Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Γ΄ (3ην) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ Πρεσβυτέρου Αντιοχείας.

Δημοσίευση από silver »


Θεοδώρητος ο Άγιος του Χριστού Ιερομάρτυς ήτο Πρεσβύτερος της εν Αντιοχεία Εκκλησίας επί της βασιλείας του δυσσεβούς Ιουλιανού του Παραβάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄ - τξγ΄ (361 – 363). Κατά την εποχήν εκείνην ο του βασιλέως τούτου θείος και συνώνυμος Ιουλιανός, Χριστιανός ων και πιστός πρότερον θεράπων του Θεού, αναγνώστης της εν Αντιοχεία Μεγάλης Εκκλησίας, επείσθη, ο άθλιος, εις τον ανεψιόν του, τον δυσσεβή και παραβάτη βασιλέα και ηρνήθη, φευ! την εις Χριστόν Πίστιν προσκυνήσας τα είδωλα. Ουχί δε μόνον τούτο, αλλά και επρόδωσεν, ο ασεβής, εις τον τύραννον όλον τον πλούτον και τα ιερά κειμήλια, όσα αφιέρωσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος εις την Εκκλησίαν της Αντιοχείας, καταστάς ούτω ο πρώην ευσεβής Ιουλιανός, τη υποκινήσει του ασεβεστάτου ανεψιού του, διώκτης και τύραννος των Χριστιανών. Τότε λοιπόν οι μεν άλλοι Κληρικοί και Ιερείς της Αντιοχείας διεσκορπίσθησαν εις διαφόρους τόπους, μόνος δε ο Άγιος αυτός Θεοδώρητος, Πρεσβύτερος ων της εν Αντιοχεία Εκκλησίας, έμεινεν εκεί μετά τινων άλλων Χριστιανών, κηρύττων παρρησία την εις Χριστόν Πίστιν και ομολογίαν. Διο συλλαβών αυτόν ο ρηθείς Ιουλιανός, ο του Παραβάτου θείος, τον έρριψεν εις την φυλακήν. Έπειτα καλέσας αυτόν, διέταξε πρώτον μεν να δείρωσι τον Άγιον εις τους πόδας και είτα εις την κεφαλήν. Μετά ταύτα εκδύσαντες τον Άγιον τον εκρέμασαν επί ξύλου και τον εξέσχιζον ανηλεώς επί τρεις ώρας. Τότε το μεν αίμα έτρεχεν από του σώματος του Αγίου ως πηγή, το δε πρόσωπον αυτού εφαίνετο ωραιότερον και λαμπρότερον. Ο εσκοτισμένος όμως Ιουλιανός, μηδόλως συναισθανόμενος την πτώσιν του και υποπίπτων από κακίας εις κακίαν, λέγει προς τον Άγιον· «Θυσίασον, άθλιε, εις τους θεούς και αν χρεωστής εις το βασιλικόν ταμείον ή εις άλλον τινά, ο ανεψιός μου ο βασιλεύς θέλει σε απαλλάξει από το χρέος, ίνα μη ούτω κακώς απολέσης την ζωήν σου». Απεκρίθη ο Άγιος· «Συ είσαι, ταλαίπωρε, άθλιος, συ και ο βασιλεύς σου, διότι αφήκατε τον Χριστόν και προσεκολλήθητε εις τον αντίχριστον. Όθεν θέλετε γίνει αμφότεροι προσάναμμα του αιωνίου πυρός της κολάσεως. Δεν χρεωστώ δε εγώ εις ουδένα ει μη εις τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν. Εις αυτόν χρεωστώ να φυλάξω αληθινήν πίστιν μέχρις εσχάτης μου αναπνοής». Ταύτα ακούσας ο ακάθαρτος και θεομίσητος τύραννος προσέταξε να κατακαίωσι τας πλευράς του Αγίου με ανημμένας λαμπάδας· ο δε Μάρτυς, υψώσας τα όμματα εις τον ουρανόν, προσηύχετο σιωπηλώς και, ω του θαύματος, ευθύς έπεσον ως νεκροί εις την γην οι τας λαμπάδας κρατούντες, οι οποίοι και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τότε ο Ιουλιανός και οι σύντροφοί του οργισθέντες ήγειραν τους δημίους, λέγοντες· «Τρισκατάρατοι, διατί αφήκατε τας λαμπάδας και δεν κατεκαύσατε τούτον τον δυσσεβή και πανάθλιον, αλλά κατελήφθητε υπό ναρκώσεως και αμελείας»; Ταύτα μεν είπον εκείνοι, ο δε Άγιος απεκρίθη εις τον τύραννον· «Συ είσαι δυσσεβής και τρισκατάρατος και τετυφλωμένος κατά τους ψυχικούς οφθαλμούς, διότι δεν βλέπεις, άθλιε, τους Αγγέλους οι οποίοι φυλάττουσιν εμέ τον δούλον του Θεού και δεν σας αφήνουν να με εγγίσητε· μη μωρολογής, λοιπόν, επειδή ο Θεός των Χριστιανών είναι μέγας». Ταύτα ακούσας ο Ιουλιανός κατησχύνθη και προστάσσει να ριφθώσιν οι στρατιώται εκείνοι εν τω πελάγει. Βλέπων δε αυτούς ο Άγιος Θεοδώρητος φερομένους εις την θάλασσαν, είπε προς αυτούς· «Πορεύεσθε, ω τεκνία μου, εν ειρήνη, πορεύεσθε την μακαρίαν ταύτην οδόν, διότι, και εγώ μετ’ ολίγον μέλλω να σας ακολουθήσω, ίνα συγχαίρω μεθ’ υμών εις την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών». Επειδή δε ο ασεβής θείος του Παραβάτου εβίαζε τον Άγιον Θεοδώρητον να θυσιάση εις τα είδωλα, ο Άγιος τω απεκρίθη· «Συ μεν, ω δυσσεβέστατε και αθλιώτατε πάντων των ανθρώπων, μετ ολίγας ημέρας θέλεις φάγει όλα σου τα εντόσθια και εκ τούτου θέλεις απορρίψει βιαίως την μιαράν ψυχήν σου εις το αιώνιον πυρ της κολάσεως· ο δε ασεβέστερος σού τύραννος Ιουλιανός, ο ανεψιός σου, εις την γην της Περσίας μέλλει να κτυπηθή με ουράνιον λόγχην και θέλει ριφθή εις την γέενναν του πυρός, από την οποίαν δεν θα επιστρέψη πλέον· ούτω δε και οι δύο μέλλετε να λάβητε τα επίχειρα και την εκδίκησιν της κακίας σας, εγώ δε θέλω θυσιάσει εις τον Θεόν μου θυσίαν αινέσεως». Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος· ο δε ασεβής Ιουλιανός προσέταξε παρευθύς να τον αποκεφαλίσωσιν. Ενώ δε απήγετο ο Μάρτυς εις τον τόπον της καταδίκης, προσηύχετο με χαράν της ψυχής του και αποκεφαλισθείς ανέβη εις τον Θεόν ίνα λάβη παρ’ αυτού τον στέφανον της αθλήσεως. Το δε άγιον αυτού Λείψανον λαβόντες τινές Χριστιανοί εντίμως αυτό ενεταφίασαν και εσημείωσαν τους ανωτέρω λόγους, ους προεφήτευσεν ο Άγιος, οίτινες μετ’ ολίγας ημέρας έλαβον δια των πραγμάτων την έκβασιν. Διότι καθώς προείπεν ο Άγιος και οι δύο Ιουλιανοί, ο κακός θείος και ο κάκιστος ανεψιός, κακώς οι κακοί εξεψύχησαν και παρεδόθησαν αι ψυχαί των εις τας τιμωρίας του Άδου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Δ΄ (4η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ του Αναχωρητού του Ιορδανίτου.

Δημοσίευση από silver »

Τη Δ΄ (4η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ του Αναχωρητού του Ιορδανίτου.
Γεράσιμος ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών ο Αναχωρητής και Ιορδανίτης αποκαλούμενος υπήρξεν υιός ευπόρων και αυστηρών κατά τα ήθη γονέων, γεννηθείς εις την Λυκίαν της Μικράς Ασίας περί τα τέλη του Δ΄ μετά Χριστόν αιώνος. Η ακριβής χρονολογία της γεννήσεώς του δεν είναι γνωστή, η δε παραδιδομένη υπό των παλαιοτέρων εντύπων Συναξαριστών ως λαβούσα χώραν κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου Δ΄ του Πωγωνάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη χξη΄ - χπε΄ (668 – 685) είναι εσφαλμένη. Τα περί του ζητήματος τούτου αναπτύσσομεν εν τη κάτωθεν του παρόντος παρατοθεμένη υποσημειώσει, ενταύθα δε παραθέτομεν τον Βίον αυτού ως παρελάβομεν τούτον εκ των παλαιοτέρων, αρκεσθέντες εις την διόρθωσιν μόνον της χρονολογίας γεννήσεως του Οσίου, βάσει των ελεγχθέντων στοιχείων. Αφηγούνται μεν πάντοτε το καλόν και επαινούσι τας αγαθάς πρόξεις αι Ιεραί και Θείαι Γραφαί, οδηγούσαι ημάς και προάγουσαι προς αρετήν, αλλ’ ημείς οι οκνηροί και χαύνοι, οι εν αναπαύσει βιούντες, αδρανούμεν προς αυτήν και υποστηρίζομεν, ότι η εργασία της αρετής είναι λίαν δυσχερής και δεν δύναται να κατορθωθή ευκόλως από τον καθένα, δια το προς τας ηδονάς επιρρεπές ημών και την προς τα πάθη αδυναμίαν. Όμως πολλοί των προ ημών βιωσάντων Πατέρων και άπαξ μόνον αναγνώσαντες Βίους σπουδαίων ανδρών, ευθύς υπό τούτων παραδειγματισθέντες ετράπησαν εις την άσκησιν της ομοίας αρετής και πλείστα όσα λαμπρά κατορθώματα επέτυχον. Όσον δε υψηλότερον ανήλθον τόσον περισσότερον παριστώσι το αξιόπιστον των Ιερών Γραφών και αποδεικνύουν, ότι δεν είναι αδύνατον το να διδάσκεται τις εξ αυτών, οι δε ραθυμούντες και προς εργασίαν της αρετής αδρανούντες διαθερμαίνονται δια των παραδειγμάτων των Αγίων και προς ζήλον εγείρονται και πείθονται πολλάκις τα αυτά να επιχειρήσωσι και δια τούτων εκείνους να προσεγγίσωσιν. Τοιούτος είναι και ο του μεγάλου Πατρός Γερασίμου Βίος, όστις προβάλλεται νυν ενώπιον ημών προς μελέτην και εις κοινήν των ακροωμένων αυτόν ωφέλειαν, ικανός αφ’ ενός μεν να αποδείξη την δύναμιν της αρετής, την οποίαν ο μέγας εκείνος Πατήρ κατώρθωσεν, αφ’ ετέρου δε να συναρπάση δια των παραδειγμάτων του εκείνους, οίτινες ποθούν την λαμπρότητα του Οσίου Πατρός Γερασίμου. Ταύτα δε δι’ ολίγων λέγομεν, αφ’ ενός μεν δια το στενόν και ασθενές της ημετέρας γλώσσης, αφ’ ετέρου δε ίνα μη φανή, ότι ο λόγος δια της μακρηγορίας και της κατά την τέχνην συνθέσεως μεγαλοποιεί το ευφημούμενον μεγαλείον, αλλ’ ότι ο προκείμενος μάλλον λόγος επικοσμείται και σεμνύνεται δι’ αυτής μόνης της των έργων μεγαλοπρεπείας. Ο θείος Γεράσιμος, το γέρας όντως των Μοναχών, εγεννήθη, ως είπομεν, εν τη επαρχία των Λυκίων, εκ γονέων ευπόρων, αλλά ηθικών και αυστηρών. Ενηλικιούμενος δε απέκτα και τον πλούτον της συνέσεως και δεν ηγάπα να διάγη κατά τον τρόπον των άλλων νέων, φροντίζων δηλαδή αποκλειστικώς και μόνον να τέρπη τας αισθήσεις, τα δε ψυχικά αγαθά να εγκαταλείπη, αλλά ατενίζων κυρίως προς τον Θεόν, διέκρινε καλώς τας αρετάς από των παρόντων την πλήρη ματαιότητα, κρίνων, ότι τίποτε άλλο δεν είναι αι απολαύσεις του βίου τούτου ει μη μόνον απάτη, σύγχυσις του λογισμού και τύφλωσις νοός. Απεμακρύνθη λοιπόν εκ των του κόσμου θορύβων και μετέβη προς τον ήρεμον και απλούν βίον της μοναδικής πολιτείας και κουρεύσας τας τρίχας της κεφαλής του απέβαλε μετ’ αυτών και πάσαν κοσμικήν μέριμναν, αφοσιώσας όλον τον εαυτόν του εις την αρετήν, την οποίαν μετά σπουδής ειργάζετο και μετά θερμού πόθου ισχυρώς ηγωνίζετο, ίνα αποκτήση. Ταύτα πάντα έπραττεν ο Άγιος λινα καταστήση την ψυχήν αυτού καθαράν από παντός πάθους και πάσης κηλίδος, και ίνα η διάνοια αυτού γίνη ευπρόσδεκτος των υψηλών χαρισμάτων του πνεύματος και του εκείθεν εκπηγάζοντος λαμπρού φωτός. Ένεκα τούτου και της γαστρός τας ορέξεις περιώριζε τόσον, ώστε να αδιαφορή προς πάσαν του φάρυγγος ηδονήν και να απεχθάνεται παν το βαρύνον την γαστέρα, ως ενοχλητικόν βάρος. Ούτω και τα σκιρτήματα των παθών της σαρκός κατηύναζε και η νηφαλιότης του νοός έμενεν ατάραχος. Και της μεν γαστρός ούτως εκράτει και κατ’ αυτόν τον τρόπον τας πολυτελείς τροφάς απηχθάνετο, αλλά και του ύπνου ισχυρότερος εγένετο, ουδέποτε παρασυρόμενος υπ’ αυτού. Εχρησιμοποίει δε τούτον τόσον μόνον όσον η φύσις ηδύνατο να ανθέξη, κατά δε το υπόλοιπον ηγρύπνει αυστηρός απασχολούμενος εις την προσευχήν και την μελέτην των πνευματικών λόγων. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπον αγωνιζόμενος ο τρισμακάριος Όσιος εις την πατρίδα του την Λυκίαν και δείξας την πρέπουσαν εις τους Μοναχούς πολιτείαν και πολλούς ιδρώτας αποβάλλων κατά των πνευμάτων της πονηρίας, εσκέφθη να μεταβή εις την παρά τον Ιορδάνην έρημον, ίνα αγωνισθή δια μεγαλυτέρων αγώνων με την πεποίθησιν, ότι η ερημία είναι υψηλοτέρα της φιλοσοφίας και βοηθός και συνεργός εις τον αγώνα του. Έπραξε λοιπόν τούτο και ευθύς ως έφθασεν εκεί, ήρχισε τον ερημικόν βίον καθώς επεζήτησε, καλλιεργών καλλιτέραν αγωγήν και μεγαλυτέραν προς την αρετήν απόδοσιν. Διότι δεν ηθέλησε να παραμείνη εις τας προτέρας συνηθείας, αλλ’ επεδίδετο εις αληθείς κόπους προς το καλόν, καθ’ ημέραν προάγων τον εαυτόν του, δι’ ο και των όπισθεν επιλανθανόμενος και τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος, καθώς ο θείος Παύλος λέγει (Φιλ. γ: 14) και προχωρών καθώς ρωμαλέος τις δρομεύς, έτρεχεν άνευ επιστροφής ταχέως εις τον δρόμον της αρετής, επειγόμενος, ίνα αποκτήση το βραβείον της άνω κλήσεως. Ουχί δε μόνον ως καλός δρομεύς διέτρεχε τον της ασκήσεως δρόμον ο Άγιος, αλλά και ως καλός στρατιώτης ηγωνίζετο κατά των σκοτεινών δυνάμεων, επιτιθέμενος γενναίως κατ’ αυτών και αντικρούων μετά τόλμης τους κατ’ αυτού επερχομένους, ουχί προς αίμα και σάρκα διαγωνιζόμενος, αλλά προς τας αρχάς και τας εξουσίας του σκότους, κατά τον ίδιον θείον Παύλον (Εφ. στ: 12) καθ’ ων αρμόζει η πολεμική τέχνη και μέθοδος των γενναίων ανδρών και κατά των οποίων σκοτεινών δυνάμεων η επίθεσις είναι ανένδοτος και σφοδροτάτη και η μάχη ηρωϊκή και διαρκής. Διότι αύται δεν ησυχάζουν, ως λέγει ο σοφός, εάν δεν κάμουν το κακόν. Προς τοιαύτας δυνάμεις εμάχετο ο ανήρ, προς τόσον τρομερούς αντιπάλους και τόσον φρικτούς πολεμίους. Αλλ’ ήτο καλώς ησφαλισμένος ο μακάριος δια των όπλων της αρετής και ενδυναμούμενος υπό της άνωθεν Χάριτος εμάχετο επιμόνως, ώστε όχι μόνον άπαξ να τρέψη τους εχθρούς εις φυγήν και ούτοι υποχωρούντες να τον αφήσωσι του λοιπού ανενόχλητον. Διότι και τούτο δύναται να συμβή. Φεύγουν δηλαδή οι εχθροί, όταν καθ’ ολοκληρίαν ηττηθούν ή μάλλον δεικνύουν ότι φεύγουν, ίνα ούτω νεκρωθή το αγωνιστικόν φρόνημα του αγωνιστού και ούτως επανερχόμενοι ούτοι καταλάβουν αυτόν εξ απροόπτου. Δεν έπραττεν όμως ούτως ο θείος Γεράσιμος, αλλά διαρκώς ηγωνίζετο και διαρκώς ευρίσκετο εις πόλεμον εναντίον των σκοτεινών δυνάμεων. Διότι αν ο στρατιώτης του Χριστού, καταξιούμενος της εν πνεύματι γαλήνης, διάγει εν αναπαύσει, ποία η ωφέλεια; Η φήμη λοιπόν τον άνδρα διεκήρυττε μέγαν κατά την αρετήν και γνήσιον του Θεού θεράποντα και είλκυεν εξ όλων των σημείων πολλούς προς αυτόν και έπειθε τούτους να χρησιμοποιούν ως οδηγόν προς τον Θεόν τον Όσιον τούτον Γεράσιμον, εις τούτον να βασίζωνται δια την σωτηρίαν των ψυχών των και εις αυτόν να εμπιστεύωνται την κηδεμονίαν των. Αρκετοί δε εκ των προς αυτόν προσερχομένων προήρχοντο εκ των παλαιοτέρων Μοναχών, ακόμη και εξ αυτών των Αναχωρητών. Τοσούτον ονομαστός κατέστη ο θείος Γεράσιμος μεταξύ των κατ’ εκείνην την εποχήν Μοναχών. Βλέπων δε ο Όσιος τούτους, ότι προετίμων την μετ’ αυτού συνοίκησιν και προθυμοποιουμένους να μένωσι πλησίον του, ωκοδόμησε μεγίστην Λαύραν απέχουσαν του ποταμού Ιορδάνου ουχί περισσότερον του ενός μιλίου, ανήγειρε δε και Κοινόβιον δια της εργασίας των. Ταύτα δε αφού επραγματοποίησεν, έθεσε νόμους άριστα διατεταγμένους και λίαν ωφελιμωτάτους, κατά τους οποίους οι μεν εισερχόμενοι εις Κοινόβιον Μοναχοί να μένωσιν εν αυτώ και να ασκώνται εις την μοναδικήν εκπαίδευσιν. Όσοι δε εκ τούτων συνεχώς και δια μακρών κόπων εξεγυμνάζοντο και έφθανον εις βαθμόν τελειότητος, ούτοι πλέον ηδύναντο να εγκαθίστανται εις ίδια κελλία, άτινα δεν ήσαν ολιγώτερα των εβδομήκοντα. Εις τους ούτω πως εγκαθισταμένους εις ίδια αναχωρητικά κελλία προσέταξεν ο Άγιος να διάγωσιν υπό τον εξής κανόνα. Καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος έκαστος να ησυχάζη εντός του ιδικού του κελλίου, χωρίς να έχη τίποτε άλλο προςτροφήν παρά μόνον άρτον, ύδωρ και φοίνικας. Κατά δε το Σάββατον και την Κυριακήν να προσέρχωνται εις την Εκκλησίαν και να συμμετέχουν εις τας Ακολουθίας, έπειτα δε να τρώγουν εις το Κοινόβιον μαγειρευμένον φαγητόν και να πίνουν ολίγον οίνον. Εις δε το κελλίον επρόσταξε να μη ευρίσκεται τίποτε, ούτε να καίη πυρά, ούτε μαγειρευμένον φαγητόν να τρώγουν. Διότι εκήρυττεν, ότι η ακτημοσύνη κεκοσμημένη δια της ταπεινοφροσύνης είναι εκ των λαμπροτέρων αρετών. Έκαστος δε, εξ όσων δια των έργων των χειρών του κατά το διάστημα της εβδομάδος κατεσκεύαζε, να συνεισφέρη εις το Κοινόβιον καθ’ έκαστον Σάββατον, όταν ήρχετο εις αυτό. Κατά δε το δειλινόν της Κυριακής, παραλαμβάνων έκαστος το εφόδιον της εβδομάδος, ήτοι άρτους και φοίνικας και ύδωρ εντός αγγείου και βάϊα, να επανέρχεται εις το κελλίον του. με τοιούτον κανόνα και τύπον προέτρεπε τους προς αυτόν προσερχομένους Αναχωρητάς να ζουν ο Μέγας Γεράσιμος. Δι’ ο και ούτοι, ούτως εκπαιδευθέντες, τόσον ήσαν αμέριμνοι και αδιάφοροι δια την κατοχήν κοσμικών πραγμάτων, ώστε τίποτε άλλο δεν είχον πέραν εκείνων τα οποία ενεδύοντο, αλλ’ ούτε και δευτέραν περιβολήν είχον. Ως στρωμνήν δε εχρησιμοποίουν ή ψάθιον ή ευτελές τι σκέπασμα. Είχον ακόμη και μικρόν πήλινον αγγείον δι’ ύδωρ, το οποίον επήρκει δια να πίνουν και δια να διατηρούν τα βαϊα τα οποία έπλεκον. Ακόμη ο κανονισμός ο παραδοθείς εις αυτούς υπό του Μεγάλου Γερασίμου και αυστηρώς τηρούμενος ήτο, όταν εξέρχωνται να αφήνουν ανοικτά τα κελλία των, ώστε ο επιθυμών να δύναται να εισέλθη εντός αυτών και να λαμβάνη ό,τι χρειάζεται δια τας βιοτικάς του ανάγκας. Δι’ ουδέν δε εκ των βιοτικών πραγμάτων απηγόρευε την κοινήν χρήσιν. Ώστε και ούτοι, αν και εν τη ερήμω βιούντες, προσηρμόζοντο εις τον αποστολικόν τρόπον ζωής, έχοντες «άπαντα κοινά» (Πράξ. β: 44). Μετά των απλών δε εκείνων πραγμάτων, τα οποία είχον κοινά, είχον και την καρδίαν και την ψυχήν μίαν. Επειδή ουδείς ουδέν εκ των υπαρχόντων αυτού ενόμιζεν ως ιδικόν του, αλλά τα πάντα εθεώρουν κοινά. Λέγεται δε και τούτο περί τινων Αναχωρητών. Ότι ότε προσήλθον προς τον Όσιον Γεράσιμον και εζήτησαν παρ’ αυτού να τους επιτρέψη να θερμάνουν ύδωρ και να φάγουν μαγειρευμένον φαγητόν, να αναγινώσκωσι δε με λύχνον, ο μέγας Γεράσιμος απαντήσας είπεν· «Εφ’ όσον επιθυμείτε να ζήτε ούτω, περισσότερον συμφέρον είναι δια σας να διαμένετε εις το Κοινόβιον. Αυτά δε εγώ ουδόλως θα σας τα επιτρέψω εφ’ όσον απομένει εις εμέ ζωή». Ούτως απήντησεν ο Όσιος εις τους Αναχωρητάς. Αφού δε ήκουσαν οι Ιεριχούντιοι τα της πολιτείας του θείου Πατρός Γερασίμου, ότι ήτο τόσον αυστηρά και τόσον ακλόνητος και ο Βίος αυτού ήτο σκληρός και απαράκλητος, έθεσαν οι ίδιοι δια τους εαυτούς των νόμον να μεταβαίνουν καθ’ έκαστον Σάββατον και Κυριακήν εις τους Αναχωρητάς και να μεταφέρουν παράκλησίν τινα εις αυτούς, λιτά τινα δηλαδή φαγητά και τρόφιμα. Λέγομεν δε ταύτα εις έπαινον των Ιεριχουντίων εκείνων, οίτινες απέδειξαν ψυχήν φιλάρετον. Πολλοί όμως εκ των υποτακτικών του Μεγάλου Γερασίμου, αντιλαμβανόμενοι τους ερχομένους προς τον σκοπόν τούτον, επί τοσούτον έχανον την ευθυμίαν των και τόσον δυσάρεστον εθεώρουν την άφιξίν των, ώστε δεν επροθυμοποιούντο ούτε να τους ίδωσι κατά πρόσωπον ουδ’ υπέμενον αυτούς. Διότι καλώς εγνώριζον οι μακάριοι εκείνοι Μοναχοί, ότι μήτηρ της τελείας σωφροσύνης είναι η εγκράτεια, ήτις δύναται μόνη και τους ρυπαρούς λογισμούς να απομακρύνη και του ύπνου την βαρύτητα να ελαφρώση. Διότι, όχι μόνον δια λόγων, αλλά και δι’ έργων εδιδάχθησαν τούτο υπό του μεγάλου Πατρός αυτών. Επειδή ο θείος εκείνος ανήρ μεγάλως εξετίμα την εγκράτειαν, τόσον ώστε και κατά τας τεσσαράκοντα ημέρας της νηστείας να μένη άσιτος, αρκούμενος μόνον εις την Αγίαν Κοινωνίαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν βιώσας ο θείος Γεράσιμος και καταστάς πρότυπον αρετής και σωτηρίας, αναδειχθείς δε της κατά τον Ιορδάνην ερήμου πολίτης και πολιούχος, έφθασεν εις το σύνηθες τέλος του βίου, την δ΄ (4ην) του παρόντος μηνός κατά την δευτέραν υπατείαν του Αυγούστου Ζήνωνος εν έτει 475. Αλλά καιρός είναι να ενθυμηθώμεν και τα κατά τον άγριον λέοντα θαύματα, όστις και ζώντα θαυμασίως υπηρέτησε τον Μεγάλον Πατέρα και μεταστάντα τούτον εκ των προσκαίρων παραδόξως συνηκολούθησε. Τελευταίον λοιπόν μετά την διήγησιν ακολουθεί το θαύμα, όπερ και το τέλος του Βίου του Πατρός συνοδεύει και το Συναξάριον τερματίζει, έχον ούτω. Λέων τις εξ εκείνων οίτινες έζων εις την έρημον του Ιορδάνου, συναντήσας τον Άγιον παρά την όχθην του ποταμού, ευθύς ως τον αντίκρυσεν, ήρχισε να φωνάζη δυνατά και να ωρύεται εκ των πόνων, διότι είχεν εμπηχθή εις τον πόδα του αιχμηρόν τεμάχιον καλάμου και επροξένει εις τον λέοντα πόνον ανυπόφορον. Αντιληφθείς τούτο ο Όσιος και συμπαθήσας δια το πάθημα του θηρίου και ευσπλαγχνισθείς, συμπονέσας δε και δια τους μορφασμούς τους οποίους έκαμνε προς αυτόν το θηρίον, προσφέρει την υπηρεσίαν του και θέλων να το θεραπεύση, ανασηκώνει τον πόδα αυτού ήδη εξωγκωμένον εκ της φλεγμονής και εξάγει μετά προσοχής τον κοπτερόν κάλαμον, όστις είχεν εμπηχθή εις αυτόν. Ευθύς τότε ο μεν πόνος του ζώου έπαυσεν, ο δε λέων γίνεται ήμερος ως πρόβατον, όχι ότι μετέβαλε και την φυσικήν του κατάστασιν, αλλά μόνην την αγριότητα, και ηκολούθησε τον μέγαν Γεράσιμον. Όπου δε ο Όσιος μετέβαινε, συνηκολούθει ο λέων. Μέγα και εκπληκτικόν το γεγονός τούτο, αλλά πόσον εκπληκτικώτερον το εν συνεχεία ιστορούμενον; Ως θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! Επειδή, ως είπομεν, η Λαύρα δεν ήτο μακράν του ποταμού, όνος τις μετέφερεν εξ αυτού το αναγκαίον εις τους εν αυτή ασκητεύοντας Πατέρας ύδωρ. Τούτου του όνου την φύλαξιν ανέθεσεν ο Γέρων εις τον λέοντα, εμπιστευθείς εις το θηρίον το ονάριον ωσάν εις μικρόν βασκόν το πρόβατον. Έκαμνε λοιπόν ο λέων την υπηρεσίαν ταύτην επ’ αρκετόν χρονικόν διάστημα και ο πρότερον γενόμενος ήμερος ως πρόβατον λέων, εγένετο ήδη κύων και άλλοτε μεν ηκολούθει τον όνον, περιτριγυρίζων αυτόν προστατευτικώς, άλλοτε δε εκάθητο πλησίον του ή επέβλεπε τας οδούς όταν ο όνος έβοσκε. Τι όμως συνέβη κατόπιν; Ύπνος κατέλαβε κάποτε τον λέοντα και ενώ ο όνος έβοσκεν απεμακρύνθη απ’ αυτού. Διερχόμενοι δε τινες Άραβες έμποροι μα συνοδείαν καμήλων, έκλεψαν αυτόν. Εγερθείς εκ του ύπνου ο λέων ανεζήτησε τον όνον και αφού δεν τον εύρεν, επανήρχετο προς την Λαύραν σκυθρωπός και λυπημένος, κλίνων την κεφαλήν του προς την γην. Όταν λοιπόν είδεν ο Όσιος τον λέοντα εις τοιαύτην κατάστασιν και τον όνον απουσιάζοντα, υποπτεύθη το θηρίον, ότι υπούλως εφέρθη προς αυτόν και με ύφος χαρίεν, με προσήνειαν, αλλά και σοβαρότητα λέγει προς τον λέοντα· «Τι συμβαίνει, λέων; Έφαγες τον όνον; Φαίνεται λοιπόν ότι επανήλθες εις την προτέραν σου φύσιν, αν και εδοκίμασες να μεταβληθής εις πρόβατον και να έλθης εις την ιδιότητα του κυνός. Αλλ’ η φύσις ενίκησεν· ενεθυμήθης την προτέραν αλαζονείαν και την βασιλικήν σου κυριαρχίαν επί των άλλων ζώων, συ ο φονεύς και επεθύμησας πάλιν να άρχης. Αλλ’ εγώ θα σε ταπεινώσω και θα καταρρίψω το φρόνημά σου το επηρμένον και θα σε παρασκευάσω δια ταπεινής αγωγής να μη επιζητής τα παρελθόντα. Να είσαι λοιπόν, ουχί λέων, ως επεθύμησας, αλλ’ όνος αχθοφόρος όπως εκείνος, τον οποίον επεβουλεύθης». Ούτως αφού είπεν ο Γέρων μεθ’ απλότητος προστάσσει τον λέοντα να αναλάβη την υπηρεσίαν του όνου και φορτωμένος τα αγγεία να μεταφέρη το ύδωρ εις τους αδελφούς. Τούτο εγένετο πράγματι και ο λέων, ως πρότερον κατά την συμπεριφοράν εδεικνύετο αρνίον και έπειτα κύων, ούτω μετεβλήθη τώρα εις όνον φορτωμένον, φαινόμενον αληθώς θαυμαστόν. Παρήλθεν έκτοτε χρόνος αρκετός και ο λέων εξετέλει την διακονίαν ταύτην όχι μόνον αόκνως αλλά και ευχαρίστως. Τι όμως συνέβη μετά ταύτα; Μετά πάροδον χρόνου αρκετού οι αρπάσαντες τον όνον Άραβες έμποροι διήρχοντο και πάλιν από την ιδίαν παρά την όχθην του Ιορδάνου οδόν, έχοντες μεθ’ εαυτών και τον όνον, πορευόμενοι προς την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ. Ευρισκόμενον λοιπόν το θηρίον εις τον ποταμόν, ίνα φέρη το ύδωρ προς τους αδελφούς, βλέπει τον όνον από μακράν, τον αναγνωρίζει και εγκαταλείψας ευθύς την ιδιότητα του όνου, μάλλον δε τα χαρακτηριστικά του ζώου τούτου, παρουσιάζεται ως λέων και βρυχώμενος βασιλικώς επιπίπτει κατά των οδηγούντων τον όνον. Τούτο αντιληφθέντες εκείνοι και τρομοκρατηθέντες έφυγον ολοταχώς. Αρπάσας τότε ο λέων το σχοινίον, δια του οποίου εσύρετο ο όνος, εύθυμος και δια πηδημάτων και άλλων παιγνιδίων, τα οποία έκαμνεν, εδείκνυε την χαράν του φαινόμενος εις τους βλέποντας ως στρατιώτης γενναίος, όστις επιστρέφει από τον πόλεμον μετά τροπαίων. Ευθύς ως είδε τούτον ο Μέγας Γεράσιμος, τον απήλλαξεν από τας αγγαρείας προστάξας ίνα ο όνος αναλάβη και πάλιν την προτέραν του εργασίαν. Ωνόμασε δε ο Άγιος τον λέοντα Ιορδάνην.Έκτοτε ο λέων παρέμεινεν εκεί εις την Λαύραν εν ανέσει περιπατών κάποτε και έξω αυτής. Παρήλθον έκτοτε τρία έτη και ο θείος Γεράσιμος μετέστη προς ον επόθησε Κύριον. Κατά τας ημέρας εκείνας ο Ιορδάνης (ο λέων) είτε παρά τον Ιορδάνην περιπατών, είτε εις άλλο μέρος, κατ’ οικονομίαν Θεού, δεν ευρίσκετο εκεί όταν ο Άγιος Γεράσιμος ετάφη υπό των Πατέρων. Όταν λοιπόν επανήλθε μετ’ ολίγον, εζήτει τον Γέροντα. Ο δε Αββάς Σαββάτιος ο εκ Κιλικίας, ο μαθητής του Αββά Γερασίμου, ιδών αυτόν του είπεν· «Ιορδάνη, ο Γέρων ημών μας αφήκεν ορφανούς και απεδήμησεν εις Κύριον, αλλά λάβε τροφήν και φάγε». Ο λέων όμως δεν ήθελε να φάγη, αλλά συνεχώς έστρεφε τα βλέμματα εδώ και εκεί επιθυμών να ίδη τον Γέροντα, εφώναζε δε δυνατά, χωρίς καθόλου να σιωπά. Ο δε Αββάς Σαββάτιος και οι άλλοι Πατέρες θωπεύοντες την ράχιν τού έλεγον να φάγη και να ησυχάση. Παρά ταύτα ο λέων δεν έπαυεν από του να φωνάζη και να ωρύεται, όσον δε προσεπάθουν να τον παρηγορήσωσι δια των λόγων, τόσον περισσότερον ωρύετο και δυνατώτερα εφώναζε και ηύξανε την συμπάθειαν εις τους παρεστώτας, με την λύπην την οποίαν εδείκνυεν ότι ησθάνετο, επειδή δεν είδε τον Άγιον Γέροντα. Λέγει λοιπόν προς αυτόν ο Αββάς Σαββάτιος· «Έλα μαζί μου, επειδή δεν πιστεύεις εις ημάς». Ηκολούθησε τότε ο λέων τον Αββάν Σαββάτιον, εκείνος δε τον ωδήγησεν εις τον τάφον του Οσίου, ευρισκόμενον εις απόστασιν ημίσεως μιλίου από της Εκκλησίας. Σταθείς δε ο Αββάς Σαββάτιος παρά τον τάφον του Γέροντος έκαμε μετάνοιαν. Όταν λοιπόν είδεν αυτόν ο λέων κάμνοντα μετάνοιαν έκαμε και αυτός το αυτό σχήμα της μετανοίας και επ’ αρκετόν χρόνον κλίνων διαρκώς την κεφαλήν του προς την γην έμενεν εκεί έως ότου απέθανεν επάνω εις τον τάφον. Εγένετο δε τούτο ουχί επειδή ο λέων είχε ψυχήν λογικήν, αλλά επειδή ο Θεός ευδοκεί να δοξάζη τους δοξάσαντας Αυτόν, όχι μόνον εν τη ζωή αλλά και μετά θάνατον, καταδεικνύων δια του εξαισίου τούτου οποίαν υποταγήν είχον τα θηρία εις τον Αδάμ προ της παραβάσεως. Ας μιμηθώμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, τουλάχιστον των θηρίων την ευγνωμοσύνην, την οποίαν επεδείκνυον προς τους τον Κύριον υπηρετούντας, ων ταις πρεσβείαις της αυτών μερίδος καταξιωθείημεν και ημείς εν τη ημέρα της Κρίσεως. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ε΄ (5η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΜΑΡΚΟΥ του Αθηναίου, του ασκήσαντος εν τω όρει της Θρά

