Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) του Αυγούστου, η ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν Αγίοις

Δημοσίευση από silver »

Σπυρίδων ο εν Αγίοις πατήρ ημών αείποτε πλείστα θαύματα επιτελεί, μεταξύ δε των υπερφυών θαυμάτων αυτού μέγα τω όντι και εξαίρετον είναι το κατά Αγαρηνών τερατούργημα, δια το οποίον άπασα η Κέρκυρα θαυμάζει και λαμπρά τη φωνή ανακηρύττει το παράδοξον· έχει δε η υπόθεσις ούτω. Πολέμου ποτέ γενομένου μεταξύ Ενετών και Ισμαηλιτών, μετά την άλωσιν της Πελοποννήσου, οι Αγαρηνοί εθεώρησαν καλόν να καταλάβουν και την Κέρκυραν. Ιδού λοιπόν κατά το χιλιοστόν επτακοσιοστόν δέκατον έκτον έτος από Χριστού, τη 24 του μηνός Ιουνίου, ενεφανίσθη εις τον λιμένα της πόλεως ισχυρός στόλος Ισμαηλιτών. Εκ του απροσδοκήτου τούτου κακού οι κάτοικοι της πόλεως της Κερκύρας κατελήφθησαν υπό θάμβους· πολυάριθμος δε στρατιά των επιδρομέων εξήλθεν εις την νήσον. Εσχεδίαζον δε να λεηλατήσουν αυτήν και να πολιορκήσουν την πόλιν δια ξηράς και θαλάσσης. Ήρχισε τότε άγριος πόλεμος, οι δε βάρβαροι κατέθλιβον τους Χριστιανούς δια πυρός και σιδήρου. Μετά δε σφοδράν μάχην, ήτις εκράτησεν επί πεντήκοντα ημέρας, η κυρία δύναμις των βαρβάρων εστράφη εναντίον της πόλεως της Κερκύρας. Τότε τα πλήθη των Ορθοδόξων, μη έχοντες άλλην ελπίδα, κατέφυγον εις τον προστάτην των Άγιον Ιεράρχην Σπυρίδωνα τον θαυματουργόν και δια στεναγμών και δακρύων, ημέραν τε και νύκτα παρεκάλουν αυτόν να τους προστατεύση και να τους απαλλάξη από τον προκείμενον κίνδυνον. Και πράγματι, ημέραν τινά, επανελθόντα τα στρατεύματα των Αγαρηνών εις τα ακραία τείχη της πόλεως, μετ’ ολίγον ουχί ολίγοι εξ αυτών ως κακοί κακώς απωλέσθησαν, κατασυντριβέντες οι άθλιοι δια πρεσβειών του θαυματουργού Ιεράρχου Σπυρίδωνος. Συνεπεία τούτου, εξαγριωθέντες έτι περισσότερον οι βάρβαροι, επήρχοντο κατά της Κερκύρας μετά μεγαλυτέρας σκληρότητος και εφόνευον απανθρώπως πάντας όσους ηδύναντο. Εις την κακίαν των δε ταύτην προσέθετον και απειλάς, ότι θα ενεργήσουν νέαν φοβεράν επιδρομήν κατά την οποίαν θα εξολοθρεύσουν πάντας, άλλους δι’ επωδύνου θανάτου και άλλους δια πικράς αιχμαλωσίας. Τότε οι δυστυχείς πολιορκημένοι επολλαπλασίασαν τας προσευχάς και τας δεήσεις αυτών, και ουδόλως έπαυον παρακαλούντες τον Άγιον δι’ ολονυκτίων δεήσεων να τους λυτρώση από τον κίνδυνον. Τότε εκεί όπου οι απηλπισμένοι Κερκυραίοι ανέμενον την παντελή καταστροφήν αυτών υπό των βαρβάρων, αίφνης, όρθρου έτι βαθέος, εμφανίζεται εις τους υπεναντίους ο μέγας πατήρ ημών Σπυρίδων, μετά πλήθους στρατιάς ουρανίου, κρατών εις τας χείρας αστραπόμορφον ξίφος και αποδιώκων αυτούς μετά θυμού. Το παράδοξον τούτο ιδόντες οι στρατιώται της δυνάμεως των Αγαρηνών και πανικοβληθέντες ετράπησαν εις φυγήν, σκοτισθέντες δε τους οφθαλμούς αλληλοεξωντώνοντο και αλληλοετραυματίζοντο. Έφυγον λοιπόν και συνετρίβησαν αποδιωχθέντες υπό του φόβου άνευ πολέμου ή πυρός ή μαχαίρας ή τινός διώκοντος, του θαυματουργού δε μόνον Σπυρίδωνος δι’ αοράτου δυνάμεως ανατρέψαντος τούτους και εκδιώξαντος εκ της νήσου. Ενώ δε τα στρατεύματα των πεζών και των ιππέων εδραπέτευον, απήρε και ο στόλος αυτών δια της κραταιάς δυνάμεως του Ιεράρχου και έμεινεν η πόλις της Κερκύρας ελευθέρα. Όταν λοιπόν ήρχισε να εξημερώνη και οι πολιορκημένοι ανέμενον την συνήθη μάχην, ουδένα εχθρόν έβλεπον, ούτε θόρυβόν τινα ήκουον, αλλά απόλυτον σιωπήν και ησυχίαν. Καταληφθέντες όθεν υπό περιεργείας εξήλθον των τειχών της πόλεως και ήλθον προς τας σκηνάς των αντιπάλων. Τότε μετά μεγάλης χαράς εγνώρισαν το εξαίσιον θαύμα και μετά πάσης ευφροσύνης σκιρτώντες ηγάλλοντο δια το καινόν και παράδοξον, διότι έβλεπον ότι οι Αγαρηνοί όχι μόνον έφυγον αλλά και πάντα τα πράγματά των εγκατέλειψαν. Φεύγοντες δε οι Αγαρηνοί ωμολόγουν ενώπιον πάντων ότι εδιώκοντο υπό σεβασμίου τινός Μοναχού, δηλαδή του Αγίου Σπυρίδωνος, και ενδόξου στρατιάς ουρανίου, οίτινες εφάνησαν εις τον αέρα και τους ηνάγκαζον να φεύγουν με μεγάλην ταχύτητα. Τότε μετά μεγάλης ευλαβείας έδραμον πάντες να αποδώσουν δόξαν και ευχαριστηρίους ωδάς εις τον θαυματουργήσαντα Ιεράρχην. Και αυτή δε η διοίκησις των Ενετών, η οποία εκυριάρχει τότε της νήσου, ανεγνώρισε και ανεκήρυξε τον Άγιον ρύστην και σωτήρα της νήσου και υπερασπιστήν των φιλοχρίστων δυνάμεων, και δια λιτών και υμνωδιών ευχαρίστως εδοξολόγησεν. Ω αψευδές δε τεκμήριον ευγνωμοσύνης και ευλαβείας κατασκευάσασα αργυράν πολυτελή κανδήλαν εξαιρέτου τέχνης, προσέφερεν αυτήν εις τον ιερόν αυτού Ναόν. Ταις του ημετέρου ποιμένος και προστάτου πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΦΩΤΙΟΥ και ΑΝΙΚΗΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Ανίκητος και Φώτιος οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ (288), του Φωτίου όντος ανεψιού του Αγίου Ανικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Νικομήδειαν εδημηγόρησε κατά των Χριστιανών, παρούσης εκεί και της Συγκλήτου Βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον πολλά είδη βασανιστηρίων οργάνων, απειλήσας ο ασεβέστατος ότι θέλει εξαφανίσει παντοιοτρόπως, και εξ αυτών των άκρων της Οικουμένης, εκείνους, όσοι επικαλούνται το όνομα του Χριστού· όταν, λέγω, ο αλιτήριος εκείνος τύραννος εβλασφήμησε κατά της Θεότητος και δόξης του Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρών και ο Μάρτυς του Χριστού Ανίκητος δεν εφοβήθη τας απειλάς του τυράννου, αλλά παρρησία ομολογήσας εαυτόν Χριστιανόν, ήλεγξε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κωφοί και αναίσθητοι. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους οι των ειδώλων λάτραι τόσον πολύ τον έδειραν τον Άγιον, ώστε εκ των ραβδισμών έγιναν πληγαί και σχισίματα εις όλον το σώμα του, δια των οποίων εφαίνοντο τα οστά του. Έπειτα αφήκαν λέοντα κατ’ αυτού, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη, επειδή εκτός του ότι ο λέων ήτο μεγαλόσωμος και ώρμησε με λύσσαν και μανίαν, εβρυχήθη προς τούτοις και με φοβερόν και καταπληκτικόν βρυχηθμόν. Όταν όμως το θηρίον επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερον προβάτου, και λυπούμενον τον Μάρτυρα εσπόγγισε με τον δεξιόν του πόδα τον ιδρώτα, όστις έρρευσεν εις το πρόσωπόν του εκ του φόβου. Αφού λοιπόν ηυχαρίστησε τον Θεόν ο Άγιος, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, εκ του οποίου κατέπεσε το είδωλον του Ηρακλέους και έγινεν ως κονιορτός, αλλά και μέρος τι της πόλεως Νικομηδείας εκρημνίσθη και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν. Όθεν προσέταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσωσι τον Μάρτυρα. Επειδή δε ο επί τούτω στρατιώτης, επιχειρών να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διότι εκρατήθη η χειρ του και δεν ηδύνατο να καταβιβάση το ξίφος, μετέβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν και δέσας τον Άγιον εις τροχόν, έστρωσε πυρ υποκάτω. Κοπτομένων λοιπόν των μελών του αθλητού υπό του τροχού, και υπό του πυρός καιομένων, προσηυχήθη ούτος εις τον Θεόν· προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! Ελύθησαν τα δεσμά, ο τροχός εστάθη και το πυρ εσβέσθη. Τότε ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε πλησίον του Αγίου, και εναγκαλισάμενος αυτόν ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Εδέθη λοιπόν και αυτός μετά του θείου του με αλύσεις σιδηράς και ερρίφθησαν αμφότεροι εν τη φυλακή, έπειτα εξεσχίσθησαν, εκάησαν και υπό του δήμου ελιθοβολήθησαν εν τω θεάτρω. Εις όλας δε τας βασάνους ταύτας αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Χριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα εκ των ποδών και εσύρθησαν υπό ίππων αγρίων· μετά ταύτα πάλιν τους έδειραν δυνατά και με άλας και όξος έτριψαν τα πεπληγωμένα μέλη των, και ούτω ριφθέντες εν τη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα έτη. Αφού λοιπόν κατεξηράνθησαν ως εκ της πολυχρονίου κακοπαθείας της φυλακής, τότε ήναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Αντωνίνου και εκεί ενέκλεισε τους Αγίους, προσευχηθέντων δε των Μαρτύρων εσχίσθη η βάσις του λουτρού, και ανέβλυσε κάτωθεν πολύ ύδωρ, οι δε Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι όχι εντός λουτρού πεπυρακτωμένου, αλλά εις δροσερόν περιβόλιον. Ύστερον εσκέφθη ο ασεβής Διοκλητιανός και κατεσκεύασε κάμινον εις είδος χωνίου, εστερεωμένην επί σιδηρών στηλών. Εις ταύτην λοιπόν βληθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε ότι, αφού ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας, τα δε σώματα αυτών συρθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα ήσαν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη το πυρ ούτε καν τρίχα της κεφαλής των. Τελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον αυτών Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΓ΄ (13η) του Αυγούστου, μνήμη της αοιδίμου και παμμακαρίστου βασιλίσσης ΕΙΡΗΝΗΣ

Δημοσίευση από silver »

και κτιτορίσσης της σεβασμίας Μονής του Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού ΕΙΡΗΝΗΣ, της δια του αγίου και αγγελικού σχήματος μετονομασθείσης ΞΕΝΗΣ Μοναχής.

