον Αθανάσιον εκ της ευσεβείας, εκ του ήθους, εκ των αρετών και εκ της αγιότητος, που κοσμούν όχι μόνον την ψυχήν αυτού, αλλά και όλους τους Ορθοδόξους, καλώς γνωρίζει ο κόσμος. Δεν είναι μάγος τις ή κλέπτης, αλλά το πάθος, η λύσσα και ο φθόνος σάς αναταράσσουν την καρδίαν δια να λέγετε τόσας ψευδολογίας εναντίον τούτου του αθώου ανδρός. Ελθέ έξω λοιπόν, ελθέ εις το μέσον, ω Αρσένιε! Τι λέγετε τώρα, ψεύσται και επίβουλοι του Αγίου; Είναι ούτος ο Αρσένιος; Ναι, βεβαίως. Έχει και τας δύο του χείρας; Του ελλείπει καμμία; Όχι, καμμία. Τι λέγετε λοιπόν; Ελλείπει από σας η Χριστιανική Πίστις και η γνώσις από τον μυελόν! Ω μίσος και φθόνος, όστις σας κατατρώγει την καρδίαν. Ω κακία και πονηρία δύο μεγάλων συκοφαντιών, τας οποίας εμεθοδεύθητε κατά του Αθανασίου! Είδετε πάλιν, Χριστιανοί, το δίκαιον; Είδετε, ότι δεν πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ιδού λοιπόν, ότι εδικαιώη ο Άγιος, ιδού ότι η δυσωδία των εγκλημάτων εστράφη κατά των κατηγόρων του Αγίου. Κατησχύνθησαν οι εχθροί, κατεστράφη η σύνοδος, την οποίαν συνήθροισαν. Εσβέσθησαν και αυτά τα πονηρά σκότη του διαβόλου, δια των οποίων προσεπάθησεν ο επαναστάτης να τον θανατώση. Αναλάμπων δε πάλιν επί την λυχνίαν, ως φωτοπάροχος λύχνος, απαστράπτει εκείθεν το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως· «Ευλογητός Κύριος» έψαλλεν η ψυχή του Αθανασίου, «ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών. Η ψυχή ημών, ως στρουθίου ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων, η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν» (Ψαλμ. ρκγ: 6-7). Και πάλιν αλλαχού· «Όπλω κυκλώσει με η αλήθεια του Θεού μου. Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού, από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος διαπορευομένου εν σκότει, από συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού» (Ψαλμ. 90: 4-6). Εγώ, ω διάβολε, έλεγεν ο Αθανάσιος, εγώ δια της ομοουσίου, ομοθρόνου και ομοδόξου του μονογενούς Υιού του Θεού δυνάμεως, αποδιώκω τα δυσώδη σου σκότη, καταπολεμώ τας ανισχύρους σου δυνάμεις, αποκρούω τους εχθρούς μου, σβύνω τας εχθρικάς αιρέσεις, καταφωτίζω τα πέρατα του κόσμου δια του λαμπροτάτου φωτός της Ορθοδοξίας και πορευόμενος με τούτο το του Κυρίου μου φως, ψάλλω με αγαλλίασιν και χαράν. «Κύριε εν τω φωτί του προσώπου Σου πορεύσομαι και εν τω ονόματί Σου αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα» (Ψαλμ. πη: 16-17). «Δια τούτο υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το γήρας μου εν ελαίω πίονι» (Ψαλμ. 91:11). Ταύτα μετ’ ευφροσύνης εμελέτα καθ’ εαυτόν ο Αθανάσιος εναντίον του μιαρού διαβόλου. Και ο διάβολος πάλιν, από της αβύσσου του ασβέστου πυρός κλαίων και ολοφυρόμενος, ηρώτα με πόνον και με λύπην τα πονηρά πνεύματα· «Ω φίλοι μου και υπηρέται, άρχοντες της κολάσεως, απορώ, αδυνατώ, λυπούμαι, δεν ηξεύρω πλέον με ποίον τρόπον να καταστρέψω τον Αθανάσιον και να αμαυρώσω την ψυχήν του. Διότι αν απέστειλα κατ’ αυτής το μεγαλύτερον σκότος του Άδου, τον Άρειον, δια να σβύσω με εκείνο την λάμψιν της ομοουσίου Θεότητος, την οποίαν κηρύττει, αν εξήγειρον εναντίον του τόσους εχθρούς, οίτινες τον κατεβίβασαν πολλάκις από τον θρόνον του, αν τον επαίδευσα μα πάθη, θλίψεις και ασθενείας μακράς, αν τον εξώρισα εις δύσβατα όρη και πέτρας επί τεσσαράκοντα δύο ολοκλήρους χρόνους, αν με τα δύο ζοφωδέστερα σκότη, του φόνου και της μοιχείας, προσεπάθησα να σβύσω το φως το οποίον κηρύττει και αυτός πάλιν ακτινοβολεί, πάλιν φωτίζει δια του τοιούτου λαμπροτάτου φωτός της θεολογίας, εγώ δεν ηξεύρω, αν δεν με συμβουλεύσητε σεις, ποίον άλλο σκότος θα είναι τάχα αρκετόν, δια να αμαυρώσωμεν με εκείνο την ψυχήν του Αθανασίου και να διαψεύσωμεν την διδασκαλίαν του. Αλλ’ ω αποστάτα και βασιλεύ της κολάσεως, ημείς οι υπηρέται και δούλοι σου δυνάμεθα να θανατώσωμεν τον Αθανάσιον, και δια τούτο μη λυπείσαι, μη κλαίεις. Αν ημείς ερρίψαμεν τον Δανιήλ εις τον κάκκον των λεόντων, αν ημείς τον Ιερεμίαν εν τω ζοφωδεστάτω βυθώ κατεκλείσαμεν και τον Ιωσήφ εις έτερον λάκκον κατεβυθίσαμεν, πως δεν θέλομεν ρίψει και τον Αθανάσιον εντός του ξηρού φρέατος, να τον κρατήσωμεν εντός αυτού εξ ολοκλήρους χρόνους, έως ότου να σβύση τελείως, όχι μόνον η λάμψις της Ορθοδοξίας, αλλά και το φως εκείνο της ζωής του; Παύσε λοιπόν τον κλαυθμόν και ιδού σκότος αρκετόν, δια του οποίου θα ελευθερωθής από τον Αθανάσιον». Με τοιούτους αλαζονικούς λόγους