Σελίδα 21 από 149

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΔ΄ (14η) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΥ.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Μαρ 13, 2019 8:52 pm
από silver

Βενέδικτος ο Όσιος Πατήρ ημών, του οποίου το όνομα είναι λατινικόν και ερμηνεύεται Ευλογημένος, κατήγετο εκ της Νουρσίας, πόλεως της Ιταλίας, εν τη οποία εγεννήθη κατά το έτος υπ΄ (480) από Χριστού, εκ γονέων ευσεβών και πλουσίων. Βρέφος δε έτι ων απέμεινεν ορφανός, ανατραφείς μετά της διδύμου αδελφής του, ονόματι Σχολαστικής, από την ευσεβή τροφόν των. Από της μικράς ηλικίας ο Όσιος έδειξε θερμήν αγάπην προς πάσαν αρετήν, νεώτατος δε εστάλη εις την Ρώμην δια να επιδοθή εις την σπουδήν. Αλλ’ εκεί, φοβηθείς να μη παρασυρθή από τα κακά παραδήγματα των νέων, εγκατέλειψε την Ρώμην και επήγεν εις την περιοχήν των ορέων των καλουμένων σήμερον Σιμπρουϊνη (Simpruini), αλλά μη ικανοποιηθείς και εκεί ανεχώρησε δια τας αγρίας χαράδρας του όρους Σουβιάκου, όπου συνήντησε Μοναχόν τινα Ρωμανόν ονομαζόμενον, όστις αντιληφθείς την αθωότητα του νέου τον ηρώτησε τι ζητεί εις τα έρημα εκείνα μέρη. Απαντήσαντος δε του Οσίου ότι θέλει να ζήση ως ερημίτης, τον ενουθέτησεν ο Ρωμανός και του έδωσεν εν μικρόν κυάθιον και μίαν μηλωτήν, έδειξε δε εις αυτόν εν απρόσιτον σπήλαιον και του υπεσχέθη ότι θα κρατήση μυστικήν την εκεί παρουσίαν του και ότι θα του φέρη τρις της εβδομάδος άρτον, το οποίον και έπραττε καταβιβάζων αυτόν δια μικρού σχοινίου και ειδοποιών αυτόν δια μικρού τινος κώδωνος. Εις το σπήλαιον εκείνο ο Όσιος Βενέδικτος παρέμεινεν επί τρεις χρόνους προσευχόμενος θερμώς, έχων ως μόνην τροφήν τον άρτον τον οποίον του έφερεν ο Ρωμανός και αγριόχοτρα. Ημέραν δε τινά είδον κατά τύχην αυτόν νέοι τινές βοσκοί, οι οποίοι, βλέποντές τον ενδεδυμένον την μηλωτήν, εφοβήθησαν και ήθελον να φύγουν. Αλλ’ ο Όσιος με τόσον γλυκήν τρόπον τους ωμίλησε δια τον Θεόν, ώστε όχι μόνον έλαβον θάρρος, αλλά και επανήρχοντο εκεί δια να τον βλέπουν και να ακούουν τας συμβουλάς του. Αλλ’ ο μισόκαλος δαίμων, φθονήσας την πολιτείαν του Οσίου Βενεδίκτου, παροσεπάθησε να τον εμποδίση από τον καλόν δρόμον του και ενοχλών αυτόν κατά διάνοιαν, έλεγε· «Τι κάμνεις εις ταύτην την έρημον και δεν επιστρέφεις εις τον κόσμον»; Του παρουσίαζε δε και κατά φαντασίαν τα θεάματα, τα οποία έβλεπεν εις την Ρώμην και παλαιάς γυναικείας γνωριμίας. Ημέραν δε τινά παρουσιάσθη εις αυτόν ως πτηνόν μαύρον, το οποίον επέτα πέριξ αυτού και τον ηνώχλει. Ο Όσιος όμως απεδίωξε τούτο δια του σημείου του Τιμίου Σταυρού. Τόσον τον προσέβαλεν άλλοτε δια των αισχρών λογισμών, ώστε ο Όσιος εξέβαλε την μηλωτήν και εκυλίετο εις τας ακάνθας, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός. Αφού δε ο δαίμων έφυγε νικηθείς, ησθάνθη ο Άγιος τον εαυτόν του απηλλαγμένον από σαρκικάς επιθυμίας. Άλλην φοράν, δύο Μοναχοί, οίτινες έζων εις τα σπήλαια του Βικοβάρο, οκτώ μίλια από το Σουβιάκον, ήλθον να τον εύρουν μετά τον θάνατον του Ηγουμένου των και τον παρεκάλεσαν να τους αναλάβη υπό την κηδεμονίαν του. Ο Όσιος Βενέδικτος είπε τότε προς αυτούς· «Ο σκληρός βίος μου δεν θα σας είναι υποφερτός· δεν είναι λοιπόν δυνατόν να συζήσωμεν». Αλλ’ εκείνοι τόσον επέμειναν, ώστε ηναγκάσθη να τους ακολουθήση. Οι νέοι όμως κανόνες τους οποίους ώρισεν εις αυτούς ο Όσιος τους εφάνησαν τόσον βαρείς, ώστε, δια να ελευθερωθούν από τον ζυγόν του, εδηλητηρίασαν το ποτόν του. Ενώ όμως ο Όσιος Βενέδικτος ηυλόγει τούτο ίνα το πίη, εθραύσθη το ποτήριον εις μύρια τεμάχια. Στραφείς τότε προς αυτούς, είπε με ιλαρότητα· «Ο Θεός να σας συγχωρήση. Σας προείπον ότι δεν δύνασθε να ζήσετε τον βίον κατά τον ιδικόν μου τρόπον. Όθεν σας παρακαλώ, εύρετε άλλον τινά Ποιμένα». Εγερθείς δε από την τράπεζαν, επέστρεψεν εις το σπήλαιόν του. Αφού δε έμαθαν οι άνθρωποι το σπήλαιόν του από τους βοσκούς, πολλοί ήρχοντο από την Ρώμην δια να λάβουν τας συμβουλάς του. Αι δε καλλίτεραι οικογένειαι ήθελον να του εμπιστευθούν τα τέκνα των δια να τα εκπαιδεύση. Άνθρωπος δε τις, Εκυϊτιος καλούμενος, του παρέδωσε τον υιόν του ονόματι Μαύρον και έτερος ονόματι Τέρτουλος τον νέον Πλακίδιον. Αλλά και πολλοί άλλοι ήρχοντο από παντού ζητούντες να γίνουν μαθηταί του Οσίου. Τότε το Σουβιάκον έγινε κέντρον μοναχισμού και εκτίσθησαν δώδεκα Μοναστήρια έχοντα έκαστον δώδεκα Μοναχούς με ιδικόν των Προεστώτα, τον οποίον ώρισεν ο Όσιος, όλα όμως τα Μοναστήρια αυτά καθωδηγούντο από τον Όσιον Βενέδικτον Τρία δε Μοναστήρια ήσαν κτισμένα εις την κορυφήν του όρους, αλλά δεν είψον ύδωρ, οι δε Μοναχοί ελθόντες εις τον όσιον το παρεκάλουν να μεταφέρουν τα Μοναστήρια των εις άλλο μέρος. Κατά δε την ακόλουθον νύκτα μετέβη εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος και τοποθετήσας τρεις πέτρας εις εν σημείον διέταξε να σκάψουν εκεί και ευθύς, ως οι Μοναχοί έσχισαν ολίγον τον βράχον, ανέβλυσε πηγή ύδατος, η οποία τρέχει αφθόνως μέχρι της σήμερον. Ήτο δε τότε η Ιταλία υπό τους Γότθους. Εις δε εκ των βαρβάρων εκείνων παρεκάλεσε τον Άγιον να τον δεχθή εις την Μονήν. Εδέχθη λοιπόν τούτον ο Όσιος, αυτός δε επεδόθη με ζήλον εις τον μοναχικόν βίον και εντός ολίγου έγινε Μοναχός τέλειος. Ενώ δε ημέραν τινά έκοπτεν ούτος ξύλα πλησίον της λίμνης, εξέφυγεν από τας χείρας του ο πέλεκυς και έπεσεν εις το ύδωρ. Λυπηθείς δια τούτο ο Μοναχός εκείνος, διηγήθη εις τον υιόν του Εκυϊτίου Μαύρον, τον βοηθόν του Οσίου, τι του συνέβη, ο δε Μαύρος διεβίβασε τούτο εις τον Όσιον. Ήλθε τότε εις τον τόπον εκείνον ο Όσιος Βενέδικτος και αφού εζήτησεν από τον Γότθον τον στειλεόν, κρατών αυτόν από την μίαν άκραν, εβύθισε την άλλην εις το ύδωρ και, προς μεγάλην έκπληξιν όλων, ανασυρθείς παρευθύς ο πέλεκυς προσηρμόσθη και πάλιν εις τον στειλεόν αυτού. Άλλοτε πάλιν, εις πρόσταγμα του Οσίου, ο Μαύρος εβάδισεν επάνω εις τα ύδατα και έσωσε τον Πλάκιδον, καθ’ ην στιγμήν εκινδύνευε να πνιγή. Ούτος αργότερον μετέβη εις την Γαλλίαν και ίδρυσεν εκεί μέγα Μοναστήριον. Κατά το έτος φκθ΄ (529) από Χριστού γεννήσεως, αναχωρήσας ο Όσιος από το Σουβιάκον, ένεκα σκανδάλων τινών, τα οποία προεκάλεσε φθονερός τις Κληρικός της περιοχής, μετέβη εις το όρος Κασσίνον, εκεί δε επάνω εις τα ερείπια παλαιού τινός ναού του Απόλλωνος έκτισεν Εκκλησίαν και ανήγειρε νέον μέγα Μοναστήριον εις κτήματα τα οποία προσέφερεν εις τον Όσιον ο πατήρ του Πλακίδου. Αν δε και εκεί πολύ εμόχθησεν ο δαίμων, ίνα εμποδίση την οικοδόμησιν του Μοναστηρίου τούτου, όμως εις μάτην απέβησαν αι τέχναι του, διότι ο Όσιος του Θεού Βενέδικτος ανθίστατο γενναίως, έχων πίστιν εις την προστασίαν του Θεού επί των πλασμάτων του. Όθεν μη δυνάμενος ο δαίμων να επιτύχη τίποτε εναντίον του Οσίου Βενεδίκτου έστρεψε την οργήν του εναντίον των μαθητών του. Εις δε Μοναχός, απατηθείς από την δολιότητα του μυσαρού δαίμονος, ηθέλησε να επιστρέψη εις τον κόσμον. Ματαίως προσεπάθει ο Όσιος να τον συγκρατήση· εκείνος παρακούων και περιφρονών τας συμβουλάς του Οσίου εξήλθεν από το Μοναστήριον. Αλλά, ω του θαύματος! έξω από το Μοναστήριον ενεφανίσθη δράκων φοβερός, όστις εζήτει να τον κατασπαράξη. Επιστρέψας τότε περίφοβος εις το Μοναστήριον, εζήτησε συγχώρησιν από τον Πνευματικόν του Πατέρα και ηυχαρίστησεν αυτόν, διότι δια των προσευχών αυτού είδεν οφθαλμοφανώς τον κίνδυνον εις τον οποίον εσύρετο. Άλλην φοράν ήλθεν εις την Μονήν, κλαίων με μεγάλον πόνον, εις πατήρ φέρων αποθαμμένον τον μονογενή υιόν του και αφού εζήτησε τον Όσιον, λέγει προς αυτόν με οδύνην· «Πάτερ, επίστρεψόν μου τον υιόν μου» Απεκρίθη δε προς αυτόν ο Όσιος· «Μήπως εγώ σου επήρα τον υιόν σου»; Αλλ’ ο δυστυχής εκείνος πατήρ λέγει πάλιν· «Απέθανε, Πάτερ, και σε παρακαλώ να τον αναστήσης». Απεκρίθη ο Άγιος· «Αυτό το οποίον ζητείς, τέκνον μου, υπερβαίνει κατά πολύ τας δυνάμεις μου». Ο ταλαίπωρος όμως πατήρ θρηνών περισσότερον έλεγε με πόνον· «Δεν φεύγω, Άγιε του Θεού, από εδώ, εάν δεν μου τον επιστρέψης». Τότε ο Όσιος λυπηθείς τον δυστυχή εκείνον του λέγει· «Που είναι ο νεκρός σου»; Απεκρίθη ο πατήρ του νεκρού, πάντοτε κλαίων· «Εις την θύραν της Μονής». Τότε ο Όσιος Βενέδικτος ελθών εις την έξοδον της Μονής έκυψεν επί του νεκρού νέου και προσηυχήθη, λέγων· «Κύριε, μη στρέψης τα βλέμματά σου εις τας αμαρτίας μου, αλλά εις την πίστιν του ανθρώπου τούτου και επίστρεψε εις το σώμα αυτό την ψυχήν την οποίαν παρέλαβες». Και παρευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Ήγειρε τον νέον και τον παρέδωσε ζώντα εις τον πατέρα του, όστις ανεχώρησε χαίρων και αγαλλόμενος. Αλλά και Μοναχόν φονευθέντα από κρημνισθέντα τοίχον ανέστησε κατ’ άλλην ημέραν ο Όσιος. Ακούσας δε ο βασιλεύς των Γότθων Τοτίλας τα όσα περί του Οσίου Βενεδίκτου ελέγοντο και θελήσας να τον δοκιμάση, ενέδυσε με τα βασιλικά ενδύματα τον υπασπιστήν του και τον έστειλε προ αυτού εις το όρος Κασσίνον με τους αυλικούς του, προς συνάντησιν του Οσίου Βενεδίκτου, αυτός δε ηκολούθει όπισθεν. Αλλ’ ο Όσιος Βενέδικτος, ελθών προς συνάντησίν του και γνωρίσας εκ της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος την αλήθειαν, είπε προς τον υποκρινόμενον τον βασιλέα· «Τέκνον μου, έκβαλε ταύτα τα ενδύματα, διότι δεν είναι ιδικά σου». Τότε ο υπασπιστής, μεγάλως εκπλαγείς, προσέπεσεν εις τους πόδας του Οσίου, ζητών συγχώρησιν, διότι ηθέλησε να εξαπατήση τόσον άγιον δούλον του Θεού.Κατόπιν στραφείς ο Όσιος προς τον πραγματικόν βασιλέα, όστις ήρχετο όπισθεν, λέγει προς αυτόν· «Βασιλεύ, έκαμες έως τώρα μεγάλα κακά και καιρός είναι να παύσης τας ανομίας σου. Θα εισέλθης δε εις την Ρώμην και θα βασιλεύσης εις αυτήν, μετά εννέα όμως χρόνους θα αποθάνης». Αύτη δε η πρόρρησις του Αγίου επηλήθευσεν ακριβώς. Εις την υπώρειαν του όρους Κασσίου έκτισεν ο Όσιος γυναικείαν Μονήν, εις την οποίαν εμόνασε και η αδελφή αυτού Σχολαστική, ταύτην δε μετέβαινε και έβλεπεν άπαξ του έτους. Κατά δε την τελευταίαν φοράν, όπου μετέβη και αφού επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, μετά τρεις ημέρας είδεν εν οράματι την ψυχήν της Σχολαστικής ανερχομένην εις τους ουρανούς με το σχήμα της περιστεράς. Είπομεν ανωτέρω με ποίον τρόπον συνέδεσεν ο Όσιος Βενέδικτος τον εαυτόν του με τον Θεόν και πως δια της αρετής και ασκήσεως επλουτίσθη παρ’ Αυτού με δύναμιν θαυμάτων και ιαμάτων, διότι και νεκρούς ανέσταινε και τα μέλλοντα προέλεγε και διελέγετο περί των απωτάτων σημείων ως να ήσαν παρόντα. Πρέπει όμως και τούτο να είπωμεν, ως αναγκαίον. Όταν ο Όσιος έμελλε να υπάγη προς Κύριον, επρόλαβε και διεμήνυσε τόσον εις τους μαθητάς του, όσοι ήσαν εκεί πλησίον του, όσον και εις τους μακράν διατελούντας, ότι θα απέλθη του κόσμου τούτου και ότι θα γίνη σημείον, δια του οποίου θα γνωρίσωσιν όλοι, ότι χωρίζεται από του σώματος. Προ εξ λοιπόν ημερών από της οσίας αυτού κοιμήσεως, επρόσταξεν ο Όσιος να ανοιχθή ο τάφος του και να είναι έτοιμος, ευθύς δε προσεβλήθη υπό σφοδρού πυρετού, όστις κατεξήραινε το σώμα του επί εξ ημέρας. Κατά δε την έκτην ημέραν επρόσταξε τους μαθητάς του να τον φέρωσιν εις την μικράν Εκκλησίας την οποίαν είχον και φθάσας εκεί εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, ιστάμενος ανά μέσον των μαθητών του. Υπό τούτων λοιπόν βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και ούτως, άνω βλέπων και προσευχόμενος, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, την ιγ΄ (13ην) Μαρτίου του έτους φμβ΄ (542), άγων τότε το εξηκοστόν δεύτερον έτος της ηλικίας του. Κατά δε την ώραν εκείνην, καθ΄ ην εκοιμήθη ο Όσιος, εφάνη η εξής όρασις εις δύο αδελφούς, εκ των οποίων ο μεν εις ησύχαζεν εις κελλίον, ο δε άλλος κατώκει μακράν. Ούτοι λοιπόν οι δύο αδελφοί είδον εξαίφνης οδόν θαυμαστήν αρχομένην από το κελλίον τού Οσίου και φθάνουσαν μέχρι του ουρανού, κατ΄ ανατολάς. Ήτο δε η οδός εκείνη εστρωμένη όλη με λαμπρά και πολύτιμα μεταξωτά ιμάτια. Ίσταντο δε εν τη οδώ άνδρες τινές θαυμαστοί κατά την μορφήν και εξαίσιοι κρατούντες εις τας χείρας λαμπάδας, και βαστάζοντες τον Όσιον ανέβαινον κατά τάξιν εις τον ουρανόν, άλλος δε τις λευκοφόρος και φωτοφόρος, παραστάς εις τον Όσιον, ηρώτα τους βλέποντας την οπτασίαν ταύτην Οσίους, αν γνωρίζωσι τίνος είναι η θαυμαστή εκείνη οδός, την οποίαν βλέπουσι και θαυμάζουσιν. Αποκριθέντων δε των Οσίων, ότι δεν γνωρίζουσι, τότε ο φανείς εκείνος είπεν εις αυτούς· «Αύτη είναι η οδός, δια της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος αναβαίνει εις τον ουρανόν». Ελθόντες λοιπόν εις εαυτούς οι Όσιοι ηννόησαν, ότι απήλθεν ο Άγιος, καθώς είδον αυτόν τελειούμενον· εφανέρωνε δε η οπτασία αύτη την λαμπρότητα και την δορυφορίαν, της οποίας ηξιώθη ο Όσιος, όταν έμελλε να εκδημήση προς Κύριον.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΕ΄ (15η) Μαρτίου, ο Άγιος Νεομάρτυς ΜΑΝΟΥΗΛ ο Κρής, ο εν Χίω μαρτυρήσας εν έτει 1792, ξίφει σφαγια

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Μαρ 14, 2019 10:01 pm
από silver

