Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Φαρμακολυτρίας.

Δημοσίευση από silver »


Αναστασία η ένδοξος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου Διοκλητιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄- τε΄ (284- 305), κατήγετο δε από την περίδοξον και μεγαλόπολιν Ρώμην, από γένος περιφανέστατον, ωραία την όψιν και ευπρεπέστατα εις τα ήθη και τάξεις κεκοσμημένη και με την ευγένειαν της ψυχής εστολισμένη υπέρ το κάλος του σώματος. Ο πατήρ της ωνομάζετο Πραιξτετάτος, είχε δε διδάσκαλον ενάρετόν τινα άνθρωπον ονόματι Χρυσόγονον, εκ του οποίου εδιδάχθη την ευσέβειαν και εγνώρισε τον αληθή Θεόν, τα δε αναίσθητα είδωλα απέβαλε και κατεφρόνησεν. Και ούτω μεν η Αγία επορεύετο· ο δε πατήρ αυτής την υπάνδρευσε χωρίς την θέλησίν της μετά τινος ειδωλολάτρου, Ποπλίωνος ή Πουπλίου καλουμένου, τον οποίον εμίσει η κόρη και προφασιζομένη ασθένειαν δεν εδέχθη την μετ΄ εκείνου κοινωνίαν διά τε την απιστίαν του, και την προς την παρθενίαν αγάπην της· καθ΄ εκάστην δε προσηύχετο εις τον Χριστόν φυλάττουσα πάσας τας εντολάς του. Εξαιρέτως δε ηγάπα πολύ την ταπείνωσιν. Όθεν πολλάκις εξεδύετο τα πολύτιμα και λαμπρά της ιμάτια και ενεδύετο πενιχρά δια να μη την γνωρίζωσιν, επήγαινε δε με την δούλην της εις τας φυλακάς και επεμελείτο τους Χριστιανούς, σπογγίζουσα τας πληγάς και τα αίματα αυτών. Ειργάζετο δε και πάσαν άλλην υπηρεσίαν η μακαρία ως να ήτο δούλη και καταφιλούσα εξ ευλαβείας τας πληγάς τών Μαρτύρων, τους ενουθέτει να μη δειλιάσωσι κολαστήρια πρόσκαιρα, αλλά να φυλάττουν στερεά την ευσέβειαν, τους έδιδε δε και τροφάς, ενδύματα και παν άλλο αναγκαίον του σώματος, ταύτα δε ετέλει κατά πάσας τας νύκτας κρυφίως, δίδουσα εις τους φύλακας χρήματα, δια να την αφήνουν να εισέρχεται. Ταύτα μαθών ο Ποπλίων την εφυλάκισε και ούτε αυτήν άφηνε να εξέρχεται ουδόλως, ούτε εις άλλην τινά να της ομιλήση τελείως επέτρεπεν. Όθεν ελυπείτο διότι δεν είχεν άδειαν να επιμελήται τους φυλακισμένους ως πρότερον, εξαιρέτως δε είχε θλίψιν απαραμύθητον δια τον διδάσκαλόν της Χρυσόγονον, όστις επήγαινε πρωτύτερα και την έβλεπε πολλάκις και συνεχαίροντο, τότε δε τον είχε και αυτόν φυλακισμένον ο βασιλεύς δια την ευσέβειαν. Όθεν δεν ηδύνατο να ίδη ή να παρηγορήση ο εις τον άλλον δια στόματος, αλλά μόνον γυναίκα τινά γραίαν έστειλε προς αυτόν η Αγία, και του διεμήνυσε να κάμη προς τον Θεόν δι΄ αυτήν δέησιν, να την λυτρώση από τα δεσμά, δια να θεραπεύη τους Μάρτυρας. Ο δε Χρυσόγονος τής απήντησε να έχη υπομονήν, διότι εις ολίγας ημέρας θέλει αποθάνει ο άνδρας της και θα μείνη εντελώς ελευθέρα, όπερ και εγένετο. Διότι ο βασιλεύς απέστειλεν αυτόν πρέσβυν εις τους Πέρσας και εφονεύθη καθ΄ οδόν. Όθεν λαμβάνουσα η Αγία ελευθερίν τελείαν, ετέλει ανεμποδίστως όσα εβούλετο, χαρίζουσα εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά της και παρακινούσα τους Αγίους Μάρτυρας να υπομένουν ανδρείως τα κολαστήρια. Ο δε δυσσεβής Διοκλητιανός ήτο τότε εις την Νίκαιαν, και τας μεν άλλας δημοσίας υποθέσεις δεν επεμελείτο τόσον, όσον εφρόντιζε να μη διαφύγη κανείς ευσεβής από τας χείρας του. Ανέφερον λοιπόν εις αυτόν, ότι εις την Ρώμην είχον πολλούς Χριστιανούς φυλακισμένους και τους εβασάνιζον διαφόρως, αλλ΄ ουδείς εξ αυτών κατεδέχετο να προσκυνήση τα είδωλα, έχοντες διδάσκαλον τινα την κλήσιν Χρυσόγονον, όστις τους παρεκίνει εις το Μαρτύριον. Τότε ο βασιλεύς προσέταξε τους μεν άλλους να βασανίσουν πολλά, έπειτα εάν δεν θυσιάσωσι να τους δώσουν πικρόν θάνατον, τον δε θείον Χρυσόγονον να φέρωσιν ενώπιόν του ως κατάδικον. Λαβόντες λοιπόν τούτον οι στρατιώται επήγαινον εις τον βασιλέα, ηκολούθει δε και η θαυμαστή Αναστασία, δεικνύουσα νικημένην την του γένους ασθένειαν από την ευγένειαν του φρονήματος. Όταν δε έφθασαν εκεί, είπε ταύτα ο βασιλεύς προς τον Χρυσόγονον· «Υπάκουσον εις το πρόσταγμά μου, θυσίασον εις τους θεούς να λυτρωθής από διάφορα κολαστήρια και να σε κάμω έπαρχον της Ρώμης». Ο δε Άγιος με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Ένα και μόνον Θεόν γνωρίζω, τον οποίον ομολογώ αληθέστατον και με το στόμα και με όλην την ψυχήν και καρδίαν μου· αυτόν λατρεύω και προσκυνώ και προκρίνω, ως πάντων των ηδέων ηδύτερον και πάσης ζωής ποθεινότερον, θεών δε πλήθος και μύθους και δαίμονας αποστρέφομαι και συμβουλεύω ομοίως την βασιλείαν σου να τους μισήσης ως αιτίους βλάβης και απωλείας ψυχών, τας δε τιμάς και τας δωρεάς, τας οποίας μού υπόσχεσαι, νομίζω σκιάν και όνειρα». Την παρρησίαν ταύτην του Αγίου θαυμάσας ο βασιλεύς, προσέταξε να τον αποκεφαλίσουν εις τόπον έρημον, τούτου δε γενομένου έρριψαν το Λείψανον αυτού εις παρακειμένην λίμνην. Εις εκείνα τα μέρη, εις τα οποία έρριψαν το Λείψανον του Χρυσογόνου, κατώκουν τρεις αδελφαί, Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη καλούμεναι, διέμενε δε εκεί και Ιερομόναχος τις ενάρετος, ονόματι Ζωϊλος, ο οποίος δια θείας αποκαλύψεως είδε που ευρίσκετο το Λείψανον του Αγίου Χρυσογόνου. Όθεν λαβών αυτό ως και την τιμίαν αυτού κεφαλήν με πολλήν ευλάβειαν, το απέκρυψεν εις το κελλίον του, και μετά ημέρας τριάκοντα φαίνεται εις αυτόν ο Άγιος Χρυσόγονος και του λέγει· «Γνώριζε, Ζωϊλε, ότι ο δυσσεβής βασιλεύς έμαθε περί των τριών αδελφών Ειρήνης, Αγάπης και Χιονίας και θέλει θανατώσει αυτάς εντός εννέα ημερών. Ιδού λοιπόν έρχεται η του Χριστού δούλη Αναστασία, να τας ενθαρρύνη προς το Μαρτύριον. Ετοιμάσου δε και συ δια την μέλλουσαν ζωήν, διότι εις ολίγας ημέρας έρχεσαι προς ημάς, να απολαύσης τους γλυκυτάτους καρπούς των πόνων σου». Την αυτήν οπτασίαν είδε και η παρθένος Αναστασία. Όθεν απήλθεν ευθύς εις το οικητήριον του Ζωϊλου χαίρουσα, ιδούσα δε εκεί τας τρεις Αγίας Παρθένους, ηρώτησε δια το ιερόν Λείψανον του Αγίου Χρυσογόνου. Αφού λοιπόν είδε και προσεκύνησε τούτο ευλαβώς, έλαβε τας Αγίας Παρθένους και απήλθεν εις άλλον τόπον, εδίδασκε δε καθ΄ οδόν αυτάς να μη δειλιάσουν τα των ασεβών κολαστήρια. Και ταύτα μεν έπραξαν αι Παρθένοι, ο δε θείος Ζωϊλος κατά την θείαν αποκάλυψιν απήλθεν εν ειρήνη προς Κύριον. Μαθών ο παράνομος βασιλεύς, εις ποίον τόπον ευρίσκοντο αι τρεις εκείναι Παρθένοι, προσέταξε να τας συλλάβουν και να τας φέρουν εις το θέατρον. Τούτου δε γενομένου πρώτον μεν ήρχισε να κολακεύη τας Αγίας με ημερότητα, εγκωμιάζων με λόγους την ωραιότητα τούτων και υποσχόμενος να τας υπανδρεύση πλουσίως και να χαρίση εις αυτάς μεγάλα δωρήματα, εάν προσκυνήσουν τα είδωλα. Η δε πρώτη κατά την ηλικίαν, ήτις εκαλείτο Αγάπη, δια να δείξη την προς τον αληθή Θεόν αγάπην αυτών, με παρρησίαν πολλήν απεκρίνατο· «Μη βάλης ποσώς εις τον νουν σου, ω βασιλεύς, ότι θέλομεν φοβηθή δεινά κολαστήρια ή σκληρότατον θάνατον, ή ότι θα μας νικήση η λαμπρότης του γένους, ή θα λυπηθώμεν το κάλλος των σώματος ή ότι με κολακείας θέλεις αδυνατίσει την στερεότητά μας, να προδώσωμεν την ευσέβειαν. Μάλιστα όσον μάς βασανίσης χειρότερα, τόσον θέλεις μάς ωφελήσει περισσότερον». Ιδών ο Βασιλεύς την τοσαύτην παρρησίαν των Παρθένων εθαύμασεν, επειδή όμως είχεν υπηρεσίαν να υπάγη εις την Μακεδονίαν, τας εφυλάκισε και προσέταξε τον έπαρχον Δουλκίτιον να τας εξετάση με επιμέλειαν και να δώση εις αυτάς δεινά κολαστήρια. Η δε Αναστασία ηκολούθει τας Αγίας και επεμελείτο αυτάς, ως και τους άλλους Χριστιανούς εις όλα τα χρειαζόμενα, ως και ανωτέρω είπομεν. Ο δε πονηρός Δουλκίτιος ήτο ασελγής πολύ και ακόλαστος εις την πορνείαν ο μιαρώτατος, και επεθύμησε να μιάνη μίαν από τας τρεις παρθένους, βλέπων την πολλήν αυτών ωραιότητα. Όθεν μεμεθυσμένος καθώς ήτο από τον έρωτα και τον οίνον, απήλθε νύκτα τινά μόνος του εις την φυλακήν δια να πράξη το μελετώμενον. Αλλά Θεού θέλοντος έκαμε λάθος εις τον τόπον, και εισήλθεν εις εν μαγειτείον, εις το οποίον ήσαν χύτραι μουτζουρωμέναι, τας οποίας νομίζων ότι ήσαν τα κοράσια, τας ενηγκαλίζετο και εγένετο μαύρος από την μουτζούραν εις όλον το πρόσωπον. Έπειτα εξελθών έξω δια να υπάγη εις το παλάτιον, δεν τον εγνώριζε κανείς ότι είναι ο έπαρχος, μάλιστα ενόμιζον ότι ήτο παράφρων τις και δαιμονιζόμενος, και άλλοι μεν εγέλων, άλλοι δε τον έδερον· όταν δε έφθασεν εις το παλάτιον δεν τον άφησαν οι δορυφόροι να εισέλθη εντός αυτού, αλλά τον απεδίωκον και έσπρωχναν έξω αυτού και μάλιστα τον εγρονθοκόπησαν· διότι ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ότι αυτός ήτο ο έπαρχος· μόνον δε συγγενείς του τινές ιδόντες αυτόν τον εγνώρισαν μετά βίας και τον επήγαν εις την οικίαν του. Συνελθών δε ούτος από της μέθης, έλεγε ότι του έκαμαν οι Χριστιανοί μαγείαν και θυμωθείς κατ΄ αυτών έτι περισσότερον προσέταξε να φέρουν τας τρεις Παρθένους και να τας γυμνώσουν τελείως δια να τας διαπομπεύση εις εκδίκησιν της αισχύνης του. Αλλ΄ ω των παραδόξων πραγμάτων, δημιουργέ Κύριε! Ως έφεραν τας τιμίας Παρθένους και εδοκίμασαν να αφαιρέσουν τα υποκάμισά των, έγιναν ταύτα ως δέρματα και εκόλλησαν τόσον εις τας σάρκας αυτών, ώστε δεν ηδυνήθησαν τελείως να τον ξεσχίσουν οι δήμιοι, και πάντες εξέστησαν εις τοιούτον εξαίσιον θαύμα. Αλλά και έτερον θαύμα ηκολούθει τω θαύματι, διότι έμεινε τυφλός ο έπαρχος από ουράνιον δύναμιν, και ηναγκάσθησαν να τον σηκώσουν από τον θρόνον του ως άψυχον χόρτον και τον υπάγουν εις τον κράββατόν του· την δε επαρχίαν έλαβεν από τον βασιλέα άλλος, το όνομα Σισίνιος, όστις εδοκίμασε και αυτός να διαστρέψη τας Παρθένους με απειλάς και κολακείας. Βλέπων όμως ότι εις μάτην κοπιάζει δέρων τον αέρα, προσέταξε να καύσουν τας δύο αδελφάς, Αγάπην και Χιονίαν, την δε Ειρήνην αφήκεν, ως νεωτέραν, έχων εις αυτήν ολίγην ελπίδα ο δείλαιος. Ανάψαντες λοιπόν οι υπηρέται την κάμινον, έκαμαν αι Άγιαι προσευχήν κι ποιήσασαι το σημείον του Τιμίου Σταυρού επήδησαν εντός της παφλαζούσης φλογός αγαλλιώμεναι. Ο δε παντοδύναμος Θεός έλαβε τας ψυχάς αυτών χωρίς να πονέσωσι· διότι το πυρ ουδόλως έβλαψεν αυτάς, ούτε ετόλμησε να καύση καν τρίχα τινά της κεφαλής αυτών ή ιμάτιον. Όθεν η φιλομάρτυς Αναστασία επήρε τα ιερά αυτών Λείψανα και τα ενεταφίασε με πολλήν ευλάβειαν, δεομένη του Θεού καθ΄ εκάστην, να την αξιώση και αυτήν του Μαρτυρικού στεφάνου. Ο δε Σισίνιος εκολάκευε πάλιν την Ειρήνην να θυσιάση. Έπειτα, όταν είδεν ότι δεν επείθετο, την ηπείλησε και της λέγει· «Γνώριζε, ότι, εάν παρακούσης εις το πρόσταγμά μου, θέλω προστάξει να σε βάλουν εις τόπον τινά ατιμίας δημόσιον, εις τον οποίον θα έρχεται πας τις να σε πορνεύη, δια να φθαρή και να μολυνθή, κατά την Γραφήν σας, η ψυχή και το σώμα σου». Η δε απεκρίνατο· «Ελπίζω εις τον Δεσπότην μου να λυτρώση από τας παγίδας τούς πόδας μου και να φυλάξη την ψυχήν μου αμόλυντον· εάν δε πάλιν και μολυνθώ βιαίως και χωρίς την θέλησίν μου, δεν θα έχω εγώ αμαρτίαν, διότι ακουσίως μου έγινε». Τότε ο άρχων παρέδωκεν αυτήν εις τους στρατιώτας, να την υπάγουν εις πορνείον, δια να πηγαίνη εις αυτήν όστις θέλει. Ο Πανάγαθος όμως Θεός δεν ημέλησεν, αλλά έστειλεν ευθύς Αγίους Αγγέλους εις σχήμα στρατιωτών, οίτινες λαβόντες την Αγίαν την επήγαν επάνω εις εν όρος εις πείσμα του άρχοντος, όστις βλέπων τοιούτον θαυμάσιον δεν έπαυσε να πολεμά με τον Παντοδύναμον ο αδύνατος, αλλά έτρεχε προς το όρος έφιππος, δια να την πάρη βιαίως ο αφρονέστατος. Αλλά πάλιν θαύμα εις το θαύμα ηκολούθησε και έβλεπε μεν την κόρην από μακράν, αλλά να την πλησιάση δεν ηδύνατο· διότι θεία τις δύναμις αόρατος τον ημπόδιζεν, ως να ήτο έμπροσθεν αυτού τείχος απροσπέλαστον· και βλέπων δεν έβλεπεν, αλλά έκαμε τον γύρον του όρους ψηλαφών ανωφελώς και εβασανίζετο ματαίως έως εις το εσπέρας περιπλανώμενος. Τότε έρριψε στρατιώτης τις εν βέλος κατά της Μάρτυρος, το οποίον Θεού συγχωρήσαντος διεπέρασε την Αγίαν. Η δε Μάρτυς, ευχαριστήσασα τον Χριστόν, όστις την εφύλαξεν άμωμον, εναπέθεσεν εις χείρας Αυτού την μακαρίαν ψυχήν της, όταν δε ο άρχων ανεχώρησεν, λαβούσα η Αναστασία το Λείψανον ενεταφίασεν αυτό εντίμως και ευσεβώς ομού με τα Λείψανα των άλλων Αγίων Παρθένων αλείψασα τούτο με μυριστικά θυμιάματα. Ταύτα μαθών ο άρχων εφυλάκισε την Αναστασίαν, σκοπεύων να την βασανίση με κολαστήρια. Ακούσας όμως ότι ήτο από τας ευγενεστέρας της Ρώμης δεν ετόλμησε να την εγγίση, αλλά την έστειλεν εις τον βασιλέα, όστις εξήτασεν αυτήν τι έκαμε τον πατρικόν της πλούτον. Η δε απεκρίνατο· «Πρώτον διεμοίρασα όλα τα υπάρχοντά μου εις τους πτωχούς Χριστιανούς, έπειτα ήλθα να προσφέρω ολοψύχως εις τον Χριστόν το σώμα μου, ίνα θυσιασθή δια την αγάπην του, επειδή άλλο τι δεν εξουσιάζω να αφιερώσω εις τον Ποιητήν και Σωτήρα μου». Ο δε βασιλεύς, γνωρίσας το στερρόν της γνώμης της, δεν ηθέλησε να την βασανίση αυτός, δια να μη τον νικήση και τον καταισχύνη. Όθεν την παρέδωκεν εις τον έπαρχον, όστις λέγει προς αυτήν με ήπιον τρόπον· «Διατί δεν προσκυνείς τους θεούς, τους οποίους ο πατήρ σου εσέβετο»; Η δε απεκρίνατο· «Αυτούς μεν ελύτρωσα από τας αράχνας, τας μυίας και τα όρνεα, τα οποία τους ερρύπαιναν, παραδώσασα τούτους εις το πυρ· τας δε γαστέρας των πτωχών ενέπλησα δια βρωμάτων χρησιμοποιήσασα τα άχρηστα». Ο δε έπαρχος είπε μετά θυμού· «Μα τους θεούς, εγώ να παιδεύσω μεγάλως ταύτην την ιερόσυλον». Λέγει η Μάρτυς· «Θαυμάζω την γνώσιν σου, ω δικαστά, ότι την καλήν πράξιν καλείς ιεροσυλίαν. Εάν εκείνα τα άψυχα είχον αίσθησιν ή δύναμίν τινα, διατί δεν εβοηθούσαν τον εαυτόν τους, να μη τους συντρίψω ή να παιδεύσουν εμέ όταν τους έκαυσα»; Αφού λοιπόν ο έπαρχος εδοκίμασε με πολλάς κολακείας και απειλάς και δεν ενίκησε την Αγίαν, ανέφερεν εις τον βασιλέα τα γενόμενα, όστις παρέδωκεν αυτήν εις τον Αρχιερέα του Καπιτωλίου, Ουλπιανόν καλούμενον, όπως την καταπείση και προσκυνήση τα είδωλα, ως πολυμήχανος όπου ήτο εις το κακόν και σκληρότατος, ή άλλως να την θανατώση ανηλεώς. Λαβών εκείνος την Αγίαν εις την εξουσίαν του, προσεπάθησε να εξαπατήση αυτήν με διάφορα τεχνάσματα, μεταξύ των οποίων ήτο και το εξής. Ετοποθέτησεν εις το εν μέρος στολάς γυναικείας πολυτίμους, λίθους τιμίους, άνθη ευώδη, κλίνας αργυράς, στρώματα λαμπρά και άλλα ωραιότατα πράγματα· εις δε το άλλο στρεβλωτήρια και άλλα διάφορα κολαστήρια όργανα, δια να την εκφοβίση με ταύτα ή να την δελεάση με τα χαρμόσυνα. Αλλά διεψεύσθη εις τας ελπίδας του ο δείλαιος. Διότι η Αγία ουδόλως ενικήθη υπ΄ αυτών, αλλά έμεινε στερεά και ακλόνητος. Όθεν την εφυλάκισεν, δώσας εις αυτήν προθεσμίαν τριών ημερών να συλλογισθή το συμφέρον της. Η δε Αγία έλεγε προς αυτόν· «Μη χάνης τον καιρόν σου ματαίως, διότι καν τρία έτη διορίαν μου δώσης, καν περισσότερον, εγώ ένα Θεόν προσκυνώ, τον αιώνιον, δια τον Οποίον παραδίδω και την ψυχήν μου προθύμως εις θάνατον, τους δε θεούς σου καταφρονώ ομού με τα των βασιλέων προστάγματα». Έμεινε λοιπόν η Αγία εις την φυλακήν και επί τρεις ημέρας δεν εδοκίμασε βρώσιμόν τι. Κατά το διάστημα δε τούτο τρεις γυναίκες, εις το κακόν εξησκημέναι, αποσταλείσαι προς τούτο υπό του βασιλέως, προσεπάθουν να διαστρέψουν αυτήν, αλλ΄ εις μάτην εκοπίασαν μη δυνηθείσαι να σαλεύσουν ποσώς την πίστιν της Αγίας. Ο δε μιαρός δικαστής εκίνησε να υπάγη εις την φυλακήν, να μολύνη την αμόλυντον ο παμβέβηλος. Αλλά παρευθύς επληγώθη αοράτως από τον Κύριον, και έμεινεν όχι μόνον τυφλός, αλλά και από τους πόνους σφοδρώς οδυνώμενος, φωνάζων δε επεκαλείτο τους ανισχύρους θεούς του εις βοήθειαν. Όθεν συναθροισθέντες εις τας φωνάς του οι γείτονες τον έφεραν βαστακτόν εις τον οίκον του, αλλά δεν είχεν από τους πόνους ανάπαυσιν. Νομίζων δε, ότι θέλει εύρει θεραπείαν τινά, εάν κατέφευγεν εις τους μιαρούς ναούς των ειδώλων, προσέταξε και τον επήγαν εις ένα εξ αυτών, εκεί δε από τους πόνους βασανιζόμενος ο άδικος δικαστής κακώς εξέψυξεν. Μετά τον θάνατον εκείνου λυτρωθείσα εκ της φυλακής η Αγία, επήγεν εις άλλην χώραν, εις την οποίαν ήτο φυλακισμένη δια την πίστιν γυνή τις καλουμένη Θεοδότη, ήτις είχεν υποστή πολλά μαρτύρια από τον Λευκάδιον τον κόμητα της πόλεως· διηγουμένη δε η Αναστασία εις αυτήν όσα της έκαμαν, εστερέωσεν αυτήν περισσότερον. Ο δε Λευκάδιος, ταύτα μαθών, την μεν Αναστασίαν εφυλάκισε, την δε Θεοδότην έστειλε δεδεμένην εις τον ύπατον της Βιθυνίας με γράμματα, όστις την εβασάνισε διαφόρως και μη δυνάμενος να την νικήση, προσέταξε να φέρουν τους δύο παίδας της και ηπείλει και αυτούς να τους θανατώση, εάν δεν προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε πρωτότοκος ονόματι Εύοδος απεκρίνατο· «Ημείς, ω ηγεμών, δεν φοβούμεθα κολαστήρια σώματος, επειδή αυτά μάς προξενούν ζωήν αιώνιον· μόνον δε τον αληθή Θεόν φοβούμεθα και τρέμομεν, όστις δύναται να κολάση δεινώς την ψυχήν και το σώμα εις την ατελεύτητον γέενναν». Βλέπων τον νέον ο άρχων είπε προς αυτόν· «Θαυμάζω πως έχεις τόσην μάθησιν, ενώ είσαι ολίγων ετών και συ ομιλείς τοσούτον ευκόλως και καλλίτερα από γέροντα». Ο δε απεκρίνατο· «Η μεν γλώσσα είναι ιδική μου, τα δε λόγια είναι του Κυρίου, όστις μας υπεσχέθη ότι, όταν μας φέρουν εις τα κριτήρια, θα ομιλή Εκείνος δι΄ ημάς». Τότε ο δυσσεβής προστ΄σσει να ραβδίσουν τον παίδα νηλεώς, έμπροσθεν της μητρός του, δια να πονέση τα σπλαγχνα βλέπουσα το τέκνον βασανιζόμενον. Η δε γενναία μήτηρ εχαίρετο και το παρεκίνει τοιαύτα λέγουσα· «Έχε υπομονήν, τέκνον μου· στέκου ανδρείος και υπόμεινον δια τον Χριστόν, να λάβης ένδοξον στέφανον». Όθεν ο άνομος δικαστής, θυμωθείς περισσότερον, παρέδωκεν αυτήν εις άνθρωπον ασελγή και ακόλαστον, ο οποίος ωνομάζετο Υρτακός και του έδωκεν εντολήν να την μιάνη υβριστικώς, ευθύς όμως ως ήγγισεν εις αυτήν ο παμμίαρος ηλλοιώθη όλον το πρόσωπον αυτού και έτρεχεν ως ποταμός το αίμα από την ρίνα του, εφώναζε δε προς τον ύπατον λέγων· «Ως έβαλα την χείρα μου εις την Θεοδότην έπαθα μεγάλο κακόν· διότι είδον νέον τινά ευπρεπή και λαμπρότατον, όστις μου έδωσε ράπισμα τοσούτον δυνατόν, ώστε συνέτριψε τους μυκτήρας μου». Αλλά και ταύτα ακούων εκείνος ο ασυνείδητος και τοιούτον θαυμάσιον βλέπων, δεν επίστευσεν, αλλ΄ εδοκίμαζε με απειλάς την Μάρτυρα λέγων· «Εάν δεν προσκυνήσης τους αθανάτους θεούς, θέλεις ίδει εσφαγμένα έμπροσθέν σου τα ηγαπημένα σου τέκνα». Λέγει προς αυτόν η Αγία· «Αυτό επιθυμώ και εγώ, να προπέμψω ζώσα προς τον Δεσπότην Χριστόν τα τέκνα μου, εις τον ασφαλή εκείνον και σωτήριον λιμένα και τότε να ακολουθήσω κατόπιν αυτών, να συνευφραινώμεθα πάντοτε». Ούτοι οι λόγοι διετάραξαν τον τύραννον και προστάσσει να τους καύσουν εις κάμινον, εις την οποίαν εισήλθον η μήτηρ με τα τέκνα αγαλλιώμενοι και ευχαριστούντες τον Κύριον, ούτω δε τας αγίας αυτών ψυχάς εις χείρας Θεού εναπέθεντο. Τοιουτοτρόπως η μεν Θεοδότη συν τοις τέκνοις το μκάριον τέλος εδέχθησαν· η δε μακαρία Αναστασία ήτο φυλακισμένη από τον έπαρχον του Ιλλυρικού, όστις ακούσας ότι ήτο από πλουσίους γονείς και περίδοξος, εδοκίμασεν, ως φιλάργυρος, εάν δυνηθή, να κερδήση χρήματα τινα και της λέγει· «Εάν είσαι αληθής Χριστιανή, κάμε τον λόγον του Νυμφίου σου· καταφρόνησον όλα τα χρήματα και τα πράγματα, τα οποία έχεις και δος τα εις εμέ, να λυτρωθής από τας φροντίδας· όταν κάμης αυτό, μη φοβείσαι από εμέ κολαστήρια, προσκύνα δε τον Θεόν σου ως βούλεσαι». Η δε Αγία απεκρίνατο· «Ο Κύριός μου προσέταξε να δίδωμεν εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά μας, συ δε είσαι πλούσιος και όστις σου δώση ελεημοσύνην είναι ανόητος. Όμως εάν σου τύχη πενία και απορία των αναγκαίων και σε ίδω χρειαζόμενον, τότε μετά χαράς να σε θρέψω πεινώντα, να σε ποτίσω διψώντα και να σε ενδύσω γυμνητεύοντα». Αυτά και πλείονα τούτων λεγούσης της Αγίας, τα οποία χάριν συντομίας παραλείπομεν, εθυμώθη ο τύραννος και φυλακίζει αυτήν, προστάσσων να μη της δώσουν να φάγη τίποτε, ειμή μόνον ολίγον τι μετά την δύσιν του ηλίου. Η Αγία όμως ούτε εκείνην την ολίγην τροφήν κατεδέχθη, έχουσα τον πόθον της όλον και τον έρωτα εις τον Χριστόν, τον οποίον είχε βρώσιν και πόσιν και του σκότους παράκλησιν. Έβλεπε δε και καθ΄ εκάστην νύκτα την μακαρίαν Θεοδότην την σύναθλον, ήτις επλήρωνε την καρδίαν της ευφροσύνης και αγαλλιάσεως και της έδιδε προς τους αγώνας προθυμίαν και δύναμιν· ερωτήσασα δε η Αναστασία την Θεοδότην, διατί ήρχετο προς αυτήν μετά θάνατον, απεκρίνατο· «Ο Θεός δίδει την χάριν ταύτην εις τους Μάρτυρας, να φανερώνωνται εις όσους φίλους των βούλονται, να συνομιλούν και να ευφραίνωνται». Μετά ημέρας τριάκοντα, νομίζων ο τύραννος, ότι από την πολλήν πείναν και κακοπάθειαν θα ησθένησεν η Αγία, έστειλεν ανθρώπους και την έφεραν ενώπιόν του, βλέπων δε αυτήν φαιδράν και πεπαρρησιασμένην περισσότερον παρά πρότερον, επλήσθη θυμού κατά των φυλάκων, νομίζων ότι αυτοί την επεμελήθησαν· όθεν εκδιώξας εκείνους έβαλεν άλλους να την φυλάττουν άλλας τόσας ημέρας, σφραγίσας και τας θύρας επιμελώς. Η δε Αγία πάλιν έμεινε προσευχομένη ημέραν και νύκτα προς τον Κύριον. Μετά τριάκοντα ημέρας εξέβαλε και πάλιν εκ της φυλακής την Αγίαν και προστάσσει να την καταβυθίσουν εις το μέσον της θαλάσσης ομού με άλλους πολλούς καταδίκους ειδωλολάτρας, μεταξύ δε αυτών ήτο και Χριστιανός τις Ευτυχιανός ονομαζόμενος, τον οποίον εβασάνισε πρότερον δια τον Χριστόν διαφόρως και του επήρεν όλα τα υπάρχοντά του. Έβαλον λοιπόν αυτούς οι στρατιώται εις λέμβον, εισήλθον δε και αυτοί εις άλλην λέμβον και αφού τους ωδήγησαν εις τα ανοικτά της θαλάσσης κατετρύπησαν εις πολλά σημεία την λέμβον των καταδίκων δια να βυθισθή. Αλλά ο Θεός έστειλε την μακαρίαν Θεοδότην, ήτις δεν αφήκε την λέμβον να βυθισθή, αλλ΄ εκράτει το τιμόνιον και την εκυβέρνα έως ου έφερεν αυτούς εις την ακτήν. Οι δε Έλληνες, οίτινες ήσαν εντός της λέμβου, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον εξέστησαν και πίπτοντες εις τους πόδας του Ευτυχιανού και της Αγίας εδέοντο να τους διδάξουν την ευσέβειαν. Τούτου γενομένου, επίστευσαν εις τον Χριστόν άπαντες, τον αριθμόν εκατόν είκοσι. Ταύτα μαθών μετά την τρίτην ημέραν ο έπαρχος, έστειλε στρατιώτας και έφεραν αυτούς εις το κριτήριον, τους παρεκάλεσε δε πολύ να επιστρέψουν εις την προτέραν πλάνην, υποσχόμενος να τους αφήση εκευθέρους και να τους δώση και πολλά χαρίσματα· αλλά δεν εδέχθησαν οι αείμνηστοι, ούτε ζωήν προέκριναν πρόσκαιρον, μόνον την αιώνιον επεπόθησαν. Δοκιμάσας λοιπόν αυτούς ο έπαρχος με διάφορα κολαστήρια και μη δυνηθείς να τους νικήση, απεκεφάλισεν άπαντας. Την δε μακαρίαν Αναστασίαν προσέταξε να δέσουν εις τους πασσάλους και να θέσουν πέριξ αυτής πυρ να την κατακαύσουν, τούτου δε γενομένου παρέδωκε και αύτη την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού, τη κβ΄ (22) του μηνός Δεκεμβρίου. Γυνή δε τις την κλήσιν Απολλωνία, το γένος επίσημος, παρεκάλεσε την γυναίκα του επάρχου και της εχάρισε το ιερόν Λείψανον της Αναστασίας, το οποίον ενεταφίασεν ευλαβώς εις τον κήπον της. Μετά δε ταύτα έκτισε και Ναόν πολυτελή και περίβλεπτον εις το όνομα της Αγίας και την εώρταξε κατ΄ έτος πλουσιοπάροχα. Ύστερον μετά πολλά έτη έκτισαν εις Κωνσταντινούπολιν μεγαλοπρεπή Ναόν της Αγίας και έφεραν εκεί το σεβάσμιον αυτής και πολυτίμητον Λείψανον, το οποίον ήτο θησαυρός αγαθών, θαυμάτων πηγή και ρώσις ψυχής τε και σώματος εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιάς Θεότητός τε και Βασιλείας, Η πρέπει πάσα τιμή, μεγαλωσύνη τε και μεγαλοπρέπεια, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) Δεκεμβρίου, ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ και μνήμη της Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος ΕΥ

