Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και θαυματουργού ΛΕΟΝΤΟΣ, Επισκόπου Κατάνης.

Δημοσίευση από silver »


Λέων ο θεοπρόβλητος της Εκκλησίας φωστήρ, και των θείων προσταγμάτων εκπληρωτής, ο των Αποστόλων ζηλωτής και των πενήτων προνοητής και μεγίστων τεραστίων εργάτης θαυμάσιος, εγεννήθη εις την πόλιν της Ραβέννης από γονείς ευγενείς, ευγενέστατος κατά κόσμον, εις δε την της ψυχής κατάστασιν πολύ ευγενέστερος, δια την υπερβάλλουσαν αυτού αρετήν και αξιέπαινον πολιτείαν, διότι όχι μόνον μετά την χειροτονίαν του, αλλά και πρότερον εφύλαττεν όλας τας αρετάς. Είχε δε πρότερον ο θεόπνευστος την φροντίδα και την διοίκησιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων, διηκόνει δε ως πιστός και φρόνιμος οικονόμος πάντας τους συνδούλους αυτού, διένειμε δε και το δεσποτικόν σιτομέτριον. Δια την θαυμαστήν λοιπόν πολιτείαν αυτού, αποθανόντος Σαβίνου του τότε Αρχιερέως Κατάνης, συνήχθη όλον το πλήθος της Μητροπόλεως Κατάνης από θείαν νεύσιν και βούλησιν, και εψήφισαν άπαντες τον Λέοντα, όστις κατά την επωνυμίαν είχε και γενναιότητα εις την ψυχήν, όθεν επολέμει ανδρείως κατά των νοητών λύκων, αγωνιζόμενος με αγρυπνίας, προσευχάς και άλλας αρετάς να φυλάττη τα πρόβατα αβλαβή από τους αιρετικούς και τους δαίμονας, διελέγχων καθ’ εκάστην και ανατρέπων τας σαθράς και κακοδόξους ετεροδιδασκαλίας και στηλιτεύων τους μύθους των Ελλήνων, ως πάνσοφος. Προς δε τους πιστούς ήτο πολύ συμπαθής και εύσπλαγχνος, δίδων πολλάς ελεημοσύνας ο χριστομίμητος. Έλαμπε λοιπόν εις όλους ως φωστήρ διαυγέστατος, ψυχών επιμελούμενος, ορφανών προμηθούμενος, πενήτων τροφεύς και αδικουμένων αντιλήπτωρ επιμελέστατος και, απλώς ειπείν, όλους τους ενδεείς και πτωχούς υπεδέχετο και τους εβοήθει πλουσιοπάροχα, γενόμενος τα πάντα τοις πάσι, κατά τον μέγαν Απόστολον, δια να σώση όσους ηδύνατο. Είχε δε ζήλον πολύν εις το θείον σέβας ως άλλος Ηλίας· όθεν ηγωνίζετο να εξαλείψη την ειδωλολατρίαν παντελώς, διότι υπήρχον ακόμη τινές βεβυθισμένοι εις το σκότος των ειδώλων, ως άγνωστοι. Όθεν, όχι μόνον με λόγια τους εδίδασκεν, αλλά και με έργα και θαύματα, δια να γνωρίσουν το ανίσχυρον και αδύνατον των ματαίων θεών και του αληθινού και όντως Θεού την υπερβάλλουσαν δύναμιν. Ημέραν λοιπόν τινά επήγε με πολλούς ανθρώπους εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον στημένον οι Έλληνες εν είδωλον από τον καιρόν του Δεκίου και το εθεοποιούσαν, οι άφρονες· ο δε φρόνιμος και πάνσοφος Λέων έκαμεν εκεί προσευχήν προς τον Δεσπότην Χριστόν με δάκρυα, να το κρημνίση ως Παντοδύναμος· και παρευθύς, ω του θαύματος! έπεσε κατά γης και συνετρίβη το ακάθαρτον είδωλον, εις δε τον τόπον αυτού ευρέθη την αυτήν ώραν εις Σταυρός θαυμασιώτατος· βλέποντες δε οι παριστάμενοι τοιούτον φρικτόν τεράστιον εξεπλάγησαν και έκτισαν εκεί Εκκλησίαν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Όχι δε μόνον τον Ναόν τούτον, αλλά και έτερον κάλλιστον και περίβλεπτον ωκοδόμησεν ο Όσιος εις το όνομα της Παρθενομάρτυρος Λουκίας, η οποία εμαρτύρησεν εκεί εις την Κατάνην, εις αυτόν δε τον Ναόν ευρίσκεται τώρα το πάνσεπτον και τίμιον λείψανον του θαυμασίου τούτου Λέοντος, από του οποίου ιερού Λειψάνου αναβλύζει, ως από πηγής αενάου, μυρίπνοον έλαιον παντοίων κακών αποσοβητήριον, παθών αλεξιτήριον και δαιμόνων φυγαδευτήριον· διότι, όσα θαύματα ετέλεσε ζων ο τρισόλβιος, τόσα και έτι περισσότερα ετέλεσε μετά θάνατον, αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει από του να τελή καθ’ εκάστην τα αυτά και να ιατρεύη πάσαν ασθένειαν εκείνων οίτινες τον επικαλούνται μετά πίστεως, τα οποία δεν γράφομεν εδώ όλα, χάριν συντομίας, μόνον μίαν θαυματουργίαν εξαισίαν θα είπωμεν, την οποίαν ετέλεσεν έτι ζων ο Άγιος, και εκ της οποίας έγινεν εις όλον τον κόσμον περιβόητος, απ’ αυτήν δε την τερατουργίαν να εννοήσητε πόσην παρρησίαν είχε προς Χριστόν τον Θεόν ο θεόπνευστος. Εις την νήσον της Σικελίας ήτο εις λεκανομάντης, ονόματι Ηλιόδωρος, όστις δια συνεργίας δαιμόνων έκαμνε σημεία και τέρατα, επερίσσευε δε ούτος εις την κακίαν Ιαννήν, Ιαμβρήν και Σίμωνα τους μάγους, επειδή είχεν εις εαυτόν όλην την διαβολικήν ενέργειαν. Ούτος ήτο υιός ευγενούς τινος πατρικίας Χριστιανής, Βαρβάρας ονόματι, και ενομίζετο Χριστιανός· αλλά παιδιόθεν ήτο θρασύς και υπερήφανος και επεθύμει να γίνη έπαρχος της πόλεως, δια να κάμνη αναίσχυντα τα κακά του θελήματα. Αλλά δεν ήτο θέλημα Θεού να λάβη τοιούτον υπέρτατον αξίωμα, ως ανάξιος. Ετράπη λοιπόν εις άλλο τόλμημα ο παμμίαρος· εύρε δηλαδή Ιουδαίον τινά επίσημον εις τας μαγείας και γοητείας, με τον οποίον έγινε φίλος και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να λάβη το ποθούμενον αξίωμα, αυτός δε του έδωσεν επιστολήν τινα και του λέγει· «Ύπαγε το μεσονύκτιον εις τους τάφους των αρχόντων, ανέβα επάνω εις μίαν στήλην και εκεί θέλει έλθει κάποιος φοβερός εις την θέαν· αλλά μη δειλιάσης· εάν σου ειπή να κατέβης, μη υπακούσης έως να σου υποσχεθή ότι θα κάμνη όλα τα θελήματά σου». Τότε ο βδελυρός Ηλιόδωρος επήγεν εις τον τόπον εκείνον χαρούμενος και ρίπτων υψηλά εις τον αέρα την επιστολήν, είδε τον διάβολον έφιππον επί τινος ελάφου και του λέγει· «Τι χρειάζεσαι από εμέ»; Ο δε Ηλιόδωρος απεκρίθη· «Θέλω να μου κάμης ό,τι ποθώ και ορέγομαι». Εκείνος δε απήντησεν· «Εάν δέχεσαι να αρνηθής τον Χριστόν, θα σου παρέχω αμέσως ό,τι μου ζητείς». Τότε ο δυστυχής εκείνος απηρνήθη τον Χριστόν και συνετάχθη με τον δαίμονα, όστις του έδωσε τον πλέον δυνατόν εις την κακίαν και πονηρότατον διάβολον, ονομαζόμενον Γάσπαρον, τον οποίον επρόσταξε να στέκεται πλησίον αυτού, να του υποτάσσεται πάντοτε, εκτελών όλα τα προστάγματα αυτού. Ταύτα προστάξας ο άρχων του σκότους έγινεν άφαντος ο αντίθεος, ο δε απατεών και αρνησίθεος Ηλιόδωρος έμεινε χαρούμενος, μη γινώσκων, ο άφρων και δείλαιος, την της ψυχής και του σώματος αυτού απώλειαν· διότι δεν εκόλασε μόνον την ψυχήν του αιώνια, αλλά κατά την δικαιοκρισίαν του Θεού και της παρούσης ζωής εστερήθη, γενόμενος πυρός παρανάλωμα, ως του πυρός της ατελευτήτου κολάσεως κληρονόμος, καθώς προβαίνοντες εις τον λόγον θέλομεν ιστορήσει. Διότι ο νέος ούτος αποστάτης και του Εωσφόρου εφάμιλλος, μη λαμβάνων κατά νουν το ανίκητον της θείας Δυνάμεως, επεχείρει να κακοποιή τους ευσεβείς, ο ασεβής και επίβουλος, επιβουλάς και κακώσεις καθ’ εκάστην κατ’ αυτών μηχανώμενος και όλους ετάρασσε με φαντασίας και γοητείας, ο επικατάρατος· όχι δε μόνον εκεί εις την Μητρόπολιν της Κατάνης, αλλά περιερχόμενος και τας λοιπάς πόλεις και χώρας των Σικελών ετάραττε με τας μαγείας του άπαντας, ένεκα δε τούτου και απεφασίσθη υπό του βασιλέως εις θάνατον. Αλλά τας μεν μαγείας και τα διαβολικά τεχνάσματα του επαράτου Ηλιοδώρου, δια των οποίων κατώρθωνε να διαφεύγη την σύλληψιν υπό των βασιλικών απεσταλμένων, ας αφήσωμεν δια να μη μολύνωμεν τας ακοάς σας, ας έλθωμεν δε εις το κάκιστον τέλος το οποίον, καθώς του έπρεπεν, έλαβε. Πολλάκις ο Αρχιερεύς Λέων, ως συμπαθέστατος ποιμήν, τον ενουθέτησε με χρηστότητα χριστομίμητον, και τον παρεκάλει να παύση τας κακουργίας του, δια να μη κολασθή ο τρισάθλιος, αλλά μάλλον χειρότερα έκαμνε, νομίζων φλυαρίας τας του Αγίου νουθεσίας και παραγγέλματα· και προστιθείς ανομίαν εις ανομίαν, ετόλμησεν ο πάντολμος να εισέρχεται εις την Αγίαν Εκκλησίαν, και να περιπαίζη και να χλευάζη τα Άχραντα και θεία Μυστήρια. Ημέραν μάλιστα τινα, κατά την οποίαν ήτο μεγάλη εορτή και ελειτούργει ο Άγιος, εισήλθεν ο εναγής Ηλιόδωρος και εχόρευε λακτίζων ατάκτως και λέγων φλυαρίας και βλασφημίας δια να προξενή γέλωτας, εκαυχάτο δε ότι θα κάμη τον Άγιον και όλους τους άλλους εκεί εκκλησιαζομένους να χορεύωσι. Και ταύτα μεν δεν ηδυνήθη να πράξη ο δυστυχής, διότι η θεία Δύναμις ημπόδισε τας κακουργίας του δαίμονος. Την τοιαύτην όμως αυθάδειαν του ματαιόφρονος εκείνου βαρυνθείς ο θεόφρων Λέων εγονάτισε και ηυχήθη προς τον Θεόν θερμότατα να τον βοηθήση να καταισχύνη τας πανουργίας αυτού· έπειτα, μετά την ευχήν, αφ’ ου μετέλαβε τα θεία Μυστήρια, έδραμεν έξω από το Άγιον Βήμα, πριν να εκδυθή τα ιερά άμφια, και δένει από τον λαιμόν δυνατά με το ωμόφορόν του τον Ηλιόδωρον, λέγων· «Κύριος ο Θεός, όστις εκρήμνισεν από τον ουρανόν τον πατέρα σου διάβολον, σε επιτιμά, να μη δυνηθής πλέον να ενεργής τας μαγείας σου προς απάτην πολλών και απώλειαν». Παρευθύς τότε πάσα η μαγική τέχνη και σατανική δύναμις του Ηλιοδώρου εξηφανίσθη· όθεν συλληφθείς κατά την βασιλικήν απόφασιν υπέσυη τον δια πυρός θάνατον δια τα κακουργήματα, τα οποία είχε διαπράξει. Θαύμα δε τότε ηκολούθησε μέγιστον, διότι ομού μετ’ αυτού ανήλθεν επί της πυράς και ο αείμνηστος Λέων, όστις και έμεινεν επ’ αυτής· και εκείνος μεν ο αλιτήριος απετεφρώθη τελείως και έγινε στάκτη και δικαίως ο άδικος ηναλώθη υπό του πυρός, ως πυρός κληρονόμος και απήλθεν εις πυρ ατελεύτητον. Ο δε μέγας Αρχιερεύς και θαυματουργός Λέων εξήλθεν από την φλόγα αβλαβής προς θάμβος και έκπληξιν των ορώντων και ούτε καν τα ιερά αυτού άμφια ετόλμησε να καύση το πυρ ουδόλως, ή έστω μίαν τρίχα από την σεβασμίαν και πανίερον αυτού κεφαλήν, καθώς εις την Βαβυλώνα τον καιρόν του Ναβουχοδονόσορος εις τους Αγίους Τρεις Παίδας εγένετο τοιούτον φρικτόν τεράστιον, το οποίον βλέποντες οι παρόντες εξέστησαν και εδόξαζον μεγαλοφώνως τον Κύριον, όστις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια δια να δοξάση τους δούλους του. Αυτή η φήμη έφθασεν εις όλα τα πέρατα της οικουμένης· όθεν ο προρρηθείς βασιλεύς έστειλε προς τον Άγιον γράμματα και τον προσεκάλει να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν να τον απολαύση και να λάβη την ευλογίαν του· όθεν απήλθε δια να μη παρακούση το βασιλικόν πρόσταγμα· ο δε Αυτοκράτωρ ευλαβώς και σεβασμίως τον ετίμησε, βλέπων εκείνην την σεμνοπρέπειαν της αγγελικής διαγωγής και την Χάριν και λαμπρότητα του Πνεύματος και την των απορρήτων τεραστίων ενέργειαν· διότι ετέλεσε και εκεί εις την βασιλεύουσαν πολλά θαυμάσια, εκτός δε των άλλων έβαλε κάρβουνα ανημμένα και θυμίαμα εις το ράσον του και τους εθυμίασεν εις δόξαν και μεγαλοπρέπειαν Θεού· όθεν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον, εξέστησαν άπαντες και τον κατευώδωσαν με πολλήν τιμήν, ως έπρεπε. Τούτου του θαυμασίου τον βίον εθαύμασαν οι Άγγελοι δια το συγγενές της λαμπρότητος και οι δαίμονες έπτηξαν δια την δύναμιν και εξουσίαν, την οποίαν του έδωκε κατ’ αυτών ο Παντοδύναμος· άνθρωποι δε εξεθαμβήθησαν δια το υπερβάλλον της αγιωσύνης και το της σεμνοπρεπείας αξιάγαστον· οι δε αιρετικοί, από την βροντήν της φωνής των ορθών δογμάτων αυτού εδειλίασαν· οι Έλληνες από την σοφίαν αυτού εφιμώθησαν και τελείως κατησχύνθησαν· οφθαλμοί τυφλοί εφωτίσθησαν, χείρες και πόδες παράλυτοι ιατρεύθησαν και κάθε λώβη και ασθένεια σώματος και παν μέλος άρρωστον και εμπαθές εθεραπεύθη με την επίθεσιν των χειρών του και την δέησιν. Αυτά και άλλα παραδοξότερα ετέλεσεν ο θαυμάσιος Λέων, όχι μόνον ζων αυτός ως Ισάγγελος, αλλά και μετά την αυτού εντεύθεν προς Θεόν εκδημίαν και Αγίαν μετάστασιν· μάλιστα δε και θαυμασιώτερα έως την σήμερον ενεργεί ο Παντοδύναμος Θεός εις τον τάφον του δια να δοξάση τον δούλον του, εκ των οποίων να είπωμεν εν, το οποίον ετέλεσε αυτήν ταύτην την ημέραν της αυτού προς Θεόν εκδημίας και μεταστάσεως. Γυνή τις ευγενής από την πόλιν των Συρακουσίων ήτο αιμορροούσα και εξώδευσε τον πλούτον της όλον εις ιατρούς, αλλά δεν είδεν ωφέλειάν τινα. Τέλος πάντων, πεφωτισμένη από θείαν τινά αποκάλυψιν, επήγεν εις τον άμισθον τούτον ιατρόν και φθάσασα εις την αρειανήν πύλην της πόλεως, ήκουσε τα σήμαντρα τα οποία εκτύπων δια την του Οσίου μετάστασιν. Όθεν έδραμε σπουδάζουσα και προσπίπτουσα εις το άγιον λείψανον μετά δακρύων και πίστεως εζήτει την ίασιν· κατά την πίστιν λοιπόν αυτής και η έκβασις ευθύς ηκολούθησεν· έπαυσε δηλαδή η ρύσις του αίματος με τρόπον θαυμάσιον και επιτυχούσα της θεραπείας επέστρεψε προς την ιδίαν οικίαν χαίρουσα και διηγείτο τα του Θεού μεγάλα θαυμάσια, μεγαλύνουσα τον γνήσιον θεράποντα αυτού. Εκοιμήθη δε ο Άγιος την εικοστήν Φεβρουαρίου, παραδούς εις χείρας Θεού την μακαρίαν αυτού ψυχήν· το δε τίμιον και πάνσεπτον αυτού λείψανον ενεταφίασαν σεβασμίως εις τον περικαλλή Ναόν της Αγίας Λουκίας, τον οποίον αυτός ωκοδόμησεν. Ο δε Κύριος, όστις δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας, εδόξασε και μετά θάνατον αυτόν τον γνήσιον δούλον του και αναβλύζει έλαιον ευώδες από τον τάφον του, το οποίον ιατρεύει πάσαν ασθένειαν των προσερχομένων μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Αλλ’ ω των ουρανίων εραστά και κληρονόμε Λέων, ο λέων ως αληθώς αναδειχθείς και πιστός ως λέων αήττητος. Ω βασιλεύ, των δουλικών παθών κράτιστε και των τυραννικών εχθρών καθαιρέτα δραστικώτατε· ο των αιρετιζόντων το στίφος ως υπούλους αλώπεκας καταπλήττων και απελαύνων δια του βασιλικού σου βρυχήματος, τον δε δήμον των Ορθοδόξων συγκροτών και καταρτίζων δια των στερεών δογμάτων και σοφωτάτων διδαγμάτων σου· ο δυνατός εν έργω και λόγω γενόμενος και κατ’ άμφω διαλάμπων, δίκην ηλίου εις πάντα τα πέρατα, ο δια των μεγίστων τεραστίων και θαυμάτων, όχι τους πάλαι Προφήτας μόνον υπερβαλών, αλλά και αυτών των μεγάλων Πρωταποστόλων συναμιλλώμενος· ω ποιμήν θεοπρόβλητε, λαμπτήρ θεοπύρσευτε και δούλε Θεού Χριστομίμητε· παιδευτά των αφρόνων, ολοθρευτά των δαιμόνων και πρεσβευτά των σων προσφύγων θερμότατε· ευμενώς πρόσδεξαι τα παρόντα ψελλίσματα εξ ατέχνου διανοίας και γλώττης πόθω πολλώ προσφερόμενα και τους εις τούτο πίστει πολλή προτρεψαμένους την ημετέραν ευτέλειαν χάρισαι ειρήνην, ευημερίαν, ευρωστίαν και σωτηρίαν ψυχής αιώνιον· και εις πάντας τους την σην ιεράν επιτελούντας πανήγυριν, μη διαλείπης αιτούμενος παρά Θεού τα συμφέροντα, παθών αποτροπήν, πειρασμών απολύτρωσιν και νοσημάτων αναίρεσιν· και απλώς, πάντων μεν των αγαθών εν τω παρόντι αιώνι απόλαυσιν, εν δε τω μέλλοντι αξιωθήναι της ουρανίου Βασιλείας και αιωνίου μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Αντιοχείας της Μεγ