Δημοσίευση από silver »

Τη Ε΄ (5η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΜΑΡΚΟΥ του Αθηναίου, του ασκήσαντος εν τω όρει της Θράκης της πέραν της χώρας των Χετταίων.

Μάρκος ο Αθηναίος, ο εν Οσίοις Οσιώτατος και εν Αγίοις Αγιώτατος Πατήρ ημών, ο ασκήσας εις την βαθυτάτην έρημον την πέραν της Αιγύπτου κειμένην, εν τω όρει τω καλουμένω της Θράκης, διέλαμψεν εν τη πανερήμω ταύτη κατά τον Δ΄ μετά Χριστόν αιώνα. Κατά τους χρόνους δηλαδή εκείνους κατά τους οποίους ο εν Αιγύπτω Χριστιανικός ασκητισμός ευρίσκετο εις το μεσουράνημα του μεγαλείου του. Ακριβείς πληροφορίας περί του χρόνου της γεννήσεως και της προς Κύριον εκδημίας του Οσίου τούτου Πατρός δεν έχομεν, τόσα δε μόνον περί τούτου γνωρίζομεν, όσα διηγείται εις τινα διήγησίν του ο Όσιος Πατήρ ημών Σεραπίων. Κατά την διήγησιν ταύτην ο Όσιος ούτος Μάρκος εκκινήσας από την πατρίδα του, την περιώνυμον πόλιν των Αθηνών, εις την οποίαν εγεννήθη, κατέληξεν εις τας εσχατιάς της Αιγυπτιακής ερήμου, προχωρήσας εις αυτήν βαθύτερον παντός άλλου Ασκητού και διαμείνας εν αυτή υπό πάντων αγνοούμενος επί ενενήκοντα πέντε όλα έτη· μόνον δε κατά τα τέλη του Βίου του απεκαλύφθησαν τα περί αυτού παρά Θεού εις τον Όσιον Σεραπίωνα, όστις και επρόλαβε ζώντα τον Άγιον και επληροφορήθη παρά του ιδίου τα κατ’ αυτόν. Όσα λοιπόν είδε και όσα ήκουσε περί του Οσίου τούτου Μάρκου διηγείται εις την διήγησιν ταύτην ο Όσιος Σεραπίων. Έχει δε αύτη ως εξής: Ότε κάποτε ήμην εις τον Αββάν Ιωάννην, τον μέγαν Γέροντα, λέγει ο Όσιος Σεραπίων, νύκτα τινά, ενώ εκοιμώμην, είδον εις τον ύπνον μου ότι ήλθον προς αυτόν δύο Ασκηταί, οίτινες, ευλογηθέντες υπ’ αυτού, είπον δεικνύοντες εμέ· «Ο Αββάς Σεραπίων είναι ούτος»; Απεκρίθη ο εις προς τον άλλον· «Ναι, αλλ’ ας εγερθώμεν ίνα ευλογηθώμεν και υπ’ αυτού». Τότε λέγει προς αυτούς ο Αββάς Ιωάννης· «Αφήσατέ τον να αναπαυθή ολίγον, διότι προ ολίγου έφθασεν εκ της ερήμου και είναι κατάκοπος». Εκείνοι τότε ερωτώσιν αυτόν· «Πόσος καιρός είναι αφ’ ότου αγωνίζεσαι εις την έρημον και δεν μετέβης εις τον Αββάν Μάρκον τον εις το όρος της Θράκης της Αιθιοπίας διαμένοντα; Διότι μεταξύ όλων των Ασκητών της ερήμου, δεν υπάρχει άλλος όμοιος με αυτόν· επειδή είναι ήδη εκατόν είκοσιν ετών και επί ενενήκοντα πέντε έτη δεν είδεν άνθρωπον, μετά τεσσαράκοντα δε ημέρας θέλουσιν έλθει Άγγελοι του Θεού, οίτινες και θέλουσι παραλάβει αυτόν μεθ’ εαυτών εις τους ουρανούς». Ταύτα αφού είπον οι φανέντες εκείνοι εξύπνησα, αλλ’ ουδείς ευρίσκετο εκεί εις τον Όσιον Ιωάννην. Πλησιάσας τότε εγώ τον Γέροντα είπον προς αυτόν εκείνα τα οποία είδον εις τον ύπνον μου. Αυτός δε μοι απήντησεν· «Εκ Θεού είναι το όραμα, αλλά που ευρίσκεται το όρος της Θράκης, ίνα αναχωρήσης προς τα εκεί»; Είπον τότε εγώ προς τον Γέροντα· «Ευλόγησόν με, Πάτερ, και ο Θεός θέλει με οδηγήσει εις την οδόν». Αφού λοιπόν προσηυχήθημεν, ησπάσθην αυτόν και λαβών την ευχήν του εξεκίνησα δια την Αλεξάνδρειαν, ήτις ευρίσκετο εις απόστασιν πορείας δώδεκα ημερών, εγώ όμως, με την ευχήν του Γέροντος, έφθασα εις πέντε ημέρας, βαδίσας βιαστικά εντός των τραχυτέρων μερών της ερήμου ημέραν και νύκτα, υπό τον καύσωνα του ηλίου, όστις και το χώμα της γης κατακαίει. Όταν δε εισήλθον εις την πόλιν, ηρώτησα ένα εκ των εμπόρων, όστις εγνώριζε τας οδούς εκείνας· «Το όρος της Θράκης της εις την Αιθιοπίαν είναι μακράν»; Μοι απεκρίθη εκείνος· «Πράγματι, Αββά, είναι πολύ μεγάλη η απόστασις δια τον τόπον εκείνον. Καθώς γνωρίζω, Πάτερ, εάν ταξιδεύσης δια θαλάσσης, θέλεις είκοσιν ημέρας, εάν όμως πορευθής δια ξηράς, θα απαιτηθούν τριάκοντα ημέραι». Τότε εγώ, αφού εφωδιάσθην με εν κολοκύνθινον φλασκίον και ολίγους φοίνικας, προσέφερον τον εαυτόν μου εις το έλεος του Θεού. Εβάδισα λοιπόν εις την φοβεράν εκείνην έρημον επί είκοσιν ημέρας, κατά τας οποίας ούτε θηρίον αντίκρυσα, ούτε όρνεον, ούτε κανέν άλλο εξ εκείνων τα οποία πλανώνται συνήθως εις τας ερήμους, επειδή εις αυτήν τίποτα δεν ευρίσκουν δια να φάγουν ή να πίουν. Διότι ουδέποτε πίπτει βροχή εις την έρημον εκείνην, ούτε καν δρόσος. Μετά δε τας είκοσιν ημέρας εξηντλήθη το ύδωρ, το οποίον είχον μαζί μου και εκινδύνευον εκ της δίψης, διότι δεν ηδυνάμην πλέον να περιπατήσω. Όθεν έπεσα εις την άμμον και εκοιτόμην εις αυτήν ως νεκρός. Τότε βλέπω τους δύο εκείνους αδελφούς, τους οποίους είχον ίδει εν οράματι, όταν ευρισκόμην εις τον Αββάν Ιωάννην, οίτινες ελθόντες εστάθησαν έμπροσθέν μου, και μου λέγουν· «Εγέρθητι και εξακολούθει την πορείαν σου ομού με ημάς». Εγερθείς τότε εγώ είδον τον ένα εκ των δύο εκείνων βλέποντα προς την γην. Έπειτα στραφείς εκείνος προς εμέ μου λέγει· «Θέλεις να πίης ολίγον ύδωρ»; Απεκρίθην εγώ· «Ως προστάσσεις, Πάτερ μου». Μου έδειξε τότε εκείνος ρίζαν τινά θάμνου της ερήμου και μου είπε· «Λάβε και φάγε εκ ταύτης και πορεύου με την δύναμιν του Κυρίου». Λαβών τότε εγώ από την ρίζαν εκείνην έφαγον ολίγον και παρευθύς ίδρωσα ως εάν ερραντιζόμην δι’ ύδατος. Εδροσίσθη τότε η ψυχή μου και ανέρρωσα ωσάν να μη είχον καθόλου κουρασθή. Αφού δε οι συνοδοί μου εκείνοι μου υπέδειξαν την οδόν δια της οποίας θα μετέβαινον προς τον Άγιον Μάρκον και αφού μοι είπον να μη αργοπορήσω, παρευθύς εξηφανίσθησαν. Οδοιπορήσας τότε εγώ επί επτά ακόμη ημέρας, έφθασα εις το όρος της Θράκης και ανήλθον μέχρι της υψηλοτέρας κορυφής αυτού. Δεν υπήρχε δε εις αυτόν τον όγκον ούτε δένδρον, ούτε και φρύγανον, αλλ’ ήτο τόσον υψηλόν, ώστε εφαίνετο ωσάν να ανέρχεται εις το ύψος του ουρανού. Όταν δε, ως είπον, έφθασα εις την κορυφήν, είδον θάλασσαν μεγάλην εις τους πρόποδας αυτού και τριγυρίζων εδώ και εκεί επί επτά ημέρας, είδον κατ’ εκείνην την νύκτα τους Αγγέλους του Θεού καταβαίνοντας προς τον Άγιον, δοξολογούντας και λέγοντας· «Ας είσαι μακάριος και ας είναι πάσα γλυκύτης εις την ψυχήν σου, Αββά Μάρκε, διότι ιδού σου εφέραμεν τον Αββάν Σεραπίωνα, τον οποίον επόθησε να ίδη η ψυχή σου». Ταύτα ακούσας εγώ και άφωνος γενόμενος εβάδιζον δια της οπτασίας, έως ότου έφθασα εις το σπήλαιον, εις το οποίον ευρίσκετο ο Άγιος εκείνος Μάρκος. Πλησιάσας δε προς την θύραν του σπηλαίου ήκουσα αυτόν να απαγγέλλη τους εξής στίχους εκ των Αγίων Γραφών. «Χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου, Κύριε, ως ημέρα η εχθές» (Ψαλμ. πθ: 4) και τα λοιπά του Ψαλμού αυτού. Προχωρών δε ο Όσιος έλεγε· «Μακαρία η ψυχή σου, Μάρκε, διότι δεν έπεσες εις τον βόρβορον εν τω κόσμω τούτω· μακάριον το σώμα σου, διότι δεν εμεθύσθη από τας επιθυμίας των βεβήλων λογισμών· μακάριοι οι οφθαλμοί σου, τους οποίους δεν εστάθη ικανός ο διάβολος να αποπλανήση, ώστε να ίδουν διαφορετικήν την θέαν των όντων· μακάριον το ους σου, διότι δεν ήκουσε την κραυγήν των σειρήνων, των γυναικών του ματαίου τούτου κόσμου· μακάριαι αι χείρες σου, διότι δεν εκράτησαν ή εψηλάφησαν τίποτε εκ των ανθρωπίνων πραγμάτων, ούτε τους ρώθωνάς σου ηύφραναν αι οσμαί του διαβόλου, ούτε οι πόδες σου εβάδισαν επί της οδού της παρασυρούσης εις τον θάνατον, ούτε και τα βήματά σου παρημποδίσθησαν. Ταύτα ακούων εγώ εθαύμαζον, ήκουσα δε και πάλιν τον Όσιον να λέγη· «Ευλόγει λοιπόν η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον Αυτού» (Ψαλμ. ρβ:1), όστις ευδοκών εχάρισεν εις σε το μέγα Αυτού και άπειρον έλεος. «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον και μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεις Αυτού» (Αυτ. 2). Ας μη λυπείσαι λοιπόν, ψυχή μου, αλλά να ευφραίνεσαι εν τω ονόματι του Κυρίου σου. Διότι Αυτός είπε· «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον, ότι ηυδόκησεν ο Πατήρ υμών δούναι υμίν την Βασιλείαν» (Λουκ. ιβ: 32). Αλλαχού δε λέγει· «Μακάριος ο δούλος εκείνος ον ελθών ο Κύριος αυτού ευρήσει ούτω ποιούντα» (Λουκ. ιβ:43). Ο δε Προφήτης Δαβίδ ταύτα λέγει· «Παρεμβαλεί Άγγελος Κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς» (Ψαλμ. λγ: 8). Τοιαύτα και άλλα παρόμοια χωρία των Αγίων Γραφών απαγγείλας ο Όσιος ήλθε προς την θύραν του σπηλαίου και κλαίων με εκάλεσεν ειπών· «Εν ειρήνη του Χριστού έφθασες, Αββά Σεραπίων. Έγγισόν με, τέκνον μου». Αφού λοιπόν επλησίασα και ήγγισα τον Όσιον με ενηγκαλίσθη εκείνος και με κατεφίλησε λέγων· «Ευωδία του υιού μου Σεραπίωνος, ως ευωδία πνευματικού τέκνου. Είθε ο Κύριος να σου ανταποδώση τον μισθόν του κόπου τον οποίον κατέβαλες, δια να ίδης την λευκήν ταύτην κεφαλήν. Ενενήκοντα πέντε έτη έχω, τέκνον μου, κατά το διάστημα των οποίων δεν είδον άνθρωπον, παρά μόνον σήμερον την αγιωσύνην σου, την οποίαν επεθύμουν από πολλών χρόνων και σε ευχαριστώ, διότι δεν υπελόγισες τόσον κόπον δια να ίδης ένα ελεεινόν γέροντα· αλλ’ όπως σου είπον, ο Θεός, τέκνον, θέλει σου ανταποδώσει τον μισθόν κατά την ημέραν της Κρίσεως καθ’ ην μέλλει να κρίνη τα κρύφια των ανθρώπων». Αφού λοιπόν είπε ταύτα ο Όσιος διέταξε και εκαθήσαμεν και τότε ήρχισα να ερωτώ αυτόν δια την άμεμπτον αυτού πολιτείαν. Εκείνος δε απαντών μοι είπεν· «Ιδού, τέκνον, ενενήκοντα πέντε έτη έχω εις ταύτην την φωλεάν και οι οφθαλμοί μου δεν είδον θηρίον, ούτε όρνεον, ούτε έφαγον άρτον κατασκευασθέντα εκ χειρών ανθρωπίνων, ουδέ κοσμικόν ένδυμα ενεδύθην. Επί τριάκοντα έτη έζησα με μεγάλην ανάγκην και πολλήν στενοχωρίαν από την πείναν, την δίψαν και την γυμνότητα. Δεν ήρκουν δε μόνον ταύτα, αλλ’ είχον και τους δαίμονας να με ενοχλούν, να ενεδρεύουν και να μου στήνουν παγίδας, τας οποίας είναι αδύνατον να σου διηγηθώ. Και έφαγον, τέκνον μου, χώμα από την πολλήν πείναν και έπιον θαλάσσιον ύδωρ επί είκοσιν έτη. Και έζων εν γυμνότητι και μεγάλη στενοχωρία. Μυριάκις ωρκίσθησαν μεταξύ των οι δαίμονες να με πνίξωσιν εις την θάλασσαν. Πολλάκις με έσυραν μέχρι του χαμηλοτέρου σημείου του όρους, έως ότου δεν απέμεινεν εις εμέ ούτε δέρμα, ούτε σάρξ και εφώναζον λέγοντες· «Φύγε από το έδαφός μας. Απ’ αρχής κόσμου δεν ήλθεν εδώ άλλος κανείς· και συ, πως έλαβες την τόλμην να έλθης»; Παρέμεινα λοιπόν, συνέχισε να λέγη ο Όσιος, με μεγάλην υπομονήν, τα τριάκοντα αυτά έτη, πεινών και διψών και γυμνητεύων, καθώς σου είπον και τον αφόρητον πόλεμον των δαιμόνων υφιστάμενος. Αλλ’ αφού παρήλθον τα τριάκοντα έτη επεφοίτησεν εις εμέ η Χάρις του Θεού εν τη πολλή αυτής ευσπλαγχνία και με την προσταγήν Εκείνου ήλλαξεν η σωματική μου κατάστασις και εφύτρωσαν τρίχες εις το σώμα μου έως ου εβάρυνα εξ αυτών και τροφή πνευματική συνεχώς μου απεστέλλετο και Άγγελοι κατήρχοντο προς την αθλιότητά μου και είδον, τέκνον μου, τας εκτάσεις της Βασιλείας των ουρανών και τας Μονάς των Δικαίων. Είδον τον Παράδεισον του Θεού και μου έδειξαν το ξύλον της Γνώσεως, από του οποίου τον καρπόν έφαγον οι Προπάτορες. Είδον τον Ενώχ και τον Ηλίαν εν γη ζώντων. Δεν υπάρχει τίποτε, τέκνον μου, το οποίον εζήτησα να μου ερμηνευθή παρά Θεού και να μη μου το έδειξεν ο Φιλάνθρωπος. Αφού διηγήθη ταύτα ο Άγιος, τον ηρώτησα· Ειπέ μου, Πάτερ, πόθεν είσαι και πως συνέβη να έλθης εδώ; Τότε ο Όσιος απεκρίθη· Εγώ, τέκνον μου, είμαι από τας Αθήνας, Έλλην ειδωλολάτρης. Οι γονείς μου ήθελον να γίνω φιλόσοφος, όπως γίνονται οι μάταιοι άνθρωποι της πατρίδος μου, δι’ αυτό εξεπαιδευόμην συναναστρεφόμενος τους φιλοσόφους. Ο Κύριος όμως με ηλέησε και γνωρίσας την αλήθειαν εβαπτίσθην και έγινα Χριστιανός. Αφού δε απέθανον οι γονείς μου, εσκέφθην ότι και εγώ θνητός είμαι, όπως οι πρόγονοί μου. Ποίον λοιπόν θα είναι το όφελος αν απολαύσω τον μάταιον κόσμον και χάσω τον ουράνιον; Ας αναχωρήσω εκ του κόσμου προτού έλθωσι και με αρπάσωσιν οι Άγγελοι του Θεού. Ενεδύθην λοιπόν τα ιμάτιά μου και αφού εκάθισα επί μιας σανίδος ερρίφθην εις την θάλασσαν. Οδηγηθείσα δε η σανίς δια χειρός Αγγέλου, με έφερεν εις τους πρόποδας του όρους τούτου, όπου, περιπλανηθείς εδώ και εκεί, εύρον το σπήλαιον τούτο, εις το οποίον εισελθών, όπως προηγουμένως σου είπον, διήνυσα τον πολυώδυνον και τραχύτατον δρόμον της εδώ παροικίας μου μέχρι σήμερον. Ταύτα και άλλα περισσότερα διηγουμένου του Οσίου, εξημέρωσεν. Ιδών τότε εγώ το σώμα αυτού κεκαλυμμένον δια τριχών, ως να ήτο θηρίον, εταράχθην και εφοβήθην πολύ μη βλέπων εις αυτόν μορφήν ανθρώπου. Διότι εξ άλλου σημείου δεν ήτο δυνατόν να αναγνωρίση τις αυτόν ότι ήτο άνθρωπος, παρεκτός μόνον από της ομιλίας. Αντιληφθείς τότε ο Όσιος ότι τόσον εφοβήθην, μου είπε· «Διατί εφοβήθης, τέκνον μου, εκ της θέας του δυστυχούς τούτου σώματος; Τίποτε άλλο δεν είναι παρά σώμα φθαρτόν εκ σώματος φθαρτού καταλήξαν εις το σχήμα τούτο». Θέλων δε ο Άγιος να πληροφορηθή τα περί του κόσμου με ηρώτησε· «Υπάρχει ακόμη κόσμος και είναι ανθηρός όπως κατά την παλαιάν εποχήν»; Απεκρίθην εγώ· «Ναι, Πάτερ, και κόσμος υπάρχει με την Χάριν του Χριστού, και περισσότερον από την παλαιάν εποχήν ακμάζει σήμερον». Κατόπιν με ηρώτησε πάλιν ο Όσιος· Υπάρχει ειδωλολατρία ή διωγμός των Χριστιανών ακόμη; Απεκρίθην εγώ· Με την βοήθειαν των ευχών σου, Πάτερ, έχει παύσει πλέον ο διωγμός, ούτε ειδωλολατρία υπάρχει πολιτευομένη εκ του εμφανούς. Τούτο ακούσας ο Γέρων πολύ ηυχαριστήθη και συνέχισεν ερωτών με· Υπάρχουν Άγιοι εις τον κόσμον σήμερον, κατορθούντες υπερφυσικά φαινόμενα και θαύματα, όπως είπεν ο Χριστός εις τα Ευαγγέλια, ότι «Εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως ερείτε τω όρει τούτω μετάβηθι εντεύθεν εκεί και μεταβήσεται» (Ματθ. ιζ: 20) και «Άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν και γενήσεται»; (Ματθ. κα:21). Τούτο ειπόντος του Οσίου και δεικνύοντος το όρος, ανεσηκώθη αμέσως εκείνο περί τους πέντε πήχεις και μετετοπίζετο προς την θάλασσαν. Εγείρας δε τους οφθαλμούς του ο Όσιος και ιδών αυτό να περιπατή, κτυπήσας το πρόσωπον δια της χειρός του, είπε· «Τι σου συνέβη, όρος; Εγώ δεν σου είπον να μετακινηθής· μείνε εις την θέσιν σου». Παρευθύς τότε επανήλθε το όρος εκεί οπόθεν είχεν απομακρυνθή. Το θαυμάσιον τούτο ευθύς ως είδον εγώ, έπεσον κάτω από τον φόβον. Ο δε Όσιος, κρατήσας με εκ της χειρός, με ανεσήκωσεν, ειπών· Δεν είδες τοιαύτα θαύματα εις τας ημέρας σου; Διακατεχόμενος δε ακόμη εγώ υπό του τρόμου απεκρίθην· Όχι. Στενάξας δε ο Γέρων έκλαυσε και είπεν· Αλλοίμονον εις την γην, διότι οι Χριστιανοί μόνον κατά το όνομα είναι Χριστιανοί όχι δε και κατά τα έργα. Ευλογητός ο Θεός ο οδηγήσας με εις τον άγιον τούτον τόπον δια να μη αποθάνω εις την πατρίδα μου και ταφώ εις γην μεμιασμένην εκ των πολλών αμαρτιών. Όταν δε επλησίαζεν η εσπέρα, μου είπεν ο Όσιος· Αδελφέ Σεραπίων, δεν είναι καιρός να τελέσωμεν αγάπην και ευχαριστίαν; Εγώ όμως δεν απήντησα. Εγερθείς δε αμέσως ο Όσιος και εκτείνας τας χείρας προς τον ουρανόν απήγγειλε τον ψαλμόν «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει» (Ψαλμ. κβ: 1) και την συνέχειαν του ψαλμού τούτου και άλλα πολλά. Στραφείς κατόπιν προς το εσωτερικόν του σπηλαίου ο Όσιος είπεν· Ετοίμασον, τέκνον, τράπεζαν. Λέγει δε και προς εμέ· Ας εισέλθωμεν, τέκνον μου, και ας φάγωμεν τροφήν, την οποίαν ο Θεός απέστειλεν εις ημάς. Εγώ τότε εθαύμαζον και ηπόρουν, έκθαμβος γενόμενος, διότι δεν έβλεπον ουδένα άλλον ειμή μόνον τον Όσιον. Αίφνης όμως βλέπω και τράπεζαν ητοιμασμένην γέμουσαν ευωδίας και δύο σκαμνία και άρτον πρόσφατον μαλακόν και λευκόν ως χιόνα και δύο ιχθύς εψημένους και ωραιότατα λάχανα και φοίνικας και άλας και αγγείον πλήρες ύδατος γλυκυτέρου του μέλιτος· ως δε εκαθίσαμεν, μου είπεν ο Όσιος· Ευλόγησον, αδελφέ Σεραπίων. Απεκρίθην εγώ· Συγχώρησόν μοι, Πάτερ. Ευθύς τότε λέγει ο Όσιος· Κύριε, ελέησον. Και ιδού βλέπω παρευθύς ωσάν δεξιάν χείρα εκταθείσαν εκ του ουρανού και τυπώσασαν επί της τραπέζης το σημείον του Σταυρού. Αφού δε εφάγομεν, είπε πάλιν ο Όσιος· Σήκωσον, τέκνον, την τράπεζαν. Παρευθύς τότε εσηκώθη η τράπεζα και εγένετο αφανής. Έμενον δε εγώ θαυμάζων, πλην των άλλων και διότι καθ’ όλας τας ημέρας της ζωής μου δεν εγεύθην ποτέ τοιαύτην γλυκυτάτην τροφήν ούτε ύδωρ έπιον όπως εκείνο το ύδωρ. Ομιλήσας τότε προς εμέ ο Όσιος είπεν· Είδες, αδελφέ, πόσον αγαπά ο Θεός τους δούλους του; Μέχρι τώρα εφέρετο εις εμέ καθ’ εκάστην ημέραν εις ιχθύς· σήμερον δε, προς χάριν σου, ο Θεός μού απέστειλε δύο. Τοιουτοτρόπως ο Θεός μού αποστέλλει και πνευματικήν τροφήν και πνευματικόν πόμα. Επί τριάκοντα έτη ευρίσκομαι εις τον τόπον τούτον και δεν εύρον ποτέ ούτε μίαν ρίζαν χόρτου, από την υπερβολικήν δε πείναν έφαγον χώμα εκ της γης και από την πολλήν δίψαν έπιον ύδωρ πικρόν εκ της θαλάσσης· και ήμην γυμνός και ανυπόδητος μέχρι σημείου, ώστε απεσπάσθη το δέρμα από τα μέλη του σώματός μου, εξ αιτίας του ψύχους της νυκτός και του καύσωνος της ημέρας. Ευρισκόμην δε εξηπλωμένος ως νεκρός, και οι δαίμονες με επολέμουν ακαταπαύστως ημέραν και νύκτα σύροντές με εδώ και εκεί εις το όρος και με εγκατέλειψεν ο Θεός επί τριάκοντα έτη εν πείνη και δίψη κατατυραννούμενον εκ του ψύχους και του καύσωνος και ούτε θηρίον είδον ούτε όρνεον εις το όρος τούτο. Aπό τα ενενήκοντα πέντε δε έτη, από τα οποία έχω εδώ, κατά τα πρώτα τριάκοντα δεν είδον ει μη μόνον δαίμονας. Αφού δε συνεπληρώθησαν τα τριάκοντα έτη, αφ’ ότου ευρισκόμην εις τόσον βαρείς κινδύνους, επρόσταξεν ο Θεός και ανεφύησαν τρίχες εις το σώμα μου, καθώς βλέπεις, αίτινες εσκέπασαν όλα τα μέλη μου. Από τότε και έως σήμερα ούτε οι δαίμονες κατώρθωσαν να με πλησιάσουν, ούτε πείνα, ούτε δίψα, ούτε καύσων, ούτε ψύχος με ηνώχλησαν, ούτε η ελαχίστη ασθένεια με προσέβαλε. Σήμερον δε το όριον της ζωής μου ευρίσκεται εις το τέλος του και σε απέστειλεν ο Θεός, ίνα, δια των αγίων χειρών σου, κηδεύσης το ταπεινόν τούτο σώμα. Όταν δε, αδελφέ Σεραπίων κηδεύσης το σώμα μου, άφες αυτό εις τούτο σπήλαιον εν ειρήνη Χριστού και αφού φράξης δια λίθων την είσοδον του σπηλαίου πορεύου εν ειρήνη και μη παραμείνης εδώ. Κλαίων τότε εγώ, με λύπην βαθυτάτην και φωνήν διακοπτομένην από λυγμούς είπον προς τον Άγιον· Πάτερ, αίτησον ίνα με παραλάβης μετά σου όπου θέλεις πορευθή. Απεκρίθη ο Άγιος· Εν τη ημέρα ταύτη της ευφροσύνης μου μη κλαίε, τέκνον διότι ο Θεός, ο οδηγήσας σε εδώ, Αυτός θέλει σε διασώσει εν ευφροσύνη και ουκ εν τρίβω της ενταύθα ελεύσεώς σου έσται η οδός σου. Μη στενοχωρήσαι δηλαδή και δεν πρόκειται να επιστρέψης και πάλιν από τον ίδιον δρόμον από τον οποίον ήλθες και ο οποίος τόσον σε εταλαιπώρησε. Δι’ εμέ δε, αδελφέ Σεραπίων, η σημερινή ημέρα είναι η ανωτέρα όλων των ημερών της ζωής μου. Διότι σήμερον η ψυχή μου εγκαταλείπει το παθητόν τούτο σώμα και απέρχεται ίνα αναπαυθή εις τας Μονάς της ζωής. Σήμερον αναπαύεται το σώμα μου εκ των πολλών κόπων και αγώνων· σήμερον θα αισθανθώ την χαράν της αναπαύσεώς μου. Παύσαντος δε του Αγίου τον λόγον εις το σημείον τούτο, εγέμισεν αίφνης το σπήλαιον εκ φωτός λαμπροτέρου του ηλίου και ευωδία αρωμάτων ηπλώθη εις το μέγα εκείνο όρος. Κρατών δε ο μακάριος Μάρκος την χείρα μου, συνέχισε λέγων· Ας διασώζεσαι, σπήλαιον ευλογημένον, εντός του οποίου ηυχαρίστησα όσον μου ήτο δυνατόν Εκείνον όστις προς σε με ωδήγησε και ενεδυνάμωσε το εκ πηλού σώμα μου, ώστε να συμπληρώσω τον χρόνον της εδώ παροικίας μου, με εκάλυψε δε υπό το σκήνωμά Του μέχρι τούδε και έως την ημέραν της κοινής αναστάσεως. Σώζου και συ σώμα μου, η κατοικία των κόπων και αγώνων μου. Μη λυπείσαι και ιδού σε αναλαμβάνει ο Κύριος, ίνα σου αποδώση τους μισθούς, αντί των πειρασμών τους οποίους υπέμεινες και των ενοχλήσεων του αντιλογούντος εις τας βουλάς Εκείνου, ανταγωνιζόμενον εις ταύτα δια την αγάπην Του και μόνον. Δια δε την γύμνωσιν την οποίαν υπέφερες, ας ενδυθής ένδυμα αφθαρσίας κατά την ημέραν της δόξης Αυτού, της φρικτής και φοβεράς. Σώζεσθε και σεις, οφθαλμοί μου, τους οποίους εμάραναν αι παννύχιοι στάσεις και η αγρυπνία. Τώρα αναπαύεσθε. Ας σώζεσθε και σεις πόδες μου, τους οποίους κατεκοπίασα δι’ ολονυκτίων ορθοστασιών εν προσευχή. Σώζεσθε, Ασκηταί, οι εις τας φάραγγας των ορέων ζώντες και κεκοιμημένοι· σώζεσθε και σεις δέσμιοι, οι δια την ουράνιον Βασιλείαν καταπονούμενοι· σώζεσθε οι εν θλίψεσι και φυλακαίς και στενοχωρίαις βιούντες δια την αγάπην του Χριστού· σώζεσθε τα Ιερά Μοναστήρια και αι Λαύραι και όλα τα ιερά καταφύγια· σώζου και η σύμπασα κτίσις. Στραφείς κατόπιν και πάλιν προς εμέ ο Άγιος με ησπάσατο, ειπών μοι· Σώζου και συ, αδελφέ Σεραπίων. Ο Χριστός, παρά του οποίου ελπίσας την ανταπόδοσιν υπέμεινας προς χάριν μου τόσον κόπον, ας σου παραχωρήση τον μισθόν του κόπου σου κατά την φρικτήν ημέραν της παρουσίας Αυτού. Μετά ταύτα δε λέγει και πάλιν· Αδελφέ Σεραπίων, σε ορκίζω εις τον Χριστόν τον αληθινόν Θεόν και Υιόν του Θεού του ζώντος, να μη παραλάβης τίποτε εκ του ταπεινού μου σώματος ούτε μίαν τρίχα ούτε να περιποιηθής αυτό ενδύων με ιμάτιον, αλλ’ όπως ο Θεός ενέδυσεν αυτό με τρίχας, ούτως ας συνοδευθή και εις τον τάφον. Μη μείνης δε εδώ σήμερον. Ενώ δε εγώ εθρήνουν ακούων ταύτα, φωνή ήλθεν εξ ουρανού λέγουσα· Αγάγετέ μοι το σκεύος της εκλογής της ερήμου, αγάγετέ μοι τον εργάτην της δικαιοσύνης και τέλειον Χριστιανόν και εργάτην πιστόν. Δεύρο, Μάρκε, δεύρο αναπαύου εν τη χώρα της χαράς και πνευματικής ζωής. Τότε λέγει προς εμέ ο Άγιος· Ας κλίνωμεν το γόνυ, αδελφέ. Ως δε εκλίναμεν τα γόνατα ημών, ήκουσα φωνήν Αγγέλου λέγοντος προς έτερον Άγγελον· Άνοιξον τας αγκάλας σου και υποδέχου την μακαρίαν ταύτην ψυχήν. Ως ήκουσα τους λόγους τούτους ηγέρθην και εκτείνας το βλέμμα είδον την ψυχήν του Αγίου βασταζομένην υπό Αγγέλων, ενδεδυμένην στολήν λευκήν και μεταφερομένην εις τους ουρανούς. Απεκαλύφθη τότε η στέγη του ουρανού και είδον τας φυλάς των δαιμόνων ισταμένας ετοίμους. Ήκουσα δε και φωνήν λέγουσαν· «Φύγετε εις το σκότος, φύγετε από το πρόσωπον του φωτός της δικαιοσύνης». Εκρατήθη δε η ψυχή του Αγίου επί μίαν ώραν και ήκουσα φωνήν, προτρέπουσαν ούτω τους Αγγέλους· «Υψώσατε την ηγαπημένην μου ψυχήν, την καταισχύνασαν τους δαίμονας». Αφού δε αντιπαρήλθεν η ψυχή τας φυλάς των δαιμόνων, ευθύς είδον ομοίωμα δεξιάς, ήτις απλωθείσα εκ του ουρανού παρέλαβε την ψυχήν του Αγίου. Από της στιγμής ταύτης ουδέν είδον πλέον. Ήτο δε η ώρα έκτη της νυκτός. Παραμείνας τότε μέχρι πρωϊας προσευχόμενος και τελέσας την υμνωδίαν επί του Ιερού Λειψάνου του Αγίου, άφησα αυτό εκεί εις το σπήλαιον, καθώς είχον διαταχθή παρ’ εκείνου. Αφού δε έκλεισα τούτο δια λίθων κατηρχόμην από το όρος ικετεύων και δεόμενος, ίνα γίνη εις εμέ ο Θεός βοηθός εις το να διαβώ την φοβεράν εκείνην έρημον. Και περί την δύσιν του ηλίου, ιδού οι δύο εκείνοι τους οποίους είδον, ότε εκαθήμην μετά του Αββά Ιωάννου, παρουσιάσθησαν πάλιν και πλησιάσαντές μοι μοι είπον· «Αληθώς, αδελφέ, εκήδευσας σήμερον σώμα του οποίου ο κόσμος ολόκληρος δεν είναι αντάξιος. Αλλ’ εγέρθητι και οδοιπόρησον μεθ’ ημών κατά την νύκτα, ότε δροσίζει, διότι την ημέραν δεν θα δυνηθής να περιπατήσης εκ της υπερβολικής του ηλίου θερμότητος». Εγερθείς δε συνεβάδισα μετ’ αυτών μέχρι της πρωϊας. Έπειτα μοι είπον· «Πορεύου εν ειρήνη και να εύχεσαι υπέρ ημών». Όταν δε έφθασα εις μικράν από αυτών απόστασιν, παρατηρήσας αντελήφθην, ότι ευρισκόμην εις την θύραν του Αββά Ιωάννου και γενόμενος έκθαμβος εδόξαζον τον Θεόν μεγαλοφώνως, ενθυμούμενος τους λόγους του Αγίου Μάρκου, όστις μοι είχεν είπει, ότι «ουκ εν τρίβω της ενταύθα ελεύσεώς σου έσται η επιστροφή σου». Όθεν επίστευσα εις την αόρατον προστασίαν, την οποίαν δια των ευχών του Αγίου έλαβον. Ούτω μετεφέρθην εκεί όπου ήμην πρότερον και εμεγάλυνον τα ελέη του αγαθού και μεγάλου Θεού ημών, δι’ εκείνα τα οποία εποίησεν εις εμέ τον ανάξιον δια των πρεσβειών του Αγίου Μάρκου του πιστού δούλου Αυτού. Ταύτας τας φωνάς ακούσας ο Αββάς Ιωάννης εξήλθε και μοι είπεν· «Εν ειρήνη μετά του Θεού ευρέθης εδώ, Αββά Σεραπίων». Εισελθών δε μετ’ αυτού εις την Εκκλησίαν διηγήθην εις αυτόν και εις τους συναθροισθέντας άπαντα λεπτομερώς τα γενόμενα και πάντες εδόξασαν τον ποιούντα μεγάλα και εξαίσια, ων ουκ έστιν αριθμός. Ο δε Αββάς Ιωάννης εγερθείς εις το μέσον ημών είπεν· «Αληθώς, αδελφοί, εκείνος ήτο τέλειος Χριστιανός, ημείς δε κατ’ όνομα μόνον είμεθα τοιούτοι. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός, ο παραλαβών τον Άγιον Μάρκον, τον δούλον Αυτού και γνήσιον φίλον Του, εις τας αιωνίους αυλάς της Βασιλείας των ουρανών, Αυτός ας σκέπη και ημάς υπό τας πτέρυγας της Χάριτος Αυτού και ας οδηγή ημάς εις το να κάμνωμεν το θέλημά Του, δια των ευχών και πρεσβειών του Οσίου Πατρός ημών Μάρκου και πάντων των Αγίων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΣΤ΄ (6η) Μαρτίου, μνήμη των Αγίων Μεγάλων Μαρτύρων Τεσσαράκοντα Δύο, των εν τω Αμορίω, ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Κ