Δημοσίευση από silver »



Ευγενία η ένδοξος Οσιοπαρθενομάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κομμόδου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 180- 192. Ο πατήρ της ωνομάζετο Φίλιππος και ήτο έπαρχος Αλεξανδρείας, επιφανής και πλουσιώτατος, η δε μήτηρ της εκαλείτο Κλαυδία, είχε δε και αδελφούς δύο Αβίταν και Σέργιον καλουμένους. Ήτο δε η μακαρία Ευγενία κατά το όνομα και την ψυχήν ευγενεστάτη, εις το κάλλος ωραία και πάγκαλος και εις την πολιτείαν θαυμάσιος. Ο δε Φίλιππος έχων την εξουσίαν πάσης της Αιγύπτου, αν και ήτο ειδωλολάτρης, όμως είχε γνώμην καλήν και εκυβέρνα τον λαόν δικαίως· ηγάπα τους καλούς ανθρώπους, τους δε κακούς επαίδευεν αυστηρώς και μάλιστα τους μάντεις και τους Ιουδαίους, τους οποίους ουδόλως ήθελε να ακούση, αλλά τους εδίωκεν από όλην την επαρχίαν του και πολλούς δικαίως εφόνευσε, τους δε Χριστιανούς δεν εμίσει τόσον, διότι εγνώριζεν ότι ήσαν σώφρονες και ενάρετοι, και δι΄ αυτό τους ηυλαβείτο· όμως δια το πρόσταγμα του βασιλέως δεν τους άφηνε να κατοικώσιν εντός της πόλεως, μόνον δε έξω του τείχους τούς είχεν αφήσει τόπον τινά, εις τον οποίον διέμενον και επορεύοντο ως ήθελαν. Έβαλε λοιπόν ο πατήρ της την Ευγενίαν εις τα γράμματα ως φιλάρετος και εμάνθανε Ρωμαϊκά και Ελληνικά, ήτο δε αύτη τόσον ευφυής εις τον νουν, ώστε όταν έφθασεν εις το δέκατον πέμπτον έτος έγινε σοφωτάτη και όλοι την εθαύμαζον. Ακούων δε την αγαθήν αυτής φήμην εις ευγενέστατος και ένδοξος άρχων, όστις ήτο ύπατος την αξίαν εις την Ρώμην, ονομαζόμενος Ακυλίνος, εζήτησεν από τον πατέρα της να του την δώση δια γυναίκα, εκείνος δε ηρώτησεν αυτήν να είπη την γνώμην της, εάν έστεργε να κάμουν τους γάμους. Η δε απεκρίθη, ότι δεν ήθελε να φθείρη την παρθενίαν της, αλλ΄ επόθει να μείνη έως τέλους σώφρων και άμωμος· επειδή δε ήτο φιλομαθής, ανεγίνωσκε πολλάκις και τα των Χριστιανών βιβλία και της εφαίνοντο αληθέστερα από των ειδωλολατρών. Ημέραν δε τινα έτυχον εις τας χείρας της αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου, τας οποίας ανέγνωσεν επιμελώς και κατενύχθη πολύ, διότι εγνώρισεν ότι εις είναι ο αληθής Θεός, όστις εδημιούργησε τον κόσμον όλον εκ του μη όντος· όθεν επίστευσεν εις αυτόν πεφωτισμένη εκ θείου Πνεύματος. Εις το φανερόν όμως δεν επεδείκνυε την γνώμην της δια τον φόβον των γονέων της. Ημέραν δε τινα παρεκάλεσε τούτους να την αφήσουν να υπάγη έξωθεν της πόλεως να ίδη τους τόπους των, δια να λάβη ολίγην άνεσιν. Μη έχοντες δε εις αυτήν υποψίαν τινά οι γονείς της, της έδωσαν άδειαν να υπάγη όπου επεθύμει. Ανέβη λοιπόν εις άμαξαν ομού με τους ευνούχους αυτής Πρωτάν και Υάκινθον, οίτινες ήσαν εις τα Ελληνικά γράμματα πεπαιδευμένοι, διότι ακολουθούντες και φυλάττοντες την Αγίαν ήσαν μετ΄ αυτής ανά πάσαν ώραν και ήκουον τα μαθήματα. Αφού δε εξήλθον της πόλεως επήγαν εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον οι Χριστιανοί Εκκλησίαν και έψαλλον, κατ΄ ευδοκίαν δε Θεού έτυχον εκεί όταν έλεγον το εξής ρητόν του Προφήτου· «Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια. Ο δε Κύριος τους ουρανούς εποίησεν». Ακούσασα ταύτα η Ευγενία εστέναξεν εκ βάθους καρδίας δια την πατρώαν πλάνην, έπειτα λέγει προς τους ευνούχους· «Αδελφοί μου ηγαπημένοι, γνωρίζω ότι και σεις είσθε πεπαιδευμένοι ικανώς εις τα δόγματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και των λοιπών φιλοσόφων και ποιητών, πλην αυτά όλα είναι μυθολογίαι, επειδή άλλοι εξ αυτών λέγουν ότι δεν υπάρχει Θεός, άλλοι δε πάλιν, ότι είναι πολλοί θεοί άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι μικρότεροι, φλυαρήματα δηλαδή, από τα οποία δύναται να γνωρίζη έκαστος φρόνιμος άνθρωπος, ότι όλοι όσοι πιστεύουσιν εις αυτά πλανώνται, και μόνον ούτοι οι Χριστιανοί γνωρίζουν την αλήθειαν καθώς φαίνεται και εις τα βιβλία των με μαρτυρίας αξιοπίστους, το βεβαιώνουν δε και με την πολιτείαν αυτών την ουράνιον, διάγοντες με σωφροσύνην, πτωχείαν και ταπείνωσιν. Δια τους λόγους λοιπόν τούτους θέλω και εγώ να γίνω Χριστιανή και αν σας φαίνεται εύλογον, συγκοινωνήσατε και σεις εις την γνώμην μου, εάν ποθείτε την σωτηρίαν σας, εγώ δε θέλω σας έχω όχι ως δούλους, αλλά ως ηγαπημένους μου αδελφούς, να έχωμεν ένα ποιμένα τον κοινόν Δεσπότην και Πατέρα Θεόν, τον δημιουργόν πάσης της κτίσεως». Αυτά και έτερα πλείονα λέγουσα, εύρεν ετοίμους και αυτούς εις την σωτήριον αυτήν συμβουλήν και εδέχθησαν, υποσχόμενοι να μη αποχωρισθούν ποτέ απ΄ αυτής. Αφού λοιπόν ενύκτωσε, κατέβησαν ησύχως εκ της αμάξης και ανεχώρησαν. Οι δε δούλοι, οίτινες προεπορεύοντο της αμάξης, δεν τους ηννόησαν ένεκεν του σκότους της νυκτός ή και κατ΄ οικονομίαν Θεού, αλλ΄ επήγαιναν έμπροσθεν ανύποπτοι, τα δε ζώα ηκολούθουν αυτούς. Αφού δε η Ευγενία μετά των ευνούχων της περιεπάτησεν ικανώς και έφθασαν εις τόπον τινά ήσυχον, είπε προς αυτούς· «Ήκουσα ότι εδώ πλησίον υπάρχει Μοναστήριον και είναι συνηγμένοι πολλοί Χριστιανοί, έχοντες Επίσκοπόν τινα ονόματι Έλενον πολύ ενάρετον, όστις έχει ορίσει προεστώτα τινα, Θεόδωρον το όνομα, να κυβερνά την Μονήν και να οδηγή τους αδελφούς εις την οδόν της σωτηρίας, έκαμαν δε αμφότεροι απείρους θαυματουργίας εις ασθενείς και τελούσι πολλάκις αγρυπνίας ολονυκτίους εις ψαλμωδίαν και δόξαν Θεού, αλλά γυναίκα ουδόλως συγχωρούσι να εισέλθη εις την Μονήν. Λοιπόν κουρεύσατέ μου την κόμην, να ενδυθώ δε και ανδρικά ενδύματα και να υπάγωμεν ομού να μας συναριθμήσουν με την αγίαν ταύτην αδελφότητα». Ο λόγος ούτος της Αγίας ήρεσεν εις αυτούς και ευθύς εξετέλεσαν το πρόσταγμα. Πηγαίνοντες δε προς την Μονήν αυτήν του Θεοδώρου, βλέπουν τον Επίσκοπον Έλενον, όστις ήρχετο από την Ηλιούπολιν της Αιγύπτου με πλήθος πολύ Χριστιανών ψάλλοντες ταύτα· «Η οδός των δικαίων κατηυθύνθη· η οδός των Αγίων ητοιμάσθη». Τούτο ηύθησε τον πόθον της κόρης και εθερμάνθη εις θείον έρωτα περισσότερον· όθεν ενωθείσα με τους Χριστιανούς, επορεύετο προς την προαναφερθείσαν Μονήν. Ηρώτησε δε και τινα, Ευτρόπιον ονόματι, ποίος ήτο ο γηραιός, όστις εβάδιζεν έμπροσθεν από τους άλλους. Ο δε απεκρίνατο· «Αυτός είναι ο αγιώτατος Έλενος, όστις έχει κάμει πολλάς θαυματουργίας, εβάστα δε πολλάκις και ανημμένα κάρβουνα εις τα ενδύματά του, τα οποία ουδόλως εβλάβησαν υπό του πυρός, προ ολίγων δε ημερών ευρέθη μάντις τις Ζαρέας καλούμενος, όστις παρεπλάνει τον λαόν λέγων ότι ήτο απεσταλμένος από τον Θεόν δια να διδάσκη και να ευεργετή τους ανθρώπους, εκατηγόρει δε τον Έλενον ότι είναι ψεύστης. Ταύτα έλεγεν ο πανούργος δια να διαστρέφη τους Χριστιανούς από την ευθείαν οδόν εις την απώλειαν, αφαιρών απ΄ αυτών την προς τον Προεστώτα ευλάβειαν. Είπον δε τινες εκ του λαού προς τον Έλενον· «Δέσποτα ή δέξου τον Ζαρέαν συγκοινωνόν, εφ΄ όσον λέγει ότι είναι απεσταλμένος από τον Δεσπότην Χριστόν ή έλεγξον αυτόν να καταισχυνθή ενώπιον πάντων». Συνδιελέχθησαν λοιπόν ημέραν τινά και βλέπων ο Αρχιερεύς Έλενος, ότι ο Ζαρέας με αυθάδειαν και αναισχυντίαν εφιλονίκει οξέως κατά της αληθείας, εναντιούμενος με στροφάς λόγων και πανουργεύματα, προσέταξε και ήναψαν μεγάλην πυράν, είπε δε προς τον Ζαρέαν· «Ας εισέλθωμεν αμφότεροι εις το πυρ, και όστις από τους δύο μείνη άφλεκτος υπό του πυρός, εκείνον να πιστεύσωμεν ότι είναι απεσταλμένος παρά Χριστού του Θεού». Ο δε Ζαρέας είπε προς αυτόν· «Είσελθε πρώτος συ, όστις το επρότεινες, και έπειτα εισέρχομαι και εγώ». Προσευξάμενος λοιπόν ο Έλενος και σφραγίσας εαυτόν, εισήλθεν αφόβως εις το μέσον του πυρός και ίστατο ώραν πολλήν, χωρίς να καή ουδόλως ούτε καν τρίχα της κεφαλής αυτού. Ο δε Ζαρέας έφριξε και εφοβήθη ταύτα βλέπων και προσεπάθει να φύγη· αλλά τον ήρπασεν ο λαός και τον έρριψαν εις την φλόγα· όθεν ευθύς ήρχισε να καταφλέγεται και εβόα μετά δακρύων τόσον, ώστε τον ελυπήθη ο Άγιος και τον εξέβαλεν ημιθανή από της πυράς, αποδιώξας αυτόν κατησχυμμένον έξω της πόλεως. Ταύτα η Ευγενία ακούσασα εχάρη και εξεπλήττετο, παρεκάλεσε δε τον Ευτρόπιον να είπη του Επισκόπου να τους δεχθή και αυτούς εις την αγίαν του ποίμνην να γίνουν Μοναχοί. Ο δε είπε προς αυτήν· «Άφες να αναπαυθή ολίγον, διότι είναι κατάκοπος από την οδοιπορίαν και κατόπιν του ομιλούμεν». Αφού λοιπόν έφθασαν εις το Μοναστήριον και ελειτούργησεν ο Έλενος, εκοιμήθη και βλέπει καθ΄ ύπνον γλυπτόν είδωλον γυναικός, το οποίον ετίμων οι άνθρωποι και το προσεκύνουν ως θεόν. Ο δε Έλενος, λυπηθείς, είπε προς το είδωλον· «Συ είσαι κτίσμα και δούλη Θεού ως και ημείς, διατί λοιπόν δέχεσαι να σε προσκυνώσιν οι άνθρωποι ως θεάν»; Η δε γυνή εκείνη ακούσασα ταύτα, έφυγεν από τους ανθρώπους, οίτινες την εσήκωναν και πλησιάσασα τον Έλενον είπε προς αυτόν· «Δεν αποχωρίζομαι από σου, έως να με υπάγης εις τον Κτίστην μου». Ταύτα ιδών καθ΄ ύπνον ο Έλενος, διεγερθείς εθαύμαζε. Τότε φθάνει και ο Ευτρόπιος και λέγει προς αυτόν· «Τρεις άνδρες αδελφοί κατά τε την ψυχήν και το σώμα απηρνήθησαν τα είδωλα και παρακαλούν να τους βαπτίσης και να τους κουρεύσης, δια να μείνουν εις την ποίμνην σου ταύτην έως θανάτου. Επειδή όμως είναι πολύ νέοι εις την ηλικίαν και έχουν μεγάλην αγάπην προς αλλήλους, σε παρακαλούν μετά δακρύων να μη τους χωρίσης ποσώς, αλλά να είναι ομού πάντοτε εις πάσαν υπηρεσίαν». Ταύτα ο μακάριος Έλενος ακούσας, ηννόησε το όνειρον και λέγει εις τον Ευτρόπιον να φέρη προς αυτόν τους νέους. Ιδών δε αυτούς ηρώτησε πόθεν ήσαν και τι εζήτουν. Η δε Ευγενία απεκρίνατο· «Από την Ρώμην είμεθα, αγιώτατε Πάτερ, αδελφοί κατά σάρκα· ο εις καλείται Πρωτάς, ο άλλος Υάκινθος και εγώ Ευγένιος». Ακούσας ταύτα ο Έλενος εκοίταξε την Αγίαν με ιλαρόν νεύμα και της λέγει· «Ευλόγως ωνομάσθης Ευγένιος, επειδή έχεις γνώμην και φρόνημα ανδρικόν και αρρενωπόν εις την πράξιν, ο Κύριος να σε αξιώση να νικήσης την φύσιν με την πρόθεσιν και να σε ενδυναμώση να τελειώσης εις την καλήν αυτήν γνώμην, επειδή δια την αγάπην του ήλλαξες σχήμα και όνομα και φαίνεσαι άνδρας, γυνή ούσα εκ φύσεως. Ταύτα σοι είπον, όχι δια να καταφρονήσω την γυναικείαν φύσιν, ούτε δια να φανερώσω το μυστήριόν σου, αλλά δια να γνωρίσης ότι ο Θεός φροντίζει περί της σωτηρίας σου και μου απεκάλυψε όλην την αλήθειαν. Αγωνίσου λοιπόν να δείξης το ευγενές της ψυχής μάλλον ή του σώματος, διότι και τούτο μου απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι προητοίμασες τον εαυτόν σου καθαρόν δοχείον, τηρούσα την παρθενίαν σου άσπιλον και άμωμον την καρδίαν σου, την μεν δόξαν του βίου αδοξίαν νομίζουσα, τον δε πλούτον πενίαν και λύπας τας ηδονάς, μόνην ποθήσασα του Παραδείσου την αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν». Προς δε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον είπεν· «Ο Κύριος μού εφανέρωσε και δια σας, ότι είσθε δούλοι την τύχην, την δε γνώμην ελεύθεροι και διατηρείτε αδέσποτον της ψυχής το αξίωμα· όθεν και ο Χριστός λέγει προς σας· Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, αλλά φίλους (Ιωάν. ιε: 15). Μακάριοι σεις ότι δεν ημποδίσατε την κυρίαν σας από τον καλόν σκοπόν, αλλά την συνωδεύσατε προθύμως· διο και τους στεφάνους θέλετε λάβει εκ Θεού ίσους και οι τρεις να συνευφραίνεσθε πάντοτε εις την Βασιλείαν αυτού την ουράνιον». Ταύτα είπεν ο Έλενος προς αυτούς μυστικά χωρίς να το ακούση άλλος τις, ούτε καν ο Ευτρόπιος, βαπτίσας δε και τους τρεις τους έκαμε και Μοναχούς, και τους κατέταξεν εις το Μοναστήριον. Όταν δε επέστρεψεν η άμαξα εις το παλάτιον, έδραμον όλοι οι δούλοι και οι συγγενείς να προϋπαντήσουν την κυρίαν αυτών, και ανελθόντες εις την άμαξαν βλέπουσι ταύτην έρημον της κόρης και την καθέδραν κενήν. Τότε ήρχισαν τα δάκρυα, έτυπτον τας όψεις και ωλοφύροντο. Έκλαιον πάντες οι δούλοι και οι γνωστοί της, και μάλιστα οι γονείς και οι αδελφοί της εφώναζον ελεεινώς, έξαινον τας παρειάς, έβαλλον κόνιν εις την κεφαλήν των, έπιπτον εις την γην, τύπτοντες το στήθος και βοώντες πικρώς οι γονείς την θυγατέρα, οι αδελφοί την αδελφήν, οι δούλοι την δέσποιναν. Ουδείς παρέμεινεν άτρωτος από την λύπην, ουδείς από θλίψεως ελεύθερος· άπασα η Αλεξάνδρεια εθρήνει απαραμύθητα. Επειδή δε έβλεπον τα δάκρυα ανωφελή, έστειλαν πανταχού ανθρώπους να την εύρωσιν· ηρώτησαν γεωργούς, πραγματευτάς, μάντεις, εγγαστριμύθους και πάντα άνθρωπον, αλλ΄ άπασαι αι προσπάθειαι αυτών απέβησαν εις μάτην. Βλέπων ο Φίλιππος ότι η θυγάτηρ του δεν ανευρίσκετο, εκάλεσε τους ιερείς των ειδώλων και τους προσέταξε να κάμουν δέησιν εις τους θεούς, να τους φανερώσουν τι έγινε, ειπών ότι, εάν την εύρωσι, θα τους δώση μεγάλας δωρεάς και χαρίσματα, ει δ΄ άλλως, εάν γνωρίσωσι που ευρίσκεται και δεν του ειπούν την αλήθειαν, θα τους θανατώση ανηλεώς. Βλέποντες εκείνοι ότι εκοπίαζον εις μάτην και ανωφελώς, συνεφώνησαν όλοι και είπον, ότι οι θεοί, ορεχθέντες το κάλλος της, την ήρπασαν εις τους ουρανούς και την εθέωσαν. Ταύτα πιστεύσας ο έπαρχος επαρηγορήθη και προσέταξεν ευθύς και της έκαμαν άγαλμα χρυσούν, ήτοι είδωλον και όλοι την επροσκύνουν ως νέαν θεάν, κάμνοντες εις αυτήν και θυσίαν οι άγνωστοι. Η δε μακαρία Ευγενία, λαβούσα το άγιον Σχήμα, είχε τοσαύτην αρετήν εις την ψυχήν, ώστε υπερέβη όλους τους αδελφούς εις την άσκησιν καθώς και εις την αξίαν και ευγένειαν της σαρκός ήτο υπερτέρα η αοίδιμος. Εις την ακολουθίαν και σύναξιν εισήρχετο πρώτη πάντων και εξήρχετο υστερωτέρα. Είχεν αγάπην προς πάντας και άκραν ταπείνωσιν, και απλώς ετήρει πάσας τας δεσποτικάς εντολάς και υποσχέσεις της μοναδικής Πολιτείας απαρασαλεύτως, δια τας οποίας αρετάς της την ηξίωσεν ο παντοδύναμος Θεός εις ολίγον καιρόν να κάμνη θαυματουργίας και τέρατα, θεραπεύουσα πάσαν νόσον και πάσαν κάκωσιν από τους πάσχοντας, όσοι δε ασθενείς ήρχοντο εις την Μονήν εκείνην ελάμβανον την ποθουμένην υγείαν. Οι δε Πρωτάς και Υάκινθος όσον ηδύναντο ηγωνίζοντο εις την αρετήν να την μιμηθώσι. Κατά δε το τρίτον έτος της εις την Μονήν προσελεύσεως της Αγίας ετελεύτησεν ο Προεστώς της Μονής και πάντες οι αδελφοί, βλέποντες τας αρετάς αυτής και αγνοούντες το κρυπτόμενον, την περεκάλουν να γίνη Ηγούμενος αυτών. Η δε εφοβείτο να λάβη την αξίαν καθό γυνή υπάρχουσα και πάλιν εδειλία να γίνη παρήκοος απάσης της αδελφότητος. Εφάνη λοιπόν εις αυτήν εύλογον να ανοίξη το ιερόν Ευαγγέλιον να συμβουλευθή τι να κάμη. Εύρε λοιπόν ευθύς ως το ήνοιξε τον λόγον εκείνον, τον οποίον είπεν εις τους Αποστόλους ο Κύριος· «Ει τις θέλει να είναι πρώτος εις σας, ας γίνη μικρότερος και πάντων διάκονος» (Μαρκ. Θ: 35). Ταύτα ιδούσα εδέχθη την προστασίαν· αλλά έκαμνε πάλιν όλας τας ευτελεστέρας υπηρεσίας· έφερεν ύδωρ, εσάρωνε την Μονήν, έκοπτε ξύλα και έκαμνεν όσα ήσαν διακονήματα των μικροτέρων. Είχε δε την κέλλαν αυτής πλησίον εις την θύραν δια ταπείνωσιν και ούτε εις τας σωματικάς υπηρεσίας εβαρύνετο, ούτε ημέλει τας ψυχικάς, αλλ΄ εκυβέρνα την ποίμνην θαυμασιώτατα και τοσαύτας ανδραγαθίας και αγώνας θεαρέστους ετέλεσεν, ώστε είναι αδύνατον να τους γράψωμεν· μόνον ένα να είπωμεν, όστις ήτο αιτία και εγνωρίσθη, τα δε άλλα ας αφήσωμεν, διότι μακραίνομεν πολύ την διήγησιν. Ήτο εις την Αλεξάνδρειαν γυνή τις ονόματι Μελανθία, πλουσία πολύ και πολυτάλαντος από χρηματικήν περιουσίαν, από δε αρετήν και φόβοβ Θεού πτωχή τε και άπορος· αύτη ησθένησε βαρέως από τεταρταίον ρίγος, και ακούσασα την φήμην του Ευγενίου, ότι ήτο ενάρετος και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, θεραπεύων πάσαν ασθένειαν, απήλθεν εις το Μοναστήριον και προσπεσούσα εζήτει θερμώς την ελευθερίαν από της μάστιγος. Ευσπλαγχνισθείσα λοιπόν αυτήν η Οσία, την ήλειψεν άγιον έλαιον και παρευθύς εθεραπεύθη και όλη υγιής ανεχώρησεν· απελθούσα δε εις εν κτήμα αυτής ευρισκόμενον πλησίον του Μοναστηρίου, εγέμισε δια χρυσών νομισμάτων τρία αργυρά ποτήρια και τα έστειλεν εις την Ευγενίαν ως δώρα προς την Μονήν δια ευχαριστίαν της ευεργεσίας. Η Αγία όμως επέστρεψε ταύτα εις την Μελανθίαν , λέγουσα ότι δεν είναι ωφέλιμον εις τους Μοναχούς να έχουν αργύρια· όθεν ας τα διαμοιράση εις πτωχούς και πένητας. Τότε η Μελανθία επήγε μόνη της εις την Μονήν, και παρεκάλεσε πολύ την Οσίαν να αποδεχθή τα δώρα της, αύτη δε δια να μη την λυπήση εδέχθη το χάρισμα. Από τότε επήρε συνήθειαν η Μελανθία να συχνάζη εις την Μονήν, από την πολλήν ευλάβειαν και αγάπην, την οποίαν είχε προς τον Ηγούμενον, τον οποίον βλέπουσα πολλάκις και νομίζουσα (καθώς ενόμιζον και πάντες οι αδελφοί) ότι ήτο άνδρας, μετέβαλε την πνευματικήν αγάπην εις σαρκικόν έρωτα, νικηθείσα υπό του κάλλους και της νεότητος αυτής. Κατά μικρόν λοιπόν εθέλγετο την ψυχήν η Μελανθία, και όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τοσούτον ήναπτεν εντός αυτής η φλόγα της επιθυμίας περισσότερον. Όθεν διελογίζετο τι να κάμη δια να επιτύχη του πόθου της, νομίζουσα ότι δεν ήτο δυνατόν να την καταφρονήση ο νομιζόμενος Ευγένιος, εάν του φανερώση την προς αυτόν έρωτά της, αλλ΄ ως άνθρωπος και αυτός σάρκα φορών θέλει συγκαταβή εις την αμαρτίαν. Προσποιείται όθεν και πάλιν ασθένειαν, νομίζουσα ότι δεν την εθεράπευσεν ο Ευγένιος δια της αρετής και της αγιότητος αυτού, αλλά με τέχνην μαντείας και βότανα. Έστειλε λοιπόν άνθρωπον από το προαναφερθέν κτήμα της, το οποίον ήτο πλησίον της Μονής, ως ανωτέρω είπομεν, εγχειρίσασα εις αυτόν και επιστολήν προς τον Ηγούμενον, εις την οποίαν έγραφε μετά πολλής ικεσίας και παρακλήσεως να κοπιάση έως εκεί, να ίδη την ασθένειάν της. Η Αγία,θέλουσα να τηρήση την εντολήν του Θεού και την προς τον πλησίον αγάπην και μη εννοήσασα τον δόλον και την πανουργίαν αυτής, απήλθε προς επίσκεψίν της. Αφού δε εισήλθεν εις το δωμάτιον, εξέβαλεν έξω τους δούλους της η Μελανθία, είτα δε λέγει προς τον Ευγένιον· «Φίλτατε και ηγαπημένε μου Ευγένιε, γνώριζε, ότι από την ώραν εκείνην, όπου εθεράπευσες την ασθένειάν μου, ετρώθη η καρδία μου εις τον έρωτά σου. Όθεν μη δυναμένη να εύρω άλλην βοήθειαν, ετόλμησα να σου φνερώσω το πάθος μου, και αν σου αρέση λάβε με εις γυναίκα σου και κατά τον νόμον θέλεις κυριεύσει όλον τον πλούτον μου, χρυσόν, άργυρον, αγρούς, κτήνη και σκλάβους πολλούς, με τους οποίους θέλεις έχει και εμέ δούλην σου, επειδή είμαι έρημος ανδρός και παίδων και συγγενών, να απολαύσης δε και συ την ηδονήν της σαρκός, και να μη απολέσης, με την νηστείαν και άσκησιν, τοσούτον κάλλος και ωραιότητα». Αυτά και περισσότερα λέγουσα η Μελανθία και εσκοτισμένη υπάρχουσα τον νουν, όπως και κατά το όνομα, έπασχε να μολύνη την άμωμον. Η δε Ευγενία, μετά θυμού πολλού απεκρίνατο· «Παύσαι, ω γύναι, μη ξερνάς τον ιόν του παλαιού δράκοντος, διότι εγώ δεν θέλω φθείρει την παρθενίαν μου ουδέποτε. Όχι, Παναγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, δεν ψεύδομαι εις τας συνθήκας, τας οποίας σου έδωσα. Ο γάμος μου είναι ο πόθος του Χριστού, ο πλούτος μου τα ουράνια αγαθά, και η γνώσις της αληθείας η κτήσις μου». Ταύτα ακούσασα η άσεμνος Μελανθία εθυμώθη πολύ ότι την κατεφρόνησε, και εφοβήθη μήπως και δημοσιεύση την αναισχυντία αυτής ο Ευγένιος· όθεν έδραμεν ευθύς εις την Αλεξάνδρειαν, και απελθούσα εις τον έπαρχον Φίλιππον, διέβαλε την ανεύθυνον, ειπούσα αντιστρόφως την υπόθεσιν, ότι δηλαδή «Νεανίας τις την μεν όψιν περικαλλής, τον δε τρόπον λίαν ασελγής, και υποκρινόμενος ευλάβειαν Χριστιανικήν, ήλθε προς με, νομίσας ότι είμαι καμμία άσεμνος, και πρώτον μεν εδοκίμασε με λόγια δολερά, έπειτα έβαλε και τας χείρας επάνω μου να με βιάση ο πάντολμος, και εάν δεν εφώναζα να έλθη μία εκ των δούλων μου δρομαίως, ήθελε μιάνει και εμέ ο ανόσιος, καθώς και άλλας πολλάς εξηπάτησεν». Ούτως η αναιδής Μελανθία ετόλμησε να κατηγορήση αδίκως εκείνην, ήτις δεν έπταισεν. Ακούσας ταύτα ο έπαρχος εθυμώθη καταπολλά και προστάσσει να φέρωσι δεδεμένους, όχι μόνον τον Προεστώτα, αλλά και πάντας τους αδελφούς της Μονής, οίτινες ήσαν τον αριθμόν τριακόσιοι και πάντας τους εφυλάκισαν, έως να δώση κατ΄ αυτών την απόφασιν να τους θανατώσωσιν. Αύτη η φήμη απήλθεν εις τα περίχωρα και συνήχθησαν από διαφόρους τόπους άνδρες τε και γυναίκες να ίδουν τον πανώδυνον αυτών θανατον. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα, και ήσαν άπαντες εις το θέατρον, έφεραν τον Ηγούμενον δεδεμένον με βαρυτάτας αλύσεις, εφώναζον δε όλοι κοινώς ότι ήτο άξιος θανάτου. Ητοίμαζον μάλιστα θηρία, στρέβλας, τροχούς, πυρ και διάφορα άλλα κολαστήρια. Τότε λέγει προς αυτόν ο έπαρχος· «Τοιαύτας πράξεις κελεύει ο Χριστός σας να κάμνετε, πάντων ανθρώπων ανοσιώτατε, όχι μόνον μυστικά και απόκρυφα, αλλά και εις το φανερόν να πορνεύετε, δυναστεύοντες τας τιμίας γυναίκας; Ποίαν ψυχήν και καρδίαν είχες, πάντολμε, όταν ενώ εισήλθες ως ιατρός και αυτουργός θαυμάτων εις την οικίαν τοιαύτης γυναικός ευγενεστάτης και σώφρονος, έπειτα απεπειράθης να την βιάσης με τοσαύτην αναισχυντίαν, ως να ήτο μία των επί της σκηνής καταφρονημένη και άσεμνος»; Ταύτα ειπόντος του επάρχου μετά θυμού απεκρίθη προς αυτόν η Οσία και είπε· «Δεν προστάσσει ο Θεός μου τοιαύτα, αλλά μάλλον νομοθετεί υψηλά και αξιέραστα πράγματα, ωκονόμησε δε να συγκατοικώ με τούτους τους εναρέτους άνδρας, δια να φυλάξω την παρθενίαν μου άσπιλον, καθώς έως την σήμερον ευρίσκομαι, ως θέλετε γνωρίσει τούτο εντός ολίγου· πλην έπρεπεν, ω έπαρχε, να μη πιστεύσης την κατηγορίαν τοσούτον εύκολα, μήτε να κάμης ευθύς την κατάκρισιν, αλλά πρώτον να ακούσης τα δύο μέρη, και κατόπιν να αποφασίσης κατά το δίκαιον· όμως πριν αντιπαραταχθώμεν με την κατήγορον, δέομαι και παρακαλώ την ευγένειάν σου να μου κάμης την χάριν ταύτην· εάν μεν εγώ έπταισα εις αυτό το οποίον εγκαλούμαι, δος μοι την πρέπουσαν παίδευσιν· ει δε και φανή ψευδής η συκοφαντία, και η Μελανθία πταίσασα, να μη της δώσης ουδεμίαν τιμωρίαν, διότι ο νόμος μας κελεύει να μη αποδώσωμεν κακόν αντί κακού, αλλά μάλιστα να ευεργετώμεν τους θλίβοντας· δια τούτο λοιπόν σε παρακαλώ, εάν θέλης να μάθης την αλήθειαν, να μου υποσχεθής αυτό το οποίον σου ζητώ, και τότε μόνον του το πράγμα θέλει μαρτυρήσει σαφώς και θα γνωρίσετε οφθαλμοφανώς άπαντες την αλήθειαν». Τότε ο έπαρχος ώμοσε λέγων· «Μα την σωτηρίαν των θεών και την δόξαν και μεγαλοπρέπειαν των αυτοκρατόρων μου, υπόσχομαι να φυλάξω την αίτησιν». Στραφείσα τότε η Ευγενία προς την Μελανθίαν είπε προς αυτήν· «Εάν, ω γύναι, λανθάνης τους ανθρώπους, άραγε θα δυνηθής να ψευσθής και ενώπιον του Θεού, όστις κολάζει την συκοφαντίαν και φανερώνει την αλήθειαν; Δεν σε τύπτει καν η συνείδησίς σου να κάμης τόσους φόνους δια την κακήν σου επιθυμίαν, να απολεσθούν οι ανεύθυνοι»; Η δε Μελανθία δεν μετενόησεν ουδόλως, ούτε την θείαν δίκην εφοβείτο, αλλά έφερε και τινα δούλην της εις μαρτυρίαν, η οποία εβεβαίωσεν όσα είπεν η κυρία της. Ο δε έπαρχος διαταραχθείς, ωνείδισε μεγάλως την Ευγενίαν, και της λέγει μετ΄ οργής και ύβρεως· «Τι αποκρίνεσαι εις τοσαύτας κατηγορίας, αναίσχυντε»; Βλέπουσα τότε η Αγία ότι όλοι επίστευον εις τους λόγους της Μελανθίας και ήθελον να θανατώσουν αδίκως τοσούτους δικαίους και ανευθύνους Ασκητάς, έτι δε διαλογιζομένη και την μορφήν ήτις προσήπτετο εις το άγιον Σχήμα των Μοναχών, είπε ταύτα μεγαλοφώνως· «Καιρός είναι να φανερωθή η αλήθεια· εγώ είχα πόθον, μάρτυς μου ο Θεός, να υπομείνω τον πειρασμόν τούτον έως τέλους και να μη ομολογήσω την αλήθειαν δια να λάβω τον στέφανον της υπομονής από τον Δεσπότην Χριστόν την ημέραν της Κρίσεως· αλλά δια να μη καταισχυνθή το άγιον Σχήμα, θα ομολογήσω εκείνο, το οποίον ουδείς γνωρίζει, ειμή μόνον ο Κύριος. Τοσαύτη είναι η δύναμις του Χριστού, ώστε και γυναίκες πολλαί ενίκησαν την γυναικείαν φύσιν, και εδούλευσαν εις τον Κύριον με ανδρικόν σχήμα, δια να πολεμήσουν τον δαίμονα ευκολώτερα. Αυτάς εμιμήθην και εγώ και ενεδύθην ανδρώαν στολήν, δια να φύγω τας ενέδρας του κόσμου». Ούτως είπε και έσχισε το ιμάτιον αυτής άνωθεν έως την μέσην, επιδείξασα φανερώς ότι ήτο γυνή κατά αλήθειαν. Έπειτα λέγει προς τον Φίλιππον· «Γνώριζε, ότι είμαι η θυγάτηρ σου Ευγενία, συ δε ο πατήρ μου, και η γυνή σου Κλαυδία η μήτηρ μου, αδελφοί μου δε οι συγκάθεδροί σου Αβίτας και Σέργιος, ούτοι δε είναι οι ευνούχοι Πρωτάς και Υάκινθος, οίτινες συνεκοινώνησαν εις την γνώμην μου και απηρνήθημεν πάσαν δόξαν του κόσμου και σαρκικήν ηδυπάθειαν, ως και σας τους φιλτάτους γονείς μου δια την αγάπην του Κτίστου μου». Πόσην χαράν και αγαλλίασιν νομίζετε, ω ακροαταί, να έλαβον την ώραν εκείνην όχι μόνον οι συγγενείς της, αλλά και πάσα η Αλεξάνδρεια; Τολμώ ειπείν, ότι και οι λίθοι από την χαράν των εδάκρυσαν. Έπεσον επί τον τράχηλον αυτής οι γονείς της Φίλιππος και Κλαυδία και οι αδελφοί της Αβίτας και Σέργιος εκχέοντες κρουνούς δακρύων, και λέγοντες· «Αυτή είναι η θυγάτηρ ημών, το φως των οφθαλμών μας, η ηδονή και η αγαλλίασις της ψυχής μας, την οποίαν ενομίζομεν καθώς μας είπον οι ψευδοϊερείς των ειδόλων ότι ήρπασαν οι θεοί και είχομεν πολλήν θλίψιν δια την υστέρησιν αυτής». Ταύτα ειπόντες την ανεβίβασαν εις την αρχοντικήν καθέδραν, και εβόησαν άπαντες· «Εις είναι ο αληθής Θεός, ο Χριστός». Τότε όσοι Χριστιανοί ήσαν εκεί συνηγμένοι δια να ενταφιάσουν τα Λείψανα των Οσίων, τους οποίους ήθελον να θανατώσουν οι ειδωλολάτραι, ακούοντες τα γενόμενα, επήδησαν εις το μέσον, και μεγαλοφώνως εκραύγαζον· «Τις θεός μέγας, ως ο Θεός ημών, ο ανακαλύπτων απόκρυφα και τους σοφούς δια της ιδίας αυτών πανουργίας καταισχύνων»; Ο δε έπαρχος, ενδύσας την Αγίαν βιαίως στολήν λαμπράν χρυσοϋφαντον, την ανεβίβασεν εις θρόνον υψηλόν, να την ίδουν όλοι να ευφρανθώσι τω πνεύματι. Εν ω δε χρόνω ταύτα εγίνοντο, ο παντοδύναμος και δικαιοκρίτης Θεός, ο εν υψηλοίς κατοικών και τα ταπεινά εφορών, ρίψας πυρ ουρανόθεν κατέκαυσε την Μελανθίαν και όλον τον οίκον της εκ θεμελίων· όθεν πολλοί επίστευσαν εις τον Χριστόν δια τούτο το θαυμάσιον. Έγινε λοιπόν εορτή και πανήγυρις πανευφρόσυνος υπό των Χριστιανών, διότι έπαρχος εβαπτίσθη και έδωκε διαταγήν να κατοικούν οι Χριστιανοί ανεμποδίστως εντός της πόλεως και να έχωσι τους Ναούς, την τιμήν και τα εισοδήματα, τα οποία είχον πρότερον, δια να συγκατατεθούν δε οι βασιλείς και να βεβαιώσουν το πρόσταγμα τούτο, τους έγραψεν ότι πολλήν ωφέλειαν και μεγάλον κέρδος θέλει έχει το κράτος από τους Χριστιανούς εκ των φόρων και των εν γένει εμπορικών συναλλαγών, εάν τους επιτρέψουν να κατοικώσιν εντός της πόλεως. Οι δε Σεβήρος και Αντωνίνος οι βασιλείς επεκύρωσαν το πρόσταγμα του Φιλίπου. Ούτω λοιπόν οι Χριστιανοί αφέθησαν ελεύθεροι και η Αλεξάνδρεια ήνθει πάλιν εις την ευσέβειαν. Ο εχθρός όμως της αληθείας φθονήσας ηρέθισεν ειδωλολάτρας τινάς της πόλεως να διαβάλουν προς τους βασιλείς τον Φίλιππον και ούτως εποίησαν. Απήλθον εις την Ρώμην και λέγουν προς αυτούς· «Ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Φίλιππος εκυβέρνα επί δέκα έως σήμερον έτη καλά και θεάρεστα τον λαόν, τώρα όμως δεν γνωρίζομεν τι έπαθε και αφήσας το πάτριον σέβας των μεγίστων θεών, προσκυνεί αυτόν, τον οποίον εσταύρωσαν οι Ιουδαίοι, τιμά δε περισσότερον τους Χριστιανούς παρά ημάς τους λατρευτάς των μεγίστων θεών. Όθεν κινδυνεύει να απολεσθή η θρησκεία μας, εάν δεν βοηθήσετε σύντομα». Ταύτα οι βασιλείς ακούσαντες, έγραψαν ούτω προς τον Φίλιππον· «Ο προ ημών θειότατος Αύγουστος, γνωρίζων σε θεραπευτήν των θεών σπουδαίον και επιμελέστατον, σου εχάρισεν αυτήν την αρχήν να την έχης αδιαδόχως εις όλην την ζωήν σου και σε ετίμησεν ως βασιλέα μάλλον ή ως έπαρχον, να εξουσιάζης όλην την Αίγυπτον, και πάλιν ημείς σε εστερεώσαμεν δίδοντές σου τιμήν μεγαλυτέραν· αλλά ταύτα τα αξιώματα ωρίσαμεν να έχης, έως ότου ήσουν φίλος των θεών, τώρα όμως όπου ηλούσαμεν ότι έγινες καταφρονητής αυτών και ημών παρήκοος, προστάσσομεν ή να τιμάς τους θεούς ως το πρότερον ή να είσαι εστερημένος πάσης αξίας και να ζημιωθής όλον τον πλούτον σου». Ταύτα αναγινώσκων ο Φίλιππος προσεποιήθη ότι ησθένησε και πωλήσας όλα του τα υπάρχοντα, διεμοίρασεν εις δύο τα χρήματα, δίδων τα ημίση εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και τα άλλα ημίση εις τους πένητας. Ήτο δε ο Φίλιππος εις την Ελληνικήν γλώσσαν πεπαιδευμένος, αλλά και εις τον βίον θεοφιλέστατος και φιλοσοφώτατος και εις την πίστιν στερεός και θερμότατος· όθεν κοινή γνώμη όλων των Χριστιανών της Αλεξανδρείας εχειροτόνησαν αυτόν Επίσκοπον. Ταύτα μαθόντες οι βασιλείς έστειλαν άλλον έπαρχον ονόματι Τερέντιον και του παρήγγειλαν, εάν δυνηθή με τρόπον απόκρυφον να φονεύση τον Φίλιππον, δια να μη γίνη εις τον λαόν σύγχυσις. Λαβών λοιπόν την αρχήν ο Τερέντιος έδωκε χρήματα εις ανθρώπους τινάς, να προσποιηθώσιν ότι είναι Χριστιανοί, και να τον φονεύσωσιν, εκείνοι δε εισελθόντες εις τον Ναόν, εις τον οποίον ήτο, έσφαξαν αυτόν προσευχόμενον. Τότε ο έπαρχος φοβηθείς να μη τον φονεύση ο λαός, εφυλάκισε τους φονείς εκείνους, προσποιούμενος, ότι δεν ήτο εις τούτο αίτιος. Έπειτα όμως από ολίγον ήλθον βασιλικά γράμματα και τους ηλευθέρωσεν. Ο δε μακάριος Φίλιππος έζησε μετά την πληγήν τρεις ημέρας, καθώς εδεήθη του Θεού, δια να στερεώση μάλλον εις την Πίστιν τούς αρχαρίους, τους οποίους και εδίδαξεν ικανώς, και ούτω παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, ζήσας μετά την χειροτονίαν εν έτος και μήνας τρεις και τον ενεταφίασαν εντίμως έσω της πόλεως εις μίαν Εκκλησίαν, την οποίαν είχεν ο ίδιος οικοδομήσει. Η δε μακαρία Κλαυδία έκτισεν εκεί πλησίον ξενοδοχείον και αφιέρωσεν άπειρα χρήματα εις ανάρρωσιν των ασθενούντων και κυβέρνησιν των ξένων. Είτα λαβούσα τους παίδας αυτής και την Ευγενίαν απήλθεν εις την πατρίδα των. Οι δε Ρωμαίοι τους υπεδέχθησαν ευμενώς και εχειροτόνησαν τον μεν Αβίταν ανθύπατον της Καρθαγένης, τον δε Σέργιον βικάριον της Αφρικής. Η δε Κλαυδία με την Ευγενίαν, τον Πρωτάν και τον Υάκινθον έμειναν εις την οικίαν αυτών, εναρέτως διάγοντες εν προσευχή και νηστεία. Ήρχοντο δε προς αυτούς και αι θυγατέρες των αρχόντων, τας οποίας ενουθέτει η Ευγενία προς παρθενίαν και θεοσέβειαν, και πολλάς προς σωτηρίαν ωδήγησεν. Ήτο δε τότε και τις νεάνις θαυμαστή εις το κάλλος, από γένος βασιλικόν, Βασίλλα ονόματι, μεμνηστευμένη με μέγαν τινά άρχοντα Πομπήϊον καλούμενον. Αύτη η νεάνις είχεν πόθον πολύν να συναντήση την Ευγενίαν, διότι ήκουσε την θεάρεστον αυτής πολιτείαν και επεθύμει να γίνη Χριστιανή. Οι δε συγγενείς αυτής την εφύλαττον ακριβώς και δεν την άφηναν να εξέλθη ουδόλως έξω της οικίας έως να την λάβη ο άνδρας της. Έστειλε λοιπόν γράμμα η Βασίλλα προς την Ευγενίαν κρυφίως με δούλον της πιστόν, Πορθμέα καλούμενον, παρακαλούσα και ικετεύουσα, όπως αποστείλη εις αυτήν γραπτώς τα Άρθρα της Πίστεως. Η δε Ευγενία γνωρίζουσα πόση διαφορά υπάρχει από την γραφήν, έως την ζώσαν φωνήν, έστειλε τον Πρωτάν και τον Υάκινθον με δουλικόν σχήμα ως δώρον προς αυτήν ή μάλλον ειπείν επιστολήν έμψυχον, δια να την καθοδηγήσουν προς την ευσέβειαν. Τούτους υποδεξαμένη η Βασίλλα ασμένως, τους προσεκύνει ως Αποστόλους Κυρίου. Μαθών δε τα κατ΄ αυτήν Κορνήλιος ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ρώμης απήλθε νύκτα τινά κρυφίως και την ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Ούτω λοιπόν η Βασίλλα και η Ευγενία συνεδέθησαν εις φιλίαν δια Χριστόν με δεσμόν αχώριστον, και μη δυνάμεναι να συναντώνται σωματικώς, συνωμιλούσαν νοερώς καθ΄ εκάστην και συνευφραίνοντο. Ω! πόσας των παρθένων η Βασίλλα και η Ευγενία και πόσας χήρας η σεμνή Κλαυδία και πόσους άνδρας οι Πρωτάς και Υάκινθος προσήγαγον εις τον Χριστόν! Κατ΄ εκείνας τας ημέρας έγιναν βασιλείς οι Βαλλεριανός και Γαλλιηνός, οίτινες εκίνησαν διωγμόν μέγαν κατ΄των Χριστιανών και δεν ετόλμα να φανερωθή ο Αρχιεπίσκοπος Άγιος Κορνήλιος (251-253), μόνον δε απόκρυφα απήρχετο και εκοινώνει την Βασίλλαν και την Ευγενίαν, αίτινες έκαμαν τρόπον και συνηντήθησαν και ηυφράνθησαν εν Κυρίω. Έπειτα λέγει η Ευγενία· «Γνώριζε, φιλτάτη μου αδελφή, ότι εις ολίγας ημέρας λαμβάνεις του Μαρτυρίου τον στέφανον». Ομοίως και η Βασίλλα είπε προς αυτήν· «Χθες μου απεκάλυψε της αναξίας ο Δεσπότης μας Χριστός, ότι έχει δια σε ητοιμασμένα δύο στέφανα, εν δια τους πολλούς αγώνας και κινδύνους, τους οποίους διήλθες εις την Αίγυπτον, και έτερον δια τον θάνατον, τον οποίον μέλλεις να λάβης εδώ εις την πατρίδα σου δι΄ αγάπην του». Ταύτα ειπούσα ησπάσθησαν αλλήλας και μετά δακρύων πολλών απεχαιρετίσθησαν. Επειδή λοιπόν έμελλε να λάβη τέλος η πρόρρησις των Αγίων, απήλθε μία δούλη της Βασίλλας και λέγει προς τον Πομπήϊον· «Γνώριζε, ότι εάν δεν σπεύσης το ταχύτερον να λάβης με βασιλικήν εξουσίαν την αρραβωνιαστικήν σου Βασίλλαν, δεν την βλέπεις πλέον να έλθη εις την οικίαν σου, διότι έγινε Χριστιανή αυτή και ο θείος της Έλενος από τους λόγους της Ευγενίας, ήτις έστειλε προς αυτήν δύο ευνούχους εις δουλικόν σχήμα και αυτοί την διέστρεψαν και εμάγευσαν τόσον, ώστε τους έχει ως θεούς και τους σέβεται». Ταύτα ακούσας από την πονηράν δούλην ο Πομπήϊος, εθυμώθη και δραμών παρευθύς εις τον θείον τής Βασίλλας λέγει προς αυτόν· «Πρέπει να κάμωμεν τους γάμους το γρηγορώτερον, δια να λάβω την γυναίκα μου· ει δ΄ άλλως γνώριζε, ότι έχεις αντίδικον και εχθρόν σου θανάσιμον εμέ και τους καίσαρας». Ο δε Έλενος απεκρίνατο· «Εγώ ήμην επίτροπος της κόρης έως ου αύτη ήτο ανήλικος· εφ΄ όσον όμως τώρα ήλθεν εις ηλικίαν νόμιμον, δεν είναι πλέον εις το θέλημά μου, αλλά κάμνει ό,τι βούλεται». Ταύτα ακούσας ο Πομπήϊος έδραμεν εις τον οίκον της Βασίλλας και κρούσας την θύραν εζήτει να εισέλθη. Αυτή δε του εμήνυσε με την δούλην της να υπάγη εις την οδόν αυτού, διότι εκείνη δεν συγκατατίθεται να υπανδρευθή, αλλά θα μείνη παρθένος έως τέλους αυτής. Ταύτην την απροσδόκητον απόφασιν ακούων ο Πομπήϊος εδαιμονίσθη από τον θυμόν και πρώτον μεν έδραμεν εις τους συμβούλους και τους επήρε να υπάγουν ομού εις τους βασιλείς και πεσών εις τους πόδας αυτών, ωλοφύρετο την συμφοράν αυτού, ως να ήτο κοινή απάσης της πόλεως, λέγων ταύτα· «Εγέρθητε, θειότατοι αύγουστοι, ίνα μη απολεσθήτε σεις και οι θεοί σας και αποδιώξετε τον νεώτερον Θεόν, τον οποίον έφερεν η Ευγενία από την Αίγυπτον, διότι κινδυνεύει να αφανισθή η δόξα σας, επειδή οι Χριστιανοί καταφρονούσι τους βασιλείς και τους νόμους, τους δε ευμενείς και σωτήρας θεούς ατιμάζουσιν· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον πάντων, εμποδίζουσι τους νόμους των γάμων και κωλύουσι τας συζυγίας, χωρίσαντες τας νυμφευθείσας γυναίκας από τους άνδρας των. Λοιπόν τι άλλο μέλλει να γίνη εις ολίγον καιρόν, εάν στερεωθή ο νόμος αυτός, παρά να αφανισθώσιν αι επαρχίαι και τα βασίλεια»; Τους λόγους τούτους του Πομπηϊου εβεβαίωνον και οι σύμβουλοι· ως εκ τούτου εθυμώθη ο βασιλεύς και δίδει ευθύς γραφικώς την απόφασιν, ότι «ή να λάβη η Βασίλλα τον Πομπηϊον άνδρα της ή να την θανατώσωσιν. Η δε Ευγενία ή να θυσιάση εις τους θεούς, ή να αποθάνη αυτή και πάντες οι Χριστιανοί με διάφορα κολαστήρια». Ταύτην την απόφασιν ακούσασα η όντως βασίλισσα εκείνη εις την ψυχήν και το όνομα Βασίλλα, η εκλεκτή νύμφη του Χριστού, εβόησε λέγουσα· «Εγώ ενυμφεύθην τον Βασιλέα των βασιλευόντων και Δημιουργόν των απάντων· όθεν δεν καταδέχομαι να συγκοινωνήσω με φθαρτόν άνθρωπον, ούτε υποτάσσομαι εις βασιλικόν πρόσταγμα». Ταύτα της Αγίας ειπούσης απέκοψαν ευθύς οι απεσταλμένοι την τιμίαν αυτής κεφαλήν και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Μετά ταύτα λαβόντες οι δήμιοι τον Πρωτάν και τον Υάκινθον τους επήγαν βιαίως εις τον ναόν του Διός να κάμουν θυσίαν. Ενώ δε αυτοί ίσταντο προσευχόμενοι εις τον αληθινόν Θεόν, έπεσε το είδωλον έμπροσθεν αυτών και συνετρίβη· όθεν προστάσσει ο έπαρχος της Ρώμης Νικίτιος και έκοψαν τας κεφαλάς των. Τότε έφεραν την Ευγενίαν και της λέγει · «Πόθεν εμάθετε ακριβώς την μαγικήν τέχνην να εξουσιάζετε τους μεγάλους θεούς»; Η δε απεκρίνατο· «Αληθώς είπες, ω έπαρχε, ότι ημείς οι Χριστιανοί εν ευκολία κυριεύομεν τους θεούς σας, το δε ότι με τέχνην μαντείας πράττομεν τα θαυμάσια είναι ψεύδος, διότι ημείς με την άμαχον δύναμιν του μόνου Θεού τελούμεν όσα βουλόμεθα· αλλ΄ οι θεοί σας είναι πονηροί δαίμονες και δεν δύνανται να ευεργετήσουν εκείνους οίτινες τους σέβονται, ούτε να κακοποιήσουν ημάς οι οποίοι τους υβρίζομεν». Τότε κελεύει ο έπαρχος να την υπάγουν εις τον ναόν της Αρτέμιδος, να ακολουθή δε και ο δήμιος με την σπάθην και εάν δεν προσκυνήση, να την θανατώση το συντομώτερον. Φθάσασα η Ευγενία εις τον ναόν εστάθη προ των ειδώλων εις σχήμα προσευχής λέγουσα· «Ο Θεός ο αιώνιος, όστις με ηξίωσες να γεννηθώ, να ανατραφώ και να διαφυλαχθώ παρθένος νύμφη του Μονογενούς σου Υιού έως σήμερον, αυτός και τώρα τέλεσον παράδοξα, δια να δοξασθώσιν οι δούλοι σου και να αισχυνθώσιν οι προσκυνούντες γλυπτά βδελύγματα». Ταύτα της Αγίας προσευχομένης, έγινε σεισμός μέγας και έπεσεν όλος ο ναός, το είδωλον της Αρτέμιδος συνετρίβη και τα άλλα εξετινάχθησαν εδώ και εκεί. Εξίσταντο οι ορώντες και οι μεν γνωστικοί έλεγον, ότι ήτο θαυματουργία και έργον θείας δυνάμεως, οι δε άφρονες μαντείαν ενόμιζον τα γενόμενα. Μαθών ταύτα ο βασιλεύς, εκέλευσε να δέσουν εις τον τράχηλον της Αγίας λίθον μέγαν και να την ρίψουν εις τον βυθόν του Τιβέρεως. Τούτου γενομένου, ο μεν λίθος ελύθη, η δε Αγία περιεπάτει ως ποτε ο μέγας Πέτρος επάνω εις τα ύδατα. Τότε την έρριψαν εις μίαν ανημμένην κάμινον, αλλ΄ εις μάτην εκοπίαζον, διότι το ομόδουλον πυρ έχασε την φύσιν του και εδρόσιζε μάλλον αυτήν και αβλαβή διεφύλαξε. Μη γνωρίζοντες λοιπόν οι δυσσεβείς με ποίον τρόπον οδυνηρόν να θανατώσωσι την Αγίαν, την έβαλαν εις φυλακήν σκοτεινήν και βαθυτάτην, έως να τελευτήση από την πείναν, αγνοούντες οι μάταιοι, ότι μετ΄ αυτής ήτο ο Κύριος του φωτός και εξήστραπτεν όλον το δεσμωτήριον, της προσεκόμιζον δε οι Άγγελοι τροφήν ουράνιον, καθ΄ ημέραν ένα άρτον γλυκύτερον της αμβροσίας και της χιόνος λευκότερον και (το μεγαλύτερον) ήλθε και αυτός ο Βασιλεύς των Αγγέλων να την επισκεφθή, και της λέγει· «Ευγενία, εγώ είμαι ο καταδεχθείς Σταυρόν και θάνατον δια σε, καθώς και συ δι΄ αγάπην μου υπομένεις τοιαύτα δεινά κολαστήρια· όθεν πολλών χαρίτων και μεγίστης δόξης θέλω σε αξιώσει εις την αιώνιον Βασιλείαν μου. Έχε δε και τούτο σύμβολον της τιμής, την οποίαν θέλεις απολαύσει εις τους ουρανούς, να χωρίσης από τον πρόσκαιρον αυτόν και επίκηρον κόσμον και να έλθης εις την άνω ζωήν κατ΄ αυτήν ταύτην την ημέραν κατά την οποίαν εγεννήθην ως άνθρωπος». Ταύτα ειπών ο Δεσπότης ανήλθεν εις ουρανούς. Οι δε ασεβείς απέστειλαν τον δήμιον, όστις κατέσφαξε την Αγίαν εντός της φυλακής τη κε΄ (25) του Δεκεμβρίου, κατ΄ αυτήν την κυρίαν ημέραν της του Χριστού Γεννήσεως. Η δε μήτηρ και οι αδελφοί της ενεταφίασαν εντίμως το ιερόν αυτής Λείψανον εις εν εκ των αγρών των έξωθεν της πόλεως εις τόπον καλούμενον Ρωμαίαν Οδόν, εις τον οποίον αυτή πρότερον είχε τεθαμμένα ΄λλων Αγίων Λείψανα. Ούτω λοιπόν η Ευγενία σεμνώς και ευγενώς ζήσασα με θαυμαστήν και αξιέπαινον πολιτείαν ηξιώθη και μεγίστης δόξης παρ΄του Κυρίου και Θεού Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Η δε μήτηρ της Αγίας ίστατο κλαίουσα εις τον τάφον ημέρας πολλάς, νύκτα δε τινα εμφανίζεται εις το όραμα της μητρός της τοσούτον λελαμπρυσμένη και εστολισμένη, ώστε δεν ηδύνατο η Κλαυδία να την ίδη εις το πρόσωπον· ήσαν δε και άλλαι παρθένοι εις την συνοδείαν αυτής, και της λέγει· «Διατί κλαίεις και κόπτεσαι, μήτερ μου, δι΄ ημάς και δεν ευφραίνεσαι μάλλον και αγάλλεσαι; Γνώριζε, ότι εις πολλήν και άπειρον ευφροσύνην με ηξίωσεν ο Κύριος και ευρίσκομαι με τους Αγίους Μάρτυρας μαζί με τον πατέρα μου Φίλιππον συμβασιλεύοντες μετά του Χριστού, όστις εις ολίγας ημέρας λμβάνει και σε εις την συνοδείαν μας· παρακίνησον δε τους αδελφούς μου να φυλάξουν ακριβώς την πίστιν του Χριστού, δια να σώσουν και αυτοί την ψυχήν των». Ταύτα ακούσασα η μήτηρ και ιδούσα τους Αγίους Αγγέλους, οίτινες συνώδευον την Ευγενίαν, εχάρη λίαν και ηυχαρίστησε τον Θεόν. Καλώς λοιπόν οικονομήσασα τα εαυτής πάντα και διαμοιράσασα εις τους πτωχούς τα υπάρχοντά της, ανεπαύσατο και αυτή εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25) Δεκεμβρίου, η κατά Σάρκα ΓΕΝΝΗΣΙΣ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Η Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ούτως εγένετο. Βλέπων ο φιλάνθρωπος Θεός ότι το γένος των ανθρώπων ετυραννείτο υπό του διαβόλου, ευσπλαγχνίσθη, και αποστείλας τον Άγγελον αυτού Γαβριήλ διεμήνυσε δι΄ αυτού εις την Θεοτόκον το «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου»· ειπούσης δε Αυτής το «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», ευθύς συνελήφθη εν τη αχράντω και παρθενική μήτρα Αυτής ο Υιός και Λόγος του Θεού και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Όταν δε ήγγιζον προς το συμπληρούσθαι οι εννέα μήνες από της Συλλήψεως, τότε εξεδόθη διάταγμα υπό του Καίσαρος Αυγούστου, ίνα απογραφή όλη η οικουμένη, ήτις ήτο υπό την εξουσίαν του· ταύτην δε την απογραφήν ίνα ενεργήση, απεστάλη ο ηγεμών Κυρήνιος εις τα Ιεροσόλυμα. Τότε λοιπόν ανέβη και Ιωσήφ ο Μνήστωρ και φύλαξ της Θεοτόκου μετ΄ Αυτής εις την Βηθλεέμ, ίνα απογραφώσιν εκεί. Μέλλουσα δε να γεννήση η Παρθένος, δεν εύρε τόπον προς κατοικίαν, δια τον πολύν λαόν, όστις συνήχθη εκεί, και ο οποίος προλαβών κατώκησεν εις όλας τας οικίας της Βηθλεέμ. Δια τούτο εμβήκεν εντός πτωχικού σπηλαίου, ένθα εγέννησεν αφθόρως τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και σπαργανώσασα ως βρέφος τον Κτίστην των απάντων, έθηκεν αυτόν εις την φάτνην (Λουκ. β: 7) των αλόγων ζώων, διότι έμελλε να ελευθερώση ημάς από την αλογίαν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) Δεκεμβρίου, η Σύναξις της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Η εν Αιγύπτω φυγή της ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.
Η της Υπεραγίας Θεοτόκου φυγή εις Αίγυπτον εγένετο ότε ο Ηρώδης έδωκεν ορισμόν να θανατωθώσιν όλα τα νήπια όσα ήσαν εις την Βηθλεέμ. Τότε Άγγελος Κυρίου εφάνη κατ΄ όναρ εις τον Ιωσήφ λέγων· «Εγείρου, και παραλαβών το παιδίον και την Μητέρα του ύπαγε εις την Αίγυπτον» (Ματθ. β: 13). Κατέφυγε δε εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος ομού με το Βρέφος δια δύο αίτια, αφ΄ ενός μεν, ίνα πληρωθή το ρηθέν δια του Προφήτου Ωσηέ λέγοντος· «Εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ωσ. ια΄: 1), αφ΄ ετέρου δε, ίνα φιμωθή παν στόμα των αιρετικών. Διότι εάν δεν έφευγεν ο Κύριος, αλλ΄ ήθελε συλληφθή από τον Ηρώδην, εάν μεν εφονεύετο από εκείνον, βεβαίως ήθελεν εμποδισθή η σωτηρία των ανθρώπων, εάν δε δεν εφονεύετο, αλλ΄ έμενεν άθικτος, ίνα τελειώση την οικονομίαν, βεβαίως ήθελε φανή εις τους πολλούς, ότι δεν εφόρεσε την ανθρωπίνην φύσιν πραγματικώς και κατ΄ αλήθειαν, αλλά μόνον κατά δόκησιν και φαντασίαν, επειδή αν εφόρει σάρκα αληθή, όπως ήτο βεβαίως και η αλήθεια, ήθελε κοπή υπό του ξίφους. Εάν λοιπόν οι άθλιοι αιρετικοί ετόλμησαν και τούτο να είπωσιν, ότι δηλαδή κατά φαντασίαν ο Κύριος εγεννήθη, ως ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι, μολονότι δεν έλαβον ουδεμίαν αιτίαν και αφορμήν, πόσω μάλλον το τοιούτον θα υπεστήριζον, εάν εύρισκον και αιτίαν; Δια τας ρηθείσας λοιπόν δύο αιτίας φεύγει ο Κύριος εις την Αίγυπτον, και προς τούτοις ίνα συντρίψη και τα εν Αιγύπτω ευρισκόμενα είδωλα.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΖ’ (27η) Δεκεμβρίου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου ΣΤΕΦΑΝΟΥ.