Ειρήνη η αοίδιμος βασίλισσα εγεννήθη μεν υπό γονέων ευτυχών βασιλέων της Δύσεως, εκ νεαράς δε ηλικίας εδείκνυεν η μακαρία οποία μέλλει να γίνη ακολούθως, καθώς και τα εύκαρπα δένδρα δεικνύουσιν άμα τη αρχή της βλαστήσεώς των οποίους καρπούς μέλλουσι να αποφέρωσι· προκόπτουσα δε έγινεν εις όλους ονομαστή και περίφημος, διότι η αρετή συνηθίζει να φανερώνη τους μεταχειριζομένους αυτήν, καν εκείνοι ώσι κεκρυμμένοι εις γωνίαν τινά ή απόκεντρον τόπον. Επειδή δε τότε εζητείτο υπό των αοιδίμων βασιλέων Αλεξίου του Κομνηνού και της τούτου συζύγου Ειρήνης, οι οποίοι εν έτει αο΄ (1070) εβασίλευον, ωραία και ενάρετος κόρη, εύρον την αοίδιμον ταύτην Ειρήνην, ήτις συνεκέντρωνεν εις εαυτήν όλα τα καλά και ταύτην συνήψαν δια γάμου με τον θεοπάροχον αυτών βλαστόν και πορφυρογέννητον βασιλέα Ιωάννην. Όθεν τα πάντα επληρώθησαν ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Εγέννησε λοιπόν η μακαρία αύτη με τον ρηθέντα Ιωάννην τέκνα οκτώ, τέσσαρα άρρενα και τέσσαρα θήλεα, τα οποία ανέθρεψε μεγαλοπρεπώς και βασιλικώς. Ύστερον δε, λογιζομένη τα γόητρα του κόσμου τούτου και αυτήν έτι την βασιλείαν ως μηδέν, έλεγε μυστικώς καθ’ εαυτήν το του Δαβίδ· «Τις ωφέλεια εν τω αίματί μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Όθεν δεν έπαυε νυχθημερόν η τρισολβία να λατρεύη τον Θεόν δια των μεσολαβήσεων και παρακλήσεών της εις τον βασιλέα προς βοήθειαν των δεομένων, υπερασπιζομένη μεν και παντοιοτρόπως ευεργετούσα τους χρείαν έχοντας, χαίρουσα δε περισσότερον εις το να δίδη αυτή και να ελεή τους πτωχούς, παρά εις το να λαμβάνη παρ’ άλλων. Αλλά και όσα χρήματα περιήλθον εις χείρας της προ του να στεφθή βασίλισσα, όλα τα διένειμεν εις τους πένητας ούσα προστάτις των ορφανών και χηρών και των Μοναστηρίων, τα οποία επλούτισε δια χρημάτων. Τας δε άλλας αρετάς αυτής πως δύναμαι να διηγηθώ ή πως να απεικονίσω την προότητα αυτής, το ήρεμον, την ταπεινοφροσύνην, την εις πάντας ευπροσηγορίαν, την χάριν, την ετοιμολογίαν, την μακροθυμίαν; Διότι ουδέποτε ωργίσθη η μακαρία ουδέ εκινήθη εις ύβριν κατά τινος ή εκδίκησιν, αλλά και αν έπρεπε να μειδιάση, το μειδίαμά της ώφειλε να είναι σεμνότατον. Πάντοτε επένθει και ελυπείτο εαυτήν, διότι πάντοτε είχε προ των χειλέων της τους πενθικούς ψαλμούς του Δαβίδ· επειδή δε εσεμνύνετο εις την εγκράτειαν, έχαιρε καταξηραίνουσα το σώμα της με ευτελή και αυτοσχέδια φαγητά, διότι προέκρινε να ζη ασκητικώς. Ταύτα πάντα όμως δεν ενόμιζεν η αξιέπαινος αποχρώντα όπως ευχαριστήση τον θεοφιλή σκοπόν της· όθεν αφού μετά ταύτα έγινε βασίλισσα, κατεφρόνησεν όλα τα της βασιλείας πράγματα και αυτά ακόμη τα της ζωής. Δια τούτο και την βασιλικήν Μονήν, την επονομαζομένην του Παντοκράτορος, αυτή έκτισεν η αοίδιμος εκ θεμελίων, ομοίως και τους νυν ορωμένους περικαλλείς Ναούς και τα ξενοδοχεία και γηροκομεία, τα οποία υπερέβησαν τους τε αρχαίους ναούς και τα αρχαία ξενοδοχεία και γηροκομεία, ως και τα νέα κατά την τοποθεσίαν και ωραιότητα. Μεγάλως δε συνέτεινε και συνήργησεν εις τας οικοδομάς και τεχνικάς συμμετρίας όλων των ανωτέρω κτιρίων ο νέος Βεσελεήλ, ο πάντιμος, λέγω, Νικηφόρος, ο οικειότατος άνθρωπος της μακαρίας ταύτης Ειρήνης, όστις μετά τοσαύτης σπουδής και προθυμίας επεμελήθη την τελείωσιν των ανωτέρω ευαγών οικοδομημάτων της, ώστε ουδέ ύπνον έδιδεν ο αοίδιμος εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του. Ταύτα λοιπόν πάντα τελειώσασα η αοίδιμος Ειρήνη τη συνεργεία του ρηθέντος Νικηφόρου, προυξένησεν εις την βασιλεύουσαν των πόλεων Κωνσταντινούπολιν τερπνόν και χαροποιόν εγκαλλώπισμα, χαίρουσα μεν δια την τούτων επιτυχίαν και ωραιότητα, τω Θεώ δε δι’ αυτά ευχαριστούσα και υπέρ αυτών προσευχομένη. Επειδή δε η μακαρία αύτη εχρειάζετο μεγαλύτερον βοηθόν όπως εντελώς πραγματοποιήση τους θεαρέστους σκοπούς της, επέτυχε και τούτου ούτω πως. Λαβούσα ποτέ εκ της χειρός τον σύζυγον αυτής και βασιλέα, εισήλθεν εντός του περικαλλούς Ναού του Παντοκράτορος, τον οποίον αυτή έκτισεν· είτα πεσούσα κατά γης, και την κεφαλήν προσκολλήσασα εις το ιερόν έδαφος του Ναού, έλεγε μετά δακρύων· «Δέξαι, ω Δέσποτα, τον εκ Θεού κατασκευασθέντα Ναόν δια την χάριν Σου». Προσθέτουσα δε δάκρυα επί δακρύων, εβεβαίωνεν η μακαρία, ότι δεν θέλει εγερθή εκ του εδάφους, εάν δεν λάβη την βεβαιότητα της αιτήσεώς της. Αφού δε ήκουσε του βασιλέως, υποσχεθέντος ότι θέλει εκτελέσει την αίτησιν και επιθυμίαν της, ότι θέλει αγωνισθή, και υπέρ δύναμιν, να αφιερώση ιερά κειμήλια και κτήματα διάφορα εις τον Ναόν, ότι δια των κινητών και ακινήτων πραγμάτων και των ενιαυσίων προσόδων θέλει καταστήσει την σεβασμίαν ταύτην Μονήν εξέχουσαν και υπερτερούσαν των άλλων της πόλεως Μοναστηρίων, και ότι ο εν αυτώ σεβόμενος και τιμώμενος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το εξής θα είναι και θα ονομάζηται Παντοκράτωρ, ως και τη αληθεία είναι και ονομάζεται – ταύτα, λέγω, ακούσασα η αοίδιμος Ειρήνη, ηγέρθη εκ του εδάφους ευφροσύνης αρρήτου έμπλεως· όθεν και εις το εξής ηγαλλιάτο τω πνεύματι, επειδή απέβαλεν από του λογισμού της το βάρος και την φροντίδα του Μοναστηρίου. Δεν παρήλθε χρόνος πολύς και μεταβάσα η αοίδιμος αύτη εις την Βιθυνίαν, εκεί απήλθε προς τον Παντοκράτορα Κύριον, τον οποίον επόθησε, αφού προηγουμένως έλαβε το αγγελικόν σχήμα μετονομασθείσα Ξένη· το δε τίμιον αυτής λείψανον ενεταφιάσθη εις το παρ’ αυτής κτισθέν Μοναστήριον του Παντοκράτορος. Αφού δε ετελειώθη η υπόσχεσις, την οποίαν έδωκεν ο ευσεβής βασιλεύς, τότε και το Μοναστήριον του Παντοκράτορος ηυξήθη και επλατύνθη τόσον, ώστε επρώτευε μεταξύ όλων των Μοναστηρίων της Κωνσταντινουπόλεως. Μετ’ ολίγον δε και αυτός ο ευσεβέστατος και αοίδιμος βασιλεύς Ιωάννης αφήκε την επίγειον ταύτην βασιλείαν και μετέβη προς τον επουράνιον Δεσπότην και Βασιλέα Θεόν, το δε λείψανον αυτού ενεταφιάσθη εις το αυτό Μοναστήριον του Παντοκράτορος, το παρ’ αυτού αυξηθέν και λαμπρυνθέν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Προφήτου ΜΙΧΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Μιχαίας ο Άγιος Προφήτης εις εκ των δώδεκα Προφητών, των μικρών λεγομένων, ήτο εκ της φυλής του Εφραίμ, υιός Ιωράμ, γεννηθείς εις τόπον λεγόμενον Μωρασθεί, προεφήτευσε δε έτη πδ΄ (84) και προέλαβε την έλευσιν του Χριστού έτη χστ΄ (606). Επειδή δε ήλεγχε τον βασιλέα Σαμαρείας Αχαάβ δια τας πολλάς και διαφόρους αμαρτίας του, εμισείτο παρ’ εκείνου, γνωρίζων δε τούτο ο Προφήτης ανεχώρει και ως επί το πλείστον έζη εις τα όρη, ίνα μη συναχώς εμφανιζόμενος και ελέγχων τον βασιλέα κινήση την οργήν αυτού και καταδικασθή εις θάνατον. Αφού δε απέθανεν ο Αχαάβ, ήλεγχεν ο Προφήτης τον υιόν του Αχαάβ, Ιωράμ ονομαζόμενον, δια τας παρανομίας εις τας οποίας και ούτος προέβαινεν, ακολουθών τα ίχνη του πατρός του. Ο δε Ιωράμ, νέος ων, δεν ηνείχετο τον έλεγχον του Προφήτου· όθεν συλλαβών αυτόν και κρεμάσας τον εθανάτωσε, το δε λείψανον αυτού έρριψεν εις τον εκεί πλησίον κρημνόν. Οι συγγενείς του όμως λαβόντες αυτό, το έθαψαν με τιμάς εις την πατρίδα του, την καλουμένην Μωραθή, εν τω κοιμητηρίω του Ενακείμ· ο δε τάφος αυτού είναι εγνωσμένος.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) του Αυγούστου, η Μετάστασις της Υπερενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρί

Δημοσίευση από silver »


Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ηθέλησε να παραλάβη παρ’ εαυτώ την Μητέρα Του, τότε εφανέρωσεν εις αυτήν προ τριών ημερών δι’ Αγγέλου (όστις λέγουσιν ότι ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) την από γης εις ουρανόν μετάστασιν αυτής. Ελθών δε προς αυτήν ο Άγγελος είπε· «Τάδε λέγει ο Υιός σου – Καιρός είναι να παραλάβω πλησίον μου την Μητέρα μου – Όθεν μη ταραχθής δια τούτο, αλλ’ ευφροσύνως δέξαι το μήνυμα, επειδή μεταβαίνεις εις ζωήν αθάνατον». Τούτο μαθούσα η Θεοτόκος εχάρη χαράν μεγάλην, και φλεγομένη υπό του πόθου να μεταβή προς τον Υιόν της, ανέβη μετά σπουδής και προθυμίας εις το όρος των Ελαιών, ίνα προσευχηθή (διότι η πανύμνητος είχε τοιαύτην συνήθειαν, να αναβαίνη συχνότατα εις το όρος τούτο). Εγένετο δε θαύμα παράδοξον κατά την εκεί ανάβασιν της Θεοτόκου, διότι έκλιναν την κορυφήν αυτών τα δένδρα, τα εν τω όρει πεφυτευμένα, ως να ήσαν έμψυχα και λογικά, και ούτω προσεκύνησαν και απέδωκαν, κατά το πρέπον, σέβας και τιμήν εις την Κυρίαν και Δέσποιναν του κόσμου. Αφού δε η Πανάχραντος προσηυχήθη επ’ αρκετόν, επανήλθεν εις τα ίδια, και, ω του θαύματος! Παρευθύς εσείσθη όλη η οικία. Έπειτα ανάψασα η Δέσποινα φώτα πολλά και ευχαριστήσασα τον Θεόν, εκάλεσε τας συγγενείς αυτής και γείτονας· καθαρίζει τον οίκον της, ευτρεπίζει την νεκρικήν κλίνην, και ετοιμάζει όλα τα προς την ταφήν αναγκαία. Φανερώνει δε και εις τας άλλας γυναίκας τους λόγους τους οποίους ελάλησε προς αυτήν ο Άγγελος περί της εις ουρανούς μεταστάσεώς της, και εις πληροφορίαν και πίστωσιν των λεγομένων δεικνύει εις αυτάς το χαροποιόν και νικητικόν σημείον, το οποίον έλαβε παρά του Αγγέλου· τούτο δε ήτο κλάδος φοίνικος. Αι προσκεκλημέναι γυναίκες, ακούσασαι το λυπηρόν τούτο μήνυμα, εθρήνουν και έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπον αυτών, οδυρόμεναι με φωνάς σπαρακτικάς, παύσασαι όμως τους θρήνους, παρεκάλουν την Δέσποιναν να μη τας αφήση ορφανάς. Η δε Θεοτόκος τας εβεβαίωσεν, ότι, και αφού μεταστή εις τους ουρανούς, θέλει διαφυλάττει όχι μόνον αυτάς, αλλά και όλον τον κόσμον· όθεν δια των τοιούτων παραμυθητικών λόγων διεσκέδασε την υπερβάλλουσαν θλίψιν των. Έπειτα διώρισεν η Πάναγνος περί των δύο φορεμάτων της, να λάβωσι δηλαδή ανά εν εκάστη των δύο χηρών, αι οποίαι ήσαν σχετικαί προς αυτήν και φίλαι και ετρέφοντο παρ’ αυτής. Ενώ δε ταύτα διέτασσεν η πανάμωμος, ω του θαύματος! Ηκούσθη αίφνης ήχος δυνατής βροντής, και ευθύς συνεπυκνώθησαν εκεί πλείστα όσα νέφη, τα οποία αρπάσαντα εκ των περάτων της οικουμένης άπαντας τους Αποστόλους, έφεραν αυτούς εις την οικίαν της Θεοτόκου. Μετά των Αποστόλων δε ήλθε και ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος, ο Άγιος Ιερόθεος, διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος και οι λοιποί θεόσοφοι Ιεράρχαι, επί των νεφελών φερόμενοι. Ούτοι δε άμα μαθόντες την αιτίαν, δια την οποίαν αιφνιδίως και παραδόξως συνήχθησαν, έλεγον προς την Θεοτόκον ταύτα· «Σε, Δέσποινα, βλέποντες ημείς ζώσαν και διαμένουσαν εν τω κόσμω, παρηγορούμεθα, ως αν εβλέπομεν τον Υιόν σου και Δεσπότην ημών και διδάσκαλον. Επειδή δε τώρα τη βουλή του Υιού και Θεού σου μεταβαίνεις εις τα ουράνια, δια τούτο θρηνούμεν, ως βλέπεις, και δακρύομεν, καίτοι άλλως χαίρομεν δια τα επί σοι οικονομούμενα». Ταύτα δε λέγοντες, έβρεχον με δάκρυα το πρόσωπόν των. Τότε η Θεοτόκος απεκρίθη προς αυτούς· «Ω φίλοι και μαθηταί του εμού Υιού και Θεού, μη μεταβάλλετε εις πένθος και λύπην την χαράν μου, αλλά ενταφιάσατε το σώμα μου, καθώς εγώ θέλω το προετοιμάσει επί του νεκροκραββάτου». Όταν δε ετελείωσε τους λόγους τούτους, ιδού φθάνει και ο θεσπέσιος Απόστολος Παύλος, το σκεύος της εκλογής, όστις πεσών εις τους πόδας της Θεομήτορος προσεκύνησεν αυτήν, ανοίξας δε το στόμα του την ενεκωμίασε με πολλά και ουράνια εγκώμια λέγων· «Χαίρε, ω Μήτερ της ζωής και του εμού κηρύγματος η υπόθεσις, διότι καίτοι εγώ δεν είδον σωματικώς επί της γης τον Υιόν σου, Σε όμως βλέπων ενόμιζον ότι βλέπω εκείνον τον ίδιον». Μετά ταύτα αποχαιρετά όλους η Παρθένος, ανακλίνεται επί του νεκροκραββάτου, σχηματίζει το πανάχραντον αυτής σώμα καθώς ηθέλησε, προσφέρει δεήσεις και ικεσίας εις τον Υιόν της δια την σύστασιν και ειρήνην όλου του κόσμου, πληροί τους Αποστόλους και Ιεράρχας εκ της ευλογίας του Υιού της, της δι’ αυτής διδομένης εις τους ανθρώπους, και ούτως αφήνει εις τας χείρας του Υιού και Θεού της την ολόφωτον και παναγίαν ψυχήν της. Τότε ο κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος ήρχισε πρώτος να εκφωνή εις την Θεοτόκον εγκώμια επιτάφια, οι δε λοιποί Απόστολοι ήγειραν το νεκροκράββατον, και άλλοι μεν προεπορεύοντο κρατούντες λαμπάδας και φώτα και ψάλλοντες ύμνους, άλλοι δε παρηκολούθουν, προπέμποντες εις τον τάφον το θεοδόχον σώμα της Θεομήτορος. Τότε δη και οι Άγγελοι ηκούοντο ψάλλοντες εν Ουρανοίς, και αι φωναί των Ασωμάτων Δυνάμεων επλήρουν την ατμόσφαιραν. Όλα δε ταύτα μη υποφέροντες να βλέπωσι και να ακούωσιν οι φθονεροί άρχοντες των Ιουδαίων, παρεκίνησάν τινας εκ του λαού και έπεισαν αυτούς να κρημνίσωσιν εις την γην το ιερόν νεκροκράββατον, επί του οποίου εφέρετο το ζωαρχικόν σώμα της Θεοτόκου· αλλ’ όμως η θεία δίκη επρόφθασε και ετιμώρησε τους τούτο τολμήσαντας, τυφλώσασα πάντων τους οφθαλμούς. Ένα δε εξ αυτών εστέρησεν όχι μόνον των οφθαλμών, αλλά και των χειρών του, καθότι αυτός μετά περισσοτέρας θρασύτητος ή οι άλλοι ώρμησε και ασεβώς ήγγισε την ιεράν εκείνην κλίνην· έμειναν δε κρεμασμέναι εις την κλίνην αι τολμηραί χείρες του, τας οποίας η σπάθη της θείας δίκης απέκοψεν. Έγινε λοιπόν ο τάλας εκείνος ελεεινόν και αξιοδάκρυτον θέαμα· πιστεύσας όμως ύστερον εξ όλης ψυχής όχι μόνον αυτός ιατρεύθη και αποκατέστη υγιής, ως πρότερον, αλλά και εις τους άλλους, οι οποίοι ετυφλώθησαν, έγινεν αίτιος ιατρείας και σωτηρίας, διότι λαβών μικρόν τεμάχιον εκ του ιματίου της Θεοτόκου, και επιθέσας αυτό επί των τυφλωθέντων, ω του θαύματος! Ιάτρευσεν αυτούς εκ του πάθους της τυφλότητος και εκ του πάθους της απιστίας. Φθάσαντες δε οι Απόστολοι εις το χωρίον Γεθσημανή ενεταφίασαν το πάναγνον σώμα της Θεοτόκου, και τρεις ημέρας προσμένουσιν εκεί, ακούοντες ακαταπαύστως, καθ’ όλον το χρονικόν τούτο διάστημα, τους ύμνους και τας μελωδίας των Αγίων Αγγέλων. Επειδή δε, κατά θείαν οικονομίαν, ως λέγεται, εις εκ των Αποστόλων (ο Θωμάς ως οι πλείστοι διϊσχυρίζονται) δεν παρευρέθη εις την κηδείαν του ζωαρχικού σώματος της Θεομήτορος, αλλ’ ήλθε την τρίτην ημέραν, πολύ ελυπείτο επειδή δεν ηξιώθη να γίνη και αυτός αυτόπτης των όσων ηξιώθησαν να ίδωσιν οι λοιποί Απόστολοι· όθεν κοινή ψήφω οι Απόστολοι άπαντες ηνέωξαν τον τάφον, ίνα προσκυνήση το σώμα της Θεοτόκου ο καθυστερήσας Απόστολος. Τότε δε εξέστησαν άπαντες, διότι εύρον κενόν μεν τον τάφον, μόνον δε την σινδόνα περιέχοντα, ήτις έμεινε παραμυθία δια την μέλλουσαν λύπην των Αποστόλων και μαρτυρία και απόδειξις αψευδής της εκ του τάφου μεταθέσεως της Θεοτόκου, επειδή και μέχρι σήμερον ο εν τη πέτρα εσκαμμένος τάφος αυτής φαίνεται και προσκυνείται κενός σώματος εις δόξαν και τιμήν της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Τελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εν τω σεβασμίω οίκω των Βλαχερνών, πανηγυρίζεται δε και εις όλας τας κατά τόπους Εκκλησίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Κυρίου και Θεού και

