Σήμερα είναι :

Πνευματικά άρθρα και Αναγνώσματα.Αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.

Συντονιστές: ntinoula, Συντονιστές

Απάντηση
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) του μηνός Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Αποστόλου ΘΑΔΔΑΙΟΥ, του και Λεββαίου καλουμένου.

Δημοσίευση από silver »


Θαδδαίος ο Απόστολος πατρίδα είχε την Έδεσσαν, Εβραίος ων κατά το γένος και άριστα γεγυμνασμένος εις τας θείας Γραφάς. Ούτος λοιπόν αναβάς εις τα Ιεροσόλυμα, ίνα προσκυνήση, κατά τας ημέρας Ιωάννου του Βαπτιστού, και ακούσας τούτου το κήρυγμα, και υπερθαυμάσας την αγγελικήν ζωήν του, εβαπτίσθη υπ’ αυτού. Μετά ταύτα, βλέπων τον Δεσπότην Χριστόν και τα άπειρα θαύματα, όσα ετέλει, ακούσας δε και την διδασκαλίαν του, ηκολούθησεν αυτόν έως το σωτήριον πάθος. Μετά δε την Ανάληψιν του Κυρίου επανήλθεν εις την πατρίδα του Έδεσσαν, και βαπτίσας τον Τοπάρχην Αύγαρον, εκαθάρισε το λείψανον εκείνο της λέπρας, το οποίον είχε μείνει εις το έτωπόν του, καθώς περί τούτου είπομεν κατά την δεκάτην έκτην του Αυγούστου. Πολλούς δε και άλλους διδάξας και φωτίσας και Εκκλησίας οικοδομήσας, σιήλθε τας πόλεις της Συρίας και φθάσας εις Βηρυτόν, πόλιν της Φοινίκης, εδίδαξε πολλούς και εβάπτισεν, ένθα και την ψυχήν του παρέδωκεν εις χείρας Θεού. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου Πέτρου, παρά τη Μεγάλη Εκκλησία και εις το Μοναστήριον του Πρόβου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) Αυγούστου, η σύναξις της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών ΘΕΟΤΟΚΟΥ εν τω Πυρσώ της Ευρυτανίας.

Δημοσίευση από silver »