επαρηγόρουν τα πονηρά πνεύματα τον βασιλέα του σκότους, ευθύς δε πετάξαντα εκ του ζόφου της κολάσεως, ενεφώλευσαν εντός των καρδιών των εχθρών του Αγίου. Πρέπει εδώ να θαυμάζη και να απορή πας ανθρώπινος νους δια τας επιβουλάς των εχθρών αιρετικών. Διότι όσον έλαμπεν η καθαρωτάτη ψυχή του Αθανασίου εκ των αμετρήτων του αρετών και όσον ηκτινοβόλει το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας δια των ακτίνων των καθημερινών θεολογικών διδασκαλιών του, τόσον αυτοί τον εμίσουν, τον εφθόνουν, τον επεβουλεύοντο, επεδίωκον να τον εξορίσουν και εδίψων να τον ίδωσιν αδίκως φονευόμενον. Ω της επιβουλής και του φθόνου, ω της επαράτου βασκανίας και του φόνου! Τώτα, δια να παύσουν τα σκάνδαλα, Χριστιανοί, δια να ημερώσουν τα άγρια θηρία του φθόνου, δια να σβύση ο φθόνος και η έχθρα από τας καρδίας των κατηγόρων του Αγίου, φεύγει ο Αθανάσιος και κρύπτεται εντός φρέατος από μίαν ευλαβεστάτην γυναίκα, δια να φυλάξη μεγαλοψύχως την ζωήν και δια να προφυλαχθή από άλλους κινδύνους και από περισσοτέρας ταλαιπωρίας. Παρέμεινε λοιπόν εντός του ξηρού φρέατος επί εξ ολοκλήρους χρόνους, αλλά πόσους αιρετικούς δεν επλήγωνε καθ’ εκάστην δια του καλάμου του από τον λάκκον εκείνον, όπως ακριβώς έκαμνε και άνωθεν του ιερού άμβωνος δια της γλώσσης! Δεν έδυσεν εντός του φρέατος, ως ο ήλιος εις την δύσιν, αλλά πάλιν εφωταγώγει με τας ακτίνας των βιβλίων, τα οποία συνέγραφε, σκορπίζων τα εχθρικά σκότη του Άδου και της απιστίας, όχι δε μόνον εν όσω ευρίσκετο εν τη ζωή, αλλά και όταν, κατόπιν τόσων κόπων και κινδύνων, ανήλθεν εις τους ουρανούς και τότε εφώτιζε με τας αυγάς των θεολογικών του βιβλίων. Όντως, κατά τον Δαβίδ, «φως ανέτειλε τω δικαίω και τοις ευθέσι τη καρδία ευφροσύνη» (Ψαλμ. 96:11). Ιδού λοιπόν, ευλαβέστατοι ακροαταί, ο μέγας Αθανάσιος, ιδού ο μέγας φωστήρ και θεολόγος της Εκκλησίας μας λάμπων και φωταγωγών δια του φωτός της Χριστιανικής Πίστεως και ζων με τας καθημερινάς του διδασκαλίας και κοιμηθείς με τας βίβλους της τρισυποστάτου θεολογίας. Ώστε αν και με όλα τα σκότη του Άδου επολέμησεν ο διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου, πάλιν φεγγοβόλος και ακτινοβολούσα αστράπτει δια παντός, ως το φως της Ορθοδοξίας. Ω δόξαι λαμπρότεραι του ηλίου, φωστήρα λαμπρότατον κάμνουσαι τον Αθανάσιον! Ω λάμψεις της θεολογικωτάτης και μακαρίας του ψυχής, με τας οποίας φωταγωγείται δια παντός η ευσέβεια! Και λοιπόν, ω φεγγοβόλε φωστήρ της Εκκλησίας και λύχνε αείφωτε της Ορθοδοξίας, πάμφωτε ήλιε της Αλεξανδρείας και ομώνυμε της αθανασίας, λαμπτήρ διαπρύσιε της Θεολογίας και πηγή ανεξάντλητε της φιλοσοφίας, πάνσοφε Αθανάσιε, ο μεγάλους κινδύνους εξορίας υπομείνας, ο ανδρείως κηρύξας το ομοούσιον του Υιού μετά του Πατρός, ο το μέγα σκότος του Άδου, τον παράφρονα Άρειον, δια των πανσόφων σου διδασκαλιών καταπνίξας και το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας απαυγάσας, ο πάμπολλα σκότη του διαβόλου κατασβέσας και τας των εχθρών αιρέσεις καταστρέψας, σου δεόμεθα και ικετεύομεν άπαντες, λάμπρυνον και ημάς με τας φεγγοβόλους σου ακτίνας και απάστραπτε διηνεκώς εντός των ψυχών μας το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας, ίνα κηρύττωμεν ομοούσιον και ομόθρονον μετά του Πατρός τον Υιόν του Θεού, ίνα και συμβασιλεύσωμεν μετά σου εν τη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3η) Μαϊου, μνήμη της ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΞΕΝΙΑΣ της Θαυματουργού.

Δημοσίευση από silver »


Ξενία η Αγία Μεγαλομάρτυς του Χριστού εγεννήθη εν έτει 291 εις τας Καλάμας της Πελοποννήσου. Οι γονείς της ωνομάζοντο Νικόλαος και Δέσποινα, ήσαν δε Χριστιανοί εκ προγόνων, όχι τόσον επιφανείς και ευγενείς, όσον αυτάρκεις και ευσεβείς, κατήγοντο δε ούτοι από τα ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξ αιτίας όμως των συνεχών και σκληρών κατά τους χρόνους εκείνους διωγμών κατά των Χριστιανών, κατέφυγον εις την πόλιν των Καλαμών και εγκατεστάθησαν εις τι αγροτικόν κτήμα, έξω της πόλεως, διότι ο πατήρ της ήτο γεωργός. Εργαζόμενοι λοιπόν δια των ιδίων των χειρών, δια του ιδρώτος του προσώπου των έτρωγον τον άρτον των. Εκεί απέκτησαν και την χαριτωμένην ταύτην θυγατέρα, την Αγίαν Ξενίαν. Αύτη εκ μικράς ηλικίας εδείκνυεν οποία ήθελε γίνει αργότερον. Διότι αντί να παίζη ατάκτως μετ’ άλλων κορασίων και να ασχολήται εις αργολογίας και ανάρμοστα παιχνίδια, καθώς τούτο κάμνουσι πολλά κοράσια των ημερών μας, παρέμενεν