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΣΤ΄ (16η) του Αυγούστου, η ανάμνησις της εισόδου της αχειροτεύκτου μορφής του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ εκ της Εδεσσηνών πόλεως, εις ταύτην την θεοφύλακτον Βασιλίδα ανακομισθείσης.

Όταν ο Κύριος και Μέγας Θεός και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός επί της γης ευρισκόμενος εποίει θαύματα πολλά και εξαίσια δια της αυτού αγαθότητος, - καθώς ταύτα αναφέρονται εις τα θεία και ιερά Ευαγγέλια, - και η φήμη αυτών διεδίδετο εις όλα τα μέρη του κόσμου, τότε ο Τοπάρχης Εδέσσης, Αύγαρος ονομαζόμενος, ακούσας την τοιαύτην φήμην, επεθύμησε να υπάγη εις την Ιερουσαλήμ, ίνα ίδη τον Κύριον με τους ιδίους του οφθαλμούς. Δεν ηδύνατο όμως, επειδή έπεσεν εις ασθένειαν και πάθος αθεράπευτον, διότι λέπρα μαύρη εξανθήσασα εις όλον του το σώμα κατέτρωγεν αυτό και κατέφθειρε, και προς τούτοις ετυράννει αυτόν και άλλη ασθένεια, η αρθρίτις (ούτως ονομαζομένη, διότι ευρίσκεται εις όλα τα άρθρα, ήτοι εις τας αρμονίας και κλειδώσεις του σώματος)· και η μεν λέπρα προυξένει εις αυτόν ασχημίαν και ταλαιπωρίαν μεγάλην, η δε αρθρίτις πόνους δριμυτάτους. Όθεν δια τα δύο ταύτα πάθη δεν εξήρχετο του οίκου του, ούτε όλως εφαίνετο εις τους υπηκόους του. Κατά δε τας ημέρας του σωτηρίου πάθους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγραψεν επιστολήν προς τον Κύριον, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν δια τινος Ανανίου, εις τον οποίον παρήγγειλε να ιστορήση το μέγεθος του σώματος του Κυρίου, και το χρώμα των τριχών και του αγίου προσώπου του, και απλώς να εικονίση με πάσαν ακρίβειαν το χαρακτήρα όλου του σώματός του, και να τον φέρη εις αυτόν, διότι ήξευρεν άριστα την ζωγραφικήν τέχνην ο Ανανίας· η δε επιστολή του Αυγάρου περιείχε ταύτα:
Αύγαρος τοπάρχης πόλεως Εδέσσης, Ιησού Σωτήρι, αγαθώ ιατρώ αναφανέντι εν Ιεροσολύμοις.
«Ήκουσα τα περί Σου φημιζόμενα θαύματα και τας ιατρείας, τας υπό Σου γινομένας, άνευ ιατρικών βοτάνων, διότι, ως η φήμη διαλαλεί, Συ κάμνεις τους τυφλούς να αναβλέπωσι, τους χωλούς να περιπατώσι· Συ καθαρίζεις τους λεπρούς· Συ διώκεις τα ακάθαρτα πνεύματα και τους δαίμονας· Συ ιατρεύεις τους πάσχοντας από μακράς και πολυχρονίους ασθενείας· Συ και νεκρούς ανιστάς. Όθεν εγώ ακούσας περί Σου όλα τα θαυνάσια ταύτα, εσυλλογίσθην εν εκ δύο τούτων, ή ότι Συ, ο τοιαύτα ποιών, είσαι Υιός του Θεού, ή ότι είσαι Θεός. Δια τούτο λοιπόν έγραψα προς Σε, και Σε παρακαλώ να κάμης τον κόπον και να έλθης προς με, ίνα ιατρεύσης το πάθος μου. Ήουσα δε και τούτο, ότι οι Ιουδαίοι γογγύζουσι κατά Σου, και έχουσι σκοπόν να Σε κακοποιήσωσιν· η δε πόλις μου Έδεσσα, ούσα μεν μικροτάτη, αλλά σεμνή, θα εξαρκέση εις αμφοτέρους ημάς ίνα κατοικώμεν εν αυτή με ειρήνην». Ο Ανανίας λοιπόν, ελθών εις την Ιερουσαλήμ, έδωκεν εις τον Κύριον την ανωτέρω επιστολήν, έπειτα δε ενατένιζεν εις το άγιον αυτού πρόσωπον επιμελώς και μετά προσοχής μεγάλης· μη δυνάμενος δε να πλησιάση εις τον Κύριον, δια το πολύ πλήθος του λαού, το οποίον εκεί συνέρρεεν, ανέβη και εκάθισεν επί πέτρας, η οποία εξείχεν ολίγον της γης, και ούτω δια μεν του βλέμματος έβλεπεν εις το πρόσωπον του Κυρίου, δια δε της χειρός ήγγιζεν εις την κέραμον και εσχεδίαζε την του προσώπου ομοίωσιν. Δεν ηδύνατο όμως να ιστορήση ακριβώς το άγιον αυτού πρόσωπον, διότι άλλοτε μεν αυτό εφαίνετο με άλλην θεωρίαν, άλλοτε δε πάλιν μετέβαλλεν όψιν. Τότε ο Κύριος, ο των καρδιών εξεταστής και των κρυφίων γνώστης, γνωρίσας τον εγκάρδιον σκοπόν του Ανανίου, εζήτησε νερόν ίνα νιφθή, νιψάμενος δε έλαβεν ύφασμα δεδιπλωμένον με τέσσαρας δίπλας, και με αυτό εσπόγγισε το θείον και άχραντον αυτού πρόσωπον, και ω του θαύματος! Παρευθύς ετυπώθη εις το τετράδιπλον εκείνο μανδήλιον το θεανδρικόν αυτού πρόσωπον· όθεν λαβών αυτό το έδωκεν εις τον Ανανίαν λέγων· «Απόδος τούτο εις εκείνον όστις σε έστειλεν». Έγραψε δε και Επιστολήν εις τον Αύγαρον, ήτις είναι η επομένη εν μεταφράσει.