Δημοσίευση από silver »

Τη ΣΤ΄ (6η) Μαρτίου, μνήμη των Αγίων Μεγάλων Μαρτύρων Τεσσαράκοντα Δύο, των εν τω Αμορίω, ΘΕΟΔΩΡΟΥ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ, ΘΕΟΦΙΛΟΥ, ΒΑΣΩΗ και των συν αυτοίς.

Θεόδωρος, Κωνσταντίνος, Κάλλιστος, Θεόφιλος και Βασώης οι Άγιοι Μάρτυρες υπήρχον εν Αμορίω τα πρώτα φέροντες κατά τον καιρόν κατά τον οποίον εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο μισόχριστος Θεόφιλος (829 – 842), όστις δια την φρικτήν επίθεσιν την οποίαν ήγειρεν εναντίον των σεπτών και αγίων Εικόνων και δια τας ποικίλας και σκληράς τιμωρίας, τας οποίας επέβαλλε κατά των προσκυνούντων αυτάς, παρεχώρησεν ο Θεός και εκίνησαν πόλεμον κατ’ αυτού οι Σαρακηνοί. Πόσας δε ήττας υπέστη ούτος υπ’ αυτών, πόσαι καταστροφαί προεκλήθησαν εις την Αυτοκρατορίαν και πόσαι πολιτείαι και χώραι και νήσοι ηρημώθησαν δια την εικονομαχίαν του, είναι αδύνατον να περιγράψη τις. Δια μίαν δε και μόνην πόλιν θέλομεν διηγηθή ενταύθα, εις την οποίαν ηχμαλωτίσθησαν οι Άγιοι ούτοι τεσσαράκοντα δύο Μάρτυρες. Κατά το έτος ωλη΄ (838) από Χριστού, ο Χαλίφης της Βαγδάτης Μοτασέμ, όστις ήτο τότε ο ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των Σαρακηνών, ώρμησε με μεγάλην δύναμιν στρατευμάτων εναντίον της περιφήμου πόλεως Αμορίου και εντός δεκατριών ημερών κατακρημνίσας τα τείχη της δια των νηχανικών λιθοβόλων οργάνων, υπεδούλωσεν αυτήν. Τότε τους μεν απλούς στρατιώτας καθώς και όλους τους κατοίκους αυτής ως και εκείνους, οίτινες είχον καταφύγει εις αυτήν εκ των πέριξ, επρόσταξε να φονεύσουν με τα ξίφη των, τους δε αρχηγούς των στρατευμάτων έσυρεν αιχμαλώτους εις την χώραν του. όταν δε έφθασεν εκεί, εφυλάκισεν όλους τούτους εις σκοτεινήν και δυσώδη φυλακήν, με διπλάς και τριπλάς αλύσεις δεδεμένους, προστάξας τους φύλακας να τους βασανίζουν δια της πείνης παρέχοντες εις αυτούς ολίγον μόνον άρτον και ολιγώτερον ύδωρ. Να τους κρατούν δε εις απομόνωσιν τόσον, ώστε να μη δύναται να συνομιλήση με αυτούς άλλος τις, εκτός από τους φύλακας. Ποίος όμως άλλος εκτός από Σε μόνον, Χριστέ Βασιλεύ, δύναται να γνωρίζη κατ’ ακρίβειαν το είδος των βασάνων, τας οποίας υπέστησαν και το πλήθος των δακρύων και των ανεκδιηγήτων οδυνηρών στεναγμών τους οποίους καθ’ ημέραν εξέπεμπον ένεκα των πολυειδών μαρτυρίων, τα οποία προς χάριν Σου καθ’ ημέραν υφίσταντο; Διότι δεν έπιναν οι ευλογημένοι εκείνοι τόσον νερόν, όσον δάκρυ έχυνον από τους οφθαλμούς των, ούτε έτρωγον τόσον άρτον, εκείνοι οι οποίοι πολλάκις έθρεψαν πλήθος πτωχών, όσον έτρωγον από την σάρκα των αι φθείρες και τα ζωϋφια, τα οποία εσύροντο εις την γην. Ως κλίνην είχον την γην και στρώματα την βρωμεράν και λεπτήν κόνιν, από την οποίαν έβριθε το δάπεδον. Εάν δε και ερρίπτετο ποτέ κρυφίως εις τινα εξ αυτών βδελυκτόν τι και ακάθαρτον ιμάτιον, ήτο μεγαλυτέρα η βάσανος, την οποίαν υφίστατο εξ αυτού, λόγω του ότι έβριθον τα τοιαύτα εξολοθρευτικών ζωϋφίων. Από δε το σκότος το οποίον επεκράτει εκεί δεν ηδύναντο ούτε κατά την μεσημβρίαν να ίδουν και να γνωρίσουν ακριβώς ο εις του άλλου το πρόσωπον. Δεν ήτο συγκεχωρημένον εις αυτούς να υπάγουν εις το λουτρόν, ούτε να κουρευθούν, ούτε να καθίσουν εις τας ακτίνας του ηλίου, ούτε καν να τας ίδουν. Μετά δε την πάροδον χρόνου αρκετού από της φυλακίσεως, ένεκα της παντελούς στερήσεως και αυτού του άρτου, εζήτησαν από τους φύλακας την άδειαν να εξέλθουν τινές εξ αυτών δια να ζητήσουν ελεημοσύνην και να λάβουν και οι φύλακες το μερίδιόν των, κατά την εκείνων συνήθειαν. Αλλά και όταν ποτέ συγκατέβησαν εις το να τους επιτρέψουν τούτο, δέκα στρατιώται ηκολούθουν έκαστον από τους δεδεμένους φυλακισμένους. Όταν δε επέστρεφον εις τας φυλακάς, εκόπτετο ο ελεεινότατος εκείνος άρτος, τον οποίον προσέφερον οι Άραβες και ηρευνάτο. Ομοίως εξητάζοντο και τα ευτελή αγγεία όπου είχον, μήπως και ήτο κεκρυμένον εις αυτά επιβουλευτικόν τι γράμμα. Και έως ότου μεν έμενεν εισέτι εις τους γενναίους εκείνους η προτέρα δύναμις του σώματος, δεν προέβαλλον εις αυτούς οι βάρβαροι λόγον τινά περί πίστεως· όταν δε τους είδον, ότι εξηντλήθησαν τελείως από τας ταλαιπωρίας και εξηράνθησαν τα σώματα αυτών, τότε δια προσταγής του Χαλίφου επήγαν εις την φυλακήν τινές εκ των υπηρετών της θρησκείας των, οίτινες εθεωρούντο από αυτούς οι ευλαβέστεροι, υποκρινόμενοι φιλανθρωπίαν. Αφού δε ηνοίχθη η φυλακή, μετά παράκλησιν δήθεν αυτών προς τους αρχιφύλακας, ήρχισαν εκείνοι να ομιλούν προς τους φυλακισμένους δίδοντες εις αυτούς αργύρια και ενδύματα. Τούτο δε αφού πολλάκις επανέλαβον, ήρχισαν δοκιμάζοντες να τους παρασύρουν και εις άρνησιν της του Χριστού Πίστεως. Διότι ο δεινός εκείνος εθνάρχης, ο κατακτήσας την θαυμαστήν τότε πόλιν του Αμορίου, την τόσον μεγάλην και πάμπλουτον, ενόμιζεν ότι δεν θα εκέρδιζε τίποτε, αν δεν επετύγχανε να οδηγήση τους Αγίους τούτους εις την ιδικήν του θρησκείαν. Διότι, έλεγεν, η νίκη επί της ψυχής είναι τόσον μεγαλυτέρα από την νίκην κατά του σώματος όσον ανωτέρα είναι και η ψυχή από το σώμα· το δε να νικήση κανείς το σώμα και να το καταβάλη, χωρίς να δυνηθή να εγγίση εις την ψυχήν, τούτο είναι ευκολώτατον και εις τα θηρία. Ως ήκουσαν οι Άγιοι αυτό το οποίον τους επρότεινον εκείνοι, το κατέπτυσαν ωσάν μίασμα βδελυκτόν και απαίσιον και παντελώς δεν το εδέχθησαν. Εκείνοι τότε, οι οποίοι τους παρεκίνουν εις την άρνησιν του Χριστού, είπον προς αυτούς· «Δεν είναι καλόν έργον η υψηλοφροσύνη και η κενοδοξία· στοχασθήτε καλώς πρότερον αυτά τα οποία σας λέγομεν και εάν δεν σας συμβουλεύωμεν τα καλά και συμφέροντα εις σας, μη θελήσητε να τα παραδεχθήτε. Σεις λοιπόν ελησμονήσατε τα φίλτατα τέκνα σας και την φυσικήν και αναγκαίαν αγάπην των γλυκυτάτων γονέων και γυναικών σας, την οποίαν ευλαβούνται και τα θηρία; Ελησμονήσατε την γλυκυτάτην απόλαυσιν των υπαρχόντων σας; Την συναναστροφήν των συγγενών και φίλων σας; Την πολλήν περιποίησιν και δούλευσιν των ευχαρίστων και ηγαπημένων δούλων σας; Την παρά των βασιλέων τιμήν, την δόξαν των υφισταμένων, τα ήθη της πατρίδος σας»; Και μετά μικρόν πάλιν τους είπον· «Ποίος ευρισκόμενος εις τοιούτον κίνδυνον και εις στέρησιν τόσων καλών δεν ήθελεν εύρει τρόπον δια να απολαύση κανέν από αυτά όπου είπομεν; Εάν δε είναι δυνατόν να επιτύχητε σεις όλα ταύτα και θέλετε να αρνηθήτε ματαίως την σωτηρίαν σας, τούτο δεν ήθελε παραδεχθή κανείς από τους γνωστικούς και συνετούς, ότι είναι έργον φρονίμου ανδρός. Εάν δε απορείτε και δεν γνωρίζετε τον τρόπον δια του οποίου σας προσφέρονται τα αγαθά ταύτα, ημείς θέλομεν σας τον διδάξει, φιλανθρώπως. Υποκριθήτε ότι δήθεν υποχωρείτε, συμπροσευχηθήτε μαζί με τον ηγεμόνα και αφ’ ου απολαύσετε από αυτόν μυρία αγαθά, εις καιρόν πολέμου φεύγοντες, επανέρχεσθε εις την πίστιν σας και εις το έθνος σας, γενόμενοι νικηταί και θαυμαστοί εις όλους ύστερα από την ήτταν την οποίαν υπέστητε». Τότε οι γνήσιοι δούλοι του Χριστού απεκρίθησαν εις αυτούς· «Εάν περιεπίπτετε σεις εις ταύτα τα δεινά, εις τα οποία ευρισκόμεθα ημείς τώρα, άραγε ηθέλατε καταδεχθή να κάμητε τοιαύτα, άτινα συμβουλεύετε εις ημάς»; Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Και ποίον άλλο είναι αναγκαιότερον από την ζωήν, ή να είναι αύτη ελευθέρα και απολαυστική»; Τους εβεβαίωνον δε με όρκον, ότι ήθελον πραγματοποιήσει ταύτα εξ άπαντος, οι δε φιλόχριστοι ευθύς είπον προς αυτούς· «Αλλ’ ημείς δεν δυνάμεθα να δεχθώμεν νουθεσίαν δια την Πίστιν μας από ψυχήν, ήτις είναι αστήρικτος εις την ιδικήν της πίστιν». Ταύτα αφού ήκουσαν εκείνοι ανεχώρησαν κατεντροπιασμένοι και άπρακτοι, και μάλιστα αφ’ ου έπαθον, παρά όπου επέτυχον, εκείνο το οποίον επεδίωκον, επιστρέψαντες εις τον χαλίφην των, όστις τους έστειλε. Μετά δε παρέλευσιν ημερών τινών άλλοι ακολουθούντες τον τρόπον των προτέρων μετέβησαν εις την φυλακήν, δια να διανείμουν δήθεν και αυτοί ελεημοσύνην και υποκρινόμενοι ότι δακρύουν, ελυπούντο πολύ και εθρήνουν τούτους, διότι δήθεν ετιμωρούντο δι’ άγνοιαν και απιστίαν λέγοντες· «Ω αλλοίμονον, πόσα κακά προξενεί η απιστία εις εκείνους, οίτινες δεν γνωρίζουν τον μέγαν προφήτην Μωάμεθ. Διότι ιδού· οι άνθρωποι ούτοι, οι ευρισκόμενοι τώρα εις τα φοβερά ταύτα δεσμά, δεν είναι μεγάλοι άνθρωποι; Δεν είναι συγγενείς βασιλέων; Δεν είναι διδάσκαλοι πολεμικής εμπειρίας και άλλων πολλών; Και η δύναμις του σώματός των δεν είναι ανάλογος με την τέχνην των; Η κατασκευή και μόνον των όπλων των δεν παρακινεί εις πόλεμον και εκείνους όπου δεν γνωρίζουν να πολεμούν; Δεν ήσαν μετ’ αυτών μυριάδες συμβοηθών; Διότι οι στρατιώται και μόνον, εκτός του πλήθους των Ελλήνων, οι οποίοι ηχμαλωτίσθησαν εις το Αμόριον, ήσαν, καθώς ανεφέρθη εις τον πιστότατον ημών Χαλίφην, περισσότεροι από επτά μυριάδας (70.000). Τι άλλο είναι εκείνο το οποίον εξενεύρισε και εξησθένησεν όλην εκείνην την φοβεράν δύναμιν, παρεκτός και μόνον η αθέτησις παρ’ αυτών του προφήτου Μωάμεθ; Η πίστις και μόνη εις τούτον δεν έδωσε την νίκην εις τους δούλους του προφήτου εναντίον αυτών; Επειδή όμως και ούτοι άνθρωποι είναι, δεν είναι θαυμαστόν πως δεν εγνώρισαν το συμφέρον των, διότι είναι αμαθείς εις τα της πίστεως του προφήτου. Διότι εκείνοι οίτινες δεν γνωρίζουν το συμφέρον των, όταν συναισθανθούν τούτο και το γνωρίσουν, φυσικόν είναι να απολαμβάνουν συμπαθείας, να είναι δηλαδή άξιοι συγγνώμης, καθώς θα πρέπει να συμβή και δια τούτους, εάν θελήσουν να κατανοήσουν την αλήθειαν». Αφού ταύτα εθρηνολόγησαν οι υποκριταί εκείνοι εις επήκοον πάντων, εστράφησαν προς τους δεσμίους και τους λέγουν· «Σεις, δια τους οποίους λέγομεν ταύτα, εάν μεταστραφήτε από την στενήν οδόν εις την οποίαν σας προστάζει να περιπατήτε ο υιός της Μαρίας και περιπατήσητε την πλατείαν και ευρύχωρον εις τε την παρούσαν ζωήν και εις την μέλλουσαν, την οποίαν επαγγέλλεται εις ημάς ο φιλάνθρωπος και μέγας προφήτης Μωάμεθ, θέλετε μακαρίζει ημάς, ως καλούς συμβούλους και αιτίους πολλών καλών εις τον εαυτόν σας. Τι άπιστον διδάσκει ο ιδικός μας προφήτης, όστις λέγει, ότι ο Θεός δύναται εκείνον ο οποίος τον υπακούει και εδώ να τον χορτάση από πάσαν τρυφήν και απόλαυσιν και εκεί να του δώση κληρονομίαν τον παράδεισον; Ή είναι πτωχός ο Θεός από χρήματα ή άλλα αγαθά δια να παραχωρήση εις ημάς προς απόλαυσιν; Ω αλλοίμονον, δια την απιστίαν των ανοήτων ανθρώπων, πόσον είναι ασυλλόγιστοι! Ο Θεός μεν να δίδη και εδώ και εκεί τα χαρίσματά του διπλά, σεις δε να έχητε οίησιν και να καταφρονήτε την καλωσύνην και ευεργεσίαν Εκείνου, από την υπερβολικήν σας υπερηφάνειαν, δια την οποίαν έχει να σας κολάση εξ άπαντος. Ή μήπως δεν κάμνετε και σεις τούτο, όταν ποτέ δίδετε καλόν τι εις τους υπηρέτας σας; Εάν τους ίδητε να υποκρίνωνται, ότι δεν το θέλουν, ή καθόλου δεν το δέχονται, δεν προξενείτε εις αυτούς πληγάς αντί της ευεργεσίας και του καλού το οποίον τους εδίδετε, επειδή κατεφρονήθητε από αυτούς; Εάν δε άνθρωποι θνητοί κάμνουν τούτο, δεν θέλει κάμει αυτό πολύ περισσότερον εις σας ο αθάνατος Θεός; Δεχθήτε λοιπόν την τοιαύτην διδασκαλίαν του προφήτου και αφ’ ου ελευθερωθήτε από τα σκληρά βάσανα, απολαύσατε τα αγαθά του Θεού, άτινα ευρίσκονται ενώπιόν σας και εν όσω ζήτε και όταν αποθάνητε. Διότι ο Θεός, επειδή είναι εύσπλαγχνος και επειδή είδεν ότι οι άνθρωποι, βλέποντες την σκληράν νομοθεσίαν του Ιησού, αγανακτούν, απέστειλε τον προφήτην αυτού Μωάμεθ, όστις ελαφρύνει όλα τα βάρη και απομακρύνει όλην εκείνην την στενοχωρίαν του Ιησού. Ομού δε με όλην την απόλαυσιν και τρυφήν των παρόντων αγαθών επαγγέλλεται και την ευφροσύνην, ήτις προέρχεται εκείθεν και από την πίστιν μόνην σώζει τους υπακούοντας εις αυτόν». Όταν ήκουσαν τας φλυαρίας ταύτας οι φρόνιμοι εκείνοι άνδρες, ατενίσαντες ο εις τον άλλον με ανδρείον και σοφόν βλέμμα, εχαμογέλασαν και απήγγειλαν σιγά την ωδήν του Προφήτου Δαβίδ· «Διηγήσαντό μοι παράνομοι αδολεσχίας, αλλ’ ουχ ως ο νόμος σου, Κύριε· πάσαι αι εντολαί σου αλήθεια· αδίκως κατεδίωξάν με, βοήθησόν μοι» (Ψαλμ. ριη: 85 – 86). Προς δε τους απεσταλμένους είπον· «Νομίζετε την διδασκαλίαν ταύτην αληθινήν και θεάρεστον; Το να νικάσθε δηλαδή εις εκάστην πράξιν από τας ορέξεις της σαρκός, το δε λογικόν, το οποίον έχετε, να δουλεύη και να υποτάσσηται εις τον θυμόν, εις την πονηρίαν και εις τας διαφόρους ηδονάς, κανέν δε από ταύτα να μη νικάται από την φρόνησιν και να εμποδίζηται από τον χαλινόν της εγκρατείας; Εάν πολιτεύηται και ζη την ζωήν του τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος, κατά τι διαφέρει από το άλογον θηρίον; Ημείς, ω άνδρες, είμεθα μαθηταί εκείνων, οίτινες λέγουν προς τον Θεόν· «Ου μη αποστώμεν από σου, αλλ’ ένεκα σου θανατούμεθα· όλην την ημέραν ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ρωμ. η: 36, Ψαλμ. μγ: 23) και «ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η: 38-39). Ταύτα ακούσαντες εκείνοι και φρονούντες, ότι κανείς εκ των Αγίων δεν ήτο ανώτερος από τα άλογα ζώα, επέστρεψαν και αυτοί προς τον χαλίφην των ηλεγμένοι και κατησχυμμένοι. Παρήλθεν αρκετός καιρός και άλλοι τινές, γυμνοσοφισταί καλούμενοι, υποκρινόμενοι πρόφασιν ομοίαν προς τους προτέρους, ήτοι προτιθέμενοι δήθεν να δώσουν ελεημοσύνην, ήλθον πάλιν εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε διένειμαν την ελεημοσύνην των και εκάθισαν, είπον εις τους Μάρτυρας· «Τι πράγμα είναι αδύνατον εις τον Θεόν»; Οι δε Μάρτυρες απεκρίθησαν «Ουδέν διότι τούτο αρμόζει εις την θείαν φύσιν, δηλαδή, να μη είναι τίποτε αδύνατον εις τον Θεόν». Είπον τότε εκείνοι· «Εφ’ όσον λοιπόν όλα είναι δυνατά εις τον Θεόν, ας εξετάσωμεν εις ποίον χαρίζει ο Θεός την δύναμίν του κατά τον παρόντα καιρόν· εις τους Έλληνας ή τους Ισμαηλίτας; Εις ποίους έδωκε κληρονομίαν τα τόσον ευτυχισμένα και δεδοξασμένα γένη, εις σας ή εις ημάς; Ποίων τα στρατεύματα νικούν και μεγαλύνονται και ποίων θερίζονται ως χόρτος και κατανικώνται; Δεν είναι δίκαιος ο Θεός; Εφ’ όσον λοιπόν είναι δίκαιος, δεν ήθελε δώσει εις ημάς πλουσίως και ενδόξως τας ευεργεσίας του, εάν δεν εύρισκεν ημάς πληρωτάς των εντολών του. και εάν δεν έβλεπε σας απίστους εις τον προφήτην του, δεν ήθελε σας καταντήσει αιχμαλώτους εις ημάς». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Εάν μεν επείθεσθε εις τας διδασκαλίας των Αγίων Προφητών, εύκολον ήτο εις ημάς να αποδείξωμεν, ότι ο τοιούτος λογισμός σας είναι ψευδής, δια δε της θεοπνεύστου Γραφής να καθορίσωμεν τίνος τόπον κατέχετε σεις· επειδή όμως δεν παραδέχεσθε την Θείαν Γραφήν, αλλά πείθεσθε μόνον εις τον ιδικόν σας διδάσκαλον και ονειδίζετε ημάς, ότι πάσχομεν ταλαιπωρίας δια την εις τον Μωάμεθ απιστίαν, αποκριθήτε μας εις το εξής: Εάν δύο άνθρωποι έχουν διαφοράν και μάχονται μεταξύ των δι’ ένα αγρόν και ο εις διϊσχυρίζεται και φιλονεικεί, χωρίς μάρτυρας, ότι πρέπει να βεβαιωθή και να παραχωρηθή εις αυτόν ο τοιούτος αγρός, ο δε άλλος προσφέρει, χωρίς φιλονεικίαν, πολλούς και δεδοκιμασμένους πιστούς μάρτυρας, οι οποίοι μαρτυρούν ότι ο αγρός ανήκει εις τούτον περισσότερον, παρά εις εκείνον, σεις οι Σαρακηνοί, ποίος από τους δύο ηθέλετε αποφασίσει να παραλάβη τον αγρόν»; Εκείνοι τότε απεκρίθησαν· «Είναι φανερόν, ότι εις εκείνον όστις παρουσιάζει τους πιστοτάτους μάρτυρας». Είπον τότε οι Άγιοι προς αυτούς· «Λοιπόν με εύλογον τρόπον και ημείς κρίνομεν τούτο το δίκαιον δια τον διδάσκαλον υμών των Ισμαηλιτών και δια τον Μονογενή Υιόν του Θεού, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ήλθεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός γενόμενος εκ Παρθένου άνθρωπος, καθώς ακούομεν πολλάκις και σας όπου το λέγετε και είχε μαζί του όλους τους παλαιούς και αληθείς Προφήτας όπου προέλεγον τον ερχομόν Του. Απεστάλη, καθώς λέγετε σεις, από τον Θεόν και ο Μωάμεθ, φέρων εις σας τρίτην νομοθεσίαν. Δεν έπρεπε και αυτός να έχη δύο από τους Προφήτας του Θεού, ή καν ένα συνήγορον όπου να λέγη περί αυτού, δια να αποδείξη ότι απεστάλη από τον Θεόν»; Αφ’ ου δε η τοιαύτη συνομιλία επεξετάθη επ’ αρκετόν ακόμη από τους φιλοχρίστους, εις εκ των Μαρτύρων, ο Άγιος Βασώης, χαριεντιζόμενος και περιγελών τους Αγαρηνούς, είπεν· «Έχει και ο προφήτης των Αγαρηνών τον περίφημον και αληθέστατον Προφήτην Ησαϊαν, όστις προλέγει περί αυτού και εάν δεν επρόκειτο να προκαλέση λύπην εις τους λογίους τούτους άνδρας, ήθελον αναφέρει και το σχετικόν περί εκείνου ρητόν αυτού». Τότε εκείνοι, αν και ηγανάκτησαν εσωτερικώς, διότι ηννόησαν την σημασίαν των λόγων του Αγίου, εν τούτοις προσποιούμενοι πραότητα, απεκρίθησαν· «Ημείς γνωρίζομεν να δίδωμεν συγγνώμην εις εκείνους, οι οποίοι σφάλλουν εξ αγνοίας, διότι εάν δεν τους συμπαθήσωμεν, τότε τα πράγματα αλλάζουν, διότι τούτο είναι ύβρις και ατιμία του προφήτου». Ηρώτησε τότε αυτούς ο Βασώης· «Δεν λέγετε σεις, ότι ο Μωάμεθ είναι το τέλος και η σφραγίς των προφητών»; Απεκρίθησαν εκείνοι· «Αληθώς ούτος είναι ο αψευδής και πρόκριτος προφήτης». Λέγει ο φιλόχριστος Βασώης· «Ο Προφήτης του Θεού Ησαϊας λέγει· «Αφείλε Κύριος από Ισραήλ κεφαλήν και ουράν» (Ησ. θ: 14). Ερμηνεύων δε ο Άγιος τι σημαίνουν αυτά τα οποία είπε, προσέθεσε· «Κεφαλή είναι ο Χαλίφης σας ως αρχηγός του έθνου σας και ουρά είναι ο προφήτης σας, όπως δηλαδή και σεις τελευταίον των προφητών τον ονομάζετε όστις διδάσκει άνομα. Αυτός είναι η ουρά, όλοι δε σεις, μεγάλοι και μικροί, είσθε οι τα πρόσωπα θαυμάζοντες, οι προσωπολήπται και μη συγχίζεσθε δια τούτο· διότι, δεν έδωσε πράγματι εις σας ο Μωάμεθ το άνομον πρόσταγμα, ότι εκείνος ο οποίος αποδιώκει την γυναίκα του δια τι παράπτωμα, δεν είναι συγκεχωρημένον να την αναλάβη και πάλιν, εάν εκείνη δεν συμμιχθή πρότερον με άλλον άνδρα; Αλλά μήπως τούτο μόνον είναι το παράνομον της προφητείας και νομοθεσίας του; Δια τούτο εγώ πιστεύω, ότι ο Προφήτης Ησαϊας τον Μωάμεθ πράγματι ονομάζει ουράν». Η γενναία και απροσχημάτιστος αύτη ομολογία της αληθείας υπό του μακαρίου Βασώη εις άλλην περίπτωσιν θα προεκάλει ασυγκράτητον την οργήν των Αγαρηνών. Θέλοντες όμως ούτοι να φέρουν εις πέρας την εντολήν του αυθέντου των και να κερδήσουν τους Μάρτυρας, συνεκράτησαν την οργήν των και είπον προς τους Αγίους· «Ημείς γνωρίζομεν να φιλοσοφούμεν και να μη συγχυζώμεθα· δια τούτο και σας υπομένομεν προς απόδειξιν της αληθείας. Ας επανέλθωμεν λοιπόν επί του προκειμένου. Όταν η εντολή περί της οποίας ομιλείτε αρέσκει εις τον Θεόν, ποίοι είσθε σεις οι οποίοι εναντιώνεσθε εις αυτόν; Δια δε την μαρτυρίαν, την οποίαν ζητείτς, σας λέγομεν, ότι δεν έχει ανάγκην ο Μωάμεθ από μαρτυρίαν ανθρώπου, διότι ο Θεός τον έκαμε προφήτην και αυτός τον επρόσταξε τοιούτους νόμους να νομοθετήση». Απτόητος τότε ο φιλόχριστος Βασώης συνέχισεν· «Άραγε από τον Θεόν διετάχθη ο Μωάμεθ να σας παραδώση και τούτον τον νόμον, του να έχετε το πάθος της πολυγαμίας, ή καλλίτερον να είπω την γυναικομανίαν κατά τον καιρόν των νηστειών σας, ήτοι εις το ραμαζάνι σας, και την τρυφήν και αδηφαγίαν, εις την οποίαν ρίπτεσθε ολοκλήρους τας νύκτας εκείνας, έως την αυγήν»; Και εκείνοι απήντησαν· «Πράγματι από τον Θεόν διετάχθη». Οι Άγιοι είπον· «Απομένει ακόμη να λυθή και εκείνο το οποίον είπατε, περί των νικών, τας οποίας επιτυγχάνετε εις τους πολέμους και τας οποίας θέλετε να αποδίδετε εις την δήθεν ευσέβειαν των στρατευμάτων σας. Άρα γε, δεν ηκούσατε τας παλαιάς νίκας των Περσών, οι οποίοι ενίκησαν όλον σχεδόν τον τότε γνωστόν κόσμον και δεύτερον τας νίκας των Ελλήνων, οι οποίοι υπεδούλωσαν και τους Πέρσας; Κατόπιν δεν ηκούσατε τας νίκας των παλαιών Ρωμαίων, οίτινες εκυρίευσαν όλην την οικουμένην; Τι λοιπόν απαντάτε εις αυτά; Οι τοιούτοι ήσαν ευσεβείς; Δεν επίστευον όλοι εις την πολυθεϊαν; Δεν προσεκύνουν τα είδωλα; Πόθεν λοιπόν περεχωρήθησαν εις αυτούς αι τόσαι νίκαι και η τόση κυριαρχία»; Ταύτα ειπόντων των Αγίων και αφού εκείνοι έμειναν άναυδοι, είπον και πάλιν οι Άγιοι· «Εκ της Αγίας Γραφής και εξ όλων όσων είπομεν, φανερόν είναι, ότι ο Θεός δίδει την νίκην εις ένα στράτευμα αναλόγως προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν. Δίδεται δηλαδή η νίκη και εις τους ευσεβείς και εις τους ασεβείς. Και εις μεν τους ευσεβείς δίδεται όταν ο Θεός θέλη να δοξασθή το όνομά του το άγιον, εις δε τους ασεβείς, όταν ο Θεός θέλη να τιμωρήση τους ευσεβείς δια τας παρεκτροπάς των. Όταν δηλαδή οι ευσεβείς βυθίζωνται εις την αμαρτίαν και παραμένουσιν αμετανόητοι, προσκρούοντες ούτω εις τον νικοποιόν Θεόν δια μέσου της αχαριστίας. Προς τούτο πρέπει να