εις την οικίαν πλησίον της μητρός της και μετά προσοχής και ευλαβείας ήκουε τας νουθεσίας και τας καλάς αυτής συμβουλάς. Όταν δε έφθασεν εις ώριμον ηλικίαν, τότε περισσότερον εφάνη η αρετή της φρονήσεως, η οποία έλαμπεν εις την ψυχήν της. Διότι, όσον ηύξανε κατά το σώμα, επί τοσούτον ηύξανε και η μάθησίς της, ως και το εξαιρετικόν αυτής κάλλος. Ήτο δε κατά την μορφήν, η μακαρία, ωραιοτάτη, έφερε κόμην ξανθήν και ούλην, είχε μέτωπον όχι ευρύ, κάτωθεν δε των ωραίων οφρύων της είχεν εξαιρετικώς μεγάλους και ζωηρούς οφθαλμούς, βαθύ γαλανόν χρώμα έχοντας, εις δε τας ωραίας παρειάς της ήνθει πάντοτε το παρθενικόν ερύθημα. Δύο δε λακκίσκοι, εκατέρωθεν των χειλέων αυτής επί των παρειών, εσκόρπιζον χάριν επί του προσώπου της. Ήτο ακόμη κατά το σχήμα ταπεινή, μάλλον υψηλή, κατά την ομιλίαν εύχαρις και απλώς ειπείν, πλήρης αρετών και χάριτος, ώστε ο μετ’ αυτής συναναστρεφόμενος ησθάνετο πολλήν ευφροσύνην. Ουδεμία δε ουδέποτε αργολογία ή κατάκρισις ή ψεύδος εξήρχετο εκ του στόματός της, τα οποία τόσον συχνά συμβαίνουσιν εις τας ημέρας μας. Εξ αιτίας λοιπόν της πτωχείας των και της μακράς εκ της πόλεως αποστάσεως η Ξενία δεν εφοίτησεν εις σχολείον, αλλ’ έμαθεν απλήν ανάγνωσιν, διδαχθείσα παρά της μητρός της, παρά της οποίας ηυχαριστείτο να μανθάνη περί του βίου και των θαυμάτων του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ως και διαφόρους προσευχάς, τας οποίας με τόσον ζήλον εδίδασκεν εις αυτήν η καλή και ευσεβής μήτηρ της, την οποίαν η ενάρετος αύτη κόρη ηκολούθει τακτικώτατα κατά τας Κυριακάς και εορτάς μεταβαίνουσαν εις την Εκκλησίαν. Έργον λοιπόν απαραίτητον είχεν η μακαρία Ξενία να στολίζη την ψυχήν αυτής, εκ νεαράς ηλικίας, με νηστείας, εγκράτειαν, σιωπήν, τακτικήν προσευχήν, σεμνότητα ομιλίας, δάκρυα και αγρυπνίας. Εφ’ όσον δε επροχώρει η ηλικία της, ηύξανον συγχρόνως και αι αρεταί της αυταί και άλλαι ακόμη προσετίθεντο. Διότι εδείκνυε μεγάλην συμπάθειαν προς τους πτωχούς, τας χήρας και τα ορφανά. Εάν δε πτωχός τις ήρχετο μέχρι της οικίας των, ζητών ελεημοσύνην, δεν παρέλειπε να προσφέρη εις αυτόν παν ό,τι ηδύνατο και πολλάκις έμενε νήστις η ιδία δια να προσφέρη την τροφήν της εις τους ενδεείς, την πράξιν κάμνουσα αρμόζουσαν προς το όνομά της. Όμως ταύτα βλέπων ο μισόκαλος δαίμων εφθόνησε την εις τας αρετάς πρόοδον της Αγίας και μη υποφέρων να καταπατήται η δύναμίς του ηθέλησε να εγείρη πόλεμον κατ’ αυτής. Νέα λοιπόν ως ήτο και απλοϊκή, εζήτει να την ρίψη, αν ηδύνατο, εις το βάραθρον της αμαρτίας. Αλλά να την πολεμήση κατ’ ευθείαν, εμβάλλων εις την καρδίαν της τον έρωτα και τους σαρκικούς και ακαθάρτους λογισμούς προς νέον τινά, δεν ηδυνήθη. Διότι η Αγία είχε φρόνησιν γεροντικήν και ανδρείαν. Έστησε λοιπόν την παγίδα του με τον εξής τρόπον. Κατά την εποχήν εκείνην ήτο έπαρχος τις εις τας Καλάμας, ονόματι Δομετιανός, άνθρωπος θηριώδης και κακότροπος. Ούτος, ενώ επέστρεφε ποτε εκ του κυνηγίου, συνήντησε τυχαίως την παρθένον Ξενίαν, η οποία την στιγμήν εκείνην επέστρεφεν εκ του αγρού των εις την οικίαν των. Ιδών λοιπόν αυτήν ο Δομετιανός έμεινεν έκθαμβος εκ του κάλλους και της εξαισίας ωραιότητός της και τοσούτον εκυριεύθη υπό σαρκικού προς αυτήν έρωτος, ώστε ελογίσθη, ο άνομος, να την λάβη ως σύζυγον. Όθεν κατέφυγεν εις μάγον τινά του τόπου, επίσημον, ελπίζων δια της μαγικής τέχνης εκείνου να κερδήση τον έρωτα της πανσέμνου Ξενίας. Όμως η Αγία, δια της δυνάμεως του Τιμίου Σταυρού, εφυλάχθη αβλαβής από τον επίβουλον αυτού λογισμόν και ηχρήστευσε πάσαν την δύναμιν του πονηρού. Ο δε Δομετιανός βλέπων, ότι το σατανικόν αυτού σχέδιον απετύγχανε, μετεχειρίσθη την βίαν. Όθεν προστάσσει να φέρωσι την Αγίαν προ αυτού, εις το Διοικητήριον. Ενώ λοιπόν ωδήγουν εκεί την Αγίαν κατά την προσταγήν του τυράννου, αύτη η μακαρία καθ’ οδόν προσηύχετο, επικαλουμένη τον Θεόν εις βοήθειάν της, ίνα της δώση σύνεσιν και δύναμιν, δια να διαφυλάξη μέχρι τέλους την αφοσίωσίν της προς τον Θεόν και να νικήση όλας τας τιμωρίας και τας βασάνους, τας οποίας επρόκειτο να της επιβάλουν και ούτως αξιωθή του στεφάνου των Μαρτύρων. Όταν δε ήλθεν η Αγία εις το Διοικητήριον, ο άρχων επρόσταξε να παρουσιασθή προ αυτού. Τούτου γενομένου την ηρώτησε πως ονομάζεται, πόθεν ήτο και ποία η θρησκεία της. Αύτη δε, σημειώσασα επ’ αυτής το σημείον του Τιμίου Σταυρού, απεκρίθη μετά παρρησίας και θάρρους· «Ονομάζομαι Ξενία, είμαι τέκνον γονέων Χριστιανών εκ της πόλεως ταύτης και εύχομαι