Δημοσίευση από silver »

Στέφανος ο μακάριος Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος ήτο Ιουδαίος το γένος, μαθητής ως λέγουσί τινες Γαμαλιήλ του νομοδιδασκάλου, και πρώτος των επτά Διακόνων τους οποίους κατέστησαν οι Απόστολοι εν Ιεροσολύμοις εις την των πτωχών επιμέλειαν και την εις αυτούς διανομήν των ελεημοσυνών, πλήρης πίστεως και Πνεύματος Αγίου και ποιών σημεία και τέρατα εν τω λαώ (Πραξ. στ: 8). Γενομένης δε ποτέ συζητήσεως μεταξύ Ιουδαίων, Σαδδουκαίων, Φαρισαίων και Ελληνιστών περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, άλλοι μεν έλεγον περί του Κυρίου ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι πλάνος και άλλοι ότι είναι Υιός Θεού· τότε ο αοίδιμος Στέφανος, σταθείς επί τόπου υψηλού, εκήρυξεν εις όλους τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, λέγων ούτω· «Άνδρες αδελφοί, διατί τόσον επληθύνθησαν αι κακίαι σας και είναι τεταραγμένη όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος δεν έλαβεν εις την καρδίαν του δισταγμόν ως προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, διότι αυτός είναι ο κλίνας τους ουρανούς και καταβάς δια τας αμαρτίας μας και γεννηθείς εκ της Παρθένου της Αγίας και καθαράς, της προ καταβολής κόσμου εκλελεγμένης, αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν, αυτός έκαμε να αναβλέψωσιν οι τυφλοί, αυτός εκαθάρισε τους λεπρούς και αυτός εδίωξε τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους». Ταύτα οι Ιουδαίοι ακούσαντες, έφεραν τον Άγιον εις το κριτήριον προς τους αρχιερείς, επειδή δεν ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την σοφίαν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, με την οποίαν ελάλει ο θείος Στέφανος (Πράξ. στ: 10). Έπειτα παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οίτινες εμαρτύρησαν κατά του Αποστόλου, ταύτα λέγοντες· «Ημείς ηκούσαμεν ότι ούτος ελάλει βλασφήμους λόγους εναντίον του θεϊκού Νόμου» (αυτόθι 11). Είπον δε και όσα άλλα διηγούνται αι ιεραί Πράξεις των Αποστόλων εν κεφαλαίω εβδόμω. Τότε όλοι οι καθεζόμενοι εις το κριτήριον έστρεψαν τα βλέμματά των επί του Στεφάνου και είδον το πρόσωπόν του τόσον λαμπρόν, ως να ήτο πρόσωπον Αγγέλου (Πράξ. στ: 15)· όθεν μη υποφέροντες την εντροπήν, ελιθοβόλησαν αυτόν ευχόμενον δι’ αυτούς και λέγοντα· «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. ζ: 60) και τοιαύτα ειπών εκοιμήθη. Αγ’ ου δε ο Πρωτομάρτυς με την νομιζομένην ιδικήν του πτώσιν κατεκρήμνησε τον αντίπαλον διάβολον και έδειξεν αυτόν πτώμα μέγιστον και εξαίσιον και αφ’ ου εκοιμήθη με τον γλυκύν ύπνον του Μαρτυρίου, έλαβον το ιερόν αυτού σώμα άνδρες ευλαβείς και έθηκαν αυτό εντός κιβωτίου κατεσκευασμένου εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας)· σφραγίσαντες δε αυτό, το απέθεσαν εις τα πλάγια μέρη του ναού. Τότε και ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο τούτου υιός Αβελβούλ επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό των Αποστόλων. Τελείται δε η σύναξις αυτού εις τον Μαρτυρικόν του Ναόν τον όντα εις τα Κωσταντιανά. Ελιθοβολήθη δε ο Άγιος Στέφανος το τρίτον, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους, έτος μετά την Ανάληψιν του Χριστού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Δεκεμβρίου, ο Όσιος ΣΙΜΩΝ ο Μυροβλύτης, ο κτίτωρ της εν τω Άθω Ιεράς Μονής Σιμωνοπέτρας,

Δημοσίευση από silver »


Σίμων ο Όσιος Πατήρ ημών πατρίδα ή γονείς ή αδελφούς επί γης ποίους είχε δεν γνωρίζομεν. Εις ουρανούς δε πάντως πατρίδα μεν έχει την πόλιν του Θεού, την χώραν των Αγγέλων, την άνω Ιερουσαλήμ, Πατέρα τον Θεόν, μητέρα δε την Αγίαν Εκκλησίαν, πρότερον μεν την Αγωνιζομένην (την επί γης), εις ην και ανεγεννήθη, νυν δε την εν ουρανώ Θριαμβεύουσαν, την υπό του Αποστόλου καλουμένην «των Πρωτοτόκων» (Εβρ. ιβ: 23), της οποίας υιός γενόμενος έχει επομένως και αδελφούς όλους τους Αγγέλους και Μάρτυρας και Οσίους. Είχε δε και παιδαγωγόν και τέκνα, παιδαγωγόν μεν την Κυρίαν Θεοτόκον, τέκνα δε τους μαθητάς του, οίτινες καλώς τα θεία του ίχνη ηκολούθησαν και κατά πάντα τον άξιον τούτον Πατέρα των και διδάσκαλον εμιμήθησαν. Με όλον δε ότι ούτε η περιφάνεια της πατρίδος ούτε η των προγόνων ευγένεια έχει να ωφελήση ημάς τίποτε εις την σωτηρίαν της ψυχής μας, εν τούτοις φαίνεται ότι και η επίγειος του Οσίου τούτου πατρίς και οι χοϊκοί του γονείς τε και συγγενείς λαμπροί τινες και έντιμοι υπήρξαν, επειδή, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, «των μεγάλων ανθρώπων πόρρωθεν προκαταβάλλονται αι αρχαί». Όθεν στοχαστικώς λέγομεν ότι ούτος ο Άγιος, δια να αναδειχθή ούτω θερμός και πρόθυμος εις την αρετήν παιδιόθεν, έπρεπε και γονείς να είχε τω όντι ευγενείς οδηγούντας αυτόν εις τούτο και με εκπαίδευσιν ικανήν και δια παραδειγμάτων, ήτοι δια βίου θεαρέστου και Χριστιανικού, να εξεπαίδευσαν αυτόν. Τούτου λοιπόν του ιερού Σίμωνος, είτε ευγενείς επλούτησε τους γονείς, είτε μη, το οποίον μάλιστα και αυξάνει τον ιδικόν του έπαινον, προβλέπων ο παντεπόπτης Θεός την μέλλουσαν προκοπήν, τον προσκαλεί εις τους πνευματικούς αγώνας, τον εξάγει από την πατρίδα του και από τους συγγενείς του ως άλλον Αβράάμ, τον φέρει εις τον ιερόν Άθωνα, το Άγιον Όρος, όπου ερχόμενος, δεν εφρόντισεν άλλο, ει μη να εύρη πνευματικόν Γέροντα δια να υποταχθή, διότι ήξευρε την συμβουλήν εκείνου του θείου Πατρός την λέγουσαν, ότι χωρίς υπακοής αδύνατον είναι να σωθή τις. Αυτόν δε τον Γέροντα, τον οποίον εζήτει, τον ήθελε και ενάρετον μεν δια να γνωρίζη να οδηγή, αλλά και αυστηρόν δια να μη συγκαταβαίνη εις το φρόνημα της σαρκός. Ζητεί λοιπόν, εξετάζει, περιέρχεται όλα τα πνευματικά σχολεία του Άθωνος ως η διψώσα έλαφος να επιτύχη πηγήν ύδατος ζώντος· επισκέπτεται τους ευδοκιμωτέρους και αγιωτέρους του Όρους και αποκαλύπτει εις αυτούς τον ένθεον σκοπόν του, στοχάζεται εκάστου τας αρετάς και τα προτερήματα· εκλέγει καθώς η σοφή μέλισσα τον κηρόν και το μέλι από τα λογικά και μυρίπνοα άνθη του επιγείου τούτου Παραδείσου και ευρίσκει τέλος πάντων τον ποθούμενον. Ευρίσκει, λέγω, άνθρωπον, εις μεν την ηλικίαν και την άλλην των ηθών του κατάστασιν γέροντα, εις δε την ανδρείαν και τον τόνον της ψυχής ακμάζοντα. Εις τούτον λοιπόν βαλών μετάνοιαν υπετάχθη ο θαυμάσιος. Αλλά πως και πόσον στοχάζεσθε; Τόσον αφιέρωσεν εαυτόν εις εκείνον, ώστε εις ό,τι τον επρόσταζε χωρίς τινος περιεργείας ανυπερθέτως ετέλει το πρόσταγμά του, ως να τον είχε προστάξη ο ίδιος ο Θεός. Και επειδή ήτο πολύ αυστηρός ο Γέρων, πολλάκις όχι μόνον ύβριζεν, αλλά και έτυπτε τον Σίμωνα. Αυτός δε ο μακάριος μετά πάσης χαράς και ευχαριστίας τα εδέχετο και τα υπέμενε. Μάλιστα δε και ζημίαν του ενόμιζε το πράγμα, όταν τοιαύτα δεν έπασχε και όχι μόνον δεν ωργίζετο μνησικακών, αλλά μάλλον τόσην αγάπην εδείκνυεν εις εκείνον, όσην ουδέ οι παίδες εις τους ιδίους αυτών γονείς. Και ίδετε, αδελφοί, σημείον ψυχής απλουστάτης και αξίας Χριστού. Ποτέ μεν κοιμωμένου του Γέροντος εφίλει τους πόδας εκείνου, ποτέ δε λείποντος τον κράββατον όπου εκοιμάτο κατεφίλει ή τον τόπον όπου έστεκε. Και έλεγεν ο αοίδιμος, ότι τον μεν Θεόν πρέπει να τον αγαπώμεν, διότι μας έπλασεν εκ του μη όντος εις το είναι, τον δε Γέροντά μας, διότι μας ανέπλασε τρόπον τινά και ανεκαίνισε το κατ΄ εικόνα της ψυχής, συντετριμμένον υπάρχον από των πολλών μας αμαρτιών. Ω ψυχής όντως θείας! Ω συνέσεως μακαρίας! Ω ταπεινώσεως αμιμήτου και ουρανοβάμονος! Από τοιαύτην γνώμην και τοιαύτα προτερήματα εις όλον το Άγιον Όρος έγινε περιβόητος εν ολίγω ο Σίμων και ήτο αγαπητός μεν εις τους ομηλίκους του, σεβάσμιος δε και εις αυτούς τους γεροντοτέρους. Όθεν ήθελες ίδει γεροντικήν φρόνησιν εις νεανικήν ηλικίαν, άσκησιν ασύγκριτον εις τους αγώνας, σωφροσύνης τελειότητα εις τον βίον, κοσμιότητα και άλας πνευματικόν εις τον λόγον, συστολήν εις το βλέμμα, σεμνότητα εις το περιπάτημα, βάθος ταπεινώσεως εις το φρόνημα, μεγαλοψυχίαν εις τους πειρασμούς, ελευθεριότητα εις την γνώμην, θαυμαστήν διάκρισιν εις όλα του τα επιχειρήματα και επί πάσι την μακαρίαν αγάπην, την ρίζαν και το τέλος πασών των αρετών εις όλους εξ ίσου. Αυτά θεωρούντες όσοι τον έβλεπον εθαύμαζον λέγοντες· Ω μακαρία υποταγή, οποίους κάμνεις τους εργάτας σου! Διότι λέγουσιν οι θείοι Πατέρες, ότι η μεν υψοποιός και καθαρωτάτη ταπείνωσις γεννάται από την μακαρίαν και χριστομίμητον υπακοήν, η δε πάνσοφος και θεόσοφος διάκρισις γεννάται από την μακαρίαν ταπείνωσιν. Αυτά τα θεία χαρίσματα και ο τίμιος αυτού Γέρων βλέπων ότι επλούτησεν ο Σίμων από την άδολον και άκραν υπακοήν του, μετέβαλε την αυστηρότητα όλην εις ημερότητα και από τότε και εις το εξής ούτε τον ύβριζεν, ούτε τον επρόσταζεν, αλλ’ ούτε τον εδίδασκε πλέον ως υποτακτικόν του, τον ετίμα δε μάλιστα και τον συνεβουλεύετο ως αδελφόν και διδάσκαλον. Τι το εντεύθεν; Στοχάζεται ταύτα ο ταπεινόφρων Σίμων και δεν ευχαριστείται εις την τοιαύτην τιμήν, μάλιστα τον ελύπει και τον έθλιβεν η τιμή και η δόξα, την οποίαν απέδιδεν ο Γέρων εις αυτόν, ως δήθεν παρ’ αξίαν και μη ανήκουσαν εις αυτόν. Όθεν με πόνον πολύν ψυχής και θερμήν παράκλησιν ζητεί δι΄ αυτό και μόνον να αναχωρήση από τον Γέροντά του. Και δίδει την άδειαν ο Γέρων εις τον υποτακτικόν, αλλά και αυτός κλαίων ωδύρετο την στέρησιν όχι πλέον του μαθητού αλλά του συναγωνιστού του. Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Άγιος ςζήτει τόπον έρημον προς ησυχίαν και άγνωστον προς άλλον τινά. Μετά πολλήν δε έρευναν ευρίσκει θεία νεύσει εν σπήλαιον, εις το οποίον εισελθών οπλίζεται ο καλός του Χριστού στρατιώτης, ίνα πολεμήση τους αοράτους εχθρούς, λαμβάνων ως όπλον μεν και δόρυ φοβερόν τον Σταυρόν του Σωτήρος, περικεφαλαίαν δε την προσευχήν, θώρακα την πίστιν, ασπίδα δε την υπομονήν, σπάθην την νηστείαν, τόξα δε και βέλη τους ψαλμούς. Αλλά τις να διηγηθή τους μακαρίους αγώνας και τα παλαίσματα τους οποίους ηγωνίσθη ο Όσιος εκείσε παλαίων προς τον πολυμήχανον εχθρόν διάβολον; Εκ των πολλών ένα μόνον να διηγηθώμεν πειρασμόν, τον οποίον υπέμεινε, και αρκετόν είναι εις τον καθένα να εννοήση και τους άλλους. Προσευχομένου του Αγίου νύκτα τινά, μετεμορφώθη ο μιαρός δαίμων εις φοβερόν και μέγιστον δράκοντα. Και ήνοιγε μεν το αχανές εκείνο στόμα δια να τον καταπίη· μη έχων όμως εξουσίαν παρά Θεού, έτυπτε τον Όσιον εις τα νώτα δια της ουράς ως δια τινος μεγάλης δοκού· από των πολλών δε πληγών και κτυπημέτων, τα οποία υπέστη υπό του φαινομένου δράκοντος ο Άγιος, έπεσε κάτω ημιθανής και κατά μεν το σώμα έκειτο κατά γης, κατά δε την ψυχήν ανέβαινεν εις τους ουρανούς ψάλλων. Και εκείνος μεν ο φοβερός δράκων και ότε έκειτο ο Άγιος κατά γης τον έτυπτεν ακόμη δια της ουράς, σκοπόν έχων, εάν ήθελε δυνηθή, και να τον θανατώση τελείως, ει δε μη να τον φοβίση τουλάχιστον να φύγη από το σπήλαιον. Ο δε Άγιος ήρχισε να επιτιμά τον δράκοντα με το υπέρτατον όνομα του Θεού και της Παναχράντου Μητρός αυτού και λέγει· «Επιτιμά σοι Κύριος Σαβαώθ· ύπαγε οπίσω μου σατανά. Επιτιμά σοι η Κυρία του Άθωνος τούτου· απόστηθι απ’ εμού». Δεν είχε τελειώσει τους θείους τούτους χρησμούς ο Άγιος και ο φαινόμενος δράκων έγινεν άφαντος. Και μετά τούτο βλέπει ο Όσιος βοήθειαν εξ Άγίου, αστράπτει με μεγάλην φωτοχυσίαν το σπήλαιον, γίνεται άρρητος ευωδία, γεμίζει η καρδία του από ευφροσύνην και ακούει θείας φωνής λεγούσης· «Ανδρίζου και ίσχυε, υπήκοε και πιστέ θεράπον του Υιού μου». Πριν δε έτι ανατείλη η ημέρα, ευρέθη όλος υγιής. Έμεινε λοιπόν εις το σπήλαιον ο Όσιος αγωνιζόμενος χρόνους πολλούς, πάσαν κακοπάθειαν υφιστάμενος, ότε και πολλοί εκ πολλών του Όρους μερών ήρχοντο προς αυτόν ψυχής τε και σώματος ωφέλειαν λαμβάνοντες, διότι και διακρίσεως χάρισμα επλούτει και τας θείας Γραφάς εξήγει καλώς. Πλην αυτός εις αυτά παντελώς δεν ηρέσκετο, την εξ ανθρώπων τιμήν και την ενόχλησιν της ησυχίας του μισών και αποστρεφόμενος, διο και εις ερημικώτερον τόπον διελογίζετο να αναχωρήση. Αλλ’ ο Θεός, την των ανθρώπων κοινήν ωφέλειαν προνοούμενος, εμποδίζει αυτόν του προκειμένου τούτου σκοπού, δια της Παναχράντου αυτού Μητρός. Επειδή εν μια των νυκτών, προσευχόμενος ο Όσιος, βλέπει πάλιν το σπήλαιον γεμάτον από φωτοχυσίαν θείαν πολλήν και αισθάνεται ευωδίαν και ευφροσύνην πνευματικήν, θείας δε φωνής ακούει λεγούσης ούτω· «Σίμων, Σίμων, φίλε πιστέ και λάτρα του Υιού μου, μη αναχωρήσης των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε μέγα και μέλλω δοξάσαι τον τόπον τούτον τω ονόματί σου». Ο δε ταπεινότατος Σίμων δεν πιστεύει εις την οπτασίαν, υποπτεύει φάντασμα το πράγμα και τέχνην και παγίδα του πονηρού ή τάχα και δοκιμασίαν τινά θεϊκήν, διότι πολύ εφοβείτο τον λόγον του Αποστόλου, ότι «Ο αρχέκακος μετασχηματίζεται εις Άγγελον φωτός» (Β’ Κορ. ια: 14). Δια την αιτίαν ταύτην επέμενεν εις την αυτήν ιδέαν και εσκέπτετο πάλιν που να υπάγη να ησυχάση. Επλησίαζε δε τότε και η εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρος. Και μίαν των νυκτών εξελθών του σπηλαίου βλέπει θέαμα φοβερόν. Του εφάνη ως να εξεκόπη εις αστήρ από των ουρανών και έστη επάνω εις την πέτραν, όπου είναι εκτισμένη η ιερά και σεβασμία αυτού Μονή. Αυτήν δε την οπτασίαν έβλεπε συνεχώς επί πολλάς νύκτας ο Άγιος, αλλά, καθώς είπομεν, εφοβείτο μήπως είναι πλάνη τις του εχθρού. Ως τόσον ήλθε και η κυρία νυξ των Γενεθλίων του Χριστού και τότε βλέπει όχι μόνον τον αστέρα, ότι κατέβη άνωθεν και εστάθη αντικρύ επάνω ταύτης της πέτρας, αλλά και θείαν ήκουσε φωνήν ταύτα λέγουσαν· «Εδώ πρέπει να θεμελιώσης, ω Σίμων, το Κοινόβιόν σου και να σώσης ψυχάς, πρόσεχε δε καλώς μη απιστήσης ως και πρότερον, εγώ δε θέλω είμαι βοηθός σου. Πρόσεχε λοιπόν καλώς και μη αμφίβαλλε, ίνα μη πάθης κακόν». Ακούει δε την θείαν ταύτην φωνήν τρις λέγουσαν τα αυτά. Όθεν έγινεν έντρομος και ενθουσιών. Εφάνη δε εις αυτόν (καθώς ο ίδιος έλεγεν ύστερον εις τους μαθητάς του) ότι ευρέθη εκεί εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και ήτο μετά των Ποιμένων των εις την Γέννησιν του Σωτήρος ευρεθέντων εκεί και την Αγγελικήν ήκουσε μελωδίαν, ψαλλόντων το θεοχαρίτωτον εκείνο· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β:14) «Μη φοβείσθε· ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ» (αυτόθι 10). Τότε, έλεγεν ο Όσιος, ήρχισε να μου φεύγη ο φόβος και η έκστασις και ηυφραινόμην πνευματικώς, ως να έβλεπον παρούσαν την Δέσποιναν Θεοτόκον και τον δίκαιον Ιωσήφ μετά των υιών του και τον Κύριον ημών, νήπιον εσπαργανωμένον κείμενον εν τη φάτνη. Δεν παρήλθον ημέραι πολλαί μετά την των Χριστουγέννων εορτήν και ιδού έρχονται προς αυτόν τρεις άνδρες κοσμικοί αυτάδελφοι και πλούσιοι, επειδή η φήμη του έφθασε και εις την Μακεδονίαν και εις την Θεσσαλίαν. Και εξαγορεύσαντες τους λογισμούς αυτών εις τον Άγιον, προσέπεσον εις τους πόδας του και τον παρεκάλουν να τους δεχθή εις την υποταγήν του. Ο δε Όσιος καθ’ εαυτόν μεν έλεγεν· «Ίσως να είναι αυτοί οι συνεργοί μου να κτισθή το Κοινόβιον κατά την οπτασίαν, την οποίαν είδον». Με όλον τούτο δεν συγκαταβαίνει ευθύς εις το να τους δεχθή, αλλά διαφοροτρόπως προσεπάθει να τους διώξη εκείθεν. Εκείνοι όμως, εκ Θεού φωτισθέντες και αποσταλέντες, δεν έφευγον, αλλ’ έλεγον προς αυτόν· «Δέξαι ημάς ολίγας ημέρας δι’ αγάπην Χριστού και εάν δεν ευχαριστηθής, απόβαλε ημάς». Με τοιαύτας υποσχέσεις μόλις και μετά βίας κατεπείσθη ο Άγιος και τους εκράτησεν εις την υπακοήν του Χριστού. Μετά δε την κανονικήν δοκιμασίαν, τους ενέδυσε το Αγγελικόν Σχήμα και κοινωνήσας αυτούς των αχράντων Μυστηρίων, μετά το δείπνον εφανέρωσεν εις αυτούς τον ιδικόν του λογισμόν, ως προς τέκνα του εις το εξής γνήσια. Διηγήθη λοιπόν εις αυτούς κατά πλάτος την θείαν εκείνην οπτασίαν, ώρκισε δε αυτούς να μη είπωσι τούτο εις άλλον τινά, εν όσω ο ίδιος ζη. Είτα λέγει προς αυτούς· «Φανερόν είναι, ω τέκνα εμά, ότι ο προνοητής Θεός σάς έστειλεν ενταύθα όχι μόνον την ιδικήν σας ψυχήν να σώσητε, λλά και αυτόν τον επίγειον υμών πλούτον να φέρητε, δια να κατασταθή το Κοινόβιον κατά την θείαν αυτού ευδοκίαν και θέλησιν. Υπάγετε λοιπόν, εύρετε οικοδόμους και φέρετε αυτούς δια την οικοδομήν». Επήγαν λοιπόν εκείνοι, τους εύρον και ήλθον ομού· ο δε Άγιος έδειξεν εις τους οικοδόμους τον τόπον εις τον οποίον πρωτίστως ήθελε να θεμελιώση την Εκκλησίαν, είτα και την άλλην οικοδομήν. Βλέποντες οι οικοδόμοι εκείνοι το απόκρημνον και κινδυνώδες του τόπου απεκρίθησαν· «Τι λέγεις, Αββά; Αστεία λέγεις ή σοβαρώς ομιλείς; Αδύνατον είναι να επιχειρισθώμεν την οικοδομήν εις αυτό το σημείον, επειδή βλέπομεν ότι όχι μόνον η ιδική μας ζωή μέλλει να κινδυνεύση, αλλά και εκείνων όσοι ήθελον μετά ταύτα καθίσει εις τον επικίνδυνον αυτόν τόπον». Ο δε Άγιος βλέπων ότι δια λόγων δεν δέχονται να επιχειρήσωσι την οικοδομήν, διέταξε τους μαθητάς του να ετοιμάσωσι τράπεζαν δια να γευματίσωσιν. Εις δε των μαθητών του Οσίου, κιρνών τον οίνον, φθόνω του πονηρού ή και θεία Προνοία, ήτις πανσόφως και δια των εναντίων οικονομεί τα καλά, δεν γνωρίζω πως ανισορροπήσας το σώμα, κατέπεσεν από του ύψους της κορυφής της πέτρας εις το άπειρον χάσμα του κάτωθι καταρρέοντος χειμάρρου, κρατών εις μεν την μίαν χείρα το οινοδόχον αγγείον, εις δε την άλλην το ποτήριον. Τοιούτον ελεεινόν θέαμα ιδόντες οι οικοδόμοι ήνοιξαν αχαλίνωτον το στόμα αυτών χλευάζοντες τον Όσιον μετά θυμού και επεμβαίνοντες εις το θεοπειθές αυτού έργον της οικοδομής έλεγον· «Διατί επιχειρείς τοιαύτα πράγματα και έγινες τοιούτου φόνου αιτία; Αλλά και εις το εξής, εάν ήθελες εύρει ημάς συμφώνους προς την βουλήν σου, πόσοι άλλοι έμελλον τοιουτοτρόπως να φονευθώσι»; Και ταύτα μεν έλεγον εκείνοι και άλλα περισσότερα εξ αγνοίας φλυαρήματα. Ο δε Άγιος προσηύχετο σιωπών, την Κυρίαν Θεοτόκον εκ βάθους ψυχής επικαλούμενος, ίνα μη καταισχύνη βουλήν πτωχού τω πνεύματι. Και, ω των ανεκφράστων θαυμασίων σου Δέσποινα! Τις δύναται να υμνήση τα μεγαλεία σου; Δεν παρήλθεν ημίσεια ώρα και ιδού εκ του άλλου μέρους εφάνη αναβαίνων ο κρημνισθείς Μοναχός σώος και υγιής τη βοηθεία της Παναμώμου Παρθένου κρατών ανά χείρας το οινοδόχον αγγείον και το ποτήριον, όχι μόνον άνευ βλάβης ή συντρίμματος τινος, αλλά και χωρίς ο οίνος τελείως να χυθή. Τούτο το θαύμα ιδόντες εκείνοι οι πρώην προπετείς και αυθάδεις οικοδόμοι φρίττουσι, τρομάζουσι και πεσόντες εις τους πόδας του Αγίου εζήτουν συγχώρησιν λέγοντες· «Τώρα εγνωρίσαμεν, Πάτερ, ότι είσαι άνθρωπος του Θεού». Και δεν εστάθησαν μέχρι τούτου, αλλά και τον εβίασαν και τους εκούρευσεν όλους Μοναχούς. Εποίησαν λοιπόν αρχήν οι καλοί ούτοι οικοδόμοι και έκτιζον προθυμότατα την Μονήν του Οσίου. Επειδή δε δια τα θεμέλια και δια τας γωνίας εχρειάζοντο πολλαί και μεγάλαι πέτραι, προσέταξεν ο Άγιος να σηκώσωσιν ένα υπερμεγέθη λίθον, όστις έκειτο εκεί που πλησίον ακατέργαστος και να τον θέσωσιν εις την γωνίαν του θεμελίου. Εκείνοι δε αστοχήσαντες την πρώτην θαυματουργίαν του Οσίου, εκρυφογέλων ο εις τον άλλον ατενίζοντες κι νομίζοντες ότι αστειεύεται ο Όσιος, επειδή έβλεπον ότι ο λίθος εκείνος ήτο αδύνατον να σαλευθή δια το βάρος και τον όγκον του. Ο δε Άγιος, ιδών ότι δεν υπακούουσιν εις τον λόγον του, επήγε μόνος του και σφραγίσας τον λίθον με το σημείον του Σταυρού, τον εσήκωσεν ο ίδιος εις τους ώμους του χωρίς να τον βοηθήση άλλος τις και τον απέθεσεν απ΄ ευθείας εκεί όπου έπρεπε, στερεώσας αυτόν καταλλήλως εις την γωνίν του. Εις το θαύμα τούτο δεν ηξεύρωτι να θαυμάσω πρώτον, τι ύστερον. Του ζωηφόρου Σταυρού την δύναμιν ή την πίστιν του Αγίου, όστις κατά αλήθειαν δι του έργου έδειξεν εις ημάς εκείνο το οποίον ο Κύριος ημών είπεν εις τους Αποστόλους δια του λόγου· «Αμήν γαρ λέγω υμίν· εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω μετ΄βηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται, και ουδέν αδυνατήσει υμίν» (Ματθ. ιζ: 20). Άνθρωπος κατεξηραμμένος υπό της σκληραγωγίας και μόνον ότι το δέρμα συνεκράτει τα οστά, να σηκώση τόσον βάρος, το οποίον τόσοι άνθρωποι ούτε να το σαλεύσουν ηδύναντο, δεν είναι ολοφάνερον ότι ο Σίμων είχε καταστήσει εαυτόν όργνον της δεξιάς του Υψίστου και ενήργει δι΄ αυτού ο Θεός τα παράδοξα; Αλλ’ ας έλθωμεν και εις άλλο θαύμα του αοιδίμου Σίμωνος, το οποίον εποίησεν εις τους Σαρακηνούς. Παρακαλώ δε την αγάπην σας να μη αμελήτε και νυστάζετε, αλλά να προσέχετε εις τα κατορθώματα του γίου δια να λάβητε πλουσίαν χάριν παρ’ αυτού. Τελειώσας την οικοδομήν του Μοναστηρίου του ο Άγιος επί της θαυμαστής ταύτης πέτρας εις τιμήν και δόξαν των Γενεθλίων του Σωτήρος Χριστού, επωνόμασεν αυτό Νέαν Βηθλεέμ. Όθεν έτρεχον από πολλά μέρη και υπετάσσοντο εις αυτόν. Αλλ’ επειδή και το ταλαίπωρον βασίλειον ημών των Ελλήνων κατήντησεν εις αθλίαν κατάστασιν, ήρχοντο οι Σαρακηνοί αφόβως με τα πειρατικά πλοία των και εις αυτό το Άγιον Όρος και αρπάζοντες παν το προστυχόν, ηχμαλώτιζον και πολλούς Μοναχούς. Ήλθον δε και εις τον λιμένα της Μονής. Ο δε Άγιος φοβηθείς μήπως αναβαίνοντες επάνω κατακαύσουν την Μονήν, προλαβών κατέβη μετά τινων μαθητών του εις τον λιμένα ίνα προϋπαντήση τους βαρβάρους, φέρων και τινα δώρα προς αυτούς. Εκείνοι δε και τα δώρα λβόντες, πάλιν εζήτουν και άλλα λέγοντες· «Που έχετε τους θησαυρούς σας»; Νομίζοντες ότι είχον να κερδήσωσι πλούτον και λάφυρα πολλά. Μη αναγνωρίζοντες δε και τον Άγιον ως προεστώτα, δια το ευτελές του σχήματος, τον εβίαζον να δείξη εις αυτούς τον Ηγούμενον. Ο δε Άγιος πραεία τη φωνή είπε προς αυτούς· «Εγώ είμαι ο ταπεινός. Πλην άλλο τίποτε δεν έχομεν εκτός αυτών τα οποία φορούμεν». Εκείνοι δε νομίζοντες ότι ψεύδεται, ώρμησαν κατ’ υτού ωσάν θηρία άγρια. Εις δε εξ αυτών, ο πλέον φονικώτερος, εγύμνωσε την σπάθην και ώρνησε να κόψη την ιεράν εκείνην κεφαλήν. Ο δε Θεός εξαπέστειλεν τον Άγγελον αυτού και ερρύσατο τον Όσιον αυτού· διότι η μεν χειρ του αυθάδους εκείνου έμεινε κρεμαμένη και ξηρά, οι δε λοιποί επατάχθησαν αορασία και ετυφλώθησαν όλοι. Τότε δη, τότε ήρχισαν να αλαλάζουν την Συριακήν φωνήν αυτών. Αλλάχ! Αλλάχ! Και φοβηθέντες, μετήλλαξαν την θηριωδίαν αυτών εις θρηνωδίαν και την αγριότητα εις ταπεινότητα και κλαίοντες πικρώς παρεκάλουν τον Άγιον θερμώς λέγοντες: «Ελέησον ημάς, Αββά, και να γίνωμεν όλοι Χριστιανοί». Ο δε φιλάνθρωπος δούλος του φιλανθρωποτάτου Δεσπότου Χριστού, ως μιμητής του ανεξικάκου Διδασκάλου αυτού, στέλλει ευθύς ένα μαθητή αυτού και φέρει έλαιον από την κανδήλαν του Δεσπότου Χριστού, με το οποίον αλείψας ο Άγιος τα όμματα όλων σταυροειδώς, ομοίως και την ξηράν χείρα του τολμητίου, ηυχήθη επ΄ αυτών και ευθύς, ω παραδόξου τερατουργήματος! Ιατρεύθησαν οι άνθρωποι. Όθεν όχι μόνον εβαπτίσθησαν, αλλά και εκουρεύθησαν μετά ταύτα εις την αυτήν Μονήν του Αγίου δόκιμοι Μοναχοί γενόμενοι. Αλλ’ επειδή ο αοίδιμος έφθασεν εις βαθύτατον γήρας και έμελλε να εκδημήση προς τον ποθούμενον Χριστόν, προείδε την ώραν της οσίας αυτού εκδημίας προς Κύριον. Όθεν καλέσας τους ιερούς μαθητάς του τους κατήχησε την τελευταίαν αυτού κατήχησιν και διδασκαλίαν και λέγει προς αυτούς. «Ιδού, αδελφοί και τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, εγώ μέλλω να χωρισθώ αφ’ ημών. Υμείς δε, ως φρόνιμοι, δεν πρέπει να λυπήσθε δια τούτο, αφ’ ενός μεν διότι ολίγος παρέρχεται καιρός και πάλιν συναντώμεθα, εξ άλλου δε διότι, αν λάβω παρρησίαν τινά προς τον Θεόν, θέλω σάς επισκέπτομαι πάντοτε και θα σας φυλάττω από τους ορατούς και αοράτους πειρασμούς. Πλην αν και σεις φυλάσσητε την παράδοσιν της κοινοβιακής ζωής και πολιτείας, την οποίαν είδετε και εδιδάχθητε και την ευταξίαν της Εκκλησίας και όλα όσα εδίδαξα και με λόγον και με έργον, ούτω θέλω έχει και εγώ την ιδικήν σας φροντίδα. Μη αγαπάτε πλούτον πρόσκαιρον, φεύγετε την κενοδοξίαν, μη απατάσθε εις την χορτασίαν της κοιλίας, διότι αναφέρεται εις το βιβλίον του Ιώβ, ότι η δύναμις του σατανά συνίσταται «επ’ ομφαλού γαστρός» (Ιώβ μ: 11)· μη φέρετε εδώ εις το Κοινόβιον αγένεια πρόσωπα, διότι είδετε τι έκαμεν ο μέγας Ευθύμιος εις τον Άγιον Σάββαν, τον οποίον μ’ όλον ότι εγνώριζεν, ότι ήτο εκ κοιλίας μητρός ηγιασμένος, δεν τον εκράτησεν εις το Κοινόβιόν του. Γράφεται δε και εις το Γεροντικόν, ότι τον παλαιόν καιρόν τέσσαρες Λαύραι ηρημώθησαν εξ αιτίας των αγενείων (των νέων δηλαδή που δεν έχει ακόμη φυτρώσει το γένειον εις το πρόσωπον)· όθεν και ο θεοφόρος Πατήρ ημών Αθανάσιος ο κτίτωρ της Μεγίστης Λαύρας κατηράσατο και ανεθεμάτισε τους προεστώτας εκείνους, οίτινες ήθελον δεχθή αγενείους, έστω και αν ήσαν υιοί βασιλέων. Να είσθε ειρηνικοί, να είσθε φιλόξενοι, να επιμελείσθε τας εορτάς πνευματικώς και όχι κοσμικώς, δηλαδή να μη καταγίνησθε αυτάς τας ημέρας εις αργολογίας και γέλωτας και αστεία, επειδή η εορτή είναι φωτισμός και αγιασμός της ψυχής, όστις γεννάται από την σιωπήν και προσευχήν και ανάγνωσιν των ιερών βιβλίων. Εις τας Ακολουθίας της Εκκλησίας να ψάλλετε με σεμνότητα και ευλάβειαν και όχι με ατάκτους φωνάς. Να ευλαβήσθε και τον Ηγούμενον με όλην σας την δύναμιν. Αυτά να φυλάττητε και μετά τον θάνατόν μου καθώς και ζώντος εμού εφυλάττετε και εγώ θα είμαι νοερώς πάντοτε μαζί σας· ει δε μη, να απολογήσθε σεις εις εκείνο το φοβερόν και πάνδημον Κριτήριον». Ταύτα ειπών ο Όσιος ύψωσε τας αγίας του χείρας εις τους ουρανούς και μετά κατανύξεως προσηύξατο εις την Παναγίαν Τριάδα, μετά δε την ευχήν εσιώπησεν. Οι δε αδελφοί και μαθηταί τού Οσίου, πάντες ομού περιτριγυρίζοντες αυτόν έκλαιον απαρηγόρητα, λυπούμενοι ότι έμελλον να στερηθώσι τοιούτον Πατέρα και ιατρόν και σωτήρα. Ο δε Άγιος την νύκτα εκείνην παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, το δε πρωϊ είδον το πανόσιον πρόσωπόν του λάμψαν υπέρ τον ήλιον και ούτω μετά ψαλμωδιών και ύμνων ενεταφίασαν εκείνο το πολύαθλον σώμα. Αλλ’ ω της ζημίας! Εις τους χαλεπούς τούτους καιρούς ημών δεν στερούμεθα μόνον αυτό το άγιον Λείψανον του Οσίου, αλλά και αυτόν τον ιερόν τάφον του, τα οποία εσκέπασεν από ημάς ο Θεός, κρίμασιν οις αυτός μόνος γνωρίζει, καθώς εσκέπασε και πολλών άλλων Αγίων και τα Λείψανα και τους τάφους. Έχομεν δε ομολογούμενον εκ παραδόσεως ότι εκείνο το θείον Λείψανον του Αγίου Σίμωνος ανέβλυζε μύρον καθώς εις τον Βίον του Αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη αναφέρονται τα εξής επί λέξει· «εισί δε και άλλα πολλά θαύματα αδόμενα υπό πολλών και από του κυρ Γρηγορίου και εκ της πέτρας του Αγίου Σίμωνος του Μυροβλύτου». Αλλά και ο ευσεβής βασιλεύς της Σερβίας Ιωάννης Ούγγλεσις, έχων μονογενή θυγατέρα διαμονιζομένην και πολλά καμών και εξοδεύσας δια θεραπείαν της, επειδή δεν ηδυνήθη να επιτύχη του ποθουμένου, κούων και του Αγίου τούτου τα θαύματα και το ιαματικόν αυτού μύρον, μόνον ότι επεκαλέσθη τον Άγιον εκ καρδίας, ευθύς ιατρεύθη το κοράσιόν του, δια την ευεργεσίαν δε ταύτην απέστειλε τον πνευματικόν του πατέρα Ευθύμιον με πλείστα όσα αφιερώματα και πλούτον πολύν και ωκοδόμησε την Ιεράν Μονήν. Έφερε δε ο Ευθύμιος και χρυσόβουλλον τούτου του βασιλέως δια την ιεράν ταύτην Μονήν, το οποίον σώζεται μέχρι σήμερον, αναφέρει δε το εν λόγω χρυσόβουλλον συν τοις άλλοις και δια την ανάβλυσιν του μύρου από τον Άγιον και δια το θαύμα του αστέρος, τον οποίον έβλεπεν ο Άγιος επό της πέτρας και ότι Νέα Βηθλεέμ ωνομάσθη η ιερά αύτη Μονή. Ήκμαζε δε ούτος ο βασιλεύς της Σερβίας εν έτει χιλιοστώ διακοσιοστώ εξηκοστώ τετάρτω (1264) από Χριστού, καθώς χρονολογεί το χρυσόβουλλόν του, ότε βασιλεύς του Βυζαντίου ήτο Μιχαήλ Η΄ ο αζυμίτης και λατινόφρων ο και πρώτος των Παλαιολόγων. Ας είπωμεν τώρα και εν εκ των θαυμάτων του Αγίου, τα οποία ετέλεσε μετά τον θάνατόν του και έπειτα να κάμωμεν τέλος εις τον λόγον μας. Εώρταζον κατ΄ έτος οι Πατέρες της Μονής την μνήμην του Οσίου εν τη Μονή. Αλλ’ επειδή τα ζιζάνια δεν λείπουν από τον σίτον, εις μεταξύ των Πατέρων της Μονής δεν ήθελε να συνεορτάση μετά των άλλων αδελφών την ετήσιον εορτήν του Αγίου. Αλλά καταλιπών έφευγεν από την Εκκλησίαν και από την ιεράν εκείνην Ακολουθίαν, την οποίαν έψαλλον οι Πατέρες ολονύκτιον αγρυπνούντες και εκοιμάτο εις το κελλίον του. Ουχί δε μόνον τούτο εποίει καταφρονών την θείαν δόξαν και αγιότητα του Αγίου, αλλά και λόγια βλάσφημα και σιχαμερά εξέμει από την δυσώδη κοιλίαν του κατά του Οσίου ο ανόσιος, κολασμένον και πλάνων αποκαλών αυτόν. Όθεν φαίνεται ο Άγιος εις τον ύπνον του κατ’ αυτήν την νύκτα της εορτής, ότε οι Πατέρες όλοι ηγρύπνουν εις την Εκκλησίαν, εφάνη δε όλος αστραπηφόρος και με δεδοξασμένον το πρόσωπον, έχων μεθ’ εαυτού και δύο εκ των πρώτων εκείνων ηγιασμένων μαθητών του. Και πλήρης θυμού και αγανακτήσεως κατά του βλασφήμου λέγει προς αυτόν· «Δεν σοι αρέσει, ω μιαρέ; Δεδόξασται το δεδοξασμένον». Και νεύων προς τους μαθητάς του ο Όσιος λέγει· «Βάλετε κάτω αυτόν τον βλάσφημον». Βάλλοντες δε υτόν κάτω, εφάνη εις αυτόν ότι έδειρεν αυτόν ο Άγιος δια της ράβδου, την οποίαν εκράτει, εις τους πόδας, από δε των πόνων και τον άμετρον φόβον εξυπνήσας ησθάνετο πονών τους πόδας. Τότε όλος έντρομος τρέχει εις την Εκκλησίαν και πίπτων κατά γης βάλλει μετάνοιαν εις τον Ηγούμενον όλος ηλλοιωμένος και κραυγάζων· «Συγχωρήσατέ μοι, Πατέρες και αδελφοί· τώρα είδον με τα όμματα της ψυχής μου ότι όντως ο Θεός μεγάλως εδόξασε τον Όσιον Πατέρα ημών Σίμωνα. Τώρα και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ως ισάξιον και ομότιμον με τους παλαιούς μεγάλους Αγίους Αντώνιον, Ευθύμιον, Σάββαν και τους λοιπούς. Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι με ελύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνην μου, τον ταλαίπωρον». Ταύτα δε βοών μετά δακρύων διηγήθη εν μέσω της Εκκλησίας την φοβεράν εκείνην δόξαν του Αγίου και τα υπόλοιπα κατά πλάτος και πάντες εδόξαζον τον Θεόν και τον αυτού θεράποντα Όσιον Σίμωνα, ου ταις αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της ουρανών Βασιλείας. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ’ (29η) Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΝΗΠΙΩΝ των υπό Ηρώδου αναιρεθέντων, χιλιάδων όντων δεκατεσσά