Μανουήλ ο του Χριστού Μάρτυς κατήγετο εκ Σφακίων της νήσου Κρήτης, γεννηθείς εκ γονέων Χριστιανών. Νέος δε την ηλικίαν ηχμαλωτίσθη από τους Τούρκους, οίτινες υπέταξαν τα Σφακία, μετά την επανάστασιν του έτους αψο΄ (1770). Βλέποντες δε αυτόν οι Αγαρηνοί επιτήδειον εις την υπηρεσίαν των, ετούρκευσαν αυτόν δια της βίας και περιέταμον κατά την συνήθειάν των. Όμως ο ευλογημένος Μανουήλ, ως θεοσεβής, έκαμε πάντα δυνατόν τρόπον και φυγών εκείθεν ήλθεν εις την νήσον Μύκονον, όπου εξομολογηθείς την αμαρτίαν του και τον πρέποντα κανόνα ποιήσας προθύμως και μυρωθείς, εγένετο πάλιν Χριστιανός. Μετά δε χρόνον ικανόν έλαβε νόμιμον γυναίκα εντοπίαν, εκ της οποίας απέκτησεν εξ τέκνα. Αντιληφθείς δε ότι αύτη επρόδιδε την τιμήν της και εμοιχεύετο με άλλον, φοβηθείς τον Θεόν, δεν την εκακοποίησεν, ουδέ την εθεάτρισεν, αλλά παραλαβών τα τέκνα του ανεχώρησεν από την οικίαν της, ενοικιάσας άλλην οικίαν όπου εκάθητο μετά των τέκνων του ησυχάζων. Είχε δε ο μακάριος και σύγγαμβρον, άνθρωπον παγκάκιστον και παμμίαρον, ο οποίος πάντοτε τον ηπείλει και εζήτει μέσον δια να κακοποιήση αυτόν, εξ αιτίας της καταφρονήσεως την οποίαν έκαμεν εις την γυναικαδέλφην του· αλλά τι ηκολούθησεν; Ακούσατε. Ερχόμενος ποτε ο Μανουήλ από την Σάμον εις την Μύκονον με πλοίον φορτωμένον ξύλα, συναντάται τυχαίως εις την θάλασσαν με πλοίον του Τούρκου ναυάρχου, το οποίον εφύλαττε την άσπρην θάλασσαν (το Αιγαίον). Επροστάχθη τότε, κατά την συνήθειαν, να έλθη πλησίον του πλοίου, εντός δε αυτού ήτο ο ρηθείς σύγγαμβρός του, υπηρέτης του αγά του πλοίου. Ιδών λοιπόν από μακρόθεν τον ευλογημένον Μανουήλ, τρέχει ταχέως και λέγει εις τον αγάν, ότι ο άνθρωπος, όστις έρχεται με το πλοίον το οποίον εκαλέσαμεν, ήτο ποτέ Τούρκος και τώρα περιπατεί ως Χριστιανός. Τότε καλέσας αυτόν ο αγάς, τον ερωτά τι άνθρωπος είναι. Εκείνος δε απεκρίθη: «Χριστιανός είμαι εκ γενετής μου». Ο αγάς όμως του λέγει· «Μίαν φοράν ήσουν Χριστιανός, κατόπιν δε ετούρκευσας με την θέλησίν σου. Πρέπει λοιπόν να επιστρέψης πάλιν εις την πίστιν μας, διότι, εάν δεν συμμορφωθής, έχω να σε παιδεύσω άσπλαγχνα, έως να ξεψυχήσης». Ο μακάριος όμως Μάρτυς του Χριστού, ενδυναμωθείς παρευθύς άνωθεν και ουδόλως υπολογίσας τας απειλάς του αγά, απεκρίθη· «Χριστιανός εγεννήθην, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω αποθάνει». Ταύτα ακούσας ο αγάς ωργίσθη πολύ και παρέδωκεν αυτόν εις τους τιμωρούς να τον τιμωρήσουν. Τον ετιμώρουν λοιπόν ούτοι με ασπλαγχνίαν μεγάλην επί ημέρας πολλάς, έως ότου έφθασαν εις την Χίον, όπου ευρίσκετο ο ναύαρχος με τον σουλτανικόν στόλον. Τότε ο Μάρτυς παρεκάλεσε Χριστιανόν τινα Υδραίον, όστις ήτο εις το ίδιον πλοίον, να εξέλθη έξω δια να του φέρη Πνευματικόν τινά να εξομολογηθή. Αλλ’ ουδείς Πνευματικός ετόλμησε να υπάγη δια τον φόβον των Αγαρηνών. Εις δε από τους Πνευματικούς είπεν εις τον Υδραίον κρυφίως παραγγελίας τινάς και νουθεσίας, δια να τας είπη εις τον Μάρτυρα, προς ενίσχυσιν αυτού και παρηγορίαν. Ακούσας δε ταύτα ο Μάρτυς, απέκτησε περισσοτέραν δύναμιν και είπε· «Και εγώ τον ίδιον σκοπόν έχω· τι σήμερον να αποθάνω, τι αύριον· ο κόσμος ούτος είναι προσωρινός· αντί να αποθάνω αύριον κολασμένος, προτιμότερον να αποθάνω σήμερον δια την Πίστιν μου και να σώσω την ψυχήν μου». Κατά την ημέραν ταύτην λοιπόν παρέδωκεν ο αγάς του πλοίου τον Μάρτυρα εις χείρας του Τούρκου ναυάρχου, διηγηθείς εις αυτόν πάσαν την υπόθεσιν. Καλέσας λοιπόν εκείνος τον Μάρτυρα τον ηρώτησε ποίος είναι. Ο δε Μάρτυς του Χριστού απεκρίθη μετά παρρησίας, ότι είναι Χριστιανός. Τότε ο ηγεμών επρόσταξε να γυμνώσουν τα κρύφια μέλη του· τούτου δε γενομένου, είδε με τους οφθαλμούς του την περιτομήν της σαρκός του. Όθεν είπεν εις αυτόν· «Πως λοιπόν λέγεις ότι είσαι Χριστιανός»; Ο δε Μάρτυς απεκρίθη· «Εκ γεννήσεώς μου Χριστιανός ήμην, αλλ’ ηχμαλωτίσθην πολύ μικρός και μη θέλοντα με ετούρκευσαν δια της βίας· τώρα όμως, πάλιν Χριστιανός θέλω να είμαι». Ταύτα ακούσας ο ναύαρχος, έδωκε διαταγήν να τον αποκεφαλίσουν αμέσως. Τότε ο Μάρτυς υψώσας τας χείρας και τους οφθαλμούς εις τους ουρανούς είπε μεγαλοφώνως· «Δόξα σοι ο Θεός». Παραλαβόντες λοιπόν αυτόν οι υπηρέται του πασά, τον έφεραν ολίγον μακράν του παλατίου, πλησίον σφαγείου τινός, εις την καλουμένην Παλαιάν Βρύσιν και εκεί ο Μάρτυς του Χριστού, χωρίς να προσταχθή, μόνος του εγονάτισεν εις την γην και την κεφαλήν έκλινε, προσμένων μετά χαράς μεγάλης τον θάνατον. Αλλ’ εκείνος, όστις επεχείρησε να τον αποκεφαλίση, εκυριεύθη από μεγάλην δειλίαν και ρίψας το ξίφος ανεχώρησε. Τούτου γενομένου θόρυβος και ταραχή ηκολούθησε μεταξύ των Τούρκων· ο δε Μάρτυς δεν έστρεψε καθόλου τους οφθαλμούς του δια να ίδη τι εγίνετο, αλλ’ έκειτο γονυπετής και ατάραχος, προσέχων μόνον εις τον εαυτόν του. Τότε εις υπαξιωματικός του ηγεμόνος, αρπάσας την μάχαιραν, εκτύπα εις τον λαιμόν και εις πολλά μέρη του σώματος τον Μάρτυρα, αλλά δεν ηδυνήθηνα κόψη την κεφαλήν του. Βλέπων δε ότι δεν κατορθώνει τίποτε και οργισθείς πολύ, ρίπτει κάτω εις την γην τον Μάρτυρα και πεσών επάνω του, ήρπασε την κεφαλήν του και κατέσφαξεν αυτόν ως αληθινόν πρόβατον του Χριστού. Ήτο δε ημέρα Δευτέρα, ώρα Τετάρτη. Τη επαύριον, μαθών ο ηγεμών την χαράν, την οποίαν εδοκίμασαν οι Χριστιανοί δια την τελείωσιν του Μάρτυρος και την συνδρομήν την οποίαν κάμνουν εις το πάντιμον αυτού και άγιον Λείψανον, επρόσταξε και εσήκωσαν αυτό εκείθεν, μετά της ιεράς αυτού κεφαλής και δέσαντες ταύτα εις λίθους μεγάλους, τα έρριψαν εις τον βυθόν της θαλάσσης, μετά φωνών πολλών και αλαλαγμών· η αγία όμως αυτού ψυχή ανήλθεν εις τους ουρανούς, συναριθμηθείσα μετά των Αγίων Μαρτύρων και τώρα παρίσταται εις Όν επόθησε Χριστόν και λαμβάνει παρ’ αυτού τον αμάραντον στέφανον του Μαρτυρίου, χορεύουσα μετά πάντων των Αγίων και δοξάζουσα Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, τον ένα εν Τριάδι Θεόν· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΣΤ΄ (16η) Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ του Θαυματουργού, του εν τη εν Πάτμω