ολοψύχως να αξιωθώ να γίνω δούλη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ο οποίος εποίησε τον κόσμον και πάντα τα εν τω κόσμω». Όλοι τότε, όσοι παρευρέθησαν εις το Διοικητήριον, εθαύμαζον, βλέποντες την ωραιότητα της Αγίας και ηπόρουν δια την τόλμην μεθ’ ης απεκρίνετο. Αλλ’ ο τύραννος, την ψυχήν του οποίου απεθηρίωνεν ο έρως και ηύξανεν ο άνομος πόθος, έκρυψε τον θυμόν του και ήρχισε, με τρόπον κολακευτικόν, να λάγη ταύτα προς την Αγίαν· «Ω Ξενία, με την δύναμιν των μεγάλων θεών, θαυμάζω την νεότητά σου και το κάλλος σου, αλλά και εκπλήττομαι δια την σύνεσίν σου. Δια τα χαρίσματά σου λοιπόν αυτά σου δίδω την συμβουλήν να δεχθής να γίνης σύζυγός μου και εγώ θέλω σου δώσει πολλά και πλούσια δώρα, πλούτη αμέτρητα και τιμήν και δόξαν, τα οποία αφθόνως χαρίζουσιν οι αθάνατοι θεοί εις τους τιμώντας αυτούς. Εάν όμως δεν υπακούσης εις την ιδικήν μου θέλησιν, σε αναμένουσι βασανιστήρια και σκληραί τιμωρίαι και τέλος θάνατος φρικτός». Αλλ’ η μακαρία Ξενία ταύτα ακούσασα ουδόλως εταράχθη, μάλιστα δε και με πολλήν τόλμην απεκρίθη· «Μη ελπίζης ματαίως, ότι θέλεις δυνηθή να με χωρίσης από τον Χριστόν μου, είτε με υποσχέσεις είτε με απειλάς βασάνων. Ουδέ είναι δυνατόν να ποθήσω άλλον νυμφίον από τον Χριστόν, πολύ δε περισσότερον άνθρωπον, ο οποίος πιστεύει εις ψευδείς και χειροποιήτους θεούς, οι οποίοι δεν είναι ικανοί ούτε τον εαυτόν των να υπερασπίσουν. Δύνασαι λοιπόν να με τιμωρήσης με οιασδήποτε θελήσης βασάνους. Αλλά γνώριζε, ότι όσον σκληρότερον με βασανίσης, τόσον περισσότερον ελπίζω να με δοξάση ο Κύριός μου Ιησούς Χριστός εις την μ΄ςλλουσαν μακαριότητα, την αιώνιον ζωήν. Δεν λυπούμαι την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν μου, αφού μίαν ημέραν θα αποθάνωμεν, αλλά παραδίδω με ολόψυχον προθυμίαν το σώμα μου εις θάνατον, χάριν του αθανάτου Θεού και Δεσπότου μου, όπως και Εκείνος δια τας αμαρτίας ημών εσταυρώθη. Μη νομίσης, ω ηγεμών, ότι θέλω αλλάξει γνώμην, διότι δεν υπάρχει ανθρωπίνη δύμαμις ικανή να μεταβάλη τον σκοπόν μου και την ακλόνητον πίστιν μου προς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Σωτήρα μου Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον αναθέτω πάσαν ελπίδα δια την σωτηρίαν μου». Ως ήκουσε ταύτα ο Δομετιανός επληρώθη θυμού και αφού εμηχανεύθη σχέδιον σατανικόν, προστάσσει να μεταφέρωσι την Αγίαν εις θάλαμον τινά σκοτεινόν και να την κλείσωσι εντός αυτού. Εκεί, αφού ενεκλείσθη η Αγία, ύψωσε τον νουν και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και εδέετο εις τον Κύριον να την βοηθήση, ίνα διαφυλάξη μέχρι τέλους ούτω σταθεράν την ομολογίαν αυτής. Την επομένην ήλθεν ο έπαρχος, όστις, έχων αθεράπευτον εν τη καρδία αυτού την επιθυμίαν να λάβη αυτήν ως σύζυγον, έστω και μη στέργουσαν, προσεπάθει και δια της βίας να πείση την άμωμον νύμφην του Χριστού, ελπίζων ο ανίερος ότι τελικώς θα συγκατετίθετο να γίνη σύζυγός του. Οικτρώς όμως ηπατήθη. Διότι η Αγία ηρνήθη και πάλιν με αγανάκτησιν και ύβρισεν αυτόν δια την ελεεινήν διαγωγήν του. Τότε ο εσκοτισμένος τον νουν έπαρχος, πλήρης οργής, ήρπασε την Αγίαν εκ των τριχών της κεφαλής και έσυρεν αυτήν έξω του θαλάμου. Παραδώσας δε αυτήν εις τους φύλακας επρόσταξε να την γυμνώσωσι και να την κρεμάσωσιν επί ξύλου, να αποκόψωσι τους μαστούς της και να κατακαύσωσι τας πληγάς με ανημμένας λαμπάδας, ως επίσης τας πλευράς και όλον το σώμα της Αγίας. Κατακαιομένη λοιπόν η Αγία Μάρτυς υπέμενε το φρικτόν τούτο Μαρτύριον, προσευχομένη δε μετά θερμής καρδίας ταύτα έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Συ γιγνώσκεις ότι δια την αγάπην Σου πάσχω τα δεινά ταύτα και μη εγκαταλείπης με την δούλην Σου, μηδέ αφήσης να με νικήση ο παμμίαρος ούτος και καυχηθή δι’ εμέ, αλλ’ αξίωσόν με να υπομείνω μέχρι τέλους ίνα λάβω τον στέφανον». Και αι μεν σκληραί τιμωρίαι συνεχίζοντο με πολλήν σκληρότητα από τους στρατιώτας του μιαρού επάρχου, η δε Αγία ουδέ τον ελάχιστον πόνον ησθάνετο, διότι παριστάμενος Άγγελος Κυρίου, τον οποίον μόνη η Αγία έβλεπεν, εδρόσιζεν αυτήν, εις τρόπον ώστε απέκαμον καίοντες ταύτην οι στρατιώται του Δομετιανού. Ο δε τύραννος πολλάκις ήλλαξεν αυτούς νομίζων, ότι, επειδή ελυπούντο την Αγίαν, εμετρίαζον την τιμωρίαν. Τέλος ο ασεβής τύραννος επρόσταξε να λύσωσι την Αγίαν και να την φέρωσιν εις τον πρώτον θάλαμον, όχι διότι ησθάνθη συμπάθειαν τινα δια την φρικτήν κατάστασιν εις την οποίαν είχε περιέλθει, αλλά διότι επεθύμει