Δημοσίευση από silver »


Τα Άγια ταύτα Νήπια εθανατώθηκαν υπό του Ηρώδου, ότε ούτος διεπίστωσεν ότι τον ενέπαιξαν οι Μάγοι, εις τους οποίους παρήγγειλε να επιστρέψωσι και να του αναγγείλωσι τα περί του γεννηθέντος Βασιλέως, τον οποίον εμήνυεν εις αυτούς ο Αστήρ, τον οποίον ηκολούθουν, ίνα και αυτός υπάγη να τον προσκυνήση. Επειδή λοιπόν οι Μάγοι δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην, καθώς προσέταξεν αυτούς ο Άγγελος, αλλά δι’ άλλης οδού επανήλθον εις την χώραν των, τότε βλέπων ο Ηρώδης ότι ενεπαίχθη υπό των Μάγων, ωργίσθη και επικράνθη πολύ. Όθεν ενθυμούμενος εκείνο το οποίον είπον οι Μάγοι, ότι δηλαδή ο Αστήρ εφάνη προ χρόνου ολιγωτέρου των δύο ετών, έστειλε τους στρατιώτας του και εφόνευσαν όλα τα εν τη Βηθλεέμ βρέφη, όσα δηλαδή ήσαν ηλικίας κατωτέρας των δύο ετών, νομίζων ο μάταιος, ότι εάν θανατώση άπαντα τα βρέφη, ομού με τα άλλα θέλει θανατωθή βεβαίως και εκείνος, ο οποίος μέλλει να βασιλεύση, και επομένως δεν θέλει τον επιβουλευθή. Εις μάτην όμως εμόχθησεν ο ανόητος, αγνοών, ότι ο άνθρωπος ουδέποτε δύναται να εμποδίση την βουλήν του Θεού. Όθεν εις μεν τα Νήπια επροξένησε την Βασιλείαν των ουρανών, εις εαυτόν δε εγένετο ο άθλιος πρόξενος της αιωνίου κολάσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος ΑΝΥΣΙΑΣ της εν Θεσσαλονίκη.

Δημοσίευση από silver »

Ανυσία η Αγία του Χριστού Οσιομάρτυς ήκμασε κατά τους χρόνους Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη 286 – 305 καταγομένη εκ Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πολύ πλουσίων, μετά τον θάνατον των οποίων έζη η Αγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα και ευαρεστούσα τον Θεόν δια της πληρώσεως των θείων εντολών. Ταύτην την Αγίαν πορευομένην ποτέ εις την Εκκλησίαν, κατά το σύνηθες, απήντησε στρατιώτης τις ειδωλολάτρης και συλλαβών αυτήν την έσυρεν εις τους βωμούς των ειδώλων αναγκάζων αυτήν να θυσιάση εις τους δαίμονας. Επειδή δε η Αγία ωμολόγησε Θεόν τον Χριστόν και έπτυσεν εις το πρόσωπον του μιαρού εκείνου, ωργίσθη ο αλιτήριος και διεπέρασε την πλευράν της Αγίας δια του ξίφους του, λαβούσης ούτω της μακαρίας Ανυσίας τον αμάραντον του Μαρτυρίου στέφανον.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Tη ΛΑ΄ (31η) Δεκεμβρίου, μνήμη της Οσίας ΜΕΛΑΝΗΣ της Ρωμαίας.

Δημοσίευση από silver »