Δημοσίευση από silver »


Ευστάθιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, ο Ομολογητής, ήτο κατά τους χρόνους του πρώτου εν τοις βασιλεύσι των Χριστιανών Κωνσταντίνου του Μεγάλου, εν έτει τκδ΄ (324), καταγόμενος εκ της Σίδης της εν Παμφυλία. Διδάσκαλος δε ων ο Άγιος ούτος εξέπεμπε με τον λόγον της σοφίας του τας ακτίνας της Ορθοδοξίας εις όλην την οικουμένην. Ούτος ήτο παρών και εις την εν Νικαία Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, την συγκροτηθείσαν εν έτει τκε΄ (325), κρατύνων με το δόγμα της ευσεβείας την Ορθοδοξίαν, ελέγχων δε και ανατρέπων τους Αρειανούς, οι οποίοι επί της μιάς φύσεως της Αγίας Τριάδος εισήγαγον τομήν και διαίρεσιν, οι άφρονες, τον Υιόν του Θεού κτίσμα λέγοντες και χωρίζοντες αυτόν από της ουσίας και τιμής και αξίας του ομοουσίου Πατρός. Όθεν, δια την ένθεον αυτού παρρησίαν και δια τον ζήλον τον οποίον είχεν υπέρ της Ορθοδόξου Πίστεως, εφθόνησαν αυτόν Ευσέβιος ο Νικομηδείας, Θέογνις ο Νικαίας και Ευσέβιος ο Καισαρείας, και όσοι άλλοι ήσαν κοινωνοί της αρειανής βλασφημίας, ή, μάλλον ειπείν, παντελούς αθεϊας και εκκινήσαντες δια να υπάγωσι δήθεν εις τα Ιεροσόλυμα, επήγαν εις την Αντιόχειαν και εκεί, συγκροτήσαντες συνέδριον, καθήρεσαν τον Άγιον· ίνα δε φανώσιν, ότι με εύλογον αιτίαν καθήρεσαν αυτόν, τι ετεχνεύθησαν οι πολυμήχανοι; Έδωκαν δώρα μεγάλα εις τινα πόρνην, έχουσαν παιδίον νεογέννητον και έπεισαν αυτήν να είπη ψευδώς, ότι το εγέννησε με τον Άγιον. Ελθούσα λοιπόν η πόρνη μετά του τέκνου της εις το εκείνων συνέδριον, εσυκοφάντησε τον Άγιον ότι εξ αυτού δήθεν συνέλαβε και εγέννησε το παιδίον· οι δε δόλιοι εκείνοι Αρχιερείς δεν εζήτησαν άλλας μαρτυρίας, αλλά μόνον επέβαλον όρκον εις την γυναίκα και αρκεσθέντες εις τούτο, πάραυτα προέβησαν εις την καθαίρεσιν του Αγίου. Και ουχί μόνον τούτο, αλλά πείθουσι και τον βασιλέα Μέγαν Κωνσταντίνον να εξορίση τον Άγιον. Τότε λοιπόν επέμφθη ο μακάριος Ευστάθιος δια της Θράκης εις τους Φιλίππους και εκεί ετελείωσε την ζωήν του. Λέγουσι δε, ότι η γυνή εκείνη, η οποία εσυκοφάντησε τον μέγαν τούτον Ευστάθιον, έπεσεν εις χαλεπήν ασθένειαν, όθεν ωμολόγησεν ότι αδίκως διέβαλε και εσυκοφάντησε τον Άγιον, εφανέρωσε δε και τα ονόματα των αρειανών Αρχιερέων, οι οποίοι την κατέπεισαν δια χρημάτων να είπη κατά του Αγίου την συκοφαντίαν ταύτην και να ορκισθή παραφρόνως· απεκάλυψε δε ότι το νεογέννητον παιδίον το συνέλαβε μεθ’ ενός χαλκέως, ονομαζομένου Ευσταθίου. Μετά παρέλευσιν εκατόν ετών, κατά τας ημέρας του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοζ΄ (477), ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον και επέμφθη εις την Αντιόχειαν. Τότε όλον το πλήθος ώρμησεν εκτός της πόλεως έως δεκαοκτώ μίλια και υπεδέχθη αυτό ευλαβώς με ύμνους, φώτα και θυμιάματα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ εν τω Παυλοπετρίω.

Δημοσίευση από silver »


Αθανάσιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει υπό ευλαβών και πλουσιωτάτων γονέων· επειδή δε εκ νεαράς ηλικίας υπήρξεν ευλαβής επόθησε να ενδυθή το Μοναχικόν σχήμα. Μεταβάς λοιπόν εις την εν τω κόλπω της Νικομηδείας Μονήν του Παυλοπετρίου, έγινεν εκεί Μοναχός. Τόσον δε υψώθη, ο αοίδιμος, εις τας αρετάς και τόσον διεδόθη η φήμη του, ώστε έγινε γνωστός και εις τους βασιλείς. Συνεδέθη δε και μετά των Οσίων Θεοδώρου του Στουδίτου, και Ιωάννου της Μονής των Καθαρών, μετά των οποίων συνειργάσθη δια την αναστήλωσιν των Αγίων Εικόνων. Κατά δε τους χρόνους Λέοντος του Εικονομάχου, κατηγορηθείς ότι σέβεται τας αχράντους Εικόνας, έλαβε διαφόρους βασάνους και εδοκίμασε πικροτάτας εξορίας και βαρείας θλίψεις· όθεν, μένων σταθερός και μέχρι τέλους διατηρών την Ορθοδοξίαν, απήλθε χαίρων προς Κύριον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ Επισκόπου Σμύρνης.

Δημοσίευση από silver »