ο αλιτήριος να την βασανίση πάλιν μήπως, μεταμελουμένη η Μάρτυς, δεχθή να γίνη σύζυγός του, αρνουμένη τον Χριστόν. Κατά την νύκτα λοιπόν εκείνην επεκαλείτο η Αγία τον Κύριον εις βοήθειάν της. Και ιδού, περί το μεσονύκτιον, βλέπει φως ουράνιον γλυκύτατον να φωτίζη όλον εκείνον τον θάλαμον, εφάνη δε ο Σωτήρ ενισχύων αυτήν και λέγων· «Μη φοβού, Ξενία, τας βασάνους, διότι η χάρις μου θέλει είναι μετά σου, ίνα σε λυτρώση από παντός πειρασμού». Αφού δε εθεράπευσεν αυτήν από πάσης πληγής και παντός πόνου ανελήφθη εις τους ουρανούς. Η δε Αγία Ξένη ηυχαρίστει και εδοξολόγει τον Κύριον Ιησούν Χριστόν τον Σωτήρα των ψυχών ημών, με ανεκλάλητον αγαλλίασιν και ευφροσύνην. Την πρωϊαν οι στρατιώται έφερον την Αγίαν προ του επάρχου. Ούτος δε, ως είδεν αυτήν υγιά και ουδέν σημείον έχουσα των χθεσινών πληγών της, εθαύμασε και λέγει προς αυτήν· «Βλέπεις, ω Ξενία, πόσον οι μεγάλοι θεοί σε αγαπούν; Δια να λυπηθώσι την ωραιότητά σου εθεράπευσαν τας πληγάς σου και σου εχάρισαν την υγείαν σου. Μη λοιπόν φανής αχάριστος προς αυτούς, αλλά ελθέ μετ’ εμού εις τον ναόν αυτών ίνα προσκυνήσης αυτούς και λάβης ακόμη περισσοτέρας χάριτας, παρ’ εμού δε πολλάς δωρεάς». Η δε Αγία απεκρίθη· «Πως είναι δυνατόν οι θεοί σου, ω ηγεμών, οι αναίσθητοι και εκ χειρών ανθρώπων κατεσκευασμένοι, να έχουν τοιαύτην δύναμιν, ώστε εις μίαν νύκτα να με καταστήσουν εντελώς υγιά, ως με βλέπεις; Μάθε λοιπόν, ότι δεν μου εχάρισαν αυτοί την υγείαν μου, αλλ’ ο Χριστός μου, ο αληθινός Θεός, τον οποίον εγώ λατρεύω εξ όλης ψυχής και καρδίας. Εκείνος με εθεράπευσεν. Αλλ’ αφού θέλεις να μεταβώμεν εις τον ναόν των θεών σου, ας υπάγωμεν να ίδωμεν ποίους θεούς θέλεις να προσκυνήσω». Ως ήκουσε ταύτα ο Δομετιανός εχάρη, διότι ενόμισεν ότι μετενόησεν η Αγία. Όθεν έφερεν αυτήν εις τον ναόν. Η δε Αγία, ευθύς ως εισήλθεν εις τον ναόν και έφθασεν εις το μέσον αυτού, έκλινε τα γόνατα και προσηυχήθη προς τον αληθή Θεόν, λέγουσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, ο ουρανού και γης ποιητής, ο επακούων των πιστών σου ικετών, επάκουσόν μου της δούλης Σου εν τη ώρα ταύτη και κρήμνισον και αφάνισον τα άψυχα και ψευδή ταύτα είδωλα, ίνα γνωρίσωσιν οι περιεστώτες, ότι Συ ει ο μόνος αληθινός Θεός». Ταύτα η Αγία προσηύξατο, πριν ή δε τελειώση την προσευχήν της σεισμός μέγας εγένετο και ω του θαύματος! Ευθύς εκρημνίσθησαν πάντα τα είδωλα και συνετρίβησαν εις τεμάχια. Ο δε Δομετιανός, ιδών το θαύμα τούτο, αντί να πιστεύση εις τον αληθινόν Θεόν, έγινεν εκτός εαυτού και επρόσταξε να επαναλάβωσι τας τιμωρίας, καίοντες την Αγίαν με ανημμένας λαμπάδας όπως κατά την προηγουμένην ημέραν, αλλά με περισσοτέραν σκληρότητα. Όμως εις μάτην εκοπίαζεν ο μιαρός, αν και επί ημέρας επανελάμβανε την φρικτήν και απάνθρωπον αυτήν τιμωρίαν. Διότι η Αγία είχε βοηθόν τον Χριστόν, ο οποίος δεν έπαυε να στέλλη την βοήθειάν Του και να ιατρεύη αυτήν, ως και κατά την πρώτην φοράν. Ούτω λοιπόν συνεχώς βασανιζομένη η Αγία Μάρτυς έχαιρε και εδόξαζε τον Θεόν, διότι υπέφερε τοιαύτας τιμωρίας δια το Άγιόν Του όνομα. Ο δε ασύνετος έπαρχος, βλέπων κατησχυμμένος ότι ουδέν επετύγχανεν ούτε ηδύνατο να καταβάλη μίαν απλοϊκήν κόρην, ελογίσθη να τιμωρήση την Αγίαν με άλλας βασάνους, έως ότου αποκάμη και δεχθή να αρνηθή τον Χριστόν και να γίνη σύζυγός του. Επρόσταξε λοιπόν και έφερον άγριον ίππον, όπισθεν του οποίου έδεσαν εκ των ποδών την Αγίαν, ίνα ο ίππος, σύρων αυτήν εις μέρη πετρώδη, καταξεσχίση ταύτην και ούτω αποθάνη σκληρώς. Και ο μεν τύραννος ούτως εσκέπτετο. Τι δε ωκονόμησεν ο πανάγαθος Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, δια να καταισχυνθή ο υπερήφανος έπαρχος και να δοξασθή το όνομα του Χριστού, το οποίον η Αγία εκήρυττε και ωμολόγει μετά παρρησίας; Ακούσατε. Άμα ως έδεσαν τους πόδας της όπισθεν του ίππου και αφέθη ούτος ελεύθερος, αντί να ορμήση και τρέξη, ως ελογίζετο ο τύραννος, δεν εκινήθη και παρ’ όλην την βίαν και τον δαρμόν των στρατιωτών δεν ήθελε να τρέξη και να εκτελέση το πρόσταγμα του Δομετιανού. Ούτος δε αποδίδων την ακινησίαν του ίππου εις την αδράνειαν των στρατιωτών, ανέλαβεν ο ίδιος τα ηνία και παρώρμα μετά μανίας τον ίππον να εκκινήση. Τότε συνέβη τι το αξιοθαύμαστον. Ο ίππος ελάλησε δι’ ανθρωπίνης λαλιάς και επέπληξε τον αναίσθητον έπαρχον δια την ωμότητα και απανθρωπίαν του προς την δούλην του αληθινού Θεού. Ω των υπέρ λόγον θαυμασίων σου, Χριστέ! Ουδείς ας μη απορήση δια το θαύμα τούτο, διότι «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί» (Λουκ. ιη:27). Αυτοστιγμεί δε ελύθησαν παρ’ Αγίου Αγγέλου τα δεσμά της Αγίας, την οποίαν ήγειρεν εκ της γης και έστησεν ορθίαν ο Άγγελος. Η δε Αγία Μάρτυς του Θεού Ξενία εδόξαζε τον Θεόν, τους οφθαλμούς δε εστραμμένους έχουσα προς τον ουρανόν και κινούσα τα χείλη έψαλλεν ύμνους και ευχαριστίας προς τον Πανάγαθον Θεόν, όστις και πάλιν έσωσεν αυτήν εκ τοιούτου κινδύνου και κατήσχυνε τον αλαζόνα Δομετιανόν. Όσοι δε εκ των παρεστώτων είδον το μέγα τούτο θαύμα ανεβόων· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Πολλοί τότε επίστευσαν εις τον Χριστόν και μόνον ο τυφλός κατά τους οφθαλμούς και την ψυχήν Δομετιανός δεν ηδύνατο να πιστεύση. Επρόσταξε λοιπόν να ρίψουν την Αγίαν εις την φυλακήν, εις την οποίαν έμεινε κατ’ εκείνην την ημέραν και καθ’ όλην την νύκτα νήστις και προσευχομένη. Είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, ότε αίφνης εφωτίσθη ο θάλαμος, εντός του οποίου ήτο κεκλεισμένη η Αγία, υπό θείου φωτός και πριν προφθάση αύτη να συνέλθη εκ της εκπλήξεως, εμφανίζεται ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εν μέσω πολλών και λαμπροφόρων Αγίων Αγγέλων, λέγων προς την Αγίαν· «Χαίρε Ξενία, δούλη πιστή και αγαθή του Κυρίου σου, τον οποίον επόθησας εξ όλης καρδίας και παρείδες πάσαν απόλαυσιν πρόσκαιρον. Χαίρε και αγάλλου, διότι έφθασεν η ημέρα να λάβης τον στέφανον της νίκης και να εισέλθης εστολισμένη ομού μετά των φρονίμων παρθένων εις την ουράνιον παστάδα του Νυμφίου σου και Βασιλέως. Μέλλει συντόμως ο αγών σου να λάβη αίσιον τέλος». Μετά δε τους λόγους τούτους ο μεν Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς μετά των Αγίων Αγγέλων, ο δε θάλαμος εκείνος επληρώθη υπό αρρήτου ευωδίας, ενώ η Αγία με αγαλλίασιν ψυχής και έκθαμβος προ του θείου οράματος εδόξαζε τον Κύριον, διότι την ηξίωσεν να αγωνισθή και να προσφέρη την ζωήν της δια την αγάπην Του. Την επαύριον ο Δομετιανός επρόσταξε και ωδήγησαν την Αγίαν ενώπιόν του. Θέλων δε να δοκιμάση άλλην μίαν φοράν, εάν θα κατώρθωνε να απομακρύνη την Αγίαν από την αγάπην του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ήρχισε με κολακείας να λέγη προς αυτήν· «Δεν έρχεται εις τον νουν μου, ω Ξενία, να επιμένης ακόμη εις την προτέραν σου ανόητον γνώμην. Εάν λοιπόν θελήσης να θυσιάσης εις τους αθανάτους θεούς και στέρξης να γίνης σύζυγός μου, το μέλλον θα είναι λαμπρόν δια σε, θέλω δε σε καταστήσει πανευτυχή και βασίλισσάν μου». Προς ταύτα η Αγία απήντησε· «Μη πιστεύης ότι με τοιαύτας υποσχέσεις και ψευδείς κολακείας, ω ηγεμών, θα νικήσης την ακλόνητον πίστιν μου και την απόφασίν μου να μη αρνηθώ ποτέ τον Χριστόν μου. Γνώριζε δε καλώς, όπως αρκετά επείσθης έως τώρα, ότι ούτε πυρ, ούτε θάλασσα ούτε ξίφος ούτε άλλη τις βάσανος με φοβίζει. Λοιπόν, μη κοπιάζης αδίκως. Αλλά εκείνο το οποίον θέλεις, πράξρ το συντομώτερον, διότι ούτω ταχύτερον θα με ενώσης με τον Σωτήρα μου Χριστόν». Εκ των λόγων τούτων της Αγίας επείσθη ο Δομετιανός, ότι τίποτε πλέον δεν κατορθώνει. Απεφάσισε λοιπόν να θανατώση την Αγίαν και εξέδωκε κατ’ αυτής την εξής απόφασιν· «Επειδή η Ξενία απηρνήθη τους ιδικούς μας θεούς και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον Ιησούν, προστάσσω να αποθάνη δια ξίφους, να αφαιρεθή και αχθή επί πινακίου η τόσον σκληρά και ανάλγητος καρδία της, το δε σώμα της, αφού κοπή εις λεπτά τεμάχια, να ριφθή μετά πίσσης εις το πυρ και να κατακαή». Και ο μεν έπαρχος ταύτα επρόσταξεν. Οι δε στρατιώται, παραλαβόντες την Αγίαν, έφερον αυτήν έξω της πόλεως εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί η Αγία παρεκάλεσε τον στρατιώτην, όστις θα εξετέλει την διαταγήν του τυράννου, έως ότου ετοιμάσωσι τα προς σφαγήν και καύσιν χρειώδη, να την αφήση να προσευχηθή. Εκείνος δε της επέτρεψε. Τότε η Αγία Ξενία, κλίνασα τα γόνατα, ύψωσε τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, Συ όστις με ελύτρωσες από του αποστάτου Δομετιανού και πάντα τα τεχνάσματα και τας σκέψεις του εματαίωσας, Συ όστις με διεφύλαξες και με έσωσες από τον συρμόν των ίππων με την δύναμιν του Σταυρού Σου, Συ όστις με ενίσχυσες να νικήσω τον πολυμήχανον αόρατον εχθρόν, εν όσω εκράτει το Μαρτύριόν μου, Συ, Δέσποτα, καθάρισον την ψυχήν μου από τον ρύπον της αμαρτίας και λύτρωσόν με από τον βυθόν της απωλείας, ενώ απέρχομαι από τον φθαρτόν τούτον κόσμον και προσδεχόμενος την μετάνοιάν μου καθαράν, οδήγησόν με προ του θείου