Μελάνη η μακαρία μήτηρ ημών η σήμερον εορταζομένη ήτο γέννημα και θρέμμα της περιφήμου μεγαλοπόλεως Ρώμης, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το έτος τπγ΄ (383), καταγομένη από γένος περιφανέστατον. Οι γονείς της ήσαν οι πρώτοι της βουλής και από όλους τους άρχοντας πλουσιώτεροι, ευσεβείς και αυτοί και ενάρετοι. Όταν δε έφθασεν η κόρη εις ηλικίαν νόμιμον και οι γονείς της εβούλοντο να την υπανδρεύσουν, τους παρεκάλεσε να μη της αναφέρουν πλέον υπόθεσιν γάμων. Αυτοί όμως είχον πόθον να κάμουν απόγονον, δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Όθεν και μη θέλουσαν την υπάνδρευσαν, όταν ήτο εις το δέκατον τέταρτον έτος της ηλικίας της. Ο δε νυμφίος ήτο ετών δεκαεπτά, Απελλιανός ονομαζόμενος, καταγόμενος και αυτός από γένος των υπάτων ευγενικώτατον. Η δε θαυμασία Μελάνη και μετά τους γάμους είχεν όλον τον νουν της εις την παρθενίαν και επεθύμει πάρα πολύ να φέρη εις αυτήν την σώφρονα γνώμην και τον νυμφίον της και πολλά τον παρεκάλεσε, λέγουσα προς αυτόν τοιαύτα με θερμότατα δάκρυα· «Δέομαί σου, ηγαπημένε μου, να φυλάξωμεν σωφροσύνην απόκρυφα, χωρίς να ηξεύρη ο κόσμος τίποτε και χαρά εις την ψυχήν σου, εάν κατορθώσης τοιαύτην αρετήν θεάρεστον· εάν δε πάλιν δεν ημπορής συ να παρθενεύης δια το νέον της ηλικίας σου, πορεύου συ καθώς θέλεις και εμέ άφες εις την εξουσίαν μου και σου χαρίζω όλην την προίκα μου, δούλους, χρυσίον, ιμάτια και τα επίλοιπα άπαντα, όλα ταύτα σου δίδω, μόνον να μένω παρθένος εν ησυχία». Ο δε απεκρίντο· «Τώρα δεν ημπορούμεν να κάμωμεν καθώς λέγεις, έως να γεννήσωμεν κληρονομίαν δια τον πλούτον μας και τότε σου υπόσχομαι και εγώ επ’ αληθείας να συγκοινωνήσω εις την ευσεβή και αγαθήν γνώμην σου· διότι άπρεπον είναι να έχη η γυναίκα περισσότερον έρωτα εις τα θεία από τον άνδρα και τότε, καθώς εις τον γάμον, ούτω και εις την αγίαν διαγωγήν να συγκοινωνήσωμεν». Ούτω λοιπόν συμφωνήσαντες, έκαμαν μετά τον χρόνον παιδίον θηλυκόν· έπειτα διήγεν η Μελάνη πένθιμα ενδεδυμένη και ευτελέστατα και δεν ήθελε να βάλη λαμπρά ιμάτια, ούτε ενίφθη το πρόσωπον και ηγωνίζετο πολλά να καταπείση τον άνδρα της να εκπληρώση εκείνο το οποίον της υπεσχέθη· αλλ’ αυτός δεν ήθελεν έως να γεννήσουν και δεύτερον τέκνον· εβουλήθη λοιπόν να αναχωρήση κρυφίως από τους συγγενείς της και συμβουλευθείσα εναρέτους πνευματικούς Πατέρας, της είπον να έχη υπομονήν έως άλλον ένα χρόνον και τότε να γίνη του Κυρίου το θέλημα. Παρέμεινε λοιπόν δια να μη γίνη παρήκοος, αλλά ηγωνίζετο ως να ήτο εις Μοναστήριον· ενήστευεν, ηγρύπνει, εφόρει κατάσαρκα ράσα τρίχινα και ετέλει και άλλας αρετάς κρυφίως· μόνον δε μία θεία της εγνώριζε την υπόθεσιν και την συνεβούλευε να μη φορή τρίχινα, δια να μη της έλθη ασθένεια· αλλ’ αυτή εταλαιπωρείτο περισσότερον από την λύπην της· διότι δεν ηδύνατο να αναχωρήση, παρά την τόσην της κακοπάθειαν· όθεν εδέετο εις τον Θεόν καθ’ εκάστην να την αξιώση του ποθουμένου το γρηγορώτερον, όπως και εγένετο. Όταν λοιπόν επλησίασεν ο καιρός να γεννήση το δεύτερον τέκνον της και καθώς προσηύχετο όλην την νύκτα, τα εσπέρια του Αγίου Λαυρεντίου του Ιερομάρτυρος, της ήλθαν οι πόνοι της γέννας, αυτή όμως δεν έπαυε τας ευχάς, αλλά ίστατο γονυπετής όσον ηδύνατο, έως ου την έσφιγξαν περισσότερον και με οδύνας μεγάλας και ανείκαστον βάσανον εγέννησε παιδίον αρσενικόν, το οποίον ως εβαπτίσθη απήλθε προς Κύριον. Η δε μήτηρ έμεινε μετά τον τοκετόν εις οδύνην και εκινδύνευεν από τους πόνους εις θάνατον· ελθών δε ο άνδρας της και βλέπων αυτήν οδυνωμένην, την συνεπόνεσε και δραμών εις την Εκκλησίαν έκλαιε προς τον Δεσπότην ευχόμενος να την λυτρώση από τον χαλεπώτατον κίνδυνον· η δε Μελάνη εύρε τον καιρόν κατά τον σκοπόν της αρμόδιον και του είπε, εάν αγαπά την ζωήν της, να κάμη όρκον προς Κύριον, να φυλάξουν σωφροσύνην εις το εξής· ο δε παρευθύς έταξε του Θεού να την φυλάξη αψευδέστατα. Τότε η Μελάνη από την χαράν της ελησμόνησε την ασθένειαν και δυναμωθείσα υπό Θεού ηγέρθη της κλίνης ταχύτερον και διήρχετο μοναχικώς την ζωήν της, χωρίς επιμέλειαν τινα του σώματος· μόνον την ψυχήν της εστόλιζε. Τότε εκοιμήθη και το μονογενές και ποθητόν της θυγάτριον· όθεν εσυμφώνησεν ο άνδρας της και εσήκωσαν τον γλυκύν ζυγόν του Κυρίου τον ελαφρότατον. Εποθούσαν λοιπόν να απαρνηθώσι τον κόσμον και να υπάγουν εις Μοναστήριον· αλλ’ οι γονείς των δεν τους άφησαν· όμως ύστερον έβγαλεν από το μέσον παν εμπόδιον η άνωθεν δύναμις μετατρέπουσα την λύπην αυτών εις πολλήν αγαλλίασιν· διότι καθώς εμελετούσαν ταύτα αμφότεροι, ήλθεν εις αυτούς ευωδία από τον ουρανόν άρρητος, την οποίαν ούτε γλώσσα να την διηγηθή ούτε νους να την εννοήση δύναται, ήτις επλήρωσε τας ψυχάς των τοσαύτης ευφροσύνης και χάριτος, ώστε εστήριξαν εις τον Θεόν πάσαν μέριμναν να οικονομήση εις αυτούς καθώς βούλεται. Μετ’ ολίγον απέθανεν ο πατήρ της Μελάνης και έμεινεν αυτή του λοιπού ανενόχλητος· όθεν εξήλθον από την πόλιν, όταν ο μεν Απελλιανός ήτο ετών εικοσιτεσσάρων, αυτή δε είκοσι και απήλθον εις τόπον ησυχαστικόν και ατάραχον, εις τοιαύτην ηλικίαν εις την οποίαν ακμάζει η νεότης και ποθεί τα σωματικά και επίγεια, αυτοί δε οι αείμνηστοι κατεπάτησαν όλας τας ηδονάς και απολαύσεις της φθειρομένης σαρκός, δια να απολαύσουν την ανεκλάλητον αγαλλίασιν. Όταν λοιπόν έβλεπεν η πάνσοφος Μελάνη τον άνδρα της και έκλινεν ως νέος παρά μικρόν από την ακρίβειαν της μοναδικής διαγωγής, τον συνεβούλευε και τον διώρθωνεν, όταν δηλαδή τον έβλεπε να επιμεληθή την τροφήν αυτού ή το ένδυμα ή άλλο όμοιον, έως ότου τον έφερεν εις την αληθή φιλοσοφίαν την ζηλωτήν και σωτήριον. Επειδή δε ήσαν πολύ πλούσιοι από χρυσίον και εισοδήματα, δεν έπαυον καθ’ εκάστην να θεραπεύωσι ξένους, να φιλεύουν πεινώντας, να λυτρώνουν φυλακισμένους, να πληρώνουν το χρέος αυτών, να τους χαρίζουν και χρήματα να πορεύωνται και απλώς ειπείν όσους είχον λύπην τινά και συμφοράν τους επαραμυθούσαν και εβοηθούσαν εκείνους μεν προς αυτάρκειαν, αυτοί δε δεν εκράτουν δι’ εαυτούς τίποτε. Τας χριστομιμήτους ταύτας πράξεις βλέπων ο φθονερός διάβολος εκάκιζε, και παρεκίνησεν ένα αδελφόν, τον οποίον είχεν ο Απελλιανός, Σεβήρον ονομαζόμενον, και άλλοτε μεν του ήρπαζεν ένα αγρόν, ή καρπούς από την εσοδείαν, ή χρήματα, άλλοτε δε του έπαιρνε τινάς από τους δούλους του, και τους επλήρωνε να ομόσουν ψεύματα, ότι ήτο ιδικόν του τούτο ή το δείνα αμπέλιον ή περιβόλιον, και άλλας διαφόρους αδικίας τους έκαμεν. Αλλ’ αυτοί τα υπέμειναν όλα δια τον Κύριον, και εχαίροντο μάλιστα, τας συμφοράς του Ιώβ ενθυμούμενοι. Μόνον ελυπούντο, διότι έπαιρνεν ο άδικος εκείνος τον πλούτον, τον οποίον εποθούσαν να δώσουν εις τους πτωχούς. Ταύτα μαθούσα η ευσεβεστάτη βασίλισσα Βερίνα είχεν πόθον πολύν να τους ίδη, και πολλάκις έστειλε προς την Μελάνην παρακλήσεις να υπάγη εις τα βασίλεια. Όθεν, δια να μη φανή υπερήφανος, ότι δεν καταδέχεται την βασίλισσαν, εκίνησαν ομού με τον Απελλιανόν δια να υπάγουν αμφότεροι. Ήτο δε νόμος να μη τολμήση καμμία γυνή να εισέλθη, έχουσα την κεφαλήν σκεπασμένην εις τα βασίλεια. Αυτή δε του μεν πολιτικού νόμου καταφρονήσασα, του δε μακαρίου Παύλου την εντολήν επακριβώς διαφυλάττουσα, ούτε την κεφαλήν εξεσκέπασεν, ούτε τα ράσα της τα πενιχρά ήλλαξεν, αλλ’ ούτως ευτελέστατα ενδεδυμένη εισήλθεν εις τα βασίλεια, χωρίς να κοιτάξη τίποτε από τα πολύτιμα πράγματα, τα οποία ήσαν εκεί. Βλέπουσα η βασίλισσα τοσαύτην ταπείνωσιν, ηγέρθη από τον θρόνον δι’ ευλάβειαν και την εκάθισε πλησίον της, θαυμάζουσα την ευτέλειαν του ενδύματος και την επήνεσε λέγουσα· «Προ πολλού ήκουσα την καλήν φήμην των θεϊκών σου πράξεων, και ευχαριστώ τον Κύριον, διότι ηξιώθην να σε απολαύσω. Μακαρία συ, όπου εμακαρίσθης δικαίως από τον Κύριον». Ταύτα και έτερα λέγουσα, ηγέρθη πάλιν από τον χρυσόν θρόνον η βασίλισσα και την ενηγκαλίσθη και την κατεφίλει με πολλήν ευλάβειαν και κατάνυξιν, της υπεσχέθη δε να κάμη εις τον Σεβήρον εκδίκησιν, δια τας αδικίας τας οποίας τους έκαμεν. Η δε Αγία απεκρίθη· «Καλλίτερον να μας αδικούσι, δέσποινα, παρά ημείς να αδικήσωμεν, παρακαλώ δε την βασιλείαν σου, όπως μη τον ενοχλήσητε εις τίποτε. Όσα επήρεν έως τώρα, ας είναι συγχωρημένος· μόνον να μη μας πειράξη πλέον, διότι καλλίτερον είναι να τα δώσωμεν εις τους πτωχούς, παρά να τα παίρνη εκείνος άδικα». Έλαβον λοιπόν την βασιλικήν εξουσίαν, να πωλήσουν όλα τα υπάρχοντά των και να κάμουν καθώς επεθύμουν. Όχι δε μόνον εκεί εις την Ρώμην είχον πλούτον άπειρον, αλλά και εις πολλούς άλλους τόπους της Ιταλίας, εις δε την Βρεττανίαν θαυμασιώτερα, τα οποία όλα επώλησεν και τα ηγόρασαν οι άρχοντες, διότι τους παρακάλεσεν ο βασιλεύς, δια να λυτρωθή η μακαρία από πολλάς φροντίδας και μερίμνας και να δυνηθή να απολαύση κατά τον πόθον της. Είχον δε τοσαύτα πράγματα οι μακάριοι, ώστε δεν τους έφθανεν άλλος εις τον πλούτον, ειμή μόνον ο βασιλεύς και αυτοκράτωρ· τόσον δε εισόδημα τους ήρχετο, ώστε εάν το είπω, θέλουσιν είπει τινές ότι λέγω πράγμα απίστευτον, αλλ’ εγώ το γράφω, καθώς πολλοί εμαρτύρησαν, λέγοντες, ότι δώδεκα μυριάδες λίτρα χρυσίου ήτο η κατ’ έτος εσοδεία των, τα οποία όλα εμοίρασαν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς οι τρισμακάριοι· αι δε οικίαι των ήσαν τόσον μεγάλαι, ώστε δεν ηδυνήθη κανείς Ρωμαίος να τας αγοράση· ύστερον δε, ότε έκαυσαν την Ρώμην οι βάρβαροι, τας επώλησαν με μικράν τιμήν και τα έδωκαν και αυτά εις τους πένητας. Εξεδήλωσε δε ακόμη την επιθυμίαν της η μακαρία Μελάνη να χαρίση εις την αδελφήν του βασιλέως μερικά από τα χρυσά κοσμήματά της, αλλ’ αυτή δεν ηθέλησε να κρατήση τίποτε λέγουσα· «Όστις λάβη από σας τίποτε, είναι πράγματι ιερόσυλος, επειδή όλα αυτά τα αφιερώσατε εις τον Θεόν». Έδιδον λοιπόν οι μακάριοι καθ’ ώραν εις τους έχοντας ανάγκην από όλα τα χρειώδη αφθόνως, τόσον ώστε δεν έμεινε σχεδόν χώρα και έθνος, που να μη έλαβεν ευεργεσίαν απ’ αυτούς και δια να είπωμεν με ένα λόγον, η ελεημοσύνη των έτρεχεν ως ποταμός εις όλην την γην και την θάλασσαν· η Φοινίκη, η Συρία, η Αίγυπτος, και παρ’ ολίγον όλη η οικουμένη ευηργετήθη απ’ αυτούς, αλλά και νήσους ακεραίας ηγόρασαν από τον βασιλέα και τας εχάρισαν εις Αγίους ανθρώπους και έδωκαν χρήματα εις Μοναχούς και Μοναχάς και έκτισαν Μοναστήρια· όλα δε τα πολύτιμα ιμάτιά των και τα ασημικά άπαντα αφιέρωσαν εις τας Εκκλησίας και τα άκαμαν κοσμήματα· έπειτα, αφού έδωσαν όσα είχον εις την Ιταλίαν, επήγαν και εις την Σικελίαν· αφ’ ενός μεν δια να δώσουν εκείνα, τα οποία εξουσίαζον, αφ’ ετέρου δε δια να ίδωσι τον αγιώτατον Παυλίνον, τον πνευματικόν των Πατέρα και άξιον Αρχιερέα. Αφού δε ανεχώρησαν από την Ρώμην, ο έπαρχος ως φιλάργυρος ήρπασε τας οικίας των και όσα πράγματα τους έμειναν αλλά παρευθύς τον εύρεν ο θυμός του Θεού· διότι συνέβη να γίνη πείνα κατ’ εκείνας τας ημέρας και δεν ευρίσκετο άρτος εις την αγοράν· όθεν εθυμώθησαν οι άνθρωποι και δραμόντες κατ’ αυτού όλον το πλήθος, εφόνευσαν βιαίως τον άθλιον· και πάλιν εις ολίγας ημέρας έδραμον βάρβαροι και ηρήμωσαν όσα ήσαν έξω της πόλεως, ούτως ώστε εφάνη ότι θέλημα Θεού ήτο και διεμοίρασαν τον πλούτον των πρότερον οι μακάριοι και τον εθησαύρισαν εις τον ουρανόν, από τον οποίον δεν κλέπτεται. Αφού δε ανεχώρησαν από την Μεσσήνην της Σικελίας, δια να υπάγουν εις την Λιβύην και την Καρχηδόνα, ηγέρθη μέγας και άγριος άνεμος και τους επείραζεν ημέρας τινάς, εκινδύνευον δε τόσον, ώστε εγνώρισεν η μακαρία Μελάνη, ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να υπάγουν εκεί όπου εβούλοντο. Όθεν προστάσσει τους ναύτας να στρέψωσι το πηδάλιον και να υπάγουν εκεί όπου επέτρεπεν ο άνεμος, ταξιδεύοντες δε με ούριον άνεμον, έφθασαν εις μίαν νήσον, την οποίαν είχον λεηλατήσει βάρβαροι και πολλούς ανθρώπους άνδρας τε και γυναίκας και παίδας ηχμαλώτισαν· δια να δώσουν δε οπίσω τους αιχμαλώτους εζήτουν τόσον χρυσόν, ώστε ήτο αδύνατον να ευρεθή εις την νήσον, ηπείλουν μάλιστα ότι αν δεν τους τον δώσουν ταχέως, αυτούς μεν θα κατακόψουν, την δε νήσον θα καύσωσι. Οι δε νησιώται ήσαν πτωχοί και δεν είχον να δώσουν τόσα αργύρια, αλλ’ ο παντοδύναμος Θεός τούς έστειλε θαυμασίως βοήθειαν, δια να μη απολεσθώσιν αδίκως· διότι η Αγία τους έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησαν και όχι μόνον το χρυσίον, το οποίον επήραν οι βάρβαροι έδωσεν, αλλά αφού ελύτρωσε τους αιχμαλώτους, τους εχάρισε και φλωρία χρυσά πεντακόσια, έτι δε και άρτους και έτερα βρώματα, δια να ευφρανθώσιν, ώστε να λησμονήσουν τας θλίψεις και συμφοράς τάς οποίας έπαθον. Ταύτην την αναγκαίαν ελεημοσύνην ποιήσαντες οι μακάριοι, έπλευσαν χωρίς λύπην πλέον, αλλά με αέρα γλυκύτατον και έφθασαν εις την Καρχηδόνα, δώσαντες και εκεί ελεημοσύνην αγρούς και χρήματα πάμπολλα· άλλα μεν αφιερούντες εις Εκκλησίας και Μοναστήρια και έτερα εις πτωχούς διανέμοντες, έμειναν δε εις μίαν χώραν θαυμάσιον, εις την οποίαν ήτο εις Πνευματικός ενάρετος και εγγράμματος, την κλήσιν Αλύπιος, εις το Μοναστήριον του οποίου έμειναν μελετώντες τα ιερά λόγια και χαρίζοντες εις αυτήν την Μονήν πολύ χρυσίον και εισοδήματα· έκτισαν δε εκεί εις τα όρια της Μονής εκείνης άλλα δύο Μοναστήρια, τα οποία επροίκισαν με εσοδείας και χρήματα προς αυτάρκειαν και εις μεν τον εν κατώκησαν άνδρες ογδοήκοντα, εις δε το άλλο γυναίκες εκατόν και τριάκοντα. Εις την γυναικείαν ταύτην Μονήν έμεινε και η μακαρία Μελάνη, αλλά δεν ηθέλησε να γίνη Ηγουμένη, καθώς έπρεπεν, ως ευγενεστέρα πασών, πλουσιωτέρα, εγγράμματος και πάνσοφος όπου ήτο, λέγουσα εις τας αδελφάς, αίτινες την παρεκάλουν μετά δακρύων ως ευεργέτην και δέσποιναν να τας ποιμάνη, ότι δεν ήθελε να έχη φροντίδα και μέριμναν. Ούτω λοιπόν το ευλογημένον εκείνο ανδρόγυνον εμοίρασαν όλον τον πλούτον των εις χείρας πενήτων δια τον Κύριον και έμειναν ακτήμονες, δια να απολαύσουν άλλον πλούτον, τον οποίον να μη δύναται τις να τον κλέψη ουδέποτε. Ενήστευε δε η Αγία από όλα τα ηδονικά βρώματα και μόνον όταν έκλινε προς την δύσιν ο ήλιος έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν τροφήν ολίγην σκληράν και άχρηστον· σπανίως δε έβαλλεν ολίγον έλαιον εις το φαγητόν, οίνον όμως δεν έπινεν ουδόλως ειμή μόνον ύδωρ μετά μέλιτος. Και εις μεν την αρχήν έτρωγε μίαν φοράν την ημέραν, έπειτα κάθε δύο ή τρεις ημέρας και ύστερον μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα και πάλιν δεν εσχόλαζεν από το εργόχειρον, αλλά την περισσοτέραν ημέραν έγραφε πάντοτε, επειδή ήτο άριστος καλλιγράφος και ταχυγράφος θαυμασία, τόσον ώστε δεν έγραφεν άλλος τις λαμπρότερα και γρηγορώτερα, και ποτέ δεν ησθένησεν από το εργόχειρον, αλλά με πολλήν προθυμίαν έγραφε το περισσότερον της ημέρας. Έπειτα, αφού εκουράζετο η χειρ της, ανεγίνωσκεν όσον ηδύνατο και πάλιν όταν εβαρύνοντο οι οφθαλμοί της από την ανάγνωσιν ηκροάζετο αγίων ανδρών ομιλίας ή προσηύχετο, την δε νύκτα μόνον δύο ώρας εκοιμάτο κατά γης εις ένα σάκκον τρίχινον, την δε επίλοιπον νύκτα ηγρύπνει και έλεγεν ότι πρέπει να αγρυπνώμεν πάντοτε, επειδή δεν ηξεύρομεν, κατά τον δεσποτικόν λόγον, ποίαν ώραν ο κλέπτης έρχεται. Εδίδασκε δε τας παρθένους η Οσία να μάχωνται κατά του ύπνου όσον ηδύναντο, λόγος αργός ποτέ να μη εξέλθη από το στόμα των, ούτε καν να γελάσωσιν ή να εισέλθη εις την ψυχήν των λογισμός άτοπος. Πολλάκις δε ενήστευε και την Κυριακήν, και μόνον εκάστην ογδόην ημέραν έτρωγεν, αλλά η Ηγουμένη την επέπληξε, λέγουσα ότι δεν έπρεπε να κάμνη την δεσποτικήν ημέραν ίσην με τας επιλοίπους, αλλά να μεταλαμβάνη τροφής και ελαίου ολίγου, εις δόξαν Θεού. Όθεν η Αγία έκοψε και εις τούτο το θέλημά της, δια να πληρώση τον λόγον του Απ. Παύλου, όστις λέγει· «Πείθεσθε τοις Ηγουμένοις» (Εβρ. ιγ: 17) και τα λοιπά. Αλλά τις δύναται να διηγηθή ικανώς τας αρετάς της μακαρίας εκείνης; Την κακοπάθειαν, τους κόπους και τους πόνους, το της αναγνώσεως σύντομον, των αναγνωσμάτων την έρευναν, και τας λοιπάς φιλοθέους πράξεις και εργασίας της; Έγραφε δε καθ’ εκάστην, ως είπομεν, και όσα εκέρδιζεν από το γράψιμον τα έδιδεν εις τους πτωχούς· πολλάκις δε ειργάζετο και κανέν ένδυμα, και το εχάριζεν εις ιερωμένους ανθρώπους δια να αφιερώνεται το ιερόν εις τόπον ιερόν τε και άγιον· εκοπίαζε πολύ εις την θείαν ανάγνωσιν, και εξόχως ανεγίνωσκε την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην τρις του έτους, όλας δε τας ακριβείς και ωφελίμους αυτών μαρτυρίας εφύλαττεν εις ενθύμησιν, και τας έστελλε και γραπτώς εις διαφόρους τόπους δια πολλών ωφέλειαν. Εγνώριζε δε η Οσία και την ελληνικήν γλώσσαν τόσον καλά, ώστε την ωμίλει ως και την ιταλικήν της πατρίδος της και δεν την εγνώριζον οι ακούοντες, όταν ωμίλει την γλώσσαν μας, ότι ήτο Ρωμαία, αλλά την ενόμιζον Ελληνίδα. Είχε δε ζήλον προς τον Χριστόν ανείκαστον, και εσπούδαζεν όσον ηδύνατο με έργα και δώρα και λόγους να προσελκύη τους νέους και τα κοράσια προς σωφροσύνην και άσκησιν· τους δε Σαμαρείτας και Έλληνας εδίδασκε πανσόφως, και τους