Πολύκαρπος ο ένδοξος Ιερομάρτυς του Χριστού ήτο γέννημα και θρέμμα της πόλεως Εφέσου, εις την οποίαν εγεννήθη περί το έτος ξη΄ (68) μ.Χ. Οι γονείς του ήσαν πλουσιώτατοι, αλλ’ ευσεβείς και ελεήμονες· ο πατήρ του ωνομάζετο Παγκράτιος και η μήτηρ του Θεοδώρα. Τούτους διέβαλον εις τον εξουσιαστήν της Εφέσου Μαρκίωνα, ότι ήσαν Χριστιανοί· όθεν έστειλεν εκείνος στρατιώτας, οίτινες τους παρουσίασαν έμπροσθέν του, ήτο δε τότε η Θεοδώρα έγκυος εις τούτον τον Άγιον. Λέγει δε τότε προς αυτούς ο Μαρκίων· «Διατί δεν υπακούετε σεις εις τους βασιλικούς ορισμούς, αλλά καταφρονείτε τους μεγάλους θεούς και προσκυνείτε τον Χριστόν»; Οι γονείς του Αγίου απεκρίθησαν, χωρίς καθόλου να δειλιάσουν· «Ημείς, ω εξουσιαστά, εδιδάχθημεν από τους Αποστόλους του Κυρίου μας να πιστεύωμεν και να προσκυνούμεν τον αληθινόν Θεόν, τον Ποιητήν του ουρανού και της γης, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, εις του οποίου το όνομα εβαπτίσθημεν και αυτόν ομολογούμεν και κηρύττομεν· τα δε άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία έχετε σεις δια θεούς, ημείς τα αποστρεφόμεθα και τα εξουθενούμεν». Ταύτα ακούσας ο εξουσιαστής και θυμωθείς σφόδρα επρόσταξε τους στρατιώτας να ρίψωσιν αυτούς κατά γης και να τους δείρωσι δυνατά· τούτου δε γενομένου τους έβαλον εις την φυλακήν όπου έμειναν καιρόν πολύν ανεπιμέλητοι από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, ταλαιπωρούμενοι με πείναν και δίψαν και κάθε άλλην κακοπάθειαν, εντός δε της φυλακής εγέννησεν η μακαρία Θεοδώρα τον Άγιον. Ο δε Πανάγαθος Θεός, όστις γινώσκει τα πάντα προτού να γίνουν, προβλέπων, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να ζητήση το βρέφος, δια να το αναθρέψη και να το διδάξη την ιδικήν του πλάνην, εξαπέστειλε τον Άγγελον αυτού εις την φυλακήν και πρώτον μεν εθεράπευσε τους γονείς του βρέφους εκ των πληγών, τας οποίας είχον από τους δαρμούς, κατόπιν δε τους ενεδυνάμωσε και προείπεν εις αυτούς, ότι ο εξουσιαστής μέλλει να τους θανατώση και να μη δειλιάσωσι τον υπέρ Χριστού θάνατον, διότι θέλουν στεφανωθή με τον στέφανον του Μαρτυρίου και να κληρονομήσωσι την ουράνιον Βασιλείαν. Έπειτα παραλαβών το βρέφος το επήγεν εις γυναίκα τινά χήραν πλουσιωτάτην και Χριστιανήν, παραγγείλας εις αυτήν να το βαπτίση, να το αναθρέψη με κάθε επιμέλειαν και να μη το ομολογήση εις ουδένα. Ταύτα δε ειπών έγινεν άφαντος. Ο δε παράνομος Μαρκίων, ζητών το βρέφος, ηρεύνα με πολλήν επιμονήν ημέρας πολλάς, αλλά μη ευρίσκων αυτό, ήναψεν όλος από θυμόν και εβασάνιζε σκληρώς τους γονείς του Αγίου. Τέλος πάντων, βλέπων το αμετάθετον της γνώμης των, ότι κατ’ ουδένα τρόπον δεν ηρνούντο τον Χριστόν, τους απεφάσισεν εις θάνατον. Όθεν παραλαβόντες τους Αγίους οι στρατιώται τους ωδήγησαν έξω της Εφέσου επάνω εις εν ύψωμα και εκεί τους απεκεφάλισαν, άφησαν δε εκεί τα λείψανά των να τα φάγουν τα θηρία· αλλά ματαίως εκοπίαζεν ο αλιτήριος Μαρκίων, διότι κανέν θηρίον δεν επλησίασεν εις τα τίμια λείψανα των Αγίων Μαρτύρων· μετά δε ταύτα επήγαν κρυφίως οι Χριστιανοί και τα ενεταφίασαν μετ’ ευλαβείας, ως έπρεπεν. Η δε ευσεβεστάτη εκείνη χήρα, εις την οποίαν ωδήγησε το βρέφος ο Άγγελος, το εβάπτισε και το ωνόμασε Παγκράτιον, εις το όνομα του πατρός του, το ανέτρεφε δε ως γνήσιον τέκνον της. Όταν ήλθε τούτο εις ηλικίαν δεκτικήν μαθημάτων, το έβαλεν εις το σχολείον, όπου εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλην την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν· επειδή δε είχεν εξ αρχής φρονήματα γέροντος δεν κατεγίνετο εις παιδαριώδη καμώματα, ωσάν τα άλλα παιδία, αλλά συνανεστρέφετο με σοφούς και εναρέτους άνδρας, γινόμενος ακροατής όλων των καλών και ψυχωφελών διδαγμάτων αυτών και εμιμείτο τα ένθεα παραδείγματά των, ως υιός δε Μαρτύρων εσπούδαζε με όλην την προθυμίαν να τους μιμηθή, κατά το δυνατόν, εις την αγάπην του Θεού και κατόπιν εις όλας τας αρετάς· ηγωνίζετο δε να έχη αγάπην με όλους, ταπείνωσιν, ιλαρότητα, εγκράτειαν, σωφροσύνην και κάθε είδους αρετήν, αγαπών εξόχως την ελεημοσύνην· δια τούτο ωνομάσθη Πολύκαρπος. Και ακούσατε να θαυμάσητε. Η θεοφιλής εκείνη γυνή, η οποία τον ανέθρεψεν, ήτο πολύ πλουσία, ως είπομεν, είχε δε μεταξύ των άλλων πολλάς αποθήκας γεμάτας από σιτάρι και κάθε είδους καρπόν της γης, διότι είχε πολλά υποστατικά. Ως ελεήμων δε που ήτο ο μακάριος Παγκράτιος και πολύ συμπαθητικός, έδιδε πλουσιοπάροχα εις τους πτωχούς, κρυφίως από την ψυχομητέρα του, έως ότου άδειασεν όλας τας αποθήκας. Εν μιά δεμιαν ημερών επήγεν η μήτηρ αυτού να βγάλη σιτάρι· και ευρίσκουσα κενάς τας αποθήκας εθαύμασεν, ηννόησεν όμως ότι ο Παγκράτιος τας εξεκένωσε, διότι εγνώριζε την αγαθήν του προαίρεσιν, ως και την ευσπλαγχνίαν την οποίαν είχε δια τους πτωχούς. Εν τούτοις έστρεψε και τον εκοίτταξε με άγριον βλέμμα, αυτός δε, με χαροποιόν πρόσωπον, είπε προς αυτήν· «Ας υπάγωμεν, κυρία, μαζί εις τας αποθήκας δια να ίδωμεν». Δεν ηθέλησεν όμως να υπάγη εκείνη, επειδή προ ολίγου τας είδε κενάς. Τότε επήγε μόνος ο Άγιος, έκαμε προσευχήν εις τον πολυεύσπλαγχνον Θεόν και, ω του θαύματος! παρευθύς εγέμισαν όλαι αι αποθήκαι από όλους τους καρπούς. Προσκαλέσας όθεν την μητέρα του, της είπε μετά χαράς· «Έλα, κυρία μου, εις τας αποθήκας, δια να ιδής την δύναμιν και την Χάριν του Θεού». Καθώς δε επήγεν η γυνή και είδε τας αποθήκας γεμάτας από καρπούς και όλα τα δοχεία γεμάτα από έλαιον και οίνον, εδόξασε μεγαλοφώνως τον πλουσιόδωρον Θεόν και καταφιλούσα τον ευλογημένον Παγκράτιον, του είπε· «Τέκνον μου αγαπητόν, από της σήμερον δίδε όσον θέλεις εις τους πτωχούς και πλέον δεν θέλω σε ονομάζει Παγκράτιον, αλλά Πολύκαρπον». Ούτως επεκράτησε το όνομα αυτό εις τον Άγιον. Έχων λοιπόν την άδειαν ο μακάριος, εμοίραζε πλουσιοπάροχα εις τους έχοντας ανάγκην τους καρπούς, αι δε αποθήκαι, θείω ελέει, δεν εξεκενούντο ποτέ· διότι ο Θεός, βλέπων την αγαθήν γνώμην του Αγίου, επλήθυνε τους καρπούς. Κατ’ εκείνον τον καιρόν ενέσκηψε πείνα μεγάλη εις την χώραν της Εφέσου. Τότε ο αξιομακάριστος Πολύκαρπος έδειξε την μεγάλην του ευσπλαγχνίαν και συμπάθειαν, όχι μόνον εις τους πτωχούς, αλλά και εις τους πλουσίους· διότι πολλοί, αν και είχον πλούτον πολύν, μη ευρίσκοντες όμως να αγοράσουν τα προς συντήρησιν εκινδύνευον από την πείναν· εις τούτους έδιδε πλουσιοπαρόχως ο Άγιος· και γενικώς, όλοι όσοι είχον στενοχωρίαν έλεγον· «Ας υπάγωμεν εις τον ελεήμονα Πολύκαρπον». Όθεν προσέτρεχον εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν πλήθος πτωχών και πλουσίων και δεν εδίωκε ποτέ κανένα με τας χείρας κενάς, αλλά όλους τους εδέχετο με πολλήν ευσπλαγχνίαν, ευεργετών ένα έκαστον κατά την ανάγκην του. Όταν ο Άγιος έγινεν είκοσι πέντε ετών, ήκουσεν ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις τα άλλα μέρη της Ασίας και έχων πόθον πολύν να τον απολαύση, έλαβε την άδειαν και την ευχήν της μητρός του και επήγεν εις τον θείον Ιωάννην, μαζί με τον οποίον ήτο και ο θεοφόρος Ιγνάτιος και ο μακάριος Βουκόλος. Τούτον ηκολούθησε και ο ευλογημένος Πολύκαρπος και περιπατών μαζί των από τόπου εις τόπον και από χώρας εις χώραν, εδοκίμαζε μεγάλας κακοπαθείας, υποφέρων πείναν, δίψαν, γυμνότητα και κάθε άλλην στενοχωρίαν δια να κηρύττη τον λόγον του Χριστού, ως άλλος Απόστολος. Αφ’ ου παρήλθεν αρκετός καιρός, ήλθεν ορισμός από τον βασιλέα της Ρώμης Δομετιανόν να εξορισθή ο θείος Ιωάννης ο Θεολόγος εις την νήσον Πάτμον, επειδή ηκούσθη, ότι μετέστρεφε τους ειδωλολάτρας εις την πίστιν του Χριστού. Όταν δε επρόκειτο να υπάγη εις την εξορίαν, εχειροτόνησε τον μακάριον Βουκόλον Αρχιερέα της Σμύρνης, του έδωκε δε και τον Άγιον Πολύκαρπον να τον έχη συνοδείαν. Ούτως, αποχαιρετήσας αυτούς ο Απόστολος, επήρε μαζί του τον Πρόχωρον και επήγεν εις την Πάτμον. Ελθόντες λοιπόν εις την Σμύρνην ο Άγιος Βουκόλος μαζί με τον ιερόν Πολύκαρπον, τον εχειροτόνησεν Ιερέα, με όλον όπου δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον, προφασιζόμενος ότι δεν είναι άξιος· αλλ’ ο μακάριος Βουκόλος, βλέπων τας αρετάς του και τα θεία του κατορθώματα, τον ανεβίβασεν ακόμη και εις το αξίωμα του ορφανοτρόφου· τόσον δε ταπεινόφρων ήτο ο μακάριος, ώστε δεν ηθέλησε ποτέ καμμίαν προτίμησιν, ούτε εις τας συνάξεις των Ιερέων εκάθητο κατά την τάξιν του, αλλά πάντοτε εκάθητο κατώτερα απ’ όλους, ωσάν εις ταπεινός άνθρωπος. Βλέπων όμως ο Θεός την πολλήν του ταπείνωσιν, τον ύψωσε και τον εδόξασε, καθώς επαγγέλλεται· διότι, προγνωρίσας ο μακάριος Βουκόλος τον θάνατόν του, εσύναξεν όλους τους Επισκόπους της επαρχίας, όλον τον Κλήρον και πάντας τους Χριστιανούς και εφανέρωσε τον θάνατόν του, ειπών ότι εξέλεξε διάδοχόν του τον Άγιον Πολύκαρπον. Τούτον εδέχθησαν μετά μεγάλης χαράς οι Επίσκοποι, οι Κληρικοί και όλος ο λαός, εχειροτονήθη λοιπόν παρά την θέλησίν του ο Ιερός Πολύκαρπος Αρχιερεύς της Σμύρνης. Λαβών λοιπόν ο Άγιος το μέγα τούτο και πολύτιμον φορτίον της Αρχιερωσύνης, εποίμαινε τα λογικά του Χριστού πρόβατα με πολλήν επιμέλειαν εις νομάς σωτηρίους των θείων εντολών, διδάσκων καθ’ εκάστην τον λόγον του Ευαγγελίου και τύπος γινόμενος δια των έργων παντός αγαθού. Δεν έπαυε δε νύκτα και ημέραν να επισκέπτεται το ποίμνιόν του· εδυνάμωνε τους αδυνάτους, παρηγορούσε τους τεθλιμμένους, εθεράπευε τους ασθενούντας, εκυβέρνα τα ορφανά, ελεούσε τους πτωχούς και εβοηθούσε όλους τους Χριστιανούς κατά την ανάγκην εκάστου. Επεμελείτο δε ιδίως πολύ, κρυφά ή φανερά, ως ηδύνατο, τους Μάρτυρας τους οποίους εβασάνιζαν εκείνον τον καιρόν οι τύραννοι, στερεώνων τούτους εις την πίστιν του Χριστού και δια να είπωμεν εν συντομία πρεπόντως ωνομάσθη Πολύκαρπος, διότι δεν έλειψε ποτέ από αυτόν ο ένθεος καρπός, αλλ’ ήτο ως θαυμάσιος λιμήν αχείμαστος δι’ όλους και μέγα καταφύγιον, όχι δε μόνον εις τους Χριστιανούς, αλλά και εις τους ειδωλολάτρας, τους οποίους ακαταπαύστως εδίδασκε, χωρίς καμμίαν δειλίαν, χωρίς κανένα φόβον, επιστρέφων πολλούς εις την πίστιν του Χριστού. Ετέλει δε και άπειρα θαύματα καθ’ εκάστην, από τα οποία θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά εις πίστωσιν των πολλών. Και ακούσατε. Καιρόν τινά εξερράγη μεγάλη και φοβερά πυρκαϊά εις την Σμύρνην, και εκαίοντο όχι μόνον μέσα εις την πόλιν σπίτια και άνθρωποι, αλλά ακόμη και έξω εις τους αγρούς, εις τα σπαρτά, αμπέλια, δένδρα και ζώα, εκράτησε δε το κακόν αυτό επτά ημερονύκτια. Οι δε ανόητοι και εσκοτισμένοι ειδωλολάτραι επεκαλούντο εις βοήθειαν τους θεούς των, αλλά ματαίως εκοπίαζαν οι ταλαίπωροι· διότι όσον εκείνοι παρεκάλουν τα είδωλα, τόσον ο Θεός ωργίζετο εναντίον των και ηύξανε το πυρ περισσότερον. Όθεν οι Χριστιανοί προσέδραμον εις τον Άγιον, παρακαλούντες αυτόν να κάμη προσευχήν προς τον Κύριον δια να καταπαύση το πυρ. Ευσπλαγχνισθείς όθεν ο Άγιος έκαμε δέησιν εις τον Θεόν, δι’ ό,τι του εζήτησαν, έπειτα, ελέγχων τους ειδωλολάτρας, ότι αυτά τα κακά προέρχονται από την ασέβειάν των, με το να μη πιστεύουν εις τον αληθινόν Θεόν, εστράφη προς το πυρ και είπεν· «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον εγώ ο ανάξιος λατρεύω και προσκυνώ, σε προστάζω να παύσης ευθύς την ώραν ταύτην και να σβεσθής εντελώς». Και, ω του παραδόξου θαύματος! παρευθύς εσβέσθη τελείως το φοβερόν εκείνο πυρ και ηφανίσθη· οι δε παρεστώτες θαυμάσαντες εφώναξαν μεγαλοφώνως· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών». Τότε πολλοί ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν εις δόξαν του αληθινού Θεού ημών. Εις δε από τους ειδωλολάτρας, άρχων μέγας, ονόματι Πετρώνιος, παρακινηθείς από τον πατέρα του διάβολον, όστις φθονεί πάντοτε το καλόν, έλεγε λόγια βλάσφημα κατά της Πίστεως των Χριστιανών και κατά του Αγίου. Παρευθύς δε εδαιμονίσθη ούτος και έπεσε κατά γης κυλιόμενος, αφρίζων και σπαράττων. Βλέποντες δε αυτόν τινές Χριστιανοί τον ελυπήθησαν και παρεκάλεσαν τον Άγιον να τον ιατρεύση· ούτος δε μιμούμενος τον Δεσπότην Χριστόν, ηυσπλαγχνίσθη αυτόν και τον εθεράπευσε διπλήν θεραπείαν, διότι επιτιμών το πονηρόν και ακάθαρτον πνεύμα, το εδίωξεν από τον Πετρώνιον, εκείνον δε εφώτισε κατά την ψυχήν, ώστε να γνωρίση την δύναμιν την οποίαν έχουν οι δούλοι του Χριστού, εκ της ευεργεσίας την οποίαν έλαβε. Τότε επίστευσεν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθη μαζί με όλους τους ανθρώπους της οικίας του. Μετά τέσσαρας χρόνους από της πυρκαϊάς, περί της οποίας είπομεν, ηκολούθησε μεγάλη ανομβρία εις όλην την περιοχήν της Σμύρνης, ούτως ώστε εκινδύνευαν να αφανισθώσιν όλοι οι καρποί της γης, ευρίσκοντο δε οι άνθρωποι εις μεγάλην λύπην. Όθεν οι Χριστιανοί προσέτρεξαν πάλιν εις τον Άγιον και τον παρεκάλεσαν να τους βοηθήση. Ο δε Άγιος έκαμε τότε δέησιν προς Κύριον και, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! έβρεξε τόση βροχή, ώστε εδρόσισεν όλους τους καρπούς· έλαβον όθεν μεγάλην παρηγορίαν οι άνθρωποι, δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Αλλ’ επειδή δεν έπαυε και έβρεχεν ακαταπαύστως, πάλιν ο Άγιος με την προσευχήν του την κατέπαυσε. Από ταύτα τα ολίγα θαύματα του Αγίου, τα οποία διηγήθημεν, ας γνωρίση πας τις πόσην παρρησίαν είχεν εις τον Θεόν, διότι αρκετά είναι αυτά να φανερώσουν την αγιότητά του. Ας έλθωμεν λοιπόν εις το προκείμενον του λόγου, να διηγηθώμεν με βραχυλογίαν και το ένδοξον αυτού Μαρτύριον. Όταν εβασίλευεν εις την Ρώμην ο Αντωνίνος, εκινήθη μέγας διωγμός κατά της πίστεως του Χριστού, όλοι δε οι κατά πόλεις εξουσιασταί εβασάνιζαν ανηλεώς τους Χριστιανούς. Όθεν και ο εξουσιαστής της Σμύρνης έπραττε τα ίδια, τιμωρών απανθρώπως έως θανάτου όποιον Χριστιανόν εύρισκεν. Ήλθε δε εις τόσην μανίαν ο επάρατος, ώστε απεφάσισε να ζητήση και τον Άγιον Πολύκαρπον, ως Αρχιερέα των Χριστιανών. Τούτο ακούσας ο θείος Πολύκαρπος ουδόλως εταράχθη και ήθελε να μείνη εις την πόλιν. Οι Χριστιανοί όμως, θέλοντες να μη υστερηθούν τοιούτον άγιον ποιμένα, τον κατέπεισαν δια παντοίων τρόπον να αναχωρήση από την Σμύρνην. Ούτως ο Άγιος, αν και επόθει το Μαρτύριον, εν τούτοις αποβλέπων περισσότερον εις το συμφέρον των άλλων, κατά την εντολήν του θείου Αποστόλου Παύλου και όχι μόνον εις το ιδικόν του, ανεχώρησεν από την Σμύρνην και επήγεν εις εν χωρίον όχι μακράν από την πόλιν και εκεί διέτριβεν, ουδέν έτερον ποιών παρά προσευχόμενος νύκτα και ημέραν δι’ όλους τους Χριστιανούς και δι’ όλας τας Εκκλησίας του Χριστού, τας καθ’ άπασαν την οικουμένην ευρισκομένας. Ημέραν δε τινά, τρεις ημέρας προτού συλληφθή, προσευχόμενος εκοιμήθη μετά την προσευχήν του· και τότε είδεν εν οράματι, ότι επήρε φωτιάν το προσκεφάλαιόν του και εκάη. Εξυπνήσας δε είπε προφητικώς εις εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζί του, ότι πρόκειται να μεταλλάξη την παρούσαν ζωήν δια του πυρός χάριν της αγάπης του Χριστού. Επειδή δε οι υπηρέται του εξουσιαστού ανεζήτουν αυτόν με κάθε επιμέλειαν, εβιάσθη πάλιν από την αγάπην των αδελφών και επήγεν εις άλλο χωρίον· την ώραν όμως κατά την οποίαν ανεχώρησεν ο Άγιος έφθασαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εζήτουν, και μη ευρόντες αυτόν εκεί, συνέλαβον δύο παιδία και τα εβασάνιζαν δια να φανερώσουν που ευρίσκετο ο Άγιος· μη υποφέρον δε το εν παιδίον τα βάσανα, τον εφανέρωσε. Λαβόντες λοιπόν οι στρατιώται το παιδίον εκείνο, επήγαν το βράδυ εις το άλλο χωρίον και τον εύρον την ώραν κατά την οποίαν έπεσε να κοιμηθή επάνω εις ένα ανώγειον υψηλόν, από το οποίον ηδύνατο να υπάγη εις άλλο σπίτι· αλλά δεν ηθέλησε λέγων· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Ευθύς λοιπόν κατήλθεν από το ανώγειον και εδέχθη τους στρατιώτας με ιλαρόν και χαρούμενον πρόσωπον, ώστε εθαύμασαν εκείνοι την μεγαλοψυχίαν και αφοβίαν του. Ο δε Άγιος επρόσταξε να ετοιμάσουν τράπεζαν και να τους βάλουν να φάγουν και να πίουν, τους εζήτησε δε να του δώσουν καιρόν δια να προσευχηθή. Λαβών λοιπόν την άδειαν ο Άγιος από τους στρατιώτας προσηυχήθη ώραν ικανήν. Έπειτα, φέροντες ονάριον, τον ανεβίβασαν επ’ αυτού και τον έφεραν εις την πόλιν. Επήγαινε δε ο Άγιος προθύμως εις το κριτήριον, και όταν εισήρχετο εις αυτό ήλθεν εξ ουρανού φωνή, ήτις έλεγεν· «Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου». Ταύτην την φωνήν πολλοί Χριστιανοί ήκουσαν, ουδείς όμως είδεν εκείνον όστις την είπεν. Ερωτήσας λοιπόν ο εξουσιαστής, αν είναι αυτός ο Πολύκαρπος και ομολογήσας ο Άγιος ότι αυτός ο ίδιος είναι, είπε προς αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν και να τον βλασφημήση· ο δε Άγιος απήντησεν· «Έχω ογδοήκοντα εξ χρόνους όπου τον δουλεύω, και κανένα κακόν δεν μου έκαμε· πως ημπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλέα μου, τον Σωτήρα και Λυτρωτήν μου»; Ο τύραννος όμως τον εβίαζε και πάλιν να αρνηθή τον Χριστόν. Τότε ο θείος Πολύκαρπος του λέγει· «Επειδή προσποιείσαι ότι δεν γνωρίζεις ποίος είμαι και δια τούτο μου λέγεις ταύτα, άκουσον μετά παρρησίας· Χριστιανός είμαι και τον Χριστόν δεν αρνούμαι, ει δε θέλης να μάθης τας αληθείας του Χριστιανισμού, δος μοι καιρόν και ακρόασιν, ίνα σου ομιλήσω». Ο δε κριτής λέγει· «Εάν δεν αρνηθής τον Χριστόν, θα σε ρίψω εις τα θηρία να σε καταφάγωσιν». Ο Άγιος του απαντά· «Μη αργοπορής, αλλά ρίψε με εις τα θηρία, διότι εγώ δεν μετακινούμαι από την Πίστιν μου· μάλιστα θα σου οφείλω μεγάλην χάριν να με μεταφέρης μίαν ώραν ενωρίτερα από την ψευδή και πολύπονον ταύτην ζωήν, εις την αληθινήν και αθάνατον». Ο κριτής πάλιν του λέγει· «Επειδή δεν φοβείσαι τα θηρία, θέλω σε κατακαύσει εις το πυρ, εάν δεν μετανοήσης». Ο δε μέγας Πολύκαρπος λέγει· «Τι με φοβερίζεις με το πυρ, το οποίον καίει προς ώραν και μετ’ ολίγον σβέννυται; Ή δεν γνωρίζεις το άσβεστον πυρ της αιωνίου κολάσεως, το οποίον φυλάττεται δια να κατακαίη αιωνίως τους ασεβείς; Όθεν μη αργοπορής, αλλά κάμε ό,τι θέλεις». Αυτά και άλλα περισσότερα λέγων ο Άγιος μετά μεγάλου θάρρους και χαράς, έκαμε τον εξουσιαστήν να μείνη εκστατικός, απορών δε ούτος και μη γνωρίζων τι να πράξη, έστειλε τον κήρυκα εις το μέσον του σταδίου και εκήρυξε τρεις φοράς, ότι ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι Χριστιανός. Τούτο ακούοντες όλον το πλήθος των Ελλήνων και των Εβραίων, εφώναζον με μεγάλην φωνήν και με θυμόν ακράτητον· «Αυτός είναι ο Πατήρ των Χριστιανών, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους να μη προσκυνούν τους θεούς. Πρέπει λοιπόν να τον καύσωμεν εις το πυρ ζωντανόν». Παρευθύς λοιπόν εσύναξαν από τα εργαστήρια και από τα λουτρά ξύλα και φρύγανα. Μάλιστα δε οι Εβραίοι έτρεχον με μεγάλην προθυμίαν, καθώς το έχουν συνήθειαν να υπηρετούν τους τυράννους ολοψύχως, εκ του μίσους το οποίον έχουν, οι κατάρατοι, κατά του Χριστού και όλων των Χριστιανών. Όταν δε ητοιμάσθη η πυρά εξεδύθη ο Άγιος τα ενδύματά του, έλυσε την ζώνην του και έπεσεν εις την πυράν μόνος του· ημποδίσθη όμως προς ολίγον από τους Χριστιανούς, οι οποίοι συνέτρεχαν με μεγάλην σπουδήν, αγωνιζόμενοι ποίος να πρωτοασπασθή το άγιον σώμα του. Έπειτα ήλθον οι στρατιώται να τον καρφώσουν, ώστε να μην κινήται καιόμενος, καθώς εσυνήθιζον να κάμνουν εις όλους τους καταδικαζομένους εις τον δια πυρός θάνατον· ο δε Άγιος τους είπεν· «Αφήσετέ με ακάρφωτον και εκείνος ο οποίος μου δίδει την δύναμιν να υπομείνω το πυρ, θέλει με ενδυναμώσει να μη κινηθώ παντελώς». Όθεν δεν τον εκάρφωσαν, αλλά τον έδεσαν με τας χείρας οπίσω και ούτω ως κριός επίσημος εκ μεγάλου ποιμνίου προσεφέρετο εις τον Θεόν ολοκαύτωμα ευπρόσδεκτον. Ανυψώσας δε τότε ο Άγιος τους οφθαλμούς του προς τον ουρανόν, προσηυχήθη ούτω. «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ευχαριστώ σοι, ότι ηξιώσας με τον ανάξιον της ημέρας και ώρας ταύτης, ίνα συναριθμηθώ και εγώ ομού μετά των Μαρτύρων σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και σώματος και είθε να προσαχθώ σήμερον έμπροσθέν σου θυσία ευπρόσδεκτος, καθώς προητοίμασας, προεφανέρωσας και ετελείωσας, ο αψευδής Θεός· δια ταύτα πάντα σε ευλογώ και σε δοξάζω, συν τω αγαπητώ και μονογενεί σου Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Αφού ετελείωσε την προσευχήν ο Άγιος εισήλθεν εις την πυράν και, ω του θαύματος! η φλοξ του πυρός εκείνου εσχημάτισεν είδος θόλου, ως σχηματίζει το πανί του πλοίου, όταν το φυσά ο άνεμος, περιεκύκλωσε δε το σώμα του Μάρτυρος, όστις ήτο εις το μέσον της φλογός, όχι ως σάρξ καιομένη αλλά ως χρυσός πυρούμενος εντός καμίνου χρυσοχόου, εξήρχετο δε εξ αυτού ευωδία άρρητος ωσάν να εκαίετο θυμίαμα ή άλλο τι πολύτιμον άρωμα. Τέλος πάντων βλέποντες οι άνομοι, ότι δεν ήτο δυνατόν να καή το σώμα του Αγίου από την πυράν, επρόσταξαν να πλησιάση εις τον Μάρτυρα εις δήμιος και να τον θανατώση με το ξίφος· τούτου γενομένου, ανεπήδησε πλήθος αίματος το οποίον έσβυσε τελείως το πυρ προς θαυμασμόν και έκπληξιν του παρισταμένου λαού δια τα θαυμάσια του Θεού. Ο δε φθονερός και πονηρός διάβολος, γνωρίζων ότι οι Χριστιανοί επεθύμουν να πάρουν το ιερόν λείψανον του Αγίου προς αγιασμόν, τι εμεθοδευθη ο κακομήχανος; Παρεκίνησεν άρχοντά τινα και είπεν εις τον εξουσιαστήν να μη δώση το σώμα του Ιερομάρτυρος εις τους Χριστιανούς, δια να μη αφήσουν τον Εσταυρωμένον Ιησούν και αρχίσουν να σέβωνται τούτον τον Πολύκαρπον, το ίδιον έλεγον και οι Εβραίοι και το εβεβαίωναν, εφύλαττον δε τον τόπον δια να μη το πάρουν κρυφίως οι Χριστιανοί. Ο εκατόνταρχος λοιπόν, ρίψας το άγιον λείψανον εις το μέσον της πυράς το έκαυσε. Κατόπιν δε οι Χριστιανοί λαβόντες όσα ιερά λείψανα απέμειναν άθικτα από το πυρ τα ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως εις τόπον επίσημον, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Φεβρουαρίου, γέγονεν η πρώτη και Δευτέρα εύρεσις της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προ

Δημοσίευση από silver »

Η Τιμία αύτη και Αγγέλοις αιδέσιμος του θείου Προδρόμου Κεφαλή πρώτον μεν ευρέθη εν τω οίκω του Ηρώδου, δι’ επιφανείας και αποκαλύψεως του ιδίου Τιμίου Προδρόμου, εις δύο Μοναχούς, οι οποίοι μετέβαινον εις προσκύνησιν του ζωοδόχου Τάφου του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, έλαβε δε ταύτην παρά των Μοναχών εκείνων εις κεραμεύς και την μετέφερεν εις την Έμεσαν· αισθανθείς δε εκείνος, ότι δια της Αγίας Κάρας έλαβεν ευτυχίαν, ετίμα αυτήν εξαιρέτως και όταν έμελλε να αποθάνη, την αφήκεν εις την αδελφήν του, παραγγείλας εις αυτήν να μη την μετατοπίση ούτε να την δείξη εις άλλον, αλλά να την τιμά και να την προσκυνή. Αφ’ ου δε η αδελφή εκείνου απέθανε, έλαβον την Αγίαν Κάραν αλληλοδιαδόχως πολλοί και τέλος κατήντησεν ο πολύτιμος ούτος θησαυρός εις τινα Ιερομόναχον Αρειανόν, Ευστάθιον, ο οποίος εδιώχθη παρά των Ορθοδόξων εκ του σπηλαίου, εις το οποίον κατώκει, διότι απέδιδεν εις την κακόδοξον αίρεσίν του τας ιατρείας, όσας ενήργει η Αγία Κάρα. Έλεγε δηλαδή, ότι η Αγία Κάρα ενεργεί τας ιατρείας διότι αυτός, όστις την κατέχει, είναι Αρειανός· αφ’ ου δε εκείνος ο κακόδοξος εδιώχθη εκείθεν, αφήκε κατά θείαν οικονομίαν την Τιμίαν Κεφαλήν εις το σπήλαιον αυτό εις το οποίον και ευρίσκετο κεκρυμμένη, μέχρι της εποχής Μαρκέλλου τινός Αρχιμανδρίτου και του Επισκόπου Εμέσης Ουρανίου, κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μικρού εν έτει υλα΄ (431). Τότε λοιπόν πολλοί έλαβον θείας αποκαλύψεις δια την Προδρομικήν ταύτην Κεφαλήν· όθεν ευρέθη αύτη το δεύτερον εντός υδρίας, ήτις μεταφερθείσα εις την Εκκλησίαν υπό του άνω ρηθέντος Επισκόπου Ουρανίου ενήργει διαφόρους ιατρείας και παράδοξα θαύματα. Τελείται δε η της ευρέσεως αυτής Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον και Προφητικόν Ναόν του Τιμίου Προδρόμου τον ευρισκόμενον εις τόπον ονομαζόμενον Φωρακίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) του Φεβρουαρίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΤΑΡΑΣΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλε

Δημοσίευση από silver »


Ταράσιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη από γονείς ευγενείς και αξιωματούχους, οι οποίοι, καταγόμενοι από σειράν πατρικίων, εχρημάτισαν και αυτοί πατρίκιοι· και ο μεν πατήρ αυτού, Γεώργιος ονόματι, ανελθών μέχρι των θρόνων του κριτηρίου, απένειμεν εξ ίσου εις όλους, αδωροδοκήτως και αφιλοπροσώπως, το δίκαιον· η δε μήτηρ αυτού Ευκρατία ήτο πολύ θεοσεβής και ανέτρεφε τον υιόν της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, παραγγέλλουσα δε καθ’ εκάστην εις αυτόν να μη έχη καμμίαν συναναστροφήν με τους ατάκτους παίδας, αλλά να συναναστρέφηται με εναρέτους άνδρας, τον προσέφερεν εις τον κοινόν σεβασμόν, διότι, διάγων πολιτείαν σεμνήν και ενάρετον, εκρίνετο παρ’ όλων άξιος ευλαβείας και πάσης τιμής, ώστε ανήλθεν εις το αξίωμα των υπάτων, έγινε δηλαδή ύπατος, εκλεγείς και πρώτος μυστικοσύμβουλος, ήτοι πρώτος γραμματικός των μυστικών του βασιλέως, λάμπων ως αστήρ μέσα εις τα βασίλεια. Ανεδείχθη δε τοιούτος ο Άγιος, διότι επλουτίσθη από τα θεία μαθήματα, την Παλαιάν και Νέαν Γραφήν και τα συγγράμματα των θείων Πατέρων, αλλά και από την έξω σοφίαν απεταμίευσεν εις εαυτόν τα καλύτερα μαθήματα. Και τα μεν θεία διδάγματα εμελέτα νύκτα και ημέραν και εποτίζετο με τα νάματα της θείας διδασκαλίας, δια να καρποφορήση καρπούς λογικούς εις καιρόν αρμόδιον και να προκόψη εις τας αρετάς, από δε τα εξωτερικά μαθήματα εθησαύρισε με πολλήν προσοχήν εις την ψυχήν του ό,τι του ήτο χρήσιμον, δια να διορθώνη το στρεβλόν και βαρβαρικόν και εκμάθη πλήρως την γλώσσαν του. Αφ’ ου λοιπόν τοιουτοτρόπως επρόκοψε δια μέσου των εσωτερικών και εξωτερικών μαθημάτων με το μέσον της ευσεβείας και της καθαράς συνειδήσεως, αφιέρωσεν όλον τον εαυτόν του εις τον Θεόν, ελθών εις έξιν πνευματικής τελειώσεως· και αν και ευρίσκετο ακόμη εις την τάξιν των κοσμικών, όμως, με κόσμιον και εύτακτον σχήμα απεμάκρυνε τον εαυτόν του από τον κοσμικόν περισπασμόν, στολίζων δε την ψυχήν του με εκείνα όπου ήσαν ευάρεστα εις τον Θεόν, έγινε και προ της Ιερωσύνης σκεύος ιερόν και εκλεκτόν του Θεού, ώστε δι’ εκείνον, όστις ήτο ακόμη μεταξύ των λαϊκών, προμηνυόμενος ως ποιμήν λογικών προβάτων, ήλπιζον ότι μέλλει να αναδειχθή Οικουμενικός Πατριάρχης και με την λαμπρότητά του να φωτίση όλον τον κόσμον. Διασκορπίζων δε όλον το σκότος των αιρετικών, να επαναφέρη το φως της Ορθοδόξου Πίστεως εις την Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως. Και η ελπίς αύτη των πολλών δεν απεδείχθη ψευδής, διότι πολύ συντόμως απέλαβον το ποθούμενον. Ότε λοιπόν ήτο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Παύλος Δ΄ ο Κύπριος (780-784), εις εποχήν καθ’ ην επεκράτει ακόμη η αίρεσις των Εικονομάχων και παρ’ όλον ότι οι πρώτοι της αιρέσεως, ήτοι Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος, είχον αφήσει προ ολίγου την βασιλείαν και την πρόσκαιρον ζωήν και είχον απέλθει εις τα εκείθεν δικαιωτήρια, όμως και μετά τον θάνατόν των άφησαν το δηλητήριον της Εικονομαχίας εις την Εκκλησίαν. Δια τούτο πολύ ελυπείτο ο Πατριάρχης ανησυχών, διότι δεν είχεν ουδένα συνεργάτην να του δώση χείρα βοηθείας εις την διόρθωσιν της Πίστεως, επειδή όλοι σχεδόν είχον κλίνει εις την Εικονομαχίαν. Όθεν, πεσών εις ασθένειαν δεινήν και κινδυνεύων να αποθάνη, ανεχώρησε κρυφίως από το Πατριαρχείον και μετέβη εις το Μοναστήριον το λεγόμενον του Φλώρου, όπου παρευθύς εξεδύθη τα αρχιερατικά σημεία και ενεδύθη το σχήμα των Μοναχών. Τούτο ακούσασα η ευσεβεστάτη Ειρήνη, η βασίλισσα, εταράχθη πολύ και επήγε μαζί με τον Κωνσταντίνον, τον υιόν της, εις το ρηθέν Μοναστήριον· καθώς δε είδον τον Πατριάρχην ενδεδυμένον με το ταπεινόν σχήμα των Μοναχών ελυπήθησαν και τον ηρώτησαν δια ποίαν αιτίαν ανεχώρησεν από τον θρόνον και έγινε Μοναχός. Ο δε μακάριος Παύλος απεκρίθη· «Ω θείοι βασιλείς, πρώτον αίτιον όπου με ηνάγκασε να κάμω τούτο είναι η αιφνιδία ασθένεια, η οποία μου συνέβη, και με απειλεί με θάνατον· δεύτερον είναι η ακοσμία της Εκκλησίας, η οποία στερείται τόσον καιρόν τον στολισμόν των Αγίων Εικόνων, και πάσχει τόσον πολύ από την πολυχρόνιον κακοδοξίαν της Εικονομαχίας, ούτως ώστε απέκτησε πληγήν ανίατον· τρίτον δε αίτιον είναι η συγκατάθεσις, την οποίαν έκαμα εγγράφως εις την αίρεσιν, διότι δεν ημπόρεσα να αποφύγω το κακόν αυτό, αλλά και με την γλώσσαν μου ωμολόγησα την αίρεσιν και με την χείρα μου υπέγραψα εις αυτήν, τούτο δε είναι εκείνο το οποίον μου καταπληγώνει την ψυχήν». «Βλέπω επίσης ότι οι Χριστιανοί των τεσσάρων άλλων Αποστολικών θρόνων, Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, φυλάττουν απαρασάλευτον την Αγίαν Πίστιν των και μένουν στερεοί εις την Ορθοδοξίαν, όθεν δεν επικοινωνούν με την ιδικήν μας Εκκλησίαν της Κωνσταντινουπόλεως και αποδιώκουν τους Χριστιανούς της Εκκλησίας ταύτης, ως ξένους της ποίμνης του Χριστού· δια τούτο δεν ηθέλησα πλέον να είμαι ποιμήν αιρετικής φατρίας προτιμήσας καλύτερα να κατοικήσω εις τον τάφον, παρά να γίνω υπόδικος εις τα αναθέματα των τεσσάρων Αποστολικών θρόνων. Αλλ’ επειδή ο Θεός έδωκεν εις την εξουσίαν σας το βασίλειον και όλον το Χριστιανικόν ποίμνιον είναι υποστατικόν σας, μη παραβλέπετε την σκυθρωπότητα και την ακοσμίαν της Μητρός σας Εκκλησίας, αλλά σπουδάσατε να την στολίσετε πάλιν με τον παλαιόν στολισμόν των Αγίων Εικόνων και μη ανέχεσθε πλέον να ευρίσκηται εις την Εκκλησίαν του Χριστού το μίασμα αυτό της Εικονομαχίας. Έχετε εις τα βασιλικά σας παλάτια άνδρα θαυμάσιον και πάνσοφον, όστις είναι ικανός να στερεώση πάλιν την Ορθοδοξίαν». Οι δε βασιλείς, αφού ηρώτησαν αυτόν ποίος είναι, απεκρίθη ο Πατριάρχης· «Είναι ο Ταράσιος ο πρώτος γραμματικός των μυστικών της βασιλείας σας· εκείνος είναι άξιος να προστατεύση την Μεγάλην Εκκλησίαν και με την λογικήν ράβδον να διώξη από την μάνδρα του Χριστού την φλυαρίαν των αιρέσεων και να ποιμάνη θεαρέστως το θεοφιλές ποίμνιον». Τότε οι βασιλείς, επιστρέψαντες εις τα βασίλεια, εκοινολόγησαν εις την Σύγκλητον τον λόγον του μακαρίου Παύλου και όλοι συμφωνούντες τον εβεβαίωσαν, διότι εγνώριζαν τον Ταράσιον, ότι έλαμπε κατά πάντα περισσότερον από όλους και ήτο άξιος να λάβη την ποιμαντικήν αξίαν. Παρευθύς οι βασιλείς εκάλεσαν τον μέγαν Ταράσιον και του το είπον, παρακινούντες αυτόν με πολλούς και διαφόρους τρόπους να αναδεχθή την προστασίαν ταύτην, δια να στερεωθή δι’ αυτού πάλιν η Ορθοδοξία και να εξαλειφθή το ανόμημα της Εικονομαχίας από την Εκκλησίαν του Χριστού. Ακούων ταύτα ο Ταράσιος εταράχθη πολύ και στοχαζόμενος, ότι δεν είναι δυνατόν να αποφύγη την πρόσκλησιν και την ψήφον των βασιλέων και της Ιεράς Συγκλήτου είπε· «Δεν είναι δυνατόν, θειότατοι βασιλείς, να καταπαύση η μεγάλη επίθεσις της Εικονομαχίας, η οποία εσάλευσεν εκ θεμελίων την Εκκλησίαν του Χριστού και να λάμψη η Ορθοδοξία με άλλον τρόπον, παρά μόνον εάν επινεύση άνωθεν ο Θεός εις την καρδίαν σας και προθυμοποιηθήτε δια πάσης σπουδής να συναχθή Σύνοδος Οικουμενική και να ανακαινισθούν τα οροθέσια και οι Κανόνες των Ιερών Συνόδων, ίνα λάμψουν τα δόγματα της αληθινής Πίστεως· εάν γίνη τούτο, όλοι οι Ορθόδοξοι θέλουν συντρέξει και την ιδίαν των ζωήν θέλουν δώσει δια την στερέωσιν της Ορθοδοξίας». Ταύτα και άλλα τοιαύτα λέγων, προ των βασιλέων, εζήτησε να συναθροισθή και ο κοινός λαός, δια να ίδη την γνώμην των. Αφ’ ου λοιπόν, δια βασιλικής προσταγής, συνήχθη όλη η πόλις και όλον το Ιερατείον εις το βασιλικόν παλάτιον, ήρχισεν ο θείος Ταράσιος να τους ομιλή, αποδεικνύων ότι τα αξίωμα της Αρχιερωσύνης είναι μεγάλον και υψηλόν και ότι αυτός δεν είναι ικανός να αναβή εις αυτό το μεγαλείον, διότι εξ αρχής περιεπλέχθη εις τα κοσμικά αξιώματα, είναι μέσα εις τας φροντίδας του κόσμου και δεν γνωρίζει καλώς τα Εκκλησιαστικά πράγματα, επειδή εκείνος, όπου θέλει να αναβή εις αυτόν τον βαθμόν, πρέπει πρώτον να εκμάθη καλώς τους Εκκλησιαστικούς Νόμους και τα Ευαγγελικά και Αποστολικά διδάγματα, δια να ηξεύρη να οδηγή τα λογικά πρόβατα του Χριστού εις οδόν σωτηρίας και μόνον τότε δύναται να αποφασίση και να αναβή εις αυτό το υψηλόν αξίωμα. Αλλ’ επειδή οι θεοσεβέστατοι βασιλείς επέμειναν να δεχθώ την διακονίαν ταύτην, αν και δεν έβαλα ποτέ εις τον νουν μου τούτο, ούτε εφρόντισα καμμίαν φοράν δια το τοιούτον αξίωμα, δια τούτο κοινολογώ την γνώμην μου και εις σας τον εκλεκτόν λαόν του Θεού· και εάν θέλητε να υποκύψω εγώ εις τον ζυγόν της μεγίστης ταύτης διακονίας, πρέπει να υποκλίνητε και σεις εις την παράδοσιν της Οικουμενικής Πίστεως και ν’ ακολουθήσετε τους θείους Πατέρας και τας Αγίας Έξ Οικουμενικάς Συνόδους και να δεχθήτε εκείνα όπου διωρίσθησαν από αυτάς· διότι εκείνοι όπου υπακούουσιν εις αυτάς, αξιώνονται της Βασιλείας των ουρανών και απολαμβάνουν μισθούς αθανάτους». Εδέχθη λοιπόν ο λαός τους λόγους του αοιδίμου Ταρασίου, ως φωνήν Αγγέλου και υπεσχέθησαν όλοι ομοφώνως, ότι θέλουν ακολουθήσει ως πρόβατα αυτόν, δια να τους οδηγή ως ποιμήν και ότι θέλουν πεισθή κατά πάντα εις εκείνα τα οποία είναι ευάρεστα εις τον Θεόν και εις αυτόν. Τότε εδέχθη τας ψήφους ο θείος Ταράσιος και εχειροτονήθη κατά τάξιν Αναγνώστης, Υποδιάκονος, Διάκονος, Ιερεύς και Αρχιερεύς· και ανέβη εις το ύψος του Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψπδ΄ (784). Αφ’ ου δε έλαβε φως επάνω εις το φως, προσέθετε και αρετάς επάνω εις τας αρετάς και επολλαπλασίαζε με υπερβολικήν προκοπήν το ιερώτατον τάλαντον, ήτοι το χάρισμα το οποίον έλαβε. Διότι, υπάρχων παιδιόθεν γεγυμνασμένος εις την εγκράτειαν, τόσην ολίγην τροφήν έτρωγεν, όσον δια να κρατή την ζωήν, αποφεύγων τον χορτασμόν και μη πειθόμενος παντελώς εις το να φάγη τίποτε προς ηδονήν. Την δε αγρυπνίαν την έκαμε συγκάτοικον δια να μελετά τας Θείας Γραφάς, αποδιώκων τον ύπνον ωσάν ένα ανωφελή και αχρείον δούλον, όταν δε το εκαλούσεν η χρεία τον επρόσταζε και επήγαινε. Κανείς υπηρέτης δεν είδε ποτέ τον Άγιον να πέση εις κρεββάτι ή επάνω εις μαλακά στρώματα· κανείς δεν έπιασε με τας χείρας του ποτέ το ένδυμά του και την ζώνην του, τα οποία άφηνε εις την κοίτην εις την οποίαν εκοιμάτο, δια να τα προευτρεπίση· κανείς δεν έβγαλε ποτέ τα υποδήματά του από τους πόδας του, αλλά αυτός μόνος υπηρετείτο εις κάθε χρείαν του σώματος, θέλων από θείον ζήλον να μιμηθή και εις τούτο τον διδάσκαλόν του Χριστόν, ο οποίος είπεν· «Ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. κ:28), δεικνύων ούτω εις τους μαθητάς του τον τύπον της ταπεινώσεως. Εις την προσευχήν δε τόσον επρόσεχεν ο Άγιος, ώστε ύψωνε τον νουν του εις τον ουρανόν και συνωμιλούσε με μόνον τον Θεόν· και δεν υπήρχε καιρός ευκαιρίας, κατά τον οποίον να μη εγονάτιζεν ο Άγιος εις το έδαφος της γης έχων τας χείρας του υψωμένας εις τον ουρανόν και αναμένων άνωθεν θείαν έλλαμψιν. Την ταπείνωσιν δε τόσον την εσεβάσθη και την ηγάπησεν, ώστε όχι μόνον αυτός επρόκοψεν εις αυτήν, αλλά και άλλους πολλούς παρεκίνησε να ταπεινωθούν με το ιδικόν του παράδειγμα. Διότι πολλούς Κληρικούς, οι οποίοι είχον ζώνας χρυσάς και εφορούσαν μεταξωτά και πολυποίκιλα ενδύματα, τους έκαμε και εζώνοντο με ζώνας πλεγμένας από νήματα αιγών και εφορούσαν ενδύματα υφασμένα από όμοια νήματα, χωρίς κανένα καλλωπισμόν, αλλά σεμνά και πρέποντα εις εκείνους όπου προαιρούνται να δουλεύουν τον Θεόν, υποσχόμενοι ταπείνωσιν. Την παρθενίαν δε και την σύντροφόν της σωφροσύνην, αι οποίαι προξενούν τον αγιασμόν, τας ωνάμασεν αδελφάς, δια μέσου δε αυτών απεδίωκε τους αισχρούς και σαρκίνους λογισμούς και ηφάνισε τα πάθη της ατιμίας, στεφανωθείς εκ Θεού τον στέφανον της απαθείας. Την ευσπλαγχνίαν δε και την ελεημοσύνην μετέδιδε τόσον πλουσιοπαρόχως εις τους πτωχούς και με τόσην ιλαρότητα, ώστε υπερέβη όλους τους ελεήμονας και έγινε νέος Ιωσήφ, δίδων εις τους πτωχούς όλα τα χρειαζόμενα και φιλεύων καθ’ εκάστην ημέραν τους πεινασμένους και τους ξένους· τούτο μαρτυρούν μέχρις εσχάτων αι οικίαι τας οποίας είχεν ο Άγιος ορίσει δια τους ξένους και πτωχούς αδελφούς μας. Αλλά και εις άλλους ενδεείς είχε διωρισμένον να τους δίδη ελεημοσύνην καθ’ έκαστον μήνα, σημειώνων εις κατάστιχα ενός εκάστου το όνομα. Την δε ελεημοσύνην την οποίαν εμοίραζε καθ’ εκάστην ημέραν με την πλουσιοπάροχον χείρα του εις τους πτωχούς ποίος ήθελε δυνηθή να την μετρήση, αφού ήτο περισσότερηαπό την άμμον της θαλάσσης; Ούτος ο μακάριος διώρισεν ακόμη να προσκαλώνται οι νεόφερτοι ξένοι, οι ανάπηροι, χωλοί (κουτσοί), και όλοι οι πτωχοί και ρακένδυτοι, οι οποίοι ήσαν εις διαφόρους τόπους της πόλεως, δια να τους ελεή πλουσιοπαρόχως καθ’ όλην την μεγάλην Τεσσαρακοστήν, έως την φωτοφόρον του Χριστού Ανάστασιν. Εν καιρώ δε χειμώνος ηγόραζεν ενδύματα και σκεπάσματα μάλλινα και χονδρά και τα εμοίραζεν εις εκείνους, οι οποίοι είχον ξεσχισμένα και παλαιά ενδύματα και με αυτά τους προεφύλαττεν από τα δριμύτατα ψύχη του χειμώνος. Κατά δε την λαμπράν ημέραν της Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετά την τελείωσιν της θείας Λειτουργίας, επήγαινεν ευθύς εις τον τόπον τον καλούμενον Παλαιόν Βασιλικόν Ανάκτορον και εκεί έκαμνε μεγάλην φιλοξενίαν εις τους πτωχούς, τους οποίους, καθίζων εις την τράπεζαν, υπηρέτει ο ίδιος, προσφέρων τον οίνον με τας ιδίας του χείρας· αφ’ ου δε ετελείωνεν αυτήν την υπηρεσίαν, επήγαινεν εις το Πατριαρχείον και έτρωγεν όχι τρυφηλά και λιπαρά φαγητά, αλλά ευτελή και λιτά ως σύντροφος της νηστείας