Δημοσιεύτηκε: Παρ Μαρ 15, 2019 9:36 pm
από silver

Χριστόδουλος ο του Δεσπότου Χριστού θαυμαστός και γνήσιος δούλος κατήγετο από τα περίχωρα της ε Βιθυνία της Μικράς Ασίας λαμπράς και περιφανούς πόλεως Νικαίας, εις την οποίαν εγεννήθη κατά τους τελευταίους χρόνους της βασιλείας του αυτοκράτορος Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (976 – 1025). Οι γονείς αυτού ήσαν ευσεβείς και Ορθόδοξοι και εκαλούντο ο μεν πατήρ Θεόδωρος, η δε μήτηρ Άννα, οίτινες, αφού τον εγέννησαν, ωνόμασαν αυτόν κατά το Άγιον Βάπτισμα, Ιωάννην. Όταν ενηλικιώθη, τον εξεπαίδευσαν εις τα ιερά γράμματα και εις ολίγον καιρόν απέκτησε πολλήν μάθησιν, ως γνωστικός φύσει και από θείαν Χάριν φωτισθείς. Διότι, προβλέπων ο Κύριος την μέλλουσαν αρετήν του παιδός, τον εφώτισεν· Όθεν αναγινώσκων τας θείας Γραφάς συχνάκις, κατεφρόνει τα παρόντα αγαθά ως φθαρτά και μάταια και επεθύμει τα αληθινά και αιώνια. Οι δε γονείς του, βλέποντες την πολλήν ευλάβειαν του νέου και ότι επεθύμει να γίνη Μοναχός, έσπευσαν και μη θέλοντα να τον αρραβωνίσουν μετά τινος νέας, διότι επόθουν να ίδουν κληρονομίαν από αυτόν. Αλλ’ ο καλός νεανίας πριν να ευλογηθή και υπό Ιερέως ο αρραβών έφυγεν, ως σοφώτατος, κρυφά από τους γονείς του και καθώς ήτο κεκρυμμένος ήκουσε φωνήν άνωθεν λέγουσαν εις αυτόν· «Φύγε από τους συγγενείς σου και ελθέ εις τον τόπον τον οποίον θα σου δείξω, προς σωτηρίαν σου». Υπακούσας λοιπόν ο νέος τω καλέσαντι, έφυγεν από την πατρίδα του, συναντήσας δε ενάρετον τινά άνδρα, μετέγησαν ομού εις τον Όλυμπον. Το όρος τούτο είναι πλησίον εις την Προύσαν, τόπος δι’ ερημίτας αρμόδιος και έχει παλαιόθεν πολλά κελλία και Μοναστήρια. Εκεί, ευρών δούλον τινά του Θεού γέροντα κατά την ηλικίαν, επιτήδειον εις τα γράμματα, έμπειρον εις τα θεία βάθη του πνεύματος και κατά πολύ ενάρετον, έγινε μαθητής του. Ούτος ο καλός άνθρωπος, κουρεύσας αυτόν, ενέδυσε δια του Μοναχικού Σχήματος, ονομάσας αυτόν Χριστόδουλον ως δούλον Θεού γνησιώτατον και τον εδίδασκεν ανά πάσαν ώραν την ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας. Τούτον εμιμείτο επίσης ο νέος, όσον ηδύνατο, βασανίζων την σάρκα με νηστείας, αγρυπνίας, όλην την νύκτα προσευχόμενος και υμνολογών τον Θεόν. Μετά τρεις χρόνους ετελεύτησεν ο Γέροντάς του, ο δε νέος έμεινε μόνος, περίλυπος και οδυρόμενος εις την ερημίαν και μόνωσιν. Φοβούμενος δε μήπως μάθουν τούτο οι γονείς του και υπάγουν να τον πάρουν με κολακείας ή δια της βίας, ως και πρότερον, ότε τον ηρραβώνισαν χωρίς την θέλησίν του, έφυγεν από εκεί και μετέβη εις την Ρώμην, ίνα προσκυνήση τα ιερά Λείψανα των Αγίων Αποστόλων. Εφάνησαν δε εις τον ύπνον του οι Άγιοι και του είπον όσα έμελλον να του συμβούν εις την ζωήν του, τον παρεκίνησαν δε εις το να υπομείνη αγογγύστως τους πειρασμούς, οίτινες θα τον προσβάλουν, δια να λάβη τον στέφανον της ανταποδόσεως. Ακούσας ταύτα ο νέος εχάρη και αφού προσεκύνησεν όλα τα άγια Λείψανα ανεχώρησεν από την Ρώμην και μετέβη εις τα Ιεροσόλυμα. Προσκυνήσας δε και εκεί όλους τους Αγίους Τόπους, έφυγεν εις την έρημον, όπου ήσαν τα Ασκητήρια. Ήτο δε τότε ετών είκοσι πέντε και αφού εστοχάσθη καλώς όλα τα προβλήματα έμεινεν εις εν Μοναστήριον, υποτασσόμενος και υπηρετών εις όλας τας υπηρεσίας των αδελφών, ως έπρεπε, προκόπτων καθ’ εκάστην εις τα ένθεα κατορθώματα. Ηγρύπνει όλην την νύκτα, έκοπτεν όλα της γαστρός τα θελήματα, οίνον δεν έπινεν, ούτε έτρωγεν άρτυμα, αλλά μόνον άρτον και ύδωρ και, απλώς ειπείν, απηρνήθη όλα τα σωματικά θελήματα ο τρισμακάριος. Όθεν, μη υποφέρων ο μισόκαλος δαίμων να βλέπη τόσην αρετήν εις ένα νέον, παρεκίνησε τους Αγαρηνούς να κάμουν επιδρομήν εις τα Μοναστήρια της ερήμου. Τότε άλλους Μοναχούς εφόνευσαν, άλλους ηχμαλώτισαν, άλλοι δε φυγόντες εσώθησαν. Μαζί με αυτούς ήτο και ο θείος Χριστόδουλος. Ευρόντες δε πλοίον έφυγον εις την Ανατολήν, εις την χώραν ήτις ωνομάζετο Παλάτια, πλησίον της οποίας είναι όρος καλούμενον Λάτρος, εις το οποίον είναι πολλά νερά και όπου ησκήτευαν Μοναχοί αναρίθμητοι. Ευρόντες λοιπόν εκεί πολλούς Ερημίτας εχάρησαν ευχαριστούντες τον Κύριον. Εκεί έμεινεν ο Όσιος μετά των άλλων και ηγωνίζετο, ως πρότερον. Βλέποντες δε οι Μοναχοί τον Όσιον να κάμνη τόσην εγκράτειαν εθαύμαζον, διότι δεν έτρωγε τίποτε άλλο ει μη μόνον ολίγον κέχρινον άρτον, ή κρίθινον και ολίγον νερόν, δια την ανάγκην της φύσεως. Επειδή όμως εις τα μέρη εκείνα ήσαν πολλοί από την αίρεσιν του Μάνεντος, οι οποίοι είχον την γνώμην, ότι τα φαγητά ήσαν μιαρά και εβδελυγμένα και όσους έτρωγαν τυρί ή αυγά τους εμίσουν οι ανόητοι, δια τούτο ο δόκιμος των ψυχών ιατρός, όντως δούλος του Χριστού Χριστόφορος, έτρωγεν από ταύτα κατά τας μεγάλας εορτάς, ήτοι την Λαμπράν, την Πεντηκοστήν και τα Χριστούγεννα, και τότε μόνον, δια να κόψη την υποψίαν της αιρέσεως, ως φρόνιμος, ύστερον δε πάλιν ενήστευεν ως και πρότερον. Όθεν όλοι οι Μοναχοί του Λάτρου, αντιληφθέντες αυτόν ως πρακτικόν της αγωγής της ασκήσεως και ιατρόν έμπειρον, συνήχθησαν άπαντες και προσελθόντες εις αυτόν τον παρεκάλουν να γίνη Προεστώς των και διδάσκαλος και χωρίς το θέλημά του να μη κάμνουν τίποτε. Ο Όσιος όμως αγαπών την ησυχίαν, δεν υπήκουσεν. Ήλθον τότε εις τον Πατριάρχην της Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαον και του ανέφεραν την υπόθεσιν. Προσκαλέσας δε ο Πατριάρχης τον Όσιον του είπεν· «Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν είπε του Πέτρου, εάν τον αγαπά να ποιμαίνη τα πρόβατά Του; Λοιπόν, εάν ποθής να γίνης και δια του έργου πραγματικός δούλος Χριστού, καθώς έχεις το όνομα, πρέπον είναι να κυβερνήσης τους αδελφούς σου, δια να σωθούν δια μέσου σού, παρά να σώσης μόνον τον εαυτόν σου». Ταύτα και άλλα πολλά ακούσας ο Όσιος ηναγκάσθη να δεχθή δια να μη γίνη παρήκοος, ο δε αγιώτατος εκείνος Πατριάρχης τον εψήφισεν Αρχιμανδρίτην εις όλα του Λάτρου τα Μοναστήρια· ούτως ετέθη ο λύχνος επί την λυχνίαν, ίνα φωτίζη τους αυτόν πλησιάζοντας. Όλοι λοιπόν οι του όρους του Λάτρου μονάζοντες είχον τους λόγους του ως λόγους Θεού, ό,τι δε ήθελε προστάξει το εφύλαττον ως νόμον Θεού. Δια των ενθέων λοιπόν διδασκαλιών του, των λογικών ναμάτων επότιζε πάντα τόπον ξηρόν και άνυδρον, όστις ανθίζων έδιδε καρπόν επαινετόν. Όμως πάλιν εφθόνησεν ο πολέμιος, βλέπων ότι και εκεί εσώζοντο οι πολεμούντες αυτόν ανδρικώτατα. Όθεν έστειλε και εκεί τους Αγαρηνούς, οίτινες εφόνευσαν από τους εκεί Μοναχούς όσους επρόφθασαν. Ο δε Όσιος μαζί με άλλους αδελφούς έφυγεν εκείθεν, έχων την γνώμην να υπάγη πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα. Φθάσαντες δε εις τόπον τινά καλούμενον Στρόβιλον, εύρον Μοναχόν τινά ονομαζόμενον Αρσένιον, ο οποίος είχεν εκεί μεγάλον και λαμπρόν Μοναστήριον, το οποίον απέκτησεν από τους προγόνους του. Το Μοναστήριον τούτο είχεν εις τας νήσους Κω και Λέρον πολλά εισοδήματα, τα οποία ήρχοντο εις αυτό. Όταν λοιπόν ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου εκείνου ήκουσε τα συμβάντα και επληροφορήθη τον σκοπόν του Οσίου, τον ημπόδισεν από την οδοιπορίαν του και τον παρεκάλεσε να δεχθή την προστασίαν του Μοναστηρίου, το οποίον, επειδή είχε πολλά εισοδήματα, θα τον έφθαναν να εξοικονομείται με την συνοδείαν του. Όθεν εδέχθη ο Όσιος και του έγραψεν ο Αρσένιος την Μονήν, να είναι εις αυτήν κύριος και εξουσιαστής πάντοτε. Ακολούθως ο μεν Αρσένιος ανεχώρησεν εις τόπον ήσυχον και εκεί ανεπαύθη, ο δε Όσιος Χριστόδουλος έμεινεν εις εκείνο το Μοναστήριον. Βλέπων όμως ο Όσιος ότι το Μοναστήριον εκείνο εταράττετο από τους κοσμικούς, οι οποίοι ήρχοντο συχνάκις και τον εσύγχιζαν, έφυγεν εκείθεν και επήγεν ειςτην Κω. Ευρών δε εκεί τόπον κατάλληλον, έκτισε Μοναστήριον εις το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Έπειτα πάλιν βλέπων τον πολύν λαόν, όστις εσυνάζετο και εκεί, εγνώρισεν ότι δεν ήτο ο τόπος εκείνος δια Μοναχούς σωτήριος και φεύγων από εκεί εζήτει τόπον έρημον και ατάραχον. Μεταβαίνων δε από τόπου εις τόπον, έφθασε και εις την νήσον Πάτμον, και ιδών αυτήν έρημον κατ’ εκείνον τον καιρόν και εστερημένην από πάσαν ανθρωπίνην θεωρίαν και σωματικήν παρηγορίαν, εχάρη η ψυχή του, ωσάν να εύρε θησαυρόν πολύτιμον. Όθεν είπε και αυτός ταύτα μετά του Προφητάνακτος· «Ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην αυτήν» (Ψαλμ. 131: 14). Έπανήλθε τότε ο Όσιος εις την Κωνσταντινούπολιν και ανέφερεν εις τον ευσεβέστατον βασιλέα Αλέξιον Α΄ τον Κομνημόν (1081 – 1118) την υπόθεσιν, ειπών εις αυτόν μεταξύ πολλών άλλων και τα εξής· «Βασιλεύ κράτισε, νήσος τις, καλουμένη Πάτμος, είναι έρημος. Εις αυτήν την νήσον έγραψεν ο Θεολόγος Ιωάννης το Ιερόν Ευαγγέλιον. Παρακαλώ λοιπόν την βασιλείαν σου να παραδώσης εις εμέ την νήσον ταύτην δια να κτίσω εκεί Μοναστήριον εις το όνομα του Ευαγγελιστού Ιωάννου». Θαυμάσας ο βασιλεύς τον Όσιον δια τε την επανθούσαν εις αυτόν οσιότητα και δια την συνομιλίαν την οποίαν έκαμαν, διότι και εις την μορφήν ήτο σεβάσμιος και εις τους λόγους πεπαιδευμένος και ωμίλει πάρα πολύ καλά, τον ηυλαβήθη πολύ και του λέγει· «Εις τα μέρη της Δύσεως ευρίσκεται όρος θαυμάσιον καλούμενον Ζαγορά, εις το οποίον είναι πολλά Μοναστήρια και Μοναχοί αναρίθμητοι, αλλ’ οδηγόν πρακτικόν δεν έχουν διανα τους κυβερνά. Όθεν πολλοί κινδυνεύουν από τον νοητόν κλύδωνα της παρούσης ζωής και καταποντίζονται. Μιμήσου λοιπόν τον καλόν Σαμαρείτην, όστις, καθώς λέγει το Ιερόν Ευαγγέλιον, έκαμεν έλεος εις τον πληγωμένον άνθρωπον, τον επεμελήθη, ως εύσπλαγχνος και τον εθεράπευσε και ούτω γενού και συ, Πάτερ, ποιμήν εις εκείνα τα πλανώμενα πρόβατα δια να μη γίνουν θηριάλωτα». Ταύτα και άλλα περισσότερα έλεγε προςτον Όσιον ο βασιλεύς. Ο Όσιος όμως με ταπεινήν λαλιάν απεκρίνατο· «Εγώ, βασιλεύ φιλανθρωπότατε, αγαπώ πολύ την ησυχίαν και την έρημον· δια τούτο δεν επιθυμώ προστασίαν, δια να μη έχω φροντίδα και μέριμναν· όμως επειδή ούτως εφανη της βασιλείας σου, αν ορίζης, να γράψω τον κανόνα και τον τύπον της μοναδικής καταστάσεως, με τον οποίον πρέπει να πολιτεύωνται και τότε, εάν δέχωνται οι Μοναχοί εκείνοι να φυλάττουν τας τάξεις αυστηρώς, κατά τον κανόνα αυτόν, να αναλάβω την προστασίαν των». Επαινέσας δια τούτο ο βασιλεύς τον Όσιον, τον επρόσταξε να γράψη τον τύπον τον οποίον αυτός προέκρινεν ως τον καταλληλότερον. Έγραψε λοιπόν ο Άγιος, ότι ο Μοναχός πρέπει να είναι υπομονητικός εις τους πειρασμούς, είτε από ανθρώπους έλθουν, είτε από δαίμονας· να έχη τελείαν ακτημοσύνην· να μη εξέρχεται συχνά από την κατοικίαν του, διότι, καθώς το οψάριον, όταν εξέλθη από την θάλασσαν και μείνη έξω ώραν πολλήν, αποθνήσκει, ομοίως και ο Μοναχός, όταν φύγη από την κατοικίαν του και αργήση να επιστρέψη εις αυτήν, ζημιώνεται και βλάπτεται πολύ εις την ψυχήν του. Προ πάντων δε πρέπει να είναι ευσεβής και Ορθόδοξος εις όλα τα δόγματα της Εκκλησίας· να είναι εγκρατής, όχι μόνον εις την τροφήν, αλλά και εις τα πάθη, το οποίον είναι το αναγκαιότερον· δηλαδή, να κρατή τους οφθαλμούς του να μη βλέπη πρόσωπα ευειδή· να φυλάττη την γλώσσαν του· να μη λέγη ψυχοβλαβείς λόγους· να διώκη τους ρυπαρούς και αισχρούς και πονηρους λογισμούς της βλασφημίας, της υπερηφανείας και της ασελγείας, διότι από αυτούς κινδυνεύουσι πολύ οι ενάρετοι. Πρέπει δε, όταν έλθη κανείς από τούτους τους λογισμούς εις τον άνθρωπον, να μη τον αφήση να μένη ώραν πολλήν εις τον νουν του, αλλά να μεταβαίνη ταχέως εις την προσευχήν, παρακαλών τον Κύριον με θερμά δάκρυα να εξαφανίση τον πειράζοντα. Εάν δε δεχθή τον κακόν λογισμόν και ευχαριστείται με αυτόν η διάνοιά του, είναι σχεδόν ως να έκαμε και την πράξιν. Δια δε τον κανόνα των μετανοιών ο Όσιος δεν επέβαλε την αυτήν εις όλους ποσότητα, αλλ’ έγραφε· «Επειδή όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν ίσην την δύναμιν, ας κάμνουν οι νέοι και δυνατοί τρεις χιλιάδας την ημέραν και άλλας τρεις την νύκτα· οι δε αδυνατώτεροι ολιγωτέρας, καθ’ εις κατά την δύναμίν του και την αγαθήν του προαίρεσιν. Μόνον ας προσέχη ακριβώς εκείνος ο οποίος προσεύχεται, ή πολλάς μετανοίας κάμνει ή ολίγας, να τας κάμνη με ευλάβειαν και κατάνυξιν και να μη αφήνη τον λογισμόν του την ώραν εκείνην να στρέφεται εις βιοτικά πράγματα, ούτε εις πάθη του σώματος, διότι όσας μετανοίας και αν κάμνη, ούτω δεν ωφελείται. Όταν ο προσευχόμενος ίσταται με φόβον πολύν, δεν έρχονται ούτοι οι λογισμοί. Εάν δε προσεύχεται καθώς πρέπει, έχει μισθόν περισσότερον, έστω και αν κάμνη μετανοίας μίαν μόνην ώραν και όχι εξ ώρας χωρίς φυλακήν του νοός. Εάν δε τύχη να σκανδαλισθή τις με τον αδελφόν του, να κάμνη διαλλαγήν προτού να βασιλεύση ο ήλιος και εάν αμαρτήση, να εξομολογήται το συντομώτερον την αμαρτίαν του εις τον Πνευματικόν, ίνα λάβη συγχώρησιν». Ταύτα και άλλα ψυχωφελή παραγγέλματα αφού έγραψεν ο Όσιος, τα έδωκεν εις τον βασιλέα και εις όλην την Σύγκλητον. Ούτοι δε τα επήνεσαν λέγοντες, ότι ήσαν άξια και θεία προστάγματα. Αλλά καθώς εις τους πάσχοντας από ίκτερον, το μέλι φαίνεται πολύ άνοστον, ομοίως και εις τους Μοναχούς εκείνους εφάνησαν πικρά και δύσκολα τα διατάγματα του Οσίου. Δεν έστερξαν λοιπόν να γίνη ποιμήν αυτών, διότι τους παλαιούς ασκούς με οίνον νέον δεν γεμίζουσι. Τότε ο Άγιος εχάρη, διότι ελυτρώθη από τοιούτον βάρος και εζήτησε πάλιν από τον βασιλέα την Πάτμον, ως ανωτέρω είπομεν. Του έκαμε λοιπόν ο βασιλεύς χρυσόβουλλον, να είναι η νήσος εις την εξουσίαν του, πανελευθέρα και να μη πληρώνη ποτέ κανένα βασιλικόν φόρον. Όχι δε μόνον τοιαύτην ευεργεσίαν του έκαμεν ο ευσεβέστατος εκείνος βασιλεύς, αλλά και μυρίας χάριτας, Ακόμη δε διέταξε να του δίδουν τόσον σίτον κατ’ έτος, όσον χρειάζονται οι Μοναχοί δια την κυβέρνησίν των, ώστε να μη μεριμνώσι δια τας ανάγκας του σώματος, αλλά να παρακαλούν τον Κύριον δια την ψυχήν του. Ευχαριστήσας ο Όσιος τον βασιλέα, έλαβε το χρυσόβουλλον και χρήματα και εργάτας δια να οικοδομήση το Μοναστήριον και εις ολίγας ημέρας έφθασεν εις την Πάτμον. Εις την νήσονταύτην ο Όσιος συνέτριψε πρώτον εν είδωλον της Αρτέμιδος, το οποίον ευρίσκετο εκεί και αμέσως οικοδομεί τον Ναόν εις το όνομα του ηγαπημένου μαθητού του Χριστού, Ιωάννου του Θεολόγου. Εκείνοι δε όπου έκτιζαν και υπηρέτουν, βλέποντες την δυσκολίαν του τόπου και την πολλήν κακοπάθειαν, εβαρύνοντο και διελογίζοντο κατά νουν να αναχωρήσουν. Αλλ’ ο Όσιος, προγνωρίσας τους διαλογισμούς των, τους προείπεν, ότι δεν θα έχουν άλλην δυσκολίαν εις το εξής, αλλά με ευκολίαν θα τελειώσουν τούτο το θεάρεστον έργον, το οποίον θέλει γίνει ιατρείον πολλών ψυχών. Διότι εκεί θα συναχθούν πολλοί, βαρυφορτωμένοι από αμαρτίας, θα εύρουν συγχώρησιν και θα αυξηθή το Μοναστήριον ως δένδρον πολύκαρπον. Ταύτα λέγων ο Όσιος ανεσήκωνε μόνος, αν και ήτο γέρων, τας μεγάλας πέτρας και την άσβεστον, ως εργάτης, πολλάς δε άλλας βαρείας υπηρεσίας έκαμνεν ο αείμνηστος, με προθυμίαν πολλήν. Βλέποντες λοιπόν αυτόν οι εργαζόμενοι, αόκνως εργαζόμενον, έκαμναν και εκείνοι την υπηρεσίαν αγογγύστως. Αλλ’ εκείνοι έτρωγαν άρτον και φαγητόν όσον ήθελον, ο δε Όσιος υπηρέτει όλην την ημέραν νήστις και δεν έτρωγε πριν να δύση ο ήλιος, το δε εσπέρας έτρωγεν ολίγον παξιμάδι με νερόν, ή άγρια χόρτα και αυτά ολίγα και ωμά. Ούτε την νύκτα εκοιμάτο, δια να αναπαυθή από τον άμετρον κόπον, αλλά προσηύχετο έως την αυγήν και τότε εκοιμάτο ολίγον, δια να μη εξασθενήση ο νους του από την πολλήν αγρυπνίαν και ασθενήση. Όταν δε εξημέρωνεν ειργάζετο έως ότου συνεπληρώθη το έργον με την θείαν βοήθειαν, η οποία όλα τα εμπόδια εξωμάλυνε και ηφάνισε τα σκάνδαλα. Έφθασε λοιπόν η φήμη του Αγίου πανταχού και ήρχοντο οι άνθρωποι από διαφόρους τόπους δια να βλέπουν τον Άγιον και να προσκυνούν το Μοναστήριον. Μίαν δε φοράν έγινε πείνα μεγάλη εις όλας τας νήσους, αι οποίαι ήσαν πλησίον εις την Πάτμον· από ταύτας δε συνήχθησαν πολλοί, εκεί εις το Μοναστήριον, δια να παρακαλέσουν τον Όσιον να κάμη προς Κύριον δέησιν, δια να τους στείλη βοήθειαν. Τούτους παρηγορήσας ο Όσιος, επρόσταξε τον κελλάρην να βάλη τράπεζαν, να τους φιλεύση από ό,τι ευρίσκετο. Ο δε κελλάρης απεκρίθη· «Ημείς δεν έχομεν τι να φάγωμεν· πως να φιλεύσωμεν τόσους ανθρώπους; Τι να φέρω εις την τράπεζαν»; Ο Άγιος τότε του λέγει· «Δεν γνωρίζεις την παντοδύναμον χείρα του Θεού, πως έθρεψε με πέντε άρτους λαόν αναρίθμητον; Τα πετεινά του ουρανού τα τρέφει πλουσίως ο εύσπλαγχνος και ημάς φοβείσαι μήπως αφήση να πεινάσωμεν, ολιγόπιστε; Φέρε με πίστιν εκείνα τα ολίγα φαγητά όπου έχεις, να ίδης πως τα αυξάνει ο Κύριος». Ούτω λοιπόν ο κελλάρης έκαμεν υπακοήν και ο Δεσπότης Χριστός τα ηυλόγησεν άνωθεν δια να δοξάση τον δούλον του. Και, ω του θαύματος! εχόρτασαν όλοι και έμειναν εις την τράπεζαν εκατονταπλασίως περισσότερα από όσα εναπετέθησαν πρότερον εις την τράπεζαν. Τότε ο κελλάρης, ιδών τοιούτον θαύμα, έφριξε και προσκυνήσας τον Άγιον εζήτει συγχώρησιν και ουδέποτε πλέον είχεν αμφιβολίαν, αλλ’ όσα τον επρόσταζεν, έκαμνε, χωρίς κανένα δισταγμόν. Έμεινε λοιπόν ο Όσιος πέντε χρόνους εις την Πάτμον ατάραχος, με πολλήν ησυχίαν και ενουθέτει τους Μοναχούς του πως να πορεύωνται την πολιτείαν των. Βλέπων δε ότι ηύξανεν η Μονή με τα δωρήματα των Χριστιανών, ηυχαρίστει τον Κύριον, διότι εμερίμνα δι’ αυτούς. Αλλά πάλιν εφθόνησεν ο μισόκαλος την ειρήνην του Αγίου και εξήγειρε τους βαρβάρους, οίτινες ελεηλάτουν όλας τας νήσους. Διότι τον καιρόν εκείνον εσηκώθη από την Δύσιν άρχων τις με στράτευμα πολύ και πολεμήσας το Δυρράχιον το κατέλαβεν, έφθασε δε και έως την Θεσσαλονίκην λεηλατών. Τούτο ως έμαθεν ο βασιλεύς Αλέξιος εκινήθη εναντίον του· όθεν, ευρίσκοντες άδειαν οι βάρβαροι, εκυρίευσαν όλην την Ανατολήν, έπειτα δε εστράφησαν και κατά των νήσων. Ταύτα μαθών ο Όσιος και σκεπτόμενος μήπως έλθουν και εις την Πάτμον οι βάρβαροι, εσύναξε τους Μοναχούς και διδάξας αυτούς, τους παρηγόρησε να μη φοβώνται τας θλίψεις όπου θα τους έλθουν, αλλά να έχουν την ελπίδα