Εις τα μέρη της ποτέ μεν περιφήμου, νυν δε τεταπεινωμένης Ελλάδος (Ο συγγραφεύς της παρούσης διηγήσεως ονομάζει την Ελλάδα τεταπεινωμένην, διότι την εποχήν καθ’ ην συνέγραφε την διήγησιν ταύτην η νυν ελευθέρα Ελλάς ήτο υπό την δουλείαν των Οθωμανών.), κατά την Επαρχίαν του Λιτζάς και Αγράφων είναι όρος μέγα και υψηλόν, το οποίον ονομάζεται Όρθρυς, διότι από το ύψος, το οποίον έχει, ορθρίζει, ήτοι βλέπει τον ερχομόν της ημέρας και του ηλίου πρωτύτερα από όλα τα άλλα βουνά της Στερεάς Ελλάδος. Προς τα δυτικά μέρη και νότια του όρους τούτου ευρίσκονται και άλλα όρη, τα οποία είναι τόσον δύσβατα, όσον δεν ημπορεί να παραστήση ο λόγος, από αυτά δε εξέρχονται οι δεξιοί κλώνοι και αρχαί του Αχελώου ποταμού. Μέσον των ορέων τούτων, εις τους πλέον βαθυτάτους και δυσαναβάτους τόπους, ευρίσκεται η Ιερά Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Προυσιωτίσσης. Η Μονή αύτη περισφίγγεται εξόχως κάτωθεν μεν υπό ενός βαθυτάτου χάους, άνωθεν δε υπό φοβερωτάτου και αβάτου σπηλαίου, του οποίου το Καθολικόν, ήτοι η Εκκλησία, είναι μέσα εις το σπήλαιον με θόλον και ωραιοτάτη, αφιερωμένη εις μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εν ταύτη ευρίσκεται και μέρος εκ της αγίας Κάρας του Αγίου Ιερομάρτυρος Κλήμεντος Επισκόπου Αγκύρας μετά και άλλων αγίων λειψάνων, και μέρος του Τιμίου Ξύλου. Εις δε τα αριστερά αυτής πλάγια, εις το ενδότατον σπήλαιον, είναι το Παρεκκλήσιον της Προυσιωτίσσης, εικονογραφημένον και με τέμπλον ωραίον, εις το οποίον ευρίσκεται έως της σήμερον η θαυματουργός εκείνη και εις την θέαν ωραιοτάτη Εικών της Θεοτόκου. Η οποία, εις τον καιρόν της Εικονομαχίας Θεοφίλου, ήλθεν από την περιφανεστάτην πόλιν της Προύσης, ως θέλετε ακούσει παρέμπροσθεν, ήτις, τη αληθεία, τόσον είναι χαριτωμένη και σεβασμία, ώστε είναι αδύνατον να την ατενίση τις κατά πρόσωπον και να μη θαυμάση και δειλιάση. Έμπροσθεν δε αυτής κρέμανται τρία κανδήλια ακοίμητα, έχουσι δε οι πατέρες ένα αδελφόν πνευματικόν προσμονάριον εις αυτήν πάντοτε. Περί ταύτης της Προυσιωτίσσης θείας Εικόνος φέρεται λόγος παλαιός, ότι είναι εξ εκείνων, τας οποίας ο Άγιος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς εζωγράφησε· διότι και αν δεν είναι από τας τρεις εκείνας, όπου επήγεν ο θείος Λουκάς έμπροσθεν εις την Παναγίαν προ της αγίας της Μεταστάσεως, λέγεται όμως ότι είναι μία από εκείνας οπού μετά τον θάνατον και Μετάστασιν αυτής ο Άγιος εζωγράφησε. Διότι όχι μόνον τρεις και μόνας εις όλην του την ζωήν ο θείος ούτος Απόστολος εζωγράφησεν, ως τινες λέγουσιν, αλλά τρεις εζωγράφησε ζώσης της Θεοτόκου και τας επήγε να ιδή αν της αρέσουν, τας δε άλλας ύστερον, ως αναφέρει και ο Βίος του. Επειδή άπρεπον ήτο εις αυτόν, όταν η Κυρία Θεοτόκος τας εδέχθη και τας ηυλόγησε, να αμελήση το θεάρεστον αυτό έργον και να μη κάμη και άλλας. Πλην αν και δεν είναι τόσον βέβαιον, ότι είναι και αύτη μία εκ των του Αποστόλου, τι προς τούτο; Άρα μόνον εις εκείνας εδόθη η χάρις; Ημείς βλέπομεν και τόσας άλλας, μη ούσας του Λουκά, και θαυματουργούν. Και αύτη λοιπόν, και αν δεν είναι μία εκ των εκείνου, δεν μας βλάπτει, ουδέ ολιγοστεύει την πίστιν μας και ευλάβειαν προς αυτήν. Επειδή ημείς βλέπομεν τα άπειρα θαύματα, οπού δι’ αυτής καθ’ εκάστην ενεργούνται εις τους μετά πίστεως προσερχομένους, διότι δαιμονιζόμενοι θεραπεύονται, τυφλοί αναβλέπουσι, χωλοί περιπατούσι, και πολλαί στείραι γυναίκες τεκνογόνοι έγιναν και γίνονται, τα οποία αδύνατον είναι εις ημάς να περιγράψωμεν ενταύθα· αναφέρονται δε ταύτα εις την ιδιατέραν αυτής φυλλάδα· ημείς δε να είπωμεν μόνον τα περί της Θεομητορικής αυτής Εικόνος, πότε, από που και πως εις την Ελλάδα ήλθε, και διατί ονομάζεται το Μοναστήριόν της Πυρσός, και πάλιν διατί Προυσός, διότι και με τα δύο ταύτα ονόματα ονομάζεται το Μοναστήριον αυτό· η δε Σεπτή Εικών, με το δεύτερον μάλιστα επεκράτησε να λέγεται, ήτοι Προυσιώτισσα. Με ουχί δε ολίγα θαύματα εκπλήξεως άξια περιέβαλε τα ονόματα ταύτα, ως θέλομεν είπει προϊόντος του λόγου. Ταύτα λοιπόν θέλομεν διηγηθή σαφέστατα, όσα δηλαδή ανέγνωμεν εν τη παλαιά μεμβραϊνη ιστορία τη διαλαμβανούση τον ερχομόν της θείας αυτής Εικόνος. Τον καιρόν οπού εβασίλευεν ο εικονομάχος Θεόφιλος ή, μάλλον ειπείν, μισόχριστος, εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των αγίων Εικόνων και έστειλε και ορισμούς βασιλικούς εις πάσαν πόλιν και χώραν, προστάσσων τους ορθοδόξους με πολλούς φοβερισμούς βασάνων και εξορίας να καταβιβάσουν τας αγίας Εικόνας και να τας κατακαύσουν. Και όσοι μεν επείθοντο εις το βασιλικόν και ασεβές τούτο πρόσταγμα, έπαιρναν αξίας και τιμάς παρ’ αυτού· όσοι δε δεν ήθελον να καταφρονήσουν τας αγίας Εικόνας, ως ζηλωταί της Ορθοδοξίας, ούτοι, αν είχον και το πλέον μεγαλύτερον αξίωμα, κατεβιβάζοντο από την τιμήν εκείνην και αξίαν, και με καταισχύνην μεγάλην εξωρίζοντο. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, ήτοι κατά τους ωκθ΄ (829) χρόνους από Χριστού Γεννήσεως, ευρίσκετο η θαυματουργός αύτη Εικών της Θεοτόκου εις μίαν Εκκλησίαν της περιφήμου πόλεως Προύσης, άπειρα θαύματα επιτελούσα· και ως εν τη βασιλευούση είχον οι βασιλείς υπέρτιμον την Εκκλησίαν της Αγίας Σοφίας, ούτω και εν τη Προύση οι άρχοντες αυτής και μεγιστάνες είχον την Εκκλησίαν, εις την οποίαν ευρίσκετο αύτη η αγία Εικών. Ευθύς λοιπόν ως έφθασεν ο ορισμός του βασιλέως και εκεί εις την Προύσαν, ένας θεοσεβέστατος νέος, υιός μεγάλου τινός άρχοντος της βασιλικής αυλής, ζήλω θείω κινούμενος, βλέπων τα καθ’ εκάστην γινόμενα θαύματα παρά της θεομητορικής ταύτης Εικόνος, δεν ηθέλησε να υπακούση εις το βασιλικόν πρόσταγμα και να καταφρονήση τας αγίας Εικόνας. Ούτος λοιπόν ο καλός νέος επήρε ταύτην την σεβασμίαν Εικόνα της Θεοτόκου, και φεύγει εις τα μέρη της Ελλάδος, επειδή εκεί ημπορούσεν οπωσδήποτε να ησυχάση, ως όντα πλέον ήσυχα ελείνα τα μέρη από τους αιρεσιάρχας· και τούτο, πως είναι αληθινόν, μας βεβαιώνει και η χήρα εκείνη, η οποία είχε την αγίαν Εικόνα της Πορταϊτίσσης, ήτις, όταν της εζήτησαν την Εικόνα οι βασιλικοί άνθρωποι εκεί εις την Νίκαιαν, επρόσταξε τον μονογενή αυτής υιόν να φύγη εις την Ορθόδοξον Ελλάδα και όχι εις άλλο μέρος. Κατερχόμενος λοιπόν ο ρηθείς νέος με την θείαν Εικόνα έως την Καλλίπολιν (οις κρίμασι Κύριος μόνον οίδεν ο τα πάντα προγινώσκων) έχασε την αγίαν ταύτην Εικόνα. Όθεν ο ευλογημένος εκείνος νέος εθρήνει, εκόπτετο, ωδύρετο και έλεγε με μεγάλους αναστεναγμούς· «Οίμοι! Οίμοι! Αλλοίμονον εις εμέ τον ταλαίπωρον, ότι δια τας αμαρτίας μου με εγκατέλιπεν η Κυρία μου Θεοτόκος και έκρυψε την αγίαν της Εικόνα απ’ εμού, και που την έθεσε δεν γνωρίζω». Τοιουτοτρόπως λοιπόν θρηνών και χύνων άφθονα δάκρυα διέτριψεν εκεί ο νέος ούτος ημέρας ικανάς, έλεγε δε εις τον εαυτόν του, ότι «Αν και η Κυρία μου Θεοτόκος ηθέλησε μοναχή της να φυλάξη αβλαβή την αγίαν της Εικόνα, έστω, εγώ όμως οπίσω δεν απέρχομαι, διότι δεν ημπορώ πλέον να βλέπω τους εχθρούς και διώκτας της Αγίας μου Εκκλησίας και των αγίων Εικόνων». Με τοιούτους δε λογισμούς ανεχώρησεν εκείθεν, και ελθών κατώκησεν εις την νέαν Πάτραν, εις την οποίαν και Εκκλησίαν ωκοδόμησε της Αγίας Σοφίας, αντ’ εκείνης της εν Κωνσταντινουπόλει, προς παρηγορίαν της αυτού ξενητείας. Αλλά ακούσατε και την εύρεσιν της αγίας ταύτης Εικόνος πως έγινεν ύστερον, και πως ο ίδιος εκείνος νέος πάλιν την απήλαυσε καθώς εποθούσε η ψυχή του. Εκεί όπου είναι τώρα το Μοναστήριον της Προυσιωτίσσης ταύτης αγίας Εικόνος, πρωτύτερα ήτο ο τόπος ούτος παντελώς άβατος και ανώνυμος, αλλ’ ούτε δρόμον τινά είχε δια το δύσβατον του τόπου. Ο δρόμος δε εκ της Στερεάς Ελλάδος προς την Αιτωλίαν ήτο μέσω του γειτονεύοντος χωρίου του Αγίου Δημητρίου και του όρους Αρακύνθου. Αλλ’ ούτε χωρίον ήτο εκεί τότε, εκτός μικράς τινος κατοικίας ποιμένων τινών προς το ανατολικόν μέρος, και άλλης ομοίως προς το δυτικόν, το μεν Πλατάνι, το δε Πατρικάδα ονομαζόμενα, διότι τη αληθεία εις αυτά τα μέρη δε ήτο ο τόπος ούτε δια χωρία, ούτε δια ανθρώπους, αλλ’ ούτε σχεδόν δια ζώα ήμερα, όμως από τας καταδρομάς τας οποίας κατά καιρούς ελάμβανον οι Χριστιανοί, τόσον από τα έθνη και τους βασιλείς, όσον και από τους αιρεσιάρχας της Εκκλησίας, έφευγον και εκρύπτοντο εις αυτά τα όρη και ούτως εκατοίκησαν τινές, ως είπομεν· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Ένα παιδίον ενός των ρηθέντων ποιμένων εφύλαττε τας αίγας του πατρός του, νύκτα δε τινα κοιμώμενον αντίπερα του σπηλαίου, όπου είναι τώρα το Μοναστήριον, δηλαδή εκεί όπου τώρα είναι το κοιμητήριον του Μοναστηρίου, εξαίφνης ακούει όπισθεν αυτού, εις τον άβατον αυτόν τόπον του σπηλαίου, γλυκεράς τινας ωδάς και πραείας φωνάς· όθεν από τον φόβον του εξύπνησε, και περιστρέφων το βλέμμα του εδώ και εκεί, ω του θαύματος! Βλέπει ένα φως, ως στύλον φωτεινόν, το οποίον έστεκεν από το ιερόν αυτό σπήλαιον έως τον ουρανόν. Και πρώτον μεν εστοχάσθη, μήπως είναι αυτό, το οποίον λέγομεν ουράνιον τόξον ή ίριδα· τούτο δε, το οποίον εστοχάσθη, ήτο περισσότερον Θεού οικονομία, δια να μην πάθη κακόν τι από τον φόβον του. Έπειτα πάλιν έλεγεν εις τον εαυτόν του, ότι αν το φαινόμενον είναι το συνηθισμένον ουράνιον τόξον, πρέπει να είναι καμαρωτόν, και όχι τόσον φωτεινόν, αλλ’ αυτό στέκει όρθιον από την γην έως εις τον ουρανόν με τόσην λαμπρότητα, και εκείνο μάλιστα το βλέπομεν οπόταν βρέχη, σήμερον όμως δεν έβρεξεν, αλλά και τώρα να οπού είναι ξαστεριά. Ούτω λοιπόν φεύγει έντρομον το παιδίον εκείνο από εκεί, και πηγαίνει εις τον πατέρα του και του λέγει τα οραθέντα. Ο δε πατήρ αυτού, νομίσας ταύτα ψεύδη, έλεγε του παιδαρίου του, ότι με το να φοβήται και από την σκιάν του, δια τούτο τα παθαίνει αυτά, αλλά δεν είναι τίποτε, και να μη φοβήται, το δε παιδίον αντέλεγεν εις αυτόν και τα οραθέντα εβεβαίωνε. Την ακόλουθον νύκτα επήρε το παιδίον ο Χριστιανός εκείνος, και επήγεν εις τον ίδιον τόπον να ιδή, αν είναι αληθή τα λεγόμενα· όθεν βλέπει οφθαλμοφανώς όσα και το παιδίον του είδε πρότερον, πλην ως άνθρωπος και αυτός εδειλίασε, και δεν επήγεν ευθύς να ιδή τι είναι εκεί εις το σπήλαιον, αλλ’ έφυγε δρομαίως με τον παίδα αυτού. Την άλλην ημέραν επήρε μεθ’ εαυτού και άλλους τινάς, και πρώτον μεν εστοχάσθησαν και είδον οφθαλμοφανώς το όραμα τούτο άπαντες. Έπειτα δε επήγαν προς εκείνο το μέρος ερευνώντες, εκεί δε, ω του μεγίστου μυστηρίου! Βλέπουσι την αγίαν Εικόνα εις ένα μέρος του σπηλαίου φεγγοβολούσαν και εξαστράπτουσαν. Όθεν προσκυνήσαντες αυτήν και ευφρανθέντες επί τω τοιούτω θησαυρώ, έστειλαν και έφεραν εργαλεία, και ήνοιξαν τον τόπον με σκοπόν να την έχουν εκεί πάντοτε προς παρηγορίαν των. Έφερον δε εκεί εις την Θεοτόκον κηρία και θυμιάματα καθ’ εκάστην ημέραν και την επροσκυνούσαν, ως έπρεπεν, έχοντες εις αυτήν πολλήν ευλάβειαν. Τίνι δε τρόπω ήλθεν αύτη εκεί, τούτο γινώσκει μόνος εκείνος, ο οποίος εις μίαν στιγμήν επήγε και τον Αββακούμ από τα Ιεροσόλυμα εις την Βαβυλώνα, όπου ήτο ο Δανιήλ, και πάλιν έφερεν αυτόν οπίσω. Τούτο είναι λοιπόν το πρώτιστον και μέγιστον θαύμα, το οποίον έδειξεν η Κυρία Θεοτόκος, και εφανερώθη η αγία Εικών, από το θαύμα δε τούτο εστάθη να ονομάζεται έως την σήμερον το Μοναστήριον αυτό Πυρσός, ήτοι λαμπάδα, και φως, δια το φως και τον πύρινον στύλον, ο οποίος εφάνη. Το δε Προυσός πάλιν όνομα οπού λέγεται, ορθώς έχει και τούτο· διότι έλαβε και ταύτην την επωνυμίαν, επειδή ήτο η Εικών πρότερον εις την Προύσαν, εξ ης και ήλθεν ενταύθα, ως είρηται, όθεν ως εκ της Προύσης λέγεται Προυσός. Μετ’ ολίγας ημέρας από λόγον εις λόγον ηκούσθη το γεγονός εις όλα τα πέριξ, τόσον ώστε έφθασε και εις την ακοήν του προειρημένου άρχοντος από τον οποίον εχάθη πρωτύτερα η αγία Εικών. Ούτος ως ήκουσεν, ότι με ένα τοιούτον ουράνιον στύλον ευρέθη μία Εικών της Θεοτόκου, δεν έχασε καιρόν, αλλ’ ευθύς επήρε τους δούλους του και τρέχει προς εκείνα τα μέρη, ζητών το ποθούμενον. Όθεν μετά δύο ημέρας έφθασεν εκεί, και ως είδε την αγίαν Εικόνα, ευθύς την ανεγνώρισε, και πίπτων κατά γης την επροσκύνησε, και εν αγαλλιάσει καρδίας κατησπάζετο αυτήν· έπειτα φιλοδωρήσας τους χωρικούς εκείνους ποιμένας δια την εύρεσιν, και ευχαριστήσας αυτούς, έλαβε την αγίαν Εικόνα και επέστρεψε δια τας Πάτρας. Οι δε ευλογημένοι εκείνοι ποιμένες, όσον εχάρησαν πρωτύτερα εν τη ευρέσει της θείας Εικόνος (ως ποτε οι προ αυτών εν τη γεννήσει του Ιησού), άλλο τόσον ελυπήθησαν τότε δια την υστέρησιν του τοιούτου θησαυρού και κατά του άρχοντος αδημονούσαν και εγόγγυζον. Ο δε έλεγε εις αυτούς· «Ω αδελφοί μου, μη γογγύζετε κατ’ εμού, διότι δεν έχετε κανένα δίκαιον· αφ’ ενός μεν διότι η ιερά αύτη Εικών είναι ιδική μου, και δια την εύρεσίν της ιδού οπού σας εφιλοδώρησα· αφ’ ετέρου δε διότι ο τόπος ούτος, και αν θέλω να κάμω Εκκλησίαν, δεν είναι ούτε δι’ Εκκλησίαν κατάλληλος, ούτε δια συνάξεις προσκυνητών επιτήδειος». Με τοιαύτα λόγια άφησεν αυτούς εκεί λυπημένους, αυτός δε επήρε την αγίαν Εικόνα και ανεχώρησεν, ως ανωτέρω είπομεν. Ερχόμενος δε έως εις υψηλόν τι σημείον της οδού, εκεί όπου είναι τώρα ερειπωμένον τι παρεκκλήσιον της Θεοτόκου, εκουράσθησαν όλοι. Όθεν έβαλον εντός αυτού την αγίαν Εικόνα και εκάθησαν να αναπαυθούν ολίγον· εκεί δε απεκοιμήθησαν, και αναστάντες δεν εύρον την αγίαν Εικόνα. Όθεν έβαλε κατά νουν ο άρχων, ότι οι χωρικοί εκείνοι ποιμένες τον παρηκολούθησαν και την έκλεψαν, ευθύς όθεν στρέφουσιν οπίσω τάχιστα. Ερχόμενος δε έως εις ένα τόπον στενόν, πλησίον του ποταμού, ήκουσε φωνήν, ήτις έλεγεν εις αυτόν· «Ω νεανία, σωθείης, ύπαγε εν ειρήνη και μη κοπιάζης, διότι εγώ καλλίτερα αναπαύομαι εδώ εις τους στενούς αυτούς τόπους με ανθρώπους χωρικούς και ποιμένας, παρά με πολιτικούς αιρεσιάρχας· ει δε και θέλης να μείνης μετ’ εμού, ελθέ εκεί όπου με εύρες, και τούτο θέλει σου είναι καλόν και ωφέλιμον». Ταύτην την φωνήν ουδείς άλλος ήκουσε πλην αυτού μόνου. Όθεν τους μεν αυτού δούλους ηλευθέρωσε και απέστειλεν εις τα ίδια, αυτός δε, παραιτήσας τα εν τω κόσμω άπαντα, επήρεν ένα δούλον του, όστις θεληματικώς τον ηκολούθησε, και επέστρεψεν εις τον Πυρσόν, ένθα ευρών την αγίαν Εικόνα εν τω ιδίω σπηλαίω, εγνώρισεν, ότι εκεί είναι θέλημα της Κυρίας Θεοτόκου δια να κατοικήση και αυτός. Όθεν ετοιμάσας έκτισε το παρεκκλήσιον της αγίας Εικόνος έσωθεν του σπηλαίου, εκεί δε πλησίον ησύχασε και αυτός ομού με τον δούλον του γενόμενοι αμφότεροι Μοναχοί, μετωνομάσθησαν δε ο μεν άρχων Διονύσιος, ο δε δούλος αυτού Τιμόθεος. Μετά ταύτα, ως λέγουσιν, έκτισε και εν κελλίον αντίπερα της Μονής· τούτο δε το έκαμε δια να ησυχάζη εκεί, επειδή εντός της Μονής, με το να έρχωνται πολλοί, του έδιδαν ταραχήν. Ούτω λοιπόν θεαρέστως πολιτευθείς ο ευλογημένος ούτος άρχων ανεπαύθη εν Κυρίω· και το μεν σώμα αυτού ετάφη παρά του μαθητού αυτού Τιμοθέου ένδοθεν του Ναού, τον οποίον αυτός ωκοδόμησεν, η δε μακαρία αυτού ψυχή απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς. Αλλ’ επειδή, όσον το δυνατόν, διηγήθημεν έως εδώ τα περί της ελεύσεως και ευρέσεως της αγίας Εικόνος, και της αρχής του Μοναστηρίου, θέλομεν τώρα διηγηθή και δύο ή τρία από τα παλαιά θαυμάσια, τα οποία κατά καιρούς ηκολούθησαν, συνεργούσης της θείας χάριτος δια μέσου της θεομητορικής αυτής Εικόνος. Διότι αδύνατον είναι να παραθέσωμεν ενταύθα όλα, αφού μόνον τα διασωθέντα αποτελούν βιβλίον ολόκληρον. Η δε Θεοτόκος δεν παύει θαυματουργούσα. Ταύτα δε ακούοντες ας ευχαριστήσωμεν την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, διότι ποιεί τοιαύτα τεράστια και υπερφυή θαυμάσια, και εις ημάς τους ογδοήτας ταλαιπώρους εις τους εσχάτους τούτους χρόνους, απού μόνον το όνομα έχομεν ως Χριστιανοί, τα δε έργα μας δεν διαφέρουσιν από τα των ασεβών και απίστων. Μίαν φοράν, από αμέλειαν του κανδηλανάπτου, ήναψεν η Εκκλησία της Μονής ταύτης του Προυσού χωρίς να το καταλάβουν οι πατέρες να ευγάλουν τίποτε από μέσα, αλλά ουδέ αυτήν την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Όταν δε είδαν και εκατάλαβαν την πυρκαϊάν, δεν ημπόρεσαν πλέον να εισέλθουν, διότι το πυρ περιεκύκλωσεν όλον τον Ναόν, οι δε πατέρες έκλαιον και ωδύροντο, και το περισσότερον εθρηνούσαν δια την αγίαν Εικόνα και την Βιβλιοθήκην· τόσον δε εκάη η Εκκλησία του καθολικού, ώστε δεν έμεινεν εις αυτήν ούτε ξύλον, ούτε βιβλίον, ούτε άλλο τίποτε, πλην πέτραι μόνον. Όταν δε κατέπαυσε το πυρ (ω του θαύματος!), βλέπουν την αγίαν Εικόνα και έστεκεν επάνω εις την αγίαν Τράπεζαν του έσωθεν αυτής Παρεκκλησίου, χωρίς να βλαφθή τελείως από το πυρ. Όθεν εδόξασαν τον Θεόν και την Δέσποιναν Θεοτόκον, διότι εφύλαξεν αβλαβή την αγίαν της Εικόνα και το Παρεκκλήσιόν της. Την πυρκαϊάν δε ταύτην την μαρτυρεί και το ιερώτατον αυτό σπήλαιον, το οποίον στέκεται καταμαυρισμένον από το πυρ έως σήμερον. Ακούσατε δε και έτερον θαυμάσιον. Άνωθεν του τρούλλου της Εκκλησίας ταύτης ήτο πέτρα μεγαλωτάτη, κολλημένη ως ένα σώμα με το σπήλαιον, την οποίαν εσκέπαζεν ένας μεγάλος κισσός, όστις ήτο εκεί και την είχε περιπεπλεγμένην, ύστερον δε ο μεν κισσός εξηράνθη, η δε πέτρα έμεινε γυμνή. Μετά ταύτα έγινεν ένας σεισμός, και τότε ήνοιξε η πέτρα εκείνη, και ήτο ετοίμη να πέση και να χαλάση όλην την Εκκλησίαν. Βλέποντες δε οι πατέρες της Μονής τον τοιούτον κίνδυνον της Εκκλησίας, και μη δυνάμενοι να ποιήσωσιν άλλο τι, έψαλαν Παράκλησιν εις την Παναγίαν με πίστιν και ζέσιν καρδίας, ούτω δε έρριψαν όλην των την ελπίδα εις την Θεοτόκον και εκοιμήθησαν· το δε πρωϊ (ω των θαυμασίων σου, Δέσποινα!) βλέπουσι την πέτραν εκείνην ερριμμένην κάυωθεν της Εκκλησίας εκεί όπου οι τάφοι των Ιερομονάχων, χωρίς να εγγίξη τελείως εις τον Ναόν, εδόξασαν δε τότε τον Θεόν και την Πανάχραντον Θεοτόκον· ο δε τόπος εκείνος του σπηλαίου, όστις είχε την πέτραν, μόνος του φωνάζει και κηρύττει το θαύμα τούτο εις τους ορώντας έως την σήμερον. Τα δύο ταύτα θαυμάσια είναι παλαιότατα· ανεκαινίσθη δε το πυρποληθέν Καθολικόν από κτίσεως κόσμου εν 7095 ήτοι εν έτει 1587 κατά δε το 1754 έτος από Χριστού αύθις ανεκαινίσθη υπό του τότε Ηγουμένου Πελαγίου. Αλλ’ ας έλθωμεν και εις έτερον θαυμάσιον. Εις το δεξιόν μέρος της Εκκλησίας υπάρχει χάος φοβερώτατον, το οποίον καταλήγει κάτωθεν εις βαθύτατον λάκκον, εις αυτό δε το χάος όχι μόνον να πέση τις δεν μένει πλέον εις αυτόν ούτε σώμα, ούτε πνεύμα, αλλά και να πλησιάση και να ατενίση μόνον τα κάτωθεν, δεν υποφέρει τον φόβον και φεύγει οπίσω όλως έντρομος. Μίαν φοράν λοιπόν, κατά την ημέραν, κατά την οποίαν γίνεται Σύναξις της αυτής Μονής, έτυχε να στέκη εκεί πλησίον γυνή τις Ιερέως, ήτις εβαστούσε και το μικρόν της βρέφος εις τας χείρας· από δε το πλήθος του λαού εμποδισθείσα εκρημνίσθη εις εκείνο το θανατηφόρον χάος ομού με το βρέφος, και κατήντησεν έως κάτω εις τον λάκκον. Ως είδε δε ο λαός τούτο, άπαντες ελυπήθησαν, έπειτα έτρεξαν από άλλο μέρος οι συγγενείς της γυναικός, και εις Ιερομόναχος, δια να εύρουν καν τα λείψανα της τε γυναικός και του παιδίου να τα κηδεύσουν ως έπρεπεν. Αλλά (ευχαριστούμεν σε, Θεοτόκε), ως ήλθαν εις τον λάκκον (ω του θαύματος!) βλέπουσιν την νομιζομένην νεκράν καθημένην επάνω εις μίαν πέτραν και θηλάζουσαν το βρέφος αυτής, χωρίς να έχη υποστή ούτε παραμικράν βλάβην ούτε αυτή ούτε το βρέφος. Παραλαβόντες όθεν αυτήν ήλθον επάνω εις την Μονήν· ερωτωμένη δε πως εφυλάχθη αβλαβής, έλεγεν· «Ως έπεσα κάτω εις τον κρημνόν, άλλο δεν επρόφθασα να είπω, ειμί τούτο: «Παναγία μου Προυσιώτισσα, βοήθησόν μοι». Η δε Κυρία Θεοτόκος με εφύλαξε, καθώς βλέπετε, και εμέ και το τέκνον μου». Αναρίθμητα, ποικίλα και καταπληκτικά είναι τα θαύματα τα οποία έκαμε και εξακολουθεί καθημερινώς να κάμνη η Παναγία Προυσιώτισσα εις όσους με πίστιν και ευλάβειαν προστρέχουν να την προσκυνήσουν και εις όσους μεταφέρουν τον νουν των εις Αυτήν, όπου της γης και αν ευρίσκωνται. Εις Αυτήν όθεν ας προσφεύγωμεν πάντες οι εν ανάγκαις, ότι αυτή ως Μήτηρ Θεού δύναται όσα θέλει και βούλεται. Αυτής αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) του Αυγούστου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Επισκόπου Λουγδούνου.