και εις αυτά ηυχαριστείτο. Ποίος άλλος ιστορείται, ότι ανέβη εις τόσον ύψος ταπεινώσεως ως ο μέγας ούτος Ταράσιος; Ή, ποίος εμιμήθη τοιουτοτρόπος την συγκατάβασιν του Κυρίου; Ουδείς άλλος ως αυτός. Την ησυχίαν δε, αν και ευρίσκετο μέσα εις τας ταραχάς, όχι μόνον την ηγάπησε, αλλά και εις όλους πλουσίως την συνέστησε, και πολλούς απέσπασεν από τον κόσμον και τους ήνωσε με τον Θεόν· ως Πατήρ δε και πρόξενος της οσίας ταύτης εργασίας και ησυχαστικής πολιτείας, έδειξε και αυτούς υιούς της αρετής· τούτο θέλει πιστοποιήσει το ασκητήριον το οποίον με πολλούς κόπους ωκοδόμησεν εις τον Βόσπορον, ολίγον μακράν από την Κωνσταντινούπολιν, από την πατρικήν κληρονομίαν όπου έλαβε, σωζόμενον μέχρι σήμερον και μέσα εις το οποίον εχρημάτισαν δια της ενθέου διδασκαλίας και συνεργίας του άνδρες θαυμάσιοι, στολισμένοι με κάθε είδους αρετήν, από τους οποίους πολλοί εχειροτονήθηκαν ποιμένες λογικών προβάτων και εστόλισαν αξίως το επάγγελμα της Αρχιερωσύνης, γενόμενοι στύλοι ακλινείς της Ορθοδοξίας, καθώς το έδειξαν τα πράγματα κατά την επακολουθήσασαν αίρεσιν της Εικονομαχίας, εναντίον της οποίας πολεμήσαντες ανδρείως υπέμειναν πολλούς κινδύνους, διωγμούς, θλίψεις και ταλαιπωρίας, υψώθησαν δε εις το φως της ουρανίου λαμπρότητος, εις την οποίαν εγνώρισαν και τον διδάσκαλόν των ως αστέρα λάμποντα. Και ταύτα μεν έγιναν ύστερον· ο δε θείος Ταράσιος, γενόμενος τέλειος εις όλας τας αρετάς και προγυμνάζων τον νουν του με την πράξιν, ανέβη εις την θεωρίαν, είχεν όμως και πολλήν επιμέλειαν δια την στερέωσιν της Ορθοδοξίας και εσπούδαζε να έλθουν εις τέλος εκείνα τα οποία του υπεσχέθησαν οι βασιλείς, ήτοι να συναχθή Σύνοδος Οικουμενική και να λάβη πάλιν η Εκκλησία τον στολισμόν των Αγίων Εικόνων. Όθεν, δια της επιμελείας και σπουδής του, εδόθη προσταγή βασιλική και συνεκροτήθη εις την Μητρόπολιν των Νικαέων και υπό την προεδρίαν του Αγίου Ταρασίου η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος των τξζ΄ (367), οι οποίοι κατά τας Αποστολικάς και Πατρικάς παραδόσεις απεφάσισαν ομοφώνως την προσκύνησιν των Αγίων Εικόνων και εστόλισαν πάλιν με αυτάς τας Εκκλησίας, Ο περί των Αγίων Εικόνων όρος της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, έχει ως εξής: «Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και επιμελεία παραπλησίως τω τύπω του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ανατίθεσθαι τας σεπτάς και Αγίας Εικόνας εν ταις Αγίαις του Θεού Εκκλησίαις, και ιεροίς σκεύεσι, και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς (όσω γαρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν) και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησιν απονέμειν, (ου μη την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη Θεία Φύσει, αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, και τοις Αγίοις Ευαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι) και υμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιείσθαι, καθώς και τοις αρχαίοις ευσεβώς είθισται· η γαρ της Εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την Εικόνα προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν». τους δε Εικονομάχους ανεθεμάτισαν· ούτω, με την επιμέλειαν και συνεργείαν του Αγίου, εστερεώθη η Ορθοδοξία. Μετά ταύτα ηγωνίζετο πάλιν, με κόπους πολλούς, εις το να ποιμαίνη το ποίμνιον του Χριστού εις νομάς σωτηρίους και δεν έπαυε να διδάσκη επ’ Εκκλησίας και κατά μόνας στερεώνων όλους σχεδόν, καθ’ εκάστην, με τας θεοπνεύστους διδασκαλίας του εις τα ορθά δόγματα της Εκκλησίας και παραγγέλλων εις αυτούς να φυλάττουν όλας τας εντολάς του Κυρίου. Προ πάντων δε ενομοθέτησε να γίνωνται αι χειροτονίαι όλου του ιερατικού καταλόγου χωρίς καμμίαν δόσιν χρημάτων ή άλλου τινός, αλλά δωρεάν εις τους αξίους, αποβάλλων τελείως την Σιμωνίαν από την Εκκλησίαν του Χριστού. Δεν πρέπει όμως να σιωπήσω και το ακόλουθον κατόρθωμα του Αγίου, επειδή φανερώνει την ευσπλαγχνίαν και την συμπάθειαν όπου είχεν εις τον πλησίον. Μίαν φοράν, εις από τους βασιλικούς άρχοντας, όστις είχε το αξίωμα να κρατή το βασιλικόν ξίφος, εξεταζόμενος από τους βασιλείς δια μεγάλην ποσότητα χρημάτων και ευρισκόμενος υπόδικος εις δεινά και πικρά βάσανα, εκλείσθη εις σκοτεινήν φυλακήν και εστενοχωρήθη παντοιοτρόπως με πολλήν κακοπάθειαν· όθεν, μη έχων καμμίαν ελπίδα, καιροφυλακτεί την νύκτα και όταν απεκοιμήθησαν οι στρατιώται, οι οποίοι τον εφύλαττον, εξελθών κρυφίως από την φυλακήν, προσέδραμεν εις το θείον καταφύγιον, την Μεγάλην Εκκλησίαν και εισελθών εις το Άγιον Βήμα εκράτει τα άκρα της Αγίας Τραπέζης με πολύν φόβον και τρόμον. Όταν οι φύλακες είδον, ότι έφυγεν ο φυλακισμένος, εφοβήθησαν να μη τιμωρηθούν και τρέχοντες επήγαν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν. Ιδόντες δε αυτόν, ότι εκράτει την Αγίαν Τράπεζαν, περιεκύκλωσαν όλην την Εκκλησίαν και τον εφύλαττον με μεγάλην προσοχήν, ελπίζοντες ότι η ανάγκη τροφής και των λοιπών αναγκαίων του σώματος θέλει τον βιάσει να έβγη έξω αν και μη θέλων· δια τούτο δεν άφυναν ουδένα απολύτως να πλησιάση εις το Άγιον Βήμα της Εκκλησίας. Ταύτα ακούσας ο Μέγας Ταράσιος ελυπήθη πολύ, στοχαζόμενος ότι η καταφρόνησις των θείων Αγιασμάτων κινεί εις αγανάκτησιν τον Πανάγαθον Θεόν. Ακούσατε δε την αγάπην την οποίαν επέδειξε τότε ο φιλεύσπλαγχνος Πατήρ και θαυμάσατε την σύνεσίν του. Όταν έπρεπε να φάγη ο κατάδικος, έπαιρνεν ο Άγιος με τας ιεράς χείρας του την τροφήν, την οποίαν προητοίμαζεν ο ίδιος δια δεξίωσιν του ανδρός και την επήγαινεν εις το Άγιον Βήμα, υπηρετών αυτόν μόνος εις όλα τα χρειαζόμενα, είτα την άφηνεν εκεί και ανέβαινεν εις το Πατριαρχείον. Όταν δε η φύσις ηνάγκαζεν εκείνον να υπάγη προς σωματικήν του ανάγκην, κατήρχετο ο Άγιος και κρατών αυτόν από την χείρα τον επήγαινεν εις την άφοδον (το ειδικόν προς τούτο μέρος) και αναμένων αυτόν έως ότου εξήρχετο, τον έπιανε πάλιν από την χείρα και τον επήγαινεν εις το Άγιον Βήμα· τούτο δε το έκαμνεν όχι μίαν ή δύο φοράς την ημέραν, αλλά οσάκις ήθελε προσκαλεσθή εις την τοιαύτην υπηρεσίαν από τον κατάδικον. Βλέποντες δε οι στρατιώται, οι οποίοι τον εφύλαττον, την ακούραστον υπηρεσίαν του θείου Πατρός και στοχαζόμενοι ότι δεν ήτο δυνατόν τοιουτοτρόπως να συλλάβωσι τον κατάδικον, τι κάμνουν; Εύρον άλλην κρυφήν θύραν, η οποία επήγαινεν εις την άφοδον και έβαλον εκεί στρατιώτας να καιροφυλακτούν, όταν δε ο ποιμήν έβγαλε κατά την συνήθειαν το πρόβατον του Χριστού από το Άγιον Βήμα και τον επήγεν εις την άφοδον, εισήλθον από την άλλην θύραν εκείνοι όπου παρεφύλαττον και τον άρπαξαν ωσάν λύκοι, σπρώχνοντες δε αυτόν βιαίως τον επήγαν εις τα βασίλεια. Όταν ο Άγιος αντελήφθη την επιβουλήν, ελυπήθη πολύ και θείω ζήλω κινούμενος δεν έχασε καιρόν, αλλά παρευθύς εκίνησε και επήγεν εις τα βασίλεια· μαθόντες δε οι βασιλείς τον ερχομόν του και σκεπτόμενοι ότι η παρουσία του θέλει είναι πεπληρωμένη ζήλου και θέλει τους ελέγξει σκληρά, έκλεισαν τας θύρας και τον άφησαν έξω. Ο θείος Ποιμήν όμως δεν επέστρεψεν άπρακτος, αλλά επετίμησεν όλους κοινώς με κανονικά επιτίμια και τους αφώρισεν από την Κοινωνίαν των Αχράντων Μυστηρίων, εάν τυχόν βλάψωσιν εκείνον ο οποίος κατέφυγεν εις την Εκκλησίαν του Χριστού. Οι δε βασιλείς μένοντες δεδεμένοι με τα επιτίμια του Πατριάρχου και μη δυνάμενοι να απαλλαγούν δεν επαίδευσαν καθόλου τον πταίστην, αλλ’ εξετάσαντες αυτόν με λόγους μόνον δια τα χρήματα εκείνα τα οποία εζήτουν, τον ηλευθέρωσαν, ως αναίτιον. Τοιούτος ήτο ο θεοφόρος Ταράσιος και τοιουτοτρόπως εκυβέρνα τα θεία, δια δε το ποίμνιόν του ευκόλως εκινδύνευε και την ζωήν του. Επειδή δε εγνώριζεν επακριβώς τους εξωτερικούς νόμους, έκρινεν ορθώς και τας διαφοράς και κρίσεις, αι οποίαι συνέβαινον εις το κοινόν και ούτε τον πτωχόν ελεούσεν εις την κρίσιν, ούτε εις τον πλούσιον έκαμνε χάριν, αλλά εφύλαττεν εις όλους την δικαιοσύνην και δεν έδιδε τόπον εις εκείνους οι οποίοι ήθελον να αδικούν τον πλησίον. Ότι δε εφύλαττεν επακριβώς και τους θείους Κανόνας θέλει το μαρτυρήσει το ακόλουθον. Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος στ΄ ο Πορφυρογέννητος, ο υιός της Ειρήνης, νέος ων και έχων φρένας νεανικάς, ενόμισεν, ότι εκείνο το οποίον εφαίνετο εύλογον εις αυτόν ήτο νόμος πολύ δικαιότερος από τους εγγράφους νόμους· έχων δε συμβοηθόν την εξουσίαν δια την παράβασιν του Ευαγγελικού Νόμου, εμελέτα να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του και να νυμφευθή άλλην· και τι κάμνει; Πλέκει εν πλάσμα ανάξιον της βασιλείας του· ότι, δηλαδή, η σύζυγός του η βασίλισσα επεχείρησε να τον δηλητηριάση, προσπάθησε δε να το αποδείξη και να καταπείση όλους να το πιστεύσωσι. Διότι ενόμιζεν, ότι κανείς από τους υπηκόους του δεν είναι δυνατόν να μη πιστεύση εις τους λόγους του βασιλέως. Αλλ’ όμως κανείς δεν επίστευσεν εις τούτο, ειμή μόνον όστις ήθελε να κολακεύη τον βασιλέα δια να λάβη παρ’ αυτού δόξαν. Εις λοιπόν από τους τοιούτους άρχοντας της Γερουσίας απεστάλη από τον βασιλέα εις τον Πατριάρχην και διηγήθη λεπτομερώς εις αυτόν όλον το πλάσμα, το οποίον έπλασεν ο βασιλεύς εναντίον της συζύγου του, βεβαιώνων δε αυτό ως αληθινόν, τον εβίαζε να του δώση άδειαν να λάβη δευτέραν σύζυγον. Ο δε θείος Ταράσιος, αναστενάζων εκ βάθους ψυχής, είπε προς αυτόν· «Εάν ο βασιλεύς, καθώς λέγεις, διελογίσθη να χωρίση την νόμιμον σύζυγόν του και να λάβη άλλην, δεν γνωρίζω κατά ποίον τρόπον μέλλει να υποφέρη το κοινόν όνειδος το οποίον έχει να λάβη από τα έθνη. Ή, πως έχει να βιάση τους υπηκόους του να φυλάττουν σωφροσύνην, ή να τιμωρήση εις αυτούς την πορνείαν και την μοιχείαν, εάν αυτός κρατηθή από τας αισχράς παρανομίας; Αλλά και εάν υποθέσωμεν, ότι είναι αληθινόν εκείνο το οποίον προβάλλει ο βασιλεύς δια την σύζυγόν του, και πάλιν έπρεπε να μη ζητή διαζύγιον, επειδή ο Κύριός μας λέγει εις το Ιερόν Ευαγγέλιον· «Ος αν απολύση την γυναίκα αυτού παρεκτός λόγου πορνείας ποιεί αυτήν μοιχάσθαι» (Ματθ. ε: 32). Αυτό όμως, το οποίον λέγει, είναι πρόφασις φανερά δια να αθετήση τον τίμιον γάμον και να συμπλεχθή με την αισχρότητα της μοιχείας· όθεν, άκουσον την απόφασίν μου και φανέρωσον αυτήν εις εκείνον όπου σε έστειλε· καλύτερα προκρίνω δεινά βάσανα και θάνατον, παρά να συγκατανεύσω εις ταύτην την παρανομίαν και ας το ακούση και ο βασιλεύς, ότι δεν θέλω καταπεισθή κατ’ ουδένα τρόπον εις ταύτην την απίθανον κατηγορίαν». Ταύτα ακούσας ο απεσταλμένος επήγε και τα ανήγγειλεν εις τον βασιλέα, εκείνος δε έστειλε παρευθύς και εκάλεσε τον Πατριάρχην, νομίζων ότι, όταν έλθη αυτοπροσώπως, θέλει υπακούσει εις την εξουσίαν. Ο μέγας Ταράσιος όμως ελθών εις τον βασιλέα, του είπε πολλάς σωτηριώδεις νουθεσίας, δια να αφήση αυτήν την παρανομίαν· αλλ’ ο βασιλεύς δεν κατεπείσθη και του είπε με αδιαντροπίαν· «Επειδή εγώ έχω αγάπην εις την Αγιωσύνην σου ως εις πατέρα, ανέφερα και πρωτύτερα προς σε εκείνο το οποίον συνέβη εις εμέ και τώρα πάλιν θέλω να σου το φανερώσω καθαρώτερα με το ίδιόν μου στόμα· η σύζυγος, η οποία μου εδόθη από τον Θεόν βοηθός, εφάνη επίβουλος της βασιλείας μου, επειδή δε ο νόμος προστάζει να χωρισθώ απ’ αυτήν, δεν ημπορεί κανείς να αντιταχθή· διότι τα αίτια είναι φανερά και ή θάνατον πρέπει να λάβη, ή, το φιλανθρωπότερον, να διέλθη όλην την ζωήν της με επιτίμια· επειδή το κακόν το οποίον ηθέλησε να κάμη, δεν έμελλε να γίνη εις ποταπόν τινα άνθρωπον, αλλά εις εμέ τον γνήσιον άνδρα της και βασιλέα πιστότατον και φοβερόν εις τα έθνη, το τοιούτον δε κακόν ήθελεν αναστατώσει όλην την οικουμένην. Τι άλλο λοιπόν κακόν φρικτότερον και πλέον επικίνδυνον από αυτό ήθελες να πράξη, αφού με αυτό το οποίον έκαμε δεν έχει τι να απολογηθή; Είναι δε καιρός να σου δείξω και το δηλητήριον, το οποίον είχε κατεσκευασμένον δια να μου δώση, ίνα βεβαιωθή περί τούτου και η Πατρωσύνη σου και χωρίς αναβολήν καιρού να την κάμη να υποκλίνη εις τα Κανονικά επιτίμια και να προκρίνη την ησυχαστικήν ζωήν, εάν θέλη να παραμείνη μετά των ζώντων· διότι το δηλητήριον, το οποίον είχε κατασκευάσει δι’ εμέ, ευρίσκεται εμπρός εις τους οφθαλμούς μου και δεν είναι δυνατόν να την έχω πλέον σύζυγόν μου». Ταύτα λέγων, έκαμε νεύμα εις τους υπηρέτας του και έφερον έμπροσθεν του Πατριάρχου δοχεία υάλινα περιέχοντα το δηλητήριον, το οποίον, ως έλεγεν ο βασιλεύς, ήθελε να του δώση η βασίλισσα, δια να τον θανατώση, ή δια να τον κάμη να γίνη έξω φρενών. Ταύτα ακούσας ο μέγας Ποιμήν είπε· «Μη παρακαλώ, βασιλεύ, μη θέλης να κινηθής εναντίον του θείου Νόμου και να παραβής εκείνα όπου προστάζει· διότι σημείον του βασιλέως είναι το να κάμνη όλα με καθαράν συνείδησιν και να μη συλλογίζεται ουδέν εναντίον του Θεού, ο οποίος του έδωσε τον στέφανον της βασιλείας· επειδή πας τις γνωρίζει, ότι εμεσολάβησε ψεύδος εις αυτά τα οποία λέγονται εναντίον της βασιλίσσης· διότι ποίος δύναται να συγκριθή με την βασιλείαν σου εις την ωραιότητα, εις τρόπον ώστε να δελεασθή η γυνή από το κάλλος εκείνου και να μεταστρέψη εις αυτόν την θερμήν και γνησίαν αγάπην την οποίαν έχει προς σε; Ποίος έχει μεγαλύτερα αξιώματα από την βασιλείαν σου, ώστε να πλανηθή αυτή και να προτιμήση εκείνον καλύτερα από την μεγαλειότητά σου; Ποίος ευδοκίμησεν εις τους πολέμους περισσότερον και υπερέβη την ιδικήν σου ανδρείαν, εις τρόπον ώστε να αγαπηθή περισσότερον εκείνος από την ιδικήν σου βασιλικήν κυριότητα; Δεν είναι κανένα απ’ αυτά. Αλλά είναι πρόφασις και εφεύρημα δια πάσαν κακίαν, τα οποία κηλιδώνουν το σκήπτρον της βασιλείας σου και ζητούν να σε κάμουν περίγελον εις τα έθνη και αξιολύπητον εις τους λαούς. Δια τούτο ημείς δεν αποτολμώμεν να διαλύσωμεν τους νομίμους δεσμούς του βασιλικού γάμου, διότι φοβούμεθα την απόφασιν του Νομοθέτου Θεού· ουδέ ημπορούμεν να πιστεύσωμεν τας κατηγορίας, αι οποίαι λέγονται εναντίον της συζύγου σου, επειδή γνωρίζομεν το πορνικόν γύναιον, προς το οποίον με την πολυκαιρίαν το πάθος ερριζώθη. Ακόμη και τούτο φανερώνω εις την υπέρτιμον βασιλείαν σου έμπροσθεν του Θεού, ότι δεν θέλομεν επιτρέψει πλέον να εισέλθης εις την Αγίαν Τράπεζαν και να μεταλάβης τα Άχραντα Μυστήρια, δια να μην ακούσωμεν την κατάραν εκείνην την οποίαν λέγει ο Θεός προς τους Ιερωμένους· «πατείν την αυλήν μου ου προσθήσεσθε» (Ησαϊας α: 12-13). Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ήναψεν όλος από τον θυμόν και επρόσταξε να έβγη έξω ο Πατριάρχης. Ούτως ανεχώρησεν ο Άγιος νικητής χωρίς πληγάς και Μάρτυς στεφανηφόρος. Και παρευθύς ο βασιλεύς εδίωξεν από τα βασίλεια την νόμιμον σύζυγόν του, εζήτει δε Ιερέα δια να τελέση τον παράνομον εκείνον γάμον. Τα ακόλουθα σιωπώ, ως ανωφελή ( Σημαντικώτατα είναι τα διαδραματισθέντα κατά την περίοδον ταύτην γεγονότα, άπερ αποσιωπά ενταύθα ο ιερός Βιογράφος του Αγίου Ταρασίου, συνετάραξαν δε ταύτα ουχί ολίγον την Βυζαντινήν αυτοκρατορίαν, καθ’ ην μάλιστα εποχήν εκινδύνευεν αύτη εκ των εξωτερικών της εχθρών. Είναι δε ταύτα εν γενικαίς γραμμαίς τα εξής: Το έτος 796 ο αξιοθρήνητος υιός της Ειρήνης Κωνσταντίνος ΣΤ΄ , ο τελευταίος των Ισαύρων, αποπέμψας την νόμιμον σύζυγόν του Μαρίαν την Παφλαγονίαν, την οποίαν και έκειρε βιαίως Μοναχήν, ενυμφεύθη την θαλαμηπόλον της μητρός του Θεοδότην. Τας αθεμίτους ταύτας πράξεις, ως βλέπομεν, ηθέλησε να αποτρέψη ο θείος Ταράσιος, δυστυχώς όμως όχι μόνον δεν εισηκούσθη, αλλ’ ετέθη και υπό περιορισμόν. Ο βασιλεύς επραγματοποίησε τον εναγή σκοπόν του δια τίνος Ιερέως Ιωσήφ, ηπείλησε δε ότι εάν αντιδράση ενεργότερον η Εκκλησία θα επαναφέρη όχι μόνον την Εικονομαχίαν, αλλά και αυτήν την ειδωλολατρίαν. Ο ευσεβής όμως Κληρικός και λαός εξηγέρθη και μάλιστα οι περιώνυμοι Στουδίται Πλάτων ο Ηγούμενος του Σακκουδίωνος και Θεόδωρος ο Στουδίτης, οίτινες αν και ήσαν αμφότεροι συγγενείς της Θεοδότης (και ο Θεόδωρος ήτο ανεψιός του Πλάτωνος), εν τούτοις αυτοί περισσότερον παντός άλλου ήλεγξαν την παρανομίαν, μάλιστα δε και αφώρισαν τους βασιλείς, επί πλέον δε διέκοψαν και το μνημόσυνον του Πατριάρχου Ταρασίου, επειδή ο Ταράσιος δεν αφώρισε τους βασιλείς και δεν είχεν ακόμη τιμωρήσει τον Ιερέα Ιωσήφ. Δια την πράξιν των ταύτην ο με Πλάτων εφυλακίσθη, ο δε Θεόδωρος και οι περί αυτόν εξωρίσθησαν. Το επόμενον όμως έτος ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ συλληφθείς υπό επανασταντησάντων στρατιωτικών ετυφλώθη, η Θεοδότη εξηφανίσθη και είναι άγνωστον τι απέγινε, απέθανε δε, άγνωστον επίσης πως, και το γεννηθέν εκ του Κωνσταντίνου και της Θεοδότης τέκνον ονόματι Λέων και ούτως εξέλιπεν η δυναστεία των Ισαύρων. Τα εγκληματικά ταύτα γεγονότα απέδωσαν οι πλείστοι ιστορικοί εις την μητέρα του Κωνσταντίνου βασίλισσαν Ειρήνην, η οποία και εβασίλευσε μόνη μετά τον Κωνσταντίνον. Αντικειμενικοί όμως σύγχρονοι ιστορικοί ως ο Γεώργιος ο Αμαρτωλός βεβαιούσιν ότι εν αγνοία της βασιλίσσης διεπράχθησαν ταύτα υπό των επαναστατών. Εις τούτο συμφωνεί και ο διαπρεπής Γερμανός ιστορικός συγγραφεύς Hergenrother εις το τρίτομον έργον του «Φώτιος ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», εκδοθέν εν έτει1867 και 1869. Αλλά και ο Όσιος Πατήρ ημών Θεόδωρος ο Στουδίτης ο τόσον αυστηρός τιμητής των βασιλικών παρανομιών ουδέποτε ήθελε συγχωρήσει εις την Ειρήνην μίαν τοιαύτην εγκληματικήν ενέργειαν. Τουναντίον ο Θεόδωρος εγκωμιάζει την Ειρήνην. Σημειούμεν προσέτι ότι η συγκλονίσασα την Εκκλησίαν έρις δια τον παράνομον γάμον του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ και της Θεοδότης δεν εσταμάτησεν ούτε με τον θάνατον των πρωτουργών αυτής, αλλ’ εσυνέχισε και επί του διαδεχθέντος τον Άγιον Ταράσιον Αγίου Νικηφόρου (806-815), διότι ο θείος Νικηφόρος τη προτροπή του βασιλέως Νικηφόρου συνεχώρησε τον υπό του Αγίου Ταρασίου μεταγενεστέρως τιμωρηθέντα Ιερέα Ιωσήφ, τον τελέσαντα τον παράνομον γάμον, διο και πάλιν ετιμωρήθησαν και εξωρίσθησαν οι Στουδίται.)· τούτο δε μόνον είναι ανάγκη να είπω, ότι ο βασιλεύς, από τότε και εις το εξής υπέβαλε τον Άγιον εις πολλούς πειρασμούς, διορίσας φύλακας αυτού με ονόματα συγκέλλων, ώστε να μην έχη κανείς άδειαν να επισκεφθή τον Πατριάρχην, χωρίς να περάση πρώτον από αυτούς, να συνδιαλέγεται δε επί όσων μόνον ήθελον φανή εύλογα εις αυτούς. Αφήνω την σκληρότητα την οποίαν εδείκνυεν ο βασιλεύς κατ’ εκείνων οι οποίοι ήσαν πλησίον του Πατριάρχου και τον εθεράπευον, τιμωρών και εξορίζων αυτούς αδίκως και παραλόγως, διότι ενόμιζεν ότι με αυτά θέλει του προξενήσει λύπην. Αλλ’ ο Άγιος τα εδέχετο όλα με μεγάλην μακροθυμίαν και καρτεροψυχίαν, ως συμφέροντα, ων ωπλισμένος με τον αδαμάντινον λογισμόν του Ιώβ. Ουδέποτε δε εξήλθεν εκ του στόματος αυτού λόγος μικρόψυχος, αλλά εις όλα τα συμβαίνοντα είχε φρόνημα υψηλόν και αμέτοχον από κάθε κακίαν. Και ταύτα μεν συνέβαινον έως ότου εβασίλευεν ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄, τούτου δε εκθρονισθέντος κατά το έτος 797 έμεινεν ο Άγιος ελεύθερος. Μετά πέντε έτη απέθανε και η Ειρήνη, εβασίλευσε δε ο από Γενικών Νικηφόρος Α΄ εν έτει ωβ΄ (802), όστις πολύ εσέβετο τον Πατριάρχην. Ελευθερωθείς λοιπόν ο Άγιος από τους πειρασμούς και μείνας ατάραχος ηγωνίζετο και πάλιν εις τας συνηθισμένας του αρετάς, μη παύων καθ’ εκάστην από του να ποιμαίνη θεαρέστως το ποίμνιόν του, στερεώνων αυτούς εις την Ορθοδοξίαν και διδάσκων να φυλάττουν τας εντολάς του Θεού και να απέχουν από κάθε κακίαν. Αφού λοιπόν εκυβέρνησεν ο Άγιος μετά τοιούτου ζήλου την Εκκλησίαν επί είκοσι και δύο χρόνους, ησθένησε και αυτός ως άνθρωπος από δεινήν ασθένειαν, φλεγόμενος όμως από τον διάπυρον έρωτα του Θεού, δεν εφρόντιζε παντελώς δια το σώμα, αλλ’ ακουμβών τα στήθη του εις εν ξύλινον τετράποδον, το οποίον είχε τοποθετημένον εμπρός από την Αγίαν Τράπεζαν, ετέλει μετά θέρμης την θείαν Λειτουργίαν, δεν έπαυε δε καθ’ εκάστην από του να εκτελή, με μεγάλην ευλάβειαν, τα θεία Μυστήρια· επειδή δε η ασθένειά του εχειροτέρευσεν, έπεσεν εις το κρεββάτι και τότε έγινεν εν θαύμα παράδοξον και φοβερόν· ήλθεν εις έκστασιν ο Άγιος και εδείκνυε, ότι είχε πόλεμον με τους αόρατους εχθρούς ημών, ηναντιώνετο δε σφοδρώς δια λόγων εις εκείνα τα οποία επρόβαλλον εκείνοι, ψευδώς κατηγορούντες αυτόν, λέγων προς αυτούς ότι δεν έχουν καμμίαν αιτίαν εύλογον να τον εγκαλούν, διότι η συνείδησίς του δεν τον τύπτει δια κανέν έγκλημα, από εκείνα που του λέγουν· κατά αλήθειαν ήτο να θαυμάση κανείς, πως εφύλαξεν ο μακάριος καθαράν κατά πάντα την συνείδησίν του, ώστε να μη ημπορέσουν οι φθονεροί εκείνοι εχθροί να τον αποδείξουν πταίστην ούτε εις το παραμικρόν πταίσιμον. Όταν δε το όργανον της γλώσσης απέκαμεν από την ασθένειαν και δεν ηδύνατο να τους απαντά με λόγια, τους απήντα με τα χείλη, με την χείρα και με το νεύμα του και επιτιμών αυτούς αυστηρότατα τους απεδίωκε με οργήν· και τότε εφάνη με πολλήν πραότητα και με βλέμμα ήσυχον και ατάραχον, καθ’ ην δε στιγμήν εις την Εκκλησίαν έψαλλον τον Εσπερινόν Ύμνον και έλεγον το· «Κλίνον, Κύριε, το ους σου και επάκουσόν μου…» (Ψαλμ. πε΄ 1), εξεδύθη η μακαρία του ψυχή τούτο το δερμάτινον ένδυμα και ανέβη φωτεινή εις τας ουρανίους μονάς. Όταν ηκούσθη ο θάνατος του Αγίου, όλη η Πόλις έκλαιεν απαρηγόρητα και ωδύρετο δια την ορφανίαν του προστάτου και ευεργέτου της· ο δε πιστότατος βασιλεύς Νικηφόρος, πίπτων επάνω εις το στήθος του αοιδίμου νεκρού και σκεπάζων αυτόν με τον βασιλικόν μανδύαν έκαμνε την επιτάφιον θρηνωδίαν, καλών αυτόν Πατέρα, Αρχιερέα, Λύχνον της βασιλείας ακοίμητον, θείον Διδάσκαλον της πολιτείας και οδηγόν εις τα ψυχοσωτήρια, τείχος απροσμάχητον εις τα στρατεύματα, διώκτην των εχθρών ισχυρότατον δια της προς Θεόν δεήσεως αυτού και άλλα πολλά, διότι στοχαζόμενος ζημίαν οικουμενικήν τον θάνατον του Ποιμένος, τι δεν έλεγε και τι δεν έκαμνεν! Οι δε εξουσιασταί και μεγιστάνες του βασιλέως, αναστενάζοντες εκ βαθέων ψυχής και μη δυνάμενοι να υπομείνουν τον χωρισμόν του, νομίζοντες αυτόν στέρησιν πολλών αγαθών, περιεκύκλωνον το άγιον αυτού λείψανον και το κατέβρεχον με κατάπικρα δάκρυα. Αλλά και οι Αρχιερείς και Ιερείς και όλοι οι Εκκλησιαστικοί εθρήνουν με κλαυθμούς και οδυρμούς πολλούς τον ακαταμάχητον προστάτην της Εκκλησίας, τον ψυχωφελέστατον πλουτιστήν των, τον φυτουργόν και γεωργόν πάσης αρετής, τον φυλάξαντα αμόλυντον την Ιερουργίαν, τον καθαρίσαντα κάθε μίασμα αιρέσεως από την Εκκλησίαν του Χριστού, τον απροσωπόληπτον Ιεράρχην, τον αποδείξαντα επικατάρατον το αργύριον της σιμωνίας, τον διάδοχον εις την αρετήν των Αποστόλων, τον σύνθρονον και σύντροφον των Πατριαρχών και Πατέρων, τον ομόφρονα των Αγίων Συνόδων, τον γινόμενον τοις πάσι τα πάντα, ίνα πάντως τινάς σώση, κατά τον θείον Παύλον (Α΄ Κορ. θ: 22). Αλλά και ο ευλαβέστατος χορός των Μοναχών έκλαιον τον έμπειρον οδηγόν των και άκρον διδάσκαλον της εγκρατείας και ψάλλοντες μετά δακρύων τους ύμνους προέπεμπον τον Πατέρα εις τους Πατέρας τους εν ασκήσει προλάμψαντας· οι πτωχοί έκλαιον τον δοτήρα· οι τυφλοί τον οφθαλμόν· οι χωλοί την βακτηρίαν· οι ξένοι τον ξενοδόχον· αι χήραι τον προστάτην· οι ορφανοί τον βοηθόν· έτρεχον δε όλοι άνδρες και γυναίκες, παιδία, νέοι και γέροντες, ωσάν ποταμός δια να πλησιάσουν εις το άγιον λείψανον και να απολαύσουν ευλαβώς την ιεράν εκείνην θεωρίαν. Εάν δε ο βασιλεύς δεν εκρατούσε με στιβαράν στρατιωτικήν χείρα την ορμήν του πλήθους, ήθελον κινδυνεύσει εις θάνατον πολλοί, σπρώχνοντες και σπρωχνόμενοι και συνεριζόμενοι μεταξύ των ποίος να προλάβη δια να απολαύση τον ποθούμενον. Εις τας κε΄ (25) λοιπόν του Φεβρουαρίου μηνός του έτους ωστ΄ (806) ενεταφιάσθη εντίμως και ευλαβώς το ένδοξον λείψανον του Αγίου εις το Ιερόν Μοναστήριον, το οποίον ωκοδόμησε, καθώς είπομεν ανωτέρω (Εκεί παρέμεινεν το ιερόν τούτο λείψανον μέχρι του έτους 1018, ότε εκλάπη υπό Βενετών και απεκομίσθη εις Βενετίαν). Είναι δε καιρός να διηγηθώμεν και ολίγα θαύματα από εκείνα τα οποία έγιναν εις τον τάφον του θείου Πατρός. Γυναίκες τινές, αι οποίαι έπασχον από πάθος πολυχρόνιον της αιμορραγίας και εξώδευσαν όλην την περιουσίαν των εις τους ιατρούς και καμμίαν θεραπείαν δεν εύρον, προσέτρεξαν μετά πίστεως εις τον Άγιον· αλλ’ επειδή, κατ’ εντολήν του αοιδίμου Πατρός, δεν ήτο συγκεχωρημένον να έμβουν γυναίκες εις το Μοναστήριον, ενεδύθησαν ανδρικήν στολήν και υποκρινόμεναι ότι είναι ευνούχοι έλαβον την άδειαν και εισήλθον εις το Μοναστήριον· προσπίπτουσαι δε εις τον τάφον του Αγίου, εχρίσθησαν με το έλαιον της κανδήλας, η οποία έκαιεν επάνω εις τον τάφον του και, ω του θαύματος! έλαβον την θεραπείαν παρευθύς και επέστρεψαν υγιείς εις τας κατοικίας των δοξάζουσαι τον Θεόν και ευχαριστούσαι τον Άγιον. Άλλος, όστις ετυφλώθη από τον ένα οφθαλμόν, προσπίπτων εις τον τάφον του Αγίου και χρίων τον οφθαλμόν του με το έλαιον της κανδήλας εκείνης, έλαβεν εις ολίγον καιρόν το φως του και έβλεπε καθαρά και με εκείνον τον οφθαλμόν. Και άλλου τινός η χειρ, η οποία έτρεμεν ακαταπαύστως πολύν καιρόν, με την επίκλησιν του Αγίου και με την χρίσιν του θαυματουργού ελαίου της κανδήλας του τάφου του έπαυσεν από τον τρόμον και αποκατεστάθη υγιής ως και η άλλη. Και άλλους πολλούς δαιμονισμένους ιάτρευσεν ο θείος Ταράσιος, διώκων τα ακάθαρτα πνεύματα και λυτρώνων αυτούς από την βάσανον. Και άλλοι πάλιν, οίτινες ετρόμαξαν από φαντάσματα διαβολικά και έγιναν άλαλοι και κωφοί, προστρέχοντες εις τον τάφον του Αγίου και χριόμενοι με το έλαιον της κανδήλας εκείνης, ηλευθερώθησαν από τας διαβολικάς φαντασίας και ελάλουν πάλιν και ήκουον ως και πρότερον. Άλλος, όστις έπασχεν από ανυποφόρους πόνους εις τα αυτία, αλείφων αυτά με το πανωφελές εκείνο έλαιον της κανδήλας και επικαλούμενος την βοήθειαν του Αγίου, ελυτρώθη από τους πόνους και έλαβε την υγείαν του. Αλλά και εις τους αιρετικούς έδειξε θερμώς και μετά θάνατον τον θείον ζήλον, τον οποίον είχε κατ’ αυτών, διότι, όταν εβασίλευεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, όστις επροστάτευε την αίρεσιν των Εικονομάχων, είδεν εις όραμα, καθώς αυτός το εφανέρωσε με το στόμα του έτι ζων, ότι παρουσιάσθη εις αυτόν ο μέγας Ταράσιος με οργήν αυστηράν και επρόσταξε κάποιον Μιχαήλ το όνομα να τον φονεύση με το ξίφος και ότι ο Μιχαήλ υπακούσας εις την προσταγήν του εφόνευσεν ούτω τον Λέοντα· και ούτως έγινεν. Διότι κατά την εορτήν των Γενεθλίων του Χριστού εφονεύθη ο Λέων ο Αρμένιος από τον Μιχαήλ τον Τραυλόν μέσα εις την Μεγάλην Εκκλησίαν, καθώς του το προείπεν ο μακάριος Ταράσιος. Ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, διαφύλαξον την Εκκλησίαν σου ανεπηρέαστον εκ πάσης αιρέσεως, ίνα δοξάζη Σου το Πανάγιον όνομα συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Φεβρουαρίου, μνήμη της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος ΦΩΤΕΙΝΗΣ της Σαμαρείτιδος,