και φρικτού Σου βήματος. Δόξασον το όνομά Σου το Άγιον και ενίσχυσόν με κατά την ώραν ταύτην της τελειώσεώς μου εναντίον των ορατών και αοράτων εχθρών μου. Μνήσθητι, Κύριε, των επικαλουμένων Σε μετά πίστεως δι’ εμού της δούλης Σου Ξενίας και εις πάντας τους το Μαρτύριόν μου ενθυμουμένους δώριζε βοήθειαν και σωτηρίαν ψυχής. Όπως δε διέλυσας τας κατ’ εμού μαγείας του ασεβούς επάρχου και εξ αυτών διεφύλαξάς με άθικτον, ούτως εξαφάνισον, Δέσποτα Κύριε, και εκ παντός παρά Σου αιτούντος βοήθειαν, δι’ εμού της ταπεινής Σου δούλης, πάσαν γοητείαν ή μαγγανείαν, πάσαν φαρμακείαν ή τεχνάσματα, πάσαν βασκανίαν ή αστρομαντείαν γενομένην εις οιονδήποτε τόπον και εις παν έμψυχον ον ή και άψυχον ή εις τον αέρα ή εις την γην ή υποκάτω του εδάφους ή ακόμη και εις αυτά τα ύδατα των ποταμών, των λιμνών, των φρεάτων και των θαλασσών και όπως ο άνεμος παρασύρει το χώμα από το πρόσωπον της γης, κατά τον ίδιον τρόπον ας λυθώσι τα έργα της μαγείας των φθονερών ανθρώπων, όπου και αν ευρίσκωνται και με οποιονδήποτε σημείον ή όργανον ή ύλην είναι κατεσκευασμένα και με οποιονδήποτε αριθμόν ηριθμήθησαν και αστερισμόν κατωνομάσθησαν και είτε ημέραν είτε νύκτα, εις το φως ή εις το σκότος εμνημονεύθησαν. Μνήσθητι, Κύριε, και των επιτελούντων την μνήμην της τελειώσεώς μου και αντάμειψον αυτούς δια των πλουσίων σου χαρισμάτων. Επάκουσον δε αυτών εν ώρα δεήσεως, εις δόξαν του Αγίου ονόματός Σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα ως είπεν η Αγία προσευχομένη, φωνή ηκούσθη αοράτως, ως βροντή ισχυρά, λέγουσα· «Επήκουσα της δεήσεώς σου, Ξενία, και ως εζήτησας θέλω πράξει». Τότε η Αγία μετά χαράς ένευσεν εις τον έμφοβον εκ της βροντής δήμιόν της να εκτελέση την προσταγήν του αυθέντου του, κλίνασα τον αυχένα, ίνα ευκολώτερον δεχθή το κτύπημα του ξίφους. Ο δε στρατιώτης μετά φόβου απέτεμε την κεφαλήν αυτής την γ΄ (3ην) Μαϊου του έτους τιη΄ (318) μετά Χριστόν. Και η μεν ολόφωτος αυτής ψυχή ανήλθεν εις τας αιωνίους μονάς συνευφραινομένη μετά των άλλων Αγίων γυναικών και Μαρτύρων, το δε σεβάσμιον αυτής σώμα ετεμάχισαν οι στρατιώται, εκτελούντες την προσταγήν του βδελυρού αυθέντου των, αφού πρώτον αφήρεσαν την καρδίαν αυτής την οποίαν έφερον επί πινακίου εις τον μιαρόν έπαρχον, όπως αυτός είχε προστάξει. Έπειτα ήναψαν μεγάλην πυράν και έρριψαν επ’ αυτής το τεμαχισθέν σώμα της Αγίας μετά πίσσης. Τούτο δε, καιόμενον, εξέπεμπεν άρρητον ευωδίαν, εις απόδειξιν της εν αυτώ θείας Χάριτος. Τελείως δε έκαυσαν αυτό, ίνα μη τι απομείνη εκ των αγίων Λειψάνων και λάβωσιν αυτό δι’ ευλογίαν οι Χριστιανοί. Και αυτόν μεν ετιμώρησεν η θεία δίκη δια την απανθρωπίαν και την ασέβειάν του. Διότι, ημέραν τινά, ενώ εξήρχετο εις κυνήγιον, κεραυνός πεσών απηνθράκωσεν αυτόν. Χριστιανοί δε τυχόντες κατά την ώραν της τελειώσεως και καύσεως των ιερών της Αγίας Λειψάνων και μόνον εκ της τέφρας λαβόντες μετά πίστεως εθεραπεύθησαν εξ ανιάτων νόσων επί μακρόν κατεχόμενοι, δια πρεσβειών της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ξενίας. Ούτως η φήμη της Αγίας ηπλώθη εις πάσαν την Πελοπόννησον και την άλλην Ελάδα. Πολλά δε άλλα θαυμάσια και παράδοξα ετελέσθησαν εις εκείνους οίτινες επεκαλέσθησαν την βοήθειαν αυτής και συνεχώς τελούνται μέχρι σήμερον εις τους μετά πίστεως καταφεύγοντας προς αυτήν και επικαλουμένους το τίμιον αυτής όνομα. Διηγούμεθα όθεν τινά εξ αυτών εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού και προς ωφέλειαν της αγάπης σας. Κατ’ εκείνον τον καιρόν γυνή τις, εκ Πατρών, ευλαβής, Μαρία ονομαζομένη, προσεβλήθη υπό σοβαράς ασθενείας, οι δε ιατροί εις τους οποίους είχε καταφύγει δεν ηδύναντο να ορίσουν την ασθένειαν ουδέ να την θεραπεύσουν. Ούτω ευρίσκετο κατάκοιτος επί πολλούς μήνας. Δεν έπαυσεν όμως αύτη η ευσεβής να επικαλήται την βοήθειαν του Κυρίου και των Αγίων Αυτού. Ήλθε δε προς επίσκεψιν της ασθενούσης και η εξαδέλφη του συζύγου της εκ Καλαμών της Πελοποννήσου. Αύτη, όταν είδε την ελεεινήν θέσιν της και έμαθεν ότι οι ιατροί ήσαν ανίκανοι να την βοηθήσουν, ενεθυμήθη την θαυματουργόν Αγίαν της πατρίδος της, την Μεγαλομάρτυρα Ξενίαν, και συνεβούλευσε την ασθενούσαν να καταφύγη υπό την προστασίαν της και να ζητήση την βοήθειαν αυτής. Ως ήκουσε τούτο η ασθενής, εδέετο προς την Αγίαν νύκτα και ημέραν μετά δακρύων, ίνα την θεραπεύση. Μίαν νύκτα, μετά κρίσιμον κατάστασιν της ασθενείας της, ότε και θερμότερον προσηύχετο, βλέπει καθ’ ύπνον την Αγίαν, ήτις είπε προς