των εις τον Θεόν, διότι θέλει τους βοηθήσει ως παντοδύναμος. Ταύτα αφού είπε και άλλα περισσότερα, τους επρόσταξε να τον ακολουθήσουν προκειμένου να μεταβούν εις άλλον τόπον ήσυχον δίδοντες τόπον εις την οργήν. Όταν λοιπόν επρόκειτο να φύγουν, είπεν ο Όσιος να δώσουν εις τους πτωχούς δι’ ελεημοσύνην το σιτάρι όπου είχον συναγμένον δια το Μοναστήριον, αλλ’ οι Μοναχοί δεν ήθελαν, διότι είχον την γνώμην να το πάρουν μεθ’ εαυτών όπου υπάγουν, δια να κυβερνηθούν. Ιδών λοιπόν ο Άγιος ότι ελυπούντο να το δώσουν, τους είπεν· «Έπρεπε να έχετε τας ελπίδας σας εις τον Θεόν ο οποίος τρέφει τα σύμπαντα· αλλ’ επειδή είσθε ολιγόπιστοι, ας το δώσωμεν δανεικόν εις τους κοσμικούς, οίτινες θα μείνουν εδώ και ο Θεός θα σας το ανταποδώση εις ώραν κατάλληλον και ανάγκην μεγαλυτέραν και αν δεν επαληθεύσουν οι λόγοι μου, εγώ μένω εγγυητής να σας το πληρώσω». Τότε εδέχθησαν οι Μοναχοί και δώσαντες το σιτάρι έπλευσαν εις την Εύριπον, όπου ήτο τόπος ασφαλής και ακίνδυνος. Τον καιρόν εκείνον εκυβέρνα τα Δυτικά μέρη εις άρχων καταγόμενος από γένος λαμπρόν και ένδοξον, ονομαζόμενος Ευμείθιος, ο οποίος ήτο πνευματικόν τέκνον του Αγίου. Ούτος ακούσας, ότι ο Όσιος ευρίσκεται εις την Εύριπον, εχάρη πολύ και του έστειλεν εν πλοίον φορτωμένον σιτάρι, δια να κυβερνηθή με τους Μοναχούς του. Ιδόντες δε αυτό οι Μοναχοί εθαύμασαν δια την προφητείαν του Οσίου, και πίπτοντες εις τους πόδας του εζήτουν συγχώρησιν δια το σιτάρι, δια το οποίον ηγανάκτησαν πρότερον, επειδή το έδωκεν εις ελεημοσύνην. Διεδόθη λοιπόν η φήμη του Αγίου και εις εκείνα τα μέρη, διότι η αρετή του έλαμπεν ως άλλος ήλιος, άρχων δε τις πλούσιος του εχάρισεν οικίας μεγάλας και θαυμαστάς, τας οποίας ο Όσιος έκαμε Μοναστήριον, όπου ετέλει πολλά και θαυμάσια έργα και ηγωνίζετο μεγαλυτέρους των προτέρων αγώνας, ώστε να υποτάξη όλως διόλου την σάρκα εις τα θελήματα της ψυχής. Αφ’ ου δε έκαμεν ολίγον καιρόν εκεί εις την Εύριπον, εμελέτα να επιστρέψη πάλιν εις την Πάτμον, δια την ησυχίαν και διότι προέβλεπε με τους νοητούς οφθαλμούς, ότι έμελλον να καταπαύσουν οι πειρασμοί των Αγαρηνών και να αυξήση η ποίμνη του. Είπε λοιπόν την σκέψιν ταύτην εις τους Μοναχούς, αλλ’ εκείνοι δεν ήθελον. Αλλά δια να εννοήσετε την πραότητα και την αμνησικακίαν του Οσίου, ακούσατε τούτο το θαυμάσιον, το οποίον έκαμεν εις Μοναχόν τινά, όστις τον ύβρισεν, ο αναίσχυντος. Ούτος ήτο εις από τους Μοναχούς, αγροίκος πολύ και κακόγνωμος, όστις, μη υπομένων την μοναδικήν αυστηρότητα, ανεχώρησεν από την συνοδίαν της Αδελφότητος, ως ο δόλιος Ιούδας από τους Αποστόλους. Δεν έφθανε δε τούτο, αλλά ύβρισε και τον Όσιον ο ταλαίπωρος, λέγων λόγους απρεπείς, τους οποίους υπέμεινεν ο Άγιος, ως ταπεινός, ατάραχος και με πραότητα. Όμως ο Θεός, ως Δίκαιος Κριτής, τον επαίδευσε δικαίως και εισελθών εντός αυτού πονηρόν δαιμόνιον τον έπνιγεν. Αλλ’ ο αμνησίκακος δούλος του Χριστού, ως Αυτού μιμητής, ευθύς ως έμαθε τούτο, έδραμεν εις τον υβριστήν, ως πατήρ φιλόστοργος, βαστάζων το Ιερόν Ευαγγέλιον, το οποίον αφού ανέγνωσεν επάνω αυτού, ω του θαύματος! έφυγεν ευθύς το δαιμόνιον. Τότε ο ιαθείς έβαλε μετάνοιαν εις τον Όσιον και επέστρεψε πάλιν εις την μάνδραν, εξ ης ως πλανηθέν πρόβατον είχεν αναχωρήσει. Μετ’ ολίγας ημέρας προγνωρίσας, θεία Χάριτι, ο Άγιος την τελευτήν του προσεκάλεσε μαθητήν του τινά, εναρετώτερον από τους άλλους, Σάββαν ονόματι, και του λέγει· «Τέκνον μου, λάβε όλα τα βιβλία μας και ύπαγε εις την Πάτμον, εις τον Ναόν του Θεολόγου, διότι πολύ εκοπίασα δι’ αυτά και να με περιμένης εκεί, διότι το τέλος μου έφθασεν! Αγόρασε δε και βόδια δια να οργώνης τα χωράφια, ώστε να εύρουν την τροφήν των, όταν έλθουν, οι άλλοι αδελφοί μας». Ταύτα δε είπεν ο σοφός Χριστόδουλος, διότι εσκέπτετο, μήπως όταν αυτός τελευτήση, διασκορπισθούν οι Μοναχοί του και μείνη το Μοναστήριον έρημον. Προέπεμψε λοιπόν εκεί τον μακάριον Σάββαν, ίνα μείνη Ηγούμενος και στερεωθή η Μονή, ως και πράγματι εγένετο. Ο δε Όσιος, αφ’ ου μετέβη εις την Πάτμον ο Σάββας, έζησεν ακόμη ένδεκα μήνας. Όταν ήλθεν η πρώτη εβδομάς της μεγάλης Τεσσαρακοστής, γνωρίσας ότι επλησίασε το τέλος της ζωής του, εκλείσθη εις το κελλίον του και έμεινε μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. Κατά δε την δευτέραν εβδομάδα της Αγίας Τεσσαρακοστής ήνοιξε την θύραν και προσκαλέσας τους αδελφούς είπε προς αυτούς· «Ο καιρός της τελευτής μου έφθασε και μεταβαίνω εκεί όπου απολαμβάνει ο καθείς κατά τα έργα του. Σας δε, τους οποίους εγέννησα πνευματικώς και ανέθρεψα, σας παρέδωκα εις τον Θεόν, τον Πατέρα των ορφανών και αυτός όστις είναι ευσπλαγχνικώτερος πάντων θέλει σας σκέπει και σας φυλάττει,εάν φυλάξητε ακριβώς τα σωτήριά Του προστάγματα και προ πάντων την αδελφικήν αγάπην και ομόνοιαν, διότι δι’ αυτών γίνεσθε όμοιοι τω Δεσπότη και δούλοι ευγνώμονες. Στολισθήτε δε και με την ταπεινοφροσύνην και την πραότητα, διότι αυτός όπου δεν έχει τας δύο αυτάς αρετάς κολάζεται, έστω και αν έχη άλλας υψηλάς αρετάς. Δεύτερον, πρέπει να περιπατήσετε την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, όπου σας φέρει εις ζωήν αιώνιον και να μισήσετε τα θελήματα της σαρκός, δια να μη υπάγετε εις απώλειαν. Δια τούτο έχετε πάντοτε κατά νουν του κόσμου το άστατον και αβέβαιον και ότι όλα τα πρόσκαιρα αφανίζονται. Λοιπόν, τέκνα μου αγαπητά, αυνέχισε λέγων ο Άγιος, μη θησαυρίζετε εδώ φθαρτά πράγματα, αλλά στείλετε αυτά εκεί, όπου δεν τα τρώγει η σκωρία και η σήψις, ως είπεν ο Κύριος (Ματθ. στ:19), ούτε τα κλέπτουν οι λησταί, αλλά μένουν εις τον αιώνα και τα απολαμβάνετε πάντοτε. Μη επιθυμήσετε ωραία Μοναστήρια και περιβόητα και πόλεις ωραίας και πλουσίας, ίνα κατοικήσετε, δια την λαμπρότητα των κτισμάτων, αλλά ευχαριστηθήτε εις το ερημονήσι της Πάτμου, όπου τοσούτον εκοπιάσαμεν· διότι εκεί έχετε την δυνατότητα, προσευχόμενοι να συνομιλήτε με τον Θεόν, όπερ δεν ημπορείτε να κατορθώσετε εκεί όπου είναι ταραχή και σύγχυσις. Επιστρέψατε λοιπόν εις την πνευματικήν σας μάνδραν, διότι η ταραχή των Αγαρηνών έπαυσε και δεν έχετε πλέον ενόχλησιν· πάρετε δε και το ταπεινόν μου Λείψανον, να το έχετε μικράν παρηγορίαν, και εάν επιτύχω ολίγην παρρησίαν προς τον Κύριον, θέλει αυξηθή η Μονή, ώστε να ακουσθή η φήμη της εις όλην την οικουμένην». Ταύτα ειπών ο Όσιος και ποιήσας ευχήν ευλόγησεν αυτούς και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, τη ιστ΄ (16) του μηνός Μαρτίου. Οι δε μαθηταί αυτού εκήδευσαν το άγιον αυτού Λείψανον και εις ολίγον καιρόν έμαθον, ότι έπαυσεν ο διωγμός των Αγαρηνών, κατά την προφητείαν του Αγίου, και ότι όλοι κατεποντίσθησαν με την βοήθειαν του Θεού και την επιμέλειαν του ευσεβούς βασιλέως. Τότε, ενθυμούμενοι οι Μοναχοί την παραγγελίαν του Αγίου, ητοιμάζοντο να πάρουν το άγιον αυτού Λείψανον και να φύγουν. Προσελθόντες λοιπόν εις τον άρχοντα εκείνον, όπου προείπομεν ότι έδωκε τας οικοδομάς εις τον Άγιον, του ανήγγειλαν το πρόσταγμα του Οσίου· αλλά αυτός δεν εδέχετο, λέγων· «Δεν δίδομεν με το θέλημά μας τον θησαυρόν όπου ο Θεός μάς εχάρισε, δια την άμετρον ευσπλαγχνίαν Του». Όθεν, τότε μεν έφυγαν οι Μοναχοί άπρακτοι, ελθόντες δε εις την Πάτμον έμειναν ειςτο Μοναστήριον. Μετά δε ένα χρόνον, ναυλώσαντες πλοίον έπλευσαν εις την Εύριπον και νύκτα τινά επήραν κρυφίως το Λείψανον του Αγίου δια να μη παρακούσουν εις το πρόσταγμά του οι καλοί μαθηταί του διδασκάλου των. Όταν δε ήλθον εις το πλοίον και απέπλεον, εφύσησεν από την πρύμνην τόσον ευνοϊκός άνεμος, ώστε σχεδόν επέτα το πλοίον ως αετός και έπλεον χαίροντες. Όταν οι άνθρωποι της Ευρίπου έμαθον το συμβάν, έδραμον ωπλισμένοι και πολύ εκοπίασαν, δια να προλάβουν τους Μοναχούς, αλλά δεν ηδυνήθησαν. Όθεν αυτοί μεν επέστρεψαν οδυρόμενοι δια την στέρησιν και ορφάνευσιν από τοιούτον θησαυρόν, οι δε Μοναχοί έφθασαν εις την Πάτμον με ψαλμωδίας αγαλλόμενοι και απέθεσαν ειςτα δεξιά μέρη της Εκκλησίας το πάντιμον Λείψανον του Αγίου. Έκτισαν δε αργότερον και μικράν Εκκλησίαν εις τιμήν του Αγίου, εις αυτήν δε ευρίσκεται μέχρι της σήμερον το άγιον Λείψανον και κάμνει άπειρα θαύματα εις τους προστρέχοντας εις αυτό μετά πίστεως, αισθάνονται δε ευωδίαν θαυμασίαν και λυτρούνται από πάσαν ασθένειαν. Ας αναφέρωμεν όμως και τινά θαύματα του Αγίου. Πλοίον ήλθε ποτέ εις λιμένα της Πάτμου, εξελθόντες δε αυτού οι ναύται επήραν από τα πρόβατα του Μοναστηρίου. Την νύκτα όμως φαίνεται ο Άγιος εις τον πλοίαρχον και του λέγει· «Έγειραι ταχέως και πλήρωσε τα πρόβατα, τα οποία επήρατε αδίκως από την ποίμνην μου· ει δε μη, χάνεις την ζωήν σου και το πλοίον σου». Το πρωϊ ηγέρθη ο πλοίαρχος όλος έντρομος και ανελθών εις το Μοναστήριον επλήρωσε τετραπλασίως το άδικον, ζητών από τον Άγιον συγχώρησιν. Από τότε ηκούσθη η φήμη εις όλα τα μέρη και ουδείς ετόλμα πλέον να ζημιώση το Μοναστήριον, αλλά μάλιστα προσέφερε και δώρα διάφορα και αφιερώματα. Ακούσατε τώρα και άλλο θαυμασιώτερον, δια να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν έχει προς τον Κύριον ο Άγιος. Ο βασιλεύς της Σικελίας έστειλε ποτε στόλον πολεμικόν εις την Κύπρον, δια τινα ταραχήν και πόλεμον όπου είχον, και παρήγγειλεν εις τον αρχηγόν του στόλου, Μεγαρίτην ονόματι, και εις τον μεγάλον Δούκα, να του φέρουν εκεί το Λείψανον του Αγίου Χριστοδούλου, εξ αποφάσεως. Όταν λοιπόν επέστρεφον από την Κύπρον, ηγκυροβόλησαν εις την Πάτμον τη ια΄ (11) του Οκτωβρίου και εξελθόντες από τα πλοία εμήνυσαν οι άρχοντες εις το Μοναστήριον να τους στείλουν ζώα, δια να ανέβουν εις το Μοναστήριον να προσκυνήσουν τον Άγιον· οι δε Μοναχοί υπήκουσαν. Ο Μεγαρίτης λοιπόν, ο Δουξ και οι λοιποί άρχοντες ανέβησαν έφιπποι από την κανονικήν οδόν, εις τους στρατιώτας όμως παρήγγειλαν να έλθουν κατόπιν από άλλην οδόν και να κρατούν όπλα. Μη γνωρίζων δε ταύτα ο Ηγούμενος, εξελθών, προϋπήντησε τους άρχοντας, αυτοί δε εισήλθον εις το Μοναστήριον με τους ιερείς των και προσκυνήσαντες έψαλαν τον Εσπερινόν γονυπετείς, κατά την τάξιν των. Αφού λοιπόν έφθασεν όλον το πλήθος των ανθρώπων, ωπλισμένον, είπεν ο αρχηγός προς τον Ηγούμενον· «Ο βασιλεύς μάς απέστειλε με την εντολήν να μας δώσετε το ιερόν Λείψανον του Αγίου, διότι το έχει εις μεγάλην ευλάβειαν, όσα δε αργύρια ζητήσετε, να σας δώσωμεν και να σας είπωμεν ότι και άλλας πολλάς ευεργεσίας θέλει σας κάμει εις ό,τι χρειάζεσθε. Εάν όμως δεν συγκατατεθήτε να μας το δώσητε με την θέλησίν σας, έχομεν εντολήν να το πάρωμεν δια της βίας. Κάμετε λοιπόν ως φρόνιμοι, εκείνο το οποίον σας συμφέρει». Ταύτα ακούσαντες οι Μοναχοί, όλοι από κοινού, μετά δακρύων απεκρίθησαν μεγαλοφώνως· «Προτιμώμεν να παραδώσωμεν την ζωήν μας εις τον θάνατον, παρά να δώσωμεν τον Πατέρα και προστάτην μας. Διότι εάν αυτός λείψη, ερημώνεται το Μοναστήριον· μόνον μη αργοπορήτε, αλλά θανατώσατε πρώτον όλους ημάς, δια να μη ίδωμεν τοιαύτην ζημίαν και τότε κάμετε ό,τι θέλετε. Αλλοίμονον εις ημάς τους ταλαιπώρους, κατά ποίον τρόπον θέλουν να μας πάρουν τον προμηθέα και κυβερνήτην μας, τον Πατέρα μας και διδάσκαλον! Φρίξον ήλιε! Στέναξον η γη! Και ζήτησον από τον δίκαιον Κριτήν εκδίκησιν εις την αδικίαν ταύτην όπου θέλουν να μας κάμουν». Αυτά και άλλα τοιαύτα έλεγον οι πτωχοί Πατέρες· όμως εκείνοι δεν τα ελάμβανον ουδόλως υπ’ όψιν, αλλά βιαίως έθραυσαν το μάρμαρον και αφού εξήγαγον την θήκην, ήτις περιέκλειε το ιερόν του Αγίου Λείψανον, την εσήκωσαν οι ιερείς των και οι άρχοντες και κατήλθον μετά σπουδής εις τα πλοία, οι δε Μοναχοί έμειναν κλαίοντες. Τότε ο Ηγούμενος τους παρηγόρησε λέγων· «Παύσατε, αδελφοί, τα δάκρυα· ας κάμωμεν προς τον Δεσπότην παράκλησιν και ελπίζω να δείξη εις τους άρπαγας σημείον». Ούτω προσηύχοντο με θερμότατα δάκρυα. Ο δε Παντοδύναμος Θεός, εισακούσας αυτούς, τόσην χάλαζαν έρριψεν εις την θάλασσαν και τόσον δυνατός άνεμος εσηκώθη, ώστε εκινδύνευσαν να καταποντισθούν όλα τα πλοία. Εκόπησαν τα σχοινία, τα κωπία συνετρίβησαν και άλλο μεν πλοίον έπεσεν εις την άμμον, άλλο δε εις τους βράχους, ενώ άλλα επέπιπτον το εν επάνω εις το άλλο και συνετρίβοντο. Τότε εννοήσαντες οι άρχοντες την αιτίαν του τοσούτου κακού έστειλαν μήνυμα εις τους Μοναχούς να έλθουν, ίνα παραλάβουν το άγιον Λείψανον. Οι Μοναχοί τότε κατήλθον μετά χαράς εις τον αιγιαλόν και ανασηκώσαντες πάλιν οι ιερείς των το άγιον Λείψανον με πολύν φόβον και ευλάβειαν, έφεραν αυτό εις το Μοναστήριον ακολουθούντων όλων των άλλων, οίτινες έψαλλον, δοξάζοντες τον Κύριον. Φθάσαντες δε εις το Μοναστήριον, μόλις απέθεσαν το άγιον Λείψανον εις τον τόπον του, έπαυσεν ο άνεμος και έγινε γαλήνη θαυμασία, κατά δε την νύκτα έφυγαν τα πλοία και επήγαν εις την Μύκονον. Εις δε από τους στρατιώτας πλοίου τινός, το οποίον ωνόμαζαν Ούρκα, επήρε μέρος από το ράσον του Αγίου δι’ ευλάβειαν. Ο δε Θεός έδειξεν εκ τούτου θαύμα μέγα, δια να γνωρίσουν πόσην παρρησίαν έχει προς Αυτόν ο δούλος Του. Καθώς ήσαν αγκυροβολημένοι εις την Μύκονον και εκοιμώντο εις τον λιμένα, εκόπησαν τα σχοινία και έφυγε το πλοίον μόνον πλέον ολοταχώς, όταν δε έφθασε μεταξύ Ικαρίας και Σάμου, ω του θαύματος! εσταμάτησεν ωσάν να ήτο αραγμένον και ριζωμένον και δεν εκινείτο ουδόλως. Την πρωϊαν, όταν εξύπνησαν οι άνθρωποι, εθαύμαζον και είχον φόβον μέγαν, μήπως απολεσθούν ή συντριβούν εις τους βράχους. Μετά από ικανήν ώραν έφθασαν εξ πλοία ιδικά των, τα οποία περιήρχοντο τας νήσους, δια να τας υποτάξουν εις την Σικελίαν. Πλησιάσαντες τότε εκείνοι εις το πλοίον, τους διηγήθησαν τα θαυμάσια, ο δε αρχηγός του στόλου επρόσταξε να δέσουν το πλοίον, την Ούρκαν, ίνα σύροντες αυτό πλεύσουν προς την Πάτμον. Φθάσαντες δε εκεί επέστρεψαν το ράσον του Αγίου, του προσέφεραν δε και το πλοίον, έξ άλογα και άλλα πολλά δώρα. Επροσκύνησαν δε ευλαβώς τον Άγιον όλοι οι άνθρωποι του πλοίου. Μετά ταύτα επανήλθον εις τα πλοία των, και ακολούθως ηνώθησαν μετά του λοιπού στόλου των, διηγούμενοι πανταχού τα τοιαύτα θαυμάσια. Ακούσατε και άλλο. Κατά το έτος ασιη΄ (1218) από Χριστού γεννήσεως, εν μηνί Σεπτεμβρίω, διήλθεν από την Πάτμον ο βασιλεύς της Πορτογαλίας, όστις ήρχετο από τα Ιεροσόλυμα και εξελθών από τα πλοία ανέβη να προσκυνήση τον Άγιον, διότι ήκουσεν από πολλούς τα θαύματά του. Αφού δε έκαμε την προσευχήν του, έδωσεν εις τον Ηγούμενον ως δώρον ένα δίσκον αργυρούν, με τριάκοντα φλωρία και τον παρεκάλεσε να του δώση μικρόν μέρος από το ιερόν Λείψανον του Αγίου, εκείνος δε να του δώση όσον χρυσίον χρειάζεται. Οι Μοναχοί τότε επέστρεψαν και το δώρον το οποίον τους έδωσε λέγοντες, ότι εάν τους έδιδε και όλα τα πλούτη του ακόμη, δεν θα ετόλμων να κόψουν ουδέ ελάχιστον μέρος από του Αγίου το Λείψανον. Όταν λοιπόν ο βασιλεύς εκείνος είδεν ότι δεν ήτο δυνατόν να επιτύχη αυτό, το οποίον επεθύμει, δια χρημάτων, εμελέτησε να το πάρη με πανουργίαν. Κατελθών λοιπόν εις τον αιγιαλόν, έστειλε την συνοδείαν του να προσκυνήσουν δήθεν τον Άγιον από ευλάβειαν και παρήγγειλεν εις δούλον τινά να υποκριθή ότι ασπάζεται το άγιον Λείψανον και την στιγμήν εκείνην να δαγκάση με τους οδόντας του κρυφά από τους Μοναχούς ένα δάκτυλον και να τον πάρη. Ο δούλος έκαμε καθώς τον επρόσταξεν ο αυθέντης του, επιστρέψας δε χαίρων εις τα πλοία, έδωκεν εις τον βασιλέα τον αντίχειρα της δεξιάς χειρός του Αγίου. Αλλά η θεία Δίκη ετιμώρησε την αδικίαν, δια να αναγκασθή ο άδικος να επιστρέψη το κλοπιμαίον τίμιον μέλος. Την δευτέραν φυλακήν της νυκτός έγινε τόση ταραχή εξ αιτίας σφοδρού ανέμου, ώστε παρ’ ολίγον να κατεποντίζοντο τα πλοία. Ιδών δε ο βασιλεύς το εξαφνικόν και βέβαιον κίνδυνον, ηννόησε την αιτίαν του πράγματος και παρευθύς έδωκε τον δάκτυλον εις τον δούλον όστις τον έκλεψε, δια να τον επιστρέψη αμέσως εις την θέσιν του και να ομολογήση παρρησία την αμαρτίαν του, ζητών παρά του Αγίου συγχώρησιν, διότι το έκαμεν από ευλάβειαν. Έστειλε δε και άλλους μετ’ αυτού. Ενώ δε ανέβαινον εις το Μοναστήριον, ήρχισε να ησυχάζη η θάλασσα· και την στιγμήν κατά την οποίαν απέθεσεν εις την θέσιν του τον σεπτόν δάκτυλον, έπαυσεν, ω του θαύματος! εντελώς η τρικυμία και ηπλώθη γαλήνη εις τον λιμένα εκείνον. Ταύτα τα ολίγα θαύματα του Αγίου έγραψα ως παράδειγμα των πολλών άλλων θαυμάτων του, δια να εννοήση καθείς πόσην παρρησίαν έχει προς τον Χριστόν ο θείος Χριστόδουλος. Τα δε άλλα θαύματα αφήνω, ως αναρίθμητα, επειδή από αυτά που διηγήθημεν ημπορεί καθείς να εννοήση και τα παραλειπόμενα. Μόνον άλλο εν να διηγηθώ και θα παύσω την διήγησιν, διότι αμαρτία είναι να μένη κεκρυμμένον τοιούτον εξαίσιον μεγαλούργημα, όπου έως την σήμερον φαίνεται. Μετά την οικοδομήν του Μοναστηρίου εζήτει ο Άγιος εις το εν και εις το άλλο μέρος της Πάτμου, ίνα εύρη ύδωρ τρεχούμενον δια να κάμουν οι αδελφοί κήπον, δι’ ολίγην των παρηγορίαν, επειδή ο τόπος ήτο άνυδρος. Ευρών δε εις το δυτικόν μέρος της Μονής δάσος τι πλησίον εις την θάλασσαν, είπε προς τους Μοναχούς, οίτινες τον συνώδευον: «Ο τόπος ούτος, αδελφοί, είναι κατάλληλος δια κήπον και το γνωρίζετε ότι εδώ θέλει φανή πηγή θαυμασία και θα φυτεύσωμεν δένδρα διάφορα, δια να έχετε μικράν παρηγορίαν ως άνθρωποι». Τότε εις μαθητής του Οσίου, Καππαδόκης το γένος, αντέλεγεν εις τον λόγον του Οσίου, ως ανευλαβής και αναίσχυντος, ειπών με αυθάδειαν· «Έως πότε θα μας βασανίζης εις τας σκληράς πέτρας και τα βάραθρα, υποσχόμενος εις ημάς πράγματα κενά και απίστευτα»; Τότε ο Άγιος ενεπλήσθηθείου ζήλου, ο αοίδιμος, και ρίπτων εις την γην το κάλυμμα της κεφαλής του, έκαμε τρεις μετανοίας με τα γόνατα και είπε τούτους τους λόγους· «Ναι, τη αληθεία, εδώ να γίνη ευθαλής και εύκαρπος παράδεισος, με ανάβλυσιν υδάτων»! Και, ω του εξαισίου μεγαλουργήματος! Ευθύς ανέβλυσεν ύδωρ γλυκύτατον με αυτάρκειαν, όπως φαίνεται έως σήμερον, εις δόξαν Χριστού του ποιούντος θαύματα δια των Αγίων Αυτού· Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΖ΄ (17η) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΑΛΕΞΙΟΥ του ανθρώπου του Θεού.