Δημοσίευση από silver »

εις την οποίαν ωμίλησεν ο Χριστός εν τω φρέατι, και των συν αυτή (ήτοι των πέντε αυτής αδελφών και των δύο αυτής υιών, και Σεβαστιανού του Δουκός).

Φωτεινή η Αγία του Χριστού Μεγαλομάρτυς είναι η Σαμαρείτις εκείνη περί της οποίας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος εις το Ιερόν αυτού Ευαγγέλιον, ότι συνωμίλησε με τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις το φρέαρ του Πατριάρχου Ιακώβ και επίστευσεν εις αυτόν. Αύτη η μακαρία, μετά την εις ουρανούς Ανάληψιν του Κυρίου και την του Αγίου Πνεύματος κατάβασιν εις τους θείους Αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εβαπτίσθη υπό των Αποστόλων μετά των δύο υιών της και των πέντε αδελφών αυτής, οίτινες, όλοι ομού, αφού ηκολούθησαν τους Αγίους Αποστόλους, εκήρυττον την πίστιν του Χριστού από τόπου εις τόπον και από χώρας εις χώραν, επιστρέψαντες πολλούς ειδωλολάτρας από την ασέβειαν εις την Ορθόδοξον του Χριστού Πίστιν. Κατά δε τας ημέρας του ασεβεστάτου βασιλέως της Ρώμης Νέρωνος (54-68) εκινήθη μέγας διωγμός εναντίον των Χριστιανών και μετά το Μαρτύριον των Κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, εζητούσαν οι διώκται τους μαθητάς των και όλους εκείνους οι οποίοι επίστευον εις τον Χριστόν, αγωνιζόμενοι, οι μάταιοι, να εξαλείψουν από τον κόσμον το όνομα του Χριστού. Δεν ήξευραν όμως, οι ανόητοι, ότι όσον εκείνοι κατέτρεχον την πίστιν του Χριστού, τόσον περισσότερον εστερεώνετο και επλατύνετο, διότι είπεν ο Κύριος· «Πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. ιστ: 18). Κατ’ εκείνον τον καιρόν η Αγία Φωτεινή μαζί με τον Ιωσήν, τον μικρότερον υιόν της, ήτο εις την Καρθαγένην, πόλιν της Αφρικής και εκήρυττε μετά παρρησίας το Ευαγγέλιον του Χριστού. Ο δε Βίκτωρ, ο μεγαλύτερος υιός της, ήτο στρατιώτης εις το στράτευμα των Ρωμαίων και επειδή έκαμνε μεγάλας ανδραγαθίας και νίκας εις τον πόλεμον, τον οποίον είχον οι Ρωμαίοι εναντίον των Αβάρων, οι οποίοι κατέτρεχον τους τόπους των, ο βασιλεύς Νέρων τον έκαμε στρατηλάτην και μη γνωρίζων, ότι ήτο Χριστιανός, τον έστειλεν εις την Ιταλίαν δια να τιμωρή όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς. Ο δε Σεβαστιανός, ο δούξ της Ιταλίας, ακούσας ταύτα, είπεν εις τον Βίκτωρα· «Εγώ γνωρίζω πολύ καλά, στρατηλάτα, ότι συ είσαι Χριστιανός· ομοίως η μήτηρ σου και ο αδελφός σου Ιωσής είναι Χριστιανοί και ακόλουθοι του Αποστόλου Πέτρου· σε συμβουλεύω όμως, δια να μη κινδυνεύση η ζωή σου, να κάμης εκείνο όπου σε επρόσταξεν ο βασιλεύς, δηλαδή να τιμωρής τους Χριστιανούς». Ο στρατηλάτης Βίκτωρ τότε του απεκρίθη· «Εγώ θέλω κάμει το θέλημα του επουρανίου και αθανάτου Βασιλέως Χριστού, του αληθινού Θεού· την δε προσταγήν την οποίαν μου έδωκεν ο βασιλεύς Νέρων, να τιμωρώ τους Χριστιανούς, ούτε καν να την ακούσω θέλω τελείως, όχι να την εκτελέσω». Εις τους λόγους τούτους του Βίκτωρος απήντησεν ο δούξ· «Εγώ σε συμβουλεύω, ως φίλον μου αληθινόν, εκείνο όπου σε συμφέρει· διότι, εάν καθήσης εις το κριτήριον και εξετάσης να εύρης τους Χριστιανούς και τους τιμωρήσης, και τον βασιλέα θέλεις ευχαριστήσει και τα χρήματα των Χριστιανών θέλεις κερδήσει. Προς τούτοις δε σε συμβουλεύω να διαμηνύσης εις την μητέρα σου και τον αδελφόν σου, να μη κηρύττουν παρρησία τον Χριστόν και να μη διδάσκουν τους Έλληνας να αρνούνται την πάτριον θρησκείαν των, δια να μη τύχη να κινδυνεύσης συ, εξ αιτίας εκείνων». Ο Βίκτωρ απήντησε· «Μη γένοιτο εις εμέ να κάμω αυτά τα οποία μου λέγεις, να τιμωρήσω δηλαδή Χριστιανόν ή να πάρω τίποτε από αυτόν, ή να συμβουλεύσω την μητέρα μου, ή τον αδελφόν μου να μη κηρύττουν, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, αλλά και εγώ μάλιστα Χριστιανός είμαι και θέλω γίνει κήρυξ του Χριστού, καθώς είναι και εκείνοι, και ας ίδωμεν τι κακόν μέλλει να γίνη». Ο δε δούξ είπεν· «Εγώ, αδελφέ, σε συμβουλεύω εκείνα τα οποία σε συμφέρουν και συ στοχάσου τι πρόκειται να κάμης». Μόλις είπε ταύτα ο δουξ παρευθύς ετυφλώθη και πεσών κάτω εις την γην έμεινεν άφωνος από τους σφοδρούς και δεινούς πόνους των οφθαλμών του. Εγείραντες δε αυτόν οι εκεί παρεστώτες τον έβαλαν εις μίαν κλίνην εις την οποίαν έμεινε τρεις ημέρας άφωνος, χωρίς να δύναται καθόλου να ομιλήση, την δε τετάρτην ημέραν εφώναξε μεγαλοφώνως, λέγων· «Εις είναι ο Θεός, ο Θεός των Χριστιανών». Ελθών δε πλησίον του ο Βίκτωρ του είπε· «Διατί ούτω έξαφνα ήλλαξες την γνώμην σου, Σεβαστιανέ;» Και ο δουξ του απήντησε: «Διότι με προσκαλεί ο Χριστός, γλυκύτατέ μου Βίκτωρ». Ευθύς τότε ο Σεβαστιανός κατηχήθη από τον Βίκτωρα εις την πίστιν του Χριστού και εβαπτίσθη, μόλις δε εβγήκεν από την αγίαν κολυμβήθραν, πάραυτα έλαβε το φως των οφθαλμών του και εδόξασε τον Θεόν. Βλέποντες δε οι άλλοι ειδωλολάτραι το παράδοξον εκείνο θαύμα, εφοβήθησαν μήπως επειδή δεν πιστεύουν πάθουν εκείνο το οποίον έπαθεν ο δουξ και προσέτρεξαν όλοι εις τον Βίκτωρα, από τον οποίον, κατηχηθέντες την πίστιν του Χριστού, εβαπτίσθησαν. Αφ’ ου επέρασεν ολίγος καιρός, ηκούσθη τούτο εις την Ρώμην και έφθασεν εις τας ακοάς του Νέρωνος, ότι ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης της Ιταλίας και ο δουξ Σεβαστιανός κηρύττουν το κήρυγμα του Πέτρου και του Παύλου και των λοιπών Αποστόλων και οδηγούν πολλούς Έλληνας εις την πίστιν του Χριστού, η δε μήτηρ του στρατηλάτου Βίκτωρος Φωτεινή, ομού με τον έτερον υιόν της Ιωσήν, αποσταλέντες από τους Αποστόλους εις την Καρθαγένην, κάμνουν και αυτοί εκεί τα ίδια. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ήναψεν όλος από θυμόν και έστειλεν ευθύς στρατιώτας εις την Ιταλίαν, δια να φέρουν εις την Ρώμην όλους τους εκεί ευρισκομένους Χριστιανούς άνδρας και γυναίκας· αλλ’ εις τούτους εφάνη πρωτύτερα ο Κύριος, ειπών· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς. Μη φοβείσθε, διότι εγώ είμαι μαζί σας και θέλει νικηθή ο Νέρων ομού με τους συντρόφους του». Έπειτα είπε προς τον Βίκτωρα· «Από τώρα και εις το εξής το όνομά σου θα είναι Φωτεινός· διότι δια σου θέλουν φωτισθή πολλοί και θέλουν πιστεύσει εις εμέ· τον δε Σεβαστιανόν να τον ενδυναμώσης εις το Μαρτύριον με τους λόγους σου και θέλει είναι μακάριος και καλότυχος εκείνος ο οποίος θα αγωνισθή έως τέλους». Ταύτα αφού είπεν ο Κύριος, ανέβη εις τους ουρανούς. Απεκαλύφθησαν δε και εις την Αγίαν Φωτεινήν όλα εκείνα τα οποία έμελλον να συνβώσιν εις αυτήν· όθεν εκίνησεν από την Καρθαγένην ομού με πλήθος Χριστιανών και επήγεν εις την Ρώμην· τότε εταράχθη όλη η πόλις της Ρώμης, διηρωτώντο δε οι Ρωμαίοι λέγοντες· «Ποία είναι αυτή η οποία ήλθεν εδώ με τόσον πλήθος»; Αλλ’ η Αγία Φωτεινή εκήρυττε με μεγάλην παρρησίαν τον Χριστόν. Ήλθον δε τότε εις την Ρώμην και ο υιός της Αγίας Φωτεινός μαζί με τον δούκα Σεβαστιανόν, συνοδευόμενοι από τους στρατιώτας τους οποίους είχε στείλει ο βασιλεύς. Προλαβούσα δε η Αγία επήγεν εμπρός εις τον Νέρωνα μαζί με τον υιόν της Ιωσήν και τους λοιπούς, τους οποίους βλέπων ο Νέρων τους ηρώτησε· «Δια ποίαν αιτίαν ήλθετε προς ημάς»; Απεκρίθη η Αγία· «Ήλθαμεν δια να σε διδάξωμεν να πιστεύσης εις τον Χριστόν». Κατ’ εκείνην την ώραν ανήγγειλαν οι υπηρέται εις τον βασιλέα ότι ο δουξ Σεβαστιανός και ο Βίκτωρ ο στρατηλάτης ήλθον από την Ιταλίαν· ο δε Νέρων είπε· «Ας έλθουν μέσα». Ότε δε εκείνοι παρουσιάσθησαν εμπρός του, τους λέγει· «Τι ήκουσα δια σας»; Οι Άγιοι του απήντησαν· «Όσα ήκουσας δι’ ημάς, ω βασιλεύ, όλα είναι αληθινά». Τότε ο Νέρων, παρατηρών τους Μάρτυρας με βλέμμα άγριον, λέγει προς αυτούς: «Αρνείσθε τον Χριστόν, ή θέλετε να αποθάνετε με κακόν θάνατον»; Οι δε Άγιοι υψώσαντες τους οφθαλμούς των εις τον ουρανόν, είπον· «Μη γένοιτο ποτέ, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αρνηθώμεν και να αποχωρισθώμεν από την πίστιν σου και την αγάπην σου». Ο Νέρων τους ηρώτησε· «Πως ονομάζεσθε»; Τότε απεκρίθη προς αυτόν η Αγία: «Εγώ ωνομάσθην από τον Ιησούν Χριστόν, τον Θεόν μου, Φωτεινή· αι δε αδελφαί μου, η πρώτη, η οποία εγεννήθη ύστερον από εμέ, καλείται Ανατολή· η Δευτέρα Φωτώ· η Τρίτη Φωτίς· η Τετάρτη Παρασκευή και η Πέμπτη Κυριακή· εκ δε των υιών μου, ο μεν πρώτος καλείται Βίκτωρ, επονομασθείς από τον Κύριόν μου Φωτεινός· ο δε δεύτερος όστις είναι μαζί μου λέγεται Ιωσής». Και ο Νέρων τους λέγει: «Όλοι σας συνεφωνήσατε να τιμωρηθήτε δια τον Ναζωραίον και να αποθάνετε δι’ αυτόν»; Απεκρίθη τότε η Αγία Φωτεινή: «Ναι· όλοι μας, χαίροντες και αγαλλόμενοι, αποθνήσκομεν δια την αγάπην του Κυρίου μας». Τότε επρόσταξεν ο τύραννος να κατασυντριβούν οι αρμοί των χειρών των με σφαίρας σιδηράς. Αρπάσαντες δε τους Αγίους οι υπηρέται του Νέρωνος τους έφεραν εις τον τόπον της βασάνου, εκεί δε, αφού έβαλαν οι Άγιοι τας χείρας των επάνω εις το αμόνι, ήρχισαν οι φονείς εκείνοι να τας κτυπούν με τας σφαίρας. Από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την έκτην ώραν ηλλάχθησαν τρεις φοράς εκείνοι οι οποίοι τους εκτύπων. Οι Μάρτυρες όμως ουδόλως ησθάνοντο την τιμωρίαν των, ούτε αι χείρες των συνετρίβησαν καθόλου. Τούτο ακούσας ο Νέρων εταράχθη δια το παράδοξον του θαύματος και επρόσταξε να κοπούν αι χείρες των. Παρευθύς οι υπηρέται, αρπάσαντες την Αγίαν Φωτεινήν και δέσαντες τας χείρας της, τας έβαλαν επάνω εις το αμόνι και λαβόντες τας μαχαίρας των εκτυπούσαν με αυτάς πολλάκις επάνω εις τας χείρας της, δεν κατώρθωσαν όμως τίποτε, ενώ παρελύθησαν εκείνοι οι οποίοι εκτύπων και έπεσαν κάτω ως νεκροί, η δε Αγία διεφυλάχθη αβλαβής και ηυχαρίστει τον Θεόν, λέγουσα· «Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι τι ποιήσει μοι άνθρωπος» (Ψαλμ. ριζ:6). Ήρχισε λοιπόν ο βασιλεύς να απορή και να διαλογίζηται τι να πράξη δια να νικήση τους Μάρτυρας και να τους φέρη εις την γνώμην του· και τους μεν άνδρας προστάζει να βάλουν μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, την δε Αγίαν Φωτεινήν ομού με τας πέντε αδελφάς αυτής, να τας φέρουν μέσα εις το χρυσόν κουβούκλιον, να ετοιμάσουν δε χρυσήν τράπεζαν και επτά θρόνους χρυσούς και χρώματα πολλά και στολίδια χρυσά και φορέματα και ζώνας χρυσάς· έπειτα επρόσταξε και την θυγατέρα του Δομνίναν να υπάγη και εκείνη εις το κουβούκλιον με όλας τας δουλευτρίας της και να είναι μαζί με τας Αγίας, νομίζων, ο ματαιόφρων, ότι με αυτά τα δελεάσματα θέλει μεταστρέψει την γνώμην αυτών· υπεσχέθη δε εις τας Αγίας ότι, εάν αρνηθώσι τον Χριστόν, θέλει έχει αυτάς εις τοιαύτην περιποίησιν και εύνοιαν πάντοτε και θέλει χαρίσει εις αυτάς όλα εκείνα, τα οποία ευρίσκοντο εκεί μέσα και άλλα περισσότερα, θέλει δε τας αξιώσει μεγάλης δόξης και τιμής. Αλλ’ επλανήθη ο δόλιος, διότι αι Άγιαι, ως ουρανόφρονες, κατεφρόνησαν όλα εκείνα ωσάν σκύβαλα και δεν ήθελαν ούτε καν να τα βλέπουν. Όταν λοιπόν η Αγία Φωτεινή είδε την Δομνίναν της είπε· «Χαίρε, η νύμφη του Κυρίου μου». Η δε Δομνίνα της απήντησε· «Χαίροις και συ, κυρία μου, η λαμπάς του Χριστού». Ακούσασα η Αγία Φωτεινή την Δομνίναν όπου είπε το όνομα του Χριστού, εχάρη πολύ και ευχαριστήσασα τον Κύριον ενηγκαλίσθη αυτήν και την εφίλησεν· έπειτα την κατήχησεν εις την πίστιν του Χριστού ομού με τας εκατόν δουλευτρίας της, και τας εβάπτισεν όλας, ωνόμασε δε την Δομνίναν, Ανθούσαν· η δε μακαρία Ανθούσα επρόσταξε την μεγαλυτέραν από τας εκατόν δουλευτρίας της Στεφανίδα να δώση εις τους πτωχούς όλα τα χρυσά στολίδια και τα χρήματα, τα οποία ήσαν μέσα εις το χρυσόν κουβούκλιον. Μαθών ταύτα ο Νέρων ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας και πολύ θυμωθείς επρόσταξεν ευθύς να καύσουν μίαν κάμινον επί επτά ημέρας και να βάλουν μέσα εις αυτήν την μακαρίαν Φωτεινήν με όλους τους συντρόφους της άνδρας και γυναίκας και να τους αφήσουν μέσα εις αυτήν τρεις ημέρας. Αφού δε παρήλθον αι τρεις ημέραι, νομίζων ο τύραννος, ότι κατεκάησαν οι Άγιοι από το πυρ, επρόσταξε να ανοίξουν την κάμινον και εάν εύρουν εκεί τα οστά των Μαρτύρων να τα ρίψουν εις τον ποταμόν. Ανοίξαντες δε οι στρατιώται την κάμινον εύρον όλους τους Αγίους σώους και αβλαβείς, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Θεόν. Τούτο το εξαίσιον ιδόντες εκείνοι έμειναν εκστατικοί, θαυμάζοντες πως δεν τους ήγγισε καθόλου το πυρ· καθώς δε ήκουσαν και είδαν τούτο το παράδοξον θαύμα όλοι οι κάτοικοι της Ρώμης εθαύμασαν, δοξάζοντες και αυτοί τον Θεόν. Ακούσας ο τύραννος και τούτο το θαύμα, επρόσταξε να ποτίσουν τους Αγίους θανατηφόρα δηλητήρια, προσεκλήθη δε προς τούτο ο μάγος Λαμπάδιος, όστις κατεσκεύαζε τοιαύτα. Πρώτον λοιπόν έδωκεν εκείνος το δηλητήριον εις την μακαρίαν Φωτεινήν· η οποία λαβούσα εις τας χείρας της το δηλητηριώδες ποτόν, είπεν εις τον μάγον· «Δεν έπρεπεν ημείς να κρατήσωμεν ουδόλως εις τας χείρας μας το παρασκεύασμά σου αυτό ούτε να το πίωμεν, επειδή συ είσαι ακάθαρτος· αλλά δια να γνωρίσης συ, βασιλεύ, και αυτός ο μάγος την δύναμιν του Χριστού μου, ιδού εγώ πρωτύτερα από τους άλλους πίνω τούτο, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και Θεού ημών, ύστερα δε ας το πίουν και όλοι όσοι είναι μαζί με εμέ». Έπιον λοιπόν το δηλητήριον εκείνο όλοι οι Μάρτυρες, με την βοήθειαν όμως του Χριστού έμειναν πάντες αβλαβείς, ωσάν να μην είχον πίει τίποτε. Βλέπων τούτο ο μάγος εξεπλάγη και στραφείς προς την Αγίαν Φωτεινήν είπεν· «Έχω κατεσκευασμένον και ένα άλλο δηλητήριον πολύ δυνατώτερον και εάν πίετε και αυτό και δεν αποθάνετε παρευθύς, τότε θα πιστεύσω και εγώ εις τον Θεόν σας». Αφού δε έφεραν αυτό, το έδωκεν εις τους Μάρτυρας και αν και το έπιον όλοι, όμως δεν έπαθεν ουδείς ουδέν κακόν. Τούτο βλέπων ο μάγος έμεινεν εκστατικός και συνάξας ευθύς όλα τα μαγικά βιβλία του τα έρριψεν εις το πυρ και τα έκαυσε, πιστεύσας δε εις τον Χριστόν εβαπτίσθη, μετονομασθείς Θεόκλητος. Μαθών τούτο ο βασιλεύς επρόσταξε τους στρατιώτας να τον συλλάβωσιν, αρπάσαντες δε εκείνοι αυτόν εκ μέσου των Αγίων τον ωδήγησαν έξω από τα τείχη της Ρώμης, και εκεί του έκοψαν την κεφαλήν με το ξίφος· ούτως έλαβε πριν από τους άλλους τον στέφανον του Μαρτυρίου ο μακάριος Θεόκλητος. Τότε ο παράνομος Νέρων επρόσταξε να κόψουν τα νεύρα όλων των Αγίων, αρχήν ποιούντες από της Μεγαλομάρτυρος Φωτεινής. Καθ’ ον δε χρόνον οι στρατιώται έκοπταν τα νεύρα των Μαρτύρων, εκείνοι εμυκτήριζαν και περιεγέλων τον βασιλέα και τους θεούς του, ως αδυνάτους. Βλέπων δε ο τύραννος τους Μάρτυρας ότι δεν υπελόγιζαν παντελώς τα βάσανα ταύτα, επρόσταξε να λυώσουν μολύβι και να το ανακατεύσωσιν ομού με θειάφι και όταν κοχλάση να το χύσουν εντός του στόματος της πολυάθλου Φωτεινής και εις τα νώτα των λοιπών Αγίων. Όταν δε οι υπηρέται εξετέλουν την προσταγήν του βασιλέως και έχυναν εις τους Μάρτυρας το μολύβι, τότε οι Άγιοι, όλοι ομού, ως εξ ενός στόματος εφώναξαν· «Ευχαριστούμεν σοι, Χριστέ ο Θεός ημών, ότι με τον κοχλασμένον μόλυβδον εδρόσισας τας καρδίας μας, ωσάν να ήσαν διψασμέναι από μεγάλην καύσιν». Ακούσας τούτο ο Νέρων εξεπλάγη και επρόσταξε να κρεμάσωσι τους Αγίους και να τους ξέωσιν αλύπητα εις όλον το σώμα των, να τους καίωσι δε με λαμπάδας αναμμένας· όσον όμως περισσότερον εβασανίζοντο οι Άγιοι, τόσον περισσότερον ενεδυναμούντο από την θείαν Χάριν και εδόξαζον οι μακάριοι τον Θεόν. Ο δε δείλαιος και μάταιος Νέρων, νομίζων ότι θα δυνηθή να νικήση τους Μάρτυρας με τα βάσανα, επρόσταξε και ανέμιξαν στάκτην με όξος δριμύτατον και το έχυσαν μέσα εις τους ρώθωνας των Μαρτύρων. Ούτοι δε οι μακάριοι έλεγον ότι το αισθάνονται γλυκύτερον μέλιτος και κηρίου. Εθυμώθη τότε πολύ ο τύραννος και επρόσταξε να τους τυφλώσουν, και να τους κλείσουν εις σκοτεινήν και βρωμεράν φυλακήν, γεμάτην από δηλητηριώδεις όφεις. Τούτων δε ούτω γενομένων οι Άγιοι ύμνουν και εδόξαζον τον Θεόν, τα δε δηλητηριώδη θηρία, τα οποία ήσαν εις την φυλακήν, απενεκρώθησαν, η δυσωδία μετεβλήθη εις ευωδίαν ανείκαστον, το σκότος έγινε φως υπέρλαμπρον και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, σταθείς εις το μέσον των Αγίων, είπε προς αυτούς· «Ειρήνη υμίν». Έπειτα, κρατήσας από την χείρα την μακαρίαν Φωτεινήν, την εσήκωσεν επάνω και είπε· «Χαίρετε πάντοτε, ότι εγώ είμαι μαζί σας όλας τας ημέρας της ζωής σας». Παρευθύς δε με τον λόγον του Κυρίου ανέβλεψαν και οι οφθαλμοί των Μαρτύρων, οίτινες ιδόντες τον Κύριον Τον επροσκύνησαν, ευλογών δε ο Κύριος αυτούς είπεν· «Ανδρίζεσθε και ενδυναμούσθε». Έπειτα ανέβη εις τους ουρανούς, ενώ από τα σώματα των Αγίων έπεσαν αι πληγαί ωσάν λέπια και ιατρεύθησαν καθώς ήσαν και πρότερον. Ο δε θεόργιστος Νέρων επρόσταξε να μείνουν οι Άγιοι μέσα εις την φυλακήν τρεις χρόνους, δια να ταλαιπωρηθούν και να κακοπαθήσουν εκεί μέσα με κάθε είδους κακοπάθειαν, ούτως ώστε να αποθάνουν με θάνατον φρικτόν. Μετά τους τρεις χρόνους, έχων ο βασιλεύς κλεισμένον μέσα εις εκείνην την φυλακήν ένα υπηρέτην του, έστειλεν ανθρώπους του δια να τον αποφυλακίσουν· όταν όμως επήγαν οι απεσταλμένοι εις την φυλακήν δι’ αυτόν τον σκοπόν, είδαν τους Μάρτυρας ότι ήσαν υγιείς και ανέφεραν εις τον βασιλέα, ότι οι Γαλιλαίοι, οι οποίοι ετυφλώθησαν, τώρα βλέπουν και είναι υγιείς, η δε φυλακή είναι γεμάτη από φως και ευωδίαν άρρητον καταστάσα οίκος άγιος, εις τον οποίον δοξολογείται ο Θεός των Χριστιανών, συντρέχουν δε εκεί πλήθη ανθρώπων, οίτινες, πιστεύοντες εις τον Θεόν των, βαπτίζονται από αυτούς. Ταύτα ακούσας ο Νέρων έγινεν έξω φρενών και αποστείλας στρατιώτας έφερε τους Αγίους έμπροσθέν του λέγων· «Δεν σας επρόσταξα να μη κηρύττετε το όνομα του Χριστού; Πως λοιπόν κηρύττετε μέσα εις την φυλακήν; Δια τούτο έχω να σας κάμω πολλάς τιμωρίας». Οι Άγιοι του είπαν: «Ό,τι θέλεις κάμε· ημείς δεν θέλομεν παύσει από του να κηρύττωμεν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν ως Θεόν αληθινόν και ποιητήν του παντός». Ακούσας τούτο ο τύραννος ήναψεν από θυμόν και επρόσταξε να σταυρώσουν τους Αγίους με την κεφαλήν προς τα κάτω, να ξέουν δε τας σάρκας των τρεις ημέρας, έως ότου να διαλυθούν αι αρμονίαι των. Αφού δε έκαμα τούτο οι θηριώδεις και απάνθρωποι υπηρέται, τους άφησαν κρεμαμένους άλλας τέσσαρας ημέρας, ορίσαντες φύλακας δια να τους φυλάττουν. Έπειτα επήγαν να ίδουν εάν έζων ακόμη και καθώς τους είδαν κρεμαμένους, ευθύς ετυφλώθησαν. Άγγελος δε Κυρίου καταβάς εξ ουρανού έλυσε τους Αγίους και ασπασάμενος αυτούς τους ιάτρευσεν από όλας τας πληγάς αυτών. Τότε η Αγία Φωτεινή, ευσπλαγχνισθείσα δια την τύφλωσιν των υπηρετών, έκαμε προσευχήν προς τον Θεόν δι’ αυτούς, ευθύς δε έλαβον πάλιν το φως των οφθαλμών των και πιστεύσαντες εις τον Χριστόν εβαπτίσθησαν. Ταύτα μαθών ο τύραννος επρόσταξε να εκδαρή το δέρμα της μακαρίας Φωτεινής· ενώ δε την εξέδερον έψαλλεν η Αγία το «Κύριε, εδοκίμασάς με και έγνως με» (Ψαλμ. ρλη:1). Ότε δε εξέδειραν την Αγίαν του Θεού Μεγαλομάρτυρα την έρριψαν εις εν ξηροπήγαδον, το δε δέρμα της έρριψαν εις τον ποταμόν. Τους δε λοιπούς Αγίους Μάρτυρας, τον Σεβαστιανόν, τον Φωτεινόν και τον Ιωσήν, κρατήσαντες, απέκοψαν τα παιδογόνα μόρια αυτών και τα έρριψαν εις τους σκύλους· έπειτα εξέδειραν και αυτών τα δέρματα και τα έρριψαν εις τον ποταμόν, αυτούς δε τους ησφάλισαν εντός παλαιού τινος λουτρού. Τας δε πέντε αδελφάς της Αγίας Φωτεινής, αφού παρουσιάσθησαν έμπροσθέν του, επρόσταξε και έκοψαν πρώτον τους μαστούς των, κατόπιν δε εξέδειραν τα δέρματά των. Ότε δε επήγαν οι υπηρέται να εκδάρουν και την Αγίαν Φωτίδα, δεν κατεδέχθη αυτή να κρατηθή από κανένα, αλλά μόνη εξέδερνε το δέρμα της σαρκός της με τοιαύτην γενναιότητα και ανδρείαν, ώστε εθαύμασεν ο τύραννος δια την καρτεροψυχίαν της· δια τούτο, ύστερα από αυτό το Μαρτύριον, εφεύρεν ο παγκάκιστος και άλλην πανώδυνον και ολεθρίαν κατ’ αυτής τιμωρίαν· επρόσταξε δηλαδή και έκλιναν με βίαν δύο κορυφάς δένδρων εντός του κήπου του, έδεσαν δε εις αυτάς τας δύο κορυφάς την μακαρίαν Φωτίδα και έπειτα απέλυσαν συγχρόνως αυτάς. Όθεν διεμοιράσθη η Αγία εις δύο μέρη, παραδώσασα ούτω την αγίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Τότε επρόσταξεν ο αλιτήριος Νέρων και απεκεφάλισαν και τους άλλους Αγίους Μάρτυρας δια ξίφους. Ακολούθως ανέσυραν την μακαρίαν Φωτεινήν από το πηγάδι και την έκλεισαν εις την φυλακήν. Αύτη δε, επειδή είχεν απομείνει μόνη και δεν εστεφανώθη με τον στέφανον του Μαρτυρίου ομού με τους λοιπούς, ελυπείτο και παρεκάλει περί τούτου τον Θεόν, όστις ενεφανίσθη εις αυτήν και σφραγίσας αυτήν με το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού τρεις φοράς, την ιάτρευσεν από όλας τας πληγάς, ύστερα δε από πολλάς ημέρας, υμνούσα και ευλογούσα τον Θεόν, αφήκεν εις χείρας Του την τιμίαν της ψυχήν. Ούτως απήλθον όλοι προς τον ποθούμενον Θεόν, απολαβόντες την ουράνιον Βασιλείαν Αυτού, ης και ημείς ταις αυτών πρεσβείαις αξιωθείημεν. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ΄ (27η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ του Δεκαπολίτου.