Η προς τον Αύγαρον επιστολή του Κυρίου

«Μακάριος είσαι, ω Αύγαρε, επειδή, χωρίς να με ίδης, επίστευσας εις εμέ. Είναι δε γεγραμμένον περί εμού, ότι εκείνοι μεν οι οποίοι με είδον οφθαλμοφανώς δεν πιστεύουσιν εις εμέ, ίνα οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες ζήσωσιν. Ως προς εκείνο το οποίον μοι γράφεις επιστολιμαίως, ότι να έλθω προς σε, ήξευρε ότι πρέπει να τελειώσω τα έργα δια τα οποία απεστάλην εις τον κόσμον υπό του Πατρός μου, και αφ’ ου ταύτα τελειώσω και αναληφθώ εις τους Ουρανούς προς τον αποστείλαντά με Πατέρα, τότε θέλω σοι αποστείλει έναν μαθητήν μου, Θαδδαίον ονομαζόμενον, ο οποίος το μεν πάθος σου θέλει ιατρεύσει, ζωήν δε αιώνιον και ειρήνην εν τω βίω τούτω θέλει χαρίσει εις σε και εις τους μετά σου· αλλά και εις την πόλιν σου Έδεσσαν θέλει βοηθήσει αρκετά, ίνα μη νικήση αυτήν εχθρός τις».
Εν τω τέλει δε της ανωτέρω επιστολής έβαλε σφραγίδας επτά, αι οποίαι ήσαν σημαδευμέναι με εβραϊκά γράμματα, μεθερμηνευόμενα ούτω: «Θεού θέα θείον θαύμα». Δεξάμενος δε ο Αύγαρος τον Ανανίαν περιχαρώς έπεσε και προσεκύνησε την αγίαν και άχραντον Εικόνα του Κυρίου με πίστιν και πόθον πολύν· και ούτω πάραυτα ιατρεύθη από της ασθενείας του, μόνον δε έμεινεν εις το μέτωπόν του ολίγον τι εκ της λέπρας. Μετά δε το σωτήριον πάθος και την Ανάστασιν και την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου, επήγεν ο Απόστολος Θαδδαίος εις την Έδεσσαν και εβάπτισε τον Αύγαρον και όλους τους ανθρώπους του, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος· άμα δε εξήλθεν ο Αύγαρος εκ της αγίας κολυμβήθρας εκαθαρίσθη και εκείνη η ολίγη λέπρα, ήτις είχε μείνει εις το μέτωπόν του. Έκτοτε δε ετίμα ο Αύγαρος και εσέβετο δια παντός τρόπου τον θείον χαρακτήρα του Κυρίου και το ομοίωμα· θέλων δε να τιμώσι και να προσκυνώσιν αυτόν ομοίως όλοι οι κάτοικοι της Εδέσσης, δια τούτο εις τα άλλα καλά τα οποία έπραξε προσέθηκε και τούτο: Αρχαίος τις και λαμπρός πολίτης της Εδέσσης Έλλην έστησε τον ανδριάντα αυτού επί της δημοσίας θύρας της πόλεως. Όθεν οι μέλλοντες να εισέλθωσιν εν τη πόλει ώφειλον να προσκυνώσι πρώτον τον ανδριάντα και να εύχωνται εκείνον του οποίου ήτο το άγαλμα, και έπειτα να εισέρχωνται. Τούτον λοιπόν τον ακάθαρτον ανδριάντα κρημνίσας ο Αύγαρος και εξαφανίσας, εις τον τόπον εκείνου έστησε την αχειροποίητον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού προσκολλήσας αυτήν επί σανίδος και καλλωπίσας· έγραψε δε επ’ αυτής και ταύτα: «Χριστέ ο Θεός ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ». Εξέδωκε δε και προσταγήν και νόμον έγγραφον, ότι πας ο εισερχόμενος δια της πύλης εκείνης εν τη πόλει της Εδέσσης έπρεπε πρώτον να αποδίδη σέβας και προσκύνησιν εις την θαυματουργόν εκείνην και τιμίαν Εικόνα του Κυρίου. Εφυλάττετο λοιπόν η προσταγή αύτη και ο νόμος μέχρι τέλους της ζωής του Αυγάρου και του υιού του· αφ’ ου δε ο έγγονος τούτου έγινε διάδοχος της πατρικής εξουσίας, απεστράφη την ευσέβειαν και επανεστράφη θεληματικώς εις την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν ηθέλησε να στήση επί της θύρας της Εδέσσης ανδριάντα δαιμονικόν και να κρημνίση την του Χριστού Εικόνα· τούτο δε γνωρίσας δια της θείας αποκαλύψεως ο τότε της Εδέσσης Επίσκοπος, έδειξε την πρέπουσαν περί τούτου φροντίδα και επιμέλειαν. Επειδή δε ο άνωθεν της θύρας τόπος ήτο κοίλος, κατεσκευασμένος με θόλον εν σχήματι κυλίνδρου, ήναψε μεν ο Επίσκοπος έμπροσθεν της αγίας Εικόνος του Χριστού λύχνον, έβαλε δε έμπροσθεν αυτού κεραμίδα, και κτίσας τον τόπον έξωθεν με πλίνθους και χρίσας με άσβεστον, έκλεισε το ένδοθεν μέρος, και εξίσωσε το τείχος εις ομαλήν επιφάνειαν· ούτω δε μη φαινομένης πλέον της Εικόνος του Κυρίου, απετράπη ο δυσσεβής του σκοπού του και δεν εκρήμνισεν αυτήν. Έκτοτε παρήλθε τοσούτος χρόνος, ώστε δεν ενεθυμείτο τις πλέον που ήτο κεκρυμμένη η αγία Εικών. Όταν δε ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, επί Ηρακλείου βασιλέως Ρωμαίων, εν έτει από Χριστού χιε΄ (615), επολέμει τας πόλεις της Ασίας, έφθασε μέχρις Εδέσσης· κατ’ αυτής δε πάντα λίθον κινήσας, έρριψεν εις φόβον και αγωνίαν τους κατοίκους, οι οποίοι προσφυγόντες εις τον Θεόν, και παρακαλέσαντες αυτόν μετά θερμών δακρύων και συντριβής καρδίας εύρον εν ακαρεί σωτηρίαν ούτω πως. Νύκτα τινά φαίνεται εις τον Επίσκοπον, Ευλάβιον ονομαζόμενον, γυνή τις ενδοξοτάτη, η οποία είπεν εις αυτόν, ότι πολύ καλώς θέλει πράξει, εάν λάβη την επί της θύρας της πόλεως κεκρυμμένην αχειροποίητον Εικόνα του Χριστού, δείξασα και τον τόπον δια της χειρός της. Ο δε Επίσκοπος, ελθών επί τόπου και σκάψας, ω του θαύματος! Εύρε την μεν θείαν Εικόνα του Κυρίου σώαν και αδιάφθορον, τον δε λύχνον ανημμένον μετά πεντακόσια και επέκεινα έτη· αλλά και εις την κέραμον την οποίαν ο τότε Επίσκοπος έβαλεν έμπροσθεν του αγίου Μανδηλίου εύρεν εκτετυπωμένην άλλην Εικόνα του Κυρίου, απαράλλακτον με την εν τω αγίω Μανδηλίω. Αμφότερα δε ταύτα τα θεία εκτυπώματα και τας Εικόνας του Κυρίου βλέποντες οι της Εδέσσης πολίται ενεπλήσθησαν άπαντες πνευματικής ευφροσύνης και αγαλλιάσεως. Λαβών λοιπόν ο Επίσκοπος την αγίαν Εικόνα του Κυρίου και λιτανείαν ποιήσας, επήγεν εις το μέρος της πόλεως, όπου έξωθεν έσκαπτον οι Πέρσαι· τούθ’ όπερ εννόησαν εκ του ήχου των χαλκών οργάνων. Όταν δε επλησίασεν εκεί ο Επίσκοπος, έρριψεν έλαιον εκ του λύχνου εις την ητοιμασμένην υπό των Εδεσσηνών πυράν, και παρευθύς η φλοξ ανάψασα εξηφάνισεν όλους τους Πέρσας· αλλά και εις το πυρ, το οποίον ανάψαντες έξω της Εδέσσης οι Πέρσαι έτρεφον με άπειρα ξύλα αποκοπέντα από των εκεί πλησίον δένδρων, άμα επλησίασεν ο Επίσκοπος μετά της θείας Εικόνος, ευθύς ηγέρθη σφοδρός άνεμος, και στρέψας την φλόγα κατά των Περσών, εδίωκε τούτους και κατέκαιεν. Όθεν ταύτα παθόντες οι Πέρσαι, ανεχώρησαν άπρακτοι. Επειδή δε εις την βασιλεύουσαν των πόλεων συνέτρεχον όλα τα καλά, ήτο δε Θεού θέλημα να θησαυρισθή εν αυτή συν τοις άλλοις και η αχειροποίητος αύτη και άχραντος Εικών του Κυρίου, δια τούτο ο τότε βασιλεύς των Ρωμαίων Ρωμανός (ο νέος δηλαδή, ο του Πορφυρογεννήτου Κωνσταντίνου υιός, ο βασιλεύσας κατά το εννεακοσιοστόν πεντηκοστόν ένατον έτος, και καλούμενος νέος προς διαφοράν του μητροπάτορος αυτού Ρωμανού, όντος γέροντος) κατέβαλε μεγάλην προσπάθειαν να πλουτίση και με τον πλούτον της αχειροποιήτου ταύτης Εικόνος την Βασιλεύουσαν. Όθεν κατά διαφόρους καιρούς έστειλεν εις την Έδεσσαν και εζήτησε την θεανδρικήν Εικόνα του Κυρίου παρά του εκείσε ευρισκομένου Αμηρά, δους εις αυτόν, χάριν του τοιούτου θησαυρού, δώδεκα χιλιάδας αργύρια και ελευθερώσας και διακοσίους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχη αιχμαλώτους· όχι δε μόνον ταύτα εποίησεν, αλλά και βεβαίως έδωκεν υποσχέσεις ενώπιον πολλών, ότι εις το εξής δεν θα πολεμώσι τα στρατεύματα των Ρωμαίων τους Σαρακηνούς. Με ταύτα λοιπόν και τα τοιαύτα επέτυχε της αιτήσεως, εκτελέσας όλα όσα υπεσχέθη. Όθεν επειδή ενέδωκεν ο Αμηράς να αποσταλή εις τον Ρωμανόν η θεία Εικών, ο Σαμοσάτων Επίσκοπος και ο Εδέσσης και άλλοι τινές ευλαβείς, λαβόντες το άγιον Εικόνισμα του Κυρίου (και την Χριστόγραφον Επιστολήν) ήρχισαν την οδοιπορίαν δια την Κωνσταντινούπολιν· πολλά δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν. Όταν δε έφθασαν εις την τοποθεσίαν των Οπτημάτων, εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον καλούμενον του Ευσεβίου, πολλοί ασθενείς προστέξαντες μετά πίστεως εις τον άγιον Χαρακτήρα του Κυρίου ιατρεύθησαν από τας διαφόρους ασθενείας των. Τότε δε προσήλθε και εις δαιμονιζόμενος, ο οποίος ταύτα προεφήτευσε λέγων· «Απόλαβε, ω Κωνσταντινούπολις, δόξαν, τιμήν και χαράν, και συ, Πορφυρογέννητε, απόλαβε την βασιλείαν σου». Πάραυτα δε ιατρεύθη ο άνθρωπος από το δαιμόνιον το οποίον τον επείραζε.Κατά δε το στυξζ΄ (6467) έτος από κτίσεως κόσμου, εν τη δεκάτη Πέμπτη του Αυγούστου μηνός, εν έτει δε από Χριστού εννεακοσιοστώ πεντηκοστώ ενάτω, επί Ρωμανού του βασιλέως, έφθασαν οι ανωτέρω Αρχιερείς εις Κωνσταντινούπολιν και επήγαν εις τον εν Βλαχέρναις Ναόν, φέροντες μεθ’ εαυτών και την αγίαν Εικόνα του Κυρίου, η οποία σεβασμίως και περιχαρώς προσεκυνήθη υπό τε των βασιλέων, των αρχόντων και του λοιπού λαού. Την δε επαύριον, ήτοι κατά την παρούσαν δεκάτην έκτην του Αυγούστου, σηκώσαντες την αγίαν Εικόνα επί των ώμων των ο Πατριάρχης Θεοφύλακτος και οι νεάζοντες βασιλείς (διότι ο Ρωμανός ασθενών δεν παρευρέθη), καθώς και όλη η Γερουσία μεθ’ όλου του εκκλησιαστικού πληρώματος, προέπεμψαν την αγίαν Εικόνα μετά της πρεπούσης δορυφορίας έως εις την καλουμένην Χρυσήν Πύλην. Έπειτα λαβόντες πάλιν αυτήν εκείθεν με ψαλμούς και ύμνους, και με μυριάδας λαμπάδων και φώτα, την μετέφεραν εις τον περιώνυμον και μεγαλώτατον της του Θεού Σοφίας Ναόν· αφού δε και εκεί εποίησαν την αρμόζουσαν τάξιν, ανέβησαν εις τα βασιλικά παλάτια, και εισελθόντες εις τον Ναόν της Θεοτόκου τον επονομαζόμενον του Φάρου, ενταύθα απέθεσαν το άγιον και τίμιον εκτύπωμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις δόξαν των Χριστιανών, εις φύλαξιν των βασιλέων, εις ασφάλειαν όλης της πόλεως και της των Χριστιανών καταστάσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου και πολυάθλου Οσιομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Νέου, του εκ Σαμα

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΖ΄ (17η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου και πολυάθλου Οσιομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Νέου, του εκ Σαμαρίνης της Ηπείρου καταγομένου και εν έτει αωη΄ (1808) αθλήσαντος.