Δημοσίευση από silver »

Ειρηναίος ο ένδοξος Ιερομάρτυς, έτερος ούτος ων του ανωτέρω, ήκμασε κατά τους χρόνους Μάρκου Αυρηλίου, του και Αντωνίου καλουμένου και φιλοσόφου, εν έτει ρξ΄ (160), ήτο δε εκ των παλαιών ανδρών, διάδοχος των μακαρίων Αποστόλων και Επίσκοπος χρηματίσας της εν Γαλλία πόλεως Λουγδούνου, της σήμερον ονομαζομένης Λυώνος. Ούτος, καθ’ α λέγουσι, συνέγραψε πλείστα συγράμματα, βεβαιούντα την των Χριστιανών ορθήν πίστιν, εξ ων οι μεταγενέστεροι θείοι Πατέρες ηρανίσθησαν πολλάς ερμηνείας των θείων Γραφών. Διαδεχθείς εις την Επισκοπήν Λουγδούνου τον Ποθεινόν, όστις εμαρτύρησεν υπέρ Χριστού, ελύτρωσε πολλούς Έλληνας από της πλάνης των ειδώλων δια των λόγων και της διδασκαλίας του· όχι δε μόνον τούτο, αλλά και πολλούς Μάρτυρας προσήγαγεν εις τον Χριστόν αθλήσαντας δια το όνομά του. Τέλος αποκεφαλισθείς και αυτός υπό του Σεβήρου, εν έτει σβ΄ (202), έτυχε του στεφάνου της αθλήσεως.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΔ΄ (24η) του Αυγούστου, ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος ΚΟΣΜΑΣ, ο εν Αλβανία μαρτυρήσας κα

Δημοσίευση από silver »

Τη ΚΔ΄ (24η) του Αυγούστου, ο Άγιος Νέος Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος ΚΟΣΜΑΣ, ο εν Αλβανία μαρτυρήσας κατά το έτος αψοθ΄ (1779) αγχόνη τελειούται.