Δημοσιεύτηκε: Σάβ Μαρ 16, 2019 9:36 pm
από silver

Αλέξιος ο του Θεού άνθρωπος και πιστότατος θεράπων ήτο από την μεγαλόδοξον Ρώμην, εκ της οποίας ως άνθος πανευώδες και μυρίπνοον αναβλαστήσαν την οικουμένην κατεμύρισε με την ισάγγελον ζωήν και πολιτείαν αυτού, την οποίαν μετά πολλής της προσοχής ακούσατε, ίνα μεγάλην την ωφέλειαν και την ευφροσύνην απολαύσητε και μάλιστα κατά τας ημέρας ταύτας της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τας οποίας ιδιαιτέρως οφείλομεν να σχολάζωμεν εις την νηστείαν, την αγρυπνίαν, την προσευχήν και την μελέτην των κατορθωμάτων των Αγίων, εξ ης και ημείς εις την κατά το δυνατόν μίμησιν αυτών παρακινούμεθα. Διότι ιδού έφθασεν ο καιρός της εγκρατείας, αγαπητοί. Το στάδιον ηνεώχθη. Ο αγωνοθέτης και Βασιλεύς Χριστός ίσταται άνωθεν βλέπων την προθυμίαν των αθλητών. Οι Άγιοι Άγγελοι κρατούσι τα στέφη και βραβεία πολύτιμα, δια να ανταμείψουν όσους νομίμως αθλήσουσι και νικήσουν ανδρείως τον αποστάτην και υπερήφανον δαίμονα. Όστις δε αγωνισθή γενναίως λαμβάνει όχι τιμήν πρόσκαιρον και ευμάραντον στέφανον, αλλά δόξαν αιώνιον και αμοιβήν ατελεύτητον. Διότι οι βασιλείς της γης, όταν γυμνάζουν τους στρατιώτας, αθλοθετούσιν εν και μόνον επίκαιρον χάρισμα, το οποίον αξίζει φέρ’ ειπείν εκατόν φλωρία και το λαμβάνει ένας μόνον, εκείνος όστις ήθελεν αναδειχθή ανδρειότερος και ισχυρότερος από όλους τους άλλους στρατιώτας. Ο επουράνιος όμως Βασιλεύς χαρίζει εις ημάς μακαριότητα ατελεύτητον, την οποίαν κληρονομούμεν όλοι, όσοι πολεμήσωμεν γενναίως και δεν δειλιάσωμεν. Αυτός μας προσκαλεί σήμερον δια του ιερού Ευαγγελίου, λέγων· «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. η:34). Τουτέστιν δεν βιάζει κανένα, επειδή εχάρισεν εις ημάς το αυτεξούσιον, αλλά προσκαλεί ημάς ως εύσπλαγχνος και διψά την σωτηρίαν μας. Δια τούτο περαιτέρω μας νουθετεί πόσον κέρδος έχει εκείνος, όστις ήθελεν απαρνηθή την σάρκα και τας επιθυμίας αυτής και ήθελε μιμηθή το Πάθος Του, λέγων ότι όστις κερδίση όλον τον κόσμον, όπερ είναι σχεδόν αδύνατον και υποταχθώσιν εις αυτόν όλαι αι ηγεμονίαι και τα βασίλεια, έπειτα δε κολασθή η ψυχή του, δεν ωφελήθη τίποτε. Επειδή λοιπόν περισσότερον όφελος απολαμβάνει ο μικρότερος δούλος του Χριστού από τον μεγαλύτερον και πλουσιώτερον βασιλέα της γης, έπρεπε και ημείς να καταφρονώμεν όλα τα πρόσκαιρα, τουτέστιν αγρούς, οικίας, τιμάς και χρήματα, και να ακολουθώμεν τον Δεσπότην Χριστόν, όστις μας ανταποδίδει, δι’ ολίγον ημών κόπον, τοσαύτην απόλαυσιν. Αλλά οι οκνηροί και ράθυμοι αμελούσιν ως φιλόσαρκοι λέγοντες, ότι παρήλθεν ο καιρός των αγώνων, η φύσις ησθένησε και δεν ημπορούμεν πλέον να φυλάξωμεν εγκράτειαν καθώς οι προγενέστεροι. Αύτη είναι πρόφασις δαιμονική. Διότι εις πάντα καιρόν ημπορούμεν να αγωνισθώμεν, αρκεί να θελήσωμεν. Έχομεν περί τούτου τοσούτων Αγίων υποδείγματα, νεωτέρων και παλαιοτέρων, ώστε είναι πολλή ημών αισχύνη και καταφρόνησις αυτά τα οποία λέγομεν. Διότι βλέπομεν ευγενείς υιούς και απογόνους βασιλέων, να καταφρονώσι πλούτον, τιμήν και πάσαν σαρκικήν ηδυπάθειαν. Ακόμη δε και τους φιλτάτους αυτών γονείς, το δε θαυμασιώτερον, την ηγαπημένην ομόζυγον, δια την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος ημών. Το εθελούσιον τούτο διαζύγιον υπέμειναν και άλλοι τινές δούλοι του ουρανίου Βασιλέως Χριστού και απεξενώθησαν πασών των σαρκικών απολαύσεων, προτιμώντες τον ένθεον έρωτα. Όμως περισσότερον από τους άλλους κατώρθωσε τούτο ο πτωχός τω σώματι, τη δε ψυχή πλουσιώτατος ούτος Αλέξιος, ο άνθρωπος όντως του Θεού και δούλος αυτού γνησιώτατος, όστις έμεινε τόσους χρόνους εις την οικίαν του αγνοούμενος και υπό των δούλων του εμπαιζόμενος. Αλλά ταύτα πάντα υπέμεινεν ο γενναίος συλλογιζόμενος την πλουσίαν αμοιβήν και τον πολυτίμητον στέφανον, τον οποίον έμελλε να του αποδώση ο Βασιλεύς της δόξης εις τον Παράδεισον. Δι’ αυτό και απηρνήθη τελείως τον έξω άνθρωπον και σηκώσας τον σωτήριον σταυρόν των θλίψεων, ηκολούθησε τον Δεσπότην αγαλλόμενος. Όθεν, δια της προσκαίρου κακοπαθείας και θλίψεως, απολαμβάνει τώρα αιώνιον ευφροσύνην και άρρητον αγαλλίασιν, τιμήν και δόξαν και Βασιλείαν αδιάδοχον. Ταύτα δε πάντα δικαίως και πρεπόντως απήλαυσεν ο μακάριος Αλέξιος, διότι νόμος του Θεού απαράβατος είναι ότι εκείνος, όστις θέλει νικήσει την φιλαυτίαν της σαρκός με όλον αυτής τον στρατόν, δηλαδή όλα τα πάθη του σώματος και υποταχθή τω πνεύματι κατά την Ευαγγελικήν πρόσταξιν, αυτός είναι άξιος επαίνων και εγκωμίων, περισσότερον από τον βασιλέα Αλέξανδρον, τους Καίσαρας και τους λοιπούς μονάρχας, οίτινες εξουσίασαν τον κόσμον άπαντα. Διότι εκείνοι εξουσίασαν πόλεις και τόπους και εφόνευσαν ανθρώπους, δι’ ολίγον καιρόν. Οι ενάρετοι όμως δούλοι του Θεού νικώσι τα πάθη της σαρκός και φονεύουσι δαίμονας. Όθεν και δικαίως περά Θεού αντιδοξάζονται, απολαμβάνοντες παρ’ Αυτού Βασιλείαν αδιάδοχον, μένουσαν εις τον αιώνα. Τούτου του θαυμασίου Αλεξίου τον Βίον, αγαπητοί αδελφοί, επιθυμώ να σας διηγηθώ σήμερον και προσέχετε, ώστε πολύ να ωφεληθήτε. Διότι ουδείς έτερος Βίος Αγίου είναι ωραιότερος τούτου και κατανυκτικώτερος. Κατά τους χρόνους των ευσεβεστάτων βασιλέων Αρκαδίου (395 – 408) και Ονωρίου (395 – 423), ήτο εις την Ρώμην άρχων τις ονόματι Ευφημιανός, πρώτος της Συγκλήτου και φρόνιμος άνθρωπος, πλουσιώτατος από σωματικά αγαθά, κατά δε την ψυχήν πλουσιώτερος και πολύ ενάρετος και θαυμάσιος, το δε σπουδαιότερον ήτο επιμελής και άοκνος εργάτης του μυστικού αμπελώνος του Σωτήρος Χριστού, του οποίου πάσας τας εντολάς εφρόντιζε να φυλάττη αυστηρών, ιδίως δε την ελεημοσύνην, εις την οποίαν ήτο αμίμητος, με το να προσφέρη καθ’ εκάστην αφθόνως, εις τους έχοντας ανάγκην, τον πλούτον του. Έτρεφε τους πεινώντας, ενέδυε τους γυμνούς, υπεδέχετο τους ξένους και τους εφιλοξένει ευεργετών αυτούς πλουσιοπαρόχως και, απλώς ειπείν, ο ευλογημένος τούτου οίκος ήτο δια τους πένητας λιμήν και καταφύγιον. Είχε δε και υπηρέτας πολλούς χρυσοζώνους και ενδεδυμένους ιμάτια λαμπρά και πολύτιμα. Αυτός δε ο αείμνηστος έτρωγε πάντοτε μετά την ενάτην ώραν, μίαν φοράν την ημέραν, αφού πρώτον έφερεν από την αγοράν όσους πτωχούς εύρισκε και ετοιμάζων την τράπεζαν, τους υπηρέτει μόνος, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Συγγενείς δε τινές και φίλοι του Ευφημιανού κατέκριναν αυτόν πολλάκις ως απερίσκεπτον και του έλεγον, ότι δεν ήτο πρέπον να υπηρετή τους πένητας μόνος εις τόσον επιφανής άρχων, αλλά να προστάσση να τελώσιν οι δούλοι τα απαιτούμενα. Ο άρχων όμως Ευφημιανός απεκρίνετο πανσόφως προς αυτούς ταύτα και με ταπείνωσιν· «Αυτοί είναι οι αδελφοί του Κυρίου μου, Όστις δια του Ιερού Αυτού Ευαγγελίου παραγγέλλει εις ημάς να τους αγαπώμεν, δι όσην δε ευεργεσίαν προσφέρομεν εις αυτούς, θάλει και Εκείνος ανταποδώσει εις ημάς την Χάριν Του πλουσιοπαρόχως». Ήτο δε και η σύζυγός του, Αγλαϊς ονόματι, γυνή ευλαβής και καλόγνωμος και ούτως επορεύοντο και οι δύο αμέμπτως εις τον καλόν δρόμον της αρετής. Είχον όμως αμφότεροι λύπην μεγάλην, διότι δεν απέκτησαν παιδίον δια να κληρονομήση τον πλούτον των. Όθεν εδέοντο του Δεσπότου Χριστού, μετά πίστεως, να τους δώση τέκνον. Ο δε Κύριος επήκουσε την δέησιν αυτών και η Αγλαϊς συλλαβούσα εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασαν Αλάξιον. Έγινε λοιπόν χαρά μεγάλη εις την οικίαν εκείνην και άμετρος αγαλλίασις. Αφ’ ου δε απεγαλάκτισαν το παιδίον, το εξεπαίδευον εις τα γράμματα, τα οποία μετά μεγάλης επιμελείας εμάνθανεν, έως ότου ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν. Επειδή δε ο ευλογημένος Αλέξιος ήτο οξύς κατά τον νουν και ευφυής, έμαθεν εις ολίγον καιρόν όλην την εκκλησιαστικήν ιστορίαν, γραμματικήν και άλλα όσα ήρμοζον. Εκ της μαθήσεως λοιπόν ταύτης και των αναγνωσμάτων έγινε σοφώτατος. Εννοήσας λοιπόν ο μακάριος Αλέξιος την ματαιότητα και την αστάθειαν του κόσμου, ως και ότι η ψυχή είναι αθάνατος, απεφάσισε να απαρνηθή τα παρόντα αγαθά του βίου, ως πρόσκαιρα και ευμάραντα, δια να κληρονομήση τα άφθορα και αιώνια. Ταύτα μελετών καθ’ εκάστην ο εκ Θεού πεφωτισμένος και πάνσοφος, ενεδύθη ράσον τρίχινον κρυφά από τους γονείς του, το οποίον εφόρει κατά σάρκα, έξωθεν δε εφόρει τα μεταξωτά και χρυσοϋφαντα δια να μη τον υποψιασθούν. Οι δε γονείς του, αγνοούντες την ένθεον αυτού γνώμην, εσκέπτοντο να τον υπανδρεύσουν, ποθούντες να ίδωσιν απογόνους εξ αυτού. Ερευνώντες λοιπόν εις όλην την Ρώμην, εύρον ωραίαν τινά και πάγκαλον κόρην, ομοίαν αυτού κατά τον πλούτον και ευγενή, από γένος βασιλικόν και περίφημον. Ο Αλέξιος όμως είχε την καρδίαν του ολοψύχως αφιερωμένην εις τα ουράνια και ουδόλως εσκέπτετο τα επίγεια πράγματα. Καθ’ εκάστην προσηύχετο μυστικά προς τον κρυφιογνώστην Θεόν και έχυνεν ως ποταμόν τα δάκρυα, δεόμενος αυτού να τον λυτρώση από τας παγίδας του κοσμοκράτορος και να τον φωτίση να κάμη το συμφερώτερον εις την ψυχήν του. Και ταύτα μεν έλεγε καθ’ όλην σχεδόν την νύκτα, ευχόμενος ο μακάριος, κατά δε την ημέραν μετέβαινεν εις τας Εκκλησίας δια να προσκυνήση, δίδων εις τους πτωχούς ελεημοσύνας, φανερά και κρυφίως, δια να παρακαλώσι τον Κύριον να τον οδηγήση εις τόπον σωτηρίας. Εις τους γονείς του δε έλεγεν, ότι δεν ήθελε να υπανδρευθή δια να μη έχη φροντίδας και μερίμνας. Αυτοί όμως τον επίεζον να τους ακούση,επειδή η νύμφη ήτο εκλεκτή και δεν θα εύρισκον κατόπιν άλλην ομοίαν αυτής. Όθεν, ακουσίως και μη δυνάμενος να εναντιωθή εις τους γονείς του, εδέχθη μεν κατά το φαινόμενον και εγράφη το συνοικέσιον, αλλά κατά διάνοιαν εμελέτα να φύγη εις ξένον τόπον, δια να φυλάξη την παρθενίαν του άφθορον. Όταν λοιπόν έφθασεν η ημέρα των γάμων, μετέβησαν εις τον Ναόν του Αγίου Βονιφατίου και εστεφάνωσαν το ανδρόγυνον μετά χορών και τυμπάνων, όλην δε την ημέραν οι άρχοντες του παλατίου και οι συγγενείς και φίλοι του ανδρογύνου διεσκέδαζον, κατά την συνήθειαν, εις την οικίαν του γαμβρού. Κατά δε το εσπέρας, μετά το δείπνον, ηυχήθησαν οι συγγενείς και φίλοι τους νεονύμφους, οι δε γονείς των τους συνώδευσαν μέχρι του νυμφικού θαλάμου και τους απεχαιρέτησαν. Αφού λοιπόν ο νέος έμεινε μόνος με την νύμφην, προσηύχετο ώραν πολλήν, έως ου εκοιμήθησαν όλοι οι της οικίας και τότε τυλίξας το δακτυλίδιον και την ζώνην του, τα οποία ήσαν πολύτιμα, έδωκε ταύτα εις την κόρην, λέγων εις αυτήν· «Φύλαξον ταύτα προσεκτικά, φιλτάτη μου, και ο Θεός να είναι αναμέσον ημών, έως ότου οικονομήση η Χάρις Του εις ημάς τίποτε άλλο καλλίτερον». Ταύτα ειπών απήλθεν εις το δωμάτιόν του, λαβών δε χρυσόν, πολυτίμους λίθους και μαργαρίτας, όσα ηδύνατο, και εκδυθείς τα χρυσοϋφαντα, εφόρεσε πτωχά και εσχισμένα ιμάτια και εξελθών εκ της πόλεως κατήλθεν εις την παραλίαν. Εκεί, Θεού ευδοκούντος, ευρίσκει πλοίον, το οποίον έφευγε κατά την ώραν εκείνην δια την Συρίαν. Εισελθών λοιπόν εις το πλοίον έφθασεν εις την Λαοδίκειαν, και εξελθών συνέχισε τον δρόμον του δια ξηράς προς την Έδεσσαν, όπου εύρε Ναόν, εις τον οποίον είχον την αχειροποίητον Εικόνα του Δεσπότου Χριστού, την ιδίαν εκείνην την οποίαν Αυτός ο Κύριος έστειλεν εις τον Αύγαρον δια του Αποστόλου Ανανία. Ταύτην ιδών ο Αλέξιος πολύ ηυφράνθη και μοιράσας εις πτωχούς τον χρυσόν και τους πολυτίμους λίθους, έμεινεν εις εκείνον τον Ναόν, ενδεδυμένος ως πένης με παλαιά και άχρηστα ιμάτια, δια να βλεπη καθ’ εκάστην τον πολυπόθητον χαρακτήρα της του Δεσπότου μορφής, ζητών δε ελεημοσύνην από τους ευσεβείς Χριστιανούς, εξώδευεν από αυτήν ολίγα δι’ άρτον προς τροφήν του, τα δε υπόλοιπα έδιδεν εις τους πτωχούς. Όλην την νύκτα προσηύχετο και πάσαν Κυριακήν μετελάμβανε. Τόσον δε εταλαιπωρήθη από την πολλήν εγκράτειαν, ώστε ηφανίσθη η ωραιότης του προσώπου του, η όψις του εμαύρισεν, η σάρξ εξηράνθη, οι οφθαλμοί εκοιλάνθησαν και μόνον το δέρμα και τα οστά του εφαίνοντο. Οι δε γονείς αυτού, όταν εξημέρωσε και δεν είδον τον Αλέξιον εις τον θάλαμον, αλλ’ ήτο η νύμφη μόνη σκυθρωπή και περίλυπος και επληροφορήθησαν παρ’ αυτής την ανέλπιστον αναχώρησιν του υιού των, έδερον τα στήθη, πικρώς ολολύζοντες. Βλέποντες όμως ότι τα δάκρυα μόνα δεν ωφελούσαν εις τίποτε, έστειλαν προς αναζήτησίν του ανθρώπους εις διαφόρους τόπους και πόλεις δια να ερευνήσουν επιμελώς προς ανεύρεσίν του. Ούτοι δε οι άνθρωποι, απελθόντες μετά σπουδής και ερευνώντες με προσοχήν πόλεις και τόπους διαφόρους, δεν ηδυνήθησαν να μάθουν τίποτε περί αυτού. Τινές δε εξ αυτών μετέβησαν και εις την Έδεσσαν και ηρώτησαν. Αλλά κανείς δεν ήτο δυνατόν ποτέ να εννοήση, ότι ο τόσον πτωχός και ρακένδυτος εκείνος ξένος ήτο ο αναζητούμενος. Μάλιστα και ελεημοσύνην έδωσαν εις αυτόν οι δούλοι του, χωρίς κανείς να τον αναγνωρίση λόγω του πτωχικού του ενδύματος και της αδυναμίας του σώματος. Ο δε Αλέξιος, κατανυγείς τη καρδία, εδάκρυσε, δοξάζων δε τον Θεόν έλεγεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, όπου με ηξίωσες να λάβω από τους δούλους μου έλεος». Αφ’ ου λοιπόν οι απεσταλμένοι ηρεύνησαν πολλούς τόπους και Μοναστήρια αναρίθμητα, επέστρεψαν εις την Ρώμην. Τότε περισσότερον επληρώθη θρήνων και οδυρμών όχι μόνον ο οίκος του Ευφημιανού, αλλά σχεδόν ειπείν, άπαξ ο τόπος και αι οικογένειαι της πόλεως, ως και αυτό ακόμη το παλάτιον. Όλοι οι φίλοι και συγγενείς του εθρήνουν και οι άνδρες και αι γυναίκες και οι ανήλικοι παίδες. Οι γονείς του έκλαιον απαρηγόρητα, όλοι της οικογενείας εμαυροφόρεσαν και μάλιστα η μήτηρ αυτού, ήτις εκλείσθη εις εν δωμάτιον, έκλεισε την θύραν και τα παράθυρα, εξεδύθη τα μαλακά ιμάτια και ενεδύθη τρίχινα άχρηστα· έβαλε στάκτην εις την κεφαλήν και εκοιμάτο εις μίαν ψάθαν χωρίς καμμίαν επιμέλειαν, θρηνούσα καθ’ εκάστην του φιλτάτου υιού την στέρησιν. Η δε άχαρος και άμοιρος νύμφη εθρήνει ελεεινότερα την δυστυχίαν και την χηρείαν της, την ταχίστην και απροσδόκητον και, απλώς ειπείν, δεν έμεινε κανείς χωρίς δάκρυα εις την οικογένειαν την πρώην μεν περιχαρή και πανευφρόσυνον, νυν δε περίλυπον και πανώδυνον. Ούτως αυτοί μεν είχον την σαρκικήν θλίψιν θρηνούντες απαρηγόρητα, ο δε μακάριος Αλέξιος έχαιρε ψυχικώς εις τον ξένον τόπον, δοξάζων τον Κύριον, όστις τον ελύτρωσεν από τας φροντίδας του βίου και τον διεφύλαξεν αγνώριστον, δια να μη εμποδισθή ο πόθος του. Έμεινε λοιπόν ο μακάριος Αλέξιος εις τον νάρθηκα του Ναού εκείνου της Υπεραγίας Θεοτόκου δέκα επτά χρόνους, διάγων πολιτείαν θαυμασίαν. Όθεν οι εγχώριοι τον ετίμων ως Άγιον, βλέποντες τον ένθεον βίον του. Φοβούμενος όμως μη υστερηθή της ουρανίου δόξης δια την πρόσκαιρον δόξαν την οποίαν του προσέφερον, εμελέτησε να φύγη εις τόπον άγνωστον. Απελθών λοιπόν εις λιμένα, εύρε πλοίον το οποίον εταξίδευε προς τα μέρη της Κιλικίας και εισήλθεν εις αυτό, έχων γνώμην να μεταβή εις την Ταρσόν, όπου ήτο Ναός του Αγίου Παύλου περίφημος. Ενώ όμως έπλεον, εσηκώθη αντίθετος άνεμος. Περιφερόμενοι δε τήδε κακείσε έφθασαν εκόντες άκοντες, μετά πολλάς ημέρας, εις την Ρώμην. Τούτο δε ήτο οικονομία Θεού και το εγνώρισεν ο Άγιος. Όθεν δια να μη βαρύνη άλλον τινά, εσκέφθη να μείνη εις την οικίαν του άγνωστος, μέχρι τέλους της παροικίας του, δια να έχη μισθόν περισσότερον. Μεταβάς λοιπόν εις την Εκκλησίαν έκαμε προσευχήν εις τον Θεόν, παρακαλών, όπως τον ενδυναμώση να φέρη εις καλόν τέλος το μελετώμενον. Αφού δε προσεκύνησεν εις πολλάς Εκκλησίας ήλθεν εις τον οίκον του πατρός του, όστις κατ’ εκείνην την ώραν ήρχετο από το παλάτιον με πολλήν συνοδείαν, κατά την αξίαν του, βαλών δε εις αυτόν έως την γην μετάνοιαν, είπε προς αυτόν· «Παρακαλώ την ευγένειάν σου, κάμε έλεος εις εμέ τον ξένον και άπορον. Άφες με να καθήσω εις μίαν γωνίαν του παλατίου σου, να τρέφωμαι από τα ψιχία, όπου πίπτουσιν εκ της τραπέζης των δούλων σου και ο Θεός να ευλογήση δια την καλωσύνην ταύτην τον οίκον σου και να σου δώση την ουράνιον Βασιλείαν. Εάν δε έχης συγγενή τινά εις την ξενιτείαν, να σε αξιώση ο Κύριος να τον ίδης, ως επιθυμεί η καρδία σου». Ταύτα ακούσας ο άρχων εδάκρυσεν ενθυμηθείς τον υιόν του και ευσπλαγχνισθείς επήρε τον πένητα, καλέσας δε ένα εκ των πλέον επιμελών δούλων του, παρέδωκεν εις αυτόν τον Αλέξιον, προστάξας να μη έχη άλλην φροντίδα και μέριμναν παρά μόνον να επιμελήται τον ξένον εκείνον εις ό,τι χρειάζεται. Τότε ο δούλος ωδήγησεν ευθύς τον Αλέξιον εις εν κελλίον μικρόν, το οποίον ήτο εις την αυλήν έναντι του δωματίου της συζύγου του. Έμεινε λοιπόν εις αυτό ο Αλέξιος, ο δε Ευφημιανός έστελλε προς αυτόν καθ’ εκάστην φαγητά από την