ωδήγει εις την ευσέβειαν. Ούτω λοιπόν η μακαρία ως σοφός αλιεύς τας ψυχάς των ανθρώπων ηλίευεν, έκτισε δε και μίαν κιβωτόν ξυλίνην μικράν, στενήν μεν τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να γυρίση δεξιά ή αριστερά και χαμηλήν όσον δεν ηδύνατο να σταθή ορθία· εις ταύτην εσφαλίσθη, ως εις τον τάφον, αφήσασα μίαν μικράν θυρίδα, από την οποίαν ωμίλει ολίγους λόγους· η δε μήτηρ της ήτο ομού μετά της Αγίας συνοδοιπόρος, ποντοπόρος και συνεργάτις αυτής, και πολλήν ωφέλειαν έλαβεν απ’ αυτήν· απεκάλει δε εαυτήν μακαρίαν και τον Θεόν εδόξαζεν, ότι την ηξίωσε να γεννήση τοιούτον θυγάτριον, ήτις είχεν όλας τας αρετάς θησαυρισμένας εις εαυτήν· εξαιρέτως δε είχε την ταπείνωσιν, και με όλον ότι ήτο καθαρά και άμωμος, δεν ενόμιζε τον εαυτόν της δια τίποτε, αλλά είχε συντετριμμένην και ταπεινήν την διάνοιαν, από όλους τους αμαρτωλούς περισσότερον. Έκαμε λοιπόν η Οσία επτά έτη εις το ρηθέν Μοναστήριον και τότε της ήλθε λογισμός να ίδη τα Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως. Εισελθόντες λοιπόν εις το πλοίον έπλευσαν με τον Απελλιανόν και την μητέρα της χωρίς να λάβουν μεθ’ εαυτών τίποτε δι’ έξοδα ει μη μόνον από τα χρειαζόμενα ολίγα πράγματα, και αφού έφθασαν εις την αγίαν Γην, η μακαρία ησθένησεν, αλλά πάλιν ηγέρθη με την θείαν βοήθειαν, και απελθούσα εις τους Αγίους Τόπους προσεκύνησεν άπαντας, και συνομιλήσασα με πολλούς εναρέτους ανθρώπους έδωσε και επήρεν πολλήν ωφέλειαν. Εκαλλιγράφει δε και εκεί και εκέρδιζε την ζωοτροφίαν των, το δε εσπέρας εκλείετο εις τον Πανάγιον Τάφον, όπου έως την ώραν του όρθρου προσηύχετο, και τότε αφού ήρχοντο οι αδελφοί και ανεγίνωσκον την Ακολουθίαν, μετά την δοξολογίαν ανεπαύετο. Επειδή δε είχεν εισέτι ολίγην περιουσίαν εις την Ρώμην, έστειλε πιστόν άνθρωπον να την πωλήση και να της αποστείλη τα αργύρια, και ούτως εκείνος εποίησεν. Αφού δε έλαβε και ταύτα, άλλα μεν διεμοίρασεν εις πένητας, άλλα δε έδωσεν εις την μητέρα της, την οποίαν αφήκεν εκεί, διότι ήτο Γερόντισσα και της έκτισε κελλίον εις το όρος των Ελαιών, τα δε επίλοιπα έλαβον με τον Απελλιανόν και επήγαν εις Αίγυπτον, δια να ίδωσι και τους εκείσε Αγίους, να τους δώσουν βοήθειαν. Αφού δε εγύρισαν πολλά Ασκητήρια, εύρον άνδρα τινά μέγαν εις την φιλοσοφίαν και όντως θαυμάσιον, καλούμενον Ηφαιστίωνα. Τούτον παρεκάλουν να δεχθή ελεημοσύνην, αλλά δεν ηθέλησεν, η δε Αγία εκοίταξεν όλον το κελλίον και δεν εύρεν άλλο τίποτε, παρά μίαν ψάθην εις την οποίαν εκοιμάτο και μίαν σπυρίδα, εις την οποίαν είχεν ολίγον άλας· εις αυτό λοιπόν έβαλεν ολίγον χρυσίον και το εσκέπασε με το άλας δια να μη το εύρη επί ολίγας ημέρας· και ούτω λαβόντες συγχώρησιν, ανεχώρησαν. Ο δε Όσιος από θείαν Χάριν ή και από την γνώσιν του ηννόησε την υπόθεσιν, και λαβών τα χρήματα έδραμε σπουδαίως και τους έφθασε, εφώναξε δε προς αυτούς από μακρόθεν· «Λάβετε τα χρήματα, διότι δεν τα χρειάζομαι». Οι δε απεκρίθησαν· «Δος τα εις άλλον τινά όποιος τύχη». Τους λέγει ο Όσιος· «Εδώ είναι έρημος, και δεν έρχεται κανείς, μόνον λάβετέ τα δι’ αγάπην Θεού, να μη με συγχύζουσιν». Όταν δε είδεν ο Ασκητής, ότι δεν ήθελαν να τα λάβωσι, τα έρριψεν εις τον ποταμόν και επέστρεψεν. Όχι δε μόνον τούτον τον θαυμάσιον Ηφαιστίωνα, αλλά και άλλους πολλούς εύρον, οι οποίοι δεν εδέχοντο χάρισμα, αλλά έφευγον από τον χρυσόν, ως από όφεις οι τρισμακάριοι. Αναχωρήσαντες δε και απ’ εκεί απήλθον εις Αλεξάνδρειαν και εις το όρος της Νιτρίας, να επισκεφθώσι και τους εκεί θαυμαστούς Αγίους Πατέρας, ήτοι τους Αββάδες Παμβώ, Σεραπίωνα, Παφνούτιον, Ισίδωρον τον Επίσκοπον Ερμουπόλεως και Διόσκορον, και εις ταύτην την έρημον εστάθη μετ’ αυτών μήνας εξ, δια να ίδη όλους τους Ασκητάς της ερήμου. Έπειτα αφού τους εξώρισεν ο έπαρχος της Αλεξανδρείας και Παλαιστίνης, όχι μόνον αυτούς, αλλά και άλλους, τον αριθμόν ρ΄ (100) μεταξύ των οποίων ήσαν Αρχιερείς δώδεκα (12), ηκολούθησεν αυτούς η Οσία Μελάνη με τους ανθρώπους της και τους υπηρέτει εις όλας τας ανάγκας, εξοδεύουσα από τον πλούτον αυτής, ο δε υπηρέτης του επάρχου την ημπόδιζεν. Όθεν μη δυναμένη να τους υπηρετή φανερά ενεδύθη ανδρικά ιμάτια και τους επεριποιείτο. Τούτο μαθών ο έπαρχος της Παλαιστίνης προσέταξε να την δείρουν και να την φυλακίσουν, διότι δεν εγνώριζε ποία ήτο, η δε Αγία διεμήνυσεν εις αυτόν τίνος ήτο γυνή και τίνος θυγάτηρ, αλλά δια την αγάπην του Χριστού ήτο ενδεδυμένη τόσον πενιχρά δια ταπείνωσιν. Ο δε έπαρχος ταύτα ακούσας και φοβηθείς, απέλυσεν αυτήν ζητών συγχώρησιν· της έδωσε δε και άδειαν να βοηθή τους Αγίους ως ήθελε και ούτω τους υπηρέτησεν έως ου ελυτρώθησαν από την εξορίαν οι Αγιοι με βασιλικόν πρόσταγμα και επέστρεψεν έκαστος εις το κελλίον του. Αφού λοιπόν η Αγία επεσκέφθη όλους τους Ασκητάς της Νιτρίας και εσύναξεν εξ εκάστου το άνθος της αρετής αυτού ως επιμελής μέλισσα, επέστρεψε με την συνοδείαν αυτής εις Ιεροσόλυμα και ευρούσα το κελλίον εκτισμένον, κατώκησεν εις αυτό η αοίδιμος. Ήρχισε δε από τα Φώτα την αναχώρησιν και ώρισε καθ’ εαυτής νόμον, να μη ίδη πλέον τινά, ούτε άλλος να την ίδη εκείνην, ειμή μόνον άπαξ της εβδομάδος οι τρεις ούτοι· η μήτηρ της, ο πρώην μεν άνδρας της τότε δε συνασκητής και εις τους αγώνας κοινωνός της και σύμπονος, και η αδελφή της, την οποίαν εδίδαξε και ενουθέτησε τόσον, ώστε την κατέπεισε και κατεφρόνησεν όλα τα βιοτικά και τας ηδονάς του σώματος και εμιμείτο αυτήν ως ηδύνατο. Τούτον τον επίπονον βίον διήλθεν η Μελάνη έτη δεκατέσσαρα και τότε η μήτηρ αυτής ετελεύτησεν· όθεν εξελθούσα ενεταφίασεν αυτήν ως έπρεπε και έκαμεν εκείνο το έτος εις άλλο κελλίον σκοτεινόν κλαίουσα καθ’ εκάστην, νηστεύουσα και αγωνιζομένη ανδρείως κατά του δαίμονος. Εξήλθεν λοιπόν η φήμη της εις όλον τον κόσμον, και συνήχθησαν όχι μόνον κοράσια, αλλά και γυναίκες αμαρτωλαί πρότερον και έγιναν Μοναχαί τον αριθμόν ενενήκοντα, αι οποίαι ηλλοιώθησαν την καλήν όντως και θαυμασίαν αλλοίωσιν. Έκτισε δε κελλία και έγινε Κοινόβιον τέλειον. Έγραψε δε νόμον να μη ομιλήσουν με άνδρα πώποτε, ούτε να εξέλθουν από το Μοναστήριον, ούτε να δεχθώσι δωρεάν τινα, αλλά μόνον από τον κόπον των και από ό,τι έχει το Μοναστήριον να πορεύωνται· έκαμε δε εις αυτάς και Προεστώσαν άλλην να τας ποιμαίνη, αυτή δε υπηρέτει ως δούλη, δια να δώση εις αυτάς καλόν παράδειγμα ταπεινώσεως. Όταν δε ήθελε κανονίσει η Ηγουμένη καμμίαν με κανόνα βαρύν και υπέρμετρον, λόγου χάριν να νηστεύη τόσας ημέρας, όταν εγνώριζεν η Αγία ότι δεν ηδύνατο η αδελφή να τον φυλάξη, της έβαλλε φαγητόν εις το κελλίον κρυφίως και ευρίσκουσα αυτό έτρωγεν ευχαριστούσα τον Κύριον και ούτω και εις άλλας υποθέσεις τας εβοήθει, ως πρακτική και πάνσοφος όπου ήτο, αλλά περισσότερον εσπούδαζε να τας βοηθή εις τα ψυχικά και τας εδίδασκε πολλάκις με ψυχωφελείς λόγους τοιαύτα λέγουσα· «Προ πάντων φυλάττετε, αδελφαί μου, την ψυχήν καθαράν και παρθένον από ρυπαρούς λογισμούς και φιλοδονίας διανοήματα· έπειτα εγείρεσθε εις προσευχήν το μεσονύκτιον και όταν προσεύχεσθε, έχετε τον νουν σας εις τα λεγόμενα και μη προσπαθήτε να τελειώνετε γρήγορα, αλλά αργώς με φόβον και τρόμον ιστάμεναι· διότι εάν όταν ομιλή τις με επίγειον βασιλέα ίσταται μετά μεγάλης προσοχής και ταπεινώσεως, πόσην προσοχήν και ταπείνωσιν πρέπει να έχωμεν εις την προσευχήν, όπου ομιλούμεν με τον φοβερόν Κριτήν και αθάνατον Βασιλέα; Επιμελείσθε, αδελφαί μου, τας ψυχικάς αρετάς υπέρ τας σωματικάς σπουδαιότερον και μάλιστα την αγάπην και την ταπείνωσιν· διότι όστις δεν έχει τας δύο αυτάς αρετάς δεν σώζεται, εάν αποκτείνη από την ασιτίαν την σάρκα του· διότι και οι δαίμονες αγρυπνούσι και νηστεύουσι πάντοτε, αλλά δια την μισανθρωπίαν αυτών και την υπερηφάνειαν έγιναν σκότος εκ φωτός οι τρισάθλιοι». Έλεγε δε και τούτο η Οσία· «Η ψυχή είναι ως νύμφη, αι δε αρεταί στολαί νυμφικαί, καλλωπίζουσαι τα μέλη του σώματος· η νηστεία δηλαδή είναι ο στολισμός των ποδών. Όμως είναι ανάγκη να μη έχη μόνον τους πόδας εστολισμένους η νεόνυμφος, αλλά πολύ περισσότερον τας χείρας, το πρόσωπον και τα επίλοιπα άπαντα. Ταύτα λέγω δια τινας αδελφάς τας οποίας βλέπω και νηστεύουσι μόνον σωματικώς, αλλά ψυχικώς δεν επιμελούνται αι άφρονες. Προσέχετε, αδελφαί μου, επιμελέστατα, να μη αποκλεισθώμεν έξω του νυμφώνος, ως μωραί και ασύνετοι· έχετε την υπακοήν η μία προς την άλλην και μη επαίρεσθε όταν σας επαινώσιν ούτε να κακίζετε, όταν σας υβρίζουν δικαίως ή αδίκως». Έλεγε δε προς αυτάς και τούτο το αληθινόν παράδειγμα· «Αδελφός τις επήγε να υποταχθή εις φρόνιμόν τινα Γέροντα, όστις τον προσέταξε να δείρη εν είδωλον, το οποίον έτυχε και ήτο εκεί πλησίον των, να το λακτίση και να το υβρίση, ως να του έπταισεν· ο δε νέος υπήκουσε. Τότε του λέγει ο Γέρων· «Εάν δύνασαι και συ να υπομείνης αταράχως, ως τον αδριάντα αυτόν, τας ύβρεις και τας μάστιγας χωρίς αντιλογίας, θέλεις σωθή, ει δ’ άλλως ύπαγε όπου βούλεσαι»· με τοιαύτα και έτερα πλείστα σοφώτατα λόγια εδίδασκε τας αδελφάς η αείμνηστος. Μετά ταύτα έκτισεν η Οσία Εκκλησίαν, δια να ακούωσι την θείαν λειτουργίαν· κατά δε τον καιρόν εκείνον ο κατά σάρκα μεν ομόζυγος και νυμφίος αυτής ηγαπημένος, κατά πνεύμα δε αδελφός της γενόμενος, ο Απελλιανός, ο αοίδιμος και όντως μακάριος, αφήκε τα πρόσκαιρα και απήλθεν εις τα ουράνια· η δε Οσία ηγωνίζετο έτι περισσότερον, έμεινε δε εις το ιερόν έτη τέσσαρα, αγωνιζομένη με νηστείας και προσευχάς όσον ηδύνατο. Είχε δε πόθον να κτίση και Μοναστήριον ανδρών αλλά δεν είχε χρήματα, επειδή όλα τα έδωσεν εις ελεημοσύνας, ο Θεός όμως εφώτισεν άρχοντα τινα και της εχάρισε χρήματα άμετρα και ούτως έκτισε το Μοναστήριον, το οποίον επλήρωσε Μοναχών κατά τον πόθον αυτής· έδωκε δε εις αυτούς νόμους πώς να πορεύωνται. Ενώ δε εμελέτα να ησυχάση, δια να λυτρωθή από τας φροντίδας, της ήλθον γράμματα να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου την εκάλει εις θείος της, Βουλοσιανός καλούμενος, όστις έγινεν έπαρχος της Ρώμης και επήγαινε τότε εις την βασίλισσαν Ευδοκίαν δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν, της έγραφε δε ότι είχε μέγαν πόθον να την ίδη να συνομιλήσωσιν. Η δε Αγία επόθει μεν και αυτή να υπάγη δια να τον επιστρέψη εις την ευσέβειαν, διότι ήτο Έλλην και μόνον δια τας ανδραγαθίας και τον πλούτον του τον έκαμαν έπαρχον, αλλά πάλιν εδειλία, μήπως και δεν ήτο Θεού θέλημα να καταφρονήση την ησυχίαν τότε εις το τέλος της, να υπάγη εις τα βασίλεια. Ηρώτησε λοιπόν περί τούτου Μοναχούς εναρέτους και την συνεβούλευσαν να μη αργοπορήση, διότι θα έκαμνε πολλήν ωφέλειαν· ανεχώρησε λοιπόν από την Ιερουσαλήμ και επορεύετο δια ξηράς, από όσας δε πόλεις και χώρας διήλθεν, εξήρχετο ο ευσεβής λαός μετά των Ιερέων και των Αρχιερέων καθώς και Μοναχοί και Μοναχαί με τιμήν πολλήν και την προσεκύνουν με τόσην ευλάβειαν, ως να ήτο ουράνιος. Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Χαλκηδόνα, εδειλία να υπάγη εις το Βυζάντιον, νομίζουσα άπρεπον πράγμα να εισέλθη εις τοιαύτην πόλιν πολυάνθρωπον και περίφημον μία Ασκήτρια· έμεινεν λοιπόν εις τον Ναόν της πανευφήμου Ευφημίας και προσηύχετο έως το μεσονύκτιον, να την φωτίση ο Κύριος να πράξη το συμφερώτερον, και τότε εξήλθεν ευωδία θαυμάσιος από τον τάφον της Μεγαλομάρτυρος και επλήρωσε την ψυχήν της Οσίας με ευφροσύνην και ηδονήν ανεκλάλητον· όθεν θάρρος λαβούσα, αφ’ ου εξημέρωσε, διήλθεν εις το Βυζάντιον και εύρε τον Βουλοσιανόν ασθενή βαρέως, όστις βλέπων το σχήμα και την μορφήν της εθαύμασε τοιαύτην μεταβολήν παράδοξον· διότι από την πολλήν άσκησιν και κακοπάθειαν ήτο η όψις της εξαίσιον θέαμα· όθεν από την πολλήν του κατάπληξιν εβόησε λέγων· «Ω Μελάνη ηγαπημένη μου! Πως σε ήξευρα και πως κατεστάθης, άσχημος και άμορφος η πρώην ωραία και πάγκαλος»! Τότε η πάνσοφος Μελάνη ευρίσκουσα εκ του λόγου του θείου της πρόφασιν, απεκρίνατο· «Λάβε λοιπόν και συ, μακάριε και προσφιλέστατε θείε μου, ψυχωφελές παράδειγμα από εμέ· διότι δεν θα κατεφρόνουν εγώ τόσην δόξαν, την οποίαν είχα και τόσον πλούτον αμέτρητον, και δεν θα εβασάνιζα την σάρκα μου άσπλαγχνα, εάν δεν ήλπιζα να απολαύσω τα μέλλοντα αγαθά, τα αληθινά και αιώνια, δια τα οποία όχι μόνον εγώ, αλλά και άλλαι πολλαί θυγατέρες βασιλέων κι πλούσιοι άρχοντες, ηγεμόνες και αυτοκράτορες, αφήκαν το βασίλειον ως ευμάραντον και απηρνήθησαν αυτά τα ρευστά και μάταια, δια να κληρονομήσουν τα άφθαρτα και αιώνια». Τοσούτον δε ενουθέτησε και εδίδαξε τον Βουλοσιανόν η Οσία, ώστε τον κατέπεισε με τα πάνσοφα και γλυκύτατα λόγια της να αρνηθή την ασέβειαν και ηδυνήθη μία γυναίκα αδύνατος, υπέρ τόσους μεγάλους άρχοντας και σοφούς διδασκάλους, οίτινες τον εδίδαξαν πρότερον και εξόχως ο μέγας Αυγουστίνος· αλλά και η μήτηρ αυτού του άρχοντος και αυτός ακόμη ο βασιλεύς της Ρώμης πολλά τον εδίδαξαν με νουθεσίας και παραδείγματα διάφορα, αλλά όλοι αυτοί δεν ηδυνήθησαν να κατορθώσωσι τίποτε· μόνον η μακαρία Μελάνη, συνεργούσης της θείας Χάριτος, τον έφερεν εις τοσαύτην μετάνοιαν, ώστε έκλαιε πικρώς την προτέραν του αγνωσίαν συλλογιζόμενος. Όθεν αφού τον κατήχησεν ικανώς και τον εστερέωσεν εις την Ορθόδοξον πίστιν, απήλθον εις τον Άγιον Πρόκλον, όστις ήτο τότε Αρχιεπίσκοπος και τον εβάπτισε, και μετανοήσας εξ όλης καρδίας δια τας αμαρτίας του παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού ολίγας ημέρας ύστερον, ο δε Δεσπότης Χριστός τον συνηρίθμησε με τους εργάτας της ενδεκάτης ώρας ως πολυέλεος. Πρώτον λοιπόν καλόν το οποίον έκαμεν η Αγία εκεί εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο τούτο· να επιστρέψη προς θεογνωσίαν με ευκολίαν τον θείον της. Δεύτερον καλόν ήτο η κατά των αιρετικών νίκη της, διότι τότε ήτο φυτρωμένη εις τον καλόν σίτον και η του κατηραμένου και δυσσεβούς Νεστορίου αίρεσις, εις την οποίαν ήσαν βυθισμένοι πλήθος αμέτρητον. Η δε Αγία έκαμε τοιαύτην διάλεξιν με τους αιρετικούς, ώστε τους ενίκησε με την σοφίαν των λόγων της και διέλυσεν ως ιστόν αράχνης τα σοφίσματα ή μάλλον ειπείν τα φλυαρήματα εκείνων. Όθεν ο πονηρός διάβολος, τοιαύτην αισχύνην μη υποφέρων, μετεμορφώθη ως άνθρωπος, και εμφανισθείς εις αυτήν την εφοβέρισεν, ότι θα της κάμη όσα κακά δυνηθή. Απελθών λοιπόν εις τον βασιλέα και εις τους άλλους του παλατίου έλεγε πλείστα όσα ψεύματα δια την Αγίαν, ώστε να μη την έχουν ουδόλως εις ευλάβειαν. Έπειτα της προεκάλεσεν δεινήν ασθένειαν· η δε Αγία επικαλουμένη το όνομα του Χριστού ηφάνιζε τον πειράζοντα και έδιδεν εις τους ορώντας πολλήν ωφέλειαν με την αγγελικήν πολιτείαν της. Τρίτον δε καλόν ήτο ότι συνεβούλευσε την βασίλισσαν Ευδοκίαν να υπάγη να προσκυνήση τα Ιεροσόλυμα και άλλας ψυχωφελείς πράξεις να κάμη, εις όλα δε την ήκουσεν η βασίλισσα, διότι την ετίμα ως πνευματικήν της μητέρα. Ταύτα επιτυχούσα η μακαρία Μελάνη επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν της, μετά δε ταύτα δια την αγάπην της επήγεν εκεί η βασίλισσα και παρευρέθη εις τον εγκαινιασμόν της Εκκλησίας· έπειτα η μεν Ευδοκία προσκυνήσασα τους Αγίους Τόπους διεμοίρασεν ελεημοσύνην ανείκαστον και επέστρεψεν εις τα βασίλεια, η δε Αγία προεγνώρισεν εξ Αγίου Πνεύματος, ότι ήλθε το τέλος τής παροικίας της. Επήγε λοιπόν και απεχαιρέτησεν όλους τους σεβασμίους Τόπους, όταν δε ήλθεν η εορτή των Χριστουγέννων εισήλθεν η Οσία εις το άγιον Σπήλαιον και λέγει εις την αδελφήν της, ήτις την ηκολούθει, ότι ήλθεν η ώρα να υπάγη προς τον Ποθούμενον. Ταύτα ειπούσα εδεήθη προς τον Δεσπότην με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν, να λάβη την ψυχήν της ως εύσπλαγχνος. Τότε της ήλθεν ολίγη θέρμη, αι δε αδελφαί όλαι συνήχθησαν, τον αποχωρισμόν αυτής οδυρόμεναι, αυτή δε τας παρηγόρησε και τας εδίδαξε πώς να πορεύωνται· έπειτα έκαμεν ευχήν δι’ αυτάς και αυταί δι’ αυτήν και αποχαιρετήσασα όλας παρέδωκεν εις χείρας Χριστού το πνεύμα της, την τελευταίαν ημέραν του Δεκεμβρίου μηνός. Τότε ο Πατριάρχης και όλος ο Κλήρος κι ο λαός, συναχθέντες ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς το πάνσεπτον αυτής Λείψανον. Ο δε πανάγαθος Θεός εθαυμάστωσε την δούλην αυτού προ του τέλους και μετά θάνατον και ετέλεσε θαυμάσια· εθεράπευσε μίαν κόρην, ήτις είχε δεινόν δαιμόνιον και ήτο κλεισμένον το στόμα της τοιουτοτρόπως, ώστε ούτε να ομιλήση λόγον ούτε να φάγη ουδόλως ηδύνατο. Άλλη γυνή πάλιν ήτο έγκυος και απέθανε το βρέφος εις την κοιλίαν της, η δε Αγία έβαλεν επάνω εις την ασθενή την ζώνην της και ευθύς εγέννησε το νεκρόν παιδίον και η γυνή υγιής εγένετο. Αυτά και έτερα έκαμεν όταν έζη η Οσία, τα δε μετά θάνατον είναι αμέτρητα, τα οποία αφήκαμεν δια συντομίαν και από ταύτα ημπορεί να εννοήση έκαστος την προς τον Θεόν παρρησίαν της Οσίας και πόσον εισηκούετο η προσευχή της από τον Δεσπότην Χριστόν τον Νυμφίον της. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Α΄ (1η) του μηνός Ιανουαρίου την κατά σάρκα ΠΕΡΙΤΟΜΗΝ του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών ΙΗΣΟΥ ΧΡ