Κοσμάς ο Άγιος Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος, ο αληθώς άνθρωπος του Θεού, διδάσκαλος και κήρυξ του θείου Ευαγγελίου, κατήγετο από το μικρόν χωρίον της Αιτωλίας το ονομαζόμενον Μέγα Δένδρον. Ήτο υιός γονέων ευσεβών, παρά των οποίων ανετράφη και εξεπαιδεύθη εις τα γράμματα εν νουθεσία Κυρίου, κατά τον θείον Απόστολον. Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν περίπου είκοσιν ετών, ήρχισε να διδάσκεται από τον Ιεροδιάκονον Ανανίαν, τον καλούμενον Δερβισάνον. Επειδή όμως κατά τους χρόνους εκείνους ήρχισε να ακμάζη και να φημίζεται μεγάλως και το σχολείον του Βατοπαιδίου εις το Άγιον Όρος, μετέβη εκεί, ίνα φοιτήση εις τούτο με άλλους αρκετούς συμπατριώτας του. Εκεί συνεπλήρωσε την μάθησιν υπό διδάσκαλον τον Παναγιώτην Παλαμάν. Μετά δε ταύτα εδιδάχθη και την Λογικήν από τον εκ Μετσόβου διδάσκαλον Νικόλαον Τζαρτζούλιον, όστις ήτο εκεί σχολάρχης μετά τον σοφώτατον Ευγένιον. Ήτο δε ούτος ο Ιερομάρτυς Κοσμάς ακόμη τότε λαϊκός, καλούμενος Κώνστας. Αλλά αν και το σχήμα των λαϊκών έφερεν, εφαίνετο σεμνός, ως να έφερε το μοναχικόν σχήμα και κατά πάντα τρόπον ηγωνίζετο και ήσκει εαυτόν έως της τελειότητος. Επειδή δε κακή τη τύχη η σχολή εκείνη ηρημώθη, αναχωρησάντων των διδασκάλων, τότε και ο καλός και ενάρετος Κώνστας μετέβη εις την Ιεράν Μονήν του Φιλοθέου. Εκεί κατά πρώτον εκάρη Μοναχός λαβών το όνομα Κοσμάς, υπετάγη δε εις την άσκησιν και τους βαρυτάτους κόπους της μοναχικής πολιτείας μετά πάσης προθυμίας. Μετά δε ταύτα, εχούσης της Μονής ταύτης την ανάγκην εφημερίου, υπακούσας εις την σφοδράν προτροπήν των πατέρων και τας παρακλήσεις αυτών, εχειροτονήθη ιερομόναχος. Εξ αρχής δε ο μακάριος ούτος ανήρ, και έτι κοσμικός ων, πόθον είχε πολύν να ωφελήση τους αδελφούς Χριστιανούς με εκείνα τα οποία εδιδάχθη και έμαθε. Διο πολλάκις έλεγεν, ότι οι αδελφοί μας Χριστιανοί μεγάλην έχουσιν ανάγκην από λόγον Θεού. Και ότι χρέος βαρύτατον έχουν εκείνοι, οίτινες σπουδάζουν, να μη προστρέχουν εις τα παλάτια των αρχόντων και τας αυλάς των μεγιστάνων δια να αποκτήσωσι πλούτον και αξιώματα, αλλά πρωτίστως να διδάσκωσι τας χριστιανικάς αληθείας εις τους απλοϊκούς ανθρώπους, οίτινες ζώσιν εις την απαιδευσίαν και την άγνοιαν, δια να αποκτήσουν ούτω μισθόν ουράνιον και αμάραντον δόξαν. Αλλά αν και ο μακάριος Κοσμάς τοιαύτα επόθει και ζήλος πολύς εθέρμαινε την ιεράν αυτού καρδίαν, ίνα ωφελήση τους πολλούς, όμως, συλλογιζόμενος το πόσον είναι μέγα και δύσκολον το έργον του Αποστολικού κηρύγματος, ως ταπεινόφρων και μέτριος δεν ετόλμησε μόνος να αναλάβη το τοιούτον βαρύτατον έργον χωρίς να έχη την συγκατέθεσιν της θείας βουλήσεως. Όθεν, θέλων να δοκιμάση αν είναι τούτο θέλημα Θεού, ήνοιξε την Θείαν Γραφήν. Και, ω του θαύματος! Εύρεν ευθύς ενώπιόν του τον λόγον του Αποστόλου, λέγοντος: «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά και το του ετέρου έκαστος» (Α΄ Κορ. ι:24). Ήτοι ας μη ζητή τις μόνον το ιδικόν του συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του. Φωτισθείς όθεν εκ τούτου και αποκαλύψας τον σκοπόν του και προς τους άλλους πνευματικούς πατέρας και λαβών παρ’ αυτών συγχώρησιν, ανεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα συναντήση εκεί και τον αυτάδελφόν του διδάσκαλον Χρύσανθον. Ούτος εδίδαξεν εις τον μακάριον Κοσμάν και ολίγην ρητορικήν τέχνην, ίνα ομιλή με ποιάν τινα μέθοδον. Αποκαλύψας όθεν τον λογισμόν του και εις τους εκεί ευλαβεστάτους Αρχιερείς και διδασκάλους και ευρών πάντας αυτούς παρακινούντας τούτον συμφώνως προς το θείον τούτο έργον, έλαβεν έγγραφον προς τούτο άδειαν παρά του τότε πατριαρχεύοντος Σεραφείμ του εκ Δελβίνου. Ούτως ο μακάριος ούτος Ιερομάρτυς Κοσμάς ήρχισε να κηρύττη το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών κατ’ αρχήν μεν εις τας εκκλησίας και τα χωρία της Κωνσταντινουπόλεως, εκείθεν δε μετέβη εις Ναύπακτον, Βραχώρι, Μεσολόγγιον και άλλους τόπους και πάλιν επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν. Όπου και συμβουλευθείς τον τότε Πατριάρχην Σωφρόνιον και λαβών παρ’ αυτού νέαν άδειαν και ευλογίαν ήρχισε και πάλιν να κηρύττη τον λόγον του Ευαγγελίου με περισσοτέραν θερμότητα και ζήλον. Περιελθών, όθεν, άπαντα σχεδόν τα Δουκάνησα και διδάξας τους Χριστιανούς να μετανοούν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας, επέστρεψεν εκείθεν εις το Άγιον Όρος. Ήτο δε τότε το έτος 1775. Αφού δε περιήλθεν όλας τας εκεί Μονάς και Σκήτας και εδίδαξε τους εις αυτάς ασκουμένους πατέρας, παρέμεινεν εκεί ολίγον καιρόν αναγιγνώσκων τα θεία βιβλία. Μη δυνάμενος δε ο Άγιος να παραμείνη περισσότερον εξ αιτίας της αγάπης, ήτις εθέρμαινε την καρδίαν του δια την ωφέλειαν των Χριστιανών, καθώς πολλάκις ο ίδιος έλεγε τούτο εις τους πατέρας, ανεχώρησεν από το Άγιον Όρος και εκκινήσας από τα έξω του Όρους χωρία, έφθασε κηρύττων εις την Θεσσαλονίκην, την Βέροιαν και εις ολόκληρον σχεδόν την Μακεδονίαν. Επροχώρησε δε έως τα μέρη της Χειμάρρας, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας και έως και αυτής της Άρτης και της Πρεβέζης. Εκείθεν δε έπλευσεν εις την Αγίαν Μαύραν και εις την Κεφαλληνίαν. Οπόθεν δε και αν διήρχετο ή όπου μετέβαινεν, εγίνετο μεγάλη σύναξις των Χριστιανών, οίτινες ήκουον μετά κατανύξεως και ευλαβείας την χάριν και την γλυκύτητα των λόγων του και ακολούθως εγένετο συνομιλία, εκ της οποίας επήρχετο μεγάλη η ωφέλεια των ψυχών. Ήτο δε η διδασκαλία αυτού, καθώς ημείς αυτήκοοι εγενόμεθα, απλουστάτη, ως εκείνη των αλιέων· ήτο γαλήνιος και ήσυχος και εφαίνετο πλήρης της χάριτος, της ιλαρότητος και της ενθέου γλυκύτητος του Αγίου Πνεύματος. Μάλιστα δε εις την Κεφαλληνίαν μέγαν καρπόν ψυχικής ωφελείας απέδωσεν ο ιερός ούτος διδάσκαλος με τον σπόρον της θείας διδασκαλίας του. Αλλά και ο Θεός, ο τα πάντα κυβερνών και οικονομών, συνήργει άνωθεν και εβεβαίωνε τους λόγους του Αγίου Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, με τα ακόλουθα σημεία και θαύματα, καθώς άλλοτε δια των τοιούτων θαυμάτων εβεβαίου το κήρυγμα των θείων αυτού Αποστόλων. Ούτω εις την νήσον ταύτην έζη πτωχός τις ράπτης, όστις είχε την δεξιάν του χείρα από χρόνων πολλών ακίνητον και άχρηστον. Ούτος όθεν, καταφυγών εις τον Άγιον, παρεκάλει να τον ιατρεύση. Ο Άγιος τότε παρεκίνησεν αυτόν να προστρέξη με ευλάβειαν εις την διδασκαλίαν του και ο Θεός θέλει τον ευσπλαγχνισθή. Υπήκουσεν ο πτωχός ράπτης και αφού ήκουσεν ευλαβώς της διδασκαλίας αυτού, ω του θαύματος! Την επομένην ημέραν ιατρεύθη τελείως. Άλλος πάλιν παράλυτος, μαθών τούτο το παράδοξον, παρεκάλει και τον μετέφερον επί της κλίνης του, κατά την ώραν της διδασκαλίας του Αγίου. Και ούτος, ω του θαύματος! Μετ’ ολίγας ημέρας ιάθη τελείως και εδόξαζε τον Θεόν και ηυχαρίστει τον Άγιον. Εις το κάστρον της Άσσου διέμενεν εις ευγενής, όστις είχε δεινήν ασθένειαν των ώτων και επί πολλούς χρόνους ήτο τελείως κωφός. Ούτος μεταβαίνων με ευλάβειαν και πίστιν εκεί όπου εδίδασκεν ο Άγιος, ήρχισεν ευθύς να ακούη, ιαθείς τελείως. Εις την Κεφαλληνίαν υπάρχει χωρίον, ονομαζόμενον Κουρουνός. Εκ του χωρίου τούτου διερχόμενος ο Άγιος εν καιρώ θέρους, εδίψασε και εζήτησεν ύδωρ δια να πίη από εν ξηροπήγαδον. Οι άνθρωποι είπον εις τον Άγιον ότι δεν ήτο εύκολον, διότι το ξηροπήγαδον δεν είχεν ύδωρ. Αλλά δια να κάμουν υπακοήν, ανέσυραν από το βάθος του πηγαδίου ύδωρ γεμάτον λάσπην. Και ευθύς ως ο Άγιος έφερε τούτο εις το στόμα του και έπιεν ολίγον, ευθύς το ξηροπήγαδον τούτο παραδόξως ανέβλυσεν ύδωρ καθαρόν και άφθονον και έκτοτε είναι πάντοτε πλήρες καθ’ όλον τον χρόνον και ιαματικόν δια ασθενείας. Εξ αιτίας του πλήθους του λαού, το οποίον συνηθροίζετο κατά τας διδασκαλίας του Αγίου, ουδεμία Εκκλησία εχώρει και ούτω εξ ανάγκης εδίδασκεν εις τας πεδιάδας. Εις τον τόπον λοιπόν όπου έμελλε να διδάξη, έλεγε πρώτον και κατεσκεύαζαν ένα μεγάλον ξύλινον Σταυρόν. Κατόπιν ακουμβούσεν επί του στηθέντος Σταυρού το σκαμνίον, το οποίον, ως λέγουσιν, κατεσκεύασε δι’ αυτόν, ως θρονίον, ο Κουρτ πασάς, επί του οποίου ανερχόμενος εδίδασκεν. Και μετά το πέρας της διδασκαλίας το μεν σκαμνίον διέλυε και το έφερε μεθ’ εαυτού, όπου και αν μετέβαινεν, ο δε Σταυρός έμενεν εκεί εις παντοτεινήν ενθύμησιν του κηρύγματός του. Και εις τους τόπους, όπου ήσαν στημένοι οι Σταυροί, ο Θεός ενήργει πολλά θαύματα. Ούτω εις το μέσον της αγοράς του Αργοστολίου, πόλεως της Κεφαλληνίας, όπου ο Άγιος έστησεν ένα τοιούτον Σταυρόν, ανέβλυσεν ύδωρ θαυμάσιον και άφθονον, το οποίον εξακολουθεί να φαίνεται έως την σήμερον, χωρίς ποτέ να ολιγοστεύη. Από της Κεφαλληνίας ο Άγιος έπλευσεν εις την Ζάκυνθον, συνοδευόμενος από δέκα καϊκια, πλήρη ευλαβών Κεφαλλήνων. Και αφού εδίδαξεν εκεί έως ολίγον, δεν ηυτύχησεν ο ευλογημένος. Όθεν επέστρεψε πάλιν εις την Κεφαλληνίαν και εκείθεν μετέβη εις Κορυφούς, όπου εδεξιώθησαν αυτόν πανδήμως και μάλιστα ο ηγεμών. Επειδή όμως πλήθος πολύ συνηθροίσθη εκ των χωρίων, ίνα ακούσουν την διδασκαλίαν του Αγίου, οι της πόλεως προεστώτες, τον φθόνον φοβούμενοι, παρεκάλεσαν τον Άγιον να αναχωρήση το ταχύτερον. Και ούτω ο ενάρετος και ευλογημένος Άγιος Κοσμάς, ίνα μη γίνη αίτιος σκανδάλων και ταραχών, αναχωρήσας εκείθεν μετέβη εις το αντίκρυ της Κερκύρας μέρος της Στερεάς, ήτοι της Αλβανίας, ονομαζόμενον Άγιοι Σαράντα. Εκεί εδίδασκε τους Χριστιανούς περιπατών και διερχόμενος από τας βαρβάρους εκείνας επαρχίας, όπου εκινδύνευε να απολεσθή τελείως η ευσέβεια και η χριστιανική ζωή ένεκα της αμαθείας, εις την οποίαν ευρίσκοντο οι εκεί Χριστιανοί, αλλά και από τα πολλά κακά τα οποία είχον καταπνίξει τούτους, ήτοι φόνους, κλοπάς και άλλας μυρίας παρανομίας, τόσον ώστε παρ’ ολίγον να ήσαν χειρότεροι κατά τας κακίας και τα αμαρτήματα από τους ασεβείς. Και εις τούτων των Χριστιανών τας διεφθαρμένας και εξηγριωμένας καρδίας εμφυτεύσας τον σπόρον του θείου λόγου ο ιερός Κοσμάς, κατώρθωσε, συνεργούσης της θείας χάριτος, να επιτύχη καρπόν αγλαόν. Διότι τους αγρίους αυτούς ημέρευσε, τους ληστάς κατεπράϋνε, τους ασπλάγχνους και ανελεήμονας ανέδειξεν ευσπλάγχνους και ελεήμονας, τους ανευλαβείς μετέφερεν εις την ευσέβειαν, τους αμαθείς και αγροίκους εμόρφωσεν εις τα θεία γράμματα και ενουθέτησε να προσέρχωνται εις τας ιεράς Ακολουθίας και άπαντας εν γένει τους αμαρτωλούς επέστρεψεν εις βαθείαν μετάνοιαν και τελειοποίησιν, εις σημείον ώστε άπαντες οι Χριστιανοί έλεγον, ότι εις τον καιρόν των ανεφάνη εις νέος Απόστολος. Παντού δε οπόθεν διήλθεν ίδρυσε σχολεία δια του μέσου της διδασκαλίας αυτού, τόσον ανώτερα όσον και κοινά, ίνα φοιτούν εις αυτά τα παιδία και μανθάνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα και εκ τούτων να εδραιώνωνται εις την πίστιν και την ευσέβειαν, ως και να καθοδηγούνται εις την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν. Κατέπεισε δε τους πλουσίους και ηγόρασαν υπέρ τας τέσσαρας χιλιάδας χαλκίνας κολυμβήθρας και αφιέρωσε ταύτας εις τας Εκκλησίας εις μνημόσυνόν των, ίνα βαπτίζωνται κατά τον τύπον του Μυστηρίου τα παιδιά των Χριστιανών. Ομοίως κατέπεισε τους έχοντας τα μέσα και ηγόρασαν βιβλία Πατερικά και τοιαύτα με χριστιανικάς διδασκαλίας, κομβοσχοίνια, μικρούς σταυρούς, καλύμματα της κεφαλής και κτένια, εκ των οποίων τα μεν βιβλία διένειμεν εις εκείνους, οίτινες επεθύμουν την μάθησιν, τα δε καλύμματα, υπέρ τας τεσσαράκοντα χιλιάδας, εις τας γυναίκας, ίνα σκεπάζουν την κεφαλήν των και τα κτένια εις εκείνους, οίτινες υπέσχοντο να αφήσουν το γένειον και να διάγωσι βίον ενάρετον και χριστιανικόν. Τα δε κομβοσχοίνια και σταυρίδια διένειμεν εις τον πολύν λαόν δια να συγχωρώσι τους αγοράσαντας. Είτα δε ο Άγιος μεθ’ εαυτού τεσσαράκοντα έως πεντήκοντα Ιερείς, οίτινες ηκολούθουν αυτόν και όταν έφθανεν εις τινα τόπον παρήγγελλε κατά πρώτον εις τους Χριστιανούς να εξομολογηθούν, να νηστεύουν και να τελούν αγρυπνίαν με μεγάλην λαμπρότητα και φωτοχυσίαν. Διότι είχεν επίτηδες κατεσκευασμένα ξύλινα μανουάλια, χωρούντα έκαστον εκατόν κηρία και κατόπιν διένειμε δωρεάν εις άπαντας κηρία. Μεθ’ ο παρήγγελλεν εις τους Ιερείς και ανεγίγνωσκον το Άγιον Ευχέλαιον και εχρίοντο πάντες οι Χριστιανοί, εις το τέλος δε έκαμνε διδασκαλίαν. Επειδή δε ηκολούθουν τον Άγιον λαός πολύς, έως και δύο και τρεις χιλιάδες ψυχών, επρόσταζεν αφ’ εσπέρας και ητοίμαζον σάκκους πλήρεις άρτου και μεγάλας χύτρας με εβρασμένον σίτον και μετέφερον ταύτα εις τον δρόμον, οπόθεν ήθελε διέλθει το πλήθος των ανθρώπων και εκείθεν έτρωγον πάντες και συνεχώρουν ζώντας και τεθνεώτας. Ενήργησε δε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, και εκεί εις την Αλβανίαν, καθώς και εις άλλους τόπους, τοιαύτα θαυμάσια. Τούρκος τις αξιωματικός, παρακινούμενος υπό Εβραίων ή ομοφύλων του, ή υπό του διαβόλου, τόσον μίσος ησθάνθη κατά του Αγίου, ώστε μίαν ημέραν ίππευσε τον ίππον του και έτρεχεν ίνα προλάβη τον Άγιον και τον κακοποιήση. Αλλά ο ίππος καλπάζων έρριψε τούτον χαμαί, εξ ου και συνετρίβη ο δεξιός του πους. Επιστρέψας δε κακήν κακώς εις την οικίαν του, εύρε τον υιόν του νεκρόν. Μετανοήσας όθεν πικρώς έγραψεν επιστολήν εις τον Άγιον εις την οποίαν ωμολόγει το σφάλμα του και εζήτει παρ’ αυτού συγχώρησιν. Οι πρώτοι αγάδες των Φιλιατών, εκ της μεγάλης φήμης του Αγίου υποκινούμενοι, μετέβησαν ίνα ίδουν αυτόν και ακούσουν την διδασκαλίαν του. Επειδή δε ήτο καιρός του θέρους, εκοιμήθησαν έξω εις τον κάμπον. Και περί το μεσονύκτιον είδον φως λαμπρότατον, ουράνιον, ως νέφος, το οποίον εσκέπασε τον τόπον εκείνον όπου εκάθητο ο Άγιος, σημείον το οποίον διηγήθησαν εις τους Χριστιανούς. Όθεν το πρωϊ εζήτησαν από τον Άγιον να δώση εις αυτούς την ευχήν του από την καρδίαν του και όχι μόνον από τα χείλη του. Άλλος Τούρκος αξιωματικός εκ Καβαϊας υπέφερεν από δεινήν ασθένειαν, εκ της οποίας δεν ηδύνατο να ουρήση. Ούτος μαθών τα υπό του Αγίου τελούμενα θαυμάσια έστειλε προς αυτόν τον υπηρέτην του, παρακαλών όπως ο Άγιος τον επισκεφθή, ίνα, τη τούτου μεσιτεία, ο Θεός τον ιατρεύση. Αλλ’ ο Άγιος δεν ηθέλησε να μεταβή, ονομάζων εαυτόν αμαρτωλόν. Ο Τούρκος όμως και πάλιν απέστειλε τον υπηρέτην του με έν αγγείον πλήρες ύδατος, παρακαλών τον Άγιον να ευλογήση το ύδωρ. Τότε ο Άγιος, βλέπων την μεγάλην του Τούρκου ευλάβειαν, διεμήνυσεν εις αυτόν να υπακούση εις δύο συμβουλάς του: Να μη πίνη ρακί και να διανείμη το δέκατον του πλούτου του εις τους πτωχούς. Αφού δε ο Τούρκος υπεσχέθη ότι θα πράξη ταύτα, ο Άγιος ηυλόγησε το ύδωρ, το οποίον πίνων ο ασθενών ιατρεύθη τελείως εις τέσσαρας ημέρας. Όθεν έκτοτε έκαμνε μεγάλας ελεημοσύνας εις τους πτωχούς. Προς το Φανάρι, εις τόπον λεγόμενον Λυκουρίσι, ο Τούρκος εξουσιαστής ιδών τον Σταυρόν, τον οποίον αφήκεν εκεί ο Άγιος, όταν εδίδαξεν, ως προείπομεν, ανέσυρεν αυτόν και τον μετέφερεν εις την οικίαν του με σκοπόν να υποστηλώση τον ξύλινον σκελετόν της κλίνης του, που είχεν εις το φυλάκιον του αγρού του. Αλλ’ ευθύς ως ανέσυρε τον Σταυρόν, ω του θαύματος! Εγένετο ωσάν φοβερός σεισμός και ο εξουσιαστής, μη δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, έπεσε κατά γης κυλιόμενος επί ώραν πολλήν, αφρίζων και τρίζων τους οδόντας ως δαιμονιζόμενος. Μετά δε ώραν πολλήν ανεσηκώθη από δύο Τούρκους εκείθεν διερχομένους, και αφού συνήλθεν ηννόησεν, ότι τούτο το σημείον ήτο οργή Θεού δια την αφροσύνην του να εκριζώση τον Σταυρόν. Ευθύς τότε μετέβη μόνος του και εστερέωσε και πάλιν τον Τίμιον Σταυρόν εις τον