τράπεζαν, ο δε Άγιος όμως μόνον εκάστην Κυριακήν, μετά την κοινωνίαν των Θείων Μυστηρίων, έτρωγεν άρτον και έπινεν ύδωρ και αυτά από ολίγον μόνον, δια να μη αποθάνη από την άμετρον εγκράτειαν· προσηύχετο δε καθ’ όλην την νύκτα και το περισσότερον της ημέρας. Βλέπων δε ο μισάνθρωπος και φθονερός δαίμων την θαυμαστήν καρτερίαν αυτού, έτριζε τους οδόντας και εκίνησε κατ’ αυτού δεινούς και μεγάλους πολέμους, δια να τον κάμη να χάση την υπομονήν την οποίαν είχε τόσον μάλιστα σταθεράν. Και πρώτον μεν ηνάγκαζε τους δούλους να τον ενοχλώσιν· άλλοι ύβριζον αυτόν και τον ερράπιζον· έτεροι έχυναν επάνω του τα αποπλύματα των αγγείων και άλλας πολλάς αταξίας του έκαμναν, οι αναίσχυντοι. Αλλά ταύτα όλα υπέμεινεν ο αήττητος, γνωρίζων ότι εκ δαιμονικής ενεργείας εγίνοντο ταύτα. Ουδέποτε δε εγόγγυσεν, ούτε είπε λόγον κατ’ αυτών απρεπή, μόνον τον Δεσπότην Χριστόν παρεκάλει να του δίδη μέχρι τέλους υπομονή, δια να μη ζημιωθή τον μισθόν της ανταποδόσεως. Όχι δε μόνον τον πόλεμον τούτον είχεν ο Όσιος, αλλά και άλλον χαλεπώτερον. Το παράθυρον του δωματίου της νύμφης έβλεπεν εις το κελλίον του Οσίου· αύτη δε, ως νέα Ρουθ, δεν ηθέλησε να υπάγη εις τον οίκον του πατρός της, αλλά μετά της πενθεράς της εκάθηντο κλαίουσα πολλάκις και οδυρόμεναι, η μεν την χηρείαν, η δε την του μονογενούς και φιλτάτου υιού στέρησιν και ούτε το διάστημα του χρόνου, ούτε άλλαι παρηγορίαι, όπου τους έλεγον οι φίλοι και συγγενείς, ηδύναντο να καταπραϋνουν τον πόνον των. Όσον όμως παρήρχετο ο καιρός και δεν εμάνθανον τίποτε δια τον ηγαπημένον των, τοσούτον αι καρδίαι των τον επεθύμουν. Εκεί λοιπόν καθήμενος ο Άγιος ήκουε την ομόζυγον αυτού να λέγη μοιρολογούσα κατά την των γυναικών συνήθειαν· «Ουαί και αλλοίμονον εις εμέ την άχαρον νύμφην και δυστυχή ζωντοχήραν. Φεύ! εις εμέ την αθλίαν και κακοδαίμονα. Εις ποίον τόπον να ευρίσκεται ο ηγαπημένος σύντροφός μου; Τι έγινες, νυμφίε μου φίλτατε; Πως εφάνης τοσούτον σκληρός προς εμέ την τάλαιναν; Τι κακόν σου έπταισα και με απηρνήθης; Δια ποίαν αιτίαν τοσούτον με εμίσησες; Εάν είχες γνώμην να με αφήσης, διατί με έβαλες εις τα βάσανα και θλίβομαι τόσους χρόνους δια την αγάπην σου, άσπλαγχνε; Αλλ’ ούτε και εν γράμμα έστειλες να μάθω πως διάγεις εις τους ξένους τόπους και που ευρίσκεσαι ή να μου παραγγείλης πως να πορεύωμαι. Δεν επέδειξες ουδεμίαν φροντίδα δι’ εμέ, μόνον με ενυμφεύθης ματαίως και άκαρπα. Έπειτα έφυγες και με απεχθάνεσαι, ωσάν να ήμην προδότης. Αλλά συ μεν εφάνης προς εμέ τόσον σκληρός και άπονος, εγώ όμως θα κάμω όλως το αντίθετον. Θα μιμηθώ την άμωμον και άδολον τρυγόνα, ήτις, όταν χάση τον σύντροφον αυτής, δεν κάθεται πλέον εις χλωρόν κλάδον, ούτε πίνει ποτέ ύδωρ καθαρόν, ούτε κελαδεί· μοιρολογεί μόνον την τύχην της και καμμίαν χαράν δεν απολαμβάνει, αλλά λυπείται τόσον, έως ότου αποθάνη από την θλίψιν της. Ούτω θα πράξω και εγώ η κακότυχος, η τεθλιμμένη και άμοιρος. Θα θρηνώ καθ’ εκάστην και θα μοιρολογώ τον σύντροφόν μου, έως ότου σχηματίσω ποταμόν εκ των δακρύων μου και τότε να αποθάνω από τον πόνον και την θλίψιν μου». Αυτά μεν έλεγε βοώσα η ομόζυγος. Η δε Αγλαϊς περισσότερα τούτων εβόα, οδυρομένη τους πόνους και τα βάσανα όπου υπέμεινεν, όταν τον εκράτει εις την μήτραν της, όταν τον εγέννησεν, όταν τον ανέτρεφεν, ενώ εκείνος την απηρνήθη και της έδωκε περισσοτέρους πόνους παρά όταν τον εγέννησεν. Αυτά όλα ήκουεν ο αήττητος αγωνιστής και επόνει μεν η καρδία του και ελυπείτο την μητέρα και την ομόζυγον. Επί πλέον δε και ο πανούργος δαίμων ήνοιγεν εναντίον αυτού μέγαν πόλεμον. Αλλ’ ο Άγιος, ενθυμούμενος τους Ευαγγελικούς λόγους, τους λέγοντας· «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος». (Ματθ. ι: 37) και τα σχετικά προς ταύτα, απέναντι της σαρκικής αγάπης ετοποθέτει τον ένθεον έρωτα και υπέμενε την φλόγα της καρδίας, ο καρτερόψυχος, πόθω πόθον αντωσάμενος. Έπραττε δε τούτο όχι διότι ήτο άσπλαγχνος προς τους γεννήτορας, αλλά διότι ήτο μάλιστα προς τον Ποιητήν και Σωτήρα υπήκοος, προς τον οποίον πολλάκις μετά δακρύων εδέετο να του δίδη υπομονήν μέχρι τελους. Ομοίως προσηύχετο και δια τους γονείς αυτού και την σύζυγον, να τους ενισχύη, δια να μη αποθάνουν προώρως από την θλίψιν των. Έμεινε λοιπόν ο αείμνηστος εις τον πατρικόν οίκον αγνώριστος, ούτως ευτελής και ταλαιπωρούμενος, από τον εχθρόν πολεμούμενος, από την αγάπην των συγγενών εκκαιόμενος και από τους δούλους εμπαιζόμενος, όχι δέκα ημέρας ή εκατόν, αλλά χρόνους δεκαεπτά ολοκλήρους, ο όντως αδαμάντινος και ουχί εκ σαρκός. Και τότε του απεκάλυψεν ο Κύριος, ότι την επομένην Παρασκευήν έμελλε να αναπαυθή από τους κόπους και τα βάσανα. Τότε εζήτησεν από τον δούλον, όστις τον υπηρέτει, να του φέρη χαρτίον και μελάνην, έγραψε δε επ’ αυτού τα κατ’ αυτόν, προς μεγαλυτέραν δε πιστοποίησιν έγραψε και τινας απορρήτους λόγους, τους οποίους είπεν εις την νύμφην, όταν της έδωκε την ζώνην αυτού και το δακτυλίδιον, ως και έτερα τινά απόκρυφα πράγματα, τα οποία μόνον οι γονείς του εγνώριζον. Εις το τέλος δε έγραψε και ταύτα· «… Δέομαι και σας παρακαλώ, φίλτατοι γονείς μου και σεμνοτάτη συμβία μου, να μη μνησικακήσητε εναντίον μου, επειδή σας έδωσα τοσαύτην θλίψιν και βάσανον, διότι και εγώ ελυπούμην δια τον πόνον σας και πολλάκις έκαμα δέησιν δια σας, ίνα ο Κύριος σας δίδη υπομονήν και να σας αξιώση της Βασιλείας Του· ελπίζω δε εις την ευσπλαγχνίαν Αυτού να εκπληρώση το ζητούμενον, επειδή και εγώ δι’ αγάπην του εφάνην προς σας τόσον άσπλαγχνος και προς τον εαυτόν μου σκληρότερος. Αλλά περισσότερον πρέπει να υπακούση καθείς τον Ποιητήν και Σωτήρα αυτού, παρά τους γονείς του και όσον περισσότερον σας ελύπησα, τόσον θέλετε έχει μισθόν περισσότερον». Ταύτα γράψας ο Άγιος έμεινε προσευχόμενος μέχρι της ώρας της μεταστάσεως αυτού. Ήτο δε τότε Αρχιεπίσκοπος εις την Ρώμην ο Ιννοκέντιος, ενώ δε ούτος ελειτούργει ημέραν τινά εις την Εκκλησίαν των Αγίων Αποστόλων, παρόντος του βασιλέως Ονωρίου και των λοιπών της συγκλήτου, ήκουσαν φωνήν άνωθεν του θυσιαστηρίου λέγουσαν· «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. ια: 28). Ταύτα ακούοντες οι παρεστώτες ετρόμαξαν και πίπτοντες κατά γης εβόων· «Κύριε ελέησον». Μετ’ ολίγην δε ώραν ηκούσθη και πάλιν φωνή λέγουσα· «Τη Παρασκευή πρωϊ ο Άνθρωπος του Θεού εξέρχεται εκ του σώματος και ζητήσατε αυτόν του ποιήσαι υπέρ της πόλεως δέησιν , όπως μείνητε ανενόχλητοι». Λοιπόν τη Πέμπτη εσπέρας συνηθροίσθησαν άπαντες εις τον ρηθέντα Ναόν του Αγίου Πέτρου και ποιήσαντες αγρυπνίαν καθ’ όλην την νύκτα, εδέοντο να τους φανερώση ο Κύριος που να εύρωσι τον δούλον Του. Ήσαν δε παρόντες ο Πατριάρχης, ο βασιλεύς και παρ’ αυτόν ο Ευφημιανός, το πρωϊ δε ήλθε φωνή άνωθεν, λέγουσα· «Εις τον οίκον του Ευφημιανού υπάρχει ο Άνθρωπος του Θεού». Τότε λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Εις την οικίαν σου έχεις κεκρυμμένον τοιούτον πολύτιμον θησαυρόν και δεν μας τον εφανέρωσες»; Ο δε Ευφημιανός απεκρίνατο· «Ζη Κύριος ο Θεός μου, δεν γνωρίζω μέχρι σήμερον τίποτε· αλλά θα ερωτήσω τους δούλους μου, να εύρωμεν αυτόν τον οποίον επιθυμούμεν». Απελθών λοιπόν ο Ευφημιανός εις τον οίκον του ητοίμασε πολυτελή καθίσματα δια τον βασιλέα, τον Πατριάρχην και τους άλλους άρχοντας, οίτινες θα ήρχοντο εις τον οίκον του. Έπειτα όλοι οι δούλοι του εξήλθον με λαμπάδας και θυμιάματα, δια να τους υποδεχθούν καθώς ήρμοζεν. Ερωτήσας δε ο Ευφημιανός τους δούλους, εάν εγνώριζον ενάρετον τινά άνθρωπον, ο υπηρέτης του Αλεξίου απήντησεν· «Υποπτεύομαι, κύριέ μου, ότι εκείνος ο ξένος είναι, τον οποίον με επρόσταξες να υπηρετώ, διότι μεγάλας αρετάς και θαυμάσια πράγματα βλέπω εις εκείνον τον άνθρωπον. Νηστεύει καθ’ όλας τας ημέρας της εβδομάδος και καθ’ εκάστην Κυριακήν μεταλαμβάνει των θείων Μυστηρίων. Έπειτα τρώγει δύο ουγγίας άρτον και πίνει ολίγον ύδωρ. Κατ’ αυτόν τον τρόπον τρέφεται πάντοτε· τα δε φαγητά, τα οποία του στέλλεις από την τράπεζάν σου, τα δίδει εις άλλους πτωχούς. Μένει δε και άγρυπνος καθ’ όλας τας νύκτας προσευχόμενος. Το δε θαυμασιώτερον, υπομένει αταράχως τας ύβρεις όπου του κάμνουν οι αναίσχυντοι δούλοι σου και τον ερράπισαν πολλάκις εκ δαιμονικής συνεργείας, ενώ άλλοτε πλύνουν τα σκεύη και χύνουν επάνω του ακάθαρτον νερόν δια να τον κάμουν να οργισθή. Αλλ’ αυτός ο ευλογημένος τα υπομένει όλα χωρίς να οργίζεται ουδόλως». Ακούσας ταύτα ο Ευφημιανός έτρεξε προςτο κελλίον του Αγίου και έκρουσε την θύραν καλών αυτόν. Όμως αν και εκάλεσε τούτον τρεις φοράς, ο Άγιος δεν απεκρίνετο. Εισελθών τότε εις το κελλίον εύρεν αυτόν κείμενον και έχοντα σκεπασμένον το πρόσωπον, εις δε την δεξιάν αυτού χείρα εκράτει το χειρόγραφον, το οποίον εδοκίμασε να πάρη, αλλά δεν ηδυνήθη. Επιστρέψας λοιπόν μετά σπουδής ανήγγειλεν εις τον βασιλέα τα γενόμενα, ούτος δε επρόσταξε να ευτρεπίσουν κλίνην πολύτιμον και να θέσουν επ’ αυτής το άγιον Λείψανον. Έπειτα, αποκαλύψαντες το πρόσωπον αυτού, είδον ότι έλαμψεν ως Άγγελος, τόσον ώστε μετά βίας ηδύναντο να το αντικρύζωσι. Τότε ο βασιλεύς μετά του Πατριάρχου εγονάτισαν και ασπασάμενοι το άγιον Λείψανον, είπεν ο βασιλεύς προς τον Άγιον με ταπείνωσιν· «Δεόμεθά σου, δούλε Χριστού, να μας δώσης τον χάρτην αυτόν, να μάθωμεν ποίος είσαι. Ναι, Άνθρωπε του Θεού επουράνιε, μη παραβλέψης την αίτησίν μας ταύτην, διότι είμεθα αρχηγοί του λαού, αν και αμαρτωλοί, εγώ και ο Αρχιερεύς ούτος, ο του Δεσπότου Χριστού γνήσιος δούλος». Ταύτα αφού είπον μετά δακρύων, αφήκεν εις αυτούς το γράμμα ο Όσιος. Ούτοι δε λαβόντες αυτό εχάρισαν και γενομένης σιωπής ανέγνωσαν αυτό λαμπρά τη φωνή εις επήκοον πάντων. Ταύτα ακούων ο Ευφημιανός και βεβαιωθείς από τους μυστικούς λόγους, όπου ήσαν γεγραμμένοι, ότι αυτός ήτο ο Αλέξιος, έκλαυσε πικρώς και αναστάς διέρρηξε τα ιμάτιά του, ανέσπα τας τρίχας της κεφαλής του, εκτύπα το στήθος του, ρίψας δε εαυτόν επάνω εις το ιερόν Λείψανον, έρραινε τούτο με ποταμόν δακρύων, στενάζων εκ βάθους καρδίας. Εφώναζε δε ταύτα· «Οίμοι, γλυκύτατον τέκνον μου! Διατί μου έδωσες τοσαύτην θλίψιν και βάσανον; Ουαί μοι τω τάλανι! Διατί με ελύπησες τοσούτον και με επίκρανες; Τόσους χρόνους με έβλεπες καθ’ εκάστην δια σε μαυροφορεμένον και εκ καρδίας στενάζοντα και δεν μου το ωμολόγησες; Ω αγάπη μου! Ω παραμυθία του γήρατός μου και ανάπαυσις. Ουαί εις εμέ τον τεθλιμμένον και άχαρον. Τι πρώτον να πράξω ο κακότυχος; Να πανηγυρίσω την εύρεσίν σου, ή να πενθήσω τον θάνατόν σου; Η φύσις με αναγκάζει να χύνω δάκρυα, αλλά αμαρτία είναι να κλαίη κανείς των Αγίων την κοίμησιν». Ενώ δε έλεγε ταύτα και άλλα περισσότερα με γοεράς κραυγάς, ήκουσαν αι γυναίκες την σύγχυσιν και μαθούσαι ότι αυτός ήτο ο προσφιλής Αλέξιος έτρεξαν έξω της οικίας ανυπόδητοι και χωρίς κάλυμμα της κεφαλής από την βίαν των. Αλλ’ επειδή το πλήθος ήτο πολύ και δεν ηδύναντο να το διασχίσουν, εδέετο η μήτηρ, ήτις προεπορεύετο της νεάνιδος, τοιαύτα λέγουσα, με φωνάς απηλπισμένας· «Δότε μοι τόπον, να ίδω το αγαπημένον μου τέκνον. Δότε μοι τόπον δια τους οικτιρμούς του Θεού, ω άνθρωποι, ν’ αποχαιρετήσω τον μονογενή υιόν μου, το φως των οφθαλμών μου. Δότε μοι τόπον, φιλόχριστοι, να ασπασθώ το ιδικόν μου γέννημα». Ως δε έφθασεν εις το τίμιον εκείνο και άγιον Λείψανον, έρριψεν εαυτήν επάνω αυτού και με πόθον καταφιλούσα αυτό εβόα, λέγουσα· «Οίμοι, γλυκύτατέ μου υιέ, διατί μου έδωκες τόσην θλίψιν και δεν με ελυπήθης, την τάλαιναν; Ω τέκνον μου ποθεινότατον, πως είχες ψυχήν και με ήκουες καθ’ εκάστην ημέραν κατακοπτομένην δια σε και δεν με συνεπόνεσες την δυστυχή; Ω της σης καρτερίας και γενναιότητος! Και πως υπέφερες, ευγενέστατε, τόσους χρόνους υπό των δούλων σου υβριζόμενος και περιφρονούμενος; Διατί δεν μου εφανερώθης, να παύσουν αι θλίψεις μου και οι πόνοι μου»; Ενώ δε η μήτηρ εθρηνολόγει, ήρχισε να κλαίη γοερώς και η ομόζυγος, ήτις έλεγε τόσα μοιρολόγια, εκτραγωδούσα την συμφοράν της και την χηρείαν της, ώστε όχι μόνον οι άνθρωποι και τα άλογα ζώα, αλλά και αυτά τα αναίσθητα κτίσματα, τολμώ να είπω, την συνεπόνεσαν και εδάκρυσαν μετ’ αυτής. Εθρήνει, λέγω, απαρηγόρητα, καταφιλούσα το ιερόν Λείψανον και έπλυνεν αυτό με τον ποταμόν των δακρύων της· έτυπτε το στήθος· ανέσπα την κόμην, εξέσχιζε τας παρειάς της και ταύτα μεγαλοφώνως εκραύγαζεν· «Οίμοι, φιλέρημέ μου τρυγών. Διατί τοσούτον με εμίσησες και εις τέλος με εηκατέλειψες; Τι κακόν σού επροξένησα και με απηρνήθης την τάλαιναν; Τοσούτους χρόνους ήκουες την θρηνολογίαν και δεν μου εφανερώθης, ούτε καθόλου με συνεπόνεσες; Αλλοίμονον εις εμέ την δυστυχή και ταλαίπωρον! Ουαί εις εμέ την αθλίαν και κακοδαίμονα! Ύπανδρος σήμερον και χήρα εφάνην η άμοιρος. Δια τί λοιπόν να πρωτοθρηνήσω η κακότυχος; Διότι εύρον τον ηγαπημένον νυμφίον μου, ή διότι εχωρίσθην από τον σύντροφόν μου και απέμεινα έρημος»; Και πάλιν έλεγε· «Τριάκοντα τέσσαρας χρόνους επερίμενα να υποδεχθώ τον άνδρα μου και σήμερα τον βλέπω καθώς δεν επεθύμουν. Την ώραν αυτήν εφάνην ψευδονύμφη και χήρα η άμοιρος. Δεν καρτερώ πλέον να ίδω τον νυμφίον μου, η κακότυχος. Ω ήλιε λαμπρότατε, ω σελήνη, ω αστέρες πολύφωτοι, σκοτίσθητε σήμερον σας παρακαλώ και συνθλιβήτε με εμέ. Ω ουρανέ και γη! Ω πτηνά και φυτά, βοηθήσατέ με να θρηνήσω την χηρείαν και την ερημίαν μου. Ω πηγαί και θάλασσαι, δανείσατε ύδωρ εις την κεφαλην μου και δότε εις τους οφθαλμούς μου τόσα δάκρυα όσα να είναι αρκετά δια να δυνηθώ να κλαύσω την δυστυχίαν μου. Ω σύντροφέ μου φίλτατε, ας ήτο δυνατόν να έβγαζα την ώραν ταύτην την ψυχήν και την καρδίαν μου, δια να γνωρίσης τον πόθον μου της ταλαιπώρου και τότε δεν θα εχρειαζόμην φωνάς και δάκρυα, δια να μαρτυρώσι τον πόνον μου. Ω Χριστέ μου γλυκύτατε, δέομαι και παρακαλώ την Χάριν Σου, παράλαβε την αθλίαν ψυχήν μου και κατάταξον αυτήν μετά του νυμφίου μου, ίνα ομού Σε προσκυνώμεν και δοξάζωμεν». Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγον οι γονείς με την νύμφην των, πενθούντες απαρηγόρητα, οι δε συγγενείς και φίλοι δεν ηδύναντο να τους χωρίσουν από το άγιον Λείψανον. Ο δε βασιλεύς και ο Πατριάρχης μετά πολλήν ώραν τους έσυραν βιαίως και αφού εκείνοι παρεμέρισαν, επρόσταξαν να σηκώσουν με την κλίνην τον Άγιον και να τον φέρουν εις το κέντρον της πόλεως δια να τον ασπασθή όλος ο λαός εις συγχώρησιν αμαρτημάτων. Τότε έγιναν εκεί εξαίσια θαύματα. Κωφοί ελάλησαν, τυφλοί ανέβλεψαν, δαιμονιώντες ιάθησαν, λεπροί εκαθαρίσθησαν και πάσα άλλη ασθένεια από τους πάσχοντας έφυγε, με μόνον τον ασπασμόν του αγίου Λειψάνου. Ταύτα ιδόντες οι παρεστώτες εθαύμασαν και ηύξησαν την ευλάβειαν. Όθεν, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης ανεσήκωσαν την κλίνην μετ’ ευλαβείας δια να την μεταφέρουν εις την Εκκλησίαν. Κατά δε την διαδρομήν ηκολούθουν οι γονείς με την νύμφην των κλαίοντες, οι δε όχλοι ήσαν τόσον πολλοί, ώστε περιέσφιγγον την κλίνην και ημπόδιζον τον βασιλέα και τον Αρχιερέα, οίτινες την εκράτουν, να περιπατήσουν. Όθεν επρόσταξαν τους υπηρέτας να ρίψουν εις την γην νομίσματα χρυσά και αργυρά δια να απασχοληθή ο λαός με τα χρήματα και να μη εμποδίζουν το Λείψανον. Αλλά τόσην ευλάβειαν είχον τα πλήθη, ώστε κανείς δεν έστρεψε το βλέμμα προς τα χρήματα. Μόνον εις τον Άγιον είχον τον πόθον των. Τότε ο Αρχιερεύς τους υπεσχέθη ότι δεν θα τον θάψη έως ότου τον ασπασθούν όλοι, ίνα αγιασθούν δια της Χάριτος αυτού. Μετά βίας λοιπόν τους κατέπεισε και αφού έκαμαν τόπον έφεραν το άγιον Λείψανον εις την Εκκλησίαν, όπου το άφησαν επί μίαν εβδομάδα. Καθ’ όλας δε αυτάς τας ημέρας παρεστέκοντο εις τον Άγιον οι γονείς με την νύμφην των άσιτοι, κλαίοντες ακαταπαύστως. Έπειτα επρόσταξεν ο βασιλεύς και κατεσκεύασαν αργυρούν γλωσσόκομον εις το οποίον εναποθέσαντες το τίμιον Λείψανον ενεταφίασαν αυτό. Είτα επετέλεσαν λαμπράν πανήγυριν. Και τότε ανέβλυσεν ο τάφος μύρον ευωδέστατον, όσοι δε ασθενείς εχρίσθησαν εξ αυτού ιατρεύθησαν. Εκοιμήθη δε ο Όσιος τη ιζ΄ (17η) του Μαρτίου μηνός, έτει από Χριστού τετρακοσιοστώ και δεκάτω, εν τοις χρόνοις Ονωρίου βασιλέως Ρώμης και Ιννοκεντίου Αρχιεπισκόπου, βασιλεύοντος δε της Κωνσταντινουπόλεως Θεοδοσίου Β΄ του υιού Αρκαδίου. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος της ομοουσίου Τριάδος και αδιαιρέτου Θεότητος. Η πρέπει κράτος, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΗ΄ (18η) Μαρτίου, μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών ΚΥΡΙΛΛΟΥ Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων.