Δημήτριος ο Οσιομάρτυς, ο νεοφανής του Χριστού αριστεύς, εγεννήθη κατά τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνος εν τινι χωρίω της Ηπείρου, καλουμένω Σαμαρίνα. Αγαπήσας την μοναχικήν πολιτείαν, εγκατέλειψε πάντα τα εν τω κόσμω, και άρας τον ζυγόν του Κυρίου, προσήλθεν εις τι Μοναστήριον της πατρίδος αυτού και εγένετο Μοναχός. Εις αυτό δια των καμάτων της εν πνεύματι ζωής και των καθ’ εκάστην θείων αναβάσεων καθήγνισε και σώμα και ψυχήν, και εγένετο σκεύος εκλεκτόν και δεκτικόν του θείου της χάριτος φωτισμού. Πνεύματι δε θείω κινούμενος και υπό Αποστολικού ζήλου εμφορηθείς, εξήλθε της εαυτού Μονής, και περιήρχετο τας πόλεις και χωρία της Θεσσαλίας κηρύττων τον λόγον της πίστεως, και διδάσκων υπομονήν και καρτερίαν «εν ταις ευρούσαις θλίψεσι» των ευσεβών τα πληρώματα, κατά την ζοφώδη εκείνην εποχήν της δουλείας και πικράς συνοχής, καθ’ ην απορία και αλλεπάλληλοι συμφοραί και περιστάσεις και πλείστοι κίνδυνοι περιεκύκλωσαν τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, λόγω της τότε υπό του «Παπά Ευθυμίου Βλαχάβα» καλουμένου εκραγείσης επαναστάσεως κατά των παραχωρήσει Θεού κρατούντων μισοχρίστων Αγαρηνών. Διαπρέπων λοιπόν ο μακάριος Δημήτριος εις τους ευαγγελικούς αγώνας, και «στύλος και εδραίωμα» των πιστών δεικνύμενος, συνελήφθη, διαβληθείς, υπό των Αγαρηνών, και προσαχθείς εις τον τύραννον Αλή πασάν, ωμολόγησεν ευθαρσώς την χριστώνυμον κλήσιν, και την ιεράν αποστολήν των περιοδειών και του κηρύγματος αυτού, των οποίων ο σκοπός ήτο ο στηριγμός των ευσεβών εις την πίστιν του Χριστού, η παρηγορία των θλιβομένων και περιστατουμένων ομοφύλων Χριστιανών και η υπακοή αυτών εις τους νόμους της εξουσίας. Εξοργισθείς εκ των λόγων τούτων ο τύραννος, ως μη ευρών ως ήλπιζεν εις την ομολογίαν του Μάρτυρος ενδείξεις καταμαρτυρούσας ενοχήν τόσον αυτού όσον και άλλων προσώπων, διέταξεν ίνα βασανίσωσι αυτόν σκληρώς. Και πρώτον εξήπλωσαν αυτόν προ των ποδών του τυράννου, όστις, αφού έπτυσεν εις το πρόσωπον του Μάρτυρος, διέταξε να εμπηχθώσιν ακίδες καλάμιναι εις τους όνυχας των χειρών και των ποδών αυτού, να διατρυπηθώσι δε και δι’ ομοίων οι βραχίονες του γενναίου αθλητού. Μετά θαυμαστής ανδρείας υπέμεινεν ο μακάριος Μάρτυς του Χριστού την σκληροτάτην ταύτην βάσανον, ενδυναμούμενος υπό της χάριτος του Κυρίου, μηδένα λόγον εκφέρων, αλλ’ ίστατο αφορών ατενώς εις τον ειπόντα Σωτήρα «ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται», ωσαύτως και την Άχραντον αυτού Μητέρα· «Βασίλισσα των ουρανών, ικέτευε υπέρ ημών». Μη τυχών ο τύραννος απαντήσεως, ή μάλλον αποκαλύψεως, ως έλεγε, των δήθεν συνενόχων αυτού, εξωργίσθη έτι μάλλον και διέταξεν ίνα δεθή η κεφαλή του Μάρτυρος δια σιδηράς κρικωτής αλύσεως, ήτις διαρκώς συνεσφίγγετο, εις εκάστην δε σύσφιγξιν ηρωτάτο ο Μάρτυς τίνες ήσαν οι συνένοχοι αυτού. Και εκείνος μεν εσιώπα, η δε άλυσις συνεσφίγγετο περισσότερον, έως ου τέλος εθραύσθη, χωρίς όχι μόνον να υποκύψη εκ του πόνου ο αήττητος Μάρτυς της αληθείας εις τας αξιώσεις των βασανιστών και ομολογήση ότι είχε συνενόχους, αλλά και να δείξη καν σημεία οδύνης το πρόσωπον αυτού. Δεν δυσαρεστείται ούτε λυπείται ο θαυμαστός και ουρανόφρων Δημήτριος δια τα σκληρά βασανιστήρια, εις τα οποία παρά των αντικειμένων υπεβάλλετο, αλλ’ αγανακτεί και λυπείται, διότι οι βασανίζοντες αυτόν ύβριζον και εβλασφήμουν διαρκώς το υπερύμνητον όνομα του Σωτήρος και της Παναχράντου αυτού Μητρός, των οποίων την χάριν επεκαλείτο εις βοήθειαν. Και η προς τον Σωτήρα Χριστόν κραταιά και πυρ πνέουσα πίστις, η όρη μετακινούσα, τοσαύτην ακαταμάχητον δύναμιν και ρώμην παρέχει εις την ψυχήν του μακαρίου Δημητρίου, ώστε πάντα τα δεινά κολαστήρια και τας αφορήτους τιμωρίας ως ουδέν ελογίζετο, και οι μεν τιμωρούντες αυτόν απηύδησαν εκ του κόπου, αυτός δε ίστατο στερεός και ακλόνητος, θάμβος και έκπληξιν εμβάλλων εις τους ορώντας αυτόν, αγωνιζόμενον τοιουτοτρόπως τον καλόν της πίστεως αγώνα. Μετά ταύτα ο καλλίνικος αθλητής ερρίφθη εις σκοτεινήν φυλακήν, εκδεχόμενος την άνωθεν παράκλησιν, και ευλογών τον Κύριον της δόξης, τον αξιώσαντα αυτόν να πάθη και υπομείνη τοσαύτα υπέρ του αγίου αυτού ονόματος. Την πρωϊαν της επαύριον εξήχθη εκ της φυλακής, και εκρεμάσθη από των ποδών, κάτωθεν δε αυτού οι βασανισταί ήναψαν πυράν εκ ρητινωδών ξύλων, της οποίας αι φλόγες κατέκαιον το δέρμα του κρανίου του Μάρτυρος, εν ω ο καπνός απέπνιγεν αυτόν. Φοβούμενοι όμως οι δήμιοι μη εκπνεύση ταχέως εκ της σκληράς ταύτης τιμωρίας και απαλλαγή από των πόνων, αποσύρουσιν αυτόν εκ της χαλεπής ταύτης βασάνου, και ρίπτουσι χαμαί επί του εδάφους ύπτιον, θέτουσιν επί του στήθους αυτού σανίδα, και ανελθόντες επ’ αυτής επήδων μετά μανίας, όπως συντρίψωσι τα οστά και συνθλίψωσι τα εντόσθια αυτού. Αλλά και πάντα ταύτα τα βασανιστήρια δεν υπήρξαν ικανά, ίνα νικήσωσι και κάμψωσι το αήττητον φρόνημα του μακαρίου ομολογητού της ευσεβείας Δημητρίου, ούτε να επιφέρωσιν εις αυτόν τον θάνατον, ενδεδυμένον την αρραγή πανοπλίαν της πίστεως, και έξω κόσμου και σαρκός, υπεράνω πάσης τιμωρίας γενόμενον ήδη, εν τη ενώσει των υπερφυών δωρεών. Η μεγάλη αντοχή του Μάρτυρος, ή μάλλον η εις αυτόν θριαμβεύουσα πίστις του Χριστού, ενεποίησε κατάπληξιν και εις αυτούς τους Τούρκους, πολλούς των οποίων ο φόβος συνεκράτει από του να προσέλθωσιν εις το φως του Ευαγγελίου, βλέποντας την παντοδύναμον χάριν του Σωτήρος ημών ενεργούσαν θαυμαστώς εις τον Δημήτριον, εις τους αγώνας του οποίου διέλαμπε και εβεβαιούτο άπαξ έτι της Ορθοδόξου πίστεως η αλήθεια. Αλλ’ ότε ο αήττητος Μάρτυς υπεβλήθη εις το τελευταίον μαρτύριον, μετά της αυτής ακαταπλήκτου ανδρείας και πλήρους ουρανίου γαλήνης ψυχής, της και εν τω προσώπω αυτού διαφαινομένης, τότε εις Τούρκος εκ Καστορίας, παρακολουθών το μαρτύριον του Αγίου, ιδών και εν τούτω την γενναιότητα αυτού, μη δυνάμενος πλέον να κρατηθή, προσήλθεν εις το φως της πίστεως του Χριστού και βαπτισθείς συνελήφθη δια τούτο υπό του Αλή πασά, παρά του οποίου εβασανίσθη, και τέλος εθανατώθη υπέρ της ευσεβούς ομολογίας, λαβών παρά Χριστού του μαρτυρίου τον στέφανον. Τόσον το γεγονός τούτο, όσον και η μεγαλοψυχία και ανδρεία του Αγίου Δημητρίου, ήτις προεκάλει αισθήματα συμπαθείας και μεγάλου θαυμασμού προς την αγίαν ημών πίστιν εις τας ψυχάς των παρακολουθούντων, απεθηρίωσαν τον τύραννον, όστις έδωκε διαταγήν να θανατωθή ο Μάρτυς κατά τρόπον σκληρότατον. Διέταξε και εκτίσθη ο Αθλητής του Χριστού εντός τοίχου, έχων την κεφαλήν μόνον έξω, και έμεινεν εκεί έως ότου παράδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Όπως επιβραδύνη δε όσον το δυνατόν περισσότερον τον θάνατον και την απαλλαγήν από των πόνων του γενναίου Μάρτυρος, διέταξεν ίνα ρίπτηται εις το στόμα αυτού τροφή. Ο Μάρτυς έχων την κεφαλήν ελευθέραν και αναπνέων, διαρκώς προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου, συντηρηθείς δε ούτως επί δέκα ολοκλήρους ημέρας, τέλος εκοιμήθη εν Κυρίω εν έτει αωη΄ (1808), ο πολύαθλος και καλλίνικος Οσιομάρτυς Δημήτριος ο Νέος, τελέσας τον καλόν της ευσεβείας αγώνα, και δοξάσας το υπερένδοξον όνομα του Σωτήρος Χριστού κατά τους εσχάτους τούτους και ζοφερούς καιρούς. Η θαυμαστή άθλησις του Αγίου Δημητρίου και οι υπερφυείς αυτού αγώνες, όντες εφάμιλλοι προς τα παλαίσματα των πάλαι Αγίων Μαρτύρων, τους μεν ασεβείς κατήσχυναν, τους δε ευσεβείς μεγάλως ηύφραναν και εστερέωσαν εις την Ορθόδοξον αγίαν πίστιν, και το πεπτωκός αυτών φρόνημα, ένεκα των διωγμών και πιέσεων της τότε χαλεπής δουλείας, ανεπτέρωσαν και λίαν εκράτυναν, ο δε πολύαθλος Οσιομάρτυς αμέσως ως Άγιος ετιμήθη, και ως θαυματουργός εδοξάσθη, και πλείστα θαύματα ετελέσθησαν δια της επικλήσεως του ονόματος αυτού. Ήδη δε συν Αγγέλοις χορεύων και Οσίοις και Μάρτυσιν αγαλλόμενος πρεσβεύει απαύστως υπέρ ημών των τελούντων την αγίαν αυτού μνήμην.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Αυγούστου, μνήμη του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΗ΄ (18η) Αυγούστου, μνήμη του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ, του εν τη Σκήτη της αγίας Άννης, τη ούση εν τω αγιωνύμω Όρει του Άθω, ασκητικώς διαλάμψαντος.