τόπον όπου ευρίσκετο πρότερον, καθ’ εκάστην δε μετέβαινεν και ησπάζετο αυτόν με βαθείαν ευλάβειαν. Όταν δε αργότερον ο Άγιος διήλθε και πάλιν εκείθεν, έτρεξεν ούτος ο Τούρκος και προσεκύνησεν αυτόν, διηγούμενος δε το θαύμα παρουσία πάντων εζήτει ταπεινώς συγχώρησιν. Ο Άγιος ήλεγχε τας γυναίκας εκείνας που φέρουν στολίδια και επιτηδεύονται εις το να επιδεικνύωνται, συν τω χρόνω δε κατέπεισε ταύτας δια των διδασκαλιών του να απορρίψουν ταύτα και να σωφρονούν, τόσον ώστε μερικαί εξ αυτών εφόρουν πλέον μελανά ενδύματα. Όμως γυνή τις πλουσία εις την Κόριτζαν είχε παιδίον του οποίου την κεφαλήν εστόλιζε με πολλά φλωριά και άλλα περιττά κοσμήματα. Την γυναίκα ταύτην πολλάκις συνεβούλευσεν ο Άγιος να διαμοιράση ταύτα εις τα πτωχά παιδιά, εάν θέλη να ζήση το τέκνον της. Αλλ’ εκείνη δεν υπήκουσεν εις την τοιαύτην συμβουλήν, ότε ο Άγιος είπεν εις αυτήν, ότι εάν δεν παύση να στολίζη το τέκνον της με αυτά τα περιττά και ανόητα πράγματα, θέλει στερηθή τούτο ταχέως. Και επειδή και εις την τοιαύτην συμβουλήν εκείνη δεν συνεμορφώθη, την επομένην ημέραν εύρε το τέκνον της νεκρόν εις την κλίνην του. Και τότε εγνώρισεν, ότι δια την απείθειάν της ο Θεός την ετιμώρησεν. Εκεί οπόθεν διήρχετο ο Άγιος εδίδασκε τους Χριστιανούς να μη κάμνουν εμπόριον την Κυριακήν, ούτε άλλας εργασίας, αλλά να προσέρχωνται προθύμως εις τας Εκκλησίας δια να ακούουν τας ιεράς Ακολουθίας και τους θείους λόγους. Πλην όμως πολλοί, παρακούσαντες εις την τοιαύτην του Αγίου συμβουλήν, ετιμωρήθησαν παρά Θεού με διαφόρους τιμωρίας. Ούτω, εις τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες, έως μιας ώρας απόστασιν από της Άρτης, πραγματευτής τις, όστις παρήκουσε και ετόλμησε να εμπορευθή Κυριακήν, έπαθε την χείραν του, ήτις εξηράνθη και έμεινε παράλυτος. Σπεύσας δε προς τον Άγιον και ζητήσας συγχώρησιν δια την αμαρτίαν, έτυχε ταύτης και μετ’ ολίγας ημέρας η χειρ του ιατρεύθη. Ομοίως και εις την Πάργαν καταστηματάρχης τις, θελήσας να πωλήση μερικόν εμπόρευμα την Κυριακήν, έπαθε παράλυσιν της χειρός του, αφού δε ωμολόγησε την αμαρτίαν του ενώπιον του Αγίου, είδε την ποθουμένην της χειρός του ίασιν. Εις το Ξηρόμερον μία γυνή εζύμωσε την Κυριακήν. Αφού δε εξήγαγεν από τον φούρνον της εψημένους τους άρτους είδε τούτους ερυθρούς, ωσάν να τους είχε ζυμώσει με αίμα. Όθεν προσδραμούσα εις τον Άγιον και πεσούσα προ των ποδών αυτού έλαβε την συγχώρησιν, και έκτοτε δεν ειργάζετο πλέον ημέραν Κυριακήν. Εις άλλα δε μέρη, όπου δεν εδόθη ο πρέπων σεβασμός εις την τοιαύτην εντολήν του Αγίου, πολλά σημεία εγένοντο. Και βους έθανε τινός παρακούσαντος και ημίονος άλλου τινός και έτερος εδαιμονίσθη, άλλος δε εύρε το τέκνον του νεκρόν. Εις χωρίον της Καστοριάς, ονομαζόμενον Σέλτζα, μία γυνή, τρέφουσα ευλάβειαν προς τον Άγιον, έλαβε το ύδωρ δια του οποίου ένιψε ποτε το πρόσωπόν του ο Άγιος και διεφύλαξεν αυτό εντός υαλίνου δοχείου. Και ω του θαύματος! Επ’ αυτού του ύδατος εφύτρωσεν εν χόρτον με δύο μόνον φύλλα, το οποίον ηυξήθη και ηπλώθη εις όλην την επιφάνειαν του ύδατος τούτου χωρίς να έχη ρίζαν. Και το χρώμα αυτού ουδόλως ήλλαξεν, αλλ’ έμεινε δροσερόν επί ένα ολόκληρον χρόνον, πάντες δε όσοι το έβλεπον, εθαύμαζον. Και το ύδωρ πολλούς ασθενείς εθεράπευσεν, όπως έλεγεν η γυνή αύτη. Τοιαύτα και άλλα πάμπολλα θαυμάσια ενήργησε ο Θεός δια του Αγίου αυτού Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, όστις κατά τους τότε καιρούς της ζοφεράς του Έθνους δουλείας περιώδευεν απανταχού της Ελλάδος στηρίζων τους Χριστιανούς εις την Ορθόδοξον πίστιν, ώστε και η ιδέα της ελευθέρας πατρίδος να αναθερμαίνεται. Έλεγε δε πολλάκις ο Άγιος εις τας διδασκαλίας του, ότι προσεκλήθη δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου από τον ίδιον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και ότι δια την αγάπην του προς αυτόν μέλλει να χύση το αίμα του. Η δε πρόρρησίς του αύτη επραγματοποιήθη ως ακολούθως. Ο αποστολικός ούτος διδάσκαλος ποτέ δεν ήνοιξε το στόμα αυτού δια να είπη λόγον εναντίον των Εβραίων, ούτε εις την Θεσσαλονίκην, ούτε εις την Καστοριάν, ούτε εις τα Ιωάννινα ούτε εις άλλον τόπον όπου ήσαν Εβραίοι, μόνον δε τους Χριστιανούς εδίδασκε να πολιτεύωνται ως Χριστιανοί, να καλλιεργούν τας κατά Χριστόν αρετάς, να φυλάττουν προ παντός την αλήθειαν και να έχουν εμπιστοσύνην εις τους ηγήτορας τους οποίους έδωκεν ο Θεός. Καθώς και αυτοί οι Αλβανοί παρακολουθούντες τας διδαχάς του έξω εις τας πεδιάδας όπου εδίδασκε, τον ήκουον να λέγη ταύτα και τον εκήρυττον ως άνθρωπον του Θεού, τόσον ώστε και αυτός ο Κουρτ πασάς, ακούων της καλής του Αγίου φήμης, επρόσταξε και ήλθεν ο Άγιος ενώπιόν του. Τόσον δε ήρεσεν εις τον πασάν η ομιλία του Αγίου, ώστε και το θρονίον εκείνο, ως προείπομεν, εδώρησεν εις τον Άγιον, δια να ανέρχεται υψηλά και από ύψους να διδάσκει και ενέδυσε τούτο με βαρύ βελούδινον ύφασμα. Όμως το μισόχριστον γένος των Εβραίων, καθώς εις τους παρελθόντας καιρούς έδειξε πάντοτε πάσαν κακίαν κατά των Χριστιανών, ούτω και τώρα, δεν ηνείχοντο να κηρύττεται η πίστις και το θείον Ευαγγέλιον του Ιησού Χριστού, και τινες Εβραίοι των Ιωαννίνων είπον εις τον πασάν, ότι ο ιερός ούτος Κοσμάς ήτο απεσταλμένος από τους Μοσκόβους δια να πείση τους υποδούλους Έλληνας να φεύγουν εις την Μοσχοβίαν. Αλλά η θεία Πρόνοια διεφύλαξε τότε τον Άγιον από την επικίνδυνον ταύτην επιβουλήν, όμως μεγάλη χρηματική ζημία εγένετο εις τους Χριστιανούς. Εκ του γεγονότος τούτου όθεν ο ιερός Κοσμάς ήρχισε να στηλιτεύη την πονηρίαν και το αδιάλλακτον μίσος των Εβραίων κατά των Χριστιανών. Και επειδή απεδείχθη ότι η κατηγορία αύτη ήτο πλαστή και συκοφαντία, μετέβη και πάλιν ο Άγιος εις Ιωάννινα. Και κατά πρώτον έπεισε τους Χριστιανούς να μεταφέρουν την λαϊκήν αγοράν από της Κυριακής εις το Σάββατον, πράγμα όπερ επροξένησεν εις τους Εβραίους μεγάλην ζημίαν. Κατόπιν εκήρυξε τούτους ως φανερούς εχθρούς των Χριστιανών και ότι είναι έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν να προξενήσουν κάθε κακόν εις αυτούς. Θέλων δε ο Άγιος να αφήσουν οι Χριστιανοί την συνήθειαν να φέρουν εις την κεφαλήν των τας μακράς φούντας και άλλα διάφορα εξαρτήματα της ενδυμασίας, τα οποία ηγόραζον από τους Εβραίους, συνεβούλευεν αυτούς ότι είναι ακάθαρτοι και ότι εκ τούτου οι θεοκτόνοι μολύνουσι ταύτα, ίνα μολύνωνται και οι Χριστιανοί και να μη αγοράζωσι πλέον ταύτα από τους Εβραίους. Όθεν εκείνοι, μη υποφέροντες πλέον να ακούουν τον Άγιον ελέγχοντα αυτούς, μετέβησαν εις τον Κούρτ πασάν και έδωσαν εις αυτόν πολλά χρυσά νομίσματα, δια να εξαφανίση τον Άγιον. Ο δε Κουρτ πασάς, αφού συνεβουλεύθη μετά του χότζα του, απεφάσισε να θανατώση δι’ αυτού τον ιερόν Κοσμάν, με τοιούτον τρόπον. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος Ιερομάρτυς Κοσμάς, όπου και αν μετέβαινε δια να διδάξη να λαμβάνη πρώτον την άδειαν από τον Αρχιερέα του τόπου ή από τους επιτροπεύοντας αυτόν. Συγχρόνως έστελλε Χριστιανούς να λαμβάνουν την άδειαν και από τους εξουσιαστάς του τόπου· ούτως ο Άγιος εκήρυττεν ανεμποδίστως. Μεταβάς, όθεν, εις εν χωρίον της Αλβανίας, λεγόμενον Κολικόντασι, έλαβε την πρέπουσαν άδειαν παρά του Αρχιερέως του τόπου. Αναζητών δε και τους εξουσιαστάς, έμαθεν ότι ο Κουρτ πασάς ώριζε τους τόπους εκείνους και ότι διέμενεν εις τι εκεί πλησίον χωρίον ονομαζόμενον Μπεράτι. Πληροφορηθείς συγχρόνως ότι και ο χότζας του αυτού πασά διέμενεν εκεί πλησίον, απέστειλε Χριστιανόν τινα και έλαβε την άδειαν και εκήρυξε. Πλην όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος, αλλ’ ηθέλησε να μεταβή μόνος του εις τον χότζαν, ίνα λάβη την συγκατάθεσιν, δια το ασφαλέστερον. Οι Χριστιανοί τότε προς στιγμήν τον ημπόδισαν, λέγοντες εις τον Άγιον, ότι ποτέ άλλοτε δεν έπραξε τοιούτον τι, να υπάγη δηλαδή εις τους Αγαρηνούς εξουσιαστάς αυτοπροσώπως, ίνα τύχη της αδείας του κηρύγματος. Όμως δεν ηδυνήθησαν να τον εμποδίσουν. Συμβουλεύων δε ούτος ο ένθερμος του Χριστού Μάρτυς να μη εξετάζουν εκείνοι περισσότερον, παρέλαβε μεθ’ εαυτού τέσσαρας Μοναχούς και ένα Ιερέα, ως διερμηνέα, και μετέβη εις συνάντησιν του χότζα. Ο χότζας τότε υπεκρίθη, ότι είχεν έγγραφον διαταγήν από τον Κουρτ πασάν, όστις τον εξουσιάζει, να αποστείλη τον Άγιον εις τον πασάν, δια να συνομιλήσουν μεταξύ των. Ευθύς τότε επρόσταξε τους ανθρώπους του να μη αφήσουν αυτόν να εξέλθη της αυλής του, έως ότου τον αποστείλη εις τον πασάν. Τότε ο ευλογημένος διδάσκαλος του θείου λόγου ηννόησεν ότι μέλλουν να τον θανατώσουν. Όθεν εδόξασε και ηυχαρίστησε τον Δεσπότην Ιησούν Χριστόν, διότι ηξίωσεν αυτόν να περατώση τον δρόμον του Αποστολικού κηρύγματος με μαρτυρικόν θάνατον. Κατόπιν, στραφείς προς τους Μοναχούς, οίτινες συνώδευον αυτόν, είπεν εκείνο το ψαλμικόν: «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν». Καθ’ όλην δε την νύκτα εκείνην εδοξολόγει τον Κύριον ψάλλων, χωρίς να δείξη παντάπασι σημείον λύπης δια την μέλλουσαν στέρησιν της ζωής αυτού, φαινόμενος μάλιστα χαριέστατος, ωσάν να ητοιμάζετο να μεταβή εις χαρμόσυνον και πανηγυρικήν τελετήν. Όταν δε εξημέρωσε, παρέλαβον τον Άγιον επτά Αγαρηνοί δήμιοι, και ανεβίβασαν αυτόν επί ίππου, υποκρινόμενοι, ότι θα οδηγήσουν δήθεν τούτον εις τον Κουρτ πασάν. Αλλ’ ως απεμακρύνθησαν περί τας δύο ώρας απόστασιν, έφερον αυτόν πλησίον ενός μεγάλου ποταμού και καταβιβάσαντες τον Άγιον Ιερομάρτυρα Κοσμάν εκ του ίππου απεκάλυψαν εις αυτόν την προσταγήν του Κουρτ πασά, να τον θανατώσουν. Ο Άγιος τότε εδέχθη μετά χαράς την τοιαύτην κατ’ αυτού απόφασιν και κλίνας τα γόνατα προσηυχήθη εις τον Θεόν, ευχαριστών και δοξάζων, διότι δια την προς Αυτόν αγάπην του ηξιώθη να θυσιάση την ζωήν του, καθώς η ψυχή του διακαώς επεθύμει πάντοτε. Έπειτα, εγερθείς, ηυλόγησε σταυροειδώς τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος και ηυχήθη πάντας τους Χριστιανούς τους φυλάττοντας τας εντολάς του. Οι δε δήμιοι έσυραν αυτόν πλησίον ενός δένδρου και επεχείρησαν να δέσουν τας χείρας του. Ο Άγιος όμως ημπόδισε τους δημίους, ειπών ότι δεν μέλλει να αντισταθή, αλλά να κρατή εσταυρωμένας τας χείρας, ωσάν να ήσαν δεδεμέναι. Κατόπιν έγειρε την ιεράν κεφαλήν του επί του δένδρου και ούτως οι βάρβαροι έδεσαν τον λαιμόν αυτού με σχοινίον. Ευθύς δε ως έσφιξαν τούτο, το θείον αυτού πνεύμα ανήλθε προς τους ουρανούς. Ούτως ο τρισμακάριος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος ανήρ και του κόσμου κόσμος ο ευκοσμότατος, ηξιώθη να λάβη διπλούς τους στεφάνους της αθανασίας παρά Κυρίου. Και ως Ισαπόστολος και ως Ιερομάρτυς εις ηλικίαν εξήκοντα πέντε ετών. Γυμνώσαντες δε οι δήμιοι το άγιον αυτού λείψανον, έσυραν τούτο προς τον ποταμόν και αφού έδεσαν μίαν βαρείαν πέτραν εις τον λαιμόν έρριψαν εντός του ύδατος. Οι δε Χριστιανοί, μαθόντες ταύτα, έτρεξαν ευθύς δια να ανασύρουν από τον ποταμόν το άγιον λείψανον. Αλλ’ αν και ηρεύνησαν με δίκτυα και με άλλους τρόπους, δεν ηδυνήθησαν να ανεύρουν τούτο. Πλην όμως, μετά τρεις ημέρας, Ιερεύς τις ευλαβής, παπά-Μάρκος ονομαζόμενος, εφημέριος του Μοναστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισοδίων του ονομαζομένου της Αρδευούσης, κειμένου πλησίον του χωρίου Κολικόντασι, εισελθών εις λέμβον και ποιήσας το σημείον του σταυρού, έπλεεν εις τον ποταμόν, ερευνών. Και μετ’ ολίγον, ω του θαύματος! Είδε το άγιον λείψανον, το οποίον έπλεεν επάνω εις τα ύδατα, όρθιον, ωσάν να ήτο ζωντανόν. Όθεν έσπευσεν εν τω άμη, ενηγκαλίσθη τούτο και το ανέσυρεν. Ευθύς δε ως ανεσήκωσε τούτο, αίμα πολύ έρρευσεν από το μελίρρυτον στόμα του Αγίου εντός του ποταμού, ενδύσας δε το σεπτόν αυτού λείψανον με το ράσον του, μετέφερεν αυτό ευλαβώς εις το ως άνω Μοναστήριον της Θεοτόκου και ενεταφίασεν εντίμως όπισθεν του Αγίου Βήματος. Μετά δε την τελευτήν του Αγίου τούτου Νέου Ιερομάρτυρος ταύτα τα θαυμάσια ηκολούθησαν. Ο Κουρτ πασάς μετενόησε βαθέως, διότι εξηπατήθη και δι’ εν μάταιον κέρδος εθανάτωσε τον αθώον τούτον και ειρηνικόν άνθρωπον. Όθεν διεμήνυσεν εις τον χότζαν του να ελευθερώση τους Μοναχούς, οίτινες είχον συνοδεύσει τον Άγιον, τους οποίους εκράτει προς φύλαξιν, και να μεταβούν ούτοι και να διαμένουν εις το, ως ελέχθη, Μοναστήριον της Θεοτόκου. Ούτοι, πράγματι, μεταβάντες εκεί, εύρον ενταφιασμένον το άγιον λείψανον και ίνα λάβουν μεγαλυτέραν την εντύπωσιν εκ του μαρτυρίου αυτού, εξέθαψαν τούτο, ομού μετ’ άλλων Ιερέων και Χριστιανών. Και τότε είδον τούτο το θαυμάσιον. Αν και το άγιον λείψανον ευρίσκετο επί τρεις ημέρας εντός των υδάτων του ποταμού, καθώς ο Ιωνάς εντός της κοιλίας του κήτους, όμως ουδεμίαν αλλοίωσιν ή δυσοσμίαν είχεν, αλλ’ ευωδίαζεν ολόκληρον και εφαίνετο ωσάν να εκοιμάτο. Και αφού ησπάσθησαν τούτο με βαθείαν ευλάβειαν, το ενεταφίασαν πάλιν. Εκείνην δε την στιγμήν έτυχε να ευρίσκεται εκεί δαιμονιζομένη τις γυνή, ήτις από τόπους μακρινούς ηκολούθει τον Άγιον ζώντα, ποθούσα την θεραπείαν της. Ευθύς δε ως είδεν ανοιγόμενον τον τάφον του Αγίου εταράχθη σφόδρα από το δαιμόνιον, μετ’ ολίγον δε ιατρεύθη τελείως, δοξάζουσα τον Θεόν και τον Άγιον. Αγαρηνός τις, εξ εκείνων οίτινες εθανάτωσαν τον Άγιον, έλαβε το επανωκαλύμμαυχον αυτού και επιστρέψας εις τον χότζαν ετοποθέτησε τούτο επί της κεφαλής του, περιγελών τον Άγιον. Ευθύς δε, δαιμονισθείς, απέρριψε τα ενδύματά του και έτρεχε γυμνός, φωνάζων ότι αυτός εθανάτωσε τον ασκητήν. Τούτο μαθών ο πασάς επρόσταξε και τον έκλεισαν εις την φυλακήν, όπου κακήν κακώς ετελεύτησεν. Αφού ο Άγιος έκαμε την τελευταίαν αυτού διδασκαλίαν εις το ως άνω χωρίον Κολικόντασι, αφήκεν εκεί, κατά την συνήθειάν του, ένα Σταυρόν εστημένον εις την γην. Και μετά την τελευτήν αυτού, οι Χριστιανοί έβλεπον καθ’ εκάστην νύκτα φως ουράνιον, το οποίον έλαμπεν άνωθεν του Σταυρού. Όθεν, κατά την ημέραν της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, μετέβησαν οι Ιερείς μετά του πλήθους των Χριστιανών και παρέλαβον τον Σταυρόν εκείνον, τον οποίον λιτανεύσαντες μετ’ ευλαβείας μετέφεραν και έστησαν όπισθεν του αγίου Βήματος της Εκκλησίας του Μοναστηρίου, πλησίον του τάφου του Αγίου εις παντοτεινήν ενθύμησιν του θαύματος. Όταν δε οι μαθηταί αυτού έλαβον την πλήρη ελευθερίαν από τον πασάν, έκαμαν ανακομιδήν του ιερού λειψάνου του Αγίου και τινες εξ αυτών παρέλαβον μέρη τούτου και διεσκορπίσθησαν εις διαφόρους τόπους. Πολλοί τότε ασθενείς εκ των τόπων αυτών έλαβον την ίασιν των ασθενειών των δια των αγίων εκείνων λειψάνων. Δύο δε μαθηταί του Αγίου μεταβάντες εις την νήσον της Ναξίας, ίνα αναγγείλουν τα του μαρτυρίου αυτού εις τον εκεί σχολάρχην ιεροδιδάσκαλον Χρύσανθον, τον αυτάδελφον του Αγίου, έτυχε να έχουν μεθ’ εαυτών ολίγας τρίχας από το γένειον του Αγίου. Τας οποίας μετ’ ευλαβείας λαβούσα γυνή τις εκ του ονομαζομένου Νεοχωρίου, και ήτις υπέφερεν από βαρυτάτην θανατηφόρον ασθένειαν, ω του θαύματος! Ευθύς ησθάνθη παράδοξον δύναμιν και μετ’ ολίγον επανήλθε και πάλιν τελείως η υγεία της. Αλλά και πολλαί στείραι γυναίκες λαμβάνουσαι επί τεσσαράκοντα ημέρας χώμα από τον τάφον του Αγίου μετ’ ευλαβείας και πίστεως επιτυγχάνουν της παρακλήσεως του να γεννούν τέκνα, με την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια πρεσβειών του Αγίου του Ιερομάρτυρος και Ισαποστόλου Κοσμά, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΕ΄ (25η) του Αυγούστου, η επάνοδος του λειψάνου του Αγίου ενδόξου Αποστόλου ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ.