Δημοσιεύτηκε: Κυρ Μαρ 17, 2019 10:27 pm
από silver

Κύριλλος, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίου, υιού του μεγάλου Κωνσταντίνου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τλζ΄ - τξα΄ (337-361), ως υιός δε ευσεβών και Ορθοδόξων γονέων ανετράφη παρ’ αυτών και εξεπαιδεύθη εις τα ευσεβή και ορθά ιερά δόγματα. Αφ’ ου δε ο τότε Ιεροσολύμων Μάξιμος Γ΄ (333-348) απήλθε προς Κύριον, ο μακάριος ούτος Κύριλλος ανήλθεν εις τον θρόνον των Ιεροσολύμων, υπερμαχών των δογμάτων των Αγίων Αποστόλων και των Πατέρων. Κατά την εποχήν εκείνην ήκμαζε και ο αρειανός Ακάκιος, ο κατέχων τον θρόνον της εν Παλαιστίνη Καισαρείας, όστις, αν και απεκηρύχθη και καθηρέθη υπό της εν Σαρδική γενομένης Αγίας τοπικής Συνόδου, διότι δεν ήθελε να ομολογήση τον Υιόν ομοούσιον με τον Πατέρα, όμως δεν υπέκυψεν εις την συνοδικήν ταύτην καθαίρεσιν, αλλά τυραννικώς κατεκράτει τον θρόνον της Καισαρείας, διότι ήτο γνώριμος και φίλος του βασιλέως Κωνσταντίου, του φρονούντος εκ κουφότητος τα του Αρείου δόγματα. Ούτος λοιπόν, λαβών εξουσίαν παρά του βασιλέως, κατεβίβασεν εκ του θρόνου τον μακάριον τούτον Κύριλλον και εξώρισεν αυτόν από τα Ιεροσόλυμα. Ο δε θεσπέσιος Κύριλλος, πορευθείς εις την Ταρσόν της Κιλικίας συνανεστρέφετο μετά του εκεί θαυμαστού Επισκόπου Σιλβανού. Όταν δε συνεκροτήθη η εν Σελευκεία Σύνοδος, της οποίας μέλος απετέλεσε και ούτος ο Άγιος Κύριλλος, ο ρηθείς κακόδοξος Ακάκιος απεσκίρτησεν από της Συνόδου και μεταβάς εις την Κωνσταντινούπολιν διέβαλε τον θείον Κύριλλον και εξήψεν εις οργήν τον βασιλέα κατά του Αγίου, όστις κατεδίκασε τούτον εις εξορίαν. Αφ’ ου δε απέθανεν ο Κωνστάντιος έλαβε την βασιλείαν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, εν έτει τξα΄ (361), ο οποίος θέλων να προσελκύση την εύνοιαν και αγάπην των Επισκόπων εκείνων, τους οποίους είχεν εξορίσει ο Κωνστάντιος, διέταξε να επανέλθωσιν όλοι οι εν εξορία εις τας επαρχίας των. Ούτω, μετά των άλλων, απέλαβε τον θρόνον των Ιεροσολύμων και ο Άγιος Κύριλλος. Ποιμάνας λοιπόν καλώς και θεοφιλώς το εμπιστευθέν αυτώ υπό του Χριστού ποίμνιον και καταλιπών εις την Εκκλησίαν του Χριστού, ως μνημόσυνον της αυτού σοφίας, τας φερομένας Κατηχήσεις του ομού με άλλους λόγους και ζήσας ολίγα έτη μετά την επιστροφήν του, ανεπαύθη εν Κυρίω δια μακαρίου αποδημίας. Ήτο δε κατά τα χαρακτηριστικά του σώματος μέτριος μεν κατά το ανάστημα, ωχρός κατά την κεφαλήν, ρίνα δε είχεν ολίγον μικράν· είχε το πρόσωπον τετράγωνον, τας δε οφρύς ευθείας και ίσας και το γένειον λευκόν, δασύ και εις δύο κεχωρισμένον, το δε ήθος του ωμοίαζε με ήθος αγροίκου χωρικού.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΙΘ΄ (19η) Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Τορναρά μαρτυρήσαντος εν έτει αφξδ΄ (1

Δημοσιεύτηκε: Δευ Μαρ 18, 2019 10:02 pm
από silver

Δημήτριος ο του Χριστού Αθλητής και Νεομάρτυς συνανεστρέφετο συχνάκις με τους Τούρκους και συνομιλών μετ’ αυτών, ήλεγχε την πίστιν των. Ημέραν δε τινά υπό του φθόνου εκείνοι κινηθέντες τον εβίασαν να γίνη Τούρκος. Επειδή δε αυτός δεν ηθέλησε, τον έφεραν εις τον κριτήν και εμαρτύρησαν ψευδώς ότι δήθεν ύβρισε την πίστιν των. Ο δε κριτής ώρισε να τον δείρουν και να τον βασανίσουν ανηλεώς, έως ότου γίνη Τούρκος. Οι Τούρκοι τότε τον εβασάνισαν με μεγάλην σκληρότητα, αλλ’ ιδόντες το αμετάθετον της γνώμης του, δια προστάγματος του κριτού τον απεκεφάλισαν και έλαβεν ο μακάριος τον του Μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Re: Σήμερα είναι :Τη Κ΄ (20η) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη των Οσίων ΑΒΒΑΔΩΝ, των εν τη Μονή του Αγίου Σάββα αναιρεθέ

Δημοσιεύτηκε: Τρί Μαρ 19, 2019 10:16 pm
από silver

Οι Όσιοι ούτοι Αββάδες, συναθροισθέντες εκ διαφόρων τόπων, ησύχαζον εν τω Μοναστηρίω του Αγίου Σάββα, υπηρετούντες τον Θεόν με ενάρετον πολιτείαν και με πολλήν κακουχίαν και άσκησιν. Ο φθονερός όμως και μισόκαλος διάβολος, ο πάντοτε φθονών τους εναρέτους, εκίνησε κατά των Οσίων τούτων τους αθέους Αιθίοπας, τους καλουμένους Μαύρους, οι οποίοι ελπίζοντες να εύρωσι χρήματα και πλούτον, επέδραμον κατά του Μοναστηρίου του Αγίου Σάββα. Επειδή δε αν και ικανώς ερευνήσαντες δεν εύρον χρήματα, καθώς ήλπιζον, έρριψαν την οργήν των, οι αιμοβόροι, κατά των εκεί Αγίων Πατέρων. Και άλλους μεν εξ αυτών απεκεφάλισαν, άλλους δε κατέκοψαν εις λεπτά τεμάχια, άλλους έσχισαν εις το μέσον και άλλους, αφού εκέντησαν δια του ξίφους, έχυσαν τα αίματα αυτών εις την γην. Οι δε Όσιοι, ευχαριστούντες τον Θεόν, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Αυτού και απέλαβον την αιώνιον και μακαρίαν ζωήν της Βασιλείας των ουρανών, δια την οποίαν υπέμειναν και τους προτέρους αγώνας της ασκήσεως και τας μετέπειτα βασάνους του Μαρτυρίου.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΑ΄ (21η) Μαρτίου, ο Όσιος ΣΕΡΑΠΙΩΝ ο Σιδώνιος εν ειρήνη τελειούται.