αυτήν· «Το πάθος σου δεν ημπορούν να το θεραπεύσουν οι ιατροί. Άνθρωποι κακοί σε έχουν δεμένην. Αλλά αν θελήσης να με συναντήσης, θα λυθής από την ασθένειάν σου και θα θεραπευθής. Ονομάζομαι Ξενία». Εξύπνησε τότε περιχαρής η γυνή και διηγήθη το όνειρον εις τον σύζυγόν της. Τότε ούτος, χωρίς χρονοτριβήν, μετέφερεν αυτήν εις τον νεόδμητον Ναόν, τον τιμώμενον επ’ ονόματι της Αγίας, όπου, ασπασθείσα την εικόνα της Αγίας, ανεγνώρισε ταύτην. Ενώπιον δε της εικόνος εδέετο προς την Αγίαν μετά θερμής πίστεως και βαθείας κατανύξεως. Την τρίτην ημέραν εφάνη πάλιν η Αγία καθ’ ύπνον εις την ασθενή, ως να ελάμβανεν έλαιον εκ της κανδήλας της εικόνος της και ήλειφε δι’ αυτού το σώμα της. Έλεγε δε ταύτα· «Δόξασον, ω γύναι, τον Θεόν, όστις σου εδώρησε την υγείαν σου. Ύπαγε τώρα εις τον οίκον σου». Και, ω του θαύματος! Ηγέρθη περιχαρής η ασθενούσα γυνή και ησθάνθη εαυτήν τελείως υγιά. Εδόξασε τότε μετά περισσοτέρας ευσεβείας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και την Αγίαν Μεγαλομάρτυρα Ξενίαν, ήτις έσωσεν αυτήν από βέβαιον και οδυνηρόν θάνατον. Επί Φραγκοκρατίας εθεράπευσεν η Αγία και τον υιόν γεωργού τινος πάσχοντα εκ σεληνιασμού διότι ούτος, οσάκις ηνωχλείτο υπό του δαίμονος, έκραζεν· «Η Αγία Ξενία με παιδεύει». Εκ τούτου οδηγηθέντες ο πατήρ και η μήτηρ αυτού εδέοντο εις την Αγίαν μετά πίστεως να σώση το τέκνον αυτών. Η δε φιλεύσπλαγχνος Μάρτυς εφάνη καθ’ ύπνον εις την μητέρα του ασθενούς και την συνεβούλευσε να καταφύγη εις τον Ιερέα της ενορίας υποσχομένη ότι θα βοηθήση και εκείνη να θεραπευθή το τέκνον της. Ως δε εξύπνησεν η μήτηρ, αμέσως συνεμορφώθη προς ό,τι την συνεβούλευσεν η Αγία και εντός ολίγου εθεραπεύθη ο υιός της απαλλαγείς τελείως από της φοβεράς εκείνης νόσου. Κατά παρόμοιον τρόπον ιάθη και άλλος τις παράλυτος κατά τους πόδας, ονόματι Νικόλαος, όστις ταπεινώς και μετά πίστεως επεκαλέσθη την θαυματουργόν Αγίαν Μεγαλομάρτυρα. Νεαρά δε γυνή πάσχουσα εκ παραλύσεως του προσώπου ιάθη τελείως, ευθύς ως μετά θερμής πίστεως εζήτησε την βοήθειαν της Αγίας. Όθεν, ευσεβείς και φιλόχριστοι ακροαταί, ας προσφεύγωμεν μετά πίστεως εις την Αγίαν Ξενίαν, δια πάσαν στενοχωρίαν και προ πάντων δι’ εκείνας τας ασθενείας τας οποίας έλαβε την χάριν του Θεού να βοηθή και να θεραπεύη. Διότι πολλούς εθεράπευσε δια της υπό του Θεού δωρηθείσης προς αυτήν Χάριτος, πάσχοντας εκ σεληνιασμού, νοσημάτων της καρδίας, ασθενείας των νεύρων, εξανθημάτων και εκ μαγγανειών των φθονερών, τας οποίας λύει η Αγία, ως επικαλεσθώμεν ταύτην εν πίστει και ευσεβεία. Όπως η ιδία εσώθη εξ αυτών δια του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Μαϊου, μνήμη της Αγίας Μάρτυρος ΠΕΛΑΓΙΑΣ της από Ταρσού.

Δημοσίευση από silver »


Πελαγία η αγία Μάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού του κατά τα έτη σπδ΄ - τε΄ (284-305) βασιλεύσαντος, καταγομένη μεν εκ Ταρσού της Κιλικίας, κατοικούσα δε εις Ρώμην. Επειδή δε ο Ρώμης Επίσκοπος Λίνος, όστις και εχρημάτισε, μετάτον κορυφαίον Πέτρον, πρώτος Επίσκοπος της Ρώμης, εβάπτιζε δια του Αγίου Βαπτίσματος πολλούς ειδωλολάτρας, κάμνων ούτω τούτους Χριστιανούς, η μακαρία Πελαγία είδε κατ’ όναρ την μορφήν του Επισκόπου τούτου, όστις την παρεκάλει να υπάγη να την βαπτίση. Ως δε εξύπνησεν, εννόησε το όραμα και ζητήσασα άδειαν παρά της μητρός αυτής, ίνα δήθεν μεταβή εις την τροφόν της, προσήλθεν εις τον Επίσκοπον και εβαπτίσθη. Λαβούσα η Πελαγία το Άγιον Βάπτισμα παρέδωκεν ευθύς εις τον Επίσκοπον τον πολύτιμον αυτής ιματισμόν, ίνα διανείμη τούτον εις τους πτωχούς· αύτη δε πορευθείσα εις την τροφόν της με τα ταπεινά φορέματα, με τα οποία ενεδύθη μετά το Άγιον Βάπτισμα, και μη γενομένη δεκτή παρ’ αυτής, επέστρεψεν έπειτα εις την μητέρα της με αυτήν την ταπεινήν ενδυμασίαν. Η δε μήτηρ της, ιδούσα ταύτην τόσον πτωχικώς ενδεδυμένην, ησθάνθη λύπην ανυπόφορον. Επειδή δε η μήτηρ της, αν και την παρεκίνει να αλλάξη τα φορέματα εκείνα και να αρνηθή τον Χριστόν, δεν ηδυνήθη να την καταπείση, δια τούτο απεκάλυψε το γεγονός εις τον υιόν του Διοκλητιανού, όστις ήτο μνηστήρ της. Εκείνος τότε, λυπηθείς καθ’ υπερβολήν, διότι η Πελαγία ηθέτησε τον προς αυτόν έρωτα, αυτοεχειριάσθη. Μαθών όθεν τούτο ο πατήρ του Διοκλητιανός και οργισθείς σφόδρα, συνέλαβε την Πελαγίαν και ενέκλεισεν αυτήν εντός πεπυρακτωμένου χαλκίνου βοός και ούτως η μακαρία έλαβε τον του Μαρτυρίου ακήρατον στέφανον.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”