γνωρίζωμεν, ότι προς τιμωρίαν των αμαρτανόντων ο Θεός μεταχειρίζεται όχι τους καλούς και τους πραοτάτους των ανθρώπων, αλλά τους σκληρούς και πονηροτάτους· αυτό δε είναι εκείνο το οποίον σας κάμνει να απατάσθε και να υπερηφανεύεσθε, νομίζοντες ότι είσθε ευσεβείς, αν και δεν είσθε. Αλλά και τούτο επιτρέπει ο Θεός δια σας προς μεγαλυτέραν τιμωρίαν σας. Αρκετά όμως είναι αυτά τα οποία είπομεν. Επειδή λοιπόν ημείς είμεθα Χριστιανοί, δεν δεχόμεθα διδάσκαλον αμαρτύρητον και ασύμφωνον προς τους Αγίους Προφήτας, δια να μη τον είπωμεν και αντίθετον εκείνων». Ταύτα εκείνοι ακούσαντες και εννοήσαντες το απαράτρεπτον των Αγίων Μαρτύρων, επέστρεψαν εις τον αρχηγόν των, αναφέροντες εις αυτόν τα περί του ακλονήτου φρονήματος των ανδρών και την πεποίθησίν των εις την του Χριστού Πίστιν, οι δε Άγιοι μετά θερμών δακρύων ηυχαρίστουν τον Θεόν, διότι ηξιώθησαν να είναι Χριστιανοί και να πάσχουν τόσα δεινά δια τον αληθή Θεόν, δεόμενοι με λύπην πολλήν υπέρ εκείνων, οίτινες είχον κυριευθή από την πλάνην του αθέου Μωάμεθ. Παρεκάλουν δε τον Θεόν να απαλλάξη αυτούς από την τόσον μωράν και παράλογον πλάνην. Τοιουτοτρόπως διήλθον οι Άγιοι κατακεκλεισμένοι εις την φυλακήν επτά ολόκληρα έτη, δεινώς υποφέροντες από την σκληρότητα και τας θλίψεις της φυλακής. Παρά ταύτα δεν έπαυσαν από του να μελετούν νύκτα και ημέραν τας υμνολογίας του Προφητάνακτος Δαβίδ, ούτε ημέλησαν από τας συνηθισμένας προσευχάς, κοινώς και κατ’ ιδίαν, αλλ’ ανέπεμπον ακατάπαυστον ευχαριστίαν εις τον Θεόν δι’ όλα τα εις αυτούς συμβαίνοντα, ιδιαιτέρως δε δια την ψυχικήν αυτών σωτηρίαν, ήτις παρ’ Εκείνου απειργάζετο δια διαφόρων τρόπων. Διότι, αφ’ ου εκαθαρίσθησαν δια της θλίψεως από την αμαρτίαν της ηδονής και εφωτίσθησαν κατά τον νουν με την πολυχρόνιον προσευχήν και ησυχίαν, εσκέπτοντο λέγοντες· «Τι να ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον, όπου μας ηγάπησε τοιουτοτρόπως και μας ηξίωσε να υπομένωμεν τοιαύτα παθήματα δι’ Αυτόν; Διότι τους πόνους αυτούς, τους οποίους, όταν ευρισκώμεθα εις τον κόσμον, δεν υπεφέραμεν ούτε να τους ακούσωμεν δια την αρετήν, ιδού όπου τώρα επί επτά έτη τους εδέχθημεν αβλαβώς και τους υπεμείναμεν, επειδή βεβαίως μάς ενδυναμώνει η Χάρις του Θεού. Αλλ’ είθε να είπωμεν και ημείς εξ όλης μας της ψυχής «ποτήριον σωτηρίου λήψομαι και το όνομα Κυρίου επικαλέσομαι» (Ψαλμ. ριε: 4). Ενώ λοιπόν οι Άγιοι ευρίσκοντο εις στενοχωρίαν και άσκησιν, μελετώντες καθ’ ημέραν τον νόμον του Θεού, κατά την ε΄ (5ην) του μηνός Μαρτίου έρχεται εις την φυλακήν αρνησίχριστος τις ονόματι Βοώδης, όστις υπήρξε ποτέ αρχηγός του στρατεύματος των Βυζαντινών, γνωστός εις τους Αγίους και όστις, καθώς ελέγετο, ήτο ο προδώσας εις τους Σαρακηνούς την μεγάλην εκείνην πόλιν του Αμορίου, και εν συνεχεία ηρνήθη και την Πίστιν του Χριστού και εδέχθη την θρησκείαν των Σαρακηνών. Σταθείς λοιπόν ούτος πλησίον της εισόδου της φυλακής εκάλεσεν ένα εκ των φυλακισμένων Αγίων, Κωνσταντίνον ονόματι, άνδρα λόγιον και εστολισμένον δια πάσης αρετής, όστις ετύγχανε νοτάριος του πατρικίου Θεοφίλου και συνδεσμώτης του και δια τινος οπής του είπε μυστικώ τω τρόπω, ότι θέλει να του ομιλήση εμπιστευτικώς. Δι’ αυτό να φροντίση να απομακρύνη πρώτον τους ευρισκομένους πλησίον, ώστε να μη είναι παρών ουδείς άλλος, διότι θέλει να του είπη μυστικά τινα. Την πρόσκλησιν ταύτην αποδεχθέντος του ευσεβεστάτου Κωνσταντίνου, λέγει προς αυτόν ο Βοώδης· «Γνωρίζεις πολύ καλά, φρονιμώτατε κύριε, πόσην αγάπην είχον ανέκαθεν εις τον αυθέντην σου τον πατρίκιον και πόσον τον αγαπώ έως σήμερον. Έμαθον λοιπόν, ότι απεφάσισεν ο ηγεμών να τον θανατώση αύριον, εάν δεν υπακούση εις αυτόν να συμπροσευχηθή μαζί του. Δια τούτο έσπευσα, ίνα σε ενημερώσω και να σου είπω την γνώμην μου, την οποίαν, εάν ακούσητε, θα λυτρωθήτε από τον τοιούτον θάνατον. Εις τούτο πρέπει και συ να συμβάλης, καταπείθων τον πατρίκιον να συμπροσευχηθή με τον ηγεμόνα. Αλλά και συ ο ίδιος κάμε τούτο μαζί του, κατά δε την ψυχήν μη χωρισθήτε από την Πίστιν του Χριστού και ο Θεός θέλει γίνει ίλεως εις σας, λόγω της ανάγκης εις την οποίαν ευρίσκεσθε». Τότε ο αληθώς φιλόχριστος εκείνος ανήρ, αφού εχάραξε δια της χειρός του το σημείον του Τιμίου Σταυρού εναντίον του ασεβούς εκείνου στόματος, είπε· «Κύριος ο Θεός να σε καταργήση, διάβολε· φύγε από κοντά μας, εργάτα της ανομίας». Ταύτα ειπών ο ευσεβής Κωνσταντίνος επέστρεψεν εις το βάθος της φυλακής του. Ηρώτησε δε τότε αυτόν ο θεοφιλής πατρίκιος ποίος ήτο εκείνος, όστις τον εκάλεσε και δια ποίαν αιτίαν. Ούτος δε ο φιλόθεος και φιλόστοργος ανήρ την μεν απόφασιν του θανάτου του ανήγγειλε κατ’ ιδίαν και μυστικώς, την δε άθεον συμβουλήν απεσιώπησεν, επειδή εφοβήθη μήπως ενεργήση κατ’ αυτού ο πονηρός διάβολος και τον εμποδίση από την ορμήν του θανάτου με τους λογισμούς της δειλίας, επειδή απεφασίσθη να αποκεφαλισθή μόνος αυτός. Ο Μάρτυς όμως του Χριστού Θεόφιλος, ευχαριστήσας τον Θεόν, είπεν· «Ας γίνη το θέλημα του Κυρίου». Διαμοιράσας ύστερον τα πενιχρά του υπάρχοντα δια χειρός τού ηγιασμένου Κωνσταντίνου, παρεκίνησεν όλους τους συνδεσμίους να παρασταθούν όλην την νύκτα εις δοξολογίαν Θεού, όπερ και έπραξαν. Την πρωϊαν έρχεται εις την φυλακήν αξιωματικός τις με φοβεράν φαντασίαν και με στρατιώτας ωπλισμένους, απεσταλμένος από τον ηγεμόνα και διατάξας να ανοιχθή η θύρα της φυλακής, επρόσταξε να εξέλθουν έξω οι πρώτοι άρχοντες εκ των φυλακισμένων. Εξήλθον τότε της φυλακής τεσσαράκοντα δύο άνδρες, ο δε αξιωματικός διέταξε να κλεισθή και πάλιν η θύρα. Ότε δε παρουσιάσθησαν έμπροσθέν του οι Άγιοι, είπε προς αυτούς· «Πόσα έτη νομίζετε ότι παρήλθον αφ’ ότου ενεκλείσθητε εις την φυλακήν»; Απεκρίθησαν οι Μάρτυρες· «Εκείνο το οποίον γνωρίζεις, ερωτάς; Επτά έτη είναι». Εκείνος είπεν· «Εγνωρίσατε κατά το διάστημα τούτο της μακράς ανοχής, την μακροθυμίαν, την φιλανθρωπίαν και την συμπάθειαν την οποίαν έδειξεν εις σας ο πιστότατος ηγεμών ημών; Δεν τον εκυρίευσεν ο θυμός, όστις εξάπτει πάντοτε τους ανθρώπους εναντίον των εχθρών των. Διότι εάν ήτο άλλος, θα σας είχε προ πολλού θανατώσει, όχι δε μόνον ο μέγας ημών ηγεμών, αλλ’ ούτε και ο άξιος αντιπρόσωπος αυτού έπραξε τούτο δια σας. Δεν έπρεπε λοιπόν και σεις, οίτινες εγνωρίσατε την πραότητά του και την μακροθυμίαν, την οποίαν έδειξεν εις σας τους αιχμαλώτους εχθρούς του, δεν έπρεπε, λέγω, να παρακαλήτε τον Θεόν δι’ αυτόν και να τον αγαπάτε εξ όλης ψυχής»; Ταύτα οι Άγιοι ακούσαντες απεκρίθησαν· «Επειδή υπάρχει νόμος εις ημάς, όστις μας προστάσσει να προσευχώμεθα δι’ εκείνους οίτινες μας βλάπτουν, τούτο το κάμνομεν και χωρίς να μας το είπητε· αλλά να τον αγαπώμεν κατά τον τρόπον, τον οποίον είπες, δεν το συγχωρεί εις ημάς ο ιδικός μας Προφήτης, ο οποίος λέγει προς τον Θεόν· «Τους μισούντας Σε, Κύριε, εμίσησα… τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς» (Ψαλμ. ρλη: 11-22). Λέγει ο αξιωματούχος εκείνος· «Πως είναι δυνατόν να εύχεται τις υπέρ εκείνου, τον οποίον μισεί; Όθεν και σεις ψεύδεσθε λέγοντες τούτο». Απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Την αλήθειαν λέγομεν, διότι παρακαλούμεν τον Θεόν να εμφυτεύση εις την καρδίαν του την αληθινήν θεογνωσίαν, αντί εκείνης, την οποίαν νομίζει τώρα ότι έχει. Διότι αυτή δεν είναι αληθινή. Εάν δε εγίνετο τούτο, δηλαδή να προσέλθη εις την αληθινήν θεογνωσίαν, ηθέλομεν φροντίσει όχι μόνον να τον αγαπώμεν, αλλά και να τον τιμώμεν όπως πρέπει, καθώς ο αυτός Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός» (Ψαλμ. ρλη: 17). Λέγει τότε εκείνος· «Ο λόγος ούτος ελέχθη δια το ιδικόν μας έθνος. Τόσον ανόητοι είναι οι άρχοντες των Ελλήνων, ώστε νομίζουν, ότι τόσον πλήθος λαού και τοσαύτη κυριότης έθνους τόσον μεγάλου και ανδρειοτάτου, συγκροτείται και συνίσταται χωρίς την θείαν Πρόνοιαν»; Εις τους λόγους τούτους του άρχοντος απεκρίθησαν οι Άγιοι· «Δεν λέγομεν ημείς τούτο, διότι γνωρίζομεν, ότι δεν είναι δυνατόν να είναι τις εστερημένος από την θείαν πρόνοιαν, έστω και εάν δεν ήκουσε ποτέ την λέξιν Θεός, ή και εάν υβρίζη ακόμη αυτόν αδιάντροπα. Ημείς λέγομεν, ότι η γνώμη και το φρόνημα, το οποίον έχετε σεις δια τον Θεόν, είναι σφαλερόν. Διότι σεις αποδίδετε εις τον Θεόν ιδιότητας, αι οποίαι δεν αρμόζουν εις την αγαθότητα και την δικαιοσύνην Αυτού. Λέγετε δηλαδή και σεις δια τον Θεόν, ότι είναι ποιητής και κτίστης πάντων ορατών και αοράτων, αλλά συγχρόνως συκοφαντείτε Αυτόν, ότι είναι ποιητής των καλών ομού και των κακών και δημιουργός της αληθείας και του ψευδους, του νόμου και της ανομίας, της δικαιοσύνης και της αδικίας, της ημερότητος και της αυθαδείας, της πραότητος και της θρασύτητος, της σωφροσύνης και της ακολασίας και όλων των άλλων δυνάμεων και ενεργειών, αίτινες είναι αντίθετοι προς Αυτόν και τας οποίας δεν είναι του παρόντος να απαριθμήσωμεν όλας. Εάν λοιπόν εκείνα, τα οποία λέγετε σεις περί του Θεού, ήτο δυνατόν να αποδειχθούν ως αληθή, ίσως ηθέλομεν είπει, ότι σεις έχετε την αληθινήν θεογνωσίαν. Επειδή όμως η αιτία της κακίας είναι μακράν από την μακαρίαν εκείνην ουσίαν της Θεότητος, περισσότερον από όσον είναι μακράν από τον ήλιον το βαθύ σκότος και από όσον είναι μακράν το μη ον από το κυρίως και μόνον Όν, πως είναι δυνατόν να μη ελεχθήτε, ότι δεν έχετε αληθή θεογνωσίαν, αλλά νομίζετε ότι έχετε; Επακόλουθον της πλάνης ταύτης είναι το να μισήτε τον όντως όντα Θεόν». Απορών τότε ο Σαρακηνός λέγει προς τους Αγίους· «Τι λοιπόν; Άλλον Θεόν λέγετε σεις δημιουργόν της κακίας και της αμαρτίας, αίτινες προσεκολλήθησαν εις όλους τους ανθρώπους; Υπάρχουν τότε δύο θεοί, εις καλός και εις κακός; Πως τότε ήθελε συσταθή ο κόσμος, εάν υπήρχον δύο θεοί αντιμαχόμενοι ο εις προς τον άλλον»; Οι Άγιοι απεκρίθησαν· «Ημείς άλλον Θεόν παρά τον αγαθόν δεν ονομάζομεν, μη γένοιτο· αλλά λέγομεν ότι εις εκ των Αγγέλων, με γνώμην αυτοπροαίρετον, εσκέφθη να ενεργήση αντίθετα προς το θέλημα του Θεού· τούτο δε και μόνον διανοηθείς, ευθύς περιέπεσεν εις μισοθεϊαν, έπειτα δε και εις μισανθρωπίαν. Τοιουτοτρόπως εξεβλήθη του Παραδείσου και παρεχωρήθη εις αυτόν παρά Θεού να δοκιμάζη το ιδικόν μας αυτεξούσιον. Εάν δηλαδή κλίνωμεν εις τον Θεόν, ή συρώμεθα από τους λογισμούς τους οποίους σπείρει ο αποστάτης εκείνος άγγελος κρυφίως εις ημάς. Σεις λοιπόν με το να επλανήθητε από αυτόν, αποδίδετε τας κακουργίας εκείνου εις τον απαθή και αναλλοίωτον Θεόν». Λέγει ο Σαρακηνός· «Αλλ’ ο Προφήτης Μωάμεθ διδάσκει, ότι ο παντοδύναμος Θεός είναι αίτιος πάσης πράξεως ανθρώπου και καλής και κακής». Λέγουν τότε προς αυτόν οι Άγιοι· «Λοιπόν, ως φαίνεται, άλλον θεόν ανέπλασεν εις τον εαυτόν του ο Μωάμεθ αγαθοδαίμονα, ωσάν τους ειδωλολάτρας, και τούτον παρέδωκεν εις σας να σέβεσθε, ο οποίος ούτε υπήρξεν ούτε μέλλει να υπάρξη. Ημείς γνωρίζομεν και ομολογούμεν αληθινόν Θεόν εκείνον, τον οποίων κηρύττουν οι Άγιοι Προφήται και οι Απόστολοι του Χριστού, ότι είναι αίτιος μόνον των καλών και άλλον Θεόν δεν γνωρίζομεν». Τοιαύτα και τα τούτοις όμοια λεγόντων των Αγίων ηγανάκτησεν ο Σαρακηνός και μη έχων τι έτερον να είπη, λέγει προς τους Αγίους· «Λοιπόν δεν θέλετε να συμπροσευχηθήτε σήμερον μαζί με τον πιστότατον ηγεμόνα ημών; Διότι δια τούτο απεστάλην από αυτόν προς σας. Γνωρίζω δε, ότι μεταξύ σας υπάρχουν τινές, οι οποίοι ποθούν να επιτύχουν τούτο, να συμπροσευχηθούν δηλαδή μετά του ηγεμόνος· τούτους δε όταν ίδουν οι άλλοι εκείνοι, οίτινες δεν εννοούν να υποχωρήσουν, ότι εδοξάσθησαν και ετιμήθησαν, ευθύς θέλουν κλαύσει πολύ δια την ιδικήν των αγνωσίαν και δυστυχίαν». Τότε οι Άγιοι, όλοι με μίαν φωνήν απεκρίθησαν· «Παρακαλούμεν τον αληθή και μόνον Θεόν, όχι μόνον ο ηγεμών, αλλά και συ και όλον το έθνος των Σαρακηνών να αρνηθήτε την άθεον πλάνην του Μωάμεθ και να προσκυνήτε και να λατρεύητε τον Θεόν, όστις κηρύττεται δια των Αγίων Προφητών και Αποστόλων του Χριστού και όχι ημείς να αφήσωμεν το φως και να έλθωμεν εις το σκότος». Λέγει ο Σαρακηνός· «Αισθάνεσθε τι λέγετε; Προσέξατε μήπως μετανοήσητε κατόπιν, διότι η απείθειά σας αυτή δεν θέλει μείνει χωρίς μεγάλην τιμωρίαν». Τότε οι Άγιοι, πεπληρωμένοι πίστεως και δυνάμεως θείας, απεκρίθησαν· «Ημείς αφιερώσαμεν τας ψυχάς μας εις τον αθάνατον και αληθινόν Θεόν και εις αυτόν έχομεν το θάρρος μας μέχρι της εσχάτης μας αναπνοής, ότι δεν θα αρνηθώμεν την εις Αυτόν πίστιν μας». Είπε τότε εκείνος· «Το κρίμα της ορφανίας των τέκνων σας και της χηρείας των γυναικών σας μέλλει να σας ελέγξη εν ημέρα Κρίσεως. Διότι εάν ηθέλετε συμπροσευχηθή ομού με τον πιστότατον ηγεμόνα ημών εξ αρχής, ηδύνατο αυτός να προστάξη τον άνανδρον βασιλέα σας να εξαποστείλη το ταχύτερον εδώ όλους αυτούς εν πάση ασφαλεία. Όμως εάν έως τώρα ημελήσατε να το κάμετε, δεχθήτε τουλάχιστον τώρα και ομολογήσατε τον Μωάμεθ προφήτην και, καθώς είπον, θέλετε ίδει αμέσως όλους τους συγγενείς σας. Διότι και η συνάντησίς των θέλει είναι ποθεινοτέρα. Γυνή βασιλεύει σήμερον εις την επικράτειαν των Ελλήνων, η οποία δεν θέλει δυνηθή να εναντιωθή εις την προσταγήν του μεγάλου ηγεμόνος ημών. Δια δε πλούτον και χρήματα μη φροντίσητε, διότι ενός έτους την βασιλικήν εισφοράν της Αιγύπτου, την οποίαν έχει να σας δώση ο φιλοφρονέστατος χαλίφης, θέλει είναι αρκετή ώστε να είναι πλούσιοι και οι απόγονοί σας μέχρι δεκάτης γενεάς». Τότε οι Άγιοι με μίαν φωνήν, ως εξ ενός στόματος εξελθούσαν, εβόησαν εξ όλης ψυχής· «Ανάθεμα εις τον Μωάμεθ και εις όλους εκείνους οι οποίοι τον ομολογούν ως προφήτην». Μη δυνάμενος πλέον τότε ο Σαρακηνός να υποφέρη περισσότερον την γενναιότητα των Ομολογητών του Χριστού, επρόσταξε τους οπλοφορούντας στρατιώτας να τους συλλάβουν, να δέσουν όπισθεν τας χείρας των και να τους σύρουν ως πρόβατα εις τον τόπον της σφαγής. Συνέδραμε λοιπόν πλήθος πολύ Σαρακηνών και Χριστιανών να ίδουν την σφαγήν των. Όταν δε έφθασαν πλησίον του ποταμού Ευφράτου, εις πόλιν μεγάλην καλουμένην Σάμαρα, καλέσας ο Σαρακηνός ένα από τους Μάρτυρας, Θεόδωρον τον επιλεγόμενον Κρατερόν, λέγει προς αυτόν· «Συ όστις άλλοτε ήσο Κληρικός και μάλιστα Ιερεύς των Χριστιανών, επειδή απέκρυψας τον βαθμόν αυτόν και έλαβες στρατιωτικά όπλα και έγινες ανθρωποκτόνος, διατί τώρα προσποιείσαι τον Χριστιανόν, αφ’ ου ηρνήθης προ πολλού την εις Χριστόν Πίστιν; Δεν πρέπει συ μάλιστα να καταφύγης εις την διδασκαλίαν του προφήτου και αποστόλου Μωάμεθ και να επιτύχης από αυτόν βοήθειαν και σωτηρίαν; Επειδή δεν έχεις καμμίαν ελπίδα παρρησίας εις τον Χριστόν, διότι τον ηρνήθης εκουσίως». Τότε ο Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος λέγει προς αυτόν· «Δια τούτο έχω χρέος πολύ περισσότερον να χύσω τώρα το αίμα μου δια την εις Αυτόν Πίστιν και αγάπην, δια να μου δώση συγχώρησιν ο αγαθός Θεός, δι’ όσα ημάρτησα εις Αυτόν. Εάν κανείς ιδικός σου δούλος φύγη ποτέ από σε και κατόπιν επιστρέψη και αγωνίζηται δια σε έως θανάτου, δεν θα συγχωρηθή δια την προτέραν του αχαριστίαν από σε και δεν θα γίνη δεκτός δια την μετέπειτα ευγνωμοσύνην και ευχαριστίαν του»; Λέγει ο Σαρακηνός· «Ας γίνη τώρα το θέλημά σου· εγώ όμως είπον εις σε το συμφέρον σου». Ενώ δε οι Άραβες εκείνοι δήμιοι ητοίμαζον τα ξίφη των και άλλοι από το εν μέρος, άλλοι δε από το άλλο, εσήκωναν αυτά υψηλά κάμνοντες επίδειξιν εμπρός εις τους οφθαλμούς των Μαρτύρων, δια να τους κάμουν να δειλιάσουν, ο θεοφιλέστατος εκείνος Κρατερός, έχων όλην αυτού την φροντίδα εστραμμένην προς τον ευλογημένον πατρίκιον, μήπως καταλάβη αυτόν πάθος δειλίας, όταν ίδη την σφαγήν των φίλων του, σταθείς πλησίον του, λέγει προς αυτόν· «Αυθεντα μου, επειδή τυγχάνει να είσαι πρόκριτος εξ όλων ημών, κατά τε την υπεροχήν της κατά κόσμον αξίας, αλλά δη και της των θεοφιλών αρετών τοιαύτης, πρέπει και πρώτος εξ όλων ημών να δεχθής από τον Επουράνιον Βασιλέα και Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τον στέφανον του Μαρτυρίου, καθ’ ότι και από τον επίγειον βασιλέα πρώτος εξ όλων ημών ελάμβανες τας χάριτας». Τότε ο γενναιόφρων πατρίκιος απεκρίθη· «Συ μάλιστα, καρτερόψυχε, κάμε τούτο πρώτος και θέλεις έχει ακόλουθον εμέ και όλους τούτους, οι οποίοι είναι μαζί μας». Τότε ο μακάριος Θεόδωρος, αφ’ ου έκαμε την προσευχήν του και παρέδωκεν εις τον Θεόν την ψυχήν του, επλησίασεν εις τον δήμιον· και αφού ούτος ετελειώθη προθύμως και ενδόξως, ακολουθούντες ετελειώθησαν μετά χαράς και οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες, προτιμώντες ο εις τον άλλον, κατά τα βασιλικά αξιώματα, τα οποία είχον, ως να μετέβαινον εις την βασιλικήν τράπεζαν. Ουδείς δε εξ αυτών έδειξε δειλίαν ή δισταγμόν, ούτως ώστε και αυτός ο άρχων έμεινεν εκστατικός δια την τοσαύτην τόλμην, την οποίαν επέδειξαν και το ακατάβλητον, έως τέλους, θάρρος των κατά του θανάτου. Αυτή είναι η υπέρ Χριστού άθλησις των Αγίων τούτων Τεσσαράκοντα δύο Μαρτύρων, των εν Αμορίω· τοιούτον είναι το υπέρτης αγάπης του Χριστού μακάριον τέλος των, αν και αι αρχαί τούτου είναι κυρίως οι πόλεμοι κατά των αθέων και αι πολλαί ταλαιπωρίαι αυτών, οι οποίοι υπερησπίζοντο την Εκκλησίαν του Χριστού και κατά το Ιερόν Ευαγγέλιον, επρόδιδαν τας ψυχάς των δια την σωτηρίαν των αδελφών των. Ούτοι είναι οι πρόκριτοι των λεγομένων τρισαριστέων, οι οποίοι εστεφανώθησαν τριπλούν στέφανον νίκης, επειδή, πρώτον δεν ενικήθησαν από την αίρεσιν του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, δεύτερον ηγωνίσθησαν γενναίως δια την σωτηρίαν της πατρίδος και τρίτον εδέχθησαν προθύμως την σφαγήν δια την Πίστιν του Χριστού οι ισάριθμοι και ομότιμοι με τους μεγάλους εκείνους και παλαιούς Τεσσαράκοντα Αγίους του Χριστού Μάρτυρας, φανερώνοντες μυστικώς, δια της δυάδος, ήτις προσετέθη εις αυτούς, ότι αύτη η αγία Δευτέρα τεσσαρακοντάς είναι ομοία και ίση με αυτούς τους παλαιούς, οι οποίοι ετελειώθησαν κατά τας ημέρας της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, δια να γίνουν συμμέτοχοι με τους παλαιούς και κατά τον χρόνον και κατά την Πίστιν και κατά τους στεφάνους τούτων. Η ασάλευτος Πίστις κατέταξε πολλούς εις τον Χριστόν· και εκείνους μεν οι οποίοι απεσκίρτησαν της Πίστεως τους ανεκάλεσεν, εκείνους δε οίτινες εκλονίζοντο, εστερέωσε και εκείνους οίτινες επληγώθησαν, διεφύλαξεν αβλαβείς. Δεν ενίκησαν αυτούς αι κολακείαι των ηδονών· δεν εξενεύρισε τον τόνον τού προς Θεόν πόθου αυτών η πολυχρόνιος ταλαιπωρία και η τιμωρία την οποίαν υπέμειναν μέσα εις την φυλακήν· δεν εφόβισε το ανδρικόν φρόνημα αυτών η βαρβαρική απανθρωπία και αυθάδεια· δεν επλάνησεν αυτούς ο εχθρός και πλάνος των ψυχών, παρ’ όλον ότι εκίνησεν εναντίον αυτών τα πάντα ως δόλωμα, υπόσχεσιν πλούτου και εξουσίας, απόλαυσιν πολλών αποκτημάτων και δούλων, φόβους, απειλάς, στενοχωρίας, ονειδισμούς· και όχι άλλοτε μεν να τους πολεμή, άλλοτε δε να απέχη, αλλά καθ’ όλον το διάστημα των επτά ετών δεν έπαυσεν από του να επιβουλεύηται και να ενοχλή αυτούς, δια να τους χωρίση από την αγάπην του Χριστού. Αλλ’ οι του Χριστού καλλίνικοι Μάρτυρες απεδίωξαν αυτόν νενικημένον και κατησχυμμένον εις όλα και κατά πάντα, επειδή δεν ελυπήθησαν το σώμα των, αλλά την ψυχήν των μόνην επεριποιήθησαν. Αυτοί οίτινες το οδυνηρόν και λυπηρόν της φυλακίσεως έκαμαν αφορμήν αφοσιώσεως και κέρδους της Βασιλείας των ουρανών. Αλλ’ ω καλλίνικοι Μάρτυρες, θυσία καθαρά και τελεία, ω σφάγια του Κυρίου εκλεκτά και θεόδεκτα, δια μέσου ημών εταπεινώθη η έπαρσις των βαρβάρων και εγνώρισαν φανερά πόσον πλήθος αθέων νικάται από ολίγους στρατιώτας του Χριστού· και ότι εδόθη εις αυτούς η κατά των Χριστιανών παρρησία, όχι δια την μεγάλην αυτών δύναμιν ή την ευσέβειαν, αλλά δια το πλήθος των ιδικών μας αμαρτημάτων. Επειδή ολίγοι δούλοι του Χριστού θεάρεστοι ευκόλως τους κατετρόπωσαν και τους ενίκησαν δια της νίκης εκείνης, την οποίαν νομίζοντες και αυτοί μεγαλυτέραν από την νίκην των σωμάτων, μετεχειρίσθησαν κάθε τρόπον δια να σας νικήσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Σεις λοιπόν, οίτινες εγίνετε κοινωνοί των ιδικών μας παθημάτων, επειδή γνωρίζετε την ιδικήν μας δυστυχή και ολισθηράν ζωήν και την σύγχυσιν και ταραχήν, ήτις ευρίσκεται εις αυτήν, είθε να γενήτε πρόθυμοι μεσίται δι’ ημάς εις τον Χριστόν, δια τον οποίον ηγωνίσθητε και να παρακαλήτε Αυτόν δια την σωτηρίαν των ψυχών και των σωμάτων ημών εν αυτώ Χριστώ τω Κυρίω ημών, μεθ’ ου τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ζ΄ (7η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΠΑΥΛΟΥ του Απλού.

Δημοσίευση από silver »

Παύλος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ο ονομασθείς Απλούς ήτο Αιγύπτιος το γένος, σύγχρονος υπάρχων του Οσίου Πατρός ημών Αντωνίου του Μεγάλου, γεωργός το επάγγελμα, απλοϊκός τους τρόπους καθ’ υπερβολήν, άκακος και άπλαστος κατά την γνώμην, τόσον ώστε ουδείς άλλος ηδύνατο να τον υπερβάλη. Είχε δε ο ευλογημένος και γυναίκα κακότροπον και μοιχαλίδα, η οποία μοιχευομένη επί πολύν χρόνον εκρύπτετο από τον Όσιον. Ημέραν δε τινά συνέπεσε να έλθη ο Όσιος εκ του αγρού εις ώραν κατά την οποίαν δεν ανεμένετο. Ευρών δε την γυναίκα του μοιχευομένην εις τον οίκον του, γελάσας σεμνώς είπε προς την μοιχαλίδα: «Καλώς· δεν με ενδιαφέρει τίποτε πλέον· όμως από του νυν και εις το εξής ούτε θέλω να σε ίδω με τους οφθαλμούς μου». Προς δε τον μοιχόν είπεν: «Έχε την γυναίκα μου ταύτην συ από του νυν, καθώς και τα παιδία αυτής, εγώ δε υπάγω να γίνω Μοναχός». Μετέβη τότε εις τον Μέγαν Αντώνιον και αφού εκτύπησε την θύραν αυτού, εξήλθεν ο θείος Αντώνιος και λέγει προς αυτόν· «Ποίος είσαι, αδελφέ, και τι ζητείς εδώ»; Απεκρίθη ο Παύλος· «Ξένος είμαι και ήλθον εις σε, ίνα γίνω Μοναχός». Λέγει ο Όσιος Αντώνιος· «Εξήκοντα ετών γέρων δεν ημπορεί να γίνη Μοναχός, ούτε δύναται να υπομείνη τας θλίψεις και την στενότητα της ερήμου. Αλλ’ εάν θέλης, ύπαγε εις Κοινόβιον, ίνα και τα σωματικά αγαθά πλούσια εύρης εκεί και διανύσης ακόπως την ζωήν σου με τους κοινοβιάτας Μοναχούς, διότι οι αδελφοί θέλουν βοηθήσει την αδυναμίαν σου· εγώ δε κάθημαι μόνος και ανά πέντε ημέρας τρώγω άρτον μετ’ οικονομίας». Ο μακάριος Παύλος όμως δεν ήθελε να ακούση τον Γέροντα, αλλ’ εφρόντιζε να γίνη δεκτός προς συγκατοίκησιν μετ’ αυτού. Μη δυνηθείς λοιπόν ο Αντώνιος να διώξη αυτόν, έκλεισε την θύραν του σπηλαίου και αφήκεν αυτόν έξω τρεις ημέρας, χωρίς να εξέλθη να τον ίδη· ο δε Παύλος έμεινε νήστις, αλλά δεν έφυγε. Την δε τετάρτην ημέραν, έχων ανάγκην ο Μέγας Αντώνιος ήνοιξε την θύραν του σπηλαίου και ευρίσκων έξω τον Παύλον του λέγει· «Φύγε, γέρων, απ’ εδώ και μη με βιάζης, διότι δεν δύνασαι να μείνης μετ’ εμού». Ο Παύλος τότε απεκρίθη· «Αδύνατον είναι να μεταβώ εις άλλο μέρος». Ιδών λοιπόν ο θείος Αντώνιος, ότι δεν είχεν ούτε δισάκκιον, ούτε άρτον, ούτε άλλο τι, λέγει προς αυτόν· «Εάν έχης υπακοήν και εκτελής αόκνως και αγογγύστως τας παραγγελίας μου, γνώριζε ότι και εδώ ημπορείς να σωθής· εάν όμως δεν πράττης ό,τι θα σου λέγω, διατί να κοπιάσης ματαίως και δεν επανέρχεσαι εκεί οπόθεν ήλθες»; Αποκριθείς δε ο μακάριος Παύλος είπε· «Όσα με προστάζεις, όλα θέλω εκτελεί προθύμως». Τότε είπε προς αυτόν αυστηρά ο Αντώνιος· «Στήθι και προσεύχου, μέχρις ου εισέλθω εις το σπήλαιον και φέρω εις σε εργόχειρον». Εισελθών δε ο Αντώνιος εν τω σπηλαίω, έβλεπεν έξω εκ τινος μικράς θυρίδος τον Παύλον, όστις ίστατο ακίνητος και προσηύχετο. Μετά τινας ημέρας και αφ’ ου κατεξηράνθη ο Παύλος υπό του καύματος του ηλίου, εξήλθεν ο Αντώνιος εκ του σπηλαίου και βρέξας λωρίδας φύλλων φοινίκων, λέγει προς τον Παύλον· «Λάβε ταύτα και πλέξον σειράν, καθώς βλέπεις εμέ πλέκοντα». Έπλεξε λοιπόν ο Παύλος μέχρι της ενάτης ώρας δέκα πέντε οργυιάς μετά πολλού κόπου. Τότε λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Κακώς έπλεξας την σειράν, χάλασον λοιπόν αυτήν και πλέξον πάλιν εξ αρχής». Ήτο δε ο Παύλος νήστις επτά ημέρας, ταύτα δε έπραττεν ο Αντώνιος, ίνα τον στενοχωρήση και αναχωρήση. Ο δε Παύλος με μακροθυμίαν, αλλά και σπουδήν, εχάλασε την σειράν και έπλεξε πάλιν αυτήν εξ αρχής αγογγύστως. Βλέπων τούτο ο Άγιος Αντώνιος εξεπλάγη. Όθεν συμπονέσας αυτόν, κατά την δύσιν του ηλίου λέγει προς αυτόν· «Θέλεις να φάγωμεν άρτον»; Ο Παύλος απεκρίθη· «Καθώς νομίζεις, ποίησον». Ούτος δε ο λόγος περισσότερον συνεκίνησε την καρδίαν του Αντωνίου. Ετοιμάσας λοιπόν τράπεζαν, έθηκεν επ’ αυτής τέσσαρα τεμάχια άρτου, έκαστον των οποίων εζύγιζε τεσσαράκοντα οκτώ δράμια και το μεν εν εξ αυτών έβρεξε δια τον εαυτόν του, τα δε άλλα τρία δια τον Παύλον. Ήρχισε δε ευθύς ο Μέγας Αντώνιος να λέγη ψαλμόν τινά. Ίνα δοκιμάση δε και εις αυτό τον Παύλον, έψαλλε δις τον αυτόν ψαλμόν. Αλλ’ ο Παύλος προσηύχετο προθυμότερον του Αντωνίου. Τότε ο Αντώνιος λέγει· «Παύλε, κάθησον μεν εις την τράπεζαν, αλλά μη τρώγης, βλέπε δε μόνον και πρόσεχε εις τα παρατεθειμένα». Επειδή δε ο Παύλος και τούτο μετά προθυμίας εποίησε, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Εγέρθητι εκ της τραπέζης, κάμε την προσευχήν σου, και ύπαγε να κοιμηθής». Ο δε Παύλος, χωρίς να φάγη καθόλου άρτον, εποίησε καθώς προσετάχθη και ύπνωσε. Κατά δε το μεσονύκτιον ηγέρθη ο θείος Αντώνιος δια προσευχήν, ήγειρε δε και τον Παύλον και παρέτεινε την προσευχήν μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας εκείνης. Όταν δε έγινεν εσπέρα βαθεία και ενύκτωσε, ητοίμασεν ο Αντώνιος τράπεζαν και ήρχισε ψάλλων και προσευχόμενος. Αφ’ ου λοιπόν προσηυχήθησαν, εκάθησαν εις την τράπεζαν και ο μεν θείος Αντώνιος έφαγε το εν τεμάχιον και άλλο δεν ήγγισεν, ο δε Παύλος, επειδή έτρωγεν αργότερα, είχεν ακόμη υπόλοιπον εκ του πρώτου τεμαχίου. Αφ’ ου δε το έφαγεν όλον, λέγει προς αυτόν ο Μέγας Αντώνιος· «Φάγε, παππία, και άλλο τεμάχιον». Απεκρίθη ο Παύλος· «Εάν φάγης συ, τότε θα φάγω και εγώ». Λέγει ο θείος Αντώνιος· «Εις εμέ είναι αρκετόν το εν τεμάχιον, διότι είμαι Μοναχός». Απεκρίθη ο Παύλος· «Επειδή λοιπόν και εγώ μέλλω να γίνω Μοναχός, αρκετόν είναι και εις εμέ το εν τεμάχιον». Όθεν εγερθέντες και οι δύο έψαλλον και ολίγον κοιμηθέντες, πάλιν ηγέρθησαν και έψαλλον, έως ου εξημέρωσεν. Έπειτα ο Άγιος Αντώνιος έστειλε τον Παύλον να περιπατήση τρεις ημέρας εις την έρημον και κατόπιν να επανέλθη. Αφ’ ου δε επέστρεψεν, ήλθον αδελφοί τινες εις τον Αντώνιον. Επρόσεχε τότε ο Παύλος τι έμελλε να προσταχθή παρά του Αντωνίου· ο δε θείος Αντώνιος μειδιών λέγει προς τον Παύλον· «Υπηρέτησον τους αδελφούς σιωπών και μη γευθής τίποτε έως ότου αναχωρήσουν». Αφού δε παρήλθον τρεις ακόμη ημέραι, κατά τας οποίας ο μακάριος Παύλος εξετέλει την εντολήν, χωρίς να είπη λόγον τινά και χωρίς να γευθή ουδέ την ελαχίστην τροφήν, ηρώτησαν τούτον οι αδελφοί· «Διατί σιωπάς»; Επειδή δε ο Παύλος δεν απεκρίνετο, λέγει προς αυτόν ο Αντώνιος· «Ομίλησον εις τους αδελφούς». Τότε ο Παύλος ωμίλησε προς αυτούς. Ημέραν τινά αδελφός τις έφερεν εις τον Αντώνιον σταμνίον μέλιτος, ο δε Αντώνιος έχυσεν αυτό εις την γην, ειπών εις τον Παύλον· «Σύλλεξον με οστρείδιον το μέλι τόσον καλά, ώστε να μη χαθή ούτε ρανίς εξ αυτού». Αλλά και με τον λόγον τούτον ουδόλως εταράχθη ο Παύλος ούτε παρήκουσεν, αλλ’ εξετέλεσε προθύμως την εντολήν. Άλλοτε προσέταξεν αυτόν ο Αντώνιος να αντλή ύδωρ εκ του εκεί φρέατος και να το χύνη εις την γην ασκόπως καθ’ όλην την ημέραν. Άλλοτε πάλιν έσχισεν ο Αντώνιος το ένδυμα του Παύλου και κατόπιν τον διέταξε να το ράψη. Όταν πλέον είδεν ο Μέγας Αντώνιος, ότι ο Παύλος αγογγύστως και αδιστάκτως εκτελεί πάσαν προσταγήν του, λέγει προς αυτόν· «Πρόσεχε, αδελφέ, και εάν ημπορής να πράττης ούτω καθ’ εκάστην, μένε μετ’ εμού, αν δε δεν δύνασαι, ύπαγε εκεί, από όπου ήλθες». Αποκρίθη τότε ο Παύλος προς τον Αντώνιον· «Αν έχης να προστάξης τίποτε περισσότερον από ό,τι με επρόσταξες έως τώρα, δεν γνωρίζω. Όλα όμως όσα έως τώρα με επρόσταξες να πράξω, όλα τα έπραξα, με όσην ηδυνήθην προθυμίαν». Τόσην δε υπακοήν και ταπείνωσιν απέκτησε ο μακάριος Παύλος, ώστε δια τας αρετάς του ταύτας ηξιώθη παρά του Θεού της δυνάμεως τού να διώκη δαιμόνια. Τούτο πληροφορηθείς παρά Θεού ο Μέγας Αντώνιος, εκράτησε μετ’ αυτού τον μακάριον Παύλον επί τι ακόμη διάστημα, όταν δε έκρινε τον καιρόν κατάλληλον, είπε προς αυτόν· «Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έγινες πλέον τέλειος Μοναχός. Με την χάριν λοιπόν και την του Κυρίου οδηγίαν, σου κτίζω κελλίον ιδιαίτερον, τρία έως τέσσαρα μίλια μακράν από το ιδικόν μου, εις αυτό δε να κατοικήσης με το έλεος του Θεού, ο οποίος θέλει σου δώσει δύναμιν και βοήθειαν να αντιπολεμήσης προς τας ενεργείας του δαίμονος». Κατοικήσας λοιπόν μόνος ο τρισόλβιος Παύλος ο Απλούς εν ολόκληρον έτος, ηξιώθη παρά Θεού να κάμνη θαύματα, διώκων δαιμόνια και απομακρύνων πάσαν ασθένειαν, αγωνιζόμενος τελειότατα τον δρόμον της ασκήσεως. Ημέραν δε τινά έφεραν εις τον Μέγαν Αντώνιον νέον έχοντα φοβερόν και αγριώτατον δαιμόνιον, τον άρχοντα των δαιμονίων, όστις ετόλμα να βλασφημή εις τον ουρανόν. Τούτον ιδών ο Άγιος, είπεν εις εκείνους όπου τον έφεραν· «Δεν είναι ιδική μου υπηρεσία αυτή. Διότι δεν μου εδόθη ακόμη η χάρις να διώκω το άρχον τάγμα των δαιμόνων· τούτο το χάρισμα έχει δοθή παρά Θεού εις τον Παύλον τον Απλούν». Ταύτα δε ειπών ο Μέγας Αντώνιος, ωδήγησεν αυτούς εις τον μακάριον Παύλον, προς τον οποίον, όταν έφθασαν, είπε ταύτα· «Αββά Παύλε, εκδίωξον το δαιμόνιον από τούτον τον άνθρωπον δια να υπάγη εις τον οίκον του υγιής και να ευχαριστή και να δοξάζη τον Θεόν». Ηρώτησε τότε ο Παύλος· «Διατί, Αββά, δεν το διώκεις σύ»; Απεκρίθη ο Αντώνιος· «Δεν έχω καιρόν, επειδή είμαι απησχολημένος με άλλην υπηρεσίαν». Ταύτα δε ειπών ανεχώρησε δια το κελλίον του. Εγερθείς τότε ο μακάριος και απλούστατος Παύλος έκαμε θερμήν προσευχήν προς τον Θεόν και μετά την προσευχήν είπε και έφεραν έμπροσθέν του τον δαιμονιζόμενον. Λέγει δε τότε προς αυτόν· «Ο Αββάς Αντώνιος σε προστάζει να φύγης από τον άνθρωπον». Απεκρίθη με αυθάδειαν το ακάθαρτον πνεύμα· «Δεν αναχωρώ, καλόγηρε». Τότε ο Παύλος έλαβε την ποδίαν του ενδύματός του και εκτύπα με αυτήν την πλάτην του δαιμονιζομένου λέγων· «Ο Αββάς Αντώνιος είπε να εξέλθης». Ο δε δαίμων περιεγέλα περισσότερον τον Αντώνιον και τον Παύλον λέγων· «Σεις οι πολυφάγοι, οι μάταιοι, οι αχόρταγοι, σεις όπου δεν ευχαριστείσθε με τα ιδικά σας, αλλά αρπάζετε και τα ξένα, τι έχετε, κακόγηροι, με ημάς; Διατί μας παιδεύετε»;Είπεν αυστηρώς ο Παύλος· «Αναχωρείς δαίμον; Ή να υπάγω να το ειπώ εις τον Χριστόν; Εκείνος θέλει τότε τιμωρήσει, ταλαίπωρε, σκληρώς την αυθάδειάν σου». Ο δαίμων όμως εκακολόγει και τον Ιησούν, φωνάζων ότι δεν αναχωρεί. Εις αυτό το πείσμα του δαίμονος αδημονήσας ο μακάριος Παύλος, εξήλθε του κελλίου και εστάθη απέναντι του ηλίου, ο οποίος καίει εκεί εις την Αίγυπτον, όπως έκαιεν η κάμινος της Βαβυλώνος. Σταθείς λοιπόν εν ώρα μεσημβρίας ο Όσιος, ώσπερ στύλος ασάλευτος, προσηύχετο, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όπου εσταυρώθης επί Ποντίου Πιλάτου, συ γνωρίζεις, ότι ούτε από τον τόπον τούτον αναχωρώ, ούτε τρώγω, ούτε πίνω, έως ότου αποθάνω, αν δεν μου επακούσης, τώρα, να διώξης αυτόν τον δαίμονα από το πλάσμα σου και να το ελευθερώσης από το ακάθαρτον πνεύμα». Δεν είχεν ακόμη τελειώσει την δέησιν ο ταπεινότατος και άκακος Παύλος και έκραξε μεγάλη φωνή το δαιμόνιον, λέγον· «Φεύγω, φεύγω. Εξέρχομαι δια της βίας, διότι εκδιώκομαι βασανιζόμενος· αναχωρών δε από τον άνθρωπον τούτον και ποτέ πλέον δεν θέλω πλησιάσει εις αυτόν. Η ταπείνωσις και η απλότης του Παύλου με αποδιώκει και δεν γνωρίζω που να κατοικήσω». Ευθύς τότε εξήλθεν ο δαίμων και μετεσχηματίσθη εις δράκοντα φοβερόν και μέγαν φαινόμενον, έχοντα μήκος έως εβδομήκοντα πήχεων. Εσύρετο δε προς την Ερυθράν θάλασσαν. Τοιαύτη χάρις εδόθη εις τον Όσιον Παύλον δι’ ολίγον καιρόν, δια την πραότητα και την ακακίαν όπου είχε, καθώς λέγει ο Κύριος· «Εις ποίον άλλον να κατοικήσω; Εις ποίον άλλον να δώσω την χάριν μου περισσότερον, παρά εις εκείνον όπου είναι πράος και ταπεινός και υπακούει εις τους λόγους μου»; (Ησαϊας ξστ: 2). Αυτά είναι τα έργα και αι αρεταί του μακαρίου και Οσιωτάτου Παύλου του πράου και ταπεινού, τα οποία μετά συντομίας διηγήθημεν. Ωνομάσθη δε Απλούς και άκακος από όλην την αδελφότητα της ερήμου. Αξίως δε τον Θεόν θεραπεύσας απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. Ου ταις πρεσβείαις τύχοιμεν των αιωνίων αγαθών. Αμήν. [/b]
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Η΄ (8η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ Επισκόπου Νικομηδείας.

Δημοσίευση από silver »


Θεοφύλακτος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Ανατολής, ακμάζων κατά τα έτη της βασιλείας των Ισαύρων, Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου (741 – 775) και των διαδόχων αυτού· πορευθείς δε εις Κωνσταντινούπολιν (περί το έτος 780), εσχετίσθη μετά του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784 – 806), όταν ακόμη εκείνος ήτο πρωτασηκρήτης, δηλαδή πρώτος μεταξύ των υπηρετούντων εις τας βασιλικάς σάκρας, όπως ωνόμαζον οι Βυζαντινοί τα βασιλικά γραφεία και οι οποίοι ωνομάζοντο ασηκρήται και υπ’ αυτού καλώς εξεπαιδεύθη εις τα θεία. Όταν δε, θεία ψήφω, ανήλθεν ο ιερός Ταράσιος εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει ψπδ΄ (784), αφ’ ου παρητήθη οικειοθελώς του θρόνου ο προ αυτού Παύλος ο Κύπριος (780 – 784), ο οποίος επειδή έλαβε την Αρχιερωσύνην παρά των εικονομάχων ωνόμαζε μόνος τον εαυτόν του ανάξιον, τότε και ο ιερώτατος Μιχαήλ ο μετέπειτα Επίσκοπος Συνάδων και ο ιερός Θεοφύλακτος ούτος έγιναν Μοναχοί και εστάλησαν υπό του θείου Ταρασίου (περί το έτος 785) εις το υπό τούτου οικοδομηθέν Μοναστήριον, το ευρισκόμενον εις την είσοδον του Ευξείνου Πόντου. Καιρόν δε τινα, κατά τον οποίον τα κυνικά καύματα ήσαν εις επίτασιν λόγω του θέρους και εδίψων υπερβολικώς, τότε, οι μακάριοι, ίνα ασκηθώσιν εις την δίψαν και την εγκράτειαν, ήνοιξαν τον χάλκινον σωλήνα του κρουνού και αφήκαν να χύνεται το ύδωρ, χωρίς αυτοί να πίωσι καθόλου. Τοιαύτην αρετήν και άσκησιν μετήρχοντο οι τρισόλβιοι ούτοι Πατέρες, διο και μεγάλων ηξιώθησαν παρά Θεού δωρημάτων. Επειδή λοιπόν η αρετή των δύο τούτων Αγίων Πατέρων εμεγαλύνθη και ήστραψεν ως αστήρ φαεινότατος, τούτου ένεκα εκρίθησαν υπό του μεγάλου Ταρασίου άξιοι Αρχιερωσύνης· και ευθύς ο μεν Μιχαήλ προεχειρίσθη Επίσκοπος εις τα Σύναδα, πόλιν ένδοξον της μεγάλης Φρυγίας, περίφημον δια τα θαυμαστά μάρμαρά της, Επισκόπους είκοσιν έχουσα, τώρα δε κρημνισμένην ούσαν, ο δε ιερός Θεοφύλακτος εχειροτονήθη (περί το έτος 800) Επίσκοπος εις την Νικομήδειαν. Όσα δε έπραξεν εκεί κατορθώματα ο μακάριος Θεοφύλακτος, αυτά ταύτα τα πράγματα μαρτυρούν, διότι έκτισεν Εκκλησίας και νοσοκομεία, επροστάτευε τα ορφανά και τας χήρας, ηλέει δε μετά τοσαύτης αγαθότητος, ώστε εγέμιζε φιάλην με ζεστόν ύδωρ και με αυτό έπλυνε και εκαθάριζεν ιδίαις χερσίν ο συμπαθέστατος τους τυφλούς και χωλούς και τους άλλους ασθενείς, τους έχοντας τα μέλη των βεβλαμμένα. Αφ’ ου δε ο μέγας Ταράσιος, πατριαρχεύσας επί έτη είκοσι δύο, απήλθε προς Κύριον και αφ’ ου έγινε Πατριάρχης ο πάνσοφος Νικηφόρος (806 – 815), τότε ηκολούθησε μεγάλη ταραχή και συμφορά εις την του Χριστού Εκκλησίαν, διότι κατά την εποχήν εκείνην εβασίλευσε Λέων Ε΄ ο Αρμένιος εν έτει ωιγ΄ (813), όστις εφρύαξε κατά των Αγίων Εικόνων. Όθεν ο Άγιος Νικηφόρος έστειλε και έφερε τους εκλεκτούς και ελλογίμους Αρχιερείς, τον Κυζίκου Αιμιλιανόν, τον Σάρδεων Ευθύμιον, τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, τον Αμορίου Ευδόξιον, τον Συνάδων Μιχαήλ, τον μακάριον τούτον Θεοφύλακτον και άλλους πολλούς, μεταξύ των οποίων και Ηγουμένους και Μοναχούς. Συμπαραλαβών δε όλους τούτους μετέβη εις τον δυσσεβή και αποστάτην βασιλέα. Κατά την γενομένην τότε ενώπιον του βασιλέως συζήτησιν προέτειναν οι Άγιοι εκείνοι Πατέρες πολλάς μαρτυρίας εκ των Θείων Γραφών, αι οποίαι υποστηρίζουσιν ότι πρέπει να προσκυνώνται αι άγιαι Εικόνες, όμως δεν ηδυνήθησαν να καταπείσωσι τον άφρονα βασιλέα, όστις έμεινεν αδιόρθωτος. Τότε ο μακάριος ούτος Θεοφύλακτος είπε προς τον βασιλέα· «Γνωρίζω ότι καταφρονείς την μακροθυμίαν και την υπομονήν του Θεού· γίνωσκε όμως, ότι θα επέλθη αίφνης κατά σου μέγας όλεθρος και αφανισμός και η καταστροφή σου θέλει γίνει ως ανεμοστρόβιλος, ώστε να μη ευρεθή κανείς, όστις θα δυνηθή να σε σώση εκ του κινδύνου». Τους λόγους τούτους ακούσας ο θηριώνυμος βασιλεύς, ωργίσθη σφόδρα και ευθύς επρόσταξε να εξορισθώσιν όλοι οι ανωτέρω Αρχιερείς. Όθεν, ο μεν Άγιος Νικηφόρος εξωρίσθη εις την νήσον Θάσον, ο αοίδιμος Συνάδων Μιχαήλ εις Ευδοκιάδα, πόλιν της Καππαδοκίας, άλλοι Αρχιερείς αλλαχού, ο δε μακάριος Θεοφύλακτος εξωρίσθη εις Στρόβιλον, το οποίον ήτο φρούριον παραθαλάσσιον, εις το θέμα των Κιβυρραιωτών. Εκεί λοιπόν διελθών, ο αοίδιμος, έτη τριάκοντα και υπομείνας γενναίως την κακοπάθειαν της εξορίας, απήλθε προς ον επόθησε Κύριον (περί το έτος 840). Αφ’ ου δε εφονεύθη ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος κατά την νύκτα των Χριστουγένων, ψάλλων τον ειρμόν «Τω Παντάνακτος εξεφαύλισαν πόθω» και αφ’ ου η Ορθοδοξία έλαμψεν επί Μιχαήλ Γ΄ (842 – 867) και Θεοδώρας της ευσεβεστάτης Βασιλίδος, τότε ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μεθόδιος (842 – 846) έφερεν εκ της εξορίας το τίμιον Λείψανον του μακαρίου τούτου Θεοφυλάκτου και απέθετο αυτό εις την Νικομήδειαν, εις τον Ναόν των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, τον οποίον, έτι ζων, είχεν ο ίδιος ο Άγιος ανεγείρει.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Θ΄ (9η) Μαρτίου, μνήμη των Αγίων ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ Μεγάλων Μαρτύρων, των εν Σεβαστεία τη πόλει μαρτυρ

Δημοσίευση από silver »