Δημοσιεύτηκε: Τετ Μαρ 20, 2019 10:09 pm
από silver

Σεραπίων ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο Ασκητής εις την εσωτάτην έρημον της Αιγύπτου, καταγόμενος, ως τινές λέγουσιν, από την Σιδώνα, εξ ου και Σιδώνιος απεκαλείτο. Είχε δε ο μακάριος συγκεντρώσει εν εαυτώ όλας τας αρετάς, τέλειος εις όλα υπάρχων, εις την εγκράτειαν θαυμάσιος και εις την Θείαν Γραφήν σοφώτατος. Μεγίστην δε επιμέλειαν κατέβαλεν ο θρείος ούτος Πατήρ, ως διάπυρος ζηλωτής της ευσεβείας, ίνα οι ειδωλολάτραι επιστρέψωσιν εις την του Χριστού Πίστιν. Ήτο δε ο μακάριος τόσον ελεήμων, ώστε ουδέν εκράτει δια τον εαυτόν του, αλλά τα πάντα προσέφερεν εις ελεημοσύνην. Πολλάκις δε μη έχων τι άλλο να προσφέρη, προσέφερε τον εαυτόν του και πολλάκις επωλήθη εκουσίως ως αιχμάλωτος, αφ’ ενός μεν δια να λυτρώση ψυχάς από την αιχμαλωσίαν του δαίμονος, αφ’ ετέρου δε δια να δώση ελεημοσύνην τα εκ της εκουσίας πωλήσεώς του χρήματα. Διότι τοσούτον ελεήμων και εύσπλαγχνος ήτο, ώστε έδιδεν εις τους πτωχούς όσα και αν είχεν· όχι δε μόνον τροφάς και βιβλία, αλλά και αυτά τα ιμάτιά του και έμενε τελείως γυμνός, τόσον ώστε δεν ήτο άλλος Αββάς εις την έρημον, ο οποίος να φυλάττη τόσην ακτημοσύνην, ως ούτος ο τρισμακάριος· αλλά ακούσατε ολίγα από τα πολλά του κατορθώματα δια να θαυμάσετε. Ενώ ποτε εβάδιζεν εις την οδόν, πτωχός τις του εζήτησεν ελεημοσύνην· μη έχων δε τίποτε άλλο να δώση, του έδωκε το επανωφόριόν του, αν και το ψύχος ήτο δριμύτατον και αυτός έμεινε μόνον με το εσωτερικόν ένδυμα. Προχωρήσας περαιτέρω συνήντησεν άλλον γυμνόν, όστις από την δριμύτητα του ψύχους έτρεμεν. Όθεν ευσπλαγχνισθείς έδωκεν εις αυτόν το έσω ένδυμα και έμεινεν αυτός τελείως γυμνός. Μόνον εν Ευαγγέλιον εκράτησε δια να αναγινώσκη. Συναντήσας δε τούτον άλλος αδελφός, τον ηρώτησε τις τον έγδυσεν. Ο δε απεκρίθη· «Τούτο το Ευαγγέλιον», εννοών με τούτο, ότι θέλων να τηρήση όσα εις αυτό προστάσσει ο Κύριος, έδωσεν ό,τι και αν είχε, δια να μη γίνη παρήκοος τούτου. Μετ’ ολίγον διάστημα επώλησε και το Ευαγγέλιον και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς τα χρήματα. Ερωτηθείς δε από τον μαθητήν του, που το έδωκεν, απεκρίθη· «Πίστευσόν μοι, τέκνον, ότι δια να κάμω του Δεσπότου το θέλημα, όστις λέγει, πώλησον τα υπάρχοντάς σου και δος πτωχοίς, έδωκα όχι μόνον το υπόλοιπον πράγμα μου, αλλά και αυτόν τον Δεσπότην επώλησα και εμοίρασα το αντίτιμον εις πένητας». Άλλοτε ευρισκόμενος ο Όσιος με τον υποτακτικόν του εις πόλιν τινά, τον επρόσταξε να τον πωλήση εις τινας ειδωλολάτρας, οίτινες συνέθετον κωμωδίας και εκείνος ούτως εποίησε· τα δε αργύρια τα οποία εισέπραξεν ο μαθητής, τού τα έδωσε κρυφίως και τα εφύλαξε μέχρι τέλους. Έμεινε λοιπόν ο Όσιος εις τον οίκον τών αγορασάντων αυτόν υποτασσόμενος εις όλα αυτών τα προστάγματα. Ειργάζετο δε καθ’ όλην την ημέραν νήστις, την δε νύκτα έτρωγεν ολίγον άρτον και έπινεν ολίγον ύδωρ, το δε περισσότερον μέρος της νυκτός προσηύχετο και όλην σχεδόν την θείαν Γραφήν απεστήθιζε. Βλέποντες λοιπόν οι κύριοί του τας αρετάς αυτού εθαύμαζον και όσον ο καιρός παρήρχετο, τοσούτον τον ηυλαβούντο περισσότερον. Ένεκα τούτου, ολίγον κατ’ ολίγον, με τα έργα και τους λόγους του τούς έφερε εις θεογνωσίαν, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Αφ’ ου δε εβαπτίσθησαν, ηυχαρίστησαν αυτόν λέγοντες· «Επειδή μέσω σου εγνωρίσαμεν την δύναμιν του αληθινού Θεού, δια τούτο σου χαρίζομεν την ελευθερίαν, καθώς και συ μας ελύτρωσες από την αμαρτίαν και την αιχμαλωσίαν του δαίμονος». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Επειδή ο ελεήμων Θεός σας εφώτισε και εγνωρίσατε την αλήθειαν, δεν είναι ανάγκη να ευρίσκωμαι πλέον εις την οικίαν σας· μάθετε δε, ότι εγώ δεν ήμην δούλος τινός, αλλά Ασκητής της Αιγύπτου ελεύθερος και μόνον δια να σας λυτρώσω από την πλάνην έγινα δούλος ιδικός σας. Λάβετε λοιπόν ταύτα τα νομίσματα, τα οποία εδώσατε, διότι τα εφύλαττον δια να σας τα επιστρέψω σήμερον και δώσατέ μου συγχώρησιν, δια να οδηγήσω και άλλους προς την ευσέβειαν». Εκείνοι όμως παρεκάλουν αυτόν κλαίοντες να παραμείνη μετ’ αυτών ολίγον ακόμη καιρόν, όχι ως δούλος των, αλλ’ ως δεσπότης και κύριος. Όμως ο Άγιος δεν υπήκουσεν. Εκ δευτέρου δε τον παρεκάλεσαν να πάρη τα χρήματα, με τα οποία τον ηγόρασαν και να τα διανείμη εις πένητας, ο δε Όσιος απεκρίθη· «Μοιράσατέ τα σεις, διότι είναι ιδικά σας». Αναχωρήσας λοιπόν εκείθεν ο Όσιος επορεύετο ευαγγελικώς χωρίς να κρατή χρυσόν ή άργυρον ή σάκκον ή ράβδον ή φαγώσιμον τι, αλλά πτωχός και ακτήμων με ένα μόνον χιτώνα, ως άλλος Απόστολος. Ούτω δε πορευόμενος ανά την οικουμένην έφθασε και εις τας Αθήνας. Είχε δε τότε τρεις ημέρας όπου εβάδιζε χωρίς να φάγη τίποτε και εκινδύνευεν από την πείναν. Όθεν ελθών εκεί όπου ήσαν συνηγμένοι οι πρόκριτοι της πόλεως, εβόησε προς αυτούς, λέγων· «Βοηθήσατέ μοι, Αθηναίοι σοφώτατοι». Ερωτηθείς δε πόθεν ήτο και τι εχρειάζετο, ο Άγιος Σεραπίων απεκρίθη· «Μοναχός είμαι εξ Αιγύπτου, από δε της νεότητός μου με ηνώχλουν τρεις δανεισταί, εκ των οποίων τους μεν δύο ηδυνήθην και επλήρωσα και πλέον δεν με πειράζουσι, αλλά ο τρίτος με φοβερίζει, ότι εάν δεν του δώσω το χρέος σήμερον, θα με δικάση ο αυθάδης εις θάνατον». Τότε οι σοφοί τον ηρώτησαν, τίνες ήσαν οι τρεις δανεισταί. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο πρώτος είναι η φιλαργυρία, ο δεύτερος η πορνεία και ο τρίτος η γαστριμαργία. Αυτοί οι τρεις εχθροί είναι οι πολεμούντες με από νεότητός μου ισχυρότατα· και τους μεν δύο ενίκησα κατά κράτος με την βοήθειαν του Θεού, επειδή εκ φύσεως είναι εξωτερικοί. Αλλά η κοιλία θέλει το οφειλόμενον και μου φωνάζει. Διότι έχω τέσσαρας ημέρας όπου δεν έφαγον». Του έδωσαν τότε μερικά νομίσματα, από τα οποία, αφού ηγόρασα μόνον ένα άρτον, εχάρισε τα υπόλοιπα. Από τούτο το συμβάν ανεγνώρισαν οι Αθηναίοι ότι ήτο ενάρετος. Κατόπιν μετέβη εις την Λακεδαίμονα και επωλήθη εις μέγαν τινά άρχοντα, όστις ήτο Μανιχαίος την αίρεσιν. Εκεί εις διάστημα δύο χρόνων επέστρεψεν όλους της οικίας εκείνης εις την ευσέβειαν και τότε τους επανέδωσε τα χρήματα της αγοράς του. Έπειτα, πεφωτισμένος παρά Θεού, εισήλθεν εις εν πλοίον, το οποίον εταξίδευεν εις την Ρώμην, έχων γνώμην να χειραγωγήση και εκεί όσους δυνηθή, προς ευσέβειαν. Αφ’ ου λοιπόν έκαμε τρεις ημέρας εις το πλοίον και δεν τον είδαν οι ναύται να φάγη τίποτε, τον ηρώτησαν την αιτίαν, ο δε Άγιος απεκρίθη, ότι δεν είχε τίποτε βρώσιμον. Όθεν ωνείδιζον αυτόν τινες λέγοντες· «Πως ετόλμησες λοιπόν να εισέλθης εις το πλοίον χωρίς χρήματα και πόθεν θα πληρώσης τον ναύλον σου»; Τότε ο Όσιος απεκρίθη με πραότητα· «Εάν ορίζετε, πάρετέ με μαζί σας δια την ψυχήν σας, ειδ’ άλλως επιστρέψατέ με εκεί όπου με επήρατε». Τότε οι ναύται και μη θέλοντες τον έτρεφον, δια να μη αποθάνη. Ότε δε έφθασαν εις την Ρώμην εξήλθεν από το πλοίον και ηρώτησεν εάν ήτο κανείς Μοναχός ενάρετος. Έμαθε λοιπόν, ότι υπήρχεν εκεί Οσία τις παρθένος, έγκλειστος, η οποία ουδέποτε συνωμίλησε μετά τινος ανδρός. Τότε ο Σεραπίων, πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος, απήλθεν εις το κελλίον αυτής και λέγει εις την δούλην της· «Ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ήλθεν εις Αββάς από την Αίγυπτον ίνα συνομιλήσετε». Απελθούσα λοιπόν η δούλη, είπεν εις την παρθένον τον λόγον, εκείνη όμως δεν εδέχθη τον Όσιον, απαντήσασα ότι δεν ήτο ανάγκη να συνομιλήση με άνδρα. Βλέπων λοιπόν ο μέγας ούτος Όσιος Σεραπίων, ότι ίστατο εκεί τρεις ημέρας παρακαλών να της ομιλήση και δεν ηθέλησεν, είπε ταύτα εις την δούλην· «Ύπαγε και ειπέ εις την κυρίαν σου, ότι ο Θεός με απέστειλε να της ομιλήσω δια ψυχικήν της ωφέλειαν». Εδέχθη τότε η παρθένος, εισελθών δε ο Όσιος ηρώτησε· «Που πορεύεσαι»; Η δε παρθένος απεκρίθη· «Μεταβαίνω προς τον Δεσπότην μου». Λέγει τότε προς αυτήν ο Αββάς· «Ζης ή απέθανες»; Η δε είπε· «Θαρρώ εις τον Θεόν, ότι κατά σάρκα απέθανα, διότι όστις ζη εις τον κόσμον σαρκικώς δεν απέρχεται προς τον Θεόν». Λέγει πάλιν ο Όσιος· «Εάν θέλης να σε πιστεύσω, έξελθε και κάμε καθώς θα σου είπω». Η δε απεκρίνατο· «Έχω είκοσι πέντε χρόνους εδώ μέσα έγκλειστος και τώρα, εάν εξέλθω, τι θα είπουν οι άνθρωποι»; Λέγει ο Όσιος· «Εάν απέθανες, τι σε μέλλει δια τους λόγους των ανθρώπων; Ο νεκρός, και αν επαινήται και αν υβρίζεται, δεν το θεωρεί εις τίποτε. Λοιπόν έξελθε, ίνα εννοήσης την πλάνην σου». Τότε η παρθένος ηννόησεν από τους λόγους του Οσίου, ότι ήτο σοφός και ενάρετος άνθρωπος. Όθεν εξήλθε δια ταπείνωσιν και ελθόντες εις την Εκκλησίαν της είπεν ο Όσιος· «Εάν θέλης να πεισθής, εάν πράγματι ενεκρώθης κατά κόσμον και δεν φροντίζεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους, αλλά μόνον ποθείς τα ουράνια, εκδύσου τα ιμάτια, να μείνης γυμνή χωρίς υποκάμισον, ούτω δε να κάμω και εγώ και να διέλθωμεν αμφότεροι από το κέντρον της πόλεως ολόγυμνοι χωρίς ουδόλως να εντραπής». Η παρθένος τότε είπε προς αυτόν· «Εάν κάμω καθώς μου λέγεις, σκανδαλίζω τους ανθρώπους και θα λέγουν ή ότι έχω δαιμόνιον, ή ότι εξήλθον από τας φρένας μου». Λέγει προς αυτήν ο Όσιος· «Ο νεκρός δεν αισθάνεται· όθεν, ή επαινούσιν ή ονειδίζουσιν αυτόν, δεν ακούει τίποτε. Ούτω και συ, εάν λέγης αλήθειαν ότι ενεκρώθης κατά κόσμον και ζης εν Χριστώ, κατά τον Απόστολον, μη σε μέλλει εάν σε υβρίσουν και σε κατακρίνουν οι άνθρωποι· μόνον κάμε ό,τι σου λέγω και ακολούθει μοι». Τότε η παρθένος, γνωρίσασα την προτέραν της αγνωσίαν και έπαρσιν, έπεσε μετά δακρύων εις τους πόδας του Γέροντος λέγουσα· «Παρακαλώ σε, Αββά, συγχώρησόν μοι δια τον Κύριον, διότι δεν δύναμαι εις τούτο να υπακούσω· μόνον ό,τι άλλο με προστάξης το πράττω μετά χαράς». Τότε λέγει ο πάνσοφος· «Ύπαγε λοιπόν, αδελφή μου, εις το κελλίον σου. Ταπεινώσου από την έπαρσιν και μη καυχάσαι ότι ενεκρώθης, ούτε να υψηλοφρονής ότι είσαι από τας άλλας πλέον ενάρετος. Αλλ’ έχε ταπείνωσιν όσην δύνασαι, επειδή ζης ακόμη εις τον κόσμον και θέλεις να αρέσκης εις τους ανθρώπους. Εγώ απέθανα κατά την σάρκα και ημπορώ να περιπατώ ολόγυμνος και άλλους παραλογισμούς να κάμνω, δια να με ονειδίζουν οι άνθρωποι· όμως δεν υψηλοφρονώ, ως συ, και δεν λέγω ότι ενεκρώθην». Με τοιούτους ψυχωφελείς και άλλους παρομοίους λόγους νουθετήσας, εσωφρόνισεν αυτήν. Ευχαριστήσασα τότε εκείνη τα μέγιστα τον Όσιον εισήλθε και πάλιν εις το κελλίον της και διήγε τον βίον με μεγαλυτέραν αρετήν και περισσοτέραν ταπείνωσιν. Επιστρέψας μετά τούτο ο Όσιος εις την έρημον πολλά ωφέλησε τους Μοναχούς δια διαφόρων παραδειγμάτων. Εξόχως δε έλργε και τούτο δια τους λαθροφάγους· «Όταν ήμην νεώτερος, εις την υπακοήν του Αββά Θεοδώρου, με ηνώχλει ο δαίμων της γαστριμαργίας και έκλεπτον ένα άρτον από την τράπεζαν, τον οποίον έτρωγον κατά την νύκτα κρυφίως. Αλλά τόσον με έτυπτεν η συνείδησις, ώστε υπέρ την ηδονήν της τροφής ήτο περισσοτέρα η λύπη και η βάσανος, ήτις με έθλιβεν. Ήλθον δε ποτέ αδελφοί τινές εις τον Γέροντά μου και συνωμίλουν περί γαστριμαργίας και άλλων τινών παραπτωμάτων και ότι πρέπει ο καθείς να ομολογή τους κρυφούς διαλογισμούς εις τους Πνευματικούς Πατέρας. Εγώ δε, ταύτα ακούσας, έκρινα ότι το έλεγον δι’ εμέ. Όθεν έπεσα εις τους πόδας αυτών με δάκρυα και ωμολόγησα παρρησία την αμαρτίαν μου, εξήγαγον δε τον άρτον τον οποίον είχον κρυμμένον εις το στήθος μου, δια να καταισχυνθώ περισσότερον. Τότε μου λέγει ο Γέρων· «Έχε θάρρος εις τον Θεόν, τέκνον μου, διότι αυτή η ταπείνωσίς σου σε ανέδειξε νικητήν κατά του δαίμονος, επειδή τον εντροπίασες και δεν έχει πλέον εξουσίαν επί σου». Ενώ δε ο Αββάς έλεγε προς εμέ ταύτα, εξήλθεν από τον κόλπον μου ως φλόγα πυρός εις δαίμων, έμεινε δε τόση δυσωδία εις τον τόπον εκείνον, ώστε δεν ημπορούσαμεν να μείνωμεν. Από τότε πλέον δεν έπεσα εις τοιούτον ανόμημα με την θείαν βοήθειαν». Αυτά και έτερα πλείστα λέγων ο Όσιος προς νουθεσίαν των αδελφών και πλήρης ημερών γενόμενος και πολλάς αγαθοεργίας προς τους πλησίον τελέσας, έτι δε και ουχί ολίγα θαυμάσια εργασάμενος, απήλθε προς τον ποθούμενον Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΒ΄ (22α) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Πρεσβυτέρου της εν Αγκ

Δημοσιεύτηκε: Πέμ Μαρ 21, 2019 10:39 pm
από silver

Βασίλειος, ο Άγιος Ιερομάρτυς, ήκμασε κατά τους χρόνους Ιουλιανού του Παραβάτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τξα΄ - τξγ΄ (361- 363), ηγεμονεύοντος δε της Αγκύρας του Σατορνίνου, Πρεσβύτερος υπάρχων της εν Αγκύρα Αγίας Εκκλησίας. Διαβληθείς δε εις τον ηγεμόνα, παρουσιάσθη εις αυτόν και ερωτηθείς εάν αρνήται τον Χριστόν και μη παραδεχθείς τούτο, κρεμάται επί ξύλου, καταξεσχίζεται εις τας πλευράς και ρίπτεται εις την φυλακήν. Έπειτα εκβάλλεται εκ της φυλακής και πάλιν ξεσχίζεται σκληρά, δεθείς δε με σιδηράς αλύσεις ρίπτεται πάλιν εις την φυλακήν. Μετά τινας ημέρας, όταν ο Ιουλιανός διήρχετο δια της Αγκύρας, ωδήγησαν προς αυτόν δεδεμένον τον Άγιον. Ο δε βασιλεύς ηρώτησεν αυτόν εάν αρνήται τον Χριστόν, ο Άγιος όμως απεκρίθη, ότι μόνον τον Χριστόν πιστεύει ως Θεόν αληθινόν και Δημιουργόν και Κύριόν του. Κατόπιν τούτου παρεδόθη εις τον κόμητα Φλαβέντιον, ίνα ανασπάση λωρία δέρματος από του σώματος του Μάρτυρος. Τούτο εξετελέσθη πάραυτα. Όθεν, αφ’ ου ανέσπασαν πολλά λωρία, εκ των εμπροσθίων και οπισθίων μερών του σώματος του Αγίου, και εκρέμαντο ταύτα από τους ώμους του, ο γενναίος αδάμας, αρπάσας εν λωρίον και ανασπάσας αυτό εκ του σώματός του, το έρριψεν εις το πρόσωπον τού Ιουλιανού. Τότε εκείνος διέταξε να πυρώσωσι σούβλας και με αυτάς να κατακαύσωσι τον Μάρτυρα και να τρυπήσωσι την κοιλίαν, την ράχιν και όλους τους αρμούς του σώματός του. Τούτων γενομένων, παρέδωκεν ο γενναίος Αθλητής την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.

Re: Σήμερα είναι :Τη ΚΓ΄ (23η) του αυτού μηνός Μαρτίου, μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος ΝΙΚΩΝΟΣ και των συν αυτώ μαρτυρησά

Δημοσιεύτηκε: Παρ Μαρ 22, 2019 9:52 pm
από silver

Νίκων ο εν Αγίοις Πατήρ ημών έζησε κατά τους χρόνους του ηγεμόνος Κυντιανού, κατήγετο δε εκ της επαρχίας της εν Ιταλία Νεαπόλεως, στρατιώτης πρότερον το αξίωμα υπάρχων, ωραίος κατά το σωματικόν κάλλος, λαμπρός την όψιν και φοβερός εις τους πολέμους. Ήτο δε ο πατήρ του ειδωλολάτρης η δε μήτηρ του Χριστιανή. Επειδή δε κατά την εποχήν εκείνην συνεκροτήθη μέγας πόλεμος και εις τα μέρη εκείνα συνήφθη αγών εξοντωτικός, ενεθυμήθη ο μακάριος Νίκων τας διδασκαλίας και τας συμβουλάς της μητρός του και στενάξας από βάθους καρδίας είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι». Οπλισθείς δε με το σημείον του Τιμίου Σταυρού, ώρμησεν εις το μέσον των εχθρών και άλλους μεν εκτύπα με το ξίφος, άλλους δε έπληττε με το ακόντιον και δεν αφήκεν αυτούς έως ότου τους ενίκησεν όλους και τους ηνάγκασε να φύγωσι κατησχυμμένοι. Τότε άπαντες μεγάλως εξεπλάγησαν δια την μεγάλην ταύτην ανδραγαθίαν. Επειδή λοιπόν ηκολούθησαν τα γεγονότα ως επόθουν, οι συμπατριώται του Αγίου Νεαπολίται επανήλθον άπαντες εις την πατρίδα των, ως και ο μακάριος Νίκων. Μετά ταύτα φανερώσας ο Άγιος εις την μητέρα του, ότι είχε σκοπόν να βαπτισθή και να γίνη Χριστιανός, ανεχώρησεν από την Νεάπολιν με σκοπόν να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν. Φθάσας δε εις την νήσον Χίον, ανήλθεν εις το όρος αυτής και έμεινεν εκεί επτά ημέρας καταγινόμενος εις νηστείας, αγρυπνίας και προσευχάς. Ούτως έλαβε καλήν αγγελίαν παρά θείου Αγγέλου, όστις έδωκεν εις αυτόν ράβδον και του είπε να καταβή εις τον αιγιαλόν φέρων μεθ’ εαυτού και την ράβδον ταύτην. Καταβάς λοιπόν εις τον αιγιαλόν ο αοίδιμος Νίκων, εύρε πλοιάριον και επιβιβασθείς επ’ αυτού, έφθασε μετά δύο ημέρας εις το όρος του Γάνου, ένθα, κατά συγκυρίαν, απήντησεν αυτόν Επίσκοπος τις εις σχήμα Μοναχού, ο οποίος λαβών αυτόν εκ της χειρός τον ωδήγησεν εις το σπήλαιον όπου κατώκει και κατηχήσας αυτόν, τον εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και εκοινώνησεν αυτόν των θείων Μυστηρίων. Μετά παρέλευσιν δε τριών ετών, τον εχειροτόνησε Πρεσβύτερον και έπειτα Επίσκοπον. Συναθροισθέντων δε εκεί συν τω χρόνω πολλών αδελφών, εκατόν ενενήκοντα τον αριθμόν, ανέλαβε την προστασίαν τούτων ως και την Ηγουμενίαν ο ιερός Νίκων. Έπειτα συμπαραλαβών όλους αυτούς, μετέβη εις την Μυτιλήνην και εκείθεν εις την Ιταλίαν. Αφού δε είδε την μητέρα του και ενεταφίασεν αυτήν αποθανούσαν, μετέβη εις την Σικελίαν και κατώκησεν εις το εκεί ευρισκόμενον όρος του Ταυρομενίου, αποκτήσας ακόμη και άλλους εννέα μαθητάς. Αλλ’ ο ηγεμών της Σικελίας, μαθών τα περί του Αγίου, επρόσταξε να παρουσιασθή έμπροσθέν του, μεθ’ όλων των εκατόν ενενήκοντα εννέα μαθητών του. Τούτου γενομένου ηρώτησεν ο ηγεμών τους μαθητάς του Αγίου εάν αρνώνται τον Χριστόν, εκείνοι όμως οι μακάριοι δεν εδέχθησαν τοιαύτην μιαράν γνώμην. Όθεν διέταξεν ο αλιτήριος να τανυσθώσι κατά γης και να κτυπώνται με τα ξίφη έως ου κατακοπώσι. Τούτων δε γενομένων διέταξε κατόπιν και τους απεκεφάλισαν. Τον δε Άγιον Νίκωνα εξήπλωσαν εκ των τεσσάρων μερών του σώματος και έκαυσαν αυτόν με ανημμένας λαμπάδας, έπειτα τον έδεσαν εις υποζύγια ζώα, τα οποία έσυραν τον Άγιον κατά γης και τον έρριψαν εις κρημνόν από μεγάλου ύψους. Μετά ταύτα ανασύραντες αυτόν, τον εκτύπων εις το στόμα με λίθους, είτα απέκοψαν την γλώσσαν του και τελευταίον τον απεκεφάλισαν. Ούτως έλαβεν ο μακάριος του Μαρτυρίου τον στέφανον.