Δημοσίευση από silver »


Βαρθολομαίος ο ένδοξος Απόστολος και του Χριστού Μαθητής, περιερχόμενος διαφόρους τόπους, εκήρυττε το όνομα του Ιησού Χριστού, τελευταίον δε φθάσας εις την μεγάλην Αρμενίαν, εκεί εσταυρώθη και απήλθε το πνεύμα του εις τα ουράνια. Το δε άγιον τούτου λείψανον εναποθέσαντες οι εκεί Χριστιανοί εντός θήκης λιθίνης το έκρυψαν εις την Ουρβανούπολιν, εξ αυτού δε επήγαζον διάφοροι ιατρείαι· όθεν οι λαοί συνέτρεχον εκεί και ελυτρώνοντο από τα πάθη και τας ασθενείας των. Ταύτα τα θαύματα και τας ιατρείας βλέποντες οι του διαβόλου υπηρέται, ελύσσων κατά της αγίας εκείνης λάρνακος και του εν αυτή περιεχομένου αποστολικού λειψάνου· τυχόντες δε ποτε ευκαιρίας έρριψαν εν τη θαλάσση την θήκην ταύτην μετά τεσσάρων άλλων, εμπεριεχουσών τα λείψανα των Μαρτύρων Παπιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου και Ακακίου. Τούτο δε ωκονόμησεν ο Θεός αφ’ ενός μεν ίνα δι’ αυτών αγιασθή η όχι ολίγη θάλασσα, την οποίαν διεπέρασαν, εξ άλλου δε ίνα και οι τόποι εις τους οποίους διεμοιράσθησαν τα άγια ταύτα λείψανα ευλογηθώσι. Διελθών λοιπόν το ιερόν λείψανον του Αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου τους μεγάλους κόλπους του Ευξείνου Πόντου, και παρατρέξαν τα στενά βάθη του Ελλησπόντου, έφθασεν εις το Αιγαίον πέλαγος και εκείθεν εις το Αδριατικόν, το οποίον άρχεται από των Κυθήρων και φθάνει μέχρι Βενετίας· αφήσας δε αριστερά την περιφανή και μεγάλην νήσον της Σικελίας, κατευωδώθη εις την νήσον την καλουμένην Λιπάραν, έχων συνοδοιπόρους του, καθ’ όλον αυτό το μεγάλο διάστημα, και τους τέσσαρας καλλινίκους Μάρτυρας τους εις τας τέσσαρας άλλας θήκας ευρισκομένους. Ούτοι δε οι τέσσαρες καλλίνικοι Μάρτυρες (ως θαυμαστά τα έργα σου, Κύριε, και τις λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου!), αφού συνώδευσαν τον Άγιον Απόστολον Βαρθολομαίον μέχρι του τόπου εκείνου, υπερτιμώντες αυτόν ως βασιλέα, επανήλθον και επήγεν έκαστος όπου ηυδόκησεν η θεία Πρόνοια· και ο μεν Μάρτυς Παπιανός εξήλθεν εις την Άμιλαν, πόλιν της Σικελίας, ο δε Μάρτυς Λουκιανός εις Μεσσήνην της αυτής Σικελίας, ο δε Γρηγόριος εις Κολίμην, πόλιν της εν Ιταλία Καλαβρίας, ο δε Άγιος Ακάκιος εις πόλιν καλουμένην Ασκάλους. Τότε λοιπόν απεκαλύφθη ο θείος Απόστολος Βαρθολομαίος δια θείας αποκαλύψεως εις τον Επίσκοπον της νήσου Λιπάρας, Αγάθωνα καλούμενον, ο οποίος έσπευσε να κατέλθη πάραυτα εις τον αιγιαλόν, ένθα ιδών το μέγα και φρικτόν τεράστιον, ήτοι την περιέχουσαν το αποστολικόν λείψανον θήκην, κατελήφθη εκ θάμβους και απορίας και ανεβόησε ταύτα μετ’ εκπλήξεως· «Πόθεν σοι, ω νήσος Λιπάρα, πόθεν σοι ο πλούτος και θησαυρός; Καθ’ υπερβολήν όντως εμεγαλύνθης! Πολύ τω όντι εδοξάσθης! Λοιπόν χόρευσον, σκίρτησον και υπόδεξαι με τας ιδίας σου χείρας τον θησαυρόν, βοώσα προς αυτόν· Καλώς ήλθες, καλώς ήλθες ο Απόστολος του Κυρίου». Ταύτα και άλλα πολλά ο Επίσκοπος ειπών και εγκωμιάσας τον τε Άγιον Απόστολον και την νήσον Λιπάραν, κατέπαυσε τον λόγον. Επειδή δε έπρεπε να αποκατασταθή η ιερά θήκη του Αποστόλου εις τόπον ένδοξον, όπου έμελλε μετά ταύτα να ιδρυθή και Ναός εις δόξαν του πανευφήμου Αποστόλου, πολλοί μεν έσυρον εις ένα και άλλον τόπον την τιμίαν εκείνην και παμμεγέθη λάρνακα, αύτη όμως δεν μετεκινείτο ποσώς κατά την θέλησίν των, έως ότου ο μακάριος Αγάθων έδεσε, κατά θείαν αποκάλυψιν, αυτήν με σχοινία εις δύο δαμάλεις και την έσυρε δια των δαμάλεων εις τον τόπον εκείνον, όπου ήτο το θέλημα του Αγίου. Τούτου δε γενομένου, εις όλα τα άλλα θαύματα τα ενεργηθέντα υπό του Αποστόλου προσετέθη και τούτο, το οποίον φαίνεται ίσως απίστευτον εις τους απείρους των του Θεού θαυμάτων. Νησίδιον τι, Πρυχάνος ή Πυρπνόον (Βουλκάνος) κείται παρά τη νήσω Λιπάρα, το οποίον έχον πηγήν αναβράζουσαν νυχθημερόν θερμόν ύδωρ παρέβλαπτε δι’ αυτού την Λιπάραν, πολύ πλησίον κειμένην. Το νησίδιον λοιπόν τούτο, κατά την αυτήν ώραν, καθ’ ην εσύρετο υπό των δαμάλεων η θήκη του Αποστόλου, απεμακρύνθη υπό της θείας δυνάμεως μακράν της Λιπάρας περίπου επτά στάδια, ως φαίνεται μεμακρυσμένον μέχρι σήμερον· ούτω δε και την Λιπάραν δεν βλάπτει έκτοτε, και την δύναμιν και χάριν του λειψάνου του Αποστόλου πάντοτε ανακηρύσσει. Ω παραδόξων θαυμάτων! Ω υπερφυσικών τερατουργημάτων! Πότε ηκούσθησαν τοιαύτα θαύματα καθ’ όλην την υφήλιον; Όταν δε ο Επίσκοπος Αγάθων έκτισε Ναόν ωραιότατον εις το όνομα του Αποστόλου, απεθησαύρισεν εν αυτώ το σεβάσμιον και αποστολικόν λείψανον ομού με την λιθίνην λάρνακα. Τα δε καθ’ εκάστην εκεί τελούμενα θαύματα τις δύναται να διηγηθή; Μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου, ήτοι κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωκθ΄ (829) αλωθείσα η νήσος εκείνη, εις την οποίαν ήτο το του Αποστόλου λείψανον, υπό των Αγαρηνών ένεκα των αμαρτιών των κατοίκων, ηρημώθη και έμεινεν ακατοίκητος. Όθεν ο άρχων της πόλεως Βενεβέντου, μαθών τα τελούμενα θαύματα παρά του αποστολικού λειψάνου, και υπό ζεούσης προς τον Απόστολον του Κυρίου πίστεως κινούμενος, προσεκάλεσε τινας εκ της των Αμαλφηνών πόλεως και τους παρεκάλεσεν ίνα φέρωσιν εις αυτόν εκ Λιπάρας το πολύτιμον λείψανον. Τούτου δε γενομένου, επήγεν ο ρηθείς άρχων μακράν δια θαλάσσης εις προϋπάντησιν του Αποστόλου, έχων μεθ’ εαυτού και τον Επίσκοπον της πόλεως, και πολλούς άλλους κληρικούς τε και λαϊκούς· προπέμψας δε μετά πολλής τιμής και ευλαβείας το έγιον λείψανον μέχρι της πόλεως, απέθετο αυτό εν σεβασμιωτάτω τόπω, όπου ενεργεί καθ’ εκάστην διαφόρους ιατρείας και πολλά θαύματα εις τους μετά πίστεως προστρέχοντας εις αυτό, εις δόξαν του υπεραγάθου Θεού.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΣΤ΄ (26η) του Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Μαρτύρων ΑΔΡΙΑΝΟΥ και ΝΑΤΑΛΙΑΣ.

Δημοσίευση από silver »


Ανδριανός ο Άγιος Μάρτυς και Ναταλία η σύζυγος αυτού η μετ’ αυτού συμμαρτυρήσασα κατήγοντο εκ της Νικομηδείας, ακμάσαντες κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει 298. Κατά δε την δευτέραν περίοδον της βασιλείας του Μαξιμιανού του διώκοντος τους Χριστιανούς, συνελήφθησαν είκοσιτρεις Χριστιανοί, οι οποίοι εκρύπτοντο εντός σπηλαίου, και ετιμωρήθησαν δια τιμωριών διαφόρων. Τούτους λοιπόν ηρώτησε και ο Άγιος Αδριανός προ του μαρτυρίου του ούτω· «Διατί, ω αδελφοί, υπομένετε τας ανυποφόρους ταύτας βασάνους και τας δεινάς ταύτας τιμωρίας;» Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς υπομένομεν ταύτα, ίνα κερδήσωμεν εκείνα τα αγαθά, τα οποία είναι ητοιμασμένα παρά Θεού εν τοις ουρανοίς δια τους πάσχοντας υπέρ της αγάπης του, και τα οποία ούτε ώτα δύνανται να ακούσωσιν, ούτε λόγος να παραστήση». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Αδριανός κατενύχθη υπό της θείας χάριτος, και είπεν εις τους γραμματείς, οίτινες έγραφον τα ονόματα των μελλόντων να μαρτυρήσωσι Χριστιανών· «Γράψατε και το όνομά μου μεταξύ των άλλων ονομάτων, επειδή νομίζω και εγώ ηδονήν το να αποθάνω μετ’ αυτών δια την αγάπην του Χριστού». Οι δε έγραψαν αυτόν εις το μαρτυρολόγιον, και με αλύσεις τον έδεσαν και εις το δεσμωτήριον τον εφυλάκισαν. Μαθούσα τούτο η σύζυγός του Ναταλία, και αποδώσασα την σύλληψίν του εις άλλας αιτίας, εθρήνει κατά πρώτον και εστέναζεν· αφού δε ύστερον έμαθεν ότι δια τον Χριστόν έβαλον αυτόν εις τα δεσμά και εις την φυλακήν, πάραυτα ενεδύθη λαμπρά φορέματα και επήγεν εις την φυλακήν, ένθα εισελθούσα κατεφίλει τα δεσμά και τας αλύσεις, με τα οποία ήτο δεσμώτης ο σύζυγός της και εμακάριζεν αυτόν δια την προθυμίαν την οποίαν έδειξε, συνεβούλευσε δε αυτόν να μένη στερεός και ασάλευτος εις τας βασάνους, τους δε άλλους συνδεσμίους Χριστιανούς Μάρτυρας παρεκάλει να εύχωνται υπέρ αυτού εις τον Ύψιστον Θεόν. Και τότε μεν η μακαρία Ναταλία επανήλθεν εις τον οίκον της κατά προτροπήν και παρακίνησιν του ιδίου συζύγου της· ότε δε ο Άγιος Αδριανός χαιρετήσας τους πεφυλακισμένους Χριστιανούς και λαβών άδειαν παρά των δεσμοφυλάκων επήγεν εις την οικίαν του, ίνα αναγγείλη προς την σύζυγόν του ότι επέστη πλέον ο καιρός του μαρτυρικού του τέλους, η Ναταλία, νομίσασα ότι ο σύζυγός της φοβηθείς τας βασάνους ηρνήθη τον Χριστόν και δια τούτο απεφυλακίσθη, έκλεισε την θύραν του οίκου των εις τον Αδριανόν ονειδίζουσα αυτόν ως αρνησίχριστον και δειλόν και φιλόζωον· ενεθύμιζε δε εις αυτόν την φρικτήν εκείνην απόφασιν, την οποίαν απήγγειλεν ο Κύριος ρητώς κατά των αρνουμένων αυτόν ειπών· «Όστις αν αρνήσεταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς». Προσέτι δε η μακαρία Ναταλία απεκάλει εαυτήν αθλίαν και δυστυχή, διότι ουδέ καν επί μίαν ημέραν, έλεγε, δεν απήλαυσε την δόξαν του να ονομάζηται γυνή Μάρτυρος, αλλά την ευτυχίαν και μακαριότητα, την οποίαν ήλπιζε να λάβη, διεδέχθησαν εξαίφνης η δυστυχία και η αθλιότης. Αφού δε έμαθεν αύτη τον σκοπόν του ερχομού του Αγίου εις τον οίκον του, ευθύς μετεβλήθη, και ανοίξασα την θύραν εις τον σύζυγόν της περιχαρώς αυτόν κατησπάζετο· είτα ακολουθήσασα τον Άγιον, επήγε μετ’ αυτού εις τον βασιλέα. Παρασταθείς λοιπόν ο μακάριος Αδριανός εις τον τύραννον και ομολογήσας τον Χριστόν αληθινόν Θεόν, εξυλοκοπήθη πρώτον, και έπειτα ριφθείς χαμαί ύπτιος τοσούτον εδάρη ο αοίδιμος εις την κοιλίαν, ώστε εφάνησαν έξωθεν τα εσωτερικά αυτού σπλάγχνα· ήτο δε τότε εις το εικοστόν όγδοον έτος της ηλικίας του. Ύστερον έκοψαν, ως και άλλων Χριστιανών, τας χείρας και τους πόδας του Αγίου, συμβοηθούσης εις την αποκαπήν των μελών του και της συζ΄τγου του Ναταλίας, ήτις έθετεν έκαστον μέλος του επί του άκμονος ίνα κοπή, και τον μεν δήμιον παρεκάλει να κτυπά δυνατώτερα την κοπίδα και την σφύραν, ίνα προξενήται εις τον Άγιον περισσότερος και δριμύτερος πόνος, τον δε Αδριανόν παρεθάρρυνε και ενεδυνάμωνεν, ίνα υπομένη ανδρείως τους πόνους και ίνα μη προδώση ένεκα δειλίας το υπέρ Χριστού μαρτύριον. Ότε δε ο Άγιος Αδριανός ετελείωσε το μαρτύριον μετά των λοιπών Μαρτύρων και τα άγια αυτών λείψανα έμελλον να ριφθώσιν εις το πυρ, λαβούσα η μακαρία Ναταλία την μίαν των χειρών του Αγίου Αδριανού, την έθηκεν εντός του κόλπου της και παρηκολούθει τα άγια λείψανα· αλλά και με τα αίματα, τα οποία έσταζον εκ των αγίων λειψάνων, ήλειψεν εαυτήν, ως να ήσαν μύρα και αρώματα. Άμα ριφθέντων δε των αγίων λειψάνων εν τη πυρά κατέπεσε ραγδαία βροχή, ήτις έσβεσε το πυρ· όθεν Χριστιανός τις, Ευσέβιος, συλλέξας τα άγια λείψανα, έβαλεν αυτά εις πλοιάριον, και μετακομίσας εις Αργυρούπολιν, τα ενεταφίασεν εκεί όπου τελείται και η Σύναξις των Αγίων και εορτή. Ενταύθα και η Αγία Ναταλία ελθούσα ύστερον παρέδωκε την αγνήν ψυχήν της εις χείρας Θεού και ενεταφιάσθη παρά τα λείψανα των Αγίων Μαρτύρων.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι Τη ΚΖ΄ (27ην) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΠΟΙΜΕΝΟΣ

Δημοσίευση από silver »


Ποιμήν ο Όσιος πατήρ ημών κατήγετο εκ της Αιγύπτου, αναχωρήσας δε εκ της πατρίδος του μεθ’ όλων των αδελφών του εγένετο Μοναχός. Η δε μήτηρ αυτών, εκ της μητρικής φιλοστοργίας κινηθείσα, επήγεν εις την Σκήτην ίνα τους ίδη, και επειδή οι υιοί της έκλεισαν την θύραν του κελλίου των, έκλαιεν έξω με πόνον καρδίας και εφώναζεν. Ο δε αββάς Ανούβ, εις εκ των αδελφών, λέγει προς τον Ποιμένα· «Τι να κάμωμεν εις την γραίαν ταύτην»; Τότε ο Ποιμήν ήλθε πλησίον της θύρας και λέγει εις αυτήν έσωθεν· «Διατί κλαίεις γραία;» Η δε, ακούσασα την φωνήν του Ποιμένος, είπε· «Θέλω να σας ίδω, τέκνα μου, διότι κατά τι θα βλάψω εγώ, εάν μόνον σας ίδω; Δεν είμαι εγώ η μήτηρ σας; Δεν ευρίσκομαι τώρα εγώ εις βαθύ γήρας;» Ο δε Ποιμήν απεκρίθη εις αυτήν· «Που θέλεις να μας ίδης εις τούτον ή τον άλλον κόσμον;» Η δε μήτηρ αυτών, εννοήσασα το νόημα των λόγων του Ποιμένος, μετά χαράς ανεχώρησε χωρίς να τους ίδη. Ο δε άρχων της χώρας εκείνης ηθέλησέ ποτε να ίδη τον αββάν Ποιμένα και συλλαβών τον ανεψιόν του δια τινα ατακτήματα, τα οποία ούτος διέπραξεν, έρριψεν αυτόν εις την φυλακήν λέγων, ότι, εάν έλθη ενταύθα ο θείος του αββάς Ποιμήν ίνα τον ίδω, ευθύς θα απολύσω τον ανεψιόν του. Τούτο μαθών ο Ποιμήν δεν ηθέλησε να υπάγη εις τον άρχοντα. Η δε μήτηρ του δεσμώτου επήγεν εις τον αδελφόν της Όσιον Ποιμένα και τον παρεκάλει να προσέλθη εις τον εξουσιαστήν, ίνα λυτρώση τον ανεψιόν του. Ο Ποιμήν όμως ουδέ απόκρισιν της έδωκεν. Όθεν η αδελφή του μεμφομένη αυτόν έλεγε μεγαλοφώνως· «Άσπλαγχνε, ελέησόν με, ότι μοι είναι μονογενής υιός και άλλον δεν έχω». Ο δε Ποιμήν εμήνυσε εις αυτήν δια τινος αδελφού ταύτα· «Αναχώρησον και φύγε εντεύθεν, διότι ο Ποιμήν δεν εγέννησε τέκνα». Ο δε εξουσιαστής εμήνυσεν εις τον Ποιμένα· «Δια μόνου καν του λόγου πρόσταξον και εγώ ευθύς τον ελευθερώνω». Αλλ’ ο Ποιμήν του εμήνυσε ταύτα· «Εξέτασον αυτόν κατά τους νόμους, και ει μεν είναι άξιος θανάτου, θανάτωσον αυτόν, ει δε και δεν είναι, ποίησον ως θέλεις». Τότε ο άρχων, θαυμάσας την ακρίβειαν της πολιτείας του Αγίου, απέλυσε τον ανεψιόν του. Ερωτήσαντος δε τινος ποτέ τον αββάν Ποιμένα ούτω· «Εάν ίδω την αμαρτίαν του αδελφού μου, να καλύψω αυτήν;» Ο Ποιμήν απεκρίθη· «Εάν ημείς καλύψωμεν την αμαρτίαν του αδελφού μας, τότε και ο Θεός θα καλύψη τας ημετέρας αμαρτίας». Ούτος ο Όσιος εξήσκησε πάσαν αρετήν ούτως, ώστε όλοι οι εν Αιγύπτω και Θηβαϊδι ευρισκόμενοι Πατέρες και Ασκηταί ερρύθμιζον κατ’ αυτήν τον βίον των και διωρθώνοντο υπ’ αυτού. Εις τοιαύτα λοιπόν κατορθώματα διελθών την ζωήν του ο τρισμακάριστος και πλήρης ημερών γενόμενος προς Κύριον εξεδήμησεν.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΗ΄ (28η) Αυγούστου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΜΩΥΣΕΩΣ του Αιθίοπος.