Τεσσαράκοντα οι του Χριστού πανευκλεείς και πανυπέρλαμπροι ούτοι Άγιοι Μάρτυρες, οι κατά την σήμερον εορταζόμενοι, ηξιώθησαν των μαρτυρικών στεφάνων εν τη πόλει της Σεβαστείας της Μικράς Ασίας κατά τας ημέρας της βασιλείας του μισοχρίστου τυράννου της Ανατολής Λικινίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τη΄ - τκγ΄ (308 – 323). Ήσαν δε ούτοι στρατιώται εκλεκτοί, ενάρετοι και γενναίοι, υπηρετούντες εις τον στρατόν του Λικινίου, διακρινόμενοι και τιμώμενοι από όλους τους άλλους στρατιώτας δι’ αυτάς ακριβώς τας ψυχικάς και σωματικάς αρετάς των, αι οποίαι τους έκαμαν ονομαστούς εις όλον το στράτευμα. Διότι τοιαύτας τιμάς εξασφαλίζουν εις τους εργάτας αυτών αι θεοφιλείς και θεάρεστοι αρεταί. Είναι δε αι αρεταί άλλαι μεν της ψυχής, άλλαι δε του σώματος. Και της μεν ψυχής αρεταί είναι η αγάπη προς πάντας τους ανθρώπους, όχι μόνον προς τους φίλους, αλλά και προς τους εχθρούς, εχθρούς δε, όχι εκείνους οίτινες εχθρεύονται την ψυχήν μας, διότι τους τοιούτους, εάν τους μισώμεν, έχομεν έπαινον εκ Θεού, καθώς ο θείος Προφητάναξ Δαβίδ λέγει· «Ουχί τους μισούντας σε, Κύριε, εμίσησα και επί τους εχθρούς σου εξετηκόμην; Τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς, εις εχθρούς εγένοντό μοι» (Ψαλμ. ρλη: 21-22). Όχι λοιπόν τους τοιούτους εχθρούς να αγαπώμεν, αλλ’ εκείνους τους οποίους νομίζομεν εχθρούς δια πειρασμόν τινα σωματικόν ή λύπην τινά, την οποίαν επροξένησαν εις ημάς, εκείνους εντελλόμεθα υπό του Κυρίου να αγαπώμεν. Είναι λοιπόν, ως είπομεν, ψυχική αρετή πρώτη και καλλίστη η αγάπη· ομοίως δε η πραότης και η μακροθυμία, το να υπομένωμεν δηλαδή τους υβρίζοντας ημάς. Αλλά και η ανεξικακία και η σωφροσύνη αρεταί της ψυχής είναι. Του σώματος δε αρεταί είναι η νηστεία, η αγρυπνία, η ταλαιπωρία του σώματος υπέρ της αγάπης του Χριστού, η κακοπάθεια, η ελεημοσύνη, η φιλοξενία, η προς τους πάσχοντας και τους έχοντας ανάγκην βοήθεια και αι τούτων όμοιαι. Λέγονται δε αύται αρεταί του σώματος όχι διότι δεν συνεργάζεται και η ψυχή δια την άσκησιν αυτών, αλλά διότι η προαίρεσις της ψυχής άνευ της υπηρεσίας του σώματος δεν δύναται να τας συμπληρώση, ως επί παραδείγματι επί της ελεημοσύνης ή της νηστείας. Εάν δηλαδή η ψυχή προαιρήται να ελεήση τον πτωχόν, ή να νηστεύση, το δε σώμα δεν υπακούση να μη δεχθή βρώσιν και πόσιν, ή εάν δεν εργασθή δια να έχη να δώση εις τους πτωχούς, η ψυχή μόνη δεν δύναται να κάμη τίπουε. Άλλωστε, εάν εξετάσης την φύσιν της ψυχής, αύτη ούτε τρώγει ούτε πίνει ούτε κοιμάται, αλλά πάντοτε νηστεύει και αγρυπνεί. Δύο δε πράγματα είναι εκείνα, τα οποία δύνανται να απομακρύνουν τον άνθρωπον από την αμαρτίαν και να τον παρακινήσουν τόσον εις τας ψυχικάς αρετάς, όσον και εις τας σωματικάς. Ο φόβος του Θεού και ο φόβος των ανθρώπων. Και ο μεν φόβος του Θεού παρακινεί τον άνθρωπον εις την αρετήν, όταν γνωρίζων ούτος και ων βέβαιος ότι μέλλει ο Θεός να τον κολάση, εάν κάμη αμαρτίας, προαιρείται και ποιεί τας αρετάς, είτε τας ψυχικάς, είτε τας σωματικάς, φοβούμενος τον Θεόν και θέλων να ελευθερωθή της αιωνίου κολάσεως, ως λέγει ο σοφός Σολομών· «Τω φόβω Κυρίου εκκλίνει πας από κακού» (Παροιμ. ιε:27). Ο δε φόβος των ανθρώπων παρακινεί τον άνθρωπον εις το αγαθόν, όταν αναγκάζεται τις και μη θέλων, από μόνον τον φόβον των πολιτικών νόμων, να απέχη της κλοπής, του φόνου, της μοιχείας και των άλλων αμαρτιών. Τούτον τον φόβον των ανθρώπων και ο Απόστολος Πέτρος επαινεί εις την Καθολικήν Α΄ Επιστολήν αυτού λέγων· «Υποτάγητε ουν πάση ανθρωπίνη κτίσει δια τον Κύριον, είτε βασιλεί ως υπερέχοντι, είτε ηγεμόσιν, ως δι’ αυτού πεμπομένοις, εις εκδίκησιν μεν κακοποιών, έπαινον δε αγαθοποιών» (Α΄ Πέτρου β: 13-14). Ομοίως και ο Απόστολος Παύλος εις την προς Ρωμαίους Επιστολήν αυτού, ορίζει· «Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω· ου γαρ εστι εξουσία ειμή από Θεού, αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν· ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία, τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν· οι δε ανθεστηκότες, εαυτοίς κρίμα λήψονται· οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών· θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν, εάν δε το κακόν ποιής, φοβού· ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί, Θεού γαρ διάκονος εστιν, εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσσοντι» (Ρωμ. ιγ: 1-4). Ακούετε πως ορίζουν οι Απόστολοι; Ότι ο φόβος των βασιλέων είναι συνεργός των ιδίων προς το θέλημα του Θεού και προς αποκοπήν της αμαρτίας. Αλλά εκείνος μεν ο άνθρωπος, όστις δια τον φόβον των ανθρώπων εμποδίζεται εκ της αμαρτίας, δυσκόλως πράττει και το αγαθόν. Επειδή δεν το κάμνει όλως διόλου εξ ιδίας αγαθής προαιρέσεως, αλλά δια τον φόβον των ανθρώπων. Δια τούτο, όταν εύρη ευκαιρίαν ο τοιούτος, ευκόλως ικανοποιεί την κακήν του προαίρεσιν. Όστις δε δια τον φόβον της κολάσεως και δια την ελπίδα της μελλούσης ζωής ήθελεν απομακρυνθή από την αμαρτίαν, ο τοιούτος πολλάκις δύναται να κατορθώση την αρετήν, έχων τον φόβον του Θεού ανεξάλειπτον εν τη καρδία του· ώστε ούτε τόπος, ούτε καιρός, ούτε άνθρωποι δύνανται να εμποδίσουν εκείνον τον άνθρωπον εκ της αρετής. Διότι αείποτε ούτος ένα λογισμόν έχει μόνον εις την ψυχήν του· την αποφυγήν της κολάσεως και την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών. Τοιούτοι ήσαν οι Άγιοι της Εκκλησίας ημών, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, οι Όσιοι και πάντες οι Δίκαιοι, τους οποίους δεν ηδυνήθησαν να εμποδίσουν εκ της εργασίας των εντολών του Χριστού, ούτε βασιλείς, ούτε μεγιστάνες, ούτε εξουσίαι, ούτε τρυφή και ανάπαυσις σωματική, ούτε πλούτος φθαρτός, ούτε θάνατος πρόσκαιρος. Τοιούτοι ήσαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και οι σήμερον εορταζόμενοι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, τους οποίους ούτε οι βασιλείς, οι ανήμεροι και θηριώδεις, ούτε αι βάσανοι και αι τιμωρίαι του σώματος, ούτε ο θάνατος, το πικρόν τούτο πράγμα και όνομα, ηδυνήθησαν ούτε κατ’ ελάχιστον να τους χωρίσουν από την αγάπην του Χριστού. Επειδή είχον εις την καρδίαν των έμφυτον και διαρκή τον φόβον του Θεού. Τούτων των Αγίων τους άθλους και το Μαρτύριον επιθυμώ να διηγηθώ σήμερον προς την αγάπην σας, ίνα εννοήσητε ότι πολλάκις ο φόβος του Θεού δύναται περισσότερον να παρακινήση τον άνθρωπον εις άσκησιν της αρετής, παρά ο φόβος των ανθρώπων. Αλλά πριν αρχίσω την διήγησιν, παρακαλώ την αγάπην σας ίνα μη αμελήτε και νυστάζετε, επειδή οι λόγοι μου δεν είναι περί προσκαίρου και φθαρτού πλούτου, αλλά περί της αιωνίου ζωής. Διότι όστις τους ακούση προθύμως, δυνατόν να παρακινηθή προς εργασίαν αρετής, όστις δε κινηθή προς άσκησιν αρετής, ακόλουθον είναι να κερδήση και την αιώνιον ζωήν, ήτις εστίν η επίγνωσις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Διότι ούτως ορίζει ο Χριστός εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον· «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιωάν. ιζ:3). Επειδή λοιπόν τόσον μέγα αγαθόν μέλλομεν να απολαύσωμεν από την ακοήν της διηγήσεως του Μαρτυρίου των Αγίων τούτων, δια τούτο πρέπει και μετά μεγάλης προθυμίας να την ακούσωμεν, ίνα λάβωμεν και την προς τον Θεόν πρεσβείαν αυτών συνεργόν προς την πράξιν της αρετής. Μετά τους τριακοσίους χρόνους από της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έγινε βασιλεύς της Ανατολής ο Λικίνιος (308 – 323), όστις ήτο μεν άνθρωπος κατά την φύσιν, θηρίου δε παντός αγριώτερος. Διότι άλλο δεν είχε κατά νουν πάντοτε, ούτε έθνη να υποτάξη, ούτε πόλεις να κερδήση, ει μη το πως να τιμωρή και να παιδεύη τους Χριστιανούς. Θλίψεις λοιπόν μεγάλας και πολλάς υπέφερον τότε οι Χριστιανοί· διότι ούτε εις τας πόλεις τους άφησε να κατοικούσιν, ούτε εις τας χώρας, ούτε εις τας ερήμους, αλλ’ η μόνη απασχόλησίς του ήτο να ερευνά όπως εύρη Χριστιανούς, ίνα τιμωρήση και θανατώση αυτούς. Δια τούτο και όσοι επίστευον εις τον Χριστόν, όχι μόνον άρχοντες και στρατιώται αλλά και πτωχοί και ιδιώται είχον μεγάλην στενοχωρίαν, μεγάλους πειρασμούς και μεγάλους κινδύνους. Είχε δε και εις πάσαν επαρχίαν φοβερούς τινάς άρχοντας και ηγεμόνας, οίτινες θέλοντες να είναι αρεστοί εις την γνώμην του βασιλέως, επενόουν παν είδος τιμωρίας και κολάσεως κατά των Αγίων. Και οι μεν άλλοι ηγεμόνες είχον και ολίγην επιείκειαν, εις όμως εξ αυτών, όστις ώριζε την επαρχίαν του Πόντου της Καππαδοκίας, όστις Πόντος έχει πόλεις την Κερασούντα, την Τραπεζούντα, την Νεοκαισάρειαν, την Σεβάστειαν και άλλας, ήτο πολύ άγριος και θηριώδης· κατά την γνώμην του δε ήτο και το όνομά του, διότι ελέγετο Αγρικόλαος. Ούτος έχων την αγριότητα έμφυτον εις την ψυχήν του, ήτο και κατά την μορφήν φοβερός. Τούτο δε ως σκοπόν είχε πάντοτε, πως να φανή εις τους Χριστιανούς φοβερώτερος από τους άλλους ηγεμόνας της Ανατολής. Έπραττε δε τούτο αφ’ ενός μεν νομίζων, ότι με το να τιμωρή τους Χριστιανούς θέλει είναι ευάρεστος, εις τους θεούς των ειδωλολατρών, αφ’ ετέρου δε δια να ακουσθή το όνομά του εις τον βασιλέα και εις τους άλλους άρχοντας ως μέγα και πολύ. Κατά τον καιρόν εκείνον ήσαν και οι Άγιοι ούτοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, στρατιώται υπάρχοντες βασιλικοί, απεσταλμένοι υπό του Αγρικολάου προς φύλαξιν της επαρχίας εκείνης. Δεν ήσαν δε πάντες από μίαν πόλιν ή χώραν, αλλ’ όπως και σήμερον συμβαίνει, να συνάζωνται οι στρατιώται από διαφόρους πόλεις και να υπηρετούν εις εν τάγμα, τοιουτοτρόπως συνέβαινε και με τους Αγίους τούτους Μάρτυρας. Ήσαν δε ούτοι ανδρειότεροι και ωραιότεροι από τους άνδρας των άλλων ταγμάτων και κατά την ψυχήν και κατά το σώμα. Διότι όχι μόνον τους βασιλικούς στρατιώτας υπερέβαλλον εις την ανδρείαν και το ανάστημα του σώματος, αλλά και τους άλλους ανθρώπους, τους ιδιώτας· δια τούτο και περισσοτέραν τιμήν και αξίαν είχον από τους άλλους στρατιώτας. Διότι εις όσους πολέμους έλαβον μέρος και εις όσους κινδύνους ερρίφθησαν, δεν ευρέθη κανείς να τους νικήση. Προς τούτοις δε ήσαν και Χριστιανοί ευσεβείς τον μεν Χριστόν ομολογούντες Θεόν αληθή, τα δε είδωλα μυκτηρίζοντες και τους ταύτα προσκυνούντας πεπλανημένους αποκαλούντες. Τούτου ένεκεν δεν διέλαθον της προσοχής του πονηροτάτου εκείνου ηγεμόνος ότι είναι Χριστινοί. Δια τούτο, προσκαλέσας αυτούς, τους έδειξε τους βασιλικούς ορισμούς και τους επρόσταξε να θυσιάσουν εις τους θεούς των ειδωλολατρών. Αλλ’ οι Άγιοι, ουδέν προτιμήσαντες περισσότερον της αγάπης του Χριστού, μήτε τον ηγεμόνα φοβηθέντες, με μίαν φωνήν και γλώσσαν πάντες ομού είπον προς αυτόν· «Ημείς Χριστιανοί είμεθα, ω ηγεμών, και εις τον Χριστόν ως Θεόν πιστεύομεν, τους δε βασιλικούς ορισμούς δια τα είδωλα ομού με αυτά καταπτύομεν». Τότε εκείνος, ως πονηρότατος και θέλων πρώτον με καλόν τρόπον να τους ελκύση εις την πλάνην του, ήρχισε να ομιλή προς αυτούς δια φωνής ηπίας και να τους κολακεύη, λέγων· «Πάντοτε και οι Τεσσαράκοντα είσθε πειθαρχικοί εις τας βασιλικάς υπηρεσίας και ως να είσθε σαρκικοί αδελφοί μίαν και την αυτήν προθυμίαν εδεικνύετε όλοι σας εις τους υπέρ του βασιλέως πολέμους, έχετε ανδρείαν πολλήν και φρόνησιν περισσοτέραν από πολλούς συνηλικιώτας σας. Τούτο τόσον εγώ όσον και πάντες οι συστρατιώται σας ομολογούμεν. Αλλά πρέπει την ομόνοιαν αυτήν και την συμφωνίαν, την οποίαν εδεικνύετε, να την δείξετε και σήμερον προς τους βασιλικούς ορισμούς. Καθώς λοιπόν έχετε την πρώτην τιμήν μεταξύ των άλλων, ούτω πρέπει και πρώτοι να έλθετε να θυσιάσετε και να προσκυνήσετε τους θεούς, τους οποίους προσκυνεί ο βασιλεύς και πάντες οι άρχοντες αυτού. Διότι, εάν μεν πράξετε κατά τον ορισμόν του βασιλέως και κατά την ημετέραν προσταγήν, θέλετε τιμηθή περισσότερον και θέλετε λάβει χαρίσματα. Εάν όμως δεν υπακούσετε εις την προσταγήν του βασιλέως, λυπούμαι μεν να σας το είπω, όμως είμαι υποχρεωμένος να σας γνωρίσω, ότι κακόν θάνατον μέλλετε να λάβετε». Και ο μεν ηγεμών ταύτα έλεγε κολακεύων τους Αγίους· εκείνοι δε προς τους τοιούτους απατηλούς λόγους του ηγεμόνος με συντομίαν και φρόνησιν απεκρίθησαν· «Ημείς, ω ηγεμών, αληθώς, ως λέγεις, εμαχόμεθα και εκινδυνεύομεν υπέρ του βασιλέως, μετά πάσης προθυμίας. Αλλ’ εάν δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως κατεφρονούσαμεν την ζωήν ημών, δεν πρέπει τώρα να αγωνισθώμεν μετά περισσοτέρας προθυμίας υπέρ της αγάπης του ουρανίου Βασιλέως; Διατί δε μας αναφέρεις τιμάς και χαρίσματα; Ημείς μίαν τιμήν έχομεν, την ευσέβειαν· εν χάρισμα βέβαιον γνωρίζομεν, την Βασιλείαν των ουρανών· μίαν ζωήν έχομεν, τον υπέρ Χριστού θάνατον». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, λέγει προς τους Αγίους· «Δεν χρειάζεται πολυλογία, μόνον αύριον να έλθετε να θυσιάσετε», τούτο δε ειπών και θέλων να φανή φοβερός, διέταξε να τους κλείσουν εις την φυλακήν. Όταν δε οι Άγιοι εκλείσθησαν εις το δεσμωτήριον, κλίναντες τα γόνατα εδέοντο του Κυρίου λέγοντες· «Φύλαξον ημάς, Κύριε, εις την αληθινήν Πίστιν σου και λύτρωσαι ημάς εκ των σκανδάλων της ανομίας». Και ταύτα μεν κατά την ημέραν προσηύχοντο. Όταν δε ενύκτωσεν, ήρχισαν να ψάλλουν τον Ψαλμόν του Δαβίδ· «Ο κατοικών εν βοηθεία του Υψίστου, εν σκέπη του Θεού του ουρανού αυλισθλήσεται». Ούτως έμειναν ψάλλοντες μέχρι του μεσονυκτίου. Και εις μεν τας προσευχάς αυτών και τας παραινέσεις προηγείτο ο Άγιος Κυρίων, εις δε τας προς τον ηγεμόνα αποκρίσεις επροτιμώντο ο Άγιος Κάνδινος και ο Άγιος Δόμνος, οι οποίοι ήσαν περισσότερον εγγράμματοι και αιδεσιμώτεροι μεταξύ αυτών. Κατά δε το μεσονύκτιον εφάνη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις το μέσον τούτων και λέγει προς τους Αγίους· «Η μεν προθυμία σας καλή είναι και πολύ μου αρέσκει, αλλ’ όστις υπομείνη μέχρι τέλους, εκείνος θέλει σωθή» (Ματθ. ι:22, κδ:13, Μάρκ. ιγ:13). Τούτο έλεγεν ο Χριστός, αφ’ ενός μεν δίδων εις τούτους θάρρος και ανδρείαν δια το μέλλον, αφ’ ετέρου δε προλέγων και προσημαίνων τον ύστερον εκπεσόντα της τάξεως των Αγίων· διότι εις εκ των Τεσσαράκοντα τούτων εδειλίασεν εις το τέλος και επέστρεψεν εις τα οπίσω. Εκείνον λοιπόν προβλέπων ο Δεσπότης Χριστός ώρισεν, ότι «Ο υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (αυτόθι). Είπε δε τούτο καθώς ποτε και εις τον καιρόν της προδοσίας Του, θέλων να αποκόψη τον Ιούδαν από την προδοσίαν, είπε προς τους Αποστόλους· «Αμήν λέγω υμίν, ότι εις εξ υμών παραδώσει με» (Ματθ. κστ:21, Μάρκ. ιδ:18). Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την διήγησίν μας. Ο μεν λοιπόν Χριστός ταύτα είπε προς τους Αγίους· αυτοί δε ακούσαντες έμειναν προσευχόμενοι, έως ότου εγένετο ημέρα. Το πρωϊ, θέλων ο ηγεμών να καταισχύνη τους Αγίους, συνήθροισε τους φίλους του και τους συμβούλους και καθίσας επί θρόνου φοβερού, ώρισε να τους φέρουν έμπροσθεν αυτού. Ότε δε παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού οι Άγιοι, ήρχισε πρώτον μετά μεγάλης κολακείας να τους ομιλή, λέγων· «Εγώ, ω στρατιώται, και χθες σας είπον, αλλά και σήμερον τα αυτά σας λέγω. Διότι όχι προς κολακείαν σάς ομιλώ ουδέ προς χάριν και πρόσωπον, αλλ’ αληθώς δεν είδον άλλους στρατιώτας του βασιλέως όπως σεις, ούτε ανδρείους, ούτε φρονίμους, ούτε κατά την όψιν ωραίους. Δια τούτο, όταν σας βλέπω συχνάκις εις το πρόσωπον, χαίρομαι και σας αγαπώ περισσότερον από τους άλλους. Μη λοιπόν θελήσετε, την αγάπην την οποίαν έχω δια σας, να την μεταβάλετε εις έχθραν, ούτε την ημερότητά μου να την μετατρέψετε εις οργήν. Διότι εις το θέλημά σας είναι σήμερον να γίνω εγώ δια σας ή φίλος ή εχθρός. Επειδή, εάν μεν με ακούσητε, δύναμαι να σας τιμήσω ως φίλους, εάν δε με παρακούσητε, είναι ανάγκη να φερθώ προς σας ως εχθρός». Και ο μεν Αγρικόλαος ταύτα έλεγε μετά μεγάλης επιτηδειότητος και ημερότητος, θέλων να ελκύση τους Αγίους, ο δε Άγιος Κάνδιδος, χωρίς καθόλου να δειλιάση, απεκρίθη προς αυτόν· «Πρεπόντως ονομάζεσαι Αγρικόλαος, ω ηγεμών. Διότι πράγματι είσαι άγριος και νομίζεις, ότι με τας τοιαύτας κολακείας θα μας δελεάσης. Αλλά, μη γένοιτο, να παρεκκλίνωμεν ποτέ από τον σκοπόν μας». Ο Αγρικόλαος είπε τότε· «Δεν είπον εγώ, ότι εις το θέλημά σας είναι να γίνω φίλος σας ή εχθρός σας»; Ο Άγιος Κάνδιδος απεκρίθη· «Επειδή λέγεις ότι εις το θέλημά μας είναι και τα δύο, δια τούτο γνώριζε, ότι ημείς τον μεν Χριστόν φιλούμεν και αγαπώμεν, σε δε μισούμεν και αποστρεφόμεθα· αλλ’ ούτε πάλιν θέλομεν συ να μας αγαπάς, διότι ποίαν αγάπην θέλομεν ημείς από σε, όστις δεν είσαι άνθρωπος, αλλά παντός θηρίου αγριώτερος και σκεπάζεις την αγριότητά σου με το πλαστόν αυτό σχήμα της κολακείας»; Ως ήκουσε τους λόγους τούτους ο ηγεμών, ηλλοιώθη όλος από τον θυμόν του και παρευθύς διέταξε τους άλλους στρατιώτας να δέσουν τας χείρας των Αγίων με σχοινία και σύραντες και δέροντες αυτούς να τους οδηγήσουν εις την φυλακήν και να κρατούνται εκεί, έως ότου έλθη ο δουξ Λυσίας από την Καισάρειαν, ο οποίος ήτο τότε απεσταλμένος από τον βασιλέα, ως πρώτος εξουσιαστής επί των ηγεμόνων της Ανατολής. Διότι εκείνον ανέμενεν ο Αγρικόλαος να έλθη κατ’ εκείνας τας ημέρας εις την Σεβάστειαν. Ότε δε οι στρατιώται ήρχισαν να δένουν τους Αγίους, είπεν ο Άγιος Δόμνος· «Δεν έχεις εξουσίαν καθ’ ημών, ω ηγεμών, να μας παιδεύσης, αλλά μόνον να μας ερωτάς». Τούτον τον λόγον ακούσας ο Αγρικόλαος εφοβήθη και επρόσταξε να μη τους δέσουν, αλλά μόνον να τους φυλακίσουν. Εκάλεσε δε και τον δεσμοφύλακα, Αγλάϊον ονόματι, και διέταξε τούτον να φυλάττη τους Αγίους μετά πάσης επιμελείας έως ότου έλθη ο δουξ από την Καισάρειαν. Τοιουτοτρόπως φυλακισθέντες οι Άγιοι, δεν έπαυον νύκτα και ημέραν δοξολογούντες εν τη φυλακή τον Θεόν, ο δε Άγιος Κυρίων εδίδασκεν αυτούς, λέγων· «Ω αδελφοί μου συστρατιώται, καθώς εις την πρόσφατον ταύτην εκστρατείαν δεν εχωρίσθημεν, αλλά είμεθα και οι Τεσσαράκοντα ομόψυχοι και ομόφρονες, ούτω και εις την ομολογίαν του Χριστού επιμεληθήτε να διαφυλάξωμεν την αυτήν ομόνοιαν και συμφωνίαν. Και καθώς εφροντίσαμεν να φανώμεν δόκιμοι προς τον θνητόν βασιλέα, ούτω ας προσπαθήσωμεν όλοι μας να αρέσκωμεν εις τον μόνον αθάνατον και αιώνιον Βασιλέα Χριστόν, ίνα και συν αυτώ ζήσωμεν». Μετά τοιούτων προσευχών και παραινέσεων διήλθον εκεί εις την φυλακήν οι Άγιοι, κεκλεισμένοι επί επτά ημέρας, έως ου ήλθεν ο Λυσίας. Κατά δε την επομένην, προκαθήσας ο δουξ μετά του ηγεμόνος, διέταξε να φέρουν τους Αγίους ενώπιον αυτών. Πορευομένων δε των Αγίων ήρχισεν ο Άγιος Κυρίων καθ’ οδόν διδάσκων αυτούς και λέγων· «Προσέχετε, αδελφοί. Μη φοβηθώμεν τας απειλάς των αρχόντων τούτων, των οποίων η δόξα είναι όπως το άνθος του χόρτου, το οποίον σήμερον φαίνεται ωραίον και αύριον μαραίνεται, η δε ευημερία των είναι όπως το όνειρον. Δεν ενθυμείσθε, ότι πάντοτε, όταν ευρισκόμεθα εις πόλεμον, δεν εστηρίζαμεν το θάρρος μας εις την δύναμιν των όπλων μας, αλλ’ επεκαλούμεθα τον Δεσπότην Χριστόν και Αυτός εισήκουε την δέησίν μας και μας έδιδε δύναμιν, δια της οποίας ενικούσαμεν τους εχθρούς μας; Δεν ενθυμείσθε ότι εις τον προηγηθέντα πόλεμον οι μεν άλλοι στρατιώται του βασιλέως όλοι έφυγον, μόνοι δε ημείς οι Τεσσαράκοντα απεμείναμεν μεταξύ των εχθρών μας και επικαλεσάμενοι τον Χριστόν εις βοήθειαν, ενικήσαμεν αυτούς κατά κράτος; Εάν λοιπόν τότε, ότε εκινδυνεύαμεν δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως, του ασεβούς και παρανόμου, έδιδεν εις ημάς ο Χριστός βοήθειαν, τώρα, ότε πολεμούμεν δια την αγάπην Του, δεν θέλει βοηθήσει ημάς; Δεν επολεμούσαμεν έχοντες αντιπάλους πλήθος αμέτρητον; Τώρα μόνον τρεις είναι εκείνοι, οίτινες μας πολεμούν· ο αφανής και ασώματος πολέμιος, ο διάβολος· ο δουξ Λυσίας· και ο ηγεμών Αγρικόλαος· μάλιστα δε εις είναι ο καθ’ αυτό πολέμιος ημών· ο εχθρός της αληθείας διάβολος, ο οποίος αναγκάζει τον Λυσίαν και τον Αγρικόλαον να εκτελούν τα θελήματά του. Τι λοιπόν; Θα νικήση ο εις ημάς τους Τεσσαράκοντα; Μη γένοιτο!». Και μετά ταύτα είπε και πάλιν προς τους Αγίους· «Δια τούτο σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη δειλιάσωμεν τους πειρασμούς, να μη φοβηθώμεν τας απειλάς, να μη δώσωμεν ώτα εις τον διάβολον, να μη υποταγώμεν εις τους εχθρούς του Χριστού· και, ως είχομεν συνήθειαν, όταν εισηρχόμεθα εις πόλεμον και εψάλλαμεν τον ψαλμόν «Ο Θεός εν τω ονόματί σου σώσον με και εν τη δυνάμει σου κρινείς με» (Ψαλμ. νγ:1), ούτω και τώρα ας πράξωμεν· ας επικαλεσθώμεν τον μόνον αληθή Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, όστις είναι δυνατός να μας αποστείλη βοήθειαν εκ του Αγίου κατοικητηρίου Αυτού, ίνα νικήσωμεν τους εχθρούς της Πίστεως και να πατήσωμεν επί της κεφαλής του νοητού και ασωμάτου πολεμίου». Ταύτα ενώ εδίδασκεν ο Άγιος Κυρίων καθ’ οδόν, έφθασαν μέχρι του τόπου όπου εκάθηντο ο δουξ και ο ηγεμών. Ήτο δε πλήθος λαού συνηθροισμένον εκεί, ίνα ίδουν το αποτέλεσμα. Ατενίσας δε ο δουξ Λυσίας τους Αγίους, ήρχισε να λέγη προς αυτούς· «Νομίζω, ω στρατιώται, ότι δεν έχετε αντίθετον γνώμην εις το να θυσιάσετε εις τους μεγάλους θεούς, αλλ’ ότι αναμένετε να σας προσκαλέσω εγώ και τότε να πράξετε τούτο. Αλλά ως φρόνιμοι όπου είσθε, δεν πρέπει να σας διαφεύγη, ότι όταν ο άνθρωπος υποταγή εις τον ορισμόν του βασιλέως έχει και τιμήν και δόξαν, όταν δε δια της βίας εξαναγκασθή ή από φόβον, ή από βάσανον, να πράξη το προσταττόμενον, ολίγη είναι η χάρις αυτού του ανθρώπου. Δια τούτο και σεις μη αναμένετε κατόπιν τιμωριών και βασάνων να θυσιάσητε, αλλά πριν βασανισθήτε, υποταχθήτε εις την διαταγήν του βασιλέως· διότι σήμερον εν εκ των δύο πρόκειται να συμβή· ή να θυσιάσετε εις τους θεούς, όπως αξιωθήτε μεγίστων δωρεών, ή, εάν δεν με ακούσετε, να σας αφαιρέσω την ζώνην, ήτις είναι σημείον της τιμής σας και τότε να σας τιμωρήσω