Δημοσίευση από silver »


Προκόπιος ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του Ισαύρου Λέοντος Γ΄ του Εικονομάχου, του εν έτει ψιζ΄ - ψμα΄ (717 – 741) βασιλεύσαντος. Και πρώτον μεν, γενόμενος Μοναχός, διήλθε πάσαν άσκησιν με ακρίβειαν, και εκαθάρισε πλήρως τον εαυτόν του από παντός πάθους και πάσης κηλίδος, ύστερον δε ήλεγξεν ανδρείως τους αιρετικούς εκείνους, οι οποίοι ηθέτουν την σάρκωσιν του Θεού Λόγου, ως μη προσκυνούντες την του Χριστού ένσωμον Εικόνα. Όθεν όχι μόνον εβεβαίωσε την αλήθειαν της Ορθοδοξίας, δια λόγων, αλλά και δια πολλών κακοπαθειών και θλίψεων. Εκ τούτων λοιπόν εφάνη μέγας Ομολογητής της Ορθοδόξου Πίστεως και αληθείας, πολλά δε θαύματα ποιήσας, και πολλούς δια της ενθέου διδασκαλίας αυτού ωφελήσας, προς Κύριον εξεδήμησε.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΠΡΟΤΕΡΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, καλάμοι

Δημοσίευση από silver »


Προτέριος ο ένδοξος Ιερομάρτυς ήτο Πρεσβύτερος της εν τη Αλεξανδρεία Εκκλησίας εν έτει υν΄ (450), κατά τους χρόνους των αοιδίμων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας· ότε δε συνεκροτήθη η Τετάρτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος εν έτει υνα΄ (451), ανέβη και αυτός εις την Κωνσταντινούπολιν μετά των άλλων Αλεξανδρινών Επισκόπων και Πρεσβυτέρων και πολύ ηγωνίσθη κατά της αιρέσεως των Μονοφυσιτών. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Αλεξανδρείας Απολινάριος, όστις ανήλθεν εις τον επισκοπικόν θρόνον μετά τον Μονοφυσίτην Διόσκορον τον εν τη Τετάρτη Οικουμενική Συνόδω καθαιρεθέντα, εδέχθη τον θρόνον της Αλεξανδρείας ο θείος ούτος Προτέριος, προβληθείς υπό πάσης της Συνόδου. Επειδή δε οι Μονοφυσίται και ακόλουθοι του Ευτυχούς εποίουν ταραχάς εις την Αλεξάνδρειαν και ηπείλουν ότι θα εμποδίσωσι την μεταφοράν του σίτου εξ Αλεξανδρείας εις Κωνσταντινούπολιν, δια τούτο ο βασιλεύς Μαρκιανός διέταξε να μεταφέρωσι τον σίτον εκ του εσωτερικού της Αιγύπτου δια του Νείλου εις το Πηλούσιον και όχι εις την Αλεξάνδρειαν. Όθεν οι κάτοικοι της Αλεξανδρείας, βασανιζόμενοι υπό της πείνης, έβαλον μεσίτην εις τον βασιλέα τον θείον Προτέριον· ο δε βασιλεύς, πεισθείς εις την μεσιτείαν και παράκλησιν του Αγίου, προσέταξε να μεταφέρεται και πάλιν ο σίτος εις την Αλεξάνδρειαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο βασιλεύς Μαρκιανός, ο Τιμόθεος ο επονομαζόμενος Αίλουρος, εκλέξας νύκτα τινά σκοτεινήν και ασέληνον, μετέβη το μεσονύκτιον εις τα κελλία των Μοναχών, φορών ένδυμα μαύρον, λέγων δε προς αυτούς, ότι είναι Άγγελος του Θεού, τους παρήγγελλε να χωρισθώσι της κοινωνίας και υποταγής του Προτερίου. Οι δε Μοναχοί, απλοϊκοί όντες, ηπατήθησαν και επανεστάτησαν κατά του Αρχιερέως των. Ο δε Προτέριος φοβηθείς έφυγεν, ότε βλέπει τον Προφήτην Ησαϊαν λέγοντα προς αυτόν· «Επίστρεψον και εγώ αναμένω να σε δεχθώ». Ούτος δε ο λόγος εφανέρωνε τον θάνατον του Προτερίου. Επανελθών λοιπόν ο θείος Πατήρ εισήλθε, πιθανώς ίνα κρυβή, εντός της εν Αλεξανδρεία μεγάλης κολυμβήθρας. Μαθόντες δε τούτο οι ως άνω πλανηθέντες Μοναχοί και οι λοιποί Μονοφυσίται, έτρεξαν εκεί και κατέσφαξαν με κοπτερούς καλάμους τον Αρχιερέα του Θεού. (Ο Άγιος Προτέριος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, ίνα διασωθή από τον Μονοφυσίτην Αίλουρον κατέφυγεν εις την κολυμβήθραν του Βαπτίσματος. Ο δε Αίλουρος κατώρθωσε να σφάξωσιν αυτόν οι Μονοφυσίται.) Έπειτα, αντ’ αυτού, εχειροτόνησαν Αρχιερέα τον απατήσαντα αυτούς κακόφρονα Τιμόθεον και ανεβίβασαν τούτον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Τούτο μαθών ο μετά τον Μαρκιανόν βασιλεύσας Λέων Α΄ ο Μέγας, ο και Μακέλλης επονομαζόμενος, τον μεν Τιμόθεον υπέβαλεν υπό την εξουσίαν των Αρχιερέων, ίνα κριθή κανονικώς υπ’ αυτών, οι οποίοι αφού καθήρεσαν αυτόν της Αρχιερωσύνης, εξώρισαν εις την Γάγγραν, τους δε λαϊκούς, τους συμμετασχόντας εις τον φόνον του Αγίου Προτερίου, ετιμώρησεν ο βασιλεύς με δαρμούς και με δήμευσιν των κτημάτων των. Διέταξε δε και εχειροτονήθη άλλος Αρχιερεύς Ορθόδοξος εις την Αλεξάνδρειαν, ονομαζόμενος Τιμόθεος Σαλοφακιόλιος, ούτω δε κατέπαυσεν η ταραχή και η επανάστασις αύτη.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ του Ρωμαίου.

Δημοσίευση από silver »

Κασσιανός ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της παλαιάς Ρώμης, υιός ων γονέων ευσεβών και ενδόξων, υπό των οποίων παρεδόθη εις διδάσκαλον και εξεπαιδεύθη εις το άκρον την εξωτερικήν φιλοσοφίαν. Διότι εκτός του ότι είχεν ευφυϊαν οξυτάτην, είχε και φιλομάθειαν θερμοτάτην και επιμέλειαν. Είτα επεδόθη εις τα ιερά και θεία μαθήματα της Παλαιάς και Νέας Γραφής· όθεν και εις την πατρίδα του Ρώμην έτι ευρισκόμενος έφθασεν εις το άκρον της θείας γνώσεως και εστόλισε την ζωήν του με αγνείαν και καθαρότητα. Αναχωρήσας είτα εκ της πατρίδος του και αφήσας γένος και στρατείαν, διότι ήτο πρότερον συγκατηριθμένος εις τους στρατιωτικούς καταλόγους, ως και πάσαν υπερηφάνειαν της ζωής ταύτης, έλαβε τον σταυρόν εις τους ώμους του και ηκολούθησε τον Χριστόν· διότι, εισελθών εν τινι Μοναστηρίω της Βηθλεέμ, έγινε Μοναχός και έδωκεν εαυτόν εις πάσαν υπακοήν και σκληραγωγίαν του σώματος, προσέχων πάντοτε εις τον Θεόν δια της προσευχής. Φθάσας δε εις άκραν υπακοήν και ταπείνωσιν και εις το άκρον της διακρίσεως, επήγεν εις την ησυχίαν και ηγωνίζετο κατά μόνας. Μετά ταύτα επήγεν ο Όσιος εις διαφόρους τόπους, όπου συνήντησε γνωστικωτάτους Οσίους και τας αρετάς όλων συνήθροισεν εις τον εαυτόν του, ως άλλη φιλόπονος μέλισσα, ώστε να καταστή δια τους άλλους τύπος και παράδειγμα παντός είδους αρετής εν λόγω τε και έργω, παρακινών εκείνους να μιμηθώσι τον ιδικόν του ζήλον. Διότι πάντα τα Μοναστήρια και Ασκητήρια περιήλθεν ο αοίδιμος, όσα ευρίσκοντο εις άπασαν την Αίγυπτον, την Θηβαϊδα, την Νιτρίαν, την Ασίαν, τον Πόντον και την Καππαδοκίαν. Όθεν, ανώτερος των παθών γενόμενος και τον νουν καθαρίσας, εγνώρισεν ακριβώς, τόσον δια της πείρας, όσον και δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την της Μοναδικής Πολιτείας ακρίβειαν και την τελείαν κατά των παθών νίκην· δια τούτο, σαφώς άγαν και υψηλώς, συνέγραψε περί των οκτώ λογισμών και περί της τάξεως των εν Αιγύπτω και Ασία Κοινοβίων, δια των οποίων συγγραμμάτων προσέφερε και προσφέρει μεγάλην ωφέλειαν και εις τους Ησυχαστάς και εις τους Κοινοβιάτας. Ήτο δε ο μακάριος ούτος, από μόνην την θεωρίαν του, πρόξενος πολλής ωφελείας και πνευματικής ηδονής, απλώς δε ειπείν, ή σιωπών ή λαλών, ήτο διδασκαλία και συμβουλή. Αλλά και απλούστατος και διακριτικώτατος ήτο, μέχρι σημείου, ώστε ο τρισμακάριος Ιωάννης της Κλίμακος επαινεί τούτον εις τον «Περί Υπακοής» λόγον του. Απελθών μετά ταύτα ο Άγιος εις Κωνσταντινούπολιν, εν έτει υδ΄ (404), εγνωρίσθη με τον θείον Χρυσόστομον Πατριάρχην τότε Κωνσταντινουπόλεως. Εκείθεν επέστρεψεν εις Ρώμην, όπου εχειροτονήθη Πρεσβύτερος από τον τότε Πάπαν Ιννοκέντιον Α΄ . Μετά δύο έτη μετέβη εις Μασσαλίαν της Γαλλίας όπου έκτισεν ανδρικήν Μονήν επ’ ονόματι του Αγίου Μάρτυρος Βίκτωρος. Ακολούθως έκτισε και γυναικείαν Μονήν, και εντός ολίγου κατέστη ο εισηγητής και αρχηγός του μοναχικού βίου εις Γαλλίαν αρχικώς και εις την Ισπανίαν κατόπιν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν βιώσας οσίως, και φθάσας εις το άκρον της απαθείας, με προφητικόν δε χάρισμα διαλάμψας και μέγας αναφανείς πανταχού, εξεδήμησεν εν ειρήνη προς Κύριον, περί το έτος υλε΄ (435), Φεβρουαρίου κθ΄ (29η), το τίμιον δε τούτου λείψανον χορηγεί πλουσιοπαρόχως ποκίλας ιατρείας εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις αυτό και επικαλουμένους την Χάριν του. Τούτου του εν Οσίοις Πατρός ημών Κασσιανού πρεσβείαις, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”