Δημοσίευση από silver »


Περιτομήν την κατά Σάρκα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εορτάζομεν σήμερον, αδελφοί, την οποίαν κατεδέχθη να λάβη φιλανθρώπως κατά την προσταγήν του παλαιού Νόμου, ίνα αντί της χειροποιήτου και σαρκικής Περιτομής αντεισάξη εις ημάς την αχειροποίητον και πνευματικήν Περιτομήν, ήτοι το άγιον Βάπτισμα. Ταύτην, την του Κυρίου Περιτομήν, παρελάβομεν ημείς οι Χριστιανοί παρά των Αγίων Πατέρων να πανηγυρίζωμεν κατ’ έτος, ως και την πανηγυρίζομεν, λογιζόμενοι ταύτην ως μίαν των Δεσποτικών εορτών δια τον ημάς τιμήσαντα Κύριον δια μέσου αυτής. Διότι, καθώς ο Κύριος κατεδέχθη δι’ ημάς την ένσαρκον αυτού Αγίαν Γέννησιν και έλαβεν όλα τα άλλα ιδιώματα της ανθρωπίνης φύσεως, όσα ήσαν όλως αδιάβλητα και ακατηγόρητα, τοιουτοτρόπως δεν επησχύνθη ο Πανάγαθος να λάβη και την Περιτομήν. Έλαβε δε ο Κύριος την Περιτομήν δια δύο αίτια· πρώτον μεν, διότι ηθέλησε να εμφράξη τα στόματα των αιρετικών, οίτινες ετόλμησαν να είπωσιν, ότι δεν έλαβεν ο Κύριος σάρκα αληθινήν, αλλά κατά φαντασίαν (οι οποίοι ήσαν ο θεομάχος Μάνης και οι τούτου οπαδοί Μανιχαίοι), διότι πως ήθελε περιτμηθή, εάν δεν ελάμβανε σάρκα αληθινήν; Και δεύτερον, ίνα επιστομίση τους Ιουδαίους, οίτινες κατηγόρουν τον Κύριον, ότι δεν φυλάττει το Σάββατον, και ότι παραβαίνει τον Νόμον, ψευδώς συκοφαντούντες αυτόν, διότι ο Κύριος εφύλαττε τον Νόμον έως και εις αυτήν την Περιτομήν. Δια τούτο λοιπόν μεθ’ ημέρας οκτώ από της εκ Παρθένου Γεννήσεώς του, ηυδόκησεν ο Κύριος να φερθή υπό της Μητρός Του και του Ιωσήφ εις τον διωρισμένον εκείνον τόπον, όπου ήτο συνήθεια να περιτέμνωνται τα βρέφη, ένθα περιετμήθη και έλαβε το γλυκύτατον όνομα Ιησούς, το οποίον εκάλεσεν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ότε ευηγγέλισετην Θεοτόκον, προ του να συλληφθή ο Κύριος εν τη κοιλία της Παρθένου, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Μετά δε την Περιτομήν ο Κύριος ευρίσκετο μετά των γονέων του και έζη ανθρωπίνως προκόπτων και αυξάνων, τόσον κατά την ηλικίαν του σώματος, όσον και κατά την σοφίαν και χάριν, εις σωτηρίαν ημών· «Και Ιησούς προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκ. β:52).
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”