ανηλεώς». Ο Άγιος Κάνδιδος τότε απεκρίθη· «Οδηγέ του σκότους και πάσης ανομίας διδάσκαλε, με τι προσπαθείς να φοβίσης ημάς τους απτόητους; Με τι δοκιμάζεις να μας κάμης να δειλιάσωμεν; Με τιμωρίας; Ημείς έχομεν αυτάς ως χαράν και τρυφήν. Με θάνατον θέλεις να μας θανατώσης; Ημείς τον νομίζομεν ως ζωήν. Με χρήματα; Ημείς τα βλέπομεν ως πηλόν. Δοκίμασέ μας με ό,τι τρόπον νομίζεις και θέλεις ίδει την βοήθειαν του αληθινού Θεού. Διότι είμεθα έτοιμοι, όπως πάσαν τιμωρίαν υπομείνωμεν υπέρ της αγάπης Αυτού». Ταύτα ως ήκουσεν ο δουξ εθυμώθη σφόδρα και διέταξε τους στρατιώτας να λάβωσι πέτρας εις τας χείρας των και να κτυπώσι με αυτάς τους Αγίους εις το στόμα, έως ου να συντριβώσιν οι οδόντες αυτών. Αργούντων δε των στρατιωτών εις το να εκπληρώσουν το πρόσταγμα, θυμωθείς περισσότερον ο Λυσίας είπε· «Διατί αργοπορείτε, ω κατάρατοι, να κάμετε καθώς σας επρόσταξα»; Τότε οι στρατιώται μετά μεγάλης σπουδής έλαβον λίθους και ώρμησαν δια να κτυπήσωσι τους Αγίους, αλλά παταχθέντες αοράτως υπό θείας δυνάμεως δεν έβλεπον αυτούς και εκτύπων ο εις τον άλλον. Ο δε δουξ Λυσίας, εξαφθείς όλως από τον θυμόν, έλαβε λίθον και τον εξεσφενδόνισε κατά των Αγίων, αστοχήσας όμως ο λίθος εκτύπησε τον ηγεμόνα Αγρικόλαον κατά πρόσωπον και τον περιέλουσε με το αίμα του. Ούτως η δικαιοσύνη του Θεού επαίδευε τους αξίους τιμωρίας ειδωλολάτρας, αλλ’ εκείνοι, τετυφλωμένοι υπό της αμαρτίας, δεν ηδύναντο να εννοήσουν την θείαν οικονομίαν. Βλέπων ταύτα ο Άγιος Κυρίων έλεγεν· «Οι εχθροί ημών, αυτοί ησθένησαν και έπεσον· όντως η ρομφαία αυτών εισήλθεν εις τας καρδίας αυτών και η δύναμις αυτών συνετρίβη» (Ψαλμ. λστ: 15). Προς ταύτα ο ηγεμών Αγρικόλαος είπε· «Νομίζω, καθώς και πάντες οι φρόνιμοι άνθρωποι θα το βλέπουν, ότι το κατά την σήμερον συμβάν είναι φανερά γοητεία». Αρπάσας τότε τον λόγον ο θείος Δόμνος είπε· «Δεν είναι γοητεία, άνθρωποι, το γενόμενον, αλλά δικαιοκρισία του μεγάλου Θεού. Διότι τα πρόσωπά σας, τα οποία ελάλουν κατ’ αυτού ατίμως, εν υπερηφανεία και εξουδενώσει, τα επλήρωσεν ατιμίας» (Ψαλμ. λ:19). Δια των λόγων τούτων και άλλων αυστηροτέρων ο Άγιος Δόμνος εξήψε τον θυμόν του δουκός. Διο και πάλιν διέταξε να τους φυλακίσουν, έως ότου σκεφθή δια ποίου θανάτου να καταδικάση αυτούς. Ούτω λοιπόν, φυλακισθέντες οι Άγιοι, καθ’ όλην την νύκτα, ύμνουν και εδοξολόγουν τον Θεόν. Κατά δε το μεσονύκτιον ενεφανίσθη και πάλιν εις αυτούς ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και τους λέγει· «Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται» (Ιωάν. ια:26)· θαρσείτε και μη φοβείσθε τας βασάνους αυτών, διότι είναι προσωριναί· νομίμως αθλήσατε, ίνα δικαίως στεφανωθήτε». Ταύτα ο Κύριος ειπών και ενθαρρύνας τους Αγίους ανελήφθη· το δε πρωϊ, ότε εξημέρωσε, προκαθήσας ο ηγεμών Αγρικόλαος επί βήματος φοβερού, ως λαβών παρά του δουκός εξουσίαν κατά των Αγίων, διέταξε να έλθωσιν οι Άγιοι ενώπιον αυτού. Ισταμένων δε αυτών ενώπιον του ηγεμόνος, εφάνη εις αυτούς μόνους ο εχθρός της αληθείας διάβολος, εις μεν την δεξιάν χείρα κρατών μάχαιραν, εις δε την αριστεράν όφιν μέγαν και έλεγεν εις το ωτίον του ηγεμόνος· «Ιδικός μου είναι, αγωνίζου». Ενώ δε ταύτα έβλεπον, ατενίσας ο ηγεμών προς τους Αγίους είπε· «Νομίζω ότι εάν έως τώρα δεν εγνωρίσατε το καλόν σας ποίον είναι, τώρα όπου επαιδεύθητε, θα εγνωρίσατε το συμφέρον σας. Τι λοιπόν απεφασίσατε; Έρχεσθε να θυσιάσετε εις τους μεγίστους θεούς κατά τα βασιλικά προστάγματα, ή θέλετε να αποθάνετε»; Εις ταύτα ο Άγιος Κάνδιδος απεκρίθη· «Καθώς με την θέλησίν μας ερρίψαμεν τας ζώνας ημών, ούτω προθύμως καταφρονούμεν και τον θάνατον υπέρ της αγάπης του Χριστού». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, διέταξε να δέσουν τους Αγίους από τον λαιμόν με σχοινία και να τους οδηγήσουν εις την λίμνην. Είναι δε εκεί εις την Σεβάστειαν λίμνη μεγάλη και βαθεία, η οποία από το δριμύ ψύχος των ημερών εκείνων ήτο όλως δι’ όλου παγωμένη, η δε ημέρα κατά την οποίαν απεφάσισεν ο ηγεμών να ρίψουν τους Αγίους μέσα εις την λίμνην ήτο ψυχροτάτη και φοβερά. Διότι βόρειος άνεμος πνέων έπηξε την λίμνην και μετέβαλε την φύσιν του ύδατος σχεδόν εις λίθου σκληρότητα. Τι λοιπόν έκαμαν οι Άγιοι; Αφ’ ου ήκουσαν την προσταγήν του ηγεμόνος, μετά χαράς εξεδύθησαν, βιαζόμενοι ποίος να απορρίψη πρωτύτερα το ένδυμά του. Καθώς δε εις καιρόν διαρπαγής οι στρατιώται συναγωνίζονται ποίος να αρπάση περισσότερα λάφυρα, ούτω και τότε οι Άγιοι, ο εις μετά τον άλλον, συνηγωνίζοντο ποίος να ευρεθή πρωτύτερα γυμνός. Ω της ανδρείας! Ω της καρτερίας των Αγίων! Δια τούτο είπομεν εις την αρχήν του λόγου, ότι εις όποιαν ψυχήν εισέλθη ο φόβος του Θεού, κανέν πράγμα δεν είναι δυνατόν να την χωρίση από την αρετήν. Ημείς σήμερον, μόνον, ακούοντες την τιμωρίαν εκείνην, πληρούμεθα φόβου και φρίττομεν· εκείνοι όμως ουδόλως υπελόγισαν αυτήν, αλλά διηγωνίζοντο ποίος να ευρεθή πρωτύτερα μέσα εις την λίμνην. Μη νομίσετε δε ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι είναι ολίγη η τιμωρία αύτη του να ρίψουν άνθρωπον γυμνόν εντός πάγου και μάλιστα εν καιρώ νυκτός. Διότι μόνον εκείνος, ο οποίος ευρέθη εις τοιούτον καιρόν, γνωρίζει οποίος αφόρητος πόνος είναι εκείνος. Πρώτον μεν μελανούται ολόκληρον το σώμα του ανθρώπου από το ψύχος το πολύ και χάνεται η φυσική ωραιότης, έπειτα δε φεύγει όλον το αίμα από τα μέλη του σώματος και συσσωρεύεται εις την καρδίαν. Τότε τα άκρα των μελών του σώματος μένουν άμοιρα πάσης θερμότητος και άρχονται ολίγον κατ’ ολίγον να σήπωνται και να διαλύωνται. Όχι δε μόνον εις τα άκρα των μελών γίνεται τότε ο πόνος αφόρητος, αλλά και η καρδία συσφίγγεται εκ του αίματος και δέχεται φοβεράς τας οδύνας. Αλλ’ όμως οι Άγιοι, μέλλοντες να υποστούν τοιαύτην τιμωρίαν, προθύμως έσπευδον εις αυτήν και ο εις τον έτερον ενθαρρύνοντες, τοιαύτα προς αλλήλους έλεγον· «Μη μόνον το ένδυμά μας αποβάλωμεν, αλλά και τον παλαιόν άνθρωπον να λησμονήσωμεν. Επειδή δε εξ αιτίας του όφεως ενεδύθημεν το πάλαι τους δερματίνους χιτώνας, ας γυμνωθώμεν τώρα δια τον Παράδεισον, τον οποίον απωλέσαμεν. Τι θα ανταποδώσωμεν εις τον Κύριον έναντι όλων εκείνων, τα οποία προσέφερεν εις ημάς; Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εγυμνώθη επί του Σταυρού δι’ ημάς. Τι θαυμαστόν, εάν γυμνωθώμεν και ημείς δι’ Εκείνον; Μάλιστα δε, στρατιώται τότε εγύμνωσαν Αυτόν αφήσαντες ανά τας γενεάς κατηγορίαν εναντίον της τάξεως των στρατιωτών. Ας γυμνωθώμεν λοιπόν τώρα ημείς, ίνα απαλείψωμεν αυτήν. Εκείνοι κακώς εγύμνωσαν τον Χριστόν και διεμοιράσθησαν τα ενδύματά του. Ας γυμνωθώμεν τώρα ημείς καλώς, ίνα δώσωμεν εκουσίως εις τους άλλους στρατιώτας τα ιδικά μας. Δριμύς είναι ο χειμών, αλλά γλυκύς είναι ο Παράδεισος· θλιβερός είναι ο πάγος, αλλά η απόλαυσις του Παραδείσου είναι γλυκυτάτη· ολίγον ας υπομείνωμεν και θέλει μάς θερμάνει ο κόλπος του Αβραάμ. Έναντι του κόπου μιάς νυκτός, ας εξαγοράσωμεν χαράν αιώνιον. Ας παγώσουν τα πόδια μας, ίνα χορεύουν εις τον Παράδεισον· ας διαλυθούν αι χείρες μας, ίνα έχωμεν παρρησίαν να τας εγείρωμεν προς τον Θεόν. Πόσοι στρατιώται εις τον καιρόν μας δεν έπεσον εις τον πόλεμον δια την αγάπην του φθαρτού βασιλέως; Ημείς, δια την αγάπην του αφθάρτου Βασιλέως, τόσον ολίγον να μη υπομείνωμεν; Πόσοι άνθρωποι δια παραμικρόν πταίσιμον υπέμειναν παρά την θέλησίν των την καταδίκην του θανάτου! Ημείς με την θέλησίν μας να μη καταφρονήσωμεν τον θάνατον; Μη δειλιάσωμεν λοιπόν, ω συστρατιώται· μη δώμεν ώτα τω διαβόλω. Σώμα είναι, ας μη το λυπηθώμεν· επειδή οπωσδήποτε μέλλει εν καιρώ να αποθάνωμεν. Ας αποθάνωμεν λοιπόν τώρα θεληματικώς, δια να ζήσωμεν αιωνίως. Ας γίνωμεν θυσία εις τον Θεόν, θυσιάζοντες τα μέλη μας υπέρ της αγάπης του Χριστού». Με τοιαύτην απόφασιν και παρακινούντες ο εις τον έτερον εισήλθον οι Άγιοι εις την λίμνην. Ακούσατε δε τι ο πονηρότατος Αγρικόλαος εμηχανεύθη. Έναντι της λίμνης υπήρχε λουτρόν. Το λουτρόν αυτό επρόσταξε να ανάψωσι, δια να το βλέπωσιν οι Άγιοι, ελπίζων ότι ούτω θέλουν καμφθή λόγω του ανυποφόρου ψύχους και θέλουν μεταβή δια να θερμανθώσι, δεικνύοντες ούτω ότι εδειλίασαν. Τι όμως έκαμαν οι Άγιοι; Έως ότου μεν εκράτει η ημέρα, ολίγον ησθάνοντο το ψύχος του χειμώνος, εκ της θερμότητος της Πίστεως θερμαινόμενοι· όταν όμως η νυξ επροχώρησε περί τας τρεις και τέσσαρας ώρας και ο παγετός της νυκτός ηυξάνετο, εδοκίμαζον μεγάλους πόνους εις το σώμα των. Διότι τα μεν μέλη των ήρχισαν να νεκρώνωνται, το αίμα των επάγωσεν, η οδύνη δε της καρδίας των ήτο ανυπόφορος. Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμενοι οι μεν τριάκοντα εννέα υπέμειναν γενναίως, ο εις τον έτερον με λόγους γλυκείς παραμυθούντες. Εις δε, μη δυνάμενος να υπομείνη το μέγα εκείνο ψύχος, εξήλθε της λίμνης και εβάδισε δια να εισέλθη εις το λουτρόν. Όμως, ευθύς ως επλησίασεν εις την πυράν του λουτρού, διελύθη ωσάν κηρός. Τούτο όταν είδον οι Άγιοι, ελυπήθησαν πολύ δια τον λιποτακτήσαντα. Ελυπούντο δε ακόμη και διότι, ενώ πρότερον ήσαν τον αριθμόν ακριβώς τεσσαράκοντα, ήδη εστερήθησαν του ενός και ο αριθμός των ηκρωτηριάσθη. Δια τούτο και μετά μεγάλης φωνής εδέοντο προς τον Θεόν, λέγοντες· «Μη εν ποταμοίς ωργίσθης, Κύριε, ή εν ποταμοίς ο θυμός σου; Ή εν θαλάσση το όρμημά σου» (Αββακ. γ:8). Διότι ούτος μεν ο χωρισθείς αφ’ ημών, ως ύδωρ εξεχύθη και διεσκορπίσθησαν τα μέλη του. Ημάς δε ενίσχυσον, ίνα μη δειλιάσωμεν, μηδέ να σε αρνηθώμεν, Θεέ και Κύριε του ελέους, τον οποίον υμνούσιν όλαι αι άβυσσοι των υδάτων, το πυρ, η χάλαζα, η χιών, ο κρύσταλλος, οι άνεμοι. Συ, όστις κατεπράϋνας την θάλασσαν εν τρικυμία, εις τον καιρόν τής δια Σαρκός προς ημάς παρουσίας σου· Συ, όστις δια του βλέμματός σου ξηραίνεις τας πηγάς των υδάτων· Συ, όστις με την απειλήν σου σαλεύεις την γην, επάκουσον ημών δεομένων Σου και ελάφρυνον το βάρος και την πικρότητα του αέρος και ας γνωρίσουν πάντες, ότι προς Σε εκράξαμεν και μας εισήκουσες, εις Σε ηλπίσαμεν και εσώθημεν». Και οι μεν Άγιοι ούτω προσηύχοντο. Τι δε έκαμεν ο Θεός, όστις δια του Προφήτου Ησαϊου επηγγέλθη ειπών· «Τότε βοήση και ο Θεός εισακουσεταί σου· έτι λαλούντος σου ερεί· ιδού πάρειμι». Τότε, δηλαδή, θα φωνάξης προσευχόμενος προς τον Θεόν και ο Θεός θα ακούση την προσευχήν σου. Ενώ συ θα προσεύχησαι ακόμη, θα απαντήση προς σε ο Θεός· «Ιδού, είμαι παρών». Ήκουσε την προσευχήν των Αγίων ο Θεός και έσπευσεν εις βοήθειάν των; Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού! «Ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν· ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται» (Ψαλμ. ργ:32). Ευθύς επήκουσε της δεήσεως αυτών και το δριμύ και ανυπόφορον εκείνο ψύχος μετέβαλεν εις θερμότητα. Παρευθύς ο πάγος ανέλυσε και το ύδωρ εζεστάθη, φως δε μέγα και θαυμαστόν περιήστραψεν εξ ουρανού. Τότε οι μεν άλλοι στρατιώται, οίτινες εφύλαττον τους Αγίους έξω της λίμνης, ετυλίχθησαν εις τους μανδύας των και εκοιμώντο, μόνος δε ο δεσμοφύλαξ Αγλάϊος, βλέπων την τοσαύτην υπομονήν των Αγίων, εστέκετο άϋπνος και ακροώμενος της προσευχής αυτών. Εθαύμαζε δε βλέπων ότι εκείνος μεν όστις εξήλθεν εκ της λίμνης διελύθη παρευθύς και απέθανεν, αυτοί δε εις τοσούτον ψύχος καθήμενοι εφαίνοντο ωσάν να μη το εσκέπτοντο καν. Ταύτα βλέπων ο Αγλάϊος ίστατο θαυμάζων και εκπληττόμενος. Θέλων δε να ίδη πόθεν προήρχετο το υπέρλαμπρον εκείνο φως, το οποίον έλαμψεν επάνω εις την λίμνην και διέλυσε τον πάγον, είδε και ιδού κατήρχοντο εξ ουρανού τεσσαράκοντα στέφανοι. Και οι μεν τριάκοντα εννέα εξ αυτών κατήλθον και εστάθησαν εις τας κεφαλάς των Αγίων, ο δε εις αιωρείτο εις τον αέρα και εφαίνετο μη έχων τόπον να σταθή. Τούτο βλέπων ευαύμαζε, μη δυνάμενος να εννοήση την σημασίαν του οράματος. Αφού όμως παρήλθεν αρκετή ώρα ηννόησεν, ότι ο στέφανος εκείνος ήτο του λιποτακτήσαντος, επειδή δε έφυγεν από την λίμνην, έχασε και τον στέφανον του Μαρτυρίου. Παρευθύς τότε μεταβάς εξύπνησε τους συντρόφους του και ρίψας τα ενδύματά του, επήδησεν εις την λίμνην, κράζων· «Χριστιανός είμαι και εγώ». Προς τον Χριστόν δε δεόμενος είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Συ όστις φανερώνεις την δόξαν σου προς τους αξίους δούλους σου, Συ όστις έδειξες και εις εμέ τον ανάξιον δούλον σου τα Σα θαυμάσια, δέξου και εμέ και συναρίθμησόν με εις τον χορόν των Αγίων σου». Τούτον ιδών ο εχθρός της αληθείας διάβολος και μη υπομένων την νίκην, μετασχηματισθείς εις άνθρωπον και την κεφαλήν έχων εντός των γονάτων έκλαιε και εβόα λέγων· «Αλλοίμονον εις εμέ! Ενικήθην παρά των στρατιωτών τούτων, διότι ευρέθην αδύνατος και κατήντησα να γίνω περίγελως αυτών. Τούτο δε έπαθον δια να μη έχω υπηρέτας, καθώς θέλω. Τι λοιπόν άλλο να πράξω; Θα διαστρέψω τας καρδίας των αρχόντων και θα τους αναγκάσω να καύσωσι τα σώματα των Μαρτύρων και να τα ρίψωσιν εις τον ποταμόν, ούτως ώστε ούτε Λείψανον αυτών να ευρεθή». Τούτο δε έλεγεν ο μιαρός, ως καταισχυνθείς υπό της ανδρείας του δεσμοφύλακος, διότι αυτός εκαυχάτο, ότι ενίκησε τον δειλόν εκείνον και ενόμιζεν ότι θέλει ελαττώσει τον αριθμόν των Τεσσαράκοντα, προξενών ούτω λύπην εις τους Αγίους. Ως δε είδεν, ότι ματαία απεδείχθη η επίνοιά του, πρεπόντως έκλαιεν ως κατησχυμμένος καθώς και εις τον καιρόν της δια Σαρκός του Χριστού παρουσίας, θέλων να περικόψη τον αριθμόν των Δώδεκα, εισήλθεν εις τον Ιούδαν, ως ευρών αυτόν επιτήδειον όργανόν του και τον έκαμε προδότην του Χριστού. Εις αντικατάστασιν όμως τούτου αντεισήχθη εις την θέσιν του ο Απόστολος Ματθίας. Το αυτό συνέβη και τώρα εις τους Αγίους τούτους. Εσκέφθη να προξενήση λύπην εις αυτούς, δια της αρπαγής ενός εξ αυτών· αλλ’ ο πανάγαθος Θεός, ο τα πάντα οικονομών προς το συμφέρον των πιστών Αυτού δούλων, δεν άφησε τους Αγίους να μείνωσι λυπημένοι μέχρι τέλους, διότι φωτίσας την καρδίαν του δεσμοφύλακος, ανεπλήρωσε τον αριθμόν των Τεσσαράκοντα. Τούτο ιδόντες οι Άγιοι ήρχισαν να ευχαριστούν μεγαλοφώνως τον Θεόν, λέγοντες· «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια» (Ψαλμ. οστ: 14-15), διότι τους πολεμίους μας εποίησας βοηθούς ημών και το ακρωτηριασθέν υπό του συστρατιώτου ημών τάγμα ανεπλήρωσας δια του δεσμοφύλακος, καταισχύνας ούτω τον σατανάν, ημάς δε χαροποιήσας». Τοιουτοτρόπως διήλθον κατ’ εκείνην την νύκτα οι Άγιοι εις την λίμνην. Την δε πρωϊαν, ότε εγένετο ημέρα, επήγεν ο Αγρικόλαος, ίνα ίδη τι απέγιναν οι Μάρτυρες, ως δε είδε τον δεσμοφύλακα Αγλάϊον μεταξύ αυτών, θαυμάσας ηρώτα τους άλλους στρατιώτας πως συνέβη τούτο. Εκείνοι δε απεκρίθησαν· «Ημείς μεν νικηθέντες υπό του ύπνου προς τον όρθρον εκοιμώμεθα, αυτός δε ήτο άγρυπνος όλην την νύκτα, αιφνιδίως δε ελθών μας εξύπνησε και ιδού, είδομεν φως μέγα και λαμπρόν επάνω εις την λίμνην· ευθύς τότε έρριψε τα ενδύματά του και επήδησεν εις την λίμνην κραυγάζων· «Χριστιανός είμαι και εγώ». Άλλο τίποτε δεν γνωρίζομεν». Ταύτα ακούσας ο ηγεμών και εντραπείς, εθυμώθη πολύ και διέταξε να σύρωσιν έξω από την λίμνην τους Μάρτυρας και να τους φέρουν εις τον αιγιαλόν, εκεί δε να θραύσουν τους πόδας των. Εις δε εκ των Αγίων, Μελίτων ονόματι, ήτο νέος και ωραίος, υιός μονογενής γυναικός χήρας Χριστιανής, η οποία φοβουμένη μήπως δειλιάσας ο υιός της την τιμωρίαν εκείνην στραφή προς την επιθυμίαν του ηγεμόνος και αρνηθή τον Χριστόν, εστέκετο ενώπιόν του την ώραν εκείνην και με σχήματα και με λόγους τον ενεθάρρυνε λέγουσα· «Τέκνον μου γλυκύτατον , τέκνον Πατρός ουρανίου, τέκνον πολύ τιμιώτερον της μητρός δια την εν Χριστώ μαρτυρίαν, υπόμεινον ολίγον, ίνα στεφανωθής· μη φοβηθής τας βασάνους· ιδού ο Χριστός στέκεται αοράτως, ίνα λάβη την αγίαν σου ψυχήν. Μίαν ώραν είναι ο πόνος και κατόπιν μεταβαίνεις εις την Βασιλείαν του Χριστού. Μίαν στιγμήν είναι το κακόν και θέλει σε διαδεχθή η αιώνιος ανάπαυσις, η άρρητος ευφροσύνη, η ανεκλάλητος τρυφή, η χαρά των Δικαίων. Εκεί να υπάγης, τέκνον μου ηγαπημένον, να συμβασιλεύσης τω Χριστώ και να πρεσβεύης προς Αυτόν δια την αμαρτωλήν μητέρα σου». Ω της ευγενεστάτης ψυχής! Ω της ευλογημένης γυναικός! Που είναι αι ταλαίπωροι εκείναι γυναίκες, αι οποίαι καλλίτερον έχουν να ασεβήση ο υιός των προς την Πίστιν παρά να πάθη τι κακόν ή και να γίνη Μοναχός; Τον τοιούτον αγαπώσι και τον έχουν δια καύχημά των. Εάν δε τυχόν γίνη Μοναχός, τον μισούν και όχι μόνον δεν του δίδουν την κληρονομίαν του, αλλά και τον διώκουν. Που να ευρεθή σήμερον τοιαύτη γυνή μεγαλόψυχος; Δια τούτο έλεγε και ο σοφός Σολομών εις τας παροιμίας του· «Γυναίκα ανδρείαν τις ευρήσει; Τιμιωτέρα δε εστι λίθων πολυτελών η τοιαύτη» (Παροιμ. λα:10). Μήτηρ ήτο και εκείνη, ευλογημένοι Χριστιανοί, ωσάν τας άλλας γυναίκας και μάλιστα χήρα, το δε θλιβερώτερον, τον είχε και μονογενή. Γνωρίζουν όσαι είναι μητέρες την αγάπην και τον πόθον, τον οποίον έχουν προς τα τέκνα των. Εις την μακαρίαν όμως αυτήν ενίκα η αγάπη του Χριστού την φυσικήν αγάπην. Τότε επίστευεν, ότι θα τον έχη ζώντα, όταν τον ίδη αποθαμένον δια την αγάπην του Χριστού. Ταύτα ησθάνετο η αξιοθαύμαστος εκείνη γυνή. Ανασύραντες δε οι υπηρέται τους Αγίους από την λίμνην ήρχισαν να συντρίβουν τους πόδας αυτών κατά την εντολήν του ηγεμόνος. Όταν όμως έφθασαν εις τον υιόν της χήρας και είδον αυτόν λιποψυχούντα εκ του παγετού, τον ελυπήθησαν, δια προσταγής δε του ηγεμόνος τον άφησαν και δεν συνέτριψαν τους πόδας του. Διέταξε μάλιστα ο ηγεμών να αποδώσουν τούτον εις την μητέρα του ίσως και ζήση, τους δε άλλους τριάκοντα εννέα των οποίων συνετρίβησαν τα σκέλη και απέθανον, διέταξε να τους τοποθετήσουν εις αμάξας, να τους φέρουν εις το χείλος του ποταμού και εκεί να ανάψωσι πυράν μεγάλην και να ρίψουν εις αυτήν τα τίμια των Αγίων Λείψανα και να τα καύσωσιν. Έπειτα, ό,τι απομείνη από τα οστά των ή και από οιονδήποτε άλλο μέρος του σώματός των, να τα ρίψωσιν εις τον ποταμόν. Αλλ’ ακούσατε πάλιν περί της ευλογημένης εκείνης γυναικός. Ως έφερον οι στρατιώται τα τίμια Λείψανα των Αγίων επάνω εις τας αμάξας, δια να τα μεταφέρωσιν, ίνα τα καύσωσιν, εσήκωσε και εκείνη τον υιόν της εις τον ώμον της και έτρεχεν όπισθεν, ίνα τους φθάση, λέγουσα· «Πήγαινε και συ, τέκνον μου ηγαπημένον, με τους συστρατιώτας σου, ίνα μη μείνης εις την ασέβειαν, μη γένοιτο! Ούτε να απομείνης μόνος αστεφάνωτος. Έως εδώ ήτο ο πειρασμός· υπόμεινον το πυρ, καθώς υπέμεινες και το ψύχος, ίνα τύχης και της αιωνίου χαράς». Ταύτα λεγούσης της ευλογημένης εκείνης γυναικός και τρεχούσης, ίνα φθάση τας αμάξας, αφήκεν ο υιός αυτής Μελίτων την ψυχήν αυτού εις χείρας Θεού. Τότε, ως είδεν ότι απέθανεν, ευχαριστήσασα τον Θεόν, περιεπάτει βαστάζουσα το ιερόν αυτού Λείψανον εις τον ώμον της και φθάσασα τας αμάξας, ετοποθέτησε και εκείνο επάνω από τα άλλα Λείψανα, ίνα μη χωρισθή ούτε το Λείψανόν του από τους Αγίους συντρόφους του, μεθ’ ων και ήθλησε και εστεφανώθη παρά Χριστού. Οι υπηρέται λοιπόν του ηγεμόνος, μάλλον δε του αντικειμένου διαβόλου, ανάψαντες πυράν μεγάλην, κατέκαυσαν τα σώματα των Αγίων. ΄Επειτα, κατά την εντολήν του ηγεμόνος, ό,τι μέρος του σώματος απέμεινεν από το πυρ, το έρριψαν εις τον ποταμόν, νομίζοντες ότι θέλει παρασύρει ταύτα ο ποταμός και θέλουν εξαφανισθή, αλλ’ εις κενόν εκοπίασαν. Διότι μετά τρεις ημέρας εφάνησαν οι Άγιοι εις τον Επίσκοπον της Σεβαστείας, Πέτρον ονόματι, κεκρυμμένον όντα δια τον φόβον του Αγρικολάου και λέγουν· «Ελθέ εις τον ποταμόν της πόλεως, και θέλεις εύρει τα Λείψανά μας. Σύναξε δε αυτά κατά την επιθυμίαν σου». Παραλαβών λοιπόν ο Επίσκοπος δια νυκτός και άλλους τινάς Χριστιανούς κεκρυμμένους και κατελθών εις τον ποταμόν, εύρε τα υπολειφθέντα άγια Λείψανα παρά το χείλος του ποταμού ερριμμένα. Έλαμπε δε επ’ αυτών φως μέγα και έκαστον μέρος τούτων εκεί όπου ευρίσκετο εφαίνετο ως άστρον. Αφού δε συνέλεξεν αυτά και τα έθεσεν εντός θηκών καθαρών, κατέθετο εν επισήμω τόπω δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Είναι δε τα ονόματα των Αγίων τούτων Τεσσαράκοντα μεγάλων Μαρτύρων τα εξής, κατ’ αλφαβητικήν σειράν: Αγγίας, Αγλάϊος, Αέτιος, Αθανάσιος, Ακάκιος, Αλέξανδρος, Βιβιανός, Γάϊος, Γοργόνιος, Γοργόνιος έτερος, Δομετιανός, Δόμνος, Εκδίκιος, Ευνοϊκός, Ευτυχής, Ευτύχιος, Ηλιανός, Ηλίας, Ηράκλειος, Ησύχιος, Θεόδουλος, Θεόφιλος, Ιωάννης, Κάνδιδος, Κύριλλος, Κυρίων, Λυσίμαχος, Μελίτων, Νικόλαος, Ξανθίας, Ουαλέριος, Ουάλης, Πρίσκος, Σακερδών, Σεβηριανός, Σισίνιος, Σμάραγδος, Φιλοκτήμων, Φλάβιος και Χουδίων. Αυτό είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, το Μαρτύριον των Αγίων. Αυτό είναι το τέλος των. Ούτως ηγωνίσαντο, ούτως ενήθλησαν και ούτως εστεφανώθησαν παρά του στεφοδότου Χριστού. Δια ποίων λόγων δύναται τις να επαινέση τούτους όπως αρμόζει; Ποίον εγκώμιον να τους πλέξη; Περί αυτών προφητεύων έλεγεν ο Προφήτης Δαβίδ· «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν (Ψαλμ. ξε:12). Διότι αυτοί και εις τα τέσσαρα στοιχεία του κόσμου ενήθλησαν· εις την γην εκοπίασαν, του αέρος το ψύχος υπέμειναν, εις το ύδωρ εβλήθησαν, εις το πυρ παρεδόθησαν. Ω της μακαρίας υπομονής αυτών! Ω της ευλογημένης γενναιότητος! Ούτοι είναι των γερόντων η δύναμις, των νέων οι διδάσκαλοι, των θλιβομένων οι παρήγοροι, των πενομένων οι πλουτισταί, των χειμαζομένων οι λιμένες, των ασθενούντων οι ιατροί, των γυναικών οι σωφρονισταί, των παίδων οι φύλακες, των Χριστιανών πάντων οι προς Θεόν πρεσβευταί δυνατώτατοι. Αυτών την πρεσβείαν ας ζητήσωμεν και ημείς συνεργόν προς απόκτησιν της αρετής. Αυτών ταις ικεσίαις ας ενδυναμωθώμεν και ημείς, ίνα τελειώσωμεν την τεσσαρακονθήμερον νηστείαν και εδώ μεν του αισθητού Πάσχα να αξιωθώμεν, εκεί δε του νοητού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Ι΄ (10η) Μαρτίου, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Πατρικίας.