Σωφρόνιος ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών, ο υιός του φωτός και της άνω βασιλείας κληρονόμος, κατήγετο εκ της Ηπείρου, γεννηθείς από γονείς ευσεβείς, κατά τον δέκατον όγδοον αιώνα. Εκ νεότητος διεκρίνετο επί σεμνότητι βίου και ευκοσμία ηθών και φόβω Θεού, αποφεύγων όση δύναμις τα βλάπτοντα το της ψυχής ευγενές και εγκολπούμενος τα αγνά και θεοφιλή. Ελθών εις ηλικίαν γάμου, συνέζευξαν αυτόν οι γονείς αυτού μετά σεμνής γυναικός και μη βουλόμενον, αλλ’ ούτος τα άνω φρονών και ζητών, παραπλήσιος ων του Αγίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού, καθ’ ην ώραν εισήλθεν εις τον θάλαμον προς κατάκλισιν μετά της νύμφης, προσποιηθείς ανάγκην τινά, εξήλθεν ως άλλη δαβιτική διψώσα έλαφος εις τον αγιώνυμον Άθω, αγαπήσας την μοναχικήν και ισάγγελον ζωήν. Περιελθών τους εν αυτώ πνευματικούς και ανθηρούς λειμώνας ως άλλη μέλισσα, ήλθεν εν τέλει εις την μεγαλώνυμον Σκήτην της Θεοπρομήτορος Αγίας Άννης, ένθα δοκιμασθείς παρά τινι πνευματικώ και διακριτικώ Γέροντι εκάρη μοναχός, άρας τον ελαφρόν του Κυρίου ζυγόν. Κατοικήσας ενταύθα εν μικρά και πενιχρά καλύβη, επεδόθη εν όλη τη καρδία εις τους ασκητικούς αγώνας της κατά Χριστόν πολιτείας, την αγρυπνίαν, την νηστείαν, τα δάκρυα, την περιεκτικήν όλων εγκράτειαν, και προ πάντων εις την νήψιν του νοός και την αδιάλειπτον προσευχήν, εν τελεία ησυχία, δια πεντήκοντα όλων ετών· και ούτως ενέκρωσε την σάρκα συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις και εκάθηρεν εαυτόν πάσης προσύλου εννοίας και σχέσεως, και ελάμπρυνε τον νουν και την καρδίαν δια της πρακτικής θεωρίας και του εντεύθεν ανυποστάτου της χάριτος φωτισμού, γενόμενος σκεύος της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Ψήφω δε θεία χειροτονηθείς Ιερεύς, ιερούργει εν ταπεινώσει καρδίας τω Θεώ, ελλαμπόμενος υπό των μυστικών ελλάμψεων και θεοειδής ορώμενος. Εις τοσούτον απαθείας έφθασεν ύψος, ώστε εφαίνετο ως άλλος σαρκοφόρος άγγελος, πραότατος, απλούς το ήθος, ευθύς τον τρόπον, ακέραιος τον νουν, πλήρης αγάπης και συνέσεως, πληροφορών την καρδίαν ενός εκάστου και εκ μόνης της όψεως. Ο βίος αυτού ο ενάρετος και αγγελικός, και η πνευματική τελειότης και χάρις ήτο υπόδειγμα προς αρετήν όχι μόνον εις τους εν τη Σκήτη της Αγίας Άννης οικούντας αδελφούς, αλλά και εις πάντας τους εν τω Αγίω Όρει αγωνιζομένους πατέρας. Αγωνισάμενος τοιουτοτρόπως τον καλόν της αρετής αγώνα, και ευαρεστήσας Κυρίω ο ιερός και θεοφόρος Σωφρόνιος, εκοιμήθη οσίως, και απέλαβε παρά Χριστού του καμάτου αυτού τον μισθόν. Το δε τίμιον αυτού και σεπτόν λείψανον κρυβέν, θεία πάντως νεύσει, έμεινεν αγνοούμενον μέχρι σήμερον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ του Νέου του θαυματουργ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΘ΄ (19η) του Αυγούστου, μνήμη του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ του Νέου του θαυματουργού, του εν τω όρει της πόλεως Ναούσης ασκήσαντος.

Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών ο Νέος εγεννήθη εις Ιωάννινα περί τας αρχάς της ΙΣΤ΄ εκατονταετηρίδος μ.Χ. εκ γονέων ευσεβών, υφ ων και ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Υπό θείου δε εμπνεόμενος ζήλου, κατά την ενηλικίωσιν αυτού αποχαιρετήσας τα φθαρτά και γήϊνα μετέβη εις το αγιώνυμον Όρος του Άθωνος, περιελθών δε τας εν αυτώ Ιεράς Μονάς και Σκήτας των Πατέρων εξέλεξε την Μονήν του Δοχειαρίου, ένθα γενόμενος Μοναχός διήγεν οσίως και εναρέτως τον βίον του, φιλαδέλφως δε αγαπών τους συνασκουμένους πατέρας και αδελφούς της Μονής, και υπ’ αυτών αμοιβαίως ανταγαπώμενος εξελέγη μετ’ ολίγον Ηγούμενος αυτών και της ιεράς Μονής επιστάτης. Ποιμαίνων δε θεοφιλώς και σωφρόνως, αλλά και δια του ιδίου αυτού παραδείγματος, ήγαγε τα της Μονής εις ύψιστον βαθμόν ακμής, εκθύμως δια παντοίων ασκητικών κανόνων παροτρύνων εις πολιτείαν όλως θεάρεστον τους υπό την εποπτείαν αυτού συνασκουμένους Μοναχούς, μεταδίδων εις αυτούς τον προς τα θεία διάπυρον ζήλον του. Μετά τινα όμως χρόνον, τη συνεργεία του μισοκάλου δαίμονος, μη ανεχομένου να βλέπη τον ιερόν εκείνον όμιλον των Μοναχών αγωνιζόμενον με ενδελεχείς προσευχάς και νηστείας και με πάσαν αρετήν μετερχόμενον την μετάνοιαν αυτού, αιχμαλωτισθείς ο επ’ αδελφή ανεψιός του Οσίου απάγεται εξ Ιωαννίνων εις Κωνσταντινούπολιν. Τούτο μαθών ο Όσιος και ποθών ίνα προλάβη τον ψυχικόν κίνδυνον του παιδός έδραμεν εις Κωνσταντινούπολιν, ένθα μετά πλείστας υπερανθρώπους προσπαθείας απαλλάξας αυτόν της αιχμαλωσίας, ωδήγησεν εις Άγιον Όρος και έκειρεν, ει και πρωϊμως, Μοναχόν. Βλέπων όμως ότι ανεζητείτο ο παις εις τε την Κωνσταντινούπολιν και αλλαχού, προς αποφυγήν παντός κινδύνου και βλάβης της Μονής εν περιπτώσει ευρέσεως του παιδός εν αυτή, έκρινεν αναγκαίον όπως μετ’ αυτού αποχωρήση εκείθεν, εκβιασθείς άλλως τε προς τούτο παρά των πατέρων. Απελθών όθεν εις Βέροιαν κατέφυγε κρυφίως εις την εκεί Σκήτην του Τιμίου Προδρόμου, εις την οποίαν συναγαγών πολλούς μιμητάς της εναρέτου πολιτείας αυτού, μετά πόθου και αυθορμήτως ζητησαντας να γίνουν Μοναχοί, και Ναόν περικαλλή ανεγείρας επ’ ονόματι της παναχράντου Θεοτόκου, προεχείρισε και αφήκεν επίτροπον τον ανεψιόν αυτού, ενηλικιωθέντα ήδη αρκούντως, αυτός δε μετέβη εις την πόλιν Νάουσαν, πλησίον της οποίας επί του όρους έκτισε τον ιερόν Ναόν των Αρχαγγέλων και την ομώνυμον ευπρεπή Μονήν, εν τη οποία ουκ ολίγοι ευσεβείς και ενάρετοι εκ των πέριξ καθημερινώς προσερχόμενοι και μετά πόθου το μοναχικόν σχήμα ανταλλάσσοντες ανθ’ όλων των εγκοσμίων αγαθών εγένοντο αδελφοί της Μονής και συνηγωνίζοντο με νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς, αλλά και με κόπους σωματικών έργων εφιλοτιμούντο θεαρέστως δια να φθάσουν εις βίου και αρετής τελειότητα, άριστα παραδειγματιζόμενοι υπό του ευσεβόφρονος και Οσίου τούτου Πατρός, όστις εποίμαινεν αυτούς και καθωδήγει εις νομάς σωτηρίους κατά κοινήν αυτών παράκλησιν. Εις την Μονήν ταύτην κατέφευγον και οι περίοικοι Χριστιανοί, κατά τας δεινάς περιστάσεις των χρόνων εκείνων και εύρισκον παρηγορίαν. Εις την Μονήν ταύτην η ευσέβεια ενισχυομένη εκρατύνετο και τα πλήθη των πιστών ακλόνητα εν τη Ορθοδοξία διέμενον. Μετά τινα χρόνον επανέρχεται εις την εν Βεροία ετέραν Μονήν δια να επισκεφθή και εκ του σύνεγγυς και επί μάλλον παροτρύνη εις τον της σωτηριώδους αρετής θεοφιλή αγώνα τους εκεί ασκουμένους Μοναχούς, τους οποίους δεν έπαυσεν αγαπών και πατρικώς υπέρ αυτών μεριμνών. Ελθών δε εις προβεβηκυίαν ηλικίαν, προεγνώρισεν ότι επέστη ο χρόνος του θανάτου αυτού· εκάλεσε λοιπόν πάντας τους εν τη Μονή πατέρας, τους ενουθέτησε δεόντως, όπως εμπρέπει εις ενάρετον πνευματικόν πατέρα κηδόμενον της ψυχικής σωτηρίας των τέκνων αυτού. Βλέπων δε αυτούς δυσφορούντας και αφθόνως δακρύοντας δια την στέρησιν αυτού, τους επαρηγόρησε και τους εδίδαξεν ικανά περί ζωής και θανάτου, και μάλιστα περί αθανασίας της ψυχής, προς στερέωσιν αυτών εν θεοσεβεία και αρετή, και παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, υμνών, ευχαριστών και δοξάζων Αυτόν, όστις τον κατηξίωσε να αποθέση το φθαρτόν σαρκίον και να τον προσλάβη εις την αιωνίαν μακαριότητα, ένθα ουκ έστι λύπη, ου στεναγμός, αλλά χαρά και βίος αγγελικός. Τοιούτος ο βίος του Οσίου πατρός ημών Θεοφάνους του Νέου, όστις οσίως και θεοπρεπώς διαβιώσας και απρόσβλητος εκ των πειρασμών του μισοκάλου διαμείνας, εκέρδησε την σωτηρίαν της ψυχής αυτού, ανθ’ ης ουδέν αντάλλαγμα εστι πολυτιμότερον εν τω κόσμω. Το δε τίμιον αυτού λείψανον εναποτεθέν εις ευπρεπή λάρνακα ετάφη εις την Μονήν εν τη οποία ετελεύτησεν. Είτα δε η σεβασμία αυτού κάρα μετεφέρθη εις την εν Ναούση Μονήν, εις την οποίαν σώζεται μέχρι σήμερον, ποταμούς ιαμάτων προχέουσα ως ακένωτος πηγή θαυμάτων, τελουμένων άλλοτε μεν υπέρ των μετ’ ευλαβείας και εγκαρδίου πίστεως κατασπαζομένων αυτήν και την του Οσίου βοήθειαν και χάριν επικαλουμένων, άλλοτε δε κατά των κακοβούλων και των θρασυστομούντων κατά της ιεράς και σεβαστής μνήμης αυτού. Εκ των απείρων θαυμάτων, τα οποία ο Όσιος πατήρ ημών Θεοφάνης, και ζών και μετά θάνατον, ετέλεσε και εκ των οποίων εδοξάσθη ως θαυματουργός, θα είπωμεν ενταύθα ολίγα τινά χάριν συντομίας. Του πλοίου, επί του οποίου επέβαινεν ο Όσιος επιστρέφων εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Άγιον Όρος, κινδυνεύοντος να καταποντισθή ένεκα της σφοδράς τρικυμίας και του πληρώματος ολοφυρομένου και πάσαν ελπίδαν σωτηρίας αποβαλόντος, ο Άγιος αποσυρθείς προσηυχήθη εις τον Θεόν μετά συντριβής και επανελθών ενεθάρρυνε τους επιβαίνοντας λέγων· «Θαρρείτε, διότι εσώθημεν»· και ω του θαύματος! Κατέπαυσεν αμέσως η τρικυμία και επήλθεν η ευία, ούριος δε έπνευσεν ο άνεμος. Άνθρωπος τις Αγαρηνός ήτο προ ετών λεπρός, καίτοι δε κατηνάλωσε άπασαν την περιουσίαν αυτού εις τους ιατρούς, δεν ηδυνήθη όμως να λάβη θεραπείαν του πάθους του. Αλλά τελευταίον, τη προτροπή φίλων, προσελθών εις την των Ασωμάτων Μονήν ένιψε το σώμα του εις ηγιασμένον ύδωρ εν τω οποίω το του Οσίου άγιον λείψανον ενεβάφη πριν και, ω του θαύματος! Εθεραπεύθη παντελώς εκ της λέπρας και υγιής απήλθεν εις την χώραν του, δοξάζων τον αληθή Θεόν και τον άξιον αυτού θεράποντα, τον Όσιον Θεοφάνην, τον όντως ανάργυρον ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων. Έτερος υπό μανιώδους παραφροσύνης κατεχόμενος εθεραπεύθη εν τω άμα αψάμενος ευλαβώς της κεφαλής του λειψάνου του Οσίου και επέστρεψεν υγιής εις τον οίκον του. Εν τη πόλει Ναούση ενέσκηψέ ποτε φοβερά η λαοφθόρος πανώλης, ήτις μεγίστην φθοράν επέφερεν εις τους κατοίκους, θανατώσασα πλέον του τρίτου αυτών εις ολίγας ημέρας. Ο δε λαός βαρυθυμών δια την πανωλεθρίαν επεδόθη εις παννυχίους προσευχάς και δεήσεις μετά πολλών θρήνων και οδυρμών, επικαλούμενος εξαιρετικώς την αρωγήν και βοήθειαν του Οσίου, του άλλως τε πολιούχου της πόλεως, υπέρ της ταχείας απαλλαγής από της μάστιγος. Περιαχθείσης είτα της τιμίας κεφαλής αυτού εν λιτανεία πέριξ της πόλεως, ω του θαύματος! Η φοβερά επιδημία παραχρήμα εξέλιπε, μη εμφανισθείσα πλέον εις το μετέπειτα χάριτι και πρεσβείαις του Οσίου. Δεινής ανομβρίας γενομένης ποτέ εν τη πόλει, ολίγον δειν και θα κατεστρέφοντο παντελώς τα εσπαρμένα. Οι δε κάτοικοι αθυμούντες επί τω δυστυχήματι, επειδή έμελλον να στερηθούν και αυτών των του ζην αναγκαίων, έσπευσαν να επικαλεσθούν με δεήσεις και ικεσίας την του Οσίου βοήθειαν. Έτι δ’ αυτών λιτανευόντων εις τους αγρούς μετά της τιμίας κάρας αυτού, ω του θαύματος! Επήλθε βροχή δαψιλής, καταζωογονήσασα την αποξηρανθείσαν φύσιν. Πάντες δε, ιδόντες το θαύμα, εδοξολόγησαν τον Θεόν και τον Όσιον, τον αναδειχθέντα παντοτεινόν και πρόθυμον βοηθόν εις τας δυστυχίας αυτών. Κακόβουλός τις λάθρα εισελθών εις την Μονήν, εν τη οποία εφυλάττετο το του Αγίου λείψανον, έκλεψε διάφορα χαλκά αγγεία της μαγειρικής. Αλλά μόλις εξήλθε της Μονής, αι χείρες και οι πόδες αυτού τοσούτον παρέλυσαν, ώστε δεν ηδύνατο να προχωρήση μείνας όλως αναίσθητος. Μετάνοιαν όμως ομολογήσας, και υποσχεθείς ειλικρινώς εις τον Όσιον, ότι θα επιστρέψη διπλάσιον το κλαπέν, ω του θαύματος! Απηλλάγη της κατεχούσης αυτόν παραλύσεως. Γυνή έπασχε από ετών εξ αιμορραγίας, μη δυναμένη να εύρη ουδεμίαν θεραπείαν (καίτοι πάσαν την περιουσίαν αυτής κατηνάλωσεν εις τους ιατρούς)· προσελθούσα όμως εις την Μονήν του Οσίου και μετ’ ευλαβείας ασπασαμένη τα ιερά λείψανα αυτού, ύδωρ δε καθηγιασμένον υπό του ιερού λειψάνου πιούσα, παραχρήμα απηλλάγη του δεινού εκείνου νοσήματος και εν πληρεστάτη υγεία επέστρεψε χαίρουσα εις τον οίκον της. Άλλη τις γυνή, εξ επιληψίας τρυχομένη προ πολλού, προσελθούσα και μετ’ εγκαρδίου πίστεως αψαμένη της τιμίας κεφαλής του λειψάνου, ω του θαύματος! Υγιής εγένετο. Και ου μόνον ταύτα, αλλά και πλείστα έτερα σωτηριώδη ευεργετήματα και χάριτας οι προς τον Όσιον Θεοφάνην καταφεύγοντες απολαμβάνουσιν εκ παντοίων νοσημάτων απαλλαττόμενοι άμα τη ιερά σορώ των λειψάνων αυτού προσερχόμενοι και μετ’ ευλαβείας την σεβασμίαν αυτού κάραν ασπαζόμενοι, και επανέρχονται υγιείς εις τα ίδια αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν· ω η δόξα και το κράτος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου ενδόξου Προφήτου ΣΑΜΟΥΗΛ.

Δημοσίευση από silver »


Σαμουήλ ο ένδοξος Προφήτης κατήγετο εκ της Αρμαθαίμ Σιφά, εκ του όρους Εφραίμ, υιός ων Ελκανά και Άννης της Προφήτιδος. Ο δε Ελκανά έχων δύο γυναίκας, εκ των οποίων η μεν ονομαζομένη Άννα ήτο στείρα, η δε άλλη, Φεννάνα, είχε τέκνα, ανέβη μετά της Άννης εις τον τόπον Σηλώ, όπου ήτο τότε η Σκηνή και η Κιβωτός· εκεί δε ήτο και ο Ιερεύς Ηλί, και οι δύο υιοί του, ο Οφνί και ο Φινεές. Επειδή δε ο Κύριος απέκλεισε την μήτραν της Άννης και έμεινεν άτεκνος, η δε αντίζηλός της Φεννάνα ελύπει αυτήν, προσηυχήθη αύτη εις τον Θεόν μετά πόνου καρδίας, και εισηκούσθη παρ’ αυτού γεννήσασα δε υιόν τον μέγαν τούτον Προφήτην Σαμουήλ (το οποίον ερμηνεύεται Θεαίτητος) αφιέρωσεν αυτόν εις τον Θεόν. Όθεν, όταν ηυξήθη κατά την ηλικίαν, ελειτούργει εις τον Θεόν, και έγινε μέγας Προφήτης· ο δε Ηλί και οι υιοί του συνετρίβησαν υπό της οργής του Κυρίου και ηφανίσθησαν, διότι παρώργιζον τον Θεόν. Έκρινε δε Σαμουήλ τον λαόν του Ισραήλ εις όλας τας ημέρας της ζωής του, και δώρα παρ’ ουδενός έλαβεν. Αυτός έχρισε τον Σαούλ βασιλέα, ως και τον Προφήτην Δαβίδ· ελθών δε εις γήρας βαθύ και πλήρης ημερών γενόμενος, εκοιμήθη εν Κυρίω, προλαβών την σάρκωσιν του Χριστού χίλια τριάκοντα πέντε έτη, και προφητεύσας έτη τεσσαράκοντα.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”