Δημοσίευση από silver »

Μωϋσής ο μακάριος και εν Οσίοις πατήρ ημών ήτο Αιθίοψ, ως δε ήτο φυσικόν μέλας κατά την χροιάν του σώματος. Αλλά και κατά την ψυχήν ήτο ομοίως το πρότερον, διότι τον Χριστόν δεν εγνώριζεν, αλλ’ ήτο αλλόφυλος και κακότροπος άνθρωπος. Ήτο δε πρότερον δούλος ενός πολιτικού ανδρός, ο οποίος και τον απέβαλε δια την πολλήν κακίαν και ληστρικήν και μοχθηράν γνώμην του. Επειδή δε ήτο ληστής και εφόνευε χωρίς αιτίαν τον τυχόντα, έχων με ένα βοσκόν έχθραν μεγάλην, διότι τον ημπόδισε να κάμη κακόν τι, εβουλεύθη να θανατώση τον βοσκόν εκείνον. Όθεν μαθών ότι ευρίσκετο αντίπερα του ποταμού Νείλου, όστις τότε είχε πλημμυρήσει, κρατήσας με τους οδόντας την μάχαιράν του και το επανωφόριόν του τυλίξας εις την κεφαλήν του, επέρασε τον ποταμόν κολυμβών. Εννοήσας δε ο βοσκός τον ερχομόν του, άφησε τα πρόβατά του και έφυγεν, ο δε Μωϋσής, επειδή δεν εύρε τον βοσκόν να τον φονεύση, καθώς εμελέτησεν, εκλέξας τέσσαρας κριούς παχείς και εκλεκτούς από την μάνδραν του πτωχού εκείνου τους έσφαξε, και έπειτα δέσας αυτούς με σχοινίον, το οποίον είχε δεδεμένον εις την μέσην του, επέρασε πάλιν τον Νείλον ποταμόν κολυμβών. Αποφαγώνδε τα κρέατα των κριών και πωλήσας τα δέρματα επήγεν εις τους φίλους του, οίτινες ήσαν μακράν απ’ εκεί και τον είχον αρχηγόν της ληστείας. Ταύτα διηγήθην περί του Οσίου τούτου, δια να δείξω ότι είναι δυνατόν να σωθώσι δια της ειλικρινούς μετανοίας όσοι θέλουσι, καν μυρίας πρότερον διαπράξωσιν αμαρτίας. Ούτος ο Όσιος κατανυχθείς τελευταίον από περιστατικόν, το οποίον ηκολούθησεν εις αυτόν από θείαν πρόνοιαν, όχι μόνον επίστευσεν και εβαπτίσθη, αλλά και Μοναχός έγινε, δια να δώση μεγαλυτέραν πληγήν κατά του δαίμονος, όστις τον εκυρίευε πρότερον. Αναχωρήσας λοιπόν από την ταραχήν του κόσμου και σύγχυσιν, επειδή εμίσησε την αμαρτίαν εξ όλης καρδίας και τον Χριστόν ολοψύχως επόθησεν, απηρνήθη τους φίλους και συγγενείς του, τα χρήματα και πάσαν άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και επήγεν εις την Σκήτην των Μοναχών, ζητών τόπον ήσυχον και από τους ανθρώπους αγνώριστον, δια να θρηνήση δια τας αμαρτίας του. Ευρών δε μακράν από τα άλλα κελλία εν σπήλαιον, ωρέχθη τον τόπον ως ερημικώτερον και ήθελε να μείνη εκεί, καθώς επόθει, και να αγωνίζεται τον καλόν αγώνα της πίστεως. Αλλ’ αφ’ ετέρου εδίσταζε, διότι δεν είχεν ο τόπος αυτός παραμυθίαν σωματικήν, και το χειρότερον δεν είχε νερόν. Ούτω δε διαλογιζόμενος ήκουσε φωνήν από τον ουρανόν λέγουσαν· «Μωϋσή, είσελθε χαίρων και μη φροντίζης περί του ύδατος». Τότε παρευθύς υπήκουσε τον προστάσσοντα και εισελθών έβαλεν εκεί κεράμιά τινα, τα οποία είχε γεμάτα ύδατος. Αφού δε έμεινεν ικανάς ημέρας, έλειψε το νερόν, και δεν είχεν ειμή μόνον ολίγον τι. Τότε κατά τύχην ήλθον και τινες ασκηταί να τον επισκεφθώσι, τους οποίους ιδών εχάρη· βαλών δε το ολίγον εκείνο νερόν, όπου του έμεινεν, εμαγείρευσεν έψημα φακής, ίνα τους φιλεύση· και στρώσας τράπεζαν τους είπε να καθίσωσιν, αυτός δε εισήλθεν εις τον τόπον, όπου είχε τα κεράμια, και έκαμε προς Κύριον δέησιν μετά πίστεως ούτω λέγων· «Κύριε, που είναι το ύδωρ, όπερ μοι υπεσχέθης; Ιδού ήλθον οι αδελφοί μου, και δεν έχουν να πίωσιν». Ήτο δε καιρός του θέρους και έλαμπεν απανταχού ο υπέραμπρος ήλιος. Εξαίφνης όμως εφάνη άνω του σπηλαίου εν σύννεφον, το οποίον έβρεξε τόσον νερόν, ώστε εγέμισαν τα κεράμια άπαντα. Ο δε Όσιος έκθαμβος γενόμενος εχάρη πολλά, ευχαριστών τον Κύριον. Προς δε τους ερωτήσαντας αυτόν αδελφούς ωμολόγησεν εις δόξαν Θεού το θαυμάσιον· είτα εφιλεύθησαν με πολλήν αγάπην δοξάζοντες τον ευεργέτην Θεόν, όστις δοξάζει τους δούλους του· αφού δε εφιλεύθησαν, αυτοί μεν απήλθον εις τα κελλία των, ο δε Όσιος έμεινε πάλιν ησυχάζων και έκρυπτε την αρετήν του όσον ηδύνατο. Ότι άλλο δεν αφανίζει τους κόπους του Μοναχού, ως η επίδειξις της αρετής και των ανθρώπων ο έπαινος· εκ του κατωτέρω γεγραμμένου υποδείγματος θα γνωρίσητε την πολλήν του ταπεινοφροσύνην και μετριότητα. Επειδή ηκούσθη απανταχού η φήμη του Οσίου, ότι όσον ήτο πρότερον αμαρτωλός, τόσον έγινεν ενάρετος ύστερον και ετέλει θαυμάσια, κατά την Γραφήν· «Όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις», επόθησε πολύ μέγας τις άρχων να συνομιλήση μετ’ αυτού δια να λάβη την ευλογίαν του. Λαβών όθεν πολλούς δορυφόρους και άλλο υπηρετικόν ομού, κατά την αξίαν του, ίππευσε τον χρυσοφάλαρον ίππον του και έφθασεν εις την Σκήτην, εισελθών δε εις το Κυριακόν προσεκύνησε, διανείμας εις τους εκεί Οσίους μεγαλοπρεπή δώρα. Έπειτα τους ηρώτησε μετά ζέσεως που κατοικεί ο Μωϋσής, οι δε του έδειξαν την οδόν. Μετέβαινε λοιπόν χαίρων να εύρη το ποθητόν του κυνήγιον. Ο δε Όσιος, βλέπων μακρόθεν ερχόμενον τον άρχοντα, εγνώρισεν από Πνεύμα Άγιον, ότι δι’ αυτόν ήρχετο· όθεν εξήλθε της Σκήτης και εβάδιζεν εις τον δρόμον προσποιούμενος ότι ήτο οδοιπόρος. Ότε δε υπήντησε τον άρχοντα, ηρώτησεν ούτος τον Όσιον που κατοικεί ο Αββάς Μωϋσής ο περιβόητος. Ο δε απεκρίθη· «Τι χρειάζεσαι τοιούτον μωρόν, άγνωστον και δαιμονιώντα; Βλάπτεσαι πολλά εάν ομιλήσης μετά τοιούτου ανοήτου ανθρώπου! Υπόστρεψον εις τα οπίσω, και μη κοπιάζης ματαίως και ανωφελώς». Ταύτα ακούσας ο άρχων επέστρεψε, και τα ανήγγειλεν εις την Σκήτην θαυμάζων. Οι δε Μοναχοί ελυπήθησαν και διελογίζοντο τις να ήτο εκείνος ο ασυνείδητος, ο κατηγορήσας τον Όσιον· και ερωτώντες αυτόν, τι άνθρωπος ήτο εκείνος τον οποίον συνήντησεν, είπε· «Ήτο ένας υψηλός το ανάστημα, μαύρος εις την όψιν, λευκόθριξ και ρακενδύτης». Οι δε εφώναξαν εκπληττόμενοι· «Έφυγε τον κυνηγόν η πέρδικα, και επέταξεν από τας χείρας σου. Αυτός ήτο όστις σου ωμίλησε, και θέλων να αποφύγη την συνομιλίαν σου κατηγόρησεν εαυτόν, ίνα αποφύγη ως ψυχοβλαβή την ανθρωπίνην τιμήν και τον έπαινον ο αξιέπαινος». Τότε εγνώρισεν ο άρχων, ότι εκείνος ήτο βέβαια, τον οποίον συνήντησε και εθαύμασε την αρετήν του τρισμάκαρος· πολλά δε εκ τούτου ωφεληθείς ανεχώρησε, χωρίς να του δώση ενόχλησιν, δια να μη τον σκανδαλίση, επειδή ηγάπα τόσον την ησυχίαν και έφευγε την επίδειξιν. Ο δε Όσιος έμεινεν εις κελλίον του, ευχαριστών τον Θεόν και αγωνιζόμενος ως και πρότερον τον καλόν αγώνα της πίστεως. Εν μια δε των ημερών ήλθον τέσσαρες κλέπται εις το κελλίον του Οσίου να κλέψωσιν εάν εύρωσί τι, μη ηξεύροντες ότι αυτός είναι ο περίφημος εκείνος κλέπτης Μωϋσής. Ο Μωϋσής, καθό δυνατός και ρωμαλέος, τους έδεσε με σχοινία και με τόσην ευκολίαν, με όσην δένει τις ένα σάκκον άχυρα, και φορτωθείς αυτούς εις τον ώμον του, τους έφερεν εις το Κυριακόν, ήτοι εις την κοινήν εκκλησίαν της Σκήτης και λέγει προς τους πατέρας. «Επειδή δεν είναι συγκεχωρημένον εις εμέ τον μετανοούντα να τους παιδεύσω μόνος μου, συλλαβών αυτούς επ’ αυτοφόρω τους μετεκόμισα ενώπιόν σας. Τι προστάζετε λοιπόν να τους κάμωμεν;» Οι δε κλέπται γνωρίσαντες, ότι αυτός είναι ο Μωϋσής, ο περιβόητος αρχιληστής και ανίκητος, εξωμολογήθησαν και μετενόησαν εις τον Θεόν και αποταξάμενοι τα του κόσμου πράγματα έγιναν άπαντες Μοναχοί δοκιμώτατοι μιμούμενοι αυτόν. Μεταξύ των άλλων αρετών όπου είχεν ούτος ο Όσιος, ήτο και πολλά διακριτικός εις την κατάκρισιν και δεν κατέκρινέ τινα αμαρτάνοντα, αλλ’ εσυγχώρει τον πταίστην ως συμπαθέστατος και πολλούς άλλους ενουθέτει εις ομοίαν συμπάθειαν με γνωστά παραδείγματα. Από τα οποία ακούσατε εν και θα λάβητε πολλήν ωφέλειαν. Ήμαρτέ ποτε εις Μοναχός και εφανερώθη η αμαρτία του· όθεν όλοι οι πατέρες της Σκήτης εσυνάχθησαν να τον κρίνωσιν· επροσκάλεσαν και τούτον τον τρισόλβιον, όστις δεν ήθελε να υπάγη· αλλ’ επειδή τον εβίασαν, απήλθε και μη θέλων, ίνα μη φανή παρήκοος. Αλλ’ εύρε μίαν σοφωτάτην μέθοδον, ως φρόνιμος, δια της οποίας έκαμεν όλους και εφοβήθησαν την κρίσιν του Θεού και αφήκαν τον πταίσαντα ατιμώρητον, ίνα τον κρίνη ο δίκαιος κριτής, ο ελεήμων και εύσπλαγχνος, ήτοι έβαλεν άμμον πολλήν εις μίαν σπυρίδα τρυπητήν και βαστάζων αυτήν απήλθεν υπό ιδρώτος πολλού περιρρεόμενος και ασθαίμων εις την σύναξιν. Οι δε Ασκηταί προϋπαντήσαντες αυτόν ευλαβώς και βλέποντες την άμμον ότι εχύνετο όπισθεν, τον ηρώτησαν, τι εσήμαινεν η πράξις αύτη του φορτίου του. Ο δε απεκρίθη βαρέως αναστενάζων· «Αυτά όπου βαστάζω όπισθεν είναι τα αμαρτήματά μου τα βαρέα και αναρίθμητα, τα οποία απέρριψα όπισθεν, ίνα μη τα βλέπω και ήλθον να κρίνω τον αδελφόν μου δι’ εν μικρόν ελάττωμα και ουχί πάθος σύνηθες εις αυτόν». Ταύτα ακούσαντες κατενύχθησαν άπαντες, γινώσκοντες ότι δι’ εκείνους τα έλεγε και ούτω αφήκαν του αδελφού το αμάρτημα, όστις επήρεν από όλους συγχώρησιν και ανεχώρησεν εις τα ίδια. Ο δε Μωϋσής υπέστρεψεν εις το κελλίον του και παντί σθένει ηγωνίζετο και τόσον προέκοψεν εις τα της ψυχής, ώστε τον ηξίωσεν ο Θεός να λάβη και την ιερωσύνην, ως ανακαθαρθείς και αναγεννηθείς δια του λουτρού της πολιγγενεσίας, ήτοι του βαπτίσματος. Διότι ακούων ο Επίσκοπος την θαυμασίαν πολιτείαν του, ηθέλησε να τον στολίση δια του της ιερωσύνης αξιώματος, εφ ω και καταβάς μίαν εορτήν εις το Κυριακόν τον εχειροτόνησεν Ιερέα και μη θέλοντα. Έπειτα είπε προς αυτόν χαρεντιζόμενος· «Ιδού Αββά Μωϋσή, ότι άσπρισες τώρα και έγινες ολόλευκος». Ο δε ευλαβώς απεκρίθη με πραότητα· «Πάτερ πατέρων, τα έξωθεν ελευκάνθησαν ή τα έσωθεν;». Θαυμάσας ο Αρχιερεύς την συνετήν ταύτην απόκρισιν, τότε μεν αποχαιρετήσας αυτόν απέλυσεν, ύστερον δε μετά καιρόν ηθέλησε να τον δοκιμάση, ίνα λάβωσι και άλλοι κοινώς πλούτον ταπεινώσεως παρ’ αυτού και παράδειγμα μετριότητος· και παρήγγειλεν εις τους κληρικούς εις τινα μεγάλην πανήγυριν και μονεκκλησίαν, καθ’ ην ήθελον να συλλειτουργήσωσιν άπαντες, όταν έλθη ο Μωϋσής, να τον υβρίσωσι και να τον διώξωσιν επιπλήττοντες και ατιμάζοντες, έπειτα να ακολουθήση ένας οπίσω του ήσυχα, να ακροασθή τι θα είπη, να γνωρίσωσιν εάν εθυμώθη. Όταν δε ήλθεν ο άξιος της ιερωσύνης εις το ιερατείον να φορέση τα ιερά άμφια κατάτην συνήθειαν, τον ύβρισεν ένας λέγων· «Φύγε απ’ εδώ, ασχημάνθρωπε, του κόσμου το περιγέλασμα, διότι δεν είσαι άξιος να σταθής εις το μέσον μας». Ευθύς ανεχώρησεν ο πραότατος, χωρίς να σκανδαλισθή ουδαμώς εις εκείνον, όστις τον ύβρισεν, αλλά μάλιστα εμέμφετο εαυτόν, λέγων· «Δεν σου το έλεγα, μελανέ και ασχημοδέρματε, ότι δεν είσαι άξιος να συνομιλής προς τους ανθρώπους, απάνθρωπε; Καλώς σοι έκαμαν και πρεπόντως σε ύβρισαν». Ταύτα ακούσας εκείνος, όστις τον ηκολούθει όπισθέν του, ανήγγειλε ταύτα και πολύ ωφελήθησαν, θαυμάζοντες την άμετρόν του ταπείνωσιν και παρεκάλεσαν αυτόν να επιστρέψη και να συλλειτουργήσωσιν. Όστις πάλιν επήγε χωρίς μηδαμώς να ταραχθή η καρδία του. Έκτοτε πλέον δεν τον επείραξαν, γνωρίσαντες την ακακίαν και απλότητά του, αλλά μάλλον τον παρεκάλουν να τους αναφέρη συχνάκις ευαρεστούμενος ψυχωφελή σωτήρια παραδείγματα. Ο δε Μωϋσής ωμίλησε ταύτα προς αυτούς, ίνα φανή ευήκοος προς την αίτησιν· «Αδελφοί και πατέρες, η ταπείνωσις ταπεινώνει τους δαίμονας, και η κενοδοξία τους υψώνει. Όστις είναι ταπεινόφρων και ταπεινολόγος εκνευρίζει των δαιμόνων την δύναμιν, και όστις δεν έχει ταπείνωσιν εμπαίζεται υπό των δαιμόνων. Και όποιος προσεύχεται, εάν δεν φρονή ότι είναι αμαρτωλός, δεν εισακούεται υπό του Κυρίου, ουδέ λαμβάνει παρ’ αυτού την αίτησίν του. Πρέπει έκαστος να έχη έμπροσθέν του όλα του τα αμαρτήματα αείποτε, και βλέπων οφθαλμοφανώς τας αισχρουργίας του να μη κατακρίνη τους άλλους τελείως· όθεν εκπληρών τις ταύτην την εντολήν του Σωτήρος την ψυχοσωτήριον: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» έστω βέβαιος ότι δια παντός εσώθη». Γινώσκετε δε και τούτο, αδελφοί και πατέρες, ότι αδύνατον είναι να λέγεταί τις Χριστού στρατιώτης, εάν καθ’ ολοκληρίαν δεν αναζωπυρωθή πρότερον με το πυρ της αυτού αγαπήσεως, καταφρονών όλως δι’ όλου πάσαν ανθρωπίνην τιμήν και έπαινον και οιανδήποτε σωματικήν χλιδήν και ανάπαυσιν, και αποφεύγων προσέτι την αθυροστομίαν, ήτις ως καύσων και φλοξ πυρός φλογίζει τους καρπούς των πόνων του Μοναχού. Όστις πρέπει να έχη ταύτας τας αρετάς, ως αρεστάς εις τον Θεόν, ψυχωφελείς και σωτηριώδεις· ευλάβειαν, σωφροσύνην, απλότητα, πραότητα, προς Θεόν ευσέβειαν και αγάπην ειλικρινή προς πάσαν αδελφότητα· δια την οποίαν και εγώ ο ιδιώτης και αταπείνωτος, ο μαύρος και μελανός εις την ψυχήν και εις το σώμα Αιθίοψ, των ανθρώπων το όνειδος, ετόλμησα να εκφράσω τους λόγους τούτους προς σας τους κυρίους μου. Αλλά συγχωρήσατέ μοι, σας παρακαλώ, δια τον Κύριον, δεόμενοι του Θεού υπέρ της αφέσεως των αμαρτιών μου». Ταύτα και άλλα περισσότερα λέγων προς αυτούς ο μελανός εις την σάρκα, εις δε την ψυχήν λευκότατος, ωφέλησε πολύ τους ακούοντας και υποστρέψας εις την κέλλαν πάλιν ησύχαζεν, έως ου έφθασεν εις το άκρον της τελειότητος, τελέσας μεγάλους αγώνας εις την άσκησιν, τόσον ώστε και αυτούς τους συντρόφους του κλέπτας και ληστάς ωκειοποίησε προς τον Χριστόν δια μετανοίας, και έγινεν εις την αρετήν θειότατος και εις όλους τους πατέρας ονομαστότατος, ζήσας 75 έτη εν τω προσκαίρω τούτω κόσμω και αγγελικώς μετά την επιστροφήν του συμπεριφερόμενος. Έπειτα εις το τέλος της παροικίας του τον ηξίωσεν ο Κύριος και έπιε το ποτήριον, όπερ και αυτός άλλους επότισε· τοιουτοτρόπως δε έλαβε και αυτός την μάχαιραν την οποίαν έδωκεν, ίνα εκπληρωθή του Κυρίου η πρόρρησις. Καθώς εκάθητο λοιπόν ημέραν τινά εις την Σκήτην μετά άλλων επτά αδελφών, προγνωρίσας θεία χάριτι το μέλλον, επροοιμίασεν ούτω· «Σήμερον έρχονται βάρβαροι και φύγετε δια να μη σας φονεύσωσιν». Οι δε είπον εις αυτόν· «Αλλά συ δεν φεύγεις»; Ο δε απεκρίθη· «Ιδού τόσα έτη αναμένω την ημέραν ταύτην, ίνα πληρωθή το ρήμα του Κυρίου το λέγον, ότι πάντες οι δόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται και τώρα να φύγω να χάσω τον στέφανον»; Υπολαβόντων δε αυτών, «ουδέ ημείς φεύγομεν, αλλά μένομεν να αποθάνωμεν μετά σου», απεκρίθη ο Μωϋσής· «Έκαστος γινώσκει τας πράξεις του και κάμετε καθώς σας φωτίση ο Κύριος». Παραυτίκα δε τους είπε πάλιν. «Ιδού έφθασαν οι βάρβαροι». Τότε εις εξ αυτών εκρύβη όπισθεν της θύρας, ίνα μείνη ζων και μαρτυρήση το συμβησόμενον. Εισελθόντες δε οι βάρβαροι εφόνευσαν ευθύς ξιφηδόν τον Μωϋσήν και τους άλλους εξ και αρπάσαντες παν το προστυχόν ανεχώρησαν. Εκείνος δε, όστις ήτο κεκρυμμένος, είδεν επτά στεφάνους, οίτινες ουρανόθεν πεσόντες εστεφάνωσαν τους Οσίους. Τοιούτον τέλος έλαβεν ο τρισμακάριος, ο οποίος αφήκε μαθητάς εβδομήκοντα. Τούτον ας μιμηθώμεν και ημείς οι αμαρτήσαντες, ας κάμωμεν αληθινήν μετάνοιαν, ίνα τύχωμεν συγχωρήσεως, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει κράτος, δόξα, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αμήν. [/b]
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΘ΄ (29η) Αυγούστου, η αποτομή της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου.