Δημοσίευση από silver »


Αναστασία η Οσία Μήτηρ ημών, η Πατρικία, ήκμασεν εν Κωνσταντινουπόλει κατά τους χρόνους του βασιλέως Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη φκζ΄ - φξε΄ (527 – 565). Κατήγετο δε η μακαρία εξ ευγενών και πλουσίων γονέων, παρά των οποίων και ανετράφη με πάσαν επιμέλειαν και φόβον Θεού. Όθεν και όταν ήλθεν εις ηλικίαν απελάμβανε μεγάλης εκτιμήσεως δια την προς τον Θεόν ευλάβειαν και την φιλάνθρωπον αυτής γνώμην, διο και ο βασιλεύς εκτιμών τας αρετάς της είχεν αναδείξει αυτήν πρώτην πατρικίαν του Παλατίου. Παρ’ όλας όμως τας τιμάς, τας οποίας απελάμβανεν, είχεν η μακαρία τον φόβον του Θεού εν τη καρδία της και εφύλαττε μετά πάσης επιμελείας τας εντολάς του Θεού. Είχεν ακόμη η αοίδιμος Αναστασία φυσικήν ανδρείαν και πολλήν πραότητα, ώστε όλοι οι φιλόθεοι Χριστιανοί έχαιρον δια τας αρετάς της, ως και αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς Ιουστινιανός. Επειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς διάβολος συνηθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν και δεν αφήνει να έχωσιν ανάπαυσιν και ειρήνην οι εν αρετή ζώντες, τούτου ένεκα και η μακαρία αύτη Αναστασία εφθονήθη υπό της βασιλίσσης δια τας αρετάς της. Όθεν πληροφορηθείσα τα του φθόνου, τον οποίον έτρεφεν εναντίον της η βασίλισσα, είπε καθ’ εαυτήν η όντως φρόνιμος κατά Θεόν Αναστασία· «Επειδή τώρα εύρες εύλογον και αληθή αφορμήν, σώζουσα σώζε την ψυχήν σου και ούτω την μεν βασίλισσαν θέλεις ελευθερώσει από τον άλογον φθόνον, τον δε εαυτόν σου θέλεις προετοιμάσει δια την Βασιλείαν των ουρανών». Αφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, ενοικίασε πλοίον και λαβούσα μέρος του πλούτου και των κοσμημάτων της, τα δε λοιπά εγκαταλείψασα, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί λοιπόν κτίσασα Μοναστήριον εν τόπω ονομαζομένω Πέμπτω ησύχαζεν, υφαίνουσα ιερά υφάσματα και φροντίζουσα τίνι τρόπω να είναι αρεστή εις τον Θεόν. Εις τον τόπον δε εκείνον ευρίσκεται μέχρι σήμερον το Μοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. Μετά παρέλευσιν ετών τινων απέθανεν η βασίλισσα και τότε ενεθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Έστειλε λοιπόν πανταχού ανθρώπους προς αναζήτησιν αυτής. Μαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Μοναστήριόν της και δια νυκτός μετέβη εις την Σκήτην προς τον Αββάν Δανιήλ και εξωμολογήθη εις αυτόν πάντα τα περί αυτής. Ο δε Όσιος, ενδύσας αυτήν ανδρικά ενδύματα, μετωνόμασεν Αναστάσιον και είτα κλείσας αυτήν εντός του σπηλαίου, το οποίον ήτο μακράν της Σκήτης, έθεσε κανόνα και έδωσεν εντολήν εις αυτήν ούτε αυτή να εξέλθη του σπηλαίου ούτε εις άλλον να επιτρέψη, κατ’ ουδένα λόγον, την είσοδον. Διώρισε δε και ένα αδελφόν να κομίζη εις αυτήν εν σταμνίον ύδατος, το οποίον να αποθέτη έξω του σπηλαίου και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή. Έμεινε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εξέλθη, εικοσιοκτώ όλα έτη, φυλάττουσα ακριβώς τον κανόνα του Γέροντος. Ποίος νους δύναται να εννοήση ή ποία γλώσσα να διηγηθή τας αρετάς, όσας απέκτησεν η αοίδιμος εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ ετών; Ή ποία χειρ δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, τα οποία καθ’ εκάστην προσέφερεν η τρισολβία, ως θυσίαν εις τον Κύριον, ή τους οδυρμούς της, τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας, τας προσευχάς και αναγνώσεις, το στάσιμον και τας γονυκλισίας, τας χαμευνίας και τας νηστείας; Περισσότερον δε πάντων, τις δύναται να διηγηθή τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, τας οποίας η μακαρία εδοκίμασεν εκεί; Ή τας πονηράς φαντασίας των σαρκικών ηδονών και τα τούτοις όμοια; Το δε να είναι έγκλειστος και όλως περιωρισμένη καθ’ όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ ετών, γυνή συγκλητική, ήτις ήτο ανατεθραμμένη εις τα ανάκτορα και συνειθισμένη να συναναστρέφεται διαρκώς πλήθος ανδρών και γυναικών, αληθώς εκπλήττει πάντα νουν και διάνοιαν. Με τοιούτους λοιπόν αγώνας αγωνισαμένη έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Κύριον εκδημίαν αυτής, έγραψεν επί κεράμου προς τον Γέροντα Δανιήλ ταύτα· «Συμπαραλαβών τον αδελφόν, όστις φέρει εις εμέ το ύδωρ και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια προς κατασκευήν τάφου, ελθέ ταχέως ίνα ενταφιάσης το τέκνον σου, Αναστάσιον τον ευνούχον». Ταύτα αφού έγραψεν, άφησεν έξω της θύρας του σπηλαίου. Εις δε τον Όσιον Δανιήλ απεκαλύφθησαν ταύτα υπό του Θεού, δια νυκτερινής οπτασίας και λέγει προς τον μαθητήν του· «Σπεύσον, αδελφέ, εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Αναστάσιος ο ευνούχος και ερευνών έξω του σπηλαίου του, θα εύρης κέραμον γεγραμμένην, την οποίαν λάβε και επίστρεψον κατεσπευσμένως προς ημάς». Αφ’ ου λοιπόν ο αδελφός έφερε την κέραμον, ανέγνωσεν ο Γέρων τα γράμματα και εδάκρυσεν. ‘Επειτα συμπαραλαβών τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία έδραμεν εκεί και ανοίξαντες το σπήλαιον, εύρον τον μακάριον Αναστάσιον θερμαινόμενον. Προσπεσών δε εις αυτόν ο Γέρων, έκλαυσε λέγων· «Μακάριος είσαι, αδελφέ Αναστάσιε, διότι φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Εύξαι λοιπόν υπέρ ημών προς τον Κύριον». Είπε δε προς αυτόν η μακαρία· «Εγώ, Πάτερ, έχω μάλλον ανάγκην πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη». Ο Γέρων τότε απεκρίθη· «Εάν εγώ απέθνησκον πρότερον, βεβαίως έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν υπέρ σου». Εγερθείσα τότε η μακαρία και καθήσασα εις ψιάθιον κατεφίλησε την κεφαλήν του Γέροντος και ήρχισε προσευχομένη. Λαβών δε ο Γέρων τον μαθητήν του, τον έρριψεν εις τους πόδας αυτής ειπών· «Ευλόγησον το τέκνον σου και μαθητήν μου». Η δε Αγία καταφιλήσασα αυτόν είπε· «Θεέ των Πατέρων μου, όστις παρίστασαι εις εμέ εν τη ώρα ταύτη, ίνα με χωρίσης από του σώματος τούτου, Συ, Κύριε, ο ειδώς πάντα τα διαβήματα και τας οδοιπορίας του αδελφού τούτου, τας ανόδους και επανόδους του εις το σπήλαιον τούτο, δια το όνομά σου και δια την εμήν ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, Συ ανάπαυσον το πνεύμα των Αγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Ηλιού εις τον Ελισσαίον». Στραφείσα είτα η Αγία προς τον Γέροντα λέγει· «Δια τον Κύριον, Πάτερ, μη με εκδύσετε τα ενδύματα, τα οποία είμαι ενδεδυμένη, μηδέ άλλος τις να γνωρίζη τα κατ’ εμέ». Κοινωνήσασα δε των Θείων Μυστηρίων λέγει· «Δότε μοι την εν Χριστώ αγάπην και εύξασθε υπέρ εμού». Αναβλέψασα δε εις τα δεξιά, είδε τους Αγίους Αγγέλους ερχομένους και λέγει προς αυτούς· «Καλώς ήλθατε». Ευθύς τότε έλαμψε το πρόσωπον αυτής εν είδει φλογός. Έπειτα ποιήσασα το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε: «Κύριε, εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Και ταύτα ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Αφ’ ου δε έκλαυσαν ο Γέρων και ο μαθητής του, ώρυξαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Εκδυθείς δε ο Γέρων το ένδυμά του, λέγει προς τον μαθητήν αυτού· «Ένδυσον, τέκνον, τον αδελφόν δια του ενδύματος τούτου επάνω από τα ιδικά του ενδύματα». Όταν δε ενέδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν οι μαστοί της ως φύλλα κατεξηραμμένα, αλλά δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον Γέροντα. Γράφεται δε και τούτο εις τον Παράδεισον των Πατέρων· Ότι αφού ενεταφίασαν αυτήν, είπεν ο Γέρων εις τον μαθητήν του· «Ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν και ας ποιήσωμεν αγάπην επί του Γέροντος» και κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια και ολίγα βρεκτά όσπρια και έφαγον. Λαβόντες δε την σειράν (σειρά=βλαστοί φοινίκων στριμμένοι σχοινοειδώς. Δια της σειράς επλέκοντο ύστερον αι σπυρίδες, ήτοι ζεμπίλια, καλάθις κ.λ.π.), και την σπυρίδα, την οποίαν ειργάζετο η μακαρία, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τον Θεόν. Ενώ δε επέστρεφον εις την Σκήτην, λέγει ο μαθητής εις τον Γέροντα· «Γνωρίζεις, Πάτερ, ότι ο ευνούχος Αναστάσιος ήτο γυνή»; Ο δε Γέρων απεκρίθη· «Το γνωρίζω, τέκνον, αλλ’ ίνα μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου ένεκα ενέδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν και ωνόμασα Αναστάσιον, δια το ανύποπτον. Διότι πολλαί αναζητήσεις έγιναν δι’ αυτήν υπό του βασιλέως Ιουστινιανού εις πάσαν πόλιν και χώραν και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού ότι εφυλάχθη υφ’ ημών αφανής, Χάριτι Χριστού». Και συνεχίζων διηγήθη ο Γέρων λεπτομερώς εις τον μαθητήν του όλον τον βίον της Οσίας Μητρός ημών Αναστασίας της Πατρικίας.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΑ΄ (11η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Πατρός ημών ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.

Δημοσίευση από silver »


Σωφρόνιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών εγεννήθη εις την Δαμασκόν της Συρίας περί το έτος 580 από Χριστού, υπό γονέων ευσεβών και σωφρόνων, πατρός μεν Πλινθά, μητρός δε Μυρούς καλουμένων. Πεπροικισμένος δε ων παρά Θεού δια σπανίων προτερημάτων, και μάλιστα της ευφυϊας και της φιλομαθείας, κατέστη κάτοχος πολλών γνώσεων. Προς τούτοις, αν και κατώκει εντός της πόλεως, ήσκει την αρετήν και επεδίδετο εις την άσκησιν την κατορθουμένην εις τας ερήμους υπό των Ασκητών. Μετά ταύτα θέλων ο Άγιος να επιτύχη έτι ανωτέραν πνευματικήν κατάρτισιν μετέβη εις την Παλαιστίνην, εις το Μοναστήριον του Μεγάλου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Ευρών δε εκεί κατά τον πόθον του άνδρα τινά, ονόματι Ιωάννην, επικαλούμενον Μόσχον, κάτοχον πάσης σοφίας εσωτερικής τε και εξωτερικής, συγκατώκησε μετ’ αυτού και έγινε Μοναχός εις την Μονήν αυτήν του Οσίου Θεοδοσίου. Εδιδάσκετο δε εκεί παρά του μακαρίου εκείνου Ιωάννου τα μαθήματα, τα οποία εκείνος εγνώριζε καλλίτερον, διδάσκων και αυτός αντιστρόφως εις εκείνον τας ιδικάς του γνώσεις. Επειδή δε και οι δύο ούτοι άνθρωποι του Θεού διεκαίοντο υπό του πόθου να επισκεφθώσι τα ονομαστά Μοναστήρια της Ανατολής και να γνωρίσωσιν εκ του πλησίον τους εις αυτά ασκουμένους μεγάλους Πατέρας του καιρού εκείνου δια να λάβωσι παρ’ αυτών ωφέλειαν πνευματικήν, εταξίδευσαν εις διάφορα μέρη, την Αίγυπτον, την Συρίαν, την Μικράν Ασίαν, την Κύπρον, την Σάμον και πολλά άλλα μέρη εις τα οποία υπήρχαν Μοναστήρια και Πατέρες ονομαστοί. Εις την Αλεξάνδρειαν εγνωρίσθησαν με τον τότε Πατριάρχην, τον αγιώτατον Ιωάννην τον Ελεήμονα (610 – 619), μετά του οποίου συνεδέθησαν δια στενής φιλίας. Εκεί εις την Αλεξάνδρειαν ευρισκόμενος ο θείος Σωφρόνιος έπαθεν επίχυσιν εις τους οφθαλμούς του και εθεραπεύθη δια θαύματος υπό των Αγίων και θαυματουργών Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, οι οποίοι ως μισθόν εζήτησαν παρ’ αυτού να συγγράψη τα θαύματα, όσα ετέλουν καθ’ εκάστην, όπερ και προθύμως δεχθείς ο Άγιος συνέγραψε ταύτα κατά την επιθυμίαν των Αγίων. Εις την Αλεξάνδρειαν ο θείος Σωφρόνιος μετά του μακαρίου Ιωάννου του Μόσχου παρέμειναν μέχρι του έτους χιδ΄ (614). Επειδή δε τότε ηπειλείτο εισβολή των Περσών εις Αίγυπτον και επειδή ήθελον να μεταβώσι και εις την Ρώμην προς προσκύνησιν του ιερού τάφου του πρωτοκορυφαίου των Αποστόλων θείου Πέτρου και των άλλων Αγίων, έτι δε και δια να γνωρίσωσι και τους εκεί Αγίους Πατέρας, επήγαν εις την Ρώμην. Εκεί εις την Ρώμην ευρισκομένων των μακαρίων τούτων Πατέρων, συνέγραψεν ο Μόσχος, βοηθούμενος και υπό του θείου Σωφρονίου, το περίφημον Λειμωνάριον, βιβλίον το οποίον περιέγραφε πλείστας όσας θαυμαστάς ιστορίας από την ζωήν των Οσίων Πατέρων. Εις την Ρώμην δε ευρισκομένων εισέτι των Οσίων απήλθε προς Κύριον εν έτει χιθ΄ (619) ο μέγας την αρετήν Ιωάννης ο Ελεήμων. Τούτο πληροφορηθείς ο θείος Σωφρόνιος συνέθεσεν εις αυτόν επιτάφιον εγκωμιαστικόν λόγον, δια του οποίου απεκάλυψε τον άμετρον θησαυρόν της ελεημοσύνης και της ευσπλαγχνίας, τον οποίον είχεν εν τη ψυχή του ο τρισμακάριστος εκείνος άνθρωπος και βαρέως εθρήνησε την τούτου στέρησιν. Συνέγραψε δε και ο μακάριος Ιωάννης ο Μόσχος τον Βίον τού εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Ελεήμονος, τον οποίον όμως δεν επρόλαβε να τελειώση, διότι εν τω μεταξύ προέλαβε και αυτόν ο θάνατος κατά το ίδιον έτος 619 και ούτως ετελείωσε το έργον εκείνο ο θείος Σωφρόνιος. Μετά τον θάνατον του Ιωάννου Μόσχου παραλαβών ο θείος Σωφρόνιος το οσιακόν εκείνου Λείψανον κατά την παραγγελίαν, την οποίαν είχεν αφήσει εις αυτόν έτι ζων ο Ιωάννης, να ενταφιάση τούτο εις το όρος του Σινά, ήλθεν εις Παλαιστίνην. Μη δυνηθείς δε να μεταβή εις το Σινά λόγω των επιδρομών των Αράβων, ενεταφίασεν αυτό εις την Μονήν του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου. Μετά ταύτα, βλέπων ο Άγιος την Εκκλησίαν ταραττομένην από τας επιβουλάς των Μονοφυσιτών και των διαφόρων άλλων αιρετικών, μετέβη εις την Αλεξάνδρειαν, όπου προσεπάθησε να πείση τον τότε Πατριάρχην Κύρον, εργαζόμενον υπέρ της ενώσεως με τους Μονοφυσίτας, όπως παραμείνη πιστός εις τα θεσπισθέντα υπό της εν Χαλκηδόνι συνελθούσης Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επειδή όμως εκείνος παρέμενεν αμετάπειστος, μετέβη και εις την Κωνσταντινούπολιν προς τον Πατριάρχην Σέργιον και τον αυτοκράτορα Ηράκλειον. Ευρών δε και τούτους τα αυτά φρονούντας και προσπαθούντας να αλλοιώσουν τα Ορθόδοξα δόγματα, διδάσκοντες μίαν εις Χριστόν θέλησιν, και δριμύτατα ενώπιον πάντων ελέγξας, επέστρεψε περίλυπος εις Ιεροσόλυμα. Όμως οι αγώνες του θείου Σωφρονίου δεν απέβησαν επί ματαίω. Όσον και αν οι αιρετικοί ήσαν οι ισχυροί της εποχής, η Ορθοδοξία εθριάμβευσεν. Η συνελθούσα μετά ταύτα, εν έτει χπ΄ (680), Αγία ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος τους μεν αιρετικούς Σέργιον και Πύρρον και Παύλον και Πέτρον τους Πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως και Ονώριον της Ρώμης και Κύρον της Αλεξανδρείας, και τους συν αυτοίς αιρετικούς ανεθεμάτισε, τον δε θείον Σωφρόνιον, καθώς και τον αγιώτατον Μάξιμον τον Ομολογητήν και τους άλλους Ορθοδόξους αγωνιστάς εδικαίωσεν. Ούτω γενναίως υπέρ της Ορθοδοξίας ηγωνίζετο ο Άγιος και προ ακόμη της εις Επίσκοπον χειροτονίας του, περιερχόμενος Ανατολήν και Δύσιν, κατά το υπόδειγμα των Αγίων Αποστόλων, τους μεν Ορθοδόξους στηρίζων εις την αλήθειαν της Πίστεως, τους δε αιρετικούς, οίτινες ήσαν τότε οι Μονοφυσίται, οι Μονοθεληταί και πλείστοι άλλοι, καυτηριάζων. Κατά την εποχήν εκείνην απήλθε προς Κύριον ο μέγας την αρετήν Πατριάρχης Ιεροσολύμων Άγιος Μόδεστος 632 – 634, ότε επινεύσει του Παναγίου Πνεύματος εκλήθη να ανέλθη εις τον ευκλεέστατον θρόνον των Ιεροσολύμων ο διαπρύσιος ούτος της Ορθοδοξίας κήρυξ θείος Σωφρόνιος. Κλήρος και λαός, άρχοντες και αρχόμενοι της Αγίας Πόλεως αυτόν έκριναν κατάλληλον να αναλάβη την διακυβέρνησιν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων κατά τας δυσχερείς εκείνας περιστάσεις, καθ’ ας οι Άραβες εξωτερικώς και οι διάφοροι αιρετικοί εσωτερικώς ηπείλουν την Αγίαν Πόλιν. Όθεν δια την υπερβάλλουσαν αρετήν αυτού και τα σπάνια άλλα χαρίσματα, δια των οποίων ήτο πεπροικισμένος, την αγχίνοιαν, την μόρφωσιν, την διάκρισιν και τα άλλα όμοια, ανήλθεν επί του θρόνου της μητρός των Εκκλησιών εν έτει χλδ΄ (634) ο και προ της χειροτονίας του αξιώτατος Σωφρόνιος. Αφού δε τούτο εγένετο και αφού ετέθη ως αληθώς ο λύχνος επί την λυχνίαν και εφώτιζε πάντας τους εν τη οικία (Ματθ. ε:15), άπαντας δηλαδή τους πιστούς της αγιωτάτης αυτής Εκκλησίας, τις δύναται να διηγηθή με πόσην φροντίδα και με ποίους κόπους εποίμανε την θεόθεν δοθείσαν εις αυτόν ποίμνην; Διότι δεν διεξήγαγε πνευματικόν μόνον αγώνα κατά των αιρετικών Μονοθελητών, ως είπομεν, οι οποίοι ήρχισαν τότε να πληθύνωνται εις τας άλλας Εκκλησίας και τους οποίους άλλοτε μεν ανέτρεπε δια των θείων Γραφών και των Αποστολικών και Πατρικών παραδόσεων, άλλοτε δε τους ενίκα δια των ιδικών του διδασκαλιών, αλλ’ επί πλέον ο ιερός Σωφρόνιος είχε να αντιμετωπίση και σκληρόν κατά των βαρβάρων επιδρομέων πόλεμον. Διότι οι Άραβες, περικυκλώσαντες πανταχόθεν την Ιερουσαλήμ, μυρίας στερήσεις και κινδύνους προεκάλουν εις αυτήν και τέλος δια τας αμαρτίας του λαού κατέλαβον αυτήν εν έτει χλζ΄ (637). Αλλά και κατά τας πικροτέρας εκείνας στιγμάς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων ο θείος Σωφρόνιος σοφώς πολιτευθείς πολλά υπέρ διασώσεως αυτής δια καταλλήλων συνθηκών επέτυχεν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, καλώς και θεοφιλώς πολιτευσάμενος ο μακάριος και πολλούς εις την ευθείαν οδόν καθοδηγήσας και στόμα Θεού χρηματίσας, κατά τον Προφήτην Ιερεμίαν, και επί τρία έτη και μήνας τρεις ποιμάνας το ποίμνιον του Χριστού και πολλά συγγράμματα λόγου και μνήμης άξια αφήσας εις την Εκκλησίαν του Χριστού ο αοίδιμος ούτος Πατήρ και μέγας Πατριάρχης εν ειρήνη προς Κύριον εξεδήμησε την ια΄ (11ην) Μαρτίου του έτους χλη΄ (638), το επόμενον δηλαδή έτος από της καταλήψεως των Ιεροσολύμων υπό των Αράβων, την οποίαν βαρέως έφερεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΒ΄ (12η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ της Σιγριανής, του κειμένο

Δημοσίευση από silver »

Τη ΙΒ΄ (12η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και Ομολογητού ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ της Σιγριανής, του κειμένου εν τω Μεγάλω Αγρώ.

Θεοφάνης ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει περί το έτος ψνθ΄ (759), βασιλεύοντος του δυσσεβούς και εικονομάχου βασιλέως Κωνσταντίνου Ε΄ του Κοπρωνύμου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ψμα΄ - ψοε΄ (741 – 775). Οι γονείς του υπήρξαν ευγενείς και πλούσιοι άρχοντες της Θεσσαλονίκης, και ο μεν πατήρ αυτού εκαλείτο Ισαάκ και ήτο στρατηγός εν τη αρχή των Αιγαιοπελαγιτών, η δε μήτηρ του ωνομάζετο Θεοδότη. Εν τη παιδική δε έτι ηλικία του Αγίου ευρισκομένου απέθανεν ο πατήρ αυτού, η δε μήτηρ του αναλαβούσα την εκπαίδευσιν αυτού εδίδαξεν εις αυτόν τα Ελληνικά γράμματα και την κατά Χριστόν διδασκαλίαν, δωδεκαετή δε έτι όντα τον ενύμφευσε και παρά την θέλησίν του μετά τινος εναρέτου, πλουσίας, ευγενούς και ωραιοτάτης νέας, ονόματι Μεγαλώ, μετά της οποίας και συνέζησεν επί οκτώ έτη. Επειδή όμως ο μακάριος Θεοφάνης ηγάπα την Μοναχικήν πολιτείαν και όλος ο πόθος του ήτο αφιερωμένος εις αυτήν, ουδόλως ηρέσκετο εις τα του γάμου. Μάλιστα έπεισεν εις τούτο και την ευλογημένην εκείνην Μεγαλώ και διήρχοντο τον βίον των εν παρθενία. Τούτο πληροφορηθείς ο πανθερός του ηνάγκαζε τον νέον να πράττη τα του γάμου. Και όχι μόνον ούτος αλλά και ο βασιλεύς μετά του οποίου, λόγω του αξιώματός του, συνεδέετο ο πενθερός του Οσίου επέδρα επί τον Όσιον προσπαθών να αποτρέψη αυτόν από του σκοπού του. Επειδή όμως ο Όσιος δεν επείθετο, τον απέστειλεν ο βασιλεύς εις το φρούριον της Κυζίκου, το οποίον τότε εκτίζετο, ίνα συμβοηθήση και αυτός, νομίζων ότι ούτω θα τον απέσπα από την αφοσίωσίν του προς τον Θεόν. Όμως ο Όσιος και εκεί μεταβάς την μεν εντολήν του βασιλέως εξετέλεσε δαπανήσας και εξ ιδίων του εξόδων, από δε του σκοπούτου ουδόλως απεμακρύνθη, αλλά γνωρισθείς και με τους εις τα μέρη εκείνα ασκουμένους Μοναχούς, θερμότερος εγίνετο εις τον πόθον τής τηρήσεως της καθαράς παρθενίας και της μοναχικής πολιτείας, μάλιστα δε εν τη περιοχή εκείνη και τον ασκητικόν αυτού ετέλεσε δίαυλον κατόπιν. Όταν δε ο Όσιος έφθασεν εις το εικοστόν πρώτον έτος της ηλικίας του, τότε και ο θηριώνυμος βασιλεύς Λέων ο Δ΄ και ο πενθερός τού Οσίου απέθανον και ούτως όχι μόνον ο Όσιος εις αυτό το άνθος της ηλικίας του έμεινεν ελεύθερος να πράξη κατά το θέλημά του, αλλά και η οικουμένη ολόκληρος απηλευθερώθη από της τυραννίας των Ισαύρων, διότι τα σκήπτρα της βασιλείας ανέλαβεν η ευσεβεστάτη βασίλισσα Ειρήνη μετά του υιού της Κωνσταντίνου του ΣΤ΄ εν έτει ψπ΄ (780). Όθεν, επειδή τα πράγματα ηκολούθησαν κατά την επιθυμίαν του, δια τούτο διανείμας ο Όσιος την περιουσίαν του εις πτωχούς και πένητας και ελευθερώσας τους δούλους του, απεφάσισαν μετά της συζύγου του να αναχωρήσουν δια την Μοναχικήν πολιτείαν. Έδωσε λοιπόν τότε ο Όσιος και εις την σύζυγόν του χρήματα αρκετά, διότι είχον κληρονομήσει και οι δύο άφθονον περιουσίαν από τους γονείς των και έπραξαν κατά τον πόθον των. Και η μεν μακαρία Μεγαλώ εκουρεύθη Μοναχή εις εν Μοναστήριον της Πριγκηποννήσου μετονομασθείσα Ειρήνη Μοναχή, ο δε Όσιος, απελευθερωθείς πλέον πάσης φροντίδος και ταραχής, αφιέρωσεν εξ ολοκλήρου τον εαυτόν του εις τον Κύριον. Μετέβη λοιπόν τότε ο μακάριος εις το όρος της Σιγριανής, όπου και εκάρη Μοναχός εις εν Μοναστήριον του Πολυχνίου ή Πολυχρονίου ονομαζόμενον, του οποίου Ηγούμενος ήτο ευσεβής τις Γέρων, ονόματι Χριστοφόρος, και κλεισθείς εντός κελλίου κατεγίνετο εις το εργόχειρον της καλλιγραφίας και με τον κόπον των ιδίων χειρών του όχι μόνον τα δι’ εαυτού αναγκαιούντα εξοικονόμει, αλλά και εις άλλους έδιδε τα χρειώδη. Κατά το διάστημα τούτο ανοικοδόμησε και την παλαιάν Μονήν της Σιγριανής, η οποία τότε ήτο κατεστραμμένη. Μετά ταύτα, αφού ήδη είχον παρέλθει εξ έτη, αναχωρήσας ο Όσιος εκ του Μοναστηρίου εκείνου ήλθεν εις την νήσον Κλώνυμον, ήτις κοινώς λέγεται Καλόλιμνος και υπόκειται εις τον Επίσκοπον Νικομηδείας. Εκεί, αφού έκτισε νέον μέγα Μοναστήριον, επανήλθεν εις το όρος της Σιγριανής, όπου και τους ασκητικούς αυτού αγώνας συνέχισεν. Ότε δε ο Όσιος ευρίσκετο εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του, ησθένησε προσβληθείς υπό λιθιάσεως των νεφρών και της ουροδόχου κύστεως. Όθεν εκ τούτου παρέμενεν έκτοτε πάντοτε κλινήρης ο αοίδιμος. Μετά ταύτα εβασίλευσεν ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο εικονομάχος, εν έτει ωιγ΄ (813). Υπάρχων δε και ούτος βεβυθισμένος εις την πλάνην της εικονομαχίας προσεπάθει να σύρη και τον Άγιον εις την ιδικήν του πλάνην. Αλλ’ ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Θεοφάνης, όπως πάντοτε, ούτω και τώρα δεν εφάνη μικρόψυχος ούτε δειλός. Μολονότι δε ήτο ακίνητος εκ της σωματικής ασθενείας, ενεδυναμώθη όμως υπό της προθυμίας της ψυχής και υπό του ζήλου της Ορθοδοξίας. Όταν δε ο τύραννος διέταξε τον Άγιον να έλθη προς αυτόν, ειπών· «Ελθέ, ίνα ευχηθής υπέρ εμού, επειδή θα εκστρατεύσω κατά των Βουλγάρων», τότε ο Άγιος, αν και ευρίσκετο εν ακινησία, ως είπομεν, μετέβη από της Μονής μέχρι του αιγιαλού δι’ αμάξης και επιβιβασθείς εις πλοίον ήλθεν εις την Βασιλεύουσαν. Αλλ’ αν και ως πρόθυμος εργάτης της υπακοής έσπευσε να εκτελέση το προστασσόμενον και να παραστή εις τον τόπον εις τον οποίον εκαλείτο, όμως δεν ηθέλησε να αντικρύση τον βασιλέα κατά πρόσωπον. Ο δε βασιλεύς διεμήνυσεν εις αυτόν, ειπών· «Εάν συγκατανεύσης εις την παράκλησίν μου και πεισθής εις τους λόγους μου, γνώριζε ότι θέλω γίνει πρόξενος πολλών αγαθών εις σε και εις το Μοναστήριόν σου· εάν όμως δεν θελήσης να υπακούσης, θέλω σε κρεμάσει επί ξύλου και με το ιδικόν σου παράδειγμα θέλω τρομοκρατήσει και όσους άλλους δεν θα θελήσουν να υπακούσουν εις τους λόγους μου». Τότε ο Άγιος, υπό ζήλου θείου πλησθείς, ανταπήντησε· «Τας δωρεάς σου και τους θησαυρούς σου μη δώσης εις εμέ, το δε ξύλον, εις το οποίον θα με κρεμάσης, ή και το πυρ, ετοίμασον σήμερον, διότι αυτά επιθυμώ δια την του Χριστού μου αγάπην». Ταύτα ακούσας ο δυσσεβής βασιλεύς, παρέδωκε τον Άγιον εις τον Ιωάννην τον αποκαλούμενον Μάντιν, όστις εκαυχάτο δια τους λόγους και την σοφίαν του και ήτο κυριευμένος υπό της πλάνης των εικονομάχων. Διότι ενόμισεν ο ανόητος τύραννος, ότι εκείνος θα ηδύνατο να διαστρέψη τον Άγιον με τους λόγους του και τας μαγικάς τέχνας του. Ωδηγήθη λοιπόν τότε ο Άγιος εις το Μοναστήριον των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, το οποίον έκειτο πλησίον του βασιλικού παλατίου. Γενομένης δε εκεί πολλής συζητήσεως δια τας Αγίας Εικόνας, ήλθεν ο Όσιος εις φιλονικίαν με τον Ιωάννην. Κατανικήσας δε τούτον με την δύναμιν της σοφίας του κατεβρόντησεν αυτόν και τον κατέστησεν άφωνον, αποδείξας ούτως ότι είναι αμετάθετος εις το ορθόν της Πίστεως φρόνημα. Τοιουτοτρόπως απέστειλε κατησχυμμένον εις τον τύραννον τον υπηρέτην εκείνον του ψεύδους, όστις, αντί να αποκτήση δόξαν και υπόληψιν ρήτορος και σοφού, απέκτησε μάλλον υπόληψιν βαρβάρου και αγραμμάτου. Είπε δε ούτος προς τον βασιλέα· «Ευκολώτερον, βασιλεύ, δύναται τις να μαλακώση τον σίδηρον ή να μεταβάλη τον άνδρα τούτον». Ταύτα ακούσας ο τύραννος φέρει τον Άγιον εις τα ανάκτορα, τα ονομαζόμενα του Ελευθερίου, και κλείει αυτόν εις εν οίκημα σκοτεινότατον· έπειτα διώρισε φύλακας, προς τους οποίους έδωκεν εντολήν να μη επιτρέψωσιν εις ουδένα να τον υπηρετήση. Ούτω λοιπόν κεκλεισμένος ο Άγιος διήλθεν εκεί δύο έτη. Υπομείνας δε γενναίος πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν, κατήσχυνε και εις τούτο τον τύραννον. Επειδή δε καθ’ εκάστην, αν και εξηναγκάζετο, δεν επείθετο ο Άγιος να υποταγή εις την κακοδοξίαν του τυράννου, δια τούτο εξορίζεται εις την νήσον Σαμοθράκην, την πλησιάζουσαν εις την νήσον Θάσον. Η εξορία αύτη επετάχυνε το τέλος του Αγίου, διότι μόνον εικοσιτρείς ημέρας μετά την εξορίαν έζησεν ο Άγιος εν τη νήσω ταύτη εν η και εν έτει ωιε΄ (815) ή κατ’ άλλους ωιη΄ (818), παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του οσίως και ειρηνικώς εις χείρας Θεού λαβών τον της ομολογίας αμάραντον στέφανον. Ούτως έως τέλους γενναίως ηγωνίσατο και υπέμεινεν ο μακάριος Θεοφάνης. Δια πόσων δε ευλογιών επλούτισε την Σαμοθράκην ο Άγιος και κατά τας ολίγας ημέρας της εκεί προσμονής του και μετά θάνατον και πόσας ιάσεις έλαβον οι εν τη Σαμοθράκη ασθενείς από του αγίου αυτού Λειψάνου καθ’ όσον χρόνον παρέμεινεν εκεί μέχρι της ανσκομιδής του παραλείπομεν να είπωμεν. Είτα εν έτει 822 ελθόντες οι μαθηταί του ανεκόμισαν το ιερόν αυτού Λείψανον και μετακομίσαντες αυτό το εναπέθεσαν εντός θήκης εις την Μονήν της Σιγριανής. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον το υπ’ αυτού συσταθέν εν τη Σιγριανή.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”