Δημοσίευση από silver »


Iωάννης ο μέγας Πρόδρομος και Βαπτιστής του Κυρίου ήτο υιός Ζαχαρίου του Αρχιερέως και της Ελισάβετ, εξ επαγγελίας του Αρχαγγέλου Γαβριήλ γεννηθείς, απεκεφαλίσθη δε σήμερον υπό του Ηρώδου Αντύπα, διότι ήλεγχεν αυτόν δια την παράνομον μίξιν μετά της Ηρωδιάδος. Ούτος εμαρτυρήθη υπό του Δεσπότου Χριστού, ότι είναι ο μέγιστος πάντων των εκ κοιλίας μητρός εξελθόντων και ο εκλεκτότατος των Προφητών. Ούτος εσκίρτησεν εκ κοιλίας μητρός του, εκήρυξε δε τον Χριστόν και εις τους ζώντας εν τη γη άνω και εις τας ψυχάς των τεθνεώτων εν τω Άδη κάτω. Ούτος είναι ο μέγας Ιωάννης εκείνος, ο οποίος ήτο ενδεδυμένος την αγιότητα εκ κοιλίας μητρός του, ο οποίος είχεν εγκάτοικον εν τη ψυχή του την παρθενίαν και καθαρότητα, και ηγάπησεν εγκαρδίως την σωφροσύνην, ο οποίος ήσκεισε την νηστείαν και ατροφίαν και κακουχίαν και έγινεν αλλότριος πάσης συναναστροφής μετά των ανθρώπων, ο οποίος κατώκησεν εις την έρημον, και συνανεστρέφετο μετά των αγρίων θηρίων, και εκαλύπτετο με τρίχας καμήλου και έζωνε την οσφύν του με ζώνην δερματίνην, ο οποίος είχε τροφήν ετοίμην και αυτοσχέδιον ως τα πετεινά, και ο οποίος ηξιώθη να υπερβή τους όρους της φύσεως, και να βαπτίση τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν τον πάσης επέκεινα φύσεως. Αυτός, ο τοσούτος και τηλικούτος Άγιος, επειδή εμελέτα πάντοτε τον θείον Νόμον, όλα τα του κόσμου ενόμιζε δεύτερα και κατώτερα της τηρήσεως του θείου Νόμου. Ο δε Ηρώδης, τετράρχης ων της Ιουδαίας, καθό ασελγέστατος και ακόλαστος άνθρωπος, ήλθεν εις αθεμίτους σχέσεις μετά της Ηρωδιάδος, συζύγου του αδελφού του Φιλίπου, εν ω ούτος αφ’ ενός μεν έζη εισέτι, αφ’ ετέρου δε είχε και θυγατέρα μετ’ αυτής, αι παραβάσεις δε αύται αμφότεραι ήσαν εναντίαι του θείου Νόμου. Όθεν ο μέγας Πρόδρομος, υπό ενθέου ζήλου κινηθείς και οπλισθείς τα όπλα της αληθείας, έλεγε προς τον ασελγή βασιλέα: «Δεν σοι είναι επιτετραμμένον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου». Μη υποφέρων δε τον έλεγχον τούτον ο Ηρώδης έδεσε τον χαριτώνυμον Ιωάννην και έρριψεν αυτόν εν τη φυλακή, παρακινούμενος εις ταύτα υπό της ακολάστου και μοιχαλίδος Ηρωδιάδος. Εορταζομένης λοιπόν υπό του Ηρώδου και των αρχόντων της επετείου ημέρας της γεννήσεώς του παρετέθη τράπεζα και έγινε φιλήδονον συμπόσιον, καθ’ ό ο Ηρώδης εξώκειλεν εις μέθην και αφροσύνην, επειδή δε εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος έμπροσθεν του βασιλέως, αντημείφθη δια τον άσεμνον χορόν της με τον φόνον, φεύ! του μεγάλου Προφήτου. Πάραυτα λοιπόν εφέρθη εν τω μέσω της τραπέζης επί πινακίου η προδρομική κεφαλή του δικαίου, εισέτι αιμοσταγής, και ωσεί ελέγχουσα σιωπηλώς τον Ηρώδην· εδόθη δε εις την ακόλαστον και μοιχαλίδα γυναίκα. Ταύτα δε εγίνοντο εν Σεβαστουπόλει, ήτις απέχει της Ιερουσαλήμ μιάς ημέρας διάστημα, ένθα και ο μετά τον Ηρώδην τετράρχης έκτισε τα βασιλικά του παλάτια, και το ρηθέν προφητοκτόνον συμπόσιον ετελέσθη. Το πάντιμον δε και άγιον σώμα του μεγάλου Προδρόμου εκηδεύθη εκεί υπό των ιδίων του μαθητών, οίτινες ήλθον και ήραν αυτό και έθηκαν εν Μνημείω (Μάρκου στ: 21-29), ευλαβώς και εντίμως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω προφητικώ του Ναώ τω κειμένω εις τόπον καλούμενον Φαρακίου.
silver
Κορυφαίος Αποστολέας
Κορυφαίος Αποστολέας
Δημοσιεύσεις: 3145
Εγγραφή: Παρ Δεκ 29, 2006 6:00 am
Τοποθεσία: Κων/νος@Μόντρεαλ-Καναδά.
Επικοινωνία:

Re: Σήμερα είναι :Τη Λ΄ (30η) Αυγούστου, μνήμη των Αγίων Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ΙΩΑΝΝΟΥ και ΠΑΥΛΟΥ τ

Δημοσίευση από silver »


Αλέξανδρος ο μακάριος πατήρ ημών, επειδή εξήσκει πάσαν αρετήν, εχρημάτισε πρωτοπρεσβύτερος του Αγίου Μητροφάνους Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, κατά τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου εν έτει τκε΄ (325), αντικατέστησε δε εις την εν Νικαία συγκροτηθείσαν αγίαν και Οικουμενικήν πρώτην Σύνοδον τον Άγιον Μητροφάνην, μη δυνηθέντα ένεκεν ασθενείας και γήρατος να παρευρεθή εις αυτήν. Εν ταύτη λοιπόν τη Συνόδω ο θείος Αλέξανδρος πολύ ηγωνίσθη υπέρ της Ορθοδόξου πίστεως, ελέγχων ο τρισμακάριος την του Αρείου κακοδοξίαν. Αφού δε η Σύνοδος ετελείωσε, παρεκάλεσεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος όλους τους θεοφόρους εκείνους Πατέρας να έλθωσιν εις Κωνσταντινούπολιν, όπως ευλογήσωσιν αυτήν, τότε ούσαν νεόκτιστον. Τότε Άγγελος Κυρίου φανείς εις τον Άγιον Μητροφάνην είπεν εις αυτόν· «Επειδή συ πρεπόντως ευηρέστησας τω Θεώ, δια τούτο μετά δέκα ημέρας παραιτείς την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν και πορεύεσαι εις τα ύψη να λάβης παρά Θεού τον στέφανον· τον δε θρόνον της Εκκλησίας θα λάβη αντί σου και θα τον στολίση Αλέξανδρος ο συλλειτουργός σου». Όθεν οι Άγιοι Πατέρες, τούτο μαθόντες, ηυφράνθησαν μετά του μακαρίου Μητροφάνους, τον οποίον αποθανόντα ενεταφίασαν, εχειροτόνησαν δε Πατριάρχην τον αοίδιμον τούτον Αλέξανδρον. Αφού δε απέθανεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, έμεινε διάδοχος της βασιλείας Κωνστάντιος ο υιός του, ο οποίος υπερησπίζετο την αίρεσιν του δυσσεβούς Αρείου, και εβίαζε τον Άγιον Αλέξανδρον τούτον να δεχθή τον Άρειον και να συγκοινωνήση μετ’ αυτού· ο δε Άγιος, μη καταπεισθείς, αλλά παρακαλέσας τον Θεόν, έμεινεν εύθυμος και αμέριμνος. Τότε ο Άρειος ηθέλησε να έμβη εις την του Χριστού Εκκλησίαν τυραννικώς και βιαίως με βασιλικήν εξουσίαν, αλλ’ εύρεν αυτόν η θεία δίκη, διότι εν ώρα φυσικής ανάγκης εχύθησαν τα εντόσθιά του και ούτως εξέψυχεν. Ο δε Άγιος Αλέξανδρος, ποιμάνας την του Χριστού Εκκλησίαν θεαρέστως επί εικοσιτρία έτη, απήλθε προς Κύριον.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Πνευματικά Αναγνώσματα”